ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑ ΓΑΡΓΑΛΙΑΝΩΝ

Προσφορά στους Γαργαλιάνους των αδελφών Κρεκούκια: Κώστα, Ορέστη & Τάκη
Τους ευχαριστούμε για την επίπονη & πολύχρονη εργασία τους για όλους μας.
ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑ ΓΑΡΓΑΛΙΑΝΩΝ
Α
αγανός
αγγειό
αγγούσα
αγγουσεύομαι
αγριοκόκκορας
ακαμάτης
ακνάτος
ακουμπέτι
ακούτη
άλαλο
αλευρογυρίζω
αληστρατίζω
αλιάδα
αλιβάνιγος
αλουποπορδή
αλουπού
αλντίζω
αλυχτάου
αμάκα
αμοριασμένος
αμπλαούμπλας
αναγλιντζάζει
ανακαντήρης
ανάκαρο
ανανογιέμαι
ανατσουτσουρωμένος
αναχλά-ναχλά
αναπαντζά
ανάχρεια (τα)
αναγριπώνω
ανεβάσταγος
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
αραιουφασμένος
δοχείο
ζέστη - κάψα
καψώνω, ζεσταίνομαι
τσαλαπετεινός
τεμπέλης
καθαρός, αμιγής
εν τέλει
πίσω μέρος του κρανίου
παιδικό παιχνίδι
τριγυρίζω άσχετα
τα κάνω όλα άνω κάτω
σκορδαλιά
αυτός που δεν εκκλησιάζεται
είδος μανιταριού
αλεπού
αφρίζω από την κούραση
ουρλιάζω
λέρα
καταραμένος
χοντροκομμένος, άτσαλος
ανακατεύει και λασπώνει
τεμπέλης, άχρηστος
κουράγιο
παίρνω χαμπάρι
με σηκωμένα αυτιά
αραιά
ξεσήκωμα
τα απαραίτητα
παίρνω θάρρος
ανυπόμονος
άνταφλος
αντί ρόκκα
ανυπαντρίλα
απίστωμα
απλάδενα
απλάνηγος
άπλερος
απογιάδα
αποδέλοιπος
αμοριασμένος
αποσπερού
αποστασίλα
αποχαβρίζω
απραίλα
άρατα κούρατα
αρβάλα
αργολάβος
αρίλογος
αρμούγα
αρούκατος
άρτου πλάτου
αστράχα
ατσάγγλιγος
αχούρα
αχινέος
βαγένι
βαρβατσουλίλα
βασιλιάς
βασταγούρι
βελέσι
βεντέμα
βεντερούγα
βερέμι
Β
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
απότομος
στημένο αυτί
γεροντοκορισμός
ανάποδα
λεκάνη, ή ανοιχτή πιατέλα
άξεστος, χοντροκομμένος
εκτεταμένος
απόγειος αύρα, κατεβατός
υπόλοιπος
καταραμένος
απόψε
κούραση
αποπαίρνω
τεμπελιά
άλλα των άλλων
φασαρία
γκόμενος
κόσκινο για αγροτικές εργασίες
μούργα, υγρά απόβλητα ελαιοτριβείων
άξεστος
φαρδύς πλατύς
εσοχή μεταξύ τοίχου και οροφής
απεριποίητος
έξαψη
αχινός
:
:
:
:
:
:
:
:
το βαρέλι με το κρασί
βαρβατίλα
χρυσοπράσινο ιπτάμενο σκαθάρι
γάϊδαρος
παραγωγή
καμπούρα
βήκα
βιζιγάντι
βοϊδόχορτο
βοϊδούρω
βούτα
βίτσα
βραχουνάκι
βροντάλε
:
:
:
:
:
:
:
:
στάμνα με στενό στόμιο
κολλιτσίδα
χορτάρι που τρώνε τα βοοειδή
κουτή και χοντροκομμένη γυναίκα
μεγάλο δοχείο για αποθήκευση νερού - συνήθως βαρέλι
μαστίγιο
παχουλό παιδάκι
το επάνω σενάζι
γαδίνα
γαργαρίζει
γατιλάω
γιαλουγκουνάει
γιούκος
γκαγκανάς
γκευγκίρι, γκευγκιράκι
γκιζντάνι
γκιόσα
γκουργκουνάς
γκουργκούνι
γλύνα
γουβριάζω
γουρνερό
γουρουνίτσα
γράβαλο
γυαλένιες
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
δοχείο
φυσάει ελαφρό αεράκι
γαργαλάω
γιαλίζει
στοίβα ρούχων
δύστροπος?
τρυπητό σκεύος - τρυπητή κουτάλα
κάτεργο, φυλακή
γριά γίδα
χοντροκομμένος
αστράγαλος
αργιλώδες επίχρυσμα
καταλαμβάνομαι από ερωτικό παροξυσμό
αυτός που μοιάζει με γουρούνι και έχει κακή συμπεριφορά
παιδικό παιχνίδι
είδος τσουγγράνας
γκαζές, γυάλινοι βώλοι
δέμπλα, δεμπλί
δεκριάνι
δόλια μοίρα
δραγκώνω
δραπέτσι
δριμόνι
:
:
:
:
:
:
μεγάλο, μικρό ραβδί για το ράβδισμα ελαιών, αμυγδαλιών
δικράνι
αλοίμονο, ούτε λόγος
παθαίνω κράμπα, πιάνομαι
πολύ ξινό
κόσκινο για αγροτικές εργασίες
Γ
Δ
δυχατέρα
έντοσες
ερμαδιακός
εφτού
εφτούνος φτου
ζαλωμένος
ζακουτάω
ζαρούμπακας
γατιλάω
ζβουγκουνάω
ζγαρλάω
ζγούφτω
ζέβω
ζεμπερέκι
ζουπάω
ζουρλοχαμπέρω
θανατά (του)
θανατίκια (τα)
θεριακωμένος
ίνγκλα
ίνγκρα
κακάβι
καγιάρι
κακαβοστήσι
κακιούλι
κακοζάκανος
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
: κόρη
:
:
:
:
νάτος
έρημος
προς το μέρος σου
εκείνος εκεί προς τα σένα
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
βαρυφορτωμένος
το παλεύω
νάνος
γαργαλάω
βουίζω
σκαλίζω
σκύβω
βρωμάω
το μάνταλο της πόρτας
συνθλίβω
αλαφρότρελη
: για θάνατο, ετοιμοθάνατο
: τα σάβανα
: θηριώδης, γιγαντόσωμος
: δερμάτινο λουρί που στερεώνει την σέλα κάτω από την κοιλιά του ζώου
: πολύ μικρή ποσότητα (επί υγρών)
:
:
:
:
:
καζάνι
πεντακάθαρο
θέση για το καζάνι επάνω σε πυροστία
το μικρούλι
κακοφτιαγμένος
κακοσκάλι
καλαμποκάνι
καλιάζω
καλιακούδα
καλλικάντζα
καμιζόλα
κανίσκι
καπριτσαδόρος
καρκίμι
καρλαχάνι
καρούσι
καρούτα
κασκορσές
καταλιακού
κατεβατός
κατήνα
κατουρλοχόρτι
κατουρογυάλι
κατρούτσο
κατσιμπούλα
καφεντόγιο
κάψα
καψερός
καψώνω
κενώνω
κέφαλη
κλειδοστομιάζω
κλημαντήρα
κλήτσικας
κλιτσινάρες
κλοντήρι
κοκεύω
κόλαρη ή κολαριά
κούκλα
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
εμπόδιο
κομμάτι από καλάμι με νήμα για τον αργαλειό, διάρροια (μτφ)
τοποθετώ πρόχειρα
είδος πτηνού - ταλαίπωρη γυναίκα
αρσενικός αχινός
είδος ρούχου
η κόφα με τα γλυκά, το πανέρι
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
μεσοφόρι
στον ήλιο
απόγειος αύρα
η ράχη, η μέση, η λεκάνη
διουρητικό χόρτο
δοχείο νυκτός
κύπελο
έντομο
άχρηστη αντίκα
ζέστη
κακομοίρης, άτυχος
ζεσταίνομαι
σερβίρω
η πάνω οριογραμμή του χωραφιού
μου κόβεται η όρεξη
λιγούρα
ξυλίκι, παιδικό παιχνίδι εποχής
αδύνατα πόδια
δοχείο λαδιού
ξεχωρίζω κάποιον από ομάδα
η κάτω οριογραμμή του χωραφιού
καλαμπόκι
πολύ αδύνατο, κοκαλιάρικο
φασαρία
το ευτελές, το υπερτιμημένο
κοκολογάω
κοκορέξα (τα)
κοκορίτσικα
κοκορώνω
κολλητσαριά
κολλιτσιδιάρης
κοπανιά (μια)
κοπετίνα
κοράτσα
κορογελάω
κόσσα
κοτσά (η)
κοτσασμένος
κουλούκι
κουνουπαράς
κούντουρος
κουτσούνα
κορακιάζω
κόρτσαλο
κοτάω
κουμούτσι
κουντέλι
κουραδάς
κουρουμούντζουλα
κουτουλάω
κουτρούλι
κουτσουνομπαλώματα
κούχτουμο
κριτσέπια
κρουστός
κωλορύζι
κωλοσούσα
:
:
:
:
:
μαζεύω σπόρους
τα μεζεδάκια
άγρια αχλάδια
σκαρφαλώνω
κολλητά το ένα με το άλλο
:
:
:
:
μονομιάς
βρωμιά, απλυσιά
βρωμιά, απλυσιά
κοροϊδεύω
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
ο στραβός
κουμπαράς
πολύ κοντός
κούκλα
τρώω
ξερό κοτσάνι σταφίδας
τολμώ
κομμάτι ψωμί ακανόνιστου σχήματος (ξεροκόμματο)
ξύλινο υποστήλωμα θάμνων (κατά βάσιν αμπελιών)
τεμπέλης, άχρηστος
αστεία
δεν μπορώ να κρατηθώ από τη νύστα, κοιμάμαι όρθιος
σωρός από χώμα που γίνεται στο σκάψιμο της σταφίδας
προχειρότητες
το γεροντάκι το αδύνατο, το καχεκτικό
αιχμηρά βράχια
πυκνουφασμένος
παραφυάδα
σουσουράδα
λαλάγκια
: λεπτά κουλούρια
Λ
:
:
:
:
:
:
:
λαλανγκίδες
λαγγεύει (με)
λάγιο (το)
λαμπουδιά
λάπαινα
λαπόρδα (ψάρι)
λατανάου
λένγκου λένγκου
λερός
λιάτσα
λιβακώνω
λιγοτάρια
λίλος (ψάρι)
λίντρος
λίξα
λιοκόκκι
λιολά (τα)
λιτρουβαραίοι
λιτρουβιό
λιχνίζω
λοκάνικο
λούβα
λούκι
λουλώνω
λουμώνω
λουμωχτός
λούρα
λυσσακά (τα)
λύκου (του) το άλογο
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
τηγανίτες
με στραβοκοιτάει
το μαύρο πρόβατο
μια στάλα λάδι
χειλού
κυνηγός
ταλαιπωρώ
με άδεια χέρια
βρώμικος
κάτι το πολύ λιωμένο
μαγερίτσα
μάκινα
μαλαϊμικος
μαλίνα
:
:
:
:
μαγειρίτσα
μηχανή καθαρισμού της σταφίδας από τα κοτσάνια
ήμερος, πράος
τρομάρα, μεγάλος και ξαφνικός φόβος
Μ
ελαιόδεντρα με ελάχιστο καρπό
γύλος
αυτός που είναι πολύ αδύνατος επειδή δεν τρώει
λιγούρα
ο ελαιοπυρήνας μετά την έκθλιψη των ελαιών
τα παράλογα
οι εργαζόμενοι (εργάτες) των ελαιοτριβείων
ελαιοτριβείο
χωρίζω τον καρπό από τα φύλλα με αέρα
λουκάνικο
η ασθένεια
το άδειο (φαγωμένο) στέλεχος από καλαμπόκι
αποκοιμίζω, ναρκώνω
μένω στο κρεβάτι χωρίς να κοιμάμαι
μουλωχτός
η βέργα
το αλογάκι της Παναγίας
μαλούκα
μαρμακιάζω
ματρακάς
μεινέσκω
μελιγκόνια (ή πορδάλες)
μεργιάζω
μέσκουλες
μιλιόρα
μισοκούντελος
μολιάνγκω
μορογαρίζω
μορόζα
μορώνω
μουστρίζω
μούτελη (επιρ.)
μουτσουλάω
μουτσουτσούνια
μόφορο (το)
μπαϊλντισμένος
μπαζίνα
μπαίγνιο
μπάκακας, μπακακάκι
μπακαλέος
μπακανιάρικο
μπαλτσίκα
μπάμπαλη
μπαμπάτσικός
μπαμπούγερας
μπαουρίζω
μπαράκα
μπαρμπουκώνω
μπαρμπούτα
μπαστανάκλες
μπερέσι
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
τούφα
πολύ παλιό, ετοιμόροπο αυτοκίνητο
μένω, ξεμένω
είδος μυρμηγκιών που τσιμπάνε
κάνω στην άκρη
μούσμουλα
πρωτόγεννη προβατίνα
παράλυτος
τεμπέλα, άχρηστη
καθυστερώ αδικαιολόγητα
αγαπητικιά
παρηγορώ (χρησιμοποιείται για τα μωρά)
πασαλοίβω άτεχνα
πολύ κουρασμένος και ιδρωμένος
χαϊδεύω, φιλώ υπερβολικά
προσποιητή ακαταδεξιά
άχρηστο
υπερβολικά κουρασμένος, κατάκοπος
χυλός από καλαμποκάλευρο
κορόϊδο
βάτραχος
μπακαλιάρος
το παιδί με φουσκωμένη κοιλιά
βρώμικο νερό
είδος κρύας σούπας(ξύδι,λάδι,αλάτι,κομμάτια ξερού ψωμιού)
παχουλός, εύσωμος
ο βρούχος των οσπρίων (έντομο)
κλαίω γοερά
υπαίθρια, λυόμενη ταβέρνα στα πανηγύρια
κακομπαλώνω
καρνάβαλος, αποκριάτικα μεταμφιεσμένος
το καλό φαγητό (σκωπτικά)
(τα έκανε) λίμπα
μπήγουλη
μπικιόνα
μπινάς
μπιρμπιλός
μπιτζέρια
μπίτι (είμαι)
μπιτι-μπίτι
μπλεξονιά
μπλιόνε
μπόλκα
μπολοθούρα
μπονόρα
μποτσίκι
μποτσόνι
μπουμπούσι
μπουργαρίζω
μπουρλιάζω
μπούρμπουνας
μπούρουκας
μπουρούκι
μπουστοπάνι
μπουτούλα (ή πουτούλα)
μπουχάου
μπουχλώνω
μπούχνη
μπρίσκαλο
μυγδαλάτα
μωρόκακα
μωρόχαυλος
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
κριθαράκι (ζυμαρικό)
κουβάς σε σχήμα ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου
σοβάς
ποικιλόχρωμος
τα συκώτια
είμαι επίμονος, κολημένος σε κάτι λάθος
καθόλου
καρπούζι
πια (πλέον)
ζακέτα
αυτή που δεν μαζεύεται σπίτι της
πολύ νωρίς το πρωί
μεγάλη άγρια κρεμμύδα
μπουκάλι
έντομο
χύνω τα ζουμιά
περνάω την κλωστή στη βελόνα
κάνθαρος
παιδικό παιχνίδι
μικρό κατσαρόλι
στηθόδεσμος
συστάδα από θάμνους
καταβρέχω με το στόμα
νάκα
νιάκαρο
νογάω
νταλντάρι
:
:
:
:
μάρσιπος
μωρό
αντιλαμβάνομαι
το ρεύμα αέρα που είναι επικίνδυνο να κρυολογήσεις
Ν
αχνός - σκόνη
άγουρο σύκο
αμυγδαλωτά
στα πρόθυρα αδιαθεσίας
ηλίθιος
νταμαχιάρης
νταμάχι
ντάντανο
ντεντελάω
ντιντίνι
ντουβρωμένος
ντουφεκαλεύρης
ντρέγουρος
ντρέτα
ντρίτσα
ξαρίζω
ξεβουρτσάω
ξεΐγκλωτος
ξεκορατσάζω
ξελιξίζω
ξελόντζα
ξέμαι
ξεμουτσουνιά
ξενομίζω
ξεπιτούτου
ξέσκουρα
ξεσουμιάστηκε
ξεσταφνίλα
ξεσυνερίζομαι
ξεφταλαγιάζω
ξυσούρα
ολοχρονικού
ομορφά-μορφα
όρνιο
παγάδα
Ξ
Ο
Π
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
αυτός που δουλεύει και κουράζεται υπερβολικά πάνω από τις δυνάμεις του
υπερβολή
κρύο - κρυολόγημα
δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου
παπαδίτσα
ο ευρισκώμενος σε στύση
αναποτελεσματικός
ο πολύ βιαστικός με κίνδυνο λάθους ή ατυχήματος
στα ίσα
ψάθινο καπέλο
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
ξύνω επάνω-επάνω τα χόρτα
γδέρνω
ατημέλητος
βγάζω τη βρώμα
τρώω κάτι για να κόψω την πείνα
πέργκολα
ξύνομαι
δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο
απομακρύνω διώχνοντας
επίτηδες
παρά τρίχα
διαλύθηκε
η χωρίς μέτρο πράξη
αντιγράφω, μιμούμαι πράξεις άλλου
αναστατώνω με φωνές
φαγούρα
: συνέχεια
: όμορφα κι ωραία
: βλάκας
: ακύμαντη θάλασσα
παδέλα
παλαμοδέρνω
πολαξίμια
παραδαρμένη
παρμακλίκια
παρπάρα
πασμαγούδια
παταγούδι
παταλιά
πεντελέημονας (ο άγιος)
πεσκίρι
πετίμια
πετσάφι
πηρούδα
πιλαλάω
πιπέρω
πλακοπαΐδα
πολλαξίμια
πολληώρα
πορδάγγιχτος
πορδοβότανο
ποριά
πουλακίδα
πουλαροδείχνω
πούντοσες
πουρπουράω
πραγαλιά
πράγκα
πρατ (έκανε)
πρεγκίλα
πριτσιτσία
πρόκουφα (παίρνω)
πυργιά
πυρούδα σκόρδου
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
πιατέλα
δουλεύω εντατικά
τα λερωμένα ρούχα που συγκεντρώνονται για πλύσιμο
το στομάχι
κάγκελα
κάτι το ασταθές
λιχουδιές
πολύ κρύο (χρησιμοποιείται κυρίως για το νερό, θάλασσα)
σε απελπιστική κατάσταση μετά από ατύχημα κλπ
παντελεήμονας (χρησιμοποιείται στις εκκλησίες προς τιμήν του αγίου)
πανί της πινακωτής
τα απαραίτητα υλικά μιάς συνταγής
ξεσκονόπανο
σκελίδα σκόρδου
τρέχω
διαόλου κάλτσα
παγίδα για πουλιά
άπλυτα
πριν από λίγο
ευαίσθητος
είδος φυτού που οι σπόροι του προκαλούν αέρια
βράχια της θάλασσας
νεαρή κότα
κάνω το παληκαράκι
πούντονε
πετώ από χαρά
ησυχία, νηνεμία
καλάμι για αχινούς
τόσκασε
βράχνιασμα
ναζάκια
αψήφιστα
πυροφάνι
σκελίδα σκόρδου
ρεντζουκλάω
ρεκαλίζω
ρέντος
ρεμπεσκές
ριγανέλι
ρίχτι
ρονιές
ρόντου πόντου
ρουκουτάω
ρουκουτιά
ρουλιέμαι
ρουνγκλώνω
ρουπώνω
ρουτζώνω
ρουχουνάω
σαϊκώνομαι
σακκαρίες
σακρεπείο
σακατουφτούθενε
σαπανουφτούθενε
σαπερακείθενε
σαπίμι
σαπιοκοιλιάς
σαραντίνι
σαρίδι
σαρμουντζάνι
σάρωμα
σαρωματίνα
σαρώνω
σγόντζος
σγουβαίος (ψάρι)
Ρ
Σ
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
πιτσιλάω
στργγλίζω
ράντισμα
άχρητος, τεμπέλης
λεπτό σκοινί
το πλάϊ του χαντακιού
υδρορροές στα κεραμίδια
ήλθε να μάθει
αποτολμώ
το τόλμημα
βγάζω γοερές κραυγές - κλαίω γοερά
πίνω μία κι έξω
χορταίνω, στεγανοποίηση των βαρελιών με νερό
μουτρώνω, θυμώνω
ροχαλίζω
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
ντύνομαι ζεστά
σακκιά σε στοίβες
η παραξενιά, ο αδικαιολόγητος εκνευρισμός
προς το μέρος σου που είναι υψομετρικά χαμηλώτερα ή γεωγραφικά νοτιώτερα
προς το μέρος σου που είναι υψομετρικά ψηλώτερα ή γεωγραφικά βορειότερα
προς τα εκεί
σάπιο
ο πολύ παχύς
φλώρος
σκουπίδι
ευκοίλια έντονη
σκούπα
σκούπα από αγκαθωτό θάμνο με κοντάρι
σκουπίζω
εξόγκωμα
γωβιός
σγραπάδα
σέπουμαι
σερβιτσάλι
σερνικοβότανο
σιγής-μπιγής
σικλετίζω
σιφλογιάρικο
σκανταλάρι
σκαντζίλα
σκαντζιμπουχαίος
σκαρτσίδι
σκιάζαρος
σκιτζεύω
σκίρτας
σκουντουβόλου
σκουρνάβλες
σκουτέλα
σκουτί
σκροπέος
σκρούπιος
σότο πόστο
σούμπιτος
σουράω
σουρματαριά
σουργούνι
σουρούκ-μουρούκ
σούρσιμο
σπρούχνη
στίτσα
στουμπαριάζω
στουπέτσι
στουπόχιονο
στρατώνι ή στρατιώνι
στρεπεκλός
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
εσοχή ανάμεσα σε βράχια μέσα στη θάλασσα
σαπίζω
(ίσως) ουροδοχείο
άκρα του τάφου σιωπή- απόλυτη ησυχία
στενοχωρώ
ασθενικό
έλασμα στο δόκανο
η οσμή από ζώα
μουλοχτός
πάγουρος ο διογένης με το όστρακο (είδος κοχυλιού)
σκιάχτρο
πειράζω, ενοχλώ επίμονα
αυτός που μιλάει μόνος του
στα ψαχτά μέσα στο σκοτάδι
παλιά βαριά παπούτσια που χησιμοποιούμε στις αγροτικές εργασίες
μεγάλο φλυτζάνι
ρούχο
σκορπιός
άστοχος
στη θέση του
γρήγορα
σφυρίζω
στη σειρά
σκάνδαλο - ρεζίλι
ανακατωμένα πρόχειρα
διάρροια
χόβολη
παθαίνω δυσκοιλιότητα
άσπρη μπογιά για ελβιέλες
συμπαγές χιόνι
η ατραπός
δεν έχει ευστάθεια στα πόδια
στρεκλάω
σφαλάγγι
συγενικιάρης
συγενικό
συγκάρτσελοι
συκοκλέος
συλλαρώνω
συμπάω
συντράβιστο
συφάει (να)
συφιλιάζω
συχαρίκια
σύχλος
σώζω
σωτερεύομαι
ταβούλι
τάγιο
ταλίμι
ταταριάζει
ταχατέμου
τεμπελατσούρα
τέντα-ρέντα
τέσα
τζιντζιλόμος
τζόνι
τηλωμένος
τίκλα
τουβαλήθι
τουραγνάω
τουρκανάκατος
τραγατσούλα
τραχάς
τρέ (το)
T
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
σκοντάφτω
αράχνη με μακριά πόδια
αυτός που τρέμει από το κρύο
πολύ κρύο
όλοι μαζί (συν γυναιξί και τέκνοις)
συκοφάγος
πλησιάζω με αγάπη
ρίχνω ξύλα, φυσώ κι ανάβω φωτιά
φουρνόξυλο
να αφομοιωθή, να γίνει ένα
καλύπτω σωστά, εφαρμόζω
αναγγελλία κάποιας χαρμόσυνης είδησης και το αντίτιμο (δώρο)
κουβάς από γαλβανισμένη λαμαρίνα σε σχήμα ανεστραμένου κόλουρου κώνου
φτάνω (δεν το σώζω)
πέφτω και τσακίζομαι
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
νταούλι
ξύλο, δάρσιμο
ταλέντο, δεξιοτεχνία
μόλις που ψήνεται (το αβγό)
διάπλατα ανοιγμένα
λεπτεπίλεπτος
σπουργίτης
χορτασμένος
ο καπνός μέσα σε ένα χώρο
πετσέτα κουζίνας
τυραννάω
καλύβα με φτέρη που χρησιμοποιείται σαν θερινό υπνοδωμάτιο
κλαδευτήρι (είδος)
το κλείσιμο συμφωνίας γάμου
τριβέλι
τριζόνες (έχει)
τρικόπι
τριπίθαμος
τρουμπέτα
τρουμπούκι
τρουπής
τροχώνω
τσαγγλίζομαι
τσάκα
τσαμασίρια
τσαμπαγιάκα
τσαμπαγιακώνω
τσατάλα (αργκω)
τσετσέκι
τσιβί
τσίγδαλο
τσιγκλητήρι
τσινάω
τσίντζιρας
τσιργιάνα
τσιτσικάκι
τσιτσίρα
τσιφούρα
τσουκλώνω
τσουλαρίδι
τσουτσουράω
φαγομπουτσίζω
φαγουσάρικος
φάκνα
φαρμουντός
φαφατιάζω
Υ
Φ
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
δεν μπορεί να κάτσει ήσυχος
συκώτι
κοντός
μεγάλο κοχύλι για ηχοσήμανση, μπουρού
παραφυάδα για φύτεμα
τρυποκάρυδος
βάζω στον τροχό
χτενίζομαι
παγίδα για πουλιά
εργαλεία της δουλειάς
στα πράσα
πιάνω στα πράσα
γίνεται η δουλειά μου χωρίς να πληρώσω
κατηφές
σύρτης
άγουρο αμύγδαλο
πειραχτήρι
αντιδρώ
τζιντζίκι
μικρά τζιντζίκια
ειδικό σφυράκι για το σπάσιμο των αμύγδαλων
στέρηση, ταλαιπωρία
ψύχρα ή υγρασία
περιορίζω
κορδέλα
βιτσίζω (χτυπώ με βέργα)
:
:
:
:
:
τρωγωπίνω
αυτός που τρώει πολύ
η τροφή
παχύς
μαλακώνω πολύ στο νερό
φίλιππος (ψάρι)
φινωμένος
φλεμπόνα
φούγα
φουντουλώνω
φούρκα
φουρφούκι
φούφουδα
φρατσάρω
φρατσαφρούτσας
φρουγκάλα
φρύξα
φταπόδι
φτενός
φτουπάνου
φυγιό
φυρός
χαβώνω
χαϊλωμένος
χαϊλώνω
χαμολόϊ
χάμου
χανταβούλι
χασκαμπουρίζω
χαραμαντάλα
χαράρια
χασοσπίτης
χάχαλα (τα)
χαχόλικα
χαχόλος
χεζίλος ή χεζής
χλεμπονιάρης
χορίδι
Χ
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
:
κατσούλα (xyricthys novacula)
μπασμένος, χωρίς ανάπτυξη
άγουρο καρπούζι
δράση (στη φούγα)
φουντώνω
ξύλινο υποστήλωμα κλαδιών δένδρων
πλήθος, γεμάτο
τα καθαρά σεντόνια
αυνανίζομαι
ο αυνάν
φουσκάλα
φρυγμένο ψωμί
χταπόδι
λεπτός (σε αντικείμενα)
ως εις (1) σαπανουφτούθενε
ανεμοστρόβιλος
λειψός
ανοίγω το στόμα από έκπληξη ή θαυμασμό
αυτός που διασπάται η προσοχή του
χαζεύω
ο ελαιόκαρπος που έχει πέσει κάτω
κάτω
η άμεση εξαφάνιση
λέω χαζά αστεία
άχαρη
θήκες για μπάλες από άχυρα
ανεπρόκοπος
λεπτά ξύλα για άναμμα φωτιάς
φαρδιά ρούχα
αυτός που φορά φαρδιά ρούχα
φοβιτσιάρης
κιτρινιάρης, αρρωστιάρης
ασβέστης
χούχλος
χουγιάζω
χουρουμπουλάω
χουχουλιέμαι
ψάνα
Ψ
Ω
:
:
:
:
δυνατός βρασμός, κόχλασμα
βρίζω άσχημα
χοροπηδώ
κλαίγομαι
: στάχυ
ΚΑΝΟΝΕΣ
1. Επίθετα εις οπουλος
το ου δεν προφέρεται. Π.χ Φωτόπλος, Πουλόπλος, Πολιτόπλος
2. β' πληθυντικού σε ειτε, ετε
το ειτε, ετε μετατρέπεται σε ουτε. Π.χ θέλετε-θέλουτε, θα ρθείτε-θα ρθούτε
3. β' πληθυντικού σε ξτε, ψτε
όπου του τε προηγείται διπλό, μετατρέπεται σε απλό. Π.χ ψάξτε-ψάχτε, γράψτε-γράφτε
Φράσεις
άει στο ήρι
αμέτι μουχαμέτι
αντι ρόκα
άντε πήγαινε από εδώ
άρατα κούρατα, κουκιά μαγειρεμένα
αρλάμ-ταρλάμ
άρτου πλάτου
αταμάς ο Παναγιώτης
άνω κάτω
έπεσε φαρδύς πλατής
αχε με τρόχωνε η μανούλα μου
βαρ-βουρ
βουή σου μαύρη
για το γιαμπανά
γκρρτ γκρρτ κανέλα
δόλια μοίρα μπλιόνε
ερμιές και σκοτεινιές
έχει πιάσει χρίτσα
γρήγορα-γρήγορα
θα περάσεις μεγάλη ταλαιπωρία
χωρίς λόγο
πείραξαν τον τσάμπα μάγκα
πολή βρωμιά
έχει πάρει βάγια
Ίρι το πύρι
έχει σαλέψει το μυαλό του
γαία πυρί μειχθήτω
και στης ντουντού σου και στ'αποδέλοιπα
κάνω τα έρμα σκότεινα
κλαίω τα μοιρινά μου
μα την γκαϊλα μου
μούντζω και φασκέλω
μούψησες τα μπιτζέρια
μπα που να σού'ρθη γιότσα
μπα που να φάς τα λυσακά σου
μπα που να'χε πήξεις
μπονόρα-μπονόρα
μπρε-μπρε παιδιά μου τε
να τόχουμε τεπόζιτο
ντάλε κουάλε
ξώλης και προώλης
ρεζίλι του σκυλιώνε
ρόντου-πόντου
σκατά΄πο μαύρο βόϊδι
σότο πόστο
σουρούκ-μουρούκ
σχοινί γαϊτάνι
τουγκοτόνε
φαϊ τουν εργατόνε
χα-χούστ τα γαϊδούρια
Κάλαντα Πρωτοχρονιάς
το νέο έτος έφτασε
ας χαροποιηθούμε
τον αγιό βασίλειο
ήρθαμε να σας πούμε
μούψησες τα συκώτια
πρωί πρωί
παρακατασθήκη
ίδιο κι'απαράλαχτο
ρεζίλι των σκυλιών
στη θέση του
ανάκατα
για τις κότες
φαϊ των εργατών
σαυτό το σπίτι πούρθαμε
πρέπει να κυπαρίσι
πρέπει σγουρός βασιλικός
και κρυσταλένια βρύση
πρέπει και του αφέντη μας
κάρεκλα ασημένια
για νακουμπάει τη μέση του
τη μαργαριταρένια
για σφάχτε μας τον κόκορα
για σφάχτε μας την κότα
για δο μας και το λιάνο μας
να πάμε σάλλη πόρτα. Χρόνια πολλά
Μετά πηγαίναμε στο υπόγειο του Πολιτόπουλου
για τους καλύτερους λουκουμάδες του κόσμου!!!
Αγοράζαμε και στραγάλια από του Τσαμάκου
(με το ποτηράκι κρασιού που είχε εφημερίδα στο πάτο)
Διαχειριστής