Τεύχος 70 - Θέατρο Σκιών

Μηνιάτικη ηλεκτρονική έκδοση του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών
Περίοδος Γ’ Τεύχος 70 Ιούνιος 2013
ς
ωνία
Ι
.
Ν
τιβάλ
σ
ε
Φ
2ο Από 17 μέχρι
21 Ιουνίου
Θα είναι αφιερωμένο στην
οικογένεια Καράμπαλη
(Κώστα, Σπύρο και Θέμη)
Πλατεία Αγ. Γεωργίου
Δίπλα στο σταθμό του ηλεκτρικού
λ
ιβά
τ
σ
Φε έφη
ό
κ
ναϊ υ Στρ
η
θ
Α
το
17ολόφου
Από 25 μέχρι 29 Ιουνίου 2013
Αφιερωμένο στο κοσμογυρισμένο
Πατρινό καραγκιοζοπαίχτη Ντίνο
Θεοδωρόπουλο.
Έναρξη κάθε βράδυ:
Πρώτη παράσταση,
ώρα 9 μ. μ.
Δεύτερη παράσταση,
ώρα 9:45 μ. μ.
Υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας & Πολιτισμού
Δέκα συνολικά μέρες με παραστάσεις Καραγκιόζη θα χαρίσουν οι Έλληνες
καραγκιοζοπαίχτες στο Αθηναϊκό κοινό (και όχι μόνο). Θα πάρουν μέρος,
αφιλοκερδώς, παλιοί, νεότεροι και ερασιτέχνες καραγκιοζοπαίχτες.
Από την άλλη, το 17ο Αθηναϊκό
Φεστιβάλ Καραγκιόζη λόφου Στρέφη
Από τη μια, το 2ο Φεστιβάλ
πραγματοποιείται φέτος από την Τρίτη
Καραγκιόζη Ν. Ιωνίας που θα
25 Ιουνίου μέχρι το Σάββατο 29 Ιουνίου
πραγματοποιηθεί από την Δευτέρα
17 Ιουνίου μέχρι την Παρασκευή 2013 και θα είναι αφιερωμένο στο
μεγάλο πατρινό καραγκιοζοπαίχτη Ντίνο
21 Ιουνίου 2013, στην πλατεία
Θεοδωρόπουλο.
Αγίου Γεωργίου (δίπλα στο σταθμό του
Ο Θεσμός του Φεστιβάλ λόφου
ηλεκτρικού Ν. Ιωνίας).
Στρέφη πραγματοποιείται σε συνεργασία
Το φεστιβάλ τελεί, όπως και πέρσι,
με τον Πολιτιστικό Σύλλογο Εξαρχείωνυπό τη σκέπη του Δήμου Νέας Ιωνίας.
Νεάπολης «Η Γειτονιά» που, φέτος,
Θα είναι αφιερωμένο στην
γιορτάζει τα 30 χρόνια από την
οικογένεια Καράμπαλη (Κώστα, Σπύρο
ίδρυσή του.
και Θέμη).
Υπήρχαν αρκετές συμμετοχές. Η
Θα υπάρξει μίνι έκθεση με
τελική διαμόρφωση του προγράμματος
φιγούρες της οικογένειας, καθώς και
έγινε σε ανοιχτή συνεδρίαση του Δ.Σ.
προβολή βίντεο σε γιγαντοοθόνη με
την καλλιτεχνική δράση του Σπύρου και και του Κ.Σ. την Πέμπτη 30 Μάη, στα
γραφεία του Σωματείου, παρουσία
του Θέμη Καράμπαλη.
και αρκετών μελών και φίλων του
Σωματείου.
Μηνιάτικη ηλεκτρονική έκδοση του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών
Τζωρτζ 6 Αθήνα 106 77
Τεύχος 70 - Ιούνιος 2013
Εξώφυλλο: Πάνος Καπετανίδης, Διόρθωση κειμένων: Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης
ΕΚΔΟΤΗΣ: Πάνος Β. Καπετανίδης Τηλέφωνο: 210 46 16 664
Λογότυπο: Αλέξανδρος Αλιμπέρτης
Σελίδα
2
Tο φετινό 2o Φεστιβάλ
Καραγκιόζη Νέας Ιωνίας
είναι αφιερωμένο σε μια οικογένεια,
η οποία έχει προσφέρει πολλά
στην τέχνη του Καραγκιόζη για
περισσότερο από 8 δεκαετίες.
Πρόκειται για την οικογένεια
Καράμπαλη: τον πατέρα Κώστα
(1883-1942) και τα παιδιά του, Θέμη
(1921-1995) και Σπύρο (19241992).
Ο Κώστας Καράμπαλης
γεννήθηκε στην Λευκάδα, στο πιο
κοντινό νησί των Επτανήσων προς
την ηπειρώτικη δυτική Ελλάδα,
μεγαλώνοντας σε ένα περιβάλλον
που ήταν μπολιασμένο από το επικό
κλίμα της ηπειρώτικης παράδοσης του
ηρωικού Καραγκιόζη και σε μια εποχή,
κατά την οποία συντελούνταν οι
ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις του πατρινού Μίμαρου
πάνω στην ανερχόμενη τέχνη του εκκολαπτόμενου
νεοελληνικού Θεάτρου Σκιών.
Σε πρώτη φάση, τον Κώστα Καράμπαλη τον
κέρδισε η μουσική, μέσα από την οποία αναδείχτηκε
σε καλλίφωνο ψάλτη της πατρίδας του. Ως ψάλτη
τον γνώρισε ο Αντώνης Μόλλας, ο οποίος αμέσως
διέκρινε το μουσικό ταλέντο του και τον έπεισε να
συνεργαστούν μαζί, σε μια δύσκολη εποχή για το
πάλκο του Αντώνη Μόλλα, κατά την οποία ο μόνιμος
συνεργάτης και
τραγουδιστής του, ο Πέτρος Κυριακός (Πετράν), είχε
επιλέξει να ακολουθήσει το δρόμο της οπερέτας και
της επιθεώρησης.
Το κενό του Πετράν αναπληρώθηκε επάξια. Ο
Καράμπαλης έβγαλε ασπροπρόσωπο τον Αντώνη
Μόλλα και τον δικαίωσε για την επιλογή του, όχι
μόνο ως τραγουδιστής αλλά και ως φιγουροποιός,
ενώ σύντομα ο Καράμπαλης διακρίθηκε και ως
καραγκιοζοπαίχτης που τεκμηρίωσε και θεωρητικά
το μεγαλείο της τέχνης του, ως εξής: «Να ξέρεις
να μιμηθείς χίλιες φωνές ή διαλέκτους, να έχεις μια
Σελίδα
3
επιδεξιότητα ανεπανάληπτη, να σχεδιάζεις
φιγούρες, να επινοείς το έργο στην
ίδια τη σκηνή, να παίζεις χωρίς τη
βοήθεια υποβολέα, να είσαι με μια
λέξη ποιητής και τεχνικός συγχρόνως,
ιδού η τέχνη μας. Είμαστε πενήντα
καραγκιοζοπαίχτες και παραπάνω,
αντιπροσωπεύοντας ισάριθμα θέατρα.
(…) Αντιπροσωπεύουμε μια εθνική
τέχνη».
Ο Κώστας Καράμπαλης άφησε τους
γιους του ως άξιους διαδόχους. Την τέχνη
του Σπύρου και του Θέμη Καράμπαλη,
ευτυχώς, έχουμε σήμερα τη χαρά να την
απολαμβάνουμε, ενδεικτικά, μέσα: α) Από
την τηλεοπτική εκπομπή της ΕΡΤ και του
Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών,
«Και μιλάει και λαλάει», στην οποία, όμως,
μόνο ο Θέμης, β) Από το ντοκιμαντέρ της
Σελίδα
4
συμμετέχει
ΕΡΤ «Μουσικές Τομές»
και
κα το επεισόδιο για
κ
τις
τι «Μουσικές του
Μπερντέ»,
στο οποίο τα
Μ
δύο
δύ
δ
ύ αδέρφια ξεναγούν
τους
το θεατές στο μουσικό
κόσμο
του Θεάτρου
κό
Σκιών,
κατά τα μέσα της
Σ
δεκαετίας
του 1980, και γ)
δε
Από
το μνημειώδες δίσκοΑ
c.d.
c. «Τα Τραγούδια
του
το Καραγκιόζη», με
τον
το οποίο διασώθηκαν
οι
οι φωνές τους, λίγο
πριν
πρ το τέλος τους,
χάρη
στο Πανελλήνιο
χά
Σωματείο
Θεάτρου
Σω
Σκιών και τον Μιχάλη
Σ
Ιερωνυμίδη,
κάτι που
Ι
ε
αξιοποιούν
σήμερα όλοι
α
ξ
οιι καραγκιοζοπαίχτες στις
ο
παραστάσεις
τους και κάτι
πα
που,
πο ως πρωτοβουλία,
ήταν,
είναι και θα είναι
ήτ
άξια
άξ
ά
ξ συγχαρητηρίων.
17ο Φεστιβάλ Καραγκιόζη
Λόφου Στρέφη
Αφιέρωμα στον Ντίνο Θεοδωρόπουλο
Ξεκίνησε από την Αγγελώνα
Μολάων Λακωνίας, από την αυλή του
σπιτιού του, και, σε ηλικία 15 ετών,
το 1905, μετέφερε τον ήρωά του στην
Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ενώ, το
1906, τον επανέφερε στο περίφημο,
για τους καιρούς εκείνους, στέκι της
«ΔΕΞΑΜΕΝΗΣ» των Αθηνών, μέχρι το
1911.
Από το 1914, ταξιδεύει τον
μπερντέ του σ’ όλη την υφήλιο,
διασχίζοντας την Ευρώπη (Νεάπολη,
Αμβούργο, Μασσαλία) και την Αμερική,
με πρώτο σταθμό αυτής της υπερπόντιας
τουρνέ του την Νέα Υόρκη. Η Νέα
Υόρκη τον κρατάει στο Carnegie Hall
και στα μεγαλύτερα θέατρά της ένα
χρόνο. Στη συνέχεια, χιλιάδες Έλληνες
της διασποράς γέλασαν μαζί του στην
Βοστόνη, Φιλαδέλφεια, Βαλτιμόρη,
Ουάσιγκτον, Σωλτ Λέικ, ακόμη και
στο περίφημο Hollywood. Αλλά και οι
ίδιοι οι Αμερικάνοι τον απόλαυσαν σαν
ΝΤΙΝΟΣ
ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
φρούτο στη γλώσσα τους, στην οποία ο
Θεοδωρόπουλος έδινε τις παραστάσεις
του.
Καινοτομίες, καινούργιες
(1890-1975):
φιγούρες, διάφορα καλλιτεχνικά
ΜΙΑ ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ
ψευδώνυμα, δισκογραφικές εταιρείες,
ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ
τεχνικές εφεύρεσης, αντικατάσταση της
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ…
ζωντανής ορχήστρας με γραμμόφωνο,
χρήση του μικροφώνου κλπ.,
ακολουθούν τον καλλιτέχνη μας, που ήταν ένας άνθρωπος προικισμένος από
τον Θεό με μεγάλο ταλέντο συγγραφέα, ζωγράφου, τραγουδιστή, ερμηνευτή,
σκηνοθέτη, δραματουργού και κωμωδιογράφου.
Μαέστρος των Σκιών, ο Θιασάρχης μας, επιστρέφει στην Ελλάδα
και την Πάτρα, μετά από τη θριαμβευτική πορεία του στην Αμερική, και σαν
μεταρρυθμιστής στην τεχνική της φιγούρας, που αντικατέστησε το πατροπαράδοτο
χαρτόνι με ζελατίνα, με διαφανή χρώματα δικής του ανακάλυψης, έδωσε στους
άψυχους ηθοποιούς του ποικιλία και χάρη, κάτι πρωτόγνωρο για την Ελλάδα,
Σελίδα
5
ενώ εισάγοντας και το Αμερικανικό σύστημα και
στις διαφημίσεις του, προκαλούσε πραγματική
αναστάτωση στην πατραϊκή κοινωνία κάθε φορά.
Πολύχρωμες αφίσες, φωτογραφίες αλλά
και ρίψεις χιλιάδων φεϊγβολάν από υδροπλάνο,
δημιουργούν συγκλονιστικές και πρωτοποριακές
εντυπώσεις για εκείνη την εποχή.
Μια τέτοια προκήρυξη που γέμισε
ολόκληρη την Πάτρα και δη την Πλατεία
Γεωργίου παραθέτουμε: Είναι τα προσκλητήρια
του Θεοδωρόπουλου για το περίφημο έργο του
«Βουλευτικές εκλογές», το οποίο είχε ανεβάσει
και στην Αμερική με λαμπρή επιτυχία. Χιλιάδες
προσκλήσεις που έπεφταν εξ ουρανού και
έντρομος ο κόσμος, μη γνωρίζοντας, έτρεχε…
να μαζέψει: «Οι ηθοποιοί του καραγκιοζοπαίχτη
Θεοδωρόπουλου επαναστάτησαν. Ο Καραγκιόζης
αντεπαναστάτης εγκατεστάθη εις την φαγάνα
του λιμένος, εκήρυξε την πόλιν των Πατρών
εις κατάστασιν πολιορκίας και προσδιορίζει
εκλογές. Ψηφοδέλτιον εις το ταμείον του Θεάτρου
ΑΧΙΛΛΕΙΟΝ».
Την ίδια εποχή, ο σπουδαίος αυτός
καλλιτέχνης επινόησε μια έξυπνη καινοτομία, δια
της οποίας αντικατέστησε ισοβίως τους μουσικούς
της ορχήστρας που «προσήρχοντο» κάθε βράδυ
καθυστερημένοι. Χρησιμοποίησε ένα
ραδιοπικάπ και ένα μικρόφωνο, δια των
οποίων προσέφεραν τη μουσική πολλοί
δίσκοι.
Ο κοσμογυρισμένος Ντίνος
Θεοδωρόπουλος αγάπησε έκτοτε την
Πάτρα και εγκαταστάθηκε οριστικά στην
πόλη αυτή, όπου έδωσε πολλές ακόμη
παραστάσεις στα θέατρα Ορφεύς και
Ρεκόρ, στην ταράτσα του Μαρούδα και
αλλού, μέχρι το 1957, οπότε απεσύρθη
και συνταξιοδοτήθηκε.
Πλάι στον Ντίνο Θεοδωρόπουλο,
μαθήτευσαν διάφοροι μεγάλοι
καραγκιοζοπαίχτες, όπως ο Αντώναρος,
ο Ορέστης, ο Γιάννης Πρωτοψάλτης και
άλλοι.
Την τελευταία 10ετία της
ενεργού καλλιτεχνικής ζωής του,
περιόδευσε στην Πελοπόννησο και την
Σελίδα
6
αποχαιρετιστήρια παράστασή του την
έδωσε στον Πύργο Ηλείας (Θέατρο
ΟΡΦΕΥΣ), το 1957.
Ο μάγος αυτός του Θεάτρου
Σκιών πέρασε εις την αιωνιότητα και την
ιστορία, το έτος 1975 στην Πάτρα, σε
ηλικία 85 ετών.
Τις τελευταίες δεκαετίες,
βρίσκεται αφιερωμένο στον Ντίνο
Θεοδωρόπουλο, στην οδό Ολύμπου 6,
στην Πάτρα, το «ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΕΙΟΝ
ΠΑΙΔΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
ΠΑΤΡΩΝ» που έστησαν, με πολλές
θυσίες, η γυναίκα του Αθανασία, η
μοναχοκόρη του Σοφούλα και τα έξι
παιδιά της, στο σπίτι που έζησε και
αποχαιρέτησε τη ζωή, ο μεγάλος αυτός
δάσκαλος του Καραγκιόζη.
Η μοναχοκόρη του Σοφούλα
και τα έξι παιδιά της δεν άφησαν
να χαθεί η παράδοση. Προικισμένη με τα ταλέντα του πατέρα της για τον
Καραγκιόζη, δημοσιογράφος, ποιήτρια, συνθέτης, λογοτέχνης, στιχουργός και
ηθοποιός, μεγάλωσε με τις φιγούρες του και έγινε καραγκιοζοπαίχτρια, μέλος
του Πανελληνίου Σωματείου Θεάτρου Σκιών, μεταδίδοντας και στα αγόρια της
το μεγάλο αυτό πάθος, ώστε να γίνουν και εκείνα καραγκιοζοπαίχτες και να
συνεχίσουν μαζί της την παράδοση σε όλα τα σχολεία της χώρας αλλά και στο
θεατράκι της Ολύμπου 6 στην Πάτρα, που το χειμώνα είναι ένα μοναδικό Θέατρο
Σκιών και κάθε Σάββατο και Κυριακή ανοίγει την αυλαία του, για να υποδεχτεί
τους λάτρεις που έρχονται να διασκεδάσουν και να θαυμάσουν τις μοναδικές
φιγούρες από ζελατίνα, τα σπάνια αυτά συλλεκτικά αντικείμενα, ενώ το καλοκαίρι,
συνεργάζονται με δήμους, κοινότητες και συλλόγους, συμμετέχοντας ενεργά σε
διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι η Σοφία Θεοδωροπούλου ήταν η μοναδική
στην Ελλάδα γυναίκα καραγκιοζοπαίχτρια που τόλμησε να ασκήσει τούτο το
επάγγελμα με μεγάλη επιτυχία, όπως και τα παιδιά της, δηλαδή οι τρεις εγγονοί του
Θεοδωρόπουλου (από τον παππού στον εγγονό): ο Νίκος, ο Τάσος και ο Ντίνος.
κ
Σελίδα
7
του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη
Ο «ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ» ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ
Ι) «ΤΑ ΔΕΛΦΙΝΑΚΙΑ ΤΟΥ ΑΜΒΡΑΚΙΚΟΥ» (1993)
Σελίδα
του Ντίνου Δημόπουλου
http://www.youtube.com/watch?v=wAZ8ZVFK-UA&feature=youtu.be
Ω
ς προς τη σχέση της τέχνης του Καραγκιόζη με το παιδικό θέαμα, και
ειδικότερα με τα κινούμενα σχέδια, αξίζει να αναφέρουμε τις απόπειρες του
τούρκικου σινεμά για φιλμ κινουμένων σχεδίων με ήρωες τον Karagöz και τον Hacivat.
Σχετικά με τις αντίστοιχες ελληνικές απόπειρες, ο Γιάννης Χατζής αναφέρει τα εξής: «Ο
Καραγκιόζης ενέπνευσε (δυστυχώς καθόλου πετυχημένα) δυο φορές το ελληνικό κινούμενο
σχέδιο. Το 1968, οι Π. Γιαννόπουλος και Κ. Διατσίντος παρουσιάζουν τον ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ
ΚΑΙ ΤΟΝ ΔΡΑΚΟ, ένα άτεχνο κινούμενο σχέδιο σε αγγλική ομιλούσα, που φαίνεται
ότι φιλοδοξούσε να κατακτήσει την αμερικάνικη αγορά. Η ταινία, αν και έχει για ήρωες
φιγούρες του κλασικού καραγκιόζικου ρεπερτορίου, έχει να κάνει ελάχιστα με την παράδοση
του Θεάτρου Σκιών και εμπνέεται κύρια από γκαγκ του αμερικάνικου καρτούν. Το 1977,
ο Μανώλης Ζάχος επιχειρεί με το έργο Η ΤΕΧΝΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΞΕΡΕ ΚΑΝΕΙΣ, να
κάνει κινούμενο σχέδιο, στηριζόμενος (κατά κάποιον τρόπο) στην αισθητική παράδοση του
Θεάτρου Σκιών. Το αποτέλεσμα είναι αρκετά άτεχνο και αντικινηματογραφικό. Θυμίζει
αρκετές παρόμοιες προσπάθειες εξεύρεσης μιας “ελληνικότητας” μέσα από διανοουμενίστικες
προσεγγίσεις. Ακόμη, δεν μπορεί να περάσει ξώφαλτσα η “αβασάνιστη” άποψη του Βασίλη
Ρώτα για έναν Καραγκιόζη του “σήμερα”, δοσμένο μέσα από το κινηματογραφικό κινούμενο
σχέδιο. Άποψη που πολλές φορές έχει εκφράσει ο συγγραφέας των “Καραγκιόζικων”» (Γ.
Χατζή, «Κινηματογράφος και Καραγκιόζης», ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ,
τεύχ. 11 (1983), σ. 78-79).
Παράσταση Θεάτρου Σκιών μπροστά σε παιδικό κοινό (και μάλιστα με σαφείς
ιστορικές αναφορές για τον Εμφύλιο
Πόλεμο), έχει παρουσιαστεί (με δύο
συνολικά σκηνές με τους: Καραγκιόζη,
Πασά, Μπαρμπαγιώργο και τα Κολλητήρια)
στην ταινία «Ούλοι εμείς, εφέντη» (1998)
του Λεωνίδα Βαρδαρού και με τον Στέλιο
Γούτη (τον παπά-Τριαντάφυλλο από τη
γνωστή τηλεοπτική σειρά «Το Καφέ της
Χαράς»), στο διπλό ρόλο του Νομάρχη
και του αφανούς καραγκιοζοπαίχτη, πίσω
από τον μπερντέ. Παρά την παρουσία
του παιδικού κοινού στην εν λόγω ταινία,
η αστυνομία διακόπτει βίαια δύο φορές
το πολιτικών αποχρώσεων θέαμα του
Καραγκιόζη, επιβεβαιώνοντας έτσι τις σαφείς
πολιτικές διαστάσεις των παραστάσεων του
«Ξυπόλυτου». Παράσταση Καραγκιόζη από
τον Θανάση Σπυρόπουλο έχει παρουσιαστεί
και στην ταινία μικρού μήκους «Στη Σκιά»
8
(2007) του Δημήτρη Αποστόλου, με θέμα τη ζωή
ενός παιδιού, η οποία θα αλλάξει ριζικά, από τη
στιγμή που θα παρακολουθήσει στο χωριό του μια
παράσταση Θεάτρου Σκιών.
Από όλες, όμως, τις προαναφερθείσες
περιπτώσεις κινηματογραφικών ταινιών, θα
προτιμήσουμε να αναλύσουμε (πάντα σε σχέση
με το Θέατρο Σκιών) μια κινηματογραφική
ταινία του Ντίνου Δημόπουλου (1921-2003),
η οποία βασίζεται σε ένα μυθιστόρημα του ίδιου
του σκηνοθέτη, με τον τίτλο «Τα Δελφινάκια
του Αμβρακικού». Το εν λόγω μυθιστόρημα
κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το έτος 1988 από τις
εκδόσεις «Καστανιώτη» και τιμήθηκε, το 1989,
με το Βραβείο Διεθνούς Κριτικής Επιτροπής του
Πανεπιστημίου της Πάντοβα. Στα 1993, τέλος, το
βραβευμένο αυτό λογοτεχνικό έργο μεταφέρθηκε και
στον κινηματογράφο από τον ίδιο το συγγραφέα.
Η υπόθεση της ταινίας του Ντίνου
Δημόπουλου είναι η εξής: «Το 1930, στο Κοχύλι,
μια παραθαλάσσια επαρχιακή κωμόπολη, ο 8χρονος
Πέτρος (Σταύρος Ντογιάκος) και η 7χρονη Ανθούλα
(Κωνσταντίνα Αλευρά) ανακαλύπτουν σιγά-σιγά
τον κόσμο που τους περιβάλλει. Μιλούν με τα ζώα,
τρέχουν πίσω από τα πουλιά, μαθαίνουν τα πρώτα
λόγια του αιώνιου τραγουδιού της αγάπης. Όταν
συναντούν τον Πάνο (Σπύρος Πανταζής), ένα
συνομήλικό τους αγόρι, που πάσχει από φυματίωση
και οι δικοί του το έχουν εγκαταλείψει να πεθάνει
μόνο, σε μια απομονωμένη καλύβα, του φέρονται με
καλοσύνη και αγάπη. Ξεπερνούν τους φόβους, τις
προκαταλήψεις και την απανθρωπιά των μεγάλων
και αντιμετωπίζουν τον καινούργιο τους φίλο, σαν
να ήταν υγιής, όπως αυτοί. (…) Η ταινία απέσπασε
το Χρυσό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής και
το Βραβείο της Επιτροπής Παιδιών στο φεστιβάλ
κινηματογράφου του Καΐρου, το 1994, το Χρυσό
Μετάλλιο της Ιταλικής Ομοσπονδίας Θεάματος στο
φεστιβάλ κινηματογράφου του Γκιφόνι, το 1994, το
πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ κινηματογράφου της
Βιέννης, το 1994, και το βραβείο καλύτερης ταινίας
στο διεθνές φεστιβάλ παιδικού κινηματογράφου της
Σελίδα
9
Νέας Αγγλίας, το 1995. Μετά την προβολή της στους
κινηματογράφους, μεταδόθηκε από την ΕΤ-1 ως μίνι
σειρά» (Δ. Κολιοδήμου, Λεξικό Ελληνικών Ταινιών
από το 1914 μέχρι το 2000, εκδ. Γένους, Αθήνα
2001, σ. 110).
Η αντιμετώπιση του έργου από τους κριτικούς
ήταν ιδιαίτερα θετική, κάτι που ερμηνεύει και τα
πολλά βραβεία που απέσπασε η ταινία, σύμφωνα π.χ.
με την εξής ενδεικτική κριτική του Μοσχοβάκη: «Η
τελευταία ταινία του Δημόπουλου, Τα Δελφινάκια
του Αμβρακικού (1993), μεταδίδει ένα μήνυμα
ανθρωπιάς και ελπίδας, μέσα στον απάνθρωπο
σημερινό κόσμο, με “μια κατάδυση στους μυστικούς
χώρους της τρυφερής παιδικής ηλικίας, […] σε αυτόν
τον κόσμο, τον γεμάτο τρυφερότητα, ιδέες, αγνότητα
και καλοσύνη”. Μήνυμα που μεταφέρουν τα παιδιάήρωες της ταινίας, καθώς βοηθούν ένα συνομήλικό
τους, άρρωστο από φυματίωση, που τον κατατρέχουν,
μέχρι αγριότητας, από το φόβο της αρρώστιας, οι
κάτοικοι του χωριού τους. Είναι μια ευαίσθητη
ταινία, γεμάτη συγκίνηση, πλαισιωμένη από υπέροχα
τοπία, ανεπτυγμένη με ενδιαφέρουσα πλοκή και
πραγματωμένη με σκηνοθετική επιδεξιότητα» (Αντ.
Μοσχοβάκη, «Ντίνος Δημόπουλος: Η περίεργη
διαδρομή», ΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ, εκδ.
Αιγόκερως, Αθήνα 2001, σ. 34). Επίσης, σε μια
ενδιαφέρουσα κριτική του, ο Ν. Μικελίδης γράφει
σχετικά:
«Το 1993, σημειώνεται και μια “επιστροφή”
στον κινηματογράφο, του βετεράνου σκηνοθέτη
Ντίνου Δημόπουλου, με την ταινία
“Τα Δελφινάκια του Αμβρακικού”,
γύρω από τις σχέσεις δυο οχτάχρονων
παιδιών, ενός αγοριού και ενός
κοριτσιού, με ένα φυματικό αγόρι, σε
ένα μικρό, επαρχιακό θαλασσοχώρι,
στην Ελλάδα του 1930. Ταινία που
ακολουθεί, τα γνωστά καλούπια
παλιότερων ταινιών, αναπλάθοντας
με νοσταλγία την εποχή (η πολύ
καλή φωτογραφία είναι του παλιού
συνεργάτη του Κακογιάννη, Γουόλτερ
Λάσαλι)» (Ν. Φενέκ Μικελίδη,
Ιστορία του Κινηματογράφου,
Σελίδα
10
τόμ. 3ος, εκδ. Μανιατέα, Αθήνα 1997, σ. 125).
Ιδιαίτερη αξία, όμως, έχει και η άποψη του ίδιου
του σκηνοθέτη: «Είναι πολύς καιρός τώρα, που
συνειδητά ή ασυνείδητα μετέχουμε σε κάποιες
παράλογες διαδικασίες. Πηγαίνοντας στο
σινεμά, για να αποφύγουμε για λίγο τη γύρω μας
βαρβαρότητα, επιλέγουμε φιλμ γεμάτα ακριβώς απ’
αυτή τη βία και τη βαρβαρότητα. Τα Δελφινάκια
του Αμβρακικού φιλοδοξούν να πάνε κόντρα σε
αυτόν τον παραλογισμό. Στην αγριότητα του
αιώνα, θέλουν να είναι μια φωνή τρυφερότητας
και ανθρωπιάς. Κι ακόμη, μια δειλή αλλά βέβαιη
πίστη πως η αγάπη, όσο κι αν έχει κυνηγηθεί στους
καιρούς μας, παραμένει το μοναδικό συστατικό που
συντηρεί την ελπίδα μας για έναν καλύτερο κόσμο.
Και πως τα λιγοστά που απόμειναν αποθέματά
της θα πρέπει να τα αναζητήσουμε στην παιδική
ψυχή, που αντέχει ακόμα» (Δημόπουλου Ντ., Ένας
σκηνοθέτης θυμάται…, εκδ. Προσκήνιο, Αθήνα
1998, σ. 412-413).
Είναι αλήθεια ότι πρόκειται για μια παιδική
ταινία που αντανακλά προφανώς τα παιδικά
βιώματα του ίδιου του σκηνοθέτη, ο οποίος
είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στα ίδια μέρη που
διαδραματίζεται αυτό το έργο. Σε γενικότερες
γραμμές, επίσης, η λαϊκή τέχνη του Καραγκιόζη
ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη και αγαπητή στην
τότε δυτική Ελλάδα, με αποτέλεσμα έτσι να
δικαιολογείται και η αξιοποίηση της τέχνης του
Θεάτρου Σκιών, κατά την πορεία της αφήγησης.
Τα παιδιά της ταινίας γνώριζαν τον Καραγκιόζη
από τις παραστάσεις, στην περιοχή τους, κάποιου
καραγκιοζοπαίχτη με το πιθανότατα πλασματικό
όνομα «Μιχάλαρος». Θέλουν λοιπόν να δώσουν
μια δική τους παράσταση Θεάτρου Σκιών, για να
μαζέψουν χρήματα και να βοηθήσουν τον άρρωστο
φίλο τους. Η αναπόληση των σχετικών βιωμάτων
του σκηνοθέτη είναι ολοφάνερη, καθώς πολλοί
καλλιτέχνες είχαν ξεκινήσει ανεπίσημα την καριέρα
τους, δίνοντας παραστάσεις Καραγκιόζη από την
παιδική τους κιόλας ηλικία, ιδίως μάλιστα σε μέρη
με κάποια παράδοση στο χώρο του Θεάτρου Σκιών,
όπως ήταν η τότε δυτική Ελλάδα. Παρόμοιου είδους
περιστατικά αναφέρονται σε πολλές αυτοβιογραφίες
ηθοποιών του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Στο σημείο αυτό, όμως, μας ενδιαφέρει η τόσο
εξομολογητική και αυτοβιογραφική στάση του
Ντίνου Δημόπουλου, μέσα από την εξιστόρηση των
παιδικών περιπετειών των ηρώων του. Ο Πέτρος
προτιμούσε, στην αρχή, να παρουσιάσουν το έργο
«Ο Καραγκιόζης Σερίφης», επηρεασμένος
προφανώς από τον κινηματογράφο της εποχής του,
καθώς ήδη, από την αρχή της ταινίας, παρακολουθεί
μαζί με την Ανθούλα την κλασική βωβή κωμωδία
του Τσάρλι Τσάπλιν «Το Χαμίνι» (“The Kid”).
Η αρχική του σκέψη ήταν να βάλει την
Ανθούλα να παίξει το ρόλο της γοργόνας, αλλά
τελικά, μετά από την παρέμβαση του έμπειρου
Γιωργή (δηλαδή του μεγάλου αδερφού του Πέτρου),
αποφασίζουν να παρουσιάσουν ένα γνωστότερο και
κλασικότερο έργο, τον «Καραγκιόζη Φούρναρη»,
ενώ το ρόλο της γοργόνας θα τον έπαιρνε η
Βεζυροπούλα. Τα παιδιά ετοιμάζουν τις φιγούρες,
διαφημίζουν την παράσταση, μαζεύουν πολλά λεφτά
και όλη η εκδήλωση στέφεται με απόλυτη (εμπορική
αλλά και καλλιτεχνική) επιτυχία. Στο σύντομο
απόσπασμα αυτής της παράστασης, παρουσιάζονται
μόνο οι σκαλιστές φιγούρες του Καραγκιόζη και
του Κολλητηριού με
τη σκαλιστή καλύβα
στα δεξιά και το
σκαλιστό σαράι στα
αριστερά. Ακούγονται
τα τραγούδια των
παιδιών, με τη συνοδεία μιας φυσαρμόνικας και, κατά
τον τελικό χορό, ο Καραγκιόζης και το Κολλητήρι
αποχαιρετούν το κοινό τους.
Δυστυχώς, συγκεκριμένα επιπλέον
αποσπάσματα του «Φούρναρη» δεν
παρουσιάζονται στην ταινία, ίσως επειδή ο
σκηνοθέτης δεν ήθελε τόσο να περιγράψει
λεπτομερώς αυτήν την παιδική δουλειά, όσο
να αναδείξει την όλη προσπάθειά τους, που
είχε τεράστιο παιδαγωγικό αλλά και κοινωνικό
ενδιαφέρον, πέρα βεβαίως από τις δεδομένες
καλλιτεχνικές ανησυχίες των συγκεκριμένων παιδιών
και κατ’ επέκταση γενικότερα της παιδικής ηλικίας.
Εξάλλου, αυτό πιστεύουμε ότι είναι και ένα από
τα βασικότερα μηνύματα της ταινίας, δηλαδή το
ότι ο Καραγκιόζης αποτελεί γνήσια έκφραση της
παιδικής ψυχής, της παιδικής αυτενέργειας και της
δημιουργικότητας, κάτι που επιβεβαιώνει (μέσω
του Ντίνου Δημόπουλου) και τη μεγάλη αξία αυτής
της τέχνης για την εκπαίδευση αλλά και γενικότερα
για την καθημερινότητα του παιδιού, όπως είχε
υπαινιχθεί πρώτος ο Γρηγορίου με το «Πικρό
Ψωμί».
Με άλλα λόγια, ο σκηνοθέτης Δημόπουλος
ολοκληρώνει, συνειδητά και αποτελεσματικά,
μια παιδαγωγική θεώρηση για το Θέατρο Σκιών
μέσω του κινηματογράφου, την οποία είχε αρχίσει
πρώτος ο Γρηγορίου και η οποία (αφού πορεύτηκε,
μέσω και άλλων έργων για το παιδί ως θεατή του
Καραγκιόζη), έφτασε στο αποκορύφωμά της με το
παιδί ως δημιουργό και καραγκιοζοπαίχτη, πίσω
από τον μπερντέ. Όλα αυτά αντανακλώνται μέσα
από τα καρέ της ταινίας αλλά και μέσα από τις
ίδιες τις σελίδες του βιβλίου: «Το πλυσταριό του
σπιτιού γίνηκε το κρυφό εργαστήρι από όπου θα
έβγαινε τούτη η μεγάλη παράσταση που θα τράνταζε
το Κοχύλι κι όλα τα καμποχώρια. Τα δυο αδέλφια
βάλανε κάτω τα χαρτόνια, πήρανε τα μολύβια, τα
κοπίδια και τα ψαλίδια στα χέρια κι άρχισαν να
σχεδιάζουν, να κόβουν και να κεντάνε τις φιγούρες
που λείπανε. Αναστέναζε πού και πού ο Πέτρος, που
του αλλάξανε έτσι απότομα το έργο που είχε ονειρευτεί,
μα το δίφραγκο στο εισιτήριο και η βοήθεια του
Γιωργή γρήγορα τον έκαναν να ξεχάσει τον καημό
Σελίδα
11
και δυο μπλοκάκια για τα εισιτήρια με την επιγραφή
“Ο Καραγκιόζης Φούρναρης, δραχμαί δύο”, έστησαν
κι ένα τραπεζάκι σιδερένιο στην αυλόπορτα και κάθισε
εκεί ο Γιωργής κι έκοβε και δίπλα του η Ανθούλα και
ο Πέτρος να κοιτάνε με μάτι άγρυπνο, μην περάσει
κανένας τζαμπατζής και ζημιώσει την επιχείρηση. (…)
“Πλημμύρισε η αυλή από γυναίκες και άντρες, παιδιά
και κοπέλες, γιόμισαν οι μάντρες από πιτσιρίκια,
του. Ρίχτηκε, λοιπόν, και αυτός με τα μούτρα στη
άλλοι ανέβηκαν στη συκιά και στις αρμυρήθρες,
δουλειά και παρακολουθούσε κλεφτά τα επιδέξια
άλλοι καθόντουσαν χάμω και όλοι γέλαγαν και
χέρια του Γιωργή να πάρει και αυτός κάτι από τη
χτύπαγαν παλαμάκια και φώναζαν και βροντούσαν
γρηγοράδα και τη μαστοριά τους» (Ντ. Δημόπουλου, τα πόδια τους στις πλάκες από χαρά, και καλύτερο
Τα Δελφινάκια του Αμβρακικού, εκδ. Καστανιώτη,
Κολλητήρι από την Ανθούλα δεν ξαναπαίχτηκε στο
Αθήνα 2002, σ. 162). Μετά από την κατασκευή των Κοχύλι, (…) ούτε Καραγκιόζης τόσο γουστόζικος και
φιγούρων, ήρθε η σειρά της πρόβας και κατόπιν της
Μπαρμπαγιώργος πιο αστείος”, και ακόμα, η είσπραξη
επίσημης παράστασης:
έφτασε τις τριακόσιες είκοσι δραχμές, γιατί ήταν
«Και άρχισαν όλοι μαζί να μαθαίνουν τον
πολλοί που πλήρωσαν πάνω από δίφραγκο, ο κύριος
Καραγκιόζη Φούρναρη απ’ όξω και τους έλεγε τα
τελώνης έδωσε πενήντα δραχμές και ο κύριος Τέτσης,
λόγια τους ο Γιωργής και αυτοί τα ξαναλέγαν και
ο εκτελωνιστής, ολόκληρο εικοσόφραγκο» (Ντ.
έκανε η Ανθούλα την Βεζυροπούλα και το Κολλητήρι, Δημόπουλου, ό. π., σ. 163, 174, 176-177).
ωραία το έκανε το Κολλητήρι, πιο ωραία από την
Στα μέρη της δυτικής Ελλάδας, όπου
Βεζυροπούλα, και ο Πέτρος έκανε τον Καραγκιόζη,
διαδραματίζεται αυτή η ταινία, έκανε τα πρώτα
τον Χατζηαβάτη και τον Σιορ Διονύσιο. Τους άλλους
του βήματα ο επικός Ηπειρώτικος μπερντές.
με τις βαριές φωνές, δηλαδή Μπαρμπαγιώργο, Βεζύρη, Στα ίδια μέρη, επίσης, γεννήθηκε η παράσταση
Βεληγκέκα, Σταύρακα και Μορφονιό, τους έπαιζε ο
του «Κατσαντώνη» και εκεί κοντά έδρασε και
Γιωργής και αύριο πρωί-πρωί θα έβαζαν και το πανί
ο ομώνυμος ήρωας επί Τουρκοκρατίας, με τον
στο παραθύρι, θα το τέντωναν καλά-καλά να είναι
οποίο ξεκίνησε η έρευνά μας, (με την Αποθέωση
τεζαρισμένο και μόλις σκοτείνιαζε, θα άναβαν και τα
του «Θεόφιλου»), για να καταλήξουμε και πάλι
κεριά να κάνουν την πρώτη τους την πρόβα. (…) Η
στον ίδιο ήρωα και στον οποίο έχει αφιερωθεί το
παράσταση άρχισε στις εφτά το απόγευμα, όπως το
δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ: «Το πήδημα του
είχαν κανονίσει τα δυο παιδιά. Όλες αυτές τις μέρες,
Κατσαντώνη και ο Μπάρμπα-Λάμπρος» (2005)
Τετάρτη δηλαδή, Πέμπτη, Παρασκευή και ολόκληρο του Γιώργου Κολόζη (1953-2009), με τη δυναμική
σχεδόν το Σάββατο, δεν στάθηκαν ούτε λεπτό. Είχαν, παρουσία του Θεάτρου Σκιών, κατά την εξέλιξη
βλέπεις, εκτός από το έργο, να φροντίσουν και για
της δράσης, με σκηνικά και φιγούρες του Βαγγέλη
την αυλή, να βρούνε πάγκους και σκαμνιά να κάτσει
Βαβανάτσου, με τον ίδιο τον Βαβανάτσο ως
ο κόσμος. Το χέρι του Γιωργή έπιανε και δίπλα του ο
καραγκιοζοπαίχτη και, τέλος, με τη συνδρομή του
Πέτρος και η Ανθούλα ήταν πρόθυμοι παραγιοί. Έτσι, Σωτήρη Χαρίδημου
ό,τι παλιό και άχρηστο κασόνι βρέθηκε πεταμένο στην «για την ποδιά και
αποθήκη του τελωνείου, γίνηκε στο άψε-σβήσε σκαμνί το διάκοσμο του
ή πάγκος και τοποθετήθηκε όμορφα σε αράδες όξω στο μπερντέ».
πλακόστρωτο και άφησαν και ένα διάδρομο στη μέση
και στα πλάγια να περνάει ο κόσμος. (…) Φτιάξανε
Σελίδα
12
«ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ»
ΤΗ»
του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη
Νουβέλα βραβευθείσα
από την
«Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών»
»
ία
ργ
ε
Ε)
π
«Α
Την αποφράδα ώρα της παράστασης,
που μου ανακοίνωσαν ότι ο πατέρας
μου πέθανε, κρατούσα τη φιγούρα του
πατέρα της νύφης. Ήταν ένας άκακος
γεράκος, ο οποίος όμως από την αφέλειά
του θα έμπλεκε σε καυγάδες με τον
Μπαρμπαγιώργο. Κρατώντας αυτήν
τη φιγούρα, ένιωθα πως κρατούσα τη
φιγούρα του πατέρα μου, ενός αγαθού
καλλιτέχνη, που τον πλήγωσα τρεις
φορές με την τρίτη να είναι η φαρμακερή.
Δέρνοντας ο Μπαρμπαγιώργος το γέρο,
ένιωθα ότι κακομεταχειριζόμουν για
ακόμα μια φορά τον πατέρα μου. Δεν
ήμουν απλώς ο ευεργετημένος γιος, τον
οποίο σπούδασε με κόπους ο πατέρας και
στον οποίο μεταλαμπάδευσε την τέχνη
του. Ήμουνα και ο επαναστάτης γιος
που πίκρανα τον πατέρα με τις πολιτικές
επιλογές μου. Το νεανικό σφάλμα της
Φλώρινας, που πέρασε ξώφαλτσα,
ακολουθήθηκε από το βαρύ τραυματισμό
στου Γκύζη που σκίασε τον ένδοξο τραυματισμό της Αλβανίας και άνοιξε το δρόμο
για την εξορία της Μακρονήσου. Οι γιατροί είχαν να λένε για την άριστη υγεία του
πατέρα μου και απέδωσαν το θάνατό του σε καρδιακή εμβολή. Εγώ όμως ήξερα ότι
τον είχα πεθάνει με τις πίκρες που του είχα χαρίσει.
Η εξορία πήρε τέλος. Όλοι γυρίσαμε στα σπίτια μας, αλλά είχαμε ήδη
βεβαρημένο ποινικό μητρώο. Ο Εμφύλιος είχε τελειώσει τυπικά, μα το παρεπόμενά
του μόλις τώρα άρχιζαν. Ο Νίκος πήρε τον Τάσο και τον Θανάση από κοντά και
ξεκινήσανε τη δική τους πορεία για μια «Μαγική Πόλη» και για το ταξίδι του
«Δράκου». Δεν διαθέτανε πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, αλλά ο Νίκος
επέβαλε τα πιστοποιητικά των «αντικοινωνικών» φρονημάτων για τους συνεργάτες
του. Ο Θανάσης ήταν δίπλα του, με το σπόρο του κινηματογραφικού Καραγκιόζη
μέσα του να σιγοβράζει. Και ο Τάσος πίστευε πως θα ξανασυναντιόμασταν, όπως
και έγινε στα Γιάννενα. Φεύγοντας από την Μακρόνησο, ήρθε και με χαιρέτησε ένας
εκ των βασανιστών μας: «Κανάγια καραγκιοζοπαίχτη, όλους τους ανέφερες στον
Σελίδα
13
μπερντέ κατά τις παραστάσεις σου. Εμένα όμως, αν και στο
ζήτησα πολλές φορές, δεν με τίμησες. Ας έλεγες κάτι, έστω
και κακό». Τον κοίταξα με ένα συγκαταβατικό χαμόγελο, σαν
πράγματι να τον συμπονούσα και έφυγα. Αυτός ποτέ του δεν
με είχε συμπονέσει, όσο έσπαγα αυτές τις αναθεματισμένες
πέτρες. Δεν του κρατούσα κακία όμως και τον μνημόνευσα
χρόνια μετά σε μια παράσταση, αλλά αμφιβάλλω αν το έμαθε
ποτέ του. Φεύγοντας, έριξα μια ματιά πίσω μου στη σκόνη.
Πού θα πήγαινα τώρα; Δεν ήθελα να μείνω στην Αθήνα.
Ήθελα να αλλάξω το περιβάλλον μου, για να μπορέσω να
ξελαφρώσω από τις τύψεις μου για τον πατέρα. Σκέφτηκα να
πάω στο βορρά και στην πόλη της Φλώρινας, παλιά γνώριμη
από το στρατιωτικό μου. Καλά το λένε ότι ο δολοφόνος
είναι αυτός που επιστρέφει κάποια στιγμή στον τόπο του
εγκλήματος…
Πρώτη στάση έκανα στην Κοζάνη και έδωσα μερικές
παραστάσεις στο λεγόμενο «Κήπο» του Τερζή. Κάτι όμως με
οδηγούσε εκεί που είχα κάνει το στρατιωτικό μου. Σύντομα,
λοιπόν, έφτασα και πάλι στις όχθες του ποταμού Σακουλέβα.
Θα έστηνα τον μπερντέ μου εκεί κοντά και αργότερα θα
περνούσα στους νομούς Πέλλας και Ημαθίας. Στην Κοζάνη,
είχα συναντήσει και έναν κερκυραίο καραγκιοζοπαίχτη που ονομαζόταν Σπύρος
Γραμμένος. Με ακολούθησε στην περιοδεία μου σαν βοηθός και μου έμαθε πολλά
στη ζωγραφική, γιατί το χέρι του έπιανε. Καθόταν και σαν θυρωρός στην πόρτα,
για να κόβει τα εισιτήρια. Στην όμορφη και ευαίσθητη Φλώρινα, το έργο που είχε
μεγάλη απήχηση ήταν «Ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι». Ο κόσμος
λάτρευε τον Αλέξανδρο, αν και από ορισμένες φωνές ακούγονταν και κάποια
φάλτσα γύρω από την καταγωγή τους και τη σχέση τους με τους (πέρα από τα τότε
σύνορα) Γιουγκοσλάβους των Σκοπίων. Το μεγάλο πρόβλημα όμως που υπήρχε
δεν ήταν άλλο από τον κομμουνιστικό κίνδυνο που εγκυμονούσε εξαιτίας των τότε
γειτόνων. Αυτός ο κίνδυνος θα με έβαζε και πάλι σε μπελάδες.
Αφού έπαιξα τον ηρωικό Μεγαλέξανδρο επί μέρες με επιτυχία και αφού
πέρασα από το φίδι στα αινίγματα, κάποια μέρα έβαλα φιτιλιές στο διάλογο
ανάμεσα στον Καραγκιόζη και τον τρομαγμένο Χατζηαβάτη:
- Καραγκιόζη! Πού είσαι, αδερφέ μου;
- Μέσα στα ρούχα μου!
- Άσε τα αστεία και βγες από την παράγκα.
- Μια στιγμή να βάλω τα παπούτσια μου!
- Κοίτα πράγματα! Ο Καραγκιόζης φοράει παπούτσια. Άντε! Βγες!
- Δυο λεπτά ακόμα!
- Έβαλες τα παπούτσια σου;
- Ναι, αλλά δεν μπορώ να βγω ακόμα!
- Γιατί;
- Γιατί τώρα βάζω τις κάλτσες μου!
Σελίδα
14
- Καλά! Πρώτα βάζεις τα παπούτσια και μετά τις κάλτσες;
- Τι θέλεις, ρε Χατζατζάρη; Πάντα ξυπόλυτος είμαι! Λέγε!
Ο Χατζηαβάτης περιγράφει στον Καραγκιόζη το μεγάλο κίνδυνο που
διατρέχουν οι Έλληνες, επειδή δεν μπορούν να λύσουν τα δύσκολα αινίγματα της
Βεζυροπούλας και καθώς δεν είχε εμφανιστεί ακόμα ο Μεγαλέξανδρος, για να κόψει
το γόρδιο δεσμό και ως άλλος Οιδίποδας να νικήσει την ακατανίκητη Σφίγγα. Ο
Καραγκιόζης προθυμοποιείται να βοηθήσει τους συμπατριώτες του που πέφτουν
θύματα της φιλοδοξίας τους να παντρευτούν τη Βεζυροπούλα και να πλουτίσουν.
Με έναν όρο:
- Θα πάω, Χατζατζάρη, για να λύσω τα αινίγματα αλλά από αύριο.
- Γιατί από αύριο, ματάκια μου; Πρέπει να πας από σήμερα.
- Από αύριο σου λέω. Σήμερα, είναι αδύνατον! Απεργώ!
Το πάθημα δεν είχε γίνει μάθημα. Όμως, τώρα δεν είχα κάνει το λάθος κατά
λάθος. Τώρα, το είχα κάνει επίτηδες! Για την πλάκα μου! Ο Σπύρος σύντομα
μετέτρεψε την πλάκα μου σε προειδοποίηση. Άφησε την πόρτα, την οποία έτσι
κι αλλιώς θα άφηνε σε λίγο. Ήρθε,
έστω και δυο λεπτά ταχύτερα, πίσω από
τη σκηνή. Η προειδοποίησή του ήταν
λιτή και σαφέστατη. Μια λέξη είπε:
«Πρόσεχε», αλλά εγώ την γκάφα μου
ήδη την είχα κάνει. Εγώ; Όχι εγώ! Ο
Καραγκιόζης μου την είχε κάνει και δεν
τη θεωρούσε καθόλου γκάφα. Ήταν ένα
αστειάκι, πολιτικού περιεχομένου, που
το είχε πει επίτηδες, γιατί ανέκαθεν ήταν
αντιδραστικός και κυρίως επαναστάτης.
Η ατάκα του κάποτε θα δικαιωνόταν, αν
και όχι στο βαθμό που θα έπρεπε. Όμως
τώρα, καινούριες ατάκες θα επούλωναν το
τραύμα:
- Απεργείς; Αυτή η απεργία βολεύει πολύ τον εργοδότη Πασά.
- Τον βολεύει; Πόθεν πώς τον βολεύει;
- Όσο αργείς να πας, τόσοι πιο πολλοί Έλληνες θα παγιδεύονται.
- Αναστολή της απεργίας τώρα! Αφού είναι για το κακό του πατσά!
Δεν με πείραξαν εκείνο το βράδυ. Ίσως επειδή ήμασταν ακόμα στη δεκαετία
του 1950, όταν οι απεργίες δεν είχαν γίνει ακόμα μόδα. Ίσως γιατί τα μπάλωσα
καλά. Ίσως γιατί δεν υπήρχαν καρφιά στο τότε κοινό. Ίσως γιατί και να υπήρχαν
καρφιά, μπορεί να μην ήταν πολύ κοφτερά… στο μυαλό. Πάντως, κατά τις ακόμα
πιο δύσκολες εποχές των τελών της δεκαετίας του 1960, ο Ορέστης για ένα
παρόμοιο αστείο (στην Τρίπολη) κλείστηκε στο μπουντρούμι της χωροφυλακής.
Του ρίξανε, όπως έλεγε, και κάτι κατακεφαλιές και κινδύνευσε για τα καλά. Φτηνά
τη γλίτωσα...
Στο επόμενο τεύχος: Στ) «Στη Λίμνη των Στεναγμών»
Σελίδα
15
Απόσπασμα
από ανέκδοτη βιογραφία του
Γιώργου Αλιμπέρτη
(Ιούνιος 1934- Μάρτιος 2004)
Η ζωή στο θέατρο του Μόλλα, παρά το
ότι υπήρχε αρκετή δουλειά για εμένα, περνούσε
ευχάριστα. Εμείς, οι βοηθοί, ζούσαμε πραγματικά
τον Καραγκιόζη, αλλά ήταν και ο καλλιτέχνης
που σε ενέπνεε. Ο Μπαρμπαντώνης με έβλεπε
με συμπάθεια που ήμουνα δραστήριος και με
παρότρυνε να γίνω καραγκιοζοπαίχτης. Δεν του
κακοφαινόταν που μαθήτευα και ως κουρέας.
Μου έλεγε: «Αφού σου αρέσει ο Καραγκιόζης
και στη σκηνή είσαι πρώτος και φτιάχνεις και
τόσο ωραίες ρεκλάμες (καθ’ υπόδειξη πάντα του
Μόλλα), θα γίνεις ένας καλός καραγκιοζοπαίχτης».
Όταν άρχιζε το φθινόπωρο, Σεπτέμβρης
μήνας, τα πρωτοβρόχια, ορισμένες βραδιές δεν
παίζαμε. Καθόμασταν στο πάλκο και μας διηγιότανε
τις κωμωδίες του Καραγκιόζη και τα πατριωτικά έργα. Αν είχαν κΨόψει ορισμένα
άτομα εισιτήριο, τους λέγαμε: «Αύριο βράδυ με το ίδιο εισιτήριο». Την άλλη
βραδιά, ο καιρός καλός, γεμάτο το θέατρο.
Θυμάμαι ένα περιστατικό: Μια μέρα, δεν πήγα στο θέατρο και ο
Μπαρμπαντώνης πήρε τους δρόμους. Ήρθε και με βρήκε στη γειτονιά μου, στου
Γκύζη, στην οδό Δρόση. Καθότανε και χάζευε για λίγο και μετά άρχισε τις φωνές:
«Γρήγορα στο θέατρο! Σε περιμένει τόση δουλειά εκεί! Η μπάλα δεν θα σου δώσει
τίποτα». Τον πλησίασα και του είπα: «Κυρ-Αντώνη, θα έρθω το απόγευμα».
Πράγματι, το απόγευμα, πήγα και είχαμε το έργο: «Ο Καπετάν Γκρης». Την άλλη
μέρα, είχαμε το έργο «Από Ταμπακοπώλης, Ναύαρχος», σε δύο συνέχειες, και
την επόμενη την «Αναγνώριση των δύο αδερφών, Στράτου και Φλώρου».
Την Κυριακή, είχαμε δύο παραστάσεις: «Ο Κατσαντώνης»- Απογευματινή, το πρώτο
Σελίδα
16
μέρος (Η απαγωγή της γυναίκας του Κατσαντώνη, Κυρά-Αγγελικής, με το μικρό
γιο του, Αλέξανδρο, και ο σκοτωμός του Βεληγκέκα). Βραδινή, το δεύτερο μέρος
(Μάχη στα πέντε πηγάδια, η αρρώστια του Κατσαντώνη, η ευλογιά, σύλληψη
του Ήρωα στη Μονή Κονιδάρη από τον Γιουσούφ Αράπη και τέλος του Ήρωα
από τον Αλή Πασά στο σφυρί και αμόνι). Την Δευτέρα, «Η εκδίκηση των
Κατσαντωναίων», που έχει μεγαλώσει ο γιος του, με την Κυρά-Αγγελική, και
με τον αδερφό του Κατσαντώνη, Κώστα Λεπενιώτη, ακριβώς στα Πέντε Πηγάδια,
που φυλάξανε το στρατό του Γιουσούφ Αράπη και τους σκοτώσανε όλους οι
Κατσαντωναίοι, τον δε Γιουσούφ αφού τον κρεμάσανε, τον τεμαχίσανε.
Ο Μπαρμπαντώνης ήτανε άφθαστος στα πατριωτικά έργα, ήξερε και καλή
Ιστορία. Πραγματικό θέατρο της εποχής εκείνης. Πολλή δουλειά. Πάρα πολλή
δουλειά! Κουραζόμουν, αλλά μου
μο
ου άρεσε!
Από το
οο
οικογενειακό
ικ
κογεν
νειιακό αρχείο του Άγγελου και του Αλέξανδρου
Αλέξανδρ
Αλιμπέρτη
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ
Το εργαστήριο
στο Σωματείο
θα ξαναλειτουργήσει
από το
φθινόπωρο
Ευχαριστούμε
την ομάδα του
Σωματείου
στο Facebook
που πήρε μερος
στην ψηφοφορία
για το λογότυπο.
Σελίδα
17