Περισσότερα για την ταινία.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ
2/11 < ΜΙΡΟΥΠΑΦΣΙΜ
9/11 < ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΜΠΡΟΣΤΑ
16/11 < ΚΛΕΙΣΤΟΙ ΔΡΟΜΟΙ
Την εποχή που ο Ξένιος Δίας από προστάτης των ξένων
μεταμορφώνεται σε διώκτη τους και η «ελληνική φιλοξενία»
προσφέρεται απλόχερα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης,
φυλακές, συνοριακούς φράχτες, με θεσμικά βασανιστήρια
και όχι λιγότερο θεσμικές δολοφονίες στο δρόμο, εμείς
αναζητούμε τη χαμένη τιμή του Ξένου σε κινηματογραφικούς
τόπους που φάνηκαν περισσότερο φιλόξενοι.
Κάποιοι κινηματογραφιστές επιχείρησαν να αποτυπώσουν
τη ζωή του μετανάστη σε μια πρώην χώρα μεταναστών
που έγινε χώρα υποδοχής μεταναστών. Στις ταινίες τους,
διερευνούν ο καθένας με τον δικό του τρόπο όψεις της
συνύπαρξης του ξένου με τον συχνά ρατσιστή και ξενόφοβο
ξενιστή του.
Τις προβολές των ταινιών ακολουθούν συζητήσεις, με τη
συμμετοχή των σκηνοθετών.
Ελλάδα, 1997, 121’
Ελλάδα, 2008, 102’
Ελλάδα, 2000, 101’
Σκηνοθεσία: Γιώργος Κόρρας, Χρήστος Βούπουρας
Σενάριο: Γιώργος Κόρρας, Χρήστος Βούπουρας
Φωτογραφία: Κωστής Γκίκας
Μοντάζ: Γιώργος Κόρρας, Χρήστος Βούπουρας
Ηχος: Ντίνος Κίττου, Νίκος Παπαδημητρίου
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Ερμηνείες: Άκης Σακελλαρίου, Δήμητρα Χατούπη, Muzafer Zifla, Armando
Daouti, κ.ά.
Παραγωγή: Χρήστος Βούπουρας, ΕΚΚ, Borough Film Ltd, Televisual Services
J.K. Ltd
Σκηνοθεσία: Βασίλης Ντούρος
Σενάριο: Γιάννης Τσίρος
Φωτογραφία: Σταμάτης Γιαννούλης
Μοντάζ: Κωνσταντίνος Ιορδανίδης
Ηχος: Nτίνος Κίττου
Μουσική: Ντάσο Κούρτι
Ερμηνείες: Γεννάδιος Πάτσης, Γιασεμή Κηλαηδόνη, Κώστας Καζάνας,
Καραφίλ Σένα, Δημήτρης Πάτσης, Γιώργος Μωρόγιαννης, Νίκος Γεωργάκης,
Σταύρος Pάντα, Mιρέλα Kόντι
Παραγωγή: Protasis Production
Σκηνοθεσία: Σταύρος Ιωάννου
Σενάριο: Σταύρος Iωάννου, Αφροδίτη Παυλάκου
Φωτογραφία: Διαμαντής Παπαδόπουλος
Μοντάζ: Βαγγέλης Xριστουλάκης
Ηχος: Nίκος Xαραλαμπίδης
Μουσική: Βαγγέλης Kατσούλης
Ερμηνείες: Xουσεΐν Aμπντουλάχ, Φαλάχα Xασάν, Aχμέτ Γκουλί, Zιρέκ
Mιζουρί, κ.ά.
Παραγωγή: Filmode ΕΠΕ
Η τυχαία συνάντηση ενός τριανταπεντάχρονου Έλληνα
με μια παρέα Αλβανών λαθρομεταναστών θα προσγειώσει,
θα πλουτίσει πνευματικά και κατά κάποιο τρόπο θα
επαναδιαμορφώσει ιδεολογικά την προσωπικότητα του
πρώτου. 0 Χρήστος, ο ήρωας της ταινίας, είναι ιδεολογικό
απομεινάρι της πτώσης του υπαρκτού σοσιαλισμού,
καθηγητής της Ιστορίας, που περιφερόταν κάποτε στους
χώρους της ευρύτερης Αριστεράς και ζούσε από δική
του επιλογή στο περιθώριο της κοινωνίας του, κάνοντας
παρέα με άλλους περιθωριακούς, κατά προτίμηση με
ανθρώπους που αισθάνονταν λιγότερο Έλληνες και που
το επίσημο κράτος επιμένει να αγνοεί. Η ξαφνική εισβολή
των Αλβανών στη ζωή του θα έρθει να επιβεβαιώσει τις
επιλογές του, καθώς για μιαν ακόμα φορά θα διαπιστώσει
την άδικη και άνιση μεταχείριση των ξένων από τους
ντόπιους, το ρατσισμό που γεννιέται σιγά-σιγά μεταξύ
των Ελλήνων, τη διάθεση της οργανωμένης κοινωνίας
να εκμεταλλευτεί τη φτώχεια των ξένων και ταυτόχρονα
να τους ενσωματώσει, να τους κάμει όμοιούς της,
επειδή νιώθει δέος για κάθε τί διαφορετικό, τέλος την
αλλοτρίωση, το χιούμορ, την αισιοδοξία, το θάρρος και
την καρτερικότητα των Αλβανών φίλων του. Ωστόσο, το
πέρασμα του ήρωα στην ωριμότητα θα σημαδευτεί από την
ανατροπή των πιό κοινών πεποιθήσεών του και τη βαθμιαία
συνειδητοποίηση της διπλής όψης των πραγμάτων
της ζωής του: Εκείνος που υφίσταται το ρατσισμό και
την εκμετάλλευση, τον ασκεί με τη σειρά του στον πιό
αδύνατο. Εκείνος που προβάλλει τον ουμανισμό πάνω από
τις ράτσες, συνέχεται από τον πιό βαθύ κομφορμισμό. Κι
αντίστροφα, ο ήρωας, που κατηγορείται για μισογυνισμό,
θα υπερασπιστεί τη θέση της γυναίκας σε μιαν άλλη
κοινωνία. Αυτός που αντιμάχεται τον εθνικισμό, θα νιώσει
συμπάθεια για την ελληνική μειονότητα. Αυτός που
πιστεύει στην απόλυτη ελευθερία των πιο ουσιαστικών
επιλογών του, θα συνειδητοποιήσει πως η προσωπικότητά
του έχει διαμορφωθεί ερήμην του, μακριά και πολύ πριν
από αυτόν, από δυνάμεις που θεωρούσε ανίσχυρες
και αμελητέες. Κι ενώ ο ξένος κόσμος θα χάνεται από
μπροστά του οδεύοντας προς την ιστορική του μοίρα, ο
ίδιος θα μείνει μόνος, γυμνός και ξένος, να αναμετρήσει
τις ήττες, τα τραύματα και τις κατακτήσεις του.
Μεγάλο Σάββατο, μια ομάδα πυροτεχνουργών, της εταιρίας
πυροτεχνημάτων Pyroline, Σπύρος, Κατερίνα και Χάρης,
στην προσπάθειά τους να γλιτώσουν δρόμο, κόβουν από μια
ορεινή διαδρομή και μένουν από βλάβη του βαν μεταφοράς,
σε ένα ορεινό οικισμό κτηνοτρόφων, στα βόρεια της
Ηπείρου. Το βουνό που βρίσκεται μπροστά, κάνει αδύνατη
την επικοινωνία με τα κινητά τηλέφωνα και αναγκάζονται
να καλέσουν βοήθεια, από το συμβατικό τηλέφωνο του
Θύμιου, κατοίκου του οικισμού. Ο 6χρονος Ντριτάν, βλέπει
το σταματημένο βαν μεταφοράς και πείθει τον πατέρα
του Λουάν, εργαζόμενου σε στάνη της περιοχής, να του
αγοράσει μιά ρουκέτα για την νύχτα της Ανάστασης.
Ο Λουάν, στην προσπάθειά του να προσεγγίσει τους
πυροτεχνουργούς, έρχεται σε επαφή με τους κατοίκους
του οικισμού, αναζωπυρώνοντας μια παλαιότερη, σκοτεινή
έχθρα.
Η νύχτα της Ανάστασης, καταλήγει σε ένα δράμα και η
Κυριακή του Πάσχα, σε μια τραγωδία. Το βουνό μπροστά,
δεν εμποδίζει μόνο τις τηλεφωνικές επικοινωνίες, τη
διέλευση ή τις μετακινήσεις. Εμποδίζει την βαθύτερη
πολιτισμική επαφή. Τη διαθρησκευτική επικοινωνία. Το
βουνό είναι ψηλό. Και είναι ακόμα ΜΠΡΟΣΤΑ!
H ταινία επιχειρεί να ψηλαφίσει με ντοκιμαντερίστικη
διάθεση τη μη εμπορεύσιμη (και, άρα, αθέατη), πλευρά ενός
λαού, των Κούρδων, που αναγνωρίζεται και τιμάται από τον
δικό μας κόσμο μόνο όταν αποφασίζει να πεθάνει ηρωικά,
τροφή για μεγαλόστομους λυρισμούς στα άδεια δελτία
ειδήσεων· ενός λαού που η τύχη του δοκιμάζεται στους
«κλειστούς δρόμους» οι οποίοι τον περιβάλλουν, και που
με οδηγό την απόγνωση φωτίζει τους δικούς του δρόμους
προς την ελπίδα.
Για τον όρο μετανάστες
Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε
πιο κοντά στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα,
καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ’ ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν’ απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα έγιναν,
τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή!
Ακούμε ίσαμ’ εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα στρατόπεδά τους.
Εμείς οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.
Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα, μτφρ. Μάριος Πλωρίτης
Βιντεοπροβολές τις Παρασκευές στις 8.30μμ
Αγαθουπόλεως 65 & Αχαρνών, Αθήνα
Μπακατσέλου 1 & Εγνατία, Θεσσαλονίκη
[email protected]
των Γιώργου Κόρρα & Χρήστου Βούπουρα
του Βασίλη Ντούρου
«Στις μέρες μας ο βαθμός πολιτισμού μιας χώρας είναι
ανάλογος με την συμπεριφορά των κατοίκων της, με
τους μετανάστες. ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΜΠΡΟΣΤΑ δε θα είναι μια
ταινία με ήρωες τον κακό Αλβανό και τον καλό Έλληνα. Η
ιστορία προσφέρει υλικό για σκέψη και προβληματισμούς.
Θα είναι μια ταινία που θα επικοινωνήσει με το μυαλό και
την καρδιά των θεατών, για θέματα που αφορούν όλους
μας, προσφέροντας τη δυνατότητα να συγκινηθούμε και
να σκεφτούμε καλύτερους δρόμους για τη βελτίωση της
συνύπαρξης, τον σεβασμό στη διαφορετικότητα, κάτι που
χαρακτηρίζει μια δημοκρατική κοινωνία» (Β. Ντούρος).
του Σταύρου Ιωάννου
Ο Χουσεϊν, Κούρδος μετανάστης, έρχεται κυνηγημένος
στην Ελλάδα για να αναζητήσει τον μικρότερο αδερφό
του, τον Αχμέτ, ο οποίος έχει φύγει επίσης λαθραία για
την Ιταλία. Θα τον αναζητήσει ρωτώντας όλους τους
μετανάστες της πόλης, και τελικά θα καταλήξει σε καρότσα
φορτηγού, στα όρια της εξαθλίωσης, φεύγοντας για την
Ιταλία. Στην καρότσα θα βρεθεί τυχαία συν-μετανάστης με
έναν πρώην φίλο του Αχμέτ. Και ο τελευταίος θα αφηγηθεί
στον Χουσεϊν το χρονικογράφημα του αδερφού του στην
Ελλάδα.
Η ταινία συνδυάζει το σενάριο με τη ντοκιμαντερίστικη
καταγραφή πραγματικών γεγονότων στην πλατεία
Kουμουνδούρου το χειμώνα του 1998-1999, με ερασιτέχνες
Κούρδους ηθοποιούς. Ο σκηνοθέτης Σταύρος Ιωάννου
χρησιμοποιεί ψηφιακή κάμερα και φυσικό φωτισμό (τα
φώτα της πλατείας) για να πλησιάσει με τη μέγιστη δυνατή
διακριτικότητα την καθημερινότητα των ηρώων του.
Η κινηματογραφική δραματοποίηση του δράματος του
κουρδικού λαού μένει πιστή στην αλήθεια των αφηγήσεων
των προσώπων και αναδεικνύει τον δικό τους λόγο ως
κεντρικό φορέα αυτής της αλήθειας.