εδώ

ΑΜΒΛΥΩΠΙΑ
Τι είναι η Αμβλυωπία;
Η αμβλυωπία, που συχνά αναφέρεται και ως «τεμπέλικο μάτι», είναι η πιο συχνή
οφθαλμολογική πάθηση της παιδικής ηλικίας και αφορά περίπου το 3% ως 5% του
πληθυσμού. Είναι μια κατάσταση που η λειτουργία της όρασης δεν αναπτύχθηκε
φυσιολογικά στο ένα μάτι, ωστόσο μπορεί να επηρεάζει και τις λειτουργίες της
διόφθαλμης όρασης.
Η όραση αναπτύσσεται φυσιολογικά από τη γέννηση μέχρι την ηλικία των 6
ετών και θα πρέπει τα όργανα του οπτικού συστήματος να είναι όχι μόνο υγιή, αλλά και
λειτουργικά. Μερικά από τα παιδιά που χρειάζονται γυαλιά πριν από την ηλικία των 6
ετών, πάσχουν συγχρόνως και από αμβλυωπία και πρέπει να υποβληθούν σε ειδική
θεραπεία.
Η αμβλυωπία, αν δεν ανακαλυφθεί σε μικρή παιδική ηλικία, δυστυχώς δεν
μπορεί να θεραπευτεί. «Κοιτάζουμε με τα μάτια, αλλά βλέπουμε με τον εγκέφαλο» και
η αμβλυωπία συνιστά πρόβλημα της ανάπτυξης του εγκεφάλου. Η περιοχή του
εγκεφάλου που προσλαμβάνει εικόνες από ένα μάτι που πάσχει από αμβλυωπία δεν
διεγείρεται σωστά και, εάν τα πρώτα χρόνια της ζωής ο εγκέφαλος δεν έχει καθαρές
οπτικές εικόνες από το ένα μάτι, ώστε να μάθει να τις αναλύει και να τις μεταφράζει σε
οπτική πληροφορία, τότε δε θα μπορέσει ποτέ να αναλάβει αυτό το έργο.
Τι προκαλεί την αμβλυωπία:
Η αμβλυωπία είναι συνέπεια οποιασδήποτε πάθησης, η οποία επηρεάζει τη
φυσιολογική ανάπτυξη της λειτουργίας της όρασης. Οι πιο συχνές αιτίες της είναι:
 Ο στραβισμός, η κακή ευθυγράμμιση των ματιών, που μπορεί να οδηγήσει το μάτι
που στραβίζει σε «Στραβισμική αμβλυωπία»
 Η ανισομετρωπία (διαφορά διάθλασης στους 2 οφθαλμούς) ή υψηλές
διαθλαστικές ανωμαλίες ( υπερμετρωπία, μυωπία, αστιγματισμός) που προκαλούν
«Ανισομετρωπική ή Διαθλαστική αμβλυωπία»
 Κάθε πάθηση που εμποδίζει την είσοδο των οπτικών ερεθισμάτων στο μάτι (π.χ.
βλεφαρόπτωση, θόλωση του κερατοειδούς, συγγενής καταρράκτης ή τραυματισμός
του ματιού) μπορεί επίσης να προκαλέσει «Αμβλυωπία από ανοψία», αμβλυωπία
δηλαδή που οφείλεται σε αποστέρηση της οπτικής πληροφορίας.
Πώς γίνεται η διάγνωση της Αμβλυωπίας:
Η διάγνωση της Αμβλυωπίας δεν είναι εύκολη, καθώς το παιδί συνήθως δεν έχει
συναίσθηση ότι δεν βλέπει καλά, εκτός κι αν υπάρχει μειωμένη όραση και στα δυο
μάτια.
Οι οφθαλμίατροι χρησιμοποιούν κάποια τεστ για να ελέγξουν την οπτική
οξύτητα και εξετάσουν το εσωτερικό του ματιού για να αποκλείσουν παθήσεις ή
ανωμαλίες που ίσως να αποτελούν την αιτία της αμβλυωπίας.
Πως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την αμβλυωπία;
Ο στόχος είναι η αποκατάσταση τόσο της συνεργασίας των δύο ματιών όσο και
της οπτικής οξύτητας του αμβλυωπικού ματιού.
Η περίπτωση της αμβλυωπίας λόγω ανισομετρωπίας, μπορεί να αντιμετωπιστεί
με γυαλιά ή φακούς επαφής.
Στην περίπτωση της αμβλυωπίας λόγω στραβισμού η πιο ενδεδειγμένη θεραπεία
είναι η μέθοδος επικάλυψης του δυνατού/υγιούς οφθαλμού, ώστε να επιτύχουμε την
εκγύμναση του άλλου (τεμπέλικο μάτι), και χειρουργική ευθυγράμμιση των ματιών.
Δύο ώρες επικάλυψης της ημέρα έχουν αποδειχθεί αρκετές, εάν και εφόσον η
αμβλυωπία δεν είναι πολύ μεγάλη και η ηλικία του ασθενούς είναι μεταξύ 3 και 7 ετών.
Σε μια τέτοια περίπτωση απαραίτητη είναι η συνεχής παρακολούθηση από τον
οφθαλμίατρο για τον έλεγχο της αποτελεσματικότητάς της μεθόδου και την αποφυγή
ανάπτυξης αμβλυωπίας και στον υγιή οφθαλμό.
Σε μερικά παιδιά παρατηρούνται αλλαγές στη συμπεριφορά, συνήθως αντιδρούν
στη κάλυψη του καλού ματιού, εκνευρίζονται ή και κλαίνε.
Εάν ένα παιδί αντιστέκεται στη χρήση αυτοκόλλητου επιδέσμου για αρκετούς
μήνες, τότε υπάρχουν και άλλες λύσεις που μπορεί να συστήσει ο οφθαλμίατρος:
 σταγόνες ατροπίνης, που προκαλεί θόλωση της όρασης στο καλό μάτι και
αναγκαστική χρήση του αμβλυωπικού μάτι.
 γυαλιά αμβλυωπίας ΑΜΒLΥΖ. Πρόκειται για κλινικά αποδειγμένη μέθοδο
αντιμετώπισης της αμβλυωπίας σύμφωνα με την οποία ενσωματώνεται σε γυαλιά
οράσεως ηλεκτρονικός μηχανισμός για τη συσκότιση του καλού ματιού. Τα γυαλιά
αμβλυωπίας φοριούνται όπως τα κανονικά γυαλιά οράσεως και ο μηχανισμός
μαυρίζει τον ένα από τους δύο φακούς ανά τακτά χρονικά διαστήματα,
εμποδίζοντας έτσι την όραση από το καλό μάτι, ώστε το αμβλυωπικό-τεμπέλικο
μάτι να λειτουργήσει και να αναπτυχθεί.
Η διάρκεια της θεραπείας ποικίλει ανάλογα με την ηλικία του παιδιού και τη
σοβαρότητα της πάθησης. Εάν το πρόβλημα έχει εντοπιστεί έγκαιρα, η όραση μπορεί
να βελτιωθεί θεαματικά.
Στη συνέχεια, θα πρέπει υποχρεωτικά να
ακολουθήσει μία περίοδος συντήρησης, η οποία μπορεί να διαρκέσει έως και 3 χρόνια,
διότι, εάν αμελήσουμε αυτό το στάδιο, το πρόβλημα μπορεί να επανεμφανιστεί.