ΧΤΥΠΗΣΕ ΜΕ ΜΑΝΙΑ το μαστίγιο στον αέρα. Το είχε πάρει απόφαση

1
ΧΤΥΠΗΣΕ ΜΕ ΜΑΝΙΑ το μαστίγιο στον αέρα. Το είχε πάρει
απόφαση. Σήμερα θα την έκανε δική του! Με κάθε τρόπο!
Όλες οι κυράδες να παρακαλάνε για μια του ματιά, και
το δουλικό να του καμώνεται την αδιάφορη και τη δύσκολη... Αυτό πήγαινε πολύ!
Έπνιξε μια βρισιά και χύθηκε στον ελεύθερο ορίζοντα καλπάζοντας πάνω στον πιστό του φίλο, το μοναδικό του φίλο...
Ο Στέφανος Αναγνώστου, μοναχοπαίδι του μεγαλογαιοκτήμονα Αριστείδη Αναγνώστου –του πιο γνωστού οινοπαραγωγού της χώρας–, ήταν ένας όμορφος νέος άντρας είκοσι πέντε χρόνων. Έχοντας βρει τα πάντα έτοιμα από τον πατέρα
του, θεωρούσε ότι όλος ο κόσμος τού ανήκε.
Τα αρμονικά χαρακτηριστικά και η δυνατή κορμοστασιά του έκαναν πολλές γυναικείες καρδιές να σκιρτούν στο
πέρασμά του. Κι εκείνος δεν άφηνε καμιά τους παραπονεμένη... Βέβαια, οι σχέσεις του δεν άντεχαν στο πέρασμα του
9
ΒΑΛΙΑ ΓΥΦΤΟΔΗΜΟΥ
χρόνου. Όλες περνούσαν από το κρεβάτι του –και τη ζωή
του– για μια δυο μέρες, το πολύ βδομάδα. Μετά τις βαριόταν και τις έδιωχνε δίχως εξηγήσεις.
Όλα αυτά συνέβαιναν μέχρι που συνάντησε τη Φιλιώ, τη
δεκαοχτάχρονη κόρη του επιστάτη τους, του Πανάγου Παναγιωτίδη...
Ο τριανταοχτάχρονος Πανάγος είχε έρθει πρόσφυγας στην
Ελλάδα και πάλεψε σκληρά από μικρό παιδί για να επιβιώσει. Η μάνα του είχε χαθεί στην Καταστροφή –ποτέ δεν έμαθε τι απέγινε–, και ο πατέρας του πέθανε πέντε χρόνια μετά
τον ερχομό τους στην Ελλάδα από φυματίωση, αφήνοντας
το δωδεκάχρονο τότε Πανάγο πεντάρφανο, κυριολεκτικά
στο έλεος του Θεού.
Για να μπορέσει να εξοικονομήσει το καθημερινό του ξεροκόμματο, έκανε όποια χαμαλοδουλειά τού πρόσφεραν.
Πέρασε αμέτρητα καλοκαίρια να λιώνει απ’ το λιοπύρι και
ατέλειωτους χειμώνες να τουρτουρίζει από την παγωνιά
στους δρόμους, όπου κούρνιαζε για να περάσει τις νύχτες
του.
Τα πολύ παγωμένα βράδια, που το χιόνι απειλούσε να
τον θάψει ζωντανό, επιδίωκε να τον συλλάβουν οι χωροφύλακες για αλητεία, ώστε να περάσει κάποιες μέρες στη φυλακή. Εκεί θα μπορούσε να ζεσταθεί και να φάει ένα πιάτο
φαΐ. Αν ήταν τυχερός, θα εξοικονομούσε και κάνα δυο τσιγάρα...
10
ΜΙΑ ΣΤΑΛΑ ΟΥΡΑΝΟΣ
Έτσι έζησε ως τα δεκαοχτώ του, ώσπου τα απελπισμένα
βήματά του τον οδήγησαν στα Μεσόγεια την εποχή του τρύγου – σίγουρο και καλό μεροκάματο, στέγη και τροφή εξασφαλισμένα...
Ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά. Η εργατικότητά του
δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Στάθη, τον επιστάτη του
Αναγνώστου. Γρήγορα ο Πανάγος κέρδισε με το σπαθί του
–και τον ιδρώτα του– μια θέση στο μόνιμο προσωπικό του
κτήματος και δέκα χρόνια αργότερα, όταν πέθανε ο Στάθης,
πήρε αυτός τη θέση του.
Τα χαμόγελα της τύχης για τον Πανάγο δε σταμάτησαν
εκεί... Τρεις μήνες μετά την εγκατάστασή του στο κτήμα
γνώρισε την Ανθούλα, ένα όμορφο και ντροπαλό κορίτσι,
εργάτρια στην κουζίνα, και σύντομα αποφάσισαν να ενώσουν τη ζωή τους. Απ’ αυτό το γάμο γεννήθηκαν τρία παιδιά: η Φιλιώ, τον επόμενο χρόνο, και τα δίδυμα, Αντρέας
και Στάθης –προς τιμήν του ευεργέτη του–, τέσσερα χρόνια
αργότερα.
Ο πόλεμος πέρασε χωρίς ν’ αφήσει πληγές, ο Πανάγος
δεν επιστρατεύτηκε, δε χώρισε από την οικογένειά του.
Μεγαλώνοντας η Φιλιώ, άρχισε ν’ ανθίζει και η ομορφιά
της. Τώρα, στα δεκαοχτώ της, ήταν μια πανέμορφη νέα γυναίκα που δεν άφηνε κανέναν ασυγκίνητο. Αυτό που ξεχώριζε πάνω της ήταν τα μάτια της – γαλάζια, στο χρώμα του
ανέφελου ουρανού, σε προσκαλούσαν να ταξιδέψεις μέσα
τους. Γι’ αυτά τα μάτια είχε χάσει τα λογικά του ο Στέφανος
Αναγνώστου.
11
ΒΑΛΙΑ ΓΥΦΤΟΔΗΜΟΥ
Η μέρα που θα γινόταν πραγματικότητα ο φλογερός πόθος
του νεαρού άρχοντα δεν άργησε να ’ρθει.
Η ευκαιρία τού δόθηκε στη γιορτή που οργάνωνε κάθε
χρόνο ο πατέρας του, για το άνοιγμα του πρώτου βαρελιού
με το κρασί της χρονιάς. Σ’ αυτό το πανηγύρι χαράς συμμετείχαν όλοι – αφεντικά και εργάτες. Ήταν μέρα κρασιού και
γλεντιού.
Ήταν η ιδανική ευκαιρία! Χορτάτοι και μεθυσμένοι όλοι,
δε θα πρόσεχαν ότι η Φιλιώ έλειπε από κοντά τους. Επιτέλους, το μικρό ατίθασο άτι θα γινόταν δικό του!
Το γλέντι βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Το κέφι είχε ανάψει για τα καλά – βοηθούσε πολύ και το άφθονο
κρασί.
Η Φιλιώ, που από το πρωί ένιωθε κακοδιάθετη, παρακολουθούσε με ανάμεικτα συναισθήματα. Χαιρόταν πολύ που
έβλεπε τους γονείς της ανέμελους κι ευτυχισμένους να γλεντούν με την ψυχή τους. Ήξερε πολύ καλά πόσο ιδροκοπούσαν όλη τη χρονιά, και τούτη η γιορτή ήταν η μοναδική τους
ευκαιρία να το ρίξουν λιγάκι έξω.
Από την άλλη, όμως, ένιωθε να βαραίνει από ένα ακαθόριστο προαίσθημα. Ένα προαίσθημα για το κακό που ερχόταν, αλλά δεν ήξερε πότε, από πού και με ποια μορφή...
Αναστέναξε απ’ τα βάθη της ψυχής της. Ό,τι είναι να γίνει
ας γίνει... ευχήθηκε. Και οι ουρανοί ήταν ανοιχτοί και την
άκουσαν...
Στην άλλη άκρη μιας αυτοσχέδιας σκηνής, προφυλαγμένος από τις πυκνές φυλλωσιές, ο Στέφανος παρακολουθούσε
12
ΜΙΑ ΣΤΑΛΑ ΟΥΡΑΝΟΣ
με προσήλωση κάθε της κίνηση και παραμόνευε για να την
ξεμοναχιάσει. Το είχε ορκιστεί στον εαυτό του – ή σήμερα ή
ποτέ!
Το ποτήρι του δεν άδειαζε στιγμή, ρούφαγε το κρασί σαν
νερό. Το ήδη θολωμένο του μυαλό σκοτείνιαζε περισσότερο από το αλκοόλ. Το μόνο που έβλεπε μπροστά του ήταν η
Φιλιώ. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν η στιγμή που θα έσμιγε μαζί της.
Ήταν η μοναδική γυναίκα που παρέμενε αδιάφορη στο
πέρασμά του, ασυγκίνητη από τη γοητεία του. Δεν ήξερε
κι ο ίδιος τι τον τρέλαινε περισσότερο – ο δικός του πόθος
ή η δική της απαξίωση... Ό,τι κι αν ήταν όμως, σήμερα
θα έπαιρνε –έστω και με τη βία– τις απαντήσεις που ζητούσε...
Και η ευκαιρία δεν άργησε να φανεί. Η Φιλιώ φόρεσε τη
ζακέτα της και ετοιμάστηκε να εγκαταλείψει το γλέντι. Ο
Στέφανος, που κατάλαβε τις προθέσεις της, δεν έχασε καθόλου χρόνο. Με γρήγορες και αποφασιστικές κινήσεις, παρά τη ζαλάδα που του ’φερνε το περισσό αλκοόλ που είχε
καταναλώσει, πήρε την ανηφόρα που οδηγούσε στις παράγκες όπου ζούσαν οι εργάτες του κτήματος με τις οικογένειές τους.
Η νεαρή κοπέλα πήρε κι εκείνη τον ίδιο δρόμο. Το κεφάλι της ήταν βαρύ, και τα μάτια της έκλειναν από τη νύστα. Το μόνο που ήθελε ήταν να φτάσει στο σπιτικό της
13
ΒΑΛΙΑ ΓΥΦΤΟΔΗΜΟΥ
και να ξαπλώσει στο στρώμα της. Αν και η απόσταση ήταν
γύρω στα είκοσι λεπτά, απόψε της φαινόταν ατέλειωτη.
Τα πόδια της, βαριά και ασήκωτα, μόλις και μετά βίας τα
έσερνε στο έδαφος. Η ανηφόρα έμοιαζε να μην έχει τελειωμό.
Ο Στέφανος Αναγνώστου, ο μοναχογιός του αφεντικού,
την παραμόνευε κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο. Και, ξαφνικά, πετάχτηκε μπροστά της! Η Φιλιώ κέρωσε.
Ο Στέφανος, με μάτια κόκκινα απ’ το κρασί και τον πυρετό του πάθους του, κοίταζε με λαγνεία το νεανικό στήθος
που ανεβοκατέβαινε άτακτα. Με μια απότομη και βίαιη κίνηση έσκισε στα δυο την μπλούζα της. Οι δυο μικροί στητοί όγκοι πετάχτηκαν ελεύθεροι, έρμαιο στα πεινασμένα
μάτια του. Το πάθος του πήρε φωτιά. Την άρπαξε και με
τη δύναμη του κορμιού του την ακινητοποίησε στο έδαφος.
Ασυγκράτητος, άρχισε να τη φιλάει και να τη δαγκώνει παντού. Ο πόθος του, ανεξέλεγκτος, απαιτούσε επιτακτικά
τροφή.
Η Φιλιώ αντιστεκόταν με όλες της τις δυνάμεις· αντιστεκόταν με λύσσα – μάταια όμως! Ήταν τόσο αδύναμη, και ο
Στέφανος τόσο δυνατός...
Όταν τα χείλη του συνάντησαν τα δικά της, τα δάγκωσε
με λύσσα. Το αίμα της ανάμεικτο με τα δάκρυά της κύλησε
στο στόμα του. Το γεύτηκε με ηδονή και τον ερέθισε περισσότερο. Ο πόθος τού τύφλωσε το λογικό. Ήταν ανίκανος να
ξεχωρίσει το καλό απ’ το κακό, το σωστό από το λάθος!
Τα απελπισμένα ουρλιαχτά της τον συνέφεραν από τη
14
ΜΙΑ ΣΤΑΛΑ ΟΥΡΑΝΟΣ
μέθη του. Της έδωσε δυο δυνατά χαστούκια και με το μαντίλι του της βούλωσε το στόμα.
– Είσαι δική μου, μόνο δική μου! Κανείς άλλος δε θα σ’
έχει ποτέ δική του, μόνο εγώ! της σφύριξε μέσα από τα δόντια του.
Η Φιλιώ παραδομένη στη μοίρα της, ανίκανη να σκεφτεί
ή να πράξει το παραμικρό, πνιγόταν από το πανί που της
έφραζε το στόμα, έκλαιγε με λυγμούς, και το κορμί της τρανταζόταν από σπασμούς. Ένιωθε πως είχε φτάσει το τέλος
της και παρακαλούσε τον Θεό να την ελεήσει και να της το
στείλει όσο πιο γρήγορα γινόταν...
Κάποτε ο πόθος του Στέφανου καταλάγιασε, χορτασμένος...
Έγειρε ξέπνοος δίπλα της. Γύρισε και την κοίταξε. Τα ρούχα της ήταν σκισμένα, το σώμα της μελανιασμένο, και το
πρόσωπό της γεμάτο αίματα!
Το μόνο που είχε απομείνει ανέπαφο πάνω της ήταν τα
μάτια της – βαθιές γαλάζιες θάλασσες, απειλούσαν να τον
πνίξουν στα άπατα βάθη τους.
Χαμήλωσε ντροπιασμένος το βλέμμα. Έβγαλε και της
έδωσε το πουκάμισό του.
– Φόρεσέ το... Κάνει ψύχρα, θα κρυώσεις... της είπε τρυφερά.
Η Φιλιώ παρέμεινε ακίνητη, να τον κοιτά με τα μεγάλα
γαλάζια μάτια της. Αυτά τα μάτια που από δω και πέρα θα
στοίχειωναν τις νύχτες του.
15
ΒΑΛΙΑ ΓΥΦΤΟΔΗΜΟΥ
Ο Στέφανος σήκωσε τα χέρια του κι ετοιμάστηκε να ψελλίσει κάτι – μια δικαιολογία, μια συγγνώμη... Δε βρήκε το
κουράγιο...
Κατέβασε νικημένος τα χέρια του και χάθηκε στη νύχτα...
16
2
Η ΦΙΛΙΩ ΑΠΕΜΕΙΝΕ ΜΟΝΗ, να προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί.
Το κεφάλι της γύριζε, στο στόμα της είχε μια στυφή γεύση, και η παραμικρή κίνηση του κορμιού της της προκαλούσε έντονους πόνους.
Ανασηκώθηκε με κόπο και πήρε βαθιά ανάσα. Στο μυαλό της ήρθε η μορφή του πατέρα της.
Θα με σκοτώσει αν με δει σ’ αυτά τα χάλια, σκέφτηκε τρομοκρατημένη.
Η μπλούζα της είχε γίνει κουρέλι, δεν κάλυπτε το γυμνό
της στήθος. Μπορούσε να κουμπώσει τη ζακέτα της. Δεν το
’κανε, δεν ήθελε να τη γεμίσει κι αυτή με αίμα. Το πουκάμισό του δίπλα της της έφερνε αναγούλα. Δεν μπορούσε να
το κοιτάζει, πόσω μάλλον να το φορέσει...
Ξέσπασε σε λυγμούς. Βρισκόταν σε αδιέξοδο. Η σκέψη
και μόνο του πατέρα της της προκαλούσε πανικό. Δεν είχε
το κουράγιο να τον αντιμετωπίσει. Έπρεπε να κάνει κάτι...
και γρήγορα!
17
ΒΑΛΙΑ ΓΥΦΤΟΔΗΜΟΥ
Έσφιξε τα δόντια και με αβέβαια, ζαλισμένα βήματα
έφτασε στις παράγκες. Πίσω απ’ αυτές βρισκόταν το πλυσταριό.
Αθόρυβα και με μεγάλη προσοχή, η Φιλιώ μπήκε μέσα,
άνοιξε το νερό και άρχισε να τρίβει το κορμί της με μανία.
Ήθελε να εξαφανίσει από πάνω της καθετί δικό του.
Όταν ένιωσε πως είχε ξεπλύνει πια και το τελευταίο ίχνος
του Στέφανου από το δέρμα της, κούμπωσε τη ζακέτα της,
χωρίς να φορέσει την κουρελιασμένη μπλούζα της, και ίσιωσε τη φαρδιά της φούστα, που είχε σκιστεί σε δύο σημεία.
Αλλά δεν την ένοιαζε. Θα δικαιολογούνταν πως είχε μαγκώσει σε κάτι αγκαθερούς θάμνους – ήταν νύχτα, σκοτάδι,
και δεν τους είδε.
Καθαρή πια και κάπως ξαλαφρωμένη από την αγωνία,
έσυρε το μάνταλο και μπήκε στην κάμαρα που μοιραζόταν
με την οικογένειά της. Τα αδέρφια της είχαν γυρίσει από
νωρίς και ήδη κοιμόντουσαν βαθιά, ενώ οι γονείς της διασκέδαζαν ακόμα, αγνοώντας το κακό που ’χε βρει τη μοναχοκόρη τους.
Κοίταξε τα κοιμισμένα αδέρφια της και χαμογέλασε με
τρυφερότητα. Πόσο πολύ αγαπούσε την οικογένειά της και
πόσο ποθούσε να δημιουργήσει και η ίδια δικιά της, τόσο
μονοιασμένη και ευτυχισμένη όσο η πατρική της φαμίλια...
Δαγκώθηκε με απόγνωση. Και τώρα, τώρα τι θα γίνει; Ο γιος
του αφεντικού την είχε «χαλάσει». Ποιος θα την έπαιρνε,
ποιος θα την έκανε γυναίκα του και μάνα των παιδιών του;
18
ΜΙΑ ΣΤΑΛΑ ΟΥΡΑΝΟΣ
Η απελπισία την έπνιξε και πλάγιασε δίχως ν’ αλλάξει
ρούχα. Μόνο ο ύπνος μπορούσε να τη λυτρώσει από τις βασανιστικές της σκέψεις...
Το επόμενο πρωινό η Φιλιώ άργησε να ξυπνήσει. Ο ύπνος
της ήταν ταραγμένος και γεμάτος εφιάλτες. Η νεαρή κοπέλα
σηκώθηκε απ’ το στρώμα πιο κουρασμένη απ’ ό,τι έπεσε.
Ήταν Κυριακή. Όλοι οι δικοί της ήταν φευγάτοι. Η μάνα στην εκκλησία, ο πατέρας στο καφενείο, και τα δίδυμα
για ποδόσφαιρο στην αλάνα με τους φίλους τους.
Σύρθηκε με κόπο ως τον καθρέφτη και παρατήρησε το
πρόσωπό της. Ευτυχώς, μόνο τα χείλη της ήταν πρησμένα.
Τίποτ’ άλλο δεν πρόδιδε το χτεσινό εφιάλτη.
Η ανάμνηση και μόνο όσων έζησε της έφερε ανατριχίλα.
Σφάλισε με δύναμη τα μάτια της – να μη βλέπει το ξαναμμένο του πρόσωπο, το πρόστυχο βλέμμα του... Να μπορούσε να τα σβήσει όλα, όλα όσα έγιναν, και από τη μνήμη της
και από το σώμα της!
Κάτι τέτοιο, όμως, ήταν αδύνατον, και η Φιλιώ το ήξερε
πολύ καλά.
Οι χαρούμενες φωνές του Αντρέα και του Στάθη την επανέφεραν στην πραγματικότητα.
– Άντε, πριγκιπέσσα, μέσιασε ο ήλιος για να σηκωθείς,
την πείραξε ο Στάθης.
19
ΒΑΛΙΑ ΓΥΦΤΟΔΗΜΟΥ
– Αλί από μας, τους άντρες, κορδώθηκε ο Αντρέας.
– Να νιφτώ πρώτα και στις προσταγές σας, αφέντες μου,
τους απάντησε με προσποιητά εύθυμη διάθεση εκείνη, θέλοντας μ’ αυτό τον τρόπο να καλύψει την ψυχολογική της
κατάσταση.
Η θορυβώδικη είσοδος των αδερφών της κατόρθωσε να
την αποσπάσει από τις θλιβερές της σκέψεις. Τους ετοίμασε φέτες ψωμιού αλειμμένες με θρεψίνη*.
Κάθισαν και οι τρεις τους στο στρογγυλό τραπέζι, στη μέση της φτωχικής κάμαρας.
– Αδερφή, τι έχουν πάθει τα χείλια σου; Πρησμένα τα
βλέπω... παρατήρησε ο Στάθης.
– Να... ήπια απότομα κρασί ψες, κι όπως είμαι άμαθη
μου ’καψε το στόμα, δικαιολογήθηκε πρόχειρα εκείνη.
Ο Στάθης την κοίταξε χωρίς να μιλήσει. Το βλέμμα του
έδειχνε πως δεν την πίστεψε.
Ο Αντρέας δεν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην κουβέντα
τους. Λαίμαργος ως συνήθως, ήδη μασουλούσε τη δεύτερη
φέτα ψωμιού.
Η Φιλιώ βιάστηκε ν’ αλλάξει κουβέντα.
– Σας είπε η μάνα τι θα μαγειρέψει σήμερα;
– Πρωί πρωί τής έφερε πεσκέσι η κυρα-Μαρίκα ένα κοτόπουλο και το ’στειλε στο φούρνο με μανέστρα, ξερογλείφτηκε ο Αντρέας.
– Και θ’ ανοίξουμε κι ένα από τα μπουκάλια με τη ρετσίνα
* Άλειμμα για το ψωμί παρασκευασμένο από λιωμένες σταφίδες. Ιδιαίτερα δημοφιλές –και θρεπτικό– τις δεκαετίες ’50 και ’60.
20
ΜΙΑ ΣΤΑΛΑ ΟΥΡΑΝΟΣ
που μας δώρισε χτες ο αφέντης, συμπλήρωσε ο Στάθης. Εσύ
όμως καλύτερα να μην πιεις, τη συμβούλεψε με έγνοια.
– Και το νεράκι μια χαρά ποτό είναι, συμφώνησε εκείνη.
Τα τρία αδέρφια, αγαπημένα και μονοιασμένα όπως πάντα, συνέχισαν να φλυαρούν και ν’ αλληλοπειράζονται προσμένοντας να επιστρέψουν οι γονιοί τους.
Η Φιλιώ χαμογέλασε ανακουφισμένη. Ο εφιάλτης έμοιαζε να ’χει ξεχαστεί. Κι αν κάποτε επέστρεφε, είχε το ισχυρότερο όπλο να τον πολεμήσει – την αγάπη και την προστασία
των δικών της.
Η Φιλιώ δεν ήταν η μόνη που πέρασε δύσκολη νύχτα. Και
ο Στέφανος πάλευε ως το ξημέρωμα με τους εφιάλτες του.
Κι αυτό ήταν το μόνο κοινό τους σημείο.
Το πρωινό της επόμενης μέρας τον βρήκε λουσμένο στον
ιδρώτα, με το κεφάλι βαρύ και το μυαλό του ακόμα θολωμένο.
Άνοιξε με κόπο τα μάτια του, και τα χείλη του –σχεδόν
από μόνα τους– ψέλλισαν ένα όνομα – «Φιλιώ...»
Η ανάμνηση της προηγούμενης νύχτας τον χτύπησε σαν
μαχαιριά στο στήθος. Πετάχτηκε αναστατωμένος από το
κρεβάτι.
– Πού να πάρει και να σηκώσει! Δεν μπορεί να τα ’κανα
εγώ όλ’ αυτά! Όχι, ένας κακός εφιάλτης είναι!
Ξέσπασε σε λυγμούς. Τι κι αν ο πατέρας του έλεγε πως
οι άντρες δεν κλαίνε;
21
ΒΑΛΙΑ ΓΥΦΤΟΔΗΜΟΥ
Ο Στέφανος πονούσε· πονούσε πολύ. Κι όταν ο πόνος ξεχειλίζει, δε βαστιέται στην ψυχή...
Δύο ώρες αργότερα, η τρικυμία στο νου του είχε καταλαγιάσει. Όλες οι σκέψεις ξεκινούσαν και τέλειωναν σ’ ένα
και μόνο πρόσωπο – στη Φιλιώ. Απορημένος και ο ίδιος
με τον εαυτό του, συνειδητοποιούσε τη μεγάλη αλήθεια.
Ήταν παράφορα και αθεράπευτα ερωτευμένος μαζί
της!
Όλη του η επιθυμία να σμίξει μαζί της δεν ήταν επιπόλαιο καπρίτσιο. Ήταν –κι εξακολουθούσε να είναι!– βαθύ αίσθημα αγάπης. Την αγαπούσε αληθινά. Αυτό, και μόνο αυτό, είχε σημασία!
Μια ιδέα καρφώθηκε στο μυαλό του. Θα τη ζητούσε σε
γάμο – άμεσα! Την αγαπούσε με όλο του το είναι και την
ήθελε σύντροφο πλάι του και μάνα των παιδιών του. Η Φιλιώ Παναγιωτίδη ήταν η γυναίκα της ζωής του!
Ο ενθουσιασμός του κόπηκε απότομα, όταν αναλογίστηκε την αντίδραση του πατέρα του. Ο Αριστείδης Αναγνώστου
δε θ’ αποδεχόταν ποτέ αυτόν το γάμο! Το μόνο κριτήριό του,
τόσο στις επαγγελματικές όσο και στις ανθρώπινες επαφές
του ήταν το χρήμα. Και ήταν το μόνο που δε διέθετε η Φιλιώ...
Κάθισε συλλογισμένος σε μια χαμηλή πεζούλα. Σύμφωνοι, τα αισθήματά του για κείνη ήταν δεδομένα, πώς θα ζούσαν όμως; Ήταν σίγουρος πως ο πατέρας του, αν ποτέ τολ22
ΜΙΑ ΣΤΑΛΑ ΟΥΡΑΝΟΣ
μούσε να του πει τι ήθελε να κάνει, θα τον αποκλήρωνε την
ίδια στιγμή.
Έπρεπε κάτι να σκεφτεί... Κάτι που θα έπειθε τον ξεροκέφαλο πατέρα του να συναινέσει – έστω και παρά τη θέλησή του. Βοή­θεια από τη μητέρα του δεν μπορούσε να περιμένει. Ήταν πολύ απασχολημένη με τις κοσμικές και «φιλανθρωπικές» της δραστηριότητες...
Όπως ξαφνικά τού είχε έρθει η ιδέα να παντρευτεί τη Φιλιώ, το ίδιο ξαφνικά αυτή η σκέψη τού φάνηκε βιαστική και
παρορμητική. Την αγαπούσε τώρα. Σ’ ένα χρόνο, σε δέκα,
θα την αγαπούσε το ίδιο ή θα την είχε βαρεθεί; Κι έπειτα,
ποια ήταν αυτή η ασήμαντη κοπελίτσα που θα τύλιγε στα δίχτυα της έναν άρχοντα σαν κι αυτόν;
Όχι! Ο γάμος ήταν μια επιπόλαιη σκέψη της στιγμής, αποφάσισε τελεσίδικα ο Στέφανος. Η αρχή έχει ήδη γίνει... Θα τη γλεντήσω μέχρι να τη βαρεθώ και μετά... Ας βρει την τύχη της!
Με αναπτερωμένο το ηθικό σηκώθηκε και τίναξε το παντελόνι του. Ένα χαμόγελο ικανοποίησης σχηματίστηκε στο
πρόσωπό του.
Τελικά η ζωή είναι πολύ όμορφη, όταν ξέρεις να παίρνεις τις σωστές αποφάσεις, σκέφτηκε με αυταρέσκεια και σιγοσφυρίζοντας κατευθύνθηκε προς το αρχοντικό του.
Το βλέμμα του πατέρα του, βλοσυρό και αγέλαστο, τον μέτρησε από πάνω μέχρι κάτω.
– Πού γύριζες; Σε ψάχνω απ’ το πρωί.
23
ΒΑΛΙΑ ΓΥΦΤΟΔΗΜΟΥ
– Είχα πάει μια βόλτα στο κτήμα, πατέρα.
– Μάλιστα... βόλτα στο κτήμα...
– Με ήθελες κάτι; ρώτησε ανυπόμονα ο Στέφανος.
– Ναι, έχουμε προβλήματα με τις υποχρεώσεις μας στην
τράπεζα.
– Μα πώς; Η παραγωγή φέτος είναι καλύτερη απ’ τις άλλες χρονιές...
– Ναι, αλλά η υποτίμηση του Απριλίου μάς γονάτισε. Ανέτρεψε όλους τους προγραμματισμούς μου, ξεφύσηξε αγανακτισμένος ο Αναγνώστου.
– Αφού είσαι ο καλύτερος... Μη σκας άδικα, θα το ξεπεράσεις γρήγορα, θέλησε να ξεφύγει από τη στενάχωρη συζήτηση ο Στέφανος.
Ο Αριστείδης Αναγνώστου τον κάρφωσε με το βλέμμα του.
– Θα το ξεπεράσω. Σίγουρα... αλλά και με τη δική σου
βοήθεια, γιε μου!
– Τι εννοείς;
– Θα το μάθεις, όταν έρθει η ώρα... Προς το παρόν, πρέπει να πάω στα κτήματα. Καλή σου μέρα, παιδί μου!
– Πατέρα... δοκίμασε να τον σταματήσει διστακτικά ο
Στέφανος.
Ο Αναγνώστου γύρισε, τον κοίταξε, χαμογέλασε διφορούμενα και συνέχισε το δρόμο του.
Ο Στέφανος κάθισε βαρύς στη μεγάλη πολυθρόνα. Η μέρα δεν ξεκίνησε καλά, αυτό ήταν σίγουρο. Το μόνο που δεν
ήξερε ακόμα ήταν πόσο και με ποιον τρόπο θα επηρέαζαν
τη δική του ζωή οι αποφάσεις του πατέρα του.
24
ΜΙΑ ΣΤΑΛΑ ΟΥΡΑΝΟΣ
Έριξε το κεφάλι πίσω και έκλεισε τα μάτια. Δε βαριέσαι,
ό,τι κι αν συμβεί, εγώ πάντα θα βρίσκω το δρόμο να βγαίνω νικητής,
διαβεβαίωσε με σιγουριά τον εαυτό του.
Ήταν ακόμα πολύ νέος για να ξέρει πως η ζωή είναι η
μοναδική νικήτρια, όσο κι αν παλεύουν οι άνθρωποι ν’ αλλάξουν την πορεία της...
Στο φτωχικό σπιτικό της οικογένειας Παναγιωτίδη η ατμόσφαιρα ήταν εντελώς διαφορετική. Μπορεί να έλειπαν τα
χρήματα και οι ανέσεις, περίσσευαν όμως η αγάπη, η αλληλεγγύη και το γέλιο.
– Παιδί μου, μάσα και λίγο τις μπουκιές σου, θα πονέσει
το στομάχι σου, μάλωνε τρυφερά τον Αντρέα η κυραΑνθούλα.
– Το ’χεις κάνει τόσο νόστιμο, μάνα, που δεν μπορώ να
κρατηθώ, της απάντησε μπουκωμένος εκείνος.
– Μη σεκλετίζεσαι, γυναίκα, θα το πάρει μπόι ο λεβέντης
μας, υπερασπίστηκε τον κανακάρη του ο Πανάγος.
– Με σένα που ’χω μπλέξει πρέπει να προσέχω όταν κοιμάμαι. Μπορεί να σου ’ρθει λιγούρα και να μου φας κάνα δάχτυλο, τον πείραξε γελώντας καλόβολα ο Στάθης, ο δίδυμος
αδερφός του, με τον οποίο μοιράζονταν το ίδιο στρώμα.
– Λέγε ό,τι θες... Εγώ θα ψηλώσω σαν το κυπαρίσσι, κι
εσύ θα μείνεις μπακανιάρικο, κορδώθηκε ο Αντρέας.
Η απάντηση του Στάθη ήταν μια κοροϊδευτική φάπα στο
σβέρκο του αδερφού του.
25
ΒΑΛΙΑ ΓΥΦΤΟΔΗΜΟΥ
Η εύθυμη ατμόσφαιρα του κυριακάτικου τραπεζιού βοη­
θούσε τη Φιλιώ να διώξει τις μαύρες σκέψεις από το μυαλό
της. Κάποιες στιγμές, όμως, μελαγχολούσε κι έδειχνε αφηρημένη και απόμακρη.
Η Ανθούλα αμέσως το ’νιωσε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά
με τη μονάκριβή της. Δεν ήταν, όμως, ούτε ο τόπος ούτε ο
χρόνος για να το συζητήσει μαζί της. Έπρεπε να κάνει υπομονή.
Όταν πια απόφαγαν, τα δίδυμα πήγαν ν’ ακούσουν την αναμετάδοση κάποιου ποδοσφαιρικού αγώνα στο καφενείο, και
ο πατέρας πλάγιασε. Οι δυο γυναίκες τράβηξαν την κουρτίνα και άρχισαν να τακτοποιούν τα σκεύη στην πρόχειρη κουζίνα.
– Τι έχεις, θυγατέρα; Πολύ σκεφτική σε βλέπω σήμερα...
ξεκίνησε την κουβέντα η Ανθούλα.
Η Φιλιώ ταράχτηκε και της έπεσε από τα χέρια το εμαγιέ πιάτο που κρατούσε. Έσκυψε γρήγορα να το μαζέψει,
θέλοντας να κρύψει το κοκκίνισμα στο πρόσωπό της.
– Δε μου απάντησες, Φιλιώ μου... επέμεινε η μητέρα
της.
– Νιώθω λίγο αδιάθετη... ήπια και λίγο παραπάνω χτες...
ψέλλισε η νεαρή κοπέλα.
– Μόνο αυτό είναι;
– Φυσικά, τι άλλο; χαμήλωσε το βλέμμα η Φιλιώ, άμαθη
ακόμα στο ψέμα.
26
ΜΙΑ ΣΤΑΛΑ ΟΥΡΑΝΟΣ
Η Ανθούλα την παρατήρησε εξεταστικά, αλλά δε συνέχισε. Για την ώρα, της έφτανε που η κόρη της ήξερε ότι το μάτι της μάνας της έβλεπε κάθε της κίνηση – ακόμα κι όταν
δεν ήταν παρούσα.
Η Φιλιώ συνέχισε τις δουλειές και όταν τέλειωσε πήγε να
ξαπλώσει προφασιζόμενη αδιαθεσία. Στο στρώμα της ένιωθε ασφαλής. Η κουβέρτα της θα την προστάτευε και από το
άγρυπνο μάτι της μάνας της και από μια τυχαία –ανεπιθύμητη για την ίδια– συνάντηση με τον Στέφανο Αναγνώστου.
Στην τραπεζαρία του αρχοντικού των Αναγνώστου επικρατούσε παγερή ατμόσφαιρα. Το καθένα από τα τρία μέλη της
οικογένειας κατάπινε αμίλητο τις μπουκιές του. Απέφευγαν
επιμελώς να κοιτάζουν –έστω και τυχαία– ο ένας τον άλλο.
Ο ψυχρός υπολογισμός και η παντελής έλλειψη συναισθημάτων ήταν κανόνας ζωής για τον Αριστείδη Αναγνώστου –
όχι μόνο στις επιχειρήσεις του αλλά και στην οικογένειά του.
Οι γλυκές κουβέντες, τα χάδια, και το γέλιο ακόμα, ήταν
άσκοπο χάσιμο χρόνου. Και για τον πατέρα Αναγνώστου ο
χρόνος σήμαινε ένα και μόνο πράγμα – χρήμα!
Όταν τέλειωσε το γεύμα, η Βιβή, η μητέρα του Στέφανου, αποσύρθηκε στο δωμάτιό της, ενώ ο άντρας της κατευθύνθηκε στο σαλόνι για να πιει τον καφέ του.
Ο Στέφανος πήγε προς την εξώπορτα. Η φωνή του πατέρα του τον σταμάτησε.
27
ΒΑΛΙΑ ΓΥΦΤΟΔΗΜΟΥ
– Μη φεύγεις, θέλω να μιλήσουμε! τον πρόσταξε σε έντονο ύφος.
Αναστενάζοντας και με βαριά βήματα, ο Στέφανος πήγε
και κάθισε στο σαλόνι, απέναντι από τον πατέρα του.
– Σ’ ακούω...
– Μην ανησυχείς, δε θα σε καθυστερήσω πολύ. Θα είμαι
σύντομος, τον ειρωνεύτηκε ο Αριστείδης Αναγνώστου.
– Έχει σχέση με όσα μου είπες το πρωί;
– Ναι... και μ’ αυτά. Γιε μου, πόσων χρόνων είσαι;
– Είκοσι πέντε. Γιατί;
– Έχεις φτάσει πια σε ηλικία γάμου, είναι ο καιρός σου
να δημιουργήσεις οικογένεια.
Η ψυχή του Στέφανου σφίχτηκε. Τι του ετοίμαζε ο πατέρας του; Η δική του καρδιά ήταν ήδη δοσμένη, αλλά δεν
ήταν εύκολο να το φανερώσει. Προτίμησε να σωπάσει.
– Λοιπόν... συνέχισε ο Αναγνώστου, σου έχω βρει την κατάλληλη νύφη.
– Μα... δοκίμασε να διαμαρτυρηθεί ο Στέφανος.
– Μη με διακόπτεις, ανόητε! τον έκοψε άγρια. Η Δανάη
Σταυροπούλου είναι η ιδανική γυναίκα για σένα. Και σ’ αυτό δε θα δεχτώ την παραμικρή αντίρρηση.
Ο Στέφανος έσκυψε νικημένος το κεφάλι του. Τον ήξερε
καλά τον πατέρα του. Έτσι και του καρφωνόταν κάτι στο
μυαλό, κανείς και τίποτα δεν μπορούσαν να του αλλάξουν
γνώμη.
– Και πώς αυτό το ξαφνικό; κατόρθωσε να ψελλίσει.
– Λύση ανάγκης, αποκρίθηκε κυνικά ο Αναγνώστου.
28
ΜΙΑ ΣΤΑΛΑ ΟΥΡΑΝΟΣ
Έχουμε ξανοιχτεί αρκετά, και η υποτίμηση διπλασίασε τα
χρέη μας. Μια νύφη με γερή προίκα είναι η μόνη λύση.
– Και ο γιος σου αντικείμενο αγοραπωλησίας, λοιπόν...
– Μην αυθαδιάζεις! Σε ποιον θα μείνουν όλ’ αυτά; έδειξε
γύρω του. Αν και με τα μυαλά που κουβαλάς αμφιβάλλω αν
θα καταφέρεις να τα παραδώσεις κι εσύ στο δικό σου γιο,
συμπλήρωσε ρίχνοντάς του μια περιφρονητική ματιά.
Ο νεαρός άντρας δε θέλησε να συνεχίσει την κουβέντα.
Ήταν ανώφελο... Η απόφαση είχε ληφθεί, η καταδίκη του
ήταν οριστική. Αποχαιρέτησε νοερά τη γλυκιά μορφή της
Φιλιώς και υποτάχτηκε στωικά στη μοίρα του.
29