Κατεβάστε εδώ σε pdf τον κατάλογο του κεντρικού

Κίνηση 5 Μουσείων Θεσσαλονίκης
5 Museums’ Movement in Thessaloniki
ΟΡΓΑΝΩΣΗ
ΠΑΡΑΓΩΓΗ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
Υπουργός Παύλος Γερουλάνος
Γενική Γραμματέας Λίνα Μενδώνη
ΚΡΑΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
ΚΡΑΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Πρόεδρος Κατερίνα Κοσκινά
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Διευθύντρια Πολυξένη Αδάμ-Βελένη
ΓΕΝΙΚΟ ΠΡΟΞΕΝΕΙΟ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ
ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΓΑΛΛΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Γενικός Πρόξενος της Γαλλίας /
Διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Θεσσαλονίκης
Christian Thimonier
ΜΟΥΣΕΙΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Διευθύντρια Σουζάνα Χούλια-Καπελώνη
Αν. Διευθυντής Σταμάτιος Χονδρογιάννης
GOETHE-INSTITUT ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Διευθυντής Peter Panes
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Πρόεδρος Ξανθίππη Σκαρπιά-Χόιπελ
Καλλιτεχνικός Διευθυντής Ντένης Ζαχαρόπουλος
ΙΤΑΛΙΚΟ ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Μορφωτική Ακόλουθος / Διευθύντρια
Maria Rosa Girace Pieralisi
ΤΕΛΛΟΓΛΕΙΟ ΙΔΡΥΜΑ ΤΕΧΝΩΝ Α.Π.Θ.
Πρόεδρος Γιάννης Μυλόπουλος
Γενική Γραμματέας Αλεξάνδρα Γουλάκη-Βουτυρά
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΜΟΝΗΣ ΛΑΖΑΡΙΣΤΩΝ
Διαχειριστής Διαμαντής Παπαδόπουλος
Υπεύθυνος Καλλιτεχνικού Προγράμματος
Λάζαρος Κωνσταντινίδης
ΦΟΡΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Αν. Περιφερειάρχης Διονύσιος Χ. Ψωμιάδης
ΕΒΡΑΪΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Πρόεδρος Ισραηλιτικής Κοινότητας Δαυίδ Σαλτιέλ
Γραμματέας Ισραηλιτικής Κοινότητας
Ισραέλ Ρούσσο
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ
Γενικός Γραμματέας Θύμιος Ν. Σώκος
ΜΟΥΣΕΙΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Πρόεδρος Εφορευτικής Επιτροπής
Περικλής Πηλείδης
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Προϊσταμένη Αγγελική Ωραιοπούλου
ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
«ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ»
Αερολιμενάρχης Αχίλλειος Τοπούζας
Προϊστάμενος Τεχνικών Υπηρεσιών
Γιάννης Βογιατζής
ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΦΟΡΕΙΣ
ΔΗΜΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Δήμαρχος Γιάννης Μπουτάρης
Αντιδήμαρχος Πολιτισμού, Παιδείας & Τουρισμού
Σπύρος Πέγκας
9Η ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ
Προϊσταμένη Δέσποινα Μακροπούλου
ΔΗΜΟΣ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ
Δήμαρχος Διαμαντής Παπαδόπουλος
Πρόεδρος Δημοτικής Κοινωφελούς Επιχείρησης
«ΙΡΙΣ» Δημήτρης Ασλανίδης
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Α.Ε.
Πρόεδρος Στέλιος Αγγελούδης
Αντιπρόεδρος Κωνσταντίνος Παπαϊωάννου
Γενικός Διευθυντής Επιχειρησιακών Μονάδων
Εμμανουήλ Μιχαηλίδης
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Πρόεδρος Γιάννης Μπουτάρης
Διευθυντής Δημήτρης Εϊπίδης
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΓΑΡΟΥ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Πρόεδρος Αλέξανδρος Μπακατσέλος
Γενική Διευθύντρια Μηλίτσα Χασάπη
ΚΕΝΤΡΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Προϊστάμενος Αντώνης Σατραζάνης
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Πρόεδρος Κατερίνα Κοσκινά
Αντιπρόεδρος Αναστασία Σαλή
Γραμματέας Αρσέν Καλφαγιάν
Μέλη
Μανόλης Γιανναδάκης, εκπρόσωπος του ΕΕΤΕ
Ματθίλδη Καράσσο-Καββασιάδη
Χάρης Σαββόπουλος
Μάτα Τσολοσίδη-Ζησιάδου
Θεόδωρος Φιλάρετος
5 Museums of Thessaloniki
Movement ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ - ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΜΠΙΕΝΑΛΕ
Κατερίνα Κοσκινά
ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΡΓΟΥ ΜΠΙΕΝΑΛΕ
Αθηνά Ιωάννου
ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΡΓΟΥ
KPMG ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΑΕ
Κώστας Βλάχος
REGISTRAR - ΕΛΕΓΧΟΣ & ΠΑΡΑΛΑΒΗ ΕΡΓΩΝ
Όλγα Φώτα
ΒΟΗΘΟΣ REGISTRAR - ΕΛΕΓΧΟΣ & ΠΑΡΑΛΑΒΗ
ΕΡΓΩΝ
Αγγελική Χαριστού
ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ - ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Χρύσα Ζαρκαλή
ΥΛΙΚΟ - ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ
ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
Κλειώ Γούσιου
ΤΥΠΟΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ
Μελίνα Μελικίδου
ΔΙΕΘΝΕΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ &
ΠΡΟΒΟΛΗΣ
Calum Sutton PR LTD
ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ - ΓΡΑΦΕΙΟ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ
Αθηνά Ιωάννου | Γεωργία Λίλη
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ & ΞΕΝΑΓΗΣΕΙΣ
Εύη Παπαβέργου | Κατερίνα Παρασκευά
Συνεργάτες
Τάνια Βλαχομήτρου | Εύη Βολογιαννίδου
ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ
Μελίνα Μελικίδου | Χριστίνα Πλευρίτου
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟΥ & ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ
ΑΣΚΗΣΗΣ
Χριστίνα Πλευρίτου
ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟ
΄ | Αρετή Καραβασίλη | Μαρία Πούρνου
Δώρα Καϊπη
ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ
Δημήτρης Μουλάς
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
ΕΚΘΕΣΕΙΣ-ΤΕΧΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
«Ο ΓΚΡΕΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΡΕΜΑ»
ΠΑΡΑΓΩΓΗ - ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
INTEREXPO / ΕΚΘΕΣΙΑΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ Α.Ε.
ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ &
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΕΚΘΕΣΕΩΝ
Γιώργος Ευσταθουλίδης
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
Κατερίνα Κοσκινά
Γιάννης Μπόλης
Κλεονίκη Χριστοφορίδου
ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ
Paolo Colombo
Mahita El Bacha Urieta
Μαρίνα Φωκίδη
ΒΟΗΘΟΙ ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ
Δόμνα Γούναρη
Άννα Μυκονιάτη
ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΟΣ - ΦΩΤΙΣΜΟΙ
Κώστας Κοσμίδης
ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΕΡΓΩΝ
Ορφεύς Βεϊνόγλου Α.Ε.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ
Ανδρέας Αγγελιδάκης
ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΕΡΓΩΝ ΤΕΧΝΗΣ
MOVE ART A.E.
ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΧΩΡΩΝ
Δόμνα Γούναρη
Αρετή Λεοπούλου
Κατερίνα Μαυρομιχάλη
Γιάννης Μπόλης
Άννα Μυκονιάτη
Ειρήνη Παπακωνσταντίνου
Μαρία Τσαντσάνογλου
Συραγώ Τσιάρα
ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΕΡΓΩΝ ΤΕΧΝΗΣ
ΚΑΡΑΒΙΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Ε.Π.Ε. / ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΤΕΣ
LLOYD’S
ΒΟΗΘΟΙ & ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
Ελεωνόρα Βρατσκίδη
Στέργιος Γούσιος
Ζωή Καρακώστα
Βασιλική Μάττα
Εύη Παπαβέργου
Κλέα Χαρίτου
ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΧΩΡΩΝ
MEGA SPRINT GUARD A.E.
ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑ
ΣΥΝΕΡΓΕΙΟ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΥ «ΝΕΦΕΛΗ»
Μαρία Βακού
Θωμαή Κατρανά
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
Γιώργος Χρηστίδης
Andrew Mutter
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
Hannah Adcock
Κατερίνα Μαυρομιχάλη
Γιάννης Μπόλης
Κλεονίκη Χριστοφορίδου
ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ & ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ
ΓΡΑΦΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ Ε.Π.Ε.
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΟΠΤΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ
ΓΡΑΦΙΚΗ Ε.Π.Ε.
ΕΚΤΥΠΩΣΗ - ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ
ΚΕΘΕΑ ΣΧΗΜΑ + ΧΡΩΜΑ
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΛΟΓΟΤΥΠΟΥ ΜΠΙΕΝΑΛΕ
designersunited.gr
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ
www.thessalonikibiennale.gr
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΝΕΩΝ ΜΕΣΩΝ Α.Ε.
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ
Θοδωρής Μάρκογλου
ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Catherine David
Maria Rosa Girace Pieralisi
Jessica Morgan
Ντένης Ζαχαρόπουλος
Γιάννης Κουνέλλης
ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
Paolo Colombo
Mahita El Bacha Urieta
Ανδρέας Αγγελιδάκης
Δόμνα Γούναρη
Θωμάς Κοροβίνης
Κατερίνα Κοσκινά
Άννα Μυκονιάτη
Νίκος Παπαστεργιάδης
Μαρίνα Φωκίδη
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ – ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟΥ &
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ SPOT
Μάριος Σπύρογλου
ΨΗΦΙΑΚΗ ΚΑΛΥΨΗ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ
ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ
Ελευθερία Καλπενίδου
Ευθύμης Μπλέτσας
Χάρης Πάλλας
Μάριος Σπύρογλου
Κίνηση 5 Μουσείων Θεσσαλονίκης
5 Museums’ Movement in Thessaloniki
ORGANISATION
PRODUCTION
HELLENIC MINISTRY OF CULTURE AND TOURISM
Minister Pavlos Yeroulanos
Secretary General Lina Mendoni
STATE MUSEUM OF CONTEMPORARY ART
STATE MUSEUM OF CONTEMPORARY ART
President Katerina Koskina
ARCHAEOLOGICAL MUSEUM
OF THESSALONIKI
Director Polyxeni Adam-Veleni
MUSEUM OF BYZANTINE CULTURE
Director Susanna Choulia –Kapeloni
Acting Director Stamatios Chondrogiannis
MACEDONIAN MUSEUM
OF CONTEMPORARY ART
President Xanthippi Skarpia-Heypel
Artistic Director Denys Zacharopoulos
TELOGLION FOUNDATION OF ART AUTh
President Giannis Mylopoulos
General Secretary Alexandra Goulaki-Voutyra
FUNDING AUTHORITIES
REGION OF CENTRAL MACEDONIA
Deputy Head of Region Dionisios C. Psomiadis
DECENTRALISED ADMINISTRATION OF
MACEDONIA -THRACE
General Secretary Thimios N. Sokos
INTERMEDIARY MANAGING AUTHORITY
Head Angeliki Oraiopoulou
BOARD OF TRUSTEES
President Katerina Koskina
Vice President Anastasia Sali
Secretary Arsen Kalfayan
Members
Theodoros Filaretos
Matthildi Karasso-Kavvasiadi
Harris Savvopoulos
5 Museums of Thessaloniki
Movement Mata Tsolozidi-Zissiadou
Manolis Yiannadakis, representative of the Chamber
of Fine Arts of Greece
CONSULAT GENERAL DE FRANCE
A THESSALONIQUE / INSTITUT FRANCAIS DE
THESSALONIQUE
Consul General de France /
Directeur de l’Institut Francais de Thessalonique
Christian Thimonier
΄΄
GOETHE-INSTITUT THESSALONIKI
Director Peter Panes
ΙSTITUTO ITALIANO DI CULTURA DI SALONICCO
Addetto Culturale / Direttore
Maria Rosa Girace Pieralisi
FESTIVAL OF MONI LAZARISTON
Administrator Diamantis Papadopoulos
Artistic Director Lazaros Konstantinidis
JEWISH MUSEUM OF THESSALONIKI
President of the Jewish Community
of Thessaloniki David Saltiel
Secretary of the Jewish Community
of Thessaloniki Israel Rousso
THESSALONIKI MUSEUM OF PHOTOGRAPHY
President of the Supervisory Committee
Periklis Pilidis
INTERNATIONAL AIRPORT OF THESSALONIKI
“MAKEDONIA”
Airport Manager Achillios Topouzas
Head of Airport Operation Section
Giannis Vogiatzis
BIENNALE DIRECTOR - PLANNING
Katerina Koskina
BIENNALE PROJECT MANAGER
Athina Ioannou
PROJECT MANAGEMENT CONSULTANTS
KPMG ADVISORS S.A.
Kostas Vlahos
REGISTRAR
Olga Fota
ASSISTANT REGISTRAR
Angeliki Charistou
PUBLIC RELATIONS – COMMUNICATION
Chrysa Zarkali
SUPPLIES & PR SECRETARIAL SUPPORT
Cleo Gousiou
PRESS - ADMINISTRATION P.A.
Melina Melikidou
WITH THE COLLABORATION
CITY OF THESSALONIKI
Mayor Yiannis Boutaris
Deputy Mayor for Culture, Education & Tourism
Spiros Pengas
9TH EPHORATE OF BYZANTINE CULTURE
Director Despina Makropoulou
MUNICIPALITY PAVLOS MELAS
Mayor Diamantis Papadopoulos
President of the Municipal Social Wellfare
Organisation “IRIS” Dimitris Aslanidis
THESSALONIKI PORT AUTHORITY S.A.
President Stelios Aggeloudis
Vice- President Constantinos Papaioannou
General Manager of Port Operations
Emmanouel Michailidis
THESSALONIKI FILM FESTIVAL
President Yiannis Boutaris
Director Dimitris Eipidis
THESSALONIKI CONCERT HALL
President Alexandros Bakatselos
General Manager Militsa Hasapi
THESSALONIKI HISTORY CENTRE
Director Antonis Satrazanis
INTERNATIONAL COMMUNICATION &
PROMOTION OFFICE
Calum Sutton PR LTD
INTERNATIONAL RELATIONS – GUESTS’ OFFICE
Athina Ioannou | Georgia Lili
EDUCATIONAL PROGRAMMES & TOURS
Evi Papavergou | Katerina Paraskeva
Assistants
Tania Vlachomitrou | Evi Voloyiannidou
SECRETARY
Melina Melikidou | Christina Plevritou
VOLUNTEERS’ PROGRAMME & INTERNSHIPS
Christina Plevritou
ACCOUNTANTS’ DEPARTMENT
Dora Kaipi | Areti Karavassili | Maria Pournou
ACCOUNTANTS’ DEPARTMENT ASSOCIATES
Dimitris Moulas
MAIN PROGRAMME
“A ROCK AND A HARD PLACE”
CURATORS
Paolo Colombo
Mahita El Bacha Urieta
Marina Fokidis
ASSISTANT CURATORS
Domna Gounari
Anna Mykoniati
ARCHITECT
Andreas Angelidakis
VENUES COORDINATION
Yannis Bolis
Domna Gounari
Areti Leopoulou
Katerina Mavromichali
Anna Mykoniati
Eirini Papakonstantinou
Maria Tsantsanoglou
Syrago Tsiara
PROCUCTION ASSISTANTS & VOLUNTEERS
Eleonora Vratskidi
Stergios Gousios
Zoi Karakosta
Vassiliki Matta
Evi Papavergou
Klea Charitou
EXHIBITIONS – TECHNICAL SUPPORT
CATALOGUE
PRODUCTION - INSTALLATION
INTEREXPO / EXHIBITION SERVICES S.A.
PRODUCTION
State Museum of Contemporary Art
TECHNICAL & EXHIBITION SUPPORT
Yiorgos Efstathoulidis
EDITORS
Katerina Koskina
Yannis Bolis
Kleoniki Christoforidou
ELECTRICIAN – LIGHTING TECHNICIAN
Kostas Kosmidis
INSTALLATION OF WORKS
Orphee Veinoglou S.A.
TRANSPORT OF ARTWORKS
MOVE ART S.A.
ARTWORKS’ INSURANCE
KARAVIAS & ASSOCIATES ART / LLOYD’S COVERHOLDER
SECURITY
MEGA SPRINT GUARD S.A.
CLEANING
NEFELI CLEANING
Maria Vakou
Thomay Katrana
AUDIOVISUAL APPLICATIONS & INTERNET
VISUAL IDENTITY DESIGN
GRAFIKI LTD
BIENNALE LOGO DESIGN
designersunited.gr
WEBSITE DESIGN DEVELOPMENT
www.thessalonikibiennale.gr
NEW MEDIA – ADVANCED INTERNET
APPLICATIONS
WEBSITE MANAGEMENT
Thodoris Markoglou
INTERNATIONAL CONSULTING COMMITTEE
Catherine David
Maria Rosa Girace Pieralisi
Jessica Morgan
Denys Zacharopoulos
Jannis Kounellis
TV & RADIO SPOT DESIGN AND PRODUCTION
Mario Spiroglou
DIGITAL COVERAGE & DOCUMENTATION
OF EVENTS
Efthymis Bletsas
Eleftheira Kalpendou
Haris Pallas
Mario Spiroglou
AUTHORS
Andreas Aggelidakis
Paolo Colombo
Mahita El Bacha Urieta
Marina Fokidis
Domna Gounari
Thomas Korovinis
Katerina Koskina
Anna Mykoniati
Nikos Papastergiadis
TRASLATIONS
Giorgos Christides
Andrew Mutter
PROOFREADING
Hannah Adcock
Yannis Bolis
Kleoniki Christoforidou
Katerina Mavromichali
DESIGN
GRAFIKI LTD
PRINTING - BINDING
ΚΕTHEA SCHEMA + CHROMA
Κάτι αλλάζει στη Θεσσαλονίκη.
Με μικρά αλλά σταθερά βήματα, η πόλη ξαναβρίσκει τον φυσικό, διεθνή της ρόλο, που τα τελευταία χρόνια
είχε τόσο πολύ υποβαθμιστεί.
Η Θεσσαλονίκη γίνεται ξανά οικοδέσποινα για μεγάλους Πολιτισμούς, προβάλλοντας ταυτόχρονα σε
ολόκληρο τον κόσμο κάθε πτυχή και της δικής της πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Η φετινή Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης, με τον γενικό τίτλο «Παλιές διασταυρώσειςMake it new», ενταγμένη στο νέο πρόγραμμα του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού «ΘεσσαλονίκηΣταυροδρόμι Πολιτισμών», σηματοδοτεί με τον καλύτερο τρόπο αυτήν την αλλαγή.
Προϊόν της συνεργασίας των πιο σημαντικών πολιτιστικών δυνάμεων της Θεσσαλονίκης και με ένα σπουδαίο
κεντρικό αλλά και παράλληλο πρόγραμμα, η 3η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης ξεδιπλώνεται
σε ολόκληρη την πόλη και αναδεικνύει το πιο εξωστρεφές, δυναμικό και σύγχρονο πρόσωπό της.
Είναι πολύ σημαντικό ότι έχει πλέον δημιουργηθεί στη Θεσσαλονίκη μια μεγάλη συμμαχία δυνάμεων που
περιλαμβάνει, εκτός από τους δικούς μας εποπτευόμενους φορείς, τον Δήμο, το Πανεπιστήμιο, ιδιωτικούς
πολιτιστικούς φορείς, αλλά και όλους εκείνους που αγαπούν τη Θεσσαλονίκη και θέλουν να συμβάλουν στη
μεγάλη προσπάθεια που γίνεται να ξαναμπεί η πόλη σε αναπτυξιακή τροχιά.
Θεσμοί όπως η Μπιενάλε μπορούν να πρωταγωνιστήσουν σ’ αυτήν την προσπάθεια. Εύχομαι κάθε επιτυχία
και στη φετινή διοργάνωση και ευχαριστώ όσους δούλεψαν για την πραγματοποίησή της.
Παύλος Γερουλάνος
Υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού
7\8
Something is changing in Thessaloniki.
With gradual but steady steps, the city is regaining its rightful place in the international landscape, which had
been greatly diminished in the previous years.
Thessaloniki is once more becoming a hostess of great Cultures, while promoting the multifarious aspects
of her own rich cultural heritage to the world.
The 3rd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art, part of the Ministry of Culture’s new initiative “Thessaloniki: Cultural Crossroads”, is entitled “Old Intersections-Make it new” and therefore ideally suited to signal
this change.
The Biennale is organized by the most prominent cultural institutions of Thessaloniki and can boast of an
outstanding main and parallel program. With venues spreading throughout the city, the Biennale showcases the extrovert, dynamic, and modern face of Thessaloniki.
It is of great importance that a new and great alliance has been forged recently in Thessaloniki, one that
encompasses both the supervised entities of the Ministry of Culture as well as the city’s municipality, university, private cultural entities and individuals who love Thessaloniki and would like to be part of the great effort
currently underway to bring back the city to a trajectory of growth and development.
Institutions like the Biennale can play a prominent role in this effort. I would like to wish great success to the
3rd Biennale and to thank all the people who have worked for it.
Pavlos Yeroulanos
Minister of Culture and Tourism
Με τον τίτλο «Παλιές Διασταυρώσεις-Make it new» και την προσοχή στραμμένη στη Μεσόγειο, η 3η Μπιενάλε
Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, με κύριο διοργανωτή το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, εντάσσεται
στο πρόγραμμα «Θεσσαλονίκη: Σταυροδρόμι Πολιτισμών», χαίρει της στήριξης Διεθνούς Συμβουλευτικής
Επιτροπής και περιλαμβάνει εκθέσεις, διεθνές εργαστήρι νέων καλλιτεχνών, φεστιβάλ performance,
φιλοξενούμενες δράσεις και ένα συμπόσιο.
Μουσεία και μνημεία, εμβληματικά κτίρια και μορφωτικά ιδρύματα, θα φιλοξενήσουν τις δράσεις και τα
έργα των καλλιτεχνών, προσφέροντας στους κατοίκους και τους επισκέπτες της πόλης μια εναλλακτική
περιήγηση στον αστικό ιστό, ζωντανεύοντας τα κελύφη των κτιρίων με την εμπνευσμένη δραστηριότητα των
δημιουργών.
Η Θεσσαλονίκη ανοίγει τις πόρτες ιστορικών κτιρίων, καλωσορίζει τους καλλιτέχνες, ανταποκρίνεται στη
δράση τους, συνομιλεί με το καινούργιο και το διαφορετικό, σκύβει προσεκτικά στα ανεξίτηλα σημάδια των
ιστορικών κοινοτήτων στον χώρο, εξετάζει σχέσεις και αλληλεπιδράσεις άλλων πολιτισμών της Μεσογείου.
Στη Θεσσαλονίκη, εδώ και αρκετά χρόνια, στεγάζονται αξιόλογες συλλογές έργων σύγχρονης τέχνης στα
μουσεία της πόλης και οι δημότες τής αγκαλιάζουν τις δράσεις τους. Η 3η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης
Θεσσαλονίκης μέσα από την πρωτοβουλία της «Κίνησης των 5 Μουσείων» φωτίζει αυτό το σύγχρονο
πρόσωπο της πόλης, μας ενθαρρύνει να ξαναπιάσουμε το χαμένο νήμα του κοσμοπολιτισμού της, να
διευρύνουμε τα όρια των οριζόντων της.
Καλή επιτυχία σε όλους.
Γιάννης Μπουτάρης
Δήμαρχος Θεσσαλονίκης
9 \ 10
The 3rd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art, bears the title “Old Intersections-Make it new”, focuses
on the Mediterranean, has as its major organizing entity the State Museum of Modern Art and is part of the
“Thessaloniki: Cultural Crossroads” initiative. The Biennale is supported by an International Advisory Committee and its program includes exhibitions, an international workshop for young artists, a performance
festival, parallel events and a symposium.
Museums and monuments, historic buildings and cultural foundations will host the performances and
works of the participating artists, offering the people and visitors of Thessaloniki an alternative city tour, with
the actions of the artists giving life to the buildings’ shells.
Thessaloniki opens the doors of historic buildings, welcomes the artists, responds to their actions, converses with what is new and different, pores over the indelible marks that various historic communities have
left on the city over time, examines the relationships and interactions of other Mediterranean cultures.
For many years now, Thessaloniki’s museums have been housing remarkable collections of contemporary
art and the citizens of the city have been embracing their initiatives. The 3rd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art, through the “5 Museums’ Movement” initiative, showcases this modern aspect of the city
and encourages us to rediscover the lost thread of its cosmopolitanism and broaden the city’s horizons.
We wish you all a successful event.
Yiannis Boutaris
Thessaloniki Mayor
Τα επιτεύγματα και οι στόχοι ενός πολιτισμού διαμορφώνουν το χώρο όπου αυτός πραγματώνεται. Η
τέχνη είναι ο εμβληματικός εκφραστής του. Εδώ και περίπου δύο δεκαετίες, οι γεωπολιτικές, κοινωνικές
και οικονομικές ανακατατάξεις άλλαξαν και όρισαν το νέο τοπίο στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Οι
σαρωτικές αλλαγές που ακολούθησαν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης δημιούργησαν νέες ισορροπίες,
διαμορφώνοντας μια νέα πραγματικότητα-καθημερινότητα και ένα νέο πολιτισμικό περιβάλλον, ακόμη πιο
συγγενές με το παγκόσμιο πλέον «δυτικό μοντέλο». Σήμερα γινόμαστε μάρτυρες και κυρίως θεατές, λόγω
της παντοδυναμίας των new media και του internet, των αλλαγών που λαμβάνουν χώρα στη Μεσόγειο,
ειδικότερα στη νοτιανατολική της πλευρά. Είναι επόμενο το νέο, θολό ακόμη, τοπίο να προκαλεί ανησυχία
αλλά και ενδιαφέρον και να καλλιεργεί έδαφος για θετικές και αρνητικές παρεμβάσεις σε όλους τους τομείς
της ανθρώπινης δράσης. Το νέο πρόσωπο της καλλιτεχνικής έκφρασης αρχίζει να προβάλει ασαφές ακόμη,
με τα ιδιαίτερα και παραδοσιακά χαρακτηριστικά του, αλλά και με τις ενδείξεις επιρροής του παγκόσμιου
μοντέλου.
Η 3η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης έχει, όπως και οι δυο που θα ακολουθήσουν, τον
γενικό τίτλο «Παλιές Διασταυρώσεις-Make it new» και θέτει την περιοχή της Μεσογείου στο επίκεντρο του
ενδιαφέροντος και της έρευνάς της. Η διοργάνωση αυτή διαφοροποιείται από τις προηγούμενες, όχι μόνο
ως προς τη θεματολογία και το χρόνο διεξαγωγής της, αλλά και ως προς τους φορείς που συμμετέχουν
σε αυτήν. Η άτυπη κατά το παρελθόν συνεργασία μεταξύ των σημαντικών μουσείων της πόλης οδηγήθηκε
στην συγκρότηση της «Κίνησης των 5 Μουσείων» της Θεσσαλονίκης (Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης,
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Μουσείο Βυζαντινού
Πολιτισμού, Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών). Αυτό συνέβαλε καθοριστικά στο να αποτελέσει η 3η Μπιενάλε,
υπό την καθοδήγηση του ΚΜΣΤ, την πρώτη μεγάλη εκδήλωση αυτού του θεσμού. Η διοργάνωση με αυτήν
τη σύνθεση, με την ουσιαστική στήριξη του Δήμου Θεσσαλονίκης και τη συνεργασία άλλων εκπαιδευτικών
και πολιτιστικών φορέων της πόλης, φιλοδοξεί να συνδεθεί ακόμη περισσότερο με την πόλη στην οποία
διεξάγεται, γινόμενη μια συλλογική και κοινή υπόθεση. Παράλληλα, εκμεταλλευόμενη τη γεωγραφική θέση
της Ελλάδας μεταξύ Ανατολής και Δύσης και την οργανωτική εμπειρία του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης
Τέχνης, η Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης μπορεί αφενός να εδραιώσει τις σχέσεις με την ευρύτερη περιοχή
των Βαλκανίων, του Καυκάσου και της Μαύρης Θάλασσας και αφετέρου να επεκτείνει το δίκτυο μελέτης
και δράσης της για τα επόμενα χρόνια στη Μεσόγειο και, ειδικότερα για φέτος, στη Μέση Ανατολή και τη
Βόρεια Αφρική.
Η Ελλάδα, η οποία διατηρεί από την αρχαιότητα δεσμούς με τις συγκεκριμένες περιοχές, προσφέρεται για να
διαδραματίσει ένα σημαίνοντα ρόλο στην ενεργοποίηση, μέσω της τέχνης, ενός ζωντανού και παραγωγικού
διαλόγου που θα αφορά στην επικοινωνία, τον εντοπισμό κοινών προβλημάτων και στόχων και την εξεύρεση
προτάσεων και τρόπων που θα συμβάλλουν στην επαναπροσέγγιση κυρίως των νεότερων γενεών. Θέτοντας
στο επίκεντρο της τη Μεσόγειο, την κοιτίδα του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, θα εξετάσει τις κοινές αναφορές
και ομοιότητες και τις διάφορες καλλιτεχνικές εκφάνσεις και παραδόσεις που διαμορφώνουν το χαρακτήρα
αυτού του ιδιαίτερα ενδιαφέροντος «πολιτισμικού μωσαϊκού» που περιβάλλει τη Μεσόγειο θάλασσα.
Επιπλέον, η αρραγής και αδιάρρηκτη παρουσία διαφορετικών πολιτισμών, η επαλληλότητά τους ανά τους
αιώνες και οι μεταξύ τους σχέσεις επιτρέπουν τη συγκριτική μελέτη τους και ενισχύουν το διαθεματικό και
Μεσόγειος, παλιές σχέσεις,
νέες συγγένειες
11 \ 12
διεπιστημονικό χαρακτήρα του εγχειρήματος. Η Μεσόγειος, στην οποία η οργάνωση της Μπιενάλε είχε
στρέψει την προσοχή της πριν τις πρόσφατες κοινωνικοπολιτικές αναταραχές, συγκεντρώνει, σε μικρή
σχετικά έκταση, διαφορετικούς λαούς και πολιτισμούς, γεγονός που την καθιστά κατάλληλο χώρο για την
ανάπτυξη ενός διαλόγου με κοινωνικές, διαπολιτισμικές και διαθρησκευτικές προεκτάσεις. Ο διάλογος που
είχε η Ελλάδα μαζί τους για αιώνες, άλλοτε ειρηνικός και άλλοτε καταστροφικός, είχε για χρόνια ατονήσει.
Ο χώρος του πολιτισμού και η γλώσσα της τέχνης, που έχουν τη δύναμη να ξεπερνούν τα εμπόδια της
επικοινωνίας, μπορούν και κυρίως οφείλουν να τον αναζωπυρώσουν. Για το λόγο αυτό και ο τίτλος της φετινής
διοργάνωσης έχει επιλεγεί με στόχο την υπενθύμιση της παλαιότητας των σχέσεων στην περιοχή, και συνιστά
πρόκληση για εφαρμογή της «επιταγής» δια στόματος του Ezra Pound, δηλαδή για επανενεργοποίηση του
διαλόγου-καθρέφτη με νέους δρόμους, όπως επιβάλλει η σύγχρονη πραγματικότητα.
Η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης φιλοδοξεί να αποτελέσει θεσμό με στόχο να μελετήσει και
να συμμετάσχει ενεργά στο νέο διεθνές καλλιτεχνικό στερέωμα αλλά και να αναδείξει το ρόλο και την
πολιτισμική ταυτότητα της πόλης. Με αφετηρία την 3η Μπιενάλε, η έρευνα θα επικεντρωθεί στη σύγχρονη
καλλιτεχνική παραγωγή στη Μεσόγειο και ειδικά σε περιοχές που η συμμετοχή τους στο εικαστικό γίγνεσθαι
είναι ανεπαρκώς γνωστή ή πιθανώς άγνωστη. Αυτή η οργάνωση θα μας επιτρέψει να δούμε το παρόν
σε σύγκριση με το παρελθόν, αφού θα έχει ένα διευρυμένο, διαθεματικό και διεπιστημονικό χαρακτήρα
που οφείλεται στις ξεχωριστές εκθέσεις των Μουσείων, καθώς και στο εύρος και το περιεχόμενο του
παράλληλου προγράμματος. Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη-ζωντανό μουσείο με εμφανείς μαρτυρίες της
αρραγούς ιστορίας της από την αρχαιότητα έως σήμερα. Ίσως εξαιτίας αυτού του ιστορικού της πλούτου να
επαναπαύτηκε ναρκισσιστικά στο παρελθόν της και να ασχολήθηκε λιγότερο με το παρόν και το μέλλον της.
Για το λόγο αυτό, το άνοιγμά της στο σύγχρονο κόσμο, με όχημα την καλλιτεχνική έκφραση στη συγκεκριμένη
περίπτωση, είναι μια υπόθεση αναγκαία που μας αφορά όλους.
Η αναζωπύρωση του διαλόγου και της επικοινωνίας με τις χώρες της Μεσογείου, παράλληλα με την
προβολή της νέας ταυτότητας της πόλης, είναι πρωταρχικός στόχος της Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης της
Θεσσαλονίκης. Η διασπορά της στον αστικό πυρήνα της πόλης και η αξιοποίηση των μουσείων και των
μνημείων της, με τη δημιουργία ενός προσβάσιμου δικτύου χώρων και έργων, επιδιώκει την ανάδειξη του
πλούτου και των δυνατοτήτων της πόλης. Παράλληλα, καλλιεργεί ένα αίσθημα οικειότητας και κατευθύνει
προς ένα είδος ενδοσκόπησης με τη χρήση ιδιαίτερων εκθεσιακών χώρων, όπως η Κάζα Μπιάνκα, το Μπέη
Χαμάμ και το Γενί Τζαμί μεταξύ άλλων, σε αντιπαράθεση με τον γιγαντισμό που χαρακτηρίζει κάποιες από
τις σύγχρονες εικαστικές μπιενάλε. Ο αναστοχασμός της ιστορίας, η εξερεύνηση της πόλης, η μνήμη, ο
εντοπισμός εκλεκτικών συγγενειών και ετεροτήτων και η διαδραστικότητα χώρων και κοινού είναι οι κύριες
επιδιώξεις της Μπιενάλε.
Η 3η Μπιενάλε, μέσα σε μια ταραχώδη και δύσκολη πραγματικότητα, επιδιώκει μια νέα αρχή στρεφόμενη
στον εγγύς γεωγραφικό χώρο. Άλλωστε, η Μεσόγειος, ως κοινός τόπος καταγωγής μας, ακόμα επιστρέφει
τον αντίλαλο της φορτισμένης συγκινησιακά κραυγής «θάλαττα θάλαττα» των Ελλήνων στρατιωτών, όπως
καταγράφηκε από τον Ξενοφώντα, όταν μετά τη μακρά και επίπονη περιπέτειά τους την χαιρέτησαν με τον
ενθουσιασμό και την προσμονή που χαιρετά κανείς την πατρίδα του.
Κατερίνα Κοσκινά
Διευθύντρια της 3ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης
Πρόεδρος του Δ.Σ. του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης
A culture’s triumphs and aspirations shape the identity of the area where that culture is nourished; art is
the emblematic expression of this identity. In the past two decades, geopolitical, social and economic upheavals have reshaped and redefined the landscapes in Central and Eastern Europe. Τhe recent wave of
sweeping changes after the collapse of the Soviet Union gave rise to new balances, which created a new
reality and daily life, as well as to a new cultural scene even more faithful to the globally-exported western
model. Today, we are becoming witnesses –or, in fact, viewers given the omnipotence of the new media
and the internet– of the changes taking place in the Mediterranean and especially in its southeastern part.
Arguably, this new and as yet vague landscape has become a source of anxiety and interest, opening the
way to positive and negative interventions in all aspects of human activity. The new artistic outlook is still
rather vague both in terms of its specific and traditional elements, as well as in terms of the influence and
impact of the global model.
The 3rd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art (and the two subsequent Biennales) are titled “Old Intersections – Make it new”, with the Mediterranean serving as their focus of interest and research. This year’s
Biennale differs from the previous ones not only in terms of its themes and timing, but also with regard to
the participating institutions. The previously informal cooperation between the important museums of the
city led to the establishment of the “5 Museums Movement” of Thessaloniki (Archaeological Museum of
Thessaloniki, Macedonian Museum of Contemporary Art, Museum of Byzantine Culture, Teloglion Foundation of Art, State Museum of Contemporary Art). As a result, the 3rd Thessaloniki Biennale is the first joint
effort of the 5M initiative, under the guidance of the State Museum of Contemporary Art. Following this approach, and thanks to the valuable support of the Municipality of Thessaloniki and the cooperation of other
educational and cultural entities of the city, the Biennale envisages strengthening its ties with its host city,
thus becoming a collective and common cause. At the same time, making the most of Greece’s geographical location at the crossroads of East and West and of the extensive organizational experience of the State
Museum of Contemporary Art and Thessaloniki’s other museums and cultural entities, the Biennale has the
potential both to strengthen the ties with the broader region of the Balkans, the Caucasus and the Black
Sea, as well as to extend the study and activity network in the Mediterranean, and, particularly this year, in
the Middle East and North Africa.
Since antiquity, Greece has shared close ties with these regions and is therefore uniquely positioned to play
a prominent role in stimulating, through art, a lively and constructive dialogue that focuses on communication, identifying common problems and aims, and finding suggestions and methods that will contribute to
the rapprochement between –mostly– the younger generations. Furthermore, focusing on the Mediterranean, the birthplace of European civilization, Thessaloniki is well-suited to examine the common roots, similarities and various artistic expressions and traditions that shape the character of this remarkable “mosaic
of cultures” surrounding the Mediterranean Sea. In addition, thanks to their historic, strong and enduring
presence, as wells as their centuries-long osmosis and interactions, the different cultures of the Mediterranean area can be comparatively examined, strengthening the intercultural and interdisciplinary nature of
The Mediterranean, old relationships,
new relations
13 \ 14
this venture. The Biennale had directed its attention, even before the upheavals, to the Mediterranean, a region that contains, on a relatively small scale, different peoples and cultures that form an ideal backdrop for
the development of a dialogue with social, intercultural and inter-faith aspects. This centuries-old dialogue
between Greece and the other Mediterranean cultures, which has been at times peaceful and at times
destructive, had been weakening for years. The common language of art and culture, with its unique ability
to overcome obstacles to communication, is not only capable of but also obliged to revive this dialogue.
Hence the choice of this year’s Biennale title; it aims to remind us of the long-standing nature of these ties,
while also challenging us to implement Ezra Pound’s call to arms, reviving this mirror-like dialogue, which is
complemented by the new paths dictated by contemporary reality.
The Thessaloniki Biennale of Contemporary Art aspires to be an institution that will study and actively participate in the new international art scene and showcase the role and cultural identity of the city of Thessaloniki. Taking the 3rd Biennale as a starting point, the research focuses on the modern artistic production
in the Mediterranean, especially in regions whose contribution to the art scene is not well (if at all) known.
This event will allow us to examine the present in comparison to the past, as it will encompass a broader,
inter-thematic, and interdisciplinary character, set off by the separate exhibitions of the Museums and by the
breadth and content of the parallel programme. Thessaloniki is a living, breathing city-museum, boasting
an array of prominent testaments of its long, uninterrupted history that stretches back to antiquity. Possibly
due to this rich cultural past, the city narcissistically rested on the laurels of its past, neglecting its present
and future. For this reason, opening up the city to the modern world, in this case through artistic expression,
is a goal worth the effort of each and every one of us.
The Thessaloniki Biennale of Contemporary Art primarily aims to reinvigorate the dialogue and communication between the Mediterranean countries, as well as to showcase the new identity of the host city. By
dispersing the Biennale throughout the urban nucleus of the city and by taking advantage of its museums
and monuments, an accessible network of venues and artworks is formed, highlighting the wealth and
potential of the city. At the same time, it creates a sense of intimacy and promotes a kind of introspection by
using remarkable exhibition areas such as Casa Bianca, Bey Hamam and Yeni Djami, signaling a departure
from the gargantuan scope favored by certain contemporary Biennales. Key aims of the Biennale include:
reflecting on history, exploring the city, pinpointing eclectic affinities and dissimilarities and promoting the
interaction between the exhibition areas and the audience.
The 3rd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art, situated within a turbulent and thorny setting, is in
search of a new beginning turning to its geographic vicinity. Besides, the Mediterranean, as our common
΄
΄
home, still conjures from the past the echo of the emotionally charged cry “Thalatta!
Thalatta!”,
as recorded
by Xenophon, when the Greek soldiers, after their long and arduous adventure, saluted the sea with the
ardour and anticipation that underpins a salutation to the homeland.
Katerina Koskina
Director of the 3rd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art
President of the B.T. of the State Museum of Contemporary Art
Ευχαριστίες
Οι οργανωτές, η διεύθυνση της 3ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης και το Κρατικό
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, ευχαριστώντας όλους όσους συνέβαλαν στην πραγματοποίηση της,
επιθυμούν πρωτίστως να τονίσουν τη συλλογικότητα και το πνεύμα ομαδικότητας που χαρακτηρίζει αυτό το
εγχείρημα. Η φετινή οργάνωση δε θα είχε γίνει πραγματικότητα χωρίς την επιχορήγηση του Επιχειρησιακού
Προγράμματος Μακεδονία-Θράκη 2007-2013 και τη στήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού,
και ιδιαίτερα της Γενικής Γραμματέως του, κ. Λίνας Μενδώνη. Ένα μεγάλο ευχαριστώ οφείλουμε ακόμα
στο Δήμο Θεσσαλονίκης, στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και την Ενδιάμεση Διαχειριστική Αρχή.
Οι θερμές μας ευχαριστίες απευθύνονται προς όλους τους συντελεστές, συνεργάτες, καλλιτέχνες,
υποστηρικτές, εθελοντές και φίλους. Ειδικότερα, οφείλουμε να αναφερθούμε στους επιμελητές του
κεντρικού προγράμματος «Ο Γκρεμός και το Ρέμα», κκ. Paolo Colombo, Mahita El Bacha Urieta και Μαρίνα
Φωκίδη, για το δύσκολο έργο που ανέλαβαν να πραγματοποιήσουν σε μικρό χρονικό διάστημα. Αντίστοιχες
δυσκολίες χρειάστηκε να ξεπεράσουν και οι βοηθοί επιμελητές του κεντρικού προγράμματος κκ. Δόμνα
Γούναρη και Άννα Μυκονιάτη και ο αρχιτέκτων κ. Ανδρέας Αγγελιδάκης, όπως και οι επιμελητές των
εκθέσεων του παράλληλου προγράμματος στα μουσεία, και οι επιμελητές του Φεστιβάλ Περφόρμανς και
του Εργαστηρίου Νέων Καλλιτεχνών. Τους ευχαριστούμε ειλικρινά. Δε γίνεται όμως να μην ξεχωρίσουμε
την καθοριστική συμβολή, κατά την προετοιμασία της Μπιενάλε, της υπεύθυνης διαχείρισης του έργου, κ.
Αθηνάς Ιωάννου.
Η στήριξη των χορηγών επικοινωνίας ήταν πολύτιμη για την προβολή του εγχειρήματος, όπως καθοριστική
ήταν και η έναρξη της συνεργασίας μας με τις Μπιενάλε της Λυών και της Κωνσταντινούπολης. Τους
ευχαριστούμε όλους πολύ.
Επιπλέον, για την επίλυση μικρότερων και μεγαλύτερων ζητημάτων σχετικά με τη διοργάνωση,
χρηματοδότηση και παραγωγή του έργου θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τους εξής:
Αντιγόνη Δούναβη, Ζωή Καζαζάκη, Γιώργο Καλαμαντή, Αντιγόνη Κοτανίδη, Παναγιώτη Νταή, Ιωάννα Πανάρετου
– Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού l Παναγιώτη Χ. Ψωμιάδη – Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας |Στέλλα
Αικατερινιάδου, Χρυσούλα Καραπαναγιώτου, Δέσπονα Κτενίδου, Αντώνη Κρυσταλλίδη, Μαριάνθη Παπαστάθη,
Φραγκίσκο Πλατή, / Ενδιάμεση Διαχειριστική Αρχή / Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας l Σοφία Παυλίδου
– Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης l Βίκυ Κροκυδά, Ξηρομερίτη Θεοδώρα – Τράπεζα της Ελλάδος | Αγνή
Αποστολίδου – Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης l Κατερίνα Μπιλιούρη – Μουσείο Βυζαντινού Πολισμού
l Κατερίνα Σύρογλου, Μαρία Τριανταφυλλίδου, Λυδία Χατζηϊακώβου (ArtBOX.gr) – Μακεδονικό Μουσείο
Σύγχρονης Τέχνης l Λάζαρο Θεοδωρακίδη, Παναγιώτη Μπίκα, Άρτεμη Πλουμπή – Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών
ΑΠΘ l Άννα Βούλγαρη, Γιώτα Ιωσηφίδου, Νατάσα Καραχισαρλή, Άννα Κωνσταντίνου, Παρασκευή Μανάκου,
Νίκο Μπακάλη, Γιώργο Μπασμαδέλη, Κώστα Μπαχαριάδη, Λένα Παπαθανασίου, Όλγα Νίκου, Ελένη Σωτηρίου
– Δήμος Θεσσαλονίκης l Μαρία Καγιαδάκη, Βασίλη Κονιόρδο – 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων l Χρύσα
Παπαδοπούλου, Ντίνα Ποζουκίδου, Έλλη Χρυσίδου – Δήμος Παύλου Μελά l Τριαντάφυλλο Αφεντουλίδη,
Γιώργο Παρδαβέλα, Σάββα Σισμάνη, Γιώτα Τουνουσίδου – Οργανισμός Λιμένος Θεσσαλονίκης Α.Ε. l Άννα
Μηλώση, Ιωάννα Σταματάκη, Θάνο Σταυρόπουλο, Νότη Φόρσο – Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
l Αποστόλο Ανδριά, Πρόδρομο Μοναστηρίδη – Οργανισμός Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης l Μαριάνθη
Πάσχου – Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης l Χριστίνα Μπίρμαν – Goethe Institut Θεσσαλονίκης l Antonio
Crescenzi – Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης | Δημήτρη Ξόνογλου – Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης l Μένη Στρογγύλη, Μάγδα Τζεπκινλή – ΙΔΡΥΜΑ ΙΩΑΝΝΟΥ Φ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ | Ιωάννα
Καβαλιέρου, Αρετή Καλεσάκη, Νάντια Καρρά, Ζέτα Πασπαράκη, Ευαγγελία Πισκερά, – ΕΡΤ Α.Ε. l Μαρία Σιώτη
– ΕΤ3 l Παναγιώτη Ροτζιώκο, Άννα Μπαντουράκη – ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ l Στάθη Τσακίρη, Νατάσα Τσιτλακίδου,
Δήμητρα Χονδροματίδου – ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ l Φώτη Γεωργελέ, Γεωργία Σκαμάγκα – ATHENS VOICE l Καλλιόπη
Αλπίτση, Γιώργο Καρρά – ελculture.gr l Αθηνά Λεοντάκη – ΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΕ l Αλεξία Σακελλαράκη – KPMG
ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΑΕ l Ιωάννα Βρυζάκη, Συλλογή Δ. Δασκαλόπουλου l Παύλο Δανελάτο, Άκη Δήμου, Δημήτρη
Μητσόπουλο – Ανώτερη Δραματική Σχολή, «Θέατρο Ανδρέας Βουτσινάς» l Αλέξανδρο Γισγακη, Αθανάσιο
Γισγάκη – Κινηματογράφος-Θέατρο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ l Λάζαρο Τσαλίκη – Ναυτικός Όμιλος Θεσσαλονίκης l
Δασαρχείο Γουμένισσας l Δάφνη Ζουμπουλάκη - Zone-D | Απόστολο Καλφόπουλο, Νίκο Βαρυτιμιάδη – Dynamo Project Space | Ελένη Στεργίου, Κυριάκος Αγκούτογλου, Δάφνη Νούλη, Ελένη Τσώνη – Κρατικό Μουσείο
Σύγχρονης Τέχνης
Acknowledgements
The organizers, the director of the 3rd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art and the State
Museum of Contemporary Art would like to thank everyone who has contributed to its realization. The
key characteristic of this endeavour has been cooperation, enhanced by an admirable team-spirit. This
year’s event would not have been accomplished without the subsidy of the Macedonia-Thrace Operational
Program 2007-2013, the support of the Ministry of Culture and Tourism, and especially of the General Secretary of the Ministry, Lina Mendoni. We would also like to acknowledge the contribution of the Municipality
of Thessaloniki, the Region of Central Macedonia and the Intermediary Managing Authority. We offer cordial thanks to all the contributors, colleagues, collaborators, participating artists, supporters, volunteers
and friends. Special thanks also go to the curators of the main programme “A Rock and a Hard Place”,
Paolo Colombo, Mahita El Bacha Urieta and Marina Fokidis for successfully managing such a thorny project in a short period of time. The assistant curators of the main program, Domna Gounari and Anna Mykoniati, the architect Andreas Angelidakis, the museum curators of the exhibitions of the parallel program, as
well as the curators of the Performance Festival and the International Young Artist’s Workshop, all faced
similar difficulties. We sincerely thank them all. A special mention should also go to Athena Ioannou, the
Biennale’s project manager, for her key contribution.
The support of our media sponsors has been inestimable for the promotion of the project. The beginning
of the new collaboration with the Biennials of Lyon and Istanbul has played a decisive role. We would sincerely like to thank them all.
In addition, we would like to thank the undermentioned colleagues and collaborators for their contribution,
to a smaller or greater extent, to the organisation, financial support and production of the project:
Antigoni Dounavi, Zoi Kazazaki, Giorgos Kalamantis, Antigoni Kotanidis, Panagiotis Ntais, Ioanna Panaretou – Hellenic Ministry of Culture and Tourism l Panagiotis C. Psomiadis – Region of Central Macedonia | Stella Aikateriniadou, Chrysoula Kapanagiotou, Antonios Krystallidis, Despina Ktenidou, Marianthi
Papastathi, Frangiskos Platis, Intermediary Managing Authority / Region of Central Macedonia l Sofia
Pavlidou – Regional Development Fund l Vicky Krokidas, Xiromerity Theodora – Bank of Greece | Agni
Apostolidou – Archaeological Museum of Thessaloniki l Katerina Biliouri – Museum of Byzantine Culture l
Katerina Syroglou, Maria Triantafyllidou, Lydia Chatziiakovou (ArtBOX.gr) – Macedonian Museum of Contemporary Art l Panagiotis Bikas, Artemis Ploumpis, Lazaros Theodorakidis – Teloglion Foundation of
Art AUTh l Kostas Bachariadis, Nikos Bakalis, Yiorgos Basmadelis, Giota Iosifidou, Natasa Karahisarli,
Anna Konstantinou, Paraskevi Manakou, Lena Papathanasiou, Olga Nikou, Eleni Sotiriou, Anna Voulgari
– City of Thessaloniki l Maria Kagiadaki, Vassilis Koniordos – 9th Ephorate of Byzantine Antiquities l Elli
Chrysidou, Dina Pozoukidou, Hrisa Papadopoulou – Municipality Pavlos Melas l Triantafyllos Afentoulidis,
Giorgos Pardavelas, Savvas Sismanis, Yiota Tounousidou – Thessaloniki Port Authority S.A. l Notis Forsos, Anna Milosi, Ioanna Stamataki, Thanos Stavropoulos – Thessaloniki Film Festival l Apostolos Andrias,
Prodromos Monastiridis – Thessaloniki Concert Hall l Marianthi Paschou – Institut Français de Thessalonique l Christina Biermann – Goethe Institut Thessaloniki l Antonio Crescenzi – Istituto Italiano di Cultura di
Salonicco | Dimitris Xonoglou – Aristotle University of Thessaloniki l Meni Strongili, Magda Tzepkinli – THE
J. F.COSTOPOULOS FOUNDATION |Areti Kalesaki, Nadia Karra, Ioanna Kavalliierou, Zeta Pasparaki,
Evangelia Piskera – ΕΡΤ Α.Ε. l Maria Sioti – ΕΤ3 l Panayiotis Rotziokos, Anna Bandouraki – KATHIMERINI
l Stathis Tsakiris, Natasa Tsitlakidou, Dimitra Chondromatidou – MAKEDONIA l Fotis Georgeles, Georgia
Skamagka – ATHENS VOICE l Calliope Alpitsi, Giorgos Karras – ελculture.gr l Athina Leontaki – GRAFIKI
LTD l Alexia Sakellaraki - KPMG ADVISORS S.A. l Ioanna Vryzaki – D. Daskalopoulos Collection l Pavlos
Danelatos, Aki Dimou, Dimitris Mitsopoulos – Drama School, «Andreas Voutsinas Theatre » l Alexandros
Gisgakis, Athanasios Gisgakis – Cinema-Theatre ALEXANDROS l Lazaros Tsalikis – Nautical Club of Thessaloniki l Goumenissa Forest Inspection l Dapnhe Zoumpoulakis - Zone-D| Apostolos Kalfopoulos, Nikos
Varitimiadis - Dynamo Project Space | Eleni Stergiou, Kyriakos Agoutoglou, Daphne Nouli, Eleni Tsoni –
State Museum of Contemporary Art
18 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ - 18 ∆ΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2011
18 SEPTEMBER - 18 DECEMBER 2011
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ / MAIN PROGRAMME
ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ/CURATORS
PAOLO COLOMBO, MAHITA EL BACHA URIETA, MARINA FOKIDIS
Κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης μας για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο, η
οποία έγινε λίγο μετά την ανάθεση της επιμέλειας της 3ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης,
αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε το ιδίωμα «between a rock and a hard place» (μπρος γκρεμός
και πίσω ρέμα) ως μότο για την περιγραφή του αδιέξοδου, στο οποίο έχει περιέλθει η περιοχή. Άμεσα
καταλάβαμε ότι θα ήταν ο καταλληλότερος τίτλος για να περιγράψει το θεωρητικό πλαίσιο της
Μπιενάλε. Αποφασίσαμε όμως να παραλείψουμε το «μπρος» και το «πίσω», διότι μας ενδιέφερε κυρίως
η διερεύνηση των δεδομένων αυτού του θεωρητικού πλαισίου και όχι η υπαρξιακή και ηττοπαθής
τοποθέτηση της τέχνης, της δικής μας δουλειάς ως επιμελητών ή του ίδιου του τόπου.
Όταν κάποιος βρίσκεται ανάμεσα στον γκρεμό και το ρέμα, συνήθως είναι αντιμέτωπος με ψυχολογικά,
κοινωνικά ή πολιτικά διλήμματα που του προσφέρουν ως επιλογή εξίσου οδυνηρές εναλλακτικές.
Πρόκειται για μια συνθήκη την οποία περιγράφει καλύτερα η ταλάντωση ανάμεσα στην ελπίδα και την
απόγνωση, στη βία και την ειρήνη, στην απώλεια και την μνήμη, στην ελευθερία και την τάξη, στο κοινωνικό
και το ατομικό, το ιδιωτικό και το δημόσιο. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις, καθώς
όλα τα πιθανά αποτελέσματα θα προκαλέσουν μάλλον κάποιον βαθμό δυσφορίας ή θα συνοδεύονται
από κάποιο τίμημα που πρέπει να πληρωθεί. Το ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο που βρίσκονται μεταξύ
γκρεμού και ρέματος είναι επισφαλές και τρομακτικό, παραδόξως όμως, μπορεί να οδηγήσει ακόμη και
σε ένα γόνιμο και ελπιδοφόρο αποτέλεσμα. Εκ των υστέρων, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια δυναμική
μετάβαση. Αυτήν την κατάσταση θελήσαμε να διερευνήσουμε μέσω της Μπιενάλε, δεδομένων μάλιστα
των επίκαιρων λαϊκών κινητοποιήσεων και εξεγέρσεων.
Δανειζόμαστε ένα παράδειγμα από το επίμετρο του βιβλίου του Michel Serres, Καιρός των Κρίσεων
(Μισέλ Σερ, Καιρός των Κρίσεων, εκδ. Καλέντης, 2011), που περιγράφει έξοχα αυτήν την κατάσταση:
Όταν ένας θαρραλέος κολυμβητής διασχίζει ένα μεγάλο ποτάμι ή ένα ανεμοδαρμένο θαλάσσιο πέρασμα,
ο δρόμος του διακλαδίζεται σε τρία μέρη. Όσο κρατάει η οπτική επαφή με το σημείο αναχώρησης του
ή όταν ανακαλύπτει το σημείο της άφιξης, κατοικεί στην πρώτη περίπτωση το χώρο της προέλευσης
ενώ στη δεύτερη μεταφέρεται στο χώρο-αντικείμενο της επιθυμίας του... Ωστόσο, κάπου στο μισό της
διαδρομής βιώνει μιαν αποφασιστική και θλιβερή ταυτόχρονα εμπειρία. Όταν βρεθεί σε ίση απόσταση
από τις δύο ακτές, διανύει μια περιοχή ουδέτερη ή άχρωμη, μια περιόδο μετάβασης μικρότερης ή
μεγαλύτερης διάρκειας, όπου δεν βρίσκεται ακόμη ούτε στο ένα ούτε στο άλλο, κι ίσως να ενυπάρχουν
και τα δύο ταυτόχρονα. Ανήσυχος, μετέωρος, λες και επιχειρεί να ισορροπήσει μέσα στην κίνηση του,
ανακαλύπτει μιαν ανεξερεύνητη περιοχή που δεν βρίσκεται σε κανέναν χάρτη και κανένας ταξιδιώτης
ποτέ δεν την περιέγραψε. Η προσπάθεια του να μεταβεί από τον ένα χώρο στον άλλον περιγράφεται
ικανοποιητικά με την έννοια της μετάβασης που στην γλώσσα του κινηματογράφου περιγράφεται ως
«fondu enchaîné», δηλαδή ως η κατάσταση που περιγράφεται από το επίρρημα μεταξύ...
(σελ. 109-110)
Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας, εξαιτίας της επονομαζόμενης «Αραβικής Άνοιξης»
που μπορεί ενδεχομένως να επηρεάσει την ειρηνευτική διαδικασία, και ταυτόχρονα εξαιτίας της άνευ
προηγουμένου παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που επηρεάζει βαθιά την Ελλάδα και άλλες χώρες της
Μεσογείου, προκαλώντας έτσι ευρύτατη κοινωνική και πολιτική αναστάτωση. Η Θεσσαλονίκη, με τη
μακρά ιστορία και τη γεωγραφική της θέση σε μια ταραγμένη περιοχή, είναι η πόλη της Μπιενάλε.
Ο ΓΚΡΕΜΟΣ ΚΑΙ
ΤΟ ΡΕΜΑ
17 \ 18
Ο κατάλληλος τόπος -για το εγχείρημα- δίχως άλλο: ένα χωνευτήρι πολιτισμών, ένα λιμάνι αναχώρησης
και προορισμού, ένα σημείο συνάντησης λαών κατά τη διάρκεια της πλούσιας και πολυτάραχης ιστορίας
της. Η πόλη φιλοξένησε μεγάλο αριθμό πολιτισμών, εθνοτήτων και θρησκειών που επέζησαν των συχνών
καθεστωτικών αλλαγών, συνοριακών μεταβολών και εθνολογικών ανασυνθέσεων. Ο ιστορικός Mark Mazower, στο περίφημο έργο του Θεσσαλονίκη, Πόλη των Φαντασμάτων (εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2006),
ένα βιβλίο που είναι αδύνατον να μην μνημονεύσει κανείς όταν αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη, γράφει:
[…] Σε πολλούς Έλληνες συγγραφείς μετά το 1912, της γενιάς των νιόφερτων, η Θεσσαλονίκη έμοιαζε
μετέωρη στο παρόν, ξεκομμένη από κάθε αναγνωρίσιμο παρελθόν. Αναθρεμμένοι με Πάουντ, Έλιοτ
και Τζόις, κατοικούσαν σε μια μελαγχολική έρημη χώρα αλλοτρίωσης και αποξένωσης. Στο μεταξύ
όμως, οι αρχαιολόγοι δούλευαν για την αποκατάσταση ενός παρελθόντος με το οποίο θα μπορούσαν
να επανασυνδεθούν, πλάθοντας νέες μορφές ιστορικής μνήμης, που θα τόνωναν την τοπική ελληνική
περηφάνια […] Η Θεσσαλονίκη δεν είχε Ακρόπολη, αλλά είχε τις εκκλησίες της […] Σήμερα, η αναγνώριση
της οθωμανικής κληρονομιάς της Θεσσαλονίκης φαντάζει εξίσου αδιανόητη στους περισσότερους…
(σ.546,552)
[…] Το περίεργο είναι πως τ’ απομνημονεύματα περιγράφουν συχνά τον τόπο πολύ διαφορετικά από τις πιο
λόγιες ή επίσημες εκθέσεις και απεικονίζουν μια κοινωνία καλειδοσκοπικών σχεδόν αλληλεπιδράσεων.
Η υποβλητική αυτοβιογραφία του Λεόν Σιακή, Αποχαιρετισμός στη Σαλονίκη, που περιγράφει ένα
Εβραιόπουλο να μεγαλώνει στα χρόνια του Αμπντούλ Χαμίτ, ξεκινά με τον ήχο της κραυγής του μουεζίνη
το σούρουπο. Αλβανοί νοικοκυραίοι προστάτευαν το Βούλγαρο μπακάλη τους από τη μανία της
Οθωμανικής χωροφυλακής, την ίδια ώρα που καλοστεκούμενοι Μουσουλμάνοι γονείς προσλάμβαναν
Χριστιανές βυζάστρες για τα παιδιά τους και Έλληνες κηπουρούς για τα οπωροφόρα τους.
(σ.28)
Πόλη πέρα για πέρα σύγχρονη, αλλά και με βαθιές ιστορικές ρίζες, η Θεσσαλονίκη είναι ένα σημαντικό
εκπαιδευτικό κέντρο, με πολλές σχολές και πανεπιστήμια, εμπορικός κόμβος χάρη στο λιμάνι της
και την πρόσβαση που παρέχει στην ενδοχώρα των Βαλκανίων, κέντρο διέλευσης μεταναστών και
προσφύγων από περιοχές που πλήττονται από πολέμους. Κατά την επιλογή των χώρων διεξαγωγής της
Μπιενάλε, θελήσαμε να αναγνωρίσουμε και να αποτίσουμε φόρο τιμής στην ιστορία της Θεσσαλονίκης
και στους ανθρώπους που έζησαν ή πέρασαν από αυτήν. Καταλήξαμε σε διάφορα μνημεία, σε πέντε
μουσεία διαφορετικών περιόδων και σε μια ιστορική οθωμανική φυλακή. Εξαρχής αποφασίσαμε να
προβάλλουμε τον κάθε «χώρο» και το ιστορικό του φορτίο, και να τον χρησιμοποιήσουμε ως βάση (ή
βάθρο) για τις περισσότερες επιλογές μας. Μπορέσαμε και υλοποιήσαμε αυτήν την ιδέα σε συνεργασία
με τον αρχιτέκτονα Ανδρέα Αγγελιδάκη. Επιλέξαμε να δούμε πώς ζει και κινείται η πόλη και να ακούσουμε
τις προφορικές αφηγήσεις των ανθρώπων που διαφέρουν από τις γραπτές. Η προσέγγιση αυτή, μας
επέτρεψε να δημιουργήσουμε ένα πλαίσιο αξιολόγησης των υποψήφιων χώρων, των καλλιτεχνών και
των έργων τέχνης της Μπιενάλε. Δεν πρόκειται για μια θεματική Μπιενάλε με αντικείμενο το παρελθόν,
το παρόν ή το μέλλον της Θεσσαλονίκης. Είναι μια Μπιενάλε που έχει ως επίκεντρο μια «πόλη» αλλά
εκτείνεται σε πολλές έννοιες και τοποθεσίες.
Η έκθεση είναι απλωμένη σχεδόν σε ολόκληρη την κεντρική Θεσσαλονίκη. Θέσαμε ως στόχο να
μεταδώσουμε μια αίσθηση τοπικότητας, με τον κάθε χώρο να έχει αυτοτελή παρουσία. Αναζητήσαμε την
οργανική συνάφεια ανάμεσα στα έργα και τα κτίρια -συνάφεια άλλοτε φιλοσοφικής, άλλοτε πολιτιστικής
και άλλοτε αρχιτεκτονικής φύσης. Καταλήξαμε σε διάφορα επεισόδια -που εντάσσονται όλα σε μια
γενικότερη αφήγηση- έχοντας ως πηγή έμπνευσης τη συμβολή των κτιρίων αυτών στην κοινωνική ζωή
και το πολιτικό υπογάστριο της πόλης κατά το παρελθόν ή και το σήμερα. Εν ολίγοις, θελήσαμε η ίδια η
πόλη να αποτελέσει μια μεταφορά για την Μπιενάλε.
Για να το πετύχουμε αυτό, φροντίσαμε τα έργα και οι χώροι που τα φιλοξενούν να έχουν διαλεκτική
σχέση. Η Κάζα Μπιάνκα είναι ένα σπίτι ανάγνωσης και λογοτεχνίας: ένας φόρος τιμής σε μια μυθική,
καλλιεργημένη αστική τάξη της Θεσσαλονίκης. Το Γενί Τζαμί, πρώην τέμενος για εβραίους που
εξισλαμίστηκαν, έχει τα αρχιτεκτονικά γνωρίσματα συναγωγής και ακολουθεί τα πρότυπα της οικιστικής
δόμησης της εποχής. Η έκθεση στο Γενί Τζαμί απηχεί τις ζωές των ανθρώπων στην Ανατολική Μεσόγειο
και των μεταναστών που πασχίζουν να ενωθούν μαζί τους, ανοίγοντας ένα συμβολικό παράθυρο στις
πολιτικές και κοινωνικές αγωνίες της περιοχής. Το Αλατζά Ιμαρέτ (το «Πολύχρωμο Πτωχοκομείο») είναι ένα
τζαμί και πτωχοκομείο του 15ου αιώνα, κατασκευασμένο με την ιδιαίτερη οθωμανική αρχιτεκτονική της
εποχής, το αναποδογυρισμένο «Τ». Πήρε το όνομά του από τον πολύχρωμο μιναρέ του (καταστράφηκε,
όπως και όλοι οι μιναρέδες στη Θεσσαλονίκη) που ήταν ορατός από όλα τα σημεία της πόλης. Για
τους σκοπούς της Μπιενάλε μετατράπηκε σε σπίτι των χρωμάτων, σε ένα ιδιότυπο και απροσδόκητο
αμάλγαμα φωνών από παράλληλες ιστορίες και εποχές. Το Μπέη Χαμάμ έχει μετατραπεί σε σημείο
πληροφόρησης, σε ένα φουαγιέ διαλόγου, όπως ήταν τα παραδοσιακά χαμάμ. Τα έργα που εκτίθενται
στα πέντε μουσεία αντανακλούν την αποστολή ενός εκάστου: οι καλλιτέχνες που παρουσιάζουν τα έργα
τους στο Αρχαιολογικό Μουσείο κάνουν αναφορές στη συλλογή του μουσείου και στην αρχαία ιστορία.
Τα έργα στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης επιχειρούν -για πρώτη φορά στην ιστορία αυτής της
Μπιενάλε- να αλληλεπιδράσουν με τα ειδικά επιλεγμένα κονστρουκτιβιστικά έργα της συλλογής που
δημιούργησε ο οραματιστής Γιώργος Κωστάκης. Το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης φιλοξενεί
μια σειρά από σύγχρονα βίντεο που βασίζονται στο θεματικό φάσμα των εκθέσεών του. Το Τελλόγλειο
Ίδρυμα Τεχνών, ένα πανεπιστημιακό μουσείο, παρουσιάζει κυρίως έγγραφα που προέρχονται από και
αφορούν την περιοχή, καθώς και έργα με χαρακτήρα αρχειακό ή τεκμηρίωσης. Το Κέντρο Σύγχρονης
Τέχνης Θεσσαλονίκης, λόγω της θέσης του στο λιμάνι της πόλης -φυσικός τόπος συναντήσεων σε
παραθαλάσσιες πόλεις- φιλοξενεί εγκαταστάσεις με πολιτική θεματολογία που σκοπίμως αποφεύγουν
κάθε οικειότητα, προκειμένου να αγγίξουν ζητήματα ζωτικής σημασίας για το άτομο και τις κοινωνικές
δομές στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Το Γεντί Κουλέ (Επταπύργιο) που χρησιμοποιήθηκε
από τους Οθωμανούς ως φυλακή και παρέμεινε σε λειτουργία μέχρι το 1989, στοιχειώνεται από τις
φωνές πολιτικών κρατουμένων της περιόδου της επταετούς δικτατορίας. Φιλοξενεί μια εγκατάσταση
του εικαστικού Βλάση Κανιάρη που πέθανε πρόσφατα, ενώ το έργο του έχει μετατραπεί σε σημαία
αντίστασης σε εκείνους του δύσκολους καιρούς της χούντας αλλά και μέχρι τώρα.
Μια Μπιενάλε είναι ένας αυτόνομος τόπος, ενώ παράλληλα λειτουργεί ως χώρος συνάντησης. Κατά τη
διάρκεια της διοργάνωσης, η πόλη της Θεσσαλονίκης θα επεκταθεί πέρα από τα προστατευτικά όρια των
συνόρων της, για να μετατραπεί σε μια σειρά προσωπικών αφηγήσεων, πληροφοριακών νημάτων και
διαφορετικών τόπων. Η ιδέα μας ήταν να προσπαθήσουμε να σμιλέψουμε ένα νοητικό τοπίο, το οποίο
θα αγκαλιάσει μέρος του παρελθόντος και του παρόντος, της πολιτικής και του συναισθήματος, και
συγχρόνως τους καλλιτέχνες, την περιοχή και τους θεατές.
Paolo Colombo
Mahita El Bacha Urieta
Μαρίνα Φωκίδη
19 \ 20
During a conversation about the current political situation in the Eastern Mediterranean, soon after our appointment as curators of the 3rd Thessaloniki Biennale, we decided to take the idiom “between a rock and
a hard place” as our catchphrase to describe the quandary into which the region has fallen. It became evident that this would be the most suitable title to describe the Biennale’s framework. We decided to leave
out the “between”, mainly because we were interested in investigating the terms of the concept rather
than placing the art, our curatorial practice, or the landscape itself in an existential and defeatist position.
Being caught between a rock and a hard place usually indicates physiological, social, or political dilemmas that present a choice between equally painful alternatives. It describes a situation oscillating between hope and despair, violence and peace, loss and memory, redemption and order, the social and
the individual, and the private and the public. In such a context, there are no easy solutions as all possible
outcomes generally entail a degree of discomfort or a price that needs to be paid. Navigating the space
and time that lie between a rock and a hard place involves a precarious route, which, paradoxically, might
lead to a productive outcome full of possibility and hope. With hindsight, it could be a dynamic transition.
This is the condition that we wanted to explore through the Biennale, especially given the current context
of popular mobilisation and uprisings.
To borrow an example from Michel Serres’s Temps de Crise (freely translated from the Greek edition of
the book), which beautifully illustrates this state:
When a brave swimmer swims through a wild river or a rough passage in the sea his route contains
three parts. As long as he maintains eye contact with the point of departure or when he discovers from
far away the point of arrival, he inhabits -in the first case- the space of origin, while in the second he is
transferred in the space-object of his desire… However, somewhere in the middle of his course he is
experiencing a very decisive and at the same time painful experience. Far away from the two shores, he
is going though a neutral and grey territory, a time of transition where he is not yet in one place or to the
other, but in both of them at once. Distressed, and hanging between -trying to find balance within his
movement- he discovers an undiscovered place: one that does not exist in any map and no traveller has
described before. His effort to pass from one place to another is illustrated beautifully in the cinematic
language as “fondu enchaine” meaning a situation that is defined by the adverb “between”.
We are at a turning point in history, brought about by the so-called “Arab Spring”, by decisions that could
potentially affect the peace process, and by an unprecedented global economic crisis that is deeply affecting Greece and other countries facing the Mediterranean and causing widespread social and political
turmoil. Thessaloniki, with its long history and its location in an area of turmoil, is the city of the Biennale.
It is a fitting location: a crucible of cultures, a port of arrival and departure, and a point of encounters for
many people during its rich and varied history. It has hosted a number of cultures, nationalities, and religions that have lived on through its frequent changes of regime, sovereignty, and nationality. The historian Mark Mazower, in his work of genius Salonica, City of Ghosts, (a book that one cannot avoid quoting
when thinking about Thessaloniki), writes:
To many Greek writers after 1912, the generation of the new arrivals, Salonica seemed suspended in
the present, cut off from any recognizable past. Brought up on Pound, Eliot and Joyce, they inhabited
A ROCK AND
A HARD PLACE
a melancholic wasteland of alienation and anomie. But in the meantime, the archaeologists were helping to restore a past they could connect with, creating new forms of historical memory to bolster local
Hellenic pride… Salonica did not have the Acropolis, but it had its churches… Today, acknowledging its
Ottoman legacy still appears to be “new” to most people.
(Pp.466-467)
The strange thing is that memoirs often describe the place very differently from more scholarly or official
accounts and depict a society of almost kaleidoscopic interaction. Leon Sciaky’s evocative Farewell to
Salonica, the autobiography of a Jewish boy growing up under Abdul Hamid, begins with the sound of
the muezzin’s cry at dusk. Albanian householders protected their Bulgarian grocer from the fury of the
Ottoman gendarmerie, while well-to-do Muslim parents employed Christian wet-nurses for their children
and Greek gardeners for their fruit trees.
(p.9)
A thoroughly modern city with its roots planted deep in history, Thessaloniki is a major center of learning
with its many schools and universities, a center for commerce with its port and the wide hinterland of the
Balkans, and a center for the distribution of immigrants and refugees from ravaged war zones. When selecting the Biennale’s venues, we wanted to acknowledge and pay homage to the history of Thessaloniki
and to the people that have inhabited it as well as to those that have passed through. We have ended
up with various monuments, five museums from different periods, and a historic Ottoman prison. At an
early stage, we took a decision to prioritize each “site” and its tale(s) and use it as a base (or a pedestal)
for most of our selections. Together with the architect Andreas Angelidakis, we gave shape to this idea.
We chose to look at how the city was working and living and hear the spoken stories that people were
exchanging -and which are different from the written ones. This approach has allowed us to construct a
framework through which we could consider the possible venues, the artists, and the artworks. This is
not a thematic biennale about Thessaloniki’s past, present, or future. It is a biennale that is centered on
one city and spans many concepts and locations.
The exhibition is expanding through almost all of the city. We aimed to communicate a sense of place,
thinking of each venue as a small show in itself. We looked for an organic rapport between the works and
the buildings, be it philosophical, cultural, or architectural in nature. We came up with various episodes
-belonging to an overarching narrative- which were inspired by either the past or the present contributions
of these buildings to the social life of the city and to its political underbelly. In short, we wanted the city itself
to become the metaphor for the Biennale.
To this end, the works and the venues engage with one another. Casa Bianca is a house for reading
and literature: it pays homage to a fictional, educated bourgeoisie of Thessaloniki. Yeni Djami, a former
mosque for converted Jews, has the architectural features of a synagogue and of the bourgeois residential style of the period. The exhibition in Yeni Djami echoes the lives of people in the Eastern Mediterranean and the migrants who strive to join them, providing a symbolic window into regional political and
social concerns. Alatza Imaret (literally meaning “The Colourful Hospice”) is a 15th century mosque and
hospice with the particular Ottoman architecture of the period, the upside down “T”. It took its name from
its colourful minaret (destroyed, as were all minarets in Thessaloniki), which was visible from all over the
city. For the Biennale, it has become the house of colours, a queer amalgam of unexpectedly combined
voices from parallel histories and times. Bey Hamam has been turned into a place for the acquiring of
21 \ 22
information. It is a foyer for discussion just as hamams always used to be. The works in the Biennale’s five
museums reflect the missions of each of these venues: the artists in the Archaeological Museum allude
to its collection and to ancient history. The works in the State Museum of Contemporary Art attempt to
interact -for the first time in the story of this Biennale- with specially selected works from the constructivist
collection assembled by visionary George Costakis. The Macedonian Museum of Contemporary Art
hosts a series of contemporary videos, based on the thematic spectrum of the current exhibitions. The
Teloglion Foundation of Art, a university museum, mainly displays documents of and about the region
and works that are archival or documentary in nature. The Contemporary Art Center of Thessaloniki,
because of its location at the port -a natural place for encounters in seaside cities- is home to installations
that deal with political subjects and purposely shun all intimacy in order to address issues that are vital to
the individual and to the social components in the Eastern Mediterranean region. Yedi Kule, an Ottoman
prison which operated until 1989, is haunted by the voices of political hostages from the latest junta in
Greece. It will host an installation by the artist, Vlassis Caniaris, who recently died. His work has become
a flag of resistance during these difficult times.
A biennale is its own space, and also provides a space for encounters. During the festival, the city of
Thessaloniki will expand beyond the protective limits of its borders to become a series of personal narratives, information threads, and different places. Our idea was to try and sculpt a mindscape that would
encompass some of the past and the present, politics and sentiment, as well as the artists, the locality,
and the viewers.
Paolo Colombo
Mahita El Bacha Urieta
Marina Fokidis
Ευχαριστίες των επιμελητών
Η 3η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης είναι πλέον πραγματικότητα.
Αυτό, όμως, δε θα μπορούσε να έχει συμβεί, χωρίς την ανεκτίμητη βοήθεια και φροντίδα πολλών
ανθρώπων, τους οποίους ευχαριστούμε με ευγνωμοσύνη:
Τη Δόμνα Γούναρη και την Άννα Μυκονιάτη, βοηθούς επιμελήτριες, που αγκάλιασαν εξαρχής την ιδέα
μας και συνεργάστηκαν στενά μαζί μας με ενεργητικότητα και ενθουσιασμό. Η επιτυχία του κεντρικού
προγράμματος της φετινής Μπιενάλε είναι ο καρπός των προσπαθειών και της αφοσίωσής τους. Θα
θέλαμε επίσης να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας προς το σύνολο της ομάδας παραγωγής της 3ης
Μπιενάλε Θεσσαλονίκης, και ειδικότερα προς τη Συραγώ Τσιάρα, την Αρετή Λεοπούλου, την Ειρήνη
Παπακωνσταντίνου, τον Γιώργο Ευσταθουλίδη, τον Κώστα Κοσμίδη, τη Χρύσα Ζαρκαλή, τη Μελίνα
Μελικίδου, τη Γεωργία Λίλη και τη Δώρα Καΐπη.
Εκφράζουμε επίσης τον θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη μας προς τον Ανδρέα Αγγελιδάκη, τον
αρχιτέκτονα που υλοποίησε τις ιδέες μας με τον πλέον απροσδόκητο και υπέροχο τρόπο. Πραγματικός
οραματιστής, η έκθεση αυτή δε θα ήταν αισθητικά η ίδια χωρίς τη συμβολή του. Σε ευχαριστούμε Ανδρέα.
Θέλουμε να ευχαριστήσουμε τη Μαρία Τσαντσάνογλου, επικεφαλής επιμελήτρια της Συλλογής
Κωστάκη, η οποία υποστήριξε και διευκόλυνε την ιδέα μας να παρουσιάσουμε σύγχρονα έργα τέχνης σε
συνδυασμό με κονστρουκτιβιστικά έργα της Συλλογής. Μοιράστηκε με γενναιοδωρία τις γνώσεις της και
συνεργάστηκε μαζί μας, επιλέγοντας τα έργα της Συλλογής. Σας ευχαριστούμε θερμά.
Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε την Αθηνά Ιωάννου που σήκωσε στους ώμους της τη διαχείριση και τον
συντονισμό όλων των διοικητικών πτυχών ενός πολύ περίπλοκου project, καλύπτοντας τις ανάγκες και
τις επιθυμίες των επιμελητών, των καλλιτεχνών, καθώς και της Ενδιάμεσης Διαχειριστικής Αρχής του
Επιχειρησιακού Προγράμματος Μακεδονία-Θράκη 2007-2013, ένα σισύφειο πραγματικά έργο.
Ευχαριστούμε την Κλεονίκη Χριστοφορίδου, η οποία κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να
ετοιμαστεί το έντυπο υλικό της Μπιενάλε στα στενότερα χρονικά περιθώρια στην ιστορία των εκδόσεων
καταλόγων. Για τις ατέλειωτες ώρες που πέρασε στο γραφείο, όλες τις ημέρες της εβδομάδας, για την
επιμέλεια της παραμικρής λεπτομέρειας και την ειλικρινή αφοσίωσή της στο project, ένα πολύ μεγάλο
ευχαριστώ δεν είναι αρκετό. Ένα μεγάλο ευχαριστώ οφείλουμε επίσης στην Hannah Adcock, η οποία
επιμελήθηκε την αγγλική εκδοχή του εισαγωγικού κειμένου.
Θα θέλαμε επίσης να ευχαριστήσουμε τον μεγάλο αριθμό συνεργατών, δανειστών και φίλων, καθώς και
όλες τις γκαλερί που εκπροσωπούν τους συμμετέχοντες καλλιτέχνες. Όλοι τους συνέβαλαν στο project με
όλους τους πιθανούς τρόπους -συχνά μάλιστα κάνοντας και κάτι παραπάνω. Μεταξύ αυτών θα θέλαμε να
΄
ευχαριστήσουμε (με αλφαβητική σειρά) τους: Francesca Antonini, Emre Baykal, Rossella Bracali, Cecile
Canton, Agnes Fierobe, Valerie Fougeirol, Anne Igou, Natalia Kancheli, Marion Lambert, Chus Martinez,
Mercedes Vilardell, Δημήτρη Δασκαλόπουλο, Δάκη Ιωάννου, Μαρία Καγιαδάκη, Κατερίνα Κατώπη, Αρσέν
Καλφαγιάν, Ρουπέν Καλφαγιάν, Καίτη Κουλλιά, Φανή Μπουτάρη, Δημήτρη Πασσά, Αγγελική Ρούσου,
Γιάννη Σταυρακάκη, Στάθη Τσακίρη. Ιδιαίτερες ευχαριστίες θα θέλαμε να αποδώσουμε στην Κατερίνα Κοσκινά, πρόεδρο του Κρατικού
Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και διευθύντρια της 3ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, για
τη συμβολή της και για το ότι μας έδωσε την ευκαιρία να συμμετάσχουμε σε αυτήν την περιπέτεια.
Θα θέλαμε να εκφράσουμε τον βαθύ σεβασμό και την ευγνωμοσύνη μας προς τη Διεθνή Συμβουλευτική
Επιτροπή της Μπιενάλε. Τα μέλη της βρίσκονταν πάντα δίπλα μας και μας υποστήριξαν καθ’ όλη τη
διάρκεια της διαμόρφωσης του προγράμματος.
Ευχαριστίες οφείλουμε επίσης στους διοργανωτές των πέντε μουσείων που συνεργάστηκαν για την
Μπιενάλε («Κίνηση 5 Μουσείων Θεσσαλονίκης» - 5M): στο Αρχαιολογικό Μουσείου Θεσσαλονίκης, στο
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στο Κρατικό Μουσείο
Σύγχρονης Τέχνης και στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών του ΑΠΘ για τη φιλοξενία των εκθέσεών μας.
Τέλος, ένα εξίσου θερμό ευχαριστώ οφείλουμε στις τοπικές αρχές της πόλης της Θεσσαλονίκης για
την ανεκτίμητη υποστήριξή τους και το πνεύμα συνεργασίας που επέδειξαν, ιδίως στον κ. Σπύρο Πέγκα,
αντιδήμαρχο Πολιτισμού, Τουρισμού και Παιδείας.
23 \ 24
Curators’ Acknowledgements
The 3rd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art is now a reality.
This could not have happened without the priceless help and care of a number of people whom we
would like to thank with infinite gratitude:
Domna Gounari and Anna Mykoniati, our curatorial assistants, have embraced our concept from the
beginning and helped us with energy and enthusiasm. The success of the main programme of this
Biennale is the fruit of their efforts and their commitment. We would also like to express our gratitude
to the whole production team of the 3rd Thessaloniki Biennale and in particular to Syrago Tsiara, Areti
Leopoulou, Irini Papakonstantinou, Yiorgos Efstathoulidis, Kostas Kosmidis, Chrysa Zarkali, Melina Melikidou, Georgia Lili and Dora Kaipi.
Our admiration and gratitude goes to Andreas Angelidakis, the architect who gave a physical shape to
our ideas in the most unexpected and wonderful way. He is a real visionary, without whose contribution
this exhibition would not look as it does. Thank you Andreas.
We wish to thank Maria Tsantsanoglou, chief curator of the Costakis Collection, who supported and
facilitated our idea of showing contemporary artworks alongside constructivist works from the collection. She generously shared her knowledge and worked closely with us, selecting the pieces from the
collection. Our profound thanks.
We would like to thank Athina Ioannou, for carrying on her shoulders the management and coordination
of all the administrative facets of a very complicated project, addressing the needs and the desires of
curators, artists and the Managerial Authority of the Operational Programme Macedonia -Thrace 20072013, a Sisyphean task.
We wish to thank Kleoniki Christoforidou, for going beyond the limits of human capacity and working
to the shortest possible deadline to make the Biennale catalogue happen. For all the hours spent in her
office, at all hours of the day and night, and for her attention to details and her genuine devotion to the
project, even a very big thank you is not enough. Also, a big thank you also goes to the English editor of
our introductory text, Hannah Adcock.
We would also like to recognize a number of collaborators, lenders, friends, plus all the galleries that
represent the artists in the exhibition. They all helped the project in every possible way -and more, often
going out of their way to assist us. In alphabetical order, we would like to thank Francesca Antonini,
΄ Canton, Dimitris Daskalopoulos, Agnes Fierobe,
Emre Baykal, Fani Boutaris, Rossella Bracali, Cecile
Valerie Fougeirole, Anne Igou, Dakis Joannou, Arsen Kalfayan, Roupen Kalfayan, Natalia Kancheli, Katerina Katopi, Maria Kagiadaki, Kaiti Koullià, Marion Lambert, Chus Martinez, Dimitris Passas, Angeliki
Roussou, Yannis Stavrakakis, Stathis Tsakiris and Mercedes Vilardell.
A special thank you goes to Katerina Koskina, the president of the State Museum of Contemporary Art
and the director of the 3rd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art, for what she has accomplished
and for giving us the opportunity to be part of this adventure.
We would like to express deep respect and gratitude to the International Advisory Committee of the
Thessaloniki Biennale for their constant availability and their constant support throughout the entire process of the Biennale’s development.
Our thanks also go to the organizers of the Biennale’s five partner museums: “Thessaloniki-5 Museums
Movement” (5M): Archaeological Museum of Thessaloniki, Museum of Byzantine Culture, Macedonian
Museum of Contemporary Art, State Museum of Contemporary Art and Teloglion Foundation of Art
AUTh for hosting our exhibitions.
Last but not least, we would like to thank the local authorities of the city of Thessaloniki for their invaluable support and cooperative spirit, especially Mr. Spiros Pengas, Vice Mayor of Culture, Tourism and
Education.
Οχυρώνοντας μια Μπιενάλε
Επιλέγοντας μια στρατηγική σχεδιασμού των χώρων του κεντρικού προγράμματος της 3ης Μπιενάλε
Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, αναλογιστήκαμε τη σχέση του τίτλου Ο Γκρεμός και το Ρέμα με το κτίριο
που συχνά αντιπροσωπεύει τη Θεσσαλονίκη, τον Λευκό Πύργο. Ο μεν τίτλος της έκθεσης αναφέρεται στην
πιθανότητα οι κίνδυνοι που νομίζουμε ότι μας απειλούν να προκαλούν τελικά μια δημιουργική ευφορία, ο δε
Λευκός Πύργος είναι απομεινάρι ενός οχυρωματικού έργου του 12ου αιώνα, και ενώ κάποτε προφύλασσε
την πόλη από εισβολείς, τώρα λειτουργεί σαν λογότυπο. Δεδομένου ότι σε μια έκθεση σύγχρονης τέχνης
το κατ’ εξοχήν αρχιτεκτονικό εργαλείο είναι οι λευκοί εκθεσιακοί τοίχοι, σκεφτήκαμε την οργάνωση των
εκθεσιακών χώρων της Μπιενάλε σαν μια εννοιολογική προέκταση του Λευκού Πύργου, ένα οχυρωματικό
έργο το οποίο λειτουργεί σαν ένα αναγνωρίσιμο στοιχείο των εκθέσεων. Αναλύοντας μορφές οχύρωσης,
βλέπουμε ότι το οδόφραγμα, η τάφρος και το κέλυφος είναι οι συνηθέστερες τακτικές οχύρωσης. Με βάση
αυτές τις τυπολογίες προτείνουμε μια σειρά από επεμβάσεις στους χώρους όπου τοποθετείται το κεντρικό
πρόγραμμα της 3ης Μπιενάλε Θεσσαλονίκης. Οι «οχυρωματικές» αυτές επεμβάσεις διαμορφώνονται σε
κάθε έναν από τους χώρους ανάλογα με τον ίδιο τον χώρο αλλά και με την επιμελητική προσέγγιση.
Αλατζά Ιμαρέτ
Ο κεντρικός χώρος του Αλατζά Ιμαρέτ βρίσκεται σε άμεση επικοινωνία με τον έξω χώρο μέσω μιας μεγάλης
εισόδου. Η οχύρωση στην προκειμένη περίπτωση αποσκοπεί στο να επιβραδύνει την πρόσβαση του
επισκέπτη, δημιουργώντας μια νέα τελετουργία εισόδου, εντείνοντας παράλληλα την αίσθηση ενός μεγάλου
ενιαίου χώρου. Έτσι η έκθεση στον κεντρικό χώρο τοποθετείται ολόκληρη πάνω σε ένα λευκό βάθρο
ύψους ενός μέτρου, χωρίς όμως να εφάπτεται στους περιβάλλοντες τοίχους. Πάνω σε αυτό το βάθρο
τοποθετούνται τα έργα αλλά και οι τοίχοι που φιλοξενούν τα επιτοίχια έργα, που κανονικά θα βρίσκονταν στο
πάτωμα. Ο χώρος γύρω από το βάθρο λειτούργει πλέον σαν μια οχυρωματική τάφρος, η όποια διαχωρίζει
την έκθεση από την πόλη.
Αρχαιολογικό Μουσείο
Τρεις οχυρωματικοί τοίχοι τοποθετούνται μπροστά από το προαύλιο του Αρχαιολογικού Μουσείου,
λειτουργώντας σαν ένα ιδεατό όριο ανάμεσα στο μουσείο και την πόλη, ενώ παράλληλα ανακοινώνουν την
παρουσία του κεντρικού προγράμματος της Μπιενάλε. Μέσα στο μουσείο, μικρά έργα οχυρώνονται και πάλι,
με μια κατασκευή ενός κελύφους το όποιο παρέχει λευκούς τοίχους στο εσωτερικό του ενώ παραμένει
ακατέργαστο με εμφανή τον σκελετό στην εξωτερική πλευρά. Η διαφοροποίηση στις δυο πλευρές της
κατασκευής εντείνει την αίσθηση εισόδου σε έναν νέο χώρο, ενώ θυμίζει τα οχυρωματικά τείχη, τα όποια
έχουν εμφανή τη στατική στήριξη εξωτερικά.
27 \ 28
Κάζα Μπιάνκα
Ο εκθεσιακός χώρος της Κάζα Μπιάνκα αποτελείται από τέσσερα δωμάτια, τους χώρους υποδοχής, όταν το
κτίριο ήταν κατοικία. Τέσσερα νέα οχυρωματικά κελύφη τοποθετούνται μέσα στα υπάρχοντα δωμάτια, μέσα
στα όποια τοποθετείται η έκθεση. Τα νέα δωμάτια οργανώνουν την κυκλοφορία σύμφωνα με την επιμελητική
οργάνωση, ενώ δημιουργούν επιφάνειες τοίχου εκεί που υπήρχαν παράθυρα, διαφοροποιώντας τη νέα
προσωρινή κατασκευή από το μνημείο.
Γενί Τζαμί
Στο Γενί Τζαμί τοποθετούνται δυο οχυρωματικοί τοίχοι εκτός και εντός του κτιρίου. Ο εξωτερικός τοίχος
λειτουργεί σαν ανακοίνωση εισόδου στην Μπιενάλε, ενώ ο εσωτερικός διαχωρίζει τον προθάλαμο του Γενί
Τζαμί με τον κυρίως χώρο όπου και τοποθετείται η έκθεση. Ο δεύτερος αυτός τοίχος έχει δυο εισόδους και
έναν εσωτερικό διάδρομο, ο οποίος από τη μία πλευρά οδηγεί στον κυρίως χώρο ενώ από την άλλη στον
όροφο του κτιρίου, επιμηκύνοντας έτσι τη διαδικασία εισόδου άρα και τη σχέση με την πόλη.
Μπέη Χαμάμ
Στα Λουτρά Παράδεισος ανακαλύπτεται ένα νέο κέλυφος μέσα στην κάτοψη του υπάρχοντος, δημιουργώντας
μια παράξενη συνθήκη εσωτερικού και εξωτερικού χώρου, σχεδόν σαν μια αντίστροφη αρχαιολογική
ανακάλυψη. Καθώς οι επισκέπτες του χώρου περνούν από δωμάτιο σε δωμάτιο του Χαμάμ, συναντούν τα
τμήματα αυτού του νέου αντικειμένου-χώρου και σιγά σιγά αντιλαμβάνονται την έκταση αυτού του ξένου
σώματος που έχει ανακαλυφθεί μέσα στο παλαιό. Το κέλυφος αυτό έχει και πάλι τη μορφή οχυρωματικού
έργου που όμως ο εξωτερικός του εμφανής σκελετός έχει και οριζόντια στοιχεία και έτσι χρησιμοποιείται σαν
βιβλιοθήκη και προθήκη αρχειακού υλικού.
Μονή Λαζαριστών (Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης)
Στο προαύλιο της Μόνης Λαζαριστών τοποθετείται ένας οχυρωματικός τοίχος που δηλώνει την παρουσία
της Μπιενάλε, ενώ συγχρόνως οργανώνει τη διαδικασία εισόδου στο μουσείο. Στους εκθεσιακούς χώρους
της Μόνης τοποθετούνται τμήματα οχυρωματικών δωματίων, τα όποια μαζί με τους υπάρχοντες τοίχους
χωρίζουν τον χώρο σε «εσωτερικό» και «εξωτερικό», σε «μόνιμο» και «προσωρινό», οργανώνοντας με αυτόν
τον τρόπο και την τοποθέτηση των έργων σύμφωνα με την επιμελητική προσέγγιση.
29 \ 30
Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών
Στον πρώτο όροφο του Τελλόγλειου τοποθετούνται μια σειρά από οχυρωματικά κελύφη, τα όποια ενώνονται
μεταξύ τους αλλά και με τα ήδη διαμορφωμένα δωμάτια του χώρου με διάδρομους, έτσι ώστε να δημιουργούν
μια νέα συνεχόμενη διαδρομή μέσα στον νέο εσωτερικό χώρο, διπλά απομακρυσμένο από την πόλη.
Έξω από τα τείχη
Ενώ ο σχεδιασμός των εσωτερικών χώρων του κεντρικού προγράμματος της 3ης Μπιενάλε Θεσσαλονίκης
επιχειρεί την εννοιολογική αλλά και ψυχολογική οχύρωση των εκθέσεων, μεγάλο μέρος μιας επίσκεψης στην
Μπιενάλε λαμβάνει χώρα έξω από αυτά τα νέα συμβολικά τείχη.
Σημαδεύοντας σε έναν χάρτη τα μνημεία και τα μουσεία στα οποία τοποθετείται το κεντρικό πρόγραμμα,
παρατηρεί κανείς ότι είναι διασκορπισμένα μέσα στην πόλη, και ότι οι διαδρομές που τα συνδέουν
σχηματίζουν ένα ιδιότυπο δίκτυο δρόμων. Ακολουθώντας αυτές τις διαδρομές παρατηρεί κανείς ότι περνάνε
από τόσο διαφορετικές γειτονιές της Θεσσαλονίκης, έτσι ώστε μοιάζουν σαν τα κομμάτια μιας αφήγησης
που περιγράφει την ιστορία της πόλης. Βλέπει κανείς τις αλλαγές στον αστικό ιστό αλλά και στο ποιοι ήταν οι
κάτοικοί της, σε τί σπίτια ζούσαν και σε ποιες αγορές ψώνιζαν. Βλέπει κανείς πολυκατοικίες του ‘80 μετά από
εκλεκτικιστικά κτίρια, περιοχές που έχουν χάσει την παλιά τους αίγλη αλλά και σημεία που μέχρι πρόσφατα
ήταν ξεχασμένα και που τώρα οι νέοι της πόλης ανακαλύπτουν και κατοικούν και πάλι. Έτσι η 3η Μπιενάλε
εκτός από έκθεση σύγχρονης τέχνης, λειτουργεί και σαν εργαλείο για την ανάγνωση και ανακάλυψη της
ιστορίας της Θεσσαλονίκης.
Ανδρέας Αγγελιδάκης
Fortifying a Biennale
When choosing a design strategy for the main programme of the 3rd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art, we speculated upon the exhibition title A Rock and a Hard Place and its serendipitous relationship
to the White Tower, the building that is often seen to represent Thessaloniki. The title refers to a situation
where the dangers that we assume to be threatening end up producing a fertile creative ground. On the
other hand, the White Tower, part of a 12th century fortification infrastructure which used to protect the city
from oncoming threats, now acts as a branding device. Biennale designing usually refers to an architecture
of white exhibition walls, so we decided to treat the spaces of the Biennale as a conceptual extension of
the White Tower infrastructure, a network of white “fortification” walls that would act as the recognizable
architectonic feature of the Biennale. Cataloguing fortification typologies, we saw that the roadblock, the
moat, and the shell are the most commonly used types. Elaborating on these typologies, we proposed a
series of spatial interventions at each of the venues that host the main program of the 3rd Thessaloniki Biennale. Each of these “fortification” proposals was developed in response to the space itself as well as to the
curatorial approach.
Alatza Imaret
The fortification in this case attempts to lengthen the entrance procedure while also intensifying the feeling
of space. The entire exhibition is elevated on a 1m high plinth, strengthening the sense of enclosure by the
space’s dome; on the plinth are floor pieces as well as the exhibition walls themselves. The space around
the plinth acts as a moat that further separates the exhibition from the city outside.
Archaeological Museum
Three fortification walls are placed in front of the museum, creating a conceptual barrier between the city
and the museum, while announcing the Biennale to the city. Inside the museum, small works are further
fortified inside white rooms, left unpainted on the outside. This differentiation between the inside and the
outside finishes heightens the sense of entrance while referencing fortification wall structures.
Casa Bianca
Four new fortification shells are inserted into the exhibition rooms of Casa Bianca, creating a space within
a space. The circulation in these new rooms is rearranged according to the curatorial approach, while providing the space with the necessary wall space and differentiating the inserted structure from the historical
space.
Yeni Djami
A thick fortification wall is placed in the antechamber of this 1902 mosque. The wall blocks out the outside
world, and takes the visitor to the main space through a new path. The wall acts as a narrow, dark corridor,
leading from one side to the main space, and on the other side to the upstairs balcony, lengthening the
entrance procedure.
31 \ 32
Bey Hamam
A new building shell was discovered inside the floorplan of the Paradise Baths, shifting the relation between
inside and outside, like a reverse archaeological discovery. As the visitors move from room to room, they
encounter parts of this structure, slowly realizing that these parts complete an entire form, an enclosure.
This enclosure is yet another fortification shell, whose outside wall is an exposed structure that doubles as
a space for archives and bookshelves.
State Museum of Contemporary Art
Fragments of fortification shells are placed inside the spaces of Moni Lazariston, dividing the space into
intimate galleries, and arranging a new condition of interior and exterior, and permanent and temporary. In
turn, this arranges the placement of the works according to the curatorial approach.
Teloglio Foundation of Arts
A series of fortification shells are placed in the first floor of Teloglio space. These new rooms are interconnected via corridors, creating an almost narrative continuous path inside this new interior. The visitor exists
in a new, controlled interior, sharply separated from the rest of the Teloglio space.
Beyond the walls
While the exhibition design plays with the idea of the fortification and protection of the city as a branding
device, a large part of visiting the Biennale takes place outside these white walls.
Looking at all the venues marked on a map of the city, one notices that they are dispersed evenly across
the city, forming a network of roads and paths. These paths provide a clear cross-section of the history of
the city, because they take the visitor through the widest variety of Thessaloniki neighborhoods. The paths
slowly form a narrative puzzle, a history of the city. One can see the changes in the urban fabric over the
years, traces of the various inhabitants and the houses they lived in and the markets they shopped at. One
can see typical apartment buildings of the 1980’s next to an eclectic range of villas in areas that have lost
their past glory and been forgotten until recently, when they‘ve been rediscovered by the citizens of the city.
In this way, the 3rd Biennale is about more than a just a contemporary art exhibition; it is a viewing tool for
rediscovering the complex history of Thessaloniki.
Andreas Angelidakis
Παλιές διασταυρώσεις: Make it New!
Το slogan-πρόσταγμα του Ezra Pound «Φτιάξτο Καινούριο» που αποτέλεσε «πολεμική κραυγή» των
μοντερνιστών, modus vivendi των Κομφουκιανιστών και μέρος του όρκου των Βενεδικτίνων καλόγερων,
υιοθετεί στον τίτλο της η 3η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, δίνοντας έτσι τη γενική κατεύθυνση
της διοργάνωσης: σε έναν ενιαίο χώρο, με μια βαθειά πολιτιστική και πνευματική κληρονομιά όπως αυτός
της Μεσογείου -έναν χώρο πολύμορφο, αντιφατικό και μοναδικό, με μακραίωνη ιστορία και παραδόσεις,
συγκλίσεις και αποκλίσεις, σημείο συνάντησης Ανατολής και Δύσης- οι καλλιτέχνες καλούνται να αναλάβουν
τον ρόλο τους, να προτείνουν και να πραγματώσουν το «νέο», να προσδιορίσουν τις δημιουργικές τάσεις
της ανανέωσης, να υποδείξουν μια αξιοπρεπή και συνειδητή θέση για τον άνθρωπο, ο οποίος βρίσκεται
σε μια κρίσιμη, ασταθή και επώδυνη στιγμή της ιστορίας του σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο,
παγκοσμιοποιημένο και ταυτόχρονα κατακερματισμένο. Πόσο εύκολο όμως είναι αυτό όταν οι ιστορικές και
κοινωνικές συγκυρίες δε βοηθούν;
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης, στο βιβλίο του Παράθυρο στο Χάος, αναρωτιέται αν «μπορεί να υπάρξει δημιουργία
έργων (τέχνης) σε μια κοινωνία που δεν πιστεύει σε τίποτα»1, σχετίζοντας την κρίση της καλλιτεχνικής
δημιουργίας με την κατάρρευση των αξιών (άμεσο επακόλουθο της οικονομικής κρίσης) στον σύγχρονο
κόσμο. Όπως στην καπιταλιστική κοινωνία τα ζωτικά προβλήματα μετατοπίζονται από τον πραγματικό «χώρο»
σε μεταφυσικά επίπεδα, στη σχέση δηλαδή του ανθρώπου με την «άυλη», θεϊκή δύναμη, διαιωνίζοντας τη
μοιρολατρία και την αδράνεια, έτσι και στη σύγχρονη τέχνη πίσω από τον θόρυβο για την αμφισβήτηση του
κατεστημένου και την κατάργηση στεγανών μέσα από επαναστατικές αισθητικές αναζητήσεις, κρύβεται ο πιο
αποστειρωμένος κομφορμισμός: επιμελητές και θεωρητικοί που συγκεντρώνουν τις προσπάθειές τους στην
αυτοπροβολή τους και όχι στην υποστήριξη, την οργάνωση και την ερμηνεία της καλλιτεχνικής δημιουργίας,
απορροφημένοι σ’ ένα παιχνίδι τρυφής και εξουσίας. καλλιτέχνες που αδυνατούν να εκτελέσουν το χρέος
τους, ως διανοούμενοι, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης και δημιουργώντας μια
ουσιαστική σχέση με το κοινό τους, παγιδευμένοι σε μια κακώς νοούμενη εμπορευματοποίηση και σε ένα
λανθασμένο μοντέλο καταξίωσης με βάση τα πρότυπα, τα οποία υπερασπίζονται η διεθνής αγορά, οι θεσμοί
και οι κάθε είδους παράγοντες της τέχνης.
Η σχέση όμως αυτή θεωρητικού, δημιουργού και κοινού είναι απαραίτητη για τη δημιουργία Τέχνης. Γιατί η
πραγματική Τέχνη ως εκδήλωση του ανθρώπου που πηγάζει από τις ίδιες τις ανάγκες της ζωής, πρέπει να
βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με τη ζωντανή πραγματικότητα και να κρατά μια ηθική στάση απέναντι στη
ζωή, άλλωστε «από ένα σημείο και ύστερα η αισθητική ταυτίζεται με την ηθική» 2. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η
Τέχνη ανθίζει σε καιρούς οικονομικής και κοινωνικής δυσπραγίας: πάντα το νέο ξεπηδάει μέσα από το παλιό,
ειδικά στις περιόδους εκείνες που η σύγκρουση, η έντονη αμφισβήτηση και η διάθεση ανατροπής οδηγεί σε
μια επαναστατική δημιουργική ελευθερία, στην πλήρη αποδέσμευση από τις μορφές του παρελθόντος, στο
νέο που με τη σειρά του μοιραία θα γίνει και αυτό παλιό. Σε μια εποχή «κρίσης αδιεξόδου» 3, όπως η σημερινή,
που η προσωπική και εργασιακή ασφάλεια είναι σε κίνδυνο και οι άνθρωποι απειλούνται από την επερχόμενη
καταστροφή, η Τέχνη δεν μπορεί να μείνει στα χέρια καλλιτεχνών και επιμελητών που αυτοθαυμάζονται ούτε
μπορεί να είναι απλά μια πολυτέλεια, ένα μέσο απόδρασης από την δυσάρεστη πραγματικότητα. Έχει έρθει
η στιγμή αυτή που η Τέχνη ως «τέκνο της ανάγκης κι ώριμο τέκνο της οργής» πρέπει να λειτουργήσει ως
μάρτυρας των γεγονότων, να τα καταγράψει, να τα αναλύσει και να δώσει λύσεις.
Αμφιβάλουμε αν η Τέχνη θα μπορέσει να αντιδράσει άμεσα, να «το φτιάξει καινούριο» και να μας βγάλει από
την Κρίση. Ελπίζουμε όμως πως η Κρίση θα γίνει αφορμή να απαλλαγούμε από την αδιάφορη, αν όχι ανούσια,
τέχνη που μας έχει επιβληθεί τα τελευταία χρόνια και θα μας κατευθύνει όλους, θεωρητικούς, καλλιτέχνες και
κοινό, σε μια αναθεώρηση της δυναμικής και ουσιαστικής λειτουργίας της Τέχνης, οδηγώντας την στο μέλλον.
Δόμνα Γούναρη
Άννα Μυκονιάτη
1
Κορνήλιος Καστοριάδης, Παράθυρο στο Χάος, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2008.
2
Γιάννης Ρίτσος, Για τη Ζωή και την Τέχνη, εκδ. Ριζοσπάστης, Αθήνα 1987.
3
Για τον ορισμό της έννοιας «κρίση αδιεξόδου» βλ. Ε.Π.Παπανούτσος, Η Κρίση του Πολιτισμού μας, εκδ.Φιλλιπότη (17η εκδοση),
1994, σσ.25κ.ε.
33 \ 34
Old Intersections: Make it New!
The 3rd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art has chosen Ezra Pound’s slogan-command “Make it
New” for its general title. This phrase -a “war cry” of modernists, the modus vivendi of Confucians and part
of the vow taken by Benedictine monks- captures the general concept of the Biennale. The Mediterranean,
a region with a rich cultural and intellectual heritage, a diverse, ambiguous and unique place with a centuries-old history and traditions, a land of convergence and departures, a meeting place of East and West,
requires artists to play their part, proposing and implementing novelties, identifying the creative trends of
renewal, and proposing a decent, conscientious place for mankind, which is going through a crucial and
painful period of instability in an ever-changing, globalized, and yet fragmented world. How feasible is this
mission, however, when historic and social conditions are not auspicious?
In his book Window to Chaos, Cornelius Castoriadis ponders whether “there can be any creation of artworks in a society which believes in nothing” 1. He correlates the state of crisis of artistic creation with the
shattering of values (a direct consequence of economic crisis) in the modern world. In the same way that, in
a capitalistic society, vital problems are removed from the actual “space” and taken to metaphysical levels
-to the relationship of man with the “immaterial” divine power- thus perpetuating fatalism and inaction, so
too does modern art hide behind all the ruckus of supposedly contesting the establishment and abolishing
conventions through revolutionary aesthetic pursuits, which is in fact a sterilized conformism. Curators and
art theorists concentrate their efforts on self-promotion instead of supporting, organizing and interpreting
artistic creation, preoccupied, as they are, by a game of luxury and power; artists, incapable of fulfilling
their duty as intellectuals, fail to contribute to the formation of social conscience and in the creation of a
meaningful relationship with their audience, trapped, by their own hand, in a misguided commercialization
and a deluded model of success which is underpinned by the international market, institutions, and various
dignitaries of the art world.
However, the relationship between the art theorist, the artist, and the audience is essential to artistic creation. Genuine Art, as a form of human expression reflecting the needs of real life, should be fully attuned to
the real world and should preserve a moral stance toward life. After all, “aesthetics, after a point, identifies
with ethics” 2. This is precisely the reason why Art flourishes in times of economic and social malaise: the
new always emerges from the old, especially when there are confrontations, reversals, and questioning of
the old, leading to a revolutionary creative freedom, to complete emancipation from the rules of the past,
to something new, which will inevitably become old itself, given time. In an era of a “dead-end crisis” 3 like
the present one, when personal and professional security is at risk and people are threatened by a looming
disaster, Art can no longer remain in the hands of conceited artists and curators nor can it remain a simple
luxury, an escape mechanism from the bleakness of reality. The time has come for Art, as “necessity’s child,
the ripe child of rage”, to act as a witness of events, to record and analyze the facts and offer solutions.
We remain doubtful about the ability of Art to react immediately, to “make it new” and lead us out of this Crisis. But we are hopeful that the Crisis will serve as an opportunity to get rid of the indifferent, if not pointless,
art that has been imposed on us in the recent past, and will serve to galvanize us all -theorists, artists and
audiences- to revitalize the dynamic, meaningful function of Art, and lead Art into the future.
Domna Gounari
Anna Mykoniati
1
Cornelius Castoriades, Παράθυρο στο Χάος (Window to Chaos), Ypsilon editions, Athens 2008.
2
Yiannis Ritsos, Για τη Ζωή και την Τέχνη (On Life and Art), Rizospastis editions, Athens 1987.
3
For the definition of the concept “dead-end crisis” see E. P. Papanoutsos, Η Κρίση του Πολιτισμού μας (The Crisis of our Civilization),
Fillipoti editions (17th edition), 1994, pp. 25.
Ο κοσμοπολιτισμός μετά την πολυπολιτισμικότητα που ποτέ δεν υπήρξε
Όλες οι σπουδαίες πόλεις έχουν κοσμοπολίτικες φιλοδοξίες. Ορισμένες κατακτούν ένα είδος επισφαλούς,
έντονης πολυπολιτισμικότητας. Καθώς άνθρωποι από διαφορετικούς τόπους ζουν στην ίδια πόλη,
προκαλούνται μεγάλες εντάσεις. Σε περιόδους αισιοδοξίας, η ενεργητικότητα αυτή μπορεί να εμπνεύσει
το όνειρο για μια γνήσια κοσμοπολίτικη εκδοχή συνύπαρξης. Ωστόσο ποτέ το όραμα αυτό δεν πήρε σάρκα
και οστά σε καμία πόλη. Στην καλύτερη περίπτωση, συναντάμε ένα στρίμωγμα δημιουργικού δυναμισμού
και στη χειρότερη, συνθήκες διαχωρισμού ή ωμής σύγκρουσης. Έχοντας παρακολουθήσει από κοντά στη
Θεσσαλονίκη ένα παλαιότερο διεθνικό project, το Via Egnatia1, στο πλαίσιο του οποίου συναντιόντουσαν
καλλιτέχνες που είχαν διασχίσει και συγκεντρώσει ιστορίες από την αρχαία οδό που συνέδεε τη Ρώμη με την
Κωνσταντινούπολη, συνειδητοποίησα τον βαθμό στον οποίο αυτή η πόλη όχι μόνο βρισκόταν στο σταυροδρόμι
Ανατολής και Δύσης, αλλά επωφελήθηκε από τα πολλαπλά στρώματα πολιτισμικής ανάπτυξης. Είδα πολλά
μνημεία γεμάτα υβριδικές ιστορίες που αποτελούν χώρους-κλειδιά της φετινής Μπιενάλε. Το γεγονός αυτό
δημιούργησε πολλά ερωτήματα σε σχέση με τον ρόλο της πολιτιστικής κληρονομιάς, την αισθητική δύναμη
που δίνει μορφή στην ύλη και τη δυνατότητα συνδιαλλαγής κάθε ανθρώπου με τον ευρύτερο κόσμο.
Ο κοσμοπολιτισμός χρησιμοποιήθηκε ως έννοια για να διευρύνει τους ορίζοντες της ύπαρξης στον
κόσμο. Στη Δύση, η προέλευση του όρου ανάγεται συνήθως στους Στωικούς. Η φιλοσοφική αυτή σχολή
αναδείχθηκε μετά την κατάρρευση της κλασικής ελληνικής πόλεως, με την έλευση των αυτοκρατορικών
βλέψεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Pagden, 2000: 6). Ο πυρήνας της ταυτότητας και της διακυβέρνησης
εκτοξεύθηκε ξαφνικά σε μια κλίμακα που θεωρείτο μέχρι τότε αδιανόητη, και η οποία κάλυπτε πολλούς
διαφορετικούς πολιτισμούς. Το όραμα του Αλεξάνδρου για μια όσμωση του ελληνικού με το βαρβαρικό
στοιχείο αποδείχθηκε θνησιγενής. Πιο ανθεκτικό στον χρόνο αποδείχθηκε το ιδεώδες της συνύπαρξης με
άλλους λαούς. Ένας σύγχρονος ορισμός αναδεικνύει το μεγάλο εύρος που έχει εμπνεύσει αυτό το ιδεώδες:
«Σε γενικές γραμμές, ο κοσμοπολιτισμός συνεπάγεται τη στοχαστική αποστασιοποίηση του ατόμου από τις
δικές του πολιτισμικές συνάφειες, μια ευρεία αντίληψη των άλλων πολιτισμών και εθίμων και μια πεποίθηση
στην καθολικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης» (Anderson, 1998: 267). Φιλόσοφοι, πολιτικοί στοχαστές και
πολιτισμικοί κριτικοί έχουν αναρωτηθεί για το κατά πόσο ένας τέτοιος ορισμός υπερτονίζει τον ελιτισμό και
υποβαθμίζει την ισονομία, για το πώς θα μπορούσε να συμφιλιώσει τις εντάσεις ανάμεσα στη διαμονή και την
κινητικότητα και στο κατά πόσο υποδηλώνει μια σχετικιστική ή απόλυτη κοσμοθεωρία. Ο κοσμοπολιτισμός
είναι μια έννοια που συνδέεται γενεαλογικά τόσο με αυτό που ο Pagden ονομάζει «εκπολιτιστική αποστολή»
των διαφόρων ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών προγραμμάτων όσο και με ένα φιλοσοφικό ιδεώδες που είχε
ως στόχο ένα παγκόσμιο πολιτικό σύστημα, βασισμένο στον ορθό λόγο και όχι στο πατριωτικό συναίσθημα.
Ο κοσμοπολιτισμός ανέκαθεν βασιζόταν στην υπόθεση της ύπαρξης ενός ιδεατού τύπου κοσμοπολίτικης
επενέργειας. Οι σύγχρονες απόψεις για τον κοσμοπολιτισμό εξακολουθούν να είναι βαθιά επηρεασμένες
από τις ιδιότητες της «κοσμικότητας» και της κινητικότητας. Οι δύο αυτές ιδιότητες αποτελούν κληρονομιά
των αξιών του Διαφωτισμού που επιχείρησαν να μεταμορφώσουν τις αντιλήψεις περί αλήθειας και
ομορφιάς. Κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα, η εκπαίδευση των μελών της ευρωπαϊκής ελίτ περιλάμβανε μια
«εκλεπτυσμένη» στάση έναντι του κόσμου που κορυφωνόταν με μια μεγάλη περιοδεία στα αρχαιολογικά
μνημεία και παλάτια του δυτικού πολιτισμού. «Τα ταξίδια διευρύνουν τους ορίζοντες» ήταν ένα σλόγκαν, το
οποίο αποδεχόταν ακόμα και ο Νίτσε (Nietzsche, 1974: 342). Οι Στωικοί επίσης αποδέχονταν ότι τα ταξίδια
και η μόρφωση είναι τα μέσα για την κατάκτηση της σοφίας. Ο κοσμοπολιτισμός εκλαμβανόταν ως μέσο
για την εξύψωση της οπτικής του ατόμου, όσον αφορά τις διεθνείς υποθέσεις, σε επίπεδα ανώτερα από τον
τοπικισμό και τον εθνοκεντρισμό. Ωστόσο, μολονότι τόσο η κλασική εκδοχή του κοσμοπολιτισμού όσο και
αυτή του Διαφωτισμού θέλησαν να αγκαλιάσουν όλους τους ανθρώπους, θεωρώντας τους μέλη μιας κοινής
κληρονομιάς, δεν απέδιδαν τα ίδια δικαιώματα ή το ίδιο καθεστώς σε όλους.
Στο έργο του Καντ συναντάμε την πιο χαρακτηριστική διατύπωση αυτού του μοντέλου «αριστοκρατικού
κοσμοπολιτισμού». Σύμφωνα με τον Καντ, ο κοσμοπολιτισμός είναι κάθε άλλο παρά ουτοπικός. Οι βλέψεις
του αμβλύνονται από την αρνητική άποψη του Καντ για την ανθρώπινη φύση, στην οποία αναγνώριζε μια
φυσική τάση προς το κακό, από την πεποίθησή του ότι η εξουσία διαφθείρει αυτούς που την κατέχουν και
από τον ισχυρισμό του ότι η ιδανική μονάδα διακυβέρνησης είναι το μικρό, ανεξάρτητο κράτος. Ως εκ τούτου,
ο κοσμοπολιτισμός δεν είναι αγαθό που πρέπει να επιδιώκεται ως αυτοσκοπός, αλλά μια ηθική διεργασία,
η οποία μπορεί να θέσει υπό έλεγχο, όχι όμως και να εξαλείψει, τις καταστροφικές τάσεις της ανθρώπινης
35 \ 36
φύσης, καθώς και να αμβλύνει τις τυραννικές και ολοκληρωτικές τάσεις στην πολιτική. Η έμφαση που δίνει
στην κοσμοπολίτικη εκπαίδευση ως μέσο για την προαγωγή της «κοσμικότητας» και στην ανάπτυξη πολιτικών
θεσμών ως μηχανισμών διασφάλισης όχι μόνον της δημόσιας αρμονίας αλλά και της δημόσιας τάξης,
προϋποθέτει ότι το πλήθος διακρίνεται από έντονη τάση προς την αυτοκαταστροφή και τον τοπικισμό. Ο
αριστοκρατικός κοσμοπολιτισμός μπορεί να μοιάζει με ένα καλοπροαίρετο μοντέλο διακυβέρνησης, μπορεί
ωστόσο να υλοποιηθεί μόνο μέσα από μια πράξη βίας. Φανταστείτε μια σκηνή, στην οποία οι κοσμοπολίτικες
ελίτ στέκονται πάνω από το πλήθος και απαιτούν από αυτό να απεκδυθεί τις αρχέγονες ταυτότητές του. Οι
κοσμοπολίτικες ελίτ μιλούν για τις αρετές μιας νέας παγκόσμιας ταυτότητας, ωστόσο το πλήθος πληροφορείται
ότι η ταυτότητα αυτή μπορεί να αποκτηθεί μόνον αφού προηγουμένως ο καθένας έχει απεκδυθεί την τωρινή
του ταυτότητα. Σε μια τέτοια σκηνή, είναι βέβαιο ότι θα προκληθούν αντιδράσεις, διότι συνεπάγεται μια ηθική
ιεράρχηση. Με όρους στρατηγικής, θα ήταν πιθανόν να προκληθεί μια βίαιη εξέγερση, διότι μια αφηρημένη
ταυτότητα ελάχιστη παρηγοριά προσφέρει σε όσους αντιμετωπίζουν πολύ συγκεκριμένες απειλές. Τα
αριστοκρατικά μοντέλα κοσμοπολιτισμού ελάχιστα έχουν συμβάλει στην ανάπτυξη νέων πολιτικών δομών,
ικανών να διασφαλίσουν τα καθολικά δικαιώματα που προβάλλουν -συνήθως επιδείκνυαν μια περιφρόνηση
για την ηθική του πλήθους.
Δεν υπάρχει κανένα ιστορικό στοιχείο που να τεκμηριώνει την ύπαρξη κάποιας ανοιχτής πόλης, που
να οικοδομήθηκε με στόχο την κατοχύρωση των καθολικών δικαιωμάτων ή ως αποτέλεσμα κάποιου
εκπαιδευτικού συστήματος προαγωγής της ανεκτικότητας. Ωστόσο, υπάρχουν αναρίθμητες βιογραφικές
αφηγήσεις και ταξιδιωτικές ιστορίες που καταγράφουν κοσμοπολίτικες εμπειρίες. Στις αφηγήσεις αυτές,
η εμπειρία του ταξιδιού σε ξένους τόπους και της συνάντησης με διαφορετικής προέλευσης ανθρώπους
βρίσκεται στο επίκεντρο της καλλιέργειας της κοσμοπολίτικης συνείδησης. Αυτό το κενό ανάμεσα στη
συνείδηση και τις πραγματικές συνθήκες έχει επίσης απασχολήσει τους συγγραφείς. Το 1939, ο H.G.Wells
ασχολήθηκε με το ζήτημα της ανθεκτικότητας του κοσμοπολίτικου ιδεώδους, παρότι απουσιάζει κάθε
ιστορικό τεκμήριο για την ύπαρξή του: «Ολόκληρη η ιστορία είναι εναντίον του, ολόκληρη η πραγματικότητα
όμως είναι υπέρ του» (αναφέρεται στο Heater, 1996: ix). Το παράδοξο αυτό σχόλιο δείχνει ότι η επιβίωση
του κοσμοπολιτισμού αποτελεί από μόνη της ένα παράδοξο. Ο κοσμοπολιτισμός υπάρχει, πάντα όμως με τη
μορφή μιας νοσταλγίας στραμμένης προς το μέλλον. Ο Wells σημειώνει ότι η βασική ιδέα της ανθρώπινης
ενότητας και μιας αρμονικής μορφής παγκόσμιας διακυβέρνησης έχει διατυπωθεί συχνά, χωρίς όμως να
έχει πραγματωθεί ποτέ.
Τα κοσμοπολίτικα οράματα είναι πιο ισχυρά σε περιόδους συστημικής επέκτασης καθώς και μετά την
ατυχή κατάληξη αυτοκρατορικών περιπετειών. Όταν τα κράτη κερματίζονται ή σχηματίζονται νέες ενώσεις
και η ένταση της συνύπαρξης με το διαφορετικό φτάνει σε κάποιο κρίσιμο επίπεδο, τότε τα ιδεώδη του
κοσμοπολιτισμού προσφέρονται ως προσέγγιση για την αντιμετώπιση των πολιτισμικών διαφορών. Οι
κοσμοπολίτικες μορφές συνείδησης ενισχύονται από τις ενισχυμένες πληθυσμιακές εισροές ή τις απότομες
συναντήσεις με το διαφορετικό. Αυτό θα σήμαινε ότι εν μέσω της αναταραχής της παγκοσμιοποίησης
και των ασταθών γεωπολιτικών ισορροπιών, θα υπήρχε ένα ισχυρό αίτημα για την κοσμοπολίτικη σκέψη.
Ωστόσο ελάχιστα στοιχεία δείχνουν ότι θα μπορούσε κάποια μορφή αριστοκρατικού κοσμοπολιτισμού
να μεταμορφώσει το σύγχρονο πολιτικό τοπίο. Όχι μόνο διότι οι πολιτικοί ηγέτες ασπάζονται λαϊκιστικές
θέσεις, αλλά και διότι διατείνονται ότι η εξουσία τους εδραιώνεται ευθέως ανάλογα με την εχθρότητα που
επιδεικνύουν προς άλλες «ελιτίστικες» διεκδικήσεις του ηθικού μονοπωλίου. Έτσι, ο ιδεαλιστικός ηθικός
φιλόσοφος του Καντ απομακρύνεται από το επίκεντρο της πολιτικής διακυβέρνησης. Οι ηγέτες προτιμούν να
περιβάλλονται από ειδικούς των μέσων ενημέρωσης και των μεταπτώσεων της κοινής γνώμης. Αντίστοιχα,
ενώ τα ταξίδια θεωρούνταν θεμελιώδους σημασίας για τη διαμόρφωση του προηγούμενου μοντέλου των
κοσμοπολίτικων ελίτ, για τη σύγχρονη ελίτ τα ταξίδια είναι πιθανότερο να περιορίσουν παρά να διευρύνουν
τους ορίζοντες. Για να μπορέσει το ταξίδι να διευρύνει τους ορίζοντες θα πρέπει να συνοδεύεται από το
σοκ και τον πόνο της διαφοράς. Σήμερα, ο κοσμοπολιτισμός συνδέεται περισσότερο με το πλήθος. Οι απλοί
άνθρωποι είναι αυτοί που παίρνουν τον δύσκολο δρόμο της εξορίας ή που υποχρεώνονται να αντεπεξέλθουν
των προκλήσεων της παγκοσμιοποίησης στον τόπο τους. Δεν προκαλεί συνεπώς έκπληξη το γεγονός ότι οι
πιο πρόσφατες περιγραφές του κοσμοπολιτισμού ακολούθησαν εντελώς διαφορετική προσέγγιση. Σύμφωνα
με αυτές, μια νέα μορφή «κοσμικότητας» και κινητικότητας μπορεί να ανιχνευθεί, αν κοιτάξουμε «από κάτω
προς τα πάνω». Από αυτήν την οπτική, τα μέλη του πλήθους είναι ήδη κοσμοπολίτικα. Ο επιμελητής Manray Hsu υιοθετεί μια αντίστοιχη προσέγγιση, προσθέτει όμως και μια πολιτική διάσταση. Έχει διατυπώσει την
έννοια του «αποκεντρωμένου κοσμοπολιτισμού», για να περιγράψει τα περίπλοκα δίκτυα διαπολιτισμικών
αυτό-οργανωμένων συλλογικοτήτων που διαμορφώνονται σε συγκεκριμένους τόπους. (Hsu, 2005: 80).
Στόχος μου δεν είναι να αμφισβητήσω την αποτελεσματικότητα ούτε της ευρωκεντρικής αριστοκρατικής
προσέγγισης ούτε της δημώδους αποκεντρωμένης προσέγγισης του κοσμοπολιτισμού. Πιστεύω ότι τα
ιδεώδη του κοσμοπολιτισμού δε βρίσκονται αποκλειστικά στο ένα ή στο άλλο άκρο του φάσματος. Είναι
αμφίβολο ότι η ροή του κοσμοπολιτισμού κινείται είτε από πάνω προς τα κάτω είτε από κάτω προς τα πάνω,
και είναι πιθανότερο ότι οι δύο αυτές θέσεις είναι αλληλοεξαρτώμενες. Κανένας φορέας δεν μπορεί να
εξαλείψει τη δική τους αμφισημία και ως εκ τούτου να ενσαρκώσει απόλυτα τα ιδεώδη του κοσμοπολιτισμού.
Η συμφιλίωση των εντάσεων ανάμεσα στην οπισθοδρόμηση και την πρόοδο συνιστά πάντοτε ένα κοινωνικό
κίνημα που βασίζεται στη συναίνεση και όχι στα διατάγματα. Ωστόσο, η συναίνεση χρειάζεται επίσης τον
ορθολογικό διάλογο. Ως εκ τούτου, το κοινωνικό κίνημα είναι επίσης μια σύγκλιση διαφορετικών μορφών
ιστορικής συνείδησης. Αυτό απαιτεί μια διαφορετική προσέγγιση. Θεωρώ ότι ο κοσμοπολιτισμός είναι ένα
ιδεώδες που διατυπώνεται σε περιόδους κρίσιμων παρεμβάσεων. Δεν απορρέει αποκλειστικά άνωθεν ή
κάτωθεν αλλά μάλλον από το μέσον της κοινωνικής συνείδησης. Ο Felix Guattari έχει επίσης υποστηρίξει
ότι η «συλλογική διανοητικότητα» προέρχεται από το μέσον των πολιτισμικών ροών και των κοινωνικών
συνθηκών και όχι εκ των άνω ή εκ των κάτω. Υπογράμμισε ότι η δημιουργικότητα δεν ακολουθεί ευθεία
γραμμή ιστορικής προόδου ούτε εμφανίζεται ως μοντέλο που μπορεί να επιβληθεί εκ των άνω (Guattari, 1995:
129). Εάν δεχθούμε ότι ο κοσμοπολιτισμός αναδεικνύεται όταν η κυρίαρχη τάξη πραγμάτων διαταράσσεται,
ενδεχομένως θα βρούμε περισσότερα ίχνη της ύπαρξής του, αναλογιζόμενοι τις μικρές συνδέσεις ανάμεσα
στους πολιτισμούς και τους μικρούς βαθμούς αλληλοεπικάλυψης μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων ως ιχνών
μιας κοσμοπολίτικης συνείδησης.
Όμως, εάν ο κοσμοπολιτισμός εμφανίζεται μόνο ως ιδεώδες, δεν αποτελεί αυτό τεκμήριο της αποτυχίας του,
των περιορισμών του ή της χιμαιρικής υπόστασής του; Μπορεί η ιδέα του κοσμοπολιτισμού να λειτουργήσει
ποτέ ως συμπλήρωμα ή αντιστάθμισμα των εδραιωμένων ιδεών περί κοινότητας; Γιατί οι φιλόσοφοι και οι
καλλιτέχνες επιμένουν σε μια ιδέα που ποτέ δεν μετουσιώθηκε σε έναν εφικτό θεσμό ή πολύ περισσότερο
δεν αποδείχθηκε βιώσιμη εναλλακτική έναντι των φυλών, των κοινοτήτων και των κρατών, δηλαδή των
δομών που έχουν κατά καιρούς αποσπάσει την αφοσίωση των ανθρώπων; Αυτού του είδους η αμφισβήτηση
είναι διάτρητη, διότι θεωρεί ότι η δυναμική μιας ταυτότητας είναι ανάλογη της έκτασης της εφαρμογής της.
Για να αντιληφθούμε τις μορφές παρέμβασης και συλλογικότητας του κοσμοπολιτισμού χρειαζόμαστε μια
διαφορετική προσέγγιση της ταυτότητας, πιο ανοιχτής σε αποχρώσεις και ικανότερης να εντοπίσει την
ισχνότητα μιας μορφής που έρχεται και παρέρχεται χωρίς να αφήνει σχεδόν κανένα ίχνος. Το σημαντικότερο
από όλα είναι ότι χρειάζεται μια προσέγγιση ικανή να αντιληφθεί τη ρευστότητα της ανάμιξης.
Η απουσία οποιασδήποτε κοσμοπολίτικης πόλης εγείρει ακόμη περισσότερα ερωτήματα για την αδυναμία του
κοσμοπολιτισμού. Αντίστοιχα, εάν το έργο τέχνης δεν ολοκληρώνεται με τη δημιουργία ενός αντικειμένου,
αλλά υλοποιείται μόνο στην αέναη εμπειρία μιας επερχόμενης κοινότητας, τότε αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει
τίποτε περισσότερο από την απόλαυση έξοχων στιγμών καινοτομίας ή μήπως αυτή η νύξη αποτελεί επίσης μια
μορφή νοσταλγίας για ένα διαφορετικό μέλλον συνύπαρξης με τους άλλους; Πού μπορούμε να εντοπίσουμε
τα ίχνη αυτού του ασύλληπτου κοσμοπολιτισμού; Καταλήγοντας, εισηγούμαι ότι μια πιο κοντινή ματιά στην
ιστορία του τόπου που φιλοξενεί τη Μπιενάλε, θα αποκαλύψει ότι η αντίστιξη πολιτισμικών διαφορών και η
πρόσκληση να έρθουν κοντά διαφορετικοί άνθρωποι, έχει ως κίνητρο την επιθυμία να αποκτηθεί μια ματιά
σε μια κοσμοπολίτικη κοινότητα που βρίσκεται πάντοτε στο στάδιο του γίγνεσθαι. Η ματιά που προσφέρει η
τέχνη δεν είναι σταθερή αλλά μοιάζει περισσότερο με την τρεμοφέγγουσα αναγνώριση της δυνατότητας
για αλλαγή, η οποία δε θα αποκαλυφθεί ποτέ εάν ένας μόνο κωδικός λειτουργεί ως το φίλτρο από το οποίο
πρέπει να περνάνε τα πάντα. Χωρίς φιλοξενία, δεν υπάρχει ίχνος κοσμοπολιτισμού.
Τί είναι αυτό που κάνει η τέχνη, το τόσο έξοχο στην εκτέλεση του πολιτικού, που τη διαφοροποιεί από την
πολιτική; Έχω υποστηρίξει ότι οι καλλιτέχνες δεν παράγουν έργα που αποκαλύπτουν την κατάσταση του
κοσμοπολιτισμού, αλλά παίζουν ενεργό ρόλο ως μέσα για την εμφάνισή του. Αυτό δεν αποτελεί μια άσκηση
που μπορεί να εκτελεστεί μέσω του μοναχικού αναστοχασμού και του πειραματισμού. Οι καλλιτέχνες
επιδιώκουν πλέον να προσεγγίσουν περισσότερο την κοινότητα, όχι απλώς για να αποκαλύψουν τα
μυστικά της, αλλά και για να υλοποιήσουν την εγγενή τάση προς την κοινωνικότητα. Η μεσολάβηση είναι η
διαδικασία της διαμόρφωσης του επόμενου βήματος στην προσπάθεια της συμβίωσης, σε καιρούς όπου η
37 \ 38
περιπλοκότητα της διαφοράς φαντάζει σχεδόν συντριπτική. Δεν είναι απλώς μια αποκάλυψη της εσώτερης
αλήθειας μιας προσωπικής ταυτότητας ούτε ένα περίγραμμα της ευρύτερης κοινωνικής δομής, αλλά η
ενέργεια της συγκέντρωσης διαφορετικών συνόλων συμφερόντων, ώστε να επενεργούν το ένα στο άλλο
ταυτόχρονα και με τον τρόπο αυτόν να δημιουργούν αυτό που ο Lu Jie ονομάζει «κοινωνικό μοντάζ» (Jie,
2005: 125).
Όταν ο H.G. Wells μίλησε για την απουσία ιστορικών δειγμάτων ενός κοσμοπολίτικου πολιτισμού και για την
αντοχή του κοσμοπολιτισμού ως ιδεώδους, χρησιμοποίησε ενεστώτα χρόνο. Για να επαναλάβω το παράδοξο
του Wells: «ολόκληρη η ιστορία είναι εναντίον του. Όμως ολόκληρη η πραγματικότητα είναι υπέρ του». Αυτή
η σύγκρουση δείχνει ότι ο κοσμοπολιτισμός υπάρχει μέσα μας σαν μια αισθητική δύναμη που επιζητά την
επαφή με τους άλλους ανθρώπους.
1
Το Via Egnatia-A Path of Displaced Memories (Εγνατία– Ένα Μονοπάτι Εκτοπισμένων Αναμνήσεων), είναι μία πρωτοβουλία των Osservatorio Nomade, Stalker – Ρώμη, Autogeree – Παρίσι, Οξύμωρο– Αθήνα. Η Μαρίνα Φωκίδη είχε την επιμέλεια της ελληνικής παρουσίασης
στο Γενί Τζαμί. Το συνέδριο και η έκθεση πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα 3-17 Φεβρουαρίου του 2005.
Νίκος Παπαστεργιάδης
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Anderson, Amanda (1998) “Cosmopolitanism, Universalism and the Divided Legacies of Modernity”, στο Pheng Cheah & Bruce Robbins
(επιμ.) Cosmopolitics: Thinking and Feeling Beyond the Nation. Minneapolis: University of Minnesota Press.
Guattari, Felix (1995) μτφρ. Paul Bains και Julian Pefanis. Chaosmosis: An Ethico-aesthetic Paradigm. Σίδνεϋ: Power Publications.
Heater, Derek (1996) World Citizenship and Government: Cosmopolitan Ideas in the History of Western Political Thought. Λονδίνο:
MacMillan.
Hsu, Manray (2005) “Networked Cosmopolitanism”, στο Nick Tsoutas (επιμ.) Knowledge + Dialogue + Exchange. Σίδνεϋ: Artspace.
Jie, Lu (2005) “Locale and Internationale – Resituating Global Networks”, στο Kim Hong-Hee (επιμ.) World Contemporary Art in the Eyes
of Asia. Gwanju: 6ο Φόρουμ Ασιατικής Τέχνης της Μπιενάλλε του Gwanju.
Nietzsche, Fredrich (1974) μτφρ. Walter Kaufmann The Gay Science. Νέα Υόρκη: Vintage.
Pagden, Anthony (2000) “Cosmopolitanism as Imperialism”, Constellations 7(1): 3–22.
Cosmopolitanism After the Multiculturalism that never was.
All great cities aspire to be cosmopolitan. Some cities achieve a jagged and nervous kind of multiculturalism. As people from different parts of the world live side by side they generate a bustling tension. In moments of optimism this energy can inspire the dream of a genuine cosmopolitan vision of co-existence.
However such a city has never been found. At best, there is a jostling of creative dynamism and at worst,
conflicted segregation and outright conflict. While witnessing the crucial juncture at Thessaloniki of an earlier trans-national project called Via Egnatia1 in which artists had travelled along and gathered stories from
the ancient road linking Rome with Istanbul, I became aware of the extent to which this city was not only at
the crossroads of East and West, but also the beneficiary of complex layers of civilizational development. I
witnessed many of the monuments rich with hybrid histories that provide key sites of the current Biennale.
This event prompted many enduring questions concerning the role of cultural heritage, the aesthetic force
that gives form to formless matter, and the capacity of individuals to engage with the cosmos.
Cosmopolitanism has been used as a concept to open the horizons for being in the world. The Western origin of cosmopolitanism is usually associated with the Stoic philosophers. This school emerged after the collapse of the classical Greek polis and in the wake of Alexander’s imperial adventures (Pagden, 2000: 6). The
nucleus of identity and governance was suddenly catapulted onto a scale that was previously inconceivable
and interspersed with foreign cultures. The Alexandrian vision of a fusion between Greek and Barbarian was
short lived. What was more enduring was the ideal of co-existence with other people. A recent definition
touches upon the wide terrain that this ideal has inspired: “In general cosmopolitanism endorses reflective
distance from one’s cultural affiliations, a broad understanding of other cultures and customs, and a belief
in universal humanity” (Anderson, 1998: 267). Philosophers, political theorists and cultural critics have long
pondered whether such a definition gives too much weighting towards elitism and not enough to egalitarianism; how it can reconcile the tensions between dwelling and mobility, and whether it implies a relativist or
absolutist worldview. Cosmopolitanism is a concept whose genealogy is both complicit with what Pagden
calls the “civilizing mission” of various European imperial projects, and a philosophical ideal that has sought
to achieve a universal politics on the basis of reason rather than the sentiments of patriotism.
Cosmopolitanism has always presumed the existence of an ideal type of cosmopolitan agent. Contemporary views on cosmopolitanism are still heavily influenced by the qualities of “worldliness” and mobility.
These qualities are a legacy of the enlightenment values that sought to transform the way truth and beauty
was found. In the eighteenth and nineteenth centuries the education of the European elite included a “cultured” attitude to the world that culminated with a grand tour of the ruins and palaces of Western civilization.
“Travel broadens the mind” was a slogan that even Nietzsche endorsed (Nietzsche, 1974: 342). The Stoics
were quick to endorse travel and education as the means of gaining wisdom. Cosmopolitanism was seen
as a means of elevating an individual’s perspective above the provincial and nationalist views on world
affairs. However, even though both classical and enlightenment versions of cosmopolitanism sought to
embrace all of humanity as members of a common heritage, they did not extend the same rights and status
to everyone.
In Kant’s writing there is the most explicit articulation of this model of “patrician cosmopolitanism”. Kant’s
conception of cosmopolitanism is by no means utopian. It is carefully checked by his negative view on human nature as bearing an innate propensity to evil, his belief that power corrupts those who are in a position
to execute it, and his claim that the ideal scale of governance is a small independent state. Cosmopolitanism is thus not a virtue that is to be pursued for its own qualities, but a moral process that can control but
not extinguish the destructive drives in human nature, as well as temper the tyrannical urges and totalitarian
tendencies in politics. The emphasis on a cosmopolitan education as a means to promote worldliness, and
the development of civil institutions as mechanisms for not only ensuring public harmony but also controlling violence, presumes that the multitude has a singular propensity for self-destruction and parochialism.
Patrician cosmopolitanism may appear as a benign model of governance, however it can only commence
through an act of violence. Imagine a scene in which the cosmopolitan elites stand above the multitude
and demand that they strip themselves of their primordial identities. The cosmopolitan elites pronounce the
virtues of a new universal identity, but the multitude is also told that this will only come after the present one
39 \ 40
has been renounced. Such a scene can only provoke resentment because it presupposes a moral hierarchy, and in strategic terms, it is likely that a violent backlash would follow because an abstract identity offers
little comfort for those who are facing specific threats. Patrician modes of cosmopolitanism have done little
to develop new political structures that can secure the universal rights that they espouse and have tended
to demean the moral capacity of the multitude.
There are no historical records that demonstrate the existence of an open city that has been built in pursuit
of the virtues of universal rights or as a result of a tolerant educational system. However, there are numerous biographical narratives and travel stories that describe cosmopolitan experiences. In these stories the
experience of traveling to foreign lands and encountering a mixture of people is central to the formation of a
cosmopolitan consciousness. It is this gap between consciousness and conditions that has also perplexed
writers. In 1939 H.G. Wells reflected on the persistence of the cosmopolitan ideal despite the absence of
any record of its existence: “All history is against it. But all reality is for it” (qtd in Heater, 1996: ix). This paradoxical comment suggests that the survival of cosmopolitanism is itself a paradox. It exists but always in the
form of a future-oriented nostalgia. Wells notes that the basic idea of human unity and a harmonious form of
universal governance has been often expressed but never realized.
Cosmopolitan visions have been most vivid in times of systemic expansion and in the ruins of imperial adventures. When states break up or new unions are formed, and the intensity of living with difference reaches a
critical level, then the ideals of cosmopolitanism provide a perspective for the entanglement of cultural differences. Cosmopolitan forms of consciousness are heightened by the intensified flows or abrupt confrontations with cultural differences. This would suggest that, amidst the turbulence of globalization and the unstable geo-political alignments, there would be a strong demand for cosmopolitan thinking. However, there
is little evidence to suggest that a form of patrician cosmopolitanism is likely to reshape the contemporary
political arena. For not only are political leaders adopting populist positions, they are also proclaiming that
their authority is enhanced in proportion to their hostility to other “elitist” claims to a moral monopoly. Leaders prefer to surround themselves with the calculators of media hits and forecasters of political mood. Similarly, if travel was central to the formation of an earlier form of cosmopolitan elites, then for the contemporary
elite travel is more likely to narrow the mind. For travel to broaden the mind there must also be the shock and
pain of difference. Today cosmopolitanism is more readily associated with the multitude. They are the ones
who travel the jagged roads of exile, or the ones who must confront the turbulence of globalization without
leaving their homes. It is therefore not surprising that the more recent accounts of cosmopolitanism have
approached it from a totally different direction. They argue that a new form of worldliness and mobility can
be traced if we look from the “bottom-up”. From this angle the multitude are already cosmopolitan. The curator Manray Hsu also adopts a similar perspective but adds a further political dimension. He has proposed
a concept of “decentralized cosmopolitanism” to address the complex network of cross-cultural and selforganized artistic collectives that are formed in specific localities (Hsu, 2005: 80).
My aim is not to question the efficacy of either the Eurocentric patrician or the decentralized vernacular perspectives on cosmopolitanism. It is my belief that cosmopolitan ideals do not rest exclusively at either end
of the spectrum. It is unlikely that the flow of cosmopolitanism is either top-down or bottom-up, and more
likely that the two positions are dependent upon each other. There is no agent who can extinguish their
own conflicted nature and therefore fully embody the ideals of cosmopolitanism. The reconciliation of the
tension between evil and progress is always a social movement based on consensus not fiats. However,
the consensus also requires arenas for rational debate. Thus the social movement is also a convergence
of different forms of historical consciousness. This requires a different perspective. I would suggest that
cosmopolitanism is an ideal that is articulated in moments of critical intervention. It does not emanate solely
from above or below but from the middle of social consciousness. Felix Guattari also argued that “collective
intellectuality” comes from the midst of cultural flows and social circumstances, rather than from the bottomup. He stressed that creativity does not follow a straight line of historical progress or appear as a model that
can be imposed from above (Guattari, 1995: 129). If we accept the premise that cosmopolitanism emerges
when the dominant order of things is unsettled, then we may find more traces of its existence by considering
the little connections that slip between cultures, and the small degrees of overlap between different people
that can produce a glimpse of cosmopolitan consciousness.
If cosmopolitanism only appears as a yearning, then is this not a sign of its conceptual failure, limitation
and impossibility? Can the idea of cosmopolitanism ever serve as a complement or counterpoint to the
established notions of community? Why do the meek and the artistic collectives hang onto an idea that has
never been materialized as a viable institution, let alone as a rival structure to the tribes, communities and
states in which our allegiances have been confirmed? This line of questioning implies weakness because
it assumes that the strength of an identity is in proportion to the scale of its footprint. To grasp the forms of
cosmopolitan agency and community we need a different perspective on identity. One that is more attuned
to subtlety. One that is more alert to the faintness of a form that comes and goes but barely registers its
presence. Most important of all is the need for a perspective that can comprehend the fluidity of mixture.
The absence of any cosmopolitan city raises even more questions about the meekness of cosmopolitan
agency. Similarly, if the work of art is not completed in the construction of an object, but only realized in the
unending experience of a coming community, then is there anything more than the savouring of exquisite
moments of novelty or is this intimation also a form of nostalgia for a different future with others? Where can
we find the traces of this elusive cosmopolitanism? In conclusion, I suggest that a closer look at the history
that is already at the ground of this Biennale will reveal that the juxtaposition of cultural differences, and the
invitation for different people to come together, is driven by a desire to gain a glimpse at a cosmopolitan
community that is always in the process of becoming. The glimpse that art offers is not stable, it is more
like the flickering recognition of a potential for change that will never reveal itself if one code serves as the
pervasive screen through which everything else must pass. Without hospitality there is no hint of cosmopolitanism.
What is it that art does that is so exquisite in its execution of the political that differentiates it from politics? I
have been arguing that artists do not deliver documents which reveal the condition of cosmopolitanism, but
rather that they take an active role in the mediation of its emergence. This is not an exercise that can be conducted through solitary reflection and experimentation. Artists now seek to come closer to a community not
simply to reveal its secrets but to realize the inherent desire for conviviality. Mediation is the process of working out the next step for living together in times when the perplexity of difference is almost overwhelming. It
is not just a revelation of the inner truth of a personal identity, or an outline of the broader social structure but
the action of putting together different sets of interests so that they can work on each other simultaneously
and thereby create what Lu Jie calls a “social montage” (Jie, 2005: 125).
When H.G. Wells expressed both the absence of historical traces of a cosmopolitan civilization, and the
persistent desire for cosmopolitanism, he maintained the use of the present tense. To repeat his paradox:
“All history is against it. But all reality is for it”. This conflicted state suggests that cosmopolitanism exists in
us like the aesthetic force that seeks connection with other people.
1
Via Egnatia-A Path of Displaced Memories is a project by Osservatorio Nomade, Stalker – Rome, Autogeree – Paris, Oxymoron – Athens.
Marina Fokidis curated the conference and installation of works in the Yeni Tzami. The conference and exhibition were held between 3-17
February 2005.
Nikos Papastergiadis
41 \ 42
BIBLIOGRAPHY
Anderson, Amanda (1998) “Cosmopolitanism, Universalism and the Divided Legacies of Modernity”, in Pheng Cheah & Bruce Robbins
(eds.) Cosmopolitics: Thinking and Feeling Beyond the Nation. Minneapolis: University of Minnesota Press.
Guattari, Felix (1995) transl. Paul Bains and Julian Pefanis. Chaosmosis: An Ethico-aesthetic Paradigm. Sydney: Power Publications.
Heater, Derek (1996) World Citizenship and Government: Cosmopolitan Ideas in the History of Western Political Thought. London: MacMillan.
Hsu, Manray (2005) “Networked Cosmopolitanism”, in Nick Tsoutas (ed.) Knowledge + Dialogue + Exchange. Sydney: Artspace.
Jie, Lu (2005) “Locale and Internationale – Resituating Global Networks”, in Kim Hong-Hee (ed.) World Contemporary Art in the Eyes of
Asia. Gwanju: The 6th Gwanju Biennale Asian Art Forum.
Nietzsche, Fredrich (1974) transl. Walter Kaufmann The Gay Science. New York: Vintage.
Pagden, Anthony (2000) “Cosmopolitanism as Imperialism”, Constellations 7(1): 3–22.
Θεσσαλονίκη, μάννα μου
Κάθε πρωί σε περπατώ στην παλιά παραλία σου, αγαπημένη, εκεί που στέκονταν τα τείχη σου μέχρι το 1875,
εκεί όπου ο ευφυής Εμπράρ είχε σχεδιάσει μια προκυμαία είκοσι πέντε μέτρα πιο μπροστά απ’ τη σημερινή,
έτσι που ο περίπατος θα γινόταν σχεδόν πάνω στα νερά του Θερμαϊκού σου. Περπατώ κι αναπολώ τους
ποιητές σου που σε δοξάζουν, περπατώ και ψιθυρίζω στίχους και μνημονεύω ονόματα, Αναγνωστάκη,
Ασλάνογλου, Θέμελη, Κύρου, Θασίτη, Αγαθοπούλου, Αλέξη Τραϊανό και Δημήτρη Δημητριάδη, ποιητικά
αποφθέγματα του Χριστιανόπουλου μουσκεμένα απ’ την αγάπη του για σένα, ενώ η βαριά υγρασία σου
χρόνια τώρα με σιγοτρώει σαν σαράκι. Κόβω ματσάκι λεβάντα απ’ τα παρτέρια της Τσιρογιάννη και τ’ αποθέτω
στην προτομή του αθάνατου Τάκη Κανελλόπουλου. Άραγε θα αξιωθείς μια λεωφόρο ονείρων στο όνομα
ενός γιου σου όντως πρωτοπόρου, σαν του πρώτου Ευρωπαίου σοσιαλιστή Αβραάμ Μπεναρόγια; Ή σαν του
Παύλου Ζάννα, που εμπνεύστηκε το Φεστιβάλ κι άνοιξε δρόμους κινηματογραφικούς στην επικράτεια; Οι
οδοί κι οι πλατείες σου στη θέση ανθυπομοίραρχων θα σου ‘πρεπε να βαφτιστούν στο όνομα ενός Ρέγκου,
ενός Τσίζεκ, ενός Μοσκώφ. Τα πιο πολλά αγάλματά σου θα σου ‘πρεπε να γκρεμιστούν γιατί είναι καρποί
ακαλαισθησίας που τους γέννησαν οι γάμοι ενός συμπλεγματικού τοπικισμού και μιας συφοριασμένης
παπαδοκρατίας. Υπό την σκέπην ενός παραφουσκωμένου εθνοκεντρισμού που εύρισκε πάντοτε στα μέρη
σου παθιασμένους οπαδούς.
Στέκομαι μπρος στον Πύργο σου το Λευκό, το πολυτραγουδισμένο ιστορικό σου σύμβολο, τυραννικό
κάποτε οχυρό, «Κανλί κουλέ», «Πύργος του αίματος», τόσες ψυχές παραδόθηκαν εδώ στο παρελθόν απ’ τα
βασανιστήριά τους, Γενίτσαροι και Βούλγαροι, Ντονμέδες και Ρωμιοί, ακόμη και Μακεδόνες επαναστάτες
του ‘21.
Προχωρώ προς τα ανάκτορα με τα ψηφιδωτά του Γαλέριου, έπειτα προς τον Θρίαμβο της Καμάρας,
κατόπιν προς την μεγαλόπρεπη Ροτόντα σου, που υπήρξε ναός των Εθνικών, έπειτα ορθόδοξος Αη
Γιώργης, ύστερα τέμενος ισλαμικό και τελευταία ερίζουν όλοι για το κουμάντο της, καημένη πολιτεία δεν
θα ησυχάσεις ποτέ.
Σε είπανε Θεσσαλονίκη, Σαλονίκη, Σαλονίκ, Σελιανίκ, Σαλονίκο, Σαλόνικα και Σόλουν. Μικρή
Κωνσταντινούπολη και Νέα Ιερουσαλήμ. Υπήρξες η αγαπημένη των Ησυχαστών, η εκλεκτή των Καισάρων,
η οιωνεί προσφυγομάννα, και τον καιρό της Κατοχής, στον οργασμό του ρεμπέτικου, η πρώτη -λέει ο
Βαμβακάρης- φτωχομάννα. «Μητέρα Θεσσαλονίκη» σε ονόμασε ο Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης. Κι έτσι σε
νιώθουμε.
Οι έρωτές σου ήταν κάποτε πρόσφοροι, ιδίως οι δημόσιοι, όμως ανθούσαν αγκομαχώντας σε καλντερίμια
κακοπαθημένα κι αγκαθωμένες εξοχές. Στις κεντρικές γειτονιές σου, η ερωτική ηδονή ίσως να φτάνει
στο απόλυτο φόρτε της στα οπίσθια ενός βυζαντινού ιερού ή μέσα σε μια μισοσκεπασμένη ρωμαϊκή
«Σαρκοφάγο», σαν εκείνες του Γιώργου Ιωάννου, ενός απ’ τα πιο άξια τέκνα σου που σε λάτρεψαν.
Δεν βρέθηκε ακόμη διαβρωτικό για να σβήσει τα ίχνη του αίματος που έλουσε την ιστορία σου,
πολυαγαπημένη και πολύπαθη πολιτεία. Το αίμα των επί Γαλέριου Μαξιμιλιανού χριστιανών μαρτύρων σε
διώκει. Προεξαρχόντων του Πολιούχου Δημητρίου και του Νέστορος. Το αίμα των σφαγιασθέντων επτά
χιλιάδων Θεσσαλονικέων στον Ιππόδρομο από τον αιμοσταγή αυτοκράτορα Θεοδόσιο ζητά το δίκιο του.
Τα φαντάσματα των Βυζαντινών πριγκίπων, που εσένα, την Συμβασιλεύουσα, επέλεξε ως τόπο εξορίας
τους επί Εικονομαχίας η Βασιλεύουσα, σε στοιχειώνουν. Οι βεβηλωμένοι απ’ το κούρσος του Σουλτάνου
Μουράτ που σε κατέκτησε, οι κατακρεουργημένοι απ’ το φανατισμένο από τους δερβισάδες τουρκολόι
πρόξενοι Άμποτ και Μουλέν, οι πυρπολημένοι της φωτιάς του ‘17, οι αποδεκατισμένοι πρόσφυγες της
καραντίνας στην Καλαμαριά του ‘23, οι σκοτωμένοι καπνεργάτες του ‘36, οι εξορισμένοι και δολοφονημένοι
από τους Γκεσταπίτες Εβραίοι σου από το ‘41 μέχρι το ‘45, ζητούν εκδίκηση. Ο Πολκ, ο Λαμπράκης ο
Τσαρουχάς ζητούν δικαιοσύνη. Ο «Δράκος του Σέϊχ Σου», την αλήθεια. Πώς εσύ, μια πόλη που διάλεξε ο
Απόστολος Παύλος για πρώτο σκαλοπάτι της διδασκαλίας του στην Ευρώπη και προς τους κατοίκους σου
απηύθυνε τις πιο εμπνευσμένες επιστολές του, πώς το ανέχθηκες τόσο άδικο αίμα;
43 \ 44
Τις Καρυάτιδές σου, τις «Μαγεμένες» σου, οχτώ ανάγλυφες μυθικές μορφές του αρχαίου κόσμου, σου τις
άρπαξαν απ’ την «Στοά των ειδώλων», πίσω απ’ τα «Λουτρά του Μπέη», και τώρα πια κρατούν συντροφιά στο
Λούβρο τις δύο άλλες κλεμμένες Ελληνίδες θεές, τη Νίκη και την Αφροδίτη.
Στην αναφορά και τη θύμησή σου ανακαλείται στην αίσθηση των παλιότερων Τούρκων η «μακρινή μητέρα»
τους, είσαι για κείνους η μάννα του Ατατούρκ και η πατρίδα του Ναζίμ Χικμέτ, είσαι ότι είναι για μας η Σμύρνη.
Που της μοιάζεις και σου μοιάζει τόσο, όσο σε άλλη καμιά.
Σου υποκλίθηκαν και θεράπευσαν το πνεύμα σου πολλοί, όπως ο Ευστάθιος και ο Εβλιγιά Τσελεμπί, ο
Μπουασονά και ο Νικόλαος Πολίτης, ο Δελμούζος και ο Τριανταφυλλίδης, ο Καββαδίας και ο Τσιτσάνης, ο
Καραντινός και η κυρία Κυβέλη, ο Ανδρόνικος και η Άλκη Κυριακίδου, ο Ζογγολόπουλος και ο Μαζάουερ.
Ήσουν η τελευταία ερωμένη του αδελφού μας Μανώλη Ρασούλη, η παντοτινή μάννα -αν και τον είχες κι
αυτόν κακοκαρδίσει- του καρντάση μας Νίκου Παπάζογλου.
Πότε θα γιάνουν πια οι κακοφορμισμένες πληγές σου που κουβαλάς απ’ τον περασμένο αιώνα;
Ν’ ακούσουμε μήπως την φωνή της περίσκεπτης αρχόντισσας Ζωής Καρέλλη;
Ως πότε θα μας σκέπει των προγόνων αγίων ο βίος;
Δεν πληρώνεται με δικό μας καημό το χάσμα που η καταστροφή έχει ανοίξει.
Επαναπαύεται συχνά η αμηχανία σου σε βολικά για σένα άλλοθι ρίχνοντας την ευθύνη της κακοδαιμονίας
σου στους άλλους, όπως, για παράδειγμα, στον αυτάρεσκο αθηνοκεντρισμό. Δεν σ’ ωφελεί. Ίσως να ‘χεις
αδικηθεί στο παρελθόν απ’ τη μοίρα σου μα έχεις πιο πολύ αδικήσει μαζί με πολλούς απ’ τους πολίτες σου
τον εαυτό σου.
Ήσουν για αιώνες ένα κράμα λαών και θρησκευμάτων, μια πρώιμη Νέα Υόρκη της νοτιοανατολικής
Βαλκανικής Ευρώπης με μπόλικο ανατολίτικο χρώμα και μιαν ιδιότυπη αστική πινελιά. Ακόμη κρατάς
πεισματάρικα κάτι από τη γοητεία εκείνου του παρδαλού χαρμανιού κι έτσι θα πρέπει να ξαναγίνεις.
Βαλκανικές μουσικές να ανακατεύονται με ουρανομήκεις ψαλμωδίες, παλιές βρισιές των λιμενεργατών με
σεφραδίτικα της Μοδιάνο, ποντιακά γινάτια με τούρκικα πειράγματα στο Καπάνι.
Σου πρέπει λαμπρή Ανατολή στα Κάστρα, πορφυρή Δύση στο λιμάνι, αγορές και παζάρια, όπου να
κουβεντιάζονται των λαών σου οι γλώσσες όπως παλιά. Είσαι κουρασμένη, όμως η ρώμη της ιστορίας
σου θα σε κρατήσει, Θεσσαλονίκη, μάννα μου. Οι επίγονοι των ξεριζωμένων εκείνων που σε κατοίκησαν
και σε αγάπησαν όσο κανείς -γιατί η ατμόσφαιρά σου ταιριάζει με κείνη των παλαιών πατρίδων μας- θα σε
κρατήσουν. Πάντοτε η γη σου θα γεννάει ομορφιές και διάνοιες, πνευματικούς δημιουργούς, καλλιτέχνες
και επιστήμονες και πιστούς ορκισμένους στ’ όνομά σου, που θα σε βοηθήσουν να αναγεννηθείς.
Θωμάς Κοροβίνης
My mother Salonica
Every morning I walk on you, my beloved, strolling along your old seaside, where your walls stood tall till
1875 and where the ingenious Hébrard had planned a seafront twenty-five meters wider than the one you
have today, for a promenade practically on the waters of your Thermaic. I stroll and reminisce about your
poets praising you; I walk whispering lyrics and quoting names (Anagnostakis, Aslanoglou, Themelis, Kyrou,
Thasitis, Agathopoulos, Alexis Traianos, Dimitris Dimitriades), lines from Christianopoulos’s poems, saturated by the love he felt for you. All the while, your thick humidity has been eating me away like a woodworm.
I cut a small bunch of lavender from the Tsirogiannis flower beds, and I lay it at the bust of the immortal Takis
Kanellopoulos. I wonder whether you will ever be considered worthy of having a dream boulevard named
after one of your pioneering sons, such as the first European socialist, Avraam Benaroya, or Pavlos Zannas, the man who envisaged the Festival, opening new avenues for the art of filmmaking in Greece. Your
streets and squares deserve to be named not after second lieutenants of the gendarmerie; they should be
baptized with the names of a Regos, a Tsizek, a Moskov. Most of your statues should be brought down,
since they are the fruits of vulgar taste, born from the marriage of an intricate localism and an unpromising
clerical order, with the blessings of an overblown ethnocentrism, which has always been able to find passionate followers here.
I stand in front of your White Tower, your celebrated historic symbol, once a tyrannical fort, “Kanli Kule”,
“The tower of blood”. So many souls were delivered here for torture, Janissaries, and Bulgarians, Dönmeh
Jews, and Romioi, even the Macedonian revolutionaries of 1921.
I walk toward Galerius’s palace with its mosaics, then toward your Triumph of Kamara, and on from there
to your regal Rotunda, once a temple of heathens, an orthodox Saint George later on, an Islamic mosque
afterwards -an all-out war raging over the command of the city as of late- poor Thessaloniki, you will never
find rest.
They have called you Thessaloniki, Saloniki, Salonique, Selianik, Salonico, Salonica and Solun; Little Constantinople and New Jerusalem. You were the favored one of the Hesychasts, the chosen one of the Caesars,
the so-called Mother of the Refugees (prosfygomana), and, during the German Occupation, at the apogee
of rebetiko music, the first -according to Vamvakaris- Mother of the Poor (ftohomana). “Mother Thessaloniki”
was the name Nikos Gabriel Pentzikis gave you. And this is how we feel about you.
Your love stories, particularly the public ones, were once auspicious, panting in tortured narrow streets and
blooming in the thorny countryside. In your downtown neighbourhoods, love’s lust might reach its apogee
behind a Byzantine sanctuary or inside a half-hidden roman sarcophagus, like the one of Giorgos Ioannou,
one of your most worthy children who worshiped you.
No corrosive agent has yet been found to erase the trails of the blood that bathes your history, my beloved
and tortured city. The blood of the Christian martyrs from the time of Galerius Maximianus is haunting you
-primarily the blood of your patron Saint Demetrius and of Nestor. The blood of the seven thousand
Thessalonians who were massacred at the Hippodrome by the bloodthirsty emperor Theodosius is demanding to be avenged. The ghosts of the Byzantine princes, who were exiled here, at the Second City
΄
(Symvasilevousa),
by order of the Queen of Cities, at the time of the Iconoclasm, haunt you. The people
defiled by the marauding host of Sultan Murad who conquered you, the consuls Abbot and Moulin, slaughtered by the fanatical Turkish mob instigated by the Dervishes, the people set alight by the fire of 1917, the
decimated refugees of the quarantine in Kalamaria in 1923, the murdered tobacco workers of 1936, the
exiled, Gestapo-murdered Jews from ‘41 to ‘45, all of them demand revenge. Polk, Labrakis, Tsarouchas
are asking for justice; the “Seih Sou Dragon (serial rapist)” for truth. How did you, the city chosen by Saint
Paul as the first step of his teaching in Europe and your inhabitants, receivers of his most inspired letters;
how could you put up with spilling so much innocent blood?
45 \ 46
Your Caryatids, your “Incantadas”, eight marble statues of mythical figures of the ancient world, were stolen
from you from the “Arcade of the Idols”, behind “Bey Hamam”, and are now keeping to the Louvre’s two other
stolen Greek goddesses, Nike and Aphrodite, company.
In their narratives and recollections, the older Turks remember their “far-away mother”; to them, you are the
mother of Atatürk and the birthplace of Nazim Hikmet - you are to them what Smyrna is to us. You look like
Smyrna and she looks like you; you share an unparalleled resemblance.
Many bowed to you and ministered to your spirit, men like Efstathios and Evliya Tselebi, Boissonnas and
Nikolaos Politis, Delmouzos and Tryandaffilidis, Kavvadias and Tsitsanis, Karantinos and the Lady Kyveli,
Andronikos and Alki Kyriakidou, Zogolopoulos and Mazower.
You were the last lover of our brother Manolis Rasoulis; the everlasting mother -although you had broken his
heart as well- of our friend Nikos Papazoglou.
When will the festering wounds you are carrying from the last century ever heal?
Should we listen to the voice of the wise lady Zoe Karelli?
Until when will we be sheltered by the lives of our holy ancestors?
Our grief cannot pay for the gap opened by disaster.
Your embarrassment often takes comfort in convenient alibis, shifting the blame for your misfortune to others,
for example to the conceited Athenian center. This is to no avail. You may have been wronged by your destiny
in the past, but the injustice done to you by your own self and your people is greater still.
For centuries you were an amalgam of peoples and religions, an early version of New York of the southeast
Balkan Europe, with abundant oriental color, complemented by a peculiar touch of bourgeois spirit. You
still hold on stubbornly to a remnant of the luster of that motley blend, and this is how you should become
once again; Balkan rhythms should mingle with sky-high chants, the old curses of the dockworkers should
mix with Modiano market’s Ladino, and Pontic grievances should intertwine with Turkish taunts at Kapani.
You are worthy of a glorious sunrise at your Walls, of a crimson sunset at the harbor, of marketplaces and
bazaars, where the languages of your peoples are heard in conversation as they once were. You are tired,
but the strength of your history will sustain you, my mother Thessaloniki. The descendants of those
uprooted people who lived here and loved you as no one ever has -since your ambience is similar to the one
of our old homelands- will sustain you. Your soil will always give birth to beauty and wisdom, to intellectuals,
artists, and scientists, to people sworn to up hold your name, who will help you regenerate.
Thomas Korovinis
ARTISTS’ INDEX
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ
CASA BIANCA/ΚΑΖΑ ΜΠΙΑΝΚΑ
MANFREDI BENINATI
PIERPAOLO CAMPANINI
ANDREAS EMBIRIKOS
YIANNOULIS HALEPAS
WILLIAM KENTRIDGE
MARGHERITA MANZELLI
PAVLOS NIKOLAKOPOULOS
JOCKUM NORDSTRÖM
IMRAN QURESHI
JEAN MARC ROCHETTE
ALBERTO SAVINIO
CHRISTIANA SOULOU
ANDREAS VAIS
NANOS VALAORITIS
CONSTANTIN XENAKIS
55 - 56
57 - 58
59 - 60
61 - 62
63 - 64
65 - 66
67 - 68
69 - 70
71 - 72
73 - 74
75 - 76
77 - 78
79 - 80
81 - 82
83 - 84
ALATZA IMARET /ΑΛΑΤΖΑ ΙΜΑΡΕΤ
PENELOPE GEORGIOU
89 - 90
PANOS KOUTROUBOUSSIS
91 - 92
YORGOS SAPOUNTZIS
93 - 94
SLAVS AND TATARS 95 - 96
RYAN TRECARTIN 97 - 98
PAE WHITE
99 - 100
YENI DJAMI/ΓΕΝΙ ΤΖΑΜΙ
MOUNIRA AL SOLH
NIKOLAJ BENDIX SKYUM LARSEN
MOATAZ NASR
MARWAN SAHMARANI
NAOKO TAKAHASHI
107 - 108
109 - 110
111 - 112
113 - 114
115 - 116
BEY HAMAM/ΜΠΕΗ ΧΑΜΑΜ
ARAB IMAGE FOUNDATION
ARCHIVE CINÉMATHÉQUE DE TANGER E.L.I.A. IKONO TV
ZEINA MAASRI PRISM TV 98 WEEKS 119 - 120
121 - 122
123 - 124
125 - 126
127 - 128
129 - 130
131 - 132
133 - 134
EPTAPYRGIO/ΕΠΤΑΠΥΡΓΙΟ
VLASSIS CANIARIS
137 - 138
STATE MUSEUM OF CONTEMPORARY ART/
ΚΡΑΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
SPARTACUS CHETWYND 145 - 146
STEVEN C. HARVEY
149 - 150
ALI KAZMA
153 - 154
ALEXANDER KLUGE 157 - 158
IRINI MIGA
161 - 162
MICHAIL PIRGELIS
165 - 166
HRAIR SARKISSIAN
169 - 170
KOSTIS VELONIS
173 - 174
CONTEMPORARY ART CENTER OF THESSALONIKI/
ΚΕΝΤΡΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ
ΤΕΧΝΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
..
FRANCIS ALYS
181 - 182
RASHEED ARAEEN
183 - 184
..
CHRISTOPH BUCHEL
185 - 186
ANGELO PLESSAS
187 - 188
AHLAM SHIBLI
189 - 190
MACEDONIAN MUSEUM OF CONTEMPORARY ART/
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
KEREN CYTTER 195 - 196
MOUNIR FATMI
197 - 198
PANTELIS PANTELOPOULOS
199 - 200
YEHUDIT SASPORTAS 201 - 202
MUSEUM OF BYZANTINE CULTURE/
ΜΟΥΣΕΙΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
KATERINA ATHANASOPOULOU
207 - 208
DIONISIS KAVALLIERATOS
209 - 210
KATARIINA LILLQVIST
211 - 212
ARCHAEOLOGICAL MUSEUM OF THESSALONIKI/
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ATHANASIOS ARGIANAS
217 - 218
CHRISTINA DIMITRIADIS 219 - 220
SIFIS LYKAKIS
& DIONISIS KAVALLIERATOS
221 - 222
BRUCE NAUMAN
223 - 224
ALESSANDRO PESSOLI
225 - 226
TELOGLION FOUNDATION OF ART AUTh/
ΤΕΛΛΟΓΛΕΙΟ ΙΔΡΥΜΑ ΤΕΧΝΩΝ Α.Π.Θ.
THOMAS DWORZAK
231 - 232
TAYFUN SERTTAS
233 - 234
SOCRATIS SOCRATOUS
235 - 236
VARIOUS VENUES/ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΧΩΡΟΙ
E-FLUX 239 - 240
OLAF NICOLAI
241 - 242
CONSTANTIN XENAKIS
243 - 244
PERFORMANCES AND SCREENINGS/
ΠΕΡΦΟΡΜΑΝΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΟΛΕΣ
ALEXANDRA BACHZETSIS
247 - 248
YASMINE EID-SABBAGH 249 - 250
SOLON LEKKAS
251 - 252
KOSTAS TSIOUKAS 253 - 254
EMMANUEL FINKIEL
255 - 256
MAHMOUD KAABOUR
257 - 258
ΚΑΖΑ ΜΠΙΑΝΚΑ
CASA BIANCA
[…] Ανάμεσα στους περίφημους «Πύργους», δηλαδή τις επαύλεις με τους τεράστιους κήπους των
μεγαλοαστικών οικογενειών της πόλης που στις αρχές του αιώνα άρχιζαν από τον Λευκό Πύργο και
κατέληγαν στην Βίλλα Αλλατίνι, ξεχωριστή θέση κατείχε η κατοικία των Fernandez. Η οικογένεια
του Ντίνο Ιωσήφ Φερνανδέζ-Διαζ (εβραίος ιταλικής υπηκοότητας), ήταν μια από τις σπουδαιότερες
οικογένειες της Θεσσαλονίκης και αποτέλεσε μαζί με τους Modiano, Allatini και Morpurgo τους
σημαντικότερους εμπορικούς οίκους. Το κτίριο έγινε γνωστό σαν Villa Blanche, Casa Bianca ή «Villa
Fernandez και παρέμεινε στη θύμιση των παλιών και νέων κατοίκων της πόλης για τη λαμπρότητα, τον
πλούτο και την μοναδική αρχιτεκτονική έκφραση.
Εύη Χαριτίδου-Μαυρουδή, Νεώτερα Μνημεία της Θεσσαλονίκης, εκδ. Υπουργείο Πολιτισμού / Υπουργείο Βορείου
Ελλάδος / Θεσσαλονίκη 2300, Θεσσαλονίκη 1985-1986
[…] The Fernandez residence was figuring prominently among the renowned “Towers” of Thessaloniki, i.e. the mansions, with their huge gardens, that belonged to Thessaloniki’s urban elite and which,
in the early 20th century, dominated the route connecting the White Tower and Villa Allatini. Dino
Fernandez-Diaz’ family (he was a Jew of Italian citizenship) was one of the most prominent families in
Thessaloniki. The Fernandez, Modiano, Allatini and Morpurgo families were the most important trade
houses in the city. The house became known as Villa Blanche, Casa Bianca or “Villa Fernandez” and
was remembered by both the old and the new city residents for its magnificence, wealth and unique
architecture.
Evi Charitidou-Mavroudi, Modern Monuments of Thessaloniki, published by the Ministry of Culture
and the Ministry of Northern Greece, Thessaloniki 1985-1986
H Casa Bianca είναι μια οικία που προσφέρεται για σκέψη και συζήτηση από τότε που πρωτοκατασκευάστηκε
μέχρι σήμερα: είναι ένας φόρος τιμής στον γραπτό λόγο και τη σχέση του με την εικόνα, αλλά και μια επικύρωση
των απαιτήσεων μιας εσωστρεφούς ζωής. Έχοντας σημαδευτεί από την ιστορία της Θεσσαλονίκης, είναι ένας
ιδανικός χώρος ανάδειξης και προβολής της παράδοσης της ανάγνωσης και της λογοτεχνίας. Ξεκινώντας με
έναν φόρο τιμής στον Alberto Savinio (1891-1952) -τον καλλιτέχνη, συγγραφέα και μουσικό που γεννήθηκε
και σπούδασε στην Αθήνα και υπηρέτησε με τον ιταλικό στρατό στη Θεσσαλονίκη το 1917- παρουσιάζει έναν
σημαντικό αριθμό σύγχρονων έργων που εξετάζουν τη σημασία των λογοτεχνικών πηγών και τη θέση τους στη
σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία. Paolo Colombo
Λόγος και εικόνα
Ο Ρόμπερτ Μούζιλ γράφει στο Ο Άνθρωπος χωρίς ιδιότητες (Γ’ Μέρος, κεφ. 55): «Η ένταση σε πολλά πορτραίτα
-και είναι πορτραίτα, όχι απλώς φωτογραφίες, ακόμα και πραγμάτων- οφείλεται μεταξύ άλλων στο ότι σε αυτά η
ατομική ύπαρξη ξεδιπλώνεται προς τον εαυτό της, ενώ παράλληλα αποκόπτεται από τον υπόλοιπο κόσμο». Οι
λίγες αυτές λέξεις θα μπορούσαν να περιγράψουν πολλά από τα έργα που παρουσιάζονται, κυρίως όμως την
εγκατάσταση του Manfredi Beninati: ένα εγκαταλελειμμένο δωμάτιο, κλειστό και απρόσιτο για τον θεατή. Πρόκειται
για μια λογοτεχνική ματιά, στραμμένη προς το εσωστρεφές, σε αντίθεση με το επικοινωνιακό στοιχείο που είναι
αποκλειστικά στραμμένο στον έξω κόσμο -ένα στοχαστικό βλέμμα που προϋποθέτει το δούναι χωρίς το λαβείν,
το αντίθετο δηλαδή του καταναλωτή που αποσκοπεί στην οικειοποίηση ή στη μη-οικειοποίηση. Η εγκατάσταση του
Beninati αμφισβητεί τη νομιμότητα της ατιμωρητί παραβίασης ενός κατωφλιού, είτε της τέχνης είτε ενός σπιτιού.
Η Κάζα Μπιάνκα (λευκό σπίτι) είναι έργο του Ιταλού αρχιτέκτονα Pietro Arrigoni, ο οποίος το σχεδίασε στις αρχές
του 20ού αιώνα, και ανήκε στον Dino Fernandez Diaz (που αφιέρωσε το σπίτι στη σύζυγό του Bianca). Εβραίος
ισπανικής καταγωγής, ο Fernandez Diaz απέφυγε -χάρη σε ένα ιταλικό διαβατήριο- τις απελάσεις των Γερμανών,
τον Φεβρουάριο του 1943, που αποδεκάτισαν την εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης (τη μεγαλύτερη της
Ευρώπης). Εντούτοις, ο ίδιος και η οικογένειά του σκοτώθηκαν αργότερα στην πρώτη σφαγή Εβραίων στην Ιταλία
από τα γερμανικά SS, στην Meina, στη λίμνη Ματζόρε, στις 22 και 23 Σεπτεμβρίου του 1943.
Μπορεί η εσωτερική ματιά να στραφεί προς τον έξω κόσμο όταν έχει αντικρίσει τον τρόμο; Μπορεί να τον
απεικονίσει; Ο Αντρέι Ρουμπλιόφ, στην ομώνυμη ταινία (1966) του Αντρέι Ταρκόφσκι, αρνήθηκε να ζωγραφίσει
τη Δευτέρα Παρουσία, όταν έγινε μάρτυρας της βάναυσης τύφλωσης μοναχών από τον μεγάλο δούκα, και
αποσύρθηκε στη σιωπή όταν το χωριό του Βλαντιμίρ λεηλατήθηκε και οι κάτοικοί του σφαγιάστηκαν από τους
Τατάρους. Είναι η αιφνίδια σιωπή του τρόμου που προκαλεί η απώλεια κάθε λογικής, ο άνθρωπος που έχει χάσει
την ανθρωπιά του, οι Γυμνές Μάσκες του Λουίτζι Πιραντέλο -σαν τα εύθραυστα σχέδια της Χριστιάνας Σούλου
που θέλουν να χαθούν αντί να έρθουν στο προσκήνιο, ή σαν τα παραμορφωμένα, αιωρούμενα γυναικεία σώματα
της Margherita Manzelli ή το γδαρμένο σώμα του Αγ. Βαρθολομαίου του Μιχαήλ Αγγέλου στην Καπέλα Σιξτίνα,
που θριαμβεύει, με το μαχαίρι ανά χείρας, απελευθερωμένος επιτέλους από την ίδια του την εξωτερική εμφάνιση.
Ωστόσο, σε ό,τι αφορά την Manzelli, όπως και τη Σούλου, δεν υπάρχει καμία απελευθέρωση, μόνο ένα κενό,
τίποτε που να λειτουργεί ως αντίρροπο των σωμάτων, κανένας χώρος, καμία αντίσταση ή επιθυμία. Πρόκειται για
τον θρίαμβο του μεστού περιεχομένου επί του νοήματος, ενός κόσμου χωρίς μεταφορές, του ιδωμένου επί της
γνώσης. Φαίνεται πως ο Σαίξπηρ, προτού γράψει το Όνειρο Θερινής Νυκτός, είχε διαβάσει τον Χρυσό Γάιδαρο του
Απουλήιου, το πρώτο μυθιστόρημα στα λατινικά που γράφτηκε τον 2ο αιώνα π. Χ. Ο πρωταγωνιστής, ο Λούκιος,
κατασκοπεύει την κυρία του σπιτιού και την βλέπει να μεταμορφώνεται σε κουκουβάγια. Οδηγημένος από το
πάθος του να μάθει το μυστικό της μεταμόρφωσης, τελικά μεταμορφώνει τον εαυτό του κατά λάθος σε γάιδαρο.
Βλέπουμε και πάλι πώς η προσήλωση στην υλική κτήση οδηγεί στην απώλεια του εαυτού, όπως ο Οιδίποδας που
τυφλώνεται όταν του αποκαλύπτεται η ενοχή του -δηλαδή όταν μετουσιώνεται ο χρησμός σε πραγματικότητα- όσο
παρέμενε χρησμός, ο Οιδίποδας απέφευγε την άβυσσο, χάρη στην ψευδαίσθηση του μεταφορικού λόγου.
Όπως γράφει ο Νίτσε στην πραγματεία του Περί Αληθείας και Ψεύδους υπό Εξωηθική Έννοια, η ψευδαίσθηση
είναι υπαίτια για την παραποίηση της αλήθειας και των εννοιών μέσω απατηλών μεταφορών. Όταν ο ενορατικός
άνθρωπος θριαμβεύει επί του ορθολογικού ανθρώπου -γράφει ο Νίτσε- μπορεί να αναδυθεί ένας πολιτισμός όπως
ο ελληνικός, όπου η τέχνη κυριαρχεί στη ζωή και όπου «αυτή η μεταμφίεση, αυτή η αποκήρυξη της φτώχειας, αυτή
η χρυσόσκονη των μεταφορικών ενοράσεων και, εν γένει, αυτή η αμεσότητα της εξαπάτησης συνοδεύει κάθε
γεγονός της ζωής: ούτε το σπίτι, ούτε η περπατησιά, ούτε τα ρούχα, ούτε τα πήλινα κανάτια φέρουν ενδείξεις ότι
επινοήθηκαν για να ικανοποιήσουν κάποια επιτακτική ανάγκη. Μοιάζει σαν όλα τους να δημιουργήθηκαν για να
εκφράσουν μια παράφορη ευτυχία, μια ολύμπια μακαριότητα ή επίσης μια ειρωνεία της σοβαρότητας». Κι όμως,
ο σύγχρονος άνθρωπος που έχει αδειάσει αυτές τις μεταφορές από το περιεχόμενό τους και, περιορίζοντας
τη γλώσσα στον κόσμο των αμιγώς απτών πραγμάτων, τους έχει αφαιρέσει την ικανότητα να εκφράζουν την
περιπλοκότητα της ύπαρξης, παύει πλέον να θυμίζει τον νιτσεϊκό στωικό, το πρόσωπο του οποίου είναι «μια
μάσκα με τα σημάδια της αξιοπρεπούς ισορροπίας», θυμίζοντας αντ’ αυτού τον Μπότομ, χαμένο στο δάσος,
προβληματισμένο και αποκρουστικό. Η απώλεια του λόγου, της λέξης που έχει χάσει το νόημά της, μετατρέπεται
απλώς σε έναν οπτικό τύπο και οδηγεί -από τον Σοφοκλή ως τον Σαίξπηρ- στην απώλεια του εαυτού. Οι λέξεις στις
αρχαίες θρησκευτικές τοιχογραφίες επέχουν πάντοτε θέση λεζάντας -λειτουργούν ως κωδικός ανάγνωσης της
εικόνας, όπως οι λεζάντες στις ταινίες του βωβού κινηματογράφου, όπου με μοντάζ εμφανίζεται ένα κείμενο σε
μαύρο φόντο ως προαναγγελία της επόμενης σκηνής. Αντίθετα, όταν οι λέξεις αναμιγνύονται με την εικόνα, όπως
συμβαίνει στα κόμιξ, στα διαφημιστικά μηνύματα ή στη μετάβαση από τις λεζάντες του βωβού κινηματογράφου
στους υπότιτλους του ομιλούντος, η εικόνα παύει να παραπέμπει σε οτιδήποτε άλλο, και η αλήθεια -ή το ψεύδος
κατά τον Νίτσε- αντικαθίσταται από ένα αέναο παρόν εναλλάξιμων, αυτοναφορικών και ατέρμονα επαναλήψιμων
σχημάτων και λέξεων. Ως εκ τούτου, το αίνιγμα ενός θραύσματος, τα ερείπια του παρελθόντος που ξέβρασαν η
θάλασσα και η ιστορία, η βάση των έργων του Savinio και των πρωταγωνιστών στις φωτογραφίες του Εμπειρίκου,
υποκύπτουν σήμερα στον ξεριζωμένο και α-ιστορικό λόγο, παύοντας πλέον να αποτελούν μεταφορές ενός
άλλου κόσμου. Μετατρέπονται απλώς σε οχήματα πληροφοριών. Έτσι, το έργο του William Kentridge, η ταινία
Zeno Writing, εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα του Italo Svevo (1923), μετατρέπεται ακόμα περισσότερο
σε μείζονα καινοτομία, σε ένα καλλιτεχνικό πανόραμα όπου η μόνη δυνατή χρήση της γλώσσας παραμένει
αυτή του προφορικού λόγου, του λόγου δηλαδή που απευθύνεται αποκλειστικά σε έναν εξωτερικό κόσμο.
Στο μυθιστόρημα του Svevo, από το οποίο αντλεί ο Kentridge, ο πρωταγωνιστής διακόπτει τη θεραπεία με τον
ψυχαναλυτή του, ο οποίος αποφασίζει να πάρει την εκδίκησή του από τον ασθενή δημοσιεύοντας τις σημειώσεις
του. Ένας αντιήρωας, λοιπόν, που δραπετεύει και αρνείται -σε αντίθεση με τον Οιδίποδα- να δει τα μυστικά του να
έρχονται στο φως, προτιμώντας να μας αφήσει λέξεις επιρρεπείς στις ψευδαισθήσεις και το ψεύδος, σε ένα αέναα
αναβαλλόμενο και ουδέποτε αναπαριστώμενο παρών. Ο Kentridge χρησιμοποιεί τις λέξεις χωρίς ποτέ να τις θέτει
εκτός πλαισίου, και πετυχαίνει ακολουθώντας στο έργο του την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν της ποπ αρτ: δεν
μετασχηματίζει τις λέξεις σε εικόνες, αλλά αποκαθιστά τη λεκτική ιδιότητα της εικόνας. Σε αυτό το domaine intérieur που ο Ανδρέας Εμπειρίκος γνώριζε ότι μπορεί να μεταφράσει σε σχήματα εφόσον μιλούσε με ποίηση, δηλαδή
στον εαυτό του και ποτέ προς κάποιο κοινό. Έτσι, φτάνουμε στον τελευταίο στίχο του ποιήματος Η Στιλβηδών
(Ενδοχώρα): «Κι η σφιγξ (λογοπαίγνιο του ‘σφίγγω’) μας συνθλίβει επί του στήθους της / Στην στίλβουσα σιωπή του
φάρου». Η σφίγγα τιμωρεί όσους εκφυλίζουν το αίνιγμα ανάγοντάς το στην πραγματικότητα και επιβραβεύει όσους
συνθέτουν σύμβολα. Εκ φύσεως, τα σύμβολα είναι τέκνα των ονείρων και των ψευδαισθήσεων, όπως αναφέρει
στην κριτική του ο Νίτσε. Ωστόσο, εάν ο μύθος που αποτελεί την άμεση αναπαράστασή τους δεν είναι αληθινός,
συμβαίνει πάντοτε και μπορεί πάντα να ανασυντίθεται, όπως στα κολάζ της σειράς Ελληνική Μυθολογία, τα οποία
δημιούργησε ο Νάνος Βαλαωρίτης την περίοδο 1963-1975, χρησιμοποιώντας, παίζοντας και αντικαθιστώντας
το περιεχόμενο και τις προσωπικότητες της ελληνικής μυθολογίας με εικόνες από την βικτοριανή εποχή. Εδώ ο
σουρεαλισμός επιδεικνύει όλη του τη ζωτικότητα, μέσα από το έργο σύγχρονων καλλιτεχνών όπως οι Pierpaolo Campanini, Παύλος Νικολακόπουλος και Imran Qureshi που επέλεξαν την περιπλοκότητα του στοχαστικού
συμβολισμού έναντι της απλουστευτικότητας της αφιερωμένης στην εκλαΐκευση κυριολεξίας. Μόνο τέτοια
έργα μπορούν να επαναφέρουν την Εστία -την αδελφή του Δία και προστάτιδα θεά της οικογενειακής ζωής και
της οικογένειας- στην Κάζα Μπιάνκα, σε ένα σπίτι του οποίου το παρελθόν ανήκε σε έναν άνθρωπο που έχασε
με τρομακτικό τρόπο τη ζωή του και τους αγαπημένους του. Για την ακρίβεια, μόνον η περιπλοκότητα μπορεί
να αποκαταστήσει τις ανθρώπινες ιδιότητες στον νιτσεϊκό στωικό που είναι απρόσβλητος από τον μύθο και την
ψευδαίσθηση. Τα γνωρίσματα αυτά είναι τα ίδια με του Οδυσσέα, τον οποίο παραδίδει η θάλασσα στον Τηλέμαχο
ως γέρο μετανάστη, γυμνό και ταπεινωμένο, και όχι ως τον βασιλιά μιας κατακτημένης εστίας.
Angela Maria Piga
Casa Bianca is a house for thought and for conversation and has been since the time of its construction right
up to the present day. It pays homage to the written word in relation to the painted image, and acknowledges
the demands of an interior life. It is a place where the history of Thessaloniki is brought to bear, and the tradition
of reading and literature finds a showcase. Including a homage to Alberto Savinio (1891-1952) -the artist, writer
and musician, born and educated in Athens, who served the Italian Army in 1917 in Thessaloniki- the house has
a number of contemporary works that examine the significance of literary sources and their relevance to the
making of art today.
Paolo Colombo
Word and image
In The Man without Qualities (part three, chapter 55, ‘Galleys and drafts’, “Feeling and behaviour. The precariousness of emotion”) Robert Musil wrote: “The fervour of many portraits -and there are portraits, not just pictures, even of things- consists not least in that in them the individual existence opens up toward itself inwardly
and closes itself off from the rest of the world”. Those few lines could speak for many of the works on display,
foremost among them the installation by Manfredi Beninati, an abandoned drawing room, shut and inaccessible
to the spectator. It is a literary gaze, turned toward the inner life, the opposite of that of a communicator, turned
only toward the outer world, a contemplative gaze, which presupposes gratuitousness, the opposite to that of a
consumer, aimed at possession or dispossession. Beninati’s installation raises doubts about the lawfulness of
crossing a threshold scot-free, be it that of art or of a house.
Casa Bianca (White House) was built by the Italian architect Pietro Arrigoni at the beginning of the last century
and belonged to Dino Fernandez Diaz (who dedicated the house to his wife Bianca). Jewish of Spanish origin,
Fernandez Diaz escaped -thanks to an Italian passport- the German deportation which decimated, in February
1943, almost the entire Jewish community (Europe’s largest) of Thessaloniki. He and his family were however
killed in the first massacre to take place in Italy at the hands of the German SS at Maina, on Lake Maggiore, on
the 22nd and 23rd of September, 1943.
Can the inner gaze turn toward the outer world when it has seen horror? Can it portray it? Andrej Rubliov, in the
homonymous film (1966) by Andrei Tarkovski, refused to paint the Last Judgement after witnessing the brutal
blinding by the grand duke of artisan monks, and withdrew into silence after the village of Vladimir was sacked
and massacred by Tartars. This is the dumbfounded silence before the horror of lost sense, of man deprived
of humanity, the Naked Masks of Luigi Pirandello, like the frail puppets of Christiana Soulou, which yearn to
vanish rather than emerge, or like Margherita Manzelli’s flesh-pared floating women’s bodies or the flayed skin
of Michelangelo’s Saint Bartholomew who, in the Sistine Chapel, triumphs, knife in hand, finally liberated of his
own countenance. However, regarding Manzelli, as well as Soulou, there is no liberation, only a void, nothing to
counterpoise the bodies, no space, no resistance nor desire. It’s the triumph of the meaningful over meaning, of
a world without metaphor, of the seen over knowledge. It seems that Shakespeare, before writing A Midsummer
Night’s Dream had read The Golden Ass by Apuleius, the first novel in the Latin language written in the second
century before Christ, where the protagonist, Lucius, spies on the mistress of the house and sees her transform
herself into an owl. Driven by a craving to possess the secret of mutation, he ends up turning himself into an
ass by mistake. Again, it is this fixed gaze on possession which sanctions the loss of self, as with Oedipus, who
goes blind when his guilt is revealed to him; that is, when it becomes reality, ceasing to be oracle -an oracle that
had saved him from the abyss with the illusion of metaphorical language. According to Nietzsche, in his essay
On Truth and Lies in a Nonmoral Sense, illusion is guilty of having fabricated truth and concepts on the basis of
deceptive metaphors. When intuitive man triumphs over rational man, writes Nietzsche, a civilization like that of
Greece can arise, in which art dominates over life and where “this dissimulation, this disavowal of indigence, this
glitter of metaphorical intuitions, and, in general, this immediacy of deception accompanies every event of such
a life: neither the house, nor the gait, nor the clothes, nor the clay jugs give evidence of having been invented
because of a pressing need. It seems as if they were all intended to express an exalted happiness, an Olympian
cloudlessness, and, as it were, a playing with seriousness”. And yet, contemporary man, who has emptied
these metaphors and who, reducing language to the world of the purely tangible, has rendered them incapable
of expressing the complexity of being, no longer resembles the Nietzschian stoic whose face is “a mask with
features of dignified balance”, and instead resembles Bottom lost in the wood, troubled and grotesque. The loss
of logos, the word emptied of its consequentiality, becomes merely a visual formula and leads -from Sophocles
to Shakespeare- to the loss of self. Words, in ancient religious frescoes, are always captions; that is, they function
as a key to reading the image, just like captions in silent movies, where the writing is detached during editing in a
separate black frame, announcing the next scene. When, on the other hand, words are mixed in with the image,
as in comic strips or slogans or in the shift from silent movie captions to subtitles, the image ceases to refer to
anything else and truth -falsehood, according to Nietzsche- is replaced by an eternal present of interchangeable,
self-referential and endlessly repeatable figures and words. Thus, the enigma of a fragment, the debris of relics
washed up by the sea and by history, the basis of the works by Savinio and of the protagonists in the Embirikos
photos on display, today succumb to the uprooted and non-historic word, no longer a metaphor of another
world but a vehicle of information. Thus, William Kentridge’s piece, his video Zeno Writing, inspired by the Italo
Svevo novel of 1923, becomes even more of a major novelty in an artistic panorama where the only possible
use of language is still that of the spoken word, addressed, that is, exclusively to an external world. In the Svevo
novel which Kentridge draws on, the protagonist breaks off treatment with a psychoanalyst who decides to
take revenge on his patient by publishing his notes. An anti-hero, therefore, who flees and refuses -unlike Oedipus- to see his secrets laid bare, preferring to leave us words subject to illusions and falsehood in an endlessly
postponed and never represented present. Kentridge draws on words without decontextualising them and succeeds by working in an opposite direction to that of pop art: he doesn’t transform words into images but restores
to the image its literary quality, that domaine intérieur that Andreas Embirikos knew he could translate into figures
as long as he spoke for poetry; that is, to himself and never to a public. Thus we have the last verse of The Gleam
(from Inner Land): And the sphinx (a pun on “to clasp tightly”) crushes us upon her breast in the gleaming silence
of the lighthouse. The sphinx punishes those who reduce enigma to reality and awards those who recompose
symbols. Naturally, symbols are the children of dreams and illusions, as Nietzsche critiques. However, if myth,
which is their direct representation, is not true, it always occurs and can always be reformulated, as in the collages in the series Greek Mythology, which Nanos Valaoritis created between 1963 and 1975, using, playing
with and replacing the content and personalities of Greek mythology with images from the Victorian age. Here
Surrealism displays all its vitality in its continuity with contemporary artists such as Pierpaolo Campanini, Pavlos
Nikolakoupolos and Imran Qureshi, who have chosen the complexity of the allusive figure, devoted to contemplation, over the simplification of the literal one, devoted to popularization. And only this kind of work can bring
the fire of Hestia -Zeus’ sister and the guardian goddess of hearth and home- back to the Casa Bianca, a home
whose past belongs to one who lost his life, and those of his dearest, to horror. In fact, only complexity can
restore human features to the Nietzschian stoic, impervious to myth and illusion; the same features as those of
Ulysses, who the sea restores to Telemachus as an old migrant, naked and humiliated, and not as the king of a
conquered home.
Angela Maria Piga
Manfredi Beninati
Για μένα, τέχνη σημαίνει να μοιράζεσαι τις προσωπικές σου εμπειρίες με τον υπόλοιπο κόσμο. Η διαφορά,
λοιπόν, ανάμεσα σε έναν καλό (σημαντικό) και έναν κακό (ασήμαντο) καλλιτέχνη έγκειται στο πόσο μεγάλο
μέρος του εαυτού σου επιτρέπεις να διεισδύσει στο έργο σου. Οι προσωπικές εμπειρίες μετουσιώνονται
σε αναμνήσεις γεγονότων του παρελθόντος που κάτι σου δίδαξαν, επιτρέποντάς σου να τα δεις και να τα
αξιολογήσεις αργότερα με πιο καθαρή ματιά. Το ίδιο ισχύει και για ένα έργο τέχνης. Χρειάζεσαι χρόνο για να
δημιουργήσεις κάτι, το οποίο ακόμα κι αν δεν προσφέρει απόλαυση στους άλλους, θα διακρίνεται έντονα
από το προσωπικό στοιχείο. Κάτι που έστω και με μια μικρή λεπτομέρεια αποκαλύπτει κάποια κρυφή πτυχή
της πραγματικότητας υπό το πρίσμα του καλλιτέχνη, κάτι για το οποίο έχεις μοχθήσει ώστε να μην επιτρέψεις
στις προσδοκίες των άλλων να επηρεάσουν τη δουλειά σου. Πιστεύω ότι πρέπει να αφιερώσεις χρόνο στη
δουλειά σου και να δημιουργήσεις μια αφήγηση, γι’ αυτό κι εγώ δουλεύω διαρκώς πάνω σε μεγάλο αριθμό
σχεδίων, ζωγραφικών έργων και γλυπτών. Καθένα από αυτά μένει μαζί μου για μήνες ή και για ολόκληρα
χρόνια.
Manfredi Beninati, απόσπασμα από συνέντευξή του στην Lowenna Waters, The White Review, Λονδίνο, 2011
To me art is about sharing your personal experiences with the rest of the world. Therefore the difference
between a good (significant) artist and a bad (insignificant) one derives from the quantity of yourself that
you let into your work. Personal experiences translate into memories resulting from a period of time during
which you have learnt something, that allows you to discern them in a more sophisticated way than before.
The same applies to a work of art. You need time to develop something not necessarily pleasing to others
but strongly personal. Something that even just in a single detail shows a hidden spot of our reality through
the imposition of your point of view, through trying not to let the other’s expectations influence your work. I
think you need to spend time with your work and develop a narrative and that’s why I’m constantly working
on so many drawings, paintings, sculptures. I keep each one with me for months or even years.
Manfredi Beninati, from an interview by Lowenna Waters in The White Review, London, 2011
Φρούτα από έναν κοντινό ωκεανό
2007
Εγκατάσταση, James Cohan Gallery, Νέα Υόρκη
Χάνοντας τον Εαυτό σου μέσα σε μια Νύχτα
2010
Εγκατάσταση
Fruits from an ocean nearby
2007
Installation, James Cohan Gallery, New York
Losing Oneself One Day in the Night
2010
Installation
55 \ 56
Pierpaolo Campanini
Το έργο του Pierpaolo Campanini είναι μια προσπάθεια μεσολάβησης ανάμεσα στο χάος και την αυστηρότητα.
Τα αντικείμενά του, κατασκευασμένα με επιμέλεια σε πραγματικές διαστάσεις και ακολουθώντας μια σειρά
από συναισθηματικές, αισθαντικές και αυθόρμητες διασυνδέσεις, συχνά βυθίζονται σε φυσικά τοπία,
αναδεικνύοντας με τον τρόπο αυτόν την επιθυμία του να δημιουργήσει έναν δίαυλο διαλόγου ανάμεσα στο
πεδίο της αυστηρής μεταποίησης και στην αυθόρμητη και απρόβλεπτη φύση.
Παρότι οι συνθέσεις του Campanini δημιουργούνται από καθημερινά αντικείμενα, είναι προφανές πως
δεν ανήκουν στον κόσμο της πραγματικότητας. Η αλληλοδιείσδυση καθημερινών αντικειμένων και
σουρεαλιστικών εικόνων συνεγείρει στο κοινό μηχανισμούς αναφοράς. Χάρη στην εκπληκτική ακρίβεια με
την οποία αποτυπώνει κάθε λεπτομέρεια της σύνθεσης, ο Campanini εμπνέει στον θεατή ένα ιδεατό που είναι
αφηρημένο χωρίς ωστόσο να χάνει την υπόστασή του. Ο καλλιτέχνης, μέσω της διασύνδεσης γεγονότων
και γραμμών του πεδίου, οδηγεί κάθε αντικείμενο προς έναν κύκλο μεταμόρφωσης. Η δημιουργία του
αντικειμένου και εν συνεχεία η προσεκτική απεικόνισή του στον μουσαμά, επιτρέπει στον καλλιτέχνη να
συλλάβει την αισθητική του διάσταση, προσδίδοντάς του ταυτόχρονα ένα ολότελα νέο ιδεατό περιεχόμενο.
Η ακρίβεια της απεικόνισης κάθε αντικειμένου φτάνει σε σημείο που το καθένα τους μετατρέπεται σε
ανεξάρτητο αντικείμενο, χειραφετημένο από το όραμα του καλλιτέχνη. Η διαδικασία της οικειοποίησης
συνοδεύεται από μια διαδικασία αναγκαίας απελευθέρωσης των αντικειμένων, στα οποία δίνεται η
δυνατότητα να αποκτήσουν νέες μορφές και συνδηλώσεις. Ο δημιουργός εξαφανίζεται αφού έχει
επιτευχθεί η διαδικασία της οικειοποίησης. Τα αντικείμενα, χάρη στη σοφή επιδεξιότητα του Pierpaolo Campanini, γίνονται ανώνυμα, απελευθερωμένα από τους κανόνες που διέπουν τα νοήματα και τις ταυτότητες
που έχουν στην καθημερινότητα. Η ενέργεια με την οποία ένα αντικείμενο αποστερείται την ταυτότητά
του αναβιώνει στοιχειώδεις μορφές, ακυρώνοντας κάθε αυτοαναφορά και ξεπερνώντας οποιαδήποτε
συνδήλωση.
Pierpaolo Campanini’s works give shape to his attempt to mediate between chaos and rigor. His pieces,
meticulously built to scale and following a series of emotional, sensitive and spontaneous associations, are
often immersed in natural landscapes, thereby highlighting his willingness to establish a dialogue between
the sphere of rigorous manufacturing and the impulsive unpredictability of nature.
Even though Campanini’s compositions are made of everyday recurring forms, they definitely do not
belong to the sphere of reality. The interpenetration of familiar objects and surrealistic images stimulates a
reference mechanism within the observer’s perception. Campanini evokes an ideal that is abstract while
still preserving its concreteness, due to his terrific accuracy in portraying every single detail of the composition. The artist drives each object toward a metamorphic cycle, through the concatenation of facts and
field lines. The object production and consequent meticulous transposition on canvas causes the artist to
appropriate the object’s aesthetical dimension while providing it with an entirely new ideal meaning.
The accuracy in depicting each item is such that each is turned into an independent subject, emancipated
from the artist’s vision. This process of appropriation matches a process of necessary liberation of the
subjects, which are given the opportunity to embody new forms and connotations. The author disappears
as soon as the appropriation is accomplished on canvas. The objects, subject to Pierpaolo Campanini’s
scrupulous manual skill, become anonymous, released from their daily connotation and identification rules. The
action, through which a body is deprived of its concrete identity, brings back to life elementary forms, denying
any self-referential attitude and overcoming any contingent connotations.
57 \ 58
Geometra
2009
Κάρβουνο σε μουσαμά
117 x 104 εκ.
Geometra
2009
Charcoal on canvas
117 x 104 cm
Andreas Embirikos
Ανδρέας Εμπειρίκος
Η Ελλάδα υπήρξε πάντα πηγή και προορισμός, μεταφορά, ακόμη και ένα είδος «μαύρης τρύπας», λόγω
της «έλξης που ασκεί η βαρύτητά της» (όπως επεσήμανε πρόσφατα η Eleanor Antin). Υπήρξε πάντα, μαζί,
ευλογία και ανάθεμα για τον λαό της. Ειδικά για όσους επιχείρησαν τα τελευταία εβδομήντα χρόνια να
προσαρμόσουν τις δημιουργικές επιδιώξεις και ελπίδες τους, στην εναγώνια πραγματικότητα του ρόλου της
χώρας στην ευρύτερη περιοχή και την ασταθή οικονομική της κατάσταση.
To Εμπειρίκιο έργο, συγγραφικό, φωτογραφικό, ψυχαναλυτικό, διαχειρίζεται αυτό το «ελληνικό τραύμα»,
συντάσσοντας με παραληρηματικό χιούμορ και αγαθή τόλμη την γενεαλογία των «της μη συμμορφώσεως
Αγίων» του (ανάμεσα στους μοντέρνους «παίδες εν καμίνω», από τον Αζαρία και τον Μισαήλ, στον Έγελο και
τον Μαγιακόφσκι) και προσπαθώντας να συναρμόσει το γνήσια φανταστικό με όρους απλού γεγονότος. Στον
Φωτοφράκτη (κείμενο του 1960, δημοσιευμένο στην Οκτάνα) ο Εμπειρίκος συνδέει την φωτογραφική πράξη με
τον ρεμβασμό, όχι σαν νοσταλγία ή επιθυμία του θανάτου, αλλά σαν συμφιλίωση με το παράξενο του χρόνου,
σαν ιλιγγιώδη βύθιση στην αεικίνητη ευρυθμία των πραγμάτων. Σε μια απαράμιλλη σκηνή κηδείας, ξετυλιγόμενη
στο πιο αμείλικτο λιοπύρι, στο Εις την Οδόν των Φιλελλήνων, (Οκτάνα), είναι ο ποιητής και φωτογράφος που
συλλαμβάνει «αποκάλυψιν ακαριαία», τον λόγο της εξαΰλωσης της θλίψης στο ελληνικό παράδειγμα: ο κάθετος
καύσωνας είναι ο λόγος της παράξενης διαύγειας, του «σφύζοντος» φωτός, και η «δόξα των Ελλήνων» είναι το
ότι πρώτοι αυτοί «έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».
Νάντια Αργυροπούλου
Greece has always been a source, a destination, a metaphor, even a black hole of a kind, “such is its
gravitational force” (as Eleanor Antin recently remarked). It has also been a blessing and an anathema for
its own people, especially for those who, during the last seventy years, have tried to adjust their creative
aspirations and hopes to the reality of the country’s struggling role in the region and its precarious economic
performance.
The work of Embirikos -literary, photographic and psychoanalytic- deals with the “Greek trauma”. With a
frenzied sense of humor and well-meaning boldness, he writes the genealogy of his “undisciplined Saints”
(of the modern “Holy Children”, from Azariah and Mishael to Engels and Mayakovski), trying to combine
what is genuinely imaginary with the simple facts. In Fotofrachtis (Shutter) (written in 1960 and included
in his Oktana collection) Embirikos correlates the act of photography with daydreaming, not as nostalgia
or longing for death, but in the sense of a reconciliation with the paradox of time, as a blistering dive in the
restless consistency of things. In his unparalleled description of a funeral, taking place under a relentlessly
burning sun, in the poem At Filellinon Street (Oktana), the poet-photographer captures in the form of an
“instantaneous revelation” the reason that Greek sorrow evaporates: the blazing heat is the reason behind
the strange clarity, the “bustling” light. The “glory of the Greeks” is attributed to the fact that they were the
first to “have transformed the fear of death into the verve of life”.
Nadja Argyropoulou
Χωρίς τίτλο
περ.1938-1940
C-prints, τυπωμένες το 2011
40 x 26.5 εκ. (η καθεμία)
Untitled
c.1938-1940
C-prints, printed 2011
40 x 26.5 cm (each)
59 \ 60
Yiannoulis Halepas
Γιαννούλης Χαλεπάς
Μπορεί να πει κανείς χωρίς δισταγμό πως το νήμα που συμπλέκει το σύνολο του έργου του Χαλεπά, τόσο
από πλευράς γλυπτικής όσο και από πλευράς προσωπικής έκφρασης, ως συνολική σύλληψη και ως
επιμέρους αποτύπωση της σύλληψης αυτής σε δημιουργική και καλλιτεχνική διαδικασία, είναι το σχέδιο. Το
σχέδιο στο έργο του υπάρχει και αναπτύσσεται συνειδητά και συστηματικά ως πρόταγμα και ως σχεδιασμός,
ως αναθεώρηση του χωροχρόνου, ως επεξεργασία του βιώματος και της ανάμνησης, ως πρόσληψη και
αναθεώρηση του κόσμου και της πραγματικότητας και ως επαναπροσδιορισμός των ορίων της σημασίας.
Το σχέδιο γίνεται τόπος αναπάντεχων προσεγγίσεων που τον αποκαλύπτουν, γίνεται συνείδηση και ανάδυση
στην επιφάνεια των ειρμών και των συνειρμών που συγκρατούν τη σημασία πέρα από προαποφασισμένες
συμβάσεις και παραδεδομένους κώδικες. Οι πρωτόγνωρες ετούτες λειτουργίες που ενεργοποιεί το σχέδιό
του, τόσο στα ελληνικά πράγματα της Τέχνης όσο και στην ευρωπαϊκή καλλιτεχνική πραγματικότητα,
θεμελιώνουν δραστικά μιαν ανένδοτη και ανανεωτική σχέση με την Τέχνη του 20ού αιώνα. […]
Ανάμεσα στον Βαν Γκογκ και στον Αρτώ (Artaud), τον Μεντάρντο Ρόσσο και τον Μπρανκούζι, τον Ροντέν και
τον Ντε Κίρικο (De Chirico), τον Ματίς και τον Τζιακομέτι (Giacometti), ο Χαλεπάς (από την έξοδό του από το
Ψυχιατρείο Κερκύρας, το 1902, ως το τέλος της ζωής του, το 1938) θέτει με τρόπο απαράμιλλο διεθνώς το
πρόβλημα της συνέχειας και της ασυνέχειας των μορφών, το πρόβλημα της συνέχειας και της ασυνέχειας του
ανθρώπου με τον εαυτό του, την οργανωμένη επιβολή ή την τραγική ρήξη με την οικογένεια, με την ιστορία και
τη μυθολογία του, με τη γλώσσα και τις πρακτικές του, με τον γεωγραφικό και τον καλλιτεχνικό τόπο, με την
καθεαυτού ζωή και τη σημασία της.
Αποσπάσματα από το κείμενο του Ντένη Ζαχαρόπουλου «Το σχέδιο του Χαλεπά ή ‘Η ανασύνδεση του νοός’», στο βιβλίο
Γιαννούλη Χαλεπά – 142 Ελεύθερα Σχέδια, Μύρων Μπικάκης & ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2007, σελ. 13, 20.
One can say without hesitation that drawing is the thread that passes through the whole of Halepas’s work,
in terms of sculpture as well as personal expression, as a total and as a partial impression of this conception
in a creative and artistic process. In his work, drawing exists and is developed consciously and systematically
as a proposal, as a reconsideration of space and time, as a processing of life and memory, as perception and
reconsideration of the world and reality and as a redefinition of the limits of meaning. Drawing becomes an
unexpected approach to revealing him. It becomes conscience and the surfacing of his thought process and
the cohesion that contains meaning beyond pre-decided concessions and pre-existing codes. These unprecedented functions that are activated by his drawing establish a drastically uncompromising and revitalizing
relationship with 20th century Greek and European art. […]
Between Van Gogh and Artaud, Rosso and Brancusi, Rodin and de Chirico, Matisse and Giacometti,
Halepas (after he exited the Corfu Mental Hospital, 1902, until his death, 1938) in an unparalleled way the
issue of the continuity and discontinuity of form, the problem of continuity and discontinuity of man with
himself, the organized imposition or the tragic rupture with family, with man’s history and mythology, his
language and practices, his geography and artistic space, with his own life and its meaning.
Excerpts from the text of Denys Zacharopoulos, “The Drawing of Halepas or The Reconnection of Mind” in the book
Yiannoulis Halepas – 142 Freehand Drawings, Myron Bikakis & ypsilon/books, Athens, 2007, pp. 13, 20.
Σχέδια σε σελίδες από κατάστιχο
Drawings on pages of a ledger
61 \ 62
William Kentridge
Το Zeno Writing (Η Γραφή του Ζήνωνα), ένα project πολλαπλών μέσων του νοτιοαφρικανού καλλιτέχνη
William Kentridge, που περιλαμβάνει ένα σύντομο φιλμ animation και συμπληρωματικά σχέδια, βασίζεται
στο μυθιστόρημα του Italo Svevo Η Συνείδηση του Ζήνωνα (1923). Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται με φόντο
τη βιομηχανική ανάπτυξη και τον πόλεμο κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και παρακολουθεί την
ακραία κοινωνική μεταμόρφωση που βιώνει ο πρωταγωνιστής.
[…] Οι ταινίες του Kentridge, φτωχές από τεχνική άποψη, είναι ωστόσο πλούσιες σε νοήματα και όραμα.
Ξεκινά να εργάζεται πάνω σε μια απλή κόλλα χαρτί, σβήνοντας και ξαναδουλεύοντας επίμοχθα το σχέδιό
του, και αποτυπώνοντας φωτογραφικά κάθε αλλαγή. Οι σιλουέτες του Kentridge […] είναι μόνο κατά το
ήμισυ ανθρώπινες, και μοιάζουν ανθρώπινες μόνο από μια οπτική γωνία. Καθώς γυρνάνε και αλλάζουν κατά
τη διάρκεια της ταινίας, αποκαλύπτεται ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για κάθε άλλο παρά ανθρώπινες
μηχανικές συσκευές.
[…] Μιμούμενη την κίνηση του καπνού του τσιγάρου και των ελιγμών των πολεμικών αεροσκαφών, η γραφή
στρέφει την προσοχή στον τίτλο της ταινίας. Ο Ζήνων, με την ενθάρρυνση του ψυχοθεραπευτή του, γράφει
την αυτοβιογραφία του, ένα project τύπου «ρεύμα της συνείδησης», το οποίο ο Kentridge μεταφράζει
σε οπτική μορφή. Τα δάκτυλα της δακτυλογράφου χορεύουν πάνω στη γραφομηχανή, υπό τον ήχο της
επιστροφής του κυλίνδρου. Το τοπίο κυλάει οριζόντια, μιμούμενο την κίνηση των λέξεων στη σελίδα. Το
τοπίο ξεκινά σαν μια αυλή με ξύλινο φράχτη που παραχωρεί τη θέση της στην εικόνα ενός ερημότοπου
περικυκλωμένου από συρματόπλεγμα. Αυτή η μεταμόρφωση παραπέμπει στη διχοτόμηση ανάμεσα στην
ειδυλλιακή ζωή που θα ήθελε ο Ζήνων και τη βάναυση πραγματικότητα του πολέμου που τον περιβάλλει.
Όλο αυτό το πίσω-μπρος, η απώθηση και η έλξη, η διακοπή και η παύση, εκθέτει χωρίς καλλωπισμούς την
εγγενή αβεβαιότητα του σύγχρονου κόσμου. Οι φιγούρες φέρουν οπές, είναι πλάσματα ασαφή ως προς την
κατασκευή τους. «Υπόσχομαι στη γυναίκα μου να κόψω το κάπνισμα στις δύο το μεσημέρι». Κι αυτό ακόμα
είναι αβέβαιο.
Zeno Writing, a multi-media project by the South African artist William Kentridge, which includes a short
animated film and supporting drawings, is based on Italo Svevo’s novel The Conscience of Zeno (1923).
The novel, set against the backdrop of industrial development and war in the early decades of the last
century, focuses on an individual living through extreme social transformation.
[…] Technically humble in their composition, Kentridge’s films are rich in meaning and vision. He begins with
a single sheet of paper, laboriously erasing and reworking the image, photographing each drawing after its
alteration. Kentridge’s figures, all of them in silhouette […] are merely half-human and appear so from only
one point of view. As they turn and shift throughout the course of the film, they reveal themselves to be
mechanical apparatuses, not really human at all.
[…] Mimicked by the flutter of cigarette smoke and by the looping of warplanes, the writing draws attention
to the film’s title. Zeno, encouraged by his psychiatrist, writes his autobiography, a stream-of-consciousness project that Kentridge translates into visual form. A typewriter’s phalangeal fingers dance rigidly as the sound of
the carriage return rings out. The landscape scrolls horizontally, mimicking the movement of words across
the page. The landscape starts as a picket-fenced yard, and then is zapped into barren land encased in
barbed wire. The transformation alludes to the dichotomy between the idyllic life Zeno wants to lead and the
brutal reality of the war that surrounds him.
All of this back and forth, pushing and pulling, stopping and starting blatantly exposes the inherent
uncertainty of the modern world. The figures have holes -they are uncertain creatures in their make up.
“I promise my wife to stop smoking at 2 pm”. Even this is uncertain.
Amber Ladd
63 \ 64
Η γραφή του Ζήνωνα
2002
Φιλμ 35mm και ψηφιακό βίντεο, μεταγραμμένο σε βίντεο και DVD, animation
με σχέδια σε κάρβουνο και παστέλ, εμπλουτισμένα με στιγμιότυπα από το
θεατρικό έργο Εξομολογήσεις του Ζήνωνα, 2002, και αρχειακό υλικό από τον Α’
Παγκόσμιο Πόλεμο
12’
Zeno Writing
2002
35mm film and digital video, transferred to video and DVD, animation with charcoal
and pastel drawings, spliced with shots from the theatrical piece Confessions of
Zeno, 2002, and documentary material from World War I
12’
Margherita Manzelli
Η ταραχή που προκαλεί στον θεατή η όψη των γυναικών της Manzelli δεν οφείλεται στη φαινομενική ασχήμια
τους. Οφείλεται στο μυστηριώδες των βιωμάτων τους, που φυλάσσεται σαν εφτασφράγιστο μυστικό, με
το βλέμμα του θεατή να παγιδεύεται στην έντονη, σταθερή ματιά τους. Στα έργα της Manzelli, τα μάτια
αποτελούν το σημείο εξαφάνισης -τόσο από ψυχολογική όσο και από άποψη προοπτικής. Εάν αφήσουμε
τα μάτια μας να περιεργαστούν το υπόλοιπο σώμα, θα ανακαλύψουν τις τυπικές κινήσεις μιας κατοπτρικής
γυναίκας: συστολές, ανακλήσεις, καρποί και πόδια γυρισμένα προς τα μέσα, χέρια τυλιγμένα προς τα πίσω,
στέρνο βουλιαγμένο, αδιαφορία για τη γύμνια. Θα προσέξουμε δίχως άλλο τα εξαρτήματα ή το ασυνήθιστο
χρώμα του φόντου. Όλα συντείνουν στο να αποσπάσουν τον νου του θεατή, ενώ την ίδια στιγμή συγκρατούν
το βλέμμα του. Κανέναν πόνο και καμία διάθεση εξέγερσης δε θα δει κανείς να αποτυπώνονται σε αυτές τις
γυναίκες -μόνο μια άπειρη φθίση που προέρχεται από τον αιώνιο σολιψισμό και από μια νοητική κατάσταση που
ακυρώνει τον χρόνο, τα βιώματα και τον εξωτερικό κόσμο, με χρώματα και σύμβολα που δεν παραπέμπουν σε
καμία οικεία έννοια, αγνώριστα σε όλους -εκτός από τον νου που τα δημιούργησε. Η αναστάτωση που νιώθουμε
βλέποντας αυτές τις γυναίκες οφείλεται στην αντίθεση ανάμεσα στις βρεφικές κινήσεις τους και το γερασμένο
κορμί τους, ανάμεσα στα πρόσωπά τους, με την επιφυλακτική έκφραση και την επίμονη παθητικότητα, και τα
καμπουριασμένα, αλλά όχι απρόθυμα να υπακούσουν άκρα. Θύματα που δεν υποφέρουν, οι γυναίκες της Manzelli είναι οι σύγχρονες Σφίγγες. Δεν μας φοβίζουν με τα λόγια τους, αλλά με την άρνησή τους να έρθουν σε επαφή
μαζί μας. Υπάρχοντας άνευ λόγου υπάρξεως, επιβεβαιώνουν μέσα από τη δυσαρμονία τους τη ματαιότητα και
ασημαντότητα της ανθρώπινης απορίας. Στη δυσαρμονία ανάμεσα στα σώματα και τα πρόσωπά τους έγκειται η
εξέγερσή τους, η εξέγερση κάποιου που αψηφά την πλοκή, θέλοντας να στερήσει από τον θεατή την ψευδαίσθηση
της πραγματικότητας. Οι γυναίκες της Manzelli κινούνται ελεύθερα και κατά βούληση στον καμβά, ξαφνιάζοντάς
μας, σαν ο Χριστός, στο έργο του Hans Holbein Ο Νεκρός Χριστός (1521), να γυρνούσε ξαφνικά προς τα εμάς
και να μας χαμογελούσε, ενώ το σώμα του εξακολουθούσε να κείτεται εκεί νεκρό. Για να κρυφτείς από τον οπτικό
κανιβαλισμό του θεατή, εάν δεν μπορείς να αποδράσεις, μπορείς να ακολουθήσεις μια εναλλακτική προσέγγιση:
κοίταξε στα μάτια τον άλλο, χωρίς να χαμηλώσεις το βλέμμα σου. Ο πρώτος που θα ρίξει τη ματιά του, χάνει.
The unease one feels looking at Manzelli’s women does not come from their presumed ugliness, but rather from
the indecipherability of their experience, kept preciously hidden, as their fixed stare traps the spectator’s gaze.
Eyes are the vanishing point of a canvas by Manzelli: they offer perspective and psychological depth. If our eyes
wander over the rest of their bodies we will find the typical movements of a concave woman: contractions, retractions, wrists and feet turned inwards, arms folded backwards, chest slumped, indifference to nudity, and we will pay
attention to the accessories or to the unusual colour of the background. All these elements conspire to distract the
spectator’s mind while holding his or her gaze. No pain is shown by these women, no rebellion; only an infinite
consumption drawn from their eternal solipsism and from a mental space that annuls time, experience, and the
external world, assigning colours and symbols without recognizable references -if not for the mind which produced them. The unease we feel before these women lies in the contrast between their infantile movements and
the agedness of their bodies, between their faces, with their reticent expression and stubborn passivity, and their
hunched yet not reluctant limbs. Victims without suffering, Manzelli’s women are modern sphinxes. They don’t
frighten us by haranguing us, but by their refusal to engage with us. Present with no reason for being, they affirm,
through their disharmony, the pointlessness and the indifference of human questioning. In the disharmony between their bodies and their faces lies their rebellion that of someone who disregards the plot in order to deprive
the spectator of the illusion of reality. Manzelli’s women move freely and at will across the canvas, wrong-footing
us, as if the Christ in Hans Holbein’s Christ in His Tomb (1521) was to suddenly turn and smile at us, while his
body continued to lie there lifeless. In order to hide from the spectator’s visual cannibalism, if one can’t flee, one
can opt for an alternative approach; look straight at the other without lowering your gaze. The first to give in loses.
Angela Maria Piga
65 \ 66
Χωρίς τίτλο #3
2006
Μικτή τεχνική σε χαρτί
77.5 x 57.5 εκ.
Untitled #3
2006
Mixed media on paper
77.5 x 57.5 cm
Pavlos Nikolakopoulos
Παύλος Νικολακόπουλος
Με ενδιαφέρει η έννοια της ασυνέχειας, όπου τα πράγματα δε διαμορφώνονται μέσα από μια ομαλή, τακτική
ροή αλλά από διαφορετικά συμβάντα και παραμέτρους, όπως τα τυχαία γεγονότα, ο χρόνος, οι συγκρούσεις
και τα λάθη. Η ασυνέχεια διαταράσσει την ομαλότητα και την «παραλυτική» συναίνεση της ευημερούσας
κοινωνίας. Μέσω αυτής της έννοιας διεγείρονται η φαντασία και η κριτική σκέψη, θέτοντας το υπόβαθρο για
την εκδήλωση κοινωνικών αιτημάτων και εξεγέρσεων.
Αυτό αποτυπώνεται στα ημερολόγιά μου, τα οποία δε δίνουν μια προσωπική οπτική που να αντλείται από κάποια
εσωτερική ψυχολογία, αλλά αναδεικνύουν ζητήματα που αφορούν την ουσία της ανθρώπινης κατάστασης,
την αμοιβαία σχέση ανάμεσα στο άτομο και τις κοινωνικές δομές σε συνδυασμό με την αντιστροφή
στερεοτυπικών προσεγγίσεων. Το έργο μου μπορεί να περιγραφεί με βάση ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο:
την απεικόνιση αιχμηρών αντικειμένων (ξυραφιών, γάντζων, μαχαιριών, νυχιών) που μετατρέπονται από
επικίνδυνα εργαλεία σε σύμβολα αφύπνισης. Απεικονίζει το ανθρώπινο σώμα και τα διάφορα μέρη του,
ιδίως το χέρι, το οποίο έχει τη δύναμη να φτιάχνει και να καταστρέφει. Πιστεύω, ότι η φυσική παρουσία
των ανθρώπων αποτελεί τη βάση για τη δημιουργία των πραγμάτων και σκοπός μου είναι να σπάσω την
«κλινική» εικόνα που έχουμε για το ανθρώπινο σώμα και τις λειτουργίες του. Για τον λόγο αυτόν έχω την τάση
να αποδομώ και να ανασυνθέτω την ανθρώπινη μορφή με διαφορετικούς τρόπους. Όπως λέει ο Thomas
de Quincy: «Η ουσία προέρχεσαι από τις αισθήσεις. Η μορφή από τον νου». Το έργο μου αποκαλύπτει το
εφήμερο της φθαρτής υλικής μας υπόστασης αλλά και την ουσία μας που αποτυπώνεται στις πράξεις.
Χρησιμοποιώντας ένα οπτικό λεξιλόγιο, επιχειρώ να αφυπνίσω την προαιώνια ζωώδη πτυχή του ανθρώπου,
η οποία καταπιέζεται συστηματικά μετά την επικράτηση του ορθολογισμού από την εποχή της Αναγέννησης
και μετά. Συνεπικουρούμενη από την κλασική φιλοσοφία και τον χριστιανισμό, η ορθολογική σκέψη έχει
εδραιώσει τους κανόνες που ορίζουν την «αντικειμενικότητα» και τη νομιμοποίηση, στοιχεία που ουσιαστικά
είναι υπεύθυνα για την παρακμή του δυτικού κόσμου. Πιστεύω ότι μια στροφή προς την υποκειμενικότητα και
την προσωπική ανάπτυξη μπορεί να δώσει το έναυσμα για την ανασύσταση των συνειδήσεών μας.
Παύλος Νικολακόπουλος
I am interested in the notion of “discontinuity” (asynexeia), where things are not formed through a smooth
and regular stream but from different interferences or random parameters such as accidental events, time,
conflicts and mistakes. Discontinuity disrupts normality and the “paralytic” consensus of the affluent society.
Through this notion, imagination and critical thinking are stimulated, preparing the ground for social claims
and revolts.
This is reflected in my diaries; they do not represent a personal perspective derived from an inner psychology,
but rather illustrate issues concerning the essence of the human condition and the interrelation between
individual and social structures as well as the reversal of stereotypical approaches. The following leitmotif
could describe my work: the imagery of sharpened objects (razors, hooks, knives, nails) that are converted
from menacing tools into symbols of awakening. My work depicts the human figure and different body
parts, specifically the hand, and shows the craftsmanship of construction and destruction. I believe that
the physical presence of people is the premise behind the making of things and my purpose is to break the
“clinical” image that we have for the human body and its functions; that’s why I tend to deconstruct and
reformulate the human form through different synthesis. As Thomas de Quincy says: “Essence comes from
the senses. Form comes from the mind”. My work reveals the perishable nature of our fragile form and our
essence inscribed in practice.
Through a visual vocabulary, I try to reawaken the primordial sense of animality which has been repressed
by rationalistic views since the Age of Enlightenment. Combined with classical philosophy and Christianity,
rational thought has established the norms that define “objectivity” and legitimacy and which have, ultimately, led the western world to decay. I believe that a turn to subjectivity and personal growth might enable
us to break new ground and reconfigure our consciousness.
Pavlos Nikolakopoulos
67 \ 68
Χωρίς τίτλο (από τη σειρά ημερολόγιο 7)
2000
Μελάνι και ακρυλικά σε χαρτί
11,7 x 16,7 εκ. (η κάθε σελίδα)
Χωρίς τίτλο (από τη σειρά ημερολόγιο 8)
2001
Μελάνι, φωσφορούχο σπρέι και ακρυλικά σε χαρτί
11,7 x 16,7 εκ. (η κάθε σελίδα)
Untitled (from the series diary 7)
2000
Ink and acrylic on paper
11,7 x 16,7 cm (each page)
Untitled (from the series diary 8)
2001
Ink, fluorescent spray and acrylic on paper
11,7 x 16,7 cm (each page)
Χωρίς τίτλο (από τη σειρά ημερολόγιο 8)
2001
Μελάνι, φωσφορούχο σπρέι και ακρυλικά σε χαρτί
11,7 x 16,7 εκ. (η κάθε σελίδα)
Χωρίς τίτλο (από τη σειρά ημερολόγιο 8)
2001
Μελάνι και ακρυλικά σε χαρτί
11,7 x 16,7 εκ. (η κάθε σελίδα)
Untitled (from the series diary 8)
2001
Ink, fluorescent spray and acrylic on paper
11,7 x 16,7 cm (each page)
Untitled (from the series diary 8)
2001
Ink and acrylic on paper
11,7 x 16,7 cm (each page)
Jockum Nordström
Ο Jockum Nordström αντιλαμβάνεται τη ζωή σαν έναν ιστό σχέσεων. Αυτές οι σχέσεις και η λανθάνουσα
δομή που τις διέπει αποτελούν το αντικείμενο του έργου του. Η δομή των σχέσεων βασίζεται στο φύλλο
και στην κοινωνική τάξη που αντιστοιχούν στην ύφανση και το υφάδι. Ο Nordström αναφέρεται, κάποιες
φορές, σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν, σε μια χώρα-ουτοπία του Βορρά, όπου η εγκράτεια συνιστά αρετή
και η ευγένεια τον κανόνα. Στη χώρα αυτή, τα πλοία διασχίζουν τις ανοιχτές θάλασσες, το εμπόριο ανθεί,
οι ιππείς καλπάζουν, οι άνδρες είναι ιππότες και οι γυναίκες σεμνές. Αυτός ο τόπος είναι το καταφύγιο του
Jockum Nordström. Εκεί, μπορεί να κρύψει προσωρινά την αναρχία και την παράνοια κάτω από το χαλί.
Προσποιούμαστε πως τον πιστεύουμε, ενώ γνωρίζουμε πολύ καλά ότι άλλα εννοεί και ότι δεν υπάρχει χαλί
αρκετά μεγάλο ώστε να κρύψει τα συντρίμμια και τη σκόνη.
Όλα τα σχέδια που παρουσιάζονται φιλοτεχνήθηκαν από τον Nordström κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην
Καβάλα το 1987.
Jockum Nordström conceives life as a fabric of relations; his work is based on these relations and on
the latent regulating structure built on sexuality and social class, the weave and the woof respectively.
Occasionally, he refers to an idealized past, a northern nowhere-land where temperance is virtue and gentility
the norm; where boats sail across the open seas, commerce thrives, riders ride, men are chivalrous and
women restrained. This is Jockum Nordström’s land of refuge, where anarchy and madness are temporarily
being swept under the rug. We act as if we believe him, well knowing that he means otherwise, and that
there is no rug large enough for the debris and the dust.
All images in the sketchbook were created by Nordström during a stay in Kavala, in 1987.
Χωρίς τίτλο
1988
Ακουαρέλα και γραφίτης σε χαρτί
21 x 14.5 εκ.
Untitled
1988
Watercolour and graphite on paper
21 x 14.5 cm
69 \ 70
Imran Qureshi
Ποτέ δεν ένιωσα καμία πίεση, είτε εξωτερική είτε εσωτερική. Όταν δημιουργώ, λέω με το έργο μου αυτό
ακριβώς που θέλω να πω. Ορισμένοι καλλιτέχνες ενστερνίζονται με τη δουλειά τους απερίφραστα πολιτικές
θέσεις και το έργο τους παρουσιάζεται σε δημόσιους χώρους. Νομίζω ότι στη Δύση έχετε μια εσφαλμένη
εικόνα για αυτήν την περιοχή του κόσμου. Υπάρχει η εσφαλμένη εντύπωση ότι μας φιμώνουν και δεχόμαστε
περιορισμούς στην καλλιτεχνική μας έκφραση. Η απεικόνιση του γυμνού δεν αποτελεί τη μόνη μας έγνοια
-υπάρχουν τόσα πολλά άλλα πράγματα γύρω μας που είναι πολύ πιο σημαντικά και πολύ πιο δύσληπτα από
το απλό ζήτημα του κατά πόσον θα δείξουμε με το έργο μας το γυμνό ή όχι.
Το Moderate Enlightenment είναι μια σειρά πορτρέτων ανθρώπων της θρησκείας στην καθημερινότητά
τους. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, οι άνθρωποι της θρησκείας έχουν περιθωριοποιηθεί, διότι τα ΜΜΕ τους
παρουσιάζουν συστηματικά ως σύμβολα τρομοκρατίας. Σε αυτήν τη σειρά, η αρχική μου έμπνευση προήλθε
από δύο σπουδαστές στο κολέγιό μου. Σε επίπεδο προσωπικών πεποιθήσεων ήταν βαθύτατα θρήσκοι, στη
σχολή όμως συμμετείχαν σε όλες τις συνήθεις δραστηριότητες με τους συμφοιτητές τους -ζωγράφιζαν,
δημιουργούσαν γλυπτά, συμμετείχαν σε θεατρικές παραστάσεις… Οι άλλοι όμως τους πείραζαν: δεν ήταν
έτοιμοι να τους δεχθούν ως αναπόσπαστα μέλη της κοινωνίας. Σε αυτήν τη σειρά βλέπουμε αυτούς τους
δύο θρησκευόμενους νέους στις καθημερινές τους δραστηριότητες: κάνουν σαπουνόφουσκες, γράφουν
ερωτικά γράμματα, θαυμάζουν την ομορφιά ενός τοπίου, κουβαλάνε στον ώμο αθλητικές τσάντες Nike!
Όταν ένας άνθρωπος της θρησκείας χρησιμοποιεί ένα τέτοιο αξεσουάρ, το εκλαμβάνουμε αμέσως ως
απειλή, ενώ όταν το φοράμε εμείς, πρόκειται απλώς για δήλωση μόδας.
«Last Exit to Lahore», απόσπασμα συνέντευξης του Imran Qureshi στον Nicolas Trembley, από το περιοδικό Numéro
I’ve never felt any pressure, neither exterior nor interior. When I make a work I say exactly what I want to say.
Some artists take very strong political positions in their work and are still exhibited in public places. I think
that in the West you have a false idea about this part of the world. It’s believed, and wrongly so, that we’re
gagged and limited in our artistic production. Figurative representation of nudity isn’t our only preoccupation; there are so many other things going on around us which are much more important and more difficult
to understand than the simple question of whether to show nudity or not in our work.
Entitled Moderate Enlightenment it’s a series of portraits of religious men depicted in their daily activities.
Ever since 9/11 religious people have been marginalised because the media has systematically made them
symbols of terrorism. In this series my initial inspiration came from two students in my college. On a personal level they were deeply religious, but in school they took part in all the normal activities alongside their
fellow students -life drawing, sculpture, theatre… But the others teased them: they weren’t ready to accept
them as integral members of society. In this series we see these two religious guys in their daily activities:
they blow bubbles, write love letters, appreciate the beauty of a landscape, wear Nike sports bags! If a
religious person wears a camouflage print we immediately see it as a threatening message, but if we wear
it, it’s just a fashion statement.
“Last Exit to Lahore”, excerpt from an interview of Imran Qureshi to Nicolas Trembley, journal Numéro.
71 \ 72
Από τη σειρά Moderate Enlightenment
2009
Φύλλο χρυσού και ακουαρέλα σε χαρτί
59 x 51 εκ.
From the Moderate Enlightenment series
2009
Gold leaf and opaque watercolour on wasli paper
59 x 51 cm
Jean Marc Rochette
Η εικονογράφηση της Οδύσσειας είναι μια τεράστια πρόκληση. Το βιβλίο είναι τόσο διάσημο, ώστε ο
καθένας μας να έχει διαμορφώσει μια δική του εικόνα για αυτό. Πώς μπορείς λοιπόν να ξαναδείς ένα τόσο
μνημειώδες έργο; Προσωπικά, προσπάθησα να προσεγγίσω με φρέσκια, λιτή ματιά τον μύθο και να ξεχάσω
τα κλισέ, προκειμένου να φτάσω στην απλότητα και τη δύναμη της αρχαϊκής περιόδου. Ταξίδεψα στο νησί
της Ιθάκης προσπαθώντας να νιώσω τα τοπία του Οδυσσέα, να μελετήσω αυτόν τον αμετάβλητο κόσμο.
Πράγματι, βγάζοντας από την εικόνα τους ανθρώπους, οι βράχοι και οι μύθοι παραμένουν ίδιοι. Η συλλογή
των σχεδίων που παρουσιάζεται στην Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης αποτελεί το πρώτο δείγμα αυτής της
περιπέτειας. Βυθίστηκα στον μύθο, θέλοντας να κολυμπήσω στην πηγή του πολιτισμού μας.
Illustrating the Odyssey is a huge challenge; the book is so famous that everyone has their own vision, so
how can one revisit such a monument? For my part I tried to find a fresh look in order to approach the myth
with a lighter touch and forget the clichés, and to reach the simplicity and the strength of the archaic period.
I traveled to the island of Ithaca trying to feel the landscapes of Ulysses and watch this world that does not
change. Indeed, if the people disappear, the rocks and myths remain. The sketch book presented in the
Thessaloniki Biennale is the first essay of this adventure; I plunged into the myth with the desire to have a
swim in the source of our culture.
Jean Marc Rochette
Σχέδια για την Οδύσσεια
(εξώφυλλο, Οδυσσέας, Πηνελόπη, Ζευς)
2001-2002
Μελάνι και ακουαρέλα σε χαρτί
29.5 X 21 εκ. (το καθένα)
Studies for the book Odyssey
(cover, Ulysses, Penelope, Zeus)
2001-2002
Ink and watercolour on paper
29.5 X 21 cm (each)
73 \ 74
Alberto Savinio
[…] Μερικούς μήνες πριν, ο Νιβάζιο Ντολτσεμάρε αποβιβάστηκε στη Σαλονίκη μαζί με ένα απόσπασμα
ιταλικών στρατευμάτων που είχαν προορισμό τους τη μεραρχία που είχε μετατοπιστεί στη Μακεδονία
(1917). Στο ατμόπλοιο έπιασε φιλία με ένα φαντάρο ονόματι Καρλομάγνο, που ήταν όμως ανιστόρητος,
ώστε αγνοούσε τη συνωνυμία του με το γιο του Πιπίνου του Βραχέως.
[…] Στην ίδια πόλη της Σαλονίκης κατοικούσε η μαντάμ Περντίτα Σκουφάκη, γαλλίδα την καταγωγή
και προικισμένη με φωνή σοπράνο λετζέρα. Μια μέρα ο στρατηγός Σαράιγ, επικεφαλής διοικητής των
συμμαχικών στρατευμάτων στη Μακεδονία, παρακάλεσε την κυρία Σκουφάκη να συμμετάσχει σε μια
συναυλία υπέρ των στρατιωτικών που είχαν τραυματιστεί στο μέτωπο του Βαρδάρη. Η Περντίτα ήταν ravie* που
θα συνεργαζόταν στην αγαθοεργία και ζήτησε από το θείο του Καρλομάγνου να της εξασφαλίσει συνοδό
στο πιάνο. Ο θείος του Καρλομάγνου της εσύστησε τον Νιβάζιο Ντολτσεμάρε. Η Περντίτα και ο Νιβάζιο
άρχισαν τις πρόβες. Τη δεύτερη μέρα, εκεί που ξαναπερνούσαν την άρια της Καρλότας από τον Βέρθερο,
η Περντίτα λιποθύμησε. Ο Νιβάζιο πήγε να τη στηρίξει και έπεσαν μαζί στον καναπέ...
*Γαλλικά: συνεπαρμένη (Σ.τ.Μ)
Από το βιβλίο του Αλμπέρτο Σαβίνιο, Ο Μωπασσάν και «ο Άλλος», μετάφραση Μαρία Α.Ηλιού, εκδ.ύψιλον, Αθήνα 1983.
[…] A few months earlier, Nivasio Dolcemare landed in Salonika with a detachment of Italian troops that
would join the division that had been transferred to Macedonia (1917). Aboard the steamship, he befriended
a soldier named Charlemagne, who was not well versed in history and had no idea he was the namesake
of the son of Pepin the Short.
[…] A certain Madame named Perdita Skoufaki lived in that same city of Salonika. She was of French
descent and blessed with a lyric soprano’s voice. One day, general Sarrail, commander of the allied forces
in Macedonia, invited her to take part in a concert for the soldiers that had been wounded at the Vardar
front. Perdita was ravie* to take part in this charity and asked Charlemagne’s uncle to recommend her
a pianist that would accompany her singing. He suggested Nivasio Dolcemare. The two of them started
rehearsing. On the second day, while rehearsing Carlotta’s aria from Werther, Perdita fainted. Nivasio attempted to hold her, and they both fell on the couch together...
*French for enraptured (translator’s note)
From Alberto Savinio’s Maupassant e l’ altro (Greek edition: Ο Μωπασσάν και «ο Άλλος», translated by Maria A. Heliou,
Ypsilon, Athens, 1983).
Χωρίς τίτλο
1926-7
Μελάνι και ακουαρέλα σε χαρτί
22 x 28 εκ.
Χωρίς τίτλο
1927
Μικτή τεχνική
33.7 x 29.5 εκ.
Untitled
1926-7
Ink and watercolor on paper
22 x 28 cm
Untitled
1927
Mixed media
33.7 x 29.5 cm
75 \ 76
Christiana Soulou
Χριστιάνα Σούλου
Προσπαθώ με αυτήν τη σειρά των σχεδίων να δώσω την δική μου ερμηνεία για το έργο του Σαίξπηρ Όνειρο
Θερινής Νυκτός. Πιστεύω ότι είναι μια τρομακτική ιστορία και ότι το κύριο/θεμελιώδες θέμα του είναι το
πέρασμα μέσα από το ζωώδες. Η σύγκρουση με το ζωώδες ως ένας απαραίτητος δρόμος προς τον
εξανθρωπισμό είναι ένα πολύ αγαπητό θέμα στον Γερμανό συγγραφέα Heinrich von Kleist. Στο δοκίμιό του
για τη μονομαχία ανάμεσα στον ξιφομάχο και την αρκούδα, ο Kleist βλέπει την σύγκρουσή του ανθρώπου με
το θηρίο ως τον μόνο πιθανό δρόμο για να κερδίσει πίσω ο άνθρωπος τον χαμένο παράδεισο της αθωότητας.
Το θηρίο στον Σαίξπηρ όπως και στον Kleist είναι η ψυχή, η ανέγγιχτη από κάθε ακκισμό. Ο Kleist όπως
και ο Σαίξπηρ, μέσα από το θηρίο μας μιλούν για τον άνθρωπο. Ένα θηρίο μπορεί ταυτόχρονα να είναι ένα
άσχημο πλάσμα. Ανάμεσα σε ένα θηρίο που δεν έχει επίγνωση της ασχήμιας του, και σε έναν άνθρωπο
που γνωρίζει ότι είναι ωραίος, ο Kleist, όπως και ο Σαίξπηρ, επιλέγει το πρώτο. Με λίγα λόγια, στα σχέδια
μου, όποτε θέλησα να προσδώσω λίγη αθωότητα στους ανθρώπινους χαρακτήρες, έδωσα κάτι από το
ζωώδες. Και όταν έφτιαξα τα ζώα του έργου προσπάθησα να τους δώσω τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά,
της ματαιοδοξίας και της βλακείας, για να τα αποδώσω, έτσι όπως σκέφτηκα ότι θα τα φανταζόντουσαν οι
ηρωίδες του έργου.
Από την προσπάθειά μου να συνδυάσω τον Heinrich von Kleist με τον Σαίξπηρ στην ανάγνωση του Ονείρου Θερινής
Νυκτός, Χριστιάνα Σούλου, 2008.
With my series of drawings entitled A Midsummer Night’s Dream, I try to give my own interpretation of
Shakespeare’s play. I believe that A Midsummer Night’s Dream is a terrifying story and that its fundamental
subject is the passage through bestiality. The conflict with the bestial as necessary to being human is a
theme that is also very dear to the German writer Heinrich von Kleist. In his famous essay on the duel
between the fencer and the bear, Kleist presents the confrontation between human and beast as the only
possible way for man to reclaim the lost paradise of innocence.
The beast, for Shakespeare as for Kleist, is the human soul, untouched by any affliction. Kleist, like Shakespeare,
talks to us about humans through beasts. At the same time, a beast can be an ugly being. Between a
beast unaware of its ugliness and a human who knows of his beauty, Kleist, like Shakespeare, chooses the
former. In other words, in this series of drawings, whenever I wanted to assign some innocence to human
characters, I gave them something of the bestial. And whenever I made the animals of the play, I tried to
give them the human characteristics of vanity and stupidity, assigning them as I thought the heroines of the
play imagined them.
From relating Heinrich von Kleist and Shakespeare in my reading of A Midsummer Night’s Dream, Christiana Soulou, 2008.
Πουκ
2008
Μολύβι σε χαρτί
17.5 x 13.5 εκ
Puck
2008
Pencil on paper
17.5 x 13.5 cm
Το Αγόρι
2008
Μολύβι και χρωματιστά μολύβια σε χαρτί
29.7 x 20.7 εκ
Η Ευχή του Όμπερον
2008
Μολύβι σε χαρτί
29.5 x 42 εκ.
The Boy
2008
Pencil and coloured pencils on paper
29.7 x 20.7 cm
Oberon’s Wish
2008
Pencil on paper
29.5 x 42 cm
77 \ 78
Andreas Vais
Ανδρέας Βάης
Όσο πιο μικρός είμαι εγώ, τόσο μεγαλύτερος ο
κόσμος γύρω μου.
μικροί,
σύντροφοι,
ψίθυροι,
υπαινιγμοί,
υπενθυμιστές,
αγγελιοφόροι,
μάρτυρες,
απεσταλμένοι,
πλοηγοί,
οδοιπόροι,
πολύ δικοί μου, αγαπητοί
φίλοι και συγγενείς,
ξένοι ευπρόσδεκτοι,
θερμοδυναμικοί,
ηλεκτρομαγνητικοί,
ηχηροί,
ρυθμικοί,
μικροσκοπικοί και μεγαλόπνοοι,
κάποιοι υπερασπίζουν την περιοχή τους,
κάποιοι άλλοι περνούν σε άλλη διάσταση.
The smaller I am, the bigger the world around me.
small,
companions,
whispers,
implications,
reminders,
messengers,
witnesses,
representatives,
navigators,
wayfarers,
my very own, dear
friends and relatives,
strangers welcome,
thermodynamic,
electromagnetic,
sonorous,
rhythmical,
microscopic and grandiose,
some defend their territory,
some others pass into another dimension.
Andreas Vais
Ανδρέας Βάης
Χωρίς τίτλο αρ.145
1998
Μελάνι σε χαρτί
21x14.7 εκ.
Χωρίς τίτλο αρ.245
2001
Μελάνι σε χαρτί
21x14.7 εκ.
Untitled no.145
1998
Ink on paper
21x14.7 cm
Untitled no.245
2001
Ink on paper
21x14.7 cm
Χωρίς τίτλο αρ.146
1998
Μελάνι σε χαρτί
21x14.7 εκ.
Χωρίς τίτλο αρ.240
2001
Μελάνι σε χαρτί
21x14.7 εκ.
Untitled no.146
1998
Ink on paper
21x14.7 cm
Untitled no.240
2001
Ink on paper
21x14.7 cm
79 \ 80
Nanos Valaoritis
Nάνος Βαλαωρίτης
Σήμερα, που η αβεβαιότητα στην περιφέρεια, είναι κυρίαρχο θέμα του δημόσιου λόγου στην Ελλάδα και τον
κόσμο, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δει κανείς την Ελλάδα ως «σημείο αιχμής», ως το μεταίχμιο το οποίο
πάντα ήταν. Η Ελλάδα έχει επιβιώσει -και ενίοτε θριαμβεύσει- ως χώρα οριακή, τόπος μεταστοιχειωμένων
συγκρούσεων και αλληλογονιμοποιημένων ταυτοτήτων. Είναι ταυτόχρονα Ανατολή και Δύση, παραδοσιακή
και σύγχρονη, μοντέρνα και αρχαϊκή, λαϊκή και θρησκευτική, δημόσια και ιδιωτική, λόγος και παράλογος.
Αυτό το έδαφος του απίθανου και του παράδοξου μπορεί να είναι ένα ενδιαφέρον εργαστήριο σκέψης και
δράσης σε εποχές όπως αυτή. Και ακόμη και αν η τέχνη δεν ήταν και δεν είναι ο τόπος όπου οι αντινομίες
διευθετούνται, οι εκδοχές και οι συνέπειές τους μπορούν να μελετηθούν καλύτερα στο περιβάλλον της.
Αν η ελληνική περίπτωση είναι η περίπτωση μιας συλλογικότητας που συντίθεται (και συνέχεται) διαρκώς
από μοναχικές αντιλήψεις, ο Νάνος Βαλαωρίτης, (δημιουργός σε μοναδικά σπινθηροβόλα σχέση με την
ιστορία και την τέχνη), θα μπορούσε να είναι ο «στοιχειωμένος» κορυφαίος ενός Χορού που ιστορεί τις
μεταμορφώσεις της με αφηρημένο λυρισμό και σαρδόνια σοφία, χωρίς ίχνος διδακτισμού, σε παγκόσμιο
κοινό. Συντονισμένος διαρκώς στο δαιμόνιο του πιθανού και στην λαχτάρα του παιχνιδιού, ο Βαλαωρίτης,
φύσει και θέσει «ελεύθερος σουρεαλιστής», μπαχτινικός και σεφερικός μαζί, αιρετικός του μοντερνισμού,
επίμονος υπονομευτής της γλώσσας και της εικόνας, της γοητείας των προγόνων και της έννοιας των
επιγόνων, είναι ίσως εκείνος από τους Έλληνες δημιουργούς (και ποιητές-κριτικούς) που έχει εντρυφήσει
τόσο πολύ και τόσο φλεγματικά, στην επισφαλή θέση ανάμεσα στο εσκεμμένο και το αυθόρμητο και την
ιδιωματική μελαγχολία της ελληνικής ψυχοσύνθεσης.
Νάντια Αργυροπούλου
Today, when uncertainty on the periphery has emerged as a major theme in public discourse throughout
Europe and the world, it is particularly interesting to look at Greece as a “point on the verge”, as the metaichmion it has always been. It has survived -and occasionally thrived- as a borderland, a place of transmuted
conflicts and cross-fertilized identities. It is at once both East and West, traditional and contemporary, modern
and archaic, secular and religious, private and public, logos and paralogos. This terrain of impossibility and
paradox can be quite an interesting laboratory of thought and action in times such as the present. And even
if art is not where these contradictions have been or are being played out, their ramifications can better be
studied within its context.
If the Greek case is the case of a community constantly shaped (and bound together) by individual perceptions,
then Nanos Valaoritis (a poet with a unique relationship with history and art), could be considered as the
“haunted” coryphaeus of a Chorus narrating its transformations with abstract lyricism and sardonic wisdom,
but without a single trace of didacticism, while addressing a global audience. Always attuned to the flair of
potentiality and to the desire to play, Valaoritis, by both nature and conviction a “free surrealist”, Bakhtinian
and Seferian at the same time, a heretic of modernism, a tireless saboteur of language and image, of the ancestors’
allure and of the meaning of descendants, may be the primary Greek writer (poets-critics included) that has
pored so intensely and with such phlegm over the precarious place between the intended and the impulsive
and the idiomatic melancholy of the Greek psyche.
Nadja Argyropoulou
Ερμής 3, από το πορτφόλιο Ελληνική Μυθολογία
1963-1975
Κολάζ
Περ. 30 x 21 εκ.
Οιδίπους και Εστία 4, από το πορτφόλιο Ελληνική Μυθολογία
1963-1975
Κολάζ
27 x 21 εκ.
Ermis (Mercury) 3, from Greek Mythology (folio)
1963-1975
Collage
Approx. 30 x 21 cm
Oedipus & Estia 4, from Greek Mythology (folio)
1963-1975
Collage
27 x 21 cm
81 \ 82
Constantin Xenakis
Κωνσταντίνος Ξενάκης
Το έργο χωρίς τέλος και χωρίς όρια
Work without end and without limits
Η τελευταία μου δουλειά είναι το αποτέλεσμα ενός
διαλόγου που έκανα με τα σύμβολα και τα σημείακώδικες. Ο οριακός τους χαρακτήρας είναι αυθαίρετος
και μου επιτρέπει μια στοχαστική ανάγνωση του κόσμου.
Όταν ξεκινάει ο διάλογος, διαμορφώνεται μια στρατηγική
που παράγει κριτήρια περισσότερο αισθητικής παρά
καλλιτεχνικής φύσης.
My recent work is the result of a dialogue
that I created with symbols and signs/codes.
Their defining character is arbitrary and permits me
a philosophical reading of the world. When
the dialogue begins, a strategy is established that
creates criteria that are more aesthetic than artistic.
Στο παρελθόν τελείωνα ένα έργο τέχνης όταν
θεωρούσα ότι είχα μεταδώσει το ουσιαστικό.
Σήμερα αυτή η διαδικασία αποδεικνύεται παρωχημένη.
Ο κόσμος των συμβόλων είναι ένας Λόγος που
υπερβαίνει την αισθητική.
Πολύ απλά όταν είμαι εξαντλημένος
σταματάω τη δουλειά.
Στην ερώτηση « Έχει ολοκληρωθεί το έργο;»
Απαντάω «ΝΑΙ, ΑΛΛΑ».
Το «ΝΑΙ» σημαίνει ότι το θεωρώ πλούσιο αισθητικά για
να συνδιαλαγεί με το κοινό και μπορώ να το παρουσιάσω
όπως ακριβώς είναι.
Το «ΑΛΛΑ» σημαίνει ότι μπορώ να παρατείνω αέναα
τον διάλογο με την αυτοκρατορία των σημείων και των
συμβόλων.
Με θέλω όμηρο μιας κοσμικής μοίρας
και της χαοτικής της κατάστασης.
Εδώ η έννοια του χρόνου εξαφανίζεται.
In the past, I finished a work when I
felt that I had communicated whatever was essential.
Today, this procedure has proved to be obsolete.
The world of symbols is a Logos that surpasses
the aesthetic.
When I am exhausted
I stop working.
When asked, “Is the work finished?”
I reply, “YES, BUT”.
The YES means that I consider it aesthetically rich
in order to converse with the pubic
and that I can present it as it is.
The BUT means that I can indefinitely pursue
the dialogue with the empire of signs
and symbols.
I want to be the hostage of a cosmic fate
and its chaotic state.
Here, the idea of time disappears.
Είναι ένας Λόγος, ένα παράθυρο ανοιχτό σε έναν κόσμο
εν εξελίξει, όπου κάθε στιγμή είναι τέλεια
και εκφράζεται μέσα σε ένα σύμπαν οντολογικά ανοιχτό.
It is a Logos, a window open to a world
that is evolving, where each moment is perfect and
expresses itself in a universe that is ontologically
open.
Κωνσταντίνος Ξενάκης
Constantin Xenakis
83 \ 84
Πάπυρος αρ. 25
1984
Μικτή τεχνική
46 x 46 x 46 εκ.
Papyrus No. 25
1984
Mixed media
46 x 46 x 46 cm
ΑΛΑΤΖΑ ΙΜΑΡΕΤ
ALATZA IMARET
[…] Το Αλατζά Ιμαρετ ή Ισάκ Πασά τζαμί: Βρίσκεται λίγο πιο πάνω από την οδό Κασσάνδρου,
ανάμεσα στις οδούς Αγ. Νικολάου, Γαλιλαίου και Σοφοκλέους, ανατολικά και σε μικρή απόσταση
από τον Άγιο Δημήτριο, στο χώρο της πλατείας των Δημητρίων. Το τζαμί ονομαζόταν “Αλατζά Ιμαρέτ”,
επειδή ο μιναρές του ήταν επενδυμένος με πολύχρωμες (“αλατζά”) πέτρες και επειδή στο χώρο
του λειτουργούσε και πτωχοκομείο (“ιμαρέτ”). Η άλλη ονομασία, “Ισάκ Πασά τζαμί” οφείλεται στο
όνομα του ιδρυτή του. Το Αλατζά Ιμαρέτ είναι ένα ωραίο κτίσμα, με καθαρές αναλογίες και αρμονικές
συμμετρίες.
Τσακτσίρα Λ., Παπανθίμου K., Μάντζιου Γ., Καλογήρου N., Θεσσαλονίκη, η πόλη και τα μνημεία, εκδ. ΜαλλιάρηςΠαιδεία, Θεσσαλονίκη 2003
[…] Alatza Imaret (also known as Ishak pasa mosque): it is located close to Kassandrou street, at
the crossroads of Ag. Nikolaou, Galilaiou and Sophokleous streets in the east, and only at a small
distance from Agios Demetrios. The mosque took its name from the colorful (alatza) stones of its
minaret, and the fact that it included a hospice (imaret). It was also called “Ishak pasa mosque” after
the pasa who established it. Alatza Imaret is a beautiful building, with clear proportions and harmonious symmetries.
Tsaktsiras L., Papanthimou K., Mantzios G., Kalogirou N., Thessaloniki, the city and its monuments, MalliarisPaideia, Thessaloniki 2003
Αλατζά Ιμαρέτ, το Πολύχρωμο Πτωχοκομείο
Εάν έχεις γεννηθεί και μεγαλώσει στην Θεσσαλονίκη (όπως και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας) συχνά διαπιστώνεις
ότι εμπλέκεσαι συναισθηματικά σε ένα είδος παρανοϊκής αμηχανίας. Ειδικά στη Θεσσαλονίκη, όπου ελάχιστοι
μπορούν να ανιχνεύσουν τη σχέση τους με την πόλη σε διάστημα μεγαλύτερο των τριών ή τεσσάρων γενεών,
η κατάσταση είναι περίπλοκη. Αυτό συμβαίνει διότι έχει αποφασιστεί πως η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας
πρέπει να βασίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην αρχαία ελληνική και βυζαντινή περίοδο. Ακούς ιστορίες από τους
παππούδες σου που διαφέρουν δραματικά από αυτές που μαθαίνεις στο σχολείο. Τί συνέβη κατά τους αιώνες
που μεσολάβησαν ανάμεσα στην αρχαιότητα και το σήμερα; Είναι εξάλλου γνωστό ότι τα νεότερα παραμύθια και
οι μύθοι, η κουζίνα, οι συνήθειες, ο τρόπος σκέψης μας και ούτω καθεξής έχουν μεγαλύτερη συγγένεια με την
ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, παρά με το ένδοξο παρελθόν των Αρχαίων Ελλήνων.
Επιστρέφοντας ξανά στη Θεσσαλονίκη, αυτή τη φορά για τη Μπιενάλε, επέλεξα σκόπιμα το Αλατζά Ιμαρέτ
ως χώρο που θα φιλοξενήσει την προσωπική μου επιμέλεια, ένα μικρό σκέλος στο κυρίως πρόγραμμα(εφόσον ο καθένας μας είχε και αυτό το καθήκον πέρα από την κοινή μας καλλιτεχνική διεύθυνση) Για εμένα
αποτελεί έναν χώρο συμβολικής αντίθεσης που σχηματίστηκε στην παιδική μου συνείδηση -σχηματισμένη
κάπου ανάμεσα στην ανατολίτικη ψυχή και τον δυτικό ορθολογισμό.
Το Αλατζά Ιμαρέτ, το άλλοτε φημισμένο, πολύχρωμο τζαμί και πτωχοκομείο του 15ου αιώνα με τον πιο
εντυπωσιακό μιναρέ της πόλης, από όπου πήρε και το όνομά του, μοιάζει σήμερα, κοιτάζοντάς το
εξωτερικά, σχεδόν εγκαταλελειμμένο. Δεν είναι μόνιμα ανοικτό όπως τα μνημεία -λειτουργεί περιστασιακά
ως εκθεσιακός χώρος. Η φήμη όμως δημιουργεί το δικό της μονοπάτι. Αυτό το είδα ξεκάθαρα όσες φορές
περίμενα τον φύλακα να ανοίξει τις πόρτες κατά τη διάρκεια της εγκατάστασης. Σε λιγότερο από μια ώρα την
καλοκαιρινή περίοδο, τουρίστες από όλον τον κόσμο, έκαναν τον κόπο να έρθουν σε αυτήν την κρυμμένη
πυκνο-κατοικημένη περιοχή της πόλης, για να επισκεφτούν το Αλατζά Ιμαρέτ. Όχι τυχαία: γνώριζαν καλά περί
τίνος πρόκειται. Δυστυχώς, συναντούσαν τις πόρτες κλειστές και τους εξωτερικούς τοίχους ζωγραφισμένους
με γκράφιτι. Παρ’ όλα αυτά, ήταν (αν και όχι απόλυτα) ευτυχείς που κατάφεραν να φτάσουν στην αυλή του
και ήταν πρόθυμοι να μοιραστούν ιστορίες για το μνημείο. Πέρα από τους παππούδες μου, ένας Αμερικάνος
ήταν αυτός που μου έδωσε λεπτομερείς πληροφορίες για την αρχιτεκτονική και την ιστορία του.
Η μοίρα επίσης δημιουργεί το δικό της μονοπάτι. Το Αλατζά Ιμαρέτ, το πολύχρωμο τζαμί και πτωχοκομείο,
ανακηρύχτηκε μνημείο από την ελληνική κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 1926. Όμως έναν χρόνο νωρίτερα
είχε φιλοξενήσει είκοσι οικογένειες προσφύγων από τη Μικρά Ασία που έφτασαν στο πλαίσιο της ανταλλαγής
πληθυσμών (μιας βίαιης πράξης τόσο των Ελλήνων όσο και των Τούρκων) και έκαναν κατάληψη του χώρου.
Αργότερα, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε μια εποχή φτώχειας για την Ελλάδα που κράτησε από το 1952
μέχρι το 1960, το υπουργείο Υγείας προσέφερε δωρεάν σίτιση σε φοιτητές από τη γύρω περιοχή. Σήμερα,
στη γειτονιά αυτή κατοικούν κυρίως πρόσφυγες από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Γυναίκες μεγάλης ηλικίας
κατεβάζουν καρέκλες και κάθονται με τις ώρες στην αυλή του, ενώ τριγύρω τους παίζουν παιδιά. Όλα αυτά
γίνονται με σεβασμό. Μπορεί οι πόρτες του να είναι κλειστές, όμως το Αλατζά Ιμαρέτ μοιάζει να κατοικείται
ακόμα και να παραμένει ζωντανό, όπως ήταν ίσως στο παρελθόν.
«Κάθε πράξη δημιουργεί έναν τόπο… που υπερθέτει τη δική του γεωγραφία στην επίσημη κρατική χαρτογραφία,
ανακατεύοντας και θολώνοντάς την: προκαλεί τη δική της απόσχιση», υποστηρίζει η Αόρατη Επιτροπή στο βιβλίο
The Coming Insurrection (Η Επικείμενη Εξέγερση). Η Ιστορία σήμερα μπορεί να βασίζεται σε κατασκευασμένες
κοινότητες και σκόπιμες αποσιωπήσεις, ωστόσο η τέχνη, σαν ένα είδος μαγικής πράξης, προσφέρει πάντα
διέξοδο από την αυστηρή, σε μια περισσότερο «επινοημένη» πραγματικότητα. Συχνά δεν αποτυπώνει απλώς
τον πραγματικό χρόνο ή χώρο, αλλά προβλέπει ή ακόμα και επηρεάζει το μέλλον. Η χρήση του χρώματος ως
συμβολικής αφετηρίας στην έκθεση είναι το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της ενότητας. Το χρώμα χρησιμοποιείται
μεταφορικά ως μέσο αντίστασης στην «κούφια» προπαγάνδα της εποχής μας. Χάρη στη συμβολή σημαντικών
καλλιτεχνών και των έργων τους, ίσως μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το κενό.
Ο πολύχρωμος μιναρές επανέρχεται στη θέση του μέσω του Γιώργου Σαπουντζή. Οι ιστορίες του Νασρεντίν
Χότζα (ενός σούφι οραματιστή που λέγεται ότι έζησε τον 13ο αιώνα στη Μέση Ανατολή) με τις οποίες μεγάλωσε
η γενιά μου στη Θεσσαλονίκη, καθώς οι περισσότεροι παππούδες μας είχαν έρθει από την Κωνσταντινούπολη ή
τα παράλια της Μικράς Ασίας, συζητιούνται ξανά από τους Slavs and Tatars. Εδώ επίσης μπορεί ο επισκέπτης
να βρει «οικιακές δημιουργίες» και εύθραυστα σουβενίρ, δημιουργίες της Pae White, τα οποία, μαζί με
ένα σύνολο καυστικών κοσμικών σχεδίων (προερχόμενα από το υπερπέραν) του Πάνου Κουτρουμπούση,
διαμορφώνουν κάλεσμα αντίστασης σε έναν περιορισμένο κόσμο. Ενώ ο «Εαυτός» (ο ανθρώπινος εαυτός)
καταδικάζεται και αναθεωρείται -συνάμα- μέσα από δύο φιλμ, της Πηνελόπης Γεωργίου και του Ryan Trecartin.
Η ιδέα δεν ήταν πραγματικά να δώσουμε ξανά ζωή στον χώρο συνδέοντάς τον στενά με την ιστορία του,
αλλά να προσθέσουμε κάτι στο ζωηρό πεπρωμένο του, ανιχνεύοντας την «ακραία ψευδαίσθηση» του
κόσμου όπως τον γνωρίζουμε. Την Τέχνη.
Μαρίνα Φωκίδη
Alatza Imaret, the Colorful Hospice
If you are born and brought up in Thessaloniki, you tend to find yourself (as with other cities in Greece) becoming
sentimentally involved in a kind of paranoid perplexity. Particularly here in Thessaloniki, where few people can
trace back their relation to the locality more than three or four generations, the situation is very difficult. This is
because it was decided that modern history in Greece should be based on Hellenic or Byzantine antiquity. You
hear stories from your grandparents that differ dramatically from the ones you get taught at school. What happened in all the time between antiquity and today? After all, it’s often been pointed out that our recent tales, food,
habits, attitudes, sense of logic, and so on relate more closely to the wider geographical region rather than to the
glorious past of the Ancient Greeks.
Returning to Thessaloniki once more, this time for the Biennale, I deliberately chose Alatza Imaret for my curatorial strand of the main programme. It is a place of symbolical antithesis for me formed by my childhood consciousness -located somewhere between an eastern soul and western rationalism.
Alatza Imaret, the once celebrated 15th century colorful mosque and hospice with the most impressive minaret
in the town, now looks from the outside to be semi-abandoned. It doesn’t open regularly as a monument -just
when it’s being used for an exhibition. Yet, admiration constructs its own path. This became obvious the times
I waited for the guard to open the door during the installation process. In less than an hour, during summertime,
tourists would arrive from all over the world, making the effort to come to this residential and hidden part of the
town to visit Alatza Imaret. This was not an accident: they knew all about it. Unfortunately, they might find its door
closed, and some graffiti on the outside walls. Nevertheless, they were (mostly) happy they made it to its porch
and were willing to share stories about it. As well as my grandparents, it was an American man who gave me
precise details about its architecture and history.
Fate constructs its own path too. Alatza Imaret, the colorful mosque and hospice, might have been declared a
monument by the Greek Government in January 1926, but a year earlier it offered hospitality to twenty families of
refugees that came from Asia Minor during the exchange of population (a violent act by both Greeks and Turks
and maybe more) who stayed/squatted there. Much later, after the Second Word War and during a period of
poverty in Greece that spanned 1952-1960, the Ministry of Health offered free food to students from the environs
of Alatza Imaret. Today, the neighborhood is mostly inhabited by ex Soviet Union refugees. Old women bring
down chairs and sit by its porch for hours, while children play around them. All this is done with respect. The
doors might be locked, but the place feels inhabited and vivid as it perhaps used to.
“Every practice brings a territory into existence… one that superimposes its own geography over the state cartography, scrambling and blurring it: it produces its own secession,” argues the Invisible Committee in the book
The Coming Insurrection. Current history might be about false communities and calculated absences; however,
art as a kind of magic operation always offers an exodus from the rigid reality to a more “invented” one. Often it
not only captures an actual time and place, but also predicts and even influences the future.
The use of color as a symbolic starting point for this small show underwrites the strand. Color is used metaphorically as a vehicle against the empty propaganda of our times. Through the input of brilliant individuals and their
artworks, we may be able to confront this void. The colourful minaret is put back in place by Yorgos Sapountzis.
The stories of Mulla Nasruddin (a Sufi visionary who lived during the 13th century in the Middle East), on which
my generation in Thessaloniki was brought up as most of our grandparents came from Istanbul or the shores of
Turkey, are being discussed once again by Slavs and Tatars. Domestic, “small-scale” production and fragile souvenirs created by Pae White can be found alongside the cosmic commentary sketches by Panos Koutrouboussis, that invite resistance to a restricted world. And the “Self” (the human self) is both condemned and revised
through a set of films by Penelope Georgiou and Ryan Trecartin.
We didn’t plan to revitalize the space by closely linking to its history, but rather to add to its vivid destiny through
formally tracing the “radical illusion” of the world as we know it.
Marina Fokidis
Penelope Georgiou
Πηνελόπη Γεωργίου
Η Πηνελόπη Γεωργίου, όπως λέει, έρχεται πάντα σε αμηχανία όταν της ζητούν να δώσει στοιχεία για την
επαγγελματική-καλλιτεχνική δραστηριότητά της. Κυρίως για τον λόγο ότι τίποτα δεν ισχύει ακριβώς. Κι αυτό
το «δεν ισχύει ακριβώς» αφορά τόσο τις έννοιες κατάταξης κατά είδος και ταξινόμησης καλλιτεχνικών
κύκλων και κατευθύνσεων, όσο και ό,τι συμβαίνει μέσα σε αυτές. Πάντα βγαίνει κάτι που ουσιαστικά είναι
άτυπο στη βάση του, σαν ένα αντι-σύστημα μέσα στο σύστημα. Είναι κάτι που δεν το επιδιώκει. Είναι κάτι που
της συμβαίνει. Αυτό το «συμβαίνει» εμποδίζει κάθε εξήγηση. Ταυτόχρονα ίσως είναι αυτό που πάνω απ’ όλα
τη δένει με τη δουλειά της. Κανένα «λάθος». Κανένα παραστράτημα. Πρέπει να ειπωθεί ότι η ίδια θεωρεί
τον εαυτό της τόσο ευφυή όσο και περήφανο για το γεγονός ότι βλέπει αυτό ακριβώς ως το ουσιαστικά
φυσιολογικό στην τέχνη. Αυτό για το οποίο δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια. Την έμπνευση. Η έμπνευση
από μόνη της δεν κάνει την τέχνη, από εκεί και πέρα έρχεται η «ποίησις», η στιγμή της δουλειάς, της
κατασκευής και του συλλογισμού. Κάνει ταινίες στις οποίες είναι η σκηνοθέτης και (μέχρι τώρα τουλάχιστον)
είναι και η ηθοποιός τους. Εκτός αυτού έχει σκηνοθετήσει θέατρο, έχει διοργανώσει ένα συμπόσιο, έχει
δημοσιεύσει κείμενα, έχει πάρει μέρος σε εκθέσεις. Παρόλα αυτά, αυτό που δεν είναι, είναι σκηνοθέτης,
ηθοποιός, συγγραφέας, καλλιτέχνης περφόρμανς, εργάτρια της τέχνης (cultural worker). Όχι γιατί δε θα
τα κατάφερνε. Μπορούμε να βρούμε παραδείγματα για το αντίθετο. Η καθαρή φόρμα δεν την ενδιαφέρει.
Ακόμη την απωθεί το βάρος της έννοιας «σκηνοθέτης» ή «ηθοποιός». Βρίσκει ότι παραπέμπουν σε λάθος
ερμηνεία. «Σκηνοθέτης» παραπέμπει προς τον ισχυρό, τον έχοντα εξουσία. «Ηθοποιός» παραπέμπει προς
το γκλάμουρ. «Συγγραφέας» προς το βαρυσήμαντο. «Εργάτρια της τέχνης»; Όχι. Είναι μια άσχημη έκφραση
και δεν είναι με τίποτα αυτό που θα ήθελε να είναι η ίδια. Εκτός αυτού είναι άρρηκτα δεμένη με την τέχνη.
Αν έμενε το «καλλιτέχνης»; «Καλλιτέχνιδα», αυτό ταιριάζει. Βγαίνει όμως πολύ βαρύγδουπο. Ακούγεται
φαντασμένο. Η ίδια είναι μεν φιλάρεσκη αλλά όχι φαντασμένη. Η προσπάθεια κατάταξης δεν πετυχαίνει.
Για αυτό θα έλεγε καλύτερα -σύμφωνα με τον Francois Villon: «Είμαι η Πηνελόπη και δε χρειάζεται να μου το
συγχωρήσει κανείς». Όχι μια grande dame de l’art αλλά μια πεισματάρα. Η τελευταία αρχαία Ελληνίδα, όπως
πίστευε και ο Reinhard Priessnitz. Ταλαντούχα και σε μια προκλητική σοφιστική.
By her own admission, Penelope Georgiou always feels awkward when asked to talk in detail about her
professional and artistic work, primarily because nothing she does can be described in exact terms. Her
work defies classifications in terms of artistic cycles and directions and their contents. Something always
comes out of her works that is fundamentally atypical, like an anti-system within the system. This outcome
is not intentional. It is something that happens naturally to the artist. The word “happens” is what prevents
any kind of interpretation. But at the same time, this is probably also the main trait that binds Georgiou to
her work. No “mistake”. No slip. It should be noted that the artist considers she is perceptive and feels
proud for believing that this is precisely what should be viewed as fundamentally normal in art. That which
cannot be expressed by words; inspiration. Inspiration cannot produce art by itself -what follows is the creative process, the process of the actual work, of construction and reflection. She makes films in which she
is both director and (at least until now) actress. She has also staged plays in the theater, published texts,
organized a symposium and taken part in exhibitions. Nevertheless, she is not a stage director nor a writer
or a performance artist or cultural worker. Not because she wouldn’t make it in these fields; there are examples
that attest to the opposite. It is because she is not interested in clear-cut forms. She is also repulsed by
the gravity of the term “director” and “actor”. She believes they have misleading connotations. The word
“director” alludes to an influential person that holds power. The word “actor” alludes to glamour. “Writer”
she finds overburdened. “Cultural worker”? No. This is an ugly phrase that comes nowhere close to what
she would like herself to be. She is also intrinsically bound to art. So how about “artist”? This is a more apt
description, but it sounds too pompous. It sounds smug. She is a narcissist but she is not conceited. Any
effort at categorization fails. It would be better if she just said, according to Francois Villon: “I am Penelope
and I need no one’s forgiveness for it”. Not a grande dame de l’art, but a strong-headed person. The last
ancient Greek, as Reinhard Priessnitz thought. A sophist, talented and provocative.
H.S.
89 \ 90
Πετούνια
1980
Ταινία 16mm
93’
Petunia
1980
Film 16mm
93’
Panos Κoutrouboussis
Πάνος Κουτρουμπούσης
Στην τέχνη μου, όπως και στα διηγήματά μου, ακολουθώ μια λεωφόρο με πολλές λωρίδες κυκλοφορίας,
όπου κάθε λωρίδα αντιστοιχεί σε μια από τις επιρροές που διαμορφώνουν τον τρόπο σκέψης μου:
χιούμορ, νοσταλγία, «ρεαλιστικός» σουρεαλισμός, επιστημονική φαντασία, ο κόσμος του θεάτρου σκιών
του Καραγκιόζη, τα παλιά αμερικανικά βιβλία κόμιξ, ασπρόμαυρες ταινίες. Μετακινούμαι ελεύθερα και
συνεχώς από λωρίδα σε λωρίδα, από δεξιά στα αριστερά και το αντίστροφο. Όλες αυτές οι «λωρίδες» με
συναρπάζουν και συχνά συνυπάρχουν στη δουλειά μου.
Πάνος Κουτρουμπούσης
In my art, as in my short stories, I follow a multi-lane freeway, where each lane represents one of the influences
that constitute my thinking processes: humor, nostalgia, “realistic” surrealism, science-fiction, the world
of the “Karagiozis” shadow theatre, old American comic books and black-and-white movies. I jump freely
from lane to lane, to right and left and back again, all the time. All these “lanes” fascinate me and often
coexist in my work.
Panos Κoutrouboussis
The Failure
1965
Γκουάς, μαρκαδόρος, μολύβι σε κόντρα πλακέ
61 X 65 εκ.
Ουρανομάγος
1967
Μολύβι, μαρκαδόρος, γκουάς
23 Χ 15.5 εκ.
The Failure
1965
Gouache, marker, felt pen on plywood
61 X 65 cm
Skymagician
1967
Pen, marker, gouache
23 Χ 15.5 cm
91 \ 92
Yorgos Sapountzis
Γιώργος Σαπουντζής
[…] Οι στιγμές κατά τις οποίες τα πράγματα ανακατεύονται αποτελούν πράγματι κεντρικό πυρήνα της
δημιουργικής μου διαδικασίας. Ένας από τους πολλούς λόγους που με οδήγησαν στην απόφαση να γίνω
καλλιτέχνης ήταν η ευκαιρία να προσεγγίζω αυτές τις στιγμές αναστάτωσης. Έχει σημασία, όμως, ότι η
διαδικασία ποτέ δε σταματά εκεί. Δεν αναστατώνω κάποια υφιστάμενη δομή για να την αφήσω καθημαγμένη
-εξ ου και δεν αποσκοπώ στον «βανδαλισμό». Η «ανακατωσούρα» αποτελεί κομμάτι της μεθόδου μου. Είναι
αυτή που επιτρέπει εκπλήξεις και τυχαίες συναντήσεις που δε θα συνέβαιναν, εάν σεβόμουν τα όρια ενός
οργανωμένου, σταθερού σχεδίου δράσης. Από μια άποψη, οι περφόρμανς μου αποτελούν τον εορτασμό
αυτής της σύμπτωσης.
[…] Σε πολλές εγκαταστάσεις, τα υλικά της δουλειάς μου έχουν διπλή παρουσία. Στη βίντεο-προβολή ο θεατής
βλέπει τα υλικά σε δράση, ενώ γύρω της τα ίδια τα υλικά -τα οποία καταλαμβάνουν τον δικό τους χώρο στην
αίθουσα- δημιουργούν μια νέα τάξη πραγμάτων. Ο συνδυασμός αυτών των δύο στοιχείων δημιουργεί μια
ροή. Όπως το εξής απόσπασμα από τον Άμλετ, το οποίο μου αρέσει πάντα: «Αχ! Μακάρι αυτή η ύλη η στερεή
να έρρεε!». Προσπαθώ να δείξω αυτήν τη στιγμή της μετάβασης.
Από συνέντευξή του στην Francesca Boenzi, Mousse, τχ. 28, Απρίλιος 2011
[…] The times when things get in a muddle are indeed central to the process of my work. One of the main
reasons I originally decided to become an artist was for the opportunity to reach these moments of disarray.
But it is important to understand that the process never stops there. I don’t mess up an existing structure
and just leave it in shambles, which is why I am precisely not a “vandal”. The “muddle” is part of my method.
It’s what allows for surprises and chance encounters that would not happen if you were to respect the
boundaries of a regular, fixed playing field. In a way, my performances are a celebration of this coincidence.
[…] In many installations there’s a double presentation of the materials I’m working with. In the video you see
the material in action, then around it, the same material being given a space in the room, a new fix order. The
combination of these two elements creates an idea of flow. I’m very fond of that line from Hamlet “Oh, that
this too, too solid flesh would melt / Thaw, and resolve itself into a dew!”. I attempt to show this moment of
transition…
From an interview to Francesca Boenzi, Mousse, issue 28, April 2011
Οι Εργάτες και οι Λουόμενοι
2011
Εγκατάσταση
Ύφασμα, σωλήνες αλουμινίου, βάζα με πίκλες, πλαστική μονωτική ταινία, 2
βίντεο-προβολές
Μεταβλητές διαστάσεις
The Workers and the Bathers
2011
Installation
Cloth, aluminium tubes, jars with pickles, plaster alu-tape, 2 video projections
Variable dimensions
93 \ 94
Slavs and Tatars
Είδαμε για πρώτη φορά το περιοδικό Molla Nasreddin πριν από αρκετά χρόνια, μια κρύα χειμωνιάτικη ημέρα
σε ένα βιβλιοπωλείο με μεταχειρισμένα βιβλία κοντά στον Παρθένο Πύργο του Μπακού. Βιβλιοφιλία με
την πρώτη ματιά! Το μέγεθος και το βάρος του, για να μην μιλήσουμε καν για την ποιότητα της εκτύπωσης
και τα ζωντανά χρώματα, ξεχώριζαν εύκολα από τις μουντές, σκονισμένες σοβιετικού τύπου εκδόσεις στο
βιβλιοπωλείο του γερο-Έλμαν. Κοιτούσαμε επίμονα το Molla Nasreddin, και εκείνο, σαν μια απρόσμενη
καλλονή, μας έκλεισε το μάτι.
Όλα τα τεύχη επανεκδόθηκαν πρόσφατα από την Ακαδημία Επιστημών του Αζερμπαϊτζάν και κάθε επιβλητικός
τόμος, από τους οκτώ συνολικά, έχει περίπου 700 σελίδες. Μετά από εκείνη την αποκάλυψη αρκετά χρόνια
πριν, μεταφέροντας και φροντίζοντας τους τόμους αυτούς καθώς ταξιδεύαμε μεταξύ Βρυξελλών, Μόσχας,
Νέας Υόρκης, Βερολίνου και Βαρσοβίας, είδαμε ότι το περιοδικό αυτό έχει γυμνάσει όχι μόνο τους μυς,
αλλά και τη σκέψη μας. Παλέψαμε με το Molla Nasreddin: όπως κάθε αντικείμενο έντονου ενδιαφέροντος,
μας απωθεί και μας έλκει ταυτόχρονα. Σπάνια όμως αγκαλιάζει κανείς τις αντιθέσεις του, όπως κάναμε
εμείς με αυτόν τον τόμο: ξοδεύοντας χρόνια για τη μετάφραση, χρηματοδότηση και έκδοση ενός ιστορικού
περιοδικού, με το οποίο συχνά διαφωνούμε. Αποτελώντας υπέρμαχο των κοσμικών, δυτικών αξιών, το
εβδομαδιαίο αυτό περιοδικό είναι υπό μία έννοια ένα αντίστροφο σύμβολο των όσων εμείς πρεσβεύουμε.
Ενώ το Molla Nasreddin είναι κοσμικό και φιλοδυτικό, εμείς έχουμε την τάση να ρέπουμε προς τον μυστικισμό
και να βλέπουμε με επιφύλαξη τη μαζική εισαγωγή της δυτικής νεωτερικότητας. Όπως όμως συμβαίνει με τα
καλύτερα δείγματα πολιτισμικής παραγωγής, το Molla Nasreddin διακρίνεται από την πολυφωνία του, από
την κεφάτη αμφισημία του και από το γεγονός ότι αγκαλιάζει ανεπιφύλακτα την όσμωση που γεννιέται από
τη συνύπαρξη διαφορετικών γλωσσών, ιδεών και ταυτοτήτων. Η πανκαυκάσια ταυτότητα του περιοδικού (με
τα περιοδεύοντα γραφεία μεταξύ Τιφλίδας, Μπακού και Ταμπρίζ) η χρήση τριών διαφορετικών αλφαβήτων
και του χιούμορ ως αφοπλιστικού μέσου άσκησης κριτικής, συνιστούν ένα τρίπτυχο το οποίο εμείς, παρά τις
επιφυλάξεις μας για κάποιες ακραίες θέσεις, επικροτούμε απερίφραστα.
We first came across Molla Nasreddin several years ago on a cold winter day in a second-hand bookstore
near Maiden Tower, in Baku. It was bibliophilia at first sight. Its size and weight, not to mention print quality and
bright color, stood out suspiciously amongst the more meek and dusty variations of Soviet brown in old man
Elman’s place. We stared at Molla Nasreddin and it winked back at us, like an improbable beauty.
Recently reissued in its entirety by the Azerbaijan Academy of Sciences, each volume of Molla Nasreddin
runs to roughly 700 pages, with a total of eight imposing tomes in all. Since that blistering day, several years
ago, carrying and caring for these volumes between Brussels, Moscow, Paris, New York, Berlin, and Warsaw has toned our muscles, if not our thoughts. We have wrestled with Molla Nasreddin: like any object of
intense interest, it both repels and attracts us. But it is rare to embrace one’s antithesis, as we have done
with this volume: spending years translating, funding and publishing a historical media platform with which
we often disagree. Standing squarely as a champion of secular, Western values, the weekly is in some
sense a mascot, in reverse, of our practice. Where Molla Nasreddin is secular and pro-Western, we tend to
err on the side of the mystical and are suspicious of the wholesale import of Western modernity. But, like the
best cultural productions, Molla Nasreddin is polyphonic, joyfully self-contradictory and squarely on the side
of the creolization that results from multiple languages, ideas and identities. The magazine’s pan-Caucasian
identity (itinerant offices between Tbilisi, Baku and Tabriz), linguistic complexity (across three alphabets) and
use of humor as a disarming critique make for a trifecta which, despite any partisan polemics, we celebrate
unequivocally.
Slavs and Tatars
95 \ 96
Molla Nasreddin (εξώφυλλο, σελίδες 131, 99 και 135)
2011
Εκτύπωση όφσετ
24 x 28 εκ.
Molla Nasreddin (cover, pages 131, 99 and 135)
2011
Offset print
24 x 28 cm
Ryan Trecartin
Η λογική που στροβιλίζει τη διαβολικά βασανιστική αφήγηση του I-BE AREA (2007) βασίζεται στην επίγνωση ότι
ο κόσμος της νέας χιλιετίας συντίθεται από πολλαπλές πραγματικότητες που δημιουργούνται, αντιγράφονται
ή ακυρώνονται κατά τη βούληση των προχωρημένων παικτών της ζωής. Ο αφηγηματικός ιστός της ταινίας
επικεντρώνεται γύρω από τον τρόπο με τον οποίο το ετερόκλητο σύνολο μεταβαλλόμενων και θρυμματισμένων
ταυτοτήτων εκμεταλλεύεται, υποτάσσεται ή απελευθερώνεται από τις υπαρξιακές συγκρούσεις που γεννά το
γεγονός ότι κατοικούμε ταυτόχρονα σε πολλαπλές ταυτότητες -μέσω των διαφορετικών δημοσίων προσώπων
μας, των διαδικτυακών χαρακτήρων μας, της αδιάκοπης ζωής των κλωνοποιημένων εκδοχών του εαυτού μας,
των διαγραμμένων παλαιότερων ταυτοτήτων που αντικαταστάθηκαν από άλλες ή της παραδοσιακής τάσης
που θέλει τα παιδιά να αποτελούν τα μέσα για την επίτευξη όλων όσων θα θέλαμε να είμαστε αλλά δεν είμαστε.
Μεγάλο μέρος της τέχνης έχει στραμμένο το βλέμμα στο παρελθόν, θέλοντας να αποτελέσει αντανάκλαση
του παρόντος. Το I-BE AREA εστιάζει αντίθετα σε μία, μοναδική και συγκεκριμένη ιδέα για το εγγύς μέλλον.
Είναι ένα έργο κοινωνικής επιστημονικής φαντασίας, τοποθετημένο σε μια κάψουλα χρόνου των αγωνιών και
τεχνολογιών της εποχής μας, σφραγισμένη, αναποδογυρισμένη και μεγενθυσμένη σε έναν νέο κόσμο της
υπερβολής. Η δεξιοτεχνία του Trecartin, που συνίσταται στα αυτοκανιβαλικά βίντεο, στο σπασμωδικό μοντάζ
και στη γεννημένη μέσα από την άνοια των γιάπηδων καλλιτεχνική διεύθυνση, δίνει μια οπτική του σήμερα
που φαντάζει ένα βήμα μακριά από το τώρα. Η ταινία βρίθει υπενθυμίσεων της ανθρώπινης καθημερινότητας
που σοκάρουν -είναι διάστικτη με στιγμιότυπα από τη δράση πραγματικών μωρών, πραγματικών γατιών και
πραγματικών μαμάδων από το Οχάιο- γεγονός που της προσδίδει μια χροιά συμβατικού ρεαλισμού που
αντισταθμίζει το πλημμυρισμένο χρώμα όνειρο. Το τελευταίο πλάνο του I-BE AREA είναι μια πανοραμική εικόνα
της απύθμενης ανίας του Jamie. Στο πλάνο αυτό, οι ηθοποιοί, βγαίνοντας εκτός χαρακτήρα, ακούγονται να
χασκογελάνε, ώσπου ένα από τα σπασμένα παράθυρα φωτίζεται με ψηφιακό νερό και ο θεατής βυθίζεται
στους υδάτινους τίτλους τέλους. Σαν να ήταν ολόκληρη η ταινία εγκλωβισμένη στο λυχνάρι ενός τζίνι, βλέπουμε
τον χώρο όπως είναι στην πραγματικότητα, χωρίς αλλοιώσεις, σε τρεις μόνο διαστάσεις.
Το I-BE AREA μετατρέπεται σε έναν Ουροβόρο απόλυτης ελευθερίας, όπου η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα
σε άπειρες εναλλακτικές καταβροχθίζει τη γραμμικότητα και μαζί της κάθε σταθερά χώρου ή προσώπου.
Τα πάντα είναι υποκείμενα στην αναθεώρηση. Η ανώτατη επιλογή αρχίζει να μοιάζει με την απόλυτη έλλειψη
επιλογών, καθώς και οι δύο αυτές καταστάσεις απέχουν ένα βήμα από τον παλμό του γύρω κόσμου. Ωστόσο η
δύναμη της ελευθερίας δεν έγκειται στην ουσία της, αλλά στην αφήγηση του τρόπου που κατακτήθηκε.
The logic that twirls the fiendishly tortuous narrative of I-BE AREA (2007) is grounded in a powerful understanding
of our new millennial world as composed of manifold realities that are created, copied, or canceled at the will
of life’s advanced players. The guiding drama of the video is how the ensemble cast of shifting, splintered
identities exploits, submits to, or breaks free of the existential frictions caused by inhabiting multiple realities
at once -through different public personas, online avatars, the ongoing lives of cloned versions of yourself, the
erasures of previous identities that have been overwritten, or the old standby of children serving as vessels
for anything you’ve ever wanted to be but aren’t. While lots of art stares into the past to reflect the present, I-BE
AREA meditates on a unique and concrete idea of the near future. It is social science fiction set in a time capsule of
modern anxieties and technologies, sealed, tumbled, and amplified into a hyperbolic new world. Trecartin’s wizardry
of self-cannibalizing video tracks, careening editing, and yuppie-dementia-born art direction cumulatively offers a
perspective on today that feels truly distant from now. The video is interspersed with jarring reminders of normal
humanity -performances by real babies, real cats, and real Ohio moms- adding a texture of analog realness that
counterbalances the chroma-charged dream. I-BE AREA’s final shot is a panorama of Jamie’s wrecked bedroom,
under which the actors, out of character, can be heard giggling before one of the smashed windows lights up
with digital water and we’re plunged into an aquatic credit sequence. As if the whole movie were sucked up into a
genie’s lamp, we see the space for what it is, without manipulations, three dimensions only.
What I-BE AREA unravels into is an Ouroboros of total freedom, in which command of infinite options devours
linearity and, with it, any fixity of location or person. Everything is subject to revision. Supreme choice begins to
resemble the absolute lack thereof, as both conditions are a step removed from the pulse of the surrounding
world. But the power of freedom isn’t derived from its essence; it is told in the story of how it was won.
Kevin McGarry
97 \ 98
I-BE AREA
2007
Φιλμ
108’
I-BE AREA
2007
Film
108’
Pae White
Στο σύμπαν της Pae White, το βαμβάκι φαντασιώνεται, το αλουμινόχαρτο ονειρεύεται, και τολύπες
καπνού ξετυλίγονται με τη σιγοκαίουσα ένταση μιας θεάς της οθόνης. Τα ταπεινά υλικά μιλούν και η
White αφουγκράζεται τα μουρμουρητά τους.
Η πρακτική της White είναι να ανταποκρίνεται στις επιθυμίες καθημερινών αντικειμένων που παρέχουν
αξιόπιστα τις ταπεινές υπηρεσίες τους -το έργο της συχνά βασίζεται σε υπέροχες παρεμβάσεις που
μεταμορφώνουν απρόσιτους ή παραμελημένους χώρους. Εκ φύσεως συλλέκτρια, παθιάζεται με τη
συσσώρευση αντικειμένων, δημιουργώντας λευκώματα με «έτοιμες εικόνες» και άλλα εφήμερα υλικά
που κάποια στιγμή «γλιστρούν» στο έργο της. Απολαμβάνει τα πεταμένα κομμάτια χαρτιού, αντικείμενα
που έχουν περιπέσει σε αχρηστία ή δυσμένεια, σαν τα ζαχαρωτά που απορρίπτονται ως παιδικές
λιχουδιές ή τα συνηθισμένα φυτά που τα έχει καταδικάσει η κακή τους φήμη. Ακούει τις επιθυμίες αυτών
των αντικειμένων και ανταποκρίνεται στη λαχτάρα τους να γνωρίσουν το μεγαλείο, αξιοποιώντας τά
χορογραφικά για να δημιουργήσει εναργείς εικόνες που αιχμαλωτίζουν, δυναμώνοντας τις φωνές τους
και αποδίδοντάς τους ηρωική υπόσταση, με μια ποιητική ευαισθησία που θυμίζει τα «απλά αμερικάνικα
που μπορούν να τα διαβάσουν ακόμα και οι γάτες και οι σκύλοι» της ποιήτριας Marianne Moore1.
Το έργο της White είναι αβίαστο, καθάριο και αντιστέκεται στην ερμηνεία. Είναι πιο εύκολο να χαλαρώσει
κανείς με την οργιαστική, αμεταμέλητη χρήση του χρώματος και την προφανή ομορφιά των δημιουργιών
της. Δεν υποσκάπτει την εμπειρία αυτή χρησιμοποιώντας την ειρωνεία, δεν αποφεύγει ένα καλό
λογοπαίγνιο, δεν ορρωδεί προ της προκλητικής οπτικής απόλαυσης, και δεν γελοιοποιεί. Παρότι το
έργο της είναι συχνά περιβαλλοντικό και αρχιτεκτονικό, δε διακρίνεται από τον σφύζοντα εγωισμό μιας
εξεζητημένης περφόρμανς που απολαμβάνει ναρκισσιστικά τον εαυτό της. Διεισδύει στις σελίδες ενός
περιοδικού, μεταμορφώνει εγκαταλελειμμένους αστικούς χώρους σε τόπους συνάντησης σκύλων και
διακοσμεί τα καθίσματα των λεωφορείων του Λος Άντζελες, μιας πόλης της οποίας οι συλλέκτες έργων
τέχνης σπάνια παίρνουν το λεωφορείο. Και όμως, η πνευματική περιπλοκότητα του έργου ξεδιπλώνεται με
ένα απλό τράβηγμα του σύρτη, ανοίγοντας σαν περίτεχνο ερμάριο γεμάτο θαύματα. Στη διαδικασία αυτή,
φέρνει στο προσκήνιο τις φαινομενικά αφελείς ερωτήσεις που συνοδεύουν σταθερά τη σύγχρονη και
μεταμοντέρνα τέχνη, του τύπου: «γιατί είναι αυτό τέχνη;» ή, στην περίπτωση της White, την εύθυμα εριστική,
τύπου «αθώος μέχρις αποδείξεως του εναντίου» ερώτηση του Ντυσάν «γιατί να μην είναι αυτό τέχνη;».
In the universe of Pae White, cotton fantasizes, aluminium foil dreams, and wisps of smoke unfurl with
the smouldering intensity of a screen goddess. The humble materials speak, and White listens, her ear
attuned to their mutterings.
Throughout her practice, White has responded to the longings of everyday objects of reliable, though
unremarkable, service; often focusing her production on creating stunningly beautiful interventions in
difficult or forgotten spaces. By nature, she is a collector and an accumulator, assembling large scrapbooks of found images and assorted ephemera that eventually creep into her work. She savours discarded bits of paper, objects that have fallen into disuse and disfavour, oversweet cookies relegated to
the province of small children, and ordinary flora condemned by bad reputation. She hears these objects’ desires and responds to their longings for grandeur by choreographing them into crisp, arresting
images, amplifying their voices and endowing them with heroic stature, deploying a poetic sensibility
akin to poet Marianne Moore’s “plain American which cats and dogs can read”1.
The effortlessness and clarity of White’s production resists interpretation. It is easier to relax into her
lush and unapologetic use of colour, and the direct beauty of her offerings. She doesn’t undermine the
experience with irony, she doesn’t shy away from a good pun, she doesn’t wince at unabashed visual
pleasure, and she doesn’t ridicule. Even though her work is often environmental and architectural, it
doesn’t have the pulsing ego of a bravura performance that exults in its very existence. It slips between
the pages of a magazine, transforms neglected plots of urban land for canine encounters, and embellishes the bus seats of Los Angeles, a city whose art collectors rarely take the bus. And yet, the intellectual complexity of the work unfurls with a slight tap on the latch, like a masterfully produced cabinet
of wonders. In the process, she foregrounds the seemingly naïve inquiries, which are fundamental to
modern and post-modern art, such as “why is it art?” Or in White’s case, the joyously defiant, innocentuntil-proven-guilty, Duchampian question, “Why isn’t it art?”
Susan Emerling
1
Marianne Moore, “England” in Complete Poems, Marianne Moore (New York: Penguin Classics, 1994), 46-47
Δείγματα Καλοκαιριού #15
1998
Ιστοί αράχνης σε χαρτί
39 x 54.5 εκ.
Δείγματα Καλοκαιριού #13
1998
Ιστοί αράχνης σε χαρτί
71.5 x 51 εκ.
Summer Samplers #15
1998
Webs on paper
39 x 54.5 cm
Summer Samplers #13
1998
Webs on paper
71.5 x 51 cm
ΓΕΝΙ ΤΖΑΜΙ
YENI DJAMI
[…] Το τελευταίο τζαμί πού χτίστηκε στη Θεσσαλονίκη ήταν το Yen Djami (=Νέο Τζαμί). Είναι ακόμη το μόνο
τζαμί πού κατασκευάστηκε έξω από τα τείχη, στην περιοχή της Hamidiye· χτίστηκε το 1902 στη συμβολή
των οδών Αρχαιολογικού Μουσείου (Haci Hayri Pasa) και Πραξιτέλους (Sezai Pasa) από τους Dönme, τους
εξισλαμισμένους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, πολλοί από τους οποίους κατοικούσαν τότε γύρω του. Από
το 1925 χρησιμοποιήθηκε ως Αρχαιολογικό Μουσείο. Κατά τους αρχιτέκτονες που το μελέτησαν , το τζαμί
είναι «ένα κράμα επιδράσεων και στυλ, πού φανερώνει τη μικτή ευρωπαϊκή και μουσουλμανική κουλτούρα,
και ταυτότητα αυτών πού το ‘κτισαν», «τυπικό δείγμα εκλεκτισμού με κυρίαρχα μορφολογικά στοιχεία
αναγέννησης και baroque, χωρίς να λείπουν βυζαντινές, ισλαμικές και νεοκλασικές επιδράσεις», «ένας
όγκος στατικός, ομαλός, γεωμετρικός, πού προκαλεί μια δυνατή εντύπωση προερχόμενη βασικά από την
κατασκευαστική του σταθερότητα και τη συμμετρία πού χαρίζουν οι καθαρές γεωμετρικές φόρμες».
Βασίλης Δημητριάδης, Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας 1430-1912, εκδ.
Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών [=Μακεδονική Βιβλιοθήκη αρ.61], Θεσσαλονίκη 1983
[…] The last mosque that was built in Thessaloniki was Yeni Djami (New Mosque). It is the only mosque ever
built outside the city walls, at the Hamidiye area· It was constructed in 1902 at the cross-section of Archeological Museum Street (Haci Hayri Pasa) and Praxitelous Street (Sezai Pasa) by Dönme, the Thessaloniki Jews that
converted to Islam, many of which resided in the nearby area at the time. After 1925 it was used as an Archeological Museum. According to the architects that studied the monument, this mosque is “an amalgam of influences
and styles, revealing the mix of European and Islamic culture and identity of its builders”, “a typical work of
eclecticism, where renaissance and baroque lines prevail, but with obvious Byzantine, Islamic and neoclassical
influences”, “a static, plane, geometric building, which creates a strong impression, stemming primarily from the
stability of its construction and the symmetry of its clear geometric forms”.
Vasilis Demetriades, Topography of Thessaloniki during the Period of Ottoman Rule, 1430-1912, Society for Macedonian Studies [=Macedonian Library n. 61], Thessaloniki 1983
Η 3η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης άνοιξε τις πύλες ορισμένων κλειστών, συνήθως, και
κρυμμένων τρόπον τινά ιστορικών κτιρίων που συνδέονται με διαφορετικές περιόδους της ιστορίας της
πόλης. Ένα από αυτά είναι το Γενί Τζαμί. Φαίνεται πως οι πόλεις κρύβουν τα ίχνη αμφιλεγόμενων περιόδων
της ιστορίας τους, συγκαλύπτοντας έτσι στοιχεία που συνέβαλαν στη σημερινή ταυτότητά τους, όπως οι
άνθρωποι κρύβουν πτυχές της καταγωγής τους ή μέρη του σώματός τους που μπορεί να τους προκαλούν
πόνο, θυμό ή ντροπή.
Έχοντας τοποθετήσει τη Θεσσαλονίκη στο επίκεντρο της πρότασης της επιμέλειας, αποφασίσαμε
να παρουσιάσουμε στο Γενί Τζαμί τα παρακάτω έργα, σε μια προνομιακή συνάντηση με ορισμένες
κρυφές πτυχές της πόλης, επιτρέποντάς τους να καθρεφτίσουν, να απηχήσουν ή να συνδιαλεχθούν με
συγκεκριμένες πολιτισμικές, κοινωνικές, ιστορικές και πολιτικές πτυχές της Θεσσαλονίκης, σε συνάρτηση
με το ευρύτερο πλαίσιο της τρέχουσας πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής στην περιοχή.
Το Γενί Τζαμί (Νέο Τζαμί), ένα διώροφο οθωμανικό μνημείο που οικοδομήθηκε το 1902 από τον Ιταλό
αρχιτέκτονα Vitaliano Pozeli, λειτουργούσε ως τόπος λατρείας για την κοινότητα των Εβραίων που
είχαν τυπικά εξισλαμιστεί, ενώ κρυφά ασκούσαν μια μορφή ιουδαϊσμού που ονομάζεται σαββατισμός.
Η ισπανική καταγωγή της κοινότητας αυτής μαζί με στοιχεία ισλαμικής καλλιγραφίας είναι ακόμη
ορατά στην αρχιτεκτονική του κτιρίου, όπως και το Άστρο του Δαβίδ που μαρτυρά τον εξισλαμισμό
των μελών της κοινότητας. Από το 1924 και μετά, έπειτα από τη Μικρασιατική Καταστροφή, το Γενί
Τζαμί φιλοξενούσε Έλληνες πρόσφυγες, ενώ το 1963 μετατράπηκε σε παράρτημα του Αρχαιολογικού
Μουσείου Θεσσαλονίκης. Έκτοτε αποκαλύφθηκαν πολλά αρχαιολογικά ευρήματα της ρωμαϊκής και
πρωτοχριστιανικής εποχής, τα οποία είναι ορατά στον προαύλιο χώρο. Τα ευρήματα αυτά, σε συνδυασμό
με τις ετερόκλητες αρχιτεκτονικές, διακοσμητικές και πολιτισμικές του επιρροές, έχουν αναδείξει το Γενί
Τζαμί σε ένα αξιοσημείωτο και εξαιρετικά ενδιαφέρον υβριδικό μνημείο. Ένα κτίριο που αποτυπώνει ιδανικά
την πλούσια και πολυσύνθετη ιστορία της Θεσσαλονίκης. Το κτίριο είναι κομψό και διακρίνεται από μια
πνευματική ατμόσφαιρα που αποπνέει ποιητικότητα και μυστικισμό.
Ο πολυσύνθετος χαρακτήρας του Γενί Τζαμί και η γοητευτική του ατμόσφαιρα σαγήνευσαν τόσο εμένα όσο
και τους καλλιτέχνες και υπαγόρευσαν την επιλογή των έργων των Moataz Nasr και Marwan Sahmarani,
αλλά και την ανάθεση νέων έργων στους Mounira Al Solh, Nikolaj Larsen και NaoKo TakaHashi. Στο πλαίσιο
της Μπιενάλε, το Γενί Τζαμί έχει μετατραπεί σε έναν χώρο περισυλλογής και αναστοχασμού. Εφόσον
ζήσαμε -και εξακολουθούμε να ζούμε- μια περίοδο πρωτοφανών κοινωνικών εξεγέρσεων και οικονομικών
και κοινωνικών κρίσεων -και στην Ελλάδα-, πολλοί καλλιτέχνες αποφάσισαν, ως εκ τούτου, να συμμετέχουν
στις κοινωνικές κινητοποιήσεις σε χώρες όπως η Αίγυπτος, η Συρία και η Υεμένη. Εύλογα, οι αναφορές στα
δικτατορικά καθεστώτα, στα συστήματα ελέγχου, στην ανεπάρκεια των πόρων και στην εμπορία ανθρώπων
διατρέχουν τα έργα που θέλαμε να παρουσιάσουμε στο Γενί Τζαμί. Στόχος μας ωστόσο δεν ήταν να κάνουμε
ένα σχόλιο ή κρίση για τα τεκταινόμενα στην περιοχή, αλλά περισσότερο να αναδείξουμε τις συνθήκες που
επηρεάζουν και, ως έναν βαθμό, καθορίζουν σήμερα τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων στην περιοχή της
Ανατολικής Μεσογείου, σε συνδυασμό με την ατομική διάσταση, και, παράλληλα, να αποτίσουμε φόρο
τιμής στις έννοιες της αλληλεγγύης και της πνευματικότητας σε μια περίοδο μεγάλων απογοητεύσεων.
Η έκθεση στο Γενί Τζαμί περιλαμβάνει καινούρια έργα που ανατέθηκαν στους καλλιτέχνες ειδικά για την
Μπιενάλε και τον συγκεκριμένο χώρο, αλλά και παλαιότερες δουλειές που παρουσιάζουν εξαιρετική
συνάφεια με την επιμελητική πρόταση της Μπιενάλε και με το χαρακτήρα και την ιστορία του χώρου.
Το έργο της Mounira Al Solh, με τίτλο While Guy Debord Sleeps, αφορά το θέμα της ανεπάρκειας των
πόρων και των μεθόδων ελέγχου σε περιόδους συγκρούσεων και κρίσης. Το έργο αποτελείται από ένα
μεγάλο, κλειστό, ξύλινο κουτί, που περιέχει μια σειρά σχεδίων που αφορούν τη χρήση του ηλεκτρισμού ως
βασανιστηρίου και την ιστορία της ηλεκτροδότησης στην περιοχή. Το While Guy Debord Sleeps είναι ορατό
μόνο υπό το φως των κεριών, καθώς η καλλιτέχνης έχει οργανώσει διακοπές ηλεκτροδότησης του Γενί
Τζαμί, με βάση ένα αυστηρό πρόγραμμα (τρεις διακοπές την εβδομάδα), παραπέμποντας στις αντίστοιχες
διακοπές ρεύματος που υφίστανται οι πολίτες του Λιβάνου, της Συρίας και της Κύπρου εξαιτίας της
κυβερνητικής διαφθοράς, της κακοδιαχείρισης ανεπαρκών δημόσιων πόρων και της χρήσης των διακοπών
ως μέσου εκφοβισμού και καταστολής των κοινωνικών εξεγέρσεων.
Η πρακτική της Al Solh σχετίζεται με μια διαρκή ροή ανάμεσα στο γεγονός και τη μυθοπλασία. Ταυτόχρονα
συνδυάζει μέσα στο έργο της τα στοιχεία της ειρωνείας, της ποίησης και του χιούμορ. Τα έργα της έχουν
συχνά πολυδιάστατη μορφή και εν μέρει αναδεικνύονται μέσα από την αντίληψη των μορφικών και νοητικών
τεχνασμάτων από το κοινό, καθώς και από τις διαδικασίες στις οποίες εμπλέκουν το κοινό ορισμένα από τα
έργα της.
103 \ 104
Τα τελευταία χρόνια, το ντοκυμαντερίστικο έργο του Nikolaj Larsen επικεντρώνεται όλο και περισσότερο
στην εμπορία ανθρώπων και την παράνομη μετανάστευση στην Ευρώπη, καθώς και στις συνθήκες διαβίωσης
των μεταναστών που παρέχουν φτηνό εργατικό δυναμικό, με έμφαση στις χώρες της περιοχής του Αραβικού
Κόλπου. Το έργο του εστιάζει σε ατομικές ιστορίες που εντάσσονται σε ευρύτερες τραγωδίες. Το Ωδή
στους Αδικοχαμένους, μια τολμηρή γλυπτική εγκατάσταση φτιαγμένη από concrete canvas™ -ένα υλικό
που χρησιμοποιείται από τον στρατό για την κατασκευή προσωρινών οχυρώσεων στο πεδίο μάχης- είναι ένας
φόρος τιμής προς τους χιλιάδες κατατρεγμένους παράνομους μετανάστες που χάνουν τη ζωή τους στα
χέρια εμπόρων ανθρώπινων όντων, μετατρέποντας το Γενί Τζαμί σε έναν ναό των ψυχών τους.
Το Ένωση και Ανάδυση είναι μια τρικάναλη εγκατάσταση βίντεο που παρουσιάζει τον υπνωτικό χορό των
περιστρεφόμενων Δερβίσηδων. Το Ένωση και Ανάδυση ανήκει σε μια ευρύτερη ομάδα πρόσφατων έργων
του Moataz Nasr που αφορούν την πνευματικότητα, την αγάπη και την ανθρώπινη ενότητα. Μέσω του χορού,
οι Σούφι φτάνουν σε ένα ανώτερο επίπεδο συνείδησης που τους εξυψώνει πάνω από τις διαφορές και τις
συγκρούσεις, σε μια τέλεια κατάσταση ισορροπίας και ειρήνης. Το έργο είναι ένα κάλεσμα του καλλιτέχνη για
ενότητα και αλληλεγγύη εν μέσω των κινδύνων που συνοδεύουν τις κοινωνικές διαιρέσεις και συγκρούσεις
σε μια εποχή με πολλά υποσχόμενες δυνατότητες.
Μεγάλο μέρος του έργου του Nasr ασχολείται με την ιστορία και την πολιτική της Αιγύπτου και των αραβικών
χωρών. Χρησιμοποιεί τη ζωγραφική, τις ταινίες, την εγκατάσταση, τη γλυπτική και το βίντεο σε έργα που
κινούνται ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τον κυνισμό, γεγονός που αντανακλά την απογοήτευσή του από την
πολιτική κατάσταση στη γενέτειρά του, την Αίγυπτο, και στην ευρύτερη περιοχή.
Το έργο του Olaf Nicolai σχετίζεται με τον υλισμό, τη μνήμη, την αισθητική των σχέσεων και την πεζή
πραγματικότητα της καθημερινής ζωής. Η επανάληψη είναι σημαντικό κομμάτι του έργου του, όπου
συνδυάζει συχνά επιστημονικά γεγονότα, συμπαντικούς αλγόριθμους και συμβολισμό. Το έργο του Olaf Nicolai, με τίτλο Escalier du Chant, είναι μοιρασμένο σε διαφορετικούς χώρους της Μπιενάλε. Για το έργο αυτό,
ο καλλιτέχνης ζήτησε από μουσικοσυνθέτες να γράψουν τραγούδια που αναφέρονται σε πολιτικά γεγονότα
που θεωρούν οι ίδιοι σημαντικά. Στο Γενί Τζαμί παρουσιάζουμε το τραγούδι του Mika Vainio που ζει στο
Βερολίνο. Ο συνθέτης, αντί να το συσχετίσει με κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό γεγονός «[…] δημιούργησε
πρώτα μια μουσική σύνθεση και στη συνέχεια βρήκε αναφορές του Τύπου, οι οποίες […] κατά τον ίδιο,
απηχούσαν το πνεύμα της σύνθεσής του», θέτοντας έτσι την πολιτική στην υπηρεσία της καλλιτεχνικής του
δημιουργίας.
Οι Δικτάτορες, ένα από τα πιο ρεαλιστικά έργα του Marwan Sahmarani, είναι μια παλαιότερη σειρά
ζωγραφικών του έργων που παραμένουν καυστικά και επίκαιρα έως σήμερα, μετά την κατάρρευση πολλών
δικτατόρων σε αραβικές χώρες.
Ο Sahmarani ενδιαφέρεται για την πολιτική διάσταση του ανθρώπινου σώματος, της θρησκείας και της βίας,
ιδιαίτερα σε συνάρτηση με τον πόλεμο και τις συγκρούσεις στον Λίβανο, όπου ζει και εργάζεται. Λατρεύει
το χρώμα και την πλαστικότητα και οι πίνακές του είναι μπαρόκ, περικλείοντας και αποτυπώνοντας την
ενεργητικότητα των κινήσεων του καλλιτέχνη πάνω στον μουσαμά, πνίγοντας συχνά τα ρεαλιστικά στοιχεία
μέσα σε πυκνά τοπία γεμάτα ένταση και δράμα.
Στην εγκατάστασή της, με τίτλο Our Gilded World in Progress, η NaoKo TakaHashi χρησιμοποιεί δέντρα
από τη Θεσσαλονίκη, τα οποία επέλεξε για τη σημειολογική σύνδεσή τους με τις έννοιες της ανάπτυξης, της
συνέχειας, της κοινότητας και της σοφίας. Το έργο συναρπάζει το κοινό, καθώς επαναφέρει τα φύλλα σε
γυμνά κλαδιά, συμβολίζοντας τη λαϊκή αλληλεγγύη και συνεργασία, με τη μορφή της συλλογικής οργάνωσης
σε κοινότητες που αναλαμβάνουν εποικοδομητική δράση σε περιόδους κρίσης. Κινούμενη στο ίδιο πνεύμα,
η ηχητική εγκατάσταση της TakaHashi είναι μια αφήγηση για τα αδέσποτα σκυλιά της Θεσσαλονίκης και για
την κοινότητα φιλόζωων που τα φροντίζει -μια τοπική ιστορία ανθρωπιάς.
Το έργο της TakaHashi ασχολείται με τις αμφισημίες των ατομικών ταυτοτήτων και την αδυναμία μετάφρασης
από τη σκέψη στη φωνή, από γλώσσα σε γλώσσα ή από εκφραστικό μέσο σε εκφραστικό μέσο. Δουλεύει με
μεγάλη επιμέλεια, χρησιμοποιώντας επίσης στοιχεία ήχου, μουσικής, performance και συγγραφής. Συχνά,
βασιζόμενη σε απλές αλλά δυνατές ιδέες, αναπτύσσει τα αντικείμενα και τα υλικά, δημιουργώντας πλούσια,
κομψά και πολυεπίπεδα έργα, τα οποία μετατρέπονται σε πύλες που οδηγούν σε ευρύτερες σφαίρες
συναισθήματος και ποίησης.
Mahita El Bacha Urieta
The 3rd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art opened up some of the city’s mostly closed historical buildings pertaining to parts of its history which are somewhat hidden today, as is the case of Yeni
Djami. It seems as if cities hide traces of contested parts of their past thus denying elements of what contributed to making them what they are today, just as persons might deny aspects of their origins or of their
bodies which might hold pain, anger or shame for them.
Having placed Thessaloniki at the centre of our curatorial proposition, we positioned works in a privileged
encounter with some of these hidden facets of the city and enabled them to mirror, echo or enter into a
dialogue with certain cultural, social, historical, and political dimensions of Thessaloniki, while some connected to the broader context of current political and social upheavals in the region.
Yeni Djami (New Mosque), a two-story Ottoman monument built in 1902 by the Italian architect Vitaliano
Pozeli, was a place of worship for a community of crypto-Jews who affiliated Islam while secretly practicing
a form of Judaism called Sabbateanism. The Spanish origins of this congregation are visible in the building’s architecture, along with the Star of David which is a reminder that the congregation had converted
from Judaism, and Islamic calligraphy which also recurs throughout the building. After 1924, the Yeni Djami
housed Greek refugees from the Asia Minor Catastrophe and, in 1963, it became an annex of the Archaeological Museum of Thessaloniki. Since then, a number of Roman and Early Christian archaeological remains can be seen in its courtyard. These, together with the diverging architectural, decorative, and cultural
elements of Yeni Djami, make it into the intriguingly, hybrid, and most interesting building that it is today;
one that speaks better than most of the rich and complex history of Thessaloniki. The building is beautiful
and has a spiritual ambience which exudes poetry and mystique.
The polymorphous character of Yeni Djami and its captivating atmosphere struck both me and the artists and
dictated the choice of works by Moataz Nasr and Marwan Sahmarani and the commissioning of new pieces
by Mounira Al Solh, Nikolaj Larsen, and NaoKo TakaHashi. It was to become a meditative space for reflection
within the Biennale. Still, we were going -and are still- through a period of unprecedented social uprisings and
economical and social crises in the region, not least in Greece, that saw many artists joining the civilian activism movements in countries such as Egypt, Syria and Yemen among others. Naturally, references to dictatorship, systems of control, scarcity and human trafficking permeated the works that we wanted to show in Yeni
Djami. However, the point was not to make a commentary or to pass judgment on what is going on in the
region, but rather to allude to the conditions that influence and, to a certain degree, determine the lives of millions of people in the Eastern Mediterranean region at this juncture in time, while connecting to the individual
dimension and paying homage to solidarity and spirituality at a time of disillusionment.
The works that are being shown in Yeni Djami include newly commissioned pieces for the Biennale and for
the specific context of Yeni Djami and older, existing works of particular relevance to the Biennale’s curatorial proposition and to Yeni Djami’s character and history.
Mounira Al Solh’s work While Guy Debord Sleeps, is about scarcity and the systems of control in periods of conflict and crisis. The work consists of a large, closed, wooden box housing a series of drawings
about the use of electricity for torture and about the history of electric power in the region. While Guy Debord
Sleeps is visible only by candle light during power-cuts which the artist will inflict on the Yeni Djami exhibition
and on the visitors according to a strict regime of three weekly power-cuts, such as those that the citizens in
Lebanon, Syria, and Cyprus suffer due to the government corruption, the mismanagement of scare public
resources, the use of power-cuts for the intimidation of civilians and the efforts of governments to curb
social uprisings.
Al Solh’s practice is about the flux between fiction and fact where irony, poetry and humor simultaneously come
into play. Her works often take a polymeric form and partly emerge from the public’s reckoning of her formal and
conceptual tricks and of the processes that some of her works use to engage the public.
Over recent years, Nikolaj Larsen’s documentary-like work has increasingly dealt with human trafficking
and illegal immigration in Europe and with the living conditions of cheap-labor-migrants, especially in the
Arabian Gulf region. His work focuses on individual stories within wider tragedies. In Ode to the Perished,
a suggestive sculptural installation made up of concrete canvas™ -a material used to build temporary military shelters in battlefields- Larsen pays homage to the thousands of bereaved illegal immigrants who lose
(and continue to lose) their lives in accidents of human trafficking turning the Yeni Djami into a temple for
their souls.
Merge and Emerge is a three-channel video installation which shows the mesmerizing dance of Sufi whirling dervishes. Merge and Emerge is part of a larger group of recent works by Moataz Nasr which relate
105 \ 106
to spirituality, love, and human unity. Through dance, Sufis reach a higher state of consciousness which
raises them above difference and conflict into a perfect state of peace and balance; this work is a call by the
artist for unity and solidarity in the midst of the looming dangers of division and conflict at a time of otherwise
promising possibilities.
A great deal of Nasr’s work is concerned with the history and politics of Egypt and of Arab countries. He
uses painting, film, installation, sculpture, and video in works that tend to vacillate between idealism and a
certain cynicism, a sign of his disillusionment with politics in his native Egypt and in the wider region.
Olaf Nikolaj’s work deals with materialism, memory, relational aesthetics, and with the ordinary realities of
everyday life. Repetition is an important part of his work and he often integrates scientific facts, universal
algorithms, and symbolism. Olaf Nicolai’s Escalier du Chant is split over different venues of the Biennale.
For this work, the artist commissioned several composers to create songs that referred to political events
of significance to them. In Yeni Djami, we chose to include Mika Vainio’s song. Instead of relating to a
certain political event, the Berlin-based composer “[…] first created a musical situation, and then found
press reports which […] to him, described the horizon of the piece”, thus placing politics at the service of
his artistic creation.
The Dictators, one of Marwan Sahmarani’s most representational works, is an old series of paintings which
is particularly poignant today, in the context of the recent removal from power of several Arab dictators.
Sahmarani is interested in the politics of the human body, religion, and violence, especially in connection
with war and conflict in Lebanon, where he currently lives and works. He relishes color and plasticity and
his paintings are baroque, thickly impasted and textured. The energy of the artist’s painting motions often
drown the representational elements in dense scenarios of tension and drama.
NaoKo TakaHashi’s installation Our Gilded World in Progress uses native trees from Thessaloniki for
their semiology which relates to growth, continuity and wisdom. The work engages the public in actively
reconstituting bare tree branches into leaf-baring branches, thus symbolising popular solidarity and cooperation, where communities come together for constructive action in times of crisis. In the same spirit,
TakaHashi’s sound-installation in the Yeni Djami narrates a text by the artist which relates to Thessaloniki’s
stray dogs and the caring community that looks after them: a local story of compassion.
TakaHashi’s work deals with the ambiguities of individual identities and the impossibility of translation from
thought to voice, between languages and between mediums. Her practice involves meticulous processes
as well as elements of sound, music, performance and writing. Often based on simple albeit profound
ideas, she expands subjects and matter into richly and delicately layered works which themselves become
gateways into wider realms of emotion and poetry.
Mahita El Bacha Urieta
Mounira Al Solh
Γιατί πρέπει να πηγαίνουμε σε τόσες πολλές εκθέσεις τέχνης; Μήπως είμαστε οι ίδιοι το κοινό του εαυτού μας;
Μήπως αποτελούμε τη δική μας «Κοινωνία του Θεάματος»; Εστιάζοντας στη μη-υλικότητα της παραγωγής,
και σε μια δόση σιωπής... Με απλά λόγια: στοχαζόμενοι πάνω στην τρέχουσα οικονομική κατάσταση στην
Ελλάδα, καθώς και στον κόσμο εν γένει -όλα είναι τόσο αφηρημένα για μένα, ώστε να μπορέσω να τα
κατανοήσω. Προσπαθώντας να μην μετάσχω κι εγώ στη συσωρευτική κίνηση των σύγχρονων ανθρώπων…
Κάνοντας το κατά δύναμιν…
Αποφάσισα να μην έρθω στη Θεσσαλονίκη, μολονότι προσκλήθηκα. Και να διακόψω τρεις φορές την
εβδομάδα, για μια ολόκληρη ώρα, το ηλεκτρικό ρεύμα στο ιστορικό μνημείο Γενί Τζαμί, όπου προσκλήθηκα
να δημιουργήσω ένα έργο. Ίσως και για να κάνω κάτι περισσότερο, αν και άκουσα ορισμένους να
χρησιμοποιούν την εξής φράση: «περισσότερο σημαίνει λιγότερο». Μήπως επειδή μόλις διάβασα κάποια
αποσπάσματα του βιβλίου του Barry Schwartz, The Paradox of Choice: Why More is Less (Το Παράδοξο
της Επιλογής: Γιατί το Περισσότερο είναι Λιγότερο); Όχι όμως αρκετά. Θα ήθελα τώρα να παραθέσω την
πρώτη φράση του βιβλίου Η Κοινωνία του Θεάματος του Ντεμπόρ, ως «καταναλωτής» αυτού του κειμένου:
«Όλη η ζωή των κοινωνιών στις οποίες κυριαρχούν οι σύγχρονες συνθήκες παραγωγής εκδηλώνεται σαν
μια τεράστια συσσώρευση θεαμάτων».
Why do we have to attend so many art exhibitions? Are we our own public, our own “Society of the
Spectacle”? Focusing on the non-materiality of production, and some silence. To put it simply: we
are reflecting on the current economical situation in Greece as well as in the world in general; it’s all
too abstract for me to understand. Trying not to add up to the accumulative movement of nowadays
people… Trying my best…
I decided not to go to Thessaloniki, although I was invited to do so. However, I’ve decided to cut the electrical current in the historical monument Yeni Djami, where my work is installed, three times a week for a
good hour.
Perhaps I might do a little bit more, because I have heard some people use this expression: «more is less»;
did I just read briefly about Barry Schwartz’ The Paradox of Choice: Why More is Less? Not much though.
And now I would like to quote the first sentence of Debord’s Society of the Spectacle, as a consumer of
this text: “In societies where modern conditions of production prevail, life is presented as an immense
accumulation of spectacles”.
Mounira Al Solh
107 \ 108
Ενώ ο Γκυ Ντεμπόρ κοιμάται
2011
Διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος, ξύλινο δωμάτιο με κόκκινες και λευκές ταινίες,
σχέδια σε χαρτί στηριγμένα με πινέζες στον τοίχο, κεριά σε κηροπήγια
Μεταβλητές διαστάσεις
While Guy Debord Sleeps
2011
Electricity cuts, wooden room with red and white stripes, drawings on paper
pinned on wall, candles in miscellaneous candelabra
Variable dimensions
Nikolaj Bendix Skyum Larsen
«Όπως αποκαλύπτει έρευνα για τις διαδρομές της μετανάστευσης, την οποία διεξήγαγε δημοσιογραφική ομάδα,
περισσότεροι από 34.000 παράνομοι μετανάστες πνίγηκαν στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο την περίοδο 1988-2009.
Για πολλούς ανθρώπους που εγκατέλειψαν τις χώρες τους αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, το ταξίδι τους αυτό
κατέληξε σε τραγωδία». [Ömer Oruç, Today’s Zaman, 23 Φεβρουαρίου 2010, Σμύρνη]
Έχοντας ασχοληθεί με τις αντιλήψεις για τη μετανάστευση επί σειρά ετών, ο Δανός καλλιτέχνης και σκηνοθέτης Nikolaj
Bendix Skyum Larsen έχει παρουσιάσει τις ζωές, τις ελπίδες και τις προσδοκίες των μεταναστών, συνειδητοποιώντας
ότι είναι ο συνδυασμός της ανάγκης και του ουτοπικού οράματος για τον τόπο προορισμού αυτός που τους κάνει
να συνεχίζουν το μακρύ και επικίνδυνο ταξίδι τους σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής σε έναν καλύτερο τόπο.
Το έργο του Larsen γεννά προβληματισμούς αναφορικά με τον ρόλο και τις ευθύνες των καλλιτεχνών σε ένα
παγκόσμιο πλαίσιο αλλά και τη συμβολή της τέχνης ως μιας εναλλακτικής της ακατάσχετης ειδησεογραφίας των
ΜΜΕ. Κάθε χρόνο, χιλιάδες μετανάστες διασχίζουν το Αιγαίο ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα. Το πέρασμα
αναλαμβάνουν μαφιόζικα κυκλώματα που γεμίζουν και ενίοτε ξεχειλίζουν τα σκάφη τους με μετανάστες πρόθυμους
να διακινδυνεύσουν τα πάντα, για να φτάσουν στις ακτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συχνά, το ταξίδι των μεταναστών
έχει επικίνδυνη εξέλιξη και πολλοί πνίγονται στη θάλασσα.
Οι αιωρούμενες φιγούρες στην εγκατάσταση Ωδή στους Αδικοχαμένους είναι κατασκευασμένες από concrete
canvas™, ένα υλικό που χρησιμοποιείται ευρέως σε αστικά πολεοδομικά έργα και σε στρατιωτικές εφαρμογές
τόσο ως κρίσιμης σημασίας υποδομή εκτάκτου ανάγκης όσο και σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στο μέτωπο.
Η χρήση του λοιπόν παραπέμπει στους ίδιους τους λόγους, οι οποίοι υποχρεώνουν μυριάδες ανθρώπους να
εγκαταλείψουν τις ρημαγμένες από τον πόλεμο πατρίδες τους, αναζητώντας έναν καλύτερο τόπο. Μετά την
κατασκευή τους, οι φιγούρες βυθίστηκαν επί μήνες στα νερά του Αιγαίου, για να αποκτήσουν το ίδιο στρώμα
άλγης με τα αντικείμενα που επιπλέουν στη θάλασσα για πολύ καιρό. Έχοντας σχήμα που μοιάζει με κουκούλι,
παραπέμπουν επίσης στις μεγάλες χρυσαλίδες που υπόσχονται τη γέννηση μιας νέας ζωής. Στο πλαίσιο της
ευρύτερης θεματικής του έργου του, αυτή η υπόσχεση έχει «παγώσει» στον χρόνο, καθώς τα κουκούλια
ανέρχονται προς τον ουράνιο θόλο του Γενί Τζαμί. Η Ωδή στους Αδικοχαμένους είναι ένας φόρος τιμής στα
πλήθη των αποστερημένων μεταναστών, στη μοιραία τους αναζήτηση για μια καλύτερη ζωή για τον εαυτό τους,
τις οικογένειες και τις κοινότητές τους.
“Research conducted on immigration patterns by a group of journalists has revealed that more than 34,000 illegal
immigrants drowned in the Aegean and Mediterranean seas between 1988 and 2009. For many people who left
their countries in search of a better life, their journeys ended in tragedy.” [Ömer Oruç, Today’s Zaman, 23 February 2010, Smyrna]
Having worked with notions of immigration for a number of years, Danish artist and film maker, Nikolaj Bendix Skyum
Larsen has portrayed the lives, hopes, and yearnings of immigrants and realized how a combination of necessity and
a utopian vision of their destination fuels their desire to keep going during their long and dangerous journeys to better
lands and better lives. Larsen’s work prompts questions about the role and responsibilities of artists in a global context, and about the potencial contribution of art to provide an alternative to the constant flow of mass media reportage.
Every year, thousands of immigrants cross the Aegean Sea between Turkey and Greece. These crossings are operated by human trafficking mafias who fill the vessels -often beyond capacity- with immigrants willing to risk everything
to reach the shores of the European Union. Often, the immigrants’ journeys end in peril and many drown in the sea.
The suspended shapes in Ode to the Perished are made of concrete canvas™, a material that has a range of applications in both civil and military sectors as emergency key infrastructure for disaster relief and for frontline operations.
Thus its use relates to the very reasons why so many people have to flee their war-torn homes in search of a new safe
place to live. The finished shapes were immersed in the Aegean Sea for months in order to develop the same patina
of algae as objects that have floated in the sea over long periods of time. The cocoon-like shapes are also reminiscent
of large chrysalis and hold the promise of potential future life. In the context of the wider thematic import of this work,
this promise has been frozen in time, as the cocoons ascend toward the heavenly dome of the Yeni Djami. Ode to the
Perished pays homage to the multitudes of bereaved immigrants in their often-fatal quest for a better life for them, for
their families and their communities.
Nikolaj Bendix Skyum Larsen
Ωδή στους Αδικοχαμένους
2011
Μέρος εγκατάστασης
Ύφασμα με τσιμέντο
Μεταβλητές διαστάσεις
Ode to the Perished
2011
Part of an installation
Concrete canvas
Variable dimensions
Moataz Nasr
Ο χορός σε απελευθερώνει. Μπορεί να είναι θεραπευτικός ή να λειτουργήσει ως τελετή μετάβασης: μπορεί
να οδηγήσει σε μια υπερβατική κατάσταση έκστασης. Η ζωώδης έκφραση των ενστίκτων μας. Το σώμα
ακολουθεί τυφλά τον ρυθμό. Κατά τον περιστροφικό χορό τους, χάνουν τον εαυτό τους, ακυρώνοντας τη
φυγόκεντρο και κεντρομόλο δύναμη. Οι δερβίσηδες φτάνουν σε έναν βαθμό αυτοσυγκέντρωσης που τους
επιτρέπει να ξεχνούν το βάρος και να φτάνουν σε νέα νοητικά υψίπεδα. Καταφέρνουν να κατακτήσουν μια
γνώση που ο νους από μόνος του δεν μπορεί να αγγίξει. Μπορούν, λοιπόν, για να παρωδήσω τον Rimbaud,
«να δουν όσα ο άνθρωπος αδυνατεί να δει». Είναι τρεις τον αριθμό. Ένας μαγικός αριθμός που παραπέμπει
στην τέλεια ισορροπία.
Dancing is liberating. It can be therapeutic, or a rite of passage: a state of trance can be obtained through
dance. The animal expression of our instincts. Abandoned body and rhythm. By dancing, whirling in
concentric circles in which they lose themselves, cancelling out the centrifugal and centripetal forces, Sufis
reach a degree of concentration which allows them to forget weight and to access other mental heights;
to obtain knowledge that the mind alone is not able to reach. Therefore they can, to parody Rimbaud, “see
what man is unable to see”. There are three of them. A magic number which signifies perfect balance.
Simon Njami
Ένωση και Ανάδυση
2011
3 βιντεοπροβολές
Μεταβλητές διαστάσεις
Merge and Emerge
2011
3 video projections
Variable dimensions
111 \ 112
Marwan Sahmarani
Το σύνολο του έργου του Marwan Sahmarani είναι θεμελιωμένο και συνδεδεμένο με τη μεσανατολική
καταγωγή του. Οι ελαιογραφίες, τα σχέδια, τα κεραμικά και οι περφόρμανς του συνιστούν στοχασμούς
πάνω στα ίδια τα μέσα έκφρασης, ενώ παράλληλα αποτελούν και μια αναφορά στον πολιτικό αναβρασμό
που επικρατεί στον Λίβανο και τις γύρω περιοχές, μέσω του προσωπικού και συλλογικού δράματος. Το έργο
του αποτελεί μια επίκαιρη υπενθύμιση των επαναλαμβανόμενων ιστορικών κύκλων βίας σε μια περιοχή όπου
η διαμάχη και η εισβολή είναι μια πάγια, αυτο-διαιωνιζόμενη πραγματικότητα.
Ο καλλιτέχνης παλινδρομεί ανάμεσα στην ευρωπαϊκή του εκπαίδευση και την ανατολίτικη ταυτότητά του. Η
ισλαμική τέχνη και η τέχνη της Μεσοποταμίας αναμειγνύονται με την ελληνορωμαϊκή εικονογραφία αλλά και
με τις έντονες επιρροές που είχαν τα έργα κορυφαίων ζωγράφων, όπως ο Uccello, ο Rubens και ο Picasso,
στη δουλειά του. Αντλεί έμπνευση από διαχρονικά θέματα της ιστορίας της τέχνης, τα οποία θίγουν επίκαιρα
ζητήματα όπως η ατομική ανθρώπινη εμπειρία αλλά και η εμπειρία του ανθρώπου σε παγκόσμια κλίμακα.
Το έργο του είναι επικεντρωμένο στην πολιτική, την κοινωνιολογία, τον πόλεμο και τη σεξουαλικότητα. Το
περιεχόμενο των εικαστικών του έργων αναδύει μια σουρεαλιστική ατμόσφαιρα, όπου οι διαχωριστικές
γραμμές ανάμεσα στο όνειρο, τη μυθοπλασία και την πραγματικότητα ακυρώνονται με σκοπό τη δημιουργία
ενός ενιαίου σύμπαντος. Αυτή η πρακτική είναι χαρακτηριστική και αναγνωρίσιμη σε όλο το έργο του
Sahmarani.
Marwan Sahmarani’s work is deeply rooted in and linked to his Middle Eastern origins. His oil paintings,
drawings, ceramics, and performative work are a reflection on the mediums themselves, while also being a
journey through personal and collective drama, often in the context of the regional turmoil in Lebanon and
its surroundings. Sahmarani’s work is a timely reminder of the cyclic histories of violence in a region where
conflict and invasion are constant self-perpetuating realities.
Sahmarani ventures between his European education and his oriental identity. Islamic and Mesopotamian art
meets with the Greco-Roman iconography as well as with the strong influence that great masters, such as
Uccello, Rubens, and Picasso, have had on his practice. He sources from art history themes that remain
timeless and reflect current issues, such as the individual human experiences and the experience of people
worldwide.
Sahmarani’s work is mainly focused on politics, sociology, war and sexuality. The content of his paintings
and drawings has a palpably surreal atmosphere, where the limits between dream, fiction and reality
disappear in order to create a singular universe which is characteristic and recognizable throughout
Sahmarani’s work.
Δικτάτορες-Σπουδές για ένα Μνημείο
2008
Λαδοπαστέλ σε χαρτί
230 x 75 εκ. (η καθεμία)
The Dictators-Studies for a Monument
2008
Oil stick on paper
230 x 75 cm (each)
113 \ 114
NaoΚo TakaHashi
Το έργο της TakaHashi πραγματεύεται ζητήματα που αφορούν τη μετάφραση και τη σύγχυση ταυτότητας
που προκαλεί η χρήση της γλώσσας, εξερευνώντας χώρους, φυσικούς και κοινωνικούς, προκειμένου να
αποκαλύψει τις αμφισημίες και ασυνέχειες της επικοινωνίας και της κοινωνικής ταυτότητας. Η πρακτική
της είναι ταυτόχρονα δύσκολη και απίστευτα συγκινητική, συνδυάζοντας συχνά αφηγηματικές ή κειμενικές
αφηγήσεις με παρεμβάσεις ή αναπαραστάσεις κοινωνικών και πολιτισμικών περιβαλλόντων.
Η TakaHashi συχνά συνδυάζει διαφορετικά μέσα στη δουλειά της, τα οποία αντανακλούν το ενδιαφέρον της
για τις εντάσεις της γλωσσικής επικοινωνίας, και συχνά χρησιμοποιεί το μέγεθος του έργου για να ξυπνήσει
το προσωπικό και το οικείο στο πλαίσιο της τεράστιας περιπλοκότητας της κοινωνίας. Εξερευνά διαδικασίες
διαρκούς μετάφρασης και μετασχηματισμού: από τη σκέψη στην ομιλία, από τη μια γλώσσα στην άλλη, από
το κείμενο στον ήχο, από το ένα μέσο στο επόμενο. Η TakaHashi έχει δημιουργήσει, κατόπιν ανάθεσης από
την 3η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, μια εικαστική εγκατάσταση σε συγκεκριμένο χώρο. Σε
αυτήν, διερευνά την ενίοτε αυθόρμητη φύση της τέχνης που προορίζεται για συγκεκριμένο χώρο και τον
τρόπο που αυτή αποκρίνεται στις τοπικές συνθήκες και τα περιβάλλοντα.
Χρησιμοποιώντας κλαδιά από δέντρα της περιοχής και προκαλώντας τον μετασχηματισμό τους από τη
μια κατάσταση στην άλλη, αναπαριστά μια κίνηση από το παρελθόν προς το μέλλον, μια μετάβαση που
παραπέμπει στις τρέχουσες οικονομικές προκλήσεις της Ελλάδας, με θεματικές όπως η αναγέννηση, η
αντιστροφή, η αλληλεγγύη και η αντοχή στις δυσκολίες.
TakaHashi’s work deals with issues of translation and confusion of identity played out through language.
She explores spaces -both physical and social- to reveal the ambiguities and inconsistencies of communication and social identity. Her practice is both challenging and immensely moving, often combining vocal or
textual narratives with interventions into, or representations of, social and cultural environments.
TakaHashi frequently incorporates different media into her work -media representative of her interest in
the tensions of communication through language- and often plays with the scale of the work, evoking the
personal and the intimate within the vast complexity of society. She explores processes of continual translation and transformation, from thought to voice, between one language and another, from text to sound
and from one media to the next. TakaHashi has produced a site-specific commissioned work for the 3rd
Thessaloniki Biennale of Contemporary Art. In this work she explores the sometimes-spontaneous nature
of site-specific art and how it can respond to local conditions and contexts.
Using local tree branches and causing their transformation from one condition to another, she represents a
movement from a past to a future, a movement which resonates with the contemporary economic challenges of the region, and links in with themes of regeneration, reversal, solidarity and resilience.
Ο Επίχρυσος Κόσμος μας σε Εξέλιξη
2011
Εγκατάσταση στον χώρο με ήχο
Μεταβλητές διαστάσεις
Our Gilded World in Progress
2011
Site specific installation with sound
Variable dimensions
115 \ 116
ΜΠΕΗ ΧΑΜΑΜ / ΛΟΥΤΡΑ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
BEY HAMAM / BATHS OF PARADISE
Το Bey Hamam, γνωστό μέχρι σήμερα και ως Λουτρά Παράδεισος, βρίσκεται επί της οδού Εγνατίας,
στη ΝΑ γωνία της πλατείας Αριστοτέλους, νοτίως της αρχαίας Αγοράς, εκεί όπου άλλοτε εκτεινόταν ο
Μεγαλοφόρος των βυζαντινών και πολύ κοντά στο βυζαντινό ναό της Παναγίας Χαλκέων και στη γειτονιά
των χαλκωματάδων. Οφείλει την ονομασία του, Bey Hamam, στον ομώνυμο τίτλο προσφώνησης του
Σουλτάνου και είναι το πρώτο λουτρό που κτίστηκε (1444) αμέσως μετά την κατάληψη της πόλης από
τους Οθωμανούς και το μεγαλύτερο διπλό λουτρό στην Ελλάδα, με ανεξάρτητο ανδρικό και γυναικείο
τμήμα.
9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων
Bey Hamam, known to this day also as Paradise Baths, is located on Egnatia Street, at the NE corner
of Aristotle’s Square, to the south of Arhaia Agora (Forum), where once stood the Byzantine Megaloforos, in close proximity to the Byzantine church of Panagia Chalkeon and the copper-workers neighborhood. It was named after the honorary title (Bey) of the Sultan and is the first bathhouse built (1444)
immediately after the city was conquered by the Ottomans. It is also the largest double bathhouse in
Greece, featuring independent sections for men and women.
9th Ephorate of Byzantine Antiquities
Arab Image Foundation
Το Αραβικό Ίδρυμα Φωτογραφίας (Arab Image Foundation) είναι μία μη κερδοσκοπική οργάνωση
που ιδρύθηκε στη Βηρυτό το 1997. Αποστολή του Ιδρύματος είναι η συλλογή, διαφύλαξη και μελέτη
φωτογραφιών από τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική και την αραβική διασπορά. Η διευρυνόμενη
συλλογή του Ιδρύματος βασίζεται σε έργα καλλιτεχνών και ακαδημαϊκά προγράμματα. Η συλλογή του
Ιδρύματος παρουσιάζεται στο κοινό μέσα από μια μεγάλη γκάμα δραστηριοτήτων, η οποία περιλαμβάνει
εκθέσεις, εκδόσεις και βίντεο, την ιστοσελίδα του Ιδρύματος και μία διαδικτυακή βάση φωτογραφικού
υλικού. Η συλλογή του Ιδρύματος, που εμπλουτίζεται συνεχώς, περιλαμβάνει υλικό από τον Λίβανο, τη
Συρία, την Παλαιστίνη, την Ιορδανία, την Αίγυπτο, το Μαρόκο, το Ιράκ, το Ιράν, το Μεξικό, την Αργεντινή και
τη Σενεγάλη. Σήμερα διαθέτει περισσότερες από 300.000 φωτογραφίες.
The Arab Image Foundation is a non-profit organization established in Beirut in 1997. The Foundation’s mission
is to collect, preserve, and study photographs from the Middle East, North Africa, and the Arab diaspora. The
Foundation’s expanding collection is generated through artist and scholar-led projects. The Foundation makes
its collection accessible to the public through a wide spectrum of activities, including exhibitions, publications,
videos, a website, and an online image database. The ongoing research and acquisition of photographs include
so far Lebanon, Syria, Palestine, Jordan, Egypt, Morocco, Iraq, Iran, Mexico, Argentina and Senegal. To date,
the collection holds more than 300,000 photographs. Antranik Anouchian
Φωτογραφία σε στούντιο
Τρίπολη, Λίβανος, δεκαετία του 1940
Αργυρούχο αρνητικό σε φύλλο acetate
9.8 x 14.8 εκ.
Chafic el Soussi
Πάρτι στην οικία της οικογένειας Osseiran
Saida, Λίβανος, 1955
Αργυρούχο αρνητικό σε φύλλο acetate
5.6 x 8.7 εκ.
Antranik Anouchian
Studio photography
Tripoli, Lebanon, 1940’s
Silver gelatin negative on acetate base film
9.8 x 14.8 cm
Chafic el Soussi
Party at the Osseiran house
Saida, Lebanon, 1955
Silver gelatin negative on acetate base film
5.6 x 8.7 cm
119 \ 120
Archive
(Francesca Boenzi, Paolo Caffoni,
Chiara Figone, Ignas Petronis)
Τίτλος: Inventory
Περιγραφή: Το Inventory αντιπροσωπεύει ένα ταξίδι αναζήτησης με σκοπό τη δημιουργία ενός αρχείου
εκδόσεων και έντυπου υλικού. Ξεκινώντας από ένα κεντρικό σημείο της Ευρώπης (Βερολίνο), το ταξίδι
προχώρησε προς περιοχές της Ανατολής και Μέσης Ανατολής συμπεριλαμβάνοντας πόλεις όπως το
Πόζναν, η Πράγα, η Βουδαπέστη, το Βελιγράδι, το Βουκουρέστι, η Σόφια και η Κωνσταντινούπολη για
να καταλήξει στη Θεσσαλονίκη. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού διερευνήσαμε τις μεταβολές και
τα κινήματα που λαμβάνουν χώρα σήμερα σε αραβικές χώρες και ελληνικές περιοχές και τον αντίκτυπό
τους για τις πολιτιστικές, οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές δομές ως μέσο για την αμφισβήτηση των
κατεστημένων πολιτιστικών θεσμών της Ευρώπης και της «πατριαρχικής» παρακαταθήκης τους. Το project επιχείρησε να διεισδύσει σε βάθος στο πρόσφατο παρελθόν αυτών των περιοχών και στην κληρονομιά
τους, προκειμένου να δημιουργήσει έναν κατάλογο (inventory) ανωμαλιών, αιρέσεων, αναρχισμού και
φεμινισμού. Τί διαπιστώσαμε;
Το project που προέκυψε, με τη συνδρομή ενός πλήθους διαφορετικών ανθρώπων που σχετίζονται με όλες
τις πτυχές της εκδοτικής δραστηριότητας (καλλιτέχνες, αρχειοφύλακες, συλλέκτες, δημοσιογράφους,
σχεδιαστές, επιμελητές, εκδότες underground εντύπων, οργανωτές εκθέσεων αναρχικών βιβλίων,
εκπροσώπους φεμινιστικών οργανώσεων, διανομείς και τυπογράφους), αντιπροσωπεύει τόσο μια πράξη
εξερεύνησης όσο και μια πηγή πληροφοριών για μελετητές.Λειτουργώντας ως προσωρινό αρχείο αλλά
και ως βιβλιοπωλείο, η εμπεριστατωμένη συλλογή που δημιουργήθηκε, παρουσιάζεται στην 3η Μπιενάλε
της Θεσσαλονίκης σαν μια βιβλιοθήκη με ελεύθερη πρόσβαση και υλικό διαθέσιμο για αγορά. Το Inventory περιλαμβάνει βιβλία, περιοδικά, εγχειρίδια, αφίσες, φυλλάδια, εφημερίδες, αρχειακό υλικό, καθώς και
οπτικοακουστικά ντοκουμέντα από το ταξίδι μας.
Title: Inventory
Description: The Inventory is a representation of a research journey in the form of an archive of publications and printed matter. Starting from a central position in Europe (Berlin), the trip develops toward Eastern and Middle Eastern regions through cities like Poznan, Prague, Budapest, Belgrade, Bucharest, Sofia
and Istanbul, ultimately reaching Thessaloniki. In this journey we took into consideration the changes and
movements currently taking place in Arabic countries and Greek regions, and saw their impact on cultural,
economical, political and social structures as a possibility to question European cultural establishments
and their “patriarchal” archives. The project tried to dig deep into the recent past of these regions and into
their heritage, in order to record an inventory of anomalies, heresies, anarchism and feminism. What have
we seen?
The resulting Inventory, built with the contribution of a diverse range of people involved with all aspects
of the publishing production cycle (artists, archivists, collectors, journalists, designers, editors, schools,
underground publishers, anarchist book fairs, feminist associations, distributors, and printers), represents
an act of exploration as well as a source of information for researchers. Both a temporary archive and a
bookshop, the comprehensive collection thus established is displayed at the 3rd Thessaloniki Biennale as
a freely accessible curated library, whose materials are also available for purchase. The Inventory includes
books, magazines, booklets, posters, pamphlets, newspapers, and archival material as well as video and
audio documentation of our journey.
121 \ 122
Cinémathèque de Tanger
Μια εξερεύνηση της Ταγγέρης με οδηγό ταινίες και βίντεο από τη Συλλογή της Ταινιοθήκης της
Ταγγέρης
Ιστορίες από την Ταγγέρη: σχετικά με το πρόγραμμα
Το πρόγραμμα ταινιών που παρουσιάζεται αποκαλύπτει την περιπλοκότητα της πόλης και τη σχέση της με
το πλήθος ανθρώπων που την προσέγγισαν και επιχείρησαν να συλλάβουν τη μυστηριώδη φύση της. Από
την ίδρυσή της, η Ταινιοθήκη της Ταγγέρης έχει θέσει ως στόχο τη συλλογή και διαφύλαξη της μαροκινής
και αραβικής κινηματογραφικής κληρονομιάς, είτε πρόκειται για ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, είτε
για ερασιτεχνικά βίντεο, πειραματικό σινεμά ή video art. Παρουσιάζοντας μια μεγάλη ποικιλία ταινιών -που
ξεκινούν από την επιλογή ταινιών μυθοπλασίας του Φεστιβάλ Καννών του 2010 (You All Are Captains του Oliver
Laxe και Arabs Love Cats του Akram Zaatari) και φτάνουν μέχρι ταινίες και δημιουργούς που συνέβαλαν
στη λογοτεχνική απεικόνιση της πόλης (το An American in Tangier του Paul Bowles, το Perro Corazon
που ασχολείται με τη θρυλική φυσιογνωμία του Mohamed Choukri, και η ταινία-φόρος τιμής του Mounir
Fatmi στο Naked Lunch του William Burroughs)-, οι Ιστορίες από την Ταγγέρη είναι μία ολοκληρωμένη
ρετροσπεκτίβα αφιερωμένη στις κινηματογραφικές αναπαραστάσεις της πόλης.
An exploration of Tangier in film and video
Films and Videos from the Cinémathèque de Tanger’s Collection
Tangerine Tales: about the program
This film program reveals the city’s complexity, how it has engaged with all those who have approached it
and who have endeavored to capture its mystery. Since its inception, the Cinémathèque de Tanger’s mission has been to collect and preserve Moroccan and Arab film heritage, ranging from fiction to documentary, from home movies to video art and experimental cinema. Tangerine Tales features a variety of films from
the spontaneous-fictional dimensions of the 2010 Cannes selection including You All Are Captains (Oliver
Laxe) and Arabs Love Cats (Akram Zaatari), and also a presentation of the city’s literary imagination and those
who helped invent it in An American in Tangier: Paul Bowles, in Perro Corazon based on the legendary figure of
Mohamed Choukri, and in Mounir Fatmi’s tribute to William Burroughs’ Naked Lunch, meaning thatTangerine
Tales is a full-scale retrospective dedicated to the cinematic representations of Tangier.
List of films presented / Ταινίες που παρουσιάζονται
Vues du Grand Socco et du Petit Socco (View of the Main Square and the Small Square), 1935, director/ σκηνοθέτης
Gabriel Veyre; An American in Tangier, 1993, director/ σκηνοθέτης Mohamed Ulad; Fragments et Solitude (Fragments and Solitude), 1999, director/ σκηνοθέτης Mounir Fatmi; Feast, Tribute to William Burroughs, 2002, director/
σκηνοθέτης Mounir Fatmi; Perro Corazon: A conversation with Mohamed Choukri, 2004, director/ σκηνοθέτης Abu
Ali; Le Bled (Buildings in a Field), 2009, directors/ σκηνοθέτες Jem Cohen, Luc Sante; Les arabes aiment les chats
(Arabs Love Cats), 2009, directors/ σκηνοθέτες Liliane Giraudon, Akram Zaatari; 6/12, 1968, director/ σκηνοθέτης
Ahmed Bouanani;Todos os llamais Mohamed, 1997, director/ σκηνοθέτης Max Lemcke; Balcon Atlantico, 2003,
directors/ σκηνοθέτες Hicham Falah and Mohamed Chrif Tribak.
123 \ 124
An American in Tangier
1993
Βίντεο
27’
Feast, Tribute to William Burroughs
2002
Βίντεο
8’
An American in Tangier
1993
Video
27’
Feast, Tribute to William Burroughs
2002
Video
8’
Vues du Grand Socco et du Petit Socco (View of the Main Square and
the Small Square)
1935
Ταινία 16 mm μεταφερμένη σε DVD
7’
Les arabes aiment les chats (Arabs Love Cats)
2009
Ταινία 8mm σε βίντεο
9’
Vues du Grand Socco et du Petit Socco (View of the Main Square and
the Small Square)
1935
16 mm transferred to DVD
7’
Les arabes aiment les chats (Arabs Love Cats)
2009
Super 8 transferred to video
9’
E.L.I.A.
E.Λ.Ι.Α.
Το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, πιο γνωστό ως Ε.Λ.Ι.Α., αποτελεί τμήμα του Μορφωτικού
Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης, Μ.Ι.Ε.Τ., από τον Οκτώβριο του 2009. Ως βασικό στόχο έχει τη διάσωση,
συλλογή, ταξινόμηση, μελέτη και έκδοση αρχειακού και έντυπου υλικού του 19ου και 20ού αιώνα το οποίο
αφορά κυρίως στην ιστορική εξέλιξη και πνευματική ανάπτυξη της Ελλάδας. Παράλληλα, στοχεύει στη
στήριξη της έρευνας και τη διάδοση της γνώσης και της πληροφορίας σε ένα ευρύ φάσμα πολιτιστικών και
ακαδημαϊκών κατευθύνσεων. Ιδρύθηκε το 1980 και στα χρόνια της δραστηριότητάς του έχει εντοπίσει και
συγκεντρώσει πολύτιμο υλικό που κάτω από διαφορετικές συνθήκες ίσως να χανόταν για πάντα.
The Hellenic Literary and Historical Archive, better known as E.L.I.A., is part of the National Bank of Greece
Cultural Foundation (M.I.E.T.), since October 2009. Its basic aim is to collect, preserve, classify, research
and publish 19th and 20th century archival and printed material, particularly that which relates to the
modern history and culture of Greece. In addition, E.L.I.A. supports research and dissemination of results
across a broad range of academic orientations. Founded in 1980, it has collected and preserved an invaluable
collection of material, which under other circumstances would have been lost forever.
Εξώφυλλο της έκδοσης Ο καραγκιόζης εφευρέτης αρ.19
1942 18 x 12 εκ.
Cover of the publication Karagiozis, the inventor no19
1942 18 x 12 cm
125 \ 126
Εφ. Λαοκρατία
28 Μαΐου 1945
Laokratia newspaper
May 28th 1945
IkonoTV
Το IkonoTV είναι μια νέα πλατφόρμα, μια εναλλακτική παρουσίαση-πρακτική από αυτήν των μουσείων
και των γκαλερί, καθώς ξεπερνά τους περιορισμούς του χώρου και του χρόνου. Η 3η Μπιενάλε της
Θεσσαλονίκης έχει τίτλο Παλιές Διασταυρώσεις-Make it New. Χωρίς αμφιβολία η περιοχή της Μεσογείου
έχει μια μακρά ιστορία πολιτισμικών διασταυρώσεων και καλλιτεχνικών ανταλλαγών μεταξύ των λαών της.
Η φράση make it new θέτει έναν νέο στόχο: να δείξει τι προϋπήρχε, καθώς και να το επαναπροσδιορίσει με
μια νέα παρουσίαση. Το IkonoTV αναλαμβάνει αυτήν την αποστολή. Ως εταιρεία τηλεοπτικής παραγωγής
με έδρα το Βερολίνο, το IkonoTV ασχολείται αποκλειστικά με ταινίες για τις εικαστικές τέχνες. Πρόκειται για
μια αμιγή, οπτική εμπειρία της πλούσιας και πολυσύνθετης διεθνούς καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Στα
τέλη του 2010, το IkonoTV εγκαινίασε το καλλιτεχνικό του κανάλι IkonoMenasa: πρόκειται για τον πρώτο
τηλεοπτικό σταθμό που είναι αποκλειστικά αφιερωμένος στην τέχνη και εκπέμπει σε 24 χώρες της περιοχής
Menasa -δηλαδή της Μέσης Ανατολής, της Βόρειας Αφρικής και της Νότιας Ασίας. Γιατί επιλέξαμε ως μέσο
τη συμβατική και όχι τη διαδικτυακή τηλεόραση; Η απάντηση είναι ότι η τηλεόραση παραμένει το πιο ισχυρό
και διαδεδομένο μαζικό μέσο στον κόσμο. Αποστολή μας είναι να φέρουμε την τέχνη στους ανθρώπους,
παρουσιάζοντας μουσεία και χώρους τέχνης και να εμπνεύσουμε στους ανθρώπους τη θέληση να μάθουν
περισσότερα και να δουν από κοντά τα προβαλλόμενα έργα.
IkonoTV is a new platform, that provides an alternative to the practice of the museums and galleries, as it
goes beyond the limitations of space and time frames. This year’s Thessaloniki Biennale has the title Old
Intersections-Make It New. The Mediterranean region without doubt has a long-standing history of intersecting and intertwining cultures and art exchanges. Make it new poses a different task; to show what has
been in existence as well as to redefine it by re-presenting it. IkonoTV has taken on this very task.
IkonoTV is a Berlin-based TV production company solely working with films on visual arts. It is a pure,
visual experience of the rich and complex art making around the world. In late 2010, IkonoTV launched
its art channel IkonoMenasa, the first TV channel solely devoted to art. IkonoMenasa runs in 24 countries
throughout the Menasa region -Middle East, North Africa and South Asia. Why TV and not web TV? Television is still the most powerful, most common medium in the world. Our mission is to make art accessible
to all, to lead people toward the actual experience of art on site, and to inspire them to learn more about
the artworks.
Sama Alshaibi
Σκούπισμα
2009
Πειραματικό βίντεο
3’
Ladan Broujerdi
Ψυχρός Πόλεμος
2010
Ακουαρέλα σε χαρτόνι
80 x 120 εκ.
Sama Alshaibi
Sweep
2009
Experimental video
3’
Ladan Broujerdi
Cold War
2010
Water colour on cardboard
80 x 120 cm
127 \ 128
Zeina Maasri
Η έκθεση Signs of Conflict ανιχνεύει την εξέλιξη του πολιτικού λόγου στην οπτική κουλτούρα των πολεμικών
συγκρούσεων στον Λίβανο. Εξετάζει τις πολιτικές αφίσες που δημιούργησαν οι διάφορες αντιμαχόμενες
παρατάξεις, τα πολιτικά κόμματα και τα κινήματα στον Λίβανο την περίοδο 1975-1990 και βασίζεται στην
ιδέα ότι οι αφίσες ξετυλίγουν τις αφηγήσεις των σημαντικότερων πολιτικών συγκρούσεων, ενώ παράλληλα
αποκαλύπτουν στοιχεία της σύγχρονης αραβικής οπτικής κουλτούρας. Ο εμφύλιος πόλεμος του Λιβάνου
είναι ένα περίπλοκο γεγονός, όπου τοπικές κοινωνικοοικονομικές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις φατριών,
σε συνδυασμό με την πολιτική πραγματικότητα της περιοχής, άφησαν το στίγμα τους στον πολιτικό λόγο
και κατέστησαν διακριτές τις αναρίθμητες εμπόλεμες παρατάξεις. Το συγκεκριμένο γεγονός, με τη σειρά
του, μετουσιώθηκε σε μια εξίσου περίπλοκη και πληθωρική παραγωγή αφισών πολιτικού περιεχομένου, με
ετερόκλητη εικονογράφηση και συγκρουόμενα μηνύματα αλλά και με διακριτές τεχνοτροπίες. Το Signs
of Conflict εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη φύση του ρόλου της πολιτικής αφίσας στη δημόσια ζωή, ιδίως στο
πλαίσιο του εμφυλίου πολέμου. Εισηγείται την ερμηνεία των πολιτικών αφισών του Λιβάνου ως συμβολικών
μέσων έκφρασης μιας πολυσύνθετης αφηγηματικής διαμάχης. Ενδιαφέρεται λοιπόν για τον τρόπο με τον οποίο
οι αφίσες αυτές αποτυπώνουν οπτικά τους λόγους, τις επιθυμίες, τους πόθους, τους φόβους και το συλλογικό
φαντασιακό των αντιμαχόμενων πολιτικών κοινοτήτων, όπως αυτά διαμορφώνονταν και μεταμορφώνονταν κατά
τη διάρκεια του πολέμου.
Μεταξύ του «Ανήκειν» και του Μαρτυρίου
Αυτή η νέα παρουσίαση (για την 3η Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης) συνδυάζει δύο πάγιες θεματικές των
αφισών της πολεμικής περιόδου στον Λίβανο: Το «Ανήκειν» και το Μαρτύριο. Ενώ οι αφίσες που ανήκουν
στην πρώτη κατηγορία αποτυπώνουν τα ιδεολογικά κίνητρα των αντιμαχόμενων παρατάξεων -ανταγωνιστικοί
λόγοι και φαντασιακά περί έθνους, κοινότητας και εχθρού- οι μαρτυρικές αφίσες δείχνουν ότι τα φαντασιακά
αυτά είχαν πολύ «πραγματικές» συνέπειες για όσους έχασαν τη ζωή τους στην υπεράσπισή τους. Κάθε
αφίσα επικυρώνει ποικιλοτρόπως τον θάνατο κάποιο ατόμου: βλέπεις το πρόσωπο, διαβάζεις το όνομα, την
ημερομηνία γέννησης και θανάτου.
Η έκθεση Signs of Conflict παρουσιάστηκε αρχικά στο πλαίσιο του Home works IV της Βηρυτού το 2008 και βασίζεται σε μια δημοσιευμένη μελέτη
της ίδιας συγγραφέα με τίτλο Off the Wall: Political Posters of the Lebanese Civil War (Λονδίνο: I.B.Tauris, 2009). Η έρευνα για την υλοποίηση του
project υποστηρίχθηκε από χρηματοδότηση του Αμερικανικού Πανεπιστημίου της Βηρυτού. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το project
και το αρχείο των αφισών, παρακαλούμε επισκεφτείτε την ιστοσελίδα www.signsofconflict.com.
Signs of Conflict traces the deployment of political discourse in visual culture characteristic of Lebanon’s
wartime conflict(s). The project examines the political posters that were produced by the various warring
factions, political parties and movements in Lebanon between 1975 and 1990. It is premised upon the idea
that the posters unfold the narratives of the prevailing political conflicts while providing insights onto modern Arab visual culture. Lebanon’s civil war is a complex case where local socio-economic and sectarian
struggles, linked with regional politics, characterized political discourses and distinguished the numerous
warring factions. That, in turn, was materialized in the production of an equally complex plethora of political posters, with diverse iconography and conflicting significations, as well as distinct aesthetic practices.
Signs of Conflict raises questions about the political poster’s nature of function in the public domain, especially in the context of civil war. It proposes a reading of Lebanon’s political posters as symbolic sites of a
complex discursive struggle. Τhe project is, thus, interested in how these posters visually articulate the discourses, desires, fears and collective imaginaries pertinent to the antagonistic political communities under
formation and transformation during wartime.
Between Belonging and Martyrdom
This new display (for the 3rd Thessaloniki Biennale) brings together two persistent issues in Lebanon’s wartime posters: Belonging and Martyrdom. While posters of the former articulate the ideological motivations of
the warring factions -competing discourses and antagonistic imaginaries of the nation, the community and
the threatening enemy- martyr posters on the other hand proclaim that these imaginaries were very “real” to
those who died in their cause. Each poster repeatedly asserts the death of a person: you see the face, read
the name, date of birth and passing away.
The Signs of Conflict exhibition was initially produced within the framework of Home works IV Beirut 2008. The exhibition is based on a published study by
the same author titled Off the Wall: Political Posters of the Lebanese Civil War (London: I.B.Tauris, 2009). Research on this project was supported with a
grant from the American University of Beirut. For more information on the project and the poster archive please visit www.signsofconflict.com
Zeina Maasri
Youssef Abdelkeh
60ή επέτειος 1924–1984
Κομμουνιστικό Κόμμα του Λιβάνου
1984
70 x 49 εκ.
Youssef Abdelkeh
60th anniversary 1924–1984
Lebanese Communist Party
1984
70 x 49 cm
PRISM TV
(Nikos Katsaounis & Nina - Maria Paschalidou / Νίκος Κατσαούνης & Νίνα - Μαρία Πασχαλίδου)
Το Prism GR2010 είναι μια συλλογική αποτύπωση της Ελλάδας τον χειμώνα του 2010, ένα πείραμα
πολλαπλών μέσων που διερευνά νέες μορφές μη-μυθοπλαστικής αφήγησης. Το Prism είναι δημιούργημα του
Νίκου Κατσαούνη και της Νίνας-Μαρίας Πασχαλίδου. Και οι δύο είναι δημιουργοί ντοκιμαντέρ, παραγωγοί
και φίλοι. Τον χειμώνα του 2010, με την Ελλάδα να βρίσκεται σε κατάσταση οικονομικής και κοινωνικής
κατάρρευσης, η Νίνα και ο Νίκος επέστρεψαν στην πατρίδα έχοντας περάσει πολλά χρόνια στο εξωτερικό.
Η επιθυμία τους ήταν να αφηγηθούν την ιστορία της βασανισμένης χώρας που συνάντησαν, με ένα νέο
είδος αφήγησης. Μέσα από μια διαδικασία δημιουργικής συνεργασίας και καταγραφής, συγκέντρωσαν μια
ομάδα 14 φωτορεπόρτερ και κινηματογραφιστών, τους οποίους καθοδήγησαν και βοήθησαν να κάνουν το
πέρασμα στην αφήγηση πολλαπλών μέσων.
Το Prism GR2010 είναι το αποτέλεσμα αυτού του πειραματισμού: 27 ιστορίες, δίνονται μέσα από τη φωνή
ανθρώπων με διαφορετικό κοινωνικό υπόβαθρο, οι οποίοι έχουν επηρεαστεί από την κρίση. Σε αυτήν
την κρίσιμη χρονική στιγμή, έχουμε περισσότερο από ποτέ τη δυνατότητα να μοιραστούμε ιστορίες από
διαφορετικές οπτικές. Το Prism GR2010 συγχωνεύει αυτές τις ιστορίες, με την ελπίδα ότι θα μας επιτρέψουν
να στοχαστούμε πάνω στο ποιοι είμαστε. Οι ταινίες ανέβαιναν κάθε εβδομάδα στην ιστοσελίδα του Prism,
και, το φθινόπωρο του 2011, θα προβληθεί μια ταινία ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους μέσα από τη συνένωση
όλων αυτών των ταινιών μικρού μήκους. Πρόκειται για μια πρώτη προσπάθεια δημιουργίας ενός ντοκιμαντέρ
ανοιχτής ανάγνωσης.
Τι βλέπετε εσείς μέσα από το Πρίσμα;
The Prism GR2010 is a collective documentation of Greece during the winter of 2010, a multimedia experiment
exploring new formats of non-fiction narratives and multimedia storytelling.The Prism is the creation of
Nikos Katsaounis and Nina-Maria Paschalidou, both of them documentary filmmakers, producers and
friends. In the winter of 2010, Greece being in the midst of a financial and social meltdown, Nina and Nikos
returned home after having lived abroad for many years. Their desire was to tell the story of the tormented
country they witnessed, through a new type of narrative. Through a process of creative collaboration and
documentation, they put together a group of 14 photojournalists and videographers, mentoring and enabling
them to make the transition to multimedia storytellers.
The Prism GR2010 is the outcome of the experiment: 27 multimedia stories, as echoed through the voices
of people from various walks of life that have been affected by the crisis. In this critical time, we have the capacity
to share stories from different perspectives like never before. The Prism GR2010 fuses these stories together with the hope that they allow us to reflect upon who we are. The films were gradually uploaded every
week to the Prism website and in the fall of 2011, a feature-length documentary film will be woven together
from all the short multimedia stories in a first attempt at open-source documentary filmmaking.
What do you see through the Prism?
Χρύσα Πανουσιάδου Δρόμος, Οργή και Κατάλοιπα (εξώφυλλο)
Φεβρουάριος 2011
Ψηφιακή εκτύπωση
Chryssa Panousiadou Road, Rage and Relics (Cover image)
February 2011
Digital Print
131 \ 132
Prism Workshop #1
Οκτώβριος 2010
Ψηφιακή εκτύπωση
Prism Workshop #1
October 2010
Digital Print
98weeks
Καθ’ όλη τη διάρκεια της Μπιενάλε, η ομάδα 98weeks θα διοργανώνει ένα παζάρι, όπου θα διατίθενται
κυρίως εκδόσεις. Οι επισκέπτες είναι ευπρόσδεκτοι να εξετάσουν τα βιβλία, να πουλήσουν τα δικά τους ή
να τα ανταλλάξουν με τον υπεύθυνο του περιπτέρου. Δίνεται έμφαση σε εκδόσεις, δημοσιευμένο και άλλο
έντυπο υλικό που επιλέξατε για τον έναν ή τον άλλο λόγο και θα θέλατε να φτάσει σε ένα ευρύτερο κοινό.
Η πρωτοβουλία αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της έρευνας των 98weeks με αντικείμενο ιστορικές εκδόσεις
και βιβλία καλλιτεχνών, η οποία ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2010. Για την Μπιενάλε Θεσσαλονίκης, η ομάδα
98weeks θα δημοσιεύσει επιλεγμένα αποσπάσματα από τις συζητήσεις και τις παρεμβάσεις που αφορούν
τις εκδόσεις A-Hilal και Shi’r.
Throughout the Thessaloniki Biennale, 98weeks will run a Bazaar containing mainly publications. People are
invited to browse, sell and agree on potential exchanges with the stall holder, focusing on publications, published material or publications you have selected for one reason or another, and that you would like to extend
to a larger audience. This project is set in the framework of 98weeks’ research on historical publications and
artists’ books, since April 2010. 98weeks will publish a selection of the talks and interventions on the A-Hilal
and Shi’r publications, especially for the Thessaloniki Biennale.
133 \ 134
Φωτογραφίες από παρουσιάσεις των 98weeks στην Tate Modern
(No Soul For Sale, 2010) και στο 98weeks Project Space
(On Books and Translation, 2011 / Research On publications,
al-hilal talks, 2011)
Photos from 98weeks Bazaars and Projects at Tate Modern
(No Soul For Sale, 2010) and at 98weeks Project Space
(On Books and Translation, 2011 / Research On publications,
al-hilal talks, 2011)
ΕΠΤΑΠΥΡΓΙΟ / ΓΕΝΤΙ ΚΟΥΛΕ
EPTAPΥRGIO / YEDI KULE
Το φρούριο του Επταπυργίου υψώνεται στο ψηλότερο σημείο της Ακρόπολης, στο ΒΑ άκρο των
τειχών της πόλης. Παρουσιάζει ένα σύμπλεγμα διαφορετικών κατασκευαστικών φάσεων από την
παλαιοχριστιανική και πρώιμη βυζαντινή περίοδο έως και τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, με οψιμότερη
την προσθήκη νεώτερων κτιρίων και βοηθητικών χώρων κατά την μετατροπή του σε φυλακές τον 19ο
αι. και τελική φάση στα τέλη της δεκαετίας του ’90, τις ήπιες επεμβάσεις και αναγκαίες μετατροπές για
την στέγαση των γραφείων της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης. Η ονομασία
Επταπύργιο απαντά επί Τουρκοκρατίας ως μίμηση πιθανότατα του Επταπυργίου (Yedi Kule) αντίστοιχου
οχυρωματικού έργου του 15ου αι. στην Κωνσταντινούπολη.
9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων
The Eptapyrgio stands at the highest point of the Acropolis, located on the NE corner of the city walls.
It features sections from different construction phases, from the early Christian and Byzantine period
until the era of Ottoman rule. The latest additions are the buildings and auxiliary areas built when it
was converted to a prison in the 19th century. The final phase of its development took place in the
late 1990s, when mild interventions and necessary changes were made in order to accommodate the
offices of the 9th Ephorate of Byzantine Antiquities. The name Eptapyrgio was probably inspired during the Ottoman era by the corresponding Fortress of Seven Towers (Yedi Kule) of the 15th century
in Istanbul.
9th Ephorate of Byzantine Antiquities
Vlassis Caniaris
Βλάσης Κανιάρης
[...] Ήδη από τα μέσα του 1970-71, η προσοχή και η συγκίνηση μου στράφηκαν στο πρόβλημα ενός πλήθους
πολυάριθμου και συχνά εξαθλιωμένου, που ονομάζουμε γενικά «μετανάστες». Σε άλλο επίπεδο ήταν κάπως
και προσωπικό μου πρόβλημα. [...]
Ο σκοπός μου είναι να καθορίσω, χρησιμοποιώντας στο μέτρο του δυνατού επιστημονικά δεδομένα, τα
προβλήματα, τις συνθήκες, τους λόγους, τις προοπτικές ενός κόσμου που λόγω του πλήθους του είναι σαν
μια χώρα της Ευρώπης. [...] Με ό,τι αυτό το πρόβλημα εμπεριέχει σαν πραγματικότητες, όνειρα, συνθήκες
και ενδεχομένως προοπτικές. [...]
Δουλεύω αυτή την παρουσίαση σε διαφορετικά επίπεδα και, ακριβώς λόγω των προβλημάτων που
παρουσιάζονται, η μορφή είναι υποκείμενη σε αλλαγές που μετατοπίζουν τις προτεραιότητες των
προτεινόμενων στοιχείων και, ως εκ τούτου, και τον τρόπο και την τελειωτική εικόνα που θα δικαίωνε αυτή
τη μέθοδο εργασίας. [...]
Ακόμα να δοθεί η δυνατότητα σ’ αυτές τις εικόνες μιας παρουσίας στην οποία έχουν δικαίωμα, αν όχι στο
επίπεδο ατομικής (προσωπικής) αισθητικής, στην αισθητική που την κάνει έγκυρη και υπαρκτή ο μεγάλος
αριθμός που ταυτίζεται μαζί της. [...] Αυτή τη θέση στη φαντασία και το όνειρο, την παιδική ηλικία αλλά
και τη δυνατότητα προσαρμογής που υπάρχει και στη χειρότερη ακόμα συνθήκη ήταν στοιχεία στα οποία
θεωρούσα απαραίτητο να αναφερθώ και να τα τονίσω. [...] Το πολιτικό, διεκδικητικό ή ανατρεπτικό στοιχείο
δεν με απασχόλησε και δεν αναφέρθηκα καθόλου σ’ αυτό. [...]
Βλάσης Κανιάρης
Υπόμνημα, Αθήνα 1992, σ. 21-22
[...] Already midway through the preceding period I turned my attention to the problem of a large and
wretched population lumped together under the general name “emigrants”. On another level, it was
also in some way my own personal problem. [...]
My aim was to clarify matters, making use of scientific data to the greatest degree possible in treating
the problems, conditions, and the reasons for as well as examining the prospects for this particular
world which because of its large population was like a separate European country. [...] That is, trying
to deal all the things contained in this problem, all of its separate realities, dreams, customs and likely
prospects. [...]
I worked on this presentation on a variety of levels and precisely because of the problems
that appeared -the forms were subject to changes which shifted about the priorities of the proposed
elements and, because of this, the manner of achieving the finalized image which would justify this
method of work. [...]
I also worked in this way to give these images the potential for a presence which they had a right to,
if not on the level of individual (personal) aesthetics, at least in terms of aesthetics that gave this large
number identified usually as a mass, validity and existential justification. [...] This position in regard to
imagination and dream, during childhood, as well as the possibility of adaptation even in the worst
possible conditions, were elements that I felt needed to be referred to and stressed. [...] The political
claims and subversive elements did not occupy me and I did not refer to them at all. [...]
Vlassis Caniaris
Memorandum, Athens 1992, p. 21-22
Μεγάλη Κούνια
1973
Μικτή τεχνική
330 x 410 x 150 εκ.
The Big Swing
1973
Mixed media
330 x 410 x 150 cm
137 \ 138
ΚΡΑΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
STATE MUSEUM OF CONTEMPORARY ART
Το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΚΜΣΤ) ιδρύθηκε το 1997 και στεγάζεται στη βορειοανατολική
πτέρυγα του συγκροτήματος της Μονής Λαζαριστών στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης. Πυρήνας των
συλλογών αλλά και των εκθέσεων του μουσείου αποτελεί η Συλλογή Γιώργου Κωστάκη, η οποία απαρτίζεται
από 1277 έργα τέχνης (πίνακες ζωγραφικής, σχέδια, κατασκευές, πορσελάνες κ.α.) των σημαντικότερων
καλλιτεχνών της Ρωσικής Πρωτοπορίας. Συγχρόνως το Μουσείο διαθέτει και μία αξιόλογη συλλογή έργων
σύγχρονων εικαστικών.
Στα χρόνια λειτουργίας του το ΚΜΣΤ έχει αναπτύξει μια εκτεταμένη εκθεσιακή δραστηριότητα με τη
διοργάνωση μεγάλων εκθέσεων, τις συνεργασίες-συμπαραγωγές εκθέσεων με μουσεία μοντέρνας
και σύγχρονης τέχνης του εξωτερικού και της χώρας, την έκδοση ειδικών καταλόγων, τη διοργάνωση
διεθνών επιστημονικών συνεδρίων, τον σχεδιασμό και τη λειτουργία ειδικών ιστοσελίδων, την οργάνωση
εκπαιδευτικών δράσεων. Επίσης, το Μουσείο είναι ο φορέας διοργανωτής της Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης
Θεσσαλονίκης που πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού από το 2007 στην πόλη
με τη συνδρομή πολλών φορέων πολιτισμού.
Το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης αποτελεί έναν πλουραλιστικό, ριζοσπαστικό και καινοτόμο φορέα
πολιτισμού, ο οποίος εκτός από τη διαχείριση και προβολή της Συλλογής Κωστάκη, θεσμοθετεί διοργανώσεις
διεθνούς κύρους, προωθεί και ενισχύει την σύγχρονη εικαστική παραγωγή της χώρας παρουσιάζοντας τις
εκθεσιακές του πρωτοβουλίες στο ευρύ κοινό, υπερβαίνοντας κοινωνικούς και άλλους περιορισμούς.
141 \ 142
The State Museum of Contemporary Art (SMCA) was founded in 1997 and is housed in the northeast wing
of the Moni Lazariston building complex in Stavroupoli, Thessaloniki. The core of the museum’s collections
and exhibitions is the George Costakis Collection, which consists of 1277 artworks (paintings, sketches,
constructions, china, etc.) of the most significant artists of the Russian Avant-Garde period. The Museum
also owns an interesting collection of works by contemporary artists.
In its years of operation, the SMCA has developed extensive exhibition activities through the holding of
large exhibitions, collaborations/co-production of exhibitions with modern and contemporary art museums
in the country and abroad, through the publication of special catalogues, the organisation of international
scientific conferences, the design and running of special websites, the implementation of educational activities. In addition, the Museum is the organising institution of the Thessaloniki Biennale of Contemporary Art,
which is being organised since 2007 in Thessaloniki under the auspices of the Hellenic Ministry of Culture,
with the collaboration of many cultural institutions.
The State Museum of Contemporary Art is a pluralist, radical and innovative vehicle of culture, which apart
from managing the Costakis Collection, establishes events of international prestige, and promotes and
enhances the contemporary artistic production of the country by presenting its exhibition initiatives to an
audience, exceeding social and other boundaries.
«Κανείς καλλιτέχνης σε οποιαδήποτε τέχνη δεν κατέχει μόνος του το πλήρες νόημά του», όπως έχει
υποστηριχθεί πολλές φορές από ιστορικούς αλλά και τους ίδιους τους δημιουργούς με διαφορετικές
διατυπώσεις. «Η σημασία του, η πρόσληψη του έργου του, ισοδυναμεί με την πρόσληψη της σχέσης του
με τους νεκρούς ποιητές και καλλιτέχνες. Το εννοώ αυτό ως αρχή της αισθητικής, και όχι απλώς της
ιστορικής κριτικής», δηλώνει ο Arthur Danto: «Τα υφιστάμενα μνημεία σχηματίζουν μια ιδεατή τάξη, η οποία
τροποποιείται από την εισαγωγή του νέου (του πραγματικά νέου) έργου ανάμεσά τους».
After the End of Art (Μετά το Τέλος της Τέχνης), σ.165
Η γενική δομή του κεντρικού προγράμματος της 3ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, όπως
διατυπώθηκε από τους τρεις επιμελητές, λαμβάνει υπόψη τα κτίρια που θα φιλοξενήσουν τις εκθέσεις,
καθώς και την ιστορία τους. Θεωρήσαμε φυσικό, λοιπόν, για αυτόν τον χώρο να συνδεθούμε ιδιαίτερα
με τη συλλογή του Γιώργου Κωστάκη που αποτελεί τμήμα της μόνιμης συλλογής του Κρατικού Μουσείου
Σύγχρονης Τέχνης. Πρόκειται για τη σημαντικότερη συλλογή έργων Ρωσικής Πρωτοπορίας στον κόσμο.
Διαθέτει αντιπροσωπευτικά δείγματα από το σύνολο των τάσεων και κινημάτων της Πρωτοπορίας που
υπήρξε μία από τις πιο ριζοσπαστικές και συναρπαστικές περιόδους στην ιστορία της τέχνης, έχοντας ανθίσει
στη Ρωσία κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Για πρώτη φορά στη σύντομη ιστορία της Μπιενάλε πήραμε την πρωτοβουλία να επιλέξουμε καλλιτέχνες
και έργα που σχετίζονται έμμεσα με τη συλλογή, τόσο από αισθητική όσο και από εννοιολογική άποψη.
Στόχος μας ήταν να δημιουργήσουμε μια έκθεση που θα επικεντρώνεται γύρω από έναν -όχι κατ’ ανάγκη
κυριολεκτικό- διάλογο ανάμεσα στα έργα σύγχρονης τέχνης και τα επιλεγμένα έργα της συλλογής. Έτσι,
δίνεται η δυνατότητα στους επισκέπτες της Μπιενάλε να δουν έργα τέχνης της συλλογής -ξανά ή για πρώτη
φορά- σε ένα πλαίσιο που μπορεί να δώσει το έναυσμα για νέες ιδέες και σκέψεις. Στόχος μας δεν ήταν
να επιλέξουμε καλλιτέχνες που έχουν επηρεαστεί άμεσα από τη Ρωσική Πρωτοπορία ή αισθητική, ούτε
να παραγγείλουμε έργα εμπνευσμένα απευθείας από το θεματικό ή φορμαλιστικό πεδίο της συλλογής.
Μια τέτοια επιλογή θα μπορούσε, εύκολα, να καταλήξει σε άσκηση νοσταλγίας. Αντ’ αυτού επιλέξαμε να
βρούμε λανθάνουσες, πλασματικές συγγένειες, οι οποίες έχουν κρίσιμη σημασία για έργα από διαφορετικές
περιόδους που εκτίθενται στον ίδιο χώρο.
Οι έννοιες της ελπίδας και της αποτυχίας, του χιούμορ και της αυστηρότητας είναι μεταξύ αυτών που δίνουν
τον τόνο της έκθεσης. Η ιστορία, εξάλλου, εξελίσσεται σε λούπα και η καλλιτεχνική έκφραση πάντοτε αντιδρά
στις θεμελιώδεις φιλοσοφικές και επιστημονικές αλλαγές ή μεταλλάξεις των πολιτικών και κοινωνικών δομών,
προσφέροντας ένα μηχανισμό διαφυγής από την πραγματικότητα προς το «φαντασιακό». Το γεγονός αυτό
δεν είναι αποκλειστικά μια αφηρημένη ή μαγική συνταγή, αλλά και ένα εικονογραφημένο και κυριολεκτικό
αποτύπωμα, βγαλμένο κατευθείαν από τη ζωή. Ίσως αυτή η ελλειπτική κίνηση επικυρώνει αυτό που ο Kazimir
Malevich ονόμαζε «μη-αντικειμενική πραγματικότητα»: την ικανότητα των καλλιτεχνών να αποκαλύπτουν τις
αόρατες πτυχές της ζωής των ανθρώπων, να ανοίγουν νέους δρόμους εξερεύνησης νέων κόσμων και να
επιφέρουν νέες συνθήκες στην καθημερινή ζωή, έστω κι αν αυτές επικριθούν ως «ουτοπικές».
Μαρία Τσαντσάνογλου
Μαρίνα Φωκίδη
143 \ 144
“No artist of any art, has his complete meaning alone”, as has been argued many times by historians and
makers themselves in various words. “His significance, his appreciation, is the appreciation of his relation
to the dead poets and artists. I mean this as a principle of aesthetic, not merely historical criticism” states
Arthur Danto: “The existing monuments form an ideal order among themselves, which is modified by the
introduction of the new (the really new) work among them”.
After the End of Art, p.165
The overarching structure of the Thessaloniki Biennale of Contemporary Art, decided on by us -the three curators- takes into account the buildings which host the exhibitions and also their history. It seemed natural,
therefore, to particularly engage with the George Costakis collection, part of the permanent collection of the
State Museum of Contemporary Art. The collection is the most important collection of Russian Avant-garde
art in the world. It represents all the various tendencies and movements within the avant-garde, one of the
most radical and fascinating periods in the history of art, which flourished in Russia during the first three
decades of the 20th century.
For the first time in the short history of the Biennale we took the initiative to select artists and works that
relate indirectly to the collection, both aesthetically and conceptually. We wanted to assemble an exhibition
shaped around a -not necessarily literal- dialog between the contemporary artworks and selected pieces
from the collection. This would allow visitors to the Biennale to have the chance to see works of art from
the collection -once again or for the first time- within a context that might trigger new ideas and thoughts.
Our quest was neither to involve artists that have been influenced per se by the Russian Avant-garde movements or aesthetics, nor to commission works that derived directly from the thematic or the formalistic
scope of the collection. This could easily have turned into a nostalgic exercise. Instead, we aimed to find
subtle, notional affinities that are crucial to works from different periods that are displayed together.
The ideas of hope and failure, humor and sovereignty, among others, seem to set the tone of the exhibition.
History, after all, evolves in loops, and artistic expression always reacts to fundamental philosophical and
scientific changes or alterations in the political and social structures, by offering an apparatus of departure
from the reality toward the “imaginary”. This fact is not exclusively an abstract or magical formula, but also
a pictorial and literal blueprint that is drawn directly from life. Maybe this elliptical motion endorses what
Kazimir Malevich called the “non-objective reality”: the artists’ ability to uncover invisible aspects of people’s
lives, to chart new paths that will explore new worlds and bring about new conditions for everyday life, even
though they might be criticized as “utopian”.
Marina Fokidis
Maria Tsantsanoglou
Spartacus Chetwynd
Η Spartacus Chetwynd είναι βρετανίδα καλλιτέχνης που συνδυάζει στο έργο της την περφόρμανς, τη
γλυπτική, τη ζωγραφική, τις εγκαταστάσεις και το βίντεο. Οι περφόρμανς της θυμίζουν λαϊκά θεατρικά έργα
ή θεάματα δρόμου, στα οποία συμμετέχει μια ευμετάβλητη ομάδα φίλων και συγγενών. Οι αυτοσχεδιασμοί,
τα κοστούμια και το σκηνικό συχνά αποτελούν αυτοδίκαια γλυπτικές εγκαταστάσεις. Καθώς καταπιάνονται
με ποικίλα θέματα, όπως ο Αδάμ και η Εύα στην ποίηση του Τζον Μίλτον (The Fall of Man, Tate Britain,
2006) ή τα αρχαία και σύγχρονα συστήματα δημοκρατίας (Odd Man Out, Sadie Coles, Λονδίνο, 2011),
οι περφόρμανς διακρίνονται από μια σκοτεινή, καρναβαλική χροιά και βαδίζουν πάνω σε ένα λεπτό σκοινί
ανάμεσα στο μελόδραμα, τις αποκρυφιστικές τελετές και τις παρωδίες της ποπ κουλτούρας.
Οι πίνακες Bat Opera της Chetwynd συνθέτουν μια σειρά έργων που ξεκίνησε το 2002 και παραμένει
ανολοκλήρωτη. Κάθε έργο είναι ζωγραφισμένο σε καμβά και έχει μικρές διαστάσεις: 15x20 εκ. Σε αρκετά
έργα της σειράς βλέπουμε νυχτερίδες με φόντο μελαγχολικούς ουρανούς, στην παράδοση του ηρωικού
πορτρέτου. Άλλα έργα αναπαριστούν ερείπια μιας ιδεαλιστικής αρχιτεκτονικής που παραπέμπουν στην
τοπιογραφία του Ρομαντισμού, και άλλα πάλι έργα ιμπρεσιονιστικούς ουρανούς πλημμυρισμένους από
σμήνη νυχτερίδων σε χορευτικούς σχηματισμούς. Το μικροσκοπικό μέγεθος των έργων έρχεται σε αντίθεση
με τις αναφορές στο μεγαλοπρεπές είδος της όπερας και με τα ειδυλλιακά τοπία που αναπαριστώνται. Όπως
έχει σχολιάσει η ίδια η Chetywnd για τη σειρά: «Νομίζω ότι ο λόγος για τον οποίο δημιουργώ τόσα έργα
πάνω στο ίδιο θέμα είναι μια επιθυμία αναφοράς στο σινεμά -σαν οι διαφορετικοί καμβάδες να αποτελούν
τη θεματική μακέτα ή τα καρέ μιας ταινίας. Πάντα προσπαθώ να δημιουργήσω μια δραματική ιστορία, μια
αφήγηση».
Spartacus Chetwynd is a British artist whose practice intertwines performance, sculpture, painting,
installation and video. Her performances resemble folk plays or street spectacles, involving a fluid troupe of
friends and family members. Their improvised props, costumes, and scenery often form sculptural installations
in their own right. Addressing subjects as diverse as Adam and Eve in the poetry of John Milton (The Fall
of Man, Tate Britain, 2006) or ancient and modern systems of democracy (Odd Man Out, Sadie Coles,
London, 2011), the performances strike a darkly carnivalesque note and tread an ambiguous line between
melodrama, arcane ritual, and pop-cultural spoof.
Chetwynd’s Bat Opera paintings constitute an ongoing series which she began in 2002. Each work is
painted on canvas paper and is on a small scale, measuring a uniform 15x20 cm. A number of paintings
in the series present bats close up against saturnine skies in the manner of heroic portraiture. Other paintings portray fragments of quixotic architecture, reminiscent of Romantic landscape painting, and impressionistic skies populated by swarming, balletic colonies of bats. The works’ miniature scale is at odds with
their invocation of the grand, theatrical form of opera and with the sublime scenes depicted. Chetywnd has
commented on the series: “I think the reason that I create so many works along one theme might be a desire
to reference film, as if the different canvases are like a storyboard or shot list. I am always trying to build a
drama, a narrative”.
Από τη σειρά Bat Opera
2007
Λάδι σε μουσαμά
19 x 24 εκ.
From the Bat Opera series
2007
Oil on canvas paper
19 x 24 cm
145 \ 146
Giotto’s Play
2004-7
Περφόρμανς (23 Μαρτίου 2007) στο Migros Museum für Gegenwartskunst,
Ζυρίχη
Μαριονέτες, χαρτόνι, ζωγραφισμένο χαρτί και ξύλο
Μεταβλητές διαστάσεις
Giotto’s Play
2004-7
Performance (23 March 2007) at Migros Museum für Gegenwartskunst,
Zürich
Puppet set, cardboard, papier-mâché and paint, wood
Variable dimensions
Liubov Popova
Λιουμπόβ Ποπόβα
(Ιβανόφσκοε/Ivanovskoe, 1889 - Μόσχα/Moscow, 1924)
Μακέτες για την Πόλη του Μέλλοντος και το Καπιταλιστικό Φρούριο του
μαζικού φεστιβάλ Ο Αγώνας και η Νίκη των Σοβιέτ σε σκηνοθεσία του
Βσέβολοντ Μέγιερχολντ για τον εορτασμό του συνεδρίου της Τρίτης
Κομμουνιστικής Διεθνούς
1921
Αργυροτυπία
15.1 x 22 εκ. (η καθεμία)
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης - Συλλογή Κωστάκη
Models for the City of the Future and the Capitalist Fortress for the mass
spectacle The Struggle and Victory of the Soviets, directed by Vsevolod
Meirkhol’d in celebration of the meeting of the Third World Congress of
the Communist International
Gelatin-silver print
15.1 x 22 cm (each)
Greek State Museum of Contemporary Art - Costakis Collection
147 \ 148
Steven C. Harvey
Όσοι από εμάς νιώθουμε να μας συνδέει ένας ομφάλιος λώρος με τον σουρεαλισμό, μπορούμε να
παρηγορούμαστε από το γεγονός ότι ο κόσμος έχει μια αστείρευτη ικανότητα -χάρη στις αστειότητες του
κυρίαρχου όντος του- να τροφοδοτεί αέναα τη σουρεαλιστική φαντασία. Καθώς ο άνθρωπος προχωρά στον
δρόμο του, επινοώντας και καταστρέφοντας, ελπίζοντας και καταρρέοντας, αφήνει πίσω του ίχνη γεμάτα
με δυνητικούς σπόρους από τους οποίους μπορούν να ανθίσουν νέα ποιητικά άνθη. Τέτοιοι ήταν οι σπόροι
από τους οποίους γεννήθηκε η Vehicles Series. Οι δημιουργικοί αυτοί πυρήνες περιλαμβάνουν: τις ελπίδες
του 20ού αιώνα για ένα μέλλον που θα υλοποιεί τα γεννήματα της επιστημονικής φαντασίας, την επίγνωση
του 21ου αιώνα ότι το μέλλον αυτό έχει πεθάνει και τη σημερινή κατάπτωση του Διαφωτισμού. Και την άνευ
προηγουμένου ηθική σχιζοφρένεια του ανθρώπου του 21ου αιώνα. Ενός ανθρώπου με ακέραιο χαρακτήρα
που εξαρτά την ύπαρξή του από την αιματοχυσία αθώων ανθρώπων και τη διάχυση τοξικών υλικών. Ενός
ανθρώπου που τον κατατρύχουν τα επιτιμητικά φαντάσματα των δικών του ηθικών μύθων.
Έτσι, σε αυτή τη σειρά, τα οχήματα των ματαιωμένων Ονείρων του Ανθρώπου για το Μέλλον εκφυλίζονται σε
παράλυτους παραλογισμούς, αποκτώντας μορφές που δε θα τολμούσαν ποτέ να αγγίξουν οι αμετάβλητες
συνταγές των χολιγουντιανών ταινιών επιστημονικής φαντασίας που γνωρίζουν τεράστια εισπρακτική
επιτυχία. Οι εικόνες αυτές δεν αποτελούν οράματα του μέλλοντος αλλά περιγραφές αυτού που ο J.G.Ballard
έχει ονομάσει «εσώτερο χώρο» μας. Καταγράφοντας το τερατώδες παρόν, αποτελούν αναφορές από τον
τόπο οικοδόμησης του νέου, ανενεργού Πύργου της Βαβέλ. Απεικονίζοντας τον Άνθρωπο, αυτόν τον ηθικό
ακροβάτη, προσπάθησα να ακούσω τις φωνές των Bruegel και Goya. Η σύνδεση της επιρροής τους με ένα
διεφθαρμένο λεξικό εικόνων επιστημονικής φαντασίας είναι, ευελπιστώ, μία από τις πολλές ποιητικές σπίθες
που προσφέρει η σειρά.
Those of us who find ourselves linked, as if by an umbilical cord, to Surrealism can take comfort from the
endless capacity of the world -in the antics of its dominant creature- to replenish the surrealist imagination.
As man goes on his way, inventing and destroying, aspiring and collapsing, he leaves behind him a trail littered with the potential seeds of fresh poetic sparks. From a handful of such seeds arose the kernels of the
Vehicles Series such as: the 20th century aspiration to a science fiction future, the 21st century knowledge
of the death of this future, the current erosion of the Enlightenment and the unprecedented moral schizophrenia of 21st century man, a man of good character reliant on the spilling of innocent blood and toxic
effluent, haunted by the chiding ghosts of his own cautionary myths.
Thus, in this series, the vehicles of Man’s canceled Future Dreams regress to paralysed absurdities, acquiring forms absolutely off-limits to the stale formulas of the Hollywood science fiction blockbuster. These
images are not future predictions but statements-of-account regarding what J.G.Ballard called our “inner
space”. Cataloguing the monstrous present, they are reports from the filth-strewn construction site of the
new, stalled, Tower of Babel. In depicting Man the moral contortionist, I have tried hard to listen to the
voices of Bruegel and Goya. The binding of their influence to a subverted lexicon of science fiction imagery,
is -I hope- one of many poetic sparks offered by the series.
Steven C. Harvey
Τροχαίο Ατύχημα
2007
Μολύβι σε χαρτί
59 x 42 εκ.
Road Accident
2007
Pencil on paper
59 x 42 cm
149 \ 150
Gustav Klucis
Γκουστάβ Κλούτσις
(Βόλμαρ Λετονίας / Volmar, Latvia, 1895 - ? 1938)
Προσχέδιο εικονογράφησης του βιβλίου Τσετίρε Φονετίτσεσκιχ Ρομάνα
(Τέσσερα Φωνητικά Μυθιστορήματα) του Α.Κρουτσόνιχ
1922
Λιθογραφία
12,4 x 11,4 εκ.
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης - Συλλογή Κωστάκη
Design for cover of Chetire Foneticheskikh Romana
(Four Phonetic Novels) by A.Kruchenykh
1922
Lithograph
12.4 x 11.4 cm
Greek State Museum of Contemporary Art - Costakis Collection
151 \ 152
Ali Kazma
Σε μια προσπάθεια προσδιορισμού του ανθρώπου στον σύγχρονο κόσμο, πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντική
η μελέτη διαφορετικών, σύγχρονων εικονικών καταστάσεων. Σε αυτές τις συμβολικές τοποθεσίες
αποκαλύπτονται πολλές πτυχές της ανθρώπινης υπόστασης. Όλα τα βίντεο ασχολούνται με τον τρόπο με
τον οποίο εμείς, ως άνθρωποι, αλληλεπιδρούμε, διαμορφώνουμε, αλλάζουμε και δημιουργούμε διαρκώς
τον κόσμο γύρω μας. Σε αυτά τα βίντεο βρίσκομαι πάντα εγώ πίσω από την κάμερα -χωρίς να απορρίπτω την
πιθανότητα να αλλάξει αυτή η τακτική- και κάνω το μοντάζ. Δεν έχω δικό μου συνεργείο, ούτε φωτογράφους ή
βοηθούς όταν βρίσκομαι στον τόπο του γυρίσματος. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της δουλειάς μου.
Όταν βρίσκομαι στους χώρους αυτούς, εισέρχομαι σε μια κατάσταση έντονης ζωτικότητας και οξείας αντίληψης.
Νιώθω ότι βρίσκομαι συνεχώς σε εγρήγορση -στο σύνορο της αλλαγής, στην καθοριστική στιγμή της λήψης
μιας απόφασης. Η ψυχολογία αυτή, ενώ δεν είναι ιδιαίτερα συμβατή όταν πρέπει να επικοινωνείς με άλλους
ανθρώπους, κρίνεται εντούτοις απαραίτητη, καθώς θέλω να παρεμβαίνω σε όσα κινηματογραφώ με σκοπό να
αποτυπώνω τη σπουδαιότητα της ανθρώπινης παρουσίας στον χώρο. Θα προτιμούσα να μένω εκεί σαν άγαλμα
ή, ακόμη καλύτερα, σαν φάντασμα για όσο το δυνατόν περισσότερο.
Σειρά Obstructions (οκτώ βίντεο που καταγράφουν ανθρώπινες δραστηριότητες που σχετίζονται με τη
συντήρηση, την επισκευή, την παραγωγή και τη δημιουργία):
Στη δημιουργία των βίντεο αφιερώνω περισσότερο χρόνο από ότι στην παρουσίαση. Σε κάθε χώρο δοκιμάζω
εναλλακτικές διευθετήσεις για να δω τι είδους συναισθήματα θα μου προκαλέσουν. Η απόφαση για το πώς θα
παρουσιάσω τα βίντεο είναι επίσης μια δημιουργική διαδικασία. Το μοντάζ έχει τη δική του δυναμική. Κι όχι μόνο
αυτό: καθώς όλα τα βίντεο έχουν διαφορετική διάρκεια, ποτέ δε βλέπεις τον ίδιο συνδυασμό εικόνων ούτε ακούς
τον ίδιο ήχο. Όταν προσθέτεις ένα τρίτο ή τέταρτο βίντεο, όπως είναι φυσικό, η περιπλοκότητα αυξάνεται εκθετικά.
Πιστεύω ότι αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα γνωρίσματα της δουλειάς μου για αρκετούς λόγους. Καταρχάς,
αυτή η μορφή παρουσίασης διατηρεί το έργο ρευστό και δυναμικό, δύσκολο να το συλλάβεις και να το κατακτήσεις
-είναι συνεπώς ανοιχτό σε ερμηνείες και καταλήξεις. Είναι, με μια λέξη, ζωντανό. Επιπλέον, αυτή η μορφή
παρουσίασης, παρά την περιπλοκότητά της, τα πολλαπλά κέντρα και τις εντάσεις, συνιστά μια μόνιμη κατάσταση
του γίγνεσθαι: παρότι είναι ανοιχτή σε άπειρες πιθανότητες, παραμένει ικανή να παρουσιάζει μία μόνο από αυτές
κάθε φορά -αυτήν που κατ’ εμέ αντανακλά πιστά τον κόσμο όπως είναι. Τέλος, αποτελεί σύνδεσμο του σταδίου της
παραγωγής με αυτό της παρουσίασης και μου επιτρέπει να διατηρήσω την εμπλοκή μου με τα έργα μου.
In locating the state of contemporary man in the contemporary world it is very important for me to look at
different iconic contemporary situations. In these symbol-locations, many aspects of the human condition
are being revealed. All videos deal with the way we -as humans- relate to, give form, change and create the
world around us perpetually. I always shoot my own videos -without rejecting the possibility that this may
or may not be the case forever- and I edit them myself. I do not have a crew, lights, or assistants when I am
on location. This is very important for my work. Entering into these spaces puts me in a very receptive and
festive mood. I feel I am on the edge continuously, on the threshold of change, facing the moment of decision. This mood, although not attuned to communicating with others, is nonetheless necessary since I do
want to do want to change what I am shooting due to a strong presence on location. I would rather stay like
a fixture or better still as a ghost for as long as possible.
Obstructions series (eight videos documenting human activities related to maintenance, repair, production
and creation):
I have been making these videos for longer than I have been presenting them. So with each space I try out a
new configuration and see how I feel about it. Deciding how to present the videos is also a creative process.
Combination starts to create its own unfolding. Moreover, since all the videos differ in duration, you never
see the same combination of images or hear the same audio twice. When you add a third or a fourth video,
of course the exponential increase in complexity takes over. I think this is one of the most important features
of the work for me for a number of reasons. To begin with, this presentation keeps the work fluid, dynamic,
difficult to pin down and possess completely; therefore it remains open-ended. Alive. Moreover, this presentation, in all its complexity, with multiple centers and tensions, is in a constant state of being created; it is open
to infinite possibilities and yet able to present one possibility at a time, which I believe mirrors the world as it
is. Finally, it links production to presentation in a positive way and makes it possible for me to stay engaged
with the works.
Ali Kazma
153 \ 154
Εργοστάσιο κατασκευής οικιακών ειδών
2008
Μονοκάναλο βίντεο
12’
Εργοστάσιο κατασκευής τζην
2008
Μονοκάναλο βίντεο
12’
Household Goods Factory
2008
Single channel video
12’
Jean Factory
2008
Single channel video
12’
Kliment Redko
Κλίμεντ Ρέντκο
(Χελμ, Πολωνία / Khelm, Poland, 1897 - Μόσχα / Moscow, 1956)
Δυναμίτης
1922
Λάδι σε μουσαμά
62,8 x 47,5 εκ.
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης - Συλλογή Κωστάκη
Dynamite
1922
Oil on canvas
62.8 x 47.5 cm
Greek State Museum of Contemporary Art - Costakis Collection
155 \ 156
Alexander Kluge
Γιατί δημιουργώ ταινίες;
Ως μέσο, το φιλμ προϋπάρχει στο μυαλό των ανθρώπων. Το συναντάς ήδη από τη Λίθινη Εποχή. Ως τεχνικό
μέσο, το κινηματογραφικό φιλμ υπάρχει εδώ και περισσότερο από εκατό χρόνια. Το φιλμ όμως προϋπήρχε
στο μυαλό και στα συναισθήματά μας. Τα νοητικά φιλμ δε διακρίνονται από λογικό ειρμό. Είναι γεμάτα
ψευδαισθήσεις, ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία και μουσική. Αυτός ο κόσμος των συνειρμών διέπεται από τη δική
του λογική. Ο κινηματογράφος θα όφειλε να γνωρίζει τις δυνατότητές του και να μην καταπιέζει το φιλμ με
τη σκέψη. Πιστεύω στη σκέψη και στις ιδέες, όμως οι σαφείς ιδέες οφείλουν να σέβονται τι κάνει η κάμερα
και τι κάνουν οι άνθρωποι.
Η «μυθοπλασία» έχει ήδη ειπωθεί μέσα από την ιστορία ή την πραγματικότητα. Όταν δημιουργούμε ένα
φιλμ ή γράφουμε λογοτεχνία παρέχουμε στον θεατή και στον αναγνώστη έναν απλό σχολιασμό. Δεν τον
οδηγούμε σε κάποια αντι-πραγματικότητα. Του δίνουμε μονάχα ενδείξεις. Είμαστε σαν τους ανιχνευτές.
Πάρτε ως παράδειγμα την ταινία μου Ειδήσεις από την Ιδεολογική Αρχαιότητα. Μαρξ-Αϊζενστάιν-Το
Κεφάλαιο (Nachrichten aus Der Ideologischen Antike. Marx-Eisenstein-Das Kapital, 2008). Η ταινία αυτή
δείχνει τους τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιώ τις πρακτικές του Μπρεχτ στο παρόν. Ο συγγραφέας
δεν παίρνει καμία απόφαση. Ο συγγραφέας αναλύει ή διασταυρώνει, επαναλαμβάνει ή σχολιάζει. Ο θεατής
καλείται να βγάλει τα δικά του νοήματα.
Why do I make films?
The medium already exists in people’s brains. You can find film in people’s mind since the Stone Age. Then
we have the technical invention, which is more than 100 years old. Film existed before solely in our brain
and our emotions. The films in our brain are not logical. They are full of illusion, temperament, and music.
This world of associations has its own logic. Cinema should understand what it can do and not suppress
film by thought. I believe in thought and ideas, but clear ideas have to respect what the camera does and
what people can do.
“Fiction” has already been told by history or by reality. We are only giving you comments when we make
a film or write a piece of literature. We do not guide you to a counter-reality. We only give you hints. We
are like scouts. Take as an example my film News from Ideological Antiquity. Marx- Eisenstein-The Capital (Nachrichten aus Der Ideologischen Antike. Marx-Eisenstein-Das Kapital, 2008). This film shows the
ways I employ Brechtian practices in the present. The author does not take any decisions. The author
analyses or counter-analyses, or repeats, or makes comments. The spectator is asked to make her/his
own associations.
Alexander Kluge
Ειδήσεις από την Ιδεολογική Αρχαιότητα. Μαρξ-Αϊζενστάιν-Το Κεφάλαιο
Ταινία
2008
570’
News from Ιdeological Αntiquity. Marx-Eisenstein-The Capital
Film
2008
570’
157 \ 158
Solomon Nikritin
Σολομόν Νικρίτιν
(Τσερνίγκοφ, Ουκρανία/ Chernigov, Ukraine, 1898 - Μόσχα / Moscow, 1965)
Λένιν με χιονάνθρωπο, από τη σειρά Μνημείο
1930
Μολύβι και κραγιόν σε χαρτί
17,6 x 15,4 εκ.
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης - Συλλογή Κωστάκη
Lenin with snowman, from Monument series
1930
Pencil and crayon on paper
17.6 x 15.4 cm
Greek State Museum of Contemporary Art - Costakis Collection
159 \ 160
Irini Miga
Ειρήνη Μίγα
Τα έργα της Ειρήνης Μίγα, πλέκουν έναν περίτεχνο ιστό αφηγήσεων. Χρησιμοποιεί προσωπικές και ιστορικές
αναφορές με μια αλληγορική ματιά στην πραγματικότητα, και ένας από τους πρωταρχικούς της στόχους
είναι η δημιουργία διαλόγου ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν.
Irini Miga’s works weave a web of intricate narratives. She uses personal as well as historical references
with an allegoric gaze to interpret reality; and one of her primary aims is to establish a dialogue between the
past and the present.
A paradoxical Epicenter of an Enchanting Entity Can Also Be Encountered
If Only You Just Stop L______
2010
Χρωματιστά μολύβια σε χαρτί
100x70 εκ.
A paradoxical Epicenter of an Enchanting Entity Can Also Be Encountered
If Only You Just Stop L______
2010
Colored pencils on paper
100x70 cm
161 \ 162
Nadezhda Udaltsova
Ναντιέζντα Ουνταλτσόβα
(Οριόλ / Oriol, 1886 - Μόσχα / Moscow, 1961)
Γυμνά στο τοπίο
1914
Aκουαρέλα και μολύβι σε χαρτί
26,1 x 34 εκ.
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης - Συλλογή Κωστάκη
Nudes in a landscape
1914
Watercolour and pencil on paper
26.1 x 34 cm.
Greek State Museum of Contemporary Art - Costakis Collection
163 \ 164
Michail Pirgelis
Μιχαήλ Πυργελής
Πάντα κυνηγώ τα αεροπλάνα. Μάλιστα προσμένω την τελική τους προσγείωση. Αποτελούν το μέσο
μετάβασης, το μονοπάτι των σύγχρονων μεταναστεύσεων από και προς διαφορετικά περιβάλλοντα και
προσωρινά ενδιαιτήματα. Με άλλα λόγια, αποτελούν τις εισόδους που εξομαλύνουν τις δονήσεις της
αφόρητης αμηχανίας που συνοδεύει την «αυθεντική» καταγωγή και τοπικότητα. Δεν μπορεί παρά να είναι μια
διατύπωση ρητορικής και όχι γεωγραφικής χωροταξίας. Δεν ξέρω εάν το Untitled #8 είναι ένα ανδροειδές
ready-made. Πιθανότατα είναι. Ένα ready-made, μεγάλο μέρος του οποίου θέλει να επιστρέψει, ενώ το
άλλο του μισό παραμένει στον τόπο έκθεσής του. Ένα δια-μοντέρνο όστρακο που το παρασύρει το νερό
στη σκληρή άμμο ενός ποταμού, όπου γυναίκες με λευκά μαλλιά χτυπούν τα τσαλακωμένα ρούχα πάνω σε
βράχους. Παραμένει σε μια κατάσταση μόνιμης ισορροπίας ανάμεσα στην ετερογένεια της επιφάνειάς του
και της ανισορροπίας του ίδιου του σκελετού του. Η σκληρότητά του δεν είναι παρά ένα αυτοαναφορικό
σχόλιο πάνω στη ρομαντική ευθραυστότητά του. Αρνείται να επιλέξει κατεύθυνση. Αιωρείται σε μια
κατάσταση αναμονής, για να μας θυμίζει ότι μόνο για τη γη, τις ρίζες και τη συμμετοχή στην κοινότητα -μέσα
από σκόπιμες αναχωρήσεις- αξίζει να μιλά κανείς. Το Untitled #8 έχει την αύρα ενός σύγχρονου τοτέμ
-μεταλλάσσει το σώμα του για να προστατεύσει τις μεταναστευτικές αφηγήσεις.
Καλοκαιρινές σημειώσεις της Ελένης Γαρουφαλιά για τις προσωπικές αναζητήσεις του Μιχαήλ Πυργελή.
Ι’m always after airplanes. I’m actually looking forward to their ultimate landing. They are the transit, the
passageways of contemporary migrations from and to diverse environments and temporary dwellings; in
other words, the entrances that smoothen the vibrations of the unbearable awkwardness associated with
“authentic” origin and locality. This bounds to be a claim of rhetorical territory rather than a geographical
one. I don’t know whether or not Untitled #8 is an android ready-made. Possibly it is. A ready-made, a large
part of which wants to go back home, while half of it remains where it is being exhibited. A trans-modern
shell driven by water in the hard sand of a river, where white-haired women beat wrinkled cloths upon
stones. It is preserved in a situation of a perpetual balance between the heterogeneity of its surface and
the imbalance of its own skeleton. Its roughness is nothing but a self-complacent remark of its romantic
fragility. It refuses to choose direction. It is suspended in a state of waiting, only to remind us that it is land,
roots and being in common -through self-empowered departures- that are worth taking about. Untitled #8
has the aura of a contemporary totem; it shifts its body to protect migratory narrations.
Eleni Garoufalia’s summer notes about Michail Pirgelis’s personal wonderings.
Χωρίς τίτλο (από τη σειρά Air saddles #8)
2011
Αυθεντικό κομμάτι αεροπλάνου (πλαίσιο παραθύρου), αλουμίνιο και πλαστικό
240 x 60 x 58 εκ.
Untitled (from Air saddles #8 series)
2011
Original airplane part (window frame), aluminium abraded, rubber
240 x 60 x 58 cm
165 \ 166
Vladimir Tatlin
Βλαντίμιρ Τάτλιν
(Μόσχα / Moscow, 1885 - Μόσχα / Moscow, 1953)
Στήριγμα φτερού από το Λετάτλιν
1929-1932
Ξύλο ιτιάς και φελλός
240 εκ.
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης - Συλλογή Κωστάκη
Wing strut from Letatlin
1929-1932
Willow and cork
240 cm.
Greek State Museum of Contemporary Art - Costakis Collection
167 \ 168
Hrair Sarkissian
Η φωτογραφία είναι για μένα το μέσο, το οποίο μου επιτρέπει να διερευνήσω το (μη-)ορατό ενός θέματος,
πρώτα τον τρόπο που αυτό παρουσιάζεται στον θεατή και στη συνέχεια το πώς προστίθεται ή αποκρύπτεται
κάτι από το θέμα μετά τη φωτογράφισή του. Χρησιμοποιώ τη φωτογραφία σαν ένα εργαλείο έρευνας για
στοιχεία ή απαντήσεις. Διαπραγματεύομαι ιστορικά, θρησκευτικά και κοινωνικά θέματα τα οποία έχουν σχέση
με το προσωπικό μου υπόβαθρο και διερευνώ τα συστατικά στοιχεία που βρίσκονται κρυμμένα σε αυτές τις
ιστορίες. Η φωτογραφική σειρά In Between διερευνά τη μεταβολή της αντίληψής μου για την Αρμενία -μια
φανταστική πατρίδα- μετά την πρώτη μου επίσκεψη. Όπως άλλοι Αρμένιοι της Διασποράς, μεγάλωσα με
μυθικές αφηγήσεις και το όνειρο της επανασύνδεσης με τη «Μητέρα-Πατρίδα» που αποτελούσε τμήμα της
Σοβιετικής Ένωσης για έναν σχεδόν αιώνα. Παρόλα αυτά, συνάντησα μια Αρμενία, με μεταβαλλόμενες
ταυτότητες, ασάφειες, αβεβαιότητες. Αδυνατούσα να συνδέσω τις δύο χώρες: τη μυθική πατρίδα και την
μετα-σοβιετική Αρμενία. Τα κενά που δεν μπορούσαν να καλυφθούν ήταν πάρα πολλά. Έτσι, καθώς η πρώτη
κατέρρευσε στο νου μου, δημιούργησα μια νέα «πραγματική» γεωγραφία, όπου όλα όσα νόμιζα ότι γνώριζα
για ένα μέρος, μαζί με την αίσθησή μου ότι ανήκα σε αυτό, άλλαξαν.
Photography for me is a medium that enables me to investigate the (in)visibility of a subject, first in the
way it presents itself to the spectator and subsequently in the way it adds to or conceals something from
the subject after it has been photographed. I use photography as a tool to search for clues or answers.
I address historical, religious and social issues relevant to my personal background and investigate the
hidden components within these stories. In Between is a series of photographs that deal with my altered
perception of Armenia -an imaginary homeland- after my initial visit. Like other Armenians living in various
Diasporas, I grew up with mythical narratives and dreams of someday re-uniting with the “Motherland”
that was part of the Soviet Union for nearly a century. However, I encountered an Armenia with shifting
identities, ambiguities and uncertainties. I was unable to link the two countries: the mythical homeland and
post-Soviet Armenia. The irreconcilable fissures were too many. Just as the former collapsed in my mind’s
eye I constructed a new, sobering geography where what I thought I knew about a place, along with my
prior sense of belonging to it, got displaced.
Hrair Sarkissian
Χωρίς τίτλο (Από τη σειρά In Between)
2007
Εκτυπώσεις archival inkjet επικολλημένες σε αλουμίνιο
120 x 175 εκ. (η καθεμία)
Untitled (From In Between series)
2007
Archival inkjet prints mounted on aluminium
120 x 175 cm (each)
169 \ 170
Solomon Nikritin
Σολομόν Νικρίτιν
(Τσερνίγκοφ, Ουκρανία/ Chernigov, Ukraine, 1898 - Μόσχα / Moscow, 1965)
Άντρας με ψηλό καπέλο
1927
Λάδι σε μουσαμά
68,4 x 58,2 εκ.
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης - Συλλογή Κωστάκη
Man in Top Hat
1927
Oil on canvas
68.4 x 58.2 cm.
Greek State Museum of Contemporary Art - Costakis Collection
171 \ 172
Kostis Velonis
Kωστής Βελώνης
Ο Βελώνης μοιάζει να είναι ο ειδήμων της απεικόνισης της απερίγραπτης αλλά και δεδομένης διπολικότητας.
Ο «απρόβλεπτος» αλλά ιδιαίτερα μελετημένος συνδυασμός διαφορετικών πηγών στο έργο του, μπορεί και
καθρεφτίζει την παρανοϊκή, πολλές φορές, ανθρώπινη κατάσταση, κατά την οποία τα αίτια, οι οργανωμένες
προσπάθειες/κινητοποιήσεις και τα αποτελέσματα σπάνια έχουν άμεση σχέση. Το έργο του, στιγματισμένο
από την Ιστορία, εξελίσσεται ανάμεσα σε φόβους και επιθυμίες. Άλλοτε ο Μάης του 1968, άλλοτε ο ρωσικός
κονστρουκτιβισμός, ακόμη και η πολιτιστική κληρονομιά της αρχαιότητας σβήνουν μέσα στο πάθος, το
τρωτό και τον ρομαντισμό της μοναχικής (ατομικής) πορείας και τον μεταφυσικό χαρακτήρα της στιγμής
(του περάσματος του χρόνου). Προδομένα όνειρα χαμένων επαναστάσεων; Ή χαμένος, οικειοθελώς, στο
δυσερμήνευτο και πολύτιμο διάστημα μεταξύ διαφορετικών «μεγάλων ιστορικών αφηγήσεων»; Μέσα από
τη γλυκιά σύγκρουση αναφορών από την ηγεμονική εξιστόρηση του πολιτισμού μας με τις πιο εύθραυστες
ιδιωτικές στιγμές, μπορεί και αποδίδει τη γενική εικόνα μιας ζωής ανάμεσα στην κοινωνικότητα και τη
μοναξιά, ανάμεσα στα φώτα της πόλης και στην έρημο, στην επιτήδευση και την αφέλεια, στη γνώση και
το πηγαίο ένστικτο. Σαν μια ενήλικη εκδοχή παιδικών παιχνιδιών, τα έργα του αποτελούν πολιτισμικές και
προσωπικές παραβολές για έναν κόσμο.
Μαρίνα Φωκίδη
Velonis seems to be an expert at depicting an indescribable, but also certain bipolarity. His “unpredictable” but sophisticated combination of different sources allows his work to echo the frequent paranoia of
the human condition, where causes, organized attempts/mobilizations, and effects are rarely ever directly
related. His work, stigmatized by History, develops between fears and desires. The May 1968 protest, Russian constructivism or even the cultural legacy of antiquity, are lost in the midst of passion, the vulnerability
and romance of a lonely (individual) course and the metaphysical nature of the moment (of time passing by).
Betrayed dreams of lost revolutions? Or willingly lost in the incomprehensible, valuable space separating
different “grand historical narratives”? Through the sweet collision between references from the hegemonic
history of our civilization and the more fragile personal moments, he is able to depict a general vision of
a life oscillating between sociability and loneliness, the city lights and the desert, affectation and naivety,
knowledge and natural instinct. Like an adult version of children’s toys, his works are cultural and personal
parables of a world.
Marina Fokidis
Ανακατασκευή της μακέτας του μνημείου του Vladimir Tatlin για την Τρίτη
Διεθνή ως ένα εργαλείο για την οικιακή ζωή
2010
Ξύλο, ακρυλικό, καπλαμάς, κοντραπλακέ, σπρέι
30 x 30 x 110 εκ.
Reconstruction of the model of Vlamidir Tatlin’s monument to the Third
International as an instrument of research for Domesticity
2010
Wood, acrylic, veneer, plywood, spray
30 x 30 x 110 cm
173 \ 174
Vladimir Tatlin
Βλαντίμιρ Τάτλιν
(Μόσχα / Moscow, 1885 - Μόσχα / Moscow, 1953)
Ο Β.Τάτλιν με τους βοηθούς του Τ.Σαπίρο και Ι.Μέερζον κατά την κατασκευή
της μακέτας του Πύργου για το Μνημείο στην Τρίτη Διεθνή
1920, Πετρούπολη
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης - Αρχείο Γ.Κωστάκη
V.Tatlin with his assistants T.Shapiro and I.Meerson during the construction
of the model for the Tower of the Monument to the Third International
1920, Petrograd
Greek State Museum of Contemporary Art - G.Costakis Archive
175 \ 176
ΚΕΝΤΡΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
CONTEMPORARY ART CENTER OF THESSALONIKI
Το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης υποστηρίζει την καινοτόμο καλλιτεχνική δημιουργία σε όλες τις μορφές και τα
είδη της. Στο τριπλό σχήμα καλλιτέχνης-έργο-κοινό, το Κ.Σ.Τ. δεν περιορίζεται στο ρόλο του διεκπεραιωτή,
αλλά λειτουργεί ως ενεργός διαμεσολαβητής εμψυχώνοντας την επικοινωνία.
Αφουγκράζεται την κοινωνική πραγματικότητα, ενημερώνεται γύρω από τις διεθνείς τάσεις της σύγχρονης
τέχνης, συμμερίζεται τις προσδοκίες και τις ανησυχίες των καλλιτεχνών, συμμετέχει και συγκροτεί δίκτυα
ανταλλαγών πολιτισμικού προϊόντος και εμπειρίας, επιδιώκει να στηρίξει τους νέους στα πρώτα τους
επαγγελματικά εγχειρήματα, προσφέροντας ένα βήμα προβολής και θεωρητικής τεκμηρίωσης του έργου
τους, προγραμματίζει και υλοποιεί εσωτερικές παραγωγές με ένα διευρυμένο πνεύμα απορρίπτοντας τους
εκ των προτέρων αποκλεισμούς και τις αποκλειστικότητες, επιδιώκει γόνιμες συνεργασίες που υπηρετούν τον
κοινό στόχο της πολύπλευρης υποστήριξης και προβολής του καλλιτεχνικού έργου.
H διερεύνηση της ποικιλομορφίας συστημάτων καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, θεματικές εκθέσεις που
αποτυπώνουν το πνεύμα της εποχής και αφιερώματα σε καταξιωμένους καλλιτέχνες αποτελούν τον πυρήνα
του εκθεσιακού προγραμματισμού.
Η διεύρυνση του κοινού, η υποστήριξη των εκθέσεων με παράλληλες δράσεις, τα εκπαιδευτικά προγράμματα,
η δικτύωση και συνεργασία του Κ.Σ.Τ. με αντίστοιχα του εξωτερικού, η διεύρυνση της επικοινωνίας μέσω του
διαδικτύου και η πραγματοποίηση καλλιτεχνικών δράσεων στο δημόσιο χώρο συγκαταλέγονται στις βασικές
προτεραιότητες του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης.
179 \ 180
The Contemporary Art Center supports all forms and kinds of innovative artistic activity. It does not function
merely as an intermediary along the linear progression of artist-work of art-public, but serves as an active enabler, facilitating and encouraging communication between the artist and the public.
The staff of the Center pays close attention to social realities and stay abreast of international trends in contemporary art. We share the hopes and concerns of the artist; we participate in networks exchanging cultural
products and experience; we seek to support young artists in their first professional endeavours, offering a
platform to showcase their work and theoretical documentation to back it up with. We plan and implement
our own in-house productions, undertaken in a generous, open-minded spirit without a priori exclusions or
exclusivities; we seek productive collaborations which will serve the shared objective of a multi-faceted support
for, and promotion of, the arts.
The central philosophy behind the planning of our exhibitions reflects a desire to expand the range of systems
of arts education, to present themed exhibitions which will reflect the spirit of the time, along with special tributes to established artists.
Among the key priorities of the Center are to enlarge the public audience for the arts, to support conventional
exhibitions with a variety of parallel actions and educational programmes, to network and collaborate with
our counterparts in other countries, to enhance communication through the use of the internet, and to stage
artistic actions in the public space. ..
Francis Alys
Η Πράσινη Γραμμή / Ιεροσόλυμα 2004 / Τεκμηρίωση (βίντεο) μιας δράσης
Κάποιες φορές μια ποιητική πράξη μπορεί να γίνει πολιτική και άλλοτε μια πολιτική πράξη μπορεί να γίνει
ποιητική.
Το καλοκαίρι του 1995 παρουσίασα την εξής περφόρμανς στο Σάο Πάολο: ξεκίνησα έναν περίπατο,
κρατώντας μια τρύπια κονσέρβα που έσταζε στον δρόμο μπλε χρώμα. Εκείνος ο περίπατος ερμηνεύτηκε
εκ των υστέρων ως ένα είδος ποιητικής χειρονομίας.Τον Ιούνιο του 2004 επανέλαβα τη συγκεκριμένη
περφόρμανς, ακολουθώντας το τμήμα εκείνο της Πράσινης Γραμμής που διασχίζει τα Ιεροσόλυμα. Λίγο
αργότερα, παρουσίασα σε βίντεο μία καταγραφή του περιπάτου μου σε μια ομάδα ανθρώπων, τους
οποίους κάλεσα να αντιδράσουν αυθόρμητα στην πράξη μου και στις συνθήκες εντός των οποίων είχε
πραγματοποιηθεί.
Η αναπάντεχη ανταπόκριση του When Faith Moves Mountains ήταν αυτή που οδήγησε τον καλλιτέχνη να
επανεξετάσει την πρακτική του, για να κατανοήσει τη σχέση ανάμεσα στις ποιητικές πράξεις και την πολιτική
..
παρέμβαση. Αυτή ήταν η αφετηρία του project Πράσινη Γραμμή στα Ιεροσύλημα. Ο Alys αναρωτήθηκε
κατά πόσο η «ποιητική αδεία» των καλλιτεχνών να διατυπώνουν γενικές δηλώσεις για μια συγκεκριμένη
κατάσταση μπορεί να παίξει ρόλο στην αναζήτηση νέων αντιλήψεων για την πορεία μιας συγκεκριμένης
κοινωνίας. Λειτουργώντας σε δύο φάσεις, ο καλλιτέχνης αρχικά επέθεσε στην «ιερή πόλη» έναν
προηγούμενο περίπατο που αποτελούσε ένα σχόλιο πάνω στην action painting, με στόχο να αναβιώσει
μια ιστορική διαίρεση. Στη συνέχεια χρησιμοποίησε την καταγραφή του περιπάτου του στο βίντεο, για να
αποσπάσει ποικίλες αντιδράσεις από τους Παλαιστίνιους, τους Ισραηλινούς και τους άλλους θεατές από
τρίτες χώρες, οι οποίοι στοχάστηκαν πάνω στα ζητήματα του μεσανατολικού προβλήματος και τη συνάφεια
της καλλιτεχνικής πρακτικής σε ένα τέτοιο πλαίσιο.
..
Το αξίωμα του Alys στην Πράσινη Γραμμή περιγράφει τη σχέση ανάμεσα στην ποίηση και την πολιτική ως
απρόβλεπτη, έμμεση και ιστορική, αποφεύγοντας να υιοθετήσει μια δογματική στάση αναφορικά με την
..
ηθική ή την αισθητική της αναγκαιότητα. Η κύρια συμβολή της εμπειρίας του Alys συνίσταται στο ότι θέτει
προϋποθέσεις στη σχέση ανάμεσα στην τέχνη και την πολιτική: δεν είναι ούτε «ποτέ» ούτε «πάντα», ούτε
«πρέπει» ούτε «δεν πρέπει». Όλες αυτές οι διχοτομήσεις εξαλείφονται από την ευγενή έννοια του «κάποιες
φορές» που επιτρέπει την εμφάνιση ενός δυνητικού «σχεδόν».
The Green Line / Jerusalem 2004 / Video documentation of an action
Sometimes doing something poetic can become political, and sometimes doing something political can
become poetic.
In the summer of 1995 I performed a walk with a leaking can of blue paint in the city of Sao Paolo. The walk
was then read as a poetic gesture of a sort. In June 2004, I re-enacted that same performance by tracing
a line following the portion of the Green Line that runs through the municipality of Jerusalem. A little while
afterward a filmed documentation of the walk was presented to a number of people, whom I invited to react
spontaneously to the action and the circumstances within which it was performed.
When Faith Moves Mountains and its unexpected public resonance led the artist to review his practice to
understand the relationship between poetic acts and political intervention. It was from this stance that the
..
Green Line project in Jerusalem began. Alys questioned if the “poetic licence” of artists to produce loose
statements on a particular situation can actually play a role in the pursuit of new perspectives on the course
of a particular society. Operating in two phases, the artist first transposed onto the “holy city” a previous
walk that involved a commentary on action painting, to the task of resuscitating the memory of a historical
partition. He then used the footage of his walk to collect a wide array of reactions from Palestinian, Israeli
and international subjects, who reflected on the events of the Middle East conflict and the pertinence of
artistic practice in such context.
..
Alys in the Green Line describes the relationship between poetics and politics as contingent, contextual
and historical; he avoids taking a dogmatic stance on its moral or aesthetic necessity. The key contribution
..
of Alys’s experience consists of defining the timing of the relation between art and politics as conditional:
neither “never” or “always”, nor “must” or “shouldn’t”. All of those dichotomies are erased with the gentle
concept of “sometimes”, which allows the discrete possibility of the “almost”.
..
Francis Alys and Cuauhtemoc Medina
181 \ 182
Η Πράσινη Γραμμή
(Κάποιες φορές μια ποιητική πράξη μπορεί να γίνει πολιτική
και άλλοτε μια πολιτική πράξη μπορεί να γίνει ποιητική)
2005
Τεκμηρίωση (βίντεο) μιας δράσης
Μεταβλητές διαστάσεις
The Green Line
(Sometimes doing something poetic can become political
and sometimes doing something political can become
poetic)
2005
Documentation of an action Variable dimensions
Rasheed Araeen
Η τέχνη σήμερα είναι παγιδευμένη στην εύκολη ιδέα της ατομικής «ελευθερίας της έκφρασης», η οποία το μόνο που
κάνει είναι να αναπαράγει την κοινοτοπία της σκανδαλοθηρίας των ΜΜΕ, διευρύνοντας με αυτόν τον τρόπο το χάσμα
ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή -η τέχνη λειτουργεί πλέον ως απλό εμπόρευμα. Η εμπορική επιτυχία του σύγχρονου
καλλιτέχνη ουσιαστικά διόγκωσε περαιτέρω το ναρκισσιστικό «εγώ» του, (τον ναρκεγωισμό του όπως τον ονομάζω),
μετατρέποντάς τον/την σε μία διασημότητα, η οποία μπορεί ενδεχομένως να διασκεδάζει με θεαματικό τρόπο το
κοινό, δεν επιτελεί όμως την παραμικρή λειτουργία μετασχηματισμού. Στην πραγματικότητα, η εξέλιξη αυτή οφείλεται
στην αποτυχία του ιστορικού κινήματος του μοντερνισμού. Η αποτυχία αυτή δεν ήρθε νομοτελειακά για το κίνημα του
μοντερνισμού ως αποτέλεσμα των εγγενών χαρακτηριστικών του, αλλά υπήρξε αποτέλεσμα του σφετερισμού των
κριτικών ιδεών του από τις ίδιες εκείνες δυνάμεις που επιθυμούσε να αντιμετωπίσει και να αλλάξει. Παρ’ όλα αυτά, η
καλλιτεχνική πρωτοπορία διατηρεί δυνητικά τη δυνατότητα παρέμβασης και αλλαγής της ζωής. Πρέπει όμως πρώτα
να απελευθερωθεί από τον ναρκεγωισμό του καλλιτέχνη αλλά και από την κατάληξη αυτού του εγωισμού: τη θεσμική
μικροαστική τέχνη. Η τέχνη οφείλει να υπερβεί τη δημιουργία απλών έργων που εκτίθενται σε μουσεία και/ή πωλούνται
ως πολύτιμα εμπορεύματα στην αγορά. Μόνο τότε μπορεί να εισέλθει στην καθημερινότητα και στη συλλογική
ενέργεια του ανθρώπου, ο οποίος μοχθεί όχι απλώς να αναβαθμίσει αλλά και να διασώσει τη ζωή από την επικείμενη
καταστροφή της, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής και της ρύπανσης του περιβάλλοντος.
Από ιστορική σκοπιά, η γη αναδείχθηκε στο προσκήνιο με το κίνημα Land Art (δεκαετία του 1960 - αρχές της δεκαετίας
του 1970) τόσο ως Έννοια όσο και ως Μορφή. Το κίνημα αυτό εγκατέλειψε τη φιλοσοφία της δημιουργίας αφαιρετικών
έργων χάριν της τέχνης, ανοίγοντας τον δρόμο προς τα εμπρός. Ένα κομμάτι γης γίνεται πλέον αντιληπτό όχι μόνο ως
εννοιολογικό έργο τέχνης αλλά και ως κάτι που υπερβαίνει το έργο και εντάσσεται σε μια συνεχή, αυτοτροφοδοτούμενη
διαδικασία, χάρη σε ένα αυτοφυές κίνημα, το οποίο επενεργεί και αυτό-νομιμοποιείται. Η επενέργεια δεν ανήκει στο
επιμέρους άτομο που ενδεχομένως είχε την ιδέα να δει τη γη ως έργο τέχνης αλλά στη συλλογική δράση των εργατών
της γης. Είναι η συλλογική αυτή δράση των μαζών, και όχι η φύση όπως την αντιλαμβάνονταν οι Αμερικανοί καλλιτέχνες
της Land Art, Smithson και Morris, που διαρκώς μεταμορφώνει τη γη. Η επενέργεια των μαζών δεν είναι δημιουργική
μόνο από παραγωγική σκοπιά αλλά ισοδυναμεί με τη διατύπωση μιας προοδευτικής ιδέας για την ανθρωπότητα που
παλεύει για μια παγκόσμια κοινωνία που θα διακρίνεται από ισονομία.
Απόσπασμα από το κείμενο “Ecoaesthetics” (Για το πλήρες κείμενο, βλ. “Ecoaesthetics: A Manifesto for the 21st Century”,
ART BEYOND ART / Ecoaesthetics: Amanifesto for the 21st Century, THIRD TEXT Publications, Λονδίνο 2010).
Art today is trapped in the facile idea of the individual “freedom of expression” that merely produces the banality of media
scandals and sensationalism, thus widening the gap further between art and life, in which art now operates purely as a
commodity. The commercial success of the artist today has in fact inflated the artist’s narcissist ego (hereafter narego)
further and turned him or her into a celebrity which can entertain the public spectacularly, but without any transformational
function. All this has in fact been due to the failure of historical avant-garde. This failure was not inherent in the avant-garde
itself, but has occurred due to the appropriation of its critical ideas by the very forces it wanted to confront and change.
However, its potential to intervene in life and transform it is still there. But it must first liberate itself from the artist’s narego,
and also from where this ego leads art to: the bourgeois art institution. Art must now go beyond the making of mere
objects displayable in the museum or/and sold as precious commodities at the market place. Only then it can enter the
world of everyday life and its collective energy that is struggling not only to improve life itself but to save it from its impending
destruction due to the climate change and environmental pollution.
Historically, it was during the Land Art movement of the late 1960s and early 1970s that what emerged, though paradoxically,
as both a Concept and Form, abandoned the making of objects in favour of art as concepts, and paved the way forward.
A piece of land can now be conceived not merely as a conceptual artwork but it can be taken beyond its status as
artwork and integrated into an ongoing, self-sustaining dynamic process with a movement generated within itself, by
its own agency that thus legitimises itself. This agency is not of an individual, who might have initiated the idea of land
as art, but the collective work of those who work on the land. It is this collective work of the masses, not of nature
as perceived by the American land artists Smithson and Morris, which continually transforms the land, producing
an agency which is not only creatively productive but posits a progressive idea for the humanity to move forward in
pursuit of an egalitarian world society.
An Extract from “Ecoaesthetics” (For the full text, see “Ecoaesthetics: A Manifesto for the 21st Century”,
ART BEYOND ART / Ecoaesthetics: A manifesto for the 21st Century, THIRD TEXT Publications, London, 2010).
Rasheed Araeen
Ένωση Μεσογειακών Χωρών
2005
Φωσφορούχα χρώματα σε χαρτί
Μεταβλητές διαστάσεις
Union of Mediterranean Countries
2005
Highlighting colours on paper
Variable dimensions
..
Christoph Buchel
Dump
2008
Άποψη εγκατάστασης στο Palais de Tokyo, Παρίσι
(29 Μαΐου - 24 Αυγούστου 2008)
Dump
2008
Installation view at Palais de Tokyo, Paris
(29 May - 24 August 2008)
185 \ 186
Deutsche Grammatik
2008
Άποψη εγκατάστασης στο Kunsthalle Fridericianum, Κάσελ
(5 Σεπτεμβρίου - 16 Νοεμβρίου 2008)
Last Man Out Turn Off Lights
2010
Άποψη εγκατάστασης στη γραμμή του τραμ, Γλασκόβη
(16 Απριλίου - 14 Ιουλίου 2010)
Deutsche Grammatik
2008
Installation view at Kunsthalle Fridericianum, Kassel
(5 September - 16 November 2008)
Last Man Out Turn Off Lights
2010
Installation view at Tramway, Glasgow
(16 April - 14 July 2010)
Angelo Plessas
Άγγελος Πλέσσας
Μνημείο Iντερνετικών Συναντήσεων
Ένας χώρος ελεύθερης ενότητας
Η δουλειά μου είναι τοποθετημένη μέσα και γύρω από το ίντερνετ. Το χρησιμοποιώ για να δημιουργήσω ιστοσελίδες ως τόπους, τους
οποίους μπορούμε να αντιληφθούμε και ως αντικείμενα με τον ίδιο τρόπο που θαυμάζουμε ένα γλυπτό σε έναν δημόσιο χώρο. Αυτό
είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε μια εποχή, κατά την οποία ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μας το «περνάμε» στο ίντερνετ. Έτσι η επίσκεψη
σε μια ιστοσελίδα μπορεί να είναι εξίσου δημόσια όπως η επίσκεψη σε ένα παραδοσιακό μνημείο. Πιστεύω ότι όλα όσα ζούμε σήμερα
είναι εξίσου εικονικά και πραγματικά. Ταυτόχρονα, τα παραδοσιακά μνημεία με γοητεύουν γιατί, ως σύμβολα, δημιουργούν μια
νοσταλγική ένταση. Τώρα, στη μετα-ιντερνετική εποχή των ευμετάβλητων ταυτοτήτων και των ραγδαίων κοινωνικών αλλαγών, ένα
νέο είδος «κυριαρχίας» παρουσιάζεται με δύο «μνημεία» της επικοινωνίας: το Facebook και το Twitter. Έχουν ενταχθεί τόσο πολύ
στη ζωή μας, ώστε αναμφισβήτητα τα δύο αυτά δίκτυα αντιπροσωπεύουν έναν διφορούμενο ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα. Για
κάποιους, εκπροσωπούν τις δημοκρατικές αρχές του online ακτιβισμού, ενώ για κάποιους άλλους ευθύνονται για το «σαμποτάρισμα»
της προστασίας της ιδιωτικής ζωής.
Πρόσφατα, αυτά τα δύο δίκτυα έπαιξαν έναν «νικηφόρο» ρόλο ως ριζικά μέσα για την τοπική συσπείρωση σχετικά με τις πολιτικές
μεταρρυθμίσεις στη Μέση Ανατολή. Από τότε η ελευθερία στο ίντερνετ αποτελεί το κύριο θέμα μιας συζήτησης, με αποτέλεσμα
αυτά τα δύο δίκτυα να αναδειχθούν οι νέες «ασπίδες» κατά του ολοκληρωτισμού. Προσωπικά άρχισα να «ζω» σε διαφορετικά
δίκτυα του ίντερνετ στα τέλη της δεκαετίας του 90 και να βιώνω έναν νέο τρόπο επικοινωνίας, τον οποίο προωθούσε κυρίως η γκέι
υποκουλτούρα. Ένας νέος όρος γεννήθηκε: Internet Hookups. Ορισμός: συναντήσεις που λαμβάνουν χώρα σε πραγματικό χρόνο
και χώρο, αφού έχει προηγηθεί online συνομιλία. Ένα από τα αγαπημένα μου κείμενα, το «Entropy and the New Monuments» του
καλλιτέχνη Robert Smithson, αναφέρει: «Εάν ο χρόνος είναι ένας τόπος, τότε αναρίθμητοι τόποι είναι πιθανοί». Η δήλωση αυτή ίσως
να δικαιολογεί τη σκέψη μου, τη σύγκρουση της «πραγματικότητας» του ίντερνετ με αυτήν της «επίγειας» -αν πραγματικά αυτά τα δίκτυα
αυξάνουν τη σημασία της.
Η επιθυμία μου να δημιουργήσω έναν χώρο, ο οποίος «σπάει» τα όρια και τα τείχη μεταξύ των ανθρώπων, παίρνει μορφή με το
Μνημείο Iντερνετικών Συναντήσεων. Ως έργο, ξεκίνησε το 2009 για να ενώσει ανθρώπους με ίδιες αντιλήψεις για τη σεξουαλικότητα
και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η πρώτη εκδοχή βρίσκεται μόνιμα στο Πάρκο του Φλοίσβου μετά την παρουσίασή του στην Αθήνα,
σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Υπερηφάνειας και την Μπιενάλε της Αθήνας. Από τότε έχει σχεδιαστεί με στόχο να παρουσιαστεί και
σε άλλες πόλεις. Για την Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης, το Μνημείο συνεχίζει να δοξάζει τις «φυσικού» τύπου συναντήσεις και έχει ως
σκοπό να ενεργήσει επιπλέον ως ένας μηχανισμός συλλογικής συμμετοχής μέσω αυτοσχέδιων εκδηλώσεων, αναγνώσεων, κ.λπ.
Αποτελείται από έναν σκελετό πυραμίδας -ένα δημοφιλές σύμβολο και στην σημειολογία του ίντερνετ- που θα λειτουργεί ως σημείο
με ανοιχτό wifi. Η εγκατάσταση είναι τοποθετημένη σε καθορισμένη περιοχή στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης με ευδιάκριτη αισθητική και
περιβάλλεται από καθίσματα.
Άγγελος Πλέσσας
Monument to Internet Hookups
A space of open-source unity
My work is positioned in and around the internet. I use the internet to create websites as places where we can imagine meaning and experience objects, the same way we can admire a sculpture in a public space. This becomes particularly urgent at
a time when through living part of our lives online, we question and often blur what is private or public. So visiting a website
can become as public as visiting a traditional monument. I believe everything we live now is always virtual and always real. At
the same time I am fascinated by traditional monuments because -as symbols- they engage us with nostalgic tension. Now
living in the post-internet era of fluid identity and fast social transformation, a new kind of sovereignty is being embodied by two
“monuments” of communication: Facebook and Twitter. So much integrated into our lives, these two networks undeniably
play an ambiguous, anthropocentric role. For some they represent the democratic principles of online activism but for some
others they are responsible for sabotaging privacy. Recently these two networks played a victorious role as a radical means of
organizing for political change in the Middle East at a local level. Since then, there’s been a big debate about freedom on the
internet and internet networks are the new shields against totalitarianism.
Personally I started “living” on different internet networks back in the late 90’s as I was experiencing a new way of communication, which was promoted mostly by the gay subculture. A new term was born, the “Internet hookups”, meaning: meetings
taking place in real time, in real place after previous online conversations. One of my favourite essays, “Entropy and the New
Monuments” by the artist Robert Smithson, states: “…If time is a place, then innumerable places are possible”. This statement
perhaps justifies my thought of crashing together the internet reality and the “terrestrial” one - if really these networks multiply
its importance.
My desire to create a place where borders and walls between people collapse is shown in the Monument to Internet Hookups.
The project started in 2009 and aimed to connect people with same ideals about sexuality and human rights. Its first version
is permanently established at Flisvos Park, after I presented it in Athens in collaboration with the city’s Pride and Biennale.
Since then I’ve designed it to be presented in other cities too. For the Thessaloniki Biennale, the Monument continues to glorify
physical encounters and aims to act as an apparatus of collective participation through impromptu events, readings, etc. This
is staged with a skeleton pyramid structure -a popular symbol in internet semiotics too- that stands as an open wifi spot. It is
placed in a designated area with a distinct graphic style surrounded by seats at the port of Thessaloniki.
Angelo Plessas
187 \ 188
Μνημείο Iντερνετικών Συναντήσεων
2011
Μικτή τεχνική
7μ. x 7μ.
Monument to Internet Hookups
2011
Mixed media
7m x 7m
Ahlam Shibli
Φωτογραφημένο την περίοδο 2008-09 στην περιοχή Corrèze, το Τραύμα είναι μια αντανάκλαση της έννοιας
της «πατρίδας». Με αφορμή τα γεγονότα της 7ης-9ης Ιουνίου του 1944 στην Tulle, το έργο επικεντρώνεται
στο γεγονός ότι ο ίδιος πληθυσμός -σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι- που
είχε αντισταθεί στη γερμανική κατοχή και είχε υποφέρει από τις βιαιότητες των κατακτητών, λίγα χρόνια
αργότερα θα διεξήγαγε αποικιοκρατικούς πολέμους στην Ινδονησία και την Αλγερία, πολεμώντας λαούς
που διεκδικούσαν κι αυτοί την ανεξαρτησία τους.
Photographed in 2008–09 in the Corrèze region, Trauma is a reflection on the meaning of “home”. Taking
as its starting point the events of the 7th–9th June 1944, in Tulle, the work is constructed around the fact
that one and the same population, in certain cases even the same individuals, who resisted occupation
by the Germans and suffered from their atrocities, waged a few years later colonial wars in Indochina and
Algeria against the people who in their turn claimed independence.
Ahlam Shibli
Από τη σειρά Τραύμα
2008-2009
Χρωμογενή έγχρωμα τυπώματα
38 x 57,7 εκ.
From the Trauma series
2008-2009
Chromogenic colour prints
38 x 57,7 cm
189 \ 190
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
MACEDONIAN MUSEUM OF CONTEMPORARY ART
Το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και το Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης, Αρχιτεκτονικής
και Βιομηχανικού Σχεδιασμού αποτελούν ένα χώρο πρωτοβουλίας πολιτών, μοναδικό στην ιστορία του
ελληνικού εικαστικού χώρου. Το Μουσείο στηρίζεται από τους φίλους του και έχει συνεργασίες με φορείς της
πνευματικής, πολιτιστικής και οικονομικής ζωής του τόπου. Γι’ αυτή τη μοναδική ιστορία του, που βασίζεται
σε διαπροσωπικές σχέσεις εθελοντισμού, ενισχύεται από την Πολιτεία σε προγράμματα Πολιτισμού και στα
λειτουργικά του έξοδα.
Από την ίδρυση του Μουσείου η συλλογή, με περισσότερα από 1800 έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, βιντεοτέχνης,
συναρμογών, εγκαταστάσεων, χαρακτικής και φωτογραφίας ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, συνεχίζει να
εμπλουτίζεται με νέες δωρεές, τόσο από καλλιτέχνες όσο και από μεγάλους συλλέκτες, όπως ο Αλέξανδρος
Ιόλας, ο Franz Geierhaas, η Μάγδα Κοτζιά, ο Αλέξανδρος Ξύδης, ο Δημήτρης Μεϊμάρογλου. Καλλιτέχνες της
συλλογής μεταξύ άλλων είναι οι: Α. Ακριθάκης, Α. Απέργης, Κ. Βαρώτσος, Γ. Ζογγολόπουλος, Ό. Ζούνη, Β.
Κανιάρης, Κ. Τσόκλης, Ν. Κεσσανλής, Γ. Μόραλης, Δ. Μυταράς, Παύλος, D. Oppenheim, Niki de St. Phalle,
Τakis, V. Velickovic, A. Warhol, καθώς και η γλύπτρια Άλεξ Μυλωνά που δώρισε στο ΜΜΣΤ τη συλλογή της και
το Μουσείο Άλεξ Μυλωνά που ίδρυσε στην Αθήνα.
Μεταξύ των πλέον σημαντικών εκθέσεων που πραγματοποιήθηκαν στους χώρους του είναι των Warhol,
Skolimowski, Beckamnn, Abbas Kiarostami, Περδικίδη, Αντωνάκου, Tornatore, Dean Tavoularis, Defraoui, Μπουτέα, Μόραλη και πρόσφατα του Damien Hirst. Επίσης, η ομαδική έκθεση Europe Exists, που
επιμελήθηκαν οι Harald Szeeman και Rosa Martinez.
Σημαντική είναι η προσφορά του Μουσείου με τα μουσειοπαιδαγωγικά του προγράμματα με τα οποία προσεγγίζει
τα παιδιά και τα κάνει κοινωνούς της σύγχρονης τέχνης. Στους ειδικά εξοπλισμένους χώρους του ΜΜΣΤ
διεξάγονται εργαστήρια τέχνης για παιδιά ηλικίας 3.5 -13 ετών όπου τα παιδιά έρχονται σε επαφή με την τέχνη,
τις διάφορες τεχνικές καθώς και με τους καλλιτέχνες των περιοδικών εκθέσεων του Μουσείου. Παράλληλα
πραγματοποιούνται προγράμματα με διαδραστικό χαρακτήρα για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης καθώς
επίσης και ξεναγήσεις ειδικών ομάδων και ενηλίκων.
Το Μουσείο διαθέτει Βιβλιοθήκη με 3.000 τίτλους (βιβλία για την ιστορία της τέχνης και καταλόγους ατομικών
και ομαδικών εκθέσεων), και ένα πλήρως εξοπλισμένο Αμφιθέατρο όπου φιλοξενούνται εκδηλώσεις λόγου,
σεμινάρια, συνέδρια, θεατρικές παραστάσεις, μουσικές εκδηλώσεις, matinee κ.ά. Επίσης, ανακαινισμένο
Πωλητήριο όπου διατίθενται έργα τέχνης, χρηστικά και διακοσμητικά αντικείμενα σύγχρονου design και
κοσμήματα καθώς και εκδόσεις του ΜΜΣΤ και βιβλία τέχνης.
Το Μουσείο έχει τιμηθεί πολλές φορές, όπως, από το Δήμο Θεσσαλονίκης (1993), το Σωματείο «Οι Φίλοι του
Ιδρύματος Μελίνα Μερκούρη» (2007), το Μουσείο Μπενάκη (2008), από το Ροταριανό Όμιλο Θεσσαλονίκης
(2010). Πρόσφατα, τιμήθηκε με βράβευση Αριστείας από το Ε.Π. «Κοινωνία της Πληροφορίας» (2009).
193 \ 194
The Macedonian Museum of Contemporary Art and the Macedonian Centre of Contemporary Art, Architecture and Industrial Design are a citizens’ initiative, unique in the history of the Greek contemporary arts field.
The Museum is supported by its Friends and cooperates with several of the country’s educational, cultural
and financial institutions. Thanks to its unique history, owed to personal relations that have evolved through
voluntary action, the Museum is supported by the State, through funding for special projects and operating
costs.
Since the Museum was founded, its Collection, now including more than 1800 works -paintings, sculptures,
video art works, assemblages, installations, engravings and photographs by Greek and international artists,
and is constantly enriched through new donations by artists and significant collectors, such as Alexandros
Iolas, Franz Geierhaas, Magda Kotzia, Alexandros Xydis and Dimitris Meimaroglou. Among others, the Collection includes works by artists such as A. Akrithakis, A. Apergis, K. Varotsos, G. Zogolopoulos, O. Zouni,
V. Caniaris, C. Tsoklis, N. Kessanlis, Y. Moralis, D. Mytaras, Pavlos, D. Oppenheim, Niki de St. Phalle, Τakis,
V. Velickovic, A. Warhol, as well as by sculptor Alex Mylonas, who donated her collection to the Museum and
also to the Museum Alex Mylona, which she established in Athens.
Among the most significant exhibitions that have taken place in the Museum are the solo presentations of
works by Warhol, Skolimowski, Beckamnn, Abbas Kiarostami, Perdikidis, Antonakos, Tornatore, Dean Tavoularis, Defraoui, Bouteas, Moralis and most recently Damien Hirst; also, the group exhibition Europe Exists,
curated by Harald Szeeman and Rosa Martinez.
The Museum’s specially designed educational programs make a significant contribution to initiating children
into the world of contemporary art. In the Museum’s specially equipped spaces, take place workshops for
children aged 3,5-13 years old, through which children get acquainted with art, its practices and techniques,
as well as with artists whose work is presented in the Museum’s temporary shows. In addition to this, programs for school groups with emphasis on interactivity take place, as well as guided tours for various groups
and adults.
The Museum’s Library numbers 3.000 titles (books on art history, catalogues of solo and group shows) and
its Amphitheater is fully equipped for events such as talks, seminars, conferences, theater performances,
music events, matinees etc. The Museum’s recently refurbished shop sells art works, decorative and utilitarian contemporary design objects, jewelry, and of course the Museum’s publications and other publications
dedicated to art.
The Museum has received awards on numerous occasions, from institutions such as the Municipality of Thessaloniki (1993), the “Friends of the Melina Merkouri Foundation” (2007), the Benaki Museum (2008) and the
Thessaloniki Rotary Club (2010). Most recently, the Museum received an award from the EU Operational
Program “Information Society” (2009).
Keren Cytter
Στο βίντεο μου με τίτλο Οικογένεια, συνδυάζονται διάφορα επίπεδα διαλόγου, περιπλέκοντας τους έμφυλους
ρόλους μας, ενώ σκόπιμα οι φωνές έχουν διαπλεχθεί. Ένας νεαρός άνδρας μιμείται τον ρόλο μιας μητέρας,
ένας εικοσάρης νεαρός υποδύεται ένα παιδί 12 μηνών, τον πατέρα υποδύεται μια νεαρή γυναίκα, ενώ τα
υπόλοιπα μέλη της οικογένειας τα υποδύονται φίλοι της καλλιτέχνιδας. Οι διάλογοι αποτελούνται από μια
αλληλουχία ακατάληπτων προσβολών και απειλών που αναμειγνύονται με επιθυμίες και επαίνους. Αυτό που
κάνει τόσο παράξενη αυτήν την οικογενειακή συζήτηση είναι η ξεκάθαρη απουσία κάθε «φυσιολογικής»
συζήτησης, η οποία εδώ αντικαθίσταται από σκοτεινές, μύχιες σκέψεις.
In my video, Family, several levels of dialog are blended, confusing our gender roles; and voices have also
been deliberately cross-wired. A young man mimes the role of a mother, the one-year old toddler is played
by a 20-something-year-old man, the father is played by a young woman and the other family members are
played by the artist’s friends, who are all her own age. The dialogs consist of a sequence of irrational insults
and threats, mixed with wishes and praise. What makes this family conversation so bizarre is the clear
absence of any “normal” conversation, replaced here by dark and hidden thoughts.
Keren Cytter
195 \ 196
Οικογένεια
2003
Ψηφιακό βίντεο
6’ 30’’
Family
2003
Digital video
6’ 30’’
Mounir Fatmi
Το έργο του Mounir Fatmi αναπτύσσεται σταδιακά, με βάση ένα σύστημα αξιών με βαθιές ρίζες, όπου η επιγραφή
μοιάζει με ένα δίκτυο απόψεων και συνδέσεων. Με την κριτική του ματιά στις σύγχρονες πραγματικότητες και
ψευδαισθήσεις, δηλώνει ότι ο μόνος τρόπος ερμηνείας τους είναι μέσα από ένα πολυσύνθετο πρίσμα και,
ενίοτε, μέσω της συγκεχυμένης προσέγγισής τους. Τα έργα του παράγουν ακόμη περισσότερες ερμηνείες
στα σημασιολογικά στρώματα που συνδέουν όλες τις περιοχές της σκέψης μεταξύ τους. Ενδιαφέρεται τόσο
για το αισθητικό όσο και για το μορφολογικό, τόσο για το πολιτικό όσο και για το κοινωνιολογικό, το οικονομικό
και το ηθικό, το μεταφυσικό και το θρησκευτικό. Βιντεοταινίες, κεραίες, προστατευτικά κράνη: αυτά τα τεχνικά
υλικά, απλά ή καθημερινά, μεταμορφώνονται και αναδημιουργούνται σε ένα πλαστικό ιδίωμα. Η πρακτική
του δεν περιορίζεται στη «μετατόπιση» του Marcel Duchamp αλλά αντίθετα αξιοποιεί τα διπλά νοήματα της
σημασιολογίας και της μεταφοράς -το τι είναι και τι εκπροσωπούν. Το έργο του Mounir Fatmi λειτουργεί με
τη μορφή αποτυχημένων στρατηγικών. Αποτελείται από αθώα αντικείμενα που μεταμορφώνονται σε βόμβες
κριτικής και ρίχνονται προς τους μηχανισμούς που διέπουν τη χιμαιρική σχέση με τον κόσμο, τις διάφορες
ιδεολογίες, τη σύγχρονη αρχιτεκτονική ή τα οικονομικά, την πολιτική ή την ερμηνεία της νεωτερικότητας ως
πτυχής του πάθους για το αόρατο. Αν και αποτυπώνει στιγμές της ιστορίας της τέχνης, ταυτόχρονα αμφισβητεί
τη μετάδοση της γνώσης, τη λανθάνουσα δύναμη των εικόνων στον κυκεώνα των ΜΜΕ, την αποπλάνηση της
βίας και την καθοριστική δύναμη της αποδόμησης, τις ουτοπίες, αλλά και τη καταπιεστική επιρροή της ιστορίας
και της αρχιτεκτονικής στη ζωή του ατόμου. Ο Mounir Fatmi πάντα αντιπαραθέτει την «άχρονη» (Gilles Deleuze)
με την ολοκληρωτική ιστορία -πάντα προτιμά τη γνώση και την αλήθεια, τα βιβλία και τις λέξεις από τη θρησκεία.
Με ένα πλαστικό λεξιλόγιο που ταλαντεύεται ανάμεσα στον μινιμαλισμό και την αισθητική της πυκνότητας και
της σύνθεσης, δημιουργείται ένα σύστημα σημειολογικών υποθέσεων μέσα από μια μεθοδική μεταβλητότητα.
Η αστάθεια σημαίνει για τον Mounir Fatmi ταυτόχρονα τον κίνδυνο, την κρίση και την ένταση ανάμεσα σε
δύο αντίθετα. Γινόμαστε μάρτυρες μιας μόνιμης κατάστασης ανασφάλειας, όπου κάθε βεβαιότητα μπορεί
να αποδομηθεί και δε διαθέτει ούτε κέντρο ούτε υπεροχή. Μέσα από αυτό το όραμα περί της θεμελιώδους
ατέλειας του ανθρώπου, επικυρώνεται η ανάγκη του να πολεμήσει, να συνδιαλεχθεί και να συμμετάσχει. Το
έργο του Mounir Fatmi είναι μια αέναα συνειδητή πράξη και μια αντίθεση προς όλες τις μορφές ντετερμινισμού,
ολοκληρωτισμού και προς κάθε προσπάθεια να πληγεί ο ατομικισμός. Η ύπαρξη συνεπάγεται την αντίσταση,
καθώς η ζωή είναι κατ’ ουσίαν μια ανατρεπτική δύναμη.
Mounir Fatmi’s work develops gradually according to a rhizomatic system of values, where the inscription
is like a network of opinions and connections. With his critical view on contemporary realities and illusions,
he states that the only way to read his work is in the context of complexities and, at times, of confusion as
to the ways to approach it. His works create even more interpretations in the semantic layers which connect all the areas of thinking to one another. He is engaged in the aesthetic and the formal, the political and
the sociological, the economic and the ethical, the metaphysical and the religious. Videotapes, antenna
cables, protective helmets: these technical materials, simple and common, are transformed and recreated
into a plastic vocabulary. This practice is not limited to a transference à la Marcel Duchamp; instead they
play on the double registers of the semantics and the metaphor in the way they are and in the way they
represent. Mounir Fatmi’s work depicts strategies that fail. His works are harmless objects, changed into
critical bombs directed toward the mechanisms which guide our illusory relationship to the world, individual
ideologies, contemporary architecture or economics, politics, or in the understanding of modernity as a
part of the fascination with the invisible. While they comprise moments of art history, they also question
the transference of knowledge, the suggestive power of pictures in the maelstrom of the media, the seduction of violence and the critical power of deconstruction, utopias, as well as the oppressive influence
of history or architecture on individual lives. Mounir Fatmi always confronts an “untimely” (Gilles Deleuze)
history with the totalizing one; he always prefers knowledge and truth, books and words, to religion. In a
plastic vocabulary that oscillates between minimalism and the aesthetics of density and tangling, a system
of semiotic hypotheses is constructed within a methodical volatility. Instability means for Mounir Fatmi risk,
crisis and tension between two opposites, everything at one and the same time. We are witnessing a permanent state of insecurity where every certainty can be deconstructed and where there is neither centre nor
transcendence. Through this vision of basic human imperfection, the necessity to fight, to dialogue and to
get engaged is confirmed. Mounir Fatmi’s work is an eternally conscious action and opposition to all forms
of determinism, totalitarianism and every attempt at breaking down individualism. To exist is to oppose
since life basically is a subversive power.
Τεχνολογία
2010
Βίντεο
15’
Technologia
2010
Video
15’
Pantelis Pantelopoulos
Παντελής Παντελόπουλος
Ki Sano Terra (Κ Εις Ανώτερα)
Σε μια ζωντανή πόλη που μεταλλάσσεται και
μετασχηματίζεται συνεχώς, οι κάτοικοι της
συγκρούονται με το αποτύπωμα και το είδωλο
τους πάνω στον παλλόμενο ιστό της,
επιχειρούν να οριοθετήσουν την παρουσία τους
και να επιβάλλουν τη θέση τους κάτω από το ευκίνητο
βλέμμα ενός ανώτερου παρατηρητή,
το δομημένο τοπίο τους συμπιέζει και τους μεταλλάσει
μετατρέποντας την ιδία την πόλη από τόπο της επιλογής τους
σε ξενιστή της διαβίωσης τους.
Παντελής Παντελόπουλος
Ki Sano Terra
In a living city that is being constantly mutated and
transformed, the inhabitants
are crashing their impression and image
on its vibrating fabric,
attempting to establish their presence
and impose their standing beneath the agile
gaze of an observer looking from above,
the structured landscape pressing and transforming them,
reshaping the city itself from a place of their choosing
to a host of their adobe and survival.
Pantelis Pantelopoulos
199 \ 200
Ki Sano Terra (Κ Εις Ανώτερα)
2008
Βίντεο
5’ 23’’
Ki Sano Terra
2008
Video
5’ 23’’
Yehudit Sasportas
Η ταινία The Lightworkers αποτελείται από δεκαέξι διαφορετικά βίντεο με βάλτους και ξέφωτα που συνδυάστηκαν
ζωγραφικά, σχηματίζοντας ένα ενιαίο, υποθαλάσσιο τοπίο που επιπλέει και κινείται ανάμεσα σε δύο κόσμους.
Ξεκινώντας από γλυπτά και εγκαταστάσεις, στα οποία προσέθεσε ασπρόμαυρες ζωγραφιές και σκίτσα,
ανέπτυξε το πολύ προσωπικό καλλιτεχνικό της λεξιλόγιο και σήμερα ασχολείται με τα κινηματογραφικά μέσα
και την παραγωγή animation μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή. Ο εικαστικός της κόσμος εξακολουθεί συνεπώς
να χαρακτηρίζεται από την ασπρόμαυρη γραμμικότητα των δασικών και ελωδών τοπίων. Σαν αόρατοι σκελετοί,
μαύρες κάθετες γραμμές από κορμούς δέντρων διατρυπούν το οριζόντιο του ελώδους εδάφους. Ιριδίζοντα
ανάμεσα στη συμπαγή μορφή τους και την αφαίρεση της φύσης, μετατρέπονται σε έμβλημα μιας εποικοδομητικής
σύνδεσης ανάμεσα στα ορατά τοπία και την ασαφή εικόνα ενός υπόγειου κόσμου που βρίσκεται στη φαντασία
μας, νοητικά τοπία ως τοπογραφίες της ανθρώπινης ψυχής. Για την Sasportas, ο βάλτος και το ξέφωτο υπήρξαν
ανέκαθεν οι ιδανικοί τόποι για ένα ταξίδι στο ασυνείδητο. Σε αυτή τη μεγάλη βίντεο εγκατάσταση χρησιμοποιεί
διάφορα μέσα για να δημιουργήσει ένα σύγχρονο Πανοπτικόν, όπου η ειδυλλιακή αναπαράσταση της φύσης και
η τεχνοειδής δόμηση και αποδόμησή της, αποζητώντας τον πλούτο του ασυνειδήτου, γίνονται σχεδόν γκροτέσκα.
Η υψηλή αισθητική γλώσσα που εμπεριέχει όλες τις δυνατότητες της τεχνολογίας της ψηφιακής φωτογραφίας,
δημιουργεί έναν κόσμο με τη δική του δυναμική και μυστικιστική ατμόσφαιρα.
«Οι ταινίες», ισχυρίζεται η Yehudit Sasportas, «λειτουργούν για μένα σαν ένα εργαλείο επέκτασης της συνείδησης.
Αποτελούν έναν ενδιάμεσο μηχανισμό που συνδέει έναν υποσυνείδητο, υπόγειο χώρο με έναν υφιστάμενο,
δεδομένο, συνειδητό χώρο. Η κίνηση στα έργα διαφοροποιείται από τον φυσικό συμπαγή κόσμο της ύλης
μέχρι το αφηρημένο επίπεδο της αισθητηριακής εμπειρίας που στερείται γλώσσας ή μορφής… Με ενδιαφέρει
η ένταση που υπάρχει ανάμεσα στη σαφή, σχηματοποιημένη μορφή και την ανοιχτή φόρμα που κινείται και
διαρκώς αναγεννά τον εαυτό της. Με ενδιαφέρουν κομμάτια της πραγματικότητας που διαρκώς μετακινούνται
και αποσυντίθενται, αρνούμενα να παραδοθούν σε κάποια καθορισμένη μορφή ή λέξη. Που χάριν της κίνησής
τους δημιουργούν την ίδια την ουσία της ταινίας».
The Lightworkers film consist of sixteen different shots of swamp clearings and forests, that were combined through drawing into one underwater, floating landscape which shifts by itself between two worlds.
Starting with sculptures and site-specific installations in which she integrated black-and-white drawings
and paintings, she developed her very individual artistic vocabulary, and at the moment she is working with
the cinematic and computer-animated media. Her pictorial world is characterized by the black-and-white
linearity of forest and moor landscapes. Like invisible skeletons, black verticals peel themselves out of tree
trunks and pierce the horizontality of the swampy ground. Iridescent and situated between concrete form
and nature abstraction, they become the emblem of a constructive connection between the visible landscape and the vaguely imaginable underworld, the mental landscapes seen as topographies of the human
psyche. For Sasportas, the moor and the forest clearing have long been the ideal grounds for a journey into
the unconscious; in this large scale video installation she uses various media to develop a contemporary
Panopticon, in which an idyllic presentation of nature and its construction and deconstruction, and a longing for the richness of the unconscious, become almost grotesque. Sasportas’s highly aesthetic formal
language, which encompasses all the possibilities of digital image technology, creates a world with its own
dynamics and a mystical atmosphere.
“The films”, says Yehudit Sasportas, “function for me as a tool for extending consciousness. They are an intermediation apparatus connecting a subconscious subsurface space and an existing, marked conscious
space. The movement in the works varies from the physical, concrete world of matter to the abstract level
of sensuous experience lacking language or form... I am interested in the tension existing between the
clear, articulated form and the open, expended form which moves and continuously recreates itself. I am
interested in reality parts which constantly move and fall apart, refusing to surrender into a defined form or
word; the essence of the film itself comes to be by the fact of their movement”.
201 \ 202
The Lightworkers
2010
Βίντεο εγκατάσταση
10’
The Lightworkers
2010
Video installation
10’
ΜΟΥΣΕΙΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
MUSEUM OF BYZANTINE CULTURE
Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στοχεύει στην παρουσίαση ποικίλων όψεων της ζωής κατά τη βυζαντινή
και μεταβυζαντινή περίοδο: της τέχνης, της ιδεολογίας, της κοινωνικής οργάνωσης, της θρησκείας, αλλά και
της επίδρασης των ιστορικών εξελίξεων και της πολιτικής κατάστασης στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
Παράλληλα, με το σύνολο των δραστηριοτήτων του, αποτελεί υποδειγματικό κέντρο διαφύλαξης, έρευνας και
προβολής του βυζαντινού και μεταβυζαντινού πολιτισμού. Από την έναρξη λειτουργίας του Μουσείου, το 1994,
εκδίδεται περιοδικό, το πρώτο στο είδος του που δημιουργήθηκε από ελληνικό κρατικό μουσείο.
Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στεγάζεται σε ένα σύγχρονο κτίριο έκτασης 11.500 τ.μ., εκ των οποίων
3.000 τ.μ. περίπου καταλαμβάνει ο χώρος της μόνιμης έκθεσης. Το κτίριο κατασκευάστηκε μεταξύ των
ετών 1989-1993 σε σχέδια του προικισμένου αρχιτέκτονα Κυριάκου Κρόκου. Tο κτίριο Θεωρείται ένα από
τα καλύτερα έργα δημόσιας αρχιτεκτονικής που δημιουργήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα.
Απέσπασε ειδική διάκριση από διεθνή επιτροπή στον διαγωνισμό «Βραβεία 2000» του Ελληνικού Ινστιτούτου
Αρχιτεκτονικής και το 2001 κηρύχθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού «ιστορικό διατηρητέο μνημείο» και έργο
τέχνης.
Η μόνιμη έκθεση του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού παρουσιάζει ποικίλες όψεις της τέχνης και του
πολιτισμού του Βυζαντίου, αλλά και της εποχής μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας το 1453
από τους Οθωμανούς Τούρκους. Tα 2.900 αντικείμενα, οργανωμένα σε εκθεσιακές ενότητες διηγούνται με
χρονολογική σειρά «μικρές ιστορίες», παρουσιάζουν με έναν εύληπτο και ευχάριστο τρόπο πτυχές της τέχνης
και του πολιτισμού του Βυζαντίου, από το όριο του με την ύστερη αρχαιότητα (3ος- 4ος μ.Χ. αι.) έως την Άλωση
της Κωνσταντινούπολης (1453) αλλά και επιβιώσεις αυτού του πολιτισμού στους χρόνους μετά την Άλωση, έως
τον 19ο αιώνα. Τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, εικόνες, μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, ολόκληροι αποσπασμένοι
παλαιοχριστιανικοί τάφοι με τις τοιχογραφίες τους, πολύτιμα εκκλησιαστικά σκεύη, είδη προσωπικού στολισμού,
αλλά και ταπεινά αντικείμενα καθημερινής χρήσης και εργαλεία διαφόρων επαγγελματιών παρουσιάζουν
όψεις της ζωής στο Βυζάντιο από την οργάνωση της θρησκευτικής και κοινωνικής ζωής, την καλλιτεχνική και
πνευματική παραγωγή έως τον ιδιωτικό βίο και τις δραστηριότητες των ανθρώπων στην αγορά, στην ύπαιθρο
και στη θάλασσα, τονίζοντας τομές και επιβιώσεις ανάμεσα στο σήμερα και στις εκδηλώσεις του ανθρώπινου
βίου κατά τη βυζαντινή περίοδο.
Τα εκθέματα προέρχονται κυρίως από τον βορειοελλαδικό χώρο και συγκεκριμένα από τη
Θεσσαλονίκη, τη σημαντικότερη πόλη μετά την Κωνσταντινούπολη στο ευρωπαϊκό τμήμα της βυζαντινής
αυτοκρατορίας. Παρουσιάζονται όχι απλώς ως έργα τέχνης, αλλά ως μαρτυρίες του πολιτισμού που
τα δημιούργησε και της ανθρώπινης κοινωνίας που τα χρησιμοποίησε, και πλαισιώνονται από ποικίλες
πληροφορίες που παραπέμπουν στο αρχικό τους περιβάλλον και τη λειτουργία.
205 \ 206
The Museum of Byzantine Culture aims to present various aspects of life during the byzantine and post-byzantine periods, including art, ideology, social structure and religion, as well as how historical changes and the
political situation affected people’s everyday lives. At the same time, the activity of the Department of Educational Programmes, the good structure and function of the conservation laboratories and of the archaeological
material storerooms, the provision of scientific know-how to other Balkan countries, the organisation of scientific meetings and conferences, as well as the editing and publishing work, have made the Museum into an
exceptionally important centre for the preservation, research and promotion of Byzantine and post byzantine
culture. Since the Museum’s inauguration in 1994, an annual bulletin has been published, the first of its kind
by a Greek public museum.
The Museum of Byzantine Culture is housed in a modern building 11.500 m² wide, of which 3.000 m² comprise the permanent exhibition area. The building was constructed between the years 1989-1993 based on
the plans of the talented architect Kyriakos Krokos (1941-1998), a personality both contemplative and poetic.
Among the best works of public architecture of the last decades in Greece, the building has received a special
notion by the international committee of the competition “Awards 2000” of the Hellenic Institute for Architecture. In 2000 the Ministry of Culture has declared it a historically listed monument, and a work of art.
The permanent exhibition of the Museum of Byzantine Culture presents various aspects of Byzantine art and
culture, as well as of the following era, after the fall of the Byzantine Empire to the Ottoman Turks in 1453.
There are 2,900 artifacts, organized in display units which narrate, in chronological order, “short stories”. They
present, in a comprehensive and pleasant way, aspects of Byzantine art and culture, from its origins in late
antiquity (3rd-4th c. A. D.) to the Fall of Constantinople (1453), as well as surviving aspects of the former culture
in the time after the Fall until the 19th century. Frescoes, mosaics, icons, marble architectural members, integrally detached frescoed early Christian burials, valuable ecclesiastic utensils, objects of personal ornament,
but also humble functional objects of everyday use present aspects of life in Byzantium, from the organization
of religious and social life to the artistic and intellectual production and the private life and activities in the market, the countryside and the sea.
The exhibits are displayed not merely as works of art, but as witnesses to the culture that created them and
the society that used them, within an informational framework of information about their original context and
function.
Katerina Athanasopoulou
Κατερίνα Αθανασοπούλου
Οι ταινίες μικρού μήκους της Κατερίνας Αθανασοπούλου υπερβαίνουν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα
στο animation και τη ζωντανή δράση, αμβλύνοντας τα όρια ανάμεσα στο αντιληπτό και το φανταστικό. Την
ενδιαφέρει κάθε τι που ερεθίζει τη μνήμη και τον ελεύθερο συνειρμό, μέσα από την παράθεση και το κολάζ
φωτογραφιών και κινούμενων εικόνων. Η καλλιτέχνης είναι ανοιχτή στον πειραματισμό κατά τη δημιουργία
ψηφιακού animation, το οποίο είναι ανάγλυφο και χειροποίητο, μέσα από μια διαδικασία που μοιάζει με τη
χαρακτική.
Στην ταινία Engine Angelic, που της ζητήθηκε να δημιουργήσει με θέμα τις σκληρές μηχανές βαριάς
βιομηχανίας, εξέλαβε τη σκληρότητα όχι μόνο ως υλική κατάσταση αλλά και με όρους συμπεριφοράς και
κινήτρων. Η σκληρότητα λοιπόν πήρε τη μορφή της αναλγησίας στο πλαίσιο της ιδέας μιας μητρικής μηχανής
που τρώει τα παιδιά της, για να γεννήσει στη συνέχεια καινούργια, τα οποία πιθανόν να γνωρίσουν την ίδια
μοίρα. Υπάρχει εξάλλου μεγαλύτερη σκληρότητα από τη βρεφοκτονία; Άντλησε την έμπνευσή από το Γκάζι
της Αθήνας, μια παλιά συνοικία μονάδων φωταερίου που έχει μετατραπεί σε σημαντικό εκθεσιακό χώρο.
Τα παλιά μηχανήματα που υπάρχουν ακόμα στον προαύλιο χώρο στάθηκαν η πηγή της έμπνευσής της.
Χωρίς να έχει συγκεκριμένη λίστα πλάνων ή ακριβές σχέδιο στο μυαλό της, εξερεύνησε τον χώρο με μια
φορητή κάμερα, καταγράφοντας τα μηχανήματα που είχαν περιπέσει από καιρό σε αχρηστία. Όταν άρχισε
να επεξεργάζεται το υλικό που είχε τραβήξει, αναζήτησε στιγμές που θα της επέτρεπαν να δημιουργήσει
αυτήν τη μηχανική δυστοπία. Κατά τη διαδικασία παραγωγής, αφαίρεσε με ψηφιακή επεξεργασία τη μονάδα
φωταερίου από τον γύρω χώρο και προσέθεσε κυτταροειδή παιδιά-αμοιβάδες και πλοκάμια που τα αρπάζουν.
Το Engine Angelic παρουσιάζει μια εναλλακτική ερμηνεία ενός βιομηχανικού χώρου που γεννήθηκε μέσα
από τον πειραματισμό και ένα βαθύ στρώμα από αλληλεπικαλυπτόμενα βίντεο, φωτογραφίες και στοιχεία
γραφικών υπολογιστή που συνθέτουν ένα γλέντι σαρκοφαγίας.
Katerina Athanasopoulou’s short films cross the line between animation and live action, blurring the boundaries
of the perceived and the imaginary. She is interested in exploring what triggers memory and free association, through layering and collages of still and moving images. Katerina embraces experimentation by
creating digital animation that is textured and hand-made, in a process akin to printmaking.
For Engine Angelic, commissioned on the theme of rough-machine, she considered roughness not only as
a physical state, but also in terms of behavior and motivation. Thus, roughness became cruelty in the idea
of a mother machine that eats its own children and then gives birth to new ones that will probably face the
same fate. What greater cruelty than infanticide? She found her inspiration in the Gazi district in Athens,
an old gasworks area that has been converted into a major exhibition space. The old machinery that still
exists on the courtyard became the source of her creation. Without a shortlist or a solid plan in mind, she
explored the space with a handheld camera documenting the long abandoned machines. Starting to work
on the video, she shot on location, looking for moments in time that would allow her to build the mechanical
dystopia. The process involved digitally cutting out the live action gasworks from the surrounding space
and adding cell-like amoeba children and tentacles that grab them. Engine Angelic depicts a reinterpreted
industrial space, born out of experimentation and a deep overlaying of video, photographs and CGI
elements that together form a carnivorous feast.
Engine Angelic
2010
Ταινία μικρού μήκους
2’ 45’’
Engine Angelic
2010
Short film
2’ 45’’
207 \ 208
Dionisis Kavallieratos
Διονύσης Καβαλλιεράτος
Τα φύλλα πέφτουν και σαπίζουν,
τα δέντρα στέκουν ακόμα κι αν καούν.
Εκείνοι που ανησυχούν για τη σωτηρία της ψυχής τους,
δεν πρέπει.
Ο Θεός τους θα τη σώσει,
θα την αγοράσει δεύτερο χέρι, μισή τιμή,
από τον φίλο του τον Διάβολο.
Διονύσης Καβαλλιεράτος
Leaves fall and rot,
trees stand tall even when they get burned.
Those who worry about their soul’s salvation,
they shouldn’t.
Their God shall save it,
he will buy it second hand, half price ,
from his friend the Devil.
Dionisis Kavallieratos
Not even a Curly Hair of Willhelm Tells Balls #3
2009
Μολύβι σε χαρτί
21 x 31 εκ.
Not even a Curly Hair of Willhelm Tells Balls #3
2009
Pencil on paper
21 x 31 cm
209 \ 210
Μπλε Γιαγιά
2006
Χρωματιστή σιλικόνη, ξύλο και μέταλλο
140 x 120 x 60 εκ.
Blue Granny
2006
Coloured silicon, wood, metal
140 x 120 x 60 cm
Katariina Lillqvist
Αυτό το φθινόπωρο συμπληρώνω είκοσι χρόνια ως ανεξάρτητη σκηνοθέτης και δημιουργός animation. Εάν
έπρεπε να επιλέξω ένα μόνο κεντρικό θέμα, το οποίο διατρέχει το σύνολο του έργου μου, τότε εύκολα θα
επέλεγα το εξής: την αναζήτηση της ελευθερίας. Μεγάλωσα στη λουθηρανική Φιλανδία και έκρινα ότι οι
προτεσταντικές αξίες μας και ο ακραίος εξαμερικανισμός δεν συνέθεταν το κατάλληλο περιβάλλον για νέους
καλλιτέχνες. Επρόκειτο όμως να συναντήσω κάτι ακόμα πιο περίπλοκο: στην πάλαι ποτέ Τσεχοσλοβακία,
γνώρισα, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, την γκρίζα πραγματικότητα του ετοιμοθάνατου σοσιαλισμού.
Ως νεαρή φοιτήτρια κινηματογράφου υποστήριξα με θέρμη τον Βάτσλαβ Χάβελ και τη Λαϊκή Συνέλευση
της Βελούδινης Επανάστασης, έπειτα όμως από μερικά εκστατικά και υπερδραστήρια χρόνια οι ιδεαλιστές
εγκατέλειψαν τον αγώνα και άφησαν ελεύθερο το πεδίο δράσης στον τερατώδη, άπληστο καπιταλισμό. Πού
είναι λοιπόν η ελευθερία; Υπάρχει άραγε κάπου στ’ αλήθεια;
Η νέα μου ταινία καταπιάνεται με τα ζητήματα της ελευθερίας, τα οποία παρουσιάζονται όμως με τη μορφή
ενός παραμυθιού. Άρχισα να σχεδιάζω την ταινία πριν από οκτώ χρόνια, κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής
μου στην Τεχεράνη. Εκεί οργάνωσα ένα εργαστήρι συγγραφής σεναρίου για νεαρούς σπουδαστές animation. Καθώς η τάξη που δίδασκα είχε μόνο γυναίκες, κάναμε συχνά εποικοδομητικές συζητήσεις για την
εκπαίδευση και τη θέση των κοριτσιών στην κοινωνία εν γένει. Προϊόν αυτών των διαλόγων είναι το Faruza,
μια ταινία αφιερωμένη στα θύματα των φοιτητικών εξεγέρσεων στην Τεχεράνη.
This autumn I am celebrating my 20th year as an independent film maker and animation artist. If I had to
choose one main theme which is present in all of my works, it is definitely clear what I’d choose; the seeking
of freedom. I grew up in the Lutheran Finland, where I found our protestant values and extreme Americanization unsuitable for young artists. But something more complicated was in my way; in the bygone Czechoslovakia of the late eighties, I crashed with the gray reality of dying socialism. As a young film student, I
cheered eagerly for Vaclav Havel and the People’s Forum of the Velvet Revolution, but after a few ecstatic
and hectic years the idealists gave up and left the playground free for the monstrous, greedy capitalism. So,
where is freedom? Does it really exist anywhere?
My new film also deals with the issue of freedom, although it is wrapped in the form of a fairytale. I started
to plan this project eight years ago while visiting Teheran. There, I held a scriptwriting workshop for young
animation students and, as I had a full female class, we often had inspiring debates concerning the education and the position of girls in society. The result of these debates is Faruza, a film dedicated to the victims
of the student riots in Teheran.
Katariina Lillqvist
Faruza
Άνοιξη 2011
Faruza
Spring 2011
211 \ 212
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ARCHAEOLOGICAL MUSEUM OF THESSALONIKI
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σε κτήριο του αρχιτέκτονα Πάτροκλου
Καραντινού και είναι κηρυγμένο ως διατηρητέο μνημείο νεότερης κληρονομιάς, καθώς αποτελεί ένα από τα πιο
αντιπροσωπευτικά δείγματα του μοντερνισμού στην Ελλάδα. Στις συλλογές του περιλαμβάνονται αντικείμενα
και ανασκαφικά σύνολα από ανασκαφές που έχουν διενεργηθεί από την Αρχαιολογική Υπηρεσία σε ολόκληρη
τη Μακεδονία από το 1912 μέχρι σήμερα, καθώς η Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης ήταν η πρώτη δημόσια
υπηρεσία που ιδρύθηκε αμέσως μετά την απελευθέρωση της πόλης. Επίσης, περιλαμβάνονται αντικείμενα που
ανήκαν σε ιδιωτικές συλλογές και δωρήθηκαν στο ΑΜΘ.
Μετά από μία μακρά περίοδο εργασιών, απαραίτητων για την αναδιοργάνωση των χώρων έκθεσης,
αποθήκευσης, συντήρησης και διοίκησης, το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης άνοιξε τις πύλες του στο
κοινό, τον Σεπτέμβριο του 2006. Στο διάστημα που προηγήθηκε, εκτός από την κτηριακή επέκταση σχεδιάστηκε
και πραγματοποιήθηκε η επανέκθεση των μόνιμων συλλογών του Μουσείου με τρόπο που να καλύπτει τις
ανάγκες του σύγχρονου επισκέπτη.
Πρόθεσή μας ήταν να φωτίσουμε όψεις της πολιτισμού που αναπτύχθηκε στη Μακεδονία, κυρίως στην περιοχή
της Θεσσαλονίκης και των όμορων νομών, από την αυγή της προϊστορίας μέχρι την ύστερη αρχαιότητα, τους
πρώτους, δηλαδή, χριστιανικούς αιώνες.
Επιδιώξαμε η οργάνωση και η παρουσίαση των εκθέσεων να είναι απόλυτα ανθρωποκεντρική, αναπαριστώντας,
όσο μας το επιτρέπουν τα ευρήματα και η επιστημονική έρευνα, τη ζωή και την καθημερινότητα των ανθρώπων
που έδρασαν κάποτε σε αυτή την περιοχή της Ελλάδας. Για την προσέγγιση αυτή του παρελθόντος, έγινε
προσπάθεια να εφαρμοσθούν οι αρχές της σύγχρονης μουσειολογίας και εργάστηκε μία πολυπληθής ομάδα
επιστημόνων, τεχνιτών, και διοικητικών υπαλλήλων. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης επιθυμεί να είναι
χώρος πολιτισμού, μάθησης, εκπαίδευσης, επιστήμης και επικοινωνίας. Για να πραγματώσει αυτούς τους
στόχους προσφέρει εκπαιδευτικά προγράμματα, παρουσιάζει περιοδικές εκθέσεις με θέματα που αντλούνται
από τον αρχαίο αλλά και τον σύγχρονο πολιτισμό, προωθεί την αρχαιολογική έρευνα και οργανώνει θεματικά
εργαστήρια, διαλέξεις, σεμινάρια και ψυχαγωγικές εκδηλώσεις.
215 \ 216
The Archaeological Museum of Thessaloniki has been housed in a building, designed by architect Patroklos
Karantinos since 1962. It has been designated as a listed monument of modern heritage, since it is one of the
most representative examples of architectural modernism in Greece. Its collections include artifacts and assemblages from excavations conducted since 1912 by the Greek Antiquities Service throughout Macedonia.
The Thessaloniki Ephorate of Antiquities was the first state service established immediately after the liberation
of the city. The museum also houses objects that used to be part of private collections and were later donated
to it.
Following a long period of extensive renovation and reorganization of both the exhibits and the storage and
the administrative sections, the Archaeological Museum of Thessaloniki reopened its gates to the public in
September 2006. During the restoration phase, in conjuction with the extension of the Museum’s premises,
the permanent collections were also redesigned and exhibited in a way that would serve the needs of modern
visitors.
Our intention was to highlight various aspects of the culture that developed in Macedonia, primarily in Thessaloniki and the neighboring prefectures, covering a period from the dawn of history to late antiquity (i.e. until
the first centuries of the Christian era).
Our aim was to organize and present the exhibitions in a completely human-centric way, representing -to the
extent allowed by the findings and scientific research- the everyday lives of the people that used to inhabit this
Greek region. To accomplish this, an effort was made to implement the principles of modern museology. A
large team of scientists, technicians and administrative staff all worked to this end. The Archaeological Museum
of Thessaloniki aims to be an institution that promotes culture, learning, education, science and communication. Within this framework the museum offers educational programs, presents periodic exhibitions inspired
by themes both from the ancient and modern culture, supports archeological research, and organizes themed
workshops, lectures, seminars, and a variety of programs and events for all audiences.
Athanasios Argianas
Αθανάσιος Αργιανάς
Το Song Machine 19 (the length of the a strand of your hair of the width of your arms, unfolded...) είναι η
εξέλιξη των προηγούμενων Song Machines του Αργιανά, όπου γλυπτά αντικείμενα με κειμενικό περιεχόμενο
δίνουν το έναυσμα στη σύνθεση τραγουδιών. Η σκηνική πτυχή του Song Machine 19 εξασφαλίζει τον σκοπό
λειτουργίας κάθε Song Machine -να αποτελεί ένα κομμάτι ζωντανής μουσικής.
Φτιαγμένα από ορείχαλκο και ατσάλι, τα γλυπτά έχουν τη μορφή λωρίδων που αιωρούνται στο μέσον ενός
δωματίου. Ο ορείχαλκος σχηματίζει μια σύνθετη αλυσίδα, καθώς καμπυλώνεται υπό το ίδιο του το βάρος,
σαν να έχει υφανθεί από μετάξι. Κοιτάζοντας από πιο κοντά, βλέπει κανείς ότι ο Αργιανάς έχει χαράξει
στον ορείχαλκο ένα κείμενο που συγκρίνει, αντιπαραθέτοντας μέρη του σώματος, αντικείμενα ή ζώα για να
περιγράψει το μήκος και το πλάτος: «Το μήκος μιας τούφας των μαλλιών σου, το μήκος ενός κορδονιού…
το πλάτος ενός κοραλλένιου φιδιού με το σώμα τυλιγμένο».
Στη συνοδευτική περφόρμανς, τρεις άνθρωποι διαβάζουν τραγουδιστά το κείμενο, κινούμενοι ανεξάρτητα
γύρω από το έργο. Καθώς το κείμενο επαναλαμβάνεται και οι φωνές τους καλύπτουν η μία την άλλη, δίνεται
η εντύπωση του παραδοσιακού μέτρου -διαφορετικοί τύποι φωνής προσθέτουν μια γλυπτική άποψη του
ήχου και καθιστούν τη σύμπηξη του γλυπτού και του τραγουδιού σε μια αρμονική κατασκευή.
Song Machine 19 (the length of the a strand of your hair of the width of your arms, unfolded...) is a development
of Argianas’s previous Song Machine projects in which sculptural objects carry text and form, open proposals
for the composition of songs. According to the performative aspect of Song Machine 19, the proposed function
of a Song Machine is to be realized/used as a score and translated into a piece of live music.
Constructed from brass and steel, the sculpture consists of a long thin ribbon of brass that drapes elegantly across a forest of thin steel supports. The brass loops generously and curves under its own weight
like spinning silk. A closer look reveals a text written by Argianas, etched upon the brass, juxtaposing parts
of the body, objects or animals, and describing length and width: “The length of a strand of your hair, the
length of a shoelace … of the width of a coral snake curled up”.
The accompanying performance involves three people singing the etched text while moving independently
around the work. As the text repeats and overlaps it gives the impression of a traditional canon -the different
voice types add a sculptural view of the sound and render the fusion between the sculpture and vocal
performance as a harmonic construction.
Song Machine 19 (the length of the a strand of your hair of the width of
your arms, unfolded...)
2011
Φωτο-εγχάραξη σε ορειχάλκινες λωρίδες, ατσάλι, μαύρη πατίνα
220 x 450 x 300 εκ.
Song Machine 19 (the length of the a strand of your hair of the width of
your arms, unfolded...)
2011
Photo-etched brass strip, mild steel, black patina
220 x 450 x 300 cm
217 \ 218
Στιγμιότυπο της περφόρμανς Of the Length of Your Arms Unfolded
Περφόρμανς και εγκατάσταση, The Barbican Art Gallery, The Barbican
Centre, Λονδίνο
Performance view Of the Length of Your Arms Unfolded
Performance αnd installation, The Barbican Art Gallery, The Barbican
Centre, London
Christina Dimitriadis
Χριστίνα Δημητριάδη
Η ελληνική λέξη για την επιστροφή είναι νόστος. Άλγος σημαίνει πόνος. Ως εκ τούτου η νοσταλγία είναι
ο πόνος της άσβεστης επιθυμίας της επιστροφής. Για να εκφράσουν αυτήν τη θεμελιώδη έννοια, οι
περισσότεροι Ευρωπαίοι διαθέτουν κάποια λέξη με ελληνική ρίζα (nostalgia, nostalgie), καθώς και άλλες
λέξεις, με ρίζες στις εθνικές τους γλώσσες: anoranza, λένε οι Ισπανοί, saudade, λένε οι Πορτογάλοι. Σε
κάθε γλώσσα, οι λέξεις αυτές έχουν διαφορετικές εννοιολογικές αποχρώσεις. Σε πολλές περιπτώσεις,
σημαίνουν μόνο τη λύπη που προκαλεί το γεγονός ότι είναι αδύνατη η επιστροφή στην πατρίδα: μια λαχτάρα
για τη χώρα, για το σπίτι. Αυτό που οι Άγγλοι ονομάζουν homesickness. Ή οι Γερμανοί Heimweh. Και οι
Ολλανδοί: heimwee. Έτσι, όμως, υποβαθμίζεται αυτή η σπουδαία έννοια στο χωρικό της μόνο στοιχείο. Μια
από τις αρχαιότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, τα ισλανδικά (όπως και τα αγγλικά), διακρίνουν τους δύο όρους:
söknuour : νοσταλγία με τη γενική έννοια και heimprά: λαχτάρα για την πατρίδα. Οι Τσέχοι διαθέτουν την
ελληνικής καταγωγής λέξη nostalgie, καθώς και το δικό τους ουσιαστικό, stesk, και ρήμα. Η πιο παθιασμένη
έκφραση αγάπης στα τσέχικα είναι styska se mi po tobe («Λαχταρώ για σένα», «Σε νοσταλγώ», «Δεν μπορώ
να αντέξω τον πόνο της απουσίας σου»). Στα ισπανικά, το anoranza προέρχεται από το ρήμα anorar (νιώθω
νοσταλγία), που προέρχεται από το καταλανικό enyorar, που με τη σειρά του ανάγεται στη λατινική λέξη
ignorare (να μην έχεις επίγνωση, να μην γνωρίζεις, να μην έχεις βιώσει, να μην διαθέτεις ή να στερείσαι). Υπό
αυτό το ετυμολογικό πρίσμα, η νοσταλγία παραπέμπει στον πόνο της άγνοιας, της έλλειψης γνώσης. Είσαι
μακριά, κι εγώ δεν ξέρω τι έχεις απογίνει. Η χώρα μου βρίσκεται μακριά, και δεν γνωρίζω τι συμβαίνει εκεί.
Ορισμένες γλώσσες αντιμετωπίζουν προβλήματα με την έννοια της νοσταλγίας: οι Γάλλοι μπορούν να την
εκφράσουν μόνο με το ουσιαστικό από την ελληνική ρίζα και δε διαθέτουν σχετικό ρήμα. Μπορούν να πουν
Je m’ennuie de toi (Μου λείπεις), ωστόσο το ρήμα s’ennuyer είναι ασθενές και ψυχρό -ή εν πάση περιπτώσει,
υπερβολικά ελαφρύ για ένα τόσο βαρύ συναίσθημα. Οι Γερμανοί σπάνια χρησιμοποιούν τον ελληνικής ρίζας
όρο Nostalgie, και συνήθως χρησιμοποιούν τον όρο Sehnsucht όταν αναφέρονται στην επιθυμία για κάτι
που απουσιάζει. Ωστόσο, το Sehnsucht μπορεί να αναφέρεται τόσο σε κάτι που υπήρξε όσο και σε κάτι που
δεν υπήρξε ποτέ (σε μια νέα περιπέτεια), και συνεπώς δεν υποδηλώνει κατ’ ανάγκην την ιδέα του νόστου. Για
να περιληφθεί στο Sehnsucht ο πόθος της επιστροφής χρειάζεται μια συμπληρωματική φράση: Sehnsucht
nach der Vergangenheit, nach der verlorenen Kindheit, nach der ersten Liebe (λαχταρώντας το παρελθόν,
τη χαμένη παιδική ηλικία, μια πρώτη αγάπη).
Μίλαν Κούντερα, από το βιβλίο Η Άγνοια, 2000
The Greek word for “return” is nostos. Algos means “suffering”. So nostalgia is the suffering caused by an
unappeased yearning to return. To express that fundamental notion most Europeans can utilize a word
derived from the Greek (nostalgia, nostalgie) as well as other words with roots in their national languages:
anoranza, say the Spaniards; saudade, say the Portuguese. In each language these words have a different semantic nuance. Often they mean only the sadness caused by the impossibility of returning to one’s
country: a longing for country, for home. What in English is called “homesickness”. Or in German: Heimweh.
In Dutch: heimwee. But this reduces that great notion to just its spatial element. One of the oldest European
languages, Icelandic (like English) makes a distinction between two terms: söknuour: nostalgia in its general
sense; and heimpr: longing for the homeland. Czechs have the Greek-derived nostalgie as well as their own
noun, stesk, and their own verb; the most moving, Czech expression of love: styska se mi po tobe (“I yearn
for you”, “I’m nostalgic for you”; “I cannot bear the pain of your absence”). In Spanish anoranza comes from
the verb anorar (to feel nostalgia), which comes from the Catalan enyorar, itself derived from the Latin word
ignorare (to be unaware of, not know, not experience; to lack or miss). In that etymological light nostalgia
seems something like the pain of ignorance, of not knowing. You are far away, and I don’t know what has
become of you. My country is far away, and I don’t know what is happening there. Certain languages have
problems with nostalgia: the French can only express it by the noun from the Greek root, and have no verb
for it; they can say Je m’ennuie de toi (I miss you), but the word s’ennuyer is weak, cold -anyhow too light for
so grave a feeling. The Germans rarely use the Greek-derived term Nostalgie, and tend to say Sehnsucht
in speaking of the desire for an absent thing. But Sehnsucht can refer both to something that has existed
and to something that has never existed (a new adventure), and therefore it does not necessarily imply the
nostos idea; to include in Sehnsucht the obsession with returning would require adding a complementary
phrase: Sehnsucht nach der Vergangenheit, nach der verlorenen Kindheit, nach der ersten Liebe (longing
for the past, for lost childhood, for a first love).
Milan Kundera, from Ignorance, 2000
Miramare
2011
Τύπωμα inject
Miramare
2011
Inject print
Sifis Lykakis
Dionisis Kavallieratos
Σήφης Λυκάκης
Διονύσης Kαβαλλιεράτος
Σήφης Λυκάκης – Αν ανατρέξουμε στην ιστορία των τεχνών, ο σκοπός του γλυπτού-αγάλματος υπήρξε
πάντοτε δηλωτικός του πνευματικού μηνύματος κάθε εποχής και συνδέθηκε με θεολογικές-μυθολογικές
έννοιες, με αισθητικές ερμηνείες της ζωής ή με πρακτικές ανάγκες, δημιουργώντας εν μέρει παγιωμένες
ταυτότητες μέσα από την πραγματική ή δυνητική κοινωνική πραγματικότητα, δίνοντας ανθρώπινη υπόσταση
στις θεϊκές μορφές.
Διονύσης Kαβαλλιεράτος –Έλληνες! Νομίζουμε ότι το ξένο είναι πιο γλυκό και η γυναίκα του άλλου
ομορφότερη από τη δική μας. Δε θα διστάσω να μαχαιρώσω πισώπλατα τον καλύτερό μου φίλο, μόλις αυτός
μου γυρίσει την πλάτη.
Sifis Lykakis –Looking back at the history of arts, the purpose of a sculpture-statue was to represent the
spiritual message of an epoch, whether it was related to any theological-mythological concept, aesthetic
meaning of life or practical need. It created partially situated identities out of actual or potential social reality,
in terms of divine forms of human perception.
Dionisis Kavallieratos – We, Greeks, find the neighbors’ grass greener and his wife prettier than ours. My
own best friend will turn his back and I will stab him.
221 \ 222
Artistique
2005
Βίντεο
1’ 45’’
Artistique
2005
Video
1’ 45’’
Bruce Nauman
[… ] Το τελευταίο έργο μου που παραλίγο να γίνει σε νέον ήταν το Partial Truth (Η Μερική Αλήθεια), την
περίοδο προτού πεθάνει ο Konrad (πρόκειται για τον Konrad Fischer της γκαλερί Konrad Fischer του
Ντίσελντορφ). Ήταν τη χρονιά που είχαμε υπενοικιάσει με την Susan (Rothenberg) μια σοφίτα στη Νέα
Υόρκη. Ο Konrad το είχε μάθει. Με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: «Bruce, μαθαίνω ότι μετακομίζεις στη Νέα
Υόρκη». «Όχι, ίσως εν μέρει μόνο. Αυτή είναι η μερική αλήθεια», του απάντησα. Και εκείνος είπε: «Ωραία
ιδέα για ένα έργο. Πρέπει να το κάνουμε». Δεν το πολυσκέφτηκα, όμως πράγματι δημιούργησα ένα σχέδιο.
Μέχρι να το τελειώσω, εκείνος είχε ήδη αποφασίσει να γίνει σε νέον. Πέθανε όμως, προτού γίνει οτιδήποτε.
Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελα να το κάνω σε νέον. Πίστευα ότι η πέτρα ήταν το κατάλληλο μέσο. Αυτή ήταν
λοιπόν η τελευταία μου απόπειρα να δημιουργήσω κάτι με νέον.
Ο Bruce Nauman μιλά για τη διαδικασία της δημιουργίας του έργου Partial Truth (Η Μερική Αλήθεια) σε συνέντευξή του
στην Joan Simon (2001) για το βιβλίο Please Pay Attention Please: Bruce Nauman’s Words: Writings and Interviews,
επιμ. Janet Kraynak, The MIT Press / Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη / Λονδίνο 2005
[… ] The last work that almost came up in neon was the piece I did, Partial Truth, when Konrad (Fischer) [of
Konrad Fischer Galerie, Düsseldorf] was dying. It was the year that Susan (Rothenberg) and I had sublet
a loft in New York. Konrad had heard about that. He called and said, “Bruce, I hear you’re moving to New
York”. I said, “No, well maybe partly. This is partly true”. And he said, “This is a piece. We’ll make this piece”.
So I didn’t really think about it very much, but I did make a drawing. By the time I’d made a drawing, he’d already made plans to have it made in neon. Then he died before anything got done. I didn’t really want to do
it in neon; it seemed appropriate to do it in stone. That was the last tiny thing that almost got done in neon.
Bruce Nauman discusses the process of creating Partial Truth in an interview by Joan Simon (2001) in Please Pay
Attention Please: Bruce Nauman’s Words: Writings and Interviews, ed. Janet Kraynak, The MIT Press / Cambridge,
Massachusetts / London, 2005
Η Μερική Αλήθεια
1997
Εγχάρακτος μαύρος γρανίτης
45.7 x 61 x 5.1 εκ.
Partial Truth
1997
Hand-carved black granite
45.7 x 61 x 5.1 cm
223 \ 224
Alessandro Pessoli
Ο Καλιγούλας είναι η μοναδική μου ταινία animation. Αποτελεί τη φυσική κατάληξη της μακράς ενασχόλησής μου με
το σκίτσο, στο οποίο αφιέρωσα το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1990. Άρχισα να δουλεύω την ταινία στα τέλη
του 1999 και την ολοκλήρωσα το 2002. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός μου
ήταν το σκίτσο μικρού και μεσαίου μεγέθους: συχνά, ένα μόνο έργο περιλάμβανε μια σειρά από 100 ή 200 σκίτσα. Με
συνεπήραν οι αφηγηματικές δυνατότητες που έχει η αλληλουχία ξεχωριστών σκίτσων, όπως επίσης και η ικανότητά
της να δημιουργεί πολλαπλές ιστορίες και διαφορετικά νοήματα.
Η ελαφρότητα του σχεδίου μού έδωσε την ευκαιρία να εμπλουτίσω την ίδια δουλειά με τις πιο ετερόκλητες πηγές όπως
το κόμιξ, η ιστορία της τέχνης, ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία, οι φωτογραφίες μεγάλων μαχών, η επιστημονική
φαντασία, οι εφημερίδες, κ.ά. Ανασυνθέτοντας αυτό το ετερογενές σύνολο πηγών, δημιούργησα σειρές σκίτσων, που
μέχρι σήμερα τις θεωρώ ως μικρές νοητικές ταινίες.
Ο Καλιγούλας αποτελεί την κορύφωση αυτής της φάσης -τα σκίτσα μεταμορφώνονται πραγματικά σε κινούμενα σχέδια. Ο
Καλιγούλας δεν έχει συμβατική αρχή και τέλος, ούτε παρακολουθεί την εξέλιξη μιας ιστορίας. Θυμίζει περισσότερο τη δομή
των ονείρων, καθώς διαθέτει όπως και τα όνειρα μεγάλο συμβολικό πλούτο. Οι άνθρωποι, τα ζώα, τα άψυχα αντικείμενα
εμφανίζονται και εξαφανίζονται μέσα από μία συνεχή παλινδρόμηση από τη δημιουργία στην καταστροφή, αποτυπωμένα
σε μία κατάσταση πυρετώδη, που κινείται ανάμεσα σε ένα δυνητικό νόημα και τη διάλυσή του. Η ταινία εναλλάσσει στιγμές
παιχνιδιού και απόγνωσης, βίας και παραίτησης, σεξουαλικότητας και θρησκευτικών συμβόλων, ένα είδος σκηνοθεσίας
των ανθρώπινων εντάσεων, του συνειδητού και του ασυνειδήτου, ενός κόσμου σε κατάσταση παραίσθησης, όπου οι
περισσότερες πτάξεις μοιάζουν να επιτελούνται σε κατάσταση υπνοβασίας.
Οι πηγές εικονογράφησης που χρησιμοποίησα είναι ποικίλες -πολλές προέρχονται από τον Eadweard Muybridge,
καθώς αντέγραψα ολόκληρες αλληλουχίες από το Animal Locomotion, το The Human Figure in Motion και το Animals
in Motion. Χρησιμοποίησα επίσης πολλά εγχειρίδια ανατομίας για καλλιτέχνες και μια φωτογραφία ενός ξυλόγλυπτου
του Donatello με έναν Εσταυρωμένο. Άλλες πηγές αποτέλεσαν και διάφορα λευκώματα φωτογραφιών για τον Α’
Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα λεύκωμα για τα οπλικά συστήματα των ελίτ στρατιωτικών σωμάτων, βιβλία για ταινίες τρόμου
και επιστημονικής φαντασίας, περιοδικά και εφημερίδες, από όπου άντλησα πολλές διαφημιστικές καταχωρίσεις. Η
μουσική επένδυση είναι εμπνευσμένη από τις μουσικές που άκουγα ενόσω δούλευα -συγκροτήματα όπως οι Spiritualized, ORB, Autechre, Suicide, Pansonic, και ο Pier Sebastien.
Caligola is the only animation movie I have ever realized. It’s the natural development of a long-term project that i was
working on during the ‘90s. I started making this animation movie at the end of 1999 and finished it in 2002. During
that period, drawing on small and medium format represented the center of my interests: often a single work was
formed by a series of 100 or 200 drawings. I was fascinated by the associations that single images create when they
are arranged in a sequence and by their power to create multiple stories and meanings.
The lightness of the drawing gave me the possibility to insert within the same work the most diverse sources: comics,
art history, cinema, literature, images of big battles, science fiction, newspapers etc. All this material was fragmented
and recomposed in sets of drawings which, even today, I consider to be short intellectual movies.
Caligola is the apex of this phase; the drawings are really transformed into moving images. Caligola does not have an
actual beginning or an end, nor does it follow the development of a single story; rather it is similar to the free structure
of dreams, sharing with them symbolic richness; human beings, animals, inanimate objects appear and disappear
in a continuous movement from construction to destruction, caught in a state of feverishness, between a possible
meaning and its dissolution. The movie presents alternating moments of playfulness and desolation, violence and
resignation, death and renaissance, sexuality and religious symbols, a sort of mise-en-scène of the human tensions,
conscious and unconscious, a hallucinated world in which the majority of the actions seems to be performed in a
state of somnambulism.
The iconographic sources that I have used are disparate and a lot of them come from Eadweard Muybridge. I have
included whole movement sequences from Animal Locomotion, The Human Figure in Motion and Animals in Motion.
I have also used several manuals of anatomy for artists, an image of a wooden sculpture of Donatello, and a Christ
on the Cross. Other iconographic material is drawn from various illustrated books on World War I, an illustrated book
on the weapons of elite army corps, various books on horror movies and science fiction, magazines and newspapers
from which I have often taken advertisement images. The soundtrack is a compilation mix of the music that I was
listening to while I was drawing, bands like Spiritualized, ORB, Autechre, Suicide, Pansonic and Pier Sebastien.
Alessandro Pessoli
225 \ 226
Καλιγούλας
1999/2002
Ταινία animation
10’ 30’’
Caligola
1999/2002
Animation film
10’ 30’’
ΤΕΛΛΟΓΛΕΙΟ ΙΔΡΥΜΑ ΤΕΧΝΩΝ Α.Π.Θ.
TELOGLION FOUNDATION OF ART AUTh
Το Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών δημιουργήθηκε από την αγάπη για την τέχνη του Νέστορα και της Αλίκης
Τέλλογλου. Ο μεγάλος πυρήνας της συλλογής του σήμερα είναι δικό τους δημιούργημα. Θέλοντας να
δημιουργήσουν ένα «σχολείο για την τέχνη», στη δεκαετία του ‘70, αποφάσισαν να δωρίσουν τη συλλογή τους
στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και μαζί με αυτή όλη τους την περιουσία.
Πυρήνα της συλλογής του Τελλογλείου Ιδρύματος Τεχνών αποτέλεσε η συλλογή έργων τέχνης, του ζεύγους
Τέλλογλου. Με έντονο το προσωπικό στοιχείο στη διαμόρφωση της συλλογής οι Τέλλογλου κατάφεραν να
συγκροτήσουν ένα σύνολο που μπορεί να παίξει το ρόλο εκπαιδευτικού οδηγού στην ιστορία της νεοελληνικής
και όχι μόνο τέχνης. Η δωρεά στο Τελλόγλειο της συλλογής έργων τέχνης του Τώνη Σπητέρη πρόσθεσε
σημαντικά έργα σύγχρονης ζωγραφικής κυρίως Ελλήνων καλλιτεχνών των δεκαετιών του 1970 και 1980.
Η δωρεά της συλλογής του Δημητρίου Τσάμη, με σημαντικά έργα νεοελληνικής ζωγραφικής, γλυπτικής του
19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, πρόσθεσε στο Τελλόγλειο το μοναδικό σε ποιότητα και ποσότητα σύνολο
χαρακτικών στην Ελλάδα (σύνολα Γαλάνη, Κογεβίνα, Παπαδημητρίου κ.ά.).
Σημαντικό εφόδιο του Τελλογλείου δεν είναι μόνον οι Συλλογές, αλλά και η Βιβλιοθήκη του και το περίφημο
αρχείο του Τώνη Σπητέρη, ίσως το σημαντικότερο εργαλείο για τη μελέτη της νεοελληνικής και ευρωπαϊκής
τέχνης στην Ελλάδα. Σε αυτό προστέθηκαν και άλλα αρχεία, το Αρχείο Γεωργίου Μουρέλου, το αρχείο Τσάμη
και τελευταία η Βιβλιοθήκη του Μαρίνου Καλλιγά, ένα πολύτιμο εργαλείο στον χώρο της τέχνης.
Στα δέκα χρόνια λειτουργίας του το Τελλόγλειο διοργάνωσε ή φιλοξένησε μια σειρά θεματικών εκθέσεων
που τις περισσότερες φορές αναδείκνυαν όχι μόνο τμήματα των συλλογών του, αλλά παράλληλα πρότειναν
στον επισκέπτη απρόσμενα θέματα με συνεχείς εναλλαγές με απώτερο στόχο τη διαρκή εγρήγορση στην
επικοινωνία με ένα ευρύτερο κοινό με ποικίλα ενδιαφέροντα. Επιστέγασμα όλων των εκθέσεων αποτελούν
οι πρόσφατες εκθέσεις των τριών τελευταίων ετών, Picasso: Suite 347, Ο Miro της Μαγιόρκα καιToulouse
Lautrec που γνώρισαν στο κοινό της Ελλάδας το έργο μεγάλων δημιουργών του 20ού αιώνα.
229 \ 230
The Teloglion Foundation, since its establishment in 1972, has been a cultural oasis for the city of Thessaloniki.
It quickly came under the auspices and supervision of the Aristotle University. Its core consists of the personal
art Collection and the entire property of Nestor and Aliki Telloglou, which were granted before the death of the
donor’s to the university community.
The main part of the Collection consists of works by Greek artists of the 19th and 20th century and includes
oils, watercolors, drawings, prints and sculptures. In addition, there are artworks from different cultures and
eras, from the Roman period to Arabic and Chinese cultural tradition. The main trunk was further enriched by
the donations of Tony and Joan Spiteris of George Mourelos, by Dimitrios Tsamis’s Collection, and by donations from artists and art lovers.
The Teloglion Foundation of Arts, was inaugurated in the December of 1999 with the exhibition Collections
and Donations. It’s housed in a modern, impressive building of 5500 sq.m on the northern green edge of the
campus and it has a view of the Thermaikos gulf. Its ultimate goal is the systematic acquaintance of the visitors with the art, the collection, the record and study of our cultural heritage, the creation of conditions suitable
for cooperation between the artists and scholars and the meaningful contact of the children with the artwork
through special educational programs.
To this end, the Teloglion has organized a series of major exhibitions of the great masters. These started in January 2008 with the Suite 347 by Picasso and continued in September 2009 with Mirο of Mallorca. These ambitious efforts, despite all sorts of difficulties, both economic and organizational, continued in 2010-2011 with
the exhibition Toulouse-Lautrec. This focused on the great artist’s work which celebrated the Belle Epoque
and praised its world of entertainment, cabaret, cafe-concerts, dance and music.
Thomas Dworzak
Επί σειρά ετών έκανα τα πάντα για να δραπετεύσω από τη μικρή πόλη της Βαυαρίας όπου μεγάλωσα,
καταλήγοντας τελικά στη Μόσχα στην ηλικία των είκοσι. Αφού έζησα εκεί περισσότερο από έναν χρόνο,
ματαιοπονώντας ως φωτογράφος -μελετώντας ρωσικά και φωτογραφίζοντας κυριολεκτικά τα πάντα, χωρίς
καμία συνοχή ή κάποιο συγκεκριμένο θέμα- ανακάλυψα τον Καύκασο. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά.
Την άνοιξη του 1993 αποφάσισα να ζήσω στην Τιφλίδα για λίγους μήνες, προτού εγγραφώ στο πανεπιστήμιο
στο τέλος του καλοκαιριού. Τότε ήταν που άρχισα να ανακαλύπτω χωρίς προκατάληψη τους πολιτισμούς
του Καυκάσου. Τη φιλοξενία των ανθρώπων. Την ομορφιά των γλωσσών. Τις ραγδαίες αλλαγές στη μετασοβιετική περίοδο. Τους πολέμους και τις συγκρούσεις, τη γενναιότητα και τη σκληρότητα. Μόνο ένας τόπος
τόσο ακραίων αντιθέσεων μπορεί να σου γεννήσει τόσο ακραία συναισθήματα. Η περιοχή με συνάρπασε και
με καθήλωσε. Αρχικά σκόπευα να μείνω εκεί για λίγους μήνες και κατέληξα να παραμείνω αρκετά χρόνια.
Ο Καύκασος έγινε η δική μου ιστορία -και δεν ήταν μια οποιαδήποτε ιστορία. Τα χρόνια που ακολούθησαν,
προσπάθησα να φωτογραφίζω τα πάντα και να μαθαίνω όσα περισσότερα μπορούσα για τον τόπο αυτόν.
Η φωτογραφία ήταν ο λόγος αλλά και η αφορμή για να τον ζήσω, να τον βιώσω και να νιώσω ότι αποτελώ
κομμάτι της ιστορίας του. Να βρίσκομαι εκεί, σε εκείνον τον τόπο, τη συγκεκριμένη στιγμή της ιστορίας. Η
ένταση του πολέμου στην Τσετσενία και η σχετικά γλυκιά ζωή στην Τιφλίδα μου έγιναν ένα είδος εξάρτησης.
Καθώς δεν είχα άλλες δυνατότητες ή κάποιον τόπο για να επιστρέψω, τα χρόνια πέρασαν και έπρεπε να
φτάσει το 1998 για να μπορέσω να αφήσω πίσω τον Καύκασο. Έκτοτε, ότι κι αν έχω κάνει, φαντάζει μουντό
και απόμακρο. Έχοντας ανακαλύψει τη σημασία της «Εμπειρίας του Καυκάσου» στη ρομαντική ρωσική
λογοτεχνία του 19ου αιώνα, προσπαθώ επιτέλους να δημιουργήσω ένα βιβλίο με όλες τις φωτογραφίες μου
από εκείνα τα χρόνια. Εντέλει, η Βαυαρία παραμένει η πατρίδα μου, οι ρίζες μου, ο τόπος καταγωγής μου.
Όμως ο Καύκασος είναι ο τόπος όπου νιώθω ότι μεγάλωσα και γνωρίζω ότι πάντα θα επιστρέφω σε αυτόν.
For several years I had tried everything possible to flee from the small Bavarian town I grew up and I ended up
eventually in Moscow, at the age of twenty. After spending more than a year there trying, unsuccessfully, to
get my act together as a photographer -studying Russian and photographing pretty much everything I came
across without a specific story or clue- I discovered the Caucasus. It was love at first sight. In the spring of 1993,
I decided to try and live in Tbilisi for a few months before going to university at the end of the summer. It was then
when I began to discover the cultures of the Caucasus, without preconceptions; the hospitality of the people; the
beauty of the languages; the incredibly fast changes in the post-Soviet period; the wars and conflicts, bravery
and cruelty. Only this place of such extremes could only provoke such extreme emotions. I became fascinated
and overwhelmed by the region. I meant to stay only for a few months and ended up staying for several years. It
became my story, The Caucasus, and not just any story. In the years to come I would try to photograph everything and learn as much as I could about the place. Photography was my objective but also the excuse to live it,
to experience and be part of the story. To be there, to be present in that place at that specific instant in history.
The intensity of the war in Chechnya and the relatively sweet life in Tbilisi were like an addiction. Not really having
any other opportunities or place to go back to, it took until 1998 for me to be able to leave this place behind. To
this day, everything I do afterwards seems slightly pale and distanced. Having discovered the importance of the
“Caucasus Experience” in 19th century romantic Russian literature, I am finally trying to put together a book with
all my pictures from these years. In the end, Bavaria is still my home, my origins, the place where I come from. But
the Caucasus is where I feel like I have grown up, and I know I will always keep returning there.
Thomas Dworzak
Τελετή αποφοίτησης από το σώμα δοκίμων Κοζάκων του Novotsherkassk
(από τη σειρά Καύκασος, 1993-1998)
Περιοχή Stavropol, Ρωσία, 1997
Αργυροτυπία
11 x 14 ίντσες
Ο διάσπαρτος θραυσμάτων τοίχος του εκθεσιακού χώρου
(από τη σειρά Καύκασος, 1993-1998)
Γκρόσνι, Τσετσενία, 1996
Αργυροτυπία
11 x 14 ίντσες
Graduation ceremony in the Novotsherkassk Cossack cadet corps (from
the Kavkaz series, 1993-1998)
Stavropol Region, Russia, 1997
Reference silver gelatin print
11 x 14 inches
The shrapnel splattered wall of the exhibition hall
(from the Kavkaz series, 1993-1998)
Grozny, Chechnya, 1996
Reference silver gelatin print
11 x 14 inches
Tayfun Serttas
Η εγκατάσταση του Tayfun Serttas συνίσταται συχνά στην πολυεπίπεδη χρήση διαφόρων μέσων, όπως
ready-mades αντικείμενα, γλυπτά, βίντεο, φωτογραφίες, βιβλία καλλιτεχνών και σχέδια που τεκμηριώνουν
ένα θέμα. Ο καλλιτέχνης διερευνά, μέσα από διαφορετικές οπτικές, την κανονιστική μνήμη που βασίζεται
στο μοντέλο της «σύγχρονης κοινωνίας», υιοθετώντας μια ψυχο-στρατηγική θέση που έρχεται αντιμέτωπη
με τα κυρίαρχα ρεύματα της συνείδησης στο έργο του. Χρησιμοποιώντας πολλαπλά μέσα έκφρασης, ο
καλλιτέχνης αναζητά τις κοινωνικές αναταραχές της πρόσφατης ιστορίας, υπό το πρίσμα της παρέμβασης
του φαντασιακού παρελθόντος στο παρόν και του πολυσύνθετου αντίκτυπού τους στην εξίσωση άτομοταυτότητα-πολιτισμός. Το αποτέλεσμα είναι μια οπτική γλώσσα, η οποία αντλεί τη δύναμή της από τις
πειραματικές αφηγήσεις που διασταυρώνουν τις κοινωνικές επιστήμες και τις διάφορες εκφράσεις της
σύγχρονης τέχνης.
Tayfun Serttas’s installation-focused work is often formed from the multilayered engagement of various media including ready-mades, found objects, sculptures, videos, photographs, artists’ books and drawings around
a documentary theme. From various viewpoints, he interrogates normative memory based on the model of
“modern society”, assuming a psycho-strategic position encountering dominant streams of consciousness
in his work. The artist conducts interdisciplinary research into the social interruptions of recent history, in the
context of the intervention of the assumed past to the present and their complex impact within the equation
of the individual, identity and culture, constructing a visual language that draws strength from experimental
narratives between social sciences and contemporary art disciplines.
Studio Osep
Ανοιχτό Αρχείο
2009
Φωτογραφικό αρχείο
Διάφορες διαστάσεις
Studio Osep
Open Archive
2009
Visual archive
Various sizes
233 \ 234
Socratis Socratous
Σωκράτης Σωκράτους
[...] Ο Σωκράτης Σωκράτους εκκινώντας από μια παρόρμηση -να εξετάσει δηλαδή την πιθανότητα για έναν
ου-τόπο, για ένα απαράβατο άσυλο (όπως το ονομάζει) που σε μια εποχή κατάρρευσης και παραβίασης
εξακολουθεί να παραμένει ανέγγιχτο, προσφέροντας καταφύγιο στο όνειρο για μια καλύτερη ζωήστρέφεται στο αστικό τοπίο για απαντήσεις. Επηρεασμένος από τα πρόσφατα φαινόμενα βίας, ρατσιστικών
επιθέσεων και κοινωνικών αναταράξεων στα αστικά κέντρα ανά τον κόσμο, και στην Αθήνα ιδιαίτερα,
μετατρέπει την πόλη στο δικό του «πεδίο μάχης» και την απογυμνώνει από τα υλικά της. Αντικείμενα με τα
οποία αρματώνεται συνήθως ο πολίτης για να εκφράσει την οργή, την απόγνωση και την αγανάκτησή του σε
έναν ακήρυχτο πόλεμο κατά του «συστήματος», γίνονται στα χέρια του οι πρώτες ύλες για μια διαφορετικού
τύπου γλυπτική.
[...] Από την Καλλίπολη της πλατωνικής Πολιτείας μέχρι τις προτάσεις του Le Corbusier, η πόλη συνδέθηκε
με την αναζήτηση της ευτυχίας και της ιδανικής συμβίωσης. Εντούτοις, το αστικό περιβάλλον μετατρέπεται
συχνά σε τόπο βίαιων συγκρούσεων και ακραίων συμπεριφορών. Την ίδια στιγμή που οικοδομείται,
μεταμορφώνεται, αναδημιουργείται μπορεί παράλληλα να καταστραφεί, να γκρεμιστεί, να ερειπωθεί και
να παραμείνει μια πόλη συμβιβασμένη με τα δικά της συντρίμμια. Αυτό είναι κάτι που απασχολεί τη δουλειά
του Σωκράτους, καθώς ο καλλιτέχνης αναγνωρίζει στον αστικό χώρο αυτό που έχει πει ο Mumford: «η πόλη
είναι η σκηνή του θεάτρου της ζωής» 1.
1
Mumford, Lewis, “What Is A City?”, The City Reader, επιμ. Richard T. LeGates και Frederic Stout, Λονδίνο, Routlege,
1996, σ.94.
Αποσπάσματα από το κείμενο της Έλενας Πάρπα «The Cyprus Experiment» για τη δουλειά του Σωκράτης Σωκράτους
Απαράβατο Άσυλο, 2011.
[…] Having the same impulse as a starting point, the intention to examine the possibility for a non-existent
place (u-topia in Greek is defined as no-place), for an inviolable refuge as he calls it, the artist turns to the
urban landscape in search for answers. At a time when everything is falling apart and violated, this should
remain untouchable, he suggests, offering shelter to the dream for a better life. Affected by recent violent
incidents, racist attacks and social upheavals in urban areas around the world and especially in Athens,
the artist transforms the city into his own “battle field” and strips her off her materials. Objects with which
the citizen usually “armours” himself in order to express his resentment, his frustration and despair in an
undeclared war against “the system”, become in the artist’s hands the raw materials for a different type of
sculpture.
[…] From Plato’s Kallipolis in The Republic to Le Corbusier’s propositions, the city has been associated with
the search for happiness and ideal coexistence. However, the urban landscape is often transformed into
a place of violent conflicts and extreme behaviours. At the same time it is being constructed, transformed,
recreated, it can be destructed, ruined, deserted and remain a city compromised by its own debris. This
is something that Socratous engages with in his art. The artist identifies in the urban space what Mumford
said: “the city is a theatre of social action”1.
1
Mumford, Lewis, “What Is A City?”, The City Reader, Richard T. LeGates and Frederic Stout, eds., London, Routlege,
1996, p.94.
Extracts from Elena Parpa’s text “The Cyprus Experiment” on Socratis Socratous’ work Inviolable Refuge, 2011.
235 \ 236
Το Σχολείο
2011
Εγκατάσταση
The School
2011
Installation
ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΧΩΡΟΙ
VARIOUS VENUES
e-flux
Χώρος / Venue: ΔΥΝΑΜΟ / DYNAMO project space
ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ ΠΟΥΛΙ ΠΙΑΝΕΙ ΤΟ ΣΚΟΥΛΗΚΙ!
Μετά την πτώχευση και τη διακοπή των δραστηριοτήτων τους στη Νέα Υόρκη, έπειτα από το ξέσπασμα
της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης τον Φεβρουάριο του 2008, οι συνιδιοκτήτες του PAWNSHOP
(ΕΝΕΧΥΡΟΔΑΝΕΙΣΤΗΡΙΟΥ) των e-flux, Julieta Aranda και Anton Vidokle, αποφάσισαν να δοκιμάσουν την
τύχη τους στην Κίνα (Vitamin Shop, Πεκίνο, 2009) και στην ArtBasel το 2011. Σήμερα, φορτωμένο με ζεστό
χρήμα, το ΕΝΕΧΥΡΟΔΑΝΕΙΣΤΗΡΙΟ φτάνει επιτέλους στην Ελλάδα!
Είστε καλλιτέχνης με άμεση ανάγκη μετρητών;
Ξεχάστε τους μπελάδες των γκαλερί, ΑΠΟΚΤΗΣΤΕ ΤΩΡΑ ΜΕΤΡΗΤΑ! Πολλά! Άμεσα!
Άμεση καταβολή μετρητών! Ελάτε σήμερα!
Λειτουργικά, το ενεχυροδανειστήριο είναι μια επιχείρηση χορήγησης βραχυχρόνιων πιστώσεων, όπου ο
πελάτης βάζει ενέχυρο κάποιο αντικείμενο για να λάβει με τη μορφή μετρητών ένα ποσό που αντιστοιχεί
σε κλάσμα μόνο της πραγματικής αξίας του αντικειμένου. Ο πελάτης πρέπει να επιστρέψει έντοκα το ποσό,
προκειμένου να επανέλθει το αντικείμενο στην κατοχή του. Εάν, μετά την πάροδο 30 ημερών, ο ιδιοκτήτης
δεν έχει επιστρέψει στο κατάστημα για να λάβει το αντικείμενο, τότε ο ενεχυροδανειστής έχει δικαίωμα να το
πουλήσει. Το δε αντικείμενο παραμένει στη βιτρίνα μέχρι να επιστρέψει στον ιδιοκτήτη του ή να αγοραστεί από
κάποιον άλλον. Παρότι στην εποχή μας τα ενεχυροδανειστήρια τα συναντάμε συνήθως στις φτωχογειτονιές
των αστικών κέντρων ή κοντά σε ναούς του τζόγου, όπου το ζεστό χρήμα είναι περιζήτητο, ιστορικά τα
πράγματα ήταν διαφορετικά. Από την αρχαϊκή κοινωνία της Κίνας μέχρι την εποχή των Μεδίκων στην Ευρώπη,
τα ενεχυροδανειστήρια διαδραμάτιζαν τον ρόλο του πιστωτικού θεσμού στις κοινότητες όπου λειτουργούσαν.
Υπήρξαν μάλιστα οι χρηματοδότες ορισμένων εκ των σημαντικότερων ιστορικών γεγονότων, όπως η
ανακάλυψη της Αμερικής -το ταξίδι του Κολόμβου χρηματοδοτήθηκε με χρήματα που έλαβε η βασίλισσα
Ισαβέλλα της Ισπανίας, βάζοντας ενέχυρο τα κοσμήματά της. Είμαστε πολύ περίεργοι σχετικά με το τι θα
ανακαλύψει ο ιστορικός του μέλλοντος για τις δράσεις των ενεχυροδανειστηρίων της εποχής μας...
Εδώ και αρκετά χρόνια, οι e-flux πειραματίζονται με πρωτοποριακά για τον χώρο της τέχνης μοντέλα,
εξερευνώντας την ποιητική διάσταση της κυκλοφορίας και της διανομής. Λατρεύουμε τα ενεχυροδανειστήρια
για το μίγμα έντονης επινοητικότητας και προσμονής που τα διακρίνει... αλλά και για την ιδέα ότι το
αντικείμενο (ένα όπλο, ένα δαχτυλίδι ή ένα έργο τέχνης στη συγκεκριμένη περίπτωση) χρησιμοποιείται
ως ενέχυρο για την άντληση μετρητών, ως υποκατάστατο, που μπορεί να ανταλλαχθεί ξανά εντός ενός
προκαθορισμένου χρονικού διαστήματος. Θα μπορούσαμε να δούμε το ενεχυροδανειστήριο σαν μια σκηνή,
όπου τα εμπορεύματα και τα χρήματα ακολουθούν τα βήματα μιας χορογραφίας που τα βάζει δυνητικά
να κάνουν κύκλους και να αλληλοακυρώνονται, κάτι όμως που σπάνια συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Υπάρχει ιδανικότερο μέρος για να καθοριστεί και να επανακαθοριστεί η αξία του έργου τέχνης και του
χρήματος; Το αρχικό απόθεμα έργων του ΕΝΕΧΥΡΟΔΑΝΕΙΣΤΗΡΙΟΥ αποτελούσαν περισσότερες από 60
δημιουργίες καλλιτεχνών που προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν στο project. Με την έναρξη λειτουργίας του
ΕΝΕΧΥΡΟΔΑΝΕΙΣΤΗΡΙΟΥ, οι καλλιτέχνες είναι ελεύθεροι να προσέλθουν με οποιοδήποτε έργο θέλουν να
βάλουν ενέχυρο -εξετάζουμε όλα τα υποβαλλόμενα έργα, κι αν μας τραβήξουν το ενδιαφέρον, μπορεί να
τα εντάξουμε στο απόθεμά μας… Μετά από 30 ημέρες, τα έργα που δεν ανακτήθηκαν από τους αρχικούς
ιδιοκτήτες τους είναι διαθέσιμα προς πώληση.
Ενεχυροδανειστήριο / Pawnshop
2008
THE EARLY BIRD GETS THE WORM! Following its bankruptcy and closure in New York at the beginning of the global economic crisis in February 2008, e-flux PAWNSHOP proprietors Julieta Aranda & Anton Vidokle decided to try their luck in China,
at the Vitamin Shop in Beijing in 2009, and at Art Basel in 2011. Now, flush with cash, the PAWNSHOP is
finally coming to Greece!
Are you an artist in need of fast cash?
Forget gallery hassles, GET CASH NOW! High! Fast! Immediate cash payments! Come on down today!
Structurally, a pawnshop is a short-term loan business, which retains a collateral object in exchange for
cash -a small fraction of the object’s value that must be repaid with interest when the item is re-claimed by
its original owner. If, after 30 days, the item has not been claimed, the pawnbroker earns the right to sell it,
and the pawned object remains on display until it is picked up or purchased by someone else. Although
these days pawnshops are often found in distressed urban neighborhoods, or near gambling sites where
fast cash comes at a premium, this was not the case historically. From early Chinese society to the Medici
era in Europe, pawnshops served as primary lenders to their communities and provided financial bases
for some of the most important historical events of their times, including the discovery of the Americas;
Columbus’s voyage was funded by Queen Isabella of Spain pawning her jewels. We are very curious what
discoveries our pawnshop will bring about...
For several years now e-flux has been experimenting with models unusual for art, exploring the poetics of
circulation and distribution. We love pawnshops for their mix of acute inventiveness, futurity and anticipation... and the idea that the object (a gun, a ring, a work of art in our case) is collateral for cash, a substitution, which might be traded back for the object during a set duration of time. A pawnshop is a stage where
merchandise and money dance in a choreography that could have them circle back and cancel each other
out, but in fact rarely does. What better place to question how the value of the artwork and the worth of
money might be set, and reset. The PAWNSHOP’s initial inventory was comprised of over 60 pawned
works from a group of artists invited to participate in the project. Since the PAWNSHOP opened for business, artists have been free to walk in with any work they wanted to pawn -we look at all submissions and,
if we find any of interest, we may add them to our inventory. After 30 days, the artworks that have not been
retrieved by their original owners become available for sale.
e-flux
Olaf Nicolai
Ένα τραγούδι σε κάθε χώρο / A song in each venue
Το Escalier du Chant είναι ένα project που παρακολουθεί και καταγράφει τα τρέχοντα πολιτικά γεγονότα μιας
χρονιάς με τη μορφή ενός μουσικού χρονικού. Για την υλοποίηση αυτής της σειράς περφόρμανς, ο Olaf Nicolai
προσκάλεσε δώδεκα σύγχρονους συνθέτες να γράψουν τραγούδια για την τρέχουσα πολιτική ειδησεογραφία,
τα οποία παρουσιάζονται κάθε μήνα του 2011 στην κεντρική σκάλα της Pinakothek der Moderne του Μονάχου.
Το project είναι μια πρωτοβουλία της Pinakothek der Moderne σε επιμέλεια Bernhart Schwenk. Τα τραγούδια
ερμηνεύει η Neue Vocalsolisten της Στουτγάρδης. Κάθε τραγούδι συνοδεύεται από ένα μικρό βιβλιαράκι,
όπου καταγράφονται το γεγονός και η δήλωση του συνθέτη με κείμενο και εικόνα.
Το project παρουσιάζεται, ύστερα από πρόσκληση της Μπιενάλε Θεσσαλονίκης, σε όλους τους χώρους
της. Η επιλογή των τραγουδιών που θα παρουσιαστούν αποτελεί προϊόν διαλόγου με τους επιμέρους
χώρους και με το concept των έργων που παρουσιάζονται σε αυτούς. Υπό αυτήν την έννοια, το Escalier du
Chant συνεχίζεται στη Θεσσαλονίκη ως μια νέα εφαρμογή με χαρακτήρα ντοκιμαντέρ. Στα εγκαίνια αλλά
και σε διάφορες φάσεις, κατά τη διάρκεια της Μπιενάλε, προγραμματίζεται η ζωντανή ερμηνεία αρκετών
τραγουδιών.
Escalier du Chant is a project which follows and records current political events in the form of a musical
chronicle for one year. For this performance series concept, Olaf Nicolai invited twelve contemporary composers to write songs about present day political events which are performed once every month on the
central staircase of the Pinakothek der Moderne in Munich throughout 2011. The project was initiated by
the Pinakothek der Moderne and is curated by Bernhart Schwenk. The songs are performed by the Neue
Vocalsolisten Stuttgart. Each song is documented in booklets which record the event and the composer’s
statement in text and image.
The project is presented and documented on invitation in each of the Thessaloniki Biennale venues. The
selection of the songs for the Biennale reflects a dialogue with the individual venues and concepts for the
show. In this sense, Escalier du Chant is continued as a new implementation with a documentary character
in Thessaloniki. During the opening and at different times during the Biennale, a live performance of several
songs is planned.
www.escalierduchant.org
Escalier du Chant
2011
Φυλλάδιο για την περφόρμανς με βάση το μουσικό έργο
Ballad of Bradley Manning του Elliott Sharp
Escalier du Chant
2011
Booklet for the song Ballad of Bradley Manning by Elliott Sharp
241 \ 242
Constantin Xenakis
Κωνσταντίνος Ξενάκης
Το Βήμα της Κυριακής / Το Vima newspaper
O Κωνσταντίνος Ξενάκης δημιουργεί, εκ νέου, μια δράση που πραγματοποίησε για πρώτη φορά το
1971 στο Ζάγκρεμπ. Μια «εναλλακτική» εφημερίδα με τους δικούς της κώδικες αλλά και τα δικά της
«συνταρακτικά» νέα που περιπαίζουν σαρκαστικά, χιουμοριστικά και εντελώς καυστικά την παγκόσμια
ειδησεογραφία, ενσωματώνεται μέσα στην εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής, δίνοντας έτσι την
δυνατότητα σε κάθε αναγνώστη να αποκτήσει ένα «έργο τέχνης» -μέσω της εφημερίδας- στο σπίτι
του. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα επίκαιρη πρόταση -σε αυτούς τους αβέβαιους και δύσκολους καιρούς
για την Ελλάδα και τη Μεσόγειο- μέσω της οποίας, η τέχνη βγαίνει από τα στενά όρια του κόσμου της
και «μολύνει» με τον μοναδικό της τρόπο την καθημερινή ζωή. Οι περαιτέρω σκέψεις και προεκτάσεις
σε ότι αναφέρεται μέσα στο συγκεκριμένο τετρασέλιδο -λιγότερο ή περισσότερο κρυπτικά- δια χειρός
Κωνσταντίνου Ξενάκη, αφήνονται στον αναγνώστη του Βήματος.
Μαρίνα Φωκίδη
Η εφημερίδα κυκλοφορεί την ημέρα των εγκαινίων της 3ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης.
For the 3rd Biennale of Thessaloniki Constantin Xenakis is re-staging an action he first presented in
Zagreb, back in 1971. An “alternative” newspaper, with its own semantic codes and weirdly “remarkable” news, taunts with sarcasm, humor, and an utterly caustic manner the international news agenda.
It is inserted in the Sunday edition of the newspaper To Vima, offering to readers a genuine “work of art”
that comes to their homes -unexpectedly- via their Sunday routine. Re-staged today -during these turbulent and uncertain times for Greece and the whole Mediterraneanthe work seems remarkably fresh, in the way it makes the gesture of “art” escaping from the limitations
of its own world and penetrating everyday life. Any further thoughts or observations that might stem
from the more or less cryptic content of the four-page supplement by Xenakis are left to the readers of
the Vima.
Marina Fokidis
The newspaper will be availble on the day of the opening of the 3rd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art
243 \ 244
ΠΕΡΦΟΡΜΑΝΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΟΛΕΣ
PERFORMANCES AND SCREENINGS
Alexandra Bachzetsis
Αλεξάνδρα Μπαχζέτση
Περφόρμανς στην αίθουσα εκδηλώσεων του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης
Performance in Macedonian Museum of Contemporary Art, Auditorium
Το έργο μου είναι μια διερεύνηση των εκφραστικών δυνατοτήτων των παραστατικών τεχνών, των τεχνικών
χορογραφίας και της σκηνικής συμπεριφοράς. Το ενδιαφέρον μου εστιάζεται κυρίως στους χειρονομιακούς
κώδικες τόσο της καθημερινή ζωής όσο και της σκηνής. Η χορογραφία μου διερευνά την αλληλεπίδραση
ανάμεσα στη χειρονομία και την κίνηση τόσο στην «ποπ κουλτούρα» -ρομαντικές κομεντί, τηλεοπτικές
σαπουνόπερες ή χιπ χοπ βιντεοκλίπ- όσο και στις «υψηλές τέχνες» όπως το μπαλέτο, ο σύγχρονος χορός
και η περφόρμανς. Αναζητώ νέες ιδέες στις περφόρμανς χορού μέσω της γόνιμης διασταύρωσης ανάμεσα
σε διακριτά ή και αλληλοαναιρούμενα πεδία του πολιτισμού. Στις περφόρμανς μου χρησιμοποιώ τα
στερεότυπα αναπαράστασης του γυναικείου σώματος, όπως τα συναντάμε στη σύγχρονη ποπ κουλτούρα,
στον χώρο του θεάματος και στη βιομηχανία του σεξ. Τα κλισέ της εμπορευματοποιημένης θηλυκότητας και
της εξιδανικευμένης αρρενωπότητας εκτρέπονται με στόχο να αποτελέσουν θεμέλιους λίθους μιας νέας,
λογικής και επίσημης γλώσσας που μετατρέπεται σε εργαλείο αυτοστοχασμού και μέσο χειραφέτησης.
Αλεξάνδρα Μπαχζέτση
My work constitutes an inquiry into expressions of performing arts, techniques of choreography and forms
of scenic behavior. My main interest lies in the codes defining gestures, both in everyday life and on stage.
My choreography scrutinizes the use of gesture and movement in terms of the mutual influence developing
between expressions of “popular culture”, such as romantic comedies, TV soap operas or hip-hop videoclips and expressions of “high culture”, such as ballet, modern dance and performance. I search for new
ideas in dance performance, inducing a productive crossing and translation between the, hitherto, isolated
or even mutually exclusive cultural fields. In my performances, I draw on stereotyped modes of representation of the female body in contemporary popular culture, in show business and in the sex industry. I divert
the clichés of commodified femininity and idolized masculinity, in order to use them as building blocks in a
new, consistent formal language that evolves into a tool of self-reflection and a means to empowerment.
Alexandra Bachzetsis
A Piece Danced Alone
2011
Περφόρμανς
A Piece Danced Alone
2011
Performance
247 \ 248
Yasmine Eid-Sabbagh
Περφόρμανς στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης
Performance in the State Museum of Contemporary Art
Μέσα από μια πρακτική εμπλοκής και μέσα από την επίτευξη αυτού που ονομάζω συλλογική δημιουργικότητα,
η οποία βασίζεται στην ανταλλαγή γνώσεων και εμπειριών, το έργο μου συνδέεται με τη δημιουργία
μιας κατάστασης που απορρέει από τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και τον τρόπο με τον οποίο
σφυρηλατούνται αυτές οι σχέσεις στον χρόνο. Μολονότι οι προθέσεις μου είναι σαφείς και δηλώνονται
εξαρχής, αφήνω να ωριμάσουν και να ακολουθήσουν αυτές οι καταστάσεις τη φυσική τους πορεία, κάτι
που προϋποθέτει τη βασιζόμενη στην αμοιβαία εμπιστοσύνη οικειότητα. Στο περιβάλλον του παλαιστινιακού
στρατοπέδου προσφύγων Burj al-Shamali, στα νοτιοανατολικά της Τύρου, στον Λίβανο, θέλησα, μέσα από
την προσωπική μου εμπλοκή, να εξετάσω τις σχέσεις των ανθρώπων με τη φωτογραφία στο συγκεκριμένο
πλαίσιο παραγωγής, πρόσληψης και χρήσης της. Μέσα από την ανάπτυξη στενών σχέσεων με τους
ανθρώπους που αποτελούσαν τη συντηρητική, καχύποπτη μικρογραφία κοινωνίας του στρατοπέδου, η
αντίληψή μου για τις εικόνες συνδυάζεται με τις αντιλήψεις των συνομιλητών μου, στο πλαίσιο αυτού που
έχω ονομάσει «φωτογραφική συζήτηση». Πρόκειται για μια αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους
και εμένα, με τη φωτογραφία να παίζει τον ρόλο του μεσάζοντα, που μιλά ο ίδιος και μιλούν γι’ αυτόν.
Ωστόσο, αυτός ο ουσιώδης διάλογος δε μπορεί να περιοριστεί στην ανταλλαγή ιδεών, σκέψεων,
ιστοριών, γεγονότων, πεποιθήσεων, απόψεων, αρχών ή αξιών, αλλά πρέπει να εκληφθεί ως διαδικασία
μετασχηματισμού που στην ιδανική περίπτωση οδηγεί όλους τους συνδιαλεγόμενους στην οδό της
αναθεώρησης, αμφισβητώντας δημιουργικά και αντιπαραθέτοντας τις ατομικές προδιαθέσεις. Θεωρώντας
ότι αυτή η διαδικασία μετασχηματισμού συνιστά την ουσία και την κινητήριο δύναμη κάθε καλλιτεχνικής
διερεύνησης, αναρωτιέμαι: πόσο απτή είναι η τεχνική της εμπλοκής ως καλλιτεχνική ή πολιτισμική
πράξη; Η περφόρμανς με τίτλο Re-immersion (τίτλος εργασίας) αποτελεί μια παρουσίαση της, ελαφρώς
τροποποιημένης, «πρώτης ύλης» που συνέλεξα τα τελευταία 5 χρόνια ενόσω ζούσα και εργαζόμουν στο
στρατόπεδο Burj al-Shamali. Κατά τη διάρκεια αυτής της περφόρμανς, θα καταπιαστούμε με ερωτήματα
σχετικά με τα αφηγηματικά και απεικονιστικά όρια των φωτογραφιών, καθώς και με θέματα που αφορούν
τον δημόσιο χαρακτήρα και την ορατότητα των φωτογραφιών στο πλαίσιο του συντηρητικού μικρόκοσμου
του στρατοπέδου προσφύγων.
Through a practice of immersion and the creation of what I call collective creativity based on an exchange
of knowledge and experiences, my work is linked to a situation, time and people or, to be more precise, to
the creation of a situation resulting from the relationship to people established over a given period of time.
Although my intentions are clear and laid out from the beginning I leave the evolvement of these situations,
which demand an intimacy grounded in a mutual confidence, to its natural process of unfolding. In the context of Burj al-Shamali camp, a Palestinian refugee camp southeast of Tyr in Lebanon, I aimed, through my
immersion, at examining people’s relation to photography in the specific context of its production, perception and usage. Through the development of an intense interaction with people within the conservative and
suspicious micro-society of the camp, my comprehension of images merges with that of my counterparts
in what I have initially defined a “photographic conversation”, a reciprocal relationship between people, with
myself and photography as a mediator, which talks and is talked about.
However, this substantial dialogue cannot be reduced to the exchange of ideas, thoughts, stories, facts,
beliefs, convictions, principles or values but is also a transformative process that ideally leads all parties
involved on a path of reconsideration, creatively challenging individual dispositions and negotiating them
in relation to each other. Considering this process of transformation itself as the essence and motor of an
artistic research, I have come to wonder how tangible the gesture of immersion as an artistic practice really
is? The performance Re-immersion (working-title) is a presentation of slightly modified “raw material” collected in the past 5 years while living and working in Burj al-Shamali camp. During the performance, questions concerning the narrative and representational limits of photographs, as well as questions related to
the public nature and visibility of photographs in the context of the conservative microcosm of the refugee
camp, will be tackled.
Yasmine Eid-Sabbagh
249 \ 250
Re-immersion (τίτλος εργασίας)
Στιγμιότυπα βίντεο από την περφόρμανς 2011
Re-immersion (working-title)
Video stills from the performance 2011
Solon Lekkas
Σόλων Λέκκας
Συναυλία στον προαύλιο χώρο του Αλατζά Ιμαρέτ
Opening concert in Alatza Imaret courtyard
[...] Αυτά τα πράματα δεν τα μαθαίνεις, σου ‘ρχονται μοναχά αυτά. Δεν τα μαθαίνεις, δεν μπορείς να πας
να σπουδάξεις χορευτής. Για να σπουδάξεις χορευτής, θα σε μάθει αυτός αυτό που θέλει, δε θα το μάθεις
όπως το θες εσύ, από μέσα σου. Όποιος τραγουδάει, άμα δέσεις τα πόδια του και τα χέρια του, δεν μπορεί
να τραγουδήσει. Δε σπουδάζεται ο σκοπός, ούτ’ ο χορός. Παλιά όλοι τον λέγαν τον σκοπό με το στόμα τους.
Καθόταν στο καφενείο και τραγουδάγαν κανένα ζεϊμπέκικο, κάναν «τάραν, τάραραν» με το στόμα και τσ’
άρεζε πιο πολύ έτσι, παρά με τη μουσική.
[...] Εγώ από μικρός μ’ αρέσαν αυτά τα τραγούδια, από το σχολειό που πηγαίναμε. Σχολειό που πηγαίναμε
μ’ έβαζ’ ο δάσκαλος, πρώτο μ’ έβαζε σειρά τραγούδια σχολικά, έτσι που λέγαμε. Τα μάθαινα έτσι (απ’ έξω),
τα θυμόμουν. Δεν τα γράφαμε, τα θυμόμασταν έτσι. Όλοι τότε τραγουδούσαμε παλιά, δε λέγαμε καινούρια.
Τ’ ακούγαμε που τα λέγανε, τα τραγουδούσαν παρέες, παρέες. Και καθόνταν στο καφενείο, άμα καθόνταν
δεν είχε τίποτ’ άλλο να βάλουν, ούτε τηλεόραση, ούτε τίποτα και λέγαν τραγούδια αυτοί. Χωρίς μουσική,
με το στόμα έτσι λίγο. Καμιά φορά τον αμανέ τον λέγαν δυό κι έλεγ’ ο ένας χαμηλά κι ο άλλος ψηλά. Δεν
είχε μουσική, ο ένας έπαιρνε το χρόνο τ’ αλλουνού. Είχε πολλοί που παίζανε σε νταβούλια, τουμπελέκια και
λέγαν έτσι τραγούδια. Αλλά στο καφενείο μέσα δεν παίζαν. Το λέγαν έτσι, τραγουδούσαν χωρίς όργανα.
Όλα τα τραγούδια, κάτι παλιά που λέγαν, τα λέγαν έτσι χωρίς όργανα. Όλ’ αυτά τα τραγούδια τα ξέρω. Αυτά
κι οι μουσικές που ερχόταν παίζαν αυτά τα τραγούδια. Κάτι ούτια που τα παίζαν, κάτι γέροι παίζαν αυτά τα
τραγούδια.
Σόλων Λέκκας
Ο Σόλων Λέκκας την ημέρα των εγκαινίων της Μπιενάλε συνοδεύεται από τους Καίτη Κουλλιά και τον Κυριάκο Γκουβέντα.
[...] You can’t learn those things; they spontaneously come to you. You can’t learn them; you can’t set
about to study to become a dancer. If you go to a dance school, the instructor will teach you what he wants,
not what your inner self tells you, what you would like to learn. If you bind the legs and hands of a singer, he
will be unable to sing. You can’t study how to sing or dance. In the old days, people would hum the tunes.
They would sit at the kafeneio and sing a zeibekiko humming “taran, tararan” and they would enjoy this
much more than they would if there was actual music accompanying them.
[...] I have enjoyed these songs ever since I was a kid in school. The teacher would put me up front in the
singing band where we performed school songs. I would memorize them, remember the lyrics by heart.
We didn’t have to write them down. Back then, everybody was singing the oldies, no new songs. We would
pick them up from other people singing them together. Sitting at the kafeneio, there was nothing else to
listen to; no TVs, no nothing -the customers themselves would be doing the singing. Without music, using
only their voices. Sometimes, two of them would sing an amane (long, drawn out love song), the first in a
high pitch and the other in a low pitch voice. There was no music; they would just follow each other. A lot
of people would play tabors and the toubeleki, singing the tunes. But they would not play their instruments
inside the kafeneio. They would only sing without music. All the songs, some old songs they knew, were
performed without instruments. I know all those songs. Even the visiting bands would perform the same old
songs. The old men, playing the oud, would also perform those songs.
Solon Lekkas
At the opening of the Biennale, Solon Lekkas will be accompanied by Kaiti Koulllia and Kyriakos Gouventas.
251 \ 252
Kostas Tsioukas
Κώστας Τσιούκας
Περφόρμανς στην αίθουσα εκδηλώσεων του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης
Performance in Macedonian Museum of Contemporary Art, Auditorium
Με σπουδές πληροφορικής, χορό από τα πέντε μου χρόνια, «maniac» με την ανακύκλωση και λάτρης του
λυρικού στοιχείου, μετά τις πετυχημένες παραστάσεις του έργου μου Λευκό Πάτωμα πάνω από το Έδαφος
συνεχίζω με τη νέα μου περφόρμανς με προσωρινό τίτλο DEAD OR ALIVE?. Ο τίτλος προέκυψε από μια
σκηνή της παράστασης, ένα κομμάτι του έργου που έγινε τίτλος, υποδηλώνοντας το «εδώ» και το «τώρα».
Η συγκεκριμένη παράσταση νιώθω ότι είναι σαν μια αλληλουχία πολλών παραστάσεων. Εξωτερικεύω τις
εμμονές μου με συγκεκριμένα πράγματα και ανάλογα με την περίοδο που διανύω, αυτές εκφράζονται
με διαφορετικό τρόπο. Αυτήν την περίοδο με ενδιαφέρει η διπλή αντιθετική κατάσταση, από τη μια της
αδράνειας και από την άλλη της δράσης. Από το λυρικό στοιχείο δε νομίζω να ξεφύγω ποτέ, γιατί μου αρέσει
να «ντύνει» τον χορό μου. Νιώθω ότι η μουσική κινητοποιεί και δυναμιτίζει το σώμα. Το σώμα για εμένα είναι
το δοχείο της ψυχής, εκτεθειμένο σε αέναα ερεθίσματα από παντού -από προηγούμενες εποχές, από το
σήμερα αλλά ακόμα κι από αυτά που φαντασιωνόμαστε για το μέλλον. Συχνά όμως με γοητεύει η κίνηση
άψυχων αντικειμένων, επίπλων, υφασμάτων, χρωμάτων και άλλων υλικών στα οποία δίνω ζωή και κίνηση.
Άραγε αυτά είναι ζωντανά ή νεκρά, DEAD OR ALIVE?
Θαυμάζω τους stand up comedians και χρησιμοποιώ αυτοβιογραφικά στοιχεία, επιλέγοντας πολλές σκηνές
από τη φύση και τη σχέση του ανθρώπου με τα ζώα, καθώς αυτό το περιβάλλον καθρεφτίζει τα παιδικά
μου βιώματα. Ο χορευτής μεταμορφώνεται σε ανθρώπινο juke box. Προσωπικά, την τεχνολογία θέλω να
την αξιοποιώ ως μέσο, ως φίλτρο των πραγμάτων που όμως δεν πρέπει να υπερκεράσει το ανθρώπινο
στοιχείο. Ακόμα και όταν χρησιμοποιώ βίντεο στις παραστάσεις μου, θέλω να υπάρχει μέσα ο ανθρώπινος
παράγοντας, το λάθος, η μουντζούρα. Η τεχνολογία που προσπαθεί να αγγίξει την τελειότητα είναι
υπερβολική. Για μένα ιδανικός συνδυασμός είναι η χρήση της τεχνολογίας με τη συνδρομή της φύσης. Για
παράδειγμα να φορτίζω το κινητό μου με ηλιακή ενέργεια. Όσο για την υλοποίηση της παράστασης, μόνο
οι φίλοι μου και η οικογένειά μου με βοήθησαν. Το «χωρίς προϋπολογισμό» διεγείρει τη φαντασία, χωρίς να
αλλοιώνει την αισθητική.
Κώστας Τσιούκας
As an artist with a computer studies background, who has been studying dance since the age of five, a
man who is passionate about recycling, and following the success of my work White Floor over the Ground,
I introduce my new performance, which has the working title DEAD OR ALIVE? The title was inspired by
a scene of the performance, by a part of the project that alludes to the “here and now”. I feel that this performance is, in fact, a sequence of many performances. I externalize my obsessions about various things,
which, depending on my current state of mind, are expressed in different ways. I am currently interested in
the opposite concepts of action and inaction. I think I will never be able to escape from the lyrical element,
since I enjoy using it to accompany my choreography. I believe music is a stimulant that electrifies the human body. For me, the body is the vessel of the soul, exposed as it is to endless stimuli coming from all
directions -from times past, from the present, even from the things we fantasize about the future. I am often
delighted by the movement of inanimate objects -pieces of furniture, fabrics, colors and other materials- to
which I give life and motion. Are they DEAD OR ALIVE?
I am an admirer of stand up comedians and I use autobiographical references. Many of my scenes are
inspired by nature and the relationship between man and animals, since this background echoes my childhood experiences. The dancer is transformed into a human juke box. Personally, I try to use technology
as a means, as a filter -technology should never overshadow the human element. Even when I use video
in my performances, I want the human factor -human mistakes and imperfections- to be present. When it
attempts to reach perfection, technology is being overused. For me, the ideal combination would be technology assisted by nature. An example would be the ability to charge my cell phone using solar power. As
far as the production of the performance is concerned, I was assisted by family and friends only. This “no
budget” element stimulates the imagination, without prejudicing the aesthetical aspect.
Kostas Tsioukas
253 \ 254
Dead or alive?
2011
Περφόρμανς
Dead or alive?
2011
Performance
Emmanuel Finkiel
Προβολή στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Screening in the Archaeological Museum of Thessaloniki
Στο πρώτο από τα τρία επεισόδια της συγκινητικής ταινίας Voyages του Γάλλου σεναριογράφου και σκηνοθέτη
Emmanuel Finkiel, Γάλλοι που επιβίωσαν του Ολοκαυτώματος κάνουν ένα ταξίδι στην Πολωνία με λεωφορείο,
όταν τους συμβαίνει μια αναποδιά: μεταβαίνοντας από ένα εβραϊκό νεκροταφείο στο Άουσβιτς, το λεωφορείο
τους χαλάει. Έχοντας καταφέρει να ξεγελάσουν τη μοίρα και να αποφύγουν την τύχη των Έξι Εκατομμυρίων
θυμάτων του Ολοκαυτώματος, βλέπουν με μια αίσθηση ειρωνείας τα συμβάντα της καθημερινότητας υπό το
πρίσμα εκείνης της σημαδιακής εποχής: έχοντας γεράσει πια, όντας πιο κοντά στο τέλος της ζωής τους παρά στο
Ολοκαύτωμα, οι άνθρωποι αυτοί -περαστικοί από τη ζωή όπως όλοι μας- δε θα καταφέρουν να απαλλαχθούν ποτέ
από το βάρος της ενοχής του επιζήσαντος. Κουβαλώντας αυτό το ιστορικό χρέος, θα αφήσουν την τελευταία
τους πνοή νιώθοντας υποχρεωμένοι έναντι των Έξι Εκατομμυρίων. Ορισμένοι τουλάχιστον νιώθουν έτσι -όπως η
Rivka, της οποίας ο σύζυγος που τη συνοδεύει στην εκδρομή, δεν μπορεί να αντιληφθεί, ωστόσο, τους λόγους
της συναισθηματικής της έντασης.
Ο Finkiel, που ήταν ο βοηθός σκηνοθέτη στην τριλογία των Τριών Χρωμάτων (1993-1994), έχει υιοθετήσει
(σε μικρογραφία) τη μέθοδο του Κισλόφσκι: κάθε ταινία -εν προκειμένω επεισόδιο- διαθέτει τον δικό της
πρωταγωνιστή, τη δική της ιστορία, όμως οι χαρακτήρες και η θεματική μένουν ίδια. Καμία από τις ιστορίες δεν
ολοκληρώνεται με τη συμβατική έννοια του όρου -κάθε μία χάνεται, με τις δύο εξ αυτών να δίνουν τη θέση τους
στην επόμενη. Ακόμα κι ο θάνατος, όποτε συμβαίνει, δεν ολοκληρώνει το παραμικρό -απλώς οι ιστορίες, οι
ζωές, σταματούν. Από τη Βαρσοβία, η ταινία μας μεταφέρει στο Παρίσι και στη συνέχεια στο Τελ Αβίβ.
Στο δεύτερο επεισόδιο, η Regine έρχεται αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο ο πατέρας της να έχει τελικά επιζήσει,
παρότι θεωρείτο εδώ και χρόνια ως ένα από τα Έξι Εκατομμύρια θύματα. Είναι όμως πράγματι ο πατέρας
της; Καθώς είναι αδύνατον να επιβεβαιωθεί η σχέση τους, μήπως αυτή η αποκάλυψη ενσαρκώνει τελικά το
σύνολο των συγγενικών σχέσεων που χάθηκαν εξαιτίας του Ολοκαυτώματος; Στο τελευταίο επεισόδιο, η
Vera, γεννημένη στη Ρωσία, αναζητά στο Ισραήλ έναν ξάδελφό της, οικτίροντας την απώλεια της εβραϊκής
ταυτότητας της χώρας. «Μοιάζει σαν να μην υπάρχουν πια Εβραίοι στο Ισραήλ, παρά μόνο Ισραηλινοί».
Ελάχιστοι μιλάνε πια την εβραϊκή γλώσσα.
Το Voyages, μιά πολωνική, γαλλική και βελγική συμπαραγωγή, απέσπασε το βραβείο της διεθνούς επιτροπής κριτικών
στη Βιέννη.
In the first of the three linked episodes of French writer-director Emmanuel Finkiel’s delicate, poignant Voyages,
a bus tour of Poland, by present-day French survivors of the Holocaust, the tour suffers a mishap: en route
to Auschwitz from a Jewish cemetery, the bus breaks down. Insofar as they once cheated the fate of the Six
Million, the current everyday circumstance resonates with the earlier momentous circumstance, if ironically.
Elderly now, closer to the end than to the Holocaust, these individuals -tourists through life, like the rest of uswill never be able to unburden themselves of their guilty survival. Historically debt-ridden, they will go to their
graves obligated to the Six Million. Some at least feel this way, for instance, Rivka, whose husband, who is
accompanying her on the bus tour, cannot, however, comprehend her upended emotions.
Finkiel, who was an assistant director on the Three Colors trilogy (1993-1994), has adopted (in miniature)
Krzysztof Kieslowski’s procedure: each film -or, in Finkiel’s case, each segment has its own protagonist,
its own story to tell, but there are shared characters in the thematically driven whole. None of the stories
are ever completed in a conventional sense; each story loses itself, in two cases yielding to the next. Even
death, when it someday occurs, will complete nothing; stories-lives-will simply stop. From Warsaw, the film
moves to Paris and then to Tel Aviv.
In the second episode, Regine confronts the possibility that her father, long presumed to be among the Six
Million, in fact survived; but is he her father? Incapable of being verified, is this re-found connection ultimately an
encapsulation of all Holocaust-generated lost familial connections? In the final episode, Russian-born Vera
searches Israel for a cousin of hers, bemoaning the loss of Jewish identity: “There seems to be no more
Jews in Israel -only Israelis”. Hardly anyone even speaks Yiddish anymore.
From Poland, France and Belgium, Voyages won the prize of international critics at Vienna.
255 \ 256
Ταξίδια
1999
Ταινία
1 ώρα και 55’
Voyages
1999
Film
1h55’
Mahmoud Kaabour
Προβολή στο Μπέη Χαμάμ
Screening in Bey Hamam
O βραβευμένος σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ Being Osama, υπογράφει ένα ποιητικό ντοκιμαντέρ που
τοποθετεί τη δυναμική γιαγιά του από τη Βηρυτό στο επίκεντρο γενναίων κινηματογραφικών «ασκήσεων»,
σε έναν φόρο τιμής στους παράλληλους κόσμους της, προτού αυτοί χαθούν στο πέρασμα του χρόνου και
εξαιτίας του αναπόφευκτου θανάτου της. Η γιαγιά Φατιμά είναι η 83χρονη αρχηγός της οικογένειας των
Kaabour και η εύστροφη βασίλισσα μιας παραδοσιακής γειτονιάς της Βηρυτού. Με μεγάλη ευαισθησία, η
ταινία αποτυπώνει τη μυθιστορηματική προσωπικότητά της, καθώς παλεύει να αντιμετωπίσει τη σιωπή που
κυριαρχεί στο άλλοτε πολύβουο σπίτι της και φαντάζεται τί την περιμένει μετά τον θάνατο. Την ίδια στιγμή,
ο αγαπημένος της βιολιστής σύζυγος που έχει πεθάνει 20 χρόνια πριν, λειτουργεί ως καθοριστική απουσία
και παρουσία ταυτόχρονα. Η φυσιογνωμία του αποτυπώνεται στο πρόσωπο του σκηνοθέτη εγγονού, ενώ οι
μέχρι πρότινος ακυκλοφόρητοι αυτοσχεδιασμοί του στο βιολί γεμίζουν τον κόσμο της γιαγιάς και τον κόσμο
της ταινίας. Το Teta, Alf Marra συγκεντρώνει παππού, γιαγιά και εγγονό σε ένα κεφάτο ντοκιμαντέρ μαγικού
ρεαλισμού που θέλει να αψηφήσει έναν θάνατο του παρελθόντος και έναν θάνατο που δεν έχει συμβεί
ακόμα.
Από το έντυπο υλικό προώθησης της ταινίας
From the award-winning director of Being Osama comes a poetic documentary that puts his feisty Beiruti
grandmother at the center of brave film exercises designed to commemorate her many worlds before they
are erased by the passage of time and her eventual death. Teta Fatima is the 83-year old matriarch of the
Kaabour family and the sharp-witted queen bee of an old Beiruti quarter. With great intimacy, the film documents her larger-than-life character as she struggles to cope with the silence of her once-buzzing house
and imagines what awaits her beyond death. Meanwhile, her beloved violinist husband (deceased 20 years
ago) is both an essential absence and presence. His features manifest through the face of their filmmaker
grandson while his previously unpublished violin improvisations weave through her world and that of the
film. Teta, Alf Marra brings together grandfather, grandmother, and grandson in a playful magic-realist documentary that aims to defy a past death and a future one.
From the press kit of the film
Teta, Alf Marra/ Grandma a thousand times/ Γιαγιά, χίλιες φορές
257 \ 258
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ
ARTISTS’ BIOGRAPHIES
MOUNIRA AL SOLH
Γεννήθηκε το 1978 στην Βηρυτό του Λιβάνου. Ζει και εργάζεται στην Βηρυτό
και στο Άμστερνταμ. Σπούδασε ζωγραφική στο Lebanese University της
Βηρυτού και καλές τέχνες στην Gerrit Rietveld Academy του Άμστερνταμ.
Η Al Solh είναι καλλιτέχνης πολλαπλών μέσων. Εννοιολογικό, με διάθεση
παιχνιδιού, και εκκινώντας συχνά από το αυτοβιογραφικό στοιχείο, το
έργο της διευρύνεται με σκοπό να θίξει συγκεκριμένα μικρο-κοινωνικά και
μικρο-αισθητικά ερωτήματα που τελικά καλύπτουν και αποκρύπτουν την
αυτοβιογραφική παράμετρο. Επηρεάζεται από συγκεκριμένα έργα τέχνης,
τα οποία ιδιοποιείται, και συχνά μεταμορφώνεται σε άλλους χαρακτήρες,
σε διαφορετικούς «εαυτούς». Πρόσφατες ατομικές εκθέσεις (επιλογή):
.
Rijksakademie, Open Ateliers (Άμστερνταμ, 2007, 2008) Huis Der Kunst
.
(Λισαβόνα, 2010) Stedelijk Museum Bureau Amsterdam (Άμστερνταμ,
.
2011) Sfeir-Semler Gallery (Βηρυτός, 2011). Πρόσφατες ομαδικές
.
εκθέσεις (επιλογή): Μπιενάλε Βενετίας (2007) Home Works IV, (Βηρυτός,
.
.
2008) 11η Μπιενάλε Κωνσταντινούπολης (2009) Manifesta 8 (Ισπανία,
.
2010) Haus der Kunst (Μόναχο, 2010).
Born (1978) in Beirut, Lebanon. She lives and works in Beirut and in
Amsterdam. She studied painting at the Lebanese University in Beirut,
and Fine Arts at the Gerrit Rietveld Academy in Amsterdam. Al Solh is
a multidisciplinary artist. Playfully conceptual, and often starting from the
autobiographical, her work stretches to open up specific micro-social
and micro-aesthetic questions, masking back and concealing the autobiographical. She reflects on specific artworks, by appropriating them,
and often metamorphoses into other characters, such as various other
“selves”. Recent solo exhibitions (selection): Rijksakademie, Open Ateliers (Amsterdam, 2007, 2008); Huis Der Kunst (Lisboa, Portugal, 2010);
Stedelijk Museum Bureau Amsterdam (Netherlands, 2011); Sfeir-Semler
Gallery (Beirut, 2011). Regent group exhibition (selection): Venice Biennale (2007); Home Works IV, (Beirut, 2008); 11th Istanbul Biennial (2009);
Manifesta 8 (Spain, 2010); Haus der Kunst (Munchen, 2010).
..
FRANCIS ALΥS
Γεννήθηκε το 1959 στην Αμβέρσα. Σπούδασε στο Institut d’Architecture
de Tournai του Βελγίου (1978-1983) και στο Istituto Universitario di Architettura της Βενετίας (1983-1986). Ζει και εργάζεται στην Πόλη του
..
Μεξικού. Πρόσφατες ατομικές εκθέσεις: Francis Alys: Politics of Rehearsal, Hammer Museum, Λος Άντζελες / Museo de Arte del Banco de
..
.
la Republica, Μπογκοτά (2007) Francis Alys: Fabiola, Dia Art Foundation,
The Hispanic Society of America, Νέα Υόρκη / Los Angeles County Museum of Art, Λος Άντζελες / National Portrait Gallery, Λονδίνο / Monasterio
de Santo Domingo de Silos, Burgos, Ισπανία -οργάνωση Museo Nacional
Centro de Arte Reina Sofίa, Μαδρίτη / Haus zum Kirschgarten, Βασιλεία
.
(2007-2011) Bolero, The Renaissance Society at The University of Chi..
.
cago, Σικάγο (2008) Francis Alys: A Story of Deception, Tate Modern,
Λονδίνο / Wiels Centre d’ Art Contemporain, Βρυξέλλες / The Museum
of Modern Art, Νέα Υόρκη / MoMA PS1, Λονγκ Άιλαντ, Νέα Υόρκη (2010).
Born (1959) in Antwerp, Belgium. He studied at the Institut d’Architecture
de Tournai, Belgium (1978-1983), and at the Istituto Universitario di Architettura di Venezia, Venice (1983-1986). He lives and works in Mexico
..
City, Mexico. Recent solo exhibitions: Francis Alys: Politics of Rehearsal,
Hammer Museum, Los Angeles, California / Museo de Arte del Banco
..
de la Republica, Bogotά, Colombia (2007); Francis Alys: Fabiola, Dia Art
Foundation at The Hispanic Society of America, New York / Los Angeles
County Museum of Art / National Portrait Gallery, London / Monasterio de
Santo Domingo de Silos, Burgos, Spain -organized by Museo Nacional
Centro de Arte Reina Sofίa, Madrid / Haus zum Kirschgarten, Basel
(2007-2011); Bolero, The Renaissance Society at The University of Chi..
cago (2008); Francis Alys: A Story of Deception, Tate Modern, London
/ Wiels Centre d’ Art Contemporain, Brussels / The Museum of Modern
Art, New York / MoMA PS1, Long Island City, New York (2010).
RASHEED ARAEEN
Γεννήθηκε το 1935 στο Καράτσι του Πακιστάν. Το 1962 ολοκλήρωσε
τις σπουδές του ως πολιτικός μηχανικός στο Πανεπιστήμιο του
Καράτσι και εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο. Ασχολείται με τη ζωγραφική,
τη γλυπτική, τη φωτογραφία, την περφόρμανς, τις εγκαταστάσεις,
τα εννοιολογικά έργα, τη δημοσίευση μανιφέστων. Πρόσφατες
.
εκθέσεις: Ikon Gallery (αναδρομική) (Μπίρμιγχαμ, 1987) Modern Art
.
Gallery (Φουκογιάμα, Ιαπωνία, 1993) SKUK Gallery (Λιουμπλιάνα,
.
.
1994) Μπιενάλε της Αβάνας (Κούβα, 1994) South London Gallery
.
.
(Λονδίνο, 1994) John Hansard (Σαουθάμπτον, 1995) The Contem-
.
porary Art Centre (Βίλνιους, Λιθουανία, 1996) Serpentine Gallery
.
.
(Λονδίνο, 1996) Μπιενάλε του Σίδνευ (Αυστραλία, 1998) Aicon Gallery (Λονδίνο, 2010).
Born (1935) in Karachi, Pakistan. He graduated in civil engineering from the
University of Karachi in 1962 and moved to London in 1964. His main interests concern painting, sculpture, photography, performance, mix media
works and installations, textual and conceptual works, issuing manifestos.
Recent exhibitions: Ikon Gallery (retrospective) (Birmingham, UK, 1987);
Modern Art Gallery (Fukuoka, Japan, 1993); SKUK Gallery (Ljubijana, Slovania, 1994); Habana Biennale (Cuba, 1994); South London Gallery (London,
1994); John Hansard (Southampton, 1995); The Contemporary Art Centre
(Vilnius, Luthuania, 1996); Serpentine Gallery (London, 1996); Sydney Biennale (Australia, 1998); Aicon Gallery (London, 2010).
ARCHIVE (Francesca Boenzi, Paolo Caffoni,
Chiara Figone, Ignas Petronis)
Η ομάδα Archive (Αρχείο) είναι μια πλατφόρμα για την καλλιτεχνική και
πολιτισμική έρευνα, τη συζήτηση και την αυτο-εκπαίδευση. Η Archive
δεν έχει επίσημη δομή: τα μέλη του (σχεδιαστές, ασκούμενοι, συντάκτες,
καλλιτέχνες, μεταφραστές, αρχιτέκτονες) ασκούνται χωρίς καταμερισμό
εργασίας πέραν της κατανομής των αρμοδιοτήτων τους, χωρίς διαίρεση
του χώρου πέραν αυτού που απαιτείται από τη χρήση του. Η Archive
παράγει μ’ αυτόν τον τρόπο τη μετατόπιση και τις πολλαπλές συναθροίσεις
ατόμων-πραγμάτων-ομάδων-ανταλλαγών. Τα στάδια του παραγωγικού της
κύκλου (η παραγωγή των σημάτων) είναι άμεσα εμφανή στην κοινωνική
τους διάσταση: «η δημιουργία έρχεται πάντα από πολύ πιο μακριά από
ότι οι δημιουργοί της». Πώς αυτές οι συναθροίσεις συνενώνονται; Οι
διάφορες κινήσεις των δραστηριοτήτων της Archive ενισχύονται με τη
σύνθεσή τους σε ένα δίκτυο ή μια ροή: Διάρθρωση της Archive (Βιβλία/
Αίθουσα/Επιθεώρηση/Παράρτημα). Τα Βιβλία και η Επιθεώρηση της
Archive (Archive Books & Journal) προσβλέπουν στη δημοσίευση και
τη διανομή της έρευνας και των υλικών. Το Παράρτημα της Archive (Archive Appendix) είναι ένα γραφείο σχεδιασμού το οποίο ερευνά τους
διαφορετικούς τρόπους έκφρασης, ερμηνεύοντας τον σχεδιασμό ως
μια συστολή μνήμης και προσοχής. Η Αίθουσα της Archive (Archive Kabinett) είναι ο χώρος όπου συναντιόμαστε -εδώ τα βιβλία μας μπορούν
να διαβαστούν ή να αγοραστούν. Με το πρόγραμμα των εκδηλώσεών
μας, εργαζόμαστε για τις συνθήκες έκφρασης και υποδοχής χωρίς να
υποθέτουμε ότι αυτές μπορούν στην πραγματικότητα πάντα να ειπωθούν
ξεχωριστά. Η συνεργασία στις πρωτοβουλίες του ή η παρακολούθηση
των εκδηλώσεών του είναι τα στοιχεία που απαιτούνται ώστε η Archive να
τηρήσει το πρόγραμμά της.
Archive is a platform for artistic and cultural research, debate and self-education. Archive has no formal structure: its members (designers, interns,
editors, artists, translators, architects) practice no division of labor beyond
the division of competences, no division of space beyond what is required
by its use. Archive thus generates shifting and manifold assemblages of
individuals-things-groups-exchanges. The stages of its productive cycle
(the production of signs) are immediately evident in their social dimension:
“creation always comes from further away than its authors”. How do these
assemblages come together? The various movements of Archive’s activities are strenghtened by their composing a network or a flow: Archive Assemblage (Books/Kabinett/Journal /Appendix). Archive Books & Journal
see to the publication and distribution of research and materials. Archive
Appendix is a design office investigating different modes of enunciation,
interpreting design as a contraction of memory and attention. Archive Kabinett is where we meet and can be found; here our books can be read or
bought. With our program of events we work on the conditions of enunciation and reception without assuming they can ever really be told apart. Cooperating in Archive’s initiatives or following its events is all that is required
to adhere to its project. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΡΓΙΑΝΑΣ
ATHANASIOS ARGIANAS
Γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα. Σπούδασε ζωγραφική στο Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1994-97), στην Ακαδημία Καλών Τεχνών
του Ντίσελντορφ (1999-2000) με καθηγητή τον Γιάννη Κουνέλη, στη
Byam School of Art του Λονδίνου (2002-03) και έκανε μεταπτυχιακές
σπουδές στο Goldsmiths College του Λονδίνου (2004-05). Ζει και
εργάζεται στην Αγγλία. Η καλλιτεχνική πρακτική του Αργιανά στηρίζεται
σε διαφορετικά μέσα και φόρμες και εξετάζει ένα ευρύ φάσμα
πολιτιστικών αναφορών. Το έργο του επικεντρώνεται σε ερωτήματα
σχετικά με τη μουσική, τη γλώσσα, τον μη γραμμικό χρόνο και τη μνήμη,
ενώ στον πυρήνα του ενδιαφέροντός του είναι ο τρόπος επεξεργασίας
και καταγραφής της πληροφορίας. Η πρακτική του Αργιανά, που
χαρακτηρίζεται από σειρές και εκ νέου επεξεργασίες των θεμάτων
του, στηρίζεται σε μια μεθοδολογία της συνεχούς μετάφρασης των
σχημάτων και των υλικών του ενός μέσα στο άλλο. Πρόσφατες ατομικές
εκθέσεις: Of The Length Of Your Arms Unfolded (περφόρμανς και
εγκατάσταση), The Barbican Art Gallery, The Barbican Centre (Λονδίνο,
2011)· The length of a piece of string cut at the width of its circumference, The Breeder (Αθήνα, 2011)· Art Nova, (μαζί με τον Pavel Buchler),
Art Basel Miami (Φλόριντα, 2010)· The Length Of A Strand of Your Hair,
Of The Width Of Your Arms, Unfolded, Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης
Τέχνης-ΕΜΣΤ (Αθήνα, 2010)· Until full stops look like s tars, From where
you stand, Max Wigram Gallery (Λονδίνο, 2009)· Arco Solo Projects,
Arco (Μαδρίτη, 2009)· We All Turn This Way, (μαζί με τον Nick Laessing),
Serpentine Gallery Pavillion, The Serpentine Gallery, (Λονδίνο, 2008).
Πρόσφατες ομαδικές εκθέσεις: Art Now Live, Tate Britain (Λονδίνο,
2011)· Recent British Sculpture, Grimm Fine Arts (Άμστερνταμ, 2010)·
Βραβείο ΔΕΣΤΕ, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης (Αθήνα, 2009)· For The
Straight Way Is Lost, 2η Μπιενάλε της Αθήνας (2009)· Manifesto Marathon, Serpentine Gallery Pavilion (Λονδίνο, 2008).
Born (1976) in Athens. He studied (BA Painting) at the Aristotle University of Thessaloniki, Greece (1994-97), at the Kunstakademie Düsseldorf
(Professor Jannis Kounelis) (1999-2000), at the Byam School of Art,
London (BA Fine Art, 2002-03), and at the Goldsmiths College, London
(MA Fine Art, 2004-05). He lives and works in the UK. Athanasios Argianas’ practice spans diverse media and formats and looks at a wide
range of cultural references. His works are centered on questions on
music, language, non-linear time and memory, and on a core concern
about how we process and record information. Characterized by series
and re-workings, Argianas’ practice builds on a methodology of continuous translation of forms and media into one another. Recent solo
exhibitions: Of The Length Of Your Arms Unfolded (performance and
installation), The Barbican Art Gallery, The Barbican Centre (London,
2011); The length of a piece of string cut at the width of its circumference, The Breeder (Athens, 2011); Art Nova, (with Pavel Buchler), Art
Basel Miami (Florida, 2010); The Length Of A Strand of Your Hair, Of
The Width Of Your Arms, Unfolded, National Museum of Contemporary
Art-EMST (Athens, 2010); Until full stops look like s tars, From where
you stand, Max Wigram Gallery (London, 2009); Arco Solo Projects,
Arco (Madrid, 2009); We All Turn This Way, (with Nick Laessing), Serpentine Gallery Pavillion, The Serpentine Gallery, (London, 2008).
Recent group exhibitions: Art Now Live, Tate Britain (London, 2011);
Recent British Sculpture, Grimm Fine Arts (Amsterdam, 2010); DESTE
Prize, Museum of Cycladic Art (Athens, 2009); For The Straight Way Is
Lost, Athens Biennial 2 (Athens, 2009); Manifesto Marathon, Serpentine Gallery Pavilion (London, 2008).
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
KATERINA ATHANASOPOULOU
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974, ενώ πρόσφατα εγκαταστάθηκε στο
Λονδίνο, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή
Καλών Τεχνών του ΑΠΘ της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια έκανε ένα
μεταπτυχιακό για το animation στο Royal College of Art του Λονδίνου.
Οι μικρού μήκους ταινίες της, οι οποίες παρουσιάζονται σε διεθνή
κινηματογραφικά φεστιβάλ και γκαλερί, αποτελούν ένα υβρίδιο ζωντανής
δράσης και animation, δίνοντας μορφή στους πλούσιους σε επιστρώσεις
κόσμους της με μια ισχυρή αίσθηση του χρώματος και της υφής.
Βίντεο, φωτογραφίες και animation συνενώνονται σε μια διαδικασία
που παραπέμπει στην αλχημεία, και ταυτόχρονα αγκαλιάζει το τυχαίο
και τον πειραματισμό. Πρόσφατες εκθέσεις: Paradise Lost, Istanbul
.
Museum of Modern Art, Κωνσταντινούπολη, 2011 Hands on at Col.
lect, The Saatchi Gallery, Λονδίνο, 2011 Moves-International Festival of
.
Movement on Screen, Λίβερπουλ, 2011 Animacall, Κέντρο Σύγχρονης
.
.
Τέχνης Θεσσαλονίκης, 2011 Animfest, Αθήνα, 2011 Special Anniversary Screening, Clermont-Ferrand International Short Film Festival, 2011.
Born in Athens in 1974 and currently lives in London, England. She studied painting at the School of Fine Arts of the Aristotle University of Thessaloniki and then completed an MA on animation at the Royal College
of Art in London. Her short films, screened at international film festivals
and galleries, are a hybrid of live action and animation, forming richly layered worlds with a strong feel for colour and texture. Video, photographs
and animation coming together in a process akin to alchemy, embracing
chance and experimentation. Her work was recently presented at Paradise Lost, Istanbul Museum of Modern Art, Turkey, 2011; Hands on at
Collect, The Saatchi Gallery, London, 2011; Moves-International Festival
of Movement on Screen, Liverpool, 2011; Animacall, Contemporary Art
Center of Thessaloniki, 2011; Animfest, Athens, 2011; Special Anniversary Screening, Clermont-Ferrand International Short Film Festival, 2011.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΧΖΕΤΣΗ
ALEXANDRA BACHZETSIS
Η Αλεξάνδρα Μπαχζέτση, γεννημένη το 1974 στη Ζυρίχη, είναι
καλλιτέχνης, δημιουργός περφόρμανς και χορογράφος που ζει
και εργάζεται στην Ελβετία. Σπούδασε στο Dimitrischule του Verscio της Ελβετίας (1995-97), και παρακολούθησε το εκπαιδευτικό
πρόγραμμα για περφόρμανς στο STUK Arts Centre της Leuven του
Βελγίου (1997-99). Συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Das
Arts-Advanced Research in Theatre and Dance Studies Centre του
Άμστερνταμ(2004-06). Κατά τη διάρκεια των σπουδών της εργάστηκε
ως χορεύτρια σε ομάδες σύγχρονου χορού, ενώ συμμετείχε και σε
περφόρμανς. Από το 2001 εργάζεται ανεξάρτητα, παρουσιάζοντας τη
δουλειά της σε θέατρα και χώρους σύγχρονης τέχνης. Η Μπαχζέτση
έχει κερδίσει πολλά βραβείο ανάμεσα στα οποία το Migros Kulturprozent Jubilee Award (2007), ένα βραβείο χορογραφίας από την πόλη
της Ζυρίχης (2009) και το Swiss Art Award (2011). Το 2007, μαζί με
τους Lies Vanborm και Tina Bleuler ίδρυσαν την καλλιτεχνική ομάδα
Company. Ατομικές εκθέσεις (επιλογή): Play, Kunsthaus Glarus (Glarus, 2010)· Show, Kunsthalle Basel (Βασιλεία, 2008)· This Side Up, (σε
συνεργασία με την Julia Born), Perla Mode, Message Salon (Ζυρίχη,
2007)· Show Dance, De Appel (Άμστερνταμ, 2006)· Handwerk,
Juliette Jongma Gallery (Άμστερνταμ, 2 005)· Murder Mysteries,
(σε συνεργασία με τη Δανάη Ανεσιάδου), Etablissement d’en face
(Βρυξέλλες, 2004). Ομαδικές εκθέσεις (επιλογή): Βραβείο ΔΕΣΤΕ,
Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης (Αθήνα, 2011)· Performative Structures
New Existentialism Part 1, Alte Fabrik Rapperswil (Σουηδία, 2010)·
Quick, Quick, Slow. Text, Image and Time, Museu Colecçao Berardo and Experimenta Design Lisboa (Λισαβόνα, 2009)· The Swiss
Cube, Instituto Svizzero (Ρώμη, 2009)· Word Event, Kunsthalle Basel (Βασιλεία, 2008)· When Things Cast No Shadow, 5η Μπιενάλε
Σύγχρονης Τέχνης του Βερολίνου (2008).
Alexandra Bachzetsis (born 1974 in Zurich) is an artist, performer
and choreographer based in Zurich. She studied at the Dimitrischule in Verscio, Switzerland (1995-97), and the Performance
Education Program at the STUK Arts Centre in Leuven, Belgium
(1997-99). She then continued to post-graduate level at Das Arts,
the Advanced Research in Theatre and Dance Studies Centre in
Amsterdam (2004-06). During her training years, she began to
work as a dancer in contemporary dance and performance context. Since 2001, she has been working independently, producing and presenting her own work in theatres and contemporary
art venues. Bachzetsis received many awards, among them the
Migros Kulturprozent Jubilee Award (2007), a grant for choreography of the city of Zürich (2009) and the Swiss Art Award (2011). In
2007 she co-founded the artists collective Company with Lies Vanborm and Tina Bleuler. Selected solo exhibitions: Play, Kunsthaus
Glarus (Glarus, 2010); Show, Kunsthalle Basel (Basel, 2008); This
Side Up, (in collaboration with Julia Born), Perla Mode, Message
Salon (Zurich, 2007); Show Dance, De Appel (Amsterdam, 2006);
Handwerk, Juliette Jongma Gallery (Amsterdam, 2005); Murder
Mysteries, (in collaboration with Danai Anesiadou), Etablissement
d’en face (Brussels, 2004). Selected group exhibitions: DESTE
Prize, Museum of Cycladic Art (Athens, 2011); Performative Structures New Existentialism Part 1, Alte Fabrik Rapperswil (Switzerland, 2010); Quick, Quick, Slow. Text, Image and Time, Museu
Colecçao Berardo and Experimenta Design Lisboa (Lisbon, 2009);
The Swiss Cube, Instituto Svizzero (Rome, 2009); Word Event,
Kunsthalle Basel (Basel, 2008); When Things Cast No Shadow,
5th Berlin Biennial for Contemporary Art (Berlin, 2008).
MANFREDI BENINATI
Γεννήθηκε στο Παλέρμο το 1970. Σπούδασε νομικά και
κινηματογράφο. Πρόσφατες ατομικές εκθέσεις: Lorcan O’Neill
.
Gallery (Ρώμη, 2006) Galeria Braga Menendez (Μπουένος Άιρες,
.
.
2007) James Cohan Gallery (Νέα Υόρκη, 2008) Tomio Koy.
ama Gallery (Τόκιο, 2008) Max Wigram Gallery (Λονδίνο, 2010).
Συμμετείχε επίσης σε πολλές ομαδικές εκθέσεις, ανάμεσα στις
οποίες στις Μπιενάλε της Βενετίας (2005), του Λίβερπουλ (2008) και
της Αθήνας (2009).
Born in Palermo in 1970. He studied Law and Film. He has exhibited
widely, with solo shows at the Lorcan O’Neill Gallery in Rome (2006);
the Galeria Braga Menendez in Buenos Aires (2007); the James Cohan
Gallery in New York (2008), the Tomio Koyama Gallery in Tokyo (2008);
the Max Wigram Gallery in London (2010). He has also participated to
a number of international group exhibitions; among them The Venice
Biennale (2005); The Liverpool Biennial (2008) and the Athens Biennale
(2009).
CHRISTOPH BÜCHEL
Ο Christoph Büchel γεννήθηκε το 1966 στη Βασιλεία της Ελβετίας. Ζει και
εργάζεται στην Ισλανδία.
Christoph Büchel was born (1966) in Basel, Switzerland. He lives and
works in Iceland.
PIERPAOLO CAMPANINI
Γεννήθηκε (1964) στο Cento της Ιταλίας, όπου ζει και εργάζεται. Έχει
παρουσιάσει τη δουλειά του σε ατομικές εκθέσεις σε γκαλερί και χώρους
τέχνης όπως οι: francesca kaufmann, Μιλάνο (2009), Blum and Poe,
Λος Άντζελες (2008), Corvi Mora, Λονδίνο (2007), Salon 94, Νέα Υόρκη
(2006). Το έργο του έχει παρουσιαστεί σε πολλές ομαδικές εκθέσεις, στη
Galleria Comunale d’Arte Contemporanea di Monfalcone, Ιταλία (2011),
στο Museum of Contemporary Art, Σικάγο (2009), στο Palazzo Grassi,
Βενετία (2008), στο MAXXI-Museo Nazionale Delle Arti del XXI Secolo,
Ρώμη, στο Palazzo Reale, Μιλάνο (2007), στο Fondazione Querini Stampalia, Βενετία (2003), στη Royal Academy of Arts, Λονδίνο, στο Fondazione Sandretto Re Rebaudengo, Τορίνο (2002). Έχει επίσης πάρει μέρος
σε σημαντικές διοργανώσεις σύγχρονης τέχνης όπως η Quadriennale της
Ρώμης (2005) και η Μπιενάλε των Τιράνων (2003).
Born in1964 in Cento, Italy where he lives and works. Over his career he
exhibited in different solo shows such as at francesca kaufmann, Milan
(2009), Blum and Poe, Los Angeles (2008), Corvi Mora, London (2007),
Salon 94, New York (2006). His works were showed in many group exhibitions, at Galleria Comunale d’Arte Contemporanea di Monfalcone, Italy
(2011), Museum of Contemporary Art, Chicago (2009), Palazzo Grassi,
Venice (2008), MAXXI, Museo Nazionale Delle Arti del XXI Secolo, Rome,
Palazzo Reale, Milan (2007), Fondazione Querini Stampalia, Venice
(2003), The Royal Academy of Arts, London, Fondazione Sandretto Re
Rebaudengo, Turin (2002). He has also taken part to different contemporary art main venues including Rome Quadriennale, Rome (2005) and the
Tirana Biennale, Tirana (2003).
ΒΛΑΣΗΣ ΚΑΝΙΑΡΗΣ
VLASSIS CANIARIS
Ο Βλάσης Κανιάρης (Αθήνα, 1928-Αθήνα, 2011) ξεκίνησε με σπουδές
ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1945-1950), τις οποίες εγκατέλειψε
για την ΑΣΚΤ (1950-1955). Την περίοδο 1956-1960 έζησε στη Ρώμη
ενώ στη συνέχεια τα χρόνια 1960-1967 στο Παρίσι. Από το 1973 έως το
1975 έζησε στο Βερολίνο ως υπότροφος της DAAD. Το 1975 εξελέγη
καθηγητής στην έδρα της ζωγραφικής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του
.
ΕΜΠ. Ατομικές εκθέσεις (επιλογή): 1958, γκαλερί Ζυγός, Αθήνα
.
.
1960, γκαλερί La Tartaruga, Ρώμη 1969, Νέα Γκαλερί, Αθήνα 1970,
.
Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Πόλης του Παρισιού 1971, Moderna
.
.
.
Museet, Στοκχόλμη 1976, ICA, Λονδίνο Kunstverein, Ανόβερο 1980,
.
.
γκαλερί Bernier, Αθήνα 1983, Museum am Ostwall, Ντόρτμουντ 1988,
.
Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και Γενί Τζαμί, Θεσσαλονίκη
.
1999, Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα 2000, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης
.
Τέχνης, Θεσσαλονίκη 2008, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα. Ομαδικές
εκθέσεις (επιλογή): 1964, Προτάσεις για μια Νέα Ελληνική Γλυπτική,
.
.
Θέατρο «La Fenice», Βενετία 1965, Μπιενάλε Σάο Πάολο 1977,
.
.
Documenta 6, Κάσελ 1982, Ευρωπάλια, Βρυξέλλες 1988, Μπιενάλε
.
Βενετίας 1992, Μεταμορφώσεις του Μοντέρνου, Εθνική Πινακοθήκη,
.
Αθήνα 1996, Centre Georges Pompidou, Παρίσι.
Vlassis Caniaris (Athens, 1928-Athens, 2011), at first, he studied medicine at the Athens University (1945-1950) which he gave up to study at
the Athens School of Fine Arts (1950-1955). In 1956 he settled in Rome
and in 1960 he moved to Paris where he lived until 1967. He lived in
Berlin on a DAAD scholarship in 1973-1975. In 1975 he was elected
professor of painting at the School of Architecture of the National Technical University of Athens. Solo exhibitions (selection): 1958, Zygos gallery, Athens; 1960, La Tartaruga gallery, Rome; 1969, New Gallery, Athens; 1970, Musée d’Art Moderne de la Ville de Paris; 1971, Moderna
Museet, Stockholm; 1976, ICA, London; Kunstverein, Hanover; 1980,
Bernier gallery, Athens; 1983, Museum am Ostwall, Dortmund; 1988,
Macedonian Museum of Contemporary Art and Yeni Djami, Thessaloniki; 1999, National Gallery, Athens; 2000, State Museum of Contemporary Art, Thessaloniki; 2008, Benaki Museum, Athens. Group exhibitions (selection): 1964, Trois propositions pour une nouvelle sculpture
grecque, Teatro “La Fenice”, Venice; 1965, Sao Paolo Biennale; 1977,
Documenta 6, Kassel; 1982, Europalia, Brussels; 1988, Venice Biennale; 1992, Metamorphoses of the Modern, National Gallery, Athens;
1996, Centre Georges Pompidou, Paris.
SPARTACUS CHETWYND
Γεννήθηκε το 1973 στη Μεγάλη Βρετανία. Σπούδασε στο Λονδίνο, κοινωνική
ανθρωπολογία και ιστορία (1992-1995) στο University College London,
καλές τέχνες (1996-2000) στο Slade School of Art και ζωγραφική (20022004) στο Royal College of Art. Πρόσφατες ατομικές εκθέσεις (επιλογή):
.
Odd Man Out, Sadie Coles (Λονδίνο, 2011) Cat Bus Puppet (εγκατάσταση),
.
Frieze Projects, Frieze Art Fair (Λονδίνο, 2010) Spartacus Chetwynd, Mas.
simo de Carlo (Μιλάνο, Ιταλία, 2008) Help! I’m trapped in a Muzuzah Fac.
tory, Le Consortium (Dijon, Γαλλία, 2008) Spartacus Chetwynd, Migros
.
Museum für Gegenwartskunst (Ζυρίχη, 2007) Phantasie Fotostudio (μαζί
με την Esther Teichmann), Galerie Giti Nourbakhsch (Βερολίνο, 2007).
Πρόσφατες ομαδικές εκθέσεις (επιλογή): British Art Show 7: In the Days of
the Comet (Κάστρο του Nottingham / Hayward Gallery, Λονδίνο/ Centre of
Contemporary Art, Gallery of Modern Art και Τραμ, Γλασκόβη/ Πλύμουθ,
.
2010-2012) Jarman Award 2010 (Whitechapel Gallery, Λονδίνο/ Arnolfini,
.
Μπρίστολ/ Spacex, Έξετερ, 2010) Le Printemps de Septembre a Toulouse,
.
les Abattoirs (Τουλούζη, 2010) Grand National, Vestfossen Kunstlaborato.
rium (Νορβηγία, 2010) Altermodern, Tate Triennial, Tate Britain (Λονδίνο,
2009). Πρόσφατες περφόρμανς: A Tax Haven Run By Women, Frieze
.
Art Fair (Λονδίνο, 2010) The Visionary Vineyard: Dreaming of Free Energy,
Hayward Gallery (Λονδίνο, 2011). Το 2010 ήταν υποψήφια για το Βραβείο
Jarman για καλλιτέχνες που ασχολούνται με το βίντεο.
Born (1973) in United Kingdom. She studied (1992-1995) Social Anthropology and History at the University College London before studying fine
art at the Slade School of Art, London (1996-2000) and painting at the
Royal College of Art, London (2002-2004). Recent solo exhibitions (selection): Odd Man Out, Sadie Coles (London, 2011); Cat Bus Puppet
(installation), Frieze Projects, Frieze Art Fair (London, 2010); Spartacus
Chetwynd, Massimo de Carlo (Milan, Italy, 2008); Help! I’m trapped in a
Muzuzah Factory, Le Consortium (Dijon, France, 2008); Spartacus Chetwynd, Migros Museum für Gegenwartskunst (Zürich, Switzerland, 2007);
Phantasie Fotostudio (with Esther Teichmann), Galerie Giti Nourbakhsch
(Berlin, 2007). Recent group exhibitions (selection): British Art Show 7: In
the Days of the Comet (Nottingham Castle / Hayward Gallery, London /
Centre of Contemporary Art, Gallery of Modern Art and Tramway, Glasgow/ Plymouth, 2010-2012); Jarman Award 2010 (Whitechapel Gallery,
London/ Arnolfini, Bristol/ Spacex, Exeter, 2010); Le Printemps de Septembre a Toulouse, les Abattoirs (Toulouse, France, 2010); Grand National, Vestfossen Kunstlaboratorium (Norway, 2010); Altermodern, Tate Triennial, Tate Britain (London, 2009). Recent performances: A Tax Haven
Run By Women, Frieze Art Fair (London, 2010); The Visionary Vineyard:
Dreaming of Free Energy, Hayward Gallery (London, 2011). In 2010 she
was shortlisted for the Jarman Award for video artists.
CINÉMATHÉQUE DE TANGER / ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΤΑΓΓΕΡΗΣ
Η Ταινιοθήκη της Ταγγέρης ξεκίνησε το 2003 όταν μια ομάδα από
καλλιτέχνες και επαγγελματίες του κινηματογράφου σχημάτισαν μια μη
κερδοσκοπική οργάνωση για να αναλάβει τη μίσθωση του κινηματογράφου
Rif που είχε ξεκινήσει τη λειτουργία του το 1938 στην κεντρική πλατεία Socco της Ταγγέρης. Μετά από δύο χρόνια συγκέντρωσης χρημάτων με έρανο
και δύο χρόνια κατασκευής η Ταινιοθήκη ξεκίνησε τη λειτουργία της το
2007 ως ο πρώτος καλλιτεχνικός κινηματογράφος-πολιτιστικό κέντρο της
Βόρειας Αφρικής με ένα φιλόδοξο πρόγραμμα προβολής σύγχρονων και
κλασικών ταινιών. Στη συνέχεια, η Ταινιοθήκη προώθησε μια σειρά υψηλού
επιπέδου από καλλιτεχνικά εργαστήρια (workshops) και μαθήματα (master
classes) στα οποία οι διάσημοι καλεσμένοι-εισηγητές συνυπήρχαν με το
τοπικό κοινό, στο οποίο συμπεριλαμβανόταν γυναίκες, παιδιά, σπουδαστές
κινηματογράφου. Η Ταινιοθήκη έχει δεκάδες χιλιάδες θεατές από όλες
τις κοινωνικές τάξεις, σε περίπου 300 ταινίες από περισσότερες από 20
χώρες, πραγματοποιώντας τον πρώτο στόχο της: να φέρει ξανά τους
κατοίκους της Ταγγέρης στις κινηματογραφικές αίθουσες. Στην καρδιά της
κάθε Ταινιοθήκης υπάρχει ένα κινηματογραφικό αρχείο και η Ταινιοθήκη
της Ταγγέρης έχει παρουσιάσει επιλογές από το αρχείο της: ντοκιμαντέρ,
αραβικό κινηματογράφο και ταινίες που σχετίζονται με την Ταγγέρη αλλά
και με ολόκληρο τον κόσμο. Το 2011, η Ταινιοθήκη, υποστηρίζεται από τα
εξής Ιδρύματα: Prince Claus Fund, l’Agence pour le Développement du
Nord, Fonds de dotation Agnès b., Foundation for the Future, the Anna
Lindh Foundation, Fondation Tamaas and Fondation Luma.
www.Cinémathèque detanger.com
The Cinémathèque de Tanger (CdT) began in 2003 when a group of
artists and film professionals formed a nonprofit association to take over
the lease of the failing 1938 Cinema Rif on the main Grand Socco plaza of
Tangier. After 2 years of fundraising and 2 more of construction, the Cinémathèque opened in 2007 as North Africa’s first artist-run cinema cultural
center, and began showing an ambitious program of contemporary and
classic film. Next, they launched a high-profile series of workshops and
master classes, which put world-renowned presenters together with local
audiences, including children, women’s groups, student fimmakers, and
non-profits. The CdT has welcomed tens of thousands of spectators, from
all walks of life, to some 300 films from more than 20 countries, realizing its
first goal: to bring the people of Tangier back to the movies. At the heart of
any Cinémathèque is a film archive, and the CdT has presented selections
from its archive of documentaries, Arab cinema, and related films at home
and across the world. In 2011, The Cinémathèque de Tanger is supported
by the Prince Claus Fund, l’Agence pour le Développement du Nord,
Fonds de dotation Agnès b., Foundation for the Future, the Anna Lindh
Foundation, Fondation Tamaas and Fondation Luma.
www.Cinémathèque detanger.com
Γεννημένος το 1871 στην περιοχή Isère της Γαλλίας, ο Gabriel Veyre
σπούδασε φαρμακευτική στη Λυών. Το 1895, οι αδελφοί Lumière
μόλις είχαν εφεύρει τον κινηματογράφο και έψαχναν ανθρώπους για να
προωθήσουν την εφεύρεσή τους. Στρατολόγησαν τον Gabriel Veyre, έναν
πρόσφατο πτυχιούχο, το 1896. Η αποστολή του ήταν να κάνει γνωστό
τον κινηματογράφο σε ολόκληρο τον κόσμο με τη σκηνοθεσία και την
παραγωγή μερικών από τις πρώτες ταινίες της νέας βιομηχανίας. Το 1901
έγινε ο φωτογράφος του Μoulay Abdel EL Aziz, του νέου σουλτάνου
του Μαρόκου, ο οποίος –αφού είχε δοκιμάσει τις ικανότητες του στη
ζωγραφική και το σχέδιο- επιθυμούσε να ασχοληθεί με τη φωτογραφία.
Born in the French region of Isère in 1871, Gabriel Veyre studied pharmaceuticals in Lyon. In 1895 the Lumière brothers had just invented the
Cinématographe and were searching for operators to promote their invention. They recruited Gabriel Veyre, a recent graduate, in 1896. His mission:
to make cinema known throughout the world by directing and projecting
some of the industry’s first films. In 1901, he became the photographer of
Moulay Abdel el Aziz, the young Sultan of Morocco, who --after having tried
his hand at drawing and painting- wished to take up photography.
Γεννημένος το 1966 στην Asilah, ο Mohamed Ulad Mohand
εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1985. Αφού έλαβε το δίπλωμά του από
την École Pratique des Hautes Études και ένα πτυχίο τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης στις πλαστικές τέχνες, εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη σε
πολλές μεγάλου μήκους ταινίες, προτού προβιβαστεί σε σκηνοθέτη. Από
το 1993 συνδυάζει τη σκηνοθεσία με την παραγωγή. Είναι παραγωγός
ταινιών όπως: L’Enfance égarée του C. Ruggia, Couleurs d’enfants του
B. Guerdjou, Quand le soleil fait tomber les moineaux του H. Legzouli και
Fantômes de Tanger του E. Cozarinsky. Σκηνοθέτησε επίσης τρεις ταινίες
μικρού μήκους: Un Américain à Tanger (1993), Le Café de la plage (1998)
και A travers le miroir (2000).
Born in 1966 in Asilah, Mohamed Ulad Mohand moved to Paris in 1985.
After receiving a diploma from the École Pratique des Hautes Études and
a Higher Education diploma in the Plastic Arts, he worked as an assistant
editor on several feature films before being promoted to editor. Since 1993
he has combined directing and producing. Notably he has produced
L’Enfance égarée by C. Ruggia, Couleurs d’enfants by B. Guerdjou,
Quand le soleil fait tomber les moineaux by H. Legzouli and Fantômes de
Tanger by E. Cozarinsky. He has also directed three shorts: Un Américain
à Tanger (1993), Le Café de la plage (1998) and A travers le miroir (2000).
Ο Toni Serra, γνωστός με το όνομα Abu Ali, γεννήθηκε στη Βαρκελώνη
το 1960 και ζει μεταξύ Duar Msuar, Μαρόκου και Βαρκελώνης. Το
μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του βρίσκεται στο όριο μεταξύ της
εσωτερικής εμπειρίας και του κοινωνικού χώρου, μια ανήσυχη γραμμή
που εξουσιάζεται από μια αυξανόμενη έλλειψη ελέγχου και τον χειρισμό
των ταυτοτήτων και των κοινοτήτων. Αυτή η εξερεύνηση προκύπτει σε
ζητήματα διαγραφής και κατασκευής ταυτοτήτων μέσω των μέσων
μαζικής ενημέρωσης και δημιουργίας πραγματικοτήτων μέσω των
βιντεοπαιχνιδιών και της «διευρυμένης» πραγματικότητας. Ο Abu Ali
είναι επίσης ιδρυτικό μέλος των Αρχείων OVNI -Observatorio de Video
No Identificado (www.desorg.org), όπου κάνει την έρευνα και τον
προγραμματισμό ταινιών στην Ισπανία, το Μαρόκο, κ.α.
Toni Serra, aka Abu Ali, was born in Barcelona in 1960 and lives between
Duar Msuar, Morocco and Barcelona. Most of his works lie on a border
between inner experience and the social field, a tense line dominated by
a growing lack of control and the manipulation of identities and communities. This exploration emerges in issues of erasing and constructing identities through the media and building realities through video games and
“expanded” reality. Abu Ali is also a founding member of OVNI ArchivesObservatorio de Video No Identificado where he does research and film
programming in Spain, Morocco, and elsewhere.
Γεννημένος το 1966 στο Λίβανο, ο Akram Zaatari ζει και εργάζεται στη
Βηρυτό. Καλλιτέχνης απορροφημένος με την παραγωγή, τη συλλογή και
τη μελέτη ντοκουμέντων, το έργο του αντανακλά τη μεταβαλλόμενη φύση
των συνόρων, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή, και εξετάζει ζητήματα όπως
η κατοχή και η απόσυρση, ο πόλεμος, η μετατόπιση και οι έννοιες της
επιτήρησης και του φόβου. Το πρώιμο έργο του εστίαζε στη λιβανέζικη
εθνική αντίσταση τη δεκαετία του 1980, καθώς και στην κυκλοφορία
και την παραγωγή εικόνων στο πλαίσιο της τότε γεωγραφικής διαίρεσης
της Μέσης Ανατολής. Είναι συνιδρυτής του Αραβικού Ιδρύματος
Φωτογραφίας (1997), όπου πρόσφατα μελέτησε και αρχειοθέτησε
το έργο του εγκατεστημένου στη Saida φωτογράφου Hashem el
Madani (1928-) ως κατάλογο-μητρώο των κοινωνικών σχέσεων και των
φωτογραφικών πρακτικών. Είναι δημιουργός περισσότερων από σαράντα
βίντεο, μεταξύ των οποίων: Nature Morte (2008), In this House (2005),
This Day (2003), και All is well on the Border (1997).
Born 1966 in Lebanon, Akram Zaatari lives and works in Beirut. An artist
preoccupied with the production, collection and study of documents, his
work reflects on the shifting nature of borders, particularly in the Middle
East and deals with issues of occupation or withdrawal, war, displacement, and notions of surveillance and fear. His early work focused on the
Lebanese national resistance in the 1980s and the circulation and production of images in the context of the current geographical division of
the Middle East. He is co-founder of the Arab Image Foundation (1997),
where he recently studied and archived the photographic work of the
Saida-based photographer Hashem el Madani (1928-) as a register of social relationships and photographic practices. He is author of more than
40 videos such as Nature Morte (2008), In this House (2005), This Day
(2003), and All is well on the Border (1997).
Η Γαλλίδα ποιήτρια Liliane Giraudon γεννήθηκε το 1946 στη Γαλλία. Ζει και
εργάζεται στη Μασσαλία. Είναι συν-ιδρύτρια των περιοδικών Banana Split
(1980-1990) μαζί με τον J.J. Viton, και If, (1992). Είναι επίσης συν-διευθύντρια
του περιοδικού Action Poétique. Βιβλία της: Je marche ou je m’endors
(P.O.L., 1982), La Réserve (P.O.L., 1984), Divagation des chiens, (P.O.L.,
1988), Pallaksch, Pallaksch (P.O.L., 1990), Sker (homobiographie) (P.O.L.,
2002), La Fiancée de Makhno (P.O.L., 2004), L’Onanisme d’Hamlet (Les
cahiers de la Seine, 2004), Les Talibans n’aiment pas la fiction, (Inventaire/
Invention, 2004), Greffe de spectres, (P.O.L., La poétesse, 2009), Hôtel,
μαζί με τον JJ Viton, φωτογραφίες Bernard Plossu (Argol, 2009). Γράφει
επίσης θεατρικά έργα και ασχολείται με το σχέδιο.
French poet Liliane Giraudon was born in 1946 in France. She lives
and works in Marseille. She is co-founder of the journal Banana Split
(1980-1990) with J.J. Viton; co-founder of the journal If, (1992), co-editor
of Action Poétique. Her selected bibliography includes Je marche ou
je m’endors (P.O.L., 1982), La Réserve (P.O.L., 1984), Divagation des
chiens, (P.O.L., 1988), Pallaksch, Pallaksch (P.O.L., 1990), Sker (homobiographie) (P.O.L., 2002), La Fiancée de Makhno (P.O.L., 2004), L’Onanisme d’Hamlet (Les cahiers de la Seine, 2004), Les Talibans
n’aiment pas la fiction, (Inventaire/Invention, 2004), Greffe de spectres,
(P.O.L., La poétesse, 2009), Hôtel, with JJ Viton, photos Bernard Plossu
(Argol, 2009). She has also written for the theater and draws.
Γεννημένος το 1962, ο Jem Alan Cohen είναι ένας βραβευμένος
σκηνοθέτης ο οποίος ζει στη Νέα Υόρκη και είναι γνωστός για τα ιδιαίτερα
ενδελεχή πορτραίτα αστικών τοπίων συνδυάζοντας και αναμιγνύοντας
διάφορα κινηματογραφικά formats (16mm, Super 8, βίντεο), ενώ συχνά
συνεργάζεται με μουσικούς. Βραβεύτηκε με το Independent Spirit Award
καθώς και άλλα πολλά άλλα βραβεία για μεγάλου μήκους ταινίες. Έλαβε
βραβεία από το Μουσείο Guggenheim, την Creative Capital, τα Ιδρύματα
Rockefeller και Alpert, το National Endowment for the Arts και άλλους
οργανισμούς.
Born in 1962, Jem Alan Cohen is an award-winning New YorkCitybased filmmaker known for his observational portraits of urban landscapes, blending of media formats (16mm, Super 8, video) and collaborations with music artists. He is the recipient of the Independent
Spirit Award and many first place awards for feature filmmaking. He
has received grants from the Guggenheim, Creative Capital, Rockefeller and Alpert Foundations, the National Endowment for the Arts,
and other organizations.
Από το 1984 ο Luc Sante είναι συγγραφέας πλήρους απασχόλησης.
Είναι συνεργάτης της New York Review of Books, όπου εργάστηκε
αρχικά στο mailroom και στη συνέχεια ως βοηθός της εκδότριας Barbara
Epstein. Ο Sante γράφει κείμενα για τον κινηματογράφο, την τέχνη, τη
φωτογραφία και διάφορα πολιτιστικά φαινόμενα. Ζει στο Ulster County
της Νέας Υόρκης και διδάσκει συγγραφή και ιστορία της φωτογραφίας
στο Κολλέγιο Bard.
Since 1984 Luc Sante has been a full-time writer. He is a frequent
contributor to the New York Review of Books, where he worked
first in the mailroom and then as assistant to editor BarbaraEpstein.
Sante has written on the subjects of film, art, photography, and
miscellaneous cultural phenomena. He lives in Ulster County, New
York, and teaches writing and the history of photography at Bard
College.
Ο Ahmed Bouanani (1938-2011) σπούδασε στο Παρίσι, στο Institute for
Advanced Film Studies (IDHEC) που το 1986 μετονομάσθηκε σε National
School of Image and Sound (ENSMIS). Ασχολήθηκε λόγω εκπαίδευσης
με το μοντάζ, ενώ σκηνοθέτησε μόνο μια ταινία μεγάλου μήκους, το Le
Mirage (1979). Είναι γνωστός για τις μικρού μήκους ταινίες του, αλλά και
ως σεναριογράφος (Le cheval de vent, 2001) και editor (Le trésor infernal
και Wechma το 1970).
Born in 1938 and died 8th February, 2011 at the age of 72, Ahmed
Bouanani studied at the Institute for Advanced Film Studies (IDHEC) in
Paris, which became in 1986, the National School of Image and Sound
(ENSMIS). Editor by training, he has directed only one feature film, Le Mirage in 1979. He is best known for short films, but also as a screenwriter
(Le cheval de vent in 2001) and editor (Le trésor infernal and Wechma
in 1970).
Ο Max Lemcke γεννήθηκε το 1967 στη Μαδρίτη. Η φιλμογραφία του
περιλαμβάνει τις ταινίες Cinco metros cuadrados (2011), Casual Day
(2007) και Fantastic World (2003).
Max Lemcke worn (1967) in Madrid, Spain. Previous films include Cinco
metros cuadrados (2011), Casual Day (2007), Fantastic World (2003).
Ο Hicham Falah ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Louis Lumière School
του Παρισιού. Το 1997 σκηνοθέτησε την πρώτη μικρού μήκους ταινία του,
το L’Attention. Εργάζεται ως κάμεραμαν και σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ για
διάφορα γαλλικά τηλεοπτικά κανάλια.
Hicham Falah completed his studies at Louis Lumière School in Paris.
He directed his first short film, L’Attention in 1997. He currently works as
a cameraman and documentary filmmaker for different French television
channels.
Mohamed Chrif Tribak σπούδασε στο FEMIS του Παρισιού και στη
συνέχεια σκηνοθέτησε την πρώτη μικρού μήκους ταινία του, το Nassima
(1998). Από τότε σκηνοθετεί ταινίες για το μαροκινό τηλεοπτικό κανάλι
2M.
Mohamed Chrif Tribak studied at FEMIS in Paris and went on to direct
the short film Nassima (1998). He has since been directing films for the
Moroccan television channel 2M.
KEREN CYTTER
Γεννήθηκε το 1977 στο Ισραήλ. Ζει και εργάζεται στο Βερολίνο.
Σπούδασε στο Avni Institute του Τελ Αβίβ (1997-1999) και στο de
Ateliers του Άμστερνταμ (2002-2004). Η Keren Cytter είναι ευρέως
γνωστή για τα πειραματικά της έργα σε βίντεο, τα οποία φωτίζουν
το διαπροσωπικό και το προσωπικό –έργα που συχνά βασίζονται σε
πρότυπα λογοτεχνικά και σε πρότυπα κινηματογραφικών κλασικών
δημιουργιών, αντανακλώντας ταυτόχρονα και την επιρροή των μέσων
μαζικής ενημέρωσης. Πρόσφατες ατομικές εκθέσεις (επιλογή): Keren
.
Cytter-Avalanche, Stedelijk Museum (Άμστερνταμ, 2011) Fear, Fun
.
and Fire, Deutsche Bank Towers (Φρανκφούρτη, 2011) The hottest
.
day of the year, Kunstverien München (Μόναχο, 2011 Avalanche, The
.
David Roberts Art Foundation (Λονδίνο, 2011) Avalanche, Pilar Cor.
rias (Λονδίνο, 2011) Konstruktion, Galerie Christian Nagel (Βερολίνο,
.
2010) Moderna Museet (Στοκχόλμη, 2010).
Born (1977) in Israel. She lives in Berlin. She studied at the Avni Institute, Tel-Aviv (1997-1999) and at de Ateliers, Amsterdam (20022004). Keren Cytter is best known for her experimental video works
that illuminate the interpersonal and the private, works that are often
based on templates of literary or cinematic classics, simultaneously
reflecting the influence of the media. Recent solo exhibitions (selection): Keren Cytter-Avalanche, Stedelijk Museum (Amsterdam, 2011);
Fear, Fun and Fire, Deutsche Bank Towers (Frankfurt am Main, Germany, 2011); The hottest day of the year, Kunstverien München (Munich, Germany, 2011); Avalanche, The David Roberts Art Foundation
(London, 2011); Avalanche, Pilar Corrias (London, 2011); Konstruktion, Galerie Christian Nagel (Berlin, 2010); Moderna Museet (Stockholm, 2010).
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ
CHRISTINA DIMITRIADIS
Η Χριστίνα Δημητριάδη, ελληνο-γερμανικής καταγωγής, γεννήθηκε
το 1967 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο Film/Video Arts της Νέας
Υόρκης (1993), στο Parsons School of Design/New School for Social
Research (πτυχίο στις καλές τέχνες, 1992). «Η Χριστίνα Δημητριάδη»,
όπως αναφέρει ο Σωτήρης Μπαχτσετζής, «χρησιμοποιεί τη φωτογραφία
ως μέσο για να εκφράσει μια αυτοβιογραφική στάση βασισμένη στις
ανθρώπινες σχέσεις σε συνάρτηση με την έννοια της ταυτότητας.
Στις αυστηρά δομημένες φωτογραφίες της επικρατεί ένας σχεδόν
αρχιτεκτονικός τόνος, μια απόλυτα μινιμαλιστική σκηνοθεσία όπου είναι
εμφανής η έλλειψη οποιουδήποτε αυθαίρετου τυχαίου περιστατικού. Από
αυτήν την άποψη οι φωτογραφίες της έχουν έναν επιβλητικό χαρακτήρα,
σχεδόν μνημειακό». Ατομικές εκθέσεις: Symbioses, Curators without
Borders (Βερολίνο, 2008)· Dystopia, Kanazawa Citizen’s Art Center
(Kanazawa, 2006)· I Remember All of You, Γκαλερί Ελένη Κορωναίου
(Αθήνα, 2005)· Galerie Deux (Τόκυο, 2000)· Open Closed Doors,
Eigen+Art Gallery (Βερολίνο, 1999). Πρόσφατες ομαδικές εκθέσεις:
Πολυγλωσσία, Ωνάσειο, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών (Αθήνα, 2011)· The
First Image, Centre Régional d’Art Contemporain, Languedoc Roussilon
(Sète, 2009); Transexperiences, 798 SPACE (Πεκίνο, 2008)· Turbulance,
3η Τριενάλε του Ώκλαντ (2007)· The Passion and The Wave, 6η Μπιενάλε
της Κωνσταντινούπολης (1999); La Casa, Il Corpo, Il Cuore, Museum
Moderne Kunst Stiftung Ludwig (Βιέννη, 1999).
Greek German artist, Christina Dimitriadis, was born (1967) in Thessaloniki. She lives and works in Berlin. She studied at the Film/Video Arts,
New York (1993) and at the Parsons School of Design and New School
for Social Research (Bachelor of Fine Arts, 1992). “Christina Dimitriadis”,
as Sotirios Bahtsetzis mentions, “uses photography as a medium to express an autobiographical stance based on human relationships in terms
of the concept of identity. In the artist’s strictly structured photographs
an almost architectural tone prevails, an absolute minimal mise-en-scène
where the lack of any arbitrary haphazard occurrence is clear. In this
respect Dimitriadis’ photos have a compelling character, almost monumental”. Solo exhibitions: Symbioses, Curators without Borders (Berlin,
2008); Dystopia, Kanazawa Citizen’s Art Center (Kanazawa, 2006); I Remember All of You, Eleni Koroneou Gallery (Athens, 2005); Galerie Deux
(Tokyo, 2000); Open Closed Doors, Eigen+Art Gallery (Berlin, 1999).
Recent group exhibitions: Polyglossia, Onassis Cultural Centre (Athens,
2011); The First Image, Centre Régional d’Art Contemporain, Languedoc
Roussilon (Sète, 2009); Transexperiences, 798 SPACE (Beijing, 2008);
Turbulance, 3rd Auckland Triennial (2007); The Passion and The Wave,
6th International Istanbul Biennial (1999); La Casa, Il Corpo, Il Cuore, Museum Moderne Kunst Stiftung Ludwig (Vienna, 1999).
THOMAS DWORZAK
Γεννήθηκε το 1972 στο Kötzling της Γερμανίας. Ζει και εργάζεται στη
Γεωργία. Πρόσφατες ατομικές εκθέσεις: Kavkaz, Tbilissi Photo Festival
2011, Europe House Georgia and Tbilissi Photography House, 2011·
Kavkaz, Magnum Gallery, Παρίσι, 2010· M.A.S.H., Huesca Festival,
Ισπανία, 2007· M.A.S.H., Ville de Bayeux, Γαλλία, 2007· Katrina (μαζί με
τους Stanley Greene και Kadir van Lohuizen), Groenigen, Ολλανδία, 2006·
Off Broadway, New York, USA / Arles, Γαλλία / Βερολίνο, Γερμανία,
2004/05· Taliban Collection, Helsinki City Art Museum, Φιλανδία, 2003.
Born (1972) in Kötzling, Germany. He lives and works in Georgia. Recent
solo exhibitions: Kavkaz, Tbilissi Photo Festival 2011, Europe House
Georgia and Tbilissi Photography House, 2011; Kavkaz, Magnum Gallery, Paris, 2010; M.A.S.H., Huesca Festival, Spain, 2007; M.A.S.H., Ville
de Bayeux, France, 2007; Katrina (with Stanley Greene and Kadir van
Lohuizen), Groenigen, The Netherlands, 2006; Off Broadway, New York,
USA / Arles, France / Berlin, Germany, 2004/05; Taliban Collection, Helsinki City Art Museum, Finland, 2003.
YASMINE EID-SABBAGH
Η Yasmine Eid-Sabbagh σπούδασε ιστορία, φωτογραφία και
ανθρωπολογία στο Παρίσι. Το 2006, εγκαταστάθηκε στο Burj Al-Shamali, ένα στρατόπεδο προσφύγων που ιδρύθηκε το 1956 και βρίσκεται
ακριβώς νότια του λιμανιού της Τύρου, στον Λίβανο, όπου έζησε μέχρι
το 2011. Στο Burj Al-Shamali πραγματοποίησε ένα φωτογραφικό project
με μια ομάδα νεαρών Παλαιστινίων, καθώς και μια αρχειακή εργασία
με οικογενειακές και φωτογραφίες από στούντιο. Ξεκίνησε, επίσης, μια
προσωπική έρευνα, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, πάνω στην εικονογραφία
των γηγενών πολιτισμών της περιοχής και στις καλλιτεχνικές χειρονομίες,
συμπεριλαμβανομένων και των διαλογικών προσεγγίσεων. Η Yasmine Eid
Sabbagh είναι μέλος του Αραβικού Ιδρύματος Φωτογραφίας από το 2008.
Yasmine Eid-Sabbagh studied history, photography and visual anthropology in Paris. In 2006, she moved to Burj al-Shamali, a refugee
camp established in 1956 and located just south of the port city of Tyre,
Lebanon, where she lived until 2011. In Burj al-Shamali she carried out a
photographic project with a group of young Palestinians, as well as archival work on family and studio photographs and began a personal still
ongoing research on vernacular visual cultures and on artistic gestures
including dialogical approaches. Yasmine Eid-Sabbagh is a member of
the Arab Image Foundation since 2008.
E-FLUX
Anton Vidokle
Γεννήθηκε στη Μόσχα. Ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη και στο
Βερολίνο. Το έργο του έχει παρουσιαστεί σε διεθνείς διοργανώσεις όπως
οι Μπιενάλε της Βενετίας, του Λίβερπουλ, της Λυών, του Ντακάρ, αλλά
και στην Tate Modern του Λονδίνου. Σαν ιδρυτής του e-flux, δημιούργησε
το Do it, Utopia Station poster project και οργάνωσε το An Image Bank
for Everyday Revolutionary Life και το Martha Rosler Library. Άλλα έργα
είναι: το e-flux video rental, το οποίο συνδιοργάνωσε με την Julieta Aranda·
μια έρευνα πάνω στην εκπαίδευση ως τόπο καλλιτεχνικής πρακτικής
(η έρευνα έγινε όταν ανέλαβε τη συν-επιμέλεια της Manifesta 6 Ευρωπαϊκής Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης, η οποία τελικά ακυρώθηκε)· το
Unitednationsplaza –ένα πειραματικό σχολείο διάρκειας δώδεκα μηνών
σε άμεση διασύνδεση με την ακυρωθείσα Manifesta 6. Είναι συν-εκδότης
του περιοδικού e-flux journal, μαζί με τους Julieta Aranda και Brian Kuan
Wood. Τα πιο πρόσφατα projects του Vidokle είναι το Time/Bank και το
Time/Store σε συνεργασία με την Julieta Aranda.
Anton Vidokle is an artist, born in Moscow and living in New York and
Berlin. His work has been exhibited internationally at Venice Biennale,
Liverpool Biennial, Lyon Biennial, Dakar Biennale, and at Tate Modern
among others. As a founder of e-flux he has produced Do it, Utopia Station poster project, and organized An Image Bank for Everyday Revolutionary Life, and Martha Rosler Library. Other works include e-flux video
rental, co-organized with Julieta Aranda; research into education as a site
for artistic practice as co-curator for the cancelled Manifesta 6, European
Biennial for Contemporary Art; and Unitednationsplaza -a twelve-month
experimental school in Berlin initiated in response to the unrealized Manifesta 6. He is co-editor of e-flux journal along with Julieta Aranda and Brian
Kuan Wood. Vidokle’s most recent projects are Time/Bank and Time/
Store, produced in collaboration with Julieta Aranda.
Julieta Aranda
Γεννήθηκε στην Πόλη του Μεξικό. Ζει και εργάζεται μεταξύ Βερολίνου
και Νέας Υόρκης. Κεντρικό στοιχείο της πολλαπλών μέσων καλλιτεχνικής
πρακτικής της Aranda είναι η εμπλοκή της με μηχανισμούς κίνησης και η
ιδέα μιας «ποιητικής της κίνησης»· η δυνατότητα μιας πολιτικοποιημένης
υποκειμενικότητας μέσα από την αντίληψη και τη χρήση του χρόνου,
αλλά και την έννοια της δύναμης πάνω στο φαντασιακό. Το έργο της
Julieta Aranda έχει παρουσιαστεί διεθνώς, σε εκθέσεις και χώρους όπως
στην Μπιενάλε της Βενετίας (2011), στο Stroom den Haag (2011), στην
Living as form (Creative Time, Νέα Υόρκη, 2011), στην Μπιενάλε της
Κωνσταντινούπολης (2011), στο Portikus της Φραγκφούρτης (2011),
στο Μουσείο Solomon Guggenheim της Νέας Υόρκης (2009), στο New
Museum of Contemporary Art της Νέας Υόρκης (2010), στο Kunstverein
Arnsberg (2010), στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Μαϊάμι (2009), στο
Witte de With-Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης (2010), στο Μουσείο Σύγχρονης
Τέχνης του Σικάγο (2007), στη 2η Μπιενάλε της Μόσχας (2007), στο
MUSAC της Ισπανίας (2010, 2006) και στην VII Μπιενάλε της Αβάνας. Ως
συν-διευθύντρια του e-flux μαζί με τον Anton Vidokle, η Julieta Aranda έχει
δημιουργήσει τα projects Time/Bank, Pawnshop, και e-flux video rental,
τα οποία παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στον χώρο-κατάστημα του
e-flux στη Νέα Υόρκη το 2004, και στη συνέχεια σε περισσότερους από
δεκαπέντε χώρους τέχνης σε ολόκληρο τον κόσμο.
Born in Mexico City, she currently lives and works between Berlin and
New York. Central to Aranda’s multidimensional practice are her involvement with circulation mechanisms and the idea of a “poetics of circulation”; the possibility of a politicized subjectivity through the perception and
use of time, and the notion of power over the imaginary. Julieta Aranda’s
work has been exhibited internationally in venues such as Venice Biennial (2011), Stroom den Haag (2011), Living as form, Creative Time, NY
(2011), Istanbul Biennial (2011), Portikus, Frankfurt (2011), Solomon
Guggenheim Museum (2009), New Museum of Contemporary Art, NY
(2010), Kunstverein Arnsberg (2010), MOCA Miami (2009), Witte de
With-Center for Contemporary Art (2010), Museum of Contemporary
Art, Chicago (2007), 2nd Moscow Biennial (2007), MUSAC, Spain (2010
and 2006), and VII Havanna Biennial; amongst others. As a co-director
of e-flux together with Anton Vidokle, Julieta Aranda has developed the
projects Time/Bank, Pawnshop, and e-flux video rental, which started in
the e-flux storefront in New York in 2004, and has traveled to more than
15 venues worldwide.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
ANDREAS EMBIRIKOS
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975) προερχόταν από μια πλούσια
οικογένεια, καθώς ο πατέρας του ήταν εφοπλιστής. Γεννήθηκε στην
Bραΐλα της Ρουμανίας, αλλά η οικογένειά του σύντομα εγκαταστάθηκε
στην Ερμούπολη, και τέλος στην Αθήνα, όταν ο Εμπειρίκος ήταν επτά
χρονών. Ενώ ήταν ακόμα έφηβος οι γονείς του χωρίζουν και ο ίδιος
γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, αλλά
σύντομα διακόπτει τις σπουδές του και φεύγει στη Λωζάννη όπου θα
εγκατασταθεί η μητέρα του. Κατά τη διάρκεια των επόμενων χρόνων
ακολούθησαν σπουδές πάνω σε διάφορους τομείς, στη Γαλλία και στο
Ηνωμένο Βασίλειο -ήταν στο Παρίσι που αποφάσισε τελικά να ασχοληθεί
με την ψυχανάλυση κοντά στον René Laforgue. Το 1929 μυείται στην
τεχνική της αυτόματης γραφής των σουρεαλιστών. Το 1935 δίνει τη
διάσημη διάλεξη «Περί σουρεαλισμού» στην Αθήνα και εκδίδει την
Υψικάμινο, ένα καθαρά σουρεαλιστικό κείμενο, ένα αιρετικό βιβλίο που
χαρακτηρίζεται από την έλλειψη στίξης και την ιδιαιτερότητα της γλώσσας.
Η ποίηση και το έργο του εν γένει διέπονται από δύο σημαντικές τάσεις.
Αφενός, ήταν ένας από τους κύριους εκπροσώπους του σουρεαλισμού
στην Ελλάδα. Αφετέρου, μαζί με τον Γιώργο Σεφέρη, ο Εμπειρίκος
υπήρξε ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της γενιάς του ‘30. Συνέβαλε τα
μέγιστα στην ένταξη του μοντερνισμού στην ελληνική λογοτεχνία.
Andreas Embirikos (1901-1975) came from a wealthy family as his father
was an important ship-owner. He was born in Braila, Romania, but his
family soon moved to Ermoupolis in Syros, and after, when Embirikos
was seven years old, to Athens. While he was still a teenager his parents
divorced; he started studying Philosophy at the Athens University, but he
decided to move to Lausanne to stay with his mother. The following years
Embirikos studied a variety of subjects both in France and in the United
Kingdom; however it was in Paris where he decided to study psychoanalysis together with René Laforgue. In 1929 he became interested in automatic writing of the surrealists. In 1935 he gave the famous lecture “On
surrealism” in Athens and published Ypsikaminos, a pure surrealist text, a
heretic book characterized by the lack of the punctuation and the peculiarity of the language. His poetry can be defined by two major tendencies.
On the one hand, he was one of the major representatives of surrealism
in Greece. On the other hand, together with Yorgos Seferis, Embirikos
was the most important representative of the generation of the 1930s.
He contributed greatly to the introduction of modernism in Greek letters.
MOUNIR FATMI
Γεννήθηκε το 1970 στην Ταγγέρη. Ζει και εργάζεται στο Παρίσι και την
Ταγγέρη. Κατασκευάζει οπτικούς χώρους και λεκτικά παιχνίδια, τα οποία
στοχεύουν να απελευθερώσουν τον θεατή από τις προκαταλήψεις του.
Τα βίντεο, οι εγκαταστάσεις, τα σχέδια, οι ζωγραφικές συνθέσεις και
τα γλυπτά του, φέρνουν στο φως τις αμφιβολίες, τους φόβους και τις
επιθυμίες μας. Τα έργα του εξετάζουν άμεσα τα επίκαιρα γεγονότα του
κόσμου μας, απευθύνονται σε εκείνους των οποίων οι ζωές επηρεάζονται
από τα συγκεκριμένα γεγονότα και αποκαλύπτουν τη δομή τους. Η
δουλειά του εξετάζει τη βεβήλωση της θρησκείας, την αποδόμηση και το
τέλος των δογμάτων και των ιδεολογιών. Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την
ιδέα του θανάτου ενός καταναλωτικού αντικειμένου -καλώδια κεραιών,
φωτοαντιγραφικά μηχανήματα, βιντεοταινίες-, ή ακόμα μιας νεκρής
γλώσσας ή μιας πολιτικής κίνησης. Αν και αισθητικά πολύ ελκυστικό,
το έργο του προσφέρει ένα βλέμμα στον κόσμο από μια διαφορετική
οπτική, που αρνείται να τυφλωθεί από τις συμβάσεις. Η δουλειά του
έχει παρουσιαστεί στο Migros Museum für Gegenwarskunst (Ζυρίχη),
στο Museum Kunst Palast (Ντίσελντορφ), στο Centre Georges Pompidou (Παρίσι), στο Mori Art Museum (Τόκιο). Συμμετείχε σε διάφορες
Μπιενάλε: 52η Μπιενάλε της Βενετίας, 2η Μπιενάλε της Σεβίλλης, 8η
Μπιενάλε του Sharjah και 10η Μπιενάλε της Λυών. Το 2008 συμμετείχε
στην έκθεση-πρόγραμμα Paradise Now! Essential French Avant-Garde
Cinema 1890-2008 (Tate Modern, London) καθώς και στην έκθεση
Traces du Sacré (Centre Georges Pompidou, Paris). Από το 1993, έχει
κερδίσει διάφορα βραβεία, ανάμεσα στα οποία το Μεγάλο Βραβείο της
7ης Μπιενάλε του Ντακάρ (2006) και το Βραβείο Uriöt Prize της Rijksakademie van Beeldende Kunsten στο Άμστερνταμ. Το 2010 τιμήθηκε με το
Βραβείο της Μπιενάλε του Καΐρου.
Born (1970) in Tangier, Morocco. He lives and works in Paris and Tangier.
He constructs visual spaces and linguistic games that aim to free the
viewer from their preconceptions. His videos, installations, drawings,
paintings and sculptures bring to light our doubts, fears and desires.
They directly address the current events of our world, and speak to those
whose lives are affected by specific events and reveal its structure. His
work deals with the desecration of religious object, deconstruction and
the end of dogmas and ideologies. He is particularly interested in the idea
of death of the subject of consumption. This can be applied to antenna
cables, copier machines, VHS tapes, and a dead language or a political
movement. Although aesthetically very appealing, Mounir Fatmi’s work
offers a look at the world from a different glance, refusing to be blinded
by the conventions. Mounir Fatmi’s work has been exhibited at the: Migros Museum für Gegenwarskunst (Zürich, Switzerland), Museum Kunst
Palast (Düsseldorf, Germany), the Centre Georges Pompidou (Paris,
France), the Mori Art Museum (Tokyo Japan). He has participated in several biennials, among them the 52nd Venice Biennial, the 2nd Seville Biennial, Spain, the 8th biennial of Sharjah and the 10th Biennial of Lyon. In
2008, his work is featured in the program Paradise Now! Essential French
Avant-Garde Cinema 1890-2008 at the Tate Modern in London as well
as in the exhibition Traces du Sacré, at the Centre Georges Pompidou,
in Paris. Since 1993, he was awarded by several prize such as the Grand
Prize at the 7th Dakar Biennial in 2006 and the Uriöt Prize, Rijksakademie
van Beeldende Kunsten, Amsterdam. He receives the Cairo Biennial
Prize in 2010.
EMMANUEL FINKIEL
Μετά από καριέρα ως πρώτος βοηθός σκηνοθέτη κοντά σε σκηνοθέτες
(Jean-Luc Godard, Krysztof Kieslowski και Bertrand Tavernier), ο Emmanuel Finkiel σκηνοθέτησε τις δικές του ταινίες όπως το Voyages (1999),
το Casting (2001) ή το Nowhere promised land (2008). Οι περισσότεροι
από τους πρωταγωνιστές σ’ αυτές τις ταινίες ανήκουν στους Ασκεναζίτες
Εβραίους που μιλούν σήμερα γίντις. Συνδυάζοντας την ειρωνεία
με την τρυφερότητα, οι ιστορίες τους επικεντρώνονται σε έντονα
συναισθηματικές ή οδυνηρές περιστάσεις, οι οποίες αντιμετωπίζονται
πάντα με επιφύλαξη. Οι ταινίες περιγράφουν πληθωρικούς χαρακτήρες
και αφηγούνται την ιστορία των Εβραίων της Ανατολικής Ευρώπης.
Οι ταινίες του Finkiel έχουν παρουσιαστεί σ’ ολόκληρο τον κόσμο και
έχουν κερδίσει πολλές διακρίσεις, ανάμεσα στις οποίες και τρία γαλλικά
κινηματογραφικά βραβεία Σεζάρ.
After a career as first assistant director to directors such as Jean-Luc
Godard, Krzysztof Kieslowski and Bertrand Tavernier, Emmanuel Finkiel
directed his own projects such as Voyages (1999), Casting (2001) or Nowhere promised land (2008). Most of the protagonists of each of these
films belong to today’s Yiddish-speaking Ashkenazim Jewry. Combining
irony and tenderness, their stories focus on intensely emotional or painful
circumstances, always treated with reserve. They describe larger-than-life
characters and tell the history of Eastern-European Jewry. Finkiel’s films
have been screened all over the world and have won many prizes, including three French Césars.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
PENELOPE GEORGIOU
Γεννήθηκε το 1949 στη Θεσσαλονίκη. Από το 1970 ζει στη Βιέννη,
όπου για δύο χρόνια σπούδασε στο Max Reinhardt Seminar. Το 1977
σκηνοθέτησε το Πρωτόπλασμα του Φάουστ, στο οποίο η ίδια είχε τον
ρόλο της Μαργαρίτας. Την επόμενη χρονιά, σκηνοθέτησε στο Δραματικό
Κέντρο της Βιέννης το δικό της θεατρικό έργο Kunst ohne Höhepunkt.
Κινηματογραφικές ταινίες: Petunia (1980), Tonis und Eleni (1982), Apostolos (1986), Hans (1989), Kallas und Kennedy (1991), Das Symposion
(1994), Tierschutzkinowerbespot (1997), Tanzen in der Secession
(2008). Projects: Das Schöne und Richtige Handeln, Secession (Βιέννη,
1993)· 3 Gespräche mit Philosophinnen, Depot (Vienna, 1996). Ομαδικές
εκθέσεις (επιλογή): Die Minderung bei gesteigertem Wert, Galerie der
Künstler (Μόναχο, 1992)· Oppositionen und Schwester felder, Secession
(Βιέννη, 1993)· Man muss ganz schön viel lernen um hier zu funktionieren, Frankfurter Kunstverein (Φρανκφούρτη, 2000)· Neue Welt, Frankfurter Kunstverein (Φρανκφούρτη, 2001)· Fate of Alien Modes, Secession
(Βιέννη, 2003)· The Bar, The Kunsthalle Athena (Αθήνα, 2010).
Born (1949) in Thessaloniki. Since 1970 she lives in Vienna, where she
studied for two years at the Max Reinhardt Seminar. In 1977 she directed
Urfaust, playing herself the role of Margarita. The next year, she directed
in Vienna her own theatrical work Kunst ohne Höhepunkt. Films: Petunia
(1980), Tonis und Eleni (1982), Apostolos (1986), Hans (1989), Kallas
und Kennedy (1991), Das Symposion (1994), Tierschutzkinowerbespot (1997), Tanzen in der Secession (2008). Projects: Das Schöne und
Richtige Handeln, Secession (Vienna, 1993); 3 Gespräche mit Philosophinnen, Depot (Vienna, 1996). Selected group exhibitions: Die Minderung bei gesteigertem Wert, Galerie der Künstler (München, 1992); Oppositionen und Schwester felder, Secession (Vienna, 1993); Man muss
ganz schön viel lernen um hier zu funktionieren, Frankfurter Kunstverein
(Frankfurt, 2000); Neue Welt, Frankfurter Kunstverein (Frankfurt, 2001);
Fate of Alien Modes, Secession (Vienna, 2003); The Bar, The Kunsthalle
Athena (Athens, 2010).
ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ
YIANΝOULIS HALEPAS
Ευρύτερα γνωστός για το γλυπτό του Η Κοιμωμένη που βρίσκεται στο Α’
Νεκροταφείο της Αθήνας και το οποίο έφτιαξε το 1877 σε νεαρή ηλικία,
ο Γιαννούλης Χαλεπάς (Τήνος, 1851-Αθήνα, 1938) είναι ένας από τους
σημαντικότερους Έλληνες γλύπτες. Με σπουδές στη Σχολή Καλών
Τεχνών της Αθήνας και αργότερα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του
Μονάχου, τα πρώιμα έργα του είναι επηρεασμένα από το συντηρητικό
πνεύμα που επικρατούσε στα τέλη του 19ου αιώνα. Στη συνέχεια όμως
απορρίπτει τον ακαδημαϊσμό, γίνεται πιο τολμηρός, και επικεντρώνεται
στη διερεύνηση της φόρμας και της σύνθεσης δημιουργώντας έργα
μεγάλης εκφραστικότητας. Έζησε μια τρικυμιώδη ζωή, ενώ για 13 χρόνια
παρέμεινε έγκλειστος στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Το 1901 επέστρεψε
στην Τήνο αλλά δεν δούλεψε παρά μόνο μετά τον θάνατο της μητέρας
του το 1916. Από αυτήν την περίοδο έχει διασωθεί ένας μεγάλος αριθμός
σχεδίων και προπλασμάτων σε πηλό, από τα οποία όμως κανένα δεν
έγινε σε μάρμαρο. Η θεματογραφία του αντλεί συχνά έμπνευση από την
Ελληνική μυθολογία, ενώ περιλαμβάνει επίσης αλληγορίες, θρησκευτικά
θέματα και πορτρέτα. Πρόσφατα παρουσιάστηκαν έργα του στη 2η
Μπιενάλε της Αθήνας (2009) και στις Kalfayan Galleries (Θεσσαλονίκη,
2011/Αθήνα, 2010), ενώ το 2007 πραγματοποιήθηκε αναδρομική
έκθεση των έργων στην Εθνική Γλυπτοθήκη της Αθήνας.
Best known for his sculpture, Sleeping Woman (1877) at the First Cemetery in Athens, Yiannoulis Halepas (Tinos, 1851-Athens, 1938) is one of
Greece’s most important sculptors. He studied at the School of Fine Arts
in Athens and the Academy of Fine Arts in Munich. His early work reflects
the conservative spirit prevalent in the late 19th century. He later turned
his back on academicism and became more daring, concentrating on
an investigation of form and composition and allowing a certain expressiveness to enter his work. He led a tempestuous life, interrupted by a
13-year period spent in Psychiatric Clinic of Corfu. In 1901 he returned
to Tinos but produced no work until after the death of his mother in 1916.
Virtually no work from this period was completed in marble. Clay models
have survived and of course, countless drawings. His preferred themes
include subjects taken from ancient Greek mythology but also allegories,
religious themes and portraits. Recent exhibitions include: 2nd Athens
Biennale (2009), Kalfayan Galleries (Thessaloniki, 2011/ Athens, 2010),
Retrospective at the National Glyptoteque (Athens, 2007).
STEVEN C. HARVEY
Γεννήθηκε το 1967 στο Στάφορντ της Αγγλίας. Σήμερα ζει και εργάζεται
στην Αθήνα. Σπούδασε καλές τέχνες στο Wimbledon School of Art (19861989). Ένα διαρκές ενδιαφέρον του ήταν η διερεύνηση νέων τρόπων για να
εκφράσει τους ιλιγγιώδεις παραλογισμούς της σύγχρονης κατάστασης. Η
πιο πρόσφατη «εκδήλωση» αυτής της στρατηγικής είναι η σειρά Οχήματα,
τα πρώτα έργα της οποίας αποκτήθηκαν από το MUDAM (Musée d’Art
Moderne Grand-Duc Jean, Λουξεμβούργο) για τη μόνιμη συλλογή του.
Πρόσφατες εκθέσεις: Vehicles, γκαλερί Αγκάθι (Αθήνα, 2008)· Garage
Project, Art Athina (Αθήνα, 2008)· T-Tris, B.S.P 22-Espace De Création
Contemporaine (Charleroi, Βέλγιο, 2009)· Brave New World, MUDAM
(Λουξεμβούργο, 2010)· Locus Solus, Μουσείο Μπενάκη (Αθήνα, 2010).
Born (1967) in Stafford, England, and now lives and works in Athens,
Greece. He studied Fine Art at Wimbledon School of Art (1986-1989). A
constant interest of the artist has been the search for new ways to express the vertiginous absurdities of our condition. The most recent manifestation of this strategy is the Vehicles Series, the first phase of which has
been acquired for the permanent collection of the MUDAM (Musée d’Art
Moderne Grand-Duc Jean) in Luxembourg. Recent exhibitions: Vehicles,
Agathi Gallery (Athens, 2008); Garage Project, Art Athina-Contemporary
Art Fair (Athens, 2008); T-Tris, B.S.P 22-Espace De Création Contemporaine (Charleroi, Belgium, 2009); Brave New World, MUDAM (Luxembourg, 2010); Locus Solus, Benaki Museum (Athens, 2010).
IKONOTV
Το ikonoTV είναι μια νέα πλατφόρμα η οποία προτείνει μια εναλλακτική
πρόταση απέναντι στα μουσεία και τις γκαλερί, καθώς υπερβαίνει τους
περιορισμούς του χώρου και των χρονικών πλαισίων. Στο Βερολίνο,
μια ομάδα αποτελούμενη από καλλιτέχνες, ιστορικούς της τέχνης,
σκηνοθέτες, κριτικούς τέχνης και επιμελητές διαφορετικής εθνικότητας,
συνεργάζονται για να βρουν νέους τρόπους παρουσίασης των εικαστικών
τεχνών. Προς τα τέλη του 2010 το ikono προώθησε το ikonoMenasa:
το πρώτο τηλεοπτικό κανάλι αφιερωμένο αποκλειστικά στην τέχνη το
οποίο εκπέμπει καθημερινά όλο το εικοσιτετράωρο χωρίς διακοπές για
διαφημίσεις, χωρίς την προσθήκη ήχου ή αφήγησης, σε είκοσι τέσσερις
χώρες της περιοχής Menasa -Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική και Νότια
Ασία. Οι θεατές μπορούν να πάρουν τηλεοπτικό σήμα από τον δορυφόρο
Arabsat και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα από τους δορυφόρους Etisalat και Du. Εκτός από το τηλεοπτικό κανάλι, το ikono διαχειρίζεται και
ένα blog, το οποίο παρουσιάζει τα καλλιτεχνικά γεγονότα σε ολόκληρο τον
κόσμο, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην περιοχή Menasa. Ακολουθώντας
τις προγραμματικές του δηλώσεις, το ikono έχει προωθήσει επίσης και ένα
διαδικτυακό κατάστημα (webshop) για έργα τέχνης, όχι σε περιορισμένες
εκδόσεις, αλλά με βάση τη διαθεσιμότητά τους. Τέχνη για όλους, ώστε ο
καθένας να ζήσει μαζί της, να περιβληθεί από αυτήν μέσα στο πιο οικείο
περιβάλλον, το σπίτι του.
jury mention for Best Arab Filmmaker. It was chosen to open Mathaf:
The Arab Museum of Modern Arts in Doha. The film also won the Audience Award at Dox Box Film Festival in Syria and became the first
ever Arab Film to win the Best Film Award at the London International
Documentary Festival. Having grown up in the UAE, Mahmoud brings
a directing style that strikes a unique balance between sophisticated
documentary approaches and an understanding of this region’s unique
norms, sensibilities, and future aspirations. Mahmoud is the founder
and managing director of Veritas Films, a UAE based company that
specializes in the creation and production of non-fiction content including corporate films, short and feature length documentaries and TV programming. Eva Sayre, Business Director of Veritas Films, is the executive producer of Teta, Alf Marra as well as other documentary projects.
She oversees the strategic and financial affairs of Veritas Films.
ikonoTV is a new platform proposing an alternative to museums and
galleries -as it goes beyond the limitations of space and time frames. In
Berlin, a team consisting of artists, art historians, filmmakers, art critics
and curators from over a dozen different nationalities, is working together
to find new ways of showcasing visual arts. In late 2010, ikono launched
its art channel ikonoMenasa: the first TV channel solely devoted to art.
ikonoMenasa runs 24 hours every day with no commercial breaks, no
added sound or narrative in 24 countries throughout the Menasa region
-the Middle East, North Africa and South Asia. Viewers can pick up the
signal via Arabsat satellite and in the United Arab Emirates via Etisalat and
Du. In addition to its TV channel, ikono runs a blog looking at art related
events around the world with a particular focus on the Menasa region.
Following its mission statement, ikono has also launched a webshop for
art works not in limited editions, but on purpose as on-demand availability. Art for all, for everybody to live with, to be surrounded by, within the
most intimate setting -their personal home.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΒΑΛΛΙΕΡΑΤΟΣ
DIONISIS KAVALLIERATOS
Γεννήθηκε το 1979 στην Αθήνα. Ζει και εργάζεται στο Βερολίνο.
Αποφοίτησε από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας
το 2002 και ολοκλήρωσε (2003-2004) το Radar Project (residency)
στην Βενετία και την Κρακοβία. Η ευέλικτη καλλιτεχνική πρακτική του
Καβαλλιεράτου περιλαμβάνει μικρής και μεγάλης κλίμακας γλυπτά
σε ξύλο, πηλό ή σε μικτή τεχνική, καθώς και σχέδια σε μολύβι και
κάρβουνο. Η εργασία του αποκαλύπτει έναν εκθαμβωτικό εσωτερικό
κόσμο -μια μετα-ποπ μίξη της μυθολογίας, της ιστορίας, της πολιτικής
και της θρησκείας- αντιμετωπίζοντας τα θεμελιώδη θέματα του καλού
και του κακού, της ζωής και του θανάτου, του φύλου, του ηρωισμού
και της αθανασίας με ένα σουρεαλιστικό, αιχμηρό ύφος. Πρόσφατες
ατομικές εκθέσεις: Barbeque in the Abyss, AKA (Βερολίνο, 2010)· The
Curse of the Monk, Bugada/Cargnel (formerly Cosmic) Gallery (Παρίσι,
2009)· The Ejaculation of the Demon, (μαζί με την Iris van Dongen),
The Breeder, (Αθήνα, 2008)· The Breeder, (Αθήνα, 2005). Πρόσφατες
ομαδικές εκθέσεις: Ντέρτι Humanism, Faggionato Fine Arts (Λονδίνο,
2011)· Satan Get Behind Me and Push, Peres Projects (Βερολίνο,
2010)· Μπιενάλε της Αθήνας (2009).
MAHMOUD KAABOUR
Ο Mahmoud Kaabour είναι πολυβραβευμένος σκηνοθέτης, συγγραφέας
και καθηγητής λιβανέζικης καταγωγής. Αποφοίτησε με διάκριση από τη
Σχολή Κινηματογράφου Mel Oppenheim του Μόντρεαλ και εξειδικεύτηκε
στο ντοκιμαντέρ στο Εθνικό Συμβούλιο Κινηματογραφικών Ταινιών του
Καναδά και ως μέλος του δημοσιογραφικού δυναμικού της καναδικής
τηλεόρασης. Το ντοκιμαντέρ του Being Osama, στο οποίο παρακολουθεί
τις ζωές έξι συνονόματων ανδρών του Μπιν Λάντεν μετά τα γεγονότα της
11ης Σεπτεμβρίου, έχει λάβει μέχρι σήμερα τέσσερα διεθνή βραβεία και
προβλήθηκε από δώδεκα διεθνείς τηλεοπτικούς σταθμούς. Ανέδειξε
επίσης τον Mahmoud Kaabour ως τον νεότερο επιχορηγούμενο
σκηνοθέτη στην ιστορία της καναδικής τηλεόρασης. Η δεύτερη μεγάλου
μήκους ταινία του, το Teta, Alf Marra, απέσπασε το Βραβείο Κοινού για
το Καλύτερο Ντοκιμαντέρ στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Tribeca της
Ντόχα, όπου ο Mahmoud Kaabour απέσπασε επίσης ειδική μνεία της
κριτικής επιτροπής ως Καλύτερος Άραβας Σκηνοθέτης. Η ταινία επελέγη
για τα εγκαίνια του Αραβικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης της Ντόχα.
Πρόσφατα, η ταινία απέσπασε και το Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ
Κινηματογράφου Dox Box της Συρίας και έγινε το πρώτο αραβικό φιλμ
στην ιστορία που κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Διεθνές
Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ του Λονδίνου. Έχοντας μεγαλώσει στα Ηνωμένα
Αραβικά Εμιράτα, ο Mahmoud Kaabour, φέρνει μια σκηνοθετική άποψη,
η οποία κατορθώνει να δημιουργήσει μια μοναδική ισορροπία ανάμεσα
στη σοφιστικέ προσέγγιση του ντοκιμαντέρ και στην κατανόηση των
μοναδικών προτύπων, ευαισθησιών και μελλοντικών φιλοδοξιών της
περιοχής. Ο Mahmoud Kaabour είναι ο ιδρυτής και διευθυντής της Veritas Films, μιας κινηματογραφικής εταιρείας με έδρα τα Ηνωμένα Αραβικά
Εμιράτα, η οποία ειδικεύεται στη δημιουργία παραγωγών που δεν ανήκουν
στο είδος της μυθοπλασίας, όπως εταιρικά φιλμ, ντοκιμαντέρ μικρού και
μεγάλου μήκους και τηλεοπτικά προγράμματα. Η Eva Sayre, οικονομική
διευθύντρια της Veritas Films, είναι η διευθύντρια παραγωγής του Teta, Alf
Marra, καθώς και άλλων ντοκιμαντέρ. Διαχειρίζεται τη στρατηγική και τις
οικονομικές υποθέσεις της Veritas Films.
Mahmoud Kaabour is a multi award-winning filmmaker, writer, and lecturer of Lebanese origin. He graduated with distinction from the Mel Oppenheim School of Cinema in Montreal, after which he pursued a documentary focus at the National Film Board of Canada and the newsroom
at the Canadian Broadcasting Corporation. His film Being Osama, the
documentary on the lives and times of six men sharing bin Laden’s first
name in the post 9/11 world, received four international awards to date
and was aired on twelve international channels. It also made him the
youngest commissioned filmmaker in the history of Canadian television. Mahmoud’s second feature-length film, Teta, Alf Marra, scooped
the Audience Award for Best Documentary at its world premiere at the
Doha Tribeca Film Festival, where Mahmoud also received the special
Born (1979) in Athens. He lives and works in Berlin. He graduated from
the Athens School of Fine Arts in 2002 and completed the Radar Project residency in Venice and Krakow in 2003-2004. Kavallieratos’ versatile practice includes large and small-scale sculpture in wood, ceramics
and mixed media, and pencil and charcoal drawings. His work reveals
a stupendous inner universe -a meta-pop melting-pot of mythology/
history/politics/religion- tackling fundamental themes of good and bad,
life and death, sex, heroism and immortality with surreal, razor-sharp
wit and controversy. Recent solo exhibitions: Barbeque in the Abyss,
AKA (Berlin, 2010); The Curse of the Monk, Bugada/Cargnel (formerly
Cosmic) Gallery (Paris, 2009); The Ejaculation of the Demon, (with Iris
van Dongen), The Breeder, (Athens, 2008); The Breeder, (Athens,
2005). Recent group exhibitions: Ντέρτι Humanism, Faggionato Fine
Arts (London, 2011); Satan Get Behind Me and Push, Peres Projects
(Berlin, 2010); Athens Biennale (2009).
ALI KAZMA
Γεννήθηκε το 1971 στην Κωνσταντινούπολη, όπου ζει και εργάζεται.
Σπούδασε στο The New School της Νέας Υόρκης, όπου πραγματοποίησε
και μεταπτυχιακές σπουδές. Το έργο του καταγράφει την ανθρώπινη
δραστηριότητα και εργασία, διερευνώντας τις έννοιες της παραγωγικής
διαδικασίας και της κοινωνικής οργάνωσης, μέσα από τη δημιουργία
λεπτομερειακών και σχολαστικά επιμελημένων βίντεο, τα οποία κυρίως
επικεντρώνονται στη ρουτίνα και τους κύκλους παραγωγής διάφορων
επαγγελμάτων. Πρόσφατες εκθέσεις: Μπιενάλε της Κωνσταντινούπολης
(2001, 2007, 2011)· Tokyo Opera City (Τόκιο, 2001)· Istanbul Modern
(Κωνσταντινούπολη, 2004, 2008, 2011)· 9η Μπιενάλε της Αβάνας (2006)·
San Francisco Art Institute (Σαν Φραντσίσκο, 2006)· Μπιενάλε Λυών
(2007)· Μπιενάλε της Αθήνας (2007)· Whitechapel (Λονδίνο, 2008)· New
Museum, (Νέα Υόρκη, 2010).
Born (1971) in Istanbul, Turkey, where he lives and works. He studied (MA degree) in The New School, New York City, USA. His work
documents human activity, labor and explore the meaning of production and social organization through the detailed and meticulously
created videos, mainly focusing on routines and cycles in different
professions. Recent exhibitions: Istanbul Biennial (2001, 2007, 2011);
Tokyo Opera City (2001); Istanbul Modern (2004, 2008, 2011); 9th
Havana Biennial (2006); San Francisco Art Institute (2006); Lyon Biennial (2007); Athens Biennial (2007); Whitechapel, London (2008); New
Museum, New York (2010).
WLLIAM KENTRIDGE
Γεννήθηκε (1955) στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής όπου ζει
και εργάζεται. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Witwatersrand (1976)
και στο Art Foundation (1976-78) του Γιοχάνεσμπουργκ. Συνέχισε τις
σπουδές του στην École Jacques Lecoq στο Παρίσι (1981-82). Από
τη δεκαετία του 1990, το έργο του έχει παρουσιαστεί σε μουσεία και
γκαλερί σε ολόκληρο τον κόσμο, όπως στη Documenta του Κάσελ
(1997, 2003), στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης
(1998, 2010), στην Πινακοθήκη Albertina της Βιέννης (2010), στο
Jeu de Paume στο Παρίσι (2010). Η παραγωγή του Kentridge για τον
Μαγικό Αυλό του Μότσαρτ παρουσιάστηκε στο Θέατρο de la Monnaie των Βρυξελλών, στο Φεστιβάλ της Aix, και το 2011 στη Σκάλα
του Μιλάνου. Για να συνοδέψει τη μεγάλη έκθεση του στο Μουσείο
Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, σκηνοθέτησε (2010) το έργο
The Nose του Shostakovich για τη Μητροπολιτική Όπερα της ίδιας
πόλης -η παραγωγή στη συνέχεια παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ
της Aix και στη Λυών το 2011. Το 2010 στο Μουσείο του Λούβρου
παρουσίασε τα Carnets d’Egypte, ένα project ειδικά σχεδιασμένο για
την Αιγυπτιακή Αίθουσα του Μουσείου. Την ίδια χρονιά, τιμήθηκε με το
περίφημο Kyoto Prize ως αναγνώριση για τη συνολική του προσφορά
στο πεδίο των τεχνών και της φιλοσοφίας.
Born (1955) in Johannesbourg, South Africa, where he lives and works.
He studied at the University of the Witwatersrand, Johannesbourg
(1976), at the Johannesbourg Art Foundation (1976-78) and at École
Jacques Lecoq, Paris (1981-82). William Kentridge’s work has been
seen in museums and galleries around the world since the 1990s, including Documenta in Kassel, Germany (1997, 2003), the Museum of
Modern Art in New York (1998, 2010), the Albertina Museum in Vienna
(2010), the Jeu de Paume in Paris (2010). Kentridge’s production of
Mozart’s The Magic Flute was presented at Theatre de la Monnaie in
Brussels, Festival d’Aix, and in 2011 at La Scala in Milan. He directed
Shostakovich’s The Nose for the Met Opera in New York in 2010 (the
production goes to Festival d’Aix and to Lyon in 2011), to coincide with
a major exhibition at MoMA. Also in 2010 the Musee du Louvre in Paris
presented Carnets d’Egypte, a project conceived especially for the
Egyptian room at the Louvre. In the same year, Kentridge received the
prestigious Kyoto Prize in recognition of his contributions in the field of
arts and philosophy.
ALEXANDER KLUGE
Γεννήθηκε το 1932 στο Halberstadt της Γερμανίας. Σπούδασε ιστορία,
νομικά και μουσική στο Πανεπιστήμιο του Marburg και στο Johann Wolfgang Goethe University της Φρανκφούρτης. Απέκτησε το διδακτορικό
του στα νομικά το 1956. Όταν σπούδαζε στη Φρανκφούρτη, έγινε φίλος
με τον φιλόσοφο Τεοντόρ Αντόρνο, ο οποίος δίδασκε στο Institute for
Social Research. Ύστερα από πρόταση του Αντόρνο, ο Kluge άρχισε να
ασχολείται με τον κινηματογράφο και ο Αντόρνο τον σύστησε στον μεγάλο
Γερμανό σκηνοθέτη Φριτς Λανγκ. Ο Kluge σκηνοθέτησε το 1960 την
πρώτη του ταινία, το Brutalität im Stein, ένα δωδεκάλεπτο ασπρόμαυρο
λυρικό μοντάζ εικόνων. Το 1962, ήταν ένας από τους 26 που υπέγραψαν
το Μανιφέστο Oberhausen, το οποίο σημάδεψε την άνθηση του Νέου
Γερμανικού Σινεμά. Την ίδια χρονιά, μαζί με τους σκηνοθέτες Edgar Reitz και Detlev Schleiermacher, ίδρυσαν το Ulm Institut für Filmgestaltung,
για να προωθήσουν την κριτική και τις αισθητικές πρακτικές του Νέου
Γερμανικού Φιλμ και του Νέου Γερμανικού Σινεμά. Ο Kluge είναι, επίσης,
ένας από τους κορυφαίους Γερμανούς συγγραφείς του τέλους του
20ού αιώνα και ένας σημαντικός εκπρόσωπος της κοινωνικής κριτικής.
Δημοσίευσε έναν μεγάλο αριθμό κριτικών κειμένων για τη λογοτεχνία, τον
κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Born (1932) in Halberstadt, Saxony-Anhalt, Germany. He studied history,
law and music at the University of Marburg, Germany, and at the Johann
Wolfgang Goethe University of Frankfurt . He received his doctorate in
law in 1956. While studying in Frankfurt, Kluge befriended the philosopher
Theodor Adorno, who was teaching at the Institute for Social Research.
At Adorno’s suggestion, he began to investigate filmmaking, and in 1958,
Adorno introduced him to German filmmaker Fritz Lang. Kluge directed
his first film in 1960, Brutalität im Stein (Brutality in Stone), a twelve-minute,
black and white, lyrical montage work. Kluge was one of twenty-six signatories to the Oberhausen Manifesto of 1962, which marked the launch
of the New German Cinema. That same year, with filmmakers Edgar
Reitz and Detlev Schleiermacher, Kluge established the Ulm Institut für
Filmgestaltung, to promote the critical and aesthetic practices of Young
German Film and the New German Cinema. Kluge is also one of the major German fiction writers of the late-20th century and an important social
critic. He has also published numerous texts on literary, film and television
criticism.
ΠΑΝΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΟΥΣΗΣ
PANOS KOUTROUBOUSSIS
Γεννήθηκε το 1937 στη Λιβαδειά και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα σε
ηλικία τεσσάρων ετών. Η πρώτη «δημόσια» παρουσίαση έργων του έγινε
στην ηλικία των δεκατεσσάρων, όταν σχεδίασε μια σειρά από «πονηρές»
ζωγραφιές στις σελίδες του σχολικού τετραδίου του και τις μοίρασε
στα φιλαράκια του. Το αποτέλεσμα ήταν τριήμερη αποβολή. Αργότερα
σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου στη Ρώμη και εργάστηκε σε
ελληνικές και ξένες παραγωγές. Μαζί με τη γυναίκα του, Kate, έζησε
για πολλά χρόνια στο Λονδίνο και για διαστήματα στο Παρίσι και στις
ΗΠΑ, όπου ασχολήθηκε με τον σχεδιασμό εξωφύλλων βιβλίων και
την εικονογράφηση περιοδικών (ανάμεσα στα οποία το OZ, οι International Times, κ.ά.). Σχέδια του δημοσιεύθηκαν σε ελληνικά λογοτεχνικά
και εμπορικά περιοδικά, ενώ το 2000 κυκλοφόρησε λεύκωμα έργων
του με τίτλο Τί τρέχει; Η εκθεσιακή του δραστηριότητα είναι εξαιρετικά
περιορισμένη. Ατομικές εκθέσεις: Galleri 13 (Κοπεγχάγη, 1965), Jordan
Gallery (Λονδίνο, 1974). Ομαδικές εκθέσεις: Portal Gallery (Λονδίνο,
1970), ICA (Λονδίνο, 1971), Anathena (Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ, Αθήνα, 2006),
The Marathon Project (ηλεκτρονική παρουσίαση 30 έργων, Μουσείο της
Ακρόπολης, Αθήνα, 2010). Ποτέ δεν σπούδασε την τέχνη. Μια από τις
κύριες δραστηριότητές του είναι η συγγραφή: από το 1978 έως το 2005
εκδόθηκαν στην Αθήνα τέσσερα βιβλία με επιλογές διηγημάτων του, μια
ποιητική συλλογή και ένα βιβλίο με δημοσιογραφικό ρεπορτάζ.
Born 1937 in Levadia and is an Athenian since the age of four. His first
“public” show(!) was at age 14, when he drew a series of naughty drawings on notebook pages at school and was distributing them to his
chums in class. That got him a 3-day expulsion. Later he studied film
directing in Rome and worked in Greek and foreign productions. With
his wife Kate he lived for many years in London and at various times in
Paris and the USA, doing book covers and illustrations for magazines
(including OZ, International Times, etc). His drawings have appeared in
many Greek literary and commercial magazines and an album of his
art called What’s Happening was published in 2000. He has exhibited
sparingly through the years. One-man shows: Galleri 13 (Copenhagen,
1965), Jordan Gallery (London, 1974). Group shows: Portal Gallery
(London, 1970), ICA (London, 1971), Anathena (Deste Fountation, Athens, 2006), The Marathon Project (projected presentation of 30 works,
Acropolis Museum, Athens, 2010). He has never officially studied art.
His other main activity is writing; from 1978 to 2005 he has had four
books of short story collections, one of poetry and one of reportage,
published in Athens.
NIKOLAJ BENDIX SKYUM LARSEN
Γεννήθηκε το 1971 στο Aalborg της Δανίας. Ζει και εργάζεται στο
Λονδίνο. Σπούδασε στο Λονδίνο, γλυπτική στο Chelsea College of Art
and Design και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Slade School of
Fine Art. Ατομικές εκθέσεις (επιλογή): Do Not Use, Revolver Galeria,
Λίμα, 2010· Contes de la périphérie, Maison du Danemark, Παρίσι,
2010· Control Wanted, Galerie Vanessa Quang, Παρίσι, 2008· Rising Floating Falling, Kunsten-Museum of Modern Art, Aalborg, Δανία,
2004. Ομαδικές εκθέσεις (επιλογή): Changing Stakes: Contemporary
Art Dialogues With Dubai, Mercer Union, Τορόντο, 2011· Τριενάλε του
Folkestone, Αγγλία, 2011· 9η Μπιενάλε του Sharjah, Sharjah Art Museum, Sharjah, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, 2009· The Jerusalem Show,
Al-Ma’mal Foundation for Contemporary Art, Ιερουσαλήμ, 2007· Distant Relations, Museum of Contemporary Art, Roskilde, Δανία, 2007·
Une vision du monde, La Maison Rouge, Παρίσι, 2006. Το έργο του
βασίζεται σε θέματα εμπνευσμένα από την καθημερινή ζωή. Για πολλά
χρόνια δούλεψε το θέμα της μετανάστευσης, στο οποίο βασίζεται και η
εγκατάστασή του Ωδή στους Αδικοχαμένους που παρουσιάζεται στην
3η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης.
Born (1971) in Aalborg, Denmark. He lives and works in London. He
studied sculpture at the Chelsea College of Art and Design of London,
and fine art media (MA) at the Slade School of Fine Art, London. Selected solo exhibitions: Do Not Use, Revolver Galeria, Lima, Peru (2010);
Contes de la périphérie, Maison du Danemark, Paris, France (2010);
Control Wanted, Galerie Vanessa Quang, Paris, France (2008); Rising
Floating Falling, Kunsten-Museum of Modern Art, Aalborg, Denmark
(2004). Selected group exhibitions: Changing Stakes: Contemporary
Art Dialogues With Dubai, Mercer Union, Toronto, Canada (2011); Folkstone Triennial 2011, Folkestone, England (2011); Sharjah Biennial 9,
Sharjah Art Museum, Sharjah, UAE (2009); The Jerusalem Show, AlMa’mal Foundation for Contemporary Art, Jerusalem (2007); Distant
Relations, Museum of Contemporary Art, Roskilde, Denmark (2007);
Une vision du monde, La Maison Rouge, Paris, France (2006). Danish
artist and film-maker Nikolaj Bendix Skyum Larsen’s work is rooted in
real life issues. For years he has been working on the theme of immigra-
tion, which is also the theme of his site specific installation; Ode to the
Perished commissioned by the 3rd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art.
ΣΟΛΩΝ ΛΕΚΚΑΣ
SOLON LEKKAS
Γεννήθηκε το 1946 στην Πηγή Λέσβου. Είναι χτίστης και λιθοξόος αλλά
και καλλίφωνος τραγουδιστής, ερασιτέχνης οργανοπαίχτης και χορευτής.
Σήμερα ζει στους Ταξιάρχες, κοντά στην πόλη της Μυτιλήνης. Η
ενασχόλησή του με το τραγούδι και τον χορό είναι συνεχής, ερασιτεχνική
αλλά και επαγγελματική.
Born in 1946 in Pigi, Greece. He is a builder, a stonemason, but also a
sweet-voiced singer, amateur musician and dancer. He lives today in
Taxiarhes, close to the city of Mytilene. He is always involved in singing
and dancing, mostly as an amateur, but also professionally.
ΣΗΦΗΣ ΛΥΚΑΚΗΣ
SIFIS LYKAKIS
Γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε
στην ΑΣΚΤ, όπου και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στις
ψηφιακές τέχνες. Εμπνευσμένο πρωταρχικά από τον κινηματογράφο,
το έργο του Λυκάκη βασίζεται στην επίδραση της οπτικής αντίληψης και
της φαντασιακής εμπειρίας των εναλλακτικών πραγματικοτήτων που
το ίδιο το μέσο συχνά μεταδίδει. Ενώ στα παλιότερα σχέδια, βίντεο και
εγκαταστάσεις του είναι πιο εύκολο να εντοπίσεις τις κινηματογραφικές
επιρροές, στο πιο πρόσφατο έργο του δεν είναι τόσο ευκρινείς, αφού
τώρα επισκιάζονται από τις αισθητικές επιλογές και την υλική λειτουργία
του σχεδίου. Ατομική έκθεση: untitled, Loraini Alimantiri Gazonrouge gallerie (Αθήνα, 2006). Ομαδικές εκθέσεις (επιλογή): Fovos, Salon de Vortex,
Lo and Behold (Αθήνα, 2011)· The Vitrina Project (Αθήνα, 2010)· XII Call,
Luis Adelantado gallery (Βαλένθια, Ισπανία, 2010)· Cabinets of Miracles
(Αθήνα, 2010)· Mixed & Mastered: Greek video art from the 00s, Centre
for Visual Introspection (Βουκουρέστι, 2010)· Battlefield, the Art Foundation [TAF] (Αθήνα, 2010)· Greek Contemporary Video Art [Vol.01], projectspace Ugdbar (Berlin, 2010).
ZEINA MAASRI
Γεννήθηκε το 1973 στον Λίβανο. Ζει και εργάζεται στη Βηρυτό.
Είναι βοηθός καθηγήτρια γραφιστικού σχεδιασμού στο Αμερικάνικο
Πανεπιστήμιο της Βηρυτού και δραστηριοποιείται ως ανεξάρτητη
σχεδιάστρια γραφικών τεχνών. Είναι η συγγραφέας του βιβλίου Off the
Wall: Political Posters of the Lebanese Civil War (εκδ. I.B.Tauris, Λονδίνο
2009). Σε συνάρτηση μ’ αυτήν τη μελέτη, το 2008, επιμελήθηκε μια έκθεση
με πολιτικές αφίσες με τίτλο Signs of Conflict στο πλαίσιο του Homeworks
4 (ένα φόρουμ για τις πολιτιστικές πρακτικές) στη Βηρυτό. Ένα τμήμα
αυτής της έκθεσης με τίτλο «Graphic Chronologies» εκτέθηκε το 2011
στο Centro Andaluz de Arte Contemporaneo της Σεβίλης, ως μέρος της
έκθεσης Without Reality there is No Utopia, ενώ παρουσιάστηκε και στην
11η Μπιενάλε της Κωνσταντινούπολης το 2009. Η Zeina Maasri εξέδωσε
και επιμελήθηκε καλλιτεχνικά, μαζί με την Anja Lutz, το βιβλίο Greetings
From Beirut (εκδ. Shift!, Βερολίνο 2003). Ήταν επίσης συν-εκδότρια και
σχεδιάστρια του βιβλίου Mapping Sitting: On Portraiture and Photography (εκδ. Arab Image Foundation και Mind the Gap, Βηρυτός 2002).
Υπήρξε καλλιτεχνική διευθύντρια και μέλος της εκδοτικής ομάδας του
Zawaya, ενός περιοδικού για την καλλιτεχνική παραγωγή στον αραβικό
κόσμο (Βηρυτός, 2001-2007).
Born (1973) in Lebanon. She lives and works in Beirut. She is Associate
Professor of Graphic Design at the American University of Beirut and a
practicing independent graphic designer. She is author of Off the Wall:
Political Posters of the Lebanese Civil War (London: I.B.Tauris, 2009). In
conjunction with this study, she curated an exhibition of political posters
entitled Signs of Conflict in 2008 within the framework of Beirut’s Homeworks 4 (a forum of cultural practices). A section of this exhibition titled
“Graphic Chronologies” was on display at the Centro Andaluz de Arte
Contemporaneo in Sevilla as part of the exhibition Without Reality there is
No Utopia in 2011 and also took part in the 11th International Istanbul Biennial in 2009. Zeina Maasri edited and art directed, with Anja Lutz, Greetings From Beirut (Berlin: Shift!, 2003). She also co-edited and designed
Mapping Sitting: On Portraiture and Photography (Beirut: Arab Image
Foundation and Mind the Gap, 2002). She was art director and member
of the editorial board of Zawaya, a periodical on emerging cultural production in the Arab World (Beirut, 2001-2007).
Born (1977) in Athens, where he lives and works. He studied at Athens School of Fine Arts (BA and MA on digital arts). Inspired primarily
by the cinema, his work is based on the influence of visual perception
and the imaginary experience of alternate realities that the medium often imparts. While easier to distinguish in older drawings, videos and
installations, movie references are no longer as clear in his new body
of work, now overshadowed by his aesthetic choices and the material
function of the drawing medium. Solo exhibition: untitled, Loraini Alimantiri Gazonrouge gallerie (Athens, 2006). Selected group exhibitions:
Fovos, Salon de Vortex, Lo and Behold (Athens, 2011); The Vitrina
Project, openshowstudio (Athens, 2010); XII Call, Luis Adelantado
gallery (Valencia, Spain, 2010); Cabinets of Miracles (Athens, 2010);
Mixed & Mastered: Greek video art from the 00s, Centre for Visual
Introspection (Bucharest, Romania, 2010); Battlefield, the Art Foundation [TAF] (Athens, 2010); Greek Contemporary Video Art [Vol.01],
projectspace Ugdbar (Βερολίνο, 2010).
MARGHERITA MANZELLI
Γεννήθηκε στη Ραβέννα το 1968. Ζει και εργάζεται στην Ιταλία. Έχει
συμμετάσχει σ’ έναν μεγάλο αριθμό εκθέσεων όπως οι: L’ape e la rosa,
Kimmerich, Νέα Υόρκη, 2011· Due, Collezione Maramotti, Reggio Emilia,
2010· Orientina, greengrassi, Λονδίνο, 2008· Studio Guenzani, Μιλάνο,
2005· Castello di Rivoli, Ρίβολι, 2004· Irish Museum of Modern Art,
Δουβλίνο, 2004· Art Institute of Chicago, Σικάγο, 2004· Museo Nazionale
Delle Arti Del XX1 Secolo, 2003· Drawings, paintings to follow, greengrassi, Λονδίνο, 2002· Un cielo senza fine, Studio Guenzani, Μιλάνο, 2000.
Τα θέματα των ζωγραφικών της συνθέσεων αναπαριστούν αρχετυπικούς
γυναικείους χαρακτήρες που τοποθετούνται συχνά σε τεντωμένες
στάσεις, ενώ γίνεται φανερή η πρόθεση να επιστρέψουν σε μια κανονική
απεικονιστική φόρμα/στάση. Το φόντο των έργων της συχνά αποτελείται
από ένα αληθοφανές «σκηνικό» που «σπρώχνει» τις φιγούρες. Το φόντο
έχει εξίσου μεγάλη σημασία για το εικαστικό σύνολο, καθώς δημιουργεί
μια δυναμική ένταση οπτικής απόρριψης και αποδοχής μεταξύ του
θηλυκού χαρακτήρα και του περιβάλλοντός του.
KATARIINA LILLQVIST
Γεννήθηκε στο Tampere της Φινλανδίας το 1963. Σπούδασε
σκηνοθεσία κινηματογράφου και συμμετείχε σε εκθέσεις όπως το
Anifest-International Festival of Animated Films,Teplice, Δημοκρατία
της Τσεχίας (2011) και στην έκθεση Ύμνος στη Σκιά (Irish Museum of
Modern Art, Δουβλίνο, 2008, Istanbul Modern, Κωνσταντινούπολη,
2009 και Μουσείο Μπενάκη, 2009). Η Lillqvist είναι σκηνοθέτης
κινηματογραφικών ταινιών, συγγραφέας και δημιουργός animation και εργάζεται για περισσότερο από είκοσι χρόνια στην Πράγα.
Τα μυστηριακά της animations με μαριονέτες, κέρδισαν πολλά
βραβεία, ανάμεσα στα οποία και την Αργυρή Άρκτο στο Φεστιβάλ
Κινηματογράφου του Βερολίνου το 1996.
Born in Ravenna in 1968. She currently lives and works in Italy. She has
taken part in a number of exhibitions such as: L’ape e la rosa, Kimmerich,
New York, 2011; Due, Collezione Maramotti, Reggio Emilia, 2010; Orientina, greengrassi, London, 2008; Studio Guenzani, Milan, 2005; Castello
di Rivoli, Rivoli, 2004; Irish Museum of Modern Art, Dublin, 2004; Art Institute of Chicago, Chicago, 2004; Museo Nazionale Delle Arti Del XX1 Secolo, 2003; Drawings, paintings to follow, greengrassi, London, 2002; Un
cielo senza fine, Studio Guenzani, Milan, 2000. The images in her paintings represent archetypal female characters often positioned in strained
postures and with the intent of returning the figure to a set of formal pictorial values. The backgrounds of the works are almost plausible “sets” that
jostle with the figures. This background space has equal importance for
the visual whole and creates a dynamic tension of visual refusal and acceptance between the female character and her surroundings.
Born in 1963 in Tampere, Finland. She studied film directory and has
participated in exhibitions such as the Anifest-International Festival
of Animated Films (Teplice, Czech Republic, 2011) and In Praise of
Shadows (Irish Museum of Modern Art, Dublin, Ireland, 2008, Istanbul
Modern, Turkey, 2009 and the Benaki Museum, Athens, 2009). She is
a Finnish film director, writer and animation artist who has been working
over twenty years in Prague. Her mysterious puppet animations have
won countless prizes, including the Silver Bear from Berlin Film festival
of 1996.
ΕΙΡΗΝΗ ΜΙΓΑ
IRINI MIGA
Γεννήθηκε το 1981 στη Λάρισα. Ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ. Σπούδασε
στην ΑΣΚΤ (2000-05), στο Central Saint Martins College του Λονδίνου
(2003) και στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, όπου το
2010 ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στις εικαστικές τέχνες. Ατομικές
εκθέσεις: Echoes’ Prelude, Side 2 Gallery (Τόκυο, 2007)· Wittingly, Spar-
kling, Greedy Dimples, The Breeder Gallery (Αθήνα, 2007). Ομαδικές
εκθέσεις (επιλογή): Βραβείο ΔΕΣΤΕ 2011, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης
(Αθήνα, 2011)· First Year MFA Exhibition, Wallach Gallery, Πανεπιστήμιο
Columbia (Νέα Υόρκη, 2011)· Winter Lounge, Le Roy Neiman Gallery,
Πανεπιστήμιο Columbia (Νέα Υόρκη, 2011)· Η Σύγχρονη Ελληνίδα, The
Hub (Αθήνα, 2011)· Paper Fashion, Museum Bellerive (Ζυρίχη, 2010)·
Το όμορφο δεν είναι παρά η αρχή του τρομερού, Κρατικό Μουσείο
Σύγχρονης Τέχνης (Θεσσαλονίκη, 2009)· Bloodsport, ReMap KM2
(Αθήνα, 2009)· At Home He is a Tourist, Playroom (Αθήνα, 2009)· Paper Fashion, Mode Museum Provincle (Αμβέρσα, 2009)· Και τώρα τι;
Εικαστικό Πανόραμα στην Ελλάδα 3, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης
Τέχνης (Θεσσαλονίκη, 2008).
Born (1981) in Larissa. She lives and works in the USA. She studied at
the Athens School of Fine Arts (2000-05) and at the Central Saint Martins
College, London (2003). In 2010 she started an MFA in visual arts at the
Columbia University, New York. Solo exhibitions: Echoes’ Prelude, Side 2
Gallery (Tokyo, 2007); Wittingly, Sparkling, Greedy Dimples, The Breeder
Gallery (Athens, 2007). Selected group exhibitions: DESTE Prize 2011,
Museum of Cycladic Art (Athens, 2011); First Year MFA Exhibition, Wallach Gallery, Columbia University (New York, 2011); Winter Lounge, Le
Roy Neiman Gallery, Columbia University (New York, 2011); Contemporary Woman in Greece, The Hub (Athens, 2011); Paper Fashion, Museum
Bellerive (Zurich, 2010); The Beautiful is just the First Degree of Terrible,
State Museum of Contemporary Art (Thessaloniki, 2009); Bloodsport,
ReMap KM2 (Athens, 2009); At Home He is a Tourist, Playroom (Athens,
2009); Paper Fashion, Mode Museum Provincle (Antwerp, 2009); And
now? Visual Arts in Greece 3, State Museum of Contemporary Art (Thessaloniki, 2008).
MOATAZ NASR
Γεννήθηκε το 1961 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όπου ζει και εργάζεται.
Μετά από σπουδές οικονομικών, αποφάσισε να αλλάξει κατεύθυνση και
απέκτησε ένα εργαστήριο στο παλιό Κάιρο. Ο αυτοδίδακτος καλλιτέχνης
κέρδισε την αναγνώριση στην τοπική εικαστική σκηνή, συνοδευόμενη από
πολλές διακρίσεις (ανάμεσα στις οποίες και το μεγάλο βραβείο στην 8η
Μπιενάλε του Καΐρου), προτού προσανατολιστεί στη διεθνή καλλιτεχνική
σκηνή, το 2001. Από τότε, συμμετείχε σε μεγάλες διεθνείς διοργανώσεις
όπως οι Μπιενάλε της Βενετίας, της Σεούλ και του Σάο Πάολο, και
παρουσίασε τη δουλειά του στους πιο διακεκριμένους χώρους τέχνης.
Σήμερα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της
σύγχρονης αραβικής τέχνης. Παρουσιάζοντας σύνθετες πολιτισμικές
διαδικασίες, οι οποίες βρίσκονται σήμερα σε εξέλιξη στον ισλαμικό
κόσμο, η δουλειά του υπερβαίνει τις ιδιοσυγκρασίες και τα γεωγραφικά
όρια, αντανακλώντας τις ανησυχίες και τα μαρτύρια της αφρικανικής
ηπείρου. Το συναίσθημα ότι ανήκει σ’ ένα συγκεκριμένο γεωπολιτικό και
πολιτισμικό πλαίσιο και η ανάγκη να διατηρήσει τη σύνδεση με την πατρίδα
του, είναι τα στοιχεία-κλειδιά της καλλιτεχνικής εργασίας και της ζωής
του. Για τον καλλιτέχνη, τέχνη και ζωή αποτελούν έννοιες αλληλένδετες
και αδιάσπαστες μεταξύ τους. Οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, οι
απογοητεύσεις και η κοινωνία μέσα στην οποία ζει, τροφοδοτούν τις
ζωγραφικές του συνθέσεις, τα γλυπτά, τα βίντεο και τις εγκαταστάσεις
του. Η δουλειά του επικεντρώνεται στην Αίγυπτο και τις παραδόσεις της,
τους ανθρώπους και τα χρώματα, χωρίς ποτέ να ξεπέφτει στον εξωτισμό
ή να δημιουργεί την αίσθηση της απόστασης. Αντίθετα, εμφανίζεται κοντά
στις ανησυχίες του καθενός. Στην πραγματικότητα, η Αίγυπτος είναι το
υπόβαθρο, μια περιοχή που κατοικείται από ανθρώπινα πλάσματα των
οποίων η ευθραυστότητα είναι παγκόσμια, με τον ίδιο τρόπο που είναι η
αδιαφορία, η αδυναμία και η μοναξιά -στοιχεία έμφυτα στην ανθρώπινη
φύση.
Born (1961) in Alexandria, Egypt, where he lives. After studying economics, he decided to change direction and take a studio in Old Cairo. This
self-taught artist gained local recognition marked by many prizes before
breaking into the international art scene in 2001, notably winning the
Grand Prix at the 8th International Cairo Biennial. Since then, he has participated in large international gatherings like the Venice, Seoul and Sao
Paulo biennials and exhibited in prestigious contemporary art venues. Today he is considered one of the greatest representatives of pan-Arab contemporary art. Showing complex cultural processes currently underway
in the Islamic world, his work surpasses idiosyncrasies and geographical
limits and voices the worries and torments of the African continent. The
feeling of belonging to a specific geopolitical and cultural context and the
need to maintain a link with his homeland are key elements of the artist’s
life and work. Art and life are inseparable for him. His childhood memories, frustrations and the society in which he is evolving seem to fuel his
paintings, sculptures, videos and installations. His work concerns Egypt
with its traditions, people, colours, without ever slipping into the exoticism
or creating distance. It appears, on the contrary, close to everyone’s pre-
occupations. In fact, Egypt is just a background, a territory inhabited by
human beings whose fragility is universal, as are indifference, powerlessness and solitude, weaknesses inherent in human nature.
BRUCE NAUMAN
Γεννημένος το 1941 στο Fort Wayne της Ιντιάνα, ο Bruce Nauman είχε
αναγνωριστεί ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ως ένας από
τους πιο πρωτοποριακούς και προκλητικούς σύγχρονους Αμερικανούς
καλλιτέχνες. Ο Nauman αντλεί έμπνευση από τις δραστηριότητες, τον λόγο
και τα υλικά της καθημερινής ζωής. Ευρισκόμενος στο εργαστήριό του,
έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές του στο University of Wisconsin, στο
Madison (πήρε πτυχίο στις καλές τέχνες το 1964) και το μεταπτυχιακό του
στο University of California στο Davis (1966), βρέθηκε αντιμέτωπος με το
ερώτημα: «και τώρα τι;». Τότε, ο Nauman συνειδητοποίησε κάτι απλό αλλά
και βαθύ: «Εάν ήμουν καλλιτέχνης και βρισκόμουν στο εργαστήριό μου,
οτιδήποτε κι αν έκανα στο εργαστήριο θα θεωρούνταν εξ ορισμού ως τέχνη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η τέχνη είναι περισσότερο μια δραστηριότητα παρά ένα
προϊόν». Στην πολυσχιδή δουλειά του -γλυπτική, βίντεο, χαρακτική, performance και εγκαταστάσεις- ο Nauman δεν ενδιαφέρεται τόσο για την εξέλιξη
κάποιου ιδιαίτερου προσωπικού ύφους όσο για τον τρόπο με τον οποίο μια
διαδικασία ή δραστηριότητα μπορεί να μεταμορφωθεί ή να μετατραπεί
σε έργο τέχνης. Η έρευνα του πολυσύνθετου έργου του αναδεικνύει
τις άλλοτε πολιτικές, άλλοτε πεζές, άλλοτε πνευματικές και άλλοτε
χονδροειδείς μεθόδους με τις οποίες ο Nauman εξετάζει τη ζωή σε όλες
τις ανατριχιαστικές της λεπτομέρειες, χαρτογραφώντας την πορεία του
ανθρώπου από τη ζωή στον θάνατο. Όπως διαβάζουμε στο κείμενο ενός
πρώιμου έργου του σε νέον: «Ο αληθινός καλλιτέχνης βοηθά τον κόσμο
αποκαλύπτοντας τις απόκρυφες αλήθειες του». Είτε εμείς, ή ακόμα και ο
ίδιος ο Nauman, συμφωνούμε με αυτήν τη δήλωσή είτε όχι, το λανθάνον
μήνυμα σχετίζεται με την ανάδειξη του τρόπου με τον οποίο το κοινό, ο
καλλιτέχνης και ο πολιτισμός εν γένει καθορίζουν από κοινού τον αντίκτυπο
που θα έχει τελικά ένα έργο τέχνης. Ο Nauman ζει στο Νέο Μεξικό.
Born in 1941 in Fort Wayne, Indiana, Bruce Nauman has been recognized since the early 1970s as one of the most innovative and provocative of America’s contemporary artists. Nauman finds inspiration in the activities, speech, and materials of everyday life. Confronted with “What to
do?” in his studio soon after graduating from the University of Wisconsin,
Madison, in 1964 with a BFA, and then the University of California, Davis
in 1966 with an MFA, Nauman had the simple but profound realization
that “If I was an artist and I was in the studio, then whatever I was doing
in the studio must be art. At this point art became more of an activity and
less of a product”. Working in the diverse mediums of sculpture, video,
film, printmaking, performance, and installation, Nauman concentrates
less on the development of a characteristic style and more on the way in
which a process or activity can transform or become a work of art. A survey of his diverse output demonstrates the alternately political, prosaic,
spiritual, and crass methods by which Nauman examines life in all its gory
details, mapping the human arc between life and death. The text from an
early neon work proclaims: “The true artist helps the world by revealing
mystic truths”. Whether or not we -or even Nauman- agree with this statement, the underlying subtext of the piece emphasizes the way in which
the audience, artist, and culture at large are involved in the resonance a
work of art will ultimately have. Nauman lives in New Mexico.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
PAVLOS NIKOLAKOPOULOS
Γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε στην
Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Ο Παύλος Νικολακόπουλος
ενδιαφέρεται για την έννοια της «ασυνέχειας» όπου τα πράγματα δεν
μορφοποιούνται μέσω ενός ομαλού και κανονικού πλαισίου, αλλά
από διαφορετικές παρεμβάσεις ή τυχαίες παραμέτρους όπως τα
απροσδόκητα γεγονότα, ο χρόνος, οι συγκρούσεις και τα λάθη. Η
ασυνέχεια διαταράσσει την κανονικότητα και την «παραλυτική» συναίνεση
μιας καλοβαλμένης κοινωνίας. Με αυτήν, η φαντασία και η κριτική
σκέψη τίθενται σε κίνηση, διαμορφώνοντας το έδαφος για κοινωνικές
διεκδικήσεις και εξεγέρσεις. Αυτό αντανακλάται στα ημερολόγια, τα
οποία δεν αντιπροσωπεύουν μια προσωπική οπτική προερχόμενη από
μια εσωτερική ψυχολογία, αλλά περισσότερο εικονογραφούν θέματα που
σχετίζονται με την ουσία της ανθρώπινης κατάστασης -η αμοιβαία σχέση
μεταξύ ατομικών και κοινωνικών δομών σε συνάρτηση με την αντιστροφή
των στερεοτυπικών προσεγγίσεων. Πρόσφατες ομαδικές εκθέσεις
(επιλογή): Διάλογοι 2005, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης
(Θεσσαλονίκη, 2005)· Drawing Screen, Μουσείο Κινηματογράφου
(Θεσσαλονίκη, 2006)· Ετεροτοπίες-1η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης
Θεσσαλονίκης (2007)· Aftermath, 25η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας
(2009).
Born (1973) in Athens, where he lives and works. He studied at Athens
School of Fine Arts. Pavlos Nikolakopoulos is interested in the notion
of “discontinuity” where things are not formed through a smooth and
regular stream, but from different interferences or random parameters
such as accidental events, time, conflicts, and mistakes. Discontinuity
disrupts normality and the “paralytic” consensus of the affluent society.
Through this notion imagination and critical thinking are stimulated, setting a ground for social claims and revolts. This is reflected in the diaries
that do not represent a personal perspective deriving from an inner psychology, they rather illustrate issues concerning the essence of human
condition; the interrelation between individual and social structures along
with the reversal of stereotypical approaches. Recent group exhibitions
(selection): Dialogues 2005, Macedonian Museum of Contemporary Art
(Thessaloniki, 2005); Drawing Screen, Museum of Cinema (Thessaloniki,
2006); Heterotopias, 1st Biennale of Contemporary Art (Thessaloniki,
2007); Aftermath, 25th Alexandria Biennial, (Alexandria, Egypt, 2009).
OLAF NICOLAI
Γεννήθηκε το 1962 στο Haale/Saale της Γερμανίας. Ζει και εργάζεται
στο Βερολίνο. Σπούδασε γερμανική λογοτεχνία και φιλολογία στη Λειψία,
στη Βουδαπέστη και τη Βιέννη. Το 1992 ολοκλήρωσε τη διδακτορική του
διατριβή με θέμα «Η Ομάδα της Βιέννης». Η δουλειά του είναι εννοιολογική
και συχνά χαρακτηρίζεται από κοινωνικοπολιτικές αναφορές, στις οποίες
τα διαμετρικά αντίθετα θέματα συγχωνεύονται ή επικαλύπτονται. Θέματα
όπως η ανάπτυξη του δημόσιου χώρου ή το ερώτημα της πολιτικής,
αντανακλώνται στη δουλειά του, όπως επίσης η σημασία της αισθητικής
και ο ρόλος του θεατή-συμμετέχοντα. Ο καλλιτέχνης τιμήθηκε με παρά
πολλά βραβεία ανάμεσα στα οποία το Βραβείο Studienstiftung des
Deutschen Volkes του Ερευνητικού Κέντρου για τις Τέχνες και τις
Επιστήμες της Βενετίας (1993), το Βραβείο της Villa Massimo της Ρώμης
(1996), το Βραβείο του P.S.1 Museum της Νέας Υόρκης (1998),το
Βραβείο της Πόλης του Παρισιού (2007) και το Βραβείο της Villa Aurora
του Λος Άντζελες (2008). Πρόσφατες ατομικές εκθέσεις: Olaf Nicolai: Escalier du Chant, Pinakothek der Moderne, Μόναχο (2011)· Faites le travail
qu’accomplit le soleil, Kestnergesellschaft, Αννόβερο (2010)· MIRADOR,
Kunstmuseum Thurgau, Kartause Ittingen (2009)· Pour Finir Encore, Padiglione d’Arte Contemporanea, Φερράρα (2008). Συμμετείχε στην 7η
Μπιενάλε του Sharjah (2005), στην Μπιενάλε της Βενετίας (2005, 2001)
και στην Μπιενάλε του Gwangju (2002).
Born (1962) in Haale/Saale, Germany. He lives and works in Berlin. He studied German Literature and Philology in Leipzig (Germany), Budapest (Hungary) and Vienna (Austria). In 1992 he completed his PhD on “The Vienna
Group” (‘Die Wiener Gruppe”). Olaf Nicolai’s work is conceptual in nature
and often characterized by (socio) political references, in which multiple antipodal aspects merge and overlap. Aspects such as the generation of public
space or the question of politics are reflected in his work as well as the realm
of aesthetics and the role of the observer, i.e. participant. Olaf Nicolai has
been awarded several grants, including the grant of the Studienstiftung des
Deutschen Volkes at the Studies Centre for Art and Science in Venice (1993),
the grant of Villa Massimo, Rome (1996), the P.S.1 Museum Grant, New York
(1998), the Grant of the City of Paris (2007), and grant at the Villa Aurora, Los
Angeles (2008). Recent solo exhibitions: Olaf Nicolai: Escalier du Chant, Pinakothek der Moderne, Munich (2011); Faites le travail qu’accomplit le soleil,
Kestnergesellschaft, Hannover (2010); MIRADOR, Kunstmuseum Thurgau,
Kartause Ittingen (2009); Pour Finir Encore, Padiglione d’Arte Contemporanea, Ferrara (2008). He participated at the 7th Sharjah Biennal (2005), Biennale di Venezia (2005 and 2001) and Gwangju Biennale (2002).
JOCKUM NORDSTRÖM
Γεννήθηκε το 1963 στη Στοκχόλμη, όπου ζει και εργάζεται. Είναι γνωστός
για τα εκφραστικά κολλάζ του, όπως επίσης και για τη ζωγραφική, τα
σχέδια και τη δουλειά του ως εικονογράφος. Πρόσφατες ατομικές
εκθέσεις: While the Mortar Dries, The Douglas Hyde Gallery (Δουβλίνο,
2010)· Who is sleeping in my pillow, David Zwirner (Νέα Υόρκη, 2010)· Wry,
Zeno X Gallery (Αμβέρσα, 2009)· Galleri Magnus Karlsson (Στοκχόλμη,
2008, 2004, 2001, 1998, 1997)· Jockum Nordström, David Zwirner (Νέα
Υόρκη, 2006)· Jockum Nordström: A Stick in the Wood, Moderna Museet (Στοκχόλμη, 2005)· David Zwirner (Νέα Υόρκη, 2003, 2002, 2000).
Πρόσφατες ομαδικές εκθέσεις: Compass - Drawings from the Museum
of Modern Art New York, Martin-Gropius-Bau (Βερολίνο, 2011)· Thrice
upon a time, Magasin 3 Stockholm Konsthall (Στοκχόλμη, 2010)· Today
is Yesterday Tomorrow, Galleri Magnus Karlsson (Στοκχόλμη, 2010)·
Dekadens en rucklarens väg, Dunkers Kulturhus (Helsingborg, Σουηδία,
2010)· Frieze Art Fair, Galleri Magnus Karlsson (Λονδίνο, 2009, 2007)· The
Armory Show, Galleri Magnus Karlsson (Νέα Υόρκη, 2009)· Ύμνος στη
Σκιά (Irish Museum of Modern Art, Δουβλίνο, 2008, Istanbul Modern,
Κωνσταντινούπολη, 2009, και Μουσείο Μπενάκη, 2009).
Born (1963) in Stockholm, Sweden, where he lives and works. He is best
known for his vivid collages, but also for his drawings, paintings and his
work as an illustrator. Recent solo exhibitions: While the Mortar Dries, The
Douglas Hyde Gallery (Dublin, 2010); Who is sleeping in my pillow, David
Zwirner (New York, 2010); Wry, Zeno X Gallery (Antwerp, 2009); Galleri
Magnus Karlsson (Stockholm, 2008, 2004, 2001, 1998, 1997); Jockum
Nordström, David Zwirner (New York, 2006); Jockum Nordström: A Stick
in the Wood, Moderna Museet (Stockholm, 2005); David Zwirner (New
York, 2003, 2002, 2000). Recent group exhibitions: Compass - Drawings
from the Museum of Modern Art New York, Martin-Gropius-Bau (Berlin,
2011); Thrice upon a time, Magasin 3 Stockholm Konsthall (Stockholm,
2010); Today is Yesterday Tomorrow, Galleri Magnus Karlsson (Stockholm, 2010); Dekadens en rucklarens väg, Dunkers Kulturhus (Helsingborg, Sweden, 2010); Frieze Art Fair, Galleri Magnus Karlsson (London,
2009, 2007); The Armory Show, Galleri Magnus Karlsson (New York,
2009); In Praise Of Shadows, Irish Museum of Modern Art (Dublin, Ireland, 2008), Istanbul Modern (Turkey, 2009) and the Benaki Museum,
Athens, Greece, 2009).
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΑΝΤΕΛΟΠΟΥΛΟΣ
PANTELIS PANTELOPOULOS
Γεννήθηκε το 1957 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε
γραφικές τέχνες, χαρακτική και μεταξοτυπία. Δραστηριοποιείται έξω
από τον κατεστημένο κόσμο της σύγχρονης τέχνης με εγκαταστάσεις,
προβολές, οπτική δράση, εικονογραφήσεις, μεταξοτυπίες και ζωγραφική.
Πρόσφατες ομαδικές εκθέσεις: Anathena, Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ (Αθήνα, 2006)·
Athens Video Art Festival (Αθήνα, 2008)· The Kunsthalle Athena (Αθήνα,
2010, 2011).
Born (1957) in Athens where he lives and works. He studied graphic arts,
engraving and screen printing. Ηis artistic activity explores fields beyond
the established contemporary art system. These fields include installations
with visual action, projections, screen printing and painting. Recent group
exhibitions: Anathena, DESTE Foundation (Athens, 2006); Athens Video
Art Festival (Athens, 2008); The Kunsthalle Athena (Athens, 2010, 2011).
ALESSANDRO PESSOLI
Γεννήθηκε το 1963 στη Cervia της Ιταλίας. Σπούδασε στην Ακαδημία
Καλών Τεχνών της Μπολόνια. Το 1993 εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο όπου
έζησε μέχρι το 2010, χρονιά που εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες. Έχει
παρουσιάσει τη δουλειά του σε πολλές γκαλερί: Studio Guenzani, Μιλάνο
(1994, 1995, 2000, 2003, 2006, 2008), greengrassi, Λονδίνο (1998,
2002, 2007, 2011), Anton Kern Gallery, Νέα Υόρκη (1999, 2002, 2006,
2008, 2009), Xavier Hufkens, Βρυξέλλες (2004, 2011) και Marc Foxx,
Λος Άντζελες (2003, 2004, 2008). Έργα του έχει παρουσιάσει επίσης σε
μουσεία όπως το The Drawing Center, Νέα Υόρκη (1997), το Fondazione
Sandretto Re Rebaudengo, Τορίνο (2002) και το Palazzo Grassi, Βενετία
(2008), ενώ συμμετείχε στη Μπιενάλε της Βενετίας το 2009.
Born in Cervia (Italy) in 1963. He studied at the Academy of Fine Arts in
Bologna and in 1993 moved to Milan, where he lived until 2010 when
he relocated to Los Angeles. He has been showing in many galleries, including Studio Guenzani, Milan (1994, 1995, 2000, 2003, 2006, 2008);
greengrassi, London (1998, 2002, 2007, 2011); Anton Kern Gallery, New
York (1999, 2002, 2006, 2008, 2009); Xavier Hufkens, Brussels (2004,
2011) and Marc Foxx, Los Angeles (2003, 2004, 2008), and Museums,
like The Drawing Center, New York, in 1997; Fondazione Sandretto Re
Rebaudengo, Torino, in 2002; Palazzo Grassi, Venice in 2008 and the
Biennale di Venezia in 2009.
ΜΙΧΑΗΛ ΠΥΡΓΕΛΗΣ
MICHAIL PIRGELIS
Γεννήθηκε το 1976 στο Έσσεν της Γερμανίας και μεγάλωσε στην
Ξάνθη. Ζει και εργάζεται στην Κολωνία. Σπούδασε στην Ακαδημία
Καλών Τεχνών του Ντίσελντορφ. Η καλλιτεχνική πρακτική του διερευνά
τις γλυπτικές δυνατότητες των αφοπλισμένων τμημάτων αεροπλάνων.
Αυτό που προσπαθεί να διερευνήσει μέσα από τη δουλειά του είναι η
αίσθηση της «ευθραυστότητας» (όπως ο ίδιος την αποκαλεί) ως πτυχή
της «ψυχολογικής εμπειρίας». Το ανθρώπινο όνειρο της πτήσης, αν όχι
η ύβρις που συνδέεται με αυτό, ενσωματώνει αυτήν την ευθραυστότητα
με τον σχεδιασμό των πιο λεπτεπίλεπτων γραμμών μεταξύ της πλήρους
επιτυχίας και της ολοκληρωτικής αποτυχίας. Η πτήση θα είναι πάντα για
τα ανθρώπινα πλάσματα ένα μη-φυσικό φαινόμενο, και η δυνατότητα
κατανόησης της επιστήμης της πτήσης -αυτή που την καθιστά
τεχνολογικά εφικτή- παραμένει για τους περισσότερους το ίδιο στοιχείο
που προσπαθούμε -ίσως εξαιτίας του φόβου- να το διαφοροποιήσουμε
ψυχολογικά εάν όχι να το καταστείλουμε. Ατομικές εκθέσεις: Aeromari-
time, Artothek (Κολωνία, 2011)· Los Angeles, Galerie Monika Sprüth
Philomene Magers (Λονδίνο, 2011)· Akropolis, Galerie Monika Sprüth
Philomene Magers (Βερολίνο, 2010). Ομαδικές εκθέσεις: : Neues Rheinland, Museum Morsbroich (Λεβερκούζεν, 2010); Der Westen leuchtet,
Kunstmuseum Bonn (Βόννη, 2010); Great Expectations, ArtLab21 (Λος
Άντζελες, 2008); Quattro Stelle, Villa Romana (Florence, 2007); Play,
Stadtmuseum Düsseldorf (Ντίσελντορφ, 2005).
Born (1976) in Essen, Germany, and raised in Xanthi, Greece. He lives
and works in Cologne, Germany. He studied at the Kunstakademie of
Düsseldorf (2004-2009). Pirgelis’ artistic practice explores the sculptural
possibilities of decommissioned airplane parts. Through his work, what
he seeks to explore is the notion of “fragility” as he calls it, as an aspect of
“psychological experience”. Man’s dream of flying, if not the hubris associated with it, embodies this fragility by drawing the finest of lines between
complete success and total failure. Flight will always be an unnatural phenomenon for human beings and the ability to comprehend the science of
flight -the one that makes it technologically possible- remains for many the
very thing we attempt -perhaps out of fear- to psychologically defer if not
repress. Solo exhibitions: Aeromaritime, Artothek (Cologne, 2011); Los
Angeles, Galerie Monika Sprüth Philomene Magers (London, 2011); Akropolis, Galerie Monika Sprüth Philomene Magers (Berlin, 2010). Group
exhibitions: Neues Rheinland, Museum Morsbroich (Leverkusen, 2010);
Der Westen leuchtet, Kunstmuseum Bonn (2010); Great Expectations,
ArtLab21 (Los Angeles, 2008); Quattro Stelle, Villa Romana (Florence,
2007); Play, Stadtmuseum Düsseldorf (2005).
ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΛΕΣΣΑΣ
ANGELO PLESSAS
Γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε
σχεδιασμό γραφικών υπολογιστή. Το κύριο σώμα του έργου του
αποτελείται από ιστοσελίδες. Εστιάζοντας συνήθως στο θέμα της
ταυτότητας, αναμιγνύει την αρχαία και τη μοντέρνα εικονογραφία.
Τα έργα του γίνονται πορτραίτα και χαρακτήρες, ενώ άλλες φορές
πειραματισμοί χρώματος και φόρμας. Το 2007 ίδρυσε το Angelo Foundation. Πρόσφατες ατομικές εκθέσεις: The Angelo Foundation School
of Music, Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-ΕΜΣΤ (Αθήνα, 2011)·
Angelo Plessas: Selected Works, Triennale Bovisa Museum (Μιλάνο,
2011)· The Angelo Foundation Headquarters (μαζί με τον Ανδρέα
Αγγελιδάκη), Jeu De Paume (Παρίσι, 2009)· All Day Doing Nothing, Yama
(Κωνσταντινούπολη, 2007). Πρόσφατες ομαδικές εκθέσεις: Marathon
Marathon, Μουσείο Ακρόπολης (Αθήνα, 2010)· Splendid Isolation, 2η
Μπιενάλε της Αθήνας (2009)· Straylight Cavern, Cell Project Space
(Λονδίνο, 2009)· Her(His)tory, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης (Αθήνα,
2007)· Mulher Mulheres, SESC Paolista Museum (Σάο Πάολο, 2007)· Σε
ενεστώτα χρόνο. Νέοι Έλληνες Καλλιτέχνες, Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης
Τέχνης (Αθήνα, 2007)· 3η Μπιενάλε της Βαλένθια (2005).
Born (1974) in Athens, where he lives and works. He studied Computer
Design. Plessas’ main body of work consists of websites. Usually focusing on the theme of identity, he fuses ancient and modernist iconography.
These pieces become characters and portraits, while some other times
they become experiments of colour and form. In 2007 he founded the
multi-disciplinary Angelo Foundation. Recent solo exhibitions: The Angelo
Foundation School of Music, National Museum of Contemporary ArtEMST (Athens, 2011); Angelo Plessas: Selected Works, Triennale Bovisa
Museum (Milan, 2011); The Angelo Foundation Headquarters (with Andreas Angelidakis), Jeu De Paume (Paris, 2009); All Day Doing Nothing,
Yama (Istanbul, 2007). Recent group exhibitions: Marathon Marathon,
Acropolis Museum (Athens, 2010); Splendid Isolation, 2nd Athens Biennial (2009); Straylight Cavern, Cell Project Space (London, 2009); Her(His)
tory, Museum of Cycladic Art (Athens, 2007); Mulher Mulheres, SESC
Paolista Museum (Sao Paolo, 2007); In Present Tense. Young Greek Artists, National Museum of Contemporary Art (Athens, 2007); III Valencia
Bienial (2005).
THE PRISM GR2010
Νίκος Κατσαούνης / Nikos Katsaounis
Γεννημένος το 1978 στην Αθήνα, ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη.
Είναι κινηματογραφιστής, παραγωγός και συν-δημιουργός του The
Prism GR2010. Μετά την ολοκλήρωση των μεταπτυχιακών του
σπουδών πάνω στα μέσα μαζικής ενημέρωσης στο New School
της Νέας Υόρκης, εργάστηκε για την κινηματογραφική εταιρεία
Loki films σε ταινίες (The Boys of Baraka, Jesus Camp κλπ). Το
ενδιαφέρον του για τα μικρού format ντοκιμαντέρ για το διαδίκτυο,
τον οδήγησε στην παραγωγή πολλών online σειρών, στις οποίες το
animation συνδυάζεται με το βίντεο. Ο ίδιος τις αποκαλεί info-snacks.
Στη συνέχεια, εξερεύνησε τον κόσμο της multimedia αφήγησης
ιστοριών και υπήρξε παραγωγός και σκηνοθέτης πολλών webisodes, δύο ταινιών μεγάλου μήκους και πολλών animations. Το The
Prism GR2010, από τους πιο πρόσφατους πειραματισμούς του,
συνδυάζει τις πιο εξελιγμένες τεχνολογικές και τεχνικές πρακτικές
για να καταγράψει την Ελλάδα στη διάρκεια της πιο κρίσιμης στιγμής
της ιστορίας της. Ο Κατσαούνης βραβεύθηκε πολλές φορές για τα
ντοκιμαντέρ του –μια σημαντική διάκρισή του είναι το αμερικάνικο
τηλεοπτικό βραβείο Emmy το 2004 που κέρδισε ως μέλος της ομάδας
του τηλεοπτικού σταθμού NBC. Το έργο του επικεντρώνεται κυρίως σε
κοινωνικά, περιβαλλοντολογικά και εσωτερικά θέματα.
Born (1978) in Athens, is a filmmaker, producer and co-creator of The
Prism GR2010, who lives and works in New York City. After completing
his MA in media studies at the New School, New York, he worked for
Loki films on films (The Boys of Baraka, Jesus Camp etc). His interest in
short format documentaries for the web led him to produce several series
online, which combined animation and video -he calls them info-snacks.
Lately, he has been exploring the world of multimedia story telling and has
produced and directed many webisodes, two feature films, and many
animations. The Prism GR2010 is his latest experiment, combining the
latest technology and techniques to document Greece during this critical
time in its history. He has been awarded in various occasions for his documentary work, most notably as a member of the NBC team that received
an Emmy in 2004. His work focuses primarily on social, environmental
and esoteric themes.
Νίνα-Μαρία Πασχαλίδου / Nina-Maria Paschalidou
Γεννήθηκε στη Βέροια το 1975. Είναι δημιουργός ταινιών, δημοσιογράφος
και παραγωγός με μακρά εμπειρία σε ντοκιμαντέρ που επικεντρώνονται σε
κοινωνικές συγκρούσεις, στον πόλεμο και σε ξεχασμένους πληθυσμούς.
Σπούδασε ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης και έκανε μεταπτυχιακές
σπουδές πάνω στη χρηματοοικονομική διοίκηση στο Πανεπιστήμιο
Bentley. Διδάχθηκε κινηματογράφο στο La Femis του Παρισιού και στο
Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Είναι επίσης συνεργάτης στο School
of Foreign Service (Σχολή Διπλωματίας) στο Πανεπιστήμιο Georgetown της Ουάσινγκτον. Τα τελευταία δώδεκα χρόνια εργάστηκε ως
δημοσιογράφος στις εφημερίδες Το Βήμα και Η Καθημερινή. Από
το 2007 υπήρξε η παραγωγός της τηλεοπτικής σειράς ντοκιμαντέρ
«Εξάντας», η οποία κέρδισε πολλά διεθνή βραβεία. Επίσης, υπήρξε
παραγωγός και σκηνοθέτης πολλών ανεξάρτητων ντοκιμαντέρ, όπως τo
Spirited Paths: the life of Human Rights Heroes (Δρόμοι του πνεύματος:
η ζωή των ηρώων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) και το Boxing Cuba.
Έχει γράψει το Kanun: A child’s Play (Κανούν: Ένα Παιδικό Παιχνίδι), ένα
βιβλίο που καταγράφει την ιστορία της αιματηρής βεντέτας στην Αλβανία,
καθώς και το Από το χάος στην αρμονία: η ζωή του Μίκη Θεοδωράκη,
μια ταινία για τη ζωή του Έλληνα συνθέτη. Έχει ιδρύσει το Forest Troop,
μια ανεξάρτητη εταιρεία παραγωγής ντοκιμαντέρ και multimedia, και
είναι συμμέτοχος του www.protagon.gr, ενός ειδησεογραφικού blog
που δημιουργήθηκε από διακεκριμένους Έλληνες δημοσιογράφους. Το
The Prism GR2010 αποτελεί την πρώτη της εξερεύνηση στην multimedia
αφήγηση και μια προσπάθεια καταγραφής αυτής της κρίσιμης στιγμής
στην ελληνική ιστορία.
Born (1975) in Veria, Greece, is a filmmaker, journalist, and producer with
extensive experience on documentaries focused on social strife, war and
forgotten populations. She received her undergraduate degree in Mass
Communications at Boston University and her graduate degree in Entrepreneurship at Bentley University. She has studied film at La Femis in
Paris and at the New York University. She is also a Fellow in the School
of Foreign Service at Georgetown University, in Washington D.C. For the
past twelve years, Nina has reported for To Vima and Kathimerini, the two
major newspapers in Greece. Since 2007, she has been a producer for
“Exandas” Documentary Series, an Athens-based documentary group
that has won many international awards. She has also produced and
directed independent documentaries, such as Spirited Paths: the life of
Human Rights Heroes and Boxing Cuba. She is also the author of Kanun:
A child’s Play, a documentary book on blood feud in Albania, and From
Chaos to Harmony: The Life of Mikis Theodorakis, a film about the life of
the Greek composer. She is the founder of Forest Troop, an independent
documentary and multimedia group and co-owner of www.protagon.gr,
a news blog created by prominent Greek journalists. The Prism GR2010
is her first exploration into multimedia storytelling and her attempt to document this critical moment in Greek history.
IMRAN QURESHI
Γεννήθηκε το 1972 στην Χαϊντεραμπάντ. Ζει στη Λαχόρη. Σπούδασε καλές
τέχνες (απόφοιτος του 1993) στο National College of Arts της Λαχόρης.
Πρόσφατες ατομικές εκθέσεις: Corvi-Mora (Λονδίνο, 2004)· Anant Art
Gallery (Νέο Δελχί, 2006)· Encounters: Imran Qureshi, Modern Art Oxford,
Oxford Canvas Art Gallery (Καράτσι, 2007)· Portraits and Vortexes, (μαζί με
την Aisha Khalid), The Experimental Gallery, Hong Kong Arts Centre (Χονγκ
Κονγκ, 2007)· Corvi-Mora, (μαζί με την Aisha Khalid) (Λονδίνο, 2007)· Pao
Gallery, Hong Kong Art Center (Χονγκ Κονγκ, 2010)· All are the Colour of My
Heart, Rohtas 2 (Λαχόρη, 2010)· All are the Colour of My Heart, Chawkandi
Art (Καράτσι, 2010)· Corvi-Mora, (μαζί με την Aisha Khalid) (Λονδίνο, 2010)·
Blessings Upon the Land of my Love, Μπιενάλε του Sharjah (Sharjah,
2011). Πρόσφατες ομαδικές εκθέσεις: Intimate Pictures, Pakistani Contemporary Miniatures, Tokyo Gallery + BTAP (Τόκυο, 2011)· Beyond the
Page: Contemporary Art from Pakistan, Pacific Asia Museum (Pasadena,
ΗΠΑ, 2010)· East–West DIVAN: Contemporary Art from Afghanistan, Iran
& Pakistan, La Scuola Grande della Misericordia (Βενετία, 2009)· Outside
In: Alternative Narratives in Contemporary Art, University Museum and Art
Gallery, The University of Hong Kong (Χονγκ Κονγκ, 2009)· Die Macht Des
Ornaments, Μπελβεντέρε (Βιέννη, 2009).
Born (1972) in Hyderabad. He lives in Lahore. He studied (1993 BA Fine
Art) at the National College of Arts, Lahore. Recent solo exhibitions: CorviMora (London, 2004); Anant Art Gallery (New Delhi, 2006); Encounters:
Imran Qureshi, Modern Art Oxford, Oxford Canvas Art Gallery (Karachi,
2007); Portraits and Vortexes, (with Aisha Khalid), The Experimental
Gallery, Hong Kong Arts Centre (Hong Kong, 2007); Corvi-Mora, (with
Aisha Khalid) (London, 2007); Pao Gallery, Hong Kong Art Center (Hong
Kong, 2010); All are the Colour of My Heart, Rohtas 2 (Lahore, 2010); All
are the Colour of My Heart, Chawkandi Art (Karachi, 2010); Corvi-Mora,
(with Aisha Khalid) (London, 2010); Blessings Upon the Land of my Love,
Sharjah Biennial (Sharjah, 2011). Recent group exhibitions: Intimate
Pictures, Pakistani Contemporary Miniatures, Tokyo Gallery + BTAP (Tokyo, 2011); Beyond the Page: Contemporary Art from Pakistan, Pacific
Asia Museum (Pasadena, 2010); East–West DIVAN: Contemporary Art
from Afghanistan, Iran & Pakistan, La Scuola Grande della Misericordia
(Venezia, 2009); Outside In: Alternative Narratives in Contemporary Art,
University Museum and Art Gallery, The University of Hong Kong (Hong
Kong, 2009); Die Macht Des Ornaments, Belvedere (Vienna, 2009).
JEAN-MARC ROCHETTE
Ο Jean-Marc Rochette ζει και εργάζεται στη Νότια Γαλλία, στο Βερολίνο
και στο Παρίσι. Μετά από μια καριέρα ως συγγραφέας κόμικς (από
το 1976) και πολλές εκδόσεις στη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία, τη
Γερμανία, την Κορέα και την Ολλανδία, το βιβλίο Transperceneige των
Lob και Rochette, που εκδόθηκε το 1983, είναι το θέμα της ταινίας του
Bong Joon-Ho, του Κορεάτη σκηνοθέτη των ταινιών The Host, Memories
of Murder και Mother. Τα γυρίσματα έχουν προγραμματισθεί για τα τέλη
του 2011 και η ταινία πρόκειται να ολοκληρωθεί το 2012. Εικονογράφος
μεγάλων κλασσικών λογοτεχνικών, της Οδύσσειας, της Καντίντ ή της
Αισιοδοξίας του Βολταίρου, του Πινόκιο κ.ά., ο Jean-Marc Rochette
αφιέρωσε είκοσι χρόνια στη μελέτη του τοπίου. Τα πιο πρόσφατα έργα
του παρουσιάστηκαν στην έκθεση Jean-Marc Rochette-The Privilege of
Verticality στο Μουσείο Geo-Charles, Echirolles (Γαλλία, 2011).
Jean-Marc Rochette lives and works in the south of France, Berlin and
Paris. After a career as a comics author since 1976 and many publications in France, Spain, Italy, Germany, Korea, the Netherlands, the
book Transperceneige by Lob and Rochette, published in 1983, is
the subject of a movie by Bong Joon-Ho, the Korean director of The
Host, Memories of Murder, and Mother. The shooting is planned for
late 2011 and it will be released in 2012. Illustrator of the great classics
of literature, The Odyssey, Voltaire’s Candide, Pinocchio, etc., JeanMarc Rochette has devoted twenty years of research on landscape.
His latest paintings are shown in the exhibition Jean-Marc RochetteThe Privilege of Verticality at the Museum Geo-Charles, Echirolles
(France, 2011).
MARWAN SAHMARANI
Γεννήθηκε το 1970 στη Βηρυτό. Σπούδασε στο Παρίσι, στην École
Supérieure d’Arts Graphiques Penninghen. Ζει και εργάζεται στον
Λίβανο και οι συνθέσεις του μπορούν να ιδωθούν ως προέκταση της
ζωγραφικής πρακτικής δύο πολιτισμών. Το θέμα, το φως, τα χρώματα
και η ιστορία μπορούν να επηρεάσουν και να εμπνεύσουν τη δουλειά
του, η οποία επαναφέρει τη μνήμη μιας ευαισθησίας, άχρονης και
παγκόσμιας. Πρόσφατες εκθέσεις: The Wolf is crying like a child,
Kashya Hildebrand Gallery, Ζυρίχη, 2011· Rebirth, Beirut Exhibit
Center, Βηρυτός, 2011· The Feast of the Damned, Museum of Art
& Design, Νέα Υόρκη, 2010· The Dictators: Studies for a Monument,
Selma Feriani Gallery, Λονδίνο, 2010·Told/ Untold / Retold, Arab Museum of Modern Art, Ντόχα, Κατάρ, 2010· All about Beirut, Kunsthalle
whiteBOX, Μόναχο, 2010· American University Museum-Washington,
Ουάσιγκτον, 2010.
Born (1970) in Beirut, Lebanon. He studied at the École Supérieure
d’Arts Graphiques Penninghen, Paris and is currently living in Lebanon;
therefore, his paintings can be seen as an extension of painterly practice
from two cultures. The context, the light, the colors, the history can affect and inspire his work. It becomes reminiscent of a sensibility that is
timeless and universal. Recent Exhibitions: The Wolf is crying like a child,
Kashya Hildebrand Gallery, Zurich, 2011; Rebirth, Beirut Exhibit Center,
Lebanon, 2011; The Feast of the Damned, Museum of Art & Design,
New York, 2010; The Dictators: Studies for a Monument, Selma Feriani
Gallery, London, 2010; Told/ Untold / Retold, Arab Museum of Modern
Art, Doha, Quatar, 2010; All about Beirut, Kunsthalle whiteBOX, Munich,
2010; American University Museum-Washington, 2010.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΠΟΥΝΤΖΗΣ
YORGOS SAPOUNTZIS
Γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ (1998-2002)
και στο Berlin University of the Arts (2002-04, εργαστήριο της Rebecca
Horn). Ζει και εργάζεται στο Βερολίνο. «Ο Γιώργος Σαπουντζής», όπως
αναφέρουν οι Jakob Schillinger και Nina Tabassomi, «ενδιαφέρεται για
γλυπτά, ειδικότερα γλυπτά στον δημόσιο χώρο. Στις περφόρμανς του,
ο καλλιτέχνης, σε συνεργασία με τους κατοίκους της πόλης, αναζητά
αυτά τα σώματα από πέτρα και μπρούντζο. Αυτές οι συναντήσεις μεταξύ
σάρκας και πέτρας, κίνησης και στάσης, ταλαντεύονται ανάμεσα στις
επετειακές παρελάσεις και τις ανατρεπτικές διαδηλώσεις. Οι γλυπτικές
εγκαταστάσεις του Σαπουντζή εμπεριέχουν, επίσης, μια ένταση ανάμεσα
στην αναρχία και την εξέταση της παράδοσης». Πρόσφατες ατομικές
εκθέσεις: Forgotten Tactics, Isabella Bortolozzi Gallery (Βερολίνο,
2006)· After Electricity, ART BASEL 2008, STATEMENT, Loraini Alimantiri Gazonrouge (Βασιλεία, 2008)· Horizon Drop, Hermes und der
Pfau (Στουτγάρδη, 2009)· Pre-Bellevue, Museo de Arte Contemporάneo
de Castilla y Leόn (Ισπανία, 2010)· Charleroi, Loraini Alimantiri Gazonrouge (Αθήνα, 2010)· Sculptures and Mirrors, Freymond Guth Fine Arts
(Ζυρίχη, 2011)· Apparere, Fondazione Morra Greco (Νάπολη, 2011)· Fast
Cast, Isabella Bortolozzi Gallery (Βερολίνο, 2011). Πρόσφατες ομαδικές
εκθέσεις: Based in Berlin (Βερολίνο, 2011)· performIC 2011 - Trial & Error,
Kunstraum Insbruck (Ίνσμπουργκ, 2011)· Informell Natur, Galerie Sabine
Knust (Μόναχο, 2011)· Arivals and Departures, Fondo Mole Vanvitelliana (Αγκόνα, 2010)· Η Πρώτη Εικόνα, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης
Τέχνης (Θεσσαλονίκη, 2010)· 6ο Βραβείο ΔΕΣΤΕ, Μουσείο Κυκλαδικής
Τέχνης (Αθήνα, 2009)· Σε ενεστώτα χρόνο. Νέοι Έλληνες Καλλιτέχνες,
Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-ΕΜΣΤ (Αθήνα, 2007)· Destroy Athens, 1η Μπιενάλε της Αθήνας (Αθήνα, 2007).
Born (1976) in Athens. He studied at the Athens School of Fine Arts (19982002), and at the Berlin University of the Arts (2002-04, studio of Rebecca
Horn). He lives and works in Berlin, Germany. “Yorgos Sapountzis”, as Jakob Schillinger and Nina Tabassomi mentioned, “is interested in sculptures,
specifically public sculptures. In his performances the artist, together with
the inhabitants of the city, seeks out these bodies of stone or bronze. These
encounters of flesh and stone, movement and stasis, oscillate between ceremonial parades and subversive demonstrations. Sapountzis’s sculptural
installations also maintain a tension between anarchy and an examination
of tradition”. Recent solo exhibitions: Forgotten Tactics, Isabella Bortolozzi
Gallery (Berlin, 2006); After Electricity, ART BASEL 2008, STATEMENT,
Loraini Alimantiri Gazonrouge (Basel, Switzerland, 2008); Horizon Drop,
Hermes und der Pfau (Stuttgart, Germany, 2009); Pre-Bellevue, Museo de
Arte Contemporάneo de Castilla y Leόn (Spain, 2010); Charleroi, Loraini
Alimantiri Gazonrouge (Athens, 2010); Sculptures and Mirrors, Freymond
Guth Fine Arts (Zurich, 2011); Apparere, Fondazione Morra Greco (Napoli,
Italy, 2011); Fast Cast, Isabella Bortolozzi Gallery (Berlin, 2011). Recent
group exhibitions: Based in Berlin (Berlin, 2011); performIC 2011 - Trial &
Error, Kunstraum Insbruck (Insbruck, 2011); Informell Natur, Galerie Sabine
Knust (Munich, 2011); Arivals and Departures, Fondo Mole Vanvitelliana
(Ancona, 2010); The First Image, Macedonian Museum of Contemporary
Art (Thessaloniki, 2010); 6th DESTE Prize, Museum of Cycladic Art (Athens,
2009); In Present Tense. Young Greek Artists, National Museum of Contemporary Art - EMST (Athens, 2007); Destroy Athens, 1st Athens Biennale
(Athens, 2007).
HRAIR SARKISSIAN
Ο Hrair Sarkissian (Δαμασκός, 1973) σπούδασε φωτογραφία στην
Ακαδημία του Gerrit Rietveld Academie, Άμστερνταμ. Στο έργο του, το
τοπίο και το αστικό περιβάλλον δρουν ως αφετηρία για την παρουσίαση
της ιστορικής πραγματικότητας. Χρησιμοποιώντας παραδοσιακές
τεχνικές καταγραφής των γεγονότων, οι φωτογραφίες του αποκαλύπτουν
το παράδοξο που βρίσκεται πίσω από την ομορφιά των στοιχείων του
περιβάλλοντος και την ιδιότητά τους να αποτυπώνουν την κρυμμένη σ’
αυτά κοινωνική πραγματικότητα. Πρόσφατες εκθέσεις: Out of Place,
TATE Modern (Λονδίνο, 2011) και Darat Al Funun-The Khalid Shoman
Foundation (Αμμάν, Ιορδανία, 2011)· Μπιενάλε του Sharjah (Plot for a Biennial), 2011· Underground, Kalfayan Galleries (Αθήνα, 2010)· BREAKING
NEWS. Contemporary Photography from the Middle East and Africa,
Fondazione Cassa di Risparmio di Modena (2010-2011)· Photobiennale
Θεσσαλονίκης, 2010· 11η Μπιενάλε της Κωνσταντινούπολης (2009)·Disorientation II (Άμπου Ντάμπι, 2009-2010) · Unfinished, Kalfayan Galleries
(Θεσσαλονίκη, 2007 / Αθήνα, 2008)· New Ends, Old Beginnings, The
Bluecoat Gallery (Λίβερπουλ, 2008). Το 2010 πραγματοποίησε residency
στο The Delfina Foundation (Λονδίνο) και στο Platform Garanti Contemporary Art Center (Κωνσταντινούπολη). Συμμετείχε στο σεμινάριο The
lure of the lens in art practice and research methods. Cultural Heritage,
Mobility and Visual Practices, TATE Britain (Λονδίνο, 2010). Έργα του σε
συλλογές: TATE MODERN (Αγγλία), Sharjah Art Foundation (Ηνωμένα
Αραβικά Εμιράτα), Fondazione Cassa di Risparmio di Modena (Ιταλία) και
σε πολλές ιδιωτικές συλλογές σε Ελλάδα, Κύπρο, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία,
Αγγλία, Τουρκία, Λίβανο, Ομάν και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Hrair Sarkissian (Damascus, 1973) studied photography at the Gerrit Rietveld Academie (Amsterdam). In Sarkissian’s work, landscape
and the urban environment become stages for the expression of historical realities. Employing traditional documentary techniques, his
photographs are expressions of a hidden paradox that exists between
the beauty and constancy of the surroundings and the social realities
that they conceal. Recent exhibitions include: Out of Place, 2011,
TATE Modern (London, UK) and Darat Al Funun-The Khalid Shoman
Foundation (Amman, Jordan); Sharjah Biennial 10 (Plot for a Biennial,
2011); Underground, Kalfayan Galleries (Athens, 2010); BREAKING
NEWS. Contemporary Photography from the Middle East and Africa,
Fondazione Cassa di Risparmio di Modena (2010-2011); Thessaloniki
Photobiennale 2010; 11th Istanbul Biennial (2009); Disorientation II
(Abu Dhabi, 2009-2010); Unfinished, Kalfayan Galleries (Thessaloniki,
2007 / Athens, 2008); New Ends, Old Beginnings, The Bluecoat Gallery
(Liverpool, 2008). In 2010 he was a resident at The Delfina Foundation
(London) and at Platform Garanti Contemporary Art Center (Istanbul).
He participated in the seminar The lure of the lens in art practice and research methods. Cultural Heritage, Mobility and Visual Practices, TATE
Britain (London, 2010). Collections include: TATE MODERN (UK); Sharjah Art Foundation (UAE); Fondazione Cassa di Risparmio di Modena
(Italy); private collections in Greece, Cyprus, France, Italy, Spain, UK,
Turkey, Lebanon, Oman and UAE.
YEHUDIT SASPORTAS
Γεννήθηκε το 1969 στο Ashdod του Ισραήλ. Ζει και εργάζεται στη
Γερμανία. Σπούδασε στο College for Visual Art, Beersheva, Ισραήλ
(1988-89), στην Bezalel Academy of Art and Design, Ιερουσαλήμ (B.F.A.,
1989-93), στην Academy of Art and Science, Cooper Union Academy of
Art, Νέα Υόρκη (1993), και στο Fine Art Department, Bezalel Academy
of Art and Design, Ιερουσαλήμ (1997-99, M.F.A. σε συνεργασία με το
Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ). Πρόσφατες ατομικές εκθέσεις:
The Guardians of the Threshold, 52 η Μπιενάλε Βενετίας, Think with the
Senses – Feel with the Mind. Art in the Present Tense, Εθνικό Περίπτερο
του Ισραήλ (Βενετία, 2007)· Galerie EIGEN + ART, frieze art fair (Λονδίνο,
2008)· The Laboratory, Kunstverein Braunschweig (Γερμανία, 2008)· Cosmic Rift, Sommer Contemporary Art (Τελ Αβίβ, 2009)· The Clearing of the
Unseen, DA2 Domus Artium 2002 (Salamanca, Ισπανία, 2009)· Hazipur,
Herbert-Gerisch-Stiftung (Neumünster, Γερμανία, 2010)· Films, Galerie EIGEN + ART, (Λειψία, 2011)· GHARDY, Haus Konstruktiv (Ζυρίχη, 2011). Born (1969) in Ashdod, Israel. She lives and works in Germany. She studied
at the College for Visual Art, Beersheva, Israel (1988-89), the Bezalel Academy of Art and Design, Jerusalem (B.F.A., 1989-93), the Academy of Art and
Science, Cooper Union Academy of Art, New York (1993), the Fine Art Department, Bezalel Academy of Art and Design, Jerusalem (1997-99, M.F.A.
in collaboration with the Hebrew University of Jerusalem). Recent solo exhibitions: The Guardians of the Threshold, 52th Venice Biennale, Think with the
Senses-Feel with the Mind. Art in the Present Tense, Israeli Pavilion (Venice,
Italy, 2007); Galerie EIGEN + ART, frieze art fair (London, 2008); The Laboratory, Kunstverein Braunschweig (Germany, 2008); Cosmic Rift, Sommer
Contemporary Art (Tel Aviv, 2009); The Clearing of the Unseen, DA2 Domus
Artium 2002 (Salamanca, Spain, 2009); Hazipur, Herbert-Gerisch-Stiftung
(Neumünster, Germany, 2010); Films, Galerie EIGEN + ART, (Leipzig, Germany, 2011); GHARDY, Haus Konstruktiv (Zurich, Switzerland, 2011).
ALBERTO SAVINIO
O Alberto Savinio, ψευδώνυμο του Alberto de Chirico, γεννήθηκε στην
Αθήνα το 1891 και πέθανε στη Ρώμη το 1952. Άρχισε το συγγραφικό του
έργο στο Παρίσι σαν συνεργάτης του περιοδικού Soirees De Paris του
Απολλιναίρ. Έγραψε πολλά μυθιστορήματα, διηγήματα, αυτοβιογραφικά
κείμενα, θεατρικά έργα, λιμπρέτα για λυρικά έργα, και συνεργάσθηκε
σαν δημοσιογράφος και σαν κριτικός μουσικής και θεάτρου με πολλά
περιοδικά και εφημερίδες. Το τελείως προσωπικό ύφος του τον
καθιέρωσε σαν έναν από τους σημαντικότερους Ιταλούς συγγραφείς
του 20ού αιώνα. Ο Savinio δεν ασχολήθηκε μόνο με τον λόγο. Νεότατος
σπούδασε πιάνο και σύνθεση στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Σπύρο
Σαμάρα και αργότερα στο Μόναχο με καθηγητή τον Max Reger. Συνέθεσε
λυρικά έργα πάνω σε δικά του λιμπρέτα, ενώ έκανε τις σκηνογραφίες
και κοστούμια. Έργα του έχουν παρουσιαστεί σε πολλά λυρικά θέατρα,
ανάμεσα στα οποία και στη Σκάλα του Μιλάνου. Από το 1917 ασχολήθηκε
επίσης με τη ζωγραφική, αλλά όχι σαν κύρια ασχολία, όπως ο αδελφός
του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο. Μια μεγάλη αναδρομική έκθεση ζωγραφικής
που οργανώθηκε το 1978 στο Palazzo Delle Espozizioni της Ρώμη τον
κατέταξε στην πρώτη σειρά των σύγχρονων Ιταλών ζωγράφων.
Alberto Savinio, real name Alberto de Chirico, was born in Athens in 1891
and died in Rome in 1952. He started his writing career in Paris as a contributor to Apollinaire’s Soirees De Paris journal. He wrote many novels,
short-stories, autobiographies, plays and librettos. He also contributed to
many magazines and newspapers as a reporter and music and theater
critic. His distinctive personal style established him among the most important Italian writers of the 20th century. Savinio’s interests were not
exclusively literary. When he was very young, he studied the piano and
music composition at the Athens Conservatory under Spyros Samaras
and later on in Munich under Max Reger. He composed operas based on
his own librettos, using his own costumes and scenography. His operas
have been staged in many opera houses, including Milan’s La Scala theatre. Since 1917, he also produced paintings, but only as a by-work, unlike
his brother Giorgio de Chirico. A comprehensive retrospective exhibition
of paintings, organized in 1978 at the Palazzo Delle Espozizioni in Rome,
included him among the first-rate modern Italian painters.
TAYFUN SERTTAS
Ο Tayfun Serttas, καλλιτέχνης, συγγραφέας και ερευνητής, γεννήθηκε
το 1982 στην Τουρκία. Ζει και εργάζεται στην Κωνσταντινούπολη και
στην Αλικαρνασσό. Το 2004 αποφοίτησε από το Τμήμα Κοινωνικής
Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης με ειδικότητα
στην «αστική ανθρωπολογία», ενώ το 2007 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές
του σπουδές στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Yildiz –η εργασία του είχε
τίτλο Φωτογραφία και μειονότητες στην Κωνσταντινούπολη στο πλαίσιο
του μοντερνισμού και της πολιτισμικής αναπαράστασης. Κατά τη διάρκεια
των σπουδών του έγραψε σειρά άρθρων με γενικό θέμα τις «μειονότητες
και την πόλη», τα οποία δημοσιεύτηκαν σε επιστημονικά περιοδικά. Από
το 2000 συμμετείχε σε τουρκικά και διεθνή ακαδημαϊκά προγράμματα.
Τα θέματα πάνω στα οποία εργάζεται συμπεριλαμβάνουν την αστική
ανθρωπολογία, την κοινωνική καταγωγή, την πολιτιστική κληρονομιά
του «άλλου», την κριτική της τοπικής κοινωνίας, την κοινωνιολογία της
καθημερινής ζωής, τις μειονότητες, τις αστικές μεταμορφώσεις, τη
μετανάστευση και τις αλλαγές, τις κοινωνικο-πολιτικές στρατηγικές και
τις πολιτικές για τις μειονότητες. Ο Serttas συνεχίζει την καλλιτεχνική
του εργασία στο πλαίσιο του Ερευνητικού Κέντρου SALT της
Κωνσταντινούπολης, ενώ συνεχίζει να αρθρογραφεί για την εφημερίδα
Agos. Πρόσφατες ατομικές εκθέσεις: Artist Book International, Centre
Pompidou (Παρίσι, 2009)· Studio Osep, Galeri Non (Κωνσταντινούπολη,
2009)· Territory Dispute, Noa (Κωνσταντινούπολη, 2010)· Studio Osep,
Delfina Foundation (Λονδίνο, 2010)· Tailor’s Dream M&M, Apartment
Project (Κωνσταντινούπολη, 2011)· Souvenir Trauma, Zico House
(Βηρυτός, 2011). Πρόσφατες ομαδικές εκθέσεις: Becoming Istanbul,
DAM Deutsches Architekturmuseum (Φραγκφούρτη, 2008)· The Bitch
Is Sleeping, Karsi Sanat (Κωνσταντινούπολη, 2008)· État d’âmes, une génération hors d’elle, École Nationale Supérieure des Beaux-Arts (Παρίσι,
2010)· DIVERCITY / Learning from Istanbul, Centrum Sztuki Wspolczesnej Zamek Ujazdowski (Βαρσοβία, 2010).
Tayfun Serttas, artist, writer and researcher, was born (1982) in Turkey.
He lives in Istanbul and Bodrum. He graduated from the Istanbul University Social Anthropology Department in 2004 with a thesis on “urban
anthropology”. He completed his master at the Yildiz Technical University
in 2007 with a thesis entitled Photography and Minorities in Istanbul in the
Context of Modernism and Cultural Representation. During his studies
he wrote a series of articles on the general topic of “minorities and the
city” for various periodicals. Since 2000 he has taken part in numerous
domestic and international academic projects. His work focuses on
themes such as urban anthropology, social gender, the cultural heritage
of the other, the critique of civil society, the sociology of everyday life, minorities, urban transformation, immigration and change, socio-political
strategies and minor politics. The artist continues his studio work within
the scope of SALT Research Center’s Istanbul and continues to write for
the Agos newspaper. Recent solo exhibitions: Artist Book International,
Centre Pompidou (Paris, 2009); Studio Osep, Galeri Non (Istanbul, 2009);
Territory Dispute, Noa (Ιstanbul, 2010); Studio Osep, Delfina Foundation (London, 2010); Tailor’s Dream M&M, Apartment Project (Istanbul,
2011); Souvenir Trauma, Zico House (Beirut, Lebanon, 2011). Recent
group exhibitions: Becoming Istanbul, DAM Deutsches Architekturmuseum (Frankfurt, Deutschland, 2008); The Bitch Is Sleeping, Karsi Sanat
(Ιstanbul, 2008); État d’âmes, une génération hors d’elle, École Nationale
Supérieure des Beaux-Arts (Paris, France, 2010); DIVERCITY / Learning
from Istanbul, Centrum Sztuki Wspolczesnej Zamek Ujazdowski (Warsaw, Poland, 2010).
AHLAM SHIBLI
Γεννήθηκε το 1970 στην Παλαιστίνη, όπου ζει και εργάζεται. Από το
1996 ασχολείται με τη φωτογραφία, πραγματοποιώντας ερευνητικά
προγράμματα τα οποία επικεντρώνονται στις συνθήκες ζωής του
παλαιστινιακού πληθυσμού που ζει κάτω από την ισραηλινή κυριαρχία: Unrecognised (1999–2000), Goter (2002–03), Trackers (2005), Arab al-Sbaih
(2007) and The Valley (2007–08). Άλλα έργα διεύρυναν το πεδίο έρευνας
της Shibli. Τα έργα αυτά αναφέρονται στις έννοιες της εστίας και της
ιδιοκτησίας, προσεγγίζοντας θέματα όπως οι λεσβίες, οι ομοφυλόφιλοι, οι
αμφίφυλοι, οι τρανσέξουαλ του Λονδίνου, της Ζυρίχης, της Βαρκελώνης
και του Τελ Αβίβ που προέρχονται από την Ανατολική Ευρώπη (Eastern
LGBT, 2006), οι μετανάστες που προσφέρουν υπηρεσίες οικιακής
βοήθειας και συντροφιάς σε ηλικιωμένους ανθρώπους στη Βαρκελώνη
(Dependence, 2007), τα παιδιά στα ορφανοτροφεία της Πολωνίας (Dom
Dziecka: The house starves when you are away, 2008), καθώς και η
Γαλλική αντίσταση στο Corrèze και οι αποικιακοί πόλεμοι της Γαλλίας
στην Ινδοκίνα και στην Αλγερία (Trauma, 2008–09). Το έργο της Shibli
έχει παρουσιαστεί διεθνώς σε μουσεία, χώρους τέχνης και διοργανώσεις
όπως στην Μπιενάλε της Κωνσταντινούπολης (2005), στην Τριενάλε του
Τορίνο (2005), στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο (2006), στο Kunsthalle Basel (2006), στην Documenta 12 του Κάσελ (2007), στο DCA του Dundee
(2007), στο Κέντρο Georges Pompidou, Παρίσι (2008), στο MACBA
της Βαρκελώνης (2008), στο Museum of Modern Art της Βαρσοβίας
(2009), στο Darat al Funun του Αμάν (2010), στο Château de Sédières του
Clergoux (2010), στο Museu de Serralves του Porto (2010) και στην Tate
Modern του Λονδίνου (2011). Διάφορες εκδόσεις είναι αφιερωμένες στο
έργο της: Goter (Nathan Gottesdiener Foundation and Tel Aviv Museum,
2003), Lost Time (Ikon Gallery, Μπιρμιγχάμ, 2003), Trackers (Kunsthalle
Basel and Verlag der Buchhandlung Walther König, Κολωνία, 2006),
Trauma (Peuple et Culture Corrèze, Tulle, 2010).
Born (1970) in Palestine, where she lives and works. Since 1996 she
has been active in the field of photography, realizing research projects
that initially focused on the living conditions of the Palestinian population under Israeli rule, e.g. Unrecognised (1999–2000), Goter (2002–
03), Trackers (2005), Arab al-Sbaih (2007) and The Valley (2007–08).
Other works broadened the scope of Shibli’s research about notions
of home and belonging, approaching such subjects as Eastern lesbian,
gay, bisexual, transgender people in London, Zurich, Barcelona and
Tel Aviv (Eastern LGBT, 2006), immigrant care workers and their elderly
employers in Barcelona (Dependence, 2007), children in orphanages
in Poland (Dom Dziecka: The house starves when you are away, 2008)
and French resistance in Corrèze in France and their colonial wars in
Indochina and Algeria (Trauma, 2008–09). Shibli’s works have been
exhibited internationally at venues such as the Istanbul Biennial (2005),
Torino Triennial (2005), Sao Paulo Biennial (2006), Kunsthalle Basel
(2006), Documenta 12, Kassel (2007), DCA, Dundee (2007), Centre
Georges Pompidou, Paris (2008), MACBA, Barcelona (2008), Museum
of Modern Art, Warsaw (2009), Darat al Funun, Amman (2010), Château de Sédières, Clergoux (2010), Museu de Serralves, Porto (2010)
and Tate Modern, London (2011). Different publications have been
devoted to her work, among which Goter (Nathan Gottesdiener Foundation and Tel Aviv Museum, 2003), Lost Time (Ikon Gallery, Birmingham, 2003), Trackers (Kunsthalle Basel and Verlag der Buchhandlung
Walther König, Cologne, 2006), Trauma (Peuple et Culture Corrèze,
Tulle, 2010).
SLAVS AND TATARS
Οι Slavs and Tatars είναι μια καλλιτεχνική ομάδα με αιρετικές απόψεις,
η οποία επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην περιοχή που εκτείνεται
γεωγραφικά από τα δυτικά του πρώην Τείχους του Βερολίνου και
φτάνει μέχρι τα δυτικά του Σινικού Τείχους της Κίνας, της περιοχής
δηλαδή που είναι γνωστή ως Ευρασία. Η ομάδα χρησιμοποιεί στο
έργο της διαφορετικά μέσα και τεχνικές έκφρασης, καλύπτοντας ένα
ευρύ φάσμα υψηλής και χαμηλής τέχνης, αναδεικνύοντας τη συχνά
παραμελημένη σχέση ανάμεσα στους Σλάβους, τους Καυκάσιους
και τους κατοίκους της Κεντρικής Ασίας. Το έργο τους Friendship of
Nations: Polish Shi’ite Showbiz που εκτέθηκε στη 10η Μπιενάλε της
Sharjah (2011), θα παρουσιαστεί στη συνέχεια στη Royal Academy of
Fine Arts (Kiosk) της Ghent (Δεκέμβριος, 2011). Οι Slavs and Tatars
έχουν εκδώσει το Kidnapping Mountains (Book Works, 2009), ένα
βιβλίο που υμνεί την περιπλοκότητα του Καυκάσου, το Love Me, Love
Me Not: Changed Names (onestar press, 2010) και πρόσφατα το Molla Nasreddin: the magazine that would’ve, could’ve, should’ve (JRPRingier, 2011). Για το 2012, στο πρόγραμμά τους περιλαμβάνονται
παρουσιάσεις στη Secession της Βιέννης, στο MoMA της Νέας
Υόρκης καθώς και στο Künstlerhaus της Στουτγάρδης.
Slavs and Tatars is a faction of polemics and intimacies devoted to an
area east of the former Berlin Wall and west of the Great Wall of China
known as Eurasia. The collective’s work spans several media, disciplines,
and a broad spectrum of cultural registers (high and low) focusing on an
often forgotten sphere of influence between Slavs, Caucasians and Central Asians. Their Friendship of Nations: Polish Shi’ite Showbiz was presented at the 10th Sharjah Biennial earlier this year and will be on exhibit
at The Royal Academy of Fine Arts (Kiosk) in Ghent in December 2011.
Slavs and Tatars have published Kidnapping Mountains (Book Works,
2009), a celebration of complexity in the Caucasus, Love Me, Love Me
Not: Changed Names (onestar press, 2010) and most recently Molla
Nasreddin: the magazine that would’ve, could’ve, should’ve (JRP-Ringier, 2011). Solo engagements in 2012 include Vienna’s Secession, MoMA
(NY), and Künstlerhaus Stuttgart.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
SOCRATIS SOCRATOUS
Γεννήθηκε το 1971 στην Πάφο της Κύπρου. Τον Απρίλιο του 2011,
έπειτα από έξι χρόνια, επέστρεψε στην Κύπρο για μια ατομική έκθεση με
τίτλο Απαράβατο Άσυλο στην Omikron Gallery. Το 2009 εκπροσώπησε
την Κύπρο στην Μπιενάλε της Βενετίας με το έργο Σωκράτης
Σωκράτους/Φήμες με επιμελήτρια την Sophie Duplaix. Ένα χρόνο
αργότερα, ο Σωκράτης Σωκράτους φωτογραφίζει την Αθήνα για το
Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου στο Μουσείο Μπενάκη. Εκτός από
ατομικές εκθέσεις στην Κύπρο, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, έχει
λάβει μέρος και σε ομαδικές εκθέσεις στο Παρίσι (στο πλαίσιο του Paris/
Chypre-La Saison Culturelle Européenne και Nuit Blanche), την Αρλ
(Les Recontres d’Arles, Photographie) κ.α. Εκπροσώπησε την Ελλάδα
στην Μπιενάλε των Τιράνων (2001) και έλαβε μέρος στη 2η Μπιενάλε
Θεσσαλονίκης (2009). Το 2004 ήταν ο επίσημος φωτογράφος
των προετοιμασιών για την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων της
Αθήνας. Κάποια από τα έργα του έχουν παρουσιαστεί στην Αθήνα
(Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-ΕΜΣΤ, Kunsthalle, Μουσείο
Κυκλαδικής Τέχνης, Ίδρυμα Δέστε), στο Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο
Θεσσαλονίκης κ.α. Το 2007 και το 2008 ο Σωκράτους επιλέγηκε για το
project των βιτρινών των καταστημάτων του οίκου Hermés-Paris στο
Ντουμπάι και στο Μπαχρέιν, ενώ το 2011 επιμελήθηκε τη βιτρίνα του
οίκου στη Βενετία. Επίσης, έλαβε μέρος στην έκθεση Αποχαιρετισμός,
στο Kunsthalle Athena (2011).
Born in Paphos (Cyprus) in 1971. In April 2011, six years after his last
solo exhibition, he presented his new work entitled Inviolable Refuge,
at Omikron Gallery, Nicosia. In 2009 he represented Cyprus at the
Venice Biennale with his work Socrates Socratous/Rumours, having as a curator Sophie Duplaix. A year later Socrates Socratous
photographs Athens for the Athens’ and Epidauros Festival at the
Benaki Museum. The artist has solo shows in Cyprus, Greece and
abroad. He has also taken part in group exhibitions, for example in
Paris (during the Paris/Chypre-La Saison Culturelle Européenne and
Nuit Blanche), in Arles (Les Recontres d’Arles, Photographie) etc. In
2001 he represented Greece in the Tirana Biennial and in 2009 he
participated in Thessaloniki Biennale 2. Socratous was the official
photographer of the preparations for the opening of the 2004 Athens
Olympics. Some of his works have been exhibited in Athens (National
Museum of Contemporary Art-EMST, Kunsthalle, Museum of Cycladic Art, DESTE Foundation), at the Old Archeological Museum of Thessaloniki etc. In 2007 and 2008 Socratous undertook a commissioned
project with Hermés-Paris in Dubai and Bahrain and in 2011 he was
commissioned the artistic direction of Hermés-Paris group of shops in
Venice. He has also taken part in the group exhibition (2011) Farewell
at Kunsthalle Athena.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΣΟΥΛΟΥ
CHRISTIANA SOULOU
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Παρίσι, στην École Nationale
Supérieure des Beaux Arts. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Πρόσφατες
ατομικές εκθέσεις: This Dust Was Gentleman and Ladies, Sadie Coles
HQ (Λονδίνο, 2007)· A Midsummer Night’s Dream, Sadie Coles HQ
(Λονδίνο, 2008)· Friedrich Petzel Gallery (Νέα Υόρκη, 2010)· Bernier/Eliades Gallery (Αθήνα, 2010). Πρόσφατες ομαδικές εκθέσεις: Of Mice and
Men, 4η Μπιενάλε του Βερολίνου (2006)· Dream & Trauma: Works from
The Dakis Joannou Collection, Kunsthalle Wien (Βιέννη, 2007)· Ύμνος
στη Σκιά, Irish Museum of Modern Art (Δουβλίνο, 2008), Istanbul Modern (Κωνσταντινούπολη, 2009) και Μουσείο Μπενάκη (Αθήνα, 2009). Το
βιβλίο από την ενότητα έργων της Water κυκλοφόρησε από την γκαλερί
Sadie Coles HQ το 2008. Ένα βιβλίο με έργα της που τεκμηριώνουν τα
γραπτά της εκδόθηκε το 2007 από το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ, στο πλαίσιο της
έκθεσης Fractured Figure. Works from the Dakis Joannou Collection.
Born in Athens. She studied at the École Nationale Supérieure des Beaux
Arts, Paris. She lives and works in Athens. Recent solo exhibitions: This
Dust Was Gentleman and Ladies, Sadie Coles HQ (London, 2007); A
Midsummer Night’s Dream, Sadie Coles HQ (London, 2008); Friedrich
Petzel Gallery (New York, 2010); Bernier/Eliades Gallery (Athens, 2010).
Recent group exhibitions: Of Mice and Men, 4th Berlin Biennial (2006);
Dream & Trauma: Works from The Dakis Joannou Collection, Kunsthalle
Wien (Vienna, 2007); In Praise Of Shadows, Irish Museum of Modern Art
(Dublin, Ireland, 2008), Istanbul Modern (Istanbul, Turkey, 2009) and the
Benaki Museum (Athens, Greece, 2009). A book of the series Water was
published by Sadie Coles HQ in 2008. A book to document the artist’s
writings was published by DESTE Foundation in 2007, to complement
the exhibition Fractured Figure. Works from the Dakis Joannou Collection.
NAOKO TAKAHASHI
Γεννήθηκε το 1973 στην Ιαπωνία. Ζει και εργάζεται στην Αγγλία.
Σπούδασε καλές τέχνες στο Λονδίνο στο Chelsea College of Art & Design
και στο Slade School of Fine Art. Η τέχνη της performance στις ρίζες της
αποτελεί την εκτεταμένη καλλιτεχνική πρακτική της TakaHashi, η οποία
στις περφόρμανς που παρουσιάζει ενσωματώνει εγκαταστάσεις, βιβλία,
ταινίες, ζωγραφικά σχέδια και γλυπτά, ενώ μερικές φορές συνεργάζεται
με άλλους καλλιτέχνες και μουσικούς. Πρόσφατες ατομικές εκθέσεις: An
Exploration of Perforated Space in Four Segments of Words, IMT Gallery (Λονδίνο, 2010)· No Soul for Sale (performance από το L’appartement
22),Tate Modern (Λονδίνο, 2010)· A Tale of Two States, Al Ma’mal Foundation for Contemporary Art (Ιερουσαλήμ, 2009). Πρόσφατες ομαδικές
εκθέσεις: 3η Διεθνής Μπιενάλε του Μαρακές (Μαρόκο, 2009)· Known
Unknowns, Volatile Dispersal: Festival of Art of Writing, Whitechapel Gallery (Λονδίνο, 2009)· Geo-Graphics, BOZAR (Βρυξέλλες, 2010)· OTHERS
- La biennale d’arte di Marrakech Istanbul Atene a Palermo e Catania,
Riso, Museum of Contemporary Art in Sicily (Παλέρμο, 2010)· Sentences
on the banks and other activities, Daral Al Funun (Αμμάν, Ιορδανία 2010)·
Gone With the Wind, Resonance Open, Raven Row (Λονδίνο, 2011)·
Again, A Time Machine στο νησί Spike (Μπρίστολ, 2011).
Born (1973) in Japan. She lives and works in the United Kingdom. She
studied fine art media at the Chelsea College of Art & Design, UCL, London, and at the Slade School of Fine Art, UCL, London. TakaHashi’s
wide-ranging practice, performative in its origin, incorporates installations,
books, films, drawings and sculpture sometimes in collaboration with other artists and musicians. Recent solo exhibitions: An Exploration of Perforated Space in Four Segments of Words, IMT Gallery (London, 2010);
No Soul for Sale (performance presented by L’appartement 22),Tate
Modern (London, 2010); A Tale of Two States, Al Ma’mal Foundation for
Contemporary Art (Jerusalem, 2009). Recent group exhibitions: 3rd AiM
International Biennale (Marrakech, Morocco, 2009); Known Unknowns,
Volatile Dispersal: Festival of Art of Writing, Whitechapel Gallery (London,
2009); Geo-Graphics, BOZAR (Brussels, 2010); OTHERS - La biennale
d’arte di Marrakech Istanbul Atene a Palermo e Catania, Riso, Museum of
Contemporary Art in Sicily (Palermo, Italy, 2010); Sentences on the banks
and other activities, Daral Al Funun (Amman, Jordan, 2010); Gone With
the Wind, Resonance Open, Raven Row (London, 2011); Again, A Time
Machine at Spike Island (Bristol, 2011).
RYAN TRECARTIN
Γεννήθηκε το 1981 στο Webster του Τέξας. Είναι καλλιτέχνης και
κινηματογραφιστής που ζει και εργάζεται στο Λος Άντζελες. Σπούδασε στο
Rhode Island School of Design, απ’ όπου αποφοίτησε το 2004, και από τότε
έζησε και εργάστηκε στη Νέα Ορλεάνη, στο Λος Άντζελες, στη Φιλαδέλφεια
και το Μαϊάμι. Το 2009, ο Trecartin ήταν ο νικητής στον εναρκτήριο Διεθνή
Διαγωνισμό Καλών Τεχνών Jack Wolgin. Βραβεύτηκε επίσης στον
Διαγωνισμό Νέου Καλλιτέχνη της Χρονιάς στα Πρώτα Ετήσια Καλλιτεχνικά
Βραβεία του Μουσείου Solomon R. Guggenheim της Νέας Υόρκης. Το
2009 του απονεμήθηκε η υποτροφία Pew. Έργα του συμπεριλαμβάνονται
στη συλλογή της Saatchi Gallery, ενώ έχει συμμετάσχει σε πολλές εκθέσεις
μουσείων: The Generational: Younger Than Jesus, The New Museum (Νέα
Υόρκη, 2009), Queer Voice, Institute of Contemporary Art (Φιλαδέλφεια,
2010), Between Two Deaths (Center for Art and Media (Καρσλρούη, 2007).
Το 2006 συμμετείχε στη Μπιενάλε του Μουσείου Whitney. Πρόσφατες
ατομικές εκθέσεις: The Power Plant (Τορόντο, 2010)· MOCA (Λος Άντζελες,
2010)· MOMA PS1 (Νέα Υόρκη, 2011).
Born (1981) in Webster, Texas. He is an artist and filmmaker currently
based in Los Angeles. He studied at the Rhode Island School of Design,
graduating with a BFA in 2004 and has since lived and worked in New
Orleans, Los Angeles, Philadelphia and Miami. In 2009, Trecartin was
the recipient of the inaugural Jack Wolgin International Competition in the
Fine Arts; he received the New Artist of the Year Award at The First Annual Art Awards, Solomon R. Guggenheim Museum, New York; and was
awarded a 2009 Pew Fellowship in the Arts. His work is featured in the
Saatchi Gallery collection and has appeared in many museum exhibitions
including: The Generational: Younger Than Jesus at The New Museum
in New York (2009), Queer Voice at the Institute of Contemporary Art in
Philadelphia (2010), Between Two Deaths at the Center for Art and Media
in Karlsruhe (2007), and the 2006 Whitney Biennial, as well as in recent
solo exhibitions at The Power Plant, Toronto (2010), MOCA, Los Angeles
(2010), and MOMA PS1, New York (2011), among others.
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΟΥΚΑΣ
KOSTAS TSIOUKAS
Ο Κώστας Τσιούκας είναι χορευτής και χορογράφος που εξερευνά την
ιδέα της έμψυχης αλλά και άψυχης κίνησης. Πιστεύει ότι έμαθε να χορεύει
παρατηρώντας και κινηματογραφώντας τη φύση. Έχει συνεργαστεί
ως χορευτής με πολλούς Έλληνες κα ξένους χορογράφους, όμως η
δημιουργικότητα και το ανήσυχο πνεύμα του τον οδήγησαν αναπόφευκτα
στη χορογραφία. Παρουσιάζοντας στη σκηνή τις δικές του εικόνες, έχει
να επιδείξει πολλές δουλειές όπως: Νερό κι Αλάτι, Souvenir,The Dance
of the Dance, Simulacra, Double Truth, Forget me Not, Pinocchio
(παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και επιλέχθηκε να εκπροσωπήσει
την Ελλάδα στην Πράγα), Λυρικό Ντελίριο, Λευκό Πάτωμα Πάνω Από το
Έδαφος. Του αρέσει να λειτουργεί αυτόνομα, ίσως και μοναχικά. Έτσι,
στην τελευταία του δουλειά χρησιμοποίησε βίντεο τα οποία δημιούργησε
με τους φίλους του και την οικογένειά του και τα οποία έδεσε χειροτεχνικά
μόνος του. Στις παραστάσεις του θέλει να δίνει την ευκαιρία στους θεατές
να ονειρεύονται, να ενδοσκοπούν και, κυρίως, να διασκεδάζουν. Συχνά,
σκέφτεται ότι το σώμα που χορεύει προσπαθεί να ξεπεράσει τα όριά του,
να κρυφτεί πίσω από την ομορφιά και να απογυμνωθεί μπροστά στη
φθορά. Πιο πολύ όμως απ’ το να σκέφτεται γιατί χορεύει, προτιμά να
λειτουργεί αυθόρμητα και αυτοσχεδιαστικά.
Kostas Tsioukas is a dancer and choreographer, interested in the idea
of animate and inanimate movement. He believes that he learned how to
dance by observing nature and recording it on tape. As a dancer, he has
collaborated with many Greek and foreign choreographers, but it was inevitable that his creativity and restless spirit would eventually lead him to
choreography. In that capacity, he has presented many performances,
including: Water and Salt, Souvenir, The Dance of the Dance, Simulacra,
Double Truth, Forget me Not, Pinocchio (staged in the framework of the
Athens Festival and selected to represent Greece in Prague), Lyrical Delirium, White Floor Above the Ground. He enjoys working independently,
if not in isolation. So in his latest work, he used video recordings created
with his friends and family and edited manually by himself. He wants to
give audiences the opportunity to dream, reflect and, above all, enjoy
themselves. He often thinks that the dancing body is trying to go beyond its limits, to hide behind beauty and lay bare before degeneration.
However, impulsiveness and improvisation take precedent over thinking
about why he dances.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΑΗΣ
ANDREAS VAIS
Γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε αγγλική
φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αλλά η ζωγραφική και η μουσική
αποτελούσαν πάντα τη βασική του ανάγκη. Επιλεγμένες εκθέσεις:
Τάσεις Φυγής, Kourd Gallery, Αθήνα, 2010· Strange Paradise, ArtBeat,
Βρυξέλλες, 2009· Turbulent Times, The Art Foundation, Αθήνα, 2009·
Exotica, Αγγέλων Βήμα, Αθήνα, 2009· Τέχνη + Περιβάλλον-Δράση 08,
Βίλλα Καζούλη, Αθήνα, 2008· Untitled (μαζί με τον Δημήτρη Μεράντζα),
Tsatsis Projects/Art Forum, Θεσσαλονίκη, 2009· ArtmArt, Κuenstlerhaus,
Βιέννη, 2007· Anathena, Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ, Αθήνα, 2006· Spring ’00 (μαζί με
τον Δημήτρη Μεράντζα), Cheap Art, Αθήνα, 2000.
Born (1965) in Athens, where le lives and works. He studied english literature at the University of Athens but painting and music have always been
indispensable to him. Selected exhibitions: Escape Tendencies, Kourd
Gallery, Athens, 2010; Strange Paradise, ArtBeat, Βrussels, 2009; Turbulent Times, The Art Foundation, Athens, 2009; Exotica, Aggelon Vima,
Athens, 2009; Art & Nature: Environment-Action 08, Villa Kazouli, Athens,
2008; Untitled (with Dimitris Merantzas), Tsatsis Projects/Art Forum,
Thessaloniki, 2009; ArtmArt, Κuenstlerhaus, Vienna, 2007; Anathena,
Deste Foundation, Athens, 2006; Spring ’00 (with Dimitris Merantzas),
Cheap Art, Athens, 2000.
NΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ
NANOS VALAORITIS
Ο Nάνος Βαλαωρίτης γεννήθηκε το 1921 στη Λοζάνη της Ελβετίας.
Σπούδασε κλασσική φιλολογία και νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και
αγγλική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και παρακολούθησε
μαθήματα μυκηναϊκής γραμματικής στην École des Hautes Études
της Σορβόννης. Την περίοδο 1944-1953 μετέφρασε και παρουσίασε
μοντερνιστές Έλληνες ποιητές της δεκαετίας του 1930, στο Λονδίνο.
Το 1946 αρθρογραφεί και μεταφράζει για τα περιοδικά Horizon και
New Writing. Το 1948 εκδίδει και μεταφράζει τον Βασιλιά της Ασίνης,
μια ποιητική συλλογή του Γ. Σεφέρη, με τους Bernard Spencer και Lawrence Durrel, με εισαγωγή του Rex Warner. Την ίδια χρονιά γνωρίζει τους
T.S. Eliot, Stephen Spender, W.H. Auden, Dylan Thomas και εργάζεται
για τον Louis Mac Neice στο BBC. Το 1954 μετακομίζει στο Παρίσι,
όπου γνωρίζει τον André Breton και συμμετέχει στις δραστηριότητες
και τις συναντήσεις της σουρεαλιστικής του ομάδας έως το 1960, όταν
επιστρέφει στην Ελλάδα και διευθύνει το περιοδικό Πάλι. Το 1968 φεύγει
από την Ελλάδα, λόγω της Χούντας. Από το 1968 έως το 1993 διδάσκει
στο Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, συγκριτική λογοτεχνία και γραφή,
με μια μικρή διακοπή, τα χρόνια 1976-78, που επιστρέφει στο Παρίσι και
στην Αθήνα, όπου εκδίδει και διευθύνει μαζί με τον Ανδρέα Παγουλάτο
το περιοδικό Συντέλεια. Έχει γράψει έναν μεγάλο αριθμό βιβλίων,
ποιημάτων, νουβελών και μυθιστορημάτων. Από το τέλος της δεκαετίας
του 1960 καταπιάνεται με τις εικαστικές τέχνες, δημιουργώντας σχέδια
και κολάζ στο πνεύμα του υπερρεαλισμού. Μέρος των έργων αυτών
εξέθεσε το 1974 σε γκαλερί του Σαν Φρανσίσκο, καθώς και το 2003 και
2006 στην γκαλερί Αστρολάβος, στην Αθήνα, όπου το 2007 παρουσίασε
εκτενέστερη ενότητα σχεδίων και κολάζ. Μοιράζει το χρόνο του μεταξύ
Ελλάδας, Γαλλίας και Καλιφόρνιας. Το 2008 ο Δήμος Λευκάδας
οργάνωσε τιμητικό αφιέρωμα-έκθεση στο εικαστικό και λογοτεχνικό του
έργο.
Born in 1921 in Lausanne, Switzerland, Nanos Valaoritis studied classics
and law in the University of Athens and English literature at the Lοndοn
University and attended courses οf Mycenaean Grammar at the École
des Hautes Études οf Sorbonne. During the years 1944-1953 he translated and presented Modernist Greek poets οf the 30’s, in London. In 1946
he wrote articles and translations, in the magazines Horizon and New
Writing. In 1948 he edited and translated The Κing οf Asine, a selection
οf poems by George Seferis with Bernard Spencer and Lawrence Durrel
(Introduction by Rex Warner). In the same year he met T.S. Eliot, Stephen
Spender, W.H. Auden, Dylan Thomas and worked for Louis Mac Neice
in BBC. In 1954 he moved to Ρaris, met André Breton and participated in
the activities and meetings οf his surrealist group until 1960, when he returned to Greece and directed the avant-garde review Pali. In 1968 he left
Greece after the Junta came to power. From 1968 until 1993 he taught
at San Francisco State University, Creative Writing and Comparative
Literature, with a short interrupt the years 1976-78, when he returned to
Paris and Athens and co-edited the literary review Synteleia, with the poet
Andreas Pagoulatos. He wrote a number οf books, poems and novels. At
the end of the 60’s he also became involved with fine arts, creating drawings and collages inspired from the movement of surrealism. Part of these
collages was exhibited in 1974 at a San Francisco gallery and in 2003 and
2006 at Astrolavos gallery, in Athens, whereas in 2007 he presented a
more detailed unity of drawings and collages. He shares his time between
Greece, France and California. In 2008 the Municipality of Lefkada organized a tribute exhibition for his artistic and literary work.
ΚΩΣΤΗΣ ΒΕΛΩΝΗΣ
KOSTIS VELONIS
Γεννήθηκε το 1968 στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε
πολιτισμικές και ανθρωπιστικές σπουδές (MRes) στο London Consortium
(Birkbeck College, ICA, AA, Tate Gallery, 1999-2000) και Καλές Τέχνες
στο Paris VIII University (Maitrise, DEA, 1994-97). Την περίοδο 1996-97
υπήρξε υπότροφος του Ιδρύματος «Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης». Είναι
Διδάκτωρ Αρχιτεκτονικής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (2010).
Τα ενδιαφέροντα του επικεντρώνονται στην έννοια της «οικιακότητας»
στη μοντέρνα τέχνη, όπως και την αρχιτεκτονική παραγωγή στη γλυπτική
και τις εγκαταστάσεις. Πρόσφατες ατομικές εκθέσεις: Μοναξιά σε
κοινό έδαφος: Πως μπορεί η κοινωνία να πράξει αυτό που ο καθένας
ονειρεύεται, Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-ΕΜΣΤ (Αθήνα, 2010)·
How one can think freely in the shadow of a temple, Kunstverein Hamburg
(Αμβούργο, 2009)· ...was einmal ϋber heute gesagt werden wird : Koln
Show2, BQ Gallery, European Kunsthalle (Κολωνία, 2007). Πρόσφατες
ομαδικές εκθέσεις: Melanchotopia, Witte de With Contemporary Art
Center (Ρότερνταμ, 2011)· The Marathon Marathon project, Μουσείο της
Ακρόπολης (Αθήνα, 2010)· Τέχνης Πολιτική, Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης
τέχνης (Αθήνα, 2010)· 2η Μπιενάλε της Αθήνας (2009)· 1η Μπιενάλε
Σύγχρονης Τέχνης (Βρυξέλλες, 2008)· 9η Μπιενάλε της Λυών (2007).
Born (1968) in Athens where he lives and works. He undertook cultural studies (MRes) at the London Consortium (Birkbeck College, ICA,
AA, Tate Gallery, 1999-2000) and visual arts at the Paris VIII University
(Maitrise, DEA, 1994-97). He won a scholarship from the “Alexandros S.
Onassis Foundation” (1996-97). He acquired his PhD (2010) from the National Technical University of Athens. His interests are focused on the notion of “domesticity” in modern art, such as the architectural production in
sculpture and installations. Recent solo exhibitions: Loneliness on Common Ground: How Can Society Do What Each Person Dreams, National
Museum of Contemporary Art - EMST (Athens, 2010); How one can think
freely in the shadow of a temple, Kunstverein Hamburg (Hamburg, 2009);
...was einmal ϋber heute gesagt werden wird : Koln Show2, BQ Gallery,
European Kunsthalle (Koln, 2007). Recent group exhibitions: Melanchotopia, Witte de With Contemporary Art Center (Rotterdam, 2011); The
Marathon Marathon project, Acropolis Museum (Athens, 2010); Politics
of Art, National Museum of Contemporary Art-EMST (Athens, 2010); 2nd
Athens Biennale (2009); Brussels Biennial 1 for Contemporary Art (Brussels, 2008); 9th Lyon Biennial (2007).
98WEEKS
Το ερευνητικό project/χώρος 98weeks είναι μια καλλιτεχνική ομάδα και
ένας Χώρος Project που ιδρύθηκε από τους Marwa Arsanios και Mirene
Arsanios στις 31 Οκτωβρίου 2007. Η σύλληψή του βασίζεται σ’ ένα
ερευνητικό πρόγραμμα το οποίο μετατοπίζει το ενδιαφέρον του σε ένα
νέο θέμα κάθε 98 εβδομάδες. Εστιάζοντας στην καλλιτεχνική έρευνα,
συνδυάζοντας τις θεωρητικές και πρακτικές πλευρές της έρευνας, τα
projects των 98weeks παίρνουν πολλαπλές μορφές, όπως καλλιτεχνικά
εργαστήρια, επικοινωνιακά προγράμματα, σεμινάρια, ομάδες
ανάγνωσης, εκδόσεις και εκθέσεις.
98weeks research project/space is an artists’ organization and a Project
Space founded by Marwa Arsanios and Mirene Arsanios on the 31st of
October 2007. It is conceived as a research project that shifts its attention
to a new topic every 98 weeks. Focusing on artistic research, combining
both theoretical and practical forms of inquiry, 98weeks’ projects take
multiple forms such as workshops, community projects, seminars, reading groups, publications and exhibitions.
PAE WHITE
Γεννήθηκε το 1963 στην Pasadena της Καλιφόρνια. Σπούδασε στο
Skowhegan School of Painting and Sculpture (Skowhegan, Μινεσότα)
και στο Art Center College of Design (Pasadena, Καλιφόρνια).
Πρόσφατες ατομικές εκθέσεις (επιλογή): The Art Institute of Chicago,
Bluhm Family Terrace, (Σικάγο, 2011)· Material Mutters, The Power Plant
(Τορόντο, 2010)· Dying Oak, St Louis Art Museum (Σαιντ Λούις, 2010)·
Lisa Bright and Dark, Scottsdale Museum of Contemporary Art (Scottsdale, 2008). Πρόσφατες ομαδικές εκθέσεις (επιλογή): Contemplating The
Void, Guggenheim Museum (Νέα Υόρκη, 2010)· Μπιενάλε του Μουσείου
Whitney, Whitney Museum of American Art (Νέα Υόρκη, 2010)· Making
Worlds, 53η Μπιενάλε της Βενετίας (Βενετία, 2009)· Martian Museum
of Terrestrial Art, Barbican Art Gallery (Λονδίνο, 2008)· Tales of Time and
Space, Τριενάλε του Folkestone (Folkestone, 2008)· Skulptur Projekte
Münster 07 (Münster, Γερμανία, 2007).
Born (1963) in Pasadena, California. She studied at the Skowhegan
School of Painting and Sculpture, Skowhegan, Minnesota, and at the Art
Center College of Design, Pasadena, California. Recent solo exhibitions
(selection): The Art Institute of Chicago, Bluhm Family Terrace, (Chicago,
2011); Material Mutters, The Power Plant (Toronto, 2010); Dying Oak, St
Louis Art Museum (St Louis, 2010); Lisa Bright and Dark, Scottsdale Museum of Contemporary Art (Scottsdale, 2008). Recent group exhibitions
(selection): Contemplating The Void, Guggenheim Museum (New York,
2010); Whitney Biennial, Whitney Museum of American Art (New York,
2010); Making Worlds, 53rd Biennale di Venezia (Venice, 2009); Martian
Museum of Terrestrial Art, Barbican Art Gallery (London, 2008); Tales of
Time and Space, Folkestone Triennial (Folkestone, 2008); Skulptur Projekte Münster 07 (Münster, Germany, 2007).
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΞΕΝΑΚΗΣ
CONSTANTIN XENAKIS
Ο Κωνσταντίνος Ξενάκης (Κάιρο, 1931), ζει και εργάζεται στο Παρίσι
και την Αθήνα. Σπούδασε αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων και
διακόσμηση στην École Supérieure des Arts Modernes (Παρίσι, 19561957) και ζωγραφική στην Académie de la Grande Chaumière (Παρίσι,
1957-1961). O Ξενάκης δημιούργησε ένα καθαρά προσωπικό εικαστικό
λεξιλόγιο δανειζόμενος σύμβολα και κώδικες τόσο από την καθημερινή
ζωή, όπως για παράδειγμα τα σήματα οδικής κυκλοφορίας, όσο και
από την αλχημεία, τον ζωδιακό κύκλο, τα μαθηματικά, τη χημεία και τα
γράμματα της αλφαβήτου, συμπεριλαμβανομένων και των ιερογλυφικών.
Από τις ηλεκτροκινητικές κατασκευές και τα happenings της δεκαετίας
του 1960 μέχρι τα έργα του σε χαρτί και καμβά, o Ξενάκης διερεύνησε
διαφορετικά είδη εικαστικής έκφρασης, δημιουργώντας ένα προσωπικό
σύμπαν που διαπραγματεύεται τη σημειολογία, τη λειτουργία των
συμβόλων και τους μηχανισμούς επικοινωνίας. Το έργο του έχει
παρουσιαστεί σε πολυάριθμες εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Πρόσφατες ατομικές εκθέσεις (επιλογή): Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού
Θεσσαλονίκης (2010), Kalfayan Galleries, Αθήνα (2010), Μουσείο
Νεοελληνικής Τέχνης, Ρόδος (2006), Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης
Τέχνης (Θεσσαλονίκη, 2003), Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης
(Θεσσαλονίκη, 2003). Πρόσφατες ομαδικές εκθέσεις (επιλογή): Les Années Magiques: Roma–Paris–Berlin, Kalfayan Galleries, Αθήνα (2009),
Τα χρόνια της αμφισβήτησης στην Ελλάδα-Η τέχνη του ‘70, Εθνικό
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-ΕΜΣΤ, Αθήνα (2005), Athens by Art (Αθήνα,
2004).
Constantin Xenakis (Cairo, 1931) lives and works in Paris and Athens.
He studied interior design at the École Supérieure des Arts Modernes
(Paris, 1956-1957) and painting at the Académie de la Grande Chaumière (Paris, 1957-1961). Xenakis developed a singular visual language borrowing from the symbols and codes of everyday life such as traffic signs,
alchemy, the zodiac, mathematical and chemical symbols and the letters
of the alphabet, including Egyptian hieroglyphics. From his electro-kinetic
constructions and happenings in the ‘60s to works on paper and canvas, Xenakis has explored various kinds of art forms, creating a personal
universe that negotiates the processes of semiology, of symbols and
communication. He has exhibited internationally. Recent solo exhibitions:
Museum of Byzantine Culture of Thessaloniki (2010); Kalfayan Galleries
(Athens, 2010); Museum of Modern Greek Art (Rhodes, 2006); State Museum of Contemporary Art (SMCA) (Thessaloniki, 2003) and Macedonian
Museum of Contemporary Art (Thessaloniki, 2003). Recent group exhibitions: Les Années Magique: Roma-Paris-Berlin, Kalfayan Galleries (Athens, 2009); The Years of Defiance-The Art of the ‘70s in Greece, EMST
(Athens, 2005); Athens by Art (Athens, 2004).
ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΣ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
RUSSIAN AVANT-GARDE ARTISTS
BIOGRAPHIES
LIUBOV SERGEEVNA POPOVA
(Ιβανόφσκοε, 1889-Μόσχα, 1924)
Το 1912 εργάστηκε στο εργαστήριο του Βλαντιμίρ Τάτλιν στη Μόσχα και από
το 1914 συμμετείχε στις πρωτοποριακές εκθέσεις συμβάλλοντας σημαντικά
στα κινήματα του Κυβοφουτουρισμού, του Σουπρεματισμού, ως μέλος της
ομάδας «Σουπρέμους» του Καζιμίρ Μαλέβιτς (1916-1917), και στη συνέχεια
του Κονστρουκτιβισμού. Ασχολήθηκε με το θέατρο, όπου δημιούργησε
τα σκηνικά για τα έργα Ο Μεγαλόψυχος Κερατάς του Κρόμελινκ και Γη σε
Αναβρασμό του Τρετιακόφ, σε παραγωγή του Βσέβολοντ Μέγιερχολντ, ενώ
εργάστηκε στο σχεδιασμό υφασμάτων για το Πρώτο Κρατικό Εργοστάσιο
Εκτύπωσης Υφασμάτων της Μόσχας. Παράλληλα ενδιαφέρθηκε για τη
γραφιστική και παρήγαγε σχέδια για αφίσες, εξώφυλλα περιοδικών, βιβλία
και πορσελάνες. Υπήρξε μέλος του ΙΝΧΟΥΚ και δίδαξε στα ΒΧΟΥΤΕΜΑΣ,
πρωτοστατώντας στην οργάνωση ενός νέου συστήματος καλλιτεχνικής
εκπαίδευσης.
(Ivanovskoe, 1889-Moscow, 1924)
In 1912 she worked at Vladimir Tatlin’s workshop and since 1914 she
participated in the avant-garde exhibitions, contributing significantly to
Cubofuturism, Suprematism -being a member of Kazimir Malevich’s “Supremus” group (1916-1917)- and successively to Constructivism. She
worked in theatre, creating stage sets for Crommelinck’s Magnanimus
Cuckold, produced by Vsevolod Meyerhold, and Tretyakov’s Earth in
Turmoil. She also designed textiles for the First State Textile Print Factory
in Moscow. In the same time she was preoccupied with graphic design
and she illustrated posters, magazine covers, books and porcelain. Member of INKhUK, she taught at VKhUTEMAS and initiated a new program
for practical artistic education.
VLADIMIR EVGRAFOVICH TATLIN
(Μόσχα, 1885-Μόσχα, 1953)
Παρουσίασε τα πρώτα του ζωγραφικά ανάγλυφα στην έκθεση 0.10
στην Πετρούπολη και σε όλες τις σημαντικές εκθέσεις της πρωτοπορίας
στο διάστημα 1915-1916. Από το 1918 διηύθυνε το Τμήμα Εικαστικών
Τεχνών του Λαϊκού Κομισαριάτου Διαφώτισης (ΝΑΡΚΟΜΠΡΟΣ) και το
1919 δίδασκε στα Ελεύθερα Εργαστήρια (ΣΒΟΜΑΣ) στη Μόσχα, ενώ την
ίδια χρονιά μετέβη στο παράρτημα της Πετρούπολης, όπου ξεκίνησε το
σχεδιασμό του Μνημείου στην Τρίτη Διεθνή. Το 1921 ανέλαβε τη θέση
διευθυντή στο Τμήμα Παιδείας των Υλικών του Κρατικού Ινστιτούτου
Καλλιτεχνικής Παιδείας στην Πετρούπολη και το 1923 έγινε μέλος του
Ινστιτούτου Καλλιτεχνικής Παιδείας της Μόσχας. Ασχολήθηκε με το
θέατρο σχεδιάζοντας τα σκηνικά και κοστούμια του έργου Ζανγκέζι
του Βελιμίρ Χλέμπνικοφ το 1924 και δίδαξε στο τμήμα θεάτρου και
κινηματογράφου του Καλλιτεχνικού Ινστιτούτου στο Κίεβο (1925-7).
Επιστρέφοντας στη Μόσχα συνέχισε τη διδασκαλία στο τμήμα ξύλου και
μετάλλου στο Ανώτατο Καλλιτεχνικό και Τεχνικό Ινστιτούτο (ΒΧΟΥΤΕΪN)
και από το 1929 ξεκίνησε να δουλεύει για το αεροποδήλατο Λετάτλιν. Στις
δύο επόμενες δεκαετίες εξακολούθησε να ασχολείται με το θέατρο και
επέστρεψε στην παραστατική ζωγραφική.
(Moscow, 1885-Moscow, 1853)
He showed his first painterly reliefs at the Last Exhibition of Futurist Paintings: 0.10 in St. Petersburg as well as at the most prominent avant-garde
shows in 1915-1916. Since 1918 he was head of Art Department of the
State Commissariat of Enlightenment (NARKOMPROS) and in 1919 he
was teaching at the Moscow Free Studios (SVOMAS), to be transferred
at the Petrograd branch later that year, where he started working on
his Monument to the Third International project. In 1921 he headed the
Department of Material Culture at the State Institute of Artistic Culture in
Petrograd (GINKhUK) and in 1923 became a member of the Moscow
Institute of Artistic Culture (INKhUK). He worked as a stage and costume
designer for Velimir Khlebnikov’s theatrical play Zangezi in 1924 and he
taught at the department of Theatre, Cinema and Photography at the
Kiev Art School (1925-7). On his return to Moscow he took up teaching at the Higher Artistic and Technical Institue (VKhUTEIN) Wood and
Metalwork faculty. In 1929 he began to work on his manually operated
flying machine, the so-called Letatlin. The following decades he continued
working for theatre and returned to figurative painting.
GUSTAV GUSTAVOVICH KLUCIS
(Βόλμαρ Λετονίας, 1895-; 1938)
Συνεργάστηκε με τους Καζιμίρ Μαλέβιτς, Ναούμ Γκάμπο και Αντόν
Πέβσνερ και υπήρξε μέλος της ομάδας ΟΥΝΟΒΙΣ και μετέπειτα του
ΙΝΧΟΥΚ. Το 1922 δημιούργησε μια σειρά προπαγανδιστικών κατασκευών
για τον εορτασμό της πέμπτης επετείου της Επανάστασης και του
Τέταρτου Συνεδρίου της Κομιντέρν. Ασχολήθηκε μεταξύ των άλλων με
τη γραφιστική και το σχεδιασμό αφισών, την τυπογραφία, το φωτομοντάζ,
τις κατασκευές, την παραγωγή μαζικών φεστιβάλ. Στα χρόνια 19231925 εργάστηκε για το περιοδικό ΛΕΦ, ενώ από το 1924 και για μια
εξαετία δίδασκε στα ΒΧΟΥΤΕΜΑΣ, όπου πρότεινε τη δημιουργία του
«Εργαστηρίου της Επανάστασης», με σκοπό την εκπαίδευση καλλιτεχνών
στην παραγωγή προπαγανδιστικών έργων. Το 1928 συνίδρυσε την ομάδα
«Οκτώβρης» και το 1937 συμμετείχε στο σχεδιασμό του Σοβιετικού
Περιπτέρου στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού. Συνελήφθη από το
σταλινικό καθεστώς με την ψευδή κατηγορία του αντικαθεστωτικού και
εκτελέστηκε το 1938.
(Volmar, Latvia, 1895-?1938)
Member of UNOVIS and later on of INKhUK, he collaborated with Kazimir
Malevich, Naum Gabo and Anton Pevsner. In 1922 he created a series of
propaganda stands and radio orators for the fifth anniversary of the Revolution and the Fourth Congress of the Comintern. He was preoccupied
among others with graphic design, posters, typography, photography,
photomontage, constructions, as well as with the production of mass festivals. In 1923-1925 he worked for LEF magazine and from 1924 to 1930
he taught at VKhUTEMAS, where he proposed the creation of a “Studio
of the Revolution”, which aimed at educating the artists on propaganda
art production. In 1928 he became a co-founder of “October” group and
he was one of the designers of the Soviet Pavilion at the Paris International
Fair in 1937. He was falsely accused as a dissident, was arrested by the
Stalin regime and executed in 1938.
SOLOMON BORISOVICH NIKRITIN (SALMON SOLOMON LEVI)
(Τσερνίγκοφ, Ουκρανία, 1898-Μόσχα, 1965)
Το 1921, μαζί με τους Αλεξάντρ Λαμπάς, Σεργκέι Λουτσίσκιν, Κλίμεντ
Ρέντκο, Μιχαήλ Πλαξίν και Αλεξάντρ Τίσλερ, ίδρυσε την ομάδα
«Προβολισμός» και στη συνέχεια την ομάδα «Ηλεκτρο-οργανισμός»,
η οποία διοργάνωσε έκθεση στο Μουσείο Ζωγραφικής Παιδείας της
Μόσχας (1922). Συμμετείχε στην Πρώτη Έκθεση Ρωσικής Τέχνης στο
Βερολίνο (1922) και στο Άμστερνταμ (1923). Το 1922 επίσης σχημάτισε
την ομάδα των Προβολιστών με το όνομα «Μέθοδος». Συμμετείχε στην
Πρώτη Διαλογική Έκθεση των Ενώσεων Δραστικής Επαναστατικής
Τέχνης στη Μόσχα (1924) και υπέγραψε τη διακήρυξη των Προβολιστών
στον κατάλογό της. Το 1931 ήταν μέλος της ομάδας «ΙΖΟΜΠΡΙΓΚΑΝΤΑ»,
ενώ από το 1922 εργαζόταν στο Μουσείο Ζωγραφικής Παιδείας, ως
επικεφαλής του Τμήματος Ανάλυσης. Τα χρόνια 1922-1930 δίδαξε στη
Σχολή Καλλιτεχνικής Παιδείας του Ριαζάν. Στις δεκαετίες 1930 και 1940
σχεδίασε εσωτερικούς χώρους μουσείων και εκθέσεων και παράλληλα
συνέχισε να ζωγραφίζει στο πλαίσιο της θεωρίας για το διαλεκτικό
ρεαλισμό.
(Chernigov, Ukraine, 1898-Moscow, 1965)
In 1921, together with Aleksandr Labas, Sergei Luchishkin, Kliment Redko, Mikhail Plaksin and Aleksandr Tyshler, he founded the “Projection”
group and later the “Electro-organism” group, which held an exhibition
at the Museum of Painterly Culture in Moscow (1922). He participated in
the First Russian Art Exhibition in Berlin (1922) and Amsterdam (1923).
In 1922 he formed the Projectionists’ group called “Method”. He participated in the First Discussional Exhibition of the Associations of Active
Revolutionary Art in Moscow (1924) and signed the Projectionists group
declaration in the catalogue. In 1931 he joined the “IZOBRIGADA” group
and from 1922 onwards he worked at the Museum of Painterly Culture,
head of the Department of Analysis. During the years 1922-1930 he
taught at the School of Art Education in Riasan. In the 1930s and 1940s
he designed museum and exhibition interiors and continued painting
based on his theory of dialectical realism.
NADEZHDA ANDREEVNA UDALTSOVA
(Οριόλ, 1886-Μόσχα, 1961)
Το 1909 εργάστηκε στο εργαστήριο του Ιστβάν Κις. Έπειτα από τις
σπουδές της στο Παρίσι επέστρεψε στη Μόσχα το 1913 και εργάστηκε
στα εργαστήρια των Βλαντίμιρ Τάτλιν και Αλεξέι Μοργκουνόφ. Συμμετείχε
σε πολλές πρωτοποριακές εκθέσεις: Βαλές Καρό, Μόσχα (1914), Πρώτη
Φουτουριστική Έκθεση Ζωγραφικής: Τραμ V, Πετρούπολη (1915),
Τελευταία Φουτουριστική Έκθεση Ζωγραφικής: 0,10, Πετρούπολη
(1915-1916) και Το Μαγαζί, Μόσχα (1916). Υπήρξε μέλος της ομάδας
«Σουπρέμους» (1916-1917), δημιούργησε διακοσμητικά σχέδια για
υφάσματα της εταιρείας Βερμπόφκα στην Ουκρανία και συμμετείχε
στη διακόσμηση του «Καφέ Πιτορέσκ» της Μόσχας το 1917. Από το
1918 δίδασκε στα ΣΒΟΜΑΣ της Μόσχας και την ίδια χρονιά ξεκίνησε
να εργάζεται στο ΙΖΟ ΝΑΡΚΟΜΠΡΟΣ, ενώ παράλληλα συνεργάστηκε
με την εφημερίδα Αναρχία. Ήταν μέλος της «Ένωσης των Ακραίων
Νεωτεριστών της Ζωγραφικής» (1919) και του ΙΝΧΟΥΚ (1920-1921).
Στο διάστημα 1920-1930 δίδαξε στα ΒΧΟΥΤΕΜΑΣ και στη συνέχεια στο
Υφαντουργικό Ινστιτούτο της Μόσχας. Συμμετείχε στην Πρώτη Έκθεση
Ρωσικής Τέχνης στην «Γκαλερί βαν Ντίμεν» στο Βερολίνο (1922) και
μαζί με τον σύζυγό της Αλεξάντρ Ντρέβιν πραγματοποίησε έκθεση στο
Κρατικό Ρωσικό Μουσείο του Λένινγκραντ (1928) και στο Πολιτιστικό και
Ιστορικό Μουσείο του Ερεβάν (1934), ενώ το 1945 παρουσίασε τα έργα
της σε ατομική έκθεση στη Μόσχα.
(Oriol, 1886-Moscow, 1961)
In 1909 she worked at Istvan Kish’s workshop. After finishing her studies in Paris she returned to Moscow and worked at Vladimir Tatlin and
Aleksei Morgunov’s workshops. She participated in many avant-garde
exhibitions, including Jack of Diamonds, Moscow (1914), First Exhibition
of Futurist Paintings: Tramway V, St. Petersburg (1915), Last Exhibition
of Futurist Paintings: 0,10, St. Petersburg (1915-1916) and The Store,
Moscow (1916). She was a member of “Supremus” society (1916-1917),
she made textile designs for Verbovka company in Ukraine and worked
for the decoration of “Café Pittoresque” in Moscow in 1917. From 1918
onwards she taught at the Moscow SVOMAS and the same year she
started working at IZO NARKOMPROS, and collaborated with the
newspaper Anarchy. She was a member of the “Association of Extreme
Modernists in Painting” (1919) and of INKhUK (1920-1921). In the years
1920-1930 she taught at VKhUTEMAS and later at the Moscow Textile
Institute. She took part in the First Russian Art Exhibition at “Galerie van
Diemen” in Berlin (1922) and together with her husband Aleksandr Drevin
she held an exhibition at the Russian Museum of Leningrad (1928) and
another one at the State Cultural and Historical Museum in Yerevan
(1934). In 1945 she had a one-man show in Moscow.
KLIMENT NIKOLAEVICH REDKO
(Χελμ, Πολωνία, 1897-Μόσχα, 1956)
Το 1922 υπήρξε ιδρυτικό μέλος και συντάκτης της διακήρυξης της
ομάδας «Ηλεκτρο-οργανισμός», που πραγματοποίησε την πρώτη της
έκθεση στο Μουσείο Ζωγραφικής Παιδείας το Δεκέμβριο της ίδιας
χρονιάς, καθώς επίσης συμμετείχε στην Πρώτη Έκθεση Ρωσικής Τέχνης
στην «Γκαλερί βαν Ντίμεν» στο Βερολίνο. Η επιστήμη και η τεχνολογία
αποτέλεσαν το πεδίο έρευνας και εικαστικής αναζήτησής του. Μαζί με τον
Σολομόν Νικρίτιν και άλλους καλλιτέχνες, εξέθεσε ως μέλος της ομάδας
των Προβολιστών και στην Πρώτη Διαλογική Έκθεση των Ενώσεων
Δραστικής Επαναστατικής Τέχνης στη Μόσχα το 1924 και συνυπέγραψε
τη διακήρυξή της, ενώ το 1926 έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση.
Στο διάστημα 1927-1935 έζησε στο Παρίσι, όπου ανέπτυξε καλλιτεχνική
δραστηριότητα ως μέλος της «Ένωσης Επαναστατικών Καλλιτεχνών της
Γαλλίας» και το 1935 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Μόσχα ως το θάνατό
του.
(Khelm, Poland, 1897-Moscow, 1956)
In 1922 he became a founder member and editor of the declaration of the
group “Electro-organism”, which held its first exhibition at the Museum of
Painterly Culture in December of the same year, and he participated in the
First Russian Art Exhibition at “Galerie van Diemen” in Berlin. He focused
on science and technology as a field of his artistic experimentations. Together with Solomon Nikritin and other artists, he took part as a member
of the “Projectionists” group at the First Discussional Exhibition of the
Associations of Revolutionary Art in Moscow in 1924 and subscribed
their declaration, and in 1926 he held his first one-man show. In the years
1927-1935 he lived in Paris and joined the “Association of Revolutionary
Artists of France”. From 1935 onwards he lived in Moscow.
ΛΙΣΤΑ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΚΑΤΑΛΟΓΟΥ
LIST OF THE CATALOGUE’S WORKS
ΚΑΖΑ ΜΠΙΑΝΚΑ
CASA BIANCA
MANFREDI BENINATI 55-56
1.ΧΑΝΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ, 2010
Παραχώρηση του καλλιτέχνη
LOSING ONE DAY OVER ONE NIGHT, 2010
Courtesy of the artist
2. ΦΡΟΥΤΑ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΚΟΝΤΙΝΟ ΩΚΕΑΝΟ, 2007
Παραχώρηση του καλλιτέχνη
FRUITS FROM AN OCEAN NEARBY, 2007
Courtesy of the artist
PIERPAOLO CAMPANINI
57-58
GEOMETRA, 2009
Παραχώρηση του καλλιτέχνη και της Kaufmann Repetto, Μιλάνο
Courtesy of the artist and Kaufmann Repetto, Milan
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
59-60
ANDREAS EMBIRIKOS
ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ
περ.1938-1940, τυπωμένες το 2011
Παραχώρηση της Faggionato Fine Arts, Λονδίνο
UNTITLED
c.1938-1940, printed 2011
Courtesy of Faggionato Fine Arts, London
ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ
61-62
YIANNOULIS HALEPAS
ΣΧΕΔΙΑ ΣΕ ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΚΑΤΑΣΤΙΧΟ
Ιδιωτική Συλλογή, Αθήνα
Με την ευγενική μεσολάβηση των Kalfayan Galleries, ΑθήναΘεσσαλονίκη
DRAWINGS ON PAGES OF A LEDGER
Private Collection, Athens
Courtesy of Kalfayan Galleries, Athens-Thessaloniki
WILLIAM KENTRIDGE
63-64
Η ΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΖΗΝΩΝΑ, 2002
Courtesy of the artist and Marian Goodman Gallery, Paris/New York
and Goodman Gallery, Johannesburg
ZENO WRITING, 2002
Παραχώρηση του καλλιτέχνη και της Marian Goodman Gallery,
Παρίσι/Νέα Υόρκη και της Goodman Gallery, Γιοχάνεσμπουργκ
MARGHERITA MANZELLI
MARGHERITA MANZELLI
ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ #3, 2006
Ιδιωτική Συλλογή, Αθήνα
Παραχώρηση της greengrassi, Λονδίνο
UNTITLED #3, 2006
Private Collection, Athens
Courtesy of greengrassi, London
65-66
Φωτογραφία: Galleri Magnus Karlsson, Στοκχόλμη
UNTITLED, 1988
Courtesy of Galleri Magnus Karlsson and David Zwirner
Photo credit: Galleri Magnus Karlsson, Stockholm
IMRAN QURESHI
71-72
ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΙΡΑ MODERATE ENLIGHTENMENT, 2009
Ιδιωτική Συλλογή, Βενετία
Παραχώρηση της Corvi-Mora, Λονδίνο
FROM THE MODERATE ENLIGHTENMENT SERIES, 2009
Private Collection, Venice
Courtesy of Corvi-Mora, London
JEAN-MARC ROCHETTE
73-74
ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΔΥΣΣΕΙΑ (ΕΞΩΦΥΛΛΟ, ΖΕΥΣ, ΟΔΥΣΣΕΑΣ,
ΠΗΝΕΛΟΠΗ), 2001-2002
Παραχώρηση του καλλιτέχνη
STUDIES FOR THE BOOK ODYSSEY (COVER, ZEUS, ULYSSES,
PENELOPE), 2001-2002
Courtesy of the artist
ALBERTO SAVINIO
75-76
1. ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ, 1926-7
Συλλογή Giulio Tega, Μιλάνο
UNTITLED, 1926-7
Collection Giulio Tega, Milano
2. ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ, 1927
Συλλογή Angelica Savinio de Chirico, Ρώμη
UNTITLED, 1927
Collection Angelica Savinio de Chirico, Roma
ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΣΟΥΛΟΥ
77-78
CHRISTIANA SOULOU
1.ΠΟΥΚ, 2008
LAC Collection
Παραχώρηση της Sadie Coles HQ, Λονδίνο
Copyright© του καλλιτέχνη
PUCK, 2008
LAC Collection
Courtesy of Sadie Coles HQ, London
Copyright© the artist
2.ΤΟ ΑΓΟΡΙ, 2008
LAC Collection
Παραχώρηση της Sadie Coles HQ, Λονδίνο
Copyright© του καλλιτέχνη
THE BOY, 2008
LAC Collection
Courtesy of Sadie Coles HQ, London
Copyright© the artist
3. Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΜΠΕΡΟΝ, 2008
LAC Collection
Παραχώρηση της Sadie Coles HQ, Λονδίνο
Copyright© του καλλιτέχνη
OBERON’S WISH, 2008
LAC Collection
Courtesy of Sadie Coles HQ, London
Copyright© the artist
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
67-68
PAVLOS NIKOLAKOPOULOS
1. ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ (ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 7), 2000
Παραχώρηση της γκαλερί Qbox και του καλλιτέχνη
UNTITLED (FROM THE SERIES DIARY 7), 2000
Courtesy of Qbox Gallery and the artist
2. ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ (ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 8), 2001
Παραχώρηση της γκαλερί Qbox και του καλλιτέχνη
UNTITLED (FROM THE SERIES DIARY 8), 2001
Courtesy of Qbox Gallery and the artist
3. ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ (ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 8), 2001
Παραχώρηση της γκαλερί Qbox και του καλλιτέχνη
UNTITLED (FROM THE SERIES DIARY 8), 2001
Courtesy of Qbox Gallery and the artist
4. ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ (ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 8), 2001
Παραχώρηση της γκαλερί Qbox και του καλλιτέχνη
UNTITLED (FROM THE SERIES DIARY 8), 2001
Courtesy of Qbox Gallery and the artist
ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΑΗΣ
ANDREAS VAIS
1. ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ ΑΡ.145, 1998
Παραχώρηση του καλλιτέχνη
UNTITLED NO.145, 1998
Courtesy of the artist
2. Χωρίς τίτλο αρ.146, 1998
Παραχώρηση του καλλιτέχνη
Untitled no.146, 1998
Courtesy of the artist
3. ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ ΑΡ.245, 2001
Παραχώρηση του καλλιτέχνη
UNTITLED NO.245, 2001
Courtesy of the artist
4. ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ ΑΡ.240, 2001
Παραχώρηση του καλλιτέχνη
UNTITLED NO.240, 2001
Courtesy of the artist
JOCKUM NORDSTRÖM
69-70
ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ, 1988
Παραχώρηση της Galleri Magnus Karlsson και του David Zwirner
ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ
81-82
NANOS VALAORITIS
1. ΕΡΜΗΣ 3, ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΡΤΦΟΛΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, 1963-1975
79-80
Παραχώρηση της Faggionato Fine Arts, Λονδίνο
ERMIS (MERCURY) 3, FROM GREEK MYTHOLOGY (FOLIO),
1963-1975
Courtesy of Faggionato Fine Arts, London
2. ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΚΑΙ ΕΣΤΙΑ 4, ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΡΤΦΟΛΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, 1963-1975
Παραχώρηση της Faggionato Fine Arts, Λονδίνο
OEDIPUS & ESTIA 4, FROM GREEK MYTHOLOGY (FOLIO), 19631975
Courtesy of Faggionato Fine Arts, London
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΞΕΝΑΚΗΣ
83-84
CONSTANTIN XENAKIS
ΠΑΠΥΡΟΣ ΑΡ. 25, 1984
Ιδιωτική Συλλογή, Αθήνα
Με την ευγενική μεσολάβηση των Kalfayan Galleries, ΑθήναΘεσσαλονίκη
PAPYRUS NO. 25, 1984
Private Collection, Athens
Courtesy of Kalfayan Galleries, Athens-Thessaloniki
ΑΛΑΤΖΑ ΙΜΑΡΕΤ
ALATZA IMARET
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
PENELOPE GEORGIOU
ΠΕΤΟΥΝΙΑ, 1980
Παραχώρηση του καλλιτέχνη
PETUNIA, 1980
Courtesy of the artist
89-90
ΠΑΝΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΟΥΣΗΣ
PANOS KOUTROUBOUSSIS
1. ΟΥΡΑΝΟΜΑΓΟΣ, 1967
Παραχώρηση του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ
SKYMAGICIAN, 1967
Courtesy of DESTE Foundation
2. THE FAILURE, 1965
Παραχώρηση του καλλιτέχνη
Courtesy of the artist
91-92
YORGOS SAPOUNTZIS
93-94
ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΥΟΜΕΝΟΙ, 2011
Παραχώρηση του καλλιτέχνη και της Galerie Isabella Bortolozzi,
Βερολίνο
Φωτογραφία: Amin Akhtar
THE WORKERS AND THE BATHERS, 2011
Courtesy of the artist and Galerie Isabella Bortolozzi, Berlin
Photo: Amin Akhtar
SLAVS AND TATARS 95-96
MOLLA NASREDDIN (ΕΞΩΦΥΛΛΟ, ΣΕΛΙΔΕΣ 131, 99 ΚΑΙ 135),
2011
Παραχώρηση των καλλιτεχνών
MOLLA NASREDDIN (COVER, PAGES 131, 99 AND 135), 2011
Courtesy of the artists
ΝΤΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
DONOPOULOS
RYAN TRECARTIN 97-98
I-BE AREA, 2007
Παραχώρηση του καλλιτέχνη και της Electronic Arts Intermix
Courtesy of the artist and Electronic Arts Intermix
PAE WHITE
99-100
1. ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ #13, 1998
Παραχώρηση της greengrassi, Λονδίνο
Φωτογραφία: Marcus Leith
SUMMER SAMPLERS #13, 1998
Courtesy greengrassi, London
Photo: Marcus Leith
2. ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ #15, 1998
Παραχώρηση της greengrassi, Λονδίνο
Φωτογραφία: Marcus Leith
SUMMER SAMPLERS #15, 1998
Courtesy greengrassi, London
Photo: Marcus Leith
ΓΕΝΙ ΤΖΑΜΙ
YENI DJAMI
MOUNIRA AL SOLH
107-108
ΕΝΩ Ο ΓΚΥ ΝΤΕΜΠΟΡ ΚΟΙΜΑΤΑΙ, 2011
Παραχώρηση του καλλιτέχνη και της γκαλερί Sfeir-Semler
WHILE GUY DEBORD SLEEPS, 2011
Courtesy of he artist and Sfeir-Semler gallery
NIKOLAJ BENDIX SKYUM LARSEN
ΩΔΗ ΣΤΟΥΣ ΑΔΙΚΟΧΑΜΕΝΟΥΣ, 2011
Παραχώρηση του καλλιτέχνη
ODE TO THE PERISHED, 2011
Courtesy of the artist
109-110
MOATAZ NASR
111-112
ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΥΣΗ, 2011
Παραχώρηση της Galleria Continua, San Gimignano/Beijing /Le Moulin
Φωτογραφία: Oak Taylor-Smith
MERGE AND EMERGE, 2011
Courtesy Galleria Continua, San Gimignano/Beijing /Le Moulin
Photo: Oak Taylor-Smith
MARWAN SAHMARANI
113-114
ΔΙΚΤΑΤΟΡΕΣ-ΣΠΟΥΔΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΝΗΜΕΙΟ, 2008
Παραχώρηση του καλλιτέχνη
THE DICTATORS-STUDIES FOR A MONUMENT, 2008
Courtesy of the artist
NAOKO TAKAHASHI
115-116
Ο ΕΠΙΧΡΥΣΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ ΣΕ ΕΞΕΛΙΞΗ, 2011
Παραχώρηση του καλλιτέχνη
Drums and percussion: Terence Kirkbride
Μετάφραση στα ελληνικά: Αθανάσιος Αργιανάς
Μεταγλώττιση: Θεόδωρος Πιστιόλας
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στους: Mahita El Bacha Urieta, IMT Gallery,
Naomi Dawson, Samuel Dowd, Nathan Parker, Αθανάσιο Αργιανά,
Terence Kirkbride και στην ομάδα παραγωγής της Μπιενάλε.
OUR GILDED WORLD IN PROGRESS, 2011
Courtesy of the artist
Drums and percussion: Terence Kirkbride
Greek translation: Athanasios Argianas
Greek voice over: Theodore Pistiolas
Special thanks to Mahita El Bacha Urieta, IMT Gallery, Naomi Dawson,
Samuel Dowd, Nathan Parker, Athanasios Argianas, Terence Kirkbride
and the Biennale Team.
ΜΠΕΗ ΧΑΜΑΜ / ΛΟΥΤΡΑ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
BEY HAMAM / BATHS OF PARADISE
ARAB IMAGE FOUNDATION
119-120
1. ANTRANIK ANOUCHIAN
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕ ΣΤΟΥΝΤΙΟ
ΤΡΙΠΟΛΗ, ΛΙΒΑΝΟΣ, ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1940
STUDIO PHOTOGRAPHY
TRIPOLI, LEBANON, 1940’S
Collection: Arab Image Foundation / Mohsen Yammine
Copyright© Arab Image Foundation
2. CHAFIC EL SOUSSI
ΠΑΡΤΙ ΣΤΗΝ ΟΙΚΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ OSSEIRAN
SAIDA, ΛΙΒΑΝΟΣ, 1955
PARTY AT THE OSSEIRAN HOUSE
SAIDA, LEBANON, 1955
Collection: Arab Image Foundation
Copyright© Arab Image Foundation
ARCHIVE Παραχώρηση των Archive
Courtesy of Archive
121-122
CINEMATHEQUE DE TANGER 123-124
1. AN AMERICAN IN TANGIER, 1993
2. VUES DU GRAND SOCCO ET DU PETIT SOCCO (VIEW OF THE
MAIN SQUARE AND THE SMALL SQUARE), 1935
3. LES ARABES AIMENT LES CHATS (ARABS LOVE CATS), 2009
4. FEAST, TRIBUTE TO WILLIAM BURROUGHS, 2002
Η Cinémathèque de Tanger θα ήθελε να εκφράσει ιδιαίτερες
ευχαριστίες προς όλους τους δημιουργούς και κατόχους των
πνευματικών δικαιωμάτων των προβαλλόμενων ταινιών, προς το δίκτυο
διανομής Heure Exquise και το Tamaas Foundation.
The Cinémathèque de Tanger would especially like to thank all the
featured filmmakers and film rights-holders, Heure Exquise distribution, and the Tamaas Foundation.
Ε.Λ.Ι.Α.
125-126
E.L.I.A.
1. ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ
ΑΡ.19, 1942 COVER OF THE PUBLICATION KARAGIOZIS, THE INVENTOR
NO19, 1942 © E.Λ.I.A.
2. ΕΦ. ΛΑΟΚΡΑΤΙΑ, 28 ΜΑΪΟΥ 1945
LAOKRATIA NEWSPAPER, MAY 28TH 1945
© E.Λ.I.A.
IKONO TV
1. SAMA ALSHAIBI
ΣΚΟΥΠΙΣΜΑ, 2009
SWEEP, 2009
Copyright© Sama Alshaibi
2. LADAN BROUJERDI
ΨΥΧΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, 2010
COLD WAR, 2010
Copyright© Ladan Broujerdi
127-128
ZEINA MAASRI 129-130
YOUSSEF ABDELKEH
60Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ 1924-1984
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΝΟΥ, 1984
Συλλογή: American University of Beirut και Library Archives; A. Bou
Jawdeh; Z. Maasri
60TH ANNIVERSARY 1924-1984
LEBANESE COMMUNIST PARTY, 1984
Collection of: the American University of Beirut and Library Archives;
A. Bou Jawdeh; Z. Maasri
PRISM TV
131-132
1. ΧΡΥΣΑ ΠΑΝΟΥΣΙΑΔΟΥ ΔΡΟΜΟΣ, ΟΡΓΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ (ΕΞΩΦΥΛΛΟ)
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2011
Παραχώρηση των The Prism
CHRYSSA PANOUSIADOU ROAD, RAGE AND RELICS (COVER IMAGE)
FEBRUARY 2011
Courtesy of The Prism
2. PRISM WORKSHOP #1
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2010
Παραχώρηση των The Prism
PRISM WORKSHOP #1
OCTOBER 2010
Courtesy of The Prism
98 WEEKS
133-134
Φωτογραφίες από παρουσιάσεις των 98weeks στην Tate Modern
(No Soul For Sale, 2010) και στο 98weeks Project Space (On Books
and Translation, 2011/Research On publications, al-hilal talks, 2011)
Παραχώρηση των 98weeks
Photos from 98weeks Bazaars and Projects at Tate Modern (No
Soul For Sale, 2010) and at 98weeks Project Space (On Books and
Translation, 2011/Research On publications, al-hilal talks, 2011)
Courtesy of 98weeks
ΕΠΤΑΠΥΡΓΙΟ/ΓΕΝΤΙ ΚΟΥΛΕ
EPTAPYRGIO/YEDI KULE
ΒΛΑΣΗΣ ΚΑΝΙΑΡΗΣ
137-138
VLASSIS CANIARIS
ΜΕΓΑΛΗ ΚΟΥΝΙΑ, 1973
Παραχώρηση της γκαλερί ΑΔ και της Συλλογής Δ.Δασκαλόπουλου
THE BIG SWING, 1973
Courtesy of AD Gallery and D.Daskalopoulos Collection
ΚΡΑΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
STATE MUSEUM OF CONTEMPORARY ART
SPARTACUS CHETWYND 145-146
1. ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΙΡΑ BAT OPERA, 2007
Παραχώρηση της Sadie Coles HQ, Λονδίνο
FROM THE BAT OPERA SERIES, 2007
Courtesy of Sadie Coles HQ, London
2. GIOTTO’S PLAY, 2004-7
Παραχώρηση της Sadie Coles HQ, Λονδίνο και του Migros Museum für
Gegenwartskunst, Ζυρίχη
Courtesy of Sadie Coles HQ, London and Migros Museum für Gegenwartskunst, Zürich
STEVEN HARVEY
ΤΡΟΧΑΙΟ ΑΤΥΧΗΜΑ, 2007
Παραχώρηση του Jeff Erpelding
ROAD ACCIDENT, 2007
Courtesy of Jeff Erpelding
149-150
ALI KAZMA
153-154
1. ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΟΙΚΙΑΚΩΝ ΕΙΔΩΝ, 2008
Παραχώρηση των Qbox Gallery, Francesca Minini Gallery και του καλλιτέχνη
HOUSEHOLD GOODS FACTORY, 2008
Courtesy of Qbox Gallery, Francesca Minini Gallery and the artist
2. ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΖΗΝ, 2008
Παραχώρηση των Qbox Gallery, Francesca Minini Gallery και του καλλιτέχνη
JEAN FACTORY, 2008
Courtesy of Qbox Gallery, Francesca Minini Gallery and the artist
ALEXANDER KLUGE 157-158
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ. ΜΑΡΞ-ΑΪΖΕΝΣΤΑΙΝΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ, 2008
Παραχώρηση των Alexander Kluge/kairos film
NEWS FROM IDEOLOGICAL ANTIQUITY. MARX-EISENSTEIN-THE
CAPITAL, 2008
Courtesy of Alexander Kluge/ kairos film
ΕΙΡΗΝΗ ΜΙΓΑ
161-162
IRINI MIGA
A PARADOXICAL EPICENTER OF AN ENCHANTING ENTITY CAN
ALSO BE ENCOUNTERED IF ONLY YOU JUST STOP L______, 2010
Παραχώρηση της The Breeder, Αθήνα
Courtesy of The Breeder, Athens
ΜΙΧΑΗΛ ΠΥΡΓΕΛΗΣ
165-166
MICHAIL PIRGELIS
ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ ( ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΙΡΑ AIR SADDLES #8), 2011
Παραχώρηση της Qbox Gallery και του καλλιτέχνη
UNTITLED (FROM THE AIR SADDLES #8 SERIES), 2011
Courtesy of Qbox Gallery and the artist
HRAIR SARKISSIAN
169-170
ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ (ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΙΡΑ IN BETWEEN), 2007
Παραχώρηση των Kalfayan Galleries, Αθήνα-Θεσσαλονίκη
UNTITLED (FROM IN BETWEEN SERIES), 2007
Courtesy of Kalfayan Galleries, Athens-Thessaloniki
ΚΩΣΤΗΣ ΒΕΛΩΝΗΣ
173-174
KOSTIS VELONIS
ΑΝΑΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΜΑΚΕΤΑΣ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΤΟΥ VLADIMIR
TATLIN ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΩΣ ΕΝΑ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΙΑΚΗ
ΖΩΗ, 2010
Ιδιωτική Συλλογή/Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου
RECONSTRUCTION OF THE MODEL OF VLAMIDIR TATLIN’S
MONUMENT TO THE THIRD INTERNATIONAL AS AN INSTRUMENT
OF RESEARCH FOR DOMESTICITY, 2010
Private collection/Konstantinos Papageorgiou
ΚΕΝΤΡΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
CONTEMPORARY ART CENTER
OF THESSALONIKI
..
FRANCIS ALYS
181-182
Η ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ (ΚΑΠΟΙΕΣ ΦΟΡΕΣ ΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΤΕ ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗ), 2005
Παραχώρηση του David Zwirner, Νέα Υόρκη
Συλλογή του Los Angeles County Museum of Art. Επιχορηγούμενο από
τους: Bernard and Edith Lewin Collection of Mexican Art Deaccession
Fund και Michael and Dorothy Blankfort Bequest. Τροποποιημένο
αντίγραφο από το Los Angeles County Museum of Art.
THE GREEN LINE (SOMETIMES DOING SOMETHING POETIC CAN
BECOME POLITICAL AND SOMETIMES DOING SOMETHING POLITICAL CAN BECOME POETIC), 2005
Courtesy of David Zwirner, New York
Collection of the Los Angeles County Museum of Art. Purchased
with funds provided by the Bernard and Edith Lewin Collection
of Mexican Art Deaccession Fund and the Michael and Dorothy
Blankfort Bequest by exchange. Modified exhibition copy authorized
by the Los Angeles County Museum of Art.
RASHEED ARAEEN
183-184
ΕΝΩΣΗ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΧΩΡΩΝ, 2005
Παραχώρηση του καλλιτέχνη
UNION OF MEDITERRANEAN COUNTRIES, 2005
Courtesy of the artist
CHRISTOPH BÜCHEL
185-186
1. DUMP, 2008
Παραχώρηση του καλλιτέχνη και των Hauser & Wirth
Φωτογραφία: Christoph Büchel
Courtesy of the artist and Hauser & Wirth
Photo: Christoph Büchel
2. DEUTSCHE GRAMMATIK, 2008
Παραχώρηση του καλλιτέχνη και των Hauser & Wirth
Φωτογραφία: Christoph Büchel
Courtesy of the artist and Hauser & Wirth
Photo: Christoph Büchel
3. LAST MAN OUT TURN OFF LIGHTS, 2010
Παραχώρηση του καλλιτέχνη και των Hauser & Wirth
Φωτογραφία: Christoph Büchel
Courtesy of the artist and Hauser & Wirth
Photo: Christoph Büchel
ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΛΕΣΣΑΣ
187-188
ANGELO PLESSAS
ΜΝΗΜΕΙΟ IΝΤΕΡΝΕΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΩΝ, 2011
Παραχώρηση του καλλιτέχνη
MONUMENT TO INTERNET HOOKUPS, 2011
Courtesy of the artist
AHLAM SHIBLI
189-190
ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΤΡΑΥΜΑ, 2008-2009
Παραχώρηση του καλλιτέχνη
FROM THE TRAUMA SERIES, 2008-2009
Courtesy of the artist
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
MACEDONIAN MUSEUM OF CONTEMPORARY ART
KEREN CYTTER
195-196
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, 2003
Παραχώρηση των Schau Ort, Ζυρίχη, Pilar Corrias, Λονδίνο, Christian Nagel, Βερολίνο
FAMILY, 2003
Courtesy of Schau Ort, Zurich, Pilar Corrias, London, Christian
Nagel, Berlin
MOUNIR FATMI
197-198
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ, 2010
Παραχώρηση του καλλιτέχνη και της Galerie Hussenot, Παρίσι
TECHNOLOGIA, 2010
Courtesy of the artist and Galerie Hussenot, Paris
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΑΝΤΕΛΟΠΟΥΛΟΣ
199-200
PANTELIS PANTELOPOULOS
KI SANO TERRA (Κ ΕΙΣ ΑΝΩΤΕΡΑ), 2008
Παραχώρηση του καλλιτέχνη
Courtesy of the artist
YEHUDIT SASPORTAS
201-202
THE LIGHTWORKERS, 2010
Παραχώρηση της Galerie EIGEN+ART Λειψία/Βερολίνο και SommerContemporary Art, Τελ Αβίβ
Courtesy of Galerie EIGEN+ART Leipzig/Berlin and Sommer-Contemporary Art, Tel Aviv
ΜΟΥΣΕΙΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
MUSEUM OF BYZANTINE CULTURE
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
KATERINA ATHANASOPOULOU
ENGINE ANGELIC, 2010
Παραχώρηση του καλλιτέχνη
207-208
Ανάθεση από την Animate Projects
Courtesy of the artist
Commissioned by Animate Projects
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΒΑΛΛΙΕΡΑΤΟΣ
209-210
DIONISIS KAVALLIERATOS
NOT EVEN A CURLY HAIR OF WILLHELM TELLS BALLS #3, 2009
Παραχώρηση του καλλιτέχνη και της Bernier/Eliades Gallery
Courtesy of the artist and Bernier/Eliades Gallery
ΜΠΛΕ ΓΙΑΓΙΑ, 2006
Παραχώρηση του καλλιτέχνη και της Bernier/Eliades Gallery
Φωτογραφία: Boris Kirpotin
BLUE GRANNY, 2006
Courtesy of the artist and Bernier/Eliades Gallery
Photo: Boris Kirpotin
KATARIINA LILLQVIST
211-212
FARUZA, 2011
Παραχώρηση των Camera Cagliostro και Studio Mamiwata
Courtesy of Camera Cagliostro and Studio Mamiwata
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ARCHAEOLOGICAL MUSEUM OF THESSALONIKI
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΡΓΙΑΝΑΣ
217-218
ATHANASIOS ARGIANAS
1. SONG MACHINE 19 (THE LENGTH OF THE A STRAND OF YOUR
HAIR OF THE WIDTH OF YOUR ARMS, UNFOLDED...), 2011
Παραχώρηση του καλλιτέχνη και της Max Wigram Gallery, Λονδίνο
Courtesy the artist and Max Wigram Gallery, London
2. ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ ΤΗΣ ΠΕΡΦΟΡΜΑΝΣ OF THE LENGTH OF YOUR
ARMS UNFOLDED
Παραχώρηση του καλλιτέχνη και της Max Wigram Gallery, Λονδίνο
PERFORMANCE VIEW OF THE LENGTH OF YOUR ARMS UNFOLDED
Courtesy the artist and Max Wigram Gallery, London
Με την υποστήριξη της Elephant Trust 2011
Photo supported by the Elephant Trust 2011
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ
219-220
CHRISTINA DIMITRIADIS
MIRAMARE, 2011
Παραχώρηση του καλλιτέχνη και της Γκαλερί Ελένη Κορωναίου
Courtesy of the artist and Eleni Koroneou Gallery
ΣΗΦΗΣ ΛΥΚΑΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΒΑΛΛΙΕΡΑΤΟΣ 221-222
SIFIS LYKAKIS AND DIONISIS KAVALLIERATOS
ARTISTIQUE, 2005
Παραχώρηση των καλλιτεχνών
Courtesy of the artists
BRUCE NAUMAN
Η ΜΕΡΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, 1997
Συλλογή Δημήτρη Πασσά
PARTIAL TRUTH, 1997
Dimitris Passas Collection
223-224
ALESSANDRO PESSOLI
225-226
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ, 1999/2002
Παραχώρηση του Studio Guenzani, Μιλάνο
CALIGOLA, 1999/2002
Courtesy Studio Guenzani, Milan
ΤΕΛΛΟΓΛΕΙΟ ΙΔΡΥΜΑ ΤΕΧΝΩΝ Α.Π.Θ.
TELOGLION FOUNDATION OF ART AUTh
THOMAS DWORZAK
231-232
1. ΤΕΛΕΤΗ ΑΠΟΦΟΙΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΔΟΚΙΜΩΝ ΚΟΖΑΚΩΝ
ΤΟΥ NOVOTSHERKASSK (ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΚΑΥΚΑΣΟΣ, 1993-1998),
1997
Παραχώρηση της Magnum Gallery
GRADUATION CEREMONY IN THE NOVOTSHERKASSK COSSACK
CADET CORPS (FROM THE KAVKAZ SERIES, 1993-1998), 1997
Courtesy of Magnum Gallery
© Thomas Dworzak/Magnum Photos
2. Ο ΔΙΑΣΠΑΡΤΟΣ ΘΡΑΥΣΜΑΤΩΝ ΤΟΙΧΟΣ ΤΟΥ ΕΚΘΕΣΙΑΚΟΥ
ΧΩΡΟΥ (ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΚΑΥΚΑΣΟΣ, 1993-1998), 1996
Παραχώρηση της Magnum Gallery
THE SHRAPNEL SPLATTERED WALL OF THE EXHIBITION HALL
(FROM THE KAVKAZ SERIES, 1993-1998), 1996
Courtesy of Magnum Gallery
© Thomas Dworzak/Magnum Photos
TAYFUN SERTTAS
STUDIO OSEP, 2009
Παραχώρηση του Osep Minasoglu
Courtesy of Osep Minasoglu
233-234
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
235-236
SOCRATIS SOCRATOUS
ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ, 2011
Παραχώρηση του καλλιτέχνη και της Omikron Gallery, Λευκωσία
THE SCHOOL, 2011
Courtesy of the artist and Omikron Gallery, Nicosia
ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΧΩΡΟΙ / VARIOUS VENUES
E-FLUX 239-240
ΕΝΕΧΥΡΟΔΑΝΕΙΣΤΗΡΙΟ, 2008
Φωτογραφία: Carlos Motta
PAWNSHOP, 2008
Photo: Carlos Motta
Το e-flux project φιλοξενήθηκε στο ΔΥΝΑΜΟ project space, έναν μηκερδοσκοπικό φορέα, ο οποίος διοργανώνει και φιλοξενεί εκθέσεις,
εργαστήρια, διαλέξεις, περφόρμανς και πειραματικές εκδόσεις από
το χώρο των εικαστικών, της αρχιτεκτονικής, και του design από την
Ελλάδα και το εξωτερικό.
E-flux were hosted at DYNAMO project-space, an non-profit
organization that organizes and presents exhibitions, workshops,
seminars, performances and experimental publications ranging from
art to architecture and design from Greece and abroad.
OLAF NIKOLAI 241-242
ESCALIER DU CHANT, 2011
Παραχώρηση των Elliott Sharp και Olaf Nicolai
Courtesy of Elliott Sharp and Olaf Nicolai
ΠΕΡΦΟΡΜΑΝΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΟΛΕΣ
PERFORMANCES AND SCREENINGS
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΧΖΕΤΣΗ
ALEXANDRA BACHZETSIS
A PIECA DANCED ALONE, 2011
Φωτογραφία: Melanie Hofmann
Photo: Melanie Hofmann
247-248
YASMINE EID-SABBAGH
RE-IMMERSION, 2011
Παραχώρηση του καλλιτέχνη
Courtesy of the artist
249-250
KOSTAS TSIOUKAS DEAD OR ALIVE?, 2011
Παραχώρηση του καλλιτέχνη
Courtesy of the artist
253-254
EMMANUEL FINKIEL 255-256
ΤΑΞΙΔΙΑ, 1999
Φωτογραφία: Baruch Rafic
VOYAGES, 1999
Photo: Baruch Rafic
Copyright© LES FILMS DU POISSON
MAHMOUD KAABOUR
257-258
TETA, ALF MARRA/ GRANDMA A THOUSAND TIMES/ ΓΙΑΓΙΑ,
ΧΙΛΙΕΣ ΦΟΡΕΣ
Παραχώρηση του καλλιτέχνη
Courtesy of the artist
Copyright© VERITAS FILMS
ΕΡΓΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ
ΚΩΣΤΑΚΗ ΤΟΥ ΚΜΣΤ
WORKS FROM COSTAKIS COLLECTION AND
ARCHIVE OF THE SMCA
ΛΙΟΥΜΠΟΒ ΠΟΠΟΒΑ
147-148
ΜΑΚΕΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ
ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑΖΙΚΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ Ο ΑΓΩΝΑΣ
ΚΑΙ Η ΝΙΚΗ ΤΩΝ ΣΟΒΙΕΤ ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΤΟΥ ΒΣΕΒΟΛΟΝΤ
ΜΕΓΙΕΡΧΟΛΝΤ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΟΡΤΑΣΜΟ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ, 1921
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-Συλλογή Κωστάκη
LIUBOV POPOVA
MODELS FOR THE CITY OF THE FUTURE AND THE CAPITALIST
FORTRESS FOR THE MASS SPECTACLE THE STRUGGLE AND
VICTORY OF THE SOVIETS, DIRECTED BY VSEVOLOD MEIRKHOL’D
IN CELEBRATION OF THE MEETING OF THE THIRD WORLD CONGRESS OF THE COMMUNIST INTERNATIONAL, 1921
Greek State Museum of Contemporary Art-Costakis Collection
ΓΚΟΥΣΤΑΒ ΚΛΟΥΤΣΙΣ
151-152
ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΣΕΤΙΡΕ
ΦΟΝΕΤΙΤΣΕΣΚΙΧ ΡΟΜΑΝΑ (ΤΕΣΣΕΡΑ ΦΩΝΗΤΙΚΑ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ) ΤΟΥ Α.ΚΡΟΥΤΣΟΝΙΧ, 1922
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-Συλλογή Κωστάκη
GUSTAV KLUCIS
DESIGN FOR COVER OF CHETIRE FONETICHESKIKH ROMANA
(FOUR PHONETIC NOVELS) BY A.KRUCHENYKH, 1922
Greek State Museum of Contemporary Art-Costakis Collection
ΚΛΙΜΕΝΤ ΡΕΝΤΚΟ
155-156
ΔΥΝΑΜΙΤΗΣ, 1922
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-Συλλογή Κωστάκη
KLIMENT REDKO
DYNAMITE, 1922
Greek State Museum of Contemporary Art-Costakis Collection
ΣΟΛΟΜΩΝ ΝΙΚΡΙΤΙΝ
159-160
ΛΕΝΙΝ ΜΕ ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟ, ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΜΝΗΜΕΙΟ, 1930
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-Συλλογή Κωστάκη
SOLOMON NIKRITIN
LENIN WITH SNOWMAN, FROM SERIES MONUMENT, 1930
Greek State Museum of Contemporary Art-Costakis Collection
ΝΑΝΤΙΕΖΝΤΑ ΟΥΝΤΑΛΤΣΟΒΑ
163-164
ΓΥΜΝΑ ΣΤΟ ΤΟΠΙΟ, 1914
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-Συλλογή Κωστάκη
NADEZHDA UDALTSOVA
NUDES IN A LANDSCAPE, 1914
Greek State Museum of Contemporary Art-Costakis Collection
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΤΑΤΛΙΝ
167-168
ΣΤΗΡΙΓΜΑ ΦΤΕΡΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΤΑΤΛΙΝ, 1929-1932
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-Συλλογή Κωστάκη
VLADIMIR TATLIN
WING STRUT FROM LETATLIN, 1929-1932
Greek State Museum of Contemporary Art-Costakis Collection
ΣΟΛΟΜOΝ ΝΙΚΡΙΤΙΝ
171-172
ΆΝΤΡΑΣ ΜΕ ΨΗΛΟ ΚΑΠΕΛΟ, 1927
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-Συλλογή Κωστάκη
SOLOMON NIKRITIN
MAN IN TOP HAT, 1927
Greek State Museum of Contemporary Art-Costakis Collection
Ο Β.ΤΑΤΛΙΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΒΟΗΘΟΥΣ ΤΟΥ 175-176
Τ.ΣΑΠΙΡΟΚΑΙ Ι.ΜΕΕΡΖΟΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΜΑΚΕΤΑΣ
ΤΟΥ ΠΥΡΓΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΔΙΕΘΝΗ
1920, ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-Αρχείο Γ.Κωστάκη
V.TATLIN WITH HIS ASSISTANTS T.SHAPIRO AND I.MEERSON DURING THE CONSTRUCTION OF THE MODEL FOR THE TOWER OF
THE MONUMENT TO THE THIRD INTERNATIONAL
1920, PETROGRAD
Greek State Museum of Contemporary Art-G.Costakis Archive
Οι εικόνες στα πρωτοσέλιδα των χώρων Αλατζά Ιμαρέτ, Γενί Τζαμί,
Μπέη Χαμάμ και Επταπύργιο είναι παραχώρηση του Κέντρου Ιστορίας
Θεσσαλονίκης (αρχείο κάρτ ποστάλ). Η εικόνα για την Κάζα Μπιάνκα είναι
παραχώρηση της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Οι υπόλοιπες
φωτογραφίες είναι παραχωρήσεις των Μουσείων.
The images in the first pages of Alatza Imaret, Yeni Djami, Bey Hamam
and Eptapyrgio are a courtesy of the Thessaloniki History Center (cart
postal archive). The image of Casa Bianca is a courtesy of the 9th Ephorate of Byzantine Antiquities. The rest of the photos are a courtesy of the
Museums.
Κίνηση 5 Μουσείων Θεσσαλονίκης
5 Museums’ Movement in Thessaloniki
3η ΜΠΙΕΝΑΛΕ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ 5 ΜΟΥΣΕΙΩΝ
3rd THESSALONIKI BIENNALE OF CONTEMPORARY ART
PARALLEL PROGRAMME
5 MUSEUMS’ MOVEMENT
ΚΡΑΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
STATE MUSEUM OF CONTEMPORARY ART
Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΣΤΗ ΡΩΣΙΚΗ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ
ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΚΩΣΤΑΚΗ
18 Σεπτεμβρίου - 18 Δεκεμβρίου 2011
RUSSIAN AVANT-GARDE AND THE SYNTHESIS OF THE ARTS
SELECTED THEMES FROM THE COSTAKIS COLLECTION
September 18 - December 18, 2011
Στη Μονή Λαζαριστών, που είναι η έδρα της συλλογής Κωστάκη, παρουσιάζονται έργα ρωσικής
πρωτοπορίας στους δύο ορόφους σε θεματικές ενότητες και σε συνδυασμό με έργα των καλλιτεχνών του
κεντρικού προγράμματος της Μπιενάλε. Στο ισόγειο λειτουργούν δωμάτια αφιερωμένα στα κινήματα της
πρωτοπορίας ενώ ταυτόχρονα επισημαίνεται η συνέργεια των άλλων τεχνών με τις εικαστικές τέχνες (Ποίηση,
Θέατρο, Μουσική, Κινηματογράφος, Αρχιτεκτονική). Με τον τρόπο αυτό παρουσιάζεται το φαινόμενο της
οργανικής σύνθεσης των τεχνών που χαρακτηρίζει ευρέως την εποχή της ρωσικής πρωτοπορίας και τονίζεται
η ανεξάντλητη έμπνευση, η διαχρονικότητα και η διαρκής επικαιρότητα της τέχνης αυτής της περιόδου.
Ζωγραφική και Μουσική
Την συναισθησία στις τέχνες με έμφαση στην συνέργεια εικόνας και ήχου δίδασκε και ο ζωγράφος και
μουσικός Μιχαήλ Ματιούσιν στο Κρατικό Ινστιτούτο Καλλιτεχνικής Παιδείας του Λένινγκραντ. Μια σειρά
από προσπάθειες εικαστικής καταγραφής του ήχου βλέπουμε στα έργα της μαθήτριάς του Μαρίας Έντερ.
Η Λιουμπόβ Ποπόβα εργάστηκε για την εικονογράφηση πρωτοποριακών μουσικών περιοδικών, όπως το
περιοδικό Προς νέες ακτές (K novym beregam).
Ζωγραφική και Θέατρο
Ο Βσέβολοντ Μέγιερχολντ εφάρμοζε πρωτοποριακές μεθόδους βασισμένες στη θεωρία της βιομηχανικής
στην σκηνοθετική του διδασκαλία και ζητούσε σκηνικά που να προσφέρουν ευελιξία και πολλαπλές λύσεις,
να είναι κατασκευασμένα με την αισθητική του κονστρουκτιβισμού, δηλαδή με έμφαση στους όγκους, στα
επίπεδα και τη γεωμετρία και σε καμία περίπτωση να μην αντιγράφουν την πραγματικότητα.
Ζωγραφική και Ποίηση
Οι ποιητές δανείζονταν ιδιότητες που ανήκαν στο χώρο της ζωγραφικής, όπως λόγου χάρη «η υφή» (faktura),
που είναι κάτι που γίνεται αντιληπτό με το μάτι και την αφή, άρα ανήκει στον εικαστικό χώρο, ή «η μετατόπιση»
(sdvig), μια έννοια που άρχισε να χρησιμοποιείται στη Ρωσία από τους κριτικούς τέχνης στις αρχές του 1910
για να αποδώσει την σκόπιμη παραμόρφωση της αισθητικής ισορροπίας του πίνακα που ήταν ένα από τα
βασικά χαρακτηριστικά της κυβιστικής ζωγραφικής.
Ζωγραφική και Κινηματογράφος
Η νέα τέχνη του κινηματογράφου συνεπήρε πολλούς δημιουργούς σε όλη την περίοδο της πρωτοπορίας. Ο
Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, ο Αλεξάντρ Ρότσενκο και η Βαρβάρα Στεπάνοβα, η Αλεξάντρα Έξτερ, ο Σολομόν
Νικρίτιν εργάστηκαν στον κινηματογράφο ως ηθοποιοί, σεναριογράφοι, σκηνογράφοι και σκηνοθέτες.
Αντίστοιχα ο σκηνοθέτης Σεργκέι Αϊζενστάιν ποτέ δεν απαρνήθηκε τον τίτλο του ζωγράφου.
Ζωγραφική και Αρχιτεκτονική
Πολλοί καλλιτέχνες μετά το 1920 διακόπτουν τη σχέση τους με τα παραδοσιακά εργαλεία ζωγραφικής,
τον καμβά και το λάδι, και στρέφονται στην μελέτη των θετικών επιστημών, της μηχανικής, της φυσικής,
της γεωμετρίας, με σκοπό να προσφέρουν μέσα από το έργο τους ιδέες και λύσεις που θα μπορούσαν
να αποκτήσουν χρηστική αξία και να λειτουργήσουν ως προτάσεις σχεδιαστικές, γραφιστικές και εν τέλει
αρχιτεκτονικές θέτοντας έτσι την ίδια την τέχνη στην επαναστατική υπηρεσία της μαζικής παραγωγής.
289 \ 290
Λιουμπόβ Ποπόβα
Μουσική και Επανάσταση
Πιθανώς σχέδιο για το περιοδικό Προς Νέες Ακτές της Μουσικής Τέχνης
ή για το περιοδικό Μουσικές Καινοτομίες
1923
Μελάνι σε χαρτί
8.9 x 25.3 εκ.
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης - Συλλογή Κωστάκη
Liubov Popova
Music and Revolution
Possibly a design for the magazine To New Shores of Musical Art
or for Musical Novelties
1923
Ink on paper
8.9 x 25.3 cm
Greek State Museum of Contemporary Art - Costakis Collection
Αλεξάντρα Έξτερ
Κοστούμι για τη Σαλώμη
1917
Γκουάς σε χαρτόνι
70,2 x 40 εκ.
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης - Συλλογή Κωστάκη
Όλγα Ροζάνοβα
Μελέτη για το Τε Λι Λε των Α.Κρουτσόνιχ και Β.Χλέμπνικοφ
1914
Ακουαρέλα σε χαρτί
22,1 x 14,4 εκ.
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης - Συλλογή Κωστάκη
Alexandra Exter
Costume for Salome
1917
Gouache on cardboard
70.2 x 40 cm.
Greek State Museum of Contemporary Art - Costakis Collection
Olga Rozanova
Study for Te Li Le by A.Kruchenykh and V.Khlebnikov
1914
Watercolour on paper
22.1 x 14.4 cm
Greek State Museum of Contemporary Art - Costakis Collection
At Moni Lazariston, the home of the Costakis Collection, works of the Russian Avant-Garde are presented
in the two central exhibition halls in thematic sections, in conjuction with a selection of works by the artists
participating in the main programme. In the basement, the rooms are devoted to the various movements
of the Russian Avant-Garde art, while the interaction of other expressions of art -poetry, theatre, music,
cinema, architecture- with the visual arts is also pointed out. Within this framework the phenomenon of the
organic composition of the arts, broadly characterizing the period of the Russian Avant-Garde, is presented
together with the inexhaustible inspiration that dominated the character of the art of this period.
Painting and Music
Synaesthesia in the arts with emphasis on the synergy between image and sound was taught by the painter
and musician Mikhail Matioushin at the State Institute of Artistic Culture in Leningrad. Matiushin’s student,
Maria Ender makes a series of attempts to record sound by painterly means. Liubov’ Popova worked for the
illustrations on the avant-garde music magazine Towards New Coasts (K Novym Beregam).
Painting and Theatre
Vsevolod Meyerhold implemented pioneering methods in his directing and teaching, based on industrial
theory. He wanted to create theater sets that would offer flexibility and versatility. They were to be designed
according to the constructivist aesthetic, in other words with the emphasis on volume, planes, and geometry, and in no circumstances were they to attempt to reproduce “reality”.
Painting and Poetry
Poets borrowed properties previously associated with painting, such as texture (faktura), something perceived with the eye and sense of touch, and therefore traditionally part of the visual arts, or shift (sdvig), a
concept which began to be used by art critics in the second decade of the 20th century to describe the
deliberate distortion of aesthetic balance that was one of the main features of Cubist painting.
Painting and Cinema
This new art of the cinema captivated many artists during the period of the avant-garde. Vladimir Maiakovskii, Aleksandr Rodchenko and Varvara Stepanova, Alexandra Exter, and Solomon Nikritin worked for
the film industry as actors, scriptwriters, set designers, and film directors. Similarly, the filmmaker Sergei
Eisenstein never renounced the title of painter.
Painting and Architecture
Many artists had now broken off their relationship with the traditional tools of painting, the oils and the canvas, and were turning their attention to the study of science, mechanics, physics, and geometry, in order
to offer, through their work, ideas and solutions of practical value that might serve as workable proposals
in the fields of design, graphics, and finally architecture, thereby placing art at the revolutionary service of
mass production.
291 \ 292
Λιουμπόβ Ποπόβα
Μακέτα εξωφύλλου για το περιοδικό Αρτίστι Κινό (Καλλιτέχνες
Κινηματογράφου)
1922
Γκουάς και μελάνι σε χαρτόνι
23.4 x 15.8 εκ.
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης - Συλλογή Κωστάκη
Liubov Popova
Design for a cover of the magazine Film Actors
1922
Gouache and ink on cardboard
23.4 x 15.8 cm
Greek State Museum of Contemporary Art - Costakis Collection
Γκούσταβ Κλούτσις
Δυναμική Πόλη
1921
Φωτομοντάζ
20,2 x 25,6 εκ.
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης - Συλλογή Κωστάκη
Gustav Klucis
Dynamic City
1921
Photomontage
20,2 x 25,6 cm
Greek State Museum of Contemporary Art - Costakis Collection
Jan Fabre
Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης (κτίριο Μ2) / Thessaloniki Concert Hall (building M2)
Ο Jan Fabre παρουσιάζει συχνά τα τελευταία χρόνια εκθέσεις-δραματουργίες που προκύπτουν από τη
συνέργια έργων και περιβάλλοντος χώρου. Συνδιαλεγόμενος με διαφορετικές εποχές και είδη καλλιτεχνικής
έκφρασης, ανατρέχει συγχρόνως και στις επιστήμες, την παράδοση και την τεχνολογία, ενώ κάνει οξεία
κριτική στη σύγχρονη κοινωνία, προκαλώντας συχνά το δημόσιο αίσθημα. Από νωρίς τοποθέτησε τον
άνθρωπο στο επίκεντρο της θεματολογίας του, ανατρέχοντας στα συνθετικά στοιχεία της ύπαρξής του και
χρησιμοποιώντας συχνά το αίμα, τα κόκαλα, τα ούρα, τα δάκρυα, το σπέρμα ατόφια στα σχέδια και τη γλυπτική
του, μετατρέποντας το σώμα του σε πρώτη ύλη της τέχνης του. Παράλληλα, στις περφόρμανς του δοκιμάζει τα
όρια και τις αντοχές του. Όσο είναι βέβαιο ότι το μισό έργο του Jan Fabre εδράζεται στη μελέτη και τη λειτουργία
της φύσης, άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι το άλλο μισό «στηρίζεται» στον νου, στον ανθρώπινο εγκέφαλο, το
όργανο που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα. Η ορθολογική και μεταφυσική λειτουργία του νου,
δεν τον εμποδίζει να είναι η έδρα της λογικής, της πνευματικότητας και του συναισθήματος, όπως και αυτή
των ερωτικών επιθυμιών, κατατάσσοντάς τον, κατά τον Fabre, πρώτο ως το πιο «σέξι όργανο του ανθρώπινου
σώματος». Η σχέση του νου με τις λειτουργίες του σώματος, είναι ζήτημα που διατρέχει άλλοτε ηχηρά και
άλλοτε υπόκωφα το σύνολο του έργου του καλλιτέχνη.
Η ενότητα Pietas, με την οποία συμμετέχει φέτος στις παράλληλες δράσεις της 54ης Μπιενάλε της Βενετίας,
σχολιάζει τη σχέση που διέπει τη ζωή και τον θάνατο, την ομορφιά και την ασχήμια, τον πόνο και την αγάπη,
διειλημμένη μέσα από τη θρησκεία και την ορθολογική σκέψη. Πρόκειται για μια μνημειακών διαστάσεων
εγκατάσταση που αποτελείται από μια γιγάντια πλατφόρμα επενδυμένη με φύλλο χρυσού, πέντε γλυπτά από
μάρμαρο Καράρας σε σχήμα εγκεφάλου, και κουκούλια από κελύφη σκαραβαίων, στην οποία ξεχωρίζει η
προκλητική εκδοχή από τον Fabre της Pietà του Μιχαήλ Αγγέλου, που έχει τίτλο Merciful Dream (Pietà V).
Στόχος του καλλιτέχνη ωστόσο δεν είναι να μεταδώσει ένα βλάσφημο μήνυμα. Το έργο είναι ένα «γλυπτόπερφόρμανς» που αιτεί την εν σώματι και εν νου συμμετοχή των θεατών.
Στην παρουσίαση στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης (κτίριο Μ2) αποκαλύπτονται μέσα από προσχέδια, σχέδια
και μακέτες, τα στάδια προετοιμασίας αυτής της καθηλωτικής εγκατάστασης στη Nuova Scuola Grande di Santa
Maria della Misericordia της Βενετίας, η οποία απασχολεί εδώ και καιρό τον καλλιτέχνη.
Κατερίνα Κοσκινά
Jan Fabre often presents exhibitions/performances that draw on the synergy between artworks and their surrounding space. He engages with various eras and genres of artistic expression, and also references science, tradition,
and technology while delivering a sharp social critique that often outrages public opinion. The artist has placed from
the outset the image of man at the core of his work, returning to the constituent elements of human existence and
often using blood, bones, urine, tears, and sperm as primary materials in his artworks -sketches and sculptures.
Similarly, in his performances he tests the body’s limits and endurance. It seems certain that while half of Fabre’s
work rests on the study and function of nature, the other half is “based” on the mind, the human brain, the organ that
differentiates man from the other animals. The rational and metaphysical role of the brain does not prevent it from
being the center of spirituality and sentiment, but also of erotic, sexual desire, and this makes it “the sexiest organ in
the human body”, according to Fabre. The relation between the mind and the functions of the body is an issue that
runs through the artist’s oeuvre, either overtly or implicitly.
In the Pietas series -his participation in the parallel programmes of the 54th Venice Biennale- he comments on the
relationship between life and death, beauty and ugliness, pain and love, contained through religion and rational
thought. The Pietas series -an installation of monumental dimensions that consists of a huge platform invested
with golden leaf, five Carrara marble sculptures in the shape of the human brain, and cocoons manufactured from
scarab shells- is an unprecedented reinterpretation of Michelangelo’s Pietà, entitled Merciful Dream (Pietà V). Yet
the artist’s aim is not to convey a blasphemous message: this work represents a “performance sculpture” that
invites the public to participate physically and intellectually in it.
In Jan Fabre’s presentation at the Thessaloniki Concert Hall (building M2), drafts, drawings and models reveal the
preparation stages of this stunning installation at the Nuova Scuola Grande di Santa Maria della Misericordia of
Venice.
Katerina Koskina
Εγκέφαλος με ξύλινο σταυρό και κόκκαλα / Brain with wooden cross and bones
2011
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
MACEDONIAN MUSEUM OF CONTEMPORARY ART
ROAMING IMAGES
Διασταυρώσεις του Ελληνικού και Αραβικού Πολιτισμού
μέσα από το βλέμμα σύγχρονων καλλιτεχνών
18 Σεπτεμβρίου 2011 - 8 Ιανουαρίου 2012
ROAMING IMAGES
Crossroads of Greek and Arab Culture
through the eyes of contemporary artists
18 September 2011 - 8 January 2012
Roaming Images
Το Roaming Images ερευνά τις διαφορετικές έννοιες της εικόνας, καθώς και τις ιδεολογικές και γεωπολιτισμικές συνθήκες μέσα από τις οποίες αναδύθηκαν. Το project δίνει έμφαση όχι απλώς στο πεδίο
ορισμού του πολιτισμού, όπως αυτό υφίσταται στη Δύση, αλλά και στη δια-πολιτισμική παραγωγή της
γνώσης. Ο ρόλος που παίζει η κληρονομιά του Αραβικού πολιτισμού σε αυτού του είδους τις πολιτισμικές
διασταυρώσεις είναι καθοριστικός. Από την ανακάλυψη της Άλγεβρας και των αλγορίθμων, βασικών στον
τρόπο που οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές επεξεργάζονται πληροφορίες, ως τα θεμέλια της μαθηματικής
θεωρίας της όρασης και της μοντέρνας οπτικής επιστήμης, Άραβες διανοούμενοι προετοίμασαν τη Δύση για
την άφιξη της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Τα μοντέρνα τεχνικά μέσα για την παγκόσμια επικοινωνία
βρίσκουν την αφετηρία τους σε γεωγραφίες μεγαλύτερης διαφορετικότητας σε σχέση με την αποκαλούμενη
Δύση. Ακόμη όμως και οι πιο απλές τεχνολογίες και οι πολιτισμικές πρακτικές που συνδέονται με αυτές,
όπως το πιρούνι, η οδοντόπαστα, η ζάχαρη, τα καφενεία, οι κήποι, τα χαλιά, τα αρώματα, τα σιντριβάνια και
οι βιβλιοθήκες, που παραδοσιακά σχετίζονται με «πολιτισμένους» τρόπους και συνήθειες, είναι ουσιαστικά
πολιτισμικές εισαγωγές από την αποκαλούμενη Ανατολή.
Πιο πρόσφατα, οι νέες τεχνολογίες για την οπτικοποίηση αυτού που ως τώρα ήταν «αόρατο», καθώς και για τη
δημιουργία και την αναμετάδοση εικόνων, έφεραν ως αποτέλεσμα έναν μοναδικό κατακλυσμό εικόνων κατά
τη διάρκεια του 21ου αιώνα. Από το διαδίκτυο και τα γραφικά του περιβάλλοντος εργασίας των ηλεκτρονικών
υπολογιστών ως τις οθόνες χειρισμού οργάνων και εξοπλισμού, και «έξυπνων» κινητών τηλεφώνων -εικόνες,
που σύμφωνα με το φιλόσοφο Vilém Flusser χαρακτηρίζονται τεχνο-εικόνες (techno-images)- η επικοινωνία
κάθε είδους γνώσης είναι αυξανόμενα οπτική. Μέσα από το design, τη μηχανική, την επιστήμη, την εκπαίδευση,
την ιατρική, τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, γινόμαστε μάρτυρες μιας αυξανόμενης διάχυσης της
εικόνας. Ως εκ τούτου, η έννοια της εικόνας και η κατανόηση των διαφορετικών πολιτισμικών της προελεύσεων
γίνονται το παγκόσμιο όχημα που αφηγείται την ιστορία του πώς μιλάμε, πώς σκεφτόμαστε, ακόμη και πώς
οραματιζόμαστε το μέλλον. Μέσα από μια δια-τομεακή προσέγγιση και μέσα από τη ματιά σύγχρονων καλλιτεχνών,
το Roaming Images εξερευνά τις υλικές καταγραφές της πολιτισμικής παραγωγής σε σημαντικούς τόπους
του Αραβικού κόσμου, δίνοντας έμφαση στον τρόπο που αυτές σχετίζονται με τη μνήμη και την πολιτική των
ημερών μας. Προφανώς, η ιδέα αυτή μας πηγαίνει πέρα από τη στείρα προσκόλληση στο αισθητικό δόγμα ενός
ομογενοποιητικού μοντερνισμού και διαφόρων μεταμοντερνισμών που συχνά υπαγορεύονται από αρχαιολογικά
και εθνογραφικά ενδιαφέροντα. Ο Αραβικός κόσμος υπήρξε συχνά τόπος άσκησης αποικιακών δυνάμεων και
προβολής φαντασιώσεων για το εξωτικό. Οι διανοούμενοι της μετα-αποικιακής εποχής αναγνωρίζουν ότι πολλές
από τις παραδοχές που αποτελούν τη βάση της «λογικής» της αποικιοκρατίας είναι ακόμη και σήμερα σε ισχύ,
τόσο εκτός όσο και εντός των πολιτισμών που επηρέασαν. Μπορεί μια επεξεργασία, με καλλιτεχνικά μέσα, της
έννοιας της οπτικής να συμβάλει σε μια τέτοια συζήτηση; Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, μπορεί η μελέτη
των εικόνων (αλλά και των μεταφορών, της ποιητικής εικονογραφίας και των σχημάτων λόγου) που παράγονται
σήμερα στον Αραβικό κόσμο, να ξεσκεπάσει τα στερεότυπα, τις θεματικές και τα ιδιόλεκτα που υπαγορεύουν μια
τέτοια διεθνική ερμηνεία του πολιτισμού;
Το Roaming Images αποτελείται από δύο μέρη: μια έκθεση σύγχρονης τέχνης και μια σειρά από project
που πραγματοποιούνται σε διάφορες πόλεις-σταθμούς της διαδρομής που συνδέει το Μουσκάτ (Ομάν) με
τη Θεσσαλονίκη, τα οποία σχεδιάζονται και υλοποιούνται από επιλεγμένους επιμελητές-αντιπροσώπους και
τοπικούς φορείς. Σύγχρονοι καλλιτέχνες, επιστήμονες και μελετητές αναζητούν και καταγράφουν τα ίχνη,
τις «εικόνες» διαφορετικών πολιτισμικών γενεαλογιών, υπογραμμίζοντάς τα ως διαπολιτισμικούς δεσμούς
πέρα από επικίνδυνες γεωγραφικές, πολιτικές, θρησκευτικές ή ιστορικές διχοτομήσεις.
Το Roaming Images περιλαμβάνει ακόμη την έκθεση Photography as a Means of Creating or Subverting
Stereotypes που θα πραγματοποιηθεί στο Πολιτιστικό Κέντρο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής
Τραπέζης στη Θεσσαλονίκη, σε συνεργασία με το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ.
Το project θέτει ερμηνευτικά ζητήματα σχετικά με τις «παγκόσμιες εικόνες» που λαμβάνουν υπόψη τις
πολλαπλές διασταυρώσεις μεταξύ θεωρητικών κατευθύνσεων και πολιτισμικών πρακτικών, τις οποίες
χρησιμοποιούν για να εμπλουτίσουν την ερμηνεία της σύγχρονης δημιουργικότητας, διαφοράς και αλλαγής.
Αυτή η επιστημολογική προσπάθεια μπορεί να βασιστεί μόνο στην a priori έρευνα των πολιτισμικών μέσων
και θέτει ως στόχο τη διερεύνηση της δύναμης που ενυπάρχει στις εικόνες, τις υφές, τους ήχους και τα
σύμβολα. Πώς ενεργοποιείται η δύναμη αυτή και πώς έχει ενεργοποιηθεί στο παρελθόν; Πώς λειτουργεί
σήμερα;
Το Roaming Images προτείνει ένα νέο, πιθανά άτυπο κίνημα δημιουργίας ενός ανοιχτού δημόσιου χώρου ως
ιδεολογικό αντίβαρο στους «διεθνισμούς» ή στη σύγχρονη οικονομική και πολιτική, με άλλα λόγια εκτενώς
γνωσιολογική, παγκοσμιοποίηση και τις επιπτώσεις της.
297 \ 298
Kalin Serapionov
Sharjah-Dubai (τίτλος εργασίας)
2011
Καλλιτεχνική καταγραφή από το project Roaming Images στα Η.Α.Ε.
Διπλή προβολή βίντεο High Definition με ήχο
Kalin Serapionov
Sharjah-Dubai (working title)
2011
Artistic documentation from the project Roaming Images in UAE
Two-channel HD video, sound
Roaming Images
Roaming Images investigates the various concepts of the image along with those ideologies and geocultural climates that have fostered them. The project focuses not just on the cultural domain of the West,
but on a cross-cultural production of knowledge. Most significantly, the heritage of Arab civilization plays
a crucial role in this kind of cultural overlapping. From the discovery of Algebra and algorithms, which are
essential to the way computers process information, to the foundation of the mathematical theory of vision
and modern optical science, Arab scholars have prepared the Occident for the arrival of the Renaissance
and the Enlightenment. Modern technical media for universal communication have their point of departure
in geographies more diverse than the so-called West. But even simple technologies and cultural practices
associated with them, such as the fork, toothpaste, sugar, coffeehouses, gardens, carpets, perfumes,
fountains, and libraries, which have traditionally been associated with civilized manners, are actually cultural
imports from the so-called East.
More recently, new technologies for visualizing the formerly “invisible” and for creating and conveying images have resulted in a unique deluge of images during the twenty-first century. From the Internet and the
graphic user interface of our computers to equipment and instrument displays and the screen of our smart
phones -images, which according to media philosopher Vilém Flusser are termed as techno-images- show us
that knowledge communication of all kinds has become increasingly visual. In design, engineering, science,
education, medicine, the humanities, and the social sciences, we are witnessing the increasing pervasiveness of the image. Therefore, the notion of the image and the understanding of its various specific cultural
backgrounds become the universal medium that tells us the story of how we speak, how we think, and even
how we envision the future. With a cross-disciplinary approach and looking through the eyes of contemporary artists, Roaming Images explores the material records of the cultural production of significant places
in the Arab world, keeping an eye on the way they relate to memory and its politics in our time. Obviously,
this notion moves us beyond the sterile adherence to the aesthetic creed of a homogenizing modernism
and various postmodernisms often directed by archaeological or ethnographic interests. The Arab world
has often been the place where colonial power has been exercised and fantasies of exoticism have been
projected. Post-colonialist thinkers recognize that many of the assumptions which underlie the “logic” of
colonialism are still active forces today, both within and outside the cultures affected by it. Can an artistic
elaboration of the concept of visuality contribute to such a discussion? Or to pose the question differently,
can the study of images, but of metaphors, poetic imagery, and figures of speech as well, produced today
in the Arab world, unveil the stereotypes, topics, and idiolects that direct such a universal understanding of
culture?
Roaming Images consists of two parts, an exhibition of contemporary art, and a series of projects that
take place in various city “stations”, along the route linking Muscat (Oman) to Thessaloniki (Greece),
planned and implemented by appointed curators and local institutions. Contemporary artists, scientists,
and scholars search for and document the traces, the “images”, of various cultural genealogies, highlighting these as the cross-cultural links that reach beyond dangerous dichotomies, geographies, politics,
religion or histories.
Roaming Images also includes the exhibition Photography as a Means of Creating or Subverting Stereotypes that will take place at the Cultural Centre of the National Bank of Greece Cultural Foundation in
Thessaloniki, in collaboration with the School of Architecture of the Aristotle University of Thessaloniki.
The project raises questions about the interpretation of “world pictures” that take the multiple intersections
between theoretical disciplines and cultural practices into account and use them to enrich our understanding of modern creativity, variation, and change. This epistemological endeavour can only be based on a
priori media culture research investigating the power embedded in images, textures, sounds, and symbols.
How does this power set to work, and how did it set-to-work historically? How does this power function
today?
Roaming Images proposes a new, perhaps a-typical movement that constructs an open public space as an
ideological counterpoise to “universalisms”, or to the contemporary, financial and political -in other words,
to thoroughly epistemic globalization and its implications.
299 \ 300
Leila Pazooki
Orientalism
2010
Επιγραφή νέον
Ευγενική παραχώρηση της φωτογραφίας από την Galerie Christian Hosp
Leila Pazooki
Orientalism
2010
Neon light tubes
Image courtesy of Galerie Christian Hosp
ΜΟΥΣΕΙΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
MUSEUM OF BYZANTINE CULTURE
ΒΥΖΑΝΤΙΟ & ΑΡΑΒΕΣ
Οκτώβριος 2011 - Ιανουάριος 2012
BYZANTIUM & ΤΗΕ ARABS
October 2011 - January 2012
H περιοδική έκθεση, Βυζάντιο & Άραβες, αποτελεί τη συμμετοχή του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού στο
παράλληλο πρόγραμμα της 3ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, η οποία πραγματοποιείται με
τη συνεργασία των πέντε μουσείων της πόλης, της «Κίνησης των 5Μ».
Για πρώτη φορά σε δημόσιο μουσείο στην Ελλάδα επιχειρείται η παρουσίαση ενός ιδιαίτερα σημαντικού
θέματος που αγγίζει τόσο τους δύο όμορους κόσμους, το βυζαντινό και τον αραβικό, όσο και τις
ενδιαφέρουσες και ιδιόμορφες σχέσεις και αλληλεπιδράσεις που προέκυψαν από την επαφή τους.
Η έκθεση πραγματεύεται την περίοδο από τον 7ο μ.Χ. αιώνα, με την εμφάνιση του Ισλάμ, έως την άλωση της
Κωνσταντινούπολης το 1453, και χωρίζεται σε τρεις ενότητες.
Στην πρώτη ενότητα δίνεται συνοπτικά το ιστορικό και πολιτισμικό στίγμα της Ανατολικής Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας, δηλαδή του Βυζαντίου, καθώς και η ορμητική είσοδος των Αράβων στο ιστορικό προσκήνιο
με την παρουσία του Μωάμεθ και την ίδρυση της νέας θρησκείας του Ισλάμ.
Η δεύτερη ενότητα έχει τον τίτλο «Δύο κόσμοι σε σύγκρουση». Παρουσιάζεται η φυσική σύγκρουση των
δύο κόσμων, χριστιανικού-βυζαντινού και ισλαμικού-αραβικού, που ακολούθησε την επιτυχή κατακτητική
επέλαση των Αράβων προς τη ανατολή και τη δύση, και την έξοδο τους στη Μεσόγειο Θάλασσα, την οποία
μοιράστηκαν με τη βυζαντινή αυτοκρατορία κατά την περίοδο της ακμής τους. Γίνεται μνεία στα χαλιφάτα,
στις πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης και στην προσωρινή κατάληψη της Κρήτης.
Ειδική αναφορά γίνεται επίσης στο περίφημο «υγρόν πυρ» και στη δημιουργία της ακριτικής παράδοσης του
Διγενή Ακρίτα, ως αποτέλεσμα των συνοριακών πολεμικών συγκρούσεων.
Στην τρίτη ενότητα «Δύο κόσμοι σε ειρηνική συνύπαρξη», παρουσιάζονται εμπορικές συναλλαγές αλλά
και de facto σημαντικές πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις, όπως εξάλλου συμβαίνει στους λαούς και τους
πολιτισμούς που μοιράζονται κοινά σύνορα. Το Αραβικό προϊσλαμικό υπόβαθρο, η νέα θρησκεία του Ισλάμ,
οι ελληνιστικές επιβιώσεις στις τεράστιες βυζαντινές επαρχίες που γίνονται στη συνέχεια αραβικές, αλλά και
ο ρόλος του περσικού πολιτισμού θίγονται στην έκθεση σε μια διαλεκτική σχέση η οποία διαμόρφωσε τελικά
τη φυσιογνωμία του αραβοϊσλαμικού πολιτισμού.
Μέσα από τους τομείς των τεχνών, των επιστημών και των γραμμάτων, παρουσιάζονται οι κοινοί τόποι
Βυζαντινών και Αράβων, στις περιόδους ειρήνης που αλληλοδιαδέχονταν πολεμικές αναμετρήσεις και όχι
μόνον. Με τα αντικείμενα-εκθέματα της καθημερινής ζωής, της λατρείας και του εμπορίου, καταδεικνύεται
η ανταλλαγή ιδεών, εμπειριών, πνευματικών κατακτήσεων και αισθητικών επιλογών των δύο κόσμων.
Η περίπτωση του Μ. Αλεξάνδρου-Ισκαντάρ κλείνει την έκθεση, γεγονός που επισφραγίζει τα κοινά πολιτισμικά
στοιχεία των δύο κόσμων.
Στη θεματική διάρθρωση της έκθεσης, μαζί με πλούσιο εποπτικό υλικό, εντάσσονται 104 έργα, όπως εικόνες,
χειρόγραφα, κοσμήματα, νομίσματα, κεραμικά και γλυπτά που χρονολογούνται από τον 7ο έως και τον 18ο
αιώνα μ.Χ. Τα επιλεγμένα εκθέματα, προέρχονται από τις συλλογές του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού,
από δημόσια και ιδιωτικά μουσεία, όπως το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Βυζαντινό και Χριστιανικό
Μουσείο, το Μουσείο Μπενάκη, το Ιστορικό Μουσείο Ηρακλείου καθώς και από Εφορείες Αρχαιοτήτων της
Ελλάδας.
Η έκθεση Βυζάντιο & Άραβες εντάσσεται στο πρόγραμμα του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού
«Θεσσαλονίκη: Σταυροδρόμι Πολιτισμών» με θέμα για το 2011 τη Μέση Ανατολή.
Σταμάτιος Χονδρογιάννης
Αρχαιολόγος, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού
303 \ 304
Περγαμηνό φύλλο Κορανίου
Από τη βόρεια Αφρική, 9ος αιώνας
Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη
Χρυσό πρεπενδούλιο με πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους, κρητικού
εργαστηρίου, από το «θησαυρό» Μεσονησίου Ρεθύμνου, α’ μισό 10ου αι.
Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Συλλογή Σταθάτου
Parchment manuscript from the Quran
From northern Africa, 9th century
Athens, Benaki Museum
Golden prependoulio (pendant of the imperial crown) with precious and
semi-precious stones, made at a Cretan workshop, from the “thesaurus”
of Mesonisi, Rethymno, first half of 10th century
Athens, National Archeological Museum, the Stathatos Collection
Χρυσό dinar, αραβικού χαλιφάτου Ομμεϋαδών, 696/7 έως μέσα 8ου αι.
Aθήνα, Nομισματικό Mουσείο
Golden dinar, Umayyad caliphate, 696/7 mid-8th century
Athens, Numismatic Museum
The Museum of Byzantine Culture participates in the 3rd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art with
the temporary exhibition Byzantium & the Arabs, a collaboration of the “Thessaloniki-5 Museums Movement”.
This is the first time that a state museum in Greece attempts to present this very important theme pertaining
not only to the adjacent Byzantine and Arabic worlds, but also to the interesting, distinctive relations and
interactions stemming from their contact.
The exhibition covers the period from the emergence of Islam in the 7th century AD to the fall of Constantinople in 1453, and is divided into three sections.
The first section presents in a concise way the historical and cultural heritage of the Eastern Roman Empire,
historically known as Byzantium, as well as the fierce emergence of the Arabs at the forefront of history, with
Mohamed and the establishment of a new religion, Islam.
The second section is entitled “Two Worlds in Conflict”. It presents the inevitable collision of the two worlds,
the Christian-Byzantine and the Islamic-Arabic, which followed the successful conquests of the Arabs, both
in the East and in the West, as well as their way out to the Mediterranean Sea, shared with the Byzantine Empire at the height of their power. This section includes references to the caliphates, the sieges of
Constantinople and Thessaloniki, and the temporary Arab conquest of Crete. It also highlights the famous
“Greek liquid fire” and the acritic tradition of Digenes Akritas, which was inspired by the exploits of the frontier guards (akrites) serving at the Eastern border of Byzantium.
The third section, entitled “Two Worlds in Peaceful Coexistence”, focuses on the trade relations and the
de facto crucial cultural interactions between Byzantium and Islam, as is often the case with peoples and
cultures that share common borders. Moreover, the Arab pre-Islamic background, the new religion of Islam,
the surviving Hellenistic culture in the vast Byzantine provinces conquered by the Arabs, as well as the role
of Persian civilisation, are all presented through the dialectic relationship which shaped the character of the
Arab-Islamic culture.
The exhibition also presents the shared elements of the Byzantines and the Arabs in the fields of the arts,
sciences and letters, as recorded not least during the recurring cycles of peace and war. The exhibits drawn
from everyday life, worship practices, and trade relations bring to light the exchange of ideas, experiences,
mental achievements, and aesthetic choices of the two worlds. It concludes with the particular case of
Alexander the Great-Iskandar affirming the common cultural traits of the two worlds.
The exhibition is comprised of 104 objects (images, manuscripts, jewellery, coins, ceramics, and sculptures) from the 7th to the 18th centuries AD, displayed along with extensive visual material. The selected
exhibits originate from the collections of the Museum of Byzantine Culture, as well as from other public and
private museums, including the National Archaeological Museum, the Byzantine and Christian Museum,
the Benaki Museum, the Historical Museum of Crete, and various Ephorates of Antiquities in Greece.
The exhibition is part of the Hellenic Ministry of Culture and Tourism “Thessaloniki: Cultural Crossroads”
programme of 2011, a year dedicated to the Middle East.
Stamatios Chondrogiannis
Archaeologist, Museum of Byzantine Culture
Curator of the exhibition
305 \ 306
Μαρμάρινο Θωράκειο με σταυρό και ψευδοκουφικό διάκοσμο, από το
Αγίασμα του Χριστιανικού Ασκληπιείου της Αθήνας, πρώτο μισό 11ου αι.
Αθήνα, Βυζαντικό και Χριστιανικό Μουσείο
Marble closure panel with cross and pseudokoufik decoration, from the
Agiasma of the Christian Asklepieio of Athens, first half of 11th century
Athens, Byzantine and Christian Museum
Γυάλινο μυροδοχείο, πιθανώς από τη Συρία, 14ος αιώνας
Θεσσαλονίκη, Μουσείο βυζαντινού Πολιτισμού
Glass chrismal, probably from Syria, 14th century
Thessaloniki, Museum of Byzantine Culture
Ακριβές αντίγραφο χάλκινου σφαιρικού-κρικωτού αστρολάβου (φορητό
ηλιακό ρολόι) από τους Φιλίππους της Μακεδονίας, β’ μισό 3ου-α’ μισό
4ου αι.
Θεσσαλονίκη, ΝΟΗΣΙΣ, Κέντρο Διάδοσης Eπιστημών και Μουσείο Τεχνολογίας
Authentic copy of a copper spherical portable sundial (astrolabe) from
Filipoi in Macedonia, second half of 3d century - first half of 4th century
Thessaloniki, NOESIS Science Center and Technology Museum
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ARCHAEOLOGICAL MUSEUM OF THESSALONIKI
ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ.
ΑΝΕΞΙΤΗΛΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ
18 Σεπτεμβρίου 2011 - 30 Σεπτεμβρίου 2012
THE JEWS OF THESSALONIKI.
INDELIBLE MARKS IN SPACE
18 September 2011 - 30 September 2012
Οι Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη. Ανεξίτηλα σημάδια στον χώρο
Μια «αρχαιολογική» αναζήτηση μια κατάδυση στη στρωματογραφία της μνήμης μέσα από αντικείμενα,
εικόνες, πρόσωπα, κείμενα και αφηγήσεις για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης.
Μια διαδρομή στην πόλη του σήμερα με σταθμούς-τοπόσημα που συνδέονται με την εβραϊκή κοινότητα και
αποτυπώνουν τη θρησκευτική, κοινωνική, οικονομική και πνευματική της υπόσταση.
Μια έκθεση που επιχειρεί να ανασυνθέσει το παλίμψηστο της μεγαλύτερης εβραϊκής κοινότητας της
Ελλάδας, με οδηγούς τα απτά ή λανθάνοντα «ανεξίτηλα σημάδια» της πολύχρονης εβραϊκής παρουσίας
στην πόλη.
Ένα ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο που αποκαλύπτει μια ακόμη ιστορία της πόλης μέσα από την ιστορία
της εβραϊκής κοινότητας.
Μια απόπειρα του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης να γνωρίσουμε ξανά μια πόλη που, ενάντια στις
σαρωτικές αλλαγές στη φυσιογνωμία της, δε θέλει να ξεχάσει.
Μια έκθεση για την εύθραυστη δύναμη της μνήμης. Για το παρελθόν, συνειδητό και ασυνείδητο, δημόσιο και
ιδιωτικό, αποδεκτό ή αμφισβητούμενο.
Μέσα από τέσσερις εκθεσιακές ενότητες παρουσιάζεται η ιστορία της εβραϊκής κοινότητας από την
αρχαιότητα, όπου ανιχνεύονται οι απαρχές της παρουσίας των Εβραίων, μέχρι την τραγική εξόντωσή της
από τις ναζιστικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στην πρώτη ενότητα, σημείο αναφοράς-τοπόσημο αποτελεί το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, περιοχή όπου
εκτεινόταν το εβραϊκό νεκροταφείο. Από εδώ προέρχονται τα πρώτα εβραϊκά ταφικά μνημεία των ρωμαϊκών
χρόνων, μέσα από τα οποία γνωρίζουμε μια κοινότητα πλήρως ενσωματωμένη στο ελληνικό περιβάλλον που
διατηρεί όμως ταυτόχρονα την εθνική της συνείδηση και τη θρησκευτική της ταυτότητα. Με την παρουσίαση
επιτύμβιων μνημείων που καλύπτουν τη διάρκεια πολλών αιώνων τονίζεται η διαχρονικότητα του τόπου ως
χώρου ταφής των Εβραίων, από την αρχαιότητα έως τη βίαιη καταστροφή του το 1942 από τις ναζιστικές
δυνάμεις κατοχής.
Τη δεύτερη εκθεσιακή ενότητα αποτελεί η περιοχή του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης που
περιλαμβάνει τον άξονα της οδού Αριστοτέλους, το λιμάνι και την εμπορική αγορά, στη μορφή που
είχαν πριν την καταστροφική πυρκαγιά του 1917. Μέσα από σημεία αναφοράς, όπως η Αρχαία Αγορά
της Θεσσαλονίκης όπου βρισκόταν η εβραϊκή συνοικία Rogos, το ξενοδοχείο Ηλέκτρα Παλλάς στην
Αριστοτέλους, κτισμένο στη θέση της περίφημης Σχολής της Alliance, η Πλατεία Ελευθερίας, το Τελωνείο
στο λιμάνι, οι εμπορικές Στοές Σαούλ και Μοδιάνο, παρουσιάζονται αντικείμενα και πλούσιο εποπτικό και
αρχειακό υλικό που συνδέονται με την κατοικία, τη λατρεία, το εμπόριο, την εκπαίδευση, αλλά και την
κοινωνική και πολιτική δράση της κοινότητας.
Στην τρίτη ενότητα παρουσιάζεται η περιοχή της ανατολικής Θεσσαλονίκης, με τοπόσημα-εμβληματικά κτίρια
της πόλης. Ταυτόχρονα ξεδιπλώνεται η ιστορία γνωστών εβραϊκών οικογενειών, όπως αυτές των Αλλατίνι
και Μοδιάνο που συνέβαλαν στον αρχιτεκτονικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό της Θεσσαλονίκης στα τέλη
του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Εδώ τα εκθέματα αποτελούν υλικά ενθύμια, μαζί με φωτογραφίες
της εποχής και ιστορικά ντοκουμέντα.
Τέλος, η τέταρτη ενότητα επικεντρώνεται στην περιοχή του παλαιού σιδηροδρομικού σταθμού, όπου
βρίσκονταν εξαθλιωμένοι καταυλισμοί φτωχών Εβραίων (συνοικισμός Χιρς), οι οποίοι μετατράπηκαν από
τους Γερμανούς σε γκέτο. Εδώ συγκεντρώθηκαν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης και έγινε η μεταφορά τους
με τα τρένα του θανάτου στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η ενότητα αυτή αποτελεί τον δραματικό επίλογο
της εκθεσιακής αφήγησης.
Πλούσιο εποπτικό και οπτικοαουστικό υλικό, στο οποίο περιλαμβάνονται και ανέκδοτα κείμενα, φωτογραφίες,
χάρτες και ηχητικά ντοκουμέντα, πλαισιώνει τις θεματικές ενότητες. Τα αντικείμενα της έκθεσης
προέρχονται από το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, την 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, το
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης και το
Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Για την υλοποίηση της έκθεσης το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
συνεργάστηκε ακόμη με την Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης, το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα και το
Κέντρο Ιστορίας του Δήμου Θεσσαλονίκης.
309 \ 310
Νεαροί Εβραίοι στο συνοικισμό-στρατόπεδο Χιρς, 1942-43
Young Jews in the settlement-camp Hirsch, 1942-43
Μύλοι Αλλατίνι, περ. 1901
The Allatini mills, c. 1901
Τhe Jews of Thessaloniki. Indelible marks in space
An “archaeological” quest; a dive in the stratigraphy of memory through objects, images, faces, texts, and
narratives about the Jews of Thessaloniki.
A route in the modern city with stations-landmarks relating to the Jewish community and tracing its religious, social, economic, and intellectual substance.
An exhibition attempting to reconstruct the palimpsest of the largest Jewish community in Greece, having
as a guide the tangible or remised “indelible marks” of the long Jewish presence in the city.
A journey in space and time revealing an alternative history of the city through the history of the Jewish
community.
An attempt of the Archaeological Museum of Thessaloniki to meet again a city which denies forgetting,
against the sweeping changes to its face.
An exhibition on the fragile power of memory; on the past, conscious and unconscious, public and private,
acceptable or debatable.
The history of the Jewish community is presented through four exhibition sections, from the antiquity times,
when the first signs of the Jewish presence are traced, up to its tragic obliteration by the Nazi forces during
World War II.
In the first section, landmark of reference is the University of Thessaloniki, an area where the Jewish cemetery extended. The first Jewish funerary monuments of the Roman period come from this area and inform
us about a community, which was fully incorporated in the Greek environment, but nonetheless preserved
its national awareness and religious identity. The presentation of the funerary monuments covers many
centuries and underlines the diachronic character of the area as a burial place of the Jews, from antiquity
up to its violent destruction in 1942 by the Nazi occupation forces.
The second exhibition section unit focuses on the area of the historical centre of Thessaloniki and includes
Aristotelous street, the port, and the commercial market, as they were before the destructive fire of 1917.
Through reference points, such as the Ancient Agora of Thessaloniki where the Jewish quarter Rogos was
located, the Electra Palace hotel at Aristotelous street, built in the place of the famous school of Alliance,
the Liberty Square, the customs-house at the port, the commercial Stoas of Saul and Modiano, the exhibits
are presented accompanied by rich informative and archival material related to residence, worship, trade,
education, along with the social and political activity of the community.
In the third section, the area of the eastern Thessaloniki is presented, with emblematic buildings-landmarks
of the city. In parallel, the history of renowned Jewish families is unraveled, such as the Allatini and the Modiano families, which contributed to the architectural and economic modernization of Thessaloniki in the late
19th and early 20th century. The exhibits here include material relics, together with photographs of the era
and historical documents.
In the end, the fourth section focuses on the area of the old train station, where the miserable settlements
of the poor Jews were placed (Hirsch settlement) and were eventually transformed into ghettos by the
Germans; here the Jews of Thessaloniki where gathered and transported by the trains of death to the concentration camps. This exhibition section comprises the dramatic epilogue of the exhibition narrative.
Rich informative and audiovisual material, including unpublished texts, photographs, maps, and audio
documents is accompanying the thematic units. The exhibits come from the Archaeological Museum of
Thessaloniki, the 9th Ephorate of Byzantine Antiquities, the Museum of Byzantine Culture, the Folklife and
Ethnological Museum of Macedonia and Thrace, and the Jewish Museum of Thessaloniki. The Archaeological
Museum of Thessaloniki also collaborated with the Israeli Community of Thessaloniki, the Museum for the
Macedonian Struggle, and the Thessaloniki History Centre.
311 \ 312
Η στοά των Ειδώλων (Las Incanadas, οι «Μαγεμένες» στα σεφαραδίτικα)
στην αυλή σπιτιού στην εβραϊκή συνοικία Rogos
The portico of Idols (Las Incantadas,“Τhe enchanted ones” in sephardic)
in the courtyard of a house in the Jewish quarter Rogos
Η περίφημη Σχολή της Alliance πριν την πυρκαγιά του 1917, στην
περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το ξενοδοχείο Ηλέκτρα Παλλάς στην
Αριστοτέλους.
The famous school of the Alliance before the fire of 1917, where now
stands the Electra Palace hotel at Aristotelous street
ΤΕΛΛΟΓΛΕΙΟ ΙΔΡΥΜΑ ΤΕΧΝΩΝ Α.Π.Θ.
TELOGLION FOUNDATION OF ART AUTh
ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΦΟΥΣΤΑΤΗ
4 Νοεμβρίου 2011 – 28 Ιανουαρίου 2012
PIECES AND FRAGMENTS FROM FUSTAT
4 November 2011 – 28 January 2012
Θραύσματα και σπαράγματα από τη Φουστάτη
Ισλαμική τέχνη από την Αίγυπτο, 8ος-14ος αιώνας
Συλλογές Μουσείου Μπενάκη
Το Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών Α.Π.Θ., στο πλαίσιο της 3ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης,
οργανώνει την έκθεση με τίτλο Θραύσματα και σπαράγματα από τη Φουστάτη. Ισλαμική Τέχνη από την
Αίγυπτο, 8ος-14ος αιώνας, Συλλογές Μουσείου Μπενάκη. Η Φουστάτη ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της
Ισλαμικής Αιγύπτου μετά από την κατάκτησή της από τους Άραβες. Η πόλη χτίστηκε το 642 μ.Χ. από έναν
στρατηγό, τον Amr ibn al-As. Από τον 7ο μ.Χ μέχρι τον 14ο μ.Χ. αιώνα η Φουστάτη ήταν μια ακμάζουσα
εμπορική πόλη και εξελίχτηκε σε μια από τις σημαντικότερες πρωτεύουσες του τότε κόσμου. Οι ιστορίες
ανθρώπων που ταξίδεψαν στην Φουστάτη κατά τον 9ο αιώνα, μιλούν για κατασκευές τόσο ψηλές που θα
χρειαζόταν κανείς πυρσούς για να φωτίζει τους δρόμους ακόμη και όταν ο ήλιος ήταν ψηλά. Μια σειρά
από καταστροφές θα οδηγήσουν την πόλη σε σταδιακή παρακμή. To 1168 μ.Χ., καθώς οι Σταυροφόροι
πλησίαζαν την ατείχιστη πόλη, ο Βεζίρης Shawar διέταξε να την πυρπολήσουν για να μην πέσει στα χέρια
τους.
Η Φουστάτη, η οποία αποτελεί σήμερα τμήμα του παλαιού Καΐρου, είναι επίσης γνωστή για τα αρχαιολογικά
κατάλοιπα που ήρθαν στο φως τα τελευταία εκατό χρόνια. Τα ευρήματα αυτά, που προέρχονται από τους
πλούσιους αποθέτες της, προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες για το ένδοξο παρελθόν της πόλης και
κοσμούν τις προθήκες σημαντικών μουσείων, αλλά και ιδιωτικές συλλογές. Σύγχρονες ανασκαφές μας
δείχνουν μια πόλη με πλούτο και πολύ καλή οργάνωση.
Για την υλοποίηση της έκθεσης το Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών συνεργάζεται με το Μουσείο Ισλαμικής
Τέχνης-Μουσείο Μπενάκη της Αθήνας, το οποίο παρουσιάζει μουσειακό υλικό από τις αποθήκες του που
δεν έχει εκτεθεί ποτέ στο παρελθόν. Αποτελούν μέρος της περίφημης συλλογής που ο Αντώνης Μπενάκης
είχε αρχίσει να συγκροτεί στην Αίγυπτο στις αρχές του 20ού αιώνα, εποχή που η Φουστάτη ήταν ακόμη ένας
μύθος και λίγοι μπορούσαν να αναγνωρίσουν την αξία των θραυσμάτων που βρίσκονταν σε συγκεκριμένα
σημεία απόθεσης στο παλαιό Κάιρο, στην Ανατολική πλευρά του Νείλου. Πρόκειται για γυάλινα και κεραμικά
θραύσματα με διακοσμητικά μοτίβα και γραπτή διακόσμηση, ξυλόγλυπτα πλακίδια και μικροαντικείμενα,
αγγεία, φίλτρα και σφραγίδες, κεραμικά και λίθινα λυχνάρια, καθώς και μια ψάθα από την Τιβεριάδα του
10ου αιώνα, τα οποία σε συνδυασμό με αραβικά χειρόγραφα, από την προσωπική συλλογή του Νέστορα
και της Αλίκης Τέλλογλου, καθώς και έπιπλα από τον Λίβανο, συνθέτουν μια ελκυστική και παράλληλα
εμπεριστατωμένη εικόνα του αραβικού κόσμου, άγνωστη ακόμη και για τους ειδικούς. Με αυτόν τον τρόπο
στην έκθεση συνδυάζονται ζητήματα που έχουν να κάνουν με την αξία του σπαράγματος ως τεκμηρίου
ενός πολιτισμού καθώς και με το ύφος και τις προτεραιότητες των συλλεκτών στην Ελλάδα. Μέσα από τα
αντικείμενα αλλά και από το εποπτικό υλικό ο θεατής μεταφέρεται σε έναν άλλο πολιτισμό, σε μια «αόρατη
πόλη» που η τύχη της καθορίστηκε από την έντονα φορτισμένη ιστορικά και πολιτικά θέση της.
Η έκθεση φιλοξενείται στο Τελλόγλειο Ίδρυμα από το Νοέμβριο του 2011 έως και τον Ιανουάριο του
2012. Όπως συμβαίνει με όλες τις εκθέσεις του Τελλογλείου, έτσι και η συγκεκριμένη θα συνοδεύεται από
ανάλογο εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μαθητές πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το οποίο
διαμορφώνεται και υλοποιείται με βάση τα εκθέματα της έκθεσης. Επίσης προβλέπεται να φιλοξενηθούν
παράλληλες εκδηλώσεις μουσικής, θεάτρου, χορού, θεματικά εικαστικά εργαστήρια για μικρούς και
μεγάλους σε συνεργασία με τα αντίστοιχα Τμήματα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και άλλους
πολιτιστικούς φορείς της Θεσσαλονίκης.
Δρ. Παναγιώτης Μπίκας
Ιστορικός της Τέχνης
315 \ 316
Κεραμικό φίλτρο, Αίγυπτος 12ος-13ος αιώνας
Clay filter, Egypt, 12th-13th century A.D.
Κεραμική λυχνία, Αίγυπτος, 9ος-10ος αιώνας
Clay oil lamp, Egypt, 9th-10th century A.D.
Κεραμική σφραγίδα, Αίγυπτος
Clay seal, Egypt
Pieces and Fragments from Fustat
Islamic art from Egypt, 8th-14th century
Benaki Museum Collections
The Teloglion Foundation of Art AUTh, within the framework of the 3rd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art, is organizing the exhibition Pieces and Fragments from Fustat. Islamic Art from Egypt, 8th-14th
century, Benaki Museum Collections. Fustat was the first capital of Islamic Egypt, following the conquest
of the country by the Arabs. The city was built in 642 AD by the general Amr ibn al-As. From the 7th to the
14th century AD Fustat was a prosperous trade center and evolved into one of the most important capitals
of the known world. According to narrations of travelers visiting Fustat in the 9th century, the city boasted
buildings so tall that torches were needed to light the city even in daytime. After a succession of disastrous
events, the city gradually declined. In 1168 AD, with the Crusaders approaching the non-walled city, vizier
Shawar ordered Fustat to be burned down, so as to save it from falling into the enemy’s hands.
Fustat, part of old Cairo in our day, is also well known for the archaeological ruins that were unearthed during the last hundred years. The findings, remnants of its rich inhabitants, offer valuable information about the
glorious past of the city, and figure prominently in many important museums and private collections around
the world. Recent excavations have revealed a city of great wealth and sophisticated structures.
For the materialisation of this exhibition the Teloglion Foundation has collaborated with the Benaki Museum of Islamic Art. The latter presents exhibits from its archival collections that have never previously been
shown to the public up till now. They are part of the renowned collection of Antonis Benakis, who started
collecting in Egypt at the beginning of the 20th century; a period of time when Fustat was still a legend and
very few people could comprehend and appreciate the value of the fragments found in certain deposition
areas of old Cairo, at the eastern bank of the Nile. The exhibits include glass and ceramic fragments with
decorative motifs and inscriptions, carved wooden panels, and small objects, vessels, filters and seals, ceramic and stone oil lamps, as well as a matting from 10th century Tiberias, which, combined with the Arabic
manuscripts from the personal collection of Nestoras and Aliki Teloglou, and the furniture from Lebanon,
composes an attractive and comprehensive image of the Arab world, unknown even to experts. Thus, the
exhibition touches on issues relating both to the value of fragments as cultural exhibits and to the style and
preferences of collectors in Greece. The exhibits and supporting visual material transport the visitor into another culture, into an “invisible city”, the fate of which was defined by its crucial historic and political position.
The exhibition will be hosted at the Teloglion Foundation from November 2011 to January 2012, and as in
the case of all Teloglion exhibitions, it will be complemented by a program based on the exhibits and tailored
to the educational needs of elementary and high-school students. In addition, parallel events are scheduled
and include music, theatre, dance, and thematic art workshops for all ages, in collaboration with the pertinent departments of Aristotle University and other cultural entities of Thessaloniki.
Dr Panagiotis Bikas
Art historian
317 \ 318
Λίθινη λυχνία, Αίγυπτος 12ος-13ος αιώνας
Stone oil lamp, Egypt, 12th-13th century A.D.
Ξυλόγλυπτο κτένι, Αίγυπτος 13ος-14ος αιώνας
Carved wood comb, Egypt, 13th-14th century A.D.
ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ 5 ΜΟΥΣΕΙΩΝ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜAΤΩΝ
5 MUSEUMS’ MOVEMENT
CREDITS OF THE PARALLEL PROGRAMMES
ΚΡΑΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
STATE MUSEUM OF CONTEMPORARY ART
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
Μαρία Τσαντσάνογλου
Αγγελική Χαριστού
CURATORS
Angeliki Charistou
Maria Tsantsanoglou
ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Χρύσα Ζαρκαλή
PUBLIC RELATIONS
Chrysa Zarkali
ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΡΓΩΝ
Όλγα Φώτα
REGISTRAR
Olga Fota
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
Γιώργος Ευσταθουλίδης
PRODUCTION SUPERVISOR
Yiorgos Efstathoulidis
ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΟΣ-ΦΩΤΙΣΜΟΙ
Κώστας Κοσμίδης
ELECTRICIAN-LIGHTING TECHNICIAN
Kostas Kosmidis
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ
Οργάνωση-Συντονισμός
Εύη Παπαβέργου
Κατερίνα Παρασκευά
Εφαρμογή
Ευανθία Βολογιαννίδου
Τάνια Βλαχομήτρου
EDUCATIONAL PROGRAMMES
Organization-Coordination
Evi Papavergou
Katerina Paraskeva
Planning-Implementation
Evanthia Vologiannidou
Tania Vlaxomitrou
ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΡΓΩΝ
Γ. Καραβίας και συνεργάτες
INSURANCE OF ARTWORKS
G. Karavias and partners
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
MACEDONIAN MUSEUM OF CONTEMPORARY ART
ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ
Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Θεσσαλονίκη (ΜΜΣΤ)
(www.mmca.org.gr)
ΟRGANIZER
Macedonian Museum of Contemporary Art, Thessaloniki, Greece
(www.mmca.org.gr)
ΣΕ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ:
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) - Τμήμα Αρχιτεκτόνων
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης - Πολιτιστικό Κέντρο
Θεσσαλονίκης (MIET)
Ινστιτούτο Μοχάμετ Άλι για την Έρευνα της Ανατολικής Παράδοσης,
Καβάλα (IMARET)
IN COLLABORATION WITH
Aristotle University of Thessaloniki, Greece (AUTh) - School of
Architecture
National Bank of Greece Cultural Foundation - Thessaloniki Centre
(MIET)
Institute Mohamed Ali, Kavala, Greece (IMARET)
ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ξανθίππη Σκαρπιά-Χόιπελ
(Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, ΜΜΣΤ)
Κατερίνα Καμάρα
(Γενική Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου, ΜΜΣΤ)
Ματούλα Σκαλτσά (Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, ΜΜΣΤ)
Ντένης Ζαχαρόπουλος (Καλλιτεχνικός Διευθυντής, ΜΜΣΤ)
Γιώργος Παπακώστας (Πρόεδρος, Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ)
Ιωάννης Επαμεινώνδας (Διευθυντής, MIET Θεσσαλονίκης)
Άννα Τζούμα Μισιριάν (Πρόεδρος, IMARET)
ORGANIZING COMMITEE
Xanthippi Skarpia-Heupel
(President of the Board of Directors, MMCA)
Katerina Kamara
(Secretary General of the Board of Directors, MMCA)
Matoula Skaltsa (Member of the Board of Directors, MMCA)
Denys Zacharopoulos (Artistic Director, MMCA)
Giorgos Papakostas
(President of the School of Architecture, AUTh)
Ioannis Epaminondas (Director, MIET - Thessaloniki Centre)
Anna Tzouma Missirian (President, IMARET)
ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ PROJECT
Χρήστος Σαββίδης
ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ
“Roaming Images - Έκθεση”: Iara Boubnova
“Roaming Images - Routes”: Σωτήριος Μπαχτσετζής
ΤΟΠΙΚΟΙ ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ / ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΕΣ
Κλίτσα Αντωνίου, Γαβριήλ Κουρέας (Κύπρος)
Tal Ben Zvi και Hanna Farah-Kufer Bir’im (Palestinian Art Gallery,
Τζάφα, Ισραήλ)
Rola Khayyat (Βηρυτός, Λίβανος)
Delphine Leccas (Association IN, Δαμασκός, Συρία)
Hassan Meer (Ομάν)
Giuseppe Moscatello (Maraya Art Centre, Σάρτζα, ΗΑΕ)
Sarah Rifky - Wael Shawky (Mass-Alexandria, Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος)
ΤΟΠΙΚΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΦΟΡΕΙΣ
ΑΙΝ non-profit association (Δαμασκός, Συρία)
ARTos Foundation (Λευκωσία, Κύπρος)
Bidoun Projects
Jaffa Salon of Palestinian Art (Τζάφα, Ισραήλ)
Maraya Art Center (Σάρτζα, ΗΑΕ)
Mass Alexandria (Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος)
Zico House (Βηρυτός, Λίβανος)
Υπουργείο Παιδείας & Πολιτισμού Κύπρου – Πολιτιστικές Υπηρεσίες
ΓΕΝΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ
Λυδία Χατζηιακώβου
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ
“Photography as a Means of Creating or Subverting Stereotypes”
Λένα Αθανασοπούλου
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΥ
Ιωάννα Σουρούδη (ΜΜΣΤ)
ΕΚΘΕΣΙΑΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης
Εγνατία 154 (εντός ΔΕΘ)
ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης, Βίλα Μεχμέτ Καπαντζή, Βασιλίσσης Όλγας 108
PROJECT LEADER
Christos Savvidis
CURATORS
“Roaming Images - Exhibition”: Iara Boubnova
“Roaming Images - Routes”: Sotirios Bahtsetzis
CORRESPONDING CURATORS / COORDINATORS
Klitsa Antoniou, Gabriel Koureas (Cyprus)
Tal Ben Zvi and Hanna Farah-Kufer Bir’im (Palestinian Art Gallery,
Jaffa, Israel)
Rola Khayyat (Beirut, Lebanon)
Delphine Leccas (Association IN, Damascus, Syria)
Hassan Meer (Oman)
Giuseppe Moscatello (Maraya Art Centre, Sharjah, UAE)
Sarah Rifky - Wael Shawky (Mass-Alexandria, Alexandria, Egypt)
LOCAL PARTNER ORGANIZATIONS
ΑΙΝ non-profit association (Damascus, Syria)
ARTos Foundation (Nicosia, Cyprus)
Bidoun Projects
Jaffa Salon of Palestinian Art (Jaffa, Israel)
Maraya Art Center (Sharjah, UAE)
Mass Alexandria (Alexandria, Egypt)
Zico House (Beirut, Lebanon)
Ministry of Education & Culture of Cyprus – Cultural Services
GENERAL COORDINATION
Lydia Chatziiakovou
CURATOR - PARALLEL EXHIBITION
“Photography as a Means of Creating or Subverting Stereotypes”
Lena Athanasopoulou
CATALOGUE DESIGN
Joanna Souroudi (MMCA)
EXHIBITION VENUES IN THESSALONIKI
Macedonian Museum of Contemporary Art
154 Egnatia Str. (within the grounds of Thessaloniki International
Fair)
Thessaloniki Centre of MIET, Villa Kapandji, 108 Vasilissis Olgas Str.
ΜΟΥΣΕΙΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
MUSEUM OF BYZANTINE CULTURE
ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΕΚΘΕΣΗΣ
Σουζάνα Χούλια- Καπελώνη
Διευθύντρια Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού
COORDINATION
Susanna Choulia-Kapeloni
Director, Museum of Byzantine Culture
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ
Σταμάτιος Χονδρογιάννης
αρχαιολόγος, Προϊστάμενος Τμήματος Εκθέσεων
CURATOR
Stamatios Chondrogiannis
archaeologist, Head of Exhibitions Dept
ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
Παναγιώτης Καμπάνης
Νίκος Μπονόβας
Μαρία Πολυχρονάκη
Αναστάσιος Σινάκος
Αντιγόνη Τζιτζιμπάση
Σταμάτιος Χονδρογιάννης
αρχαιολόγοι
MUSEOLOGICAL STUDY
Panagiotis Kambanis
Nikos Bonovas
Maria Polychronaki
Anastasios Sinakos
Antigoni Tzitzibassi
Stamatios Chondrogiannis
archaeologists
ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΥΛΙΚΟΥ
Νίκος Μπονόβας
Αντιγόνη Τζιτζιμπάση
EXHIBITION MATERIAL
Nikos Bonovas
Antigoni Tzitzibassi
ΜΟΥΣΕΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ
Γεωργία Σκορδαλή
Ευθυμία Παπασωτηρίου
αρχιτέκτονες μηχανικοί
MUSEOGRAPHIC DESIGN
Georgia Skordali
Efthymia Papasotiriou
architects engineers
ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ & ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Κατερίνα Μπιλιούρη
αρχαιολόγος – μουσειολόγος
PUBLIC RELATIONS & COMMUNICATION
Katerina Biliouri
archaeologist museologist
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΕΚΘΕΜΑΤΩΝ
Λάζαρος Αποκατανίδης
Δήμητρα Δροσάκη
Βασιλική Κωστοπούλου
Κυριάκος Μαθιός
Μαγδαληνή Μουρατίδου
συντηρητές αρχαιοτήτων
CONSERVATION OF EXHIBITS
Lazaros Apokatanidis
Dimitra Drosaki
Vasiliki Kostopoulou
Kyriakos Mathios
Magdalini Mouratidou
conservators of antiquities
ΤΕΧΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ
Τεχνικό Τμήμα ΜΒΠ
Στέφανος Σερδάρης, εργοδηγός
TECHNICAL SUPPORT
Technical Dept, MBC
Stefanos Serdaris, foreman
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ
Ρένα Βεροπουλίδου, αρχαιολόγος
Εύα Φουρλίγκα, αρχαιολόγος μουσειολόγος
EDUCATIONAL PROGRAMMES
Rena Veropoulidou, archaeologist
Eva Fourligka, archaeologist museologist
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
Deborah Brown Kazazis
TRANSLATIONS
Deborah Brown Kazazis
Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού ευχαριστεί θερμά τους
παρακάτω συνεργαζόμενους φορείς:
4η ΕΒΑ, Ρόδος
6η ΕΒΑ, Πάτρα
7η ΕΒΑ ,Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας
9η ΕΒΑ, Θεσσαλονίκη
10η ΕΒΑ, Πολύγυρος
23η ΕΒΑ, Χαλκίδα
25η ΕΒΑ, Κόρινθος
17η ΕΠΚΑ, Μουσείο Πέλλας
Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα
Νομισματικό Μουσείο, Αθήνα
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Κεντρική Βιβλιοθήκη
Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, Ηράκλειο
Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα
ΝΟΗΣΙΣ Κέντρο Διάδοσης Επιστημών & Μουσείο Τεχνολογίας,
Θεσσαλονίκη
The Museum of Byzantine Culture cordially thanks the following collaborating partners:
4th EBA [Ephorate of Byzantine Antiquities], Rhodes
6th EBA, Patras
7th EBA, Diachronic Museum of Larissa
9th EBA, Thessaloniki
10th EBA, Polygyros
23rd EBA, Chalkida
25th EBA, Corinth
17th EPKA, Museum of Pella
Byzantine and Christian Museum, Athens
National Archaeological Museum, Athens
Numismatic Museum, Athens
Aristotle University of Thessaloniki, Central Library
Historical Museum of Crete, Herakleion
Benaki Museum, Athens
NOESIS, Science Center and Technology Museum, Thessaloniki
The exhibition is organised with the financial support of OPAP.
Η έκθεση πραγματοποιείται με την οικονομική ενίσχυση του ΟΠΑΠ.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ARCHAEOLOGICAL MUSEUM OF THESSALONIKI
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ - ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Πολυξένη Αδάμ-Βελένη, διευθύντρια Α.Μ.Θ.
Ευαγγελία Στεφανή, προϊσταμένη τμήματος Εκθέσεων
Ελευθερία Ακριβοπούλου, αρχαιολόγος-μουσειολόγος
Αγγελική Κουκουβού, αρχαιολόγος
SCIENTIFIC-ORGANIZING COMITTEE
Archaeological Museum of Thessaloniki
Polyxeni Adam-Veleni, director of the Archaeological
Museum of Thessaloniki
Evanghelia Stefani, director of the Exhibitions Department
Eleytheria Akrivopoulou, archaeologist-museologist
Angeliki Koukouvou, archaeologist
Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Ευάγγελος Χεκίμογλου, έφορος Εβραϊκού Μουσείου
Θεσσαλονίκης
ΜΟΥΣΕΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ
Αλκμήνη Πάκα, επίκουρη καθηγήτρια Α.Π.Θ, αρχιτέκτων
μηχανικός
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ
Έλλη Γκαλά-Γεωργιλά, πολιτικός μηχανικός
Τζέκι Μπενμαγιόρ, Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Έρικα Περαχιά, Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης
ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Αγνή Αποστολίδου, αρχαιολόγος - μουσειολόγος
ΤΕΧΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ
Στέλιος Καραμπίκας, αρχιτεχνίτης
Χρήστος Πλιάκος, αρχιτεχνίτης
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
Αναστασία Δημουλά, αρχαιολόγος
ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΦΟΡΕΙΣ
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού
9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων
Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Λαογραφικό & Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας - Θράκης
Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στην Ισραηλιτική Κοινότητα
Θεσσαλονίκης, το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα και το Κέντρο
Ιστορίας του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Jewish Museum of Thessaloniki
Evanghelos Hekimoglou, ephor of the Jewish Museum of
Thessaloniki
Museographic planning
Alkmini Paka, assistant professor, Aristotle University of
Thessaloniki, architect
SCIENTIFIC CONSULTANS
Elli Gala-Georgila, civil engineer
Jeki Benmayor, Jewish Museum of Thessaloniki
Erika Perahia, Jewish Museum of Thessaloniki
PUBLIC RELATIONSHIPS
Agni Apostolidou, archaeologist-museologist
TECHNICAL SUPPORT
Stelios Karampikas, technician
Christos Pliakos, technician
TRANSLATIONS
Anastasia Dimoula, archaeologist
COLLABORATING INSTITUTIONS
Museum of Byzantine Culture
9th Ephorate of Byzantine Antiquities
Jewish Museum of Thessaloniki
Folklife & Ethnological Museum of Macedonia-Thrace
We are particularly grateful to the Israeli Community of
Thessaloniki, the Museum for the Macedonian Struggle and the
Thessaloniki History Centre.
ΤΕΛΛΟΓΛΕΙΟ ΙΔΡΥΜΑ ΤΕΧΝΩΝ Α.Π.Θ.
TELOGLION FOUNDATION OF ART AUTh
ΓΕΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Καθηγήτρια Αλεξάνδρα Γουλάκη Βουτυρά
GENERAL SUPERVISION
Professor Alexandra Goulaki Voutyra
General Secretary of the Board of Trustees of the Teloglion
Foundation A.U.Th.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗΣ
Μουσείο Μπενάκη – Αθήνα:
Δρ. Ροζάννα Μπαλλιάν
ΤΕΛΛΟΓΛΕΙΟ ΙΔΡΥΜΑ ΤΕΧΝΩΝ Α.Π.Θ.
Δρ. Παναγιώτης Μπίκας
Χριστίνα Τσαγκάλια
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Άρτεμις Πλουμπή
CURATORS
Benaki Museum-Athens:
Rosanna Ballian
TELOGLION FOUNDATION OF ART A.U.Th.
Panagiotis Bikas
Christina Tsagkalia
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ-ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΠΟΠΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥΠΡΟΒΟΛΗ
Αναστασία Σταμάτη
DEPARTMENT OF ADMINISTRATIVE SERVICES
Artemis Ploumpi
ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ
Ελένη Χρονοπούλου
DIGITALIZATION-DESIGNING OF VISUAL MATERIALPROMOTION
Anastassia Stamati
ΑΡΧΕΙΟ-ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
Σοφία Τσώχου
ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ
Λάζαρος Θεοδωρακίδης
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ
Ειρήνη Ζώη
Μαρία Μπατσιούλα
Αναστασία Παναγιωτοπούλου
ΤΕΧΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ
Δημήτρης Κοντάκης
Λούης Ρεϋμόνδος
Παναγιώτης Κουτσούμπας
ΥΠΟΔΟΧΗ-ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Δόμνα Παραφέστα
Αιμίλιος Σκλαβούνος
SECRETARY
Eleni Chronopoulou
ARCHIVE-PARALLEL EVENTS
Sophia Tsohou
PRESS OFFICE
Lazaros Theodorakidis
EDUCATIONAL PROGRAMS
Eirini Zoi
Maria Batsioula
Anastassia Panagiotopoulou
TECHNICAL SUPPORT
Dimitris Kontakis
Luis Reymondos
Panagiotis Koutsoumpas
RECEPTION-COMMUNICATION
Domna Parafesta
Aimilios Sklavounos
Μουσειοπαιδαγωγικό/
εκπαιδευτικό
πρόγραμμα
«Η Μπιενάλε πάει…
σχολείο!
Tο εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Η Μπιενάλε πάει …σχολείο!» απευθύνεται σε μαθητές της
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Για το σχεδιασμό του συνεργάστηκαν άνθρωποι από τρεις
ξεχωριστές γνωστικές ειδικότητες (ιστορικοί τέχνης, μουσειολόγοι και μουσειοπαιδαγωγοί) και κατά
τη διαδικασία έχουν ληφθεί υπόψη τόσο το γνωστικό επίπεδο και τα ενδιαφέροντα των μαθητών,
όσο και η γνωριμία τους με το αντικείμενο της Τέχνης μέσα από τη διδακτέα ύλη των σχολικών
μαθημάτων (έκθεση ιδεών, νέα ελληνικά και μαθήματα επιλογής όπως το σχέδιο, η αισθητική αγωγή,
τα καλλιτεχνικά, η θεατρική αγωγή κ.λπ.).
Στόχοι
Οι βασικοί στόχοι του προγράμματος «Η Μπιενάλε πάει …σχολείο!» περιλαμβάνουν τόσο την
παρουσίαση του θεσμού της Μπιενάλε και της σημασίας που αποκτά η διοργάνωσή της σε πόλη
της βόρειας Ελλάδας, όσο και την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των μαθητών γύρω από τους
μουσειακούς χώρους, τις εικαστικές εκθέσεις και την παρουσία της τέχνης όχι μόνο στους παραπάνω
χώρους, αλλά κυρίως στην καθημερινή ζωή και τα βιώματα των ίδιων των παιδιών μέσα από πολλούς
δρόμους και ποικίλες εκφάνσεις.
Βασική επίσης επιδίωξη του μουσείου είναι να δώσει μέσω του προγράμματος αυτού τη δυνατότητα στους
μαθητές να εκφραστούν και να διατυπώσουν ερωτήματα, να θέσουν προβληματισμούς και να καταθέσουν
τις δικές τους εμπειρίες και βιώματα σχετικά με την τέχνη και τις επισκέψεις σε μουσειακούς χώρους.
Εφαρμογή
Η εφαρμογή του προγράμματος πραγματοποιείται μέσα στο ίδιο το σχολικό περιβάλλον (σχολικές
αίθουσες, αμφιθέατρα, αίθουσες εκδηλώσεων των σχολείων) και έχει διάρκεια όσο μία
σχολική ώρα, περίπου 45 λεπτά. Με εργαλείο την προβολή
ενός προγράμματος ψηφιακών διαφανειών,
το οποίο προβάλλεται στους μαθητές, δίνονται
σε αυτούς ερεθίσματα και διατυπώνονται ποικίλα
ερωτήματα που αφορούν το ρόλο της τέχνης
και των μουσείων (ξεκινώντας συνήθως από
προηγούμενες εποχές και καταλήγοντας στη
σημερινή πραγματικότητα). Σταδιακά αναπτύσσεται
ένας διάλογος μεταξύ των μουσειοπαιδαγωγών και
των μαθητών γύρω από τα ζητήματα αυτά, ο οποίος
αποσκοπεί τόσο στην ενημέρωση των τελευταίων γύρω
από την καλλιτεχνική δημιουργία, ιδιαίτερα τη σύγχρονη,
όσο και στην κατάθεση των βιωμάτων και των προβληματισμών
τους σχετικά με τη λειτουργία -και γιατί όχι- την αναγκαιότητα της
τέχνης στη διαμόρφωση μιας ουσιαστικής και ποιοτικής ζωής.
327 \ 328
Educational museum program
“Biennale goes to… school!”
The educational program “Biennale goes to… school!” addresses
secondary education students. It was designed by specialists from
three fields (art historians, museologists and museum educators),
taking under consideration the knowledge level and interests of
the students, and also the familiarity they have acquired with the
arts through the school curriculum (which includes essay writing
and modern Greek as obligatory courses, and offers, among
others, as optional the following courses: design, aesthetics, art
education and theatre education).
Goals
The major goals of the program “Biennale goes to… school!”
are to present the institution of the Biennale and the importance
of such an institution being hosted in a city of Northern Greece,
and to inform and stimulate the students to learn more about
museums, art exhibitions and the presence of art, not only in the
aforementioned spaces, but primarily in their everyday lives and
experiences, through various ways and in multiple forms.
Another major aim of the museum’s initiative is to offer students
the opportunity to express themselves, pose questions, raise issues and talk about their experience regarding their contact with
art and their visits to museums.
Implementation
The program takes place in the school environment (classes, auditoriums and halls). Its duration is the same with the
45-minute classes of Greek schools. The program is implemented by two museum educators and the museum also
provides a p/c and a projector for its application. It includes
the projection of digital slides encouraging students to pose
various questions pertaining to the role of the arts and
museums (beginning from previous eras and ending up
in today’s reality). Gradually, the students and museum
educators will be involved in a dialogue on these issues,
which aims to inform them on the latest developments in
artistic creation -with an emphasis on contemporary artand to allow students to talk about their experiences
and raise issues about the function -or even necessityof art in shaping a meaningful and qualitative way of
living.
ISBN 978-960-9409-12-4