Δείτε το βιβλίο - Ιστορικό & Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας

1
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΜΠΕΡΙΑΔΗΣ
ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΗ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
ΣΤΑ ΟΡΕΙΝΑ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ
1922-1952
(σελίδες αυτοβιογραφίας)
Καβάλα, 1994
2
3
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
----------ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ……………….σελ. 7-8
ΠΡΟΛΟΓΟΣ…………………………………………………»… 9
Κεφάλαιο Πρώτο: ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ
1. Τα προσχολικά μου χρόνια ……...……………………….»…11-12
2.
Στο Δημοτικό Σχολείο……………...……………………»…12-13
3. Οθάνατος του πατέρα μου……………...………………...»...14-16
4. Συνέχεια και τέλος των σχολικών μου
χρόνων στο Δημοτικό Σχολείο……………...……………»…17-18
5. Μια Κυριακάτικη μέρα στο χωριό……………………….»…18-19
-------------Κεφάλαιο Δεύτερο: ΤΑ ΕΦΗΒΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ
1. Εμπειρίες από τα σχολικά χρόνια του Δημοτικού……….»…20-23
2. Στο βουνό σαν τσομπάνης……………………………….»…23-28
3. Σκληρές συνθήκες ζωής………………………………….»…28-31
4. Απόρριψη πρότασης πρόσληψης ως βοηθού
στο Γαλλικό Προξενείο Καβάλας ……………………….»…31-32
4
5. Η ζωή μου ως βουκόλος…………………………………»…32-37
6.
Εργάτης στα καπνά, στο δημόσιο δρόμο,
στα ασβεστοκάμινα………………………………………»…37-42
7. Η ζωή στο χωριό στα τελευταία προπολεμικά
χρόνια 1937-1940………………………………………...»…43-47
8. Παραμονές πολέμου……………………………………...»…47-50
-------------Κεφάλαιο Τρίτο: ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
1.
Οι συνέπειες του πολέμου στην περιοχή μας…………….»…51-52
2.
Σκληρή εργασία για τη σπορά του σιταριού
στο χωριό μας, στον Γέροντα και στη Νέα Κώμη……….»…52-54
3.
Το χωριό μας στην πολεμική ζώνη –
Κατάρρευση και διάλυση του στρατού μας……………...»…54-56
Κεφάλαιο Τέταρτο: Η ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ 1941-44
1. Απαρχές της Βουλγαρικής κατοχής………………………….σελ. 57-59
2.
Η αποτυχημένη απόπειρα της φυγής
μου στην Θεσσαλονίκη……………………………………….»…59-60
3.
Η Βουλγαρική κατοχή σε εξέλιξη…………………………….»…60-65
4.
Η περιπέτεια μου το βράδυ στις 2 Μαρτίου του1942………...»…65-69
5.
0 γάμος της αδελφής μου Σοφίας……………………………..»…69-70
--------------
Κεφάλαιο Πέμπτο: ΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΤΑΓΜΑΤΑ
1.
Η απαγωγή μου στη Βουλγαρία και η ένταξή
μου στα εργατικά τάγματα……………………………………σελ. 71-88
2. Η ζωή στην ομηρία - Παραινέσεις του Λοχαγού μας…………..»…89-96
3. Αποδράσεις συναδέλφων……………………………………….»…97-104
4.
Ο τραυματισμός μου στη δουλειά –
Εγκατάλειψη – Αυτοεγχείρηση………………………………...»...105-109
5.
Προσπάθεια εκμάθησης της Βουλγαρικής γλώσσας…………..»...109-112
6.
Οι σκληρές συνθήκες ζωής στα εργατικά τάγματα
– Η συνέχεια των δεινών………………………………………»...112-126
7. Σύλληψη φυγάδων και ο άγριος ξυλοδαρμός τους…………….»...126-138
5
8. Επιστροφή στις οικογένειές μας με εικοσαήμερη άδεια ……...»…138-139
9.
Οι σχέσεις με τους αλλόφυλους συναδέλφους μας…………....»…139-142
10. Οι σχέσεις μου με τον αξιωματικό Πέτερ Στογιάνωφ………...»…142-143
11. Το ακμαίο ηθικό των συναδέλφων
και γενικά του Ελληνικού στοιχείου…………………………»…144-152
12. Απελευθέρωση και επιστροφή στην οικογένειά μου
- Συμπεράσματα……………………………………………….»…152-160
------------Κεφάλαιο 'Εκτο: Η ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ 1942-1943
1. Οι σκληρές συνθήκες κατοχής τον χειμώνα του 1942-1943..…»…161-166
2. Εμφάνιση και δράση της αντάρτικης ομάδας
του Γεωργίου Παπαστάμου - Αντιδράσεις του εχθρού………..»…166-171
3. Η δράση των Βουλγαρικών μεταβατικών αποσπασμάτων….…»…171-177
4. Κρίσεις και συμπεράσματα για τον τρόπο ζωής μας το 1943…σελ. 178-180
------------Κεφάλαιο 'Εβδομο: Η ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 1944
1. Η κατοχή το πρώτο εξάμηνο του 1944……..………………….»…181-189
------------Κεφάλαιο Όγδοο: ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ ΩΣ ΑΝΤΑΡΤΗΣ
1. Στο βουνό ως αντάρτης ……………………………………….»…190-250
------------Κεφάλαιο 'Ενατο: ΕΑΟΜΟΚΡΑΤΙΑ
1.
Η μεταβατική περίοδος από την αποχώρηση των Αρχών Κατοχής
μέχρι την άφιξη των Ελληνικών αρχών – ΕΑΜΟΚΡΑΤΙΑ….σελ. 251-260
2. Η υπηρεσία μου ως δάσκαλος………...………………………..»…260-267
3. Η συμβολή μου στη ματαίωση εκτοπισμού των κατοίκων
της περιοχής μας, λόγω των ανταρτών………………………...»…267-279
4. Η εισαγωγή μου στην Εμπορική Σχολή Καβάλας……………..»…279-298
------------Κεφάλαιο Δέκατο: ΜΕΤΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1945-1949
1. Στην Καβάλα ως μαθητής της Εμπορικής Σχολής…………..σελ..299-303
2.
Οι συνθήκες διαβίωσης μου στην Καβάλα
τα έτη 1945-1947………………………………………………»...303-306
6
3. Σκιαγράφηση των καθηγητών μου στην Εμπορική
Σχολή- Η φοίτηση και αποφοίτηση μου………………………»…307-317
4. Στους Συνεταιρισμούς ως λογιστής …………………………..»…317-320
5.
Η ζωή μου στα χρόνια της ανταρσίας 1947-1949…………….»…320-345
6. Στους Συνεταιρισμούς της περιοχής
της Γραβούνας-Νέστου ως λογιστής ………………………...»…345-350
-------------ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ
1.
Η επίσκεψή μου στην Αξιούπολη του Κιλκίς………………...»…351-352
2. Βίος και πολιτεία του Παπά Μιχαήλ Βασιλειάδη…………….»…352-355
3.
Η σύλληψη και τα άγρια βασανιστήρια του
αδελφού μου Νικόλαου από τον δυνάστη…………………….»…355-360
4. Η πρώτη γνωριμία με την αδελφή μου
Δέσποινα στη Λάρισα………………………………………»…360-364
5. Η ζωή μου στο στρατό………………………………………»…364-367
6. Πως πήρα το Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων
για να προσληφθώ στην Εθνική Τράπεζα………………….»…368-371
7. Επίλογος, αυτοβιογραφική σύνοψη………………………....»…371-372
------------
7
ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.
Όταν παρέλαβα τα πρώτα χειρόγραφα της έκδοσης που κρατάτε στα χέρια σας, η
πρώτη μου σκέψη ήταν ότι σχεδόν τετρακόσιες σελίδες ενός αυτοβιογραφικού
κειμένου αποθαρρύνει τον σημερινό βιαστικό και αγχώδη αναγνώστη. Με μικρή
λοιπόν προκατάληψη ξεκίνησα το διάβασμα και δεν χρειάστηκε να προχωρήσω
παρά μόνο στις πρώτες λίγες σελίδες για να διαπιστώσω πόσο άδικη ήταν η αρχική
μου εκτίμηση. Οι αρετές του βιβλίου δεν ήταν στον περίτεχνο λόγο, στα έξυπνα
ευρήματα και στην πρωτοτυπία του θέματος ή σε ότι άλλο θα μπορούσε να
θεωρηθεί προσόν για ένα έργο περιγραφικό-αυτοβιογραφικό. Αντίθετα, ο
συγγραφέας δεν είναι λογοτέχνης, αλλά ένας προσεκτικός παρατηρητής των
γεγονότων και ένας βαθύς και αποστασιοποιημένος, όσο η ανθρώπινη φύση το
επιτρέπει, μελετητής και λάτρης της ιστορίας του τόπου μας,. Ο λόγος του λοιπόν
είναι λιτός, δωρικός θα έλεγα, πολλές φορές απλοϊκός, αλλά ρωμαλέος, άμεσος, με
τη δύναμη της έκφρασης των απλών ανθρώπων που αποπνέει γνησιότητα
συναισθημάτων και ειλικρίνεια στην παρουσίαση των περιγραφόμενων γεγονότων
και καταστάσεων.
Θεώρησα λοιπόν ότι τέτοιου είδους γραφτά, που στέκονται μακριά από
κομματικές σκοπιμό- τητες και φωτίζουν με τόσο καθαρό τρόπο γεγονότα μιας
βασανισμένης τριακονταετίας, ήταν χρέος μας να τα παρουσιάσουμε, ιδιαίτερα
όταν περιέχουν εξαιρετικού ενδιαφέροντος πληροφορίες, μη προσωπικού
χαρακτήρα, όπως :
-
-
Η ζωή των αγροτικών προσφυγικών οικογενειών κατά τους πρώτους χρόνους
της εγκατάστασής τους στη νέα πατρίδα τους και ιδιαίτερα στα ορεινά της
Ανατ. Μακεδονίας.
Ο πόλεμος του 1940-41 και πως βιώθηκε στα χωριά μας.
Η Βουλγάρικη κατοχή 1941-44, με πλήρη περιγραφή γεγονότων και καταστάσεων.
Η ζωή και τα βάσανα των ομήρων στα Βουλγαρικά τάγματα εργασίας (ντουρντουβάκια).
Το αντιστασιακό κίνημα και το αντάρτικο στα Βορειανατολικά ορεινά της περιοχής μας κατά τη διάρκεια της Βουλγαρικής κατοχής.
Η απελευθέρωση των περιοχών με την αποχώρηση των Βουλγάρων και η μεταβατική περίοδος της διοίκησης από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ., μέχρι την οργάνωση
των αρχών
Τα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου, στην περιοχή μας και η αρχή της ανασυγκρότησης της ζωής και του κράτους. Μια περίοδος πραγματικά δύσκολη,
δυσκολότερη και από την κατοχή, που σημάδεψε τη ζωή των ανθρώπων αυτής
της γενιάς.
Πιστεύω ότι το βιβλίο που σας παρουσιάζουμε αποτελεί έναν θησαυρό
απροκατάληπτων πληροφοριών οι οποίες πηγάζουν μέσα από τα βιώματα και τις
πραγματικά ενδιαφέρουσες περιπέτειες του συγγραφέα. Δεν μπορούμε να το
χαρακτηρίσουμε ως ιστορικό βιβλίο, είναι όμως αναμφισβήτητα πηγή, διότι όλα τα
περιγραφόμενα γεγονότα προέρχονται από την άμεση αντίληψη και προσωπικά
8
βιώματα του συγγραφέα, ο οποίος μάλιστα αποφεύγει να εκφέρει κρίσεις,
αποστασιοποιούμενος και αφήνοντας στον αναγνώστη να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Με τις σκέψεις αυτές το Ιστορικό & Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας αποφάσισε την
έκδοση, την οποία δεν αμφιβάλουμε καθόλου ότι θα την βρείτε όχι μόνον
ενδιαφέρουσα αλλά και απολαυστική.
Για το Ιστορικό & Λογοτεχνικό
Αρχείο Καβάλας
Ο Πρόεδρος
Νίκος Ρουδομέτωφ
Ο συγγραφέας Παναγιώτης Αμπεριάδης μας έχει δώσει και ένα εξαιρετικό, καθαρόαιμο ιστορικό
βιβλίο, με τον τίτλο «Η ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΤΟ 1941 ΚΑΙ Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΗΣ ΔΡΑΜΑΣ», το
οποίο κυκλοφόρησε στα 1998 από τον εκδοτικό Οίκο των Αφών Κυριακίδη. Θα πρέπει να
προσθέσουμε ασκόμη ότι το Ιστορικό & Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας προετοιμάζει την έκδοση και
άλλων ιστορικών εργασιών του ακαταπονητου ερευνητή και συγγραφέα.
9
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Παραδίδοντας στην δημοσιότητα τα απομνημονεύματά μου, της
δραματικής περιόδου των ετών 1920-1950 αισθάνομαι την ανάγκη να
απολογηθώ στον φίλο αναγνώστη, καθώς έτσι είδα τα κοσμοϊστορικά γεγονότα
αυτής της περιόδου από τη δική μου σκοπιά και πως τα ιδανικά και οι σκέψεις
μου είναι έτσι όπως τα παραθέτω, στις όχι και τόσο ιδανικές συνθήκες της
προπολεμικής περιόδου.
Πιστεύω πως η αφήγησή μου απεικονίζει την πραγματικότητα
εκείνης της εποχής. Τα γεγονότα που περιγράφονται είναι αυθεντικά και οι
διάφορες κριτικές μου πάνω σ' αυτά, όπου υπάρχουν, αντικατοπτρίζουν τις
πεποιθήσεις μου, πεποιθήσεις που με την πάροδο των ετών έχουν μεταβληθεί
και ξεπεραστεί από τα γεγονότα.
Σε κάποια κεφάλαια βρέθηκα στην ανάγκη να παρουσιάσω την
δράση ορισμένων πρωταγωνιστών της εποχής με τα αρχικά των
ονοματεπωνύμων τους και αυτό από σεβασμό στη μνήμη τους (όλοι σχεδόν
έχουν φύγει από τη ζωή), αλλά και να διαφυλάξω την τιμή και την υπόληψη
των απογόνων τους που σήμερα διαπρέπουν σε όλους τους τομείς της
κοινωνικής δραστηριότητας.
Η δράση μου έτσι όπως εκτίθεται στις σελίδες του βιβλίου, με κάθε
ειλικρίνεια, ο χειρισμός των διαφόρων περιπτώσεων, η λύση πολλών απ' αυτές
και γενικά όλη μου η ζωή επαφίεται στην κρίση, θετική ή αρνητική του
αναγνώστη.
Α
Απευθύνομαι ιδιαίτερα στους κληρονόμους μου και γενικά στις
νεότερες γενιές, με την παράκληση, αφού διαβάσουν το βιβλίο αυτό, αν
χρειαστεί και αν κάποτε αντιμετωπίσουν παρόμοιες καταστάσεις (περίπτωση
την οποία απεύχομαι), να έχουν υπόψη τους τα γεγονότα που περιγράφονται
στο βιβλίο αυτό, καθώς και το χειρισμό τους, όπως ακριβώς και o συγγραφέας
είχε υπόψη του παρόμοιες ιστορίες από τα δεινοπαθήματα των προγόνων του
στον Πόντο.
Καβάλα, Μάρτιος 1994.
10
11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
τα παιδικά μου χρόνια
1. Τα προσχολικά μου χρόνια
Γεννήθηκα σε ένα αρκετά μεγάλο χωριό, τον Λαχανά της περιφέρειας της
Τρίπολης του Πόντου, στα 1920 ή 1921 σε ημερομηνία άγνωστη, γιατί τότε σε
εκείνα τα μέρη εξ αιτίας της ανώμαλης κατάστασης, δεν τηρούνταν
Δημοτολόγια. Από το χωριό μου δεν έχω καμιά απολύτως ανάμνηση. Θυμάμαι
όμως σαν σε όνειρο, ίσως και από τις κατοπινές αφηγήσεις της μητέρας μου,
πως επί τρεις μέρες έμεινα αβοήθητος και απροστάτευτος δίπλα σε ένα τζάκι,
ανακατεύοντας τις στάχτες, σχεδόν νηστικός, χωρίς καμιά φροντίδα. Η μητέρα
μου με εγκατέλειψε εκεί για να αφοσιωθεί στη σωτηρία του πατέρα μου, που
είχε πιαστεί από τις Τουρκικές αρχές, σαν επαναστάτης, για προληπτικούς
λόγους. Την σκηνή αυτή, αν και ζωηρή, δεν μπόρεσα να την αναπαραστήσω
ούτε και αργότερα, όταν ύστερα από 60 χρόνια ευτύχησα να επισκεφτώ τη
γενέτειρα μου, στο ίδιο μέρος όπου ήταν άλλοτε το σπίτι μας.
'Ημουν περίπου 2 χρονών, όταν αναγκάστηκαν οι γονείς μου να
εγκαταλείψουν τα μέρη τους και να καταφύγουν στην Ελλάδα. Σε αυτή την
περίπτωση θυμάμαι τους κλυδωνισμούς του πλοίου κάπως εντονότερα. 'Ισως σ'
αυτό να συντέλεσε και η ηλικία μου. Από τη διετή περίπου παραμονή μας στην
Ακράτα της Πελοποννήσου θυμάμαι περισσότερα γεγονότα. Την ουζοποσία, τη
χαρτοπαιξία και τα νεύρα του πατέρα μου που συνήθως ξεσπούσε στη μητέρα
μου. Σ' αυτό συνέτεινε βέβαια όχι τόσο το βίαιο του χαρακτήρα του, αλλά
κυρίως οι άθλιες συνθήκες διαβίωσής μας. 'Ετσι, στα τέλη του 1924
μετακόμισαν από την Παλιά Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στο χωριό Σκοπός,
κοντά στον Κεχρόκαμπο Καβάλας.
Η ζωή στο χωριό αυτό ήταν ακόμη πιο δύσκολη. Τα βοηθήματα της
Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων αποτελούσαν τον κύριο πόρο ζωής
μας, αλλά αυτά και ανεπαρκή ήταν και δε χορηγούνταν τακτικά.
Οι γονείς μου προσπάθησαν να βελτιώσουν τους όρους διαβίωσής τους,
αλλά αυτό ήταν δύσκολο, γιατί τους έλειπαν όλα τα μέσα, αροτριώντα ζώα,
σπόροι, γεωργικά εργαλεία. Παρ' όλα αυτά με την πολύ σκληρή δουλειά
κατάφεραν σιγά-σιγά να στήσουν το νοικοκυριό τους - δυστυχώς δούλευε μόνο
η μητέρα μου, γιατί o πατέρας μου εκτός του ότι δεν είχε χειρωνακτικές
ικανότητες για τις γεωργικές εργασίες ήταν επί πλέον και ανάπηρος στο δεξί
του χέρι, καθώς είχε τραυματιστεί στον Πόντο από άτακτα στρατεύματα του
Κεμάλ.
'Ετσι, ύστερα από λίγα χρόνια το 1927 η κατάσταση μας στο χωριό είχε
βελτιωθεί, με παραγωγή σε καλαμπόκια όχι βέβαια αυτάρκη και λίγα ζώα Αυτά
όμως δεν ήταν αρκετά για τη διαβίωσή μας, καθώς εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ
12
δύσκολα. Κρατική μέριμνα, εκτός από αυτά που έδινε η Επιτροπή
Αποκατάστασης Προσφύγων, δεν υπήρχε και η ίδια δεν τα προμηθεύονταν όλα
αυτά από το Κράτος, αλλά από κάποιους ανεξάρτητους οργανισμούς του
εξωτερικού και από εισφορές διάφορων φιλανθρωπικών οργανώσεων.
Η κοινωνική πρόνοια ήταν τελείως άγνωστη, οι γιατροί και τα φάρμακα
επίσης άγνωστα, εκτός από την κινίνη για την αντιμετώπιση της ελονοσίας που
και αυτή ήταν νοθευμένη με σιτάλευρο, όπως αποδείχτηκε αργότερα. Τα
σχολεία ήταν υποτυπώδη, αλλά με έμπειρο και δοκιμασμένο προσωπικό, από
πρόσφυγες δασκάλους οι οποίοι ήρθαν από τον Πόντο. 'Ετσι, με την παντελή
απουσία του κράτους από τη ζωή των χωρικών που άνετα μπορώ να πω ότι
είχαν αφεθεί στην τύχη τους, κυλούσαν τα χρόνια, δύσκολα αλλά και
ρομαντικά, βρισκόμενοι σε οικτρή οικονομική κατάσταση και ανεπάρκεια,
όσον αφορά τα προϊόντα που παρήγαγαν οι χωρικοί. Όταν λοιπόν οι χωρικοί με
τους διάφορους χειρισμούς εξασφάλιζαν το καλαμπόκι της χρονιάς, λίγο αλάτι,
λάδι και καμιά παστή σαρδέλα, επιδίδονταν σε χορούς, γλέντια και
διασκεδάσεις.
2. Στo δημοτικό σχολείο
'Ημουν ηλικίας έξι ετών προς το έβδομο, όταν ο πατέρας μου που είχε μια
απέραντη αγάπη για τα γράμματα με οδήγησε στο Δημοτικό Σχολείο του
χωριού τον Σεπτέμβριο του 1927. Το σχολείο ήταν μονοτάξιο, αν και είχε
περίπου σαρανταπέντε μαθητές. Αλλά και αργότερα, όταν είχε περισσότερους
μαθητές, πάλι παρέμεινε μονοτάξιο. Δάσκαλο είχαμε τον Γεώργιο
Χρηματόπουλο, ο οποίος είχε προϋπηρεσία στην Τουρκία, ήταν έμπειρος,
εργατικός, αποδοτικός αλλά και αρκετά αυστηρός. Βέβαια τότε δεν υπήρχαν τα
σημερινά προγράμματα διδασκαλίας. Χωρίς βοηθητικά βιβλία, μόνο με το
αναγνωστικό- τότε στην Α' τάξη χρησιμοποιούσαν το αναγνωστικό του
"Ήλιου"- και τετράδια κακής ποιότητας, οι δάσκαλοι των χρόνων εκείνων
στάθηκαν στο ύψος τους σαν πραγματικοί ήρωες. Ως μέσο τιμωρίας
χρησιμοποιούσαν τη βέργα, το ραβδί και στην καλύτερη περίπτωση το χάρακα.
Δοκίμασα πολλές φορές και τα τρία αυτά "σωφρονιστικά μέσα", ήταν αρκετά
οδυνηρά, αλλά και η αλήθεια να λέγεται, αποδοτικά. Στην πρώτη τάξη του
Δημοτικού Σχολείου, δεν τα πήγαινα και τόσο καλά στα γράμματα. Δεν άργησα
λοιπόν να απουσιάζω από το σχολείο, για να αποφύγω την εξέταση των
μαθημάτων. Φυσικά με αντιλήφθηκε ο δάσκαλος και ενημέρωσε αμέσως τον
πατέρα μου. Τότε άρχισαν και οι δύο να με προσέχουν, με συλλάμβανε ο
πατέρας μου και με οδηγούσε στον δάσκαλο . για τιμωρία μου έδινε είκοσι με
τριάντα χτυπήματα στις παλάμες των χεριών μου. Θυμάμαι ένα απόγευμα που
με καταδίωκε ο πατέρας μου για να με πιάσει και να με οδηγήσει στο σχολείο.
Αντιπαθούσα τα γράμματα, καθώς και τις παιδαγωγικές μεθόδους με τις οποίες
διδάσκονταν, με χάρακες και ραβδιά. 'Εφυγα, τρέχοντας με όλη τη δύναμη των
ποδιών μου, μάλιστα μια χωριανή μας η Ελισάβετ Τουμανίδου μου φώναζε να
προφυλαχθώ, αλλά κάνοντας μια αναστροφή έπεσα πάνω σε έναν άλλο χωριανό
μας που με έπιασε, με ακινητοποίησε και με παρέδωσε στον πατέρα μου, ο
οποίος ύστερα από ένα γερό ξυλοκόπημα με παρέδωσε στον δάσκαλο για
13
τιμωρία. Δεν αισθάνομαι μίσος για τον πατέρα μου ή για το δάσκαλό μου,
καθώς αυτός ήταν ο τρόπος του τότε παιδαγωγικού συστήματος. Παρ' όλα
αυτά πήρα προαγωγή στη Β' τάξη με βαθμό που δε θυμάμαι, πάντως ήταν
αρκετά ικανοποιητικός.
'Ετσι εφαρμόζονταν το υπάρχον «σωφρονιστικό σύστημα»: οι ξυλοδαρμοί
με χάρακα στις παλάμες ή με βέργα στο υπόλοιπο σώμα ήταν τα μόνα μέσα για
τη τιμωρία των μαθητών. Με αυτήν την ευκαιρία αξίζει να αναφερθεί η
περίπτωση ενός δασκάλου, του Κιντζονίδη από το Ζυγός Καβάλας, που λίγα
χρόνια αργότερα βρέθηκε πρόσφυγας στη Γερμανοκρατούμενη Θεσσαλονίκη,
καταδιωκόμενος από τους Βούλγαρους. Εκεί, σε κακά χάλια και ενώ πήγαινε
να εργαστεί στα χωράφια, έπεσε πάνω σε μία Γερμανική περίπολο. Την
περίπολο την αποτελούσαν Γερμανοντυμένοι 'Ελληνες με αρχηγό ένα Γερμανό
υπαξιωματικό. 'Ενας από την ομάδα της περιπόλου τον κάλεσε κοντά του και
με αυστηρό ύφος τον ρώτησε αν τον γνωρίζει:
« - Όχι κύριε απάντησε ο δάσκαλος τρέμοντας από φόβο.
- Πως, του απάντησε ο Γερμανοντυμένος. Είμαι ο Ιορδάνης από το Ζυγός. Σε
είχα δάσκαλο. Θυμάμαι το ξύλο που μου έδωσες. Ήρθε η ώρα να σου το
ανταποδώσω.
- Ιορδάνη παιδί μου, τον παρακάλεσε ο δάσκαλος, ήμουν υποχρεωμένος να σου
μάθω γράμματα. Δεν τα έπαιρνες. Τι να έκανα; Τέτοιο ήταν τότε το
σωφρονιστικό σύστημα. Έχω οικογένεια και όπως βλέπεις είμαι σε άσχημη
κατάσταση, ο Θεός να σε φωτίσει.
-Πήγαινε του είπε ο μαθητής του. Δε θα σε πειράξω.
- Μα παιδί μου, του απάντησε ο δάσκαλος. Ήδη με σκότωσες με τη συμπεριφορά
σου. Ο δάσκαλος απομακρύνθηκε. Από τον τρόμο που δοκίμασε δεν έζησε πολύ».
Τα χρόνια περνούσαν και ήταν πολύ δύσκολα για μας. Θυμάμαι, όταν
ήμουν παιδί ακόμη 6-8 χρονών, τους μεγάλους που συζητούσαν για τα
οικονομικά, που ήταν τότε σε οικτρή κατάσταση. Τους ακούγαμε με
ενδιαφέρον και δεν είναι υπερβολή αν πω ότι από τότε άρχισα να φοβάμαι το
οικονομικό πρόβλημα. Είχαν δίκιο, το χωριό μας ήταν ορεινό και δεν είχε
μεγάλη παραγωγή. Είχαμε ψωμί καλαμποκίσιο και εκείνο μόνο για έξι μήνες,
τόση ήταν κατά μέσο όρο η παραγωγή μας. Για την υπόλοιπη χρονιά ή έπρεπε
να πουλήσουμε κάποιο ζώο, ή να ξενοδουλεύουμε ή να ξενιτευτούμε. Γι' αυτό,
από τον τρίτο ακόμη χρόνο της εγκατάστασης μας εκεί, άρχισαν οι συζητήσεις
για την μετακόμιση μας σε άλλη γονιμότερη περιοχή. Βέβαια κοντά μας
βρισκόταν o κάμπος της Χρυσούπολης, που εξασφάλιζε ύστερα από κοπιαστική
εργασία τον επιούσιο, αλλά ήταν πολύ ανθυγιεινός, καθώς με τα έλη που
υπήρχαν εκείνη την εποχή θέριζε η ελονοσία και η φυματίωση. Παρόλα αυτά το
1928 αρκετές οικογένειες μετανάστευσαν στον Αμυγδαλεώνα και στη Νέα
Κώμη. Οι μεν πρώτες τελικά ρίζωσαν στον Αμυγδαλεώνα, ύστερα από πολλές
περιπέτειες και στερήσεις, οι δε δεύτερες στη Νέα Κώμη, αφού θρήνησαν
αρκετά θύματα από ελονοσία, οι υπόλοιπες επέστρεψαν και πάλι στο χωριό.
Σαν επιστέγασμα αυτής της φτώχειας, κοντά στα άλλα ήρθε και η οικονομική
κρίση του 1929 που τα αποτελέσματά της έγιναν πιο φανερά στα 1930-1933.
14
3. Ο θάνατος του πατέρα μου
Στα 1929 ο πατέρας μου κατάφερε και διορίστηκε αγροφύλακας στο χωριό.
'Ηταν πολύ κοπιαστική δουλειά με σχεδόν μηδαμινό μισθό που ούτε αυτόν δεν
λάμβαναν τακτικά, γιατί εξαιτίας της κρίσης τα Δημόσια Ταμεία ήταν κενά και
οι υπάλληλοι πολλές φορές έκαναν έξι ή και περισσότερους μήνες για να
πληρωθούν. Ο πατέρας μου, για να συντηρήσει την οικογένειά του(ήμασταν
τότε τέσσερα παιδιά και μαζί με τους γονείς μου έξι άτομα), δρασκέλιζε τα
βουνά και τα χωράφια, σχεδόν ολόκληρο το εικοσιτετράωρο για να προφυλάξει
την αγροτική περιουσία των κατοίκων από κλοπές και διάφορες άλλες ζημιές
σχεδόν ξυπόλυτος. Σαν υποδήματα είχαμε τότε τα τσαρούχια που τα φτιάχναμε
οι ίδιοι από ακατέργαστο δέρμα βοδιού, αγελάδας ή αλόγου και τα φορούσαμε
είκοσι μέρες, ώσπου να τρυπήσουν και είκοσι άλλες μέρες τρύπια, έως ότου
φύγουν τελείως από τα πόδια μας. 'Ηταν εκτεθειμένος στον ήλιο και τη βροχή,
στη ζέστη του καλοκαιριού και στο τρομερό κρύο του χειμώνα. Δεν ήταν λίγες
οι φορές που περπατούσε ξυπόλυτος πάνω στα χιόνια, κινδυνεύοντας να πάθει
παγοπληξία και κρυοπαγήματα. Οι άθλιες αυτές συνθήκες ζωής, αντί να
περιορίσουν τον πατέρα μου, αντίθετα τον έκαναν να το ρίξει έξω, ο οποίος δεν
πρόσεχε τον εαυτό του και συν τοις άλλοις ήταν δεινός χαρτοπαίχτης. Είχε
μάλιστα στην τσέπη του πάντοτε μία τράπουλα και όταν έβρισκε παρέα
καθόταν πάνω σε παγωμένες πέτρες στο ύπαιθρο και άρχιζαν την χαρτοπαιξία,
με αποτέλεσμα να φθείρει την υγεία του. Άλλες φορές το ρίχνανε στην
ουζοποσία και στη διασκέδαση με αποτέλεσμα εκτός του ότι παραμελούσαν
την οικογένειά τους, να κλονιστεί ανεπανόρθωτα η υγεία τους. 'Ετσι ο πατέρας
μου, αν και σχετικά νέος στην ηλικία, ήταν τότε 50 χρονών, ύστερα από αυτές
τις καταχρήσεις και την κακή και ελλιπή διατροφή δεν άργησε να πέσει στο
κρεβάτι. Σ' αυτό συντέλεσε κοντά στα άλλα και η μέχρι αυτοθυσίας
προσήλωσή του στο καθήκον. Η μητέρα μου, μου διηγούνταν πολλές φορές την
αφοσίωση του πατέρα μου στη δουλειά του. 'Ηταν, μου έλεγε μια φορά, που
επέστρεψε ο πατέρας σου από μια περιοδεία κατάκοπος και λαχανιασμένος,
κάθισε λοιπόν να φάει. Την ώρα όμως που έβαζε τη πρώτη μπουκιά στο στόμα
του, τον ειδοποίησε ο Στάθης Ζαππίδης πως τα ποίμνια των Σαρακατσαναίων
μπήκαν στα όρια του χωριού μας στη περιοχή του Κανδηλπίκη. Χωρίς να φέρει
τη μπουκιά στο στόμα του, την άφησε στο πιάτο, έβαλε τα τσαρούχια του και
έτρεξε στην περιοχή που δήθεν έγιναν οι παραβάσεις. Κάποια άλλη φορά,
καθώς μου διηγούνταν, ένας γείτονας μας ο Ζαππίδης ήρθε στο σπίτι μας ένα
πρωινό για κάτι δουλειές. Στα σκαλοπάτια του σπιτιού συνάντησε τον πατέρα
μου καθισμένο στο κεφαλόσκαλο, σχεδόν ξυπόλυτο, να τουρτουρίζει από το
κρύο. Ο δύστυχος δεν είχε ούτε το κουράγιο να ανοίξει την πόρτα. 'Οταν
ύστερα από τόση ταλαιπωρία έφτασε στο σπίτι, σχεδόν κατέρρευσε.
Επόμενο ήταν ότι ύστερα από τόσες ταλαιπωρίες, φροντίδες και σκέψεις για
τη συντήρηση της πολύτεκνης οικογένειάς του, μέσα στη φτώχεια, στην
κακομοιριά και στην ανέχεια να καμφθεί και να πέσει στο κρεβάτι, από το
οποίο δε σηκώθηκε. 'Ηταν όπως μας είπε τότε ένας εμπειρικός γιατρός επιστήμονες γιατροί τότε δεν υπήρχαν, τουλάχιστον στα χωριά μας ρευματισμοί βαριάς μορφής, ενώ άλλοι μιλούσαν για φυματίωση. Λίγο, λίγο
15
εξαντλήθηκε ο οργανισμός του και τελικά ύστερα από την πάροδο τεσσάρων
μηνών, όταν πια η κατάσταση του έφτασε στο απροχώρητο τον πήγαμε στο
Νοσοκομείο της Καβάλας. Δυστυχώς δεν έγινε τίποτα και ο πατέρας μου χωρίς
βοηθό πήρε ένα ταξί για να επιστρέψει στο χωριό. Το ταξί όμως, λόγου του
κακού δρόμου, που ήταν απροσπέλαστος για τα αυτοκίνητα σταμάτησε λίγο
έξω από το χωριό Στενωπό, σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων από το χωριό μας.
Εκεί ο οδηγός κατέβασε τον πατέρα μου με τις πιζάμες, τον τοποθέτησε πάνω
στο χόρτο, στην υγρή χλόη, τον άφησε αβοήθητο χωρίς προστασία και
επέστρεψε στην Καβάλα. Ο πατέρας μου ξαπλωμένος στο ύπαιθρο θα περίμενε
αρκετή ώρα. 'Ηταν μέρα λαϊκής αγοράς στη Χρυσούπολη. Πολύς κόσμος με τα
κατάφορτα υποζύγια τους που επέστρεφαν στα χωριά τους, άλλοι γνωστοί και
άλλοι άγνωστοι, τον άφησαν εκεί εγκαταλελειμμένο. Μόνο ένας συγχωριανός
μας ο Νικόλαος Ζαππίδης γείτονάς μας, όταν είδε τον πατέρα μου να κείτεται
εκεί άρρωστος σε κακά χάλια, ξαπλωμένος στο χώμα, συγκινήθηκε.Πήγε στον
Στενωπό, ξεφόρτωσε εκεί το άλογο του από τα ψώνια της ημέρας τα οποία πήρε
αργότερα, πήγε κοντά στον πατέρα μου, τον έβαλε πάνω στο άλογό του και τον
έφερε στο σπίτι μας στο χωριό. Από τότε θεωρούσαμε το Νίκο Ζαππίδη σαν ένα
μεγάλο ευεργέτη της οικογένειάς μας.
Η κατάσταση του πατέρα μου έκτοτε δεν καλυτέρεψε. Βασανίστηκε σχεδόν
ημιπαράλυτος στο κρεβάτι πάνω από έξι μήνες και τελικά υπέκυψε στις 2
Μαίου 1930 σε ηλικία 51 χρονών, αφήνοντας τέσσερα ορφανά, το μεγαλύτερο
εμένα 9 χρονών τότε, το Νίκο 7 χρονών, τη Σοφία 5 χρονών, την 'Ολγα 2
χρονών και το πέμπτο ορφανό, τον κοιλάρφανο Λευτέρη που γεννήθηκε ύστερα
από σαρανταδύο μέρες από το θάνατο του πατέρα μου. Παρόλο το νεαρό της
ηλικίας μου έκλαψα τον πατέρα μου απαρηγόρητα. Δεν άντεξα στο θέαμα της
μητέρας μου, νεαρής τότε και αυτής, ηλικίας 38 χρονών περίπου, που τραβούσε
τα μαλλιά της και ξέσκιζε τα φορέματά της από την απελπισία της, ιδιαίτερα
για την μεγάλη πίκρα της απορφανισμένης οικογένειας και δεν πήγα στην
εκκλησία, κακώς βέβαια, να παραβρεθώ στη νεκρώσιμη ακολουθία.
Απομακρύνθηκα λοιπόν από το σπίτι, πήγα σε ένα λόφο λίγο πιο πέρα και
ξέσπασα σε κλάματα και αναφιλητά, περίμενα τόση ώρα όση χρειαζότανε για
τη νεκρώσιμη ακολουθία και τη ταφή και επέστρεψα στο σπίτι. Επηρεάστηκα
σε βαθμό ανησυχητικό από τη μητέρα μου, η οποία κλαίγοντας τον πατέρα μου,
πάντοτε επικαλούνταν το μέγεθος της φτώχειας της οικογένειάς μου, μπορώ να
πω πως από τότε ο φόβος της πείνας, της ανέχειας και της κακομοιριάς με
ακολουθούσε σε όλη τη κατοπινή μου ζωή. Εκεί που είχε φτάσει ο πατέρας
μου, ήταν αδύνατη η σωτηρία του. Παρ' όλη την αυστηρότητά του απέναντί
μου, έτρεφε στο πρόσωπό μου μια απέραντη αγάπη, είχε σκοπό να με
σπουδάσει, όπως κατ' επανάληψη μου έλεγε και φιλοδοξούσε να με δει
άνθρωπο επιστήμονα και χρήσιμο στην κοινωνία.
Μάλιστα στα τελευταία του με συμβούλευσε να μάθω γράμματα, να μην τα
αποχωριστώ ποτέ και ότι και αν μου τύχει στην ζωή μου να εξακολουθήσω τις
σπουδές μου. Την επιθυμία του, ή καλύτερα τη διαθήκη του αυτή την
εκπλήρωσα αργότερα σε μεγάλη ηλικία, αν όχι στο ακέραιο τουλάχιστον εν
μέρει. Στη συνέχεια, κάποια στιγμή κατά το διάστημα της αρρώστιάς του τον
περιποιόμουν εγώ, γιατί η μητέρα μου κοντά στις τόσες φροντίδες είχε και τις
αγροτικές ασχολίες, κατασυγκινημένος από την περιποίησή μου, μου ευχήθηκε
16
καλή πρόοδο και επιτυχία στη ζωή.
Άργησα πολύ να προσαρμοστώ στη νέα σκληρή πραγματικότητα της ζωής
χωρίς τον πατέρα μου. Τότε στα 1930 ήμουν μαθητής στην Γ' τάξη του
Δημοτικού Σχολείου. Σχεδόν εγκατέλειψα το σχολείο, ύστερα από το θάνατο
του πατέρά μου, τους δύο αυτούς μήνες Μάιο και Ιούνιο. O δάσκαλός μου
όμως ο Χρηματόπουλος, παρ' όλο που δεν πήγα στο σχολείο με προβίβασε στη
Δ' Δημοτικού, αλλά μου παρήγγειλε πως από τη νέα σχολική περίοδο δε θα
γίνει το ίδιο και ότι θα έπρεπε να παρακολουθήσω τακτικά τα μαθήματά μου.
Δεν είχα πλέον όρεξη για γράμματα, η αλήθεια είναι ούτε και για παιχνίδια ή
δουλειά. Να πω ότι με είχε απορροφήσει η ορφάνια και η αυτοεγκατάλειψη;
'Ισως είναι υπερβολικό. Παρ' όλο το νεαρό της ηλικίας μου, βοηθούσα τη
μητέρα μου στις αγροτικές δουλειές και ιδιαίτερα στο φύλαγμα των ζώων μας
στη βοσκή.
Οι περιστάσεις δεν μας βοήθησαν καθόλου, καθώς δεν υπήρχε Κρατική
βοήθεια ή της Πρόνοιας. Θυμάμαι όμως πως για δύο συνεχείς χρονιές η
Κοινότητα μας βοήθησε με ένα εφ' άπαξ μικρό ποσό των πεντακοσίων δραχμών
το χρόνο, που αντιστοιχούσε με εκατόν πενήντα οκάδες αραβόσιτου. Η
παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 που ξέσπασε στην Αμερική, δεν άργησε
να έρθει και στην Ευρώπη. Όλα είχαν επηρεαστεί, δουλειές, επενδύσεις,
οικοδομήσεις όλα σταμάτησαν. Η παραγωγή χωρίς λιπάσματα, από έλλειψη
αροτριώντων ζώων και σπόρων έπεσε στα 20% σε σχέση με το 1928. Άλλα και
αυτή που υπήρχε δεν είχε καμία αξία, τα καπνά μας μένανε απούλητα, ενώ η
κερδοσκοπία, η τοκογλυφία και η εκμετάλλευση γνώρισαν μια πρωτοφανή
άνοδο. Από την κρίση αυτή επηρεάστηκε πολύς κόσμος, ιδιαίτερα όμως εμείς
που μείναμε χωρίς προστάτη. Τρεφόμασταν με χόρτα του βουνού, τα
ζεματίζαμε σε ζεστό νερό, τα αλατίζαμε και ήτανε νοστιμότατα. Για ένα
διάστημα μας έλειψε ακόμη και αυτό το καλαμπόκι που αποτελούσε τη βάση
της διατροφής μας. Χάρις όμως στα μεγάλα ζώα που είχαμε και στο άφθονο
γάλα, κρατηθήκαμε στη ζωή στα δύσκολα χρόνια του 1930-1932.
Κοντά στα χτυπήματα της μοίρας που ας σημειωθεί ήταν κοινά σε όλους
τους συγχωριανούς μας, πρέπει να αναφέρω και την άγνοια της διευκόλυνσής
μας στη διεξαγωγή της δουλειάς. Αρκεί να σημειώσω, πως από άγνοια η
μητέρα μου δεν πούλησε μια αγελάδα ή ένα μοσχάρι, αν και είχαμε τότε
αρκετά, περίπου οκτώ κεφάλια, για να αγοράσει ένα γάιδαρο για τις αγροτικές
μας εργασίες. 'Ετσι κουβαλούσε με την πλάτη τα κοφίνια γεμάτα καπνόφυλλα
από τη Χρυσούπολη στο χωριό και τα γεωργικά εργαλεία, καθώς και το νερό
για το πότισμα των καπνόφυλλων στα χωράφια. Και είναι θαύμα πως άντεξε
αυτή η γυναίκα στα τόσα βάσανα και στη σκληρή δουλειά μέσα στη φτώχεια
και την ανέχεια. Κρατηθήκαμε όμως στη ζωή με το άφθονο γάλα, τα ζεματιστά
χόρτα της εξοχής που τα αποξηραίναμε το καλοκαίρι και τα τρώγαμε το
χειμώνα και με καλαμποκίσιο ψωμί, το οποίο όμως δεν ήταν αρκετό. Έτσι
στερούμασταν τα αυγά και το βούτυρο, τα οποία αν και ήταν παραγωγή μας, τα
πουλούσαμε στο παζάρι της Χρυσούπολης για να προμηθευτούμε καλαμπόκι
17
4. Συνέχεια και τέλος των σχολικών μου χρόνων στο Δημοτικό
Σχολείο.
Στην τετάρτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου στα 1931, με κατέλαβε και
πάλι η απογοήτευση και η απελπισία, παρ' όλο το νεαρό της ηλικίας μου, ήμουν
τότε μόλις 10 χρονών. Είχα χάσει το κέφι μου, μίσησα δάσκαλο και γράμματα
και αφέθηκα. Δεν πήγαινα πλέον στο σχολείο. Όλο το πρωινό κρυβόμουν σε
έναν αχυρώνα και όταν έφθανε η ώρα που σχολνούσαν τα παιδιά από το
σχολείο, τότε επέστρεφα και εγώ στο σπίτι γελώντας στη μητέρα μου ότι τάχα
επέστρεφα από τα μαθήματά μου. 'Ολα αυτά τα πρωινά στον αχυρώνα τα
περνούσα με κλάματα για την ορφάνια μας και όταν κουραζόμουν από το
κλάμα, με έπιανε ο ύπνος μέχρι που με ξυπνούσαν οι φωνές των μαθητών που
επέστρεφαν από το σχολείο. Η μητέρα μου βλέποντάς με σ’ αυτά τα χάλια
προσπάθησε να με αποτρέψει από το δρόμο που είχα πάρει, στάθηκε όμως
αδύνατο. Τότε ζήτησε τη συνδρομή του δασκάλου μου, του Χρηματόπουλου, ο
οποίος ενδιαφέρθηκε πραγματικά για την τύχη μου. 'Εστειλε λοιπόν τον Αλέκο
το Ζεϊτίδη, συνομήλικο και συμμαθητή μου, να με αναζητήσει στην κρυψώνα
μου. Εκείνος με απήγαγε κυριολεκτικά με τη βοήθεια των άλλων συμμαθητών
και με οδήγησαν στο σχολείο. Κατά παράξενο τρόπο η συμπεριφορά του
δασκάλου απέναντί μου δεν ήταν τώρα αυστηρή και δεν μεταχειρίστηκε βία για
το σωφρονισμό μου. Αντίθετα προσπάθησε με νουθεσίες, με μεταφορικά
παραδείγματα και με καλούς τρόπους να μου εμφυσήσει την αγάπη για τα
γράμματα, πράγμα που μέχρι ένα σημείο τελικά το πέτυχε.
'Ετσι, σιγά-σιγά προσαρμόστηκα στην σκληρή πραγματικότητα. Κατάλαβα
πως για να γίνω κάτι, αυτό εξαρτώνταν αποκλειστικά από μένα. Αν και αργά, η
σχολική χρονιά κόντευε να τελειώσει, επιδόθηκα στο διάβασμα. Έκανα τη
μελέτη αυτοσκοπό και από κει που θα έμενα στην ίδια τάξη, προβιβάστηκα
στην Πέμπτη τάξη με ένα βαθμό πιο πάνω από τη βάση.
Χωρίς να θέλω να περιαυτολογήσω - αυτό δεν είναι στις προθέσεις μου -,
επωφελήθηκα από την κατάσταση του σχολείου μας που ήταν μονοτάξιο και
παρακολουθούσα σαν ακροατής τα μαθήματα, ιδιαίτερα την ιστορία και τα
θρησκευτικά της τελευταίας τάξης του Δημοτικού Σχολείου. Απέκτησα έτσι
εμπειρία στην αποστήθιση και εκμάθηση της ύλης αυτών των μεγαλύτερων
τάξεων. Θυμάμαι λοιπόν κατά την επιθεώρηση που γινότανε μια ή δύο φορές το
χρόνο από τον Επιθεωρητή των Δημοτικών Σχολείων της Καβάλας, απαντούσα
στις ερωτήσεις του για λογαριασμό των εξεταζομένων μαθητών. Αυτό το
γεγονός κίνησε την περιέργεια του Επιθεωρητή και ρώτησε το δάσκαλο για να
πληροφορηθεί καλύτερα για το άτομό μου. 'Οταν από το δάσκαλο έμαθε την
κατάσταση μου, την ορφάνια, τη φτώχεια και τον αγώνα μας για επιβίωση,
θυμάμαι πολύ καλά τα λόγια του. Είπε λοιπόν με παράπονο:
« Την θέληση και την έφεση στα γράμματα, συνδυαζόμενα με μια εξυπνάδα
ασυνήθιστη γι' αυτή την ηλικία, τη βλέπω σε παιδιά φτωχών οικογενειών,
απόρων και με τεράστια προβλήματα. Έχω, συνέχισε, το παράδειγμα του
Καραγιαννίδη από τον Άγιο Κοσμά παιδί έξυπνο, αλλά προερχόμενο από μία
πάμπτωχη οικογένεια και τώρα εδώ αντικρίζω ένα παρόμοιο φαινόμενο. Πότε,
18
τόνισε, η πολιτεία θα ενδιαφερθεί για την αξιοποίηση και εκμετάλλευση των
ταλέντων αυτών; »
Παρ' όλα αυτά τα παιδικά μου χρόνια περνούσαν ανέμελα και ύστερα από
το βαρύ χτύπημα της απώλειας του πατέρα μου, η ζωή άρχισε να έχει κάποιο
ενδιαφέρον. Πριν από το θάνατο του πατέρα μου, είχα παρέα τις παιδικές μου
φίλες. την Ανθή, ένα κωφάλαλο κορίτσι ενός συχωριανού μας, που στα 1928
έφυγαν από το χωριό μας και εγκαταστάθηκαν στην Λεύκη της Καβάλας και
αργότερα την Αναστασία, που την φωνάζαμε με το χαϊδευτικό όνομα
Ναστουλή και τη Μαρία Μουρατίδου. Αφοσιωμένοι στα παιχνίδια των των 912 χρόνων μας χαιρόμασταν την παιδική μας ανεμελιά, αλλά, επειδή οι δύο
αυτές συνομήλικές και συμμαθήτριες μου ήταν πολύ αδύναμες στα μαθήματά
τους ο δάσκαλός μας, δεν ξέρω με ποια λογική, κατέστησε εμένα υπεύθυνο για
την πρόοδό τους. Προσπάθησα να τους μάθω και να τους εξηγήσω τα
μαθήματά τους, αυτό όμως στάθηκε αδύνατο. Oι παιδικές μου φίλες, είτε από
μίσος στα γράμματα, είτε από απέχθεια, δεν τα έπαιρναν, ιδιαίτερα ανεπίδεκτες
ήταν στα απλά μαθηματικά αυτών των τάξεων, με αποτέλεσμα να τιμωρούμαι
και εγώ μαζί τους με ραβδισμούς στα χέρια για την ανεπάρκεια μου στον ρόλο
του δασκάλου. Είναι αλήθεια πως στα κατοπινά χρόνια οι συμμαθήτριες μου
έχοντας επίγνωση των τιμωριών που είχα υποστεί εξαιτίας τους με περιέβαλαν
πάντοτε με ανυπέρβλητη αγάπη και με σεβασμό που ίσως, λόγω της ηλικίας
μου, δεν ταίριαζε στο πρόσωπό μου.
5. Μια Κυριακάτικη μέρα στο χωριό
Τελειώνοντας την εξιστόρηση μου από τη προπολεμική ζωή, νομίζω πως
είναι σκόπιμο να παραθέσω εδώ, τις εντυπώσεις μου από θρησκευτική άποψη
και ιδιαίτερα από τον εκκλησιασμό των κατοίκων.
Η Κυριακή στο χωριό μου κατά την δεκαετία 1924-1933 γιορτάζονταν σαν
την ημέρα της Ανάστασης. Δεν έμοιαζε με τις άλλες γιορτές, όσο μεγάλες και
αν ήταν.
Εκκλησιαζόμασταν στην μεγάλη εκκλησία του χωριού μας, μεγάλη σε
σχέση με τον πληθυσμό, γιατί πριν από μας εξυπηρετούσε υπερδιπλάσιο αριθμό
πιστών Μουσουλμάνων που αναχώρησαν στην Τουρκία με την ανταλλαγή των
πληθυσμών. Εκτός από τους χωριανούς μας εκκλησιάζονταν εκεί και oι
κάτοικοι του διπλανού χωριού της Κωνσταντινιάς.
Η Κυριακή ήταν λοιπόν ξεχωριστή μέρα. 'Υστερα από τη Θεία Λειτουργία
oι εκκλησιαζόμενοι καθότανε στα παγκάκια της αυλής της Εκκλησίας. Ο Ιερέας
μας ήταν ένας άγιος άνθρωπος, σχεδόν αγράμματος, τουρκόφωνος, χωρίς
καθόλου γνώση της Ελληνικής γλώσσας, πήγαινε στο προαύλιο της Εκκλησίας
και χαιρετούσε έναν- έναν όλο τον κόσμο. Τότε όλοι εκκλησιάζονταν,
τουλάχιστον οι άνδρες σχεδόν στο σύνολό τους και από τα δύο χωριά ιδιαίτερα
ξεχώριζε η μορφή του Γεώργιου Φωτιάδη, ενώ από την Κωνσταντινιά και το
χωριό μας ο Συμεών Ζεϊτίδης, o Ευστάθιος Σιδηράτος και πολλοί άλλοι. Όλοι
αυτοί πλαισιώνονταν από νεότερους άνδρες, γυναίκες και παιδιά. 'Ολοι
φορούσαν τα γιορτινά τους ρούχα λινά ή μάλλινα, πολύ φτωχικά σε διάφορα
χρώματα. Φορούσαν ρούχα καθαρά, αλλά η καθαριότητα αυτή ήταν μηδαμινή
19
μπροστά στη αγνότητα των βλεμμάτων και των μορφών.
Καθώς έβγαιναν από την εκκλησία έμοιαζαν μεταμορφωμένοι,
απαλλαγμένοι από τις γήινες ασχολίες, αγιασμένοι. Αλλά και κάτι περισσότερο.
οι μορφές τους ήταν απλές όμως αγνές, ήταν ωραίες και τα βλέμματά τους
λαμπρά. Τα ταλαιπωρημένα και άσχημα πρόσωπα φαινότανε τώρα όμορφα. Οι
σκληροί, ασχολούμενοι με χειρωνακτικές εργασίες χωρικοί, ακτινοβολούσαν.
Στα πρόσωπά τους, τα μάγουλα και τα μέτωπα φαινότανε ένα φως που με τα
μάτια της παιδικής μου ψυχής το έβλεπα σαν τα φωτοστέφανα των Αγίων. Τα
μικρά παιδιά με την αγνότητα της ψυχής τους έμοιαζαν με αγγελούδια. Είχαν
όλοι κοινωνήσει τα Άχραντα Μυστήρια. 'Ηταν τέκνα του Θεού. Βέβαια όλοι οι
χωρικοί εκτός από πολύ λίγους ήταν αγροίκοι, άθλιοι και φτωχοί. 'Ηξεραν τι
ήταν, την ώρα όμως της Θείας Λειτουργίας έλεγαν κάποιες αυτοσχέδιες
προσευχές που τις μάθαιναν αποστήθιση από τους προγόνους τους και
βγαίνοντας από την εκκλησία είχαν κάτι το θεϊκό μέσα τους. Φαινότανε
απαλλαγμένοι από τις καθημερινές τους φροντίδες και τη βιοπάλη της ζωής.
Ανταλλάζανε γνώμες πάνω σε διάφορα θέματα ιδιαίτερα στα Θρησκευτικά.
Σχολιάζανε τις παρατηρήσεις τους μέσα στην εκκλησία και προσπαθούσαν με
διάφορες ερωτήσεις να ξεδιαλύνουν ορισμένες απορίες τους. Χαρακτηριστικό
δείγμα της περιέργειας ενός χωρικού είναι και η παρακάτω ερώτηση που σε μια
παρόμοια περίπτωση έγινε στο δάσκαλο του χωριού σε άλλο τόπο και χρόνο.
«'Εχουμε τώρα, είπε ο χωρικός στο δάσκαλο, το έτος 1925. Δηλαδή τόσα
χρόνια έχουν περάσει από τη γέννηση του Κυρίου. Τότε γιατί το Σύμβολο της
Πίστεως τον αναφέρει ως γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων;
Γιατί, του απάντησε ο δάσκαλος, τόσα χρόνια πέρασαν από την κατά σάρκα
γέννηση του Κυρίου. Ενώ ως πνεύμα, ως το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος
έχει υπάρξει πραγματικά προ πάντων των αιώνων.»
Στην περίπτωσή μου, μου έκανε παρατήρηση ένας σεβάσμιος κατά τα άλλα
γέροντας, ο Ευστάθιος Σιδηράτος, ότι δήθεν δε φίλησα τις εικόνες της
εκκλησίας. Ανέφερε τις παρατηρήσεις του στον δάσκαλο, ο οποίος με κάλεσε
στο γραφείο του για περαιτέρω εξηγήσεις. Οι εξηγήσεις δόθηκαν και ο
δάσκαλος πήρε το μέρος μου. Απέδωσε τη παράλειψή μου στο νεαρό της
ηλικίας μου και όχι σε σκοπιμότητα και το πράγμα έμεινε εκεί, χωρίς συνέχεια.
20
ΚΕΦ
ΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
τα εφηβικά μου χρόνια
1. Εμπειρίες από τα σχολικά χρόνια τoυ Δημοτικού
'Οταν μου παρέδωσε το ενδεικτικό της πέμπτης τάξης, ο δάσκαλός μου ο
Χρηματόπουλος μου είπε :
«Πρόσεξε τους βαθμούς σου. Σου επαναλαμβάνω πως έχει βαθμολογία 10
(άριστα), παρ' όλα αυτά έχει διαγωγή "σχεδόν καλή". 'Επρεπε να σου βάλω
"κακή" για να βάλεις μυαλό. Φρόντισε τον εαυτό σου, να είσαι καθαρός, να είσαι
ευγενής με τους άλλους, αγαπητός στον κόσμο και ιδιαίτερα στην μητέρα σου.
Του χρόνου που θα λείπω εγώ και θα είναι εδώ άλλος δάσκαλος, προσπάθησε να
πάρεις το απολυτήριό σου με "άριστα" και διαγωγή "κοσμιωτάτη". Είναι
απαραίτητα για τις παραπέρα σπουδές σου..»
Τώρα, ύστερα από μισό αιώνα, προσυπογράφω τα λόγια του εξαίρετου
αυτού δασκάλου. Είναι αλήθεια πως ύστερα από το θάνατο του πατέρα μου,
πριν δύο χρόνια, είχα παρατήσει τελείως τον εαυτό μου, είχα
αυτοεγκαταλειφθεί. 'Ολες οι προσπάθειες και οι δικές μου και της οικογένειάς
μου, συνέτειναν στην εξοικονόμηση του απαιτούμενου αραβόσιτου για τη
διατροφή μας. Σε δεύτερη μοίρα ερχόταν η προμήθεια αλατιού, βασικού τότε
στοιχείου για τη διατροφή μας και 1,5 κιλού λαδιού το δεκαπενθήμερο. Αφού
προμηθευόμασταν τα παραπάνω, αν μας περίσσευε κάτι, παίρναμε κανένα
ρούχο τελευταίας ποιότητας. 'Οσο για υποδήματα, θα ήμασταν πολύ ευτυχείς
εάν εξοικονομούσαμε ένα φρέσκο ακατέργαστο δέρμα, το οποίο
κατασκευάζαμε και φορούσαμε σαν τσαρούχια. Κάτω από αυτές τις συνθήκες,
ύστερα από την απώλεια του πατέρα μου, είχαμε πλέον αφεθεί στην τύχη μας.
Παρ' όλα αυτά, αποφάσισα να ακολουθήσω τη συμβουλή του δασκάλου μου
και με την έναρξη του νέου ακαδημαϊκού έτους, επιδόθηκα σε εντατική μελέτη
και παράλληλα φρόντιζα όσο μου ήταν δυνατόν, για την καθαριότητα και την
εμφάνισή μου. Όμως η καθαριότητα φαίνεται πως είναι δύσκολη χωρίς σαπούνι
και άλλα απορρυπαντικά. Η περιβολή μου, ήταν πολύ απλή. Ήμουν σχεδόν
ξυπόλυτος όλο τον καιρό, καθώς τα παπούτσια μου ήταν άγνωστα (τα
τσαρούχια τα φορούσα μόνο στις γιορτές) με ένα πουκάμισο και με ένα
παντελονάκι που τον περισσότερο καιρό το φορούσα τρύπιο. Βέβαια ήταν
χιλιομπαλωμένο, σε σημείο μάλιστα που δεν κρατούσε πια άλλα μπαλώματα
και πολλές φορές ήταν δύσκολο να μαντέψει κανείς το πρωτότυπο ύφασμα.
Επακόλουθο της απλυσιάς ήταν η ακαθαρσία και καρπός όλων αυτών η ψείρα
που μου ήταν αχώριστη σε όλα αυτά τα χρόνια και για ολόκληρες δεκαετίες
μετέπειτα. Σ’ αυτήν την κατάσταση αντέδρασα όσο μπορούσα.
21
Στην έκτη τάξη του δημοτικού σχολείου είχα δάσκαλο το Γρηγόριο
Κεφερίδη, παλιό δάσκαλο του Πόντου. 'Ηταν πεπειραμένος δάσκαλος και
βαθύς γνώστης του αντικειμένου της εργασίας του. Ακολουθούσε ένα δικό του
σύστημα διδασκαλίας και κατά τη γνώμη μου πολύ αποδοτικό. Τότε δεν
υπήρχαν, ή αν υπήρχαν ήταν απρόσιτα, τα λεγόμενα βοηθητικά βιβλία. Οι
μαθητές στερούνταν παντελώς βοηθημάτων. Τέτοια βιβλία είχαν μόνο οι
δάσκαλοι και εκείνοι όχι όλα όσα έπρεπε. Τότε ο δάσκαλός μας, μας
υποχρέωσε να αγοράσουμε δέκα σαραντάφυλλα τετράδια στα οποία γράφαμε
χωριστά ευρύτερες περιλήψεις των μαθημάτων που μας υπαγόρευε ο ίδιος από
έναν τόμο με την "Άπασα ύλη" των μαθημάτων του Δημοτικού Σχολείου.
Εκτός από την ύλη των μαθημάτων, τις ελεύθερες ώρες μας, καθώς το σχολείο
μας ήταν μονοθέσιο, μας έβαζε να ασχοληθούμε με θέματα από τη καθημερινή
ζωή, λύση αριθμητικών προβλημάτων, ξυλοτεχνία, μαθήματα καλλιέργειας
καπνού, κοινωνικής συμπεριφοράς και άλλα. Επειδή απέναντι από το σχολείο
μας ήταν ένα καφενείο, το οποίο ήταν συνέχεια γεμάτο με συχωριανούς μας, ο
δάσκαλος μας κάκιζε τη συνήθεια αυτή των χωρικών, λέγοντας:
« Βλέπετε τους χωρικούς αυτούς; Είναι καφενόβιοι, τι να λυπηθεί κανείς σ'
αυτούς; Τα χρήματα που σπαταλούν, την υγεία τους που βλάπτουν, ή τον καιρό
τους που χαλάν; Αν ήταν Κυριακή ή γιορτή, ίσως έκαναν καλά, αλλά εργάσιμη
μέρα τι να πει κανείς. Προσέξτε, μας έλεγε,να μάθετε στο σχολειό τουλάχιστον
μια καλή συμβουλή. Μην πατήσετε καθημερινή μέρα στο καφενείο.»
Τότε βέβαια όλοι μας ίσως να μη δίναμε την απαιτούμενη προσοχή στις
συστάσεις του δασκάλου μας, αργότερα όμως και ιδιαίτερα o υποφαινόμενος,
συνειδητοποιήσαμε την σημαντικότητα αυτών των συστάσεων του. Ίσως
λοιπόν να εφάρμοσα τη συμβουλή του αυτή για πολύ καιρό.
Και αυτός έδινε αρκετή σημασία στη καθαριότητα, όχι όμως τόση, όση o
Χρηματόπουλος. Έτσι επόμενο ήταν να μη τρώω τόσο ξύλο, όσo από το
Χρηματόπουλο. Γενικά ο Κεφερίδης ήταν καλός και μαλακός χαρακτήρας. Δεν
έδερνε πολύ τους μαθητές του, αλλά είχε πάντοτε μαζί του τη κρανιά
(καψαλισμένο ξύλο στη φωτιά). Τον σεβόμασταν όλοι μας και δε θυμάμαι να
του αντιμίλησε ποτέ κανείς μας. Από όλες τις τάξεις του δημοτικού, η πιο
αγαπημένη μου ήταν η έκτη, γιατί η ύλη ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Μερικές
φορές ο δάσκαλος έχοντας γνώση την οικτρή οικονομική μας κατάσταση, μου
έδινε κανένα καρβέλι σιταρένιο ψωμί, το οποίο πολλές φορές το πήγαινα σπίτι
και το μοιραζόμασταν με τα αδέλφια μου.
Θυμάμαι μια φορά στη καρδιά του χειμώνα, έκανε παγωνιά και η
θερμοκρασία είχε πέσει πολύ κάτω από το μηδέν. Ήταν Σάββατο και με έβαλε
να τον συνοδεύσω κάπου τρία χιλιόμετρα έξω από το χωριό στο δρόμο προς
τον Κεχρόκαμπο. Εκεί, στην άκρη του δρόμου είχε αναπτυχθεί μια αγριομηλιά,
με έβαλε την ξερίζωσα με ένα κασμά που έφερα μαζί μου και την κουβάλησε
μέχρι τον Κεχρόκαμπο όπου και τη φύτεψε στην αυλή του σπιτιού του. 'Εκανε
τρομερό κρύο εκείνη τη μέρα και κυριολεκτικά είχα παγώσει. Αλλά πέρασα
αυτή τη δυσκολία και έφθασα σε καλή κατάσταση στο σπίτι μου, όπου η
μητέρα μου είχε ανησυχήσει με την αργοπορία μου.
Συνέχισα τα μαθήματα χωρίς να κάνω καμιά απουσία. 'Ημουν τακτικός
μαθητής. Είχε αναπτυχθεί μια άμιλλα μεταξύ μας, αλλά πάντοτε ερχόμουν
δεύτερος. Πρώτος στην τάξη, στην επίδοση των μαθήματων ήταν o Δημήτριος
22
Εμμανουηλίδης, ο οποίος ήταν φαινόμενο ορθογράφου. Σε μια σελίδα κόλλας
αναφοράς, ήταν ζήτημα αν έκανε δύο ή τρία ορθογραφικά λάθη. Ακολουθούσα
εγώ με δώδεκα-δεκαπέντε λάθη και τελευταίος ήταν ο Αλέκος Ζεϊτίδης με
εκατόν είκοσι λάθη. 'Ημασταν μόνο τρεις συμμαθητές στην έκτη τάξη του
δημοτικού σχολείου. Το σχολείο ήταν μονοθέσιο με δύναμη κάπου
σαρανταπέντε μαθητών. Η μόνη και κύρια απασχόλησή μας ήταν τα μαθήματα
και τα παιχνίδια έρχονταν σε δεύτερη μοίρα.
Ο δάσκαλός μας εφάρμοζε τότε, χωρίς όμως να ξέρει τη σημασία της, την
αλληλοδιδακτική μέθοδο. Έβαζε δηλαδή τους επιμελείς μαθητές της ίδιας
τάξης ή και μεγαλύτερων τάξεων να παραδίδουν μαθήματα ή και να
παρακολουθούν την εξέλιξη στα μαθήματα, μαθητών με μικρότερη απόδοση.
Πολλές φορές, όταν οι τελευταίοι δεν έδειχναν την επιθυμητή πρόοδο, μαζί με
αυτούς τιμωρούνταν με ξυλοδαρμό και οι επιμελητές μαθητές.
Ανεξάρτητα όμως απ' αυτό, μπορώ να πω, πως οι δάσκαλοι εκείνοι, μπορεί
να μην είχαν τις γνώσεις των σύγχρονων δασκάλων, αλλά είχαν την ικανότητα
να μεταδίδουν στους άλλους ό,τι ήξεραν. 'Ηξεραν να επιβάλλονται στους
μαθητές τους. Τους παρέδιδαν εκτός από την υποχρεωτική ύλη των μαθημάτων
και άλλα πράγματα για την ζωή, όπως νουθεσίες, προτροπές και συμβουλές
χρήσιμες στην κατοπινή τους εξέλιξη, πράγμα το οποίο δε συμβαίνει σήμερα.
Αυτοί λοιπόν οι δάσκαλοι ήταν πραγματικοί ήρωες. Εργάζονταν χωρίς ωράριο
και εκτός από το διδασκαλικό τους έργο βοηθούσαν του χωρικούς σε κάθε
είδους γραπτή εργασία, αιτήσεις, αναφορές, τον γραμματέα της Κοινότητας,
τον λογιστή στους συνεταιρισμούς και όπου αλλού υπήρχε ανάγκη. 'Ηταν οι
πραγματικά εγγράμματοι εκπρόσωποι του κράτους, αλλά και οι πιο ξεχασμένοι
και παραγκωνισμένοι από όλους. 'Εδιναν την εντύπωση του αλάνθαστου,
επιδίδονταν σε κοινωνικά έργα και μεταχειρίζονταν όλη τους την επιρροή για
να εξομαλύνουν τις διαφορές μεταξύ των κατοίκων. 'Ηταν υπόδειγμα ηθικών
και κοινωνικών ανθρώπων και διακρίνονταν για τον αλτρουισμό τους.
Τα μαθήματα προχωρούσαν κανονικά. Η ύλη τελείωνε και πλησίαζαν οι
διαγωνισμοί. Τι θα έκανα όμως εγώ τώρα χωρίς κόλλες για τους διαγωνισμούς;
Τη λύση τη βρήκα. Πήρα ή καλύτερα έκλεψα δέκα αυγά από τις φωλιές του
σπιτιού μας, τα πήγα στον Κεχρόκαμπο, μια απόσταση εννέα χιλιομέτρων με τα
πόδια και τα πούλησα. Πήρα δέκα δραχμές, αγόρασα με την αξία των αυγών
δέκα κόλλες και έτσι έγραψα στους διαγωνισμούς. Για την πράξη μου αυτή
άκουσα της χρονιάς μου, κατάρες και αναθέματα από τη μητέρα μου γιατί τα
αυγά αυτά τα προόριζε για άλλα πράγματα πιο απαραίτητα για τη διαβίωση της
οικογένειάς μας.
Τέλος έφτασε η μέρα των εξετάσεων, η τελευταία μέρα των μαθημάτων.
Σχολική γιορτή για τη λήξη των μαθημάτων δεν έγινε. Στη συγκέντρωση όμως
των γονέων και κηδεμόνων των μαθητών που πραγματοποιήθηκε, ο δάσκαλος,
αφού διάλεξε εμένα από όλους τους μαθητές για να απαγγείλω ένα ποίημα, δε
θυμάμαι πιο ακριβώς, είπε τα εξής στους χωρικούς :
« Αγαπητοί συχωριανοί, γονείς και κηδεμόνες των μαθητών μου, μπροσrά σας
στέκονται τα παιδιά σας. Είναι πολύ καλύτερα εκπαιδευμένα από άλλες χρονιές,
περισσότερο εγγράμματα και καταρτισμένα σωστά στα μαθήματά τους, και το
σπουδαιότερο, εφοδιασμένα με τα καλύτερα μέσα για να σταδιοδρομήσουν στην
κατοπινή τους ζωή. Ίσως, αναφερόμενος στους τελειόφοιτους, να έχουν κάποιες
23
ελλείψεις, αλλά με λίγη καλή θέληση και με τη δική σας βοήθεια, θα φανούν και
αυτοί χρήσιμοι στην κοινωνία. Απευθύνομαι, επανέλαβε ο δάσκαλος, στους
τελειόφοιτους, και τους συνιστώ να μην εγκαταλείψουν τη μελέτη και αν είναι
δυνατόν να προχωρήσουν σε γυμνασιακές σπουδές. Επίσης, παρακαλώ τους
γονείς τους να μην αδικήσουν τα παιδιά τους. Εγώ, είπε τελειώνοντας ο
δάσκαλος. σε ένα χρόνο φεύγω από την υπηρεσία, λόγω του ορίου ηλικίας, αλλά
και σαν συνταξιούχος θα παρακολουθώ την εξέλιξη τους και θα χαρώ πολύ για
την πρόοδό τους»
Λίγο πριν αρχίσει η σχολική γιορτή, ο δάσκαλος απευθυνόμενος σε μας
τους τρεις τελειόφοιτους, μας είπε τους βαθμούς του απολυτήριου και τη
διαγωγή μας. Εγώ είχα βαθμό "άριστα" και διαγωγή "κοσμιωτάτη" σύμφωνα με
την παραγγελία του παλιού μου δασκάλου, Γεωργίου Χρηματόπουλου. Δεν
μπόρεσα όμως να πάρω το απολυτήριο του δημοτικού σχολείου για λόγους
οικονομικούς. Στοίχιζε εξήντα δραχμές για τα χαρτόσημα και η μητέρα μου
εκείνη την εποχή δε διέθετε γι’ αυτό το σκοπό το ανάλογο ποσό. Προτίμησε να
αγοράσει με τις εξήντα δραχμές σαράντα οκάδες αλάτι (περίπου σαρανταοκτώ
κιλά) με το οποίο καλύπτονταν οι ανάγκες μας για δύο χρόνια. Το αλάτι, μου
είπε η μητέρα μου μετά από σχετική παράκλησή μου, είναι περισσότερο
απαραίτητο στο σπίτι από το απολυτήριό σου. Με το αλάτι, μου πρόσθεσε,
μπορώ να αλατίσω ζεματισμένα αγριόχορτα του χωραφιού και να σου τα δώσω
για τροφή, ενώ το απολυτήριο σου τι θα το κάνουμε;
Έτσι δεν πήρα το απολυτήριο. Το χρειάστηκα ύστερα από δέκα χρόνια σε
κάποια περίπτωση. Αλλά λόγω της ολοκληρωτικής καταστροφής του αρχείου
του σχολείου από τις αρχές της Κατοχής ήταν αδύνατη πια η έκδοσή του και
χρειάστηκε να υποστώ και νέες κατατακτήριες εξετάσεις της ύλης του
δημοτικού σχολείου. Επίσης χρειάστηκε ένορκη κατάθεση δύο μαρτύρων ότι
τελείωσα το Δημοτικό και άλλη μία κατάθεση ότι είχα την ιδιότητα του
εξόριστου, για να εκδοθεί ένα καινούργιο απολυτήριο για την εισαγωγή μου
στην Εμπορική Σχολή Καβάλας. Περισσότερα για την περιπέτεια μου αυτή θα
αναφέρω, όταν φτάσω στο σχετικό κεφάλαιο.
2.
Στο βουνό σαν τσομπάνης
'Οπως ήταν επόμενο, ούτε σκέψη δεν μπορούσε να γίνει για γυμνασιακές
σπουδές. Τα χρόνια ήταν δύσκολα. Η παγκόσμια οικονομική κρίση που
ξέσπασε στην Αμερική το 1929, πριν τέσσερα χρόνια, έκανε την παρουσία της
αισθητή και στη χώρα μας. Δεν υπήρχαν δουλειές, η παραγωγή και ιδιαίτερα η
γεωργική είχε πέσει επικίνδυνα, δεν υπήρχαν προϊόντα για πούλημα, αλλά ούτε
και ο κόσμος είχε αγοραστική δύναμη. Για να ανταπεξέλθουν οι πολίτες στη
δύσκολη αυτή κατάσταση αναγκάστηκαν να συνασπιστούν σε συνεταιρισμούς,
οι οποίοι με ενέχυρο την περιουσία τους, εγγυήθηκαν στην Α.Τ.Ε. η οποία με
την σειρά της εγγυήθηκε στο δημόσιο και το τελευταίο στην Ρουμανική
Κυβέρνηση για την προμήθεια Ρουμανικού καλαμποκιού και έτσι σώθηκε ο
κόσμος από την πείνα.
Για να καταλάβει κανείς το μέγεθος εκείνης τη κρίσης αρκεί να σημειωθεί
ότι δεν υπήρχαν ιδιωτικές επενδύσεις, ότι έλειπε τελείως η βιομηχανία και η
24
βιοτεχνία και ότι τέλος και οι ίδιοι οι δημόσιοι υπάλληλοι έκαναν πολλές φορές
έξι και πλέον μήνες για να πληρωθούν.
'Ετσι μέσα στις αφάνταστες αυτές στερήσεις, καθώς ζούσαμε με
ζεματισμένα και αλατισμένα χόρτα του αγρού, λίγο καλαμπόκι και είχαμε μια
μικρή επάρκεια σε γάλα και κτηνοτροφικά προϊόντα, ήταν αδιανόητο να γίνει
λόγος για σπουδές.
Βοηθούσα όσο μου επέτρεπαν οι δυνάμεις μου, αφού ήμουν ακόμη παιδί 12
χρονών, τη μητέρα μου στις αγροτικές εργασίες. Στερούμασταν όμως
γεωργικών εργαλείων και μεταφορικών ζώων. Δεν είχαμε την απαιτούμενη
αντοχή για εργασία, ίσως λόγω της εξάντλησης από την πείνα, μιας και δεν
τρώγαμε κρέας παρά μόνο μια φορά το χρόνο και αυτό, όταν είχαμε κάποιο
πληγωμένο ζώο από τους λύκους το οποίο ήταν ετοιμοθάνατο. Εκείνο που μας
ήταν τελείως άγνωστο ήταν το ψάρι, όπως άγνωστα μας ήταν και τα φρούτα.
Είναι αλήθεια ότι, στη περίπτωσή μας τουλάχιστον, δεν υπήρχε και ο
κατάλληλος προγραμματισμός για τη διεξαγωγή των γεωργικών εργασιών.
Αρκεί να σημειωθεί ότι τρέφαμε είκοσι με εικοσιπέντε γίδια και πέντε-έξι
μεγάλα ζώα, αλλά μας έλειπε το γαϊδούρι που ήταν απαραίτητο για τις δουλειές
μας. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να πουλήσουμε ένα μεγάλο ζώο και στη θέση
του να αγοράσουμε ένα γάιδαρο, οπότε θα αποφεύγαμε πολλές ταλαιπωρίες
στην διεξαγωγή των γεωργικών μας εργασιών. Πρέπει ακόμη να πω ότι η
μητέρα μου κουβαλούσε με τη ράχη από τη Χρυσούπολη, σε μια απόσταση
πάνω από εικοσιπέντε χιλιόμετρα, τα τρόφιμα και ιδιαίτερα τα καπνά για την
καπνοφυτεία.
Οι δύο συμμαθητές μου ο Αλέκος και ο Δημήτρης, αμέσως μόλις τέλειωσαν
το Δημοτικό σχολείο, έγιναν γιδοβοσκοί. Είχαν λίγα δικά τους γίδια και κοντά
σ' αυτά για να συμπληρωθεί το κοπάδι παίρνανε και κατσίκια άλλων
συγχωριανών, με πολύ εξευτελιστική αμοιβή. Για το λόγο αυτό και εγώ
αντιμετώπιζα, ίσως δικαιολογημένα, τα παράπονα της μητέρας μου, ώστε να
γίνω τσοπάνης, με την προοπτική να συντελέσω στην ανακούφιση των
οικογενειακών εξόδων. Πρόβαλα μεγάλη άρνηση, καθώς δεν ήθελα να γίνω
τσομπάνης, αλλά να συνεχίσω τις σπουδές μου στο Γυμνάσιο, πράγμα που
στάθηκε αδύνατο.
Επιπλέον και κάποιοι συγχωριανοί μας με συμβούλευσαν να γίνω τσομπάνης
για να βοηθήσω με αυτόν τον τρόπο την οικογένειά μου. Οι συμβουλές τους
αυτές ήταν πολύ φορτικές και γίνονταν συστηματικά για να κάμψουν την
άρνησή μου. Δε γινόταν πια διαφορετικά. 'Επρεπε να βρεθεί τρόπος να ζήσει η
οικογένειά μου, η μητέρα μου και τα αδέλφια μου, από τους οποίους ο
μεγαλύτερος ήμουν εγώ ηλικίας τότε 12 χρόνων και ακολουθούσαν οι άλλοι
τέσσερις, μέχρι τον τελευταίο, τον Λευτέρη που ήταν τότε 3 χρονών. 'Ετσι,
παρά τη θέλησή μου, αλλά υποκύπτοντας στην αδήριτη ανάγκη με την οποία
"και Θεοί πείθονται" έγινα τσομπάνης από την 1η Απριλίου 1934.
Είχαμε δικά μας γίδια, κάπου είκοσι κομμάτια, πήρα και άλλα εκατόν
πενήντα κάποιων συγχωριανών και από την επόμενη μέρα έγινα τσομπάνης.
Οδήγησα το ποίμνιο στα δυτικά του χωριού μας σε μια τοποθεσία που λεγόταν
"Σαράντα στρέμματα". Δεν ήξερα καλά ακόμη τη δουλειά και κουραζόμουν
πάρα πολύ. Δεν ήταν δουλειά της αρεσκείας μου, αλλά τι μπορούσα να κάνω;
Την επόμενη μέρα επάνω στο βουνό με συνάντησε ένας τσομπάνης αρκετά
25
μεγαλύτερος μου, ξεχνώ όμως το όνομά του, καθώς δεν τον συνάντησα έκτοτε.
Αυτός λοιπόν με ρώτησε στην αρχή ποιος είμαι και από πότε είμαι τσομπάνης.
Τότε εγώ του έδωσα τις σχετικές διευκρινήσεις.
- « Κύριέ μου του είπα, δεν ήθελα να γίνω τσομπάνης. Είχα έφεση στα
γράμματα, τι να γίνει όμως, η φτώχεια και η ανέχεια μ’ έριξαν σ’ αυτά τα χάλια.»
.
Προσπάθησα να κρύψω το κλάμα και τα δάκρυα που κυλούσαν στα
μάγουλά μου. Πήγα να απομακρυνθώ για να αποφύγω και άλλες ανεπιθύμητες
ερωτήσεις, οπότε βλέπω τον άγνωστο μου φίλο να με πλησιάζει και να μου
λέει:
- « Να φροντίσεις να μάθεις γράμματα, μην αφήσεις τη μελέτη, γιατί θα σε
βοηθήσει μια μέρα. Δεν είναι για σένα η δουλειά αυτή. Μπορεί μου είπε, τώρα να
συνεχίσεις, αλλά αργότερα θα τη βαρεθείς τη δουλειά και θα την παρατήσεις. Να
φροντίσεις να χτυπήσεις πόρτες και να παρακαλέσεις για τα γράμματα. Αυτά
έχουν μέλλον και όχι η δουλειά του τσομπάνη.»
Λόγια φρόνιμα και συνετά, αλλά ήταν δύσκολη πια η απαγκίστρωσή μου
από την ποιμενική ζωή και η επίδοσή μου στα γράμματα.
Με τον καιρό συνήθισα την ποιμενική ζωή. Πληρωνόμουν τετρακόσιες
δραχμές τον μήνα, αντίτιμο εκατόν τριάντα κιλών ααραβόσιτου. Με το
καλαμπόκι αυτό καταφέραμε να κρατηθούμε στη ζωή.
Είναι αλήθεια ότι στην αρχή της νέας μου δουλειάς δεν είχα καμιά βοήθεια
από τους παλαιούς συμμαθητές μου, τον Αλέκο και τον Δημήτρη. 'Οχι μόνο δε
με βοηθούσαν, αλλά έκαναν ότι μπορούσαν για να γίνει η παραμονή μου στο
βουνό πιο δύσκολη. Με παρότρυναν να πάω στο Γυμνάσιο, καθώς δεν είχα
πατέρα να με αποκλείσει όπως αυτούς. Εμείς, μου έλεγαν, φυλάμε τα κατσίκια
του πατέρα μας, εσύ τι φυλάς εδώ; Πήγαινε να μάθεις γράμματα.
Με τον καιρό είχα αποβλακωθεί τελείως. Η παντελής στέρηση σχέσεων με
τον έξω κόσμο, η απομόνωση από τους συναδέλφους μου και η διαρκής
παρουσία μου στο βουνό, όλα αυτά επέδρασαν καταλυτικά στον χαρακτήρα
μου μέχρι το σημείο της αποκτήνωσης.
Οι κακουχίες βέβαια δεν με εγκατέλειψαν στη νέα μου αυτή δοκιμασία.
Αυτά που κέρδιζα, η αμοιβή μου, μόλις επαρκούσε για τη συντήρησή μας σε
καλαμπόκι και δεν περίσσευε τίποτα για ένδυση και υπόδηση. Φορούσα ένα
κοντό παντελονάκι πολλές φορές χωρίς πουκάμισο, ιδιαίτερα κατά τους
θερινούς μήνες, ενώ για υπόδηση πότε φορούσα τσαρούχια από ακατέργαστο
δέρμα βοδιού ή αγελάδας και στην καλύτερη περίπτωση ελαστικά αυτοκινήτων
κατάλληλα φτιαγμένα από εμάς τους ίδιους. Υπέφερα πολύ από τον καύσωνα
το καλοκαίρι λόγω έλλειψης νερού και από το ψύχος το χειμώνα όπου τον
περισσότερο καιρό περπατούσα ξυπόλυτος στα χιόνια. Είναι αλήθεια ότι δεν
κρύωνα ή μάλλον δεν κρύωνα πολύ, αρκεί να μην κολλούσε χιόνι στα πόδια
μου.
Από την εγκατάλειψη της μελέτης, ξέχασα και αυτά που έμαθα στο
Δημοτικό σχολείο. Ξέχασα τελείως και τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής,
παρόλο που ήμουν ένας από τους άριστους μαθητές. Ξέχασα επίσης και το
διάβασμα ή μάλλον διάβαζα με δυσκολία, εάν και όταν έβρισκα κανένα έντυπο.
Θυμάμαι πως το φθινόπωρο του 1934 έγραψα στον δάσκαλό μου, τον
Κεφερίδη, ένα πολυσέλιδο γράμμα περίπου είκοσι σελίδων σε ένα τετράδιο.
26
Ευχαριστώντας τον για τα όσα έκανε για μένα, όταν τον είχα δάσκαλο, τον
παρακαλούσα να μου στείλει κανένα βιβλίο, οτιδήποτε βιβλίο να διαβάσω. Την
επιστολή-τετράδιο την έστειλα με ένα συγχωριανό μου στον Κεχρόκαμπο να
την παραδώσει στον ίδιο, όμως δεν πήρα καμιά απάντηση. 'Ισως και να μην την
παρέλαβε ο παραλήπτης. 'Ολοι με είχαν εγκαταλείψει, οι συνάδελφοί μου, οι
πρώην συμμαθητές μου και ο δάσκαλός μου. Με τους χωρικούς λόγω της
ιδιότητάς μου δεν είχα και πολλές επαφές. 'Ετσι, η μοναχική αυτή ζωή και
μάλιστα στην ηλικία των 12-14 χρονών επέδρασε αρνητικά στον χαρακτήρα
μου. Αισθανόμουν αβυσσαλέο μίσος για κάθε έναν που θεωρούσα ανώτερο από
μένα, ή μεγαλύτερο στην ηλικία ή σε καλύτερη οικονομική θέση. Άρχισε να με
κυριεύει πνεύμα εκδίκησης εναντίον όλων.
Αλήθεια, την ιστορία που γράφω δεν μπορεί να την συλλάβει ανθρώπινος
νους. Απομονωμένος στα βουνά, περιφρονημένος από γνωστούς και αγνώστους
λόγω του ότι ήμουν τσομπάνης, παρέα με τα ζώα ολόκληρα ημερονύχτια, το
αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από την αποκτήνωση.
'Υστερα από λίγους μήνες, αποφάσισα να αντιδράσω σ’ αυτή την
κατάσταση. Πρώτα-πρώτα σκέφτηκα τα γράμματα, καθώς είχα πάντοτε στο νου
μου τις παραινέσεις του πατέρα μου ο οποίος πεθαίνοντας μου συνέστησε να
μάθω γράμματα ή μάλλον να μην εγκαταλείψω ποτέ τη μελέτη.
'Υστερα από την άκαρπη προσπάθειά μου να προμηθευτώ βιβλία από το
δάσκαλό μου τον Κεφερίδη, αποτάθηκα στον εξάδελφό μου, τον Παύλο
Αμπεριάδη στα Ιωάννινα.Ήταν εκεί χωροφύλακας και τον παρακάλεσα να μου
στείλει κανένα βιβλίο για διάβασμα και αν ήταν δυνατόν μια σύνοψη ευχών και
τροπαρίων της εκκλησίας. Πράγματι, ο εξάδελφός μου μου έστειλε μια σύνοψη
ή συνέκδημο, δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς και επιδόθηκα στη μελέτη των
τροπαρίων και την ακολουθία του συνεκδήμου. Αυτό ήταν το πρώτο
εξωσχολικό μου βιβλίο ή μάλλον το πρώτο βιβλίο που διάβασα μετά τα
αναγνωστικά του Δημοτικού. Αργότερα προμηθεύτηκα την Καινή Διαθήκη την
οποία διάβασα πολλές φορές σε τέτοιο σημείο, ώστε να αποστηθίσω ολόκληρα
κεφάλαια.
Η επίδοσή μου στη μελέτη των δύο αυτών βιβλίων, είχε και την αντίστοιχη
επίπτωση στην πορεία της εργασίας μου ως γιδοβοσκού. Απορροφημένος
καθώς ήμουν στο διάβασμα, παραμελούσα το κοπάδι το οποίο προκαλούσε
πολλές ζημιές στους παρακείμενους αγρούς και μάλιστα μία ή δύο φορές
σύρθηκα στα Πταισματοδικεία. Εκτός των άλλων, το ποίμνιο μου γινόταν
τακτικά βορά των λύκων. Επακολούθησαν μεγάλες ζημίες στα γίδια από τους
λύκους, σε σημείο μάλιστα να μπορώ να πω ότι το κοπάδι μου είχε
αποδεκατιστεί. Από εκατόν πενήντα γίδια, τα δεκαοκτώ τα είχε φάει ο λύκος σε
διάστημα ενάμιση χρόνου. 'Ητοι ποσοστό πάνω από 12%. Η αλήθεια είναι ότι
και οι άλλοι τσοπαναραίοι είχαν σχετικά μεγάλες ζημιές, όχι όμως σαν και
μένα. Προφανώς γιατί διέθεταν γερά τσοπανόσκυλα σε αντίθεση με μένα που
δεν είχα για μεγάλο διάστημα κανένα σκύλο, ή και όταν διέθετα μόνο
τσοπανόσκυλο δεν ήταν.
Θυμάμαι μάλιστα μια φορά, ήταν Οκτώβριος του 1934 στην τοποθεσία του
Κανδηλπίκη όπου έβοσκα το ποίμνιό μου. Ενώ εγώ ήμουν απορροφημένος στο
διάβασμα, η αγέλη είχε απομακρυνθεί αρκετά και δέχτηκε επίθεση από ένα ή
δύο λύκους, με δύο ή τρεις απώλειες σε κατσίκια. Oι χωρικοί αντιλήφθηκαν την
27
επίθεση και έβαλαν τις φωνές, φωνάζοντας περισσότερο τον τσομπάνη και
λιγότερο τον λύκο, ώστε να τον διώξουν με τις φωνές τους. Εγώ πάλι ήμουν
πολύ μακριά, πάνω από εξακόσια μέτρα και δεν μπορούσα να φωνάξω για να
μη δώσω στόχο και καταλάβουν οι συγχωριανοί μου ότι την ώρα της
δοκιμασίας βρισκόμουν μακριά από το ποίμνιο. Χρειάστηκε να περάσουν
αρκετά λεπτά της ώρας, μέχρι να πλησιάσω το κοπάδι μου που είχε
διασκορπιστεί και να βάλω τις φωνές για να φύγει ο λύκος. Οπότε το κακό είχε
ήδη συντελεστεί.
Πιο πάνω ανέφερα ότι για ένα διάστημα είχα ένα μαντρόσκυλο
ονομαζόμενο "Αράπ". 'Ηταν σπιτόσκυλο όπως προείπα και ενδιαφερόταν
περισσότερο για τη φύλαξη της δικής μου τροφής, παρά της αγέλης. Μάλιστα
μια φορά που κρέμασα το σακούλι με τα τρόφιμα σε ένα δέντρο και εγώ
απομακρύνθηκα μαζί με το ποίμνιό μου, ο σκύλος παρέμεινε κάτω από το
δέντρο ατενίζοντας αδιάκοπα το σακούλι που κρεμόταν. Όταν αργότερα,
ύστερα από αρκετές ώρες, επέστρεψα για να πάρω το σακούλι και στην
αμηχανία μου, αφού είχα ξεχάσει σε ποιο δέντρο το είχα κρεμασμένο, ο σκύλος
μετά τις φωνές και τις ερωτήσεις μου, με οδήγησε στο δέντρο κουνώντας την
ουρά του.
Κάποια άλλη φορά προπορευόμενος του ποιμνίου μου καθόμουν πάνω σε
ένα βράχο, άθελά μου λοιπόν έριξα μια πέτρα στην εμπροσθοφυλακή του
ποιμνίου και συνέχισα την πορεία μου. Αργότερα διαπίστωσα ότι είχα χάσει
ολόκληρο το κοπάδι. Εκείνη η μέρα ήταν μια από τις πιο τραγικές.
Ανεβοκατέβηκα το βουνό εκείνο τουλάχιστον έξι φορές αναζητώντας το
ποίμνιό μου. Από ντροπή ρωτούσα όποιον συναντούσα, εάν είδε πουθενά πέντε
ή δέκα γίδια. Μόνο κατά το απόγευμα διαπίστωσα ότι το κοπάδι μου με την
πέτρα που έριξα το πρωί σταμάτησε επί τόπου και δεν προχώρησε καθόλου
ούτε μπροστά ούτε πίσω, αλλά καλύφτηκε κάτω από πυκνούς θάμνους, οπότε
και η ανεύρεσή του ήταν δύσκολη.
Φαίνεται ότι ο άνθρωπος έχει ανεξάντλητα αποθέματα δύναμης. Δεν ξέρω
που βρήκα τόση αντοχή και έτρεχα ολόκληρη τη μέρα στο βουνό. Ασφαλώς θα
έπαιρνα πολλά έπαθλα, αν δηλαδή ήταν εφικτό, να επιδοθώ τότε στον
αθλητισμό και μάλιστα στον κλασικό αθλητισμό αντί για την ποιμενική μου
ζωή.
Ο δάσκαλος του χωριού μας, ο Χρηματόπουλος, στην προσπάθειά του να
αυξήσει τα έσοδα της σχολικής εφορίας (σχολική επιτροπή) συνέστησε μια
ομάδα ερασιτεχνών ηθοποιών για να ανεβάσει το έργο "Φιάκας". Τότε με
θυμήθηκε, με φώναζε στο σχολείο και μου ανέθεσε έναν από τους
πρωταγωνιστικούς ρόλους του έργου. Έπρεπε λοιπόν να αποστηθίσω τον ρόλο,
κάτι που ήταν μια πολύ ευχάριστη απασχόληση για μένα.Έτσι επιδόθηκα στο
διάβασμα και μπορώ να πω με ειλικρίνεια πως απέδωσα πολύ καλά τον ρόλο
μου.
'Ηταν το πρώτο και τελευταίο θεατρικό έργο στο οποίο έπαιρνα μέρος.
Αργότερα στο στρατό μου δόθηκε η ευκαιρία να ακολουθήσω το επάγγελμα
του ηθοποιού, αλλά αρνήθηκα, ίσως γιατί ήμουν πλέον υπάλληλος στον
Γεωργικό Συνεταιρισμό.
Μετά από αυτό είχα κερδίσει περισσότερο την εμπιστοσύνη του δασκάλου
μου, του Χρηματόπουλου τον οποίο επισκεπτόμουνα σε σπάνιες περιπτώσεις,
28
όταν μου δινόταν η ευκαιρία. Εξακολουθούσα να ήμουνα τσομπάνης και από
τη φύση του επαγγέλματος έπρεπε μέρα νύχτα να ήμουν στα βουνά. Σε μια από
αυτές τις συναντήσεις μας τον παρακάλεσα να μου δώσει ένα έντυπο, βιβλίο,
εφημερίδα ή οτιδήποτε άλλο για διάβασμα. 'Ηταν αρχές του 1935, όταν μου
έδωσε μια παλιά εφημερίδα τη "Μακεδονία" της Θεσσαλονίκης. 'Ηταν η πρώτη
εφημερίδα που περνούσε στα χέρια μου. Από τότε, εκτός από μικρά αλλά αραιά
χρονικά διαστήματα, διαβάζω τακτικά εφημερίδες. Όταν αναφερόμουν σε
αραιά διαστήματα, εννοούσα τον Απρίλιο του 1941, όταν λόγω της
Βουλγαρικής κατοχής δεν εκδίδονταν ούτε και κυκλοφορούσαν στα μέρη μας
Ελληνικές εφημερίδες. Αυτό συνεχίστηκε για περισσότερο από τρία χρόνια,
αλλά εν τω μεταξύ έμαθα τη Βουλγαρική γλώσσα και αντί Ελληνικές διάβαζα
Βουλγαρικές εφημερίδες.
Όπως προανέφερα σοβαρό ποσοστό των κατσικιών που φύλαγα, εξ αιτίας
μου βέβαια, έγινε βορά των λύκων. 'Υστερα λοιπόν από τον αποδεκατισμό του
κοπαδιού μου και τις αλλεπάλληλες ζημίες που επέφερα στις γεωργικές
καλλιέργειες, η παραμονή μου στη θέση του γιδοβοσκού ήταν πια
προβληματική. Εν τω μεταξύ περνούσαν τα χρόνια και όσο μεγάλωνα, τόσο
περισσότερο συνειδητοποιούσα τη θέση μου. Η ιδέα δε ότι τελικά δεν θα
μπορέσω να μάθω γράμματα, με προβλημάτιζε όλο και περισσότερο, καθώς
περνούσε ο καιρός. Το τι θα κάνω, πως θα ζήσω στα βουνά και πως θα
μπορέσω να αποκατασταθώ, ήταν ερωτήματα που πάντοτε με απασχολούσαν.
3. Σκληρές συνθήκες ζωής
Παραπάνω ανέφερα πως στο βουνό είχα συναδέλφους γιδοβοσκούς τους
δύο παλιούς συμμαθητές μου από το δημοτικό σχολείο τον Αλέξη και τον
Δημήτρη. Και οι δύο έχασαν πολύ νωρίς τις μητέρες τους. Έμειναν ορφανά από
μητέρα και αυτή η ορφάνια είναι η χειρότερη, οι δε πατέρες τους θεώρησαν
σκόπιμο να ξαναπαντρευτούν, όσο το δυνατό γρηγορότερα.
'Ετσι οι άτυχοι συνάδελφοί μου είχαν μητριές και αισθάνονταν
παραγκωνισμένοι. Ζητούσαν λοιπόν ευκαιρία να απαγκιστρωθούν από την
πατρική στέγη. Περίπτωση φυγής από το επάγγελμα και από το χωριό δεν
υπήρχε, γιατί τα πράγματα ήταν πολύ σφιχτά. Δεν υπήρχε όμως και η
απαιτούμενη θέληση, συνέπεια της πλήρους σχεδόν αποκτήνωσής τους. 'Ετσι, ο
δεύτερος από αυτούς προσπάθησε να απαγκιστρωθεί και να καταταγεί στο
σώμα της Χωροφυλακής. Μάλιστα για αυτόν τον σκοπό πλήρωσε σε ένα
δικολάβο χίλιες δραχμές για τα έξοδα και την αμοιβή του για την έκδοση των
σχετικών δικαιολογητικών. Δυστυχώς ο δικολάβος του έφαγε το χιλιάρικο
χωρίς να πετύχει τίποτα. Να λοιπόν γιατί οι ορεσίβιοι πέφτουν συχνά θύματα
ασυνείδητων τυχοδιωκτών. Ο πρώτος είχε αφεθεί στην τύχη του, ουδέποτε
συνήλθε μετέπειτα και τώρα ακόμη, ύστερα από μισό αιώνα, εξακολουθεί να
παραμένει στο χωριό στην ίδια ζωώδη κατάσταση. Εγώ πάλι όσο περνούσε ο
καιρός, τόσο συνειδητοποιούσα την κατάστασή μου και με προβλημάτιζε το
μέλλον. 'Ημουν πια 15 χρονών και είχα πρόωρη ανάπτυξη. Τις περισσότερες
φορές έτρωγα γάλα, βούτυρο και μπόλικο ψωμί από καλαμπόκι, σπανιότερα
29
κρέας, ποτέ ψάρι, αλλά κυρίως λαχανικά και ιδιαίτερα πατάτες. Όλα αυτά σε
συνδυασμό μάλιστα με τη ζωή του βουνού, τον καθαρό αέρα, το γερό κλίμα και
την ανέμελη ζωή και παρόλο τον προβληματισμό μου για το μέλλον, ξύπνησαν
μέσα μου τα πρώτα νεανικά σκιρτήματα και την έλξη προς το αντiθετο φύλο.
Από τότε και για 15 χρόνια συνέχεια, πάλευα ανάμεσα στο ωραίο αυτό
συναίσθημα και την τότε σκληρή πραγματικότητα. Πάντοτε είχα το φόβο πως,
αν συνθηκολογούσα με τη φύση, θα έχανα στο μέλλον και θα παρέμενα ισόβια
στις τάξεις των φτωχών και των αδύνατων.
Θυμάμαι μια φορά -θα ήμουνα τότε 16 χρονών- βρισκόμουν λίγο έξω από
το χωριό και εκεί που καθόμουν κατακουρασμένος από τη σκληρή δουλειά
πάνω σε μια πέτρα, συνειδητοποίησα την κατάσταση μου. Ήμουν μισόγυμνος
με μόνο ρούχο ένα κοντό παντελονάκι και αυτό μπαλωμένο, ξυπόλυτος,
πεινασμένος γιατί ακόμη και αυτό το καλαμποκίσιο ψωμί δεν το είχαμε τακτικά
και το σπουδαιότερο, ήμουν πληγωμένος με τις πληγές ανοικτές που προήλθαν
από γρατζουνίσματα πουρναριών και θάμνων. Όλα αυτά συνυφασμένα με το
έντονο για την συγκεκριμένη ηλικία φαινόμενο της γενετήσιας ορμής, με
οδήγησαν να κάνω έναν φρικτό όρκο, να μη δημιουργήσω ποτέ οικογένεια, ή
αν δημιουργήσω, να απέχω όσο είναι δυνατόν από την τεκνοποιία, για να μην
υποφέρουν οι απόγονοί μου, αυτά που ήδη υπέφερα εγώ.
Πραγματικά η θέση μου ήταν δύσκολη και δεν μπορεί να περιγραφεί με
λόγια. Ούτε και έχω τη δυνατότητα, ύστερα από τόσα χρόνια, να αποδώσω
πιστά την τότε πραγματικότητα. Μόνο αν μπορεί κανείς να μπει στην θέση ενός
εφήβου σε παρόμοια κατάσταση με αυτή που περιέγραψα παραπάνω, να μην
έχει τη δυνατότητα ούτε εφημερίδα ή κανένα άλλο έντυπο να διαβάσει, να
είναι αριστούχος δημοτικού σχολείου, να έχει έφεση στα γράμματα και αντί να
συνεχίσει τις σπουδές του, να αναγκαστεί να γίνει τσομπάνης, τότε, ίσως
καταλάβει την θέση στην οποία βρισκόμουν. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω
ήταν να καταντήσω σχεδόν ημιάγριος. 'Εβλεπα τους ανθρώπους και τους
απέφευγα. Θεωρούσα τον εαυτό μου παρακατιανό και αυτό το κόμπλεξ δεν
μπόρεσα να το αποβάλλω από τότε, πράγμα που είχε ολέθρια επίδραση σε όλη
τη κατοπινή μου ζωή.
Οι άγριες και δύσκολες αυτές συνθήκες επέδρασαν το ίδιο ολέθρια στον
χαρακτήρα όλων σχεδόν των κατοίκων εκείνης της περιοχής. Στο χωριό μας
κατά τις δεκαετίες του 1931-1950 από τα τριακόσια είκοσι άτομα στο σύνολο
των κατοίκων, έχασαν τα λογικά τους επτά άνθρωποι, τέσσερις γυναίκες και
τρεις άνδρες. Δύο από τις γυναίκες γυρίζουν ακόμη σαν αγρίμια στα ερείπια
του χωριού σε άθλια κατάσταση, ενώ μία άλλη πάσχει από παράνοια και
αργοπεθαίνει στο Μακρυχώρι και η τέταρτη έχει εξαφανιστεί εδώ και καιρό.
Από τους άνδρες ένας αυτοκτόνησε, άλλος πέθανε από εγκατάλειψη, ενώ ο
τελευταίος βρίσκεται στη Ρόδο σε ίδρυμα σχιζοφρενών. Παρόμοια κρούσματα,
εξ ίσου τραγικά, παρουσιάστηκαν και στα γειτονικά χωριά. Τι να υποθέσει
κανείς; Μήπως είναι αποτέλεσμα της μοναξιάς, μήπως η καταστρεπτική
απώθηση της γενετήσιας ορμής; 'Η και τα δύο, σε συνδυασμό με την άθλια
ποιότητα ζωής γεμάτη στερήσεις και βάσανα;
Ας απαντήσουν οι αρμόδιοι, αυτοί που σπουδάζουν την θεωρία στα
πανεπιστήμια, σκυμμένοι στα χαρτιά τους και έχουν πλήρη άγνοια από τις
συνθήκες της ζωής στην σκληρή πραγματικότητα. Πάντως ομολογώ
30
απερίφραστα πως στην περίπτωσή μου, αν δεν μεσολαβούσαν οι κάθε είδους
διαστροφές της γενετήσιας ορμής, τις οποίες από ντροπή δεν αναφέρω
διεξοδικά και "ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω", είναι σίγoυρο πως
τελικά θα κατέληγα στον θάνατο από τρέλα.
'Οπως ανέφερα παραπάνω, στην τρυφερή και ανέμελη κατά τους άλλους
ηλικία των 16 χρόνων, παλεύανε μέσα μου δύο κόσμοι . να αντισταθώ ή να
υποκύψω στις ορμές της φύσης; Το πρώτο ήταν δύσκολο, ενώ το δεύτερο
εύκολο, το οποίο όμως θα με καταδίκαζε να ζω ισόβια σ’ αυτά τα βουνά μια
πολύ περιορισμένη ζωή.
Είχα μια γειτονοπούλα που ονομαζότανε Κ. και ήταν ένα ή δύο χρόνια
μικρότερη από μένα. Ήταν λεπτοκαμωμένη, είχε ψηλό ανάστημα και
εξαιρετική ομορφιά. Για μια στιγμή, χωρίς να το καλοσκεφτώ ούτε και να το
αντιληφθώ, υπακούοντας στο εφηβικό μου ένστικτο, άρχισα να τρέφω ιδιαίτερη
εκτίμηση στο πρόσωπό της και να έχω ξεχωριστή προτίμηση γι' αυτήν. 'Ωρες
ολόκληρες, ιδιαίτερα τις νυκτερινές, με βασάνιζε νοερά η παρουσία της σαν σε
όνειρο. 'Εφερνα πάντοτε μπροστά μου την εικόνα και την ομορφιά της, χωρίς
βέβαια αυτή να ξέρει τίποτα. Δε θυμάμαι, εάν εκμυστηρεύτηκα κάτι στον
Αλέκο, αυτός όμως, είτε γιατί του είπα σχετικά, είτε από δική του πρωτοβουλία
χωρίς την παρότρυνση μου, είτε τέλος γιατί αντιλήφθηκε κάτι, έκανε για
λογαριασμό μου χωρίς εγώ να γνωρίζω τίποτα, μια νύξη στη κοπέλα. Η
αντίδραση του κοριτσιού ήταν θετική. Μπορεί στη συνέχεια να περίμενε
κάποια εκδήλωση, κάποια χειρονομία από μέρους μου, πράγμα που δεν έγινε
ποτέ. 'Οταν κάποια στιγμή βρεθήκαμε μόνοι στο σπίτι της, όχι μόνο δεν της
έκανα καμιά νύξη, αλλά έπνιξα τα αισθήματά μου και διέψευσα κάθε φήμη για
το θέμα αυτό. Απέφευγα συστηματικά πια να κάνω λόγο γ’ αυτή την περιπέτεια
μου. Σκεφτόμουν έτσι όχι γιατί το κορίτσι ήταν παρακατιανό, αλλά επειδή
φοβόμουν την ζωή και τον αγώνα για επιβίωση που με τα δεδομένα του καιρού
εκείνου ήταν πολύ δύσκολη.Δεν ανέφερα ποτέ και σε κανένα τίποτε γ’ αυτή την
αγάπη, το εκμυστηρεύομαι τώρα για πρώτη φορά εδώ και παραδέχομαι ότι
είναι το πιο αγνό συναίσθημα στη ζωή.
Ο Αλέκος, όμως δεν σταμάτησε. Σε μία άλλη συνάντηση μαζί της
επανέφερε το θέμα. Ακολούθησε νέα ενόχληση της κοπέλας και νέα διάψευση
μου. 'Επνιξα τα αισθήματά μου, δεν ήμουν τότε για τέτοιες πολυτέλειες, επειδή
πίστευα κακώς ή καλώς, πως παρόμοια μπλεξίματα είναι εμπόδιο και
τροχοπέδη στη θετική σταδιοδρομία του νέου στην ηλικία αυτή. Υποθέτω πως
ο Αλέκος θα πρέπει να είναι εκείνος που μέσα στο σκοτάδι μια νύχτα, σε
κοντινή απόσταση από την κοπέλα και σε τυχαία συνάντηση προσποιήθηκε τη
φωνή μου, ανέφερε το όνομα μου και φανέρωσε τα συναισθήματά μου. Η
κοπέλα αμφέβαλλε, προσπάθησε να επαληθεύσει το συνομιλητή της, αλλά
αυτός απομακρύνθηκε. Από τότε και μέχρι σήμερα κατ’ επανάληψη και με
αλλεπάλληλες ερωτήσεις η Κ. προσπαθεί να μάθει, αν ήμουν εγώ o
συνομιλητής της και αν πραγματικά την αγαπούσα τότε. Εγώ αποφεύγω
συστηματικά να αποκαλύψω την πραγματικότητα, διαψεύδω τη συγκεκριμένη
συνάντηση μιας και δεν ήμουν ο ίδιος, αλλά διαπιστώνω με βεβαιότητα τις
αγνές προθέσεις της κοπέλας. Στη διαπίστωση αυτή καταλήγω, γιατί, ύστερα
από κάθε διάψευσή μου δέχομαι την απάντηση της γυναίκας :
« 'Ελα Παναγή. Το ξέρω, με αγαπούσες αλλά δεν το φανέρωνες ».
31
Η αλήθεια είναι πως αυτό ήταν το πρώτο και μπορώ να πω το τελευταίο
συναισθηματικό μου ξέσπασμα. Ήμουν μικρός ακόμα και δεν θα ωφελούσε σε
τίποτα να φανέρωνα το αίσθημά μου. Η ιστορία αυτή με ταλαιπώρησε αρκετά,
ευτυχώς μονόπλευρα, για περίπου ένα χρόνο. Μέχρι που στον ίδιο δρόμο
βρέθηκε ο αδελφός μου με την ίδια κοπέλα, οπότε "φρονίμως ποιών"
απομακρύνθηκα τελικά.
Είχε πια περάσει πάνω από ένας χρόνος που δούλευα ως γιδοβοσκός. Είχα
βαρεθεί αυτό το αταίριαστο στην ηλικία και στην ιδιοσυγκρασία μου
επάγγελμα. Αναζητούσα τρόπο να ξεφύγω, χωρίς όμως να μου παρουσιάζεται η
κατάλληλη ευκαιρία γι' αυτό. Τα αδέλφια μου ήταν μικρά και είχαν την ανάγκη
μου για προστασία και συντήρηση. 'Ολες μας οι προσπάθειες απέβλεπαν στη
διατροφή μας και όχι στην ανατροφή. Μόνο όταν περισσεύει κάτι από τη
διατροφή μπορεί αυτό να χρησιμοποιηθεί στην ανατροφή. Θέλω να πω πως
μπορεί να γίνει λόγος για ανατροφή μόνο όταν η διατροφή είναι
εξασφαλισμένη. Ο πεινασμένος άνθρωπος δεν σκέφτεται τίποτα άλλο παρά
μόνο την πείνα του. Και για να μη γίνει καμιά παρερμηνεία, όταν λέω κορεσμός
της πείνας, εννοώ με τα δεδομένα της τότε εποχής την αυτάρκεια σε
καλαμποκίσιο ψωμί, αλάτι, λίγο λάδι και αγριόχορτα.
Παρακάλεσα πολλές φορές το νουνό μου Γιάννη Χαραλαμπίδη που πήγαινε
στη Καβάλα για να πληρωθεί τη σύνταξή του να μου βρει δουλειά σε κανένα
καφενείο ή σε κέντρο να κάνω το σερβιτόρο. Δεν έγινε τίποτα και από ανάγκη
παρέμεινα στα βουνά. Παρακάλεσα τον ίδιο να μου φέρει από την Καβάλα ένα
βιβλίο, μια μέθοδο της Γαλλικής γλώσσας χωρίς δάσκαλο για να μάθω
Γαλλικά. Σε τι θα μου χρησίμευαν τα Γαλλικά ούτε και εγώ ήξερα. Πάντα είχα
την άποψη ότι ο άνθρωπος έπρεπε να διαβάζει ότι βρει, ότι μπορεί, αρκεί να
διαβάζει, χωρίς να έχει σημασία τι είναι αυτό που θα διαβάσει.
Πραγματικά, ο νουνός μου μου έφερε από την Καβάλα μια μέθοδο της
Γαλλικής άνευ διδασκάλου. Αλλά πως μπορεί ένα παιδί της ηλικίας μου πάνω
στο βουνό να μάθει μόνο του Γαλλικά, χωρίς μόρφωση και με γράμματα του
Δημοτικού που εν τω μεταξύ τα είχα ξεχάσει; 'Εκανα όμως την αρχή και
προχωρούσα με μεγάλη δυσκολία. Αυτό διαδόθηκε αμέσως στο χωριό.
Τσομπάνης να μάθει Γαλλικά! Που ακούστηκε; το πιο αποκρουστικό
επάγγελμα να συνδυάζεται με την πιο ευγενική γλώσσα!
4. Απόρριψη πρότασης πρόσληψης ως βοηθού στο Γαλλικό
προξενείο Καβάλας
Το καλοκαίρι του 1935, ήρθε στο χωριό μας ο Γάλλος Πρόξενος της
Καβάλας για να γνωρίσει τον τόπο. Με τη μεσολάβηση του συγχωριανού μας
Κώστα Καραπιπέρη, ο πρόξενος με φώναξε κοντά του. 'Ηταν ένα
αυγουστιάτικο απόγευμα την ώρα που σε κακά χάλια ξυπόλυτος και με
ξεσκισμένα ρούχα γύριζα από το βουνό οδηγώντας τα κατσίκια στο χωριό. Ο
πρόξενος με κοίταξε προσεκτικά Με λυπήθηκε στα χάλια που βρισκόμουν.
Ζήτησε να με πάρει μαζί του σαν κλητήρα του προξενείου εφ' όσον είχα έφεση
32
στα γράμματα. Θα με έστελνε στο Γυμνάσιο και αργότερα για ανώτατες
σπουδές στη Γαλλία. Άλλο που δεν ήθελα. Δυστυχώς όμως η μητέρα μου είχε
διαφορετική γνώμη. Με κανένα τρόπο δεν ήθελε να με απομακρύνει από κοντά
της. Μα περισσότερο και ίσως είχε δίκιο, σκεφτόταν τι θα γινότανε τα αδέλφια
μου χωρίς εμένα. Ποιος θα δούλευε για να τα συντηρήσει; Το σπουδαιότερο
όμως ήταν ποιος θα φύλαγε τα κατσίκια και τα ζώα μας. Πόσες φορές αργότερα
δεν ευχήθηκα να μην τα είχαμε, καθώς αυτά έγιναν αιτία και παρέμεινα στο
χωριό. Εάν τότε ακολουθούσα τον πρόξενο είναι βέβαιο πως η σταδιοδρομία
μου θα ήταν διαφορετική. Το δρόμο προς τα γράμματα τον πήρα πολύ
αργότερα, ύστερα από 11 χρόνια, σε μεγάλη πια ηλικία, κάτω από άλλες
συνθήκες και το σπουδαιότερο με άλλους προσανατολισμούς.
Καθώς έμαθα πολύ αργότερα, η μητέρα μου πριν αρνηθεί να με παραδώσει
στον Γάλλο πρόξενο ζήτησε τη γνώμη του Σάββα Τουρουνίδη, που ήταν
σεβαστός από όλους στο χωριό και πήρε την "πρέπουσα" συμβουλή :
- «Αν θέλεις το καλό των παιδιών σου Λευτερίνα μην τα αποχωρίζεσαι ποτέ ».
Παραβλέποντας τη χρονολογική σειρά των γεγονότων παραθέτω εδώ μια
συζήτηση που είχα στα 1957 με το Γάλλο πρόξενο της Καβάλα τον Πατέρα
Βουτσίνο, που τον είχα δάσκαλο στα Γαλλικά. Για να εξοικειωθώ με τη
γλώσσα, το πρόγραμμα πρόβλεπε τη διήγηση συμβάντων της ζωής μου στη
Γαλλική. Σε μια παρόμοια περίπτωση του διηγήθηκα το παραπάνω επεισόδιο.
Βλέπω τότε τον Πατέρα Βουτσίνο να με παρακολουθεί με προσοχή και στο
τέλος μου είπε :
- «Είχα ακουστά από τότε από το 1937 για ένα έξυπνο παιδί που επιδίωκε ο
πρόξενός μας να το πάρει στο Προξενείο για κλητήρα, αλλά δεν το άφησε η
μητέρα του. Ώστε εσύ ήσουν; Χαίρομαι και πάλι μου είπε, για τη σταδιοδρομία
σου και την θέση του Τραπεζικού υπάλληλου που κατέχεις. Καλά είσαι και τώρα.
Δεν ήρθες εσύ και έτσι πήραν εμένα,», τέλειωσε o Βουτσίνος..
Γι' αυτό πιστεύω πως η τύχη μου θα ήταν διαφορετική, αν συνέχιζα από τότε
τις σπουδές μου.
5. Η ζωή μου ως βουκόλος
Ο Μάρτιος του 1935 ήταν ο πιο ψυχρός μήνας εκείνης της χρονιάς. Μπήκε με
χιόνια, θύελλες, τσουχτερό κρύο και θερμοκρασίες πολύ κάτω από το μηδέν.
Ξαφνικά μια είδηση διαδόθηκε την περιοχή μας. 'Εγινε Επανάσταση των
Δημοκρατικών στην Αθήνα για να μην έρθει ο Βασιλιάς. Δεν μπορούσα να
καταλάβω τότε γιατί σε πλήρη Δημοκρατία, έγινε επανάσταση από τους
Δημοκρατικούς. Δεν πέρασαν δύο ή τρεις μέρες και στο χωριό μας ήρθαν
κάποιοι προπαγανδιστές που καλούσαν τον κόσμο να πάνε εθελοντές στον
Στρυμόνα, όπου στο άψε-σβήσε σχηματίστηκε η γραμμή του μετώπου. Στους
εθελοντές δίνανε ένα βοήθημα πεντακοσίων δραχμών καθώς και υποσχέσεις ότι
θα φρόντιζαν τις οικογένειές τους.Ευτυχώς το κακό που προξενήθηκε από την
αναταραχή αυτή ήταν μικρό. Η τάξη αποκαταστάθηκε γρήγορα, οι εθελοντές
γύρισαν στα σπίτια τους το πεντακοσάρικο επιστράφηκε και για ένα ευτυχώς
33
πολύ μικρό διάστημα κρύβονταν από το φόβο των κυβερνητικών. Οι απώλειες
στο κίνημα ήταν μικρές, αλλά αντίθετα οι συνέπειες ήταν πολύ μεγάλες. 'Εγινε
ένα ακόμη πραξικόπημα, ρίξανε τη νόμιμη κυβέρνηση, ανέλαβαν οι
πραξικοπηματίες και με ένα νόθο δημοψήφισμα έφεραν το Βασιλιά. Αυτή όμως
είναι άλλη ιστορία. Η εξιστόρησή της αν και ενδιαφέρουσα δεν έχει θέση στην
παρούσα αφήγηση.
Λίγο μετά τον Αύγουστο του 1935 άλλαξα επάγγελμα και από
γιδοβοσκός έγινα βουκόλος. 'Ηταν πιο ξεκούραστη η δουλειά του βουκόλου,
είχα τη δυνατότητα να βρίσκομαι κάθε βράδυ στο σπίτι μου στο χωριό, να
συναναστρέφομαι περισσότερο καιρό με τους συγχωριανούς μου και το
σπουδαιότερο να διαβάζω εφημερίδες και που και που και κανένα βιβλίο.
Εδώ δεν είχα σα συναδέλφους τον Αλέξανδρο και τον Δημήτρη τους
παλιούς συμμαθητές μου από το Δημοτικό σχολείο. Αυτοί εξακολουθούσαν να
είναι γιδοβοσκοί. Συναδέλφους μου τότε στα μεγάλα ζώα, στην αγέλη όπως
λέγεται, είχα τον Θεόδωρο Μυτικίδη και τον Παύλο Δαμιανό. 'Ηταν δύο
συγχωριανοί μεγάλης ηλικίας, καλοί συνάδελφοι και καλοί άνθρωποι που με
βοήθησαν πολύ. Μου έδιναν συμβουλές για την διεξαγωγή της εργασίας και
γενικά μου φέρονταν πολύ καλά. 'Ενα απομεσήμερο μετά το μεσημεριανό
πότισμα και την ανάπαυση των ζώων, τα σηκώσαμε και τα οδηγήσαμε για
βοσκή. Εκεί που πήγαινα να τα βάλω στη σειρά στο δρόμο, άθελά μου, έριξα
μια πέτρα μικρή στο μέγεθος για να σταματήσω τα πλευρά της αγέλης. Η πέτρα
βρήκε στον κρόταφο ένα μικρό βόδι και το άφησε στο τόπο. Τρομοκρατήθηκα,
τραύλιζα, δεν ήξερα τι να κάνω. Είχα μαζί μου εκείνη τη μέρα, τον Γεώργιο
Παπαδόπουλο και τον Θεόδωρο Μυτικίδη. Ο πρώτος ήταν αρραβωνιασμένος
με τη θυγατέρα της Χαρίκλειας στην οποία ανήκε το σκοτωμένο ζώο. Είναι
προς τιμή του που ο Γιώργος δεν είπε τίποτε για τις συνθήκες του φόνου του
ζώου. 'Ισως να μην αντιλήφθηκε την πραγματικότητα, γιατί, όταν με είδε
αναστατωμένο ο Θόδωρος ο Μυτικίδης, έβαλε τις φωνές.
« Τί τρέμεις Παναγή ; Τα ζώα χτυπήθηκαν μεταξύ τους και σκοτώθηκε το
μοσχάρι της Χαρίκλειας.. Εσύ δεν φταις καθόλου. Τώρα βάστα να τραβήξουμε
στην άκρη το σκοτωμένο ζώο για να περάσει η αγέλη ».
Με τον τρόπο αυτό γλίτωσα ποιος ξέρει από τι μπλεξίματα, ίσως και
δικαστήρια, γιατί υπήρχε πιθανότητα η Χαρίκλεια να μάθαινε την
πραγματικότητα και να ζητούσε αποζημίωση και μάλιστα δικαστικώς.
Η ζωή του βουκόλου ήταν πιο εύκολη από του γιδοβοσκού. Οι μέρες και οι
μήνες περνούσαν χωρίς να το καταλαβαίνω. Δεν προξένησα τόσες πολλές
ζημιές στους παρακείμενους αγρούς όσες είχα προξενήσει με τα κατσίκια. Ούτε
και είχα υποστεί απώλειες από επιθέσεις λύκων. Τουλάχιστον δε θυμάμαι
απώλειες ζώων, είτε από λύκους, είτε από περιπλανήσεις στα βουνά. Ως
βουκόλος μου δόθηκε πια η ευκαιρία να διαβάσω πιο αποτελεσματικά. Είχα
προμηθευτεί τα βιβλία της πρώτης Γυμνασίου του συγχωριανού μου Σάββα
Σιδηράτου που πήγαινε στο Γυμνάσιο. 'Ηταν απ’ όσο θυμάμαι, το βιβλίο της
αριθμητικής, της γραμματικής, το αναγνωστικό και αυτό των γαλλικών. Τα
διάβαζα συστηματικά, ιδιαίτερα το βιβλίο της αριθμητικής. Την ύλη των τριών
πρώτων τάξεων του Γυμνασίου την έβγαλα μόνος μου μέσα σε δύο μήνες.
Μόνο στο τελευταίο κεφάλαιο, εκείνο που αναφέρεται στην άλγεβρα,
34
σταμάτησα, γιατί δεν το κατάλαβα και δεν είχα κανέναν να μου το εξηγήσει. Το
διάβασμα αυτό με βοήθησε πάρα πολύ αργότερα στην Εμπορική Σχολή.
Αναλογίζομαι τι θα μπορούσα να πετύχω, τι θα μπορούσα να γίνω, αφού είχα
το χάρισμα του Θεού, αν βγάζοντας το Δημοτικό πήγαινα κατ' ευθείαν χωρίς
χρονοτριβές στο Γυμνάσιο. Ο πόλεμος του 1940 θα με έβρισκε οπωσδήποτε
φοιτητή στο Πανεπιστήμιο και με την απελευθέρωση το 1945 θα ήμουν
πτυχιούχος και όχι μαθητής στην πέμπτη τάξη της Εμπορικής. Άτιμη φτώχεια,
τι μου έκαμες; Γιατί μου έκανες συντροφιά από τη βρεφική μου ακόμη ηλικία;
Γιατί με συνόδευες πάντοτε; Πότε λίγο και πότε πολύ, μα τον περισσότερο
καιρό με είχες αιχμάλωτό σου. Άλλους αν μόνο τους άγγιζες, εμένα με είχες
πάντοτε δεμένο χειροπόδαρα. Άλλοι αν σε αντιλήφθηκαν ή είδαν μόνο την σκιά
σου, εγώ σε γνώρισα κατά πρόσωπο και ακόμα παλεύω μαζί σου. Ποιος όμως
θα νικήσει; Κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει αύριο. Τέλος καλά, όλα καλά.
Αποτέλεσμα της παλινόρθωσης της βασιλείας ήταν η δικτατορία της 4ης
Αυγούστου του 1936. Θυμάμαι την επόμενη μέρα ένας από τους συγχωριανούς
μου ο Σάββας Ανθόπουλος, που επέστρεψε από την λαϊκή αγορά της
Χρυσούπολης, σε σχετική ερώτησή μας για τα νέα της ημέρας μας είπε :
- «Χθες είχαμε άλλη κυβέρνηση, καθώς σήμερα άλλαξε και έχουμε εθνική
κυβέρνηση. Αναφερόταν στη δικτατορία του Μεταξά ».
Άλλο πάλι και τούτο. 'Ολοι οι δικτάτορες χωρίς να εξαιρέσουμε και τους
κυβερνήτες της κατοχής ονομάζουν τις κυβερνήσεις τους εθνικές, δεν μπορώ να
καταλάβω οι άλλες κυβερνήσεις τι είναι; Μήπως αντεθνικές; Αλλά αυτή είναι
μια άλλη ιστορία.
Άμεσες συνέπειες από την προαναφερόμενη κατάσταση δεν είχα υποστεί.
Ποιος θα έδινε σημασία σ' ένα τσομπάνη; Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν θα
μπορούσε να ήταν επικίνδυνος για την δημόσια ασφάλεια. Λίγες μέρες πριν
από τη δικτατορία, ξέσπασε στην Ισπανία ο εμφύλιος πόλεμος και οι δικές μας
εφημερίδες υποστήριζαν τον αγώνα τον Εθνικιστών Ισπανών. Λίγο αργότερα
ιδρύθηκε η νεολαία του Μεταξά, η Ε.Ο.Ν., όπως την ονόμασαν. Εκεί, αν και
ήμουν τσομπάνης επιδίωξε και με έγραψε με το έτσι θέλω ο δάσκαλός μας ο
Μιχαηλίδης. Πότε-πότε πηγαίναμε στις συγκεντρώσεις και σπάνια παίρναμε
μέρος στις παρελάσεις, κάτι που ήταν τελείως ανώδυνο για μας.
Δεσπόζουσα μορφή στο χωριό μας τότε ήταν ο δάσκαλος του Δημοτικού
σχολείου Γεώργιος Μιχαηλίδης. Αυτός παράλληλα με το λειτούργημα του
δασκάλου έκανε και τον μπακάλη στο χωριό μας. 'Ηταν αμφιλεγόμενη
προσωπικότητα. Μάλλον ψυχρός, υστερόβουλος για να μη πω και λίγο
φιλάργυρος. 'Ενα βράδυ του χειμώνα του 1936, βρεθήκαμε στο μαγαζί του που
το είχε μετατρέψει σε καφενείο, ο Δημήτρης, ο Αλέξης, εγώ και ο Δημήτριος
Μαρμαλίδης και φυσικά ο δάσκαλος. Θέλοντας ο δάσκαλος να πουλήσει τις
καραμέλες του μας πρότεινε να παίξουμε "21", ένα τυχερό παιχνίδι όπου αντί
για δραχμές θα είχαμε καραμέλες. 'Ετυχε και οι τρεις μας να μην έχουμε μαζί
μας χρήματα για να αγοράσουμε καραμέλες και ζητήσαμε από τον Μαρμαλίδη
να μας δώσει δανεικά. Αυτός, ενώ δάνεισε από είκοσι δραχμές στον Αλέξη και
στον Δημητρό, εμένα όχι μόνο δε μου δάνεισε αλλά και με προσποιητό άγριο
ύφος με έδιωξε από το μαγαζί. 'Ηταν προσωπικός φίλος του πατέρα μου, είχε
βαφτίσει μια αδελφή μου, την 'Ολγα και γενικά μας θεωρούσε σαν παιδιά του.
35
Επειδή ήθελε να με προφυλάξει από το πάθος της χαρτοπαιξίας μου συνέστησε
να φύγω. Φύγε, μου είπε, εσύ δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ.
'Εφυγα, άλλωστε αυτό ήθελα και εγώ. Τα φοβόμουν τα χαρτιά. Οι άλλοι
δύο όμως έμειναν. Από αυτούς ο Αλέκος διατήρησε το χρήματά του, ενώ ο
Δημητρός κέρδισε πάνω από διακόσιες καραμέλες, δηλαδή μια ολόκληρη
σακούλα. Γλυκάθηκε, όπως λέει ο λαός και από τότε επιδόθηκε με πάθος στην
χαρτοπαιξία. Κατέστρεψε το μέλλον του και ίσως αυτός να είναι ο λόγος που
μόνο αυτός από όλους μας κατέληξε στο διπλανό χωριό, το Διπόταμο, σχεδόν
ανεπάγγελτος. Τη χαρτοπαιξία δεν την σταμάτησε από τότε. Μάλιστα, όταν
κάποτε γνώρισε μια καλή γυναίκα από το Ποντολείβαδο, αυτή μόλις έμαθε για
το πάθος του, αρνήθηκε να τον παντρευτεί.
Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς! Την περιέργεια των νέων παιδιών που
τρέχουν στα χαρτιά σαγηνεμένα από το εύκολο κέρδος ή τη διαγωγή του
δασκάλου Μιχαηλίδη ο οποίος για να πουλήσει τις καραμέλες του μαγαζιού του
παρασέρνει τους νέους στην χαρτοπαιξία;
Αφού αναφέρομαι στη χαρτοπαιξία, πρέπει να σημειώσω εδώ ότι o πατέρας
μου ήταν δεινός χαρτοπαίκτης. 'Επαιζε τακτικά παντού και πάντοτε, πολλές
φορές μάλιστα πάνω σε υγρές και κρύες πέτρες. Μαζί του είχε πάντοτε μία
τράπουλα. Κι' όταν συναντούσε έναν από τους φίλους του, αμέσως τον
προκαλούσε να παίξουν. Αν κέρδιζε είχε καλώς, εάν όμως έχανε και αυτά που
είχε, τότε επέστρεφε στο σπίτι και τα έβαζε με τη μητέρα μου. Στις φωνές της
μητέρας μου, στις δίκαιες διαμαρτυρίες, τις παρατηρήσεις και τα παράπονά της
απαντούσε με ύβρεις, χυδαίες εκφράσεις οι οποίες μερικές φορές συνοδεύονταν
και από ξυλοδαρμό. Μάλιστα παρά τη μικρή μου ηλικία θυμάμαι πως μια ή
δύο φορές γλίτωσα τη μητέρα μου από παρόμοιες καταστάσεις, πέφτοντας στα
πόδια του πατέρα μου και θερμοπαρακαλώντας τον να τη λυπηθεί. "Μη πατέρα,
του έλεγα, πονάει η μητέρα, πονάει πολύ".
Βέβαια εγώ δεν είχα σκοπό να γίνω "κουμαρτζής" όπως τον πατέρα μου,
αλλά μου άρεσε στην αρχή η χαρτοπαιξία. Δεν παίζαμε με χρήματα ή έμμεσα
με καραμέλες, αλλά σε δύο ή τρία το πολύ ποτά. Παίζαμε κάτι παιχνίδια που
τότε τα ονομάζαμε πάστρα και αβυσσινία. Δεν ξέρω αν εξακολουθούν και
σήμερα να παίζονται ή αν άλλαξαν τα ονόματα των παιχνιδιών. 'Οταν η μητέρα
μου πληροφορήθηκε ότι και εγώ άρχισα τα χαρτιά, επειδή είχε άσχημες
εμπειρίες από τον πατέρα μου, προσπάθησε να με αποτρέψει από αυτά. Άδικα
προσπαθούσα να της δώσω να καταλάβει ότι αυτό που παίζαμε δεν ήταν
"κουμάρι", αλλά απλά χαρτιά και δεν παίζαμε σε χρήματα, παρά μόνο σε δύο
ποτά. Η μητέρα μου δεν ήθελε να ακούσει για χαρτιά και με παρακαλούσε
επίμονα , αντί για χαρτιά να μάθω τάβλι.
- «Μου αρέσει, μου έλεγε, να ρίχνεις τα ζάρια. Είναι καλό παιχνίδι» .
'Οταν πάλι είδε ότι συνεχίζω να παίζω χαρτιά, τότε εξαντλήθηκε η υπομονή
της, μπήκε στο καφενείο όπου παίζαμε, έβαλε τις φωνές, τα κλάματα, σήκωσε
ένα ξύλο που έφερε μαζί της για να με χτυπήσει και όταν εγώ ξέφυγα από τα
χέρια της, άρχισε τις κατάρες,
- « Την κατάρα μου να έχεις μου είπε αν ξαναπιάσεις χαρτιά στα χέρια σου. Μ'
αυτά με έκαψε ο πατέρας σου και εσύ τώρα με τη σειρά σου πας να κάψεις άλλη;
Δε θέλω τα χαρτιά είπε και ξέσπασε σε κλάματα ».
36
Της το υποσχέθηκα αργότερα στο σπίτι και από τότε μέχρι και σήμερα δεν
έπιασα χαρτιά στα χέρια παρά μόνο τάβλι. Στην κατοπινή μου ζωή απέφυγα
επίσης να μάθω τσιγάρο παρ' όλες τις παροτρύνσεις των παιδικών μου φίλων.
Θυμάμαι ένα απόγευμα κάποιας Κυριακής στη Λεκάνη, είχαμε βγει έξω
στην πλατεία με έναν γνωστό μου τον Ανδρέα. Ο Ανδρέας είχε μάθει το
τσιγάρο και κάπνιζε συνεχώς. Μου πρόσφερε και εμένα, αλλά αρνήθηκα την
προσφορά.
- « Πάρε μου είπε είναι πολύ καλό. Είναι ότι ακριβώς χρειάζεται για παρέα. ».
Αρνήθηκα πάλι, αλλά αυτός επέμεινε και έτσι δέχτηκα το τσιγάρο του.
'Εκανα πως το κάπνιζα, ενώ το άφησα να καεί και το πέταξα.
'Ηταν το πρώτο και τελευταίο τσιγάρο που πήρα στα χέρια μου. Από τότε
ποτέ πια, δεν έβαλα τσιγάρο στα στόμα μου. Πέρασα δύσκολες στιγμές,
καρτερώντας με τρόμο το αύριο, αλλά τσιγάρο ποτέ δεν κάπνισα.
Τα τσιγάρα που μας έδιναν στον στρατό που υπηρέτησα, Βουλγαρικό και
Ελληνικό, τα μοίραζα στους συναδέλφους μου. Ήταν μια σωστή επιλογή το ότι
δεν έμαθα ή καλύτερα δε συνέχισα το κάπνισμα. Με τον καιρό και την έξαρση
των συνεπειών του καπνίσματος δεν αισθάνθηκα την ανάγκη του τσιγάρου.
Το χωριό μας είχε αρκετό πληθυσμό τότε, όχι βέβαια τόσο, όσο είχε επί
Τουρκοκρατίας. Σύμφωνα με τις απογραφές των ετών 1920 (πριν την
ανταλλαγή των πληθυσμών), του 1928 του 1940, του 1950, του 1960 και 1971
οι κάτοικοι ήταν 559, 226, 208, 261, 223 και 100 άτομα αντίστοιχα. Το βιοτικό
επίπεδο με την πάροδο των ετών καλυτέρευε, όχι όμως σε ικανοποιητικό
βαθμό. Στην οικογένειά μας πολύ λίγη βελτίωση επήλθε γιατί δεν είχαμε
εργατικά χέρια, αφού όλα τα αδέλφια ήμασταν μικρά, αλλά δεν υπήρχε και
κατάλληλη διαχείριση. Παρ' όλα αυτά, τα χρόνια κυλούσαν ήρεμα. Ο κόσμος
ήταν αφοσιωμένος στην δουλειά του και απορροφημένος στην βιοπάλη. 'Ολη η
φροντίδα ήταν πως να εξοικονομήσει το καλαμπόκι της χρονιάς, το λάδι (ένα
κιλό την εβδομάδα) αλάτι, σπίρτα, τα απαραίτητα ρούχα και κλινοσκεπάσματα
Αν περίσσευε τίποτα από όλα αυτά το έριχναν στο ποτό και την καλοπέραση.
Τα χρόνια αυτά του μεσοπολέμου παρατηρούνταν στα χωριά μας, ίσως και σε
ολόκληρη την επικράτεια αισθητή έλλειψη από νύφες. Κατά παράξενο τρόπο
αμέσως μετά από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο γινόταν περισσότερες
γεννήσεις αγοριών και λιγότερες κοριτσιών, σαν να επιδίωκε η φύση να
αναπληρώσει τα μεγάλα κενά του πολέμου από τη θυσία των ανδρών στα
διάφορα μέτωπα και στα εργατικά τάγματα σε μας του πρόσφυγες της
Ανατολής. Στα χρόνια αυτά από το 1934 έως το 1936 γίνονταν αναδιανομές
των ανταλλάξιμων κτημάτων στους πρόσφυγες και αποκλειστικά σ' αυτούς που
είχαν δημιουργήσει οικογένειες. Τότε παρατηρήθηκε το φαινόμενο της
αναζήτησης νυφών. Δεν είχαν μείνει σχεδόν καθόλου ανύπαντρα κορίτσια.
Είχαν παντρευτεί όλες ανεξάρτητα ελαττωμάτων. Άσχημες, υπερήλικες,
κουτσές ακόμη και σχιζοφρενείς, όλες αποκαταστάθηκαν. Είχε και τα καλά της
η αναδιανομή.
Στην οικογένειά μου έπεσε ένας κλήρος, από τους μεσαίους, όχι πολύ
καλός, αλλά ούτε και πολύ κακός. 'Ηταν πια ανάγκη να επιδοθούμε στη
συστηματική καλλιέργεια του κλήρου που μας παραχωρήθηκε. Σιγά-σιγά
ωρίμαζε στο μυαλό μου η σκέψη ότι έπρεπε πια να εγκαταλείψω το επάγγελμα
του βουκόλου, να κατεβώ από τα βουνά και να επιδοθώ στη γεωργία. Ο κλήρος
37
μας ήταν μέτριος, θα μπορούσε όμως να ήταν και χειρότερος. 'Ηταν 1 1/2
κλήρος, ήτοι 9 δεκαδικά στρέμματα. Χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες, τη
πρώτη κατηγορία 10 τεμάχια με 5 στρέμματα, τη δεύτερη 20 τεμάχια με 3
στρέμματα και την τρίτη κατηγορία 1 τεμάχιο με 1 στρέμμα. Η δεύτερη και η
τρίτη κατηγορία ήταν πετρώδης και άγονες. Μόνο η καπνοκαλλιέργεια
ευδοκιμούσε σ' αυτά και αυτή μόνο αν βοηθούσαν οι καιρικές συνθήκες. 'Ετσι
με την παραχώρηση του νέου κλήρου εγκατέλειψα το βουνό, παραιτήθηκα από
τσομπάνης και αποφάσισα να ασχοληθώ με την καπνοκαλλιέργεια. Σε αυτό το
σημείο πρέπει να κάνω έναν απολογισμό της ποιμενικής μου ζωής.
Αναγκάστηκα να κάνω το επάγγελμα του τσομπάνη από ανάγκη, για να
εξοικονομήσω τα εκατόν τριάντα περίπου κιλά καλαμπόκι για τη διατροφή της
οικογένειας μου. Επισημαίνω εδώ την αρνητική επίπτωση που είχε το
επάγγελμα αυτό στη κατοπινή μου σταδιοδρομία. Για να εκπληρώσω τις
οικογενειακές μου υποχρεώσεις, ο δρόμος αυτός ήταν ο μοναδικός, αν λάβουμε
μάλιστα υπόψη την άθλια εκείνη οικονομική κρίση.'Ισως να είχε και ακόμη ένα
πλεονέκτημα, τη συνέχιση της ανέμελης σχολικής ζωής σε άλλο επάγγελμα και
όχι στα μαθήματα. 'Ισως να συνετέλεσε η μετασχολική μου αυτή απασχόληση
στη σωματική μου διάπλαση, στο χαρακτήρα μου όμως επέδρασε αρνητικά.
Ξέχασα σχεδόν όλα όσα είχα μάθει στο σχολείο, ιδιαίτερα τον πρώτο χρόνο,
γρήγορα όμως συνήλθα, επιδόθηκα στη μελέτη και όπως ανέφερα πιο πάνω
διάβαζα συστηματικά τα βιβλία του Γυμνασίου του Σάββα Σιδηράτου, πράγμα
που με βοήθησε πάρα πολύ, όταν κάποτε παρουσιάστηκε η κατάλληλη
ευκαιρία. Βέβαια η τύχη μου και η εξέλιξή μου θα ήταν τελείως διαφορετική,
αν όταν τελείωσα το Δημοτικό σχολείο, πήγαινα αμέσως στο Γυμνάσιο. Θα
τελείωνα το 1939 και ο πόλεμος θα με έβρισκε στο Πανεπιστήμιο φοιτητή. Ενώ
το 1945 με την απελευθέρωση θα ήμουν ήδη πτυχιούχος και επιστήμονας.
Αλλιώς όμως τα ήθελε η τύχη.
6. Εργάτης στα καπνά, στο δημόσιο δρόμο, στα ασβεστοκάμινα
'Ηταν Μάρτιος του 1937, όταν παραιτήθηκα από τσομπάνης και επιδόθηκα στις
γεωργικές εργασίες. Επειδή ήταν ακόμη χειμώνας, οι καιρικές συνθήκες δεν
επέτρεπαν οποιαδήποτε εργασία στα χωράφια, έτσι λοιπόν αναζήτησα άλλη
δουλειά για να συντηρήσω την οικογένειά μου. Προσλήφθηκα σε ένα
ασβεστοκάμινο, του Σάββα Ξανθόπουλου, όπου δούλεψα περίπου τρεις μήνες.
Η δουλειά ήταν πολύ δύσκολη και κουραστική. Δούλευα στην κατασκευή ενός
μεγάλου, σχεδόν υπόγειου, φούρνου που τον στηρίζαμε γύρω-γύρω με
τοιχοποιία και εκεί πάνω φτιάχναμε ένα θόλο. Τον φούρνο αυτόν τον γεμίζαμε
με ασβεστολιθικές πέτρες σχεδόν πάνω από είκοσι κυβικά. 'Υστερα
αποψιλώναμε τη γύρω έκταση και τους θάμνους, η οποία ήταν καλυμμένη ως
επί το πλείστον με πουρνάρια με τα οποία τροφοδοτούσαμε τη φωτιά και σε
διάστημα 3-4 ημερών με αδιάκοπη φωτιά, οι πέτρες ψήνονταν και
μεταβάλλονταν σε ασβέστη. Εδώ πλέον δεν άντεξα. Οι σκληρές συνθήκες
εργασίας, τα τρύπια τσαρούχια, η ελλιπής διατροφή και ο τσουχτερός, άγριος,
βροχερός και χειμωνιάτικος καιρός, συντέλεσαν στο να κλονιστεί γρήγορα η
38
υγεία μου. Αρρώστησα σοβαρά. 'Ισως ήταν η μόνη σοβαρή αρρώστια που
πέρασα στη ζωή μου μέχρι σήμερα. Είχα αδυνατίσει τρομερά. Μέρα με τη μέρα
έχανα βάρος και κατάντησα ράκος. Είχα απελπιστεί. Γιατροί και φάρμακα δεν
υπήρχαν τότε στην ορεινή μας περιοχή. 'Εμεινα στο κρεβάτι κάπου δέκα μέρες.
Με τη βελτίωση του καιρού άρχισα σιγά, σιγά να αναρρώνω. Σ' αυτό συντέλεσε
σημαντικά η βελτίωση της τροφής που με πολλούς κόπους, για να μη πω με
ζητιανιά μου παρείχε η μητέρα μου. Συνήλθα και σε δύο μήνες ήμουν και πάλι
στο πόδι αρκετά υγιής, όχι όμως όπως πριν. Ας σημειωθεί πως ο εργοδότης μου
στη δουλειά του οποίου αρρώστησα και κινδύνευσα δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου
για την κατάσταση της υγείας μου.
'Ηταν πραγματικά τραγική η θέση του πληθυσμού στις ορεινές εκείνες
περιοχές. Η παρουσία του Κράτους ήταν εμφανής, μόνο στο πρόσωπο του
δασκάλου, στο αστυνομικό δίκτυο και ιδιαίτερα στην εμφάνιση των
φοροεισπρακτόρων κατά πυκνά χρονικά διαστήματα. Συγκοινωνίες δεν
υπήρχαν και αυτές που πραγματοποιούνταν διεξάγονταν με υποζύγια από
μονοπάτια και κατσικόδρομους προς τη Χρυσούπολη και τα άλλα αστικά
κέντρα. Οι γιατροί και τα φάρμακα απουσίαζαν τελείως. Οι άρρωστοι
αφήνονταν στην τύχη τους και οι πιο τυχεροί απ' αυτούς, αφού πλήρωναν
πολλά χρήματα για τη μεταφορά τους με φορεία η οποία διαρκούσε ολόκληρες
ώρες και με μεγάλα μέσα, ιδίως βουλευτικά, εισάγονταν στο μοναδικό σε όλη
την περιφέρεια νοσοκομείο της Καβάλας. Κοινωνική πρόνοια δεν υπήρχε. Ενώ
η κινίνη κατά της ελονοσίας που έδινε το Κράτος νοθεύονταν, σε αφάνταστο
σημείο κυρίως με σιτάλευρο. Καμιά κρατική μέριμνα δεν υπήρχε για την
ύπαιθρο. Μάλιστα η συγκοινωνία με τον οικονομικό πνεύμονα της
Χρυσούπολης διεξάγονταν όπως ανέφερα από ένα κατσικόδρομο που περνούσε
από μια ξύλινη γέφυρα πλάτους μισού μέτρου αποτελούμενη από δύο κορμούς
δέντρων από την οποία ήταν αδύνατη η προσπέλαση των υποζυγίων σε
περίπτωση βροχής. Παρατηρούνταν τότε το φαινόμενο να ξεφορτώνουν τα ζώα
και αυτά να περνούν από άλλη ειδική γέφυρα, ακολουθώντας ένα
παρακαμπτήριο δρόμο μήκους αρκετών χιλιόμετρων, ενώ τα φορτία
μεταφέρονταν στις ράχες των δύστυχων χωρικών στην άλλη πλευρά του
χειμάρρου. Και όλη αυτή η ταλαιπωρία θα μπορούσε να αποφευχθεί με
ελάχιστη κρατική δαπάνη λίγων χιλιοδραχμών. Άνθρωποι πέθαιναν από απλή
μόλυνση και οι θάνατοι από σκωληκοειδίτιδα, υγρασία, ρευματισμούς κ.λ.π.
ήταν συχνοί. Επίσης η παιδική θνησιμότητα ήταν μεγάλη και o τόπος
στερούνταν τελείως μαιών και μαιευτηρίων. Η κατάσταση αυτή λοιπόν
συνεχίστηκε για πολλά χρόνια, μέχρι και μετά τον πόλεμο, όπου επικράτησαν
άλλες συνθήκες και η κατάσταση μετατράπηκε ριζικά, προς το καλύτερο
βέβαια. Αλλά σ’ αυτά θα αναφερθώ παρακάτω, όταν θα έρθει η κατάλληλη
στιγμή.
Εδώ αξίζει να παρατεθεί η παρακάτω ευτράπελη ιστορία με
πρωταγωνίστρια την ηλικιωμένη γυναίκα, την κ. Μελίδου. Κατά την διάρκεια
μιάς νεροποντής τοποθετήθηκε χοντρό σκοινί στις δύο όχθες του ρεύματος και
ενώ η γριά βαστώντας το σκοινί προσπαθούσε να διασχίσει το ρεύμα, τα
ορμητικά νερά σήκωσαν τα εσώρουχά της, τότε η γριά παράτησε στη μέση του
ρεύματος το σκοινί για να διορθώσει τα ρούχα της, με αποτέλεσμα να την
παρασύρει το ρεύμα. Πρόλαβαν όμως και την έσωσαν οι άνδρες που ήταν εκεί
39
κοντά.
Μετά την ανάρρωσή μου, επιδόθηκα στην καλλιέργεια ή μάλλον στην
προετοιμασία των χωραφιών για σπορά. Ευθύς αμέσως άρχισε η γκρίνια της
μητέρας μου που επιδίωκε να με βάλει σε άλλη δουλειά με ημερομίσθιο και
άμεση οικονομική ωφέλεια, σε αντίθεση με τη γεωργία που έχει
μακροπρόθεσμη ωφέλεια.Τότε προγραμματίζονταν η διάνοιξη ενός δρόμου από
τη διασταύρωση του Αμυγδαλεώνα, κοντά στο αεροδρόμιο, μέχρι τη
Σταυρούπολη. Για τη χαλικόστρωση του δρόμου χρειάζονταν αρκετά μεγάλες
ποσότητες χαλικιών, έτσι σε ορισμένα και κατάλληλα μέρη του δρόμου
ανοίγονταν λατομεία για την εξόρυξη πέτρας.'Ενα συνεργείο των πέντε-έξι
ατόμων από λατόμους εγκαταστάθηκε στην περιοχή του χωριού μας και άρχισε
τις εργασίες του. Σ' αυτό το συνεργείο επιδίωκε να με βάλει να δουλέψω η
μητέρα μου, για να εξασφαλίσει την διατροφή της οικογένειας. Αυτή τη φορά
αντέδρασα πιο έντονα, γιατί φοβόμουν τη βαριά δουλειά του λατόμου, που
ήταν τελείως ακατάλληλη για την ηλικία των 16-17 χρόνων μου. Είχα ακόμη
νωπή την εμπειρία από παρόμοια, αλλά πολύ πιο ελαφριά δουλειά του
ασβεστοκάμινου του Σάββα Ξανθόπουλου. Έτσι φοβόμουνα και με το δίκιο
μου να ασχοληθώ με άλλη σκληρή δουλειά. Αρνήθηκα, όσο μου ήταν δυνατό
και τελικά αποφάσισα να πιάσω δουλειά στην διάνοιξη του δρόμου, όταν κατά
το φθινόπωρο θα άρχιζαν οι εργασίες κατασκευής του.
Κατά τα μέσα Ιουλίου του 1937, έπιασα δουλειά στη συγκομιδή και το
αρμάθιασμα των καπνόφυλλων στο διπλανό χωριό την Κωνσταντινιά στα
καπνοχώραφα του Παναγιώτη Σαββουλίδη. Εδώ η δουλειά δεν ήταν τόσο
βαριά, αλλά πολύωρη και αρκετά κουραστική. Δούλευα είκοσι με εικοσιμία
ώρες το εικοσιτετράωρο. Πηγαίναμε στο χωράφι με το νοικοκύρη τον
Παναγιώτη και την αδελφή του τη Δέσποινα στις 4 το πρωί, όπου μαζεύαμε από
τις ρίζες των φυτών τα φύλλα των καπνών, στο σπάσιμο, όπως ονομαζόταν η
δουλειά αυτή. Το σπάσιμο τελείωνε κατά τις 11 η ώρα, όταν ο ήλιος ζέσταινε
για τα καλά και η παραμονή στο καπνοχώραφο καθώς και το σπάσιμο των
φύλλων ήταν πια αδύνατη, γιατί από τη ζέστη μαραίνονταν τα φύλλα.
Ερχόμασταν στο σπίτι και ύστερα από ένα σχετικά καλό γεύμα αρχίζαμε το
βελόνιασμα, δουλειά που πολλές φορές τελείωνε και πέρα από τα μεσάνυχτα,
οπότε πηγαίναμε για ύπνο. Η δουλειά δεν ήταν τόσο βαριά, όσο στην
ασβεστοκάμινο και αργότερα στην διάνοιξη του δρόμου, είχε όμως το
ελάττωμα ότι δουλεύαμε και τη νύχτα, πότε βελονιάζοντας τα φύλλα στο σπίτι
και πότε σπάζοντας τα φύλλα στο χωράφι κατά τα πρωινά. Στο σπίτι του
Παναγιώτη Σαββουλίδη στη Κωνσταντινιά έμαθα για πρώτη φορά τους κανόνες
καλής συμπεριφοράς στο τραπέζι, στο νίψιμο, στο πλύσιμο και γενικά στη
συμπεριφορά. Δε μου δόθηκε ο καιρός, αλλά ούτε υπήρχαν και τα κατάλληλα
πρόσωπα να μου διδάξουν παρόμοια πράγματα. Δούλεψα στα καπνά κοντά δύο
μήνες με μηνιαίο μισθό δύο χιλιάδες δραχμές της εποχής. Δεν μπόρεσα όμως να
απολαύσω τους κόπους των δύο αυτών μηνών. Διότι μόλις τα πήρα κατά τον
Οκτώβριο του 1937, τα δάνεισα άτοκα βέβαια στον εξάδελφό μου Γεώργιο
Αμπεριάδη για τα έξοδα του γάμου του. Τα κράτησε τρία χρόνια και αντί να
μου τα επιστρέψει, τον Μάρτιο του 1940 τα κατέθεσε στο Ταμιευτήριο της
Αγροτικής Τράπεζας στη Χρυσούπολη, τα οποία χάθηκαν στον μετέπειτα
πόλεμο και την εχθρική κατοχή με τον πληθωρισμό. Με ένα νόμο του Σβώλου
40
το 1944 ακυρώθηκαν και παραγράφηκαν όλες οι προπολεμικές καταθέσεις.
Όλα αυτά έγιναν γιατί η μητέρα μου είχε την έμμονη ιδέα, να κρατήσω αυτά τα
χρήματα για χαρτζιλίκι στο Στρατό.
Στο σπίτι του Παναγιώτη, σε όλο αυτό το διάστημα, δε μου δινόταν καιρός
για διάβασμα και έτσι παράτησα τελείως τη μελέτη. 'Ισως γιατί με πήραν τα
χρόνια, ίσως γιατί απελπίστηκα επειδή δεν θα μου δινόταν η ευκαιρία να
παρακολουθήσω ανώτερες ή και γυμνασιακές σπουδές. Καθώς λοιπόν
περνούσαν τα χρόνια, άλλο τόσο έβλεπα να απομακρύνεται από μένα η
πιθανότητα σπουδών παρόλη την έφεση μου στα γράμματα.
Τον Οκτώβριο τελείωσε η δουλειά στα καπνά και επέστρεψα στο σπίτι. Δεν
μπορούσα όμως να καθίσω και πάλι άνεργος, γιατί με πίεζαν αποπνικτικά οι
βιοτικές ανάγκες. Έπρεπε να βρω άλλη δουλειά και πήγα να προσληφθώ στην
κατασκευή του δημόσιου δρόμου Αμυγδαλεώνα-Σταυρούπολης που περνούσε
από το χωριό μας.
Μαζί με τον Αλέξανδρο Ζεϊτίδη παλιό στο Δημοτικό και συνάδελφοτσομπάνη στο βουνό, ξεκινήσαμε για την Σταυρούπολη όπου υποβληθήκαμε σε
ιατρικές εξετάσεις. Καθώς η εργασία στους δρόμους διεξάγονταν με πρωτόγονα
μέσα, με κοινούς κασμάδες και φτυάρια, με βαριά και παραμίνες ή
ματσακούπια, με καροτσάκια χωρίς κανένα μηχανικό μέσο, η δουλειά ήταν
πολύ επικίνδυνη. Τα ατυχήματα ήταν τακτικά, γιατί δεν λαμβάνονταν κανένα
προληπτικό μέτρο. Καθώς λοιπόν τότε οι εργάτες ήταν ασφαλισμένοι στο
ταμείο Μεταλλευτών, οι νεοπροσλαμβανόμενοι υποβάλλονταν σε ιατρικές
εξετάσεις.
'Ετσι άρχισα αυτή τη δουλειά στους δρόμους, που εκτός από κάποια
διαλείμματα μικρών χρονικών διαστημάτων διήρκεσε κοντά τρία χρόνια,
δηλαδή μέχρι τη Γερμανική εισβολή. Το ημερομίσθιο μου ήταν εξήντα δραχμές
και έμεινε σχεδόν αμετάβλητο σε όλο αυτό το διάστημα. Η δουλειά ήταν πολύ
κουραστική, ιδιαίτερα για την ηλικία μου. Δεν υπήρχε οκτάωρο τότε και αν
υπήρχε τηρούνταν μόνο στα χαρτιά. Δουλεύαμε από την ανατολή του ήλιου
μέχρι την δύση και μερικές φορές και μετά την δύση μέχρι να' έρθει το σκοτάδι.
Πολλές φορές αποδίδαμε περισσότερη δουλειά το απόγευμα παρά τα πρωινά.
Φωνές, βρισιές, παροτρύνσεις εκ μέρους των επιστατών και μέτρημα της
ποσότητας της εργασίας (Νόρμες) εκ μέρους των εργοδοτών ήταν στο
πρόγραμμα της μέρας.
Δουλεύαμε κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού με ανυπόφορη ζέστη,
τουλάχιστον δώδεκα ώρες την ημέρα, έξι το πρωί και έξι το απόγευμα με μία
ώρα διακοπή το μεσημέρι για φαγητό. Ήμασταν σχεδόν ξυπόλυτοι με μόνη
πολυτέλεια τα τσαρούχια και αυτά τρύπια και χιλιομπαλωμένα ρούχα. Παρόλα
αυτά όμως αντέξαμε. Η νεαρή μας ηλικία σε συνδυασμό μάλιστα με το
φιλότιμο που φωλιάζει σ' αυτή, έκανε τη θέση μας ακόμη πιο δραματική.
Αργότερα γύρω στο 1938, επειδή είχαν θεσπιστεί από τη Δικτατορική
Κυβέρνηση κάποια φιλεργατικά μέτρα, όπως το δεκάωρο, οι επί πλέον δύο
ώρες εργασίας θεωρούνταν υπερωρίες και πληρώνονταν ξεχωριστά από το
εργατικό ημερομίσθιο.
Παρατηρήθηκε τότε και το φαινόμενο της ευρείας κλοπής εις βάρος της
εταιρίας. Οι επιστάτες έγραφαν στις καταστάσεις τους ανύπαρκτα
δεδουλευμένα ημερομίσθια στο όνομα έμπιστων εργατών και μετά την
41
πληρωμή, οι τελευταίοι κατέβαλαν στους επιστάτες το αντίτιμο των
υποτιθέμενων υπερωριών. Κάτι παρόμοιο συνέβη και σε εμένα. Με
παρακάλεσε ένας από τους επιστάτες, ο Λαμπριανίδης, ο οποίος για να καλύψει
κάποιες επείγουσες οικογενειακές του ανάγκες, όπως έλεγε, έγραψε στο όνομά
μου ανύπαρκτα ημερομίσθια, το αντίτιμο των οποίων του το επέστρεψα αμέσως
μετά την είσπραξή τους. 'Ηταν ένας τρόπος εκβιασμού, διότι σε αντίθετη
περίπτωση, καθώς και στη περίπτωση που γινότανε γνωστή από τυχόν φλυαρία
μας η κλοπή αυτή, το μόνο αποτέλεσμα θα ήταν η απόλυση μας από τη
δουλειά. Ύστερα βέβαια από χρόνια διαπίστωσα ότι o Λαμπριανίδης την έκανε
τη δουλειά αυτή και με άλλους εργάτες. 'Ισως το κακό να ήταν γενικό και το
φαινόμενο αυτής της πρωτότυπης κλοπής να είχε προσλάβει μεγάλες
διαστάσεις, όχι μόνο από τους επιστάτες, αλλά και από τους εργοδηγούς.
Επειδή τα ντόπια εργατικά χέρια δεν επαρκούσαν στη δουλειά αυτή, γι' αυτό η
εταιρία έφερε πολλούς εργάτες εντόπιους Μακεδόνες, οι οποίοι είχαν μητρική
γλώσσα το σλαβομακεδονικό ιδίωμα, από τα χωριά της Φλώρινας με τις ίδιες
σχεδόν αποδοχές και τις ίδιες συνθήκες εργασίας. Τότε λοιπόν άρχισε ένα
ανελέητο κυνηγητό για να βγει περισσότερη δουλειά, ίσως κοντά στα άλλα για
να δικαιολογηθούν οι κλεψιές των επιστατών, σε συνδυασμό μάλιστα και των
εργατών που ήταν γραμμένοι στις εργατικές καταστάσεις.
Οι εργάτες που πήγαιναν πολλές φορές για σωματική τους ανάγκη, πέρα
από το κανονικό, δέχονταν παρατηρήσεις. Είχαν βάλει μάλιστα ειδικούς,
σβέλτους εργάτες, τους λεγόμενους νερουλάδες, για το επιτόπου ξεδίψασμα
των εργατών. Θυμάμαι μάλιστα ένα περιστατικό, όπου ένας εργάτης, ενώ έπινε
νερό με το κύπελλο, τα μάτια του παρακολουθούσαν τον επιστάτη. Δηλαδή
ούτε και αυτό το νεράκι του Θεού δεν μπορούσαμε να πιούμε ελεύθερα.
'Οπου ήταν δυνατό η δουλειά υπολογίζονταν με αποκοπή ή με νόρμες, εάν
δηλαδή υπήρχε η δυνατότητα μέτρησης της παραγόμενης εργασίας. Οι
μιναδόροι ανάμεσα στους οποίους δούλευα και εγώ τον περισσότερο καιρό,
ήταν υποχρεωμένοι να ανοίγουν σε ημερήσια βάση τρύπες στην πέτρα μήκους
τεσσάρων μέτρων. Αυτός που μεταχειρίζονταν το φτυάρι έπρεπε να προλάβει
τρεις κασματζήδες, αυτός με το καροτσάκι έπρεπε να κουβαλήσει ορισμένο
αριθμό φορτίων τη μέρα και τέλος οι φορτωτές έπρεπε με φτυάρια να
φορτώσουν δέκα φορτηγά αυτοκίνητα ημερησίως. Παρ' όλα αυτά άντεξα και
δεν αρρώστησα, όπως έπαθα στη δουλειά του ασβεστοκαμίνου, πριν λίγο, του
Σάββα Ξανθόπουλου.
Η ζωή κυλούσε ήρεμα εκείνα τα χρόνια, τα τελευταία της ειρηνικής
περιόδου. 'Ηταν αλήθεια ρομαντικός ο τρόπος της ζωής των χωρικών.
Επικρατούσε μεγάλη ηρεμία, ο κόσμος καταγίνονταν με τις δουλειές του και
δεν έδειχνε την παραμικρή υποψία για τα κρίσιμα χρόνια που πλησίαζαν.'Ηταν
πια φανερό ότι ο πόλεμος θα ερχόταν και μάλιστα γρήγορα. O κόσμος το είχε
ρίξει στα γλέντια. Είπα παραπάνω πως ότι περίσσευε, αφού εξασφαλίζονταν το
καλαμπόκι, το λάδι και το αλάτι για την διατροφή, ο κόσμος το έδινε σε
διασκεδάσεις και στο ούζο. 'Ετσι παρατηρούνταν το φαινόμενο κάθε Κυριακή
και γιορτή, να στήνονται χοροί στις πλατείες και τα καφενεία των χωριών.
Μάλιστα από τότε παρέμειναν ονομαστά τα μεγαλοπρεπή πανηγύρια των
εορταζώντων αγίων στα χωριά μας. Δεν έλειπαν και τα κοινωνικά φαινόμενα
όπως απαγωγές κοριτσιών με σκοπό το γάμο, ύστερα, από προσποιητή άρνηση
42
των γονέων. Αυτά λοιπόν τα γεγονότα αποτελούσαν θέμα συζητήσεων για
ολόκληρες εβδομάδες. Καθώς επίσης και τα απλά ειδύλλια, οι αρραβώνες
αποτελούσαν προσφιλέστατα θεμάτων για συζητήσεις. Δεν έλλειπαν βέβαια
και τα ευτράπελα. 'Ενας χοιροβοσκός ο Σεϊτανίδης παρατήρησε ότι στο ποίμνιό
του αναμίχθηκε ένας αγριόχοιρος για σεξουαλικούς λόγους. Την άλλη μέρα
προμηθεύτηκε ένα δίκαννο, δηλαδή ένα κυνηγητικό όπλο και την ώρα των
ερωτικών διαχύσεων του ζώου πυροβόλησε και το σκότωσε. Δεν σεβάστηκε
ούτε τους νόμους της φύσης, τους νόμους της αναπαραγωγής δυνάμει των
οποίων γεννήθηκε και ο ίδιος. Πρόκειται για θηλυκό ζώο. Οι χωριανοί το
έφερναν αυτό σαν παράδειγμα, τι μπορεί λοιπόν να πάθει κανείς για χάρη των
σεξουαλικών ικανοποιήσεων. Δε θυμάμαι να ακούστηκε αντίθετη γνώμη, να
υποστηριχτεί δηλαδή ο ακατάλυτος νόμος τη φύσης και της αναπαραγωγής.
Στο διπλανό χωριό στην Κωνσταντινιά, όπου δούλεψα στα καπνά το
περασμένο καλοκαίρι, κατοικούσε ένας πρώην αρχιτεχνίτης μάστορας
Ουστάπασης ο κυρ Γιώργης. 'Ηταν ένας αριθμομνήμων γέρος. Με κατάλληλους
συνδυασμούς ήταν σε θέση να βρει ποια μέρα της εβδομάδας υπήρξε η
αντίστοιχη μιας παλιάς ημερομηνίας πριν εκατό, διακόσια ή και περισσότερα
χρόνια. 'Ηταν μια μέθοδος που βασίζονταν στους κύκλους της Ινδικτιώνος των
εκκλησιών. 'Εκανα παρέα μαζί του πολλές φορές. 'Ηταν πολύ καλός και
απολάμβανε τον σεβασμό όλων των γνωστών του για το ακέραιο του
χαρακτήρα του. Είχε όμως κάποια στενή αντίληψη των γεγονότων που
συνέβαιναν τότε στην Ευρώπη. 'Οταν δηλαδή έμαθε την περιπέτεια της
Αυστρίας που ενσωματώθηκε από τους Ναζί είπε :
- «Δεν μπορώ να καταλάβω τι πάει να κάνει ο Χίτλερ. Πάει δηλαδή να
δημιουρyήσει και άλλα ορφανά, άλλες χήρες και άλλους ανάπηρους με τον
πόλεμο που ετοιμάζει; Δηλαδή είπε όσα ο ίδιος ήταν δυνατόν να υποστεί με την
τότε σύνθεση της οικογένειάς του ».
'Οταν κάποτε ένα γνωστός μου του ζήτησε τη γνώμη του σχετικά με το
πρόσωπό μου είπε :
- «Τον Παναγή τον έχω εμπιστοσύνη. Αυτός μια ημέρα θα αναδειχθεί. Έχει
λαμπρό μέλλον. »
Αυτή ήταν η γνώμη του για μένα και ας ήμουν τότε ένας άσημος εργάτης.
Ας μη θεωρηθεί ότι στην κατάσταση που βρισκόμουν τότε εγώ, ήμουν ο
μοναδικός. Υπήρχαν και πολύ άλλοι, αν όχι καλύτεροί μου τουλάχιστον με τις
ίδιες ικανότητες που έκαναν τον εργάτη για να ζήσουν. Παραθέτω εδώ μόνο
δύο περιπτώσεις. Τον πρώην συμμαθητή μου στο Δημοτικό σχολείο Δημήτριο
Εμμανουηλίδη που είχε πολύ καλύτερη επίδοση στα γράμματα από μένα, όχι
όμως και την απαιτούμενη έφεση και του Χαράλαμπου από το Δύσβατο, ένα
χωριό δέκα χιλιόμετρα μακρύτερα από το δικό μας. Ο τελευταίος ήταν λίγο
μεγαλύτερος από μένα, αλλά περισσότερο καταρτισμένος και κατά πολύ
καλλιεργημένος άνθρωπος. Και οι δύο χαραμίστηκαν στα ορεινά αυτά χωριά
από τα οποία δεν μπόρεσαν ποτέ να απαγκιστρωθούν.
43
7.
Η ζωή στο χωριό στα τελευταία προπολεμικά χρόνια 1937-1940.
Πιο πάνω μίλησα για την εγκατάλειψη των κατοίκων των ορεινών αυτών
χωριών από μέρους του κράτους. Τα μεγαλύτερα δεινά όμως αντιμετώπιζαν οι
χωρικοί για την τύχη της γεωργικής τους παραγωγής και ιδιαίτερα των καπνών.
Το καπνεμπόριο τότε ήταν ιδιαίτερα ασύδοτο, αγόραζαν τα καπνά των
χωρικών, αφού προηγουμένως τους έκαναν πόλεμο νεύρων και τους εκβίαζαν
παίζοντας με την τύχη τους. Με ειδική συμφωνία δεν αγόραζε κανείς τα καπνά
εκείνων των χωρικών που τόλμησαν να ζητήσουν κάπως λογικές τιμές για τα
καπνά τους. Ο καπνέμπορος καθόριζε τις τιμές των καπνών όπως αυτός ήθελε,
χωρίζοντας τα σε δύο κατηγορίες και πάρα πολλές υποκατηγορίες. Καθόριζε
επίσης και τις ποιότητες, δηλαδή ολόκληρα δέματα (ένα δέμα ζύγιζε περίπου
τριάντα κιλά) τα μετέφεραν από την πρώτη κατηγορία στην δεύτερη και άλλα
από τη δεύτερη τα έβγαζε άχρηστα χωρίς αξία και σαν τέτοια τα μετέφερε στην
καπναποθήκη του. Το χειρότερο από όλα ήταν λοιπόν το περίφημο "έβγαλμαν",
δηλαδή το βγάλσιμο στην ποντιακή γλώσσα. 'Ετσι 20-30% της συνολικής
παραγωγής πολλές φορές λαμβάνονταν από τον έμπορο χωρίς να πληρώσει
δραχμή, εκτός βέβαια από τα μεταφορικά.
'Ετσι ένας καπνοπαραγωγός του χωριού μας, ο Μιχάλης Νταϊφάς δεν
συμφώνησε στην αγοραπωλησία, εξαιτίας ακριβώς του αριθμού των δεμάτων
που επιδίωκε να πάρει o καπνέμπορος δωρεάν. Ο ίδιος ο καπνοπαραγωγός,
ύστερα από λίγη ώρα και ενώ έφευγε από το χωριό ο καπνέμπορος, του έστησε
ενέδρα και με την απειλή του όπλου τον υποχρέωσε να παραλάβει τα καπνά.
Απ’ όσο καταλάβαινα αυτή ήταν η γραμμή και το σύστημα του Καπνεμπορικού
Συλλόγου, για να ρίξουν όσο το δυνατόν περισσότερο τη μέση τιμή των
αγοραζομένων ποσοτήτων καπνού.
Ο καθένας όμως μπορεί να αντιληφθεί πόσο τραγική ήταν τότε η θέση των
χωρικών. Να βασανίζεσαι, να ξοδεύεσαι, να μοχθείς ολόκληρο χρόνο, να
παλεύεις με τα στοιχεία της φύσης, να εργάζεται ολόκληρη η οικογένεια με
στερήσεις, γυμνή, πεινασμένη και ανυπόδητη και για ανταμοιβή να έρχεται ο
καπνέμπορος και αφού πρώτα έχει περικόψει τις τιμές, να περικόπτει την
ποσότητα τους κλέβοντας στο ζύγισμα και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά να
οικειοποιηθεί ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής, πολλές φορές και μέχρι 30%
χωρίς να πληρώσει την αξία τους.
Η οικογένειά μου εκείνη την περίοδο δεν παρήγαγε μεγάλη ποσότητα
καπνών. H παραγωγή μας κυμαινόταν από εκατό έως διακόσια κιλά το χρόνο.
Βέβαια δεν αποτελούσε εξαίρεση ως προς την αγορά των καπνών και το
μερίδιό μας στο "έβγαλμαν" ήταν πάντοτε δυστυχώς σημαντικό.
Από τότε μίσησα τους καπνέμπορους και τους έβλεπα στην κατοπινή μου
ζωή σαν ληστές. Μάλιστα εξαιτίας προσωπικών αντεκδικήσεων οι
καπνέμποροι καταδίκασαν στην απραξία τα καπνά της σοδειάς του 1934, τα
οποία από πείσμα και μετά από μεταξύ τους συνεννόηση έμειναν απούλητα. Το
χτύπημα ήταν σοβαρό, θανατηφόρο μπορώ να πω. Η μη πώληση των καπνών
μιας ολόκληρης χρονιάς έφερε τους συγχωριανούς μου στο χείλος της
καταστροφής. 'Εμειναν καταχρεωμένοι στις Τράπεζες, σε τρίτους, τους
κόπηκαν οι πιστώσεις (o βερεσές) και οι χωρικοί ζούσαν με μόνο εισόδημα το
44
μεροκάματο από την κατασκευή του δρόμου και από την περιορισμένη
κτηνοτροφία. Η κατάσταση που προέκυψε από την ομαδική αυτή τιμωρία
κράτησε μέχρι την έλευση του πολέμου, οπότε όλα χάθηκαν από την
καταστρεπτική του λαίλαπα.
Οι καπνέμποροι μπροστά στη γενική κατακραυγή είχαν τη δικαιολογία ότι
δήθεν τα καπνά μας ήταν άχρηστα και μη εμπορεύσιμα. Πως όμως ήταν
δυνατόν τα καπνά όλων των διπλανών χωριών να πουληθούν, ανάμεσα στα
οποία και μερικά δέματα παραγωγής του χωριού μας που οι κάτοχοί τους τα
μετέφεραν λαθραία και τα εμφάνισαν σαν παραγωγή άλλου χωριού και τα δικά
μας καπνά να ήταν άχρηστα;
Είναι άξιο απορίας πως δε σηκώθηκαν ακόμη και οι πέτρες μπροστά σ' αυτή
την αδικία. Να πιστέψω πως σ' αυτό τον κόσμο δεν υπάρχει τίποτα, ούτε
δικαιοσύνη, ούτε ηθικοί φραγμοί, ούτε τύψεις συνείδησης και ότι το σύμπαν το
κυβερνά το στυγνό συμφέρον και η μανία πλουτισμού; Να πιστέψω πως ό,τι
μπαίνει από τον οισοφάγο δε γυρίζει πίσω, αλλά βγαίνει από τη φυσιολογική
έξοδο; Τέλος να πιστέψω ότι όλα είναι ζήτημα συνείδησης, εάν δηλαδή το
επιτρέπει η συνείδηση μπορεί κανείς να κάνει ό,τι θέλει και ότι μόνο περίπτωση
τιμωρίας της αδικίας δεν υφίσταται;
Για ένα διάστημα στους δρόμους που φτιάχναμε με έβαλαν να δουλέψω ως
βοηθός ενός μηχανικού του Λάρην. 'Ηταν Ρώσος στην εθνικότητα. Ανήκε στην
παράταξη των αντικομουνιστών, αξιωματικός του Τσαρικού Στρατού, που μετά
την επικράτηση των αριστερών στην πατρίδα του κατέφυγε στην χώρα μας
ζητώντας άσυλο, τον προσέλαβε λοιπόν η εταιρία και τον έστειλε στον τομέα
μας για εργασία. 'Ηταν το άκρον άωτον της ειλικρίνειας, της τιμιότητας και της
ηθικής. Πράος στους τρόπους, άκρως ευγενής, ευκολομίλητος και αγαπητός σε
όλους που ερχόταν σε επαφή μαζί του. Θυμάμαι πως κάποτε πληρώθηκε άντ’
εμού ένα μικρό ποσό, το αντίτιμο τριών-τεσσάρων ημερομισθίων. Με
ειδοποίησε λοιπόν ότι αυτός είχε την αμοιβή μου. Μετά από λίγο τον
συνάντησα τυχαία, χωρίς όμως να του ζητήσω τα χρήματα, αν και ο ίδιος
πρόσεχε τις κινήσεις μου, πράγμα που το αντιλήφθηκα αμέσως. Μπήκε στο
αυτοκίνητο για να πάει την Καβάλα, αλλά σταμάτησε δυο χιλιόμετρα παραπέρα
και έδωσε τον φάκελο με τα χρήματα σε έναν έμπιστο εργάτη να μου τα φέρει.
Επειδή με έβλεπε αρκετά πρόθυμο στη δουλειά μου επαναλάμβανε τακτικά
πως σ' όλα χρειάζεται μέτρο. Δεν είναι απαραίτητο να βγάλουμε σήμερα όλη τη
δουλειά. Καλό είναι να έχουμε προνοήσει και για το αύριο.
Κάποια άλλη φορά, όταν μας προσπέρασαν τρεις-τέσσερις χωρικοί χωρίς να
μας χαιρετίσουν, ο Λάρην τους φώναξε :
- « Ε, παιδιά καλημέρα μας.
- Καλημέρα, καλημέρα είπαν από κοινού και οι τρεις χωρικοί και συμπλήρωσαν,
δε βρέθηκε κανείς μας να του πει καλημέρα.
- « Γιατί κανείς σας δεν είναι άνθρωπος, φώναξε ο Λάρην ».
Αλλά σ' αυτόν θα επανέλθω στην συνέχεια.
Το καλοκαίρι του 1938 ήρθε στο χωριό μας ο ανιψιός του γείτονά μας
Ευστάθιου Σιδηράτου, που ήταν φοιτητής της φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της
Θεσσαλονίκης. Δυστυχώς όμως δεν μπόρεσα να έρθω σε επαφή μαζί του. Η
περιβολή μου ήταν ευτελής και η ιδιότητά μου ως εργάτη ή τσομπάνη με
εμπόδισαν να συναντηθώ μαζί του. Περνούσε αμέριμνος τις διακοπές του στο
45
χωριό μας κοντά στο θείο του, έως ότου κηρύχτηκε μια ανεπίσημη μικρή
επιστράτευση με ατομικές προσκλήσεις. Επήλθε μια μικροταραχή και
εκνευρισμός μεταξύ των φιλήσυχων κατοίκων και μάλιστα δυο ή τρεις από
αυτούς που τους καλούσε το σχέδιο επιστράτευσης ετοιμάζονταν να φύγουν για
την Καβάλα με το μοναδικό λεωφορείο της γραμμής. Στη στάση ο σωφέρ
προφασιζόμενος ότι δεν έχει χώρο, αρνήθηκε να τους πάρει. Εκεί που o
Κώστας, ο φοιτητής, ήταν και αυτός έτοιμος να ταξιδέψει, βλέποντας τα
καμώματα του οδηγού έβαλε τις φωνές.
- « Θα τους πάρεις όλους και πρώτα τους στρατεύσιμους. Αυτούς δεν τους καλεί
η κυβέρνηση, αλλά αυτός ο υστερικός, ο άφρων Χίτλερ, ο μελλοντικός
καταστροφέας της Ανθρωπότητας.».
Βέβαια ο οδηγός ύστερα από την παρέμβασή του, τους πήρε όλους, αλλά
σε μας έκαναν εντύπωση τα λόγια του φοιτητή, τα οποία ύστερα από τα
γεγονότα απεδείχθησαν προφητικά.
Τα εφηβικά μου χρόνια, τα οποία και εξιστορώ, ήταν για μένα τα καλύτερα,
τα πιο ανέμελα αλλά συνάμα και τα πιο άγονα. 'Ηταν τα χρόνια που σύμφωνα
με τον προφήτη Ιωήλ "κατέφαγε η ακρίδα", δηλαδή τα χρόνια που πήγαν
χαμένα. Διότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου πλάθεται και διαμορφώνεται, ενώ
το μέλλον του προετοιμάζεται σ' αυτά ακριβώς τα χρόνια, τα οποία πέρασαν
χωρίς να τα εκμεταλλευτώ.
Είχα μπλεχτεί πια στα δίχτυα της βιοπάλης. 'Επρεπε να μεγαλώσουν τα
αδέλφια μου και το βάρος έπεσε στους ώμους μου. Είναι αλήθεια ότι οι
πρωτότοκοι γιοι μιας ορφανής οικογένειας παίρνουν τη θέση του πατέρα.
Μάλιστα υπήρξαν περιπτώσεις που οι νεότεροι αδελφοί αποκαλούσαν το
μεγαλύτερό τους αδελφό πατέρα, λόγω ακριβώς των ευθυνών που είχε
επωμιστεί. Σύμφωνα με τη γνώμη μου ο μεγαλύτερος αδελφός που παίρνει την
θέση του πατέρα σαν αρχηγός της οικογένειας, πολλές φορές όσον αφορά την
αποκατάσταση των μικρότερών του αδελφών αναδεικνύεται ανώτερος και από
πατέρας. Γιατί ενώ ο πατέρας, μπορεί να κάνει χρήση του αξιώματος "Πατρός
ζώντος υιός νεκρός εστί" και να κατανείμει όπως επιθυμεί την περιουσία του,
ακόμη και να αποκληρώσει τα παιδιά του, ο μεγαλύτερος αδελφός δεν έχει τη
δυνατότητα αυτή, αλλά είναι υποχρεωμένος να ικανοποιήσει, όσο του
επιτρέπουν βέβαια οι δυνάμεις του, όλους τους αδελφούς του πολλές φορές
ακόμη και με βλάβη των ατομικών του συμφερόντων.
Δεν με ενδιαφέρει τι έκαναν οι άλλοι, καθώς ξέρω πολύ καλά τι κάνουν
συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις αποκατάστασης των μικρότερων αδελφών.
Εγώ πάντως έχω ήσυχη τη συνείδησή μου ότι στον τομέα αυτό εκπλήρωσα
πλήρως το καθήκον μου. 'Ετσι πέρασαν σχεδόν άγονα τα χρόνια αυτά, άγονα
από άποψη εφοδιασμού μου με τα κατάλληλα πνευματικά κυρίως εφόδια. Έτσι
θυσιάστηκε η κατάλληλη υποδομή για το μέλλον μου, αλλά η καλή τύχη δεν με
εγκατέλειψε ποτέ, γι’ αυτό και της είμαι ευγνώμων.
Παραβλέποντας την χρονολογική σειρά των γεγονότων, επανέρχομαι στην
εξιστόρηση ορισμένων επεισοδίων που μου άφησαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα
τους.
Θα περιγράψω παρακάτω μια μικρή συμπάθειά μου, από ειλικρινή φιλία και
αγνή αγάπη (όχι όμως ερωτική). Πρόκειται για την Αναστασία Ζαππίδου, ήταν
46
σχεδόν συνομήλική μου και συμμαθήτριά μου στο Δημοτικό σχολείο. 'Ηταν
λίγο αμελής στα μαθήματά της και ο δάσκαλός μου ο Χρηματόπουλος με
κατέστησε υπεύθυνο για την πρόοδο της. 'Επρεπε να τη βοηθήσω στην
εκμάθηση των μαθημάτων. 'Ηταν ειδυλλιακή η εποχή εκείνη, πριν αισθανθούμε
το αίσθημα της ντροπής, παίζοντας αμέριμνοι και οι δύο καθώς ήμασταν
γείτονες. Πως γκρινιάζαμε, πως μαλλιοτραβιόμασταν και πάλι συμφιλιωμένοι
αρχίζαμε από την αρχή τα παιχνίδια μας σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Δεν
ήταν λίγες οι φορές που, όταν αυτή ήταν απροετοίμαστη στα μαθήματα, το
ξύλο το έτρωγα εγώ αντί για εκείνη. Η ειδυλλιακή αυτή ζωή συνεχίστηκε μέχρι
την ηλικία των 12 χρόνων οπότε τελειώσαμε το Δημοτικό σχολείο. Σαν από
μαγεία σταμάτησαν τα παιδικά μας παιγνίδια και αυτή περιορίστηκε από τους
δικούς της στο σπίτι, ή αν καμιά φορά περπατούσε στους δρόμους έπρεπε να
συνοδεύεται από τη μικρότερή της αδελφή την Σιδερή. Της παρουσιάστηκαν
πολλοί υποψήφιοι γαμπροί, χωριανοί μας και ξένοι και τελικά σε πολύ μικρή
ηλικία περίπου 16 χρονών παντρεύτηκε έναν ξενοχωρίτη. Ατύχησε όμως στο
γάμο της, γιατί κατά την κατοχή οι Βούλγαροι σκότωσαν, ύστερα από φρικτά
βασανιστήρια, τον άντρα της στη Χρυσούπολη λόγω της εθνικής του δράσης.
Χαρακτηριστικό του ενδιαφέροντος μου είναι ότι τη νύχτα που σκότωσαν τον
άνδρα της, ενώ και εγώ βρισκόμουν στο βουνό σαν αντάρτης, είδα στον ύπνο
μου τη Ναστουλή, όπως την ονομάζαμε με το χαϊδευτικό της όνομα, να με
περιτριγυρίζει να γελά και να χορεύει ολόγυρά μου. Αμέσως κατάλαβα πως
κάτι κακό θα συμβεί στην παιδική μου φίλη. 'Υστερα από λίγες μέρες έμαθα
από τον αδελφό της Στάθη, τα λυπηρά γεγονότα και τον θάνατο του άντρα της.
Η ίδια, χήρα πλέον, με ένα παιδί με συνάντησε στην Καβάλα λίγο μετά από
την απελευθέρωση, όπου συζητήσαμε τα παλιά, αναπολήσαμε τις αναμνήσεις
μας και την ώρα που κάναμε κριτική για το παρελθόν και πριν συζητήσουμε για
σχέδια του μέλλοντος μου είπε :
- « Παναγή, ξέρω την δύσκολη οικονομική σου κατάσταση, τους κόπους και τις
φιλοδοξίες σου. Είμαι πρόθυμη να σε βοηθήσω οικονομικά. Θα σου
συμπαρασταθώ σε ό,τι χρειαστεί, με ένα μόνο όρο, όταν θα παντρευτείς να με
προτιμήσεις ».
Δυστυχώς και τότε ακόμη ήταν άλλα τα ενδιαφέροντά μου, σκεπτόμουν τα
γράμματα, καθώς ήδη είχα εισαχθεί στην Εμπορική Σχολή και με την
πεποίθηση ότι "οι ερωτοδουλειές είναι τροχοπέδη στην ανοδική εξέλιξη του
νέου ανθρώπου ", αρνήθηκα ευγενικά λέγοντας ότι δεν σκέπτομαι ακόμη την
παντρειά και ότι έχω άλλα ενδιαφέροντα πιο επιτακτικά. Επέμενε η κοπέλα,
αλλά εγώ ήμουν ανένδοτος, πιστός στην κατεύθυνση που διάλεξα.
Η Αναστασία επιδίωξε τότε να προσεταιρισθεί τη μητέρα μου στο ζήτημα
αυτό, η οποία φάνηκε περισσότερο ενδοτική, με πίεσε, αλλά και πάλι
αρνήθηκα. Τελικά διαδόθηκε στο χωριό το συγκεκριμένο περιστατικό, το
έμαθαν οι γονείς της και μάλιστα ο πατέρας της ο Νίκος, ένας άξιος και
σεβάσμιος γέρος με κρίση πολύ ανώτερη του μορφωτικού του επιπέδου, με
συνάντησε και αφού βεβαιώθηκε από μένα τον ίδιο για την ακρίβεια της
πρότασης της κόρης του προς εμένα, μου είπε :
- « Μπράβο Παναγή. Είσαι ανώτερος άνθρωπος, νέος χωρίς τις λεγόμενες
τρέλες. Είναι, μου είπε, μεγάλη υπόθεση να σε προτείνει τέτοιο πράγμα γυναίκα
47
και μάλιστα χήρα και εσύ να αρνείσαι ευγενώς την προσφορά της. Γιατί τι θα
έχανες Παναγή, επανέλαβε, αν της έταζες γάμο, την εκμεταλλευόσουνα από κάθε
άποψη και τελικά την παρατούσες; Κανείς δε θα σου έλεγε τίποτα. Εσύ όμως
φάνηκες άνδρας, δεν είχες σκοπό ακόμη το γάμο και δεν ήθελες να δεσμευθείς,
πολύ περισσότερο να εκμεταλλευθείς, την κόρη μου. Σε συγχαίρω ».
Αυτό μου είπε ο γέρος και μου ευχήθηκε καλή τύχη. Αυτή ήταν μια από τις
πρώτες παιδικές μου αναμνήσεις. 'Εκτοτε δεν έδωσα συνέχεια στην υπόθεση,
την παιδική αυτή φίλη την έβλεπα σε πολύ αραιά χρονικά διαστήματα και πέρα
από έναν απλό χαιρετισμό τίποτα άλλο δε συζητούσαμε μεταξύ μας.
Πολύ συγκινητική ήταν η περίπτωση μιας άλλης συγχωριανής μου, της
Ε.Μ. 'Ηταν λίγα χρόνια μικρότερη μου, ήταν καλλονή, είχε καλή ανατροφή και
εξαιρετικό χαρακτήρα. Σε τυχαία συνάντησή μας τότε το 1937 ή 1938 μου
μίλησε με αποτροπιασμό για τις δήθεν αιμομικτικές σχέσεις του παραγιού τους
με τη μητέρα της ζητώντας τη γνώμη μου. Της απάντησα πως δε μας ενδιαφέρει
τι κάνουν οι άλλοι, μόνο εμείς ας είμαστε καθαροί και αυτό φτάνει. 'Εφυγα
αμέσως αφήνοντας την κοπέλα εμβρόντητη. Διότι και εδώ ήμουν πιστός στην
πεποίθηση "ότι οι ερωτοδουλειές είναι τροχοπέδη για την πνευματική εξέλιξη".
Άλλη μία ευκαιρία μου δόθηκε στο καιρό της κατοχής, της μεγάλης πείνας,
όταν πρωί-πρωί παρουσιάστηκε στο σπίτι μας ζητώντας βοήθεια και
κοιτάζοντας με ένα απλανές βλέμμα, μου είπε :
- « Έλα Παναγή να λογοδοθούμε και δεν πειράζει για το γάμο, ας γίνει αργότερα,
ύστερα από τον πόλεμο, πάντως εγώ θα κάνω ότι θέλεις εσύ».
Και πάλι όμως αρνήθηκα, πιστός στις αρχές μου. Η δύστυχη Ευθυμία ήταν
άτυχη. Παντρεύτηκε από ανάγκη και παρά την θέλησή της έναν ξενοχωρίτη
από τον κάμπο, όπου από τις στερήσεις, την σκληρή δουλειά και την πείνα
κλονίστηκε η υγεία της. Επέστρεψε στο χωριό και σε λίγες μέρες πέθανε.
Βέβαια αν ήξερα την κατοπινή εξέλιξη των πραγμάτων θα δεχόμουν την
πρότασή της μόνο και μόνο για να τη γλιτώσω από τη δύσκολη θέση της. Αλλά
κανείς δεν μπορεί να μαντέψει τι θα γίνει αύριο. Εδώ πρέπει να σημειώσω, πως
παρόμοια πρόταση μου έκανε, λίγο πριν από τον γάμο της και ο ίδιος ο πατέρας
της.
Παρέθεσα με μεγάλη ειλικρίνεια τις περιπτώσεις αυτές, καθώς τέτοιες ήταν
ανέκαθεν οι αρχές μου. Ας τις κρίνει ο αναγνώστης. Ας αναφερθώ και σ’ ένα
ευτράπελο, κάποιος φίλος μου, όταν του διηγήθηκα την ιστορία της πρώτης
κοπέλας, της Ναστούλας μου είπε: "Τι να σου πω Παναγή, απαλλάσσεσαι λόγω
βλακείας".
8.
Παραμονές πολέμου
Τα χρόνια περνούσαν φαινομενικά ειρηνικά, στην πραγματικότητα όμως
στα εργοστάσια της Ευρώπης κατασκευάζονταν τα όπλα του πολέμου.
Παρακολουθούσα την κατάσταση τακτικά, όσο μου ήταν βέβαια δυνατό.
Διάβαζα τακτικά εφημερίδες, πολλές φορές όμως πήγαινα πεζός στον
Κεχρόκαμπο, όπου άκουγα ραδιόφωνο το οποιο ήταν τοποθετημένο σε ένα
48
καφενείο. Παρακολουθούσαμε τις αλλεπάλληλες κατακτήσεις των Ναζί σε
βάρος των Δυτικών, πολλές φορές με χαιρεκακία, ιδιαίτερα λόγω της στάσης
τους και της φιλίας τους προς τους Τούρκους κατά τον Μικρασιατικό Πόλεμο.
Εξακολουθούσα να δουλεύω πότε-πότε στους δρόμους. Τελείωσε το τμήμα
εκείνο του δρόμου που περνούσε από το χωριό μας και ακολούθησαν διανοίξεις
δρόμων σε απόμακρα σημεία, σε απόσταση αρκετών χιλιομέτρων από μας,
πράγμα που καθιστούσε αδύνατη την μετάβασή μας με τα πόδια για δουλειά
σ’αυτά τα τμήματα.
Στα μέσα του 1940 ήρθε στη περιοχή μας ένα συνεργείο που το αποτελούσε
ένας λοχαγός και τρεις στρατιώτες. Μας επιστράτευσαν σε σχεδόν καθημερινή
και εξαντλητική αγγαρεία κόβοντας κορμούς δέντρων τους οποίους
μεταφέραμε ολόκληρους στις άκρες των δρόμων από όπου φορτώνονταν στα
αυτοκίνητα και μεταφέρονταν στο Νέστο για την δημιουργία πυροβολείων ή
και άλλων προσωρινών ανασταλτικών έργων εκστρατείας.
Είπα ότι η δουλειά την οποία προσφέραμε βέβαια χωρίς αμοιβή, αφού ήταν
αγγαρεία, ήταν πολύ κουραστική. Γι’ αυτό, όταν ήταν δυνατό, δε χάναμε
ευκαιρία να την αποφύγουμε. 'Ετσι μια μέρα που ορισμένοι, περίπου έξι άτομα,
δεν πήγαμε στην αγγαρεία, μας κάλεσε ο λοχαγός στον Κεχρόκαμπο και αφού
μας επέπληξε αυστηρά για τη στάση μας, είπε :
- « Τί θα θέλατε να σας κάνω κύριοι; Θέλετε να σας στείλω στο στρατοδικείο σαν
σαμποτέρ; Είστε οικογενειάρχες και φτωχοί άνθρωποι. Βλέπω την ζωή σας και
σας λυπάμαι. Το ξέρετε κύριοι, ότι περνάμε μια δύσκολη περίοδο. Το ξέρετε, μας
είπε, πως αν περάσουμε αυτούς τους προσεχείς δύο-τρεις μήνες θα ζήσουμε
ευτυχισμένοι και ειρηνικά»;
Όταν εγώ τον ρώτησα με την νεανική μου αφέλεια, δεν είχα φαίνεται
επίγνωση της κατάστασης, τι μπορεί να γίνει σ' αυτούς τους δύο-τρεις μήνες
που μας αναφέρατε, ο λοχαγός ρίχνοντας ένα ζωηρό βλέμμα επάνω μας, είπε :
- « Σε τρεις μήνες μπορεί ο ουρανός να κατεβεί στον Άδη και ο Άδης να ανεβεί
στον ουρανό».
Μας έδιωξε από κοντά του με τη σύσταση να πάμε στα σπίτια μας, αλλά
στο μέλλον να είμαστε προσεκτικοί. Γυρίσαμε στα σπίτια μας και από κει και
πέρα δε δώσαμε παρόμοια αφορμή.
Τον Ιούνιο του 1940 εργαζόμουν στην διάνοιξη των δρόμων και
συγκεκριμένα στην μέτρηση των χιλιομετρικών αποστάσεων μαζί με τον
μηχανικό Λάρην. Για μια στιγμή σταμάτησε κοντά μας ένα επιβατικό
αυτοκίνητο της εταιρίας και ο Λάρην ζήτησε λεπτομέρειες για τα νέα, όσον
αφορά την εξέλιξη του πολέμου στην Ευρώπη. Ο συνομιλητής του μετέφερε τα
τελευταία νέα που αφορούσαν την πτώση του Παρισιού. 'Οταν το άκουσε ο
Λάρην, χτύπησε με τις παλάμες του τα γόνατά του ως έκφραση απελπισίας και
φώναξε :
- « Χαθήκαμε πλέον. Πολύ γpήγoρα, ίσως λιγότερο από χρόνο οι Γερμανοί θα
είναι εδώ. Το Παρίσι, επανέλαβε, είναι η καρδιά της Ευρώπης, έπεσε το Παρίσι,
έπεσε η Ευρώπη ».
Λίγο αργότερα, βλέποντας ο Λάρην την απορία μου ή μάλλον την φανερή
49
ικανοποίηση μου για τον θρίαμβο των Γερμανών με ρώτησε:
- « Γιατί Παναγή σε ικανοποιεί η προέλαση των Γερμανών ;
- Διότι του είπα θέλω την καταστροφή της Γαλλίας,, αφού αυτοί συντέλεσαν στην
καταστροφή μας στην Μικρά Ασία το Ι922.
- Δεν ήταν οι Γάλλοι, μου είπε, η αιτία της καταστροφής. Άλλοι ήταν υπεύθυνοι.
Να διαβάσεις ιστορία και να μάθεις ».
Μέχρι τώρα διάβασα πολλά ιστορικά βιβλία και δικά μας και ξενόγλωσσα.
Αλλά όσο περισσότερο διαβάζω, τόσο εξακολουθώ να πιστεύω πως το
μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης εκείνης της καταστροφής την είχε η τότε
επίσημη Γαλλική Αρχή. Οι φόβοι του Λάρην επαληθεύτηκαν σε διάστημα
λιγότερο από χρόνο. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που έβλεπα τον Λάρην.
Δεν τον ξαναείδα πια και αγνοώ την τύχη του από τότε.
Συνεχίζαμε να πηγαίνουμε τακτικά σε αγγαρείες, όταν ερχόταν η σειρά μας.
Στο τέλος όμως η αγγαρεία γινόταν σχεδόν σε καθημερινή βάση. Τις υπόλοιπες
μέρες, όταν δεν είχαμε αγγαρεία, ασχολιόμουν με την διεξαγωγή των
αγροτικών εργασιών, την συλλογή των καπνών και του αραβόσιτου. Οι
εφημερίδες ήταν γεμάτες από τα γεγονότα που διαδραματίζονταν στην Ευρώπη.
Υπήρχε όμως λογοκρισία και οι εφημερίδες δε γράφανε σχεδόν τίποτα για τη
θύελλα που πλησίαζε την χώρα μας. Με όλα αυτά η ζωή κυλούσε ήρεμα. Εκτός
από λίγους που διάβαζαν εφημερίδες και ενδιαφέρονταν για τα κοινά, όλοι οι
άλλοι, καθώς ήταν απλοί χωρικοί έβλεπαν την κατάσταση με απάθεια. 'Ηταν
αλήθεια αρκετά ειδυλλιακή η κατάσταση το καλοκαίρι του 1940 στο χωριό μας,
το οποίο είχε πληθυσμό τριακοσίων κατοίκων. Τα βουνά αντηχούσαν από τα
κουδούνια των ζώων μικρών και μεγάλων που συνοδεύονταν από τα αμέριμνα
και ερωτικά τραγούδια των νέων. Ο κόσμος πήγαινε στις δουλειές του με κέφι,
με αστεία, με τραγούδια, ενώ τις Κυριακές ή τις γιορτές και μερικές φορές
ακόμη και τις καθημερινές, στήνονταν στη πλατεία του χωριού και στα δύο
καφενεία χοροί με τη συνοδεία λύρας. Ο κόσμος ήταν αμέριμνος, δεν είχε και
πολλές απαιτήσεις από τη ζωή, του αρκούσε μόνο η εξασφάλιση της
μπομπότας, δηλαδή του καλαμποκίσιου ψωμιού. Ειδυλλιακό ήταν το θέαμα
ιδιαίτερα τις βραδινές ώρες, όταν επέστρεφαν οι άνδρες από τις δουλειές τους,
κυρίως από τη βοσκή συνοδεύοντας τα κοπάδια τους ή από την λαϊκή αγορά
της Χρυσούπολης. Τότε έβγαιναν για να τους προϋπαντήσουν οι σύζυγοι και
ιδιαίτερα τα νήπια και τα μικρά παιδιά τους τα οποία ζητούσαν "σιμίτια",
κουλούρια που απαραίτητα έπρεπε να φέρουν οι γονείς τους από τη
Χρυσούπολη. Ενώ οι σύζυγοι συμμετείχαν στην εκφόρτωση των ζώων και
βοηθούσαν τον κουρασμένο πεζοπόρο. Χαραγμένο στην μνήμη μου θα μείνει
για πάντα το υπόδειγμα της Ποινής, αδελφής του Πάντσου από τη
Κωνσταντινιά, όπου δούλευα τα δύο τελευταία καλοκαίρια στα καπνά. 'Οταν
αντιλαμβάνονταν κατά το βράδυ ή αργά την νύχτα τον ερχομό του αδελφού της
από την αγορά της Χρυσούπολης, από τον ήχο των κουδουνιών του μουλαριού,
έτρεχε αμέσως να τον προϋπαντήσει. Έπαιρνε μέρος στην εκφόρτωση του ζώου
και στο κουβάλημα των αγαθών στην αποθήκη του σπιτιού. Μετά, ενώ ο
Πάντσος οδηγούσε το ζώο στο μαντρί, η αδελφή του έριχνε στη λεκάνη ζεστό
νερό, που από πριν είχε ετοιμάσει στην πυροστιά της αυλής. Βοηθούσε τον
50
αδελφό της που έφθανε από το μαντρί, του έβγαζε το σακάκι από τον ώμο, τα
τσαρούχια και τις κάλτσες και έριχνε λίγο αλάτι στο νερό για να το κάνει
σκληρό, επειδή κάνει πολύ καλό στα κουρασμένα πόδια. Μετά του έφερνε τα
"αναλία" σανιδένιες παντόφλες και ο αδελφός της πήγαινε στο ζεστό
καθημερινό δωμάτιο για ανάπαυση, ενώ η μητέρα της του προσέφερε το έτοιμο
φαγητό.
51
ΚΕΦΑ
ΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
τα χρόvια του πολέμου
1. Οι συνέπειες του πολέμου στην περιοχή μας
Την ειδυλλιακή αυτή ζωή έρχονταν πότε πότε να διαταράξει κάποιος από
εμάς που παρακολουθούσε τις εφημερίδες και ενδιαφέρονταν για τα νέα,
παρουσιάζοντας τα διεθνή γεγονότα με όλη τη σοβαρότητά τους. Γρήγορα
όμως περνούσε η ανησυχία και η ζωή επανερχότανε στην καθημερινή
πραγματικότητα.
Χαρακτηριστικό της απάθειας των χωρικών είναι και το παρακάτω
περιστατικό.
'Ηταν 27 Οκτωβρίου 1940 παραμονή του πολέμου που πλησίαζε.
Βρισκόμουν με την ομάδα της ΕΟΝ Σκοπού στον Κεχρόκαμπο για την
παρέλαση προς τιμή του Γενικού Διοικητή της Ε.Ο.Ν. Καβάλας κ.Γρηγοριάδη,
λίγο πριν την παρέλαση και καθώς είμαστε στη γραμμή περιμένοντας τα
παραγγέλματα, ένας της νεολαίας από την παράταξη Ε.Ο.Ν. Λεκάνης
βλέποντάς μας όλο σφρίγος και ζωντάνια φώναξε :
- « Ε Σκοπιανοί να σας είχα αύριο στο βγάλσιμο της πατάτας.
- Αύριο, του φώναξα εγώ, μόνο ο Θεός ξέρει που Θα βρισκόμαστε ».
Παραμονή πολέμου και ο φίλος μου είχε μεσάνυχτα για την κατάσταση.
Σαν απόμακρος ήχος ορμητικού χειμάρρου που δε φαίνεται, ακούγεται όμως
ο ήχος του, έτσι πλησίαζε η μπόρα του πολέμου. Δεν περνούσε όμως τίποτα
από το χέρι μας, δεν μπορούσαμε να τον αποτρέψουμε και δυστυχώς ακόμη και
τούτο το κράτος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, όπως διαπιστώσαμε εκ των
υστέρων.
'Ετσι, την προπαραμονή του πολέμου στις εφημερίδες της 26ης Οκτωβρίου
1940, όταν διάβασα για κάποια δήθεν επεισόδια στα Ελληνοαλβανικά σύνορα,
κατάλαβα αμέσως ότι προμηνύουν την έκρηξη του πολέμου. 'Ηταν πάρα πολλά,
τα είχε δημιουργήσει ο εχθρός για λόγους εντυπώσεων και τα χρησιμοποίησε
ως αφορμή πολέμου, στρατηγική που στερεότυπα ακολουθούνταν πια από τους
Ναζί, τις παραμονές των επιθέσεών τους εναντίων μικρών κρατών.
Το πρωί της δραματικής εκείνης ημέρας καβάλα στο γάιδαρο μου, πήγαινα
(που αλλού;), στο βουνό για ξυλεία. Περνώντας από τα καφενεία συνάντησα
τον Αβραάμ, ένα γέρο Καβαλιώτη τσαγκάρη και στα βιαστικά ανταλλάξαμε
απόψεις σχετικά με την κατάσταση.
- « Δεν βλέπω καλά τα πράγματα του είπα, εντός της ημέρας θα έχουμε πόλεμο
και ο Θεός Βοηθός.
- Πάντοτε απαισιόδοξο σε βλέπω Παναγή μου είπε. Είναι μια κρίση και θα
52
περάσει ».
Δεν απομακρύνθηκα ούτε ένα χιλιόμετρο από το χωριό και η βόμβα έσκασε.
Δυνατές φωνές των χωρικών με όλη τη δύναμη των πνευμόνων τους
ειδοποιούσαν τους συγχωριανούς τους για την κηρυχθείσα επιστράτευση των
δεκαεπτά κλάσεων. Αμέσως γέμισε η πλατεία από κόσμο. Οι επίστρατοι
ετοιμάστηκαν γρήγορα και σε μια ώρα μια σειρά από δώδεκα άνδρες
αναχώρησε για τη Σταυρούπολη με τα πόδια για την κατάταξη. Η συγκίνηση
του κόσμου βρισκόταν στο κατακόρυφο. Κλάματα, δάκρυα ακόμη και
μοιρολόγια συνόδευαν τους επίστρατους. Τα δάκρυα που χύθηκαν εκείνη τη
μέρα στο χωριό μας, αλλά και σε όλη την Ελληνική επικράτεια, μπορούσαν, αν
ήταν δυνατόν να συγκεντρωθούν να σχηματίσουν ολόκληρο ποταμό δακρύων.
Αρκεί να φανταστεί κανείς το ομαδικό κλάμα τριακοσίων ατόμων που
συνοδεύουν τους επίστρατους στην έξοδο του χωριού και τότε ίσως μπορέσει
να καταλάβει τον πόνο του χωρισμού. 'Ετσι είδα εγώ την κατάσταση και τα
σχόλια που έγραφαν οι εφημερίδες για δήθεν ενθουσιασμούς και πανηγύρια δεν
τα επιβεβαιώνω. Στο κάτω-κάτω κανείς δεν βαδίζει στο θάνατο με ενθουσιασμό
ούτε και κανείς αποχωρίζεται τους δικούς του με ικανοποίηση.
2.
Σκληρή εργασία για τη σπορά του σιταριού στο χωριό μας, στον
Γέροντα και τη Νέα Κώμη
Με την επιστράτευση δημιουργήθηκαν πολλά κενά. Σχεδόν διαλύθηκαν τα
συνεργεία που έφτιαχναν τους δρόμους. Οι περισσότεροι επιστρατεύτηκαν, ενώ
άλλοι επέστρεψαν στα μέρη τους κοντά στις οικογένειές τους. H επιστράτευση
δεν με έπιασε λόγω ηλικίας, ήμουν τότε 19 χρονών. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι
δεν υπέφερα από τις συνέπειες της. Σχεδόν αμέσως μετά την στρατιωτική
επιστράτευση, ακολούθησε η πολιτική επιστράτευση. 'Οσοι άνδρες
παραμείνανε στο χωριό, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλεγόμουν και εγώ,
αναλάβαμε την υποχρέωση να βοηθήσουμε τις οικογένειες των
επιστρατευθέντων, ιδιαίτερα στη διεξαγωγή των αγροτικών τους εργασιών.
'Ηταν φθινόπωρο και έπρεπε να σπαρθούν τα χωράφια με σιτάρι. Σε μένα
ανέθεσαν να σπείρω τα χωράφια της οικογένειας του Δημήτρη Σαρηγιαννίδη.
Τα μηχανικά μέσα τότε ήταν άγνωστα, αλλά και αν υπήρχαν, ήταν τελείως
ανέφικτη η καλλιέργεια εκείνων των χωραφιών, λόγω της απρόσιτης
προσπέλασή τους, της αυξημένης περιεκτικότητα τους σε πέτρες και το μικρό
τους μέγεθος. Επί ένα μήνα, ολόκληρο το Νοέμβριο, αγωνιζόμουνα να σπείρω
τα δικά μας χωράφια κοντά έξι στρέμματα και του Σαρηγγιανίδη κάπου επτά
στρέμματα. Πέντε μέρες μετά την επιστράτευση κατέβηκα στη Νέα Κώμη. Είχα
εκεί ένα εξάδελφο τον Γιώργο τον Αμπεριάδη ο οποίος επιστρατεύθηκε. Πήγα
να επισκεφθώ τη μητέρα του και την οικογένειά του και να τους βοηθήσω στις
γεωργικές δουλειές, αν χρειαζόταν. Τα κενά σε εργατικά χέρια στο χωριό
εκείνο ήταν ακόμη πιο εμφανή. 'Ετσι από τον Δεκέμβριο του 1940 δούλευα στα
χωράφια του χωριού εκείνου και συγκεκριμένα στη σπορά των χωραφιών του
εξαδέλφου μου. Εκεί μου συνέβη ένα μικρό ατύχημα, ευτυχώς όμως δεν ήταν
53
τίποτα σοβαρό. Καθώς ένα πρωί οδηγούσα το ζευγάρι τα βόδια με το αμάξι στο
χωράφι, τα ζώα αφήνιασαν και άρχισαν να τρέχουν στον δρόμο. Στην
προσπάθεια μου να σωθώ πήδησα από το κάρο, ενώ αυτό βρισκόταν σε κίνηση
και μάλιστα με μεγάλη ταχύτητα, αλλά αντί να πηδήσω στα πλάγια, πήδησα
μπροστά για να σταματήσω τα βόδια, με αποτέλεσμα να βρεθώ κάτω από τους
τροχούς οι οποίοι πέρασαν πάνω από την ράχη μου, χωρίς να πάθω τίποτα.
Αμέσως σηκώθηκα, έπιασα τα ζώα και τα σταμάτησα. Με αντιλήφθηκαν όμως
μερικοί χωρικοί οι οποίοι εκ των υστέρων ενημέρωσαν την οικογένεια όπου
διέμενα.
'Οταν γύρισα πίσω στο χωριό, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα με κάλεσε
στον Κεχρόκαμπο ο επιστάτης μου κ. Λαμπρινιάδης για να μου συστήσει να
σχηματίσω ένα συνεργείο από χωριανούς μου και να τεθώ επικεφαλής τους με
κύριο μέλημα την διαμόρφωση και συντήρηση των δρόμων. 'Εκανα τη δουλειά
αυτή για δύο-τρεις μήνες με τις συνηθισμένες αποδοχές. Ο χειμώνας που ήρθε
στο μεταξύ ήταν πολύ δριμύς. Θυμάμαι μια φορά, όταν πηγαίναμε μαζί με μια
ομάδα για τον εκχιονισμό των δρόμων, η ομάδα μου λόγω τον δριμύτατου
ψύχους και της παγωνιάς με εγκατέλειψε και εγώ μόλις που κατάφερα να σωθώ
από τα κρυοπαγήματα. Πάλευα μόνος μου επί ώρες με τις χιονοθύελλες και
όταν κάποτε έφτασα στο χωριό, βρήκα άσυλο σε κάποιο αχυρώνα να
ξαποστάσω. 'Εκανε φοβερή παγωνιά εκείνη τη μέρα. Τα παπούτσια μου
κόντευαν να παγώσουν μαζί με τα δάκτυλα των ποδιών μου καθώς και αυτά
ήταν βρεγμένα από πριν. 'Ηταν το σφοδρότερο ψύχος που υπέφερα ποτέ στη
ζωή μου.
Υποχρεωτικά μαζi με άλλα παιδιά της ΕΟΝ (η οργάνωση αυτή είχε
αδρανοποιηθεί στη διάρκεια του πολέμου και λίγο καιρό αργότερα διαλύθηκε),
γυρίζαμε την νύχτα στους δρόμους ή μάλλον στα μονοπάτια του χωριού και
επιβλέπαμε, εάν υπήρχε πλήρη συσκότιση λόγω του φόβου των Ιταλικών
αεροπλάνων. Πρωτοστατούσαμε ακόμη και στη συγκέντρωση εράνων,
τροφίμων και ιδιαίτερα μάλλινων ειδών τα οποία, ενώ εμείς τα παραδίδαμε
τακτικά στα ανώτερα μας κλιμάκια, αυτά ουδέποτε έφθασαν στον προορισμό
τους, εξαιτίας της γραφειοκρατίας, της αμέλειας ή της κατάχρησης.
Ο χειμώνας όμως της χρονιάς εκείνης (1940-1941) ήταν δριμύτατος. 'Ηταν
μια από τις χειρότερες χρονιές της δεκαετίας. Είναι παρατηρημένο ότι εν καιρώ
πολέμου κάνει πολύ βαρύ χειμώνα. Πολλοί το αποδίδουν στην επίκληση του
θείου ή ακόμη και στην απελευθέρωση της εκρηκτικής δύναμης των πολεμικών
μέσων που χρησιμοποιούνται ως πυρομαχικά κ.λ.π. Παρακολουθούσαμε το
δράμα του στρατού μας μέσα στο βαρύ χειμώνα της Αλβανίας. Κατά τις αρχές
Μαρτίου ο καιρός καλυτέρεψε λίγο, έκανε περισσότερη ζέστη και η φύση
άρχισε να αναζωογονείται. Η άνοιξη τη χρονιά αυτή ήταν πρόωρη. 'Ισως γιατί
προμηνύονταν κοσμοϊστορικά γεγονότα.
Κατά τα μέσα Μαρτίου ήταν πλέον φανερή η εισβολή των Γερμανών από το
Βουλγαρικό έδαφος. Για να αποφύγουμε αυτήν την κατάσταση ήμασταν
αποφασισμένοι να δεχθούμε οτιδήποτε, δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν ήταν
αναστρέψιμα.
Στα τέλη Μαρτίου επιστρατεύθηκε ο φίλος μου Αλέξανδρος Ζεϊτίδης (o
Δημήτρης είχε επιστρατευτεί εδώ και ένα χρόνο) και έτσι απέμεινα μόνος στο
χωριό. Επειδή ίσως ήμουν ο μόνος εγγράμματος του χωριού, ήμουν
54
αναγκασμένος και υποχρεωμένος να αναλάβω την αλληλογραφία όλων των
επιστρατευθέντων με τις οικογένειές τους. Είχα κάνει μια κατάσταση των
διευθύνσεών τους και διεξήγαγα όλη τους την αλληλογραφία η οποία ας
σημειωθεί ήταν ατελής.
Στο σημείο αυτό νομίζω ότι δεν είναι ανάγκη να εξιστορήσω την πορεία των
γεγονότων που επακολούθησαν, καθώς γράφω την προσωπική μου ιστορία και
άρα είναι ανάγκη να εκθέσω τα γεγονότα που με αφορούσαν άμεσα.
Κατά το Μάρτιο οι τότε Ελληνικές Αρχές οργάνωσαν ομάδες
πολιτοφυλακής από άνδρες των οποίων η κλάση δεν είχε κληθεί ακόμη. Αυτοί
έφεραν ένα άσπρο Π στο μανίκι του σακακιού τους και είχαν σαν αποστολή την
τήρηση της δημόσιας τάξης, εάν αυτή διαταρασσόταν (από ποιούς άραγε;). Το
σώμα αυτό της πολιτοφυλακής όμως δεν χρησίμευσε σε τίποτα.
3. Το χωριό μας στη πολεμική ζώνη - κατάρρευση και διάλυση του
στρατού μας.
Την ημέρα της Γερμανικής επίθεσης εργαζόμουν στον δρόμο προς το
Διπόταμο. Το πρωί, όταν πήγαμε στην δουλειά, ακούγαμε τη βοή των κανονιών
από την πλευρά των συνόρων, απόδειξη ότι άρχισε ο πόλεμος. Εκείνη την
ημέρα δεν ήρθαν ούτε οι επιστάτες, ούτε οι εργοδηγοί οι οποίοι έμεναν στην
Καβάλα και δεν ξαναήλθαν ποτέ πια. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η δουλειά
δεν είχε πλέον κανένα νόημα. Το μεσημέρι παρατήσαμε τη δουλειά, αφού
πήραμε στα σπίτια μας τα εργαλεία της εταιρίας, είτε για να τα ασφαλίσουμε
από τυχόν κλοπές, είτε για να τα λάβουμε ως αποζημίωση για τα δεδουλευμένα
ημερομίσθιά μας. Δεν μας ζητήθηκαν βέβαια ποτέ. Χάθηκαν και αυτά μαζί με
άλλα υπάρχοντά μας από τα γεγονότα που επακολούθησαν.
Ήμασταν εντελώς απληροφόρητοι. Έφθαναν όμως στα χωριά μας φάλαγγες
νεοπροσφύγων υποχωρώντας μπροστά στον κίνδυνο της εισβολής του εχθρού
και το μέτωπο του Νέστου σταθεροποιήθηκε από τις πρώτες κιόλας ώρες του
πολέμου.
Την ίδια μέρα πήγα στον Κεχρόκαμπο για να μάθω κάποιο νέο για την
εξέλιξη του πολέμου. Δυστυχώς όμως δεν μπόρεσα να μάθω τίποτα, επειδή
ηχούσαν διαρκώς οι σειρήνες. Έτσι πέρασα ολόκληρη τη μέρα σε υπόστεγα
και καταφύγια. Αντιθέτως στο μέτωπο, που απείχε μόλις τέσσερα με οκτώ
χιλιόμετρα, επικρατούσε ηρεμία. Το βράδυ επιστρέφοντας στο χωριό μας
άκουγα σποραδικές εκρήξεις τηλεβόλων ή ανατινάξεις οχυρωματικών
εγκαταστάσεων. Την επόμενη μέρα μαζί με ένα συγχωριανό μου ανέβηκα στο
Χάρκοβο, ένα ψηλό βουνό προς την πλευρά του μετώπου, μήπως και
διακρίνουμε τίποτα. Είδαμε μερικά ελαφρά αυτοκίνητα να διασχίζουν τους
δρόμους προς την αντίθετη πλευρά του Νέστου. O εχθρός προετοιμάζονταν για
επίθεση.
Γενική κατήφεια επικρατούσε και μεταξύ των ανδρών του Λόχου Διοίκησης
που έμενε στο χωριό μας. Δεν μπορούσαμε να μάθουμε τίποτα. Στο τέλος όμως
της τρίτης ημέρας παρατηρήσαμε μία ασυνήθιστη κίνηση στον καταυλισμό των
ανδρών του λόχου. Βγάλανε από την εκκλησία που είχε εν τω μεταξύ
55
μετατραπεί σε νοσοκομείο τους τραυματίες, μαζεύτηκαν όλοι οι άνδρες έξω
από τον καταυλισμό και εγώ με ένα φίλο μου κρυφακούσαμε αυτά που θα έλεγε
o επικεφαλής στους άνδρες του. Τον ακούσαμε να τους μιλά για κατάρρευση
του μετώπου, για συνθηκολόγηση και για την αδήριτη ανάγκη να αναχωρήσουν
προς τη νότια Ελλάδα.
Αμέσως πετάχτηκα εγώ μπροστά και του είπα: και μεις οι πολίτες τι θα
κάνουμε κ. Λοχαγέ; Δεν έχω οδηγίες για σας μου απάντησε. Είστε πολίτες και
σας υπερασπίζει το Διεθνές Δίκαιο. Γι’ αυτό καθίστε στα σπίτια σας και μην το
κουνάτε.
Σχεδόν αμέσως ένας άλλος συγχωριανός μου ρώτησε για το τι στάση θα
έρεπε να κρατήσουμε έναν αξιωματικό, προφανώς τον υπασπιστή του Λόχου.
Αυτός λοιπόν απάντησε:
« Είστε τολμηροί ή χαλβάδες; Εδώ στον λόχο μας έχουμε τρεις Βούλγαρους. Δεν
έχει σημασία που είναι στρατιώτες μας, έχουν συνείδηση και εθνικότητα
Βουλγαρική. Να σας τους υποδείξουμε και να τους καθαρίσετε απόψε κιόλας,
γιατί αργότερα θα έρθουν οι Βούλγαροι εδώ θα σας εξοντώσουν αυτοί. ».
Βέβαια κανείς μας δε διανοούνταν τότε να σκοτώσει στα καλά καθούμενα
αθώους ανθρώπους και μάλιστα 'Ελληνες στρατιώτες, για να αποφύγει
ενδεχόμενες αντεκδικήσεις στο μέλλον. Ο υπασπιστής όμως είχε δίκιο. 'Ενας
απ' αυτούς ονομαζόμενος Πασχάλης, ύστερα από δύο μήνες, όταν πια
κατέβηκαν οι Βούλγαροι, κατατάχθηκε στα Βουλγαρικά αποσπάσματα
έρευνας, χωρίς όμως να έχω ενδείξεις ότι έβλαψε το Ελληνικό στοιχείο.
Απομακρύνθηκα από τον καταυλισμό, αλλά σε λίγη ώρα μας αναστάτωσαν
δυνατοί θόρυβοι από εκρήξεις τηλεβόλων και οβίδων των εχθρικών
πυροβολαρχιών. Ο εχθρός έκανε γενική επίθεση λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω, στο
μέτωπο του Νέστου. Δεν ξέραμε όμως τι συνέβαινε. Λίγο πριν ακούσαμε για
συνθηκολόγηση και τώρα έχουμε επίθεση;
Την αποχώρηση του λόχου ακολούθησε η λεηλασία της αποθήκης
εφοδιασμού. Μέχρι το πρωί, η αποθήκη είχε αδειάσει από όλα τα τρόφιμα και
τις ζωοτροφές που περιείχε. Σωστά έπραξε ο κόσμος, γιατί, αν τα άφηναν εκεί,
λίγο αργότερα θα έπεφταν στα χέρια του εχθρού. Να που και οι λεηλασίες
επιβάλλονται να γίνουν, όταν είναι ανάγκη.
Εμείς δεν πήραμε τίποτα από τη λεηλασία, ή μάλλον πήραμε λίγα
πράγματα. Ο αδελφός μου μάλιστα ο Νίκος βλέποντας όλα αυτά τα γεγονότα
έβαλε τα κλάματα θρηνώντας την απώλεια της πατρίδας. Αποτέλεσμα της
συνθηκολόγησης ήταν η κατάληψη όλης της περιοχής μας από τον εχθρό, η
διάλυση του στρατού και η λεηλασία των δημοσίων και εν μέρει των ιδιωτικών
αποθηκών. Παρατηρήθηκε επίσης το φαινόμενο, όσοι αρπάξανε τα
περισσότερα αγαθά από τη λεηλασία, ήταν και αυτοί οι οποίοι υποφέρανε
περισσότερο από την πείνα τον επόμενο χειμώνα.
Πρωί-πρωί την άλλη μέρα πήρα το δρόμο για την Κωνσταντινιά. Στον
δρόμο έβλεπα πεταμένα όπλα, πυρομαχικά, ατομικά είδη και άλλο πολεμικό
υλικό. 'Εκρυψα τρία όπλα σε ένα μοναχικό θάμνο πουρναριού και μια κάσσα
σφαίρες στα ερείπια ενός αχυρώνα λίγο έξω από το σπίτι μας. Πήρα μια
κουβέρτα, απ' αυτές που ρίχνουν στις πλάτες των ζώων για να τα προφυλάξουν
από το κρύο και τέλος ένα σάκο από αντίσκηνο σχεδόν άδειο. Σχεδόν αυτή
56
ήταν η συμμετοχή μου στη λεηλασία. Αλλά και από αυτούς που πήρανε πολλά
κανείς δεν ωφελήθηκε. Παρέλειψα να πω ότι τότε πέρασε στα χέρια μου ένα
μέρος της βιβλιοθήκης του Συντάγματος, ιδιαίτερα οι τόμοι της Μεγάλης
Στρατιωτικής και Ναυτικής Εγκυκλοπαίδειας καθώς και η εγκυκλοπαίδεια του
Πυρσού. Δεν τα κράτησα, τα έδωσα στον δάσκαλο τον Μιχαηλίδη, αλλά και σ'
αυτόν δεν ωφέλησαν σε τίποτα, γιατί αργότερα με την εισβολή των Βουλγάρων
χαθήκανε και αυτά.
57
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η Βουλγαρική κατοχή
1. Απαρχές Βουλγαρικής κατοχής
Αμέσως ύστερα από την κατάρρευση άρχισαν να φτάνουν από τα διαλυμένα
μέτωπα οι επίστρατοι του χωριού μας. Χρειάστηκε πολύς καιρός να
επιστρέψουν όλοι τους, μερικοί μάλιστα ήρθαν ύστερα από το τέλος της
κατοχής. Ευτύχημα ήταν ότι δεν είχαμε απώλειες ούτε στο Αλβανικό, αλλά
ούτε και στο Βουλγαρικό μέτωπο, εκτός από έναν ελαφρύ τραυματισμό ενός
στρατιώτη συγχωριανού μας του Χαράλαμπου Χαραλαμπίδη.
Επί ένα μήνα μετά την κατάρρευση του μετώπου εξακολουθούσαν να
υπάρχουν σκιώδεις Ελληνικές Αρχές στα μέρη μας που αποτελούνταν από
κατώτερους υπαλλήλους. Οι ανώτεροι είχαν φύγει από τη δεύτερη κιόλας μέρα
του πολέμου.
Μάθαμε αργότερα ότι ο Δεσπότης, ο Νομάρχης και άλλοι ανώτεροι
υπάλληλοι, φύγανε για τη Νότια Ελλάδα την στιγμή που μπήκε ο εχθρός στα
μέρη μας. Επικρατούσε όμως μεγάλη αβεβαιότητα για την τύχη των περιοχών
αυτών. Κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες, που δυστυχώς ήταν αληθινές, ότι
δηλαδή τα μέρη μας επιδικάστηκαν στους Βουλγάρους και πολύ γρήγορα
αναμένονται οι Βούλγαροι. Στις 15 Μαίου 1941 συντελέσθηκε η κατοχή της
περιοχής μας από τον Στρυμόνα μέχρι σχεδόν από τον 'Εβρο από τα
Βουλγαρικά στρατεύματα. Αυτό το μάθαμε και επίσημα από προκήρυξη που
κυκλοφορούσε στα Ελληνικά του Βούλγαρου στρατιωτικού Διοικητή, o οποίος
αφού μας διαβεβαίωνε για τις καλές προθέσεις των Αρχών Κατοχής, υποσχόταν
ασφάλεια της τιμής, ζωής και περιουσίας μας, διατύπωνε δε την έκπληξη "πως
ενώ είμαστε Βούλγαροι ξεχάσαμε τη γλώσσα μας τόσο γρήγoρα ".
Σχεδόν ταυτόχρονα κυκλοφορούσε εγκύκλιος του Ιεροκήρυκα της τότε
Μητρόπολης Χρόνη (ο Δεσπότης, είχε αναχωρήσει για τη Νότια Ελλάδα την
επόμενη της επίθεσης του εχθρού) ο οποίος ανάμεσα στα άλλα εξέφραζε τις
ευχαριστίες του στον Θεό, "διότι τα μέρη μας παραχωρήθηκαν με την Θεία
Πρόνοια" στην προστασία των Βουλγαρικών στρατευμάτων και έδινε εντολή
στους ιερείς της δικαιοδοσίας του όπως και στο πολυχρόνιο να μνημονεύσουν
αντί των Ελλήνων Βασιλέων "τον Βασιλέα ημών Βορίδα, την Βασίλισσα
Ιωάννα, τον διάδοχο Συμεών και ολόκληρη την Βουλγαρική Βασιλική
Οικογένεια". Κανείς δεν υποχρέωσε τον Χρόνη να κάνει αυτό που έκανε. Ίσως
το έπραξε για να προλάβει μεγαλύτερα δεινά από μέρος του εχθρού, ίσως για να
προφυλάξει το ποίμνιό του από ακρότητες. Η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν τον
ωφέλησε σε τίποτα, γιατί λίγο αργότερα αναγκάστηκε να εκπατριστεί κι’ αυτός.
Οι Βούλγαροι με απόφαση του υπουργικού τους Συμβουλίου, προσάρτησαν
τα μέρη μας στο τότε Βασίλειο της Βουλγαρίας και αντικατέστησαν σε όλες τις
Δημόσιες Αρχές, καθώς και στους οργανισμούς Δημοσίου Δικαίου, Δήμους,
58
Κοινότητες κ.λ.π. τους Έλληνες υπαλλήλους με Βούλγαρους.
Παρόλα αυτά όμως η ζωή εξακολουθούσε τον ρυθμό της. Η τάξη
αποκαταστάθηκε εν μέρει και η λαϊκή αγορά της Χρυσούπολης λειτουργούσε
κανονικά. Η δραχμή κυκλοφορούσε ακόμη, αλλά η αξία της κάθε μέρα έπεφτε,
έως ότου σε τρεις τέσσερις μήνες εκμηδενίστηκε. Αντικαταστήθηκε από το
λέβα, το εθνικό νόμισμα των Βουλγάρων. Υπήρχε σχετική επάρκεια τροφίμων,
δηλαδή αραβόσιτου, αλατιού κ.λ.π. αργότερα την πρόσκαιρη έλλειψη αλατιού
την αντιμετωπίσαμε με την απόσταξη του θαλασσινού νερού. Μάλιστα γι΄αυτό
το λόγο χρειάστηκε να κατεβώ στη Νέα Κώμη. Πήρα από ‘κεί θαλασσινό νερό,
το έβρασα σε ένα μεγάλο καζάνι και πήρα το αλάτι. 'Ετσι εξασφάλισα περίπου
εβδομήντα κιλά αλάτι, όση δηλαδή ποσότητα καταναλώναμε σε ένα χρόνο.
Αμέσως μετά έβαλα τα δυνατά μου. Εξοικονόμησα μερικά λέβα, αφού
πούλησα ένα ή δύο ζώα και κατέβηκα στον κάμπο της Χρυσούπολης για να
αγοράσω αραβόσιτο, αδιαφορώντας για τις τιμές και το σπουδαιότερο
αψηφώντας σχετικές απαγορευτικές διαταγές των Βουλγαρικών Αρχών. 'Ετσι
εφοδιάστηκα με ποσότητες αλατιού και καλαμποκιού ικανές να καλύψουν την
ετήσια κατανάλωση μας. H προνοητική μου αυτή ενέργεια μας έσωσε από τα
δεινά της πείνας. Δεν πεινάσαμε τον φοβερό εκείνο χειμώνα ή μάλλον
πεινάσαμε λιγότερο από τους άλλους. Και αν την ποσότητα των τροφίμων που
προμηθεύτηκα την κατανάλωνε μόνο η οικογένειά μου δεν θα πεινούσαμε
καθόλου, αναγκαστήκαμε όμως από την φύση των πραγμάτων να βοηθήσουμε
και πολλούς άλλους και ιδιαίτερα τους συγχωριανούς μας.
Στην πόλη της Καβάλας όμως το πρόβλημα της πείνας ήταν εντονότερο. Οι
Αρχές έδιναν διακόσια γραμμάρια καλαμποκίσιο ψωμί τη μέρα το οποίο
φυσικά δεν ήταν αρκετό. Έτσι παρατηρήθηκε το γεγονός της εξόδου των
Καβαλιωτών προς την ύπαιθρο για την αναζήτηση τροφής. Για την συμβολή
και την δράση μου στον τομέα αυτό δεν θα επεκταθώ για την αποφυγή τυχόν
αυτοπροβολής.
Εάν στην περιοχή μας επικρατούσε κάποια ευνομία στη Δημόσια ασφάλεια,
δεν συνέβαινε το ίδιο και με την περιοχή της Δράμας, όπου οι Αρχές Κατοχής
με αφορμή ένα κίνημα που το προκάλεσαν οι ίδιοι, επιδόθηκαν για την δήθεν
καταστολή του σε ομαδικές δολοφονίες Ελλήνων Πατριωτών. Αυτά τα
γεγονότα όμως, ας τα αναλύσουν οι ιστορικοί.
Στις 15 Αυγούστου 1941 γιορτή της Παναγίας γινότανε στο διπλανό χωριό
του Κεχρόκαμπου το συνηθισμένο από τα ειρηνικά χρόνια πανηγύρι της
Κοίμησης της Θεοτόκου. 'Ηταν τότε οι πρώτοι μήνες κατοχής και οι συνέπειες
της δεν ήταν ακόμη τόσο εμφανείς, ώστε να επηρεάσουν τη ζωή μας. Το
πανηγύρι λοιπόν έγινε με μεγαλοπρέπεια όπως ακριβώς γινόταν τα
προηγούμενα χρόνια. Σ' αυτό έδωσαν μεγάλη έμφαση οι Βουλγαρικές Αρχές
Κατοχής , ο πρόεδρος της Κοινότητας, οι γραμματείς και οι αστυνομικοί με
παρέα τους δικούς μας που ήταν βέβαια εκτός υπηρεσίας και επιδόθηκαν σε
χορούς και διασκεδάσεις. Οι παραπάνω εκδηλώσεις όμως επισκιάστηκαν από
τις Ελληνοπατριωτικές εκδηλώσεις του 'Ελληνα ιερέα Παπανικήτα, που
καυτηρίασε φανερά τη διαγωγή των Βουλγάρων που παρέβησαν τους όρους της
καλής γειτονίας για πρόσκαιρα οφέλη υπό την σκέπη των Γερμανών. Αυτό
όμως εκνεύρισε τους Βούλγαρους οι οποίοι αρκέστηκαν μόνο σε απειλές, χωρίς
να τις πραγματοποιήσουν. Ευνόητο ήταν να διωχθεί αργότερα ο ιερέας, να
59
κακοποιηθεί και τέλος να εξοριστεί στα Γερμανοκρατούμενα μέρη της
Ελλάδας.
2. Η αποτυχημένη απόπειρα φυγής μου στη Θεσσαλονίκη
Τον Αύγουστο του 1941 οι Βουλγαρικές Αρχές κάλεσαν εμάς που ανήκαμε
στις κλάσεις του 1941-1942 να παρουσιαστούμε στα Βουλγαρικά Συμβούλια
επιλογής οπλιτών, προκειμένου να μας κατατάξουν στον Βουλγαρικό Στρατό.
Αφού βεβαιωθήκαμε ότι δεν πρόκειται να στρατευθούμε άμεσα,
παρουσιαστήκαμε εγώ και ο Αλέξης στο συμβούλιο στη Χρυσούπολη. Εκεί
επαλήθευσαν τα στοιχεία μας, μας σφράγισαν τη ράχη με ανεξίτηλο μελάνη,
πήραν το βάρος μας, μας έκαναν πρόχειρες ιατρικές εξετάσεις και μας άφησαν
να φύγουμε, αφού μας συνέστησαν να περιμένουμε την επιστράτευσή μας.
Αυτό και το γεγονός ότι δεν ανεχόμουν τον ξένο δυνάστη στο κεφάλι μου,
καθώς αισθανόμουν σαν παγιδευμένο λιοντάρι, με οδήγησαν στην απόφαση να
εγκαταλείψω την οικογένειά μου και να φύγω στη Γερμανοκρατούμενη
Ελλάδα.
Μέσο της Νέας Κώμης, όπου διανυκτέρευσα, κατέβηκα στην Καβάλα και
ρωτώντας για καίκι, λαθραίο βέβαια που να πηγαίνει στις όχθες του Στρυμόνα,
κοντά δηλαδή στο Σταυρό Χαλκιδικής, μου συνέστησαν ένα δικολάβο μεσίτη.
Αυτός μου έδωσε και υπέγραψα μία δήλωση στη Βουλγαρική γλώσσα η οποία
μου ήταν τελείως άγνωστη και μου συνέστησε να περάσω την επόμενη μέρα
για περισσότερα στοιχεία. 'Οταν όμως πέρασα την άλλη μέρα, μου είπε πως με
λύπη του δεν μπορεί να κάνει τίποτα και ότι πρέπει να γυρίσω και πάλι στο
χωριό μου, παρουσιάζοντας τη ζωή των περιοχών πέρα από το Στρυμόνα με τα
μελανότερα χρώματα. Είχε βέβαια δίκιο και φαίνεται πως οι προθέσεις του και
οι συμβουλές του ήταν ειλικρινείς. Αναγκάστηκα να γυρίσω πίσω στο χωριό,
περιμένοντας καλύτερες μέρες και την κατάλληλη ευκαιρία για να δραπετεύσω.
Στο χωριό όμως, όταν διαδόθηκε η φυγή μου, o Λάζαρος, τέως αγροφύλακας
και νυν σύνδεσμος της Βουλγαρικής Κοινότητας, κάλεσε τη μητέρα μου και
της συνέστησε να κατέβει στην Καβάλα να με βρει και να με φέρει πίσω στο
χωριό, γιατί αυτός σαν υπάλληλος των Αρχών Κατοχής, ήταν υποχρεωμένος να
αναφέρει την αναχώρηση μου.
Κλαίγοντας η μητέρα μου πήρε το δρόμο προς την Καβάλα με τα πόδια για
να με αναζητήσει. Συναντηθήκαμε στη Νέα Κώμη στο σπίτι της θείας μου της
Αμπερίνας. Εκεί μου διηγήθηκε την περιπέτειά της. Λίγο έξω από το
Μακρυχώρι, δηλαδή κάπου δέκα χιλιόμετρα από τη Νέα Κώμη, συνάντησε
έναν άντρα που τον γνώριζε εξ αποστάσεως, κάποιο Καρανικόλα από το
Ποντολείβαδο o οποίος πήγαινε από το Μακρυχώρι στο Ποντολείβαδο. Ενώ
λοιπόν βάδιζαν από κάτι μονοπάτια και κατσικόδρομους, ο Καρανικόλας της
επιτέθηκε με ανήθικους σκοπούς. Αυτή κατάφερε να ξεφύγει από τα χέρια του
ρίχνοντας του πέτρες και γύρισε πίσω, προς το Σκοπό, λίγο όμως πιο πάνω
συνάντησε μια ομάδα χωρικών που πήγαιναν στην Καβάλα, τους διηγήθηκε τη
περιπέτειά της και έτσι μαζί με αυτούς κατέβηκε στη Νέα Κώμη.
Με νηφάλια σκέψη προσπαθούσα να βρω τρόπο εκδίκησης ή μάλλον
60
τιμωρίας του θρασύτατου αυτού κυρίου. Η περίπτωση να τον αναφέρουμε στις
αρχές κατοχής αποκλείστηκε, γιατί οι συνέπειες γι' αυτόν θα ήταν τραγικές. Οι
Βούλγαροι ήταν πολύ αυστηροί στα ζητήματα ηθικής. Ίσως και εμάς αργότερα
να μας έβλαπτε η εχθρότητα που κατ' ανάγκη θα δημιουργούνταν μεταξύ των
οικογενειών μας από αυτή την καταγγελία, καθώς θα γεννιόταν ένα αίσθημα
μίσους με απρόβλεπτες συνέπειες.
Θεώρησα φρόνιμο να αναφέρω το συμβάν στον Παντελή Αναστασιάδη,
τέως οπλαρχηγό στα αντάρτικα του Πόντου, κάτοικο Ποντολείβαδου και
γείτονα του Καρανικόλα. Αυτός, αφού με άκουσε προσεκτικά, μου συνέστησε
να μη χάσω την ψυχραιμία μου και να τον αφήσω να αναλάβει ο ίδιος την
υπόθεση. Καθώς έμαθα αργότερα, τον έφτυσε στο καφενείο του χωριού
παρουσία όλων των κατοίκων, αναφέροντας την αιτία του διασυρμού του.
Εν τω μεταξύ, ολόκληρο το δεύτερο εξάμηνο του 1941 Βουλγαρικά
αποσπάσματα χτένιζαν την περιοχή μας για την ανεύρεση στρατιωτικού
εξοπλισμού, χωρίς όμως επιτυχία. Το γεγονός ότι δεν βρήκαν τα κρυμμένα
όπλα δεν μας βοήθησε ιδιαίτερα, επειδή αυτά τελικά δεν μας χρησίμευσαν σε
τίποτα. Πρώτα γιατί δεν μας δόθηκε η ευκαιρία και έπειτα λόγω της
πολύχρονης παραμονής τους στις κρυψώνες χωρίς τα στοιχειώδη μέσα
συντήρησης με λίπος κ.λ.π. έγιναν άχρηστα.
Ένα πρωί σε μία από τις καθιερωμένες έρευνες και ενώ είχα αντιληφθεί τις
Βουλγαρικές περιπολίες στο χωριό μας, βγήκα έξω από το σπίτι μας για να
πλυθώ. Τότε άκουσα να με προειδοποιούν να μείνω ακίνητος για να μου
κάνουν σωματική έρευνα.
Μετά την έρευνα με ακινητοποίησαν, ρωτώντας με για όπλα κ.λ.π, εγώ
όμως δεν καταλάβαινα τι μου έλεγαν, γιατί τότε δεν είχα ιδέα από τη
Βουλγαρική γλώσσα. Κάποιοι άλλοι Βούλγαροι βρήκαν στην αυλή μας ένα
παλιό κράνος του Ελληνικού στρατού και ενώ ετοιμάζονταν να μου το
κοπανήσουν στο κεφάλι δήθεν για να ομολογήσω, επενέβη η μητέρα μου και με
λίγα τουρκικά τους έδωσε να καταλάβουν ότι εγώ δεν είχα ιδέα για το κράνος
και πως γρήγορα θα γινόμουν συνάδελφός τους δείχνοντας την ανεξίτηλη
μελάνι του Συμβουλίου Επιλογής που είχα ακόμη στην πλάτη μου.Οι
Βούλγαροι φαίνεται πως πείστηκαν, δεν έδωσαν συνέχεια στην υπόθεση και
αναχώρησαν.
3. Η Βουλγαρική κατοχή σε εξέλιξη
Βρισκόμασταν πια στην καρδιά του χειμώνα του 1941-1942. O πόλεμος,
αφού σάρωσε τη χώρα μας, συνέχιζε το μακάβριο έργο του στα νότια στην
Αφρική και στα ανατολικά στη Ρωσία. Εμείς αρκετά υποφέραμε, ευτυχώς χωρίς
θύματα μέχρι τώρα. Όταν λέω εμείς, εννοώ φυσικά το σύνολο των κατοίκων
του χωριού μας. Από το σύνολο των επιστρατευμένων που είναι γύρω στα
δεκαπέντε άτομα, μόνο τρεις δεν παρουσιάστηκαν ακόμη στους δικούς τους.
Αλλά και γι' αυτούς έχουμε ενδείξεις ότι βρίσκονται στη ζωή και όταν ανοίξουν
οι δρόμοι θα επιστρέψουν στις οικογένειές τους. Μια παράξενη
συναδελφικότητα και ομόνοια επικρατούσε μεταξύ των κατοίκων. Σταμάτησαν
61
τα δικαστήρια, οι εχθρότητες, τα μίση. ΌΛος ο κόσμος αντιμετώπιζε την
κρίσιμη κατάσταση μονιασμένος. Τα σχολεία είχαν κλείσει με την κήρυξη του
πολέμου τον προπερασμένο Οκτώβριο του 1940 και είναι άγνωστο πότε θα
επαναλειτουργήσει. Η εκκλησία μας λειτουργεί κανονικά, τακτικότατα και
συστηματικότερα από κάθε άλλη φορά. 'Εχουμε για ιερέα ένα σεβαστό
πρόσωπο, αρκετά ηλικιωμένο, αλλά με ζωτικότητα. Πέρασε και αυτός
παρόμοιες καταστάσεις, ίσως και χειρότερες 25 χρόνια πριν, στα αντάρτικα του
Πόντου εναντίον των Τούρκων. Τώρα λοιπόν μερικές φορές κάνει σύγκριση
της συμπεριφοράς των Τούρκων και των Βουλγάρων εναντίον του Ελληνικού
στοιχείου. Έτσι βρίσκει την τωρινή κατοχή πιο ήπια από την κατοχή των
Τούρκων. 'Ισως να είχε δίκιο, αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή. Κανείς δεν ξέρει τι
μπορεί να γίνει την επόμενη μέρα.
Το 1942 ήταν το σκοτεινότερο έτος του πολέμου. 'Ηταν καθώς αποδείχθηκε
πολύ αργότερα, η χρονιά της τρομερής πάλης των δύο κόσμων. H πλάστιγγα
του πολέμου βρίσκονταν στην μέση στις αρχές του χρόνου, από το δεύτερο
όμως εξάμηνο έκλινε αποφασιστικά υπέρ των Συμμάχων.
Ειδικά τώρα, το μόνο ζήτημα που μας απασχολεί είναι το πρόβλημα της
πείνας. Στα σπίτια, στα καφενεία, στη πλατεία, στους δρόμους όλοι συζητάνε
για την πείνα. Στην αγορά της Χρυσούπολης δεν υπάρχει κανένα αγαθό για να
πουληθεί. Το σιτάρι το κατέσχεσαν το περασμένο καλοκαίρι οι Βούλγαροι, το
καλαμπόκι πουλιέται στη μαύρη αγορά με ογδόντα-εκατό λέβα και αυτό όχι σε
ικανοποιητικές ποσότητες. Μας βρίσκεται όμως αρκετό γάλα, αγελαδινό ή
κατσικίσιο το οποίο αποτελεί τη βασική μας διατροφή. Τα γαλακτοκομικά
προϊόντα όμως χωρίς το ψωμί, χάνουν πολύ, μα πάρα πολύ από την αξία τους.
Χαρακτηριστικά έλεγα τότε, ότι το ψωμί διπλασιάζει τη θρεπτική ικανότητα
όλων των τροφών. Δηλαδή αν μαζί με εκατό γραμμάρια κρέας φάει κανείς και
εκατό γραμμάρια ψωμιά είναι σα να τρώει διακόσια γραμμάρια κρέας. Το ίδιο
συμβαίνει με το βούτυρο και άλλα είδη φαγητών. 'Ετσι η έλλειψη ψωμιού
σημαίνει και υποβιβασμό της θερμιδικής ικανότητας όλων των τροφών,
τουλάχιστο στο μισό.
Όταν επιδεινώθηκε η κατάσταση, ομάδες κατοίκων των γύρω χωριών αλλά
και από αυτή την Καβάλα κατέκλυσαν το χωριό μας. 'Ολοι αυτοί ζητούσαν λίγο
ψωμί για να κορέσουν την πείνα τους. 'Ηταν αποκαρδιωτικό και σπαρακτικό το
θέαμα κινούμενων σκελετών για την αναζήτηση τροφής. Αυτά τα έζησα τότε
και τα διαπίστωσα ο ίδιος, αλλά καθώς μάθαμε ύστερα βέβαια από χρόνια, ήταν
ελάχιστη σε σχέση με την πείνα την οποία υπέφεραν σε άλλα σημεία της
παρτίδας μας. Ιδιαίτερα στην Αθήνα και στη Σύρο υπέστησαν πολύ χειρότερα.
Καθώς μάλιστα διάβασα πολύ αργότερα στα γαλλικά, ο καθολικός επίσκοπος
Σύρου έστειλε τηλεγράφημα στους ισχυρούς της γης με το παρακάτω λακωνικό
περιεχόμενο: "Αποστείλατε τρόφιμα ή φέρετρα".
Το παρήγορο για το χωριό μας ήταν ότι σε λίγο με τον ερχομό της άνοιξης
θα αυξηθεί η παραγωγή του γάλατος των κατσικιών και θα φυτρώσουν τα
χόρτα του αγρού, όπως τα αυλούκια, τα ραδίκια και άλλα τα οποία
ζεματισμένα και αλατισμένα θα μας κρατήσουν στο πόδι, μέχρι να παραχθεί η
νέα σοδειά το καλοκαίρι.
Βρίσκομαι στο χωριό κοντά στην οικογένειά μου. Στην πραγματικότητα
είμαι αρχηγός της οικογένειας και σαν μεγαλύτερος αδελφός σηκώνω όλα τα
62
βάρη της. Εγώ φροντίζω, ή μάλλον φρόντισα εν καιρώ για τον επισιτισμό και
εγώ πρέπει να εξασφαλίσω την μελλοντική διαβίωσή μας. Η οικογένειά μου
λοιπόν αποτελείται από τη μητέρα μου που έχει χηρέψει πριν 12 χρόνια και
είναι περίπου 48 χρονών, τους δύο αδελφούς μου και τις δύο αδελφές μου.
Προσπαθώ να τους απασχολήσω όλους πότε βοηθώντας εμένα στις αγροτικές
δουλειές και πότε φροντίζοντας για τον εφοδιασμό του σπιτιού με ξύλα κ.λ.π.
Καθημερινά και εφ' όσον το επιτρέπει ο καιρός, πιστός στην υπόδειξη του
δασκάλου μας Κεφερίδη, πηγαίνω στη δουλειά αντί στο καφενείο. Αλλά για
ποια δουλειά μπορεί να γίνει τώρα λόγος; Μόνο η προετοιμασία των χωραφιών
μπορεί να διεξαχθεί , έτσι ώστε να ετοιμαστούν για το καλοκαίρι. Πότε λοιπόν
κουβαλώ κοπριά με το γάιδαρο, πότε καθαρίζω το χωράφι από τα τσαλιά, τις
πέτρες και αποψιλώνω την γύρω περιοχή του χωραφιού για να απολαμβάνουν
περισσότερη ηλιοφάνεια τα φυτά.
Με το σφίξιμο της πείνας, στην αρχή αραίωσαν και τελικά σταμάτησαν
εντελώς οι εκδηλώσεις του παλιού καλού καιρού, τα τραγούδια και οι χοροί,
τουλάχιστον στα καφενεία και στην πλατεία του χωριού.
Γεννιέται λοιπόν το ερώτημα, τι έκαναν οι Βουλγαρικές Αρχές γι’ αυτό το
δράμα του Ελληνικού πληθυσμού. Είχαν και αυτοί σημαντικό μερίδιο ευθύνης
στην τόσο τραγική για εμάς κατάσταση. Αυτοί κατέσχεσαν το σιτάρι και το
καλαμπόκι το περασμένο καλοκαίρι σε πολλά χωριά κυρίως του κάμπου.
Μάλιστα για λόγους προπαγάνδας έφεραν καλαμπόκι από τη Ρουμανία, αλλά
ήταν πολύ λίγο και το χειρότερο είναι ότι διοχετεύτηκε στη μαύρη αγορά από
αυτούς τους ίδιους.
Είναι αλήθεια ότι φέρανε μεγάλες προμήθειες με καραμέλες και ένα άλλο
είδος στερεοποιημένων υλικών από ζάχαρη, καθώς και ζαχαρίνη. Χάρη σ' αυτά
λοιπόν μετριάστηκε κάπως η μάστιγα της πείνας. Το τραγικότερο χτύπημα
όμως για τον πληθυσμό είναι πως μερικοί από τους 'Ελληνες, μεταξύ των
οποίων και δύο-τρεις από το χωριό μας πεινάνε πολύ, πράγμα που τους
αναγκάζει να γίνουν ακούσια όργανα των Βουλγάρων και να τους εξυπηρετούν
στην προσπάθεια εκβουλγαρισμού των περιοχών μας. Σχεδόν καθημερινά
έχουμε επισκέψεις στο χωριό μας από Βούλγαρους χωροφύλακες τους οποίους
φιλοξενεί η οικογένεια της Μάρθας η οποία είναι Ρωσίδα και κατά συνέπεια
έχει μειωμένη Ελληνική συνείδηση. Συνεργάτης της είναι ο Λάζαρος, αρχηγός
οικογένειας με δέκα μέλη. Και οι δύο λοιπόν γίνονται ακούσια όργανα του
εχθρού στην προσπάθειά τους να κρατηθούν στην ζωή, "αντί πινακίου φακής".
Ασφαλώς συκοφαντούν κάθε τι το Ελληνικό και προβαίνουν σε προδοσίες σε
βάρος των συγχωριανών μας για ένα καρβέλι ψωμί ή λίγο καλαμπόκι.
Περισσότερο επικίνδυνη είναι η Μάρθα, για την οποία μάλιστα οι κακές
γλώσσες λένε πολλά. Αυτή για να ευχαριστήσει τους Βούλγαρους, διοργανώνει
σχεδόν καθημερινά χοροεσπερίδες στο σπίτι της όπου εκτός από την ίδια και τις
δύο κόρες της, παίρνουν μέρος και πολλοί συγχωριανοί μας, μεταξύ των οποίων
και ο αδελφός μου Νίκος, πράγμα που με ανησυχεί βαθύτατα. Προσπάθησα να
αποτρέψω τον αδελφό μου να συχνάζει στο σπίτι της Μάρθας, χωρίς όμως
αποτέλεσμα.
Βρισκόμαστε στα τέλη του 1941. Η πείνα κάθε μέρα γίνεται και πιο
δυσβάστακτη. Τα συμπτώματα της δεν άργησαν να φανούν. Δεν υπάρχουν πια
χοντροί άνθρωποι, το κάτω μέρος των ματιών είναι μαύρο, τα πρόσωπα είναι
63
χλωμά, αδύνατα και αποτελούν καθημερινό και συνηθισμένο θέαμα.
Με λίγα λόγια θα παραθέσω εδώ το δράμα και το τραγικό τέλος της
Δέσποινας Κωνσταντινίδου. 'Εμεινε ορφανή από πατέρα πριν τέσσερα χρόνια.
'Υστερα από ένα χρόνο έχασε και τη μητέρα της την Μασαμπλού. Τον ορφανό
αδελφό της τον υιοθέτησε μια οικογένεια κάτω στον κάμπο ο οποίος τελικά
σώθηκε από την πείνα της κατοχής, επέζησε, δημιούργησε οικογένεια και έγινε
καλός νοικοκύρης. Η ίδια όμως δόθηκε υπηρέτρια σε μια εύπορη οικογένεια
στην Καβάλα. Με την κατάρρευση όμως του Κράτους, η οικογένεια που την
φιλοξενούσε την άφησε στο δρόμο και έφυγε για την νότια Ελλάδα. H κοπέλα
χωρίς προστάτη, πεζή, περιπλανώμενη από βουνό σε βουνό ήρθε στο χωριό μας
όπου πότε μόνη και πότε με την οικογένεια ενός συγγενή της περνούσε τις
μαύρες μέρες της κατοχής. 'Οταν πια φάνηκε πως δεν θα άντεχε τις κακουχίες
-ήταν τότε 16 χρονών-, παρακάλεσα τη μάνα μου να την πάρουμε στο σπίτι μας
και να έχουμε όλοι την ίδια τύχη. Η αντίδραση της μάνας μου ήταν χλιαρή,
αυτή όμως του αδελφού μου ήταν πολύ έντονη, στην προοπτική να
φιλοξενήσουμε την κοπέλα στην οικογένειά μας και τελικά δεν την πήραμε στο
σπίτι. Το κορίτσι μόνο και απροστάτευτο, πεινασμένο, γυμνό, ξυπόλυτο και
ταλαιπωρημένο δεν άργησε να εξαντληθεί από την πείνα, έπεσε άρρωστη από
κρυοπαγήματα και ρευματισμούς και το τέλος της δεν θα μπορούσε να ήταν
διαφορετικό από αυτό που τη βρήκε, ο θάνατος. 'Ισως αν έρχονταν μαζί μας να
γλίτωνε.
Είμαι υπεύθυνος για τη συντήρηση και γενικά για την τύχη της οικογένειάς
μου, γιατί εγώ είμαι το μεγαλύτερο παιδί της ορφανής μας οικογένειας. Τώρα
εξαιτίας του χειμώνα, αλλά κυρίως εξαιτίας της εχθρικής κατοχής δεν υπάρχουν
δουλειές. Για να μη πάει χαμένος ο χρόνος μου καταγινόμουν με τις αγροτικές
δουλειές, μάζευα και κουβαλούσα ξύλα με τον γάιδαρο, πήγαινα κοπριά και
προετοίμαζα τα χωράφια για καλλιέργεια τον ερχόμενο χρόνο.
Ο πρώτος χρόνος της κατοχής είναι ίσως η μόνη περίοδος που σταμάτησα
τελείως το διάβασμα εντύπων ή εφημερίδων. Ελληνικά έντυπα δεν υπήρχαν
πια, παρά μόνο Βουλγαρικά, αλλά δεν γνώριζα τη γλώσσα. Στο σπίτι ήμασταν
πολύ αγαπημένοι με τα αδέλφια μου.
Τη μεγαλύτερή μου αδελφή τη Σοφία, την είχαμε δώσει στη νουνά της
Ναζλού, όταν ήταν 3 χρονών για υιοθεσία, τώρα είναι μόλις 15 χρονών. Παρ'
όλα αυτά επειδή η νουνά της έμεινε χήρα -ο άνδρας της Ιωάννης πέθανε το
1940- επιδιώκει να την παντρέψει για να έχουν έναν προστάτη στο σπίτι.'Ετσι
ψάχνει για γαμπρό και οι ενδιαφερόμενοι πηγαινοέρχονται στο σπίτι της,
πράγμα που μας στεναχωρεί, γιατί δεν θέλουμε να παντρέψουμε την αδελφή
μας τόσο μικρή, αλλά δεν μας πέφτει λόγος γιατί δεν βρίσκεται στα χέριά μας.
Μέσα στο δράμα και τη συμφορά που μας έφερε ο πόλεμος, κυλούσε η ζωή.
Δεν ξέραμε τίποτα για τον πόλεμο, καθώς δεν είχαμε από πουθενά ειδήσεις.
Εφημερίδες δεν υπήρχαν, Βουλγαρικές δεν μπορούσαμε να διαβάσουμε γιατί
δεν ξέραμε τη γλώσσα, ενώ τα ραδιόφωνα τα είχαν κατασχέσει οι εχθροί μόλις
ήρθαν στα μέρη μας. Υποθέταμε πως ο πόλεμος συνεχιζόταν στη Ρωσία και
στην Αφρική. Αυτό τουλάχιστον μας έλεγαν οι Βούλγαροι και πρόσθεταν πως
αιτία όλων των δεινών μας ήταν ο πόλεμος και ότι θα ησυχάσουμε μόλις
τελειώσει.
'Ενας από τους επιστήθιους φίλους μου, ο μοναδικός μπορώ να πω, είναι ο
64
Αλέκος Ζεϊτίδης. Μαζί ήμασταν στο Δημοτικό σχολείο, μαζί στο βουνό σαν
γιδοβοσκοί, μαζί στην κατασκευή των δρόμων και όπως φαίνονται τα
πράγματα, θα είμαστε μαζί και στην Βουλγαρία στα καταναγκαστικά έργα. Με
αυτόν ανταλλάσσουμε τακτικά τις σκέψεις μας, τους πόθους και τα όνειρά μας.
Δεν έχουμε μυστικά ο ένας από τον άλλο. Η μόνη μας διαφορά είναι πως αυτός
αρέσκεται στους χορούς και τα τραγούδια δεν έχει ιδανικά ή καλύτερα
αντικειμενικός σκοπός του δεν είναι η επίδοση του στα γράμματα όπως
συμβαίνει με εμένα. 'Ισως αυτό να είναι το ιδανικό μου τώρα στην πιο σκοτεινή
περίοδο της ζωής μου, που το αύριο είναι τελείως αβέβαιο. Αυτό όμως δεν
συμβαίνει και με τους άλλους νέους. Αυτοί έχουν απηυδήσει από τον πόλεμο
και τώρα που αυτός απομακρύνθηκε από μας, παρ' όλες τις συνέπειες του,
αυτοί επιδίδονται σε διασκεδάσεις. 'Ετσι τακτικά διοργανώνονται χοροί κάθε
Κυριακή, ή γιορτή ή και άλλη μέρα αρκεί να δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία. Σ’
αυτούς τους χορούς και τις διασκεδάσεις είχαν δημιουργηθεί τρία-τέσσερα
ειδύλλια μεταξύ των νέων του χωριού που τροφοδοτούσαν τα κουτσομπολιά.
Κανένα όμως από αυτά δεν κατέληξε σε γάμο.
Υπάρχει μεγάλη τρομοκρατία. Εχθρικά αποσπάσματα από χωροφύλακες και
στρατιώτες διασχίζουν τακτικά τα χωριά μας. Αδιάκοπες έρευνες διεξάγονται
για την ανακάλυψη στρατιωτικού εξοπλισμού χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Πολιορκίες, αποκλεισμοί χωριών, εξονυχιστικές έρευνες και σποραδικές
κατασχέσεις τροφίμων, ευτυχώς σε περιορισμένη κλίμακα, είναι συνηθισμένα
φαινόμενα.
Σπάνιες ακόμη είναι και οι συλλήψεις μερικών Ελλήνων για ανάκριση,
χωρίς άλλες συνέπειες. Για τα νέα του πολέμου, έχουμε στο χωριό μας έναν
έμπορο από τη Χρυσούπολη, τον Γιάννη Βαρώνα, που μας πληροφορεί για
δήθεν συμμαχικές επιτυχίες με απώτερο σκοπό την τόνωση του φρονήματος
του Ελληνικού στοιχείου που έμεινε στα μέρη μας και δεν κατέφυγε στη
Θεσσαλονίκη.
Εδώ και μερικούς μήνες έχουμε στα βουνά μας μια ομάδα που αποτελείται
από δέκα περίπου αντάρτες. Είναι πρώην στρατιώτες του στρατού μας που
διαλύθηκε, κατάγονται από διάφορες περιοχές που αποκλείστηκαν από τους
εχθρούς και τώρα περιφέρονται στα χωριά μας ζώντας σε βάρος του πληθυσμού
μας. Αυτό όμως είναι το λιγότερο. Το χειρότερο είναι οι συνέπειες και τα
αντίποινα που θα υποφέρουμε από τους Βούλγαρους, όταν μοιραία κάποια
στιγμή θα έρθουν σε σύγκρουση με την συγκεκριμένη ομάδα. Επικεφαλής της
ομάδας ήταν ο Γεώργιος Αραμπατζής ο οποίος πριν την κατάρρευση δούλευε
στο δρόμο ως εργάτης και η τύχη το έφερε να ζήσει μόνο αυτός από ολόκληρη
την ομάδα του, όταν τέλειωσε ο πόλεμος. Υπαρχηγός ήταν κάποιος Παντελής,
που φημίζονταν για την αγριότητά του και ο μεγαλύτερος από όλους ήταν ένας
από τον κάμπο της Χρυσούπολης του οποίου το όνομα δεν το θυμάμαι. 'Εχουν
το καλύβι τους δύο, τρία χιλιόμετρα έξω προς τα βόρεια του χωριού μας και
όπως προανέφερα ζουν σε βάρος του Ελληνικού στοιχείου. Άλλο κακό είναι ότι
κοντά σ' αυτούς, χωρίς οι ίδιοι να γνωρίζουν τίποτα, βγαίνουν στο βουνό για
ληστεία και μερικά άλλα άτομα που ταλαιπωρούν τον κόσμο και ύστερα
ρίχνουν τις πράξεις τους στους αντάρτες.
Και παρ' όλα αυτά, την τρομοκρατία, την πείνα, τους αντάρτες, τους ληστές
που ενεργούν στο όνομα των ανταρτών, η ζωή κυλά και θέλει πάντα να
65
τραβήξει μπροστά.
Μπήκαμε στο Φεβρουάριο του 1942. Τα αποθέματα μας σε καλαμπόκι όσο
πάνε και λιγοστεύουν. Τώρα καταλαβαίνω ότι ήταν εσφαλμένος o υπολογισμός
που έκανα το περασμένο φθινόπωρο, όταν πραγματοποίησα τις προμήθειές μας
για το καλαμπόκι της χρονιάς. 'Επρεπε να υπολογίσω στις κανονικές ποσότητες
καλαμποκιού που ξοδεύαμε εν καιρώ ειρήνης και ένα ποσοστό 50%
περισσότερο, γιατί η παντελής έλλειψη όλων των άλλων τροφών μας ανάγκασε
μοιραία να τις αντικαταστήσουμε με καλαμπόκι.
Από ένα πρόχειρο υπολογισμό που κάνω τα αποθέματα του καλαμποκιού
που έχουμε τώρα δεν είναι αρκετά, έτσι θα πεινάσουμε τουλάχιστον για
δεκαπέντε μέρες, ώσπου να βγει η νέα σοδειά που πρώτα ο Θεός προμηνύεται
πλούσια. Με την ευκαιρία σημειώνω λοιπόν ότι στα χρόνια της κατοχής οι
σοδειές ήταν πάντα πλούσιες. Η Θεία Πρόνοια αναπληρώνει τα κενά που
αφήνει ο πόλεμος και δίνει απλόχερα τα αγαθά της. Άλλο χαρακτηριστικό της
πολεμικής περιόδου είναι οι βαρείς χειμώνες. Με φρίκη αναλογίζομαι και τώρα
ακόμη, ύστερα από τόσα χρόνια, τη δριμύτητα του ψύχους των χρόνων του
πολέμου. Που να οφείλεται αυτό; Μήπως στην έκλυση ενέργειας στο διάστημα;
Ακόμη πιο δραματική ήταν η κατάσταση μας από άποψη ρουχισμού, αφού και
κατά την ειρηνική περίοδο ελάχιστα ήταν τα ενδύματα που διαθέταμε. Τα
μαγαζιά είχανε κλείσει. Τα λίγα που έμειναν τα άρπαζαν οι Βούλγαροι οι οποίοι
βρίσκονταν σε χειρότερη μοίρα από μας. Ντυνόμασταν με χιλιομπαλωμένα
κουρέλια. Σε πολλές περιπτώσεις ήταν δύσκολο από τα πολλά μπαλώματα να
ξεχωρίσει κανείς το αρχικό ύφασμα του ρούχου.
Τέλος δραματική ήταν και η έλλειψη οικιακών σκευών. Πέντε άτομα στο
σπίτι είχαμε μόνο πέντε κουτάλια, κανένα πιρούνι και ένα μαχαίρι κουζίνας.
Από μαγειρικά σκεύη διαθέταμε μόνο μία κατσαρόλα και ένα βαθουλό πιάτο,
ενώ και το καπάκι της κατσαρόλας το μεταχειριζόμασταν και αυτό σαν πιάτο,
μια ξύλινη σκάφη για ζύμωμα, μια από λαμαρίνα για το πλύσιμο των ρούχων
και τέλος δύο τενεκέδες για νερό με ξύλινη βάση.
4. Η περιπέτειά μου το βράδυ στις 2 Μαρτίου του 1942
'Εκανα μια απερισκεψία, ίσως τη μοναδική στη ζωή μου, να εκμυστηρευτώ
στον Παναγιώτη Σαββουλίδη σχετικά με το ειδύλλιο του φίλου μου Αλέκου με
κάποια συγχωριανή μας, χωρίς να ξέρω πως και αυτός o Σαββουλίδης
ενδιαφέρονταν για την ίδια κοπέλα. Απερισκεψία που λίγο έλειψε να την
πληρώσω πολύ ακριβά μάλιστα.
'Οπως συνηθίζαμε παρέα με τον φίλο μου Αλέκο, αφού φέραμε βόλτα τα
καφενεία του χωριού, καταλήξαμε το βράδυ στις 2 Μαρτίου 1942 στο σπίτι του
συγχωριανού μας Ευστράτιου Νικολαίδη που βρίσκονταν στην άκρη του
χωριού. Ο Στρατής ήταν ένας μεσόκοπος άνδρας και δεν ξέραμε τίποτα για την
προηγούμενη κοινωνική και ατομική του ζωή, εκτός από όσα μας έλεγε ο ίδιος.
Κατέληξε στο χωριό μας το 1934, συστήθηκε ως ελεύθερος και παντρεύτηκε
την Ελισάβετ Τουμανίδου, χήρα με δύο παιδιά τον Μιχάλη 11 χρονών και την
Ευθυμία 9 χρονών.
66
Βολευτήκαμε αρκετά καλά στη κάμαρά του, ήταν εκεί τυχαία και άλλοι
συγχωριανοί μου ο Δημήτριος Βασιλειάδης και ο Μιχαήλ Νταϊφάς. Κατά τις 11
η ώρα ακούσαμε αρκετά έντονα γαυγίσματα του σκύλου που δεν προμήνυαν
κάτι καλό.
Για μια στιγμή βλέπω τον Στρατή τον νοικοκύρη του σπιτιού να βγαίνει έξω
και ύστερα από λίγη ώρα, σε ένα τέταρτο περίπου, να οδηγεί στη κάμαρά μας
καμιά δεκαριά λησταντάρτες, την ομάδα του καπετάν Γιώργη. Έμπαιναν στην
κάμαρα ένας-ένας και κρεμούσαν τα όπλα τους και τα φυσεκλίκια τους στους
τοίχους του δωματίου σαν να επρόκειτο για στρατώνα.
Παρατήρησα ότι οι περισσότεροι κάθισαν δίπλα μου σχηματίζοντας ένα
κύκλο, ώστε κάθε απόπειρα φυγής μου να είναι αδύνατη. Επειδή ενοχλήθηκα
από τον κύκλο αυτό και θέλησα λίγο να τραβηχτώ σε κάποια γωνιά της
κάμαρας, η νοικοκυρά του σπιτιού, η Ελισάβετ μου είπε με τρόπο: "Παναγή,
όλοι αυτοί απόψε ήρθαν εδώ για σένα". Πάλι δεν συνειδητοποίησα τον κίνδυνο
που διέτρεχα και καθόμουν αμέριμνος, αν και λίγο σκεπτικός και άκεφος. Στο
μεταξύ άκουσα έναν από αυτούς να λέει : «Επιτέλους βρήκαμε αυτόν που
αναζητούσαμε τόσο καιρό.» Τότε κατάλαβα ότι όλη αυτή η ιστορία γινόταν για
μένα και προσπάθησα να ανακτήσω το θάρρος μου και άρχισα να βασανίζω τις
σκέψεις μου πως θα μπορούσα να γλιτώσω από τους εκτός αφορμής, κατά τη
γνώμη μου, εχθρούς. Πλησίασα με τρόπο το φίλο μου τον Αλέκο και τον έκανα
κοινωνό των σκέψεων και των ανησυχιών μου, αλλά εκτός από λίγα
ενθαρρυντικά λόγια τίποτα άλλο δεν μπορούσε να μου προσφέρει ο φίλος μου,
όσο και αν το ήθελε. Εν τω μεταξύ συνεχίζονταν οι συνομιλίες μεταξύ των
ανταρτών και των λοιπών παρευρισκομένων στην κάμαρα. 'Εβλεπα πότε-πότε
τις λοξές ματιές των ανταρτών να στρέφονται σε μένα και περισσότερη
ανησυχία άρχισε να με καταλαμβάνει. Ρώτησα την Ελισάβετ αν πρέπει να φύγω
με τρόπο, αλλά μου αντέτεινε ότι αυτό τώρα είναι πια αδύνατο. 'Επρεπε να είχα
φύγει, μου είπε, στην αρχή μόλις μπήκαν οι αντάρτες στην κάμαρά μας.
'Εμεινα έτσι εγκαταλειμμένος και έρημος, χωρίς καμιά ελπίδα, να περιμένω
μοιραία την εξέλιξη του δράματος. Τέλος ακούω τον Παντελή να με φωνάζει με
το όνομά μου, να σηκώνεται από τη θέση του και να με οδηγεί έξω από το
σπίτι, στην αυλή.
'Εβγαλε τότε ένα χασαπομάχαιρο που τo μεταχειριζότανε στη σφαγή των
ζώων που κλέβανε και το σήκωσε πάνω στο σβέρκο μου, έτοιμος να το
κατεβάσει μέσα στο σκοτάδι της νύχτας με την απειλή:
- « Θα σε σφάξω σαν κατσίκι». Μόλις πρόφτασα να του πω :
- « Μα κύριε Παντελή τι κακό έκανα και πας να με χαλάσεις ;
- «Δεν ξέρω, μου λέει. Αλλά εμείς οι αντάρτες θέλουμε να μας κρατήσετε μακριά
από τις αγάπες και τις ερωτοδουλειές σας.».
- « Μα του είπα, δεν σε καταλαβαίνω. Ποτέ μου δεν αγάπησα κοπέλα και δεν
καταλαβαίνω αυτά που λες.
- Θα σου δείξω εγώ μου είπε και κουνούσε απειλητικά το μαχαίρι, ενώ
προσπαθούσε να με πλησιάσει με τις πιο άγριες διαθέσεις. »
Εν τω μεταξύ, καθώς έμαθα αργότερα, ύστερα από την απαγωγή μου στη
κάμαρα, έγινε μια δραματική συζήτηση για τη τύχη μου. Η νοικοκυρά του
67
σπιτιού η Ελισάβετ, παρότρυνε τους υπόλοιπους αντάρτες και χωρικούς να
πεταχτούν έξω να με γλιτώσουν, πριν με χαλάσει ο Παντελής.
'Ετσι στην κατάλληλη στιγμή ο καπετάν Γιώργης μαζί με τον Δημήτριο
Βασιλειάδη και τον Μιχάλη Νταϊφά πετάχτηκαν έξω σταμάτησαν τον Παντελή,
του κρατήσανε το χέρι και του είπανε.
- « Έγινε μια παρανόηση, μην τον χαλάσεις Παντελή.
Μα επιτρέπεται, είπε ο Παντελής, ο Παναγής να αγαπά ένα κορίτσι την Βαρβάρα
και να ανακατεύει εμάς στις ερωτοδουλειές του; Είναι, είπε, αντεραστής του
Παναγιώτη Σαββουλίδη από τη Κωνσταντινιά, όπως τουλάχιστον μας είπε ο
ίδιος. Δεν μπορώ να συνεχίσω πια να είμαι τροφοδότης σας, μας είπε ο
Σαββουλίδης, γιατί φοβάμαι τον Παναγή, μήπως από έρωτα προς τη Βαρβάρα,
επειδή την αγαπώ κι' εγώ, με προδώσει στους Βουλγάρους για να με βγάλει από
τη μέση και να γίνει η Βαρβάρα δική του ».
Αμέσως με πειστικότητα φώναξα:
« Δεν ενδιαφέρομαι για το κορίτσι αυτό, ούτε και για καμιά άλλη κοπέλα, γιατί
ακόμη δεν αποφάσισα να παντρευτώ. Δεν είμαι εγώ αυτός που αγαπά το κορίτσι,
αλλά άλλος, ο Αλέκος που είναι μέσα στη κάμαρα και μπορεί να σας το
βεβαιώσει και ο ίδιος. »
Τελικά πείστηκε ο Παντελής και για να βεβαιωθεί με οδήγησε και πάλι στην
κάμαρα. Εκεί τότε ο Αλέκος, προς τιμή του, ομολόγησε πως εκείνος αγαπά την
Βαρβάρα και πως θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να την παντρευτεί.
Μπήκε στη συζήτηση τότε ο καπετάνιος, ένας άνδρας μετρίου αναστήματος
από ένα χωριό της Χρυσούπολης και μας είπε :
- « Παιδιά μου δεν είναι σοβαρά πράγματα να μας ανακατεύεται και μας στις
ερωτοδουλειές σας. Απευθυνόμενος σε μένα, μου είπε, Παναγή να ευχηθείς να
έχουμε τύχη να επιζήσουμε της κατοχής. Όταν λοιπόν με το καλό έρθει η
πολυπόθητη ειρήνη, έλα στο χωριό μου, εγώ ο ίδιος που έχω ένα μόνο κορίτσι θα
σε κάνω γαμπρό. Δεν τελειώσανε τα κορίτσια, μόνο ειρήνη να έχουμε και να
βγούμε με το καλό απ’ αυτό τον πόλεμο ».
Ακολούθησε συζήτηση στην οποία πήραν μέρος όλοι. Εκεί αποδείχθηκε ότι
επρόκειτο για παρανόηση, αφού ο Αλέκος δεν σταμάτησε να λέει πως αυτός
αγαπά το κορίτσι και θα το πάρει ό,τι και αν συμβεί.
Εν τω μεταξύ πήρα θάρρος από την έκβαση της συζήτησης. Άρχισα να
σκέφτομαι με πιο τρόπο θα μπορούσα να φύγω από εκεί και αν έπρεπε μετά τη
φυγή μου να κρύβομαι για να σωθώ από τους διώκτες μου. Ρώτησα τους
αντάρτες, αν μπορούσα και εγώ με τη σειρά μου να τους κάνω δώρο ένα βιβλίο
ανταρτικού περιεχομένου. 'Ηταν ένα βιβλίο που εξιστορούσε τους αγώνες των
Μακεδονομάχων στα χρόνια του 1901-1905 στην περιοχή του βάλτου των
Γιαννιτσών. Οι αντάρτες δέχτηκαν την πρότασή μου. Με άφησαν να φύγω για
να πάω σπίτι μου και να τους το φέρω. Πετάχτηκα έξω και ενώ πήγαινα στο
σπίτι σκεπτόμουνα αν έπρεπε να επιστρέψω, ή να κρυφτώ και μου φάνηκε
καλύτερο να επιστρέψω με το βιβλίο και μια αφιέρωση "Στους συνεχιστές του
Εθνικού Αγώνα", όπως και έγινε. Δέχτηκαν με ευχαρίστηση το δώρο, μάλιστα
ο καπετάνιος επαναλάμβανε τακτικά πως αν έχουμε την τύχη και βγούμε σώοι
από αυτή τη δύσκολη κατάσταση, τότε, αφού γίνει ειρήνη, με ευχαρίστηση θα
με κάνει γαμπρό του. O δύστυχος φαίνεται πως είχε άσχημα προαισθήματα,
68
γιατί, ύστερα από λίγο καιρό σκοτώθηκε σε μια συμπλοκή με τους συντρόφους
του. Η ειρωνεία της τύχης ήταν πως ο Παντελής ο οποίος λίγο έλειψε να με
σφάξει, δολοφονήθηκε ύστερα από δύο μήνες από συντρόφους του. Τελικά
στην πολυπόθητη ώρα της ειρήνης από ολόκληρη την ανταρτομάδα επέζησε
μόνο ο Καπετάν Γιώργης. 'Ολοι οι άλλοι σκοτωθήκανε σε διαφορετικά χρονικά
διαστήματα μεταξύ τους και κανένας από τον εχθρό.
Μόλις κατά τις 4 το πρωί ξέπλεξα από τους αντάρτες. Γύρισα πάλι στο σπίτι
όπου όλοι κοιμόντουσαν βαθιά σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Τότε δεν τους
φανέρωσα τίποτα, αλλά τους τα είπα ύστερα από καιρό. Ευτυχώς το επεισόδιο
έληξε εκεί. Άφησα τον χρόνο να κυλήσει και μετά από κάποιο διάστημα
προσπάθησα να εξιχνιάσω την υπόθεση και το μυστήριο εκείνης της βραδιάς
στις 2 προς 3 Μαρτίου 1942. 'Ετσι έμαθα από την Ελισάβετ, τη σύζυγο του
Στρατή, πως οι αντάρτες από καιρό ψάχνανε να με βρούνε για να με χαλάσουν.
Οι λέξεις σφαγή, τουφεκισμοί ή εκτέλεση έχασαν την σημασία τους τότε και
αντικαταστάθηκαν με τη λέξη χάλασμα. Είναι και αυτό δείγμα των συνεπειών
του πολέμου.
« Είναι ευτύχημα μου είπε πως σε έτυχαν στο σπίτι μας και σώθηκες χάρη στην
επέμβασή μας. Αν σε έπιαναν αλλού, θα σε χαλούσαν. Η μαρτυρία της γυναίκας
αυτής ήταν αληθινή, γιατί την άκουσα ύστερα από μέρες σε μια λογομαχία με
γειτόνισσες να καυχάται πως γλίτωσε άνθρωπο από μαχαίρι, εννοώντας εμένα
τον ίδιο ».
Δεν μπόρεσα να καταλάβω τη στάση του φίλου μου Παναγιώτη Σαββουλίδη
και τον τρόπο που διάλεξε να με ανακατέψει στους έρωτές του για να
ξεφορτωθεί τους αντάρτες, οι οποίοι ομολογουμένως του ήταν μεγάλο βάρος.
Δεν έδειξα καμιά ταραχή. Προσπάθησα να ξεχάσω το επεισόδιο εκείνης της
βραδιάς, χωρίς όμως να το καταφέρω. 'Εχω την τάση να μην ξεχνάω το κακό,
αλλά και να μη το ανταποδίδω. Πολλές φορές αργότερα μου δόθηκε η ευκαιρία,
μου την έδωσε άλλωστε ο ίδιος ο Σαββουλίδης, να ξεκαθαρίσω τα παρασκήνια
του επεισοδίου. Δεν το έκανα όμως, καθώς δεν θα ωφελούσε σε τίποτα. μόνο
νέες προστριβές θα δημιουργούνταν, με άδηλο αποτέλεσμα.
Οι χωρικοί που παραβρέθηκαν στο επεισόδιο αυτό, πάντοτε μου έλεγαν πως
όντως ο Παντελής είχε σκοπό να με χαλάσει και πως σώθηκα μόνο, ύστερα από
τη παρέμβασή τους. Ο ίδιος όμως ο Παντελής που τον συνάντησα ύστερα από
λίγες μέρες και τον ευχαρίστησα για τη στάση του, με καθησύχασε λέγοντας
πως οι αντάρτες δεν χαλούν κόσμο, αν προηγουμένως δεν εξετάσουν καλά τα
πράγματα και δεν βρουν τον πραγματικό ένοχο.
'Υστερα από λίγες μέρες ο φίλος μου και τροφοδότης των ανταρτών
Γεώργιος Αθανασιάδης μου είπε πως σε μια σπηλιά εκεί γύρω στα δάση του
Νέστου βρήκε ένα βιβλίο με ιδιόχειρη αφιέρωσή μου στους αντάρτες. Την
αφιέρωση, την ημερομηνία και την υπογραφή μου τις έβαλα σε μία πολύ
δύσκολη στιγμή για να σώσω την ζωή μου. Επειδή αυτό ήταν πολύ επικίνδυνο,
σε περίπτωση που το βιβλίο περνούσε στα χέρια των καταδιωκτικών
Βουλγαρικών Αρχών, παρακάλεσα τον συνομιλητή μου με την πρώτη ευκαιρία
να μου φέρει το βιβλίο πίσω ή τουλάχιστον να το καταστρέψει. Πράγματι
ύστερα από καιρό το βιβλίο πέρασε ξανά στα χέρια μου, οπότε κατέστρεψα όχι
69
μόνο την αφιέρωση αλλά και ολόκληρο το βιβλίο.
Τώρα που γράφω το παρών βιβλίο, έχω ξεχάσει το συγκεκριμένο γεγονός, ή
καλύτερα δεν δίνω καμιά σημασία στο επεισόδιο αυτό. Δυστυχώς αργότερα,
άλλες περισσότερο δραματικές εξελίξεις επισκίασαν τα γεγονότα αυτά, τα
οποία αυτόματα πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. 'Επρεπε όμως να μου συμβούν όλα
τα παραπάνω για να τιμωρηθώ για την αφέλεια που είχα να μιλήσω στον
Σαββουλίδη σχετικά με τον έρωτα του Αλέξη με τη Βαρβάρα.
5. Ο γάμος της αδελφής μου Σοφίας
Μεταξύ του Ελληνικού πληθυσμού συγκαταλέγονταν και τέσσερις-πέντε
Κρητικοί, πρώην στρατιώτες του Ελληνικού Στρατού οι οποίοι με την
κατάρρευση και την καταστροφή που ακολούθησε αποκλείστηκαν στα μέρη
μας. Περιφέρονταν στα χωριά μας ενωμένοι, συναδελφωμένοι, με μια
παραδειγματική αλληλεγγύη μεταξύ τους και κάνουν οποιαδήποτε δουλειά για
να κρατηθούν στη ζωή.'Ενας από αυτούς παντρεύτηκε στο Κεχρόκαμπο, ενώ οι
άλλοι, καθώς δεν είχαν μόνιμη στέγη, περιφέρονταν από ‘δώ και από ‘κεί. Αυτό
το αντιλήφθηκαν οι Βούλγαροι και άρχισαν να τους παρακολουθούν. Τους
πρότειναν να εγκατασταθούν κάπου μόνιμα, έτσι ώστε να μη δημιουργούν
προβλήματα με τις συχνές μετακομίσεις τους στις Αρχές.'Υστερα μάλιστα από
τον φόνο ενός Κρητικού από μέρους των Αρχών, οι άλλοι αναζήτησαν αμέσως
εστίες μόνιμης εγκατάστασης, δηλαδή την σύναψη γάμου με ντόπιες νύφες.
'Ενας από αυτούς, ο Μιχαήλ Ξυπολυτάκης παρουσιάστηκε σαν υποψήφιος
γαμπρός στην αδελφή μου Σοφία την οποία από πολύ μικρή είχαμε δώσει για
υιοθεσία στη νονά της.
Παρά τις αντιδράσεις και τις επιφυλάξεις μας, άλλωστε από μας δεν
εξαρτιόταν τίποτα και με τη μεσολάβηση μερικών γυναικών, η αδελφή μου
παρά την ανηλικότητά της, ήταν μόλις 16 χρονών, τον δέχθηκε για άνδρα. Τις
πρώτες ενδείξεις για το συνοικέσιο αυτό, είναι αστείο να μιλήσουμε για
ειδύλλιο γιατί στην περίπτωση αυτή τον άντρα τον έσπρωχνε η ανάγκη της
αποκατάστασής του και η πείνα, την κοπέλα ο φανταστικός κόσμος που
ονειρεύονται οι νέες στην ηλικία αυτή. Το αντιλήφθηκα σχεδόν αμέσως και
ενημέρωσα την μητέρα μου χωρίς χρονοτριβές. Δεν έδωσε όμως καμία
σημασία, γιατί ήταν ήδη ενημερωμένη από πρώτο χέρι. 'Οταν όμως την
Κυριακή των Βαΐων διαδόθηκε ότι ήρθε στο χωριό μας ο υποψήφιος γαμπρός
για να γνωρίσει την αδελφή μου, αυτή που εκείνη τη στιγμή έτυχε να βρίσκεται
κοντά μου στο κέντρο του χωριού, έτρεξε αμέσως στο σπίτι της για να
υποδεχθεί τον υποψήφιο με τέτοιο ενθουσιασμό που εγώ δεν πίστευα στα μάτια
μου. 'Ετσι δεχτήκαμε όλοι να γίνει ο γάμος, καθώς δεν μπορούσαμε να κάνουμε
διαφορετικά και μάλιστα όσο το δυνατόν συντομότερα. Άδειες, πιστοποιητικά
και άλλα δικαιολογητικά που είναι απαραίτητα στις περιστάσεις αυτές, τώρα
είναι αδύνατο να εκδοθούν. 'Ετσι, αφού εμείς βρεθήκαμε "προ τετελεσμένου
γεγονότος", ο παπάς της ενορίας μας ένας άγιος κατά τα άλλα ιερέας, δέχθηκε
να πραγματοποιήσει τον γάμο. 'Εγινε μόνο θρησκευτικός γάμος, χωρίς να έχει
καμιά ισχύ από νομικής πλευράς, γιατί οι Βουλγαρικές Αρχές αρνήθηκαν να
70
καταχωρίσουν τον γάμο αυτό στα βιβλία τους ακριβώς, επειδή έγινε χωρίς την
προσκόμιση των απαραίτητων δικαιολογητικών. Χρειάστηκε να έρθει η
απελευθέρωση, ύστερα από τέσσερα χρόνια, για να γίνουν οι σχετικές
διατυπώσεις για την νομιμοποίηση του γάμου, μετά από θέσπιση ειδικού
Νόμου που είχε κατ' ανάγκη αναδρομική ισχύ για τις άτυπες τελετές γάμων.
Τότε λοιπόν στο σπίτι της νονάς της αδελφής μου κανονίστηκαν όλες οι
λεπτομέρειες για την τέλεση του γάμου την επόμενη Κυριακή. Βασιστήκαμε
όλοι μας στη καλή πρόθεση και στα λόγια του γαμπρού για την οικογενειακή
του κατάσταση. Δεν γινότανε αλλιώς και έτσι όλοι μείναμε σύμφωνοι για το
συνοικέσιο. Οι αντιδράσεις μου, γιατί στο τέλος ήμουν ο μόνος που είχα
αντιρρήσεις, δεν ήταν ικανές να ανατρέψουν την ροή των πραγμάτων και έτσι
τελευταίος όλων συμφώνησα και εγώ στην τέλεση του γάμου.
'Ετσι ο γάμος της αδελφής μου έγινε στην εκκλησία του χωριού την πρώτη
Κυριακή μετά το Πάσχα του 1942. 'Ηταν μια πολύ απλή τελετή. Κουφέτα,
λαμπάδες, νυφικά και άλλα παρόμοια δεν χρησιμοποιήθηκαν, κυρίως λόγω της
κατάστασης και της μεγάλης φτώχειας που μας μάστιζε.Θυμάμαι πως η μητέρα
μου ήρθε στο γάμο της κόρης της φορώντας τα αναλία, ξύλινες παντόφλες και
εγώ τσαρούχια, ενώ τα άλλα μου αδέλφια ήταν μισόγυμνα και ξυπόλυτα.Το ίδιο
απλό ήταν και το γαμήλιο τραπέζι.
Από όλα τα αδέλφια μου o Νίκος ήταν εκείνος που από την πρώτη στιγμή
δέχτηκε με ικανοποίηση αυτό το συνοικέσιο. Οι άλλοι αδελφοί δεν εξέφρασαν
καμία γνώμη, ίσως εξαιτίας της μικρής τους ηλικίας. Το ζευγάρι βέβαια αυτό
στα κατοπινά χρόνια παρά τους κλυδωνισμούς που είχε εξαιτίας της
ανηλικότητας της νύφης, είχε ζηλευτή επιτυχία, ιδιαίτερα στην ανατροφή των
παιδιών που όλα τους έγιναν καλοί νοικοκυραίοι, καλοί σύζυγοι, χρήσιμοι στις
οικογένειές τους και στην κοινωνία.
71
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Στα Βουλγαρικά στρατιωτικά
εργατικά τάγματα
1. Η απαγωγή μου στη Βουλγαρία και η ένταξή μου στα
εργατικά τάγματα
Κατά το τέλος Μαρτίου 1942 κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες
σχετικά με τις προσκλήσεις μας στα Βουλγαρικά Εργατικά Τάγματα.
Δεν είναι υπερβολικό να πω πως όλο το χειμώνα τον περάσαμε κάτω
από την επήρεια των φημών αυτών. 'Ηταν πια 10 Απριλίου όταν μου
κοινοποιήθηκε από τη Βουλγαρική Αστυνομία, στη Βουλγαρική
γλώσσα βέβαια, το σχετικό έγγραφο το οποίο καθώς μου το
μετέφρασαν, γιατί εγώ δεν είχα τότε ιδέα από τη γλώσσα αυτή,
έγραφε τα εξής :
Βασίλειο της Βουλγαρίας
Επαρχία Άσπρης Θάλασσας
Κοινότητα Δαρόβης
Προς
Τον κ. Παναγιώτη Αμπεριάδη του Ελευθερίου,
στο Μουρατλί
Παραγγέλνουμε να παρουσιαστήτε στις 30 Απριλίου 1942 στα
γραφεία της Κοινότητας Δαρόβας για την προώθησή σας στο
σιδηροδρομικό Σταθμό Λόβετσ της Βουλγαρίας για την κατάταξη
σας στη 5η εργατική Μεραρχία που εδρεύει εκεί, προς ανάληψη
υπηρεσίας.
Αν αποφύγετε να εκπληρώσετε την υποχρέωσή σας αυτή, να ξέρετε
πως θα έχετε πολύ βαριές συνέπειες γιατί τότε θα εφαρμοστούν σε
βάρος σας τα σχετικά άρθρα του Βουλγαρικού Στρατιωτικού
Κώδικα και της στρατιωτικής Νομοθεσίας.
0 Δήμαρχος της
Κοινότητας
Υπογραφ
ή
Έτσι λοιπόν η φήμη που κυκλοφορούσε εδώ και ένα χρόνο
περίπου έγινε πραγματικότητα. Μαζί με μένα, παρόμοια πρόσκληση
έλαβε και o συγχωριανός μας Αλέκος Ζεϊτίδης. Ύστερα από μερικές
μέρες μάθαμε πως ίδιες προσκλήσεις πήραν και άλλα επτά άτομα στο
72
διπλανό χωριό, τον Κεχρόκαμπο, καθώς και όλοι οι νέοι των κλάσεων
1941-1942, κάτοικοι της περιφέρειας Χρυσούπολης, καθώς και οι
άλλες περιφέρειες της Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτικής Θράκης,
δηλαδή οι περιοχές από τον Στρυμόνα μέχρι τον 'Εβρο. Δεν μπορούσε
να γίνει σκέψη αποφυγής της στράτευσης ή ανυποταξία. Είχε περάσει
πια ένας χρόνος Βουλγαρικής κατοχής και οι Βούλγαροι έλεγχαν για
τα καλά τα μέρη μας. Φέρανε Αστυνομία τετραπλάσια μπορώ να πω
από αυτήν που είχαμε πριν και στρατό περίπου 75.000 άνδρες,
δηλαδή ολόκληρο το Δ' Σώμα στρατού της Βουλγαρίας. Το Δ' Σώμα
είχε πριν έδρα το Πασμακλί και τώρα με την επέκταση της κατοχής,
την Ξάνθη. Η πόλη αυτή ήταν πρωτεύουσα του Διαμερίσματος της
Άσπρης Θάλασσας και εκεί έμενε ο Γενικός Διοικητής. Ο νομάρχης
και οι έπαρχοι είχαν τις έδρες τους στις παλιές πρωτεύουσες των
Νομών που ίσχυαν κατά την Ελληνική Διοίκηση.
Δυνατότητα αποφυγής της στράτευσης μου δεν υπήρχε. Μόνη
διέξοδος ήταν η διαφυγή μου στη Γερμανοκρατούμενη Θεσσαλονίκη,
αλλά αυτό τώρα ήταν πια δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο. Οι Βούλγαροι
είχαν τοποθετήσει φυλάκια στο Στρυμόνα για να εμποδίσουν τη
διαφυγή των στρατεύσιμων. Υπήρχε βέβαια η δυνατότητα διαφυγής
από τη θάλασσα, καθώς μερικοί βαρκάρηδες έναντι μεγάλου
χρηματικού ποσού μετέφεραν τον κόσμο από τις παραλίες της
Καβάλας στο Σταυρό Χαλκιδικής. Αλλά αυτοί και σπάνιοι ήταν και
τα λύτρα που ζητούσαν ήταν υπέρογκα και πάνω από τις δυνάμεις
μας. Εκτός από αυτό, διαδίδονταν φήμες για αντίποινα σε βάρος των
οικογενειών μας σε περίπτωση ανυποταξίας μας. 'Ετσι όλα αυτά
συντέλεσαν στο να δεχτούμε τη στράτευσή μας σαν κάτι το
αναπόφευκτο.
'Ηρθα σε επαφή με τους άλλους στρατεύσιμους του γειτονικού
χωριού, του Κεχρόκαμπου. Επιδίωξα να τους γνωρίσω μια και η τύχη
μας ήταν κοινή. Όλοι αυτοί είχαν παρόμοιες ανησυχίες σχετικά με την
τύχη που μας περίμενε στο εσωτερικό της Βουλγαρίας. Μερικοί από
τους στρατεύσιμους πίστευαν, ίσως να μην είχαν άδικο, πως η
στράτευσή μας θα μας γλιτώσει από πολλά κακά, πρώτα-πρώτα από
την πείνα και κατά δεύτερο λόγο από την τρομοκρατία. Τα δύο αυτά
κακά ήταν αλληλένδετα μεταξύ τους. 'Οσο μεγάλωνε η πείνα τόσο
περίσσευε η τρομοκρατία. Ενός κακού μύρια έπονται που λέει και ο
λαός μας. Θα υποφέρουμε από πολλά πράγματα λέγανε οι συνάδελφοί
μου, αλλά ίσως θα γλιτώσουμε από την πείνα και την τρομοκρατία.
Ναι, αλλά δεν σκέπτονταν πως αφήναμε πίσω μας τα αγαπημένα μας
συγγενικά πρόσωπα, μερικοί μάλιστα και τα κορίτσια τους. Ευτυχώς
εγώ δεν αντιμετώπιζα τέτοιο πρόβλημα. Νέος, 21 χρονών τότε, χωρίς
μόρφωση και γράμματα, χωρίς τέχνη και επαγγελματική
αποκατάσταση απέφευγα συστηματικά τους έρωτες και τα κορίτσια
γιατί πάντοτε πίστευα, καλώς ή κακώς, πως οι έρωτες σε νεαρή ηλικία
είναι φραγμός στις φιλοδοξίες του ατόμου. Πάντως εγώ τη τακτική
αυτή τη τήρησα μέχρι την αποκατάστασή μου και νομίζω πως έτσι
έπρεπε να κάνω.
73
Δέχθηκα έτσι τη στράτευσή μου σαν κάτι το μοιραίο, χάνοντας το
θάρρος μου. Δεν είχα όρεξη για τίποτα. Από τα ίδια συναισθήματα
διακατέχονταν και οι άλλοι στρατεύσιμοι, ενώ οι μεγαλύτεροι μας
έδιναν θάρρος. Γίνονται πόλεμοι μας λέγανε. Ποιος ξέρει, ίσως σαν
συνέπεια της στράτευσης σας να γλιτώσετε από μεγαλύτερα δεινά.
Δεν ήθελα πια να δουλέψω. Καταγινόμαστε τότε με την
προετοιμασία των χωραφιών για τις καλοκαιρινές καλλιέργειες. Είχα
απογοητευθεί, αλλά με την πάροδο των ημερών ανέκτησα το θάρρος
μου και ήμουν αποφασισμένος για όλα..
Λίγες μέρες πριν από τη στράτευσή μου βρέθηκα στην Κοινότητα
του Κεχρόκαμπου για κάποια δουλειά. Ο Ελληνόφωνος Γραμματέας,
o Μιχάλης, ήταν παλιά 'Ελληνας υπήκοος και κατοικούσε στην
Φλώρινα. Με την έλευση του Βουλγαρικού Στρατού όμως, πέρασε
στα μέρη μας και στην υπηρεσία του δυνάστη. Μας έκανε λοιπόν
θεωρία σχετικά με τη μετάβασή μας στη χώρα του.
- « Θα είστε, μου είπε, τυχερός γιατί πάτε στο Δόβετς, ένα μέρος πολύ
ωραίο και από την άλλη πλευρά θα γλιτώσετε την πείνα. ».
Όσον αφορά το πρώτο δεν είχαμε καμιά όρεξη να κάνουμε
τουρισμό στη χώρα του, για το δεύτερο όμως, την πείνα, ίσως να μην
είχε άδικο. Εκεί συνάντησα και άλλους δύο συναδέλφους μου που
επρόκειτο να στρατευθούν, δεν θυμάμαι όμως ακριβώς ποιοι ήταν.
Αυτοί μου έδωσαν θάρρος πως θα περάσουμε πολύ καλά στην
υπηρεσία των Βουλγάρων. Επέστρεψα εκείνο το απόγευμα της
τελευταίας Κυριακής του Απριλίου στο σπίτι μου στο Σκοπό και
άρχισα να ετοιμάζομαι για το ταξίδι. Δεν είχα και πολλά πράγματα να
κάνω. Γιατί με την κατοχή δεν μας είχε μείνει σχεδόν τίποτα.Θυμάμαι
πως πήρα ένα σακούλι, έβαλα μέσα δύο αλλαξιές εσώρουχα, ένα
ζευγάρι κάλτσες, ένα μαντίλι, ένα πουκάμισο, όλα σχεδόν φθαρμένα,
ένα κουτάλι και μια καραβάνα για φαγητό. Αυτά ήταν τα προσωπικά
μου είδη, δεν είχα περισσότερα. Πάνω σ' αυτά πρόσθεσα και τρία
λεξικά. 'Ενα Γαλλοελληνικό, ένα Ελληνογαλλικό και ένα Γαλλικό με
στρατιωτικούς όρους και ασκήσεις. 'Εκανα και ένα μικρογραφικό,
κρυπτογραφικό κώδικα από επτά-οκτώ φράσεις για τις πιθανές
συνθήκες ζωής που θα αντιμετωπίζαμε στη χώρα αυτή, τις οποίες
έγραφα απέναντι σε υποθετικά ονόματα γυναικών. 'Ετσι στα ονόματα
αυτά θα έγραφα χαιρετίσματα για να μάθουν οι δικοί μας, πως
ακριβώς είναι η κατάστασή μας σε περίπτωση λογοκρισίας. Τον
κώδικα αυτό, που ήταν ένα φύλλο απλού χαρτιού, αφού τον δίπλωσα
σε ρολό, τον έβαλα μέσα στο κοίλωμα της ράχης του δεσίματος του
βιβλίου, ενώ άφησα στο σπίτι ένα αντίγραφο του. 'Εκανα όμως
περιορισμένη χρήση του κώδικα. Η αλληλογραφία μου που ήταν
ομολογουμένως τακτική και θετική, γινότανε στην Βουλγαρική
γλώσσα και ήταν λίγο επικίνδυνη η συχνή αναφορά σε ονόματα
κοριτσιών. Πάντως η οικογένειά μου με το σύστημα αυτό γρήγορα
αντιλήφθηκε την πραγματικότητα για τη ζωή μας στη Βουλγαρία.
Την προηγούμενη μέρα που θα έφευγα για τη Βουλγαρία, πήγα
74
στη Κωνσταντινιά. Αποχαιρέτησα τους συγγενείς μου, τον κουμπάρο
μου καθώς και το Παναγιώτη Σαββουλίδη, αυτόν που με
συκοφάντησε στους αντάρτες με αποτέλεσμα παρά λίγο να με
χαλάσουν, κατά τη φράση του Παντελή. Μου έδωσε και αυτός
θάρρος, ίσως και από ευχαρίστηση, γιατί έτσι ξεφορτώνονταν τους
αντεραστές του, όχι τόσο για μένα, αλλά κυρίως για τον Αλέκο. Η
ειρωνεία της τύχης τα έφερε έτσι, ώστε να πάρει την εκλεκτή του
κατά το διάστημα της ομηρίας μας. Οι δικοί του όμως, η μητέρα του,
μια πολύ καλή γυναίκα και η αδελφή του Πηνελόπη, με ξεπροβόδισαν
μέχρι έξω από το χωριό, δίνοντάς μου θάρρος για τη νέα μου
περιπέτεια. Εν τω μεταξύ προηγουμένως είχα επισκεφτεί τον
κουμπάρο μου Καλαϊδόπουλο, του οποίο το κοριτσάκι είχα βαφτίσει
πριν από λίγες μέρες. Μαζί του κάθισα πολύ ώρα και συζητήσαμε για
τη χαώδη κατάσταση που μας επιβλήθηκε.
Ξεφεύγοντας από τη συνέχεια της εξιστόρησης της ομηρίας μου,
ας αναφέρω λίγα λόγια για την επικρατούσα κατάσταση εκείνη την
εποχή. Ο κόσμος αντιμετώπιζε βαρύ το πλήγμα της πείνας. 'Ηταν
ανίσχυρος να κάνει το παραμικρό για την ανακούφισή του. Δεν
υπήρχε τίποτα στην αγορά. Αρκεί να προσθέσω πως στο σπίτι του
κουμπάρου μου πρόσφεραν για γεύμα, φαγητό από χόρτα, χωρίς
βέβαια λάδι και ψωμί επίσης από χόρτα με ένα μείγμα αλευριού που
πολύ αμφιβάλλω αν ήταν από καλαμπόκι ή σιτάρι. Τον τελευταίο
καιρό η πείνα θέριζε τον κόσμο. Οι περισσότεροι συγχωριανοί μου
δεν είχαν ψωμί. Τρεφόμασταν αποκλειστικά από αγριόχορτα του
βουνού, όπως ραδίκια, αυλούκια και άλλα, χωρίς βέβαια λάδι που είχε
εξαφανιστεί με την είσοδο των Βουλγάρων. Αρκεί να λεχθεί πως η
οικογένειά μου είναι ζήτημα, αν στα τέσσερα χρόνια της κατοχής
ξόδεψε ένα κιλό λάδι. Επειδή τελείωνε το αλεύρι που είχαμε,
παρασκευάσαμε ψωμί από τις ξερές ρόκες των καλαμποκιών τα οποία
δεν τρώνε ούτε τα ζώα και είναι κατάλληλα μόνο για θέρμανση.
Ψάρια δεν υπήρχαν. Η αλιεία απαγορευότανε από το δυνάστη.
Στρατιώτες φύλαγαν τις ακτές για τον φόβο αποβάσεων του εχθρού,
στην πραγματικότητα όμως το έκαναν για να εντείνουν την φτώχεια
του κόσμου και την εξουθένωσή του. Μακαρόνια, ρύζι, κονσέρβες
είχαν εξαφανιστεί οριστικά. Ο κόσμος στην καλύτερη περίπτωση
τρεφότανε με πατάτες τις οποίες εκτός από φαγητό τις
χρησιμοποιούσε και για την παρασκευή ψωμιού ανάμικτο με
καλαμποκάλευρο. Τα περισσότερα φαγητά παρασκευάζονταν από
καλαμποκίσιο αλεύρι όπως το κατσαμάκι, το χαβίτσι, η μαμαλίκα και
άλλα. Στην οικογένειά μου μέχρι το τέλος του Απριλίου που άρχισε
να λιγοστεύει το ψωμί και αναγκαστήκαμε να φάμε τις ρόκες του
καλαμποκιού, ήταν ευτύχημα που είχαμε αρκετό γάλα για τροφή και
παρασκευή βουτύρου και τυριού. Παρ' όλα αυτά, τα σημάδια της
πείνας άρχισαν να γίνονται φανερά και σε μένα και στην οικογένειά
μου. Πρώτο σύμπτωμα του υποσιτισμού είναι το αδυνάτισμα,
εξαφανίζεται η παχυσαρκία και αρχίζουν να εμφανίζονται μαύροι
κύκλοι κάτω από τα μάτια. Οι θάνατοι από τον υποσιτισμό δεν
75
αργούν να κάνουν την εμφάνισή τους. Η συχνότητά τους μάλιστα
γίνεται πια αισθητή από τους αθρόους θανάτους οι οποίοι
φαινομενικά προκλήθηκαν από άλλη αιτία, ενώ στην πραγματικότητα
η μοναδική αιτία ήταν η πείνα. 'Εβλεπα τους περισσότερους
συγχωριανούς μου σκελετωμένους, μερικοί είχαν καταντήσει σαν
φαντάσματα και το περίεργο ήταν πως από την πείνα υπόφεραν
περισσότερο άτομα που πριν την κατοχή είχαν την ευχέρεια να
απολαύσουν ευκολότερα τα υλικά αγαθά. Ενώ εμείς καθώς και οι
φτωχότεροι χωρικοί, από τον φόβο της πείνας κάναμε τις προμήθειες
μας από τις πρώτες κιόλας μέρες της κατοχής, αδιαφορώντας για τις
τιμές. 'Ετσι, ενώ οι άλλοι έτρεφαν μάταιες ελπίδες για την γρήγορη
δήθεν απελευθέρωσή μας και γι' αυτό δεν έκαναν καμιά σχεδόν
προμήθεια, εμείς καταγινόμαστε με τη μεταφορά αραβόσιτου από τη
Χρυσούπολη. Δεν έκανα όμως σωστό υπολογισμό. Δεν μπορούσα να
διανοηθώ πως με την έλλειψη τροφών, μοιραία όλο το βάρος θα
έπεφτε πάνω στο καλαμπόκι που και περισσότερο θα ξοδεύαμε σαν
ψωμί, αλλά και στο φτιάξιμο των φαγητών θα το
χρησιμοποιούσαμε.'Επρεπε να προμηθευτώ μάλιστα κατά 50%
περισσότερο καλαμπόκι από αυτό που χρειαζόμασταν τον καιρό της
ειρήνης και αυτό εξαιτίας της αυξημένης κατανάλωσης, όπως
ανέφερα παραπάνω.
Αυτό ήταν το θέμα που συζητούσαμε με τον κουμπάρο μου. Με
ξεπροβόδισε μέχρι έξω από το χωριό, με τη συζήτηση όμως
ξεχάστηκε και με έφερε μέχρι το σπίτι μου στο Σκοπό. 'Εμεινε στο
σπίτι μας μέχρι αργά τη νύχτα, φάγαμε ό,τι βρέθηκε και κατά τις
πρωινές ώρες επέστρεψε στο σπίτι του.
Το πρωί της άλλης μέρας στις 30 Απριλίου 1942 ήρθε στο χωριό
μας o Βασίλης, ένας Βούλγαρος χωροφύλακας μαζί με τον
Ελληνόφωνο Γραμματέα, τον Μιχάλη. Αμέσως ειδοποίησαν τον
Αλέκο και μένα πως σε μια ώρα πρέπει να βρισκόμαστε στον
αλωνότοπο του χωριού για αναχώρηση. Πήρα το σακούλι με τα
προσωπικά μου πράγματα που ήταν έτοιμο εδώ και μέρες, τα
φορτώθηκα και ξεκίνησα για το άγνωστο. Πίσω από μένα ερχόταν η
μητέρα μου που έκλαιγε τον ξενιτεμό μου, σαν να έφευγα χωρίς
ελπίδα επιστροφής. Λίγο παρακάτω στο ίσιωμα ξετυλίχθηκε μια
σκηνή που δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Η γυναίκα του Νικόλαου
Ζαππίδη του γείτονά μας που ονομαζότανε Κούλα, βγήκε από το σπίτι
της και με αποχαιρέτησε δίνοντας μου ένα σακουλάκι με ένα κιλό
καρύδια. Πέθανε πολύ αργότερα, ας είναι ελαφρύ το χώμα του
Σκοπού που τη σκεπάζει. Στην πλατεία του χωριού μας υποδέχθηκε ο
γραμματέας και με χαιρέκακο ύφος προσπάθησε να μας ενθαρρύνει
και να μας πείσει πως θα περάσουμε καλά στο εσωτερικό της
Βουλγαρίας. Εκεί, μαζεύτηκε σχεδόν όλο το χωριό και λέω σχεδόν για
να μη πω όλο το χωριό, καθώς έλειπαν μόνο οι βοσκοί που είχαν
οδηγήσει τα κοπάδια τους στη βοσκή και ίσως άλλα δέκα άτομα που
έμειναν στα σπίτια τους για τις απαραίτητες δουλειές. Ποτέ δεν
76
θυμάμαι τέτοια συγκέντρωση χωρικών, με παλλαϊκό χαρακτήρα, για
να μας αποχαιρετήσουν και να παραβρεθούν στην αναχώρησή μας
προς το άγνωστο. Στα επόμενα χρόνια και άλλοι ακολούθησαν την
τύχη μας, αλλά αυτό που έγινε σε μας ήταν χωρίς προηγούμενο, ίσως
γιατί εμείς ήμασταν τα πρώτα θύματα της ομηρίας. Από όλο αυτό το
πλήθος ξεχώριζε η φυσιογνωμία της μητέρας μου που με τα κλάματά
και τους κοπετούς της έδινε την εντύπωση πως μας έκλαιγε
ζωντανούς.
Στις 8:30 ξεκίνησα από την πλατεία μαζί με τον Αλέκο. Το αλώνι
όπως ονομαζόταν μια τοποθεσία κοντά στο κέντρο του χωριού είχε
γεμίσει από τον κόσμο που μας συνόδευε, ενώ είχαμε πια πάρει το
δρόμο της ομηρίας. Τότε ακριβώς, ο Ελληνόφωνος Γραμματέας της
Κοινότητας ανέβηκε πάνω σε μια ψηλή πέτρα, για να τον βλέπουνε
όλοι, παρακάλεσε να γίνει λίγη ησυχία και μας είπε :
« Πατριώτες, αγαπητοί φίλοι, σήμερα γίνεται ουσιαστικά η ένωση των
δύο λαών μας των Βουλγάρων και των Ελλήνων. Αυτή τη στιγμή
γίνεται o αρραβώνας της ένωσης αυτής με τη στράτευση των
καλύτερων παιδιών σας στον ένδοξο Βουλγαρικό Στρατό ο οποίος
μόνο νίκες γνώρισε στη μακραίωνη ιστορία του. Θέλω να είστε
περήφανοι γι' αυτό. Σήμερα είναι ιστορική μέρα όχι μόνο για τα
στρατευμένα παιδιά σας, αλλά και για σας τους ίδιους. Σαν
εκπρόσωπος του Βουλγαρικού Κράτους σας δίνω τον λόγο μου πως τα
παιδιά σας που στρατεύονται σήμερα θα έχουν ίσα δικαιώματα, αλλά
και ίδιες υποχρεώσεις μαζί με τα άλλα στρατευμένα παιδιά της
Βουλγαρίας. Να μη λυπηθείτε για τον αποχωρισμό αυτών των νέων.
Πολύ γpήγopα θα αναθεωρήσετε τη στάση σας, όταν μάθετε πως τα
παιδιά σας είναι γερά και περνάνε καλά στη Βουλγαρία. Δε θα είναι
στρατιώτες στο μέτωπο σαν τα δικά μας παιδιά, αλλά θα είναι
ασφαλείς στο εσωτερικό της Βουλγαρίας. Σας καλώ όλους να ξεχάσετε
την ιστορία σας που πλαστογραφεί τα πράγματα, λέγοντας σας πως από
μέρους μας αυτό έχει ήδη γίνει. Πρέπει να αγωνιστούμε για την
προσέγγιση των δύο λαών. Ζήτω πατριώτες, η ένωση των δύο όμορων
λαών μας. Ζήτω η αιώνια φιλία μας. Ζήτω ο βασιλιάς που ένωσε την
Βουλγαρία, ο Βόρης ο Τρίτος.».
Ακούγαμε εμβρόντητοι τον αυτοσχέδιο αυτόν λόγο για τη δήθεν
ένωση των λαών μας. Γρήγορα όμως αντιληφθήκαμε πως όλα αυτά
γίνονταν για να μας παρηγορήσουν. Έριχναν στάχτη στα μάτια του
κόσμου για την απαγωγή μας στη Βουλγαρία, πράξη αντίθετη σε
όλους τους κανονισμού του Διεθνούς Δικαίου. 'Ηταν τέλος ένας
τρόπος για να μείνουν απροστάτευτες οι οικογένειες μας και κατ’
επέκταση όλος ο Ελληνικός πληθυσμός που εγκαταλείφθηκε στις
σοβινιστικές διαθέσεις του δυνάστη. 'Ολος ο κόσμος μας συνόδεψε
πολύ πιο πέρα από το χωριό. Αρκετοί όμως χωριανοί μας συνόδεψαν
ως τον Κεχρόκαμπο και κάποιοι μάλιστα ακόμη πιο πέρα, προς τη
Σταυρούπολη. 'Υστερα από δύο ώρες φθάσαμε στο Κεχρόκαμπο όπου
διαδραματίστηκαν οι ίδιες σκηνές, όταν οι Κεχροκαμπίτες
77
συνάδελφοί μας αποχωρίζονταν από τους δικούς τους. Εδώ πρέπει να
σημειώσω πως ο κουμπάρος μου o Κελαιδόπουλος με συνόδευσε
μέχρι τον Κεχρόκαμπο, με αποχαιρέτησε εκεί και στη συνέχεια
επέστρεψε στο χωριό. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που τον είδα.
Ο δυστυχισμένος δεν άντεξε την πείνα και την εξάντληση, έπεσε στο
κρεβάτι και λίγο αργότερα τον Ιούνιο του 1942 πέθανε.
Στις 12 η ώρα το μεσημέρι στις 30 Απριλίου ξεκινήσαμε από τον
Κεχρόκαμπο για τη Σταυρούπολη. Σημειώθηκαν και εδώ οι ίδιες
σκηνές αποχωρισμού, όπως στο Σκοπό, αλλά εδώ τα συναισθήματα
ήταν πιο έντονα γιατί σε μας τους δύο Σκοπιανούς προστέθηκαν και
επτά Κεχροκαμπίτες. Όλοι μοιρολογούσαμε σαν να πηγαίναμε στο
εκτελεστικό απόσπασμα, και εδώ κυριαρχούσε η φωνή της μητέρα
μου με τις σπαρακτικές της κραυγές. Λίγο πιο έξω από το χωριό μας
αποχαιρέτησαν όλοι, εκτός από δύο-τρία άτομα που ήρθαν μαζί μας
ως την Σταυρούπολη.
Το μεσημεράκι κατά τις 3 η ώρα φθάσαμε στη Σταυρούπολη όπου
και περιμέναμε την αμαξοστοιχία της γραμμής για να μεταβούμε στη
Δράμα. Καθίσαμε για λίγο στα παγκάκια ενός αναψυκτήριου για
ανάπαυση, ύστερα μάλιστα από τις πρόσφατες συγκινήσεις. Εκεί
είδαμε τρία κορίτσια να μιλάνε με Βούλγαρους στρατιώτες στη
Βουλγαρική γλώσσα. Παρακολουθήσαμε τη συζήτηση από την οποία
βέβαια δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Είχαμε όμως την απορία μαζί με
τον Αλέκο, αν τα κορίτσια αυτά ήταν Βουλγάρες ή Ελληνίδες.
Σχηματίσαμε τη λανθασμένη γνώμη ότι επρόκειτο για Βουλγάρες,
οπότε όταν ήρθε το τρένο και ξεκινήσαμε για να επιβιβαστούμε στα
βαγόνια, ακούμε τα κορίτσια να μας φωνάζουν :
- «Στο καλό αδέλφια και με το καλό να επιστρέψετε».
'Ισως ήταν Ελληνίδες, ίσως όμως και Βουλγάρες. Η περιοχή αυτή
και ιδιαίτερα η πόλη της Σταυρούπολης είχε προπολεμικά ένα αρκετά
μεγάλο Βουλγαρόφωνο πληθυσμό. Με τη κάθοδο των Βουλγάρων το
στοιχείο αυτό συναδελφώθηκε μαζί τους, χωρίς όμως το γεγονός
αυτό, πράγμα που επιβεβαιώνω με σιγουριά, να έχει βλάψει τους
Έλληνες. Πολύ γρήγορα αυτοί οι Βουλγαρόφωνοι, αν και είχαν
Βουλγαρική συνείδηση, άλλαξαν τακτική και οι σχέσεις τους με τους
Βούλγαρους γινότανε όλο και περισσότερο τυπικές. Σ' αυτό
συντέλεσε ιδιαίτερα το χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο και η ανάλογη
αντιμετώπιση των νέων κατακτητών προς τους κατακτημένους.
Γουρούνια σας αφήσαμε, τους έλεγαν, γουρούνια επιστρέψατε. δεν
αλλάξατε καθόλου. Γράφτηκαν Βούλγαροι υπήκοοι από τους
πρώτους, όταν όμως υποχρεώθηκαν να στείλουν τα παιδιά τους να
υπηρετήσουν στον Βουλγαρικό στρατό, προτίμησαν να τα
φυγαδεύσουν στην Γερμανοκρατούμενη Θεσσαλονίκη. Δεν υπάρχει
ούτε ένα παράδειγμα που η τυπική τους συνεργασία με τις
Βουλγαρικές Αρχές να στράφηκε ή να είχε συνέπειες σε βάρος των
Ελλήνων.
'Οταν ο Βουλγαρικός Στρατός μετά την Επανάσταση της Δράμας
τον Σεπτέμβριο του 1941 ήρθε στην Σταυρούπολη για αντίποινα σε
78
βάρος του Ελληνικού στοιχείου, οι Βουλγαρόφωνοι ήταν εκείνοι που
προέταξαν τα στήθη τους απέναντι στους Βούλγαρους φωνάζοντας :
- « Με τους Έλληνες δεν έχουμε τίποτα. Επί 20 χρόνια ζήσαμε μαζί
χωρίς να ανοίξει ρουθούνι και τώρα εσείς μέσα σε τέσσερις μήνες θα
τους σφάξετε; Αυτό δεν είναι έντιμο. Σκοτώστε πρώτα εμάς και κατόπιν
τους Έλληνες ».
Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, σε μια στάση που έκανε το τρένο στο
σταθμό του Παρανεστίου, άκουσα μια στιχομυθία ανάμεσα σε ένα
Βούλγαρο στρατιώτη και μία νεαρή Ελληνίδα 16 χρονών περίπου.Η
Ελληνίδα ήταν ακουμπισμένη στα σίδερα της γέφυρας και είχε
απέναντι της τον στρατιώτη που πειραχτικά τη ρώτησε αν είναι
Βουλγάρα ή Ελληνίδα. Το κορίτσι απάντησε πως είναι και Βουλγάρα
και Ελληνίδα. Στη συνέχεια ρώτησε ο Βούλγαρος ποια χώρα αγαπά
περισσότερο τη Βουλγαρία ή την Ελλάδα και δέχθηκε ως απάντηση
από το κορίτσι πως και τη Boυλγαρία αγαπά και την Ελλάδα αγαπά.
Σε ερώτηση ποια πλευρά της είναι Βουλγαρική και ποια Ελληνική η
κοπέλα απάντησε πως η δεξιά πλευρά της είναι Ελληνική και η
αριστερή Βουλγαρική. Σε τελική ερώτηση σε ποιο μέρος του σώματος
της από την μέση και πάνω ή από τη μέση και κάτω είναι Ελληνίδα, η
κοπέλα απάντησε πως από τη μέση και πάνω είναι Ελληνίδα και
αμέσως τράπηκε σε φυγή για να αποφύγει ενδεχόμενη
κακομεταχείρισή της.Το θάρρος της αγνής αυτής Ελληνοπούλας είναι
ενδεικτικό του ακμαίου ηθικού του πληθυσμού μας που είχε την
ατυχία να υποστεί τη Βουλγαρική κατοχή. Παρακάτω θα μου δοθεί
ευκαιρία να παραθέσω και άλλα παρόμοια παραδείγματα.
Αργά το απόγευμα φθάσαμε στη Δράμα. Εκεί με την συνοδεία του
Βούλγαρου κοινοτικού υπαλλήλου από τον Κεχρόκαμπο μπήκαμε σε
ένα χάνι για να διανυχτερεύσουμε. Στην Δράμα τότε η τρομοκρατία
είχε λάβει πολύ μεγάλες διαστάσεις. Η κυκλοφορία απαγορευότανε
από τις 7 το βράδυ μέχρι τις 6 το πρωί. Όποιος πιανότανε να
κυκλοφορεί εκείνη την ώρα είχε βαρύτατες συνέπειες. Στρατιώτες και
χωροφύλακες σε κάθε σχεδόν γωνία επιβλέπανε την απαγόρευση της
κυκλοφορίας. Εγώ που τόλμησα να βγω από το πανδοχείο λίγα λεπτά
μετά την απαγόρευση, οδηγήθηκα και πάλι μέσα με την απειλή της
λόγχης από τον φύλακα σκοπό. Η κατάσταση ήταν τραγική. Οι τρύπες
στους τοίχους που προκλήθηκαν από τις σφαίρες στην κατάπνιξη της
επανάστασης του Σεπτεμβρίου, ήταν ακόμη ασκέπαστες. Οι πλάκες
στους δρόμους πάνω στις οποίες χύθηκε πολύ Ελληνικό αίμα είχαν
αναποδογυριστεί ή είχαν αφαιρεθεί. Το θέαμα των μαυροφορεμένων
γυναικών, των ανήλικων παιδιών που περιφέρονταν στους δρόμους
ζητιανεύοντας, μόνο όμως των Ελλήνων και ουδέποτε των
Βουλγάρων, ήταν πραγματικά σπαραξικάρδιο. 'Ολα αυτά σε
συνδυασμό με τα ερείπια των οικοδομών που προξενήθηκαν από τους
βομβαρδισμούς της Βουλγαρικής αεροπορίας και του πυροβολικού με
τα γυναικόπαιδα να κυκλοφορούν μέσα σ' αυτά σαν ερινύες που
ζητούν εκδίκηση, ήταν φυσικό να αφήσουν στον ξένο ανεξίτηλες
79
μνήμες.
Την επόμενη μέρα 2 Μαίου στις 10 η ώρα, οι Βούλγαροι
οργάνωσαν στρατιωτική επίδειξη για να μας εκφοβίσουν. Βάλανε ένα
τάγμα στρατού με τους αραμπάδες, τα ζώα και τον σχεδόν ξυπόλυτο
στρατό τους να κάνουν μπροστά μας στρατιωτικές επιδείξεις.
Βλέπαμε τους άνδρες αυτούς με κάποια περιφρόνηση για να μη πω με
οίκτο, να υπακούν στα παραγγέλματα των αξιωματικών τους και στη
συνέχεια να απαντούν με άναρθρες κραυγές . ήτανε η αποδοχή των
παραγγελμάτων όπως διαπιστώσαμε αργότερα. Όλα τα παραπάνω,
αλλά κυρίως ο κρότος που δημιουργούσαν οι άμαξες στους
πλακόστρωτους δρόμους έδιναν στην επίδειξη αυτή ακριβώς την
αντίθετη εντύπωση από αυτή που αρχικά ήθελαν να σχηματιστεί.
Εκεί στη Δράμα γύρω από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό
συναντήσαμε κάπου οχτακόσια Ελληνόπουλα από την περιοχή της
Καβάλας, της Θάσου και του Παγγαίου να περιμένουν σαν εμάς το
τρένο που θα μας μετέφερε στη Βουλγαρία. Αυτοί είχαν έρθει στη
Δράμα πριν από μας, εξάντλησαν τα τρόφιμά τους και σχεδόν
πεινασμένοι περιφέρονταν εδώ και ‘κεί περιμένοντας τη μεταφορά
τους. Το απόγευμα ο κοινοτικός υπάλληλος που μας συνόδευε μας
παρέδωσε μαζί με μία κατάσταση σε ένα Βούλγαρο αξιωματικό, ο
οποίος με τη βοήθεια στρατιωτών μας οδήγησε αμέσως στα βαγόνια
για επιβίβαση. Πριν μας αποχαιρετήσει ο συνοδός μας του δώσαμε
κάτι σημειώματα-επιστολές για να τα δώσει στους δικούς μας. Παρά
την υπόσχεσή του να τα παραδώσει στον προορισμό τους, δεν το
έκανε, δείγμα και αυτό της νοοτροπίας των συγκεκριμένων
ανθρώπων.
Παρέλειψα να σημειώσω πως πριν εγκαταλείψουμε το πανδοχείο
κάναμε μια συμφωνία μεταξύ μας όλοι οι Κεχροκαμπίτες, να είμαστε
συγκεντρωμένοι όλοι μαζί, ή στην κεφαλή της φάλαγγας ή στην ουρά,
ποτέ στη μέση ή σκορπισμένοι για να είμαστε πάντοτε ενωμένοι,
ώστε αν χρειαστεί, να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο και να είναι η
τύχη μας κοινή. Τότε κατά την είσοδο μας στα βαγόνια και καθώς
αποτελούσαμε την κεφαλή της φάλαγγας είχα την ιδέα να
τραγουδήσω τους πρώτους στίχους του άσματος των Σουλιωτισσών.
Το άσμα αυτό μεταδόθηκε σε όλα τα Ελληνόπουλα σαν σύνθημα και
το τραγουδήσαμε όλοι μαζί για όση ώρα περίπου χρειάστηκε να
τακτοποιηθούμε στα βαγόνια. Επί ώρα αντηχούσαν τα γύρω μέρη με
το "έχε για καημένε κόσμε". πιο σπαρακτικό θέαμα, μέσα στα χέρια
του δυνάστη δεν μπορούσε να υπάρξει. Δόθηκε το σήμα της
εκκίνησης του συρμού και το τραγούδι εξακολουθούσε να ακούγεται
και να τραγουδιέται και από τα οχτακόσια Ελληνόπουλα.
Μια και γίνεται λόγος για βαγόνια, να μη νομισθεί πως ήταν
κοινά βαγόνια ή δεύτερης θέσης, αλλά σκεπασμένα φορτηγά από
αυτά που άλλοτε κουβαλούσαν ζώα για μετακίνηση ή σφαγή.
Σωριαστήκαμε σ' αυτά σαν σαρδέλες πενήντα άτομα σε κάθε
βαγόνι, ενώ οι φρουροί στη πόρτα βρίσκονταν σε ετοιμότητα σε εφ'
όπλου λόγχη. Τη νύχτα φτάσαμε στο Σιδηρόκαστρο όπου αλλάξαμε
80
βαγόνια και μπήκαμε σε κάτι μικρά ξεσκέπαστα βαγόνια, τα
ντεκωβίλ, με τα οποία ξεκινήσαμε για το εσωτερικό της Βουλγαρίας.
Στο Σιδηρόκαστρο τα μέτρα ασφαλείας ήταν ακόμη πιο αυστηρά,
εξαιτίας του φόβου πιθανής μας δραπέτευσης στην αντίθετη όχθη του
ποταμού Στρυμόνα που τότε αποτελούσε το σύνορο με την υπόλοιπη
Ελλάδα. Τη νύχτα κατά τη 1 η ώρα στις 4 Μαίου ξεκινήσαμε από το
Σιδηρόκαστρο και σε λίγη ώρα είχαμε περάσει τα παλιά
Ελληνοβουγλαρικά σύνορα. Ξημέρωνε πια, όταν λίγα χιλιόμετρα
πίσω από τα σύνορα, μέσα στο Βουλγαρικό έδαφος διακρίναμε ένα
Γερμανικό Στρατιωτικό Νεκροταφείο με σταυρούς και κράνη στα
μνήματα των πεσόντων Γερμανών.'Ηταν ακόμη φανερά τα σημάδια
του απελπισμένου αγώνα που πριν από ένα ακριβώς χρόνο δώσανε οι
δικοί μας για την τιμή της Πατρίδας. Πυροβολεία
μισοκατεστραμμένα, βουνοπλαγιές λαβωμένες από τις βολές του
εχθρικού πυροβολικού, εχθρικά τανκς εγκαταλειμμένα στο Στρυμόνα,
όλα έδειχναν τη μπόρα του πολέμου που πέρασε από εκεί τον
προηγούμενο χρόνο.
Για το στρατιωτικό νεκροταφείο μάθαμε αργότερα από
Βούλγαρους αξιωματικούς πως αυτοί που τάφηκαν εκεί πέσανε
θύματα του δόλου των Ελλήνων. Ενώ από ένα οχυρό σηκώθηκε
λευκή σημαία για την παράδοση του και οι Γερμανοί ετοιμάζονταν να
καταλάβουν το οχυρό με τους αιχμαλώτους, μία άλλη Ελληνική
μονάδα που δεν είχε ακόμη παραδοθεί, άνοιξε πυρ εναντίον των
Γερμανών με αποτέλεσμα να σκοτωθούν και να τραυματιστούν
πολλοί στρατιώτες του εχθρού. 'Ισως ήταν μία προσπάθεια από
μέρους των Βουλγάρων συκοφάντησης για κάθε τι το Ελληνικό, αλλά
κάποιο παρόμοιο γεγονός μνημονεύεται και στην Γερμανική ιστορία
που εκδόθηκε μεταπολεμικά και μεταφράστηκε στα Ελληνικά πως "εκ
τινός οχυρού υψώθηκε λευκή σημαία παραδόσεως, οι 'Ελληνες όμως
εξηκολούθουν μαχόμενοι". Την αλήθεια βέβαια δεν θα την μάθουμε
ποτέ.
Κατά το διάστημα της ημέρας περάσαμε τα στενά της Κρέσνας
και λίγο αργότερα βρεθήκαμε στην έξοδο των στενών όπου βρίσκεται
το χωριό Σιμιτλί, το οποίο είναι το ακραίο σημείο της προέλασης του
Ελληνικού στρατού στον πόλεμο του 1912-1913.
Εν τω μεταξύ τα τρόφιμα που πήραμε από τα σπίτια μας είχαν
τελειώσει. Επειδή πολλοί από μας δυσανασχετούσαν για την έλλειψη
αυτή, οι Βούλγαροι θεώρησαν σκόπιμο να κάνουν μια μικρή
κατάσχεση τροφίμων από αυτούς που είχαν γι’ αυτούς που τα
στερούνταν με την προοπτική πως πολύ γρήγορα θα μας έκαναν
διανομή τροφίμων. Πραγματικά, εκεί στο Σιμιτλί μας δώσανε ψωμί
και μπόλικο τσάι, εγώ όμως κατόρθωσα και πήρα δύο μερίδες
φασόλια από την καντίνα του σταθμού. Αλλά αλίμονο ήταν μια από
τις σπάνιες ευκαιρίες προμήθειας τροφίμων που μας δόθηκαν στη
χώρα αυτή.
Μου έτυχε και ένα χαριτωμένο περιστατικό σε ένα από τους
ενδιάμεσους σταθμούς. Επειδή το παγούρι μου είχε αδειάσει, το
81
έδωσα σε ένα κορίτσι με την παράκληση να μου το γεμίσει νερό. Το
πήρε η κοπέλα, έτρεξε στη βρύση, το γέμισε νερό και μου το έφερε τη
στιγμή ακριβώς που ξεκινούσε το τρένο. Πρότεινα να τις δώσω είκοσι
λέβα, αλλά αυτή δεν τα πήρε. Έτσι την ευχαρίστησα στα Ελληνικά,
αλλά μου απάντησε πως δεν ξέρει καθόλου Ελληνικά. Η λέξη
"ραζμπίραμ" λοιπόν ήταν η πρώτη λέξη που έμαθα στα Βουλγάρικα.
Μ' αυτό θέλω να τονίσω πως στη Βουλγαρία υπήρχε ακόμη ευγενικός
κόσμος και ότι εκεί οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο άγριοι, όπως αυτοί
που ήρθαν στα μέρη μας.
'Υστερα από λίγη ώρα επιβιβαστήκαμε σε βαγόνια μεγάλου
πλάτους, γιατί στο Σιμιτλί τελείωνε τότε η γραμμή ντεκωβίλ και
ξεκινήσαμε για τη Σόφια. Περάσαμε την άνω Τσουμαγιά, το σημερινό
Βλαγοεβγράδ, τη Μαχωμία και τελικά το Ραντομίρ, τη Δουπνίτσα, το
σημερινό Στάνκε Δημητρώφ. Εκεί είδαμε σε ένα μεγάλο επίπεδο
μέρος μαζεμένο όλο το αχρηστεμένο υλικό από τον Ελληνογερμανικό
πόλεμο στα οχυρά του Μεταξά, τον περασμένο χρόνο. Τανκς,
κανόνια, αυτοκίνητα, σιδηροδρομικά βαγόνια, παλιοσίδερα και άλλο
στρατιωτικό υλικό βρίσκονταν εκεί. Συνεργεία από εργάτες
πλαισιωμένους με ειδικευμένους τεχνίτες καταγίνονταν με τη
τακτοποίηση και αξιοποίηση του άχρηστου αυτού υλικού. Πρέπει εδώ
να σημειώσω πως σε πολλούς σταθμούς ακόμη και σ' αυτόν της
Σόφιας, βλέπαμε βαγόνια σε κίνηση με την ένδειξη ΣΕΚ ιδιοκτησία
των παλιών Ελληνικών Σιδηροδρόμων, τα οποία είχαν αρπάξει οι
Βούλγαροι και τα πήγαν στη χώρα τους.
Το μεσημέρι στις 4 Μαίου φτάσαμε στη Σόφια, πάντοτε με
συνοδεία, αλλά με μέτρα ασφαλείας αρκετά χαλαρά. 'Ισως γιατί το
γεγονός ότι βρισκόμασταν στο εσωτερικό της Βουλγαρίας απέκλειε
κάθε απόπειρα διαφυγής.Μας οδήγησαν σε μια αποθήκη που
χρησίμευε σαν κέντρο διερχόμενων όπου και διανυχτερεύσαμε με τη
προοπτική την επόμενη μέρα να φύγουμε για τον τόπο της εργασίας
μας.
Δυστυχώς δεν μας άφησαν να περιηγηθούμε στην πόλη της
Σόφιας, καθώς δεν είχαμε την απαιτούμενη ελευθερία κινήσεων, αφού
βρισκόμασταν πάντοτε κάτω από τη συνοδεία και την επίβλεψη των
φρουρών μας. Αλλά και από τα λίγα που είδαμε βγάλαμε το
συμπέρασμα πως και η Σόφια, πρωτεύουσα συμμαχικού τότε κράτους
των Γερμανών, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα και ιδιαίτερα αυτό
της πείνας. Παρά την πείνα μας ρίξαμε σε καλάθι αχρήστων σε μια
γωνία του δρόμου βρασμένες πατάτες που αλλοιώθηκαν από την
πολυκαιρία, βρωμούσαν κυριολεκτικά. Έκπληκτοι είδαμε ένα ζεύγος
Βουλγάρων να τις παίρνει για τροφή. Στη γωνία του δρόμου βλέπαμε
αντί για τρόφιμα να πουλούν με το κομμάτι σωρούς από βρασμένες
κολοκύθες ή ψημένους σκαντζόχοιρους σε καροτσάκια. Τότε
αντιληφθήκαμε πως η πείνα και η ανέχεια ήταν παντού συνέπειες της
εισβολής των Γερμανικών στρατευμάτων, ανεξάρτητα από την
ιδιότητά τους σαν εχθρικά, ουδέτερα ή και συμμαχικά κράτη, όπως
στην περίπτωση της Βουλγαρίας.
82
Περάσαμε τη νύχτα μας στην αποθήκη-κέντρο διερχομένων και
την άλλη μέρα το πρωί ξεκινήσαμε για τη Φιλιππούπολη. Είδαμε να
ενισχύονται τα μέτρα ασφαλείας και οι Βούλγαροι σκοποί να γίνονται
και πάλι βλοσυροί. Δεν μας άφηναν να κινηθούμε καθόλου μέσα στα
κλειστά βαγόνια, ούτε και μπορούσαμε να πλησιάσουμε τα ψηλά
παράθυρα για να πάρουμε λίγο φρέσκο αέρα. Δεν μπορούσαμε να
εξηγήσουμε τη βάναυση αυτή συμπεριφορά των φρουρών μας. Σε μία
τοποθεσία λίγο έξω από το Παζαρτζίκ, την ώρα που σταμάτησε η
αμαξοστοιχία μας για ανεφοδιασμό και παρά την απαγόρευση της
εξόδου, που ας σημειωθεί ήταν πάντοτε σε ισχύ, μαζί με άλλους επτάοκτώ ομήρους πήδησα στο έδαφος και λίγο πιo πέρα πήγα για
κατούρημα. Άγρια σφυρίγματα του αξιωματικού συνοδείας στη
διάρκεια της ανάγκης μας, μας υποχρέωσαν να επιστρέψουμε αμέσως
στα βαγόνια. Με τα βρακιά στο χέρι, ξεκούμπωτος ακόμη, με
πρόφθασε o Λοχαγός, μου έδωσε το παράγγελμα της προσοχής και
ευθύς αμέσως με μια βέργα που κρατούσε στο χέρι του σε όλη τη
διάρκεια του ταξιδιού μου κατάφερε δώδεκα-δεκαπέντε χτυπήματα
στο κεφάλι. Από τρεις μεριές άνοιξε το κεφάλι μου και το αίμα
πετάχτηκε αμέσως, έτρεξε στο πρόσωπό μου, στο σώμα και έβαψε τα
ρούχα μου ιδιαίτερα το πουκάμισό μου - το μόνο που είχα -, από
άσπρο έγινε κόκκινο. Τελικά ο Λοχαγός με άφησε να ανεβώ στο
όχημα καταματωμένος. Ακολούθησαν αμέσως τα ειρωνικά σχόλια
των συναδέλφων μου. προσβάλθηκα από αυτά, και σε μια στιγμή
απόγνωσης τους είπα :
- « Παιδιά εγώ είμαι το πρώτο θύμα της Βουλγαρικής θηριωδίας. Είθε
o Θεός να είμαι και το τελευταίο. Σκεφτήκατε καθόλου με ποιους
έχουμε να κάνουμε; Αναλογίζεστε καθόλου ποια τύχη μας περιμένει;
Ποια δεινά θα υποστούμε στη χώρα αυτή και τι βάσανα θα
υποφέρουμε; »
Οι συνάδελφοι μου, Θασίτες στην πλειοψηφία, ύστερα από αυτά
σιώπησαν. 'Εσκυψαν τα κεφάλια τους και αναλογίζονταν τα δεινά που
μας περίμεναν.
Παρακάμπτοντας τη χρονολογική σειρά των γεγονότων, αναφέρω
πως πέρασα από το ίδιο μέρος του ξυλοδαρμού μου, ύστερα από
χρόνια γύρω στο 1965, όταν ταξίδευα με τη γυναίκα μου από τη
Σόφια προς τη Φιλιππούπολη. Όταν περάσαμε από τον τόπου του
μαρτυρίου, γνώρισα αμέσως το περιβάλλον και σαν κινηματογραφική
ταινία ξετυλίχθηκαν μπροστά μου οι απαίσιες αυτές σκηνές του
ξυλοδαρμού μου. Αποδεικνύεται πως ο εγκέφαλος δεν συγκρατεί
μόνο τα γεγονότα, αλλά και τα αποτυπώνει.
Το απόγευμα της μέρας αυτής -5 Μαΐου 1942- φθάσαμε στη
Φιλιππούπολη. Συγκινηθήκαμε όταν είδαμε το όνομα του σταθμού
"Φιλίπποβο" γραμμένο στα λατινικά. Φάγαμε κάτι πρόχειρο και
αμέσως επιβιβαστήκαμε σε άλλη αμαξοστοιχία για το Κάρλοβο, το
τέρμα του ταξιδιού μας. Η πόλη απέχει ογδόντα χιλιόμετρα από τα
βόρεια της Φιλιππούπολης. Είναι κέντρο παραγωγής ροδέλαιου και
83
βρίσκεται στα νότια του όρους Στάρα Πλανίνα, στο μέσο της
κοιλάδας των ρόδων στην περιοχή της Στράντσας. 'Ηταν 7 η ώρα το
απόγευμα όταν φθάσαμε στην πόλη. Σχηματίσαμε μια φάλαγγα στην
κεφαλή της οποίας βρισκόμασταν εμείς οι Κεχροκαμπίτες.
Ξεκινήσαμε πεζοί για τη πόλη, καθώς δεν ήταν μακριά. Όταν
φθάσαμε στο κέντρο, κόντευε πια να βραδιάσει. Τα μεγάφωνα
μετέδιδαν μουσική από το ραδιόφωνο της Σόφιας. Μια γυναίκα λίγο
μακρύτερα από μας, μας πετροβολούσε φωνάζοντας και λέγοντας
διάφορα που εμείς δεν τα καταλαβαίνουμε. Οι φρουροί βέβαια την
απομάκρυναν. 'Ηταν όπως μάθαμε σχεδόν αμέσως μια γυναίκα που
έχασε κάποιο δικό της στον πόλεμο του 1913 από τους 'Ελληνες και
τώρα έπαιρνε εκδίκηση και έδειχνε την ικανοποίησή της για το
κατάντημα των Ελλήνων. Δεν μας έπεισε αυτή η εξήγηση. Δεν την
ασπάζομαι και δεν το πιστεύω. 'Ισως να ήταν άλλα τα αίτια του
λιθοβολισμού. 'Ισως να επρόκειτο για γυναίκα μισότρελη. 'Υστερα
από τη συγκέντρωση όλων των ομήρων στην πλατεία του Καρλόβου
μας οδήγησαν στο κτίριο του παρακείμενου σχολείου όπου και
διανυχτερεύσαμε. Περάσαμε μια πολύ άσχημη νύχτα. Μας
υποχρέωσαν όλους να κλειστούμε στο σχολείο, χωρίς να αφήσουν
κανένα να βγει στην αυλή ή το προαύλιο. Γίναμε ένα κουβάρι ο ένας
πάνω στον άλλο, ακίνητοι όλη τη νύχτα. Είναι θαύμα πως χωρέσαμε
οκτακόσια Ελληνόπουλα σε πέντε αίθουσες του κτιρίου. Τότε
αντιληφθήκαμε πως μας φέρονται σαν ζώα και από τη μέρα της
σύλληψής μας για μας έπαψε να ισχύει κάθε ανθρώπινη ιδιότητα. Από
δω και πέρα η μεταχείρισή μας δεν θα είχε καμιά διαφορά με αυτή
των ζώων. Μερικοί συνάδελφοι κάπου επτά άτομα επιχείρησαν, πριν
από το κλείσιμό μας στο σχολείο, να βγουν στην αγορά για ψώνια,
τους πιάσανε οι φρουροί και με "εφ' όπλου" λόγχη τους οδήγησαν στο
κτίριο. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν και o συγχωριανός μου ο Στάθης
Μιχαηλίδης που επιχείρησε να βγει από το σχολείο, του πρότειναν τη
λόγχη και με την απειλή του λογχισμού τον έκλεισαν και πάλι μέσα.
Ξημέρωσε πια η 6η Μαίου και μας έβγαλαν από το σχολείο,
ύστερα από ολονύχτια ακινησία. Πλυθήκαμε όπως-όπως, τσιμπήσαμε
κάτι πρόχειρο, σχηματίσαμε μια φάλαγγα κατά εξάδες και ξεκινήσαμε
για το χωριό Κορνάρε με τα πόδια, μια απόσταση δεκαοκτώ
χιλιομέτρων. 'Υστερα από μια κουραστική πορεία πέντε ωρών
περίπου κατά το μεσημέρι φτάσαμε στο Καρνάρε. Εκεί μας πήγαν
στην αυλή του σχολείου για ιατρική εξέταση. Επιτέλους χαλάρωσαν
τα μέτρα επαγρύπνησης και είχαμε κάποια ελευθερία κινήσεων. Πήρα
λοιπόν θάρρος και ρώτησα, αν κανείς από τους περίεργους που
μαζεύτηκαν εκεί ξέρει Γαλλικά. Τότε παρουσιάστηκε μπροστά μου
ένας αξιωματικός με πολιτικά. Προθυμοποιήθηκε, ύστερα από
παράκλησή μου, να γράψει ένα τηλεγράφημα για λογαριασμό μου στα
Βουλγαρικά για να το στείλω στο σπίτι μου, πληροφορώντας τους
πως φθάσαμε καλά στον προορισμό μας. Το τηλεγράφημα το έστειλα
στον Βαρώνα, ένα φίλο μου στη Χρυσούπολη για να το δώσει στη
μητέρα μου, αφού φροντίσει για τη μετάφρασή του στα Ελληνικά.
84
Καθώς έμαθα πολύ αργότερα, ο Βαρώνας πήρε το τηλεγράφημα, το
μετέφρασε, μα αντί να το δώσει στη μητέρα μου, από σύγχυση το
έδωσε στη μητέρα ενός άλλου ομήρου που ονομαζόταν και εκείνος
Παναγιώτης.
Στο Καρνάρε τότε έμαθα και ένα άλλο επεισόδιο που έγινε στο
δρόμο καθώς ερχόμασταν για το χωριό. Κάποια γυναίκα φαινομενικά
Βουλγάρα που στην πραγματικότητα όμως ήταν Ελληνίδα, βγήκε στο
δρόμο και όταν διαπίστωσε πως όλη η φάλαγγα αποτελούνταν από
'Ελληνες έβαλε τις φωνές - «Αδέλφια 'Ελληνες τι χάλια είναι αυτά ;
Εμείς σας περιμέναμε σαν ελευθερωτές και εσείς έρχεστε σαν
αιχμάλωτοι ;» Σε σχετική ερώτηση διαπιστώθηκε πως ήταν Ελληνίδα,
που αναγκάστηκε να παντρευτεί Βούλγαρο στρατιώτη στην κατοχή
των ετών 1915-1918, τον ακολούθησε και τώρα είναι πια μόνιμος
κάτοικος Βουλγαρίας. Είναι και αυτό ένα από τα πολλά δράματα που
είχε υποστεί η φυλή μας.
Έπειτα από την ιατρική εξέταση, επειδή δεν υπήρχε χώρος για να
διανυκτερεύσουμε, εμάς τους εννέα Κεχροκαμπίτες μας παρέδωσαν
σε έναν στρατιώτη να μας οδηγήσει σε ένα γειτονικό χωριό σε
απόσταση
τριών
χιλιομέτρων,
το
Χριστοδάνοβο.
Εκεί
τακτοποιηθήκαμε σε έναν αχυρώνα, όπου υπήρχαν λίγες μπάλες
χόρτου και άχυρα στο δεύτερο πάτωμα, ενώ στο πρώτο που το
χρησιμοποιούσαν για στάβλο φιλοξενούνταν τα ζώα. Παρ' όλα αυτά
μείναμε αρκετά ικανοποιημένοι από αυτή τη τακτοποίηση. Επιτέλους
ύστερα από την κούραση στα βαγόνια θα ξαπλώναμε ελεύθερα, χωρίς
περιορισμούς, έστω και πάνω στα άχυρα, έπειτα μάλιστα από τη
ταλαιπωρία της προηγούμενης νύχτας στο Κάρλοβο.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και μας παρουσιάστηκε ο νοικοκύρης του
στάβλου που ήταν Τούρκος, παρακαλώντας να είμαστε προσεκτικοί,
να μην ανάψουμε φωτιά επειδή έκανε λίγο κρύο και να προσέχουμε
τα τσιγάρα μας, ώστε να μη γίνει κανένα κακό και πάρει φωτιά o
στάβλος με τα ζώα του. Τον καθησυχάσαμε πως δεν πρόκειται να
συμβεί τίποτα τέτοιο, καθώς και εμείς ήμασταν αγροτόπαιδα και
προερχόμασταν από φτωχές οικογένειες. Ξέραμε λοιπόν από φτώχεια
και ανέχεια. Μετά o Τούρκος μας εξέφρασε τη λύπη του, που δεν
μπορούσε να μας προσφέρει τίποτα για τροφή.
- « Μήπως, εξακολούθησε, παιδιά δέχεστε να σας φέρω αριάνι (είναι
ένα είδος υγρού από αποβουτυρωμένο γάλα), έχω αρκετό μπορώ να
σας το προσφέρω».
Αφού συνεννοηθήκαμε μεταξύ μας (η ομιλία γινότανε στα
τούρκικα με διερμηνέα πότε εμένα και πότε τον Αλέκο, γιατί μονάχα
εμείς γνωρίζαμε τουρκικά) δεχτήκαμε την προσφορά του. Μας έφερε
κάμποσα κιλά αριάνι. Κάτι ήταν κι' αυτό στη κατάσταση που
βρισκόμασταν, τον ευχαριστήσαμε, συζητήσαμε λίγη ώρα μαζί του
σχετικά με τη κατάσταση τους και τελικά o Τούρκος αποχώρησε,
αφού μας ευχήθηκε να περάσουμε καλά τη νύχτα.
Την άλλη μέρα το πρωί από πολύ νωρίς, αντιληφθήκαμε τους
85
χωρικούς καβάλα στα κάρα τους που τα έσερναν βόδια ή άλογα να
πηγαίνουν στις δουλειές τους στα χωράφια. Εντύπωση μας έκανε πως
ξεκίνησαν για τις δουλειές τους τόσο πρωί. Αργότερα διαπιστώσαμε
την εργατικότητα του Βουλγαρικού στοιχείου, έτσι ο Βούλγαρος
αγρότης πρέπει να ξεκινήσει πολύ νωρίς το πρωί για το χωράφι του,
ώστε να είναι έτοιμος για δουλειά, μόλις φέξει η μέρα. Φαίνεται πως
αυτό δεν ίσχυε για όλους τους αγρότες, γιατί λίγο αργότερα που
πήγαμε στο κέντρο του χωριού παρατηρήσαμε πολύ κόσμο, ιδιαίτερα
νέους και τις νέες να επιδίδονται σε χορούς. 'Ηταν του Αγίου
Γεωργίου με το παλιό ημερολόγιο. Οι Βούλγαροι γιορτάζανε τη μέρα
αυτή σαν απαρχή των αγροτικών εργασιών και του ερχομού της
άνοιξης. Βλέπαμε ομαδικούς χορούς που σέρνονταν από νέους και
νέες με εξαιρετική τέχνη και ευκινησία. Τα συντονισμένα βήματά
τους, οι αυθόρμητες κινήσεις και γενικά η επίδοσή τους στο χορό
κάτω από τους ήχους της γκάϊτας, του ζουρνά, της φλογέρας και του
νταουλιού έδιναν στον θεατή ένα εξαιρετικό θέαμα. Ώρες ολόκληρες
παρακολουθούσαμε το χορό, οι χορευτές μας προσκαλούσαν στο
χορό και μερικοί από μας, αν και δεν ήξεραν αυτούς τους χορούς,
πήραν μέρος.
Το ίδιο απόγευμα καθώς περπατούσαμε στο χωριό παρέες-παρέες
συναντηθήκαμε με δύο υπερήλικες αγρότες. Σταμάτησαν την παρέα
μου που αποτελούνταν από τρία άτομα και αφού ζήτησαν
πληροφορίες για τη προέλευσή μας και το σκοπό της απαγωγής μας,
μας έδωσαν θάρρος για τη τύχη μας.
« Πρέπει να είστε παιδιά, μας είπαν, ευχαρισιημένοι από την τύχη σας.
Εδώ θα περάσετε καλά. Έχει καταναγκαστική εργασία στη διάνοιξη
δρόμων.
Θα δουλέψετε μόνο λίγους μήνες και μόνο κατά τη θερινή περίοδο.
Μόλις φανούν τα πρώτα χιόνια που στη περιοχή μας, επανέλαβαν,
έρχονται το αργότερο στις αρχές Οκτωβρίου, θα απολυθείτε και θα
πάτε στα σπίτια σας κοντά στα συγγενικά σας πρόσωπα. Ενώ,
εξακολούθησαν, τα παιδιά μας που πήγανε στρατιώτες δεν ξέρουμε πια
τύχη τους περιμένει στο μέτωπο και στον πόλεμο.
Είναι, είπαν τελειώνοντας, καιρός πολέμου, σκοπός είναι να περάσουμε
τον πόλεμο όσο μπορούμε πιο ανώδυνα και όσο το δυνατόν με
λιγότερες απώλειες ».
Ακολούθησε μια αρκετά διαφωτιστική συζήτηση με τους
χωρικούς. 'Ετσι μάθαμε τελικά που θα δουλεύουμε, τι θα κάνουμε και
πότε θα επιστρέψουμε στις οικογένειές μας.
Το βράδυ πήγα στο κεντρικό καφενείο του χωριού. Δεν
συνάντησα δυσκολία στη γλώσσα. Δεν ήξερα καθόλου Βουλγαρικά,
αλλά με τα Τουρκικά συνεννοούμουν πολύ καλά με τους χωρικούς.
Εκεί παρήγγειλα ένα ούζο. 'Ηρθε στο τραπέζι μου ένας ηλικιωμένος
Τούρκος και προσφέρθηκε να με κεράσει ακόμη ένα. Το δέχτηκα και
αυτό με ευχαρίστηση, άλλωστε πεινούσα και κάθε προσφορά ήταν
δεκτή. Ο γέρος, μου είπε, πως δεν πρέπει να στεναχωρηθώ που θα
86
δουλέψω στα δημόσια έργα και εμάς, εξακολούθησε, μας παίρνουν
αγγαρεία για αυτά τα έργα. Σε λίγες μέρες θα ακολουθήσουμε και
εμείς στο ίδιο μέρος με εσάς. Θα περάσετε καλά, είπε, και αυτός.
Εύκολη και ελαφριά δουλειά και μόλις φανούν τα πρώτα χιόνια θα
επιστρέψετε στα μέρη σας, όπως αυτό γίνεται τακτικά τόσα χρόνια
τώρα. Του απάντησα άσχημα. Δεν συμφωνώ μαζί σου του είπα, είστε
Βούλγαροι, δουλεύετε για το κράτος σας και πρέπει να δουλέψετε.
Ενώ εγώ είμαι 'Ελληνας και μου έρχεται πολύ δύσκολο να δουλέψω
για τους Βούλγαρους. Βέβαια του επανέλαβα για σας δεν υπάρχει
αυτή η δυσκολία, γιατί πρόκειται για το δικό σας κράτος και τελείωσα
με την παραίνεση πως πρέπει να δουλέψετε για το κράτος σας, γιατί
αν δεν δουλέψετε θα καταντήσετε χειρότερα και από μας. Θα ήμουνα,
είπα τελειώνοντας, ευχαριστημένος αν αντί για τρεις μήνες που
δούλεψα αγγαρεία σε παρόμοια έργα στη χώρα μου, δούλευα
δεκατρείς μήνες αρκεί, να μην ερχόμουν εδώ.
Τα λόγια μου τους έκαναν εξαιρετική εντύπωση. Είχα παραφερθεί,
ίσως από το ούζο, ίσως από άμετρο πατριωτισμό. Βλέπω το
συνομιλητή μου για μια στιγμή να μένει άφωνος. Αμέσως με άρπαξε
από το χέρι, πλήρωσε τα ούζα -δείγμα της κοινωνικότητας των
Τούρκων-, με έβγαλε έξω από το καφενείο και με έντονη φωνή μου
υπογράμμισε πως έπρεπε να είμαι προσεκτικός, γιατί στην Βουλγαρία
υπήρχε δικτατορικό καθεστώς και εκφράσεις σαν αυτές που είχα
χρησιμοποιήσει προηγουμένως, μπορούσαν να θεωρηθούν
αντεθνικές. Επειδή ύστερα από αυτά η παραμονή μου στο καφενείο
ήταν επικίνδυνη, γιατί με παρακολουθούσαν οι δικοί τους, με
παρακάλεσε να πάω στο σπίτι του. Πήγαμε στο σπίτι του, που ήτανε
μια παλιά μονοκατοικία λίγο πιο κάτω στη δεξιά πλευρά του δρόμου.
Ο γιος του όπως μου είπε έλειπε στο στρατό. Με παρουσίασε στη
γυναίκα του, αφού της είπε την ιδιότητά μου, το σκοπό της παρουσίας
μου στο χωριό τους και το αντικείμενο της δουλειάς με την οποία
επρόκειτο να ασχοληθώ το καλοκαίρι. Η γυναίκα του με κοίταζε
συμπονετικά.
- « Παιδί μου, μου είπε, δεν έχω τίποτα να σου προσφέρω, βλέπεις έχω
στη πυροστιά τη κατσαρόλα, το νερό βράζει και εγώ σκέπτομαι τι να
ρίξω μέσα. Δεν μας έμεινε τίποτα. Μήπως τρως κατσαμάκι ;
- Κυρία μου της είπα, σε ευχαριστώ για τη προθυμία σου. Προέρχομαι
από πολύ φτωχή οικογένεια και τα φαγητά αυτού του είδους μου είναι
συνηθισμένα.»
Πήρα ένα πιάτο κατσαμάκι, είναι ένα είδος φαγητού με
καλαμποκίσιο αλεύρι και βραστό νερό. Ευχαρίστησα το ζευγάρι των
Τούρκων για τη φιλοξενία τους και όταν ετοιμάστηκα να φύγω η
Τουρκάλα μου πρότεινε να της πάω για πλύσιμο τα άπλυτα ρούχα
μου. 'Εφυγα με άριστες εντυπώσεις, όσον αφορά την φιλοξενία και τη
προθυμία με την οποία με δέχτηκαν στο σπίτι τους.
Ο σπιτονοικοκύρης μου περιέγραφε περίπου για δύο ώρες τις
δύσκολες συνθήκες ζωής στα μέρη εκείνα. Ο πόλεμος, μου είπε, μας
87
σακάτεψε, το κράτος δεν μας άφησε τίποτα. Γεννήματα, ζώα, τρόφιμα
όλα μας τα επίταξε. Που θα πάει αυτή η κατάσταση; Πότε θα
τελειώσει ο πόλεμος; Του απάντησα πως ο πόλεμος θα κρατήσει για
πολλά χρόνια ακόμη. Το μέλλον είναι σκοτεινό και τα δεινά μας θα
συνεχιστούν για πολύ καιρό, χωρίς καμιά ελπίδα βελτίωσης των
συνθηκών ζωής.
Το μεσημέρι της άλλης μέρας μας πλησίασε δειλά-δειλά η κόρη
του ιδιοκτήτη του σταβλαχυρώνα που μέναμε. Όταν μάλιστα
βεβαιώθηκε πως ήταν μόνη ανάμεσά μας, μακριά από τα βλέμματα
των δικών της, έβγαλε το φερετζέ της και ζήτησε πληροφορίες για τη
καταγωγή μας και για τις συνθήκες διαβίωσή μας στα μέρη μας κάτω
από τον Βούλγαρο δυνάστη. Της απάντησα εγώ, γιατί μόνο εγώ ήξερα
Τουρκικά και την παρότρυνα στο τέλος του πολέμου να επιδιώξει να
φύγει στη Τουρκία, γιατί εκεί μέσα στους ομοεθνείς της θα περάσει
καλύτερα. Στη συνέχεια η κοπέλα μας περιέγραψε την δεινή
οικονομική τους θέση. Τον κατατρεγμό που υφίστανται από το κράτος
που δεν τους άφησε τίποτα, ούτε σπόρους, ούτε τροφές και ζώα. Πως
θα καλλιεργήσουμε τη γη, τι θα σπείρουμε, πως θα ζήσουμε, ήταν οι
ερωτήσεις που έθεσε η κοπέλα, χωρίς όμως να λάβει απάντηση.
Εντύπωση μας έκανε η ιδιότυπη στολή των χωρικών. Οι άνδρες
φορούσαν γιλέκο αντί για σακάκι και ένα εφαρμοστό παντελόνι, τη
ζουπούνα, ενώ οι γυναίκες φορούσαν υφαντή μπλούζα και μακριά
βράκα, ιδιαίτερα οι Τουρκάλες.
Την άλλη μέρα ένας στρατιώτης μας οδήγησε σε ένα χωράφι στο
ύπαιθρο για να επιδοθούμε σε γυμναστικές ασκήσεις. Μας έμαθε το
περπάτημα της χήνας. Πως να σηκώσουμε το ένα πόδι όρθιο στο ύψος
της κνήμης του άλλου ποδιού, πως να το κατεβάσουμε απότομα με
τρόπο που να εφάπτεται στο έδαφος ολόκληρη η πατούσα και πως να
επαναλάβουμε το ίδιο και με το άλλο πόδι. Επίσης μας έμαθε πως να
ανταποδίδουμε όλοι μαζί, με μια φωνή, τον χαιρετισμό στους
ανωτέρους μας στις ώρες χαιρετισμού, ιδιαίτερα κατά τις
επιθεωρήσεις. Στο τέλος μας άφησε μόνους τον καθένα χωριστά, να
κάνουμε το βάδισμα της χήνας και να μάθουμε καλά τους
χαιρετισμούς.
Ήταν κωμικό λοιπόν το θέαμα των παλικαριών που εξασκούνταν
αρκετή ώρα στην εκμάθηση του βαδίσματος και μόνοι τους έδιναν
παραγγέλματα στον εαυτό τους, ενώ παράλληλα προσπαθούσαν να τα
εκτελέσουν.
Λίγο αργότερα ο ίδιος στρατιώτης μας οδήγησε σε παρακείμενη
αποθήκη από όπου μας έδωσαν μια μη ολοκληρωμένη μεταχειρισμένη
στρατιωτική στολή, με μεταχειρισμένα παπούτσια. Βάλαμε
δοκιμαστικά τη στολή και αμέσως αλλάξαμε μορφή. Ήμασταν κάτι
μεταξύ εργατών απασχολουμένων σε βαριά έργα οδοποιίας και
στρατιωτών, χωρίς βέβαια στέμμα και εθνόσημο.
Μετά μας μίλησαν για την καθαριότητα της στολής και ιδιαίτερα
των υποδημάτων. Για τα τελευταία μας είπαν πως πρέπει να τα
βάφουμε καθημερινά και πως η αξία των βερνικιών για τα παπούτσια
88
που θα χρησιμοποιήσουμε σε ένα χρόνο για τη συντήρησή τους,
πρέπει να είναι ίση με την αξία τους. Δηλαδή αν τα παπούτσια
αξίζουν ένα άλφα ποσόν, πρέπει κανείς να ξοδέψει το ίδιο ποσό για τη
συντήρησή τους μέσα σε ένα χρόνο.
Το βράδυ, ύστερα από το συσσίτιο, εκτυλίχθηκε μπροστά στα
μάτια μας μια αποτρόπαια σκηνή. Κάποιος αξιωματικός που θέλησε
να τιμωρήσει ένα δικό μας όμηρο από τη Δράμα για κάποια
μικροπαράβαση, τον έριξε στη γη, έπεσε πάνω του και προσπαθούσε
να τον διαμελίσει ανοίγοντας και τεντώνοντας σε επικίνδυνο βαθμό
τα πόδια του. Στις φωνές του θύματος προσέτρεξαν άλλοι αξιωματικοί
οι οποίοι τελικά έπεισαν τον παρ' ολίγο θύτη να μην πραγματοποιήσει
την πρόθεσή του. Χαρακτηριστική είναι η στάση του παρ' ολίγο
θύματος. Σηκώθηκε ήρεμα, παρά τους πόνους, σκούπισε τα δάκρυά
του, δάκρυα εκδίκησης και πόνου, χωρίς να βγάλει ούτε ένα
αναστεναγμό, ούτε να εκφράσει κανένα πόνο ή παράπονο και
απομακρύνθηκε από τον τόπο του μαρτυρίου του.
Μετά από λίγο βλέπω έναν άλλον αξιωματικό να ξυλοκοπάει
άγρια τον Στάθη Μιχαηλίδη, γιατί δήθεν πήγε να καταστρέψει τα ήδη
κατεστραμμένα του ρούχα.
Στο φαγητό γνωρίστηκα με το μάγειρα, ένα γιγαντόσωμο Τούρκο
που τον λέγανε Ραματάν. Με τα τουρκικά που ήξερα τον παρακάλεσα
να με προσέξει ιδιαίτερα στο φαγητό. Μου το υποσχέθηκε, αλλά την
υπόσχεση του την τήρησε μόνο μία φορά, εκείνη τη στιγμή. Έκτοτε
βέβαια ήταν πάντοτε φιλικός με μένα.
Μία από τις μέρες που βρισκόμασταν στο Χριστοδάνοβο, κάπου
δέκα-δώδεκα συνάδελφοι με τη συνοδεία ενός δεκανέα πήγαμε σε ένα
γειτονικό χωριό, το Στολέτο. Εκεί κάναμε ένα καλό μπάνιο και
πλύναμε τα εσώρουχά μας καθώς και το ματωμένο πουκάμισο μου
που μούσκεψε στο αίμα, όταν με χτύπησε με βέργα ο συνοδός
Λοχαγός κατά τη διάρκεια του ταξιδιού κοντά στο Πατζαρτζίκ.'Ηθελα
να το κρατήσω ενθύμιο με τα αίματα, αλλά δεν είχα δεύτερο. Πολύς
κόσμος και ιδιαίτερα τα γυναικόπαιδα μας πλησίασαν.
Συνεννοηθήκαμε στα Τούρκικα και μας εξέφρασαν την συμπόνιά
τους. 'Οταν μάλιστα έμαθαν για τα αίματα στο πουκάμισό μου, τότε
εξέφρασαν τον αποτροπιασμό τους για τη διαγωγή των Αρχών.
Ενδιαφέρθηκαν για την ιδιότητά μας, για την οικογενειακή μας
κατάσταση και ιδιαίτερα για το αν όλα τα Ελληνόπουλα ήμασταν έτσι
ευπαρουσίαστα, γλυκομίλητα και ευγενικά όπως εμάς. 'Ηταν μια
ευχάριστη μέρα για μας, αλλά αλίμονο, ίσως η μοναδική που πέρασα
στη χώρα αυτή.
89
2.
Η ζωή στην ομηρία -Παραινέσεις του Λοχαγού μας
Στις 10 Μαΐου 1942 το πρωί, ύστερα από το πρωινό ρόφημα, μας
υποχρέωσαν όλους τους ομήρους να συγκεντρωθούμε μπροστά στις
στρατιωτικές αποθήκες κάπου μεταξύ των χωριών Χριστοδάνοβο και
Καρνάρε. Εκεί μας διέταξαν να πάρουμε ο καθένας μας από δύο
εργαλεία, κασμάδες, φτυάρια παραμάνες ή από ένα λοστό ή τέλος από
ένα καροτσάκι. Έχοντας τα εργαλεία στα χέρια μας υποχρέωσαν να
τα ανεβάσουμε στο βουνό σε υψόμετρο δύο χιλιάδων τριακοσίων
μέτρων ή σε απόσταση τριανταέξι χιλιομέτρων. Εδώ πρέπει να κάνω
μια παρένθεση. Η Βουλγαρία είναι μια χώρα με σχήμα τετράπλευρου.
Διασχίζεται από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τα Γιουγκοσλαβικά
σύνορα από μια μεγάλη οροσειρά, τον Αίμο. Η οροσειρά αυτή χωρίζει
τη χώρα σε δύο μέρη, το 1/3 περίπου κείτεται προς τον βορά όπου
βρίσκονται οι λεγόμενες παραδουνάβιες επαρχίες και το υπόλοιπο
προς το νότο. Έτσι για την επικοινωνία των δύο τμημάτων είναι
ανάγκη να υπάρχουν δρόμοι που να ενώνουν τις δύο περιοχές. Επειδή
όπως ανέφερα τα βουνά είναι ψηλά, οι δρόμοι που τα διασχίζουν
σχηματίζουν πολλούς έλικες και στην περιοχή που δουλεύαμε για να
καλύψει ο δρόμος το υψόμετρο αυτό των δύο χιλιάδων τριακοσίων
μέτρων σχημάτιζε μέχρι την κορφή επτά μεγάλες στροφές και ίσως
άλλες τόσες για να κατεβεί από την αντίθετη πλευρά του βουνού.
Ξεκινήσαμε να ανεβούμε ως την κορυφή. Μια ή δύο φορές δεν
ακολουθήσαμε τις στροφές, αλλά κόψαμε δρόμο ακολουθώντας
ευθεία την ανηφόρα. 'Ηταν όπως είπα Μάιος. Η φύση είχε φορέσει τη
καταπράσινη φορεσιά της με την χλόη και την βλάστηση σ’ όλο της
το μεγαλείο. 'Ηταν εξαιρετική μέρα, ηλιόλουστη, χαρά Θεού. Η θέα
στο σημείο που βρισκόμασταν ήταν θαυμάσια, ενώ ήμασταν
φορτωμένοι με τα εργαλεία της δουλειάς και ανεβαίναμε το βουνό.
Δύο φορές σταματήσαμε στις πλαγιές για να ξαποστάσουμε. 'Ενας
από μας, ο Νίκος Μετζάνης, έπαιζε μπαλαλάικα, ένα είδος μουσικού
οργάνου και κάποιοι τραγουδούσαν, ενώ οι υπόλοιποι τα βάζαμε με
την τύχη μας και βρίζαμε τους αίτιους των ταλαιπωριών μας,
ζητώντας εκδίκηση.
Τον δρόμο αυτό των τριανταέξι χιλιομέτρων τον διανύσαμε
φορτωμένοι μέσα σε οκτώ ώρες. Ακόμη και σήμερα απορώ με την
αντοχή μας. Φαίνεται πως o άνθρωπος διαθέτει ανεξάντλητα
αποθέματα δύναμης, τα οποία ανακαλύπτει στις δύσκολες στιγμές.
Στην ηλικία των 20-21 ετών που ήμαστε τότε, αψηφούσαμε τις
ταλαιπωρίες. Είχαμε ακμαιότατο ηθικό και όλα τα δεινά που
υποφέραμε τα θεωρούσαμε πρόσκαιρα. Πιστεύαμε στην γρήγορη
αλλαγή της κατάστασης, αλλιώς δε θα μπορούσαμε να αντέξουμε στις
δύσκολες ώρες. Που την βρήκαμε τόση αντοχή; Με ένα ποτήρι τσάι,
ένα κομμάτι ψωμί και λίγο τυρί που δεν ξεπερνούσε το μέγεθος ενός
λουκουμιού, αντέξαμε να κάνουμε την ανάβαση του βουνού. Όταν
90
φτάσαμε στην τέταρτη στροφή στο ύψος περίπου των χιλίων
διακοσίων μέτρων, προσέξαμε πως οι προηγούμενοι εργάτες τον
περασμένο χρόνο για την διάνοιξη του απόκρημνου αυτού δρόμου,
δένονταν με σχοινιά από τους κορμούς των δένδρων για να μπορούν
με τις παραμίνες να ανοίξουν τρύπες στους βράχους για φουρνέλα.
'Ηταν αλήθεια πως από εκείνο το σημείο ήταν εξαιρετική η θέα του
κάμπου μέχρι και πέρα από τη Φιλιππούπολη, αλλά για να τα
απολαύσει αυτά κανείς πρέπει να έχει την κατάλληλη διάθεση και
πρώτα από όλα να είναι χορτάτος. Διότι o πεινασμένος μόνο την πείνα
του μπορεί να σκεφτεί και τίποτα άλλο πέρα από αυτό. Τις τελευταίες
δύο στροφές τις διασχίσαμε χωρίς κόπο και μάλιστα με ευχαρίστηση,
περνώντας από ένα μεγάλο δάσος με έλατα και πεύκα. Στην άκρη του
δρόμου υπήρχαν ακόμη χιόνια. Αλλά λίγο πιo πέρα, όταν βγήκαμε
από το δάσος άρχισε η γύμνια των βουνών, καθώς εξαιτίας του
υψόμετρου δεν ευδοκιμεί τίποτα εκεί εκτός από μερικά μικρά φυτά,
όπως χλόη και θάμνοι. Σταματήσαμε στην προτελευταία
στροφή.Υπήρχε μία στενή χαράδρα δίπλα στον δρόμο, περίπου
τριακόσια μέτρα χαμηλότερα από την ψηλότερη βουνοκορφή. Το
έδαφος ήταν καλυμμένο με πράσινη και παχιά χλόη, άφθονα νερά
κυλούσαν στις χαράδρες, αλλά δεν ακούγονταν κελαηδίσματα
πουλιών, ούτε υπήρχε κάποιο άλλο σημείο ζωής σ’ εκείνο το
υψόμετρο. Εκεί μας προσφέρθηκε ένα πρόχειρο μεσημεριανό γεύμα.
Ύστερα από ολιγόλεπτη ανάπαυση με διαταγή των αξιωματικών
σχηματίσαμε μερικά συνεργεία για να αρχίσουμε την δουλειά.
'Επρεπε πρώτα-πρώτα να κατασκευάσουμε τα καταλύματα μας, ενώ
συγχρόνως έπρεπε να ανεγερθούν τα οικήματα για τους
αξιωματικούς, τα γραφεία της διοίκησης, τα μαγειρεία, οι αποθήκες
καθώς και τα αποχωρητήρια. Χωριστήκαμε σε ομάδες. Άλλοι με
κασμάδες κόβανε τη χλόη σε πλάκες για να καλύψουν τις στέγες των
καταλυμάτων αντί για κεραμίδια. Άλλοι κόβανε κορμούς δένδρων στο
παρακείμενο δάσος για την παραγωγή δομήσιμης ξυλείας, άλλοι
σκάβανε θεμέλια ή διαμορφώνανε τα μέρη όπου επρόκειτο να
ανεγερθούν αυτές οι εγκαταστάσεις. Ολες οι εργασίες εκτελούνταν
από μας με την υπόδειξη των αξιωματικών εργοδηγών μέσα σε ένα
πανδαιμόνιο από ξυλοδαρμούς, φωνές και βρισιές. Δουλέψαμε εκεί
περίπου τρεις ώρες, τόσες είχαμε στη διάθεσή μας, καθώς έπρεπε να
επιστρέψουμε κάτω στο χωριό.Αφήσαμε εκεί δύο, τρία συνεργεία για
να φτιάξουν τις παράγκες και τα καταλύματα με τα υλικά που τους
ετοιμάσαμε εμείς και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Κόψαμε
δρόμο κατεβαίνοντας από τις κατηφόρες, έτσι φτάσαμε πιο γρήγορα
σε δύο ώρες περίπου αντί για οκτώ που κάναμε για ν' ανεβούμε. Στο
Χριστοδάναβο φτάσαμε αργά, μας πήρε το σκοτάδι. Πήγαμε αμέσως
στον σταυλοαχυρώνα για ύπνο σχεδόν πεινασμένοι, γιατί πολλοί από
μας είχαν εξαντλήσει στο βουνό και το τελευταίο κομμάτι ψωμιού της
ημέρας. 'Ετσι πήραμε μια γεύση σχετικά το είδος της δουλειάς που θα
εκτελούσαμε ολόκληρο το καλοκαίρι.
Την μεθεπόμενη ημέρα στις 12 Μαΐου μας πήγαν και πάλι στην
91
αποθήκη. Εκεί ανεβήκαμε σε φορτηγά αυτοκίνητα χωρίς εργαλεία,
γιατί τα είχαμε ήδη κουβαλήσει πριν δύο μέρες και ανεβήκαμε στο
σημείο κατασκευής του καταυλισμού μας όπου και φθάσαμε κατά τις
11 η ώρα. Αμέσως επιδοθήκαμε στην αποπεράτωση των εργασιών
ανέγερσης των εγκαταστάσεων. Οι εργασίες είχαν εκτελεστεί κατά το
μεγαλύτερο μέρος από τα συνεργεία που έμειναν εκεί σε διάστημα
τριών ημερών. Ανοίξαμε μονοπάτια για τα καταλύματα και σχεδόν
αμέσως κάναμε τη διάνοιξη ενός μεγάλου χαντακιού. Στρώσαμε πάνω
στο χαντάκι ανά πενήντα πόντους δύο πελεκημένα μικρά ξύλα κατά
πλάτος και φτιάξαμε τα αποχωρητήρια τα οποία, επειδή όλοι ήμασταν
του ίδιου φύλλου, ήταν ομαδικά.
Σε λιγότερο από τρεις μέρες όλα ήταν έτοιμα. Τα έργα
ολοκληρώθηκαν από το μηδέν χωρίς το κράτος να ξοδέψει τίποτα ή
να προσφέρει υλικά, εκτός βέβαια από μερικά καρφιά και σανίδια. Με
την εργασία όμως των ομήρων και την ξυλεία από το παρακείμενο
δάσος δημιουργήθηκε ολόκληρος καταυλισμός για τριακόσιους
πενήντα άνδρες. 'Επειτα από όλα αυτά φτιάξαμε στάβλους για τα ζώα
που θα προορίζονταν για σφαγή, καθώς και για τα γουρούνια που θα
εκτρέφονταν από τους αξιωματικούς για δικό τους μόνο λογαριασμό
τα οποία θα συντηρούσαν με την πλούσια χλόη και τα σκουπίδια από
τα υπολείμματα των τροφών. Σ’ αυτά όμως θα αναφερθώ παρακάτω.
Τακτοποιηθήκαμε στις παράγκες μας ανά πενήντα άτομα σε κάθε
μία. Υπήρχαν δύο σειρές κρεβάτια φτιαγμένα από μεγάλα κλαδιά και
πάνω σ' αυτά τοποθετημένο αρκετό χόρτο σκεπασμένο με τις
κουβέρτες μας. Για μαξιλάρια χρησιμοποιούσαμε σακούλια γεμάτα
χόρτο, ενώ η στέγη ήταν κατασκευασμένη από κορμούς δένδρων και
η σκεπή από κομμάτια καταπράσινης χλόης αδιαπέραστης από τη
βροχή.
Στο τέλος της τρίτης ημέρας, όταν οι εργασίες είχαν ολοκληρωθεί,
μας κάλεσε όλους ο Λοχαγός να συγκεντρωθούμε και εκεί, αφού
ανέβηκε σε ένα υψωματάκι για να τον άκουμε, είπε :
« Παιδιά μου απευθύνομαι σε όλους σας, αλλά ιδιαίτερα στους Έλληνες
που είναι ανάμεσά σας, γιατί αυτοί αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του
λόχου μου, για να σας δώσω μερικές συμβουλές και τις αναγκαίες
κατευθύνσεις. Εδώ είναι ο οριστικός τόπος διαμονής μας, εδώ θα
μείνουμε ολόκληρο το καλοκαίρι και ένα μέρος του φθινοπώρου, όσο
μας επιτρέψει ο καιρός να εργαστούμε. Μη φοβάστε παιδιά μου τη
δουλειά, λίγη δουλειά μας ανέθεσε η πατρίδα. Θα κόψουμε τον αυχένα
του βουνού που είναι περίπου εκατόν είκοσι μέτρα και τίποτα άλλο. Θα
τελειώσουμε γρήγoρα λοιπόν. Εμείς όμως θα εξακολουθήσουμε να
δουλεύουμε μέχρι να πέσουν τα πρώτα χιόνια, όχι βέβαια με την πρώτη
ζέση, γιατί το κυριότερο μέρος της δουλειάς θα έχει ήδη γίνει. Σας
καλώ όλους να βάλετε τα δυνατά σας, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι
μας. Ζητώ πειθαρχία και υπακοή και σας δίνω τον λόγο μου πως
πάντοτε θα μ' έχετε προστάτη σε οτιδήποτε χρειαστείτε από ‘δω και στο
εξής. Είστε υποχρεωμένοι να συνειδητοποιήσετε πως εδώ βρίσκεστε με
την ιδιότητά του Βούλγαρου στρατιώτη και δεν επιτρέπεται να
92
απομακρυνθείτε σε ακτίνα μεγαλύτερη των διακοσίων μέτρων. Θα
βρίσκεστε εδώ συνέχεια, εδώ θα παίρνετε το συσσίτιο σας, εδώ θα
κοιμάστε και εδώ θα ξυπνάτε κάθε μέρα για δουλειά στην οποία θα σας
συνοδεύουν οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί σας. Στη δουλειά θα
κάνετε ότι σας πουν οι βαθμοφόροι εργοδότες σας,,όπου θα πηγαίνετε
κατά διμοιρίες και ομαδικά πάλι θα επιστρέφετε. Απευθύνομαι και πάλι
στους 'Ελληνες του λόχου μου και τους καλώ να ξεχάσουν ότι είναι
Έλληνες,, τουλάχιστον όσο καιρό θα βρίσκονται στον λόχο μου και να
συνειδητοποιήσουν ότι από ‘δώ και ‘μπρος είναι πια Βούλγαροι
στρατιώτες.. Να δείχνετε ευγνωμοσύνη για αυτή την τιμή και να
εκτελείτε με αφοσίωση τη δουλειά που σας αναθέτουν ».
Και ο Λοχαγός τελείωσε την ομιλία του λέγοντας:
« Πιστέψτε με παιδιά μου, εγώ φέρω την ευθύνη μπροστά στο Θεό, τη
συνείδηση μου και τις οικογένειες σας για την ασφάλεια και την
ακεραιότητά σας. Οι γονείς σας είμαι βέβαιος γι' αυτό, γιατί κι' εγώ
είμαι πατέρας, έχουν συνέχεια στραμμένη σε σας την σκέψη και τον
λογισμό τους. Για χάρη λοιπόν των οικογενειών σας, για δική μου
τέλος χάρη σας παρακαλώ να δείξετε ζήλο για την δουλειά σας και
πειθαρχία στους βαθμοφόρους κατά την εκτέλεση αυτής. Εφόσον
δείξετε καλή διαγωγή σας δίνω την υπόσχεση πως ύστερα από το
καλοκαίρι, το πολύ με τα πρώτα φθινοπωρινά κρύα ή χιόνια θα είστε
στα σπίτια σας. Μάλιστα εγώ ο ίδιος θα σας συνοδέψω στην πατρίδα
σας ».
Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να κάνω μία παρένθεση, ώστε να
αναφέρω τη δύναμη του λόχου μας, το είδος και την ποσότητα της
δουλειάς και τέλος τις νέες συνθήκες ζωής μας.
Ο λόχος μας είχε δύναμη τριακοσίων είκοσι ανδρών. Από αυτούς
οι διακόσιοι δεκαοκτώ ήταν 'Ελληνες, οι εξήντα Τουρκικής
καταγωγής, ενώ Βούλγαροι υπήκοοι, δηλαδή μόνιμοι κάτοικοι της
χώρας (Βουλγαρότου- ρκοι), ήταν εικοσιπέντε άτομα που εκτελούσαν
όλες τις βοηθητικές υπηρεσίες ως μάγειρες, αποθηκάριοι,
χοιροβοσκοί, τσομπάνηδες και υλοτόμοι, καθώς και δεκαεπτά
αξιωματικοί και υπαξιωματικοί.
Στα τέλη Ιουλίου φέρανε στον λόχο μας σαρανταπέντε
Γιουγκοσλάβους της ίδιας με εμάς κατηγορίας, καθώς και οκτώ
Βουλγαρόφωνους, πρώην 'Ελληνες υπήκοους, κατοίκους Ξάνθης.
Κατατάχτηκα στον 3ο λόχο στην 3η διμοιρία. Οι αξιωματικοί και
υπαξιωματικοί της διμοιρίας μας ήταν αρκετά καλοί και ευγενικοί
μαζί μας. Αυτό όμως είναι ένα άλλο θέμα και θα το αναπτύξω
αργότερα.
Το καθημερινό μας πρόγραμμα ήταν περίπου το εξής: εγερτήριο
με την σάλπιγγα στις 4:30. Αυτοί που σηκώνονταν πιο νωρίς
αντιμετώπιζαν το ξύλο και τις βρισιές των βαθμοφόρων. Σε ένα
τέταρτο δηλαδή μέχρι τις 4:45 έπρεπε να πλυθούμε, να γυαλίσουμε τα
παπούτσια, να ξυριστούμε και να πάρουμε θέση για το πρωινό
93
συσσίτιο. Πριν από το πρωινό, γινότανε τακτικότατα επιθεώρηση από
τους αξιωματικούς και αυτοί που ήταν αγυάλιστοι, ασουλούπωτοι ή
αξύριστοι τιμωρούνταν επί τόπου με πέντε ως είκοσι ραβδισμούς στα
πισινά, ανάλογα με τη διάθεση του υπαξιωματικού ή αξιωματικού.
Στις 5:05 ύστερα από το ρόφημα, παίρναμε το υπόλοιπο ψωμί στα
σακίδια και κατά εξάδες στη γραμμή πηγαίναμε στο τόπο της
δουλειάς που ήταν περίπου χίλια διακόσια μέτρα μακριά από τα
καταλύματα μας. Εκεί βγάζαμε τα ρούχα και τα παπούτσια μας.
Ξυπόλυτοι, μόνο με ένα κοντό παντελονάκι και ένα φανελάκι με την
ένδειξη Τ στη ράχη (τροντοβάκ δηλαδή εργάτης) αρχίζαμε τη δουλειά
κατά τις 7 η ώρα. Η εργασία γινότανε χωρίς διακοπή μέχρι τις 12 το
μεσημέρι με δύο διαλείμματα από ένα τέταρτο το καθένα, ένα στις
9:00 και ένα στις 10:30. Στις 12:00 γινότανε διακοπή της δουλειάς.
Μπαίναμε στη γραμμή, γινότανε διανομή του μεσημβρινού γεύματος
και μετά ακολουθούσε ανάπαυση μέχρι τις 2:00 μ.μ. Τότε ξανάρχιζε η
δουλειά με δύο διαλείμματα του ενός τετάρτου μέχρι τις 19:00, οπότε
βάζαμε τα στρατιωτικά ρούχα, τα παπούτσια και κατά εξάδες
επιστρέφαμε στα καταλύματα μας. Κατά τις 20:00 δειπνούσαμε και
στις 21:30 βρισκόμασταν στα κρεβάτια μας, ύστερα από το
παράγγελμα που έδινε ο σαλπιγκτής. Το ημερήσιο αυτό πρόγραμμα
τηρήθηκε απαράβατα μπορώ να πω, με παραδειγματική μάλιστα
αυστηρότητα.
Για τροφή μας δίνανε το πρωί εξακόσια γραμμάρια ψωμί. Πολλές
φορές ήταν ξυμένο από τα δάχτυλα των παραληπτών που
αποσπούσαν από τα ψωμιά της διανομής μεγάλα ψίχουλα για τον
εαυτό τους. 'Ετσι το ψωμί ήταν πάντοτε πολύ λιγότερο από τα
εξακόσια γραμμάρια. Το πρωινό ήταν ένα ή δύο ποτήρια τσάι με
είκοσι γραμμάρια τυρί ή δεκαπέντε γραμμάρια κασέρι. Το
μεσημβρινό γεύμα αποτελούνταν συνήθως από μια μερίδα φαγητό
από μαγειρεμένα όσπρια με καλαμποκάλευρο, σπορέλαιο και πιπεριές
και τρεις φορές την εβδομάδα τρώγαμε κρέας. Το δείπνο ήταν μια
μερίδα πολτός από αλεύρι ή φασόλια ή δύο κουταλιές τους σούπας
κομπόστα φρούτων. Αυτά είχε το πρόγραμμα της διατροφής μας και
παρ' όλη τη πενιχρότητά του εκεί στο βουνό με το γερό κλίμα και τη
βαριά δουλειά πολλές φορές το περικόπτανε προς όφελος των
μαγείρων, ίσως και της διοίκησης, με τρομερές επιπτώσεις για μας.
Αλλά γι' αυτά θα γράψω περισσότερα στη συνέχεια.
Και τώρα θα αναφερθώ στις συνθήκες κάτω από τις οποίες
διεξάγονταν η δουλειά. Βέβαια το θέμα είναι μεγάλο και θα επανέλθω
πολλές φορές σ’ αυτό διότι η σκληρή εργασία σε συνδυασμό με τη
βάναυση συμπεριφορά και την ανεπαρκή τροφή μας κατάντησε
ανθρώπινες σκιές.
Η δουλειά παρόλο που ο Λοχαγός τη χαρακτήρισε όπως
προανέφερα εύκολη, ήταν εξαντλητική, δυσβάσταχτη και
καταθλιπτική. Αν εκτελούσαμε την συγκεκριμένη εργασία κάτω από
ευνοϊκές συνθήκες, με καλύτερη μεταχείρισή από τους αξιωματικούς
και εάν η τροφή μας ήταν περισσότερο βελτιωμένη, τότε η ζωή μας
94
εκεί θα ήταν ανεκτή και χωρίς επιζήμιες συνέπειες σε βάρος της
υγείας μας. 'Οπως ανέφερα παραπάνω η δουλειά μας για ολόκληρο
αυτό το διάστημα, αφορούσε το κόψιμο ενός αυχένα βουνού μήκους
εκατόν είκοσι μέτρων σε απόσταση χιλίων διακοσίων μέτρων από τις
καλύβες μας.
Η δουλειά, εξαιτίας της έλλειψης σύγχρονων μηχανικών μέσων,
γίνονταν εξολοκλήρου με τα χέρια. Αν τα χέρια αυτά ανήκαν σε
πεπειραμένους και ειδικευμένους εργάτες, η εργασία δεν θα ήταν
τόσο βαριά, αλλά ανήκαν σε νέους 20-22 ετών, ανειδίκευτους και
εξαντλημένους από την πείνα και την κακομεταχείριση. 'Ετσι κάτω
από τις συγκεκριμένες συνθήκες η δουλειά, έστω και λίγη, ήταν
αδύνατο να τελειώσει. Γι' αυτό λοιπόν από τις πρώτες κιόλας μέρες
άρχισαν και συνεχίστηκαν οι κακομεταχειρίσεις και οι τιμωρίες με
ραβδισμούς επί τόπου των δήθεν μη αποδοτικών εργατών.
Η διάρκεια της εργασίας ήταν επίσημα δέκα ώρες την ημέρα.
Πολλές φορές όμως αυτή διαρκούσε πολύ περισσότερες ώρες,
φτάνοντας μέχρι και τις εντεκάμιση ώρες την ημέρα χωρίς να
υπολογίσουμε τα διαλείμματα και τη δίωρη μεσημβρινή ανάπαυση.
Εκείνο όμως που έκανε τη δουλειά πολύ δύσκολη και κουραστική
ήταν η απόδοσή της σε νόρμες. Ανάλογα με τη φύση της δουλειάς
γινόταν και η εκτίμησή της σε ποσότητες, δηλαδή σε "νόρμες".Έτσι
αν κάποιος εργάτης έκανε μεταφορές με καροτσάκι έπρεπε να γεμίσει
και να μεταφέρει τριακόσια καροτσάκια μπάζα την μέρα. Αν κάποιος
ήταν μιναδόρος έπρεπε να ανοίγει δυόμισι μέτρα τρύπες για φουρνέλα
στους βράχους, αν κάποιος ήταν κασμαδόρος έπρεπε να βγάζει δέκα
κυβικά πέτρα τη μέρα και ου το καθ’εξής. Οι επιστάτες μας
υπαξιωματικοί με την επίβλεψη των αξιωματικών επέβλεπαν την
διεξαγωγή της δουλειάς και την καταμέτρηση της νόρμας. 'Ετσι
έβλεπε κανείς έναν επιστάτη με το μπλοκ στο χέρι να επιβλέπει τρεις
το πολύ καροτσέρηδες και να καταγράφει τα καροτσάκια που
κουβαλούσαν. Το ίδιο γινότανε και με τους μιναδόρους, τους
κασμαδόρους, τους λοστρόμους και άλλους. 'Ετσι καθημερινό ήταν το
θέαμα των συναδέλφων που ξυλοκοπούνταν άγρια επί τόπου με
ραβδισμούς από τους υπαξιωματικούς και γενικά από τους
βαθμοφόρους, επειδή δεν μπορούσαν να συμπληρώσουν τη νόρμα,
δηλαδή την ποσότητα της δουλειάς που τους ανέθεταν. Σε κάθε πέντε
το πολύ εργάτες αντιστοιχούσε ένας βαθμοφόρος επιστάτης ο οποίος
είχε δικαίωμα να δέρνει και να βασανίζει τους δύστυχους
συναδέλφους που είχαν την τύχη να βρεθούν στα καταναγκαστικά
αυτά έργα.
Σαν γενική αρχή οι δυνάστες είχαν την πλήρη και καθημερινή
απασχόλησή μας, ανεξάρτητα με τις καιρικές συνθήκες και το είδος
της εργασίας. Θυμάμαι πολύ καλά ήταν 30 Ιουνίου 1942, εκείνη την
μέρα λοιπόν έβρεχε όλη τη νύχτα και όλη τη μέρα.'Ηταν αδύνατο από
τη βροχή και το κρύο παρόλο που ήταν Ιούνιος, να δουλέψουμε στην
ύπαιθρο. Έτσι λοιπόν μας κλείσανε στις παράγκες μας, μας
υποχρέωσαν να ξηλώσουμε τα πουκάμισα και τα παντελόνια μας και
95
μετά να τα ράψουμε. Μοναδικός τους σκοπός ήταν να είχαμε δουλειά
και τακτική απασχόληση. Τους ήταν αδιάφορο βέβαια, αν αυτά
απέδιδαν ή χρησίμευαν σε τίποτα.
Πολλές φορές για την εφαρμογή της νόρμας ο ένας επιστάτης
βοηθούσε τον άλλο στην καταμέτρηση της δουλειάς και στον
βασανισμό των εργατών. Δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια το θέαμα
των εργατών αυτών που δούλευαν λιπόθυμοι μέσα στις κοφτερές
πέτρες των βράχων με αφόρητη ζέστη κατά την διάρκεια της ημέρας
και την απότομη μεταβολή της θερμοκρασίας το βράδυ. 'Ετσι γυμνοί
και πεινασμένοι οι συνάδελφοι υπέφεραν όλες αυτές τις περιπέτειες
με τη κρυφή ελπίδα της σύντομης λύτρωσης. 'Ισως να δίνει την
κατάσταση που επικρατούσε στο χώρο της δουλειάς πιο παραστατικά
το παρακάτω τραγούδι που συνέθεσε ένας άγνωστος συνάδελφος
Καβαλιώτης.
1.
'Εξι μήνες θα υπηρετώ στη Στάρα την Πλανίναl,
στη ρώτα2 φτυάρι και κασμά, στη σβώτα3 παραμίνα.
2. Ισληζαί4 οσταβεί5 όλο αυτό ακούμε
και άμα το πούνε μια φορά τη δεύτερη βαρούνε.
9.
Στις πέντε μας σημειώνουνε να κάνουμε αμπόρκα6
και από τη πολλή εξάντληση δεν βλέπουμε την πόρτα.
4. Στη δουλειά πηγαίνουμε με ένα μικρό ψωμάκι
και με φαί όλο νερό μου λιώνει το κορμάκι.
5.Σαν βλέπω τον πουρούτζικα7, να μ' αλλάζει καροτσάκια,
ραγίζεται η καρδούλα μου και γίνεται κομμάτια.
6.Τρίστα8 κουλίτσκα9 με έλεγε να βγάζω ως το βράδυ
και αν δεν τα βγάζω μάνα μου δουλεύω με φεγγάρι.
7. Σα βράδιαζε και νύχτωνε δεν έβλεπε να γράψει,
φωνάζει τον εφραίτορα10 τη λάμπα του να ανάψει.
9.
Που είσαι μάνα να με δεις, λιώνω από την πείνα
και με ‘βαλαν να χτυπώ δύο μέτρα παραμίνα.
10. Δύο μέτρα μ' έβαλαν την πέτρα να τρυπήσω,
εράγησε η ραχούλα μου και δεν μπορώ να σκύψω.
10. Πανωλεθρία πάθαμε εμείς τα Ελληνάκια,
μας πήραν και μας ντύσανε μας δώσανε καροτσάκια.
11.Στους πέντε μήνες μάθαμε πως θε ν' απολυθούμε,
96
μάνα πατέρα και αδελφούς ελεύτερους να δούμε.
12.Στρώσε μου μάνα, στρώσε μου, στρώσε μου να πλαγιάσω,
το κουρασμένο σώμα μου λίγο ν' αναπαύσω.
13. Και όταν επιστρέψαμε πολύ μας κακοφανεί,
σαν την ελεύθερη ζωή στον κόσμο δεν εφάνει.
14. Πατρίδα μου Ελλάδα μου και αν βρίσκομαι στα ξένα,
τα μάτια μου δακρύζουνε ολημερίς για σένα.
15. Μέσα σε τέτοια βάσανα χωρίς καμιά ελπίδα,
πως θέλεις μάνα μου να ζω στην Σταρά την Πάνινα;
Επεξηγήσεις: 1 οροσειρά του Αίμου, 2 λόχος, 3 διμοιρία, 4 βγείτε
έξω, 5 σηκωθείτε πάνω, 6 καθαριότητα, 7 λοχαγός, 8 τριακόσια 9
καροτσάκι και 10 επιλοχίας.
Από το τραγούδι αυτό που συντάχθηκε από ένα συνάδελφο
Καβαλιώτη, οι πρώτοι έξι στίχοι καθώς και ο δέκατος τρίτος και
δέκατος τέταρτος τραγουδιότανε από ολόκληρο τον Ελληνικό λόχο το
βράδυ, την ώρα που επιστρέφαμε κατάκοποι από τη δουλειά. Ενώ οι
Βούλγαροι μας πίεζαν να τραγουδήσουμε κάτι από τα τραγούδια της
πατρίδας μας, σαν άλλοι Ισραηλίτες κατά την διάρκεια της
αιχμαλωσίας τους στη Βαβυλώνα. Γρήγορα όμως ενημερώθηκαν για
τη μετάφραση του άσματος από Βουλγαρομαθείς συναδέλφους,
αναζήτησαν τον αυτοσχέδιο ποιητή, χωρίς όμως επιτυχία και έτσι
στράφηκαν εναντίον όλων μας. Μας επέβαλαν λοιπόν την ποινή του
ξυλοδαρμού για να συμμορφωθούμε με τα λόγια του τραγουδιού και
ιδιαίτερα εκεί που αναφέρονταν στα τριακόσια καροτσάκια. Επειδή
όμως μερικοί συνάδελφοι δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν σ’ αυτή τη
νόρμα, οι επιστάτες, αφού προμηθεύτηκαν λάμπες πετρελαίου,
ανάγκασαν τους συναδέλφους να βγάλουν τη δουλειά και πέρα από
τις 11 το βράδι. Σ’ αυτό το μέτρο απόδοσης εργασίας
συμπεριλήφθηκα και εγώ μια-δύο φορές, επειδή δεν μπορούσα να
ανταποκριθώ στη δουλειά που μου ανέθεσαν, να σπάσω δηλαδή με
σφυρί πέτρες, μεταμορφώνοντας τες σε τρία κυβικά χαλίκι.
Δουλεύοντας εντατικά όλη τη μέρα, με ανάγκασαν με την επίβλεψη
επιστάτη και κάτω από το φως της λάμπας, να δουλέψω μέχρι τις 11
τη νύχτα για να συμπληρώσω τα απαιτούμενα κυβικά. 'Υστερα από
αυτό, ο ίδιος ο Καβαλιώτης ποιητής, συμπλήρωσε το τραγούδι με
επιπλέον στίχους, έτσι όπως τους παρέθεσα παραπάνω. 'Εγινε πια
τακτικό τραγούδι. Το τραγουδούσαμε παντού, μόνο βέβαια όπου δεν
υπήρχε δυνατότητα να τιμωρηθούμε, ιδιαίτερα όταν ταξιδεύαμε με το
τρένο κατά την επιστροφή μας με άδεια ή με απόλυση στην πατρίδα
μας.
97
3. Αποδράσεις συναδέλφων
Μ’ αυτές τις συνθήκες αρχίσαμε δουλειά στην περιοχή της Στάρα
Πλανίνα σε υψόμετρο χιλίων εξακοσίων μέτρων περίπου, κάπου
εκατόν πενήντα μέτρα ύστερα από τη ζώνη που σχημάτιζαν τα δάση.
Τώρα πια πειστήκαμε πως κάτω από αυτές τις συνθήκες η ζωή μας
εκεί θα ήταν γεμάτη δυσκολίες, αλλά επειδή δεν διαφαίνονταν καμιά
ελπίδα βελτίωσης, υποκύψαμε στο μοιραίο και περιμέναμε να
καλυτερέψει η κατάσταση από την τύχη. Δεν είχαμε υποκύψει όμως
όλοι. Υπήρχαν μεταξύ μας μερικά θαρραλέα και τολμηρά άτομα που
προσπάθησαν να αντιδράσουν ενεργά στην απαράδεκτη αυτή
κατάσταση. 'Ετσι δεν άργησαν να γίνουν συζητήσεις για την
υπερπήδηση των εμποδίων και την κατάστρωση σχεδίων φυγής από
τον τόπο της εξορίας μας. Θυμάμαι πολύ καλά, το απόγευμα της
πρώτης Κυριακής που εγκατασταθήκαμε στη χαράδρα αυτή, τη
χαράδρα του μαρτυρίου όπως την ονομάσαμε. Είχαμε πάει αγγαρεία
στο δάσος για να κόψουμε καυσόξυλα, όταν με πλησίασαν δύο
συνάδελφοι και με αθώο ύφος με ρώτησαν αν μπορούσα, από τις
συζητήσεις που είχα με τους συναδέλφους Τούρκους και Βούλγαρους
υπηκόους να τους προσδιορίσω ακριβώς το μέρος που βρισκόμασταν
και να τους προσανατολίσω σε σχέση με τα παλιά Ελληνοβουλγαρικά
σύνορα. Τους έδωσα τις σχετικές πληροφορίες χωρίς να υποψιαστώ
κάτι για τις προθέσεις τους. Τους είπα πως από όσα ξέρω από τη
γεωγραφία, βρισκόμασταν διακόσια είκοσι χιλιόμετρα μακριά από
την Ξάνθη και διακόσια εξήντα χιλιόμετρα από τη Δράμα. Μάλιστα
τους έδειξα και τις δύο κατευθύνσεις στον ορίζοντα. Την απόφαση
την είχαν ήδη πάρει τα παιδιά και καταγίνονταν με τις λεπτομέρειες
της φυγής.
Το βράδυ της επόμενης μέρας λείπανε από το προσκλητήριο
τέσσερις συνάδελφοι από την περιοχή του Παγγαίου. Η ομάδα αυτή
ύστερα από τις πληροφορίες που τους έδωσα εν’ αγνοία μου, πήρε την
απόφαση να σωθεί δια της φυγής για να αποφύγει τα δεινά. Είχε
σκοπό να φθάσει στα μέρη μας και από εκεί να περάσει στο
Γερμανοκρατούμενο Ελληνικό έδαφος. Οι συνάδελφοι μας αυτοί,
άσχετα με το άσχημο τέλος που είχε το εγχείρημά τους, είναι άξιοι
θαυμασμού. Είναι η ενσάρκωση της ψυχραιμίας, είναι παράδειγμα
τόλμης και αποφασιστικότητας. Αφού περπάτησαν είκοσι μέρες μέσα
σε εχθρικό έδαφος κρυβόμενοι από όλο τον κόσμο, πολίτες και
στρατιώτες βάδιζαν μόνο τη νύχτα και προφυλάγονταν τη μέρα.
Γυμνοί, ξυπόλητοι, τρεφόμενοι μόνο με αγριόχορτα και φρούτα,
κατόρθωσαν να φθάσουν στα παλιά τότε Ελληνικά, αλλά
Βουλγαροκρατούμενα εδάφη στην περιοχή του Κάτω Νευροκοπίου.
Εκεί δυστυχώς έγιναν αντιληπτοί και προδόθηκαν στους Βούλγαρους
από 'Ελληνες.
Είναι δυστύχημα πως η προδοσία από την αυγή της ιστορίας μας
98
είναι από τα μέγιστα ελαττώματά μας. Κανένας άλλος λαός στον
κόσμο δεν συνδυάζει την αυτοθυσία για την πατρίδα με την κατάδοση
στον εχθρό, την αντίσταση με την προδοσία, τα υψηλά ιδανικά με τα
πιο εξευτελιστικά χαρακτηριστικά και πάνω από όλα το σκύψιμο του
κεφαλιού στους ισχυρούς της μέρας είτε αυτοί είναι ντόπιοι, είτε
ξένοι, παρά μόνο o Ελληνικός λαός.
Άγρια τρομοκρατία ξέσπασε από το δυνάστη σε βάρος μας μόλις
έγινε αντιληπτή η φυγή των συναδέλφων μας. Επικράτησε στην αρχή
η γνώμη να μας στερήσουν το συσσίτιο για τιμωρία, αλλά αντί γι'
αυτό επινοήθηκαν άλλα μαρτύρια πιο αποτελεσματικά για την
τρομοκράτηση και την συλλογική μας τιμωρία.
'Ετσι με επικεφαλής τους κατώτερους βαθμοφόρους μας και την
επίβλεψη των διμοιριτών αξιωματικών, υποβληθήκαμε στο μαρτύριο
να συρθούμε με την κοιλιά, χωρίς να σηκώσουμε τη μέση, την πλάτη
ή τα πόδια μας σε απόσταση πεντακοσίων μέτρων. Φωνές, κραυγές,
βρισιές συνόδευαν τους ξυλοδαρμούς πολλών συναδέλφων στη
διάρκεια αυτής της δοκιμασίας. Αρκεί να σήκωνε κανείς λίγο τη μέση
του και αμέσως δεχότανε βροχή τους ραβδισμούς σε όλο του το
σώμα. 'Υστερα από αυτό ακολούθησε άγρια καταδίωξη σε ένα
περιορισμένο χώρο με ρόπαλα, ραβδιά και μαστίγια. 'Ηταν αλήθεια
τραγικό το θέαμα του ομαδικού ξυλοκοπήματος των διακοσίων και
πλέον Ελλήνων από τον δυνάστη, οι φωνές των θυμάτων και των
θυτών, οι αντίλαλοι από τις βρισιές, τις κραυγές και τις οιμωγές στις
γύρω χαράδρες, συνέθεταν ένα αποκρουστικό θέαμα που εύκολα
μπορεί να φανταστεί κανείς. 'Ηταν πραγματικά αποκαρδιωτικό το
θέαμα του βασανισμού των Ελλήνων ομήρων από τον δυνάστη. 'Ηταν
τραγική η τύχη μας, αφού πέσαμε στα νύχια τους. Ίσως βέβαια
ήμασταν πιο τυχεροί από άλλους ομοιοπαθείς συνανθρώπους μας,
καθώς σε άλλα μέρη στη κατεχόμενη Ευρώπη και από άλλους
κατακτητές υπέφεραν πολύ περισσότερα και τελικά υπέκυψαν στο
μοιραίο, ενώ εμείς τελικά, άμεσα τουλάχιστον, επιζήσαμε και
περάσαμε τις τραγικές εκείνες μέρες γεμάτες φρίκη.
'Υστερα από βασανισμούς πέντε ωρών μας πήραν από τη χαράδρα
του μαρτυρίου και μας οδήγησαν στα αντίσκηνά μας κατά τις 11 τη
νύχτα. Τα περιοριστικά αυτά μέτρα συνδυαζόμενα με την άγρια
τρομοκρατία εντάθηκαν ακόμη περισσότερο τις επόμενες μέρες. Ο
ίδιος ο λοχαγός μας την άλλη μέρα σε μία ειδική συγκέντρωση, μας
εξέφρασε το παράπονό του, διότι δεν φανήκαμε άξιοι της
εμπιστοσύνης του και εξαιτίας μας είχε εκτεθεί στους ανωτέρους του.
« Αναγνωρίζω μας είπε πως είστε Έλληνες και πως εγώ δεν μπορώ
μέσα στo λίγo χρονικό διάστημα που βρίσκεστε στo λόχο μου να
συντελέσω στην αποβολή του Ελληνικού σωβινισμού και της Μεγάλης
Ιδέας που σας έχουν εμποτίσει οι δικοί σας. Σας παρακάλεσα όμως να
δείξετε τουλάχιστον κάποια νομιμοφροσύνη, την οποία αν σεβαστείτε,
έστω και από σήμερα, σας υπόσχομαι πως σε λίγους μήνες εγώ ο ίδιος,
θα σας συνοδεύσω στην πατρίδα σας και θα σας παραδώσω στις
οικογένειές σας. Επειδή, μας είπε, πολλοί από σας θέλουν να μάθουν με
99
ποια ιδιότητα σας έχουμε εδώ, αν δηλαδή είστε αιχμάλωτοι, όμηροι ή
σκλάβοι και σε ποια από αυτές αρμόζει η μεταχείρισή σας, σας λέω το
εξής: εδώ δεν είστε αιχμάλωτοι, γιατί δεν σας πιάσαμε σε μάχες, αφού
με τη χώρα σας παρ' όλες τις εθνικές μας διεκδικήσεις δεν βρισκόμαστε
σε πόλεμο, δεν είστε ούτε όμηροι, ούτε σκλάβοι, από τέτοιους δεν έχει
ανάγκη η πατρίδα μας. Εδώ λοιπόν βρίσκεστε με την ιδιότητα του
Βούλγαρου στρατιώτη εντεταγμένου στα εργατικά στρατιωτικά τάγματα
αντί στις μάχιμες μονάδες..
Είσαστε μας είπε ένας βοηθητικός στρατός, παράλληλα με τον μάχιμο
στρατό που πολλά προσέφερε στην ανοικοδόμηση της χώρας μας,
ύστερα μάλιστα από τον τελευταίο πόλεμο. Παρόλη την στάση σας, μας
επανέλαβε, την οποία θεωρώ αγνωμοσύνη, ακόμη και τώρα δεν είναι
αργά. Δείξτε υπακοή και νομιμοφροσύνη. Οι συνάδελφοί σας που
λιποτάκτησαν πολύ γρήγορα θα πιαστούν και θα έρθουν εδώ να
λογοδοτήσουν για αυτή τους την πράξη. Αλλά και σας η ίδια τύχη σας
περιμένει, αν επιχειρήσετε κάτι ανάλογο ».
Αυτά μας είπε ο λοχαγός και με κατέλαβαν φοβερά συναισθήματα,
όπως συγκίνηση και φόβος. Τα ερωτήματα περί αιχμαλώτων, ομήρων
και άλλα παρόμοια διατυπώθηκαν από μένα όχι βέβαια στον ίδιο,
αλλά στους βαθμοφόρους και σε διάφορους άλλους σε συζητήσεις,
όταν μας δινόταν η ευκαιρία. Από αυτούς διαβιβάστηκαν στο λοχαγό.
Αυτό το διαπίστωσα γιατί, όταν έδινε τις εξηγήσεις, συχνά κοίταζε
κατά το μέρος μου με βλοσυρό ύφος, μολονότι ουδέποτε του έδωσα
αφορμή, ώστε να τύχω ιδιαίτερης προσοχής.
Σε συνομιλίες που είχα με Τούρκους συναδέλφους, ύστερα από
αυτά τα γεγονότα, χαρακτήρισαν ως ανεδαφική την στάση των
Ελλήνων φυγάδων. Τους εξήγησα πως όταν ο 'Ελληνας πάρει την
απόφαση της φυγής, δεν διστάζει μπροστά σε τίποτε, τα παίρνει όλα
απόφαση, "βάζει το κεφάλι του στον ντορβά" και προχωρεί στην
πραγματοποίηση του σχεδίου του.
Δεν πέρασε ούτε μία εβδομάδα από τη δραπέτευση των
συναδέλφων μας και παρουσιάστηκε νέο κρούσμα. Ο Χρήστος, ο
κουρέας της διμοιρίας μας, επωφελήθηκε από την χαλάρωση των
μέτρων παρακολούθησης του και δραπέτευσε λίγο μετά το
μεσημεριανό φαγητό. Έτσι παράτησε τη δουλειά του μέρα μεσημέρι
και πήρε τον δρόμο για τη Μακεδονία. Αυτή τη φορά όμως, επειδή
ήταν ακόμη μέρα, οι Βούλγαροι πήραν δρακόντεια μέτρα για να τον
πιάσoυv. Ειδοποιήθηκαν αμέσως τηλεφωνικώς οι φύλακες και οι
σκοποί των διαβάσεων, οι σιδηροδρομικοί σταθμάρχες, αστυνομικοί
σταθμοί και στρατιωτικές μονάδες για τη νέα περίπτωση λιποταξίας
και ακολούθησε άγριο χτένισμα της περιοχής για να πιάσουν τον
φυγάδα.
Αυτός μη ξέροντας την κινητοποίηση για τη σύλληψή του, δεν
πήρε τα κατάλληλα μέτρα προφύλαξης, αλλά το αντίθετο, όταν
έφτασε μέρα ακόμη σε ένα χωριό στους πρόποδες του βουνού,
παρουσιάστηκε σε ένα χωρικό και ζήτησε βοήθεια σε τρόφιμα και
100
οδηγίες για την απόκρυψή του από τους διώκτες του. Ο χωρικός που
ήταν Τούρκος τον λυπήθηκε, του έδωσε λίγα τρόφιμα χωρίς πληρωμή
και τον συμβούλεψε ποιους δρόμους έπρεπε να ακολουθήσει για να
αποφύγει τα αποσπάσματα 1 Ο Χρήστος πήρε θάρρος από το φέρσιμο
του χωρικού. Πήγε στη συνέχεια στο καφενείο για να προμηθευτεί και
άλλα τρόφιμα καθώς και γλυκίσματα για το δρόμο. O καφετζής τον
υποψιάστηκε, τον κράτησε με τρόπο στο καφενείο και ειδοποίησε την
Αστυνομία, όργανα της οποίας έσπευσαν αμέσως εκεί και τον
έπιασαν. Μετά τον οδήγησαν στην έδρα της 5ης Μεραρχίας των
εργατικών ταγμάτων στο χωριό Καρνάρε. Εκεί ξυλοκοπήθηκε άγρια.
Δέχθηκε πάνω από διακόσια χτυπήματα με ξύλο μαγειρείου, ιδιαίτερα
στα πέλματα και στους γλουτούς από άνδρες του Λόχου Διοικήσεως.
Η κατάσταση του έγινε ακόμη πιο τραγική, όταν το άλλο πρωί τον
παρέδωσαν σε δύο ένοπλους στρατιώτες για να τον φέρουν στην
μονάδα του, τους οποίους υποχρεώθηκε να ακολουθήσει πεζός.
Δυσκολευότανε όμως πολύ να περπατήσει, εξαιτίας των
βασανιστηρίων της περασμένης μέρας. Οι συνοδοί του λοιπόν για να
τον αναγκάσουν να περπατήσει, τον χτυπούσαν με τους υποκόπανους
των όπλων τους και πότε πότε τον τσιμπούσαν με τις ξιφολόγχες τους.
'Ηταν 4 η ώρα το απόγευμα, όταν σε κακά χάλια τον φέρανε στο
λόχο μας, στον τόπο της δουλειάς. 'Υστερα από το παράγγελμα του
λοχαγού μας συγκεντρωθήκαμε όλοι οι όμηροι στο πλάτος του
δρόμου όπου αμέσως σχηματίστηκε ένας κύκλος. Ο Χρήστος
τοποθετήθηκε στο κέντρο του κύκλου τελείως γυμνός. Φαινόταν
καθαρά τα τραύματα της ξιφολόγχης πάνω στα χτυπημένα μέρη των
γλουτών και των κνημών. Το θέαμα των λογχισμών ήταν
αποκρουστικό. Οι πληγές από τις λόγχες φαινόταν καθαρά Η σάρκα
στα μέρη αυτά ήταν κατακόκκινη, ενώ όλο του το σώμα από τη ράχη
και κάτω ήταν μαυρισμένο από τα χτυπήματα. Τότε ο λοχαγός για να
τον ακούσουμε όλοι, ανέβηκε σε μια μεγάλη πέτρα και μας είπε πως
όλους μας περίμενε η ίδια τύχη, αν κάναμε οποιαδήποτε απόπειρα να
δραπετεύσουμε. Κατόπιν διέταξε τον συνάδελφο που ήταν δίπλα μου
να πάει και αυτός στο κέντρο δίπλα στον Χρήστο και να γυμνωθεί
εντελώς. 'Ετσι βλέπαμε τα οπίσθια των δύο συναδέλφων μας. Του
ενός ήταν κατάλευκα και ζωηρά, ενώ του Χρήστου ήταν κατάμαυρα,
καταματωμένα και λουρίδες από κρέας που προκλήθηκαν από τους
λογχισμούς κρεμότανε στα οπίσθιά του.
« Βλέπετε, φώναξε ο Λοχαγός, τη διαφορά των οπισθίων των δύο
συναδέλφων σας. Ίδια τύχη με αυτή του Χρήστου περιμένει όποιον από
σας κάνει απόπειρα απόδρασης. Κάνετε την σύγκριση και αν τολμάτε
1
Δεν κάνω κριτική. Δηλώνω κατηγορηματικά πως δεν είμαι φιλότουρκος. Αυτό
όμως δεν με εμποδίζει να ρωτήσω κάθε καλοπροαίρετο αναγνώστη και μάλιστα
'Ελληνα, το εξής: Αν στη θέση του Τούρκου της ιστορίας αυτής ήταν ένας 'Ελληνας
χωρικός και στη θέση του Χρήστου ένα Τουρκόπουλο, δηλαδή αν αντιστρέφονταν οι
όροι, ήταν δυνατό να εκδηλωθεί από μέρους του 'Ελληνα προς το Τουρκόπουλο
παρόμοιο ενδιαφέρον;
101
αποφασίστε να φύγετε. Τώρα λοιπόν, τελείωσε ο λοχαγός, σας καλώ
όλους, ιδιαίτερα τους 'Ελληνες, να περάσετε μπροστά από τον Χρήστο
και να τον φτύσετε στο πρόσωπο για αυτή την του την πράξη ».
Έπειτα επιστρέψαμε στην εργασία μας. Μας ειδοποίησαν όμως να
επιταχύνουμε την απόδοση της δουλειάς, γιατί θα επιστρέφαμε μια
ώρα νωρίτερα στον καταυλισμό για να παρακολουθήσουμε την
τιμωρία του Χρήστου.
Εκείνο το βράδυ ήταν ένα από τα τραγικότερα που πέρασα στη
ζωή μου. O ήλιος βασίλευε στον ορίζοντα και ένα ψύχος άρχισε να
καλύπτει την κοιλάδα των μαρτυρίων.
Μας πήγαν αμέσως για δείπνο με την εντολή πως πρέπει να
τελειώσουμε γρήγορα και σε μισή ώρα να συγκεντρωθούμε στην
πλατεία του δρόμου μπροστά στο Διοικητήριο. Σχηματίσαμε λοιπόν
ένα μεγάλο κύκλο μαζί με τους υπόλοιπους αλλοεθνείς συναδέλφους
μας. Έπειτα φέρανε στη μέση του κύκλου τον δυστυχισμένο Χρήστο
σε άθλια κατάσταση από τον ξυλοδαρμό και τα λογχίσματα στα
οπίσθιά που του κατάφεραν το προηγούμενο βράδυ στο Καρνάρε και
κατά τη μεταφορά του το πρωί στο Λόχο μας. Βλέπουμε το λοχαγό να
στέκεται δίπλα στο φυγάδα και αφού μας έκανε πάλι συστάσεις για τη
νομιμοφροσύνη που πρέπει να τηρήσουμε καθώς και διάφορες
παραινέσεις και υποσχέσεις όπως συνήθιζε, γύρισε προς τον φυγάδα
τον οποίο πρώτα επέπληξε ζωηρά για την άνανδρη στάση του, όπως
τη χαρακτήρισε και τον διέταξε να πετάξει τα ρούχα του και να
ξαπλώσει στο έδαφος. Ο τρίσμοιρος βλέποντας τους άνδρες του
αποσπάσματος με τα καυσόξυλα στα χέρια έτοιμοι να τον δείρουν,
στρέφεται προς τον λοχαγό και με περιφρόνηση του λέει :
- «Είμαι Έλληνας και ο Έλληνας θεωρεί ταπεινωτικό το ξύλο. Αν είσαι
άνδρας, του λέει, βγάλε το περίστροφό σου και σκότωσέ με, μην
επιμένεις στον ξυλοδαρμό, γιατί ο Έλληνας δέχεται με ευχαρίσrηση τη
σφαίρα παρά το ξύλο.
- Η σφαίρα, του απάντησε ο λοχαγός, προορίζεται για τους άνδρες και
όχι για τους φυγάδες. Εσύ όμως δεν είσαι άνδρας, αλλά φυγάς και σαν
τέτοιος, θα τιμωρηθείς με ξυλοδαρμό ».
Αυτά είπε ο λοχαγός και μας έδειξε μια αρκετά μεγάλη βέργα στην
οποία έγραφε καθώς μας είπε στα Βουλγάρικα: Ο δρόμος για τη
Μπελομόρια (για την περιοχή δηλαδή της Άσπρης Θάλασσας. Έτσι
ονομαζότανε τα μέρη μας σε αντίθεση με άλλη περιοχή της
Βουλγαρίας τη Μαύρη Θάλασσα) και στη συνέχεια διέταξε το
ξυλοδαρμό του φυγά.
Είναι απίστευτο και όμως αληθινό. Τα χτυπημένα πέλματα των
ποδιών του Χρήστου και οι μαύροι και λογχισμένοι γλουτοί όπου
κρεμότανε η σάρκα σε λουρίδες, δέχτηκαν περισσότερα από διακόσια
χτυπήματα συνοδευόμενα από βρισιές από τους άνδρες του
αποσπάσματος. Και όμως o άνθρωπος αυτός επέζησε, και αυτό
οφείλεται στις ανεξάντλητες δυνάμεις που διαθέτει ο άνθρωπος στις
δύσκολες στιγμές.
102
Εκείνο το βράδυ τον ρίξανε στο στάβλο των χοίρων. Την επόμενη
μέρα τον απομόνωσαν, αφήνοντας τον στην τύχη του χωρίς τροφή και
περίθαλψη. Προσέτρεξαν αμέσως να τον βοηθήσουν με κίνδυνο της
ζωής τους οι συγχωριανοί του. Του προσέφεραν τις πρώτες βοήθειες
και τροφή που έπαιρναν από την επιμελητεία, γιατί ο Χρήστος από τα
χτυπήματα δεν μπορούσε να μετακινηθεί. Αμέσως έγραψε στους
γονείς του στο χωριό, ζητώντας χρηματική βοήθεια, ώστε να
πληρώσει όσο-όσο την αγορά τροφίμων και να σταθεί στα πόδια του.
Λέγανε ότι έγραψε στον πατέρα του τα εξής: Πατέρα κακοπάθησα. 'Η
στέλνεις χρήματα για να συντηρηθώ και να κρατηθώ στη ζωή ή
μαθαίνεις την είδηση πως ο γιος σου πέθανε από τα τραύματά του και
την εγκατάλειψη.
Βρήκε ανταπόκριση από τον πατέρα του ο οποίος του έστειλε
αμέσως χρήματα. Μ' αυτά κρατήθηκε στη ζωή και τελικά σώθηκε.
Τις επόμενες μέρες ο Χρήστος μύριζε άσχημα, καθώς σαπίζανε τα
χτυπημένα μέρη του κορμιού του. Ανανεώνονταν το δέρμα, ενώ το
χτυπημένο σάπιζε και έπεφτε. Τελικά διέφυγε τον κίνδυνο και από
όσο ξέρω επέστρεψε, με κλονισμένη την υγεία του στο σπίτι του.
Παρ' όλες τις αναζητήσεις μου ποτέ δεν μπόρεσα να τον βρω, ούτε
και να μάθω ποια ήταν η τύχη του Χρήστου.
Η κτηνώδης αυτή συμπεριφορά του δυνάστη, ίσως οφείλεται στη
ψυχοσύνθεση του γειτονικού λαού, όταν έχει δηλαδή εξουσία στα
χέρια του μπορεί να γδάρει ζωντανό το θύμα του, ενώ όταν έχει
ανάγκη να του φιλά τα πόδια. 'Ισως να οφείλεται και στις συνθήκες
του πολέμου που αποκτηνώνουν τον κόσμο. Αν όμως αναλογιστούμε
πως τότε o δυνάστης ήταν αμέτοχος στον πόλεμο που εξαπλώνονταν
παντού, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως παρόμοιο παράδειγμα
συμπεριφοράς είναι αποτέλεσμα των πιο άγριων ενστίκτων του
Βουλγαρικού Λαού.
Βρισκόμασταν στις αρχές Ιουνίου του έτους 1942. Είναι τώρα
δεκαπέντε μέρες που δουλεύουμε στα καταναγκαστικά έργα του
αυχένα, λίγο πιο κάτω από την κορυφή του βουνού Στάρα Πλανίνα. Η
δουλειά είναι εξοντωτική, καταθλιπτική και αφόρητη. Εργαζόμαστε
κάτω από την απειλή του ξυλοδαρμού που αποτελεί πια καθημερινό
φαινόμενο. 'Ηταν πραγματικά αποκαρδιωτικό το θέαμα των
συναδέλφων. 'Ηταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν σκληρά κάτω από
την αφόρητη ζέστη, ιδιαίτερα κατά τις μεσημβρινές ώρες με ελάχιστη
τροφή για το είδος της δουλειάς. Οι συνέπειες δεν άργησαν να
φανούν. Μέρα με τη μέρα η εξάντλησή μας από τη πολλή δουλειά και
τον υποσιτισμό γινόταν όλο και πιο φανερή. Δεν πέρασαν πολλές
μέρες και φάνηκαν στα πέλματα των ποδιών μας όγκοι από τη
ξυπολυσιά και τις κοφτερές πέτρες μέσα στις οποίες δουλεύαμε.
Σαν να μη μας έφταναν όλα αυτά άρχισε σιγά-σιγά να εμφανίζεται
και η ψείρα η οποία εξαπλώθηκε ραγδαία. Ο καθαρισμός της ψείρας
που γινόταν με τα χέρια κατά τις ώρες ανάπαυσης το μεσημέρι, δεν
επέφερε κανένα αποτέλεσμα. Ούτε βέβαια η απομόνωση μερικών
103
συναδέλφων που τους έβγαζαν από τις καλύβες τις νύχτες. Δεν
πέρασε πολύς καιρός και η απειλή κατάντησε αληθινή μάστιγα. Δεν
έφθανε φαίνεται η σκληρή δουλειά και η ελλιπής διατροφή και τη
λίγη ικμάδα που μας είχε απομείνει έπρεπε να την απομυζήσει η
ψείρα.
Η αντιμετώπιση της ψείρας, όταν μάλιστα λείπουν τα μέσα για την
εξουδετέρωση της, είναι επικίνδυνα προβληματική. Δεν υπήρχε
σαπούνι, αρκετά εσώρουχα και το κυριότερο απ' όλα δεν είχαμε
χρόνο για την απομάκρυνση της. Αυτά συντέλεσαν στο να εξαπλωθεί
η ψείρα και να γίνει o πρώτος μας εχθρός.
Είδα ένα συνάδελφο που είχε τόσες ψείρες , ώστε ο λοχαγός τον
απομόνωσε στον απέναντι λόφο όπου και υποχρεώθηκε να
διανυκτερεύσει για να μη τις μεταδώσει σε άλλους και να τις
καθαρίσει μόνος του. Ο δυστυχισμένος αντί να κοιμάται τη νύχτα και
να αναπαύεται, καταγινόταν με τις ψείρες χωρίς μάλιστα να πετύχει
τίποτα, με αποτέλεσμα να χειροτερέψει ακόμη περισσότερο η
κατάστασή του. Ασφαλώς θα πέθαινε από την εξάντληση και τις
ψείρες, αν δεν εκδηλωνόταν και σ’ αυτή την περίπτωση η
συναδελφική αλληλεγγύη. Πήγαν μερικοί συνάδελφοι κοντά του, τον
βοήθησαν στο ξεψείριασμα των ρούχων του, έπλυναν τα εσώρουχά
του, φρόντισαν για την καθαριότητά του και έτσι o συνάδελφος
συνήλθε κάπως. Είναι βέβαιο πως αν η δουλειά ήταν πιο ελαφριά και
είχαμε περισσότερο χρόνο για την καθαριότητα μας και αν φυσικά
μας έδιναν και λίγο σαπούνι θα αποφεύγαμε το μαρτύριο της ψείρας.
Στα μέσα Ιουνίου η κατάσταση από τη ψείρα έγινε πιο δραματική
και η εξάπλωση της πήρε επικίνδυνες διαστάσεις. Ψείρες
εμφανίζονταν στους δρόμους, στην χλόη, στο γρασίδι, ενώ τα
κλινοσκεπάσματα, τα ρούχα και όλα τα τριχωτά μέρη του σώματός
μας καθώς και τα φρύδια, τα βλέφαρα ακόμη και τα νύχια μας, ήταν
γεμάτα από ψείρες.
Στην απαράδεκτη αυτή κατάσταση, είναι αλήθεια πως η Διοίκηση
αντέδρασε χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή της.
Πρώτα, πρώτα προμηθεύτηκε από τις στρατιωτικές αποθήκες δύο
μεγάλα βαρέλια-κλιβάνους χωρητικότητας πάνω από δύο κυβικά νερό
για το βράσιμο των ρούχων και την εξουδετέρωση της ψείρας, μας
διένειμαν από μια πράσινη πλάκα σαπούνι καθώς και δύο ξυριστικές
λεπίδες για το ξύρισμα των τριχωτών μερών του σώματος.
Την αμέσως επόμενη Κυριακή υποχρεωθήκαμε όλοι οι
συνάδελφοι, χωρίς καμιά απολύτως εξαίρεση να παραταχθούμε στις
δύο πλευρές του δρόμου. 'Υστερα από παραγγέλματα βγάλαμε όλα τα
ρούχα μας, μείναμε τελείως γυμνοί, συσκευάσαμε τα ρούχα σε δέματα
και τα ρίξαμε μέσα στα βαρέλια. Προηγουμένως άλλοι συνάδελφοι
είχαν γεμίσει τα βαρέλια με νερό και είχαν ανάψει φωτιά. 'Ηταν
απαίσιο το θέαμα των βρασμένων ψειρών που σχημάτιζαν πάχος ενός
πόντου περίπου στην επιφάνεια των βαρελιών όπως και το θέαμα των
γυμνών λουόμενων συναδέλφων στα ρέματα και τις πηγές.
Παράλληλα όλοι καταγινόμασταν με την αποτρίχωση του σώματος
104
μας με ξυραφάκια.
Τα μέτρα αυτά λαμβάνονταν κάθε Κυριακή και αν και πρωτόγονα,
συντέλεσαν κατά πολύ στη βελτίωση της καθαριότητάς μας. Με τον
καιρό και την ένταση των μέτρων ο αγώνας κατά της ψείρας έγινε πιο
αποτελεσματικός και τελικά αυτή περιορίστηκε κατά πολύ, σε σημείο
που δεν ενέπνεε πια καμία ανησυχία.
Πρέπει να λεχθεί εδώ η αλήθεια, ότι δηλαδή τα μέτρα που πήρε η
Διοίκηση ήταν σωτήρια για τη διαβίωσή μας και την απαλλαγή από
την ψείρα. Είναι βέβαιο πως αν η Διοίκηση δεν έπαιρνε τα κατάλληλα
μέτρα, οι συνέπειες θα ήταν ολέθριες. Οι επιδημίες από την ψείρα, η
εξουθένωση των ομήρων και η μειωμένη απόδοση στη δουλειά ως
επακόλουθο των προηγούμενων, θα ήταν τα πρώτα αποτελέσματα.
Ενώ στη συνέχεια θα αραίωναν οι τάξεις των ομήρων εργατών,
εξαιτίας της ψείρας από αρρώστιες ή ακόμη και από θανάτους.
Είναι ευτύχημα πως τα συγκεκριμένα μέτρα τηρήθηκαν αυστηρά,
χωρίς να χαλαρώσουν σχεδόν όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι και το
φθινόπωρο. Το θέαμα του υποχρεωτικού βρασμού των ρούχων κάθε
Κυριακή καθώς και η αποτρίχωση ήταν πια συνηθισμένο φαινόμενο.
Η διοίκηση και αυτό είναι προς τιμή της, φέρθηκε με αυστηρότητα σε
μερικούς συναδέλφους που δυστροπούσαν να υποβληθούν στην
διαδικασία της καθαριότητας, καθώς και στο σύνολο σχεδόν των
Τούρκων που από θρησκευτική προκατάληψη και δεισιδαιμονία
απέφευγαν το λουτρό και την αποτρίχωση σε δημόσιους χώρους.
'Ετσι σιγά-σιγά η μάστιγα της ψείρας υποχώρησε. Παρουσιάστηκαν
περιπτώσεις, κυρίως Τούρκων, που τιμωρήθηκαν με πενήντα ως
εκατό ραβδισμούς γιατί απέφευγαν το πλύσιμο και την αποτρίχωση,
θύματα του θρησκευτικού τους φανατισμού.
105
4.
Ο τραυματισμός μου στη δουλειά.
Εγκατάλειψη - Αυτοεγχείριση
Επανέρχομαι ακόμη μια φορά στις συνθήκες της δουλειάς. Θα
εξετάσω κυρίως τα αποτελέσματα από την σκληρή και απάνθρωπη
φύση της εργασίας. Ξυπόλυτοι, μισόγυμνοι, κάτω από τον καυτό ήλιο,
αναγκασμένοι να διεξάγουμε μια δυσβάσταχτη εργασία μέσα σε
κοφτερές πέτρες, δεν άργησαν να φανούν οι πρώτες τραγικές
συνέπειες. 'Ετσι οι πληγές στα πόδια έγιναν πια συνηθισμένο
φαινόμενο, ιδιαίτερα μάλιστα τα εξογκώματα στα πέλματα των
ποδιών. Τα κρούσματα αυτά ταλαιπώρησαν περισσότερο τους
'Ελληνες και δεν παρουσιάστηκαν στους άλλους σε τόση ένταση,
διότι οι Τούρκοι και οι Βούλγαροι ήταν περισσότερο
σκληραγωγημένοι, καθώς σχεδόν όλοι προέρχονταν από την ύπαιθρο
και ζούσαν κάτω από πρωτόγονες συνθήκες.
Και εγώ ο ίδιος δεν μπόρεσα να αποφύγω αυτά τα κρούσματα.
'Ετσι μια μέρα γλίστρησα πάνω σε μια ίσια, αλλά κοφτερή πλάκα, με
αποτέλεσμα να κοπώ σαν με μαχαίρι στην πατούσα του ποδιού, λίγο
πιο κάτω από τα δάχτυλα του δεξιού ποδιού. Το αίμα άρχισε να
πετάγεται και η πληγή γέμισε χώμα. Κουτσαίνοντας, πήγα αμέσως
στο νοσοκομείο. Εκεί ήταν ένας ψηλός άνδρας, κάπου 40 χρονών, που
συχνά καυχιόταν πως στο κίνημα της Δράμας τον περασμένο χρόνο
είχε σκοτώσει είκοσι 'Ελληνες τους οποίους χαρακτήρισε
κομουνιστές. Σ' αυτόν προσέτρεξα για τις πρώτες βοήθειες. Χωρίς να
καθαρίσει την πληγή από τα χώματα και τα χαλίκια, έβγαλε έναν
επίδεσμο, έδεσε την πληγή και μ' έστειλε πίσω στη δουλειά. Το αίμα
δεν σταμάτησε, η πληγή πονούσε κι' εγώ στη δουλειά έπρεπε να
συμπληρώσω τη νόρμα. Το απόγευμα οι πόνοι έγιναν ανυπόφοροι.
Παρουσιάστηκα πάλι στο γιατρό και παραπονέθηκα για την πληγή και
τους πόνους. Αυτή τη φορά ο γιατρός μ' έστειλε στις καλύβες για
ανάπαυση. Εκεί απ' την πληγή μου παρουσιάστηκε πυρετός. Το άλλο
πρωί πήγα στον ίδιο γιατρό και παραπονέθηκα για τον πυρετό που με
έψηνε όλη τη νύχτα. Μάλιστα του είπα πως είναι η πρώτη φορά που
υποφέρω από πυρετό στη Βουλγαρία, στο υψόμετρο αυτό των δύο
χιλιάδων μέτρων περίπου με το γερό κλίμα. Με καθησύχασε λέγοντας
μου πως αυτά έχει ο πόλεμος. Πέρασα τη μέρα μου το πρωί στη
δουλειά και λίγο αργότερα και πάλι με τη σύσταση του γιατρού στα
καλύβια. Τότε άρχισε ένας άλλος πιο δυνατός πόνος στο πέλμα του
ποδιού που μάζευε πύον και η πατούσα πονούσε ανυπόφορα, υπέφερα
πολύ. Ο πυρετός επανήλθε με το πλησίασμα της νύχτας και δεν με
έπαιρνε ο ύπνος. 'Ολη τη νύχτα τη πέρασα με ψηλό πυρετό και
τρομερούς πόνους στο πέλμα. Το πρωί ξαναπήγα στο γιατρό.
Επειδή δεν ήξερα πως λεγόταν το πόδι στα Βουλγάρικα,
παρακάλεσα ένα βουλγαρομαθή 'Ελληνα να μου την πει, όμως
στάθηκε αδύνατο. Ο συνάδελφος μου είπε ένα σωρό λόγια, πως τάχα
106
δεν είναι Βούλγαρος, πως ό,τι έμαθε το έμαθε για τον εαυτό του
ύστερα από κόπους και τελικά δεν μου είπε τη μοναδική λέξη που του
ζήτησα. Νοοτροπία ανθρώπων σε δύσκολους καιρούς!
Ο γιατρός αυτή τη φορά ενδιαφέρθηκε κάπως περισσότερο και
εξέτασε την πληγή που πήγαινε να κλείσει. Καλά αυτή, αλλά τι θα
γινόταν με το πέλμα; Ο γιατρός με χαρακτήρισε άρρωστο και με
έστειλε να ξεκουραστώ στην καλύβα. Οι πόνοι εξακολουθούσαν και
αντί να καλυτερεύει η κατάσταση, όσο πήγαινε και χειροτέρευε. Το
πύον στο πέλμα με ενοχλούσε τρομερά. Επέστρεψα στην παράγκα,
όπου βρήκα ένα συνάδελφο να υποφέρει από την ίδια πάθηση. 'Ηταν
ο Μανόλης ο Βύζικας από την Καβάλα. Ο δυστυχισμένος υπέμενε
αυτούς τους πόνους πάνω από εικοσιδύο μέρες. Ο γιατρός περίμενε
να ωριμάσει ο όγκος του πέλματος και ύστερα έκανε χειρουργική
επέμβαση. Τώρα ο Μανόλης βρίσκονταν σε ανάρρωση. Η πληγή του
από το πύον βαθούλωσε και χωρούσε πια ένα αυγό, ενώ το πέλμα είχε
σαπίσει. Ο Μανόλης χωρίς πόνους πια, αλλά σε κακά χάλια, περίμενε
να θρέψει η πληγή και να γίνει καλά. Μου εξέφρασε τη συμπόνιά του.
Μου είπε επίσης πως έπρεπε να κάνω υπομονή για τουλάχιστον
είκοσι μέρες, όπως έκανε κι' αυτός για να γίνει η χειρουργική
επέμβαση, την οποία θα κανόνιζε ο γιατρός, αφού βεβαιωνότανε για
το μάζεμα του πύου. Βλέποντας τον Μανόλη στα χάλια αυτά με
έπιασε απελπισία. Πραγματικά η κατάσταση του ήταν τραγική, το
πρόσωπο του ωχρό, τα μάτια βαθουλωμένα, οι βλεφαρίδες μαύρες,
κουτσός, αδύνατος και στηριζόμενος σε μπαστούνι. Εγώ δηλαδή με
την ίδια πάθηση έπρεπε να περάσω όλα αυτά τα στάδια για να
απαλλαγώ από τους πόνους και τον πυρετό;
Το βράδυ στο συσσίτιο είδα να μας παρουσιάζουν έναν ομοιοπαθή
με ‘μένα. Αυτός όμως δεν άντεξε στους πόνους, δεν είχε την υπομονή
να περιμένει είκοσι μέρες να ωριμάσει η πληγή και μετά να
χειρουργηθεί, έτσι αυτοχειρουργήθηκε. Πήρε ένα ξυράφι, έκοψε μ'
αυτό το πέλμα του και το πύον έφυγε, ενώ συγχρόνως οι πόνοι
σταμάτησαν. Τον αντιλήφθηκαν όμως και για τιμωρία του κατάφεραν
γύρω στα διακόσια χτυπήματα με ξύλα μαγειρείου στα γυμνά του
οπίσθια.
Ο δυστυχισμένος μαζί με τους πόνους της ανοικτή ακόμη πληγή του
πέλματος του, υπέφερε και τα μαρτύρια του ξυλοδαρμού. Αυτό έγινε,
γιατί κατά τη νοοτροπία του δυνάστη άνοιξε επίτηδες τη πληγή, ώστε
να μολυνθεί, να χειροτερέψει η κατάστασή του και να αποφύγει τη
δουλειά. Επέστρεψα στην παράγκα. Ήμουν απελπισμένος, ενώ οι
πόνοι γίνονταν όλο και πιο έντονοι και ο πυρετός με έψηνε όλη τη
νύχτα. Το επόμενο πρωί επισκέφτηκα και πάλι τον γιατρό. Μου έδωσε
την ίδια γνωμάτευση και την ίδια θεραπεία. Έπρεπε δηλαδή να
παραμείνω στην παλάτκα(καλύβα) τουλάχιστον είκοσι μέρες για να
ωριμάσει η πληγή. Επί πλέον είχα στην σκέψη μου την απογοητευτική
εμφάνιση και την προτροπή του Μανόλη πως έπρεπε να υποφέρω
τους πόνους και να κάνω υπομονή. Το δικό μου μαρτύριο, είπε ο
Μανόλης, τελείωσε. Αύριο ο γιατρός θα ανοίξει την πληγή θα την
107
καθαρίσει, θα την απολυμάνει και θα την δέσει. Εγώ γλίτωσα
επανέλαβε, σκέψου το εσύ που θα υποφέρεις. Πραγματικά το άλλο
πρωί, πήγε στο γιατρό. 'Ημουν εκεί όταν καθάρισε την πληγή. Είχε
προχωρήσει τόσο η πληγή που από τη σαπισμένη σάρκα φαινότανε το
κόκαλο του πέλματος. Απελπίστηκα ακόμη περισσότερο. Μετά από
σύσταση του γιατρού γύρισα και πάλι στη παλάτκα. 'Ολη τη μέρα
υπέφερα από τους πόνους και τον πυρετό. 'Εγινα πια φάντασμα, η
κατάστασή μου χειροτέρευε, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.
Πέρασε και η τέταρτη μέρα του μαρτυρίου μου. 'Ολη την νύχτα
ψηνόμουν στον πυρετό. Το πρωί της πέμπτης μέρας παρουσιάστηκα
και πάλι στον γιατρό. Ήμασταν κάπου έξι άτομα που περιμέναμε στη
σειρά. Ο γιατρός με ηρεμία διηγούνταν σε έναν βαθμοφόρο τα
κατορθώματά του. τον φόνο των κομμουνιστών Ελλήνων στο κίνημα
της Δράμας τον περασμένο χρόνο. Για να εξιλεωθεί ονόμαζε τα
θύματά του κομμουνιστές, ενώ επρόκειτο για απλούς και ανύποπτους
χωρικούς που πιάστηκαν από τον δυνάστη και εκτελέστηκαν.
Πριν από μένα περίμενε στη σειρά ένας τραυματισμένος Τούρκος
συνάδελφος. Εκεί που δούλευε μέσα τις πέτρες, έπεσε μια κοφτερή
πλάκα από ψηλά, τον χτύπησε στο γόνατο, έγδαρε το δέρμα και ήρθε
σε επαφή με το κόκαλο. Σ’ αυτά τα χάλια, με ανοιχτό το γδαρμένο
του γόνατο και με το κόκαλο να διακρίνεται, παρουσιάστηκε για
περίθαλψη στον γιατρό. Ενώ λοιπόν περιέγραφε τις συνθήκες κάτω
από τις οποίες τραυματίστηκε, βλέπω τον γιατρό να του δίνει ένα γερό
χαστούκι λέγοντας του :
- « Πού ήταν τα μάτια σου την ώρα που έπεφτε η πέτρα »;
'Ηρθε η σειρά μου. Παρακάλεσα το γιατρό να ανοίξει την πληγή
για να γλιτώσω από τους πόνους. Αυτός όμως με έστειλε πίσω στη
παλάτκα. Θα κάτσεις εκεί μου είπε πολλές μέρες ακόμη, μέχρι να
ωριμάσει η πληγή. Πότε θα γίνει αυτό, τον ρώτησα. Υπομονή μου
απάντησε, θα έρθει και αυτή η ώρα.
Γύρισα στην παλάτκα. Η μέρα προχωρούσε, μαζί και οι πόνοι.
Πλησίαζε το μεσημέρι.Ήμουν συντροφιά με τον Μανόλη και του
εξέθεσα τις σκέψεις μου. Αν αφήσω έτσι τα πράγματα, θα υποφέρω
αυτούς τους τρομερούς πόνους τουλάχιστον για είκοσι μέρες και δεν
έχουν περάσει μέχρι τώρα παρά μόνο πέντε. Αν ανοίξω μόνος μου την
πληγή είναι μάλλον βέβαιο πως θα αποφύγω τη μόλυνση, αλλά στη
περίπτωση αυτή, αν αποκαλυφθεί η αυτοεγχείρησή μου, θα υποφέρω
το νέο μαρτύριο του ξυλοδαρμού με διακόσια χτυπήματα στα οπίσθια.
Ποια από τις δύο λύσεις μου συνιστάς να ακολουθήσω, ρώτησα τον
Μανόλη. Δεν ξέρω Παναγή μου είπε. Δεν λέω τίποτα, δεν σε
συμβουλεύω τίποτα. Λέγοντας αυτά απομακρύνθηκε από κοντά μου,
για να μη δει την τυχόν απόπειρά μου για την αυτοεγχείρηση και
αναγκαστεί να με καταδώσει ή να παραστεί μάρτυρας στον ανακριτή,
αν χειροτέρευε η κατάσταση μου ύστερα από την αυτοεγχείρηση.
Σκέφτηκα ακόμη μια φορά τις συνέπειες που έπρεπε να υποστώ
σε περίπτωση που γινόταν φανερή η αυτοεγχείρησή μου. Θα με
ξυλοκοπούσαν άγρια για λίγη ώρα και θα υπέφερα για αρκετές ώρες
108
το πολύ για μια μέρα, ώσπου να σταματήσουν οι πόνοι από τον
ξυλοδαρμό. Δεν ξέρω τι θα γινότανε στην περίπτωση που πάθαινα
μόλυνση. Θα με άφηναν στην τύχη μου να πεθάνω εκεί ή θα με
πήγαιναν έγκαιρα σε νοσοκομείο; Ενώ αν ακολουθούσα τις
συμβουλές του γιατρού, θα πάθαινα ότι έπαθε και ο Μανόλης. Εν τω
μεταξύ με τυραννούσαν δυνατοί πόνοι.. Σήκωσα ψηλά το πόδι μου,
τίποτα, o πόνος επέμενε. Το κατέβασα χαμηλά το ίδιο, το έβαλα σε
κρύο νερό τίποτα. Τότε πήρα την απόφαση να αυτοεγχειριστώ. 'Εκανα
την προσευχή μου να με φυλάξει ο Κύριος από τη μόλυνση και από
την κατάδοση στον γιατρό. Αφού λιοπόν έκανα τον σταυρό μου, πήρα
μια καινούργια λεπίδα, από αυτές που είχαμε για ξύρισμα και άρχισα
στην αρχή δειλά-δειλά, ύστερα τολμηρά, την απομάκρυνση του
δέρματος από το πέλμα στο σημείο που είχε μαζέψει πύον. Σιγά-σιγά
λέπτυνα το δέρμα με το ξυραφάκι, ύστερα έκανα μια τολμηρή βύθιση
του ξυραφιού στο κρέας με αποτέλεσμα να ανοίξει το πέλμα και να
πεταχτεί έξω το πύον, να εκτοξευτεί αρκετά μακριά με μεγάλη
ταχύτητα. Πίεσα την πληγή, ώσπου να καθαρίσει εντελώς. Στο μεταξύ
σαν σε μαγεία σταμάτησαν οι πόνοι. Πήρα θάρρος, σηκώθηκα όρθιος,
έβαλα μια κάλτσα, τα παπούτσια μου και περπατούσα για πολύ ώρα
μέσα στην παλάτκα για να στραγγίσει η πληγή από το πύο. Συνήλθα,
ανέκτησα το θάρρος μου, κοίταξα προσεκτικά έξω, ευτυχώς κανείς
δεν ήταν εκεί, κανείς δεν με παρακολουθούσε. Ούτε καν ο Μανόλης.
Είχε εξαφανιστεί. Αποτραβήχτηκε στη παλάτκα του για να μη με δει
την ώρα του εγχειρήματος. Επέστρεψα στη παλάτκα.Τα βλέφαρα μου
τα αισθανόμουν βαριά. Έγειρα στο κρεβάτι, τα έκλεισα και χωρίς να
το αντιληφθώ αποκοιμήθηκα. Είχα καιρό να ησυχάσω κατά τη
διάρκεια της νύχτας, αλλά και της ημέρας. Μόλις λοιπόν άνοιξα την
πληγή και ανακουφίστηκα από τους πόνους, ο ύπνος ήταν φυσική
συνέπεια και λύτρωση. Ξύπνησα το βραδάκι ύστερα από πέντε ώρες
από τα σφυρίγματα-παραγγέλματα που έδιναν οι βαθμοφόροι, όταν
επέστρεφαν στις παλάτκες ύστερα από τη δουλειά.
Σηκώθηκα, ντύθηκα, πήρα την καραβάνα και έτρεξα στη γραμμή
για το συσσίτιο. Εκεί με είδε ο διμοιρίτης μου, ο ανθυπολοχαγός
Βασίλεφ, με φώναξε κοντά του και με ύφος αδιάφορο μου είπε :
- « Τι γίνεται Παναγιώτη με το πόδι ;
- Τίποτα, του είπα, είμαι καλά και για να αντιμετωπίσω τυχόν
αντιδράσεις, του επανέλαβα πως την επόμενη μέρα θα βρίσκομαι στη
δουλειά.
- Πρόσεξε Παναγή, μου είπε, μη μάθει τίποτα ο γιατρός, γιατί είσαι
χαμένος. Να μην πας το πρωί στο γιατρό, να τον αποφύγεις και έλα στη
δουλειά. Το ζήτημα είναι, είπε τελειώνοντας, τί θα γίνει αν πάθεις
κάποια μόλυνση».
Δεν του είπα τίποτα, τι μπορούσα άλλωστε να πω! Πήρα το
συσσίτιο, έφαγα και επέστρεψα αμέσως στη παλάτκα για να συνεχίσω
τον ύπνο, καθώς αισθανόμουν εξουθενωμένος από την ταλαιπωρία
των τελευταίων ημερών. Ήταν ευτύχημα που δεν μολύνθηκα. Πέρασα
109
μια ήρεμη νύχτα και την άλλη μέρα πήγα και πάλι στη δουλειά χωρίς
καμιά συνέπεια. Η δοκιμασία μου είχε τελειώσει.
Η γενική κατάστασή μας, ως συνέπεια της απαράδεκτης
συμπεριφοράς του δυνάστη μας, χειροτέρευε όσο περνούσε ο καιρός.
Επικρατούσε o νόμος της ζούγκλας Δεν υπήρχε κανένας ανθρώπινος
φραγμός στην σκληρή στάση του δυνάστη. Δεν λυπότανε κανένα. Το
θέαμα των συναδέλφων που ξυλοκοπούνταν ήταν καθημερινό. 'Ολα
τα όργαvα του δυνάστη, περίπου δεκαεπτά αξιωματικοί και
υπαξιωματικοί, ήταν εφοδιασμένοι με χοντρά ραβδιά που κατέβαζαν
αλύπητα στη ράχη, στους γλουτούς και κατά συνήθεια στα κεφάλια
των ομήρων. Κάθε πρωί που μας πήγαιναν στη δουλειά, συνηθίζαμε
να λέμε :
- « Να δούμε παιδιά θα τη βγάλουμε σήμερα καθαρή »!
Δηλαδή θα γλιτώσουμε σήμερα το ξύλο ; Από τη μανία του
καθημερινού αναίτιου ξυλοδαρμού δεν μπόρεσα τελικά να
ξεφύγω.'Ετσι ένα πρωί την ώρα της δουλειάς, ένας άγνωστος λοχαγός
με το ραβδί του μου κατάφερε τρία χτυπήματα στο κεφάλι και από το
πρήξιμο των χτυπημάτων δεν μπορούσα για πέντε μέρες να φορέσω
το καπέλο μου. Η δικαιολογία για την συγκεκριμένη πράξη ήταν διότι
δήθεν δεν πρόσεξα μια πέτρα που κύλησε πάνω από την πλαγιά,
ερχόταν προς το μέρος μου και πιθανόν θα με χτυπούσε.
Μια άλλη φορά, ύστερα από το μεσημεριανό γεύμα, στο διάστημα
της ανάπαυσης, όταν σηκώθηκα για κατούρημα, άλλος βαθμοφόρος
μου κατάφερε τρία γερά χτυπήματα στα οπίσθια με το επιχείρημα πως
δεν ήταν καιρός για κατούρημα, αλλά για ύπνο.
Όσον αφορά την άγρια αυτή κακομεταχείριση, θα επανέλθω στη
συνέχεια σε άλλα κεφάλαια.
5. Προσπάθεια εκμάθησης της Βουλγαρικής γλώσσας
Πρέπει να τονίσω πως την κατάσταση που μας είχε επιβάλει o
δυνάστης δεν την δέχθηκα αγόγγυστα. Βέβαια δεν ήταν στην
ιδιοσυγκρασία μου να αναζητήσω την σωτηρία με τη φυγή όπως
έκαναν αρχικά οι τέσσερις συνάδελφοι και λίγο αργότερα ο Χρήστος.
Προσπάθησα να αντιδράσω με άλλο τρόπο. Να μάθω τη γλώσσα
τους, να μαντέψω τις σκέψεις τους και να αντιδράσω ανάλογα με τα
φερσίματά τους και τις προθέσεις τους από κάπως καλύτερη θέση,
αφού θα μιλούσα πια τη γλώσσα τους.
Πάντοτε πίστευα πως πιο εύκολα προφυλάσσεται κανείς από τον
εχθρό του και τον αντιμετωπίζει αποτελεσματικότερα, όταν ξέρει τη
γλώσσα του, τις σκέψεις του, τα ήθη και έθιμά του, παρά όταν δεν
καταλαβαίνει τίποτα από αυτά. Είναι αλήθεια πως την εκμάθηση της
γλώσσας μας τη συνιστούσαν οι βαθμοφόροι μας σε κάθε ευκαιρία.
110
Δεν μας ενδιαφέρει, μας έλεγαν, εάν μάθετε τη γλώσσα μας. Αλλά
καλά θα κάνετε να τη μάθετε, ιδιαίτερα για τη δουλειά, γιατί έτσι θα
περάσετε καλά. 'Εμμεση δηλαδή υπόδειξη για να μάθουμε τη γλώσσα.
Εδώ πρέπει να σημειώσω πως τότε ήταν πολύ ευνοϊκές οι
συνθήκες για την εκμάθηση της γλώσσας. Πρώτα-πρώτα λόγω της
καθημερινής πραγματικότητας. Τα παραγγέλματα, οι διαταγές, οι
βρισιές, οι παρατηρήσεις, όλα λέγονταν στα Βουλγαρικά τα οποία
μετέφραζαν διερμηνείς στα Ελληνικά και οι Τούρκοι συνάδελφοι στα
Τούρκικα. 'Ετσι σιγά-σιγά συνηθίσαμε τη γλώσσα. Μάθαμε μερικές
λέξεις, τις σημαντικότερες που χρησιμοποιούσαν οι βαθμοφόροι
εργοδότες μας στα παραγγέλματα. Αλλά από το σημείο αυτό μέχρι να
καταλάβουμε τη γλώσσα και ακόμη περισσότερο να τη μιλήσουμε,
υπήρχε μεγάλη διαφορά. Στην περίπτωσή μου που ήταν άλλωστε
κοινή για όλους τους Έλληνες συναδέλφους μου, έπρεπε να μάθουμε
τη γλώσσα, ώστε να ενημερωθούμε για τα γεγονότα που συνέβαιναν
στον κόσμο και γενικά για την εξέλιξη του πολέμου από την έκβασή
του οποίου περιμέναμε τη σωτηρία μας.
Ένας επιπλέον λόγος που καθιστούσε απαραίτητη την εκμάθηση
της Βουλγαρικής γλώσσας, μετά την κατανόηση των εντολών και την
ενημέρωσή μας για την κατάσταση, ήταν η διεξαγωγή της
αλληλογραφίας που υποχρεωτικά γινόταν στα Βουλγάρικα.
Χρειαζότανε όμως βιβλία και λεξικά που τότε και ειδικά εκεί, στη
μοναξιά της Στάρα Πλανίνα, ήταν αδύνατο να βρεθούν.
'Οταν ήμουν ελεύθερος γιατρού και υποχρεώθηκα να περάσω όλη
τη μέρα μέσα στις παλάτκες, ασυναίσθητα, κακώς βέβαια, έψαχνα τα
σακίδια των συναδέλφων μήπως βρω κάποιο βοηθητικό εγχειρίδιο για
την εκμάθηση της γλώσσας. Εκείνη ακριβώς την περίοδο μου είχε
μπει στο μυαλό η έμμονη ιδέα να μάθω τη γλώσσα. Μετά την
πρόχειρη έρευνα που έκανα, βρήκα στο σακίδιο ενός συναδέλφου ένα
εγχειρίδιο Ελληνοβουλγαρικής μεθόδου. 'Ηταν ένα μικρό βοήθημα
αποτελούμενο από τριανταδύο σελίδες. Στην αρχή είχε τα γράμματα
με την προφορά τους και τη σημασία τους στα Ελληνικά. Μετά λίγες
σελίδες με τις καθημερινές λέξεις και εκφράσεις και τελικά ένα λεξικό
κάπου τριακοσίων λέξεων από τα Ελληνικά στα Βουλγαρικά. Εκείνη
την ώρα ήταν ότι χρειαζόμουνα. Πήρα ένα τετράδιο, ενώ στην
καντίνα βρήκα και ένα μολύβι. Αντέγραψα τα γράμματα, μερικές
εκφράσεις και σχεδόν όλες τις λέξεις του λεξικού σε τρεις ώρες και
έβαλα τη μέθοδο του συναδέλφου στο σακίδιο του, χωρίς βέβαια να
αντιληφθεί κανείς το παραμικρό. Επιδόθηκα στην εκμάθηση της
αλφαβήτου και σε διάστημα λίγων ημερών ήμουν κάτοχος της μικρής
Ελληνοβουλγαρικής μεθόδου. Πήρα τότε από την καντίνα τη πρώτη
Βουλγαρική εφημερίδα και προσπάθησα να τη διαβάσω, χωρίς όμως
επιτυχία. Καταλάβαινα αποσπα- σματικά μόνο μερικές λέξεις.
Πήγαινα τότε στους βαθμοφόρους ή και σε άλλους
βουλγαρομαθείς να μου εξηγήσουν μερικές δήθεν άγνωστες λέξεις,
αλλά στην πραγματικότητα προσπαθούσα να εμβαθύνω το διάβασμα
και να κατανοήσω τα κείμενα. 'Ετσι σιγά-σιγά με μεγάλη υπομονή
111
άρχισα την ανάγνωση των εφημερίδων και με τον καιρό τις
κατανοούσα όλο και περισσότερο. Δεν άργησα να καταλάβω όλη
σχεδόν την καθημερινή ομιλία. Σ' αυτό με βοηθούσαν και οι
διερμηνείς, ακούσια βέβαια, με τις μεταφράσεις των εντολών και των
παραινέσεων των βαθμοφόρων. Άρχισα στην αρχή δειλά και σε λίγο
πιο τολμηρά να συντάσσω στα Βουλγαρικά το πρώτο γράμμα που
προορίζονταν για το σπίτι μου. Το πράγμα δεν διέφυγε από την
προσοχή του λογοκριτή, του ανθυπολοχαγού δηλαδή της διμοιρίας
μου Πέτκο Νέδεφ Στογιάννοφ. Με φώναξε κοντά του, μου έδειξε το
γράμμα και ρώτησε να μάθει ποιος το έγραψε. Όταν έμαθε πως εγώ ο
ίδιος το συνέταξα, στην αρχή δυσκολεύτηκε να το πιστέψει, αλλά το
άλλο πρωί ύστερα από δική του πρωτοβουλία με φώναξε ο λοχαγός
στο γραφείο του για να με γνωρίσει και να βεβαιωθεί καλύτερα, αφού
είχα εν τω μεταξύ ενημερωθεί σχετικά από τον ανθυπολοχαγό.
- « Βλέπεις αυτόν εδώ, του είπε ο Στογιάννωφ ο διμοιρίτης, στο κολέγιο
να τον είχαμε δε θα μάθαινε έτσι τη γλώσσα, ώστε σε τέσσερις μήνες
να μπορεί να γράφει επιστολές.
- Το διαπιστώνω καθημερινά, είπε ο λοχαγός. Βλέπω το Ελληνικό
στοιχειό να καταλαβαίνει καλύτερα τη γλώσσα μας από τους Τούρκους
και έτσι όπως πάνε οι 'Ελληνες του λόχου μου θα περάσουν και αυτούς
ακόμη τους δικούς μας στην ομιλία της γλώσσας μας».
Είναι βέβαιο ότι με τον καιρό το σύνολο σχεδόν των Ελλήνων
συναδέλφων έμαθε αρκετά καλά τη γλώσσα, όχι βέβαια τη γραπτή,
καθώς ήμουν ίσως ο μόνος που ασχολήθηκε μ’ αυτή . Έτσι, όταν ο
λοχαγός μου έδινε παραγγέλματα τα οποία δεν τα καταλάβαιναν καλά
οι ομοεθνείς του, να βρυχάται σαν λιοντάρι και να φωνάζει:
« Βλέπετε αυτούς τους Έλληνες, γ..... τη μάνα τους,, όταν ήρθαν εδώ
δεν ξέρανε καθόλου τη γλώσσα και τώρα τη μιλάνε καλύτερα από σας
που γεννηθήκατε στη Βουλγαρία και έχετε μητρική σας γλώσσα τη
Βουλγαρική. Πρέπει να ντρέπεστε γι' αυτό και να αισθάνεστε
μειονεκτικά ».
Στο σημείο αυτό της αφήγησης μου πρέπει να τονίσω πως σε κάθε
περίπτωση που ανέφεραν οι Βούλγαροι τη λέξη "'Ελληνες", η
τελευταία συνοδευότανε πάντοτε με τη φράση "γ..... τη μάνα τους".
'Οπως προανέφερα, ο κυριότερος λόγος που προσπαθούσα να
μάθω τη γλώσσα ήταν για να έχω την δυνατότητα να ενημερώνομαι
για την εξέλιξη του πολέμου από τις εφημερίδες που ήταν προσιτές
στο σημείο εκείνο, αφού και η καντίνα είχε τακτικά, αλλά και από το
αυτοκίνητο της γραμμής που τις μετέφερε υπήρξε δυνατότητα να τις
αγοράσουμε.
Μεγάλη ήταν η απογοήτευσή μου, όταν έμαθα από τις εφημερίδες
πως τότε, τον Ιούνιο του 1942, οι Γερμανοί έφθασαν στο Ελ-Αλαμέιν
και απειλούσαν την Αλεξάνδρεια. Από την άλλη το Ρωσικό μέτωπο
βρίσκονταν στα περίχωρα της Μόσχας, ενώ παράλληλα πλημμύρισαν
με τα μηχανοκίνητα άρματά τους τον Καύκασο και απειλούσαν το
Στάλιγκραντ.
112
Αυτά τα νέα τα έμαθα στο κρεβάτι του πόνου, ίσως γι’ αυτό και να
έμειναν ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Επίσης η χαρά μας ήταν
απερίγραπτη, όταν ένα απόγευμα μάθαμε και πάλι από τις εφημερίδες,
πως η Βουλγαρία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Αγγλίας και των
Ηνωμένων Πολιτειών. Φωνάζαμε, πηδούσαμε και εκδηλώναμε την
ικανοποίησή μας με κάθε τρόπο. Πιστέψαμε πως o πόλεμος έκλινε πια
με το μέρος των συμμάχων, όταν μάθαμε για την ανεπιτυχή απόβαση
των Άγγλων στην Διέπη. Το γεγονός πως οι Σύμμαχοι, όχι μόνον δεν
κρατούσαν τις θέσεις τους, αλλά έκαναν και αποβάσεις στα
κατεχόμενα μέρη, μας έκανε να πιστέψουμε πως ο πόλεμος δεν
χάθηκε γι' αυτούς, πράγμα που ουδέποτε πιστέψαμε ακόμη τις πιο
μαύρες μέρες του περασμένου χρόνου 1941. Αντίθετα δεν θα
αργούσαν να φανούν καλύτερες μέρες και πολύ γρήγορα θα
καλυτέρευε η θέση μας.
Mπορώ να πω πως η εκμάθηση της γλώσσας διευκόλυνε πολύ
στις σχέσεις μας με τον δυνάστη. Αυτή στάθηκε η αφορμή να
γνωριστώ καλύτερα με τον ανθυπολοχαγό Στογιάννωφ ο οποίος με
βοήθησε πολύ, αφού με την παρέμβασή του απολύθηκα ένα μήνα πριν
από τη σειρά μου.
Με τον καιρό, όσο περισσότερο διάβαζα τις εφημερίδες, τόσο
εμβάθυνα στη Βουλγαρική γλώσσα. Έφτασα στο σημείο μάλιστα να
τη μεταφράζω στα Ελληνικά απευθείας από το Βουλγαρικό κείμενο,
όπως ακριβώς δηλαδή διαβάζω σήμερα τις Ελληνικές εφημερίδες.
6. Οι σκληρές συνθήκες ζωής στα εργατικά τάγματαη συνέχεια των δεινών
Κάποιο βράδυ αντιλήφθηκα μερικούς συναδέλφους μου να
βουτάνε τις καραβάνες τους, μέσα στα βαρέλια όπου έριχναν τα
υπολείμματα των τροφών για τα γουρούνια Εκεί υπήρχαν κόκαλα για
γλείψιμο, αποτσίγαρα, απορρίμματα από σαλάτες, σκουπίδια και άλλα
που μόνο να τα αναφέρει κανείς τον πιάνει εμετός. Δεν άργησα να
τους ακολουθήσω και εγώ σ΄αυτό το γεύμα με τα αποφάγια που
προορίζονταν για τα γουρούνια. Για αρκετές μέρες αυτό αποτελούσε
συμπλήρωμα στο φαγητό μας. Το άρπαζα από το βαρέλι και το
καταβρόχθιζα χωρίς ψωμί βέβαια, γιατί αυτό καθώς ήταν λίγο δεν
έφθανε ούτε για το μεσημβρινό γεύμα. Γρήγορα όμως το
αντιλήφθηκαν τα όργανα της Διοίκησης και τοποθέτησαν μπροστά
στο βαρέλι ένα σκοπό. Όταν λοιπόν πήγαμε με τις καραβάνες μας
εκεί, όσους πρόλαβαν και έπιασαν, τους ξυλοκόπησαν στα πλευρά και
τους οδήγησαν στη Διοίκηση, όπως είχαν εντολή. Εγώ ευτυχώς και
εδώ στάθηκα διπλά τυχερός. Πρώτα γιατί πρόφθασα και άρπαξα
κάποια υπολείμματα από τα απορρίμματα και δεύτερον διότι έφυγα
τροχάδην με τη καραβάνα γεμάτη στο χέρι, χωρίς να κατορθώσουν να
113
με πιάσουν. Οι συλληφθέντες είναι αλήθεια δεν τιμωρήθηκαν, τους
έγιναν όμως αυστηρές συστάσεις μπροστά σ' όλο το λόχο, ιδιαίτερα
για τον κίνδυνο μόλυνσης που διέτρεχαν. Αυτό που κάνετε, τους είπε
o λοχαγός, είναι επικίνδυνο για την υγεία σας, αλλά επί πλέον δεν
είναι λογικό. Ξεχνούσε φαίνεται ο άνθρωπος πως μπροστά στην πείνα
δεν υπάρχει λογική. Τις επόμενες μέρες βελτιώθηκε το συσσίτιο, αλλά
αυτό κράτησε για μερικές μέρες μόνο.
Θυμάμαι επίσης μια συγκινητική εκδήλωση αλληλεγγύης που
εκτυλίχθηκε λίγο μετά την ανάρρωσή μου από την αυτοεγχείρησή μου
στο πόδι. Η υγεία μου είχε κλονιστεί, ενώ ολόκληρη τη νύχτα
αδυναμία και πυρετός με βασάνιζαν. Παρ' όλα αυτά όμως ένα πρωινό
κάποιας Κυριακής, όταν πήγα για εξέταση στο γιατρό, στάλθηκα στη
δουλειά ως υγιής. Την Κυριακή ασχολούμασταν με διάφορες
αγγαρείες, όπως το καθάρισμα του στρατοπέδου από σκουπίδια και
πεταμένα χαρτιά, το σκούπισμα των δρόμων και τον εξωραϊσμό των
οικημάτων, γραφείων και κοιτώνων των αξιωματικών. 'Ημουν έτοιμος
να πέσω από την εξάντληση και την αδυναμία, δεν μπορούσα να
σταθώ στα πόδια μου. Πήρα τη χλαίνη μου και πήγα σε ένα
υψωματάκι λίγο πάνω από τη παλάτκα όπου ήταν μαζεμένοι οι
άρρωστοι, αυτοί που ήταν ελεύθεροι γιατρού. Η ώρα ήταν έντεκα το
πρωί. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, εξαιρετική, κουλουριάστηκα μέσα
στη χλαίνη μου, ζαλίστηκα, αλλά αυτό δεν με πείραζε πολύ.
Προσπάθησα να κοιμηθώ, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Εκείνη την στιγμή ακούω κάποιον στην αρχή να λέει στα Ελληνικά :
- « Παιδιά ήμουν κοντά στο γραφείο της Διοίκησης. Άκουσα το λοχαγό
να λέει σε ένα αξιωματικό να ‘ρθει αμέσως εδώ να σας εξετάσει και
όποιος από σας δεν είναι ελεύθερος από τον γιατρό, να τον πάει στο
γραφείο του για τιμωρία. Το καλό που σας θέλω, όσοι δεν είστε
άρρωστοι, να φύγετε για να μη τιμωρηθείτε. Στη συνέχεια επανέλαβε τα
ίδια λόγια στα Βουλγάρικα και Τούρκικα. Με βαριά καρδιά σηκώθηκα,
άφησα εκεί τη χλαίνη μου και το σακίδιο μου με λίγo ψωμί για να μη
κινήσω υποψίες και κατηφόρισα. Βρήκα ένα άδειο πακέτο από τσιγάρα,
το πήρα και πήγα σε μια αρκετά μεγάλη απόσταση να το πετάξω. Έτσι
γλίτωσα την αγγαρεία που επέβαλε ο λοχαγός σε όσους πιάστηκαν και
οδηγήθηκαν κοντά του. Τους έδωσε ένα καροτσάκι και τους έστειλε σε
μια απόσταση τριών χιλιομέτρων να μεταφέρουν χαλίκια για την είσοδο
του γραφείου του. Είναι να θαυμάζει κανείς την αλληλεγγύη των
ανθρώπων που βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις. Δεν γνωρίζω τι
εθνικότητας ήταν o πληροφοριοδότης. Ίσως ήταν Βούλγαρος, Τούρκος
ή 'Ελληνας. Δεν έχει σημασία. Η δυστυχία αδελφώνει τους λαούς, τους
ενώνει και χαλυβδώνει τη θέλησή τους για μεγαλύτερη συμπόνια και
συνεργασία ».
Κάποια μέρα εκεί που εργαζόμουν στο δρόμο με το λοστό στο
χέρι, με πλησίασε ένας Βούλγαρος χωρικός. Ήταν από τους χωρικούς
114
που έπαιρναν οι στρατιωτικές αρχές για διάφορες αγγαρείες στους
δρόμους, με χτύπησε χαϊδευτικά στον ώμο, ανέφερε το όνομά μου και
με ρώτησε για την κατάσταση και ιδιαίτερα για τη διαβίωσή μου στο
βουνό. Στην αρχή δυσκολεύτηκα να τον γνωρίσω, μου συστήθηκε
όμως αμέσως. 'Ηταν ο Τούρκος χωρικός από το Χριστοντάνοβο που
με πήγε ένα βράδυ τον περασμένο Μάιο στο σπίτι του ως
φιλοξενούμενο, για να με προφυλάξει από τυχόν αυθαιρεσίες των
Βουλγάρων, διότι του είχα μιλήσει άσχημα για την κατάσταση την
οποία μας επέβαλαν.
Ο Τούρκος στη συνέχεια μου μίλησε για το ενδιαφέρον της
γυναίκας του που ήταν επίσης Τουρκάλα και πως του ανέθεσε να με
βρει και να μάθει για την κατάστασή μου. Ζητά, μου είπε, να μάθει
νέα σου. Τον ευχαρίστησα, του μίλησα αρκετά για τη διαβίωσή μας
και τον παρακάλεσα να διαβιβάσει τις ευχαριστίες μου και τους
χαιρετισμούς μου στη γυναίκα του.
Λίγες μέρες αργότερα ερχόμενος από το χωριό, μου έφερε ένα
πακέτο με τρόφιμα. Είχε μέσα μόνο τρία μικρά μήλα. Δεν έχει
σημασία το μέγεθος της προσφοράς, αυτό που προέχει είναι η καλή
πρόθεση. Αυτά σου τα στέλνει η γυναίκα μου, είπε. Δεν έχουμε τίποτε
άλλο, συνέχισε, αυτά είχαμε αυτά σου προσφέραμε.
'Ηθελα με την ευκαιρία να διαλευκάνω μία απορία μου, πως
δηλαδή μείνανε τόσοι λίγοι Τούρκοι στα βάθη της Βουλγαρίας.
- « Αχ παιδί μου, αναστέναξε ο γέρος. Όταν ήμουν στα χρόνια σου οι
κάτοικοι του κάμπου ήταν όλοι Τούρκοι και οι Βούλγαροι ήταν μόνο
εξήντα οικογένειες. Τώρα αντιστράφηκαν οι όροι και μείναμε εμείς οι
λίγες οικογένειες, είκοσι οικογένειες στο Χριστοντάνοβο, δεκάξι στο
Καρνάρε και οκτώ στο Στολέτο, ενώ όλος ο τόπος είναι γεμάτος από
Βούλγαρους.
- Και πως έγινε αυτό, τον ρώτησα;
- Κανένας δεν έφυγε από δω με το καλό και με τη θέλησή του για να
επιστρέψει στην Τουρκία, είπε ο γέρος. Άλλους σκοτώσανε, άλλους
εξορίσανε, άλλους φυλακίσανε και όλα αυτά ύστερα από
σκηνοθετημένες εξεγέρσεις των Τούρκων, τις οποίες προκαλούσαν και
συντελούσαν οι ίδιοι οι Βούλγαροι, για να έχουν την αφορμή να
εφαρμόζουν αντίποινα σε βάρος του Τουρκικού στοιχείου με σκοπό την
εξολόθρευσή του. Με τα μέτρα αυτά λοιπόν πέτυχαν τον πλήρη
εκβουλγαρισμό του τόπου.
- Κύριε του είπα, αυτή ακριβώς την στρατηγική ακολουθούν και στα
μέρη μας. Εξαιτίας μιας επανάστασης που την οργάνωσαν, την
σκηνοθέτησαν και την εκτέλεσαν οι ίδιοι πέρυσι στη Δράμα, σκοτώσανε
έξι χιλιάδες Έλληνες. Ενώ πολλοί αναγκάστηκαν να φύγουν στα βουνά
για να κρυφτούν και πολλαπλάσιοι κατέφυγαν στη Γερμανοκρατούμενη
Θεσσαλονίκη με κίνδυνο της ζωής τους και με " την ψυχή στο στόμα"
για να σωθούν.
- Εύχομαι παιδί μου, είπε στο τέλος ο γέρος,, να νικήσουν οι σύμμαχοι
στο πόλεμο, να αδειάσουν οι Βούλγαροι τα μέρη σας και να
απαλλαγείτε από αυτούς, διαφορετικά σας περιμένει η ίδια τύχη με την
115
δική μας ».
Ανέφερα πιο μπροστά, πως μας υποχρέωναν να γράφουμε την
αλληλογραφία στις οικογένειες μας στα Βουλγάρικα. Αυτό το έκαναν
για να μπορούν να λογοκρίνουν τα γράμματά μας, αλλά και για να
μας αναγκάσουν με αυτόν τον τρόπο να μάθουμε τη γλώσσα τους.
Συναντούσαμε μεγάλες δυσκολίες στο γράψιμο των επιστολών.
'Ελληνες βουλγαρομαθείς δεν είχαμε, αλλά και αυτοί που υπήρχαν
ήταν ένας ή δύο. Παρ' όλες λοιπόν τις φιλότιμες προσπάθειές τους δεν
μπορούσαν να μας εξυπηρετήσουν όλους. Έτσι λοιπόν προσφεύγαμε
στους Τούρκους και έναντι μικρής αμοιβής, μας γράφανε τα
γράμματα. Αυτό βέβαια δεν ήταν λογικό. Δικαιολογία υπήρχε μόνο
επειδή οι Τούρκοι συνάδελφοί μας οι οποίοι ήταν ομοιοπαθείς με μας,
δεν ήταν υποχρεωμένοι, ύστερα μάλιστα από την κοπιαστική δουλειά
της μέρας να μας γράφουν τα γράμματα. Αφού όμως τα έγραφαν,
έπρεπε να αμειφθούν. Ορισμένοι 'Ελληνες συνάδελφοι δυστυχώς το
έφεραν βαρέως και το ανέφεραν στον λοχαγό. 'Ετσι κάποιο βράδυ
άκουσα ένα συνάδελφό μου 'Ελληνα από τη Γεωργιανή Παγγαίου, να
αναφέρει το γεγονός αυτό στο λοχαγό. Κατέδωσε τον Τούρκο
συνάδελφο τον οποίο άρπαξαν, τον έστησαν στη μέρη του κύκλου,
τον διέταξαν να βγάλει του ρούχα του και να ξαπλώσει στο έδαφος
για να υποστεί την τιμωρία του ξυλοδαρμού, δηλαδή εκατό-εκατόν
πενήντα χτυπήματα στους γλουτούς και στους μηρούς. Εν τω μεταξύ
ο καταδότης αναζητούσε και άλλους παθόντες που γράφανε τα
γράμματα τους στον Τούρκο με πληρωμή. Ευτυχώς βρήκε εμένα.
Βγες Παναγή, μου είπε, να μαρτυρήσεις πως και από σένα πήρε πέντε
λέβα για να σου συντάξει την επιστολή. Παρουσιάστηκα στο λοχαγό.
Βλέποντας τον Τούρκο, ονόματι Σουλεϊμάν, ξαπλωμένο, τους άνδρες
του αποσπάσματος έτοιμους να τον δείρουν και τον καταδότη να με
παροτρύνει να καταθέσω εναντίον του Τούρκου συναδέλφου, ήταν
κάτι πέρα από τις δυνάμεις μου, δεν μπορούσα να το κάνω.
Αναγκάστηκα να πω ψέματα για να γλιτώσω τον Σουλεϊμάν.
Είναι αλήθεια ανέφερα στο λοχαγό πως ο συνάδελφός μου γράφει
τα γράμματά μας, αλλά χωρίς πληρωμή. 'Οχι μόνο δεν δέχεται
αμοιβή, αλλά επί πλέον πληρώνει από την τσέπη του την αξία των
φακέλων αλληλογραφίας.
Η κατάθεσή μου αυτή γλίτωσε τον Τούρκο. Ο λοχαγός απέδωσε
τις κατηγορίες σε φυλετικές διαμάχες και διέταξε την απομάκρυνση
του Τούρκου. Στο γεγονός αυτό δεν έδωσα καμιά σημασία. Μπορώ
μάλιστα να πω πως ένιωθα υποχρεωμένος γι' αυτή μου την πράξη από
συναδελφική αλληλεγγύη. Εδώ και καιρό πια δεν έκανα διάκριση
φυλής, γλώσσας και θρησκείας. 'Ολοι βράζαμε στο ίδιο καζάνι,
ήμασταν πια συνάδελφοι και η μοίρα μας ήταν κοινή.
Αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ αυτό το οποίο αντίκρισα μιαδυο ώρες αργότερα. Για κάποια δουλειά, ήθελα κάτι να ζητήσω, δεν
μπορώ να θυμηθώ ακριβώς τι, πήγα στο αντίσκηνο των Τούρκων.
Εκεί βλέπω τον Μουράτ Μουράτωφ, έναν μορφωμένο και
εγγράμματο στα Βουλγαρικά Τούρκο να λέει στη συγκέντρωση των
116
ομοεθνών του :
«Να μην έχετε καμιά εμπιστοσύνη στους 'Ελληνες. Να μην τους
εξυπηρετείτε. Είναι ακάθαρτος λαός και στο σώμα και στη ψυχή ».
Και αποτείνεται στον Σουλεϊμάν και του λέει :
- « Βλέπεις άμυαλε τι θα πάθαινες; Αυτό να σου γίνει μάθημα και να
προσέχεις από ‘δω και στο εξής ».
Δεν κρατήθηκα. Φώναξα στον Μουράτ να σταματήσει τις
συκοφαντίες του. Τι είναι αυτά που λες του είπα. Να που είμαι και
εγώ εδώ. Χωρίς να χαλάσει τον ειρμό της ομιλίας του ο Μουράτ,
γύρισε προς το μέρος μου και είπε στους Τούρκους :
« Αυτός εδώ αποτελεί εξαίρεση. Αυτός έχει κάτι το Τούρκικο στις
φλέβες του. Αν και λίγο, μιλά τη γλώσσα μας. Είναι όμως δικός μας,
δεν είναι Έλληνας. Αυτόν να τον εμπιστεύεστε σαν συνάδελφο».
Γύρισαν όλοι οι Τούρκοι προς το μέρος μου. Βλέπω το παρ'
ολίγον θύμα, τον Σουλεϊμάν, να έρχεται κοντά μου, να μου αρπάζει τα
χέρια και να γονατίζει μπροστά μου για να με ευχαριστήσει. Βέβαια
δεν τον άφησα. Βρήκα την ευκαιρία και τους μίλησα για
συναδελφοσύνη, αλληλεγγύη και αλτρουισμό, αυτά που πιστεύω και
πρεσβεύω σ’ όλη μου τη ζωή.
Αφού πήρα εκείνο που ζητούσα, αποσύρθηκα στο αντίσκηνο μου.
Αλλά το γεγονός αυτό πήρε μεγάλη έκταση στο Τουρκικό στοιχείο.
Οι Τούρκοι πια με θεωρούσαν αδελφό τους. Αιτία γ’ αυτό ήταν
βέβαια πως αντιστρέφοντας τα πραγματικά περιστατικά, έσωσα τον
συμπατριώτη τους.
Από τότε οι Τούρκοι προσπαθούσαν να μάθουν όλο και
περισσότερα για το άτομό μου. Με ρωτούσαν διακριτικά για την
καταγωγή μου, πως έμαθα τη γλώσσα τους, με σκοπό να πιαστώ από
κάπου και να με θεωρήσουν δικό τους. Μια βραδιά είχα μεγάλες
στομαχικές διαταραχές. Είχα φουσκώσει και δεν μπορούσα να σταθώ
στα πόδια μου. Ξύπνησα τον βαθμοφόρο φύλακά μας στον οποίο
ανέφερα την κατάστασή μου. Τον παρακάλεσα να με αφήσει να βγω
έξω μέχρι τα αφοδευτήρια, για την επείγουσα σωματική μου ανάγκη.
Στη αρχή δυστρόπησε. Μπροστά στην επιμονή μου όμως άνοιξε την
πόρτα, φώναξε τον σκοπό που έκανε περιπολία εκεί γύρω και με
παρέδωσε σ' αυτόν με την εντολή να με οδηγήσει στα αφοδευτήρια
και να με συνοδέψει στην επιστροφή με ευθύνη του, μη τυχόν και
επωφεληθώ από την ευκαιρία και λιποτακτήσω. O Τούρκος με
γνώρισε και ρώτησε για την κατάστασή μου. Με συνόδεψε στα
αφοδευτήρια τα οποία ήταν ομαδικά. Εκεί χωρίς να το αντιληφθώ, με
τον υπηρεσιακό του φακό ο Τούρκος προσπάθησε να βεβαιωθεί, αν
έχω κάνει περιτομή. Δεν πρόσεξε καλά και νόμισε πως ήμουν
σουνατλής, πως δηλαδή μου λείπει η ακροβυστία.
Έτσι τον άκουσα να μου λέει με ικανοποίηση :
- « Τώρα Παναγιώτη πιστεύω πως είσαι βαφτισμένος Τούρκος. Τώρα
καταλαβαίνω γιατί εκείνο το βράδυ έσωσες από ξυλοδαρμό ένα
117
πατριώτη μας. Ήσουνα Τούρκος και τον θεώρησες αδελφό σου. Δώσε
το χέρι σου Παναγιώτη, είμαστε αδέλφια. Εμείς οι Τούρκοι σε
θεωρούσαμε αδελφό μας, δικό μας και περιμέναμε μια τέτοια ευκαιρία
για να το διαπιστώσουμε, αν δηλαδή είσαι σουνατλής ή όχι ».
Διέψευσα κατηγορηματικά ότι είχα κάνει περιτομή, καθώς αυτό
που έκανα, το έκανα γιατί θεωρώ όλους τους ανθρώπους, ιδιαίτερα
τους συναδέλφους μου, δικούς μου ανεξάρτητα από τη γλώσσα, την
φυλή ή το θρήσκευμα. Πως αρκεί πάντοτε κανείς να έχει σκοπό να
κάνει το καλό, αρκεί να μπορεί, χωρίς να έχει σημασία σε ποιον
πρέπει. Πρέπει πάντοτε, πρόσθεσα, να φαινόμαστε χρήσιμοι τους
συνάνθρωπους μας.
Ο Τούρκος δεν ικανοποιήθηκε από την εξήγησή μου. Φαίνεται πως
η φήμη κυκλοφόρησε στο Τούρκικο στοιχείο γιατί από τότε πια οι
Τούρκοι με θεωρούσαν δικό τους και με βοηθούσαν είτε στη δουλειά,
είτε στην αγγαρεία.
'Ενα από τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετωπίζαμε εκτός
την πείνα και τον ξυλοδαρμό, ήταν το ζήτημα της ψείρας. Βέβαια η
κατάσταση έγινε κάπως υποφερτή, ύστερα από τα μέτρα που πήρε η
Διοίκηση, αλλά το πρόβλημα παρέμενε έστω και σε μικρότερη
ένταση.
Μεγάλη ήταν λοιπόν η χαρά μας, όταν ένα Κυριακάτικο πρωινό
ακούσαμε τον λοχαγό μας στη συνηθισμένη συγκέντρωση της μέρας
να μας λέει πως την συγκεκριμένη μέρα θα πηγαίναμε για μπάνιο στο
χωριό Στολέτο όπου έχει θερμά λουτρά. Προσέξτε όμως, επανέλαβε ο
λοχαγός, πρέπει να πάτε στα αντίσκηνά σας και να πάρετε όλα σας τα
πράγματα, χωρίς να αφήσετε τίποτα. 'Οποιος αφήσει κάτι, όσο
ασήμαντο και αν είναι, θα τον τιμωρήσουμε με ξυλοδαρμό, τα δε
πράγματα θα τα καταστρέψουμε. Θα κάνουμε, πρόσθεσε,
εξονυχιστική έρευνα στις παλάτκες (σκέπαστρα) για να
επαληθεύσουμε, αν έχετε πάρει όλα σας τα πράγματα μαζί. Το χωριό
Στολέτο το ήξερα από τη παραμονή μας στο Χριστοδάνοβο όπου είχα
πάει με μερικούς συναδέλφους για καθαριότητα, πριν ανεβούμε στο
βουνό για δουλειά.
Τρέξαμε με χαρά όλοι στις παλάτκες. Πήραμε τα πράγματά μας
εκτός από τις κουβέρτες, άλλωστε δεν είχαμε και πολλά και
κατεβήκαμε στον τόπο της συγκέντρωσης. Δεν αντιληφθήκαμε πως
επρόκειτο για παγίδα. Δείξαμε μια ανεξήγητη εμπιστοσύνη στα λόγια
του λοχαγού. 'Οπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, είχαν σκοπό να
κάνουν έρευνα, να κατασχέσουν χρήματα, κυρίως όμως σημειώσεις
και μάλιστα κρυπτογραφικές.
'Οταν συγκεντρωθήκαμε όλοι στην πλατεία, σύμφωνα με τα
παραγγέλματα που μας δόθηκαν από τους βαθμοφόρους μπήκαμε στη
γραμμή, αποθέσαμε αρχικά τα ατομικά μας είδη, ύστερα κάναμε ένα
βήμα πίσω και εκεί αποθέσαμε όλα μας τα ρούχα, μείναμε μόνο με τα
εσώρουχα και τελικά απομακρυνθήκαμε δύο μέτρα μακριά από αυτά,
118
αλλά ο καθένας βρίσκονταν ακριβώς απέναντι από τα ρούχα του.
Ακούσαμε τότε το λοχαγό να μας λέει με άγριο ύφος.
- « Όχι Έλληνες, (γιατί μόνο Έλληνες βρισκόμαστε στη σειρά) δεν θα
πάτε στο Στολέτο για λουτρό. Τέτοια χαρά δεν θα τη δείτε, ύστερα
μάλιστα από τη αγνωμοσύνη που δείξατε τελευταία και μερικοί
τόλμησαν να λιποτακτήσουν από τον λόχο μου. Θα κατασχέσουμε τα
χρήματά σας, μη φοβάστε όμως θα σας τα επιστρέψουμε αργότερα λίγαλίγα. Εκείνο που με ενδιαφέρει περισσότερο, είπε, είναι μήπως έχετε
εδώ κρυπτογραφικούς κώδικες και αλληλογραφείτε βάση αυτών με τα
σπίτια σας. Ότι γίνεται εδώ, αφού παραποιείται και μεγαλοποιείται,
μεταδίδεται στη Μπελομόρια (Ανατολική Μακεδονία και Θράκη) και το
μαθαίνουν οι δικοί σας. Είναι και αυτό ένα άλλο είδος αγνωμοσύνης,
το ευχαριστώ σας. Στην έρευνα όμως που θα ακολουθήσει, θα
αποκαλυφθούν όλα ».
Αυτά είπε ο λοχαγός και με έλουσε κρύος ιδρώτας. Εγώ ήμουν
εκείνος που με τη κανονική αλληλογραφία και με βάση τον κώδικα
που είχα μαζί μου μέσα στο κάλυμμα ενός λεξικού, με τον
υποτιθέμενο χαιρετισμό ονομάτων κοριτσιών, μετέδιδα στην
οικογένειά μου την πραγματική κατάσταση για την πείνα, τον
ξυλοδαρμό και την ψείρα. Τώρα πια ήταν αργά. Τα λεξικά, σε ένα
από τα οποία είχα μέσα το χαρτί με τα ονόματα των γυναικών με τις
αντίστοιχες επεξηγήσεις ήταν εκεί μπροστά στους ερευνητές και όλα
εξαρτιόνταν πια από την τύχη. Αμέσως συνεργεία από Βούλγαρους
και Τούρκους άρχισαν την έρευνα. Ερευνούσαν σχολαστικά τα
σακίδιά με τις αποσκευές μας. Που και πού, όταν βρίσκανε κάτι δήθεν
επιλήψιμο, ένα χαρτάκι, ένα σημείωμα ή ένα γράμμα ρωτούσαν τον
κάτοχο, ώστε να έχουν μια πληρέστερη πληροφόρηση. Στη συνέχεια
άλλα συνεργεία με επικεφαλής έναν αξιωματικό έψαχναν τις τσέπες
μας και καταγράφανε τα χρήματα που βρίσκανε τα οποία και
κρατούσαν, αφού κατ' επανάληψη μας είπαν πως θα μας τα
επέστρεφαν λίγα-λίγα, όταν θα τα χρειαστούμε και πάντα μια φορά
την εβδομάδα. Είναι αλήθεια πως τα χρήματα που είχαν τότε
κατασχέσει μας τα επέστρεψαν αργότερα, αλλά ύστερα από τόσες
παλινωδίες κανείς μας πια δεν εμπιστευότανε τους Βούλγαρους. Η
αβεβαιότητα και η καχυποψία κυριαρχούσε στις σκέψεις μας ενάντια
στο δυνάστη.
Ακόμη και τώρα, ύστερα από τόσες διαβεβαιώσεις, έντονη ήταν η
επιθυμία μας να κρύψουμε τα χρήματά μας για έκτακτες ανάγκες.
'Ετσι είδαμε πεντακόσια λέβα πεταμένα στο έδαφος. Κάποιος δικός
μας τα πέταξε, προτιμώντας να τα χάσει παρά να τα παραδώσει στη
Διοίκηση, αφού την θεωρούσε αναξιόπιστη.
Τα συνεργεία της έρευνας που αντιλήφθηκαν το πεταμένο
χαρτονόμισμα ενημέρωσαν σχετικά τον λοχαγό. 'Ηρθε τότε ο λοχαγός
κοντά μας και ζήτησε να μάθει τίνος ήταν το χαρτονόμισμα. Κανένας
δεν απάντησε. Επανέλαβε την ερώτηση, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Τότε ο λοχαγός με δυνατή φωνή για να τον ακούσουμε όλοι είπε :
119
- « Παιδιά μου και πάλι προκαλώ τον ιδιοκτήτη του χαρτονομίσματος
να έρθει εδώ και να πάρει τα χρήματα του. Να τα πάρει ελεύθερα χωρίς
να φοβηθεί τίποτα. Κανείς όμως δεν τόλμησε να πατρονάρει το
πεντακοσάρικο. Ο λοχαγός βλέποντας όλα αυτά, επανέλαβε, πως δίνει
τον λόγο της στρατιωτικής του τιμής πως ο κάτοχος δεν έχει να
φοβηθεί τίποτα. Οι γονείς σας δεν είναι πλούσιοι, εξακολούθησε ο
λοχαγός, δεν τους περίσσευαν αυτά τα χρήματα για να τα πετάξετε
εσείς. Σας τα έστειλαν όμως γιατί είναι γονείς σας.. Σας τα έστειλαν
από το υστέρημά τους, γιατί ο νους τους και η σκέψη τους είναι πάντοτε
μαζί σας. Εγώ δεν θα κρατήσω ξένα χρήματα, δεν έχω ανάγκη από
χρήματα που δεν είναι δικά μου, αλλά ούτε και η πατρίδα μας έχει
ανάγκη από ξένα χρήματα ».
Επειδή και πάλι δεν πήρε απάντηση και αφού κατ' επανάληψη
έδωσε άλλες δύο προθεσμίες για να πάρει ο δικαιούχος το
πεντακοσάρικο, τότε μας είπε φωνάζοντας για να τον ακούσουμε
όλοι, να μην νομίσουμε πως παίρνει ξένα χρήματα, αλλά τα παίρνει
για να αγοράσει πέντε-έξι φανάρια πετρελαίου για φωτισμό τη νύχτα
των χώρων του στρατοπέδου. Πραγματικά εδώ ο λοχαγός κράτησε το
λόγο του. Τα φανάρια αγοράστηκαν και τοποθετήθηκαν στον
προορισμό τους.
Η έρευνα συνεχιζότανε ώρες ολόκληρες κάτω από τον καυτό ήλιο
του καλοκαιριού. Δεν με απασχολούσε τόσο η έρευνα, όσο η τύχη του
χαρτιού, του κώδικα που είχα μέσα στο κοίλωμα του δεσίματος του
λεξικού. Με την πρώτη ματιά ήταν σχεδόν απίθανο να εντοπιστεί,
μπορούσε όμως και να βρεθεί, αν ο έλεγχος ήταν εξονυχιστικός και
έψαχνε και τη ράχη του βιβλίου. Νομίζω πως ακόμη και τώρα βλέπω
τον Πέτκο Στογιάνοφ να παίρνει τα βιβλία στα χέρια του, να τα
εξετάζει όλα φύλλο-φύλλο, να τα ξεφυλλίζει, να τα τινάζει μήπως
ακριβώς ανακαλύψει κάποιο σημείωμα και τελικά να αναζητά τον
κάτοχό τους. Τον παρακολουθούσα όση ώρα διαρκούσε η έρευνα με
αγωνία. Η τύχη μου εξαρτιόταν κυριολεκτικά από την ανεύρεση του
κώδικα, γιατί, αν βρισκότανε, εκτός από ξυλοδαρμούς και
κακοποιήσεις, θα περνούσα στρατοδικείο σαν κατάσκοπος. 'Οταν
λιοπόν ο αξιωματικός ζήτησε τον κάτοχο των βιβλίων, ανέφερα από
την θέση μου χωρίς να μετακινηθώ, καθώς τέτοια ήταν η εντολή, ότι
τα βιβλία ήταν δικά μου και τα ήθελα. Ευτυχώς δεν είχε ανακαλύψει
το σημείωμα. Σώθηκα!
Φαίνεσαι μου είπε ο Πέτκο Στογιάννωφ γραμματισμένος άνθρωπος. Θυμάμαι πως με χαρακτήρισε "ντουχόβεν" στα Βουλγάρικα,
δηλαδή μορφωμένος, πνευματικός κ.λ.π. Όσο για τα βιβλία, μου είπε,
θα τα πάρεις από το γραφείο του λοχαγού, αφού τα εξετάσει και
αυτός.Δεν έχασα τη ψυχραιμία μου. Αντίθετα πήρα θάρρος,
υποθέτοντας πως αφού η πρώτη έρευνα δεν βρήκε τίποτα, η
επανέρευνα δεν θα το ανακαλύψει ποτέ.
Τώρα πια έφτασε η σειρά της σωματικής μου έρευνας, με σκοπό
την ανάληψη, καταμέτρηση και κατακράτηση των χρημάτων μου.
120
Είχα περίπου εννιακόσια λέβα, ένα πεντακοσάρικο και τα υπόλοιπα
σε κατοστάρικα. Ύστερα όμως από όλα αυτά δεν εμπιστευόμουν τους
Βούλγαρους. Έτσι αποφάσισα να κρύψω το πεντακοσάρικο. Πριν
έρθει η σειρά μου έβαλα το πεντακοσάρικο στο στόμα μου και
έπειτα, όταν έκανα πως έπινα νερό, το έριξα στο υδροδοχείο, χωρίς
βέβαια να με αντιληφθεί κανείς. Στην έρευνα που έγινε κατόπιν,
παρέδωσα τα υπόλοιπα χωρίς άλλες συνέπειες.
Λίγη ώρα αργότερα, όταν τελείωσε η έρευνα, έβγαλα το
χαρτονόμισμα από το υδροδοχείο με ένα σπάγκο. Τα χρήματα που
κατασχέθηκαν, μας επεστράφηκαν ύστερα από λίγες μέρες από το
γραφείο της Διοίκησης.'Ετσι τέλειωσε η μέρα αυτή πλούσια σε
γεγονότα και συγκινήσεις, αλλά ευτυχώς χωρίς καμιά δυσάρεστη
συνέπεια. 'Υστερα από μια εβδομάδα πέρασα από τη Διοίκηση και
πήρα τα βιβλία μου. Αμέσως κατάστρεψα τον κρυπτογραφικό κώδικα,
για να μη πέσει σε ανεπιθύμητα χέρια σε περίπτωση νέας έρευνας .
Στο τέλος Ιουνίου του 1942 φέρανε στο λόχο μας, για κατάταξη
τέσσερις νέους συναδέλφους. 'Ηταν παλιά 'Ελληνες υπήκοοι από την
περιφέρεια της Ξάνθης. Επρόκειτο για βουλγαρόφωνους, είχαν
υπηρετήσει όμως στον Ελληνικό Στρατό και ανήκαν στις κλάσεις του
1936-1938. Είχαν γραφτεί Βούλγαροι από τους πρώτους. Με την νέα
τους ιδιότητα τους έφεραν στον Βουλγαρικό στρατό και τους
κατέταξαν στη δύναμη του λόχου μας.
'Ηταν νέοι με ακέραιο χαρακτήρα. Αν και γνώριζαν την γλώσσα,
απέφευγαν να μιλάνε στα Βουλγαρικά. Αυτά τα μιλούσανε μόνο με
τους Βουλγάρους, ενώ με μας μιλούσαν Ελληνικά. Το ίδιο και μεταξύ
τους, έτσι που ποτέ δεν απέκτησαν την εμπιστοσύνη της Διοίκησης.
Αυτό φάνηκε αμέσως. Δεν τους εμπιστεύονταν να τους βάλουν στις
σκοπιές, όπως και εμάς άλλωστε. Προτιμούσαν τους Τούρκους
συναδέλφους παρά τους συγκεκριμένους.
Σαν μεγαλύτεροι μας δίνανε θάρρος και κουράγιο. Εμάς
θεωρούσαν δικούς τους και όχι τους Βούλγαρους. Η στάση τους
απέναντί μας ήταν πέρα για πέρα φιλελληνική. Μας μετέδιδαν τις
ευχάριστες ειδήσεις που διάβαζαν στις εφημερίδες, μας νουθετούσαν
για τη στάση μας απέναντι στο δυνάστη και γενικά μας συμβούλευαν
πως πρέπει να φερθούμε στη δουλειά.
Δεν αντιλήφθηκα και ούτε άκουσα ποτέ τίποτα το επιλήψιμο για
τα παιδιά αυτά, σε σχέση με την συμπεριφορά τους απέναντί μας σε
όλο το υπόλοιπο της ομηρίας μας. Αντιθέτως μάλιστα παίρνανε
πάντοτε το μέρος μας σε τυχόν διαφορές που τύχαινε να είχαμε με
Τούρκους ή Βούλγαρους. Φαίνεται πως ήταν θύματα της
βουλγαρομάθειάς τους. Τους φέρανε σαν διερμηνείς και επιστάτες σε
μας και τα παιδιά με τη στάση τους υποφέρανε όπως και εμείς τις
κακουχίες, τις ταλαιπωρίες και τη σκληρή δουλειά.
'Ηταν απόγευμα μιας Κυριακής του Ιουλίου 1942. Γύρω στις 5,
ύστερα από ολοήμερη σχεδόν αγγαρεία για την καθαριότητα του
στρατοπέδου, διαταχθήκαμε όλοι οι συνάδελφοι να πάμε στο
121
παρακείμενο δάσος και να φέρουμε χοντρούς κορμούς δένδρων για
τις ανάγκες του λόχου. 'Ετυχε να είμαι παρέα με έναν από αυτούς
τους νέους βουλγαρομαθείς συναδέλφους, τον Στέφανο. Μαζί
απομακρυνθήκαμε μέσα στο δάσος. Αντί λοιπόν να ψάξουμε για
κάποιο κορμό, ξαπλώσαμε κάτω από τη σκιά των δένδρων και ώρες
ολόκληρες ο Στέφανος κατηγορούσε και έβριζε κάθε τι το
Βουλγαρικό. Τον άκουγα χωρίς να πω τίποτα. 'Οταν πια ήρθε το
ηλιοβασίλεμα, με την προτροπή του Στέφανου πήραμε ένα σάπιο
κορμό που ήταν έτοιμος να διαλυθεί, τον φορτωθήκαμε και
προσποιούμενοι πως υποφέραμε κάτω από το βάρος του, περάσαμε
μπροστά από το σκοπό κατευθυνόμενοι προς τα καταλύματά μας.
Μεγάλη ήταν η έκπληξή μας, όταν σαν από όνειρο ακούσαμε τον
σκοπό να ωρύεται :
- « Ο Αμπεριάδης και ο Στέφανος να πετάξουν το ξύλο που κρατούν, να
γυρίσουν πίσω και να φέρουν ένα άλλο γερό κορμό ».
Ο Στέφανος άρχισε να εκσφενδονίζει νέες βλαστήμιες. Κάτσε εδώ
κοντά, μου είπε, όταν απομακρυνθήκαμε από το σκοπό. Δεν θα
πάρουμε κανένα ξύλο. Περιμέναμε εκεί. Όταν λοιπόν έπεσε το
σκοτάδι, απομακρύνθηκε ο σκοπός και τότε με άδεια χέρια
επιστρέψαμε στο στρατόπεδο.
Κάποια άλλη φορά θυμάμαι, ήταν τότε που οι Άγγλοι είχαν
πραγματοποιήσει την ανεπιτυχή απόβαση στη Διέπη στης Γαλλίας,
κάθισα παρέα με τους τέσσερις αυτούς νέους συναδέλφους και
συζητήσαμε σχετικά με αυτές τις επιχειρήσεις και γενικά για την
εξέλιξη του πολέμου. Εκεί άκουσα έναν από αυτούς να μας λέει πως
τώρα πια ο πόλεμος έκλινε προς το μέρος των συμμάχων. Οι Άγγλοι
με την ενέργειά τους αυτή αποδείκνυαν πως ήταν ακόμη υπολογίσιμοι
και πως από δω και στο εξής θα γίνουν πιο επιθετικοί. Βέβαια,
συμπέρανε, το τέλος του πολέμου είναι ακόμη άγνωστο, αλλά ο
χρόνος πια κυλάει σε βάρος των Γερμανών.
Για την ιστορία εδώ πρέπει να πω, όπως μάθαμε ύστερα από τον
πόλεμο, ότι την συγκεκριμένη απόβαση την πραγματοποίησαν οι
σύμμαχοι με περιορισμένες δυνάμεις με απώτερο σκοπό να
διαπιστώσουν την καταλληλότητα του εδάφους για βαριά οχήματα, το
βάθος της παραλίας, και την αντίδραση του εχθρού. Στοιχεία
απαραίτητα για την κατάρτιση των μελλοντικών τους σχεδίων για
απόβαση στην ηπειρωτική Ευρώπη η οποία και έγινε ύστερα ακριβώς
από δυο χρόνια. Οι Γερμανοί βέβαια θριαμβολογούσαν για το
κατόρθωμά τους να εξουδετερώσουν την απόβαση.
Κάποια άλλη στιγμή, όταν οι Αρχές κατέσχεσαν ως ακατάλληλο
ένα δέμα με βούτυρο που μου είχε στείλει η οικογένειά μου, ένας από
αυτούς τους συναδέλφους που έκανε τον διερμηνέα, σε σχετικά
παράπονά μου μου απάντησε :
- « Πήγαινε Παναγιώτη και μη στεναχωριέσαι για το δέμα. Υπομονή
και ψυχραιμία. Λίγες μέρες έμειναν, θα περάσουν και αυτές, όσο για
την οικογένειά σου, για να σου στείλει δέμα, πάει να πει πως είναι στο
122
σπίτι τους, βρίσκονται στη ζωή και είναι καλά ».
Γενικά οι σχέσεις μας με τα παιδιά αυτά ήταν καλές. Ως
μεγαλύτερους τους είχαμε προστάτες και αρωγούς στα προβλήματα
μας με τον δυνάστη. Τρέφαμε μεγάλη εκτίμηση, κατανόηση και
εμπιστοσύνη μεταξύ μας. Προσπάθησα στο τέλος του πολέμου να
συναντήσω κάποιον από αυτούς, κυρίως τον Στέφανο. Δυστυχώς δεν
τον πρόλαβα. Πέθανε στο σπίτι του στην Ξάνθη, τα πρώτα
μεταπολεμικά χρόνια.
Θα μου μείνει όμως πάντοτε ζωηρή η ανάμνηση των συναδέλφων
μου, γιατί μας φέρθηκαν σαν αδέλφια και με την στάση τους μας
βοήθησαν να περάσουμε τις δύσκολες μέρες της ομηρίας μας στη
χώρα του δυνάστη. Τον μεθεπόμενο χρόνο, μερικοί Γιουγκοσλάβοι
τρουδοβάκοι (επιταγμένοι εργάτες που εκτελούσαν διάφορες
εργασίες. κυρίως όμως ασχολούνταν με την διάνοιξη δρόμων) που
δουλεύανε στη Βόρεια Βουλγαρία ζήτησαν πληροφορίες για το άτομο
μου και την τύχη μου από δικούς μας περαστικούς. Υποθέτω πως θα
ήταν ο Στέφανος ή κάποιοι άλλοι γνωστοί μου Σέρβοι από το 1942.
Πλησίαζε η 14η Ιουνίου 1942 που ήταν μια από τις εθνικές γιορτές
των Βουλγάρων. Τη μέρα αυτή γιορτάζανε τα γενέθλια του διαδόχου
του Βουλγαρικού θρόνου, Συμεών. Μας είχαν ειδοποιήσει νωρίτερα
πως εκείνη τη χρονιά, τα γενέθλια του διαδόχου θα τα γιορτάζαμε με
μεγαλοπρέπεια και πως τη συγκεκριμένη μέρα δε θα κάναμε καμιά
απολύτως εργασία. Δύο μέρες πριν από τη γιορτή φέραμε ολόκληρα
έλατα και πεύκα και τα μεταφυτεύσαμε στις γωνίες των δρόμων,
κυρίως μπροστά στο Διοικητήριο. Εκεί κατά μήκος τους δρόμου και
στις δύο πλευρές του φυτέψαμε δένδρα, που έδιναν μια απαράμιλλη
ομορφιά στο γύρο τοπίο. Με τους κασμάδες αποσπούσαμε
παράλληλα από τη γη, λίγα εκατοστά μακριά χλόη, τα λεγόμενα
τσιμέντα και τα ξαναφυτεύαμε σε όλους τους χώρους γύρω από το
Διοικητήριο.
'Ετσι σαν ένα είδος αραβουργήματος, με όμορφα σχέδια, ανάλογα
με τη χλόη και τα δενδρύλλια που φυτεύαμε δώσαμε σε όλη την
περιοχή μια εντελώς νέα όψη, δυστυχώς εφήμερη, γιατί όλα αυτά σε
λίγες μέρες είχαν ξεραθεί, αφού ήταν πια άχρηστα καθώς τα
ξεριζώναμε, για να τα μεταφυτέψουμε. Το κάναμε όμως για να πάρει
ο χώρος μια ψεύτικη στη πραγματικότητα,αληθινή όμως στην όψη
ομορφιά, έστω και για ελάχιστο χρονικό διάστημα.
Από την άλλη πλευρά οι Βούλγαροι δεν άφησαν την ευκαιρία να
χαθεί. Έτσι στα διαλείμματα, στους δρόμους, όταν πηγαίναμε ή
επιστρέφαμε από τη δουλειά μας μιλούσαν για τον διάδοχο του
θρόνου και τη σημασία της γιορτής των γενεθλίων του. Εμάς τους
'Ελληνες δεν μας συγκινούσαν όμως αυτά. Δεν μας ενδιέφεραν οι
γιορτές και τα πανηγύρια, όταν μάλιστα επρόκειτο για τους
βασιλιάδες και τους διαδόχους τους. Παρόλα αυτά δείξαμε πως
συμμεριζόμαστε τη χαρά τους, ενώ κατ' ιδίαν εκφράζαμε τη
123
δυσαρέσκειά μας. Η θέση μας μας επέβαλε να ανεχθούμε και τις
γιορτές όπως μέχρι τότε, πότε σιωπηλά και πότε δυναμικά, αν και σε
πολύ λίγες περιπτώσεις είχαμε ανεχθεί τις ακρότητές τους με τις
βρισιές, τους ξυλοδαρμούς, τη σκληρή δουλειά και πάνω από όλα τη
πείνα. Την ημέρα της γιορτής όλα ήταν έτοιμα. Ο χώρος μπροστά στο
Διοικητήριο είχε ευπρεπιστεί και εξωραϊστεί. Το ίδιο και o χώρος της
τραπεζαρίας, ενώ πάρα πολλές σημαίες μεγάλες ή μικρές κυμάτιζαν
στα επίκαιρα σημεία, συμπληρώνοντας έτσι το σκηνικό.
Στις 9 η ώρα το πρωί, ύστερα από την προσευχή, μίλησε στη
συγκέντρωση ο λοχαγός και θυμάμαι πολύ καλά ότι μας είπε τα εξής:
- «Παιδιά μου, απευθύνομαι σε όλους σας, αλλά ιδιαίτερα σε όσους
από σας είναι Έλληνες, γιατί αυτοί αποτελούν το πολυπληθέστερο
στοιχείο του λόχου μου. Σήμερα γιορτάζουμε την επέτειο της γέννησης
του διαδόχου Συμεών. Η πατρίδα μας κάτω από το σκήπτρο του
βασιλιά και ελευθερωτή Βόριδα, πέτυχε την ενοποίησή της.
Προσαρτήθηκαν στη μητέρα πατρίδα όλα τα υπόδουλα Βουλγαρικά
εδάφη. H Δοβρουτσά, η Μακεδονία και η Θράκη αποτελούν πια
αναπόσπαστα μέρη της χώρας μας. Η πατρίδα μας προοδεύει σε όλους
τους τομείς, στη γεωργία, στη βιομηχανία, στο εμπόριο. Όλα αυτά τα
απολαμβάνουμε χάρη στον βασιλιά μας Βόρη. Η μόνη μας έλλειψη
ήταν να υπάρξει ένα κατάλληλο πρόσωπο να πάρει στα χέρια του τα
ηνία του κράτους για τη συνέχιση του έργου που κατ' ανάγκη θα άφηνε
μια μέρα ο βασιλιάς μας, όταν κάποτε θα αποσυρόταν από την πολιτική
σκηνή για ανάπαυση. Ο καλός θεός της Βουλγαρίας όμως μας έστειλε
τον διάδοχο ο οποίος θα συνεχίσει το έργο του πατέρα του. Αυτή
βέβαια είναι μια υπόθεση που κατά πρώτο λόγο ενδιαφέρει εμάς τους
Βούλγαρους, κατ' επέκταση όμως ενδιαφέρει και σας τους Έλληνες,
καθώς και σεις ενωθήκατε μαζί μας και αποτελείτε πια ένα μέρος του
λαού μας. Με την ευκαιρία αυτή θα σας επαναλάβω για μια ακόμη
φορά, αυτό που σας είπα και άλλοτε. Το ξέρω πως είστε Έλληνες και ο
φανατισμός δεν αφήνει όχι μονάχα εσάς εδώ, γεγονός που διαπιστώνω
τακτικά, αλλά και τους άλλους συμπατριώτες σας να δουν σήμερα την
σκληρή πραγματικότητα. Ποιοι είστε και τι είστε θα σας πω στη
συνέχεια. Είστε λαός μικρός, με ακόμη μικρότερες δυνατότητες. Δεν
μπορούσατε εσείς με τα περιορισμένα σας μέσα να αποτρέψετε τη φόρα
που πήραν τα πράγματα και να αντισταθείτε ενάντια στις Δυνάμεις του
Άξονα. Δεν ήταν δυνατόν να εμποδίσετε τη νέα τάξη πραγμάτων στον
κόσμο που έχει σκοπό την αποκατάσταση των αδικιών στον τελευταίο
πόλεμο, τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν ήταν δυνατόν να
κρατήσετε τα Βουλγαρικά εδάφη όπως τη Μακεδονία και Θράκη που
πρώτοι τα απελευθέρωσαν από τον Τουρκικό εχθρό, τα παιδιά της
Βουλγαρίας, στον πρώτο Βαλκανικό πόλεμο».
Τους Βούλγαρους απελευθερωτές των περιοχών αυτών οι Έλληνες,
τους οδήγησαν στα στρατόπεδα αιχμαλώτων των νησιών του Αιγαίου,
ιδιαίτερα στην Κρήτη και στην συνέχεια δημιούργησαν νέο καθεστώς
κατοχής σ’ εκείνα τα εδάφη που απελευθέρωσαν οι δικοί μας. Αυτή η
124
αδικία έπρεπε να αποκατασταθεί και να επικρατήσει η δικαιοσύνη.
Τώρα θα σας πω λίγα λόγια για τη τύχη των αιχμαλώτων μας στην
Ελλάδα. Κατά το διάστημα της ομηρίας τους στα στρατόπεδα
αιχμαλώτων, αυτούς τους Βούλγαρους ήρωες που απελευθέρωσαν τα
μέρη σας από τον Τούρκο, αυτούς τους ελευθερωτές, οι δικοί σας οι
'Ελληνες τους φέρθηκαν με βάρβαρο τρόπο. Ακρωτηριάσανε τους
στρατιώτες μας, σ’ άλλους κόψανε τη μύτη, σ’ άλλους το αυτί, σ’
άλλους το χέρι και σ' αυτά τα χάλια, όσοι ζήσανε, επαναπατρίστηκαν
στο τέλος του πολέμου. Σας καλώ τώρα να κάνετε μια σύγκριση του
τρόπου που δείξανε οι δικοί σας για τους δικούς μας,, με τον δικό μας
τρόπο συμπεριφοράς εδώ. Αντίθετα με το φέρσιμο των δικών σας, εμείς
εδώ σας φερόμαστε όχι σαν αιχμαλώτους που ακόμα και αυτοί
προστατεύονται από το Διεθνές Δίκαιο, αλλά σαν Βούλγαρους
στρατιώτες με ίσα δικαιώματα, μη κάνοντας διάκριση στο φαγητό, το
ψωμί και τη δουλειά. Δεν κάνουμε λοιπόν καμιά εξαίρεση ή διάκριση
στη φυλή, στη γλώσσα ή την εθνικότητα. Για μας όλοι είναι ίδιοι,
Βούλγαροι και όχι αλλοεθνείς. Εμείς αντίθετα με τους δικούς σας,, όχι
μόνο δεν θα κάνουμε ακρωτηριασμούς, αλλά αντίθετα εγώ ο ίδιος σας
εγγυώμαι για την σωματική σας ακεραιότητα. Δεν θα προχωρήσω σε
περαιτέρω συγκρίσεις, ας τις κάνετε εσείς και ας βγάλετε τα ανάλογα
συμπεράσματα.
Τώρα, συνέχισε ο λοχαγός, θα σας πω δύο λόγια για την παραμονή
σας εδώ και ιδιαίτερα για την εργασία που είστε αναγκασμένοι να
διεξάγετε. Πολλοί από σας παραπονούνται για την πολύ δουλειά που
σας αναθέτουμε. Πάνω στο θέμα αυτό θέλω να σας πω τα εξής. Πρέπει
να ξέρετε πως μια δουλειά, όταν την αναθέτουν σε κάποιον την ώρα
της ανάθεσης φαίνεται λίγη, κατά την ώρα όμως της εκτέλεσης
πληθαίνει, μεγαλώνει, φαίνεται δύσκολη μα και σκληρή. Αυτό πάθαμε
και μεις. Υπάρχει Θεός στov κόσμο που είναι ψηλά και τα βλέπει όλα,
ας με κρίνει Αυτός. Προσπαθώ να φανώ δίκαιος απέναντί σας. Δεν
κάνω διαχωρισμό στις τροφές και στη δουλειά. Το αντίθετο, σας
προσέχω σαν τους δικούς μου τους Βούλγαρους για να μη πω ακόμη
καλύτερα απ' αυτούς και μεροληπτικά για σας, γιατί ενώ αυτούς στο
τέλος της μέρας, ύστερα από τη δουλειά τους βάζω σκοπούς να σας
φυλάνε, εσάς σας γλιτώνω από τη σκοπιά και κοιμάστε ήσυχα.
Για μια ακόμη φορά ζητώ από σας πειθαρχία, υπακοή και αφοσίωση
στη δουλειά. Σας υπόσχομαι πως αν τα τηρήσετε όλα αυτά, εγώ ο ίδιος
θα σας συνοδέψω στην Μπελομόρια και θα σας παραδώσω στις
οικογένειές σας. Τώρα ας έρθουμε στο θέμα της ημέρας, τα γενέθλια
δηλαδή του διαδόχου και ας του ευχηθούμε μακροζωία και ευτυχία. Να
προσευχηθούμε γι' αυτόν στο Θεό και έπειτα με μια δυνατή ζητωκραυγή
που να ακουστεί μέχρι τα ανάκτορα του στη Σόφια, να φωνάξουμε:
ζήτω ο Συμεών, ζήτω o βασιλιάς ενωτής, ζήτω η Βουλγαρία ».
Για πολύ ώρα ακούγονταν ευχές, προπόσεις και αδιάκοπες
ζητωκραυγές, ενώ επικράτησε μια έντονη ευθυμία. Επακολούθησε
ένα πλούσιο γεύμα από το οποίο δεν έλειπε ούτε το κρασί. Είναι
125
αλήθεια πως το γεύμα εκείνο, με την αφθονία του φαγητού, του
ψωμιού, των ποτών και των γλυκισμάτων ήταν το μοναδικό σε όλη
την διάρκεια της παραμονής μας στη Στάρα Πλανίνα. Μετά την
τετράωρη ανάπαυση στις παλάτκες μας, το βράδυ διοργανώθηκαν
χοροί, όπου κάλεσαν και εμάς να χορέψουμε δικούς μας Ελληνικούς
χορούς. Αν τότε γνώριζα καλά τη γλώσσα, όπως την έμαθα πολύ
αργότερα, θα πήγαινα να συγχαρώ τον λοχαγό, ιδιαίτερα για την
εθνική του γιορτή. Επί πλέον θα του έλεγα πως εμείς οι 'Ελληνες δεν
έχουμε τίποτα κοινό με αυτές τις γιορτές τους και βλέπουμε τις
εκδηλώσεις τους σαν ξένοι προς ξένους.
Συνεχίζω την εξιστόρηση κάποιων βασανιστηρίων και τις
περιπέτειες που υποφέραμε στην ομηρία. Κάποιο απόγευμα μιας
εορτάσιμης μέρας, ενώ βρισκόμουν σε αγγαρεία με την πρόφαση πως
δεν απέδιδα όσο θα έπρεπε, έγινα στόχος ενός βαθμοφόρου. Με
πλησίασε και με την απειλή μιας βέργας που κρατούσε στο χέρι του
με πήγε σε μια πλαγιά του δρόμου ύψους κάπου τεσσάρων μέτρων.
Εκεί φώναξε έναν άλλο συνάδελφό του που τοποθετήθηκε στη
κορυφή της πλαγιάς, ενώ αυτός έμεινε κάτω στο δρόμο και στη μέση
τοποθέτησαν εμένα. Αυτός που ήταν κάτω με χτυπούσε μια-δύο
φορές στα οπίσθια και με διέταζε να ανεβώ την πλαγιά, όταν όμως
έφθανα στον άλλον στη κορυφή, αυτός και πάλι δέρνοντας με με
πρόσταζε να κατεβώ. Το ανεβοκατέβασμα αυτό το επανέλαβα πολλές
φορές, μέχρι που είτε επειδή είχαν βαρεθεί το χτύπημα, είτε επειδή
υπέκυψαν στις παρακλήσεις μου, με άφησαν ελεύθερο.
Ο δυνάστης ήταν άφθαστος στην επινόηση βασανιστηρίων.
Άλλη μια φορά είδα ένα Βούλγαρο βαθμοφόρο να καταδιώκει
άγρια τους 'Ελληνες συναδέλφους με μια βέργα στο χέρι και να χτυπά
αλύπητα, όποιον τύχαινε μπροστά του. Αιτία του συμβάντος ήταν η
κλοπή ενός κουταλιού ή πιρουνιού από το σακίδιό του, αν και το
πιθανότερο ήταν να μην του είχαν πάρει τίποτα. Θεώρησε παλικαριά,
να πάρει μια βέργα στο χέρι και να χτυπά αδιάκριτα τους
συναδέλφους. Όταν δε το βράδυ κουράστηκε να δέρνει έλεγε με
ικανοποίηση :
- «Σήμερα έδωσα με τη ψυχή μου ξύλο στους Έλληνες. Θα με
θυμούνται σε όλα τους τα χρόνια ».
Στο σημείο αυτό οφείλω μια εξήγηση. Οι βαθμοφόροι είχαν όλο
το δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν το ξύλο στα οπίσθια των
συναδέλφων και πλήρη ελευθερία στις κακοποιήσεις των δύστυχων
ομήρων. Κανείς δεν τους έλεγε τίποτα, δεν δίνανε λόγο ούτε στη
Διοίκηση. Το πολύ, πολύ να τους γινόταν κάποια παρατήρηση από το
λοχαγό, πράγμα που δεν έγινε ποτέ. Μα είχαν πρόχειρη τη
δικαιολογία.
« Μα κύριε λοχαγέ δεν δουλεύουν, είναι τεμπέληδες ».
Η μεγαλύτερη αφηρημάδα που έπαθα στη ζωή μου μέχρι σήμερα, μου
126
συνέβη στη Βουλγαρία και είναι η παρακάτω. Κάποιο μεσημέρι
διαταχτήκαμε από το λοχαγό να παρουσιαστούμε σε μια έκτακτη
συγκέντρωση με στολή. Τότε, όταν ντυνόμουν πάνω στη βιασύνη
μου, αντί να βάλω πρώτα τη χλαίνη και από πάνω την ζώνη μου,
έβαλα πρώτα την ζώνη και μετά τη χλαίνη, με αποτέλεσμα και την
ώρα εκείνη αλλά και ολόκληρη τη μέρα να την ψάχνω, αλλά στάθηκε
αδύνατη η ανεύρεση της, την βρήκα το βράδυ, όταν ξεντύθηκα για να
κοιμηθώ.
7.
Σύλληψη φυγάδων και άγριος ξυλοδαρμός τους
Το δεύτερο δεκαήμερο του Ιουνίου 1942 μάθαμε από τους
εργοδότες μας πως πιάστηκαν από τη Βουλγαρική Αστυνομία και
παραδόθηκαν απ' αυτούς στο στρατό οι τέσσερις φυγάδες συνάδελφοί
μας. Την ίδια μέρα κιόλας μας πληροφόρησαν οι εργοδότες μας για το
συμβάν στον τόπο της δουλειάς. Βέβαια το κατόρθωμά τους αυτό
διατυμπανίστηκε κατά κόρον. Το ζήτημα για μας ήταν άλλο. Τι θα
γινόταν τώρα τα άτυχα αυτά πλάσματα που πιάστηκαν από τις Αρχές;
Ποια τύχη τους περίμενε;
'Ενα απόγευμα ύστερα από λίγες μέρες μάθαμε πως οι φυγάδες
έφτασαν στο Καρνάρε, στην έδρα της 5ης Μεραρχίας των Εργατικών
Ταγμάτων και ότι την επόμενη μέρα θα βρίσκονταν ανάμεσα μας.
Προηγουμένως όμως ας δούμε την πορεία τους μέχρι τον τόπο που
τους πιάσανε, την περιοχή του Κάτω Νευροκοπίου Δράμας.
Η ομάδα αυτή των τεσσάρων φυγάδων δεν διασπάστηκε, κράτησε
τη συνοχή της σε όλο αυτό το διάστημα και υπέφερε αφάνταστες
ταλαιπωρίες επί δεκαεπτά μέρες, από τη μέρα της φυγής της μέχρι τη
μέρα της σύλληψής της. Περπατούσαν μόνο την νύχτα, ενώ την μέρα
κοιμότανε ή κρυβότανε και αυτό γιατί αποφεύγανε κάθε Βούλγαρο ή
Τούρκο πολίτη. Προσπαθούσαν να μη συναντήσουν πολίτες, πολύ
περισσότερο στρατιωτικούς, ιδιαίτερα τη μέρα, αυτό όμως δεν τους
εμπόδιζε να παρατηρήσουν καλά την περιοχή τη μέρα, για να
προγραμματίσουν την νυχτερινή τους πορεία. Όλο αυτό το διάστημα
τρώγανε χόρτα, κηπευτικά και κανένα φρούτο χωρίς ψωμί.
Αναγκάστηκαν να διασχίσουν πυκνά δάση, να περάσουν ποτάμια, να
ανεβοκατέβουν βουνά, ακολουθώντας συνέχεια την νοτιοδυτική
κατεύθυνση, όπως τους είχα συμβουλέψει πριν φύγουν, χωρίς βέβαια
να γνωρίζω τους σκοπούς τους. Τα ρούχα τους έγιναν κουρέλια, ενώ
τα παπούτσια τους καταστράφηκαν τελείως από τη συνεχή πορεία
μέσα στους θάμνους και τις πέτρες. Οι μορφές των συναδέλφων
κυριολεκτικά άλλαξαν από τις ταλαιπωρίες και τη πείνα. Αυτοί όμως
βαδίζανε μπροστά με την ελπίδα να φτάσουν στα χωριά τους και από
κει με τη βοήθεια των δικών τους να φύγουν στην
Γερμανοκρατούμενη Θεσσαλονίκη. Είναι άξια θαυμασμού τα
127
Ελληνόπουλα αυτά. Παιδιά 20-21 ετών χωρίς πείρα, χωρίς τα
αναγκαία μέσα, μόνοι μέσα στα βάθη της Βουλγαρίας, περπατούσαν
δεκαεπτά ολόκληρες μέρες διασχίζοντας το εχθρικό έδαφος χωρίς
τροφή, σχεδόν ξυπόλυτοι και κατάφεραν να διαφύγουν τη σύλληψη
παρ' όλες τις καταδιωκτικές ικανότητες των εχθρών τους που ήταν
εφοδιασμένοι με σύγχρονα μέσα και είχαν μεγάλη πείρα στην
καταδίωξη των φυγάδων.
Τελικά πέρασαν τα παλιά Ελληνικά σύνορα και μπήκαν στη
περιοχή του Κάτω Νευροκοπίου Δράμας, κάπου εβδομήντα
χιλιόμετρα μακριά από τα χωριά τους. Δύο μέρες πεζοπορίας ακόμη
και θα φθάνανε στους δικούς τους. Η μοίρα όμως δεν στάθηκε
ευνοϊκή, τους ειρωνεύτηκε. Είχαν πια κουραστεί, είχαν εξουθενωθεί,
το ηθικό τους ήταν πεσμένο και όταν πάτησαν σε έδαφος που
κατοικούνταν από 'Ελληνες, παρατήσανε τον εαυτό τους και
αφέθηκαν στην τύχη τους. Τότε, αντί να εντείνουν τα μέτρα
ασφάλειας, είχαν την αφέλεια να τα χαλαρώσουν, με την απατηλή
αντίληψη πως από δω και πέρα θα τους βοηθούσαν οι πατριώτες τους.
'Ετσι ένα απόγευμα προμηθεύτηκαν από ένα σπίτι μερικά αυγά και
πήγαν λίγο παραπέρα να τα βράσουν σε ένα τενεκεδάκι. Εν τω μεταξύ
προδόθηκαν στην Βουλγαρική Υπηρεσία από έναν 'Ελληνα
αγροφύλακα. Ειδοποιήθηκε η τοπική αστυνομία, έστειλε δύο
χωροφύλακες στο σημείο που βρίσκονταν τα Ελληνόπουλα, την ώρα
που ετοιμάζανε τα αυγά και κάτω από την απειλή των όπλων τους
συλλάβανε.
'Ετσι ύστερα από προδοσία, δυστυχώς από 'Ελληνα, πιάστηκαν
στο τέλος της 17ης μέρας, αφού είχαν ήδη περπατήσει πάνω από
τριακόσια χιλιόμετρα. Οδηγήθηκαν αμέσως στο Αστυνομικό τμήμα
όπου τους κακοποίησαν άγρια και τους ρίξανε στη φυλακή μέχρι να
κριθεί η τύχη τους. Ειδοποιήθηκαν οι Αρχές και με συνοδεία
βαθμοφόρων του συντάγματος τους φέρανε πίσω στο χωριό Καρνάρε
και την άλλη μέρα τους ανέβασαν στον λόχο μας.
Είναι αλήθεια πως οι συνάδελφοί μας ύστερα από τη σύλληψή
τους κακοποιήθηκαν άγρια, υπέστησαν πολλούς ξυλοδαρμούς στις
αλλαγές των φρουρών με αποκορύφωμα την προηγούμενη νύχτα, πριν
έρθουν σε μας ξυλοκοπήθηκαν βάναυσα στο Καρνάρε από τους
άνδρες του Λόχου Διοίκησης.
Βέβαια στην βάρβαρη συμπεριφορά των Βουλγάρων υπήρξαν και
εξαιρέσεις. Βούλγαροι χωρικοί, των περιοχών που περνούσαν για να
επιστρέψουν στην μονάδα τους, τους προμήθευαν τροφές και τους
παρηγορούσαν για τα παθήματά τους με διάφορες ευχές, όπως
γρήγορα να τελειώσουν τα βάσανά σας παιδιά και να επιστρέψετε στα
σπίτια σας. Από τις γυναίκες των χωρικών ακούγανε τακτικά τη
φράση «τα καημένα τα παιδιά πήγαιναν να δουν τις μάνες τους, τους
πρέπει κάθε ενίσχυση υλική και ηθική».
Ομολογώ την αδυναμία μου να περιγράψω παραστατικότερα τις
περιπέτειες αυτές των καλυτέρων παιδιών της Ελλάδας και αφήνω
στην κρίση του αναγνώστη να βγάλει, χωρίς φαντασία, τα σχετικά
128
συμπεράσματα.
Φθάσανε στον καταυλισμό μας με αυτοκίνητο τις πρώτες πρωινές
ώρες και αμέσως τους επιβλήθηκε αυστηρή απομόνωση, γιατί η
Διοίκηση ήθελε να διευκρινίσει τις συνθήκες της απόδρασης, καθώς
επίσης και αν υπήρχαν και άλλοι συνένοχοι στη φυγή οι οποίοι
παρέμειναν. Η εφευρετικότητα του δυνάστη φάνηκε ανυπέρβλητη για
να αποσπάσει τις απαιτούμενες πληροφορίες. Επωφελούμενοι από την
κόπωση και την πλήρη εξάντληση των φυγάδων, καθώς και από τον
ψυχικό τους κλονισμό και με υποσχέσεις ελάφρυνσης της θέσης τους
που συνοδευότανε από αφάνταστες πιέσεις, πέτυχαν από τα θύματά
τους την ενοχοποίηση και άλλων έξι συναδέλφων τους που ήταν
έτοιμοι να δραπετεύουν μαζί τους, αλλά άλλαξαν γνώμη την
τελευταία στιγμή. Όσον αφορά την ενοχοποίηση των συναδέλφων, η
στάση των φυγάδων δεν ήταν η ενδεδειγμένη. Σε καμιά περίπτωση
δεν έπρεπε να ενοχοποιήσουν και άλλους. Καήκανε αυτοί, δεν έπρεπε
να κάψουν και άλλους.
Η συγκεκριμένη στάση τους δεν τους ωφέλησε σε τίποτα, όπως
αποδείχθηκε από τα γεγονότα που ακολούθησαν. Δυστυχώς έγιναν
αιτία να κακοποιηθούν και ξυλοκοπηθούν άδικα αρκετοί συνάδελφοι,
από εκείνο κιόλας το βράδυ.
Μας ειδοποίησαν στον τόπο της δουλειάς για την άφιξη των
φυγάδων. Λίγο αργότερα μας παράγγειλαν να τελειώσουμε γρήγορα
τη δουλειά μας (νόρμα), τουλάχιστον δύο ώρες νωρίτερα για να
βρεθούμε στην τιμωρία των φυγάδων καθώς και των συνενόχων τους
που οι ίδιοι ενοχοποίησαν κάτω από τις συνθήκες που ήδη έχω
παραθέσει.
Ο ήλιος έγειρε στον ορίζοντα. Η μέρα πλησίαζε στο τέλος της,
όταν αφήσαμε τον τόπο της δουλειάς και πήραμε τον δρόμο για τις
κατασκηνώσεις μας. Δειπνήσαμε βιαστικά. Μας παρήγγειλαν να
συγκεντρωθούμε σε ένα τέταρτο στο χώρο του μαρτυρίου λίγο πέρα
από τη γέφυρα, στη στροφή ακριβώς που σχηματίζεται ένας μεγάλος
κύκλος. Σ' αυτό τον τόπο μαζευτήκαμε και με παραγγέλματα
σχηματίσαμε ένα κύκλο, για να γίνουμε μάρτυρες του πιο σκληρού
και απαίσιου θεάματος που είχα ποτέ παρακολουθήσει μέχρι εκείνη
την ημέρα καθώς την συγκεκριμένη νύχτα σώπαιναν οι λύκοι και
ούρλιαζαν οι άνθρωποι. Βλέπαμε τον λοχαγό να μας παρουσιάζει τους
φυγάδες καθώς και τους συνένοχους τους και να χαρακτηρίζει τη
σύλληψή τους ως μεγάλο κατόρθωμα των Βουλγαρικών Αρχών. Με
αυστηρή φωνή μας είπε :
- « Παιδιά μου. Έχω πάλι την υπομονή να απευθύνομαι σε όλους σας,
αλλά ιδιαίτερα στους 'Ελληνες. Σας παρακάλεσα να φανείτε
νομιμόφρονες. Δυστυχώς δεν εισακούστηκα. Μερικοί από σας, αυτοί
εδώ, προτίμησαν να δραπετεύσουν παρά να δουλέψουν. Ορίστε τώρα
σε τι κατάσταση βρίσκονται. Το ξέρω, είστε 'Ελληνες και ο φανατισμός
σας δεν σας αφήνει να δείτε κατάματα τη σκληρή πραγματικότητα και
να προσαρμοστείτε σ' αυτή τουλάχιστον προσωρινά, όσο καιρό θα είστε
εδώ. Είναι αδύνατο σε μένα και στους συνεργάτες μου ν' αλλάξουμε τη
129
νοοτροπία σας. Θα μπορούσατε όμως να κάνετε λίγη υπομονή και να
μη μας φέρνετε στη δύσκολη αυτή θέση. Τώρα θα υποστούν τις
συνέπειες της πράξης τους όχι μόνο οι φυγάδες, αλλά και οι συνένοχοι
τους,, αυτοί δηλαδή που τους έδωσαν θάρρος να φύγουν, αλλά δεν
φύγανε οι ίδιοι γιατί την τελευταία ώρα μετανιώσανε, ίσως επειδή
φοβήθηκαν μήπως πιαστούν ».
Καλούσαν ύστερα τους φερόμενους ως συνένοχους να
ομολογήσουν την ενοχή τους. Ιδιαίτερη διαμάχη έγινε, όταν φώναξαν
το όνομα του Νίκου Μπακαταρίδη που στεκόταν δίπλα μου από τη
Γεωργιανή Παγγαίου. Ο λοχαγός επέμεινε να' ρθει κοντά στους
άλλους συνένοχους, ένας υπολοχαγός όμως που συνδέονταν φιλικά ή
έτρεφε κάποια συμπάθεια στο πρόσωπο του Νίκου, του είπε να μείνει
στην θέση του και έτρεξε αμέσως στον λοχαγό για να τον μεταπείσει.
Τι είπαν τότε μεταξύ τους ο λοχαγός και o υπολοχαγός δεν ξέρουμε,
τους βλέπαμε όμως να συζητάνε με χειρονομίες σε ζωηρό τόνο για
την τύχη του Νίκου. Τελικά ο Νίκος έμεινε στην θέση του. 'Ετρεμε
όμως δίπλα μου, όπως τρέμουν τα φύλλα των δέντρων στον αέρα,
μπροστά στην επικείμενη τιμωρία. Του έδωσα κουράγιο και θάρρος,
λέγοντας του να έχει πίστη στο Θεό και όλα θα πάνε καλά. Τελικά με
τη βοήθεια του Θεού απέφυγε τον ξυλοδαρμό. 'Ηταν στ’ αλήθεια από
τις δραματικότερες στιγμές της ζωής του και γι' αυτόν, αλλά και για
μένα που πέρασα μαζί του τις τραγικές εκείνες ώρες και
συμμερίστηκα τον πόνο του.
Μετά ο λοχαγός διέταξε τους φυγάδες και τους συνενόχους τους
να βγάλουν τις χλαίνες τους και να ξαπλώσουν στο έδαφος. Για να
είναι πιο δραματικό το μαρτύριό τους, τους διέταξε να φέρουν τις
παλάμες στα σαγόνια τους για να κρατηθεί το κεφάλι ίσια και έτσι να
είναι σε θέση να παρακολουθήσουν τον μπροστινό τους να υπόκειται
το μαρτύριο του ξυλοδαρμού.
Αφού παρατάχθηκαν μπρούμυτα και οι εννέα, ο λοχαγός φώναξε
κοντά τον γιατρό του λόχου να κατατοπίσει τους βασανιστές, να
υποδείξει τα μέλη του σώματος που επρόκειτο να δαρθούν, καθώς και
να πιστοποιήσει την αντοχή και το όριο των ανδρών που έμελλε να
βασανιστούν. Για ψυχολογικούς λόγους ο λοχαγός διέταξε οι
βασανιστές να είναι όλοι 'Ελληνες και μάλιστα συγχωριανοί των
θυμάτων. Φώναξε να βγουν εθελοντές για τον ξυλοδαρμό και επειδή
κανείς δεν πήγε, επιλέξανε από τις γραμμές δέκα-δώδεκα άνδρες μέσα
στους οποίους δυστυχώς ήμουν και εγώ. Αμέσως άρχισε το
αποτρόπαιο έργο. Ο γιατρός έδινε οδηγίες για τα σημεία του σώματος
που θα χτυπούσαμε μεταχειριζόμενοι χοντρά ξύλα μαγειρείων. Στην
αρχή χτυπούσα στα πέλματα, μετά στις κνήμες και τέλος στους
γλουτούς. Ο καθένας έδινε από πέντε χτυπήματα στον καθένα και
μετά παρέδιδε το ξύλο στον επόμενο. Στην αρχή ξυλοκοπήθηκαν
άγρια οι τέσσερις φυγάδες, μάλιστα ανάμεσα στους βασανιστές
συμπεριλαμβάνονταν και οι συνένοχοι, οι οποίοι βασανίστηκαν με
την σειρά τους, ύστερα από τους φυγάδες. 'Ενας μάλιστα από τους
130
συνένοχους, πριν κατεβάσει το ξύλο σε έναν χωριανό του που τον
ενοχοποίησε, του είπε τα εξής, από όσο θυμάμαι :
- « Είμαστε συγχωριανοί. Μαζί μεγαλώσαμε, μαζί παίζαμε σαν παιδιά,
ήμασταν μαζί στo σχολείο και τώρα βρισκόμαστε πάλι μαζί εδώ. Τι σου
έκανα και ενοχοποίησες και μένα; Για τι να φάω και εγώ τώρα ξύλο;
Εξαιτίας σου θα σε δείρω και μη σου κακοφαίνεται. Περιττό να πω
πως ο άλλος τον κοίταζε με ένα απλανές βλέμμα χωρίς να πει τίποτα ».
'Ενας άλλος από τους βασανιστές, αντί να χτυπήσει τους φυγάδες,
χτυπούσε άγρια το έδαφος και σήκωνε σκόνη σε τέτοιο σημείο που ο
λοχαγός τον επέπληξε αυστηρά. 'Υστερα από τους φυγάδες ήρθε η
σειρά των συνενόχων. Πήραν και αυτοί θέση πέφτοντας στη γη. 'Οταν
ήρθε η σειρά μου, δεν ξέρω αν χτύπησα ή όχι, πρέπει όμως να
χτύπησα γιατί θυμάμαι καλά τα λόγια που τους είπα :
- « Παιδιά δεν έχω τίποτε με σας. Δεν θέλω τη τιμωρία σας. Σας
χτυπάω όχι γιατί φύγατε, αλλά γιατί ενοχοποιήσατε και άλλους. Εσείς
τους είπα, καήκατε που καήκατε γιατί κάψατε και άλλους ; »
Ο ξυλοδαρμός συνεχιζότανε με μικρότερη ένταση. Τότε ένας από
τους φυγάδες λιποθύμησε από το μαρτύριο αυτό, ακριβώς τη στιγμή
που εξακολουθούσε τον ξυλοδαρμό ο συνάδελφος Δημαρίδης από ένα
χωριό του Παγγαίου. 'Οταν ο συνάδελφος είδε τον φυγάδα λιπόθυμο,
δεν άντεξε η συνείδησή του να συνεχίσει το έργο του. Αφού πέταξε το
ξύλο κάτω στη χαράδρα, δήλωσε στο λοχαγό πως δεν αντέχει να
χτυπά άλλο το πτώμα του φυγάδα. Ο γιατρός όμως που τον εξέτασε
αμέσως, εξέφρασε τη γνώμη πως το κάνει επίτηδες και πως μπορεί να
φάει άλλο τόσο ξύλο. Αντέχει ακόμη, επανέλαβε τη γνώμη του για τη
συνέχιση της τιμωρίας. Ο λοχαγός όμως που φαίνεται πως
ικανοποιήθηκε από την τιμωρία των φυγάδων και των συνενόχων, σ’
αυτό το σημείο διέταξε το σταμάτημα των βασανιστηρίων και τη
διάλυση της συγκέντρωσης.
Υπολογίζω πως οι εννέα που βασανίστηκαν εκείνο το βράδυ
δέχτηκαν από διακόσια-διακόσια πενήντα χτυπήματα ο καθένας.
Έπειτα οι συνένοχοι οδηγήθηκαν στους καταυλισμούς με τη
συμπαράσταση και τη βοήθεια των συγχωριανών τους, όπου όλη τη
νύχτα ούρλιαζαν από τους πόνους. Οι φυγάδες των οποίων η
κατάσταση ήταν πιο τραγική, καθώς και περισσότερα χτυπήματα
δέχτηκαν, αλλά επί πλέον είχαν βασανιστεί ακόμη πιο άγρια τη
περασμένη νύχτα στο Καρνάρε, ρίχτηκαν στον στάβλο των
γουρουνιών αβοήθητοι, χωρίς συμπαράσταση και χωρίς καμιά
περίθαλψη. Σ’ αυτό το σημείο εκδηλώθηκε η αλληλεγγύη των
συναδέλφων. Οι συγχωριανοί τους με κίνδυνο να ενοχοποιηθούν
προσέτρεξαν να τους βοηθήσουν. Τους καθάρισαν τις πληγές, τους
προμήθευσαν φαγητό και έγραψαν στις οικογένειές τους να στείλουν
χρηματική ενίσχυση για την αγορά τροφίμων, κυρίως πάχος
γουρουνιού (σλανίνα) και σαλαμιών που πωλούνταν στη μαύρη
αγορά σε τιμές εικοσαπλάσιες της κανονικής. Χάρη λοιπόν στην
αλληλεγγύη των συναδέλφων, σώθηκαν τελικά οι φυγάδες που
131
βασανίστηκαν από τον δυνάστη.
Τελείως αντίθετες με τις ευγενικές διαθέσεις των συναδέλφων
ήταν οι προθέσεις της Διοίκησης. Αυτή άλλα σκεπτόταν, πως να
αυξήσει το μαρτύριο των θυμάτων. Το άλλο πρωί τους διέταξε να
πάνε στη δουλειά. Οι δυστυχισμένοι σύρθηκαν κυριολεκτικά με την
κοιλιά για να' ρθούνε στη δουλειά. Απόσταση χιλίων πεντακοσίων
μέτρων την κάλυψαν όπως είπα, με την κοιλιά, γιατί τα πόδια τους
πρήστηκαν από το ξύλο. Στη δουλειά πάλι έρποντας με την κοιλιά
ρίξανε μερικές μικρές πέτρες και χαλίκια στις άκρες του δρόμου, για
να φανεί πως δουλεύουν. Η διοίκηση το έκανε αυτό όχι τόσο για τη
δουλειά των βασανισθέντων, αυτοί στην κατάσταση που βρίσκονταν
δεν μπορούσαν ούτε να κινηθούν, πολύ περισσότερο να δουλέψουν,
αλλά για παραδειγματισμό προς εμάς, ώστε να μην ακολουθήσουμε
το εγχείρημά τους. Αυτή η μεταχείριση ήταν αδύνατο να συνεχισθεί
τις επόμενες μέρες. Οι πληγές και τα χτυπημένα κρέατα άρχισαν να
σαπίζουν. Βρωμούσαν κυριολεκτικά στον στάβλο των γουρουνιών,
όπου τους έριξε η Διοίκηση χωρίς καμιά ιατρική περίθαλψη.
Αυτή την φροντίδα την ανέλαβαν οι συμπατριώτες τους. Χωρίς
να έχουν τα μέσα, τους βοηθούσαν όσο μπορούσαν. Τους καθάριζαν
τις πληγές από την σάπια σάρκα και το πύο. Τους φέρνανε το
συσσίτιο, γεμίζανε τα υδροδοχεία τους και διεξήγαγαν για
λογαριασμό τους την αλληλογραφία τους. Με τα εμβάσματα που
φθάσανε από τα σπίτια τους, αγοράστηκαν τρόφιμα που
συμπλήρωσαν την διατροφή τους και τους κράτησαν στη ζωή
συντελώντας στην ανάρρωση και τελικά στην ανάκτηση της υγείας
τους.
Η αποκατάσταση της υγείας τους στην αρχική τους κατάσταση
δεν έγινε ποτέ, χρειάστηκε όμως να περάσουν είκοσι μέρες για να
σταθούν στα πόδια τους. Αυτοί παρέμειναν στην Βουλγαρία και μετά
την απόλυσή μας. Περάσανε από στρατοδικείο και καταδικαστήκανε
σε οκτώ ως δώδεκα μήνες φυλάκιση. Το μόνο ευχάριστο και φυσικά
το σπουδαιότερο από όλα, είναι πως τελικά διέφυγαν το θάνατο και
επαναπατρίστηκαν λίγο πριν την απελευθέρωση.
Στο σημείο αυτό πρέπει να παραθέσω λίγα ακόμη λόγια για το
δράμα των λιποτακτών των υπόλοιπων λόχων. Δυστυχώς το κύμα της
λιποταξίας ήταν γενικό, αν και εφαρμόζονταν σε μικρότερη κλίμακα.
'Ολοι οι λόχοι που ήταν εγκαταστημένοι κατά μήκος του δρόμου του
χωριού Καρνάρε μέχρι τη πόλη Λόβετς αντιμετώπιζαν τις ίδιες
δυσκολίες όσον αφορά την σίτιση, τη δουλειά και την βάρβαρη
μεταχείριση από μέρους των αξιωματικών. Δεν κατέχω στοιχεία για
τις λιποταξίες από τα άλλα τμήματα. Ξέρω πολύ καλά πως από τον
πέμπτο λόχο που βρισκότανε τρία χιλιόμετρα παραπέρα από μας στην
άλλη πλευρά του βουνού προς το Λοβέτς, φύγανε πέντε παιδιά. Αυτοί
χωριστήκανε αμέσως σε δύο ομάδες. Στη μία ομάδα τρεις στην άλλη
δύο και αυτό το κάνανε για να έχουν περισσότερη ελευθερία
κινήσεων και διευκόλυνση στη διατροφή τους. Η πρώτη ομάδα των
132
τριών ατόμων στάθηκε άτυχη. Μέσα σε τρεις μόλις μέρες εντοπίστηκε
από τα καταδιωκτικά αποσπάσματα και συλλήφθηκε. Δεν ξέρω
τίποτα για την τύχη της. Η άλλη ομάδα στάθηκε πιο τυχερή.
Διασχίσανε όλη τη Βουλγαρία από τα βόρεια προς τα νότια σε μία
απόσταση γύρω στα τριακόσια πενήντα χιλιόμετρα, περάσανε τα
παλιά σύνορα στο ύψος της Ξάνθης και μπήκανε στα μέρη που
κατοικούνταν από 'Ελληνες. Είχαν την τύχη να συναντηθούν με μια
μικρή Ελληνική ανταρτομάδα. Ενώθηκαν λοιπόν μαζί της και δεν
άργησαν να φθάσουν στις οικογένειές τους σε ένα χωριό της
Σταυρούπολης. 'Ενας, ο πιο θαρραλέος, πήγε μόνος του στο σπίτι του
φανερά, χωρίς να πάρει κάποια μέτρα προφύλαξης, αγνοώντας πως οι
Αρχές είχαν ειδοποιηθεί για την απόδρασή τους και επιτηρούσαν το
σπίτι του. Στο σπίτι δεν βρήκε κανένα, ήταν όμως ανοιχτό. Μπήκε
λοιπόν μέσα και επιδόθηκε στο φαγοπότι, για να κορέσει την πείνα
του. Σχεδόν αμέσως δύο άτομα χτύπησαν την πόρτα. 'Ηταν o
αγροφύλακας του χωριού, ο οποίος παλιά ήταν 'Ελληνας, ενώ τώρα
βρίσκονταν στην υπηρεσία των Βουλγάρων και ένας ένοπλος
Βούλγαρος χωροφύλακας της τοπικής αστυνομίας. Τον φωνάξανε να
κατεβεί κάτω και να παραδοθεί. Πραγματικά o φυγάς κατέβηκε στην
εξώπορτα, τους χαιρέτησε ευγενικά και με τα λίγα Βουλγαρικά του
δήλωσε πως τίθεται στη διάθεσή τους.
Οι διώκτες του επαναπαύτηκαν στις δήθεν ευγενικές προθέσεις
του. Τον βάλανε στη μέση και οι τρεις σαν μια φιλική παρέα
τραβήξανε για την αστυνομία. Δεν προχώρησαν ούτε πενήντα βήματα
και ο φυγάς έδωσε μια γερή κλωτσιά στα γεννητικά όργανα του
αγροφύλακα, τον εξουδετέρωσε και αμέσως σαν αστραπή όρμησε
στον χωροφύλακα του πήρε το όπλο και προτείνοντάς το εναντίον
τους απομακρύνθηκε, κατευθύνθηκε στο βουνό και χάθηκε. Εκεί
ακολούθησε τη ζωή του αντάρτη. Μάλιστα τον χειμώνα του 19421943 ήρθαν και στη περιοχή μας μαζί με τους αντάρτες. Περισσότερα
για την ανταρτομάδα αυτή δεν ξέρω, εκείνο όμως που άκουσα τότε,
ήταν πως μετά από λίγες μέρες ο αγροφύλακας βρέθηκε
δολοφονημένος.
'Ενα κυριακάτικο απόγευμα στα τέλη Αυγούστου 1942 εκεί που
έκανα αγγαρεία στη καθαριότητα, συναντήθηκα με μια ομάδα που την
αποτελούσαν ένας 'Ελληνας φυγάς και ο συνοδός του, ένας
Βούλγαρος στρατιώτης. Πήγαιναν στον πέμπτο λόχο τρία χιλιόμετρα
πιo πέρα από μας, στη κατεύθυνση του Λόβετς για να παραδοθεί ο
συνάδελφος που είχε λιποτακτήσει πριν λίγες μέρες. Κάνανε εκεί μια
μικρή στάση για ανάπαυση. Ο γιατρός του λόχου μας, ο πιο
φανατισμένος απ' όλους τους Βουλγάρους που είχαμε, άρπαξε αμέσως
ένα ξύλο και έδωσε αρκετά χτυπήματα στον φυγά, σε διάφορα μέρη
του σώματός του όπου τύχαινε. Κατά τύχη βρέθηκα στο σημείο του
ξυλοδαρμού. Ο γιατρός ζήτησε να μάθει από τον ίδιο τον φυγά τους
λόγους που τον οδήγησαν στην λιποταξία στα Βουλγαρικά. Το
133
Ελληνόπουλο για να τον αγριέψει ακόμη περισσότερο του απάντησε
στα Βουλγαρικά πως δεν γνωρίζει την γλώσσα και πως πρέπει να τον
ρωτήσει στα Ελληνικά.
- « Να μου απαντήσεις στα Βουλγαρικά, του φώναξε ο γιατρός, γιατί δε
μου λες τους λόγους της λιποταξίας σου ».
Αλλά το Ελληνόπουλο επέμενε στις απαιτήσεις του. Τότε ο
γιατρός ζήτησε ένα Βουλγαρομαθή να βοηθήσει την κατάσταση.
Εκείνη την στιγμή βρισκόταν ένας εκεί και δεν μπόρεσε να αρνηθεί.
Με εντολή του γιατρού του μεταβίβασε την ερώτηση του.
Παρακάλεσε το συνάδελφο του να πει κάτι, για να καταπραϋνθεί ο
θυμός του γιατρού.
- « Να του πεις, παρήγγειλε ο φυγάς, πως έφυγα γιατί το φαγητό ήταν
λίγo, η δουλειά πολύ και το σπουδαιότερο σαν Έλληνας δεν πήγαινε η
καρδιά μου να δουλέψω για τους Βούλγαρους » .
- «Ναι, άλλα τώρα σου μπήκε τόσο, φώναξε ο γιατρός, και έκανε μια
χειρονομία προβάλλοντας τη γροθιά του ».
Το Ελληνόπουλο δεν έχασε καιρό. Πρόβαλλε ολόκληρο τον
αγκώνα του και φώναξε.
- « Ναι, αλλά σε σας αύριο θα μπει πολύ περισσότερο. Να τόσο»!
Επανέρχομαι στο ζήτημα της διαβίωσης μας στη Στάρα Πλανίνα.
H αδιαθεσία και η αδυναμία που μου παρουσιάστηκαν μόλις
ανάρρωσα από την αυτοεγχείρησή μου ουδέποτε αποκαταστάθηκε,
τουλάχιστον όσο καιρό έμεινα στο βουνό αυτό. Πάντοτε αισθανόμουν
κομμάρες και αδιαθεσίες. Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά,
αιμορραγούσα από τη μύτη σε καθημερινή βάση, γεγονός που με
εξάντλησε εντελώς λόγω του αίματος που έχανα. Άδικα
παρουσιάστηκα στον γιατρό, άδικα ακολούθησα ειδική θεραπεία,
άδικα πήρα χάπια, έδεσα με σπάγκο το χέρι μου και άλλα παρόμοια.
Δεν επήλθε όμως κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Θυμάμαι ένα
απόγευμα με την έναρξη της αιμορραγίας, με την ελπίδα να
σταματήσει, ξεγυμνώθηκα ολότελα και μπήκα κάτω από έναν
καταρράκτη προκαλώντας έτσι ψύξη στο σώμα και στο κεφάλι για να
σταματήσει το αίμα Αλλά και αυτό στάθηκε αδύνατο. 'Υστερα από τη
πλήρη σχεδόν εξάντλησή μου είχα αποσκελετωθεί, είχα μείνει πετσί
και κόκαλο. Με το πέρασμα του φθινοπώρου η αιμορραγία
σταμάτησε, χωρίς όμως να αποκατασταθεί και η υγεία μου.
Τον κλονισμό της υγείας μου προσπάθησα να τον αποκαταστήσω
παίρνοντας τροφή χωρίς βέβαια ψωμί, δωροδοκώντας τους μαγείρους.
Αυτοί οι ασυνείδητοι και οι επικεφαλείς τους, με λίγα χρήματα, από
είκοσι ως εκατό λέβα που τα γλιστρούσαμε στα χέρια τους κατά την
παράδοση των πλυμένων τεντζερέδων με άγριο δήθεν ύφος, μας
δίνανε άλλους τεντζερέδες με δύο μέχρι πέντε μερίδες από εκλεκτό
φαγητό, ανάλογα με τα χρήματα που δίναμε με το παραπάνω τρόπο,
για να πάμε γρήγορα να τα πλύνουμε. Αν τώρα αυτή η
134
συμπληρωματική τροφή τρώγονταν με μέτρο ή με ψωμί δεν θα είχαμε
δυσάρεστες επιπτώσεις, δεν θα παθαίναμε στομαχικές διαταραχές.
Αλλά επειδή το μάτι του ανθρώπου στις περιπτώσεις αυτές που την
καταλαβαίνουν καλά μονάχα όσοι πείνασαν, είναι αχόρταγο, δεν
άργησαν να εκδηλωθούν οι συνέπειες της λαιμαργίας. 'Ετσι για
πολλές μέρες που κατά τις βραδινές ώρες έπαιρνα το φαγητό σε
πολλαπλάσιες μερίδες, μου έκανε περισσότερο κακό παρά καλό με τις
εντερικές διαταραχές που έπονταν, γιατί το στομάχι μου καθώς ήταν
αδύνατο, δεν μπορούσε να χωνέψει μεγάλη ποσότητα φαγητού.
Θυμάμαι ένα βράδυ που ένας συνάδελφος με πρόσεξε να
καταβροχθίζω το παραπανίσιο αυτό φαγητό, μου είπε :
- « Ώστε έτσι, επειδή είσαι γνωστός του μάγειρα τρως περισσότερο και
εκλεκτότερο φαγητό από μας ».
Αμέσως του απάντησα:
- « Αν πληρώσεις και συ μπορείς να φας ».
Του υπέδειξα λοιπόν τον τρόπο της δωροδοκίας.
Δυστυχώς αυτός δεν ακολούθησε τη συμβουλή μου να φάει με
μέτρο και να αυξήσει προσεκτικά την ποσότητα κάθε μέρα για να
αντέξει το αδυνατισμένο στομάχι του.
« Δώσε του είπα μόνο είκοσι λέβα και πάρε μια μερίδα φαγητό. Την
άλλη μέρα εφ' όσον αισθανθείς καλά, δίνεις περισσότερα χρήματα και
παίρνεις περισσότερο φαγητό ».
Αλλά αυτός από το πρώτο κιόλας βράδυ έδωσε εκατό λέβα και
πήρε πέντε μερίδες φαγητού. Το καταβρόχθισε λαίμαργα το ίδιο μόλις
βράδυ. Το στομάχι του δεν άντεξε, στάθηκε αδύνατο να χωνέψει τόσο
φαγητό και μάλιστα πλούσιο σε λίπος, ήταν φασόλια με κρέας. Ο
συνάδελφος βασανιζότανε για είκοσι μέρες από διάρροια με
αποτέλεσμα να καταντήσει ένα ράκος. 'Οταν τον συνάντησα, ύστερα
από λίγες μέρες, σε κατάσταση πολύ χειρότερη από πριν, έριξε το
φταίξιμο σε μένα για το κατάντημά του.
Θα φανεί παράξενο, αλλά ανάμεσά μας βρισκόταν ένας
συνάδελφος που τον έλεγαν Πλακατή. Καταγότανε από τα χωριά του
Παγγαίου και είχε ιδιαίτερη αδυναμία στις καραμέλες. Πουλούσε το
ψωμί του για δέκα καραμέλες και υπέφερε την πείνα αρκούμενος στα
γλυκά. Το γεγονός, μετά προφανώς από καταγγελίες το έμαθε ο
λοχαγός μας.
'Ετσι ένα πρωί την ώρα της διανομής του ψωμιού ήρθε κοντά του
o λοχαγός και με τόνο αυστηρό, του είπε, αφού πήρε το ψωμί από τα
χέρια του.
- « Γιατί πουλάς το ψωμί σου για δέκα καραμέλες ; Δεν ξέρεις πως
αυτό το ψωμί είναι η ζωή σου, είναι η ύπαρξή σου, είναι το αίμα σου;
Αν το πάρω είναι σα να σου παίρνω τη ζωή ».
Παρόλα αυτά ο Πλακάτης εξακολούθησε να δίνει το ψωμί του, όχι
όμως όπως πριν.
Όταν πάλι μας εφοδίασαν με τρόφιμα για τρεις μέρες, για την
135
επιστροφή στα σπίτια μας, τα καταβρόχθισε σε δύο ώρες.
- « Εγώ, μας είπε τότε, χόρτασα επιτέλους στο στρατό. Σκεφτείτε το
εσείς που δε χορτάσατε ποτέ ».
Περιττό να λεχθεί πως τις επόμενες μέρες είχε λυσσάξει από τη πείνα.
Αλλά μήπως και η δική μου κατάσταση ήταν καλύτερη; Κατά
διαστήματα με ταλαιπωρούσε η δυσεντερία, ο υποσιτισμός, η συνεχής
αδιαθεσία και το χειρότερο επειδή έχασα το ηθικό μου, αναρωτιόμουν
αν κάτω από αυτές τις συνθήκες, αξίζει κάποιος να ζει. Μήπως ήταν
προτιμότερο να τερματίσει κανείς τη ζωή του με βίαιο τρόπο, παρά να
υποφέρει;
Εν τω μεταξύ επειδή το υψόμετρο που δουλεύαμε ήταν πολύ
μεγάλο, πάνω από χίλια εξακόσια μέτρα, το φθινόπωρο ήρθε πρόωρα
και ένας κρύος αέρας ιδιαίτερα τα βράδια, ήταν το επιστέγασμα της
ταλαιπωρίας μας. Με την έλευση των ζεστών ημερών, τον περιορισμό
της δουλειάς επειδή μίκραιναν οι μέρες, και τέλος επειδή η εργολαβία
που μας είχε ανατεθεί πλησίαζε στο τέλος της, οι δυσβάσταχτες
συνθήκες εργασίας είχαν κάπως μετριασθεί.
'Ετσι είχαμε περισσότερο καιρό για ανάπαυση και περισσότερο
ύπνο, με αποτέλεσμα την βελτίωση της υγείας μας. Με τη συνεχή
σχεδόν διανομή σαπουνιών και με τα σκληρά μέτρα που έλαβε η
διοίκηση, όπως ανέφερα σε άλλο κεφάλαιο, η μάστιγα της ψείρας
εξαλείφθηκε. Οι περισσότεροι λοιπόν συνάδελφοι που είχαν την τύχη
να μη κλονισθεί η υγεία τους, όπως εγώ, λίγο-λίγο βρήκαν το παλιό
εαυτό τους.
Είναι καιρός να παραθέσω μερικές κρίσεις για τη διαβίωσή μας
στη χώρα αυτή, όπου το έφερε η τύχη να περάσουμε το καλοκαίρι του
1942, του σκοτεινότερου έτους του πολέμου. Εκ των υστέρων όμως
και αν κανείς αναλογιστεί τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στα
Γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου χάθηκαν εκατομμύρια
όμηροι, καθώς και το ότι στα πολεμικά μέτωπα χάθηκαν άλλα τόσα
εκατομμύρια, ίσως και περισσότερα, τα βάσανα και οι κακουχίες που
αναγκάστηκα να υποστώ στην συγκεκριμένη χώρα είναι πραγματικά
ασήμαντα μπροστά στα δεινά που έφερε ο πόλεμος.
Ακόμη και εδώ δυστυχώς δεν μπορέσαμε να αποφύγουμε τα
θύματα και τις απώλειες στη δουλειά Στο πρώτο λόχο, λίγο πιο κοντά
στο Καρνάρε από κατολίσθηση βράχων και χωμάτων έχασαν τη ζωή
τους εικοσιδύο άτομα από τα οποία τρεις Βούλγαροι βαθμοφόροι.
Ενώ οι συνάδελφοι δούλευαν αμέριμνοι, ολόκληροι σωροί από
χώματα και πέτρες κατολίσθησαν και σκέπασαν τα άτυχα θύματα. Τα
πτώματα των θυμάτων τάφηκαν σε κοινό τάφο κάπου στο Καρνάρε.
Αυτά ήταν τα άμεσα θύματα. 'Εμμεσα είχαμε πολύ περισσότερα, που
υπέκυψαν μετά την απελευθέρωση τους από τα τάγματα εργασίας,
λόγω της εξάντλησης και των κακουχιών που είχαν υποστεί εκεί.
Στη περίπτωσή μας, αν δεν υπήρχε η τιμωρία του ξυλοδαρμού, αν
η εργασία ήταν κάπως πιο ελαφριά και αν ήταν λίγο βελτιωμένο το
136
συσσίτιο, ή τέλος εάν ένας από αυτούς τους παράγοντες βρίσκονταν
σε φυσιολογικά και ανεκτικά επίπεδα, η διαβίωσή μας στη χώρα αυτή
θα ήταν πολύ καλή. Θα ήταν για να κυριολεκτήσω κάτι ανάλογο με
παραθερισμό ή θερινές διακοπές.
Η τιμωρία του ξυλοδαρμού ήταν ριζωμένη στην ψυχοσύνθεση του
Βουλγαρικού λαού, δεν νοούνταν σωφρονισμός χωρίς το ξύλο, γιατί
οι Βούλγαροι ως λαός μουζίκος, υπόδουλος επί ολόκληρους αιώνες
στους Τούρκους μπέηδες και στη συνέχεια στους Βοεβόδες ή
τζορματζήδες, ενστερνίστηκαν την ιδιότητα του δούλου και δεν την
απέβαλαν τουλάχιστον ως το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου
Πολέμου. Ενώ για μας τους Έλληνες, o ξυλοδαρμός αποτελεί
βάρβαρο μέσο και μη κατασταλτικό μέτρο. Διότι τα Ελληνόπουλα,
όταν αποφασίζουν να παραβούν τους κανονισμούς, ουδέποτε
λογαριάζουν τον παράγοντα ξύλο. 'Ομως παρατηρήθηκαν
περιπτώσεις, όπως αυτή του φυγάδα Χρήστου, ο οποίος με θάρρος
ζήτησε από τον λοχαγό και προτίμησε μία σφαίρα στο κεφάλι παρά
ξύλο στα πλευρά. Αν τιμωρούνταν κανείς από τον άμεσο προϊστάμενό
του, η τιμωρία ίσως ήταν κάπως δίκαια, γιατί ίσως περιλάμβανε το
στοιχείο του αδικήματος ή της παρανομίας, αλλά οι δύστυχοι έτρωγαν
ξύλο από όλους, γνωστούς και αγνώστους. Δεν αρμόζει στον 'Ελληνα
ο ξυλοδαρμός. Γιατί αυτόν με τον ανώτερο πολιτισμό, την
αυτοκυριαρχία και αυτοπεποίθηση που έχει, η τιμωρία του
ξυλοδαρμού όχι μόνο δεν τον συνετίζει, αλλά και του προκαλεί
άσβεστο μίσος, μίσος αιώνιο εναντίον των τυράννων του. 'Ισως εδώ
έχει θέση το γνωμικό του απλού λαού. Το ξύλο και το ...... δεν
ξεχνιούνται ποτέ. Ήμουν παρών σε πολλές σκηνές ξυλοδαρμού, ένας
τρόπος σωφρονισμού που χαρακτηρίζει τον λαό αυτό. 'Οταν έχει την
ανάγκη του άλλου υποκλίνεται και του φιλά τα πόδια, ενώ όταν είναι
κυρίαρχος, μπορεί να τον γδάρει ζωντανό. Δυστυχώς τότε μας
εξουσίαζαν. Έτσι τα δεινά που υποφέραμε έχουν την εξήγησή τους.
Ανέφερα παραπάνω την περίπτωση του γιατρού μας, ο οποίος εκ του
ασφαλούς έδερνε αλύπητα τον συνάδελφο φυγάδα, τον οποίο βέβαια
δεν γνώριζε, ούτε ποτέ έδωσε αφορμή στον ίδιο. Τόση ήταν η μανία
του, ώστε ακόμη και ο στρατιώτης συνοδός του τον παρακαλούσε να
λυπηθεί το θύμα, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι ο ίδιος ήταν
υπεύθυνος για την τύχη του φυγάδα, ώσπου να τον παραδώσει στη
μονάδα του.
Σ' όλες σχεδόν τις περιπτώσεις όπου οι Βούλγαροι αξιωματικοί
σήκωναν το ξύλο για να δείρουν τα Ελληνόπουλα, πριν ακόμη
κατέβει το ξύλο τιναζόταν τα δάκρυα του θύματος. Αυτό προκαλούσε
την απορία του δυνάστη ο οποίος αμέσως προχωρούσε στην
παρακάτω διαπίστωση :
- « Για δείτε τον εδώ, ακόμη δεν τον ακούμπησε το ξύλο και τα δάκρυά
του τινάχτηκαν ».
Δεν μπορούσε να καταλάβει ο δυνάστης πως τα δάκρυα εκείνα δεν
ήταν δάκρυα πόνου, αλλά δάκρυα απόγνωσης, λόγω της αδυναμίας
του θύματος να αμυνθεί στις αυθαιρεσίες του δυνάστη.
137
Ακριβώς το αντίθετο παρατηρούνταν στους Τούρκους
συναδέλφους μας και αργότερα στους Γιουγκοσλάβους. Αυτοί
τρώγανε ξύλο χωρίς οίκτο, έβγαζαν γερές κραυγές πόνου, αλλά ποτέ
δεν έχυναν δάκρυα. Οι Τούρκοι μάλιστα δέχονταν πάντοτε το ξύλο με
κάποια μοιρολατρία, καθώς έτσι το ήθελε το "κισμέτ".
Ο ξυλοδαρμός στον 'Ελληνα δεν εξυπηρετεί κανένα ουσιαστικό
σκοπό. 'Ισως να είναι αποτελεσματικότερη κάποια άλλη μορφή
τιμωρίας, όπως αγγαρεία, φυλάκιση και άλλα. Για την ποιότητα και
την ποσότητα της σίτισης αναγνωρίζω ως ελαφρυντικό πως η χώρα
αυτή με την ιδιότητα του συμμάχου των Γερμανών, κατακτήθηκε από
αυτούς και κυριολεκτικά απομυζήθηκε σε τρόφιμα. Αλλά και αυτά
που έπρεπε να μας δώσουν, τις προμήθειες δηλαδή που δίνονταν από
τον Κρατικό Εφοδιασμό για λογαριασμό μας, αν πραγματικά
κατέληγαν σε μας, o επισιτισμός μας θα ήταν ικανοποιητικός,
ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες με τη βελτίωση των συνθηκών
εργασίας. Δυστυχώς όμως ελάχιστη ποσότητα είχε εμάς ως
αποδέκτες. Μεγάλο μέρος κλέβανε οι υπεύθυνοι αξιωματικοί, άλλο
μέρος τρώγανε οι ίδιοι, ενώ ένα άλλο μέρος χρησιμοποιούνταν από
επιτήδειους για δωροδοκίες.
Μεγάλες κλεψιές παρατηρούνταν σε τρόφιμα όπως τυρί, κασέρι
και ιδιαίτερα τα φασόλια, τα οποία διοχετεύονταν στη μαύρη αγορά
μέσω των συγγενών τους στην υπόλοιπη χώρα. 'Ετσι έφαγα κάποτε
φασολάδα χωρίς ούτε ένα φασόλι και κάποια άλλη φορά πάλι
φασολάδα με δεκατέσσερα φασόλια στη μερίδα μου. Πολλές φορές
φάγαμε φαγητό από άγουρες ντομάτες καθώς και πράσινες πιπεριές.
Μας σέρβιραν μερίδα τυριού μεγέθους λουκουμιού καθώς και
κασεριού σε μέγεθος μισού λουκουμιού ή φαγητό παρασκευασμένο
από καλαμποκάλευρο σε μορφή χυλού, ή από πλιγούρι, σπασμένο
καλαμπόκι ή σιτάρι. Όλα τα παραπάνω ήταν εδέσματα που
εντάσσονταν στην καθημερινή μας δίαιτα τον τελευταίο καιρό.
Με την έλευση του φθινοπώρου σ’εκείνη την αποψιλούμενη
περιοχή της Στάρα Πλανίνα ωριμάζει πάνω σε μικρούς θάμνους ένα
είδος καρπού μεγέθους ρεβιθιού που το λένε ποροβίγγια. Αυτά ήταν
αρκετά νόστιμα, αλλά για να χορτάσει κανείς έπρεπε να ασχοληθεί με
τη συλλογή τους ολόκληρη την ημέρα.
'Ετσι ήταν γραφικό, για να μη πω τραγελαφικό το θέαμα των
συναδέλφων που σαν κατσικοπρόβατα καταγίνονταν όλη τη μέρα με
το μάζεμα και το φάγωμα του ποροβίγγιου. Παρόλα αυτά τα
κρούσματα κλοπής ήταν ελάχιστα, αν όχι σπάνια, ανάλογα βέβαια και
με τον αριθμό των εργατών. Οι κλεψιές περιορίζονταν μόνο σε είδη
διατροφής. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωσή μου, όταν μια μέρα
μου κλέψανε το σακίδιό μου και το αναζητούσα καθ’ όλη τη διάρκεια
της ημέρας. Ρώτησα παντού, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τελικά το
βρήκα το βράδυ, κρεμασμένο στην είσοδο του χώρου των
αποχωρητηρίων χωρίς βέβαια το λίγο ψωμί που περιείχε πριν.
Τακτικό ήταν το φαινόμενο, λίγων ευτυχώς συναδέλφων, που
γλύφανε τα σκεύη και τους τεντζερέδες, πριν τα πλύνουν, χωρίς
138
βέβαια αυτό να τους ωφελήσει σε τίποτα. Έχω ήδη αναφέρει την
περίπτωσή μου που βουτούσα τη καραβάνα στο βαρέλι των
απορριμμάτων που προορίζονταν για τους χοίρους και ήταν γεμάτο με
κάθε λογής ακαθαρσίες. Βρέθηκα μια μέρα στη παρασκευή φαγητού
για τριακόσια είκοσι άτομα, όση δηλαδή ήταν η δύναμη του λόχου
μας. Τα συστατικά που χρησιμοποιήθηκαν ήταν έντεκα κιλά φασόλια,
επτά κιλά καλαμποκάλευρο, τρία κιλά σπορέλαιο και πάνω από
εκατόν εβδομήντα κιλά νερό. Στην περίπτωση που το φαγητό
φαινότανε λίγο, προσθέταμε επί πλέον σαράντα με πενήντα κιλά νερό.
Πολλές φορές η διανομή του φαγητού ήταν τραγική, ιδιαίτερα το
μεσημέρι. Τη διανομή τη δυσκολεύανε είτε σκόπιμα, είτε επειδή
δίναμε εμείς την αφορμή, κάνοντας τάχα μεγάλο θόρυβο για δίκαιη
διανομή.
Για τιμωρία μας ακολουθούσε άγριο καψόνι, υποχρεωτικό
τροχάδην μέσα στις πέτρες ή άγριο κυνηγητό στα ανεβοκατεβάσματα
στις πλαγιές των δρόμων. Πολλές φορές ευχόμασταν να έλειπε και
αυτή η λίγη τροφή που για να την πάρουμε βασανιζόμασταν
συμπληρωματικά, σαν να μη έφθανε η δουλειά των έξι ωρών μέσα
στη φοβερή ζέστη στα μέρη εκείνα.
8. Επιστροφή στις οικογένειες μας με εικοσαήμερη άδεια
Στα τέλη Ιουλίου του 1942 κυκλοφόρησαν μεταξύ των ομήρων
φήμες πως θα παίρναμε άδεια για είκοσι μέρες, να δούμε τις
οικογένειές μας και να αναπαυθούμε. Για λόγους συγκοινωνιακούς οι
όμηροι χωριστήκαμε σε τρεις σειρές. Στην πρώτη σειρά
καταγράφηκαν αυτοί που δείξανε μεγάλη προθυμία στην διεξαγωγή
της δουλειάς, που εκπλήρωναν τακτικά τις νόρμες τους, έδειξαν
υπακοή και πειθαρχία και είχαν μεγάλη απόδοση στην εργασία. Στη
δεύτερη σειρά συμπεριλήφθηκαν αυτοί που έδειξαν λιγότερη υπακοή
και δεν είχαν ικανοποιητική απόδοση στη δουλειά και στη ποσότητά
τους (νόρμα), ενώ στην τρίτη σειρά όλοι οι υπόλοιποι, δηλαδή αυτοί
που κωλυσιεργούσαν στη δουλειά, λιποτακτούσαν από τα τάγματα
και αντιδρούσαν παθητικά στις διαταγές του δυνάστη. Εμένα με
κατέταξαν στη δεύτερη σειρά, καθώς η απόδοσή μου στη δουλειά,
ύστερα μάλιστα από τον τραυματισμό και τον κλονισμό της υγείας
μου δεν ήταν ικανοποιητική.
Στις 10 Αυγούστου 1942 η πρώτη σειρά των συναδέλφων
ξεκίνησε για εικοσαήμερη άδεια για τις οικογένειές τους. Λίγο πριν
ξεκινήσουν o λοχαγός μας τους ξεπροβόδισε με τα εξής λόγια :
- « Σήμερα ξεκινάτε για να επισκεφτείτε τις οικογένειές σας με άδεια
είκοσι ημερών. Η Διοίκηση σας αναγνωρίζει ως τους καλύτερους
εργάτες με την καλύτερη διαγωγή που με μεγάλη προθυμία εκτελούσατε
τη δουλειά που σας ανέθεταν οι βαθμοφόροι σας. Σας ανταμείβουμε με
139
τον τρόπο αυτό για την αφοσίωση σας και σας εκτιμούμε ως άριστους
στρατιώτες. Σας εύχομαι να περάσετε καλά την άδειά σας μαζί με τους
δικούς σας. Σε διάφορες συζητήσεις που θα έχετε με τους συμπατριώτες
σας, να τους δώσετε να καταλάβουν πως ο Βουλγαρικός στρατός δεν
κάνει διάκριση φυλής, γλώσσας,θρησκείας ή εθνικότητας στην τροφή,
την ενδυμασία, τη δουλειά και τη συμπεριφορά, καθώς είναι δίκαιος σε
όλους. Είμαι βέβαιος πως όλοι σας θα γυρίσετε, για να ακολουθήσει η
δεύτερη σειρά που περιμένει την επιστροφή σας για να ξεκινήσει και
αυτή με άδεια. Προσέξετε μη λείψει κανείς από σας από το
προσκλητήριο στις 30 Aυγoύστoυ, γιατί όσοι από σας λείψουν, άλλοι
τόσοι από τη δεύτερη σειρά θα χάσουν τις άδειές τους. Όπως βλέπετε,
λόγοι ανθρωπιάς, αλλά ιδιαίτερα συναδελφικότητας επιβάλλουν να
επιστρέψετε όλοι από την άδειά σας. Στο καλό παιδιά, καλό ταξίδι και
καλή επάνοδο ».
Στην πρώτη αυτή σειρά είχαν συμπεριληφθεί και δύο
κοντοχωριανοί μου. Έναν από αυτούς, τον Μιχάλη από τον
Κεχρόκαμπο, τον παρακάλεσα να πάει μέχρι το σπίτι μου στο Σκοπό,
να τους ενημερώσει για την κατάστασή μας και να μου φέρει επίσης
κανένα δέμα με τρόφιμα, αφού αμέσως μετά απ’ αυτούς θα
αναχωρούσαμε εμείς. Αυτήν την παραγγελία την έκανα και για
κάποιο άλλο λόγο. Δεν ήξερα σε τι οικονομική κατάσταση
βρίσκονταν οι δικοί μου. 'Ισως να μη μπορούσαν να με βοηθήσουν.
Κατόπιν οι αδειούχοι πήγαν στις αποθήκες του λόχου. Παρέδωσαν τα
δημόσια αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν κατά την εκεί παραμονή
τους και πήραν τα δικά τους, αυτά ακριβώς που είχαν παραδώσει,
όταν κατατάχτηκαν τον περασμένο Μάιο.
9. Οι σχέσεις με τους αλλόφυλους συναδέλφους μας
Στο σημείο αυτό γεννάται το εξής ερώτημα. Σε τι κατάσταση
βρίσκονταν το ηθικό μας μέσα στις άθλιες συνθήκες της Στάρα
Πλανίνα; Τελικά όλα αυτά τα δεινά, ο ξυλοδαρμός, η μικρή και
συνάμα κακή ποιότητα του φαγητού, η ακαθαρσία, η ψείρα, η γύμνια
και το σπουδαιότερο από όλα η σκληρή δουλειά, μπόρεσαν να
λυγίσουν τη θέλησή μας και να κάμψουν το ηθικό μας; Απερίφραστα
μπορώ να πω ένα μεγάλο όχι. Καθώς το ηθικό μας ήταν ακμαιότατο,
ειδικά τους τελευταίους μήνες του 1942, όταν η πλάστιγγα του
πολέμου έγερνε προς το μέρος των Συμμάχων. Η αποκοπή του
Στάλιγκραντ, η απώθηση των Γερμανών από το Ελ Αλαμέιν και
γενικά η ευνοϊκή εξέλιξη του πολέμου προς όφελος των συμμάχων,
όλα αυτά χαλυβδώνανε τη θέλησή μας και μας γέμιζαν αισιοδοξία.
΄Ετσι με την οριστική νίκη των συμμάχων, όχι μόνο θα τελείωναν τα
δεινά μας, αλλά και θα παίρναμε εκδίκηση για όσα υποφέραμε.
Χαρακτηριστικά αναφέρω πως στην αρχική μας ανάβαση στο βουνό
από το χωριό Χριστοδάνοβο και στις στάσεις που κάναμε ενδιάμεσα,
εκφράζαμε την βεβαιότητα μας πως πολύ γρήγορα θα τελείωναν τα
140
δεινά μας και μάλιστα θα παίρναμε εκδίκηση για τα βάσανα που
αναγκαστήκαμε να υποστούμε. Το διάβασμα των Βουλγαρικών
εφημερίδων που παρά τη λογοκρισία γράφανε αρκετά αντικειμενικά
τις ειδήσεις, αφού δημοσιεύανε και ειδήσεις από συμμαχικές πηγές
και η διάδοση των πιο επιθυμητών ειδήσεων στους συναδέλφους,
είχαν σαν αποτέλεσμα την τόνωση του ηθικού μας, πράγμα που μας
γέμιζε χαρά και αισιοδοξία. Η είδηση της κήρυξης του πολέμου από
τη Βουλγαρία εναντίον της Αγγλίας και της Αμερικής, που πρώτος
διάβασα ένα βράδυ από τις εφημερίδες και τη διέδωσα αμέσως στους
συναδέλφους μου είχε σαν αποτέλεσμα τον ακράτητο ενθουσιασμό
μας και τα ειρωνικά μας σχόλια, την ώρα μάλιστα και οι ίδιοι οι
Βούλγαροι δεν είχαν ιδέα. Άλλη ευχάριστη είδηση ήταν εκείνη της
απόβασης των Συμμάχων στη Διέπη. Η απόβαση αυτή άσχετα με τα
αποτελέσματά της απέδειξε πως το "φρούριο της Ευρώπης", όπως
ονόμαζαν οι Γερμανοί τις οχυρώσεις στις ακτές της Ευρώπης, ήταν
χάρτινο και το οικοδόμημα πάνω στο οποίο στηριζόταν ετοιμόρροπο.
Πολλές φορές με απαίτηση των Βουλγάρων τραγουδούσαμε
τραγούδια της πατρίδας μας τα βράδια, όταν επιστρέφαμε στις
παλάτκες μας από τη δουλειά, οπότε αντηχούσαν οι χαράδρες από
τραγούδια όπως "Κορόιδο Μουσολίνι" ή "Το σπαθί μου είναι μαύρο"
καθώς και "Βούλγαρο αν ανταμώσω". Δυστυχώς πολλές φορές δεν
έλειπαν οι προδοσίες, για την έννοια των τραγουδιών αυτών. Δεν
είχαμε όμως συνέπειες γι’ αυτό, καθώς σε ανάλογες περιστάσεις
καλύπταμε τους υπαίτιους από πατριωτική αλληλεγγύη.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των συναδέλφων της πρώτης
σειράς που επέστρεφαν από την άδεια τους και στο σταθμό της
Σόφιας. συναντήθηκαν με ένα συρμό που μετέφερε Ιταλούς
στρατιώτες στο Ανατολικό Μέτωπο. 'Οταν αντιλήφθηκαν τους
Ιταλούς τραγουδούσαν προκλητικά το "Κορόιδο Μουσολίνι" και δεν
άργησαν να' ρθούνε στα χέρια με τους Ιταλούς. Τους χώρισε η
Βουλγαρική Αστυνομία και προς τιμή της δεν πείραξε καθόλου τους
'Ελληνες.
Ο ίδιος έγινα πολλές φορές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού καθώς
πήγαινα, αλλά και όταν επέστρεφα στο χωριό μου με άδεια όπως και
όταν απολύθηκα, μάρτυρας διαπεραστικών αλαλαγμών και
πατριωτικών εξάρσεων, όταν συναντούσαμε ομάδες τρουδοβάκων
που δούλευαν στους διάφορους δρόμους του εσωτερικού της χώρας.
Τότε αντηχούσαν οι πλαγιές και οι λαγκαδιές από τις δυνατές φωνές
μας "Αδέλφια 'Ελληνες, κουράγιο". "Οι μέρες των τυράννων είναι
μετρημένες". "Θα τα πληρώσουν όλα". Οι συνάδελφοι που δούλευαν
στους δρόμους απαντούσαν με τα ίδια συνθήματα. Οι Βούλγαροι
άκουγαν τις επιδοκιμασίες, αλλά δεν έκαναν καμία παρέμβαση, διότι
ήταν λαός που δεν έδινε σημασία στην πολιτική, δεν μπορούσαν να
καταλάβουν τους πόθους του σκλαβωμένου, δεν είχαν συναίσθηση
των πράξεων τους, ούτε και της θέσης τους. 'Εδειχναν έκθαμβοι
μπροστά στο θάρρος και την αποφασιστικότητα των Ελλήνων. Εν τω
μεταξύ ακουγότανε οι προτροπές από τους ταξιδεύοντες και από τους
141
εργαζομένους.
- « Παιδιά μη ξεχνάτε την καταγωγή σας. Περιφρονήστε τους
τυράννους και δεν θα αργήσει η ώρα της εκδίκησης».
Μεγαλύτερος φανατισμός παρατηρούνταν στους συναδέλφους μας
τους Γιουγκοσλάβους. Αυτοί έδειχναν περισσότερο θάρρος από μας.
Μαζευότανε τα βράδια γύρω στις παλάτκες και αφού ενημερωνότανε
από τις εφημερίδες, τραγουδούσαν πατριωτικά άσματα. Ταυτόχρονα
διαδήλωναν την αποφασιστικότητά τους να εκδικηθούν για τα δεινά
που υποφέραμε και εμείς και οι ίδιοι από τον κοινό δυνάστη.
Μια μέρα με κάλεσε στο αντίσκηνό του ένας Γιουγκοσλάβος
συνάδελφος, ο Νικόλας. Στην αρχή μου έδειξε οικογενειακές
φωτογραφίες, έπειτα από το βάθος του σεντουκιού του έβγαλε ένα
απόκομμα της Βουλγαρικής εφημερίδας "Παπαγάλ". Μου έδειξε ένα
σκίτσο της εφημερίδας, που έδειχνε ένα γιγαντόσωμο Βούλγαρο
στρατιώτη να πατά με το ένα πόδι του στο σβέρκο ενός Σέρβου και με
το άλλο πόδι στο σβέρκο ενός 'Ελληνα. Αμφότεροι ήταν πτώματα,
ξαπλωμένα στο έδαφος.
- « Βλέπεις αυτό το σκίτσο, μου είπε. Πάνω σ' αυτό, μια μέρα που δεν
θα αργήσει να'ρθει, θα μαρτυρήσουν δύο Βούλγαροι. Τους το φυλάω
έκπληξη, για να τους εκδικηθώ. Γενικά μπορώ να πω πως με την
ευνοϊκή εξέλιξη του πολέμου προς όφελος των Συμμάχων, πήραμε
μεγάλο θάρρος και η πίστη μας έγινε βεβαιότητα πως οι καλύτερες
μέρες δεν θα αργούσαν να φανούν ».
Μπορώ να πω πως ο περισσότερος κόσμος που υποδουλώθηκε
στους Βούλγαρους είχε την ίδια, αν όχι και πολύ δυνατή πίστη και
βεβαιότητα της επιτυχίας των συμμάχων και πως σε πράξεις, ιδέες και
αισθήματα πατριωτικά ήταν ισάξιοί μας, αν όχι ανώτεροι μας.
'Ηταν συγκινητική η πρωτοβουλία των Ελλήνων κατοίκων, όταν
μπήκαν οι αδειούχοι άνδρες της πρώτης σειράς στις Ελληνικές
περιοχές που προσαρτήθηκαν στη Βουλγαρία. Μαζέψανε τρόφιμα και
φρούτα. Κρατώντας λοιπόν τα κοφίνια στα χέρια, πήγανε στους
σταθμούς να τα προσφέρουνε στους επαναπατριζόμενους εργάτες,
λέγοντας :
- « Παιδιά θάρρος, πάρτε και φάτε. Είστε νέοι, ο προορισμός σας δεν
τελείωσε. Έχετε ακόμη μεγάλο έργο να εκτελέσετε ».
'Ηταν πραγματικά συγκινητικό το θέαμα του κόσμου που
βοηθούσε με τρόφιμα άγνωστους ομοεθνείς, καθώς τους ένωνε o
πατριωτισμός. Κάποια άλλη φορά στο σταθμό του Σιδηροκάστρου,
μερικοί συνάδελφοι επωφελούμενοι από μια πολύωρη στάση του
τρένου, πήγαν στα γύρω χωριά για να προμηθευτούν τρόφιμα. Για
λόγους πρόνοιας όμως, μιλούσαν Βουλγάρικα. 'Οταν αντιλήφθηκαν οι
χωρικοί πως, ενώ ήταν 'Ελληνες, μιλούσαν Βουλγάρικα, τους
έδιωξαν χωρίς να τους προσφέρουν τίποτα, εκτοξεύοντας τους τις
εξής περιφρονητικές φράσεις:
« Ντροπή σας,, όντας Έλληνες και μάλιστα στην Βουλγαρική υπηρεσία
142
να μιλάτε τη γλώσσα τους. Χαθείτε από δω, γιατί όσο δεν θέλουμε τους
Βούλγαρους,, άλλο τόσο δεν θέλουμε και αυτούς που μιλούν την
γλώσσα τους ».
Προσβληθήκαμε, εξομολογούνταν αργότερα οι συνάδελφοι μου,
όταν φθάσανε άπρακτοι στο σταθμό. Πεινούσαμε, δεν ξέραμε με
ποιους μιλούσαμε, γίναμε ρεζίλι. Σαν επιστέγασμα αναφέρω και πάλι
τη στιγμή που ξεκίνησε η αμαξοστοιχία από τη Δράμα προς το
εσωτερικό και από δική μου πρωτοβουλία, σαν σε σύνθημα, άρχισα
να τραγουδάω το άσμα των Σουλιωτισσών. O αντίλαλος του
τραγουδιού, που το τραγουδούσαν σαν εμβατήριο πάνω από
οχτακόσα Ελληνόπουλα, θα μου μείνει πάντοτε αξέχαστος.
10. Οι σχέσεις μου με τον αξιωματικό Πέτερ Στογιάνωφ
Κάποια μέρα του Αυγούστου,τότε που έλειπε το ένα τρίτο των
συναδέλφων με άδεια και οι συνθήκες δουλειάς είχαν χαλαρώσει
αρκετά, την ώρα που δούλευα με ένα λοστό στο χέρι για να βγάλω
πέτρες, με πλησίασε o διμοιρίτης μας, ανθυπολοχαγός Πέτερ
Στογιάνωφ, με χτύπησε χαϊδευτικά με τη βέργα του στους καρπούς
των χεριών και μου σύστησε να επιβραδύνω τη δουλειά ή και να τη
σταματήσω :
- «Αμπεριάδη, η δουλειά του κράτους δεν τελειώνει με ένα ή δύο
χτυπήματα στους βράχους παραπάνω. Σταμάτα τη δουλειά και έλα να
συζητήσουμε.
Ζήτησε να μάθει για την οικογενειακή μου κατάσταση, τα οικονομικά
μας και γενικά για τη ζωή μας κάτω από τις νέες συνθήκες στη
Μπελομόρια.Του εξέθεσα την κατάσταση, όπως την ήξερα. Είμαστε
του είπα πρόσφυγες από τον Πόντο. Δεν προφθάσαμε να συνέλθουμε
από τις ταλαιπωρίες, δεν καταφέραμε να ριζώσουμε στα μέρη μας και
μια νέα εποχή γεμάτη από αγωνία και δεινά μας πρόφτασε.
Φταίει ο πόλεμος, του είπα, από αυτόν υποφέρανε οι πατέρες μας
από την προσφυγιά, από αυτόν υποφέρουμε και εμείς. Μου εξέφρασε
την συμπάθειά του για τα δεινά μας και πως όλα αυτά θα βρουν την
λύση τους στο τέλος του πολέμου.
'Ηταν εκείνος ο αξιωματικός που έκανε την έρευνα για να μας
πάρουν τα χρήματά μας και ψάχνανε για διάφορα ύποπτα
σημειώματα, έτσι λίγο έλειψε να βρει και τον δικό μου
κρυπτογραφημένο κώδικα τον οποίο είχα κρύψει στη ράχη του
Γαλλοελληνικού λεξικού. Αργότερα του έκαμε εντύπωση η
Βουλγαρομάθειά μου. Με παρουσίασε στον λοχαγό λέγοντας για
μένα τα καλύτερα λόγια και τώρα ενδιαφερότανε να μάθει για την
κατάστασή μας στην πατρίδα.
'Υστερα από τις παραπάνω πληροφορίες που του έδωσα, τον
ευχαρίστησα για το ενδιαφέρον του και του υποσχέθηκα πως δεν θα
143
τον ξεχάσω ποτέ, γιατί είναι ο μόνος αξιωματικός που πλησιάζει τους
συναδέλφους χωρίς άγριες διαθέσεις, όπως οι υπόλοιποι ομοιόβαθμοι
του, αλλά με φιλικό ενδιαφέρον. Τη φιλοφρόνησή μου αυτή τη
δέχθηκε ευνοϊκά, αν κρίνω από το φέρσιμό του. Άλλωστε και εγώ του
εξέφρασα τα συναισθήματά μου χωρίς την ελάχιστη πρόθεση
κολακείας. Ελπίζουμε του είπα στο γρήγορο τέλος του πολέμου και
σε μία μακροχρόνια ειρήνη. Μάλιστα προχώρησα ακόμη παραπέρα,
εκφράζοντας την ελπίδα μου για τη συμμαχική νίκη και την
αποκατάσταση της πατρίδας μου. Όταν θα έρθει αυτή η ώρα,
επανέλαβα, τότε τα σημερινά μας βάσανα θα μείνουν μια απλή
ανάμνηση. Ευχήθηκε και αυτός τη γρήγορη λήξη του πολέμου και το
αντάμωμα μας, με την αποκατάσταση της ειρήνης.
Τα προηγούμενα γεγονότα, αλλά ιδιαίτερα η τελευταία μας
συνομιλία, συντέλεσαν στο να αναπτυχθεί μεταξύ μας μια αμοιβαία
αλληλοεκτίμηση. 'Οχι βέβαια η εκτίμηση που υπάρχει ανάμεσα σε
ένα σκλάβο και τον εργοδηγό του, αλλά η εκτίμηση που υπάρχει
ανάμεσα σε δύο άτομα, όταν, παρόλο που ο καθένας έχει τις δικές του
πεποιθήσεις, η σχέση αυτή διακατέχετε από αγνά και αλτρουιστικά
αισθήματα.
Η γνωριμία μου με τον αξιωματικό Πέτερ Στογιάνωφ ήταν
αποφασιστική για την παραπέρα τύχη μου, ίσως ακόμη και μέχρι
σήμερα που γράφω αυτές τις γραμμές. Η συνομιλία μας κράτησε
περισσότερο από μία ώρα, εν ώρα εργασίας μάλιστα. Συντέλεσε στην
τόνωση του ηθικού μου και στην αμοιβαία εκτίμηση που αποκτήσαμε
ο ένας για τον άλλο. Κυρίως γιατί έμαθα πως και η άλλη πλευρά
κατανοούσε την δύσκολη θέση μας. Αλλά για τα αποτελέσματα της
γνωριμίας αυτής θα επανέλθω σύντομα.
Με την ευκαιρία αυτή πρέπει να ομολογήσω πως πάρα πολλοί
Βούλγαροι ήταν φιλικά διατεθειμένοι απέναντί μας. Το κλίμα όμως
που επικρατούσε τότε, ως συνέπεια της δικτατορικής διακυβέρνησης
της χώρας από τα ακροδεξιά στοιχεία, δεν ήταν καθόλου ευνοϊκό για
την ανάπτυξη των αγνών αισθημάτων ανάμεσα στους λαούς μας.
Έπειτα δεν υπήρχε αντιπολίτευση, ώστε με τον έλεγχό της να μπορεί
να περιορίσει τις ατασθαλίες και τις αυθαιρεσίες σε βάρος μας και
αυτό το αδύναμο φιλικό ενδιαφέρον μερικών Βουλγάρων για μας,
ήταν σχεδόν ανύπαρκτο. Εκτός των άλλων βέβαια, υπήρχε και ο
φόβος μήπως παρεξηγηθούν από τα όργανα της κυβέρνησης για τη
φιλική τους στάση απέναντί μας.
144
11.
Το ακμαίο ηθικό των συναδέλφων και γενικά τoυ
Ελληνικού στοιχείου
Το απόγευμα της 3lης Αυγούστου 1942 επιστρέψανε από την
εικοσαήμερη άδειά τους οι συνάδελφοι της πρώτης σειράς. 'Ηρθαν αργά,
έγινε το προσκλητήριο, πήραν το δείπνο τους και αργά τη νύχτα
τακτοποιήθηκαν στις παλάτκες τους. 'Ετσι δεν μπόρεσα να μάθω εκείνο
το βράδυ νέα για την οικογένειά μου. Ευθύς αμέσως, το ίδιο βράδυ,
κινήθηκε η διαδικασία να φύγει η δεύτερη σειρά, μέσα στην οποία
ήμουνα και εγώ, για τις πατρίδες μας. Φευγαλέα το επόμενο πρωινό, όταν
οι άνδρες της πρώτης σειράς πήγαιναν για τη δουλειά και εμείς
ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, με πλησίασε ο Μιχάλης Καλούσης,
κάτοικος Κεχροκάμπου και μου είπε :
- « Παναγιώτη φεύγεις με άδεια.και θα τα μάθεις καλύτερα τώρα που
θα πας στo σπίτι σου. Αλλά πρέπει να σου πω και εγώ σαν φίλος, πως ο
αδελφός σου ο Νίκος είχε άσχημα μπλεξίματα με τους Βούλγαρους.
Κατηγορήθηκε ότι τροφοδοτούσε τους αντάρτες, πιάστηκε,
κακοποιήθηκε, αλλά τώρα είναι καλά. Ήταν η πρώτη φορά που
μάθαινα για το άλλο, μεγαλύτερο δράμα της οικογένειάς μου και έτσι η
χαρά για την άδειά μου αμαυρώθηκε από την πρώτη κιόλας μέρα, για
την ταλαιπωρία του αδελφού μου».
Παραδώσαμε την στρατιωτική μας στολή στις αποθήκες του
λόχου και πήραμε τα πολιτικά μας ρούχα, αυτά που είχαμε παραδώσει
τον περασμένο Μάιο κατά την κατάταξή μας στα εργατικά τάγματα.
Ακολούθησε η διανομή ξηράς τροφής για τρεις μέρες, όσες
υπολογιζότανε να διαρκέσει το ταξίδι μας. 'Υστερα ένας βαθμοφόρος
μας έκανε συστάσεις σχετικά με τη διαγωγή μας κατά την διεξαγωγή
του ταξιδιού. Ήμασταν περίπου ογδόντα άτομα της δεύτερης σειράς
που κάναμε χρήση της αδείας μας. Έγινε η απαραίτητη αγγαρεία για
το καθάρισμα των κοινόχρηστων χώρων, ενώ περιμέναμε να' ρθουν
τα αυτοκίνητα και να μας μεταφέρουν στο σιδηροδρομικό σταθμό του
Καρλόβου. Τελικά στις 11 το πρωί έφτασαν τα αυτοκίνητα και χωρίς
πολλές διατυπώσεις ανεβήκαμε σ' αυτά και πήραμε το δρόμο της
επιστροφής για τα σπίτια μας.
Το απόγευμα φθάσαμε στο Κάρλοβο και επιβιβαστήκαμε αμέσως
στο τρένο για την πατρίδα. Η κατάσταση της υγείας μου τις μέρες
εκείνες δεν ήταν αυτή που επιθυμούσα. Είχα αδυνατίσει σε σημείο
επικίνδυνο, είχα χάσει πολύ βάρος. Αισθανόμουνα ατονία και με είχε
καταλάβει μία απαισιοδοξία και σοβαρή μελαγχολία. Η ιδέα πως κάτι
σοβαρό συνέβη στο σπίτι, για το οποίο αόριστα μου μίλησε o
Μιχάλης, δεν με άφηνε να ησυχάσω. Με κυρίευσε στεναχώρια, ας
είναι καλά οι συνάδελφοί μου, μου έδωσαν θάρρος και έτσι πέρασα
τις δύσκολες εκείνες ώρες.
Κατά την διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής, λόγω της
εξάντλησης από την οποία υπέφερα, η κατάστασή μου έγινε ακόμη
χειρότερη. Είχαμε και την ταλαιπωρία του ταξιδιού, αλλά αυτό ήταν
145
το λιγότερο. Καθώς ήμουν σκελετωμένος και υπέφερα από μεγάλη
αδυναμία, επιδόθηκα στην αλόγιστη κατανάλωση φρούτων, πράγμα
που επιδείνωσε ακόμη περισσότερο την υγεία μου. Μου
παρουσιάστηκε μία σχεδόν αδιάκοπη διάρροια και σοβαρές
στομαχικές διαταραχές, με αποτέλεσμα να καταντήσω ράκος. Κατά τα
άλλα το ταξίδι μας ήταν ομαλό. Δεν είχαμε περιπέτειες, ούτε και τα
αυστηρά μέτρα ασφαλείας, όταν μας πήρανε από τα σπίτια μας τον
περασμένο Μάιο.
Στο σταθμό του Σιδηροκάστρου στο πρόσωπο μιας γυναίκας, είδα
όλη τη τυράννια και την ανέχεια που μάστιζε τον κόσμο. Η γυναίκα
αυτή καθότανε στα παγκάκια του σταθμού, περιμένοντας το τρένο.
'Ηταν απελπισμένη, ψειριασμένη, με πληγές σ’ ολόκληρο το σώμα
της από τα ξυσίματα με τα νύχια για να απαλλαγεί από την ψείρα,
βουτηγμένη μέσα στην ακαθαρσία και στη βρωμιά, σχεδόν γυμνή, ένα
αποτρόπαιο θέαμα. Η κατάσταση της γυναίκας αυτής ήταν τόσο
αποκρουστική, που όταν την καλοσκέφτηκα, σιχάθηκα πρώτα τον
εαυτό μου και ύστερα την κοινωνία μέσα την οποία βρισκόμασταν.
Δεν ξέρω αν ήταν Βουλγάρα, Ελληνίδα ή Τσιγγάνα, δεν είχε σημασία
η εθνικότητα. Σημασία είχε το κατάντημα του ανθρώπου, όταν
μπλέκεται στα γρανάζια της μιζέριας και της δυστυχίας. Η δυστυχία
μάλιστα είναι εκείνη που συντελεί στην εξίσωση των ατόμων
ανεξάρτητα από φυλή, γλώσσα, θρησκεία και εθνικότητα. Υπάρχουν
στιγμές που, όταν κάποιος γίνεται μάρτυρας παρόμοιων
καταστάσεων, σαν αυτή της προαναφερόμενης γυναίκας, να ντρέπεται
για την ανθρώπινη φύση του.
Μερικοί συνάδελφοι την περιεργάζονταν ειρωνικά. Εγώ όμως την
έβλεπα με συμπόνια, γιατί ήξερα πως στα ίδια χάλια, αν όχι και
χειρότερα θα εύρισκα την μητέρα μου. 'Ηταν η πρώτη φορά στη ζωή
μου που έβλεπα γυναίκα σχεδόν γυμνή. Η αποκρουστική αυτή εικόνα
αποτυπώθηκε από τότε στο μυαλό μου και στη θέα ημίγυμνων
γυναικών το καλοκαίρι στις ακρογιαλιές, πάντα φέρνω μπροστά μου
τη μορφή της δυστυχισμένης εκείνης γυναίκας. 'Ηταν η πρώτη
εντύπωση που σχημάτισα για το αντίθετο φύλλο.
Στις 3 Σεπτεμβρίου φτάσαμε στη Δράμα όπου και
διανυκτερεύσαμε σε ένα παλιό Ελληνικό ξενοδοχείο. Η Δράμα τότε
είχε μεταβληθεί σε μια Βουλγαρική αγροτούπολη. Δεν υπήρχε τίποτα
εκεί πια που να θύμιζε Ελλάδα. Η ομιλία στους δρόμους, οι
πολυάριθμοι Βούλγαροι επαγγελματίες και αγρότες που
μεταφέρθηκαν από το εσωτερικό, οι επωνυμίες των μαγαζιών, οι
αναγραφές στους τοίχους ακόμη και οι επιγραφές των νεκροταφείων,
όλα ήταν Βουλγαρικά. Με τη σφαγή του Ελληνικού στοιχείου τον
περασμένο Σεπτέμβριο επαγγελματίες, εκπαιδευτικοί, διανοούμενοι
και άλλοι έφυγαν στη Γερμανοκρατούμενη Θεσσαλονίκη και
παρέμεινε μόνο η ανώνυμη μάζα του απλού λαού, κυρίως
γυναικόπαιδα, που όλη τη μέρα περιφερότανε στους δρόμους γυμνοί
και πεινασμένοι. Ο εκβουλγαρισμός προχώρησε πολύ. Ελληνικά
άκουγε κανείς μόνο στις γειτονιές. Μόνο μία Ελληνική επιγραφή
146
γλίτωσε από τον εκβουλγαρισμό, ο τίτλος του εργοστασίου
ασβεστοποιίας "ΑΙΜΟΣ". Θα καταστρεφόταν και αυτή, αλλά ήταν
κάπως δύσκολο, αφού έπρεπε να κατεδαφιστεί η καμινάδα, έτσι
σώθηκε. Μέχρι ποιο σημείο προχώρησε η αφομοίωση του κόσμου με
τον δυνάστη και ποια ήταν τα αισθήματα και οι προθέσεις του
δυνάστη, φαίνεται αρκετά καλά από το παρακάτω επεισόδιο με ήρωα
τον γράφοντα, τη μέρα εκείνη στις 3 Σεπτεμβρίου 1942 στη Δράμα.
Πήγα σε ένα βιβλιοπωλείο στη κεντρική πλατεία της Δράμας για
να αγοράσω εφημερίδα. Μπήκα στο μαγαζί και ρώτησα τον
βιβλιοπώλη στα Ελληνικά, αν είχε εφημερίδα της ημέρας.
- « Εδώ είναι Βουλγαρία, μου είπε, να μιλήσεις Βουλγαρικά, δεν
περνάνε τα Ελληνικά σου.
Του επανέλαβα την αίτησή μου αυτή τη φορά στα Βουλγαρικά, οπότε
βλέπω έξαλλο τον Βούλγαρο, μόνο που δεν όρμισε πάνω μου, να μου
λέει :
- «Αφού κατέχεις τη γλώσσα μας, γιατί δεν τη μιλάς ; Όλοι σας ξέρετε
Βουλγαρικά, αλλά δεν σας αφήνει ο Ελληνικός σωβινισμός να τα
μιλήσετε ».
Παραβλέποντας την χρονολογική σειρά των γεγονότων, παραθέτω
πως ύστερα από είκοσι χρόνια συνάντησα τον ίδιο βιβλιοπώλη στην
πόλη Σβίστωφ της Βουλγαρίας να καταγίνεται με την ίδια δουλειά,
αυτή τη φορά ως υπάλληλος, γιατί στη Βουλγαρία μετά την
μεταπολίτευση, δεν υπήρχε ιδιωτική πρωτοβουλία. Του ανέφερα το
περιστατικό. Δεν θυμόταν ή μάλλον έκανε πως δεν θυμάται. Δεν έχει
σημασία μου είπε αν θυμάμαι ή όχι. Σημασία έχει ότι είχαμε πιστέψει
τον προσωρινό ρόλο που μας έδωσε η ευνοϊκή τότε εξέλιξη του
πολέμου. Πήραμε στα σοβαρά την προσωρινή όπως αποδείχθηκε
εύνοια της τύχης, αλλά και εσείς δεν λέγατε να παραδεχθείτε τη νέα
τάξη πραγμάτων.
Το απόγευμα της άλλη μέρας στις 4 Σεπτεμβρίου φτάσαμε στη
Σταυρούπολη, τον τελευταίο σταθμό της διαδρομής. Από κει με τα
πόδια σε δύο ώρες ήμασταν στον Κεχρόκαμπο. 'Ηταν Κυριακή και
μερικοί χωριανοί μας επωφελούμενοι από την γιορτή ήρθαν στον
Κεχρόκαμπο. Παραμείναμε εκεί λίγη ώρα για να ξεκουραστούμε και
μετά πήραμε τον δρόμο για το χωριό μας, όπου φτάσαμε σε δύο
ώρες.
Είχαν συμπληρωθεί τέσσερις μήνες που εγκαταλείψαμε το χωριό.
Τώρα έρχονται στη μνήμη μου όλες οι σκηνές της αναχώρησης μας.
Οι κοπετοί της μητέρας μου, τα δάκρυα των αδελφών και φίλων μου
και η εικόνα ολόκληρου του χωριού, με όλον σχεδόν τον πληθυσμό
να μας αποχαιρετά, καθώς πηγαίναμε στο άγνωστο. Μ' αυτές τις
αναμνήσεις, ανεβήκαμε το λόφο, όπου βρίσκονταν η τοποθεσία
αλώνια του χωριού και μπήκαμε σ’ αυτό. Πρώτη μας αντιλήφθηκε η
Eυσαία, μια ξαδέλφη μου και αμέσως σήκωσε το κόσμο με τις φωνές
αναγγέλλοντας τον ερχομό μας. 'Ετρεξε να μας προϋπαντήσει.
147
'Ορμισε πάνω μου, με αγκάλιαζε, με φιλούσε και ρωτούσε χωρίς να
σταματήσει για την τύχη μας. Σε λίγα λεπτά έφθασε το Συμεών, ο
πατέρας του συγχωριανού και συναδέλφου μου Αλέκου. Με
αγκάλιασε, με φίλησε και δεν απομακρυνόταν από κοντά μας. Στη
κεντρική πλατεία του χωριού, δίπλα στο αλώνι, μας σταμάτησαν οι
χωρικοί με χειραψίες, αγκαλιάσματα, χαιρετισμούς και δάκρυα χαράς.
Από τους πρώτους έφθασε o αδελφός μου Νίκος. Μετά από αγκαλιές,
φιλιά και δάκρυα χαράς μου εξιστόρησε εκεί με λίγα λόγια τα
μαρτύρια που τράβηξε στη φυλακή. Πως διακόψανε οι βασανιστές το
φρικτό έργο τους, όταν χτυπώντας τον με τον υποκόπανο στο στήθος
σπάσανε την χτένα που είχε στη τσέπη του πουκαμίσού του,
νομίζοντας λοιπόν πως σπάσανε κάποιο κόκαλο σταμάτησαν το ξύλο.
Στο μεταξύ μαζεύτηκαν όλοι σχεδόν οι άνδρες στην πλατεία. Τους
βρήκα όλους σε πολύ καλύτερη κατάσταση από κείνη που τους
άφησα τον περασμένο Μάιο. Τότε είχαν μείνει σκελετοί από την
πείνα. Βγήκε η νέα σοδειά, φάγανε, ζωηρέψανε και άλλαξε προς το
καλύτερο το χρώμα τους. Τώρα που τους αντικρίζω όλους έτσι
ζωηρούς και ροδοκόκκινους, σε αντίθεση με μένα που έμεινα
φάντασμα από την κακομεταχείριση στα εργατικά τάγματα, με πήρε
το παράπονο. Χωρίς να το θέλω, ξέσπασα σε λυγμούς.
Μη σου κάνει εντύπωση η υγεία μας, ήταν επόμενο να
ανακτήσουμε τις δυνάμεις μας, μου είπε ένας χωρικός, ο Παναγιώτης
Ναθαναηλίδης. Βγάλαμε νέα σοδειά, φτιάξαμε ψωμί, φάγαμε,
χορτάσαμε, αυτό είναι όλο. Οι καλοί μου συγχωριανοί δεν
σταματούσαν τις ερωτήσεις και ζητούσαν να μάθουν για την ζωή μας
στο εσωτερικό. 'Εφθασε και η μητέρα μου ξεσπάζοντας σε κλάματα,
αυτή την φορά όμως επρόκειτο για δάκρυα χαράς. 'Υστερα άρχισε να
θρηνεί για την ατυχία του αδελφού μου Νικόλαου και τα μαρτύριά
που είχε υποστεί στη φυλακή. Ο Νίκος δεν έπαυε να τονίζει πως τώρα
η υγεία του βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση. 'Ηταν όμως λόγια
που ερχότανε σε αντίθεση με την εμφάνισή του η οποία δεν ήταν
καθόλου ικανοποιητική. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό, ενώ τα ίχνη
από τον ξυλοδαρμό ήταν ακόμη φανερά στο σώμα και το πρόσωπο.
'Ωρα πολύ συζητούσαμε εκεί με τους συγχωριανούς μου για την
κατάντια της πατρίδας μας και την ανείπωτη συμφορά που την βρήκε.
Παραξενεύτηκα όμως με την ακράτητη αισιοδοξία τους. Ο πόλεμος
θα τελειώσει γρήγορα, μου είπαν, αφού σε λίγους μήνες θα νικήσουν
οι σύμμαχοι. Τους είπα πως αυτοί είναι οι πόθοι τους. Θα γίνουν
βέβαια όλα όπως τα λέτε, εξακολούθησα, όχι όμως τώρα, αλλά σε δύο
χρόνια κατά το 1944, τώρα δεν γίνεται τίποτα. Οι Γερμανοί είναι πολύ
δυνατοί. Φθάσανε στο Στάλιγκραντ και βρίσκονται εβδομήντα
χιλιόμετρα από την Αλεξάνδρεια, στο Ελ Αλαμέιν. Αυτοί συνέχιζαν
να υποστηρίζουν τις απόψεις τους, αφού αυτό τους συνέφερε και
αποτελούσε γενική επιθυμία. Πήγα στο σπίτι μου, όπου με
επισκέφθηκαν οι πιο στενοί συγγενείς. Με ρωτούσαν συνέχεια για τη
ζωή μας στη Βουλγαρία, για τις συνθήκες δουλειάς, για όλα. Με τη
σειρά μου ενημερώθηκα με κάθε λεπτομέρεια για την περιπέτεια του
148
αδελφού μου. Αυτή βέβαια είναι μια άλλη ιστορία.
'Εφθασα στο σπίτι μας σε κακά χάλια. Είχα αδυνατίσει φοβερά
από τις ταλαιπωρίες στη δουλειά και από τις περιπέτειες του
ταξιδιού. Δεν έφταιγε το ταξίδι, αλλά η λαιμαργία και η αλόγιστη
κατανάλωση φρούτων κατά την επιστροφή, με αποτέλεσμα την
επιδείνωση της υγείας μου, αντιμετωπίζοντας διάρροιες, στομαχικές
ενοχλήσεις και πυρετό. Δεν είχα κουράγιο για περπάτημα, ούτε για
την παραμικρή κίνηση ακόμη. Απόσταση που παλαιότερα την
κάλυπτα σε μια ώρα, τώρα χρειαζόμουν πολλαπλάσιο χρόνο. Το πρωί
δεν είχα διάθεση να σηκωθώ από το κρεβάτι.
Δεν άργησα να ενημερωθώ για την οικονομική κατάσταση της
οικογένειάς μου, η οποία ήταν αρκετά ικανοποιητική. Μόλις είχε
τελειώσει η συγκομιδή του σιταριού, ενώ ήταν σε αρκετά καλή
εξέλιξη οι υπόλοιπες καλλιέργειες, όπως του καλαμποκιού και της
πατάτας. Δεν έκανα κανένα πρόγραμμα προμήθειας για όλη τη
χρονιά. Είχα καιρό, όταν θα επέστρεφα με απολυτήριο από τη
Βουλγαρία, θα φρόντιζα για όλα.
Η κατάσταση της υγείας μου ιδιαίτερα τις πρώτες μέρες που
έφθασα στο σπίτι μου δεν ήταν καθόλου καλή. Αδιαθεσία, αδυναμία
και συνεχείς αιμορραγίες από τη μύτη ήταν καθημερινό φαινόμενο.
Είχα εξαντληθεί σε επικίνδυνο σημείο. Η μητέρα μου έκανε τα
αδύνατα δυνατά για να με περιποιηθεί, αλλά τα τρόφιμα ήταν λιγοστά
Παρόλο αυτά προμηθευτήκαμε λίγο μέλι το οποίο το αναμείγνυα με
βούτυρο και τα έπαιρνα σαν δυναμωτικά Ευτυχώς είχαμε μπόλικο
γάλα και καρύδια, έτσι με τη τροφή αυτή σε λίγες μέρες συνήλθα,
ανέκτησα το θάρρος μου, ανάρρωσα και αποκαταστάθηκε η υγεία
μου. Βοηθούσα όσο ήταν δυνατόν, όσο μπορούσα, στις αγροτικές
δουλειές και έδινα οδηγίες στον Νίκο για να προμηθευτούμε
συμπληρωματικά τρόφιμα μέχρι την επόμενη σοδειά του χρόνου. Οι
μέρες όμως της άδειάς μου τελειώσανε. Ετοιμάστηκα για να
επιστρέψω στη δουλειά στα Εργατικά Τάγματα, κοντά στους
συναδέλφους μου οι οποίοι μας περίμεναν για να πάρουν και αυτοί
άδεια. Δεν σκέφθηκα καν να φύγω στη Θεσσαλονίκη. Πρώτα δεν
ήταν δυνατό να το κάνω, η θέση μου ήταν κοντά στους συναδέλφους
μου και το σπουδαιότερο προέβλεπα γρήγορα την απόλυσή μας από
το Στρατό. Ξεκίνησα λοιπόν μαζί με τον Αλέκο Ζεϊτίδη για την
επιστροφή.
Από κακό όμως υπολογισμό των ημερών που διαρκούσε το ταξίδι,
αργήσαμε μια μέρα να παρουσιαστούμε στη μονάδα μας. Ξεκινήσαμε
από το χωριό για το ταξίδι της επιστροφής στις 18 Σεπτεμβρίου. Στο
σταθμό της Σταυρούπολης μάθαμε πως όλοι οι υπόλοιποι συνάδελφοί
της ίδιας σειράς, ξεκίνησαν από εκεί την προηγούμενη για την
Βουλγαρία. Αυτό δεν μας φόβισε καθόλου, δεν λογαριάσαμε τις
συνέπειες της καθυστέρησης. Επιβιβαστήκαμε στα τρένα και μέσω
Δράμας φτάσαμε στο Σιδηρόκαστρο όπου αλλάξαμε τρένο, τα
ντεκωβίλ.
Η κατάσταση του κόσμου που βλέπαμε στη διάρκεια του ταξιδιού
149
μας δεν ήταν καθόλου ευχάριστη. Εκτός από ελάχιστους χωρικούς
που ήταν αρκετά ζωηροί στην εμφάνιση, παρόλο που ήταν ντυμένοι
με κουρέλια, όλος ο υπόλοιπος κόσμος ήταν σε άθλια οικονομική
κατάσταση. 'Ολοι ήταν ρακένδυτοι ή γυμνοί και ξυπόλυτοι. Τα ρούχα
που φορούσαν ήταν μπαλωμένα και ήταν αδύνατο από τα πολλά
μπαλώματα, να ξεχωρίσει κανείς το πρωτότυπο ύφασμα.
Χρησιμοποιούσαν τσαρούχια από δέρμα ζώων, ή ξύλινες παντόφλες,
τα τσόκαρα ή ήταν τελείως ξυπόλυτοι. Οι σιδηροδρομικοί σταθμοί,
σαν αυτόν του Σιδηροκάστρου, στην αίθουσα αναμονής και όλους
τους γύρω χώρους ήταν γεμάτοι από τα ανεπιθύμητα αυτά ζωύφια που
κυκλοφορούσαν παντού σαν τα μυρμήγκια, στα καθίσματα, στο
πάτωμα, τις χαραμάδες και ιδιαίτερα πάνω στη χλόη. Αλίμονο σε
όποιον καθότανε εκεί. Στη στιγμή γέμιζε ψείρα και ύστερα άρχιζε o
κνησμός και ο αγώνας αποψειριασμού.
Μετά από δύο ώρες βολευτήκαμε σε ένα μικρό βαγόνι της στενής
γραμμής. Το βαγόνι ήταν άνετο. Είχα συντροφιά ένα στρατιώτη των
μάχιμων μονάδων του Βουλγαρικού στρατού. Δεν αργήσαμε να
αλληλοσυστηθούμε, όταν έμαθε πως είμαι 'Ελληνας και δούλεύα στα
καταναγκαστικά έργα στη πατρίδα του, εξέφρασε την ικανοποίησή
του λέγοντας :
- « Καλά να πάθετε. Σας κυρίευσε ο φανατισμός. Νομίσατε πως θα τα
βγάλετε πέρα με τους Γερμανούς.
- Έχει ο καιρός γυρίσματα, του απάντησα αμέσως. Είναι καιρός σας
τώρα. Κάνετε ότι μπορείτε, μην ξεχνάτε όμως ότι θα έρθει και η σειρά
μας και τότε θα λογαριαστούμε, γιατί ο πόλεμος δεν τελείωσε ακόμη ».
'Ορμησε πάνω μου με κακές διαθέσεις. 'Εβαλα τις φωνές πως είμαι
στρατιώτης στα εργατικά τάγματα και πως ο συνάδελφος αυτός είχε
την πρόθεση να με κακοποιήσει, τότε προσέτρεξαν να με βοηθήσουν
μερικοί σιδηδρομικοί υπάλληλοι και τον απομάκρυναν από το βαγόνι
μου.
Στο δρόμο ανάμεσα στη Σόφια και στο Πλόβδιβ διαπίστωσα ένα
αίσθημα δυσπιστίας που έτρεφαν απέναντί μας οι Βούλγαροι. 'Ετρωγα
μερικά κάστανα που πήρα από το σπίτι μου και προσέφερα μερικά
στον Βούλγαρο συνεπιβάτη μου. Δεν τα πήρε, φοβήθηκε μήπως ήταν
δηλητηριασμένα. Τα δέχτηκε μόνο, όταν έφαγα μπροστά του λίγα,
ώστε να τον πείσω για τις καλές μου διαθέσεις.
Στα μέρη εκείνα φαίνεται πως υπήρχε φιλελληνικό ρεύμα. Το
διαπιστώσαμε γιατί, όταν τραγουδούσαμε μερικά Ελληνικά πατριωτικά τραγούδια, οι επιβάτες μας τριγύριζαν και μας περιεργαζότανε
άφωνοι. Αργά τη νύχτα περάσαμε από το φυλάκιο του δρόμου,
δηλαδή από το Κάρλοβο, προς το Καρνάρε. O σκοπός μας
σταμάτησε, ρώτησε για την ιδιότητά μας και μας άφησε ελεύθερους.
Φαίνεται πως ενημέρωσε αμέσως την υπηρεσία του, γιατί, ύστερα από
λίγο ακούσαμε φωνές να μας καλούν να σταματήσουμε.'Ηρθε κοντά
μας ένας λοχαγός με έναν στρατιώτη και μας ζήτησε περισσότερα
στοιχεία. 'Οταν βεβαιώθηκε και αυτός για την ιδιότητά μας, μας
άφησε ελεύθερους με μια χειρονομία επιδοκιμασίας στον ώμο την
150
οποία αρχικά την εξέβαλα σαν απόπειρα χειροδικίας και τραβήχτηκα
λίγο πίσω για να την αποφύγω. Χαμογέλασε τότε, με ξαναχτύπησε
ελαφρά, σχεδόν χαϊδευτικά στον ώμο, μας ευχήθηκε καλό δρόμο και
μας αποχαιρέτησε. Βρήκα την ευκαιρία και τον παρακάλεσα να
τηλεφωνήσει στην μονάδά μας και να αναγγείλει την άφιξή μας. Να
μη κάνουν καμιά ενέργεια αναζήτήσης μας, γιατί το άλλο πρωί θα
βρισκόμασταν παρόντες στο προσκλητήριο. Με προθυμία δέχτηκε ο
Λοχαγός την παράκληση μου. Υποσχέθηκε πως θα τηλεφωνήσει και
απ’ όσο έμαθα αργότερα, εκτέλεσε την υπόσχεσή του.
Περπατούσαμε όλη τη νύχτα και το πρωί φθάσαμε στην έδρα του
λόχου. Κανείς δεν μας είπε τίποτα για την καθυστέρηση και την
παραβίαση της άδειας κατά ένα εικοσιτετράωρο. Ούτε και χρειάστηκε
να δώσουμε εξηγήσεις σε κανένα. Μόνο ένας υπαξιωματικός, μεταξύ
σοβαρού και αστείου μας μάλωσε με δική του πρωτοβουλία, χωρίς να
υποστούμε άλλες συνέπειες για την αργοπορία μας.
Η εικοσαήμερη αυτή άδεια από τη δουλειά, στάθηκε σωτήρια για
μένα. Συνήλθα από την εξάντληση και έφερα λίγο χρώμα στο
πρόσωπο. Είχα επιτέλους την εμφάνιση που έχει ένας υγιείς
άνθρωπος.Η δουλειά από δω και πέρα δεν ήταν βαριά. ήταν λιγότερη
επειδή μίκραιναν οι μέρες και γιατί το κυριότερο τμήμα της είχε ήδη
τελειώσει. Πήραμε τον αέρα της, αλλά ήταν η πείνα που μας
ταλαιπωρούσε. Η ιδέα βέβαια πως με την μεταβολή του καιρού θα
μας άφηναν ελεύθερους, μας έδινε κουράγιο για την παραπέρα
διαμονή μας.
'Ηταν φθινόπωρο πια, αρχές Σεπτεμβρίου. Καθημερινά επικρατούσε λιακάδα, ο ουρανός ήταν καταγάλανος και η φύση είχε μια
εξαιρετική ομορφιά. Απολάμβανε κανείς πραγματικά την αρμονία της
φύσης, έτσι όπως βλέπαμε τα φύλλα των δένδρων να κιτρινίζουν και
σε λίγες μέρες να πέφτουν. Πρόκειται για την πρόνοια της φύσης
λόγω της δριμύτητας του χειμώνα που πλησίαζε και ας ήταν όλα
χάρμα οφθαλμών.
Κάποια μέρα προς το τέλος του Σεπτέμβρη παρουσιάστηκα στον
ανθυπολοχαγό μας Πέτερ Στογιάννοφ στον οποίο, αφού ανέφερα την
κατάσταση που επικρατούσε στα μέρη μας από πλευράς ασφαλείας
και την τρομοκρατία που ασκούσαν οι συμπατριώτες του εις βάρος
μας, τον παρακάλεσα να με εφοδιάσει από την Διοίκηση με ένα
πιστοποιητικό ή βεβαίωση που να αναφέρει πως στο διάστημα της
θητείας μου στα Βουλγαρικά εργατικά τάγματα έδειξα προθυμία για
τη δουλειά και γενικά νομιμόφρονα στάση. Φάνηκε να τον αγγίζει το
οικογενειακό μου δράμα, μου έδειξε κάποια συμπόνια και εξέφρασε
τη γνώμη πως για όλα αυτά φταίει ο πόλεμος και τη βεβαιότητα πως
ύστερα από τον πόλεμο, όλα θα τακτοποιηθούν. Μου υποσχέθηκε
επίσης πως θα διαβιβάσει το αίτημά μου στο λοχαγό.
'Υστερα όμως από δύο μέρες με ενημέρωσε πως το αίτημά μου
δεν ήταν δυνατό να ικανοποιηθεί. Ο Λοχαγός λυπάται πολύ, αλλά δεν
151
μπορεί να δώσει παρόμοια βεβαίωση, γιατί δεν έχει αυτή τη
δυνατότητα, αλλά ούτε και δικαιοδοσία για παρόμοιες βεβαιώσεις.
Μπορείς όμως, μου επανέλαβε, να κάνεις χρήση στις καταδιωκτικές
μας αρχές στα μέρη σας, αν κάποτε χρειαστεί, της ιδιότητάς σου ως
στρατιώτης στα εργατικά τάγματα και να είσαι βέβαιος πως θα βρεις
πάντοτε τη σχετική κατανόηση από τους δικούς μας. Είχε δίκιο η
Διοίκηση, δεν μπορούσε να μου δώσει τη βεβαίωση που ζήτησα, αλλά
και αν μου την έδιναν, σε τίποτα δεν θα με ωφελούσε καθώς
απέδειξαν τα κατοπινά γεγονότα.
Τον ευχαρίστησα και πάλι για το ενδιαφέρον που έδειχνε όχι μόνο
για μένα, αλλά και για όλους τους συναδέλφους μου. Είστε, του είπα,
ο μόνος Βούλγαρος βαθμοφόρος που μας φέρεστε με τελείως
διαφορετικό τρόπο σε σύγκριση με τους συναδέλφους σας. Δεν
κακοποιήσατε ποτέ σας κανένα. Αντίθετα, μας συμβουλεύατε για τη
στάση που πρέπει να κρατήσουμε. Αυτό σας τιμά σαν άνθρωπο.
Εξέφρασε την ικανοποίησή του για την αναγνώριση των καλών
του προθέσεων για όλους μας. Θεωρώ, μου είπε, όλα τα Ελληνόπουλα
παιδιά μου και φροντίζω για.το καλό τους. 'Εχω και εγώ δύο παιδιά,
τα οποία πολύ θα με κακοφαινότανε, αν τα κακομεταχειριστούν αύριο
στο στρατό. Να κάνετε υπομονή, επανέλαβε, λίγες μέρες ακόμη και
να μη δώσετε αφορμή για κακομεταχείριση. Κουράγιο και σε λίγο
καιρό θα πάτε στα σπίτια σας, κοντά στις οικογένειές σας.
Πραγματικά αυτός ο αξιωματικός ήταν ο μοναδικός που δεν
μεταχειρίστηκε το ραβδί του στην πλάτη συναδέλφου, σε αντίθεση με
όλους σχεδόν τους υπόλοιπους πατριώτες του, που δεν έχαναν
ευκαιρία να κατεβάζουν τα ραβδιά τους στα κεφάλια και στις πλάτες
των ομήρων. 'Οσες φορές έκανε επιθεώρηση, η οποία γινόταν κάθε
πρωί, ουδέποτε χειροδικούσε, ούτε παρεκτρέπονταν χρησιμοποιώντας
βωμολοχίες. Αντίθετα με νουθεσίες, με ένα ελαφρύ χτύπημα στην
άκρη του παπουτσιού όταν χρειαζόταν γυάλισμα, ή με ένα χαΐδεμα
στο πρόσωπο για το ξύρισμα ή τέλος χρησιμοποιώντας διάφορες
προφορικές συστάσεις σχετικά με την εμφάνισή μας.
Με την ευκαιρία επαναλαμβάνω και πάλι πως υπήρχαν και άλλοι
Βούλγαροι που είχαν ανθρωπιστικά αισθήματα απέναντί μας. 'Ηταν
λιγότερο αυστηροί, προσπαθούσαν να φανούν δίκαιοι σε όλους, δεν
έκαναν διακρίσεις μεταξύ των δικών τους ή των ξένων, αλλά αλίμονο,
αυτοί ήταν ελάχιστοι και οι αγαθοεργές πράξεις τους ακόμη
λιγότερες. Εξάλλου τους επισκίαζαν οι μπράβοι του δυνάστη και
μάλιστα εκείνοι που με τις βάρβαρες πράξεις τους ήθελαν να φανούν
αρεστοί στους ανωτέρους τους.
Κάποια μέρα του τρίτου δεκαημέρου του Σεπτεμβρίου επρόκειτο
να μας επισκεφθεί, καθώς μας είπαν, ο Γερμανός υφυπουργός
εργασίας, συνοδευόμενος από Γερμανούς και Βούλγαρους επίσημους.
Δόθηκε εντολή από το Λοχαγό να ξυριστούμε, να γυαλιστούμε και να
βάλουμε μια ειδική, καινούργια ενδυμασία, μόνο όμως για εκείνη την
περίσταση. Η στολή αυτή φυλασσόταν στις αποθήκες του ιματισμού,
αποκλειστικά για ανάλογες περιπτώσεις.
152
Εξωραίστηκε το περιβάλλον των γραφείων, όλοι οι γύρω χώροι
και οι γωνίες των δρόμων. Μεταφυτεύτηκαν εκεί χλωρά και
καταπράσινα πεύκα όπως και άλλα δενδρύλλια. 'Εγινε σχολαστική
καθαριότητα και ο δρόμος ραντίστηκε με άφθονο νερό. 'Ετσι όλα
φαινότανε καθαρά και φρέσκα. Εν τω μεταξύ εμείς για πρώτη φορά
δουλεύαμε με τόση άνεση, απλά να φαίνεται πως εργαζόμασταν.
Μέσα στις καινούργιες μας στολές περιμέναμε τους επίσημους.
Πραγματικά περάσανε λίγο αργότερα, χωρίς να σταματήσουν στη
μονάδα μας, ίσως γιατί δεν είχαν καιρό. Ευνόητο πως αμέσως μετά
την διέλευση των επισήμων, παραδώσαμε τα καινούργια ρούχα στην
επιμελητεία του λόχου. Το περιστατικό αυτό είναι από εκείνα που
συμβαίνουν σε όλους τους στρατούς. Παρουσιάζουν στην επιθεώρηση
ότι καλύτερο υπάρχει, επιστρατεύουν την φαντασία τους για την
εμφάνιση απατηλής και ψεύτικης εικόνας τελείως διαφορετικής από
την πραγματικότητα. Έτσι αν οι επιθεωρητές είναι άπειροι και
φιλόδοξοι, βγάζουν συμπεράσματα ολότελα διαφορετικά από τα
πραγματικά.
12.
Απελευθέρωση και επιστροφή στην οικογένεια.
Συμπεράσματα.
Μπήκαμε στον Οκτώβριο του 1942. Ο καιρός κάθε μέρα και
χειροτέρευε. Εξακολουθούσε να επικρατεί λιακάδα σε καθημερινή
βάση. Παρόλα αυτά το κρύο όσο περνούσε ο καιρός, τόσο δριμύτερο
γινότανε. Τα φύλλα έπεσαν από τα δένδρα και η φύση ήταν έτοιμη να
δεχθεί τον χειμώνα, ο οποίος εκείνη τη χρονιά, όπως μας έλεγαν οι
ντόπιοι, άργησε να έρθει. Σύμφωνα με τους αξιωματικούς μας, όταν
θα έπεφταν τα πρώτα χιόνια, αμέσως θα ξεκινούσε η διαδικασία της
απόλυσης και o επαναπατρισμός των συναδέλφων, πάλι σε τρεις
σειρές, όπως ακριβώς συνέβη και στην άδεια για συγκοινωνιακούς
λόγους. Εν τω μεταξύ η διαβίωση μας εκεί βελτιώθηκε κατά κάποιο
τρόπο. Σταμάτησε η τρομοκρατία, το ξύλο, η κακομεταχείριση και
γενικά άλλαξε ο τρόπος συμπεριφοράς του δυνάστη. Πόσο
διαφορετική θα ήταν η ζωή μας, αν αυτά γινότανε από την αρχή της
ομηρίας! Εξακολουθούσαμε να εργαζόμαστε όπως και πριν.
Περιορίσθηκε όμως το πρόγραμμα σε λιγότερες ώρες και αυτό όχι
τόσο επειδή μίκραιναν οι μέρες, αλλά εξαιτίας του πρωινού και του
βραδινού ψύχους δεν ήταν δυνατόν να αποδώσουμε στη δουλειά
τόσο, όσο τους θερινούς μήνες.
'Ετσι φθάσαμε στις 12 Οκτωβρίου 1942. Εκείνη τη μέρα, όταν
πήγαμε το πρωί για το τσάι, είδαμε τη γη σκεπασμένη με ένα ελαφρύ
στρώμα χιονιού πέντε έως οκτώ εκατοστών. Το κρύο αυτό χιόνι που
σκέπαζε όλη τη γύρω γυμνή περιοχή, δηλαδή τις ζώνες του βουνού,
γινόταν ακόμη πιο κρύο από το φύσημα του ψυχρού αέρα. 'Ηταν τόσο
153
τσουχτερό το κρύο εκείνο το πρωί που πήγαμε για να πάρουμε το
πρωινό μας ντυμένοι με τις χλαίνες μας. Επίσης αν μερικές σταγόνες
τσαγιού πέφτανε στους γιακάδες μας, καθώς πίναμε το τσάι, αυτές
παγώνανε αυτόματα.
'Ηταν πια αδύνατο κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες να
συνεχιστεί η δουλειά, χωρίς κρυοπαγήματα ή ακόμη και θύματα. Η
Διοίκηση σκέφτηκε σοβαρά την αποσυμφόρηση του λόχου με την
απόλυση της πρώτης σειράς. Την απόφαση αυτή την επίσπευσε, όταν
από το δυνατό κρύο έπεσε αναίσθητος ένας συνάδελφός
ονομαζόμενος Πλακατής. Ενώ όλοι οι υπόλοιποι τουρτουρίζαμε
κυριολεκτικά.
Εδώ πρέπει να κάνω μια παρένθεση. Το κρύο αυτό ήταν αλήθεια
τσουχτερό, δεν ήταν όμως διαπεραστικό. 'Εκανε ένα κουβάρι τον
άνθρωπο, δεν ήταν όμως επικίνδυνο. Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε
πως όλο το περασμένο καλοκαίρι προηγήθηκε η μεθοδική εξάντληση
μας από την πείνα, την σκληρή δουλειά, τον ξυλοδαρμό και την
κακομεταχείριση. Τα τραγικά αποτελέσματα φάνηκαν από την πρώτη
κιόλας μεταβολή του καιρού και την εμφάνιση των χιονιών.
Τη μεθεπόμενη μέρα στις 14 Οκτωβρίου με διαταγή της
διοίκησης παρέμειναν οι συνάδελφοι της πρώτης σειράς στις
παλάτκες για να παραδώσουν τα δημόσια αντικείμενα που είχαν
χρησιμοποιήσει και να ετοιμαστούν την ίδια κιόλας μέρα για να
αναχωρήσουν για τα σπίτια τους.
Οι υπόλοιποι πήγαμε στη δουλειά. 'Επιασα εργασία με τον
συνάδελφό μου, τον Γιώργη Μαυρίδη από το Ελαιοχώρι Παγγαίου.
'Ηταν ένας από τους φυγάδες που τιμωρήθηκε με ξυλοδαρμό, η υγεία
του όμως είχε πια αποκατασταθεί. Καταγινόμασταν λοιπόν με το
άνοιγμα μιας τρύπας στο βράχο. Εκείνος κρατούσε ένα μυτερό σίδερο
που το στήριζε στη πέτρα και εγώ ένα σφυρί που το χτυπούσα δυνατά
στο σίδερο για το άνοιγμα της τρύπας. Συζητούσαμε πάνω στη
δουλειά για τη ζωή μας, για τις περιπέτειες του και τον πόλεμο, όσον
αφορά αυτά που μάθαινα από τις εφημερίδες. Θα ήταν η ώρα 10 το
πρωί, όταν η σάλπιγγα σήμανε έκτακτα το σταμάτημα της δουλειάς.
Επακολούθησε ένα σφύριγμα του λοχαγού για έκτακτη συγκέντρωση
στον χώρο του δρόμου.
Παραταχτήκαμε σε δυο σειρές από τη δεξιά και την αριστερή
πλευρά του δρόμου και άρχισε αμέσως η επιθεώρηση των ανδρών
από τους αξιωματικούς του λόχου. Βλέπω τότε τον φίλο μου Πέτερ
Στογιάννωφ, να με χτυπά ελαφρά στις άκρες των παπουτσιών, σημάδι
πως έπρεπε να βγω έξω από τη γραμμή.
Πετάχτηκα αμέσως έξω. Με νεύματα προς τον Πέτερ,
προσπάθησα να μάθω για τον σκοπό της εξόδου μου από τη γραμμή.
Με τα λίγα Ελληνικά του o Πέτρος μου είπε :
- « Να φύγει, να φύγει» !!
Δεν κατάλαβα καλά. Επανέλαβε με νεύματα την ίδια φράση. Να
φύγει, να φύγει. Ώστε ήμουν πια ελεύθερος και έπρεπε να ετοιμαστώ,
να φύγω από τον τόπο της ομηρίας; Στεκόμουν απέναντι του
154
αποσβολωμένος. Να φύγω, μα είναι αλήθεια πως ήρθε η ώρα της
απελευθέρωσης; Ναι, ήταν αλήθεια ότι θα αποδεσμευόμουν από την
ομηρία και κατά κάποιο τρόπο, ελεύθερος θα επέστρεφα στο σπίτι
μου. Μήπως ήταν όνειρο αυτό που μου συνέβαινε; Πόσες φορές
περίμενα την άγια τούτη ώρα και να τώρα που ο ανθρωπιστής
εκπρόσωπος του δυνάστη, μου χαρίζει την ελευθερία μου.
Αρκετή ώρα στεκόμουνα εκεί άπρακτος, μη ξέροντας τι να κάνω.
Στεκόμουν μαρμαρωμένος, κοιτάζοντας τον σωτήρα μου με ένα
απλανές βλέμμα, αγνοώντας πως θα αντιμετώπιζα τη νέα αυτή
κατάσταση. Κοίταζα τους συναδέλφους που αφήνω πίσω στην ομηρία
και ιδιαίτερα το συνεργάτη μου, τον Γεώργιο Μαυρίδη.
Αντιλαμβάνομαι τη θέση του, όταν τον ακούω να μονολογεί πως
αυτή είναι "τύχη". Βλέπω τους συναδέλφους μου που με νεύματα με
παρακινούν να φύγω, να φύγω αμέσως για τις παλάτκες και να
ετοιμαστώ για την επιστροφή στην πατρίδα. Αρκετή ώρα θα
βρισκόμουν εκεί σκεπτόμενος τι να κάνω. Βλέπω και πάλι τον
σωτήρα μου να με πλησιάζει και να μου λέει :
- « Παναγιώτη δεν κατάλαβες παιδί μου; Είσαι πια ελεύθερος.
Πήγαινε στον καταυλισμό να παραδώσεις τα στρατιωτικά σου είδη και
να φύγεις για το σπίτι σου ».
Τότε μόνο συνήλθα αντιλαμβάνοντας την πραγματικότητα.
'Ετρεξα στον συνεργάτη μου Γεώργιο Μαυρίδη, έπιασα το χέρι του
για αποχαιρετισμό και του ευχήθηκα γρήγορη απελευθέρωση.
- « Στο καλό φίλε μου. Αναλογίσου και μας. Είναι πραγματική τύχη, το
πρωί να πηγαίνεις στη δουλειά και σε τρεις ώρες να είσαι ελεύθερος ».
Στη συνέχεια αποχαιρέτησα όλους τους συμπατριώτες μου, όσους
βρήκα εκεί. 'Ολοι μου ευχήθηκαν καλό ταξίδι και να βρω τους δικούς
μου με υγεία. Μερικοί όμως μου είπαν πικρόχολα :
- « Τώρα Παναγιώτη ποιος θα μας διαβάζει τις εφημερίδες ; Από που
θα μαθαίνουμε τα νέα ;»
Πήρα αμέσως το δρόμο για τις παλάτκες και ετοιμάστηκα για
αναχώρηση.
Καθώς έμαθα αργότερα την ίδια μέρα, τρία άτομα από την πρώτη
σειρά έπρεπε να παραμείνουν για να χρησιμεύσουν αργότερα ως
μάρτυρες στη δίκη που θα γινόταν για τους τέσσερις φυγάδες. Μέσα
σ’ αυτούς ήταν και ο φίλους μου ο Μαυρίδης. Στη θέση λοιπόν των
τριών που θα παρέμεναν, για να συμπληρωθεί ο αριθμός των
αδειούχων, o Λοχαγός διέταξε τους αξιωματικούς του να πάνε στο
χώρο της δουλειάς και να διαλέξουν κατά την κρίση τους τρεις
εργάτες που θα έφευγαν με απόλυση αντί των μαρτύρων.
'Ετσι, όταν ήρθαν οι τρεις ανθυπολοχαγοί στο χώρο της δουλειάς,
ο Πέτερ Στογιάννωφ διάλεξε εμένα για απόλυση από τη διμοιρία του,
ενώ οι υπόλοιποι ανθυπολοχαγοί διάλεξαν δύο άλλους συναδέλφους
από τις διμοιρίες τους.
'Εφτασα στον καταυλισμό, πήρα αμέσως τον στρατιωτικό
εξοπλισμό, όπως την χλαίνη, τα ρούχα, τα παπούτσια και τις
155
κουβέρτες για να τα παραδώσω. Την τελευταία όμως στιγμή
θυμήθηκα πως είχα χάσει μια από τις δύο υπηρεσιακές κουβέρτες που
με είχαν χρεωμένο και έτσι για μια στιγμή βρισκόμουν σε αμηχανία
για το τι θα έπρεπε να κάνω. Ενώ στεκόμουνα εκεί σκεφτικός, με
πλησίασε ένας Τούρκος συνάδελφος, ήταν αυτός που τον έσωσα το
περασμένο καλοκαίρι από βέβαιο ξυλοδαρμό και όταν με είδε σε αυτή
την κατάσταση, με ρώτησε με έντονο ενδιαφέρον :
- « Παναγιώτη σε βλέπω στεναχωρημένο, τι έχεις ; Σε τι μπορώ να σε
βοηθήσω;
- Τίποτα, φίλε μου. Δεν μπορείς να με βοηθήσεις.
- Τι έχεις Παναγιώτ και κάνεις έτσι ; Επιμένω να μου πεις το πρόβλημά
σου. Εγώ ως άνθρωπος που ευεργετήθηκα από σένα, θα σε βοηθήσω
όσο μπορώ.
- Έχασα την κουβέρτα μου του είπα και τώρα δεν έχω τι να παραδώσω.
Πήρα το απολυτήριό μου και φεύγω από τη δουλειά, ελεύθερος για το
σπίτι μου.
- Παναγιώτ, πες μου μονάχα τι χρώμα είχε η κουβέρτα σου και εγώ σε
λίγo θα σου τη φέρω ».
Ευχαρίστησα τον ανέλπιστο φίλο και του περιέγραψα την
κουβέρτα που έχασα. Ο Τούρκος κατευθύνθηκε αμέσως στα
αντίσκηνα των συμπατριωτών του. 'Υστερα από λίγο τον βλέπω να
βγαίνει από τη παλάτκα, να κρατά μια κουβέρτα παρόμοια με αυτή
που έχασα και να μου την παραδίδει λέγοντας :
- « Άιντε στο καλό Παναγιώτ. Ο Αλλάχ μαζί σου».
Πήρα την κουβέρτα μαζί με τα υπόλοιπα πράγματα. Πήγα
γρήγορα στην αποθήκη υλικού, τελευταίος πια και τα παρέδωσα. Στη
συνέχεια πήρα τα πολιτικά μου ρούχα, αυτά που είχα παραδώσει στη
κατάταξή μου, ντύθηκα όπως-όπως και έσπευσα να βρω τον σωτήρα
μου Πέτερ να τον ευχαριστήσω. Τον είδα καθώς ανέβαινα από την
αποθήκη προς το δρόμο. Στεκόταν ακουμπισμένος στο κιγκλίδωμα
της γέφυρας στη γωνιά του δρόμου, στηριζόμενος στον αγκώνα του
και παρακολουθούσε τους συναδέλφους που απολύθηκαν. βυθισμένος
ποιος ξέρει σε τι σκέψεις.
'Οταν με αντιλήφθηκε από μακριά, παρατήρησα πως με παρακολουθούσε με το βλέμμα του κατά την ανάβασή μου, στράφηκε όμως
προς την αντίθετη κατεύθυνση, όταν τον πλησίασα αρκετά. Τον
χαιρέτησα, άρπαξα το χέρι του, το φίλησα από σεβασμό και του
ζήτησα ως χάρη να μου δώσει τη διεύθυνσή του.
- « Δώσε μου σε παρακαλώ τη διεύθυνση σου. Θέλω ύστερα από τον
πόλεμο να σε συναντήσω. Θα σε συναντήσω, οτιδήποτε και αν συμβεί.
- Όχι Παναγιώτ, δεν σου χρειάζεται η διεύθυνσή μου. Τι την θέλεις ;
- Θέλω να σε ευχαριστήσω και στις καλές μέρες που θα έρθουν ύστερα
από τον πόλεμο. Θα σε στείλω επανέλαβα ένα δέμα με σύκα και μέλι
156
από το χωριό μου. Δεν είναι όμως μόνο αυτός ο λόγος. Θέλω να σε
συναντήσω κάτω από διαφορετικές συνθήκες για να σε ευχαριστήσω
για τη χειρονομία σου αυτή και το καλό που μου έκανες ».
Τότε μου υπαγόρευσε τη διεύθυνσή του. Δεν την σημείωσα
πουθενά. 'Ηταν εύκολη. Την κράτησα στη μνήμη μου και ουδέποτε
την ξέχασα, παρόλες τις κατοπινές περιπέτειες στη ζωή μου.
Αυτή ήταν η τελευταία φορά που έβλεπα το σωτήρα μου
ακουμπισμένο στη γωνιά της γέφυρας. Νομίζω πως ακόμη στέκεται
εκεί και με παρακολουθεί με το βλέμμα του να πηγαίνω πότε στον
καταυλισμό, πότε στην αποθήκη για να παραδώσω τα δημόσια είδη
και πότε στο γραφείο της διοίκησης για να πάρω το απολυτήριό μου.
Είχα την καλή τύχη να τον έχω αξιωματικό στη διμοιρία μου.
'Ηταν αυτός που στην μεγάλη έρευνα φυλλομετρούσε τα λεξικά μου
ψάχνοντας για σημειώματα, χωρίς βέβαια να βρει τον κρυπτογραφικό
κώδικα που είχα κρυμμένο στο δέσιμο του βιβλίου. Είναι αυτός που
λογοκρίνοντας τα γράμματά μου, με συνεχάρηκε για τη Βουλγαρομάθειά μου και με συνέστησε στη Διοίκηση η οποία στη συνέχεια
μου εξέφρασε την ευαρέσκειά της. Αναπτύχθηκε έτσι μια εγκάρδια
φιλία μεταξύ μας και όταν του δόθηκε η ευκαιρία με απελευθέρωσε
έναν μήνα πριν από την κανονική μου σειρά.
'Ενα μήνα ύστερα από την άφιξή μου από την Βουλγαρία, στο
τέλος Νοεμβρίου του 1942, αποφάσισα να γράψω στον σωτήρα μου
Πέτερ, για να του δώσω ορισμένες εξηγήσεις σχετικά με την
υπόσχεση που του έδωσα για την αποστολή διάφορων δώρων.'Ετσι
συνέταξα ένα γράμμα στο οποίο, αφού τον ενημέρωσα για την αίσια
άφιξή μου στην οικογένειά μου την οποία την βρήκα πολύ καλά από
υγεία, τον πληροφόρησα πως ήταν αδύνατο να του στείλω τα δώρα
που του υποσχέθηκα, δηλαδή τα σύκα και το μέλι, εξαιτίας της
μεγάλης ανέχειας που αντιμετωπίζαμε. Του εξέφρασα και πάλι την
ευγνωμοσύνη μου για το καλό που μου έκανε, καθώς χάρις σ' αυτόν
και μερικούς άλλους καλοπροαίρετους Βούλγαρους βαθμοφόρους, η
διαβίωσή μας ήταν τουλάχιστον ανεκτή και υποφερτή. Σε άλλα μέρη
της Βουλγαρίας σε κάποια άλλα τάγματα, η ζωή των συναδέλφων,
όπως είχα μάθει μέχρι τότε, ήταν χειρότερη από τη δική
μας.Τελειώνοντας το γράμμα μου, του ανέφερα πως η υπόσχεσή μου
θα εκπληρωθεί, αλλά αργότερα, όταν θα υπάρχουν οι σχετικές
προϋποθέσεις. Τον παρακάλεσα για την συνέχιση της αλληλογραφίας
μας και του επανέλαβα την πρόθεσή μου να τον συναντήσω, μετά τη
λήξη του πολέμου.
Σε είκοσι μέρες πήρα απάντηση από τον ευεργέτη μου ο οποίος
μου εξέφρασε την ικανοποίησή του, αφού μόνο εγώ μέσα από τους
τριακόσιους συναδέλφους αναγνώρισα την ευθύτητα και αμεροληψία
του έναντι των ομήρων στο διάστημα της παραμονής μας στη χώρα
του. Συμφωνούσε και αυτός με την συνέχιση της αλληλογραφίας και
μάλιστα μου έγραψε το εξής, χαρακτηριστικό δείγμα των υψηλών
ανθρωπίνων αισθημάτων του.
157
- « Δεν έχει σημασία Παναγή η αποστολή του δέματος. Αυτά είναι
υλικά αγαθά που καταναλώνονται και χάνονται. Σημασία έχουν τα
άυλα δέματα. Η καλή καρδιά, τα ευγενικά αισθήματα και πάνω από
όλα ο αλτρουισμός και η συμπαράσταση στον συνάνθρωπό μας που
έχει την ανάγκη μας και που μπορούμε να τον εξυπηρετήσουμε ».
Δεν θυμάμαι καλά αν έδωσα συνέχεια στην αλληλογραφία. 'Ισως
έγραψα και δεύτερο γράμμα. Δεν ήταν δυνατόν να γίνει λόγος πια για
αλληλογραφία. Τα κοσμοϊστορικά γεγονότα που ακολούθησαν,
ιδιαίτερα στην περιοχή μας, συντέλεσαν αποφασιστικά στο
σταμάτημα της επικοινωνίας μας. Μόνο το 1964 έγραψα ένα γράμμα
στα γαλλικά και το έστειλα στη διεύθυνσή του. Δεν τον πρόλαβα.
Πέθανε το 1953 όπως έμαθα από το γιο του Κύριλλο. 'Επασχε από
καρδιοπάθεια. Δεν μπόρεσε να αντέξει στις ταλαιπωρίες που
υπέβαλαν οι στρατιωτικές αρχές της πατρίδας του το γιο του, όταν
κατηγορήθηκε άδικα πως είχε σκοπό να λιποτακτήσει στην Ελλάδα,
ενώ υπηρετούσε ως στρατιώτης κοντά στο Τρίγωνο του 'Εβρου.
Πέρασε από στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε εξορία στο νησί
Βέλενε του Δούναβη. 'Υστερα από αυτά, η κατάσταση του
χειροτέρεψε και πέθανε, ενώ ο γιος του βρίσκονταν ακόμη στην
εξορία. Λυπήθηκα πολύ όταν πληροφορήθηκα όλα τα παραπάνω.
Πήγα όμως λίγα λουλούδια στον τάφο του.
Στον καταυλισμό συναντήθηκα με τους υπόλοιπους συναδέλφους
που απολύθηκαν μαζί μου. Συζητήσαμε αρκετά για την
απελευθέρωσή μας. Οπότε βλέπω το Λοχαγό να μας πλησιάζει, να
μας αποχαιρετά όλους μαζί και να μας λέει :
- «Παιδιά μου είστε τυχεροί. Θα περιμένετε λίγo ακόμη και θα πάτε
στo Κάρλοβο με τα αυτοκίνητα της υπηρεσίας. Σας εύχομαι καλό
ταξίδι. και να βρείτε τους δικούς σας με υγεία ».
Εξακολουθούσαμε να συζητάμε εκεί για αρκετή ώρα, κάνοντας
έναν απολογισμό της ζωής μας στον τόπο αυτό. Ανάμικτα
συναισθήματα χαράς, αμφιβολίας και αβεβαιότητας μας είχαν
πλημμυρίσει. Πως θα βρούμε τα σπίτια μας; Σε ποια κατάσταση
βρίσκονται τα προσφιλή μας πρόσωπα; Ποια θα είναι η τύχη μας στο
άμεσο μέλλον; Είχαμε επίγνωση της θέσης μας γιατί Βούλγαρους
αφήναμε εκεί και Βούλγαρους θα βρίσκαμε στα μέρη μας. Αυτοί
όμως εδώ κατά κάποιο τρόπο είχαν κάποιους φραγμούς στον τρόπο
μεταχείρισης μας. Υπηρετούσαμε σε νόμιμο στρατό με κανονισμούς,
με πειθαρχία και αφοσίωση στους νόμους που προβλέπανε και
φρόντιζαν για την τύχη των στρατιωτών. Ενώ οι Βούλγαροι στην
χώρα μας ήταν τελείως ανεύθυνοι για τις πράξεις τους. Φεύγαμε
δηλαδή από την επίβλεψη υπεύθυνων προσώπων και πηγαίναμε στον
τόπο μας όπου κυριαρχούσε η ασυδοσία, η ανευθυνότητα και
ιδιαίτερα η αυθαιρεσία ανθρώπων που δεν λογοδοτούν σε κανένα για
τις πράξεις τους. Τώρα που έφθασε ο καιρός της απελευθέρωσής μας
158
από τα καταναγκαστικά έργα, νομίζω πως μπορώ να διατυπώσω
μερικές κρίσεις σχετικά με τη διαβίωσή μας στη συγκεκριμένη χώρα.
Μας πήρανε από τα σπίτια μας, κυριολεκτικά μας απαγάγανε. Με
αυστηρή συνοδεία μας οδήγησαν στη Βουλγαρία όπου και μας
κατατάξανε στα εργατικά στρατιωτικά τάγματα.Οι πρώτες εβδομάδες
ήταν
δύσκολες
από
άποψη
εργασίας,
διατροφής
και
κακομεταχείρισης. Τόσο, που πολλές φορές αναλογιζόμουν, αν άξιζε
η ζωή κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Μήπως ήταν προτιμότερο ένα
βίαιο τέλος της ζωής, απ' αυτήν που κάναμε εκεί με όλες τις
δυσκολίες και τα βάσανα που παρέθεσα στη διήγησή μου; Μήπως
ήταν προτιμότερος ο δρόμος που διάλεξαν μερικοί συνάδελφοί μας
λιποτακτώντας από τις μονάδες τους και αδιαφορώντας για το
αποτέλεσμα; Τα καταπιεστικά μέτρα εξακολουθούσαν να ισχύουν
εντεινόμενα από τις πρώτες ακόμη μέρες της ομηρίας μας μέχρι και
πέρα από τα μέσα Αυγούστου. Τότε, επειδή ο μεγάλος όγκος της
δουλειάς που μας ανατέθηκε κόντευε να τελειώσει, η μεταβολή του
καιρού, οι μικρότερες μέρες και τέλος o κορεσμός από την πλευρά
του δυνάστη και η προσαρμογή από τη δική μας, όλα αυτά
συντέλεσαν, ώστε η διαβίωσή μας εκεί να είναι αν όχι ικανοποιητική,
τουλάχιστον ανεκτή και υποφερτή.
Οι κακουχίες, οι στερήσεις, η βρωμιά και οι ψείρες που ήταν
αποτέλεσμα της υποτυπώδους υγιεινής, σε συνδυασμό με τα
βασανιστήρια και την κακομεταχείριση, όπως παρατέθηκαν σ’ αυτό
το βιβλίο με άκρα αντικειμενικότητα, άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους
σε όλη την κατοπινή μας ζωή. Τα ψυχικά τραύματα αποδείχτηκαν
πολύ πιο σημαντικά από τα σωματικά, διότι οι δυσάρεστες συνέπειες
που υποστήκαμε σωματικά με την πάροδο του χρόνου και την
βελτίωση του βιοτικού επιπέδου εξαλείφθηκαν, ενώ τα ψυχικά
εξακολουθούν να υφίστανται. "Το πεινασμένο μάτι", όπως πολύ σοφά
το αποκαλεί ο λαός μας, η αβεβαιότητα για το τι μας επιφυλάσσει το
αύριο, η μεγιστοποίηση τυχόν ασήμαντων δυσκολιών και πάνω από
όλα η ολιγάρκεια, είναι μερικά ελαττώματα που κληροδοτήσαμε από
αυτή μας την περιπέτειά.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι την εποχή στην οποία
αναφέρομαι γινόταν πόλεμος και μάλιστα όπως αποδείχθηκε πολύ
αργότερα από τη λήξη του, ήταν ο πιο σκληρός και ανελέητος
πόλεμος που γνώρισε ο κόσμος μέχρι σήμερα. Λόγω της ηλικίας μας,
εάν δεν μας στρατολογούσαν οι Βούλγαροι παρά την θέληση μας, θα
υπηρετούσαμε ως στρατιώτες στο μέτωπο. Οπότε οι κακουχίες, οι
στερήσεις και πάνω από όλα οι απώλειες από εξαφανίσεις, θανάτους,
αιχμαλωσίες και τραυματισμούς θα ήταν πολλαπλάσιες. Αν
αναλογιστούμε όλα τα παραπάνω, τότε μοιραία πρέπει να
παραδεχτούμε πως η διαβίωσή μας σ’ εκείνη τη χώρα κάτω από τις
συνθήκες που ήδη έχω παραθέσει, ήταν πολύ καλύτερη. Τα δε
μαρτύριά μας, φυσικά επακόλουθα και αυτά του πολέμου, ήταν
ελάχιστα σε σύγκριση με τα δεινά που υποφέρανε άλλοι λαοί κατά
την διάρκεια αυτού.
159
Κλείνοντας την αφήγησή μου αυτή πρέπει να αποδώσω φόρο
τιμής στους εικοσιένα συναδέλφους του πρώτου λόχου που έχασαν
την ζωή τους από κατολίσθηση βράχων και χωμάτων, σε μια
τοποθεσία λίγο πιο πάνω από το Καρνάρε καθώς και στους δύο
αξιωματικούς επιστάτες τους. Η Βουλγαρική γη (δεν έχει σημασία η
γη γιατί "ανδρών επιφανών, πάσα γη τάφος") που τους έβαλε στα
σπλάχνα της, ας είναι ελαφριά, η δε μνήμη τους ας μείνει αιώνια.
Απόγευμα της l4ης Οκτωβρίου 1942. Βρισκόμασταν στην πόλη
του Καρλόβου. Χωρισμένοι σε μικροομάδες κάναμε αμέριμνοι τη
βόλτα μας, ελεύθεροι πια από έννοιες δουλειάς και δεσμεύσεις.
Περιεργαζόμασταν την όμορφη αυτή πόλη, το σπουδαιότερο κέντρο
παραγωγής ροδέλαιων, στην κοιλάδα των ρόδων. Μιλώντας
Βουλγάρικα που ίσως είναι η μόνη μας ωφέλεια από όλη αυτή την
περιπέτεια, εκεί που κάνουμε τη βόλτα μας, μας σταματά με ευγενικό
τρόπο ένα ανδρόγυνο και με περιέργεια μας ρωτά :
- «Ποιοι είστε εσείς; Φαίνεστε ξένοι αν και μιλάτε ικανοποιητικά την
γλώσσα μας.
- Ήμαστε Έλληνες όμηροι. Μόλις απελευθερωθήκαμε και επιστρέφουμε
στην πατρίδα μας.
- Πως τα καταφέρατε να μιλάτε ικανοποιητικά τη γλώσσα μας ;
Τότε ένας από μας δίνει την χειρότερη, αλλά πρέπουσα απάντηση.
- Όταv φάτε και σεις ξύλο θα μπορείτε να μιλήσετε οποιαδήποτε
γλώσσα σας επιβάλλουν.
- Τα καημένα τα παιδιά, λέει τότε η γυναίκα του συνομιλητή μας. Τα
γουρούνια τα δικά μας θα παραμείνουν αιώνια γουρούνια. Τ' άκουσες,
λέει στον σύζυγό της, έδερναν και κακοποιούσαν τα ανυπεράσπιστα
παιδιά ».
Παράξενα συναισθήματα και σκέψεις μας πλημμυρίζουν τώρα με
την απόλυσή μας. 'Υστερα από έξη μήνες παραμονής στην
Βουλγαρία, μόλις τώρα έχουμε καιρό και διάθεση να περιεργαστούμε
τον όμορφο αυτό τόπο, τον ομορφότερο μπορεί να πει κανείς της
συγκεκριμένης χώρας. Πρόκειται για τον κάμπο της Στράντζας, την
πατρίδα του ροδέλαιου. Χιλιάδες στρέμματα είναι σπαρμένα με
τριαντάφυλλα. Λίγο έξω από τις ροδοφυτείες στις άκρες των χωριών,
βρίσκονται οι βιοτεχνίες του ροδέλαιου. Είναι φανταστική η
ευχάριστη ευωδιά της φύσης στα μέρη αυτά το καλοκαίρι, ιδιαίτερα
τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο. Μπορεί να πει κανείς πως η χώρα αυτή
είναι η ομορφότερη στα Βαλκάνια. Αν σ' όλα αυτά προσθέσουμε και
την παροιμιώδη καθαριότητα των κατοίκων, τόσο την προσωπική όσο
και την ομαδική, σε συνδυασμό μάλιστα με την αξιοποίηση όλων των
κοινόχρηστων χώρων, όπως πλατείες, δρόμους, πλαγιές, αυλές και
βεράντες γεμάτες άνθη και καλλωπιστικά φυτά, τότε πρέπει να
παραδεχτούμε πως η Βουλγαρία είναι ο κήπος των Βαλκανίων και η
χώρα των ρόδων. Επομένως η παραμονή στη χώρα αυτή είναι
160
απολαυστική και ευχάριστη από κάθε άποψη.
161
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
η κατοχή στα χρόνια 1942-1943
1.
Οι Σκληρές συνθήκες κατοχής τον χειμώνα 1942-1943
'Οταν έφτασα στο σπίτι μου στις 20 Οκτωβρίου 1942, ύστερα από την
πρόσφατη απόλυσή μου από τα εργατικά τάγματα, ήμουν σωστό ράκος. Η
αδυναμία κατά κύριο λόγο και η αδιαθεσία, η απογοήτευση και η απόγνωση σε
μικρότερο βαθμό με είχαν φέρει στα πρόθυρα κατάρρευσης.
Κάποια μέρα παραπονιόμουν στον Μιχάλη το γαμπρό μας πως έφερα την
οικογένειά μου σε δύσκολη θέση, όταν με τα αλλεπάλληλα γράμματά μου
ζητούσα οικονομική ενίσχυση. Τι να έκανε στις εκκλήσεις αυτές η οικογένειά
μου, επανέλαβα. Πούλησε ένα μεγάλο ζώο και το αντίτιμο του μου το έστειλε
στην εξορία για την αγορά λίγων οκάδων άρτου και σλανίνας( πρόκειται για
ωμό, αλατισμένο λίπος χοίρου χωρισμένο σε μερίδες).
« Παναγή, μου είπε τότε ο Μιχάλης, πρέπει να είσαι ευχαριστημένος που
επέστρεψες ζωντανός από τα εργατικά τάγματα. Γλύτωσες από την πείνα, το
ξύλο, τις κακουχίες και σκέφτεσαι το ζώο που θυσιάστηκε για σένα; Εσύ τα
απέκτησες τα ζώα, επανέλαβε, εσύ και πάλι μπορείς να τα αποκτήσεις. Τα ζώα
και γίνονται και αυξάνονται, ο άνθρωπος όμως όταν κακοπάθει ή όταν χάνεται,
δεν επανέρχεται πια ποτέ».
Τις πρώτες μέρες της άφιξης μου δεν ασχολήθηκα με κάποια σοβαρή
εργασία, αλλά ενημερώθηκα για την κατάσταση του σπιτιού μας, κυρίως την
οικονομική. Η παραγωγή της χρονιάς δεν ήταν ικανοποιητική, καθώς οι
προμήθειες μας σε καλαμπόκι θα εξαντλούνταν σε επτά μήνες.Ευτυχώς είχαμε
αρκετή ποσότητα πατάτας για να περάσουμε τη χρονιά, σχεδόν έως την νέα
σοδειά. Αποφάσισα να προμηθευτώ επτακόσια κιλά καλαμπόκι με κάθε θυσία.
Χρήματα βέβαια δεν υπήρχαν, έτσι πούλησα δύο ζώα σε κρεοπώλες και με το
αντίτιμο τους αγόρασα εξακόσια κιλά καλαμπόκι από τα χωριά του κάμπου της
Χρυσούπολης, προς σαράντα λέβα το κιλό. Αρκετά μεγάλη και τσουχτερή τιμή
βέβαια, αλλά προκειμένου να εξασφαλίσω την επάρκεια ψωμιού μέχρι τη νέα
σοδειά, δεν δίστασα καθόλου. Κατέβηκα νύχτα στον κάμπο και μετέφερα στο
σπίτι μας το καλαμπόκι από δύσβατα μονοπάτια των βουνών, χρησιμοποιώντας
ως μεταφορικό μέσο το γάιδαρο. Είναι αλήθεια πως όσο δύσκολη ήταν η
ανεύρεση του εμπορεύματος, άλλο τόσο ήταν και η μεταφορά του. Νύχτα, με
μόνη συντροφιά το ζώο, κουβαλούσα το εμπόρευμα από μονοπάτια,
κυριευμένος από τον συνεχή φόβο των Βουλγάρων και των οργάνων τους.
Έφθασα λοιπόν στο σπίτι τις πρώτες πρωινές ώρες. Αναπαύθηκα για μια μέρα
και την επομένη συνέχισα το έργο μου. Αλίμονο όμως σε όποιον έπιαναν οι
Βούλγαροι. Το λιγότερο θα του παίρνανε το φορτίο και πολλές φορές και το
162
ζώο. Έπειτα θα τον οδηγούσαν στο αστυνομικό τμήμα όπου θα τον ανέκριναν
συνοδεία ξυλοδαρμού, ενώ θα τον άφηναν ελεύθερο το πρωί σε κακά χάλια,
χωρίς το καλαμπόκι. Η ενδεχόμενη σύλληψή μου από τον δυνάστη, είχε ως
αποτέλεσμα να κυριευθώ από ανυπέρβλητα αισθήματα φόβου, όσον αφορά τις
νυχτερινές πορείες που διεξήγαγα. Δεν μου έφθαναν όλα αυτά, έτσι εκτός από
τις ταλαιπωρίες, έπρεπε να αντιμετωπίσω και την γκρίνια της μητέρας μου. Με
αποκαλούσε φοβητσιάρη. 'Οτι θα γίνει όλος ο κόσμος, έλεγε, θα γίνουμε και
‘μεις. 'Ετσι αναγκάστηκα να διακόψω την προμήθεια καλαμποκιού, παρόλο που
υπολόγιζα πως για να καλύψουμε τις ανάγκες της χρονιάς, θα χρειαζόμασταν
επιπλέον τετρακόσια κιλά.
Επιδόθηκα στην ξύλευση αρκετής ποσότητας καυσόξυλων, καθώς τα βουνά
μας ήταν πλούσια σε υλοτομικά προϊόντα. Μετέφερα στο σπίτι μου αρκετά
μεγάλες ποσότητες καύσιμης ύλης, ικανές να καλύψουν τις ανάγκες μας. Εδώ
πρέπει να προσθέσω πως την εποχή εκείνη η χρησιμότητα των καυσόξυλων
ήταν διπλή, για θέρμανση και για φωτισμό. Δεν είχαμε άλλα μέσα φωτισμού
όπως θερμάστρες από λαμαρίνα, πετρελαίου ή άλλα. Ρίχναμε μεγάλη ποσότητα
ξύλων στο τζάκι και έτσι εκτός από θέρμανση είχαμε και αρκετό φως για να
περάσουμε τις μεγάλες νύχτες του χειμώνα. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι
πετρέλαιο όχι για θέρμανση, αλλά ούτε καν για φωτισμό δεν υπήρχε, ή αν
βρίσκονταν, η τιμή του ήταν απαγορευτική. Ο φωτισμός βέβαια από τα
καιγόμενα ξύλα δεν ήταν ικανοποιητικός, ήταν όμως μια λύση ανάγκης.
Θα προσπαθήσω τώρα να δώσω μια αμυδρή εικόνα της κατάστασης που
επικρατούσε στα μέρη μας στα τέλη του 1942. Θα περιγράψω την καθημερινή
ζωή μιας οποιασδήποτε μέρας στο χωριό μας. Η τρομοκρατία όχι μόνο
συνεχίζεται, αλλά και εντείνεται καθημερινά. Οι Βούλγαροι έλεγχαν τα πάντα,
την δημόσια διοίκηση, την τοπική αυτοδιοίκηση, την αστυνομία και φυσικά τον
στρατό και την δικαιοσύνη. Η υποτυπώδης λειτουργία της τελευταίας στα μέρη
μας, την έκανε σχεδόν ανύπαρκτη.'Οσο για κοινωνική πρόνοια και δημόσια
έργα, δεν μπορούσε να γίνει ούτε κουβέντα.
Τα πράγματα όμως για τον κόσμο ήταν τραγικά, όσον αφορά το οικονομικό.
Προείχε η επάρκεια του ψωμιού, όλα τα υπόλοιπα έρχονταν σε δεύτερη μοίρα.
'Ολα υποφέρονταν εκτός βέβαια από το θάνατο. Ο θάνατος από ασιτία είναι
φρικτότερος όλων. Ο δυνάστης πήρε στα χέρια του όλη την οικονομική ζωή
του τόπου.Την διαχείρηση όλων των μικροβιοτεχνιών και των
μικροεπιχειρήσεων τις ανέλαβαν Βούλγαροι επαγγελματίες. Ακόμη και τα πιο
εύφορα χωράφια του κάμπου, παραχωρήθηκαν σε Βουλγάρους εποίκους. Ο
εκβουλγαρισμός σε τέλεια και μελετημένη εφαρμογή.
Παράλληλα ο δυνάστης έδιωξε βίαια όλους τους δημόσιους υπαλλήλους,
τους διανοούμενους και κυρίως τους στρατιωτικούς στην Γερμανοκρατούμενη
Θεσσαλονίκη, στη προσπάθεια του να αποθαρρύνει τον απλό λαό, πράγμα που
το πέτυχε απόλυτα. Τα υπόλοιπα ενεργά στοιχεία από αυτούς που έμειναν
ύστερα από τους διωγμούς και τις απελάσεις, τα εξουδετέρωσε, εξορίζοντάς
τους στο εσωτερικό της χώρας, επιτυγχάνοντας έτσι τριπλή ωφέλεια για τον
δυνάστη. Την ωφέλεια του κράτους από την δωρεάν εργασία στα δημόσια έργα
της χώρας, τον εκτοπισμό τους από τα μέρη τους για την αποφυγή τυχόν
163
μελλοντικών ανταρτικών κινήσεων και τέλος την αποστέρηση του λαού από τα
πιο ενεργά και αποδοτικά στοιχεία του. 'Υστερα από τον αποδεκατισμό του
πληθυσμού στα μέρη μας παρέμεινε η μεγάλη μάζα του απλού λαού, του
κόσμου που αγαπά τις παραδόσεις και τον τόπο του πολύ, πιστά και με μεγάλη
ανιδιοτέλεια. Νέοι Απόστολοι της ιδέας του Ελληνισμού εμφανίστηκαν μέσα
από αυτές τις μάζες. Άνθρωποι με μόρφωση του δημοτικού σχολείου, έπιαναν
τον σφυγμό του κόσμου και με την ενθάρρυνση, την πίστη για την δίκαιη
έκβαση του αγώνα και το σπουδαιότερο με τη διάδοση επιθυμητών ειδήσεων
από τα μέτωπα του πολέμου, διογκωμένων τις περισσότερες φορές, πέτυχαν το
έργο τους, δηλαδή αρχικά την συγκράτηση και αργότερα την αναπτέρωση του
ηθικού του λαού με την βεβαιότητα πως πλησιάζει η άγια μέρα της
απελευθέρωσης.
Με το όραμα της άγιας αυτής μέρας περνάει ο κόσμος τη δύσκολη εποχή
που διανύουμε. Όλοι προσπαθούν να μάθουν νέα για την πορεία του πολέμου,
περιμένοντας και εύχοντας για τις επιτυχίες των συμμάχων. Βρίσκονται
επιτήδειοι οι οποίοι μάλλον καλώς, υποθάλπουν την έφεση αυτή του κόσμου.
Αυτοί διαδίδουν την επιτυχία των συμμάχων έχοντας την τάση να υπερβάλουν,
προβλέπουν σύντομα την φυγή του δυνάστη και την απελευθέρωση. Επειδή τις
παραφουσκωμένες αυτές πληροφορίες τις διαδίδουν με μεγάλη πειστικότητα,
κατορθώνουν και το φρόνιμα του λαού να διατηρήσουν και οι ίδιοι να γίνονται
πιστευτοί. 'Οταν στα τέλη Οκτωβρίου του 1942, μετέδωσα στον κόσμο, τη
μαύρη όπως τη χαρακτήρισα είδηση που διάβασα στις Βουλγαρικές εφημερίδες
για το Γερμανικό ανακοινωθέν που μιλούσε για την πτώση του Στάλιγκραντ,
δέχθηκα την σκληρή κριτική του Γιάννη Βαρώνα, ξενοδόχου από τη
Χρυσούπολη, που μου είπε.
« Τι είναι αυτά που λες και διαδίδεις στον κόσμο Παναγή; Τέτοιες ειδήσεις και
αληθινές να είναι, δεν πρέπει να τις λέμε στο κόσμο. Σκοπός μας είναι να
τονώσουμε το λαϊκό φρόνημα. Θα είναι τιμή μας, αν διατηρήσουμε το φρόνημα
ακμαίο, γιατί τότε, όταν θα έρθει η μεγάλη μέρα, θα έχουμε την ικανοποίηση πως
κάναμε πιστά το καθήκον μας απέναντι τους».
Πριν από αυτόν είχα έρθει σε ρήξη με το Συμεών Ζεϊτίδη, έναν αγαθό,
αλλά φιλόπατρη χωρικό ο οποίος ισχυριζότανε πως μέχρι τα Χριστούγεννα θα
έχουμε απελευθερωθεί.
« Τι είναι αυτά που λες θείε Συμεών; Πρέπει να ξέρεις πως οι Γερμανοί
βρίσκονται στο Στάλιγκραντ και στο Ελ Αλαμέιν κοντά στην Αλεξάνδρεια. Ακόμη
και σήμερα να υπογραφεί ειρήνη, με την υποχρέωση των Γερμανών να
αποχωρήσουν από τα ξένη εδάφη, θα χρειαστούν τουλάχιστον τέσσερις μήνες,και
όχι λίγες μέρες που θέλουμε μέχρι τα Χριστούγεννα. Πρέπει να είμαστε
ευχαριστημένοι αν ο πόλεμος τελειώσει το λιγότερο μετά από δύο χρόνια. Ήταν
αλήθεια αξιοθαύμαστο το ακμαίο ηθικό του απλού, αλλά περήφανου αυτού λαού
».
Δεύτερο μέλημα του κόσμου πέρα από την αναμενόμενη απελευθέρωση
είναι το ζήτημα της τροφής. 'Ολοι προσπαθούν να κάνουν τις απαραίτητες
προμήθειες της χρονιάς σε τρόφιμα, πράγμα αρκετά δύσκολο, καθώς φοβούνται
να εκτεθούν στους κινδύνους της ανεύρεσης, αγοράς και μεταφοράς του
164
αραβόσιτου. Έτσι αρκούνται στο να εφησυχαστούν ότι θα καλύψουν τις
ανάγκες τους, με όσα τους έδωσε η παραγωγή. Αυτή βέβαια δεν είναι αρκετή.
Το πέπλο της πείνας καλύπτει απειλητικά το βάθος του ορίζοντα και θα το
γευτούν όλοι, όσοι από τους χωρικούς δεν πάρουν έγκαιρα μέτρα για την
αντιμετώπισή της. Βασική τροφή του κόσμου αποτελούν τα γαλακτοκομικά
προϊόντα, εκτός βέβαια από το κρέας, γιατί κρέας θα φάει o χωρικός μόνο όταν
ένα ζώο κοντεύει να ψοφήσει και το προλάβουν σφάζοντας το, ή ακόμα αν ο
λύκος πληγώσει κάποιο ζώο και τον προλάβουν οι χωρικοί. Τα ψάρια μας είναι
άγνωστα, αφού τα παράλια τα φυλάνε οι Βούλγαροι με την δικαιολογία πως
ίσως κάνουν αποβάσεις οι σύμμαχοι. Από φρούτα εκτός από λίγα κράνα,
κορόμηλα, καρύδια και κάστανα δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Τα λαχανικά είναι
ελάχιστα, καθώς όσα καλλιεργούμε στους κήπους μας δεν φθάνουν να
καλύψουν τις αυξημένες μας ανάγκες. Έτσι απομένει το καλαμπόκι για την
παρασκευή ψωμιού, πότε σκέτο και πότε αναμεμιγμένο με πατάτες, κάστανα ή
και όταν λείπουν ακόμη και αυτά, σκέτα κοτσάνια από ρόκες καλαμποκιού.
'Ολα τα υπόλοιπα είδη διατροφής είναι πέρα από τις δυνατότητες μας, εκτός
από λίγα φασόλια ή φακές. Καύσιμη ύλη έχουμε ευτυχώς αρκετή. Πρόκειται
για τα καυσόξυλα που μας προσφέρουν εκτός από την θέρμανση και φως, γιατί
πετρέλαιο δεν μπορεί να βρεθεί πουθενά. Ακόμη και το λιγοστό που βρίσκεται,
πουλιέται στη μαύρη αγορά σε τρομερά υψηλές τιμές. Τραγικότερα από όλα
είναι η κατάσταση που επικρατεί στην ενδυμασία και την υπόδηση. 'Ολοι
φορούν παλιά, χιλιομπαλωμένα ρούχα, που από τα πολλά μπαλώματα δεν
συγκρατιούνται πια και είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς το πρωτότυπο
ύφασμα του ρούχου. Πήραμε τα καλύμματα των στρωμάτων και παπλωμάτων
και τα κάναμε πουκάμισα και εσώρουχα. Αφήνω τις κουβέρτες που τις
μετατρέψαμε σε παντελόνια και σακάκια. Λίγο ακόμη και δεν θα έχουμε πια
κλινοσκεπάσματα.
'Ετσι ο κόσμος από την μια μεριά καταγίνεται με τη ξύλευση και την
προμήθεια τροφίμων και από την άλλη προσπαθεί να μάθει νέα για την πορεία
του πολέμου, από την ευνοϊκή έκβαση των οποίων περιμένει την απελευθέρωση
του. Δεν είναι στις προθέσεις μου η αυτοπροβολή, όμως χωρίς να το
αντιληφθώ, εξαιτίας της Βουγλαρομάθειάς μου έγινα o εμψυχωτής του κόσμου
και η μόνη πηγή πληροφοριών σε ολόκληρη την επαρχία Νέστου.
Προμηθευόμουν τακτικά εφημερίδες της Σόφιας, όπως τη "Ζόρα" και το
"Ούτρο" καθώς και την τοπική της "Μπελομάρκα Μπουλγκάρια" της Ξάνθης.
Τις διάβαζα και αμέσως διέδιδα στον κόσμο τις επιθυμητές ειδήσεις. Βέβαια οι
εφημερίδες αυτές προορίζονταν για τους Βούλγαρους, κοντά σ' αυτούς λοιπόν
μαθαίναμε και μεις τα νέα για την πορεία του πολέμου. Αλλά θα επανέλθω στο
θέμα αυτό αργότερα.
Παρέθεσα όσο πιο πιστά μπορούσα τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν την
χρονιά του 1942, ειδικά όσα αφορούσαν εμένα. Τώρα μπορώ από τη μια μεριά
να ανακεφαλαιώσω και από την άλλη να εκθέσω τις συνέπειες που είχαν όλα τα
παραπάνω στην κατοπινή μου ζωή.
Το 1942 ήταν ένα από τα πιο δύσκολα χρόνια που πέρασα μέχρι τώρα. Λέω
λοιπόν μέχρι τώρα, γιατί κανένας δεν ξέρει τι του επιφυλάσσει το μέλλον. Η
165
χρονιά αυτή μας βρήκε μέσα σε μεγάλη φτώχεια. Με βασάνιζαν αισθήματα
αγωνίας για το αύριο και ιδιαίτερα για την προσωπική μου τύχη, καθώς θα
έπαιρναν νέους ομήρους στα καταναγκαστικά έργα. H γενική κατάσταση ήταν
άσχημη και παρά την είσοδο της Αμερικής στον πόλεμο, δεν βελτιώθηκε
καθόλου. 'Ηταν αβέβαιη η έκβαση του πολέμου και για ένα επιπλέον λόγο, τις
ήττες που υπέστησαν οι Αμερικάνοι στο Περλ Χάρμπορ. Ο χειμώνας του 19411942 ήταν πολύ βαρύς (είναι παρατηρημένο πως τα χρόνια του πολέμου πάντα
κάνει βαρύ χειμώνα).
Άδικα προσπαθούσαμε να το ρίξουμε λιγάκι έξω, πότε με χορούς και πότε
με εύθυμες παρέες. Για λίγο ξεχνούσαμε την πραγματικότητα, αλλά πολύ
γρήγορα αυτή μας θύμιζε όλο και πιο απειλητικά την παρουσία της. Αργότερα,
κατά το Μάρτιο, οι φήμες για επικείμενη επιστράτευση γινότανε όλο και πιo
πυκνές, με επιστέγασμα την ειδοποίησή μας να παρουσιαστούμε στο εσωτερικό
της γείτονος χώρας στις 30 Απριλίου του 1942. Εξέθεσα όσο πιο πιστά
μπορούσα την πραγματικότητα που περάσαμε στο εσωτερικό της Βουλγαρίας
σε σημείο μάλιστα που αν κάποιος καλοθελητής θελήσει να απομονώσει μερικά
αποσπάσματα από την αφήγησή μου, να φτάσω να κατηγορηθώ και ως
φιλοβούλγαρος, τόση πιστεύω πως είναι η αντικειμενικότητα της διήγησής μου
στην συγκεκριμένη περιγραφή.
Ενώ λοιπόν εγώ υπηρετούσα στα τάγματα του δυνάστη, ο ίδιος o δυνάστης
από την άλλη συνελάμβανε και κακοποιούσε την οικογένειά μου και ιδιαίτερα
τον αδελφό μου Νίκο. Βέβαια επακολούθησε η απόλυσή μου από τα τάγματα
και είχε αίσιο τέλος η περιπέτεια του αδελφού μου, ύστερα βέβαια από
ανελέητο ξυλοδαρμό. Ακολούθησε η επάνοδός μου κοντά στην οικογένειά μου
και η μέριμνα για την προμήθεια τροφίμων μέχρι την νέα σοδειά.
Τώρα πλέον κάτω από αυτές τις συνθήκες αντιμετωπίζουμε με φόβο την
αυριανή μέρα. Η επαύριο του νέου έτους 1943, δηλαδή το 1942, μας φαίνεται
ακόμη πιο σκοτεινό από το χρόνο που έφυγε. Αλλά ας συνεχίσω την διήγηση.
Ο καινούργιος χρόνος, το 1943, μας βρήκε σε απελπιστική κατάσταση από
κάθε άποψη. Το ηθικό μας άρχιζε να κάμπτεται, ενώ αντιμετωπίζαμε μεγάλα
οικονομικά προβλήματα. Αιτία όλων των δεινών ήταν ο πόλεμος. Αυτός ο
κυκεώνας των προβλημάτων και των ταλαιπωριών συνεχίζεται εδώ και τρία
χρόνια. Όχι μόνο δεν υπάρχει προοπτική να τελειώσει στο απώτερο μέλλον,
αλλά και η περαιτέρω πορεία του ακόμη και το τέλος του είναι αβέβαια.
Επακόλουθο του πολέμου είναι η κατοχή της χώρας μας από ξένες δυνάμεις και
το αποτέλεσμα αυτής η πείνα και η ασιτία που μαστίζει τον πληθυσμό. Ο
κόσμος έχει χάσει τα λογικά του από την πείνα. Δεν υπάρχει κανένα διαθέσιμο
είδος διατροφής στην αγορά. Το σιτάρι κατασχέθηκε στον αλωνισμό από τον
δυνάστη. Άφησε μια ελάχιστη ποσότητα για τις διατροφικές ανάγκες των
κατοίκων και μια ακόμη μικρότερη για την σπορά. Μόνο η σοδειά του
καλαμποκιού αφέθηκε για να τραφεί ο κόσμος, αλλά και αυτό κάτω από
αυστηρή παρακολούθηση. Τρόπος απόκρυψης τροφίμων δεν υπάρχει, γιατί
απλούστατα δεν υπάρχουν τρόφιμα, αφού και την εποχή της σοδειάς, εκτός από
τις ποσότητες που ήταν δεσμευμένες από τον δυνάστη, η παραγωγή δεν ήταν
επαρκής.
166
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της απόγνωσης των κατοίκων αποτελεί και το
παρακάτω επεισόδιο. Ένας συγχωριανός μας, ο Μιχ. μας επισκέφθηκε ανήμερα
την πρωτοχρονιά από το πρωί και όλη τη μέρα εκλιπαρούσε να του δανείσουμε
λίγα κιλά καλαμπόκι. Επέμενε πολύ, παρακάλεσε και τέλος κατά το βράδυ
έφυγε από το σπίτι μας άπρακτος. Δεν βρίσκονταν άλλωστε και σε μας σε
αρκετή ποσότητα. Βέβαια αν ήταν ομαλές οι καταστάσεις κάτι τέτοιο θα ήταν
αδιανόητο, αλλά με τις συνθήκες που επικρατούσαν την συγκεκριμένη εποχή
ήταν επιβεβλημένη μια ανάλογη αντίδραση.
2
2. Εμφάνιση και δράση της ανταρτοομάδας τoυ Γεωργίου
Παπαστάμου - Αντιδράσεις τoυ εχθρού.
Σαν να μην μας έφτανε η πείνα, είχαμε στο κεφάλι μας και την
ανταρτομάδα, που τρέφονταν και συντηρούνταν από τα χωριά μας και επιπλέον
γινότανε αιτία για την δημιουργία προστριβών με τον δυνάστη. Αυτοί οι
αντάρτες για να μη τους ονομάσουμε ληστές, προκάλεσαν την παρουσία
κινούμενων εχθρικών αποσπασμάτων στη περιοχή μας. Οι δύο παρατάξεις
παίζουν κρυφτούλι στην περιοχή μας και φυσικά σε βάρος μας. Βέβαια τα
αποσπάσματα καθώς είναι οργανωμένα, έχουν κάποια νομιμοφάνεια,
συντηρούνται από το δημόσιο, αλλά δεν είναι και λίγες οι φορές που παίρνουν
με τη βία κάποιο ζώο για σφαγή. 'Εχουν μόνιμη έδρα στον Πλαταμώνα,
περίπου τέσσερις ώρες μακριά από το χωριό μας και με συνεχείς περιπολίες
προσπαθούν να εντοπίσουν και να εξοντώσουν την ανταρτομάδα.
Αυτό που δεν κατάφεραν τα αποσπάσματα, δηλαδή την εκμηδένιση της
ομάδας, το πέτυχε τελικά η ίδια ομάδα. Τις πρώτες μέρες του 1943 βρέθηκε
σκοτωμένος ο Παντελής (αυτός που λίγο έλειψε να γίνει εκτελεστής μου τον
περασμένο χρόνο), από χέρι συναδέλφου του. Προηγήθηκε μια άγρια
λογομαχία για την αρχηγία της ομάδας και o αντίπαλός του, αντάρτης και αυτός
στην ίδια ομάδα, έλυσε τη διαφορά με τον τουφεκισμό. Ελέχθη τότε πως ο
ηθικός αυτουργός της δολοφονίας ήταν ένας, κατά τα άλλα καλός πατριώτης
και παλιός αντάρτης στον Πόντο, ο Ιπποκράτης Διδέογλου, που υπηρετούσε
στην υπηρεσία των Βουλγάρων στο Μακρυχώρι, σε απόσταση λίγων
χιλιομέτρων από το χωριό μας. Το παράξενο είναι πως και ίδιος ο Ιπποκράτης
βρέθηκε σκοτωμένος στο Μακρυχώρι από ανθρώπους του δυνάστη. O
αλληλοσπαραγμός της ομάδας συνεχίστηκε μέχρι τη λήξη της κατοχής, έτσι
ώστε από ολόκληρη την ομάδα γλίτωσε μόνο ένας, ο αρχηγός της o Γιώργης.
Τώρα είναι καιρός να παραθέσω λίγα πράγματα για την δράση των εχθρικών
αποσπασμάτων. 'Οπως ανέφερα πιο πάνω ήταν καλά ντυμένοι, είχαν επάρκεια
τροφίμων από την υπηρεσία τους, αλλά παρόλα αυτά, που και που αρπάζανε
και κανένα ζώο ή κότες για να τα σφάξουν και να απολαύσουν ένα ιδιαίτερο
συσσίτιο. Σκοπός τους ήταν η εξουδετέρωση της ανταρτομάδας. Στη δίωξη των
ανταρτών βέβαια εφάρμοζαν μια παράξενη τακτική. 'Οταν έμπαιναν στη
περιοχή τους ρίχνανε αλόγιστα πυροβολισμούς προς όλες τις κατευθύνσεις, σαν
167
ένα είδος προειδοποίησης της παρουσίας τους. 'Ετσι οι αντάρτες παίρνανε τα
μέτρα τους. Δεν μπορούσαν φυσικά να τους αντιμετωπίσουν με τον υποτυπώδη
οπλισμό που είχαν. Γλιστρούσαν από τον κλοιό και στις περισσότερες φορές
καθώς ήταν λίγοι, κρυβόταν στις κουφάλες των δένδρων ή κάτω από βράχους
και θάμνους.
Σε μια από τις εξορμήσεις των αποσπασμάτων, αφού χτένισαν όλη τη γύρω
περιοχή με τον τρόπο που προανέφερα, χωρίς βέβαια αποτέλεσμα, όταν πια
βράδιασε, μπήκανε στο καφενείο του χωριού όπου βρισκότανε σχεδόν όλοι οι
χωρικοί, μεταξύ των οποίων και εγώ. Τρομάξαμε και φοβηθήκαμε με την
παρουσία τους. Σηκωθήκαμε από τα καθίσματά μας και τους τα προσφέραμε, ενώ
εμείς μείναμε όρθιοι, περιμένοντας να ανιχνεύσουμε τις διαθέσεις τους.
Συμπεριφέρονταν κάπως άγρια, όχι όμως σε επικίνδυνο σημείο. Τους προσφέραμε
ποτά και τσάι, χωρίς να κάνουμε αδέξιες απόπειρες φυγής, ώστε να δώσουμε
αφορμή για τον σχηματισμό λανθασμένων εντυπώσεων. Τότε σηκώθηκε από τη
θέση του ο Ιερέας του χωριού μας, ο Παπαμιχαήλ Βασιλειάδης, χωρίς να αφήσει
όμως κανένα να καθίσει στο κάθισμα του και, υποδέχθηκε τον καθένα
χωροφύλακα του αποσπάσματος ιδιαίτερα, προτείνοντας με επιμονή το χέρι του
για χειροφίλημα.
'Οταν τότε κάπως έσπασε ο πάγος, ο ιερέας αυτός που ήταν αγράμματος,
είχε παντελή άγνοια της Ελληνικής γλώσσας, αλλά ήταν βαθύς γνώστης της
Τουρκικής, ρώτησε τους Βούλγαρους αν ήταν χριστιανοί και μετά από την
καταφατική τους απάντηση, τους πρότεινε να ψάλλει διάφορα εκκλησιαστικά
τροπάρια. Μερικοί από το απόσπασμα δέχτηκαν την πρόταση, ενώ άλλοι, ίσως
οι περισσότεροι, αρνήθηκαν να ακούσουν την συγκεκριμένη ώρα
εκκλησιαστικούς ύμνους. Ο παπάς όμως πήρε θάρρος και άρχισε να
εκπληρώνει την πρόταση του με την εξύμνηση κάποιων τροπαρίων. Έτσι έψαλε
κατανυκτικά εκκλησιαστικούς ύμνους της εκλογής του για αρκετή ώρα. Οι
επιδέξιοι τρόποι του και η γοητευτική ψαλμωδία του δεν άργησαν να φέρουν
θετικά αποτελέσματα. Σιγά-σιγά οι χωροφύλακες καλμάρανε, παιδιά και αυτοί
ίσως ευλαβών χριστιανικών οικογενειών στη πατρίδα τους. Προφανώς
θυμήθηκαν παρόμοια περιστατικά από την χώρα τους και αφού άφησαν τον
ιερέα να συνεχίσει τη ψαλμωδία του, στο τέλος μας πρότειναν να καθίσουμε
και εμείς, άλλοι στα παράθυρα και άλλοι σε πρόχειρους πάγκους, για να
συζητήσουμε μαζί τους τα προβλήματά μας. Μας παραπονέθηκαν για την
δήθεν βοήθεια που παρείχαμε στους αντάρτες και μας παρότρυναν να
συντελέσουμε και μεις στην εξολόθρευσή τους, για να ησυχάσουμε και εμείς
και οι Βούλγαροι. Τους είπαμε πως πρώτα-πρώτα δεν πρόκειται για αντάρτες
με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, αλλά για ληστές. 'Οσο για το δεύτερο,
δεν είναι ανάγκη ούτε εμείς να κινητοποιηθούμε, αλλά ούτε και αυτοί να
ανησυχούν και να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την εξολόθρευσή των
ληστών, αφού μόνοι τους αυτοί με την πάροδο του καιρού θα
αλληλοτουφεκιστούν μεταξύ τους. 'Υστερα από τις εξηγήσεις αυτές οι
Βούλγαροι, αφού μας αποχαιρέτησαν, ειδικά τον ιερέα ο καθένας χωριστά με
χειροφίλημα από σεβασμό στο πρόσωπό του, αποχώρησαν χωρίς να πειράξουν
κανέναν, γεγονός που οφείλεται εξολοκλήρου στις ενέργειες και τον τρόπο
χειρισμού της κατάστασης από τον ιερέα.
Κάποια άλλη φορά στο ίδιο καφενείο πάλι, αργά το βράδυ, έφτασε ένα
168
Βουλγαρικό απόσπασμα με άγριες διαθέσεις. Τώρα όχι μόνο δεν ζήτησαν να
καθίσουν, αλλά πρώτα από όλα επέμειναν να μάθουν ποιος από εμάς ήταν o
"Κοσμαογλούτουρ", δηλαδή στα Ελληνικά ο γιος του Κοσμά. Αμέσως
καταλάβαμε πως ζητούσαν τον Γεώργιο Αθανασιάδη, τον γιο του Κοσμά που
έτυχε να βρίσκεται μεταξύ μας εκείνη την στιγμή. Αυτός βέβαια, όταν
κατάλαβε πως ζητούσαν τον ίδιο, έφυγε με τρόπο από το καφενείο και
εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι. 'Υστερα από την αποχώρηση του
καταζητούμενου, εμείς οι υπόλοιποι αρνηθήκαμε την ύπαρξη του εν λόγω
προσώπου με τα στοιχεία που μας έδωσαν οι Βούλγαροι. Πείσθηκαν γι' αυτό
και ύστερα από λίγη ώρα φύγανε για τον προορισμό τους.Τι είχε όμως συμβεί
πραγματικά και αναζητούσαν τον Κοσμαογλούτουρ;
Λίγο έξω από το χωριό μας, πριν να έρθει το απόσπασμα στο καφενείο,
έπιασε σε ένα απόκεντρο μέρος μια Τουρκόφωνη ηλικιωμένη συγχωριανή μας,
αγράμματη και αγαθή χωριάτισσα, την οποία κακοποιήσανε και της ζήτησαν να
τους πληροφορήσει, αν εκεί γύρω βρίσκονταν αντάρτες και αν η ίδια είναι το
πρόσωπο που τους τροφοδοτεί. Η γριά κάτω από την απειλή του ξυλοδαρμού,
αρνήθηκε βέβαια πως αυτή είναι τροφοδότης, αλλά κάποιος από το χωριό ο
γιος του Κοσμά, δηλαδή στην Τουρκική ο Κοσμαογλούτουρ έχει σχέση με τους
αντάρτες. Δεν ήξερε περισσότερα στοιχεία για αυτόν που κατέδωσε και δεν
αρνήθηκε την ύπαρξη των ανταρτών, οπότε την άφησαν ελεύθερη. Ευτυχώς
που η κατάθεσή της δεν είχε περαιτέρω συνέπειες και το επεισόδιο έληξε εκεί.
Τα αποσπάσματα αυτά εκτός από κάποια μεμονωμένα περιστατικά όπως
αυτά που προανέφερα, δεν διεξήγαγαν διώξεις σε βάρος του πληθυσμού. Οι
επισκέψεις των αποσπασμάτων στα χωριά μας δεν ήταν τακτικές, ήταν όμως
συχνές. Διενεργούσαν ανακρίσεις και ζητούσαν πληροφορίες για την δράση
των ανταρτών. Σπάνια δε παίρνανε και κανένα κατσικάκι ή άλλο ζώο, τις
περισσότερες φορές πλήρωναν μάλιστα και την αξία τους και αποχωρούσαν
χωρίς άλλες συνέπειες.
Πρέπει να σημειώσω εδώ πως η δράση των αποσπασμάτων παρά τις
διαταγές που είχαν, ήταν πολύ ήπια απέναντι μας και ουδέποτε ακούστηκε το
παραμικρό για βιαιοπραγίες ή και διώξεις εναντίον του άμαχου πληθυσμού.
Ακούγαμε βέβαια για ακρότητες των μεταβατικών αποσπασμάτων που γινότανε
σε άλλες περιοχές. Ασφαλώς ήταν αβάσιμες φήμες, διότι στην περιφέρειά μας
δεν πείραζαν κανένα. Ιδιαίτερα ιπποτική ήταν η στάση τους απέναντι στις
γυναίκες. Ουδέποτε πριν από την εξιστορούμενη περίοδο, αλλά ούτε και μετά,
εκτός από κάποιες σπάνιες και μεμονωμένες περιπτώσεις, ακούστηκε να γίνει
το παραμικρό σε βάρος του γυναικείου πληθυσμού της περιοχής μας.
Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τους αντάρτες. Η στάση και αυτών ήταν
ανεκτική απέναντί μας, χωρίς να πειράξουν ποτέ κανένα. 'Ηταν περίπου δέκαδώδεκα άτομα και όσο περνούσε ο καιρός μειώνονταν ο αριθμός τους, από τον
μεταξύ τους σπαραγμό. Είχαν οπλισμό ατελή και ασήμαντο. Επρόκειτο για
ελάχιστα απλά όπλα του Ελληνικού στρατού που διαλύθηκε στο 1941 και είχαν
καταστραφεί από την μακροχρόνια απόκρυψη στα υπόγεια και στην ύπαιθρο.
Είναι ευνόητο πως με τον εξοπλισμό αυτό δεν τολμούσαν να αντιμετωπίσουν
τα αποσπάσματα και όλη τους η δραστηριότητα εξαντλούνταν στην αρπαγή
τροφίμων και στην απόκρυψη των ίδιων με την προσδοκία να έρθουν
καλύτερες ημέρες.
169
Εμείς ανάμεσα σε δύο φωτιές, τι άλλο να κάναμε; Στους Βούλγαρους
υποτιμούσαμε την σημασία των ανταρτών ονομάζοντάς τους ληστές και
προεξοφλώντας την εκμηδένιση τους, στους δε αντάρτες μεγαλοποιούσαμε τον
κίνδυνο των αντιποίνων από τους Βουλγάρους, αν κάνανε καμιά απερισκεψία,
είτε αντιμετωπίζοντας τους ίδιους, είτε τα όργανά τους. Προσπαθούσαμε να μη
δώσουμε αφορμή στους Βούλγαρους για αντίποινα. Αρκεί να λεχθεί πως
πολλές φορές ανεχόμασταν ακόμη και την παρουσία των οργάνων τους
ανάμεσά μας όπως την Μ. Μ. και τον Λ. Κ. που έγιναν αίτια της σύλληψης και
κακοποίησης δέκα συγχωριανών μας μέσα στους οποίους συγκαταλέγονταν και
ο αδελφός μου τον προπερασμένο χρόνο, το 1941. Αντί να αφήσουμε τους
αντάρτες να τους εκδικηθούν με σκοπό την εκτέλεση τους, όλο το χωριό, με μια
φωνή ζήτησε από τους εκτελεστές την απελευθέρωση των καταδοτών.
Προβάλαμε λόγους ανθρωπιστικούς για αυτούς που έχουν πολυμελείς
οικογένειες να αναθρέψουν και εγγυηθήκαμε για την παραπέρα νομιμοφροσύνη
τους. Επίσης μεγαλοποιήσαμε τον κίνδυνο αντιποίνων από μέρους του δυνάστη
σε περίπτωση εκτελέσεων των συνεργατών τους και έτσι πετύχαμε την
απελευθέρωσή τους.
Βέβαια οι Βούλγαροι δεν θα έδιναν σημασία σε περίπτωση που οι
συνεργάτες τους εκτελούνταν. Δεν τους χρειάζονταν πια, τους είχαν σιχαθεί και
οι ίδιοι για τον αισχρό ρόλο που εκτελούσαν, έστω και εις βάρος των
συγχωριανών τους. Εδώ θα αναφέρω ένα παρόμοιο περιστατικό,
χαρακτηριστικό της νοοτροπίας μερικών Βουλγάρων, που είναι άξιοι επαίνου
και θαυμασμού, γεγονός που φανερώνει πως μεταξύ τους υπήρχαν άτομα που
ήταν απαλλαγμένα από ανθρώπινες αδυναμίες.
Πρόκειται για τον Ηλία Τ. από το Κεχρόκαμπο, ο οποίος κατέδωσε στον
πρόεδρο της κοινότητας μερικούς συγχωριανούς του για κατοχή όπλων. O
πρόεδρος τον άκουσε προσεκτικά. Αφού τελείωσε ο Ηλίας το απεχθές του έργο,
ο Πρόεδρος άρπαξε ένα ραβδί που είχε πάντοτε κοντά του, τον χτύπησε
ανελέητα σε διάφορα σημεία του σώματος του και τον πέταξε έξω από το
γραφείο του με τις κλωτσιές, φωνάζοντας: όταν εσύ σαν 'Ελληνας προδίδεις
αβασάνιστα τους συγχωριανούς σου, τι θα κάνεις αύριο σε μένα τον Βούλγαρο;
Δεν μπορώ να εγγυηθώ με βεβαιότητα ότι το επεισόδιο συνέβη πραγματικά.
Πολλοί όμως είδανε τον προδότη να κατεβαίνει τις σκάλες της Κοινότητας σε
κακά χάλια. Για το άτομο αυτό θα μου δοθεί η ευκαιρία να ασχοληθώ
λεπτομερέστερα, στη συνέχεια της αφήγησης μου.
Ο χειμώνας περνούσε και έρχονταν η άνοιξη. Οι μέρες μεγάλωναν, έτσι
είχαμε περισσότερο χρόνο για να ασχοληθούμε με τις αγροτικές δουλειές. Η
μεγάλη διάρκεια της ημέρας και κατά συνέπεια η πολύωρη απασχόλησή μας
στην ύπαιθρο σε συνδυασμό με την κοπιαστική εργασία, μείωσαν ακόμη
περισσότερο την αντοχή του οργανισμού μας στην πείνα. 'Οσο προχωρούσε η
άνοιξη, τόσο ελαττώνονταν οι προμήθειες μας σε τρόφιμα. Την συγκεκριμένη
στιγμή, στις αρχές Απριλίου του 1943, έγιναν αισθητές οι επιπτώσεις της
παράλειψής μου να προμηθευτώ διακόσια κιλά καλαμπόκι επιπλέον το
περασμένο φθινόπωρο, το οποίο δεν προμηθεύτηκα, διότι υπέκυψα στις ικεσίες
της μητέρας μου, ώστε να μην εκτεθώ στους κινδύνους εύρεσης, αγοράς και το
σπουδαιότερο μεταφοράς του καλαμποκιού. Αν είχα προνοήσει και είχα κάνει
170
τη προμήθεια αυτή, δεν θα πεινούσαμε καθόλου. 'Ετσι στα μέσα Απριλίου,
όταν άρχισε να τελειώνει το καλαμπόκι, εκείνο που έμεινε, το αναμειγνύαμε με
πατάτα για την παρασκευή ψωμιού και όταν ύστερα από λίγο τελείωσε και η
πατάτα, τότε κάναμε ψωμί από βελανίδια που βρίσκαμε στο βουνό. 'Ηταν ένα
μίγμα από ελάχιστο καλαμπόκι και πολλά βελανίδια, με απαίσια γεύση. Τέλος
όταν εξαντλήθηκαν τελείως τα αποθέματα σε καλαμπόκι και πατάτα,
παρασκευάζαμε ψωμί από τις ρόκες των καλαμποκιών, τις λεγόμενες κοτούνες.
Ο συγκεκριμένος τρόπος διατροφής μας εξάντλησε τελείως. Οι κοτούνες ή
ξερές ρόκες των καλαμποκιών που κάτω από διαφορετικές συνθήκες τις
μεταχειριζόμασταν ως καύσιμη ύλη, έφραξαν τα έντερά μας, κυρίως το παχύ
έντερο και δεν μπορούσαμε να αφοδεύσουμε. Με αυτόν τον τρόπο βλάπταμε
ακόμη πιο πολύ τον ήδη αδύναμο οργανισμό μας. Τα σημάδια του υποσιτισμού
ήταν έκδηλα επάνω μας, μαυρισμένες κόγχες ματιών, χλομό πρόσωπο,
αδυνάτισμα και εξάντληση του κορμιού. Ήταν ευτύχημα που είχαμε αρκετό
γάλα, καθώς αυτό μας κράτησε στη ζωή. Τότε νιώσαμε την αξία του ψωμιού.
Λέγαμε χαρακτηριστικά θυμάμαι, ότι όταν κανείς τρώει ψωμί με βούτυρο, τότε
το ψωμί παίρνει την θέση του βουτύρου και όταν κανείς τρώει κρέας με ψωμί,
τότε το ψωμί παίρνει την θέση του κρέατος.
Από όλα τα δυσάρεστα επακόλουθα της πείνας, δηλαδή το αδυνάτισμα, τις
κομμάρες, την απώλεια του ηθικού και της λογικής, το πιο απαίσιο ήταν το
βαθούλωμα των ματιών και το μαύρισμα των κογχών των ματιών. 'Ετσι έβλεπε
κανείς τους μεγάλους και ιδιαίτερα τις γυναίκες να παρουσιάζουν ένα θέαμα το
λιγότερο αποκρουστικό, με τα βαθουλωμένα μάτια και τις μαύρες κόγχες τους.
Άμεσοι θάνατοι από πείνα δεν είχαν σημειωθεί. Αντίθετα έμμεσοι υπήρχαν
αρκετοί, γιατί το ποσοστό θνησιμότητας σε σύγκριση με άλλες χρονιές είχε
ανέβει αισθητά. Εδώ θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε, τι έκαναν οι κρατικές
Βουλγαρικές υπηρεσίες σ’ αυτή την περίπτωση για να βελτιώσουν την τραγική
κατάσταση του πληθυσμού. Πρέπει να σημειωθεί ότι το Βουλγαρικό κράτος
ήταν και αυτό δέσμιο των Γερμανών. Ανέλαβε την υποχρέωση να παραδώσει
ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής στη Γερμανία για τις ανάγκες του
Γερμανικού στρατού. 'Ετσι ελάχιστα πράγματα ήταν διαθέσιμα για τις ανάγκες
των λαϊκών στρωμάτων. Μόνο μια φορά έγινε διανομή πέντε κιλών
καλαμποκιού ανά άτομο, καθώς και δύο φορές πενήντα γραμμαρίων ζάχαρης
τον χειμώνα του 1941-1942. Στην ελεύθερη αγορά δεν βρισκόταν πια τίποτα.
Ενώ στη μαύρη βρισκόταν σπίρτα, πετρέλαιο, ζαχαρωτά και ζαχαρίνες, όλα σε
πολλαπλάσιες τιμές των κανονικών. Αυτά τα προιόντα όμως δεν ήταν είδη
πρώτης ανάγκης. Έτσι τα σπίρτα αντικαταστάθηκαν με τα ξύλα που τα
ανάβαμε συνέχεια από τη φλόγα των προηγούμενων ξύλων. Τα ζαχαρωτά και
κυρίως οι ζαχαρίνες δεν είχαν καμιά θρεπτική αξία, αλλά επιπλέον μας
προκαλούσαν λιγούρες. Ένα άλλο μεγάλο δράμα ήταν η τέλεια απογύμνωση.
Δεν βρισκόταν κανένα είδος ιματισμού στην αγορά είτε την ελεύθερη είτε τη
μαύρη. Λινά, κάμποτα, δίμιτα και κάθε άλλο είδος υφάσματος εξαφανίστηκαν.
Τα λιγοστά που είχαν ακόμη τα μαγαζιά, τα άρπαζαν οι Βούλγαροι γιατί και
αυτοί ήταν γυμνοί. Το ίδιο συνέβη και με τα είδη υπόδησης. Παρόλα τα
προβλήματα και τις κακουχίες ο κόσμος είχε ακμαίο ηθικό. Περιμέναμε
καρτερικά τον ερχομό καλύτερων ημερών. Φαίνεται πως το ένστικτο της
αυτοσυντήρησης είναι δυνατό και βοηθάει στην υπερπήδηση των δυσκολιών
171
της ζωής. Ο ανθρώπινος οργανισμός διαθέτει ανεξάντλητα αποθέματα
δυνάμεων, που αποκαλύπτονται στις δύσκολες στιγμές. Εγώ βέβαια πιστεύω
πως οι συνέπειες των κακουχιών και των ελλείψεων δεν εξαλείφονται ποτέ,
αλλά ακολουθούν το άτομο σε όλη την κατοπινή του ζωή διαμορφώνοντας τον
χαρακτήρα του πάντοτε προς το χειρότερο.
Τα μεταβατικά Βουλγαρικά αποσπάσματα εξακολουθούν να χτενίζουν την
περιοχή, στην προσπάθειά τους να εξοντώσουν τους αντάρτες. H συμπεριφορά
τους απέναντι στον άμαχο πληθυσμό, ενώ στην αρχή ήταν ήπια, με την πάροδο
του χρόνου έγινε πιο αυστηρή. Ως τόπο εξόρμησης έχουν τον Πλαταμώνα. Το
χωριό μας επειδή απέχει μόνο δεκαπέντε χιλιόμετρα από εκεί, υπάγεται στην
δικαιοδοσία τους. Για αρκετό διάστημα δεν πείραζαν τους πολίτες. Αν καμιά
φορά τύχαινε να πιάσουν κανένα, συνήθως στα χωράφια, ύστερα από μερικές
ερωτήσεις σχετικά με τους αντάρτες, τον άφηναν ελεύθερο. Αμφιβάλλω αν
είχαν δικούς τους πληροφοριοδότες από τα χωριά μας. Ακόμη και η Μ. Μ. και
ο Λ. Κ. από το χωριό μας που έπαιζαν τον αναίσχυντο ρόλο του καταδότη το
1942, ύστερα από τις συστάσεις που τους έγιναν, κάθισαν φρόνιμα και δεν
ακούστηκε πια τίποτα το επιλήψιμο σε βάρος τους. Υπήρχαν όμως μερικοί από
τα γύρω χωριά οι οποίοι δήθεν επισκέπτονταν συγγενείς τους και ότι έκαναν ή
έβλεπαν το μεταβίβαζαν αμέσως στις Βουλγαρικές αρχές. Από αυτούς δεν
είχαμε καμιά ζημία, γιατί τους ξέραμε και παίρναμε τα μέτρα μας. 'Ετσι από
τότε σχεδόν και μέχρι την απελευθέρωση, το χωριό μας δεν αντιμετώπισε
προβλήματα και δεν θρήνησε θύματα, με μόνη εξαίρεση το θλιβερό γεγονός της
κατάδοσης του συγχωριανού μας Νικόλαου Ζεϊτίδη το 1943. Για όλα αυτά θα
αναφερθώ εκτενέστερα παρακάτω.
3. Η δράση των Βουλγαρικών μεταβατικών αποσπασμάτων
Μια μέρα στα τέλη Ιουλίου του 1943 το χωριό μας βρέθηκε από τα βαθιά
χαράματα περικυκλωμένο από τα Βουλγαρικά αποσπάσματα. Στις εξόδους
τοποθετήθηκαν φρουρές που απαγόρευαν την έξοδο, ενώ άλλοι άνδρες έκαναν
εξονυχιστικές έρευνες για την ανακάλυψη τυχόν στρατιωτικού εξοπλισμού και
ίχνη που θα μαρτυρούσαν την παρουσία των ανταρτών. Αν και τα πράγματα
ήταν κάπως δύσκολα, όσον αφορά την κυκλοφορία των πολιτών, βγήκα από το
σπίτι και κατευθύνθηκα προς την βόρεια πλευρά του χωριού μας, για να δω από
κοντά την κατάσταση και να ενημερωθώ για τις κινήσεις του εχθρού. Σε μια
μικρή πλατεία στην βόρεια συνοικία, βλέπω τον συγχωριανό μου Δημήτριο
Μελίδη να με αναζητά με ανυπομονησία. Κρατούσε με μεγάλη προφύλαξη στο
χέρι του ένα έγγραφο που το βρήκε η μητέρα του σε ένα δρόμο και μου το
έδωσε αμέσως για να το μεταφράσω. Ανοίγω το φάκελο και αρχίζω το
διάβασμα. Ήταν μια διαταγή της ανώτερης διοίκησης της χωροφυλακής προς
τον διοικητή του αποσπάσματος. Του έλεγε να έρθει στο χωριό μας, να
συλλάβει και να οδηγήσει στην έδρα του αποσπάσματος για ανάκριση τρεις
συγχωριανούς μας με την κατηγορία της περίθαλψης ανταρτών, ανάμεσα
172
στους οποίους βρίσκονταν και το όνομα του συνομιλητή μου Μελίδη. Μόλις
διάβασα το σημείωμα, τον ενημέρωσα αμέσως, συμβουλεύοντας τον να φύγει
και να κρυφτεί, γιατί κινδυνεύει. Επίσης του είπα να ειδοποιήσει και τους
άλλους δύο, τον Δημήτριο Βασιλειάδη και τον Κοσμά Αθανασιάδη τα ονόματα
των οποίων αναφέρονταν στην ίδια διαταγή για σύλληψη και ανάκριση.
Νομίζω πως τον έχω ακόμη μπροστά μου τον Μελίδη. Στεκόταν λίγο ψηλότερα
από μένα πάνω σε ένα τοίχο, κοιτούσε ανήσυχα και έστρεφε τα μάτια του δεξιά
και αριστερά, μένοντας εκεί αναποφάσιστος. 'Εχασα την υπομονή μου και του
φώναξα:
« Φύγε αμέσως, κρύψου, κινδυνεύεις. Να ειδοποιήσεις και τους άλλους ».
Η ίδια τύχη τους περίμενε και τους τρεις. Βέβαια ο Μελίδης εξαφανίστηκε
από μπροστά μου, ειδοποίησε τους δύο άλλους με τη μητέρα του και πήραν τα
μέτρα τους.
Αργότερα το απόσπασμα αντί να πιάσει τους συγχωριανούς μας που
κατηγορήθηκαν για φιλοανταρτική δράση, άρχισε να καταγίνεται με την
ανεύρεση της χαμένης διαταγής. Μάλιστα αγγαρέψανε ακόμη και τους
κατοίκους του χωριού να ψάξουν για την ανεύρεση και την παράδοση της.
Βέβαια το μυστικό διαφυλάχθηκε τόσο από μένα όσο και από τους
ενδιαφερόμενους και το συμβάν έμεινε εκεί, χωρίς καμιά περαιτέρω συνέπεια.
Οι Βούλγαροι όμως θυμόταν ότι το όνομα του Κοσμά Αθανασιάδη ήταν μέσα
στη διαταγή και αυτόν τον αναζήτησαν επίμονα για να τον ανακρίνουν.
Ευτυχώς ο ίδιος είχε ειδοποιηθεί από τον Μελίδη και δεν παρουσιάστηκε
εκείνη τη μέρα.
Την επομένη όμως ήρθε και με βρήκε. Ζήτησε περισσότερες πληροφορίες
για τη διαταγή καθώς και την γνώμη μου. Του είπα ότι τον κατηγορούν για
τροφοδότη των ανταρτών, πως κινδυνεύει και καλά θα κάνει να φύγει στο
βουνό.
« Δεν μπορώ να φύγω στο βουνό. Είμαι γέρος, δεν θα αντέξω. Θα παρουσιαστώ
στο απόσπασμα και ο Θεός βοηθός. Δεν πιστεύω να με χαλάσουν οι Βούλγαροι.
Δεν έχουν στοιχεία σε βάρος μου πέρα από τις τροφοδοσίες που και αυτές έγιναν
κάτω από την απειλή των όπλων ».
Την άλλη μέρα έκανε τον ανίδεο, παρουσιάστηκε στο απόσπασμα που
βρίσκονταν για περιπολία σε ένα γειτονικό χωριό και ζήτησε να μάθει γιατί τον
αναζητούσαν. Για λόγους όμως πρόνοιας μιλούσε τα Τουρκικά, αντί τα
Βουλγαρικά που τα ήξερε αρκετά καλά, επειδή γνώριζε τα Ρωσικά τα οποία
παρουσιάζουν ομοιότητες με τα Βουλγαρικά.
Τον απείλησαν με ξυλοδαρμό, μάλιστα του δώσανε και μερικά χαστούκια,
τον κατηγόρησαν ως τροφοδότη των ανταρτών και άλλα παρόμοια και τον
παρέδωσαν σε ένα Ελληνόφωνο όργανο, τον χωροφύλακα Πολυχρόνη από τον
Κεχρόκαμπο, αφού τον ενημέρωσαν σχετικά με τις πληροφορίες που είχαν για
τον Κοσμά.
« Πρόκειται για έναν φιλήσυχο και καλό άνθρωπο. Έχει όμως αδελφό αντάρτη
και τροφοδοτεί αυτόν και την ομάδα του χωρίς να μας ενημερώνει ».
Ο Κοσμάς άκουσε τη στιχομυθία που γινότανε στα Βουλγάρικα,
ενημερώθηκε έτσι για τις κατηγορίες που τον βάρυναν και αποφάσισε να
173
αντιμετωπίσει κατάλληλα τον Ελληνόφωνα Πολυχρόνη ο οποίος ήταν
μονόφθαλμος εδώ και πολλά χρόνια. Είχε κάποια γνωριμία μαζί του από πριν
και για να τον φέρει στο φιλότιμο του είπε να σκεφθεί σαν 'Ελληνας και να
κρατά μετριοπαθή στάση απέναντι στους πατριώτες του, αλλά πήρε την ήκιστα
πατριωτική απάντηση.
Το μάτι που δεν βλέπει είναι Ελληνικό και εκείνο που βλέπει είναι
Βουλγαρικό. Τελικά οι Βούλγαροι τον άφησαν ελεύθερο, αφού τον
υποχρέωσαν να δίνει τακτικά αναφορές για τις κινήσεις των ανταρτών, πράγμα
που ο Κοσμάς αν και το αποδέχθηκε για να γλιτώσει, δεν το εφάρμοσε ποτέ. Ο
Πολυχρόνης ύστερα από την απελευθέρωση έκανε τον εθνικόφρονα για να
ελαφρύνει τη θέση του, δεν τα κατάφερε όμως, κατηγορήθηκε για τη
συμμετοχή του στα αποσπάσματα του δυνάστη, πέρασε από δικαστήριο
δοσίλογων και γλίτωσε με μια πολύ ελαφριά ποινή. Τον συνάντησα τυχαία
ύστερα από 35 χρόνια στην Καβάλα σε ένα βιβλιοπωλείο, καυχιότανε για την
πατριωτική του δράση και έκανε τον εθνικόφρονα. Δεν ξέρω αν είχε δίκιο ή
όχι.
Σε μια άλλη επιδρομή του αποσπάσματος στο χωριό μας οι χωροφύλακες,
αφού κάνανε έρευνες για την ανακάλυψη τυχόν στρατιωτικού οπλισμού ή ίχνη
ανταρτών, πιάσανε τον νεαρό Πέτρο Ουζουτζαμίδη για να τον ανακρίνουν. Του
δώσανε μερικά χαστούκια για εκφοβισμό, τον απείλησαν με ξυλοδαρμό και
ζήτησαν πληροφορίες για την κίνηση των ανταρτών. Το Ελληνόπουλο στάθηκε
ψύχραιμο, αρνήθηκε τα πάντα, έκανε τον ανήξερο και εξαιτίας της
ανηλικιότητας του, τον άφησαν ελεύθερο.
Στις αρχές Αυγούστου του 1943 σε μια άλλη εισβολή του αποσπάσματος
στο χωριό μας πιάσανε επτά συγχωριανούς μας που τους κατηγορούσαν ως
τροφοδότες των ανταρτών. Τους πήγαν στην έδρα τους, στον Πλαταμώνα. Εκεί
τους απείλησαν με ξυλοδαρμό, μάλιστα δώσανε και λίγο ξύλο σε μερικούς και
τους ζήτησαν να αποκαλύψουν την δράση τους ως τροφοδότες και ενισχυτές
των ανταρτών. Οι χωρικοί επειδή ξέρανε πως τυχόν αποκαλύψεις, έστω και
παραπλανητικές, όχι μόνον δεν θα τους ωφελούσαν σε τίποτα, αλλά αντίθετα
θα γινόταν αφορμή ακόμη πιο σκληρών βασανιστηρίων για περισσότερες
αποκαλύψεις, κρατήσανε τη συνοχή τους. Δεν μαρτύρησαν τίποτα και μάλιστα
επιμείνανε στο γεγονός πως όσες φορές κάτω από την απειλή των όπλων
βοηθούσανε τους αντάρτες, ειδοποιούσανε αμέσως την κοινοτική αρχή. Αυτό
το τελευταίο, καθώς αυτή ήταν η αλήθεια, στάθηκε αποφασιστικό για τις τύχες
τους. Τους άφησαν ελεύθερους, χωρίς άλλες συνέπειες και επέστρεψαν στο
χωριό.
'Ηταν αλήθεια ιδιόμορφος ο τρόπος ζωής το καλοκαίρι εκείνο. Δεν είναι
υπερβολή να πω πως τον περισσότερο καιρό τον περνούσαμε στο βουνό όπου
κρυβόμαστε, όταν ερχότανε τα αποσπάσματα για έρευνα και περιπολίες και
κατεβαίναμε στα σπίτια μας, αφού φεύγανε οι χωροφύλακες. 'Ετσι το καλοκαίρι
αυτό το περάσαμε σχεδόν χωρίς απώλειες. Έμμεσα όμως είχαμε ένα θύμα, το
μοναδικό σε όλη τη διάρκεια της κατοχής, τον Νικόλαο Ζεϊτίδη.
Θα εκθέσω λοιπόν με λίγα λόγια το δράμα και το τέλος του μοναδικού
174
θύματος κατά το διάστημα της κατοχής από τους Βουλγάρους, τον Νικόλαο
Ζεϊτίδη. 'Ηταν λίγο απότομος στο χαρακτήρα, αλλά καλός νοικοκύρης, σύζυγος
και πατέρας. Ήταν ισχυρογνώμονας, αλλά δεν έβλαψε ποτέ κανένα. Κλειστός
χαρακτήρας, έπαιρνε μόνος του τις αποφάσεις του και τις πραγματοποιούσε
χωρίς να ακούει τις συμβουλές, τις εισηγήσεις ή και παρακλήσεις των δικών
του και ιδιαίτερα της συζύγου του.
Ήταν ριψοκίνδυνος, δεν δίστασε, παρόλο που τους δρόμους τους όργωναν
τα αποσπάσματα με συχνές περιπολίες, να κατεβεί στις Κρηνίδες Καβάλας και
να καλλιεργήσει εκεί τα χωράφια από τα Τενάγη Φιλίππων τα οποία μας είχαν
παραχωρηθεί από την Γεωργική υπηρεσία Καβάλας, λίγο πριν τον πόλεμο. Το
φθινόπωρο του 1943 κατέβηκε ο Νίκος στις Κρηνίδες για την συλλογή του
καλαμποκιού από τα χωράφια και την μεταφορά του στο χωριό με το ιδιόκτητό
του κάρο. 'Ενα μέρος της συγκομιδής το άφησε σε ένα φιλικό σπίτι και το
υπόλοιπο προσπάθησε να το μεταφέρει στο χωριό μας με το κάρο. Στην
επιστροφή όμως έπεσε πάνω στα αποσπάσματα, οι οποίοι τον κακοποίησαν
αφάνταστα, τον βασάνισαν άγρια και σε κακά χάλια, σχεδόν μισοπεθαμένο, τον
φέρανε στο χωριό. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν στα χωριά μας δυνατότητες
εξασφάλισης φαρμάκων και ιατρικής περίθαλψης. Ο Νίκος δεν άντεξε λοιπόν
στα βασανιστήρια. H κατάστασή του επιδεινώνονταν καθημερινά. Έτσι έπεσε
στο κρεβάτι, ενώ τα χτυπημένα του πλευρά είχανε σαπίσει. Στο τέλος τον
φορτωθήκαμε στην πλάτη, τον κατεβάσαμε με τα χέρια στη Χρυσούπολη και
από εκεί τον οδηγήσαμε με αυτοκίνητο στην Καβάλα. 'Ηταν όμως πολύ αργά
και στο νοσοκομείο δεν μπόρεσαν να του προσφέρουν καμιά βοήθεια. 'Ετσι με
τον ίδιο τρόπο επέστρεψε στο σπίτι του όπου και πέθανε ύστερα από λίγες
μέρες. Πίσω του άφησε χήρα με τέσσερα ορφανά. Το μεγαλύτερο ήταν ένα
αγόρι οκτώ χρόνων και το μικρότερο ένα νεογέννητο κοριτσάκι. Η σύζυγός
του, αν και νεαρή, δεν άντεξε στα οικογενειακά βάρη που έπεσαν στους ώμους
της και ύστερα από λίγα χρόνια πέθανε και αυτή.
Στο σημείο αυτό σαν μνημόσυνο, αφιερώνω μερικές γραμμές για την τύχη
ενός κοριτσιού από το χωριό μας της Ε. Μ., κόρη της καταδότιδος Μ. Μ., του
αδελφού μου και οκτώ άλλων συγχωριανών μου από τους Βουλγάρους το 1941.
Είχαμε μεταξύ μας μια μικρή αλληλοεκτίμηση, μια απλή καλημέρα, χωρίς οι
τυπικές αυτές σχέσεις να προχωρήσουν πιο πέρα και αυτό εξαιτίας της αρχής
που πρέσβευα ανέκαθεν στη ζωή, πως τυχόν μπλεξίματα με γυναίκες θα ήταν
τροχοπέδη στην παραπέρα εξέλιξή μου, με αποτέλεσμα να παραμείνω για
πάντα στο χωριό αγράμματος χωρικός, αγρότης ή τσομπάνης. Εάν έδινα
συνέχεια, είναι βέβαιο ότι θα φθάναμε κάποτε σε γάμο με τη κοπέλα και αυτό
ίσως συντελούσε στη σωτηρία της.
'Εμμεσα ο πατέρας της μου πρότεινε στο δρόμο προς τη Κωνσταντινιά όπου
τον συνάντησα μια μέρα, να δώσω συνέχεια και να δεχθώ το συνοικέσιο αυτό.
« - Δεν έχω ακόμη σκοπό το γάμο. Πρέπει να περιμένω το τέλος του πολέμου, να
αποκατασταθώ πρώτα και ύστερα θα έλθει η σειρά του γάμου.
- Δεν πειράζει Παναγή. Μέχρι τότε ας είστε αρραβωνιασμένοι και μετά πρώτα ο
Θεάς, όλα θα πάνε κατ' ευχή ».
Αρνήθηκα και πάλι. Επικαλέστηκα λόγους φτώχειας και ανέχειας. Οι ίδιοι
175
ακριβώς λόγοι ανάγκασαν τον γέρο να δώσει το κορίτσι του σε ένα νέο
ανοικοκύρευτο στη Νέα Κώμη. Εκεί όμως το κλίμα ήταν πιο βαρύ. Η ανέχεια,
ο πυρετός και η ελονοσία εξαντλήσανε την κοπέλα. 'Εμεινε σε ενδιαφέρουσα,
ενώ η υγεία της δεν ήτανε σε καθόλου καλή κατάσταση. Διαρκώς χειροτέρευε,
ώσπου έφτασε στο απροχώρητο και ο άνδρας της την έφερε πίσω στο χωριό.
Δεν υπήρχαν οι κατάλληλες τροφές, ο πυρετός εξακολουθούσε να την
βασανίζει, ενώ η δυνατότητα εφοδιασμού φαρμάκων και ιατρικής περίθαλψης
ήταν αδιανόητη. Έτσι η κοπέλα σιγά-σιγά έσβησε, πέθανε στις 22-7-43 και τη
θάψαμε στις 24-7-43. Η ειρωνεία της τύχης! Ακριβώς την ίδια μέρα ένα χρόνο
πριν, στις 24-7-42 οι δικοί μας εξ' αιτίας της προδοσίας της μητέρας της
ξυλοκοπήθηκαν άγρια στα κρατητήρια της αστυνομίας στη Χρυσούπολη.
Στις αρχές Απριλίου του 1943 τρεις συγχωριανοί μας πήραν ατομικές
προσκλήσεις από τις στρατιωτικές αρχές για να εργαστούν στα καταναγκαστικά
έργα στο εσωτερικό της χώρας. Πρόκειται για τον Ελευθέριο Σιδηράτο, τον
Παύλο Σεϊτανίδη και τoν Νικόλαο Χαλήλ. Δουλέψανε στο δημόσιο δρόμο του
Σιμίτλη, στη Νότια Βουλγαρία όλο το καλοκαίρι και στις αρχές του
φθινοπώρου επιστρέψανε στα σπίτια τους. Την αλληλογραφία με τα σπίτια τους
στη Βουλγαρική γλώσσα την διεκπεραίωνα εγώ. Από αυτούς, ο Παύλος
επέστρεψε με ακρωτηριασμένο το ένα δάκτυλο του χεριού του. Το έλιωσε με το
σφυρί την ώρα της δουλειάς o σύντροφός του, ενώ άνοιγαν τρύπες στις πέτρες
για φουρνέλα. Μάλιστα ο ίδιος απολύθηκε από το νοσοκομείο τέλος
φθινοπώρου και επέστρεψε στην οικογένειά του χωρίς να πάει στη μονάδα του
να παραδώσει τα δημόσια αντικείμενα, κουβέρτες και στρατιωτικά ρούχα με τα
οποία ήταν χρεωμένος. 'Ετσι τα είδη αυτά τα καταλόγισαν σε βάρος του, του τα
χρεώσανε και διατάχτηκε η είσπραξη της αξίας τους ως δημόσιο έσοδο. Αργά
το χειμώνα, ένα πρωί χτύπησαν στην πόρτα του δύο χωροφύλακες με το
ένταλμα στο χέρι. Ο ίδιος που μόλις συνήλθε από τις ταλαιπωρίες στα
καταναγκαστικά έργα, δεν είχε να τα πληρώσει, ζήτησε δανεικά από το πατέρα
του ο οποίος απέφυγε να τον εξυπηρετήσει γιατί και αυτός πιεζότανε από την
γυναίκα του. Έτσι ο γείτονας κινδύνευε να συλληφθεί και να κλειστεί στις
φυλακές σαν χρεώστης του Δημοσίου. Η προθεσμία που του είχαν δώσει να
συγκεντρώσει τα χρήματα ήταν μια ώρα και είχε τελειώσει. Την τελευταία
στιγμή η γυναίκα του Παύλου ήρθε στο σπίτι μας, στο μεταξύ είχε ξημερώσει
και ζήτησε τη βοήθεια μας. Την εξυπηρετήσαμε και έτσι γλίτωσε ο Παύλος από
τη φυλακή.
Τον ίδιο χρόνο έφυγε για την Γερμανία και ο αδελφός μου Νίκος μαζί με τον
Ευάγγελο Τζάκη. Υποφέρανε πολύ εξαιτίας της έλλειψης τροφής και
ενδυμάτων. Τελικά γλιτώσανε και με τα πρώτα χιόνια επέστρεψαν στο χωριό
ταλαιπωρημένοι. 'Ηταν μια άστοχη ενέργεια και το μετανιώσανε πικρά. Δεν
ήταν ανάγκη να διαφύγει στο εξωτερικό. Στο σπίτι με τα ίδια έξοδα που ζήσαμε
τέσσερις, θα περνούσαμε και πέντε.
Από τη Γιουγκοσλαβία ο Νίκος έγραψε στη Κρήτη στους συμπέθερους μας
και τους γνωστοποιούσε πως ο γιος τους ο Μιχάλης ήταν στο χωριό μας, στη
ζωή και περνούσε καλά. Δεν πήρε απάντηση. 'Ισως και να μην του έστειλαν. Το
γράμμα του Νίκου όμως για τους συμπέθερους μας στη Κρήτη ήταν ένα
ευχάριστο μήνυμα, γιατί τον γιο τους τον είχαν χαμένο εδώ και δύο χρόνια και
του κάνανε ακόμη και μνημόσυνο. Επίσης έγραψε και στην Αξιούπολη στους
176
εκεί συγγενείς μας. Πήρε απάντηση και ένα μικρό δέμα με ρούχα. Πρέπει να
σημειωθεί εδώ, πως η περιφέρειά μας που προσαρτήθηκε στη Βουλγαρία, είχε
αποκοπεί και απομονωθεί με τον έξω κόσμο όλο το διάστημα του πολέμου.
'Ετσι το καλοκαίρι του 1943 κύλησε ήρεμα. Στα μέσα Ιουλίου μάθαμε από
τις εφημερίδες για την απόβαση των συμμάχων στη Σικελία. Αναπτερώθηκε το
ηθικό μας με τα ευχάριστα αυτά νέα και ελπίζαμε πως πολύ γρήγορα θα
τελείωναν τα δεινά μας. Πέσαμε όμως έξω στις υποθέσεις μας,. Έπρεπε να
περιμένουμε ακόμη ένα χρόνο για να έρθει η πολυπόθητη μέρα της
απελευθέρωσης.
Λίγο αργότερα κατά τον δεκαπενταύγουστο, μάθαμε για την αρρώστια του
Βασιλιά Βορίδα. Δεν πήγε πολύ, πέθανε στις 28-8-1943. Αν και για μας ήταν
σφαγέας, δολοφόνος, και ηθικός αυτουργός του σχεδιασμού του αφανισμού
μας, για τον λαό του ήταν υπόδειγμα άριστου ηγεμόνα. Αγαπήθηκε από όλα τα
στρώματα του λαού του, από όλες τις παρατάξεις και από αυτούς ακόμη τους
Κομουνιστές, αν συμπεράνουμε από τις εκτιμήσεις που είχανε γι' αυτόν. Έτσι
ώστε από τότε και για αρκετές δεκαετίες ακόμη μέχρι και σήμερα να διατηρούν
τα μνημεία του, τους ανδριάντες του, τις ονομασίες των δρόμων που φέρουν το
όνομά του και στα βιβλία που εκδίδουν δεν αμαυρώνουν καθόλου την μνήμη
του, τιμώντας έτσι το πρόσωπο του.
'Εφθασε το φθινόπωρο του 1943. 'Εκανα και πάλι τους υπολογισμούς μου
για τις ποσότητες των τροφίμων που θα χρειαζόμαστε μέχρι τη νέα σοδειά,
ώστε να αποφύγουμε με αυτόν τον τρόπο, έστω και την ολιγοήμερη πείνα της
περασμένης χρονιάς. Είχαμε ικανοποιητική συγκομιδή. Αγόρασα αρκετές
ποσότητες καλαμποκιού το φθινόπωρο απευθείας από την παραγωγή. Έτσι ο
χειμώνας αυτός του 1943-1944 καθώς και η υπόλοιπη χρονιά μέχρι τη νέα
παραγωγή ήταν η μόνη στα χρόνια του πολέμου που δεν υποφέραμε από την
πείνα. Αναφέρομαι βέβαια μόνο στη τροφή, γιατί, όσον αφορά την ενδυμασία
και την υπόδηση η κατάσταση ήταν τραγική. Σ’ αυτό το σημείο τονίζω πως από
την άποψη αυτή αντιμετωπίσαμε σοβαρά και ανυπέρβλητα προβλήματα.
Στις 10 Σεπτεμβρίου μάθαμε από μία μικρή τοπική εφημερίδα της Ξάνθης, την
Μπελομόρσκα της Βουλγαρίας πως η Ιταλία συνθηκολόγησε άνευ όρων. 'Οταν
διάβασα την είδηση αυτή, πέταξα από τη χαρά μου. 'Εκανα ένα αυτοσχέδιο
χορό και λέω αυτοσχέδιο, γιατί πραγματικό χορό, ούτε έμαθα ποτέ μου, ούτε
χόρεψα. Ποτέ δεν μου δόθηκε η ευκαιρία αν και είχα διάθεση στη ζωή μου να
μάθω χορούς. Αλλά ας τα αφήσουμε αυτά και ας επανέλθουμε στο θέμα μας.
Η είδηση αυτή μας γέμισε χαρά. Με την Ιταλία είχαμε εμπλακεί σε πόλεμο
από το 1940 και τώρα μάθαμε για την παράδοσή της. 'Επρεπε όμως να μάθουμε
περισσότερα για τη χαρμόσυνη είδηση. Γι' αυτό την άλλη μέρα στείλαμε τον
Γεώργιο Μακρίδη στη Χρυσούπολη να μας φέρει εφημερίδες. 'Ισως αυτό να
φανεί παράξενο, δηλαδή για δύο εφημερίδες να στείλουμε έναν συγχωριανό να
μας τις φέρει, περπατώντας οκτώ ολόκληρες ώρες. Ο Μακρίδης επέστρεψε το
βράδυ με τις εφημερίδες. Ακόμη και ο Γιάννης Βαρόνος που η φυματίωση τον
είχε ρίξει στο κρεβάτι, σηκώθηκε με τις πιζάμες του και ήρθε στην πλατεία για
να πληροφορηθεί τα νέα. Ο δύστυχος τις επόμενες μέρες χειροτέρεψε η υγεία
του και υπέφερε πολύ. Λίγο μετά την απελευθέρωση υπέκυψε.
Τις ειδήσεις αυτές τις μετέδωσα τις επόμενες μέρες στα γύρω χωριά. Το
177
ηθικό του κόσμου αναπτερώθηκε και ήταν συνηθισμένο το φαινόμενο τα
βράδια με τα φανάρια, στη πλατεία του χωριού να διαβάζουμε τις εφημερίδες
που μας έφερναν από τη Χρυσούπολη οι χωρικοί που πήγαιναν εκεί για τις
δουλειές τους.
Δεν ήταν δυνατόν η δράση μου αυτή να κρατηθεί μυστική από τον
εκπρόσωπο του δυνάστη, τον αντιπρόεδρο της Κοινότητας, έναν άξεστο
Βούλγαρο χωρικό, που για τους χονδρούς του τρόπους τον ονομάζαμε Πομάκο.
Ποιος με πρόδωσε δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι πως ένα πρωί με
ειδοποίησε ένας χωρικός από τον Άγιο Κοσμά, την έδρα του Πομάκη, πως με
ζητάει ο αντιπρόεδρος. Μάλιστα ο ίδιος ο χωρικός με ενημέρωσε ακόμη για το
σκοπό της αναζήτησης μου. 'Επρεπε να δώσω εξηγήσεις για την
αντιβουλγαρική προπαγάνδα που έκανα και για τη διαφώτιση που έδινα στον
κόσμο. Τότε για καλό και για κακό, πήρα μαζί μου πέντε κιλά καρύδια δικής
μας παραγωγής και πήγα μόνος μου στον Πομάκο. Πήγα στο σπίτι που έμενε.
Με υποδέχθηκε με ειρωνικό χαμόγελο. Δέχθηκε το δώρο μου και αμέσως
ζήτησε λεπτομέρειες για την αντεθνική μου, ή μάλλον για την αντιβουλγαρική
μου στάση. Ζήτησε επίσης να του εξηγήσω τι είδους είναι οι ενέργειες μου
αυτές και τι μεταδίδω στον κόσμο διαβάζοντας τις Βουλγαρικές εφημερίδες.
Του απάντησα πως δεν λέω στον κόσμο τίποτα περισσότερο από όσα γράφουν
οι Βουλγαρικές εφημερίδες. Συμπληρώνοντας πως γι' αυτό εκδίδονται οι
εφημερίδες, για να βοηθήσουν τον κόσμο στην επίλυση των προβλημάτων του
και την ενημέρωσή του για την εξέλιξη του πολέμου.
Στη συνέχεια πήρα θάρρος από την ήσυχη στάση του. Συζητήσαμε πολύ
ώρα για τα νέα της ημέρας. Επανέλαβα και σ' αυτόν, με σκοπό να τον
τρομοκρατήσω πως τώρα με την πτώση της Ιταλίας έχει πια σειρά η Γερμανία.
Ύστερα από αυτούς η χώρα του θα βρίσκεται στα χέρια των Συμμάχων.
Δεν εξαρτάται του είπα η τύχη μας από μας τους μικρούς, αλλά από τους
μεγάλους. Με συμβούλεψε δήθεν πατρικά να μη μεταδίνω με έμφαση τα
γεγονότα στον κόσμο, καλύτερα να μην τα μεταδίδω καθόλου, αλλά αν δεν
γίνεται κάτι τέτοιο, τουλάχιστον να τα παραθέτω απλά, χωρίς σχόλια και δικές
μου κρίσεις. Ευτυχώς την γλίτωσα φθηνά. Τα καρύδια που του πήγα σαν δώρο
πιάσανε τόπο. Εξάλλου ήταν και θρασύδειλος, έτσι η κατάδοση μου αυτή δεν
είχε άλλες συνέπειες. Τον αποχαιρέτησα φιλικά, άλλωστε επρόκειτο περί καλού
ανθρώπου και επέστρεψα στο χωριό μου όπου και ανέφερα τα γεγονότα στους
χωρικούς που με περίμεναν. Δέχθηκα όμως και επιπλέον συμβουλές από τη
μητέρα μου, όπως να είμαι περισσότερο προσεκτικός, όταν διαβάζω εφημερίδες
και να προσέχω τον κόσμο που με ακούει. Αυτό όμως δεν μπορούσε να γίνει. O
κόσμος διψούσε να πληροφορηθεί τα νέα. Δεν φρόντισα να μάθω για τον
καταδότη μου. Δεν θα ωφελούσε σε τίποτα η ενέργειά μου αυτή. Άλλωστε από
την κατάδοση δεν είχα καμιά συνέπεια, εκτός βέβαια από την απώλεια των
καρυδιών λόγω της δωροδοκίας. Είναι βέβαια αστείο, αλλά αυτή είναι η στυγνή
πραγματικότητα, δηλαδή χάρις στην δωροδοκία μπορεί κάποιος κυρίως στις
δύσκολες περιστάσεις να υπερπηδήσει τα ανεπιθύμητα εμπόδια. Αν και
απέκτησα κάποια εμπειρία για την δύναμη της δωροδοκίας και παρόλο που από
τότε μου δόθηκαν πολλές ευκαιρίες για την βελτίωση της θέσής μου στην
κατοπινή μου σταδιοδρομία, ουδέποτε μπήκα στον πειρασμό να την
χρησιμοποιήσω, ώστε να επηρεάσω την μελλοντική μου εξέλιξη .
178
4. Κρίσεις και συμπεράσματα για τον τρόπο ζωής μας το 1943
Στο τέλος του 1943 το Βουλγαρικό κράτος έκανε απογραφή σε ολόκληρη τη
χώρα. Πρέπει εδώ να σημειώσω πως στο ζήτημα της απογραφής και της
τήρησης των αρχείων οι Βούλγαροι δίνουν μεγάλη σημασία. Συνεργεία από
Βούλγαρους υπαλλήλους και Βουλγαρομαθείς 'Ελληνες (εγώ δεν δέχτηκα να
συμμετάσχω στην ενέργεια της απογραφής, αν και μου το ζήτησε φορτικά ο
πομάκος αντιπρόεδρος της Κοινότητας) γυρίζανε στα χωριά και συμπληρώνανε
τα δελτία των απογραφομένων. Οι απογραφείς επέμεναν ιδιαίτερα στο ζήτημα
της υπηκοότητας, αν δηλαδή δεχόμαστε την Βουλγαρική ή θα παραμέναμε
'Ελληνες. Περιττό να πω πως η πλειονότητα των κατοίκων προτιμούσε την
Ελληνική. Μάλιστα ο Συμεών Ζεϊτίδης για τον οποίο μίλησα και αλλού στην
αφήγησή μου αυτή, μετά από επίμονη ερώτηση του απογραφέα, ανέφερε το
εξής Τουρκικό γνωμικό: "Πιστός Μουσουλμάνος, Χριστιανός (άπιστος) δεν
γίνεται". Η διάκριση της υπηκοότητας σε Βουλγαρική ή Ελληνική, στην
περίπτωση αυτή, τουλάχιστον στα μέρη μας, καμιά έννοια ή και συνέπειες δεν
είχε. Στο χωριό μας απογράφηκαν τριακόσια επτά άτομα, έναντι τριακοσίων
δύο που είχαμε πριν την κατοχή και τριακοσίων δεκατεσσάρων το 1948, όταν
το χωριό μας είχε αδειάσει εξαιτίας του ανταρτοπόλεμου.
Τον Οκτώβριο του 1943 ο Βούλγαρος αντιπρόεδρος Ιβάν για να κατασχέσει
την παραγωγή του κάστανου στην περιοχή μας, ανέθεσε σε δύο άτομα να την
αστυνομεύουν, ώστε να μη τα μαζέψει ο κόσμος. Διότι, όπως εξήγησε, τα
κάστανα θα μαζευτούν για λογαριασμό του Δημοσίου με αγγαρεία των
κατοίκων.
Τα πρόσωπα όμως στα οποία ανέθεσε την συγκεκριμένη δουλειά, κάνανε
εντελώς το αντίθετο. Ενθάρρυναν τον κόσμο να μαζέψει ακόμη περισσότερα
κάστανα και να τα αποκρύψει σε κατάλληλες κρυψώνες. 'Ετσι την ημέρα της
αγγαρείας για τη συγκομιδή είχαν απομείνει ελάχιστες ποσότητες. Θύμωσε ο
Ιβάν, κατάλαβε την ενέργεια των φυλάκων και τους επέπληξε άγρια για τη
συμπεριφορά τους. Κάλεσε επίσης ένα απόσπασμα να διεξάγει έρευνες για να
ανακαλύψει τα κάστανα που κρύψανε οι χωρικοί. Τελικά η υπόθεση δεν
κατέληξε πουθενά, γιατί βρέθηκαν πολύ μικρές ποσότητες για κατάσχεση.
Η έρευνα όμως αυτή λίγο έλειψε να έχει δυσάρεστες συνέπειες για την τύχη
του γαμπρού μου Μιχάλη. Οι στρατιώτες ζήτησαν από αυτόν να τους
παραδώσει ένα ζευγάρι δερμάτινα υποδήματα μέχρι το γόνατο που δήθεν είχε ο
Μιχάλης. Αυτός επέμενε πως ποτέ δεν είχε τέτοια υποδήματα. Είμαι ξένος, τους
είπε, έχω εχθρούς στο χωριό, ποιος σας είπε πως τα έχω. Μάλιστα στο σημείο
αυτό μεταχειρίστηκε και τα λίγα Βουλγαρικά που ήξερε. "Κόι κάζα τόβα" τους
είπε και αμέσως δέχθηκε την απάντηση, "Λαζάρ καζά", δηλαδή ο Λάζαρος το
είπε. Ο Λάζαρος Κ. για να φανεί αρεστός στους Βούλγαρους πρόδωσε το
γαμπρό μου για την κατοχή των υποδημάτων. Είναι να λυπάται κανείς τον
άνθρωπο αυτό, για το κατάντημά του να προδώσει στον εχθρό ακόμη και τις
μπότες του συγχωριανού του.
Την ίδια κιόλας μέρα, μόλις έφυγε ο στρατός, ο Λάζαρος, ο "Λάζαρ Καζά"
που τον ονομάσαμε από τότε ειρωνικά, δέχθηκε σκληρές παρατηρήσεις από τον
179
Μιχάλη για τη διαγωγή του αυτή μπροστά σε όλο το χωριό, αλλά δεν απάντησε.
Βρισκόμαστε πια στο τέλος του 1943. Νομίζω, πως τώρα μπορώ να κάνω
μια επισκόπηση του χρόνου αυτού, ιδιαίτερα από τη σκοπιά της οικογένειας
μου. Ο χρόνος αυτός σαν συνέχεια του προηγούμενου, όσον αφορά τις
δυσκολίες και τα προβλήματα που μας άφησε δεν μπορούσε βέβαια να ήταν
καλύτερος. Στις αρχές του χρόνου αντιμετωπίσαμε το πρόβλημα της πείνας όχι
όμως τόσο έντονα, όσο το περασμένο έτος. Χάρη βέβαια στις προμήθειες που
κάναμε, δεν υποφέραμε ιδιαίτερα από ασιτία. Φθάσαμε στον Μάιο χωρίς να
αισθανθούμε την έλλειψη του ψωμιού. Τότε αναγκαστήκαμε να περάσουμε με
τα υποκατάστατα του καλαμποκιού, για λίγο όμως καιρό, μέχρι να βγει η νέα
σοδειά. Η βάση για την Παρασκευή του ψωμιού παρέμενε το καλαμπόκι.
Είχαμε επάρκεια σε γάλα, αυγά και γενικά σε κτηνοτροφικά προϊόντα. Σχετική
έλλειψη αντιμετωπίσαμε στο τέλος Μαίου σε φασόλια και φακές. Αγριόχορτα,
ραδίκια, μολόχες ή αυλούκες βρίσκαμε άφθονα. Λείπανε όλα τα υπόλοιπα είδη
διατροφής όπως ζυμαρικά, ζαχαρώδη, ψάρια και λάδι που είχαν άλλωστε
εξαφανιστεί στο διάστημα της κατοχής.
Το μεγαλύτερο δράμα όμως δεν αφορούσε τόσο την τροφή, όσο την
κατάσταση που επικρατούσε στην ένδυση και υπόδηση, στα οποία βέβαια έχω
ήδη αναφερθεί σε προηγούμενες αναφορές μου. Είναι ευτύχημα που την χρονιά
αυτή, αλλά και τις υπόλοιπες της κατοχής δεν αντιμετωπίσαμε αρρώστιες. Τα
κρούσματα της ελονοσίας ήταν σποραδικά. Η φυματίωση που προπολεμικά
μάστιζε τον τόπο, ιδιαίτερα τα πεδινά, τώρα δεν έκανε αισθητή την παρουσία
της, χάρη στα αυγά, το γάλα και το βούτυρο που είχαμε σε σχετικά
ικανοποιητικές ποσότητες. Ως δια μαγείας εξαφανίστηκε το φαινόμενο της
παχυσαρκίας και οι παραφουσκωμένες κοιλιές. Αυτό οφείλεται στον
περιορισμό της ποσότητας, αλλά και της ποικιλίας των τροφών, καθώς και στην
κοπιαστική εργασία για την καλλιέργεια των χωραφιών. Η εξάλειψη της
παχυσαρκίας ήτανε μία από τις αρνητικές επιπτώσεις της κατοχής.
Εξαφανίστηκε αυτή και όλες οι συναφείς αρρώστιες που προέρχονται από την
παχυσαρκία, όπως κομμάρες, αδιαθεσίες, καρδιοπάθειες και άλλα.
Σ' όλο το διάστημα της κατοχής μας βασάνιζε η φθειρίαση που άλλοτε
βρίσκονταν σε έξαρση και άλλοτε σε ύφεση. Βέβαια προσπαθούσαμε να
απαλλαγούμε από αυτή, μα μας έλειπε το σαπούνι. Επιπλέον το σαπούνι που
βρισκόταν στην μαύρη αγορά - γιατί ελεύθερη πια δεν υπήρχε - ήταν τελείως
ακατάλληλο. Το φτιάχναμε από λίπη, βρωμούσε απαίσια και ίσως αυτό να
βοηθούσε αντί να περιόριζε την εξάπλωση της ψείρας.
Την συγκεκριμένη χρονιά μας είχε συγκλονίσει η περιπέτεια του αδελφού
μου, του Νίκου. 'Εβγαλε τα χαρτιά του για να πάει στην Γερμανία, τον
κράτησαν όμως στην Γιουγκοσλαβία, όπου δούλεψε σχεδόν σαν κατάδικος.
Γύρισε όμως στο σπίτι, χωρίς σοβαρές συνέπειες.
Καταφέραμε να περάσουμε το χρόνο αυτό πολύ πιο ήρεμα από τον
προηγούμενο. Από κάθε άποψη ήταν ο πιο ήπιος χρόνος της κατοχής. Παρά την
απαισιοδοξία που μας κατείχε στις αρχές του για τη γενική εξέλιξη του
πολέμου, ο χρόνος αυτός όχι μόνον δεν πρόσθεσε άλλες δυσκολίες σαν αυτές
του 1942, αλλά και όσες άφησε πίσω του εκείνος, μετριάσθηκαν κατά πολύ.
180
Ο πληθυσμός του χωριού μας δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερες δυσκολίες το
χρόνο αυτό. Τρεις συγχωριανοί μας που τους επιστράτεψαν στα
καταναγκαστικά έργα της Βουλγαρίας περάσανε αρκετά καλά και γυρίσανε
πίσω σε καλή κατάσταση. Το ίδιο συνέβη και σε άλλους τρεις συγχωριανούς
μας που επιτάχθηκαν για να εργαστούν στην Γιουγκοσλαβία, μέσα στους
οποίους ήταν και ο αδελφός μου Νίκος. Αν και οι συνθήκες ήταν σκληρές,
επιστρέψανε στο χωριό αρκετά καλά.
Είχαμε όμως την περιπέτεια του Νίκου Ζεϊτίδη όπως την παρέθεσα
παραπάνω, καθώς και της Ευθυμίας Μιχαηλίδου. Τι λυπηρό! Ο χαμός της
Ευθυμίας συνέπεσε με τον θάνατο του γείτονά μας Βασιλείου Βασιλειάδη, ο
οποίος πέθανε λίγες μέρες μετά τον επαναπατρισμό του από τη Σερβία.
Τι να κάνουμε όμως; Αυτά έχει ο πόλεμος. στερήσεις, ταλαιπωρίες και το
σπουδαιότερο άνοδο της θνησιμότητας εξαιτίας της εξάντλησης του
ανθρώπινου οργανισμού. Από την άλλη πλευρά όμως είχαμε τη στροφή του
πολέμου προς όφελος των συμμάχων. Το διώξιμο των Γερμανοϊταλών από την
Αφρική τον Μάιο, την κατάληψη της Σικελίας, την συνθηκολόγηση της Ιταλίας
και πάνω από όλα τον θρίαμβο του Στάλιγκραντ και την είσοδο των Ρώσων στο
Ανατολικό μέτωπο, όλα αυτά έδειχναν πως το τέλος του πολέμου δεν θα
αργούσε να φανεί. Από την έκβαση του πολέμου περιμέναμε όλοι μας την
ανατολή καλύτερων ημερών.
Βέβαια κάνοντας μια γενική επισκόπηση καταλήγω στο συμπέρασμα πως ο
πόλεμος που άρχισε τον Οκτώβριο του 1940 τελείωσε για μας τον Σεπτέμβριο
του 1949. 'Ολα αυτά τα σπουδαία και αποφασιστικά γεγονότα που
μεσολάβησαν, όπως οι δύο πόλεμοι με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, η
τριπλή κατοχή, η δήθεν απελευθέρωση και το χειρότερο από όλα ο
ανταρτοπόλεμος, ήταν απλώς επεισόδια του ίδιου έργου, δηλαδή του πολέμου
που κράτησε περίπου εννέα χρόνια. Αν όλες μας οι ενέργειες
προσανατολίζονταν προς αυτή την προοπτική, ίσως να αποφεύγαμε πολλά
δεινά. Δυστυχώς οι διαπιστώσεις που επισημαίνονται στο τέλος των γεγονότων,
είναι αδύνατον να προβλεφθούν κατά την εξέλιξή τους.
181
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
η κατοχή στο πρώτο εξάμηνο του 1944
Με την είσοδο του νέου έτους 1944, το σοβαρότερο ζήτημα που με
απασχολεί είναι οι ανεπιβεβαίωτες φήμες που κυκλοφορούν για την πρόσκλησή
μας στα εργατικά στρατιωτικά τάγματα, όπως ακριβώς έγινε το 1942. Εάν
εξαιρέσουμε αυτό το γεγονός, είμαστε πολύ αισιόδοξοι για την έκβαση του
πολέμου. Οι Γερμανοί οπισθοχωρούν από όλα τα μέτωπα, ενώ οι σύμμαχοι
γαντζώθηκαν γερά στην Ιταλία και προχωρούν προς τον κορμό της
χερσονήσου. Στο ανατολικό μέτωπο προχωρούν οι Ρώσοι αργά, αλλά σταθερά.
Μέσα λοιπόν σ' αυτή τη κοσμογονία, παρατηρούμε τις σπασμωδικές κινήσεις
των Βουλγάρων. Αυτοί δεν μετέχουν ενεργά στον πόλεμο, αλλά ως
χωροφύλακες των Γερμανών στείλανε τον στρατό τους να καταπνίξει την
εξέγερση των Γιουγκοσλάβων και μία μεραρχία να επιβάλει την τάξη στα
Γερμανοκρατούμενα Ελληνικά εδάφη πέρα από τον Στρυμόνα.
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1944 σμήνη Αγγλοαμερικανικών αεροπλάνων
βομβάρδισαν ανελέητα την Σόφια. Προκάλεσαν τέτοια καταστροφή στην πόλη
που οι Βούλγαροι τά ‘χασαν κυριολεκτικά. Όλοι οι κρατικοί μηχανισμοί σχεδόν
παρέλυσαν, έπεσε το ηθικό τους και προσπαθούσαν να βρουν τρόπο να
απαγκιστρωθούν από τον Άξονα.
Στις περιοχές μας συνεχίζεται αμείωτη η δράση των μεταβατικών
αποσπασμάτων, μέχρι τώρα όμως δεν είχαμε υποστεί δυσάρεστες συνέπειες
από την κίνηση αυτή. Αλλά και η αντάρτικη δράση δεν περιορίζεται στους
δέκα-δώδεκα αντάρτες που είχαμε στην αρχή ακόμη της κατοχής. Είναι
ολόκληροι λόχοι πια από εκατό-εκατόν πενήντα άτομα και είναι χωρισμένοι σε
δύο παρατάξεις, των εθνικιστών του Αντών Τσαούς και των κομουνιστών του
Λοχαγού Κωνσταντάρα. Αμφότεροι σχεδόν βρίσκονται στον χώρο του Τσαλταγ, δηλαδή στην περιοχή μας και στο Παγγαίο. Αλληλοσφάζονται και
αλληλοκατηγορούνται οι ομάδες αυτές, ως φασίστες, ως κομουνιστές και το
χειρότερο και οι δυο τους ως συνεργάτες των Βουλγάρων. Επειδή μέσα στους
Βουλγαρικούς σχηματισμούς η κάθε παράταξη είχε τους ομοϊδεάτες της, δεν
άργησε να γίνει η σχετική επαφή μεταξύ των δύο φαινομενικά αντιπάλων.
Ολόκληρος αυτός ο συρφετός από εθνικιστές 'Ελληνες και Βούλγαρους ως
αντικομουνιστές και αριστερούς Βούλγαρους και 'Ελληνες ως αντιφασίστες,
έπεσε πάνω στο δυστυχισμένο Ελληνικό στοιχείο, που πλήρωσε την ιδεολογία
για να μην πω τον τυχοδιωκτισμό όλων των παρατάξεων, δηλαδή των
Βουλγάρων και Ελλήνων κομουνιστών και αντικομουνιστών. 'Ετσι όλοι
σκότωναν 'Ελληνες και σπανιότατα σκοτώνονταν και κανένας Βούλγαρος.
Εξαιτίας μιας συμπλοκής μεταξύ των δεξιών ανταρτών του Μπάρμπα
Θόδωρου και των Εαμιτών που έλαβε χώρα στην περιοχή του Παγγαίου την
Πρωτοχρονιά του 1944 και έγινε αιτία να χαθεί ένας σύντροφος του Μπάρμπα
Θόδωρου, σκότωσαν σε ενέδρα οι εθνικιστές του Αντών Τσαούς δεκαοκτώ
αντάρτες του αντίθετου στρατοπέδου, σε μια τοποθεσία στο Τσαλ-ταγ στη θέση
182
Καραμελίκ βόρεια της Λεκάνης. 'Ετσι το μίσος βάφτηκε με αίμα. Από τότε
εξακολουθούσαν να διαπράττονται σποραδικά φόνοι και από τις δύο
παρατάξεις. Στα μέσα Ιανουαρίου μάθαμε πως λίγο πιο μακριά από το χωριό
μας, σε ένα άλλο χωριό, την Αχλαδινή, ξεχειμώνιασε ένας ολόκληρος λόχος
από αριστερούς. 'Ηταν καθώς μάθαμε ένας σωστός στρατιωτικός σχηματισμός
με πειθαρχία που ζούσε σε βάρος των χωρικών. Οι δυστυχισμένοι βρέθηκαν
ανάμεσα σε δύο φωτιές. Από τη μια οι αντάρτες που ήταν απρόσκλητοι
μουσαφίρηδες στα σπίτια τους όπου και ξεχειμωνιάσανε και από την άλλη τις
συχνές περιπολίες και ενοχλήσεις των καταδιωκτικών αποσπασμάτων.
Βέβαια η κατάσταση αυτή δεν μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ καιρό και
τα δυσάρεστα αποτέλεσμα δεν άργησαν να φανούν. Γύρω στα τέλη Ιανουαρίου
ισχυροί σχηματισμοί της κρατικής χωροφυλακής περικύκλωσαν το χωριό, ενώ
άλλες ομάδες πιάσανε στα σπίτια τους δεκαπέντε χωρικούς τους οποίους, αφού
τους κακοποίησαν επί τόπου με άγριο ξυλοδαρμό, τους οδήγησαν στη
Χρυσούπολη και τους έκλεισαν στις εκεί αστυνομικές φυλακές. Δυστυχώς
ανάμεσα τους ήταν και ο σύζυγος της παιδικής μου φίλης Αναστασίας
Ζαππίδου, o Αντώνης. Αυτόν τον πιάσανε τελείως άδικα. Δεν ήξερε τίποτα για
την παρουσία των ανταρτοκομουνιστών στο χωριό του. Δούλευε σε ένα μύλο
κάτω στον κάμπο και το μοιραίο εκείνο βράδυ έφθασε στο χωριό και πήγε στο
σπίτι του χωρίς να ξέρει τίποτα. 'Οταν έμαθα για την σύλληψη του Αντώνη
λυπήθηκα πολύ. Τον γνώριζα προσωπικά. 'Ηταν πρόσχαρος και πολύ καλός
σαν άνθρωπος και σαν φίλος. Δεν μπορούσα όμως να κάνω τίποτα και
δυστυχώς όπως αποδείχθηκε αργότερα, κανείς δεν μπορούσε να βοηθήσει τα
αθώα αυτά θύματα.
Εδώ ας μου επιτραπεί να κάνω μια παρένθεση. Δεν ξέρω τι συνέβη αλλού,
αν δηλαδή οι σχηματισμοί των ανταρτών βοήθησαν στον συμμαχικό αγώνα,
απασχολώντας εχθρικές δυνάμεις που διαφορετικά θα βρίσκονταν στα μέτωπα,
παρόλα αυτά, τα θύματα με τα οποία πλήρωσε ο άμαχος πληθυσμός και οι
θυσίες στις οποίες υποβλήθηκε ήταν πολύ βαριές. Στην περιοχή μας όμως όπου
βρίσκονταν πάρα πολύς Βουλγαρικός στρατός, ολόκληρο το Δ' σώμα στρατού,
οι αντάρτες μάλλον κακό παρά καλό προσέφεραν στον άμαχο πληθυσμό και
στη γενική προσπάθεια. Υποστηρίζω κατηγορηματικά πως το 85% των ανδρών
της περιοχής μας και του υποφαινόμενου συγγραφέα, όπως θα εξιστορήσω στο
παρών κεφάλαιο, βγήκαν στο βουνό από ανάγκη, για διάφορους λόγους
ποινικούς, στρατιωτικούς, ασφαλείας ή ομηρίας, επειδή τους καταδίωκαν οι
Βούλγαροι. Θέλω να πω και το τονίζω πως εκτός από το ποσοστό αυτό, ένα
άλλο ποσοστό γύρω στο 10% βγήκε στο βουνό από υστεροβουλία και το
υπόλοιπο 5% περίπου για πατριωτικούς λόγους. H μόνη υπηρεσία που
προσέφεραν στην κοινή προσπάθεια ήταν η τιμωρία και αυτή άδικη σε πολλές
περιπτώσεις των προδοτών και συνεργατών του εχθρού. Αλλά και αυτό δεν
ήταν ανάγκη να γίνει από αντάρτες των βουνών, αλλά από μικρές ευέλικτες
ομάδες ανταρτών των πόλεων.
Εδώ όμως οφείλω να κάνω μία διευκρίνηση. Όταν βρεθεί κανείς στο βουνό,
απαιτείται πραγματικός ηρωισμός για να ζήσει την ζωή του αντάρτη.
Κυνηγημένος από εχθρούς, πολλές φορές και από τους ίδιους τους
συναδέλφους του, με μια κουβέρτα, τον περισσότερο καιρό πεινασμένος,
αναγκασμένος να παλέψει με τα στοιχεία της φύσης το κρύο, τη ζέστη, τη
183
βροχή, τον πάγο, γενικά την άθλια ζωή, έτσι όπως την γνώρισα και εγώ ο ίδιος.
Μόνο η ιδιότητα του αντάρτη κάτω από τις προαναφερθείσες συνθήκες αρκεί,
ώστε να προκαλέσει τον θαυμασμό, αν όχι και τον σεβασμό των άλλων προς
τον ίδιο τον αντάρτη, ανεξάρτητα από τους λόγους που τον έσπρωξαν να βγει
στο βουνό. Του αξίζει να υπερηφανεύεται, όπως συνέβαινε σε πολλές
περιπτώσεις και μάλιστα στις περισσότερες, ότι προσέφερε εθελοντικά τις
υπηρεσίες του στην πατρίδα.
Αλλά ας παρακολουθήσουμε την τύχη των αθώων Αχλαδινιωτών. Στις
αρχές Φεβρουαρίου του 1944 πήγα στη Χρυσούπολη στην λαϊκή αγορά. 'Ετσι
πέρασα από τα γραφεία της αστυνομίας για να θεωρήσω μία ταυτότητα. Χωρίς
να το επιδιώξω, εκεί σχημάτισα μια ιδέα της κατάστασης των κρατουμένων.
Την προηγούμενη νύχτα όμως στο χωριό μας μπήκανε αντάρτες, ήταν τα
απομεινάρια της ομάδας του Καπετάν Γιώργη, για να προχωρήσουν στην
επίταξη τροφίμων. Για να αποφύγει λοιπόν ο Κυριάκος Κωνσταντινίδης τυχόν
συνέπειες από το γεγονός αυτό με τις αρχές κατοχής, ειδοποίησε την τοπική
αστυνομία, πράγμα βέβαια που εγώ δεν ήξερα, ήξερα όμως πολύ καλά για την
επίσκεψη των ανταρτών. Στα γραφεία της αστυνομίας, για λόγους πρόνοιας,
όταν ζήτησα να μου θεωρήσουν την ταυτότητα, τους μίλησα στα Τουρκικά,
ενώ παρακολουθούσα τις ομιλίες τους στην Βουλγαρική γλώσσα. Άκουσα για
την νυχτερινή επίσκεψη των ανταρτών στο χωριό. Μάλιστα ένας ενωμοτάρχης,
αφού συνεννοήθηκε με τον ανώτερό του, με ρώτησε στην Τουρκική αν γνώριζα
κάτι για τις επισκέψεις των ανταρτών στο χωριό μου το περασμένο βράδυ.
Κατατοπισμένος όμως εν τω μεταξύ από τις συζητήσεις τους και για να
αποφύγω ανεπιθύμητες συνέπειες, απάντησα πως έχω φύγει από το χωριό εδώ
και δυο μέρες και ζήτησα να μάθω τι ακριβώς έγινε με την είσοδο των
ανταρτών στο χωριό μας, αλλά αυτοί απέφυγαν να δώσουν συνέχεια.
Παραδίπλα τότε βλέπω μερικές γυναίκες, ανάμεσα στις οποίες αναγνώρισα
την παιδική μου φίλη Αναστασία. 'Ηρθαν από το χωριό τους με τα πόδια, για να
επισκεφτούν τους άνδρες τους στις φυλακές και να τους φέρουν λίγα τρόφιμα
και εσώρουχα. Είδα το δράμα των γυναικών αυτών. Μη μπορώντας να κάνουν
τίποτα αποφασιστικό για τη σωτηρία των ανδρών τους, στεκότανε σε.απόσταση
από το κτίριο της αστυνομίας και παρακαλούσαν τον φρουρό να παραδώσει ο
ίδιος στους άνδρες του τα δέματα με τα τρόφιμα και τα ρούχα που φέρανε από
το χωριό. Ο σκοπός διστακτικά και με δυσκολία, ίσως να φοβόταν τους
ανωτέρους του, ή ίσως και να βαριόταν, έπαιρνε τα δέματα και τα παρέδιδε
στον προορισμό τους. Πήρα θάρρος και αποφάσισα, πλησιάζοντας τον σκοπό,
να τον ρωτήσω σε άπταιστα Βουλγαρικά
ποια τύχη περίμενε τους
φυλακισμένους. Ο σκοπός προθυμοποιήθηκε να απαντήσει στην ερώτησή μου.
« Δεν ξέρω τι θα γίνει με τους κρατούμενους. Υπάρχουν ελπίδες, λίγες όμως,,
πως θα τους απελευθερώσουν, αλλά και ισχυροί φόβοι πως θα τους σκοτώσουν
».
Δυστυχώς από κακό χειρισμό του ζητήματος από τον διοικητή του
αντάρτικου σχηματισμού στην Αχλαδινή, του Κώστα Κωνσταντάρα, πρώην
λοχαγού του Ελληνικού στρατού, οι Βούλγαροι σκότωσαν για αντίποινα με
άγριο τρόπο τους κρατούμενους στα χωράφια της Χρυσούπολης. Αυτός
απέτυχε να ανταλλάξει τους δυο Βούλγαρους στρατιώτες που έπιασε
184
αιχμαλώτους σε μια μάχη, με τους κρατούμενους στη φυλακή της
Χρυσούπολης και τους σκότωσε, οπότε η υπόθεση πήρε την τραγική τροπή που
προαναφέραμε.
Υπήρχε δυνατότητα, αν ο Κωνσταντάρας απελευθέρωνε τους αιχμαλώτους
χωρίς όρους, οι Βούλγαροι με τη σειρά τους να απελευθέρωναν τους
κρατούμενους, γιατί, όπως φάνηκε από βολιδοσκοπήσεις που έγιναν, δεν
ήθελαν οι Βούλγαροι ως επίσημο κράτος να διαπραγματευθούν με τους
αντάρτες.
Τις συγκεκριμένες μέρες φάνηκε πως η ζωή των κατοίκων δεν είχε καμιά
αξία. Δεν πέρασαν πολλές μέρες και στα μέσα Φεβρουαρίου του 1944
πιάστηκαν από το μεταβατικό απόσπασμα επτά κάτοικοι του διπλανού χωριού,
του Διπόταμου. Ακολούθησε και σ’ αυτή την περίπτωση άγριος ξυλοδαρμός.
Μερικοί δεν άντεξαν τα βασανιστήρια, λύγισαν και έγιναν οι ίδιο καταδότες
των συγχωριανών τους, με τραγικά αποτέλεσμα. Από τους επτά που πιάστηκαν
οι τέσσερις, ύστερα από πολλά βασανιστήρια και ταλαιπωρίες αφέθηκαν
ελεύθεροι, ενώ τους υπόλοιπους τρεις τους σκότωσαν στο ξύλο. Σποραδικές
συλλήψεις και βασανιστήρια έγιναν και στα χωριά του κάμπου, όπου η
παρουσία του δυνάστη ήταν εντονότερη.
'Ηταν ευτύχημα πως στο νέο αυτό κύμα συλλήψεων και τρομοκρατίας, δεν
συμπεριλήφθηκε το χωριό μας. Αυτό οφείλεται εξολοκλήρου στο Κυριάκο
Κωνσταντινίδη, που τον έβαλε ο δυνάστης άμισθο αντιπρόεδρο της Κοινότητας
του χωριού μας. Αυτός μαζί με τον πομάκο, τον Ιβάν, επίσημο αντιπρόεδρο του
διπλανού χωριού μας, του Αγίου Κοσμά, δίνανε τακτικές αναφορές στην τοπική
αστυνομία για τη παρουσία της αντάρτικη ομάδας. 'Ετσι ύστερα από κάθε
επιδρομή των ανταρτών στο χωριό μας για τρόφιμα, o Κυριάκος ειδοποιούσε
αμέσως την αστυνομία για την δράση των ανταρτών και τον εφοδιασμό τους με
τρόφιμα κάτω από τη χρήση βίας. Αυτή ήταν και η αλήθεια. H πραγματικότητα
μου επιβάλλει να τονίσω και εδώ, πως ο δυνάστης κατανοούσε τη θέση μας και
δεν προέβαινε σε αντίποινα. Το αντίθετο, έδειχνε και κάποια κατανόηση, έτσι
ώστε το χωριό μας να περάσει σχεδόν ανώδυνα, χωρίς άμεσα τουλάχιστον
θύματα σε όλο το διάστημα της Κατοχής.
Στα τέλη Φεβρουαρίου του 1944, μας ειδοποίησε ο Κυριάκος που ήταν
όπως ανέφερα παραπάνω ανεπίσημος αντιπρόεδρος στο χωριό μας, πως ο νέος
πρόεδρος της κοινότητας μας καλεί στο γραφείο του, χωρίς βέβαια να ξέρει και
αυτός για πιο λόγο. Ήμασταν κάπου είκοσι άτομα στο χωριό που λάβαμε
ανάλογη πρόσκληση. Κάναμε διάφορες υποθέσεις για τον πιθανό σκοπό της
πρόσκλησης, χωρίς να καταλήξουμε πουθενά. 'Υστερα από πολλές συζητήσεις
και δισταγμούς αποφασίσαμε να παρουσιαστούμε όλοι μαζί στο γραφείο, με
την βεβαιότητα πως επρόκειτο να μας κάνουν μερικές συστάσεις
νομιμοφροσύνης και πως δεν θα είχαμε τη τύχη των κατοίκων του Διποτάμου
που πιάστηκαν λίγο καιρό νωρίτερα. Ούτε και ήταν δυνατόν να μας κρατήσουν
ως ομήρους, γιατί κάτι τέτοιο δεν είχε γίνει πουθενά μέχρι τότε, στη περιοχή
μας.
Κατά το μεσημέρι παρουσιαστήκαμε στον πρόεδρο. Μας φέρθηκε ευγενικά
και μας έβαλε να καθίσουμε στο γραφείο του. Μας ρώτησε για την ζωή μας, για
185
τις δουλειές μας και τελικά ζήτησε ένα Βουλγαρομαθή να μεταφράζει τα λόγια
που θα μας έλεγε σε λίγο. Παρουσιάστηκα εγώ και του συστήθηκα. Με
παρότρυνε να μεταφράσω την ομιλία του έτσι όπως θα την έλεγε, χωρίς να
προσθέσω ή να αφαιρέσω τίποτα. Τι άλλο μπορούσα να κάνω; Του υποσχέθηκα
πως έτσι θα γίνει. Άλλωστε αυτός ήταν και ο ρόλος μου σαν διερμηνέας.
« - Ακούστε, καταλαβαίνω απόλυτα τη θέση σας. Είστε απλοί χωρικοί και
αγωνίζεστε για το ψωμί σας. Ξέρω όμως, πως ενδιαφέρεστε το ίδιο και για τη
ησυχία σας. Στα βουνά σας κρύβονται διάφοροι κακοί άνθρωποι, οι ληστές, που
ζουν σε βάρος σας και επιπλέον έχετε χάσει την ησυχία σας. Επιδίωξη μας είναι
να σας απαλλάξουμε από αυτούς. Ζητάμε τη βοήθειά σας σ’ αυτό μας το έργο.
Βέβαια το ξέρω πως είστε άοπλοι, ενώ οι ληστές (έτσι ονόμαζε τους αντάρτες, ο
δυνάστης) είναι καλά εξοπλισμένοι. Σας ζητάνε τρόφιμα; Να τους δώσετε, αλλά
να μας ειδοποιήσετε έγκαιρα, πριν απομακρυνθούν, για να πάρουμε τα μέτρα μας
για την εξόντωση τους. Εκείνο που θέλουμε από σας, είναι να μη τους καλύψετε,
αλλά να τους αποκαλύψετε. Όταν εξοντωθούν οι ληστές, τότε θα βρείτε την
ησυχία σας και οι καλύτερες μέρες δεν θα αργήσουν να φανούν. Τότε και εμείς θα
φροντίσουμε πραγματικά για τον επισιτισμό σας, διότι θα είμαστε βέβαιοι πως τα
τρόφιμα που θα σας δώσουμε δεν θα περάσουν στα χέρια των ανταρτών, έστω
και παρά τη θέλησή σας. Δεν θέλω όμως να μάθω τίποτα για την ενίσχυση των
ληστών παρά ή με την θέληση σας. Σε ανάλογη περίπτωση η οργή του κράτους
μας θα ξεσπάσει στα κεφάλια σας. Το κράτος είναι δυνατό, είπε υψώνοντας τη
φωνή του σαν υστερικός. Έχει αεροπορία, στρατό, ναυτικό, κανόνια. Οι ληστές τι
έχουν να αντιπαρατάξουν στις δυνάμεις αυτές; Ασφαλώς τίποτα. Με τα
ξεροντούφεκα δεν μπορεί κανείς να τα βάλει με το κράτος. Τελείωσε
επαναλαμβάνοντας τις συστάσεις για νομιμοφροσύνη και συνεργασία στην
αντιμετώπιση των ληστών ».
Ακολούθησε διαλογική συζήτηση, επαναλαμβάνοντας τα προηγούμενα και
τονίζοντας
τις καλές προθέσεις του. Του υποσχεθήκαμε πως θα
ακολουθήσουμε τις οδηγίες του για την πάταξη της ληστείας. Τι άλλο
μπορούσαμε να κάνουμε στη θέση που βρισκόμασταν; Μας άφησε ελεύθερους
και αργά το βράδυ επιστρέψαμε στο χωριό. Αναρωτηθήκαμε όμως γιατί μας
έγιναν όλες αυτές οι συστάσεις, αφού το Κράτος ήταν τόσο δυνατό. Γιατί
ζητούσε ο πρόεδρος την βοήθεια μας για την αντιμετώπιση των ανταρτών ή των
ληστών όπως τους ονόμαζε ο ίδιος; 'Ολες αυτές οι κινήσεις δεν προμήνυαν
τίποτα το καλό. Σκοτεινές σκέψεις τριβέλιζαν το μυαλό μας και όσο περνούσε ο
καιρός, τόσο πιο εφιαλτικές γινότανε.
Σε ένα από τα ταξίδια μου στο Κεχρόκαμπο, ένας Βούλγαρος χωροφύλακας
μου παρέδωσε ένα κλειστό φάκελο και με παρακάλεσε να τον παραδώσω στην
κόρη του αντιπροέδρου Ιβάν, του πομάκου από τον Άγιο Κοσμά. Ο φάκελος
μου κίνησε την περιέργεια. Τι να περιείχε άραγε; Μήπως ανέφερε τίποτα
επιλήψιμο για το πρόσωπό μου ή για άλλους χωρικούς; Στον δρόμο με λίγο
νερό έβρεξα τον φάκελο, τον άνοιξα και διάβασα την επιστολή. 'Ηταν
προσωπική, ερωτικού περιεχομένου προς το πρόσωπο της κόρης του, Ιβάν
Σλάβκας.
Δεν ήταν πρέπον να παραβιάσω ξένη επιστολή. Βρισκόμασταν όμως σε
186
καιρό πολέμου, υπήρχε αμοιβαία καχυποψία ανάμεσα στο Ελληνικό και το
Βουλγαρικό στοιχείο και έτσι ίσως η ενέργειά μου αυτή να ήταν
δικαιολογημένη. Πάντως αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που
αναγκάστηκα να παραβιάσω ξένη αλληλογραφία.
Στο διάστημα του χειμώνα του 1943-1944 στον Κεχρόκαμπο γνωρίστηκα με
έναν Κρητικό ιερέα ο οποίος, επειδή υπήρχε μεγάλη έλλειψη ιερέων, Ελλήνων
και Βουλγάρων, εκτελούσε αυτός χρέη εφημέριου στον Κεχρόκαμπο. Συχνά
και για ολόκληρες ώρες σκύβαμε επάνω στις αινιγματικές προφητείες του
Αγαθαγγέλου και προσπαθούσαμε μέσα από αυτές να ερμηνεύσουμε τα
κοσμοϊστορικά γεγονότα που συνέβαιναν τότε και να εξηγήσουμε το μέλλον.
Περιττό να σημειώσω πως δεν καταλήγαμε πουθενά. Αργά το αντιληφθήκαμε
πως οι διάφορες αυτές "προφητείες" ήταν για την τόνωση του φρονήματος των
λαϊκών μαζών σε άλλες εποχές, που αντιμετώπιζαν παραπλήσια προβλήματα με
αυτά που συνέβαιναν στις μέρες μας.
Ανεξάρτητα όμως από αυτά και χωρίς να θέλω να περιαυτολογήσω, έκανα
περιοδείες στα γύρω χωριά φτάνοντας ως και τα καμποχώρια, ενημερώνοντας
και διαφωτίζοντας τον εναπομείναντα Ελληνικό πληθυσμό για την πορεία των
πολεμικών γεγονότων.
Σχεδόν κάθε Τετάρτη πήγαινα στη Χρυσούπολη για την λαϊκή αγορά. Η
πρώτη μου δουλειά ήταν να αγοράσω δύο-τρεις εφημερίδες, τη "Ζόρα" ή το
"Ουτρό" της Σόφιας, καθώς και τη "Μπελομόρσκα Μπουλγκάρια" της Ξάνθης.
Έπειτα πεταγόμουν σε ένα καφενείο εκεί κοντά όπου με περίμεναν φίλοι
πατριώτες, τους διάβαζα τις ειδήσεις σε Ελληνική γλώσσα, σχολιάζαμε τα
γεγονότα, ενώ συγχρόνως βάζαμε έναν να παραφυλάει και να μας προειδοποιεί
για τυχόν ανεπιθύμητες επισκέψεις Βουλγάρων ή των οργάνων τους.
Τα νέα κυκλοφορούσαν αμέσως στη αγορά. 'Ηταν πραγματικά συγκινητικό
το θέαμα των πατριωτών αυτών να με περιμένουν στην είσοδο της πόλης.
'Υστερα από τη ενημέρωση άρχιζαν όλοι να κάνουν σχέδια για το μέλλον, για
τη μεταπολεμική ζωή. Έλεγαν λοιπόν πως θα εξακολουθούσαν τις δουλειές που
σταμάτησαν εξαιτίας του πολέμου. 'Ηταν όλοι τους επαγγελματίες, έμποροι και
τεχνίτες. Επειδή όμως εγώ δεν είχα τίποτα να κάνω, αφού πριν τον πόλεμο
ήμουνα τσομπάνης, κάποτε τους είπα:
«- Καλά εσείς κύριοι έχετε τις δουλειές σας και θα τις συνεχίσετε ύστερα από το
πόλεμο, εγώ τί θα κάνω που δεν έχω τίποτα, χωρίς τίτλους σπουδών ή και
απολυτήριο Δημοτικού Σχολείου; Θα γυρίσω πίσω στο χωριό μου και θα κάνω
τον τσομπάνη. Είναι σωστό αυτό;
- Εσύ, μου είπε τότε ένας από αυτούς, μη στεναχωριέσαι. Μακάρι να
απελευθερωθούμε με το καλό. Θα μαζέψω υπογραφές από όλους τους
Χρυσουπολίτες και θα σε κάνουμε Δήμαρχο ».
Ο Γιάννης Βαρόνας έβαλε οριστικό τέλος στην συγκέντρωση του
καφενείου. Αλλά για το οικτρό τέλος της παρέας αυτής θα μιλήσω λίγο
παρακάτω στην εξιστόρησή μου.
Πραγματικά η εξέλιξη του πολέμου την συγκεκριμένη εποχή ήταν
καθοριστική για την τύχη των λαών της Νότιας Ευρώπης. Πίστευα ακράδαντα
και την πίστη μου αυτή τη μετέδιδα και στους υπόλοιπους πως μέχρι το τέλος
Μαίου του 1944, θα ερχόταν η πολυπόθητη απελευθέρωση. Δεν απέκλεισα το
187
τέλος του πολέμου να γινότανε νωρίτερα, σε καμιά όμως περίπτωση πέρα από
τον Μάιο. Οι Ρώσοι βρισκότανε στον Προύθο. Πολύ γρήγορα θα παραδινότανε
η Ρουμανία και θα ακολουθούσε η Βουλγαρία, οπότε η τύχη μας θα ήταν αυτή
που επιθυμούσαμε. Θυμάμαι πως μια Κυριακή καθώς επέστρεφα από τη
Χρυσούπολη, πέρασα από το Μακρυχώρι. Μπήκα στο κεντρικό καφενείο του
χωριού. Μερικοί γνωστοί μου ζήτησαν να τους ενημερώσω για την υπάρχουσα
κατάσταση. Κοντά σ' αυτούς ήρθαν και άλλοι, για να με ακούσουν λοιπόν όλοι,
ανέβηκα σε μια καρέκλα και ώρα πολύ τους πληροφορούσα για τα τρέχοντα
γεγονότα, καυτηριάζοντας συνάμα τους Βούλγαρους και τα όργανά τους για τη
δυστυχία που φέρανε στον τόπο μας. Με πλησίασε τότε ένας γνωστός μου,
παλιός κοινοτικός δάσκαλος και χαμηλόφωνα με συμβούλεψε να προσέχω τα
λόγια μου, γιατί μέσα στο ακροατήριο βρίσκονταν κάποιοι χωρικοί που ήταν
όργανα του δυνάστη. Είχα όμως πάρει τέτοια φόρα που έβαλα τις φωνές:
« Ποιοι είναι αυτοί και ποιον εξυπηρετούν; Καλά θα κάνουν να σταματήσουν
το αισχρό τους έργο, γιατί οι μέρες του δυνάστη είναι μετρημένες. Αυτός θα
επιστρέψει στον τόπο του, τα όργανα του όμως που θα πάνε; Δεν θα βρεθεί τόπος
για αυτούς. Οι ίδιοι οι πάτρωνές τους ακόμη και να θελήσουν, δεν θα είναι σε
θέση να βοηθήσουν ».
Τα λόγια μου έκαναν τρομερή εντύπωση. Μερικοί διατηρούσαν τις
αμφιβολίες τους για το αν αυτά που έλεγα ήταν αληθινά, ενώ άλλοι έλεγαν πως
και αληθινά να μην ήταν, γινότανε πιστευτά από το θάρρος και την αισιοδοξία
που είχε o ομιλητής. Τέτοια ήταν η συναισθηματική φόρτιση από εκείνες τις
ομιλίες μου που ακόμη και τώρα, ύστερα από σαράντα χρόνια να είναι ζωηρή η
ανάμνησή τους. Ιδιαίτερα όσον αφορά το θάρρος και την πεποίθηση που
έτρεφα για την γρήγορη και αναμφίβολη απελευθέρωση. Τα γεγονότα που
προέβλεψα πραγματοποιήθηκαν με ακρίβεια, αλλά τέσσερις μήνες αργότερα.
Έπεσα έξω λοιπόν στην χρονική πρόβλεψη λήξης του πολέμου.
Στο ενδιάμεσο όμως διάστημα επρόκειτο να γίνουν πολλά και να
υποφέρουμε ακόμη περισσότερα, ώσπου να έρθει η άγια μέρα της
Απελευθέρωσης. Βρισκόμαστε στα μέσα Ιουλίου του1943. Τμήματα του
Βουλγαρικού στρατού έχουν καταλάβει όλα τα στρατηγικά σημεία του χωριού
και της γύρω περιοχής. Προσπαθούν να εγκλωβίσουν τους αντάρτες, μια
ολιγομελή ομάδα από δέκα άτομα του Γιώργη Αραμπατζή. Για τις άλλες
ομάδες δεν γίνεται λόγος γιατί αυτές βρίσκονται μακριά από την περιοχή μας.
Εκτός από αυτό είναι καλά οργανωμένες και αποφεύγουν τις συγκρούσεις με
τον εχθρό.
Κατά τις 10 η ώρα το πρωί βγήκα στην αυλή του σπιτιού μας. Πρόσεξα
γύρω και είδα μερικές σκοπιές στις κορυφές του χωριού. 'Ημουν ψύχραιμος.
Απομακρύνθηκα από το σπίτι και βγήκα έξω από το χωριό. Τότε έπεσα επάνω
σε μία σκοπιά. Ένας Βούλγαρος στρατιώτης με εφ' όπλου λόγχη, έχει
αιχμάλωτο ή μάλλον κρατούμενο ένα χωρικό με το φορτωμένο του ζώο και
δίπλα δύο σακιά καλαμποκίσιο αλεύρι. Επρόκειτο όπως διαπίστωσα στη
συνέχεια για ένα χωρικό που επέστρεφε από τον αλευρόμυλο του Διποτάμου,
με φορτωμένο το ζώο του και προορισμό το σπίτι του στον Γέροντα. Δεν είχε
άδεια για άλεσμα και το χειρότερο περνούσε από μέρη όπου συχνάζουν
188
αντάρτες, γεγονός που εύκολα μπορούσε να του επισύρει την κατηγορία του
ληστοτρόφου. Δεν ήξερε Βουλγαρικά. Έτσι δεν ήταν σε θέση να ενημερώσει
τον Βούλγαρο στρατιώτη ούτε για το αλεύρι που βρέθηκε στην κατοχή του και
το σπουδαιότερο, ούτε για την χρήση και τον προορισμό του. Ανέλαβα να
εκτελέσω χρέη διερμηνέα. Αφού κατατοπίστηκα από τον χωρικό για την θέση
του, την ιδιότητά του και τον προορισμό του, ενημέρωσα τον Βούλγαρο τον
οποίο και παρακάλεσα, αν είναι δυνατόν να αφήσει ελεύθερο τον κρατούμενό
του να επιστρέψει στην οικογένειά του. Του είπα ότι είναι γνωστός μου, αν και
αυτό δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, ότι πρόκειται για ένα
φιλήσυχο νοικοκύρη από το χωριό του Γέροντα με πολυμελή οικογένεια που
υπέφερε από πείνα και ότι το αλεύρι προορίζεται μόνο για την σίτιση του ίδιου
και της οικογένειάς του. Προσπάθησα να κάμψω την άρνηση του Βούλγαρου,
αγγίζοντας τις ευαίσθητες χορδές του και την αφοσίωση του στην οικογένειά
του η οποία ασφαλώς τώρα θα βρίσκεται ίσως σε παρόμοια μοίρα με αυτή του
χωρικού. Καθώς με τον πόλεμο η ανέχεια, η δυστυχία και το σπουδαιότερο οι
συνέπειες του πολέμου είναι κοινές για όλους μας.
Ο στρατιώτης συμφώνησε μ’ αυτά που του είπα, επανέλαβε όμως, ότι είναι
στρατιώτης σε διατεταγμένη υπηρεσία και ότι για αυτό ακριβώς τον λόγο τον
τοποθέτησαν στη σκοπιά. Μπροστά όμως στις έντονες παρακλήσεις του
χωρικού που μετέφραζα εγώ, προσθέτοντας και δικές μου παροτρύνσεις, ο
σκοπός δέχτηκε να αφήσει ελεύθερο τον χωρικό, το ζώο του και το φορτίο.
Μας παρακάλεσε όμως, αν ο χωρικός στο δρόμο του για το χωριό του πέσει σε
άλλη σκοπιά, να μην αναφέρει τίποτα για τη περιπέτειά του αυτή. Μάλιστα ο
σκοπός βοήθησε τον χωρικό στο φόρτωμα του ζώου του, τον χτύπησε ελαφρά
στον ώμο και του ευχήθηκε να πάει στην οικογένειά του με το καλό.
Ευχαρίστησα τον ξένο στρατιώτη για την πράξη ανθρωπιάς στην οποία
προέβη, αμφιβάλλοντας αν ενεργούσαν με αυτόν τον τρόπο δικοί μας
στρατιώτες σε παρόμοια κατάσταση. Έπειτα επέστρεψα στο σπίτι μου. Η
μητέρα μου είχε ανησυχήσει λόγω τις πολύωρης απουσίας μου από την
οικογενειακή εστία. Με πληροφόρησε πως κάποιοι Βούλγαροι στρατιώτες
πιάσανε ένοπλο τον συγχωριανό μας Χαράλαμπο Χαραλαμπίδη, τον αφόπλισαν
και τώρα η τύχη του προβλέπεται δυσοίωνη. Αφού επιβεβαιώθηκα για το μέρος
όπου κρατούσαν αφοπλισμένο τον Χαραλαμπίδη, πήγα αμέσως εκεί για να δω
σε τι θα μπορούσα να φανώ χρήσιμος.
Βρήκα τον Χαραλαμπίδη καθισμένο σε μια πέτρα και δίπλα του ένας
στρατιώτης με εφ' όπλου λόγχη να κρατά το όπλο που λίγο πριν είχε πάρει από
τον κρατούμενό του. Με την αυτοπεποίθηση που μου χάρισε πριν από λίγο το
κατόρθωμά μου, είπα στον Βούλγαρο:
« Οι πιο γενναίοι στρατιώτες κρατάνε δύο όπλα και τον παρακάλεσα να μου πει
τι συμβαίνει ».
Ευτυχώς ο σκοπός δεν πρόφτασε να παραδώσει τον κρατούμενό του στους
ανωτέρους του, όπως έπρεπε να κάνει και όπως μου είπε είχε τη πρόθεση να
κάνει, οπότε η τύχη του θα κρινόταν από την προϊστάμενη αρχή του.
Εν τω μεταξύ ενημερώθηκα από τον Χαραλαμπίδη για τις συνθήκες της
σύλληψης του. Το όπλο ήταν του Κυριάκου Κωνσταντινίδη, που ανεπίσημα
εκτελούσε χρέη προέδρου του χωριού κοντά στις Βουλγαρικές αρχές. Το πήρε
για να πάει σε κυνήγι, έπεσε πάνω στη σκοπιά και αφοπλίστηκε. Η θέση του
189
ήταν δύσκολη. Να αφοπλιστεί κάποιος από τον εχθρό σε εποχή
εκκαθαριστικών επιχειρήσεων σίγουρα σήμαινε καταδίκη σε έκτακτο
στρατοδικείο και θάνατο.
Εξήγησα λοιπόν στον σκοπό ότι ο κάτοχος του όπλου είναι άνθρωπος που
βρίσκεται στην υπηρεσία τους και ότι o κρατούμενός του καθώς ήταν
κουμπάρος και γείτονας του προέδρου πήρε το όπλο αυτό με όλο το θάρρος για
να πάει σε κυνήγι. Αυτό δεν σήμανε ότι ήθελε να κάνει κακή χρήση του όπλου,
μιας και αναφερόμαστε σε ένα φιλήσυχο πολίτη. Παραδόξως και αυτός ο
στρατιώτης δέχθηκε να αφήσει τον κρατούμενό του ελεύθερο, παραδίδοντας
του μάλιστα και το όπλο. Από την άλλη μας παρακάλεσε να μην αναφέρουμε
σε κανένα την περιπέτειά του αυτή, γιατί αν το γεγονός διαδοθεί, θα είχε
δυσάρεστες συνέπειες για τον ίδιο, διότι δεν εκτέλεσε σωστά το καθήκον του.
Την ίδια μέρα κατά το μεσημέρι, αντιλήφθηκα έναν άλλο Βούλγαρο
στρατιώτη να ζητάει να πιει νερό από την οικογένεια του Νικόλαου Ζαππίδη. Ο
ίδιος ο νοικοκύρης έτυχε να είναι στο κρεβάτι υποφέροντας από ελονοσία
βαριάς μορφής. Ο ξένος προθυμοποιήθηκε μόνος του να θεραπεύσει τον
άρρωστο. Αφού τον ενημέρωσε για την συνταγή του, o στρατιώτης πήρε μερικά
πράσινα φύλλα καρυδιάς, τα σύνθλιψε με μία πέτρα, ράντισε τον πολτό με
νερό, τον στράγγισε και έδωσε τον χυμό των φύλλων στον άρρωστο να τον
πιει.'Υστερα από λίγη ώρα ο άρρωστος έκανε εμετό και λίγο αργότερα έπεσε ο
πυρετός, ενώ κατά το βραδάκι ο άρρωστος ένιωθε πολύ καλύτερα και
σηκώθηκε στο πόδι.
Το βράδυ και εφ' όσον οι έρευνες για τους αντάρτες που έκανε o εχθρός δεν
απέδωσαν καρπούς, αποχώρησε από τον τόπο μας. 'Υστερα από λίγες μέρες
πήγα να αγοράσω καλαμπόκι στο χωριό του Γέροντα μαζί με το συγχωριανό
μου Δημήτριο Μαρμαλίδη. Εκεί τυχαία με συνάντησε ο χωρικός που πιάστηκε
με το αλεύρι και σώθηκε με τον τρόπο που περιέγραψα παραπάνω. Πήρε το
χέρι μου και με οδήγησε μέσα στο σπίτι του. Από ταπεινοφροσύνη δεν ήθελα
να μπω και με τη βία μου έδωσε ένα μεγάλο ψωμί.
« Πάρε το είναι το καλαμπόκι που γλίτωσες από τους Βούλγαρους. Δεν σου το
δίνω βέβαια γι’ αυτό το λόγο, αλλά γιατί γλίτωσα και εγώ ποιος ξέρει από πόσες
περιπέτειες ».
Ο συγχωριανός μου Μαρμαλίδης βλέποντας τη σκηνή αυτή μου είπε:
« Παναγιώτη τόσα χρόνια έρχομαι στο χωριό αυτό, είναι όλοι τους γνωστοί μου,
αλλά κανένας μέχρι τώρα δεν με φώναξε από τον δρόμο να με φιλοξενήσει ».
Ζήτησε λοιπόν να μάθει τον λόγο.
190
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
στο βουνό σαν αντάρτης
Στα τέλη Μαρτίου του 1944 πήρα μια έντυπη πρόσκληση, όπου το
ονοματεπώνυμο μου ήταν συμπληρωμένο με το χέρι. Η συγκεκριμένη λοιπόν
πρόσκληση με καλούσε να παρουσιαστώ στις 16-4-1944 στο Σταθμό του
Σιμιτλή, περίπου εξήντα χιλιόμετρα στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, στο εκεί
τάγμα των καταναγκαστικών έργων. Το χαρτί αυτό ήταν πανομοιότυπο μ'
εκείνο που μας στείλανε πρόπερσι και το περίμενα, καθώς εδώ και καιρό
κυκλοφορούσαν φήμες πως θα μας καλέσουν και πάλι στα εφιαλτικά τάγματα
για δουλειά. Είχα πάρει την απόφασή μου, δεν θα πήγαινα με κανένα τρόπο στα
τάγματα, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Την απόφαση να μην καταταγώ την
είχα ήδη πάρει, δεν είχα όμως αποφασίσει τι θα κάνω, πως θα χειριστώ την
παρούσα κατάσταση. Δεν μπορούσα να παραμείνω στο χωριό μου. Το κράτος
θα με κατηγορούσε ως ανυπότακτο και θα με καταδίωκε. 'Ισως προέβαινε και
σε αντίποινα κατά της οικογένειάς μου, εφαρμόζοντας μέτρα όπως εκτοπισμό,
δήμευση, κακοποίηση και άλλα.
Συνεπώς αποκλειότανε η περίπτωση να βρω καταφύγιο στο σπίτι μου.
Αναρωτιώμουν λοιπόν τι να κάνω, τρεις δρόμοι ανοιγότανε μπροστά μου. O
ένας ήταν να φύγω στη Γερμανοκρατούμενη Θεσσαλονίκη, ο άλλος να
καταταγώ στις ομάδες των ανταρτών είτε με τους κομουνιστές, είτε με τους
εθνικιστές και ο τρίτος να κρυφτώ κάπου κοντά στο χωριό ή σε κανένα υπόγειο
για λίγο καιρό, έως ότου ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Όσον αφορά την τελευταία
περίπτωση ήμουν πολύ αισιόδοξος για την έκβαση των γεγονότων. Οι Ρώσοι
βρισκότανε πια στο Δνείστερο, στα Ρουμανικά σύνορα. Με μια νέα επίθεση θα
γονατίζανε τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, οπότε η απελευθέρωση μας θα
ερχότανε γρήγορα και σίγουρα. 'Ηταν δηλαδή ζήτημα ημερών. Λογαριασμοί
επιθυμητοί και πραγματοποιήσιμοι, οι οποίοι εξελίχθηκαν όπως ακριβώς τους
υπολόγισα. Μόνο που έπεσα έξω στις ημερομηνίες. Αντί για τις 25-4-1944 που
υπολόγιζα, τα γεγονότα έγιναν στις 25-8-1944. 'Επεσα έξω κατά τέσσερις
μήνες. Βέβαια αν τότε ήξερα την τροπή των πραγμάτων, την τετράμηνη δηλαδή
καθυστέρηση, ίσως άλλαζα σχέδια και ο προσανατολισμός μου να ήταν
διαφορετικός.
Δεν ήθελα να εκτεθώ στους κινδύνους που ενέχει μια δραπέτευση στην
Γερμανοκρατούμενη ζώνη. Άλλωστε δεν είχα και τον απαιτούμενο χρόνο για
να οργανώσω κάτι τέτοιο. Δεν είχα συνδέσμους να με φέρουν σε επαφή με τους
βαρκάρηδες που έκαναν τη μεταφορά των φυγάδων πέρα από το Στρυμόνα
έναντι μεγάλης αμοιβής. 'Ετσι πρέπει να διαλέξω από τις εναπομείναντες
εναλλακτικές λύσεις, δηλαδή την κατάταξη μου στις ομάδες των ανταρτών ή
της απόκρυψης μου στην γύρω περιοχή.
'Επειτα από αυτά προσπάθησα να έρθω σε επαφή με τους αντάρτες και των
δύο παρατάξεων, να μελετήσω τον τρόπο ζωής τους, να μάθω για τις
πεποιθήσεις τους και τις επιδιώξεις τους. Τότε, αφού σταθμίσω τους
191
παράγοντες αυτούς, θα αποφασίσω ποιους θα ακολουθήσω. Έως τώρα
απέκλεισα το ενδεχόμενο διαφυγής μου στη Θεσσαλονίκη και την κατάταξη
μου στα καταναγκαστικά έργα.
Άρχισα να βολιδοσκοπώ διάφορους παράγοντες και κυρίως τους
συνδέσμους των ανταρτών, για να με βοηθήσουν να έρθω σε επαφή με τους
σχηματισμούς είτε των κομουνιστών, είτε των εθνικιστών. 'Ενα βράδυ, στις
αρχές Απριλίου του 1944, με πλησίασε ο Γιώργος Αθανασιάδης και με ένα
ερευνητικό και σοβαρό ύφος με ρώτησε:
«- Παναγή μήπως ξέρεις ποιο κράτος ονομάζεται φασιστικό ή τι είναι ο
φασισμός;
- Γιατί Γιώργο μου κάνεις αυτή την ερώτηση; Δεν σε καταλαβαίνω.
- Γιατί Παναγή οι αντάρτες που είναι πάνω στα βουνά μας,, μου είπαν πως
πολεμούν το φασισμό και τους φασίστες. Δεν έχουμε μου είπαν καμιά δουλειά με
τους Βουλγάρους, γιατί εμείς πολεμάμε τους φασίστες, αυτοί είναι οι αντίπαλοί
μας. Για να μην φανώ πως ξέρω λιγότερα από αυτούς, δεν τους ρώτησα ποιο
είναι το κράτος που ονομάζεται φασιστικό. Προτίμησα να ενημερωθώ από σένα
».
Δυστυχώς και εγώ δεν ήμουν σε θέση να τον κατατοπίσω. Του είπα όμως
ότι οι Ιταλοί είχαν φασιστικό σύστημα διακυβέρνησης. Περισσότερα στοιχεία
όμως δεν μπορώ να σου δώσω, πρόσθεσα. Ζήτησα από τον Γιώργο να με
οδηγήσει στους αντάρτες και να με συνδέσει με αυτούς που κάνανε
αντιφασιστικό αγώνα. Συμφωνήσαμε να συναντηθούμε οι δυο μας το πρωινό
της Μεγάλης Τρίτης στις 11-4-1944 σε μια βρύση έξω από το χωριό μας για να
πάμε στα λημέρια των ανταρτών. Ξεκινήσαμε από την βρύση και πήραμε τον
δρόμο για το βουνό Τσαλ-ταγ, βαδίζοντας προς την κορυφή. Λίγο πριν από την
κορυφή ακολουθήσαμε ένα μονοπάτι πάντοτε προς τα βόρεια, στην καρδιά του
ορεινού όγκου.
'Ηδη είχαμε μπει σε ανταρτοκρατούμενη περιοχή. Κατά σύσταση του
Γιώργη σταματήσαμε τις συζητήσεις και βαδίζαμε σιωπηλά για το φόβο
ενεδρών. Πραγματικά σε λίγη ώρα πέσαμε πάνω σε μια μικρή ομάδα ανταρτών.
Μας σταμάτησαν, τους δώσαμε τις κατάλληλες συστάσεις και εξηγήσεις και
καθίσαμε εκεί όλοι μαζί, συζητώντας τη γενική κατάσταση.
Εκεί μας σύστησαν ένα Γιουγκοσλάβο αντάρτη, ο οποίος προέρχονταν από
το Γιουγκοσλαβικό στρατό που διαλύθηκε το 1941. Του μίλησα Βουλγαρικά,
όμως δεν μου απάντησε. 'Ισως και να μην καταλάβαινε τη Βουλγαρική γλώσσα.
Επίσης ένας άλλος αντάρτης μας συστήθηκε ως επαναστάτης στα τραγικά
γεγονότα της Δράμας στο 1941. Τότε που μια ανταρτοομάδα εβδομήντα
περίπου ατόμων πήγε να τα βάλει με ολόκληρο κράτος, με αποτέλεσμα τον
φόνο είκοσι περίπου Βουλγαρικών οργάνων της τάξης και πάνω από πέντε
χιλιάδες θύματα από μέρους του άμαχου πληθυσμού, καθώς και την εξόντωση
του μεγαλύτερου μέρους της δύναμης των επαναστατών. Με αυτόν δεν είχαμε
να συζητήσουμε και πολλά πράγματα, γιατί πάντοτε ήμουν επιφυλακτικός
απέναντι στους συνομιλητές μου και δεν μπορούσα να πιστέψω αυτά που έλεγε
ο καθένας. Μας ζήτησαν πληροφορίες για την κίνηση των εχθρικών
αποσπασμάτων και μας περιέγραψαν την τραγική τους κατάσταση από άποψη
σίτισης, τα δύο τρομερά και αιώνια προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι
192
αντάρτες, τον εχθρό και την πείνα.
Συνεχίσαμε τον δρόμο μας. 'Υστερα από δυο ώρες φθάσαμε στα λημέρια
των ανταρτών, σε μια τοποθεσία που απέχει σχεδόν εξίσου από τα γύρω χωριά,
δηλαδή πέντε έως οκτώ χιλιόμετρα από τον Κεχρόκαμπο, την Λεκάνη και τον
Διπόταμο. Από το χωριό μας απέχει πάνω από δεκαπέντε χιλιόμετρα. Είναι μια
τοποθεσία επίπεδη, είκοσι στρεμμάτων και περιβάλλεται παντού από δασώδη
βουνά. Εδώ είχαν οι αντάρτες τα λημέρια τους. Πρόκειται για κάτι μικρές
καλύβες σχεδόν μέσα στο χώμα, χωρίς καμιά πρόσθετη προστασία από τη
βροχή και το κρύο. Σ’ αυτή την έκταση ζούσαν πάνω από διακόσιοι αντάρτες,
σύμφωνα με ένα πρόχειρο υπολογισμό που κάναμε με τον Γιώργο για την
δύναμή τους. Με την συνοδεία ενός ένοπλου αντάρτη οδηγηθήκαμε στη βόρεια
πλευρά του στρατοπέδου σε ένα μικρό ύψωμα, σε μια καλύβα που αποτελούσε
την έδρα του αντάρτικου σώματος, το πεντάγωνό τους. Στο δρόμο, καθώς
διασχίζαμε το χωράφι παρατηρήσαμε μικρούς σωρούς από πέτρες. Δεν
μπορέσαμε να δώσουμε καμιά εξήγηση για τους σωρούς αυτούς. Η απορία μας
έγινε ακόμη μεγαλύτερη, όταν είδαμε το έδαφος φρεσκοσκαλισμένο με τα
χέρια. Λίγο αργότερα όμως αντιληφθήκαμε περί τίνος επρόκειτο. Επικρατούσε
μεγάλη πείνα στα σώματα των ανταρτών. 'Ετσι χωρίστηκαν σε συνεργεία και
σκάλιζαν το χώμα με τα δάχτυλα μήπως και εντοπίσουν τίποτα
εγκαταλειμμένες πατάτες από τον περασμένο χρόνο. Η τραγική θέση των
ανταρτών γινόταν ακόμη πιο δραματική με την κακοκαιρία που επικρατούσε
στα μέρη τους. 'Ηταν όπως είπα μια συννεφιασμένη και κρύα Απριλιάτικη
μέρα. 'Εβρεχε και ψιχάλιζε κατά διαστήματα. 'Εκανε τσουχτερό κρύο που για
τους αντάρτες ήταν πολύ δριμύτερο, καθώς δεν είχαν ούτε κατάλληλα ρούχα
να προφυλαχθούν, αλλά ούτε και κουβέρτες για να ζεσταθούν τη νύχτα. Δεν
υπήρχε ούτε νερό στο μέρος εκείνο. Οι αντάρτες εφοδιάζονταν νερό με τα
υδροδοχεία τους κατά ομάδες και με χίλιες προφυλάξεις από μια διπλανή πηγή.
Στην έδρα της μονάδας, στο στρατηγείο, είδαμε τον αρχηγό τους τον
καπετάνιο Άρη (ψευδώνυμο παλιού ιδιώτη ή και αξιωματικού), τον σύντροφο
Καραϊσκάκη έναν άνδρα με ψηλό ανάστημα και ένα αξιωματικό της
υγειονομικής ομάδας του γιατρού από το Ζυγός. Αυτή ήταν η τριανδρία της
Διοίκησης. Είδαμε εκεί και πολλούς άλλους, όλους τους κυνηγημένους και
διωγμένους από τον δυνάστη οι οποίοι βρήκαν καταφύγιο στο βουνό. Τους
αναφέραμε τον σκοπό της επίσκεψής μας, χωρίς βέβαια να μπορώ να τους πω
την αλήθεια πως δηλαδή πήγα να ενημερωθώ για την κατάστασή τους. Έτσι
τους ανέφερα πως σε πέντε μέρες σύμφωνα με την ειδοποίηση που πήραμε από
τον δυνάστη πρέπει να παρουσιαστούμε στις Αρχές και να αναχωρήσουμε στο
εσωτερικό της Βουλγαρίας για να παρουσιαστούμε στα εργατικά τάγματα.
Επειδή του είπα δεν θέλω να πάω στη Βουλγαρία, αλλά και δεν μπορώ να
αποφύγω τη στράτευσή μου από το φόβο των αντιποίνων που θα έκανε ο
δυνάστης σε βάρος της οικογενείας μου, τους παρακάλεσα τη μέρα που θα
ξεκινήσουμε πεζοί από τον Κεχρόκαμπο προς τη Σταυρούπολη για το
εσωτερικό, να κάνουν μια μικροσυμπλοκή με τους συνοδούς μας, οπότε εμείς
θα βρίσκαμε την ευκαιρία να φύγουμε και να καταταχθούμε στο σχηματισμό
τους.
«Αυτό, μου είπε ο Καραϊσκάκης, δεν μπορεί να γίνει, δεν μπορούμε να
193
κάνουμε σπατάλη πυρομαχικών για να σας δώσουμε την ευκαιρία της
απόδρασης. Δεν πρόκειται να συντελέσουμε στην απαγωγή σας. Εδώ είμαστε,
πάρε ένα παγούρι, μια καραβάνα και ένα κουτάλι και έλα μαζί μας. Σου λέω και
το τονίζω με έμφαση, πως οι Βούλγαροι δεν θα κάνουν καμιά ενέργεια
αντιποίνων κατά της οικογένειάς σου. Εδώ έχουμε δεκάδες σαν τη δική σου
περίπτωση και όμως οι Βούλγαροι δεν πείραξαν τις οικογένειές τους ».
Σχεδόν ταυτόχρονα όσοι αντάρτες ήταν εκεί γύρω, όλοι σαν να ήταν
σύμφωνοι, μου επανέλαβαν πως οι Βούλγαροι δεν πείραξαν κανέναν δικό τους,
γιατί και οι ίδιοι ήταν φυγάδες, καταδιωκόμενοι από τον δυνάστη.
Δεν μπορούσα να εξηγήσω τη στάση των ανταρτών. Τόλμησα να θέσω μια
ερώτηση που δεν έπρεπε να κάνω. Αν δεν είναι έτσι τα πράγματα, τους είπα,
τότε για ποιον έχετε τις σφαίρες σας; Δεν αποβλέπετε στην αντιμετώπιση και
την εκδίωξη του εχθρού;
« Τις σφαίρες, μου απάντησε, τις έχουμε για τους φασίστες, τους συνεργάτες του
εχθρού, τους προδότες και τους τύραννους του λαού μας ».
Δεν μπορούσα όμως όπως και ο Γιώργος, να καταλάβω καλά-καλά τι θα πει
φασίστας. Υπέθεσα όμως από την απάντηση του Καραϊσκάκη πως θεωρούσαν
φασίστες όλους γενικά τους αντιπάλους τους, αδιάφορα αν ήταν Έλληνες ή
ξένοι, εθνικιστές ή ακόμη και κομουνιστές που θα διαφωνούσαν μαζί τους.
Τότε για να στρέψω την προσοχή τους αλλού, να βρω ευκαιρία να
απαγκιστρωθώ και να φύγω του είπα:
«-Τι θα γίνει με μένα, αν με το καλό τη Δευτέρα έρθω και καταταχθώ στο
σχηματισμό σας;
- Εσένα, μου είπε ο Καραϊσκάκης, θα σε κάνουμε Επονίτη και αυτό επειδή είσαι
πολύ νέος στην ηλικία».
Τότε ρώτησα να μάθω για την ΕΠΟΝ, αν είχαν εκεί σχηματισμό της ΕΠΟΝ
και εξέφρασα την επιθυμία να γνωρίσω έστω και λίγους από τους μελλοντικούς
συντρόφους μου.
«Ευχαρίστως, απάντησε ο Καραϊσκάκης. Φώναξε τότε έναν αντάρτη που ήταν
εκεί κοντά, παραγγέλνοντας να έρθουν τρεις νέοι Επονίτες να παραταχτούν εκεί
και έδειξε ένα σημείο, να τους δει αυτός o ένδοξος Επονίτης ».
Σε λίγο ήρθαν απέναντί μου τρεις νεαροί ηλικίας 18-20 χρόνων, αμούστακα
παιδιά, καχεκτικά και αδύνατα. Είχαν καταντήσει σκελετοί, ανθρώπινα ράκη
από την πείνα και τις κακουχίες. Κρατούσαν με κόπο τα όπλα στα χέρια τους.
Μου προξένησαν τόσο πικρή εντύπωση, που στα κατοπινά χρόνια, όταν άκουγα
για την οργάνωση της ΕΠΟΝ πάντοτε έφερνα μπροστά μου την τραγική αυτή
εικόνα των νεαρών βλασταριών της Ελλάδας που κάτω από τις αφόρητες
συνθήκες που προκάλεσε ο δυνάστης αναγκάστηκαν να βγουν στο βουνό.
Αναλογίστηκα το μέγεθος της θυσίας των νέων της ΕΠΟΝ και τότε, αλλά
κυρίως αργότερα, δίστασα να υποβληθώ σε παρόμοιες θυσίες τις οποίες χωρίς
δισταγμό τις θεώρησα ανώτερες των δυνάμεων μου.
Εκεί που σκεπτόμασταν το μέγεθος της δύσκολης και σκληρής αυτής ζωής,
βλέπουμε ένα αντάρτη να δίνει αναφορά σε κάποιον ανώτερό του για την
194
συγκομιδή της πατάτας. Στέκεται προσοχή και αναφέρει πως ο πρώτος σωρός
από πατάτες μετρίου μεγέθους αποτελείται από διακόσια πενήντα τεμάχια, o
δεύτερος είναι λίγο μικρότερος με διακόσιες σαράντα πατάτες και ο τρίτος
περιέχει εκατόν πενήντα πατάτες μικρού μεγέθους. Τότε αντιληφθήκαμε τι
είναι οι μικροί σωροί από πέτρες καθώς και το φρεσκοσκαλισμένο χώμα.
Μαζέψανε έτσι τις πατάτες και καθώς μάθαμε αργότερα τους διανείμανε από
δύο-τρεις στον καθένα. Σε τέτοια δεινή θέση βρισκότανε τα κυνηγημένα
θύματα του δυνάστη και το μόνο παρήγορο ήταν, πως ήταν τουλάχιστον
ελεύθεροι. Καθώς μάθαμε αργότερα από επιζήσαντες αντάρτες τα δεινά που
υπέφεραν εκεί δεν μπορούν να περιγραφούν με λέξεις. Πέντε άτομα υπέκυψαν
από την πείνα και το κρύο. Όλοι οι υπόλοιποι σχεδόν αρρωστήσανε και πολύ
γρήγορα αναγκάστηκαν να φύγουν από το μέρος αυτό.
Δεν εύρισκαν όμως πουθενά ησυχία. Πότε o δυνάστης και πότε οι
εθνικιστές αντίπαλοί τους δεν τους άφηναν σε χλωρό κλαρί.'Εως ότου κατά τον
Ιούλιο μετακινήθηκαν στο βάλτο των Φιλίππων και τρεφότανε αποκλειστικά με
φρέσκα καλαμπόκια. Εξακολούθησα τη συζήτηση με τους αξιωματικούς. 'Ολοι
ελπίζανε στη γρήγορη απελευθέρωση. Δεν τους απασχολούσε τόσο η φυγή των
Βουλγάρων, αυτοί θα έφευγαν, αλλά τι θα γινόταν ύστερα; Πώς δηλαδή θα
αντιμετώπιζαν τη νέα κατάσταση ή καλύτερα το χάος που θα άφηναν πίσω τους
οι εχθροί; Φοβόταν περισσότερο τους Έλληνες εθνικιστές, παρά τα
αποσπάσματα του δυνάστη.'Εδιναν μεγαλύτερη έμφαση στα κατορθώματα των
Ρώσων παρά των συμμάχων.
Από όλα αυτά έβγαλα το συμπέρασμα πως είχα μπροστά μου ένα τακτικό
σχηματισμό, αριστερής απόκλισης, τους κομουνιστές. Άθελά μου λοιπόν
σκέφτηκα τα νέα δεινά που θα ερχότανε μετά την απελευθέρωση. Αλλά
γρήγορα επανήλθα από τις σκέψεις αυτές στη σκληρή πραγματικότητα. Ήμουν
υποχρεωμένος να διαλέξω μεταξύ της ζωής των ανταρτών στην κατάσταση που
είδα και στην υπόδουλη, αλλά υποφερτή διαβίωση στα εργατικά τάγματα.
Πήρα χωρίς δισταγμό την απόφαση να μη καταταχτώ στον σχηματισμό αυτό
από αποστροφή για τις αναπόφευκτες περιπέτειες που θα έπρεπε να υποστώ.
Τελικά υποσχέθηκα στον Καραϊσκάκη πως τη Δευτέρα το πρωί θα
ερχόμουν στο ίδιο αυτό μέρος για κατάταξη, με τα προσωπικά μου είδη και τον
απαραίτητο οπλισμό. Τώρα, του είπα, πρέπει να πάω στο σπίτι να πάρω τα
πράγματά μου και έτσι να είμαι έτοιμος να καταταγώ μέχρι τη Δευτέρα.
Πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Δεν είχαμε απομακρυνθεί πολύ και ακούω
τον φίλο μου τον Γιώργο να με ρωτά:
«-Τι θα κάνεις Παναγή τώρα; Θα πας με τους αντάρτες ναι ή όχι;
- Δεν συζητώ αυτή τη στιγμή του είπα. Βρισκόμαστε ακόμη μέσα στον τομέα
ελέγχου των ανταρτών και υπάρχει κίνδυνος να μας ακούσουν οι ενέδρες ή και οι
σκοποί τους ».
Σιωπηλοί, σχεδόν σκυφτοί ακολουθήσαμε το μονοπάτι της εξόδου. H
τελευταία όμως σκοπιά μας σταμάτησε. Ζήτησαν τα στοιχεία και την ιδιότητά
μας καθώς και τον σκοπό της επίσκεψης μας στο στρατόπεδό τους. Τους
απάντησα πως ήρθα να συνεννοηθώ για την κατάταξή μου, γιατί σε λίγες μέρες
πρόκειται να μας οδηγήσουν στο εσωτερικό της Βουλγαρίας για δουλειά.
Προτιμώ τους είπα την ιδιότητα του αντάρτη, παρά τη ζωή του σκλάβου στο
195
δυνάστη. Εκεί που συζητούσαμε με το σκοπό, βλέπουμε έναν άλλο σκοπό και
αυτόν που φύλαγε τον σκοπό, σαν διπλοσκοπός, να έρχεται προς το μέρος μας
και να μας μιλάει για ένα κόσμο φανταστικό με όλα τα αγαθά, την ειρήνη και
την ησυχία στα άμεσα μεταπολεμικά χρόνια. Σιωπηλοί και οι δυο μας
ακούγαμε τον νέο αυτό αντάρτη να μας εκθέτει τις ιδέες για ένα κόσμο που
ονειρευότανε, αλλά ανυπομονούσαμε και ευχόμασταν να τελειώσει η συζήτησή
για να απαγκιστρωθούμε και από αυτούς. Τελικά μας άφησαν ελεύθερους και
εξακολουθήσαμε τον δρόμο της επιστροφής. Χωρίς άλλα εμπόδια βγήκαμε από
τον κλοιό.'Υστερα από αρκετή ώρα εκμυστηρεύτηκα στο Γιώργο πως σε καμιά
περίπτωση δεν θα καταταχτώ στον κομουνιστικό αυτό σχηματισμό.
«- Μα τότε τι σκέπτεσαι να κάνεις; Στην Βουλγαρία δεν θέλεις να πας,, με τους
αντάρτες τουλάχιστον αυτούς, δεν θέλεις να συνεργαστείς, μα επιτέλους τι θα
κάνεις;
- Θα προσπαθήσω να φύγω για την Θεσσαλονίκη. Πρώτα όμως θα δω τι θα
γίνει με τους εθνικιστές. Σε τελευταία ανάλυση θα κρυφτώ λίγo καιρό κάπου
γύρω στo χωριό και θα περιμένω την έκβαση του πολέμου ».
Το μόνο που αποφάσισα από την επίσκεψή μου αυτή στους αντάρτες, ήταν
η οριστική και αμετάκλητη άρνησή μου να καταταχτώ στους κομουνιστικούς
σχηματισμούς.
Ανέφερα στη μάνα μου την περιπέτεια εκείνης της ημέρας και την απόφασή
μου να μη καταταχτώ στη συγκεκριμένη αντάρτικη ομάδα. Βρήκε τότε την
ευκαιρία να με παρακαλέσει για μια ακόμη φορά να περιμένω την κατάταξή
μου και τη Δευτέρα να φύγω για τα εργατικά τάγματα. Σκέψου, μου είπε, τη
θέση μου, τι θα πάθω σε περίπτωση που δεν πας στη Βουλγαρία και φύγεις για
το βουνό. Οι Βούλγαροι έλεγε και το επαναλάμβανε, θα μας κακοποιήσουν,
πιθανόν να κάψουν το σπίτι μας, ίσως μας εξορίσουν και μας στο εσωτερικό
της χώρας. Να σκεφτείς, επαναλάμβανε, τη θέση μας. 'Ελα, πήγαινε στη
Βουλγαρία, δεν πρόκειται να πάθεις τίποτα και η ευχή μου θα σε προστατεύει.
Δυστυχώς δεν μπορούσα να δεχτώ την πρόταση της. 'Ηταν νωπές ακόμη οι
αναμνήσεις μου από τα φοβερά βασανιστήρια στα εργατικά τάγματα. Την
διαβεβαίωσα επίσης πως ούτε και στα κομουνιστικά αντάρτικα πρόκειται να
καταταχτώ. Αναθεώρησα την απόφασή μου. Άρχισα να σκέπτομαι την φυγή
στη Θεσσαλονίκη. Χρειαζόμουν όμως χρήματα και μάλιστα αρκετά. H
συγκοινωνία τότε με την Θεσσαλονίκη που ήταν έδαφος άλλης χώρας ήταν στα
χαρτιά τουλάχιστον ανύπαρκτη. Στη πραγματικότητα όμως η συγκοινωνία
γινότανε κατά έκτακτα χρονικά διαστήματα με διάφορα ψαροκάικα έναντι
πολλή υψηλής αμοιβής, λαθραία τις νύχτες, εξαιτίας του φόβου των
καταδιωκτικών αρχών. Από ένα πρόχειρο λογαριασμό συμπέρανα πως
χρειαζόμουν 10.000 λέβα, ενώ είχα μόνο 2.000. Διέδωσα στο χωριό πως φεύγω
για τη Θεσσαλονίκη και πως για το σκοπό αυτό, για τα ναύλα, πουλάω τα
κατσίκια μου. Είχα δέκα κομμάτια που στην καλύτερη περίπτωση θα έπιανα
από την πώλησή τους 5.000 λέβα. Πάλι όμως θα είχα έλλειμμα 3.000 λέβα που
έλπιζα πως θα τα δανειζόμουν από τους φίλους. H διάδοση έγινε πιστευτή από
τον κόσμο.
'Ηρθε και με βρήκε ένας υποψήφιος αγοραστής ένα απόγευμα στο χωριό
196
όπου έβοσκα τα κατσίκια, είδε το εμπόρευμα και με ρώτησε για την αξία τους,
του ζήτησα 6.000 λέβα, δεν δέχτηκε. Τα κατσίκια σου μου είπε δεν αξίζουν
ούτε 4.000 λέβα, σου δίνω όμως 5.000, γιατί άκουσα πως έχεις ανάγκη από
χρήματα και θέλεις να φύγεις για τη Θεσσαλονίκη. Δεν τα έδωσα. Δεν ήθελα να
στερηθεί η οικογένειά μου τα κατσίκια. 'Ηταν ένας πόρος ζωής γι' αυτήν. Έτσι
και την τελευταία ευκαιρία που ίσως ήταν βολική για τη φυγή μου στη
Θεσσαλονίκη, την έχασα από την αναποφαστικότητά μου. Τότε αντιλήφθηκα
πως και αυτή η λύση αποκλείστηκε. 'Ετσι απέμεναν οι άλλοι δύο διέξοδοι ή η
απόκρυψή μου γύρω από το χωριό ή η ένταξή μου στα εθνικιστικά ανταρτικά
σχήματα, όχι τόσο για λόγους ιδεολογικούς, αλλά περισσότερο για λόγους
δήθεν καλύτερης διαβίωσης, διατροφής και ένδυσης.
Πίστεψα στις φήμες που, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, ήταν
μεγαλοποιημένες, ότι δηλαδή ο οπλισμός και η διατροφή των εθνικιστικών
ομάδων γινότανε από τις ρίψεις των συμμαχικών αεροπλάνων. Πιο πολύ έλπιζα
με τα λίγα Αγγλικά που ήξερα πως θα ήμουν κοντά στην έδρα του αντάρτικου
σχηματισμού σαν διερμηνέας. Είχα βέβαια υπόψη μου τις ταλαιπωρίες, αλλά
τουλάχιστον θα απέφευγα την εξευτελιστική ιδιότητα του τρουτοβάκου στα
καταναγκαστικά έργα. Ανήμερα του Πάσχα πήγα στο Κεχρόκαμπο. 'Ηθελα να
συμβουλευθώ για την κατάταξή μου στα εθνικιστικά αντάρτικα, τον Παναγιώτη
Παπαδόπουλο Γενικό Γραμματέα της οργάνωσης. Εργαζόταν στην παρανομία
από καιρό. 'Ηταν τροφοδότης, πληροφοριοδότης και στα κρυφά, βέβαια,
εκτελούσε και καθήκοντα γραμματέα. Πατριώτης καλός, έτσι τον γνώρισα,
πίστευε πως μόνο με τις δικές μας δυνάμεις θα μπορούσαμε να
απελευθερωθούμε, άποψη που δεν την ασπαζόμουνα τουλάχιστον
καθολοκληρία. Πήγα στο σπίτι του, τον βρήκα παρέα με τον Χρήστο
Ιορδανίδη, γείτονά του. Ο δεύτερος είχε εντελώς διαφορετική ιδεολογία. 'Ηταν
και τότε, αλλά και από πριν αριστερός. Αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να
συνεργάζεται με τον Παπαδόπουλο. Ο Ιορδανίδης με ρώτησε τι γνωρίζω για
την αντάρτικη ομάδα των αριστερών που επισκέφτηκα πριν λίγες μέρες. Τον
ενημέρωσα σχετικά. Μου είπε λοιπόν πως επί δύο μέρες προσπαθεί να τους
συναντήσει στα βουνά, αλλά χωρίς επιτυχία. Οι προσπάθειες μας, είπε,
μιλώντας και για λογαριασμό του Παναγιώτη Παπαδόπουλου, τείνουν στην
αποφυγή σύγκρουσης των δύο παρατάξεων. Τους χωρίζει βαθύ μίσος κυρίως
ιδεολογικό και δεν είναι σωστό να φαγώνονται μεταξύ τους. Στη συνέχεια τους
ανέφερα ότι είχα σκοπό να ενταχθώ στα εθνικιστικά αντάρτικα και τους
παρακάλεσα να με βοηθήσουν.
Αυτοί λοιπόν, ενώ μέχρι τότε μιλούσαν μαζί μου στα Ελληνικά, άρχισαν να
χρησιμοποιούν την Ρωσική γλώσσα που τη γνώριζαν και οι δυο τους, καθώς
ήταν Ρωσοπρόσφυγες. Μιλούσαν στα Ρωσικά για να μην τους καταλάβω, γιατί
η συζήτηση αφορούσε το πρόσωπό μου. Εγώ όμως από την γνώση της
Βουλγαρικής γλώσσας και επειδή αυτή είναι μια γλώσσα Σλαβική όπως και η
Ρωσική, δεν άργησα να αντιληφθώ το περιεχόμενο της συζήτησης. Ευκαιρία
είναι έλεγαν, να εντάξουμε αυτόν τον νέο που έπεσε στα χέρια μας στα
ανταρτικά, αλλά είναι μεγάλη η ευθύνη μας, γιατί σε λίγες μέρες θα
συγκρουστούν οι ανταρτομάδες μεταξύ τους και ασφαλώς θα υπάρξουν
θύματα. Αυτός, έλεγαν για μένα, είναι νέος και αγύμναστος, αν λοιπόν πάθει
κάτι στη σύγκρουση αυτή, εμείς θα είμαστε αίτιοι της ανόδου του στο βουνό.
197
Έτσι, συνεχίζοντας είπαν, ότι δεν πρέπει να ενταχτεί στα ανταρτικά και θα ήταν
καλύτερα να κρυφτεί εδώ γύρω στα βουνά, μέχρις ότου ξεκαθαρίσει η
κατάσταση.
Τους παρακάλεσα τότε να σταματήσουν τη συζήτηση στα Ρωσικά, γιατί με
την βοήθεια των Βουλγαρικών κατάλαβα πως το θέμα της ομιλίας τους ήμουν
εγώ. Να μιλήσουμε τη γλώσσα μας, τους είπα, να δούμε που θα καταλήξουμε.
«Είναι αλήθεια, είπε ο Παπαδόπουλος, πως αυτές τις μέρες προμηνύεται η
εξέλιξη σοβαρών γεγovότων. Οι δύο παρατάξεις είναι έτοιμες να χτυπηθούν
μεταξύ τους. Προσπαθούμε να τους αποτρέψουμε, αλλά δεν θα τα καταφέρουμε.
Δεν βρίσκουμε τους αριστερούς, αλλά και οι εθνικιστές επιμένουν να λύσουν τις
διαφορές τους με τα όπλα. Γι' αυτό θέλουμε να μη βρίσκεσαι εσύ μεταξύ τους.
Διότι στις συγκρούσεις αυτές πάντοτε χάνονται οι άπειροι και οι αγύμναστοι που
ρίχνονται στη μάχη, είτε από ενθουσιασμό, είτε από νεανική απειρία. Να
εξετάσεις το ενδεχόμενο της κατάταξης σου στα εργατικά τάγματα. Εκεί
τουλάχιστον ίσως υποφέρεις από άλλα πράγματα, θα είσαι όμως ασφαλής. Δεν θα
αντιμετωπίζεις όλους τους αντιπάλους σου είτε Βούλγαροι είναι αυτοί, είτε
αντάρτες της αντίθετης παράταξης με όπλα, αλλά με ειρηνικά εργαλεία. Θα
δουλέψεις ασφαλής στα εργατικά τάγματα και αυτό για λίγo καιρό, γιατί όπου να
είναι περιμένουμε να απελευθερωθούμε ».
Αρνήθηκα να δεχτώ τη συμβουλή τους. Αν είχα σκοπό, του είπα, να πάω
στη Βουλγαρία δεν θα παρουσιαζόμουν καθόλου κοντά σας. Θα περίμενα τη
μέρα και σαν νομοταγής πολίτης θα πήγαινα εκεί όπου με καλεί ο δυνάστης.
Σας παρακαλώ, τους είπα, φέρτε με σε επαφή με τα εθνικιστικά αντάρτικα.
Κατάλαβα τότε πως παιζόταν ένα παιχνίδι πίσω από την πλάτη μου και εγώ
ήμουν στην μέση. O καθένας τους ήθελε να με εντάξει στο σχηματισμό της
ιδεολογίας του. Αν αυτό δεν γινότανε, τότε έπρεπε να μη καταταχτώ πουθενά.
Τελικά επικράτησε η άποψη της απόκρυψης μου. Συμφωνήσαμε να κρυφτώ
κάπου γύρω στο χωριό και το πολύ σε πέντε μέρες, ο Παπαδόπουλος μου είχε
υποσχεθεί να με εντάξει στην ομάδα των εθνικιστικών ανταρτών. Θα φροντίσω
εγώ, τέλειωσε, για την ένταξή σου και στην ανάγκη θα σε συνοδέψω ο ίδιος
στα λημέρια τους που βρίσκονται σε απόσταση πενήντα χιλιομέτρων από τον
Κεχρόκαμπο προς τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα.
Επειδή, τους είπα, με τη συμβουλή σας περνάω τώρα στην παρανομία, μη
ξεχάσετε όσα συμφωνήσαμε. Φεύγω τώρα, πηγαίνω στο χωριό να κρυφτώ. Θα
σας στείλω τον γαμπρό μου τον Μιχάλη, ύστερα από πέντε μέρες να
συνεννοηθεί μαζί σας για την παραπέρα τύχη μου και ιδιαίτερα για την ένταξή
μου στα αντάρτικα.
Επανέλαβαν την υπόσχεσή τους. Πίστεψα στα λόγια τους, τους
αποχαιρέτησα και πήρα τον δρόμο της επιστροφής για το χωριό μας. Θέλησα
όμως για τελευταία φορά να περάσω από τα γραφεία της Κοινότητας. Δεν
θυμάμαι καλά. Προφανώς ήθελα να αποχαιρετήσω τον γραμματέα Ιβάν καλό
φίλο και άνθρωπο, γιατί την επόμενη μέρα έφευγα δήθεν για την Βουλγαρία.
Τον συνάντησα έξω από τα γραφεία στην αυλή της Κοινότητας, δίπλα στο
δρόμο. Με πρόλαβε, με χαιρέτησε πρώτος και μου είπε:
« Παναγιώτ σε βλέπω τακτικά στο χωριό μας. Τι σκέπτεσαι να κάνεις;
- Είμαι νέος, έρχομαι για κοριτσοδουλειές, η νεότητα τα έχει αυτά.
198
-Δεν νομίζω πως αυτός είναι ο λόγος. Πλησίασε κοντά μου να σου πω.
Τον πλησίασα. Ενώ διερευνούσα τις προθέσεις και τις σκέψεις του, τον άκουσα
να μου λέει.
- Παναγιώτ ξέρω πολύ καλά τι σκέπτεσαι να κάνεις. Ότι είναι κάνε το γρήγορα,
γιατί ύστερα από λίγo θα είναι πολύ αργά».
Ευχαριστώ του είπα, τον αποχαιρέτησα και απομακρύνθηκα γρήγορα
κατευθυνόμενος προς το χωριό μου. Κατάλαβα πως η Αρχή είχε ενημερωθεί,
αν όχι για την πρόθεσή μου να βγω στο βουνό, τουλάχιστον για το σκοπό μου
να φύγω στη Θεσσαλονίκη. Προδόθηκα και έπρεπε να φύγω για το βουνό
αμέσως, πριν με πιάσουν. Τον προδότη δεν το έμαθα. Εκείνο όμως που έμαθα
λίγες μέρες αργότερα, ήταν πως μόλις έφυγα από τον Κεχρόκαμπο, ύστερα από
τρεις ώρες o Πρόεδρος της Κοινότητας κάλεσε στο γραφείο του την τοπική
Αστυνομία, τον ενημέρωσε πως σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε όλοι,
όσοι πήραμε προσκλήσεις για τη Βουλγαρία, οι δύο από το Σκοπό και οι έξι
από το Κεχρόκαμπο, είχαμε την πρόθεση να βγούμε αντάρτες στα βουνά και
πως έπρεπε αμέσως να κινήσουν τις διαδικασίες για τη σύλληψή μας. Για τους
Κεχροκαμπίτες βέβαια δεν παρουσίασαν καμία δυσκολία ανάλογες ενέργειες.
Το ίδιο κιόλας βράδυ τους πιάσανε και τους οδήγησαν στα κρατητήρια της
αστυνομίας με το αιτιολογικό πως εκείνο το βράδυ θα κατατάσσονταν στους
αντάρτικους σχηματισμούς. Εν τω μεταξύ είχε βραδιάσει και ο πρόεδρος δεν
θεώρησε σκόπιμο να στείλει αστυνομικούς στο χωριό μας να πιάσουν και εμάς.
Δεν ήθελε να εκθέσει τους άνδρες του σε ενδεχόμενους κινδύνους ενεδρών ή
συγκρούσεις με ένοπλους άνδρες. 'Ηρθαν βέβαια το πρωί της επόμενης ημέρας,
αλλά θα ολοκληρώσω την αφήγηση του συγκεκριμένου επεισοδίου παρακάτω.
Λίγο έξω από τον Κεχρόκαμπο συνάντησα τον Στέφανο Τράντα και αυτός
είχε λάβει πρόσκληση να καταταχθεί μαζί μου την επόμενη μέρα στο στρατό.
Είχαμε και οι δύο την ίδια τύχη το 1942 στα εργατικά τάγματα. Πάλι λοιπόν
τώρα ίδια τύχη μας περίμενε.
«- Τί σκέπτεσαι να κάνεις Παναγή; Θα πας στα εργατικά τάγματα ή θα βγεις στο
βουνό;
- Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Θα κρυφτώ λίρες μέρες στο χωριό, ώσπου να
ξεκαθαρίσει η κατάσταση, γιατί ελπίζω πως γρήγoρα θα ελευθερωθούμε.
- Όχι Παναγή. Δεν προβλέπεται, τουλάχιστον μέχρι το χειμώνα, να ξεκαθαρίσουν
τα πράγματα από πολεμικής άποψης. Μέχρι τότε τι θα κάνεις; Δεν θα αντέξεις
τόσους μήνες στο βουνό. Εγώ πήρα την απόφαση να πάω στο στρατό, διστάζω να
βγω στο βουνό. Εκεί είναι Παναγή που δεν υπάρχει ασφάλεια. Έχουν
φαγωμάρες, χτυπιούνται μεταξύ τους. Επιπλέον έχουν και τον δυνάστη με τα
πάνοπλα καταδιωκτικά του αποσπάσματα. Δύσκολη και αμφίβολη θα είναι η τύχη
σου μέσα σ' αυτή τη Βαβυλώνα. 'Ελα μαζί μου Παναγιώτη στη Βουλγαρία.
Πήγαμε τη πρώτη φορά, δεν περάσαμε καλά, υποφέραμε, τουλάχιστον
επιστρέψαμε στα σπίτια μας ζωντανοί Ποιος ξέρει, ίσως τώρα που σύντομα
προβλέπεται το τέλος του πολέμου να περάσουμε καλύτερα ».
Λόγια φρόνιμα, συμβουλές άριστες που δεν περίμενα από ένα συνομήλικό
199
μου. Λίγο έλειψε να κλονιστώ, να δηλώσω υποταγή στο μοιραίο και να
καταταχθώ στα τάγματα του δυνάστη. Δεν μου το επέτρεψε όμως η εθνική μου
συνείδηση. 'Ελληνας εγώ, να υπηρετήσω για δεύτερη φορά τον δυνάστη. Σαν
αστραπή πέρασαν από εμπρός μου οι εικόνες του 1942 στα εργατικά τάγματα
την ώρα της δουλειάς, κοβότανε τα χέρια μου, σταματούσε το μυαλό μου,
παρέλυα ολόκληρος. Εγώ λοιπόν, o τακτικός ενημερωτής του πληθυσμού της
περιοχής μας που δεν σταματούσα να κατηγορώ τους Βούλγαρους και τα
όργανά τους για τις κτηνωδίες τους, που εμψυχώνω τα λαϊκά στρώματα και
φροντίζω για την αναπτέρωση του ηθικού τους, να τα ξεχάσω όλα αυτά και να
καταταχθώ στα τάγματα του αντιπάλου; Δεν αρμόζει σκέφτηκα στο χαρακτήρα
μου να σκύψω και πάλι το κεφάλι και να δουλέψω για τον δυνάστη. Θα σταθώ
εδώ κοντά στον απλό κόσμο που τον καταλαβαίνω και τον εμπιστεύομαι. Αυτό
μεταβίβασα στον Στέφανο. Του είπα πως πήρα την αμετάκλητη απόφαση να μη
πάω στη Βουλγαρία και πως θεωρώ υποτιμητικό το να αλλάξω γνώμη.
Χωρίσαμε, εκείνος τράβηξε για τον Κεχρόκαμπο και εγώ για το χωριό μου.
Εκείνον μαζί με τους υπόλοιπους Κεχροκαμπίτες τους πιάσανε το ίδιο βράδυ
για προληπτικούς λόγους, ώστε να μην προφτάσουν να διαφύγουν στο βουνό
όπως τους είπαν οι Βούλγαροι. Μένει όμως το ερώτημα ποιος ήταν ο προδότης
ή μάλλον ο πληροφοριοδότης όπως τους ονόμαζαν οι πάτρωνές τους.Να
υποθέσω πως ήταν οι δύο συνομιλητές μου; Δεν θέλω να το πιστέψω. Δεν
φρόντισα ή μάλλον δεν μπόρεσα ποτέ να μάθω τίποτα. Να ήταν o Στέφανος
που ενημερώθηκε για τις προθέσεις μου και με τη σειρά του ενημέρωσε τον
αδελφό του το Θωμά που σχετιζότανε με το δυνάστη; Δεν θα το μάθω ποτέ.
Αλλά και αν το μάθω σε τι θα ωφεληθώ;
'Ηταν πια απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα, στις 16-4-1944, όταν έφτασα
στο χωριό μου. Στη πλατεία του χωριού μου είδα τον κόσμο να πανηγυρίζει για
την Ανάσταση, ανταλλάσσοντας τις πατροπαράδοτες ευχές, συμπληρώνοντας
τες με το και του χρόνου ελεύθεροι. Ζήτησα αμέσως και βρήκα τον Αλέκο. Τον
ενημέρωσα για το ταξίδι μου στον Κεχρόκαμπο. Του είπα πως πιθανότατα
έχουμε προδοθεί για τις προθέσεις μας να φύγουμε στο βουνό. Έπρεπε να
κρυφτούμε αμέσως, γιατί υπάρχει το ενδεχόμενο να μας πιάσουν από στιγμή σε
στιγμή. Δεν πρέπει να κοιμηθούμε στα σπίτια μας απόψε. Σίγουρα το πρωί, αν
όχι τη νύχτα, οι Βούλγαροι θα μας πιάσουν. Στη συνέχεια του είπα για τη
πρόθεσή μου να κρυφτώ λίγες μέρες, ώσπου να με συνδέσουν με τα εθνικιστικά
αντάρτικα.
« Στην Βουλγαρία, μου είπε ο Αλέκος, δεν πάω. Θα κοιμηθώ στο σπίτι μου και
όποιος τολμήσει, ας έρθει να με πιάσει, το όπλο μου είναι έτοιμο. Στη περίπτωση
τώρα που με πιάσουν στον ύπνο, εγώ θα τους ξεφύγω ».
Παλικάρι σωστό το είπε και το έκανε. Τους ξέφυγε το άλλο πρωί μέσα από
τα χέρια τους. Πήγαν δύο αστυνομικοί στο σπίτι του να τον πιάσουν, όμως τους
αντιλήφθηκε από τα γαβγίσματα των σκυλιών. Εκείνη την ώρα άρμεγε τις
κατσίκες, παράτησε τον κάδο με το γάλα, πήδησε από την άλλη πλευρά της
αυλής και έγινε άφαντος.
Αποχαιρέτησα τους συγχωριανούς μου λέγοντας πως φεύγω δήθεν για την
Θεσσαλονίκη, γιατί χρειαζόμουν ένα πιστευτό άλλοθι για την ενημέρωση των
Βουλγαρικών οργάνων, με σκοπό την αποφυγή αντιποίνων σε βάρος της
200
οικογένειάς μου. Έπειτα αποτραβήχτηκα στο σπίτι μου για να δώσω τις
τελευταίες οδηγίες, όσον αφορά τα οικονομικά και τα άλλα οικογενειακά
θέματα.
Τότε για μια ακόμη φορά η μητέρα μου με δάκρυα στα μάτια με
παρακάλεσε να μη βγω σαν αντάρτης στα βουνά, αλλά να καταταχτώ στα
εχθρικά τάγματα. Αν καταταχτείς στον Βουλγαρικό στρατό, εμείς θα
γλιτώσουμε από τα αντίποινα και εσύ θα είσαι τουλάχιστον ασφαλής. Θα
υποφέρεις βέβαια από πείνα, θα είσαι όμως ασφαλής. Ποιος ξέρει, ίσως στη
Βουλγαρία να περάσεις τώρα καλύτερα από την προπέρσινη χρονιά. Ο αδελφός
μου ο Νίκος δεν έλεγε τίποτα, κυλούσαν όμως τα δάκρυα από τα μάτια του.
'Εγινε μεγάλη σιωπή, ήταν μεγάλη η στιγμή. Είχα όμως το νου μου στα
ανταρτικά του Αντών Τσαούς και στο περιβάλλον της ξένης αποστολής που
βάραινε στην απόφασή μου.'Ημουν βέβαιος πως o Παπαδόπουλος δεν θα με
άφηνε στην τύχη μου. Θα ενδιαφέρονταν για μένα. Θα με συνέδεε με τα
αντάρτικα του Αντώνη. Αυτό με έκανε να αρνηθώ ακόμη και αυτή την
τελευταία ώρα να καταταχτώ στο στρατόπεδο του δυνάστη. 'Υστερα από λίγο
τους είπα πως πήρα την απόφασή μου, θα κρυφτώ λίγες μέρες έξω από το
χωριό από το ίδιο κιόλας βράδυ και ύστερα από λίγες μέρες θα φύγω στο
βουνό. Αν τότε γνώριζα πως ο Παπαδόπουλος θα με ξεχνούσε, ότι θα με άφηνε
στην τύχη μου, ίσως, το λέω με ενδοιασμούς, να δεχόμουν τα γεγονότα όπως
ερχότανε. Αλλά αυτή η σκέψη είναι μεταγενέστερη και δεν έχει καμία αξία.
Επανέλαβα στην οικογένειά μου την απόφασή μου να κρυφτώ για δέκα
μέρες γύρω από το χωριό. Δεν τους φανέρωσα το κρησφύγετο μου, άλλωστε
και εγώ δεν ήξερα ακόμη που θα πάω. Τους παρακάλεσα να ενοχλήσουν τον
Παπαδόπουλο και τον Χρήσκα, ύστερα από δέκα μέρες, σύμφωνα με την
υπόσχεσή τους. Είναι αλήθεια πως ο Νίκος εξέφρασε αμφιβολίες, για το αν οι
κύριοι αυτοί θα τηρούσαν την υπόσχεσή τους. Με παρακάλεσε να μη τους έχω
εμπιστοσύνη και να κάνω τη δουλειά μου χωρίς να βασίζομαι σε κανέναν.
'Ηταν μεσάνυχτα της Κυριακής του Πάσχα προς Δευτέρα. Εγκατέλειψα το
σπίτι μου, πήρα το σακούλι μου, ήταν το ίδιο που είχα και στη Βουλγαρία τον
προπερασμένο χρόνο, έβαλα μέσα λίγα τρόφιμα, μια κουβέρτα (την είχα
προμηθευτεί, όταν ο στρατός μας διαλύθηκε το 1941) και απομακρύνθηκα από
το χωριό.
Πριν από λίγες μέρες είχα συνεννοηθεί με τον Κωνσταντίνο Πιπερίδη
κάτοικο του διπλανού χωριού της Κωνσταντινιάς, ο οποίος σε περίπτωση
απόκρυψης μου ήταν διατεθειμένος να με κρύψει για λίγες μέρες στο σπίτι του.
Βρισκόταν στην άκρη του χωριού και ήταν κατάλληλο για κρυψώνας.
Κατευθύνθηκα αμέσως για το σπίτι του. Το βρήκα κλειστό. Χτύπησα την
πόρτα, όμως τίποτα. Δεν άνοιξαν, ίσως να μην άκουσαν, μπορεί όμως και να
άκουσαν και δεν άνοιξαν. Δεν είχαν καμιά υποχρέωση να το κάνουν. Πάντως η
πόρτα δεν άνοιξε.
Πήγα λίγο παρακάτω και χτύπησα άλλη πόρτα, αναφέρομαι στο σπίτι του
Παναγιώτη Σαββουλίδη. Εδώ η πόρτα άνοιξε. Βγήκαν έξω, μου φέρθηκαν πολύ
καλά. Τους εξήγησα τον σκοπό της νυχτερινής μου επίσκεψης.
Προθυμοποιήθηκαν να με κρύψουν, όσο καιρό θα ήθελα. Μου παραχώρησαν
δίπλα στο σπίτι τους ένα μικρό δωμάτιο όπου τακτοποιήθηκα. 'Ηταν περίπου 1
η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, όταν έπεσα στο πάτωμα να κοιμηθώ ύστερα από τις
201
συγκινήσεις της μέρας, αλλά δεν με έπαιρνε ο ύπνος. Πραγματικά ήταν
πλούσιες οι εντυπώσεις της ημέρας. Το ταξίδι στο Κεχρόκαμπο, η συζήτησή
μου με τους Χρίσκα Ιορδανίδη και Παναγιώτη Παπαδόπουλο καθώς και τη
προειδοποίηση του Βουλγάρου γραμματέα Ιβάν. Η συνομιλία μου με το
Στέφανο Τράντα και ο προσποιητός αποχαιρετισμός των συγχωριανών μου για
την δήθεν φυγή μου στη Θεσσαλονίκη και σαν αποκορύφωμα, η δραματική
συζήτηση με τη μητέρα και τον αδελφό μου. Ορίστε τώρα το αποτέλεσμα.
Αρχίζω μια καινούργια ζωή, άγνωστο μέχρι πότε και το μέλλον μου είναι
ακόμη πιο σκοτεινό, εν συγκρίσει με εκείνο που θα είχα, αν πήγαινα στη
Βουλγαρία. Προβληματίστηκα για μια στιγμή, σκεπτόμενος αν θα ήταν
προτιμότερο να γύριζα στο σπίτι μου και να ετοιμαστώ με το ίδιο σακούλι να
φύγω την άλλη μέρα στο αντίπαλο στρατόπεδο. Δίστασα να πάρω την
απόφαση. Προβληματίστηκα, δεν με έπιανε ο ύπνος. Ξημέρωνε στο μεταξύ και
άθελα έγειρα από το άλλο το πλευρό. Αποκοιμήθηκα. 'Οταν ξύπνησα ήταν η
ώρα 11 το πρωί, οπότε ήταν πια αργά για να φύγω για τη Βουλγαρία. Έτσι
χάθηκε και αυτή η διέξοδος και αναγκάστηκα να δεχτώ τα γεγονότα έτσι όπως
ήρθαν.
Αλλά ας παρακολουθήσουμε τώρα το δράμα της οικογένειάς μου και τα
δεινά που υπέστη εξαιτίας της δραπέτευσης μου. Το πρωί της Δευτέρας ήρθαν
στο χωριό μας δύο οπλισμένοι Βούλγαροι αστυνομικοί με σκοπό να μας
πιάσουν και να μας παραδώσουν στις αρχές για την προώθησή μας στο
εσωτερικό. Εμένα βέβαια δεν με βρήκαν. Πιάσανε τη μητέρα μου και μαζί με
τον πατέρα του Αλέκου, Συμεών τους οδήγησαν στο Κοινοτικό γραφείο του
Κεχρόκαμπου. Μάλιστα ο ένας από τους χωροφύλακες, όταν πληροφορήθηκε
για την απόκρυψή μας, μας δικαιολόγησε έμμεσα, λέγοντας πως ο κόσμος τα
έχασε από τον πόλεμο και την κατάσταση που επακολούθησε. Άλλος κρύβεται,
είπε, άλλος βγαίνει στο βουνό, γέμισαν οι φυλακές, οι εξορίες, τα εργατικά
τάγματα, τί θα γίνει με αυτό τον κόσμο. Δεν τον λυπάται κανείς; Δεν τον
λυπάται ο Θεός; Ο πρόεδρος στην αυλή της κοινότητας όπου στο μεταξύ είχε
μαζευτεί πολύς κόσμος, έπιασε τη μητέρα μου από τα μαλλιά και φωνάζοντας
άγρια και βρίζοντας της ζήτησε να κατονομάσει το κρησφύγετό μου για να
απαλλαγεί η ίδια από τα βασανιστήρια και τον διασυρμό. Η μητέρα μου βέβαια
δεν γνώριζε το κρησφύγετό μου, αν το γνώριζε ίσως και να με κατέδιδε, όπως
έκανε σε κάποια άλλη περίπτωση και κάτω από διαφορετικές συνθήκες τα
επόμενα χρόνια. Πήρε ένα κακόμοιρο ύφος και ξεσπάζοντας σε κλάματα,
ξεστομίζοντας κατάρες και αναθέματα εις βάρος μου, εξέθεσε την κατάσταση
με αυτά τα λόγια.
«Είναι άτακτος ο γιος μου κύριε Πρόεδρε. Τί μπορούσε να γίνει ένα παιδί που
μεγαλώνει χωρίς πατέρα; Γίνεται αδέσποτο σκυλί. Έτσι έκανε και o γιος μου. Με
έβρισε, με χτύπησε, με κακοποίησε και πήρε το δρόμο για την Καβάλα, με σκοπό
να φύγει στη Θεσσαλονίκη. Δεν άκουσε τη συμβουλή μου, να πάει και πάλι στα
εργατικά τάγματα. Δεν σεβάστηκε το γάλα που βύζαξε».
Λέγοντας λοιπόν τα τελευταία αυτά λόγια, άνοιξε το στήθος της και το
εξέθεσε σε κοινή θέα μπροστά στον Πρόεδρο, τους αστυνομικούς και πολλούς
άλλους Κεχροκαμπίτες που μαζεύτηκαν εκεί από περιέργεια. Τώρα ορίστε το
αποτέλεσμα, είπε, η μητέρα μου με ανοιχτό το στήθος. Αυτός έφυγε και εγώ
202
είμαι στη διάθεσή σας. Παρόλα αυτά παρακάλεσε η μητέρα μου, δώστε μου μια
προθεσμία τουλάχιστον μιας εβδομάδας να κατεβώ στη Καβάλα να ψάξω, ίσως
τον βρω, αν δεν θα προφτάσει ακόμη να φύγει για τη Θεσσαλονίκη, θα σας τον
φέρω. Όλα αυτά τα έλεγε η μητέρα μου χρησιμοποιώντας φωνές, κλάματα,
κατάρες για μένα, για την απάθειά μου όσον αφορά την τύχη της οικογένειάς
μου και τις υποχρεώσεις μου απέναντι στο κράτος.
« Δεν χρειάζεσαι καμία άδεια βρωμερή και ελεεινή γυναίκα. Φύγε γρήγoρα από
κοντά μου, πήγαινε να βρεις το γιο σου και να το φέρεις εδώ. Σου δίνω
προθεσμία τρεις μέρες, θέλω το γιο σου άθλια και σιχαμερή μάνα».
Επειδή η μητέρα μου δεν απομακρυνόταν από εκεί και ζητούσε άδεια
μετάβασης στη Καβάλα για να με βρει, ο Πρόεδρος την έδιωξε με τις κλωτσιές,
συνοδεύοντας τες με ακατανόμαστες βρισιές ... Την πλησίασε τότε ένας φίλος
μου, ο Ευθύμιος Παρασκευόπουλος, γνώστης της Βουλγαρικής γλώσσας και
της είπε χαμηλόφωνα στα Ελληνικά:
« Φύγε και μην ξαναπατήσεις εδώ. Αυτή ήταν η τιμωρία σου. Τέλειωσαν τα
βάσανά σου ».
Με τον Συμεών τα πράγματα ήταν πιο απλά. Αυτός ανέφερε πως ο γιος του
εδώ και πολύ καιρό είχε φύγει από το σπίτι του. Δεν έδινε κανένα λογαριασμό
για τις κινήσεις του. Επόμενο ήταν να εξαφανιστεί και να μην υπακούσει στις
εκκλήσεις του πατέρα του, να ενταχθεί στα εργατικά τάγματα.
'Ετσι με μερικές κλωτσιές, βρισιές και απειλές η μητέρα μου γλίτωσε από
την μανία των Βουλγάρων. Αργά το βράδυ επέστρεψε στο σπίτι μας. Από το
προηγούμενο όμως βράδυ είχε ήδη αρχίσει το δικό μου δράμα. Έμεινα
κλεισμένος στο δωμάτιο αυτό τέσσερα ολόκληρα ημερόνυχτα. Είχα ένα
γαλλικό βιβλίο και ασχολούμουν με το διάβασμα. Μ' αυτό καταγινόμουνα, αν
και δεν καταλάβαινα πολλά πράγματα. Είχα κλειστά τα παράθυρα από φόβο μη
με δει κανείς και με προδώσει στον αντίπαλο. Αυτό θα είχε ανυπολόγιστες
συνέπειες για μένα, όπως και στην οικογένεια που με φιλοξενούσε. Μια φορά
το εικοσιτετράωρο μου έφερναν το φαγητό και το νερό της ημέρας.
Σκεπτόμουνα την μετέπειτα τύχη μου και προσπαθούσα να προσαρμοστώ στη
νέα πραγματικότητα. 'Εκανα σχέδια για τον τρόπο αντίδρασης μου στην
συγκεκριμένη περιπέτεια.
Την τρίτη ημέρα έξω από το κρησφύγετό μου άκουσα τη φωνή του αδελφού
μου Νίκου που ρωτούσε τον νοικοκύρη του σπιτιού τον Πάντσο, αν ξέρει
τίποτα για μένα. Ο Πάντσος αρνήθηκε τα πάντα. 'Ετσι ο αδελφός μου έσπευσε
να απομακρυνθεί για να ρωτήσει και άλλους, ενώ ο Πάντσος ήρθε κοντά μου
και με ενημέρωσε για την συζήτηση που έκανε ο αδελφός μου για μένα. Δεν
έχασα καιρό. Είπα στον Πάντσο πως δεν μπορώ να παραμείνω πια στο
καταφύγιο, γιατί η φυλακή αυτή μου έρχεται πολύ δύσκολη, ακόμη πιο
δύσκολη είναι η απομόνωση, πράγμα που δεν μπορώ να υποφέρω και πως
εκτός από αυτά, για να μην εκθέσω και τον ίδιο σε περίπτωση ανακάλυψής μου,
αποφάσισα να φύγω από εκεί και να βγω στο βουνό. Τέλος τον παρακάλεσα να
ειδοποιήσει τον Νίκο, που εν τω μεταξύ είχε απομακρυνθεί αρκετά, να έρθει
κοντά μου και να συζητήσουμε για την παραπέρα τύχη μου. 'Ηρθε ο Νίκος
κοντά μου, μου διηγήθηκε την περιπέτεια της μητέρας μου με τις αρχές,
ακριβώς όπως την εξιστόρησα παραπάνω και μεταφέροντας την παράκληση της
203
μάνας μου, προσθέτοντας και τη δική του μου είπε:
« -Παναγή ακόμη και τώρα δεν είναι αργά για να καταταχτείς στο Βουλγαρικό
στρατό. Θα σου δώσουν οι αρχές ένα φύλο πορείας και θα παρουσιαστείς στη
μονάδα σου. Έτσι και εσύ θα είσαι πιο ασφαλής στα κρατικά εργατικά τάγματα,
αλλά και εμείς δεν θα έχουμε τραβήγματα με τις αρχές. Σκέψου την τωρινή σου
θέση, την δική μας και κάνε ό,τι νομίζεις σωστό.
Σκέφτηκα λίγο και αμέσως του απάντησα.
«- Νίκο τώρα έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, δεν γίνεται πια τίποτα. Εκείνο που
δεν έκανα μέχρι προχθές την Κυριακή, είναι αδύνατο πια να το κάνω τώρα.
Ξέρω τι με περιμένει σε περίπτωση που καταταχτώ τώρα».
Το υποθέτω από την πείρα που απέκτησα πρόπερσι. Τουλάχιστον για
δεκατέσσερις μέρες από την ημέρα που θα εμφανιστώ στις αρχές, μέχρι τη μέρα
που θα καταταγώ, θα κακοποιηθώ άγρια, θα ξυλοκοπηθώ βάναυσα και αν
επιζήσω από αυτή τη κακομεταχείριση, θα πληρώνω τις συνέπειες σε όλη μου
τη ζωή. Οι Βούλγαροι το λιγότερο θα με σακατέψουν στο ξύλο. Δεν πρόκειται
να παραδοθώ. Φροντίστε εσείς το νοικοκυριό σας, το σπίτι σας, κάντε και
καμιά υποχώρηση στους Βούλγαρους, φθάνει εμένα να με αγνοήσετε εντελώς.
Θα φύγω, του είπα και από εδώ, δεν μπορώ να είμαι φυλακισμένος και να
βρίσκομαι στην απομόνωση. Θα κρυφτώ λίγες μέρες ακόμη κάπου εδώ γύρω
και ύστερα έχω εμπιστοσύνη στον Παπαδόπουλο, δεν θα με αφήσει εδώ, θα με
εντάξει στα αντάρτικα. Χρειάζεται θάρρος και υπομονή για να ξεφύγουμε από
τον κυκλώνα που μπλεχτήκαμε. Εξέφρασε τις αμφιβολίες του για τη σωτηρία
μου από τόσους κινδύνους που με έζωναν, μου ευχήθηκε καλή τύχη και
αναχώρησε για το σπίτι.
'Οταν έμεινα μόνος, συνειδητοποίησα το δράμα μου. 'Ολη τη μέρα
σκεφτόμουν την τύχη μου, πως χωρίς να το αντιληφθώ βρέθηκα πια αντάρτης.
Πως έπρεπε να προφυλαχθώ από όλους τους ανθρώπους, από δικούς μου και
ξένους, από κακούς και καλούς, από δεξιούς και αριστερούς και το
σπουδαιότερο, από τα καταδιωκτικά αποσπάσματα που αλωνίζουν την
περιοχή.Δεν έπρεπε να δω κανένα και να συζητήσω με κανένα για να μη
μαθευτεί η παρουσία μου. Αν το μάθουν οι καταδότες και από αυτούς ο
δυνάστης, θα υποστώ τις τραγικότερες των συνεπειών και εγώ, αλλά και η
οικογένειά μου.
Εκείνη την ημέρα άκουσα από το κρησφύγετό μου πολλούς πυροβολισμούς
προερχόμενους από την περιοχή της Λεκάνης. Κατάλαβα πως γίνεται πόλεμος
ανάμεσα στις δύο παρατάξεις, στους κομουνιστές και στους εθνικιστές.
Άλλωστε αυτό το περίμενα. Με είχαν ενημερώσει την περασμένη Κυριακή,
στον Κεχρόκαμπο ο Παπαδόπουλος και ο Ιορδανίδης. Την επόμενη μέρα
επικράτησε άκρα ησυχία. Δεν διαπίστωσα καμία κίνηση ούτε από τους
αντάρτες και των δύο παρατάξεων, ούτε από κόσμο, αλλά ούτε και από τα
αποσπάσματα.
Καλά θα ήταν να συνεχιζόταν η ήρεμη κατάσταση στην περιοχή με εμένα
κρυμμένο, αλλά αυτό δεν μπορούσε να γίνει, ούτε και εγώ μπορούσα πια να
μείνω φυλακισμένος, αν όχι για κάποιο άλλο λόγο, τουλάχιστον για να μην
εκθέσω τον νοικοκύρη του σπιτιού που με έκρυβε.'Ετσι όπως ήρθαν τα
πράγματα δεν τολμούσα να καταταχτώ σε κανένα ανταρτικό σχηματισμό
δεξιών ή αριστερών, γιατί συνεχιζόταν ο αγώνας και των δύο πλευρών για το
204
ποιος θα επικρατήσει, χωρίς βέβαια να μπορώ να προβλέψω την τελική έκβαση
του ανταγωνισμού τους. Την κατάσταση στα αριστερά αντάρτικα την ήξερα
καλά. Ακούγαμε για εκκαθαρίσεις που κάνανε μεταξύ τους από τα
αντιδραστικά, όπως τα ονομάζανε, στοιχεία, καθώς και την ευκολία που
χαρακτήριζαν κάθε ανεπιθύμητο ως αντιδραστικό. Από την άλλη πλευρά
μάθαινα για τις παρεκτροπές, τις ληστείες και τους εκβιασμούς που κάνανε οι
εθνικιστές σε βάρος του άμαχου πληθυσμού.
Παρόλα αυτά η ανάγκη με ανάγκασε να ζητήσω να καταταγώ στις
εθνικιστικές αντάρτικες ομάδες, ελπίζοντας πως θα βρισκόμουν λόγω της
γλωσσομάθειάς μου στο Στρατηγείο. 'Ηρθα και πάλι σε επαφή με τον αδελφό
μου τον Νίκο, του έδωσα ένα γράμμα στα Αγγλικά για την Αγγλική αποστολή
και τον παρακάλεσα να διαβιβαστεί δια μέσου του Παπαδόπουλου στο
αρχηγείο των ανταρτών. Αμφιβάλλω αν το γράμμα μου πήγε στον προορισμό
του. Μου μετέφεραν μήνυμα του Παπαδόπουλου που μου συνιστούσε να
κρυφτώ, μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση, μέχρι δηλαδή την οριστική
επικράτηση των εθνικιστών και τότε θα έλθει ο ίδιος να με πάρει, όπως
άλλωστε μου είχε υποσχεθεί.
Αφέθηκα στην τύχη μου. Δεν υπήρχε ελπίδα από πουθενά. Ακόμη και η
κατάταξή μου στα εθνικιστικά ανταρτικά, έπρεπε τώρα να αποκλειστεί. Δεν
μπορούσα να εξασκήσω την τακτική του εκβιαστή ή του ληστή για να
συντηρηθώ. Από την άλλη πλευρά η μητέρα μου, ο αδελφός μου και o γαμπρός
μου ο Μιχάλης είχαν συμφωνήσει να μη πάω πουθενά, να μείνω εκεί γύρω
κρυμμένος, ώσπου να ξεκαθαρίσει η κατάσταση.
Δεν άντεξα περισσότερο στο καταφύγιο μου. Την πέμπτη μέρα της εκεί
διαμονής μου, το βράδυ, βγήκα έξω και απομακρύνθηκα από αυτό. Κοιμήθηκα
σε ένα κρυψώνα περίπου δύο χιλιόμετρα μακριά από την κατεύθυνση του
χωριού και ξύπνησα αργά το πρωί την επόμενη μέρα. Εκείνη την ημέρα με τη
μεσολάβηση του Νίκου συναντήθηκα για πρώτη φορά, από τότε που πέρασα
στην παρανομία, με τον φίλο μου τον Αλέκο. Με ενημέρωσε για την
κατάσταση, για τις σκέψεις του και ιδιαίτερα για τις συνθήκες κάτω από τις
οποίες έφυγε, σχεδόν μέσα από τα χέρια του δυνάστη.
Μαζί καταστρώσαμε τα σχέδια για τη μελλοντική μας πορεία. Παράξενο,
και ο Αλέκος ήταν της γνώμης να μείνουμε εκεί γύρω απομονωμένοι οι δυο
μας. Δεν μας συμφέρει, είπε, να καταταχτούμε στα αντάρτικα, είτε αριστεροί
είναι αυτοί, είτε δεξιοί. Στους αριστερούς λόγω ιδεολογίας και των πολλαπλών
στερήσεων των οποίων υπόκεινται τα μέλη τους, ενώ στους εθνικιστές εξαιτίας
της απειθαρχίας που διακρίνει τις ομάδες τους, του βίαιου χαρακτήρα τους και
την τάση τους για ληστεύουν και να διαπράττουν εγκληματικές πράξεις.
Άλλωστε αυτούς τους έχουμε κοντά μας και ότι ώρα θέλουμε μπορούμε να
καταταχτούμε στους σχηματισμούς τους. Θέλουμε αύριο, μεθαύριο ή και
ύστερα από κάμποσες εβδομάδες ή και μήνες. Τί θα γίνει όμως με τον αγώνα
επικράτησης που κάνουν; Θα χτυπηθούν πολλές φορές, μέχρι να εξουδετερωθεί
ο ένας από τους δύο. Τί θα κάνουμε εμείς Παναγή, άβγαλτα παιδιά ανάμεσά
τους; Ασφαλώς θα χαθούμε, γιατί σ’ αυτές τις περιπτώσεις τη νύμφη την
πληρώνουν οι άπειροι. Τουλάχιστον, είπε τελειώνοντας ο Αλέκος, εγώ δεν έχω
σκοπό να πάω από σφαίρα Ελληνική. Δεν θα πάμε πουθενά, θα μείνουμε εδώ
κρυμμένοι και μέρες είναι, θα περάσουν.
205
Αποφασίσαμε για λίγες μέρες να ακολουθήσουμε τη λύση αυτή. Να
κρυφτούμε μέχρι να ξεδιαλύνει η κατάσταση από την πλευρά των ανταρτών.
Διορθώσαμε πρόχειρα το καταφύγιό μας που ήταν καλή περίπτωση από άποψη
απόκρυψης. 'Ηταν προσαρμοσμένο στο χρώμα της φύσης, αθέατο ακόμη και
από κοντινή απόσταση. Συμφωνήσαμε να έχουμε μερικά σημάδια για να
συνεννοηθούμε, τη μέρα τη φωνή του κούκου και την νύχτα της κουκουβάγιας.
Ορίσαμε σημάδια, μερικά αντικείμενα, ξύλα ή πέτρες που τις τοποθετήσαμε σε
ορισμένα σημεία, με τρόπο που να υποδεικνύουν κίνδυνο ή διέλευση δική μας,
όπως και άλλων ανεπιθύμητων προσώπων. Συμφωνήσαμε ακόμη για την λήψη
προληπτικών μέτρων, όταν πρόκειται να συναντηθούμε με φιλικά πρόσωπα.
Ποτέ να μην είμαστε συνεπείς στις συναντήσεις μας την ορισμένη ώρα, από
φόβο μήπως μας παρακολουθούν ύποπτα στοιχεία. Συμφωνήσαμε επίσης και
τον τρόπο που θα παίρναμε τα τρόφιμα που θα μας έφερναν οι δικοί μας. Αυτοί
θα τα άφηναν σε ένα ορισμένο μέρος και εμείς θα περνούσαμε αργότερα για
την παραλαβή τους, αφού πρώτα παίρναμε τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας.
Τέλος μείναμε σύμφωνοι να τηρήσουμε σχολαστικά τα μέτρα αυτά, γιατί όσο
πιο αυστηρά μέτρα λάβουμε τόσο μεγαλύτερη ασφάλεια θα έχουμε.
Δυστυχώς όμως πήραμε θάρρος από την απραξία που επικρατούσε γύρω
μας και τα μέτρα επαγρύπνησης χαλάρωσαν. Αυτό λίγο έλειψε να μας στοιχίσει
ακριβά. Είχαμε πια δέκα μέρες στην παρανομία. 'Ηταν μεσημέρι της 26ης
Απριλίου. Κάτι άκουσε ο Αλέκος και μου λέει: "Παναγή άκουσα φωνές από
την κατεύθυνση του χωριού μας." Φαίνεται ο Νίκος μας φέρνει τρόφιμα και θα
πεταχτώ τώρα να τα πάρω. Τότε του λέω: "'Οχι Αλέκο, περίμενε να βραδιάσει
και τότε τα παίρνουμε. Ο Νίκος θα τα αφήσει στο μέρος που συμφωνήσαμε."
Μου απάντησε πως δήθεν είμαι φοβητσιάρης, δεν κάνω για αντάρτης και πως
θα πάει αυτός να τα πάρει και μάλιστα με το όπλο του. Δεν τον άφησα να πάρει
το όπλο του. Του είπα πως αν πέσει οπλισμένος πάνω σε ενέδρα ή σε εχθρικό
απόσπασμα, αν δεν τον σκοτώσουν προληπτικά, υπάρχει κίνδυνος να πιαστεί
με το όπλο και τότε η θέση του θα είναι πολύ επιβαρημένη. Ενώ αν είναι χωρίς
όπλο, μπορεί να προσποιηθεί το χωρικό και υπάρχει πιθανότητα να γλιτώσει.
Ευτυχώς με άκουσε. Άφησε το όπλο του και εξαφανίστηκε προς την πλευρά
του χωριού από όπου άκουσε τις φωνές. 'Εγειρα λίγο για να κοιμηθώ. Δεν
πέρασε πολύ ώρα και βλέπω τον συνάδελφό μου, ταραγμένο, χωρίς τρόφιμα να
έρχεται καταπάνω μου και να μου λέει χαμηλόφωνα από φόβο μήπως ακουστεί:
« Παναγή πάρε γρήγoρα τα πράγματά μας, και εγώ τα υπόλοιπα. Πρέπει να
εξαφανιστούμε αμέσως, γιατί είμαστε περικυκλωμένοι από εχθρικό στρατό.
Ψάχνουν να μας βρουν. Πιστεύω πως πρόδωσαν και μας και το καταφύγιό μας».
Το τι είχε συμβεί μου το διηγήθηκε λίγο αργότερα, όταν ασφαλισμένοι πια
βρισκόμαστε στην αντίθετη πλευρά από αυτή που βρισκότανε ο στρατός,
καλυπτόμενοι από πλούσια βλάστηση. Περπατούσα αμέριμνος. Κατηφόριζα
προς τη χαράδρα, να την περάσω και να πάω λίγο πιο πάνω στον ανήφορο, στο
μέρος που είχαμε συμφωνήσει με το Νίκο για να πάρω τα τρόφιμα. Την ώρα
που κατέβαινα στη χαράδρα, ακούω Βουλγαρικές ομιλίες, πρόσεξα και είδα το
στρατό να κατεβαίνει από το βουνό χωρισμένος σε ομάδες. Είχαν κατεύθυνση
την ίδια χαράδρα, οπότε θα με συναντούσανε και θα με έπιαναν. Δεν ξέρω αν
με πρόσεξαν, εξακολούθησε o Αλέκος, αλλά εγώ ήμουν εντελώς άοπλος, ίσως
206
πια να με εξέλαβαν σαν χωρικό και δεν με πειράξανε. 'Εκανα τον αδιάφορο,
πως μαζεύω λουλούδια από τον δρόμο, ώσπου ανέβηκα πάντοτε με προφύλαξη
τον λόφο και από εκεί έφτασα στο καταφύγιο.
'Οπως διαπιστώσαμε αργότερα, ήταν ολόκληρος λόχος που έκανε
εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στο μέρος εκείνο για να μας ανακαλύψει.
Κατατέθηκε από τον Ιβάν, τον αντιπρόεδρο της Κοινότητας, πως εμείς οι δύο
δεν φύγαμε στη Θεσσαλονίκη, αλλά κρυφτήκαμε στην απέναντι πλευρά του
βουνού, ή μέσα στο χωριό και η Διοίκηση έκρινε φρόνιμο να στείλει ολόκληρο
λόχο για να μας πιάσει. Ο στρατός στρατοπέδευσε λίγο έξω από το χωριό.
Αμέσως φθάσανε εκεί μερικά γυναικόπαιδα για να τους υποδεχθούν, ενώ η
μητέρα μου δίνοντας την εντύπωση πως έψαχνε για την αγελάδα της, έβαλε τις
φωνές και ζητούσε ονομαστικά την αγελάδα, γιατί οι λύκοι έζωσαν τα βουνά.
Χρησιμοποίησε αυτό το τέχνασμα για να πάρουμε τα μέτρα μας και να
κρυφτούμε, είναι ευτύχημα πως και τότε αλλά και αργότερα ποτέ δεν ήξερε το
καταφύγιό μας, αφού το αλλάζαμε τακτικά για λόγους προληπτικούς. Οι
χωρικοί προθυμοποιήθηκαν να εξυπηρετήσουν το στρατό. Τους προσέφεραν
λίγα τρόφιμα, αλλά μπόλικο γάλα. 'Ετσι για να καλοπιάσουν το στρατό για να
μη προβεί σε ακρότητες. Παρόλη τη μυστικότητα που έπρεπε να τηρήσει ο
στρατός σχετικά με την αποστολή του, μερικοί στρατιώτες είπαν σε κάποιους
συγχωριανούς μας όπως στον Παρασκευά Μαρμαλίδη και τη Χαρίκλεια
Μουρατίδου πως υφίστανται αυτή την ταλαιπωρία γιατί δύο κάτοικοι του
χωριού τους ανέβηκαν στο βουνό και κρύβονται εκεί γύρω ή και μέσα στο
χωριό. Επιδιώκουμε να τους πιάσουμε, επανέλαβαν, πριν προφτάσουν και πάνε
στα ανταρτικά. Οι χωρικοί δεν ήξεραν τίποτα, τους είπαν όμως πως από όσα
ξέρουν, τα παιδιά που ζητάτε φύγανε για τη Γερμανοκρατούμενη
Θεσσαλονίκη.
Ο λοχαγός κάλεσε τους γονείς μας. Ζητούσε επίμονα να μάθει για την τύχη
μας. Οι δικοί μας επέμειναν πως δεν ξέρουν τίποτα εκτός βέβαια πως εδώ και
δέκα μέρες φύγαμε για την Θεσσαλονίκη.
'Υστερα από τρίωρη παραμονή στις παρυφές του χωριού μας, αφού δεν
μπόρεσαν να μας βρουν, ο στρατός κατευθύνθηκε προς την Κωνσταντινιά και
το Διπόταμο ακολουθώντας το δημόσιο δρόμο με πλαγιοφυλακές,
εμπροσθοφυλακές και οπισθοφύλακες περνώντας από απόσταση εκατόν
πενήντα μέτρων από το καταφύγιό μας που στο μεταξύ το εγκαταλείψαμε. Από
το νέο μας τώρα κρυψώνα κάπου ένα χιλιόμετρο μακριά από το στρατό, στα
νότια, σε περιοχή που ήδη είχε εκκαθαρισθεί παρακολουθήσαμε τις κινήσεις
του στρατού. Οι περισσότεροι πήγαιναν πεζοί και οι υπόλοιποι με αυτοκίνητα.
Κατά διαστήματα ρίχνανε στον αέρα, έτσι για το γάμο του Καραγκιόζη όπως
λέγαμε τότε. Συνεχίζονταν οι πυροβολισμοί, ο στρατός εξακολούθησε το δρόμο
του για το Διπόταμο και εμείς είμαστε ακίνητοι στο κρησφύγετό μας. Άρχισε
να βραδιάζει. Ο στρατός απομακρύνθηκε πολύ, έτσι νιώσαμε κάποια
ανακούφιση. Αλλά δεν ξέραμε τι να κάνουμε. 'Επρεπε να πάρουμε τα τρόφιμα,
γιατί πεινούσαμε πολύ, σχεδόν όλη τη μέρα δεν είχαμε φάει τίποτα. Τέλος ήρθε
η νύχτα. Επικρατούσε άκρα ηρεμία, δεν μπορούσαμε όμως να ξέρουμε μήπως ο
στρατός περνώντας από μπροστά μας άφησε ενέδρες, περιπόλους ή και ακόμη
σταθερούς σκοπούς, που να παρατηρούν για τυχόν κινήσεις μας. Προχώρησε
αρκετά η νύχτα. Αποφασίσαμε να πάμε, αυτή τη φορά και οι δύο, γιατί μόνος
207
του κανείς μας δεν τολμούσε, στο μέρος που ίσως άφησε ο Νίκος τα τρόφιμα.
Παρόλο που ο δρόμος μας εκεί ήταν πολύ δύσκολος, γιατί έπρεπε να
περάσουμε για εκεί από τη μοναδική διάβαση, πήραμε την απόφαση να πάμε
γιατί δεν ξέραμε αν ο αποκλεισμός θα συνεχιζότανε και τις άλλες μέρες οπότε η
κατάστασή μας θα ήταν πολύ δύσκολη.
Με τα όπλα στα χέρια, το δάχτυλο στη σκανδάλη και σε απόσταση πενήντα
βήματα ο ένας από τον άλλο για λόγους ασφαλείας, περάσαμε την ύποπτη
διάβαση. Βρήκαμε τα τρόφιμα μαζί και ένα σημείωμα να κρατήσουμε την
ψυχραιμία μας και να ορίσουμε νέα συνάντηση για την άλλη μέρα.
Περπατήσαμε αυτή τη φορά σε αντίθετη κατεύθυνση. Κατευθυνθήκαμε στα
βόρεια του χωριού που υπήρχε νερό σε αντίθεση με αυτή που είχαμε το
καταφύγιό μας, όπου το νερό ήταν μακριά.
Ο στρατός ύστερα από την άκαρπη έρευνα που έκανε για να μας πιάσει
περνώντας από το Διπόταμο πήγε στη Λεκάνη για την καταδίωξη των
ανταρτών. Αυτή ήταν η πρώτη εμπειρία μας για την συνάντησή μας με το
στρατό. Πήραμε όμως αρκετά διδάγματα. Μάθαμε πως τα όπλα στα χέρια
μεμονωμένων ατόμων είναι άχρηστα. Δεν μπορεί ένα απλός τουφεκιοφόρος να
τα βγάλει πέρα με ολόκληρο λόχο. 'Ισως χρησιμεύσει για προπέτασμα, ώστε
ρίχνοντας μερικές σφαίρες να βρεις τον καιρό να καλυφθείς. Αλλά τα όπλα μας
τότε ήταν άχρηστα. Από την μακροχρόνια απόκρυψη τους στα υπόγεια και στις
τρύπες παρουσίαζαν προβλήματα αφλογιστίας. Αλλά ο Αλέκος εξακολουθούσε
και ύστερα από την περιπέτεια αυτή να κουβαλά πάντοτε το όπλο μαζί του.
'Ισως είχε δίκιο. Πάντως δεν τον ωφέλησε σε τίποτα όπως θα δούμε στη
συνέχεια.
Βρισκόμαστε στις τελευταίες μέρες Απριλίου του 1944. Με τον συνάδελφό
μου τον Αλέκο βρίσκομαι στο βουνό εδώ και δεκαπέντε μέρες. Δεν
καταλάβαμε καλά-καλά το πέρασμά μας στη παρανομία. Παίζουμε κρυφτό με
τα Βουλγαρικά αποσπάσματα, με τους αντάρτικους σχηματισμούς, ιδιαίτερα
των αριστερών, γιατί οι εθνικιστές βρίσκονται πολύ μακριά μας πέρα από το
Νέστο, αλλά προφυλασσόμαστε κυρίως από τους χωρικούς, μήπως μας δει
κανένας, το διαδώσει, το μάθουν τα όργανα του δυνάστη και έτσι εκτεθούμε
εμείς, αλλά και οι οικογένειές μας που επωμίζονται το μεγαλύτερο βάρος της
συντήρησής μας.
'Ηρθε για καλά η άνοιξη. Παντού η άνοιξη είναι όμορφη. Στα μέρη όμως
αυτά είναι ακόμη πιο όμορφη. Πρασίνισε ο τόπος. Η φύση φόρεσε τα γιορτινά
της. Αυτή δεν σκέφτεται τίποτα. Σε όλες τις καταστάσεις, όσο δύσκολες και αν
είναι αυτές, παραμένει η ίδια.
'Υστερα από την αναχώρηση του στρατού που διεξήγαγε ολόκληρη
εκκαθαριστική επιχείρηση για να μας πιάσει, πήραμε θάρρος και σιγά-σιγά
συνηθίσαμε τη νέα ζωή. Χαλαρώσαμε τα μέτρα επαγρύπνησης. Νομίσαμε πως
αυτή θα ήταν η μοναδική και πως αποφύγαμε τον κίνδυνο. Δυστυχώς η μοίρα
μας επιφύλαξε και άλλες παρόμοιες εκπλήξεις. Στις αρχές Μαίου κάποια νύχτα
έτυχε να βρεθούμε σε μια χαράδρα στα σύνορα των χωριών Σκοπός και
Κωνσταντινιά. 'Εκανε τσουχτερό κρύο. Την προηγούμενη μέρα είχε βρέξει. Ο
τόπος ήταν υγρός και το κρύο ανυπόφορο. Με τα χέρια παραμερίσαμε τα
208
πεσμένα, αλλά βρεγμένα φύλλα. Κάναμε ένα βαθούλωμα σε μια πλευρά.
Μαζέψαμε άλλα λιγότερο βρεγμένα φύλλα και φτέρες, τα τοποθετήσαμε σαν
πάπλωμα πάνω από τις κουβέρτες και προσπαθήσαμε να κοιμηθούμε. Αλλά δεν
μας έπαιρνε ο ύπνος. Είδε και απόειδε ο Αλέκος, πως το κρύο δεν υποφέρεται
και με το σουγιά που είχε, ξεφλούδισε ένα γερό, αλλά βρεγμένο ξύλο. 'Εκανε
λίγα ξυλαράκια ξερά. Με αυτά άναψε φωτιά, την τροφοδοτήσαμε με λίγα
φύλλα, θέριεψε και χαρήκαμε τη ζεστασιά.
Παρέλειψα να πω πως πολύ τον εμπόδισα να μην ανάψει φωτιά. 'Ηθελα να
αποφύγω την θέα του καπνού την ημέρα, όπως και την λάμψη και το φως κατά
την διάρκεια της νύχτας για να μη δώσουμε στόχο. Είχα επίγνωση της
κατάστασής μας που ήταν αλήθεια πολύ κρίσιμη. Δεν το απέφυγα τελικά. Στο
βάθος ήθελα και εγώ τη φωτιά, γιατί από το κρύο και την υγρασία στο
υψόμετρο αυτό των εφτακοσίων μέτρων τουρτουρίζαμε ολόκληροι.
Εν τω μεταξύ ξημέρωσε και βγήκε ο ήλιος. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα,
ύστερα από τη βροχή των προηγούμενων ημερών. Πήραμε ένα μονοπάτι που
οδηγούσε προς το χωριό μας, εγώ φορτωμένος τα τρόφιμα και ο Αλέκος το
όπλο και την κουβέρτα του περασμένη σαν κουλούρα στο λαιμό του.
Λίγο αργότερα ο Αλέκος μου πρότεινε να ρίξουμε μερικούς πυροβολισμούς
για σκοποβολή. Δεν είχα μαζί μου το όπλο εκείνη τη μέρα. Αυτός κουβαλούσε
ένα όπλο μάλιγχερ με είκοσι σφαίρες τυλιγμένες στο μαντήλι του. Δεν έριξε
όμως, γιατί του φώναξα πως οι πυροβολισμοί την ώρα αυτή στα μέρη που
βρισκόμαστε κακό θα μας έκαναν, παρά καλό. Δεν ξέραμε από ποιους να
προφυλαχτούμε. Με λίγα λόγια φυλαγόμασταν από όλο τον κόσμο και δικούς
μας και ξένους. Μόλις πήραμε τη στροφή περίπου χίλια πεντακόσια μέτρα
μακριά από την χαράδρα που διανυχτερέψαμε, χωρίς να το αντιληφθούμε,
πέσαμε πάνω σε μια ομάδα ανταρτών που καθώς διαπιστώσαμε αργότερα, ήταν
από τον Ελασίτικο σχηματισμό.
Μία άγρια φωνή "Αλτ" μας ανάγκασε να ακινητοποιηθούμε. Ο Αλέκος καθώς
ήταν οπλισμένος έπεσε στο χώμα. Εγώ δεν έχασα την ψυχραιμία μου,
παρατήρησα το σκοπό, είδα δίπλα του και άλλους τρεις αντάρτες, έτοιμους για
να μας ρίξουν. 'Εβαλα τις φωνές.
«- Αλέκο μη φοβάσαι. Είναι δικά μας παιδιά, ΕΑΜ ΕΔΑΣ είμαστε και εμείς,
συναγωνιστές σας, μια ομάδα δύο ατόμων. Είμαστε από το διπλανό χωριό.
Έχουμε είκοσι μέρες στο βουνό, όπου καταφύγαμε για να αποφύγουμε τη
στράτευσή μας στο στρατόπεδο των αντιπάλων. Ελάτε λίγo παρακάτω να
συζητήσουμε καλύτερα.
- Ελάτε εσείς σε μας. Ψηλά στα χέρια και να φωνάξεις το σύντροφό σου να σε
ακολουθήσει, αφού αποθέσει το όπλο του. Μη προσπαθήσετε να φύγετε, γιατί
χαθήκατε ».
Σήκωσα τα χέρια ψηλά. Κρατούσα την ψυχραιμία μου. Πλησίασα τους
αντάρτες. Βλέποντας πως ο Αλέκος προσπάθησε να φύγει και κοντά στον
κίνδυνο να μείνω όμηρος στους αντάρτες του φώναξα:
« Αλέκο έλα και εσύ. Είναι παιδιά δικά μας, τα ξέρω. Είναι του ΕΑΜ ΕΔΑΣ.
Είμαι βέβαιος πως δεν θα μας πειράξουν ».
Κατάλαβα τι είχε γίνει. Δεν είχα αμφιβολία πως η ομάδα αυτή ανήκε στον
διαλυθέντα αριστερό σχηματισμό από τη σύγκρουση που είχαν με τους
εθνικιστές λίγες μέρες πριν.
209
Βλέποντας ο Αλέκος εμένα να πλησιάζω τους αντάρτες, πήρε και αυτός
θάρρος και άοπλος ήρθε κοντά μας. Συστήθηκα με τους αντάρτες και άρχισα να
τους δίνω περισσότερες εξηγήσεις για τη θέση μας. Αφού άκουσαν την ιστορία
μας, την οποία τους διηγήθηκα όσο πιο απλά μπορούσα, ο αρχηγός τους
ρώτησε να μάθει γιατί, αφού βγήκαμε στο βουνό δεν προσπαθήσαμε να
καταταχτούμε στο σχηματισμό τους. Προβάλαμε τη δικαιολογία πως είχαμε
λίγες μέρες στο βουνό και δεν είχαμε χρόνο για συνεννόηση και κατάταξη.
Βέβαια τους απέκρυψα την συνάντησή που είχα μαζί τους πριν λίγες μέρες στο
Κότσα Σεχήρ. Στη συνέχεια ρώτησαν να μάθουν από τον Αλέκο, αν διαθέτει
σφαίρες, ενώ στο μεταξύ του επέτρεψαν να φέρει το όπλο του. Έτσι ο Αλέκος
τους έδειξε το μαντίλι με τις είκοσι σφαίρες.
« Α! είπαν τότε οι Ελασίτες, αυτό δεν είναι σωστό. Δεν ταιριάζει σε αντάρτη να
κυκλοφορεί με τις σφαίρες στο μαντίλι, δεν γίνεται».
Με την προτροπή και πάλι του αρχηγού, ένας αντάρτης έδωσε στον Αλέκο
δύο τσαπράζια (σφαιροθήκες), τοποθέτησε σ' αυτές τις σφαίρες του και για να
τις γεμίσει του δώσανε επιπλέον τριάντα-τριανταπέντε σφαίρες. Συμπλήρωσε o
Αλέκος τα τσαπράζια, τα έβαλε χιαστί στο στήθος του και καμάρωσε τον εαυτό
του, καθώς φαινόταν σαν πραγματικός αντάρτης. Δεν άργησε να έρθει και η
σειρά μου.
« Που είναι το όπλο σου; Γιατί δεν το κουβαλάς μαζί σου »;
Πριν λοιπόν τους δώσω τις σχετικές εξηγήσεις πως δεν κουβαλώ όπλο, γιατί
απλούστατα δεν έχω, μπαίνει στη μέση ο Αλέκος και τους λέει:
«Παιδιά ο φίλος μου από εδώ δεν κρατάει όπλο. Δεν πιάνει ποτέ το φονικό όπλο
στα χέρια του, γιατί ανήκει στην οργάνωση των μαρτύρων του Ιεχωβά, αν την
έχετε ακουστά ».
Οι άνθρωποι αυτοί, είπε, τότε ο αρχηγός τους, δεν μας κάνουν καλό, αλλά
ούτε και κακό και γι' αυτό και εμείς δεν τους πειράζουμε. Ο φίλος σου είναι
ελεύθερος να πάει όπου θέλει, αφού όπως λέτε ανήκει στην οργάνωση αυτή,
μπορεί να παραμείνει, γιατί ξέρουμε πως αυτός ποτέ δεν θα μας πειράξει. Ενώ
εσύ, του είπαν, θα έρθεις μαζί μας, γιατί σε βρήκαμε οπλισμένο και ανθρώπους
οπλισμένους δεν μπορούμε να τους αφήσουμε πίσω μας. Βλέποντας πως
κινδυνεύει ο φίλος μου, πήρα περισσότερο θάρρος και τους είπα:
« - Παιδιά πάλι θα σας παρακαλέσω για τον Αλέκο. Ξέρετε πως εγώ τον έφερα
σε εσάς, ενώ αυτός είχε σκοπό να φύγει, όταν σας αντιλήφθηκε. Με τον Αλέκο
έχουμε την ίδια ηλικία. Μαζί ήμασταν από μικρά παιδιά στο χωριό, μαζί στο
Δημοτικό, μαζί στο βουνό τσομπάνηδες, μαζί στη Βουλγαρία και τώρα πάλι κοινή
είναι η τύχη μας.Συναγωνιστές μου δεν θα μου τον πάρετε. Θα τον αφήσετε μαζί
μου. Δεν πρόκειται ποτέ να γίνουμε εχθροί σας. Στο κάτω-κάτω κατέληξα πάρτε
τον οπλισμό του, αλλά αυτόν αφήστε τον ελεύθερο.
- ®α το σκεφτούμε και αυτό, είπε ο αρχηγός, αλλά πεινάμε, έχουμε μέρες να
φάμε. Πολύ θα μας βοηθούσατε, αν είχατε να μας προσφέρετε κανένα φαγώσιμο,
αρχίζοντας ταυτόχρονα να ερευνούν τις τσάντες μας.
- Έχουμε».
Του προσέφερα τα τρόφιμα που είχαμε μαζί μας. 'Ηταν τρόφιμα των οποίων
η ποσότητα μας αρκούσε για τρεις μέρες και τους δύο, αλλά οι αντάρτες τα
210
έφαγαν όλα μέσα σε τρεις ώρες. Στο μεταξύ ένα συμβούλιο, η ολομέλεια των
ανταρτών, όπως την έλεγαν αυτοί και ύστερα από το τέλος της, οι αντάρτες μας
ανακοίνωσαν την απόφασή τους.
« Εσένα μου είπαν, σε αφήνουμε ελεύθερο, πρόσεχε όμως μη πάρεις κανένα όπλο
και μας κάνεις πόλεμο, αν και πιστεύουμε πως οι χιλιαστές δεν πιάνουν όπλο στο
χέρι τους. Τον Αλέκο θα τον αφήσουμε ελεύθερο, αφού πρώτα τον αφοπλίσουμε
».
Ο Αλέκος όμως δίστασε να παραδώσει το όπλο του, ζήτησε με τη σειρά του
να βρουν ένα όπλο και για μένα για να είμαστε και οι δύο μαζί τους, γιατί δεν
έκανε να χωριστούμε.
Αναπτύχθηκε τέτοιου είδους οικειότητα ανάμεσα σε μας τους δύο και τους
αντάρτες, που για μια στιγμή ζήτησα και εγώ να πάω μαζί τους, αλλά χωρίς
όπλο, με την προϋπόθεση να με περάσουν πέρα από το Στρυμόνα στη
Γερμανοκρατούμενη ζώνη. Στο μεταξύ οι αντάρτες είχανε στρωθεί στο
φαγοπότι. Βλέπαμε τα τρόφιμα που εμείς ξοδεύαμε με μέτρο και μεγάλη
οικονομία να εξαφανίζονται. Τα καταβρόχθισαν όλα, χωρίς να αφήσουν τίποτα
για μας. 'Ηταν πεινασμένοι αρκετές μέρες. Κάναμε παρέα με τους Ελασίτες
πάνω από τρεις ώρες. Μας μίλησαν για τον αντιφασιστικό αγώνα που κάνανε,
λίγα όμως πράγματα καταλαβαίναμε από τις συγκεκριμένες έννοιες και
ορολογίες. Μας αντιλήφθηκαν μερικοί συγχωριανοί μας που βρίσκονταν εκεί
κοντά για δουλειές στα χωράφια τους. Ειδοποιήσανε αμέσως τους δικούς μας.
Φθάσανε εκεί η μητέρα μου και ο πατέρας του Αλέκου, ο Συμεών. Με τις
παρακλήσεις και αυτών οι αντάρτες μας άφησαν και τους δύο ελεύθερους,
αφού πρώτα αφοπλίσανε τον Αλέκο. 'Ηρθα σε ρήξη με τη μητέρα μου. Επέμενα
έστω και μόνος και άοπλος να πάω με τους αντάρτες, ώστε να μπορέσω με τη
βοήθειά τους να περάσω τον Στρυμόνα για τη Γερμανοκρατούμενη
Θεσσαλονίκη. Η μητέρα μου επέμενε, επέμενα και εγώ. Άρπαξε τον σάκο μου
και την κουβέρτα μου, γονάτισε και με παρακαλούσε να την υπακούσω και
τώρα, να μη πάω με τους αντάρτες, αλλά να κρυφτώ όσο διάστημα χρειαστεί
κοντά τους, γύρω από το χωριό. Λύγισα στα παρακάλια της, έμεινα, αλλά
ξεστόμισα μια βαριά κουβέντα λόγω της συναισθηματικής μου φόρτισης και
δεν έπρεπε.
« Θα μείνω εδώ κοντά, ίσως έτσι συντελέσεις στον αφανισμό μου».
'Ετσι γλιτώσαμε από τους Ελασίτες. Μας άφησαν ελεύθερους, αφού πρώτα
πήραν το όπλο του Αλέκου και τις σφαίρες του. Δεν μας χρειαζότανε άλλωστε,
καθώς στο χωριό υπήρχαν αρκετά άλλα όπλα κρυμμένα.
Μάθαμε όμως για μια ακόμη φορά πως πρέπει να επαγρυπνούμε και να μη
χαραλώνουμε τα μέτρα ασφαλείας. Διότι αν δεν δίναμε στόχο ανάβοντας φωτιά
στο φως της μέρας, δεν θα πέφταμε πάνω στους Ελασίτες και θα αποφεύγαμε
όλη αυτή την περιπέτεια. Ο καθένας βέβαια μπορεί να καταλάβει πόσο πιο
δραματική θα ήταν η θέση μας, αν αντί για Ελασίτες συναντούσαμε εχθρικά
αποσπάσματα.
Επίσης καταλάβαμε πόσο λίγη αξία έχει η ζωή του ανθρώπου, κάτω από τις
συνθήκες που ζούσαμε και επέβαλε ο πόλεμος. Τελειώνοντας την εξιστόρηση
της περιπέτειάς μας αυτής, πρέπει να προσθέσω πως οι Ελασίτες που
συναντήσαμε ήταν μια ομάδα που έχασε τον προσανατολισμό της ύστερα από
211
τη σύγκρουση που έγινε έξω από τη Λεκάνη με τους εθνικιστές. Μας το είπαν
οι ίδιοι, δεν είχαν θύματα, χάσανε όμως τη συνοχή τους, σκορπιστήκανε σε
μικρά τμήματα και προσπαθούσαν να ενωθούν στο Παγγαίο, όπως και έγινε
ύστερα από λίγες μέρες.
Οι δύο παρατάξεις των εθνικιστών και κομουνιστών συνεπλάκησαν στην
περιοχή της Λεκάνης. Οι εθνικιστές είχαν τα λημέρια τους βόρεια της Λεκάνης,
ενώ οι Ελασίτες λίγο πιο κοντά στη Λεκάνη στη νότια πλευρά του χωριού. Τους
χώριζε μία απόσταση δεκαπέντε χιλιομέτρων.'Ηταν αδύνατη η συνύπαρξη στο
μέρος αυτό και των δύο ομάδων, γιατί οι πόροι της περιοχής σε τρόφιμα δεν
επαρκούσαν και εκτός αυτού, οι Ελασίτες στρατοπεδεύσανε κοντά στους
αντιπάλους τους, γιατί επιδίωκαν να διαλύσουν τους εθνικιστές, ώστε να
εκδικηθούν για τους ομοϊδεάτες τους που είχαν σκοτωθεί στα μέρη εκείνα από
τους εθνικιστές, την Πρωτοχρονιά του 1944. Οι εθνικιστές όμως ήταν καλύτερα
οπλισμένοι. Είχαν καινούργιο εξοπλισμό από τις ρίψεις των αγγλικών
αεροπλάνων και το ηθικό τους ήταν ακμαιότερο από αυτό των Ελασιτών. Εκτός
από αυτό είχαν μαζί τους τη συμπάθεια σχεδόν ολόκληρου του πληθυσμού της
περιοχής, κατά συνέπεια άριστο δίκτυο πληροφοριών.
'Ετσι ένα απόγευμα του Μαΐου του 1944, επιτέθηκαν εναντίον των
Ελασιτών. Οι τελευταίοι αιφνιδιάστηκαν και δεν άργησαν να σκορπιστούν.
Κατάφεραν όμως να συγκεντρωθούν στο Παγγαίο σε διάστημα είκοσι ημερών.
Ισχυρίζονταν πως οι απώλειες τους μετά την σύγκρουση ανέρχονταν σε τρία
θύματα. Από εκεί χωρίστηκαν σε τρεις διμοιρίες. Πιάσανε μια από αυτές στην
περιοχή του Γκιόλτσουκ σε απόσταση δεκαπέντε χιλιομέτρων νότια του χωριού
μας, ενώ μια άλλη πιάστηκε στην θέση Κοτζά Ορμάν και η άλλη έμεινε μόνιμα
στο Παγγαίο. Οι εθνικιστές αποτραβήχτηκαν και αυτοί ακόμη πιο βόρεια από
τη Λεκάνη, πέρα από το Νέστο όπου στις 8 Μαίου 1944 διεξάχθηκε μια μεγάλη
μάχη με τα τακτικά εχθρικά στρατεύματα με σημαντικές απώλειες και από τις
δύο πλευρές. Στο τέλος οι εθνικιστές αναδιπλώθηκαν στα μετόπισθεν του
εχθρικού στρατού. Μεγάλη αναστάτωση προκλήθηκε στην περιοχή. Μπήκαν οι
εθνικιστές στον Πλαταμώνα και στο Ελαφοχώρι, διώξανε τις Αρχές, αλλά και
αυτοί αναγκάστηκαν να αποτραβηχτούν, γιατί ο στρατός τους επιτέθηκε από
πολλές μεριές. 'Ετσι ο στρατός κύριος πια της κατάστασης, επιδόθηκε στην
πυρπόληση των χωριών που αδειάσανε οι εθνικιστές. Πρώτα κάψανε την
Αχλαδινή, η οποία μεταβλήθηκε σε στάχτες. 'Υστερα κάψανε το Ελαφοχώρι,
ένα χωριό σε απόσταση είκοσι χιλιομέτρων από εμάς. Μάλιστα μπορούσαμε να
διακρίνουμε τους καπνούς από το χωριό μας. Ασφαλώς οι Βούλγαροι θα
καίγανε και τα υπόλοιπα χωριά της περιοχής, αν την μέρα εκείνη, στις 2
Ιουνίου του 1944 δεν γινότανε κυβερνητική αλλαγή στη Σόφια. Ανέλαβε την
κυβέρνηση o Μπαγκριάνωφ που ήταν από πριν Αγγλόφιλος και αντίθετος με
την είσοδο της χώρας του στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας. Για να
καλοπιάσει τους συμμάχους σαν πρώτο δείγμα των διαθέσεων του, διέταξε να
σταματήσουν οι πυρπολήσεις των χωριών, όχι όμως και οι εκτοπισμοί των
κατοίκων όπως θα δούμε παρακάτω. Πολύς στρατός βέβαια παρέμενε στα μέρη
μας και ασχολούνταν με την εκκαθάριση της περιοχής από τους αντάρτες,
212
ιδιαίτερα των εθνικιστών, γιατί όσον αφορά τους κομουνιστές, αν και ήξεραν
ότι τα λημέρια τους βρίσκονταν στην περιοχή Γκιόλτσουκ, δεν τους πείραζαν
καθόλου. Με την παρέμβαση του εχθρικού στρατού ανάμεσα στις δύο
παρατάξεις των Ελλήνων ανταρτών, οι μεταξύ τους συγκρούσεις σταμάτησαν
προσωρινά. Οι εθνικιστές συγκεντρώθηκαν πέρα από το Νέστο στα παλιά
σύνορα, ενώ οι Ελασίτες στο Παγγαίο και στα καμποχώρια. Όλη η υπόλοιπη
περιοχή βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο του εχθρού. Άγριο κύμα τρομοκρατίας
εξαπολύθηκε εναντίων του άμαχου πληθυσμού. Συλλήψεις, ξυλοδαρμοί και
κακοποιήσεις ήταν πια καθημερινά φαινόμενα. Το δράμα του κόσμου, όσο
πήγαινε και μεγάλωνε, γιατί εκτός από την τρομοκρατία, ο εχθρός τώρα
πρόσθεσε κοντά στα άλλα και το απάνθρωπο μέτρο του εκτοπισμού.
Συγκέντρωσαν λοιπόν όλο τον κόσμο στα κεφαλοχώρια, στις έδρες των
κοινοτήτων, για να αποστερήσει τους αντάρτες από τις πηγές εφοδιασμού τους
σε τρόφιμα και πληροφορίες και για να είναι έτσι πιο αποτελεσματική η
αντιμετώπισή τους.
'Υστερα από τις δύο ανεπιθύμητες εμπειρίες που είχαμε, μια με τον τακτικό
στρατό και μια με τους Ελασίτες, πήραμε δραστικότερα μέτρα για την κάλυψή
μας. Χωρίς να χαλαρώσουμε τα μέτρα προφύλαξης, εγκαταλείψαμε το αρχικό
μας καταφύγιο και απομακρυνθήκαμε μόνιμα πια από το μέρος εκείνο.
Φτιάξαμε ένα άλλο, τέσσερα χιλιόμετρα ανατολικότερα, σε μία κατάφυτη
τοποθεσία. Στο σημείο εκείνο υπήρχαν δύο πηγές που μας προσέφεραν πλήρη
κάλυψη και προσαρμογή με το περιβάλλον. Δεν ήταν δυνατόν να ανακαλυφθεί
από τους διώκτες μας, παρά μόνο ύστερα από προδοσία. Σιγά-σιγά
προσαρμοστήκαμε στις απαιτήσεις της νέας μας ζωής. Κυριότερο μέλημα μας
ήταν η απόκρυψή μας. 'Ολη την μέρα την περνούσαμε στο καταφύγιο,
κοιμόμασταν ή καθόμασταν και συζητούσαμε. Κατά την διάρκεια της νύχτας
βγαίναμε έξω και διανύαμε μια αρκετά μεγάλη απόσταση μέχρι το δικό μας ή
τα διπλανά χωριά για αναζήτηση τροφής. Πρωί- πρωί επιστρέφαμε και πάλι
στο καταφύγιο. Πολλές φορές, ιδιαίτερα τις ψυχρές νύχτες, ανάβαμε φωτιά για
να στεγνώσουμε ύστερα από μία βροχή, ή να ζεσταθούμε, γιατί παρόλο που ο
καιρός ήταν καλός πια, το μέρος όπου βρισκόταν το καταφύγιό μας ήταν πολύ
υγρό και ψυχρό.
Βρισκόμαστε στα μέσα Ιουνίου του 1944 στην θέση "Κονδυλπική". Μέσα
στο καταπράσινο βουνό, ανάψαμε φωτιά και βάλαμε πάνω σε μία πρόχειρη
πυροστιά ένα ντενεκέ με νερό για να βράσουμε πατάτες. Αντιληφθήκαμε τον
κτηνοτρόφο Ηλία να κατευθύνεται προς το μέρος μας, με οδηγό τη φωτιά που
μπορούσε κανείς να παρατηρήσει από μακριά, από τον καπνό που έβγαζε.
Πρέπει εδώ να σημειώσω πως ο Ηλίας ή Τσιλ-Ηλίας όπως τον λέγανε, δεν
φημιζότανε για την εντιμότητα και τον πατριωτισμό του. Δεν είμαι σε θέση να
επιβεβαιώσω τις φήμες, ούτε μπορώ να υιοθετήσω τα όσα απαράδεκτα
λέγονταν σε βάρος του. ότι δηλαδή ήταν προδότης και συνεργάτης της
Κοινοτικής αρχής.
Βλέποντας ο Αλέκος να έρχεται κατευθείαν σε μας το κοπάδι με τα σκυλιά,
άρπαξε το όπλο του και φώναξε:
« Παναγή ήρθε η ώρα του. Θα του δείξω εγώ πως κυνηγούν τους αντάρτες. Αν
νομίζει ο κύριος αυτός πως τον φοβόμαστε και εμείς και οι άλλοι, γελιέται. Τους
213
άλλους τους φοβίζει με τα αφεντικά του τους Βούλγαρους, εμάς όμως όχι. Όπως
αντιμετωπίζουμε τους ξένους, έτσι θα αντιμετωπίσουμε και τα τσιράκια τους.
Τώρα θα τον κάνω τελείως ανίκανο, θα τον βγάλω από την μέση».
Προσπάθησα να τον αποτρέψω από τον σκοπό του. Μάλωσα μαζί του και
τελικά κατόρθωσα να πάρω το όπλο από τα χέρια του. Έφυγα γρήγορα από εκεί
για να κρυφτώ από τον Ηλία και τα σκυλιά του, ενώ συγχρόνως φώναζα στον
Αλέκο να κρεμάσει τον τενεκέ από τη λαβή σε ένα κορμό και να κρυφτεί και
αυτός, μέχρι να περάσει η αγέλη. 'Οπως και έγινε. 'Υστερα από λίγη ώρα, όταν
απομακρύνθηκε ο Ηλίας με το κοπάδι και τα σκυλιά του, συναντηθήκαμε οι
δυο μας και σχολιάσαμε την ενέργεια που αποπειράθηκε να διαπράξει. Τελικά ο
Αλέκος αναγνώρισε το άδικο, γιατί αποδείχτηκε πως o Τσιλ- Ηλίας, δεν ήξερε
την παρουσία μας στο μέρος εκείνο. Δεν ερχότανε για εμάς, αλλά τύχαμε στην
κατεύθυνση που πήρε το κοπάδι του. Το περιστατικό αυτό διαδόθηκε στο
υπόλοιπο χωριό, όχι βέβαια από εμένα, αλλά από τον Αλέκο.
«Θα τον σκότωνα τον προδότη, αλλά δεν με άφησε ο Παναγής ».
Το έμαθαν πολλοί, ανάμεσά τους και ο άμεσος ενδιαφερόμενος. Φαίνεται
πως του έκαμε εξαιρετική εντύπωση η στάση που κράτησα για να αποτρέψω
την απόπειρα εναντίον του. Γιατί, όταν ύστερα από πολλά χρόνια, το 1968
συναντηθήκαμε μέσα στο λεωφορείο της γραμμής Καβάλας - Κεχροκάμπου,
λίγο έξω από το Σκοπό, με φώναξε κοντά του και μου είπε συγκινημένος:
« Παναγή έλα κοντά μου, κάτσε δίπλα μου. Σε σένα χρωστώ τη ζωή μου.
Θυμάσαι βέβαια το περιστατικό, όπου με την αποφασιστικότητά σου με γλίτωσες
από τον Αλέκο. Θα με έτρωγε ο φίλος σου και ας μην έφταιγα σε τίποτα. Δεν
ήξερα πως τη μέρα εκείνη βρισκόσασταν στο δρόμο μου. Αν το ήξερα, όχι μόνο
δεν θα σας κυνηγούσα, όπως νομίζατε, αλλά αντίθετα θα σας έδινα και τρόφιμα
».
Τελικά ζήτησε να μάθει πως ακριβώς συνέβη το περιστατικό. Προσπάθησα
να μειώσω τη συμβολή μου στο θλιβερό αυτό γεγονός, λέγοντας πως τα
πράγματα δεν είναι έτσι όπως τα νομίζει και πως τη μέρα εκείνη ούτε εγώ, αλλά
ούτε και ο Αλέκος είχαμε σκοπό να τον πειράξουμε. Ο Ηλίας όμως έμεινε
αμετάπειστος. Δεν μπορούσα άλλωστε να βγάλω από το μυαλό του, την ιδέα
που είχε σχηματίσει για τους δυο μας. Του είχε γίνει βίωμα τόσα χρόνια, ώστε
να τη θεωρεί ζωντανή πια πραγματικότητα.
'Ηταν 8 Ιουνίου του 1944. Η μέρα ξημέρωσε ζεστή και ωραία. Εδώ ας κάνω
μια παρεμβολή. 'Οταν μιλούμε σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια για τις
ηλιόλουστες εκείνες μέρες, τις θεωρούμε σαν κάτι απόμακρο, ανεπανάληπτο
που ποτέ δεν πρόκειται να ξαναδούμε. Διότι τώρα η ατμόσφαιρα είναι θολή από
την ρύπανση του περιβάλλοντος, από τα καυσαέρια και τους καπνούς των
εργοστασίων. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως οι μέρες εκείνες με τον καταγάλανο
ουρανό, την καταπράσινη φύση, την καθαρότατη ατμόσφαιρα και τη γλυκιά
ζέστη είναι πια ένας απόμακρος, χαμένος παράδεισος. Τέτοια φύση που όταν
την απολαμβάνει κανείς, αυθόρμητα δοξάζει τον Δημιουργό της, πιστεύοντας
πραγματικά πως είναι όμορφη η ζωή σε τέτοιο περιβάλλον, ενώ εμείς με την
υστεροβουλία μας και την πλεονεξία μας από τον τόπο στον οποίο αξίζει
214
πραγματικά να ζει κανείς, την μετατρέψαμε σε σωστή κόλαση.
Επανέρχομαι λοιπόν στο θέμα της διήγησης μου. Μετά το απόγευμα τα
σύννεφα άρχισαν να πυκνώνουν στον ορίζοντα. 'Ηταν προμήνυμα της
κακοκαιρίας που θα ακολουθούσε. Δεν άργησαν να πέσουν οι πρώτες δυνατές
σταγόνες βροχής. Επιστρέψαμε στο καταφύγιό μας. 'Ηταν όπως προανέφερα
ένα σχεδόν υπόγειο καλύβι, σε μία τοποθεσία κοντά στις δύο βρύσες. Η βροχή
όσο πήγαινε και δυνάμωνε, έτσι ώστε η καλύβα μας, αν και ήταν στεγανή δεν
άργησε να βάλει νερά. Με την πάροδο της ώρας μάλιστα, όσο η βροχή
δυνάμωνε, τόσο η κατάσταση μας γινότανε πιο δραματική. Βράχηκαν τα ρούχα
μας, οι κουβέρτες μας και τρέμαμε από το κρύο. Κατά τα μεσάνυχτα πια η
κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο. Παρακάλεσα τον Αλέκο να κατεβούμε
στο χωριό και να ζητήσουμε φιλοξενία από κανένα γνωστό. 'Ηταν
αμετάπειστος. Αρνήθηκε να έρθει μαζί μου στο χωριό. Φοβόταν μήπως μας
αντιληφθούν κάποια ανεπιθύμητα πρόσωπα. 'Ετσι κατέβηκα μόνος μου μέσα
στην άγρια νύχτα, ενώ έβρεχε ραγδαία και ήμουν βρεγμένος μέχρι το κόκαλο,
ζήτησα φιλοξενία από τον Κοσμά Αθανασιάδη που το σπίτι του βρισκότανε
στην άκρη του χωριού.
Πραγματικά ο Κοσμάς με δέχτηκε με προθυμία. Δεν δυσανασχέτησε, αν και
η ώρα ήταν ακατάλληλη, δύο μετά τα μεσάνυχτα. Σηκώθηκε από τον ύπνο,
άναψε τη θερμάστρα και ζεστάθηκα. 'Εβγαλα τα ρούχα μου που ήταν βρεγμένα
και τα έβαλα κοντά στη θερμάστρα για να στεγνώσουν.
'Εγειρα λίγο, με πήρε ο ύπνος, δεν με άφησε όμως ο Κοσμάς να κοιμηθώ
πολύ ώρα. Ξημέρωνε και έπρεπε να απομακρυνθώ από το σπίτι, ώστε να μη με
δει εκεί κάποιο ανεπιθύμητο πρόσωπο ή κανένας γείτονας. Μου έδωσε κάτι να
φάω και την αυγή, όταν πια η βροχή είχε σταματήσει, έφτασα στο καλύβι μας
όπου με περίμενε ο Αλέκος. Ανάψαμε φωτιά, ζεσταθήκαμε και πολύ γρήγορα
συνήλθαμε από την ταλαιπωρία της περασμένης νύχτας.
Πραγματικά ο κίνδυνος που διέτρεξε για μένα ο Κοσμάς ήταν μεγάλος.
Μονάχα εκείνος που έζησε παρόμοιες καταστάσεις στη παρανομία, μακριά από
τον κόσμο, από γνωστούς και αγνώστους, αντιμετωπίζοντας καθημερινά τον
φόβο μήπως συναντήσει καταδιωκτικά αποσπάσματα, αντάρτες δεξιούς ή
αριστερούς, μπορεί να καταλάβει τη ζωή του διωκόμενου από κάθε άποψη και
ότι βρεθήκαμε στην θέση αυτή παρά τη θέλησή μας, χωρίς να το καταλάβουμε
από την απρόσμενη έκβαση των πραγμάτων, παρασυρόμενοι στην δίνη των
γεγονότων.
Κοντά στα άλλα δεινά μας προστέθηκε σαν συνέπεια της απλυσιάς και η
ψείρα. Άλλο κακό και αυτό. Η αρχή έγινε από την τρίωρη περίπου συνάντηση
που είχαμε με τους Ελασίτες και εξιστόρησα στις προηγούμενες σελίδες. Από
απερισκεψία καθίσαμε κοντά τους και κολλήσαμε ψείρες. Βέβαια είχαμε και
εμείς, αλλά πολύ λίγες. Τώρα γεμίσαμε κυριολεκτικά. Μικροσκοπικά αυγά
ψειρών, κόνιδες όπως της λέγαμε, γέμισαν όλα τα τριχωτά μέρη του σώματός
μας. Στο κεφάλι, στα φρύδια, στις κουμπότρυτες, στα ρούχα, παντού. Γέμισαν
οι κουβέρτες μας και η πρασινάδα γύρω από το καλύβι μας. Δεν μπορούσαμε
να αμυνθούμε εναντίον της ψείρας, γιατί δεν είχαμε τα μέσα να την
αντιμετωπίσουμε. Από την κατάσταση αυτή μας έσωσε ο Κοσμάς. Τον είδαμε
215
ένα πρωί να μας κουβαλά ένα άδειο γκαζοτενεκέ και γελώντας να μας λέει:
« Παιδιά σας έφερα ένα τενεκέ. Ανάψτε φωτιά, γεμίστε τον τενεκέ νερό και βάλτε
μέσα τα ρούχα σας να βράσουν οι ψείρες, για να γλιτώσετε από αυτές ».
Ακολουθήσαμε την συμβουλή του. 'Ολη τη μέρα βράζαμε τα ρούχα μας και
τις κουβέρτες. Από την άλλη μεριά καταγινόμασταν με το ξύρισμα των
τριχωτών σημείων του σώματος και την αποφθειρίαση των υπολοίπων.
Αλλάξαμε τοποθεσία όπου φτιάξαμε άλλη καλύβα σε μέρος καθαρό. Το
αποτέλεσμα ήταν να απαλλαχτούμε σχεδόν από τη ψείρα και να αισθανόμαστε
άνετα. Αυτός ο τρόπος καθαριότητας συνεχίστηκε να εφαρμόζεται σε αραιά
χρονικά διαστήματα, εξαιτίας των ιδιαίτερων συνθηκών που ζούσαμε. 'Ετσι
τελικά απαλλαχτήκαμε τελείως από την ψείρα.
Η κατάσταση μας από άποψη ιματισμού και υπόδησης, όσο περνούσε ο
καιρός γινότανε πιο τραγική. 'Ολη μου η ένδυση περιορίζονταν σε ένα κοντό
παντελόνι από αντίσκηνο, χωρίς εσώρουχο και μια φανέλα που τη φορούσα
μόνο όταν έβρεχε ή έκανε κρύο και γύριζα στα βουνά τελείως ξυπόλυτος. Δεν
μπορούσα να βρω ούτε δέρμα ζώου για να φτιάξω μόνος μου τσαρούχια.
Καθώς αφήσαμε τα γένεια μας και τα μαλλιά μας, γιατί δεν είχαμε ξυριστικές
λεπίδες και ιδιαίτερα σαπούνι, στην θέση του οποίου μάλιστα μερικές φορές
χρησιμοποιήσαμε γάλα ή γιαούρτι, δείχναμε στην όψη σαν τους
πρωτόπλαστους ή τους μαύρους της Πολυνησίας.
Αν και λίγο πολύ είχα συνηθίσει τη νέα ζωή, σε αναζήτηση καλύτερης τύχης
προσπάθησα να έλθω σε επαφή με τον Παναγιώτη Παπαδόπουλο, γενικό
γραμματέα των εθνικιστικών ανταρτών, ώστε να ενταχθώ στους αντάρτες
μέσω του γαμπρού μου Μιχάλη, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα.
Ο αποσταλμένος μου, που αμφιβάλω αν συνάντησε τον Παπαδόπουλο στο
Κεχρόκαμπο, μου μετέφερε τις δήθεν συστάσεις του να εξακολουθήσω να
κρύβομαι, να καθίσω εκεί που βρίσκομαι, μέχρι να ξεκαθαρίσει και να
αποκρυσταλλωθεί η κατάσταση. Τι μπορούσα να κάνω; Παρέμεινα στη θέση
αυτή από ανάγκη στην οποία και "Θεοί πείθονται". Δεν μπορούσα τότε να
εξηγήσω την εμμονή των δικών μου να παραμείνω κάτω από τις συνθήκες
αυτές, κοντά τους, κάνοντας τη ζωή του απομονωμένου φυγά, φθάνει να μην
ανακατευτώ σε κανένα αντάρτικο σχηματισμό. Τελικά η εμμονή τους αυτή μου
βγήκε σε καλό. Χρειάσθηκε όμως να περάσω από πολλές ακόμη περιπέτειες,
μέχρι να έρθει η άγια μέρα της απελευθέρωσης.
Εν τω μεταξύ η κατάσταση όσο πήγαινε και χειροτέρευε. Γινόταν πιο
δραματική από την παρουσία των καταδιωκτικών αποσπασμάτων. Μου
φαινόταν παράξενο πως η δράση τους και τα δρομολόγια τους έδιναν την
εντύπωση πως ήταν προκαθορισμένα. Περιφέρονταν στους δρόμους, στις
διασταυρώσεις, μέσα στα χωριά, σε κατοικημένα μέρη. Ποτέ όμως εναντίον
των ανταρτών που υποτίθεται πως κυνηγούσαν. Απέφευγαν τις συγκρούσεις με
οργανωμένα τμήματα. Περίμεναν και αυτοί την εξέλιξη των γεγονότων. Δεν
ήθελαν να έρθουν σε ρήξη μαζί τους για να μην υπάρξουν θύματα. Έτσι
κυκλοφορούσαν στα χωριά για να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους, κάνοντας
περιπολίες κυρίως γύρω από το χωριό μας. Δείχνανε την εντύπωση πως
ψάχνανε για εμάς. 'Ισως και να συνέβαινε αυτό, αν σκεφτούμε πως τότε χάρη
216
στα όργανά τους οι Βούλγαροι ήταν πάντοτε καλά πληροφορημένοι για την
κατάστασή μας, αποφεύγαμε όμως τη σύλληψή μας χάρη στα δραστικά μέσα
που παίρναμε για την απόκρυψή μας. Το μέρος που βρισκόμαστε, κυρίως κατά
την διάρκεια της νύχτας, δεν το γνώριζε κανένας, ούτε και αυτοί ακόμη οι δικοί
μας, δηλαδή η μητέρα μου και ο Νίκος.
Πάντοτε και σ' αυτούς ακόμη τους δικούς μας, δίναμε παραπλανητικές
πληροφορίες σχετικά με την καλύβα μας και τον ακριβή τόπο διαμονής μας. Με
αγωνία και φόβο παρατηρούσαμε στα μονοπάτια που οδηγούσαν στην καλύβα
μας τα πατήματα από αρβύλες αντιπάλου, γιατί ήταν γνωστό πως αρβύλες
φορούσαν μόνο οι διώκτες μας. Μέσα σ' αυτούς τους κινδύνους λοιπόν
περνούσαμε τις μέρες μας με ηθικό όχι και τόσο ανεβασμένο. Συνηθίσαμε πια
στη σκληρή πραγματικότητα. Φροντίζαμε μόνο να περάσουμε όσο μπορούσαμε
πιο άνετα. Όλη μας η μέριμνα περιορίζονταν στην εξασφάλιση τροφής και
αντικείμενο της δουλειάς μας ήταν η επιτυχής απόκρυψη που τη θεωρούσαμε
αυτοσκοπό.
Ανέφερα πιο πάνω πως οι Βούλγαροι ήταν πάντοτε καλά πληροφορημένοι
για την κατάστασή μας. Πραγματικά, ύστερα από χρόνια ένας Ρωσοπρόσφυγας,
ο Αντώνιος Σαμπλίδης που από το 1939 έμενε στο χωριό μας, μου
εκμυστηρεύτηκε ή καλύτερα μου εξομολογήθηκε τα εξής, ζητώντας μου
συγγνώμη για την στάση του απέναντί μας στη διάρκεια της αναγκαστικής
απόκρυψής μας στα περίχωρα του χωριού.
« Πεινούσα μου είπε. Πείνασε η οικογένειά μου. Βέβαια αυτό ήταν κοινό
μυστικό. Πήγα στον πρόεδρο της κοινότητας και τον παρακάλεσα να μου δώσει
οικονομική ενίσχυση. Ο Βούλγαρος πρόεδρος με άκουσε με προσοχή. Μου έδωσε
κάτι για ενίσχυση, μερικά μόνο πράγματα. Μου υποσχέθηκε όμως μεγαλύτερη
βοήθεια, αν συνεργαζόμουν μαζί του για τη σύλληψή σας. Έτσι, μετά από
σύσταση του, πήρα στο χέρι ένα τσεκούρι δήθεν για να κόψω ξύλα, ενώ στην
πραγματικότητα έψαχνα για να σας καταδώσω, πράγμα βέβαια που δεν θα το
έκανα ποτέ. Έπαιρνα όμως πότε-πότε καμιά βοήθεια από τις αρχές, ύστερα από
παραπλανητικές βέβαια πληροφορίες που έδινα για σας ».
Η αλήθεια είναι πως το πρόσωπο αυτό μπερδευότανε πολύ στα πόδια μας,
χωρίς βέβαια να κινήσει την υποψία μας.
Δεύτερη περίπτωση σχετικά με τις ενδείξεις που είχαν οι Βούλγαροι για την
κατάσταση μας ήταν αυτή που μου ανέφερε ύστερα βέβαια από χρόνια, o
Χαράλαμπος Χαραλαμπίδης. Μου διηγήθηκε πως ήρθε πολλές φορές σε
λογομαχία με τον αντιπρόεδρο μας τον Ιβάν, τον Πομάκο, που ισχυριζότανε
πως είμαστε κρυμμένοι γύρω από το χωριό, πράγμα που πάντοτε διέψευδε ο
πρώτος.
Αυτός ο ίδιος ο Πομάκος ήρθε μία μέρα στο σπίτι μας. Τυχαία είδε εκεί ένα
σακάκι μου, το γνώρισε και αμέσως έπιασε τη μητέρα μου με φωνές και
βρισιές να του αποκαλύψει το κρησφύγετό μου. Βέβαια η μητέρα μου έβαλε τα
κλάματα, αρνήθηκε τα πάντα και το πράγμα δεν πήρε έκταση. Ο πομάκος Ιβάν
εξηγώντας την στάση του της είπε τότε πως δεν ενδιαφέρεται για την σύλληψή
μας, αν και η ανώτερη του Αρχή πολύ θα το επιθυμούσε, αλλά επανέλαβε αυτό
που κάνει το κάνει για την ασφάλειά του, μήπως βρισκόμαστε εκεί γύρω και
του κάναμε κανένα κακό. Είχε όμως και καλή γνώμη για το άτομό μου.
« Από τον Παναγή, είπε στη μητέρα μου, δεν φοβάμαι, είναι καλό παιδί,
217
φοβάμαι όμως τα μάτια και το άγριο πρόσωπο του Αλέκου ».
Είχε δίκιο ο Πομάκος. Δεν έπεσε έξω στις κρίσεις του. Ιδιαίτερα για τον
Αλέκο όπως θα δούμε στην συνέχεια.
Η εφευρετικότητα των Βουλγάρων στον προσεταιρισμό των Ελληνικών
στοιχείων για την εκτέλεση των ανομολόγητων προθέσεων τους δεν είχε όρια.
Αρκεί να αναφέρω ότι φθάσανε να βαφτίζουνε ακόμη και παιδιά χωρικών, να
συνάπτουνε δηλαδή κουμπαριές για να εκμαιεύσουν πληροφορίες σε βάρος των
καταδιωκόμενων. 'Ετσι ο Πρόεδρος της Κοινότητας βάφτισε ένα αγόρι του
Λάζαρου Κικίδη. Με το πρόσχημα της κουμπαριάς είχε τακτικές συναντήσεις
με τον Λάζαρο για πληροφορίες σχετικές με τη Δημόσια ασφάλεια.
Φήμες κυκλοφορούσαν τότε σε βάρος των ανεπίσημων παρέδρων του
χωριού μας, όπως ότι ο Κυριάκος Κωνσταντινίδης ήταν πληροφοριοδότης,
αλλά αυτές όχι μόνον δεν έχουν ίχνος αλήθειας, αλλά το αντίθετο, ο Κυριάκος,
όταν αργότερα επρόκειτο να διεξαχθούν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην
περιοχή μας για την σύλληψή μας, μας προειδοποίησε σχετικά και έτσι πήραμε
τα μέτρα μας. Πάντως από όσα αντιλήφθηκα και τότε, αλλά και από συζητήσεις
που είχα με τους χωριανούς μου, ύστερα από χρόνια, έβγαλα το συμπέρασμα
πως οι Αρχές ήταν καλά ενημερωμένες για την κατάστασή μας. Γλιτώσαμε
όμως χάρη στα δραστικά μέτρα που παίρναμε σχετικά με τις κινήσεις και τους
τόπους διαμονής μας.
Οι μέρες περνούσαν αρκετά ήρεμες και ήσυχες. Βάλαμε κάποια τάξη,
κάποιο ρυθμό στη ζωή μας. Πάντοτε πέφταμε για ύπνο τις πρώτες πρωινές ώρες
και κοιμόμαστε μέχρι τις 11 το μεσημέρι. Παίρναμε ένα πρόχειρο γεύμα, ότι
βρισκόταν και ύστερα ένα μπάνιο στη χαράδρα του Κονδυλπική, κάναμε
ηλιοθεραπεία πάνω σε πλάκες από γρανίτη και κοιμόμασταν μέχρι τις βραδινές
ώρες. Με την έλευση της νύχτας περιφερόμασταν πεζοί στα γύρω χωριά για
ανεύρεση τροφής και για να συναντηθούμε με τους δικούς μας και τέλος για να
ενημερωθούμε για τις κινήσεις των διωκτών μας. 'Ετσι η ζωή αυτή, που την
είχαμε πια συνηθίσει, κυλούσε ήρεμα φαινομενικά, η κατάσταση μας όμως
κάθε άλλο παρά ικανοποιητική ήταν. 'Οσο πήγαινε γινότανε πιο ρευστή και
περισσότερο επισφαλής. Η μονοτονία της διαβίωσής μας, το να κρυβόμαστε τη
μέρα και να κυκλοφορούμε τη νύχτα για τροφή, δεν ήταν δυνατόν να
συνεχισθεί για πολύ καιρό όπως απέδειξαν τα κατοπινά γεγονότα.
Σαν ενδεικτικό της νοοτροπίας, αλλά και της επιφυλακτικότητας που
επικρατούσε στον κόσμο, αναφέρω το παρακάτω περιστατικό που συνέβη σε
μία νυχτερινή επίσκεψή στο σπίτι μου. Χτύπησα την πόρτα του σπιτιού μου, για
να ζητήσω φιλοξενία από τους δικούς μου. Οι δυστυχισμένοι είχαν το φόβο από
τους αντάρτες και των καταδιωκτικών αποσπασμάτων και απέφυγαν να
ανοίξουν την πόρτα. Δεν μπορούσα βέβαια να φωνάξω δυνατά για να με
ακούσουν από το φόβο μήπως με αντιληφθούν οι γείτονες, άκουσα όμως τη
μητέρα μου να λέει στον αδελφό μου τον Νίκο.
« Νίκο οι αντάρτες χτυπούν την πόρτα μας, έβαλες πέτρες πίσω της, για να μην
την παραβιάσουν»;
Άδικα χτυπούσα με μια πέτρα τον τοίχο για να με αντιληφθούνε, όμως δεν
έγινε τίποτα και έφυγα άπρακτος. Αυτό το πράγμα με έκανε εξαιρετική
218
εντύπωση. Το βέβαιο είναι πως δεν με αντιλήφθηκαν. Αλλά και οι αντάρτες
από τους οποίους φοβότανε σε τι ήταν πιο άγριοι από εμένα;
Στις αρχές Ιουνίου μία μέρα συνάντησα τυχαία τον Ευστάθιο Ζαππίδη τον
αδελφό της παιδικής μου φίλης Αναστασίας, που αργότερα σε μικρή μάλιστα
ηλικία παντρεύτηκε στην Αχλαδινή.
Ο Στάθης, αφού μου προσέφερε λίγη τροφή, προσπάθησε να μου δώσει
θάρρος, βλέποντας την εμφάνισή μου που ήταν μάλλον αξιολύπητη. Στη
συνέχεια έμαθα από τον Στάθη για το τραγικό τέλος του γαμπρού του Αντώνιου
Κεσεκιάδη που τον είχανε πιάσει σαν τροφοδότη των ανταρτών οι Βούλγαροι
τον περασμένο χειμώνα. Οι Βούλγαροι ύστερα από άκαρπες διαπραγματεύσεις
με τους επικεφαλής των Ελασιτών για ανταλλαγή των αθώων κρατουμένων
τους, με τους δύο επίσης αθώους αιχμαλώτους στρατιώτες τους που βρίσκονταν
στα χέρια των Ελασιτών, όταν έμαθαν για την εκτέλεση των στρατιωτών τους
από τους αντάρτες, τότε και αυτοί σαν αντίποινα σκότωσαν τους δικούς τους
κρατούμενους με άγριο τρόπο έξω από την Χρυσούπολη. Θυμήθηκα πως πριν
από λίγες μέρες, είδα στον ύπνο μου την παιδική μου φίλη Ναστουλή να
χοροπηδά γύρω μου από ενθουσιασμό, πράγμα που αμέσως με έβαλε σε
φοβερές σκέψεις, γιατί τον χορό στο όνειρο, δεν τον θεωρώ καθόλου καλό
σημάδι.
Συγκλονίστηκα από τα θλιβερά νέα που ήταν η σκληρή επαλήθευση του
ονείρου μου. Να υπάρχει άραγε στον κόσμο τηλεπάθεια, ή αλληλεπίδραση στις
στεναχώριες, στους πόνους ή στις θλίψεις μεταξύ φίλων που όταν τις υποφέρει
ο ένας, ο άλλος να τις αισθάνεται από δεκάδες χιλιόμετρα μακριά όπως στην
περίπτωσή μας; Κρατήθηκα, δεν έκλαψα μαθαίνοντας το τραγικό τέλος του
θύματος, αλλά και την απελπιστική θέση της παιδική μου φίλης. Παρακάλεσα
τον Στάθη να διαβιβάσει στην Αναστασία τα συλλυπητήρια μου, με την
παραγγελία πως τώρα με την ανώμαλη κατάσταση δεν ξέρουμε τι τύχη
περιμένει και εμάς που μείναμε και ιδιαίτερα εμένα που κινδυνεύω σε κάθε
στιγμή.
Αυτό ήταν το τραγικό τέλος των αθώων θυμάτων και των δύο πλευρών. Ο
αρχηγός των Ελασιτών Κωνσταντάρας σε βιβλίο που εξέδωσε το 1964 με τον
τίτλο "Αγώνες και διωγμοί", προσπαθεί να δικαιολογήσει την εκτέλεσή τους, αν
και έμμεσα αναγνωρίζει την αθωότητα των δύο στρατιωτών αιχμαλώτων.
'Οπως είπα πιο πάνω με επιδέξιους χειρισμούς της προσπάθειας ανταλλαγής
των αιχμαλώτων, ίσως ήταν δυνατόν να αποφευχθούν οι εκτελέσεις από τη μία
και την άλλη πλευρά. Πράγμα που δυστυχώς δεν έγινε. 'Ισως να έχει κάποια
βάση η πεποίθηση μιας μεγάλης μερίδας κόσμου, πως οι Ελασίτες επιδίωκαν με
τις εκτελέσεις αιχμαλώτων να εκτραχύνουν την κατάσταση, ώστε να προβούν
ακολούθως οι Βούλγαροι σε αντίποινα εναντίον των αμάχων, να φύγει ο
κόσμος στα βουνά και έτσι να πυκνωθούν οι τάξεις τους. Αυτές όμως είναι
υποθέσεις και κανένας δεν μπορεί αβασάνιστα να τις υιοθετήσει.
Τις επόμενες μέρες μάθαμε για την εκτέλεση των τεσσάρων κρατουμένων
από το διπλανό μας χωριό Διπόταμος που πιάστηκαν σαν τροφοδότες των
ανταρτών τον περασμένο χειμώνα. Τα αλλεπάλληλα αυτά θλιβερά γεγονότα,
συντέλεσαν τα μέγιστα στην κατάπτωση του ηθικού μας. Απαίσιες σκέψεις
τριγύριζαν στο μυαλό μας. Μαύρα συναισθήματα μας κατέτρεχαν σε σημείο
219
μάλιστα που σκεπτόμασταν τη στάση που θα τηρούσαμε σε περίπτωση
σύλληψης μας, τυχαίας ή κατόπιν προδοσίας.
Συμπληρωθήκανε πια σαράντα ένα μέρες από τη μέρα που κάτω από τις
γνωστές συνθήκες βρέθηκα στην παρανομία. 'Ισως η λέξη παρανομία εδώ να
μην έχει την αρμόζουσα θέση ή και τη βαρύτητα που συνεπάγεται . πρέπει να
χαρακτηριστεί αντίδραση στην διακυβέρνηση του ξένου δυνάστη, καθώς ο
όρος είναι κάπως ηπιότερος. Επιπλέον λαμβάνοντας υπ' όψη το γεγονός πως ο
δυνάστης ήταν πια κυρίαρχος σε όλους τους τομείς της περιοχής μας, στον
κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό βίο και πως η προσάρτηση της στην
επικράτειά του, έστω και κάτω από συνθήκες πολέμου, δεν χαρακτηρίζεται
κατοχή, αλλά ιδιοποίηση, η αντίδραση στη κατάσταση αυτή δεν συνεπάγεται
τον χαρακτηρισμό της παρανομίας, αλλά της εξέγερσης.
Διάφορες σκέψεις στριφογύριζαν στον κεφάλι μου σε κάθε μου βήμα.
Συλλογιζόμουν ποια θα ήταν η κατάστασή μου, αν πήγαινα στο στρατό, αντί να
βγω στα βουνά. Τότε θα έχανα βέβαια την ελευθερία μου, αλλά θα ήμουνα
ασφαλής, έστω και κάτω από συνθήκες πείνας και ξυλοδαρμού. Ενώ τώρα είχα
την ελευθερία μου η οποία κινδύνευε από στιγμή σε στιγμή, την πείνα φυσικά
δεν την απέφυγα και η ζωή μου ήταν πέρα για πέρα επισφαλής. Σκεπτόμουνα
αν θα ήταν ποτέ δυνατό να βγούμε από το αδιέξοδο αυτό και αν θα βλέπαμε
καλύτερες μέρες. Αναλογιζόμουν τη θέση μου, την κατάντια μου ως
καταδιωκόμενος από όλους, τους δικούς μας (αντάρτες) και τους ξένους
(δυνάστες) και το σπουδαιότερο ότι ζούσα σε βάρος του κόσμου και ιδιαίτερα
της οικογένειας μου.
Παρατηρήθηκε τότε το φαινόμενο, να κάνουν μερικοί χωρικοί διάφορες
μικροκλεψιές σε βάρος άλλων συγχωριανών τους δίνοντας την εντύπωση πως
τις αδικίες αυτές τις διαπράξαμε εμείς οι δύο, ο Αλέκος και εγώ, προκαλώντας
έτσι την αγανάκτηση του κόσμου.
Δυστυχώς δεν μπορούσαμε να αντιδράσουμε σ’ αυτές τις αθλιότητες. Δεν
είχαμε φωνή, δεν μπορούσαμε να βγούμε μπροστά στον κόσμο και να
υπερασπίσουμε την αθωότητα μας. 'Ετσι κάποτε, όταν μερικοί κλέψανε μέλι
από τις κηρήθρες ενός συγχωριανού μας και γείτονά μας, του Αντώνη
Βασιλειάδη, ο παθόντας με συνάντησε και με ρώτησε αν είμαστε εμείς
υπεύθυνοι για το προαναφερόμενο γεγονός, όταν λοιπόν του έδωσα τις
κατάλληλες εξηγήσεις μου είπε:
«Παναγή, όλη μου η περιουσία βρίσκεται στα χέρια σας. Σε σας την χαλαλίζω,
γιατί βρίσκεστε στην παρανομία και δεν έχετε την δυνατότητα να δουλέψετε, ενώ
για τους άλλους που έχουν αυτή την δυνατότητα, η κλεψιά αποτελεί στίγμα για το
πρόσωπό τους » .
Η κατανόηση της θέσης μας από την πλειονότητα του κόσμου μας έδινε
θάρρος, εξύψωνε το ηθικό μας και χαλύβδωνε τη θέλησή μας να ξεπεράσουμε
όλα τα εμπόδια και το σπουδαιότερο, αναπτέρωνε την ελπίδα της γρήγορης
απελευθέρωσης.
Πέρα από τη συμπαράσταση του κόσμου είχαμε τη φύση, που με την
πλούσια βλάστηση, το ανοιξιάτικο περιβάλλον και το υπέροχο άρωμα της μας
συμπαραστεκότανε στη μοναξιά μας. Αυτά ενίσχυαν την πίστη μας πως θα
220
έρθουν καλύτερες μέρες στον αγώνα της άνισης πάλης για επιβίωση επάνω στο
βουνό.
Είναι αλήθεια πως είχα αρκετό ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου και ήθελα
να τον αξιοποιήσω, ώστε να μην πάει χαμένος. Παρά το γεγονός πως ήταν
εντελώς αβέβαια η τύχη μας και το μέλλον μας σκοτεινό, επιδόθηκα στο
διάβασμα. Λίγα, πολύ λίγα ήταν τα βιβλία που είχα στη διάθεση μου, ανάμεσα
σ' αυτά ξεχώριζε η Ιλιάδα και η Οδύσσεια του Ομήρου, σε μετάφραση του
Πολυλά. 'Ωρες ολόκληρες καταγινόμουν με την αποστήθιση περικοπών από τις
ραψωδίες του μεγαλύτερου ποιητή όλων των αιώνων. Τα έργα του Ομήρου τα
είχα σαν αχώριστο σύντροφό μου, διάβαζα όμως και λίγα γαλλικά ή
σπανιότερα καμιά Βουλγαρική εφημερίδα.
Κάποια μέρα, θα ήταν αρχές Ιουνίου του 1944 ύστερα από το διάβασμα της
Οδύσσειας του Ομήρου, άθελά μου πήρα στο χέρι μου τη Βουλγαρική
ταυτότητά μου, την περιεργάστηκα αρκετά και στο τέλος διερωτήθηκα σε τι θα
μπορούσε να φανεί χρήσιμη. Αναλογίστηκα τα υπέρ και τα κατά ιδιαίτερα στην
περίπτωση που θα πέφταμε στα χέρια του δυνάστη. Δεν ξέρω τι μου ήρθε στο
μυαλό, αφού λοιπόν μελέτησα όλες τις εκδοχές, κατέληξα στο συμπέρασμα πως
η κατοχή της ταυτότητας κανένα σκοπό δεν εξυπηρετούσε πια και πως έπρεπε
να απαλλαγώ από αυτήν. Την κατέστρεψα και έτσι έκοψα κάθε δεσμό με τον
κυρίαρχο δυνάστη.
'Εβλεπα τακτικά τη μητέρα μου, κάθε εβδομάδα ή και δύο φορές την
εβδομάδα. Πάντοτε με παρακαλούσε να κατεβώ στο σπίτι μας και να κρυφτώ
σ΄αυτό ή σε ένα άλλο γειτονικό εγκαταλειμμένο. Κατέβηκα και κρύφτηκα στο
γειτονικό σπίτι. Εκεί μου φέρνανε το φαγητό μου, αλλά ήμουν στην
απομόνωση σε ένα σχεδόν σκοτεινό δωμάτιο. Στην κρυψώνα μου αυτή θυμάμαι
ήρθε μία φορά και μου έφερε τρόφιμα, η γειτόνισσα μου Κυριακή. Συζητήσαμε
αρκετά για τις καλές περασμένες προπολεμικές μέρες και τη σημερινή μας
κατάντια. Μου συνέστησε υπομονή και θάρρος, μου ευχήθηκε καλή τύχη και
απομακρύνθηκε. Δεν μου άρεσε η κατάσταση αυτή. 'Εβγαλα το συμπέρασμα
πως η παρουσία μου εκεί έγινε ανπληπτή, τουλάχιστον από τους γείτονες.
Ύστερα από λίγο θα το μάθαινε και το υπόλοιπο χωριό, καθώς και οι
πληροφοριοδότες του δυνάστη. Αυτός θα μπορούσε να οργανώσει ολόκληρη
εκστρατεία, να κινητοποιήσει ακόμη και ένα λόχο στρατού, όπως έκανε άλλοτε,
για να με πιάσει. Έτσι αποφάσισα να φύγω από εκεί, αφού στο μεταξύ έκανα
μια φορά την επιθυμία της μητέρα μου. Εξάλλου από την φύση μου ήμουν
στενάχωρος τύπος, δεν μπορούσα να ζήσω περιορισμένος και απομονωμένος.
Έτσι ύστερα από τρεις μέρες, ένα βράδυ εγκατέλειψα την κρυψώνα μου και
κατέφυγα στο βουνό.
Εκεί αισθανόμουν πιo σίγουρος. 'Ισως γιατί στο βουνό μπορούσα
ευκολότερα να κρυφτώ και με μεγαλύτερη σιγουριά να αποφύγω τον κίνδυνο
σε περίπτωση προδοσίας, παρά στον περιορισμένο χώρο ενός ημισκότεινου
δωματίου. Πάντως από την πείρα μου έβγαλα το συμπέρασμα πως πιο ασφαλής
τρόπος απόκρυψης από το βουνό δεν υπάρχει, αρκεί κανείς να ζει και να
κινείται παίρνοντας σχολαστικά μέτρα προφύλαξης, για όλο τον κόσμο,
κάνοντας βέβαια μερικές εξαιρέσεις, αφού ως κυνηγημένος
είναι
221
υποχρεωμένος να έρθει σε επαφή με τους τροφοδότες και τους
πληροφοριοδότες.
Από την πείρα που απόχτησα τότε, αλλά και αργότερα, αναφερόμενος στο ρόλο
των πληροφοριοδοτών στην υπηρεσία του εχθρού που άλλοι τους ονόμαζαν
προδότες, καταδότες ή χαφιέδες, (για μένα και οι τέσσερις αυτές ιδιότητες είναι
ταυτόσημες με την ίδια βαρύτητα) καταλήγω στο συμπέρασμα πως σ’ αυτές τις
άθλιες ιδιότητες επιδίδονται εκτός βέβαια από λίγες εξαιρέσεις, άνθρωποι
αγράμματοι και ιδιαίτερα άνδρες. Μάλιστα τονίζω ότι αυτούς τους ελεεινούς
ρόλους τους παίζουν άνδρες, σαν να έχουν μόνο αυτοί το προνόμοιο του
προδότη, του καταδότη, του πληροφοριοδότη ή του χαφιέ.
Δεν ξέρω που οφείλεται αυτό. Ο διάσημος Γάλλος συγγραφέας Summerset
Som το αποδίδει στην εκπόρνευση του πνεύματος και της ψυχής. Ενώ δηλαδή
οι γυναίκες έχουν την δυνατότητα της εκπόρνευσης του σώματος, οι άνδρες
λόγω του φύλου τους δεν μπορούν να καταφύγουν στην διέξοδο των γυναικών
και επιδίδονται στην εκπόρνευση του πνεύματος. 'Ολοι, γράφει ο διάσημος
συγγραφέας, μέχρι σήμερα στιγματίζουν τον ρόλο του Ιούδα του Ισκαριώτη
που πρόδωσε το Χριστό, αλλά κανείς δεν είπε κουβέντα για τη Φρύνη τη
διάσημη εταίρα της αρχαιότητας. Δεν ξέρω πια γνώμη έχουν πάνω στο μεγάλο
αυτό θέμα οι άλλοι. Εγώ όμως πιστεύω πως οι άνδρες που επιδίδονται σε
παρόμοια ελεεινά έργα είναι οι ίδιοι πιο ελεεινοί, πιο βδελυροί και ακόμη
περισσότερο βρωμεροί και αποκρουστικοί, από τις κακότυχες γυναίκες που
κατέληξαν στη πορνεία από ανάγκη, απογοήτευση ή και εκδίκηση κατά της
κοινωνίας και γι' αυτό χρειάζονται την κατανόηση μας, τον οίκτο μας και αν
είναι δυνατόν την συμπαράστασή μας.
Βρισκόμαστε πια στο τρίτο δεκαήμερο του Ιουνίου του Ι944. Όπως
συνηθίζαμε ξυπνήσαμε λίγo αργά κατά της εννέα και φάγαμε κάτι πρόχειρο. O
Αλέκος παρέμεινε στο καταφύγιο και εγώ ανέβηκα πάνω σε μία καστανιά,
κρύφτηκα στο φύλλωμά της και παρατηρούσα την κίνηση γύρω μας. Σε μικρή
απόσταση, κάτω στην πλαγιά, είδα την χήρα Κυριακή Ζεϊτίδου με καμιά
δεκαριά εθελοντές χωρικούς να καταγίνονται με το φύτεμα του καπνού. Τους
παρατηρούσα πολύ ώρα. Στην προσπάθειά μου να ειδοποιήσω τον Αλέκο για
την εμφάνιση της νύφης του Κυριακής κοντά στην περιοχή, έκανα τη φωνή του
κούκου καλώντας τον να εμφανιστεί. Πριν όμως μου απαντήσει ο Αλέκος,
πρόσεξα πως όλοι οι εργάτες καθώς ήταν χωριανοί μας και όλοι τους γνωστοί
μου, γύρισαν τα βλέμματα τους προς εμένα. Εμένα δεν με είδαν, γιατί όπως
είπα ήμουν κρυμμένος στα φυλλώματα της καστανιάς, αλλά κατάλαβα πως το
σύνθημα μας είχε γίνει γνωστό σ’ όλο τον κόσμο.
Ο Αλέκος με ειδοποίησε πως δεν τον ενδιαφέρει τίποτα, πως θέλει την
ησυχία του και έγειρε στο άλλο πλευρό για να κοιμηθεί. Τότε πήγα λίγο
παραπέρα σε μία ρεματιά, πήρα το μπάνιο μου και ξάπλωσα σε μία αρκετά
ζεστή πλάκα γρανίτη για να κάνω ηλιοθεραπεία και να κοιμηθώ. Εκεί που
προσπαθούσα να κοιμηθώ, άκουσα θορύβους από πατημασιές ανθρώπου και
ήχους από ελαφρύ σκόρπισμα ξερών φύλλων σαν να τα σκορπούσε ο άνεμος.
Γυρίζω και τι να δω, δύο συγχωριανοί μου, ένα παράνομο ζευγάρι που
βρισκόταν σε ακατονόμαστη στάση. Καλλιεργούσαν και αυτοί τα χωράφια τους
222
εκεί κοντά. Κατά τον μεσημβρινό λοιπόν ύπνο, στον καταπράσινο αυτό τόπο με
την ιδανική ομορφιά και ησυχία, επιδίδονταν στη χαρά του έρωτα. Σκέφτηκα
πως υπάρχει και άλλος τρόπος ζωής με τις ιδιότυπες χαρές της, εντελώς
διαφορετική απ' αυτήν που κάναμε εμείς. Εκείνοι χαίρονται τη ζωή τους, ενώ
εμείς είμαστε εκτεθειμένοι σε πολλούς κινδύνους. Σκέφτηκα τη μειονεκτική
θέση μου, την απελπιστική μου ζωή, δέχθηκα την κατάσταση που βρισκόμουνα
σαν κάτι το αναπόφευκτο και οριστικό και γύρισα από την άλλη πλευρά
προσπαθώντας να κοιμηθώ.
Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα και κατά τις τέσσερις το απόγευμα, άκουσα κάτι
άγριες φωνές από το δρόμο του χωριού που ειδοποιούσαν τους χωρικούς να τα
παρατήσουν όλα και να μαζευτούνε στο χωριό. Δόθηκε διαταγή από τις αρχές
να αδειάσει το χωριό για να το κάψουν.
Σαν από μαγεία όλοι οι χωρικοί βγάλανε απελπιστικές φωνές, κραυγές
απόγνωσης, παράτησαν όλοι τις δουλειές τους, μαζέψανε τα εργαλεία και τα
πράγματά τους και σε μισή ώρα άδειασε όλη η περιοχή μας από τους
καλλιεργητές χωρικούς. Φυσικά παρατήρησα πως και το παράνομο ζευγάρι
διέκοψε την ησυχία του και με γρήγορους δρασκελισμούς βρέθηκε στο χωριό,
όσο το δυνατόν συντομότερα.
Εκτίμησα πολύ τότε το φέρσιμο της χήρας Κυριακής Ζεϊτίδου. 'Ολοι oι εργάτες
που την βοηθούσαν στην καπνοφυτεία έσπευσαν να εξαφανιστούν προς το
χωριό. Αυτή όμως κοντοστάθηκε για λίγο, έριξε το βλέμμα της προς το μέρος
μας, από εκεί που άκουσε πριν από ώρες τη φωνή του κούκου, δηλαδή τη δική
μου, βάζοντας έναν πολύ δικό μου, δεν θυμάμαι ποιον ακριβώς, να συνεννοηθεί
μαζί μου μιμούμενος την ίδια φωνή. Τότε η καλή αυτή γυναίκα έστειλε όλα τα
τρόφιμα που τους περίσσεψαν και τα προόριζαν για το απογευματινό τους
τραπέζι.
«Πάρτε τα εσείς μας παράγγειλε η Κυριακή. Εμείς βρισκόμαστε μέσα στον
κόσμο, δεν θα υποφέρουμε, αλλά και αν υποφέρουμε δεν θα πεινάσουμε. Εσείς
είστε στο βουνό, δεν μπορείτε να κινηθείτε, κοντά στα άλλα κινδυνεύετε και από
την πείνα » .
Δεν πρόφτασα, στα κατοπινά χρόνια, να της ανταποδώσω την καλοσύνη
της. Πέθανε αρκετά νέα, εξαντλημένη από την ανέχεια και τα βάσανα. Ας είναι
ελαφρύ το χώμα που τη σκεπάζει, ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή της.
Δεν είχαν περάσει ούτε δύο ώρες και ακούμε πάλι τη γνωστή φωνή του
κούκου, αυτή τη φορά από τον αδελφό μου Νίκο. Βλέποντας η οικογένειά μου
πως με την εκτόπιση τους κατανάγκη θα με άφηναν μοναχό στα βουνά του
χωριού μας, μου έστειλαν από το υστέρημά τους λίγα τρόφιμα, περίπου επτά
οκάδες καλαμποκίσιο αλεύρι και ένα δοχείο γιαούρτι.
« - Πάρτε τα εσείς, μου είπε ο Νίκος. Εμάς μας εκτοπίζουν και μόνο ο Θεός ξέρει
την τύχη μας. Εσείς είπε, αποτεινόμενος σε μένα και στον Αλέκο θα μείνετε εδώ
στα βουνά αναγκαστικά, περισσότερο χρειάζονται σε σας λοιπόν. Προσοχή στην
προσωπική σας ασφάλεια. Να μη βγαίνετε έξω τουλάχιστον την ημέρα, να μη
δώσετε στόχο, να μη φανερωθείτε σε κανένα, να κρυφτείτε όσο μπορείτε
καλύτερα, γιατί έχουμε πληροφορίες πως ύστερα από την εκτόπισή μας,
ολόκληρες ομάδες στρατού και αστυνομίας θα χτενίσουν κυριολεκτικά την
περιοχή γιa την ανακάλυψή σας .
223
- Καλά Νίκο. Σχεδόν όλα σας τα τρόφιμα τα φέρατε σε μας, εσείς τι θα φάτε εκεί
που θα σας πάνε οι Βούλγαροι;
- Παναγή, αυτό μη σε στεναχωρεί. Εμείς όπου και να μας πάνε, θα είμαστε
ελεύθεροι και θα μπορέσουμε να βρούμε και άλλα τρόφιμα. Μην ξεχνάς πως
είναι καλοκαίρι, καιρός σοδειάς, δεν θα πεινάσουμε. Ενώ εσείς στο βουνό δεν
έχετε αυτή την ευχέρεια, η δουλειά σας είναι η απόκρυψή σας. Αν λοιπόν δεν σας
ξαναδώ καλή τύχη».
Από τα τελευταία αυτά λόγια κατάλαβα την κρισιμότητα της θέσης μας
καθώς και εκείνης των συγχωριανών μας. Καταλάβαμε πως νέες δοκιμασίες και
βάσανα μας περιμένουν.
« Εμείς, εξακολούθησε ο Νίκος, από όσο ξέρω μας εκτοπίζουν στον
Κεχρόκαμπο. Οι Βούλγαροι επιδιώκουν το άδειασμα των χωριών για να
μπορέσουν πιο εύκολα να εξουδετερώσουν τους αντάρτες. Ο κόσμος πιστεύει πως
όλα αυτά τα δεινά τα υποφέρει εξαιτίας των ανταρτών. H Βουλγαρική
προπαγάνδα δεν παύει να τους εμφυσεί αυτή την ιδέα και πως με το τέλος της
ανταρσίας η ειρήνη θα επικρατήσει σ’ αυτόν τον τόπο. Αυτή όμως είναι άλλη
ιστορία. Τώρα η σκληρή πραγματικότητα σας υποχρεώνει να ζείτε στην
παρανομία και εμάς κάτω από την επίβλεψη και το ξύλο του δυνάστη. Σας κάνω
μια τελευταία υπόδειξη. Κρυφτείτε καλά, μη δώσετε στόχο,κανένα σημείο ζωής ή
παρουσίας και εγώ με την πρώτη ευκαιρία θα προσπαθήσω να σας συναντήσω.
Παρέλειψα να σας πω, πως ο Κυριάκος ως ανεπίσημος πάρεδρος του δυνάστη
στο χωριό, σας παραγγέλνει να καταστρέψετε το καταφύγιο σας που πιθανών έχει
προδοθεί, να κρυφτήτε όσο μπορείτε ασφαλέστερα, γιατί αυτές τις μέρες, ίσως και
από αύριο, οι Βούλγαροι θα κάνουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις για την
ανακάλυψη σας. Ο Κυριάκος είναι κατηγορηματικός σ’αυτά που σας
παραγγέλνει, γιατί έχει την γνώμη πως έχετε προδοθεί ».
Αυτά μας είπε ο Νίκος. Μας αποχαιρέτησε, μας αγκάλιασε, μας φίλησε σαν
να ήταν η τελευταία φορά που μας έβλεπε, απομακρύνθηκε τρέχοντας για το
χωριό, για να ετοιμάσει τα πράγματα του σπιτιού για την εκτόπιση στον
Κεχρόκαμπο.
'Υστερα από αυτές τις πληροφορίες, εγκαταλείψαμε το καταφύγιο μας, αφού
το καταστρέψαμε, όσο ήταν βέβαια δυνατό. Δεν παρουσίαζε άλλο
πλεονέκτημα, εκτός από το γεγονός ότι μας παρείχε πλήρη κάλυψη. Είχε όμως
και ένα μεγάλο μειονέκτημα ότι δεν βρίσκονταν εκεί γύρω καμιά πηγή, παρά
μόνο σε ακτίνα τουλάχιστον πεντακοσίων μέτρων. Αν μέναμε εκεί, εκτός από
το πρόβλημα της προδοσίας, δεν θα μπορούσαμε να αντέξουμε το μαρτύριο της
δίψας και ειδικά τις καλοκαιρινές αυτές μέρες με τη μεγάλη διάρκεια και ζέστη.
Διαλέξαμε ένα άλλο καταφύγιο. 'Ηταν ένας κούφιος κορμός καστανιάς.
Βρισκόταν κάπου ογδόντα βήματα από το μοναδικό μονοπάτι, μεγάλο
μειονέκτημα και είχε δίπλα μια μικρή χαράδρα με τρεχούμενο νερό. Προσέφερε
αρκετά καλή κάλυψη. Δεν είχε βέβαια ικανοποιητική θέα, παρόλα αυτά οι
συνθήκες απόκρυψης και υδροδότησης ήταν ιδανικές. Με τα τρόφιμα που
είχαμε, μπορούσαμε να περάσουμε αρκετές μέρες εκεί.
Επιδοθήκαμε στον αγώνα της αυτοσυντήρησης και απόκρυψης.
224
Οπλιστήκαμε με το ανάλογο θάρρος για την αντιμετώπιση της κρίσιμης
κατάστασης, ιδιαίτερα τώρα που θα άρχιζαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις για
την σύλληψή μας. 'Ηταν πια φανερό, πως η επόμενη ενέργεια του δυνάστη,
ύστερα από την εκτόπιση του χωριού, θα είχε σαν μοναδικό σκοπό την
ανακάλυψή μας. Ποιος ξέρει, αν ακόμη και αυτή η ιστορία της εκτόπισης, δεν
γινότανε για χάρη μας. Βέβαια αυτός ο ισχυρισμός δεν έχει κανένα έρεισμα,
καθώς και άλλα χωριά εκτοπίστηκαν στα οποία δεν παρουσιάστηκε κανένα
σημάδι ανταρσίας. Το μέτρο ήταν γενικό. Απέβλεπε στην εξουδετέρωση όλων
των ανταρτικών σχηματισμών που αποκομμένοι από τους φυσικούς τους
τροφοδότες και στερημένοι πληροφοριών, θα εκμηδενίζονταν γρήγορα. Κοντά
σ’ αυτούς βέβαια και εμείς δεν θα είχαμε καλύτερη τύχη.
Βολευτήκαμε εκείνο το βράδυ στο νέο μας καταφύγιο, στην κουφάλα της
καστανιάς. Δεν μπορέσαμε να κοιμηθούμε, δεν μας έπιανε ύπνος, ίσως λόγω
των συγκινήσεων της ημέρας.
Το άλλο πρωί, έχοντας την βεβαιότητα πως ο εχθρός δεν επρόκειτο να
αρχίσει το χτένισμα της περιοχής πριν αδειάσει τελείως το χωριό και νεκρωθεί
όλη η γύρω περιοχή από κάθε κίνηση ανθρώπων και ζώων, βγήκαμε από την
κρυψώνα μας. Ο Αλέκος τράβηξε κάτω, προς τη βρύση την Κανδηλπίκη, εγώ
όμως ανέβηκα λίγο πιο πάνω στο ύψωμα που δεσπόζει πάνω από τον δρόμο και
οδηγεί από το χωριό μας στον Κεχρόκαμπο. Καλύφθηκα στους θάμνους και
έτσι απαρατήρητος παρακολουθούσα το δράμα των χωρικών που εκτοπιζότανε
κάτω από την επίβλεψη των αποσπασμάτων του στρατού και της χωροφυλακής.
'Ηταν αλήθεια σπαρακτικότατο το θέαμα των μετακινούμενων φαλαγγών
των χωρικών. Φωνές, κλάματα και μοιρολόγια σκέπαζαν τον ουρανό. Οι
ομάδες των εκτοπιζόμενων προχωρούσαν αργά-αργά. Χωρισμένοι τις
περισσότερες φορές, ανακατωμένες οι οικογένειες τραβούσαν τον δρόμο για
τον Κεχρόκαμπο. 'Ολα τα ζώα ήταν φορτωμένα, τα υποζύγια μετέφεραν τα
απαραίτητα οικιακά σκεύη και έπιπλα και τα λίγα τρόφιμα που απέμειναν στους
χωρικούς, οι αγελάδες ήταν και αυτές φορτωμένες με τα κλινοσκεπάσματα
πεταμένα στις ράχες τους, οι άνδρες βρίσκονταν άλλοι μπροστά στις φάλαγγες
σαν εμπροσθοφυλακή και άλλοι πίσω στην ουρά. Κρατούσαν όλοι τους και
κάποιο αντικείμενο ή σκεύος, ή γεωργικό εργαλείο και όλο αυτό το
συνονθύλευμα ξεκινούσε αργά για τον τόπο της εκτόπισης. Η εικόνα της
φάλαγγας πλαισιώνονταν από τα παιδιά και τις γυναίκες. Τα κλάματα των
βρεφών, των μικρών παιδιών, ανακατεμένα με τις γοερές κραυγές των
ηλικιωμένων, γεμίζανε τον αέρα και ο αντίλαλός τους έφθανε μέχρι το
παρατηρητήριό μου.
Σκεπτόμουν το μέγεθος της συμφοράς. 'Ισως και εγώ να μην ήμουν
αμέτοχος σε όλη αυτή την ιστορία, αφού έγινε για την εξουδετέρωση των
ανταρτών όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής των δυνάμεων του
εχθρού στους χωρικούς. Στις 11 η ώρα οι φάλαγγες των εκτοπιζόμενων
περάσανε τα όρια του χωριού, η θλιβερή αυτή τραγωδία, συνεχιζότανε τώρα
αλλού, στο δρόμο προς τον Κεχρόκαμπο, ενώ στην περιοχή του χωριού μας
βασίλευε πια απόλυτη ησυχία.
Επέστρεψα στο καταφύγιο και προσπάθησα να κοιμηθώ. Νύσταζα πολύ,
επειδή την προηγούμενη νύχτα δεν είχα κοιμηθεί καθόλου. Παρόλα αυτά δεν με
πήρε ο ύπνος. Σκεπτόμουν την τύχη μας μπροστά στο αβέβαιο μέλλον και τα
225
δεινά που μας περίμεναν. 'Υστερα από λίγο επέστρεψε και ο Αλέκος.
Προσπάθησε όπως μου είπε να συναντήσει κανένα γνωστό για τρόφιμα και
πληροφορίες, αλλά δεν κατάφερε τίποτα.
Μείναμε τρεις μέρες καθηλωμένοι στην κουφάλα της καστανιάς. Δεν
βγήκαμε έξω ούτε την μέρα, αλλά ούτε και την νύχτα. Φοβόμασταν μήπως
υπήρχαν μόνιμα εχθρικά παρατηρητήρια.
Δεν είχαμε καμία είδηση από τον έξω κόσμο, καθώς και πληροφορίες
σχετικές με την κίνηση των αποσπασμάτων. Άκρα ηρεμία βασίλευε στα γύρω
βουνά. Κανένα ίχνος ζώων, καμία παρουσία ανθρώπου. Καμία ένδειξη ζωής
εκτός βέβαια από την πλούσια βλάστηση της φύσης, το κελάηδημα των
πουλιών, το ελαφρύ φύσημα του ανέμου και πάνω από όλα την ονειρική
λιακάδα και την πεντακάθαρη ατμόσφαιρα. ΄Ολα αυτά, αν και συνθέτουν ένα
ειδυλλιακό τοπίο που σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν ιδεώδης τόπος για
καλοκαιρινές διακοπές, σε μας τώρα δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, γιατί
τα επισκίαζε όλα η κρισιμότητα των στιγμών και το αβέβαιο μέλλον.
Θέλοντας και μη, προσαρμοστήκαμε στη θλιβερή αυτή ζωή. Στο τέλος της
τρίτης μέρας του εκούσιου αποκλεισμού μας, απομακρύνθηκα λίγο πιο πέρα
από το καταφύγιό μας και έφτασα στο μοναδικό μονοπάτι της περιοχής που
συνέδεε το δημόσιο δρόμο με την κορυφή του βουνού. Εκεί με τρόμο, αλλά και
έκπληξη παρατήρησα πατημασιές ανδρών με άρβυλα. Σημάδι πως απo κοντά
μας και σε απόσταση μόλις ογδόντα μέτρων, είχαν περάσει αποσπάσματα των
διωκτών μας, γιατί μόνο αυτοί φορούσαν αρβύλες σαν στρατιώτες.
Συμπεράναμε πως τις μέρες της απόκρυψης μας, επικρατούσε απόλυτη
σιωπή και ηρεμία σε όλη την γύρω περιοχή, χωρίς κρότους ή θορύβους και τα
εχθρικά αποσπάσματα την χτένιζαν προς όλα τις κατευθύνσεις για την
ανακάλυψη μας. Αυτό μας έβαλε σε ακόμη μεγαλύτερες σκέψεις.
Καταλαβαίναμε πως ο κλοιός στένευε γύρω μας με την πάροδο του χρόνου.
Αρχίσαμε να αμφιβάλουμε για την αποτελεσματικότητα των μέτρων που είχαμε
λάβει για την απόκρυψη μας. Το ότι μέχρι τώρα αποδειχτήκανε
αποτελεσματικά, αν συνεχιζότανε ο αποκλεισμός, ίσως απέβαιναν μοιραία στο
μέλλον. Άρχισε να πέφτει το ηθικό μας, λίγο ακόμη και θα μας έπιανε
απελπισία, από τον φόβο πως τελικά δεν θα αντέχαμε τη νέα αυτή δοκιμασία
και ίσως εξαιτίας κάποιας επιπολαιότητά μας δεν αποφύγουμε το μοιραίο,
δηλαδή τον θάνατο από πείνα από την μακροχρόνια αυτοεγκατάλειψη, ή την
σύλληψη.
Εν τω μεταξύ κοντά στα άλλα μαρτύρια, μας θέριζε και η πείνα. Είναι
αλήθεια πως περάσαμε μια βδομάδα με τις δύο οκάδες ψωμί που μου άφησε η
Κυριακή Ζεϊτίδου, αλλά στο τέλος της εβδομάδας τα γόνατά μας έτρεμαν από
την πείνα. Ύστερα περάσαμε τρεις μέρες με φρέσκα κρεμμυδάκια χωρίς ψωμί
βέβαια. Είχαμε αρκετό καλαμποκίσιο αλεύρι από αυτό που μας έφερε ο Νίκος
και η Κυριακή. Δεν μπορούσαμε όμως να το ζυμώσουμε. Φοβόμαστε τη μέρα
από τον καπνό της φωτιάς και τη νύχτα από την λάμψη της. Τότε, επειδή
κοντεύαμε να πέσουμε από εξάντληση, ο Αλέκος φρόντισε και βρήκε μια λεπτή
πλάκα από γρανίτη. Ανάψαμε φωτιά την νύχτα στην κουφάλα της καστανιάς.
Εγώ κρατούσα στο άνοιγμα της κουφάλας απλωμένη μια κουβέρτα για να
κρύψω το φως, ενώ o Αλέκος καταγινότανε με το ψήσιμο του ψωμιού. Πύρωσε
αρκετά την πλάκα, έφτιαξε ζυμάρι, χωρίς αλάτι βέβαια, ποιος το υπολόγιζε
226
αυτό, έριξε το ζυμάρι στη πυρωμένη πλάκα και το ψωμί ήταν έτοιμο. 'Ετσι
έφτιαξε τέσσερις πίτες, πήραμε ο καθένας από δύο, ξεγελάσαμε την πείνα μας
και o ύπνος ήρθε ύστερα από μόνος του.
'Υστερα από λίγες μέρες από την εκτόπιση των συχωριανών μας, αποφασίσαμε
να κατεβούμε σ’ αυτό ένα βράδυ, μήπως βρούμε κανένα φαγώσιμο, γιατί οι
προμήθειες που είχαμε γρήγορα θα εξαντλούνταν. Με το σούρουπο φθάσαμε
στην άκρη του χωριού. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε παντού. Με μεγάλη
προφύλαξη, μήπως πέσουμε πάνω σε καμιά ενέδρα, προχώρησα στο εσωτερικό
του χωριού. Επικρατούσε και εδώ μεγάλη ηρεμία. Ακουγότανε μονάχα το
ελαφρύ φύσημα του καλοκαιρινού αέρα, ενώ η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη από
ευωδιές και η φύση ήταν θελκτική και γοητευτική από κάθε άποψη.
Στο χωριό όμως δεν υπήρχε ψυχή ούτε ανθρώπου, ούτε ζώου. Οι πόρτες των
σπιτιών που εγκαταλείφθηκαν τρίζανε στο φύσημα των ανέμων. Ήταν
σπαρακτικό το θέαμα μερικών κατοικίδιων ζώων, σκυλιά ή γάτες που γυρίζανε
στο ερημωμένο χωριό, γαβγίζοντας λυπητερά ή νιαουρίζοντας. Βλέποντας
εμάς τους δύο σαν τους πρώτους επισκέπτες στο χωριό ύστερα από την
εγκατάλειψη, μας πλησιάζανε, τριβότανε στα πόδια μας ή φιλούσανε τα χέρια
μας, σαν να μας υποδεχότανε ύστερα από μακροχρόνια απουσία και σαν να
ζητούσαν από μας τους κατατρεγμένους και πεινασμένους υποστήριξη,
συμπαράσταση και τροφή. Επισκέφτηκα το σπίτι μας. Ήταν τελείως έρημο με
τις πόρτες ορθάνοιχτές. Οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν παμπάλαιες. Είχανε
σχεδόν χαλάσει από την πολυκαιρία, δεν είχανε κλειδαριές, αλλά και αν είχανε
ήταν πια άχρηστες, γιατί δεν απέμεινε τίποτα πια για αρπαγή, ληστεία ή και λεηλασία. Περιπλανηθήκαμε αρκετή ώρα στο χωριό. Δεν βρήκαμε τίποτα για
τροφή. Ψάχναμε μήπως βρούμε καμιά εγκαταλειμμένη κότα ή κατσίκι να
πάρουμε στο βουνό για τροφή. Επειδή ήταν νύχτα και το σκοτάδι βαθύ, δεν
μπορέσαμε να φάμε ούτε κανένα μούρο, ώστε να ξεγελάσουμε την πείνα μας.
Επιστρέψαμε στο καταφύγιο μας τις πρωινές ώρες, δυστυχώς άπρακτοι.
Την επόμενη μέρα ύστερα από επίμονη απαίτησή μου, ξεκινήσαμε ο Αλέκος
και εγώ για αναζήτηση τροφής στο διπλανό χωριό την Κωνσταντινιά. Πήγα στο
σπίτι του Παναγιώτη Σαββουλίδη με την ελπίδα πως θα βρω κάτι για τροφή.
Ενώ οι γάτες τριβότανε στα πόδια μας ζητώντας τροφή από μας τους
πεινασμένους, εμείς καταγινόμασταν με το βγάλσιμο πατάτας από τον κήπο του
Σαββουλίδη. Μαζέψαμε κάπου τέσσερα-πέντε κιλά πατάτες φρέσκες και
μικρές, αφού καταστρέψαμε πενταπλάσια τουλάχιστον παραγωγή, επειδή οι
πατάτες ήταν πολύ μικρές για τροφή. Αντιληφθήκαμε τότε στον αχυρώνα του
Αθανασίου Αμαραντίδη μια μεγάλη κότα και αποφασίσαμε να την πιάσουμε,
όσοι κόποι και αν χρειαζότανε. Έφραξα την έξοδο με μια κουβέρτα, ενώ o
Αλέκος μπήκε στον αχυρώνα και προσπαθούσε να πιάσει την κότα. Τελικά την
πιάσαμε, την σφάξαμε επιτόπου, την καθαρίσαμε πρόχειρα και την πήραμε μαζί
μας με σκοπό να την ψήσουμε την άλλη μέρα μαζί με τις πατάτες που κλέψαμε
προηγουμένως από τον κήπο του Παναγιώτη Σαββουλίδη.
'Ετσι την επόμενη μέρα, στον γκαζοτενεκέ που πριν από λίγες μέρες
βράσαμε τα ρούχα μας για το ξεψείριασμά μας, τώρα ρίξαμε να ψήσουμε τις
πατάτες και την κότα. 'Υστερα από λίγη ώρα το φαγητό ήταν έτοιμο. Χωρίς
κουταλοπήρουνα, χρησιμοποιώντας τα χέρια μας, κάναμε ένα καλό γεύμα.
'Ηταν το πρώτο αξιόλογο φαγητό που τρώγαμε, ύστερα από δύο μήνες που
227
αναγκαστήκαμε να βγούμε στο βουνό.
Βρισκόμαστε στο δεύτερο δεκαήμερο του Ιουνίου 1944. Πέρασε μία
εβδομάδα που εκτοπίστηκε ο πληθυσμός του χωριού μας στον Κεχρόκαμπο.
Τώρα έγινε φανερό πως αρχική πρόθεση του δυνάστη ήταν μαζί με την
εκτόπιση να κάψει και τα χωριά για να μην έχουν πια κανένα στήριγμα οι
αντάρτες και έτσι να τους εξουδετερώσουν πιο εύκολα. Επεκράτησαν όμως
άλλες γνώμες, ιδιαίτερα με την κυβερνητική αλλαγή στη Σόφια.
Ανέλαβε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Μποζίλωφ, παλιό
κοινοβουλευτικό άνδρα και Αγγλόφιλο. Αυτός στην προσπάθειά του να φανεί
αρεστός στους συμμάχους, ανέστειλε την πυρπόληση των χωριών, δεν
σταμάτησε όμως τα καταστρεπτικά μέτρα κατά του Ελληνικού στοιχείου που
είχαν ως σκοπό την εξουδετέρωση των ανταρτών.
Εν τω μεταξύ ο δυνάστης επέτρεψε στους χωρικούς να έρχονται στο χωριό
να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους στο διάστημα της ημέρας και το απόγευμα
πριν σκοτεινιάσει, να επιστρέφουν στον Κεχρόκαμπο. 'Εβαλε όμως φύλακες
στις εξόδους του Κεχρόκαμπου που κάνανε αυστηρή έρευνα κυρίως στα
τρόφιμα, για να μη περάσουν στην ανταρτική πλευρά.
Παρέλειψα να πω πως ο ξένος δυνάστης επέβαλε στους Κεχροκαμπίτες να
μας παραχωρήσουν ένα μέρος από τα σπίτια τους για την εγκατάσταση των
εκτοπισθέντων. Η οικογένειά μου έτυχε να φιλοξενηθεί στο σπίτι του ιερέα
Παπαγιάννη όπου σύχναζα όλο τον περασμένο χειμώνα του 1943, όταν συχνά
πήγαινα στον Κεχρόκαμπο για ψώνια. Ρωτούσαν επίμονα για την τύχη μου,
αλλά οι δικοί μου για λόγους ασφαλείας απέφευγαν να τους πουν την αλήθεια,
προβάλλοντας τον ισχυρισμό πως έφυγα για τη Θεσσαλονίκη. 'Οσες φορές
όμως τύγχανε στο φιλόξενο αυτό σπίτι να κάνουν συζήτηση για μένα, ποτέ δεν
ανέφεραν το όνομά μου, αλλά με βαπτίσανε Χάρκοβα, από την ονομασία του
βουνού που κρυβόμουνα.
Με τη άρση του περιορισμού κάτω από τις συνθήκες που ανέφερα οι
χωρικοί στην αρχή λιγοστοί και αργότερα περισσότεροι, άρχισαν να έρχονται
στο χωριό για την προετοιμασία των χωραφιών για τις καλοκαιρινές
καλλιέργειες.Δεν αργήσαμε να ‘ρθούμε σε επαφή με τους δικούς μας.
Κατέβηκα ένα πρωί, υποθέτω πως θα ήταν 12 Ιουνίου του 1944, από το
μονοπάτι που ήταν δίπλα στο καταφύγιό μας προς την κατεύθυνση της βρύσης
Κανδηλπική, με την ελπίδα να συναντήσω κάποιο δικό μας. 'Ηθελα να μάθω
για την τύχη της οικογένειάς μου, αλλά περισσότερο καμιά είδηση για την
πορεία του πολέμου, επειδή είχα πάνω από είκοσι μέρες να μάθω κανένα νέο ή
να διαβάσω καμία εφημερίδα. Υπέθετα όμως πως κάτι σοβαρό έπρεπε να
συμβαίνει, για να αναγκαστεί ο δυνάστης να πάρει τόσο σκληρά μέτρα για την
καταστολή της ανταρσίας. Με μεγάλες προφυλάξεις, ώστε να μη με δει κανένα
ανεπιθύμητο άτομο, έφτασα στη βρύση, κρύφτηκα λιγάκι εκεί δίπλα να
σταθμίσω τα πρόσωπα από τους χωριανούς που δουλεύανε εκεί γύρω και
αμέσως κατευθύνθηκα προς το χωράφι του Χαράλαμπου Ξανθόπουλου που
δούλευε με τη γυναίκα του και καταγινότανε με το σκάλισμα του καλαμποκιού.
Εκεί είδα τον Χαράλαμπο Ξανθόπουλο που φαίνεται πως με περίμενε, να μου
προσφέρει μία τοπική εφημερίδα της Ξάνθης τη "Μπελομόρσκα Μπουλγκάρια"
που την προμηθεύτηκε από ένα άγνωστό μου ταχυδρόμο, τον Γιάννη από τον
228
Κεχρόκαμπο. Ο αγνός αυτός πατριώτης έκανε τον ταχυδρόμο σχεδόν χωρίς
αμοιβή, γιατί οι Βούλγαροι εξαιτίας της ανταρσίας δεν μπορούσαν να εκτεθούν
στον κίνδυνο της μεταφοράς του ταχυδρομείου από τη Χρυσούπολη στον
Κεχρόκαμπο. Την εφημερίδα αυτή μου, είπε ο Ξανθόπουλος, τη στέλνει ο
Γιάννης για σένα. 'Εμαθε την κατάστασή σου, δεν ξέρουμε από ποιον, σε
συμπόνεσε και για να πληροφορηθείς τα νέα σου στέλνει την εφημερίδα, επειδή
γνωρίζει πως ξέρεις Βουλγαρικά. Διάβασε την, μου είπε, να μας πεις και εμάς
τα νέα. Επιδόθηκα στο διάβασμα της εφημερίδας, καταβροχθίζοντας
κυριολεκτικά το περιεχόμενό της. Από αυτήν έμαθα για την απόβαση των
συμμάχων στην Νορμανδία. Διάβασα το Γερμανικό ανακοινωθέν που μιλούσε
για τις δήθεν μεγάλες απώλειες των συμμάχων στην απόβασή τους και
κατέληγε στο συμπέρασμα πως αν συνεχιστεί έτσι η αιμορραγία των
συμμάχων, σε λίγες μέρες από τις τεράστιες δυνάμεις τους που αποβιβαστήκανε
στη Γαλλία, μόνο υπολείμματα θα μείνουν. Βέβαια το τελευταίο ήταν
προπαγάνδα, παραδεχόταν όμως και οι ίδιοι Γερμανοί για τις τεράστιες
δυνάμεις που αποβιβαστήκανε στην Ευρώπη. Το γεγονός όμως αυτό με
χαροποίησε σε τέτοιο σημείο που κυριολεκτικά πετάχτηκα επάνω, από τη χαρά
μου. 'Εφθασε, είπα, στον Χαράλαμπο και την γυναίκα του η αρχή του τέλους.
Μέχρι το τέλος του Σεπτεμβρίου θα απελευθερωθούμε όπως και να έχει το
πράγμα. 'Ισως όμως και νωρίτερα, αν οι Ρώσοι περάσουν τη Ρουμανία και
κατεβούν στα Βαλκάνια.
Για μια στιγμή ξέχασα την πείνα μου, τις κακουχίες που υπέφερα, τις
ταλαιπωρίες και τα βάσανα. Μου φάνηκε πως απαλλάχτηκα από όλα αυτά και
ήμουν ο ευτυχέστερος άνθρωπος στον κόσμο. Ετοιμάστηκα λοιπόν να φύγω για
να ενημερώσω τον Αλέκο.
« Καλά όλα αυτά, είπε τότε ο Χαράλαμπος. Παναγή δεν πεινάς; Έχουμε να σου
προσφέρουμε λίγα τρόφιμα, τα φέραμε για σένα ελπίζοντας να σε συναντήσουμε».
Σταμάτησα, έφαγα κάτι από τα φαγητά τους, αλλά τους παρακάλεσα να με
προμηθεύσουν όσο μπορούσαν με αλάτι. Όσο είχαν μαζί τους το πήρα και
παρακάλεσα να μου στείλουν και άλλο, προπαντός όμως ζήτησα εφημερίδες τις
οποίες μπορούσαν να φέρουν ως
περιτυλίγματα, ξεσκισμένες ή και
τσαλακωμένες από τον φόβο των φυλακίων. Περισσότερο του είπα πως
ενδιαφέρομαι να μάθω νέα, παρά να έχω τροφή. Έτσι αντί για τροφή, στείλτε
μου καμιά εφημερίδα. Ευχαρίστησα τους καλούς μου συγχωριανούς, ξεκίνησα
με προφύλαξη και έφθασα στο καταφύγιο όπου ενημέρωσα σχετικά τον Αλέκο.
Είχα καιρό να μάθω ευχάριστα νέα. Φαίνεται η ζωή πως έχει τις διακυμάνσεις
της, πότε περνά κανείς καλά, πότε άσχημα, αλλά δυστυχώς στην περίπτωσή
μου οι κακές εμπειρίες ήταν πολύ περισσότερες από τις καλές. Ήταν ευτύχημα
που υπήρχε και αυτή η αναλαμπή των καλών ημερών, για να αντισταθμίζει τις
πάμπολλες κακές που περνούσα.
Πέρασε ο Ιούνιος του 1944. Συνηθίσαμε στη νέα ζωή, τη ζωή των
διωγμένων, προσαρμοστήκαμε σ' αυτήν, ανακτήσαμε το θάρρος μας, τονώθηκε
το ηθικό μας. Τώρα τελευταία με τις ευχάριστες ειδήσεις για την εξέλιξη του
πολέμου, πιστέψαμε πως το τέλος του ήταν πολύ κοντά. Δεν ήρθαν όμως έτσι
τα πράγματα, έπρεπε να περάσουμε και από άλλα δεινά, να τραβήξουμε πολλά
229
ακόμη βάσανα και περιπέτειες, ώσπου να έρθει η ποθητή μέρα της
απελευθέρωσης. Ο δυνάστης σκλήρυνε και πάλι τη στάση του. Επινόησε το
σύστημα της στρατολογίας των αρρένων κατοίκων των χωριών μας από την
ηλικία των είκοσι χρόνων ως σαρανταπέντε για την συγκομιδή του σιταριού
στη Δοβρουτσά. Με το μέτρο αυτό οι Βούλγαροι επιτύγχαναν δύο στόχους.
Την ανέξοδη συγκέντρωση της σοδειάς στη χώρα τους και την απαλλαγή του
τόπου μας από τα πιο ενεργά στοιχεία. Επιπλέον απέβλεπαν στην συρρίκνωση
του Ελληνικού στοιχείου και τέλος στην αποστέρηση των αντάρτικων
σχηματισμών από τυχόν εθελοντές αντάρτες που μελλοντικά θα ενίσχυαν τις
τάξεις τους. Στην αρχή επικράτησε η άποψη να μη παρουσιαστεί κανείς στο
εσωτερικό της Βουλγαρίας. Δεν μπορούσαν όμως και να σταθούν στα σπίτια
τους κοντά στις οικογένειές τους. 'Επρεπε να βγουν στο βουνό. Βλέπανε όμως
εμάς, τις περιπέτειές μας, τα βάσανά μας και προπαντός τις στερήσεις μας.
Χαρακτηριστικά λέγανε τότε πως ολόκληρο χωριό δεν μπορεί να συντηρήσει
δύο καταδιωκόμενους, πως θα συντηρηθούν λοιπόν, άλλα είκοσι άτομα; 'Ηταν
αδύνατον να τους χωρέσει ο τόπος. 'Επρεπε να σχηματίσουν μία ένοπλη ομάδα,
αλλά εκτός του ότι δεν βρισκότανε όπλα, αφού και αυτά που υπήρχαν ήταν
άχρηστα, δεν συμφωνούσανε στο ζήτημα της αρχηγίας της ομάδας. Λίγοι δεν
διεκδικούσαν την αρχηγία, μερικοί ήταν της γνώμης να πάνε εκεί όπου τους
καλούσε ο δυνάστης και πολλοί έμεναν αναποφάσιστοι. Με ρώτησαν τί πρέπει
να κάνουν. Κατέβηκα στο χωριό, τους μίλησα για τα δεινά, το κυνηγητό και
την αγωνία του καταδιωκόμενου, συζήτησα μαζί τους την πιθανότητα ένταξής
τους στους διαφορετικούς συνασπισμούς των αριστερών ή των εθνικιστών,
προέκυψε νέα διαφωνία για την εκλογή της παράταξης που άρμοζε
περισσότερο στην ιδεολογία τους και παρουσιάστηκαν νέες προστριβές και
αντεγκλήσεις μεταξύ τους, όσον αφορά το ζήτημα της ένταξης τους στα
ανταρτικά και σε ποια, ή η μέση λύση της δημιουργίας μίας ιδιαίτερης ομάδας
ενόπλων, αφού βέβαια παρακαμφθεί το ζήτημα της αρχηγίας. Τελικά δεν
κατέληξαν πουθενά. Οι μέρες έφτασαν χωρίς να πάρουν καμία απόφαση. Ο
φόβος όμως πως στις ένοπλες ομάδες θα είχαν αναπόφευκτα θύματα, όχι μόνο
από τον ξένο δυνάστη, αλλά και από οπλισμένα αδελφοκτόνα χέρια, όπως και
το δικό μας παράδειγμα, τους ανάγκασε να προτιμήσουν το δρόμο της ομηρίας.
Μαζί τους ήταν και ο αδελφός μου Νίκος. Δεν υπήρχε πιθανότητα να
επιβιώσουν σαν καταδιωκόμενοι στην περιοχή μας, φυσικά δεν υπήρχε και
ασφάλεια μη απωλειών σε περίπτωση ένταξης τους στα ανταρτικά σώματα.
Επιπλέον η διευκρίνηση της κατάστασης, δεν φαινόταν τόσο γρήγορη και έτσι
τα πράγματα πήραν μοιραία τον δρόμο τους.'Ετσι ακολούθησαν την συμβουλή
του γέροντα Σάββα Τορουνίδη που τους συνέστησε να πάνε στη Βουλγαρία,
γιατί εκεί θα ήταν ασφαλείς. Ο ίδιος όμως γέρος φρόντισε και απάλλαξε τον
γιο του Χαράλαμπο από την ομηρία, όπως λέγανε τότε, χωρίς να μπορώ να
επιβεβαιώσω το γεγονός, με δωροδοκία, ενώ στη θέση του στάλθηκε ο Νίκος
της Τουρκάλας, ο μόνος απροστάτευτος Τούρκος που παρέμεινε στο χωριό μας
μετά την ανταλλαγή του 1923.
Την παραμονή της αναχώρησης τους κατέβηκα και πάλι στο χωριό, τους
αποχαιρέτησα και τους υποσχέθηκα πως θα τους γράψω τακτικά, με
ψευδώνυμο βέβαια, για το φόβο των Αρχών. Τέλος τους ευχήθηκα καλό ταξίδι
και να καλοπεράσουν εκεί που θα πάνε. Αυτοί στάθηκαν περισσότερο τυχεροί
230
από εμάς. Δουλέψανε στους κάμπους της Δοβρουτσάς στη συγκομιδή του
σιταριού. Δεν υπέφεραν από πείνα ή από κακομεταχείριση. 'Ηταν αγροτικοί
εργάτες κοντά στους γαιοκτήμονες. Περάσανε καλά όλοι τους και με την
απελευθέρωση, τρεις μήνες αργότερα, επέστρεψαν στα σπίτια τους σε πολύ
καλύτερη κατάσταση από άποψη υγείας και εμφάνισης.
'Ετσι μετά την αναχώρηση του Νίκου στη Δοβρουτσά, η οικογένειά μου
διασπάστηκε ακόμη περισσότερο. Οι δύο μεγαλύτεροι της βλαστοί, ο Νίκος και
εγώ κάτω από τις γνωστές συνθήκες φύγαμε από κοντά της. Απέμενε η μητέρα
μου με τα δύο αδέλφια μου, τον Λευτέρη και την 'Ολγα.
Εγώ, παρόλη την περιπέτειά μου, καθώς ζούσα εκεί γύρω στο χωριό,
ερχόμουν σε τακτική επικοινωνία με τη μητέρα μου. Βάλθηκα λοιπόν να τη
βοηθήσω στις γεωργικές δουλειές. Καταγινόμουν αρχικά με το θερισμό του
σιταριού και της φακής, ύστερα του χόρτου στις αυλές και τα χωράφια μας,
δουλεύοντας αποκλειστικά τη νύχτα, ενώ κρυβόμουν την ημέρα. Αργότερα
επιδόθηκα στον θερισμό χόρτων και σιταριών, βοηθώντας μερικούς από τους
συγχωριανούς μας χωρίς πληρωμή βέβαια, γιατί το χρήμα στα χέρια μου, σαν
παράνομος που ήμουν, δεν είχε καμία αξία.
Δεν θυμάμαι να έχω θερίσει άλλη χρονιά περισσότερα στρέμματα από
χόρτα ή σιτάρια, όσο τη χρονιά εκείνη. Με την αναχώρηση των συγχωριανών
μας στη Βουλγαρία, κατά παράδοξο τρόπο, εξαφανίστηκαν και τα
καταδιωκτικά αποσπάσματα από την περιοχή μας. Ολόκληρο τον Ιούλιο μέχρι
τις 10 Αυγούστου, καμία κίνηση του εχθρού δεν παρατηρήθηκε. 'Ετσι οι
υπόλοιποι συγχωριανοί μας και τα γυναικόπαιδα πήρανε περισσότερο θάρρος
και μόνοι τους πια επαναπατρίστηκαν στο χωριό με τη σιωπηλή συγκατάθεση
των Αρχών. 'Ετσι προέκυψε μία νέα κατάσταση. Κοντά στη παρανομία των
συγχωριανών μας και στον αυτόβουλο επαναπατρισμό τους, πήραμε και εμείς
το θάρρος και κατεβήκαμε από το βουνό, μερικές φορές μάλιστα, με μεγάλη
προφύλαξη βέβαια, κοιμόμασταν στο χωριό.
Παρόλο που λείψανε πρόσκαιρα οι περιπολίες από τα εχθρικά
αποσπάσματα, οι αντάρτες παρέμειναν στα βουνά σχεδόν άπρακτοι σε όλο
αυτό το διάστημα, σαν να είχε συναφθεί μια μυστική ανακωχή. Βέβαια αυτό
δεν συνέβαινε στην πραγματικότητα. 'Ολοι είχανε την προσοχή τους στραμμένη
στο μέτωπο. 'Ολοι προσπαθούσαν να κερδίσουν χρόνο, να περάσουν οι μέρες,
όπως λέγανε, ώστε να δούνε τι θα γίνει, πως θα εξελιχθούν τα πράγματα και
ανάλογα να πράξουν εχθροί και φίλοι. Για πολύ καιρό οι αντάρτες απέφυγαν
τον πόλεμο και με τον ξένο δυνάστη και με τις αντίπαλες ομάδες.'Υστερα από
την αιματηρή σύγκρουση του Μαίου στα βουνά της Λεκάνης, δεν έγινε καμία
άλλη πολεμική ενέργεια με κανένα, μέχρι τα μέσα Αυγούστου όπως θα δούμε
παρακάτω.
Με την πρόσκαιρη απουσία των εχθρικών αποσπασμάτων πήραμε θάρρος
και χαλαρώσαμε αρκετά τα μέτρα επαγρύπνησης. Κατεβαίναμε πιο συχνά στο
χωριό. Πότε-πότε κοιμόμαστε, όχι βέβαια μέσα στα σπίτια μας, αλλά στις αυλές
και σε άλλα απόκεντρα μέρη και πάντοτε είχαμε το νου μας στις εχθρικές
περιπολίες, τους αντάρτες και τους καταδότες. Είχαμε όπλα, αλλά δεν τα
χρησιμοποιούσαμε. 'Ηταν αμφίβολης αξίας, για να μη πω άχρηστα.
Παρουσίαζαν προβλήματα αφλογιστίας από την πολύχρονη απόκρυψη και την
μη επιμελημένη συντήρηση. Με ένα τέτοιο όπλο, ένα Λεμπέλ γαλλικής
231
προέλευσης του Γαλλογερμανικού πολέμου του 1870 έριξα μια μέρα σε ένα
κοπάδι αγριογούρουνων. 'Εριξα τρεις σφαίρες, αλλά κατά παράξενο τρόπο, τα
γουρούνια δεν κινήθηκαν καθόλου. Μόνο όταν άκουσαν τους πυροβολισμούς
γυρίσανε προς το μέρος μου και ύστερα εξαφανίστηκαν μέσα στο δάσος.
Αργότερα διαπίστωσα πως οι σφαίρες πέσανε μπροστά μου σε απόσταση
λιγότερη των δύο μέτρων. Σε ανάλογη κατάσταση βρισκότανε σχεδόν τα
περισσότερα όπλα στα οποία βέβαια δεν μπορούσαμε να βασιστούμε.
Στο διάστημα αυτό της τελευταίας εβδομάδας του Ιουλίου του 1944 έπαθα
ένα νευρικό κλονισμό απότοκο της κατάστασης στην οποία βρισκόμουν. Για
οκτώ ολόκληρα μερόνυχτα δεν μπορούσα να κλείσω μάτι, ο ύπνος
εξαφανίστηκε από τα βλέφαρά μου. Όλες οι προσπάθειές μου απέβησαν
άκαρπες. Για πολλές ώρες στριφογύριζα δεξιά ή αριστερά για να μπορέσω να
κοιμηθώ. Ούτε η βαριά εργασία του θερισμού, ούτε οι πολύωρες νυχτερινές
πορείες, ούτε τέλος η κούραση, μπορούσαν να μου χαρίσουν τον πολυπόθητο
ύπνο. Στην προσπάθειά μου να κλείσω τα μάτια, έστω και για λίγα λεπτά,
έβλεπα συνέχεια φαντάσματα και εφιάλτες. Η κατάσταση μου ήταν πραγματικά
αρκετά σοβαρή και κράτησε περίπου μία εβδομάδα. Κόντευα να τρελαθώ.
Ευτυχώς ύστερα από το διάστημα αυτό ηρέμησα λίγο και σιγά-σιγά επανήλθα
στην αρχική μου κατάσταση. Δυστυχώς παρόμοια προβλήματα επρόκειτο να
αντιμετωπίσω, ύστερα από εικοσιέξι χρόνια, κάτω από διαφορετικές συνθήκες,
αλλά δυστυχώς με παρόμοιες επιπτώσεις.
Μία από εκείνες τις μέρες παρουσιάστηκα στη μητέρα μου στο χωράφι μας
στην τοποθεσία "Καστανιές". 'Ημουν σε κακά χάλια, με μάτια ολοκόκκινα από
την αγρύπνια, σκελετωμένος από τις ταλαιπωρίες, σχεδόν γυμνός, φορούσα
μόνο ένα παντελονάκι από αντίσκηνο και ήμουν τελείως ξυπόλυτος, αξύριστος
και αναμαλλιασμένος, είχα την όψη ημιάγριου.
«Παναγή, φώναξε η μητέρα μου, όταν με είδε στα χάλια αυτά. Πως κατάντησες
έτσι; Βρικολάκιασες; Μήπως είσαι φάντασμα; Καλύτερα να σε έβλεπα
σκοτωμένο, ή ακόμα καλύτερα να έκλεινα τα μάτια μου, παρά να σε έβλεπα στην
κατάσταση αυτή. Νομίζω πια πως είναι καιρός να παραδοθείς στους Βούλγαρους
και να πας να δουλέψεις στη Βουλγαρία.. Όλοι όσοι πήγαν γράφουν πως είναι
καλά και περνούν θαυμάσια ».
Στη συνέχεια μου αφηγήθηκε πως ο Ιβάν, ο αντιπρόεδρος της Κοινότητας
που είχε την έδρα του στον Άγιο Κοσμά ήρθε στο σπίτι μας, απρόσκλητος
βέβαια, με σκοπό να μάθει κάτι για το άτομό μου. Ερεύνησε το σπίτι και κάπου
είδε το σακάκι μου κρεμασμένο στον τοίχο και με θριαμβευτικό ύφος είπε στη
μητέρα μου:
«- Ώστε εδώ βρίσκεται ο Παναγής, αφού εδώ είναι τα ρούχα του. Να του πεις να
έρθει να με βρει. Θα του κάνω τα χαρτιά να φύγει στη Βουλγαρία για δουλειά.
Δεν θα υποστεί καμία δυσάρεστη συνέπεια.
- Όχι, ο Παναγής δεν είναι εδώ. Έφυγε στη Θεσσαλονίκη. Δεν καταλαβαίνω,
γιατί φοβάσαι τόσο τον Παναγή;
- Κυρία μου, ο Παναγιώτης είναι καλό παιδί, ακίνδυνος, δεν τον φοβόμαστε.
Φοβάμαι όμως τον Αλέκο με εκείνα τα άγρια μάτια. Αυτόν φοβάμαι και δεν
232
ξέρω τι θα μου συμβεί, αν καμιά φορά συναντηθούμε στov δρόμο ».
Άκουσα ήρεμα την μητέρα μου και ύστερα από λίγο της απάντησα, κάπως
άγρια. βέβαια:
«- Μητέρα, αυτό που λες δεν γίνεται. Τους Βούλγαρους τους ξέρω καλά, ίσως
καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο, γιατί δούλεψα σ’ αυτούς το προπέρσινο
καλοκαίρι. Δεύτερη φορά και μάλιστα ύστερα από τη μεταπήδησή μου στην
παρανομία δεν θα υπάρξει, δεν θα πέσω ποτέ, τουλάχιστον ζωντανός, στα χέρια
τους.
- Ξέρεις λοιπόν πως κινδυνεύουμε εμείς οι υπόλοιποι εξαιτίας σου; Θέλεις να
γίνεις αφορμή να κάψουν οι Βούλγαροι το σπίτι μας και να μας εκτοπίσουν;
Εμένα δεν με σκέπτεσαι καθόλου; Αναλογίζεσαι τι έχω να υποφέρω στα χέρια
των Αρχών, τι βασανιστήρια θα υποστώ; Έλα Παναγή, να παραδοθείς και να
φύγεις στη Βουλγαρία. Για χάρη της οικογένειας μας, για δική μου και των
αδελφών σου και για να έχουμε την ησυχία μας και το σπίτι μας, σου κάνω
έκκληση να παραδοθείς και να σωθούμε. Να υποφέρει τουλάχιστον ένας, αλλά να
σωθούμε οι υπόλοιποι.
- Μητέρα, απάντησα τότε με άγρια φωνή, δεν παραδίνομαι στους Βούλγαρους.
Σκέπτεσαι τα δικά σου ανύπαρκτα βασανιστήρια, αλλά δεν σκέπτεσαι καθόλου τα
δικά μου που είναι υπαρκτά και χειροπιαστά, στην περίπτωση που παραδοθώ
στον εχθρό. Οι Βούλγαροι ποτέ δεν θα θεωρήσουν την παράδοση μου σαν
αυθόρμητη ή εκούσια ενέργεια. Από την άλλη, τίποτα δεν τους εμποδίζει να
διαλαλήσουν πως πιάστηκα αιχμάλωτος στις μάχες. Τότε αντιλαμβάνεσαι τι με
περιμένει; Ξύλο, βασανιστήρια και κακομεταχείριση που φτάνουν μέχρι το
σημείο αιμοπτύσεων, αν όχι θανάτου, ίσως και να με περάσουν από
στρατοδικείο, γιατί ας μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε σε καιρό πολέμου και
έχουμε στρατιωτικό νόμο. Δεν πρόκειται να σας βασανίσουν πια εξαιτίας μου.
Ίσως και να μη προφτάσουν. Όσο για το σπίτι που λες πως απειλούν να το
κάψουν, ας το κάψουν. Αυτό και παλιό είναι και Τούρκικο και καθόλου δικό μας.
Στη θέση αυτού του Τούρκικου σπιτιού ή και άλλου, ύστερα από τον πόλεμο, αν
ζήσουμε και περάσουμε την φουρτούνα αυτή, όχι ένα, αλλά τρία σπίτια θα
φτιάξουμε και όχι σαν αυτό που έχουμε, αλλά σύγχρονα, μεγάλα και με όλες τους
τις ανέσεις. Μη σε τυραννά λοιπόν η ιδέα για το σπίτι μας και οι σκέψεις για την
τύχη μας. Θα γίνει ό,τι θέλει ο Θεός. Όσο για την κατάντια μου αυτή δεν
ευθύνομαι εγώ, δεν είναι ντροπή δική μου, αλλά αυτών που με έφεραν στην
κατάσταση αυτή ».
'Υστερα από τις εξηγήσεις αυτές, ανταλλάξαμε γνώμες για τα οικογενειακά
μας θέματα και ιδιαίτερα για την προμήθεια τροφίμων για την χειμερινή
περίοδο. Είχα ταλαιπωρηθεί τόσο από την ανέχεια, που ακόμη και με τη μισή
σύνθεση της οικογένειάς μας σκεπτόμουν τη διατροφή της. Ο Νίκος
βρισκότανε στη Δοβρούτσα, δούλευε εκεί στα αγροκτήματα των
μεγαλοτσιφλικάδων στην συγκομιδή του σιταριού. 'Ηταν όμως αμφίβολο, αν
ύστερα από το τέλος της συγκομιδής, θα τους άφηναν ελεύθερους οι
Βούλγαροι. Το βέβαιο ήταν πως θα τους κρατούσαν στο εσωτερικό
απασχολώντας τους σε άλλες δουλειές ή ακόμη θέτοντας τους σε περιορισμό,
φθάνει να μην επιστρέψουν στα σπίτια τους, ώστε να αποφευχθεί με αυτόν τον
233
τρόπο και η ελάχιστη πιθανότητα επάνδρωσης των ανταρτικών σχηματισμών
με αυτούς στις περιφέρειές μας. Εγώ πάλι στη θέση που βρισκόμουν, δεν
μπορούσα να συντελέσω στην προμήθεια τροφίμων από τα καμποχώρια όπως
τις άλλες χρονιές.
Οι μέρες περνούσαν ήρεμα. Ζήτημα πείνας δεν υπήρχε για μας, τουλάχιστον
για λίγους ακόμη μήνες. Τον περισσότερο καιρό τον περνούσα φροντίζοντας τις
φυτείες καλαμποκιού στη θέση "Καστανιές" όπου είχαμε φυτέψει κάπου
δώδεκα στρέμματα με καλαμπόκια. 'Ηταν όμως αδύνατα χωράφια και έλειπαν
τελείως τα λιπάσματα. Αναφέρομαι βέβαια σε ζωικά λιπάσματα, δηλαδή
κοπριές από ζώα, δεν είχαμε όμως αρκετά, αλλά ακόμη και η ποσότητα αυτών
που είχαμε ήταν σχεδόν αδύνατη η μεταφορά, αν όχι προβληματική λόγω
έλλειψης μεταφορικών μέσων. Παρόλα αυτά τα πρόσεχα, τα σκάλιζα, τα
περιποιόμουν, αλλά το καλύτερο χωράφι που είχε τις μεγαλύτερες ρόκες, το
ρήμαζα κυριολεκτικά. Κάθε μέρα έσπαζα τριάντα με σαράντα ρόκες, άλλες
έψηνα στη φωτιά, άλλες έβραζα στο νερό και μαζί με τους φίλους μου τον
Σαρηγιαννίδη και τον Αλέξη τις καταβροχθίζαμε. Το ίδιο έκανα και σε μία
πατατοφυτεία που είχαμε εκεί κοντά. Τα έβλεπε η μητέρα μου και
μουρμούριζε, οπότε μία μέρα δεν κρατήθηκα και της απάντησα πως βρίσκομαι
στην παρανομία και πως η ζωή μου κινδυνεύει κάθε ώρα και στιγμή.
Τουλάχιστον της είπα να πάω χορτασμένος.
'Ηταν οι πρώτες μέρες του Αυγούστου του 1944. 'Οπως προανέφερα, κατά
την διάρκεια της ημέρας κυκλοφορούσα πάντα άοπλος. Δεν είχα εμπιστοσύνη
στα όπλα, επειδή κατάντησαν άχρηστα από την πολυκαιρία και την έλλειψη
συντήρησης. Κατέβαινα από μία τοποθεσία, τα Τούρκικα νεκροταφεία προς το
δημόσιο δρόμο, προς την κατεύθυνση της Κωνσταντινιάς, ακολουθώντας τη
χαράδρα του Παντελή. Τη στιγμή ακριβώς που βγήκα από τη χαράδρα και
πάτησα στο δημόσιο δρόμο, βρέθηκα αντιμέτωπος με ένα πάνοπλο Βούλγαρο
στρατιώτη ή δασοφύλακα καβάλα στο άλογο που πήγαινε παράλληλα με εμένα
προς τον Διπόταμο. Καιρό για να κρυφτώ δεν είχα, γιατί ο δυνάστης ήταν σε
πλεονεκτικότερη θέση και θα με γάζωνε με το αυτόματό του. Δεν έχασα την
ψυχραιμία μου. 'Εκανα τον αμέριμνο, τον χαιρέτησα φυσικά στα Βουλγαρικά
και εξακολούθησα το δρόμο μου, πηγαίνοντας παράλληλα με αυτόν. Ο
Βούλγαρος με ρώτησε ποιος είμαι και που πηγαίνω. Του απάντησα πως είμαι
από τον Σκοπό και πως πηγαίνω κοντά στους νερόμυλους. Με κοίταζε
καχύποπτα, δεν είπε όμως τίποτα και εξακολούθησε το δρόμο του. Στην πρώτη
στροφή έκανα πως μένω πίσω και εξαφανίστηκα μέσα στους θάμνους από
λεπτοκαρύες. Αναρωτιώμουν ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα, αν ήμουν και εγώ
οπλισμένος, όταν συνάντησα τον Βούλγαρο. ή εκείνος έπρεπε να πέσει, ή εγώ.
Μάλλον εγώ θα πάθαινα ζημιά, γιατί το όπλο μου θα ήταν ελαττωματικό, ενώ ο
αντίπαλος ήταν πάνοπλος.
Λίγο παραπέρα συνάντησα μία μεσόκοπη γυναίκα σε κακά χάλια από το
Διπόταμο, κοντοστάθηκε, με παρατήρησε προσεκτικά και με ρώτησε και αυτή
από που είμαι.
«- Από το Σκοπό. Γιατί ρωτάς θειά;
- Γιατί δεν μου φαίνεσαι καλός άνθρωπος ».
234
Ήταν άραγε τόσο αποκρουστική η εμφάνισή μου που δικοί μας και ξένοι να
μη με θεωρούν κανονικό άνθρωπο, αλλά κάποιο κακοποιό στοιχείο; Τι να πω.
'Ισως είχαν δίκιο, γιατί η εξωτερική μου εμφάνιση έδινε την εντύπωση
ημιάγριου πλάσματος.
Στην τοποθεσία αυτή, πέρα από τις χαράδρες του Διποτάμου, είχε τα
κτήματά του ο Σάββας Τσακίρογλου από τον Διπόταμο. Διατηρούσε
καλλιέργειες από καλαμπόκι και πατάτες σε μια έκταση πάνω από δεκαπέντε
στρέμματα, ποτιστικά με έναν νερόμυλο. Πήγαινα πολλές φορές στον μύλο για
να πάρω κάποια μικρή ενίσχυση σε τρόφιμα. 'Ηταν πολύ συμπαθητικός κύριος,
βοήθησε πολύ κόσμο, χωρίς βέβαια αμοιβή, προδόθηκε όμως στον δυνάστη για
την βοήθεια που πρόσφερε, πιάστηκε, βασανίστηκε απάνθρωπα, αλλά στο
τέλος γλίτωσε. Τον γνώρισα ύστερα από αυτή την οδυνηρή του περιπέτεια. Με
βοήθησε μία ή δύο φορές, να είναι καλά και τον ευχαριστώ πολύ.
Απέναντι από τα χωράφια μας στις Καστανιές, στην απέναντι πλαγιά του
βουνού, βρισκότανε τα χωράφια του Στρατή Νικολαίδη.'Ηταν πολύ καλός
άνθρωπος, αγράμματος, αλλά ένθερμος πατριώτης. Με συμπαραστάθηκε εκείνη
την εποχή πολύ στις δύσκολες στιγμές. 'Εκανα όμως την απερισκεψία και ένα
μεσημέρι πήγα στο κτήμα τους για επίσκεψη. Για κακή μου τύχη βρισκότανε
μαζί τους η κόρη του κουμπάρου τους, του Σταυράκη από τον Κεχρόκαμπο. Η
κοπέλα με γνώρισε, καθώς με ήξερε και από παλιά. Είχε ακούσει για μένα,
πίστευε όμως πως βρισκόμουν στην Θεσσαλονίκη. Μου ανταπέδωσε τον
χαιρετισμό, μαζί με την οικογένεια του Νικολαίδη. Δεν είπε τίποτα, με
περιεργάστηκε όμως σαν να προερχόμουν από άλλο πλανήτη. Είχε το βλέμμα
της συνέχεια επάνω μου, χωρίς όμως να βγάλει μιλιά. Δεν μου άρεσε η
συμπεριφορά της. Δεν με ικανοποίησε η ματιά της στην οποία είδα μάλιστα
κάτι το ύποπτο και με τρόπο μετέδωσα τις επιφυλάξεις μου στον Στρατή. Αυτός
με καθησύχασε, μη φοβάσαι μου είπε, δεν υπάρχει περίπτωση να μας κάνει
ζημιά η κοπέλα, γιατί είναι δική μας.
Δυστυχώς οι φόβοι μου επαληθεύτηκαν. Η κοπέλα επέστρεψε στο χωριό της
τον Κεχρόκαμπο και την επόμενη μέρα ανέφερε την παρουσία μου σε κάποιες
φίλες της, όργανα των Βουλγάρων και λίγο έλειψε να πάθουμε ζημιά, από τη
δική μου απερισκεψία και από την επιπολαιότητα του κοριτσιού.
Ευτυχώς επενέβην ο πατέρας της, ο Σταυράκης που με γνώριζε καλά ο ίδιος,
μάλωσε την κόρη του, διέψευσε όσο μπορούσε τα αδιάψευστα και έτσι δεν
πήρε έκταση το συμβάν.
Σε όλο το διάστημα που βρισκόμουν στο βουνό, κυρίως όμως τους
τελευταίους μήνες, έπαιρνα πότε-πότε Βουλγαρικές εφημερίδες από τις οποίες
ενημερωνόμουν τακτικά για την πολεμική κατάσταση και έπειτα ενημέρωνα
τους κατοίκους και τα νέα διαδίδονταν χωρίς υπερβολή σε όλο το Ελληνικό
στοιχείο της περιοχή μας. Η κατάσταση όσο πήγαινε και χειροτέρευε για τους
Γερμανούς, ενώ οι σύμμαχοι από την αρχή ακόμη του 1944 βομβαρδίζανε τη
Σόφια σε αραιά διαστήματα, για να αναγκάσουν τους Βούλγαρους να βγουν
από τον πόλεμο. Οι άγριοι αυτοί βομβαρδισμοί και η εξέλιξη του πολέμου εις
βάρος του Άξονα, είχαν σοβαρό αντίκτυπο στο ηθικό του δυνάστη. Σταμάτησε
λοιπόν το ρεύμα εποικισμού από την Παλαιά Boυλγαρία στα μέρη μας και όχι
μόνο σταμάτησε, αλλά αντίθετα παρατηρήθηκε και επαναπατρισμός των
235
προηγούμενων εποίκων.
'Υστερα από πολλές ενέργειες μερικών γνωστών μου, το βράδυ της 3ης
Αυγούστου του 1944 ήρθαν δύο αντάρτες, σύνδεσμοι των εθνικιστών να μας
εντάξουν στην ομάδα τους. Θεώρησα πως ήταν πια αργά. Ο πόλεμος πήγαινε
να τελειώσει. 'Ηταν πια ζήτημα μηνών, αν όχι εβδομάδων. Τη μέρα εκείνη
μάλιστα διάβασα την είδηση της εισόδου της Τουρκίας στον πόλεμο. Περίμενα
το τέλος της κατοχής, αλλά φοβόμουν τη μεταβατική περίοδο που στις
καταστάσεις αυτές, πολλές φορές είναι πολύ πιο κρίσιμη και από αυτή ακόμη
την κατοχή.'Ετσι αρνήθηκα να ακολουθήσω τους αντάρτες. O Κοσμάς που
προσπάθησε να μας συνδέσει με τα εθνικιστικά ανταρτικά, μας συμβούλεψε να
μην καταταγούμε πια σ' αυτούς, αλλά να κρυφτούμε για λίγο καιρό ακόμη. Η
ξενιτιά, μας είπε παραβολικά, είναι καλή, αλλά για τους άλλους, όχι για μας.
Μην πάτε πουθενά, μας είπε, να μείνετε εδώ, να δούμε πως θα εξελιχθεί η
κατάσταση. Στους αντάρτες μπορείτε να πάτε ότι ώρα θέλετε. Γ' αυτό ποτέ δεν
είναι αργά. Ακολουθήσαμε τη συμβουλή του, κρυφτήκαμε εκείνο το βράδυ και
ανέφερε στους συνδέσμους πως λείπαμε από το χωριό, οπότε αυτοί επέστρεψαν
στη μονάδα τους άπρακτοι.
Για μια ακόμη φορά θέλω να τονίσω εδώ το άδολο και προπάντων αγνό και
ανυστερόβουλο ενδιαφέρον του Κοσμά για εμάς. Με συμβουλές, με ενίσχυση
ηθική και πολλές φορές υλική, με νουθεσίες, ο Κοσμάς όλο αυτό το διάστημα
στάθηκε σαν πραγματικός πατέρας στο πλευρό μας. Επέμενε να μας κρατήσει
μακριά από τα ανταρτικά, όχι τόσο για τις σκληρές συνθήκες κάτω από τις
οποίες ζούσαν, όσο για την τάση, τη σύνθεση και κυρίως για την ιδεολογία
τους. Αυτοί μας έλεγε θα τσακωθούν μια μέρα μεταξύ τους. Δεν κάνει να
βρίσκεστε στις τάξεις τους, γιατί εσείς σαν άβγαλτοι, θα είστε τα πρώτα
θύματα. Τα νεανικά του χρόνια τα πέρασε στη Ρωσία, έζησε εκεί τον εμφύλιο
πόλεμο σε όλη του την αγριότητα, τις ακρότητες και από τα δύο μέρη των
κομουνιστών και των αντικομουνιστών και φοβόταν μήπως και εδώ συμβούν
τα ίδια. Ακολουθήσαμε τις συμβουλές του και παραμείναμε στο χωριό κοντά
στις οικογένειές μας. Περιμέναμε πια την ώρα της αναχώρησης του δυνάστη,
να πετάξουμε τα άχρηστα πια όπλα μας και να ζήσουμε στο εξής σαν απλοί
πολίτες στον μεταπολεμικό κόσμο.
Περισσότερο όμως από τον Κοσμά ενδιαφερότανε για μας και για την τύχη
μας ο γιος του, Γιώργος. Πολλές φορές μας έφερε τρόφιμα στο βουνό, από το
υστέρημά του βέβαια και πολλές φορές έμεινε ώρες ολόκληρες μαζί μας. Σε μια
από αυτές τις επισκέψεις του, από κακό χειρισμό ενός περίστροφου που το
περιεργαζόμουνα, κόντεψα να τον σκοτώσω. Πήρα το περίστροφο στα χέρια
μου, πατούσα την σκανδάλη, δεν έπαιρνε φωτιά και προτείνοντάς το προς το
μέρος του, τον ρώτησα για τον τρόπο χειρισμού.
« Γιώργο, για κοίτα εδώ το περίστροφο, γιατί δεν πυροβολεί και πάτησα την
σκανδάλη δυνατά. Τότε ακούστηκε ένας πυροβολισμός, η σφαίρα πέρασε δίπλα
από το πρόσωπό του, χωρίς ευτυχώς να τον πειράξει καθόλου.
-
Τι κάνεις Παναγή, φώναξε ο Γιώργος. Κόντεψες να με σκοτώσεις.
Πέταξα το περίστροφο μακριά και τον αγκάλιασα από χαρά που γλίτωσε από την
απροσεξία μου.
236
- Αν με τραυμάτιζες Παναγή, τί θα έκαμες;
- Θα σε κατέβαζα στο χωριό και θα προσπαθούσα να σε γλιτώσω.
- Ε, όχι Παναγή. Εγώ δεν θα έκανα κάτι τέτοιο, αν βρισκόμουν στην θέση σου.
Θα έριχνα δύο τρεις ακόμη χαριστικές βολές και θα σε αποτελείωνα. Γιατί
καλύτερος είναι ο άμεσος θάνατος, παρά ο αργός που υποφέρει ο τραυματίας σε
όλη την υπόλοιπη ζωή του ».
'Ηταν ένα από τα πολλά δείγματα της αποφασιστικότητας που διέκρινε τον
χαρακτήρα του εξαίρετου αυτού νέου, που αλίμονο τον χάσαμε ύστερα από
λίγα χρόνια, στον ανταρτοπόλεμο.
Έμελλε ακόμη να υποφέρουμε πολλά. Δεν ήταν γραφτό να τελειώσουν τα
βάσανά μας γρήγορα. Η μεγάλη ησυχία που επικρατούσε στα μέρη μας τις
τελευταίες εβδομάδες, μπορεί κάλλιστα να παραλληλιστεί με την ηρεμία που
υπάρχει πριν από το ξέσπασμα μιας φουρτούνας. Επρόκειτο για την
αντιμετώπιση και άλλων κινδύνων, πολύ μεγαλύτερων από εκείνων του
περασμένου Απριλίου. Στις 16 Αυγούστου, ο εχθρός επιχείρησε μια μεγάλη
εξόρμηση, έκανε συστηματική επιχείρηση εκκαθάρισης στα βουνά των χωριών
μας για να μας πιάσει και αν ήταν δυνατόν να διαλύσει και τις άλλες ανταρτικές
ομάδες. Κανείς δεν αντιλήφθηκε τίποτα. Ακόμη και αυτός ο Κυριάκος που σε
παρόμοιες περιπτώσεις μας προειδοποιούσε να πάρουμε τα μέτρα μας, στην
συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπόρεσε να μάθει τίποτα εγκαίρως. Έτσι
αφεθήκαμε στην τύχη μας. Είναι πραγματικά περίεργο αυτό που συνέβη. Να
οργανωθεί δηλαδή από τον εχθρό ολόκληρη επιχείρηση, για να μην πω
εκστρατεία, με σκοπό να παγιδευτούν δύο νέοι φυγάδες που κρύβονται στα
βουνά, σχεδόν άοπλοι. 'Ηταν φαίνεται πολύ καλά ενημερωμένοι για την
παρουσία μας στο χωριό και για τα κρησφύγετά μας. Εμείς βέβαια για λόγους
προληπτικούς και παραπλανητικούς, τα αλλάζαμε τακτικά και το σπουδαιότερο
ποτέ δεν φανερώναμε τον ακριβή τόπο που επρόκειτο να περάσουμε την νύχτα,
κρατώντας το μυστικό ακόμη και από τους δικούς μας. Δεν μας ξεχνούσε ο
δυνάστης, ίσως μας θεωρούσε ευάλωτα θύματα και επεδίωκε να μας πιάσει,
ώστε να μας παρουσιάσει ως αντάρτες που πιάστηκαν σε μάχες και να
δικαιολογήσει έτσι τη δράση και αυτήν ακόμη την παρουσία και ύπαρξή του
σαν καταδιωκτική αρχή.
'Ηταν το απόγευμα της 21ης Αυγούστου. Βρισκόμουν στην τοποθεσία
"Καστανιές" δίπλα στα χωράφια μας. Εκεί κοντά σε μία χαράδρα, άναψα φωτιά
και καταγινόμουν με το ψήσιμο του φαγητού. Μαγείρευα φασόλια, από
απερισκεψία τα μούσκεψα πρώτα σε κρύο νερό έχοντας ρίξει αρκετό αλάτι
μέσα, αυτά σκληρύνανε και δεν έβραζαν εύκολα, παρ' όλες τις πολύωρες
προσπάθειές μου. Στις 3 η ώρα άκουσα μερικούς πυροβολισμούς από τη θέση
Κανδυλπική. 'Ηταν, όπως διαπίστωσα αργότερα, η εμπροσθοφυλακή του
εχθρού που κατέβαινε το ύψωμα που δέσποζε στην περιοχή και έριχνε
πυροβολισμούς. 'Ημουνα τη μέρα εκείνη σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση,
κουρασμένος, απελπισμένος και με πεσμένο το ηθικό. Αλλά μπροστά στον
κίνδυνο, έκρυψα τη κατσαρόλα με το φαγητό, το κρέμασα πάνω σε ένα θάμνο
και το σκέπασα με φύλλα, έσβησα τη φωτιά με νερό και γενικά εξαφάνισα κάθε
237
ίχνος παρουσίας μου στη θέση αυτή. Στη συνέχεια έκρυψα το όπλο, πήρα την
κόσα, ένα μεγάλο δρεπάνι που θερίζει χόρτα και με βήματα βαριά, αργά,
προσπάθησα κάνοντας τον αφελή χωρικό και αγρότη να τους παραπλανήσω.
Προσπάθησα να ανεβώ στην κορυφή του λόφου, να πάρω την πίσω
βουνοπλαγιά, να απομακρυνθώ και να γλιτώσω έτσι και αυτή τη φορά από τους
διώκτες μου. Δεν ήμουν όμως σε καλή φυσική κατάσταση, δεν είχα κουράγιο
να περπατήσω. Απόσταση που έπρεπε να διανύσω σε δέκα λεπτά, τώρα μου
έπαιρνε διπλάσιο χρόνο, κόπηκαν τα γόνατά μου από την αγωνία και τον φόβο.
Σέρνοντας τα βήματά μου, πάντοτε προς την κορυφή του λόφου, τελικά
σωριάστηκα στο χώμα. Βρήκα τη δύναμη, κάθισα κάτω από ένα θάμνο με την
κόσα στο χέρι και το βλέμμα μου στραμμένο προς το μέρος όπου άκουσα πριν
από λίγη ώρα τους πυροβολισμούς. Χωρίς να το καταλάβω με πήρε ένας
ελαφρύς ύπνος, έγειρα στη δεξιά πλευρά και ακούμπησα στο στειλιάρι της
κόσας.
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα σ' αυτή τη θέση. Εκείνο που ξέρω είναι πως με
ξύπνησαν οι φωνές των Βουλγάρων στρατιωτών. Αντίκρυσα τότε με τρόμο
τρεις φάλαγγες στρατιωτών να διασχίζουν προς όλες τις κατευθύνσεις την
πλαγιά του απέναντι λόφου. Τα όπλα τους και τα μυδράλιά τους αστράφτανε
στον Αυγουστιάτικο ήλιο. Οι φωνές τους, Στογιάν έλα από εδώ ή Γκότσεφ
πιάσε το μονοπάτι και τα παραγγέλματα των αξιωματικών μου προξένησαν
ακόμη μεγαλύτερο φόβο. Ο εχθρός συνέχιζε να χτενίζει την απέναντι πλευρά.
Οι φάλαγγες κόντευαν να φθάσουν στην χαράδρα που χώριζε τις δύο πλαγιές.
Στη σκέψη ότι υπήρχε το ενδεχόμενο να περάσουν στην πλευρά του λόφου που
βρισκόμουν, οπότε η σύλληψή μου ήταν σίγουρη, αναλογίστηκα το μέγεθος
του κινδύνου που διέτρεχα, έσφιξα την καρδιά μου και αποφάσισα με κάθε
τρόπο να δρασκελίσω τα τελευταία ογδόντα με εκατό βήματα που χρειαζότανε
να κάνω για να περάσω την στροφή του λόφου προς την αντίθετη πλευρά,
μακριά από τα παρατηρητήρια του εχθρού.
Δεν μπορούσα να περιμένω περισσότερο στο μέρος αυτό, στην αρχή
γλίστρησα και κρύφτηκα στο βαθούλωμα που σχημάτισε μπροστά μου το νερό
της βροχής, αλλά και εκεί δεν αισθάνθηκα σιγουριά. Σκέφτηκα πως μπορούσε
το βαθούλωμα αυτό να γίνει ο τάφος μου σε περίπτωση που με εντόπιζαν οι
διόπτρες του εχθρού από τα απέναντι παρατηρητήρια. Δεν το είχε τίποτα ο
εχθρός να στρέψει τότε επάνω μου όλη τη δύναμη του λόχου, σε άνδρες και
πυρά. 'Ερποντας σαν το φίδι, χωρίς να σηκώσω τις πλάτες μου, συγκέντρωσα
τις τελευταίες μου δυνάμεις και κάλυψα την τελευταία απόσταση των ογδόντα
εκατό βημάτων σε διάστημα περισσότερο των δέκα λεπτών. Διέσχισα τα χόρτα,
χωρίς να πειράξω κανένα θάμνο ή δένδρο για να μην δώσω στόχο με το πιθανό
κούνημα των κλαδιών. Επιτέλους βρέθηκα στην πολυπόθητη πίσω πλευρά του
λόφου, αθέατος από τα παρατηρητήρια του εχθρού.'Ημουν πια ασφαλής. Το
έβαλα στα πόδια με σκοπό να ειδοποιήσω τον λόχο των Ελασιτών που ήταν
κρυμμένοι εκεί δίπλα στην Κωνσταντινιά και να ανεβώ αργότερα στο ψηλότερο
σημείο του βουνού για να παρακολουθήσω τις κινήσεις του αντιπάλου. 'Εφτασα
στα σύνορα της Κωνσταντινιάς, μια απόσταση τεσσάρων χιλιόμετρων που μου
πήρε είκοσι λεπτά να την διανύσω. Συνάντησα τυχαία εκεί ένα παλιό γνωστό
μου, τον Γιάννη Σαλπιστή, κάτοικο Κωνσταντινιάς, του ανέφερα για την
παρουσία του εχθρού και τον παρακάλεσα να ειδοποιήσει, είτε ο ίδιος, είτε με
238
κάποιο σύνδεσμο τον λόχο των Ελασιτών που από όσα ήξερα, ήταν κρυμμένος
εκεί κοντά
« Μείνε ήσυχος, θα τους ειδοποιήσω τώρα αμέσως και μάλιστα εγώ ο ίδιος.
Αυτοί κρύβονται εδώ κοντά μας και μου έδειξε μια τοποθεσία κάπου χίλια μέτρα
μακριά ».
Είναι αλήθεια πως ύστερα από την προειδοποίηση μου, οι Ελασίτες έλαβαν
καλύτερα μέτρα απόκρυψης, λούφαξαν κυριολεκτικά εκεί που βρίσκονταν για
τρεις ολόκληρες ημέρες και τελικά σώθηκαν.
Εδώ χρειάζεται να δώσω μια εξήγηση. Προχώρησα σ’ αυτή την σωτήρια
προειδοποίηση για τους αντάρτες, όχι γιατί τους συμπαθούσα ή ανήκα στην
ιδεολογία τους, ή τέλος επειδή επικροτούσα τις επιδιώξεις τους στον αγώνα που
κάνανε για επικράτηση, αλλά έχοντας την σκέψη πως και αυτοί ήταν 'Ελληνες,
στην πλειοψηφία τους παιδιά του φτωχού λαού που βρεθήκανε εκεί στα
αριστερά ανταρτικά, οι περισσότεροι από ανάγκη, άλλοι από τύχη και πως στο
σύνολο τους σχεδόν δεν ακολουθούσαν ιδεολογικά τους αρχηγούς τους.
Αφού έμεινα ήσυχος πως με τις πληροφορίες που έδωσα οι Ελασίτες ήταν
πια ενήμεροι της κατάστασης, πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Λίγο
βορειότερα, ανέβηκα στην ψηλότερη βουνοκορφή, το Χάρκοβο, από όπου είχα
απεριόριστη θέα. Είδα τους σχηματισμούς του εχθρού να κατασκηνώνουν στην
κορυφή του λόφου που δέσποζε στο χωριό μας. Παρατηρούσα από εκεί τον
εχθρό όλη τη μέρα μέχρι που βράδιασε και η ορατότητα περιορίστηκε αισθητά.
Δεν ήξερα τι γινότανε στο χωριό, όπου κατέβηκε ο εχθρός. Εκεί βρισκότανε
πολλοί κάτοικοι, ανάμεσά τους και η μητέρα μου. 'Ολοι τους ήταν άοπλοι και
καταγινότανε με τις αγροτικές τους εργασίες. Δεν μπορούσα να εξηγήσω το
πέσιμο ενός πυροβολισμού στο χωριό, κοντά στην περιοχή του σπιτιού μου.
'Υστερα από αρκετή σκέψη αποφάσισα να κατεβώ στο μέρος όπου το μεσημέρι
άφησα την κατσαρόλα με τα φασόλια, γιατί πεινούσα τρομερά.
'Επρεπε όμως να βιαστώ και να προλάβω να πάω, πριν πέσει το σκοτάδι.
Πήρα το κατηφορικό μονοπάτι για να βγω στο σημείο που άφησα το φαγητό.
Δοκιμαστικά λοιπόν μιμήθηκα τη φωνή της κουκουβάγιας, μήπως και βρω
ανταπόκριση και πληροφορηθώ κάτι για τη τύχη του Αλέκου για τον οποίο
ήξερα πως τη μέρα εκείνη βρισκότανε στη χαράδρα του Κονδυλπίκη, από όπου
ήρθαν το μεσημέρι οι εχθρικές φάλαγγες. Σχεδόν αμέσως πήρα απάντηση από
την θέση που πριν από λίγες ώρες βρισκότανε τα παρατηρητήρια του εχθρού.
Σκέφθηκα πως θα μπορούσε να είχε πιαστεί και κάτω από την απειλή των
δεσμωτών του προσπαθούσε να παγιδεύσει και μένα. Σταμάτησα πια να
απαντώ στα επίμονα καλέσματά του, ώσπου να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Εν
το μεταξύ άκουγα από την πλευρά του χωριού μας τον Γιώργο Αθανασιάδη να
έρχεται προς το μέρος μου τραγουδώντας ερωτικά τραγούδια, σημάδι πως δεν
υπάρχει κανένας κίνδυνος. Διερωτήθηκα τότε, τί να απόγινε ο εχθρικός λόχος
που πριν από λίγη ώρα είχε στρατοπεδεύσει στην κορυφή του λόφου που
δέσποζε στο χωριό. Παρόλα αυτά πήρα την απόφαση να συναντηθώ με τον
Γιώργο. Ερχότανε στο βουνό για να μας αναζητήσει. Με την φωνή της
κουκουβάγιας δεν άργησα να τον συναντήσω και του ζήτησα αμέσως
περισσότερες πληροφορίες.
« Παναγή, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος. Οι Βούλγαροι ήρθαν στο χωριό,
239
έκαναν διάφορες έρευνες, ρώτησαν τους χωρικούς για πληροφορίες και ύστερα
στρωθήκανε στο φαγοπότι στην πλατεία του χωριού. Φοβηθήκαμε όμως για την
τύχη σας, γιατί ξέραμε πως κρυβόσαστε στη περιοχή όπου μόλις πριν
εκκαθαρίστηκε από τον εχθρό».
Μάλιστα μου είπε πως από ένα τυχαίο πυροβολισμό που προκλήθηκε, όπως
έμαθαν ύστερα από το παραπάτημα ενός στρατιώτη κοντά στο σπίτι μου,
υπέθεσαν πως οι Βούλγαροι με έπιασαν και με τουφέκισαν στον τόπο. Βέβαια οι
Βούλγαροι δεν τους είπαν τίποτα. Τότε μεγάλωσε η ανησυχία τους, μήπως οι
Βούλγαροι, ύστερα από την εκτέλεσή μου κρύψανε το κουφάρι μου, για να
παρουσιάσουν το πτώμα μου στους ανωτέρους τους, σαν τρόπαιο σύγκρουσης με
τους αντάρτες.
« - Αυτός είναι ο λόγος που βγήκα να σας αναζητήσω νυχτιάτικα. Τώρα που
σε βλέπω ζωντανό η χαρά μου δεν περιγράφεται.
- Γιώργο, άκουσα πριν λίγη ώρα τη φωνή της κουκουβάγιας από τον Αλέκο στην
απέναντι πλευρά. Φοβάμαι όμως μήπως πιάστηκε αιχμάλωτος του εχθρού και
κάτω από τη βία προσπαθεί να μας παγιδέψει. Τι λες Γιώργο, δεν κάνουμε μια
προσπάθεια να τον συναντήσουμε, με προφυλάξεις βέβαια, να δούμε τι γίνεται με
αυτόν;
- Όχι Παναγή, αυτό δεν γίνεται. Από όσα μου λες, o Αλέκος πρέπει να
βρίσκεται στα χέρια του εχθρού.
Χωρίς να δώσω και πολλή σημασία στα λόγια του Γιώργου, έβαλα μια δυνατή
φωνή μιμούμενος την κουκουβάγια. Δέχθηκα αμέσως ανταπόκριση. Με την
επανάληψη των συνθημάτων ο Αλέκος μας πλησίασε αρκετά. Εμείς όμως κάναμε
διάφορους ελιγμούς για να διαπιστώσουμε την κατάστασή του. Έχασε τότε ο
Αλέκος την ψυχραιμία του. Άρχισε τις βρισιές και φανερά πια φώναξε:
- Το ξεσταύρωμά σας. Τι συμβαίνει και με αποφεύγετε; Είμαι μόνος μη φοβάστε
».
Συναντηθήκαμε και χαρήκαμε όλη για την σωτηρία μας και αυτή τη φορά.
'Υστερα ο Αλέκος μας εξιστόρησε την περιπέτεια που έζησε εκείνη την ημέρα.
« Ήμουνα μέσα σε ένα δροσερό θάμνο λεπτοκαρύας. Είχα αγκαλιά το τουφέκι
μου και είτε από κούραση, είτε από την ωραιότητα της φύσης και τις μελωδίες
των πουλιών και των εντόμων, έτσι καθισμένος καθώς βρισκόμουν, δεν άργησε
να με πάρει ο ύπνος. O θάμνος βρισκόταν δύο μέτρα δίπλα από το κεντρικό
μονοπάτι που ανεβαίνει από το δημόσιο δρόμο για την κορυφή στην θέση
Κανδυλπική. Ξύπνησα επειδή άκουσα φωνές και πατημασιές. Βλέπω τότε σε
απόσταση 1,5 μέτρου ένα στρατιώτη να φυλάει σκοπιά. Παρατήρησα τις κινήσεις
του και διαπίστωσα πως δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία μου. Έκανα τον
αδιάφορο, αλλά παρακολουθούσα κάθε κίνηση του σκοπού. Είχα πάντα το
δάχτυλο στη σκανδάλη του όπλου. Σκέφτηκα στην αρχή να του ρίξω, να τον
αφήσω στον τόπο και ύστερα να το βάλω στα πόδια, αλλά δεν ήξερα την δύναμη
του εχθρού στην περιοχή. Όταν ύστερα από λίγo ο στρατιώτης έφυγε από εκεί,
τότε απομακρύνθηκα και εγώ έρποντας, χωρίς να σηκώσω το κεφάλι ή την
πλάτη, απομακρύνθηκα αρκετά και κρύφτηκα σε άλλους πυκνότερους θάμνους
όπου και βρισκόμουν, όταν άκουσα τη φωνή σας ».
240
'Ετσι περάσαμε τη δύσκολη εκείνη μέρα. Ήταν η πιο αποφασιστική, η μέρα
που διατρέξαμε τους μεγαλύτερους κινδύνους στο βουνό. Πέσαμε στο στόμα
του λύκου σχεδόν κοιμισμένοι, και τους δύο μας κόντευε να μας πιάσει ο
εχθρός, γιατί βρεθήκαμε απροειδοποίητοι, απροετοίμαστοι και φερθήκαμε
επιπόλαια. Περισσότερο βέβαια κινδύνεψα εγώ. Ο εχθρός θα με έπιανε σαν
ποντίκι στην φάκα, αν δεν έριχνε προειδοποιητικές βολές. Η κατάσταση θα
ήταν πολύ χειρότερη, αν κοντά στον λόφο που κατέλαβε, προσπαθούσε να
καταλάβει και τον λόφο από όπου γλιστρώντας σαν φίδι, ξέφυγα από τα
παρατηρητήριά τους. Καθώς εγώ σε αντίθεση με τον Αλέκο, δεν έμεινα
ακινητοποιημένος στο ίδιο σημείο, δεν λούφαξα όπως αυτός, αλλά χάνοντας
την ψυχραιμία μου έκανα άσκοπες μετακινήσεις έστω και με την κόσα στον
ώμο παριστάνοντας τον αγρότη. Λίγο έλειψε βέβαια να πληρώσω αυτές τις
κινήσεις μου πολύ ακριβά, ίσως και με την ίδια μου την ζωή. Αυτή ήταν
ευτυχώς η τελευταία απόπειρα του εχθρού να μας συλλάβει. Δεν έχω λόγους να
πιστέψω, καθώς δεν έχω στοιχεία, πως η εκκαθάριση αυτή, το χτένισμα δηλαδή
της περιοχής που κρυβόμαστε ο Αλέκος και εγώ από τον εχθρό είχε σαν
αντικειμενικό σκοπό την σύλληψή μας και πως σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε
ύστερα από προδοσία. 'Ισως βέβαια και να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ο
πληροφοριοδότης του εχθρού όμως φάνηκε πως δεν ήταν καλά κατατοπισμένος
για τη διαμονή μας και τον τρόπο απόκρυψής μας.
'Υστερα από τη μεγάλη εκκαθαριστική επιχείρηση του Αυγούστου του 1944
μεγάλη ησυχία επικράτησε στα μέρη μας. Οι Βούλγαροι περιορίστηκαν στα
κεφαλοχώρια και τις πόλεις. Σταμάτησε κάθε αντιανταρτική κίνηση. Φαινότανε
πως όλοι τους εχθροί και φίλοι περίμεναν την εξέλιξη του πολέμου που
μεταφέρθηκε και πάλι στα Βαλκάνια. Στις 20 Αυγούστου του 1944 άρχισε η
μεγάλη Ρωσική επίθεση στον Προύθο. Διασπάστηκε το μέτωπο και o Ρωσικός
στρατός ξεχύθηκε στην Ρουμανία η οποία συνθηκολόγησε αμέσως. Έπειτα
ήρθε η σειρά της Βουλγαρίας. Δεν μπορούσαν να φέρουν αντίσταση τους
Ρώσους, διότι ο στρατό τους είχε συρρικνωθεί και το κλίμα μόνο ευνοϊκό δεν
μπορούσε να χαρακτηριστεί. Από τις εφημερίδες μάθαμε για τις αλλεπάλληλες
κυβερνητικές αλλαγές στη Βουλγαρία. Από την άλλη μεριά μάθαμε πως
αντιπρόσωποι της Βουλγαρίας διαπραγματευότανε την συνθηκολόγηση τους με
τους συμμάχους στο Κάιρο. 'Ολα αυτά έδειχναν πως οι επόμενες μέρες θα ήταν
αποφασιστικές για την τύχη μας. Προσωπικά πίστεψα πια πως έφθασε όχι η
αρχή του τέλους, αλλά το τέλος του τέλους.
Συναντήθηκα με τη μητέρα μου τέλη του μήνα. Ανταλλάξαμε γνώμες για
την κατάσταση της οικογένειας μου, ιδιαίτερα για την οικονομική. Από τον
αδελφό μου το Νίκο παίρναμε τακτικά γράμματα από τη Δοβρουτσά.
Περνούσανε καλά. Δουλεύανε σε ιδιώτες στα χωράφια. Με τη λήξη της
σιτοσυγκομιδής θα τους άφηναν ελεύθερους να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Εγώ πάλι όσο έβλεπα πως περνούσαν οι μέρες χωρίς εντυπωσιακά
αποτελέσματα, παρά τις μεταμορφώσεις της Βουλγαρίας από μη αγωνιζόμενο
κράτος σε ουδέτερο και από ουδέτερο σε συμμαχικό, ανυπομονούσα
περισσότερο για την τύχη που θα είχα τον ερχόμενο χειμώνα. 'Εκανα σχέδια για
το άνοιγμα μιας μεγάλης τρύπας, έτσι ώστε να χωράει το σώμα του ανθρώπου
και ύστερα το σκάλισμα μιας αρκετά μεγάλης κουφάλας, σε μια μεγαλόσωμη
καστανιά για καταφύγιο το χειμώνα. Εν τω μεταξύ το κρύο με τις πρώτες μέρες
241
του Σεπτεμβρίου έκανε έντονη την εμφάνισή του. Δεν είχα καθόλου ρούχα. Η
μόνη μας ελπίδα ήταν η απελευθέρωση.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου πίστεψα πια πως η ευλογημένη ώρα της
απελευθέρωσης πλησίαζε. Κατέβηκα στο σπίτι και παρακάλεσα τη μητέρα μου
να πάει στο παζάρι της Χρυσούπολης την επόμενη Τετάρτη και να μου
αγοράσει ένα ζευγάρι ξύλινα παπούτσια . για δερμάτινα ούτε λόγος γινότανε δεν
βρισκότανε πουθενά. Σε λίγες μέρες, της είπα, οι Βούλγαροι θα φύγουν και εγώ
θα κατεβώ από το βουνό. Πώς θα περπατήσω όμως μέσα στον κόσμο
ξυπόλυτος. Εκτός από αυτό θέλω να πάω στην Χρυσούπολη να δω τον κόσμο,
φίλους και γνωστούς μου. Η μητέρα μου ξαφνιάστηκε από τα νέα που της
έφερα και την απαίτηση που είχα. Δεν πίστευε πως έτσι γρήγορα θα γλιτώναμε
από τον δυνάστη. Πραγματικά η μητέρα μου πήγε στη Χρυσούπολη την πρώτη
Τετάρτη και μου έφερε τα παπούτσια μαζί με εφημερίδες βέβαια.
Τώρα λοιπόν που όλα δείχνουν πως βρισκόμαστε στις παραμονές της
απελευθέρωσης, ας ρίξουμε μια ματιά πίσω, στις αρχές της κατοχής και ας
πούμε δύο λόγια για την πνευματική μου εξέλιξη τα χρόνια αυτά.
Η κατοχή με βρήκε σε ηλικία 20 ετών, με μόρφωση του Δημοτικού, με
περιορισμένες γνώσεις και με πολύ μικρό ενδιαφέρον για μάθηση και γράμματα
που μου επέβαλαν οι καταστάσεις εκ των πραγμάτων. Είχα όμως μια μικρή
βιβλιοθήκη αποτελούμενη από είκοσι βιβλία εθνικού περιεχομένου, σχετικά με
την ιδεολογία της 4ης Αυγούστου, καθώς και τρεις τόμους περιοδικών των
τριών ετών της ΕΟΝ, της Νεολαίας του Μεταξά. Όλα αυτά τα βιβλία
καταστράφηκαν στο διάστημα της κατοχής. Απαγορεύτηκε αυστηρά από τις
αρχές η ύπαρξη ελληνόγλωσσων βιβλίων. Άλλα από τα βιβλία αυτά τα
κατέστρεψα ο ίδιος, δεν ήταν βέβαια τόσα σημαντικά, άλλα τα κατέσχεσαν οι
Βούλγαροι και τα υπόλοιπα εξαφανίστηκαν στις διάφορες μετακινήσεις μας.
Για ένα διάστημα πάνω από δεκαοκτώ μήνες δεν βρήκα τίποτα το
Ελληνόγλωσσο να διαβάσω εφημερίδα ή περιοδικό. Ελληνικά κείμενα δεν
εκδιδότανε πια, απαγορεύτηκε η έκδοσή τους και στη θέση αυτών
κυκλοφορούσαν Βουλγαρικά έντυπα και εφημερίδες τις οποίες δεν αγοράζαμε,
γιατί δεν ξέραμε την γλώσσα.
Στη διάρκεια όμως της παραμονής μου στη Βουλγαρία, έμαθα αρκετά καλά
τα Βουλγαρικά. Όταν λοιπόν επέστρεψα, επιδόθηκα συστηματικά στην
εκμάθηση της γλώσσας, ώστε να μπορώ να έχω την δυνατότητα να διαβάζω
εφημερίδες και να ενημερώνομαι σχετικά με την εξέλιξη του πολέμου, γιατί
από εκεί περιμέναμε την απολύτρωσή μας. 'Ετσι σταδιακά, στο διάστημα των
υπόλοιπων δύο ετών της κατοχής, έμαθα πολύ καλά τη γλώσσα. Διάβαζα πια
άνετα τις εφημερίδες και τις μετέφραζα σωστά. Μάλιστα τον τελευταίο καιρό
διάβαζα το κείμενο των εφημερίδων κατ' ευθείαν στα Ελληνικά σαν να
επρόκειτο για Ελληνικές εφημερίδες. Σιγά-σιγά συγκέντρωσα μερικά βιβλία
κυρίως ιστορικά και ενώ πριν είχα Ελληνικά βιβλία, τώρα κατείχα Βουλγαρικά.
'Εκανα συλλογή αποσπασμάτων εφημερίδων και περιοδικών Ελληνικού
ενδιαφέροντος, τα τακτοποίησα κατά θέμα και μαζί με τα Βουλγαρικά βιβλία,
τα τοποθέτησα σε ένα γκαζοτενεκέ και τα έκρυψα στην κουφάλα μιας
καστανιάς, λίγο πριν από την απελευθέρωση.
Δυστυχώς είτε ξέχασα το δέντρο, είτε άλλοι τα κλέψανε από εκεί, γιατί δεν
μπόρεσα αργότερα παρ' όλες τις αναζητήσεις μου, να βρω τα βιβλία.
242
Εξαφανίστηκαν και αυτά μαζί με τους Βούλγαρους. Τελικά έμεινα χωρίς ούτε
ένα Βουλγαρικό έντυπο, ενώ πριν είχα δύο τενεκέδες βιβλία, περιοδικά και
εφημερίδες. Δεν ήταν τυχερό να κρατήσω ούτε την προπολεμική μου
βιβλιοθήκη, ούτε αυτή της Βουλγαρικής κατοχής, αλλά ούτε και των πρώτων
μεταπολεμικών χρόνων. Με τις συνθήκες αυτές η απελευθέρωση με βρήκε και
πάλι με τις γνώσεις του Δημοτικού, εκτός βέβαια από την εκμάθηση της
Βουλγαρικής γλώσσας, στην οποία προχώρησα κατά το διάστημα της κατοχής.
Ανέφερα στα προηγούμενα κεφάλαια τους άγριους βομβαρδισμούς της
Σόφιας από την συμμαχική αεροπορία. Εκτός από τους βομβαρδισμούς,
ρίχτηκαν χιλιάδες προκηρύξεις από τα συμμαχικά αεροπλάνα στη Βουλγαρική
γλώσσα, οι οποίες απεικόνιζαν δύο Βούλγαρους στρατιώτες να ξυλοκοπούν
έναν 'Ελληνα δεσμώτη. Οι προκηρύξεις αυτές γράφανε τα παρακάτω σε
ελεύθερη μετάφραση:
« Βούλγαροι στρατιώτες, για δείτε ολόγυρά σας. Μέσα από τους καπνούς που
βγαίνουν από τα ερείπια και τα δάκρυα που χύνουν οι Έλληνες στα κατάμαυρα
από τη θλίψη πρόσωπά τους, προβάλει το άσβεστο μίσος για να πάρουν εκδίκηση
από σας, τον άνανδρο εισβολέα. Σταματήστε τους εμπρησμούς και τους φόνους.
Συνέλθετε και σκεφτείτε το μεγάλο κακό που προξενείτε στους Έλληνες.
Βούλγαροι στρατιώτες, αν θέλετε να επιστρέψετε σώοι στις οικογένειές σας και
στους κάμπους του Δούναβη, τότε εγκαταλείψτε αμέσως την Μακεδονία και τη
Θράκη. Αν όμως δεν γίνει αυτό και εξακολουθήσετε την τακτική του αίματος και
των εμπρησμών, τότε είναι βέβαιο πως μία μέρα η οποία δεν είναι μακριά, οι
Έλληνες και οι σύμμαχοί τους θα σας καταδιώξουν μέχρι την πατρίδα σας, για να
σας πιάσουν και να δικαστείτε στα μέρη που εγκληματήσατε. Αυτή είναι η πιο
ιστορική απόφαση που πήραν στην Τεχεράνη ο Στάλιν, ο Ρούσβελτ και ο
Τσώρτσιλ ».
Αμέσως μετέφρασα τις συγκεκριμένες προκηρύξεις, μια από τις οποίες
αντιγράφηκε και κυκλοφόρησε ευρύτατα στον Ελληνικό πληθυσμό. Αλλά και
ανάμεσα στους Βούλγαρους η προκήρυξη αυτή έφερε μεγάλη σύγχυση, αφού
ακόμη και αυτή η Βουλγαρική εφημερίδα "Μπελομόρσκα Μπουλγκάρια" της
Ξάνθης, προσπάθησε δημοσιεύοντας ορισμένες περικοπές των προκηρύξεων,
ιδιαίτερα το σημείο εκείνο που τους αποκαλούσε εισβολείς, να αποδείξει πως
εισβολείς δεν είναι οι Βούλγαροι, γιατί αυτοί ήρθαν εδώ για να
απελευθερώσουν δικά τους εδάφη, σε αντίθεση με τους Άγγλους που είναι οι
μεγαλύτεροι εισβολείς στην ιστορία.
Η κατοχή όμως πλησίαζε στο τέλος της και περιμέναμε την ώρα της
απελευθέρωσης. Στις 10 Σεπτεμβρίου του 1944, ξαφνικά κυκλοφόρησε η
είδηση πως υπογράφηκε ανακωχή μεταξύ των συμμάχων και της Βουλγαρίας
και πως ένας από τους κυριότερους όρους τους ήταν η άμεση εκκένωση των
εδαφών μας. Στην πραγματικότητα δεν έγινε καμία τέτοια κίνηση. Απλούστατα
οι Βούλγαροι στην προσπάθειά τους να φανούν συνεμπόλεμοι με τους
συμμάχους, απελευθέρωσαν όλους τους ξένους από τα στρατόπεδα ομήρων, τα
τάγματα εργασίας, τις φυλακές και παράλληλα εκκένωσαν τις περιοχές μας από
τους διοικητικούς δικαστικούς υπαλλήλους και εποίκους.
Η εκκένωση πραγματοποιήθηκε σχεδόν χωρίς προβλήματα. Μόνο στην
243
περιοχή της Δράμας σημειώθηκαν μερικά επεισόδια και εκτελέσεις. Εκεί σε ένα
χωριό, οι Βούλγαροι έπνιξαν μια εξέγερση στο αίμα. 'Ολοι όμως οι υπόλοιποι,
δηλαδή οι δημόσιοι υπάλληλοι και ιδιαίτερα οι Βούλγαροι έποικοι, περάσανε
τα σύνορα βιαστικά και έγκαιρα. Ενώ λοιπόν το ξένο στοιχείο συγκεντρωνόταν
στην περιοχή μας εδώ και τρία ή και περισσότερα χρόνια, την εγκατέλειψε σε
τρεις μέρες. Σχεδόν παντού επικρατούσε αναρχία. Αρχηγοί και καπετάνιοι
ξεπετάχτηκαν μέσα από τον κόσμο, αυτοονομάστηκαν Ελληνικές Αρχές και
κατέλαβαν τα δημόσια γραφεία, ύστερα βέβαια από την αναχώρηση των αρχών,
προσπαθώντας να βάλουν κάποια τάξη στο χάος που άφησε ο εχθρός πίσω του.
Παρουσιάστηκαν μάλιστα και σποραδικές αυτοδικίες. Στον Κεχρόκαμπο ένας
καπετάνιος κάτοικος του χωριού, σκότωσε ένα Βούλγαρο διοικητικό υπάλληλο
του Ιβάν, τον ταμία της κοινότητας και στη συνέχεια τον 'Ελληνα συνοδό του,
τον Οφρυδόπουλο, που προσπαθούσε να καλύψει τον Ιβάν. 'Ηταν πολύ λυπηρό
αυτό το επεισόδιο. Ο 'Ελληνας δεν έφταιγε καθόλου, προσπάθησε να εκτελέσει
ένα ανθρωπιστικό έργο, να σώσει ένα κυνηγημένο ξένο. Αλλά ούτε και ο ξένος
ήταν άξιος θανάτου. Σαν διοικητικός υπάλληλος, ίσως έβλαψε μερικούς από
οικονομική άποψη, στην διάρκεια της θητείας του, αλλά δεν πείραξε κανένα.
'Υστερα από τις δολοφονίες που διαπράχθηκαν σε βάρος των Βουλγάρων, δύο
συμπατριώτες τους υπάλληλοι της κοινότητας που καθυστέρησαν να φύγουν,
κατευθύνθηκαν προς την χαράδρα και ακολουθώντας κάποια μονοπάτια, ενώ
παράλληλα απέφευγαν τον δημόσιο δρόμο, έφθασαν στο χωριό μας ένα
απόγευμα κατά τα μέσα Σεπτεμβρίου του 1944. Θα επανέλθω όμως αργότερα
στην περιπέτεια των δυο αυτών Βουλγάρων.
Βρισκόμουν ακόμη στα βουνά του χωριού μας, είχα όμως πολλές επαφές με
τους χωρικούς και ιδιαίτερα με την οικογένειά μου. Με την απελευθέρωση,
έφυγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου. 'Εφυγε o κατακτητής και επιτέλους
ήμασταν ελεύθεροι. Ο κόσμος όμως ήταν επιφυλακτικός. Δεν διοργανώθηκαν
χοροί, τελετές ή πανηγύρια για την απελευθέρωση. 'Εφυγαν οι ξένοι, αλλά
άφησαν πίσω τους ένα μεγάλο κενό, δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις τους
εθνικιστές και τους κομουνιστές. Δυστυχώς όλα έδειχναν πως πολύ γρήγορα θα
ξανάρχιζαν οι συγκρούσεις μεταξύ τους για το ξεκαθάρισμα των ιδεολογικών
λογαριασμών τους.
Επιπλέον γύρισαν από την Βουλγαρία, όλα τα παιδιά του χωριού μας που
αναγκάστηκαν το περασμένο καλοκαίρι να πάνε
στο εσωτερικό της
Βουλγαρίας για την διεξαγωγή αγροτικών εργασιών. 'Ολοι τους ήταν σε πολύ
καλύτερη κατάσταση από αυτήν που βρίσκονταν, όταν τους πήραν τον
περασμένο Ιούνιο. Συμπληρώθηκε έτσι η οικογένειά μας και η απελευθέρωση
μας βρήκε όλους μαζί στο χωριό, χωρίς ευτυχώς να θρηνήσουμε κανένα θύμα
από τους Βούλγαρους σε όλο το διάστημα της κατοχής.
Όταν δύο διοικητικοί υπάλληλοι, ο Ιβάν o γραμματέας μαζί με τον Ιβάν τον
πομάκο που σε όλο το διάστημα της κατοχής εκτελούσε χρέη αντιπροέδρου στα
χωριά μας, το Σκοπό και τον Άγιο Κοσμά, φθάνανε στο χωριό, με ειδοποίησαν
μερικοί συγχωριανοί μας με μία δόση ειρωνείας πως ήρθαν οι Βούλγαροι και με
ζητούν. Δεν υπήρχε πια κανένας φόβος. 'Εσπευσα να συναντήσω τους
χθεσινούς μου διώκτες στο σπίτι του Ξανθόπουλου. Τους βρήκα στο προαύλιο
244
του σπιτιού να συζητούν με τους χωρικούς, αρκετά ανήσυχοι και τρομαγμένοι.
'Οταν με είδαν, σηκώθηκαν και οι δύο τους να με υποδεχτούν. Πόσο γρήγορα
άλλαξαν οι καιροί! Τους ανταπέδωσα τον χαιρετισμό και καθίσαμε όλοι μαζί να
συζητήσουμε για το πώς θα εξελίσσονταν η κατάσταση.
Για λίγη ώρα σταθήκαμε άφωνοι και οι τρεις μας. Βλέπαμε ο ένας τον άλλο,
αλλά κανένας δεν έκανε την αρχή. Τέλος με ρώτησε ο γραμματέας:
«- Παναγιώτ, που ήσουνα όλο αυτό το διάστημα; Ξέρω την περίπτωση σου.
Προτίμησες τη δύσκολη ζωή του καταδιωκόμενου, παρά την ασφαλή ζωή των
τρουδοβάκων.
- Ήμουν εντεταγμένος στις ανταρτικές δυνάμεις και τώρα βρίσκομαι με άδεια στο
χωριό. Επωφελήθηκα όμως από την παρουσία σας εδώ και ήρθα να σας δω».
Με ρώτησε ύστερα ο πομάκος, μέχρι πότε θα ισχύσει η άδειά μου. Μέχρι
νεωτέρας διαταγής, του απάντησα. Αρχίσαμε αμέσως την ανταλλαγή απόψεων
για την πολιτική κατάσταση και την εξέλιξη του πολέμου.
Στο μεταξύ όμως είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος έξω από το προαύλιο. 'Οσο
περνούσε η ώρα, τόσο πιο άγριες γινότανε και οι διαθέσεις του. Μερικοί
χωρικοί σκόπευαν να εξοντώσουν τους ανυπεράσπιστους ξένους, τις διαθέσεις
των οποίων αντελήφθησαν βέβαια και οι ίδιοι οι Βούλγαροι. Με ρώτησαν τότε,
προς τι αυτό το μίσος και η δυσαρέσκεια των χωρικών.
«- Εμείς δεν φταίξαμε σε τίποτα, είπε ο γραμματέας. Είμαστε υπάλληλοι. Το
κράτος μας έστειλε εδώ. Τί μπορούσαμε να κάνουμε; Ήταν δυνατόν να
παραβούμε τις διαταγές των αρχών; Δεν φταίξαμε σε τίποτα, δεν πειράξαμε
κανένα. Είναι αδικία να μας κακοποιήσουν οι χωρικοί.
- Δεν έχουμε τίποτα με σας, του απάντησα. Είσαστε Βούλγαροι υπάλληλοι του
δημοσίου και προσπαθούσατε να εδραιώσετε την κυριαρχία της Μεγάλης
Βουλγαρίας, όπως ακριβώς και εμείς την Μεγάλη Ελλάδα. Τώρα που η Ελλάδα
βρίσκεται ελεύθερη αλλά ερειπωμένη, η Βουλγαρία είναι ανέπαφη από τον
πόλεμο, δυστυχώς όμως βρίσκεται στη θέση του νικημένου.Βέβαια δεν είναι
αυτό το θέμα μας, με σας δεν έχουμε τίποτα. Θέλουμε όμως να μας κατονομάσετε
τους συνεργάτες σας, τους Έλληνες που χρησιμοποιούσατε σαν καταδότες και
προδότες.
- Πριν τους κατονομάσω, είπε τότε ο γραμματέας, θα ήθελα Παναγιώτη να μου
διευκρινήσεις τί εννοείς, όταν αναφέρεις τη λέξη προδοσία. Γιατί εμείς νομίζουμε
πως δεν βλάψαμε κανένα χωρικό, δεν πειράξαμε και δεν κακοποιήσαμε κανένα
πατριώτη σας. Απόδειξη, είπε, είναι αυτό που μπορεί να διαπιστώσει ο καθένας,
πως στα τρία χρόνια που μείναμε εδώ, δεν άνοιξε ούτε ρουθούνι.
- Θα ήθελα να μάθω ποιος σας ενημέρωνε πως ο τάδε χωρικός καλλιέργησε
παράνομα κοινόχρηστο χωράφι, πως κάποιος άλλος έσφαξε την αγελάδα του
χωρίς να το δηλώσει στην κοινότητα και τέλος πως μερικοί από τους χωρικούς
δεν πήγαιναν να αλέσουν το καλαμπόκι τους στους κοινοτικούς νερόμυλους, αλλά
αλλού, για να μην πληρώσουν την κοινοτική εισφορά. Επειδή όλα αυτά τα
μαθαίνατε με κάθε λεπτομέρεια, απόδειξη ότι επιβάλατε κυρώσεις στους
παραβάτες, γι' αυτό ζητούμε επιτακτικά να μας κατονομάσετε τους προδότες.
245
- Παναγιώτ, απάντησε ο γραμματέας, αυτά που λες δεν στέκουν, δεν πρόκειται
για σπουδαίες πληροφορίες και αυτές οι πράξεις δεν μπορούν να χαρακτηριστούν
ως προδοσία. 'Υστερα από λίγo, εξακολούθησε, θα έχετε Ελληνική κοινότητα. Για
να σταθεί η κοινότητα αυτή χρειάζεται πόρους,και κατά τη γνώμη μου αυτά που
ανέφερες, αποτελούν πόρους της κοινότητας. Αλλά αφού θέλεις να μάθεις τα
πρόσωπα που μας κατέδιδαν τις συγκεκριμένες παραβάσεις, σας λέω, πως αυτοί
είναι οι ίδιοι που σε σας παριστάνανε τον πατριώτη και έκαναν δήθεν αγώνα για
τα συμφέροντά σας, ενώ στην πραγματικότητα σας εξαπατούσαν και σας
πρόδιδαν, αφού συνεργάζονταν μαζί μας. Κλασικό παράδειγμα, μου είπε, είναι ο
Χ Ι. από τον Κεχρόκαμπο που ήταν συνεργάτης μας. Ερχότανε τακτικά στα
γραφεία της κοινότητας. Μας πληροφορούσε για την φυγή των συγχωριανών του
στη Θεσσαλονίκη. Επίσης αυτός και τα όργαvά του μάθαιναν για την καταπάτηση
των κοινόχρηστων εκτάσεων και των άλλων παραβάσεων που ανέφερες και μας
τις κατέδιδε».
Στη συνέχεια μου ανέφερε και άλλα δύο ονόματα από τον Κεχρόκαμπο που
βέβαια δεν τα θυμάμαι πια, εντύπωση όμως μου έκαναν τα ονόματα του Χ. Ι.
και Ε. Π. 'Ηταν αυτός που μαζί με τον Παναγιώτη Παπαδόπουλο μου είχαν
υποσχεθεί να με εντάξουν στα ανταρτικά τον περασμένο Απρίλιο και στη
συνέχεια με εγκατέλειψαν στην τύχη μου. Αυτός πρόδωσε στους Βουλγάρους
την πρόθεση μας να φύγουμε στο βουνό, με αποτέλεσμα να πιαστούνε νύχτα οι
Κεχροκαμπίτες συνάδελφοί μας και να οδηγηθούνε με συνοδεία την επόμενη
μέρα στο εσωτερικό. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν πιστέψανε οι Βούλγαροι
την φήμη που επίτηδες διέδωσα πως δήθεν φύγαμε στην Θεσσαλονίκη. Κατά
συνέπεια οι διώκτες μου γνώριζαν τις ενέργειες μου και οργάνωναν ολόκληρες
επιχειρήσεις για να με πιάσουν. Δεν ξέρω αν εμλέχτηκε ο Ι. και τυχόν όργανά
τους προδότες στην υπόθεσή μου, τα γράφω αυτά με μεγάλη επιφυλακτικότητα,
το γεγονός όμως πως ύστερα από την απελευθέρωση καταγγέλθηκε από τους
συγχωριανούς του ως συνεργάτης των Βουλγάρων και ως δοσίλογος στο ειδικό
δικαστήριο δοσίλογων που συστάθηκε και καταδικάστηκε για την
αντιπατριωτική του στάση στο διάστημα της κατοχής. Ίσως αυτά που υποθέτω
και αυτά που μου ανέφερε ο γραμματέας Ιβάν να έχουν κάποια δόση αλήθειας.
Δεν θέλω όμως να πιστέψω στην ενοχή του Ι., αφού είναι εκείνος που
μεσολάβησε στο Βούλγαρο πρόεδρο της κοινότητας και γλιτώσανε οι
συγχωριανοί μας από τις φυλακές στη Χρυσούπολη. Είναι ππεριττό βέβαια να
πω πως δεν δέχτηκα να πάω στη δίκη του ως μάρτυρας κατηγορίας και να
καταθέσω την παραπάνω στιχομυθία μου με τον Ιβάν.
Για μία στιγμή τότε ρώτησα τον γραμματέα ποια θα ήταν η τύχη μου, αν
παραδινόμουν αργότερα, κατά το διάστημα του καλοκαιριού, στις αρχές.
Ζήτησα να μάθω, αν θα με κακοποιούσαν, αν θα με περνούσαν από
στρατοδικείο ως ανυπότακτο σε καιρό πολέμου με στρατιωτικό νόμο ή τέλος,
αν θα με πήγαιναν με συνοδεία στη μονάδα μου.
« Τίποτα από όλα αυτά δεν θα πάθαινες Παναγιώτ, είπε ο γραμματέας.
Απλούστατα θα σου δίναμε ένα φύλο πορείας και χωρίς συνοδεία θα πήγαινες
μόνος σου στην μονάδα σου. Είσαι ξένος, Έλληνας, επανέλαβε και αυτά που
φοβόσουνα, ότι μπορούσες να κατηγορηθείς ως ανυπότακτος, δεν είχανε
εφαρμογή σε σένα».
246
Δεν μπορώ βέβαια να πιστέψω τους ισχυρισμούς του. Αλλά πρέπει να
σημειώσω πως σε μία παρόμοια περίπτωση που συνέβη στο διπλανό χωριό το
Διπόταμο, σε έναν που ονομαζόταν Γιούρας, τον πιάσανε πάνοπλο και με την
μεσολάβηση του προέδρου της κοινότητας Λεκάνης δεν τον πείραξαν καθόλου,
αλλά τον στείλανε να δουλέψει στα εργατικά τάγματα, στα οποία όμως δεν είχε
λάβει προηγουμένως πρόσκληση κατάταξης όπως εγώ.
Ενώ συνεχιζόταν η συζήτηση, έφθασε ο Αλέκος με άγριες διαθέσεις.
Στάθηκε όρθιος και άρχισε να απειλεί τους Βούλγαρους. Ο πομάκος που το
περασμένο καλοκαίρι εκμυστηρεύτηκε στη μητέρα μου πως φοβάται το άγριο
βλέμμα του Αλέκου, όταν τον είδε μπροστά του κατέρρευσε, βρήκε όμως το
θάρρος σηκώθηκε από τη θέση του, του πρότεινε το χέρι του και για να τον
καταπραΰνει του μίλησε ευγενικά, χρησιμοποιώντας όμως την Βουλγαρική
γλώσσα, γιατί δεν ήξερε καθόλου Ελληνικά.
« Δεν ξέρω Βουλγαρικά, είπε ο Αλέκος. Είμαστε στην Ελλάδα και τώρα έχουμε
Ελληνική κυριαρχία εδώ, οπότε να μου μιλάς Ελληνικά ».
Του μίλησε με αυτό τον τρόπο, ζητώντας να εκδικηθεί τους Βούλγαρους
που εδώ και τρία χρόνια μας πίεζαν να μιλάμε Βουλγαρικά και μάλιστα
απορούσαν πως εμείς, ως Βούλγαροι, ξεχάσαμε τόσο γρήγορα τη γλώσσα μας.
Ο πομάκος κατέρρευσε. 'Εχασε το χρώμα του. Με κοίταξε ικετευτικά, το
ίδιο και ο Ιβάν ο γραμματέας. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να του
μιλήσω Βουλγαρικά και να του δώσω θάρρος. 'Υστερα στράφηκα στον Αλέκο
και του είπα, Αλέκο ας τους αφήσουμε ήσυχους, πριν λίγο μου κατονόμασαν
τους συνεργάτες τους.
Ο Αλέκος στράφηκε προς τους Βούλγαρους και με άγριο τρόπο, τους είπε,
εδώ ήμαστε πια στην Ελλάδα, πάει η πατρίδα σας. Θα μου κατονομάσετε τους
προδότες μας και θα αποφασίσω σε λίγο για την τύχη σας.
Εν τω μεταξύ μαζεύτηκε πολύς κόσμος, οι περισσότεροι ήταν κάτοικοι του
χωριού, γέμισε η πλατεία, ενώ οι διαθέσεις του κόσμου ήταν άγριες. 'Οσο
περνούσε η ώρα, τόσο πιο απειλητικές γινότανε. Ακουγότανε φράσεις όπως "Τί
τους κρατάμε τους Βουλγάρους", τότε κατάλαβα πως σχεδίαζαν να
δολοφονήσουν τους ξένους. Προσπάθησα να τους καθησυχάσω, να τους
διεγείρω το φιλότιμο, την μεγαλοψυχία τους. Με άκουσαν για λίγο, αλλά πολύ
γρήγορα ξανάρχισαν να φωνάζουν: "Τί τους κρατάμε τους Βούλγαρους";
Κατάλαβα πως η ζωή των ξένων κρεμότανε από μία κλωστή. Με ψυχραιμία
απευθύνθηκα πάλι στους χωρικούς:
«Παιδιά σκεφτήκατε καλά τι πάτε να κάνετε; Τρία χρόνια αυτοί εδώ, δεν άνοιξαν
μύτη. Δεν πείραξαν κανένα από το χωριό μας, τουλάχιστον ανεπανόρθωτα. Εμείς
λοιπόν θα μολύνουμε το χωριό μας με το αίμα τους σε τρεις μέρες; Θα μας πάσει,
τους είπα, η κατάρα τους, αν όχι και η κατάρα του Θεού. Θα διαλυθεί το χωριό
μας, δεν θα δούμε άσπρη μέρα. Ας τους αφήσουμε ελεύθερους να φύγουν στην
πατρίδα τους.
- Αυτά δεν τα ακούω, φώναξε ο Αλέκος. Μαζί μου υπέφερες στο βουνό. Αυτοί
φταίνε, αυτοί θα πληρώσουν και με άγρια φωνή φώναζε στον Πέτρο Ανδρεάδη.
- Πέτρο φέρε το όπλο, θα τους κανονίσω εγώ ».
Επικράτησε τότε μεγάλη ταραχή μεταξύ των χωρικών. Το όπλο του Πέτρου
που πήρε ο Αλέκος δεν πυροβόλησε, γιατί παρουσίασε προβλήματα
247
αφλογιστίας. Ο πομάκος επωφελήθηκε από την σύγχυση που δημιουργήθηκε
και το έβαλε στα πόδια, κατευθυνόμενος προς τα νότια του χωριού μας και
εξαφανίστηκε. Οι υπόλοιποι Βούλγαροι, δηλαδή ο Ιβάν o γραμματέας με τη
γυναίκα του πομάκου και τα δύο τους παιδιά, γυρίσανε πίσω και τρύπωσαν στο
δωμάτιο του Δημητρίου Μαρμαλίδη, ζητώντας άσυλο. Με τον ερχομό της
νύχτας, επικράτησε ησυχία. Διαλύθηκε ο όχλος των χωρικών, κατευνάστηκε
κάπως η οργή του Αλέκου και οι ξένοι διανυχτέρευσαν στο σπίτι του
Μαρμαλίδη.
Χωρίς να θέλω να δικαιολογήσω τη στάση των χωρικών, πρέπει να
παραδεχτούμε πως κάτω από ομαλές περιστάσεις, ανάλογη αντίδραση δεν θα
ήταν σωστή. Την ώρα όμως εκείνη το μίσος έβραζε και όλοι ζητούσαν
εκδίκηση. Επειδή όμως οι αιχμάλωτοι μας δείξανε καλή διαγωγή στο διάστημα
της κατοχής, προσπαθήσαμε να τους ελευθερώσουμε και να τους αφήσουμε να
φύγουν στην πατρίδα τους, παρά να τους σκοτώσουμε.
Λίγο αργότερα τη νύχτα, με φώναξαν στο σπίτι του Μαρμαλίδη. Βρήκα εκεί
τον ίδιο μαζί με τον Χαράλαμπο Τορουνίδη και κάναμε ένα πρόχειρο
συμβούλιο για την τύχη των ξένων.
« Δεν θα αποφύγουμε την αιματοχυσία, είπε ο Τορουνίδης, αν οι ξένοι μείνουν
εδώ. Θα τους φάνε οι δικοί μας. Είδες τί πήγε να κάνει o Αλέκος; Πρέπει να τους
βοηθήσουμε να φύγουν ».
Με τα λόγια αυτά συμφώνησε και ο Μαρμαλίδης και εγώ φυσικά. Στο θέμα
της φυγάδευσης συμφωνήσαμε αμέσως . δεν μπορούσαμε όμως να
συμφωνήσουμε με ποιον τρόπο θα γινόταν ένα παρόμοιο εγχείρημα καθώς και
ποια άτομα θα τους συνόδευαν μέχρι την Χρυσούπολη, όπου εξακολουθούσε
ακόμη να υπάρχει Βουλγαρικό φρουραρχείο. Τελικά αποφασίσαμε να τους
συνοδεύσει η μητέρα μου, η μητέρα του Τορουνίδη και μία άλλη χωριανή μας,
η Άννα Παπαδοπούλου.
'Ηταν η ώρα δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ο κόσμος είχε πια διαλυθεί.
Ετοιμάσαμε ένα υποζύγιο, φορτώσαμε τις αποσκευές του πομάκου και η παρέα
με τον γραμματέα Ιβάν, τη γυναίκα του πομάκου και με τα δύο παιδιά του ήταν
πια έτοιμη για αναχώρηση.
Λίγο πριν ξεκινήσουμε ο Ιβάν με αγκάλιασε, με φίλησε από ευγνωμοσύνη,
με ευχαρίστησε για τις ενέργειες που έκανα, ώστε να γίνει εφικτή η
απελευθέρωσή του και μου έδωσε για δώρο ένα χαρτονόμισμα των χιλίων λέβα
που παρά τις έντονες αντιδράσεις μου, τελικά με έπεισε και το δέχθηκα. Αλλά
και πάλι δεν έκανα καλά που το πήρα, έπρεπε να αντισταθώ στην επιμονή του.
Ζήτησα και πήρα την διεύθυνσή του στην Βουλγαρία με την υπόσχεση πως
ύστερα από τον πόλεμο θα προσπαθούσα να τον συναντήσω.
Βρήκε ευκαιρία τότε ο Ιβάν, αφού η απελευθέρωσή του ήταν πια βέβαια, να
καυτηριάσει την δολοφονία του θείου του, του ταμία της Κοινότητας που έγινε
πριν λίγες μέρες στον Κεχρόκαμπο, όπως έγραψα παραπάνω. Μου έδειξε τα
ματωμένα και τρύπια χιλιάρικα που βρέθηκαν στις τσέπες του θύματος και τα
κράτησε σαν ενθύμιο.
« Δεν είναι σωστά πράγματα αυτά Παναγιώτη. Εμείς δεν φταίμε σε τίποτα, αφού
μας έστειλε το κράτος μας εδώ. Δεν μας ρώτησε, αν θέλουμε να έρθουμε.
Διοικήσαμε τον εγκαταλελειμμένο αυτό τόπο. Πιστεύουμε πως η στάση μας ήταν
248
άψογη απέναντι στους κατοίκους. Ήμασταν Αρχή, εξακολούθησε, τί έπρεπε να
κάνουμε; Εμείς, τελείωσε, φεύγουμε, εσείς όμως θα συνεχίσετε να υποφέρετε. Δεν
βλέπω ρόδινο το μέλλον σας. Πολύ γρήγoρα θα φαγωθείτε μεταξύ σας. Είστε πια
χωρισμένοι σε δύο παρατάξεις. Είστε πιόνια στα χέρια των ξένων, Ρώσων και
Άγγλων. Όλα αυτά βέβαια είναι ανεξάρτητα από το γεγονός πως και η Βουλγαρία
δεν θα ησυχάσει ποτέ, επειδή της κλείνουν την διέξοδο προς την Άσπρη Θάλασσα
».
Μόνη σωτηρία για όλους τους Βαλκανικούς λαούς είναι η ένωσή μας σε μία
ομοσπονδία κρατών όπως η Σοβιετική 'Ενωση και η Γιουγκοσλαβία, εκεί που
πλεονάζει το Ελληνικό στοιχείο να υπάρχει Ελληνική διοίκηση, ενώ εκεί που
πλεονάζει το Βουλγαρικό να υπάρχει Βουλγαρική διοίκηση κ.ο.κ.
« Δεν ξέρω του απάντησα, τι θα γίνει αύριο. Σήμερα οι χώρες μας είναι
ερειπωμένες. Θα χρειαστεί πολύς καιρός για να συνέλθουν από τις πρόσφατες
πολεμικές περιπέτειες. Πήγαινε στο καλό του είπα και του ευχήθηκα καλό ταξίδι
».
'Ηταν πια 2:30 η ώρα το πρωί, όταν η ομάδα των Βουλγάρων με τους
Έλληνες συνοδούς ξεκίνησε για την Χρυσούπολη. Φθάσανε χωρίς εμπόδια
στον προορισμό τους και με την βοήθεια του Βουλγαρικού φρουραρχείου
επαναπατρίστηκαν στην χώρα τους.
Την υπόσχεση που έδωσα στον Ιβάν να τον επισκεφτώ δηλαδή στη χώρα
του, ύστερα από τον πόλεμο, την εκπλήρωσα, αλλά δυστυχώς δεν βρήκα τον
ίδιο, γιατί είχε πεθάνει το 1956. 'Ηταν άνοιξη του 1964, όταν έκανα το πρώτο
ταξίδι μου στην μεταπολεμική Βουλγαρία. Από το πρώτο κιόλας πρωινό που
βρέθηκα στο Πλαβδήβ, πήρα ένα ταξί, το μίσθωσα και κατευθύνθηκα προς την
διεύθυνση που μου είχε δώσει ο Ιβάν, όταν τον είχα ξεπροβοδίσει για τη χώρα
του. Σταματήσαμε έξω από τη πόρτα μιας κατοικίας, ήταν μία μεγάλη
εξώπορτα αυλής. Την άνοιξα, μπήκα στην αυλή και με ζωηρή φωνή ρώτησα
τους περίοικους, αν γνωρίζουν κανένα πρόσωπο με το όνομα Ιβάν, που κατά
την διάρκεια του πολέμου ήταν γραμματέας στη Μπελομόρια. Βγήκαν μερικοί
ένοικοι στα μπαλκόνια τους, έδωσα τις κατάλληλες εξηγήσεις και τους
παρακάλεσα να με βοηθήσουν να συναντήσω το πρόσωπο που ζητούσα, αν
βέβαια βρισκόταν εκεί. Φωνάξανε τότε μια ηλικιωμένη κυρία που την ζητούσε
κάποιος, πιθανόν ξένος, στην αυλή.
Από ένα διώροφο καλύβι είδα να κατεβαίνει από την εξωτερική ξύλινη
σκάλα μία ηλικιωμένη γυναίκα, σέρνονας τα βήματά της. Φαινόταν πολύ γριά
και έφερε πολύ φτωχική περιβολή. Κατέβηκε τη σκάλα και με αργούς
βηματισμούς με πλησίασε.
«- Ποιόν ζητάς, τί θέλεις;
- Θέλω, της απάντησα, τov Ιβάν τον γραμματέα της κοινότητας μας στα χρόνια
του πολέμoυ.
- Ο Ιβάν μπορεί να ήταν γραμματέας στην Μπελομόρια, μου είπε η γυναίκα, αλλά
εσύ από που τον γνωρίζεις;
Τον είχαμε γραμματέα στην κοινότητά μας, της απάντησα. Μάλιστα στην
οπισθοχώρηση, εξακολούθησα, θα τον σκότωναν οι δικοί μας, αλλά εγώ τον
249
γλίτωσα».
Η γριά με πλησίασε περισσότερο. 'Εβαλε τα δύο της χέρια στους ώμους
μου, με κοίταξε καλά στα μάτια, ακούμπησε στο στήθος μου, έβαλε τα κλάματα
και μου είπε:
«Παναγιώτ, εσύ είσαι Παναγιώτ; Ήρθες να δεις τον φίλο σου! Αχ, ο φίλος σου
πέθανε και με άφησε μόνη και έρημη να βασανίζομαι. Παναγιώτη, επανέλαβε,
καλώς ήρθες. Δεν μπορώ να σου προσφέρω τίποτα. Δεν έχω τίποτα. Ούτε νερό
δεν μπορώ να σου προσφέρω».
Συγκλονίστηκα από το φέρσιμο της γριάς. Μου έκανε εντύπωση πως
ανέφερε το όνομά μου χωρίς να της το πω. Της είχε μιλήσει φαίνεται για το
περιστατικό ο μακαρίτης. Ο ανθρώπινος πόνος, οι αρετές και τα ευγενικά
συναισθήματα είναι κοινά σε όλους τους λαούς. Δεν έχουν σύνορα, δεν
γνωρίζουν φυλές, χρώματα, θρησκεία ή έθνη. Βρίσκονται πάνω από γλώσσες,
διακρίσεις, ιδεολογίες. Ακόμη και ο άνθρωπος, ο κοινός άνθρωπος έχει τα ίδια
χαρακτηριστικά παντού, στον πόνο, στην ευτυχία, στις έννοιες και στην
ευγνωμοσύνη.
Ρώτησα και έμαθα για τις συνθήκες θανάτου του Ιβάν. Τον χαρακτήρισαν
μου είπε η γυναίκα του ως "αντιδραστικό", έτσι δεν μπόρεσε να βρει δουλειά
στην πόλη. Αναγκάστηκε να ζητήσει δουλειά στην ύπαιθρο, στα χωράφια. Δεν
ήταν όμως συνηθισμένος στις αγροτικές δουλειές, ήταν βαριές και δεν άντεξε.
Κατέρρευσε, αρρώστησε και ύστερα από λίγο καιρό πέθανε και με άφησε μόνη
και απροστάτευτη.
Αποχαιρέτησα τη γυναίκα και έφυγα από εκεί, ενώ ο οδηγός του ταξί δεν
έπαυε να μονολογεί.
« Μορφωμένος και πολύ καλός άνθρωπος φαίνεται να είσαι Παναγιώτη. Πως
ήξερε η γυναίκα το όνομά σου χωρίς να σε γνωρίζει »;
Τώρα που έφθασα στο τέλος της αφήγησής μου για την διαβίωση μου στο
βουνό και τις διάφορες δυσκολίες και τους κινδύνους που αντιμετώπισα εκεί,
νομίζω πως είναι καιρός να κάνω έναν απολογισμό, όσον αφορά τις επιπτώσεις
της απόφασης μου να προτιμήσω την παρανομία, παρά να καταταχτώ στα
Βουλγαρικά στρατιωτικά τάγματα. Πολλές συγκυρίες έφεραν έτσι τα πράγματα
που χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα στο βουνό. Μου είχε γίνει έμμονη ιδέα να
μη καταταχτώ στο Βουλγαρικό στρατό, περισσότερο από μίσος και φανατισμό
και λιγότερο από φυγοπονία. Δεν πίστευα βέβαια ότι θα αργούσε τόσο πολύ η
απελευθέρωση. Περίμενα από τον Απρίλη ακόμη τη Σοβιετική επίθεση στον
Προύθο. 'Οταν θα εκδηλωνόταν η επίθεση αυτή, θα ήταν πια ζήτημα ημερών η
συνθηκολόγηση της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν
ακριβώς όπως τα είχα προβλέψει, αλλά ύστερα από τέσσερις ολόκληρους
μήνες. Έπεσα έξω στους χρονικούς υπολογισμούς μου.
Αλλά επειδή πάντα το τέλος στέφει το έργο, στην περίπτωσή μου το τέλος
της περιπέτειάς μου ήταν το περισσότερο επιθυμητό και ο δρόμος που
ακολούθησα ήταν ίσως ο μόνος ενδεδειγμένος. 'Εφυγα στο βουνό, στην
πραγματικότητα κρύφτηκα στα περίχωρα των χωριών μας για λίγες μέρες,
ώσπου να συνδεθώ με τα εθνικιστικά ανταρτικά με τη βοήθεια του Παναγιώτη
Παπαδόπουλου, γενικού γραμματέα των εθνικιστών. Για κακή μου όμως τύχη ο
σύνδεσμός μου πιάστηκε από τον δυνάστη, κακοποιήθηκε και αφού
250
απελευθερώθηκε, ύστερα από πίεση των εθνικιστών και της Αγγλικής
αποστολής, όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται οι εθνικιστές, εντάχτηκε οριστικά
στα ανταρτικά, χωρίς να με σκεφτεί καθόλου και έτσι αφέθηκα στην τύχη μου.
'Επεσα σε ενέδρα των Ελασιτών, πιάστηκα, αλλά αρνήθηκα να καταταχτώ στις
τάξεις τους, γιατί είχα ήδη συνηθίσει τη ζωή του μεμονωμένου
καταδιωκόμενου πολίτη. 'Υστερα από την απόβαση των συμμάχων στην
Γαλλία, φάνηκε η αρχή του τέλους. Πήρα θάρρος και αποφάσισα να περιμένω
την έκβαση του πολέμου, αποφεύγοντας παράλληλα την ένταξή μου στα
ανταρτικά και των δύο παρατάξεων. Δύο φορές κινδύνεψα να πέσω στα χέρια
του δυνάστη. Όμως και στις δύο περιπτώσεις αντιμετωπίσαμε τον κίνδυνο
κυρίως με τόλμη, παρόλο που κάτι τέτοιο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί
οξύμωρο, γιατί η επιτυχής αποφυγή του κινδύνου και η απόκρυψη δεν μπορεί
να αποδοθεί περισσότερο στην τόλμη και λιγότερο στην τύχη.
Αρνήθηκα να καταταχτώ τον Αύγουστο του 1944 στα εθνικιστικά
ανταρτικά, όπως ακριβώς είχα πράξει τον προηγούμενο Ιούνιο με τα
κομουνιστικά Περίμενα το τέλος της κατοχής. Άλλωστε βρισκόμουνα στην
ακτίνα δράσης των ανταρτικών και μπορούσα να προσχωρήσω στις τάξεις τους
όποτε ήθελα.
Όσον αφορά την τροφή δεν μπορώ να πω ότι δεν αντιμετωπίσαμε
προβλήματα και δεν νιώσαμε την έλλειψη της. Πεινάσαμε λοιπόν για λίγο
καιρό, ευτυχώς όμως ήταν παροδικό. Από την άποψη αυτή περάσαμε καλά,
παρόλο που δεν πήγαμε στη Βουλγαρία. Από πλευράς ενδυμασίας υπέφερα
πολύ, αφού για μεγάλο χρονικό διάστημα γύριζα στα βουνά μόνο με ένα κοντό
παντελονάκι, χωρίς κανένα άλλο ρούχο. Μία φανέλα πλεκτή που είχα τη
φύλαγα για το χειμώνα. Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προσθέσω και την
αδυναμία μας να κατέχουμε οποιοδήποτε είδος υποδημάτων, με αποτέλεσμα να
περιπλανιέμαι στα βουνά τελείως ξυπόλυτος.
Στον συγκεκριμένο τρόπο ζωής που από τα πράγματα υποχρεώθηκα να
ακολουθήσω, είχα πλήρη ελευθερία κινήσεων και πράξεων, δυνατότητες που
θα ήταν ανύπαρκτες αν είχα πάει στη Βουλγαρία. Στο βουνό βέβαια ήμουν
εκτεθειμένος σε πολλούς κινδύνους. Κινδύνευα από χωρικούς γνωστούς και
άγνωστους, από πράκτορες του εχθρού, από τα εχθρικά αποσπάσματα του
στρατού και της χωροφυλακής και από τα ανταρτικά και των δύο παρατάξεων.
'Ομως απέφυγα την κακοποίηση, τον ξυλοδαρμό και τον εξευτελισμό που θα
έπρεπε να υποστώ, αν πήγαινα στη Βουλγαρία.
Εκεί όμως θα είχα μεγαλύτερη ασφάλεια. Δεν θα κινδύνευα τόσο, καθώς
όσοι πήγανε, επιστρέψανε όλοι σώοι και υγιείς. 'Ηταν όμως δυνατό να υπάρξει
αντιστάθμισμα της δικής μου ελευθερίας με την ζωή των υπόδουλων εργατών
που ήταν υποχρεωμένοι να δουλέψουν κάτω από ανεπιθύμητες συνθήκες για
λογαριασμό του δυνάστη;
Πρόβλημα θα ήταν για μένα και μάλιστα κρίσιμο, για το ποια θα ήταν η
τύχη μου, αν τελικά δεν γινότανε η απελευθέρωση, έτσι όπως έγινε. 'Ετρεμα
πάντοτε στο ενδεχόμενο αυτό. Οφείλω όμως να πω πως ουδέποτε μετάνιωσα
ακόμη και στις πιο δραματικές μου στιγμές στο βουνό, για την στάση που
τήρησα και δεν κατατάχθηκα στα Βουλγαρικά εργατικά τάγματα.
251
ΚΕΦΑΛ
ΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Εαμοκρατία
1.
Η μεταβατική περίοδος από την αποχώρηση των Αρχώv Κατοχής
μέχρι την έλευση των Ελληνικών Αρχών - ΕΑΜΟΚΡΑΤΙΑ
Βρισκόμαστε στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1944. Ο εχθρός απέσυρε όλες τις
υπηρεσίες του από την χώρα, δηλαδή διοικητικές, αστυνομικές και δημοτικές.
Στα μεγάλα όμως αστικά κέντρα εξακολουθούν να σταθμεύουν μεγάλες
στρατιωτικές δυνάμεις οι οποίες όπως γράφουν οι Βουλγαρικές εφημερίδες,
αποτελούν την νότια πλαγιοφυλακή του Ρωσικού στρατού που μάχεται στη
Γιουγκοσλαβία. Στα εκκενωθέντα εδάφη ιδρύθηκαν αμέσως τοπικές κοινοτικές
αρχές από τους ίδιους τους χωρικούς και από τις ανταρτικές δυνάμεις της
αριστεράς. Η κατάσταση ήταν χαώδης. Τα καμποχώρια και τα αστικά κέντρα
τα κατέλαβαν οι Ελασίτες, ενώ στα ορεινά επικράτησαν οι Εθνικιστές. Έτσι
άρχισε ένας άγριος αδελφοκτόνος πόλεμος μεταξύ των δύο παρατάξεων. Δεν
είναι όμως στις προθέσεις μου να εξιστορήσω τον αγώνα που έκαναν οι δύο
παρατάξεις για την επικράτησή τους. Ας γράψουν άλλοι για τον αδελφοκτόνο
αυτό πόλεμο.
Η απελευθέρωση ήταν πλέον γεγονός. Δυστυχώς όμως δεν σήμανε και το
τέλος του πολέμου από Ελληνικής πλευράς τουλάχιστον. Ο πόλεμος που άρχισε
τον Οκτώβριο του 1940, τελείωσε τον Αύγουστο του 1949. 'Ολα δε τα
μεσολαβήσαντα γεγονότα όπως ο ελληνοϊταλικός και ελληνογερμανικός
πόλεμος, η τριπλή ξενική κατοχή, η δήθεν απελευθέρωση χωρίς ειρήνη και
επομένως χωρίς νόημα και το σπουδαιότερο από όλα, ο ανταρτοπόλεμος που
ξέσπασε σχεδόν αμέσως και συνεχίστηκε περίπου για άλλα τρία ολόκληρα
χρόνια, όλα αυτά ήταν επιμέρους επεισόδια ενός δεκαετούς πολέμου.
Η απελευθέρωση μας βρήκε σε δραματική κατάσταση, ιδιαίτερα από
πλευράς ενδυμασίας και υπόδησης. Είχαμε μείνει σχεδόν γυμνοί και τελείως
ξυπόλυτοι. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση της μάνας μου, η οποία ενώ
περπατούσε, κρατούσε το φουστάνι της από πίσω για να μη φανεί η γύμνια της.
Το φόρεμα είχε κυριολεκτικά κουρελιαστεί από την φθορά του χρόνου και τα
αμέτρητα μπαλώματα.
Δεν κατέβηκα από το βουνό αμέσως μόλις έφυγαν οι Βούλγαροι. 'Ηταν
δύσκολο να εγκλιματιστώ στη νέα ζωή. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ σε κρεβάτι.
Με στεναχωρούσε, προτιμούσα τον ύπνο με μια κουβέρτα σαν στρώμα και
πάπλωμα. Πέρασαν αρκετές μέρες, ώσπου να συνηθίσω το κρεβάτι.
Περισσότερες δυσκολίες συνάντησα για να συνηθίσω την συναναστροφή με
τους ανθρώπους. 'Εξι μήνες απέφευγα τον κόσμο, μικρούς και μεγάλους.
Ειδικές συνθήκες με ανάγκασαν στο διάστημα αυτό να μην είμαι ποτέ συνεπής
στα λόγια και στις κινήσεις μου για λόγους ασφαλείας. Τώρα δυσκολευόμουνα
252
να εξοικειωθώ με τους ανθρώπους. Απέφευγα όπως και πριν τους κεντρικούς
δρόμους και τα πολυσύχναστα μέρη. Βέβαια αυτό δεν κράτησε πολύ. Σιγά,
σιγά εγκλιματίστηκα στη νέα ζωή. Τον περισσότερο όμως καιρό τον περνούσα
στο βουνό, ασχολούμενος με τη συγκομιδή των καλαμποκιών.
Αφού έφυγαν οι ξένοι, επικράτησε πλήρης αναρχία. Οι δύο παρατάξεις
μπροστά στην ενδεχόμενη σύγκρουση μεταξύ τους, ανασυνέταξαν τις δυνάμεις
τους, στρατολογόντας νέους αντάρτες, σε εθελοντική βέβαια βάση, ενώ δεν
υπήρχε πουθενά ίχνος εχθρού. Απληροφόρητοι οι χωρικοί, πηγαίνανε να
καταταχτούν στα ανταρτικά της προτίμησής τους. Επωφελήθηκα από μία
συγκέντρωση των συγχωριανών μου στην πλατεία του χωριού και τους μίλησα
για ενότητα. Βρεθήκαμε ενωμένοι τους είπα στα χρόνια της ξενικής κατοχής
και αντιμετωπίσαμε όλα τα δεινά χωρίς να θρηνήσουμε κανένα θύμα. Το ίδιο
τους είπα θα κάνουμε και τώρα. Διότι τώρα η κατάσταση είναι ακόμη πιο θολή,
γιατί στην κατοχή o εχθρός ένας ήταν, τον ξέραμε όλοι και παίρναμε τα
απαραίτητα μέτρα προφύλαξης. Τώρα όμως δεν ξέρουμε ποιος είναι ο εχθρός,
ούτε και που βρίσκεται, γιατί μιλάει τη γλώσσα μας και βρίσκεται ανάμεσα
μας. Δεν θα βγει τους είπα κανείς μας στο βουνό σαν αντάρτης, δεν θα πάμε
ούτε με δεξιούς, ούτε με αριστερούς. Θα μείνουμε ενωμένοι στο χωριό μας,
κοντά στις δουλειές μας και τις οικογένειές μας και θα πάμε στρατιώτες, αν και
όταν μας καλέσουν. Την τύχη μας την ορίζουν οι ξένοι, αυτοί έχουν τον
τελευταίο λόγο και θα γίνει αυτό που θα θελήσουν οι ίδιοι. Εμείς δεν πρέπει με
κανένα τρόπο να γίνουμε όργανα τους και ακόμη περισσότερο όργανα του
οποιοδήποτε φιλόδοξου οπλαρχηγού. Σταθήκαμε όλοι ενωμένοι, κανείς από το
χωριό μας δεν βγήκε στο βουνό ως αντάρτης είτε με τους δεξιούς, είτε με τους
αριστερούς. Πήγαν όμως στρατιώτες, γιατί τους κάλεσε η πατρίδα, το επίσημο
κράτος που το αναγνώριζαν όλοι, ανατολικοί και δυτικοί. Δυστυχώς δεν
αποφύγαμε τις απώλειες. Είχαμε τέσσερα θύματα στον αγώνα καταστολής και
ανταρσίας.
Χαρακτηριστικό της αβεβαιότητας που επικρατούσε ανάμεσα στον κόσμο
είναι και το γεγονός που περιγράφω στη συνέχεια. Βρισκόμουν σε μία
τοποθεσία έξω από το χωριό, κοντά στα Τουρκικά νεκροταφεία. Άναψα μία
φωτιά, έβαλα πάνω ένα τενεκέ, τον γέμισα νερό, πρόσθεσα στη συνέχεια
κάστανα και καλαμπόκια και καταγινόμουν με το ψήσιμό τους. Βλέπω τότε τον
Διαμαντή από το διπλανό χωριό, τον Διπόταμο, παρέα με έναν άλλο
συγχωριανό του, με λίγες σφαίρες και ένα πολεμικό όπλο να έρχονται προς το
μέρος μου. Τους φώναξα κοντά μου και τους φίλεψα. Φάγανε μαζί μου με
προθυμία, γιατί πεινούσαν. Τους ρώτησα λοιπόν, γιατί δείχνουν αυτή την
δραστηριότητα, τώρα που έφυγαν οι Βούλγαροι και τελείωσε ο πόλεμος. Τότε ο
Διαμαντής μου είπε:
« Παναγή θα καταταχτούμε στα εθνικιστικά ανταρτικά του Αντώνη. Οι
κομουνιστές μας απειλούν. Αν τους αφήσουμε να οργανωθούν και να
δυναμώσουν, θα τους έχουμε κυρίαρχους για πάντα στα κεφάλια μας. Τότε είναι
που θα είμαστε για πάντα χαμένοι. Γι' αυτό αποφασίσαμε να πάρουμε τα όπλα
και να τους χτυπήσουμε. Στο κάτω-κάτω, πρόσθεσε τελειώνοντας o Διαμαντής,
πιστεύουμε στη εθνικιστική ιδέα, για την ιδέα αυτή και για την υπεράσπιση των
ιδανικών της, αξίζει πραγματικά να πεθάνει όποιος πιστεύει σ' αυτά ».
Δεν τους είπα τίποτα, ούτε προσπάθησα να τους αποτρέψω. Άλλωστε δεν θα το
253
κατόρθωνα και επιπλέον θα παρεξηγούσαν την στάση μου. Με αποχαιρέτησαν
και πήγαν να καταταγούν στα εθνικιστικά ανταρτικά, αλλά στις πρώτες μάχες
με τους κομουνιστές σκοτώθηκαν και οι δύο.
Στις αρχές Οκτωβρίου του 1944 κατέβηκα στην Χρυσούπολη για λίγες
μέρες, να κάνω μερικά ψώνια. Είχα πάνω από έξι μήνες να κατεβώ στην πόλη
εξαιτίας των συγκυριών που προανέφερα.
Πήγα στο σπίτι του παπα-Γιάννη. 'Ηταν Κρητικός, καλός παπάς και
γνήσιος πατριώτης. Τον γνώρισα τον περασμένο χειμώνα στο Κεχρόκαμπο.
Αυτός με φιλοξένησε. 'Εμεινα στην Χρυσούπολη τρεις μέρες για να μελετήσω
κάπως καλύτερα την κατάσταση. 'Ηθελα να έχω προσωπική αντίληψη για τις
συνθήκες ζωής του κόσμου, ιδιαίτερα τώρα που αποχώρησαν οι Αρχές
κατοχής. Από όσα αντιλήφθηκα, άρχισε η περισυλλογή. Επέστρεφαν οι
πρόσφυγες από την Γερμανοκρατούμενη ακόμη Θεσσαλονίκη και
προσπαθούσαν να στήσουν το νοικοκυριό τους.
Η κατάσταση ήταν ρευστή. Τις δημοτικές και κοινοτικές αρχές τις
αναπλήρωσε το ΕΑΜ, η πολιτική πλευρά της αντιστασιακής οργάνωσης. Δεν
υπήρχε απόλυτη ασφάλεια. Αυτοδικίες σημειώνονταν σποραδικά. O κόσμος
ήταν μουδιασμένος. Γενικά η κατάσταση σε όλα τα παλιά
Βουλγαροκρατούμενα εδάφη έμοιαζε με φουρτουνιασμένη θάλασσα, όπου
μόλις έχει σταματήσει η φουρτούνα, τα κύματα της όμως πηγαινοέρχονταν και
ξέσπαγαν στις παραλίες και τους βράχους.
Παραβρέθηκα στην εκταφή των πτωμάτων των οκτώ πατριωτών που
εκτελέστηκαν από τους Βουλγάρους το 1943. Θυμήθηκα τις συγκεντρώσεις
που κάναμε μαζί, στις αρχές του 1943. Κλειδωνόμασταν όλοι σε ένα φιλικό
καφενείο, εγώ έπαιρνα τις Βουλγαρικές εφημερίδες και τις διάβαζα μπροστά
τους στα Ελληνικά, ενώ όλο και κάποιος φύλαγε στο δρόμο για να μη μπει στο
καφενείο κανένα ανεπιθύμητο πρόσωπο ή και κανένας Βούλγαρος.
Όλοι τότε ήμασταν αρκετά αισιόδοξοι, αλλά περισσότερο οι προκείμενοι
νεκροί, για τα ευχάριστα νέα που μαθαίναμε από τον τύπο. Τώρα όμως
ολόκληρη η ομάδα, εκτός από τον Βαρόνα και μένα, βρίσκεται νεκρή μπροστά
μας. 'Εχουν χτυπηθεί από τις σφαίρες του δυνάστη πριν από δεκατέσσερις
μήνες.
Κάποιος πρόδωσε τις δραστηριότητές μας και τους έπιασε ο δυνάστης.
Υποφέρανε ανήκουστα μαρτύρια και υποβλήθηκαν σε αφάνταστα
βασανιστήρια για να ομολογήσουν τους συνεργάτες τους. Παρόλα αυτά δεν
μας πρόδωσαν. Τέλος, ένα βράδυ τους οδήγησαν έξω από την πόλη στο
μονοπάτι προς την Ξεριά και εκεί σε ένα κοίλωμα του εδάφους τους σκότωσαν
δεμένους και τους θάψανε ομαδικά σε ένα τάφο που ο δυνάστης νόμιζε πως
ήταν μυστικός για τους 'Ελληνες. Εκείνο το βράδυ όμως, μερικοί 'Ελληνες
βοσκοί παρακολουθούσαν τις κινήσεις των Βουλγάρων, για να δουν ποια θα
είναι η τύχη των κρατουμένων.
Επακολούθησε η εκταφή των πτωμάτων. Εύκολα αναγνωρίστηκαν οι νεκροί
από τα ιδιαίτερά τους χαρακτηριστικά και τα προσωπικά τους είδη, βέρες,
δακτυλίδια, χρυσά δόντια, ρολόγια και λοιπά. Οι συγγενείς παρέλαβαν τις
σωρούς των νεκρών. Τοποθετήθηκαν σε φέρετρα και με τάξη οδηγήθηκαν στην
εκκλησία για τη νεκρώσιμη ακολουθία. Εγώ μαζί με τον Βαρόνα, οι μόνοι
επιζώντες από την ομάδα αυτή, είχαμε το προβάδισμα κατά την μεταφορά των
254
φέρετρων μαζί με τους συγγενείς τους στην εκκλησία και μετά στα
νεκροταφεία όπου και τους θάψαμε μέσα σε κοπετούς, θρήνους, κατάρες και
αναθέματα κατά του δυνάστη. Για την ιστορία αναφέρω σε αυτό το σημείο τα
ονόματα των μαρτύρων, που έπεσαν θύματα της θηριωδίας του δυνάστη:
Σωτήριος Καγιάς, Δημήτριος Σκραπάρης, Νικόλαος Ζησίμου, Παναγιώτης
Στογιαννίδης, Θεόδωρος Φιλοθεϊδης και Σταμάτιος Βουρνέλης.
'Υστερα από την εκτέλεση του θλιβερού καθήκοντός μας προς τους νεκρούς
και ενώ επιστρέφαμε από τα νεκροταφεία, με πλησίασε ένας νέος λίγο
μεγαλύτερος από μένα, μου συστήθηκε χρησιμοποιώντας ένα ψευδώνυμο και
μου είπε:
«- Πρέπει να ξέρετε κύριε, πως αυτούς τους ληστές (εννοούσε τους εθνικιστές),
που έχετε στα βουνά σας πολύ γρήγoρα θα τους εξοντώσουμε. Να μη τους
βοηθάτε καθόλου, να μην τους καλύπτετε, αλλά αντίθετα να βοηθήσετε στις
προσπάθειές μας για την εξόντωσή τους.
- Δεν σε ξέρω του είπα, ούτε καταλαβαίνω, αλλά και ούτε με ενδιαφέρουν αυτά
που λες. Ένα μονάχα θα σου πω. Οι εθνικιστές είναι βαριά οπλισμένοι και
αμφιβάλλω αν θα μπορέσετε να τα βγάλετε πέρα μαζί τους, είναι μονάδα
συμμαχικού στρατού και το πράγμα ξεφεύγει από τα στενά Ελληνικά πλαίσια.
Προσέξτε να μην έρθετε σε σύγκρουση με τους συμμάχους, με τυχόν άστοχες
ενέργειές σας ».
Οι προβλέψεις μου ήταν σωστές, δεν είχα πια καμιά αμφιβολία πως τώρα
μας περιμένει πολύ μεγαλύτερη φουρτούνα από αυτή που περάσαμε. Αλλά η
ιερότητα της στιγμής, επιστρέφαμε από την κηδεία των νεκρών συντρόφων
μας, με έκαμε να σταματήσω κάθε συζήτηση με τον ανεπιθύμητο συνομιλητή
μου.
Η Χρυσούπολη καθώς και όλα τα καμποχώρια, βρισκόταν τότε κάτω από
την Εαμική εξουσία. Διάφορες φήμες για αυτοδικίες και μυστήριες εξαφανίσεις
ατόμων που ήταν αντίθετοι με το ΕΑΜ, δίνανε την εντύπωση πως
βρισκόμασταν κάτω από νέα τρομοκρατία, αυτή τη φορά του ΕΑΜ που κατά
την γνώμη των περισσότερων, ξεπερνούσε ακόμη και αυτή των Βουλγάρων.
Με αποτέλεσμα να κυριευθεί ο κόσμος από αισθήματα νέας φοβίας και
αβεβαιότητας για το μέλλον, μία κατάσταση πολύ χειρότερη από αυτές που
περάσαμε, γιατί τότε ο εχθρός ήταν αποκλειστικά o ξένος δυνάστης, ενώ τώρα
κανείς δεν γνώριζε με ποιον έχει να κάνει. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν
έγινε καμιά χαρμόσυνη εκδήλωση για την αποχώρηση του ξένου δυνάστη και ο
κόσμος δεν χάρηκε, αλλά ούτε και έκαμε καμιά εκδήλωση για την
απελευθέρωσή του από τον εχθρικό ζυγό.
'Ενα βράδυ έγινε μια λαϊκή εκδήλωση στο κέντρο του παπά-Λουκά.
Υποτίθεται πως είχε λαϊκό χαρακτήρα, αλλά τελικά αποδείχθηκε πως είχε
τρομοκρατικό χαρακτήρα. Παραβρέθηκα στην συγκέντρωση αυτή όπου μια
χορωδία από αντάρτες του ΕΛΑΣ τραγουδούσε τραγούδια αριστερού και
κομουνιστικού περιεχομένου. Ο κόσμος άκουγε βουβός την χορωδία. Καμιά
επιδοκιμασία δεν δέχθηκε η χορωδία εκτός από τους βαλτούς. Γενικά, όλοι
συμφωνούσαν πως νέα σελίδα τρόμου και φρικαλεότητας ανοιγότανε μπροστά
μας και πως συνεχιζότανε η ίδια κατάσταση όπως και πριν, με τη διαφορά πως
αντί για Βούλγαρους τώρα είχαμε Εαμίτες.
255
Στη Χρυσούπολη συναντήθηκα με ένα μακρινό μου εξάδελφο, τον Γεώργιο
Αμπεριάδη. Υπηρετούσε στις τάξεις του ΕΛΑΣ και καταγόταν από το χωριό
Νέα Κώμη. Τον περασμένο Ιούνιο κατατάχτηκε στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ,
περισσότερο για ιδεολογικούς λόγους και λιγότερο από την πίεση του εχθρού.
Δεν νομίζω να είχε αναλάβει κάποια υπεύθυνη θέση, αυτό όμως δεν τον
εμπόδισε να μη κατεβεί στο σπίτι του κοντά στην οικογένειά του, ύστερα από
την αναχώρηση του ξένου δυνάστη και να παραμείνει στις τάξεις των Ελασιτών
για πολύ καιρό ακόμη. 'Οταν με είδε συγκινήθηκα, αγκαλιαστήκαμε και
ανταλλάξαμε γνώμες για την νέα κατάσταση, αφού πρώτα διηγηθήκαμε τις
περιπέτειες που πέρασε ο καθένας στο βουνό.
«- Παναγή, μου είπε ο Γιώργης, πολλές φορές προσπάθησα να έρθω στo χωριό
για να σε πάρω μαζί μου. Πληροφορήθηκα την κατάστασή σου και αγωνιούσα
για την τύχη σου. Δεν μπόρεσα όμως να έρθω, γιατί πάντοτε κάποια εμπόδια
τύχαιναν μπροστά μου. Αν σε έπαιρνα μαζί μου, δεν θα υπόφερες αυτά που
τράβηξες με την απερισκεψία σου, να ζήσεις δηλαδή μόνος στο βουνό,
κυνηγημένος από όλους. Ακόμη και τώρα δεν είναι διόλου αργά να καταταγείς
στα ανταρτικά μας.
- Γιώργο του είπα, καλά που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Ακόμη και αν ερχόσουν
στο χωριό, είναι ζήτημα αν θα με έβρισκες. Κοντά σε όσα υπέφερα, δεν το είχα
σε τίποτα να κρυβόμουν και από σένα. Δεν είχα πρόθεση να βγω στα ανταρτικά
και μάλιστα στα Ελασίτικα. Ούτε τότε, αλλά ούτε και τώρα που για μένα, ύστερα
από την αποχώρηση των ξένων η ύπαρξη των ανταρτών και των δύο
παρατάξεων δεν έχει κανένα σκοπό, ούτε και δικαιολογία
Δεν του άρεσε η απάντησή μου. Εξέφρασε την απογοήτευσή του από την
στάση μου. Επειδή είχα το θάρρος, τόλμησα με την σειρά μου να του κάνω
μερικές συστάσεις.
« Γιώργο του είπα, φύγε από τις τάξεις των τυχοδιωκτών. Μη γίνεσαι όργαvo του
κάθε επίδοξου καπετάνιου στην εκπλήρωση των φιλοδοξιών του. Μην κουβαλάς
νερό στο μύλο αλλονών. Εσύ είσαι αγράμματος. Δεν έχεις να κερδίσεις τίποτα
από την παραμονή σου στις τάξεις του ΕΛΑΣ. Φύγε τώρα που υπάρχει ακόμη
καιρός. Μη χάσεις την ευκαιρία αυτή, γιατί αργότερα, όταν θα έρθουν οι
επίσημες αρχές θα είναι πια αργά ».
Δυστυχώς η κομματική εμπάθεια, ο φανατισμός και το κλίμα αισιοδοξίας
που καλλιεργούσαν τα στελέχη για την επιτυχία των επιδιώξεών τους,
παρέσυρε στα δίκτυα των αριστερών πολλούς ανυποψίαστους, τους εξέθεσε,
τους κατέστρεψε και τελικά τους εγκατέλειψε στην τύχη τους.
Δεν μπορούσε να εξαιρεθεί ο Γιώργης από την πλεκτάνη αυτή. Παρόλες τις
παροτρύνσεις μου, γιατί ήταν συγγενής μου, τον λυπόμουν, παρόλα τα
παρακάλια μου, έμεινε στις τάξεις των Ελασιτών, μέχρι να υπογραφεί η
συμφωνία της Βάρκιζας και ύστερα από αυτήν, αλλά και πολύ αργότερα,
φυλακίστηκε κατ' επανάληψη και κακοποιήθηκε για την στάση του αυτή.
Συζητούσαμε ώρες ολόκληρες με τον παπά-Γιάννη για την νέα κατάσταση.
Συμφωνούσαμε πως συνεχιζότανε η ίδια όπως και πριν κατάσταση με μόνη
διαφορά την αλλαγή προσώπων και σκηνικών. Φιλοξενήθηκα στο σπίτι του
τρεις μέρες, ήταν όμως αρκετές για μένα, γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να
εξοικειωθώ με τον κόσμο, ύστερα από την πρόσφατη περιπέτειά μου στο βουνό
256
και την μοναχική ζωής.
Πραγματικά πρώτη φορά ερχόμουν σε επαφή με τόσο πολύ κόσμο, όχι
βέβαια κάτω από συνθήκες πραγματικής ελευθερίας, αλλά μάλλον ανεκτής.
Κατάλαβα πως η ζωή είναι διαφορετική, όταν βρίσκεσαι μέσα στο πλήθος, από
το να είσαι μόνος και μάλιστα στους κόλπους της συνωμοσίας, όπως στα
χρόνια της κατοχής ή ακόμη χειρότερα από την μοναχική ζωή του βουνού.
Με απασχολούσε όμως ζωηρά το πρόβλημα της μελλοντικής μου
αποκατάστασης. Οι γραμματικές μου γνώσεις ήταν ελάχιστες. Τελείωσα μόνο
το δημοτικό σχολείο και αυτό με πολλές δυσκολίες, εξαιτίας των
ανυπέρβλητων οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπισε η οικογένεια μου
μετά τον θάνατο του πατέρα μου. Αλλά και αυτά που είχα μάθει, τα είχα σχεδόν
ξεχάσει. 'Ημουν πια 23 χρονών, ανεπάγγελτος και χωρίς κανένα εφόδιο για τη
ζωή. Μόλις είχα βγει από την σκοτεινή σήραγγα της κατοχής. Απαισιόδοξα
αίσθημα για τη ζωή με είχαν κυριεύσει και απασχολούσαν τη σκέψη μου,
ύστερα μάλιστα και από την πρόσφατη περιπέτειά μου στο βουνό.
Εξωτερίκευσα τις ανησυχίες μου στον παπά-Γιάννη ο οποίος δεν μπορούσε
βέβαια να βοηθήσει σε τίποτα. Μου συνέστησε να καταπιαστώ με τις αγροτικές
δουλειές. 'Ολο και κάτι θα έκανα. Απέφευγα το καθισιό και ιδιαίτερα τα
καφενεία στα οποία πήγαινα σπάνια, ειδικά τις καθημερινές.
Προμηθεύτηκα τρόφιμα για την συντήρηση της οικογένειά μου κατά την
διάρκεια του χειμώνα, όπως γινότανε και στα προηγούμενα χρόνια.
'Ησυχες κυλούσαν οι μέρες του Οκτωβρίου του 1944. Έντονος όμως ήταν ο
προβληματισμός μου για την αποκατάσταση μου. Εν τω μεταξύ έκανα
αυτοκριτική για την στάση που κράτησα μέχρι τότε, σχετικά για την αποφυγή
ένταξης μου στα ανταρτικά. Αποφάσισα να πάω μια βόλτα στην Σταυρούπολη
που τότε βρισκότανε κάτω από την κατοχή των Εθνικιστών. 'Ηθελα να
διαλευκάνω τον θρύλο, όπως μου φαινότανε, της ξένης αποστολής. Στην
Σταυρούπολη υπέθετα πως όλο και θα συναντούσα κανένα γνωστό από τους
αντάρτες για να με διευκολύνει στις επιδιώξεις μου.
Πέρα από αυτό ήθελα να διαπιστώσω, αν όλα όσα άκουγα για τους ξένους
και τις θέσεις διερμηνέων ήταν αληθινά, ή φανταστικά. Στο δρόμο, λίγο έξω
από τον Κεχρόκαμπο προς την Σταυρούπολη, συνάντησα μία ομάδα εθνικιστών
ανταρτών επικεφαλής των οποίων ήτανε ο Δαμιανός Αθανασιάδης, αδελφός
του συγχωριανού μας Κοσμά Αθανασιάδη που μας βοήθησε πολύ, όταν
βρισκόμουν στο βουνό.
Σε σχετική συζήτηση που είχα μαζί του, αφού πριν τον ενημέρωσα για τον
σκοπό του ταξιδιού μου στην Σταυρούπολη, μου είπε:
« Παναγή γύρισε πίσω. Πήγαινε στο σπίτι σου. Δεν έχεις καμιά δουλειά με τα
ανταρτικά. Δεν έχουν κανένα σκοπό, ούτε και λόγο ύπαρξης, τώρα που φύγανε οι
Βούλγαροι. Είσαι αρχάριος, αγύμναστος και δεν έχεις πείρα από μάχες. Στην
πρώτη σύγκρουση, όχι με τους Βούλγαρους, (αυτοί φύγανε), αλλά με τους
Ελασίτες, θα χαθείς. Είναι κρίμα, είσαι νέος ακόμη. Γύρισε πίσω, πήγαινε στο
χωριό σου και πρόσεξε να κρυφτείς, να μην πας πια με τους αντάρτες δεξιούς ή
αριστερούς. Φρόντισε να λουφάξεις κάπου, ώσπου να περάσει η φουρτούνα και
να ξεκαθαρίσει η κατάσταση, τότε ανάλογα με τις γνώσεις σου και τις δυνάμεις
257
σου θα τακτοποιηθείς κάπου.
- Ευχαριστώ του απάντησα για τις συμβουλές που μου δίνεις, αλλά αφού
ξεκίνησα να πάω μέχρι τη Σταυρούπολη να δω τι γίνεται, θα πάω. Ίσως
συναντήσω κανένα καπετάνιο, ίσως ακόμη και τον ίδιο τον Αντώνη. Θα
σταθμίσω τα πράγματα και αν υπάρχει προοπτική για να βελτιώσω τη θέση μου
θα παραμείνω, διαφορετικά σήμερα κιόλας θα επιστρέψω στο σπίτι μου.
- Παναγή, μου αντέτεινε ο Δαμιανός, δεν ακούς τα λόγια μου, δεν δέχεσαι τις
συμβουλές μου. Πήγαινε στη Σταυρούπολη, αλλά μη ξεχνάς αυτά που σου είπα ».
Αν μου έλεγε περισσότερα ο Δαμιανός, θα επέστρεφα αμέσως στο χωριό.
Δεν μου είπε όμως πως την ημέρα εκείνη ετοιμαζότανε επίθεση των Ελασιτών
στη Σταυρούπολη και πως ο ίδιος είχε λιποτακτήσει με την ομάδα του,
αποφεύγοντας να πάρει μέρος στην σύγκρουση.
Συνέχισα λοιπόν τον δρόμο μου και έφθασα στον προορισμό μου. Ζήτησα
και βρήκα τον συμπατριώτη μας από τον Πόντο, Σάββα Τεβελίδη. 'Εμεινα στο
σπίτι του σχεδόν ολόκληρη τη μέρα. Αυτός με ενημέρωσε για την κατάσταση
που επικρατούσε στη Σταυρούπολη, για την μεγάλη τρομοκρατία των
εθνικιστών απέναντι του πληθυσμού. Μεγάλες δυνάμεις Ελασιτών κινήθηκαν
από την Ξάνθη και τη Δράμα και πολιόρκησαν την πόλη. Οι εθνικιστές
οχυρώθηκαν στα ακριανά σπίτια της πόλης, κατέλαβαν καίριες θέσεις και με το
δάκτυλο στην σκανδάλη περίμεναν την επίθεση των Ελασιτών.
Πήγαμε μαζί στην κεντρική πλατεία του χωριού, για να δούμε από κοντά
την κατάσταση. Είδαμε εκεί δύο απεσταλμένους των Ελασιτών οι οποίοι λίγη
ώρα πριν είχαν φέρει τελεσίγραφο της Διοίκησης τους προς την Εθνικιστική
Αρχή, να παραδώσουν τα όπλα τους και να διαλυθούν. Τους είχαν ορίσει και
συγκεκριμένη προθεσμία παράδοσης, ως τις 5 το απόγευμα. Αν η προθεσμία
του τελεσιγράφου έληγε χωρίς να συμμορφωθούν οι εθνικιστές με τους όρους
τους, χωρίς άλλη ειδοποίηση θα άρχιζαν οι εχθροπραξίες και οι εθνικιστές θα
έφεραν την ευθύνη για το αιματοκύλισμα.
Ενώ οι Εθνικιστές συνεδρίαζαν για το τι στάση θα κρατήσουν σχετικά με το
τελεσίγραφο, οι δύο απεσταλμένοι Ελασίτες φέροντες στρατιωτική στολή και
όντας πάνοπλοι, έκαναν βόλτες εκεί γύρω βλοσυροί και αμίλητοι. Ο κόσμος
μπροστά στο ενδεχόμενο της σύγκρουσης κλείστηκε στα σπίτια του, ενώ o
Σάββας με συμβούλευσε να απομακρυνθώ από τον τόπο της σύγκρουσης και
από την πόλη, όσο υπήρχε ακόμη ώρα, πριν αρχίσουν οι μάχες. Δεν μπορούσα
να κάνω διαφορετικά. Η απομάκρυνσή μου όμως από την πόλη ήταν
πραγματικά προβληματική. Κανείς δεν κυκλοφορούσε πια στους δρόμους. Εγώ
θα έπαιρνα το δρόμο της επιστροφής μόνος και θα γινόμουν στόχος και των δύο
παρατάξεων. 'Ημουνα βέβαιος πως με παρακολουθούσαν από παντού με τα
κιάλια. Το γεγονός όμως πως δεν είχε ακόμη εκπνεύσει το τελεσίγραφο και πως
για λόγους ασφαλείας καμιά ομάδα δεν θα άρχιζε πρώτη την πολεμική επίθεση,
έστω και εναντίον μου, αν όχι τίποτα άλλο, τουλάχιστο για να μη προδώσει τη
θέση της και δώσει στόχο στον αντίπαλο, μου έδωσε θάρρος και πήρα τον
δρόμο της επιστροφής. Περισσότερο αγωνιούσα την ώρα που περνούσα το
γεφύρι του Νέστου, διότι ήμουν πολύ εύκολος στόχος για τους αντιπάλους.
Οποιαδήποτε κίνηση στο συγκεκριμένο σημείο μπορούσε να γίνει αμέσως
αντιληπτή, γιατί ήταν ανοιχτοσιά και οι αντάρτες πιθανόν να ήταν κρυμμένοι
258
εκεί γύρω και ίσως προσπαθούσαν να με πιάσουν και μάλιστα αθόρυβα.
Ευτυχώς η αγωνία μου δεν κράτησε πολύ. Πέρασα γρήγορα τη γέφυρα, ενώ
ήμουν βέβαιος πως με παρακολουθούσαν και οι δύο πλευρές.'Οταν βρέθηκα
στην άλλη πλευρά της γέφυρας, τροχάδην έσπευσα να απομακρυνθώ από τον
τόπο όπου ύστερα από λίγο θα άρχιζαν οι εχθροπραξίες.
Δεν περπάτησα παρά ένα μόλις χιλιόμετρο και η μάχη άρχισε. Το
τελεσίγραφο το οποίο απορρίφθηκε από τους εθνικιστές, είχε εκπνεύσει.
Αδιάκοποι πυροβολισμοί, πολυβολισμοί και οβίδες από όλμους ακούονταν από
όλα τα μέρη. Οι λόφοι ολόγυρά μου αντιλαλούσαν από τον θόρυβο της μάχης,
καθώς και από τις βρισιές, κραυγές, φωνές και παραγγέλματα από όλα τα μέρη.
Ασφαλής πλέον και αρκετά μακριά, κάθισα σε μία πέτρα και παρακολουθούσα
τη μάχη. Σκεπτόμουν την κατάντια των Ελλήνων οι οποίοι όσοι σώθηκαν από
την Βουλγαρική Χάρυβδη, καταβροχθίζονταν τώρα από τη Σκύλα του
διχασμού.
Αργότερα έμαθα πως οι Ελασίτες, ύστερα από την μεγάλη αντίσταση που
βρήκανε και για να αποφύγουν άσκοπες απώλειες, παραιτήθηκαν από τον
σκοπό τους και φύγανε για τις βάσεις τους. Αλλά και οι εθνικιστές, δεν
βρισκότανε σε καλύτερη θέση. Μείνανε στις θέσεις τους και δεν δείξανε καμιά
διάθεση να καταδιώξουν τους αντιπάλους τους. Αργά το βράδυ επέστρεψα στο
χωριό, χωρίς να ξεχάσω τις συμβουλές του Δαμιανού.
Παρόλο που η κατάσταση ήταν δύσκολη, η ζωή σιγά σιγά άρχισε να
παίρνει τον κανονικό της ρυθμό. Χαρακτηριστικό γνώρισμα και των δύο
παρατάξεων ήταν η αύξηση της δύναμής τους. 'Ενας άγριος ανταγωνισμός
μεταξύ τους ήταν φανερός παντού, καθώς και οι δύο παρατάξεις
προετοιμάζονταν για την τελική αναμέτρηση. Με προπαγάνδα, με υποσχέσεις
και προπαντός με την μεγιστοποίηση του κινδύνου από την αντίπαλη πλευρά,
προσπάθησαν να πυκνώσουν τις τάξεις τους. 'Ολα τα αποβράσματα, οι
συνεργάτες του εχθρού, οι προδότες και αυτοί ακόμη οι ένοχοι του ποινικού
νόμου, όσοι δηλαδή προέβησαν σε εγκληματικές πράξεις σε βάρος του
κόσμου, όλοι αυτοί τώρα βρήκαν την ευκαιρία και πύκνωσαν τις τάξεις των
ανταρτών. Μαζί με αυτούς κατατάχτηκαν στα ανταρτικά και εθελοντές
ιδεολόγοι που διακρίνονταν εκτός από την ιδεολογία τους και από τις αγνές
τους προθέσεις. Βέβαια αυτοί που διοικούσαν τις ανταρτικές ομάδες δεν ήταν
σε θέση, μέσα σε εκείνη την σύγχυση να κάνουν επιλογή εθελοντών, αφού
είχαν μεγάλη ανάγκη από οπλίτες όπως δεν είναι δυνατό, να ζητήσει ο
νοικοκύρης τις ταυτότητες αυτών που τρέχουν να σβήσουν την φωτιά που
άναψε στο σπίτι του.
Στις αρχές Οκτωβρίου του 1944 ήρθε στον Κεχρόκαμπο ο Παναγιώτης
Παπαδόπουλος, γραμματέας των εθνικιστών. 'Ηταν αυτός που με πήρε στο
λαιμό του (τρόπος του λέγειν), μου συνέστησε να κρυφτώ για λίγες μέρες τον
περασμένο Απρίλη για να με εντάξει αργότερα στα εθνικιστικά ανταρτικά.
'Εγινε ή καλύτερα οργανώθηκε μία μεγάλη συγκέντρωση των συγχωριανών
του. Τυχαία παραβρέθηκα και εγώ στην συγκέντρωση. Με αγγλική
στρατιωτική περιβολή και με ένα αυτόματο που δεν το αποχωριζότανε ποτέ,
μίλησε στους χωρικούς για τους κινδύνους που διέτρεχαν από την τυχόν
επικράτηση των ανταρτών. Η ομιλία κράτησε πολύ ώρα. Προσπάθησε να
259
προκαλέσει φόβο, μίλησε για εξορίες, για διωγμούς και σφαγές που θα έκαναν
οι αντάρτες, αν επικρατούσαν. Τελικά ζήτησε να τον ακολουθήσουν στο βουνό
όλοι, όσοι ήταν ικανοί να φέρουν όπλα, απειλώντας τους πως σε αντίθετη
περίπτωση θα τους πήγαινε στα στρατοδικεία επί εσχάτη προδοσία. Είναι
περιττό να πω πως κανείς δεν τον ακολούθησε.
Επωφελήθηκα από μία ευκαιρία που μου δόθηκε και συναντήθηκα μαζί του.
'Εκανε πως δεν με γνώρισε. Του υπενθύμισα τη συνάντησή μας στο σπίτι του
τον περασμένο Απρίλιο και την υπόσχεση που μου έδωσε την οποία όχι μόνο
δεν τήρησε, αλλά επιπλέον με άφησε στην τύχη μου.
«- Ακόμη και τώρα, μου είπε, δεν είναι αργά. Πάρε το όπλο σου και έλα μαζί μου.
Εκτός από την ικανοποίηση πως έκανες το καθήκον σου στα εθνικιστικά ιδεώδη,
θα αμειφθείς ανάλογα με τις υπηρεσίες σου, όταν θα επικρατήσουμε
εξουδετερώνοντας τους αντάρτες.
- Αυτό, του απάντησα, δεν γίνεται. Άλλαξαν πολύ τα πράγματα από τον
περασμένο Απρίλιο. Ο εχθρός αποχώρησε από τα εδάφη μας. Δεν υπάρχει πια
δυνάστης για να του αντισταθούμε. Εξάλλου οι λόγοι που με έσπρωξαν στο
βουνό δεν υφίστανται πλέον. Σε αδελφοκτόνο πόλεμο και μάλιστα σαν εθελοντής,
δεν παίρνω μέρος ».
Την ίδια μέρα συναντήθηκα με τους συναδέλφους μου, αυτούς που
υπηρετήσαμε μαζί στα Βουλγαρικά εργατικά τάγματα το 1942. Είχανε
επιστρέψει από την νέα τους ομηρία το 1944. Ανταλλάξαμε απόψεις γύρω από
την κατάσταση, αφού πριν κάναμε ένα απολογισμό της ζωής αυτών που πήγαν
στη Βουλγαρία και της δικής μου που κρύφτηκα στο βουνό. Αυτοί καθώς και
μερικοί άλλοι χωρικοί που πήραν μέρος στην συζήτηση, έτσι μεταξύ σοβαρού
και αστείου, μου συνέστησαν ... να φρεσκάρω το καταφύγιό μου και να
προετοιμαστώ για νέες, μεγαλύτερες περιπέτειες.
Η συνάντησή μου με τον Παπαδόπουλο ήταν πολύ αποκαλυπτική.
Διαπίστωσα τελικά πως ο δρόμος που διάλεξα τον περασμένο Απρίλη να
κρυφτώ στα βουνά και να μην ανακατευτώ πουθενά, ήταν η καλύτερη επιλογή
που θα μπορούσα να κάνω. Αποδείχτηκε εκ των υστέρων βέβαια, από την
εξέλιξη των γεγονότων που ακολούθησαν πολύ αργότερα, ότι αυτό που έκανα
ήταν μία, ας μου επιτραπεί να την χαρακτηρίσω έτσι, από τις μεγαλύτερες
εξυπνάδες της ζωής μου. Μόνο ο Θεός ξέρει τι είχα να πάθω από τους
εθνικιστές ή τι θα είχα υποστεί, αν πήγαινα με τους Ελασίτες. Το λιγότερο, δεν
επρόκειτο να δω άσπρη μέρα. Αν πάλι πήγαινα με τους εθνικιστές, θα
χαρακτηριζόμουν ως γνήσιος εθνικόφρονας και θα με καλούσαν, σαν νόμιμη
αρχή, στα ειδικά τάγματα του Αντών Τσαούς, στον αγώνα κατά των μετέπειτα
ανταρτών. Πολύ αργότερα θα με απέλυαν εξαιτίας της συντριβής της
ανταρσίας, οπότε όλες οι πόρτες για εκπαίδευση και διάφορες θέσεις εργασίας
θα ήταν κλειστές για μένα. Αλλά για την εξιστόρηση των νέων αυτών
περιπετειών, θα αναφερθώ στη συνέχεια της αφήγησης μου.
260
2. Η υπηρεσία μου ως δάσκαλος
Κατά τα μέσα Οκτωβρίου του 1944, τρεις κάτοικοι του διπλανού μας
χωριού, της Κωνσταντινιάς, ήρθαν στο σπίτι μου και μου πρότειναν την
διεύθυνση του Δημοτικού Σχολείου στο χωριό τους. Είναι ευκαιρία, μου είπαν,
για σένα να αρχίσεις να καταγίνεσαι ύστερα από τόσα χρόνια με τα γράμματα.
Θα αποκτήσεις κάποια εμπειρία, αλλά εκτός από αυτό και τα παιδιά μας δεν θα
μείνουν τελείως αγράμματα. Δίστασα να αναλάβω καθήκοντα διδασκάλου,
υποτιμούσα τις δυνάμεις μου σε σημείο απαράδεκτο. Απόφοιτος του δημοτικού
σχολείου από δεκαετίας και πλέον, να αναλάβω να κάνω τον δάσκαλο, ήτανε
μια υπόθεση πολύ πάνω από τις δυνάμεις μου. Πρέπει όμως να σημειώσω εδώ,
πως τέσσερα ολόκληρα χρόνια, από τον Οκτώβρη του 1940, τα σχολεία στην
περιοχή μας παρέμειναν κλειστά. Οι Βούλγαροι στην προσπάθειά τους να τα
εκβουλγαρίσουν όλα, έκαψαν τα αρχεία, τις βιβλιοθήκες, τα εποπτικά μέσα
διδασκαλίας και παραμέλησαν τελείως τη συντήρηση ή τη διαφύλαξη των
θρανίων και των σχολείων. Μόνο στα αστικά κέντρα ανοίξανε σποραδικά
μερικά σχολεία όπου διδάσκονταν η Βουλγαρική γλώσσα από Βούλγαρους
δασκάλους. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις τα μαθήματα αυτά τα
παρακολουθούσαν και Ελληνόπουλα, καθώς τότε επικρατούσε το γνωμικό: "
Ας είναι γράμματα και δεν έχει σημασία τι γράμματα είναι". Τώρα όμως με την
αποχώρηση των ξένων, οι κάτοικοι φροντίζανε για την επανασύσταση των
σχολείων και για την εκπαίδευση των παιδιών τους, τα οποία εν τω μεταξύ
είχαν ηλικία πολύ μεγαλύτερη από αυτή που έχουν τα παιδιά στο Δημοτικό
σχολείο.
Δέχτηκα την πρότασή τους, συμφώνησα μια μικρή αμοιβή και από την
επόμενη κιόλας μέρα ανέλαβα να κάνω το δάσκαλο στα παιδιά τους.
Ασχολήθηκα αμέσως με την οργάνωση του σχολείου. Ευτυχώς βρήκα το αρχείο
ανέπαφο. Το είχαν κρύψει από τους Βούλγαρους και έτσι γλίτωσε από τους
βανδαλισμούς τους. Ακολούθησα πιστά τη μέθοδο διδασκαλίας του
προπολεμικού δασκάλου Καλπίνη, ο οποίος καθώς έμαθα αργότερα,
σκοτώθηκε από τους Ελασίτες στο διάστημα της κατοχής στη Δυτική
Μακεδονία. 'Εκανα εγγραφές, τακτοποίησα την αίθουσα του σχολείου και
επιδόθηκα στο έργο μου. Τα γράμματά μου ήταν λίγα, το ίδιο και οι γνώσεις
μου. Ήμουν τελείως αδαής για την δουλειά αυτή, αλλά με την επιμονή και τη
θέληση μου η διδασκαλία προχωρούσε ικανοποιητικά. Οι μαθητές μου είχαν
θέληση για μάθηση, βιαζότανε να συμπληρώσουν τα κενά, για να μη μείνουν
εντελώς αγράμματοι, όπως τους συμβούλευα εγώ και οι γονείς τους. Οι
μαθητές μου επιδόθηκαν με μεγάλο ζήλο στη μελέτη με όλες τους τις δυνάμεις.
'Ηταν υποδειγματικοί μαθητές. Περισσότερο όμως από όλους για ατελείωτες
ώρες διάβαζα εγώ, για να συμπληρώσω τα κενά, να προετοιμάσω τα μαθήματα
και να είμαι σε θέση να τα μεταδώσω στους άλλους. Προβλήματα στην
διατροφή μου δεν αντιμετώπιζα. Φρόντιζαν γι' αυτήν οι κάτοικοι του χωριού εκ
περιτροπής. Όσον αφορά τώρα την ενδυμασία, βολεύτηκα κάπως από μερικά
τσουβάλια (καναβάτσια) που μας μοίρασε η τοπική αυτοδιοίκηση του ΕΑΜ
Καβάλας.
Αντιμετώπιζα όμως μεγάλη δυσκολία στο ζήτημα της διανυκτέρευσης. H
261
σχολική εφορεία μου πρότεινε να μου παραχωρήσει ένα δωμάτιο, με την
προϋπόθεση να φέρω το κρεβάτι και τα ρούχα μου. Δυστυχώς όμως δεν είχα
τέτοια πολυτέλεια. Στο σπίτι μας κοιμόμαστε όλα τα αδέλφια ομαδικά σε ένα
κρεβάτι, με το ίδιο στρώμα και πάπλωμα και αυτά της κακιάς ώρας. Αν τα
έπαιρνα, τί θα έκαναν οι υπόλοιποι; Εκτός αυτού ήταν πολύ παλιά. Κάτω από
άλλες συνθήκες, σε διαφορετικούς καιρούς ήταν κυριολεκτικά για πέταμα. Γι'
αυτό αρνήθηκα ευγενικά την προσφορά του δωματίου. Πηγαινοερχόμουνα από
το χωριό μου καθημερινά. 'Ηταν μία απόσταση πέντε χιλιομέτρων την οποία
έπρεπε να διανύσω δύο φορές την μέρα.
Παρά τις αντίξοες συνθήκες, τα μαθήματα προχωρούσαν κανονικά.
Φαίνεται πως όλοι έμειναν ευχαριστημένοι και οι γονείς, αλλά και οι μαθητές
μου, καθώς ύστερα από πολλά χρόνια μου εξέφραζαν την ικανοποίησή τους
από την πορεία και την απόδοση της διδασκαλίας. Αργότερα, κατά τον
Νοέμβριο, με την πλήρη επικράτηση του ΕΑΜ, ιδρύθηκε στην Καβάλα
επιθεώρηση δημοτικών σχολείων από Εαμίτες δασκάλους. Η νέα κατάσταση με
βρήκε δάσκαλο στην Κωνσταντινιά. 'Ενα από τα πρώτα μέτρα της νέας λαϊκής
εκπαίδευσης (αυτός ήταν ο τίτλος της επιθεώρησης), ήταν η οργάνωση
επιμορφωτικού σεμιναρίου των δασκάλων στην Καβάλα. Με την παρότρυνση
της σχολικής Εφορείας, που όλοι τους ήταν συμπαθούντες του ΕΑΜ, μάλιστα ο
πρόεδρος της ήταν και υπεύθυνος του ΚΚΕ της περιοχής, κατέβηκα στην
Καβάλα και παρακολούθησα το σεμινάριο. Κράτησε δύο μέρες και έγινε στο
σχολείο των Ποταμουδίων της Καβάλας. Επωφελήθηκα από την ευκαιρία αυτή,
διότι πήραμε οδηγίες για την διδασκαλία των μαθημάτων, για την συμπεριφορά
μας απέναντι στους μαθητές και στους γονείς, μέσα στο πνεύμα της νέας
εποχής. Πέρασα από τα γραφεία της λαϊκής επιθεώρησης, πήρα το διορισμό
μου, που είχε μάλιστα αναδρομική ισχύ και στη συνέχεια πήγα για επικύρωση
του διορισμού στον υπεύθυνο της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης του Νομάρχη
Καβάλας, Τσαρουχά.
Ο επιθεωρητής με δέχτηκε με μεγάλη ευγένεια και μου φέρθηκε πολύ καλά.
Με ρώτησε για τις γραμματικές μου γνώσεις. Δεν ξέρω πως μου ήρθε τότε και
χωρίς να το καλοσκεφτώ, του ανέφερα, πως ο πόλεμος με βρήκε μαθητή στο
Γυμνάσιο της Λάρισας, στην Τετάρτη τάξη. Του είπα ψέματα, στο γυμνάσιο
δεν πάτησα ποτέ, ούτε πριν, αλλά ούτε και μετά. Ντράπηκα να του πω πως
ήμουν απόφοιτος Δημοτικού Σχολείου. Ακόμη και στην κατοπινή μου
σταδιοδρομία, χρειάστηκε να κάνω παρόμοιους ελιγμούς. Πίστευα πως για να
πετύχει κανείς πρέπει να κάνει και τους αντίστοιχους ελιγμούς, ανάλογα με τις
περιστάσεις. Ο επιθεωρητής επανέλαβε τις υποδείξεις που μας έκαναν στο
σεμινάριο, μου έδωσε τις κατάλληλες συμβουλές, άσχετες από πολιτικές
τοποθετήσεις και τελικά με συμβούλεψε να προμηθευτώ ορισμένα σχολικά
βιβλία που τα εξέδιδε η Εαμοκρατία.
Με το έγγραφο του διορισμού μου, αισθανόμουνα πια ασφαλής αλλά και
περισσότερο εκτεθειμένος απέναντι στους δικούς μου στο χωριό που όλοι
ανήκαν στην αντίθετη πλευρά, ήταν δηλαδή Αντιεαμίτες. Ήταν βέβαια ένα
μέτρο ανάγκης. Πίστευα πάντοτε πως για να πετύχει κανείς τις επιδιώξεις του,
πρέπει να κάνει παρέα και με τον διάβολο ακόμη, μέχρι να περάσει το γεφύρι.
Καλές υποδείξεις τις οποίες όμως ποτέ δεν εφάρμοσα.
Το επόμενο βράδυ παραβρέθηκα και πάλι στην συγκέντρωση των
262
δασκάλων στο σχολείο των Ποταμουδίων. Μας επανέλαβαν και πάλι την
μέθοδο της διδασκαλίας και την εξωσχολική μας συμπεριφορά. Κανείς δεν
ζήτησε από τους ομιλητές ορισμένες διευκρινήσεις. Μόνο εγώ, από όλους τους
δασκάλους, έκανα μερικές ερωτήσεις στους ομιλητές για να γίνουν πιο
κατανοητά αυτά που μας έλεγαν.
Πληρώθηκα αναδρομικά τους μισθούς μου, από το ταμείο της Λαϊκής
Αυτοδιοίκησης. Πήρα αναδρομικά κάπου δεκαπέντε χιλιάδες σημερινές
δραχμές και αμέσως πήγα στην αγορά για να προμηθευτώ ορισμένα είδη
κυρίως ρουχισμού για μένα και την οικογένειά μου που τα είχαμε μεγάλη
ανάγκη.
Προμηθεύτηκα αρκετά αναγνωστικά βιβλία, περισσότερα από όσα
χρειαζόμουν, καθώς και γραφική ύλη για τις ανάγκες των μαθητών και
επέστρεψα στην έδρα μου. Επιδόθηκα με περισσότερο ενθουσιασμό στη
δουλειά, με σκοπό την απόκτηση της κατάλληλης εμπειρίας. Ίσως με τον τρόπο
αυτό να έβρισκα την διέξοδο που αναζητούσα για την μελλοντική μου
σταδιοδρομία.
Ως δάσκαλος, είχα τακτική συνεργασία για τα θέματα του σχολείου με τον
επιθεωρητή της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης. Πράγμα που είχε θετική επίδραση, από
πλευράς εμπειρίας, στην κατοπινή μου εξέλιξη. 'Ετσι χωρίς καλά-καλά να το
καταλάβω, άλλαξα επάγγελμα, πήγαινα να αποκτήσω κουράγιο και είχα
βάσιμες ελπίδες πως θα τακτοποιούμουν και από την υπηρεσιακή πλευρά, εφ'
όσον βέβαια επικρατούσε το ΕΑΜ, πράγμα σχεδόν απίθανο. Σε αντίθετη
πρίπτωση έπρεπε να αλλάξω και πάλι επάγγελμα, αφού προηγουμένως
φρόντιζα να εφοδιαστώ με τα κατάλληλα τυπικά προσόντα όπως σπουδές κ.λ.π.
Πράγματα όμως που προϋποθέτουν νέες προσπάθειες, νέες θυσίες και τέλος
νέες περιπέτειες.
Παρόλα αυτά, η εργασία του δασκάλου, ύστερα μάλιστα από τις
ταλαιπωρίες του καλοκαιριού, στάθηκε αποφασιστικός παράγοντας για την
αποκατάσταση της ψυχικής μου ηρεμίας.
Κατά τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 1944 η κατάσταση στην
περιοχή μας από πλευράς ασφάλειας χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο. O
πόλεμος που διεξήγαγαν και οι δύο παρατάξεις για την επικράτησή τους,
έφθασε στο αποκορύφωμά του. 'Ολα έδειχναν πως πολύ γρήγορα θα άρχιζε η
αποφασιστική σύγκρουση. Ο τόπος ήταν μικρός, δεν χωρούσε δύο παρατάξεις
τις οποίες μάλιστα τις χώριζε θανάσιμο μίσος. Αναφέρω ονομαστικά εδώ
διάφορες συγκρούσεις, δύο φορές έλαβαν χώρα στον Κεχρόκαμπο, μία στην
Νικήσιανη, μία στη Ραβίκα αλλά και αλλού σημειώθηκαν συμπλοκές.
Όταν σημειώθηκε η ανταρσία στην Αθήνα, τον Δεκέμβριο του 1944, τότε
πια σηκώθηκε η αυλαία για το τελειωτικό ξεκαθάρισμα των λογαριασμών. Οι
Ελασίτες εξαπέλυσαν την αποφασιστική τους επίθεση κατά των θέσεων των
εθνικιστών ανταρτών. 'Υστερα από πολύνεκρες μάχες, ιδιαίτερα στην περιοχή
της Δράμας οι εθνικιστικές διαλύθηκαν. Άλλοι παραδόθηκαν, άλλοι κρύφτηκαν
σε απόκεντρα χωριά και άλλοι τέλος, αφού παραδώσανε τον οπλισμό τους,
επέστρεψαν στα σπίτια τους. Τώρα, τα βλέμματα όλων ήταν στραμμένα στην
Αθήνα όπου γινότανε άγριες μάχες μεταξύ των Ελληνοβρετανικών δυνάμεων
263
και του ΕΛΑΣ, από τα αποτελέσματα των οποίων κρινότανε η τύχη της χώρας
για πολλές κατοπινές δεκαετίες.
Στο μεταξύ συνέχιζα τη δουλειά μου, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, ως
δάσκαλος στην Κωνσταντινιά. Με την οριστική πια επικράτηση στην περιοχή
μας των Ελασιτών, το ΕΑΜ επιδόθηκε στην οργάνωση του τόπου από
κομματικής σκοπιάς. Υπεύθυνοι του ΚΚΕ περιοδεύανε στα χωριά και
τοποθετούσαν Λαϊκές Επιτροπές σε κάθε χωριό. Είναι περιττό βέβαια να πω
πως τα μέλη των επιτροπών αυτών εκτελούσαν κατά γράμμα τις διαταγές που
έπαιρναν. Παράλληλα θεσπίζανε επιτροπές Λαϊκής Ασφάλειας, καθώς και
Λαϊκής Δικαιοσύνης. 'Ηταν να απορεί κανείς με την οργανωτική αυτή μανία,
ιδιαίτερα τώρα που η μάχη στην Αθήνα έκλεινε χρόνο το αποτέλεσμα της
οποίας όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πιο αμφίβολο γινότανε, γιατί ήταν πια
φανερό πως ο χρόνος δούλευε για τις Ελληνοβρετανικές δυνάμεις. Παράλληλα
με τα καθήκοντά μου ως δασκάλου εκτελούσα και χρέη γραμματέα της Λαϊκής
Επιτροπής στο χωριό μου τον Σκοπό. Περιττό να πω πως τη δεύτερη δουλειά
την έκανα σαν αγγαρεία, γιατί δεν συμβιβαζόταν οι πεποιθήσεις μου με την
ιδεολογία των Εαμιτών.
'Ετσι με πολύ θάρρος απέρριψα πρόταση του υπεύθυνου του ΚΚΕ, να
οργανώσω στην περιφέρειά μας ομάδα της ΕΠΟΝ στο χωριό που ήμουν
δάσκαλος. Αυτό ήταν πολύ ριψοκίνδυνο και μπορούσε να μου στοιχίσει ίσως
και την ίδια μου την ζωή. Την πρόταση του την απέρριψα επιπόλαια, δεν
μπορούσα να φανταστώ την βαρύτητα της άρνησής μου. 'Ενας από τους
σημαίνοντες καθοδηγητές του ΚΚΕ που περιόδευε στην περιοχή, ήταν κάποιος
Ονούφριος από το Μακρυχώρι. Με ενημέρωσε γι' αυτό ο πρόεδρος της
σχολικής εφορείας του χωριού μου που ήταν περιφερειακός υπεύθυνος του
ΚΚΕ, αλλά φαίνεται πως ήταν υπεύθυνος απέναντι στον Ονούφριο, μου είπε
ίσως σκόπιμα, αλλά μάλλον εμπιστευτικά τα εξής:
« Παναγιώτη, θα σε επισκεφτεί ο υπεύθυνος του ΚΚΕ, ο Ονούφριος από το
Μακρυχώρι. Πρόσεχε τα λόγια σου να είναι μετρημένα, μην αρνηθείς τις
προτάσεις του. Να κάνεις ό,τι σου λέει, γιατί αυτός δεν αστειεύεται. Μη βρεις τον
μπελά σου».
Ευχαρίστησα τον συνομιλητή μου. Του υποσχέθηκα πως θα ακολουθήσω
τις συμβουλές του. Αλλά αν πρόκειται για οργανωτικά θέματα, λυπάμαι γιατί
θα αρνηθώ τη συμβολή μου στην κομματική οργάνωση του τόπου.
Το ίδιο κιόλας βράδυ, ύστερα από πρόσκληση του συνομιλητή μου βρέθηκα
αντιμέτωπος με τον Ονούφριο. Από όσα έμαθα εκείνο το βράδυ, πριν ήταν
κάτοικος Μακρυχωρίου και στην κατοχή κατέφυγε στην Γερμανοκρατούμενη
Ελλάδα, κατατάχτηκε στις τάξεις του ΕΛΑΣ, εξελίχθηκε σε σημαντικό
στέλεχος του ΚΚΕ και τώρα ως καθοδηγητής και επίτροπος, ήρθε στα μέρη μας
για την κομουνιστική οργάνωση των χωρικών. 'Υστερα από τις τυπικές
συστάσεις, ο Ονούφριος μου πρότεινε να οργανώσω την ΕΠΟΝ του χωριού
μου. Με θάρρος του απάντησα πως αυτό δεν γίνεται, δεν είναι δουλειά δική
μου, του είπα είμαι δάσκαλος, δεν μου περισσεύει καιρός για οργανώσεις.
Ο Ονούφριος εξέφρασε υποκριτικά την έκπληξή του για την άρνησή μου να
αναλάβω τον τιμητικό δήθεν ρόλο του οργανωτή, οπότε επενέβη ο
περιφερειακός του ΚΚΕ στη συζήτηση και με ταραχή είπε:
264
« Τί φταίει ο Παναγής; Έπρεπε να μην ανακατευτεί ο Σκόμπυ ( Άγγλος
Στρατηγός που έκανε τον πόλεμο στην Αθήνα ενάντια στο ΕΛΑΣ) και τότε θα
έβλεπες, όχι μονάχα την προθυμία του Παναγή να συνεργαστεί μαζί μας, αλλά
και ολόκληρου του πληθυσμού της περιοχής.
- Ώστε δεν είμαι ο μόνος που αποφεύγω τη συνεργασία σας, αλλά ολόκληρος ο
κόσμος, συμπλήρωσα με ικανοποίηση ».
Η συζήτησή μας ύστερα στράφηκε στην εξιστόρηση των συμβάντων της
κατοχής στην Γερμανοκρατούμενη Ελλάδα. Ο Ονούφριος μονολογούσε για την
δράση του ως καθοδηγητή στο διάστημα της κατοχής.
Εν τώ μεταξύ μαζεύτηκε πολύς κόσμος στο σπίτι του Θάνου. 'Ηρθε σχεδόν
όλο το χωριό. Ο Ονούφριος τότε άφησε εμένα και άρχισε να νουθετεί τους
χωρικούς. Βρήκα την ευκαιρία και έφυγα αδιάκριτα από την συγκέντρωση. Δεν
μπορούσα λόγω ψυχοσύνθεσης αλλά και συνείδησης να αναλάβω τέτοια
δουλειά, γιατί αυτή θα με εξέθετε στα μάτια των συγχωριανών μου στο Σκοπό
που στο σύνολο τους ήταν αντικομουνιστές.
Την επόμενη μέρα το πρωί με κάλεσε ο Θάνος στο σπίτι του . Μου
συνέστησε με επιτακτικό ύφος να συνοδέψω τον Ονούφριο στο χωριό μου τον
Σκοπό, όπου θα μιλούσε σε συγκέντρωση των χωρικών στο εκεί Δημοτικό
σχολείο.
Αρνήθηκα και πάλι να συνοδέψω τον Ονούφριο στο χωριό μου,
προφασίστηκα πως έχω μαθήματα και δεν έκανε να ασχοληθώ με δουλειές
άσχετες με τα διδασκαλικά μου καθήκοντα. Δέχτηκα όμως τις άγριες
παρατηρήσεις του Θάνου και τις επιπλήξεις του. Μου συνέστησε πως πρέπει να
υπακούσω στους πολιτικούς επιτρόπους, γιατί με την τακτική μου αυτή
κινδυνεύει όχι μόνο η θέση μου ως δάσκαλος, αλλά και το κεφάλι μου.
Θέλοντας και μη αναγκάστηκα να συνοδέψω τον Ονούφριο στον Σκοπό.
Κατάλαβα πως αυτή ήταν η δουλειά του Θάνου. Αυτός έπρεπε να συνοδέψει
τον Ονούφριο, απέφυγε όμως να το κάνει για να μην εκτεθεί περισσότερο στα
μάτια του κόσμου, γιατί το μέλλον του ΕΑΜ ήταν άδηλο για να μη πω
σκοτεινό, ύστερα μάλιστα από την ήττα που είχε υποστεί στην Αθήνα.
Σιωπηλοί και οι δύο, ή μάλλον με τον Ονούφριο να μονολογεί, φθάσαμε στο
χωριό μας. Πήγαμε στην Κεντρική πλατεία όπου μας υποδέχτηκαν δέκαδεκαπέντε κάτοικοι, θαμώνες του καφενείου. Με ρώτησαν με νεύματα για την
ιδιότητα του Ονούφριου, με νεύματα και πάλι (ματιές) τους έδωσα να
καταλάβουν για την αληθινή ιδιότητά του, οπότε ένας-ένας εξαφανίστηκαν όλοι
με τρόπο και στο τέλος μείναμε οι δύο μας.
« Βλέπετε, του είπα, συναγωνιστή Ονούφριε ο κόσμος εδώ αποφεύγει τους
ξένους, μείναμε οι δύο μας. Ας πάμε στο σπίτι μου, όλο και κάτι θα βρεθεί να
φάμε ».
Επιδίωξα να τον πάω στο σπίτι και να τον περιποιηθώ, τουλάχιστον για να
μη με πάρει με κακό μάτι.
Η μητέρα μου έκανε τα αδύνατα, δυνατά για να μας περιποιηθεί. 'Εφερε στο
τραπέζι αρκετά τρόφιμα παρόλη τη φτώχεια μας, ήταν ευδιάθετη και γενικά με
την ηθοποιία που την διέκρινε, έκανε όσο το δυνατόν ευχάριστη τη διαμονή του
Ονούφριου στο σπίτι μας. Σε μια στιγμή με πλησίασε η μητέρα μου και με
τρόπο με ρώτησε:
265
«- Παναγή, ποιος είναι αυτός, τί θέλει, τί ζητά εδώ, από που είναι;
Της έδωσα όλες τις πληροφορίες που ζήτησε, προσθέτοντας ακόμη ότι είναι
κομουνιστής.
- Κρίμα, είπε τότε η μητέρα μου. Τέτοιος ωραίος άνδρας,
τέτοιο παλικάρι σαν λιοντάρι να είναι κομουνιστής! Τι λέει, δεν ντρέπεται γι'
αυτό »;
Αυτή ήταν τότε η νοοτροπία των χωρικών και όχι μόνο της μητέρας μου.
Τους κομουνιστές τους θεωρούσαν παρακατιανούς ανθρώπους που
προσπαθούσαν με την κοινωνικοποίηση να ζήσουν σε βάρος του κόσμου,
μικρόσωμους, ανίκανους για χειρωνακτική δουλειά. Μόνο από αυτή την
άποψη, η γνώμη της μητέρας μου για τον κομουνιστή, μπορεί να ήταν ίσως
κάπως δικαιολογημένη.
'Υστερα από το γεύμα ο Ονούφριος επέμενε να ξαναπάμε στην πλατεία και
να οργανώσουμε μια συγκέντρωση χωρικών για να μιλήσει σ' αυτήν.
Προσπάθησα να το αποφύγω, αλλά στάθηκε αδύνατον. Φώναξα αμέσως τον
δάσκαλο, τα μέλη της Λαϊκής Επιτροπής και της Λαϊκής Ασφάλειας. Στην αρχή
τον παρακάλεσα, αλλά ύστερα με φορτικό ύφος επέμενα να μαζέψουν τον
κόσμο στο σχολείο, για να τους πει δύο λόγια ο Ονούφριος. Θέλει, τους είπα
επιτακτικά, ο Ονούφριος να συγκεντρωθεί ολόκληρο το χωριό για να τους πει
μερικά χρήσιμα πράγματα για το καλό τους.
Δεν γινότανε διαφορετικά. Κάποιος έτρεξε στην εκκλησία μας και χτύπησε
την καμπάνα για την συγκέντρωση, ενώ ο δάσκαλος, ύστερα από πιέσεις,
έστειλε τους μαθητές να ειδοποιήσουν τους γονείς τους να συγκεντρωθούν στο
σχολείο. 'Ετσι μαζεύτηκαν πολλοί. Ο Ονούφριος βρήκε την ευκαιρία να
επαναλάβει τις δοξασίες του για τον ρόλο του ΚΚΕ στην απελευθέρωση. Τους
κάλεσε να αναθεωρήσουν την στάση τους απέναντι στο κόμμα και να φανούν
αντάξιοι της εμπιστοσύνης του.
Όταν τέλειωσε την ομιλία του, μας παρότρυνε όλους να ζητωκραυγάσουμε
για το ΚΚΕ. Επέμενε να τον συνοδέψω και σε ένα άλλο χωριό, τον Άγιο
Κοσμά. Αυτή τη φορά του αρνήθηκα επίμονα. Πήγε μόνος του, ενώ εγώ
επέστρεψα στο σπίτι μου.
Δεν τον είδα πια τον Ονούφριο. 'Υστερα από πολλά χρόνια συναντηθήκαμε
σε μία ακρογιαλιά της Καβάλας. 'Εκανε το επάγγελμα του σερβιτόρου. Δεν
αργήσαμε να αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλο. Ξαναθυμηθήκαμε τα παλιά,
αυτά δηλαδή που περιέγραψα
παραπάνω. Παραξενεύτηκε όμως, όταν
χαρακτήρισα τις μέρες εκείνες μαύρες και την εποχή σκοτεινή και απαίσια.
Τώρα λοιπόν που τελειώνει το 1944, νομίζω πως είναι καιρός να κάνω μια
αυτοκριτική. Σ’ όλη την διάρκεια της ζωής μου μέχρι σήμερα (1982) και λέω
μέχρι σήμερα, γιατί δεν ξέρω ακόμη τι μου επιφυλάσσει το μέλλον, το 1944
ήταν η πιο δραματική χρονιά από όλες. Πραγματικά σε κανένα άλλο χρόνο,
ούτε και σ' αυτό ακόμη το 1942, δεν αντιμετώπισα τόσες εναλλαγές της τύχης.
Από τον ενθουσιασμό μου με την έλευση του συγκεκριμένου χρόνου για την
προοπτική της σύντομης απελευθέρωσης μας, γρήγορα πέρασα στην παρανομία
με όλες τις αρνητικές της επιπτώσεις. Δεν πρόφτασα να συνειδητοποιήσω το
έργο μου, ως στέλεχος τόνωσης του φρονήματος της αντιβουλγαρικής
προπαγάνδας και πολύ γρήγορα αναγκάστηκα να κάνω την ζωή του
266
καταδιωγμένου με όλους τους κινδύνους που συνεπάγεται η ιδιότητα αυτή.
'Ετσι βρέθηκα στο δίλημμα, να καταταχτώ στα στρατιωτικά εργατικά
τάγματα του δυνάστη και να τον υπηρετήσω ή να βγω στο βουνό και να τον
πολεμήσω. Δεν ταίριαζε στην ψυχοσύνθεσή μου ο ρόλος του αντάρτη.
Ταλαντευόμουν ανάμεσα σε τέσσερις λύσεις του δράματος που ορθώθηκε
μπροστά μου, δηλαδή να καταταχτώ στον εχθρικό στρατό στις τάξεις του
οποίου κλήθηκα με ατομική πρόσκληση. Σε διαφορετική περίπτωση τί έπρεπε
να κάνω; Να καταταχτώ στα εθνικιστικά, ή τα κομουνιστικά ανταρτικά ή την
λιγότερη οδυνηρή λύση, να κρυφτώ στα βουνά του χωριού μου.
'Ετσι η ροή των πραγμάτων με έφερε στην τελευταία λύση της απόκρυψής
μέχρι να έρθει η Άγια μέρα της Ελευθερίας. Η λύση όμως αυτή ήταν η πιο
οδυνηρή και δύσκολη από όλες τις άλλες. 'Ημουν υποχρεωμένος να
προφυλαχτώ από όλους, από δεξιούς και αριστερούς, από δικούς μου και
ξένους και προπαντός από τα μεταβατικά αποσπάσματα του εχθρού.
'Εξι μήνες πέρασα τη ζωή του αντάρτη. Τον περισσότερο καιρό άοπλος,
άλλες φορές οπλισμένος, αν και το όπλο δεν χρησίμευε καθόλου στην
κατάσταση που βρισκόμουν. 'Επαιζα κρυφτό με τα ανταρτικά, μάλιστα
πιάστηκα μια φορά από τους Ελασίτες και γλίτωσα επειδή ακριβώς δεν
κουβαλούσα όπλο. Κάποια άλλη φορά κρύφτηκα από τους εθνικιστές αντάρτες,
για να μη καταταχτώ στις τάξεις τους και τρεις φορές ξέφυγα από τους κλοιούς
των καταδιωκτικών αποσπασμάτων του εχθρικού στρατού.
Τέλος απέφυγα να καταταχτώ, κατόπιν της αποχώρησης του εχθρού στα
τάγματα του Αντώνη, γιατί όχι μόνο δεν τολμούσα να ζήσω πια την σκληρή
ζωή του αντάρτη, καθώς είχα αποχτήσει σκληρή πείρα τους περασμένους
μήνες, αλλά το σπουδαιότερο, δεν έβλεπα τον λόγο ύπαρξης των ανταρτικών
σχηματισμών, ύστερα από την αποχώρηση του δυνάστη.
Ακολούθησε ο διορισμός μου στο Δημοτικό σχολείο της Κωνσταντινιάς και η
αντίθεση μου με τον Θάνο και τον Ονούφριο, στέλεχος του ΚΚΕ, γιατί δεν
επιθυμούσα να γίνω όργανο τους στην περιοχή μας. 'Ετσι έφτασα στο τέλος του
χρόνου που οι συνθήκες βελτιώνονται κατά κάποιο τρόπο. Επικρατεί καλύτερη
επισιτιστική κατάσταση από αυτή του περασμένου χρόνου, αλλά
αντιμετωπίζουμε μεγάλη έλλειψη σε ένδυση και υπόδηση, παρόλα τα δέκα
μέτρα καναβάτσα (σακιά) που πήραμε από την Λαϊκή Αυτοδιοίκηση για να
ντυθούμε κάπως ανθρωπινά.
Βρισκόμαστε στον Ιανουάριο του 1945. Η κατάσταση δεν
αποκρυσταλλώθηκε ακόμη, αν και πέρασαν τρεις μήνες από τότε που έφυγαν οι
Βούλγαροι. Από επισιτιστική άποψη ήμασταν καλά, καλύτερα από τα αμέσως
προηγούμενα χρόνια της κατοχής. Από άποψη όμως ασφάλειας βρισκόμασταν
σε πολύ χειρότερη κατάσταση από ότι στα χρόνια της κατοχής. Οι πρόσφατες
συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο παρατάξεις είχαν ως αποτέλεσμα την διάλυση
των εθνικιστών. Μόνο μικροομάδες εθνικιστών ανταρτών περιφέρονται εδώ
και εκεί. Κρύβονται ανάμεσά μας στα χωριά, όπως ακριβώς στα χρόνια της
κατοχής. Η κατάσταση όμως αυτή δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Ο Λαϊκός
στρατός όπως ονομαζότανε ο κομουνιστικός στρατός, παρόλη τη
βαρυχειμωνιά, έκανε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις για τη διάλυση και την
εξόντωση των υπολειμμάτων των εθνικιστικών ομάδων.
267
Εκείνη την περίοδο επικρατούσε μεγάλη κακοκαιρία. Το χιόνι σκέπασε όλη
την έκταση της περιοχής μας. 'Εκανε παγωνιά και το θερμόμετρο για πολλές
μέρες έδειχνε κάτω από το μηδέν. Εργαζόμουν συνειδητά ως δάσκαλος στο
διπλανό χωριό της Κωνσταντινιάς. Είχα αφοσιωθεί στην δουλειά μου με
ενθουσιασμό, αλλά πάντοτε είχα την προσοχή μου στραμμένη στην γενική
κατάσταση από την οποία θα κρινότανε η τύχη μου για πολλές δεκαετίες
αργότερα.
Δεν ευχόμουν βέβαια την επικράτηση των Κομουνιστών. Είχα μεγάλες
πιθανότητες, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι με την επικράτησή τους θα
τακτοποιούμουνα στην θέση του δασκάλου. Είχα πια επίσημο διορισμό, το
πολύ- πολύ να παρακολουθούσα ένα ή δύο χρόνια ειδικά σεμινάρια σε καμιά
παιδαγωγική ακαδημία. Από την άλλη πλευρά, αν επικρατούσαν οι εθνικιστές,
όπως και έγινε, έπρεπε να αρχίσω από την αρχή, από εκεί ακριβώς που
σταμάτησα πριν δώδεκα χρόνια, ηλικία που δεν αρμόζει σε μαθητή της πρώτης
τάξης του Γυμνασίου.
3. Η συμβολή μου στην ματαίωση εκτοπισμού των κατοίκων της
3
περιοχής μας, λόγω των ανταρτών.
Δεν περνούσε τίποτα από το χέρι μου. Δούλευα και περίμενα την έκβαση
της εμφύλιας διαμάχης. Ένα απόγευμα κατά το τρίτο δεκαήμερο του
Ιανουαρίου του 1945, με ειδοποίησαν μερικοί χωρικοί πως τμήματα του
κομουνιστικού στρατού ανέβαιναν προς το χωριό μας από το Μακρυχώρι, για
να έχω το νου μου να τους υποδεχθώ. 'Εβαλα αμέσως τους μαθητές μου στην
αυλή του σχολείου να τραγουδήσουν εμβατήρια και τραγούδια του ΕΛΑΣ, για
να τα ακούσουν οι κομουνιστές που πλησίαζαν στο σχολείο, γιατί από εκεί
ήταν ο δρόμος τους για να περάσουν και στα άλλα χωριά. 'Υστερα από λίγο
φθάσανε οι Ελασίτες. Πήγα να τους προϋπαντήσω. Επικεφαλής τους ήταν ένας
καπετάνιος που έφερε τον βαθμό του λοχαγού. 'Ηταν Πόντιος στην καταγωγή.
Δεν αργήσαμε να γνωριστούμε και σαν Πόντιοι πατριώτες μεταχειριζόμασταν
στην ομιλία μας το ποντιακό ιδίωμα. Με κατάλληλο τρόπο έμαθα για τον
σκοπό της έλευσής τους. Είχαν εντολή να εκτοπίσουν τα χωριά μας, όπως
ακριβώς έκαναν λίγους μήνες πριν οι Βούλγαροι, αλλά τότε ήταν καλοκαίρι,
ενώ τώρα ήταν χειμώνας με θερμοκρασίες κάτω από το μηδέν. 'Ετσι πίστευαν
πως θα απομόνωναν τους εθνικιστές και θα τους εξόντωναν τελείως. Με
ρώτησε ο καπετάνιος με αθώο ύφος, αν υπήρχαν εθνικιστές αντάρτες που
κρύβονται στο χωριό, παρόλο που γνώριζα πως υπήρχαν μερικοί ακόμη και που
βρίσκονταν τα κρησφύγετά τους στα σπίτια του χωριού, απέφυγα να του πω
κάτι σχετικό. Προσποιήθηκα τον ανήξερο, μάλιστα προσπάθησα με
πειστικότητα να του αποδείξω πως δεν υπάρχουν αντάρτες στην περιοχή μας.
Ο λοχαγός μας αποχαιρέτησε με ευγενικό τρόπο και πήγε στο χωριό για να
συναντήσει τα μέλη της Λαϊκής Επιτροπής. 'Ηθελε να συνεννοηθεί μαζί τους
πριν την εκτέλεση της αποστολής του.
Περιφερόμουν εκεί, ανάμεσα στους Ελασίτες. Είδα ένα γνωστό μου από το
χωριό Ελευθερές του Παγγαίου, τον Γεώργιο Σιμιτσή, με τον οποίο
268
υπηρετήσαμε μαζί πριν δύο χρόνια στα Βουλγαρικά εργατικά τάγματα.
Βρισκόταν σε κακή κατάσταση, καχεκτικός και αδύνατος, ενταγμένος στις
τάξεις των κομουνιστών. Πρώτος με γνώρισε ο Γιώργος και προσπάθησε να
κρυφτεί ή μάλλον να με αποφύγει, αλλά με το θάρρος παλιού γνώριμου τον
πλησίασα και του είπα:
« Γειά σου, Γιώργο. Πώς είσαι; Τί είναι αυτά τα χάλια σου; Πως έμπλεξες με
τους κομουνιστές; Ποια ανάγκη σε έφερε στις τάξεις τους; Προσπάθησε να
απαγκιστρωθείς και να φύγεις.
-Παναγιώτη, μου απάντησε, έμπλεξα, ήρθα σε ανάγκη, με κυνηγούσαν οι
Βούλγαροι. Με την πρώτη όμως ευκαιρία θα φύγω, θα πάω στο σπίτι μου ».
Δεν μπορούσα πια να συνεχίσω τα μαθήματα κάτω από τέτοιες
συνθήκες. Να εκτοπίζονται οι πληθυσμοί ολόκληρων χωριών μέσα στο χειμώνα
και εγώ να μένω με σταυρωμένα χέρια και να περιμένω το πεπρωμένο. Αυτό
δεν γινότανε. 'Επρεπε να φύγω για το πατρικό μου στο χωριό, να δω τί
μπορούσα να κάνω για την αποτροπή του εκτοπισμού μας μέσα στο βαρύ αυτό
χειμώνα, οι συνέπειες του οποίου θα ήταν πολύ χειρότερες από εκείνες του
περασμένου Ιουλίου από τις Βουλγαρικές Αρχές.
Τροχάδην έφτασα στο χωριό. Με την ιδιότητα του δασκάλου της Λαϊκής
Παιδείας (σε παρόμοιες κρίσιμες καταστάσεις ο καθένας χρησιμοποιεί την
οποιαδήποτε ιδιότητα του), ζήτησα να βρω τον διοικητή του άλλου Ελασιτικού
τμήματος που ήταν επιφορτισμένος με την ευθύνη της εκτόπισης του χωριού.
Τον βρήκα όρθιο, κολλημένο σε ένα κορμό δένδρου να καταγίνεται με την
σύνταξη της διαταγής που όριζε στους κατοίκους προθεσμία είκοσι ωρών για
την απομάκρυνση τους από το χωριό. Σε ερώτηση μου, τί μπορεί να γίνει για
την ματαίωση της διαταγής, μου είπε, πως αυτός εκτελεί διαταγές της ανώτερης
στρατιωτικής διοίκησης και για να δικαιολογήσει τις ενέργειες αυτές,
επανέλαβε:
« Δεν γινότανε διαφορετικά. Αποδείχτηκε πως περιθάλπετε τις εθνικιστικές
ανταρτικές ομάδες. Θα σας εκτοπίσουμε στο Μακρυχώρι για λίγες μέρες μέχρι να
εξοντωθούν ή να παραδοθούν οι αντάρτες ».
Σαν κινηματογραφική ταινία πέρασε μπροστά από τα μάτια μου το νέο
δράμα του κόσμου. Μέσα στον χειμώνα, με τσουχτερό κρύο και θερμοκρασίες
κάτω από το μηδέν, κόσμος γυμνός και ξιπόλητος, χωρίς τροφή, να σέρνεται
στους πέντε δρόμους. Η εκτόπιση αυτή θα ήταν κατά πολύ χειρότερη, με πολλά
θύματα, πράγμα που δεν έγινε όχι μόνο στα τέσσερα χρόνια της κατοχής, αλλά
ούτε και τον περασμένο Ιούλιο. Τότε είχαμε τον ξένο δυνάστη όμως, ενώ τώρα
έχουμε Ελληνική Διοίκηση.
« Αυτό που πάτε να κάνετε, είπα στο λοχαγό καπετάνιο του ΕΛΑΣ, είναι καθαρή
δολοφονία. Καλύτερα να σκοτώσετε όλους τους εκτοπιζόμενους με τα πολυβόλα,
παρά να τους τυραννάτε. Πού εδρεύει η διοίκηση του συντάγματος; Θα
προσπαθήσουμε να πετύχουμε αναστολή της διαταγής ».
Είναι, μου είπε στο χωριό Γέροντας, κοντά στην Χρυσούπολη. Μπορείτε
όμως να επικοινωνήσετε μαζί τους από το Μακρυχώρι όπου βρίσκεται απόψε ο
συναγωνιστής Ταγματάρχης.
Του ζήτησα ένα φύλο πορείας ή μία άδεια από τις σκοπιές των ενδιάμεσων
269
χωριών για να πάμε το ίδιο βράδυ στην έδρα του τάγματος. Του ανέφερα τον
σκοπό της μετάβασης μου και τον παρακάλεσα να με συνδράμει στην
προσπάθειά μου να σώσουμε τον κόσμο, από τα δεινά της εκτόπισης.
Στάθηκε όρθιος σαν μάρμαρο. Δεν είπε τίποτα. Ούτε ένα λόγο. Σαν να
δήλωνε αδυναμία να με βοηθήσει. Δεν ήθελε να έρθει σε αντίθεση με τη
διαταγή που έπρεπε να εκτελέσει.
Δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο. Συνεννοήθηκα αμέσως με τους
συγχωριανούς μου, τους συνέστησα να παραμείνουν ψύχραιμοι και απαθείς. Να
μην κάνουν καμιά προετοιμασία. Ζήτησα να έρθει ένας από αυτούς μαζί μου να
μου κάνει παρέα, μέχρι το Μακρυχώρι, στην προσπάθειά μου να πετύχω
αναστολή της διαταγής για την εκτόπισή μας.
Δέχθηκε και ήρθε μαζί μου ο Αναστάσιος Παυλίδης, ένας φλογερός
πατριώτης και ευσταλής άνδρας, λίγο μεγαλύτερος από μένα στην ηλικία.
Πήραμε το δρόμο για το Μακρυχώρι, χωρίς οι δικοί μου να ξέρουν τίποτα. Λίγο
έξω από το χωριό, πήραμε την απόφαση για λόγους πρόνοιας να
τραγουδήσουμε ερωτικά τραγούδια, όταν θα περνούσαμε από ύποπτα σημεία
όπου πιθανόν να υπήρχαν σκοπιές Ελασιτών. 'Υστερα από λίγη ώρα φθάσαμε
στον Άγιο Κοσμά. Παρακάμψαμε τον δημόσιο δρόμο και πήραμε ένα σύντομο
μονοπάτι προς τον πρώτο συνοικισμό.'Υστερα από λίγο ακούμε την άγρια φωνή
του Ελασίτη σκοπού.
« - Αλτ τίς εί;
- Πρόεδρος της Λαϊκής Επιτροπής και δάσκαλος της Λαϊκής Παιδείας του
Σκοπού, του φωνάξαμε.
- Προχώρα στο παρασύνθημα.
- Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, του λέμε. Θέλουμε να μας παρουσιάσεις στον
συναγωνιστή καπετάνιο για να του πούμε το σκοπό της έλευσής μας.
- Ψηλά τα χέρια, παλαμάκια και περάστε».
Μας οδήγησε στον καπετάνιο ο οποίος μας άκουσε σιωπηλά. Δεν μπορώ,
μας είπε, να κάνω τίποτα για την υπόθεσή σας. Άλλοι αποφάσισαν για την
εκτόπισή σας. Αναγνωρίζω την τραγική σας θέση, αλλά τι να γίνει;
Τον παρακαλέσαμε να μας δώσει έναν οπλίτη για να μας συνοδέψει, ώστε
να εκπληρώσουμε την αποστολής μας, αλλά διστάζει και τελικά μας λέει πως
αυτό δεν μπορεί να γίνει. Τον παρακαλέσαμε τότε να δώσει τουλάχιστον
οδηγίες στους σκοπούς να μας έχουν υπόψην τους και να μην μας πειράξουν,
όταν θα επιστρέψουμε σε λίγες ώρες από την αποστολή μας. Μας έδωσε την
υπόσχεσή του.
Ξεκινήσαμε λοιπόν από τον Άγιο Κοσμά. Η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά
και την κάλυπτε μαύρο σκοτάδι. 'Εκανε αρκετή παγωνιά, αλλά αυτή δεν μας
πείραζε, μπροστά στην αγωνία της αποστολής μας και την τύχη του κόσμου
που κρεμότανε κυριολεκτικά από τα χέρια μας. Με τον ίδιο τρόπο περάσαμε
από το χωριό Στενωπός, αλλά με λιγότερες διατυπώσεις. 'Ετσι, τραγουδώντας
πάντα τα ερωτικά μας άσματα, για να προδιαθέσουμε τους σκοπούς φτάσαμε
στο Μακρυχώρι, αφού περάσαμε και άλλες δύο σκοπιές μία στη γέφυρα του
Μακρυχωρίου και την άλλη στην έδρα του τάγματος. Με την βοήθεια του
σκοπού και με ψηλά τα χέρια παρουσιαστήκαμε στον ταγματάρχη. Πριν
270
προφτάσω ακόμη να αναφέρω το σκοπό της έλευσής μας, βλέπω τον Πόντιο
λοχαγό, εκείνον που συνάντησα το προηγούμενο απόγευμα, πριν από λίγες
ώρες, να ορμά προς το μέρος μου, να με υποδέχεται και να με ρωτάει για τον
σκοπό της επίσκεψης μου.
Συναγωνιστή δάσκαλε, ποια ανάγκη σε έφερε εδώ, σε τί μπορώ να σε
βοηθήσω; Τον ευχαρίστησα στην ποντιακή διάλεκτο, για να τον προδιαθέσω
και να έχω την υποστήριξή του στο αίτημά μου και τον παρακάλεσα να με
συνδέσει τηλεφωνικά με την έδρα του συντάγματος στο χωριό του Γέροντα, για
να τους παρακαλέσω για την αναστολή της εκτόπισης των κατοίκων.
« Πρώτα-πρώτα αυτό δεν γίνεται, μου απάντησε. Υπάρχει διαταγή για την
εκτόπισή σας. Μάλιστα έχουν καθοριστεί οι χώροι συγκέντρωσής σας και τα
μέτρα περίθαλψης των εκτοπισμένων. Αλλά αφού κάνατε τόσο κόπο να έρθετε ως
εδώ και μάλιστα νύχτα μέσα σε τόσους κινδύνους, θα μεταβιβάσω το αίτημά σας
στην προϊσταμένη μου Αρχή».
Επακολούθησε σιωπή. Ο ταγματάρχης που στο μεταξύ άκουσε όλη τη
συζήτηση, κατανόησε τη θέση μας, μας υποσχέθηκε πως θα συνδράμει στην
προσπάθειά μας και έδωσε εντολή στον τηλεφωνητή να μας συνδέσει με το
σύνταγμα.
Ζήτησα χωρίς περιστροφές τον ίδιο τον συνταγματάρχη στο τηλέφωνο για
να του εκθέσω προσωπικά το αίτημά μας. Εδώ του ανέφερα, όταν
παρουσιάστηκε στο τηλέφωνο, είμαστε μια επιτροπή από τους συναγωνιστές,
τον πρόεδρο της Λαϊκής επιτροπής και τον δάσκαλο της Λαϊκής παιδείας, σαν
αντιπρόσωποι όλων των κατοίκων της ορεινής περιοχής και σας υποβάλουμε
την παράκληση της ματαίωσης ή αν αυτό δεν γίνεται, την αναστολή της
εκτόπισης των κατοίκων. Εκτόπιση του ανέφερα μέσα στην καρδιά του
χειμώνα, με τέτοιο κρύο και παγωνιά ισοδυναμεί με βέβαιο θάνατο των
εκτοπιζομένων, όταν μάλιστα πρόκειται
για κόσμο γυμνό και ξυπόλυτο. Αλλά αν και αυτό δεν μπορεί να γίνει, τότε
έχετε τα όπλα στα χέρια σας, σκοτώστε μας με τα πολυβόλα σας, γιατί
προτιμότερος είναι ο θάνατος από σφαίρες, παρά ο αργός, λευκός θάνατος από
τις κακουχίες, τα κρυοπαγήματα και την πείνα.
Με άκουσε με προσοχή. Τελικά ξέσπασε, αυτό δεν γίνεται, η διαταγή θα
εκτελεστεί.
« Είμαστε του απάντησα το πολιτικό τμήμα της οργάνωσης του ΕΑΜ και κατά
συνέπεια και το τοπικό ΚΚΕ και φέρουμε το ίδιο με σας ακέραια την ευθύνη για
την τύχη του κόσμου. Για να εκπληρωθεί ο απώτερος σκοπός, δηλαδή η
επικράτηση της ιδεολογίας μας, πρέπει να υπάρχει συνεργασία μεταξύ των
πολιτικών οργανώσεων και του λαϊκού στρατού. Φαντάζεστε, εξακολούθησα,
ποια εντύπωση θα σχηματίσει στη σημερινή, αλλά και στη μελλοντική γενιά η
εκτέλεση της διαταγής αυτής, την οποία όμως σαν υπεύθυνοι για την
διαπαιδαγώγηση του κόσμου, την θεωρούμε άστοχη, αν όχι σαμποταριστική ».
Πάλι με άκουσε ο ταγματάρχης, χωρίς να παρεκτραπεί σε ζωηρότητες. Τότε
πήρε το τηλέφωνο ο Πόντιος λοχαγός που επιβεβαίωσε πως η κατάσταση είναι
έτσι όπως την περιγράφει η επιτροπή και πως αν θα εκτελεσθεί η διαταγή, θα
είναι αδύνατο να διατηρηθεί στο μέλλον η συμπάθεια του κόσμου στο κόμμα
και τον αγώνα μας.
271
Ακολούθησε τηλεφωνική συνεννόηση μεταξύ τάγματος, συντάγματος και
της Διοίκησης της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης στην Καβάλα του Νομάρχη
Τσαρουχά. Ο τελευταίος σαν Νομάρχης με γνώριζε πολύ καλά, γιατί
υπηρεσιακά συνεργαζόμουν τακτικά μεταξύ του. Όταν του μεταβιβάστηκε το
αίτημά μου ως μέλος της επιτροπής της ορεινής περιοχής, έδωσε διαταγή να
ανασταλεί η εκτόπιση. 'Ολο αυτό το διάστημα που χρειάσθηκε να γίνουν οι
κατάλληλες συνεννοήσεις και να παρθεί η απόφαση για την αναστολή της
εκτόπισής μας, περιμέναμε στο διπλανό δωμάτιο το αποτέλεσμα του θα έκρινε
το μέλλον μας.
Σε μας ανακοίνωσαν πως ύστερα από το διάβημά μας πάρθηκε η απόφαση
της αναστολής ως αποτέλεσμα της σύσκεψης που έγινε στην Καβάλα. Μας
συνέστησαν να μείνουμε εκείνη τη βραδιά μαζί τους στον καταυλισμό των
Ελασιτών και το πρωί να αναχωρήσουμε για τα χωριά μας, στα οποία στο
μεταξύ θα διαβιβαζότανε η διαταγή της αναστολής.
Αποφύγαμε με ευγένεια να δεχτούμε την προσφορά τους. Ευχαριστήσαμε
τον Πόντιο λοχαγό, χωρίς την συνδρομή του οποίου θα ήταν αδύνατο να
πετύχει η αποστολή μας και πήραμε το δρόμο του γυρισμού για το χωριό μας.
Περάσαμε από τις σκοπιές της γέφυρας του Μακρυχωρίου και από τον Στενωπό
χωρίς να μας ενοχλήσουν καθόλου, αλλά από την σκοπιά του Αγίου Κοσμά,
λίγο έλειψε να έχουμε τις πιο δυσάρεστες συνέπειες.
Η ώρα ήταν περασμένη. Κόντευε να ξημερώσει. 'Εκανε τσουχτερό κρύο και
βαρύ σκοτάδι σκέπαζε τη νύχτα. Παρά τα ερωτικά τραγούδια μας, ακούσαμε
την άγρια φωνή του σκοπού:
«- Άλτ τίς εί;
- Ο πρόεδρος της Λαϊκής επιτροπής και δάσκαλος. πολιτικό τμήμα της
οργάνωσης του ΕΑΜ, απαντήσαμε. Ερχόμαστε από το Μακρυχώρι όπου πήγαμε
για ειδική αποστολή.
- Ψηλά τα χέρια, παλαμάκια και ελάτε προς τα εδώ. Συμμορφωθήκαμε με την
σύστασή του, πήγαμε κοντά του. Ήταν ένα αμούστακο αγόρι 16 χρονών. Το όπλο
έτρεμε στα χέρια του. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε κινδύνευε η ζωή μας,
από τον τρόμο και την δειλία του σκοπού.
- Είσαι παλικάρι, του είπα. Γιατί κάνεις έτσι;
- Φοβάμαι, φοβάμαι, μας είπε και το όπλο εξακολουθούσε να τρέμει στα χέρια
του, με την κάνη στραμμένη πάνω μας ».
Ζήτησα την βοήθεια του καπετάνιου που βρισκότανε στο προαύλιο.
Στεκότανε μπροστά σε μια μεγάλη φωτιά και ζεσταινότανε. Μας κάλεσε κοντά
του και ζήτησε να μάθει τον σκοπό της παρουσίας μας.
'Υστερα από τις εξηγήσεις που του έδωσα, φώναξε τον σκοπό κοντά μας,
τον μάλωσε για την στάση του και του εξήγησε πως οι άνθρωποι αυτοί, αν δεν
ήταν δικοί μας δεν θα ερχότανε στο τμήμα μας αυτή την ώρα και μάλιστα με
τραγούδια.
Μας κράτησε κοντά του περίπου μισή ώρα. Μας ενημέρωσε για τους
σκοπούς τους και τις ιδεολογίες τους. 'Οσες αναφορές και να έκανε στην
νομιμοφροσύνη του, γιατί στις περιπτώσεις αυτές όπως λέει και ο λαός μας
"φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη", ύστερα εξέφρασε την
εμπιστοσύνη του στον Στρατάρχη Στάλιν που δεν θα αφήσει τον αγώνα μας
272
ανυπεράσπιστο. Τελικά μας άφησε ελεύθερους και μας ευχήθηκε καλό ταξίδι,
αφού βέβαια έμαθε πριν τον σκοπό και τα αποτελέσματα της αποστολής μας.
Γλυκοχάραζε η βαριά χειμωνιάτικη νύχτα, όταν φτάσαμε στο χωριό. Δεν
ενοχληθήκαμε καθόλου από τη διμοιρία των Ελασιτών στο χωριό μας η οποία
άλλωστε ήταν ενημερωμένη για την αποστολή μας και περίμενε το αποτέλεσμά
της.
Το πρωί ειδοποιήθηκαν όλα τα χωριά πως η εκτόπιση αναστέλλεται και πως
μπορούν οι κάτοικοι να μείνουν στα σπίτια τους και να ασχοληθούν με τις
καθημερινές τους δουλειές.
Παρόλη τη ταλαιπωρία της βραδιάς εκείνης και τους κινδύνους που
διέτρεξα, η ικανοποίηση από το αποτέλεσμα των ενεργειών μου ήταν πολύ
μεγάλη. Πολλοί κάτοικοι, ιδιαίτερα οι γεροντότεροι, με συνεχάρησαν για τις
προσπάθειές μου, αφού παράλληλα καυτηρίαζαν την αδράνεια των
πραγματικών κομματικών στελεχών.
Ο χειμώνας της χρονιάς αυτής του 1944-45 ήταν πολύ βαρύς. Για πολλές
ημέρες ο τόπος ήταν σκεπασμένος με χιόνια. Θερμοκρασίες πάντοτε κάτω από
το μηδέν, γερή παγωνιά και κατάμαυρος ουρανός ήταν τα χαρακτηριστικά του
χειμώνα. Παίρναμε νερό από μία βρύση έξω από το χωριό, σε απόσταση πάνω
από δύο χιλιόμετρα από το σπίτι μας. Καθώς ήμουνα ο πιο ανθεκτικός στο κρύο
και στο χιόνι, είχα την ευθύνη του εφοδιασμού με νερό για τις ανάγκες του
σπιτιού μας. Κάποια μέρα κοντά το μεσημέρι, ενώ είχε ρίξει άφθονο χιόνι και
εξακολούθησε να χιονίζει αδιάκοπα, με ένα δυνατό άνεμο που έπαιρνε το χιόνι
και το έριχνε σε απάνεμα μέρη, την ώρα που επέστρεφα από την βρύση με δύο
κουβάδες νερό, ο αδελφός μου ο Νίκος, μου λέει:
«- Παναγή, ένας συναγωνιστής από τον δημόσιο δρόμο, ζητάει βοήθεια στην
Τουρκική γλώσσα, φαίνεται πως κινδυνεύει. Θα είναι τρελός, εξακολούθησε,
γιατί με τέτοιο καιρό μόνο οι τρελοί κυκλοφορούν.
- Εγώ θα τρέξω, απάντησα, στο δημόσιο δρόμο, μήπως και τον γλιτώσω».
Πήρα την κατεύθυνση προς τον τόπο που πριν από λίγο, όπως που είπε o
Νίκος, ακουγότανε οι απελπιστικές φωνές. Είχα την ελπίδα πως θα πρόφταινα
να γλιτώσω τον δυστυχισμένο που καλούσε σε βοήθεια. Για να τον εμψυχώσω,
ενώ πήγαινα στον δρόμο φώναζα.
« Κουράγιο πατριώτη. Έρχομαι να σε βοηθήσω ».
'Εφτασα στο δημόσιο δρόμο. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε παντού. Μόνο
το πέσιμο του χιονιού και οι χιονοθύελλες ήταν ασταμάτητες. Παρατηρώντας
όμως προσεκτικά το χιόνι στο δρόμο, είδα ίχνη παπουτσιών ανυψωμένα όμως
από το χιόνι που εξακολουθούσε να πέφτει.
Ακολούθησα τα ίχνη, τα πατήματα των ποδιών και σε απόσταση
τριακοσίων βημάτων από την διασταύρωση, βλέπω ένα κομμάτι ύφασμα
βυθισμένο στο χιόνι. Δίπλα, στην άκρη του δρόμου, ένα γαϊδούρι φορτωμένο
με δύο σακιά αλεύρι και κοντά στο ζώο ένας σκύλος να μου γαβγίζει
απειλητικά και να με εμποδίζει να πλησιάσω στο πανί. Δεν έδωσα σημασία
στην αντίδραση του σκύλου, έπιασα το πανί και στην προσπάθειά μου να το
273
ανασύρω με τρόμο διαπίστωσα πως ήταν ένα ολόκληρο παντελόνι! Με μεγάλη
μου έκπληξη βλέπω θαμένο μέσα στο χιόνι ένα ανθρώπινο σώμα. Παραμερίζω
τα χιόνια, πιάνω το φαινομενικά άψυχο σώμα στα χέρια μου και αρχίζω τις
εντριβές στο σβέρκο, στις ράχες και στα μάγουλα. Με γερά χτυπήματα
προσπαθώ να διαπιστώσω, αν υπάρχει ακόμη ζωή στο ανθρώπινο αυτό σώμα.
'Υστερα από λίγη ώρα βλέπω τις κόρες των ματιών του παραλίγο νεκρού άντρα
να με κοιτάνε ήρεμα. Ενέτεινα τις εντριβές, εξακολούθησα να προσπαθώ να τον
ζεστάνω και να απελευθερώσω το σώμα του από τα ρούχα. 'Υστερα από λίγο ο
κρυοπαγημένος ανέκτησε τις αισθήσεις του, ενώ εγώ εξακολούθησα τις
εντριβές και καλούσα σε βοήθεια, με ζωηρές φωνές προς την κατεύθυνση του
χωριού.
Με άκουσαν από το χωριό. Προσέτρεξε ένας, ο Μιχάλης Τουμανίδης,
φέρνοντας δύο κουβέρτες για την μεταφορά του αρρώστου. Τον πήγα στο σπίτι,
του έκανα ζεστά μπάνια, του έδωσα ζεστά ροφήματα, συνήλθε και την
επόμενη μέρα πήγε στο χωριό του.
'Ηταν ένας χωρικός από το διπλανό χωριό, τον Άγιο Κοσμά. Ο παρ' ολίγον
μακαρίτης, πήγε στο μύλο του Κεχροκάμπου με το γαϊδούρι του φορτωμένο
καλαμπόκι για άλεσμα. Το χιόνι ήταν πολύ, εξακολουθούσε να ρίχνει και το
ζώο καθώς ήταν φορτωμένο, στην επιστροφή δυσκολευότανε πολύ στο
περπάτημα. Τότε ο χωρικός για να διευκολύνει το ζώο του πήγαινε μπροστά
από αυτό, και πατούσε το χιόνι. 'Ετσι όμως, χωρίς να το καταλάβει καλά-καλά,
κουράστηκε πιο πολύ ο ίδιος. Ζαλίστηκε και για να μη πέσει κρατήθηκε από
την ουρά του ζώου. Είχε όμως την προνοητικότητα, όταν διαπίστωσε πως
χανότανε, να βάλει τις φωνές και μάλιστα στην Τουρκική γλώσσα που η
επίκληση της βοήθειας είναι πιο έντονη, με αποτέλεσμα να σωθεί.
Βρισκόμαστε στον Φεβρουάριο του 1945. 'Ολα έδειχναν πως ήρθε πια το
τέλος της Ελασοκρατίας. Ακριβώς στα μέσα του μήνα πραγματοποίησα ένα
ταξίδι στην Καβάλα για να πληρωθώ τους μισθούς μου, να κάνω μερικά ψώνια
και το σπουδαιότερο, να πληροφορηθώ για το πως έχει η κατάσταση.
Στην Καβάλα τότε, αλλά και αργότερα, επειδή δεν είχαν ακόμη οργανωθεί
συγκοινωνίες, πήγαινα με τα πόδια. Επειδή η απόσταση ήταν μεγάλη, περίπου
σαρανταπέντε χιλιόμετρα, γι' αυτό πάντοτε έκανα μια στάση στη Νέα Κώμη
όπου και διανυκτέρευα στο σπίτι του ξαδέλφου μου Γεωργίου Αμπεριάδη.
Όπως προανέφερα παραπάνω, ο Αμπεριάδης εξακολουθούσε ακόμη να
περιφέρεται οπλισμένος με μια ομάδα του ΕΛΑΣ στον κάμπο της
Χρυσούπολης. Δεν δεχότανε ούτε κουβέντα να κατεβεί στο σπίτι του και να
εγκαταλείψει τον ΕΛΑΣ. Ποιος ξέρει, ίσως φοβότανε την τρομοκρατία που
έκανε ο ΕΛΑΣ σε βάρος των οπαδών του, ίσως γιατί δίσταζε από τα τυχόν
αντίποινα των διωκτών του της αντίπαλης πλευράς και δεν τολμούσε να
εγκαταλείψει τον ΕΛΑΣ, όπως έκαναν τότε πάρα πολλοί οπαδοί του.
Σε ένα από τα ταξίδια αυτά η γυναίκα του Γιώργη, η εξαδέλφη μου Νίνα,
μου είπε εμπιστευτικά να φυλάγομαι από τον άνδρα της, γιατί έχει την υποψία
πως εγώ με τα απανωτά ταξίδια μου στην Καβάλα, κατασκοπεύω σε βάρος του
ΕΛΑΣ. Πραγματικά τα πάθη και οι φανατισμοί τότε είχαν αναπτυχθεί σε βαθμό
πολύ ανησυχητικό. Μπροστά στην ιδεολογία, πήγαιναν περίπατο όλες οι αξίες,
συγγένειες εξ αίματος, φιλίες, κουμπαριές, όλα έχασαν το νόημα τους. Βέβαια
ήταν αστείο να φοβηθώ μήπως με καταδώσει ο Γιώργος, δεν συνέβαινε όμως
274
τίποτα το επιβαρυντικό από μέρους μου ενάντια στην Ελασιτοκρατία, εκτός
από το γεγονός ότι δεν απέκρυπτα τη γνώμη μου πως την θεωρούσα εντελώς
προσωρινή. Αυτά απάντησα στην Νίνα. Της είπα πως άδικα με υποπτεύεται ο
Γιώργος σαν κατάσκοπο και πως καλά θα κάνει να κατεβεί αμέσως από το
βουνό και να διαχωρίσει την θέση του γιατί αύριο ίσως είναι αργά. Δυστυχώς
δεν άκουσε την παράκλησή μου και αυτό είχε βαρύτατες συνέπειες αργότερα
για τον Γιώργο όπως θα παραθέσω παρακάτω.
Στην Καβάλα βρήκα την κατάσταση εντελώς διαφορετική. Ο ΕΛΑΣ
διαλυότανε, ο κόσμος πήρε θάρρος και εκδηλωνότανε ελεύθερα, με κριτική
αρκετά σκληρή σε βάρος της Εαμοκρατίας. Οι διαθέσεις του κόσμου άλλαξαν.
Το χαμόγελο ανθούσε στα πρόσωπα όλων. Θα νόμιζε κανείς πως τώρα μόλις
έγινε η απελευθέρωση από τον ξένο δυνάστη, αφού τον περασμένο Σεπτέμβριο,
όταν αποχώρησε o κατακτητής, όλα έδιναν την εντύπωση πως μόνο το σκηνικό
είχε αλλάξει και πως αντί για Βούλγαρους είχαμε τώρα Εαμίτες να μας
εξουσιάζουν.
Εδώ οφείλω μια εξήγηση για να μη παρεξηγηθώ. 'Οσα γράφω στις σελίδες
αυτές είναι εντυπώσεις των ημερών εκείνων, έτσι όπως είδα ο ίδιος τότε τα
γεγονότα και στάθμισα τις διαθέσεις του κόσμου. Ύστερα όμως από χρόνια, οι
τότε πεποιθήσεις μου άλλαξαν λίγο και προς την μία και προς την άλλη πλευρά.
Κανείς μας όμως δεν έπιασε τον σφυγμό της εποχής. Δεν επρόκειτο περί
απελευθέρωσης. 'Ηταν η συνέχεια του πολέμου που άρχισε το 1940 και
συνεχίστηκε μέχρι το 1949. Οι συνέπειες του οποίου βάρυναν στην τύχη μας
για πολλές δεκαετίες αργότερα. Με λίγα λόγια, τότε περνούσαμε την
κρισιμότερη φάση του πολέμου. Δεν το αντιλήφθηκε κανείς και πληρώσαμε
πολύ ακριβά την λανθασμένη εκτίμηση της κατάστασης.
Πήγα στα γραφεία της επιθεώρησης, οι Λαϊκές Αρχές ήταν ακόμη στις
θέσεις τους. Πήρα ένα ένταλμα πληρωμής για τους καθυστερημένους μισθούς,
το θεώρησα από τον Νομάρχη τον κ. Τσαρουχά και πήγα στο ταμείο για
πληρωμή. Στην αγορά που πήγα άκουγα τα μεγάφωνα που συνέχεια μεταδίδανε
τα συνθήματα, τις οδηγίες και τα μηνύματα των αριστερών οργανώσεων. Δεν
ωφελούσαν όμως πουθενά. Ο κόσμος δεν τα έδινε σημασία. Όχι μόνο αυτό,
αλλά άρχισαν και οι εκδηλώσεις κατά των αριστερών οργανώσεων.
Χαρακτηριστικό είναι ένα επεισόδιο που συνέβη κατά την επιστροφή μου.
Στον δρόμο σταμάτησα ένα κάρο, ανέβηκα πάνω και συστήθηκα στον
Τουρκόφωνο ιδιοκτήτη του, αναφέροντας του για λόγους πρόνοιας πως δεν
ξέρω Τουρκικά. Αυτός λοιπόν στην διαδρομή εξέφρασε την ικανοποίηση του
για τη νέα τροπή της κατάστασης σε όσους συναντούσε στην Τουρκική
γλώσσα. 'Εκανε βέβαια και τις κατάλληλες χειρονομίες σαν να ήθελε να
εκφράσει τη χαρά του για το τέλος του ΕΛΑΣ.
Λίγο αργότερα έφτασα στο Ποντολείβαδο. Πήγα στο σπίτι του Πολύβιου
Τεξακαλίδη.'Ηταν ένας καλός πατριώτης που γλίτωσε πολύ κόσμο στο
διάστημα της κατοχής, με την διευκόλυνση που έκανε μεταφέροντας τους
φυγάδες με το κάρο του σε μια ερημική ακτή. Από εκεί τους έπαιρνε το καίκι
και ύστερα από δύο-τρεις μέρες τους έβγαζε στην Χαλκιδική.
Περισσότερο έκανε την εκδούλευση αυτή από πατριωτισμό και λιγότερο για
τα υλικά οφέλη. 'Εμεινα στο σπίτι του το μεσημέρι. Του είπα τα νέα και πέταξε
από τη χαρά του. Μου έκανε το τραπέζι. Το γεύμα ήταν λιτό, αλλά το
275
σπουδαιότερο, είχε ελιές που είχα να φάω εδώ και τέσσερα χρόνια. Δεν
δίστασα, δεν ντράπηκα καθόλου και έφαγα πολλές. Δεν ξέρω αν σχολίασαν
τίποτα γι' αυτό, ύστερα από την αναχώρησή μου. Ο Πολύβιος μου έδωσε ένα
σημείωμα για κάποιον καπετάνιο που κρυβότανε στο Στενωπό. Το έκρυψα στην
κάλτσα μου και το παρέδωσα στον προορισμό του, όταν επιστρέφοντας για το
χωριό μου πέρασα από το Στενωπό.
'Υστερα από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ κατά των
εθνικιστών από τον περασμένο Ιανουάριο, μια ησυχία απλώθηκε στην περιοχή
μας. Οι Ελασίτες φέρονταν με επιείκεια στους εθνικιστές που παραδίδονταν.
Τους άφηναν αμέσως ελεύθερους με μόνη υπόσχεση πως θα καταγίνονται πια
με ειρηνικά έργα και πως δεν θα στρέψουν πλέον τα όπλα εναντίον τους. Αλλά
και οι Ελασίτες, όσον αφορά τους εθνικιστές που κρύβονταν και δεν
παραδίδονταν, καμιά ενέργεια δεν έκαναν εναντίον τους. Θα νόμιζε κανείς πως
έγινε μια σιωπηλή ανακωχή ανάμεσα στις δύο παρατάξεις. Όλοι περίμεναν να
ξεκαθαρίσει η κατάσταση από την Αθήνα, όπως ακριβώς και έγινε.
Δεν μπορούσα όμως να εξηγήσω την σπουδή για την οργάνωση του
κόσμου. Επιθεωρητές για τη Λαϊκή παιδεία, τη Λαϊκή αυτοδιοίκηση και τη
Λαϊκή δικαιοσύνη γυρίζανε στα χωριά για να οργανώσουν τον κόσμο. Μάλιστα
μεγαλύτερη έμφαση δίνανε στην καταγραφή των ζημιών και των απωλειών που
προκλήθηκαν από τους κατακτητές.
Συνέχιζα να παραδίδω μαθήματα στο Δημοτικό σχολείο. 'Εστελνα τακτικά
εκθέσεις για την εξέλιξη της διδασκαλίας στην επιθεώρηση. Επειδή δεν
μπορούσα να κατεβαίνω πια στην Καβάλα για την μισθοδοσία μου εξαιτίας των
μαθημάτων, εξουσιοδότησα τον Στέλιο Παπακοσμίδη, ένα φίλο μου από την
Κωνσταντινιά που πήγαινε τακτικά στην Καβάλα να πληρωθεί αντί για μένα
τους μισθούς μου. Μ' αυτό τον τρόπο πληρώθηκα όλους τους μήνες μέχρι και
τον Μάιο, οπότε με την έλευση των νόμιμων αρχών αυτοκαταργήθηκαν όλες οι
αρχές που εγκαθίδρυσε το ΕΑΜ με τις ποικιλώνυμες ονομασίες τους.
'Ετσι στις αρχές Μαίου του 1945, η δουλειά μου δεν είχε πια κανένα νόημα.
Φυσικό ήταν να μην αναγνωρισθώ από τις επίσημες αρχές ως δάσκαλος.
Παρόλα αυτά εξακολούθησα τα μαθήματα μέχρι το τέλος Mαίου του 1945,
οπότε εγκατέλειψα τη θέση του δασκάλου και επιδόθηκα και πάλι στις
αγροτικές μου ασχολίες.
Δεν ήταν όμως αυτή η ενδεδειγμένη λύση. 'Επρεπε να προσπαθήσω για την
επαγγελματική μου αποκατάσταση. Αλλά πως; Το πρόβλημα αυτό ακόμη πιο
οξύ παρουσιαζότανε τώρα μπροστά μου.
Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά λίγες μέρες αργότερα, μια αγελάδα, η
καλύτερη που είχαμε, ψόφησε στο βουνό, ίσως από δηλητηρίαση. Αυτή έγινε
αιτία και για τον αδελφό μου τον Νίκο και για μένα να σκεφτούμε ακόμη πιο
πολύ την τύχη μας στο χωριό. Κοινή ήταν η διαπίστωση πως το χωριό δεν μας
χωρούσε πια.'Επρεπε να το εγκαταλείψουμε για ανεύρεση καλύτερης τύχης.
'Οπως και να ερχότανε τα πράγματα θα φεύγανε αρκετοί από το χωριό αργά ή
γρήγορα, όπως και έγινε. Σχεδόν τα τρία τέταρτα των κατοίκων το
εγκατέλειψαν στα κατοπινά χρόνια. Ο θάνατος της αγελάδας λοιπόν παρόλο
που φαίνεται ένα ασήμαντο γεγονός, επιτάχυνε την φυγή μας από το χωριό με
όλα τα δραματικά επακόλουθα που θα εκθέσω στη συνέχεια της αφήγησης μου
αυτής.
276
Ήταν καλοκαίρι του 1945. Η ζωή μας είχε μπει σε κάποιο ρυθμό. Οι εχθροί
φύγανε πριν από μερικούς μήνες και η διαμάχη ανάμεσα στα δύο αντιμαχόμενα
στρατόπεδα σταμάτησε προς τον παρόν. Λέω προς το παρόν, γιατί όλα δείχνουν
δυστυχώς πως η ησυχία αυτή είναι όμοια με την γαλήνη που προηγείται μίας
θύελλας.
Καταγινόμουνα με τις αγροτικές μας δουλειές. Δούλευα στα χωράφια, αν
και η αμοιβή της δουλειάς δεν ήταν ικανοποιητική. Μόνο το όνομα του αγρότη
είχαμε. Ολόκληρος ο κλήρος μας ήταν εννέα δεκαδικά στρέμματα και αυτά στο
μεγαλύτερό τους μέρος ήταν πετρώδη και άγονα.
Με τον κλήρο αυτό δεν μπορούσε κανείς να ζήσει, ούτε όμως και να
κρατηθεί στο χωριό. Είμαι πια 24 χρονών, χωρίς γραμματικές γνώσεις, χωρίς
ίχνος περιουσίας και χωρίς επάγγελμα. Πέρα από αυτά αγωνίζομαι και κατά
των προκαταλήψεων και των συνηθειών που υπάρχουν στον τόπο μας. Οι
γονείς θέλουν πάντοτε να δουν αποκατεστημένα τα παιδιά τους σε όσο το
δυνατόν μικρότερη ηλικία. Να τα έχουν παντρεμένα και κοντά τους για
αμοιβαία προσοχή και αλληλοϋποστήριξη. Ήταν επόμενο λοιπόν είναι να
δέχομαι πιέσεις από την πλευρά αυτή, δηλαδή από μέρος των δικών μου και
ιδιαίτερα της μητέρας μου. 'Ολο προβάλει μπροστά μου το παράδειγμα άλλων
νέων της σειράς μου που είναι πια αποκαταστημένοι από οικογενειακή άποψη,
όχι όμως από κοινωνική και το σπουδαιότερο από άποψη οικονομικής
επάρκειας.
Με τις σκέψεις αυτές δέχτηκα να κάνω μια εκδρομή μαζί με δύο
συγχωριανούς μου στην περιοχή της Δράμας, με την προοπτική τυχών
εγκατάστασης μας σε σχολάζουσες ιδιοκτησίες μερικών Βουλγαρόφωνων οι
οποίοι ύστερα από την έκβαση του πολέμου φύγανε στην Βουλγαρία. Είναι
περιττό να πω πως δεν έγινε τίποτα.
Από πλευράς δημόσιας ασφάλειας τα πράγματα δεν ήταν και τόσο ρόδινα.
Σποραδικά παρατηρούνταν αποκρύψεις προσώπων με κομουνιστικό παρελθόν.
Αποσπάσματα εθνοφρουρών και χωροφυλάκων διατρέχανε την ύπαιθρο.
Παρόλο που αυτή τη φορά είναι δικά μας, δεν παύουν να μας θυμίζουν τα
αντίστοιχα των ξένων των περασμένων χρόνων. H συμπεριφορά τους είναι
άριστη εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις.
Αποτελούνται κατά το πλείστον από αντικομουνιστικά στοιχεία, με στελέχη
εθνικιστών και επόμενο είναι να ξεσπάσουν καμιά φορά σε πρόσωπα που είτε
ήταν στο παρελθόν κομουνιστές ή κατηγορούνται άδικα σε πολλές περιπτώσεις
πως είναι κομουνιστές.
Σαν φίδια βρήκαν από την χειμερία νάρκη τους οι παλιοί εθνικιστές
αντάρτες για αντεκδικήσεις και αυτοδικίες. Λίγο έλειψε η κατάσταση να
περάσει στα χέρια των πιο ανεύθυνων στοιχείων. Το σκοτεινό σημείο αυτής της
εποχής είναι πως πολλοί έτρεφαν αισθήματα μίσους για κάποιους άλλους, τα
οποία τώρα που βρίσκουν το κατάλληλο κλίμα, όσο περνάει ο καιρός
αυξάνονται και ύστερα από λίγο θα είναι δύσκολο να εξαλειφθούν ή ακόμα και
να ελεγχθούν.
Στις κοινότητες διορίστηκαν, μέχρι να γίνουν οι κοινοτικές εκλογές, οι
παλιοί κοινοτάρχες και κοινοτικοί σύμβουλοι. 'Ηταν συνηθισμένοι να
συμπεριφέρονται στον κόσμο όπως και στην εποχή της δικτατορίας του
Μεταξά, παρόλο που τώρα άλλαξε η κατάσταση και κάθε άλλο παρά
277
δικτατορικό καθεστώς είχαμε. 'Επρεπε να ακολουθήσουν τη νέα τροπή των
πραγμάτων. Γι' αυτό όμως, ούτε την ικανότητα, αλλά ούτε και την διάθεση
είχαν. 'Ετσι παρουσιάστηκαν μερικά κρούσματα, ένα από τα οποία παραθέτω
εδώ, γιατί είχε κάποιο αντίκτυπο και σε μένα, ευτυχώς όχι πολύ σοβαρό.
Ο Πάρεδρος του χωριού μας, ο Βασίλειος Παπαδόπουλος στην επιδίωξή του
να δείξει την πυγμή του σε βάρος των αγαθών συγχωριανών μας, κατέδωσε στο
διοικητή του μεταβατικού αποσπάσματος στον Κεχρόκαμπο πως ο Γιώργος
Παπαδόπουλος ο οποίος αργότερα έγινε παπάς και o συνάδελφός του στο
βουνό Αλέκος Ζεϊτίδης δεν τον σεβόντουσαν, γιατί o πρώτος έκανε χρήση της
κοινοτικής βρύσης για την ύδρευση του κήπου του και ο δεύτερος δεν τον
σεβότανε δήθεν σαν πάρεδρο. Αποτέλεσμα ήταν να κληθούν οι συγχωριανοί
μας αυτοί στην έδρα του αποσπάσματος στον Κεχρόκαμπο και να
κακοποιηθούν άγρια. Τον ξυλοκόπησαν βάναυσα και μέσα σε βογκητά από τον
πόνο και με ξεσκισμένα τα ρούχα (στο σημείο αυτό οι Βούλγαροι ήταν πιο
πρακτικοί, ξεγύμνωναν πρώτα τα θύματά τους και ύστερα τα έδερναν, ενώ οι
δικοί μας δέρνανε και αυτοί με τον ίδιο τρόπο με βούρδουλα ή με ξύλο, χωρίς
να αφαιρέσουν πρώτα τα ρούχα των θυμάτων) φτάσανε στο χωριό μας σε κακά
χάλια, βογκούσαν από τους πόνους εκτοξεύοντας κατάρες και αναθέματα κατά
του καταδότη Βασιλείου Παπαδόπουλου. Μαζεύτηκαν οι δικοί τους και με
πρόχειρα μέσα, με εντριβές, με μαλάξεις, τους τυλίξανε μέσα σε φρέσκο δέρμα
ζώου που μόλις σφάχτηκε για να τους απαλύνουν τους πόνους. Θορυβήθηκε
ολόκληρο το χωριό από άκρη σ’ άκρη. Παρόμοιο γεγονός δεν είχε συμβεί ούτε
με τους Βουλγάρους, ενώ τώρα;
Πήρα την απόφαση, χωρίς να σκεφτώ τις συνέπειες και πήγα να βρω τον
Πάρεδρο, τον συγχωριανό μας, που τον λέγαμε ειρωνικά "Βασίλαγα". Δεν
αργήσαμε να έρθουμε στο θέμα της ημέρας, τον άγριο ξυλοδαρμό των δύο
συγχωριανών μας.
«- Είμαι Πάρεδρος του χωριού είπε. Πρέπει όλοι οι κάτοικοι να με σέβονται και
να υπακούν στις διαταγές μου, διαφορετικά δεν μπορώ να κάνω την δουλειά μου.
Από την άποψη αυτή, καλά τους έκανα. Δεν με υπάκουαν, δεν με σέβονταν και
βλέπεις τώρα τι έπαθαν. Τα ίδια θα πάθουν και όλοι όσοι από τους υπόλοιπους
συγχωριανούς δεν θα με σεβαστούν και δεν θα εκτελέσουν τις διαταγές μου, δεν
θα εξαιρέσω ούτε τους πιο στενούς συγγενείς μου.
- Βασίλη, του απάντησα τότε, αυτά γινότανε τον παλιό καιρό, στη Δικτατορία
του Μεταξά. Το κράτος ήταν οργανωμένο, είχε στρατό γερό και ασφάλεια
υποδειγματική. Τώρα όμως αυτά δεν υπάρχουν. Αλλά και αν υπάρχουν, δεν
μπορούμε στο σημείο αυτό να αντιγράψουμε τους Βουλγάρους. Δεν επιτρέπεται
ένα χρόνο ύστερα από την αναχώρηση τους να εφαρμόζουμε τις μεθόδους τους
στην κατάδοση και στο ξύλο. Γιατί αυτό θα έχει σαν συνέπεια να φουντώσει το
μίσος, αυτή τη φορά όμως εναντίον των δικών μας και τότε αλίμονο μας. Τον
Γιώργο και τον Αλέκο, του είπα, δεν τους δείρανε τα αποσπάσματα, εσύ τους
έδειρες, εσύ τους κατέδωσες, δικό σου έργο είναι ο ξυλοδαρμός. Πιστεύω,
πρόσθεσα τότε (αυτό δεν έπρεπε να του το πω), πως θα ξέρεις ότι στην Δυτική
Μακεδονία μερικές ομάδες ανταρτών, αυτή τη φορά από αριστερούς πολίτες,
βγήκαν στα βουνά. Τα πράγματα τα βλέπω μαύρα, ύστερα από λίγo θα γεμίσουν
πάλι τα βουνά. Σε ρωτώ λοιπόν, του επανέλαβα, ποια τύχη σε περιμένει, αν ένας
278
από τους δύο που φάγανε ξύλο εξαιτίας σου, με την σειρά του και αυτός και ίσως
και με το δίκιο του σε καταδώσει στους αντάρτες. Σκέφτεσαι τις συνέπειες αυτής
σου της πράξης;
- Παναγή, μου είπε, εγώ θα κάνω τη δουλειά μου και αδιαφορώ για οτιδήποτε
γίνει ».
Στο σημείο αυτό σταμάτησε η συνομιλία μας. Τον παρακάλεσα
προηγουμένως τουλάχιστον από εδώ και πέρα να είναι λιγάκι επιεικής απέναντι
στους συγχωριανούς μας, με σκοπό να αποφευχθούν τα μίση ανάμεσα μας. Σε
καμιά περίπτωση, εξακολούθησα, δεν πρέπει να βλάψουμε κανένα.
Προτιμότερο να παραιτηθείς του είπα, παρά να κάψεις και άλλους.
Την συνομιλία μου αυτή με τον Βασίλαγα, λίγο έλειψε να την πληρώσω
ακριβά δύο χρόνια αργότερα. Παραβλέποντας τη χρονολογική σειρά των
γεγονότων, θα παραθέσω εδώ τον επίλογό της.
'Οταν κατά το φθινόπωρο του 1947 το ανταρτικό πήρε επικίνδυνες
διαστάσεις στην περιοχή μας, ο Βασίλαγας θυμήθηκε τα λόγια μου, τα οποία
όμως δεν τα απέδωσε στην προβλεπτικότητά μου όπως συνέβαινε στην
πραγματικότητα, αλλά στη συνεργασία μου με τους αντάρτες και στο γεγονός
πως από τότε ήμουν γνώστης των σκοπών τους.
Δεν τόλμησε όμως να με ρωτήσει ο ίδιος γι' αυτό, πως δηλαδή ήξερα, πριν
από δύο χρόνια, πως θα γέμιζαν τα βουνά μας από αντάρτες. 'Εβαλε έναν άλλο
συγχωριανό μας τον Δημήτριο Σαρηγιαννίδη, στον οποίο διηγήθηκε όλο το
περιστατικό και στο πρόσωπο του οποίου έτρεφε κάποια εκτίμηση, να μάθει
από μένα πως ήξερα πριν από καιρό την κατάσταση αυτή. Μήπως από τότε
συνεργαζόμουν με τους αντάρτες και γνώριζα τα σχέδια τους;
Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί την ταραχή μου, όταν κάποια μέρα του
Αυγούστου το 1947 στη Χρυσούπολη, ο Σαρηγγιαννίδης την ώρα ακριβώς που
του έκανα το τραπέζι στο εξοχικό του Παπα-Λουκά, χωρίς περιστροφές μου
λέει:
« Παναγή θέλω να μου πεις πως πριν από δύο χρόνια ήξερες ότι τα βουνά μας
θα γέμιζαν από αντάρτες; Για θυμήσου τι είπες τότε στον Βασίλη. Του είχες πει
πως πολύ γρήγορα τα βουνά μας θα γέμιζαν από αντάρτες. Πως τα ήξερες αυτά
Παναγή; Ο Βασίλαγας και εγώ θέλουμε να μάθουμε την πηγή των πληροφοριών
σου, γιατί τα λόγια που είπες τότε βγήκαν προφητικά. Μήπως από τότε
συνεργαζόσουν με τους αντάρτες »;
Ταράχτηκα πολύ. Εκφράστηκα με τα χειρότερα λόγια για το πρόσωπο του
Βασίλαγα. Εξωτερίκευσα τους φόβους μου πως δηλαδή από μια απλή
συνομιλία που είχα τότε με τον κύριο αυτόν, κινδύνευα να παρεξηγηθώ σε
σημείο σοβαρότατο με πολύ δυσάρεστες συνέπειες. Γιατί τότε ήταν η πιο
κρίσιμη καμπή του ανταρτοπόλεμου και υπήρχε φόβος με τη διάδοση της
συγκεκριμένης συνομιλίας μου με τον Βασίλαγα, να βρεθώ κατηγορούμενος
στο στρατοδικείο για αντεθνική προπαγάνδα.
'Εκανα τον θυμωμένο. Δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου από το ψητό και
τη ρετσίνα που στο μεταξύ μας έφεραν τα γκαρσόνια. Πεταγόμουν από τη θέση
μου, έκανα νευρικές βόλτες στην αίθουσα του εστιατορίου και εκφραζόμουν με
βρισιές και κακοχαρακτηρισμούς για το πρόσωπο του Βασίλαγα.
«- Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος Παναγή, μου είπε ο Σαρηγιαννίδης. Σε μένα
279
μόνο τα εκμυστηρεύθηκε ο Βασίλαγας, σε κανέναν άλλον. Μήπως φοβάσαι και
μένα;
- Όχι του απάντησα, εσένα δεν σε φοβάμαι. Φοβάμαι όμως μήπως διαδοθεί
εκείνη η συνομιλία μας. Γιατί, αφού ο Βασίλαγας τα είπε σε σένα, υπάρχει
κίνδυνος να τα πει και σε άλλους. Καταλαβαίνεις βέβαια την κρισιμότητα της
θέσης μου σε ανάλογη περίπτωση, με την επικρατούσα μάλιστα κατάσταση».
Ο Σαριγιαννίδης δεν μίλησε άλλο. 'Υστερα από την ταραχή μου, ούτε λόγος
δεν μπορούσε να γίνει πια για γεύμα. Εξήγησα στον Σαρηγιανίδη πως όσα είπα
τότε στον Βασίλαγα στηριζότανε πάνω στην εκτίμηση της τότε κατάστασης και
πως ήταν αστεία, αν όχι φανταστική, τυχόν συνεργασία μου με τους
ανταρτικούς κύκλους. 'Υστερα από αυτό ο Σαρηγιαννίδης, αφού επανέλαβε πως
δεν έπρεπε να φοβάμαι καθόλου, γιατί αυτός θα συγκρατήσει τον Βασίλαγα,
ξεκίνησε για να ενημερώσει τον αποστολέα του.
Ευτυχώς το πράγμα έμεινε εκεί και δεν πήρε άλλη έκταση. Αγωνία όμως και
φόβος με είχαν κυριεύσει στη συνέχεια, για τρία ολόκληρα μερόνυχτα. O
Σαρηγιαννίδης πείστηκε γ' αυτά που του είπα, έπεισε και τον Βασίλαγα καθώς
έμαθα αργότερα, πως το κύριο κίνητρο της ενέργειάς μου αυτής το 1945 ήταν
το ενδιαφέρον μου να μην υπάρξουν και άλλα θύματα της τακτικής του
Βασίλαγα σαν εκείνα του Β. Παπαδόπουλου και του Α. Ζεϊτίδη.
4. Η εισαγωγή μου στην Εμπορική Σχολή Καβάλας
Το καλοκαίρι περνούσε ήρεμα. Η τάξη και η ησυχία αποκαταστάθηκε στον
δυστυχισμένο μας τόπο, τουλάχιστον φαινομενικά. Λέω βέβαια φαινομενικά,
γιατί στο βάθος του ορίζοντα φαινότανε τα σημάδια μιας νέας αναμέτρησης
ανάμεσα σε αριστερούς και δεξιούς, δυστυχώς για λογαριασμό των ξένων.
Εκείνη την περίοδο ασχολιόμουν με αγροτικές δουλειές. 'Ηταν όμως φανερό
πως δεν θα μπορούσα να μείνω για πάντα στο χωριό. 'Ολο τον καιρό βασάνιζα
το μυαλό μου και προσπαθούσα να δώσω κάποια λύση στο πρόβλημα μου. Είχα
πρόταση για δουλειά σε κάποιο γραφείο. Δεν μπορούσα όμως να δουλέψω σ'
αυτό, γιατί δεν είχα απολυτήριο Γυμνασίου. Χωρίς αυτό δεν γινότανε τίποτα.
'Επρεπε να το πάρω. Αλλά με ποιο τρόπο;
Δεν μπορούσα να εξασκήσω πια το επάγγελμα του δασκάλου, γιατί έπρεπε
να ήμουν απόφοιτος Παιδαγωγικής Ακαδημίας, αλλά ούτε και να εργαστώ ως
κοινοτικός υπάλληλος, γιατί δεν είχα όπως έγραψα απολυτήριο Γυμνασίου.
Επίσης δεν μπορούσα να ασχοληθώ με το εμπόριο, γιατί δεν είχα κεφάλαια και
περιουσίες και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, είχα από πάνω και την γκρίνια
της μητέρας μου η οποία για να με αποκαταστήσει σύμφωνα με την άποψή της,
έπρεπε να με παντρέψει και να με νοικοκυρέψει. Επόμενο ήταν στην τελευταία
αυτή λύση κατά την μητέρα μου να είμαι ανένδοτος, γιατί τότε, αλλά και για
πολλά χρόνια αργότερα, θεωρούσα τις ερωτοδουλειές ως φραγμό σε κάθε
πρόοδο και εξέλιξη για μένα.
Τον Αύγουστο του 1945 κλήθηκαν αυτοί που γεννήθηκαν στα χρόνια 1921-
280
1924 να παρουσιαστούν στα συμβούλια επιλογής στρατεύσιμων. 'Οταν
παρουσιάστηκα στο συμβούλιο και επειδή επιδίωκα να κάνω σταδιοδρομία στο
στρατό για να δώσω διέξοδο στο δράμα μου, απέφυγα να δηλώσω πως είμαι ο
μεγαλύτερος γιος, δηλαδή ο προστάτης της οικογένειάς μου. Ο αδελφός μου
όμως ο Νίκος, μαζί με τον οποίο περάσαμε από το συμβούλιο επιλογής είχε
διαφορετική γνώμη, διαφώνησε μαζί μου για το ζήτημα αυτό, με έπεισε και έτσι
δέχτηκα να θεωρηθώ προστάτης ορφανής οικογενείας και να απαλλαχτώ από
τον στρατό. Υποχρεώθηκα να υπηρετήσω μόνο για οκτώ μήνες.
Δυσαρεστημένος, επέστρεψα στο χωριό. Συνέχισα να μελετώ άλλους
τρόπους για την αποκατάστασή μου. Το δεύτερο δεκαήμερο του Αυγούστου
συστάθηκε από τους αρμόδιους μια κατασκήνωση του σώματος προσκόπων
στο Διαλεκτό Χρυσούπολης. Στην κατασκήνωση αυτή πήρε μέρος και o
αδελφός μου Νίκος. Όταν επέστρεψε από την κατασκήνωση μου είπε πως o
Ιωάννης Ιωακειμίδης από τον Κεχρόκαμπο που τον είχαν αρχηγό της κατασκήνωσης εγκατέλειψε τη θέση του και πήγε στην Καβάλα να φροντίσει να
πάρει το απολυτήριο του Γυμνασίου, ενώ προπολεμικά και αυτός σαν και εμένα
δεν πάτησε στο Γυμνάσιο. Μάλιστα ο Γιάννης, επειδή με γνώριζε πολύ καλά
από τον ΕΟΝ του Μεταξά, μου παράγγειλε με τον Νίκο να μη χάσω καθόλου
τον καιρό μου, αλλά να κατεβώ στην Καβάλα για σπουδές.
Δεν ήξερα τι να κάνω, ούτε και περί τίνος επρόκειτο. Οι μέρες περνούσαν.
Ο Νίκος με πίεζε να κατεβώ στην Καβάλα να συναντήσω τον Γιάννη για να
πληροφορηθώ καλύτερα. Τις σκέψεις μου τις μετέφερα στον Σάββα Σιδεράτο ο
οποίος προπολεμικά είχε πάει στο Γυμνάσιο και διέκοψε τις σπουδές του το
δεύτερο χρόνο εξαιτίας του πολέμου.
« Παναγή, μου είπε, είναι αλήθεια πως πολλοί τώρα παίρνουν απολυτήριο
Γυμνασίου, αυτό όμως προϋποθέτει πως προπολεμικά ήταν μαθητές στο
Γυμνάσιο και αναγκαστήκανε να το εγκαταλείψουν με το κλείσιμο των σχολείων.
Για σένα τέτοια δυνατότητα δεν υπάρχει, γιατί εσύ δεν πήγες καθόλου στο
Γυμνάσιο. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, θα κατεβώ στην Καβάλα κατά τα μέσα
Οκτωβρίου, αν θέλεις έλα και εσύ μαζί μου να δούμε τι μπορεί να γίνει με σένα».
'Ηταν άνθρωπος των αναβολών και στην περίπτωση αυτή λίγο κόντεψε η
αργοπορία του να στοιχίσει και στους δύο μας, περισσότερο όμως σε μένα,
ανεπανόρθωτα, την παραπέρα σταδιοδρομία μας.
Τέλος, ύστερα από πολλές αναβολές και μετά από αλλεπάλληλα μηνύματα
του Γιάννη που μου έστελνε τακτικά από την Καβάλα, αποφάσισα μαζί με τον
Σάββα να κατεβώ στην Καβάλα, το δεύτερο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του
1945. Τότε δεν υπήρχαν συγκοινωνίες, έτσι την διαδρομή από το χωριό μας ως
την Καβάλα, μια απόσταση πενήντα χιλιομέτρων την κάναμε πεζοί.
Νέα συναισθήματα και νέοι δρόμοι ανοίγονται μπροστά μου. Ύστερα από
δώδεκα χρόνια από την αποφοίτησή μου από το δημοτικό σχολείο, να
υποχρεωθώ να παρακολουθήσω μαθήματα στο Γυμνάσιο σε ηλικία 24 χρονών
αυτό πήγαινε πολύ και ήταν πολύ τολμηρό. Ξεκινήσαμε από το χωριό μας
νύχτα κατά τις τρεις το πρωί. Λίγη ώρα αργότερα περάσαμε από τον Άγιο
Κοσμά στο δρόμο για την Καβάλα. Εκεί αντιληφθήκαμε ένα γαμήλιο γλέντι
στο σπίτι του γνωστού μας Δημήτριου Χαζαρίδη που την προηγούμενη
Κυριακή πάντρεψε ένα από τα κορίτσια του. Ο ήχος από τα όργανα, το γλέντι
που γινότανε τις πρωινές αυτές ώρες και το ξεφάντωμα από τον γάμο, μας
281
έκαναν και τους δύο μας να κοντοσταθούμε λίγο έξω από το σπίτι και να
παρακολουθήσουμε τη διασκέδαση.
«- Να, είπα στο Σάββα, ο κόσμος γλεντά, παντρεύεται και εμείς αρχίζουμε από
σήμερα νέα ζωή και νέα βάσανα, σαν να ήταν λίγα αυτά που τραβήξαμε μέχρι
τώρα. Με τη σκληρή ζωή προπολεμικά, με ακόμη σκληρότερη στο πόλεμο, με
τους Βούλγαρους και πρόσφατα με τους Εαμίτες.
- Δεν πάμε Παναγή, μου απάντησε, μιά βόλτα στο σπίτι, απρόσκλητοι βέβαια, να
ευχηθούμε στο νέο ζευγάρι;
- Όχι Σάββα, του είπα, δεν μας παίρνει η ώρα. Πρέπει να είμαστε το αργότερο
στις 11 το πρωί στην Καβάλα να πάμε στο Γυμνάσιο, να δούμε τι μπορεί να γίνει
στην περίπτωσή μας ».
Πραγματικά στις 10:30 παρουσιαστήκαμε στα γραφεία του Γυμνασίου
Καβάλας και ζητήσαμε πληροφορίες από τον αναπληρωτή Γυμνασιάρχη. Μας
είπε λοιπόν πως οι εξετάσεις στις οποίες ζητούσαμε να πάρουμε μέρος είχαν
διεξαχθεί πριν από είκοσι ημέρες. Πρόσθεσε επίσης πως από όσα ήξερε ήταν οι
τελευταίες και ήταν αμφίβολο αν θα ερχόταν διαταγή για νέες.
« Πού είσαστε τόσο καιρό, μας ρώτησε ο καθηγητής. Μέχρι τώρα δόθηκαν τρεις
παρατάσεις, είναι άγνωστο αν θα δοθεί και τέταρτη. Το μόνο που σαν
συμβουλεύω, τελείωσε ο καθηγητής, είναι να κάνετε ένα υπόμνημα στο
υπουργείο. Ίσως επιτραπεί οι κατατακτήριες αυτές εξετάσεις να γίνουν και για
τέταρτη φορά ».
Βέβαια συμμορφωθήκαμε την ίδια κιόλας μέρα με την υπόδειξή του.
Συντάξαμε μία αίτηση και την στείλαμε στην Αθήνα. 'Ετσι μάθαμε, μόλις
εκείνη τη μέρα, πως το νέο Ελληνικό Κράτος για να βοηθήσει την μαθητική
νεολαία των περιοχών μας που είχαν συμπεριληφθεί στη ζώνη κατοχής των
Βουλγάρων και επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια έμειναν χωρίς σχολεία, έδωσε με
αλλεπάλληλες προθεσμίες το δικαίωμα να λάβουν μέρος σε κατατακτήριες
εξετάσεις, όσοι κατά το διάστημα αυτό είχαν παρακολουθήσει μαθήματα στα
σπίτια τους.
Δυστυχώς εμείς το μάθαμε αργότερα και δεν θα είχαμε ιδέα από αυτά, αν
δεν κατεβαίναμε στην Καβάλα. Κόψαμε τις ελπίδες ότι θα είχαμε την
δυνατότητα, αλλά και το δικαίωμα να δώσουμε εξετάσεις στο Γυμνάσιο,
αποχαιρετήσαμε τον συνομιλητή μας καθηγητή και κατεβήκαμε στην πόλη
σκεπτικοί και στεναχωρημένοι για την ευκαιρία που χάσαμε. Περνώντας από
την πλατεία Ελευθερίας στην οδό Ομονοίας, σε μία προθήκη ενός
βιβλιοπωλείου, είδα μία ανακοίνωση που έγραφε πως παραδίδονταν μαθήματα
Γαλλικής γλώσσας. Σκέφτηκα πως ήταν μία ευκαιρία για μένα να μάθω τη
γλώσσα αυτή στην εντέλεια, για την οποία είχα ελάχιστες γνώσεις. Χωρίς
λοιπόν να χάσω καιρό, μπήκα στο βιβλιοπωλείο και ζήτησα τον καθηγητή της
Γαλλικής γλώσσας. 'Ηταν ένας κύριος με μέτριο ανάστημα, γύρω στα 35,
ευγενικός και πολύ καλός που ονομαζότανε Κόκκινος. Δεν ξέρω όμως αν αυτό
ήταν το πραγματικό του όνομα ή ψευδώνυμο. Του ανέφερα τον σκοπό μου
ζητώντας περισσότερες πληροφορίες. Με άκουσε με μεγάλη προσοχή και
ύστερα μου είπε:
« Γιατί κύριε θέλετε να μάθετε Γαλλικά; Πού θα σας χρησιμεύσουν; Γιατί δεν
φροντίζετε να μάθετε πρώτα τα Ελληνικά, γιατί δεν επιδιώκετε να πάρετε ένα
282
χαρτί Γυμνασίου που θα σας είναι απαραίτητο εφόδιο στη ζωή; Πού ήσουνα
μέχρι τώρα; Γιατί το αμέλησες »;
Πήρα θάρρος από την ευγένειά του. Με συγκίνησε το ανυστερόβουλο
ενδιαφέρον του και αποφάσισα να τα παίξω όλα για όλα. Γιατί αντιλήφθηκα
πως το άτομο αυτό είχε αριστερές τάσεις και παίρνοντας αφορμή από την δική
μου πρόσφατη εμπειρία του απάντησα:
«Συναγωνιστή μου, άργησα γιατί βρισκόμουν στην υπηρεσία του ΕΛΑΣ, ως
δάσκαλος της Λαϊκής παιδείας σε ένα χωριό. Δίδαξα σχεδόν οκτώ μήνες σε
παιδιά του δημοτικού σχολείου. Τα πήγαινα μια χαρά. Η πρόοδος των μαθητών
κατά γενική ομολογία ήταν η πιο επιθυμητή, αλλά από τότε που ήρθαν οι
κορωνάδες (έτσι ονομάζονταν τα εξτρεμιστικά στοιχειά της εθνικόφρονης
παράταξης) με πέταξαν στους δρόμους.. Είναι αλήθεια πως χρειαζόμουν
περισσότερο το χαρτί του Γυμνασίου, από τη γνώση της ξένης γλώσσας, αλλά
μόλις τώρα πριν λίγη ώρα, μάθαμε πως δεν υπάρχει πιθανότητα γι' αυτό. Αν
μπορούσατε, τον παρεκάλεσα, να με βοηθούσατε στην προκειμένη περίπτωση, θα
μου κάνατε ένα καλό που δεν θα το ξεχάσω ποτέ και τελείωσα, αφού του
ανέφερα πως κοντά στα άλλα έκανα και οκτώ μήνες στo βουνό, το περασμένο
χρόνο συνεργαζόμενος με τον ΕΛΑΣ».
Ο συνομιλητής μου με άκουσε με μεγάλη προσοχή. Του έκανε εντύπωση η
πρόσφατη περιπέτειά μου στα βουνά, σαν μέλος των δυνάμεων της αντίστασης
και η εμπειρία μου σαν δάσκαλος, χωρίς ούτε απολυτήριο γυμνασίου, αλλά
ούτε καν δημοτικού σχολείου. Σκέφτηκε λιγάκι και προσφέρθηκε να με
βοηθήσει:
« Άκουσε συναγωνιστή μου. Εγώ ο ίδιος δεν είμαι σε θέση να σου παραδώσω τα
μαθήματα που απαιτούνται για να λάβεις μέρος με επιτυχία στις εξετάσεις του
Γυμνασίου, καθώς δεν έχω την ειδικότητα αυτή. Έχω όμως έναν φίλο, άνθρωπο
δικό μου, (φαίνεται με χαρακτήρισε για αριστερό) που ονομάζεται Γιώργος
Γεωργιάδης, έχει ένα φροντιστήριο λίγo πιο πέρα από εδώ. Θα σου δώσω την
διεύθυνση καθώς και ένα σημείωμα. Σ' αυτόν να πας, αυτός θα σε βοηθήσει σε
ότι χρειαστεί».
Πήρα το σημείωμα για τον καθηγητή κ. Γεωργιάδη και χωρίς αργοπορία
τράβηξα για το φροντιστήριό του. Τον έτυχα να παραδίνει μαθήματα σε δύο
κοπέλες στον πίνακα. 'Οταν τέλειωσε την παράδοση με δέχτηκε με μεγάλη
ευγένεια. Του έδωσα το σημείωμα του κ. Κόκκινου, το διάβασε προσεκτικά και
μετά στράφηκε σε μένα.
« Σήκω στov πίνακα να δω τι δυνάμεις έχεις ».
Μου έβαλε ένα πρόβλημα από την πρακτική αριθμητική. 'Ηταν πρόβλημα
αντικατάστασης δύο γραμματίων με διαφορετικά επιτόκια, με ένα άλλο επίσης
διαφορετικού επιτοκίου, αλλά στο οποίο ζητούνταν η νέα λήξη. Προσπάθησα
να το λύσω, δεν τα κατάφερα, είπα όμως τη γνώμη μου για την λύση και ο
καθηγητής μου συνέστησε να καθίσω.
«- Που ήσουν τόσο καιρό; Έάπρεπε να σε είχα το M, τώρα θα τελειώναμε το
Γυμνάσιο. Αλλά και τώρα δεν είναι αργά. Είναι βέβαιο πως θα δοθεί και άλλη
ευκαιρία για κατατακτήριες εξετάσεις στις οποίες πρέπει οπωσδήποτε να πάρεις
μέρος. Χρειάζεται μελέτη, θάρρος και όλα θα πάνε κατ' ευχή.
283
- Δεν είμαι μόνος, του είπα, έχω και ένα φίλο μαζί μου. Μαζί μ' αυτόν θα
παρακολουθήσουμε τα μαθήματα. Να τον φέρω και αυτόν για την
παρακολούθηση των μαθημάτων;
- Να τον φέρεις και αυτόν να παρακολουθήσει τα μαθήματα. Από Δευτέρα κιόλας
αρχίζουμε, μου είπε, και να είσαι βέβαιος πως θα πετύχετε τον σκοπό σας».
Την ίδια μέρα συνάντησα τον Σάββα. Τον ενημέρωσα για το
φροντιστήριο, δεν έμεινε ικανοποιημένος. Είναι δύσκολο επανέλαβε, αν όχι
αδύνατο να πάρουμε πια χαρτί του Γυμνασίου. Θα κάνω τα χαρτιά μου για τη
Χωροφυλακή. Αν θέλεις έλα και εσύ. Στην αρχή δέχτηκα την πρότασή του, με
την προϋπόθεση όμως να μην εγκαταλείψω το γυμνάσιο, το απολυτήριο του
οποίου θα με διευκόλυνε πολύ στην εξέλιξή μου στη Χωροφυλακή.
Την επόμενη μέρα επιστρέψαμε στο χωριό. Καταπιάστηκα με τα
δικαιολογητικά για την κατάταξη μου στη Χωροφυλακή. Πήραμε τα χαρτιά που
χρειαζότανε από την Κοινότητα και την Δευτέρα κατεβήκαμε στην Καβάλα για
να τα υποβάλουμε στη Διοίκηση της Χωροφυλακής και παράλληλα να
παρακολουθήσουμε το φροντιστήριο για την προετοιμασία μας σε ενδεχόμενες
κατατακτήριες εξετάσεις στο Γυμνάσιο. Ο Σάββας όμως δεν παρακολούθησε τα
μαθήματα, πήρε απόφαση να πάει στη Χωροφυλακή. Μαζί πήγαμε στα γραφεία
της Ανώτερης Διοίκησης της Χωροφυλακής. Πρώτος μπήκε αυτός μέσα για να
υποβάλει τα δικαιολογητικά. Εγώ περίμενα τη σειρά μου. Βγήκε ο Σάββας και
ενώ ήμουν έτοιμος να χτυπήσω την πόρτα, άλλαξα γνώμη την τελευταία στιγμή
και δεν μπήκα στο γραφείο του διοικητή. Τροχάδην κατέβηκα τις σκάλες, ενώ ο
Σάββας προσπαθούσε να με μεταπείσει να τον ακολουθήσω στη Χωροφυλακή.
« Δεν πειράζει, του είπα, πήγαινε εσύ. Εγώ θα πάρω άλλο δρόμο και του
ευχήθηκα καλή τύχη ».
Πήγα αμέσως στο φροντιστήριο. Συμφώνησα με τον Γεωργιάδη το αντίτιμο
των δύο οκάδων λαδιού τον μήνα, για να μου παραδώσει μαθηματικά,
λογιστικά και εμποριολογία. Επίσης άλλες δύο οκάδες λάδι το μήνα για την
καθηγήτρια δεσποινίδα Ταμβάκη, φιλόλογο, για να μου παραδώσει Ελληνικά.
Με σύσταση της μητέρας μου πήγα στο σπίτι κάποιου συγγενή της στην
Καβάλα και ζήτησα φιλοξενία. 'Εκαναν πως δεν γνώριζαν την μητέρα μου και
δεν με δέχτηκαν, ούτε και για τους τύπους, το αντίθετο μου το είπαν μάλιστα
ωμά πως δεν μπορούν να με φιλοξενήσουν. 'Εφυγα και πήγα στο σπίτι ενός
άλλου πατριώτη μας συγχωριανού της μητέρας μου από το πατρικό της χωριό
στον Πόντο. Ονομαζότανε Κυριάκος και έμενε στις Καμάρες. Αυτός με
δέχτηκε όχι όμως και τόσο πρόθυμα. Δίσταζε από την πεθερά του, γιατί το σπίτι
ήταν δικό της.
Μου δώσανε ένα δωμάτιο. 'Ηταν όμως σε κακή κατάσταση. Το πάτωμα
ήταν όλο τρύπες και χαραμάδες και τα τζάμια του παράθυρου σπασμένα. Χωρίς
κλινοσκεπάσματα με μια παλιά και τρύπια κουβέρτα, βρέθηκα στην ανάγκη να
περάσω εκεί τον χειμώνα. 'Ηταν δύσκολο, αλλά δεν γινότανε αλλιώς.
Δεν πήγαινα πουθενά, ούτε θεάματα, ούτε βόλτες, ούτε παρέες. Από το
φροντιστήριο αμέσως στο σπίτι και όλο τον υπόλοιπο καιρό μελέτη και
διάβασμα. Δυσκολευόμουν πολύ στην άλγεβρα.'Ηταν πολύ δύσκολο να
284
παρακολουθήσω τα μαθήματα της Δ' τάξης Γυμνασίου, χωρίς να φοιτήσω
καθόλου στο Γυμνάσιο. Συναντούσα πολλές δυσκολίες στα μαθήματα, αλλά
όσο περνούσε ο καιρός, τόσο καλύτερα καταλάβαινα τα μαθήματα σε
ικανοποιητικό μάλιστα σημείο.
Ο Κυριάκος δούλευε στο λιμάνι ως φορτοεκφορτωτής. 'Ηταν πρόεδρος του
σωματείου των λιμενεργατών. Τον παρακάλεσα να με πάρει στη δουλειά για
κανένα μεροκάματο.'Ηταν ικανοποιητικά τα ημερομίσθια και με εργασία δύο
ημερών θα εξασφάλιζα την τροφή μου για ολόκληρη την εβδομάδα. Ο
Κυριάκος όμως είχε αντίθετη γνώμη. Φοβότανε μήπως παρασυρθώ από το
καλό, αλλά πρόσκαιρο ημερομίσθιο και έτσι αμελήσω ή ακόμη παρατήσω τα
μαθήματά μου στο φροντιστήριο και μείνω για πάντα εργάτης.
« Όχι Παναγή, δεν γίνεται. Πήρες καλό δρόμο και πρέπει αυτόν να φέρεις σε
πέρας. Μη γίνεσαι χαμάλης».
Μεγαλύτερες δυσκολίες εκτός από τη διαμονή συναντούσα επίσης και στην
τροφή. Μου στέλνανε από το χωριό λίγα τρόφιμα και λίγα χρήματα που τα
κέρδιζαν πουλώντας κάρβουνα τα οποία έφτιαχναν οι ίδιοι οι δικοί μου. 'Ημουν
συνηθισμένος πια στην ανέχεια, αν και την ανέχεια είναι αδύνατο να τη
συνηθίσει κανείς. Σ' αυτό βοηθούσε και η ηλικία των 24 χρόνων μου.
Περνούσα τις περιπέτειες αυτές χωρίς δυσκολία. Άλλωστε ήταν ακόμη νωπές οι
περιπέτειες του περασμένου χρόνου, όταν ήμουν στο βουνό ως αντάρτης,
νηστικός και ρακένδυτος και με καταδίωκαν όλοι.
Η κατάσταση τότε από άποψη δημόσιας ασφάλειας ήταν πολύ ρευστή,
ύστερα από την αποστράτευση του ΕΛΑΣ και την παράδοση του οπλισμού του,
βρικολάκιασαν και επανεξοπλίστηκαν οι εθνικιστές αντάρτες. Μάλιστα
ίδρυσαν στην Καβάλα ένα γραφείο, που είχαν εκεί και ένα κέντρο που
μαζεύονταν τα βράδια και γλεντούσαν. Πότε-πότε καταπατούσαν και κανένα
γραφείο Αριστερών οργανώσεων αρπάζανε ή και καταστρέφανε τα αρχεία,
αφού πρώτα σπάζανε τζάμια, γραφεία, αρχειοθήκες κ.λ.π. Μερικές φορές
καταπατήσανε τα γραφεία της αριστερής εφημερίδας , "Νίκης" όπου και
καταστρέψανε τα πιεστήρια και τα στοιχεία. Αυτά τα γράφω όχι επειδή τα είδα
με τα μάτια μου, αλλά τα άκουσα από άλλους που τα είδαν και τα γράψανε και
οι εφημερίδες.
Μάλιστα ένας από τους φίλους μου και συμμαθητής μου στο δημοτικό
σχολείο για τον οποίο μίλησα προηγουμένως ο οποίος είχε καταταχτεί στα
εθνικιστικά σώματα και βρισκότανε το διάστημα αυτό στην Καβάλα μου
διηγήθηκε πως από δική του πρωτοβουλία και επειδή είχε υποψίες πως ήμουν
οργανωμένος στην τοπική οργάνωση του ΚΚΕ, πήρε δύο συναδέλφους του και
ένα βράδυ καταπατήσανε τα γραφεία του ΚΚΕ, με αντικειμενικό σκοπό τη
διαπίστωση της εγγραφής μου στα μητρώα της οργάνωσης.
«- Άδικα ψάξαμε, μου είπε. Δεν βρήκαμε το όνομά σου πουθενά.
- Ήταν ανάγκη, του απάντησα, να κάνετε όλη αυτή τη ζημιά για μια απλή
διαπίστωση; Ας ρωτούσατε εμένα, εγώ δεν θα σας απέκρυπτα τίποτα. Θα σας
έλεγα την αλήθεια και η αλήθεια είναι, του είπα, πως βρίσκομαι μακριά από
κόμματα ή παρατάξεις».
'Ενα βράδυ του Νοεμβρίου του 1945, ύστερα από τη μελέτη των μαθημάτων
285
μου στο σπίτι του Ζαμβρακίδη, ενώ περνούσα από την Κεντρική πλατεία για να
πάω στις καμάρες στο δωμάτιό μου, άκουσα τραγούδια και ξεφαντώματα λίγο
πιο πέρα από την πλατεία, στην ταβέρνα του Καπετάν Βαγγέλη ο οποίος στα
αμέσως προηγούμενα χρόνια ήταν οπλαρχηγός των εθνικιστών στην περιοχή
του Νέστου. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, κατευθύνθηκα προς την ταβέρνα.
Μόλις όμως πάτησα το κατώφλι, με σταμάτησε ένας μεθυσμένος οπλοφόρος
αντάρτης και με την απειλή του όπλου με διέταξε να σηκώσω ψηλά τα χέρια
οπότε άρχισε να κάνει έρευνα στις τσέπες μου.
Καθώς ήταν επόμενο δεν βρήκε τίποτα. 'Υστερα με ρώτησε σε ποιο κόμμα
ανήκω.
« Ανήκω στη δεξιά παράταξη. Τί θέλετε;
- Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι: είσαι βασιλόφρονας ή κομουνιστής;
- Βασιλόφρονας, του είπα, και μάλιστα πιο βασιλικός και από τον Βασιλιά, ενώ
είχα τα χέρια ψηλά.
-Τότε, μου είπε, χτύπα παλαμάκια και φώναξε όσο μπορείς πιο δυνατά "Ζήτω o
Βασιλεύς".
- "Ζήτω ο Βασιλεύς"φώναξα πολλές φορές ».
Αρκετά δυνατά μάλιστα για να προσελκύσω την προσοχή και των
υπόλοιπων ανταρτών που διασκέδαζαν στα γύρω τραπέζια. Μερικοί ήρθαν
κοντά μου από περιέργεια. Ευτυχώς μέσα σ' αυτούς ήταν κάποιος από τα
ορεινά της Χρυσούπολης που με γνώριζε, βεβαίωσε τα φρονήματα μου,
εγγυήθηκε για την νομιμοφροσύνη μου και έτσι με την μεσολάβησή του
αφέθηκα ελεύθερος.
Πήρα ένα καλό μάθημα λοιπόν για να μη συχνάζω σε μέρη που
κυκλοφορούν ανεύθυνα στοιχεία.
Είναι Νοέμβριος του 1945 και τα μαθήματα στο φροντιστήριο συνεχίζονται
κανονικά. Τελείωσα όλη την ύλη της πρακτικής αριθμητικής και τώρα
βρίσκομαι στην άλγεβρα την οποία, είναι αλήθεια, δεν καταλαβαίνω καλά.
Επίσης προχωρώ κανονικά στα Αρχαία Ελληνικά και την έκθεση. Είναι
αλήθεια πως οι δύο καθηγητές μου ο Γεώργιος Γεωργιάδης και η δεσποινίδα
Αικατερίνη Ταμβάκη καταβάλλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να με
κατατοπίσουν στην ύλη των μαθημάτων. Δεν έχω όμως βάσεις στα μαθήματα
και αυτός είναι ο λόγος που δυσκολεύομαι στην εκμάθηση τους.
Ακολουθώντας τις οδηγίες του κ. Γεωργιάδη επισκέφτηκα τους τότε
γυμνασιάρχες της Καβάλας, τον κ. Μαυρομάτη του Γυμνασίου Αρρένων και
τον κ. Αρ. Διευθυντή της Δημόσιας Εμπορικής σχολής Καβάλας. Ο κ.
Μαυρομάτης, αφού άκουσε το ζήτημά μου παγερά, για να μην πω με
αδιαφορία, μου απέκλεισε το δικαίωμα συμμετοχής στις ενδεχόμενες
κατατακτήριες εξετάσεις, με το αιτιολογικό ότι δεν είχα απολυτήριο δημοτικού
σχολείου και έπρεπε επί πλέον να είχα την ιδιότητα του ομήρου. Όταν του
απάντησα πως αν και έχω και τις δύο ιδιότητες, δηλαδή και αυτή του
απόφοιτου του δημοτικού σχολείου καθώς και εκείνη του ομήρου, εξαιτίας της
εχθρικής κατοχής το μεν πρώτο καταστράφηκε, ενώ για το δεύτερο δεν κατέχω
κανένα τίτλο, γιατί οι αρχές κατοχής δεν εξέδιδαν προσκλήσεις ομηρίας, απλά
απήγαγαν τα θύματά τους στο άγνωστο, πλην όμως και για τις δύο περιπτώσεις
286
μπορώ να τους προσκομίσω ένορκες καταθέσεις. Ο κ. Μαυρομάτης με έδιωξε
από το γραφείο του, αφού μάταια προσπαθούσε να τον πείσει ο αναπληρωτής
του να δεχθεί ως ικανά στοιχεία τις ένορκες καταθέσεις.
« Γνωρίζω πολύ καλά πως οι τίτλοι αυτοί, αν και βασίζονται σε ένορκες
καταθέσεις, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ξέρω επανέλαβε, την
ευκολία που εκδίδονται οι τίτλοι αυτοί στη σημερινή εποχή ».
Στη συνέχεια πήγα στον κ. Αρ., τον Διευθυντή της Εμπορικής σχολής για να
τακτοποιήσω τα χαρτιά μου, ώστε να έχω δικαίωμα συμμετοχής στις
κατατακτήριες εξετάσεις. Ο καθηγητής αυτός αν και ευγενής και απόλυτα
καταρτισμένος στην επιστήμη και την ειδικότητά του, ούτε δέχτηκε να ακούσει
το αίτημά μου με την δικαιολογία ότι στην προπολεμική περίοδο δεν πάτησα
καθόλου σε σχολή Μέσης Εκπαίδευσης.
Σε αλλεπάλληλες παρακλήσεις μου να επιτρέψει την συμμετοχή μου, τίποτα
το θετικό δεν προέκυψε. 'Ολο και περισσότερο αντιμετώπιζα την άρνησή του,
παρόλο που κατ' επανάληψη του ανέφερα πως και άλλοι μαθητές που
προπολεμικά δεν πήγαν καθόλου σε σχολή μέσης εκπαίδευσης, τώρα, αφού
έδωσαν εξετάσεις σε προηγούμενους διαγωνισμούς, φοιτούν στο Γυμνάσιο.
« Δεν μπορώ, δεν δύναμαι να επιτρέψω την συμμετοχή σας, επανέλαβε
ειρωνικά μεταχειριζόμενος την καθαρεύουσα, στους διαγωνισμούς. Τούτο
αντίκειται στο πνεύμα του νόμου όστις ρητώς σας αποκλείει, δεδομένου ότι
στερείσθε του πρωτοτύπου του απολυτηρίου του δημοτικού σχολείου. Επί πλέον
χρειάζομαι τον πρωτότυπο τίτλο προσκλήσεώς σας εις ομηρίαν.
- Δεν είμαι σε θέση, επανέλαβα, να σας φέρω τα πρωτότυπα των
δικαιολογητικών, αλλά αντίγραφα ένορκων καταθέσεων δικαστηρίου, γιατί από
τον πόλεμο και την κατοχή είναι θαύμα πως σώσαμε τα κεφάλαια μας και όχι τα
χαρτιά μας.
- Έστω, είπε, φέρε τα δικαιολογητικά και θα δούμε τι μπορεί να γίνει ».
Σε δύο μέρες του πήγα τα χαρτιά, τις δύο ένορκες δικαστικές καταθέσεις,
μία που να βεβαιώνει πως τελείωσα το δημοτικό σχολείο και μία πως ήμουνα
όμηρος στα Βουλγαρικά καταναγκαστικά έργα. Τα πήρε, τα εξέτασε
προσεκτικά και ύστερα μου είπε:
«- Δυστυχώς αδύνατο να σε δεχθώ στις εισαγωγικές εξετάσεις. Στερείσαι του
πρωτοτύπου του απολυτηρίου του δημοτικού σχολείου. Πρέπει να μου το φέρεις.
- Είναι αδύνατο, του είπα, διότι καταστράφηκε στο διάστημα της κατοχής. Αρχεία
δημοτικού σχολείου και επιθεώρησης στοιχειώδους εκπαίδευσης δεν υπάρχουν.
Τί να κάνω τώρα;
- Δεν μπορώ να σε δεχθώ, ήταν η στερεότυπη απάντησή του ».
'Εβλεπα τα όνειρά μου να γκρεμίζονται, να χάνονται όλα για μένα και τις
πόρτες της Μέσης Εκπαίδευσης που ουδέποτε άνοιξαν για μένα, να κλείνουν
πια οριστικά. Κατέβασα το κεφάλι, με έπιασε απελπισία και απογοητευμένος
πια, ενημέρωσα σχετικά τον κ.Γεωργιάδη. Δεν γίνεται τίποτα του είπα, οι
κύριοι αυτοί δεν θέλουν να με δουν στα γραφεία τους, μάλιστα ο κ. Αρ. όταν
από απογοήτευση, ασυναίσθητα ακούμπησα στο γραφείο του, με έδιωξε με τον
χειρότερο τρόπο. Θα γυρίσω του είπα στο χωριό μου να δω τι άλλο μπορώ να
κάνω.
«Όχι, φώναξε ο Γεωργιάδης. Θα μείνεις εδώ, θα επιμείνεις και θα μπεις στην
287
Εμπορική Σχολή. Τώρα χρειάζεται να κάνεις ένα ταξίδι στις Σέρρες. Εκεί
βρίσκεται η επιθεώρηση Μέσης Εκπαίδευσης. Θα του αναφέρεις το πρόβλημά
σου για την συμμετοχή σου στις εξετάσεις και την προσκόμιση αντί του
πρωτότυπου απολυτηρίου του Δημοτικού σχολείου, σχετική ένορκος κατάθεση ».
Δεν είχα πια καμία δουλειά στην Καβάλα. Επέστρεψα στο χωριό μου.
'Υστερα από αρκετή σκέψη, σαν το τελευταίο σανίδι σωτηρίας αποφάσισα να
πραγματοποιήσω το ταξίδι στις Σέρρες. Δεν είχα όμως χρήματα, δεν είχα πια
κανένα άλλο πόρο και όμως έπρεπε να κάνω αυτό το ταξίδι.
'Ετσι στις 27 Νοεμβρίου του 1945 πήρα μαζί μου όλες τις οικονομίες μου,
αλλά επειδή δεν μου έφταναν δανείστηκα και με τα χρήματα αυτά, εξήντα
δραχμές στο σύνολο που μόλις έφταναν για τα εισιτήρια με επιστροφή από το
χωριό μου μέχρι τις Σέρρες, ξεκίνησα. Πήρα μαζί μου το σακίδιο μου, ήταν το
ίδιο που είχα τα προηγούμενα χρόνια στη Βουλγαρία και στο βουνό, το γέμισα
με πέντε οκάδες βραστές πατάτες και μια φόρμα καλαμποκίσιο ψωμί περίπου
δύο οκάδων και πήρα το δρόμο για την Σταυρούπολη, με προοπτική να φύγω
από εκεί για τις Σέρρες με το τρένο της γραμμής. Πήγα στο σπίτι του Σάββα
Τεβελίδη, παλιού συγχωριανού μας από τον Πόντο και μακρινού μας συγγενή,
δυστυχώς δεν βρήκα τον ίδιο, έλειπε ταξίδι. Η γυναίκα του δεν μου φέρθηκε
καθόλου καλά. Χωρίς περιστροφές μου έδωσε να καταλάβω πως όχι μόνο δεν
είχε την πρόθεση να με φιλοξενήσει, αλλά ούτε και στην αυλή του σπιτιού τους
δεν με άφησε να μείνω. Προφασίστηκε πως είχε δουλειά στην γειτονιά, έκλεισε
και σπίτι και αυλή και με έδιωξε. Επέστρεψα στο σταθμό. Περίμενα εκεί το
τρένο όλη τη μέρα. Είχε μεγάλη καθυστέρηση. 'Ολη τη μέρα σκεπτόμουνα την
ανεξήγητη στάση της γυναίκας του Σάββα. Ο άνδρας της ήταν πατριώτης, ήρθε
στο σπίτι μας πολλές φορές στην κατοχή. Η ίδια αν και αφιλόξενος τύπος, δεν
έπρεπε να μου φερθεί τόσο άσχημα. Μαζεύτηκα σε μία γωνιά του σταθμού όλη
τη μέρα. Οι ώρες περνούσαν, αλλά το τρένο δεν φαινόταν, βράδιαζε και εγώ
ακόμη περίμενα.
Επειδή ήταν αμφίβολο να θα ερχόταν το τρένο, δεν είχα πια που να κοιμηθώ
και για να μη με πιάσει το σκοτάδι, πήρα την απόφαση να επιστρέψω στο χωριό
που απέχει από την Σταυρούπολη είκοσι χιλιόμετρα. Πήρα το δρόμο της
επιστροφής, με το σακίδιο, τα τρόφιμα και αργά-αργά επέστρεψα στο χωριό.
Στο δρόμο άρχισα πια να σκέπτομαι το ενδεχόμενο να παραιτηθώ πια από κάθε
προσπάθεια για σχολές και άλλα παρόμοια. Με την σκέψη αυτή, δεν είχα
απομακρυνθεί ούτε πέντε χιλιόμετρα, όταν άκουσα τα σφυρίγματα του τρένου
που ερχόταν από την Ξάνθη. 'Εχασα το τρένο. 'Ηταν αδύνατο να επιστρέψω και
να το προλάβω. Με βαριά καρδιά, κάθισα πάνω σε μία πέτρα, σκεπτόμενος την
τύχη μου. Σε λίγα λεπτά το τρένο εγκατέλειψε τη Σταυρούπολη με κατεύθυνση
τη Δράμα. Εξακολούθησα το δρόμο μου και στις 11 τη νύχτα έφτασα στο σπίτι
μας.
Ξύπνησε ο αδελφός μου ο Νίκος και ζήτησε να μάθει το λόγο της
επιστροφής μου. Προσπάθησα να δικαιολογηθώ. Του είπα πως είναι αδύνατο
πια να μπω στο Γυμνάσιο και για το λόγο αυτό κάθε μου ενέργεια προς την
κατεύθυνση αυτή είναι καταδικασμένη. Αγρίεψε, πετάχτηκε έξω από το
κρεβάτι, με απείλησε και συνέχισε:
« Παναγή, πάρε το απόφαση, θα μάθεις γράμματα, με αυτά θα βγάλεις το ψωμί
288
σου. Το χωριό δεν χωράει, όχι τους δύο μας, αλλά ούτε τον ένα από μας. Πώς θα
ζήσουμε εδώ Παναγή; Με εννέα στρέμματα χωράφια και αυτά άχρηστα; Όχι
Παναγή, το πρωί θα πάρεις τον άλλο δρόμο, θα πας στις Σέρρες από τη
Χρυσούπολη. Αν όχι, τότε αύριο εξαφανίζομαι εγώ από το σπίτι. Θα φύγεις
Παναγή. Θα μάθεις γράμματα. Το πρωί θα φύγεις για τις Σέρρες ».
Μάταια, προσπαθούσα να του αποδείξω πως το ταξίδι μου στις Σέρρες δεν
είχε κανένα νόημα. Ήταν αμετάπειστος. Αναγκάστηκα να δεχτώ την άποψη του
για να αποφύγω την έντονη φιλονικία μέσα στην νύχτα.
« Αφού επιμένεις, του είπα, το πρωί θα φύγω στη Χρυσούπολη και από εκεί στις
Σέρρες ».
Νωρίς το πρωί πήρα το δρόμο με τα πόδια για την Χρυσούπολη. Από εκεί
με το αυτοκίνητο της ΥΕΚΑ, περνώντας από την Καβάλα και την Δράμα το
βράδυ της ίδιας μέρας έφτασα στις Σέρρες. Η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά.
Για ξενοδοχείο ούτε σκέψη δεν μπορούσε να γίνει, ούτε βέβαια και για
εστιατόριο. Τα χρήματά μου μόλις έφταναν για τα εισιτήρια της επιστροφής
μου και περίσσευαν εκατό δραχμές που έπρεπε να τις κρατήσω για κάθε
ενδεχόμενο. Στο σταθμό που κατέβηκα βρήκα ένα εγκαταλειμμένο βαγόνι,το
άνοιξα μπήκα μέσα και έχοντας σαν προσκέφαλο το σακούλι με τα τρόφιμα,
αποκοιμήθηκα.
Την άλλη μέρα στις 11 το πρωί πήγα στο γυμνάσιο όπου βρισκόταν η έδρα
της Επιθεώρησης. Για κακή μου όμως τύχη, ο επιθεωρητής έλειπε στην Αθήνα
και αναγκάστηκα να παρατείνω την παραμονή μου στην πόλη, ως την επόμενη
μέρα. Δυστυχώς ούτε την επόμενη, αλλά ούτε και την μεθεπόμενη δεν ήρθε ο
επιθεωρητής. Παρουσιάστηκα στον αναπληρωτή βοηθό του στον οποίο
ανέφερα το ζήτημά μου. Δυστυχώς δεν μπορούσε να με βοηθήσει σε τίποτα. Το
μόνο που με συμβούλεψε ήταν να δώσω εισαγωγικές εξετάσεις για την πρώτη
τάξη του Γυμνασίου και να προσπαθήσω κανονικά σε έξι χρόνια να πάρω το
απολυτήριο.
« Η υπόδειξή σας, του είπα, θα ήταν ευλογοφανής αν ήμουν 12 χρονών, τότε που
τέλειωσα το δημοτικό σχολείο. Είμαι όμως ήδη 24 χρονών και καταλαβαίνετε
πως στην ηλικία αυτή είναι δύσκολο να γίνει αυτό που μου υποδεικνύετε.
- Δεν μπορώ να σε βοηθήσω σε τίποτα, ήταν η απάντησή του. Δεν υπάρχει καμιά
διαταγή που να επιτρέπει εσένα που δεν πάτησες καθόλου στο γυμνάσιο, να
συμμετέχεις σε κατατακτήριες εξετάσεις. Τα ίδια θα σου έλεγε και ο επιθεωρητής,
αν ήταν εδώ ».
Αποχαιρέτησα τον καθηγητή, βοηθό του επιθεωρητή και φορτωμένος
πάντοτε με το σακίδιο με τα τρόφιμα τα οποία μέρα με την μέρα τελείωναν,
πήρα το δρόμο προς τον σταθμό, για την επιστροφή στην Καβάλα.
'Ηταν ένα χειμωνιάτικο απόγευμα, αρκετά ψυχρό, έβλεπα δεξιά και
αριστερά του κεντρικού δρόμου που οδηγεί στο σταθμό, γυναίκες με τα παιδιά
τους να κάθονται στα μπαλκόνια και στις σκάλες των σπιτιών καθώς και στις
αυλές τους και να συζητάνε χρησιμοποιώντας το ποντιακό ιδίωμα. Δεν είχα
όμως την τόλμη, ούτε το θάρρος να χτυπήσω κάποια πόρτα ζητώντας
φιλοξενία. Ποιος ξέρει αν θα με δεχόντουσαν, μπορεί ναι, αλλά το πιθανότερο
ήταν πως όχι. Το πρόσφατο παράδειγμα της γυναίκας του Σάββα Τεβελίδη κάθε
289
άλλο παρά ενθαρρυντικό ήταν. Για να αποφύγω παρόμοια άρνηση δεν ζήτησα
φιλοξενία από πουθενά. Συνέχισα τον δρόμο μου για τον σταθμό. Συνήθισα,
άλλωστε για τρεις συνεχόμενες νύχτες κοιμόμουνα στο βαγόνι, έχοντας σαν
τροφή αποκλειστικά τις βρασμένες πατάτες και το καλαμποκίσιο ψωμί, αλλά
και αυτά τελείωναν πια. Αντιμετώπιζα την περίπτωση να κάνω τον ζητιάνο από
την πείνα. Δεν με στενοχωρούσε πια η διαμονή, αλλά η πείνα. Αποφάσισα το
ίδιο βράδυ να φύγω από το σταθμό των Σερρών για τη Δράμα με τα πόδια.
'Ηταν απόσταση γύρω στα εκατό χιλιόμετρα και υπολόγισα πως ξεκινώντας
εκείνο το βράδυ σε εικοσιτέσσερις ώρες θα βρισκόμουνα στη Δράμα. Την
τελευταία όμως στιγμή έμαθα από τον Σταθμάρχη πως κατά τα μεσάνυχτα θα
έχει οπωσδήποτε τρένο για τη Δράμα. Κάθισα σε μία γωνία. Κουκουλώθηκα με
το σακάκι μου, που μου είχε δώσει πρόσφατα στο χωριό η ΟΥΝΡΑ και
βυθίστηκα στις σκέψεις μου για το μέλλον, γιατί όπως είχα προβλέψει το ταξίδι
μου αυτό στις Σέρρες, ήταν τελείως άκαρπο.
Ο σταθμάρχης μας ειδοποίησε πως πήρε διαταγή και από τα μεσάνυχτα,
ήταν 30-11-1945 τα εισιτήρια θα πάρουν αύξηση τριακόσια τα εκατό, δηλαδή
στο τριπλάσιο. Όλοι ευχόμαστε να είχαμε την τύχη να ερχόταν το τρένο, πριν
τα μεσάνυχτα. Αλλά που τέτοια τύχη. Στις 12:10 δόθηκε το σήμα για την
έκδοση των εισιτηρίων. Με την επίδειξη της ταυτότητας έβγαλα εισιτήριο για
την Δράμα, πληρώνοντας ενενήντα δραχμές αντί των τριάντα που ήταν μέχρι
τότε. 'Εμεινα μόνο με ογδόντα δραχμές με τις οποίες θα έβγαζα στη συνέχεια
εισιτήριο από την Δράμα προς την Καβάλα. Για ξενοδοχείο και φαγητό
κανένας λόγος δεν μπορούσε να γίνει. Θα περνούσα έτσι όπως πέρασα και τις
προηγούμενες μέρες.
Εκεί που έκανα τις σκέψεις αυτές με πλησίασε ένας μεσόκοπος άνδρας 35
χρονών περίπου, με φτωχική χωριάτικη περιβολή, χειρότερη από τη δική μου
και χωρίς συστάσεις και εισηγήσεις μου είπε σε καθαρά Ποντιακή διάλεκτο:
« Πατριώτη, το βλέπω, είσαι Πόντιος και εγώ είμαι Πόντιος. Είμαι όμως
καταδιωκόμενος. Με κυνηγούν οι διώκτες μου, θα με σκοτώσουν, αν και εγώ δεν
έφταιξα σε τίποτα. Βοήθησέ με σε παρακαλώ και ο Θεός δεν θα σε αφήσει
αβοήθητο.
- Να φύγεις από κοντά μου. Με ξένους και αγνώστους δεν έχω καμιά δουλειά ».
Πρόσεξα ότι το μπουφάν που φορούσε ήταν φουσκωμένο. 'Ισως είχε μαζί
του μαχαίρι ή περίστροφο. Παρατήρησα γύρω, δεν υπήρχε κανένας
αστυνομικός για να ζητήσω προστασία. 'Ημουνα εκεί μέσα στον κόσμο βέβαια,
αλλά κάτω από την άμεση απειλή του άγνωστου ξένου. Σκέπτομαι όμως και
τον άνθρωπο που ζητά άσυλο. Είδα τη δυστυχία ενσαρκωμένη. Το
χαρακτηριστικό της να συναντάται και να εγκολπώνεται η μία δυστυχία την
άλλη, σε αντίθεση με την ευτυχία η οποία δεν γνωρίζει από αλληλεγγύη.
Παρόλα αυτά προσπάθησα να τον αποφύγω. Τον άφησα και έφυγα. Μπήκα
μέσα στον κόσμο με την πρόθεση να ζητήσω και εγώ προστασία από τους
άλλους. Πολύ γρήγορα όπως βλέπω το ίδιο πρόσωπο να με πλησιάζει και να
μου ζητά επίμονα αυτή τη φορά τη βοήθειά μου.
«- Πατριώτη, γιατί με αποφεύγεις; Γιατί δεν θέλεις να με σώσεις; Δεν είμαι
κακός άνθρωπος και κακός να ήμουνα, δεν θα έπαυα να ήμουν άνθρωπος. Είμαι
οικογενειάρχης. Έχω γυναίκα και δύο παιδιά. Γιατί θέλεις να τα αφήσεις
290
ορφανά;
- Τι ακριβώς θέλεις από μένα, του απάντησα. Δεν σε γνωρίζω, να φύγεις από
κοντά μου.
- Πάρε τις τριάντα δραχμές, είναι οι τελευταίες που έχω. Τόσο ήταν το εισιτήριο
πριν λίγη ώρα. Τώρα τριπλασιάστηκε, βάλε και εσύ άλλες εξήντα δραχμές και με
την ταυτότητά σου πήγαινε στη θυρίδα να μου κόψεις ένα εισιτήριο για την
Δράμα. Είναι αλήθεια, επανέλαβε, πως δεν σε ξέρω, ούτε και εσύ με ξέρεις, αλλά
μάθε πως βγάζοντας με από εδώ θα κάνεις ένα μεγάλο καλό. Σε ρωτώ μου είπε,
τι θα κερδίσεις αν εξαιτίας σου χαθώ απόψε »;
Τότε πέρασε από το νου μου το δράμα του κόσμου. Η κατάσταση ήταν όπως
ανέφερα πιο μπροστά, ρευστή, οι δύο παρατάξεις, δεξιοί και αριστεροί,
βρίσκονταν στα μαχαίρια. Ομάδες καταδιωκομένων και αποσπάσματα διωκτών
ήταν το γνώρισμα της εποχής. 'Ετσι είχα μπροστά μου ένα καταδιωκόμενο.
Μελλοθάνατο όπως μου έλεγε ο ίδιος. Ζητούσε να τον φυγαδέψω με το τρένο.
Δεν είχε ούτε χρήματα, ούτε ταυτότητα. Το τελευταίο ήταν πολύ επιλήψιμο.
Θυμήθηκα πως λίγο καιρό πριν, με τις γνωριμίες που είχα, έβγαλα ταυτότητα
στον Γιώργη Αμπεριάδη τον εξάδελφο μου, γιατί τον κατηγορούσαν ως
αριστερό και δεν τολμούσε να παρουσιαστεί στο αρμόδιο Αστυνομικό τμήμα.
Είδα την ύπαρξη που έχει μορφή ανθρώπου να ζητά την βοήθειά μου.
Διπλάρωσε εμένα για την σωτηρία του, γιατί διαφορετικά θα ήταν αδύνατη
η διαφυγή του από εκεί. Για κακή μου τύχη κανένας αστυνομικός δεν
φαινότανε πουθενά. Ήταν νύχτα, η ώρα ήταν περασμένη και με την κατάσταση
ρευστή και επικίνδυνη, κανείς από αυτούς δεν τολμούσε να βγει έξω μόνος.
Με τις σκέψεις πως περνούσαμε μια ανώμαλη περίοδο, αναρχία μπορώ να
πω, όπου όλοι έκαναν του κεφαλιού τους καπετάνιοι και αντάρτες των
εθνικιστικών ομάδων που δεν λογάριαζαν κανονισμούς και νόμους, θυμήθηκα
τι είχα πάθει πριν λίγες μέρες στην Καβάλα στην ταβέρνα του Καπετάν
Βαγγέλη. Θυμήθηκα ακόμη την προσωπική μου περιπέτεια όπου πριν ακριβώς
από ένα χρόνο και εγώ έζησα και υπέφερα καταδιωκόμενος. Μη μπορώντας
λοιπόν να κάνω διαφορετικά, αποφάσισα να βοηθήσω τον άγνωστό μου Πόντιο
πατριώτη, το μόνο που διαπίστωσα από τα άπταιστα ποντιακά του. Πήρα τις
τριάντα δραχμές, τις τελευταίες που είχε, έβαλα και εγώ τις υπόλοιπες εξήντα
από τις ογδόντα που είχα, πήγα στη θυρίδα με την ταυτότητά μου, του έκοψα
εισιτήριο, επέστρεψα κοντά του, του το έδωσα και τον έδιωξα με τον πιο άγριο
τρόπο.
« Φύγε , χάσου από μπροστά μου. Ούτε σε ξέρω, ούτε με ξέρεις ».
Με ευχαρίστησε όμως. Ανέβηκε στο τρένο και σχεδόν αμέσως έχασα τα
ίχνη του. 'Εφτασα στη Δράμα στις 4 η ώρα το πρωί. Η νύχτα ήταν βαθιά και το
κρύο τσουχτερό. Ξημέρωνε η 1η Δεκεμβρίου του 1945. Είχε τακτική
συγκοινωνία με αυτοκίνητα του ΥΕΚΑ για την Καβάλα. Δεν είχα όμως
χρήματα για το εισιτήριο. Είχα μόνο είκοσι δραχμές, αντί των ογδόντα που
χρειαζότανε. Ακούμπησα σε μία γωνία και σκεπτόμουνα τι να κάνω.
Αποφάσισα να ζητήσω φιλοξενία στο σπίτι του Παναγαγιώτη Παπαδόπουλου,
γραμματέα των εθνικιστών ανταρτών. Πήγα στο σπίτι του, χτύπησα την πόρτα,
δεν μου άνοιξαν όμως, ίσως και να μη με αντιλήφθηκαν.
Οι αναποδιές συνέχιζαν να με ακολουθούν. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής
291
για την πλατεία της Δράμας και από εκεί για το σταθμό. Στην πλατεία
παρακάλεσα ένα οδηγό ταξί να με αφήσει να κοιμηθώ στο ταξί του, αλλά με το
δίκιο του δεν με άφησε. Του είπα σε σχετική ερώτησή του την ιστορία μου,
ιδιαίτερα την περιπέτεια που πέρασα εκείνη την νύχτα, συγκινήθηκε όπως
κατάλαβα και με συμβούλεψε να κατεβώ στον σταθμό, να μιλήσω καθαρά στον
οδηγό του φορτηγού που έκανε τη συγκοινωνία με την Καβάλα πως τα χρήματα
που έχω δεν φτάνουν για εισιτήριο και να τον παρακαλέσω να με πάρει,
αρκούμενος στις είκοσι δραχμές που είχα.
Κατέβηκα στο σταθμό. 'Ηταν το τελευταίο φορτηγό που έφευγε για την
Καβάλα. Παρακάλεσα τον οδηγό να με αφήσει στο Δοξάτο όπου έφτανε το
εισιτήριο των 20 δραχμών και από εκεί θα πήγαινα στην Καβάλα με τα πόδια.
«- Δεν έχω άλλα χρήματα του είπα, πάρε τις είκοσι δραχμές μέχρι το Δοξάτο.
- Μα που θα πας, με ρωτά ο οδηγός, στο Δοξάτο ή στην Καβάλα.
- Στην Καβάλα, αλλά δεν φτάνουν τα χρήματά μου.
- Τί δουλειές έχεις στο Δοξάτο; Αν σε αφήσω εκεί που θα κοιμηθείς απόψε, τί
θα φας, πώς θα έρθεις αύριο στην Καβάλα;
- Θα κοιμηθώ σε ένα αχυρώνα ή μία μάνδρα. Αύριο το πρωί θα αναχωρήσω
για την Καβάλα με τα πόδια.. Όσο για τροφή θα κάνω το ζητιάνο.
- Αυτό δεν γίνεται. Ανέβα να σε πάω στην Καβάλα ».
Ανέβηκα στο φορτηγό. Τον παρακάλεσα να με αφήσει στον Αμυγδαλεώνα,
πέντε χιλιόμετρα πριν από την Καβάλα, όπου είχα γνωστούς για να
διανυχτερεύσω και να με βοηθήσουν.
Πραγματικά κατέβηκα στον Αμυγδαλεώνα. Πήγα στο σπίτι του Παναγιώτη
Ιγνατιάδη. Χτύπησα την πόρτα, αλλά και αυτή δεν άνοιξε. Δεν με
αντιλήφθηκαν. Δεν επέμενα περισσότερο. 'Υστερα από αυτό πήγα στη
Διασταύρωση, ζήτησα εκεί φιλοξενία από μία γνωστή μου, μια ηλικιωμένη
γυναίκα. Με βαριά καρδιά με δέχτηκε. Αλλά το επόμενο πρωί μου είπε:
« Παναγή, τί ήταν αυτό που μου έκαμες χτες τη νύχτα; Με ανησύχησες. 'Υστερα
από την έλευσή σου δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Έχασα τον ύπνο μου».
Την άλλη μέρα το πρωί ανέφερα στον Γεωργιάδη τα πενιχρά αποτελέσματα
του ταξιδιού μου στις Σέρρες. Την ίδια όμως μέρα πήρα απάντηση από το
Υπουργείο Παιδείας για την αίτηση που έκανα ζητώντας να επιτρέψουν την
συμμετοχή μου στις κατατακτήριες εξετάσεις με το απολυτήριο του Δημοτικού
Σχολείου. Την αίτησή μου την κοινοποίησαν στον διευθυντή της Μέσης
Εμπορικής σχολής στην Καβάλα, με την προσθήκη να ισχύουν στην περίπτωση
μου, οι οδηγίες κάποιας εγκυκλίου, ευνοϊκής για την υπόθεσή μου. Τώρα πια ο
Διευθυντής, ύστερα από την διαταγή αυτή έπρεπε να δεχτεί την συμμετοχή μου
στις εξετάσεις. 'Υστερα από υπόδειξη του Γεωργιάδη τον επισκέφτηκα την
επόμενη μέρα στο γραφείο του Διευθυντή. Διαπίστωσα πως η συμπεριφορά του
ήταν κάπως πιο ευνοϊκή απέναντί μου.
«- Χρειάζεται επέμενε ικανότητα στους διαγωνισμούς και αμφιβάλλω εάν την
έχετε εσείς. Επιπλέον είναι απαραίτητο το πρωτότυπο απολυτήριο του Δημοττκού
σχολείου.
292
- Την ικανότητα μου, απάντησα, θα την ελέγξουν οι εξεταστές καθηγητές μου.
Αλλά όσον αφορά το απολυτήριο του Δημοτικού σχολείου, επαναλαμβάνω πως
δεν μπορώ να το προσκομίσω. Χάθηκε κατά την διάρκεια της ξένης κατοχής. Δεν
υπάρχουν αρχεία. Τα έκαψαν οι εχθροί. Θα απευθυνθώ και πάλι στο Υπουργείο
Παιδείας, θα τους εκθέσω την κατάσταση και θα ζητήσω οδηγίες σχετικά με την
απόκτηση του απολυτηρίου. Ασφαλώς εκείνοι εκεί κάτω στην Αθήνα δεν αγνοούν
την κατάσταση που επικρατούσε και επικρατεί ακόμη στα μέρη μας. Δεν μπορεί,
θα υπάρχει κάποια μέριμνα για παρόμοιες περιπτώσεις όπως η δική μου.
- Όχι, μου είπε, μην κάνεις καμιά ενέργεια για το απολυτήριο. Διάβασέ μου
επανέλαβε. Θα σας δοθούν δύσκολα θέματα. Δεν θα μπορέσεις να γράψεις. Θα
απορριφθείς σίγουρα. Τότε λοιπόν η προμήθεια του απολυτηρίου δεν θα έχει
κανένα νόημα ».
'Εφυγα από το γραφείο του και πάλι απογοητευμένος, περισσότερο όμως από
τις προηγούμενες φορές. Δεν μπορούσα να καταλάβω την εμπάθειά του αυτή.
Ενημέρωσα αμέσως τον κ. Γεωργιάδη.
« Μην απελπίζεσαι, μου είπε. Διάβασε να πετύχουμε το σκοπό μας. Έχεις
ικανότητες, μην υποτιμάς τον εαυτό σου. Εδώ άλλοι με πολύ χαμηλότερο
μορφωτικό επίπεδο από εσένα και δεν το βάζουν κάτω. Κουράγιο, όλα θα πάνε
καλά.
- Η τύχη με κυνηγά μέχρι τώρα. Ποτέ δεν μου χαμογέλασε. Δεν πιστεύω πια σε
τίποτα. ».
Επιδόθηκα στο διάβασμα. Συναντούσα δυσκολίες στην άλγεβρα, κυρίως
όμως στα λογιστικά. Αλλά έπαιρνα κουράγιο από τα λόγια του Γεωργιάδη.
Δυστυχώς η μισαλλοδοξία του καθηγητή Αρκουδογιάννη δεν σταμάτησε εδώ.
'Ηταν ακόμη η αρχή. 'Εφερε και άλλα εμπόδια για να με αποκλείσει από τη
σχολή. Σε μία από τις επόμενες μέρες παρουσιάστηκα στον Αρκουδογιάννη
δήθεν για να πάρω κάποιες οδηγίες για τη συμμετοχή μου στον διαγωνισμό.
Στην πραγματικότητα όμως πήγα για να διευκρινίσω τις προθέσεις του για το
ζήτημά του. Χωρίς περιστροφές μου είπε να του προσκομίσω ένα
πιστοποιητικό εγγραφής μου στα δημοτολόγια και μέχρι να βγάλω το
απολυτήριο του Δημοτικού σχολείου, να του φέρω μια ένορκη κατάθεση ότι
τέλειωσα το Δημοτικό και επί πλέον μια υπεύθυνη δήλωση των συγχωριανών
μου ότι πιάστηκα σαν όμηρος από τα εχθρικά στρατεύματα.
Πίστεψα πως η λύση του δράματος μου μπήκε σε καλό δρόμο. Εκ των
υστέρων όμως κρίνοντας τα πράγματα με την ψυχρή λογική, βγάζω το
συμπέρασμα πως αντικειμενικός του σκοπός ήταν η δωροδοκία, προϊόν και
αυτή της απληστίας του καθηγητή. Το γεγονός που διαπίστωσα αργότερα πως
δύο ή τρεις άλλοι συμμαθητές μου, στερούμενοι απολυτηρίου έγιναν δεκτοί
στις εξετάσεις ενισχύει τις υποψίες μου πως και αυτοί πέσανε θύματα
δωροδοκίας. Η αλήθεια επιβάλει να τονίσω πως ο καθηγητής αυτός ήταν
άριστα καταρτισμένος στην ειδικότητά του, πως ήταν κάτοχος δύο ξένων
γλωσσών, συγγραφέας πολλών βιβλίων οικονομικού περιεχομένου και πως για
τις ικανότητές του αυτές αργότερα έγινε βοηθός καθηγητή πανεπιστημίου.
Φαίνεται όμως πως το χρήμα έχει τεράστια διαβρωτική δύναμη.
Ξεκίνησα με την πρώτη ευκαιρία για το χωριό μου, για να προμηθευτώ
293
τρόφιμα και να ετοιμάσω τα δικαιολογητικά που μου ζήτησε o
Αρκουδογιάννης. Το πιστοποιητικό της Κοινότητας το έβγαλα χωρίς δυσκολία.
Αντίθετα όμως την βεβαίωση της ομηρίας από τους συγχωριανούς μου
συνάντησα μεγάλη δυσκολία και τελικά δεν την έβγαλα.
Οι περισσότεροι χωριανοί μου όχι μόνον δεν υπέγραψαν την δήλωση, αλλά
παρότρυναν και άλλους να μην υπογράψουν ή και αν είχαν υπογράψει να
ανακαλέσουν την υπογραφή τους. Παρόμοιες δηλώσεις, έλεγαν, πρέπει να
χρησιμοποιηθούν για λόγους αποζημιώσεων και όχι για εκπαιδευτικούς
σκοπούς. Περίεργη θεωρία που τελικά επικράτησε. Στην κίνηση αυτή που
πέτυχε, δεσπόζανε οι μορφές του Σάββα Τορουνίδη, ενός σεβάσμιου γέροντα
και του Δημήτριου Σαρηγιαννίδη που μου έκανε τον επιστήθιο φίλο. Τελικά
από τις εξήντα υπογραφές που έπρεπε να πάρω, πήρα μόνο επτά, υπέγραψαν
αυτοί που τους πήραν και εκείνους ομήρους στη Βουλγαρία, αλλά επειδή τις
θεώρησα λίγες δεν τις χρηστμοποίησα. 'Οταν κατέβηκα στην Καβάλα, έβγαλα
μια ένορκη κατάθεση ομηρίας, την πήγα στον καθηγητή, αλλά για να μου
δημιουργήσει επιπλέον εμπόδια δεν τη δέχτηκε σκόπιμα.
Ένα πολύ θετικό στοιχείο στο ταξίδι μου αυτό στο χωριό ήταν η συνάντησή
μου με το δάσκαλο μου στο δημοτικό σχολείο τον κ. Χρηματόπουλο. Του
εξιστόρησα όλες μου τις προσπάθειες για να μπω στην Εμπορική Σχολή και την
απόφαση που πήρα στα 25 μου χρόνια να καθίσω στα θρανία, την επίδοσή μου
στα φροντιστηριακά μαθήματα και τελικά την πάλη μου με τον
Αρκουδογιάννη, τον Διευθυντή της σχολής, στην επιδίωξη μου να συμμετέχω
στις κατατακτήριες εξετάσεις. Τον παρακάλεσα να με βοηθήσει και αυτός στην
έκδοση του απολυτηρίου του δημοτικού σχολείου.
« Παναγιώτη, μου είπε, τώρα προέχει να γράψεις στις κατατακτήριες εξετάσεις.
Πρέπει να πετύχεις. Αν δεν πετύχεις, όλες οι προσπάθειες και τα χαρτιά πάνε
χαμένα. Αν όμως πετύχεις επανέλαβε, εγώ είμαι εδώ, θα κάνω ό,τι μπορώ για να
σου δώσω το απολυτήριο του Δημοτικού σχολείου. Σου εύχομαι καλή τύχη.
Προχώρησε με αυτοπεποίθηση και μένα να με θεωρείς σαν κύριο ενισχυτή στην
προσπάθειά σου. Αρκεί να πετύχεις και την έκδοση του απολυτηρίου την
αναλαμβάνω εγώ».
'Ηταν τα μόνα ενθαρρυντικά λόγια που άκουγα εδώ και πολύ καιρό.
'Εχοντας τη φανερή πια εχθρότητα των συγχωριανών μου που την απέδωσα
στον φθόνο και την ακόμη περισσότερο από κάθε περιγραφή κωλυσιεργία του
Αρκουδογιάννη τα λόγια του δασκάλου μου και η διάθεσή του για εξυπηρέτησή
μου μου έδωσαν κουράγιο στην προσπάθειά μου να μπω στη σχολή.
Κατέβηκα στην Καβάλα, παρουσιάστηκα αμέσως στον Αρκουδογιάννη και
του υπέβαλλα τα δικαιολογητικά μου για τη συμμετοχή μου στους
διαγωνισμούς. 'Ηταν ένα πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, δύο
ένορκες καταθέσεις, μια πως τελείωσα το δημοτικό σχολείο και μια ότι με
πήρανε οι καταχτητές όμηρο στη Βουλγαρία στα καταναγκαστικά έργα, εκτός
από αυτά υπέβαλα και μία έγγραφη υπεύθυνη δήλωση πως ύστερα από την
τυχόν επιτυχημένη μου συμμετοχή στους διαγωνισμούς και για να μπω στη
σχολή, θα προσκομίσω το απολυτήριο του δημοτικού σχολείου.'Υστερα από
αρκετή διαλογική συζήτηση ο διευθυντής τελικά δέχτηκε τα δικαιολογηπκά και
294
μου όρισε την ακριβή ημερομηνία του διαγωνισμού.
Τέλος ο Αρκουδογιάννης μετά από σχετική παράκληση μου συνέστησε να
διαβάσω από το μάθημα των λογιστικών τα κεφάλαια τις παραγγελιοδοχικής
λογιστικής και από την εμποριολογία τα κεφάλαια για τις συναλλαγματικές και
τα γραμμάτια. Μετέφερα στον Γεωργιάδη τα παραπάνω και τον παρακάλεσα να
με κατατοπίσει πάνω στα κεφάλαια αυτά, τα οποία δεν είχα διδαχθεί καθόλου.
« Τον άθλιο, φώναξε, ο Γεωργιάδης. Την παραγγελιοδοχική λογιστική δεν την
κατέχω ούτε εγώ καλά-καλά, είναι από τα δυσκολότερα κεφάλαια στα λογιστικά.
Είναι πια φανερός ο σκοπός του. Με τέτοια δύσκολα θέματα πάει να ρίξει τους
υποψήφιους, όχι μόνο εσένα, αλλά και τα θύματά του για να μη γράψετε και έτσι
να σας αποκλείσει από τη σχολή. Εσένα όμως, επανέλαβε ο Γεωργιάδης, η
επιτυχία σου είναι εξασφαλισμένη. Θα περάσεις ελεύθερα στην πέμπτη τάξη,
είμαι βέβαιος ότι θα γράψεις στα μαθηματικά και στην έκθεση. Με τον
συμψηφισμό θα έχουμε τη βάση, ίσως και πιο πάνω από αυτή ».
Επιδόθηκα και πάλι στο διάβασμα. 'Ωρες ολόκληρες διάβαζα τα κεφάλαια
από την εμποριολογία αυτά που αναφέρονται στα γραμμάτια, τις
συναλλαγματικές καθώς και τη παραγγελιοδοχική λογιστική. Όσον αφορά τα
πρώτα, με το πολύ διάβασμα τα έμαθα αρκετά αλλά το δεύτερο της λογιστικής
ήταν πολύ δύσκολο κεφάλαιο. Δεν τα καταλάβαινα καθόλου και αυτό γιατί δεν
είχα βάσεις στην ύλη των λογιστικών.
'Εφτασε η μέρα για τις εξετάσεις. Στις 17 Δεκεμβρίου του Ι945 κάθισα και
πάλι στα θρανία για την συμμετοχή μου στις εισαγωγικές εξετάσεις στην
Εμπορική σχολή. Πράγμα που έπρεπε να είχε γίνει πριν από δώδεκα χρόνια,
όταν έβγαλα το δημοτικό. Η τότε όμως οικονομική και η οικογενειακή μου
κατάσταση με εμπόδισαν να συνεχίσω τις σπουδές μου. Διαφορετικά στο
διάστημα αυτών των δώδεκα χρόνων θα τελείωνα και το Γυμνάσιο και
Ανώτατες σχολές και θα ήμουν πια πτυχιούχος επιστήμονας και δεν θα
προσπαθούσα να αρχίσω πάλι από την αρχή, όπως στα 1945.
Στις 20 Δεκεμβρίου του 1945 βγήκαν τα αποτελέσματα. Πέρασα στην Ε'
τάξη της δημόσιας εμπορικής σχολής Καβάλας με μέσο όρο 13 και 1/3.
'Εγραψα 20 στα μαθηματικά, 19 στα Ελληνικά και 1 στα λογιστικά. Ακόμη και
σήμερα έχω τη γνώμη πως στην εμποριολογία έγραψα αρκετά καλά,
τουλάχιστον τη βάση, ενώ στα λογιστικά, παρόλο που τα θέματα ήταν από τα
δυσκολότερα κεφάλαια της λογιστικής από το κεφάλαιο δηλαδή των
χρεοπιστώσεων καθώς και ασκήσεις παραγγελιοδοχικών επιχειρήσεων πρέπει
να είχα γράψει πάνω από την μονάδα που μου έβαλε ο καθηγητής.
Επειδή όμως πέτυχα τον τελικό μου σκοπό, δεν έδωσα έκταση στο ζήτημα
και όχι μόνο δεν απαίτησα εξηγήσεις, αλλά πολύ περισσότερο δεν ζήτησα
επανεξέταση των γραπτών μου. Αγνόησα λοιπόν τελείως τη στάση του
καθηγητή που κατά τη γνώμη μου ήταν το άκρον άωτον της μισαλλοδοξίας.
Δυστυχώς δεν τελείωσαν οι ταλαιπωρίες μου ως προς την εισαγωγή μου στο
Γυμνάσιο. Νέες δυσκολίες και ανυπέρβλητα εμπόδια ορθώθηκαν μπροστά μου.
'Υστερα από τις γιορτές των Χριστουγέννων και του νέου έτους
παρουσιάστηκα στον Αρκουδογιάννη για την υπόθεσή μου. Με δέχτηκε ψυχρά,
ίσως ψυχρότερα από κάθε άλλη φορά, μάλιστα μου έδωσε να καταλάβω πως
295
δεν γίνομαι δεκτός στη σχολή του, "λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς, αγροίκου
χαρακτήρος, περιβολής, αγενείας κ.λ.π." κατά τα λεγόμενά του. Αυτή τη φορά
δεν το έβαλα κάτω, του μίλησα ανάλογα, του υπενθύμισα την ανεξήγητη
συμπεριφορά του απέναντί μου σ' αυτούς τους δύο τελευταίους μήνες (αν και
ήξερα πολύ καλά τι ήθελε και πως επεδίωκε να χρηματιστεί), προσθέτοντας
πως με την στάση του αυτή με ανάγκαζε με λύπη μου να καταγγείλω την
περίπτωση μου στο Υπουργείο Παιδείας.
«- Μη χτυπάτε τους αδύνατους, του είπα. Δεν είναι σωστό. Θα προσφύγω
οπουδήποτε, δεν θα σταματήσω, αν δεν βρω το δίκιο μου.
- Δεν αντιδικώ μαζί σου, μου είπε. Δεν έγραψες στο μάθημά μου και σου έβαλα
μονάδα. Δεν ξέρω όμως τι έκανες με τους άλλους καθηγητές συναδέλφους μου,
τους κ.κ. Αυγερινό και Αναγνωστάκη, τον μαθηματικό. Να πιστέψω πως σ'
αυτούς έγραψες άριστα; Ίσως, αλλά το πράγμα είναι ανεξήγητο. Είμαι βέβαια
υποχρεωμένος να δεχτώ την κρίση των συναδέλφων μου ως προς τα γραπτά σου,
δεν μπορώ όμως να σε δεχτώ στη σχολή χωρίς απολυτήριο δημοτικού σχολείου.
- Τί θέλετε, τον ρώτησα, να γράφει το απολυτήριο του Δημοτικού Σχολείου;
Ξέρουν οι δάσκαλοί σου, μου απάντησε και με έδιωξε από την σχολή ».
Χωρίς να χάσω καιρό πηγαίνω αμέσως στον Κεχρόκαμπο. Παρουσιάζομαι
στον δάσκαλό μου τον Χρηματόπουλο, του εκθέτω τα γεγονότα και τον
παρακαλώ να μου εκδώσει το απολυτήριο. Παίρνει αυτός ένα έντυπο
απολυτηρίου, το συμπληρώνει κατάλληλα, βάζει παλιές ημερομηνίες του 1933,
δηλαδή τη χρονιά που τέλειωσα το δημοτικό σχολείο και μου το δίνει, αλλά με
τη σύσταση πως, αν δεν γίνει δεκτό, να του το φέρω πίσω για ακύρωση. O
δάσκαλός μου, με το δίκιο του φοβότανε τις συνέπειες από τον ακανόνιστο
τρόπο που εξέδωσε το απολυτήριο. Αν είχα, επανέλαβε, παλιά χαρτόσημα και
σφραγίδα του σχολείου, το απολυτήριο θα ήταν και τυπικά έγκυρο.
Κατέβηκα στην Καβάλα. Παρουσιάστηκα στην σχολή. Παρέδωσα το
απολυτήριο στον Αρκουδογιάννη, το πήρε, το εξέτασε προσεκτικά και μου το
πέταξε κατάμουτρα.
«- Είναι πλαστό, είπε. Έχει παλιά ημερομηνία, αλλά πρόσφατο γράψιμο. Δεν έχει
εκπαιδευτικά ένσημα της τότε Ελληνικής Δημοκρατίας. Πάρε το, μου είπε.
Ξεκουμπίσου από μπροστά μου να μη σε δω καθόλου.
- Επιτέλους, του είπα, τί θέλετε; Δώστε μου τον τύπου που πρέπει να έχει το
απολυτήριο που ζητάτε.
- Δεν χρειάζεται τίποτα, επανέλαβε. Ξέρει ο δάσκαλός σου».
Πήγα πάλι στον Χρηματόπουλο. Του ανέφερα όσα έγιναν με το απολυτήριο
που μου έδωσε. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση, ώρα πολύ σκεπτόταν με ποιο τρόπο
θα με εξυπηρετούσε. Τελικά μου έδωσε ένα άλλο απολυτήριο, αφού πρώτα
κατέστρεψε το προηγούμενο που μου είχε δώσει. Στο νέο απολυτήριο έβαλε
ημερομηνία του Ιουνίου 1940 τελευταίου χρόνου της ειρηνικής περιόδου.
Με το νέο απολυτήριο στο χέρι παρουσιάζομαι στον Αρκουδογιάννη. Το
πήρε, το εξέτασε προσωπικά και ύστερα από λίγα λεπτά μου το πέταξε και αυτό
και με δυνατή φωνή μου είπε:
« Δεν μπορώ να δεχτώ και το νέο απολυτήριο. Δεν είναι δυνατόν να έβγαλες το
δημοτικό σχολείο το 1940 σε ηλικία 19 χρονών. Αλλά και αν το έβγαλες τότε,
γιατί δεν πήγες στο γυμνάσιο το 1940-1941, ενώ αν το έβγαλες το 1933 που είναι
το πιθανότερο, τότε γιατί δεν πήγες αμέσως στο γυμνάσιο και έρχεσαι τώρα σε
296
μένα, ύστερα από 12 χρόνια. Τι έκανες όλα αυτά τα χρόνια;
- 'Ημουν, του απάντησα, το μεγαλύτερο παιδί μιας ορφανής από πατέρα και
πολύτεκνης οικογένειας. Επιδόθηκα στη βιοπάλη για να ζήσουν τα αδέλφια μου.
Έκανα τον τσοπάνη, τον αγρότη, τον εργάτη σε βαριές δουλειές για να μεγαλώσω
τα αδέλφια μου. Τώρα όμως που μεγάλωσαν όλα τους, νομίζω πως είναι καιρός
πια να φροντίσω την προσωπική μου αποκατάσταση. Σε παρακαλώ, τελείωσα,
μη με ταλαιπωρείτε πια. Είμαι αποφασισμένος να μάθω γράμματα, μάλιστα αυτή
ήταν και η τελευταία επιθυμία του πατέρα μου, λίγο πριν πεθάνει. Μη με
αναγκάσετε, του είπα, να χτυπήσω και άλλες πόρτες, να απευθυνθώ στο
Υπουργείο Παιδείας, γιατί πιστεύω πως αυτοί, αν και μακριά, ξέρουν καλύτερα
την κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή μας, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια
και θα με βοηθήσουν στην υπόθεσή μου. Σας παρακαλώ, είπα τελειώνοντας,
δεχτείτε το απολυτήριό μου.
- Δεν γίνεται τίποτα, επανέλαβε. Το απολυτήριο σου είναι πλαστό και άκυρο και
εκείνος που σου το έδωσε, ίσως άθελά του, έκανε μεγαλύτερη παρανομία και
πλαστογραφία. Ας είναι όμως, είπε, εγώ δεν καταδιώκω τους παρανομούντες.
Πάρε το απολυτήριό σου, είπε, πήγαινε το πίσω και ζήτησε να σου δώσουν άλλο,
με πρόσφατη ημερομηνία, αφού πρώτα σε εξετάσουν στην ύλη του Δημοτικού
σχολείου ».
Πήγα και πάλι στον Χρηματόπουλο. Του επέστρεψα το απολυτήριο. Του
ανέφερα όσα συνέβησαν, εξέφρασε τη δυσφορία του και άρχισε να ξεστομίζει
διάφορες βωμολοχίες για το πρόσωπο του Αρκουδογιάννη. Ξέρω πολύ καλά,
είπε, πως στον κόσμο υπάρχει κακία και μισαλλοδοξία, αλλά στο σημείο αυτό
δεν το περίμενα. Θα κάνω, μου είπε, ακόμη μια προσπάθεια. Θα κάνω αυτό που
θέλει ο καθηγητής. Αλλά Παναγή, αν και τώρα δεν γίνει τίποτα, τότε με λύπη
μου σου λέω πως δεν μπορώ να κάνω πια τίποτα περισσότερο. Θα σε
παρακαλέσω λοιπόν, να μην με ενοχλήσεις ξανά για αυτό το ζήτημα.
« Όχι, του απάντησα. Αυτό δεν γίνεται. Μου υποσχέθηκες πως θα κάνεις τα
αδύνατα δυνατά για την έκδοση του απολυτηρίου. Θα μου δώσεις το απολυτήριο
όπως το ζητά ο κύριος αυτός».
Πιστεύω πως θα είναι η τελευταία φορά που θα σε ενοχλήσω. Αν και πάλι
δεν γίνει τίποτα, θα αναφερθώ τηλεγραφικώς στο Υπουργείο Παιδείας. Είχα το
προηγούμενο παράδειγμα που δεν με δέχονταν ο Αρκουδογιάννης στις
κατατακτήριες εξετάσεις με την πρόφαση πως ο Νόμος μιλούσε για την
συμμετοχή σ' αυτές μόνο σε όσους ήταν μαθητές στα γυμνάσια τον Οκτώβριο
του 1940 και όχι γι' αυτούς που ήταν τότε απόφοιτοι Δημοτικού. Αναγκάστηκε
όμως να με δεχθεί, ύστερα από την προσφυγή μου στο υπουργείο που του
εφιστούσε την προσοχή στην ορθή ερμηνεία της εγκυκλίου που αναφερότανε
στις κατατακτήριες εξετάσεις.
Ο Χρηματόπουλος με έστειλε στον κ. Καραγιαννίδη, ήταν και αυτός
δάσκαλος στον Άγιο Κοσμά, για να με εξετάσει και να μου δώσει το
απολυτήριο. Ο κ. Καραγιαννίδης ήταν πολύ γνωστός μου. 'Ηξερε το δράμα
μου, με συναντούσε τακτικά τα Σάββατα, όταν από τον Άγιο Κοσμά επέστρεφε
πεζός στο σπίτι του στον Κεχρόκαμπο, όταν σαν τσομπάνης οδηγούσα το
κοπάδι στην βοσκή. Με άκουσε με προσοχή και ύστερα μου είπε:
297
«- Είναι αστείο να επιμένω να σε εξετάσω στα μαθήματα του Δημοτικού
σχολείου. Εδώ πέτυχες στην πέμπτη τάξη της Εμπορικής σχολής. Αυτός λοιπόν με
την σειρά του με έστειλε στον αντικαταστάτη του να με εξυπηρετήσει, γιατί ο ίδιος
έφυγε με μετάθεση στην Καβάλα ».
Ο δάσκαλος ένας νέος που μόλις είχε διοριστεί στο χωριό, με εξέτασε
προφορικά στην ύλη των μαθημάτων της έκτης τάξης του Δημοτικού σχολείου,
ενώ έδωσα γραπτές εξετάσεις στην Αριθμητική και στην Έκθεση. Μου έδωσε
λοιπόν ένα απολυτήριο με πρόσφατη ημερομηνία.
Με το νέο αυτό απολυτήριο, το τρίτο κατά σειρά, παρουσιάστηκα στον
Αρκουδογιάννη στην Καβάλα. 'Ηταν ένα απόγευμα, δεν μπορώ να θυμηθώ την
ημερομηνία. 'Ισως ήταν 20 Δεκεμβρίου του 1945. Πήρε το απολυτήριο στα
χέρια του, το ξαναδιάβασε, έβλεπε πότε το χαρτί και πότε εμένα, πάντα
αμίλητος. Ποιος ξέρει τί να σκεπτόταν, τί να είχε στο νου του, τί άλλο θα
σοφιζόταν πια για να με ταλαιπωρήσει; 'Ολη τη ώρα πρόσεχα τις κινήσεις του.
Κάθε λεπτό που περνούσε μπορούσε να είχε για μένα ανυπολόγιστες συνέπειες.
Τελικά τοποθέτησε το απολυτήριο σε ένα ντοσιέ, το τακτοποίησε μαζί με τα
άλλα δικαιολογητικά μου, μου επέστρεψε την ένορκη κατάθεση που του είχα
υποβάλλει από καιρό καθώς και την άλλη ότι έκανα όμηρος στη Βουλγαρία και
ύστερα με οδήγησε στην αίθουσα διδασκαλίας για να παρακολουθήσω το
μάθημα
Εδώ τελείωσε η σκληρή αυτή δοκιμασία μου για την προσκόμιση των
δικαιολογητικών και ιδιαίτερα του απολυτηρίου. Μπορούσε o Αρκουδογιάννης
από την αρχή ακόμη να αρκεστεί στην τελευταία λύση, δηλαδή την έκδοση του
απολυτηρίου ύστερα από εξετάσεις πάνω στην ύλη του δημοτικού σχολείου.
Δεν το έκανε όμως. Παραβλέποντας τη χρονολογική σειρά των γεγονότων, ας
μου επιτραπεί να εκθέσω εδώ τον επίλογο της ιστορίας αυτής.
'Ετυχε να βρεθώ στην Θεσσαλονίκη το 1958 δηλαδή ύστερα από δώδεκα
χρόνια. Επιδίωξα να συναντήσω τον Αρκουδογιάνη. 'Ηταν τότε Διευθυντής
στην Δημόσια Εμπορική Σχολή Θεσσαλονίκης και υφηγητής στο πανεπιστήμιο,
στην Βιομηχανική Σχολή. 'Ενα πρωινό πήγα στο κτίριο του εμπορικού
επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης όπου στεγαζόταν η Εμπορική σχολή και τα
γραφεία της σχολής. Στην πόρτα, αφού χτύπησα το κουδούνι, ήρθε ένας
κλητήρας, τον χαιρέτησα και τον παρακάλεσα, αν ήταν δυνατόν να δω τον κ.
Αρκουδογιάννη.
«- Ο καθηγητής, με πληροφόρησε ο κλητήρας, βρίσκεσαι στο γραφείο του, είναι
πολυάσχολος και δέχεται κόσμο μόνο ύστερα από τις 11 το πρωί.
- Είναι ανάγκη του είπα. Έρχομαι από την Καβάλα, είμαι παλιός του μαθητής
και θέλω να τον δω, όχι πως έχω να του μεταφέρω κανένα ζήτημα, αλλά από
ενδιαφέρον.
Όταν μεταβιβάστηκαν αυτά στον κ. Αρκουδογιάννη, τότε αυτός έδωσε
εντολή στον κλητήρα να με παρουσιάσει κοντά του.
- 'Ελα Παναγιωτάκη, μου είπε, έλα κάτσε δίπλα μου, όχι απέναντί μου, γιατί εκεί
κάθονται αυτoί που θέλουν να με συναντήσουν για υπηρεσιακούς λόγους. Εσύ
όμως είσαι δικός μου, είσαι φίλος μου και η θέση σου βρίσκεται δίπλα μου και
όχι απέναντί μου. Ήθελα να σε συναντήσω, επανέλαβε, μάλιστα επεδίωκα αυτή
την συνάντηση. Οφείλω, συνέχισε, να σου ζητήσω δύο φορές συγγνώμη, τη μια
298
γιατί τακτικά από την έδρα σε φέρνω σαν παράδειγμα στους φοιτητές μου για το
τί μπορεί να πετύχει η θέληση. Αχ είπε, αυτή η θέληση. Δεν θα γράψει ποτέ κανείς
ένα βιβλίο που να έχει τον τίτλο "Η δύναμη της θέλησης". Μάλιστα
Παναγιωτάκη, συνέχισε, η θέλησή σου τελικά θριάμβευσε και τη θέλησή σου αυτή
τη φέρνω σαν παράδειγμα στους φοιτητές της σχολής. Δεύτερον, σου ζητώ
συγγνώμη, γιατί αρκετά σε ταλαιπώρησα σχετικά με την έκδοση του απολυτηρίου
του Δημοτικού σχολείου. Θυμάμαι τους αγώνες, τη μετάβασή σου με τα πόδια
στον Κεχρόκαμπο, μια απόσταση γύρω στα πενήντα χιλιόμετρα, συχνά με
αντίξοες καιρικές συνθήκες. Για την επιμονή σου αυτή σε συγχαίρω και πάλι.
- Τί μπορούσα να κάνω κύριε, του είπα; Βρισκόμουν στο τελευταίο τέταρτο για
την σταδιοδρομία που προοριζόμουν. Αν το έχανα, θα χανόμουν και εγώ.
- Σε συγχαίρω και πάλι, επανέλαβε ο καθηγητής και τελείωσε επιγραμματικά.
Οιοσδήποτε άλλος ευρίσκετο στην θέση σου, θα εκάμπτετο».
299
ΚΕΦΑΛΑΙ
Ο ΔΕΚΑΤΟ
μεταπελευθερωτική περίοδος 1945-1949
1. Στην Καβάλα ως μαθητής
'Υστερα από τις γιορτές των Χριστουγέννων και του νέου έτους στις αρχές
του 1946 αποφάσισα πια να κατέβω στη Καβάλα για τη παρακολούθηση των
μαθημάτων. Είχε προηγηθεί η εγγραφή μου στην πέμπτη τάξη της Εμπορικής
σχολής από τον Κοσμά Συμβατζόγλου, τον γνωστό μου καπνομεσίτη από τη
Καβάλα.
Νέοι δρόμοι ανοίγονται μπροστά μου. Τα όνειρα μου για ανώτερες σπουδές
από το Δημοτικό, γινόταν πια πραγματικότητα. Δίσταζα λίγο να καθίσω στα
θρανία και αυτό λόγω της ηλικίας μου. Δεν έφταιγα όμως εγώ σ' αυτό το
ζήτημα. Είχα το ατύχημα να είμαι ο μεγαλύτερος γιος σε μία οικογένεια που
έχασε τον αρχηγό της. 'Επρεπε να επωμιστώ εγώ τα οικογενειακά βάρη. Να
μεριμνήσω για την διαβίωση των μικρότερων αδελφών και αν είναι δυνατόν για
την αποκατάστασή τους. Τότε, προείχε αυτό το πρόβλημα.
Αργότερα θα ερχόταν και η δική μου η σειρά. 'Ετσι όμως πέρασαν δώδεκα
και πλέον χρόνια, χωρίς να κάνω απολύτως τίποτα, με αποτέλεσμα όταν ήρθε η
ώρα αυτή να είμαι σε αταίριαστη ηλικία για Γυμνασιακά μαθήματα. Τώρα
όμως περάσανε όλα αυτά. Είναι ανάγκη να προσαρμοστώ στη σκληρή
πραγματικότητα. Να εναρμονιστώ την ιδιότητα του μαθητή του Γυμνασίου,
έχοντας καθηγητές μικρότερους από εμένα στην ηλικία και συμμαθητές κατά
επτά χρόνια νεότερους. Παρόλα αυτά για μένα δεν έπαυε η πραγματικότητα
αυτή να είναι μια ωραία ευκαιρία. Ευκαιρία που την περίμενα χρόνια
ολόκληρα. Αλλά, νέα εμπόδια ορθώνονταν μπροστά μου, όπως η αντίδραση της
μάνας μου. Αυτή που πάντοτε ακολουθούσε τη συμβουλές του γέρου Σάββα
Τορουνίδη " Αν θέλεις Αμπερίνα να έχεις τα παιδιά κοντά σου, μην τον
αποχωρίζεσαι". Έτσι έκανε τα αδύνατα δυνατά, βάλθηκε στα γερά να
ματαιώσει τις σπουδές μου και τη κάθοδο μου στην Καβάλα.
« Τί τα θέλεις τα γράμματα Παναγή, μου έλεγε. Δεν βλέπεις πως άρχισαν να
ασπρίζουν τα μαλλιά σου; Δεν ταιριάζουν τα γράμματα στην ηλικία σου. Τί θα
απογίνω στο χωριό, πώς θα συντηρήσω την οικογένεια, επαναλάμβανε. Ποιος θα
δουλέψει για τα παιδιά; Εκτός από αυτό φοβάμαι, έλεγε, τις πόλεις και το
θόρυβο, ιδιαίτερα τα κόμματα τώρα με την έξαρση των κομματικών παθών και
πάνω από όλα τις στερήσεις που εκ των πραγμάτων θα είσαι υποχρεωμένος να
υποφέρεις. Μείνει κοντά μας. Έλα να σε παντρέψουμε με τη Ναστούλη, της
μίλησα, μου είπε, το ξέρει και είναι διατεθειμένη να σε δεχτεί για άνδρα ».
Η ιστορία αυτή συνεχιζότανε για πολλές μέρες. Τέσσερις ολόκληρες μέρες
300
δεν πήγε πουθενά Δεν με αποχωριζότανε, ήθελε σώνει και καλά να πάρει την
συγκατάθεση μου για να επιτύχει τις επιδιώξεις της. Επιδίωκε να αποσπάσει
την υπόσχεσή μου πως θα την υπακούσω και τούτη τη φορά.
«-Αν είναι έτσι, της είπα, όταν κάποτε με κατακούρασε η ιστορία αυτή, τότε θα σε
υπακούσω και τώρα. Αναθεώρησα τη στάση μου. Δεν θα κατέβω στην Καβάλα.
θα αποκατασταθώ στο χωριό».
Αλλά και πάλι δεν με πίστεψε. 'Ηξερε από πριν, καθώς της είχα πει μέσα στην
αφέλειά μου, πως το απόγευμα της Κυριακής εκείνης, κάποιας Κυριακής του
Ιανουαρίου του 1946, επρόκειτο να περάσει από το χωριό μας ένα φορτηγό
αυτοκίνητο από το Διπόταμο με φορτίο από κάρβουνα, για να με πάρει για την
Καβάλα. Δεν με αποχωρίσθηκε όλη τη μέρα Είχα την σακούλα μου έτοιμη,
λίγα τρόφιμα και την κουβέρτα μου (ήταν το ίδιο σακίδιο με την ίδια τη
κουβέρτα που είχα τα περασμένα χρόνια στη Βουλγαρία και στο βουνό) και
περίμενα στην πόρτα του σπιτιού μας το σφύριγμα του αυτοκινήτου που θα με
μετέφερε στη Καβάλα. Η μέρα όμως περνούσε, έδυσε ο ήλιος και αυτοκίνητο
δεν φαινόταν πουθενά. Σχημάτισα τη γνώμη πως δεν επρόκειτο να έρθει το
φορτηγό. Ανέβηκα την σκάλα του σπιτιού μας, άφησα εκεί το σακίδιο μου και
απομακρύνθηκα από το σπίτι μας παίρνοντας τελείως διαφορετική κατεύθυνση
από το δρόμο που περίμενα το φορτηγό, αφού πρώτα για να καθησυχάσω τη
μάνα μου, της είπα:
«- Όχι μάνα, δεν θα πάω στην Καβάλα. Μπορείς να είσαι ήσυχη γι' αυτό.
Τέσσερις μέρες τώρα με περιτριγυρίζεις και με παραφυλάς να μη φύγω. Τώρα
σου λέω λοιπόν ότι δεν θα φύγω. Ησύχασε.
- Να έχεις την ευχή μου, είπε και απομακρύνθηκε στη γειτονιά για να αναφέρει
στην κουμπάρα της την απόφασή μου να μείνω στο χωριό, ενώ εγώ συνέχισα να
ακολουθώ τον αντίθετο δρόμο και απομακρύνθηκα από το σπίτι μας ».
Αναλογίστηκα τη θέση μου. Σαν αστραπή πέρασαν από τη μνήμη μου όλες
οι προσπάθειες που κατέβαλα για να μπω στη Σχολή. Τα τρεχάματα μου στη
Καβάλα, στην Σταυρούπολη, στις Σέρρες, οι κόποι των περασμένων μηνών για
το διάβασμα, οι στερήσεις που ήταν το λιγότερο, η άνιση πάλη μου με τον
Αρκουδογιάννη και τώρα η υποχώρηση μου, ώστε να βρίσκομαι στο σημείο
εκείνο από το οποίο ξεκίνησα, πριν από τέσσερις μήνες. Ταράχτηκα με τις
σκέψεις αυτές. Επιτάχυνα τα βήματά μου για να βρίσκομαι όσο το δυνατόν πιο
μακριά από το σπίτι μας που ήτανε το κέντρο των αποφάσεων, αλλά και των
διαβουλεύσεων της μάνας μου.
Δεν απομακρύνθηκα ούτε τριακόσια βήματα, δεν είχε σκοτεινιάσει εντελώς,
είχε λίγο φως ακόμη, όταν από την πλευρά του δρόμου από το Διπόταμο
άκουσα τη χαρακτηριστική κόρνα του αυτοκινήτου. Συνήλθα αμέσως, έδιωξα
τις σκέψεις μου, επέστρεψα αμέσως στο σπίτι, πήρα το σακίδιο και τη
κουβέρτα και τροχάδην έκοψα κατ' ευθείαν προς το Δημόσιο δρόμο αντίκρυ
από το χωριό, εκεί από όπου θα περνούσε το αυτοκίνητο. Το πρόλαβα το
τελευταίο λεπτό. Δεν ξέρω με τη ταχύτητα έτρεχα. Ασφαλώς έφτασα στο
ανώτατο σημείο της αντοχής μου. Σταμάτησε ο οδηγός. Ανέβηκα στο
αυτοκίνητο, ήταν όπως είπα φορτηγό, τακτοποιήθηκα μέσα στα σακιά από
κάρβουνο και χωρίς αργοπορία ξεκινήσαμε για την Καβάλα όπου φτάσαμε στις
11 τη νύχτα.
301
Την επόμενη κιόλας μέρα, Δευτέρα, κάθισα στα θρανία της Σχολής για
πρώτη φορά, ύστερα από δώδεκα χρόνια. Συναισθήματα κατωτερότητας με
κυρίευσαν, όταν είδα πως είχα καθηγητές και συμμαθητές κατά επτά χρόνια
νεότερους από μένα. Αλλά τί να γίνει; 'Ετσι το έφερε η τύχη.
Δεν με επηρέασε καθόλου η φτώχεια και η ανέχεια που ήταν άλλωστε κοινά
για όλους σχεδόν τους ανθρώπους στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Από τη
άποψη αυτή, της κατοχής των υλικών αγαθών, είχα και τότε, άλλα και σε όλα
τα κατοπινά χρόνια σαν μέτρο σύγκρισης τις σκληρές συνθήκες πείνας που
υποχρεώθηκα από τα πράγματα να αντιμετωπίσω στα καταναγκαστικά έργα
στην Βουλγαρία και στα χρόνια της Κατοχής.
Δυσκολεύτηκα όμως αρκετά να προσαρμοστώ στη νέα μου ζωή ως
μαθητής. Συναντούσα δυσκολίες στην κατανόηση των μαθημάτων, καθώς
έλειπαν οι προϋποθέσεις της μεθοδικής παρακολούθησης της ύλης των
μαθημάτων των αμέσως προηγουμένων μαθητικών χρόνων. Παρόλα αυτά
προχώρησα αρκετά ικανοποιητικά, σε σημείο που δεν υπήρχε κανένας λόγος
ανησυχίας ότι θα μπορούσα να χάσω την χρονιά.
Μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου μου, τον ξόδευα σε βάρος βέβαια της
μελέτης, στην προσπάθειά μου να προμηθευτώ τρόφιμα. 'Επρεπε τουλάχιστον
μία φορά τη εβδομάδα, το Σαββατοκύριακο, να μεταβώ στο χωριό μου τον
Σκοπό, μια απόσταση σαρανταδύο χιλιομέτρων με τα πόδια για λόγους
οικονομικούς, ώστε να προμηθευτώ τρόφιμα, δυο φόρμες ψωμί και λίγα κιλά
πατάτες συνήθως βρασμένες. Ξεκινούσα από τη Καβάλα το απόγευμα του
Σαββάτου, όταν τελείωναν τα μαθήματα στις 3 η ώρα το απόγευμα. 'Υστερα
από πέντε ώρες έφθανα στο Μακρυχώρι για ανάπαυση μισής ώρας στο σπίτι
του Παστιάδη. Από εκεί ξεκινούσα και πάλι, πάντοτε με τα πόδια και ύστερα
από τρεις ώρες κατά τα μεσάνυχτα έφθανα στο σπίτι μου. Εκεί έβγαζα τα ρούχα
που φορούσα, τα έπλενα τη νύχτα, στεγνώνανε στη φωτιά της κάμαρας και το
πρωί μισοστεγνωμένα τα έπαιρνα με το μοιραίο πάντοτε σακούλι και με λίγα
τρόφιμα κυρίως πατάτες, κατέβαινα πεζός στη Χρυσούπολη από όπου έπαιρνα
το λεωφορείο της γραμμής για την Καβάλα.
'Ηταν αρκετά κουραστικά τα ταξίδια αυτά, δυστυχώς όμως δεν γινόταν
αλλιώς. 'Ετσι επί δύο ημέρες το Σαββατοκύριακο, ήμουν εκτεθειμένος στις
αντίξοες καιρικές συνθήκες, στα χιόνια και τα χιονόβροχα, στην υγρασία και
αργότερα στον αφόρητο καύσωνα.
Θυμάμαι ένα απόγευμα Σαββάτου, βγήκα από την Καβάλα με σχετικά καλό
καιρό. Αυτός όμως χειροτέρεψε σε λίγο και όταν βρισκόμουν λίγα χιλιόμετρα
έξω από την πόλη, έπιασε ένας δυνατός χιονιάς. Να επιστρέψω πίσω δεν ήταν
δυνατό. Κατά πρώτο λόγο γιατί ο καιρός ήταν πολύ άσχημος και κατά δεύτερον
διότι έπρεπε οπωσδήποτε εκείνη τη νύχτα να βρεθώ στο χωριό για να
προμηθευτώ τρόφιμα και να πλύνω τα ρούχα που φορούσα τα οποία ήταν
δυστυχώς τα μόνα που είχα τότε. 'Επρεπε δηλαδή να πηγαίνω στο χωριό ότι και
αν συνέβαινε. Αποφάσισα να συνεχίσω το δρόμο μου προς την κατεύθυνση του
χωριού μου και να αδιαφορήσω τελείως για τις συνέπειες. Άθελά μου όμως
κοντοστάθηκα, όταν αντιλήφθηκα ένα φορτηγό αυτοκίνητο να με προσπερνά,
χωρίς βέβαια να έχω το θάρρος να το σταματήσω, ίσως επειδή δεν είχα μαζί
μου ούτε τα εισιτήρια που απαιτούνταν για την διαδρομή. Ο οδηγός όμως, όταν
302
με αντιλήφθηκε με τόσο άσχημο καιρό, σταμάτησε και με ρώτησε ποιος ήταν ο
προορισμός μου. Πήγαινε για την Ξάνθη, προθυμοποιήθηκε όμως να με πάει
μέχρι τη διασταύρωση της Χρυσούπολης από όπου το χωριό μου απέχει
δεκαοχτώ χιλιόμετρα. Στο δρόμο μου είπε:
« Πώς βγήκες έξω με τέτοιο καιρό; Δεν σκέπτεσαι τη ζωή σου, δεν λυπάσαι τα
νιάτα σου; Τί θα κάνεις, μου είπε, αν πέσεις τώρα, τον καιρό του ζευγαρώματος
πάνω σε ένα κοπάδι λύκων; Υπάρχουν πιθανότητες να σωθείς, μου επανέλαβε.
Εγώ συνέχισε, έχω υποχρέωση να σε πάρω από το δρόμο, δεν μπορώ να σε
αφήσω έξω με τέτοιο καιρό, διότι αν πάθεις κάτι, φέρω άθελά μου και εγώ ένα
μέρος της ευθύνης».
Ευχαρίστησα τον καλό και άγνωστό μου οδηγό. Διαπίστωσα ότι παρόλη την
χαλάρωση των ηθών, εξακολουθούσαν να υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που
σκέπτονται τους συνανθρώπους τους, όπως αυτός. Βέβαια του εξήγησα τη
δεινή μου θέση και τους σκοπούς του ταξιδιού μου, πράγμα που ο συνομιλητής
μου δεν παραδέχτηκε.
« Δεν υπάρχει δικαιολογία, επανέλαβε, με τέτοιο καιρό κανείς δεν βγαίνει έξω ».
Κάποια άλλη φορά λίγο έξω από την Καβάλα, σταμάτησα ένα ανοικτό φορτηγό
που πήγαινε στην Ξάνθη. Τον παρακάλεσα να με αφήσει στην Διασταύρωση
της Χρυσούπολης, αυτός όμως συνέχισε τον δρόμο του, όταν φθάσαμε εκεί και
εξακολούθησε να τρέχει με μεγάλη ταχύτητα για την Ξάνθη. Από φόβο μήπως
με οδηγήσει στην Ξάνθη, οπότε θα ήταν πλέον προβληματική η επιστροφή μου
στην Καβάλα μέσω του χωριού μου και τούτο λόγω του περιορισμένου χρόνου
που είχα στην διάθεσή μου, χτύπησα δυνατά το σασί του αυτοκινήτου, ίσως με
τον θόρυβο να άκουγε και να σταματούσε ο σοφέρ, τούτο όμως στάθηκε
αδύνατο. Τότε πήρα την τολμηρή απόφαση να πηδήσω από το φορτηγό το
οποίο έτρεχε ήδη με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς την Ξάνθη. Πράγματι πήδησα
από το αυτοκίνητο, η ταχύτητα όμως ήταν τόσο μεγάλη, ώστε το κενό αέρος με
παρέσυρε πάνω στην άσφαλτο σε απόσταση πάνω των δέκα μέτρων. 'Επαθα
μερικές ζημιές, σχίστηκε το παντελόνι μου στο γόνατο, ξεφλουδίστηκε το
δέρμα στο σημείο εκείνο και το αίμα άρχισε να τρέχει. Περπατώντας ζωηρά με
βήμα γρήγορο, με τη πληγή πάντοτε ανοικτή και εκτιθέμενος στο κρύο αέρα
και τη χιονοβροχή, έφθασα στο χωριό Γέροντας. Πονούσα πολύ, η πληγή ήταν
ανοικτή, ήμουν λασπωμένος και έτσι αναγκάστηκα να ζητήσω βοήθεια σε ένα
από τα πρώτα σπίτια που συνάντησα στον δρόμο που οδηγούσε προς τη
Χρυσούπολη. Στο χτύπημα της πόρτας βγήκε έξω μια γυναίκα. Της έδειχνα την
πληγή και την παρακάλεσα να μου δώσει αν όχι ιώδιο, τουλάχιστον ένα άσπρο
πανί για να το δέσω στην πληγή μου και να την προφυλάξω έτσι από το κρύο
και το χιόνι.
« Δεν μας βρίσκεται τίποτα, μου είπε. Δεν μας άφησαν τίποτα στηv κατοχή. Θα
προσπαθήσω όμως. Έτσι έσκισε ένα κομμάτι από ένα ασπρόρουχο, έπλυνα
πρόχειρα την πληγή με νερό της βροχής και έδεσα την πληγή μου. Ευχαρίστησα
την καλή αυτή γυναίκα και εξακολούθησα το δρόμο για το χωριό μου όπου
έφτασα έπειτα από καθυστέρηση δυο περίπου ωρών ».
Μία άλλη φορά πάλι, θυμάμαι πολύ καλά, ότι δεν πήρα το αυτοκίνητο της
συγκοινωνίας του Κεχροκάμπου, γιατί έβρισκα το εισιτήριο κατά τρεις δραχμές
ακριβότερο από εκείνο της συγκοινωνίας της Λεκάνης. Στην πραγματικότητα
303
όμως δεν είχα το απαιτούμενο χρηματικό ποσό και εξ αιτίας της έλλειψης των
τριών δραχμών, αναγκάστηκα να βαδίσω περίπου έντεκα χιλιόμετρα, όση είναι
η απόσταση του χωριού μας από τη διασταύρωση του Πλαταμώνα όπου και
κατέβηκα.
Μέσα σε παρόμοιες στερήσεις και κακουχίες περνούσαν ήρεμα οι πρώτοι
μήνες του 1946. 'Ημουν τακτικός στα μαθήματά μου. Προχωρούσα καλά και
δεν έδινα σημασία σε τυχόν ειρωνικά σχόλια δικών μας και ξένων, ιδιαίτερα
όταν ήμουν στη γραμμή για το σχολείο ή στις υπόλοιπες σχολικές εκδηλώσεις,
κυρίως λόγω της ηλικίας μου.
2. Οι συνθήκες διαβίωσής μου στην Καβάλα, τα έτη 1945-1947
Κατά το τέλος του 1945, κατατάχθηκε στη Χωροφυλακή ο αδελφός μου
Νικόλαος. Επρόκειτο να στρατευθεί η κλάση του και προτίμησε την
Χωροφυλακή. Δεν του φέραμε μεγάλες δυσκολίες, ίσως και να μην καταφέρναμε να τον πείσουμε, αφού μας είχε γίνει έμμονη ιδέα, ότι ήταν
αδύνατον να μας χωρέσει ο τόπος όχι και τους δύο μας, αλλά ούτε και τον ένα.
Αυτά βέβαια είναι άλλη ιστορία. Δυστυχώς όμως αργότερα, μέσα στον ίδιο
κιόλας χρόνο πληρώσαμε ακριβά την επιλογή του Νίκου.
Η κατάσταση και πάλι άρχισε να εκτραχύνεται. Στη Δυτική Μακεδονία
άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα ανταρτικά τμήματα. Τότε
φαινόταν ότι πολλά άτομα για να αποφύγουν τις ακρότητες των δεξιών
εξτρεμιστικών στοιχείων φεύγανε στα βουνά, ενώ στην πραγματικότητα καθώς
αποδείχθηκε εκ των υστέρων το ΚΚΕ ετοίμαζε έτσι και αλλιώς τον τρίτο του
γύρο. Στην περιφέρειά μας όμως στις αρχές του ανταρτοπόλεμου δεν είχαμε
πολλά παρόμοια κρούσματα. Κανένας δεν βγήκε στο βουνό κατά την διάρκεια
του 1946 και η αλήθεια είναι πως κανένας δεν καταδιώχθηκε. Τα πνεύματα
όμως ήταν οξυμένα και τίποτα δεν έδειχνε ότι η κατάσταση θα εξελίσσονταν
ομαλά. Το κράτος ήταν ανοργάνωτο, δεν υπήρχε επαρκής στρατιωτική δύναμη
(όλη η στρατιωτική δύναμη στις αρχές του 1946 ήταν περίπου δώδεκα χιλιάδες
άνδρες) και ο κόσμος ήταν έρμαιο στην βούληση των εξτρεμιστικών στοιχείων
και των δύο άκρων. Κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής ήταν εκτός από
την αναρχία και η μεγάλη έξαρση των πολιτικών παθών. Προκηρύχθηκαν
εκλογές για την 31η Μαρτίου του 1946 και η προεκλογική κίνηση βρίσκονταν
στο κατακόρυφο. 'Ηταν αρχές Μαρτίου του 1946, ένα απόγευμα, ύστερα από το
μάθημα με πλησίασε ο συμμαθητής μου Κώστας Γαρυφαλλίδης και με φιλικό
τόνο μου είπε:
«- Παναγιώτη, σε ξέρω πολύ καλά, αν και εσύ δεν με γνωρίζεις. Είμαι, είπε,
ενεργό μέλος μιας δεξιάς οργάνωσης, του μετέπειτα στρατηγού Γρίβα. Ο
προορισμός μου είναι μου η παρακολούθηση των συμμαθητών μου και ιδιαίτερα
όσων από αυτούς κλίνουν προς την αριστερά. Θέλω, ή μάλλον ζητώ, μου
επανέλαβε, να με συνδράμεις στο έργο μου.
- Τί να κάνω εγώ Κώστα; Πώς κατάλαβες ότι είμαι δικός σας;
- Σε είδα πριν από λίγες μέρες, όταν περνούσες από το βιβλιοπωλείο του κ.
304
Κομποχόλη και παρατηρούσες τις επικεφαλίδες των εφημερίδων, τότε είπες
κουνώντας το κεφάλι: "Δεν γίνετε τίποτα, μόνο ο Βασιλιάς θα σώσει την
κατάσταση"».
Δεν ξέρω αν πραγματικά είπα αυτή τη φράση. 'Ισως ναι, ίσως όχι. Γεγονός
πάντως είναι ότι εκφραζόμουν πάντοτε ευνοϊκά για το πρόσωπο του Βασιλιά.
Στη συνέχεια ο Γαρυφαλλίδης με ρώτησε για ένα δηλωμένο κομουνιστή, ήταν
ένας συμμαθητής μου από τη Θάσο, μου διαφεύγει το όνομά του. Μίλησα γι'
αυτόν και θετικά και αρνητικά, ή μάλλον προσποιήθηκα ότι δεν τον γνώριζα
καλά, αν και αυτή δεν ήταν η αλήθεια.
« Το ξέρω, επανέλαβε ο Γαρυφαλλίδης, οι πληροφορίες συγκλίνουν ότι o νέος
αυτός εμφορείται από αριστερές ιδέες και ότι είναι πολύ επικίνδυνος ».
'Ισως από τότε να είχε αντιληφθεί ο συνομιλητής μου τον κατοπινό ρόλο του
νέου αυτού Θασίτη στον επακολουθήσαντα ανταρτοπόλεμο. Πράγματι, αυτός
εξελίχθηκε σε επικίνδυνο στέλεχος του συμμοριτισμού. 'Εδρασε κυρίως στην
Θάσο και στη πεδινή περιοχή του Νομού Καβάλας και Ξάνθης. Ακολούθως ο
Κώστας με ρώτησε πια γνώμη έχω για τον Θ. Σαχ. Για τον οποίο όμως ανέλαβα
όλη την ευθύνη, βεβαιώνοντας ότι δεν εμφορείται από αριστερές ιδέες.
Τελειώνοντας ο Κώστας μου είπε:
«- Παναγή, όπως ξέρεις την Κυριακή έχουμε εκλογές, θα τις κερδίσει το Λαϊκό
Κόμμα του Τσαλδάρη. Το ΚΚΕ θα κάνει αποχή και θα αρχίσει τον αγώνα για την
επικράτηση του. Πρέπει να αντιδράσουμε στα σχέδια του ».
Η συνομιλία μας αυτή ήταν πολύ εποικοδομητική. Διαπίστωσα με φρίκη το
μέγεθος των κομματικών παθών. Ακόμη διαλογίστηκα δεν έγιναν οι εκλογές
και η έκβαση τους θεωρείται βέβαια. 'Επρεπε οπωσδήποτε την ερχόμενη
Κυριακή να βρίσκομαι στον Κεχρόκαμπο στην κοινότητά μας όπου θα λάβουν
χώρα οι εκλογές για την περιοχή της Κοινότητάς μας. Δεν είχα σκοπό να
επισκεφθώ αυτή την Κυριακή το χωριό μου. Αλλά υπό την πίεση των
πραγμάτων, την έξαψη του παθών και το σπουδαιότερο για να αποφύγω
μελλοντικές ανεπιθύμητες προστριβές με τις αρχές Ασφαλείας, αποφάσισα να
ταξιδέψω και πάλι στο χωριό διανύοντας μια απόσταση εξήντα χιλιόμετρων
πεζός, για να λάβω μέρος στις εκλογές. 'Εφθασα βράδυ στο χωριό μου. 'Ηταν
Σαββατόβραδο και συνάντησα όλους τους συγχωριανούς μου. Μαζί τους
μείναμε σύμφωνοι να πάμε μαζί την άλλη μέρα στον Κεχρόκαμπο όπου θα
ψηφίζαμε. Οι συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν, πάντως βέβαιο ήταν ότι στο
χωριό μας τουλάχιστον δεν θα είχαμε αποχή.
Την επόμενη μέρα Κυριακή, ξεκίνησα μαζί με τον συγχωριανό μας Δημ.
Μαρμαλίδη για τον Κεχρόκαμπο. Ξεκινήσαμε πολύ αργά. 'Ηταν περίπου 12 η
ώρα. Λίγο έξω από το χωριό τρέχοντας ήρθε να μας συναντήσει ο συγχωριανός
μας Χαρ. Χαραλαμπίδης. Λαχανιασμένος ήρθε κοντά μου και με ύφος φιλικό
και γεμάτο ενδιαφέρον μου είπε:
«- Παναγή, με έστειλε ο Βασίλαγας (Βασίλης Παπαδόπουλος) ο οποίος ήταν
κοντά στις κάλπες, μέλος της εφορευτικής επιτροπής. Γίνεται μου λέει μεγάλος
έλεγχος,για αυτούς που ψηφίζουν και αυτούς που κάνουν αποχή. Ο Βασίλης και
εγώ φοβηθήκαμε για σένα, μήπως κάνεις και εσύ αποχή και ήρθα να σε
ενημερώσω και να σε παροτρύνω να πάρεις μέρος στις εκλογές.
305
-Δεν ήταν ανάγκη του είπα. Σ' ευχαριστώ όμως για τον κόπο σου. Αλλά βλέπεις
πως και εγώ έρχομαι στον Κεχρόκαμπο ακριβώς για τη δουλειά αυτή».
'Ισως τότε λίγο να μου κακοφάνηκε η επιδίωξη της προστασίας του Βασίλαγα,
αλλά ευθύς αμέσως σκέφτηκα το άδολο ενδιαφέρον και των δύο για το άτομό
μου. 'Ηταν πράγματι άδολο το ενδιαφέρον τούτο. Ο ένας βλέποντας ότι άργησα
να φανώ στις κάλπες και έχοντας τον φόβο μήπως παρασυρθώ και δεν ψηφίσω,
στέλνει τον άλλο να με συναντήσει και αυτός δεν λυπάται κόπους και έρχεται
τροχάδην να με συναντήσει. Είναι ίσως συγκινητική η περίπτωση αυτή, αλλά
δεν υπήρχε λόγος, διότι εγώ ήμουν ήδη αποφασισμένος να ψηφίσω, καθώς για
αυτόν ακριβώς τον σκοπό ήρθα από την Καβάλα στο χωριό μου.
Τα κατοπινά χρόνια απέδειξαν ότι η αποχή από τις εκλογές εκείνες ήταν
μοιραία για όσους απείχαν από αυτές. Ακόμη και εγώ θα είχα πολλά
τραβήγματα, αν δεν έπαιρνα μέρος στις εκλογές. Η αλήθεια είναι ότι
παρατηρήθηκαν μερικά γεγονότα τότε τα οποία, σήμερα ίσως, μας φαινόταν
περίεργα. Λέγονταν λοπόν τότε ότι ο Γ.Κ., ο δάσκαλος που μου έδωσε το
απολυτήριο του Δημοτικού Σχολείου, όταν πιέστηκε από τους αριστερούς να
απέχει των εκλογών απάντησε:
« Για μένα πρώτα έχει αξία το ψωμί και ύστερα το Κόμμα. ».
Στα κατοπινά χρόνια ο δάσκαλος αυτός δεν είχε καμία συνέπεια, ενώ o
άλλος δάσκαλός μου στο Δημοτικό, ο Γ.Χ. προφασίστηκε ότι το παιδί του είναι
άρρωστο και πήγε στην Καβάλα δήθεν για γιατρούς, αυτός όμως είχε αργότερα
σοβαρές συνέπειες για τη στάση του αυτή και λίγο έλειψε να χάσει ακόμη και
τη θέση του.
Εγώ όμως σαν να μη συνέβαινε τίποτα δεν πήρα μέρος σε καμία συζήτηση ή
ενέργεια. Πήγα στο τμήμα, ψήφισα λευκό και αμέσως επέστρεψα στο χωριό
μου όπου άρχισα να προετοιμάζομαι για το ταξίδι μου στη Καβάλα όπου
έπρεπε να βρίσκομαι τη Δευτέρα το απόγευμα, αφού ήμουν μαθητής.
Φθάνοντας στην Καβάλα την επόμενη μέρα, με υποτιμητικό ύφος ο Θασίτης
φίλος και συμμαθητής μου, μου έκανε την εξής παρατήρηση.
« Έσπασες. Δεν άντεξες, πήγες για ψήφους ».
Στην Καβάλα την άνοιξη του 1946 πολλές φορές πήγαινα να βρω τον
εξάδελφό μου, τον Γεώργιο Αμπεριάδη. Έμενε τότε στη συνοικία Σούγιουλου
με ενοίκιο σε ένα μοναχικό σπίτι. Εκεί δίπλα προπολεμικά είχε αγοράσει ένα
οικόπεδο και τώρα με σκληρή χειρωνακτική εργασία το ισοπέδωσε, έβγαλε
κάμποσα κυβικά πέτρες από μέσα, κουβάλησε αρκετά από γύρω και
ετοιμάζονταν να βάλει μπρος για να φτιάξει το σπίτι του. 'Ηταν πολύ καλός και
πονόψυχος. Δεν έβλαψε, ούτε πίκρανε κανένα στη ζωή του. Ζούσε ήσυχα εκεί,
ύστερα από τη σκληρή εμπειρία του τον περασμένο χρόνο στις τάξεις του
ΕΛΑΣ και καταγινόταν τώρα με τις δουλειές του. Τον ακολούθησε στην
Καβάλα και η γυναίκα του η Νίνα η οποία ήταν υπόδειγμα συζύγου,
νοικοκυράς και μητέρας. Τα πράγματα ήταν ήρεμα γι' αυτούς, αλλά η φθονερή
μοίρα τους καταδίωξε. Προσωπικοί του εχθροί, κοντοχωριανοί του ή ακόμη και
συγχωριανοί του τον διέβαλαν στις Αρχές ως επικίνδυνο ανατρεπτικό στοιχείο,
ώστε και με την προηγούμενη ιδιότητά του ως Ελασίτης να εγκλειστεί στις
φυλακές της Καβάλας. Εκεί πήγαινα μία ή δύο φορές την εβδομάδα για να τον
επισκεφτώ, ενώ η γυναίκα του πήγαινε τακτικότατα μία ή δύο φορές την ημέρα.
306
Επειδή όμως η δικογραφία του αργούσε πολύ και οι εχθροί του βιάζονταν να
τον τιμωρήσουν, οργάνωσαν την απαγωγή του από τη φυλακή. 'Ετσι ένα
μεσημέρι ήρθε στις φυλακές o καπετάν Βαγγέλης, τέως καπετάνιος των
αντικομουνιστικών ομάδων και με τη βία, παρά την άρνηση των αρμόδιων
Αρχών, απήγαγε τον κρατούμενο εξάδελφό μου Αμπεριάδη και τον οδήγησε σε
άγνωστη κατεύθυνση. Το ίδιο όμως απόγευμα ήρθε στη φυλακή η γυναίκα του
η Νίνα για να του φέρει φαγητό και να τον δει από κοντά. Στις φωνές της
βέβαια ο Γιώργης δεν ήταν δυνατό να παρουσιασθεί, αφού ήδη είχε επαχθεί,
ήρθαν όμως άλλοι συγκρατούμενοι του και ενημέρωσαν την Ξινά για τα
συμβάντα.
Η δυστυχισμένη αλλά θαρραλέα αυτή γυναίκα, αντί να αρχίσει τους
ανώφελους θρήνους, παρουσιάστηκε αμέσως στον Εισαγγελέα της Καβάλας
και με δάκρυα στα μάτια τον κατέστησε υπεύθυνο για την τύχη του απαχθέντος
συζύγου της.
« Τον άνδρα μου τον θέλω από εσάς. Βρισκόταν στις φυλακές οι οποίες
υποτίθεται ότι τελούν υπό την προστασία σας. Είσαι υπεύθυνος για την τύχη του.
Αν χυθεί το αίμα του θα στάξει στα χέρια σου. Δεν είναι σωστό ο κάθε
τυχοδιώκτης και ισχυρός της ημέρας να περιφρονεί της Αρχές και να
ανακατεύεται στο έργο τους. Θέλω τον άνδρα μου, επανέλαβε η δυστυχισμένη
γυναίκα. Σώστε τον από τα νύχια των διωκτών του ».
Ο Εισαγγελέας την διαβεβαίωσε ότι θα κάνει ότι μπορεί για να σώσει τον
άνδρα της. Πράγματι, τηλεφώνησε αμέσως στην Αστυνομία της Χρυσούπολης
την οποία και κατέστησε υπεύθυνη για την τύχη του Αμπεριάδη. Χρειάστηκε
να οργανωθεί και δεύτερη απαγωγή του Γιώργη, αυτή τη φορά από την
Αστυνομία Νέστου για να τον ελευθερώσει από τα νύχια του Βαγγέλη.
'Ετσι μία ακόμη περιπέτεια του τελείωσε, ύστερα από την εμμονή και το
θάρρος της γυναίκας του. Ελευθερώθηκε ο Γιώργης και ύστερα από λίγες μέρες
απαλλάχτηκε βουλευτικά και επέστρεψε στο σπίτι του. Επειδή όμως η
κατάσταση όσο πήγαινε και χειροτέρευε για τους αριστερούς, αναγκάστηκε να
πουλήσει το οικόπεδό του στην Καβάλα και να καταφύγει στη Χαλκιδική.
Εξέθεσα εδώ ένα επεισόδιο της οικογενείας αυτής το οποίο δεν έχει καμία
σχέση με τη δική μου ζωή, για να εξάρω την ικανότητα και την αφοσίωση της
πραγματικής αυτής συζύγου για τον άνδρα της.
307
2.
Σκιαγράφηση των καθηγητών μου στην Εμπορική Σχολή.
Η φοίτηση και η αποφοίτησή μου.
Νομίζω πια πως είναι καιρός να σκιαγραφήσω τους καθηγητές της Σχολής
μου, έτσι όπως τους θυμάμαι ύστερα από τριάντα σχεδόν χρόνια.
Στα Ελληνικά είχαμε καθηγήτρια την δεσποινίδα Ταμβάκη. Η φύση την είχε
αδικήσει σωματικά, ήταν λίγο κυρτή και κουτσή, αλλά την είχε ανταμείψει
πνευματικά. 'Ηταν δραστήρια, φιλόπονη, εργατική και γνώστης του
αντικειμένου της εργασίας της. Είχε ανώτερα, αλτρουιστικά αισθήματα και
προκειμένου να εξυπηρετήσει τον συνάνθρωπό της δεν λυπόταν κόπους και
χρήματα.
Στην εμποριολογία είχαμε καθηγητή τον Γεώργιο Γεωργιάδη. Αναφέρθηκα
προηγουμένως στο πρόσωπο του. Με υποστήριξε πάρα πολύ στην είσοδό μου
στην Εμπορική Σχολή. Χωρίς αυτόν και την πολύτιμη βοήθεια του θα ήταν
αδύνατο να εισαχθώ στη Σχολή. Αλλά και μετά την είσοδό μου πάντοτε
φρόντιζε για το καλό μου, πότε στο μάθημα και πότε με συμβουλές. Φάνηκε
πραγματικός προστάτης μου, η βοήθειά του επεκτείνονταν πολλές φορές και σε
πρόσωπα τα οποία τον παρακαλούσα να συνδράμει.
Στα λογιστικά είχαμε καθηγητή τον κ. Αρκουδογιάννη. Σκληρός κατ' αρχάς
απέναντί μου, αλλά η σκληρότητα του αυτή με την πάροδο του χρόνου
μετριάσθηκε και σε λίγο μεταβλήθηκε σε έναν από τους κύριους υποστηρικτές
μου. Φειδωλός στους βαθμούς. ουδέποτε και σε κανένα έδωσε βαθμό επίδοσης
πάνω από 16. Εκτελούσε χρέη Διευθυντή στη Σχολή. Είχε βαθιά μόρφωση,
ήταν αυτοδίδακτος γνώριζε αρκετά καλά την Αγγλική και Γαλλική γλώσσα και
καταγίνονταν με την μελέτη των αρχαίων συγγραφέων. Αργότερα στην
Θεσσαλονίκη, όπου μετατέθηκε, προσλήφθηκε ως βοηθός ή επιμελητής στο
πανεπιστήμιο στη Βιομηχανικής Σχολής.
'Ηρθε η άνοιξη του 1946. Με τη πάροδο των ημερών και όσο προχωρούσε
το θέρος, τόσο η κατάσταση πήγαινε προς το χειρότερο. Σχεδόν κάθε μέρα οι
εφημερίδες γράφανε για τα επεισόδια που διαδραματίζονταν μεταξύ των
κομουνιστών και της Χωροφυλακής. Ολόκληρη η προσπάθεια του ΚΚΕ
στράφηκε κατά της Χωροφυλακής, ενώ ο στρατός έμεινε ουδέτερος. Δεν
στρέφονταν εναντίον του στρατού οι αντάρτες, αλλά ούτε και ο στρατός
αναλάμβανε συστηματικό αγώνα εναντίον των ανταρτών, ίσως επειδή ήταν και
ανεπαρκής, καθώς τότε περνούσε το στάδιο της ανασυγκρότησης του.
Η περιοχή μας το καλοκαίρι αυτό δεν γνώρισε αναταραχές,
αφουγκραζόμασταν όμως τον αντίλαλο από τα υπόλοιπα μέρη της Ελλάδας,
ιδιαίτερα από τη Δυτική Μακεδονία. Διάχυτη ήταν η γνώμη ότι πολύ γρήγορα
θα γενικευότανε το κακό και ότι η κατάσταση θα χειροτέρευε.
Συνέχιζα τα μαθήματά μου στην Εμπορική Σχολή. Συναντούσα δυσκολίες,
αλλά αυτό ήταν συνέπεια των κενών που είχα από το Δημοτικό μέχρι την
πέμπτη τάξη Γυμνασίου και από το γεγονός ότι αποφοίτησα 12 ετών από το
Δημοτικό Σχολείο, ενώ συνέχισα τις σπουδές μου στην Εμπορική Σχολή σε
ηλικία 24 ετών.
Ω! Εάν είχα τότε το απολυτήριο του Γυμνασίου διαφορετική θα ήταν η
308
κατοπινή μου σταδιοδρομία. Θα είχα αναλάβει υπηρεσία στα μέσα του 1945
και θα επωφελούμουν την μακρά περίοδο των τριών έως πέντε ετών που
χρειάσθηκα κατόπιν για να αναλάβω υπηρεσία στην τράπεζα. Θυμάμαι ότι
κάποια μέρα γύρω το τέλος του Μαϊoυ του 1945 πέρασα από τη Χρυσούπολη
και με την ευκαιρία της διευκρίνησης των προπολεμικών μου καταθέσεων, σε
σχετική μου ομιλία με τον διευθυντή της ΑΤΕ κ.Ζωίδη, ενδιαφέρθηκε να με
τακτοποιήσει στην Αγροτική Τράπεζα, εάν είχα το απολυτήριο Γυμνασίου.
Γενικά το διάστημα των ετών 1945-1947 που φοιτούσα στο Γυμνάσιο
στάθηκε μοιραίο για μένα, γιατί μέχρι να πάρω το απολυτήριο του Γυμνασίου
οι καλύτερες θέσεις είχαν καταληφθεί από άλλους που βγάλανε το Γυμνάσιο
είτε προπολεμικά, είτε μεταπολεμικά, ως κατ' ιδίαν διδαχθέντες.
Με αλλεπάλληλα ταξίδια δύο ή και τρεις φορές τον μήνα από τη Καβάλα
προς τον Σκοπό για την προμήθεια τροφίμων, περνούσε το καλοκαίρι. Φοίτησα
κανονικά στην πέμπτη τάξη της Εμπορικής Σχολής και προβιβάστηκα επίσης
κανονικά στην έκτη τάξη, χωρίς όμως να πάρω το ενδεικτικό μου, πάλι για
οικονομικούς λόγους, όπως ακριβώς είχε συμβεί και με το απολυτήριο του
Δημοτικού πριν από δώδεκα χρόνια περίπου.
Είναι περιττό να προσθέσω ότι μόλις τελείωναν τα μαθήματα, επέστρεψα
στο χωριό και καταγινόμουν με αγροτικές ασχολίες. Είχαμε όλο το γεωργικό
εξοπλισμό μας, αλέτρια, βόδια, γεωργικά εργαλεία, αλλά λόγω των ειδικών
συνθηκών που επικρατούσαν στο χωριό, ήταν αδύνατο να κάνω ουσιαστικές
ενέργειες για την αύξηση της γεωργικής παραγωγής.
Το καλοκαίρι αυτό ασχολήθηκα τον περισσότερο καιρό με τη συμπλήρωση
των κενών που είχα, ιδιαίτερα στα λογιστικά, διαβάζοντας βιβλία λογιστικού
και οικονομικού περιεχομένου.
Για τον σκοπό αυτό πήρα ένα θρανίο από το Δημοτικό Σχολείο, το έβαλα
στην αυλή του σπιτιού μας και το μεταχειριζόμουν ως κάθισμα και ως γραφείο.
Διάβασα έτσι ολόκληρη τη λογιστική του Παναγιωτόπουλου και όλη την ύλη
της Άλγεβρας του Γυμνασίου. 'Ετσι μόνος μου κατόρθωσα να αφομοιώσω όλη
την ύλη στα συγκεκριμένα μαθήματα του επόμενου έτους.
Τον υπόλοιπο καιρό καταγινόμουν με τις αγροτικές εργασίες. Βάζαμε λίγα
καπνά και η σοδειά του σιταριού και του καλαμποκιού που σπέρναμε αρκούσε
για την συντήρηση της οικογένειας μας περίπου για έξι μήνες. O αδελφός μου
Νίκος κατατάχθηκε στη Χωροφυλακή. Βρισκόταν τότε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί
υπηρετούσε στο ΙΑ' Αστυνομικό Τμήμα.
Εν τω μεταξύ τα πράγματα γινότανε όλο και πιο δύσκολα με τους εθνικιστές
και τους αντάρτες, όπως επεκράτησε η ονομασία αυτή στα δύσκολα χρόνια του
ανταρτοπόλεμου. Κάθε μέρα οι εφημερίδες έγραφαν για προσβολές
Αστυνομικών Σταθμών στην ύπαιθρο της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας.
Τα πράγματα έδειχναν ότι είχαμε μπει σ’ ένα κυκεώνα από τον οποίο ήταν πολύ
δύσκολο να βγούμε. 'Ετσι περνούσε το καλοκαίρι του 1946 μέσα στη φτώχεια
και το σπουδαιότερο στην αβεβαιότητα. H κατάσταση είχε τραγικές συνέπειες,
ενώ ο περισσότερος κόσμος ήταν απληροφόρητος και ακατόπιστος. H φυσική
ηγεσία, οι δάσκαλοι και οι ιερείς, είτε δεν ήταν σε θέση να τον καθοδηγήσουν,
είτε ο καθένας τους προσδοκούσε να παρασύρει το πλήθος σύμφωνα με την
ιδεολογία που πρέσβευε ο ίδιος. Παρόλα αυτά εγώ είχα επιδοθεί στο διάβασμα.
Απ' αυτό περίμενα την λύτρωσή μου από τα δεινά του χωριού και την έξοδό
309
μου από το κοινωνικό χαμό που βρισκόμουνα.
Με τις σκέψεις μου αυτές και μέσα από τις ασχολίες μου, πέρασε το
καλοκαίρι και ήρθε το φθινόπωρο. Εδώ παρέλειψα να προσθέσω ότι το
καλοκαίρι αυτό έκαμα προγύμναση για την εισαγωγή στην Εμπορική Σχολή
του χωριανού μου Σάββα Χαλκίδη ο οποίος είχε αποτύχει στις εισαγωγικές
εξετάσεις στη Σχολή αυτή.'Ετσι τέλη Σεπτεμβρίου του 1946 κατεβήκαμε μαζί
στη Καβάλα και επιδοθήκαμε στην ανεύρευση στέγης για να περάσουμε το
σχολικό έτος.
Βρήκαμε ένα μοναχικό δωμάτιο στο ισόγειο της οικίας του Δασκαλόπουλου
στην οδό Λυκούργου 1 στην Καβάλα. Το δωμάτιο ήταν καλό, βολικό, σε καλή
κατάσταση, μας χωρούσε και τους δύο και έτσι βολευτήκαμε σ' αυτό για
ολόκληρη τη σχολική περίοδο.
Δεν συνάντησα δυσκολία πλέον στα μαθήματα της έκτης τάξης. Περνούσα
άνετα τα θέματα και έτσι ήμουν από τους πρώτους, αν όχι o πρώτος, στα
μαθήματα μου και στην επίδοση. 'Εγινε πια ρουτίνα το σχολείο και όλη μου η
φροντίδα ήταν ο τρόπος συντήρησής μου. Βέβαια η κυριότερη πηγή
προμηθειών μας ήταν το χωριό. Από εκεί έρχονταν τακτικά πότε λίγα, πότε
πολλά τα τρόφιμα και μαγειρεύαμε μόνοι μας. Αν είχαμε λίγα χρήματα
αγοράζαμε τρόφιμα από την Καβάλα. Δεν μπορώ να πω ότι αισθανθήκαμε την
έλλειψη των τροφίμων, αν και δεν περνούσαμε άνετα, όπως άλλοι συμμαθητές
μας.
Η κατάσταση όσο πήγαινε και χειροτέρευε. 'Υστερα από τις εκλογές στις
31-3-1946 τις οποίες κέρδισε το Λαϊκό Κόμμα, το Κομουνιστικό Κόμμα
αποφάσισε να εμπλακεί ανοικτά πλέον σε αγώνες επικράτησης. Αποτέλεσμα
ήταν να γίνει ακόμη πιο τραγική η κατάσταση. Σ' αυτό συντέλεσε φυσικά σε
ένα μεγάλο βαθμό η καταπίεση και από τα δύο άκρα. Αυτοί που ανήκαν στην
άκρα δεξιά, οι εθνικιστές όπως τους έλεγαν, δεν άφηναν ούτε στιγμή χωρίς να
δείξουν την εθνικοφροσύνη τους, συκοφαντώντας ακόμη και γνωστούς
ύποπτων φρονημάτων, αλλά αγαθών χωρικών και με την στάση τους να τους
αναγκάσουν να πυκνώσουν τις ήδη αρκετά ισχυρές τάξεις των κομμουνιστών.
Είχε κανείς την εντύπωση ότι άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου και ο κόσμος ήταν
υποχρεωμένος να καταφύγει άλλος δεξιά και άλλος αριστερά για την τελική,
αιματηρή αναμέτρηση. Βέβαια με τις συνθήκες αυτές, δηλαδή με τα βουνά υπό
την κυριαρχία των Ελασιτών, δεν μπορούσαν οι δεξιοί να καθίσουν ήσυχα στα
χωριά τους. Αναγκάζονταν να φύγουν και να κατεβούν στις πόλεις, οι οποίες
παρείχαν κάποια ασφάλεια ή να πυκνώσουν και αυτοί τα ήδη υφιστάμενα
καταδιωκτικά αποσπάσματα είτε ως πρόσθετοι χωροφύλακες, είτε ως οπλίτες
στα δημοσυντήρητα τάγματα.
Μέσα στην έκρυθμη αυτή κατάσταση προκηρύχθηκε το Δημοψήφισμα για
τον Σεπτέμβριο του 1946. Βρισκόμουν στην Καβάλα τότε, ως μαθητής στην
τελευταία τάξη της Εμπορικής Σχολής.'Επρεπε να μεταβώ για μια ακόμη φορά
στην Κοινότητά του Κεχροκάμπου για να ψηφίσω. Δεν ήμουν υποχρεωμένος,
αλλά έπρεπε να πηγαίνω στις εκάστοτε ψηφοφορίες και τούτο για να αποφύγω
δυσάρεστες καταστάσεις εκ μέρους των εθνικοφρόνων. 'Ετσι την παραμονή του
Δημοψηφίσματος βρέθηκα στο χωριό μου. Αντιλήφθηκα εκεί μια έντονη
προπαγάνδα υπέρ της Βασιλείας, στο πρόσωπο του Βασιλιά Γεωργίου του Β'.
Δεν τον συμπαθούσα, δεν ήταν της αρεσκείας μου, εξαιτίας της στάσης που
310
κράτησε απέναντι στη δικτατορία του Μεταξά την οποία ανέχθηκε, εάν βέβαια
δεν την προκάλεσε ο ίδιος. Το βράδυ εκείνο σε μια συζήτηση με τους
χωριανούς μου τους είπα τις σκέψεις μου αυτές, οπότε βέβαια αντιμετώπισα
την λυσσασμένη αντίδραση τους. Συνέχισα να καταφέρομαι κατά των θεσμών
αυτών, έχοντας βέβαια υπ' όψιν μου και την τραγική κατάσταση που
επικρατούσε σε άλλα νευραλγικά σημεία της χώρας μας, συνέπεια του
κομμουνισμού, ώστε χαρακτηριστικά είπα:
« Ο Βασιλιάς Γεώργιος θα προσφέρει την μεγαλύτερη του υπηρεσία στην
Πατρίδα, αν αμέσως μετά από το Δημοψήφισμα, παραιτηθεί από τον θρόνο. Το
Δημοψήφισμα αυτό, τους είπα, θα αποτελέσει καμπή στην ιστορία του τόπου.
Προβλέπω σκληρούς αγώνες μεταξύ των ανταρτών και ακόμη σκληρότερους για
την απαλλαγή μας από τον Βασιλικό θεσμό, ύστερα από τη λήξη της ανταρσίας».
Τότε με πήρε από το χέρι ο συγχωριανός μου Αναστάσιος Παυλίδης, με
πήγε στο σπίτι του και μου είπε:
« Παναγή! Τί πας να κάνεις; Πας να βρεις τον μπελά σου; Βέβαια εδώ είμαστε
όλοι, χωριανοί σου και δεν πρόκειται να δεις κακό από εμάς, αν και αυτό δεν
σου το εγγυώμαι απόλυτα. Να είσαι επιφυλακτικός, μου επανέλαβε. Αν σε
ρωτήσουν, πετάει ο γάιδαρος, να πεις μάλιστα πετάει και με το σαμάρι».
Του υποσχέθηκα να σιωπήσω, να κάνω το κορόιδο, να ασχολούμαι με τα
μαθήματά μου και τίποτα περισσότερο. Το ίδιο βράδυ με ζήτησε και με βρήκε ο
αγροφύλακας του χωριού μας, ο Παύλος Δαμιανίδης, που λίγο αργότερα έγινε
και συμπέθερός μου και μου είπε:
« Παναγή πρόσεχε, σε παρακολουθεί η Αστυνομία. Θέλουν να βεβαιωθούν για τα
φρονήματά σου. Με ρώτησαν, μου είπε, αλλά εγώ έδωσα τις καλύτερες
πληροφορίες για σένα. Πρόσεχε μη με διαψεύσεις ».
Ας επανέλθουμε όμως στο χωριό μου την παραμονή του Δημοψηφίσματος,
του τόσου μοιραίου κατά την τότε γνώμη μου για την τύχη μας και ως άτομα
και ως λαού.
Την άλλη μέρα με μια ομάδα συγχωριανού μας πήγαμε πεζοί στον
Κεχρόκαμπο για να ψηφίσουμε. Εκεί είδα την προεκλογική ατμόσφαιρα ακόμη
πιο θολή. Δεν μίλησα με κανένα, απέφυγα τους γνωστούς μου όσο ήταν
δυνατόν, ψήφισα την παράταξη που νόμιζα ότι θα βοηθούσε καλύτερα τον τόπο
να βγει από την δραματική κατάσταση που είχαμε μπλέξει και γύρισα στο
χωριό μου νωρίς, πριν από το απόγευμα. Το βράδυ η μητέρα μου, μου είπε:
«- Τί είναι αυτό που έκανες Παναγή; Διαδόθηκε στο χωριό ότι είσαι ο μόνος από
εδώ που ψήφισες Δημοκρατία. Δεν λυπάσαι τον εαυτό σου; Δεν λυπάσαι εμάς;
Δεν λυπάσαι τον αδελφό σου τον Νίκο που είναι στην Χωροφυλακή; Θα καείς
εσύ και θα κάψεις και εμάς;
- Όχι μητέρα, της είπα, δεν συμβαίνει τίποτα τέτοιο».
Επιδόθηκα αμέσως στην εξιχνίαση του μυστηρίου. Ρώτησα τον γαμπρό μου,
τον Μιχάλη, για την προέλευση της διάδοσης, γιατί αυτός πληροφόρησε την
μητέρα μου σχετικά με την ψήφο μου. Εξακρίβωσα έτσι ότι την ώρα που μπήκα
στο παραβάν για να κλείσω το φάκελο μου, πάνω στην οροφή, μέσα από μια
χαραμάδα υπήρχε όργανο της Βασιλόφρονης παράταξης που παρατηρούσε τους
311
ψηφοφόρους, την ώρα που έκλειναν το ψηφοδέλτιο της προτίμησης τους.
Εξακολούθησα τις διαψεύσεις, όσο ήταν δυνατό μεταξύ των συγχωριανών
μου, δεν είχα ευτυχώς κανένα επακόλουθο από την περιπέτειά μου αυτή και την
επόμενη μέρα, την Δευτέρα βρέθηκα και πάλι στην Καβάλα για τα μαθήματά
μου.
Τώρα λοιπόν βρίσκομαι στη Καβάλα, στον αγώνα για την επιβίωσή, καθώς
και στην ομαλή και απρόσκοπτη παρακολούθησή των μαθημάτων μου. 'Ενα
μέρος της επιβίωσης μου το χρωστώ στην οικογένεια του Χρήστου
Δασκαλόπουλου. Παρέδινα τακτικά μαθήματα στα παιδιά του, στη Λούλα και
τον Γιώργη. 'Ηταν καλά και φρόνιμα παιδιά, τα γράμματα όμως δεν τα
έπαιρναν εύκολα. Ο καιρός περνούσε και όλα πήγαιναν, τουλάχιστον στην
περίπτωση μου, άριστα.
Είχα από τον καιρό ακόμη της κατοχής γνωριμία με έναν μάρτυρα του
Ιεχωβά, τον Σαμαρά. Αυτός ερχόταν στο χωριό μας για να επιδιορθώσει ή και
να φτιάξει σαμάρια για τα φορτηγά ζώα και τυχαία μια μέρα στο σπίτι μας,
προπολεμικά, είδε ένα αντίτυπο της Αγίας Γραφής.
« Παρακαλώ, είπε τότε στην μητέρα μου, να πεις στον Παναγή πως τον θέλω να
του πω δύο λόγια».
Η μητέρα μου νομίζοντας ότι κάτι καλό θα μου προτείνει ο Σαμαράς, με
παρακίνησε να τον δω. 'Οταν πήγα κοντά του, μου ανέπτυξε την δοξασία του
σχετικά με τη θρησκεία και με παρότρυνε να διαβάσω τη "Σκοπιά" ή το
"Ξύπνα", έντυπα χιλιαστικού περιεχόμενου τα οποία αυτός ονόμαζε "Τα
κλειδιά της Αγίας Γραφής".
Δεν ακολούθησα το δόγμα τους αυτό. Ούτε μπορώ να πω ότι και με
επηρέασε σε μεγάλο βαθμό. Από περιέργεια όμως τότε, το 1946, που
βρισκόμουν στην Καβάλα, ήρθα με παρότρυνση του Σαμαρά και ενός άλλου
χιλιαστή ονόματι Κανέλλου, σε επαφή με οικογένειες των χιλιαστών της
Καβάλας. 'Ετσι τα δελτία του ψωμιού τα είχα στον φούρνο του Στέφανου,
χιλιαστού και τα λίγα μαθήματα Αγγλικής τα πήρα τότε, από τη γυναίκα του
Κουζούνη, υπαλλήλου στην εταιρία "Στάθης Αποστολόπουλος" της Καβάλας.
Εκεί γνωρίστηκα με τις δύο κόρες του, τη μεγαλύτερη την Λουκία και την
αδελφή της της οποίας το όνομα δεν το θυμάμαι τώρα.
'Ηταν και οι δύο τους, αλλά προπάντων η μεγαλύτερη, πολύ ωραίες, έξυπνες
και τελειόφοιτες του Γυμνασίου, με μεγάλη πίστη και αφοσίωση στην αίρεση
του Χιλιασμού.
Θυμάμαι ότι η Λουκία μου έκανε δώρο μια Αγία Γραφή, με μια αφιέρωση
στην πρώτη σελίδα σε μένα. 'Οταν ύστερα από λίγες μέρες ξεφυλλίζοντας τη
Βίβλο την βρήκα στο κενό φύλλο μεταξύ της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης,
έμεινα έκπληκτος, όταν διάβασα και δεύτερη αφιέρωση, ανυπόγραφη όμως τη
φορά αυτή. Να τι έγραφε: "Κι αν θάλασσες περάσεις και ποταμούς διαβείς, τη
φίλη σου Λουκία ποτέ μη λησμονείς." Δεν μπορώ όμως με βεβαιότητα να πω
ότι το δίστιχο αυτό γράφτηκε ειδικά για μένα, ή επειδή το βρήκε η Λουκία
αρκετά ενδιαφέρον το έγραψε στη Βίβλο.
Άλλωστε ύστερα από λίγο καιρό, έφυγαν όλοι τους οικογενειακώς στην
Αυστραλία, προς εύρεση καλύτερης τύχης και έτσι έχασα τα ίχνη τους.
312
Θυμάμαι πως η Λουκία λόγω του μέγιστου ζήλου της στην αίρεση αυτή, σε
σχετική μου ερώτησή, μου είπε:
« Κύριε Αμπεριάδη, ένα σκοπό έχω στηv ζωή μου. Θα είναι για μένα Άγια εκείνη
η μέρα που θα δω την οργή του Κυρίου εκδηλούμενη επί του άπιστου κόσμου
τούτου».
Δεν μπορούσε όμως να ξεφύγει, λόγω του θρησκευτικού της φανατισμού για
την διάδοση και τον προσηλυτισμού όσο το δυνατόν περισσότερων ατόμων
στην αίρέση αυτή, το μένος των καταδιωκτικών Αρχών. 'Ετσι κατηγορήθηκε
για προσηλυτισμό και πέρασε από δικαστήριο. Δεν θα ξεχάσω την στάση της
στην δίκη. Το πρόσωπό της έλαμπε από χαρά, έδινε την εντύπωση ότι ήταν γι'
αυτήν η ωραιότερη μέρα της ζωής της, ίσως διότι για την χάριν του Κυρίου
αντιμετώπιζε στο πρόσωπο του δικαστή, τον πονηρό αυτόν κόσμο. Η αίθουσα
του δικαστηρίου ήταν ασφυκτικά γεμάτη από περίεργους, αλλά κυρίως από
οπαδούς της αίρεσης. Δεν θυμάμαι την ποινή της, πάντως τιμωρήθηκε πολύ
ελαφρά, πλήρωσε την ολιγοήμερη φυλάκιση της και αφέθηκε ελεύθερη.
Δεν είχα όμως την πρόθεση να δώσω περισσότερο στόχο, μην μπλέξω και
εγώ και έτσι ύστερα από τα γεγονότα αυτά διέκοψα κάθε επαφή μαζί της, πλην
βεβαίως του απλού χαιρετισμού, όταν την συναντούσα στον δρόμο.
Η ζωή μου στην Καβάλα ήταν δύσκολη. Για να αντεπεξέλθω εν μέρει στα
έξοδα της διαβίωσής μου φρόντισα και μετέφερα δύο δελτία αγοράς ψωμιού με
μικρή τιμή, στην Καβάλα, από όπου με βάση αυτά τα δύο κουπόνια, το δικό
μου και του αδελφού μου Λευτέρη προμηθευόμουν το ψωμί -ένα κιλό την
ημέρα- με μειωμένη, σχεδόν ασήμαντη τιμή. Για την τάξη όμως των
πραγμάτων φρόντισα να διαγραφώ από τους καταλόγους του χωριού και
υπέβαλα σχετική αίτηση για το συγκεκριμένο θέμα στην Υπηρεσία Εφοδιασμού
της Καβάλας. Η υπηρεσία όμως αυτή, είτε από αμέλεια, είτε σκόπιμα, δεν με
διέγραψε από τους καταλόγους του χωριού. 'Ετσι και εκεί έπαιρναν τις μερίδες
μας, αλλά τις ίδιες έπαιρνα και εγώ από την Καβάλα. Το πράγμα όμως έγινε
αντιληπτό από τον πρόεδρο του χωριού μας Βασίλειο Παπαδόπουλο και τον
διαχειριστή Δημ Σαρηγιαννίδη. Οι κύριοι αυτοί, μάλλον από φθόνο και
κακεντρέχεια, κατήγγειλαν το γεγονός στον αστυνομικό σταθμό του
Κεχρόκαμπου και από εκεί υπηρεσιακώς ειδοποιήθηκε το Τμήμα Ασφαλείας
Καβάλας για την διπλή λήψη των μερίδων.
Το Τμήμα έστειλε αμέσως ένα όργανο στο φούρνο του Στέφανου
Καραγκιοζάκη και κατάσχεσε το δελτίο μου, χωρίς όμως και να προβεί σε
καμία περαιτέρω ενέργεια για την ποινική μου δίωξή και ίσως γιατί είχε
αηδιάσει από τη διαγωγή των αρχών του χωριού μου που ήθελαν με τον τρόπο
αυτό να εξοντώσουν από τις στερήσεις ένα συγχωριανό τους.
'Οταν πήγα την επόμενη μέρα για να πάρω ψωμί από το φούρνο, ο Στέφανος
με ενημέρωσε για την κατάσχεση του δελτίου. Δεν θυμάμαι πως αντιμετώπισα
την κατάσταση αυτή. Για να μπορέσω να ζήσω ασφαλώς θα προμηθεύτηκα
ψωμί από την ελεύθερη αγορά, σε τιμές πολλαπλάσιες, δεν έχασα όμως το
θάρρος μου και αμέσως πήγα στο Τμήμα Ασφαλείας, για να πάρω πίσω τα
κατασχεθέντα δελτία. Παρακάλεσα τον Διοικητή, του ανέφερα την κατάστασή
μου, την οικτρή οικονομική μου θέση αλλά στάθηκε αδύνατο να τον μεταπείσω
να μου δώσει πίσω τα δελτία.
« Το καλό που σου θέλω, μου είπε, φύγε και μην μου αναφέρεις ξανά αυτό το
313
πράγμα ».
Εξακολουθούσα να τον παρακαλώ, οπότε ένας ενωμοτάρχης μου είπε:
« Δεν βλέπεις ότι ο Διοικητής πάει να σε σώσει; Αφού σου λέει να φύγεις, φύγε
και μην ξαναπατήσεις εδώ».
'Ηταν ένας έμμεσος τρόπος προειδοποίησής μου για τα όσα πίσω στη πλάτη
μου σχεδίαζαν οι κατά τα άλλα καλοπροαίρετοι συγχωριανοί μου. Τότε δεν
είχα αντιληφθεί τίποτα για τα κίνητρα της αφαίρεσης του δελτίου, αργότερα
όμως έμαθα όλες της λεπτομέρειες από τις αλληλοκατηγορίες πρωταγωνιστών
της δραματικής αυτής υπόθεσης.
Να συμπεραίνουμε ότι τόσο είχε ψυχραθεί η αλληλεγγύη μεταξύ των
συγχωριανών μας, όπου ο υπερβάλλων ζήλος τους λίγο κόντεψε να μου
στοιχίσει πολύ ακριβά, γιατί αν ο Διοικητής του Τμήματος δεν ήταν τόσο καλός
και ανθρωπιστής, έπρεπε εκτός από την δίωξή μου για κατάχρηση τροφίμων
του Κράτους, την αναγκαστική επιστροφή της αξίας των μερίδων να διωχθώ
και ποινικά.
Όταν το 1946 έληξε, η κατάσταση γινότανε μέρα με τη μέρα περισσότερο
δραματική. Εμφανίστηκαν τα πρώτα ανταρτικά κρούσματα και στην περιοχή
μας. Υπήρχαν μερικοί σεσημασμένοι κομουνιστές των οποίων o προορισμός
ήταν η δημιουργία πυρήνων και ακολούθως η ανάλογη δράση για λόγους
εντυπώσεων. Ιδιαίτερα κρίσιμη άρχισε να γίνεται η κατάσταση στις ακριτικές
περιοχές και ιδιαίτερα στον 'Εβρο. Ο αδελφός μου Νίκος υπηρετούσε τότε στο
ΙΑ' Αστυνομικό Τμήμα Θεσσαλονίκης. Για λόγους συναισθηματικούς τότε
επιδίωκε να μετατεθεί στο Α Δ.Χ. Ροδόπης για να είναι κοντά σε μας. Αντί
όμως για την Ξάνθη που επιδίωκε να πάει, τον μετέθεσαν στην
Αλεξανδρούπολη και τον ενέταξαν αμέσως στα καταδιωκτικά αποσπάσματα
του 'Εβρου.
Εκεί, σε μια σύγκρουση με τους αντάρτες σκοτώθηκε στις 22 Δεκεμβρίου
του 1946. Το χτύπημα ήταν γερό για την οικογένειά μας. Δυστυχώς όμως στον
αγώνα αυτό που άρχιζε τώρα και έπαιρνε απειλητικές διαστάσεις, πολύς
κόσμος, δεκάδες χιλιάδες και από τις δύο πλευρές θα ακολουθούσαν την τύχη
του αδελφού μου Νικόλαου, στα άμεσα κατοπινά χρόνια.
Κατά το τέλος Νοεμβρίου του Ι946, η μητέρα μου με πληροφόρησε για το
ειδύλλιο της αδελφής μου 'Ολγας με τον συγχωριανό μου Θεοχάρη Δαμιανό.
Δεν έφερα αντίρρηση, ήταν όμως η ανέχεια που μας μάστιζε και επί πλέον η
μέριμνά μου για την συντήρησή μου στην Καβάλα ως μαθητή που με έκανε να
έχω τις επιφυλάξεις μου. Είχα τότε την έννοια του αδελφού μου Νικόλαου που
μάχονταν με τους αντάρτες στον 'Εβρο και όπου σχεδόν μέρα παρά μέρα
παίρναμε τα γεμάτα αγωνία γράμματά του. Προαισθανόμουν τον κίνδυνο που
διέτρεχαν αυτοί, ώστε η σκέψη μου να είναι αδιάκοπα σ’ αυτόν. Είχαμε
απελπιστεί για την τύχη του και περιμέναμε το μοιραίο το οποίο δυστυχώς δεν
άργησε να έρθει. Παρ' όλα αυτά και χωρίς καν να ειδοποιηθώ έγιναν οι γάμοι
της αδελφής μου 'Ολγας την πρώτη Κυριακή του Δεκεμβρίου του 1946.
Πληροφορήθηκα το γεγονός στην Καβάλα. Στεναχωρήθηκα, όχι τόσο για το
γάμο της αδελφής μου, στο κάτω κάτω ήταν ένα ευχάριστο γεγονός, αλλά δεν
επιτρέπονταν o αδελφός μου να διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο και η αδελφή μου
314
να κάνει τους γάμους της. Σχεδόν αμέσως μετά τον γάμο της, η αδελφή μου
μου παράγγειλε ότι ακριβώς λόγω της φτώχειας και της ανέχειας και για να μας
απαλλάξει από τις φροντίδες και τα έξοδα του γάμου, θέλησε και έδωσε λύση
στ’ αυτό το αδιέξοδο.
Δεν κρατήθηκα, δεν μπόρεσα να ησυχάσω και την επόμενη Κυριακή, πήγα
στο χωριό για να κατατοπιστώ καλύτερα σχετικά με τις συνθήκες γάμου της
'Ολγας. Εκεί στο σπίτι μας και για την εκπλήρωση ενός εθίμου ήρθαν
επισκέπτες στο ζεύγος των νεόνυμφων συνοδευόμενοι και από τον συγχωριανό
μας Αναστάσιο Παυλίδη. 'Οταν τον είδα, τον υποδέχθηκα μάλλον ψυχρά, ενώ
συγχρόνως είπα με μεγάλη φωνή στη μητέρα μου:
«- Μητέρα τι έκανες; Ο ένας είναι στον Έβρο με το όπλο στο χέρι και
αντιμετωπίζει κάθε λεπτό το θάνατο και εσείς κάνατε το γάμο; Δεν περιμένατε να
τελειώσει; Ο αδελφός μου είναι ετοιμοθάνατος.
- Ησύχασε, μου είπε η μητέρα μου, δεν γινόταν αλλιώς.
- Γιατί στεναχωριέσαι και δεν χαίρεσαι, μου είπε ο Παυλίδης. Κανείς δεν θα
πάθει τίποτα και πολύ σύντομα στη θέση της Όλγας θα έρθουν δύο νύφες,
εννοώντας εμένα και τον αδελφό μου Νίκο».
Τα πράγματα όμως πήραν την οριστική τους κατεύθυνση και τίποτε δεν
μπόρεσε να αναστρέψει το ρεύμα της μοίρας. 'Ετσι, ύστερα από λίγες μέρες,
από την ίδια την αδελφή μου πληροφορηθήκαμε τον θάνατο του αδελφού μου,
ακριβώς την ημέρα της Πρωτοχρονιάς του 1947.
Με την έλευση του νέου έτους η κατάσταση στην επαρχία μας (Νέστου)
από πλευράς ασφάλειας χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο. Άρχισαν να
παρατηρούνται σποραδικές προσχωρήσεις στις τάξεις των ανταρτών και
εθελοντικές κατατάξεις σ' αυτούς. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής ήταν να
ενισχυθούν σε σημαντικό βαθμό οι αντάρτες της περιοχής μας και να
μεταβληθεί έτσι o τόπος μας σε μια διαρκή εστία κινδύνου και αναταραχών. Με
την ευκαιρία της έναρξης της λειτουργίας του Γυμνασίου μετά τις διακοπές των
Χριστουγέννων κατέβηκα στην Καβάλα για την παρακολούθηση των
μαθημάτων της Στ' τάξης της Εμπορικής Σχολής. Προ στιγμήν σκέφτηκα να
εγκαταλείψω τελείως τις σπουδές μου και να επιδοθώ στην αγροτική ζωή και
τούτο ως συνέπεια του θανάτου του αδελφού μου Νικόλαου, αλλά πολύ
γρήγορα επικράτησαν άλλες σκέψεις και έτσι αποφάσισα οριστικά πια να
συνεχίσω τις σπουδές μου.
Τα μαθήματα δεν μου φαινόταν τώρα τόσο δύσκολα, όσο κατά το παρελθόν
έτος. Αυτό το αποδίδω στην προεργασία που είχα κάνει το προηγούμενο
καλοκαίρι. Συναντούσα όμως μερικές δυσκολίες, λόγω της προχωρημένης
ηλικίας μου, ήμουν τότε 26 χρόνων, ιδιαίτερα στο μάθημα της Γυμναστικής.
Διευθυντής στη σχολή μας τώρα ήταν ο κ. Κωστούρος και καθηγήτρια της
Αγγλικής η σύζυγός του. 'Ηταν αρκετά ηλικιωμένος τόσο αυτός όσο και η
γυναίκα του και κόντευαν να συνταξιοδοτηθούν. 'Ηταν και οι δύο τους πολύ
καλοί απέναντί μου. Με ενθάρρυναν στα μαθήματά μου και σιωπηρά δεχόταν
μερικές απουσίες μου από την Σχολή, ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα που τις
περισσότερες φορές πήγαινα πεζός στο χωριό μου για να προμηθευτώ τρόφιμα.
Εδώ νομίζω ότι πρέπει να παραθέσω στη μνήμη των προσώπων αυτών ένα
315
ανέκδοτο. Κάποια μέρα του Φεβρουαρίου του 1947 κατά την πορεία μας για
τον καθιερωμένο εκκλησιασμό, ο Διευθυντής μας κ. Κωστούρος, έκανε
παρατήρηση σε έναν συμμαθητή μου ο οποίος εξαιτίας του ψύχους είχε
σηκώσει το γιακά του παλτού του για να προφυλαχθεί καλύτερα.
« Κατέβασε το γιακά σου, του είπε. Στην Ελλάδα μόνο οι κομουνιστές σηκώνουν
το γιακά του παλτού τους για να αναγνωρίζονται μεταξύ τους ευκολότερα ».
Θυμήθηκα τότε ότι και στην Βουλγαρία, όταν κατά το 1942 εργαζόμουν στην
Στάρα Πλανίνα στα καταναγκαστικά έργα, ένας Βούλγαρος αξιωματικός
βέβαια παρατήρησε έναν συνάδελφό μου που και αυτός λόγω του ψύχους είχε
σηκωμένο το γιακά του παλτού του.
« Κατέβασε το γιακά σου, του είπε, διότι στην Βουλγαρία μόνο οι κομουνιστές
έχουν σηκωμένο γιακά ».
Να πρόκειται για σύμπτωση ή ήταν το σημάδι αυτό διεθνές γνώρισμα των
κομουνιστών;
Παρ' όλα αυτά ο καιρός περνούσε καλά. Λίγη δυσκολία συναντούσα στη
προμήθεια των τροφίμων, αλλά λόγω του ότι ήμουν ολιγαρκής, περνούσα και
εδώ αρκετά καλά. Πολύ με βοήθησε στο ζήτημα αυτό η οικογένεια Ζαβρακίδη,
μία ανταρτόπληκτη οικογένεια από το Ελαφοχώρι. Πολλές φορές έτρωγα μαζί
τους και γενικά με περιέβαλαν με την στοργή τους η οποία αν κρίνω από την
στάση της οικογένειας αυτής ήταν τελείως αφιλοκερδής. Άλλες φορές πήγαινα
στον Αμυγδαλεώνα, ένα χωριό έξι χιλιόμετρα έξω από την Καβάλα και
περνούσα τις μέρες στους εκεί πατριώτες μας Πόντιους. Άλλοτε πάλι έπαιρνα
τρόφιμα από την αγορά της Καβάλας και τα μαγειρεύαμε στο σπίτι που είχα
νοικιάσει. Σ' αυτό μας βοηθούσε η σπιτονοικοκυρά μας η Σουλτάνα. Δεν
έλειψαν όμως και τα παρατράγουδα από τη διαβίωση μας αυτή. Θυμάμαι μια
φορά που αγόρασα κάπου μισή οκά τυρί από την αγορά από ένα χωρικό. Είχε
δηλητηριασμένη μαγιά και εκείνο το βράδυ όσοι φάγαμε από αυτό, ο Σάββας o
συγκάτοικος μου και ο Χρήστος ο σπιτονοικοκύρης μου δηλητηριαστήκαμε και
οι τρεις και όλη τη νύχτα είχαμε στομαχικές διαταραχές. Ευτυχώς που δεν το
έφαγα μόνος μου όλο το τυρί.
Με τους συνδυασμούς αυτούς γενικά μπορώ να πω ότι από επισιτιστικής
πλευράς η ζωή μου ήταν αρκετά καλή. Αυτή σε συνδυασμό με την πρόοδο μου,
λόγω της προπαρασκευής μου στα μαθήματα, μου έδιναν έναν τόνο
ξεγνοιασιάς, σε αντίθεση με όσα δεινά συνέβαιναν εν τω μεταξύ εξαιτίας της
δράσης των ανταρτικών ομάδων.
Κατά τα τέλη Μαίου έμαθα από τοπικές εφημερίδες ότι στο διπλανό χωριό
μας, την Κωνσταντινιά, οι αντάρτες προέβησαν στην βίαια στρατολόγηση
τεσσάρων ατόμων, εκ των οποίων οι δύο ήταν ανήλικοι. Μεταξύ αυτών ήταν
και ο Αθανάσιος Αμαραντίδης ένας πολύ γνωστός μου, φίλος μου και καλός
άνθρωπος.
Λυπήθηκα πολύ από το γεγονός αυτό και προσπάθησα να μάθω τους όρους
της σύλληψης τους. Σχεδόν αμέσως έμαθα ότι παρόμοιες στρατολογίες έγιναν
και σε άλλα χωριά της επαρχίας μας όπως στον Άγιο Κοσμά και την Ξεριά. Οι
νεοστρατευόμενοι ή ήταν κομουνιστές ή προσκείμενοι σ' αυτούς ή άτομα χωρίς
καμία τοποθέτηση, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, για να μην πω αφελείς.
Ουδέποτε σημειώθηκε στρατολογία εθνικιστών, οι οποίοι εάν μεν ήταν ενεργά
μέλη γίνονταν αντάρτες και επιδίδονταν στην εξουδετέρωση των αντιπάλων
316
τους. Όσοι δεν τους ενοχλούσαν, τους άφηναν ελεύθερους.
Παρηγορήθηκα όμως για τον Αθανάσιο Αμαραντίδη, όταν έμαθα ότι
ύστερα από λίγες μέρες από την σύλληψή του επωφελήθηκε από μια συμπλοκή
των ανταρτών με τα καταδιωκτικά αποσπάσματα και απέδρασε από τις τάξεις
τους. Δεν μπορούσε βέβαια να σταθεί πλέον στο χωριό του και γι' αυτό
κατέβηκα στην Χρυσούπολη όπου και εξασκούσε το επάγγελμα του ράφτη.
Το τρίτο δεκαήμερο του Μαίου του 1947 και εν όψει των επικείμενων
απολυτήριων εξετάσεων, η Σχολή μας πραγματοποίησε μια πενταήμερη
εκδρομή εκπαιδευτικής μορφής στην Θεσσαλονίκη. Καταλύσαμε στο εκεί
διδακτήριο της Εμπορικής Σχολής Θεσσαλονίκης η οποία στεγαζόταν στο
κτίριο του Βιομηχανικού Επιμελητηρίου. Περάσαμε πολύ καλά στην εκδρομή
αυτή. Επισκεφθήκαμε τα περισσότερα αξιοθέατα της πόλης καθώς και ένα δύο
εργοστάσια όπως του ΥΛΟΚΑ κ.ά.
Το ταξίδι τότε λόγω ανεπάρκειας του οδικού δικτύου, αλλά και λόγω της
δράσης των ανταρτών ήταν αρκετά κουραστικό και επικίνδυνο. Διαρκούσε από
τη Καβάλα ως τη Θεσσαλονίκη περισσότερες από επτά ώρες και σε ένα σημείο
από την Ασπροβάλτα μέχρι τον Στρυμόνα οι συγκοινωνίες γινόταν με τη
βοήθεια εφοδιοπομπών με στρατιωτικά αυτοκίνητα του στρατού και της
Χωροφυλακής. Η θέα των ενδιάμεσων χωριών με τους εξαθλιωμένους στην
εμφάνιση κατοίκους, η απουσία κάθε επένδυσης λόγω των ανταρτικών
δράσεων και ο αρχέγονος χαρακτήρας της γεωργίας, συνεπικουρούμενα από
την εμφάνιση της ανταρσίας, έδιναν μια ιδιαίτερα τραγική όψη στην
επικρατούσα κατάσταση.
Στον γυρισμό μας, στο σημείο από την Ασπροβάλτα προς το Στρυμόνα το
λεωφορείο μας τέθηκε υπό την προστασία στρατιωτικών αυτοκινήτων και στο
λεωφορείο επεβιβάστηκε ως φρουρός ένας χωροφύλακας ο οποίος για να μας
ενθαρρύνει, μας είπε:
« Παιδιά μη φοβάστε τους Ελασίτες, είναι όργαvα ξένων σνμφερόντων. Σκοπός
τους είναι η απόσπαση της Μακεδονίας μας και η προσάρτηση της στα εδάφη
των γειτόνων. Δεν είναι η πρώτη φορά που οι γείτονες επιβουλεύονται Ελληνικά
εδάφη. Πολλές φορές επιχείρησαν να το κάνουν, αλλά πάντοτε αποτύχαιναν. Δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι και τώρα θα αποτύχουν. Τα μέρη αυτά ανέκαθεν ήταν
Ελληνικά και Ελληνικά θα παραμείνουν. Η Μακεδονία, γι' αυτήν γίνεται ο
αγώνας, είναι και θα παραμείνει Ελληνική. Οι βάμβαροι δεν θα περάσουν».
Ακούγαμε άφωνοι τον απλό αυτό άνδρα της Χωροφυλακής και θαυμάζαμε
το πνεύμα και την γνώση του σκοπού για τον οποίο αγωνίζονταν τα παιδιά του
απλού λαού.
Η αλήθεια είναι ότι ο αγώνας μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων
υπήρξε σκληρός. Οξύς φανατισμός επικρατούσε και στις δύο πλευρές. Γινότανε
εντατικές προετοιμασίες και προβλεπότανε σκληρή και πολύχρονη πάλη.
Στις εξετάσεις του Ιουνίου του 1947 πήγα αρκετά καλά. Πήρα το
απολυτήριό μου, το πτυχίο όπως το λέγαμε τότε με γενικό βαθμό 16 7/8, λίαν
καλώς και διαγωγή κοσμιωτάτη. Μάλιστα προτάθηκα από το σύλλογο των
καθηγητών ως πρωτοβάθμιος μαθητής να λάβω το βραβείο των διακοσίων
317
χιλιάδων δραχμών της εποχής εκείνης, περίπου πενήντα δολάρια. Περιττό να
σημειώσω ότι για ανεξήγητους λόγους ουδέποτε έλαβα το βραβείο αυτό.
4. Στους Συνεταιρισμούς ως λογιστής
Σχεδόν αμέσως με την αποφοίτησή μου από την Εμπορική Σχολή Καβάλας
αντιμετώπιζα το πρόβλημα της επαγγελματικής αποκατάστασης. Ο καθηγητής
μου κ. Αρκουδογιάννης με παρότρυνε να ακολουθήσω πανεπιστημιακές
σπουδές στην Ανώτατη Εμπορική Σχολή. Σχεδόν συγχρόνως διάβασα στις
εφημερίδες για την διεξαγωγή κατατακτήριων εξετάσεων στην Ανώτατη
Βιομηχανική Αθηνών η οποία δεχόταν τους πρωτοβάθμιους των Σχολών
Μέσης εκπαίδευσης όπως στην περίπτωση μου, για εγγραφή στο πρώτο έτος
χωρίς εξετάσεις.
Ομολογώ ότι έκανα το σφάλμα να μην εκμεταλλευθώ αυτήν την ευκαιρία
και γι' αυτό ακόμη και τώρα είμαι τελείως αδικαιολόγητος.
Σ' αυτό όμως, δηλαδή στις κατατακτήριες εξετάσεις, δεν με βοηθούσε
καθόλου η οικονομική μου κατάσταση και ήταν δύσκολο να συντηρηθώ μόνος
μου στην Αθήνα. Μάλιστα η μητέρα μου είπε χαρακτηριστικά:
« Παναγή, όλα είναι στα χέρια σου. Κανόνισε να σταθμίσεις τα πράγματα και να
πράξεις ανάλογα ».
Δεν γινόταν όμως τίποτα. Σ' αυτό τον σκοπό μεγάλο εμπόδιο ήταν και η
μεγάλη μου ηλικία. 'Ημουν τότε 26 ετών. Χρειαζόταν το λιγότερο 4-5 χρόνια
για να αποφοιτήσει κάποιος από μία ανώτατη σχολή. 'Ετσι θα έφθανα στην
ηλικία των 30-31 ετών, οπότε λόγω ηλικίας, όλες οι πόρτες θα ήταν κλειστές
πια για μένα, όσον αφορά μια καλή θέση στο Δημόσιο και στα άλλα αξιόλογα
Ιδρύματα.
'Ετσι αποφάσισα να επιδοθώ αμέσως στην εξεύρεση εργασίας σε κάποια
υπηρεσία στην πόλη για την συντήρηση μου, εν όψει μάλιστα της γενικής
κατάστασης που επικρατούσε λόγω της ανταρσίας και της επιθυμίας μου να
απομακρυνθώ μου από το χωριό όπου οι συνθήκες εργασίας γινότανε κάθε
μέρα και δυσκολότερες.
Κατά το διάστημα της από έτους και πλέον παραμονής μου στην Καβάλα ως
μαθητής της Εμπορικής Σχολής γνωρίστηκα καλύτερα με τον κ. Σαχινίδη, αν
και τον γνώριζα πολύ πριν, ο οποίος ήταν πατέρας ενός από τους συμμαθητές
μου, του Θεόδωρου Σαχινίδη. Πολλές φορές, όταν ήμουν στην Καβάλα ως
σπουδαστής, μου υποσχέθηκε πως, όταν τελειώσουμε την Σχολή, θα μας βάλει
μαζί με τον γιο του Θεόδωρο Σαχινίδη υπαλλήλους στην 'Ενωση Γεωργικών
Συνεταιρισμών. Ευτυχώς στην περίπτωση αυτή τήρησε το λόγο του. 'Ετσι κατά
το δεύτερο δεκαήμερο του Ιουλίου του 1947 με ειδοποίησε να κατεβώ στην
Καβάλα για να αναλάβω υπηρεσία στην 'Ενωση Γεωργικών Συνεταιρισμών.
Πράγματι κατέβηκα στη Καβάλα, τον βρήκα, συνεννοήθηκα μαζί του και
τελικά με παρέπεμψε στον κ. Φασούλα και κ. Μεταξά, υπαλλήλους του
εξωτερικού λογιστηρίου της Ένωσης για την πλήρη εκμάθηση και τον κατατοπισμό μου στα λογιστικά των Συνεταιρισμών. Εκεί στην 'Ενωση Γεωργικών
318
Συνεταιρισμών της Καβάλας εργάστηκα κάπου πέντε μέρες. H δουλειά ήταν
εύκολη. Κατατοπίστηκα εύκολα σ' αυτήν. Τις ημέρες εκείνες πέρασε από τα
γραφεία της Ένωσης ο Θεόδωρος Δεσποινιάδης, λογιστής του Συνεταιρισμού
Αμυγδαλεώνα και για την πλήρη εκμάθηση της εργασίας με παρέπεμψαν σ'
αυτόν. 'Ετσι δούλεψα με τον Δεσποινιάδη περίπου δέκα ημέρες, μεταβαίνοντας
επιτόπου στα γραφεία του Συνεταιρισμού του χωριού της δικαιοδοσίας του. Στα
τέλη Ιουλίου του 1947, ο Δεσποινιάδης ανέφερε στον τότε αντιπρόεδρο της
Ένωσης την περίπτωσή μου, ότι τυγχάνω υποψήφιος υπάλληλος της Υπηρεσίας
και ότι είμαι καθ' όλα προετοιμασμένος να αναλάβω υπεύθυνα την τήρηση των
λογιστικών βιβλίων του Συνεταιρισμού που ενδεχομένως θα μου ανατίθονταν.
Κατόπιν στις αρχές Αυγούστου του 1947 το θέμα της πρόσληψης μου
τέθηκε υπό έγκριση στο Συμβούλιο του Συνεταιρισμού, το οποίο αποφάσισε
την πρόσληψη μου με εξαμηνιαία σύμβαση στους Συνεταιρισμούς Πλαταμώνα
και Λεκάνης. 'Ετσι με την ιδιότητά του λογιστή των Συνεταιρισμών πήγα στην
Χρυσούπολη όπου βρισκότανε τα βιβλία τους και τα παρέλαβα από τον
προϊστάμενο του Λογιστηρίου του πρακτορείου της Ένωσης της Χρυσούπολης.
Παρέμεινα στη Χρυσούπολη πάνω από δέκα ημέρες και κατά τα μέσα
Αυγούστου του 1947 πήγα στην έδρα των Συνεταιρισμών της δικαιοδοσίας μου
στην Λεκάνη.
Η Λεκάνη ήταν τότε ένα κεφαλοχώρι με περίπου δύο χιλιάδες διακόσιους
κατοίκους. Κόσμος καλός, φιλήσυχος, ειρηνικός, καταγίνονταν με την εργασία
του και λίγο τους ενδιέφερε η έκρυθμη τότε κατάσταση στην περιοχή, εξαιτίας
της ανταρτικής δράσης. Παλιές γνωριμίες με μερικούς Λεκανιώτες από τα
προπολεμικά ακόμη χρόνια με συνέδεαν με την Λεκάνη. Επεδίωξα και βρήκα
τον Ανδρέα Δημητριάδη παλιό φίλο και γνωστό μου και τον μαθητή Ιωάννη
Πολυχρονίδη μαθητή του Γυμνασίου τον οποίον γνώρισα στην Καβάλα τον
περασμένο χρόνο. Οι δύο τους βάλθηκαν να μου συμπαρασταθούν και να με
φιλοξενήσουν. Εκεί πέρασα αρκετά καλά. H κατάσταση όμως εξαιτίας των
ανταρτών γινόταν πολύ δύσκολη. Την Λεκάνη την περιέσφιγγε μια σοβαρή
αντάρτικη μονάδα, η εμφάνιση της οποίας, αν και πριν ήταν αόρατη, τώρα πια
γινότανε αισθητή. Παρατηρούνταν κρούσματα κλοπών, απειλών και
υποσχέσεων σε μερικούς βοσκούς και χωρικούς οι οποίοι πήγαιναν στο
ύπαιθρο για ανεύρεση δουλειάς. Αποτέλεσμα των συγκεκριμένων
δραστηριοτήτων των ανταρτών ήταν η μεγάλη αγωνία η οποία διακατείχε τους
κατοίκους. Για την αντιστάθμηση της δράσης της συγκεκριμένης ομάδας
εμφανίστηκε άλλος αντιαρτατικός σχηματισμός, πολυάριθμος, υπό την ηγεσία
παλιών εθνικιστών ανταρτών του Αντών Τσαούς ο οποίος πλαισιώνονταν από
εθελοντές, χωροφύλακες άνευ θητείας με άκρατο φανατισμό και μειωμένο το
συναίσθημα της ευθύνης τους απέναντι του πληθυσμού.
Εργαζόμουνα στα γραφεία του Συνεταιρισμού του χωριού και
καταγινόμουνα με την τακτοποίηση των βιβλίων του. Όσον αφορά την σίτιση,
το χωριό διέθετε τότε ένα καλό μαγειρείο και υπήρχαν αρκετά τρόφιμα στα
παντοπωλεία. Πολλές φορές όμως με προσκαλούσε ο φίλος μου Ιωάννης
Πολυχρονίδης στο σπίτι του για γεύμα. Εκεί με σύστησε στον πατέρα του
Γεώργιο Πολυχρονίδη ο οποίος με ενίσχυσε ηθικά στην προσπάθειά μου να
αναδειχτώ και μου είπε:
« Παναγή, ο Γιάννης μου μίλησε πολλές φορές για σένα. Μου ανέφερε τις
319
προσπάθειές σου για να μάθεις γράμματα και τον κόπο σου να απαγκιστρωθείς
από τη σκληρή δουλειά του χωριού. Είσαι άξιος συγχαρητηρίων. Θέλω από σένα
Παναγή, να είσαι φίλος παντοτινός και επιστήθιος με τον Γιάννη. Να
αλληλοβοηθηθείτε στο μέλλον και να κάνει ο ένας για τον άλλο τα αδύνατα
δυνατά προκειμένου να επιζήσετε στον αγώνα της ζωής ».
Αυτά μου είπε ο Γιώργης, δεν ήξερα βέβαια τι θα συμβεί στο μέλλον, ώστε
να του έλεγα τότε: "Μείνε ήσυχος κ. Γιώργη, με τον Γιάννη υποχρεωτικά θα
είμαστε φίλοι για πάντα μια και θα με έχετε γαμπρό". Αργότερα, ύστερα από
τρία χρόνια παντρεύτηκα την κόρη του.
Εδώ παραβλέποντας την σειρά των γεγονότων είναι ανάγκη να παραθέσω
λίγα λόγια για την τύχη του καλού αυτού ανθρώπου. 'Υστερα από δέκα μέρες
και συγκεκριμένα μετά από ένα ταξίδι μου στη Χρυσούπολη για τη διενέργεια
δανεισμού από το εκεί υποκατάστημα της ΑΤΕ για λογαριασμό των
συνεταίρων, είδα και πάλι τον Γιώργη, ανεβασμένο σε ένα τοίχο να δίνει
οδηγίες στους χωρικούς σχετικά με τη διακίνηση των ζώων ή προϊόντων δεν
θυμάμαι καλά. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που τον είδα. Καθώς έμαθα
αργότερα, μία από εκείνες τις ημέρες πήγε στο χωράφι του να διανυκτερεύσει
ένα βράδυ για να φυλάξει το καλαμπόκι του από τους χοίρους. Εκεί έπεσε σε
ενέδρα άγνωστων κακοποιών στοιχείων και έκτοτε εξαφανίστηκε.
Επανειλημμένες έρευνες και εδώ και στο εξωτερικό σχετικά με τις συνθήκες
θανάτου του δεν απέδωσαν τίποτα.
Τον περισσότερο καιρό τον περνούσα στην Χρυσούπολη όπου και έκανα
τους δανεισμούς των συνεταίρων στην εκεί Αγροτική Τράπεζα. Κατά
διαστήματα όταν επρόκειτο να ετοιμάσω δάνεια για τους συνεταίρους,
ανέβαινα στα χωριά Πλαταμώνα και Λεκάνη. Λόγω όμως των πολλαπλών
προστριβών και προβλημάτων όπως ανέφερα παραπάνω, τα ταξίδια μου
γίνονταν όλο και αραιότερα. Στη Χρυσούπολη γνωρίστηκα με πολλά άτομα
όπως τον Αθαν. Αμαραντίδη στο γραφείο του οποίου
περνούσα τις
περισσότερες ώρες, τον Ζαφείρη, έναν μάγειρα Αρμενικής καταγωγής αλλά
μωαμεθανό στο θρήσκευμα, την Ευδοξία Ταξίδου κεντήτρια και άλλους.
Εντύπωση μου έκανε η στάση του Ζαφείρη του μάγειρα ο οποίος μια ημέρα
εκεί που παίζαμε τάβλι,εγώ βλαστημώντας τα ζάρια ανέφερα τον Μωάμεθ,
οπότε ο Ζαφείρης οργισμένος μου είπε:
« Τί σε έκαμε εσένα Χριστιανό ο Μωάμεθ και τον βρίζεις; Εγώ, μου λέει,
ανέφερα το δικό σας τον Χριστό; Εσύ γιατί αναφέρεις τον Μωάμεθ»;
Το πράγμα βέβαια δεν πήρε διαστάσεις, ύστερα από την εξήγηση που του
έδωσα. Το αναφέρω εδώ γιατί είναι και αυτό ενδεικτικό του βαθμού της πίστης
που έχουν για την θρησκεία τους οι οπαδοί του μωαμεθανισμού.
Άλλο ένα πρόσωπο που γνώρισα τότε στην Χρυσούπολη ήταν και ο
ενωμοτάρχης Σαλμάς. Βέβαια τον γνωρίζαμε πολύ πριν κατεβεί στην
Χρυσούπολη, όταν υπηρετούσε στον Κεχρόκαμπο. 'Εκανα τακτικά παρέα μαζί
του. Πηγαίναμε βόλτες, περιπάτους και πορείες έξω από τη Χρυσούπολη. Μια
μέρα μου είπε να πάμε σε κανένα εστιατόριο για γεύμα. 'Ημασταν τότε στο
εστιατόριο του Παπαλουκά, στο κέντρο της Χρυσούπολης. Καλό είναι το
μαγειρείο μου είπε, αλλά δεν είναι καθαρό.
«- Γιατί, του είπα, πώς το συμπεραίνεις αυτό;
320
- Διότι, μου είπε, στον μπουφέ και στην κουζίνα δεν έχει γυναίκα, αλλά άνδρα ».
Άλλη μια φορά εκεί που κάναμε βόλτες στους δρόμους της Χρυσούπολης
μου είπε να κάνουμε επισκέψεις στα γύρω καφενεία και να δούμε αν υπάρχουν
σ' αυτά κομμουνιστές. Μπήκαμε σε ένα καφενείο και αφού παρατήρησε
ολόγυρα είπε:
« Πάμε να φύγουμε απ' εδώ Παναγή. Εδώ δεν υπάρχουν κομμουνιστές.».
Μπήκαμε και σε άλλα καφενεία ψάχνοντας κομμουνιστές. Απόρησα πολύ και
λέω στον Σαλμά.
«- Δεν μου λες Σαλμά, από που γνωρίζεις τους κομμουνιστές, μήπως έχουν
διακριτικά;
- Δεν τους βλέπεις Παναγή, μου είπε, όπου δεις έναν άνθρωπο, αδύνατο,
καχεκτικό, σκελετωμένο, αυτοί είναι κομμουνιστές, διότι μου επανέλαβε, το
σαράκι ή μάλλον το μικρόβιο του κομμουνισμού δεν τους αφήνει να πάρουν
επάνω τους. Τους τρώει το σαράκι ».
Σύχναζα όπως ανέφερα πιο πάνω τακτικά στο εργαστήριο-κεντητήριο της
Ευδοξίας Ταξίδη. Την είδα μια μέρα αφοσιωμένη στη δουλειά της, το κέντημα
και τη ρώτησα:
«- Δεν μου λες Ευδοξία, τί τα θέλεις τα κεντήματα και τα πλεκτά; Τί θα τα
κάμεις;
- Για να αγοράσω έναν γάιδαρο, (γαμπρό ήθελε να μου πει).
- Τί θα τον κάνεις έναν τέτοιο γάιδαρο; Σε τί θα σου χρειαστεί »;
Αλλά εκείνη δεν απάντησε.
Στον Αμαραντίδη σύχναζα τακτικά. Συζητούσαμε για την κατάσταση που
επικρατούσε, για τις συνθήκες της δραπέτευσης από τα συμμοριακά τμήματα
και που και που κάναμε λόγο για το πως θα ήταν τα πράγματα σύμφωνα με τις
προβλέψεις μας και μετά την συντριβή της ανταρσίας.'Εδινε την εντύπωση ότι
συμπαθούσε τους κομμουνιστές, έκανε παρέα ως επί το πλείστον με αυτούς και
συνδέονταν με άτομα που είχαν δεσμούς με τους αντάρτες, όπως με τον
Γεώργιο Αποστολίδη, πατέρα του αντάρτη Κώστα Αποστολίδη.
5. Η ζωή μου στα χρόνια της ανταρσίας, 1947-1949
Εν τω μεταξύ η ανταρσία επεκτείνονταν στα μέρη μας. Πολλοί γνωστοί μου,
κοντοχωριανοί, ανέβαιναν στα βουνά και ενίσχυαν τις τάξεις των ανταρτών.
Πολλούς τους έπαιρναν με τη βία, ίσως και να γινόταν κάποιες σκηνοθετημένες
απαγωγές, για να αποφύγουν οι οικογένειές τους την εκδίκηση των επίσημων
Αρχών. Άόλοι κατέφευγαν στο βουνό με τη θέλησή τους και πολλούς τους
έδιωχναν στα βουνά με την στάση τους οι Αστυνομικές Αρχές. 'Υστερα
μάλιστα από τις εξαφανίσεις όπως του γέροντα Μουρουζίδη, του πεθερού μου
και άλλων, δεν υπήρχε συναίσθημα ασφάλειας στα χωριά μας. 'Ολος ο κόσμος
προφυλαγόταν από παντού και από όλους. 'Οσοι μπορούσαν, όπως στην
περίπτωση μου, κατέβαιναν στις πόλεις όπου εργαζότανε όσο και όπου
μπορούσαν, αρκεί να περνούσαν τις μέρες τους.
Τότε μια από τις ημέρες αυτές κάποια Τετάρτη του Νοεμβρίου του 1947
συνάντησα στην αγορά της Χρυσούπολης τον γνωστό και κοντοχωριανό μου
321
Γεώργιο Αποστολίδη, πατέρα του αντάρτη Κώστα Αποστολίδη. Τον συνάντησα
τυχαία μέσα στην αγορά μέσα σε πολύ κόσμο στον κεντρικό δρόμο. 'Οταν με
είδε μου είπε ότι θέλει να μου μιλήσει.
«- Δεν γίνεται του είπα σ' αυτό το μέρος. Εσύ, λόγω της δράσής σου και της
ιδιότητάς σου (ήταν κομμουνιστής με δράση από τα προπολεμικά χρόνια), είσαι
τακτικά υπό παρακολούθηση. Τί θέλεις να με καταστήσεις και εμένα ύποπτο; Ε!
αυτό δεν γίνεται, σ' αυτό το μέρος.
-Όχι εδώ Παναγή, μου είπε, αλλά στην πίσω πόρτα του μύλου του Σαφαρίκα,
στην κεντρική αγορά. ».
'Ηταν ήδη απόγευμα. Ο ήλιος είχε δύσει. Η μέρα ήταν καλοκαιρινή και
ζεστή παρ' όλο που είχαμε Νοέμβριο. Σκέφτηκα αν πρέπει να ανταποκριθώ και
να παρευρεθώ στη συνάντηση που μου όρισε ο φίλος μου. 'Ηξερα την ιδιότητά
του, είχα μια αμυδρή ιδέα για τη δράση του και στην αρχή δίστασα να πάω.
Μετά όμως από αρκετή σκέψη και ιδιαίτερα το γεγονός ότι ήμουν ήδη στα
χέρια του και μπορούσαν ότι ώρα ήθελαν να με εξουδετερώσουν και επί πλέον
ότι ήταν πολύ γνωστός μου και ως εκ τούτου δεν υπήρχε κίνδυνος να μου
προξενήσουν κακό, βασίστηκα στην ειλικρίνειά του και αποφάσισα να πάω,
αφού πρώτα βεβαιωθώ ότι δεν είχε συνεργούς μαζί του. Με χίλιες προφυλάξεις,
αργά-αργά και από τοίχο σε τοίχο, πήγα στο τόπο της συνάντησης από την
αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που θα με περίμενε.
Τον είδα να κάθεται στην πόρτα, στο κεφαλόσκαλο του εγκαταλειμμένου
μύλου. 'Εκοψε ένα καρπούζι, είχε δίπλα του μία φέτα μεγάλη τυρί και πρόσεχε
το δρόμο ίσια εμπρός του, από τον οποίο νόμιζε ότι θα φανώ. Δεν είχε κανένα
άλλον μαζί του. Κατάλαβα ότι με περιμένει, πήρα περισσότερο θάρρος και
παρουσιάστηκα ξαφνικά κοντά του.
« Άργησες Παναγή, μου είπε. Σε περίμενα πολλή ώρα. Δεν πειράζει,
εξακολούθησε, κάτσε να φάμε ».
Ενώ λοιπόν στρωθήκαμε στο πρωτότυπο, αλλά συνηθισμένο γεύμα μου είπε:
«- Παναγή θα με σκοτώσουν, δεν γλιτώνω. Τί με συμβουλεύεις να κάνω;
- Ποιοι θα σε σκοτώσουν; Τί μπορώ να κάνω εγώ;
Οι Αντωναραίοι(οπαδοί του Αντών Τσαούς) με συνέλαβαν πριν λίγες μέρες
στην τοποθεσία του χωριού μας "Καστανιές",με έδειραν άγρια και μου
ζητούσαν να κατονομάσω ή μάλλον να τους υποδείξω τα κρησφύγετα των
ανταρτών. Είδα και έπαθα, επανέλαβε, να γλιτώσω απ' αυτούς. Ύστερα από
ένα γερό ξυλοκόπημα κατάφερα να γλιτώσω, ήρθα στο σπίτι, πήρα τα
αναγκαία ρούχα, αυτά που βλέπεις και ήρθα στην Χρυσούπολη.
- Γιώργο, του είπα, φοβάσαι καθόλου τους αντάρτες;
- Όχι Παναγή, μου είπε. Γιατί να τους φοβηθώ; Είναι δικά μας παιδιά.
- Ε, τότε του είπα, θα πας αμέσως στην αστυνομία και θα υποβάλεις υπεύθυνη
δήλωση μετάνοιας και αποκήρυξης του κομμουνισμού, για να έχουμε έτσι
εμείς την ευκαιρία σε περίπτωση σύλληψης σου να τρέξουμε για να σε
γλιτώσουμε και να εγγυηθούμε για σένα, για τη σωτηρία σου.
-
- Παναγή, μου είπε, όχι, αυτό δεν γίνεται. Δεν θα υποβάλω καμία δήλωση. Δεν
μπορώ να αποκηρύξω τους δικούς μου. Όχι Παναγή. Πιστεύω σ' αυτήν την
ιδεολογία τόσα χρόνια. Είμαι κομμουνισιής. Δεν τους αποκηρύττω.
322
- Τότε, του είπα, λυπάμαι πολύ Γιώργο, αλλά δεν μπορούμε να σε βοηθήσουμε σε
τίποτα ».
Στην συνέχεια της συζήτησης μου ζήτησε πληροφορίες σχετικά με τη ζωή
μου, την δουλειά μου, τις αποδοχές μου και με ρώτησε επίμονα, αν μπορώ να
φύγω από τη Χρυσούπολη και να ζήσω στην Καβάλα.
«- Όχι, του είπα, δεν μπορώ να βρω δουλειά στην Καβάλα. Με χίλιες δυσκολίες
βρήκα και αυτή τη δουλειά. Είναι αλήθεια ότι ο μισθός μου είναι πολύ λίγος,
μόλις φθάνει για τη στοιχειώδη συντήρησή μου, αλλά τι να γίνει. Πάλι καλά που
βρήκα αυτή τη δουλειά και βρίσκομαι εδώ, αλλιώς θα ήμουν στο χωριό στα
χωράφιa.
- Παναγή, επανέλαβε, δεν λέω ότι η δουλειά αυτή είναι άσχημη. Καλύτερα θα
ήταν να ήσουν στην Καβάλα, αλλά και εδώ στη Χρυσούπολη καλά είσαι, αρκεί,
μου είπε τονίζοντας επιτακτικά, να μη βγεις έστω και για δουλειές έξω από τη
Χρυσούπολη. Όχι μόνο αυτό, αλλά και στο σπίτι σου να πας νωρίς- νωρίς και να
μην ανοίγεις την πόρτα σου σε κανένα ».
Τον ευχαρίστησα για τις υποδείξεις του. Δεν του ζήτησα περισσότερες
διευκρινήσεις, ίσως όμως και να μην μου τις έδινε, αν τον ρωτούσα.
Συζητήσαμε λίγο ακόμη για διάφορα πράγματα, κυρίως για τα πολιτικά, του
επανέλαβα ότι βλέπω μακροχρόνιο αγώνα και πως η ανταρσία δεν θα έχει
καλύτερο τέλος, παρά την συντριβή της. 'Ισως τα λόγια μου να τον επηρέασαν,
διότι τον είδα αρκετά σκεπτικό, μοιρολάτρη μπορώ να πω. Σηκώθηκε με
αποχαιρέτησε και μου έδωσε να καταλάβω ότι η συνάντησή μας τελείωσε.
Καθώς αποδείχτηκε εκ των υστέρων προκάλεσε την συνάντησή μας αυτή
για να με προειδοποιήσει με αυτόν τον τρόπο ότι είχε ζητηθεί η τύχη μου από
τους αντάρτες, καθώς οι οι περισσότεροι ήταν γνωστοί μου ή με είχαν ακουστά.
Είχε λάβει και αυτός μέρος στην συζήτηση στην οποία είχε αποφασιστεί η τύχη
μου, αλλά αυτός κρυφά βέβαια από τους υπόλοιπους επιδίωξε να με
ειδοποιήσει για να προφυλαχτώ.
Δεν κατάλαβα τότε την αγνή του πρόθεση. Δεν του έδωσα σημασία.
Μάλλον η βαρύτητα της συνάντησης μας επισκιάστηκε από άλλα τραγικότερα
γεγονότα, όπως την επιδείνωση της κατάστασης, την απορρόφησή της σκέψης
μου στην εργασία μου και την καθημερινή μέριμνα της προσωπικής μου ζωής
και της οικογένειας μου.
Νομίζω ότι μετά από ένα δεκαήμερο περίπου, ο ίδιος ο Γεώργιος
Αποστολίδης με συνάντησε και πάλι και επανέλαβε τις συμβουλές του και τα
μέτρα προφύλαξης μου, δηλαδή να μη βγω έξω από τη Χρυσούπολη, αλλά και
πάλι δεν έδωσα σημασία.
Πολύ αργότερα, ύστερα από πολλές δεκαετίες, πληροφορήθηκα από την
Κλειώ Χριστοδούλου γειτόνισσά μας τότε στο χωριό, πως επιδίωκε να με
απαγάγει και να με εντάξει στα ανταρτικά ο γνωστός μου από τον Άγιο Κοσμά,
τότε αντάρτης, ο Γιώργης Ταξίδης. Μάλιστα ανέθεσε στη Κλειώ την
παρακολούθησή μου και στην συνέχεια την ειδοποίηση του για να με συλλάβει,
όταν βρεθώ στη ζώνη κατοχής της ανταρτοκρατούμενης περιοχής. H
γειτόνισσά μου όμως όχι μόνο δεν με κατέδωσε, αλλά αντίθετα παραπλάνησε
τον Ταξίδη και έτσι συντέλεσε στη απαλλαγή μου από τις κακουχίες του
323
ανταρτικού αγώνα. Ας σημειωθεί ότι σε πρόσφατη συνάντηση που είχα με τον
υποψήφιο απαγωγέα μου, αυτός συστηματικά απέφυγε να αναφερθεί όχι μόνο
στη περίπτωσή μου αυτή, αλλά και γενικά για τη συμμετοχή του στον
ανταρτικό αγώνα, προφασιζόμενος ότι δεν θυμάται τίποτα.
'Ετσι μέσα στην καθημερινή αυτή βιοπάλη πλησίασαν τα Χριστούγεννα, τα
πιο τραγικά στην περίπτωση μας. Η μητέρα μου έμενε στο χωριό μαζί με τον
αδελφό μου Ελευθέριο. Εντύπωση μου προκαλούσε το γεγονός ότι τακτικά μου
παρήγγελνε να της στείλω αλεύρι, ζάχαρη, ρύζι, λάδι και άλλα είδη τροφίμων,
σε ποσότητες οι οποίες δεν ανταποκρινόταν στο ολιγάριθμο της οικογένειας
μου. Στην αφέλεια μου όμως δεν μπορούσα να βγάλω τα αναγκαία
συμπεράσματα. Την παραμονή των Χριστουγέννων ημέρα Τετάρτη, αγόρασα
τρόφιμα αξίας ογδόντα χιλιάδων δραχμών της εποχής (που αντιστοιχούσαν
στην εργασία μιας εβδομάδας) και αποφάσισα κατ' αρχή να τα στείλω στην
μητέρα μου και εγώ να παραμείνω στη Χρυσούπολη για να περάσω τις γιορτές.
Συμπληρωνόταν χρόνος από τον θάνατο του αδελφού μου Νικόλαου και το
ετήσιο μνημόσυνο έγινε από τη μητέρα μου την προηγούμενη Κυριακή.
Άλλαξα όμως γνώμη και αποφάσισα να μεταβώ και εγώ στο χωριό για να κάνω
Χριστούγεννα μαζί με την μητέρα μου. Την απόφασή μου αυτή την ανήγγειλα
στον Αθανάστο Αμαραντίδη που είχε το ραφείο του εκεί κοντά.
«- Ε! όχι και έτσι μου είπε. Δεν έχεις καμιά δουλειά στο χωριό. Μείνε εδώ μαζί
μας. Θα περάσεις καλά, όπως θα περάσουμε και εμείς. Ποιον θα πας να δεις στο
χωριό;
- Όχι Θανάση, θα πάω. Δεν θα καθίσω παρά δύο μέρες και θα επιστρέψω
μεθαύριο.
- Παναγή, μου επανέλαβε, εγώ δεν συμφωνώ. Δεν σου συνιστώ να πας, αλλά
αφού θέλεις να πας, πήγαινε στo καλό και καλή αντάμωση».
'Υστερα από λίγο, αφού πέρασαν περίπου είκοσι λεπτά της ώρας και ενώ το
λεωφορείο της γραμμής ήταν έτοιμο να ξεκινήσει, βλέπω κοντά στο λεωφορείο
τον πεθερό του Θανάση, έναν σεβάσμιο γέροντα η κόρη του οποίου ήταν
γνωστή μου, η γυναίκα του φίλου μου του Δημήτρη Φωτιάδη και με διάφορες
παρακλήσεις άρχισε να μου λέει:
« Παvαγή, είσαι το παιδί μου. Σ' αγαπώ όπως και τα παιδιά μου. Μια χάρη σου
ζητώ λοιπόν, μείνε μαζί μας. Μαζί, σαν μια οικογένεια θα περάσουμε τις
γιορτές. Δεν έχεις καμιά δουλειά πάνω στο χωριό».
Σαν αφελής και πάλι αρνήθηκα να μείνω στην πόλη, μπήκα στο λεωφορείο,
τους αποχαιρέτησα και πήρα το δρόμο για το χωριό. Λίγο όμως έξω από τη
πόλη σαν κινηματογραφική ταινία πέρασαν από το μυαλό μου όλα αυτά τα
συμβάντα. Θυμήθηκα τις αλλεπάλληλες ειδοποιήσεις του Γεωργίου
Αποστολίδη, κομμουνιστή. Θυμήθηκα την ταραχή του Αθανάσιου Αμαραντίδη
ο οποίος όταν του ανέφερα την απόφασή μου ότι θα πάω στο χωριό, απ' την
ταραχή του έπεσε το ψαλίδι από τα χέρια του και τέλος τον συμπέθερό του που
με εκλιπαρούσε να μη πάω στο χωριό. Συνδύασα όλα αυτά, την κοινή τους
πεποίθηση, τον συγγενικό τους δεσμό και αμέσως έβγαλα τα αναγκαία
συμπεράσματα. Από όλα αυτά είδα μια συνωμοσία που σχηματιζόταν σε βάρος
μου, ότι όλοι αυτοί γνώριζαν την συνωμοσία και όλοι τους προσπάθησαν να με
324
σώσουν. Επομένως κινδύνευα και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, τώρα που
πήγαινα στο χωριό. Σκέφθηκα να σταματήσω το λεωφορείο να κατεβώ, αλλά
και πάλι δεν τόλμησα. Στη ζωή του ατόμου υπάρχουν κάποια δευτερόλεπτα της
ώρας που είναι αποφασιστικά για το μέλλον του, αν λοιπόν αυτός κάνει τη
σωστή επιλογή μπορεί να αλλάξει τελικά όλη η ροή της ζωής του.
Με το σούρουπο έφθασα στο χωριό. 'Ηταν 24 Δεκεμβρίου του 1947, ο
χειμώνας ήταν τσουχτερός, είχε χιόνι δέκα με δεκαπέντε πόντους, αλλά
φυσούσε δυνατός αέρας που έκανε το κρύο ακόμη πιο τσουχτερό. Είδα τους
συγχωριανούς μου εκεί με την απορία στα πρόσωπά τους. Αντιλήφθηκα να
αναφέρουν το όνομά μου. Eίvαι o Παναγής έλεγαν. Άραγε ξέρει; Γιατί ήρθε
εδώ; Κατάλαβα ότι κάτι κακό θα μου συνέβαινε, αλλά ήταν πια αργά.
Σχημάτισα την ιδέα ότι βρίσκομαι σε ξένο έδαφος, σε ξένη επικράτεια και ας
ήταν το πατρικό μου χωριό. Δεν μπορούσε όμως να γίνει αλλιώς. Κατέβηκα
από το λεωφορείο, πήρα τα ψώνια και τράβηξα κατ' ευθείαν στο σπίτι μου. Εκεί
έμαθα από τη μητέρα μου για την τραγικότητα της κατάστασης. Οι αντάρτες
μου είπε η μητέρα μου, για να προφυλαχθούν από την δριμύτητα του ψύχους
κοιμούνται πλέον στα γειτονικά μας σπίτια. Την ημέρα λουφάζουν στα σπίτια,
αλλά τα βράδια, μέρα παρά μέρα βγαίνουν στα υπόλοιπα σπίτια μαζεύοντας
τρόφιμα. Αυτός είναι ο λόγος μου είπε η μητέρα μου που ζυμώνω δύο φορές
την εβδομάδα πολλές φορές και τρεις, για να δώσουμε ψωμί στα δύστυχα αυτά
πλάσματα. Γι' αυτό ζητάω από σένα όλο και περισσότερα τρόφιμα, όπως
σιτάρι, αλεύρι και ζάχαρη.
«- Μα μητέρα, της είπα, ξέρεις την κατάσταση που επικρατεί εδώ πολύ καλά.
Γιατί μου παρήγγειλες να έρθω από τη Χρυσούπολη; Τί θα γίνω εγώ τώρα;
- Ησύχασε, μου είπε η μητέρα μου. Δεν διατρέχεις κανένα κίνδυνο. Απόψε
κοιμήσου ήσυχα. Αύριο είναι Χριστούγεννα, έχει ο Θεός ».
Την επόμενη μέρα πήγα το πρωί στη εκκλησία. Παρακολούθησα τη Θεία
Λειτουργία. Λίγο αργότερα από τον εκκλησιασμό με συνάντησε o Χαράλαμπος
Τουρονίδης, μου έδωσε κάτι έντυπα, καταστάσεις χωρικών για την Κοινωνική
Πρόνοια και με παρακάλεσε να καθίσω κάπου και να τα συμπληρώσω. Του
είπα ότι ευχαρίστως θα κάνω τη δουλειά αυτή, αλλά όχι εκείνη την ώρα. Θα τα
συμπλήρωνα το βράδυ με την ησυχία μου. Δεν θυμάμαι αν επισκέφτηκα και
άλλα σπίτια, άλλους φίλους μου. Η ημέρα αυτή κρύα και τσουχτερή με χιόνια
και γερή ψύχρα πέρασε χωρίς κανένα ανεπιθύμητο για μένα γεγονός και το
βράδυ νωρίς-νωρίς, ακόμη με το φως της ημέρας, κλείστηκα στο σπίτι μου.
Μαζί με τη μητέρα μου βάλαμε αρκετές πέτρες πίσω στη πόρτα, γιατί δεν
είχαμε κλειδιά και ανεβήκαμε πάνω στη κάμαρα για το δείπνο. Σχεδόν
ταυτόχρονα τα σκυλιά της γειτονιάς άρχισαν τα αλλεπάλληλα γαβγίσματα,
σημάδι ότι ξένος κόσμος, αντάρτες στην περίπτωση αυτή χτυπάνε τις πόρτες
για τρόφιμα.
Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά και φοβερά χτυπήματα ακούστηκαν στην
πόρτα του σπιτιού μου. Η μητέρα μου πετάχτηκε αμέσως πάνω, πήρε δύο-τρία
ταψιά ψωμί που θα αναλογούσαν σε δέκα κιλά περίπου και κατά το
συνηθισμένο της τρόπο άρχισε να τα ρίχνει από το παράθυρο. Αυτό όμως δεν
άρεσε στους αντάρτες και μάλιστα ένας της είπε:
«- Γιαγιά, εσύ πάντοτε έτσι κάνεις. Μας ρίχνεις από το παράθυρο τα ψωμιά σαν
325
να είμαστε σκυλιά.
- Όχι παιδιά μου, τους είπε, η μητέρα μου. Είμαι μόνη και φοβάμαι να βάλω
άντρες στο σπίτι μου και μάλιστα νύχτα. Σας παρακαλώ όμως μην ανεβείτε πάνω
και αυτή τη βραδιά και άλλες φορές θα σας ανοίξω την πόρτα.
- Γιαγιά, της είπε ο αντάρτης, εγώ είμαι στην ηλικία του παιδιού σου και εσύ
είσαι η μητέρα μου αυτή τη στιγμή. Φοβάσαι από το παιδί σου;
Ενώ ο άλλος αντάρτης συμπλήρωσε:
- Ποιον έχεις επάνω και δεν μας ανοίγεις την πόρτα;
- Δεν έχω κανένα, είπε η μητέρα μου. Τί άλλο θέλετε να σας δώσω παιδιά μου;
- Φέρε της είπαν και άλλα ψωμιά, ζάχαρη, μάλλινες κάλτσες, τσαρούχια και ό,τι
άλλο καταλαβαίνεις ».
Τους έδωσε αρκετά τρόφιμα η μητέρα μου ενώ συγχρόνως όταν τα
κουβαλούσε μου έλεγε για να με παρηγορήσει:
« Είναι αντάρτες στην πόρτα Παναγή. Μη φοβάσαι ».
Εγώ έμεινα αποσβολωμένος στο τζάκι του σπιτιού. Μάζεψα τα έντυπα που
συμπλήρωνα. Ζώστηκα καλά ένα μάλλινο κασκόλ έτσι για ζεστασιά για καλό
και για κακό. Σηκώθηκα πάνω όλο αμηχανία. Περίπτωση απόδρασης δεν
υπήρχε. 'Ημουν στο έλεος των ανταρτών. 'Εβλεπα όμως ότι τα λεπτά
περνούσαν και οι αντάρτες δεν κάνανε καμία προσπάθεια να ανεβούν στο σπίτι.
'Ετσι πήρα θάρρος και με χίλιες δύο προφυλάξεις πήγα κοντά στο παράθυρο για
να δω τι άνθρωποι είναι αυτοί.
Εκεί είδα ένα αντάρτη, ο τελευταίος που είχε απομείνει, να περνά από το
παράθυρο που η μητέρα μου έριχνε τα τρόφιμα, να τα βάζει στο σακίδιό του
και πηδώντας να κατευθύνεται στα άλλα σπίτια. 'Υστερα από αυτό η μητέρα
μου μου είπε ότι ο κίνδυνος πέρασε και πως τώρα ελεύθερα μπορώ να
καταγίνομαι με τα γραπτά μου και να μείνω στο χωριό όσες μέρες θέλω. Εγώ
όμως φοβήθηκα πολύ. Δεν τόλμησα να παραμείνω άλλο στο σπίτι, πήγα στον
αχυρώνα, εκεί άνοιξα μια λακκούβα σε παλιές χωνεμένες κοπριές από κατσίκια
και μπήκα μέσα να κρυφτώ και να περάσω την βραδιά μου. Λουφάζοντας
λοιπόν εκεί πέρασε η νύχτα.
Την άλλη μέρα το πρωί ετοιμάστηκα γρήγορα, πήρα κάτι ρούχα μαζί μου
και ξεκίνησα για το δημόσιο δρόμο από όπου θα περνούσε το λεωφορείο της
γραμμής για να κατεβώ στη Χρυσούπολη και να απομακρυνθώ από τον άμοιρο
αυτό τόπο. Η μητέρα μου με συνόδεψε μέχρι το Δημόσιο δρόμο. Σε ένα στενό
πέρασμα του δρόμου, ξαπλώθηκε μπροστά μου και με φωνή κλαψιάρικη μου
είπε:
«- Παvaγή, πάτα απάνω μου να περάσεις, Δεν με λυπάσαι; Πού μ' αφήνεις μόνη;
- Φύγε από τη μέση, της είπα άγρια. Εξαιτίας σου λίγo ακόμη και θα με άρπαζαν
οι αντάρτες
Σηκώθηκε και ήρθε μαζί μου μέχρι το λεωφορείο και επέστρεψε στο σπίτι
χωρίς να ξέρει ή να φαντάζεται τι δεινά θα πάθαινα από τους αντάρτες εξαιτίας
της. Αλλά γι' αυτά θα μιλήσω αργότερα. 'Οταν κατέβηκα στη Χρυσούπολη είδα
όλη τη συντροφιά των φίλων μου να με περιμένει. Αλλά πριν να με
χαιρετήσουν, ο συμπέθερος του Θανάση ο Μπαρμπακώστας μου είπε:
«- Παναγή πρώτα να πλύνεις τα σώβρακα και μετά να έρθεις».
326
Αρχές του 1948, λίγο πριν εκκενωθεί το χωριό μας για το φόβο των
ανταρτών, με ειδοποίησε ο αδελφός μου ο Λευτέρης ότι με ζητούν στην
Αστυνομία του Κεχροκάμπου. Δεν ήξερα τους λόγους και προσπάθησα από τον
Λευτέρη να μάθω κάτι σχετικό με την αιτία της πρόσκλησής μου, αλλά
στάθηκε αδύνατο, ο Λευτέρης δεν ήξερε ή μάλλον απέκρυψε τους λόγους.
Παρουσιάστηκα στον αστυνομικό σταθμάρχη του Κεχρόκαμπου και ζήτησα να
μάθω τους λόγους της πρόσκλησής μου.
« Δεν συμβαίνει τίποτα το σοβαρό, τουλάχιστον μέχρι αυτή την ώρα, μου
απάντησε ο ενωμοτάρχης. Έμαθα από τον αδελφό σου τον Λευτέρη ότι ένας από
τους λόγους που δεν περνάς από τον Σταθμό στα αλλεπάλληλα ταξίδια σου από
εδώ για τη Λεκάνη, είναι ότι σε έχουν για αριστερό ή φιλοαριστερό και γι' αυτό
διστάζεις. Από τη πλευρά μας, επανέλαβε το όργανο, δεν έχουμε τέτοια πρόθεση.
Φθάνει εσύ να μη μας δώσεις αφορμή για τα φρονήματά σου. Με την ευκαιρία
σου συνιστώ να είσαι πάντα συντηρητικός και εθνικόφρονας και να εργάζεσαι για
την επικράτηση της συντηρητικής παράταξης ».
Τί είχε συμβεί; Απλούστατα ο Λευτέρης μη μπορώντας να με
δικαιολογήσει, γιατί δεν περνάω από την Αστυνομία, είπε ότι ο κόσμος με έχει
για αριστερό και ίσως αυτός είναι ο λόγος που απέφευγα να επισκεφθώ την
αστυνομία. Ευτυχώς δεν δόθηκε έκταση στο συμβάν, δεν είχα συνέπειες για την
αφροσύνη του αδελφού μου, αλλά δεν ήταν και η μόνη ανάλογη περιπέτεια που
γεύτηκα..
Στη Χρυσούπολη έμενα με ενοίκιο σε ένα δωμάτιο μιας εντόπιας
οικογένειας, λίγο έξω, στο δρόμο προς την Καβάλα. Τα οικονομικά της
οικογένειας δεν ήταν καλά. Στερούνταν ακόμη και τα στοιχειώδη για την
διατροφή τους. Πολλές φορές ζητούσαν από μένα βοήθεια σε είδη διατροφής ή
σε χρήματα, χώρια από το ενοίκιο που τους έδινα και το οποίο πάντοτε από
φόβο μήπως μου κάνουν έξωση, το προκατέβαλα στην αρχή του μήνα.
Βλέποντας η νοικοκυρά μια μέρα ότι αγόρασα ένα τσουβάλι ζάχαρη που το
έφερα στο δωμάτιό μου και ετοιμαζόμουν να το στείλω στο χωριό, μου είπε:
«- Παναγή, αύριο θα ψήσω τσουρέκια και χρειάζομαι λίγη ζάχαρη. Μπορώ να
πάρω από το σακί »;
Δεν της απάντησα, μάλιστα έκανα ένα ιδιαίτερο σημάδι, δηλαδή έναν κόμπο
στο άνοιγμα του σακιού, για να είναι πλέον εμφανής η τυχόν παραβίαση του.
'Οταν την επόμενη μέρα είδα το σακί ότι είχε παραβιαστεί και κατά πρόχειρο
υπολογισμό έλειπε μία μικρή ποσότητα ζάχαρης δύο- τριών κιλών, δεν είπα
τίποτα, αποφάσισα όμως να βρω ένα άλλο δωμάτιο και να φύγω από το σπίτι
αυτό που με έκλεβαν πια φανερά. Το σημάδι αυτό που έκανα στο σακί ή
μάλλον την παγίδα αυτή που έστησα τότε, δεν την επανέλαβα σε όλη την
κατοπινή μου ζωή.
Με την φυγή μου από χωριό κάτω από τις γνωστές και τραγικές συνθήκες,
πήρα μια ιδέα για την πραγματικότητα που επικρατούσε στη περιοχή μας από
πλευράς Δημόσιας Ασφάλειας. Αμφότερα τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα
προέβαιναν σε εσπευσμένες προετοιμασίες για την τελική αναμέτρηση. Σχεδόν
καθημερινές ήταν όχι μόνο σε όλη την Ελλάδα αλλά και στην περιοχή μας οι
βίαιες επιστρατεύσεις από τη πλευρά των ανταρτών, οι σποραδικές κατατάξεις
στις τάξεις τους εθελοντικά κυρίως από την Καβάλα, ενώ από την άλλη πλευρά
327
όσοι δεν επιστρατεύονταν επισήμως από το κράτος ή κατατάσσονταν στα
τάγματα του Αντών Τσαούς ή επάνδρωναν τα Δημοσυντήρητα τάγματα των
πόλεων. Πολυβολεία αναγείρονταν στις εισόδους των πόλεων και σε άλλα
καίρια σημεία, συμπλοκές σημειώνονταν τακτικά μεταξύ των αντιμαχόμενων
παρατάξεων, η ζωή είχε παραλύσει και μόνο το εμπόριο κινούνταν κάπως
ικανοποιητικά. Μέσα σ' αυτή την κατάσταση προσπάθησα να απαγκιστρωθώ
από την 'Ενωση του Συνεταιρισμού, ψάχνοντας αλλού για δουλειά 'Ετσι κατά
τα τέλη Αυγούστου του 1947 υπέβαλα αίτηση συμμετοχής στο διαγωνισμό
πρόσληψης της Εθνικής Τράπεζας στην Θεσσαλονίκη. Στον διαγωνισμό όμως
που διεξάχθηκε στην Θεσσαλονίκη απέτυχα, δεν είχα γράψει ένα πρόβλημα
αριθμητικής και απέτυχα τελείως στην ξένη γλώσσα. 'Εδωσα στον διαγωνισμό
κρυφά από την υπηρεσία μου, κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη, έλαβα μέρος στον
διαγωνισμό και την επόμενη μέρα ήμουν και πάλι στη Λεκάνη στην εργασία
μου. 'Ετσι, όταν ο προϊστάμενος της 'Ενωσης Συνεταιρισμών, Φασούλας,
προσπάθησε να με αιφνιδιάσει την τρίτη ημέρα, ίσως είχε κάτι υποψιαστεί, με
βρήκε στην θέση μου. Η αποτυχία μου αυτή δεν απέβη μοιραία για μένα, είχε
όμως μεγάλη επίδραση στο μέλλον μου. Δεν απελπίστηκα όμως δεν απογοητεύτηκα, συνέχισα τη μελέτη με την ελπίδα ενός καλύτερου μέλλοντος.
Δεν μπόρεσα να παραμείνω όμως έστω και λίγες μέρες -τις μέρες των
εορτών- στην Χρυσούπολη, δεν είχα κανένα, τα γραφεία ήταν κλειστά λόγω
εορτών και έτσι πήρα την απόφαση να φύγω για την έδρα μου στην Λεκάνη.
Για την μετάβασή μου αυτή ενημέρωσα την μητέρα μου, όταν την
αποχαιρέτησα στο χωριό.
Στην Λεκάνη όπου πήγα λίγο αργότερα, έμαθα τις πιέσεις και τις
περιπέτειες που δοκίμασε η μητέρα μου για την δραπέτευση μου από το χωριό,
μέσα απ' τα χέρια των ανταρτών. Καθώς έμαθα, ένας από τους συγχωριανούς
μου μετά την αναχώρησή μου από το χωριό, ειδοποίησε αμέσως τους αντάρτες
οι οποίοι με αναζητούσαν και πριν επίμονα , ότι o Παναγής ήρθε και μάλιστα
βρίσκεται στο σπίτι του, γιατί με είχαν δει το πρωινό της αναχώρησης μου.
Αυτός ήταν και ο λόγος της έκπληξης των συγχωριανών μου, όταν με είδαν την
παραμονή των Χριστουγέννων στο χωριό, ενώ ήξεραν πολύ καλά, ότι οι
αντάρτες προσπαθούσαν να με βάλουν στο χέρι.
Το ίδιο βράδυ που αναχώρησα από το χωριό μου, το σπίτι μου
αποκλείστηκε από ομάδα ανταρτών, ενώ μερικοί από αυτούς όπως ο Δαμιανός,
o Κώστας από το Μακρυχώρι και ο Τόλης από τον Γέροντα μπήκαν στο σπίτι
παραβιάζοντας την πόρτα. Οι θεατρινισμοί της μάνας μου δεν είχαν κανένα
αποτέλεσμα, καθώς οι αντάρτες με αναζητούσαν επίμονα και την ίδια στιγμή
ερεύνησαν το σπίτι. 'Εψαξαν παντού, ακόμη και μέσα σε ένα βαθύ βαρέλι στο
οποίο τοποθετούσαμε τα τουρσιά. Άρχισαν τότε να κακοποιούν την μητέρα μου
ζητώντας από αυτήν τον τόπο απόκρυψης και το κρησφύγετό μου:
«- Δεν είναι εδώ ο Παναγής, τους είπε. Έφυγε σήμερα το πρωί στη Χρυσούπολη.
Μου είπε ότι την Τρίτη θα φύγει για τη Λεκάνη. Φυλάξετε τον δρόμο και πάρτε
τον από εκεί ».
'Ετσι η μητέρα μου πρόδωσε τις κινήσεις μου και οι αντάρτες αν είχαν λίγη
τόλμη θα με συλλάμβαναν στο λεωφορείο της γραμμής. Να γιατί κανείς δεν
πρέπει να δίνει σε οποιονδήποτε και ακόμη περισσότερο στους δικούς του,
328
πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις του. 'Υστερα από αρκετή ώρα άκαρπης
έρευνας στο σπίτι μου, οι αντάρτες επιδόθηκαν στην άγρια αρπαγή των
αντικειμένων που βρισκότανε ακόμη στο σπίτι μας, ότι δηλαδή μας είχε
απομείνει ύστερα από τον πόλεμο, την κατοχή και από τον ανταρτοπόλεμο.
'Υστερα στράφηκαν και πάλι κατά της μητέρας μου, την πίεσαν, την
έβρισαν επειδή δήθεν με απέκρυψε και αναχώρησαν άπρακτοι μαζί με τα
κλοπιμαία. Ο καθένας αντιλαμβάνεται τι είχα να πάθω, αν είχα προδοθεί από
την συγχωριανή μου, λίγες ώρες πριν φύγω από το χωριό μου. Δεν μπόρεσα να
μάθω τα αίτια της αναζήτησης μου και της σχεδιαζόμενης απαγωγής μου. Αυτή
απέβλεπε άραγε στην εξαφάνισή μου, ή ήθελαν να με χρησιμοποιήσουν για την
διαφώτιση του κόσμου; Ακόμη και ύστερα από είκοσι χρόνια, το 1965 όταν
βρισκόμουν στην Σόφια, συναντήθηκα εκεί με έναν από τους διώκτες μου, τον
Δαμιανό από το Κεχρόκαμπο. Εκεί, στο σπίτι του ζήτησα επίμονα να μου πει
για ποιο σκοπό με ψάχνανε, αλλά στάθηκε αδύνατο να πάρω θετική απάντηση.
« Άστα Παναγή, μου είπε, άφησε τα περασμένα, μην τα θυμάσαι ».
Την επόμενη βραδιά οι αντάρτες ήρθαν και πάλι στο σπίτι μου. 'Εκαναν μια
νέα προσπάθεια για να με βρουν, έψαξαν παντού, στα δωμάτια, στην οροφή,
στο μαντρί, αλλά στάθηκε αδύνατο να με εντοπίσουν, γιατί έλειπα. 'Οταν και
πάλι ύστερα από την άκαρπη αυτή προσπάθειά τους δεν με βρήκαν, στράφηκαν
στην κατάσχεση των δύο βοδιών που είχαμε στο μαντρί. Πήραν ένα σχοινί,
μπήκαν στο μαντρί, πήραν τα δύο βόδια και ετοιμάστηκαν να τα οδηγήσουν
στα λημέρια τους. Μέσα στους αντάρτες όμως, η μητέρα μου αναγνώρισε τον
Κώστα τον Αποστολίδη από το το διπλανό χωριό, την Κωνσταντινιά όπου πριν
από λίγους μήνες έκανα τον κοινοτικό δάσκαλο στα παιδιά του Δημοτικού
Σχολείου.
«- Κώτσο, του είπε η μάνα μου, πώς τολμάς και παίρνεις το βιος του Παναγή;
Δεν έφαγες ποτέ μαζί του; Δεν σε βοήθησε πουθενά; Δεν τον γνωρίζεις; Γιατί
παίρνεις τα βόδια του;
- Θειά μου, της είπε ο Κώτσος, τον Παναγή τον γνωρίζω καλά. Είναι αλήθεια ότι
έφαγα πολλές φορές μαζί του. Αλλά είναι πολύ δύσκολο να σώσω τα βόδια του.
Θα προσπαθήσω όμως ».
Αμέσως συνεδρίασε η ολομέλεια της ομάδας, για την παράκληση της
μητέρας μου και τελικά αποφάσισαν να αφήσουν τα βόδια.
«- Ας αφήσουμε την περιουσία του φτωχού, ακούστηκε να λέει ο Κώτσος ».
'Ετσι η γνωριμία μου, οι τρόποι μου και προπάντων η ανεκτικότητά μου σε
όλους, έσωσαν και αυτή την φορά την κατάσταση. Είναι αλήθεια ότι τον
Κώτσο τον γνώριζα καλά. Αστειευόμουνα μαζί του, κάναμε πλάκα μεταξύ μας,
συζητούσα μ' αυτόν για τις επιθυμίες του και θυμάμαι ότι λίγο πριν αυτός βγει
στο βουνό του πρόσφερα ένα ούζο στο καφενείο του χωριού του.
Την Πρωτοχρονιά την πέρασα στη Λεκάνη, στο σπίτι του Πολυχρονίδη.
Θυμάμαι πως την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ανέλαβα τα καθήκοντα του
οικοδεσπότης και προέβαινα στα φιλοδωρήματα των παιδιών που έψαλλαν τα
κάλαντα. Τελικά αγόρασα και ένα σακί πατάτες για τα φιλοδωρήματα των
παιδιών.
Εκεί έμαθα αόριστα τις περιπέτειες του σπιτιoύ μου έτσι όπως την εξέθεσα
παραπάνω. Πέρασε η Πρωτοχρονιά και επιδόθηκα στην καταγραφή των
329
περιουσιακών στοιχείων των Συνεταίρων. Την επόμενη ημέρα των Φώτων,
αφού αποχαιρέτησα τον καλό μου νοικοκύρη, πήρα τον δρόμο για την Καβάλα
μέσω Πλαταμώνα με το λεωφορείο της γραμμής.
Δεν μπορούσα να φανταστώ, όταν κατέβηκα στον Πλαταμώνα, ότι εκείνη η
ημέρα στις 7 Ιανουαρίου του 1948 θα ήταν για μένα μια σημαδιακή μέρα
γεμάτη αγωνίες και εκπλήξεις. 'Οταν κατέβηκα στο χωριό αντιλήφθηκα αμέσως
ένα κύμα απειλών και αδιαφορίας των χωρικών, ιδιαίτερα των Συνεταίρων.
Είχε προηγηθεί από μένα πριν είκοσι μέρες περίπου, η προεξόφληση των
γραμματίων των προμηθειών ζωοτροφών από την 'Ενωση στην ΑΤΕ
Χρυσούπολης. 'Ετσι λοιπόν με την χρέωση των μεριδίων τους παρά της ΑΤΕ
Χρυσούπολης τα ποσά που έπρεπε να πάρουν ως δάνεια είχαν σχεδόν
εξανεμιστεί. Οι ίδιοι υπέγραψαν τα γραμμάτια για τις οφειλές τους για
ζωοτροφές, αλλά τους κακοφάνηκε το γεγονός ότι τα προεξόφλησα στην
Τράπεζα για να πάρει η 'Ενωση τα χρήματά της και τα έβαλαν με μένα.
Μάλιστα ένας χωρικός o Κ. γνωστός από διάφορες φήμες για την αισχρή
διαγωγή του κατά το διάστημα της Κατοχής, για μια στιγμή, όταν του ζήτησα
το λόγο της ψυχρότητας και προσπάθησα να του δώσω εξηγήσεις για την
προεξόφληση των γραμματίων, μου είπε μπροστά σε όλους τους χωρικούς:
« Παναγή μην μιλάς καθόλου. Έγινες αιτία και τα Χριστούγεννα δεν έφαγα λάδι.
Που θα μου πας όμως, έφθασε η τελευταία σου ώρα. Κοιτάξτε τον, είπε στους
χωρικούς, είναι δικός μας δήθεν και μας εκμεταλλεύεται ».
Κατάλαβα ότι η κατάστασή ήταν κρίσιμη και υπήρχε για μένα μεγάλος
κίνδυνος. Περιφερόμουν ανάμεσα στους χωρικούς και πήγαινα από το ένα
καφενείο στο άλλο, χωρίς να είχα κανένα φίλο να εμπιστευθώ την κατάστασή
μου ή έναν καλής θέλησης άνθρωπο να ζητήσω βοήθεια. Στο χωριό ήταν όλοι
στο πόδι. Βέβαια ήταν η γιορτή του Αγίου Ιωάννη, αλλά και εργάσιμη μέρα να
ήταν, ο κόσμος δεν είχε καμία δουλειά να κάνει, λόγω του χειμώνα.
Κατά το μεσημέρι πέρασε από το χωριό μια διμοιρία εβδομήντα ως εκατό
ανδρών των καταδιωκτικών αποσπασμάτων του Αντων Τσαούς, που το
αποτελούσαν χωροφύλακες άνευ θητείας. Επιδόθηκαν στα γλέντια και στα
φαγοπότια, ενώ μερικές κοπέλες του χωριού έκαναν παρέα με τους άνδρες του
αποσπάσματος στις παρόδους και στα απόκεντρα μέρη. Καθώς έμαθα εκ των
υστέρων, εκδίδονταν στους άνδρες του αποσπάσματος με χρηματική αμοιβή.
Μέσα στον κυκεώνα αυτόν συνάντησα ένα μικροπωλητή από το Μακρυχώρι,
τον Γιώργη. Του εμπιστεύθηκα τους φόβους μου. Δεν με διέψευσε, ούτε και με
ενθάρρυνε. Του ζήτησα να με πάρει μαζί του στο Μακρυχώρι, εξέφρασε όμως
αμφιβολία, για το αν θα μπορούσε να με σώσει από τα χέρια των διωκτών μου,
οι οποίοι όπως μου είπε με παρακολουθούσαν άγρυπνα και θα είναι μου είπε το
μόνο εύκολο να σε απαγάγουν ευθύς μόλις βγεις έξω από το χωριό. Πρέπει μου
είπε να κρυφτείς μέσα στο χωριό, στο σπίτι ενός έμπιστου ανθρώπου.
Περιφερόμουν άσκοπα μέσα στο χωριό, δεν απομακρυνόμουν από την πλατεία
και τα καφενεία και πρόσεχα τις κινήσεις των διωκτών μου, ιδιαίτερα του Λ. Κ.
Δεν μπόρεσα να εξακριβώσω, αν στην προσπάθειά του να με εξαφανίσει, είχε
και συνεργούς.
Τότε κατά το μεσημέρι και ενώ συζητούσα με τον μικροπωλητή Γιώργο, με
πλησίασε η Κίτσα μια κοπέλα 19 περίπου χρονών, ανιψιά από αδελφή του
330
συγχωριανού μας Παύλου Σεϊτανίδη. Η μητέρα της η Ανθή είχε ήδη πεθάνει, o
πατέρας της ο Γιώργης έλειπε στη Χρυσούπουλη την μέρα εκείνη και με
προσκάλεσε για γεύμα το μεσημέρι στο σπίτι της.
«- Όχι Κίτσα, της είπα. Δεν έρχομαι σπίτι, σ' ευχαριστώ.
- Παναγή, μου είπε, σε θέλω για το καλό σου. Σε γνωρίζω, είσαι χωριανός της
μητέρας μου, μην κάνεις τον ακατάδεκτο, έλα στo σπίτι».
Δεν πήγα και συνέχισα την συζήτηση με τον Γιώργο. Είναι αλήθεια ότι και
αυτός τότε με παρότρυνε να πάω στο σπίτι της κυρίως για ασφάλεια, αλλά
αρνήθηκα. 'Υστερα από δύο ώρες, κατά τις 4 το απόγευμα η Κίτσα ήρθε και
πάλι παρακαλώντας με να πάω στο σπίτι της, για το καλό μου όπως μου έλεγε.
Αρνήθηκα και πάλι, διότι όπως σκεφτόμουνα δεν είναι σωστό παλικάρι εγώ να
πάω στο σπίτι κοριτσιού για να με περιθάλψει. Τί θα έλεγε ο κόσμος;
Δεν είχα συνειδητοποιήσει το μέγεθος του κινδύνου που διέτρεχα. Καθώς
αποδείχθηκε αργότερα, όταν ύστερα από μέρες συνάντησα τη Κίτσα, είχε μάθει
και αυτή τη σχεδιαζόμενη δολοφονία μου και προσφέρθηκε να με κρύψει. Δεν
μου το είπε όμως ανοιχτά για λόγους πρόνοιας.
Τέλος μετά μία ώρα έστειλε την αδελφή της, με βρήκε στα καφενεία και
ικετευτικά με παρότρυνε να πάω στο σπίτι τους, γιατί με ζητούσε η αδελφή της.
Αρνήθηκα και πάλι να πάω. Το κοριτσάκι έφυγε. Εγώ άρχισα να μετανιώνω για
τη στάση μου αυτή απέναντι στη Κίτσα. Η κοπέλα με γνώριζε από το χωριό.
'Ημουν συγχωριανός με τη μητέρα της, με λυπήθηκε, πόνεσε η καρδιά της και
προσφέρθηκε ολόψυχα να με σώσει. Την αφέλειά μου, την βραδύνοιά μου και
την υποτίμηση του μεγέθους του κινδύνου, παρ' ολίγο τότε να την πλήρωνα με
την ζωή μου.
Εν τω μεταξύ το απόσπασμα έφυγε από το χωριό. Βράδιασε, οι άνδρες του
χωριού συγκεντρώθηκαν στο καφενείο του Παπαδόπουλου, σχημάτισαν ομάδες
Μαύδων και άρχισαν όλοι να ξεκινούν για τις θέσεις τους μέσα και έξω από το
χωριό για να στήσουν ενέδρα κατά των ανταρτών.
Προηγουμένως είχα εκμυστηρευθεί τους φόβους μου και τις υποψίες μου
στον Πρόεδρο του Συνεταιρισμού Μιλτιάδη Δημητριάδη, ζήτησα την
προστασία του, αλλά απέφυγε να μου την παράσχει. Ούτε διέψευσε τους
φόβους μου, ούτε με ενθάρρυνε. Με άφησε μετέωρο. Είναι δύσκολο να
καταλάβει κανείς την θέση μου. Μέσα σε εχθρικό περιβάλλον, χωρίς
συμπαράσταση, χωρίς καμία βοήθεια, στο ύπαιθρο, πάνω από σαράντα
χιλιόμετρα από την πόλη, με χιόνι δέκα ως δεκαπέντε πόντους παγωμένο και με
τσουχτερό κρύο, να ζητώ φιλοξενία.
«- Παιδιά τους είπα, εσείς πηγαίνετε για ενέδρες, εμένα που με αφήνετε;
Καταλαβαίνετε την θέση μου. Ήρθα στο χωριό για δουλειά δική σας. Σας
παρακαλώ, δώστε μου στέγη να περάσω τη βραδιά μου, αλλιώς δώστε μου ένα
όπλο, να έρθω να φυλάξω μαζί σας. Αλλά μη με αναγκάσετε να κοιμηθώ σε
κανένα αχυρώνα και το πρωί με ανακηρύξετε ύποπτο».
Κανείς δεν αποκρίθηκε. Στον Παπαδόπουλο τον καφετζή εξέθεσα την θέση
μου, άλλωστε την ήξερε καλύτερα από μένα, αλλά απέφυγε να μου παράσχει
βοήθεια, λέγοντας ότι κάποιος χωρικός θα βρεθεί να με περιθάλψει στο τέλος.
Αφού αναχώρησαν όλοι για τις θέσεις τους και ενώ φυλαγόμουν από τον
Λ.Κ. και παρακολουθούσα τις κινήσεις του, πήγα και χτύπησα την πόρτα του
331
Γεώργιου Παϊραμίδη για φιλοξενία. Το σπίτι ήταν κλειστό, η πόρτα
παραβιασμένη, οι νοικοκυραίοι έλειπαν στην Αθήνα γιατί η γυναίκα του η
Σουμέλα, ήταν σοβαρά άρρωστη.
'Εφυγα από εκεί. Δεν ήξερα την τοποθεσία του σπιτιού της Κίτσας να ζητήσω
φιλοξενία. Στάθηκα πίσω από ένα τοίχο σκεπτόμενος την τύχη μου. Χωρίς
στέγη, χωρίς προσφορά φιλοξενίας από κανένα, με κρύο διαπεραστικό και επί
πλέον αντιμετωπίζοντας μεγάλο κίνδυνο από τον Λάζαρο.
Πήρα την απόφαση να ζητήσω φιλοξενία στο σπίτι του προέδρου του
Συνεταιρισμού, Μιλτιάδη. Δεν είχα ενθαρρύνσεις από τον ίδιο, δεν μου την
προσέφερε, αλλά μπροστά στον κίνδυνο αποφάσισα να μεταχειρισθώ το ψέμα
για την τακτοποίησή μου τη βραδιά εκείνη.
Πήγα στο σπίτι του, το ήξερα γιατί είχα πάει και άλλες φορές πριν από
μέρες, χτύπησα την πόρτα ελαφρά με μία πέτρα. Βγήκε στο παράθυρο η
γυναίκα του.
« Σε παρακαλώ, της είπα, είμαι ο γραμματέας ο Παναγής. Έμεινα έξω, κάνει
κρύο διαπεραστικό, με έστειλε ο Μιλτιάδης να περάσω τη βραδιά μου. Ανοιξέ
μου σε παρακαλώ. Δεν θα σε επιβαρύνω σε τίποτα, μια στέγη ζητώ. Το πρωί θα
φύγω».
Η γυναίκα δέχθηκε. Κατέβηκε και μου άνοιξε την πόρτα. Την έκλεισε αφού
μπήκα στο σπίτι με κάτι μεγάλες πέτρες πίσω από την πόρτα.
« Βάλε της είπα και άλλες πέτρες στην πόρτα, μην την ανοίξεις σε κανένα, με
κυνηγούν, της είπα, να με σκοτώσουν. Αν με ζητήσουν, να αρνηθείς την παρουσία
μου. Κινδυνεύω από τον Λ.
- Παναγή, να είσαι ήσυχος στο σπίτι μου. Δεν ανοίγω σε κανένα, στην ανάγκη θα
σε κρύψω. Μη φοβάσαι ».
Η γυναίκα αυτή κατάγονταν από την Τραπεζούντα, που διακρίνονται για τα
αυστηρά τους ήθη σε αντίθεση με τους συγχωριανούς της Νικοπολίτες που τα
ήθη τους ήταν λίγο πιο χαλαρά, όπως έλεγαν τότε.
'Οταν μπήκα στο σπίτι, ένα βάρος έφυγε από πάνω μου, αισθάνθηκα κάποια
ανακούφιση, ένιωσα ασφάλεια, αλλά ευθύς αμέσως με πήρε το παράπονο.
Σκέφτηκα ότι την ώρα αυτή στο σπίτι μου στο Σκοπό, είκοσι χιλιόμετρα πιο
πέρα η μητέρα μου φιλοξενούσε πιθανό δέκα ίδως και παραπάνω αντάρτες και
εγώ βρίσκομαι στην ανάγκη να ζητήσω από άλλους φιλοξενία. Εάν δεν
φύλαγαν το χωριό οι Μάυδες (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου) και εάν δεν
φοβόμουν την καταδίωξη των ανταρτών, δεν θα δίσταζα καθόλου να διανύσω
την απόσταση αυτή με τα πόδια μόνος μου και να πάω στο σπίτι μου να
κοιμηθώ.
Παρακάλεσα τη γυναίκα, μου έφερε μια λεκάνη νερό, πλύθηκα, άλλαξα
εσώρουχα τα οποία είχα ήδη αγοράσει πριν από λίγη ώρα από τον μικροπωλητή
τον Γιώργη, καθαρίστηκα διότι είχα κολλήσει ψείρες από τα καφενεία και δεν
ήταν σωστό να τις μεταδώσω στην φιλόξενη νοικοκυρά και χωρίς να φάω
τίποτα, δεν είχα άλλωστε όρεξη, ήμουν από το πρωί με ένα τσάι από τη
Λεκάνη, έπεσα στο κρεβάτι. Δεν με πήρε καθόλου ο ύπνος. Πέρασα άγρυπνος
όλη τη νύχτα από τον φόβο του Λ.
Ξημέρωσε. Σηκώθηκα, νίφτηκα και ετοιμάστηκα για το ταξίδι της
332
επιστροφής στην Καβάλα. Τότε ήρθε στο σπίτι του ο Μιλτιάδης και εξέφρασε
την έκπληξή του. Παίνεσε την προνοητικότητά μου, του αγριομίλησα όμως,
λέγοντας του:
«- Τί ήταν αυτό που μου έκανες Μιλτιάδη; Ο Λ. με κυνηγά, κινδυνεύω, σε
ενημερώνω και εσύ σαν να είσαι συμμέτοχος ούτε με ενθαρρύνεις, ούτε με
καλύπτεις. Όχι μόνο δεν μου πρόσφερες τη στέγη σου για να με κρύψεις, αλλά
σήκωσες αδιάφορα και τους ώμους σου. Αυτό δεν σε τιμά.
- Παναγή, έκανες πολύ καλά να έρθεις στο σπίτι μου. Δεν σου το πρότεινα, γιατί
φοβόμουν τον Λ. Σε έψαχνε όλη την νύχτα. Δεν υποψιάστηκε καθόλου, αλλά ούτε
και εγώ ότι μπορούσες να ζητήσεις φιλοξενία στo σπίτι μου. Δεν ήξερα τίποτα για
την τύχη σου χθες βράδυ».
Δεν ξέρω αν η γυναίκα του αντιλήφθηκε τότε το ψέμα που της είπα ότι με
έστειλε ο Μιλτιάδης για φιλοξενία. Δεν υπήρχε καιρός και χάσιμο.
Συμπλήρωσα στο πόδι κάτι καταστάσεις περιουσιακών στοιχείων με τη
βοήθεια του Μιλτιάδη και του Παπαδόπουλου που ήρθε εν τω μεταξύ,
κατέβηκα στο δρόμο, πήρα το λεωφορείο της Λεκάνης και τράβηξα για την
Καβάλα μακριά από τον αφιλόξενο αυτό τόπο.
Φθάνοντας στην Καβάλα ενημέρωσα για την περιπέτειά μου αυτή τον
Διευθυντή της 'Ενωσης. Τον παρακάλεσα να μου δώσει διπλάσια δουλειά και
να εξυπηρετήσω περισσότερους συνεταιρισμούς, αρκεί να μη με στείλει πάνω
στα χωριά, ύστερα μάλιστα από την εμπειρία μου αυτή. Σταυροκοπήθηκε ο
άνθρωπος, δεν πίστευε στα λόγια μου. Φώναξε αμέσως τον Μιχάλη τον λογιστή
της 'Ενωσης ο οποίος καταγόταν από τον Πλαταμώνα και τον ρώτησε τη γνώμη
του γ’ αυτά που υπέφερα και που μόλις είχα καταγγείλει:
« Μάλιστα κ. Διευθυντά, είπε ο Μιχάλης Θεοφανίδης. Έχει δίκιο o Παναγιώτης.
Τα πράγματα είναι έτσι ακριβώς όπως τα αναφέρει. Όλοι οι καλοί έχουν φύγει
από τα χωριά μας, τώρα απέμειναν πια μόνο τα κατακάθια. Είναι ημιάγριοι, μ'
αυτούς δεν γίνεται τίποτα ».
'Υστερα από αυτά ο Διευθυντής κ. Τοματζόπουλος με έστειλε στην
Χρυσούπολη να βοηθάω εκεί στο Λογιστήριο, μέχρι να ληφθεί κάποια
απόφαση για την τύχη μου. Εξαιτίας της ανταρτικής δράσης κάθε παραγωγική
δραστηριότητα στην περιοχής μας σταμάτησε εντελώς. Οι αντάρτες ήταν
σχεδόν κύριοι της ορεινής περιοχής. Κάθε μέρα προέβαιναν σε επιτάξεις ζώων,
κατασχέσεις τροφίμων, έρευνες στα σπίτια των ορεινών περιοχών, αναγκαστική
στρατολόγηση πολιτών και γενικά ήταν κύριοι της κατάστασης στις ορεινές
περιοχές, ενώ ο απόηχος της δράσης τους γινόταν αισθητός στη πεδινή περιοχή
του νομού μας και δεν άργησε να υφίσταται τις συνέπειες ακόμη και η πόλη της
Καβάλας. H εξαθλίωση ήταν πλέον γεγονός. Όλες οι εργασίες σταμάτησαν. Η
ανταρσία μέρα με την μέρα μεγάλωνε. Εθνικές δυνάμεις για την εκκαθάριση
της ανταρσίας δεν υπήρχαν. Εκτός των Αστυνομικών Σταθμών με λίγους
χωροφύλακες στις κατά τόπους οργανώσεις Μαύδων (τοπικοί φρουροί από
χωρικούς), όλος ο διαθέσιμος στρατός της περιοχής είναι ζήτημα αν
ξεπερνούσε τους εκατό άνδρες. Τις ημέρες εκείνες οι χωρικοί μας μετά από την
μεταξύ τους συνεννόηση, αποφάσισαν να εκκενώσουν το χωριό και να
333
κατεβούν στην Χρυσούπολη, στην Καβάλα ή σε άλλα μέρη που θα τους
παρείχαν περισσότερη ασφάλεια. Στις αρχές Φεβρουαρίου η μάνα μου μου
παράγγειλε να στείλω αυτοκίνητο να την πάρω και αυτήν και τα εναπομείναντα
υπάρχοντα του σπιτιού μας. Ο αδελφός μου, ο Λευτέρης, είχε ήδη πάρει τα
βόδια μας και μια ή δύο αγελάδες και εδώ και δεκαπέντε μέρες είχε κατεβεί
στον Αμυγδαλεώνα Καβάλας.
'Εστειλα τον Ζιράρ, έναν Αρμένιο οδηγό και ιδιοκτήτη ενός φορτηγού
αυτοκινήτου, πήρε τα υπάρχοντά μας, δηλαδή κρεβάτια, έπιπλα, σκεύη κ.λ.π τα
οποία η μητέρα μου τα τακτοποίησε σε δύο ή τρία σακιά, φόρτωσε επάνω και
τα καταστραμμένα πορτοπαράθυρα του σπιτιού μας και κατέβηκε στον
Αμυγδαλεώνα, σε μία τοποθεσία πέντε χιλιομέτρων έξω από την πόλη.
'Ημασταν τότε τριακόσιες δεκατέσσερις ψυχές συνολικά, όταν έγινε η νέα
προσφυγοποίηση του χωριού μας. Από αριθμητική άποψη ο πληθυσμός του
χωριού μας βρίσκονταν σε ικανοποιητικό επίπεδο. Όταν εποικίστηκε το 19231924 από τους πρόσφυγες, αριθμούσε μόνον διακόσιους δέκα κατοίκους. Η
αύξηση αυτή των εκατό ανθρώπων, ήτοι 50% και παραπάνω σε μία εικοσαετία
κρίνεται αρκετά ικανοποιητική, αν σκεφθεί κανείς και τις ενδιάμεσες κρίσεις,
πολέμους, κατοχές κ.λ.π.
Στον Αμυγδαλεώνα τακτοποιηθήκαμε δύο οικογένειες, περίπου δέκα άτομα,
σε ένα εγκαταλελειμμένο φυλάκιο της Χωροφυλακής διαστάσεων 4x5. Εκεί
επρόκειτο να κατοικήσουμε μέχρις ότου ξεκαθαρίσει η κατάσταση.
Συναντούσαμε μεγάλες δυσκολίες, ιδιαίτερα στη διαμονή. Όσον αφορά την
διατροφή, υπήρχε κάποια άνεση. Συντηρούνταν ο κόσμος από τακτικά
βοηθήματα που έδινε το κράτος στους ανταρτόπληκτους, όπως τους ονόμαζαν
τότε.
Το παράδειγμα της εκκένωσης του χωριού μας μέσα σε μια-δυο μέρες και
με απόλυτη μυστικότητα για τον φόβο των ανταρτών, ακολούθησαν και τα
άλλα μικρά ορεινά εκτός από τα κεφαλοχώρια.
'Υστερα από αυτό η ανταρτική πίεση στα γύρω κεφαλοχώρια ήταν πια
αισθητή. Οι επιδρομές κατοικημένων τόπων γινόταν εντονότερες και
συχνότερες. Λίγες μέρες μετά την προσφυγοποίηση μας οι αντάρτες χτύπησαν
το Διπόταμο. 'Ενα διπλανό χωριό που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα στον δρόμο
προς τον Πλαταμώνα. Οι ένοπλοι χωρικοί κρύφτηκαν αμέσως και οι αντάρτες,
αφού έγιναν κύριοι της κατάστασης, επιδόθηκαν στη λεηλασία και την
διαρπαγή. 'Υστερα από την επιδρομή αυτή όλοι οι εναπομείναντες κάτοικοι του
χωριού προσφυγοποιήθηκαν και αυτοί στην περιοχή του Αμυγδαλεώνα.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες απ' τις επιδρομές που έλαβαν χώρα στον
Διπόταμο και οι αντάρτες χτύπησαν και τον Κεχρόκαμπο. Σχεδόν χωρίς
απώλειες, με έναν νεκρό αντάρτη έγιναν και εδώ κύριοι της κατάστασης.
Αμέσως επιδόθηκαν στον εμπρησμό του κοινοτικού κτιρίου και κάτω από τις
φλόγες της φωτιάς στρατολόγησαν δέκα ομοϊδεάτες τους. Αναζήτησαν
επίμονα έναν πρώην Ελασίτη, κάποιον Τάκη, αλλά αυτός πρόλαβε και
κρύφτηκε πρόχειρα εκείνο το βράδυ και την άλλη μέρα κατέφυγε στην
Χρυσούπολη μέσω Σταυρούπολης. 'Ηταν γνωστός μου, με βρήκε και ζήτησε τη
συμβουλή μου.
«- Τί με συμβουλεύεις Παναγή να κάνω;Πολέμησα δύο χρόνια ως ομαδάρχης της
υποδειγματικής ομάδας της ΕΠΟΝ τους Γερμανούς στην περιοχή του Λαγκαδά.
334
Έχω δύο τραύματα από σφαίρες των Γερμανών και των Ταγμασφαλιτών. Δεν
θέλω πια τη ζωή του αντάρτη. Χθες ήρθαν να με πάρουν οι αντάρτες, κρύφτηκα
και τώρα δεν ξέρω τι να κάνω. Στο χωριό μου δεν μπορώ να παραμείνω πια. Δεν
την γλιτώνω. Στο άλλο στρατόπεδο δεν με δέχονται. Πήγα να καταταχτώ και
τρεις φορές με απέρριψαν, δεν δέχθηκαν την κατάταξή μου με τη αιτιολογία
"αδυναμία έξεως" ότι έχω δηλαδή εαμίτιδα.
- Πήγαινε, του είπα και πάλι στη στρατολογία, η σειρά σου κλήθηκε στα όπλα. Να
τους πεις, αν και τώρα σε απορρίψουν, ότι οι αντάρτες σε αναζητούν και θα
αναγκαστείς να πας στο βουνό μαζί τους και τότε θα χρειασθούν δέκα στρατιώτες
για να σε καταδιώξουν».
Κατέβηκε στην Καβάλα, παρουσιάστηκε στην στρατολογία και επιδίωξε να
καταταχθεί στο Στρατό. Αυτή τη φορά τον πήραν στρατιώτη. Κατατάχθηκε σε
μία μάχιμη μονάδα και ύστερα από μια σειρά μαχών τραυματίστηκε και πάλι,
αυτή την φορά από τους ανταρτοκομμουνιστές. 'Οταν μετά από ένα περίπου
χρόνο συναντηθήκαμε και πάλι, τον είδα ανάπηρο, έχοντας ένα ελαφρύ όμως
τραύμα. Αναστενάζοντας μου διηγήθηκε περιληπτικά τις εντυπώσεις του:
« Καμιά παράταξη πλέον Παναγή, δεν πρέπει να έχει παράπονα από μένα. Έχω
τέσσερα τραύματα, δύο από ταγματασφαλίτες συνεργάτες των Γερμανών και δύο
από τους ανταρτοκομμουνιστές. Είμαι ύποπτος και στις δύο παρατάξεις. Νομίζω
όμως, συμπλήρωσε, ότι η αριστερά είναι περισσότερο ειλικρινής».
Μεταξύ των τότε βίαια επιστρατευθέντων από τον Κεχρόκαμπο
συγκαταλέγονταν και ένας πολύ γνωστός συνομιλητής μου, ονομαζόμενος
Παναγής αριστερών φρονημάτων. Λίγες εβδομάδες πριν τον επιστρατεύσουν,
τον συνάντησα σε ένα δρόμο έξω από τον Κεχρόκαμπο. 'Ηταν νεόνυμφος, η
γυναίκα του ήταν έγκυος και αυτός βρίσκονταν σε πολύ κακά χάλια όσον
αφορά την όψη. Τα ρούχα του ήταν παλιά και τρύπια, ενώ το σώμα του ήταν
καχεκτικό και αδύνατο. Μόλις επέστρεφε από το δάσος με το υποζύγιο του
φορτωμένο καυσόξυλα. Όταν με είδε, σταμάτησε και με ρώτησε :
«- Παναγή, με κυνηγούν, θα με σκοτώσουν. Τί να κάνω;
- Τί έκανες, γιατί να σε σκοτώσουν;
- Τίποτα, μου απάντησε, Παναγή. Με κατηγορούν ότι είμαι αριστερός.
- Μην τους δίνεις αφορμή, του είπα. Να συχνάζεις σε καφενεία εθνικοφρόνων,
να εκφράζεσαι υπέρ τους και να είσαι πάντοτε κάτω από τα βλέμματά τους. Έτσι
δεν θα μπορέσουν να σε συκοφαντήσουν για αντεθνικές ενέργειες».
Ο δύστυχος δεν μπόρεσε να φυλαχτεί. 'Ισως δεν το επιδίωξε. Τον πήραν, ή
μάλλον πήγε με τους αντάρτες. Σε μία όμως μάχη στον κάμπο των Σερρών
τραυματίσθηκε βαριά. Τον πήγαν στο νοσοκομείο όπου του ακρωτηρίασαν τα
δύο του πόδια. Καταδικάστηκε σε πολυετή φυλάκιση, αποφυλακίστηκε ύστερα
από χρόνια, ενώ η γυναίκα του τον εγκατέλειψε και παντρεύτηκε άλλον.
Παρακολουθούσα την εργασία μου στην 'Ενωση Γεωργικών Συνεταιρισμών
στο πρακτορείο της Χρυσούπολης, ενώ παράλληλα πηγαινοερχόμουν στην
Καβάλα, στον Αμυγδαλεώνα στο σπίτι μου. Επισκεπτόμουν τους δικούς μου
για να τους δω και να τους βοηθήσω, αν μπορούσα σε κάτι. Σε ένα απ' αυτά τα
ταξίδια μου η μητέρα μου, μου ζήτησε να φτιάξω ένα μικρό σπιτάκι, λίγο πιo
335
δίπλα από το φυλάκιο της Διασταύρωσης (της Χωροφυλακής) όπου
στεγαζόμασταν δέκα περίπου άτομα. Δεν το πολυσκέφτηκα. Είχα λίγα
χρήματα, δανείστηκα και άλλα και έτσι με 3.500.000-4.000.000 δραχμές της
εποχής (περίπου 200-250 δολάρια) έφτιαξα ένα σπιτάκι διαστάσεων 4x5 για
δύο άτομα. 'Εκεί στεγαστήκαμε κάπου πέντε χρόνια, δηλαδή μέχρι το 1953,
όταν στην ίδια τοποθεσία φτιάξαμε ένα άλλο, καλύτερο και μεγαλύτερο σπίτι.
Σε ένα από τα ταξίδια μου αυτά στην Καβάλα ένα πρωινό, ενώ περνούσα με
τον γαμπρό μου δίπλα από το Α' Αστυνομικό Τμήμα για τον Άγιο Παύλο, λίγο
πιο πέρα μας σταμάτησε ένας χωροφύλακας. Ζήτησε της ταυτότητά μας, τις
πήρε και μας πήγε στο Τμήμα. Εκεί ο αξιωματικός τις υπηρεσίας, αφού μας
ζήτησε τα χαρτιά και μας έκαμε μερικές τυπικές ερωτήσεις, μας είπε:
«- Κύριοι, η εμφάνισή σας είναι ύποπτη. Εσύ είπε στον Μιχάλη, είσαι αξύριστος,
ενώ εσύ, είπε αποτεινόμενος σε μένα, είσαι λασπωμένος. Αυτά με έβαλαν σε
υποψίες, όταν πριν από λίγo περνούσατε απ' έξω. Έστειλα και σας κάλεσαν.
Τώρα είστε ελεύθεροι.
- Κύριε μου, του είπα εγώ, είναι δυνατόν τα γένια του Μιχάλη και οι λάσπες των
υποδημάτων μου, να είναι στοιχείο επιλήψιμο; Αυτό είναι αστείο. Μου προξενεί
κατάπληξη».
Είχε δίκιο ο αξιωματικός. Οι ανταρτικές ομάδες πλήθυναν. Οι άνδρες των
ανταρτών υπολογίζονταν τον Απρίλιο του1948 σε διακόσιους ογδόντα περίπου
εκ των οποίων οι μισοί ήταν φανατικά στελέχη παλιών κομμουνιστών και
κάτοικοι Καβάλας. Επόμενο ήταν πως τόσος κόσμος δεν μπορούσε να σταθεί
στο βουνό χωρίς περίθαλψη και καθοδήγηση, χωρίς υποστήριξη, ιδιαίτερα από
την πόλη. Πολύ γρήγορα στήθηκαν φυλάκια στις εξόδους της Καβάλας και ο
έλεγχος των ταυτοτήτων, καθώς και των αποσκευών γινόταν από τα όργανα της
Αστυνομίας.
Μία άλλη φορά πάλι πήγαινα με τα πόδια από τη Διασταύρωση στην
Καβάλα. Κρατούσα στο χέρι μου ένα καλαθάκι με τρόφιμα. Οι χωροφύλακες
του ελέγχου ήταν γνωστοί, αλλά παρ' όλα αυτά με ρώτησαν τί έχω μέσα στο
καλάθι. Πυρομαχικά, τους απάντησα αστειευόμενος. Στην αρχή δεν είπαν
τίποτα, με άφησαν να περάσω, αλλά λίγο μετά, αφού συνεννοήθηκαν μεταξύ
τους, με σταμάτησαν και έκαναν τις απαραίτητες έρευνες.
Εξακολουθούσα να εργάζομαι στη Χρυσούπολη. Αραίωσα τα ταξίδια μου
για τον Πλαταμώνα και τη Λεκάνη. Όσο περνούσε o καιρός και μεγάλωνε η
ανταρτική δράση, τόσο πιο δύσκολες γίνονταν οι συγκοινωνίες. Δολιοφθορές,
τοποθέτηση ναρκών στους δρόμους και νάρκες στους στύλους του ΟΤΕ
αποτελούσαν πια καθημερινό φαινόμενο. Ανατινάχθηκε από νάρκη ένα
φορτηγό αυτοκίνητο στο δρόμο προς το Μακρυχώρι και σκοτώθηκε ο οδηγός .
ήταν πολύ γνωστός μου και κατάγονταν από το Μακρυχώρι. Σταμάτησαν οι
αντάρτες και κάψανε ένα φορτηγό αυτοκίνητο στο δρόμο της Λεκάνης. Άλλη
φορά πάλι ρίξανε στο ψαχνό εναντίον λεωφορείου, με αποτέλεσμα να
τραυματιστούν αρκετοί επιβάτες. Αντάρτες με αυτόματα μπήκαν
καμουφλαρισμένοι και άνοιξαν πυρ εναντίον θαμώνων ενός καφενείου σε
κάποιο χωριό, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρεις και να τραυματιστούν πέντε.
Οι αντάρτες έδιναν την εντύπωση ότι διεξάγουν ένα ληστρικό πόλεμο, ότι
έχουν σκοπό μόνο την πρόκληση καταστροφών, φόνων και εξαθλιώσεων. Η
336
αποκορύφωση του κακού όμως έγινε, όταν ανατίναξαν με δυναμίτιδα μια
γέφυρα στο δρόμο προς την Λεκάνη. Στην άλλη πλευρά του Νομού μας στο
Παγγαίο, σημειώθηκε μια μεγάλη επιδρομή ανταρτών από τη Χαλκιδική.
Κατελήφθησαν μερικά χωριά, έγιναν μερικές εκτελέσεις και το σπουδαιότερο,
έκαναν αρκετές βίαιες επιστρατεύσεις. Κινήθηκαν όμως αυτή τη φορά αρκετές
ομάδες από τους Αντωναρέους και τους Μάυδες, εντόπισαν τους αντάρτες στο
Παγγαίο και διεξήχθηκε ένας εξοντωτικός αγώνας μεταξύ των αντιμαχόμενων
παρατάξεων με πλήρη επικράτηση των ομάδων της δεξιάς.
Το καλοκαίρι του 1948 μια άλλη ανταρτική ομάδα από διακόσιους πενήντα
αντάρτες πέρασε το Νέστο με κατεύθυνση τη Καβάλα στην οποία επεδίωκαν να
επιτεθούν. Η ομάδα αυτή όμως τέθηκε από τη πρώτη στιγμή κάτω από την
παρακολούθηση των Αρχών και των χωρικών και όταν έφθασε σε απόσταση
δέκα-δεκαπέντε χιλιόμετρων έξω από την πόλη, χωρίς να το καταλάβουν,
βρέθηκαν εγκλωβισμένοι στη θέση Τσινάρ-τερέ και διεξήχθηκε εκεί ένας
απελπιστικός αγώνας για τους αντάρτες οι οποίοι βάλλονταν από όλες τις
πλευρές. Αποτέλεσμα ήταν να διαλυθούν, να αφήσουν πολλές δεκάδες νεκρούς
επί τόπου και να απαλλαγεί ο τόπος για ένα διάστημα από το φαινόμενο της
ανταρσίας.
Με την κατάσταση λοιπόν που επικρατούσε δεν μπορούσα να βγω από τη
Χρυσούπολη, χωρίς να διατρέχω κίνδυνο. Οι δουλειές της 'Ενωσης πήραν τον
κατήφορο, δεν πήγαιναν καλά. Εξετάζονταν ακόμα και το ενδεχόμενο
απόλυσης προσωπικού. Κατ' επανάληψη μας μίλησε ο Πρόεδρος της 'Ενωσης
κ. Αργυριάδης και μας τόνισε την κρίσιμη οικονομική κατάσταση της 'Ενωσης.
Μας παρότρυνε να δουλέψουμε με θέληση και το σπουδαιότερο να
βρισκόμαστε για λόγους συμπαράστασης κοντά στους χωρικούς. Δεν άργησε
να απευθυνθεί και σε μένα ο Πρόεδρος. Θα μπορούσα να πω ότι τα έβαλε μαζί
μου. 'Ηθελε σώνει και καλά να με στείλει στη Λεκάνη. Να υποστώ όλους τους
κινδύνους της μετάβασης και της παραμονής μου στην Λεκάνη. Δεν τολμούσα
όμως ούτε να φανταστώ τις συνέπειες και τους κινδύνους που θα διέτρεχα σε
ανάλογη περίπτωση, ύστερα μάλιστα από τη σκληρή εμπειρία του Ιανουαρίου
του 1948. Κοντά όμως στην επιμονή του Αργυριάδη, αναγκάστηκα να υποβάλω
γραπτή παραίτηση την οποία και έδωσα o ίδιος στον Πρόεδρο.
'Ετσι παραιτήθηκα από τη εργασία της 'Ενωσης και αποσύρθηκα στο σπίτι
μου στον Αμυγδαλεώνα. 'Εμεινα πλέον χωρίς δουλειά. Απογοήτευση και
αγωνιά ήταν τα συναισθήματα που με πλημμύρισαν. 'Εγινα βάρος και πάλι
στην οικογένειά μου. Ζούσαμε πολύ λιτά Με τα βοηθήματα για τους
ανταρτόπληκτους και με τη σύνταξη της μητέρας μου περάσαμε το καιρό αυτό
της κατ' ανάγκην ανεργίας μου. Οι μέρες περνούσαν χωρίς κανένα πρόγραμμα,
περιφερόμουν άνεργος στο χωριό. Προσπάθησα να στρωθώ στο διάβασμα για
να πάω την Ανώτατη Εμπορική Σχολή, αλλά στάθηκε αδύνατο. Δεν μπορούσα
να συγκεντρωθώ για να διαβάσω. Σκέφτηκα στην αρχή να πάω πάλι πίσω στην
'Ενωση και να ανακαλέσω την παραίτησή μου, πηγαίνοντας στη Λεκάνη για
δουλειά, αλλά η αξιοπρέπεια δεν με άφηνε. Η κατάσταση που όσο πήγαινε και
χειροτέρευε, με εμπόδιζε να κάνω μια υπαναχώρηση. Προσπάθησα να βρω
άλλη δουλειά και συγκεκριμένα στην Αγρονομία ως γραμματέας, αλλά χωρίς
αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει πιο τραγικό από το φαινόμενο ενός εικοσιεπτάχρονου
άνεργου, με ελλιπείς γνώσεις, δήθεν αγράμματου, να εκλιπαρεί για ανάλογη
337
εργασία και να μη βρίσκει. Παρηγοριόμουν με το γεγονός ότι και άλλοι νέοι και
ιδιαίτερα συμμαθητές μου, έμειναν άνεργοι όπως και εγώ.
Παρέμεινα άνεργος για δύο μήνες περίπου. Μία Κυριακή απόγευμα ήρθε
στο χωριό ο Παύλος Μιχαηλίδης, σοφέρ της 'Ενωσης, με ζήτησε και με βρήκε.
Τον είχε στείλει ο Διευθυντής μου ο κ. Τοματσόπουλος να με βρει και να μου
παραγγείλει να πάω πίσω στα γραφεία της 'Ενωσης για δουλειά.
'Ηταν μία διέξοδος για μένα, στην τραγική κατάσταση που βρισκόμουν.
Την επόμενη μέρα παρουσιάστηκα στα γραφεία της 'Ενωσης. Εκεί μου είπε o
Τοματσόπουλος να επανέλθω στη δουλειά, όχι όμως στη Λεκάνη λόγω της
κατάστασης, αλλά προσωρινά στους συνεταιρισμούς των γιακάδων της πεδινής
περιοχής της Χρυσούπολης και αργότερα ανάλογα με την εξέλιξη των
πραγμάτων θα βλέπαμε τι θα έκανα.
Δέχθηκα την πρόταση, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. 'Επρεπε να
δουλέψω, ή μάλλον να βρίσκομαι στη δουλειά. Πήγα σπίτι, ετοιμάστηκα και
την άλλη μέρα, Τετάρτη, ημέρα της λαϊκής αγοράς, ξεκίνησα για τη
Χρυσούπολη για να αναλάβω εργασία. Δεν μπορούσα βέβαια να φανταστώ
πόσο τραγική θα ήταν παρ' ολίγο για μένα η μέρα αυτή.
Κατά τις 10 η ώρα το πρωί έφτασα στη Χρυσούπολη. 'Ηταν μέρα της
εβδομαδιαίας αγοράς. Είχε εξαιρετικά πολύ κόσμο στην αγορά. Αυτό όμως δεν
μου έκανε και μεγάλη εντύπωση. Η Χρυσούπολη ήταν το κέντρο της περιοχής.
Είχε αρκετά μεγάλη περιφέρεια και το σπουδαιότερο όλη η περιοχή βρισκόταν
αρκετά μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Οι πλησιέστερες πόλεις ήταν η
Ξάνθη και η Καβάλα οι οποίες απείχαν αρκετές δεκάδες χιλιόμετρα.
Επισκέφθηκα τον προϊστάμενο της υπηρεσίας μου, τον κ.Ραπτάρχη, πήρα
οδηγίες από τον προϊστάμενο του λογιστηρίου Αναστάσιο Χατζηαναστασιάδη
και έπρεπε από το επόμενο πρωί να αναλάβω υπηρεσία στους συνεταιρισμούς
της Γραβούνας. Πήρα την θέση του λογιστή του συνεταιρισμού,
εγκαταλείποντας προς το παρόν τους συνεταιρισμούς του Πλαταμώνα και της
Λεκάνης. 'Ελειπα από την Χρυσούπολη αρκετό καιρό, πέρασαν δύο μήνες και
δεν είχα επίγνωση της κατάστασης από άποψη ασφάλειας. Από όσα ήξερα
αντάρτες υπήρχαν και δρούσαν στην ύπαιθρο της Χρυσούπολης, είχαν όμως
αρκετό καιρό να κάνουν δυναμικά την εμφάνισή τους στην γύρω περιοχή.
Το βραδάκι πήγα στο μοναδικό ξενοδοχείο, έπιασα ένα δωμάτιο, πήρα το
κλειδί μαζί μου και βγήκα μια βόλτα στην αγορά, να τσιμπήσω κάτι και να
ξαναγυρίσω για να κοιμηθώ. Παραδίπλα από το ξενοδοχείο είδα την γνωστή
μου Ευδοξία Ταξίδου, πλέκτρια, βρισκόταν έξω από το μαγαζί της με μερικές
φιλενάδες της. Συζητούσαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα, όταν πλησίασα εκεί:
«- Παναγή, μου είπε η Ευδοξία, βράδιασε όπως βλέπεις και μόνη μου μέσα στο
σκοτάδι δεν θέλω να πηγαίνω στο σπίτι μου. Θα είχες την καλοσύνη Παναγή να
με συνοδέψεις μέχρι το σπίτι μου;
- Ευχαρίστως, της είπα και αποτεινόμενος στην παρέα της επανέλαβα, θα την
πάω κορίτσια στο σπίτι της έτσι όπως την παραλαμβάνω από εσάς ».
Πήραμε ένα δρόμο νότια της αγοράς. 'Ηταν ο πιο σύντομος δρόμος για το
σπίτι της. Μπροστά πήγαινα εγώ και σε αρκετή απόσταση από μένα
ακολούθησε η Ευδοξία. Με παρότρυνε να την περιμένω για να περπατήσουμε
μαζί σαν να κάναμε βόλτα σε δημόσιο δρόμο. Με κατείχε όμως ένας αόριστος
338
φόβος, ήθελα να τελειώσω γρήγορα μαζί της. Να την πηγαίνω στο σπίτι της και
να γυρίσω στο ξενοδοχείο.
« Δεν είναι καιρός για συζητήσεις, κάνε γρήγoρα να σε πάω στο σπίτι σου, όσο
γίνεται πιο σύντομα ».
Η ώρα θα ήταν 8:30, όταν περάσαμε από το δρόμο του νεκροταφείου,
παρακάμψαμε γρήγορα τις αποθήκες της Ένώσης που ήταν εκεί γύρω και
αμέσως φθάσαμε προς το δρόμο της Κεραμωτής. Λίγο πιo πέρα η Ευδοξία μου
έδειξε το σπίτι της και με παρακάλεσε να περιμένω στο δρόμο έως ότου αυτή
μπει στο σπίτι της. 'Ηταν μια απόκεντρη μονοκατοικία.
Στον γυρισμό, ένα κακό συναίσθημα με κυρίευσε. Δεν τόλμησα να
επιστρέψω στο ξενοδοχείο από τον ίδιο δρόμο, αν και ήταν κατά πολύ
συντομότερος από τον άλλο δρόμο της Κεραμωτής-Πλατείας. Βάδισα γρήγορα
το δρόμο αυτό και σε ένα τέταρτο της ώρας στις 8:50 περίπου έφθασα στο
ξενοδοχείο και κατευθύνθηκα στο δωμάτιό μου. Δεν είχαν περάσει ένα-δυο
λεπτά και συνεχείς πυροβολισμοί και εκρήξεις όπλων, όλμων ακόμη και
χειροβομβίδων άρχισαν να δονούν την ατμόσφαιρα.
Σχεδόν αμέσως κόπηκε το ηλεκτρικό ρεύμα και η πόλη βυθίστηκε στο
σκοτάδι. Άνοιξα το παράθυρο και παρατηρούσα τη μάχη που φούντωνε έξω.
Αντιλήφθηκα τη πτώση του ταχυδρομείου και σε δέκα λεπτά την παρουσία των
ανταρτών κάτω από το ξενοδοχείο μας στο δημόσιο δρόμο. Με το σύνθημα
"καταγής", οι αντάρτες κάνανε αλλεπάλληλα άλματα προς το κτίριο της
Αστυνομίας. Εκεί όμως δίπλα στο ξενοδοχείο, πίσω από έναν πλάτανο
καλύφθηκε ένας οπλίτης των εθνικών δυνάμεων, δεν μπορούσα βέβαια να
καταλάβω αν επρόκειτο για χωροφύλακες, ή Μαύδους και με το πολυβόλο του
γάζωσε τον τόπο. Οι αντάρτες προσπαθούσαν να τον εξουδετερώσουν, αλλά
στάθηκε αδύνατο. Ο άγνωστος μαχητής, ένα γενναίο παλικάρι, τους έφραξε το
δρόμο. 'Ετσι δόθηκε καιρός στην Αστυνομία να πάρει τα μέτρα της και να
οργανώσει καλύτερα την άμυνά της. Στο μεταξύ όμως οι αντάρτες είχαν γίνει
κύριοι του μεγαλύτερου μέρους της πόλης και επιδόθηκαν αμέσως στο
πλιάτσικο και τη διαρπαγή των μαγαζιών που παραβίασαν, ενώ, όσα δεν
παραβίαζαν, τα παρέδωσαν στις φλόγες. Καθώς λοιπόν επρόκειτο για
οικοδομές παλιού τύπου χτισμένες με σανίδι και ξύλινους δοκούς, έγιναν
παρανάλωμα του πυρός σε ελάχιστα λεπτά. Πολύ γρήγορα το κέντρο της πόλης
παραδόθηκε στη φωτιά. 'Ετσι κάτω από τις πύρινες φλόγες της πυρκαγιάς, το
έργο της διαρπαγής έγινε ακόμη ευκολότερο. 'Ηταν τόση η λάμψη της
πυρκαγιάς, ώστε και γάτα, αν περνούσε από τον δρόμο, θα γινόταν αμέσως
αντιληπτή.
'Εβαλα πάλι το μοιραίο κασκόλ, αυτό που είχα μαζί μου τα Χριστούγεννα
στο χωριό, πήρα μαζί μου το σακάκι μου και για πληρέστερη ασφάλεια
κατέβηκα στο ισόγειο του ξενοδοχείου. Εκεί βρήκα τρεις-τέσσερις θαμώνες του
ξενοδοχείου τρομαγμένους, να ζητούν πληροφορίες από μένα.
«- Φαίνεται, τους είπα, ότι οι αντάρτες είναι κύριοι της κατάστασης. Ακόμα και
την ώρα αυτή που οι συνομιλητές μου ήταν άγνωστοι, επέμενα να αποκαλώ τους
αντάρτες, ως συμμορίτες. Φόβος όμως με κυρίευσε, όταν είδα σε λίγο να ανοίγει
η διπλανή πόρτα και να μπαίνουν στο ισόγειο - ήταν μπροστά μιά αυλή, ένας
κοινόχρηστος χώρος - και άλλοι θαμώνες, στην αρχή θεώρησα ότι ήταν
αντάρτες. Τους είπα ότι η κατάσταση είναι δραματική, αλλά θα σωθούμε αρκεί
339
να μη χάσουμε την ψυχραιμία μας. Τους υπέδειξα να πιάσουν τις γωνίες των
τοίχων για να προφυλαχθούν καλύτερα από τυχόν αδέσποτες σφαίρες, όλμους ή
τη φωτιά. Για μια στιγμή ένας με πλησίασε και μου πρότεινε να στείλουμε έναν
να ειδοποιήσει τους επικεφαλής των ανταρτών μια που αυτοί κυκλοφορούσαν
σχεδόν ελεύθερα στον δρόμο, ώστε να έρθουν να μας παραλάβουν.
- Όχι φώναξα τότε, αυτό κύριοι δεν θα γίνει. Θα μείνουμε στις θέσεις μας μέχρι
τέλος κρυμμένοι. Μόνο στην περίπτωση που θα καιγόμαστε από τις φωτιές, θα
προτιμήσουμε τη παράδοσή μας, παρά το θάνατο από τη φωτιά. Προσθέτοντας
όμως, πως αυτό δεν θα γίνει, διότι εν τω μεταξύ προχωρεί η νύχτα και κοντεύει
να ξημερώσει. Περιμένουμε ενισχύσεις και μόνο όταν δεν θα υπάρχει πλέον
ελπίδα σωτηρίας από τη φωτιά θα βάλουμε τις φωνές, όχι για να παραδοθούμε,
αλλά για να μας πάρουν από εδώ, ώστε να μη καούμε ».
'Ολοι σιώπησαν, ξαπλώσαμε κάτω στη γωνία του κοινόχρηστου χώρου, ενώ
η λάμψη της φωτιάς που ολοένα πλησίαζε στο ξενοδοχείο μας γινόταν πιο
ισχυρή. Από νέα παρατήρηση που έκαμα από το παράθυρο του δωματίου μου
προς την πόλη αντιλήφθηκα ότι κάθε αντίσταση στο τομέα το δικό μας είχε
σταματήσει. Ακούγαμε όμως εκπυρσοκροτήσεις από χειροβομβίδες στη πλευρά
του κτιρίου της Αστυνομίας ,απόδειξη ότι η Αστυνομία δεν έπεσε, αλλά
αντιστεκόταν. Η φωτιά όλο και πλησίαζε το ξενοδοχείο. Από τους εποίκους του
σπιτιού, παρ' όλο τον κίνδυνο που αντιμετώπιζαν, γίνονταν προσπάθειες για τη
κατάσβεση της φωτιάς. Κατέβηκα κάτω, ανακοίνωσα τις παρατηρήσεις μου
στους θαμώνες του ξενοδοχείου, τους συνέστησα υπομονή περιμένοντας
ενισχύσεις και ότι οπωσδήποτε περάσαμε τον κίνδυνο, αρκεί να μην κάνουν
πρόωρες σπασμωδικές ενέργειες διαφυγής, ή παράδοσης.
Ευτυχώς που όλοι συμφώνησαν με την γνώμη μου. Οι αντάρτες με την
επικράτησή τους στο μεγαλύτερο μέρος της πόλης, επιδόθηκαν στην διαρπαγή,
την καταστροφή, τους εμπρησμούς και το σπουδαιότερο στη βίαιη
στρατολόγηση πάνω των είκοσι πολιτών. Μέσα σε αυτούς συγκαταλέγονταν
και οι δυο κόρες του συναδέλφου μου στην 'Ενωση, του Γιάννη του
αποθηκάριου. Δεν πέρασε πολύ ώρα, ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα, όταν
αντιλήφθηκα την έλευση στρατιωτικών ενισχύσεων από την Καβάλα. Σχεδόν
ταυτόχρονα με την είσοδο των ενισχύσεων στην πόλη, οι αντάρτες
εγκατέλειψαν την πόλη από άλλη κατεύθυνση.
Βγήκαμε από το ισόγειο του ξενοδοχείου και επιδοθήκαμε στη κατάσβεση
της πυρκαγιάς του σπιτιού και στη βοήθεια των πυρόπληκτων για να σώσουν
από τη φωτιά τα υπάρχοντα τους.
Κανείς εκείνο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι στη Χρυσούπολη. Μετά την
αποχώρηση των ανταρτών όλος ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους, άλλοι
ρωτώντας για δικούς τους που εξαφανίστηκαν και άλλοι προσπαθώντας να
σβήσουν τις φωτιές.
Την επόμενη μέρα το μεσημέρι αποφάσισα να φύγω και πάλι απ' τη
Χρυσούπολη, ήθελα να λείψω για λίγες μέρες ακόμη έως ότου
αποκρυσταλλωθεί η κατάσταση. Εκεί είδα κοντά στους άλλους γνωστούς μου
συνεπιβάτες για την Καβάλα και την Ευδοξία την παρ' ολίγον ηρωίδα στην
χθεσινή μας περιπέτεια.
«- Είδες Ευδοξία, της είπα, τί επρόκειτο να πάθουμε αν χαριεντιζόμουν μαζί σου;
340
Από εκείνο το σημείο μπήκαν οι αντάρτες στην πόλη. Ξέρεις ότι οι αντάρτες μας
παρακολουθούσαν, καθώς περνούσαμε από δίπλα τους, δεν μας πείραξαν όμως,
γιατί περίμεναν να γίνει η ώρα 9 για να επιτεθούν και ότι αν καθυστερούσαμε
έστω και ένα τέταρτο εκεί θα μας έπιαναν σαν τα ποντίκια; Εγώ όμως,
συμπλήρωσα, δεν θα σε άφηνα στα χέρια των ανταρτών. Θα σε παρουσίαζα ως
γυvαίκα μου και θα σε έστελνα στο σπίτι στα παιδιά για τη περίθαλψη τους, αφού
θα έμεναν απροστάτευτα.
- Νομίζεις αντρούλη μου, μου είπε, το ίδιο σοβαρά η Ευδοξία, σε καμιά
περίπτωση δεν θα σε άφηνα στα χέρια των ανταρτών. Θα σε παρουσίαζα ως
άρρωστο, θα παρέμενα εγώ μαζί τους αντί για σένα και θα σε έστελνα στο σπίτι.
Ξέρουμε εμείς τον τρόπο να γλιτώσουμε τους άνδρες μας ».
'Υστερα από την επιδρομή αυτή στη Χρυσούπολη, άκρα ηρεμία επικράτησε
στην περιοχή μας. Θα νόμιζε κανείς ότι η Χρυσούπολη ήταν το μήλο της έριδος
και μόλις την πατήσανε και την καταστρέψανε έλειψε και ο λόγος της
εμφάνισης της ανταρσίας στα μέρη μας. Για ένα διάστημα, πάνω από μήνα, δεν
παρατηρήθηκε καμία ανταρτική δραστηριότητα. Στην αρχή δειλά, αλλά λίγο
αργότερα θαρρετά, άρχισαν να κινούνται τα μέσα συγκοινωνίας στη περιοχή
μας.'Ετσι από τη κατάσταση αυτή πήρα θάρρος και σε λίγες μέρες επέστρεψα
στη Χρυσούπολη στη βάση μου για δουλειά. Παρέλαβα τα βιβλία των
Συνεταιρισμών των χωριών που ανέλαβα να εξυπηρετήσω από τον
προϊστάμενο του λογιστηρίου του Συνεταιρισμού και με έδρα το χωριό
Γραβούνα επιδόθηκα με όρεξη στη δουλειά.
Από τη Γραβούνα, ανέλαβα την εξυπηρέτηση των Συνεταιρισμών της
Ζαρκαδιάς και της Πέρνης. Η δουλειά ήταν πια εύκολη για μένα. Κάθε μέρα
άλλαζα χωριό και μια ή δύο φορές την εβδομάδα κατέβαινα στη Χρυσούπολη
για διάφορες δουλειές των Συνεταιρισμών.
Τα χωριά αυτά, τότε, λόγω της έκρυθμης κατάστασης που επικρατούσε
εξαιτίας της ανταρσίας, ήταν διαρκώς επί ποδός πολέμου. Οι χωρικοί ήταν
οργανωμένοι σε διμοιρίες με επικεφαλής ένα αξιωματικό του στρατού,
συνήθως έφεδρο αξιωματικό και φύλαγαν όλοι κάθε βράδυ τις εισόδους του
χωριού και άλλα καίρια σημεία, από τα οποία ήταν πιθανό να μπουν οι
αντάρτες στο χωριό. Προέκυψε τότε θέμα, να πάρω και εγώ ντουφέκι, να
ενταχθώ σε κάποια διμοιρία και να φυλάξω τη νύχτα σκοπιά. Με επιδέξιο όμως
τρόπο, πάντοτε απέφευγα την οπλοφορία, διότι δεν είχα μόνιμη κατοικία, αλλά
περιόδευα στα τέσσερα χωριά της δικαιοδοσίας μου, τους συνεταιρισμούς των
οποίων εξυπηρετούσα. Την υποχρεωτική όμως αυτή οπλοφορία και υπηρεσία
στα ΜΑΥ (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου) όπως ονομάζονταν οι ομάδες
αυτές, δεν την απέφυγαν τελικά, όσοι συνάδελφοι υπηρετούσαν τότε στη
Χρυσούπολη.
Από την άλλη πλευρά, ήταν φανερό, πως αρκετοί αντάρτες και ιδιαίτερα
αυτοί που κατάγονταν από τα χωριά αυτά καθώς και από την ευρύτερη περιοχή,
δρούσαν σ’ αυτή, κάνοντας που και που την εμφάνισή τους, είτε ανατινάζοντας
καμία γέφυρα, είτε βάζοντας νάρκες στους δρόμους, είτε στους στύλους των
τηλεφώνων. Αυτό το έκαναν για τη δημιουργία εντυπώσεων, αναταραχής και
σύγχυσης, αρκετά όμως φιλήσυχα και ανύποπτα άτομα πλήρωσαν με τη ζωή
τους αυτή τη δραστηριότητα των ανταρτών. Τότε παρουσιάσθηκε μία
341
περίπτωση, ένας αρχιαντάρτης ονόματι Ρούλης από το χωριό Ζαρκαδιά που
βγήκε στο βουνό και πολεμούσε στην γύρω περιοχή του χωριού του, κρατώντας
σε διαρκή εγρήγορση τους συγχωριανούς του με την ανταρτική του δράση, να
καταστήσει έγκυο τη νεαρή γυναίκα του η οποία κατόπιν τούτου δεν μπορούσε
να σταθεί πλέον στο χωριό, διότι έπρεπε ή να αποδείξει τον πιθανό ένοχο της
περιπέτειας της αυτής, πράγμα το οποίο δεν θα γινόταν πιστευτό λόγω της
τιμιότητάς της, ή να ακολουθήσει τον άνδρα της, καθότι η παραμονή της στο
χωριό ήταν πλέον αδύνατη, διότι κινδύνευε να συλληφθεί και να καταδικαστεί
από το στρατοδικείο ως συνεργάτης των ανταρτών. Βέβαια η γυναίκα αυτή
προτίμησε να βγει στο βουνό, να ακολουθήσει τον άνδρα της και ύστερα από
περιπέτειες να φύγει για τη Βουλγαρία. Ο άνδρας της ο Ρούλης προσωπικός
μου διώκτης, όπως ανέφερα παραπάνω, σκοτώθηκε σε μία σύγκρουση με τις
δυνάμεις Ασφαλείας. τα δυο εναπομείναντα παιδιά της στη Ζαρκαδιά Νέστου,
ύστερα από πολλές περιπέτειες και μετά από χρόνια, ακολούθησαν την μητέρα
τους και πήγαν και αυτά στη Βουλγαρία. Γενικά οι αντάρτες της περιοχής μας
παρά τα μεμονωμένα κρούσματα όπως ανατινάξεις δύο γεφυρών,
ναρκοθετήσεις δρόμων και στύλων του ΟΤΕ, αφού προηγουμένως έκοβαν τα
σύρματα, με αποτέλεσμα τον φόνο εννέα ατόμων και τον τραυματισμό άλλων,
δεν επέδειξαν καταστροφική δραστηριότητα, όπως γινόταν σε άλλες περιοχές
της Πατρίδας μας, και έτσι μπορεί να λεχθεί ότι η ανταρτική δράση στην
περιοχή μας ήταν περιορισμένη.
Ακόμη όμως και αυτή η περιορισμένη δράση κρατούσε σε επιφυλακή και σε
διαρκή εκνευρισμό τις δυνάμεις Ασφαλείας οι οποίες εκτός από μεμονωμένες
περιπτώσεις, δεν προχώρησαν σε αντεκδίκηση και σε αντίποινα.
Μ' αυτή τη συγκεχυμένη κατάσταση και την συνεχή τρομοκρατία,
περιφερόμουν από χωριό σε χωριό εκτελώντας την υπηρεσία μου, απέφευγα
όμως επιμελώς να δώσω λαβή σε παρεξηγήσεις στη μία ή στην άλλη πλευρά.
Θυμάμαι πως ένα απόγευμα ήρθε στο γραφείο μου η κ. Ρούλη και μου ζήτησε
εξηγήσεις για το λογαριασμό της στο Συνεταιρισμό. Της φέρθηκα πολύ καλά,
την εξυπηρέτησα πρόθυμα σαν να μη συνέβαινε τίποτα και με ευχαρίστησε
φεύγοντας. Ασφαλώς οι εξηγήσεις μου αυτές θα μεταβιβάστηκαν στον άνδρα
της. Από την άλλη πλευρά, έκανα παρέα πάντοτε με τους ακραιφνείς δεξιούς,
έτρωγα και έπινα μαζί τους σε τέτοιο σημείο, ώστε να μη φθάνει ο μισθός μου
και να βάζω χέρι και στη σύνταξη της μητέρας μου.
Ήξερα ότι για μένα δίνανε τακτική αναφορά στους ανωτέρους τους. Γι' αυτό
ήμουν πάντοτε προσεκτικός στα λόγια μου και στη στάση μου. Σχολιάζονταν
τότε με ευμένεια η στάση ενός αγροφύλακα ο οποίος με την απειλή μιας
μαγκούρας την οποία εμφάνισε ως όπλο, συνέλαβε έναν αντάρτη. Ο αντάρτης
ανέβηκε σε ένα δέντρο, εκτελώντας εντολές των ανωτέρων του, ασφαλώς ήταν
παρατηρητής πλήρως εξοπλισμένος. Ο αγροφύλακας στερούμενος όπλου, αλλά
εμφανίζοντας ως όπλο το ραβδί του, υποχρέωσε τον αντάρτη με την απειλή
τουφεκισμού να ρίξει πρώτος το όπλο του κάτω και ακολούθως να παραδοθεί
στον αγροφύλακα, ο οποίος στη συνέχεια χρησιμοποιώντας το όπλο του ίδιου
του αντάρτη τον οδήγησε στις καταδιωκτικές Αρχές. Έπειτα ο αντάρτης
δικάστηκε στο Στρατοδικείο, καταδικάστηκε σε θάνατο και εξετελέστηκε.
Στο τέλος του καλοκαιριού του 1948, επειδή το κλίμα του κάμπου της
Χρυσούπολης ήταν βαρύ και υγρό με πείραξε αρκετά στην υγεία μου.
342
Αποφάσισα με κίνδυνο της ζωής μου να κάνω μια βόλτα στα ορεινά χωριά
Πλαταμώνα και Λεκάνη, για λόγους αναψυχής. Πήγα στο Μακρυχώρι, ένα
χωριό πιο πάνω από τη Ζαρκαδιά και εκεί παρέα με ένα ενωμοτάρχη, ένα
χωροφύλακα και ένα αγρότη, οι τέσσερις ξεκινήσαμε για τον Πλαταμώνα που
απέχει από το Μακρυχώρι περίπου τρεις οδοιπορικές ώρες. Περάσαμε μέσα
από ανταρτοκρατούμενα μέρη, που εγκυμονούσαν αρκετούς κινδύνους, αλλά
ευτυχώς φθάσαμε στον Πλαταμώνα χωρίς να μας συμβεί κανένα απρόοπτο
γεγονός.
Στην άκρη του χωριού μας περίμενε μια ομάδα χωρικών, οι οποίοι
κατήγγειλαν στον ενωμοτάρχη μια αποτυχημένη απόπειρα βιασμού ενός
συγχωριανού τους κατά μιας χωρικής επίσης συγχωριανής τους. Τί να κάνει ο
Ενωμοτάρχης; Δεν ήθελε φασαρίες, δικογραφίες, συλλήψεις και δικαστήρια,
άλλωστε ο καιρός δεν ήταν κατάλληλος, ούτε και το κλίμα του χωριού, λόγω
των δύσκολων περιστάσεων που επικρατούσε. Αφού βεβαιώθηκε ότι δεν
διαπράχθηκε βιασμός, αλλά απόπειρα βιασμού, φώναξε τον νέο και του είπε:
« Θα σου δώσω μερικούς μπάτσους, όχι γιατί πήγες να βιάσεις την γυναίκα, αλλά
γιατί εσύ ολόκληρος άνδρας δεν τα κατάφερες ».
Στο χωριό επικρατούσε και πάλι άγρια τρομοκρατία. Συνάντησα τους
κατοίκους του, ήταν όλοι τους σχεδόν γνωστοί μου, συζήτησα αρκετά μαζί
τους, ανατρέξαμε την περιπέτειά μου τον περασμένο Ιανουάριο και έκανα πως
έμεινα ικανοποιημένος από τις εξηγήσεις που μου έδωσαν.
Εκεί γνωρίστηκα τότε με μια κοπέλα που μου έκανε παρέα και μου
κρατούσε συντροφιά Μου μίλησε για την ζωή της, την μοναξιά της, τα
οικογενειακά της και μου έκανε νύξη για ενδεχόμενη μελλοντική συμβίωση
μεταξύ μας. Με ευχαρίστησε το γεγονός αυτό, μου άρεσε η συντροφιά της, οι
σχέσεις μας όμως περιορίστηκαν μονάχα στην γνωριμία αυτή, καθώς απέφευγα
να δώσω συνέχεια και στο λόγο, πολύ δε περισσότερο στην πράξη.
Ήμουν φιλοξενούμενος στο σπίτι του κ. Γεωργίου Παϊραμίδη ενός καλού
ανθρώπου, αλλά αγράμματου, που τότε διέμενε εκεί μαζί με την αδελφή του
από τον 'Εβρο. Μου φέρθηκε πολύ καλά. Με περιποιήθηκαν σαν δικό τους
άνθρωπο και φίλο. Θυμάμαι ένα απόγευμα, μέρα θερμή του καλοκαιριού, από
την αλλαγή του κλίματος και την προηγούμενη εξάντλησή μου, ύστερα από μια
παρατεταμένη αιμορραγία της μύτης, πήγα στην αυλή του σπιτιού και μη
θέλοντας αποκοιμήθηκα στη σκιά μιας συκιάς.'Οταν ξύπνησα είδα ριγμένη
πάνω μου μία κουβέρτα με την οποία με προφύλαξη με σκέπασε η αδελφή του
Παϊραμίδη.
Μια άλλη πάλι φορά στο ίδιο χωριό τις μέρες εκείνες, οι αντάρτες χτύπησαν
με τουφέκια και πολυβόλα το χωριό, για να αφοπλίσουν τους Μάυδες και να
προβούν σε διαρπαγές. 'Ημουν ξαπλωμένος στο σπίτι του Παϊραμίδη σε ένα
κρεβάτι. Κατά την διάρκεια της νύχτας ήρθε η αδελφή του νοικοκύρη μου και
με παρότρυνε να πάω να κρυφτώ στον αχυρώνα για το φόβο των ανταρτών.
« Δεν φεύγω από το κρεβάτι μου, της είπα, ενώ ακουγότανε ο θόρυβος της μάχης.
Θα μείνω εδώ, δεν χαλάω την ησυχία μου ».
Οι αντάρτες απέτυχαν στην προσπάθειά τους να καταλάβουν το χωριό,
καταδιώχθηκαν και για λίγη ώρα μερικοί από αυτούς ζήτησαν καταφύγιο στον
αχυρώνα που επρόκειτο να κρυφτώ εγώ. Καταλαβαίνει κανείς από τι κακό
343
σώθηκα και ποια θα ήταν η τύχη μου αν με έπιαναν στον αχυρώνα.
'Εμεινα στο χωριό κάπου επτά ημέρες. Πέρασα παρ' όλες τις περιπέτειές μου
πολύ καλά. Συνήλθα κάπως, ανάρρωσα και ενώ ήμουν έτοιμος με την πρώτη
φάλαγγα να κατεβώ στην Καβάλα, μου παρουσιάστηκε μια ευκαιρία με μια
άλλη φάλαγγα να πάω στην Λεκάνη, ένα χωριό κάπου δέκα χιλιόμετρα πέρα
από το Πλαταμώνα.
Είχα να πάω στη Λεκάνη, περισσότερο από έξη μήνες, ύστερα δηλαδή από
την περιπέτεια μου τον περασμένο Ιανουάριο στον Πλαταμώνα. Εκεί είχα μια
ζωηρή ανάμνηση από τη γνωριμία μας με την οικογένεια του Πολυχρονίδη.
'Ηθελα να επωφεληθώ από την μετάβαση της φάλαγγας στην Λεκάνη για να
ξαναδώ και πάλι τα προσφιλή μου πρόσωπα και ιδιαίτερα, τη θυγατέρα της
οικογένειας, την Μαρία, την μέλλουσα σύζυγό μου. Λίγο έξω από το χωριό,
χάλασε η μηχανή ενός αυτοκινήτου της φάλαγγας και σταμάτησε όλη η
φάλαγγα για να επιδιορθωθεί.
Κατέβηκαν όλοι από τα αυτοκίνητα, κινούμενοι σε ένα εχθρικό περιβάλλον
στο οποίο κινδυνεύαμε από στιγμή σε στιγμή. Καθηλωμένοι λοιπόν σε ένα
σημείο, ήμασταν εύκολος στόχος για τους αντάρτες. 'Ολοι σκεπτότανε την
τύχη που τους περίμενε, καθώς ήταν σχεδόν άοπλοι, σε τυχόν επίθεση των
ανταρτών. Η φρουρά όμως της φάλαγγας έπιασε τις κατάλληλες θέσεις και
ετοιμαζόταν για την απόκρουση ενδεχόμενης ανταρτικής επιβουλής. Τότε
μετάνιωσα για το τόλμημά μου αυτό, διότι οι άλλοι ήταν κατά κάποιο τρόπο
επιστρατευμένοι και εκτελούσαν υπηρεσία, ενώ εγώ ήμουν τελείως
αδικαιολόγητος. Ευτυχώς η ζημιά επιδιορθώθηκε γρήγορα και η φάλαγγα χωρίς
άλλο εμπόδιο έφθασε στη Λεκάνη.
Κατευθύνθηκα στο σπίτι του Πολυχρονίδη. Λίγο έξω από το σπίτι του
συνάντησα την δεκαοχτάχρονη τότε μέλλουσα σύζυγό μου Μαρία, να
κατευθύνεται έξω από το χωριό σε απόσταση δυο χιλιόμετρων με δύο δοχεία
για την υδροληψία. Κοντοστάθηκα λίγο, την χαιρέτησα, μου ανταπέδωσε τον
χαιρετισμό και εξακολούθησε το δρόμο της για την βρύση, ενώ εγώ πήγαινα για
το σπίτι της. Πολύ γρήγορα όμως, σε δύο-τρία λεπτά, παραιτήθηκε από το
δρομολόγιο της για την βρύση και με άδειους τους κουβάδες γύρισε πίσω.
« Γυρίζω για σένα, μου είπε, στο σπίτι, για να μάθω νέα σου. Πηγαίνω αργότερα
για νερό».
Να ήταν άραγε η αρχή ενός ειδυλλίου; Να είχε αντιληφθεί τις προθέσεις
μου από τον περασμένο κιόλας Ιανουάριο και ήθελε να τις επαληθεύσει;
Πάντως η στάση της αυτή, με συγκίνησε πολύ, η ίδια όμως κατά το κατοπινό
έγγαμο βίο μας ίσως από εγωισμό, αρνήθηκε επίμονα ότι είχε σκοπό να δώσει
συνέχεια στο ανύπαρκτο, όπως το αποκαλούσε τότε, ειδύλλιο μας. Ο εγωισμός
που την διέκρινε πάντοτε, την έκανε να αρνείται κάθε συμπάθεια προς το
πρόσωπό μου.
Στο σπίτι της λοιπόν, σε μια συνομιλία που είχα με την αδελφή της Κούλα,
διαπίστωσα ότι αυτή ήταν αριστούχος του Δημοτικού Σχολείου και δεν είχε τις
δέκα δραχμές για να πάρει το απολυτήριο της. Συγκινήθηκα από τύχη της,
θυμήθηκα την δική μου περίπτωση, αφού και εγώ δεν πήρα το απολυτήριο του
Δημοτικού Σχολείου, γιατί δεν διέθετα τότε της εξήντα δραχμές, που
αναλογούσε με την αξία σαράντα κιλών αλατιού με το οποίο βράζοντας
344
αγριόχορτα, τα οποία αλατίζαμε, μπορούσαμε να περάσουμε ένα χρόνο. Χωρίς
δισταγμό λοιπόν, έβγαλα από την τσέπη μου και της έδωσα τις 10.000 (παλιές
δραχμές) λέγοντας στην Κούλα:
« Πήγαινε στo σχολείο, να πάρεις το απολυτήριό σου».
Η Κούλα πήρε το δεκάρικο και με ευχαρίστησε γι' αυτό. Δεν ξέρω όμως, αν
με τα χρήματα πήρε το απολυτήριό της ή προμηθεύτηκε και αυτή το αλάτι της
οικογένειάς της για ολόκληρο το χρόνο. Ενώ προχωρούσε η συζήτηση με όλα
τα μέλη της οικογενείας, βλέπω ξαφνικά τη Μαρία να ξεσπά σε γοερούς
θρήνους. Σε ερώτησή μου έμαθα ότι πριν από λίγες μέρες φέρανε στο χωριό
νεκρό τον ανθυπασπιστή Ευκλείδη Καλογερίδη, αδελφό του γαμπρού τους
Κώστα που έπεσε πριν από λίγο σε νάρκη των ανταρτών στη περιοχή της
Κομοτηνής.
Την ίδια μέρα επέστρεψα στην Καβάλα με την ίδια φάλαγγα, με ανάμικτα
συναισθήματα. Είχα πλέον την έδρα μου στο χωριό Γραβούνα. Εκεί όπως
προανέφερα νοίκιασα ένα δωμάτιο και έμεινα στο σπίτι του Μιχαηλίδη. Αυτό
όμως δεν με εμπόδιζε να κατεβαίνω πότε-πότε στη Χρυσούπολη που απέχει
από το χωριό κάπου τρία χιλιόμετρα, ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα, όπου
συναντούσα μερικούς από τους φίλους μου.
'Οπως ανέφερα και πιο πάνω, περνούσα τακτικά από τη Καβάλα, πάντοτε δε
περνούσα από το σπίτι του Χρήστου Δασκαλόπουλου του ρολογά για να τους
επισκεπτώ. Εκεί ανταλλάσσαμε γνώμες για την εσωτερική κατάσταση και την
πορεία του ανταρτοπόλεμου. 'Ηταν ο μακαρίτης καλός άνθρωπος, πολύ
ευγενικός, καλός σύζυγος και εξαιρετικός νοικοκύρης. 'Εκλινε λίγο προς την
αριστερά, αν και ήταν φιλελεύθερων αρχών. Σε μία από τις επισκέψεις αυτές
αντιλήφθηκα ένα βράδυ, θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα, ένα οικογενειακό
δράμα στη διπλανή μας κατοικία. Επρόκειτο για ένα ζευγάρι
αρραβωνιασμένων. Ο άνδρας ήταν φιλοαριστερός και εξαίρετος συγγραφέας με
ανεπτυγμένο πολιτιστικό επίπεδο. Λόγω των φρονημάτων του, έπαιρνε διάφορα
προληπτικά μέτρα, αλλάζοντας συχνά κατοικίες. Εκείνο όμως το βράδυ η
αστυνομία εισέβαλε στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του και επεδίωξε να
συλλάβει τον νέο, ως επικίνδυνο για την δημόσια ασφάλεια. Δεν βρήκε όμως
τον ίδιο. Έτσι συνέλαβε την νέα και την οδήγησε στο Αστυνομικό Τμήμα όπου
και υποβλήθηκε σε ανάκριση, τόσο για την δράση της ίδιας, όσο και του
αρραβωνιαστικού της ο οποίος πιάστηκε το ίδιο βράδυ. Μετά από την
κατάδοση του μνηστήρα της, η νέα αφέθηκε ελεύθερη. Τόση εμπιστοσύνη
μπορούσε να έχει κανείς στις γυναίκες. Θυμήθηκα την στάση των δικών μου,
όταν ήμουν και εγώ καταδιωκόμενος το 1944 στην περιοχή του χωριού μου.
Κανένας, ούτε και η μητέρα μου δεν γνώριζε τον τόπο της διαμονής μου κατά
τις νύχτες. Στην θέα της βίας, τα πάντα υποχωρούν. Οι πόλεμοι γενικά, αλλά
ιδιαίτερα οι εμφύλιοι και μάλιστα οι ταξικοί οι οποίοι είναι χειρότεροι και
αγριότεροι των εμφυλίων, συντέλεσε τα μέγιστα στη χαλάρωση των δεσμών,
είτε οικογενειακοί είναι αυτοί, είτε ηθικοί. Λεγόταν τότε για ένα γονέα κάτοικο
Καβάλας, ο οποίος όταν κατέβηκε ο γιος του από το βουνό να τον επισκεφθεί
κρυφά στο σπίτι του, με κατάλληλο τρόπο ειδοποίησε σχετικά την Ασφάλεια
και έτσι συντέλεσε στη σύλληψη και τη καταδίκη του ίδιου του παιδιού του.
Τέλος, ας σημειωθεί ότι στις εξόδους της πόλης της Καβάλας είχαν
τοποθετηθεί φυλάκια που πλαισιωνόταν από στρατιωτικούς και πολίτες
345
αποδεδειγμένων εθνικών φρονημάτων που έκαναν σωματικό έλεγχο
παράλληλα με τον έλεγχο στις αποσκευές των επιβατών, για την αποκάλυψη
και κατάσχεση τυχόν ενοχοποιητικών στοιχείων των ταξιδιωτών. Σε ένα τέτοιο
έλεγχο του λεωφορείου της γραμμής Χρυσούπολης-Καβάλας ένας από τους
επιβάτες που ισχυριζόταν ότι ήταν βουλευτής και θεωρούσε εξευτελιστικό τον
έλεγχο, αρνήθηκε να υποστεί τη σωματική έρευνα, με αποτέλεσμα να
καθυστερήσουμε όλοι πάνω από μία ώρα στην είσοδο της πόλης. Το ζήτημα
διευθετήθηκε ύστερα από αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα με τις αρχές της πόλης,
χωρίς όμως ο βουλευτής επιβάτης να υποστεί την καθιερωμένη έρευνα. Τον
μείωνε άραγε τον βουλευτή η έρευνα, ή κουβαλούσε μαζί του ενοχοποιητικά
στοιχεία;'Ηταν ένα από τα καυτά ερωτήματα της εποχής. Στην Καβάλα, όπως
ανέφερα πιο πάνω, κατέβαινα τακτικά. Συναντιόμουν με τους συμμαθητές μου
στην Εμπορική Σχολή, και κάναμε διάφορα σχέδια, ή μάλλον εκφράζαμε την
γνώμη μας για την κατάσταση και συζητούσαμε την μελλοντική μας
αποκατάσταση. 'Ηταν όλοι τους νέα παιδιά, πέντε ως οκτώ χρόνια μικρότεροι
μου. 'Ενα σκοπό είχαν, να βρουν μια καλή δουλειά και να αποκατασταθούν ως
οικογενειάρχες. Ήμασταν όλοι μαζί δεκαέξι άτομα, δύο γυναίκες και
δεκατέσσερις άνδρες. 'Ολοι τους έγιναν αργότερα, καθώς διαπίστωσα, καλοί
και χρήσιμοι άνθρωποι στην κοινωνία, καλοί σύζυγοι και καλοί οικογενειάρχες.
13.
Στους Συνεταιρισμούς της περιοχής Γραβούνας-Νέστου, ως
λογιστής
'Οπως ανέφερα παραπάνω, ύστερα από εντολή του Διοικητικού Συμβουλίου
της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Καβάλας, τοποθετήθηκα κατά τον μήνα
Αύγουστο του 1948 Λογιστής στους Συνεταιρισμούς της ΓραβούναςΖαρκαδιάς-Πέρνης και Πετροπηγής με έδρα τη Γραβούνα. Η κατάσταση από
άποψη δημόσιας ασφάλειας ήταν τραγική. H ανταρσία καθώς προμηνύονταν το
τέλος της, γινόταν πιο επιθετική και καταστρεπτική για τον τόπο και την
οικονομία. Στην περιοχή μας επικρατούσε τότε ο Καπετάν Ρούλης, πρώην
κάτοικος Ζαρκαδιάς, η οικογένειά του οποίου εξακολουθούσε να κατοικεί στην
Ζαρκαδιά, o Νίκος Χατζηλιάδης, ο λεγόμενος Κιάλνικος από το Μακρυχώρι
και πλήθος άλλοι αντάρτες, περίπου εκατόν ογδόντα στον αριθμό.
Αντιλαμβανόμουν τότε, πράγμα που διαπιστώθηκε αργότερα, ότι οι
περισσότεροι από τους αντάρτες είχαν τακτική επαφή με τα σπίτια τους και
συνεργαζότανε στο παράνομο έργο τους με τις οικογένειές τους.
Η κατάσταση ήταν αλήθεια πολύ κρίσιμη και δραματική. 'Υστερα από
χρόνια μάθαμε το μέγεθος της κρίσιμη κατά την ιστορούμενη περίοδο, αλλά
ήταν αλήθεια επίσης το γεγονός, ότι είχαμε τυφλή και απεριόριστη
εμπιστοσύνη στο κράτος και στις δυνάμεις της Ασφαλείας και όλοι
θεωρούσαμε το τέλος της ανταρσίας γρήγορο και πολύ καταστρεπτικό γι'
αυτήν.
Γρήγορα προσαρμόστηκα στη δουλειά των Συνεταιρισμών. 'Ημουν
απόφοιτος της Εμπορικής Σχολής, είχα μάθει πολύ καλά τα λογιστικά και έτσι
346
από πλευράς ενημέρωσης στο αντικείμενο της εργασίας μου, ήμουν πλήρως
καταρτισμένος. Συναντούσα όμως μερικές δυσκολίες συνεργασίας με τους
αιρετούς εκπροσώπους των Συνεταιρισμών, γιατί αυτοί επιδίωκαν να
πληρωθούν ημεραργίες για εργασίες των Συνεταιρισμών οι οποίες τις
περισσότερες φορές ήταν αδικαιολόγητες. Τους αρνήθηκα μερικές φορές, αλλά
με κατήγγειλαν στον Διευθυντή της 'Ενωσης. Μου συνέστησε τότε ο
προϊστάμενος του πρακτορείου να είμαι ελαστικός σ' αυτά τα ζητήματα. Στη
Χρυσούπολη όπου διέμενα, πριν μετατεθώ στη Γραβούνα είχα γνωριστεί με
τον επόπτη των Συνεταιρισμών, τον κ. Μιχάλη Σακκαδάκη. 'Ηταν πολύ καλός
φίλος και συνεργάτης, όντως αυστηρός στην εκτέλεση της υπηρεσίας του.
'Ηταν απόφοιτος της Νομικής, είχε όμως παντελή άγνοια της Λογιστικής. 'Ετσι,
ύστερα από παράκλησή του, ανέλαβα να του παραδώσω μαθήματα λογιστικής.
Με αυτόν τον τρόπο ενημερώθηκε σχετικά με το αντικείμενο της υπηρεσίας
του.
Ανέφερα παραπάνω ότι ήταν αυστηρός με την δουλειά του. H αυστηρότητά
του όμως στην τότε κατάσταση δεν ήταν η επιθυμητή. 'Ετσι κατήγγειλε έναν
συνάδελφό του, του τεχνικού τμήματος της Τράπεζας, τον κ. Κώστα Χασάπη,
ότι δήθεν χρηματίζεται κατά την εκτέλεση τον καθηκόντων του. 'Ετσι
προκλήθηκε Επιθεώρηση της Τράπεζας στην οποία ανατέθηκε και η διεξαγωγή
των σχετικών ανακρίσεων. Η όλη διαδικασία συμπεριέλαβε και μένα, γιατί και
εγώ στην αφέλειά μου του εκμυστηρεύθηκα ότι του δάνεισα είκοσι δραχμές της
εποχής, χωρίς όμως να μου τα επιστρέψει. Ο κ. Σακκαδίκης, θεώρησε σκόπιμο
να αναφέρει κοντά στα άλλα και αυτή την περίπτωση στον Επιθεωρητή. Έτσι
κάλεσε και εμένα στην ανάκριση να καταθέσω για τον δανεισμό. 'Οταν
αντιλήφθηκα την πλεκτάνη και την όχι και τόσο σωστή ενέργεια του
Σακκαδάκη, με συγκρατημένο θυμό, του είπα:
«-Είναι ντροπή αυτά τα πράγματα. Πρόκειται για συνάδελφο, ο οποίος έχει
ανάγκη οικονομικής ενίσχυσης και όχι κατάδοσης. Βρέθηκε, συνέχισα, το παιδί
σε δύσκολη κατάσταση και μου ζήτησε δανεικά τα οποία όμως τα επέστρεψε και
μάλιστα σύντομα.
- Ψεύδεσαι, επανέλαβε ο κ. Σακκαδάκης, μόλις χθες μου είπες ότι σε χρωστά
ακόμη.
- Είναι αλήθεια μου τα επέστρεψε, αλλά ανεξάρτητα από αυτό, είναι ντροπή, να
συντελέσετε στην καταστροφή του συναδέλφου σας ».
Με απείλησε ο Επιθεωρητής, ότι θα απευθυνθεί με σχετικό έγγραφο και θα
αναφέρει στη Διεύθυνσή μου, για την υπαναχώρησή μου αυτή. Ξέσπασα τότε
εναντίον τους, έκλεισα την πόρτα και έφυγα έξω, αφού τους προκάλεσα να
κάμουν ό,τι καταλαβαίνουν.
Τελικά ο κ. Χασάπης μετατέθηκε στην Κομοτηνή. Το σπουδαιότερο όμως
ήταν ότι δεν κατόρθωσε να μάθει τίποτα για τον δημιουργό της πλεκτάνης. Του
τα είπα εγώ, ύστερα όμως από δέκα χρόνια, σε μία τυχαία συνάντησή μας στην
Καβάλα. Εξέφρασε την έκπληξή του, μου υποσχέθηκε όμως ότι δεν θα δώσει
σννέχεια στην υπόθεση αυτή.
Δεν κρατήθηκε, έχασε την ψυχραιμία του και στην πρώτη ευκαιρία, όταν
τον συνάντησε μια μέρα στο υποκατάστημα της ΑΤΕ Σερρών, ενώπιον όλων
347
των συναδέλφων της Τράπεζας, τον έφτυσε χρησιμοποιώντας διάφορες χυδαίες
φράσεις.
« Δέστε αγαπητοί συνάδελφοι την αιτία της καταστροφής μου, φτύστε τον, τον
"ρουφιάνο "».
Κατάρτισα ένα πρόγραμμα εβδομαδιαίας περιοδείας στα χωριά της
δικαιοδοσίας μου, για την διεξαγωγή της λογιστικής εργασίας των
Συνεταιρισμών. Είχα άριστες σχέσεις με τους εκπροσώπους των
Συνεταιρισμών, φιλικές μέχρι και οικογενειακές. Κάναμε τακτικά παρέα τα
βράδια στα ουζοπωλεία και ξόδευα πάντοτε από τη τσέπη μου, μόνο και μόνο
για να διατηρηθούν καλά οι σχέσεις μας και να αποφύγω δυσάρεστες
εκπλήξεις, καθώς ζούσαμε και διακινούμασταν σε ανταρτοπόλεμη περιοχή.
'Ηταν δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς, ποιους είχε φίλους και ποιους εχθρούς,
γιατί όλος σχεδόν ο κόσμος ήταν χωρισμένος είτε σε δεξιούς είτε σε
αριστερούς, αλλά είχε και πολλούς που παίζανε διπλό παιχνίδι. Έτσι κάθε μέρα
άλλαζα χωριό, σύμφωνα πάντοτε με το πρόγραμμα που κατάρτισα. Ξεκινούσα
από τη Γραβούνα πάντοτε πεζός και πήγαινα στις έδρες των Συνεταιρισμών για
την ενημέρωση των βιβλίων. 'Ετσι μια μέρα, θα ήταν Μάιος του 1949,
περνώντας μία μικρή γέφυρα, λίγο έξω από τη Ζαρκαδιά, δέχτηκα την ύπουλη
επίθεση ενός σκύλου πως όπως αποδείχθηκε αργότερα, ήταν λυσσασμένος.
Προσπάθησα να αμυνθώ, ή μάλλον να προστατευθώ από τα δόντια του σκύλου,
αλλά το κακό είχε ήδη γίνει. Μου αφαίρεσε ένα κομμάτι κρέας μέγεθος αυγού
από την γάμπα μου και εξαφανίστηκε.
Αιμόφυρτος χωρίς καμία βοήθεια, σύρθηκα μέχρι το Γραφείο της
Κοινότητας από όπου με το τηλέφωνο προσπαθούσα να ειδοποιήσω την
υπηρεσία μου για την κατάστασή μου. Τέλος, ύστερα από αρκετή ώρα
κατάφερα να ειδοποιήσω την υπηρεσία μου για το συμβάν. Τους παρακάλεσα
να στείλουν ένα ταξί για να με μεταφέρει στο Νοσοκομείο της περιοχής.
Πράγματι, ήρθε ένα ιδιωτικό ταξί με τη συνάδελφό μου Μερσίνη Καμπά, με
παρέλαβε και με μετέφερε στη Χρυσούπολη. Εκεί στο υγειονομικό σταθμό,
αφού μου δέσανε την πληγή τελείως πρόχειρα, μου συνέστησαν για
περισσότερο συστηματική θεραπεία να μεταβώ στην Καβάλα στο εκεί
Δημοτικό Νοσοκομείο. Πήγα στην Καβάλα την άλλη μέρα το πρωί και
παρουσιάστηκα στο Νοσοκομείο για τον καθαρισμό και την επίδεση του
τραύματός μου. Η προϊσταμένη του χειρουργικού τμήματος με ρώτησε για τις
συνθήκες του τραυματισμού μου και ιδιαίτερα, αν είχα κανένα δεσμό με τη
Νοσοκόμα του υγειονομικού κέντρου της Χρυσούπολης, γιατί μου ανέφερε
πως δεν έκανε καθόλου καλά τη δουλειά της, ίσως για να μη σε κάνει να
πονέσεις. Με τοποθέτησαν στο χειρουργικό τραπέζι, φέρανε κάτι μαχαίρια,
ψαλίδια, λεκάνες με νερό και χωρίς αναισθητική ένωση, επιδόθηκαν στο
καθάρισμα, πλύσιμο και δέσιμο της πληγής στο δεξί μου πόδι. Μου
συνέστησαν όμως αμέσως και χωρίς αργοπορία, να πάω στο υγειονομικό
κέντρο και να κάνω αντιλυσσική θεραπεία. Εν τω μεταξύ έλαβα επείγον
σημείωμα του προέδρου του συνεταιρισμού κ. Πάτση από την Ζαρκαδιά, να
προσέξω και να κάνω την αντιλυσσική θεραπεία, γιατί το σκυλί ήταν
λυσσασμένο.
'Εμεινα στην Καβάλα κάπου δέκα μέρες για τη θεραπεία και όταν
348
αποκαταστάθηκε η υγεία μου και επουλώθηκαν τα τραύματά μου, γύρισα και
πάλι πίσω στην δουλειά. Εκεί έμαθα τότε ότι ο λυσσασμένος σκύλος πριν από
μένα είχε δαγκάσει ένα γάιδαρο, ο οποίος ψόφησε σε δέκα μέρες καθώς και ένα
νεαρό άτομο ηλικίας 16 χρόνων που πέθανε σε εικοσιπέντε ημέρες επίσης από
λύσσα. Μόνο εγώ σώθηκα, χάρη στην αντιλυσσική θεραπεία που υποβλήθηκα.
'Ηταν μια από τις πιο οδυνηρές εμπειρίες της ζωής μου.
Η περιπέτειά μου στο Τμήμα Ασφάλειας της Καβάλας
Σε ένα από τα πολυάριθμα ταξίδια που έκανα από τα χωριά της
δικαιοδοσίας μου στην Καβάλα και από εκεί στην πατρική μου οικογένεια στον
Αμυγδαλεώνα, με τα βαριά ρούχα που είχα και από τα άρβυλά μου που ήταν
λασπωμένα, κίνησα φαίνεται την υποψία των μυστικών ανδρών της Ασφάλειας
στο πρακτορείο των λεωφορείων. Αντί λοιπόν το λεωφορείο να κινηθεί στον
Αμυγδαλεώνα, οδηγήθηκε στην είσοδο των γραφείων της Ασφάλειας Καβάλας.
Ακολούθησε εξονυχιστικός έλεγχος όχι τόσο στους άλλους επιβάτες, αλλά
κυρίως σε μένα καθώς επίσης και σε έναν άλλο γέρο πλανόδιο αυγοπωλητή.
Βρήκαν επάνω μου μια εφημερίδα Γαλλική την "Merragere 1' Athens" και ένα
τετράδιο προσωπικών μου σημειώσεων. Με συνέλαβαν τότε και με οδήγησαν
ενώπιον του Διοικητή του Τμήματος. Με ανέκριναν, ρωτώντας για το
περιβάλλον μου, τα υποδήματά μου, το σημειωματάριο μου, άλλα κυρίως για
την εφημερίδα. Χρειάστηκε να δουν τον φάκελο μου που είχαν φαίνεται από
καιρό συντάξει, γιατί ήμουν υπάλληλος στην 'Ενωση και ως υπάλληλοι, είχαμε
ο καθένας τον φάκελο του. Περισσότερο όμως ενδιαφέρονταν για το
περιεχόμενο της εφημερίδας. Τους εξήγησα ότι η εφημερίδα εκδίδεται στην
Αθήνα, ότι είναι όργανο του υπουργείου εξωτερικών για την ενημέρωση των
ξένων αποστολών και τέλος ότι εκφράζει την γραμμή του επίσημου κράτους.
Φαίνεται ότι πείστηκαν για όσα τους ανέφερα, είδαν άλλωστε και τον φάκελο
μου, ο οποίος ήταν υπέρ του δέοντος ευνοϊκός και μάλιστα καθώς μου είπαν
είμαι της δεξιάς παράταξης, καθώς φαινόταν ότι ψήφισα στις εκλογές στις 313-1946, όπου οι οπαδοί της αριστεράς έκαναν αποχή. Ακολούθως με έβαλαν
και τους διάβασα ένα κομμάτι της εφημερίδας και τελικά με άφησαν ελεύθερο,
χωρίς να με κακοποιήσουν, οπότε και συνέχισα το ταξίδι μου στον
Αμυγδαλεώνα, για να συναντήσω την οικογένεια μου.
Η προσπάθεια να επηρεάσω τον Καλλιδόπουλο για την σωτηρία του γιου του
'Οσο προχωρούσε η άνοιξη και πλησίαζε το καλοκαίρι, τόσο περισσότερο
πίστευα ότι το τέλος της ανταρσίας ήταν πολύ κοντινό. Είχα την γνώμη ότι το
ρεύμα μεταστράφηκε υπέρ των Εθνικών Δυνάμεων και ότι το ρεύμα αυτό έγινε
ήδη ποταμός και στο διάβα του όχι μόνο δεν μπορούσε να αντιδράσει κανείς,
αλλά θα μπορούσε να παρασύρει και όποιον έμπαινε εμπόδιο στο δρόμο του.
Σκέφθηκα τότε τα γνωστά παιδιά -παιδικούς μου φίλους- οι οποίοι βρισκότανε
στις τάξεις των ανταρτών. Είχα ένα πολύ καλό παιδικό μου φίλο τον Ανδρέα
τον Καλλιδόπουλο, που εδώ και δυο χρόνια ήταν ενταγμένος στις τάξεις των
ανταρτών που δρούσαν στις περιοχές μας. 'Ετσι μια Κυριακή του Ιουνίου του
1949 κατέβηκα στη Χρυσούπολη, έβαλα στη τσέπη μου δύο πενηνταράκια ούζο
349
και κατευθύνθηκε στο σπίτι του πατέρα του.
Συνάντησα τον πατέρα του Χρήστο - πέθανε ύστερα από πέντε χρόνια από
καρκίνο - στην πόρτα του σπιτιού που πληροφορημένος για την έλευσή μου
βγήκε να με προϋπαντήσει. Χάρηκε πολύ για τη συνάντησή μας, μου είχε
φαίνεται ιδιαίτερη αδυναμία και έτρεφε απεριόριστη εμπιστοσύνη στο πρόσωπό
μου. 'Εστρωσε αμέσως ένα πρόχειρο τραπέζι, έφερε λίγο μεζέ και στρωθήκαμε
στην ουζοποσία.
« Χρήστο, του είπα, σε μια στιγμή, ύστερα από κατάλληλη προετοιμασία σχετικά
με τη κατάσταση, η ανταρσία κατέρρευσε, είναι πλέον ζήτημα ημερών η
καταστροφή της. Στην εξοντωτική μάχη που προετοιμάζουν οι εθνικές δυνάμεις
και που θα σημάνει το τέλος της ανταρσίας δεν θέλω να συμμετάσχουν παιδιά
δικά μας και μάλιστα φίλοι, όπως είναι ο γιος σου, o Ανδρέας. Σε παρακαλώ,
συνέχισα, έλα σε επαφή μαζί του και πες του εκ μέρους μου τα δέοντα,
φροντίζοντας να κατεβεί από το βουνό, να επωφεληθεί της αμνηστίας του
κράτους. Θα τον βοηθήσουμε και εμείς και θα επιστρέψει σώος».
Ο Χρήστος έκανε ένα μορφασμό αποδοκιμασίας των όσων του έλεγα, δεν τα
ενέκρινε και με αυστηρή και επιτακτική φωνή μου είπε:
« Όχι Παναγή, αυτό δεν θα γίνει πoτέ. Ο Ανδρέας πολεμά για το δίκαιο και τη
λευτεριά. Δεν έχει καμιά δουλειά εδώ μέσα στους φασίστες. Τί να έρθει να κάνει
εδώ; Όχι, δεν θα κατεβεί ».
Προσπαθούσα να τον πείσω, αλλά στάθηκε αδύνατο. Ο Ανδρέας παρέμεινε
στις τάξεις των ανταρτών μέχρι τέλους και σαν ειρωνεία της τύχης σκοτώθηκε
μόλις λίγες μέρες, πριν από την τελική συντριβή των ανταρτών και την φυγή
των επιζώντων στις γειτονικές χώρες.
Παραμονές της στράτευσης μου το 1949
Στις αρχές του Αυγούστου του 1949 διάβασα στις εφημερίδες σχετικά με
την πρόσκληση της κατηγορίας μου στις τάξεις του Στρατού. Απέφυγα την
στράτευση όλο αυτό το κρίσιμο τετραετές διάστημα ως προστάτης οικογένειας.
Τώρα όμως με καλούν από τα όπλα, ως εγγράμματο προστάτη στις 12
Οκτωβρίου του 1949. Παρατάθηκε όμως κατά ένα μήνα η ατομική μου
πρόσκληση για επάνδρωση των ΤΕΑ της περιοχή μας. Παρουσιάσθηκα στα
ΤΕΑ (Τάγματα Εθνικής Άμυνας) στην Χρυσούπολη για κατάταξη. Δεν ήταν
όμως έτοιμοι να δεχθούν νεοσύλλεκτους και έτσι μου έδωσαν μια εικοσαήμερη
άδεια, μετά το πέρας της οποίας έπρεπε να παρουσιασθώ πάλι εκεί. Στο
διάστημα αυτό τακτοποίησα διάφορες εκκρεμείς υποθέσεις υπηρεσιακές,
οικογενειακές και ατομικές και ακολούθως παρουσιάστηκα στο στρατολογικό
γραφείο της Καβάλας για περισσότερες πληροφορίες. Εκεί μου είπαν ότι oι
στρατεύσιμοι της δικής μου της κατηγορίας που είχαν προσκληθεί στα ΤΕΑ,
οφείλουν να καταταγούν στο στρατό. Πρέπει μου είπαν να καταταγείς στη
Δράμα το αργότερο μέχρι τις 12-10-1949.
Σε ένα ταξίδι που έκανα τότε στο χωριό Πέρνη για δουλειά του
Συνεταιρισμού, ο Σταθμάρχης του εκεί Αστυνομικού Τμήματος που ήταν φίλος
μου, με κάλεσε στο Σταθμό και με έβαλε να συμπληρώσω δύο έντυπα σχετικά
350
με την κατάστασή μου στο χωριό. Μάλιστα συμπλήρωσα εγώ ο ίδιος τα φύλλα,
απαντώντας στις ερωτήσεις με ειλικρίνεια και τα παρέδωσα στον Σταθμάρχη
προς υπογραφή και προώθησή τους στην μονάδα Στράτευσης μου.
Πραγματικά, όταν ύστερα από λίγες μέρες κατατάχθηκα στο στρατό, μάλιστα
την ώρα επαλήθευσης των στοιχείων το μάτι μου έπιασε τα έγγραφα αυτά,
αφού άλλωστε ήταν γνωστά σε μένα από το γραφικό μου χαρακτήρα.
Είχα όμως μια ανειλημμένη υποχρέωση, να βαφτίσω ένα κοριτσάκι ενός
συγχωριανού μου, του Αναστασίου Ναθαναηλίδη. Πράγματι δύο μέρες πριν
από τη στράτευσή μου, πήγα στο Μακρυχώρι όπου διέμενε τότε o κουμπάρος
μου και βάφτισα το κοριτσάκι, δίνοντας του το όνομα Αννούλα. Έπειτα
ξεκίνησα για τη κατάταξή μου στο Στρατό.
351
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ
1.
Η επίσκεψή μου στην Αργυρούπολη του Κιλκίς.
Από τα προπολεμικά ακόμη χρόνια, είχα ακουστά, πως στην ΑξιούπουληΚιλκίς, είχαμε συγγενείς από τη πλευρά του πατέρα μου. Τώρα που τελείωσα
το σχολείο, τους σκέφτηκα και χωρίς καθυστέρηση πραγματοποίησα ένα ταξίδι
στην Αξιούπολη. Έβαλα ότι καλύτερο είχα όσον αφορά την ένδυση και
υπόδηση, όχι ιδιαίτερα πράγματα, στην ακρίβεια αυτά που φορούσα και
ξεκίνησα για την Αξιούπολη. 'Ηθελα να γνωρίσω από κοντά τον εξάδελφό μου
τον Γιώργη και τη γυναίκα του τη Δέσποινα. 'Ηταν καλός και πιστός στους
συγγενείς. Το διαπίστωσα, όταν τρία χρόνια πριν, το 1943, όταν ο αδελφός μου
ο Νίκος βρισκότανε στο Μπορ της Γιουγκοσλαβίας στη υπηρεσία των
Γερμανών στα έργα των μεταλλείων, όντας σε δύσκολη κατάσταση
αντιμετωπίζοντας την πείνα και τα μεγάλα προβλήματα ιματισμού τους ζήτησε
τη βοήθειά τους μέσω αλληλογραφίας. Οι καλοί μας συγγενείς κάνανε ένα
μικρό πακέτο και του στείλανε μερικά είδη ρουχισμού και εσωρούχων. Δεν είχε
σημασία το είδος και η ποσότητα αυτών που του έστειλαν, σημασία είχε η
προθυμία και η πίστη στον συγγενικό δεσμό που επέδειξαν στη δύσκολη αυτή
περίσταση οι συγγενείς μας.
Η επίσκεψη μου εκτός από το σκοπό της γνωριμίας, είχε παράλληλα και την
εξέταση της δυνατότητας αποκατάστασής μου εκεί όσον αφορά την αναζήτηση
και εξεύρεση κατάλληλης εργασίας και αν είναι δυνατόν τη μόνιμη
εγκατάστασή στην περιοχή. 'Εφθασα στο χωριό. Εκεί όμως που πήγα να
κατεβώ από το λεωφορείο, το πουκάμισό μου γαντζώθηκε σε ένα μεταλλικό
εξάρτημα της πόρτας και σκίστηκε πέρα για πέρα αποκαλύπτοντας την γύμνια
του στήθους μου. Τί να κάνω λοιπόν; Πώς μπορούσα να παρουσιαστώ στους
συγγενείς μου με σκισμένο πουκάμισο; Δεύτερο δεν είχα να βάλω. Περίπτωση
να το ράψω σε ξένο και άγνωστο τόπο δεν υπήρχε. Το ενδεχόμενο να
επιστρέψω ούτε καν το σκέφτηκα. Έτσι με σκισμένο πουκάμισο, ρωτώντας
πήγα και βρήκα τον εξάδελφό μου.
Πολύ γρήγορα διαπίστωσα πως και αυτός βρισκότανε σε πολύ δύσκολη
οικονομική κατάσταση. 'Ηταν ηλικιωμένοι, δεν είχαν κανένα πόρο ζωής. Είχαν
αρκετά στρέμματα αγροτικής γης για καλλιέργεια. Λόγω όμως της ηλικίας τους
και της έλλειψης καλλιεργητικών μέσων δεν ήταν σε θέση να αξιοποιήσουν τα
χωράφια τους. 'Υστερα από τις πρώτες συστάσεις έκπληκτος άκουσα τον
Γιώργη να λέει στη γυναίκα του, με τρόπο.
« Δέσποινα, πάρε το πουκάμισο του να το ράψεις. Δώσε του άλλο να φορέσει,
γιατί έτσι με σκισμένο πουκάμισο δεν βγαίνω έξω μαζί του. Δεν πάω πουθενά ».
Προσβλήθηκα, αλλά τί μπορούσα να κάνω. Κατάπια την γλώσσα μου,
έπνιξα τα συναισθήματα μου, συγκρατήθηκα. Πήγαμε έξω στην αγορά. Εκεί
γνώρισα και άλλους πατριώτες από το σόι του πατέρα μου. Είδα την οικογένεια
του Τσαρακρίδη. 'Ηταν τέσσερα αδέλφια, δύο αγόρια και δύο κορίτσια.
Έδειξαν συγγενικό ενδιαφέρον, στη περίπτωσή μου. Κύριο θέμα των
συζητήσεων μαζί τους και όχι μόνο μ’ αυτούς, ήταν περισσότερο από το
352
οικονομικό, το πολιτικό. Με το δίκιο τους, διότι είχαν χάσει λίγο πριν τη
απελευθέρωση τον πατέρα τους που ως δεξιό, τον είχαν εκτελέσει οι αναρχικές
ομάδες, ανεύθυνα στοιχεία που η παρουσία τους τότε ήταν συχνή στη περιοχή.
'Ολοι τους έπαιρναν μέρος σε αντικομουνιστικές εκδηλώσεις. Αυτό δεν με
πείραζε, το αντίθετο μάλιστα και ας μην ασπαζόμουν τις ιδέες τους. Γνώρισα
και άλλους πατριώτες. Μεταξύ των άλλων τη νονά μου, που τον άνδρα της τον
σκότωσαν Τούρκοι αντάρτες το 1921 στον Πόντο.
Δεν θυμάμαι πόσες μέρες έμεινα στην Αξιούπολη. Διαπίστωσα πως δεν
υπήρχε δυνατότητα να σταδιοδρομήσω στην Αξιούπολη. Πολύ γρήγορα λοιπόν
επέστρεψα στη Καβάλα.
Το επόμενο καλοκαίρι του 1947 ήρθε για επίσκεψη στο χωριό μας η
εξαδέλφη μου Δέσποινα. 'Ετσι γνώρισε και τη μητέρα μου και τα άλλα μου
αδέλφια. Πολύ αργότερα, το 1948, όταν βρεθήκαμε στο Αμυγδαλεώνα ως
ανταρτόπληκτοι, μας επισκέφτηκε και ο Γιώργης.
Από καιρό σε καιρό μαθαίναμε νέα τους, καθώς αλληλογραφούσαμε.
Κάποτε κόπηκε και αυτή η επικοινωνία. Τους επισκέφτηκα το 1950 στη
επιστροφή μου από την Αθήνα, όπου υπηρετούσα στρατιώτης, τους βρήκα στην
ίδια, αν όχι σε χειρότερη κατάσταση. 'Εκτοτε έχασα τα ίχνη τους.
2. Βίος και πολιτεία του Παπά Μιχαήλ Βασιλειάδη.
Θεωρώ υποχρέωσή μου να αναφέρω εδώ λίγα λόγια, όσα είναι γνωστά για
το πρόσωπο του σεβαστού αυτού λειτουργού του ιερέα Παπαμιχαήλ
Βασιλειάδη. Γεννήθηκε στον Πόντο. Ο ακριβής τόπος γέννησης και η
χρονολογία είναι άγνωστα. Ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος στο βιβλίο του
"Περιήγηση στον Πόντο", Αθήνα 1903 στη σελίδα 335 αναφέρει για το
πρόσωπο του Παπαμιχαήλ τα παρακάτω:
«Υπάρχει στην Πάφρα ένας εξαιρετικός άνδρας, ο Αιδεσιμότατος
Παπαμιχαήλ που υποστηρίζει τα γράμματα και ότι καλό. Είναι τουρκόφωνος,
αλλά πολύ μουσικόφιλος και πέρα για πέρα ευγενικός. Ανέπτυξε μεγάλη
δραστηριότητα με ακαταπόνητο ζήλο για τα προβλήματα της ομογένειας.
Διορίστηκε αρχιερατικός αντιπρόσωπος και είναι εκλεγμένος πρόεδρος της
Δημογεροντίας της Ορθόδοξης Κοινότητας Πάφρας ».
Στην γενέτειρά του Πάφρα ασκούσε τα ιερατικά του καθήκοντα μέχρι τα
μέσα περίπου του 1916. Τότε η οικογένειά του έγινε στόχος των Τουρκικών
Αρχών για τη στάση που κρατούσε απέναντι στην Τουρκική διοίκηση. Είναι
μάλλον βέβαιο πως μερικά μέλη της οικογενείας του ήταν λιποτάκτες του
Τουρκικού στρατού και πως τους συνέλαβαν οι Τούρκοι και τους εκτέλεσαν
μπροστά στα μάτια του. 'Υστερα από την απώλεια των προσφιλών του
προσώπων ο Παπαμιχαήλ ανέβηκε στο βουνό και εντάχθηκε στα ποντιακά
ανταρτικά σώματα όπου υπηρέτησε επί επτά χρόνια, μέχρι την ανταλλαγή των
πληθυσμών του 1923 και τελικά κατέφυγε στην Ελλάδα. Ακολούθησε μερικούς
γνωστούς του συγχωριανούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο μόνος αδελφός
του που επέζησε της συμφοράς. Εγκαταστάθηκε στο χωριό Σκοπός όπου και
εκτελούσε τα ιερατικά του καθήκοντα. Οι γηραιότεροι κάτοικοι του χωριού
353
θυμούνται πως τραγουδούσε τη συμφορά που πέρασε στον Πόντο με ένα
αυτοσχέδιο τραγούδι στη Τουρκική που σε ελεύθερη μετάφραση στα Ελληνικά
λέει τα εξής:
"Είθε να βρισκόμουν στην Πόλη και στην Αγιά-Σοφιά,
να άναβα τα τέσσερα κεριά στη μνήμη των προσφιλών,
των προσφιλών προσώπων της οικογένειάς μου.
Είμαι βέβαιος πως θα ξανάβλεπα τα πρόσωπά τους ".
Μολονότι ήταν τουρκόφωνος, διάβαζε με μεγάλη ευχέρεια της ιερατικές
ακολουθίες, χωρίς πολλές φορές να τις καταλαβαίνει. 'Ηταν όμως πατριώτης
και αγαπούσε την πατρίδα όπως εννοούσε αυτός την αγάπη του προς αυτή.
Πριν από τον πόλεμο ήρθε σε σύγκρουση με το δάσκαλο του χωριού, τον Γ.
Μιχαηλίδη. Ούτε λίγο ούτε πολύ τον κατηγορούσε ως κομμουνιστή, γιατί δεν
πήγαινε τακτικά στην εκκλησία. 'Εγειναν υπηρεσιακές ανακρίσεις από την
Επιθεωρητή και τελικά απαλλάχτηκε ο δάσκαλος. Στον καιρό της κατοχής τον
Παπαμιχαήλ οι Βούλγαροι δεν τον πείραξαν, ίσως γιατί δεν τον θεωρούσαν
υπολογίσιμο αντίπαλο τους. 'Ισως επειδή το χωριό όπου υπηρετούσε ήταν
μικρό και ορεινό και δεν παρουσίαζε ενδιαφέρον να επανδρωθεί με
Βούλγαρους ιερείς. 'Ισως ακόμη λόγω της ηλικίας του. 'Ηταν τότε 75 χρονών
περίπου. 'Ετσι τον άφησαν να ιερουργεί, σε αντίθεση με άλλους ιερείς τους
οποίους καταδίωξαν. Παρ' όλα αυτά το μεταβατικό απόσπασμα του εχθρού τον
υποχρέωσε μια μέρα του Ιουλίου του 1943, όταν ήταν επικεφαλής μιας
γαμήλιας πομπής που επέστρεφε από το Διπόταμο στη Κωνσταντινιά, να
ιππεύσει αντίθετα και για χλευασμό να τον περιφέρουν εδώ και εκεί στο δρόμο
μέσα στο δάσος.
Στάθηκε όλο το διάστημα της κατοχής κοντά στο ποίμνιό του, το
νουθετούσε, ενώ παράλληλα εκφραζότανε με τα καλύτερα λόγια φανερά για
τους Βούλγαρους. Με τη στάση του αυτή απέναντι στον δυνάστη επιδίωκε
μέσω τυχόν καταδοτών, να μεταφερθεί ο απόηχος των λόγων του στον
αντίπαλο για να αποκτήσει και να επαυξήσει την εύνοιά του προς όφελος του
ποιμνίου του. Παράλληλα μονολογούσε πάντοτε και ευχόταν να ήταν στην
ηλικία των 25 χρόνων για να αποδοθεί σε νέους αντιστασιακούς αγώνες κατά
του δυνάστη, όπως τότε εναντίον των Τούρκων. Στο τέλος της κατοχής
παρότρυνε πολλούς χωρικούς να βγουν στο βουνό, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
'Ενα απόγευμα του Φεβρουαρίου του 1943 ένα Βουλγαρικό απόσπασμα
χωροφυλάκων μπήκε στο καφενείο του χωριού με άγριες διαθέσεις. Σηκώθηκαν
όλοι οι θαμώνες να τους υποδεχτούν, ενώ οι Βούλγαροι χωρίς να δεχτούν την
υποδοχή τους τους υποχρέωσαν να σταθούν στον τοίχο και να μη κουνηθούν.
Τότε ο παπάς με την ιδιότητα του ορθόδοξου χριστιανού ιερέα και επειδή
απευθυνόταν σε ορθόδοξους, προθυμοποιήθηκε να απαγγείλει ορισμένα
τροπάρια για να κατευνάσει τα πνεύματα. Δεν περίμενε να πάρει την έγκριση.
Άρχισε αμέσως το ψάλσιμο κατάλληλων εκκλησιαστικών τροπαρίων και με τη
μελωδικότητα που τα απήγγειλε οι Βούλγαροι από άγριοι, βλοσυροί και
αμίλητοι, στο τέλος ηρέμησαν και μετατράπηκαν σε ήσυχα και άκακα αρνιά
'Υστερα από λίγο το απόσπασμα αναχώρησε χωρίς να πειράξει κανένα. 'Οταν
κατά τα τέλη του 1943 δύο συγχωριανοί μας καταγινότανε με τη διαφύλαξη της
συγκομιδής των καστανών για λογαριασμό του δυνάστη, ο παπάς τους
επέπληξε πλέον φανερά για την στάση τους αυτή.
354
'Υστερα από την απελευθέρωση, οι επαναπατρισμένες Ελληνικές Αρχές
έπαιρναν από τον παπά στοιχεία για τη στάση των κατοίκων στο διάστημα της
κατοχής. Πολλές μέρες ο τέως αγροφύλακας του χωριού Λάζαρος Κικίδης τον
παρακαλούσε να του δώσει πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης για να μη χάσει (ο
Κικίδης) τη θέση του και να του αναγνωριστούν υπηρεσιακά τα χρόνια της
κατοχής. Ο παπάς αρνήθηκε επίμονα. 'Οταν ο συγγραφέας τον παρακάλεσε γι'
αυτό, επικαλούμενος την ιδιότητα του αγροφύλακα ως πολύτεκνου και λόγους
ανθρωπιστικούς για να δώσει την απαιτούμενη βεβαίωση, ο παπάς τον κοίταξε
έκπληκτος και αναφώνησε:
« Ε!! Παναγιώτ και τα κάστανα τα ξέχασες »;
Δεν μπορούσε ο παπάς να συγχωρήσει την διαγωγή του αγροφύλακα που
ήταν αρκετά επιλήψιμη, γιατί τον Λάζαρο τον βάρυναν και άλλες πολλές
κατηγορίες βάσιμες ή όχι. Πολλά λέγονταν για τη στάση του στη σύλληψή των
έντεκα συγχωριανών μας τον προπερασμένο χρόνο από τον δυνάστη που
κακοποιήθηκαν άγρια στα υπόγεια της Αγροτικής Τράπεζας στη Χρυσούπολη,
για τις καταδόσεις που έκανε, για την ιδιότητα του ως πληροφοριοδότη, καθώς
και το γεγονός ότι έκανε κουμπάρο τον Βούλγαρο πρόεδρο της Κοινότητας που
βάφτισε ένα πα.ιδί του. Επόμενο ήταν ο Κικίδης να μην εμπνέει εμπιστοσύνη
στον κόσμο, αλλά ανεξάρτητα από αυτό η βεβαίωση έπρεπε να χορηγηθεί.
Σε άλλη περίπτωση αρνήθηκε να υπογράψει παρόμοια βεβαίωση για την
χήρα Κυριακή Ζεϊτίδου που τον άνδρα της Νίκο, τον σκότωσε ο δυνάστης μετά
από ένα γερό ξυλοκόπημα, με πρόσχημα ότι δήθεν η χήρα δεν στάθηκε στο
ύψος της. Αμφότεροι οι ενδιαφερόμενοι των παραπάνω περιπτώσεων έχασαν
τις συντάξεις τους και αυτοί και οι κληρονόμοι τους, ειδικά οι τελευταίοι που
ζουν ακόμη. Αναφέρω τα συγκεκριμένα συμβάντα για να δώσω έμφαση στην
νοοτροπία του παπά, καθώς και του κλίματος εκείνης της εποχής. 'Ηταν όμως
αποτέλεσμα του πολέμου και της κατοχής που ακολούθησε ο πλήρης και
αθεράπευτος εγωισμός και η ισχυρογνωμοσύνη των ατόμων. 'Ελλειψε πέρα για
πέρα η αγάπη για τον συνάνθρωπο και από αυτούς ακόμη τους λειτουργούς του
Υψίστου, έτσι ώστε στα τόσα θύματα να προστεθούν και άλλα.
Το τέλος του παπά ήταν τραγικό. Με την επικράτηση των ανταρτών του
Δημοκρατικού Στρατού στην ορεινή περιοχή, όταν όλοι αναγκάστηκαν να
εκπατριστούν από το φόβο των ανταρτών, ο παπάς ακολούθησε και αυτός τους
χωριανούς στον τόπο της προσωρινής τους εγκατάστασης στη Χρυσούπολη,
στις αποθήκες του Ζαχαριάδη. Η Κλειώ Χριστοδούλου, γειτόνισσα του παπά
στο χωριό, περιγράφει την περίπτωση αυτή, δηλαδή την δραματική κατάσταση
της υγείας του με τα παρακάτω λόγια :
"Ο παπάς ήταν μόνος και απροστάτευτος σε μία ιδιαίτερη κάμαρα της
αποθήκης. Είχε εγκαταλειφτεί από όλους. Υπέφερε από διάρροια, συνέπεια της
νέας προσφυγιάς. Δεν μπορούσε ο ίδιος να περιποιηθεί τον εαυτό του και
κανένας άλλος δεν ενδιαφερόταν γι' αυτόν. Τον βρήκα μόνο του, μέσα στις
ακαθαρσίες του. Πήρα πανιά, σαπούνια και νερό. Τον καθάρισα, τον έπλυνα,
τον φρόντισα και του έδωσα κάτι για τροφή. Η κατάστασή του όμως όσο
πήγαινε και χειροτέρευε, πήγα στην Πρόνοια. Ανέφερα τη περίπτωση του
εγκαταλειμμένου ιερέα. Τους παρακάλεσα να τον βοηθήσουν. 'Εστειλαν
αυτοκίνητο, τον τακτοποίησα σ' αυτό και τον πήγαν στην Καβάλα στο
Νοσοκομείο. Δεν μπόρεσε να ξεπεράσει την ασθένειά του. 'Ηταν ένα
355
ανθρώπινο ράκος. Είτε από έλλειψη φροντίδας, είτε από την περασμένη του
ηλικία, ο παπάς είχε ήδη περάσει τα 80 χρόνια, δεν άντεξε, πέθανε στο
νοσοκομείο και τον έθαψαν στην Καβάλα, χωρίς, και αυτό είναι το πιο
αχάριστο, το πιο απογοητευτικό, να παραστεί έστω και ένας ενορίτης, ή
συγχωριανός στην κηδεία του.
'Ηταν και αυτό το φαινόμενο μια έκφανση της κατάστασης που
δημιουργήθηκε στη περιοχή μας από την δράση των ανταρτών στα βουνά μας,
έτσι ώστε στα τόσα θύματα που ήδη υπήρχαν, να προστεθούν και άλλα.
3.
Η σύλληψη και τα άγρια βασανιστήρια του αδελφού μου
Νικόλαου από τον δυνάστη.
Τώρα έρχομαι να εξιστορήσω την τραγική περιπέτεια του αδελφού μου
Νίκου. Προηγουμένως όμως είναι ανάγκη να αναφερθώ στην κατάσταση και
ιδιαίτερα την οικονομική έτσι όπως εξελίχθηκε από τις αρχές ακόμη της
άνοιξης του 1942.
Στα προηγούμενα κεφάλαια του βιβλίου μου ανέφερα πως πολύς κόσμος,
περίπου oι μισoί κάτοικοι του χωριού είχαν στερηθεί το ψωμί από τους
πρώτους κιόλας μήνες του 1942. Η επισιτιστική κατάσταση λοιπόν, όσο
πήγαινε και χειροτέρευε. 'Ελειπε το ψωμί, έλειπε η πατάτα και όλα σχεδόν τα
υπόλοιπα είδη διατροφής. Ο κόσμος έτρωγε πια τα κοτσάνια των καλαμποκιών
που άλλες χρονιές τα μεταχειριζόμασταν ως πρώτη ύλη στην θέρμανση. Ευτύχημα ήταν πως υπήρχε αρκετό γάλα. Αυτό κράτησε τον κόσμο στη ζωή. Την
έλλειψη όμως του ψωμιού δεν μπορεί να την αναπληρώσει κανένα άλλο
τρόφιμο. Eίvαι αναντικατάστατο. Η ταλαιπωρία της πείνας ανάγκαζε πολλές
γυναίκες με τα υποζύγιά τους ή και χωρίς αυτά να πηγαίνουν στο εσωτερικό
της Βουλγαρίας, στα Βουλγαρικά χωριά και εκεί να κάνουν διάφορες
ανταλλαγές, όπως χρυσαφικά με τρόφιμα, αγοράζοντας φασόλια, πατάτες ή
φακές σε τιμές πολλαπλάσιες και ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες επέστρεφαν
στα χωριά τους.
Άλλοι πάλι, ευτυχώς αυτοί ήταν λίγοι, επιδίδονταν σε ληστείες. Ως κάτοικοι
χωριών, παίρνανε ένα τσεκούρι, ή όπλο και καιροφυλακτούσαν σε κανένα
στενό, διασταύρωση ή χαράδρα και ληστεύανε τον κόσμο. Με την ψεύτικη
ιδιότητα του αντάρτη έγιναν πολλές βιαιοπραγίες και ληστείες σε βάρος του
απλού λαού και ιδιαίτερα σε βάρος των ανυπεράσπιστων γυναικόπαιδων.
Είχαμε το ατύχημα από τις αρχές ακόμη της κατοχής να έχουμε μια
ανταρτοομάδα στα χωριά μας δέκα-δώδεκα ατόμων με αρχηγό τους τον
Γεώργιο Αραμπατζή ή Παπαστάμο. Βέβαια αυτοί ζούσαν σε βάρος του κόσμου.
Παρουσιάζονταν δήθεν ως πατριώτες και όχι ως ληστές, παρόλο που ζούσαν
από αρπαγές και ληστείες. 'Ετσι οποιαδήποτε ληστεία συνέβαινε στην περιοχή,
ο κόσμος θεωρούσε τους αντάρτες ως αυτουργούς.
Μια μέρα στις αρχές Mαίου του 1942 μια γυναίκα από τα καμποχώρια, ενώ
επέστρεφε από τους αλευρόμυλους του Διποτάμου στο χωριό της φορτωμένη
περίπου σαράντα κιλά καλαμποκίσιο αλεύρι, έπεσε πάνω σε τρεις χωρικούς που
ληστεύανε στο όνομα των ανταρτών. Της πήρανε το αλεύρι και εξαφανίστηκαν
356
μέσα στο βουνό. Η γυναίκα μόνη και ανυπεράσπιστη, χωρίς το αλεύρι που το
προόριζε για την οικογένειά της, έβαλε τις φωνές και τα κλάματα. Αντηχούσαν
οι γύρω χαράδρες από τον αντίλαλο των θρήνων της γυναίκας. Άκουσαν τις
φωνές οι αντάρτες. Τρέξανε αμέσως στη γυναίκα και ζήτησαν να μάθουν την
αιτία των θρήνων και της περιπέτειας της. Η γυναίκα τους αφηγήθηκε το
πάθημά της. Τους υπέδειξε μάλιστα και το μέρος που κρυβόντουσαν οι ληστές.
Η ομάδα του Γιώργη περικύκλωσε το μέρος. Δεν άργησε να ανακαλύψει τους
επίδοξους ληστές. 'Ηταν ο Θ. Μ., ανάδοχος του μικρότερου αδελφού μου του
Λευτέρη, ένας άλλος, ο Α.Π. και τέλος ένας οικογενειάρχης από τον
Κεχρόκαμπο. Φωνάξανε τη γυναίκα, τις δώσανε το αλεύρι της και της
συνέστησαν να πάει στο χωριό της και στην οικογένειά της χωρίς να φοβάται
κανένα.
Δεν άργησαν οι αντάρτες να βγάλουν την καταδικαστική τους απόφαση.
Τον Κεχροκαμπίτη τον σκοτώσανε επί τόπου με μαχαίρι. 'Ηρθε η σειρά των
άλλων δύο, έπεσαν στα πόδια τους και τους παρακάλεσαν να τους λυπηθούν.
'Εχουμε οικογένεια είπε ο Θ.Μ., πεινούσαν τα παιδιά μας και ότι κάναμε το
κάναμε για να μη πεθάνουν από πείνα. Ο Α.Π. έτυχε να είναι πολύ γνωστός με
τον αρχηγό της ανταρτομάδας, τον Γιώργη Παπαστάμο. Ο τελευταίος τον
έδιωξε αμέσως με τον πιο άγριο τρόπο, μεσολαβώντας στους αντάρτες του και
κάνοντας τους αυστηρότατες συστάσεις, τον απείλησε πραγματικά και εικονικά
με ψεύτικη τάχα εκτέλεση και τον έδιωξαν με την σύσταση να μην ξαναπέσει
στα χέρια τους, γιατί τη δεύτερη φορά δεν θα τη γλιτώσει.
Ο δυστυχισμένος από την τρομάρα του έπαθε νευρικό κλονισμό. Δεν
συνήλθε ποτέ πια. 'Επεσε στο κρεβάτι. Εκεί τον βρήκα, όταν επέστρεψα, με
άδεια στο σπίτι μου. Τον επισκέφτηκα και μου είπε όλη την ιστορία για το
πάθημά του, ακριβώς έτσι όπως τα εξέθεσα εδώ. Του έδωσα θάρρος, λέγοντας
του για την γρήγορη λήξη του πολέμου και για το σίγουρο τέλος της φτώχειας
και της ανέχειας. Δεν έζησε πολύ καιρό. Λίγο αργότερα από την απελευθέρωση
πέθανε σε πολύ μικρή σχετικά ηλικία.
Άλλη μια ομάδα από δύο-τρεις νεαρούς στο χωριό μας, λήστεψε μια
υπόγεια αποθήκη ενός κοντοχωριανού μας από το διπλανό χωριό. Αν και ήταν
καλά παιδιά, η πείνα όμως αναγκάζει ακόμη και τον σκύλο να ορμάει σε
αναμμένο φούρνο, βλέποντας τα ψημένα ψωμιά.
Επανέρχομαι στην ομάδα των ανταρτοληστών. 'Ηταν ο πρώτος χρόνος της
κατοχής και αποτελούνταν από περίπου δέκα-δώδεκα άτομα. Οι περισσότεροι,
επτά ή οκτώ αντάρτες αναγκάστηκαν να ανεβούν στο βουνό από τον φόβο των
Αρχών. Τους καταδίωκαν για διάφορους λόγους. Αν τους έπιαναν θα τους
σκότωναν. Βγήκαν λοιπόν στο βουνό για να γλιτώσουν. Είχαν κάποια
δικαιολογία. Φρόντιζαν για τη ζωή και την τιμή τους.
Οι άλλοι όμως τρεις-τέσσερις ήταν τυχοδιώκτες. Θα μπορούσαν να
εγκατασταθούν κάπου, να σχηματίσουν οικογένειες και να μη δημιουργούν
προβλήματα και στους χωρικούς που τους απέκρυπταν και τους συντηρούσαν
και τους Βούλγαρους που τους κυνηγούσαν για να εδραιώσουν δήθεν την
δημόσια τάξη. 'Ολοι μας γνωρίζουμε την παρουσία της ομάδας. Ήταν κοινό
μυστικό. Προσπαθούσαμε όμως να μη το μάθουν μερικοί από το χωριό μας που
σχετιζότανε με τις καταδιωκτικές αρχές. Άλλα αν αυτή ήταν η στάση η δική
μας, των ανταρτών ήταν άλλη. Δεν προφυλαγότανε από τον κόσμο. Κάνανε την
357
εμφάνισή τους παντού και σε καλούς και σε κακούς, και σε πατριώτες και σε
προδότες. Αποκορύφωμα αυτής της στάσης τους που ήταν εντελώς
αψυχολόγητη, ήταν να παρουσιαστούν μπροστά στον πρόεδρο της κοινότητας,
ένα καλό άνθρωπο, δικηγόρο, Σλαβομακεδόνα στη καταγωγή, για να τον
ευχαριστήσουν για τη στάση του απέναντι στο Ελληνικό στοιχείο. Δεν ήταν
παλικαριά αυτή. Δεν είχε κανένα νόημα να ευχαριστήσουν τον δυνάστη στο
πρόσωπο του προέδρου, ας ήταν και φιλέλληνας. Το μόνο που κάνανε ήταν να
εκτεθούν οι ίδιοι και επιπλέον να εκθέσουν και τον κόσμο της περιοχής σε
βάρος του οποίου ζούσαν.
Ο πρόεδρος δεν έχασε την ψυχραιμία του. 'Οταν διαπίστωσε τις αγαθές κατά
τα άλλα προθέσεις τους, τους παρακάλεσε να τους πει δύο λόγια και να
δεχθούν, αν ήθελαν, τη βοήθειά του.
« Παιδιά, τους είπε, αναγνωρίζω τις καλές σας προθέσεις. Ακούστε όμως και
μένα που τώρα βρίσκομαι στα χέρια σας και η τύχη μου κρέμεται σε σας. Δεν
κάνετε καλά που βγήκατε στo βουνό. Να ζήσετε τη δύσκολη αυτή ζωή για λίγες
εβδομάδες ή και μήνες, ίσως άξιζε τον κόπο. Ο πόλεμος όμως, τους είπε, θα
κρατήσει για πολλά χρόνια ακόμη. Κανείς δεν ξέρει το τέλος του. Σας παρακαλώ,
κάνω έκκληση στα ανθρωπιστικά σας αισθήματα, ελάτε στην κοινότητα να κάνω
τα χαρτιά σας, να ετοιμάσω τα δικαιολογητικά που χρειάζονται και με την
επιρροή του αξιώματός μου ως προέδρου, να σας βοηθήσω να πάτε στην πατρίδα
σας και στις οικογένειές σας ».
Φυσικά οι αντάρτες δεν δέχτηκαν. 'Εμειναν στο βουνό. Ταλαιπωρήθηκαν
πολύ, υπέφεραν, πεινάσανε. Στο μεταξύ όλοι σκοτωθήκανε, όχι από τον εχθρό,
αλλά μεταξύ τους. για λόγους αρχής, αντιζηλίας και για διαφορές τους στο
πλιάτσικο. Αμέσως πιάνανε το όπλο και λύνανε τις διαφορές τους. Από όλους,
μόνο ο Γιώργης σώθηκε μετά την απελευθέρωση.
Ανέφερα διεξοδικά τα παραπάνω, γιατί θέλω να πιστέψω πως η ομάδα αυτή,
ενώ δεν πρόσφερε τίποτα στον κόσμο, έγινε αιτία να γίνει η σκλαβιά του
κόσμου ακόμη πιο τραγική, εξαιτίας των αντιποίνων των Βουλγάρων που
επακολούθησαν. Ο πρόεδρος μόλις απελευθερώθηκε, πήγε στο Κεχρόκαμπο,
πήρε τα πράγματά του και την επόμενη μέρα, από άλλο δρόμο, από τη
Σταυρούπολη, πήγε στη πατρίδα του, μονολογώντας:
« Δεν πίστευα ποτέ στη ζωή μου πως ήμουν τόσο καλός άνθρωπος ».
Οι αρχές όμως έπειτα από την αναφορά του προέδρου μεταχειρίστηκαν όλα
τα μέσα, θεμιτά και αθέμιτα για να μάθουν περισσότερα για την ανταρτομάδα.
'Ετσι αστυνομικοί και υπάλληλοι, καθώς και μερικοί κακοί 'Ελληνες στην
υπηρεσία του δυνάστη, Κεχροκαμπίτες, ερχότανε τακτικά στο χωριό, πιάνανε
φιλίες με τους χωριανούς μας, φτιάχνανε κουμπαριές και συμπεθεριές με σκοπό
τη συλλογή περισσότερων στοιχείων για τους αντάρτες.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή προσχώρησαν στους κύκλους αυτούς η Μ.Μ.
και ο Λ. Κ., ενώ ο πάρεδρος του χωριού μας προσπαθούσε να συμβιβάσει τα
ασυμβίβαστα. 'Ηθελε και με το δυνάστη να τα έχει καλά και με τους χωρικούς
που ανεπίσημα εκπροσωπούσε,
προσπαθώντας να μη προδώσει την
πραγματικά πατριωτική του συνείδηση. Αλλά αν τέτοια ήταν η στάση του Κυρ.
Κωνστ., διαφορετική και τελείως αντίθετη ήταν των άλλων δύο προσώπων που
έγιναν αιτία στο δράμα της οικογένειάς μου, αλλά και του χωριού γενικά.
358
'Ετσι η Μ. Μ., Ρωσίδα στην καταγωγή με ελάχιστη, αν όχι ανύπαρκτη
Ελληνική συνείδηση, εγκολπώθηκε από την αρχή ακόμη ένα Βούλγαρο
χωροφύλακα που τον λέγανε Βασίλη και τον έβαλε στο σπίτι της. Οργάνωνε
τακτικά χορούς όπου πέρνανε μέρος και όλοι σχεδόν οι νέοι του χωριού κάτω
από τους ήχους, είτε των κεμεντζέδων, είτε από τις πλάκες του φωνόγραφου.
'Ετσι σιγά-σιγά έμαθε όλα τα κατατόπια των ανταρτών, τους τροφοδότες, τους
ενισχυτές και τους πληροφοριοδότες τους. Σ' αυτό τη βοήθησε πολύ ένας νέος
χωρικός, αγράμματος σχεδόν και ευκολόπιστος, ο Π. Α. 'Ετσι με την προδοσία
του τελευταίου σχηματίσανε οι ξένοι και οι συνεργάτες τους μια ολοκληρωμένη
εικόνα γύρω από τα πρόσωπα των ανταρτών. Ο Π. Α. ύστερα από τις
καταδόσεις που έκανε, του υποδείχθηκε να εγκαταλείψει το χωριό και να φύγει
στη Γερμανία σαν εργάτης. Στη μητέρα του που δεν τον άφηνε να φύγει, είπε
σε ένα ξέσπασμα ειλικρίνειας και κάτω από τις τύψεις της συνείδησής του τα
εξής:
« Άφησέ με μητέρα να φύγω. Εδώ σε λίγες μέρες θα γίνει μεγάλο κακό».
Αυτός λοιπόν έφυγε, τις συνέπειες όμως των πράξεών του τις πλήρωσαν τα
δυστυχισμένα θύματα, οι χωρικοί. Εν τω μεταξύ οι αρχές με κάθε μυστικότητα
επισημαίνανε τα υποψήφια θύματα, καταλογίζοντας σε καθένα από αυτούς τις
ευθύνες τους και το μέγεθος της ενοχής τους στην περίθαλψη των ανταρτών.
Λίγες μόνο μέρες μετά την αναχώρηση του Π. στην Γερμανία, οι Αρχές
περικυκλώσανε το χωριό και πιάσανε τα υποψήφια θύματα χωρίς δυσκολία και
χωρίς καμία αντίδραση. Στις κατηγορίες για τη δράση των συλληφθέντων
συνήργησαν η Μ. Μ. η οποία με τη Βουλγαρομάθειά της από τα Ρωσικά,
έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο. Τη βοήθησε σ' αυτό ο Λ. Κ. πρώην αγροφύλακας του
Ελληνικού δημοσίου, τώρα βρίσκεται στην υπηρεσία του δυνάστη έναντι
μηδαμινών οικονομικών ανταλλαγμάτων και το τρίτο πρόσωπο της σκηνής, ο
Π. Α. Όλοι αυτοί μαζί καταλόγισαν το βαθμό της ενοχής κάθε χωρικού στη
βοήθεια της ανταρτοομάδας. Στις 24 Ιουλίου του 1942 ένα Βουλγαρικό
απόσπασμα όπως ανέφερα, περικύκλωσε το χωριό και έπιασε δέκα
συγχωριανούς μας. Μεταξύ τους ήταν και ο αδελφός μου Νικόλαος. Χωρίς
κανένας τους να ξέρει τον λόγο της σύλληψής τους, τους δέσανε χέρι-χέρι κάθε
δύο άτομα με συρματόσχοινο. Κάτω από εξευτελισμούς, ξυλοδαρμούς και
κλωτσιές τους πήγανε στη Χρυσούπολη και τους κλείσανε στα υπόγεια της
Αγροτικής Τράπεζας. Εκεί τους κάλεσαν έναν-έναν στο γραφείο του διοικητή
της Αστυνομίας για ανάκριση. Φυσικά όλοι αρνήθηκαν την ενοχή τους. Εκτός
αν μπορεί να λογαριαστεί ένοχος όποιος κάτω από την απειλή του τουφεκισμού
αναγκάζεται να δώσει τρόφιμα και πληροφορίες σε καταδιωκόμενα οπλισμένα
πρόσωπα. Τους ξαναπήγαν στο υπόγειο. Εκείνη τη νύχτα τέσσερις από τους
κρατούμενος υπέστησαν απερίγραπτα βασανιστήρια και άγριο ξυλοδαρμό.
Πρώτος βασανίστηκε άγρια ο Γεωργ. Αθαν. ο οποίος παρά τη σωματική του
διάπλαση και τη λεβέντικη κορμοστασιά δεν άντεξε τα βασανιστήρια και λίγο
αργότερα λιγοθύμησε από τον ξυλοδαρμό. Τον επανέφεραν στις αισθήσεις του
αφoύ του έριξαν δύο κουβάδες νερό.
Συνήλθε ο δυστυχισμένος, αλλά αμέσως ξανάρχισαν τα βασανιστήρια με
μεγαλύτερη αγριότητα. Τέλος απόκαμαν οι βασανιστές του και σε άθλια
κατάσταση αναίσθητο πια και μισοπεθαμένο τον ξανάριξαν στο κρατητήριο.
Ακολούθησε ο άγριος ξυλοδαρμός του αδελφού μου με την ίδια ένταση όπως
359
με τον Αθανασιάδη. Ο αδελφός μου άντεξε στα βασανιστήρια και φυσικά δεν
ομολόγησε τίποτα. Σταματήσανε τα βασανιστήρια και τoν ξυλοδαρμό, όταν
εκεί που τον χτυπούσαν με υποκόπανο στο στήθος, έσπασε το χτένι που είχε
στη τσέπη του πουκαμίσου. Τον θόρυβο του σπασίματος του χτενιού, τον
εξέλαβαν οι βασανιστές ως σπάσιμο κόκαλου και έτσι σε κακά χάλια τον
ξαναφέρανε στο κρατητήριο.'Υστερα δείρανε άλλους δύο χωριανούς και μετά
ξαναπήρανε για βασανιστήρια τον Γεώργιο Αθανασιάδη. Τότε αυτός αόριστα
τους μίλησε για μια κρύπτη με κάτι όπλα που είχε στο χωριό και ότι ήταν
διατεθειμένος να τους τα αποκαλύψει, αν έπαυαν τα βασανιστήρια του και τον
άφηναν ελεύθερο. Ξημέρωσε πια όταν τελείωσε ο ξυλοδαρμός των τεσσάρων
χωρικών μας. Τους άλλους τους αφήσανε για το επόμενο βράδυ, αφού πρώτα
έσπασε το ηθικό τους στη θέα των δαρμένων συγχωριανών τους.
Οι υπόλοιποι συγχωριανοί μου που δεν πιάστηκαν και έμειναν στο χωριό
ύστερα από τις πρώτες εντυπώσεις και κάτω από τους θρήνους και τα δάκρυα
των συγγενών των κρατουμένων στα οποία πρωτοστατούσε με τις δυνατές
φωνές και τις άγριες κραυγές της η Κυριακή Ζεϊτίδου, κινήθηκαν σε κάθε
διεύθυνση για να βρουν τρόπο να απελευθερώσουν τα θύματα. Πήγαν στο
πρόεδρο της κοινότητας, τον Κατσάρωφ, ένα αρκετά καλό Σλαβομακεδόνα, τον
παρακάλεσαν, του έταξαν ίσως και να τον δωροδόκησαν σαν τον μόνο ικανό
για να συντελέσει στην απελευθέρωση των κρατουμένων. Σ' αυτό βοήθησε
πολύ σαν σύνδεσμος ο Χρήστος Ιορδανίδης, Βουλγαρομαθής και καλός
πατριώτης, παρ' όσα έλεγαν οι Κεχροκαμπίτες συγχωριανοί του γι' αυτόν. Ο
Κατσάρωφ δήλωσε στους συγγενείς των συλληφθέντων πως θα κάνει ότι
περνάει από το χέρι του για τη σωτηρία των κρατουμένων. Πήγε αμέσως στην
Χρυσούπολη. Παρουσιάστηκε στη Διοίκηση της Αστυνομίας. Τι λέχθηκε εκεί
δεν ξέρουμε, εκείνο όμως που ξέρουμε είναι πως την επόμενη μέρα οι
κρατούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι με τη σύσταση να ενισχύουν μεν τους
αντάρτες κάτω από την απειλή των όπλων, αλλά να ειδοποιούν αμέσως την
Αστυνομία και το σπουδαιότερο να ενισχύουν τις Αρχές για τη σύλληψη των
ανταρτών. Λέχθηκε τότε πως o Κατσάρωφ στη προσπάθειά του να γλιτώσει
τους κρατούμενους, έδωσε την προσωπική του εγγύησή για τη νομιμοφροσύνη
τους. Από τότε οι συγχωριανοί μου πάντοτε τον ευγνωμονούσαν τον
ανθρωπιστή αυτό που σαν εκπρόσωπος του δυνάστη δεν ακολούθησε τη
γραμμή που του δόθηκε, αλλά ενέργησε σύμφωνα με τη συνείδησή του. 'Ηταν
πια βράδυ της 25ης Ιουλίου του 1942, όταν απελευθερώθηκαν οι συγχωριανοί
μας. Περπατούσαν όλη τη νύχτα για να καλύψουν την απόσταση των είκοσι
περίπου χιλιόμετρων, γιατί ήταν υποχρεωμένοι να φορτωθούν ή να βοηθήσουν
στο περπάτημα τους βασανισθέντες οι οποίοι μετά τον άγριο ξυλοδαρμό δεν
μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους.
Παρέλειψα να πω πως μέσα στις ενέργειες που κάνανε οι υπόλοιποι
συγχωριανοί μας για την απελευθέρωση των κρατουμένων ήταν η αποκοπή του
ενός βραχίονα του Κεχροκαμπίτη που σκότωσαν οι αντάρτες. Το χέρι αυτό σαν
τεκμήριο πως ανήκε σε ένα αντάρτη που τους καταλήστευε και πως γι' αυτό τον
σκότωσαν οι ίδιοι, έγινε ακαταμάχητο τεκμήριο πως δεν υπήρχαν αντάρτες στα
βουνά και ότι κάποιοι ελάχιστοι που βρίσκονταν, αργά ή γρήγορα θα είχαν την
τύχη του ληστή στον οποίο ανήκε το χέρι.
Αυτό το τεκμήριο με την παράλληλη εγγύηση που δόθηκε στην Αστυνομία
360
από τον Κατσάρωφ, συνετέλεσαν στην απελευθέρωση των κρατουμένων. Σε
λίγο καιρό με την πλούσια τροφή, τα γαλακτοκομικά, το μέλι και την ιδιαίτερη
περιποίηση των οικογενειών τους, όλοι οι βασανισθέντες έγιναν καλά. Θυμόταν
πάντοτε με ευγνωμοσύνη τον σωτήρα τους Κατσάρωφ.
'Ηταν το πρωινό της 8ης Σεπτεμβρίου του 1942. Ο ήλιος έλαμπε στον
ουρανό. Η μέρα προχωρούσε. Στριφογύριζα στο κρεβάτι μου. Αισθανόμουν
αδύναμος, δεν μπορούσα να σηκωθώ. 'Ηρθε στο σπίτι μας η γειτόνισσά μας και
ο κύριος αυτουργός της προδοσίας, η Μ. Μ. για κάποια δουλειά. Άκουσα τότε
μια συζήτηση ανάμεσα στη μητέρα μου και τη Μ. σχετικά με την πρόσφατη
περιπέτεια των συγχωριανών μας. Σε ερώτηση της μάνας μου τί έκανε ο
Ευστάθιος Ζαππίδης και τον "έδωσε στο χέρι", έτσι ονόμαζαν οι παλαιότεροι τη
προδοσία για να υποτιμήσουν τη σημασία της, η Μ. απάντησε πως ο Στάθης
ονόμασε το σπίτι της πορνείο. Συνέχισε λοιπόν να εξηγεί ανάλογα και για τους
υπόλοιπους συγχωριανούς μας. 'Οταν έφθασε η σειρά του Νίκου και όταν τη
ρώτησε πιo συγκεκριμένα η μητέρα μου:
«- Το δικό μου το ορφανό τί κακό σου έκανε και τον πρόδωσες;
- Ονόμασε το σπίτι μου καφέ σαντάν (κακόφημο κέντρο), απάντησε η καταδότρια
».
Οι αντάρτες που εκ των υστέρων έμαθαν για όλα αυτά κινητοποιήθηκαν για
να τιμωρήσουν τους πρωταίτιους της προδοσίας. Πιάσανε τη Μ. και τον Λ.,
τους πήγανε σε ένα κρησφύγετο, εκεί ομολογήσανε την αισχρή τους δράση και
ζητήσανε την επιείκεια των ανταρτών. Κινητοποιήθηκαν οι συγχωριανοί μας
παρακάλεσαν τους αντάρτες να τους λυπηθούν, ιδιαίτερα τον δεύτερο που είχε
μια υπερπολύτεκνη οικογένεια, προβάλλανε τον κίνδυνο αντιποίνων από τους
Βούλγαρους που ασφαλώς θα αναζητούσαν ευθύνες για την εξαφάνιση των
ανθρώπων τους και έτσι σώθηκαν και αυτοί και αποδόθηκαν στις οικογένειές
τους, χωρίς από τότε να δώσουν άλλα δείγματα του φιλοβουλγαρισμού τους με
μοναδικό σκοπό τη συλλογή περισσότερων στοιχείων για τους αντάρτες.
4. Η πρώτη γνωριμία με την αδελφή μου Δέσποινα στη Λάρισα.
Είχα μια ετεροθαλής αδελφή, κόρη του πατέρα μου από άλλη μητέρα στη
Λάρισα, την οποία γνώριζα μόνο δι’ αλληλογραφίας. Ο πατέρας μου, ύστερα
από τον θάνατό της πρώτης του γυναίκας, την εγκατέλειψε στη Ρωσία κοντά σε
συγγενείς του και ο ίδιος επαναπατρίστηκε στον Πόντο, ύστερα από την
ανακωχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το 1918.
Το κοριτσάκι μεγάλωσε, παντρεύτηκε στη Ρωσία, απέκτησε τέσσερα παιδιά
και απελάθηκε από τις Ρωσικές αρχές στην Ελλάδα το 1939. Ο πατέρας τον
καιρό που ζούσε είχε αλληλογραφία μαζί της η οποία όμως κόπηκε μετά το
θάνατό του το 1930. Από κάποιο συγγενή μας στην Αθήνα μάθαμε λίγο πριν
από τον πόλεμο ότι ήρθε στην Αθήνα. Δεν ήξερα όμως την διεύθυνσή της και
χρειάστηκε πολύς καιρός με τις αναζητήσεις μέσω του Ερυθρού Σταυρού να
μάθω την διεύθυνσή της στη Λάρισα. Τους έγραψα ένα γράμμα τον Ιανουάριο
του 1941, της έστειλα και 500 δραχμές της εποχής για τα εισιτήρια του
γαμπρού μου και τον παρακάλεσα να έρθει να μας βρει στο χωριό. Δεν ήρθε,
361
αλλά ούτε και μου απάντησε στο γράμμα. Εν τω μεταξύ ήρθε η κατοχή και οι
κάτοικοι των περιοχών από τον Στρυμόνα και πέρα αποκλειστήκαμε από τους
Βούλγαρους. Χρειάστηκε να περάσουν άλλα τέσσερα χρόνια και το 1945
έμαθα για τη νέα τους διεύθυνση από το Τμήμα Αλλοδαπών Λάρισας, στη
δικαιοδοσία του οποίου υπαγότανε τότε, ως πολίτες ακαθόριστης υπηκοότητας.
Τους έγραψα, απάντησαν στο γράμμα μου και μας επισκέφτηκε πρώτα η
Κίτσα η πρωτότοκος κόρη της και αργότερα η δεύτερη κόρη τους η Παρθένα.
Η ίδια όμως η αδελφή μου η Δέσποινα δεν ήρθε να μας δει, αλλά ούτε και σε
μένα δόθηκε η ευκαιρία να την επισκεφτώ, επειδή έμπλεξα στην αρχή με
σπουδές, έπειτα εργάστηκα ως υπάλληλος και τέλος υπηρέτησα στρατιώτης.
Η ευκαιρία μου δόθηκε όταν απολύθηκα από το Στρατό στην Αθήνα και
επρόκειτο να επιστρέψω στην Καβάλα μέσω Λάρισας όπου και εργαζόμουνα
πριν από τη στράτευσή μου στην 'Ενωση Γεωργικών Συνεταιρισμών και
επρόκειτο να συνεχίσω την υπηρεσία μου ως τακτικός υπάλληλος.
Κατέβηκα από το τρένο στο σταθμό Λαρίσης και ξεκίνησα με τα πόδια,
ήταν εκεί κοντά η κατοικία της, στο συνοικισμό Αβέρωφ όπου και
κατευθύνθηκα για να την συναντήσω. Καθώς ανηφόριζα προς το σπίτι τους,
την διεύθυνση την ήξερα από την αλληλογραφία μας, η Δέσποινα που με είδε
ξένο βέβαια, ρώτησε τη κόρη της την Κίτσα που με γνώριζε, ποιος είναι ο ξένος
αυτός, φαίνεται ότι είναι αδελφός μου, αν κρίνω από την όψη του, μοιάζει τον
πατέρα μου.
« Είναι ο αδελφός σου ο Παναγής, της είπε η Κίτσα και όρμησε προς το μέρος
μου».
Με υποδέχθηκαν με πολλή αγάπη. 'Ισως να μην ήταν μικρή η συγκίνηση.
Να συναντούνται τα αδέλφια, εγώ 29 χρονών τότε και η αδελφή μου γύρω στα
48. Η κατάσταση που βρήκα εκεί, ιδιαίτερα η οικονομική, ήταν άθλια από κάθε
άποψη. Το σπίτι όπου κατοικούσαν ήταν μονώροφο. Είχε ένα υπνοδωμάτιο και
ένα διάδρομο που χρησίμευσε σαν κουζίνα, Χολ κ.λ.π. Χώροι υγιεινής δεν
υπήρχαν, εγώ έπρεπε, επειδή όλοι η οικογένεια και εγώ μαζί, κοιμόμασταν στο
ίδιο δωμάτιο, ή να σηκωθώ από τον ύπνο πρώτος το πρωί ή τελευταίος, αφού
σκεπαζόμουνα τελείως με τα σεντόνια, για να μη δω τη γύμνια των συγγενών
μου.
Διαδόθηκε στο μεταξύ το νέο της άφιξης μου στη γειτονιά και πρωί-πρωί
ήρθαν να με δουν και οι γνωστοί της αδελφής μου, πρόσφυγες από τη Ρωσία.
Πρώτη ήρθε κάποια γυναίκα, δεν θυμάμαι το όνομά της, ηλικίας γύρω στα 45
και αφού μου συστήθηκε, ενώ εγώ ήμουν ακόμη στο κρεβάτι μου είπε:
«- Παναγή, είσαι αδελφός της Δέσποινας, χαρήκαμε που ήρθες να βρεις την
αδελφή σου. Τα αδέλφια σχίζουν τα βουνά για να ανταμωθούν με τα αδέλφια
τους. Να βρουν δηλαδή ο ένας τον άλλον. Είχα και εγώ μια αδελφή, δεν ξέρω
παρά μόνο το όνομά της, αλλά δεν γνωρίζω σε πια πόλη βρίσκεται. Ίσως στην
Καβάλα, ίσως στο Κιλκίς. Εσείς βρήκατε ο ένας τον άλλον, εγώ πως θα βρω την
αδελφή μου;
- Μήπως έχετε, της είπα, καμιά φωτογραφία; Ποιος ξέρει, ίσως μπορέσω να τη
βρω».
Η γυναίκα μου είπε πως έχει μια οικογενειακή φωτογραφία με την αδελφή
362
της και πετάχτηκε μέχρι το σπίτι της και μου την έφερε. Την παρατήρησα
προσεκτικά. 'Ηταν πρόσωπα άγνωστα σε μένα, το τοπίο όμως που βγήκε η
φωτογραφία μου ήταν γνωστό, είχε ως φόντο τα βουνά της Καβάλας.
Ζήτησα τη φωτογραφία για να βρω τα πρόσωπα, αν ήταν δυνατόν, στην
Καβάλα. 'Οταν έφθασα στη Καβάλα και αφού έπιασα δουλειά στην 'Ενωση των
Συνεταιρισμών, βάλθηκα να βρω τα πρόσωπα της φωτογραφίας. Ρωτούσα
παντού όπου πήγαινα, σε πολυσύχναστους χώρους, σε καφενεία, κέντρα,
λεωφορεία, αν κανείς γνώριζε τα πρόσωπα. της φωτογραφίας. Δεν άργησε να
έρθει το ευνοϊκό αποτέλεσμα της έρευνας.
'Ενας γείτονάς μας ο Αβραάμ Σιδηράτος μου είπε ότι το πρόσωπο της
φωτογραφίας είναι γνωστό και πρόκειται για τον Ιωάννη Γαβριηλίδη,
συμπληρώνοντας ότι μπορώ να τον συναντήσω, είτε στο καφενείο του
Ψηλόπουλου στον Αμυγδαλεώνα κατά τις Κυριακές, είτε στα γραφεία των
χαμάληδων στην Καβάλα, απέναντι από το Δημοτικό Κήπο.
Χωρίς αργοπορία την επόμενη μέρα πήγα στο γραφείο του συλλόγου
αχθοφόρων, δεν βρήκα όμως κανένα εκεί, ήταν κλειστά, στο προαύλιο όμως
συνάντησα ένα αχθοφόρο, του έδειξα τη φωτογραφία και τον παρακάλεσα, αν
ήταν δυνατόν να μου πει για τα πρόσωπα, εάν βέβαια τα γνώριζε. Αυτός
πρόσεξε την φωτογραφία έκανε μια επιβεβαιωτική έκφραση σαν να επρόκειτο
για γνωστά πρόσωπα, μου απάντησε όμως ότι δεν γνώριζε τίποτα.
Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι πριν, αλλά και τότε όπως και για πολλά χρόνια
αργότερα, ένα κύμα φοβίας είχε καταλάβει τον κόσμο. Οι αγριότητες που
έγιναν και από τα δύο μέρη στον ανταρτοπόλεμο, η παρακολούθηση, η
προδοσία και τα περίφημα εκείνα πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης, είχαν
δυσμενείς συνέπειες στον χαρακτήρα του κόσμου. Ο καθένας ήθελε να
προφυλαχθεί από κακοτοπιές, απέφευγε τις συζητήσεις, όσο αθώες και να ήταν
αυτές, τις γνωριμίες, με λίγα λόγια δεν ήθελε να μπλέξει στα καλά καθούμενα.
'Οταν διαπίστωσα την επιφυλακτικότητα του αχθοφόρου, τον παρακάλεσα
να μου πει, αν γνωρίζει έναν συνάδελφό του, τον Γιάννη τον Γαβριηλίδη και αν
τα πρόσωπα της φωτογραφίας αποτελούν την οικογένειά του. Μου απάντησε
πάλι ότι δεν ξέρει τίποτα, φώναξε όμως τον Γιάννη να έρθει κοντά μας, ο
οποίος ερχόταν σε μας από τη δουλειά. Του έδωσα τη φωτογραφία προς
αναγνώριση, την πρόσεξε ιδιαίτερα, έριξε ένα βλέμμα ερευνητικό και ρώτησε
να μάθει για το πρόσωπό μου και την ιδιότητά μου. 'Υστερα από σχετικές
εξηγήσεις, τον είδα να δακρύζει, δύο δάκρια αυλάκωσαν το πρόσωπό του και
σχεδόν κλαίγοντας μου είπε, πως ο μικρός της φωτογραφίας γιος του, δεν
υπάρχει πλέον στη ζωή. Σκοτώθηκε στον πόλεμο κατά των ανταρτών στην
περιοχή του Νευροκοπίου.
Άτιμη διχόνοια, τι μας έκαμες! Ως πότε οι 'Ελληνες θα είμαστε όργανα των
ξένων, ως πότε θα παίζουμε το παιχνίδι των ξένων, άλλοι των Αμερικάνων και
άλλοι των Ρώσων; Οι διαρκείς απογοητεύσεις από την συμπεριφορά των
ψευτοσυμμάχων απέναντί μας δεν μας οδήγησαν ποτέ στον ίσιο δρόμο και
πρέπει να πάψουμε να είμαστε πότε Αμερικανόφιλοι (Εθνικόφρονες) και πότε
Ρωσόφιλοι (κομμουνιστές). Ορίστε τα αποτελέσματα. Θύματα είναι πάντοτε τα
παιδιά του φτωχού λαού. Παντού τα σπασμένα του πολέμου και τα σφάλματα
των ηγετών μας πρέπει να τα πληρώνει ο απλός λαός. Υπάρχει περίπτωση να
διορθωθεί το κακό, αν ενωθούμε, αλλά αυτό δεν θα γίνει ποτέ. Δεν έγινε αυτό
363
εδώ και τέσσερις χιλιάδες χρόνια και θα γίνει τώρα; Ποτέ!!!
Τελικά ο Γιάννης με παρακάλεσε να τον συνοδεύσω μέχρι το σπίτι του
κάπου χίλια πεντακόσια μέτρα μακρύτερα. Τον ακολούθησα, μου σύστησε τη
γυναίκα του και την κόρη του και αποτεινόμενος στην γυναίκα του χωρίς
δισταγμό, την ρώτησε αν γνωρίζει την φωτογραφία.
«-Βέβαια του απάντησε η γυναίκα του, δεν θυμάσαι; Είναι η φωτογραφία που
βγάλαμε μαζί πριν από 25 χρόνια στο Δημοτικό Κήπο της Καβάλας και αμέριμνη
συνέχισε τις δουλειές του σπιτιού.
- Γυναίκα, της είπε ο Γιάννης, ο Παναγιώτης ισχυρίζεται ότι την φωτογραφία την
πήρε από την ίδια την αδελφή σου τη Σοφία που ήταν στη Ρωσία. Την έφερε μαζί
του και προσπαθεί πολύ καιρό τώρα να μας βρει. Τί έχεις να πεις πάνω σ' αυτό;
- Την αδελφή μου και την οικογένειά της, τους έφαγαν οι Μπολσεβίκοι, είπε η
γυναίκα, αυτά λοιπόν που λέει ο Παναγής είναι παραμύθια.
- Δεν είχα καμιά όρεξη, της απάντησα, να βρω κάπου τη φωτογραφία και να σας
τη φέρω. Σας λέω ότι πρόκειται για την αδελφή σας που έχετε να τη δείτε πάνω
από σαράντα χρόνια. Αν θέλετε μπορώ να σας δώσω την διεύθυνσή της να της
γράψετε, αν όχι, φεύγω και ετοιμάστηκα να φύγω».
Τότε επενέβη στη συζήτησή μας η κόρη της η οποία πήρε χαρτί και μολύβι
και ζήτησε τη διεύθυνση της άγνωστης θείας της. Θα της γράψω μου είπε
αμέσως όχι για τίποτα άλλο, αλλά για να διαπιστώσω αυτά που λες.
Πράγματι έγραψε στην θεία της για τη φωτογραφία και την παρακάλεσε να
τους γράψει κάποια συμβάντα ή λεπτομέρειες για την πατρική της οικογένεια,
ώστε να διαπιστώσει αν πραγματικά τους συνδέουν συγγενικοί δεσμοί. Έλαβε
αμέσως ένα ενθαρρυντικό γράμμα και ένα πρωί, σχεδόν μετά από δέκα μέρες
είδα τη γυναίκα του Γιάννη να με περιμένει στα γραφεία της Ένωσης και
κλαίγοντας από συγκίνηση με παρακάλεσε να την οδηγήσω αμέσως στη
Λάρισα στην αδελφή της με δικά της έξοδά. Αυτό δεν μπορούσε να γίνει, δεν
ήταν δυνατόν να αφήσω τη δουλειά μου και να ταξιδέψω στη Λάρισα. Της είπα
όμως ότι θα πάει στην αδελφή της αύριο ή μεθαύριο συντροφιά με την ανιψιά
μου, την κόρη της Δέσποινας που έτυχε τότε να βρίσκεται στο σπίτι μας στο
χωριό.
'Ετσι συναντήθηκαν τα δύο αδέλφια, ύστερα από χωρισμό τεσσάρων
περίπου δεκαετιών. Στην προκειμένη περίπτωση και μέχρι σήμερα με βασανίζει
το ερώτημα, αν δηλαδή ενέργησα σωστά και αν οι πράξεις μου για την
συνάντηση των δύο αδελφών ήταν σωστές και ενδεδειγμένες. Τα γεγονότα που
ακολούθησαν με προβληματίζουν μέχρι σήμερα.
'Εχω ήδη αναφέρει πως η οικογένεια Γαβριηλίδη αποτελείται από τον ίδιο,
την γυναίκα του, τη κόρη του και ένα αγόρι ηλικίας τότε 18 χρονών. Είχαν και
ένα άλλο γιο που σκοτώθηκε στις μάχες κατά των ανταρτών. Το αγόρι της
όμως, όπως τουλάχιστον μου είπαν και το διαπίστωσα και εγώ ήταν λίγο
αλήτης, ξενυχτούσε έξω, δεν είχε σωστούς φίλους και γι' αυτό δεχότανε κατ'
επανάληψη παρατηρήσεις από την οικογένεια του. Ερχόταν στο σπίτι τα βράδια
και επειδή δίσταζε να χτυπήσει τη πόρτα του σπιτιού του, κοιμότανε στην αυλή
του σπιτιού. 'Υστερα από ένα χρόνο ο νέος αυτός στρατεύθηκε και έτυχε να
υπηρετεί τη θητεία του στη Λάρισα. Επόμενο ήταν ότι επισκέπτονταν το σπίτι
364
της θείας του. Ένα πρωινό λοιπόν που έμεινε μόνος του στο σπίτι της θείας του
-οι υπόλοιποι είχαν πάει για δουλειά- ψάχνοντας τα συρτάρια του σπιτιού
βρήκε κάπου δέκα χρυσές λίρες, τις έκλεψε και αμέσως πήγε να τις
κατασπαταλήσει στα μπουζούκια και σε κακόφημα κέντρα. Το βράδυ που
επέστρεψε η θεία του και αντιλήφθηκε τη κλεψιά, έχασε τη ψυχραιμία της και
κατήγγειλε τη κλοπή στην Στρατιωτική Αστυνομία. Παράλληλα ειδοποίησε
αμέσως τηλεφωνικά τον πατέρα του παιδιού, δηλαδή τον γαμπρό της. Ο
πατέρας του παιδιού, ο Γιάννης Γαβριηλίδης της τηλεγράφησε να μη
καταγγείλει τον γιο του στην ΕΣΑ και ότι αυτός τηλεγραφικά θα της στείλει τα
κλαπέντα χρήματα, πράγμα που έγινε αμέσως. Το κακό όμως είχε ήδη γίνει. Ο
νέος συνελήφθη και υπεβλήθη σε βασανιστήρια στα οποία δεν άντεξε και
ύστερα από καιρό, πάντοτε ως στρατιώτης, υπέκυψε στα τραύματα του στο
Σανατόριο της Καβάλας.
Είχα μάθει για το συμβάν, εκ των υστέρων βέβαια και ενδιαφερόμουν δια
την τύχη του παιδιού, μια που εγώ είχα την ευθύνη της επανέρευσης των δύο
αδελφών. Μία από εκείνες τις μέρες, τις παραμονές του θανάτου του μικρού,
βρήκα τον Γιάννη σκεπτικό να κάθεται στα παγκάκια της πλατείας. Τον
πλησίασα, τον χαιρέτησα και του είπα:
« Λυπάμαι πολύ για το γεγονός, εγώ δεν φταίω, μην έχεις βαριά καρδιά από μένα
».
Ο Γιάννης με κοίταξε σαν ένοχο, δεν είπε όμως τίποτα. Μήπως έφταιγα και
εγώ; Μέχρι σήμερα δεν το γνωρίζω. Πάντως ύστερα από λίγο καιρό, όταν
βρέθηκα στη Λάρισα, καυτηρίασα τη στάση της θείας του. Αλλά ποιο ήταν το
όφελος; Το κακό είχε γίνει και τίποτα δεν μπορούσε να το επανορθώσει.
3. Η ζωή μου στο στρατό
Κατατάχτηκα στο στρατό στις 12 Οκτωβρίου του 1949. Ο ανταρτοπόλεμος
και γενικά ο πόλεμος που είχε αρχίσει στις 28-10-40 μόλις είχε τελειώσει. 'Ηταν
ένας πόλεμος διαρκής που κράτησε περίπου εννέα χρόνια. Ο πόλεμος ήταν
ανελέητος και καταστρεπτικός για την πατρίδα μας. Οι υλικοί πόροι του
Κράτους καταστράφηκαν ολοσχερώς και οι ανθρώπινες απώλειες άγγιζαν το
12% του συνολικού πληθυσμού. Ο πόλεμος αυτός είχε διάφορες εκφάνσεις. Η
κατοχή, η δήθεν απελευθέρωση από τους Γερμανούς, η ανώμαλη κατάσταση
ύστερα από την απελευθέρωση και τελικά ο ανταρτοπόλεμος, ήσαν οι φάσεις
του καταστρεπτικού αυτού πολέμου. Ενεργό μέρος στο πόλεμο αυτό δεν πήρα,
εκτός αν θεωρηθεί πολεμική υπηρεσία η παραμονή μου στο βουνό και στην
παρανομία σαν αντάρτης. Πρέπει βέβαια να θεωρηθεί, διότι και εκεί που
ήμουν, απασχολούσα για την καταδίωξή μου δύναμη του εχθρού, έστω και
μικρή.
'Ηταν βράδυ, όταν καταταχτήκαμε. Επαλήθευσαν τα στοιχεία μου με βάση
τις δηλώσεις που έκαναν ο ίδιες οι Αρχές, πριν δεκαπέντε μέρες στο
Αστυνομικό Σταθμό Πέρνης. Με ενέταξαν στον πρώτο λόχο νεοσύλλεκτων και
οδηγήθηκα μαζί με άλλους δεκαπέντε περίπου, στο στρατόπεδο του
365
πυροβολικού κοντά στη Ραβίκα. Εκεί ένας άξεστος λοχίας μας άρχισε στο ξύλο
και τις βρισιές, το λεγόμενο καψόνι. Άλλο πάλι και τούτο, δεν μπορώ ακόμη
και σήμερα να καταλάβω σε τι ωφελεί το καψόνι. Από όσα ξέρω το ξύλο είναι
μόνο για τα γαϊδούρια, όχι για τους ανθρώπους και μάλιστα όταν πρόκειται για
στρατιώτες που καλούνται να υπερασπίσουν την πατρίδα τους.
Ο λοχίας της υποδοχής με είδε λίγο χοντρό, πέρα του κανονικού, έβαλε τις
φωνές πως πήγα με κοιλιά στο Στρατό και με διέταξε να τρέξω. Χωρίς να το
αντιληφθώ, με ένα ραβδί στο πλευρό μου, μου έδωσε να καταλάβω την
σαδιστική συμπεριφορά του κομπλεξικού αυτού ατόμου που έφερε την στολή
του Έλληνα στρατιώτη. Απομακρύνθηκα λίγο, κοντοστάθηκα, τον κοίταξα με
περιφρόνηση, χωρίς βέβαια να εκτελέσω το τροχάδην που με διέταξε. Πάλι με
καταδίωξε, του ξέφυγα και κοντοστάθηκα κοντά σε ένα υπολοχαγό. Με
κατήγγειλε στον υπολοχαγό ότι δεν εκτελώ το διαταχθέν τροχάδην. Πριν
λοιπόν καταλάβει καλά-καλά ο αξιωματικός περί τίνος πρόκειται, του είπα:
« Κύριε, εγώ που σας μιλώ, είχα το ατύχημα να υπηρετήσω και στο Βουλγαρικό
Στρατό Αυτό δεν έχει σημασία του είπα, σημασία έχει ότι και εκεί πρώτος εγώ
έφαγα ξύλο. Το έχει ο Στρατός ή το έχει η τύχη μου όπου πηγαίνω πάντοτε εγώ
να πρέπει πρώτος να ξυλοκοπηθώ »;
Ο αξιωματικός άκουσε με προσοχή αυτά που του είπα. Με χτύπησε ελαφρά
στον ώμο και μου συνέστησε να ξαναμπώ στη γραμμή, χωρίς άλλες συνέπειες,
τουλάχιστο για εκείνο το βράδυ.
Για το καψόνι ή νίλα, δεν βλέπω το σκοπό που εξυπηρετούν ή τον λόγο που
εφαρμόζονται. Αν αποβλέπουν στην γρήγορη πτώση του ηθικού, υπάρχουν και
άλλοι τρόποι, όπως ή σκληρή εκπαίδευση και η πειθαρχία. Δεν επιτρέπεται σε
άτομα που τους έχουν εμπιστευθεί την εκπαίδευση του αυριανού υπερασπιστή
της πατρίδας, να μεταχειρίζονται το βάρβαρο αυτό μέσο.
Δυστυχώς όμως στη Δράμα στις λίγες μέρες που μείναμε εκεί, είδα τόσα
πολλά, εξευτελιστικά για τους ανθρώπους, που δεν τα είδα στο Βουλγαρικό
Στρατό, λίγα χρόνια νωρίτερα. Από τα βαθιά χαράματα, μέχρι αργά τη νύχτα
ήμασταν διαρκώς σε κίνηση. Απαγορεύονταν το βάδην, παντού έπρεπε να
πηγαίνουμε τρέχοντας. Στα καψιόνια πρωτοστατούσε ένας υπαξιωματικός,
κάποιος Αθανάσιος Τσακίρης από τη Νιγρίτα. Δεν έτυχε ποτέ να συναντήσω
αργότερα αυτό το ανθρωπόμορφο τέρας για να τον φτύσω. 'Ηταν και κάποιος
δεκανέας από την Λεκάνη Καβάλας, δεν θυμάμαι το όνομά του. Όταν λοιπόν
τον συνάντησα και πήγα να του συστηθώ ως πατριώτης, έβγαλε την ζώνη του
και με καταδίωξε. Δεν βρίσκεται κανένας ανώτερος αξιωματικός, δεν βρίσκεται
καμιά υπηρεσία, να εισηγηθεί την κατάργηση του μέτρου αυτού ως
αναχρονιστικού;
Για μένα ήταν ευτύχημα ότι η ταλαιπωρία μου αυτή δεν κράτησε πολύ.
Μετά από δύο τρεις μέρες δόθηκε διαταγή, οι απόφοιτοι μέσων σχολών και οι
πτυχιούχοι να συγκεντρωθούν για να δώσουν εξετάσεις ως υποψήφιοι
αξιωματικοί. Στο διαγώνισμα που μας έβαλαν, σκοπίμως δεν έγραψα σωστά τα
θέματα. Μίσησα τον Στρατό από τα πρώτα ακόμη βήματα. Δεν ήθελα να γίνω
αξιωματικός, πρώτον και κύριον, γιατί δεν ήθελα να κάνω και εγώ καψόνια
στους άλλους, δηλαδή πράγματα που τα αποδοκίμαζα, δεν ήθελα να τα
εφαρμόσω σε άλλους και δεύτερον είχα το φόβο ότι σαν αξιωματικός θα με
366
κρατούσαν περισσότερο καιρό στο Στρατό. Ο Συνταγματάρχης της επιλογής
είδε τον φάκελο μου, εξέτασε τα γραπτά μου, ρώτησε για την καταγωγή μου
και όταν έμαθε ότι είμαι Πόντιος μου είπε:
«- Πόντιος είμαι και εγώ. Είναι ευκαιρία τώρα που έπεσες στα χέρια μου να
εισηγηθώ να γίνεις αξιωματικός. Γιατί όμως δεν έγραψες;
- Δεν θέλω να γίνω αξιωματικός. Η οικογένειά μου πλήρωσε βαρύτατα τον φόρο
του αίματος. Ας τον πληρώσουν τώρα και οι άλλοι. Βοήθησέ με να μη γίνω
αξιωματικός, γιατί έτσι θα φύγω νωρίτερα από το Στρατό».
Επειδή αναφέρθηκα στα καψόνια, επωφελήθηκα και εξέφρασα τον
αποτροπιασμό μου για το μέσο αυτό. Γιατί του είπα, δέρνετε χωρίς απολογία
άνδρες, ελεύθερους μαχητές της τιμής και της πατρίδας τους. Δεν γίνομαι
αξιωματικός, μόνο και μόνο για να μη βρεθώ στη θέση να βασανίσω
ανθρώπους που δεν έφταιξαν καθόλου. Είμαστε του είπα στρατιώτες με μόνο
προορισμό την υπεράσπιση της πατρίδας, υπάρχει πιθανότητα αύριο να δώσω
νερό στο συνάδελφό μου, δεν έχει σημασία αν είναι αξιωματικός, εγώ θα του
παράσχω τις πρώτες βοήθειες σε περίπτωση τραυματισμού του. Σας ρωτώ
λοιπόν, κατόπιν του εξευτελισμού που υφίσταμαι σήμερα, θα πρέπει να τον
βοηθήσω ή θα τον εκδικηθώ;
Ο αξιωματικός εξέφρασε τη λύπη του για την αποποίηση της βοηθείας του,
μου έκανε κάποιες τυπικές ερωτήσεις και η συνέντευξη τελείωσε. Ευτυχώς
όμως όλους εμάς τους εγγράμματους μας μετέφεραν στον Πειραιά στο εκεί
Κέντρο Εκπαίδευσης Βαρέων 'Οπλων Πεζικού, με πλοίο που επιτάχθηκε μέσω
Καβάλας. Στο πλοίο παρατήρησα ότι είχαν χωριστά από εμάς και με
διακριτικά, πράσινους μπερέδες, άλλους συναδέλφους μας που τους πήγαιναν
στην Μακρόνησο για ανάνηψη, διότι ήταν δήθεν αριστεροί και δεν ενέπνεαν
εμπιστοσύνη. Δεν τολμούσαμε να ρωτήσουμε τίποτα ούτε καν να συζητήσουμε
μαζί τους. Στη θέα τους αισθάνθηκα αποτροπιασμό και σιχάθηκα τον εαυτό μου
που γεννήθηκα άνθρωπος.
Παραδόξως όμως στο ΚΕΒΟΠ δεν είχαμε καψόνια, ή ήταν λίγα και
μεμονωμένα. 'Εδειξα όλο τον απαιτούμενο σεβασμό και πειθαρχία, ήμουν
τακτικός, με ικανοποιητική επίδοση στις ασκήσεις ακριβείας και του χειρισμού
των όπλων. Δεν έδωσα ποτέ αφορμή για παρατηρήσεις. Ούτε τιμωρήθηκα
καθόλου, έστω και με μία μέρα κράτηση ή φυλάκιση σε όλο το διάστημα της
στρατιωτικής μου θητείας. Χαρτιά και δηλώσεις, σχετικά με τα φρονήματά μας
και τις πεποιθήσεις υπογράφαμε τακτικά, με αποτέλεσμα όλο και κάποιος να
εξορίζεται στη Μακρόνησο. Γενικά από το Κέντρο αυτό, που ήταν ένα από τα
μεγαλύτερα της Ελλάδας, όσον αφορά τον εξοπλισμό, με κέντρο ψυχαγωγίας,
λουτρά και θέατρο, πέρασα πολύ καλά. Χαρακτηριστικά το ονομάσαμε κολέγιο
αρρένων.
Κατά τον Ιανουάριο του 1950 περάσαμε στην Εκάλη από Συμβούλιο
Επιλογής Αξιωματικών. Η Εκάλη ήταν τότε προάστιο των Αθηνών, με πολύ
υγιεινό κλίμα και εξαιρετικό πράσινο.
Προσπάθησα να μη γράψω πολύ καλά στα θέματα, για λόγους ευνόητους.
Επίσης και στις ασκήσεις δεν έδειχνα τον επιθυμητό ζήλο. Μάλιστα σε ένα
θέμα που μας δόθηκε η λέξη "υπεύθυνος" και μας ζητούσαν να
συμπεριλάβουμε τη λέξη αυτή μέσα σε τρεις προτάσεις, έγραψα ότι υπεύθυνος
367
για την Μικρασιατική καταστροφή υπήρξε ο Γούναρης. Αυτό έκανε τον
συνταγματάρχη της επιλογής να διαμαρτυρηθεί και με ρώτησε, γιατί έγραψα
παρόμοια πρόταση και αν αυτά που έγραψα τα πιστεύω.
« Ο άνθρωπος αυτός είναι πράγματι υπεύθυνος, όχι εξ ολοκλήρου για την
καταστροφή, αλλά τουλάχιστον κατά ένα μεγάλο μέρος. Νομίζω ότι είχε δικαστεί
και καταδικαστεί από Στρατοδικείο, στην απόφαση του οποίου πρέπει να έχουμε
εμπιστοσύνη. Εσείς βέβαια, του είπα, μπορείτε να έχετε διαφορετική γνώμη.
Δικαίωμά σας».
Ο αξιωματικός δεν επανήλθε στο θέμα, δεν γνωρίζω τι εισηγήθηκε για μένα,
εκείνο όμως που ξέρω είναι ότι μετά από λίγο με κάλεσε για εξέταση ο
ψυχίατρος.
Αρκετή ώρα με παρατηρούσε από τη κορφή μέχρι τα νύχια, όπως τον
παρατηρούσα και εγώ. Δεν το έβαλα όμως κάτω. Στις ερωτήσεις του
απαντούσα μονολεκτικά και μεταχειριζόμουν πάντοτε τις ίδιες φράσεις στην
ίδιες ερωτήσεις που μου έθετε κατεπανάληψη. Τελικά μου είπε:
«- Τί ζητάτε, κύριε Αμπεριάδη; Είμαστε ψυχίατροι, όχι όμως και καρδιογνώστες.
Θα μου πείτε τέλος πάντων τί έχετε;
- Θα σας πω, του είπα, μόνο εφ' όσον γίνει δεκτό το αίτημά μου.
- Θα γίνει, μου είπε. Σου το υπόσχομαι.
- Δεν θέλω να γίνω αξιωματικός, του επανέλαβα.
- Στο λόγο μου απάντησε, δεν θα γίνετε και η εξέταση τελείωσε».
Δεν έγινα αξιωματικός, δεν το επιδίωξα και νομίζω ότι έκανα καλά. Δεν
ταίριαζε στον χαρακτήρα μου. Δεν μπορούσα να βασανίζω τα παιδιά του
κόσμου κάνοντάς τους καψόνια, μια που μου τα εμπιστεύτηκαν οι γονείς τους
και η Πατρίδα. 'Ηθελα να φύγω από το στρατό έστω και μια μέρα νωρίτερα.
Πράγμα που δεν θα γινόταν, αν ήμουν αξιωματικός.
Με επέλεξαν στο όπλο των Διαβιβάσεων, τεχνίτη τηλεπικοινωνιών. Στο
Κέντρο Διαβιβάσεων όπου αποσπάστηκα στη συνέχεια, στο λόχο μου, οι
περισσότεροι ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία παιδιά πολιτικών και
άλλων προσωπικοτήτων της αριστοκρατικής τάξης των Αθηνών.
Είδα εκεί την ανιψιό του Σοφούλη, τον εγγονό του Βενιζέλου, τον γιο του
Μπακάλπαση. Παιδιά καπνεμπόρων, ηθοποιών και άλλων. Μάλιστα σε ένα
ξέσπασμα ειλικρίνειας ένας απ' αυτούς, μου είπε μια μέρα.
«Πώς βρέθηκες εδώ Παναγή; Εμείς είμαστε παιδιά προσωπικοτήτων και βάλαμε
τα μέσα για να έρθουμε εδώ».
Δεν του απάντησα. Τί να του έλεγα; Τα ίδια μέσα έβαλα και εγώ και με τη
μεσολάβηση ενός κουμπάρου και εξαδέλφου μου από τη Νέα Σμύρνη,
κατάφερα αφενός να μην γίνω αξιωματικός και από την άλλη πλευρά να
χρησιμοποιηθώ στο αριστοκρατικότερο των όπλων, όπως θεωρούνταν τότε οι
διαβιβάσεις.
Ο καιρός περνούσε θαυμάσια και η εκπαίδευση το ίδιο. Τελείωνα τη γενική
ηλεκτρολογία και με επέλεξαν για τους ασυρμάτους. Είχα αρκετή καλή
επίδοση, δεν ήμουν όμως και από τους πρώτους, καθώς οι όροι ήταν τεχνικοί
και δεν τους καταλάβαινα. Δεν είχα ιδέα από τριγωνομετρία και ανώτερα
μαθηματικά.
Συμπλήρωσα οκτάμηνο στο Στρατό, διάστημα αρκετό για να απολυθώ,
καθώς ανήκα στη δεύτερη σειρά εφεδρείας ως θύμα πολέμου. Μέχρις ότου
368
όμως γίνουν τα χαρτιά μου συμπλήρωσα οκτώ μήνες και είκοσι μέρες, οπότε
και απολύθηκα από τις τάξεις του Στρατού.
6.
Πως πήρα το Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων για να
προσληφθώ στην Εθνική Τράπεζα.
Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια 1946-1974 το πιo απαραίτητο
δικαιολογητικό για να διοριστεί κάποιος στο Δημόσιο όπως και στα Νομ. Πρ.
Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου, ήταν το πιστοποιητικό Υγιών Κοινωνικών
Φρονημάτων.
Το πιστοποιητικό αυτό το χορηγούσε το Τμήμα Ασφάλειας της περιοχής
και για την έκδοσή του ήταν απαραίτητη η συμπλήρωση από τον
ενδιαφερόμενο ενός εντύπου-ερωτηματολογίου που περιλάμβανε εκτός από τα
στοιχεία της ταυτότητας του αιτούντος και τόπους κατοικίας αναλυτικά και
κατά διαστήματα. Με βάση τα στοιχεία αυτά, ύστερα από έρευνες, το Τμήμα
Ασφάλειας εξέδιδε το πιστοποιητικό που το ταχυδρομούσε απ' ευθείας στη
προϊστάμενη Αρχή του ενδιαφερόμενου, χωρίς αυτός να λαμβάνει γνώση του
περιεχομένου του.
Στο ερωτηματολόγιο αυτό απάντησα πως στο διάστημα της κατοχής 1941-1944 διέμενα στο χωριό μου τον Σκοπό που υπαγότανε στο Αστυνομικό
Σταθμό Κεχροκάμπου, στην οδό Φιλώτα στη Καβάλα τα χρόνια 1945-1946,
στη Λεκάνη Νέστου ως λογιστής στους συνεταιρισμούς από το 1947-1949 και
τέλος στη Χρυσούπολη από το 1950-1951.
Παρακάτω θα εκθέσω τον τρόπο που μεταχειρίστηκε η Ασφάλεια για να
εκδώσει το πιστοποιητικό. Είχα την καλή τύχη να ρωτήσει η Αστυνομία για το
ποιόν μου στη Λεκάνη, τον Ηλία Ηλιάδη, θείο της μέλλουσας γυναίκας μου τότε ήμουν αρραβωνιασμένος - άνθρωπο με λίγα γράμματα, ήταν όμως αγαθός,
γνωστός εθνικόφρονας κατά τα άλλα όπως ο ίδιος μου εκμυστηρεύθηκε ευθύς
αμέσως μετά την κατάθεσή του, είπε για μένα τα "καλύτερα λόγια". Μπορεί
κανείς να φανταστεί τι θα έλεγε, αν δεν ήμουν επίδοξος γαμπρός του ή το
χειρότερο αν είχα ως μνηστή κάποια άλλη, του αντίπαλου στρατοπέδου.
Προφασιζόμενος όμως έκτακτη οικονομική ανάγκη, μου ζήτησε δήθεν
δανεικά, αλλά αγύριστα. Αν θυμάμαι καλά ήταν πενήντα ή εκατό δραχμές,
χρήματα της εποχής εκείνης, τα οποία με μεγάλη ευχαρίστηση τα έδωσα, μια
που από αυτή την πλευρά είχα εξασφαλιστεί.
Για την ανίχνευση των φρονημάτων μου στο διάστημα της διαμονής μου
στην Καβάλα, έμαθα αργότερα ότι ένας χωροφύλακας του Τμήματος
Ασφάλειας Καβάλας πήγε στην οδό Φιλώτα 4, λίγο πιο πάνω από τον κεντρικό
δρόμο της Ομόνοιας και εκεί έβαλε τις φωνές:
« Ακούστε νοικοκυραίοι. Ποιος από εσάς γνωρίζει εδώ κάποιον Παναγιώτη
Αμπεριάδη, που κατοικούσε εδώ στα χρόνια 1945-1947»;
Από όσα μου ανέφεραν οι ίδιοι οι ερωτηθέντες αργότερα, και αυτοί
εκφράστηκαν με τα καλύτερα λόγια για το πρόσωπό μου. Εδώ πρέπει να
σημειώσουμε πως ο τότε κόσμος, εκτός από τους φανατικούς εθνικόφρονες,
όταν τους δινότανε η ευκαιρία και ιδιαίτερα, όταν μπορούσαν να
εξυπηρετήσουν πρόσωπα που προσπαθούσαν να εξοικονομήσουν το ψωμί τους
εργαζόμενοι σκληρά, εκφραζότανε πάντοτε ευνοϊκά.
369
« Δεν είναι ανάγκη έλεγαν να γνωρίζουμε καλά ή όχι ένα πρόσωπο για να
εκφέρουμε γνώμη, αρκεί να βοηθήσουμε όσο μπορούμε το συνάνθρωπό μας ».
Το ίδιο όμως δεν μπορώ δυστυχώς να πω και για τη στάση των
συγχωριανών μου που ρωτήθηκαν στη συνέχεια. Μια μέρα του Νοεμβρίου του
1950 ο συγχωριανός και φίλος μου Κυριάκος Κωνσταντινίδης κατέβηκε στη
Καβάλα, με αναζήτησε και μου είπε πως έπεσε στα χέρια του ένα έγγραφο του
Υπουργείου Δημόσιας Τάξης που απευθυνόταν στον Αστυνομικό Σταθμάρχη
του Σκοπού (αντί του Κεχροκάμπου όπου τότε υπαγότανε o Σκοπός), το άνοιξε
σκόπιμα και είδε ότι το Υπουργείο ζητά πληροφορίες από την Αστυνομία για
τα φρονήματά μου. Στη συνέχεια βέβαια ο Κωνσταντινίδης το παρέδωσε στην
Αστυνομία, δικαιολογούμενος πως από παραδρομή άνοιξε το φάκελο,
νομίζοντας πως απευθυνότανε στον ίδιο:
« Έχε το νου σου Παναγιώτη, μου είπε. Να προκαταλάβεις αυτούς που
ενδεχομένως θα ρωτήσει ο Σταθμάρχης, αν ρωτήσει εμένα, εγώ ξέρω να του
απαντήσω. Φοβάμαι όμως πως θα ρωτήσει άλλους, οι οποίοι ενδεχομένως θα σε
κάψουν».
Αμέσως ενημέρωσα σχετικά τον φίλο μου στον Σκοπό Αναστάσιο Παυλίδη
να έχει το νου του, να καταθέσει ευνοϊκά για μένα και το σπουδαιότερο να με
ενημερώσει αμέσως. Το πράγμα έμεινε εκεί. Δεν ήξερα τίποτα για τις ενέργειες
του Σταθμάρχη. Βέβαια ανησυχούσα πολύ για ενδεχόμενες δυσμενείς
καταθέσεις συγχωριανών μου, οπότε, κινδύνευε η παραμονή μου στην
Τράπεζα. Η πρόσληψή μου έγινε στις 3/10/1950 και είχε προσωρινό χαρακτήρα
μέχρι την συγκέντρωση των απαραίτητων δικαιολογητικών.
Τη μέρα του γάμου μου στις 3/3/1951 στη Λεκάνη, τη στιγμή που δεχόμουν
συγχαρητήριες ευχές, για μια στιγμή βλέπω τον Αστυνομικό, Σταθμάρχη του
Κεχροκάμπου (ήταν και αυτός Πόντιος) να μου εύχεται με χειραψία, τα τυπικά
για τη στέψη μου, έχοντας δίπλα μου τη νεαρή σύζυγό μου Mαρία.
Επωφελήθηκα από την ευκαιρία αυτή και παραβλέποντας τα τυπικά ως
γαμπρός, του έσφιξα δυνατά το χέρι, ώστε να καταλάβει πως κάτι ήθελα να του
πω. Ο Σταθμάρχης σαν κάτι να αντιλήφθηκε και ύστερα από λίγη ώρα, όταν
τελείωσαν οι ευχές του κόσμου, πλησίασε και με τόνο φιλικό και ήρεμο μου
είπε:
«- Τί θέλετε κ. Αμπεριάδη, σε τί μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;
- Στην υπηρεσία σας, του απάντησα, βρίσκεται ένα έγγραφο του Υπουργείου
Δημόσιας Τάξης που ζητά πληροφορίες για τα φρονήματά μου. Δεν ξέρω τι
απάντησε η υπηρεσία σας. Είναι πάντως γεγονός ότι εγώ ανησυχώ πολύ, γιατί
από αυτό εξαρτάται η τύχη μου, η πρόσληψή μου στη Τράπεζα ως μόνιμου
υπαλλήλου ή η απόλυσή μου».
Ο Σταθμάρχης κοντοστάθηκε λίγο. Δεν θυμάμαι μου είπε κανένα έγγραφο
για σένα. Μήπως κάνεις λάθος, συνέχισε.
« Όχι, του είπα, οι πληροφορίες μου είναι θετικές. Το έγγραφο έχει τουλάχιστον
δύο μήνες στην υπηρεσία σας. Θα απαντήσατε, δεν μπορεί. Ενημερώστε με, σας
παρακαλώ, για να μην ανησυχώ».
Ήξερα βέβαια ότι λόγοι εχεμύθειας θα τον εμπόδιζαν να μου πει περισσότερα.
«Θα ψάξω, μου είπε και μέχρι το βράδυ, πριν να φύγεις από το χωριό, θα σου
370
πω».
Αργά το βράδυ, λίγο πριν εγκαταλείψω το χωριό, επιστρέφοντας με τη νύφη
στο σπίτι μου στο Σταυρό Αμυγδαλεώνα, με ανεζήτησε ο Σταθμάρχης, με
βρήκε και με φιλικό τόνο μου είπε:
« Ήσουν τυχερός κ. Αμπεριάδη, το έγγραφο του Υπουργείου το βρήκα
αναπάντητο. Δεν το διεκπεραίωσε ο προκάτοχός μου, θα το απαντήσω εγώ. Μην
αμφιβάλεις ότι θα γράψω τα καλύτερα λόγια και η δουλειά σου θα γίνει. Να
μείνεις ήσυχος. Αυτό το έχεις δώρο από μένα».
'Υστερα από λίγες μέρες με φώναξε ο Διευθυντής μου ο κ. Παζαρτζίδης στο
γραφείο του και με ενημέρωσε πως το χαρτί της Ασφάλειας το διεκπεραίωσε ο
ίδιος εκείνη την ημέρα. Ήταν ευνοϊκό και με διαβεβαίωσε ότι ύστερα από αυτό
δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.
Τι είχε όμως συμβεί για την υπόθεσή μου στο χωριό, μου διηγήθηκε
ύστερα από πολλά χρόνια, όταν πια ήμουν συνταξιούχος, ο Παυλίδης που ήρθε
από τη Χρυσούπολη στη Καβάλα και με επισκέφθηκε στο σπίτι μου για να με
ενημερώσει σχετικά.
Μου είπε ότι τους φώναξε η Αστυνομία εκείνον, τον Παναγιώτη Αμπαρτζά
και τον Μιχάλη Νταϊφά. Ας σημειωθεί ότι με τον Παναγιώτη Αμπαρτζά
είμαστε πατριώτες από το ίδιο χωριό από τον Πόντο, ενώ ο Μιχάλης Νταϊφάς
είναι σύζυγος μιας μακρινής μου εξαδέλφης.
Ο Αστυνόμος αφού τους ενημέρωσε για την υπόθεσή μου, ζήτησε τη γνώμη
τους για τα φρονήματά μου για να απαντήσει στο έγγραφο του Υπουργείου.
«- Είναι κομμουνιστής, είπε χωρίς δισταγμό ο Νταϊφά, μάλιστα τον καιρό της
Εαμοκρατίας ήταν δάσκαλος Δημοτικού στο χωριό Κωνσταντινιά.
- Η θητεία του ως κοινοτικός δάσκαλος και όχι του δημοσίου, του είπε ο
Σταθμάρχης, δεν είναι αρκετή για να θεμελιώσει μια τόσο βαριά κατηγορία. Τί
άλλο ξέρεις γι' αυτόν, ρώτησε επίμονα ο Σταθμάρχης.
- Αυτή είναι η γνώμη μου, είπε ο Νταϊφάς και έκλεισε την συζήτηση».
'Υστερα ο Σταθμάρχης ρώτησε τον Αμπαρτζά, πάντοτε σύμφωνα με την
αφήγηση του Παυλίδη, για τα φρονήματά μου. Τί πιστεύει για μένα και ποια
ήταν η δράση μου. Επηρεαζόμενος από τα λεγόμενα του Νταϊφά, είπε:
« Όταν ήταν στο χωριό δεν μας έδωσε αφορμή o Αμπεριάδης για να τον
χαρακτηρίσουμε κομμουνιστή. Δεν ξέρω όμως τι στάση κρατά κάτω στη Καβάλα
που ανακατεύεται και τι κάνει. Γι' αυτό δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη».
'Οταν ύστερα από αυτό ο Σταθμάρχης αποτάθηκε στον Παυλίδη, αυτός του
είπε:
«- Ο Παναγιώτης Αμπεριάδης είναι Εθνικόφρονας. Η στάση του τόσο εδώ στο
χωριό, πριν φύγει για τη Καβάλα, όσο και κάτω στη Καβάλα, από όσα μαθαίνω
και είμαι σε θέση να γνωρίζω, είναι με το μέρος των Εθνικών Δυνάμεων.
Πρόκειται περί ακραιφνούς Εθνικόφρονα, όσον αφορά αυτόν και την οικογένειά
του στο Σκοπό. Στο Σκοπό πρέπει να ξέρετε κ. Σταθμάρχα, δεν έχουμε κανένα
κομμουνιστή, είπε με έμφαση ο Παυλίδης τελειώνοντας την κατάθεσή του.
- Βρίσκομαι σε αμηχανία, συμπέρανε ο Σταθμάρχης. Ένας από σας τον
χαρακτηρίζει κομμουνιστή με επιχείρημα που δεν στέκει, ο άλλος δεν ξέρει, ενώ ο
371
τρίτος τον χαρακτηρίζει Εθνικόφρονα. Θα σκεφτώ πολύ πριν απαντήσω, είπε ο
Σταθμάρχης, έκλεισε το φάκελο και ευχαρίστησε τους πληροφοριοδότες του».
Στο δρόμο του γυρισμού τους ρώτησε ο Παυλίδης:
«Σκέφτεστε χωριανοί μου ύστερα από αυτά που είπατε, αν τα υιοθετήσει ο
Σταθμάρχης, ποια θα είναι η θέση του Παναγιώτη»;
Αλλά εκείνοι δεν απάντησαν.
7.
Επίλογος αυτοβιογραφικός.
Γεννήθηκα το 1921 στην τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δεν γύρισα στη γενέτειρά μου, παρά στα 62 μου χρόνια και μόνο για τρεις ώρες, σαν ξενιτεμένος
αδελφός. Μου έκαναν τέτοια υποδοχή οι Τούρκοι συγχωριανοί μου που πολύ
θα ήθελα να ξαναπάω να τους δω.
Τριών χρονών βρισκόμουν πρόσφυγας στην Ελλάδα. Σε ένα άγονο, πέτρινο
αλλά με γερό κλίμα ορεινό χωριό της Καβάλας, τον Σκοπό. Εκεί πέρασα τα
παιδικά και νεανικά μου χρόνια. Στα δώδεκα μου χρόνια τέλειωσα το Δημοτικό
Σχολείο του χωριού μου αριστούχος. Δεν πήρα όμως το απολυτήριο του
Δημοτικού γιατί άξιζε τότε όσο σαράντα κιλά αλάτι που ήταν προτιμότερο από
το απολυτήριο του Δημοτικού Σχολείου.
Από τα δεκατρία μου χρόνια άρχισα να βγάζω το ψωμί μου. Στην αρχή
έκανα τον τσομπάνη για τέσσερα χρόνια, μα ύστερα δούλεψα ως εργάτης στα
καπνά, στους δρόμους, στα λατομεία, στα ασβεστοκάμινα, στα σπίτια.
Στα είκοσί μου χρόνια, πήγα στρατιώτης στα εργατικά Βουλγαρικά τάγματα,
στο εσωτερικό της Βουλγαρίας όπου από την πείνα, τις κακουχίες και τα
βασανιστήρια έχασα δεκαεπτά κιλά από το βάρος μου. Στα εικοσιδύο μου
χρόνια αντιμετώπισα το εκτελεστικό απόσπασμα, μα τον επόμενο χρόνο
βρέθηκα στην παρανομία στο βουνό, ως αντάρτης.
Οι πόρτες του Γυμνασίου άνοιξαν για μένα στα εικοσιπέντε μου χρόνια,
όμως την μελέτη δεν την σταμάτησα μέχρι σήμερα.
'Ετσι, ενώ άλλοι ξέρουν όλα τα είδη των χόρτων ένα προς ένα, άλλοι
γνωρίζουν όλα τα είδη των φυτών, εγώ έμαθα κάθε είδος ανέχειας, άλλος
γνωρίζει όλα τα ονόματα των άστρων, εγώ έμαθα όλα τα είδη των συμφορών.
Κοιμήθηκα σε υπόγεια, σε βουνά, αλλά και σε μεγάλα ξενοδοχεία, πείνασα, μα
θαρρώ πως δεν υπάρχει φαγητό που να μην το έχω γευτεί.
Γνώρισα τη φτώχεια, πάλεψα μαζί της, αλλά δεν μπορώ να πω ποιος νίκησε
στο τέλος, γιατί κανείς δεν ξέρει το τέλος του ούτε και τι μπορεί να του συμβεί
αύριο. Δεν ανακατεύτηκα σε κόμματα και σε παρατάξεις. Καλύτερα μπορεί να
παρατηρήσει κανείς το δάσος, όταν ο ίδιος είναι έξω από αυτό σε κάποιο
ψηλότερο σημείο, παρά εκείνος που ζει μέσα του.
Αλλά αυτό έγινε αιτία να είμαι αντίθετος με όλους και να με καταδιώκουν
όλοι. Με δύο νεαρούς φίλους μου περπάτησα πάνω στο χιόνι στα 1956. Μα τον
ίδιο χρόνο ένας από αυτούς πέθανε από ψύξη και κρυοπαγήματα.
Δεν ανταπέδωσα ποτέ το κακό που ίσως κάποιοι μου έκαναν, αλλά και ποτέ
μου δεν ξέχασα τους εχθρούς μου. 'Ισως διότι "εν αμίλλαις πονηραίς,
372
αθλιώτερος ο νικήσας".
Γυναίκες δεν αγάπησα, ούτε και ξεγέλασα, ποτέ μου δεν μίλησα πίσω από
τις πλάτες των άλλων, αν και μου άρεσε το ποτό, ποτέ μου δε έγινα νυχτόβιος.
Το ψωμί μου το κέρδισα με τον ιδρώτα του προσώπου μου και όχι μόνο για
μένα, αλλά πότε συντηρώντας την πατρική μου οικογένεια και πότε την δική
μου. Γι' αυτό είμαι ευτυχισμένος.
Ψέματα δεν είπα ποτέ στην ζωή μου και αν είπα, ήταν για να μην λυπήσω
τους άλλους.
Σε όπερα δεν πήγα, αλλά και πολλοί δεν μπορούν μήτε και ακουστά να
έχουν το όνομα της.
Αλλά εκεί που πάνε οι άλλοι, σπάνια πάω εγώ, αναφέρομαι στην εκκλησία,
αλλά ποτέ μου δεν κατέφυγα σε μάγο για να μου πει τη μοίρα μου.
Σε τρεις ή και τέσσερις ξένες γλώσσες μπορώ να γράψω και να εκφραστώ
ελεύθερα, όχι όμως τόσο ελεύθερα όσο στη δική μου γλώσσα.