Κατέβασμα σε PDF

υγ. home
Ο Γιώργος Ιωάννου φωτογραφίζει χώρους που κάποιοι κάποτε τους εγκατέλειψαν χωρίς να υποψιάζονται πως
μεταγενέστερα κάποιοι άλλοι, σ’ αυτή την εγκατάλειψη θα έβρισκαν έναν τρόπο να φτιάξουν το δικό τους σπιτικό.
editorial
ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΞΕΝΟΥ
Η στέγη κάνει περίεργους θορύβους. Λες και
κάποιος περπατά πάνω στα κεραμίδια. «Νυφίτσες θα ’ναι» λέει ο κολλητός. «Σιγά μην είναι
νυφίτσες» του απαντώ, τίποτα δεν είναι, έτσι
είναι οι ξύλινες οροφές, κάνουν περίεργους θορύβους, μα εκείνος επιμένει πως πρέπει - λέεινα καλέσω τον ∆ήμο να ψεκάσει. ∆ιασκεδάζω
με τις φοβίες του, όπως διασκεδάζω και με τους
θορύβους στην οροφή. «Μπορεί να ’ναι οι φύλακες άγγελοί μου και κάνουν βόλτα» του λέω,
εκείνος με κοιτά παράξενα, «πρόσεξε μη σου
σαλέψει επειδή μπήκες σε καινούριο σπίτι»,
προστάζει, «μα δεν είναι απλά ένα καινούριο
σπίτι» του απαντώ, είναι μια ευχή που έκανα
και έγινε αλήθεια, «με τέτοια μυαλά που κουβαλάς σε όλα βλέπεις ευχές», μου απαντά και γελά
δυνατά με κείνο το γέλιο που μαρτυρά πως το
απολαμβάνει να ’ναι απλωμένος στον καναπέ
μου και να κοιτά προς την οροφή, η οποία είναι
σχεδόν τέσσερα μέτρα ψηλή, μπορεί και παραπάνω και είναι μάλλον γι’ αυτό που νιώθουμε
απόψε λες και είμαστε ξανά μικρούληδες. «Να
φέρεις ένα συνεργείο» πετάγεται η κολλητή, η
οποία επίσης περιεργάζεται την οροφή. «Να
σου καθαρίσει τους ανεμιστήρες, είναι πολύ
ψηλά δεν μπορείς μόνη σου, χρειάζεται συνεργείο, δεν ξέρεις εσύ πόση σκόνη μαζεύτηκε εκεί
πάνω», η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω, το μόνο
που ξέρω και ίσως γι’ αυτό βρίσκομαι τώρα εδώ,
είναι από πόση σκόνη καθάρισα τον εαυτό μου
και πόσες φάπες του έδωσα μέχρι να ξεσκονιστεί, διότι άμα δεν χτυπηθείς άντε τώρα να καταλάβεις πού έχει κάτσει η σκόνη πάνω σου, τέλος πάντων θα φέρω και το συνεργείο για να της
κάνω το χατίρι, γιατί μ’ αρέσει που η έγνοιά της
είναι να με γλιτώσει από τις σκόνες. Και η μάνα
μου έχει έγνοια. Είναι τρεις μέρες τώρα που μου
τηλεφωνεί πρωί-πρωί, τη βασανίζει, λέει, το
θέμα με τις κουρτίνες, «δεν θα ταιριάζουν αυτές που είχες και δώσαμε τότε και τόσα λεφτά,
θυμάσαι;» πώς - πώς θυμάμαι, «τώρα πρέπει να
βρούμε άλλες, κατάλληλες» λέει, «γιατί είναι
και τα παράθυρα ωραία, είναι κρίμα να τα κρύψεις», μα και βέβαια δεν θα τα κρύψω, γι’ αυτά
την έκανα τη μετακόμιση, τα ψηλά παράθυρα
που κοιτάζουν προς το στενό με τις φωτισμένες
καμάρες και τα δέντρα από το πάρκο, «δεν θέλω
κουρτίνες» της λέω μα εκείνη επιμένει πως θα
το ψάξει το θέμα, πώς να μην ασχοληθώ εγώ, θα
το κάνει αυτή για μένα και μέσα μου σκέφτομαι, πως δεν γίνεται, κάτι πρέπει να ’χουμε μαζί
πετύχει για να ’ναι πια αυτό το πρώτο μέλημά
της. ∆ηλαδή το πώς να κρατήσω τη θέα μου
ακέραιη, τίποτα να μη μου την κρύβει και τίποτα να μην μου τη χαλά. Ο πατέρας μου, πάλι,
δεν ξέρει-λέει- κατά πόσο κάποιους πίνακες
πρέπει να τους κρεμάσω, «ίσως είναι πολύ μοντέρνοι γι’ αυτό το σπίτι», λέει και κοιτά προβληματισμένος τους τοίχους, ρουφά μια τζούρα από την πίπα του και δεν μιλά λες και του
έχουν αναθέσει να στήσει μια έκθεση τέχνης
και προσπαθεί να βρει ποιο θα ’ναι το τέλειο
στήσιμο. Τον αφήνω μόνο του να περιπλανιέται
στο χώρο και να χαζεύει τους τοίχους, ανέκαθεν αυτό έκανε, έτσι, τον θυμάμαι, από μικρή,
να αναλαβάνει το στόλισμα των τοίχων μα τώρα
είναι που καταλαβαίνω πως τελικά άλλο ήθελε
να μου μεταδώσει, αυτό, το πως όσοι τοίχοι δεν
είναι για γκρέμισμα, τότε πάει να πει πως είναι
για στόλισμα…
Η κολλητή εμφανίζεται ξαφνικά με ένα μικρό
πακέτο γεμάτο από κρουασάν και κάτι άλλα
παράξενα γλυκά, «φτιάξε καφέ και σου έφερα
πρόγευμα» μου λέει και θέλω να την αγκαλιάσω που θέλει να περάσουμε μαζί το πρωινό,
το έμαθα πια καλά, πως είναι τα πρωινά η πιο
τρυφερή ώρα και άμα ο άλλος θέλει να περάσει
το πρωινό του στην αυλή μου τότε ελπίζω να
μεγαλώσει γρήγορα η βουκαμβίλια να ’χω χρώμα να κερνώ τους ανθρώπους μου. «Θα φέρνω
κάθε μέρα λουλούδια να βάζω στα βάζα» λέω
στην άλλη κολλητή, μα εκείνη κοιτά στα ράφια
της κουζίνας και δεν μου δίνει σημασία. «Πώς
φαίνεται ότι δεν ξέρεις να μαγειρεύεις» λέει
αμέσως μετά και λύνεται στο γέλιο. «Μα είναι
δυνατόν να θες να βάλεις σε αυτό το ράφι τις
αγελαδίτσες- μπιμπελό; Μα είσαι τώρα εσύ να
’χεις αγελαδίτσες για μπιμπελό;» Φωνάζει πως
εδώ δεν είναι για διακοσμητικά, εδώ είναι για να
’χεις τα κατσαρολικά σου, «τα κατσαρολικά μου
χωρέσανε όλα μαζί στο ένα ράφι, δεν έχω άλλα»
της λέω και σκέφτομαι μήπως αυτό τελικά είναι
ένα σημάδι πως πρέπει να νοικοκυρευτώ, δεν
ξέρω τι πάει να πει «να νοικοκυρευτώ» αλλά
σαν φροντίδα μου ’ρχεται να το μεταφράσω και
είναι ωραία που το νιώθω έτσι, τόσο ωραία που
λέω να πάω να αγοράσω κι άλλα τηγάνια ίσως
και ένα- δύο πιρέξ, πού ξέρεις, μπορεί και να
κάνω ψητό στο φούρνο μια Κυριακή μεσημέρι,
όταν θα ’χει πια μεγαλώσει η βουκαμβίλια, όταν
θα ’χω πια κρεμάσει τις κουρτίνες στα παράθυρα
και τους πίνακες στους τοίχους, όταν θα στρώσω στο μάρμαρο τα χαλιά και θα κρεμάσω και
τις αιώρες έξω με γάντζους, από τη μια κολόνα στην άλλη. Και θα ’ναι μια μέρα ηλιόλουστη
και θα αφήσω την πόρτα ανοιχτή να φαίνεται
το στενό και πιο πέρα τα δέντρα από το πάρκο,
θα αφήσω και το σκυλί μου χωρίς το λουρί να
αλωνίζει έξω από τις πόρτες των γειτόνων και
θα βάλω δυνατά τη Μαντελέν να τραγουδά το
«Λα βι εν ροζ» και άμα κάνει θόρυβο η οροφή,
εγώ θα ξέρω στα σίγουρα πια, πώς είναι οι φύλακες άγγελοί μου, που κάθονται στα κεραμίδια
του καινούριου μου σπιτιού και ξεσκονίζουν
τις επόμενες ευχές μου. Και άμα με ρωτήσει
κάποιος από τους κολλητούς, τι είναι αυτός ο
παράξενος θόρυβος στην οροφή, τότε θα του το
ομολογήσω το μυστικό. Γιατί σπίτι μου πια δεν
είναι ό,τι μου ανήκει, αλλά ό,τι νιώθω πως θέλω
να το μοιράζομαι.
07 ΥΓ.
info
ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΣΚΟΡ∆Η
ΘΑΥΜΑΤΟΠΟΙΟΣ, ΠΡΕΜΙΕΡΑ 17/12, ΚΟΣΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ
«Θαυματοποιός», Γιώργος Χριστοδουλίδης. Μετά από την πετυχημένη του παρουσία στο piano-bar Bastione, πριν δύο περίπου χρόνια, με το σύγχρονο καμπαρέ σόου
που είχε δημιουργήσει και αφού έκανε ένα διάλειμμα από τη νύχτα για να γράψει
μουσική για θέατρο, ο Γιώργος Χριστοδουλίδης επιστρέφει με την καινούρια του μουσική πρόταση για να τραγουδήσει ξανά μπροστά το κοινό, έχοντας πλάι του μια νέα
ομάδα ηθοποιών, ερμηνευτών και μουσικών. Αυτή τη φορά επιλέγει το γνωστό μπαρ
Αντωνάκης στην παλιά Λευκωσία όπου εκεί ετοιμάζεται να παρουσιάσει τον «Θαυματοποιό» του. Ένα καινούριο καμπαρέ σόου. Μια καινούρια μουσική παράσταση
για ένα πιάνο και ένα σαξόφωνο, όπου οι μελωδίες, ο θεατρικός λόγος και ο χορός
συνδυάζονται σε ένα ψυχαγωγικό πρόγραμμα με πρωταγωνιστή το καλό τραγούδι.
Πρόκειται για ένα καινούριο σόου, όχι τόσο «επιθετικό» όσο το προηγούμενο, όπως
χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος, αλλά πιο αγαπησιάρικο και ίσως πιο αιχμηρό. Ξεκινώντας το πρόγραμμά του με τη φράση «Τραγούδια έχω, παρλάτες έχω, έχω και λόγια
που σε κάνουν να ξεχνάς» δίνει το στίγμα μιας νύχτας που προσδοκεί να κάνει τον
κόσμο να περάσει καλά. Αυτός είναι ο σκοπός του Θαυματοποιού, να περάσει ο κόσμος ουσιαστικά καλά. «Νιώθω ότι είμαστε και πάλι στο ξεκίνημα μιας πολύ ωραίας
διαδρομής» λέει ο ίδιος και επιζητά σ’ αυτή τη διαδρομή να συμπαρασύρει το κοινό
σε ένα όμορφο μουσικό ταξίδι. Με τραγούδια που αγαπήσαμε από το παλιό και σύγχρονο ελληνικό ρεπερτόριο αλλά και με ξένα αγαπημένα κομμάτια σε μια τζαζίστικη
και θεατρική ατμόσφαιρα.
Αυτή τη φορά μαζί του σ’ αυτό το καμπαρέ σόου έχει τη Μαργαρίτα Ζαχαρίου, τη
Χρυσή Ανδρέου και τον Στέφανο Ιωαννίδη, τρεις ερμηνευτές που θα σμίξουν τις μουσικοχορευτικές τους εντάσεις για να απογειώσουν τις νύχτες σας.
Μαζί με τους ερμηνευτές και ο σαξοφωνίστας Αντρέας Νεοκλέους.
Πρεμιέρα: 17 ∆εκεμβρίου και κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 23.00.
Κοσμικό Κέντρο Αντωνάκης, Παλιά Λευκωσία.
Κύπριοι Κεραμίστες, Γκαλερί Αργώ. Μια έκθεση που φιλοξενεί καλλιτέχνες με σημαντική δραστηριότητα κατά τις τελευταίες δεκαετίες και που αναμφισβήτητα συνιστούν τη νέα γενιά δημιουργών στο χώρο της κεραμικής. Τα εκθέματα επιλέχτηκαν με
κριτήριο πρώτα τη χρηστική τους διάσταση και μετά την αισθητική τους αρτιότητα.
Οι καλλιτέχνες σηματοδοτούν με την παρουσία και τα έργα τους όχι μόνο την ανάγκη
διαιώνισης της αρχαίας αυτής τέχνης, αλλά συνάμα εκφράζουν και μοιράζονται την
ΥΓ. 08
πεποίθηση πως η τέχνη του πηλού αποτελεί ακόμα και στις μέρες μας μέσο και μέθοδο αντίληψης της ίδιας της ζωής και των πτυχώσεών της. Υιοθετώντας νέες υφολογικές προσεγγίσεις και εφαρμόζοντας ο καθένας τους νέες τεχνικές κατεργασίας του
υλικού, οι καλλιτέχνες προτείνουν δείγματα κεραμικής μοναδικά στο είδος τους.
Στη συνάντηση συμμετέχουν οι Γιώργος Γεωργιάδης, Βάσσος ∆ημητρίου, Σταύρος
Σταύρου, Ευθύμιος Συμεού, Αυγουστίνος Κοντός και Κούλα Κάλβαρη.
Επιμέλεια έκθεσης, Σάββας Χριστοδουλίδης.
H έκθεση ανοίγει το Σάββατο 11 ∆εκεμβρίου από τις 10.00-16.00.
"Ονειρόδραμα 4,3" Θέατρο Επίγονοι. Τέσσερις ηθοποιοί και ένας σκηνοθέτης με
αφορμή το Ονειρόδραμα, του Αυγούστου Στρίντμπεργκ, διεισδύουν στον κόσμο που
έπλασε ο Σουηδός δημιουργός. Άλλοτε τον αναλύουν και άλλοτε τον αποδομούν,
προσπαθώντας να τον πλησιάσουν και να τον αποκωδικοποιήσουν. Οι εικόνες που
έρχονται στο φως δεν ανασύρονται, ούτε αποκαθίστανται. Γεννιούνται στο μυαλό του
Ποιητή ∆ημιουργού που στερούμενος την έμπνευση, ψάχνει τρόπο και χώρο έκφρασης. Απόδρασή του, ο χώρος του ονείρου, όπου όλα μπορούν να συμβούν, αφού οι
νόμοι του χώρου και του χρόνου έχουν καταργηθεί.
∆ημιουργική Ομάδα: Σκηνοθέτης Μάριος Θεοχάρους. Ηθοποιοί, Μάνος Γαλανής,
Μάριος Κωνσταντίνου, Χριστίνα Κωνσταντίνου, Έλενα Παυλίδου. Σχεδιασμός Φωτισμούς, Καρολίνα Σπύρου.
Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στο Θέατρο Επίγονοι στην Παλιά Αγλαντζιά η ώρα
20.30. Είσοδος €10. Επικοινωνία: 99490256
J. Kriste, Master of Disguise. Με ύφος ακουστικό (χαρακτηρίστηκε από κριτικούς
folk rock), με στοιχεία αυτοσχεδιασμού και έντονες δυναμικές, οι J. Kriste, Master of
Disguise εμφανίζονται ξανά στο Κοσμικό Κέντρο Αντωνάκης, για πρώτη φορά μετά από
την κυκλοφορία του επιτυχημένου δίσκου του Girls, Ghosts and Gods [Puzzlemusik
2009]. Ο Λευτέρης Μουμτζής (φωνή, κιθάρα, πιάνο) και οι συνεργάτες του Παύλος
Μιχαηλίδης (βιολί), Μάριος Μιχαήλ (μπάσο) και Αντρέας Τραχωνίτης (τύμπανα,
κρουστά) παρουσιάζουν ένα πρόγραμμα με επιλογές από τους δύο δίσκους “This
is the alternative” και “Girls, Ghosts and Gods” μαζί με καινούριες συνθέσεις οι οποίες προορίζονται για την επόμενη δισκογραφική δουλειά. 22 και 28 ∆εκεμβρίου.Ώρα
έναρξης: 21.00. Τιμή εισιτηρίου: 12 ευρώ. Κρατήσεις: 22664697 – 99566485.
ΕΚΘΕΣΗ ΧΑΡΙΤΙΝΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ, TEMPORARY SPACE, AΠΟ 10/12
«Μύγα Τσε-Τσε» Tρία παράνομα ζευγάρια δίνουν ραντεβού στο ίδιο διαμέρισμα την
ίδια ώρα, την ίδια ημέρα. Οι πόρτες ανοιγοκλείνουν, αποκρύπτουν και αποκαλύπτουν
διαδοχικώς μυστικά και ψέματα και δημιουργούν ένα κρεσέντο παρεξηγήσεων που
οδηγεί τους εννιά χαρακτήρες - πιόνια του έργου στον παροξυσμό. Οι Ρέππας -Παπαθανασίου αποφάσισαν με το έργο τους να μας κάνουν να γελάσουμε με την καρδιά
μας. Η απολαυστική φάρσα των Ρέππα και Παπαθανασίου έκανε πρεμιέρα στο Πολιτιστικό Κέντρο Βλαδίμηρος Καυκαρίδης στην Αγλαντζιά και θα συνεχιστεί για όλη
τη χειμερινή περίοδο. Η «Μύγα Τσε Τσε» είναι μια κλασική φάρσα του Ρέι Κκούνι
γραμμένη στα τέλη της δεκαετίας του ’80, που διασκεύασε με το μοναδικό, προσωπικό
του τρόπο το γνωστό συγγραφικό δίδυμο, μεταφέροντάς το μάλιστα στην Ελλάδα της
δεκαετίας του ’60.
Τη σκηνοθεσία υπογράφει η ∆έσποινα Μπεμπεδέλη, τα σκηνικά και κοστούμια ο Χάρης Καυκαρίδης και επιμέλεια φωτισμών Άγγελος Πετκόφ. Τους ρόλους ερμηνεύουν
οι: Πόπη Αβραάμ, Μαριάννα Καυκαρίδου, Βασίλης Μιχαήλ, Φώτης Αποστολίδης, Μαρία Χριστόδουλου, Στέλλα Φιλιππίδου, Θωμάς Νικοδήμου, Ιωάννα Λαμπροπούλου,
Μιχάλης Κορναράκης.
Τακτικές παραστάσεις: Κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 20.30 και κάθε Κυριακή στις
18.30.
Χαριτίνη Κυριάκου, «Μήνες Μείνε». 13 έργα σε μολύβι, στον εκθεσιακό χώρο
Temporary Space (Αισχύλου 33, Λευκωσία), κάτω από τον γενικό τίτλο «Μήνες Μείνε»
παρουσιάζει η ταλαντούχα Χαριτίνη Κυριάκου από τις 10 ∆εκεμβρίου. Η Χαριτίνη τα
τελευταία χρόνια έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις, ενώ το 2006 κυκλοφόρησε την πρώτη της εικονογραφημένη ποιητική συλλογή με τίτλο «Αφού Έρω». Το
2009 παρουσίασε τη δεύτερη ατομική της έκθεση με τίτλο «Χαριτίνη» στην Γκαλερί
2. Είναι μέλος του γυναικείου συγκροτήματος «Τραυματίες Καναπέ». Στην έκθεση θα
διατίθεται και το Ημερολόγιο 2011 με τον ομώνυμο τίτλο.
Η έκθεση διαρκεί μέχρι τις 23 ∆εκεμβρίου. Ώρες λειτουργίας: Καθημερινές 1.30-20.30,
Σάββατο 10.00-20.30
OTango. Μια θεατρική παραγωγή σε δύο πράξεις και πέντε σκηνές που αναπαριστά
την ιστορία της θρυλικής μουσικής και χορού του αργεντίνικου ταγκό. ∆έκα χορευτές,
I wanna do bad things with you. Η Άννα Χαραλάμπους στη νέα της χορογραφική δουλειά διεισδύει στην ανθρώπινη φύση ξεκινώντας από
την επιφάνεια για να προχωρήσει σιγά σιγά και να απομονώσει τα ανθρώπινα-ζωώδη ένστικτα. Πρόκειται για μια χοροθεατρική παράσταση,
με τέσσερις performers από την ομάδα Solipsism, στην οποία αναδεικνύεται η πολυπλοκότητα των ανθρώπινων κινήτρων, βιολογικών και
κοινωνικών. «Μέσα από την εξέλιξη του ανθρώπου σε ένα καθωσπρέπει κοινωνικό ζώο τα ένστικτα και οι βιολογικές ανάγκες αρχίζουν να
προσαρμόζονται στο καινούριο περιβάλλον, ξεπερνώντας τα όρια της
ανάγκης, η οποία μετατρέπεται σε ευχαρίστηση και δύναμη. Με λίγα
λόγια η ανάγκη της επιβίωσης μετατρέπεται σε παιχνίδι κυριαρχίας και
η άσκηση βίας σε ηδονή», λέει η Άννα Χαραλάμπους.
Αυτό που διακρίνει τον άνθρωπο από τα άλλα είδη ζώου είναι ακριβώς
αυτό που είμαστε ικανοί να κάνουμε, όχι απλά σαν συμπεριφορά, αλλά
σαν δράση. Η διαφορά μεταξύ των δύο είναι ότι η δράση είναι αποτέλεσμα συνειδητών προθέσεων. Η έρευνα της χορογράφου γίνεται μέσα
από τις ανθρώπινες δυνάμεις και αδυναμίες, αλλά και το ακατανίκητο
αίσθημα της επιβίωσης και της κυριαρχίας.
«Αυτό που με ώθησε να καταπιαστώ με το συγκεκριμένο θέμα είναι το
πολύ απλό και τετριμμένο ερώτημα γιατί ασκούμε τόση βία καθημερινή, ψυχολογική, σωματική. Και το συμπέρασμα στην έρευνά μου είναι
πως ασκούμε βία γιατί απλά μπορούμε. Στην πραγματικότητα όσο και
να μην το παραδεχόμαστε υπάρχει ηδονή στην άσκηση βίας, ευχαρίστηση όταν παίρνουμε τον έλεγχο από κάποιον άλλο, δύναμη όταν παραμένουμε οι κυρίαρχοι στο περιβάλλον μας».
Μέσα από το «I wanna do bad things with you», (ένας τίτλος που αμφιταλαντεύεται μεταξύ σεξουαλικότητας και βίας) έχουμε διαχωρήσει
κυριολεκτικά τις «κοινωνικές» από τις «βιολογικές» ανάγκες ξεκινώντας
στο πρώτο μέρος του έργου, με ένα απόλυτα «τεχνητό» περιβάλλον για
να αποδομηθεί στη συνέχεια και να προχωρήσουμε στο «πραγματικό».
Πρόκειται για τέσσερις φτιαχτούς κόσμους μέσα από τους οποίους οι
περφόρμερ δικτυώνονται, επικοινωνούν και αρχίζουν να αποκαλύπτουν σιγά σιγά τις ενστικτώδεις προθέσεις τους.
Οι περφόρμερ είναι ο Αλέξης Βασιλείου, η Αριάνα Μαρκουλίδου, η Βικτώρια Αριστείδου, η Νάταλυ Πεσλίκα και ο Bob.
Παραστάσεις 18 ∆εκεμβρίου στο Θέατρο Ριάλτο Λεμεσός και στις 20
και 21 ∆εκεμβρίου στο Ίδρυμα Άρτος Λευκωσία. Ώρα έναρξης: 20.30.
Τιμή εισιτηρίου: 10 & 7 ευρώ.
Πληροφορίες: 25 71 10 30 / 22 44 54 55
Κρατήσεις: 77777745 (για Λεμεσό) / 25 71 10 30 (για Λευκωσία)
09 ΥΓ.
info
ΤΡΑΥΜΑΤΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΝΑΠΕ, ΠΑΝΘΕΟΝ
RE-ENVISIONING CYPRUS, ΓΚΑΛΕΡΙ ΠΑΝΘΕΟΝ
ΘΗΒΑΙΟΣ - ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ, ΕΝΑΛΛΑΞ
από το Buenos Aires και η ορχήστρα Tanguisimo παρουσιάζουν το μυστήριο, νοσταλγικό, αισθησιακό και μαγικό κόσμο των Portenos και των Milongas, του παραδοσιακού αλλά και του σύγχρονου ταγκό.
Τρίτη, 7 ∆εκεμβρίου, ∆ημοτικό Θέατρο Λάρνακας.
Τετάρτη, 8 ∆εκεμβρίου και Πέμπτη, 9 ∆εκεμβρίου, Κινηματοθέατρο Παλλάς.
Σάββατο & Κυριακή 11 & 12. Ώρα έναρξης: 20:00. Είσοδος: € 30 - 25
«Ο Πιγκουίνος ή Το Ταξίδι του Αυτοκράτορα». Μια παράσταση για παιδιά από
3 μέχρι 9 χρόνων που παρουσιάζει το Ίδρυμα Πολιτιστικής ∆ημιουργίας για Παιδιά και Νέους. Η ιστορία αναφέρεται σε ένα Πιγκουίνο ο οποίος εμφανίζεται σε
ένα μικρό ψαροχώρι, κάπου στον «πολιτισμένο και αναπτυγμένο» κόσμο. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού πιστεύοντας ότι ο Πιγκουίνος χάθηκε και χωρίς να διερωτηθεί γιατί, πού και πώς προσπαθεί να τον παραδώσει στο «Τμήμα Απολεσθέντων
Αντικειμένων». Φαίνεται όμως ότι στη μικρή του πόλη κανένας δεν έχασε έναν
Πιγκουίνο. Έτσι αποφασίζει να ψάξει μόνος του μέσα από τα σύγχρονα μέσα που
έχει στη διάθεσή του (κυρίως το Ίντερνετ). Όταν ολοκληρώνει την έρευνα καταλήγει σε μια μόνο λύση: Να πάρει τον Πιγκουίνο στο Νότιο Πόλο από όπου
προέρχεται…
Η παραγωγή που δίνεται από το Θέατρο Αντίδοτο έχει μια πρωτοτυπία όσον
αφορά την «πηγή» από όπου αντλείται το θέμα της. Εξετάζοντας και αναλύοντας
ένα από τα πιο γνωστά αλλά παράλληλα «παραμελημένα» όσον αφορά τα «κατορθώματα» τους στο ζωικό βασίλειο ζώα, τον Πιγκουίνο, φτιάχνεται μια θεατρική
πρόταση που θα έχει σαν τελικό στόχο έναν «ύμνο προς τη σύγχρονη μεγάλη
ανάγκη που έχει ο άνθρωπος για επικοινωνία».
Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Ξενάκης Κυριακίδης, τη μουσική ο Γιώργος Κάρβελλος και τα σκηνικά/κοστούμια η Κάθριν Μπέγκερ. Συμμετέχουν οι Αντρέι ΚρούΥΓ. 10
πα, Μλάτεν Μαρίνκοβικ, Κυριακή Κονταξάκη.
12 ∆εκεμβρίου 4.00μμ & 6.00μμ – Στούντιο 8, Λεμεσός
Πληροφορίες/ Κρατήσεις: 24 822677 (www.theatreantidote.com)
Εισιτήριο: €10, €7.
«Τραυματίες Καναπέ». Η Χαριτίνη Κυριάκου, η Παυλίνα Κωνσταντοπούλου και
η Έλενα Παπαλεοντίου οι «Τραυματίες Καναπέ» δηλαδή εμφανίζονται στον Πολιτιστικό Σύνδεσμο Πάνθεον παρέα με τον Αντρέα Παπαπέτρου. Θα ακούσεις
όμορφα τραγούδια, αγαπησιάρικες μελωδίες, αστείους στίχους σε μια παρεΐστικη ατμόσφαιρα με πολύ καλή διάθεση. Παραστάσεις: 19 & 20 ∆εκεμβρίου 2010,
6 & 8 Ιανουαρίου 2011. Ώρα έναρξης 21.00, είσοδος 8 ευρώ. Πληροφορίες: Τηλ.
22670843
Σωκράτης Μάλαμας, Συναυλία. Ο τραγουδοποιός που διαθέτει δυναμισμό και
εντελώς προσωπικό στίγμα και αναγνωρίσιμο μουσικό ύφος με τ’ αφηγηματικά τραγούδια του, τραγουδά ηλεκτρισμένο ροκ μπολιασμένο με τη δωρικότητα
του λαϊκού, αλλά και την εσωτερικότητα της μπαλάντας. Μαζί του οι Μαρίνα ∆ακανάλη στο τραγούδι, Κλέων Αντωνίου ηλεκτρική κιθάρα, Θάνος Μιχαηλίδης
τύμπανα, Γιάννης Παπατριανταφύλλου κοντραμπάσο, Νίκος Παραουλάκης νέι,
κιθάρα, Φώτης Σιώτας βιολί, Κυριάκος Ταπάκης μπουζούκι, λαούτο.
Παρασκευή 17/12, Θέατρο Ριάλτο, τηλ. 77777745. Είσοδος: € 25 -20
Re-Envisioning Cyprus, Μια εικαστική έκθεση και ένα βιβλίο. Μια κοινή προσπάθεια εικαστικών και ακαδημαϊκών να εξετάσουν την Κύπρο μέσα από το δικό
τους φακό και όχι μέσα από επίσημους φακούς ή αφηγήσεις, με ενδιαφέρον τη
φωτογραφία και το πώς αυτή μπορεί να συμβάλει στην κατανόηση του νησιού
Η ΚΥΠΡΟΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ, ∆ΗΜΟΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΕΝΤΡΩΝ
από εννοιολογική άποψη. Οι συγγραφείς του “Re-envisioning Cyprus” προέρχονται
από διαφορετικούς χώρους - ανθρωπολογία, κοινωνικές επιστήμες, ιστορία τέχνης,
λογοτεχνία, πολιτιστική θεωρία και εικαστικές τέχνες. Χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθόδους – κάποιοι αναζητούν προϋπάρχουσες εικόνες, άλλοι δημιουργούν ή
αναλύουν σύγχρονες εικόνες. Συγγραφείς και εικαστικοί που συμμετέχουν: Λουκάς
Αντωνίου, Μελίτα Κούτα, Johanna Diehl, Anandana Kapur, Φάνος Κυριάκου, Ορέστης Λάμπρου, Χρυσταλλένη Λοϊζίδου, Peter Loizos, Miriam Paeslack, Χάρης Πελλαπαϊσιώτης, Νίκος Φιλίππου, Sondra Sainsbury, Στέφανος Στεφανίδης, Θεοπίστη
Στυλιανού-Λάμπερτ, Κωνσταντίνος Ταλιώτης, ∆ημήτρης Ταλιώτης και Ελένη Τσαγκαρίδη.
Η έκθεση διοργανώνεται από το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας (διοργανωτής) και το
Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου (συνεργάτης), σε σχεδιασμό και επιμέλεια των
Peter Loizos (London School of Economics), Νίκου Φιλίππου (Πανεπιστήμιο Λευκωσίας) και Θεοπίστης Στυλιανού-Λάμπερτ (Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου).
Εγκαίνια 8 ∆εκεμβρίου 2010, 20.00. ∆ιάρκεια μέχρι 23 ∆εκεμβρίου, στην γκαλερί
Πάνθεον. Ώρες λειτουργίας: Τρίτη-Παρασκευή 10:00-13:00, Σάββατο 10:00-14:00.
Τηλ. 22670843.
Θηβαίος – Μικρούτσικος, συναυλίες ∆υο μουσικοί διαφορετικών γενεών ενώνουν
τις φωνές τους ξανά μετά από 8 χρόνια μετά την πρώτη τους κοινή εμφάνιση. Πιο
ώριμοι, με περισσότερες επιτυχίες και τραγούδια, μετρώντας δεκάδες κοινές συναυλίες όλο το καλοκαίρι που πέρασε, αισθάνονται ότι έχουν ακόμα πολλά να πούνε στο
κοινό που τους αγαπά και τους αγκαλιάζει σε κάθε τους εμφάνιση.
Από Κυριακή 26 ∆εκεμβρίου 2010 μέχρι την Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011 στο Εναλλάξ
στη Λευκωσία. Τηλ. 22430121
«Η Κύπρος στη Βενετία 1968-2009».
1968-2009». Στο ∆ημοτικό Κέντρο Τεχνών Λευκωσίας
-συνεργασία: Ίδρυμα Πιερίδη, παρουσιάζονται τα έργα των Κυπρίων καλλιτεχνών που συμμετείχαν στην Μπιενάλε Tέχνης Βενετίας από το 1968 μέχρι το
2009. Πέρα από τη γνωριμία του ευρύτερου κυπριακού κοινού με το σημαντικό
αυτό θεσμό και με το έργο των Κυπρίων καλλιτεχνών που έλαβαν μέρος κατά
καιρούς, ο στόχος της έκθεσης αυτής είναι πιο σύνθετος: για πρώτη φορά, επιχειρείται η τοποθέτηση των εθνικών αυτών εκπροσωπήσεων σε μια ιστορική
συνέχεια, σε συνάρτηση με την ανάπτυξη της σύγχρονης τέχνης στην Κύπρο
μετά το τέλος της αποικιοκρατίας, καθώς και σε σχέση με την εξελικτική πορεία
του ίδιου του θεσμού της Μπιενάλε.
Επιπρόσθετα, διερευνώνται κυρίαρχες τάσεις και ρεύματα, όπως αυτά διαφαίνονται μέσα από τις συμμετοχές της Κύπρου, αλλά και σε αντιπαραβολή με
τις εκάστοτε κριτικές συζητήσεις στο διεθνές περιβάλλον και αποκαθίστανται
«χαμένες» πηγές, συγκεντρώνοντας ένα όγκο αρχειακού υλικού γύρω από την
κυπριακή παρουσία και την ιδιαίτερη προσωπικότητα της διοργάνωσης.
Πρόθεσή της δεν είναι να αναπαραστήσει πιστά όλες τις συμμετοχές του κυπριακού περιπτέρου, αλλά να μεταφέρει ενδεικτικά και με σεβασμό στην αρχική
παρουσίαση την ουσία των καλλιτεχνικών αυτών αναζητήσεων, επιδιώκοντας
να αναδείξει την ιστορικότητα της κυπριακής παρουσίας μέσα στο θεσμό.
Την έκθεση που επιμελούνται οι Λούλη Μιχαηλίδου και Γιάννης Τουμαζής,
συνδιοργανώνεται από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, Πολιτιστικές
Υπηρεσίες και το Ίδρυμα Πιερίδη και θα παρουσιάζεται στο ∆ημοτικό Κέντρο
Τεχνών Λευκωσίας, μέχρι τις 27 Μαρτίου 2011.
Ώρες λειτουργίας: Τρίτη Σάββατο: 10:00-15:00, 17:00-23:00,
Κυριακή: 10:00-16:00.
11 ΥΓ.
ΤΗΣ ΕΛΕΝΑΣ ΠΑΡΠΑ
ΦΩΤΟ: ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ
ΑΝ∆ΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟ∆ΟΥΛΙ∆ΗΣ
«αν δεν σοκάρεις τον θεατή δεν θα του κινήσεις την προσοχή»
Το «θέατρο ένα» γιορτάζει την εκατοστή του παράσταση κι ο Ανδρέας Χριστοδουλίδης, ο ιδρυτής και καλλιτεχνικός διευθυντής του, κάνει
μια αναδρομή στις σημαντικότερες στιγμές της πορείας του.
Είναι με πολλά πράγματα που συνδέθηκε το «θέατρο ένα» μέσα στα χρόνια. Πρωτίστως όμως τ’ όνομά του ταυτίστηκε με τολμηρές παραγωγές και αντισυμβατικές επιλογές, οι οποίες προκάλεσαν τα όρια του κυπριακού κοινού. Ανέβασε έργα
όπως το «Άγγελοι στην Αμερική» το οποίο χειριζόταν ζητήματα ευαίσθητα, όπως η
ομοφυλοφιλία και το AIDS ή το «Madame Butterfly», όπου εμφανίστηκε ο πρώτος
γυμνός άντρας στη σκηνή. Έκανε όμως κι άλλου είδους τολμήματα στην πορεία
του. Επιδίωξε να υποστηρίξει την τοπική συγγραφική παραγωγή, ανεβάζοντας επιθεωρήσεις και θεατρικά Κυπρίων, όπως το «TV 69» του Βάσου Φτωχόπουλου που
σατίριζε την κυπριακή κοινωνία και το «Senza Storia» επίσης με την ίδια διάθεση
του Νέαρχου Ιωάννου. Αυτές οι κινήσεις, παρά το ότι χαρακτηρίστηκαν κατά καιρούς από επίσημους φορείς και μερίδα του κοινού ως «προκλήσεις για χάριν της
πρόκλησης», όταν τις εξετάσει κανείς αναδρομικά συμβαδίζουν με τη βαθύτερη
φιλοσοφία του Ανδρέα Χριστοδουλίδη. Ο ιδρυτής και βασικός σκηνοθέτης του θεάτρου πήρε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ένα μεγάλο ρίσκο. Άνοιξε τη δική του
σκηνή σε μια εποχή κατά την οποία δεν ευδοκιμούσαν οι ανεξάρτητες πολιτιστικές
κινήσεις, επειδή ήθελε να δώσει την ευκαιρία στο κοινό, αλλά και στον κόσμο του
θεάτρου να έρθει σ’ επαφή με έργα καινούρια και πρωτοποριακά, που δύσκολα θα
παίζονταν αλλού. Σήμερα, για να γιορτάσει τις 100 παραστάσεις που πέρασαν απ’
τη σκηνή του και τα 23 χρόνια λειτουργίας του «θεάτρου ένα», ο Χριστοδουλίδης
κάνει ξανά μια επιλογή που δεν θα περίμενε κανείς, με διαφορετικές προθέσεις
όμως. Ανεβάζει Αντιγόνη, το σπουδαιότερο όπως λέει αρχαίο κείμενο που γράφτηκε ποτέ. Συναντηθήκαμε στο «ορμητήριό» του, στα γραφεία του «θεάτρου ένα»
στην παλιά πόλη. Ήπιαμε τσάι με άρωμα βανίλιας και κάναμε μια αναδρομή στις
σημαντικότερες στιγμές της πορείας του.
Πάλι κάνετε μια επιλογή που ανατρέπει τις προσδοκίες. Ανεβάζετε Αντιγόνη και
μάλιστα σε κλειστό θέατρο. Εδώ και καιρό ήθελα να πειραματιστώ με αρχαίο δράμα σε εσωτερικό χώρο και ειδικά στο χώρο του θεάτρου ένα, όπου ο θεατής νιώθει
κομμάτι της δράσης. ∆ιαβάζοντας και προσπαθώντας να επιλέξω έργο από το αρχαίο
δράμα επέλεξα την Αντιγόνη. Πέραν απ’ το ότι θεωρείται από πολλούς το πιο σπουδαίο έργο που γράφτηκε ποτέ, ο μύθος που αφηγείται είναι τόσο συναρπαστικός, που
ο θεατής ταυτίζεται ακόμη και σήμερα. Αυτό για μένα είναι πολύ σημαντικό. Εάν δεν
ταυτιστεί ο θεατής, δεν παρασύρεται.
Αυτό να υποθέσω είναι κάτι που σας το δίδαξαν τα 23 χρόνια πείρας; Όταν ανεβάζω ένα έργο δεν με ενδιαφέρει το ταξίδι αλλά ο προορισμός. Ο θεατής έρχεται να
παρακολουθήσει μια παράσταση. ∆εν τον ενδιαφέρει πώς έγινε. Τον ενδιαφέρει το
αποτέλεσμα. Φυσικά είναι εξαιρετικό να υπάρχει μια καλή ομάδα και να υπάρχουν
καλές σχέσεις.
Όταν πρωτοϊδρύσατε το θέατρο, τι στόχους είχατε; Ήμουν ένας νέος σκηνοθέτης
που μόλις είχε έρθει απ’ την Αγγλία. Υπήρχαν τότε δυο θέατρα, ο ΘΟΚ και το θέατρο
του Βλαδίμηρου Καυκαρίδη. ∆εν υπήρχε περίπτωση ένας νέος σκηνοθέτης να εργοδοτηθεί είτε στο ένα είτε στο άλλο.
Γιατί; Ουδέν σχόλιο.
Πώς αντιδράσατε; Είχα το εξής μεγάλο δίλημμα ή να φύγω από την Κύπρο ή να κάνω
κάτι δικό μου. Επέλεξα το δεύτερο, αν και μου είχαν υποσχεθεί από τον ΘΟΚ ότι δεν
θα επιχορηγηθώ ποτέ!
Μήπως υπερβάλλετε; Καθόλου. Αυτή τη βεβαίωση ακολούθησαν και οι απαραίτητες
συμβουλές να αποχωρήσω από τα πάτρια εδάφη. Ήταν πολύ παράξενες οι συνθήκες
τότε, αλλά επέμενα. Προσπάθησα να βρω χώρο, έπεισα το ∆ήμο Λευκωσίας μετά από
τεράστιους αγώνες να μου τον παραχωρήσει και δειλά-δειλά έβαλα τις βάσεις για μια
καινούρια σκηνή. Ανεβάσαμε παραστάσεις, μας αγάπησε ο κόσμος και μετά από έναδυο χρόνια, άρχισαν να επιχορηγούν το ένα τρίτο του μισθού των ηθοποιών, παρά τις
υποσχέσεις για το αντίθετο.
Ποια ήταν η πρώτη παράσταση; Ο «Γυάλινος Κόσμος» του Τένεσι Ουίλιαμς με
την Ιωάννα Σιαφκάλλη, τον Θουκυδίδη Μηχανικό, τον Αντρέα Βασιλείου και την
Έλενα Παπαδοπούλου. Τα σκηνικά-κοστούμια ήταν του Σταύρου Αντωνόπουλου.
Η πρόθεσή μου ήταν ν' ανεβάσω έργα με πρωτοποριακό τρόπο και να γνωρίσω καινούρια έργα στο κυπριακό κοινό. Έργα που οι άλλοι δεν θα τολμούσαν να ανεβάσουν.
Τι παίζονταν τότε στις σκηνές; Πιο πολύ κλασικό ρεπερτόριο. Π.χ. Ο Ψεύτης του
Goldoni, Μιας Πεντάρας Νιάτα ή νεοελληνικό ρεπερτόριο, που φυσικά δεν ήταν
κακό αλλά πολύ μέτριο.
Κάνοντας μια ανασκόπηση πιστεύετε ότι βρίσκεστε σε καλό σημείο; Αυτή η πορεία
που ξεκίνησε στα τέλη του ’80, πού σας αφήνει σήμερα; Νιώθω ικανοποιημένος.
Αυτά που ήθελα να κάνω, τα πέτυχα σε μεγάλο βαθμό. Το «θέατρο ένα» γνώρισε στο
κοινό καινούρια πιο ακραία έργα. Επίσης πρωτοπορήσαμε σε σχέση με την τεχνική
υποστήριξη. Επειδή προέρχομαι απ’ το θεατρικό περιβάλλον της Αγγλίας, όπου η τεχνική κάλυψη είναι δυνατή, κουβάλησα μαζί μου αυτήν την αντίληψη και την εξέλιξα.
Σκηνοθεσία γιατί σπουδάσατε; Αρχικά είχα σπουδάσει μηχανολογία στο Λονδίνο.
Μετά ασχολήθηκα με το θέατρο.
Πώς έγινε δηλαδή; Είμαι από την Αμμόχωστο. Μετά την εισβολή, έφυγα για τη Σουηδία, όπου έτυχε να βρω δουλειά στο θέατρο. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαγγελματική
επαφή με το χώρο. Από μικρός μου άρεσε να σκηνοθετώ. ∆ιοργάνωνα παραστάσεις
στο δημοτικό, έκανα καραγκιόζη στους φίλους μου, αλλά ποτέ δεν μου πέρασε απ’ το
μυαλό να το κάνω επάγγελμα.
∆εν σκεφτήκατε ποτέ να γίνετε ηθοποιός; Ευτυχώς όχι. ∆εν είμαι καλός ηθοποιός,
ελπίζω να είμαι καλός σκηνοθέτης. Στη Σουηδία το έδαφος ήταν πρόσφορο. Έκανα
διάφορα πράγματα. ∆ούλεψα τεχνικός, έκανα τον κομπάρσο μέχρι που αποφάσισα να
σπουδάσω σκηνοθεσία κι επέστρεψα στο Λονδίνο.
Μετά ήρθατε στην Κύπρο και είπατε να τολμήσετε το δικό σας θέατρο. Φαντάζομαι την εποχή εκείνη πρέπει να ήταν μεγάλο ρίσκο. Τεράστιο, λαμβάνοντας
υπόψη ότι δεν υπήρχαν και τα χρήματα. Τέλος καλό όλα καλά. Στην Κύπρο, το
θέατρο είναι κομματοποιημένο. Πρέπει να ανήκεις σε παράταξη για να προωθηθείς. Το αρνήθηκα σε κάθε στάδιο της καριέρας μου κι αυτό είναι κάτι για το οποίο
είμαι πολύ περήφανος.
Πόσο άλλαξαν τα πράγματα από τότε; Πιστεύω ότι έχουν ανοίξει πια αρκετοί δρόμοι
και ορίζοντες για τους ανθρώπους του θεάτρου. Αυτό δυστυχώς που κάνει τεράστια
ζημιά είναι οι τηλεοπτικές σειρές. Είναι ένας βραχνάς όχι μόνο για το κυπριακό
θέατρο, αλλά και για την κυπριακή κουλτούρα γενικότερα. Είναι τόσο χαμηλό το
επίπεδο και εισχωρεί στο σπίτι του καθενός. Τα παιδιά μεγαλώνουν με αυτό το
επίπεδο πολιτισμού.
Με το τελευταίο ενδεχομένως να κατηγορηθείτε για πολιτιστικό σνομπισμό… ∆εν
είμαι ισοπεδωτικός. Αναγνωρίζω ότι οι ηθοποιοί έχουν ανάγκη από δεύτερη δουλειά
και στο κάτω-κάτω δεν είναι όλες οι σειρές τόσο κακές. Ωστόσο, αυτό που παρατηρώ
είναι ότι το επίπεδο του θεατή έχει κατέβει αρκετά την τελευταία δεκαετία κι αυτό
πιστεύω οφείλεται στην κυπριακή τηλεόραση.
Σ’ αυτό δεν έχει ευθύνη και το θέατρο έστω ελάχιστη; Αυτό που συζητάμε συχνά
είναι ότι οι σκηνές ρεπερτοριακά πατούν σε ασφαλείς επιλογές. Μα δεν υπάρχουν
ασφαλείς επιλογές. Εκεί που νομίζεις ότι είσαι ασφαλής δεν είσαι.
Καταλάβατε τι κάνει μια παράσταση πετυχημένη; Η αμεσότητα και η ποιότητα.
Την οποία πώς εξασφαλίζει κανείς; Με καλούς ηθοποιούς, σωστά τεχνικά μέσα, σοβαρή σκηνοθεσία, ενδιαφέρουσα ενδυματολογία και σκηνογραφία.
Ο ρόλος του σκηνοθέτη τι περιλαμβάνει; Τα πάντα. Ένας σκηνοθέτης μπορεί να πιάσει ένα αριστούργημα και να το καταστρέψει ή να πιάσει ένα κακό κείμενο και να το
κάνει μια αξιόλογη παράσταση.
Παραστάσεις βλέπετε; Μου αρέσει να βλέπω παραστάσεις στην Αγγλία, ίσως επειδή
σπούδασα εκεί.
Ποια θα λέγατε ότι είναι η τάση σήμερα; Το σκληρό θέατρο το αποφεύγουν οι καινούριοι συγγραφείς. Αυτό είναι αποτέλεσμα της γενικής κρίσης που περνά ο πλανήτης
τα τελευταία χρόνια, οικονομικής, κρίσης ταυτότητας, κρίσης ιδεωδών, κρίσης οικογενειακών θεσμών κ.τλ. Στην Κύπρο είναι άλλο το πρόβλημα. Οι θεατρικοί μας συγγραφείς δεν έχουν τη στενή σχέση που θα έπρεπε με το θέατρο. Είναι σχεδόν αδύνατο
να ξυπνάς ένα πρωί και να αποφασίσεις ότι είσαι θεατρικός συγγραφέας. Θέλουμε
όμως φυσικά να βοηθήσουμε την ντόπια θεατρική γραφή, γι’ αυτό και ανεβάζουμε
κυπριακά έργα πολλές φορές που ίσως να έχουν τις αδυναμίες τους. Προσπαθούμε
να τα βελτιώσουμε όσο είναι δυνατό. ∆εν μπορείς να πεις ότι μια χώρα έχει θεατρική
παράδοση αν δεν έχει θεατρική συγγραφή. Τότε δεν υπάρχουν οι ρίζες.
Σας πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό να γράψετε; Προσπάθησα, αλλά δεν τα κατάφερα. Το
γράψιμο είναι ταλέντο, όπως τα πιο πολλά πράγματα. Είτε το έχεις, είτε δεν το έχεις.
Η πρεμιέρα της Αντιγόνης θα δοθεί στις 16 ∆εκεμβρίου στη κύρια σκηνή του «θεάτρου ένα» στη Λευκωσία. Στον ομώνυμο ρόλο η Μαργαρίτα Ζαχαρίου και Κρέοντας ο Μανώλης Μιχαηλίδης. (Τηλ. 22439838.)
ΤΟΥ ΛΕΥΤΕΡΗ ΜΟΥΜΤΖΗ
φώτης σιώτας
μία σύντομη σκιαγράφηση της μουσικής πορείας του Ελλαδίτη καλλιτέχνη Φώτη Σιώτα
«Είναι αυτός που τραγουδά το Αερικό του Θανάση». Αυτά τα λόγια αναγκάστηκα να πω πολλές φορές για να εξηγήσω ποιος είναι ο Φώτης Σιώτας, κλασικό παράδειγμα του πώς μερικά τυχαία καταλήγουν να στιγματίζουν το όνομά σου στο ευρύ κοινό. Ο Φώτης δεν είναι απλά ένας βιολιστής που έτυχε να
τραγουδήσει και το Αερικό του Θανάση Παπακωνσταντίνου αλλά ένας πολύπλευρος καλλιτέχνης που τα τελευταία 17 χρόνια έχει χαρίσει το δημιουργικό
του εαυτό σε άπειρες ηχογραφήσεις, μπάντες και θεατρικές παραστάσεις.
Πάντοτε με καλή διάθεση, χιούμορ και αστείρευτες ιδέες είναι ο άνθρωπος
που όλοι οι μουσικοί αγαπούν και θέλουν να τον έχουν δίπλα τους.
Ο Φώτης άρχισε τη μουσική του πορεία, όπως μου λέει, σε ηλικία έξι ετών
τραγουδώντας στην παιδική χορωδία της Αγία Τριάδας στη Θεσσαλονίκη.
Στα εννιά του γράφτηκε στο Κρατικό Ωδείο και άρχισε μαθήματα βιολί και
τραγούδι. Στα δεκαεφτά του άρχισε να παίζει με μπάντες της πόλης, με πιο
αξιοσημείωτους τους Ποδηλάτες του Μανώλη Φάμελλου. Από τα 1993 αρχίζει να παίζει με τον Σωκράτη Μάλαμα και τον Θανάση Παπακωνσταντίνου.
Ήταν και οι δύο τότε στις αρχές της πορείας τους, όπως και ο Φώτης. Με τον
Μάλαμα, με τον οποίο υπήρξαν και συγκάτοικοι τότε δεν θα δισκογραφήσει
μέχρι το 2007, ενώ με τον Θανάση θα παίξει σε αρκετούς δίσκους με αποκορύφωμα την παραγωγή του τελευταίου του δίσκου «Ο ελάχιστος εαυτός».
Το 1995 ηχογραφεί μαζί με τους Αμερικανούς Chris & Carla (οι φωνές των
The Walkabouts) ζωντανά στο Μύλο στη Θεσσαλονίκη. O δίσκος που παίρνει
το όνομα Nights between stations κυκλοφορεί την ίδια χρονιά από την αμερικάνικη εταιρία Glitterhouse. Αμέσως ο Chris και η Carla του ζητούν να τους
ακολουθήσει σε περιοδεία στην Αμερική. ∆υστυχώς, για λόγους βίζας δεν
καταφέρνει να πάει. Το 1998 δημιουργεί το συγκρότημα Ευοί Ευάν με τρεις
άλλους μουσικούς με το οποίο συνθέτει τραγούδια, τραγουδά και παίζει βιολί.
Ηχογραφούν δύο αξιόλογους δίσκους και μετά χωρίζουν. Ταυτόχρονα παίζει
με τους Boomstate, οι οποίοι συνεχίζουν και σήμερα με διαφορετική σύνθεση.
Το 2003 σμίγει με την παρέα που ονομάστηκε Γιάννης Αγγελάκας και οι επισκέπτες μαζί με άλλους 12-13 μουσικούς και κάνουν πρόβες για δύο χρόνια.
Το 2005 κυκλοφορεί το «Από ∆ω και Πάνω» ένας διπλός δίσκος στον οποίο
ο Φώτης είχε προσφέρει αρκετά δημιουργικά. Τον ίδιο περίπου καιρό ζει και
τη χρυσή εποχή της αλησμόνητης μπάντας του Θανάση Παπακωνσταντίνου
«Λαϊκεδέλικα».
ΥΓ. 14
Sancho 003
Το 2004 ο Φώτης αφήνει την πόλη του τη Θεσσαλονίκη και κατεβαίνει στην
Αθήνα. Παράλληλα με τις άλλες ασχολίες αρχίζει μία συνεργασία με τη χορευτική ομάδα Sinequanon και την ίδια χρονιά ανεβάζουν το έργο «Ο Μυστικός
∆είπνος» σε μουσική Θ. Παπακωνσταντίνου. Το 2007 με τον παλιό του φίλο Κώστα Παντέλη (πρώην Πίσσα και Πούπουλα και Ξύλινα Σπαθιά) – τον Κωστάκη
όπως τον αποκαλεί - δημιουργούν ένα πρωτότυπο ντουέτο, τους Sancho 003. Το
Sanchο από το ∆ον Κιχώτη που διάβαζε ο Φώτης εκείνο τον καιρό, λόγω μιας
παράστασης που δεν έγινε ποτέ και το 003 από ένα λάθος του σχεδιαστή που
χρησιμοποίησε τη φωτογραφία υπ’ αριθμόν 003 στην πρώτη τους αφίσα, βάζοντας τον αριθμό σαν μέρος του ονόματος. Από τότε το κρατήσανε. Κυκλοφόρησαν τον πρώτο τους δίσκο το 2009 με τίτλο «We Βuy Gold» μία συλλογή από
όμορφα ορχηστρικά κομμάτια γεμάτα μελωδίες και αυτοσχεδιασμούς με έντονη
την παρουσία των ζωντανών loops. Ο δίσκος έκανε αίσθηση στην πειραματική
σκηνή της Ελλάδας όσο και του εξωτερικού με αποτέλεσμα να τους καλέσουν
να παίξουν σε αρκετά εναλλακτικά φεστιβάλ. Το Φεβράρη του 2010 η κυπριακή
Λουβάνα ∆ίσκοι τους έφερε για συναυλίες στην Κύπρο από όπου έφυγαν με τις
καλύτερες εντυπώσεις. Το καλοκαίρι που πέρασε οι Sancho έγραψαν μουσική
για την παράσταση των Sinequanon «Ένα Aκόμα και Φύγαμε».
Παρόν και εγγύς μέλλον
Αυτές τις μέρες τρέχει και δεν προλαβαίνει. Έχει μόλις τελειώσει την παραγωγή
του καινούριου δίσκου του Θ. Παπακωνσταντίνου η οποία τους πήρε δύο χρόνια. ∆ύο χρόνια ταξίδια από Αθήνα στο Μεταξοχώρι όπου είναι το σπίτι και το
προσωπικό στούντιο του Θανάση. Ο δίσκος κυκλοφορεί με την ανεξάρτητη πατρινή δισκογραφική Inner Ear Records, διότι «η Lyra δεν πλήρωνε το κόστος του
δίσκου» όπως μου λέει ο Φώτης. Παίζει τις τελευταίες του συναυλίες με τον παλιό του φίλο Σωκράτη Μάλαμα, τον οποίο αναγκάζεται λόγω έλλειψης χρόνου
να εγκαταλείψει. Ανεβάζει καινούρια παράσταση και πάλι με τους Sinequanon,
με τίτλο «Το Lose Lauterc» στη Θεσσαλονίκη όπου έχει όλη την επιμέλεια της
μουσικής και επίσης μαζί με τον Κωστάκη παίζουν ζωντανά. Παίζει με τα παιδικά παραμύθια του στενού του φίλου ∆ημήτρη Μπασλάμ. Χαίρεται το καινούριο
του βιολί το οποίο δούλεψε χρόνια για να αποκτήσει. Και το πιο σημαντικό ετοιμάζεται να γράψει καινούριο δίσκο με τους Sancho 003 που θα κυκλοφορήσει με
την Conspiracy Records στο Βέλγιο. Και η ιστορία συνεχίζεται…
καταγράφοντας τη μνήμη
H Mαρίνα Ολυμπίου – Λυκούργου καταθέτει τη ζωγραφική μαρτυρία της στο εικαστικό τοπίο της Κύπρου
Είναι σχεδόν μεσημέρι και πίνουμε τις τελευταίες γουλιές ενός γλυκού εκλεπτυσμένου τσαγιού. Έχω ήδη δει
τα αποσπάσματα από το βίντεο που θα προβάλει στην
έκθεση, τα έργα ζωγραφικής που θα παρουσιάσει, αλλά
και τον παράλληλο κόσμο της, όπως η ίδια τον αποκαλεί.
Πρόκειται για ένα μέρος της εντυπωσιακής συλλογής των
ορυκτών και κρύσταλλων που διαθέτει, τις φωτογραφίες
για τον ζωντανό κόσμο των φυτών, αλλά και τις μαγευτικές φωτογραφίες από τα ταξίδια της κάτω απ’ τον τίτλο
«Μια Σταγόνα Γυρίζει τον Κόσμο». Περού, Βοληβία, Ινδονησία, Καμπότζη, Ταϊλάνδη, ένα ταξίδι δικό της, όπως
μου εξηγεί που δεν έχει τελειώσει ακόμα και που έχει
σκοπό να καταγράψει την αρχαία τέχνη διαφορετικών
λαών, αναζητώντας τη σχέση του ανθρώπου με τον χώρο
και τον χρόνο.
Είναι φανερό πως η Μαρίνα ανήκει στην καλλιτεχνική
πάστα των αθόρυβων δημιουργών. Mε καθαρά ανθρωποκεντρική αντίληψη στο έργο της, αποκαλύπτει εύκολα
τις ευαίσθητες πλευρές της πολύπλευρης προσωπικότητάς της όταν αναφέρεται στα έργα της, το σκεπτικό της,
τις αγωνίες της, όταν διατυπώνει την άποψή της για όλα
όσα την απασχολούν, τον πόλεμο, τη βία, τη φτώχεια,
την απώλεια, την πείνα, την αρρώστια. Την ίδια στιγμή σε
εντυπωσιάζει το ειλικρινές αίσθημα αγωνίας κι ανησυχίας για όλα όσα συμβαίνουν, την πληγώνουν, τη φοβίζουν
και την ενοχλούν.
Καταγράφει μου λέει τη μνήμη. Μαρτυρίες. Αυτό είναι το
έργο της. Ό,τι έζησε κι ότι ένιωσε, όλα τα βιώματά της.
«Ζωγραφική σημαίνει γράφεις τη ζωή. Κι αυτό ακριβώς
κάνω έχοντας για μαρτυρία τις εικόνες μου, την άποψή
μου».
Η πρώτη καταγραφή της μνήμης γίνεται το 1974. Ένα
τραυματικό γεγονός που τη σημαδεύει. Ήταν έξι χρόνων.
Μια εμπειρία που την ώθησε δυο δεκαετίες αργότερα να
κάνει την πρώτη της παρουσία στα εικαστικά, φτιάχνοντας το έργο «Η Τέχνη Είναι ∆ικαιοσύνη», που παρουσιάστηκε στο Pompidou, στο Παρίσι. Εκεί, σ’ αυτή την πόλη
η Μαρίνα θα βρεθεί μόλις θα αποφοιτήσει απ’ το λύκειο.
Της αρέσει το Παρίσι, τη γοητεύουν οι Γάλλοι φιλόσοφοι
όπως ο Πασκάλ και ο Ντεκάρτ, αλλά κι η γαλλική λογοτεχνία μέσα απ’ την οποία θα θαυμάσει τον ελληνικό
πολιτισμό. Τέχνη δεν θα σπουδάσει αμέσως. Κάνει αυτό
για το οποίο έψαχνε απαντήσεις από μικρή. Σπουδάζει
γεμολογία, έναν κλάδο της γεωλογίας με ειδίκευση στα
ορυκτά και τους πολύτιμους λίθους κι όταν οι απορίες
της αρχίζουν πια να βρίσκουν απαντήσεις, αποφασίζει να
κάνει αυτό που αγαπά, σπουδάζοντας στη Σχολή Καλών
Τεχνών στο Παρίσι.
«Η πρώτη μου δουλειά ήταν βασισμένη στη μνήμη του
’74. Είναι περίεργο, αλλά τα παιδικά μου χρόνια τα ’χω
συνδέσει μόνο με την Κερύνεια, εκεί όπου ζούσαμε. Τίποτ’ άλλο δεν θυμάμαι. Φύγαμε έχοντας φοβερές εικόνες για το πώς ήρθαν οι Τούρκοι, πώς έζησα τον πόλεμο.
Ήθελα λοιπόν αυτό τον πόλεμο να τον καταγράψω».
Το έργο της βασίζεται στη μνήμη μέσα από μαρτυρίες
καλλιτεχνών διεθνούς εμβέλειας, από τους οποίους ζητά
την καταγραφή της μέρας του θανάτου τους, ανάμεσά
τους οι Marina Αbramovic, Κώστας Γαβράς, Αλέκος Φα-
ΥΓ. 16
σιανός, Christian Boltanski και Braco Dimitrijevic. Η ίδια
θα πει πως έχει πεθάνει στα 6 της χρόνια…
«Η Τέχνη είναι ∆ικαιοσύνη» λοιπόν, παρουσιάζεται στο
Centre Georges Pompidou στο Παρίσι και περιλαμβάνει
βίντεο, φωτογραφία, γλυπτική και εγκατάσταση. Κάτω
από την ονομασία Day 1 το έργο αυτό είναι ένα από τα
βίντεο που θα δούμε στην τωρινή της έκθεση με τίτλο
«Αποσπάσματα από τη ζωή μιας μάνας». Το επιλέγει με
άλλα δυο, ανάμεσα σε πολλά τα οποία έχει κάνει τα τελευταία 17 χρόνια, όλα κομμάτια της ζωής της, τα οποία
θεωρεί τη σημαντικότερη δουλειά της. Συνθέτει λοιπόν
τρεις ξεχωριστές διηγήσεις. Καταγραφές από την τουρκική εισβολή, μια ομάδα χορευτών στην ταράτσα ενός
κτιρίου Νέας Υόρκης και εικόνες της κόρης της να παίζει
με πετραδάκια σε μια παραλία της Κύπρου αφήνοντας
τη συγκλονιστική κραυγή της Marinas Αbramovic για τίτλους του τέλους.
Μου δείχνει την έκδοση του έργου «Η Τέχνη Είναι ∆ικαιοσύνη», η οποία συμπεριλαμβάνει φωτογραφικό υλικό. Η
δική της ασπρόμαυρη φωτογραφία στη σελίδα καταγραφής της μνήμης της απεικονίζει ένα κορίτσι με εκφραστικά μάτια, την ίδια όταν ήταν μικρή. Σ’ αυτήν παρεμβαίνει
τοποθετώντας αίμα που στεγνώνει, σχηματίζοντας έτσι
κάθετες γραμμές. Γραμμές που συνοδεύουν από τότε όλα
σχεδόν τα έργα που κάνει στον καμβά με την ερμηνεία
τους να διαφοροποιείται. «Είναι η κόκκινη γραμμή της
μνήμης, η κόκκινη γραμμή των ορίων, οι χορδές του ήχου,
ο στόχος. Μπορεί να ’ναι μια απλή αφηρημένη γραμμή,
μπορεί να ’ναι κι οι γραμμές του φωτός, στη γεωλογία
έχουμε γραμμές συνεχώς, πάντα δούλευα με τόξα… Τα
τόξα είναι η σύγκλιση, η ένταση, ο διαχωρισμός».
Η Μαρίνα ερευνά την εικόνα του ανθρώπου, την οπτική
της αντίληψής της για τον κόσμο, τη στάση της ζωής της,
της συμπεριφοράς της απέναντι στα πράγματα, μέσα από
το πρίσμα της σχέσης φόρμας και χώρου, εκεί που όπως
τονίζει παίζεται όλη η υπόθεση της ζωγραφικής.
Όση ώρα κοιτάμε τους πίνακές της, καταθέτει διαφορετικές μαρτυρίες για τις πινελιές που βάζει σε κάθε καμβά. Ζωγραφίζει για τον πόλεμο, τον φόβο στα μάτια των
παιδιών, τη βία και τις δολοφονίες, τις πεταλούδες του
Ακάμα που έχουν εξαφανιστεί για αφανείς ήρωες και
μελλοντικά θύματα. «Κανείς δεν αντιδρά κανένας δεν
φοβάται». Είναι συγκλονισμένη όταν μου μιλά γι’ αυτά.
«Θέλω να απομονώνω εικόνες στο τελάρο. Για μένα αυτό
αποτελεί τέχνη. Μια περιπέτεια είναι η ζωγραφική, μια
ανακάλυψη, μου λέει και μου δείχνει κάποιους πίνακες
που δεν ξέρει ακόμα πώς θα είναι όταν τελειώσουν, τονίζοντας πως οι μορφές που σχεδιάζει είναι γεμάτα φορτισμένες με πολλή ένταση.
Βλέπουμε τους πίνακές της και μου μιλά για τα τοπία και
τη συσχέτισή τους με τους ήχους, τη μουσική, για την
ανάγκη της να δημιουργεί μυθιστορία που ευστόχως αναγνώρισε ο Κωνσταντίνος Πρώιμος στα έργα της, για την
ανάγκη της να ζωγραφίζει την ομορφιά.
Και τα παιδιά στους πίνακές της; Οι φωνές τους που
ακούγονται στα βίντεο της; «Με κάνουν να ανασαίνω.
Όταν ακούς ένα μωρό τότε υπάρχει ελπίδα. Θα αφήσεις
κάτι πίσω σου που ίσως κάνει τον κόσμο καλύτερο…».
ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΣΚΟΡ∆Η
ΦΩΤΟ: ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ
Info: Η έκθεση «Ζωγραφική Μαρτυρία» παρουσιάζεται στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης ∆ιάτοπος από τις 8 ∆εκεμβρίου 2010 μέχρι τις 22 Ιανουαρίου 2011.
17 ΥΓ.
ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΣΚΟΡ∆Η
ΦΩΤΟ: ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ
ΝΕΑΡΧΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
είμαστε ένα κοτέτσι στη μεσόγειο
Ο συγγραφέας που γελά όταν γράφει τα έργα του και παίζει τα βράδια σε ροκ μπαντ δεν ηθικολογεί. Κι αν έχει
περάσει κάποιο μήνυμα στα θεατρικά του, το ’χει κάνει κατά λάθος.
Χαρακτηρίζεται από καυστική και κυνική γραφή, αυτοσαρκάζεται, υπερβάλλει, δηλώνει άθεος, φοράει κοστούμι τραπεζικού, έχει στο cv του ένα διδακτορικό και τώρα τελευταία παθιάζεται με την rock band που έκανε με κάτι φίλους παίζοντας
κιθάρα και κλασικό αγγλικό ροκ στη Λεμεσό. Μετρά ήδη δέκα
έργα, το τελευταίο του ανέβηκε το Νοέμβριο στο σανίδι, ενώ
το επόμενο που θα δούμε θα ’ναι ένα psycho θρίλερ, το πρώτο
που δεν θα ’ναι κωμωδία.
Θα μου πει πως άρχισε να γράφει γιατί απεχθανόταν τον ρατσισμό. Το πρώτο του βιβλίο «Yes madam, Sorry madam» έχει
ανέλπιστη επιτυχία. Γράφει το δεύτερο, το «Κίτρινο Κουκούτσι» που ’ναι το αγαπημένο του και τότε του συστήνουν να
γράψει ένα θεατρικό. Γράφει το «Senza Storia», το κάνει τσίρκο
μου λέει, χωρίς να γνωρίζει τα πρέπει και τα μη της θεατρικής
γραφής. Το δίνει στην Εθάλ και -φυσικά- απορρίπτεται, λόγω
περιεχομένου και κυπριακής διαλέκτου. Θα το ανακαλύψει ο
Χριστοδουλίδης στο ΕΝΑ, θα το βάλει σε σωστά θεατρικά καλούπια και θα γίνει η μεγαλύτερη επιτυχία του θέατρου.
«Γράφω λαϊκό θέατρο, απευθύνομαι σε πολύ κόσμο», λέει εξηγώντας πως δεν τον ενδιαφέρει να κάνει κοινωνική κριτική.
«∆εν επιδιώκω να περάσω μηνύματα μεγάλα μέσα από τα έργα
μου. ∆ιακωμωδώ καταστάσεις, χωρίς να ηθικολογώ. Πιστεύω
εξάλλου πως αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι η ψυχαγωγία. Αυτό είναι που έχουμε ανάγκη, αυτό επιδιώκω να προσφέρω στο κοινό…».
Πώς αντιδρά το κοινό όταν παρακολουθεί έργα σας;
Ένα μεγάλο μέρος του κοινού σοκάρεται, του αρέσει όμως και
έρχεται ξανά στο θέατρο για να δει ένα καινούριο έργο μου.
Υπάρχουν και κάποιοι που σοκάρονται και δεν ξαναπατούν.
Παρόλο που δεν έχω σκοπό να θίξω κανέναν μέσα απ’ τα έργα
μου, φαίνεται πως άθελά μου το πετυχαίνω, γιατί η κωμωδία
θέτει υπό αμφισβήτηση θεσμούς και κατεστημένο. Σίγουρα ο
δικός μου στόχος δεν είναι αυτός. Στόχος μου είναι να ψυχαγωγήσω. Μέσα απ’ τη σάτιρα όμως προκύπτει και η κοινωνική
κριτική.
Περιμένατε ν’ αντιδράσει τόσο ο κόσμος όταν γράφατε το
Senza Storia;
Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα αυτό το τσουνάμι των αντιδράσεων. Ήμουν άσχετος και εντελώς εκτός αντικειμένου όταν
έγραψα το Senza Storia. Υπολόγιζα πως υπάρχει συντηρητισμός
αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό όπως τελικά αποδείχτηκε. Αν και το
υποψιαζόμουν, τέτοια διάσταση δεν περίμενα να πάρουν τα
πράγματα. Κάποιοι ισχυρίζονται πως όσο παραπάνω ντόρος
γίνεται για ένα έργο, τόσο μεγαλύτερη είναι η επιτυχία του.
Προσωπικά δεν τα μετρώ έτσι τα πράγματα.
Τι επιδιώκετε μέσα από τα έργα σας;
Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να ψυχαγωγηθεί ο κόσμος, δεν
ανήκω στην κατηγορία των συγγραφέων που θέλουν να περάσουν μέσα από τα έργα τους μηνύματα. ∆εν έχω τέτοιους
στόχους. Αυτές τις ώρες που σατιρίζω τα άπλυτα όλων μας –
φυσικά και του εαυτού μου - τις απολαμβάνω και θέλω να τις
μοιραστώ με το κοινό.
Σας ενοχλεί η κριτική απ’ το συντηρητικό κοινό;
∆εν με ενδιαφέρει να ικανοποιείται ο συντηρητικός και ούτε
είμαι διατεθειμένος να προσαρμοστώ. Αν κάποιος ενοχλείται
τόσο πολύ απ’ τα έργα μου, ας μην πάει να τα δει. Η ψευτοηθική
και το θρησκευτικό ήθος δεν είναι του τύπου μου. Και ξέρεις τι;
Αυτό που έχω προσέξει είναι πως ο συντηρητισμός χαρακτηρίζει τη μεσαία τάξη, ενώ οι λαϊκοί είναι πολύ πιο ειλικρινείς. ∆εν
διέπονται από δήθεν ηθική και καθωσπρεπισμούς.
Όταν γράφετε εκτονώνεστε;
Όταν με απασχολεί ένα θέμα το δουλεύω στο μυαλό μου, δεν
συζητώ τίποτα άλλο παρά μόνο αυτό και όταν ολοκληρώσω τις
πτυχές του κάθομαι και το γράφω χωρίς να έχω κανένα σχέδιο… άρα δεν είναι εκτόνωση είναι ενθουσιασμός παραπάνω.
Αγωνιώ να το ξεκινήσω, να πλάσω χαρακτήρες, ανατροπές.
Χρειάζομαι 5-6 ώρες δουλειάς για να το ολοκληρώσω. Αυτές
τις ώρες γράφω και γελώ. Το διασκεδάζω εγώ ο ίδιος.
Για ποιο πράγμα δεν έχετε γράψει ακόμα;
∆εν είχα γράψει για το φαινόμενο της πάλης του αρσενικού με
το θηλυκό, της πάλης του έρωτα δηλαδή. Θεωρώ πως όλα καταλήγουν εκεί. Έγραψα λοιπόν ένα ερωτικό psycho θρίλερ, ένα
σκληρό έργο, με δόσεις σχιζοφρένειας, που δεν είναι κωμωδία.
Θα ανέβει από το Θέατρο Ανεμώνα.
Η γραφή σας χαρακτηρίζεται από υπερβολή…
Ναι, γιατί σαν άτομο μ’ αρέσει η υπερβολή. Αν πάω για παράδειγμα κάπου που έχει κόσμο θα πω πως ήταν φίσκα, αν φάω
κάτι καλό θα πω πως τρελάθηκα απ’ τη νοστιμιά του. ∆ιακατέχομαι θα έλεγα από ένα παιδικό ενθουσιασμό. Τα βλέπω όλα σε
βαθμό υπερθετικό. Αυτός είμαι…
Πώς θα χαρακτηρίζατε την κυπριακή κοινωνία;
Είμαστε ένα κοτέτσι στη μεσόγειο με κάμποσες όρνιθες που
κακαρίζουν. Το μέγεθός μας σαν χώρα, δεν δικαιολογεί το θόρυβο που κάνουμε. Είμαστε μια τριτοκοσμική χώρα από πλευράς επιπέδου με το μορφωτικό μας επίπεδο να μη συνάδει με
τα κατά κεφαλήν εισόδηματά μας. Κερδίζουμε περισσότερα
απ’ ό,τι αξίζουμε. Έχουμε από την άλλη μια υπερπαραγωγή
ατόμων με διπλώματα, βασισμένα στο μοτίβο τρία χρόνια στην
Αγγλία κι ένα μάστερ, δεν έχουμε όμως διανοούμενους ανθρώπους, ενώ σαν λαός δεν έχουμε καθόλου γενικές γνώσεις. Θλιβερό… Έχουμε μια αγροτική νοοτροπία στη ψυχοσύνθεσή μας
απ’ την οποία δεν έχουμε ακόμα απελευθερωθεί.
Και οι σχέσεις αντρών - γυναικών;
Οι άντρες έχουν ακόμα το οθωμανικό στιλ ενώ οι γυναίκες σύζυγοι ακόμα κι απελευθερωμένες δεν έχουν καταλάβει πως
συνεχίζουν να μην είναι ίσες μ’ αυτούς. Θεωρούν πως αν ο
άντρας βοηθά λίγο στο σιδέρωμα και τα παιδιά είναι αρκετό.
Οι Κύπριοι άντρες είναι άξεστοι στους τρόπους τους, κακομαθημένοι και βαρυλάτες. Γι’ αυτό και οι γυναίκες δυσκολεύονται
να βρουν συντρόφους μια που υπάρχουν πολλές και αξιόλογες
τις οποίες δεν τις βοηθά το ανδροκρατούμενο σύστημα στην
Κύπρο.
Ποια θα είναι η επόμενη κωμωδία σας;
Αν και παράδεισος η Κύπρος για ένα συγγραφέα δεν έχω τίποτα αυτή τη στιγμή στα υπόψη. Με απασχολεί όμως αρκετά
έντονα το θέμα του ρατσισμού. Νιώθω πως έχω την ανάγκη να
γράψω ένα αντιρατσιστικό έργο.
19 ΥΓ.
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΡΙΛΛΙ∆Η
spam
Παίρνω αυτά τα emails. Στην αρχή ήταν ένα
τη βδομάδα, τώρα τελευταία είναι μέρα παρά
μέρα, κάποτε κάθε μέρα. Αποστολέας είναι
πάντα ο ίδιος, το περιεχόμενο του mail είναι
πάντα το ίδιο. Ο εγκέφαλος πίσω απ’ τη διαχείριση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μου
το πετάει βεβαίως στα spam. Αλλά και πάλι.
Ρωτάω καμιά δεκαριά φίλους. Εννιά αρνητικές απαντήσεις, κάποιες μετά συνοδεία της
προβλεπόμενης, άλλοτε πετυχημένης συνήθως όχι, καζούρας. Ένας μόνο το έχει λάβει.
Κι αυτός, όχι ακριβώς. «Η γυναίκα μου», λέει,
«τα στέλνουν στη γυναίκα μου». Σαστίζω λίγο.
«Μου τα κάνει forward», συνεχίζει, θεωρώντας,
προφανώς, πως η σιωπή μου κουκούλωνε μόνο
την ερώτηση στην οποία έχει μόλις δώσει απάντηση, «μου τα έκανε δηλαδή. Μια δυο φορές.
Έχει καιρό να πάρω», σταματά και σαν να θεωρεί τη φράση του ημιτελή, προσθέτει, «ή έχει
καιρό να πάρει».
Μέχρι πρόσφατα, η τακτική μου ήταν να τα
διαγράφω χωρίς να τα ανοίγω. Σήμερα, είπα
να ανοίξω ένα. Τα κείμενα εξαντλούνταν στην
αναγραφή ενός συνδέσμου με το γνωστό γαλάζιο χρώμα που στην επαφή μετατρέπει το βέλος σε παλάμη. Το αγγίζω. Μου ανοίγει παράθυρο σε μια ιστοσελίδα με φωτογραφίες «πριν»
και «μετά», σχεδιαγράμματα, γραφικές αναπαραστάσεις, δηλώσεις από ευχαριστημένους πελάτες. Υπάρχουν τρεις διαφορετικές επιλογές
γλώσσας. Τα ελληνικά δεν είναι μία απ’ αυτές.
Είναι κάτι χάπια. 100% φυτικά, 100% φυσικά, 100% ασφαλή. Παρέχουν 100% εγγυημένα αποτελέσματα. Αν δεν ψηλαφίσω τα 100%
εγγυημένα αποτελέσματα τότε έχω 100% εγγυημένη επιστροφή των χρημάτων μου, (ή
ίσως, εγγυημένη επιστροφή του 100% των
χρημάτων μου - τα αγγλικά μου δεν είναι και
τόσο καλά). ∆εν χρειάζομαι συνταγή γιατρού
για να τα αγοράσω και αν αγοράσω τώρα 4
μπουκάλια παίρνω τώρα 2 δωρεάν. Μπορώ
να πληρώσω με Visa.
Τι να προσμένω; Τον πρώτο μήνα της κατάποσης θα παρατηρηθεί μια, αδιευκρίνιστης
τάξης, αύξηση. Το δεύτερο μήνα η αύξηση του
μήκους θα είναι της τάξης της 1 ίντσας και η
αύξηση του πάχους θα αγγίξει το 5%. Τον τρίτο
με τέταρτο μήνα, εκτοξευόμαστε στις 3 ίντσες
και 10% αντίστοιχα. Τον πέμπτο με έκτο μήνα
επιτυγχάνονται οι μέγιστες τιμές, 4 ίντσες και
20%. ∆εν υπάρχει πληροφόρηση για τον έβδομο μήνα και μετά. Αν εξαναγκαζόμουν να εικάσω, θα υπέθετα πως διατηρούνται εσαεί οι
μέγιστες τιμές που επιτεύχθηκαν στην εκπνοή
του εξαμήνου.
Προσπαθώ να μετατρέψω στο κεφάλι μου τις
ίντσες σε μια μονάδα μέτρησης περισσότερο
οικεία, πιο χειροπιαστή. Τα καταφέρνω έπειτα
ΥΓ. 20
από αρκετή ώρα και μόνο με τη μεσολάβηση
κάποιας υπηρεσίας που μου προσφέρει το λογισμικό του κινητού μου τηλεφώνου. Για το επί
τοις εκατό ποσοστό, εξακολουθώ να μην είμαι
σε θέση να σχηματίσω ακριβή εικόνα.
∆εν καταλαβαίνω. Γιατί εμένα; Γιατί τόση εμμονή; Πότε θα σταματήσει όλο αυτό; Γιατί θα
σταματήσει αν ποτέ σταματήσει όλο αυτό;
Σβήνω τον υπολογιστή. Σηκώνομαι απ’ το γραφείο, καληνυχτίζω τους συναδέλφους, ανοίγω
την πόρτα μπροστά μου, την κλείνω πίσω μου,
μπαίνω στο αυτοκίνητο, ανοίγω το ραδιόφωνο,
ακούω ειδήσεις, το κλείνω, φτάνω σπίτι. Ανοίγω την πόρτα, την κλείνω, αφήνω τα κλειδιά
στο τραπέζι, το χαρτοφύλακα στον καναπέ, ξεντύνομαι, μπαίνω στο μπάνιο. Κάνω ντους που
διαρκεί λίγο παραπάνω απ’ ό,τι συνήθως.
Σκουπίζομαι, ψεκάζω αποσμητικό στις μασχάλες, βάζω σώβρακο και φανέλα, τηλεφωνώ
στην πρώην γυναίκα μου. Το σηκώνει. «Γεια
σου». «Γεια σου», απαντάει. «Τι νέα;». «Τα ίδια».
«Τα παιδιά;». «Παραμένουν παιδιά». Αν και συνηθισμένος στο τραχύ κι απότομο ύφος της,
δεν έχω συνηθίσει ακόμα το νιόφερτο πάθος
της για πνευματώδη τρίμματα με τα οποία δεν
παραλείπει να πασπαλίζει κάθε κουβέντα της.
Αυτό το τελευταίο το κόλλησε απ’ τον Πέτρο,
παρόλο που ούτε αυτός, ο 45άρης σκηνοθέτης τηλεοπτικών εκπομπών με την γκριζωπή
αλογοουρά και το αιωνόβιο μούσι, παρουσιάζει
υποφερτές επιδόσεις στο πασπάλισμα. «Τι κάνει ο Πέτρος;», ρωτάω. «Να σου δώσω το τηλέφωνό του να τα πείτε;», γρυλίζει και χωρίς
να περιμένει απάντηση, «κοίτα, δεν είναι ώρα
τώρα, έχουμε και δουλειές». Μου το κλείνει.
Σηκώνομαι, χώνομαι στις πιτζάμες, μπαίνω
στην κουζίνα, κόβω δυο σάντουιτς, ρίχνω
ένα δάχτυλο ουίσκι στο ποτήρι, βρίσκω κάτι
πατατάκια, τα κουβαλώ στο σαλόνι, ανάβω την τηλεόραση, ξαπλώνω στον καναπέ,
μασώ ψωμιά και πατατάκια, πίνω ουίσκι και
λιωμένο πάγο, αλλάζω κανάλια, βρίσκω ένα,
προσπαθώ να αυνανιστώ, δεν τα καταφέρνω,
αλλάζω κανάλια, ξαναπροσπαθώ, αλλάζω κανάλια, αποκοιμιέμαι.
Ξυπνάω στη μέση της νύχτας, ψαχουλεύω για
το κινητό, γράφει 03:14 π.μ. και κανένα μήνυμα. Εκτινάσσομαι απ’ τον καναπέ. Σπεύδοντας
προς το κρεβάτι, αποφασίζω ότι θα απαντήσω.
Αύριο, πρωί πρωί, μόλις πάω στο γραφείο, θα
ανάψω τον υπολογιστή, θα μπω στα mail μου,
θα λοξοδρομήσω απ’ το inbox, θα βρεθώ στα
spam, θα ψάξω, θα βρω τον αποστολέα, θα τον
ανοίξω, θα πατήσω reply, θα κάτσω να στρωθώ
και θα του γράψω. Ναι, αύριο, πρωί πρωί, θα
του απαντήσω, είναι η τελευταία μου σκέψη,
καθώς το σώμα μου γέρνει προς το υπέρδιπλο
στρώμα μου.
τετάρτη 7 μ.μ. στο σπίτι...
Βυθιζόμαστε σε ένα δραματικό και μη ανατρέψιμο χρονικό ρεύμα.
Ακόμα και το ίδιο το σώμα σπουδάζει τη ροή του χρόνου διά της
κινήσεως. Γράφουμε, επιγράφουμε, εν-γράφουμε. Με άλλα λόγια
χειρονομούμε. Δημιουργούμε με οδηγό τη νοσταλγία και κριτήριο τη
θυμικότητα. Τα σύγχρονα έργα τέχνης και λογοτεχνίας αποτελούν
πλέον στην πλειονότητά τους ταπεινόφρονες απόπειρες αφήγησης κριτικής αφήγησης - αντίπαλες στη λήθη. Κάθε ανάμνηση αποτελεί
αρωγό του παρόντος, ποτέ σφετερίστρια του. Δημιουργούμε,
μελετούμε, στοχαζόμαστε. Ο ψυχαναλυτής Pierre Fédida στην
«Απουσία» σημειώνει τη σημασία της γραφής όπως επίσης και
του σχεδίου ορίζοντάς τα ως μέσα διοχέτευσης των ενδογενών
διατυπώσεων του καθενός στον περιβάλλοντα χώρο. Αφηνόμαστε στον
κόσμο της άμεσης κοινωνικής εμπειρίας έχοντας πάντα κατά νου πως
κάθε εκδήλωση κρατά για προθήκη του νοήματος μιαν όψη που δεν
είναι άλλη από το έργο, το έργο τέχνης.
ΥΓ. 22
ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΞΕΝΟΥ
ΦΩΤΟ: SILVIO RUSMIGO
ΦΩΤΟ ΕΡΓΩΝ: ΝΙΚΟΣ ΛΟΥΚΑ
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΧΡΙΣΤΟ∆ΟΥΛΙ∆Η
η σημασία του οικείου
∆ικές του σημειώσεις σαν σε ημερολόγιο. Επισκέψεις στα αγαπημένα του
μέρη. Επιστολές από θεωρητικούς και κριτικούς της τέχνης γραμμένες για
τον ίδιο. Μικρά ενσταντανέ με το γατί του να περπατά ανάμεσα στα βιβλία.
Αυτός είναι ο κόσμος του. Κι εμείς με αφορμή την ατομική του έκθεση, που
μόλις εγκαινίασε, του ζητούμε να μας πάρει μια βόλτα στα οικεία του…
«Τι σημαίνει οικείο για σένα;» τον ρωτώ, «ό,τι αγγίζει τα ενδόψυχά μας» μου απαντά
και κάπως έτσι αρχίζει η κουβέντα μας ένα βράδυ στο σπίτι του, με τη Χιόνα να
απλώνει νωχελικά στο χαλί του και κείνον να μιλά χαμηλόφωνα για τα στοιχειώδη
τεχνάσματα της μνήμης…Εγώ διατυπώνω απορίες και κείνος μέσα από τις απαντήσεις του γεμίζει το δωμάτιο με το άρωμα τού οικείου και όσο περνά η ώρα με κάνει
να αισθάνομαι πως θέλω ξανά να στολίσω το σπίτι μου. Και την…ψυχή μου. Κάπως
έτσι λοιπόν…
Γιατί σε ενδιαφέρει η έννοια του οικείου; Με ενδιαφέρει η αναπροσαρμογή του, η
αναθεώρησή του. Προσπαθώ να αναπροσαρμόσω στο μέλλον.
Γιατί θέλεις να το αναπροσαρμόσεις; Για να του δώσω μια καινούρια ανάγνωση
στον παρόντα χρόνο.
Και γιατί έχει σημασία μια καινούρια ανάγνωση; Γιατί είναι άδικο να περνούν τα
πράγματα σε ένα καθεστώς αργίας. Σε ένα καθεστώς λησμονιάς.
Και πώς γίνεται αυτή η καινούρια ανάγνωση; Είναι σαν να βάζεις τον εαυτό σου
σε μια καινούρια θέση απέναντι στη μνήμη. Πώς τη βίωσες και πώς τη βιώνεις στον
παρόντα χρόνο.
Γι’ αυτό τα έργα σου θέλεις να αποτελούν στοιχειώδη τεχνάσματα της μνήμης;
Ναι…Γιατί θεωρώ ότι η πρώτη ανάγνωση δεν φωτίζει τα πράγματα. Πολλές φορές
μάλιστα μπορεί να παγιδέψει την ιδέα. Η εικόνα των πραγμάτων όπως και η αντίληψή τους δεν μπορεί να είναι σταθερή, γιατί τα δεδομένα αλλάζουν. Με ενδιαφέρει
λοιπόν αυτή η ανάγνωση και επανανάγνωση μέσα από τις εκάστοτε συνθήκες.
Γιατί έχει σημασία η δεύτερη και η τρίτη ανάγνωση των πραγμάτων; Θεωρώ πως
η πολλαπλή ερμηνεία είναι λυτρωτική.
Τι σημαίνει ποιητική της καθημερινότητας; Είναι ό,τι μαλακώνει τη σκέψη μας
μέσα από τα καθημερινά.
Και μέσα από τα έργα σου αυτό επιχειρείς; Επιχειρώ μνημονικές συμπτύξεις. Να
ξαναγίνουν ενεργά τα οικεία μέσα σε ένα καθεστώς, έστω κι αν αυτό είναι το καθεστώς ενός έργου τέχνης.
Κινείσαι στο έργο όπως κινείσαι και στη ζωή σου; Ναι. Και στη ζωή μου μετακινώ
τα οικεία μου, τους αλλάζω θέση, χωρίς ωστόσο ποτέ να τα καταργώ.
Η μνήμη τελικά μας καθορίζει; Προσωπικά θεωρώ πως ζούμε μνημονεύοντας και
μνημονεύουμε για να νιώθουμε ότι ζούμε. Υπάρχει αυτή η αμφίδρομη σχέση ζωής
και μνήμης
Μεγαλώνοντας τι νιώθεις να αλλάζει; Λιγοστεύουν τα πράγματα που σου είναι
καινούρια ή αποκαλυπτικά. Μεγαλώνοντας καλείσαι περισσότερο να χειριστείς τα
ήδη βιωμένα και κείνα που έχεις τώρα στα χέρια σου.
Μπορείς να καταλάβεις έναν άνθρωπο από τα αντικείμενα που έχει στο σπίτι
του; Σίγουρα. Αν περιβάλλεται από αντικείμενα σημαίνει πολλά, αν δεν περιβάλλεται πάλι σημαίνει πολλά. Τα αντικείμενα καθορίζουν πτυχώσεις του χαρακτήρα
ενός ανθρώπου.
Γιατί στο σπίτι σου έχεις περισσότερα διακοσμητικά αντικείμενα παρά έργα τέχνης; Γιατί πιστεύω πολύ στην επαναφορά του διακοσμητικού αντικειμένου.
Το διακοσμητικό αντικείμενο σου προσφέρει μια θαλπωρή. Εδρεύει σε μια ιδεολογία, η οποία είναι πιο εμφαντική στο πώς να μας ξεκουράζει, να μας συντροφεύει,
να μας ευχαριστεί. Γι’ αυτό λέω να ξαναστολίσουμε τα σπίτια μας με αντικείμενα.
Και έτσι να στολίσουμε ξανά και τις ψυχές μας; Ναι και τις ψυχές μας.
Τώρα είμαι έτοιμη για να με πας μια βόλτα στα οικεία σου
σου.. Πάμε λοιπόν…
Ε.Ξ
Info: O Σάββας Χριστουδουλίδης εκθέτει στην Omikron gallery την τελευταία του δουλειά κάτω από το τίτλο Στοιχειώδη Τεχνάσματα. Η έκθεση θα παραμείνει
ανοιχτή μέχρι τις 31 ∆εκεμβρίου. Ώρες λειτουργίας: ∆ευτέρα - Παρασκευή 10.00-13.00 και 16.00-20.00, Σάββατο: 10.00-14.00. τηλ: 22678240
23 ΥΓ.
ΜΝΗΜΕΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΞΥΛΟΚΟΠΟ
cogito ornamentale
Ο υλικός πολιτισμός για τον Σάββα Χριστοδουλίδη δεν είναι απαραίτητα εκείνος που ορίζεται μέσα
από τη συνήθη αλαζονική καχυποψία για τη μαζική
παραγωγή και το καθεστώς της υπερσυσσώρευσης
των καταναλώσιμων αντικειμένων. Ο Χριστοδουλίδης δεν βλέπει τα αντικείμενα αποκλειστικά μέσα
από τις καπιταλιστικές τους κρίσεις.
Ακόμα και αν αποδέχεται τον «αινιγματικό» χαρακτήρα του προϊόντος ως εμπόρευμα που γεννιέται
από την εμπειρία της εργασίας και ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει, δίνει στη γλυπτική το ηθικό πλεονέκτημα να μπορεί να αμφισβητεί τα δεδομένα της
παραγωγής και να αναδιατυπώνει τους όρους της
κατανάλωσης.
Συγκεκριμένα, ο καλλιτέχνης ξεκινά από το σημείο που η εκθεσιακή διάταξη του αντικειμένου
είναι εξίσου σημαντική όσο και οι μηχανισμοί της
παραγωγής του.
Υπό αυτήν την έννοια, ο καλλιτέχνης εγκαταλείπει
για λίγο το Κεφάλαιο του Μαρξ χωρίς να το κλείσει
και ψηλαφίζει την «ψυχοπαθολογία της Καθημερινής Ζωής» του Φρόιντ. Ίσως, γι’ αυτό το λόγο τα
πρώην χρηστικά αντικείμενα του γλύπτη αγγίζουν
τα ενδιαφέροντα της σουρεαλιστικής παράδοσης,
εκεί που η συναλλαγή των εμπορικών προϊόντων
αποκτά ανθρωπομορφική προβολή και εντάσσεται
σ’ ένα πλαίσιο ανάκλησης της μνήμης. Άραγε ποια
είναι τα τεχνάσματα της ανάκλησής της;
Είναι η bella maniera, που εκφράζεται με τις σχολαστικές επιλογές και ανακατασκευές των λεπτομερειών αντικειμένων επίπλωσης, όπου η μετατόπιση της αρχικής τους ταυτότητας διαμορφώνει με
απρόβλεπτο τρόπο μια διαφορετική αφήγηση. Μ’
ένα ρυθμό που στα ποικίλα του tempo αναδεικνύει τις δυνατότητες του καλλιτέχνη να χρησιμοποιεί
με απαράμιλλη ευκολία τις διακοσμητικές γλώσσες, κάποιες φορές με χάρη και άλλες φορές λίγο
πιο γκροτέσκα, ο γλύπτης Χριστοδουλίδης ελέγχει
απόλυτα το μέσο του.
Ο Χριστοδουλίδης είναι ο εκφραστής ενός λεξιλογίου (του οποίου σίγουρα οι καταβολές ιστορικά
βρίσκονται στο μανιερισμό) που έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί μικρόκοσμους σε κάθε επιφάνεια
της ύλης, να αχρηστεύει την ανταλλακτική αξία του
εμπορεύσιμου αντικειμένου και να της προσδίδει
στοχαστικό βάθος. Η δική του, όμως, υφολογική
διαδρομή δεν είναι θορυβώδης, τα γλυπτά του δεν
μεταφέρουν ουτοπικές διακηρύξεις μέσα από την
επικύρωση μιας οπτιμιστικής ρητορικής, ούτε εκείνης ενός ανήμπορου γοτθικού ηδονικού πένθους.
Προτιμά τα εδάφια της μελαγχολίας που συνηθίζονται σε εσωτερικούς χώρους, εκείνες τις στιγμές
όπου στη νοσταλγία δεν κρύβεται η επιθυμία να
φέρουμε στο παρόν αυτό που υπήρξε, αλλά η επίγνωση ότι αυτό που ζήσαμε χάθηκε για πάντα. Ένας
άλλος λοιπόν παράλληλος τρόπος (manierus) στον
Χριστοδουλίδη θεμελιώνεται στα ανθρωπινά συναισθήματα διαμέσου των μορφολογικών δυνατοτήτων
των αντικειμένων.
Την ίδια στιγμή που ο πλαστικός λόγος των γλυπτικών κατασκευών του φανερώνεται, η αρχική πηγή
του σχεδιασμού των αντικειμένων-επίπλων διατηρείται ανέπαφη. Ο Χριστοδουλίδης φαίνεται ότι
ενδιαφέρεται για την αντιληπτική καθαρότητα του
αντικειμένου, αφού σχεδόν ποτέ δεν κρύβει τη δομική και σχεδιαστική του γραμμή. Υποστηρίζει την
εμπλοκή του αποτελέσματος της σύνθεσης με το
πρωτογενές τους ιδίωμα, και αυτό όχι από κάποια
φορμαλιστική ή τεχνική αδυναμία, αλλά επειδή η
κάθετη κατάργηση αυτής της συνθήκης θα διαμόρφωνε μια μεταφυσική συνθήκη που θα εναντιωνόταν στη σκοπιμότητα του εγχειρήματος και
που δεν είναι άλλη από το σεβασμό του για μια
ποιητική της καθημερινής πρακτικής που με τόσο
ενθουσιασμό τη μοιράζεται στις κατασκευές του.
Πρέπει να διατηρηθεί το ίχνος της προέλευσης,
που είναι προϋπόθεση μιας διεύρυνσης της σχέσης μας με την ιστορία του πολιτισμού και ειδικά
με τα ερωτήματα που προκύπτουν στη σχέση μας
με τον υλικό πολιτισμό.
Το ζήτημα, έξαλλου, δεν είναι να εθελοτυφλούμε
μπροστά στη χρηστική αρχική αξία του γλυπτικού
αντικειμένου ώστε να αποδείξουμε την «υψηλή»
αξία του έργου, αλλά αντίθετα να ενδυναμώσουμε στοιχεία που στην αρχική ταυτότητα της κατασκευής, πριν την ανασύνθεση και αναδιατύπωση,
υπήρχαν ως δυνατότητες αλλά παθητικά είχαν
εγκλωβιστεί από τις προτεραιότητες ενός αυστηρού μονόπλευρου χρηστικού προγραμματισμού.
Και πάλι όμως, στο οικιακό αντικείμενο η ποιητική
της καθημερινότητας επιστρέφει, επιστρέφει στην
προσπάθεια να διασώσει το ρεαλισμό των βιωμάτων που έχουν συνδιαλλαγεί με το ανθρώπινο υποκείμενο. Ο κυνισμός που εκφέρει η καταγωγή της
ύλης και η μετατροπή της σ’ εμπόρευμα δεν ακυρώνεται, ενώ συμπληρώνεται με τις επιπρόσθετες
παθολογίες της απόκτησής του, της αγοράς του. Οι
σχεδιαστικές ανακατατάξεις στο έργο του καλλιτέχνη μπορούν να καταλήγουν – ευτυχώς - και σ’ ένα
ντελίριο διακοσμητικό καπρίτσιο, ώστε να λυγίσει η
άκαμπτη εικόνα του ξύλινου τραπεζιού.
Tο πείσμα της περατότητας της άψυχης ύλης που
είναι και η πρώτη εντύπωση όταν παρατηρείς έπιπλα στην ιδιωτική σφαίρα ή πολύ περισσότερο στις
βιτρίνες των καταστημάτων, στο έργο του Χριστοδουλίδη ανατρέπεται με τις συμπλεγματικές περιπτύξεις και τις παραθέσεις αντικειμένων που διεκδικούν τη ζωτικότητα του παρόντος τους μέσα από
μια σοφή σχεδιαστική πρόταση του παρελθόντος.
Κωστής Βελώνης - Εικαστικός
25 ΥΓ.
δευτέρα 11 π.μ. στο κορνιζάδικο ...
«Στην τέχνη ο μόνος που έχει το δικαίωμα να
εκφράσει αυτό που αισθάνεται είναι το άτομο που
αισθάνεται για πολλούς», λέει ο Φερνάντο Πεσόα
στην «Ηθική της Δύναμης». Απόλυτη η θέση του ποιητή
που φαίνεται να φράζει την εμπλοκή των πολλών σε
δημιουργικά εγχειρήματα. Δηλωτική, εντούτοις, μιας
ανάγκης το έργο να αποτελεί προϊόν έκφρασης ενός
δημιουργού με ταυτότητα ιδεολογικά ευρύτερη των
πλαισίων του εγώ. Έτσι φαντάζουν τα έργα στη Στοά
Νικοκλέους. Υπάκουα σε μια αισθητική απλοϊκότητας
αναγάγουν την αλήθεια των όλων σε μια ευφάνταστη
και ευφραντική απεικόνιση. Έξω από ισχυρούς
εννοιολογικούς ιστούς και κανόνες φορμαλιστικής
τυπολογίας, τα έργα κορνιζάδικου με συγκινούν. Μα
πάνω από όλα μου καθιστούν ακόμα βέβαιο πως ό,τι
φτιάχτηκε για να κοσμεί απλά, κρατά στις μέρες μας
μια γεύση νοσταλγίας. Ωμά και άδικα παραγκωνίστηκαν
τα είδη κόσμησης εδώ και χρόνια. Μπιμπελό,
πόστερ, γυαλικά και άλλα χειροτεχνήματα υπήρξαν
κράχτες μιας ιδεολογίας, που ήθελε τον άνθρωπο να
συντροφεύει πράγματα και πράγματα να στέκουν δίπλα
του, απαλλαγμένα χρηστικότητας.
ΥΓ. 26
27 ΥΓ.
ΛΕΚΕΣ
τρίτη 1 μ.μ. στην παναγία
των χαρίτων στη λάρνακα...
Η επικρατέστερη χειρονομία
στην οποία επιδίδεται μια
Μαντόνα είναι αυτή του
εναγκαλισμού. Στην ουσία
το βρέφος δεν εν-κορφώνεται
αλλά υποβαστάζεται. Στα
έργα, το αίσθημα της
στοργής αντιπαλεύεται
την αξία του βάρους και η
ορθότητα της θεομήτορος
φλερτάρει με την εντύπωση
μιας ανεπαίσθητης
υπόκλισης στο κενό που την
υποδέχεται. Η Μαντόνα όρθια
συντροφεύει το βρέφος,
όρθια και τον προσκυνητή.
Αμέτρητες ώρες πέρασα
σπουδάζοντας την έκφρασή
της. Της γαλάζιας Μαντόνας
από την Καταλονία στην
Καθολική της Λάρνακας. Σε
έργα της τελευταίας διετίας
επιχείρησα υφολογικές
παραλλαγές Της. Κρύβοντας
το πρόσωπό της με το χέρι,
η Μαντόνα δείχνει να
αποστρέφεται τη θέα που
δοκιμάζει. Πρόκειται στην
ουσία για ποιητική σύμβαση
που καθιστά το έργο
υπάκουο σε ένα τέχνασμα.
Φέρνω στο μυαλό μου τον
Γεώργιο Δροσίνη, που
γύρω στο 1930, αγγίζει τη
Μαντόνα έξω από το σύνηθες
εκφραστικό περίγραμμά
της. Ο ποιητής βγάζει για
περίπατο την Παναγία και
μετά την οδηγεί ξανά στο
σπίτι της. Η επαναφορά στην
έδρα της μοιάζει λυτρωτική
στον ποιητή. Λυτρωτική
λοιπόν για τον Δροσίνη η
λιτάνευσή της όσο και μια
προσευχή στο όνομά της. Η
προσευχή μια περιδιάβαση. Η
περιδιάβαση μια προσευχή.
ΥΓ. 30
τετάρτη 10 π.μ. στο κατάστημα της έλλης σταύρου...
«Κύματα μας τα φέρνανε, κύματα μας τα παίρνανε τα όνειρά
μας/πέστε μου σε όλα ετούτα εμείς τι να κάνουμε» γράφει
η Μέλπω Αξιώτη. Είναι σαν να της πήρε τ’ όνειρο το κύμα
και δεν της το ’φερε ποτέ πίσω. Μετά την εισβολή κράτησε
για λιμάνι της το οδόφραγμα. Με μια θαρραλέα καλημέρα
με υποδέχεται κάθε φορά. Έτσι και αλλιώς κάθε τι που
ξεστομίζει θαρραλέο ακούγεται. Ακόμα και όταν σωπαίνει,
θαρραλέα είναι. Πέρασαν από τα χέρια της τα πολυτιμότερα
κεντήματα του τόπου και από τα μάτια της οι πιο οδυνηρές
εικόνες του πολέμου. Όταν μετά τον καφέ, πασκίζει να μου
ξεδιπλώνει εμπορεύματά της, είναι σαν να ξεδιπλώνει τις
μνήμες της. Τα περιγράφει με στόμφο και συγκίνηση συνάμα.
Στα χέρια της αυτά ανοίγουν απροκάλυπτα και σιωπηλά,
«ξημερώνουν», φεγγοβολούν. «Όλα τούτα δεν είναι στρωσίδια
είναι πλάσματα, ομολόγησε μια μέρα. Κοντά της η αξία της
λαϊκής τέχνης μου έγινε συνείδηση και βίωμα. Κοντά της
έμαθα ότι κάθε τι περίτεχνο καμώνεται για να πληροί μια
στέρηση και να συντηρεί μαζί μια προσδοκία.
31 ΥΓ.
συνωμοτικές σχέσεις
«Ο άνθρωπος του πνεύματος αυτοδημιουργείται, ανά πάσαν στιγμήν, ανάλογα με την ανάγκη της στιγμής. Ξέρει και αισθάνεται την ακριβή σχέση ανάμεσα στα πράγματα και στον ίδιο».
Montesquieu - essai sur le gout
Θέλω να δανειστώ από τον (ορατό )κόσμο δυνάμεις μόνο - όχι μορφές, αλλά τα απαραίτητα για να
φτιάχνω μορφές.
Καθόλου Ιστορία - Καθόλου ∆ιάκοσμοι - Αλλά το αίσθημα της ίδιας της ύλης, του βράχου, του αέρα, των
νερών, της φυτικής ύλης - και οι στοιχειώδεις δυνατότητές τους. Valery - Στοχασμοί
Ακολουθώντας τον εικαστικό δημιουργό στους δρόμους που αυτός ορίζει, καθώς μεταπλάθει
με εκφραστική εφευρετικότητα τους ρυθμούς αυτού του (Κ)κόσμου, η κριτική και η θεωρία
έρχονται να ομολογήσουν απολογητικά τον άρρητο εν τέλει χαρακτήρα του έργου τέχνης. Μια
τέτοια αποφασιστική διατύπωση, σκέφτομαι, συμβαίνει, μόνο όταν διαπιστώσει κανείς πως το
έργο τέχνης παρέχει από μόνο του μια πλήρη αισθητική επάρκεια, όταν αποτελεί δηλαδή τόκο
της αυθόρμητης αλλά ταυτόχρονα και της διανοούμενης ηλικίας της εικαστικής πράξης.
Ανακαλώ στη μνήμη μου, σαν συμπλήρωμα σ’ αυτές τις σκέψεις το πώς προσδιόριζε ο Derrida
την έννοια κείμενο, ως αυτοτελή οργανισμό, όταν ομολογούσε πως ένα κείμενο οποιουδήποτε μάλιστα τύπου παραμένει αδιόρατο, γιατί κρύβει τουλάχιστον σε πρώτη όψη το νόμο της
σύνθεσής του και τους κανόνες του παιχνιδιού του, ενώ προκαλεί με επίμονους υπαινιγμούς
να πλησιάσεις τη λογική του.
Μια δική μου απόπειρα προσέγγισης στα «Στοιχειώδη Τεχνάσματα» του Σάββα Χριστοδουλίδη, νιώθω να έχει ένα χαρακτήρα περιδιάβασης στο εργαστήρι ενός σημερινού Faust, όπου
μέσα από τη μαγεία, το μυστήριο, την εκκεντρικότητα, την αντισυμβατικότητα, τον κόσμο
των μοντέλων και των συμβόλων του, θα αρχίσουν να διαφαίνονται οι πηγές, οι επιλογές, οι
συγγένειες, αλλά και ο τρόπος που οικοδομεί τις εικόνες των αντικειμένων του.
Ο Σάββας Χριστοδουλίδης συνομιλεί ευφάνταστα με υλικά όπως, χρηστικά καθημερινά ή διακοσμητικά αντικείμενα, έπιπλα, ακόμη, χαρτί ύφασμα μέταλλο ή ξύλο, εργαλεία ή φυτά…
αναμνήσεις, φαντασία, μνήμη…
Μαστορεύοντας τα μεταπλάθει για να μας καταθέσει μια μέθοδο εργασίας, ως ποιητικής των
επεμβάσεων, των παρεμβάσεων και παραβάσεων, των μεταποιήσεων και μετατροπών, των
μετατοπίσεων, των μετασχηματισμών, της επινόησης, την τέχνη με άλλα λόγια της μεταφοράς, της μεταμόρφωσης και της αλληγορίας.
Objets de curiosité ή έργα παραδείγματα στη συλλογιστική των ready-mades του Marcel
Duchamp και των σουρεαλιστικών αντικειμένων, ο καλλιτέχνης μοιάζει να συνταιριάζει τις
εικαστικές και εννοιακές του προτάσεις για να προκαλέσει νέες προσμίξεις και συνωμοτικές
σχέσεις που επαναπροσδιορίζουν τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό, το κυριολεκτικό, το στερεοτυπικό, το πλασματικό, καθώς φωτίζονται οι αινιγματικές συνομιλίες των πραγμάτων του
αντιληπτικού κόσμου.
Είναι σαν πειράματα και μαθήματα υποψίας που μας εξοικειώνουν στις αλλαγές του τρόπου
που βλέπουμε, που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, που επινοούμε πάνω στη φαινομενολογική
του υπόσταση, που εικονοποιούμε, που σχολιάζουμε, υπογραμμίζοντας ομοιότητες, αντιφάσεις, παραδοξότητες, παραδοσιακές ή μη δομές και αντιλήψεις. Είναι συνόψεις και αντικατοπτρισμοί απρόβλεπτων ανακαλύψεων από το περιβάλλον - φυσικό και μη - ή και από τον ίδιο
μας τον εαυτό, όταν διεισδύσουμε στα μύχια του, απαλλαγμένοι από το φόβο. Είναι επεξεργασμένα αντικείμενα/ εγκαταστάσεις, απόλυτης σχολαστικότητας, που δηλώνουν τη μορφοποιητική ικανότητα του δημιουργού τους.
Οι τίτλοι των έργων του (Κακτόκηπος, Φοινικόκηπος, Μνημείο για ξυλοκόπο…) συνομιλούν
με την πλαστική εκδοχή, προσθέτοντας υπονομευτικές διατυπώσεις και φτιάχνοντας μια ισοτοπία, όπου και οι δύο περιοχές και η πλαστική και η ρηματική αναπαύονται, ώστε να ολοκληρωθεί στο σύνολό της η αισθητική πρόταση.
Ο Σάββας Χριστοδουλίδης προτείνει έναν προσωπικό τρόπο διερεύνησης και αντίληψης της
δημιουργικής διαδικασίας και πράξης, ως πολιτισμικού κοιτάγματος, το οποίο αξιοποιώντας
ένα ευρύ πεδίο αναφορών και πολλαπλών συσχετισμών οργανώνει τη δική του αυτοτέλεια και
ενότητα, προσδιορίζοντας και ένα μηχανισμό αναδόμησης με υπαινιγμούς και απολήξεις.
Οι ειρωνικοί του χειρισμοί στο μεταίχμιο ανάμεσα σε ό,τι θα ονομάζαμε πραγματικό και την
πληθυντική δυνατότητα παράστασής του, ανιχνεύουν μια μετάλλαξη σημασιών για την περιπέτεια της περιπλάνησης και πλάνης, για την τεκτονική μεταμφιεστικών δοκιμών και διαρρυθμίσεων, για την επικράτηση σημείων και στοιχείων μνήμης. Σαν σύγχρονα totems, είδωλα
ειρωνείας και αυτοσαρκασμού, σαν κώδικες μεταλλάξιμων μορφών και ανακατασκευών με
εσωτερικούς δεσμούς και συνάφεια. Σαν συστηματικές συνθέσεις διάνοιας και ευαισθησίας.
Σαν απόπειρες συναρπαστικές στη μακρόχρονη ιστορία του homo ludens.
Ο Σάββας Χριστοδουλίδης παρεκκλίνει σταθερά από πεπατημένα μονοπάτια και νοηματοδοτεί με όσο γίνεται πιο γόνιμο τρόπο τις στάσεις και τα στάσιμα της περιπέτειας των κατασκευών του, δημιουργώντας μια καθαρά δική του τοπογραφία. Αιχμαλωτίζει σε μια απελευθερωμένη και απόλυτα ακριβή συνδυαστική τα υλικά του, σαν κτερίσματα στολίδια ή σαν εφόδια
από προηγούμενη χρήση, παράγοντας ένα ζωτικό χώρο συγκλονιστικής ηρεμίας, όπου η αισθητική ποιότητα υπαγορεύει την ηθική εκείνης της ομολογίας πίστης που φωτίζει το μόνο
καταφύγιο, αυτό του δημιουργικού πεδίου.
Θάλεια Στεφανίδου
Ιστορικός, κριτικός τέχνης/επιμελήτρια εκθέσεων
ΚΑΚΤΟΚΗΠΟΣ
ΑΛΛΙΩΣ ΦΑΝΤΑΣΤΗΚΑ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ/ ΚΑΪΡΟ
ο ίλιγγος του αιωρούμενου νοήματος
«... και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ τη δούλεψή της»
Κ.Π. Καβάφης, Ζωγραφισμένα
Τα έργα του Χριστοδουλίδη είναι στέρεες απεικονίσεις ενός απολύτως ρευστού σύμπαντος νοημάτων και σχέσεων. Η πρόταση εμπεριέχει ένα παράδοξο που στην περίπτωση των έργων αυτών είναι
διαρκές, δεσπόζον, παίζον. Είναι επίσης ένα παράδοξο που άλλοτε
συντελείται στο επίπεδο της γλώσσας, άλλοτε των υλικών, άλλοτε
των όρων αντίληψης και άλλοτε των δυνατοτήτων της μνήμης και
των ορίων της φαντασίας.
Ο Χριστοδουλίδης φαίνεται να ανατάσσει τα αντικείμενα με τον
τρόπο των θεραπευτών. Να τα επανατοποθετεί δηλαδή στη θέση
τους μετά τη νοηματική εξάρθρωση που έχουν υποστεί, αποδίδοντάς τους ξανά όχι μια, κάποια, προσωπική ή συλλογική, αλλά αυτήν την πρωτογενή μεταιχμιακή τους θέση, την αιώρησή τους στο
ιλιγγιώδες σύμπαν των πιθανοτήτων.
Όσο το έργο του εξελίσσεται, μέσα στα πέντε τουλάχιστον τελευταία χρόνια, τόσο ο ίλιγγος αυτός αυξάνει, ενώ ταυτόχρονα οι κινήσεις που συνέχουν τα αντικείμενα, γίνονται πιο απλές, ελάχιστες.
Η οδοιπορία για την ανεύρεση των αντικειμένων σβήνει από το
πρώτο πλάνο, η νοσταλγία για τις δεδομένες αφηγήσεις τους δεν
ανιχνεύεται καν, η ταχυδακτυλουργία στην επανεμφάνισή τους ως
εκδοχών ατονεί, η σύνθεση είναι όλο και περισσότερο ένα θαυμάσιο
ατύχημα, ένας ακινητοποιημένος ξαφνικά δισταγμός. Μια κάποια
βία εξαιρετικά γοητευτική και απροσδιόριστη υποκαθιστά σταδιακά
την περιέργεια για την ιστορία και τις θέσεις και θεάσεις της. Μέσα
σε ένα περιβάλλον κλιμακούμενης κομψότητας ο Χριστοδουλίδης
δεν επιχειρεί προς το «σάπιο» αλλά επιστρέφει από το «ψημένο»
στο «ωμό» (για να θυμηθεί κανείς τις κατά Levi Strauss συνδέσεις).
Γίνεται φανερό ότι δεν ψάχνει πια κάποιον κώδικα αλλά την άδηλη
υπόσχεσή του.
«Οι δεσμοί ανάμεσα στα υποκείμενα και τα αντικείμενα γίνονται
ένα κουβάρι», έγραφε ο Κώστας Αξελός (Το Παιχνίδι του Κόσμου)
υπερασπιζόμενος την πλάνη που οδηγεί στην περιπλάνηση και
μας ανοίγει σε αυτό που επέρχεται. Τελευταίο έρμα των έργων του
Χριστοδουλίδη συνεχίζουν να είναι οι τίτλοι τους: και αυτοί ωστόσο υπακούουν στη «θεωρία της νάρκης», όπως την εννοούσε ο Ν.Γ.
Πεντζίκης όταν παγίδευε με σκληρότητα τους ανάξιους μαθητές
του. Παρασιτούν πάνω στα έργα επιτείνοντας τη σύγχυση, πολλαπλασιάζοντας τις μπλόφες, παρασύροντάς μας σε ένα οιωνεί «μεταξύ»: Στον τόπο αυτό τα πράγματα δεν είναι ανοίκεια. Είναι άλλως-οικεία ή ετερο-οικεία, ακολουθούν μια καθημερινή ποιητική
που ο ίδιος ο Χριστοδουλίδης ονομάζει «κέφι». Είναι αχρείαστα όσο
τα ονόματα, κομψά όσο οι λεπίδες και φιλόξενα όσο οι καταπακτές
αλλά γεννώνται σε μια ευ-θυμία και ζούνε στον αφρό της, κρέμονται κυριολεκτικά από τη μετάδοσή της. Τα πράγματα, θα μπορούσε να πει κανείς, μας επισκέπτονται όπως εκείνη η αφρογεννημένη
κυπριακή Αφροδίτη μέσα σε ένα πλανητικό κοχύλι, διαυγή, καινούρια, πανώρια και άγνωστα. ∆εν μοιάζουν με ράκη αναμνήσεων,
συμπονετικά και με κάποιο ταλέντο αποθησαυρισμένα. ∆εν έχουν
τη σοβαρότητα των οιωνών και τη βαρύτητα των τραυμάτων ή την
ευθραυστότητα των ερειπίων και την αύρα των συγκρούσεων, τα
στοιχεία εκείνα δηλαδή που συνιστούν την πιο αναγνωρίσιμη έκφραση της σύγχρονης αντιμνημειακής γλυπτικής. ∆εν συνοδεύονται από πετιγκρί ακτιβισμού ή έστω πολιτικής πρόθεσης (ούτε καν
στο πρόσφατο Λεκές με τον ευδιάκριτο χάρτη της Κύπρου). ∆εν
έχουν καν τη μοιραία δυσλειτουργικότητα ή το άγχος του αρχείου που χαρακτηρίζει το σύγχρονο. ∆εν εμπίπτουν στις κατηγορίες
του «πρωταρχικού» σουρεαλιστικού αντικειμένου αλλά φαίνεται να
απηχούν τον περίφημο στίχο, «... πάντα για πρώτη φορά» (André
Breton, Ποιήματα, 1948). Μοιάζουν πιο πολύ με την πλήρη αντιστροφή του παιδικού παιχνιδιού με τα λέγκο, όπου ο παιδικός νους
μαθαίνει να ποδηγετεί τον τρισδιάστατο κόσμο και τον εαυτό του.
Όπως στο Jabberwocky που διαβάζει η Αλίκη στο ποίημα του Lewis
Carroll, εδώ, στα αντικείμενα αυτά υπάρχει η υπόσχεση μιας ανόητης (non sense) γλώσσας η οποία, όπως ομολογεί η Αλίκη, είναι
δυσκολονόητη και «γεμίζει το κεφάλι της με ιδέες», μόνο που δεν
ξέρει ακριβώς ποιες. Ο θεατής των έργων του Χριστοδουλίδη βρίσκεται στη θέση της Αλίκης και για να δώσει μάλιστα μια κάποια
λύση, οφείλει, όπως ο εκάστοτε μεταφραστής της γλώσσας αυτής,
να επινοήσει μια αντίστοιχη στο δικό του γνωστικό σύμπαν.
Αυτό το απερίγραπτο και ατελές φλερτ με τη γλώσσα, μια ιδιαίτερη αίσθηση ειρωνείας και η συνεχής επαναδιαπραγμάτευση του
ρόλου του καλλιτέχνη, που άλλοτε είναι τεχνίτης, κατασκευαστής
(«a maker») και άλλοτε κλέφτης νοημάτων, είναι που τοποθετούν
τον Χριστοδουλίδη κοντά στον Marcel Duchamp. Λέγοντας ότι θα
ήθελε «να αρπάζει τα πράγματα με το μυαλό όπως αδράχνεται ο
φαλλός από το αιδοίο», ο Duchamp μιλούσε για μια γνώση με συντρόφους την ευχαρίστηση και την ευφορία και όλα σε ένα χρόνο με
σκόπιμες καθυστερήσεις και συνεχείς διολισθήσεις. Αυτή την ίδια
«ξεκούραση από τη δούλεψη της τέχνης» για την οποία μίλησε και
ο Αλεξανδρινός, νομίζω, εννοεί και ο Χριστοδουλίδης.
Και παρά την ιδιαίτερη επιμέλεια που κάνει το παιχνίδι του να
μοιάζει με «άσκηση νωχέλειας» και τις συναρμογές με τις οποίες
πυκνώνει τον χώρο, όπως στην έκθεση αυτή, να μοιάζουν περισσότερο με μαγνητισμούς προσεκτικά μνημειωμένους παρά με ίχνη
ραβδοσκοπισμών, διακινδυνεύω την εκτίμηση ότι, όπως στην περίπτωση του T.S. Eliot, είναι όλες «... το τραγούδι ενός πουλιού, το
πήδημα ενός ψαριού... το άρωμα ενός λουλουδιού...» (The Use of
Poetry). Ή για να το πει κανείς με τα λόγια του Joseph Conrad, στο
Author’s Note, όταν προσπάθησε να εξηγήσει τους πραγματικούς
στόχους και την καταγωγή της νουβέλας The Secret Agent (η οποία
παρεξηγήθηκε καθώς πραγματευόταν την απόπειρα ανατίναξης
του Βασιλικού Παρατηρητηρίου στο Γκρίνουιτς το 1894 από αναρχικούς), και να περιγράψει τη στιγμή και τον λόγο που η ιστορία
του πήρε μορφή μέσα από την ξαφνική ενεργοποίηση μιας φράσης-παθητικής ανάμνησης: ‘All of a sudden, I felt myself stimulated.
And then ensued in my mind what a student of chemistry would
best understand from the analogy of the addition of the tiniest […]
drop of the right kind, precipitating the process of crystallization in
a test tube containing some colourless solution. It was […] a mental
change, disturbed a quieted-down imagination, in which strange
forms, sharp in outline but imperfectly apprehended, appeared and
claimed attention as crystals will do by their bizarre and unexpected
shapes […] Then the vision of an enormous town presented itself, a
monstrous town more populous than some continents […] Slowly
the dawning conviction of Mrs. Verloc’s maternal passion grew up to
a flame between me and that background…At last the story of Winnie
Verloc stood out complete from […] childhood to the end.’ (The
Secret Agent, Cambridge University Press, 1990, p.6)
Νάντια Αργυροπούλου - Επιμελήτρια και ιστορικός Τέχνης
35 ΥΓ.
home
Γιατί στο τέλος της ημέρας, όπου και να ταξιδεύει κανείς, ό,τι και να ψάχνει, όπου και να
περιπλανιέται, εκείνο που εύχεται είναι να έχει
πλάι του ό,τι μπορεί να του χαρίσει τη ζεστασιά του σπιτιού του. Και όταν λέμε σπίτι δεν
μιλάμε για τοίχους και δωμάτια, αλλά για ό,τι
ο καθένας μας το νιώθει σαν φωλιά δική του.
ΦΩΤΟ: ΠΟΛΥΣ ΠΕΣΛΙΚΑΣ, ΦΩΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΩΝ: ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ
it feels like home
«Τα ρούχα της έγιναν κουρέλια, τα παπούτσια της σκίστηκαν και τα ποδαράκια της πονούσαν απ’ τα μυτερά αγκάθια… Οι σκοτεινές σκιές του δάσους
την έκαναν να τρομάζει. Ήταν τόσο κουρασμένη που ήθελε να γείρει κάπου
το κεφαλάκι της να κοιμηθεί, αλλά κρύωνε πολύ… Μέχρι που είδε μακριά
στο ξέφωτο μια καμινάδα να ξεκαπνίζει. Έβαλε τα δυνατά της και έτρεξε κοντά. Ήταν ένα μικρό χαριτωμένο σπιτάκι! Έσπρωξε την πόρτα και βρέθηκε
μπροστά σ’ ένα στρωμένο τραπέζι με εφτά σερβίτσια. Στο τζάκι έκαιγε το
τσουκάλι με την αχνιστή σούπα…».
Στο σημείο αυτό έπαιρνα ανάσα. Σκούπιζα τα δάκρυα βγάζοντας ένα βαθύ
αναστεναγμό ανακούφισης. Κάθε βράδυ επαναλαμβανόταν το ίδιο σκηνικό.
Τα φώτα της πραγματικότητας έσβηναν ένα – ένα και άρχιζε το παραμύθι.
Το δωμάτιο χανόταν, οι διαστάσεις έπαιρναν το φανταστικό τους μέγεθος
και «αυτές» αναλάμβαναν δράση. Η μία υποδυόταν τον βοριά που φυσούσε
μανιασμένος, η άλλη έκανε τις τρομακτικές σκιές του δάσους, η δεύτερη
είχε το ρόλο του αφηγητή ενώ η πιο μεγάλη με κρατούσε αγκαλιά… Και
εγώ μ’ έμφυτη ροπή στο δράμα από μωρό παιδί παρακολουθούσα με ορθάνοιχτα μάτια. Έκλαιγα πολύ. Κάθε βράδυ μ’ έπνιγε ένας λυγμός, μέχρι που
η Χιονάτη να βρει ένα σπίτι. Στιγμή της λύτρωσης, η φωτιά με το τσουκάλι.
Ένιωθα τη ζεστασιά του σπιτικού να με τυλίγει. Εκείνες κρυφογελούσαν και
γίνονταν ακόμη πιο παραστατικές. Το σφιγμένο μου πρόσωπο χαλάρωνε
αφήνοντας τη δυστυχία να πετάξει μακριά στο σκοτεινό δάσος…. Μέχρι
που αυτές πια είχαν άλλα ενδιαφέροντα, το σπίτι άδειασε και οι νύχτες έγι-
ναν κρύες. Καθόμουν μπροστά στο παράθυρο, ζωγραφίζοντας τα χνώτα μου.
Εκεί στην πάροδο μιας μεγάλης λεωφόρου έφτιαχνα το δικό μου παραμύθι.
Παρακολουθούσα τους περαστικούς, προσπαθώντας να μαντέψω πού πήγαιναν. Που επέστρεφαν κάθε βράδυ, ποιο ήταν το δικό τους σημείο αναφοράς. Το σπίτι τους. Το στρογγυλεμένο αγοράκι με τα ροδοκόκκινα μάγουλα
τελείωνε απ’ το φροντιστήριο και τρύπωνε στο ζαχαροπλαστείο της γωνίας
με λαχτάρα να καταβροχθίσει μια πάστα. Ένα κοριτσάκι με πλεξούδες καθόταν με τις ώρες και περίμενε, προσπαθώντας με τον αχνό να ζεστάνει τα
δάχτυλά της· έμοιαζε ξεχασμένο. Ο μεσήλικας οικογενειάρχης από απέναντι με το κόκκινο ανοιχτό πουκάμισο έβγαινε στα κλεφτά παρφουμαρισμένος και κατευθυνόταν προς τη λεωφόρο. Η γριά με το φορτωμένο, σαβούρα
καρότσι ζωντάνευε τους μύθους για τους ρακοσυλλέκτες, χτυπώντας την
πόρτα μας. Η μάνα μου της έδινε έναν μπόγο με λίγο ψωμί και ζεστή σούπα.
Σιχαινόμουν τις σούπες τότε, δεν είχα ανακαλύψει ακόμη την γκουρμέ τους
διάσταση. Το μόνο που λάτρευα ήταν το συγχρονισμένο ρούφηγμα γύρω
από το τραπέζι. Ένιωθα ότι είμαστε όλοι εκεί. Μέχρι που σκορπίσαμε και
έστησε η κάθε μια το δικό της σπιτικό. Η κατσαρόλα πέρασε σε αχρηστία και
την πρωτιά κέρδισε η γαβάθα με τα μεταλλαγμένα δημητριακά. Η Χιονάτη
αποκαταστάθηκε και έχασε τη λάμψη της… Κέρδισε τη μάχη με την κακιά
μητριά αλλά ηττήθηκε από τη συμμαχία των Pokemon και των Bakugan. Το
παραμύθι έγινε fast forward… Κι εγώ πια νιώθω σπίτι μου όταν επιστρέφω
στις παιδικές μου αναμνήσεις με μια σέπια νοσταλγία.
σώτια ζένιου
μαριτίνα ψαρά
ιστορικός
σπίτι είναι το μέρος που δεν
δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν
Μια εποχή όταν ήμουν ακόμα φοιτήτρια άλλαζα σπίτι κάθε χρόνο. Έζησα σε
κακή γειτονιά στα προάστια του Λονδίνου με άλλες δυο φίλες μου - ήμασταν
σχεδόν οι μόνες που μιλούσαν αγγλικά στη γειτονιά μας, ο γείτονας εξέτρεφε
πιτ μπουλ στον κήπο του και το βράδυ κοιμόμασταν πάντα με τον ήχο των
ελικοπτέρων πάνω από το κεφάλι μας. Λίγο αργότερα ήρθε η εποχή του κοινοβιακού βίου: σπίτια πέντε και έξι ατόμων με τρία μπάνια και πέντε κρεβατοκάμαρες. Ήμουν πολύ μικρή και δεν με ένοιαζε η ησυχία - έμενα σε δωμάτια που θύμιζαν ντουλάπες. Κάναμε πάρτι σχεδόν κάθε βδομάδα. Έχω ακόμα
τις φωτογραφίες: μπάρμπεκιου πάρτι (φορούσα ποδιά), πάρτι «χίλιες και μια
νύχτες» (έφτιαξα ευφάνταστη στολή με παρεό και λουλούδια-«Αυτή τους κάνει τη Χαβανέζα» μουρμούριζε μια Ελληνίδα φίλη μου) πάρτι «20th century
legends» (ήμουν η Ελίζαμπεθ Τέιλορ και η στολή μου μύριζε ναφθαλίνη). ∆εν
υπήρχε λόγος που κάναμε πάρτι εκτός ίσως από το ότι θέλαμε να περάσουμε καλά και να γίνουμε φέσι – σε ένα από αυτά τα πάρτι κάποιος έσπασε
ένα γυάλινο τραπεζάκι, το σπίτι κατακλύστηκε από κόσμο που κρεμιόταν
από τις σκάλες και στο τέλος αναγκαστήκαμε να φωνάξουμε την αστυνομία.
Πέρα από την πλάκα η συγκατοίκηση με φίλους μού έμαθε το πρώτο βασικό
αξίωμα της συγκατοίκησης: πως δεν έχουμε όλοι τις ίδιες προτεραιότητες.
Κάποια πράγματα που για μένα ήταν πολύ σημαντικά δεν ήταν καθόλου σημαντικά για τους άλλους. Για μένα ήταν σημαντικό να μην έχει ψίχουλα ο πάγκος της κουζίνας και να είναι η θέρμανση αναμμένη συνέχεια. Για την Τζο τη
συγκάτοικό μου από την Cumbria της Αγγλίας ήταν σημαντικό να μεθά κάθε
βράδυ και να γυρίζει σπίτι ουρλιάζοντας στις 4.00 το πρωί.
Η ερωτική συγκατοίκηση ήρθε λίγο αργότερα γύρω στα 25. Ερωτεύτηκα
κάποιον και μετακόμισα σπίτι του χωρίς δυστυχώς να έχω καμία από τις
ευθύνες της συγκατοίκησης - και να ήθελα τότε δεν μπορούσα να πληρώσω
το μισό νοίκι ή τους μισούς λογαριασμούς. Όταν χωρίσαμε και τα μάζεψα
και γύρισα κλαίγοντας στο πατρικό μου κατάλαβα το δεύτερο βασικό αξίωμα της συγκατοίκησης : Αν σε ένα σπίτι δεν συγκατοικείς επί ίσοις όροις με
οποιονδήποτε είναι δύσκολο να γίνει πραγματικά δικό σου. Στο κάτω κάτω
της γραφής το σπίτι ήταν δικό του - δεν μπορούσα να του πω πού να βάλει
τον καινούριο του καναπέ, να αφήνω τα ρούχα μου πεταμένα από δω κι από
κει («έλα αμέσως τώρα να μαζέψεις τη φόρμα σου από το μπιντέ») να αφήνω κούπες του τσαγιού με τσάι μέσα από δω κι από κει («μου λεκιάζεις τα
φλιτζάνια») ή να επιμείνω να αγοράσουμε ξύλινη επιφάνεια για να κόβουμε
λαχανικά.
Μου πήρε έξι χρόνια καταστροφικών συγκατοικήσεων για να καταλάβω
πως για μένα σπίτι είναι το μέρος που δεν χρειάζεται να δώσω λογαριασμό
σε κανέναν. Ένα σπίτι που μένω μόνη μου: εκεί που ο πάγκος της κουζίνας
δεν έχει ψίχουλα, αφήνω παντού κούπες με τσάι, παρατάω τα ρούχα μου από
δω κι από κει και κυκλοφορώ χωρίς πουλόβερ γιατί η θέρμανση είναι πάντα
αναμμένη. ∆εν είναι φτιαγμένοι όλοι για να ζούνε στο κοινόβιο τελικά.
δέσποινα τριβόλη
αμα εισαι καλα με τα εσω σου
εισαι καλα και εσσω σου
Φυλλομετρώ ένα παλιό τεύχος του περιοδικού colors, Νοεμβρίου-∆εκεμβρίου 1998.
Αφιέρωμα, το σπίτι μου· ΗΟΜΕ . ∆ιαβάζω σχόλια από όλο τον κόσμο. Σπίτι είναι μια
σκέπη πάνω από το κεφάλι μου, (Γκόρμπαν, 27 χρόνων, Ηνωμένο Βασίλειο), Σπίτι είναι
ένα ζεστό κρεβάτι (Χάι- Γιουν, 15 χρόνων, Νότια Κορέα), Σπίτι είναι ζεστασιά, αγάπη
και ασφάλεια, (Αντρεα, 30 χρόνων, Κροατία), Σπίτι είναι όπου μπορώ να ξεφωνίζω και
να μην ενοχλώ κανέναν, (Νάταλι, 14 χρόνων ΗΠΑ), Σπίτι μου είναι τα βάσανα και οι
θυσίες που κάνω μια ζωή, (Βέρα, 76 χρόνων, Σερβία), Σπίτι είναι εκεί που θέλεις να
επιστρέφεις, Σπίτι είναι όπου βρίσκεται η μαμά μου …
Τα προσυπογράφω όλα. Τι άλλο να προσθέσω; Το σπίτι μου είναι εδώ που είμαι τώρα.
Είναι αυτή η στιγμή που κάθομαι στο κομπιούτερ και γράφω και αν γυρίσω το κεφάλι
λίγο αριστερά και κοιτάξω έξω από την μπαλκονόπορτά μου θα δω δέντρα (που ευτυχώς κρύβουν τη θέα δίπλα) και τις γλάστρες μου στο μπαλκόνι, τελευταίο απόκτημα,
κυκλάμινα σε γλαστράκι - τούτη τη φορά ελπίζω να μου αντέξουν περισσότερο. Σπίτι
είναι ό,τι αντικρίζω σαν ξαπλώσω το βράδυ, η τελευταία εικόνα πριν κοιμηθώ, τα ράφια
μου τα φορτωμένα βιβλία και σουβενίρ από ταξίδια και εκείνη η φωτογραφία της μάνας
μου με την ανιψιά μου. Σπίτι είναι η ηρεμία, η γαλήνη και η ασφάλεια που νιώθω όταν
ανοίγω την πόρτα του διαμερίσματός μου Παρασκευή βράδυ. Το σπίτι πρέπει να είναι
μια αγκαλιά. Μια αγκαλιά πάλι μπορεί να γίνει το σπίτι σου.
Κάποιες φωτογραφίες στο αφιέρωμα είναι από δωμάτια σπιτιών σαπουνόπερων που
έγιναν στην εποχή τους «πόθος» χιλιάδων τηλεθεατών. Προσπαθώ να θυμηθώ τα σπίτια που δεν θα έχω ποτέ, από το μικρό σπίτι στο λιβάδι, πού να τρέχεις τώρα να βρεις
λιβάδια με ποταμάκια στην Κύπρο, μέχρι κάτι άλλα με ψηλοτάβανες κάμαρες σε σειρές
εποχής. ∆εν θα αποκτήσω ούτε ένα διαμέρισμα παρόμοιο με εκείνα που σε τόσες ταινίες αντικρίζουν μανιασμένα κύματα ωκεανών. Θάλασσα έχει βέβαια η Λεμεσός αλλά
λεφτά για τέτοια διαμερίσματα δεν υπάρχουν. Η αλήθεια είναι, ότι δεν ξέρω αν θέλω
κάτι απ’ αυτά. Στάση ζωής άραγε ή απλά προσαρμογή στην ανάγκη;
Μια φίλη έμενε καιρό δίπλα από τη θάλασσα. Μόνη. Ξυπνούσε κάθε μέρα με τη θάλασσα σχεδόν μέσα στο σπίτι της. Μετακόμισε πριν κάποια χρόνια σε άλλο σπίτι με τον
άντρα όμως που αγαπά. Φτιάχνει κήπο τώρα, φυτεύει δέντρα, είναι καλά, «κι όταν είσαι
καλά εντός του σπιτιού, μόνος ή όχι, δεν έχει σημασία η θεά εκτός». Στο colors οικογένειες χαμογελούν σε ζεστά δωμάτια, γύρω από το τραπέζι της κουζίνας, δίπλα από
ένα πιάνο, μια γιαγιά, ένας πατέρας, μια μητέρα και δυο παιδιά στριμώχνονται τρυφερά
σε έναν καναπέ ενώ σε κάποιο άλλο σπίτι σε έναν άλλο καναπέ απλωμένη άνετα μια
γελαστή κοπέλα. Στα κυπριακά λέμε το σπίτι έσσω, από το αρχαίο έσω, μέσα δηλαδή,
άμα είσαι καλά με τα έσω σου είσαι καλά και έσσω σου όπου και να είναι αυτό.
Φτάνει βέβαια να έχεις ένα σπίτι. Σπίτι με την απλή, ουσιαστική, «στενή» έννοια. Ένας
χώρος προσωπικός, δικός σου. Πώς να τα καταφέρει μια γενιά των 700 και των 800
ευρώ; Εγώ μένω σε ενοικιασμένο, μικρό δεν με χωράει πια, ξεχειλίζει χαρτιά, ρούχα,
βιβλία, αλλά δεν φεύγω, μου αρέσει και η περιοχή. Κάποιοι φίλοι με πιέζουν να ψάξω
για κάτι δικό μου, δεν καταλαβαίνουν ότι η αναβλητικότητά μου πέραν από το οικονομικό ίσως να έχει και κάποιο άλλο λόγο. Σαν να μη θέλω να αποχωριστώ τη ζωή που
έζησα εδώ μέσα. Είναι γύρω μου σε ό,τι πέσει το βλέμμα μου. Πέρασε και μια μεγάλη
αγάπη από εδώ, δεν θέλω να την χωρίσω ξανά. ∆εν είσαι νομάδας μου είπε μια άλλη
φίλη. Μάλλον δεν είμαι.
Υπήρξαν στο αφιέρωμα και άλλες φωτογραφίες. Ερειπωμένα σπίτια, γκρεμισμένα, τοίχοι τρυπημένοι από σφαίρες κάποιου πολέμου, άνθρωποι στοιβαγμένοι σε μια μικρή
κάμαρα, πολλά κρεβάτια σε σειρά, θα είναι από κάποιο ίδρυμα, άστεγοι σε χαρτόκουτα,
παιδιά να σε κοιτάνε μέσα από έναν υπόνομο που το έχουν για σπίτι τους. Πώς το είπε
πάνω ο Αντρέας από την Κροατία; Σπίτι είναι ζεστασιά, αγάπη και ασφάλεια. Αυτό δεν
ισχύει για αρκετούς ανθρώπους στο κόσμο, ακόμα και δίπλα μας. Για ντόπιους αλλά κυρίως για τους ξένους. Τους σκέφτομαι όσο βλέπω γύρω μου μια έξαρση της ξενοφοβίας
και του ρατσισμού. Αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν στο τόπο μας διωγμένοι, ψάχνοντας να
βρουν ένα σπίτι για να επιβιώσουν. Ένα σπίτι. Ας τους συμπεριφερόμαστε τουλάχιστον
ανθρώπινα. ∆εν σκόπευα η αλήθεια να «πάρω» το θέμα προς τα εκεί. Αλλά άμα βλέπεις
τέτοιες φωτογραφίες, αυτά τα παιδικά βλέμματα στον υπόνομο-σπίτι τους, πώς να περιοριστώ σε κάτι μόνο «προσωπικό»;
αντώνης γεωργίου
ο κόσμος των μεγάλων
Μπήκε σαν σίφουνας στο σπίτι, άφησε την τσάντα του στον καναπέ κι όπως πάντα σ’ αυτές του τις επισκέψεις -εξπρές, άνοιξε το ψυγείο. Στο μεταξύ μιλούσε
ακατάπαυστα – επαναλαμβάνω, όπως πάντα, τίποτε δεν μου φάνηκε διαφορετικό - και μέσα σ’ ένα δεκάλεπτο τα είχε αποτελειώσει όλα. Ένα κομμάτι κέικ της
μαμάς, δυο τρία σοκολατάκια, τα κουτσομπολιά της ημέρας και τις τελευταίες
εξελίξεις στα αισθηματικά. Με το καταλάγιασμα της αδρεναλίνης πήρε θέση,
αυτή τη φορά στον πάγκο της κουζίνας και μου αντιγύρισε: Τι νέα; Κάτι πήγα να
πω, για τη δουλειά, για τα παιδιά, δεν θυμάμαι, πάντως δεν πρόλαβα να τελειώσω. «Είδες, ξέχασα να σου πω, βρήκα σπίτι», μου κάνει με μνημειώδη φυσικότητα, σαν να ήθελε να μου πει «μη σε πιάσουν τώρα οι υστερίες και τα ζουμιά».
Είπα να παίξω το παιχνίδι. «∆ηλαδή;», ρώτησα και πρόσεξα να είμαι βράχος,
τέρας ψυχραιμίας, παγοκολόνα η ίδια. «∆ηλαδή, δεν πήγαινε άλλο. Ρώτησα δεξιά-αριστερά, μου είπαν για ένα διαμέρισμα που νοικιάζεται, πήγα να το δω, μου
άρεσε και το έκλεισα». ∆εν πίστευα στ’ αφτιά μου. Πρέπει να είναι άπειρες οι
φορές που συζητήσαμε το θέμα. «Να νοικοκυρευτείς», του έλεγα. «Ν’ ανοίξεις
σπιτικό. Πόσο να το παίζεις φλου κι αμετανόητος νομάς. ∆εν κουράστηκες να
ζεις μ’ ένα ντιβάνι και μια καρέκλα; Πάρε καναπέ, κάνε κι εσύ ένα δάνειο, θα
δεις, θα ’ρθεις στα λόγια μου, θα νιώσεις καλύτερα». Κι όποτε με άκουγε να
μιλάω για το «χάπι» της βολεμένης ζωής, για τραπεζάκια, σιφονιέρες και στερεοφωνικά, γινόταν έξαλλος. Άρχιζε τα διάφορα επαναστατικά. Να μην τον συ-
γκρίνω με τον εαυτό μου που θέλει όλο το πακέτο «άντρα-παιδιά-σκυλί» και να
τον αφήσω στην ησυχία του γιατί αυτός είναι ευτυχισμένος με τη γάτα του και
όσα χωράει η βαλίτσα του, μια οδοντόβουρτσα και μια φανέλα. ∆εν υπερέβαλλε. Σπίτι του, μόνο οι φανέλες ήταν πιο πολλές και φυσικά τα βιβλία, τα οποία
να σημειωθεί ότι δεν άραζαν τα καημένα σε βιβλιοθήκη όπως σ’ όλα τα σπίτια,
αλλά στριμώχνονταν σε κασόνια στην αποθήκη. Ούτε τηλεόραση διέθετε το μαγαζί, ούτε καναπέ. Είμαι σίγουρη πως εάν τύχαινε την επομένη να βρεθεί σε
κανένα ερημικό νησί, οι φοίνικες και η αμμουδιά θα του φάνταζαν πολυτέλεια.
Και τώρα κάθεται απέναντί μου και δεν συγκρατιέται απ’ τον ενθουσιασμό του
για τα μεγάλα και ευήλια δωμάτια, για τα ξέρω κι εγώ πόσα τετραγωνικά για το
αριστουργηματικό –ναι, χρησιμοποίησε αυτή τη λέξη- πάτωμα, για τα χρώματα
που σκέφτεται να μπογιατίσει τους τοίχους. Εγώ δεν ξέρω πώς ν’ αντιδράσω.
Να κάνω το γύρο του θριάμβου που επιτέλους έβαλε μυαλό ή να τον πλακώσω
στο ξύλο που τόσα χρόνια με αγνοούσε; Στα πολλά, τον πλακώνω στις αγκαλιές
και στα φιλιά. Σαν καλωσόρισμα, ρε παιδί μου στον κόσμο των μεγάλων. Αυτός
φυσικά με αποπαίρνει κι αλλάζει αμέσως κουβέντα. Τον έκανα να νιώσει αμηχανία, σκέφτομαι και μαζεύω τη χαρά μου. Ήταν μέρες μετά που έτυχε να μάθω
από σπόντα πως αυτό που ήθελε ν’ αποφύγει να μου πει αλλάζοντας θέμα είναι
πως είχε ήδη διαλέξει το πορσελάνινο σετ και τα δαχτυλίδια για τις πετσέτες. Το
μόνο που στεναχωρέθηκα είναι που δεν μου είπε να τα διαλέξουμε παρέα.
έλενα πάρπα
κώστας μαδεμλής
φωτογράφος
τα σπίτια
Με τα σπίτια στάθηκα τυχερός, φίλε. Μεγάλα, ωραία και άνετα … Όμορφα μου φέρθηκαν. Εγώ, πάλι, σ’ αυτά όχι και τόσο. ∆εν τ’ αγάπησα. Εκτός
από ένα - ξεθωριασμένη ανάμνηση τώρα πια, που συμπληρώνεται μόνο στη
θέα πολλών, ξεθωριασμένων κι αυτών, φωτογραφιών. Όλα τ’ άλλα; Τέσσερις
τοίχοι. Το ξεκαθάρισα, βλέπεις, εδώ και καιρό το ζήτημα. Ό,τι έχω δικό μου
χωράει μέσα μου - άντε το πολύ και σ’ ένα σακίδιο, οπόταν… Ήρθε μετά
και η Νικολακοπούλου, «τα σπίτια φυτρώνουν κι αυτά σαν τα λουλούδια /
μαραίνονται κι αυτά με τα χρόνια, σαν τα λουλούδια», οπόταν… Οπόταν εγώ
με τα σπίτια, φίλε, κανένα δέσιμο. Ποτέ δικά μου. Ποτέ δικός τους. Πέντε
χρόνια τώρα, στο τελευταίο κι ακόμα να βολευτώ. Με το που το είδα, αυτό
θέλω, είπα. Φως από παντού. Άνετο. Μεγάλο. ∆ιαμπερές. Με το παρκέ και
το τζάκι του. Το θέλησα, μα δεν το ένιωσα. ∆εν το αγάπησα. Φάση περίεργη
η περίοδος της μετακόμισης, ίσως γι’ αυτό. Μάλλον και γι’ αυτό. Χωρισμένες ζωές, κοινά σπίτια, μηνύματα, τρίτα, στο κινητό -«iv got you under my
skin»- η Πρωτοψάλτη να τραγουδά «Μην πας μια μέρα στη δουλειά σου μην πας. ∆εν ζούμε / να δούμε αν αγαπιόμαστε- μην πας. Το σπίτι αυτό αν
το πρωί θα τ’ ανεχτούμε / να συγυρίζω, να γελάω, να μου μιλάς…». Τι σου
λέω κι εσένα τώρα - πού να σου εξηγώ… Να φανταστείς, πολλά πράγματα βρίσκονται ακόμα σε κουτιά στην αποθήκη. Κάθε φορά που θέλω να βρω
κάτι, πρέπει να τα ανοίξω όλα. Και κάθε φορά που το κάνω, πέφτω πάνω σε
παλιά και ξεχασμένα πράγματα. Φωτογραφίες, γράμματα, αναμνηστικά από
ταξίδια, κάρτες επιβίβασης, αποδείξεις πληρωμών, post cart, σημειώσεις…
Εν ολίγοις, κάμποσες θαμπές αναμνήσεις στοιβαγμένες σε χαρτόκουτα. Γιατί
εγώ, φίλε, κάποτε αυτό που έλεγε ο Σαββόπουλος. Μην πετάξεις τίποτα. Για
μένα το έγραψε, νόμιζα. Και μάζευα τα αμάζευτα φίλε. Αντικείμενα, πρόσωπα, σχέσεις… Αν ήταν δυνατόν να τα κλείσω όλα σ’ ένα κουτί θα το έκανα,
φίλε. Μα ξέρεις καλύτερα από μένα, πως ό,τι αξίζει πραγματικά σε κουτί δεν
κλείνεται. Γι’ αυτό, ό,τι δεν κλεινόταν στο κουτί, άρχισα να το κλείνω μέσα
μου. Μέχρι που συνειδητοποίησα πως ό,τι έχω πραγματικά δικό μου κι ό,τι
αξίζει να είναι δικό μου, χωράει μέσα μου. Πουθενά αλλού. Ποτέ σε τοίχους
τέσσερις. Γιατί - να ’ναι καλά, πάλι, η Νικολακοπούλου - η ζωή μας δεν είναι
σπίτι. Μια πόρτα είναι. «Όλα από μια πόρτα περνάνε, όλα περνάνε. Η ζωή η
ίδια είναι ένα πέρασμα. Περνάς καλά; Να περάσεις καλά! Περαστικά, περαστικός, περαστικός ήμουν…».
θανάσης φωτίου
το δέντρο
Στο δρόμο έγινε καβγάς. Σάββατο απόγευμα, Αγίου Νικολάου κι ήμασταν όλο
νεύρα, μη ρωτάς γιατί, δεν θυμάμαι. Αυτό συμβαίνει πάντα μετά τους τσακωμούς μας, ακόμα και σήμερα ξεχνάμε το λόγο που ξεκίνησε ο τρικούβερτος όταν
τα βρίσκουμε. Κάναμε ανακωχή, χαμηλώσαμε εντάσεις μιλήσαμε στο κινητό με
τον φίλο τον Νικόλα για τα χρόνια πολλά κι ύστερα συνεχίσαμε το δρόμο για
να βρούμε ένα άσπρο ψηλό χριστουγεννιάτικο δέντρο, στολίδια κι ένα αστέρι…
Στο βάθος δεν μ’ άρεσε καθόλου η ιδέα. Ούτε άσπρο, ούτε πράσινο, ούτε δέντρο
ήθελα στο σπίτι το εργένικο, που έδινε αγώνα να γίνει σπίτι για δυο. Και στην
περίπτωση του δέντρου αγκομαχούσε. Έβρισκε αντίσταση ανάμεσα στο μεγάλο
αστέρι με τα ασημένια glitter που έριχνα στο πάτωμα εδώ και χρόνια κάποιο βράδυ τις παραμονές και στη ζεστασιά ενός παραδοσιακού δέντρου με λαμπιόνια
κι από κάτω τα δώρα σε πολύχρωμα κουτιά, που πρότεινε ο ίδιος για τα πρώτα
Χριστούγεννα που θα περνούσαμε στο σπίτι μαζί. ∆εν ξέρω γιατί δέχτηκα σαββατιάτικα να κάνω αυτή τη διαδρομή. Ίσως γιατί η εικόνα του δέντρου μού θύμιζε
τα παιδικά μου χρόνια κι ήθελα να ζήσω τη ζεστασιά τους, μαζί του.
Με πίεζε που λες το δέντρο. Ένιωθα πως αποχαιρετούσα τις προσωπικές στιγμές
μου, το χώρο μου, πνιγόμουν στην ιδέα πως τα δυο αν γίνουν ένα, θα ισοπεδωθώ!
Ξεκλειδώνω το σπίτι και το φωνάζω. Αφήνει το κουτί στην είσοδο. Εκεί θα μείνει
μέχρι να το πάρει ο διάολος λέει, γιατί δεν καταλαβαίνει το ζόρι μου. Ένα μακρόστενο σκούρο μπεζ κουτί που ’χει μέσα ένα δέντρο που περιμένει να συναρ-
μολογηθεί. Κι ένα άλλο μικρότερο με ασημένιες και μαύρες μπάλες, ένα αστέρι
και πολλά λαμπιόνια, που δεν αγγίζει κανείς. Αυτός, γιατί είναι πολύ απλά νευριασμένος κι εγώ γιατί τα κοιτάω και βλέπω πως κρύβουν μέσα τους το φόβο μη
συμβιβαστώ. Και το φόβο πως αυτή η ομορφιά που ζω ίσως κάποια στιγμή χαθεί
και πονέσει.
Βάζω μουσική, ένα cd που αγοράσαμε στο πρώτο ταξίδι μας. Υπέροχες νότες
που προέκυψαν μέσα από μια συμβίωση, σκέφτομαι, ανάμεσα στα δικά μου και
τα δικά του ακούσματα. Προσπαθούμε να βάλουμε σε τάξη ένα σπίτι και δυο
ζωές. Αναμιγνύουμε τα θέλω μας σε ένα σαλόνι, μια κουζίνα, μια βιβλιοθήκη, ένα
μικρό κήπο στη βεράντα, τακτοποιούμε τα όρια και τον προσωπικό μας χώρο,
τοποθετούμε σε open plan πεδίο όλα όσα έχουμε ανάγκη να κάνουμε μαζί.
Το κουτί ανοίγει, το δέντρο αποκτά σιγά σιγά μορφή. Το κοιτάω από μακριά, είμαι
σίγουρη πως ο φόβος θα μου χαλάσει τη στιγμή, γι’ αυτό και τον πολεμώ τοποθετώντας το πρώτο στολίδι, σκέφτομαι πως όσο κι αν κάποια πράγματα έχουν
αλλάξει κάποια άλλα παραμένουν ακριβώς τα ίδια, θυμάμαι να ’χω το μπόι της
ανιψιάς μου κι η μαμά το δικό μου και να στολίζουμε με το ίδιο χαμόγελο το δέντρο, πως σπίτι είναι τελικά όλα όσα νιώθεις όταν έχεις κοντά σου ό,τι αγαπάς,
ανθρώπους, μυρωδιές, ήχους κι εικόνες και πως ναι, αυτά τα Χριστούγεννα δεν
θα ’ψαχνα για κράτηση σε κανένα ρεβεγιόν, θα μοιραζόμουν την εικόνα του δέντρου με τ’ αναμμένα λαμπιόνια, τα στολίδια και το αστέρι στο σπίτι.
χριστίνα σκορδή
το μικρό σπίτι στα λιβάδια
Έχω έναν περίεργο τρόπο να αρχειοθετώ τις αναμνήσεις μες στο μυαλό μου. Αδυνατώ να φέρω στο νου μου ολόκληρες εμπειρίες, καταστάσεις, πρόσωπα, αλλά θυμάμαι ξεκάθαρα μικρές στιγμές, κουβέντες, βλέμματα, τα μικρά, τα φευγάτα.
Η πιο παλιά ανάμνηση που έχω είναι η μέρα που έσπασαν τα νερά της μάνας μου.
Όχι σε μένα, δεν είμαι και ο Γιούρι Γκέλερ! Θυμάμαι τη μέρα που έσπασαν τα νερά
της μάνας μου όταν ήταν έγκυος τον αδελφό μου. Ήμουν τριών χρόνων και ήταν
καλοκαίρι, 21 Αυγούστου το 1983. Θυμάμαι να περπατώ ξυπόλητος στα ζεστά μαρμαράκια, αυτά τα γκριζόμαυρα που είχαν όλα τα σπίτια στις αρχές τις δεκαετίας
του ’80, που όσο καθαρά κι αν ήταν, το χρώμα τους τα έκανε να φαίνονται πάντα
βρώμικα. Θυμάμαι τη μάνα μου με ένα γαλαζοπράσινο νυχτικό να στέκεται κι αυτή
ξυπόλητη και να κοιτά απέξω απ’ το παράθυρο του δωματίου μου με αγωνία, περιμένοντας τον πατέρα μου να φανεί για να πάνε στην κλινική.
Θυμάμαι, λιγοστά έπιπλα υπήρχαν μες στο δωμάτιο. Ένα ξύλινο κρεβάτι και μια ξύλινη σιφονιέρα που στα μάτια μου φαινόταν τεράστια. Μινιμάλ διάθεση οι γονείς
μου, που και να ήθελαν δηλαδή δεν γινόταν και αλλιώς τότε. Όλο το σπίτι δύο υπνοδωμάτια, μια κουζίνα, ένα μπάνιο και ένα σαλόνι ήταν. Στη βεράντα είχαμε και κάτι
τριανταφυλλιές όπου επέμενα να πέφτω μέσα και να πηγαίνω κλαμένος στη μάνα
μου. Θα πίστευε κανείς ότι στις πολλές φορές θα μάθαινα αλλά και όταν βγάλαμε τις
τριανταφυλλιές και βάλαμε κάκτους πάλι μέσα έπεφτα και η μάνα μου καθόταν υπομονετικά να μου βγάλει τα αγκάθια απ’ τις παλάμες ενώ εγώ έκλαιγα με αναφιλητά.
Λιγότερο από δέκα χρόνια, μετά τον πόλεμο, το σπίτι το έκτισε ο ίδιος ο πατέρας
μου σε προσφυγικό συνοικισμό αυτοστέγασης με μεγάλο μεράκι και κόπο. Έχω όμως
την εντύπωση ότι ο πατέρας μου το έβλεπε ως τη δική του Sagrada Familia. ∆εν
σταμάτησε ποτέ να κτίζεται αυτό το σπίτι. Σε αντίθεση με το Γιοφύρι της Άρτας που
ολημερίς το κτίζανε και το βράδυ γκρεμιζόταν, εμείς το γκρεμίζαμε από μόνοι μας
και το ξαναφτιάχναμε.
∆εν τα θυμάμαι με τη σειρά, γι’ αυτό θα τα πω όπως μου έρχονται στο νου. Αλλάξαμε ταβάνια, βάλαμε αυτά τα ξύλινα που έκαναν το σπίτι πιο ζεστό. Μετατρέψαμε
την κουζίνα σε δεύτερο σαλόνι και κτίσαμε μια άλλη. Μετά μου έφτιαξαν δικό μου
δωμάτιο. Μεγάλες στιγμές! Ύστερα κτίσαμε και ένα έξτρα δωμάτιο που έγινε τραπεζαρία. Μετά προσθέσαμε και ένα δεύτερο μπάνιο. Ύστερα ένα καινούριο γκαράζ με
ηλεκτρική πόρτα. Πλακόστρωτο στην αυλή. Καινούρια κάγκελα, χορτάρι στον κήπο
και κάτι πέτρες που κουβαλήσαμε απ’ τον Πρωταρά, μετά μάρμαρο κι άλλο μάρμαρο
και καινούριες κολόνες στην είσοδο.
Αλλάξαμε το μεγάλο μπάνιο και βάλαμε καινούρια πλακάκια. Αντικαταστήσαμε τα
παράθυρα με αλουμίνια, βάψαμε τους τοίχους ξανά και ξανά και ξανά. Μετά τους
βάλαμε ταπετσαρία και τη βγάλαμε πάλι και τους ξαναβάψαμε μέσα έξω. Σε κάποιους τοίχους βάλαμε πέτρα, αλλάξαμε κεραμίδια και κτίσαμε μια αποθήκη πίσω
στην αυλή. Χαλιά, μάρμαρα, παρκέ, γυψοσανίδες, σπάτουλες, μπογιές και πάει λέγοντας. Τύφλα να έχει το Σπίτι απ’ την Αρχή.
Στη δική μας περίπτωση όμως δεν μας έπαιρναν διακοπές σε ξενοδοχείο κάθε φορά
που αποφασίζαμε να αλλάξουμε το σπίτι. Θυμάμαι πάντα να ξυπνώ τρομαγμένος
από τον ήχο των ηλεκτρικών τρυπανιών και να κοιμάμαι σε φρεσκοβαμμένα δωμάτια. Λες αυτό με τη μνήμη να το έχω πάθει από τις πολλές αναθυμιάσεις και τη
σκόνη που εισέπνευσα; Όσο ζούσα την εμπειρία συνήθιζα πιο εύκολα τις αλλαγές.
Το αστείο ήταν κάθε φορά που γυρνούσα από τις σπουδές για διακοπές. Ευτυχώς με
παραλάμβαναν στο αεροδρόμιο, γιατί αν έπρεπε να οδηγώ, σίγουρα θα δυσκολευόμουν να βρω το σπίτι.
Θα μου πεις καλά γιατί δεν το ρίχνατε και να κτίσετε ένα καινούριο από την αρχή;
Έλα ντε. Θα μπορούσαμε να είχαμε μετακομίσει, αλλά ένα σπίτι δεν είναι μόνο οι
τέσσερις τοίχοι. Είναι και ο τόπος, έλεγε ο πατέρας μου. Είναι το φενγκ σούι, ο αέρας και η γειτόνισσα έλεγα εγώ. Πού να τα βρεις αλλού; Ειδικά την τελευταία που
κάθε φορά που έβλεπε να γίνονται δουλειές στο σπίτι ρώταγε τη μάνα μου αν ετοιμαζόταν για τους αρραβώνες μου.
Τώρα αντιλαμβάνομαι γιατί έχω τόσο ψυχαναγκασμό με την αλλαγή και βαριέμαι
τα πάντα στο τσακ μπαμ. Γι’ αυτό δεν μπορώ να σταυρώσω σχέση, όλα τα βαριέμαι.
Είδες μάνα; Eσύ φταις που είμαι ελεύθερος ακόμα επειδή ήθελες να αλλάζεις το
χρώμα στους τοίχους!
Η κολλητή μου είπε ότι άμα θέλω να μου έρθει ο έρωτας πρέπει να προετοιμάσω
το σπίτι. Να αφήσω λέει ένα συρτάρι άδειο για να βάλει ο έρωτας τα πράγματά του,
όταν δεηθεί να έρθει. Γι’ αυτό και εγώ άφησα επίσης το ψυγείο άδειο και το πλυντήριο αχρησιμοποίητο γιατί θέλω να είναι χουβαρντάς και νοικοκύρης ο έρωτας. Τώρα
είμαι έτοιμος να ανοίξω το δικό μου σπίτι.
γιώργος γεωργίου
λευτέρης ζαοσκούφης
φοιτητής
στέφανη δημοσθένους
κτηνίατρος
σπίτι είναι εκεί που...
Είμαι σαν τις γάτες και σαν τους σκύλους. ∆ένομαι με τα σπίτια και με τους
ανθρώπους. Καμιά φορά ένας άντρας γίνεται σπίτι μου. Ένας ήταν σαν μονοκατοικία: ογκώδης, ζεστός, όλο φροντίδα, ευρύχωρες φιλοσοφικές απόψεις,
κόμικ, βιβλία, αθωότητα και λίγο απομονωμένος - στον κυβερνοχώρο. Είχε
άπλα, θέα και αν βαριόσουν μπορούσες να βγεις μια βόλτα έξω, στο φως. Ήταν
πρακτικό σπίτι, μπορούσες να φιλοξενήσεις κόσμο, είχε έξτρα δωμάτιο, μπαλκόνια, πολύ φαΐ και κάτι σκυλιά που γάβγιζαν κατά καιρούς αλλά τελικά ησύχαζαν. Άξιζε τα λεφτά του, ήταν σπίτι για μια ζωή, για να το γεμίσεις παιδιά·
ίσως γι’ αυτό άφησα αυτό το σπίτι.
Άλλος ήταν σαν μπρουκλινέζικο λοφτ πριν τους χίπστερ, σπίτι γκέτο, χωρίς
τοίχους, παντζούρια, δωμάτια: αφιλόξενο - μόνο στιλ. Στην πρίζα, διάχυτος
αστικά, πιο πολύ κομμάτι της πόλης παρά του σπιτιού. Υπήρξα θύμα της αισθητικής μου, στην αρχή γοητεύτηκα από την ντιζανιά, τη γύμνια, ενώ ήξερα
ότι δεν μπορώ να ζήσω σε τέτοιο σπίτι: ήταν φτιαγμένο για γραφείο, για ψυχρά
εμπορικά πάρε δώσε. ∆εν ήταν σπιτικό, δεν ήταν homey - παρότι φρόντιζε να
υπάρχει φαΐ και μου έστυβε πορτοκαλάδες. Homey σημαίνει λίγο ξεθωριασμένο, χρησιμοποιημένο με τριμμένες τις γωνίες στους καναπέδες, φαγωμένα τα
μαξιλάρια από χρήση, πασαλειμμένα τα βιβλία μαγειρικής από ζάχαρη άχνη,
άνετο, ολοφάνερα κατοικημένο. Το βράδυ το λοφτ με αγκάλιαζε, δεν με άφηνε
να βγω έξω, ούτε να κοιμηθώ: αλλόκοσμες κραυγές και εφέ έμετων εισέβαλλαν
από τα λεπτά βιομηχανικά τζάμια. Είχε ποντίκια. Το σπίτι ήταν άλλο τη μέρα
και άλλο τη νύχτα, έπασχε από σχιζοφρένεια· αργά το βράδυ με αγκάλιαζε
τόσο σφιχτά ώστε δεν με άφηνε να κοιμηθώ, συντονιζόταν με τις κινήσεις μου
μέσα στον ύπνο. Είχα πια συνηθίσει να μην κοιμάμαι εκεί· προτιμούσα να μην
κοιμάμαι εκεί παρά να μην κοιμάμαι αλλού· έπαθα το σύνδρομο της Στοκχόλμης: είχα αγαπήσει την ομηρία.
Όταν αποφάσισα να πιάσω άλλο σπίτι, έπαθα πλάκα από την ασφάλεια, την
άνεση τού να βγεις έξω άφοβα να πετάξεις τα σκουπίδια.
Σ’ αυτό το σπίτι η γειτονιά δεν με γνωρίζει καθόλου. Έχω ακόμα στο θυροτηλέφωνο το όνομα της δικηγόρου ιδιοκτήτριας. Αν ποτέ διαπράξω ένα τρομερό
έγκλημα και έρθει η τηλεόραση να διερευνήσει, φαντάζομαι την κοπέλα από
την πιτσαρία κάτω απ’ το σπίτι να λέει - Ναι, τη θυμάμαι, ερχόταν εδώ μια
φορά τη βδομάδα και έπαιρνε μια πίτσα των οκτώ κομματιών μπέικον-τυρί,
που μάλλον την έτρωγε μόνη της, μπροστά στην τηλεόραση φαντάζομαι – η
πιτσαρού δεν γνωρίζει ότι δεν έχω τηλεόραση. Ο από κάτω ξέρει ότι κάνω
φασαρία όλο το βράδυ, βάζω πλυντήριο, χορεύω, μιλάω στο τηλέφωνο, περπατάω σαν αρκούδα, ενίοτε γυρνάω το πρωί. Είναι αναίσθητη, εγκληματική
φύση, θα έλεγε ίσως, τι είδους άνθρωπος βάζει πλυντήριο τέσσερις τα χαράματα; Ήταν με ένα λάπτοπ στο μπαλκόνι θα έλεγαν οι απέναντι και καμιά φορά
ξεχνιόταν με την κουρτίνα ανοιχτή και γυρνούσε με το βρακί. Ωραίο κώλο είχε,
μπορεί να πρόσθεταν.
Σπίτι είναι εκεί που είναι το λάπτοπ σου έλεγα· αλλά το λάπτοπ μου είναι
πάντα μαζί μου, είναι μικροσκοπικό, το κουβαλάω. Σπίτι είναι κει που νιώθεις
ασφάλεια. Το σπίτι που κοιμάμαι καλύτερα από παντού – πόσο παιδαριώδες
θα ακουστεί αυτό; - είναι το σπίτι της μάνας μου· και είμαι ευγνώμων που
υπάρχει.
Τα σπίτια δεν μπορεί τελικά να ταυτίζονται με ανθρώπους – γιατί μένεις μια
μέρα άστεγη. Καλά είναι να ταυτίζονται με σένα. Καλά είναι να μπορείς να μείνεις μόνη σου σε ένα σπίτι, για ένα διάστημα τέλος πάντων. Καλά είναι να έχει
μπανιέρα - χέστηκα για τα τζάκια, τα τζακούζια, το μέγεθος. Τηλεόραση δεν
χρειάζεται ένα σπίτι. Άμα έχει ζέστη, μπανιέρα, στερεοφωνικό και λίγη τέχνη
στους τοίχους είναι επιπλωμένο.
εύη λαμπροπούλου
stone is home
Είχε πέτρες παντού. Τα δρομάκια ήταν στρωμένα με πέτρες, τα σπίτια ήταν
κτισμένα από πέτρα, το βουνό ήταν από πέτρα, ακόμη και η μεγάλη ατραξιόν
του χωριού ήταν (και παραμένει) μια τεράστια άχαρη πέτρα. Περπατούσαμε
ανάμεσα σ’ αυτό το σκηνικό από παλιές πέτρες, όχι αιχμηρές, στρογγυλεμένες
απ’ τα χρόνια και την τριβή, σκουντουφλούσαμε πάνω σε πέτρες που είχαν ξεκολλήσει από το ταλαιπωρημένο πλακόστρωτο και σταματούσαμε κάθε λίγο
μπροστά κι από ένα διαφορετικό, αλλά εξίσου παλιό, μισοχαλασμένο πέτρινο
σπίτι. Οι γονείς μου μιλούσαν με έναν κύριο κουβέντες μεγαλίστικες, εγώ δεν
μπορούσα να τις παρακολουθήσω, πιο πολλή προσπάθεια κατέβαλλα να μη
μυρίζω τη μυρωδιά της παλιατζούρας που έμοιαζε σαν να είχε εγκλωβιστεί
μέσα σ’ αυτόν το λαβύρινθο από πλακόστρωτα σοκάκια και μισογκρεμισμένα
σπίτια. «Τι κάνουμε, μαμά, εδώ;». «Κοιτάμε για να αγοράσουμε ένα εξοχικό».
Για μένα τότε, «εξοχικό» ήταν μια έννοια που περιέγραφε μόνο το σπίτι του
νονού μου, όχι το κανονικό, το άλλο, εκείνο δίπλα στη θάλασσα, πάνω στην
αμμουδιά, που πηγαίναμε τα καλοκαίρια και περνούσαμε μερικές μέρες απ’
τις διακοπές μας. Άρα, τι δουλειά έχει ένα εξοχικό εδώ πάνω στο βουνό, μέσα
στις πέτρες, χωρίς αμμουδιά, χωρίς θάλασσα γύρω του; Στην επόμενη επίσκεψή μου στο χωριό με τις πέτρες (οι γονείς μου απ’ ό,τι είχα καταλάβει εκ
των υστέρων, είχαν πάει κι άλλες δεκάδες φορές, χωρίς εμένα), κατεβήκαμε
απ’ το αυτοκίνητο, κατηφορίσαμε ένα στενό δρομάκι, περπατήσαμε μερικά
μέτρα και σταματήσαμε. Από τη μια πλευρά του στενού υπήρχαν παλιά, πέτρινα (τι έκπληξη) σπίτια κι απ’ την άλλη ένας γκρεμός με αγκάθινους βάτους
και αγριόχορτα. Στο βάθος ακούγονταν παφλασμοί από νερά που έτρεχαν
με ορμή, δεν έβλεπα όμως το ποτάμι γιατί το έκρυβαν μεγάλα, θεόρατα δέντρα. «Τι κάνουμε, μαμά, εδώ;», ρώτησα την κλασική μου ερώτηση. «Εδώ θα
κτίσουμε το εξοχικό μας! Σ’ αρέσει;». ∆εν κατάλαβα γιατί έπρεπε να πω τη
γνώμη μου, αφού ήταν φανερό πως το είχαν αποφασίσει το πράγμα. Μύριζε
φρέσκος αέρας εκεί τουλάχιστον, δεν ήταν όπως το άλλο μέρος που μύριζε
μούχλα (και βρίσκεται, όπως ανακάλυψα αργότερα, τρία σοκάκια παρακάτω).
Ο μπαμπάς μου αγκάζαρε δύο οικοδόμους «τους καλύτερους τεχνίτες της
πέτρας που έχει το χωριό», όπως του τους είχαν συστήσει και μετά από κάποιο διάστημα, εμφανίστηκε μέσα στον γκρεμό ένα διώροφο πέτρινο σπίτι.
Το εξοχικό μας.
Μόνο που εμείς, το δικό μας εξοχικό, δεν το χρησιμοποιούσαμε μόνο τα καλοκαίρια, όπως ο νονός μου το δικό του, εμείς πηγαίναμε στο δικό μας εξοχικό ολόχρονα. Κάθε Σαββατοκύριακο ήμασταν εκεί, στο πέτρινο σπίτι, στο
χωριό με τις πέτρες. Κάθε, μα κάθε Σαββατοκύριακο. Ερχόταν το Σάββατο
–τότε πηγαίναμε και τα Σάββατα σχολείο- και ήμουν η μοναδική σ’ όλη την
τάξη που τα έβαφε μαύρα που τελείωνε η εβδομάδα. Ήταν σαν να μ’ έστελναν
φυλακή. Τι μπορεί να κάνει μόνο του ένα παιδί μέσα στις πέτρες; Το βιολί συνεχιζόταν και τα Χριστούγεννα και το Πάσχα και τις καλοκαιρινές διακοπές.
Σαν τιμωρία. «∆εν έχεις σχολείο; Θα πας στις πέτρες!». ∆υο βδομάδες τα Χριστούγεννα, δυο το Πάσχα, τρεις μήνες το καλοκαίρι. Όταν δεν ήμουν σχολείο
ήμουν στις πέτρες. Το μισούσα.
Στην εφηβεία, έκανα την επανάστασή μου. Ενώ οι φίλες μου τσακώνονταν με
τους γονείς τους για να τις αφήσουν να πάνε δισκοθήκη, εγώ τσακωνόμουν με
τους δικούς μου για να μ’ αφήσουν να μην πάω στις πέτρες. Η μάχη κερδήθηκε γύρω στα 16 με 17 μου. Έκτοτε έχω ρίξει μαύρη πέτρα.
Πριν κάτι μήνες μετακόμισα σε νέο σπίτι. Πάνω στο κουβάλημα των κασονιών, ένα απ’ αυτά σχίστηκε και διαλύθηκε. Ό,τι είχε μέσα, σκορπίστηκε στο
άδειο πάτωμα του καινούριου σαλονιού. Ήταν το πιο όμορφο «χαλί» που
αντίκρισα στη ζωή μου. Ήταν δεκάδες φωτογραφίες με τα οικογενειακά μας
ενσταντανέ, που είχαν όλες το ίδιο σκηνικό – που ήταν πέτρινο! Φωτογραφίες από γενέθλια, δικά μου, της μαμάς μου, του μπαμπά μου, οικογενειακές
στιγμές μας γύρω από το τζάκι, γύρω από χριστουγεννιάτικα δέντρα, γύρω
από πασχαλινά τραπέζια. Ξέγνοιαστες εικόνες στον κήπο, άλλοτε ανθισμένος, άλλοτε χιονισμένος, άλλοτε γυμνός χειμερινός. Η μαμά μου έγκυος, η
μαμά μου να πλέκει γαλάζια μωρουδιακά, μετά ένα μελαχρινό μωρό που μου
μοιάζει αλλά δεν είμαι εγώ, τα πρώτα βήματα του μικρού, μετά ο μικρός να
απαγγέλλει κορδωτός το ποίημα που έμαθε στο σχολείο, μετά ο μικρός με
το πρώτο του μετάλλιο στο mountain biking. Τις μάζεψα μια-μια τις φωτογραφίες απ’ το πάτωμα, τις έβαλα σ’ ένα καινούριο κασόνι και μόλις ήρθε το
Σαββατοκύριακο, το έβαλα στο αυτοκίνητο μαζί με μια αλλαξιά ρούχα και
πήγα στο εξοχικό. Στο σπίτι μας.
μαριάννα καραβαλή
home alone
Πρωί στο διπλό κρεβάτι – χουζούρεμα. Βλέπω τη βιβλιοθήκη που χρειάζεται ξεσκόνισμα,
ίσως το απόγευμα, πρέπει να κατεβάσω και τα χειμωνιάτικα απ’ το ντουλάπι, μπορεί
να περιμένω λίγες μέρες μιας και χειμώνα δεν είδαμε ακόμη. Θυμάμαι πως πρέπει να
πάρω τηλέφωνο για να κλείσω ένα ραντεβού, τσεκάρω την ώρα με παίρνει για λίγο χουζούρεμα ακόμα, πίνω λίγο νερό, κάτι σκέφτομαι, ξαναπίνω νερό. Σηκώνομαι, πάω στην
κουζίνα, όπως είμαι νυσταγμένος κοντεύω να πέσω χάμω. To παρκέ γλιστρά και πρέπει
να αλλάξω καθαριστικό, ίσως να πάρω εκείνο το πράσινο με άρωμα aloe vera που είδα
στην τηλεόραση χθες βράδυ, τρώω δημητριακά, χαζεύω τηλεόραση, την κλείνω ύστερα
από λίγο, βάζω μουσική, Αρβανιτάκη ή Pink Martini δεν θυμάμαι και μπαίνω στο μπάνιο. Ντύνομαι και φεύγω.
Επιστρέφω αργά το απόγευμα, ανοίγω το βιβλίο που αγόρασα απ’ την τελευταία φορά που
πήγα Αθήνα. Ένα της Τριανταφύλλου, απ’ τα παλιά. Φτωχή Μάργκο. Το παιδεύω καιρό. Εξ
αφορμής μιας πρότασης στο οπισθόφυλλο το πήρα. «Η Φτωχή Μάργκο μιλά για το πώς
είναι να είσαι νέος», λέει «ανήσυχος και έκπληκτος. Πρόκειται για το χρονικό μιας ενηλικίωσης, μιας ελεύθερης πτώσης κι ενός ανεκπλήρωτου έρωτα». Έκλεισα το βιβλίο– δεν είχα
όρεξη για διάβασμα. Ανοίγω το ψυγείο, παίρνω γάλα, το βάζω στο μπρίκι, βάζω σοκολάτα
στο ποτήρι, ανακατεύω και κάθομαι στην τραπεζαρία. Μια, δυο, τρεις, τέσσερις άδειες
καρέκλες και μια που κάθομαι πέντε στο σύνολο, τις ξαναμετράω ίσως να χωράει και μια
έκτη. ∆ίπλα η βιβλιοθήκη θέλει και αυτή ξεσκόνισμα, πρέπει να ανάψω τα κεριά, έτσι για
το γαμώτο, για να κάνω ατμόσφαιρα. Βάζω μουσική, Diamanda Galas αυτή τη φορά. «Τα
παιδιά μου καλέ! Μην είδατε τα παιδιά μου για το όνομα του Θεού! Ωχ μου τα πήρανε! Τι
τη θέλω τη ζωή; Βάζει μια τρεχάλα για τη θάλασσα, πέφτει και πνίγεται». Λες και η φωνή
της δεν βγαίνει ούτε απ’ το λαιμό της ούτε απ’ το διάφραγμά της. Λες και τραγουδά απ’
τον άλλο κόσμο. Έχει κι αυτό το φυζίκ, το ανατριχιαστικό. Μου θυμίζει ένα όνειρο που
έβλεπα παλιά. Και το έβλεπα συχνά. Πως ήμουν ψηλά, πολύ ψηλά στα σύννεφα και ξαφνικά έπεφτα, έπεφτα, έπεφτα αδιάκοπα και έβλεπα γύρω μου τα σύννεφα, άλλοτε λευκά
και άλλοτε γκρίζα και κατέληγα σε μια μαύρη τρύπα που δεν είχε πάτο. Μηχανικά βγάζω
το cd, σβήνω τα κεριά, κάνω ευχή, πάντα κάνω ευχή και πάω στο διπλό κρεβάτι ξανά. Είναι
πια περασμένα μεσάνυχτα και έξω πέφτουν οι πρώτες ψιχάλες. Σκέφτομαι πως τελικά, το
Σαββατοκύριακο θα κατεβάσω τα χειμωνιάτικα. Καληνύχτα.
πιερής παναγή
βέρα ματθαίου
animator
συμβαίνει τώρα
ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ Θ. ΜΑΣΟΥΡΑ
Το εξώφυλλο είναι έργο του Σάββα Χριστοδουλίδη με τίτλο «Η προσευχή πληγώνει»
Φωτό: Νίκος Λουκά
YΓ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2010
ΚΑΘΕ ΜΗΝΑ, ΜΕ ΤΟΝ
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
EK∆ΟΤΗΣ-∆ΙΕΥΘΥΝΤΗΣ
ΝΙΚΟΣ ΠΑΤΤΙΧΗΣ
∆ΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ
ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
«Home is where the heart is» Αν ισχύει αυτό, τότε το
σπίτι μου βρίσκεται κάπου μεταξύ Κύπρου, Αθήνας,
Λονδίνου, Κωνσταντινούπολης και Νέας Υόρκης. Εκεί
που έχω «αφήσει» μικρά κομματάκια της καρδιάς μου.
Αυτό σκεφτόμουν ένα βράδυ κατά τη 1, όταν ανέβαινα τις σκάλες του σταθμού του μετρό στο Kilburn
Park, όπου σύμφωνα με το χάρτη βρίσκεται στη Ζώνη
4 του London Tube. Περπατούσα γρήγορα, φόραγα
μπουφάν, εσάρπα και γάντια – ναι εκεί, αρχές Νιόβρη,
είχε κρύο - περνούσα δίπλα από συνοικιακά καταστηματάκια που ήταν ακόμα ανοικτά και πουλούσαν από
σοκολάτες, μέχρι λαχανικά και φρούτα και κατευθυνόμουν προς το σπίτι της φίλης που με φιλοξενούσε.
Οι δρόμοι ήταν βρεγμένοι, τα μεγάλα υγρά πορτοκαλί φύλλα κάλυπταν το πεζοδρόμιο. Είχε μόλις βρέξει.
Στήθηκα σε μια γωνιά και κοίταγα γύρω μου, αυτό
το σχεδόν κινηματογραφικό σκηνικό. Το Λονδίνο το
νιώθω πολύ οικείο. Όσοι βρέθηκαν εκεί φοιτητές, ξέρουν για ποιο συναίσθημα μιλώ. Για κάποιο που δεν
έχει ζήσει εκεί, το Λονδίνο είναι μια δύσκολη πόλη,
πολυσύχναστη, μουντή και απρόσωπη. Για μας, που
περάσαμε τα ανέμελα φοιτητικά μας χρόνια, κάθε
μέρα στο underground, να πίνουμε καφέ στο Soho, να
βολτάρουμε στο Notting Hill, το Λονδίνο, παραμένει
a place to call home.
«Τώρα έχω ένα σπίτι που δεν έχεις δει ποτέ». Σκέφτομαι αυτό τον στίχο, από ένα τραγούδι της Πρωτοψάλτη, το «Χωρίς Εσένα», καθώς ψάχνω το νέο σπίτι
της κολλητής μου, η οποία έχει μετακομίσει στην παλιά Λευκωσία. Πάντα ήθελα να ζήσω στην εντός των
τειχών πόλη. Όχι γιατί ήθελα ένα σπίτι με αυλή, αλλά
γιατί λατρεύω την κυπριακή αρχιτεκτονική. Αυτά τα
υπέροχα σπίτια, με την πουρόπετρα, το δίχωρο, τους
μεγάλους χώρους και τις φανταστικές εξώπορτες. Με
το που μπαίνω στο σπίτι της, νιώθω μια θετική ενέργεια να με περιβάλλει. Το απόγευμα κυλά, συγυρίζοντας κιβώτια και έπιπλα και αποφασίζοντας τι φυτά
θα βάλουμε στη μικρή κουκλίστικη αυλή. Στα ηχεία
η Madeleine Peyroux, δημιουργεί ατμόσφαιρα. Η παρέα αυξάνεται. Καταλήγουμε μια γυναικοπαρέα, γύρω
από ένα στρογγυλό τραπέζι να τρώμε τα γεμιστά που
έχει φτιάξει η μαμά της κολλητής και να πίνουμε κρασί. Η νύκτα κυλά με όμορφες και αγαπησιάρικες κουβέντες. Σε ένα νέο σπιτικό που υπόσχεται καινούριες
εικόνες και πολλές όμορφες στιγμές.
Sweet Lies Την Κυριακή αποφασίζω να συγυρίσω τα
ντουλάπια μου, να πετάξω περιοδικά και να περιποιηθώ τον κήπο. Έξι χρόνια σε αυτό το σπίτι, που πλέον
μπορώ να το πω «σπιτικό». Βάζω μπόλικο καφέ να
γίνεται, ανοίγω τα παράθυρα να μπει η μυρωδιά από
τον Πακιστανό (γιατί δεν λέμε αυτό το δέντρο π.χ
«Κούρδο»;) του γείτονα μέσα στο σπίτι. Στο cd player
η Paloma Faith η νέα μου ανακάλυψη, τραγουδά «Do
you want the truth or something beautiful?/ I’m happy
to deceive you». Σκέφτομαι «Και τι δεν θα έδινα για
ένα παραμύθι». Postάρω το τραγούδι στο facebook. Η
φίλη μου που μένει Βρυξέλλες, σχολιάζει. ∆ιαφωνεί
καθέτως, μόνο αλήθειες, από τώρα και στο εξής. ∆εν
πείθομαι. Τα γλυκά ψέματα, παραμένουν γλυκά.
Στην παλιά την πόλη Ένα απόγευμα του Σαββάτου,
αφήνω το αυτοκίνητο στην τάφρο και περπατώ στην
παλιά Λευκωσία. Κάτι που έχω να κάνω, ούτε ξέρω
και εγώ, πόσο καιρό. Αλλά αν κάτι αξίζει σε αυτή την
«αποστειρωμένη» πόλη είναι οι εντός των τειχών γειτονιές. Στα σοκάκια της παλιάς πόλης, οι ξένοι κάτοικοί της, λιάζονται στα πεζοδρόμια, δίπλα στα καταστήματα που πουλάνε μπαχαρικά και φαγητά από
τις χώρες τους. Περνώ δίπλα από το Emessa (Οδός
Αισχύλου) και χαζεύω τους τεράστιους στρογγυλούς
δίσκους με τους μπακλαβάδες και τα σιροπιαστά στη
βιτρίνα. Προχωρώ προς τα κάτω. Ανακαλύπτω τα νέα
καταστηματάκια της γειτονιάς. Νέα άφιξη το Αφαία
(Οδός Αισχύλου 79Β, η πάροδος απέναντι από το
πάρκιν της Φανερωμένης). Πανέμορφα κοσμήματα
και αξεσουάρ για το σπίτι. Αγαπημένα μου, εκείνα που
είναι διακοσμημένα με λέξεις. Προσωπική και επαγγελματική διαστροφή. Ακριβώς απέναντι, το Nano
Bar. Ο Σωτήρης, ο ιδιοκτήτης με κερνά ένα εσπρέσο
στα γρήγορα. Συνεχίζω και καταλήγω στην αγορά του
παλιού δημαρχείου. Η ώρα έχει πάει τρεις και μισή.
Οι πωλητές ξεπουλούν τα λαχανικά και τα φρούτα,
φωνάζοντας τιμές. Γύρω μου ένας χαμός. Πορτοκαλί
κασόνια γεμάτα με πρασινοκόκκινες ντομάτες, φύλλα
από κρεμμύδια στο έδαφος και κόσμος να ξεδιαλέγει
τα καλά φρούτα. Η βόλτα μου τελειώνει στο Brew, ένα
από τα ομορφότερα στέκια της πόλης, στην καρδιά
της Λαϊκής Γειτονιάς. ∆ίνω ραντεβού με φίλους για
τσάι – εκπληκτική ποικιλία - και εφημερίδες.
Η κατάληξη μιας υπέροχης μέρας στην καρδιά της
πόλης.
ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΡΙΑ
ΕΛΕΝΑ ΠΑΡΠΑ
ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΕΚ∆ΟΣΗΣ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΚΟΡ∆Η
ART DIRECTOR
ΠΟΛΥΣ ΠΕΣΛΙΚΑΣ
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΤΑΠΑΣ
GRAPHIC DESIGNER
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΘΗΛΛΟΣ
ΕΙ∆ΙΚΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΙ
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
∆ΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΤΤΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΗΝΑ
ΣΠΥΡΟΣ ΣΤΑΒΕΡΗΣ
ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ
ΜΟΝΙΜΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΡΙΛΛΙ∆ΗΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΟΥΜΑΖΗΣ
FILEP MOTWARY
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟ∆ΟΥΛΟΥ
ΘΑΝΑΣΗΣ ΦΩΤΙΟΥ
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΑΡΑΒΑΛΗ
ΤΩΝΙΑ ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ
ΜΑΡΙΑ Θ. ΜΑΣΟΥΡΑ
ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
ΠΙΕΡΗΣ ΠΑΝΑΓΗ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ
ΣΤΕΛΛΑ ΑΝ∆ΡΟΝΙΚΟΥ
∆ΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
ΜΑΡΙΑ ΖΕΡΒΟΥ
ΜΑΡΙΑ ΚΑΠΑΤΑΗ
ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ
∆ΙΑΧΩΡΙΣΜΟΙ ΧΡΩΜΑΤΩΝ
ΚΑΙ ΕΚΤΥΠΩΣΗ
PROTEAS PRESS LTD
Σ’αυτό το τεύχος
συνεργάστηκαν δημιουργικά
Γιώργος Ιωάννου
Silvio Rusmigo
Εύη Τσέλιγκα
Μαρίνα Ολυμπίου
Αντρέας Χριστοδουλίδης
Νέαρχος Ιωάννου
Σάββας Χριστοδουλίδης
Στέλιος Καλλινίκου
Σώτια Ζένιου
Πιερής Παναγή
Εύη Λαμπροπούλου
∆εσποινα Τριβόλη
Αντώνης Γεωργίου
Θανάσης Φωτίου
Μαριάννα Καραβαλή
Γιώργος Γεωργίου
Ηλεκτρονική διεύθυνση
[email protected]
ΥΓ. 62