Τα Νεκροταφεία της Αμβρακίας. Τα πρόσφατα ευρήματα

ΤΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΑΜΒΡΑΚΙΑΣ. ΤΑ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Ανθή Αγγέλη, Αρχαιολόγος ΛΓ΄ ΕΠΚΑ
Η Αµβρακία διέθετε δύο νεκροταφεία που εκτείνονταν εκτός των τειχών της,
ένα στις νοτιοδυτικές παρυφές της κατά µήκος της σύγχρονης οδού Κοµµένου και
µέχρι τη µονή Κάτω Παναγιάς και ένα στις νοτιοανατολικές, στην περιοχή της
σηµερινής Κουτσοµύτας. Τα δύο νεκροταφεία εντοπίστηκαν από τον Κωνσταντίνο
Κουρουνιώτη µόλις το 1897, ενώ το 1926 έγινε η πρώτη ανασκαφική έρευνα στην
πόλη, όταν ο Ιωάννης Μηλιάδης αποκάλυψε ταφικό περίβολο του νοτιοδυτικού
νεκροταφείου. Τα επόµενα χρόνια η Αρχαιολογική Περιφέρεια Κέρκυρας, στην οποία
υπαγόταν η Ήπειρος µέχρι τον Β΄ Παγκόσµιο πόλεµο, η 10η Αρχαιολογική
Περιφέρεια µε έδρα τα Ιωάννινα, που ιδρύθηκε το 1942, η ΙΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών
και Κλασικών Αρχαιοτήτων, όπως µετονοµάστηκε το 1973 και τέλος η ΛΓ΄ Εφορεία
Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων αποκαλύπτουν µε τις σωστικές ανασκαφές
στην πόλη της Άρτας µεγάλα τµήµατα των νεκροταφείων της Αµβρακίας, φωτίζοντας
µια άλλη διάσταση της ζωής στην αρχαία πόλη.
Τα νεκροταφεία είχαν οργανωθεί ήδη από την εποχή της ιδρύσεως της πόλης
στους αρχαϊκούς χρόνους µε το ανατολικό να προηγείται ελαφρώς χρονολογικά και
ήταν σε χρήση σε όλη τη διάρκεια της ιστορικής της διαδροµής.
Μεγαλύτερο και καλύτερα οργανωµένο ήταν το δυτικό νεκροταφείο κατά
µήκος της αρχαίας λεωφόρου που ξεκινούσε από τη νότια κύρια πύλη του τείχους και
οδηγούσε στον Άµβρακο, το επίνειο της πόλης στον Αµβρακικό κόλπο. Η µνηµειακή
λεωφόρος, πλάτους 10-12 µ., ήταν πλακόστρωτη στο ανατολικό τµήµα της, που
διέθετε και υπερυψωµένο πεζοδρόµιο, ενώ στο δυτικό ήταν κατασκευασµένη από
χαλίκια, λατύπη και τριµµένο κεραµίδι. Εκατέρωθεν της λεωφόρου υψώνονται
πιόσχηµοι
ταφικοί
περίβολοι,
µε
επιµεληµένες
προσόψεις
από
λαξευτούς
ογκόλιθους. Το ανατολικό νεκροταφείο ήταν µικρότερο σε έκταση και οι περίβολοί
του αµελέστερα κατασκευασµένοι. Οι πιο πρόσφατες έρευνες έφεραν στο φως και σε
αυτό το νεκροταφείο έναν πλακόστρωτο δρόµο µε ταφικούς περιβόλους στις δύο
πλευρές του.
Ο σηµαντικότερος περίβολος του δυτικού νεκροταφείου, µε µνηµειώδη
µορφή, αποτελούσε δηµόσιο πολυάνδριο - κενοτάφιο που ίδρυσε η πόλη για να
τιµήσει νεκρούς µαχητές της, οι οποίοι χάθηκαν σε ναυµαχία στις εκβολές του
Αράχθου. Το µνηµείο επιστέφεται µε επιγραφή σε αρχαϊκό κορινθιακό αλφάβητο που
αποδίδει ελεγειακό επίγραµµα, και σώζει την παλαιότερη αναφορά του ονόµατος της
πόλης, ’Ανπρακία. Αξίζει να σηµειωθεί ότι ο χώρος του µνηµείου διατήρησε την
1
ιερότητά
του
µέσα
στους
αιώνες,
καθώς
στους
βυζαντινούς
χρόνους
χρησιµοποιήθηκε επίσης ως νεκροταφείο µε µικρό τρίκλιτο ναό.
Οι υπόλοιποι περίβολοι περικλείουν πολλές ταφές σε επάλληλα επίπεδα,
γεγονός που επέβαλε η φυσική κλίση του εδάφους, καθώς στην ανατολική πλευρά
της λεωφόρου τα ασβεστολιθικά πετρώµατα κατέρχονται µε απότοµη κλίση από το
λόφο της Περάνθης. Αντίθετα στη δυτική πλευρά το επίπεδο έδαφος ήταν
εκτεθειµένο στις συχνές πληµµύρες του Αράχθου
και έτσι η ίδια η λεωφόρος
ανασκάφηκε σε βάθος 7µ., κάτω από το επίπεδο της σηµερινής οδού Κοµµένου.
Όπως γνωρίζουµε από αρχαιολογικές και φιλολογικές µαρτυρίες η καθιερωµένη
πρακτική του νεκρικού τελετουργικού στον αρχαίο ελληνικό κόσµο προέβλεπε τρία
στάδια, δηλαδή την πρόθεσιν του νεκρού, την εκφορά και την ταφή. Κατά την
πρόθεσι, οι οικείοι ακολουθούσαν το καθιερωµένο τυπικό της προετοιµασίας του
νεκρού, προέβαιναν στις απαραίτητες πράξεις καθαρµού και άρχιζε ο εθιµικός
θρήνος για το νεκρό. Η εκφορά, η µεταφορά δηλαδή του λειψάνου στο νεκροταφείο,
και η ταφή γίνονταν συνήθως το πρωί της τρίτης ηµέρας. Οι πληροφορίες που
διαθέτουµε σχετικά µε το ταφικό τελετουργικό σε ότι αφορά στην πρόθεσιν και την
εκφορά ειδικά στην Αµβρακία είναι ελλιπείς, αν και θα πρέπει να υποθέσουµε ότι δεν
θα διέφεραν ριζικά από αυτές στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Σε ότι αφορά ωστόσο την ταφή, αντλούµε πλούσιες πληροφορίες από τα ίδια τα
νεκροταφεία. Έτσι στην Αµβρακία ο κύριος τρόπος ταφής είναι ο ενταφιασµός σε
διάφορα είδη τάφων: κατά τον 6ο και πρώιµο 5ο αι. π. Χ. στην πόλη επιχωριάζει ο
τάφος µε κτιστά τοιχώµατα από πλακοειδείς λίθους, τεχνική που επιβιώνει και κατά
τον 3ο αι. π.Χ. σε ορισµένους τάφους. Αυτός ο τύπος απαντά σχεδόν αποκλειστικά
στο ανατολικό νεκροταφείο. Ο κιβωτιόσχηµος τάφος χρησιµοποιείται από τον 5ο έως
τον 1ο αι. π. Χ. Οι περισσότεροι κιβωτιόσχηµοι είναι επιµεληµένης κατασκευής. Οι
πλευρές τους αποτελούνται από µια ενιαία πλάκα από ντόπιο ασβεστόλιθο, ενώ οι
στενές πλευρές φέρουν υποδοχή για τις µακρές. Αυτός ο τύπος τάφου συχνά
χρησιµοποιούταν για περισσότερες από µία ταφές. Συνήθως τα οστά και τα
κτερίσµατα της προηγούµενης ταφής παραµερίζονταν σε µιαν άκρη, ώστε ο χώρος
να διατεθεί στον µεταγενέστερο νεκρό, µε αποτέλεσµα να βρίσκουµε τάφους που
έχουν δεχτεί σε διαφορετικές περιόδους µέχρι και πέντε νεκρούς. Πώρινες
σαρκοφάγοι έχουν βρεθεί κατά καιρούς, αλλά δεν αποτελούν συνηθισµένο τρόπο
ταφής. Μοναδική είναι η περίπτωση µιας σαρκοφάγου τοποθετηµένης µέσα σε
κιβωτιόσχηµο τάφο. Πιο απλές ταφικές κατασκευές αποτελούν ο κεραµοσκεπής και ο
λακκοειδής τάφος, οι οποίοι κατασκευάζονται καθ’ όλη τη διάρκεια των ελληνιστικών
χρόνων.
2
Μία αρκετά συχνή, αλλά οπωσδήποτε πιο δαπανηρή για την οικογένεια
πρακτική, ήταν η καύση του νεκρού. Τα λείψανα της καύσης τοποθετούνταν σε
αγγεία, τα οποία µε τη σειρά τους έµπαιναν σε τετράγωνες ταφικές θήκες ή θάβονταν
απλώς σε λάκκους, ή τοποθετούνταν στον οικογενειακό κιβωτιόσχηµο τάφο. Τα
τεφροδόχα αγγεία, συχνά σφραγισµένα µε µολύβδινα πώµατα που έφεραν το όνοµα
του νεκρού, είναι ερυθρόµορφες πελίκες, ή αµφορείς µε οριζόντιες λαβές, που
φέρουν γραπτή διακόσµηση µε καστανό και ερυθρό χρώµα, ή µελαµβαφείς αµφορείς
µε διακόσµηση από λευκό χρώµα στο λαιµό, ή µελαµβαφείς πελίκες µε ραβδώσεις
στο σώµα και ανάγλυφα κάτω από τις λαβές, και σπανιότερα χάλκινες υδρίες και
στάµνοι.
Τους νεκρούς συνόδευαν σχεδόν πάντοτε κάποια από τα αγαπηµένα τους
αντικείµενα. Στα συνηθέστερα κτερίσµατα περιλαµβάνονται πήλινα αγγεία όλων των
γνωστών τύπων, όπως λήκυθοι µελανόµορφες και ερυθρόµορφες, υδρίες, πυξίδες,
λεκανίδες, κύλικες, µυροδοχεία, πινάκια (το συγκεκριµένο µε ανάγλυφη προτοµή
στον πυθµένα), σκύφοι µε ανάγλυφη διακόσµηση.
Στους τάφους βρίσκουµε ακόµη χάλκινες και σιδερένιες στλεγγίδες, ενώ σπανιότερα
είναι τα µεταλλικά όπλα, τα γυάλινα αγγεία φοινικικού τύπου, τα χάλκινα κάτοπτρα
και τα χρυσά στεφάνια. Συγκινητική είναι η εύρεση θηλάστρων και παιχνιδιών, όπως
πλαγγόνες (πήλινες κούκλες) και αστράγαλοι στις παιδικές ταφές. Τις γυναίκες
συνόδευαν µερικές φορές χρυσά κοσµήµατα, όπως αλυσίδες, ενώτια (σκουλαρίκια),
ψέλια (βραχιόλια), δαχτυλίδια, κάποια από τα οποία είχαν κατασκευαστεί
αποκλειστικά για ταφική χρήση. Το εισιτήριο του νεκρού για τον κάτω κόσµο δεν ήταν
τα κανονικά νοµίσµατα που κυκλοφορούσαν στην πόλη, όπως συνηθιζόταν σε άλλες
περιοχές, αλλά κατασκευασµένες για τον σκοπό αυτό χρυσές δανάκες, συνήθως µε
ανάγλυφη παράσταση Πηγάσου ή κηρυκείου.
Οι προσφορές στον τάφο γίνονταν σε συγκεκριµένες ήµερες, πιθανώς την
τρίτη, την ένατη και την τριακοστή ηµέρα, καθώς και ένα χρόνο µετά από το θάνατο,
όπως συνέβαινε και σε άλλες περιοχές. Έτσι και εδώ, θα προσέφεραν χοές, σπονδές
δηλαδή οίνου, ελαίων και αρωµάτων, ενώ θα ακολουθούσαν τα εναγίσµατα,
αναίµακτες προσφορές στο νεκρό (γάλα, µέλι, νερό, κρασί, µαζί µε ξερούς και
φρέσκους καρπούς). Ίχνη πυράς στο χώρο εκτός των τάφων δηλώνουν ότι και στην
Αµβρακία συνηθιζόταν η θυσία µικρών ζώων, κυρίως ορνίθων, ερριφίων και αµνών.
Οι Αµβρακιώτες σήµαιναν τους τάφους των νεκρών τους µε ενεπίγραφες
επιτύµβιες στήλες. Η ανίδρυση της στήλης αποτελεί την ύστατη προσφορά των
ζωντανών προς τους νεκρούς, καθώς σηµατοδοτεί τον τάφο και διατηρεί εις το
διηνεκές τη µνήµη του. Στις επιγραφές το όνοµα συνοδεύει το πατρώνυµο,
σπανιότερα αναγράφεται το εθνικό, το επάγγελµα και η επίκληση χαῖρε. Οι στήλες
3
άρχισαν να κατασκευάζονται από ντόπιους τεχνίτες στα τέλη της αρχαϊκής περιόδου
και η παραγωγή τους συνεχίστηκε αδιάλειπτα έως και τους πρώιµους ρωµαϊκούς
χρόνους. Οι παλαιότερες στήλες είναι απλές και φέρουν απλώς χαραγµένη την
επιγραφή, ενώ από τον 3ο αι. π.Χ. αποκτούν επίστεψη µε κανόνες και αστραγάλους
και διακοσµούνται µε ανάγλυφα κλαδιά δρυός, ελιάς, µυρτιάς, δάφνης και κισσού.
Τµήµα του ανατολικού νεκροταφείου ανασκάφηκε το περασµένο έτος µε
έξοδα του ιδιοκτήτη στο οικόπεδο του κ. Ι. Βήχα, επί της οδού ∆ρυάδων (B΄ πάροδος
Σωκράτους). Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής αποκαλύφθηκαν δεκατρείς τάφοι, που
αντιπροσωπεύουν όλους τους τύπους που απαντούν στην Αµβρακία: κτιστοί,
κιβωτιόσχηµοι, λακκοειδείς, ένας λακκοειδής λαξευµένος κατά το ήµισυ σε φυσικό
βράχο, ένας κεραµοσκεπής καθώς και µια θήκη. Το τµήµα αυτό του νεκροταφείου
ήταν σε χρήση από τις αρχές του 5ου έως και το α΄ µισό του 2ου αι. π.Χ.
O πλουσιότερα κτερισµένος τάφος ήταν ο κιβωτιόσχηµος τάφος V, που
περιείχε πέντε ταφές: τρεις ενταφιασµούς και δύο καύσεις, τα υπολείµµατα των
οποίων ήταν τοποθετηµένα σε τεφροδόχους επιπωµατωµένους αµφορείς µε κάθετες
λαβές. Ο ένας είναι άβαφος µε διακόσµηση καστανέρυθρων ταινιών στο λαιµό. Ο
δεύτερος κοσµείται µε ταινίες µελανού χρώµατος µε ελεύθερο χέρι και φυτικά µοτίβα
στο µέσο της κοιλιάς του, ενώ το κοµβίο του πώµατός του φέρει µετάλλιο γυναικείας
προτοµής. Στα κτερίσµατα συγκαταλέγονται ατρακτόσχηµα µυροδοχεία, κάνθαροι,
σκύφοι, οινοχόες, πυξίδες, εκ των οποίων η µία σταµνοειδής, τµήµα ενός χάλκινου
ψελίου (βραχιολιού) και ένα χάλκινο κάτοπτρο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η
λακκοειδής ταφή ΧΙ, στα κτερίσµατα της οποίας συγκαταλέγονται, εκτός από πήλινα
αγγεία, και δύο συγκεντρώσεις από µεγάλο αριθµό αστραγάλων τοποθετηµένες στα
κάτω άκρα. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ο τάφος VII στον οποίο χρησιµοποιήθηκε ως
στενή πλευρά µια ενεπίγραφη επιτύµβια στήλη που σώζει σε δύο στίχους την
επιγραφή ΑΡΙΣΤΟΚΛ[Η] ΕΥΞΕΝ[ΟΥ].Από τα ευρήµατα των υπόλοιπων τάφων
ξεχωρίζουν µία σιδερένια αιχµή δόρατος και ένα αργυρό δαχτυλίδι µε εγχάρακτη
παράσταση ίππου.
Το σύνολο των ευρηµάτων από τα δύο νεκροταφεία προσφέρει χρήσιµα
συµπεράσµατα για την ταξική και οικονοµική διαστρωµάτωση στην Αµβρακία, την
οικονοµική της ευµάρεια, το επίπεδο της βιοτεχνικής και καλλιτεχνικής παραγωγής
της, τις εµπορικές σχέσεις της µε άλλες πόλεις, όπως διαφαίνονται από τα εισηγµένα
από άλλες περιοχές αντικείµενα, την εθνική συνείδηση των κατοίκων της, όπως
αποτυπώνεται στα σωζόµενα στις επιτύµβιες στήλες ονόµατα των νεκρών, αλλά και
την εθιµική συµπεριφορά των Αµβρακιωτών προς τους νεκρούς τους και τους
µηχανισµούς που διαµόρφωσαν στο πέρασµα των αιώνων την ατοµική και
συλλογική τους µνήµη.
4