ποτε και παντα - Εκδόσεις Ωκεανίδα

Γιώργος Ψύλλας
Ποτέ και πάντα
ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΥΛ Λ ΑΣ
Ποτέ και πάντα
Ê
ΩΚΕΑΝΙ∆Α
ΑΘΗΝΑ 6 2012
Στους εγγονούς µου
Σίµο Βλαχάκη και Γιώργο Ψύλλα
©
2012, Γιώργος Ψύλλας
Εκδόσεις Ωκεανίδα ΑΕ
∆ερβενίων 38, 106 81 Αθήνα, τηλ. 210.38.27.341
e-mail: info@ oceanida.gr
www.oceanida.gr
ISBN 978-960-410-664-6
Γιουνούς Εµρέ είναι τ’ όνοµά µου
Η φωτιά µου µεγαλώνει µέρα µε τη µέρα
Στους δύο κόσµους, ο στόχος µου είναι τούτος
Εσένα είναι που χρειάζοµαι, Εσένα!
Γιουνούς Εµρέ (1238-1320)
Σάμος 1975
Τ
Ο ΠΛΟΙΟ ΕΙΧΕ ΑΠΟ ΩΡΑ ΚΟΨΕΙ ΤΑΧΥΤΗΤΑ, καθώς πλησιάζαµε στο νησί. Κρεµασµένος στην κουπαστή από
κείνη την πρώτη στιγµή που η στεριά φάνηκε από µακριά
σαν µια µικρή κουκκίδα να πλέει ανάλαφρα στο βαθύ γαλάζιο της θάλασσας, και αργότερα, όταν το καράβι της
γραµµής µπήκε στα νερά της Σάµου κι έπλεε αργά δίπλα
στα µαγικά της ακρογιάλια, έδιωξα κάθε σκέψη απ’ το
µυαλό µου, ξέχασα όσα µε βασάνιζαν σ’ όλη τη διάρκεια
του ταξιδιού κι άφησα την ψυχή µου ν’ απολαύσει τη µαγεία αυτού του νησιού, που από εκείνη τη µέρα και µετά
θα γινόταν και δικός µου τόπος. Για πόσα χρόνια άραγε;
Όµορφο νησί η Σάµος!
Ευλογηµένο µέρος, µε µια γοητεία σπάνια, ξεχωριστή,
που στάθηκε αγέρωχη κι άντεξε πεισµατικά στις θύελλες του χρόνου. «Θα µπορούσε να είναι ένας πίνακας, µια
πολύ όµορφη ζωγραφιά», σκέφτηκα κοιτάζοντας έκπληκτος το υπέροχο τοπίο που ανοιγόταν µπροστά µου, ξαπλωµένο στο γαλαζοπράσινο της θάλασσας, στο χρώµα
του αιώνιου Αιγαίου, µε το γαλάζιο του ουρανού να το
σκεπάζει. Και κάπου εκεί, ανάµεσα ουρανού και θάλασσας, µικρές πράσινες πινελιές, παιχνιδιάρικες, σαν αφη11
ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΥΛΛΑΣ
ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ
µένες χαλαρά απ’ το χέρι άγιου ζωγράφου, ανάκατες µε
τη λαµπερή χρυσόσκονη που άφηνε πάνω τους το καλοκαιρινό φως, να ξεκινούν από ψηλά και να κατεβαίνουν
λες για να σµίξουν σε µια µεγάλη αγκαλιά µε το πέλαγος,
πότε να χύνονται απότοµα σε κόρφους και σε γκρέµια,
πότε ν’ ανεβοκατεβαίνουν τις ράχες των βουνών, θαρρείς
κι ήθελαν να δώσουν σχήµα προκλητικού κορµιού, κορµί
αρχόντισσας µου φαινότανε να τεµπελιάζει πάνω σε χρυσοκέντητο χαλί.
Κάτασπρα ξωκλήσια ακροβατούσαν σε κάθε κάβο, σαν
σηµάδι θεϊκό στο µάτι ναυτικού, για να ’χει προστασία
για την καλή και την κακή την ώρα που τον περίµενε
στις άγνωστες θάλασσες του κόσµου, σηµείο στιγµιαίας
στάσης και βιαστικού σταυροκοπήµατος κάθε νησιώτη
περαστικού και µιας ευχής για το καλό ταξίδι, που ’βγαινε ψιθυριστά, γεµάτη πίστη, από χείλη σφιχτοκλεισµένα: «Βοήθα Αϊ-Νικόλα µου!... Βοήθα Αγία Γαλήνη µου!»
Και πάνω στις ήµερες ράχες των βουνών ξεφύτρωναν
σπαρµένα χωριουδάκια, σαν ταπεινά αγριολούλουδα σε
καταπράσινα λιβάδια.
«Παράξενος τόπος η Σάµος. Αχνίζει από µέσα της η ανθρωπιά και ο ιδρώτας τής κάθε µέρας», µου ’χε πει κάποιος
ανώτερός µου, που είχε πάει εκεί πριν από µένα κι αγάπησε το νησί. Και τώρα, καθώς πλησίαζα σε τούτο τον άγνωστό µου τόπο, αισθανόµουνα κι εγώ αυτήν την αύρα να µε
τυλίγει, φτιαγµένη από πλούσια υλικά, από ανθρώπους,
φύση και ζωντανά, τα ένιωθα όλα µαζί, σαν µια αρµονία
ασχεδίαστη, τέτοια που µόνο η ζωή ξέρει και φτιάχνει.
Ίσως να ήταν η τόση οµορφιά που ξετυλιγόταν µπροστά
µου, που µ’ έκανε να κάθοµαι στην κουπαστή και να τη
γεύοµαι µε µάτια αχόρταγα κι ας µε µούσκευε η σιγανή
βροχή κι ας µε περόνιαζε η ανοιξιάτικη ψύχρα. Οι περισσότεροι συνταξιδιώτες µου είχαν κιόλας ξεκινήσει προς την
µπουκαπόρτα, βιαστικοί κι ανυπόµονοι να βγουν πρώτοι
και να πατήσουν σε σίγουρο έδαφος. Εγώ όµως θα έβγαινα τελευταίος, έτσι είπα µέσα µου. ∆εν θα έχανα αυτή τη
µαγεία για κανένα λόγο – θα παρέτεινα την ευχαρίστηση
της πρώτης µου επαφής µε το νησί όσο περισσότερο µπορούσα. Με το βλέµµα στραµµένο πότε στις βαθιές δίνες
που χάραζαν στο νερό οι προπέλες του πλοίου, πότε στη
λευκή γραµµή που άφηναν τα απόνερά του και πότε στη
στεριά που πλησιάζαµε, είχα γαντζωθεί για ώρα τώρα στις
παραλίες µε όλες µου τις αισθήσεις να υπερλειτουργούν,
σαν στερηµένος εραστής που ευτύχησε να γεύεται ύστερα
από καιρό το σώµα της αγαπηµένης του... ∆εν κατάλαβα
για πότε άδειασε το καράβι από το ανθρώπινο σµάρι των
ταξιδιωτών και πράγµατι έµεινα ο τελευταίος επιβάτης.
12
13
Ήταν Απρίλιος του 1975 κι εγώ ήµουν ένας νέος υπολοχαγός, µε το χαρτί της µετάθεσης για το νησί στην τσέπη µου. ∆ύσκολες εποχές τότε. Μεγάλοι οι κίνδυνοι που
παραµόνευαν! Μια πιθαµή, ένα άνοιγµα µιας παλάµης
όλη κι όλη η απόσταση της Σάµου απ’ τη Μικρασία. Υπόθεση µιας δρασκελιάς, δηλαδή. Η όρεξη της Τουρκίας είχε ξυπνήσει για µιαν ακόµη φορά κι έπρεπε να προστατεύσουµε τα νησιά µας. Μήπως και τι άλλο µπορούσαµε
να κάνουµε; «Η πατρίδα είναι εκείνη που έχει τον πρώτο λόγο σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αυτή έχει την ευθύνη
για όλα», είχε πει ο διοικητής όταν κάλεσε εµάς που θα
φεύγαµε στα νησιά για να µας αποχαιρετίσει.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΥΛΛΑΣ
ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ
Ναι. Σ’ αυτήν έπεφτε το καθήκον και προς τους ανθρώπους που ζούσαν κι ανάσαιναν µέσα στα στριµωγµένα
όριά της και τους βάραινε, σαν από παλιό της Ιστορίας πάθηµα, ένας φόβος µόνιµος –απόλυτα κατανοητός– για τους
Τούρκους. Πώς προστατεύει κανείς αυτά τα περιβολάκια
που σαν µικροί παράδεισοι κατηφόριζαν τις πλαγιές του
νησιού µέχρι τα βράχια της ακτής; Τα λιόδεντρα; Τα
αµπέλια; Σάµπως έχουµε κι άλλα πλούτη; Την ήξερα καλά αυτή µου την υποχρέωση, µια και φορούσα αρκετά χρόνια τη στολή µου, αφού ως δάσκαλος αδιόριστος δεν είχα
άλλη επιλογή παρά να µείνω σε µακρά ανακατάταξη στον
στρατό, µέχρι να έρθει ο διορισµός µου και να βρεθώ εκεί
που τόσο ήθελα, σ’ ένα µικρό σχολείο µε δεκάδες µαθητές γύρω µου, να δίνω γνώση και πείρα της ζωής στα παιδιά και να παίρνω αθωότητα και άδολη αγάπη, αντάλλαγµα πολύτιµο, δυσεύρετο στον κόσµο των µεγάλων.
Άφησα κατά µέρος τις άχαρες σκέψεις της δουλειάς
µου, αυτές θα µε απασχολούσαν απ’ την επόµενη κιόλας
µέρα. Εκείνες οι στιγµές, όσο το πλοίο πλησίαζε στον
προορισµό του κι η ρότα του θαρρείς πως χάιδευε τις παραλίες του νησιού, ήταν δικές µου, δεν θα τις χάριζα σε
κανέναν κι ούτε θα τις χαλούσα για οποιονδήποτε λόγο.
Άφησα τον εαυτό µου ελεύθερο σαν πουλί να πετάξει µαζί µε τα γλαροπούλια που ακολουθούσαν το καράβι, πότε να βουτάει µε την αχόρταγη φαντασία µου στα µαβιά
νερά, πότε να χάνεται και να τριγυρίζει µοναχικός στις
καταπράσινες πλαγιές του νησιού, µια σκιά κι εγώ σαν
ξεχασµένου ξωτικού, ίδιου µ’ αυτά που στα παιδικά παραµύθια σιγανοµουρµουρίζουν στις ανήλιες ρεµατιές λόγια παράξενα για τους ανθρώπους.
Οι περιπλανήσεις της ψυχής µου κράτησαν µέχρι το
λιµάνι, αφού εκεί µε περίµενε η πραγµατικότητα, που
στάθηκε µπροστά µου αµείλικτη όπως ο εκκωφαντικός
ήχος από πρωτόγονο ξυπνητήρι και µε ξύπνησε άγρια,
αναγκάζοντάς µε να θυµηθώ αυτό που ήµουνα. Ένας
αξιωµατικός του στρατού που πήγαινε να παρουσιαστεί
και να αναλάβει υπηρεσία σε µια παραµεθόρια περιοχή
της χώρας. Χαµογέλασα καθώς σκέφτηκα ότι είχε έρθει
η ώρα για να µπει ένα τέλος στους ροµαντικούς συλλογισµούς µου. Τέλος στα ξωτικά και τα γλαροπούλια!
Λίγα λεπτά αργότερα κι ενώ το πλοίο είχε δέσει τους
κάβους, είδα έναν στρατιώτη όρθιο στην προκυµαία να ψάχνει µε το βλέµµα ανάµεσα στους επιβάτες. Προφανώς
ήταν φανταράκι της µονάδας µου. Σήκωσα το χέρι µου
και του ’δωσα να καταλάβει πως εγώ ήµουνα ο ταξιδιώτης που περίµενε. ∆εν είχα καµιά αµφιβολία ότι στον τόπο που ήρθα να υπηρετήσω όλα θα είχαν τον χαρακτηρισµό του «κατεπείγοντος», κι από την πρώτη µάλιστα στιγµή. Φαινόταν πως το βάδισµα του πεισµατάρη χρόνου θα
ήταν πολύ βιαστικό σ’ αυτό το νησί και θα µας καταδίωκε λες κι ήµασταν δραπέτες, και µε τόσες ευθύνες θα ’πρεπε να τρέχω και να µη φτάνω όσο καιρό θα έµενα εκεί.
Ήθελα να µου είχαν δώσει λίγο χρόνο όµως. Μια ώρα
µόνο, να περπατήσω σε στεριά ύστερα από τόσες ώρες
ταξιδιού θαλασσινού, να νιώσω το στέρεο έδαφος κάτω
απ’ τα πόδια µου, να κάνω µια µικρή βόλτα στις αποβάθρες και να γεµίσω τα πνευµόνια µου µ’ αέρα αλµυρό, που
περνώντας πήρε τη δροσιά των φύλλων από τη γύρω φύση, και να σκεφτώ. Ναι, να σκεφτώ. Πάλι να σκεφτώ,
ανίκανος να πάρω αποφάσεις, όσα µε βασάνισαν νυχτιάτικα στην καµπίνα µου και δεν µ’ άφησαν να κλείσω µάτι. Τα έξι πεταµένα χρόνια της ζωής µου, τι έφταιξε, σε
14
15
ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΥΛΛΑΣ
ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ
τι έφταιξα και από σύζυγος κατέληξα συγκάτοικος στο
ίδιο µου το σπίτι. Ποιο σπίτι, δηλαδή; Σώγαµπρος! Για
να είµαι αρεστός σε όλους, έξι χρόνια µουγκαµάρας και
ανυπαρξίας, να συµπεριφέροµαι όπως ένα σκυλάκι που µε
τη γλώσσα να κρέµεται προσπαθεί να κερδίσει ένα χάδι.
Εγώ δεν έκανα δική µου οικογένεια, το τέλειο λάθος έκανα. Προέκταση του πεθερού µου ήµουν, µε τη γυναίκα
µου και την κόρη µου µαζί. Πεθερικά, θείοι, θείες, κουνιάδια και οι τρεις εµείς στο ίδιο σπίτι, στο ίδιο τραπέζι,
στο ίδιο σαλόνι να βλέπουµε τις ειδήσεις και τα µατς, άι
στο καλό... Μόνο στην κρεβατοκάµαρα χωρίζαµε απ’ το
σόι κι αυτό πάλι ξινό µού έβγαινε, αφού πάνω στις προσωπικές µας στιγµές η γυναίκα µου σφράγιζε µε το χέρι
της το στόµα µου, «Πιο σιγά, καλέ, κι εσύ, ακουγόµαστε», µου έλεγε και µε µάραινε. ∆εν φανταζόµουν ότι τα
πράγµατα θα εξελίσσονταν έτσι τότε που δεθήκαµε από
έρωτα, όταν σπουδάζαµε στη Θεσσαλονίκη και λέγαµε
να παντρευτούµε και να στήσουµε το σπιτικό µας στην
Αθήνα, στην πατρίδα της, κοντά στους δικούς της. Νόµισα πως όλοι µαζί θα πει να ήµασταν σε κοντινά σπίτια
ή το πολύ πολύ ο ένας κάτω και ο άλλος επάνω, κάπως
έτσι, αρκετά κοντά για να απολαµβάνουµε την αγάπη
των συγγενών µας αλλά και αρκετά µακριά για να κλείνουµε την πόρτα µας και να ’χουµε τη δική µας ζωή, αυτή των νέων και ερωτευµένων ανθρώπων που δένονται
µε όρκους ισόβιας αγάπης και ευθύνης ο ένας για τον άλλον. Αλλά... στο ίδιο σπίτι! Μια ζωή στο ίδιο σπίτι! Με
κουµανταδόρο την πεθερά µου, να µου λέει σε κάθε ευκαιρία: «Άσ’ τα, γαµπρέ µου, δεν κάνεις για παντρειές.
Φταίει το πολύ το διάβασµα...» και τον πεθερό µου µόνιµο κριτή τού τι κάνω και τι λέω; Γκρίνιαξα στη γυναίκα
µου, µαλώσαµε αρκετές φορές, ειδικά τον πρώτο καιρό
όταν πίστευα ότι υπήρχαν περιθώρια ν’ αλλάξω την κατάσταση, όµως το µόνο που πέτυχα ήταν η πεθερά µου να
µου λέει πως τελικά θα κατέστρεφα τη ζωή της κόρης
της, κακό χρόνο να ’χω.
Η µετάθεση!
Ένα χαρτάκι όλο κι όλο, που ενώ την πρώτη στιγµή,
όταν το πήρα στο χέρι µου και αντίκρισα το ονοµατεπώνυµό µου και τη σφραγίδα του Γενικού Επιτελείου, µου
φάνηκε τροµακτικό, µόλις το καλοσκέφτηκα το είδα σαν
µια θεόσταλτη ευκαιρία να δραπετεύσω από την κόλαση
της αναγκαστικής συµβίωσης µε όλα τα προβλήµατα που
µου προκαλούσε καθηµερινά. Και όχι µόνο θα κέρδιζα
την ελευθερία που είχα χάσει, αλλά σκεφτόµουν ότι εκεί,
σ’ αυτό το µικρό νησί, θα ξανακέρδιζα και τη γυναίκα µου.
Θα πιάναµε τη ζωή µας απ’ την αρχή, θα βρίσκαµε και
πάλι το νήµα που πριν από χρόνια µάς είχε δέσει σφιχτά
σ’ ένα κουβάρι, της αγάπης µας κουβάρι.
«Πάµε Σάµο!» είπα στη γυναίκα µου ενθουσιασµένος
εκείνο το απόγευµα, µόλις επιτέλους βρεθήκαµε µόνοι.
«Ταξιδάκι, αγάπη µου;» ρώτησε χαρούµενη.
«Πάµε Σάµο», ψέλλισα αυτή τη φορά, σφίγγοντας το
χαρτί που κρατούσα.
«Ναι. Το κατάλαβα. Αλλά πώς σου ’ρθε έτσι ξαφνικά;
Και γιατί δεν πάµε Ρόδο καλύτερα;»
«Μετάθεση. Πήρα µετάθεση για τη Σάµο. Σε δέκα
µέρες παρουσιάζοµαι στο...» στράφηκα στο έγγραφο, κοίταξα σ’ ένα σηµείο του και συµπλήρωσα την πληροφορία, λες κι αυτό θα ‘κανε κάποια διαφορά, «...στο στρατόπεδο του “Ζερβού”».
Λένε ότι στα µάτια φαίνονται αυτά που οι άνθρωποι
16
17
ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΥΛΛΑΣ
ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ
δεν ξεστοµίζουν κι εγώ το πιστεύω αφού στα δικά της,
εκείνα που µέσα τους χανόµουνα από έρωτα, είδα όσα είχε έτοιµα να πει.
«∆εν έρχοµαι».
«Τι θα πει δεν έρχοµαι;» ρώτησα νιώθοντας πως βρισκόµασταν και πάλι στα µαχαίρια.
«Θα πει ότι δεν έχω καµιά όρεξη να ξεσηκωθώ από δω
που είµαι και να µιζεριάσω σ’ ένα απόµακρο νησί», δικαιολογήθηκε µε χείλη που µου φάνηκαν ξεραµένα πια
από έρωτα.
∆εν ήταν ότι δεν το είχα υποψιαστεί, ούτε κι ότι δεν το
περίµενα, µόνο που... να, ακόµα κι όταν κάποιες αλήθειες
έρχονται και στρογγυλοκάθονται µέσα µας και µας κουνάνε θυµωµένες το δάχτυλο απαιτώντας να τις προσέξουµε,
εµείς κάνουµε πως δεν τις βλέπουµε. ∆εν τους δίνουµε
χώρο στο µυαλό µας κι ούτε θέλουµε να ξεθολώσει το τοπίο στο οποίο µπερδεύουµε αλήθειες κι αυταπάτες. Και
στο δικό µου θολό σκηνικό χωρούσαν εικόνες από ένα ευτυχισµένο ζευγάρι, να κάνει αγκαλιασµένο βόλτες στις
παραλίες του νησιού, να µιλάνε οι δυο τους, να λένε
αστεία, να γελάνε και πού και πού να πνίγουν τα λόγια
και να φιλιούνται. Ονειρευόµουνα να περπατάνε µε βήµα
αργό στην προκυµαία και το βλέµµα σ’ ένα πανέµορφο κοριτσάκι µε µακριά σγουρά µαλλιά που προπορεύεται.
Ύστερα, εκείνο να ’ρχεται κοντά τους, να απλώνει τα µικρά του χέρια στα δικά τους, να µπαίνει ανάµεσά τους,
φαινοµενικά να τους χωρίζει αλλά στην ουσία να τους ενώνει µ’ εκείνον τον ακατάλυτο δεσµό µιας ζωής που βγήκε
απ’ τη δική τους ένωση.
Στράφηκα για άλλη µια φορά στη γυναίκα µου. ∆εν ήθελα να παραιτηθώ τόσο εύκολα.
«Έχει και τα καλά της η υπόθεση. Προσπάθησε να το
δεις απ’ τη θετική του πλευρά. Σκέψου πόσο όµορφα θα
’µαστε οι τρεις µας».
«Σου είπα, αλλά µάλλον δεν θέλεις να καταλάβεις. ∆εν
έρχοµαι!»
Αισθάνθηκα κάτι σαν µαχαιριά. Το σώµα µου σαν να
µούδιασε ξαφνικά και παρέσυρε και το µυαλό µου στην
παράλυση. Κι εκεί που ένιωσα να παγώνω ολόκληρος, θύµωσα, δεν είχα µόνο υποχρεώσεις σ’ αυτόν τον γάµο, είχα
και δικαιώµατα, και πάνω απ’ όλα το αυτονόητο! Να ζω
µε τη γυναίκα µου και µε το παιδί µου. Κυρίως µ’ αυτό.
«Άντρας σου είµαι, οικογένεια κάναµε κι είσαι υποχρεωµένη να έρθεις. Καταλαβαίνεις;»
«Τις διαταγές σου στα φανταράκια σου, όχι εδώ µέσα»,
µε διέταξε µε τη σειρά της, στηµένη µπροστά µου σε θέση µάχης.
Ήταν φανερό. Αναµετριόµασταν. ∆υο άνθρωποι, που
κάποτε είχαµε αγαπηθεί πολύ, αναµετριόµασταν σαν
αντίπαλοι που έπρεπε οπωσδήποτε ο ένας να εξοντώσει
τον άλλον.
Έπρεπε να το αποδεχτώ. ∆εν είχε νόηµα να προσθέσω
έναν ακόµα καβγά στη µακριά αλυσίδα όσων προηγήθηκαν. Ανάµεσά µας πάντα έστεκε ένας γκρεµός που µας
χώριζε σε αντικρινές πλευρές. Εγώ σταθερός πάνω στο
σωστό και στο πρέπον, εκείνη πάντα κινούµενη στο βολικό και ευχάριστο.
«Καλά, κάνε όπως θέλεις», παραιτήθηκα λυγισµένος
από µια συνειδητοποίηση που από καιρό µε σιγόκαιγε και
µου έλεγε πως ο γάµος µας ήτανε κιόλας σακατεµένος,
κοµµένος µ’ άλλα λόγια στα δύο, κρίνος ήταν που δεν βάστηξε ζωντανός.
18
19
ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΥΛΛΑΣ
ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ
Πικράθηκα, δεν λέω. Πικράθηκα πολύ. Άφηνα πίσω
µου το αγγελούδι µου, τη µικρή µου Λίζα, κι αυτό ήταν
µια απώλεια δυσβάσταχτη για µένα που λάτρευα το παιδί µου. Μα ακόµα κι έτσι, καλύτερη ήταν η Σάµος απ’
το στρατόπεδο συγκέντρωσης των πεθερικών µου. Καλύτερα µόνος κι έρηµος παρά µέσα σ’ εκείνη τη σφηκοφωλιά...
Όλη τη νύχτα στο καράβι, αναµασούσα την πίκρα µου
καθώς θυµόµουνα τα γεγονότα. Κάθε τόσο έστριβα νευρικά τη βέρα µου και µου ’ρχόταν να βγω στο κατάστρωµα και να την πετάξω, να πάει στα άπατα, να χαθεί, έτσι
που να µην τη βρει άνθρωπος ποτέ, αλλά δεν το κατάφερα – οι συνάδελφοί µου ήξεραν πως είµαι παντρεµένος
και πατέρας ενός παιδιού, και δεν ήθελα να δώσω λαβές
για σχόλια.
Τέλος πάντων.
Αυτοί που µε παρέλαβαν µου είπαν ότι έπρεπε να κάνουµε όσο πιο γρήγορα µπορούσαµε. «Εντάξει, ρε παιδιά,
ας ανοίξουµε το βήµα µας», είπα κι εγώ µια πρώτη εξυπνάδα. Τι άλλο να ’λεγα; Η δουλειά είναι και θεραπεία,
υποστηρίζουν οι ψυχολόγοι.
Μπήκα βιαστικά στο τζιπ που βρισκόταν παρκαρισµένο λίγο πιο πέρα, αφού πρώτα στρίµωξα τις βαλίτσες
µου όπως όπως στο πίσω κάθισµα, και πήραµε τον δρόµο για το οροπέδιο του «Ζερβού», όπου ήταν και το πόστο µου.
Το τοπίο στο οροπέδιο του «Ζερβού», όπως το έλεγαν
οι ντόπιοι, ήταν πανέµορφο και συµφώνησα απόλυτα µαζί τους όταν άρχισα να το γνωρίζω µε κάποια καθυστέρηση, αφού τον πρώτο καιρό εκεί οι ώρες ήταν δύσκολες
και τα µάτια µου απρόθυµα να δουν αυτήν την οµορφιά.
∆εν έµενε, άλλωστε, χρόνος. Και πού να βρεθεί η γαλήνη της ψυχής για να ρίξεις ένα βλέµµα γύρω σου, να το
ακουµπήσεις ξεκούραστο στα σχήµατα και στις µορφές,
να ντυθείς κι εσύ απ’ τα χρώµατα που βάφουν τον τόπο,
να γευτείς τις µυρωδιές; Άµα νιώθεις ότι έξω απ’ το σπίτι σου βρυχάται ένα θεριό αχόρταγο, της κατάκτησης το
θηρίο, κι άλλο ένα ακόµη, κλεισµένο στο κλουβί της ίδιας
σου της ζωής, όλα όσα οµορφαίνουν τις µέρες των ανθρώπων έρχονται τελευταία.
«Έτσι είναι ο στρατός», µου είχαν πει στο Κέντρο Νεοσυλλέκτων στην Κόρινθο όταν χρόνια πριν, εικοσιδυάχρονος, ντύθηκα στο χακί και προσπαθούσα ψαρωµένος να
καταλάβω τους κανόνες που θα έπρεπε να υπακούω και
να εφαρµόζω κατά γράµµα µέσα σ’ εκείνο το βουερό ανθρώπινο µελίσσι του στρατού, ένα µικρό κι ασήµαντο µυρµηγκάκι κι εγώ, που ήθελε δεν ήθελε όφειλε να µάθει να
ζει συντεταγµένο απόλυτα.
Τώρα, σαν έµπειρος και υπεύθυνος αξιωµατικός, δεν
είχα περιθώρια για καθυστερήσεις και χαµένο χρόνο. Σήκωσα τα µανίκια µου ψηλά από κείνη την πρώτη στιγµή, έκανα τον σταυρό µου και λέγοντας µέσα µου, έτσι...
για να πάρω λίγο θάρρος, «Όρµα, υπολοχαγέ», έπεσα µε
τα µούτρα στη δουλειά, ευθύνη και ψυχοθεραπεία µαζί.
Είχα την εµπειρία άλλωστε. Στα τέσσερα χρόνια που
ήµουν ήδη αξιωµατικός σε µια ήσυχη µονάδα της Αττικής,
είχα στην ευθύνη µου µια πυροβολαρχία και τα πήγαινα
καλά, µέχρι τη µέρα που µε κάλεσε ο διοικητής και µου
είπε πως σαν δάσκαλος ήµουν ο πιο κατάλληλος να µου
αναθέσει την «Εθνική και Ηθική» διαπαιδαγώγηση των
οπλιτών, µαθήµατα πρωινά δηλαδή, προπαγάνδα για να
λέµε την αλήθεια, για την εθνοσωτήρια επανάσταση. Τον
20
21
ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΥΛΛΑΣ
ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ
κοίταξα, µε κοίταξε. «Ινστρούκτορας, κύριε ∆ιοικητά;»
πήγα να τον ρωτήσω αλλά σκέφτηκα να µην έρθω σε
ρήξη µαζί του. «∆άσκαλε, είναι θέµα διαταγών ανωτέρων
κλιµακίων, µην κάνεις έτσι, σε καταλαβαίνω», δικαιολογήθηκε όταν είδε το πρόσωπό µου να σκοτεινιάζει.
Μακάρι να µου φόρτωνε και µια δεύτερη πυροβολαρχία,
παρά να κάθοµαι πρωί πρωί µε λόγια ψυχρά, µε λέξεις
της χούντας τυποποιηµένες, να εξηγώ στους στρατιώτες
την αναγκαιότητα ενός πραξικοπήµατος. Πώς να παρέβαινα
τις αρχές µου; Τι σόι δάσκαλος θα φάνταζα στην κρίση
τους; Στο τέλος, έπαιζα θέατρο, µε ατάκες άνοστες και
χιλιοειπωµένες κι αυτοί, κοµπάρσοι και θεατές µαζί, χωρίς
καµιά διάθεση για χειροκρότηµα. ∆ιάλεγα να τους πω
πράγµατα της ζωής χρήσιµα στα πρώτα τους βήµατα, όταν
θα είχανε το χαρτί της απόλυσης στην τσέπη, και τίποτε
παραπάνω. ∆ύσκολα χρόνια βουτηγµένα στην υποκρισία.
Κι όταν ένα Σάββατο του Ιουλίου, ένα πρωί της ντροπής,
χανότανε η µισή Κύπρος κάτω απ’ τη µύτη µας, τότε λύθηκαν τα χέρια µου κι έκανα κοµµάτια τα χουντικά
φυλλάδια της προσποιητής αλήθειας, της παραχαραγµένης
Ιστορίας και των φασιστικών προφάσεων. Λίγες µέρες
προτού µπει ο Απρίλιος του 1975, ήρθαν οι έκτακτες µεταθέσεις. Ο διοικητής µου πήγαινε στις Φέρες του Έβρου
κι εγώ στη Σάµο.
«∆άσκαλε, είσαι παλικάρι!» µου είπε τη στιγµή του
αποχαιρετισµού και µε χτύπησε στην πλάτη κι εγώ,
βουρκωµένος, γύρισα και τον ρώτησα:
«Τελικά, ο αξιωµατικός δεν είναι επάγγελµα, έτσι δεν
είναι;»
«Αν ήταν επάγγελµα, δάσκαλε, θα πηγαίναµε κατά
διαόλου», είπε κι αποµακρύνθηκε πρώτος.
∆εν ήταν επάγγελµα. Κι αν δεν το κατάλαβα σε µια
εκπαιδευτική πυροβολαρχία του Μεγάλου Πεύκου, θα
κυριαρχούσε µέσα µου το διάστηµα που, ανέλπιστα, θα
υπηρετούσα στη Σάµο.
Μέχρι να µπω στο πλοίο για το νησί, µεσολάβησαν οι
νεκρές µέρες µε τη γυναίκα µου, µια στάση ζωής που δεν
κατάφερα ποτέ να εξηγήσω και µόνος, έντονα προβληµατισµένος, βρέθηκα µε µιαν άλλη πυροβολαρχία στις
πλάτες µου, στη γλαφυρή αντίθεση ενός γήινου παραδείσου. Ναι! Ο τόπος του «Ζερβού» ήταν τόσο όµορφος,
αντιφατικά όµορφος για την άχαρη δουλειά µου! Κι ήµουνα
τόσο νέος ακόµη... Ήθελα όλα να τα δω και να τα ζήσω,
µα ήταν η δουλειά εξαντλητική, κράταγε απ’ το πρωί µέχρι το βράδυ αιχµαλωτίζοντας και το τελευταίο κύτταρο
του µυαλού µου, ώστε να µη χωράνε µέσα µου όχι µόνο οι
σκέψεις που έρχονταν απ’ το κοντινό παρελθόν, όχι οι εικόνες απ’ τις δαντελωτές παραλίες που έκλειναν στη λευκότητα των αφρών τους όλο το νησί, αλλά ούτε καν οι
οµορφιές του «Ζερβού», που απλώνονταν γύρω προκλητικές σε κάθε µου βήµα.
Μίλησα στους στρατιώτες µου, εξήγησα την κατεπείγουσα ανάγκη να σκάψουµε ορύγµατα για εµάς και τα
κανόνια µας, να φτιάξουµε µε ταχείς ρυθµούς αµπριά, θέσεις
µάχης, σηκούς πυροµαχικών κι ό,τι άλλο χρειαζόταν για
να επιζήσουµε σε µια ενδεχόµενη επίθεση. Εκατό άντρες
που ήµασταν, κάναµε δουλειά για την οποία απαιτούνταν
τουλάχιστον διπλάσιοι. Κι όταν έφτασε ο Ιούνιος, πήρα
την πρώτη ανάσα της ικανοποίησης, οι στρατιώτες και τα
κανόνια µου ήταν προφυλαγµένα, τη µάχη θα τη δίναµε
µε σύµµαχο την καλή ελπίδα, το ηθικό µας ήταν υψηλό,
δούλεψε για µιαν ακόµη φορά το ελληνικό φιλότιµο.
22
23
ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΥΛΛΑΣ
Θυµήθηκα την ερώτηση που έκανα στον παλιό µου
διοικητή, αν ο αξιωµατικός είναι επάγγελµα. Άστοχη
ερώτηση... Τώρα στη Σάµο, στο βιαστικό τρίµηνο που
πέρασε λες κι ήταν µια στιγµή του χρόνου, ήµουνα σίγουρος
πια ότι το καθήκον δεν µπορεί να περιγραφεί µε όρους
εργασίας.
Ο Γιουφκάς
Μ
ΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΜΕΡΑ, βδοµάδα µε τη βδοµάδα, έστρω-
σε η δουλειά, το νερό µπήκε τελικά στ’ αυλάκι,
φάνηκα να ’µαι κυρίαρχος της τύχης µου. Είχε φτάσει επιτέλους η στιγµή που δεν φοβόµασταν πια τις προκλήσεις
των Τούρκων. Θα είχε βάλει κι ο Θεός το χέρι του κι όλα
κυλούσαν ήσυχα κι ειρηνικά.
Το σαµιώτικο καλοκαίρι είχε µπει για τα καλά και η
φύση του «Ζερβού», ολοζώντανη και πληθωρική, πολιορκούσε ασφυκτικά τον καταυλισµό µου και µαζί µ’ αυτόν
και την ψυχή µου. Όσο κι αν της αντιστεκόµουνα, µέρα
και νύχτα ένιωθα τις προκλήσεις της. Η περιοχή ήταν
πραγµατικά µαγευτική! Ήθελα να τη γνωρίσω βήµα βήµα, να την περπατήσω µέτρο µέτρο, να τη χαρώ σαν τον
κήπο της Εδέµ κι ας ήταν έρηµη και ακατοίκητη από
καιρό τώρα. Μια µατιά αν έριχνες, θα ’βλεπες όλα εκείνα τα σηµάδια που έδειχναν πως άλλοτε, σε καλύτερα
για τη Σάµο χρόνια, αυτό το µικρό κοµµάτι γης είχε ζωή,
είχε πολύ βιος και πλούτο, µια πραγµατική κυψέλη δουλειάς και προκοπής.
Μ’ έθλιβε αυτή η ερηµιά. Μ’ έθλιβε πολύ, µια όµορφη,
µουγκή ερηµιά καθώς ήταν, κατάσπαρτη µε µισογκρε24
25
ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΥΛΛΑΣ
ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ
µισµένες καλύβες και στερεµένα πηγάδια. Ό,τι κι αν φύτρωνε πλέον στη γόνιµη γη του «Ζερβού», φύτρωνε από
µόνο του, χάρη στο δικό του ανυποχώρητο πείσµα, λες
και η φύση, ασυµβίβαστη και ασύµβατη µε τα έργα των
ανθρώπων, σκέπαζε στοργικά τα αποµεινάρια µιας δόξας
αλλοτινής. Κι ήταν τότε που η δουλειά µου µπήκε σε κάποια τάξη κι ήρθε κι ο χρόνος φιλικός και χαλάρωσε τα
ασφυκτικά δεσµά του, οπότε µπόρεσα κι εγώ να βγω λίγο πιο πέρα απ’ το στρατόπεδο κι άρχισα να κάνω βόλτες
µοναχικές, παρέα µε τη σιωπή, στη γύρω περιοχή του
«Ζερβού».
Στην καρδιά αυτής της εγκατάλειψης, γρήγορα µου
τράβηξε την προσοχή ένα εντυπωσιακά όµορφο εξοχικό,
κάτι σαν βίλα, που θα ’λεγε κανείς πως αντιστάθηκε στο
άγριο πέρασµα του καιρού µένοντας ζωντανή ανάµεσα
στην τόση βουβαµάρα. Και δεν ήταν µόνο ζωντανή, αλλά και αρκετά µεγάλη για τα δεδοµένα του «Ζερβού».
Είχε µεγάλες κάµαρες στο πάνω µέρος του σπιτιού, ενώ
στο ισόγειο, µια τεράστια κουζίνα µε αποθήκες πίσω της
και χαγιάτια ολόγυρά της πρόδιδε πως πολύς θα ήταν κάποτε ο κόσµος που µπαινόβγαινε σ’ αυτήν. Αυτό, άλλωστε, φαινόταν κι απ’ τα κοτέτσια, τους µπαχτσέδες, τους
στάβλους, τα πηγάδια, που µαζί µε τη γύρω πλούσια βλάστηση σπάνιας αιγαιοπελαγίτικης οµορφιάς περίζωναν σε
µια αρχιτεκτονική αρµονία το παράξενο αυτό «εξοχικό».
Περνούσα συχνά από κει και την περιεργαζόµουνα.
Έµεινα έκπληκτος όταν είδα πως κάπου πίσω απ’ το δίπατο σπίτι, σαν µια ακραία παραφωνία, σ’ έναν µικρό κόσµο από καιρό νεκρό και ξεχασµένο ανάσαινε ένα σφιχταγκαλιασµένο σύνολο κινούµενο και θορυβώδικο, φτιαγµένο από πολλά της γης ζωντανά: σκυλιά, γατιά, κότες,
πετεινοί, περιστέρια, δυο γάιδαροι κι ένα ετοιµόρροπο µουλάρι συµβίωναν σαν να ’τανε ακόµη κλεισµένα στην Κιβωτό του Νώε.
Και µέσα σ’ αυτόν τον ροβινσωνικό παράδεισο, έτσι,
στα ξαφνικά, συνάντησα µια µέρα τον µπαρµπα-Γιουφκά!
Έτσι µου είπε µε καµάρι και στόµφο πως τον έλεγαν:
Μπαρµπα-Γιουφκά.
«Ξέρεις πως µε λεν εµένα, υπολοχαγέ; Γιουφκά µε λένε!» είπε κι ένιωσα ότι γι’ αυτόν το «Γιουφκάς» ήταν σαν
τίτλος τιµής, ένας τίτλος ευγενείας, σερ ή κόντε ή φον ή
δον που συνηθίζουν οι ∆υτικοί. Και ότι άµα σε λένε «Γιουφκά», είσαι αυτό το κάτι που δεν θα µπορούσε ποτέ να έχει
ένα άλλο πιο βαρύγδουπο επίθετο.
Συναντηθήκαµε αρκετές φορές µε τον Γιουφκά και κάποια στιγµή µου ’κανε τη µεγάλη χάρη να µου πει και το
µικρό του όνοµα. Κι αυτό µε τα χίλια ζόρια και µε άλλα
τόσα καµώµατα.
«∆εν θα µου πείτε το όνοµά σας;» τον είχα ρωτήσει
για πολλοστή φορά.
Με κοίταξε για λίγο στα µάτια κι ύστερα, λες και το
αποφάσισε ξαφνικά, «Γιωργή µε λένε», είπε ρίχνοντας
το βλέµµα στο έδαφος, σαν υποταγµένος στη δική µου
απαίτηση να µάθω κι άλλα γι’ αυτόν.
Αν έβλεπε κανείς τη δυστροπία µε την οποία ψέλλισε
το µικρό του όνοµα, αν πρόσεχε τους µορφασµούς στο πρόσωπό του, θα νόµιζε πως τώρα στα γεράµατά του τον ξαναβάφτιζαν σε καυτερή κολυµπήθρα. Κι ήταν οι λέξεις του,
που βγήκαν τόσο κοφτές απ’ το στόµα του, σαν να τις έφτυνε στο χώµα, που µε παρακίνησαν να τον ξαναρωτήσω:
«Πώς είπατε;... Γιωργής;»
«Γιωργής, Σκατής, Φατής, όπως θέλεις πάρ’ το, ρε
26
27
ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΥΛΛΑΣ
ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ
υπολοχαγέ, οχού µ’ εσένα», απάντησε θυµωµένος, σαν να
µ’ έβριζε, αφού πρώτα µουρµούρισε µια τούρκικη βρισιά,
«Ερσέκ καφαλί», που ύστερα από καιρό έµαθα ότι θα πει
«Γαϊδουροκέφαλε».
Με πήρε χαµπάρι που τον παρατηρούσα απορηµένος
και συνέχισε:
«Γιωργής ο Γιουφκάς, λοιπόν, ή µπαρµπα-Γιουφκάς και
τίποτε άλλο. Κατάλαβες; Και τίποτ’ άλλο».
Λίγες µέρες αργότερα, πληροφορήθηκα ότι τελικά
υπήρχε και κάτι ακόµα που του το πρόσθεταν οι άλλοι,
όσοι τύχαινε να κατοικούν στα µικρά αγροτόσπιτα γύρω
απ’ του «Ζερβού», ντόπιοι, γεροντάκια της υπαίθρου, ξεχασµένοι άνθρωποι κι απ’ τον Θεό, θα έλεγα. Κι αν τύχαινε να έρθει η κουβέντα µας στον Γιουφκά, µε κοίταζαν
σιωπηλοί για λίγο, σαν να σκέφτονταν αν θα έπρεπε να
συνεχίσουν, κι ύστερα πρόσθεταν απρόθυµα: «Α!... Nαι!...
H Γιουφκάς τση Χήρας απ’ του Μαλαγάρ», προσδιορίζοντας µε ντοπιολαλιά το πολύ θολό για µένα ιστορικό σκηνικό για τον µοναχικό ερηµίτη που είχα γνωρίσει στο οροπέδιο της εγκατάλειψης. Όµως, λιγόλογοι κι αυτοί, ούτε
µια λέξη παραπάνω! Κι εγώ ήθελα να µάθω, διψασµένος
σαν τις κουτσοµπόλες που δεν χορταίνουν να σκαλίζουν
τις ζωές των άλλων, οπότε ρωτούσα όποιον νόµιζα ότι θα
µπορούσε να µου πει κάτι περισσότερο. Έτσι, µε το τσιγκέλι, έµαθα από µια γριούλα των Μυτιληνιών πως τη
«Χήρα» την έλεγαν Ραλιώ, είχε ένα αρχοντικό στο Μαλαγάρι και ήταν η πιο πλούσια και η πιο όµορφη γυναίκα
της Σάµου. «Πανέµορφη, αλλά άτυχη η κακοµοίρα», βιάστηκε να αποσώσει, µην πάρουν αέρα τα µυαλά µου και
συνδυάσω τα πλούτη και την οµορφιά µε την ευτυχία.
∆εν καταλάβαινα και πολλά πράγµατα. Πιο πολύ µπερ-
δευόµουν απ’ τα λεγόµενα των χωρικών της γύρω περιοχής κι έµενα στα λίγα που ήδη ήξερα σίγουρα, ότι δηλαδή ο Γιουφκάς ήταν ο «άρχοντας» και µοναδικός ένοικος
αυτού του παράξενου εξοχικού. Μόνος! Ολοµόναχος! Κάπου στα ογδόντα και βάλε, να περπατάει µε ευλυγισία γάτας και να κάνει, παρά την ηλικία του, χίλια δυο καµώµατα, όπως ένα σκανταλιάρικο παιδί.
Όρθιος σαν κυπαρίσσι ήταν. Ξερακιανός, µαυριδερός,
µε δόντια µετρηµένα στα δάχτυλα του ενός χεριού και µ’
ελάχιστα µαλλιά. Τα γαλαζοπράσινα µάτια του πρόδιδαν
θέληση, πείσµα και µια µεγάλη όρεξη ακόµη για ζωή. Κι
εκείνο το µόνιµο, το περίεργο χαµόγελό του δεν µαρτυρούσε τίποτε άλλο παρά την αλλοτινή του γοητεία. Όσο
περισσότερο τον παρατηρούσα, τόσο καταλάβαινα πως στα
νιάτα του ο Γιουφκάς πρέπει να ήταν ένας γοητευτικός
άντρας, δυνατός, αυτό που λέµε άντρακλας... Φαινόταν
στο πρόσωπό του πως αυτό το αποµεινάρι δεν ήταν παρά
µια πεισµατική αντίσταση ενός ατσάλινου χαρακτήρα στη
διαβρωτική επίδραση του ακαταµάχητου χρόνου.
Περίεργος άνθρωπος. Αλλά κι εγώ θαρρείς κι είχα πάθει κάτι µαζί του. Με τράβαγε λες κι είχε πάνω του µαγνήτη. Ένιωθα σαν να υπήρχε ένα µυστήριο που έπρεπε να
χωθώ στα βάθη του και να το εξιχνιάσω. Περίµενα πώς και
πώς την κάθε ευκαιρία για να συναντηθώ µαζί του, µπας
και καταφέρω κάποια στιγµή να αποκρυπτογραφήσω τις
αµέτρητες παραξενιές του. Μ’ έτρωγε η περιέργεια να καταλάβω τι ήταν τελικά αυτός ο παράξενος αγροίκος. Ό,τι
κι αν ήταν πάντως, έµοιαζε µε τη ζωντανή σκιά ήρωα από
κάποιο άγνωστό µου παραµύθι µε κακό τέλος.
Κι είχα και το µαρτύριο των τηλεφωνηµάτων που
έπρεπε να κάνω στο σπίτι µου, γυρίζοντας και ξαναγυρί-
28
29
ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΥΛΛΑΣ
ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ
ζοντας το µανιατό του µαγνητοτηλεφώνου της σκηνής
µου. Κάποιες φορές µου ’ρχόταν να το κάνω κοµµάτια απ’
την τσατίλα µου, όταν ο τηλεφωνητής µου ’λεγε πως δεν
υπάρχει γραµµή για την Αθήνα και θα ’πρεπε να ξαναπάρω. «Τι να ξαναπάρω, ρε παιδί. ∆έκα φορές πήρα µέχρι τώρα!» ούρλιαζα να µ’ ακούσει όλη η Σάµος. Νεύρα
κουρέλια. Χαµένες ώρες αναµονής. Μα τι να ’κανα; Για
την κορούλα µου ήθελα να τηλεφωνήσω, να µάθω τι κάνει, να µου πει τα παράπονα της ηλικίας της, «µπαµπά»
ν’ ακούσω να µου πει και να το χορτάσω, και τα λογάκια
της, γλυκές ρόγες σταφυλιού, να τα βάλω δίπλα στο µαξιλάρι µου, συντροφιά στις ψυχρές νύχτες του «Ζερβού».
Για κανέναν άλλο δεν τηλεφωνούσα. Άλλωστε, στο ακουστικό οι «άλλοι» ακούγονταν µε φωνές πλαστικές και λόγια που τρίζανε σαν ραγισµένα. Οι τυποποιηµένες ερωτήσεις τους έσταζαν ειρωνεία, µπορεί και ικανοποίηση
επειδή βρέθηκα στην άλλη άκρη του Αιγαίου και µε ξεφορτώθηκαν.
Τα βράδια που δεν είχαµε σύνδεση µε το Επιτελείο,
βιαζόµουνα να συναντήσω τον γεροπαράξενο, για να πιάσουµε και πάλι τις συζητήσεις µας. Μια µέρα που είχε
ένα πρωτόγνωρο κέφι, άρχισε να µου λέει ιστορίες, όπως
ένα παραµύθι που έλεγαν οι Τούρκοι στους νεότερους για
κάποιον Σουλεϊµάν αγά, που τάχα όταν ήρθε η ώρα του
να πεθάνει στα ενενήντα εννιά του χρόνια κάλεσε τις καµήλες του, συντρόφισσες πιστές και αγαπηµένες στον
αγώνα µιας ζωής, για να τις αποχαιρετίσει. Λευτερωµένος από βάρη ήθελε να πάει στον έβδοµο ουρανό, γι’ αυτό
και ζήτησε να µάθει τα παράπονά τους απ’ αυτόν ώστε να
ικετέψει τη συγχώρεσή τους λίγο πριν απ’ την παντοτινή
του αναχώρηση. Αυτές παραπονέθηκαν πως άξιες καθώς
ήταν και περήφανες, δεν τους πήγαινε η περιφρόνια να
’χουν µπροστάρη στα ταξίδια τους ένα γαϊδούρι – πολύ τις
είχε υποτιµήσει βάζοντας για οδηγό τους έναν κατώτερό
τους. Σοφός ο Σουλεϊµάν, την είχε έτοιµη την απάντηση:
«Μπρε καλές µου κι ακριβές µου... Eδώ ολόκληρο ντουνιά τον οδηγούν γαϊδούρια δίποδα κι εσάς ο δικός µας, που
έχει και τέσσερα ποδάρια, σας πείραξε δηλαδή;»
Τον κοίταζα σιωπηλός, καθώς το µυαλό µου πετούσε
στις εικόνες όλων εκείνων των «µεγάλων» τάχα ανδρώνδίποδων, που κρατούσαν στα άχρηστα χέρια τους τις ζωές
και τις τύχες των ανθρώπων της Γης κι έπαιρναν αποφάσεις βασισµένες σε αριθµούς, ξεχνώντας ότι αυτοί οι αριθµοί ήταν ψυχές ανθρώπων µε όνειρα και δικαιώµατα για
τη µία και µοναδική τους ζωή. Κι εκεί που τελείωσε το
παραµύθι του ο Γιουφκάς, σηκώθηκε και µου ’δειξε τα πόδια του, τα θεόστραβα.
«Ιστέ,* κυρ δάσκαλε! Να! ∆ες µε. Ένα πόδι κι άλλο ένα,
πόσο κάνουν;»
«Πόσο κάνουν;» ρώτησα, για να δω πού το πάει.
«∆ύο να λες, µπρε. ∆ες λοιπόν, αν δεν έχεις δει... γάιδαρο µε δυο ποδάρια», µου είπε και γέλαγε και χαχάνιζε
σαν σωστός θεατρίνος, µιλώντας µε παροιµίες και ιστοριούλες που µέσα στην απλοϊκότητά τους έκρυβαν µια βαθιά γνώση του κόσµου από µια πλούσια σε εµπειρίες ζωή...
Πολλές φορές έλεγε αστεία φτιαγµένα για τον εαυτό
του. ∆εν τον πολυένοιαζε αν θα γελάσω κι εγώ, γιατί τα
είχε για να χορταίνει τον αυτοσαρκασµό του, ενώ εµένα
µε είχε για θεατή, που τον άφηνε να παρακολουθεί τη
ζωή του χωρίς εισιτήριο. Όσο περνούσε ο καιρός, άρχισε
30
31
* Ιδού.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΥΛΛΑΣ
ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ
κάπως να εξοικειώνεται µαζί µου. Μου ’κανε διάφορα
σκέρτσα για να γελάµε µαζί. Φορούσε στο φαλακρό του
κεφάλι ένα παρατηµένο από την Κατοχή γερµανικό κράνος, έβαζε το σκουριασµένο κυνηγετικό του όπλο «επ’
ώµου» και για χατίρι µου έκανε παρέλαση και «παρουσιάστε», λέγοντας τα στρατιωτικά παραγγέλµατα µε τρόπο αλάθητο, και µάλιστα στα ελληνικά και στα γαλλικά!
Όποτε ήταν στα µεγάλα κέφια του, έκανε «επελάσεις»
και «εφόδους» µε το µουλάρι του, πανάρχαιο κι αυτό σαν
τον ίδιο. Το έβριζε το κακόµοιρο σε άπταιστα τούρκικα
και όταν κατάφερνε κάποτε να το καβαλικέψει, πέρναγε
από µπροστά µου κι έκανε χαιρετούρες και έπαρση τάχα
της γαλλικής σηµαίας, τραγουδώντας ταυτόχρονα τη
«Μασσαλιώτιδα» καλύτερα κι από Γάλλο.
Υπήρχαν στιγµές που µου θύµιζε ακατάστατη παλίρροια, µε τη διάθεσή του να αλλάζει αστραπιαία και να στρέφεται σ’ όλα εκείνα τα ζωντανά που τον συντρόφευαν στην
καλογερίστικη µοναξιά του και να τους φέρεται πότε µε
την καταδιωκτική του µανία και πότε µε µιαν απίστευτα
γενναιόδωρη τρυφερότητα.
Τα αγαπούσε τα ζωντανά του, γι’ αυτό και τους είχε
δώσει ονόµατα ανθρώπινα. Όλα γι’ αυτόν είχαν ψυχή!
Όλα είχαν χαρακτήρα, κουσούρια και χούγια και ζούσαν
µαζί του σαν ένα αξεδιάλυτο σύνολο, που έπαιρνε ζωή και
αποκτούσε νόηµα ύπαρξης απ’ την πνοή αυτού του τσαρλατάνου. Κι όσο κι αν τον παρακολουθούσα, µάταια προσπαθούσα να «διαβάσω» την αθέατη πλευρά της ιστορίας
του. Κάποιες φορές µου ’ρχόταν να εκραγώ, αφού δεν
µπορούσα να διαπεράσω το αόρατο τείχος που έστηνε γύρω του και να διεισδύσω στο εσωτερικό αυτής της παράξενης ύπαρξης. Έσκαγα αλλά και τι να ’κανα; Γιουφκάς
ήταν αυτός! Με τραβούσε ετούτος ο µυστηριώδης άνθρωπος κι έτσι συνέχισα να πηγαίνω συχνά πυκνά στο
µισοερειπωµένο «σαράι» του, συνήθως τ’ απογεύµατα που
τέλειωνα µε τη δουλειά.
Καθόµασταν στο µπροστινό χαγιάτι της κουζίνας, πίναµε αργά το καφεδάκι µας, τρώγαµε µαύρα σύκα από
ένα δέντρο που φύτρωνε στην πίσω αυλή κι έτσι αµπελοφιλοσοφώντας πότε για την κακούργα τη ζωή, που άνισα µοιράζει λύπες και χαρές, και πότε για τους Τούρκους,
γινόµασταν µε τον καιρό φίλοι µέσα από µια αργή και αόρατη ζύµωση, όπως αυτή που παίρνει τον µούστο και τον
κάνει µυρωδάτο κρασί. Ούτε που λογαριάζαµε το χάσµα
των πενήντα και βάλε χρόνων στις ηλικίες µας.
Συχνά η παρέα µας µεγάλωνε, αφού ερχόταν να προστεθεί κι ο σκύλος του Γιουφκά, ο Γκιουνές, που στα
τούρκικα θα πει «ήλιος».
«Πώς και του ’δωσες τούρκικο όνοµα;» τον ρώτησα την
πρώτη φορά που τον άκουσα να φωνάζει το σκυλί.
«Άσ’ τα, παλιές θύµησες», µ’ απάντησε απότοµα και
µε το βλέµµα χωµένο θαρρείς στο χώµα, όπως έκανε πάντα όταν δεν ήθελε να πάµε την κουβέντα παραπέρα.
«Ποιες να ’ναι άραγε αυτές οι παλιές θύµησες;» αναρωτήθηκα, µην τολµώντας να ζητήσω εξηγήσεις. Ο Γιουφκάς ήταν ιδανικός στο να βάζει φρένο στην περιέργειά µου.
Τα πότε, τα πού και τα γιατί της ζωής του µόνο ο ίδιος τα
ήξερε και κανείς δεν θα µπορούσε να του τα αποσπάσει
µε δόλο. Καµιά φορά, σαν να ξεκλείδωνε για λίγο το µπαουλάκι των µυστικών του, ανασήκωνε απ’ τη ναφθαλίνη
της σιωπής ένα παράπονο, έναν αναστεναγµό, ένα υπονοούµενο, αυτά και µόνο.
«Αχ, ρε Γκιουνές! Αχ! Πώς τα ’κανε έτσι η µοίρα µας;
32
33
ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΥΛΛΑΣ
ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ
Εγώ εδώ κι εσύ ποιος ξέρει πού;» έλεγε χαϊδεύοντας τον
σκύλο του, προσθέτοντας άλλο ένα µυστήριο στην ήδη
αινιγµατική προσωπικότητά του.
Πάντα εγώ µιλούσα πρώτος. Του έλεγα επίτηδες µε
στόµφο τα δήθεν δικά µου µυστικά, τι µε τυραννούσε, τι
µε βασάνιζε µε τη γυναίκα µου και τα καµώµατά της, τι
σκόπευα να κάνω, και τέλειωνα όσο πιο σύντοµα µπορούσα. Ήθελα να ’χει τον χρόνο σύµµαχό του ο Γιουφκάς
να λέει... να λέει... Κάθε φορά που τον συναντούσα, σκεφτόµουν: «Nα δεις που όλο και κάποια έκπληξη θα µου
ετοιµάζει πάλι ο τρελόγερος», και µάζευα δυνάµεις να
δείξω δήθεν ψύχραιµος, µα ήταν καλός σκηνοθέτης κι
ακόµη πιο καλός θεατρίνος, πάντα απρόβλεπτος. Με το
αστείρευτο µυαλό του γεννούσε ξαφνιάσµατα, γλεντούσε
τον αιφνιδιασµό του πάνω µου, γιατί το είχε µες στο αίµα του να ’ναι άπιαστο πουλί.
Μιλούσα, λοιπόν, πρώτος εγώ κι ύστερα ο γέρος καθόταν και µου ’λεγε διάφορα. Και τα ’λεγε µ’ εκείνον τον δικό του τρόπο, τον αστείο, έτοιµος πάντα να σηκωθεί όρθιος, έτοιµος για την πιστή αναπαράσταση των γεγονότων όταν ένιωθε πως έπρεπε να είναι απόλυτα πειστικός.
«Άι σιχτίρ, γαµώ το παλιάµπελό του, γαµώ», έλεγε δήθεν αγανακτισµένος και πεταγόταν απ’ το σκαµνί όπου καθόταν σαν µαθητούδι, απλώνοντας τις χερούκλες του. «Το
σιχάθηκα, κυρ δάσκαλε! Να πάει στο διάολο, να πάει, το
αχάριστο. Βρε, λες και δεν το σκάλισα, δεν το κλάδεψα,
δεν το ράντισα. Τι σκατά θέλει για να βγάλει καρπό το
ρηµάδι; Εµένα τον ίδιο θέλει; Να µε θάψουνε µέσα του
για να το φχαριστηθεί; Αυτό θέλει;»
Έτσι µιλούσε. Χωρίς επεξηγήσεις. Ή τον καταλάβαινες ή όχι. ∆εν ήξερε τον µέσο δρόµο. Ούτε και ζύγιζε τα
λόγια του στο ακούραστο µυαλό του. Με την ψυχή του
µιλούσε και µόνο µ’ αυτήν. «Τα λόγια της ψυχής βγαίνουν
πιο εύκολα µόνο όταν ξέρεις πως κι ο άλλος σ’ ακούει µε
την καρδιά του και όχι µε τ’ αυτιά», µου είπε σαν έφτασε
το πλήρωµα του χρόνου και η φιλία µας έγινε πιο δυνατή,
το έδαφος πιο κατάλληλο για εκµυστηρεύσεις. Αλλά µέχρι να ’ρθει το πλήρωµα του χρόνου, ο Γιουφκάς συνέχιζε µυστηριώδης και απρόσιτος, αυθόρµητος και εκδηλωτικός, µε χειµαρρώδη λόγο. Στόλιζε πάντα τις κουβέντες
του µε άγνωστες σε µένα τούρκικες βρισιές, ευχές και
παροιµίες, παίζοντας µε σπάνιες λέξεις κι εκφράσεις.
Όταν από ένα σηµείο και µετά στις συζητήσεις µας
αρχίσαµε ν’ ανακατεύουµε και τους αρχαίους µας προγόνους, λες κι άνοιξαν οι ουρανοί, λες κι ένα αστέρι της γνώσης κάθισε πάνω απ’ το άτριχο κεφάλι του, ο Γιουφκάς
απήγγελλε κατεβατά ολόκληρα του Οµήρου.
Κι εγώ; Εγώ τον άκουγα αµίλητος, πείτε υπνωτισµένος,
λέξη δεν έβγαζα, µήπως τον προκαλέσω και σταµατήσει.
Μου άρεσε, εξάλλου. Και για να είµαι ειλικρινής, µε γοήτευε αυτό το απρόσµενο για τη µουγκαµάρα του «Ζερβού»
πανηγύρι. Τον ενθάρρυνα µε χίλιες δυο παρεµβάσεις, κι αν
ποτέ καταλάβαινα πως η κουβέντα του πήγαινε να στερέψει, τότε έπιανα να λέω επίτηδες για τα δήθεν «δικά µου»,
για να τον παρασύρω ώστε να ξεκινήσει να λέει και πάλι.
Άλλωστε, τούτος ο χείµαρρος που λεγότανε Γιουφκάς δεν
θα µπορούσε να µείνει βουβός για πολύ...
Όταν ερχόταν η στιγµή να φύγω, σηκωνόταν όρθιος και
µου ’λεγε: «Στάσου», φέρνοντας απαλά το χέρι στον ώµο
µου για να µ’ εµποδίσει. Ύστερα έτρεχε µέσα, έβαζε ένα
ξεσκισµένο χακί χιτώνιο, όπως αυτά που φόραγαν οι Εύζωνοι στον Πρώτο Παγκόσµιο Πόλεµο –ίσως αυτό το ίδιο
34
35
ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΥΛΛΑΣ
ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ
να το είχε φορέσει κάποιος από δαύτους κι απέµεινε µε
τους λεκέδες από αίµα ανεξίτηλους–, άρβυλα στα πόδια
και στο κεφάλι ένα βρώµικο φέσι µε φούντα κόκκινη, τοποθετούσε και το άθλιο όπλο του σε στάση επιθετική και
µου ’λεγε µε ύφος περήφανο:
«Μη φοβάσαι, καπιτάνο µου! Εγώ είµαι εδώ! Την Τουρκιά την ξέρω απέξω κι ανακατωτά. Εγώ τους γέννησα τους
Τούρκους. Να µην ξέρω τι σόι φάρα είναι; Την ψυχή µού
φάγανε! Μ’ έγδαραν ζωντανό... Άι στα κοµµάτια πια».
«Τι διάολο άνθρωπος είναι αυτός, ρε γαµώτο; Μπας κι
ήταν Εύζωνας;» αναρωτιόµουν ανίκανος να σκεφτώ κάτι
παραπάνω.
Όλα αυτά τα καµώµατα και τα λεγόµενά του φαίνονταν
πως έκρυβαν πολλές παραξενιές και µυστήρια. Μου ήταν
δύσκολο να αποδώσω στην ηλικία του και µόνο τα πάντα.
Και τούτο γιατί ο Γιουφκάς δεν έδειχνε ένα συνηθισµένο
άτοµο, ένας απόµαχος της ζωής απ’ αυτούς που βλέπουµε
να αργοσέρνονται στα καφενεία. Σίγουρα κάτι πολύ σηµαντικό θα είχε κάποτε τρυπώσει στο αιωνόβιο πετσί του. Αλλά τι; Έσκαγα για να µάθω! Και κάθε φορά που έκανα µια
διακριτική προσπάθεια να εισχωρήσω στο µυστηριώδες παρελθόν του, λες και πάταγα σε ναρκοπέδιο! Κρατούσε βαθιά κρυµµένα τα µυστικά της ζωής του, άλλοτε απωθώντας
µε µε ευγένεια κι άλλοτε αποπαίρνοντάς µε άκοµψα:
«Aααα!... Πολύ περίεργος είσαι, ρε καρντάσι! Τι τα θες
τώρα αυτά και τα σκαλίζεις; Περασµένα, ξεχασµένα. Πεθαµένα πράµατα. Χέσ’ τα, ρε δάσκαλε. Γι’ αυτά θα µιλάµε
τώρα;»
Μια µέρα έκανα το ολέθριο λάθος να του πετάξω κάτι
για την υπόθεση της «Χήρας», µπας και συγκινηθεί και µου
λύσει µία απ’ τις πολλές απορίες µου.
«∆ύσκολο πράγµα ο γάµος, τελικά», άρχισα την κουβέντα κι όταν είδα πως δεν ανταποκρίνεται, εξακολούθησα. «Εγώ παντρεύτηκα πολύ νέος, αλλά τι τα θες; ∆εν
µου πήγαν και πολύ καλά τα πράγµατα...»
«Ναι», συµφώνησε απρόθυµα.
«∆εν µπορείς να φανταστείς, ρε Γιουφκά, τι όνειρα είχα τότε...»
«Τι όνειρα, µπρε δάσκαλε; Για πες µε κι εµένα να µάθω».
«Σπουδαίο πράγµα η οικογένεια, έλεγα πάντα».
«Μόνο η οικογένεια; Η γυναίκα δεν είναι;»
«Κι αυτή! Τη λάτρεψα σαν πριγκίπισσα. Την αγάπησα µε το που την είδα. Κι ύστερα ακόµα περισσότερο,
όταν µου χάρισε το πιο πολύτιµο δώρο που πήρα ποτέ, το
κοριτσάκι µου», είπα µια απ’ τις µεγάλες αλήθειες της
ζωής µου και βλέποντας πως µ’ άκουγε προσεκτικά, συνέχισα: «Εσύ αγάπησες ποτέ σου;»
Γέλασε δυνατά µε την αφέλεια της ερώτησής µου.
«Tι λες, µπρε; Μπας και νοµίζεις πως γεννήθηκα έτσι
γεροσάψαλο, όπως µε βλέπεις τώρα; ∆εν υπήρξα νέος
εγώ; ∆εν είδα πόσο όµορφα είναι τα κορίτσια;»
«∆ηλαδή αγάπησες. Άρα µε καταλαβαίνεις πώς νιώθω τώρα µόνος εδώ».
«Σε καταλαβαίνω. Και τη µοναξιά σου κι αυτήν τη νιώθω, τέτοιο κούτσουρο που ’µαι κι εγώ».
«Και πώς και δεν παντρεύτηκες; Πώς δεν έκανες οικογένεια;» µπήκα στο παρασύνθηµα.
Μου απάντησε µε ερώτηση, σαν Ιησουίτης καλόγερος.
«Και ποια θα µ’ έπαιρνε εµένα, ρε υπολοχαγέ;»
«Η Χήρα!» βιάστηκα να του πω, τελείως ασυναίσθητα.
Αυτό ήταν! Τρόµαξα. Παραλίγο και θα µε τουφέκιζε
36
37
ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΥΛΛΑΣ
ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ
καθώς στο άκουσµα αυτού του άκοµψου υπαινιγµού µου
πετάχτηκε απ’ τη θέση του, άρπαξε την άθλια καραµπίνα του και µου την έχωσε στη µύτη.
«Την ξέρεις, ρε δάσκαλε, τη µακαρίτισσα τη “Χήρα”
και την πιάνεις στο στόµα σου; ∆εν την ξέρεις! Ξέρεις τι
ήταν η γυναίκα αυτή για µένα; Τίποτα δεν ξέρεις! Άµα
ξαναπείς κουβέντα γι’ αυτήν, σ’ την άναψα. Σασκίνη! Ε,
σασκίνη! Κάθεσαι κι ακούς ό,τι σου λέει ο κάθε χαµένος», µε ταρακούνησε βρυχώµενος και πριν προλάβω να
ψελλίσω ένα συγγνώµη, έτρεξε µέσα κι ύστερα από λίγο
έφερε µια παλιά καφετιά φωτογραφία και την άφησε µε
ευλάβεια στα χέρια µου.
Μια γοητευτική γυναίκα στύλωνε τα µάτια της στα
δικά µου κι όσο την κοίταζα, τόσο ανακάλυπτα πτυχές
της απίστευτης οµορφιάς της. Μιλούσε, θαρρείς, µε το
βλέµµα της. Τα χείλη της έσταζαν χιλιάδες υποσχέσεις
και µια χυτή κορµοστασιά φανέρωνε την περηφάνια που
βγάζουν µπροστά στον φωτογράφο οι γυναίκες που ξέρουν ότι είναι όµορφες. Όρθια, ακουµπούσε µε το χέρι της
µια στήλη λουλουδιών, µε φόρεµα µακρύ µεσάτο και ντεκολτέ που δεν κατάφερνε να κρύψει τα στητά της στήθια.
Αγέρωχη! Ήταν σαν να µου ’λεγε: «Εγώ είµαι η Ραλιώ,
που λύσσαξες να γνωρίσεις. Η αρχόντισσα της Σάµου. Η
γυναίκα που λάτρεψε τον Γιουφκά...»
Ο Γιουφκάς καθόταν δίπλα µου σιωπηλός όσο εγώ πηγαινοέφερνα τα µάτια µου στο πρόσωπο και στο σώµα µιας
χάρτινης γυναίκας που µε καθήλωνε µε τη γοητεία της. Κι
όταν ένιωσα ν’ ανασταίνεται µέσα µου η µορφή της ολοζώντανη, σαν να ’χα αποστηθίσει την κάθε λεπτοµέρεια
της φιγούρας της, γύρισα ασυναίσθητα να δω το πίσω µέρος της φωτογραφίας. Μόλις που πρόλαβα να διαβάσω κά-
τι σαν αφιέρωση, πριν µου την αρπάξει απ’ τα χέρια: «Στην
µικρούλα µου Αιµιλία, η γιαγιά της Ραλιώ, 1951».
«Την είδες... Φτάνει! Τι τα θες τα παρακάτω; ∆εν είναι
για χόρταση», µου είπε βίαια κι αισθάνθηκα λες και µου
’δινε ένα ηχηρό χαστούκι, δίκαιη τιµωρία για την τόση
αδιακρισία. Ήταν δική του αυτή η γυναίκα. ∆εν πέθανε, γι’
αυτόν. ∆εν πεθαίνουν οι αγάπες, έτσι δεν είναι; «Μόνο», είπα µέσα µου, «αυτή η αφιέρωση στην εγγονή της, την Αιµιλία, δεν θα έφτασε ποτέ στα χέρια της µικρής».
Είν’ αλήθεια πως παρά την περιέργειά µου δεν επέµεινα απ’ το επεισόδιο αυτό και µετά να ψάχνω το παρελθόν του. Τον σεβόµουνα και δεν συνέχιζα. Συνέχιζε
όµως αυτός να µιλάει µε µιαν άκρατη φλυαρία και να παινεύει τα λάδια και τα αυγά του και τα µύρια προϊόντα του
κτήµατός του, πλάθοντας το εγκώµιο της παρούσας «πουτάνας» ζωής, όπως έλεγε, αυτής της «πουτάνας» ζωής
που για τον Γιουφκά κυλούσε σ’ έναν επίγειο παράδεισο,
καλύτερο ίσως κι απ’ αυτόν τον µετά θάνατον, που ονειρεύονται οι καλοί Χριστιανοί.
Ήταν ολοφάνερο πια πως µόνο το παρόν συντηρούσε
αυτόν τον άνθρωπο και τίποτε παραπάνω. Σαν να είχε
γεννηθεί εκείνη την ηµέρα. Για το παρελθόν του έκανε
τον ανήξερο κι απέφευγε την κάθε µου κουβέντα, λες και
του σκάλιζα παλιές πληγές. Για την άλλη τη ζωή, την
επουράνια, δεν συζητούσε, ισχυριζόταν πως είχε ακόµη
καιρό µπροστά του και πως µόλις έφτανε η ώρα, θα σηκωνόταν και θα ’φευγε µόνος του. Λοιδωρούσε τον θάνατο. ∆εν θα έβαζε τον Χάρο στον κόπο να τον κουβαλάει
στην πλάτη του µέχρι την Κόλαση. «Aρκετά µε κουβάλησαν κάποιοι στην πλάτη τους, τότε... τότε που ήµουνα πραγµατικό ψοφίµι, πεθαµένος πες. Άλλωστε, τον δρό-
38
39
ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΥΛΛΑΣ
µο για τα Τάρταρα τον ξέρω απέξω κι ανακατωτά», µου
είπε κάποτε µε µπόλικη δόση αυτογνωσίας. Κι έµεινα µ’
ένα ακόµα αναπάντητο ερώτηµα να µε βασανίζει. Πότε
ήταν αυτό το «τότε» και ποιοι και, κυρίως, γιατί τον κουβάλησαν;
40