Ο Νέος Βέρθερος - Γ Μ Πολιτάρχης

Γ. Μ. ΠΟλΙΤΑΡΧΗ
Ο
Ν
Ε Ο Σ
ΒΕΡθΕΡΟΣ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Τ
ΑΘΗΝΑ
Ι
9 4 4
Ο
..
ΝΕΟΣ
ΒΕΡΘΕΡΟΣ
Γ. fV\. ΠΟΛΙΤ ΑΡΧΗ
Ο ΝΕΟΣ ΒΕΡΘΕΡΟΣ
ΔΙHΓHιVιATA
AeHI'iA
1 9
4
4
ΤΟΥ
ΙΔΙΟΥ
Ο Κ.Δ.ΘΕΝΑΣ ΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ (διηγήματα,
1943.
εξαντλημένο)
ΣΙ(ΕΨΕΙΣ ΠΑΝ Ω ΣΤΗΝ ΑΓΡΟTlΚΗ
(μελέtες,
1944,
ΠΟ/ΗΣΗ
ΤΟΥ
Φ. ΔΕΛΦΗ
εξαντλημένο)
Ο ΝΕΟΣ ΒΕΡΘΕΡΟΣ (διηγήματα,
1944)
ΓΙΑ ΤΥΠΩΜΑ
ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ
Γ1ΑΝΝΗΣ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ,
δι ηΥήματα
ΒΑΡΙΑΣ, νουβέλα
ΜΑΥΡΕΣ ΜΕΡΕΣ, νουβέλα
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΦΤΩλΩΝ
(βΙΟΥραφίες,
ΣγΜΒΟΛΗ
ΤΗΣ
ΣΤΗ
ΜΕΛΕΤΗ
(κι άλες μελέτες)
δΟο τόμοι;
ΕΡΓ ΧΓιΚΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝfΑΣ.
Ο
Σ
ΝΕΟΣ
8ΕΡθΕΡΟΣ
τ Η Ν αρχή δεν ήθελε να ξέρει κόσμο.'Ηξερε τη δουλειά.
του και το σπίτι-του.
Μόνο τα βράδια
κλεινόταν στο μικρό-του δωμάτιο
λιά, που τ' αγόραζε από
τα
όταν
ησΟχαζε
και διάβαζε βιβλία πα·
παλαιοβιβλιοπωλεία
καθώς
περνούσε για το σπίτι-του.
Κι είχε
μαζέψει
πολά.
Γέμισε
συρτάρια,
μπαούλα.
τραπέζια, εταζέρες κι ό,τι άλο μπορούσε να συγκρατήσει
βιβλίο. Ανάμεσά-τους ένα δεμένο καφετί με την επιγραφή
«
Βέρθερ:)ς)} του το είχε παινέψει ο παλιατζής, Γαγόρασε
κάποιο σαβατόβραδο
κι
άρχισε, όπως το είχε
συνή'θεια,
αμέσως το διάβασμα,
Από τότες
άλαξε ολότελα.
'Ηθελε
να
μοιάσει
Βέρθερου. Κι α'Πότομα βρήκε νέο σπίτι για να
του
ζήσει
μα­
κριά απ' τη σπιτονοικοκυρά-του και την κόρη-της, που από
την κατοπινή-του ζωή φάνηκε πως την αγαπούσε.
Πρώτα
πρώτα πήγαινε
συχνά,
την έβλεπε
κι έπειτα
κλεινόταν στο καινούριο-του δωμάτιο κι έγραΦΕ «Εντυπώ·
σεις ~ σε σχέδιο Επιστολής, ακριβώς όπως κι ο Βέρθερος.
Κι επειδή δεν είχε κανέναν καρδιακό φίλο Υια να τις στέλ­
νει
καθώς εκείνος-τις φύλαγε μέσα σ' ένα μικρό κουτ['
-
μοναχές, χωρίς να τις ανακατεΟει μέ. τίποτ'άλλο. Κι όταν
έφτασε στη σελίδα που η Σαρλότα δίνει την κορδέλα-της
. του
Βέρθερου, έτρεξε κι αυτός
στην
κόρη
της
σπιτονοι·
κοκυράς-του και ζήτησε να του χαρίσει μια κορδέλα.
-
Αεν έχω, του είπε κείνη.
...
ι;
Είναι στο χέρι-σου, αγαπημένη-μου Ελένη (τί άσκημο
-
όνομα, σκέφτηκε, και διόρθωσε μουρμουριστά), Σαρλότα.
Θέλω έτσι (όχι, δε θα του μοιάσω ποτές, λέει
πάλι α'Πό
μέσα-του)' κι αμέσως: Πώς να σου το 'Πω; Σαν ενθύμιο να
την έχω όσο να πεθάνω. Φάνηκε σαν ευχαριστημένος και
συνέχισε: Μου είναι, Ελένη, τόσο -χρήσιμη ό'Πως η βροχή
στο νέο στάρι (πάλι τέτοιες 'Παρομοιώσεις; μουρμούρισε).
Εκείνη του έκοψε τις σκέψεις:
Μα θέλετε, λοι'Πόν, να μας αφήσετε και ζητάτε
-
εν­
θύμιο, θανάση;
Δεν ήξερε τί να πει. Μόνο στ' αυτιά,του σαν κακοφω­
νία χτύπησε το όνομα < Θανάσης ».
-
Γιατί να μη με λένε Βέρθερο κι εμένα; Γιατί;
Πές-τε μου τί τη θέλετε
την
κορδέλα; ρώτησε
η.
γυναίκα χα'ίδευτιτά.
Σκέφτηκε;
-
Τί άραγε θ' απαντούσε ο Βέρθερος αν του τύχαινε.
ένα τέτοιο ρώτημα; θα έλεγε την αλήθεια; θα σώπαινε,
Ο Βέρθερος έλεγε μόνο την αλήθεια! είπε από μέσα του.
Κι εγώ που δεν μπορώ να την πώ
ψυχή του
;
Αχ, δεν έχω εγώ την
Βέρθερου.
Σηκώθηκε σιωπηλός
και τράβ'ηξε
περίλυττος
σπίτι-του. 'Επεσε στο κρεβάτι. Ο ύπνος
δεν
για
το
ερχόταν
να
χα'ίδέψει τα βλέφαρα-του. Μέσα στο μυαλό-του qτριφογuρ·
νούσε η σκηνή του Βέρθερου με τη Σαρλότα
και
τα ττQ:ι­
διά και δεν τον άφηνε να ησυχάσει;
-
Δεν είναι
η Ελένη σαν τη
Σαρλότα,
Εκείνη
είχε
ψυχή. 'Ητανε με τους μεγάλους σα μεγάλη και με τα παι­
διά σαν παιδί. Σε λίγο πάλι; Δε φταίει αυτή. Εγώ
ο κακός και φθονερός που παντού βλέπω
κακία
είμαι
και
μι­
. κροψυχ ία •
'Εμεινε σκεφτl,l<ός 'ώρα πολή. Τον πήρε ο 'ύπνος. Στον
ι)πνο-του περνούσαν κοπαδιαστά τα όνειρα, μα μόνο κατά.
<το Ίtρωί βρήκε λύση.
το ίδιο.
-
Τί 'Πάει να ΠΕΙ;
θ' αγόραζε
μιά κορδέλα κι ήτανε
.
ΤΟ
κάτω
κάτω
της γραφής
κι
<>
Βέρθερος το ίδιο θα έκαμνε.
δε θα κατέβαινε ως αυτό
Αλά
το
όχι όχι.
επίπεδο.
Ο
Βέρθερος
θεέ-μου,
λοιπόν,
πρέπει ν' αγοράσω μόνος-μου την κορδέλα;
Πήρε στα χέρια· του το βιβλίο
κι άρχισε
ψάχνει για ν' ανακαλύψει ποιό χρώμα
με
έγραφε,
βία
να
γιατί το
είχε ξεχάσει μέσα στις τόσες· του σκοτούρες.
Το βρΤ}κε. Βγήκε
γρήγορα γρήγορα
πρώτο εμπορικό που απάντησε στο
και
μΠ1iκε
δρόμο-του,
στο
αγόρασε
μιά, ίδια με της Σαρλότας, κι όταν γύρισε το βράδυ έδΕσε
μ' αυτήν το δέμα των γραμάτων που είχε στο μικρό
ξύ­
λινο κουτί.
Είχε ησυχάσει α1ίό το βάσανο του φιόγγου κάμποσην
ώρα ο Θανάσης, μα ξαφνικά θυμήθηκε
πως
ο
Βέρθερος
δεν ξεχνούσε 'Ποτές τη μητέρα-του σ'όσα γράματο: έγραφε
κι' άρχισε κι αυτός στις ε'Πιστολές-του να γράφει δυό λόγια
για τη μάνα-του. Και καθώς 'Πάντα έβαζε τα Υράματ'αυτά
μέσα στο κουτί,
είχε 'Περάσει αρκετός
καιρός
χω ρίς
να
της γράψει.
Σ ταναχωρέθηκε πολύ η μάνα-του για τη μουγγαμά ρα
αυτή, 'Που τη συσχέτιζε με
χίλιες δυό
'Παράδοξες
ιδέες
και 'Προαισθήματα. Του έγραφε και του ξανάγραφε, μα ή­
ταν η φωνή της
<
φωνή βοώντος εν τη εp1iμω "~ο
Αντίθετα ο Θανάσης
νεύριαζόταν
πολύ
γι' αυτή-της
την ανησυχία κι α'Παντούσε με πιό πολά λόγια
τυπώοεις '-του προς τον υποθετικό φίλο,
που
στις
στην
«
εν·
περί­
πτωση αυτή ήταν το ξύλινο κουτί.
Περνούσε ο καιρός κι αυτός δεν έλεγε
τα συνηθισμένα. Μόνο κατά
τις τελευταίες
να Ίταρατήσει
μέρες
κάτω
κάτω στα γράματά-του έβαζε υ'Πογραφή: c Βέρθερος > και
πειραζόταν πολύ
--
χωρίς βέβαια να το δείχνει -- όταν οι
γνωστοί-του τον φώναζαν Θανάση.
Μιά μέρα ήρθε και τον βρήκε ο πρόεδρος του χωριού­
του. Του μίλησε για τη μάνα-του.
Μ' αυτός μόλις άνοιξε
'(ην 'Πόρτα κι αντίκρυσε το πλαδαρό Ίτρόσωπο του κοινο­
τάρχη κι όσο καθόταν απέναντί-του, ο νους-του ταξίδευε
πέρα μακριά στις σελίδες του
βιβλίου
και μάλιστα στο
7 ­
/
σημείο που ο Βέρθερος βρισκόταν στου πρόξενου και όσΘ
του κουβέντιαζε ο άλλος, αυτός σχεδίαζε τον τρόπο
που
θα έφκιανε την επιστολή·του.
α πρόεδρος του είπε πολά κι έκαμε να φύγει. Μα την
ώρα που σηκώθηκε ζήτησε δυό λόγια για τη
4:
φτωχή-του
τη μάνα» που ζούσε μονάχα Υι' αυτόν
Ξαφνικά μιά λάμψη χαράς
φώτισε
το
πρόσωπο. του
Θανάση. 'Ηταν η ώρα που θα έδειχνε στον κύριο πρόεδρο
ότι ξέρει να γράφει μελετημέ\α. Και την ίδια
αστραπή της χαράς μπήκε βαθιά στην
στιγμή η
καρδιά-του και α­
νασάλεψαν στο νου του οι αναμνήσεις φέρνοντάς-του στην
επιφάνεια το κομάτι εκείνο του καφετί βιβλίου που έλεγε
πως ο «πρόξενος εχτιμάε ι πολύ τα ταλέντα·του •. Γίνηκε
ομιλητικός. 'Ανοιξε ένα τετράδιο και του έδείξε κάτι, εΙ­
κόνες που ζωγράφισε άλοτε
-
καθώς κι ο Βέρθερος .•
Μέσα στο τετράδιο έβλεπες κάποιους κακοσχεδιασμέ'
νους άγιους. ένα Μέγ' Αλέξαντρο, έναν Κολοκοτρώνηκαι
δυό τρία ζώα.
α πρόεδρος άρχισε να βαριέται,
του τrαίνεσε βιαστι­
κά βιαστικά τη ζωγραφική-του, του είπε πως την άλη
μέρα θα περνούσε να πάρει τα δυό λόγια για τη. 4: φτωχή­
του τη μάνα» και βγήκε πάλι στο δρόμο.
Η πόρτα έκλεισε και
πίσω
απ' αυτήν
και χαρούμενος ο νέος Βέρθερος.
έμεινε
μόνος
Πήρε χαρτί να γράψει
της μάνας του 'Εγραφε κι έσβηνε, γιατί κάτι μέσα-του του
ψιθύριζε πως ένας Βέρθερος δεν
εκείνα τα κοινά
μπορούσε ν' αραδιάζει
«πρώτον έρχομαι να ερωτήσω δια
την
καλήν-σας υγείαν και δεύτερον αν ερωτάτε δι' ημάς καλώς
..
υγιαίνομεν ". Επρεπε να στίψει το μυαλό-του να βρει κάτι
τrρωτότυπO. κάτι μεγαλόπνοο.
κάτι θείο.
Ασυναίσθητα άπλωσε το χέρι-του, έπιασε το βιβλίο,.
το φυ\ομέτρητε, βρήκε ένα ωραίο κομάτι, τ' αντίγραψε.
το φύλαξε το διπλωμένο χαρτί μέσα σ ένα φάκελο, τον
παράτησε πάνω στο τρατrέζι και σηκώθηκε βαρεμένος για
να πέσει στο ι.ρεβάτι-του. Μα όσο γδυνόταν ο κλειστός
φάκελος που κοιτόταν πάνω στο τραπέζι και του "ίχ ε
-
8
,ρ,';
:δόσει τόση χαρά λίγην ώρα πριν.
την καρδιά με πίκρα. Καταλάβαινε
τώρα
του
πλημύριζε
πως
τον
περίπαιζε,
πως τον ττερούνιαζε την ψυχή.
-'Ο,τι έγραφε ο Βέρθερος τα έγραφε χωρις να τ' αν­
τιγράφει. Κι εγώ έτσι πρέπει να κάμω .
. Εσκισε
το πρώτο κι άρχισε να γράφει άλλο. Πάλι το
σβήσιμο και το γράΨιμο ως που νύσταξε
καλά
κι έγειρε
το κεφάλι -του πάνω στο τραπ έζι κι αποκοιμήθηκε.
Το πρωί πέρασε ο πρόεδρος, χτύπησε
την πόρτα-του
και τον ξύπνησε. Δίπλωσε γλήγορα γλήγορα
το
γράμα,
το έκλεισε σ' ένα φάκελο και του το παράδωσε. Μα όταν
έφυγε ο πρόεδρος
κι έκλεισε
την πόρτα,
θυμήθηκε
τ' αφεντικό-του όσες ψορές θέλησε να του
για καμιά-του υττόθεση του ζητούσε
δώσει
συγΥνώμη
πως
γράμα
κι ύστερα
έκλεινε το φάκελο. Ο αφεντικός-του, βέβαια, δεν είχε την
ψυχή του Βέρθερου, αλ' αυτός ττου μοιραία έττρεπε να την
έχει;
-
Δεν έπρεπε να κλείσω το γράμα
ξανάλεγε. Τί θα πει
αυτό,
τώρα ο άνθρωπος;
Δεν μπορώ να καταλάβω το διπλανό-μου
Δεν
έλεγε
έ.χω
και'
ψυχή.
και νομίζω πως
όλος ο κοσμος είναι σαν κι εμένα κακός και ττονηρός.
Πέρασε η μέρα κι ο Θανάσης
ήταν
λογή. Πώς έπρεττε λοιττόν να κάμει για
ριχμένος
σε συ
ν' αποχτήσει την
Ευγένεια εκείνου ~
'Ηρθε το βράδυ, βαρύ, βροχερό. Ο Θανάσης κλείστηκε
-στο δωμάΤΙΟ'του και στρώθηκε στο
πολά να γράψει
σήμεριΎ,
γράψιμο.
ύστερ' αττό
την
Είχε
εττίσκεψη
κοινοτάρχη. 'Ομως τίποτα. Οι σκέψεις θαρείς
τόσα
του
είχαν στα­
ματήσει στο κεφάλι-του. 'ΑνοιξΈ το κουτί, σκόρπισε πάνω
.στο τραττέζι τις προηγούμενες
«
εντυττώσεΙζ» και πήρε στα
χέρια-του το πρώτο πρώτο χειρόγραφο, εκείνο που μιλούσε
για το χωρισμό-του
(τη μετακόμιση-του. δηλαδή,
παλιό σττίτι). Το διάβασε
φώναζε πως δεν
Η καρδιά-του
έττρεττε να
αττό το
τάρα σα να τοι;
κρύβετ' άλο. 'Επρεπε οπωσ·
δήποτε να βρει κάποιο φίλο πιστό να του ξεμολΟΥηθεί το
βαθύ-του πόνο.
9­
'Εφερε στο νού-ωυ τις μορφές όλων των γνωστών-του,
όμως σε κανενός το πρόσω710 δεν μπόρεσε
να
βρει φίλο
αληθινό .
'Ητανε το στιiθος-τοu ένα ποτήρι ξέχειλο μ' αισθήματα
.
που μόλις θα τ' ανατάραζες λιγάκι θα χυνόταν. Το πράγ­
μα φαινόταν ολοκάθαρα. 'Επρεπε να βρεθεί ο φίλος 'Ηταν
η μόνη διέξοδος στο
κύμα που
ταραγμένο
πάφλαζε
μέ­
σα-του.
Στο τέλος, όλες οι αόριστες, θαμ'lt6ς
σκιές
'Και καταστάλαξε στο μυαλό-του μιά φωτεινή
χάθηκαν
εικόνα
κά·
710ιου παλιου συμαθητή'του στο χωριό.
-
Αυτός Υνωρίζει και τη μητέρα'μου, είπε.
Ε171'.'
ΛΠΟ
,ν\α ύστερα μετάνιωσε πάλι­
καιρό πολεμούσε να φτιάσε'.
το σκίτσο
νης. Δεν το κατάφερνε και περνούσε
από το σπίτι-της. Η
μάνα της, που
σχεδόν
της
Ελέ­
κάθε μέρα
τον έβλεπε όλην
την
ώρα Εκεί, δε βάσταξε και του είπε;
--
Παιδί-μου. Θανάση. Δεν κάνει να έρχεσαι τόσο συ­
χνά στο σπίτι· μας. Τί θα πει ο κόσμος, αφού μάλιστα γί­
νεται λόγος ν' αραβωνιαστεί η Ελένη μου
Στην
apx1i
δεν πολυκατάλαβε
;
'Υοτερα
όμως
σα να
ξυπνούσε;
-
Ν' αραβωνιαστεί; ρώτησε.
Με το Υείτονα μας τον Καρούλα. Φί.λος σου ήταν.
Δεν τον θυμάμαι, έκαμε ο Θανάσης. Δεν τον θυμά­
μαι καθόλου.
Σηκώθηκε κι έφυγε. 'Εφτασε 71ερίλυπος στο σπίτι-του,
και κλείστηκε στο ερημικό-του δωμάτιο.
'Την ώρα που πηρε
χαρτί
να
Υράψει,
είχε
νικημένου στρατηΥού. Δεν μ710ρούσε να ησυχάσει
το ύφος
κι
όλο
μουρμούριζε;
-
Αραβωνιάζεται η δούλη του Θεου Ελένη τον δουλον
του ~εoύ ΚαρούλαΥ.
10
Και φαντάστηκε πως το όνομα
Καρούλας
μεγάλο σφυρί που κοπανούσε την πονεμένη
'ήταν
ένα'
ψυΧli-του. Κι
όπως κρατούσε την 'Πένα και σκεφτόταν τί να γράψει,
τα­
μάτια-του άρχισαν να γεμίζουν δάκρυα θερμά, που κυλού­
σαν πάνω στο χαρτί.
Αραβωνιάζεται
-
ο δούλος του θεού Καρούλας
την
δούλην του θεού Ελένην.
Ξαφνικά, σα να Ίτέρασε λάμψη μέσ' απ' τα σκοτάδια
του νού· του, στο πρόσωπο· του
ζωγραφίστηκε
Τόρα θα μοιάζω μ' εκείνον,
-
θα
έχω
χαμόγελο.
κι εγώ φιλη­
νάδα που θα είναι αραβωνιασμένη.
'Ορμησε πάνω στη μικρή εταζέρα, άρπαξε
το βιβλίο,
φυλομέτρησε γλήγορα γλ11γορα διαβό:ζυντας που και που
σειρές, βρήκε το κομάτι που μιλούσΕ
για κά,ι
μεταφρά­
σεις από τον Οσιανό κι εκεί σταμάτησε χέρι και μάτι χω·
ρίς να τολμάει να προσπεράσει ή να πάρει κάποιαν από,
φαση, λες κι έπαψε να
δουλεύει
ο
νού-του
ένα πράγμα χαμένο. Αργά γύρισε ακόμη
σταμάτησε πάλι ώρα
πολή
σκεφτικός.
ένα
Μετά
Ηταν
Ίτιά
φύλο
και
σηκώθηκε,
τράβηξε σ' ένα παλιό μπαούλο, 'Iτ1iPE στα χέρια-του κάτι
σβησμένα και τριμένα χειρόγραφα, ξεχασμένα απ' τα παι'
δικά'του χρόνια.
Τα διάβασε, τα ξαναδιάβασε, μα δεν πήγαιναν Υια το·
σκοπό που τα ήθελε. Τα έσπρωξε και σκορπίστηκαν
στο
πάτωμα.
Άνοιξ'
. Ηταν
ένα
Υαλικό
αναγνωστικό.
1'0
κι άρχισε να μεταφράζει τους στίχους.
<
φυλομέτρησε.
χαρούμενος, Τ' άλο βράδυ αγόρασε λεξικό, κάθισε
Τους βρήκε όμως'
Ίιολύ παιδικούς> και τους παράτησε.
-
Δε θα γίνω ποτές
δεν ξέρω άλη γλώσα.
σαν
Ας
κι
αυτόν, σκέφτηκε,
μεταφράσω
αφού
τουλάχιστο
κάτι
α'Πό τους αρχαίους. Τ' αρχαία τα ξέρω.
Τράβηξε μπροστά-του ένα δυό σχολικά βιβλία, λείψανα
μαθητικής ζωής, μα κι εκεί δε βρήκε τίποτα.
- Ti
θα νιώσει η δική-μου Σαρλότα
Ανάβαση ή από το Λουκιανού ΕνύΊτνιον;
από
την
Κύρου
Πέρασε στους Ψαλμούς του Δαυίδ και
\/'
ήταν
αρχίσει τη μετάφραση-τους, όμως θυμήθηκε
έτοιμο ς
πως
είδε
κάποτε μετάφραση ψαλμών σε στίχους, ενώ στο βιβλίο-του
ήταν πεζοί. Από την άλη μεριά καταλάβαινε πωζ δεν ήταν
σωστό να της
έγραφε
Κυρίω και ψάλειν τω
«ΑΥαθόν
το
εξομολΟΥείσθαι τω
ονόμαΤΙ'σου, νψιστε
Μα
>.
τί
να
έκαμνε τότε; θαρείς πως είχε ολότελ'αδειάσει το κεφάλι·
του αυτό το βράδυ.
Και πώς να σου μείνει καιρός και
-
όρεξη
όταν
σε
ξεζουμίζει απ' το πρωί ως το βράδυ η ζωή;
Κοιμήθηκε.
Κατά τα μεσάνυχτα ξύπνησε
κρεβάτι.
και
πετάχτηκε
από το
Πήρε χαρτί κι άρχισε να γράφει.
'ΕΥραψ' ένα στίχο και σταμάτησε.
-
Τίποτα! Δε θα τα καταφέρω.
γήθηκε. Δεν αξίζει να δώσω
δε με νιώθει.
την
Κι αμέσως δικαιολο­
ψυχή'μου σε
Σε λίΥω σα να θυμήΘηκε κάτι.
κάμω τις μεταφράσεις μου
και μάλιστα
από
μιάν
που
Πρέπει
δυό
να
τρείι;
γλώσες
Γάλο βράδυ, με το λεξικό στο χέρι, πήρε σβάρνα τα
βιβλιοπωλεία κοιτάζοντας τα Υαλικά βιβλία και
προσπα­
θώντας να ξηΥήσει τους τίτλους-τους Μερικοί του άρεσαν.
Ρώτησε για την τιμή τους. Πανάκριβα Τελοσπάντων εβαλε
το
πιό φτηνό στην τσέπη-του και Υύρισε
πλημυρισμένος
'ι: ε νέες ελπίδες Υια το σπίτι·του.
"Εμεινε όλη τη νύχτα ξάΥρυπνος
καπνισμένη λάμπα,
κι ας σφύριζε
έτσουζε και τον 11ερούνιαζε το
μπροστά στη
έξω ο βοριάς,
μισο­
κι
aC
κρύο. Η αλήθεια ήταν πως
εκείνο το βράδυ δεν έκαμε μεγάλα 11ράΥματα. Οχτώ σει·
ρές μόνο είχε μεταφράσει. ·Ηταν όμως ευχαριστημένος.
-
Η αρχή είναι το ήμισυ του 11αντός.
σκέφτηκε.
Μα­
κάρι να είναι κάθε βράδυ α11ό τόσο.
ΣυλΟΥίστηκε 11ως μέσα σ' ένα
στημα θα είχε κάνει διαKlίtσιoυς
μήνα
με
σαράντα
που μ110ρο-ύσε μια χαρά να της το στείλει.
-
12
το
ίδιο σύ­
στίχους,
υλικό
Την άλη μέρα
όμως
τα μάτια-του
κλείναν
από
τη
νύστα κι ο επιστάτης του έκαμε 'Παρατηρήσεις.
Μ);πωςαυτό γίνεται κάθε μέρα; μουρμούρισε.
_
Οι μέρες
κι
οι βδομάδες
Θανάσης φαινόταν
κατάσταση
κυλούσαν
ευχαριστημένος
κυνηγημένες.
α'Π' όλην
Πήγαινε κά'Που κά'Που στο σ'Πίτι
αυτήν
της
Ο
την
Ελένης
με τον κρυφό 'Πόθο να συλάβει τη μορφή-της, 'Που θα την
απόδινε μια μέρα σΈνα σκίτσο και θα το κορνίζαρε ωραία
και θα το τοποθετούσε πάνω στο τραπέζι
μύτη-της του τα χαλούσε πάντα
Πολές
'Ομως εκείνη η
φορές
σκέφτηκε
να της ζητήσει μια φωτογραφία. [νΙα α'Πό μέσα-του η φωνή
εκείνη πο" μέρες τόρα τον συνόδευε και δεν τον άφινε να
ησυχάσει του φώναζε:
Σκίτσο σκίτσο. Δεν αξίζει τίποτα η φωτογραφία.
-
Και καθόταν
μιλάει
και
ώρες
μόνο
ολάκερες
όταν
απέναντι-της χωρίς να­
εκείνη κόβοντας
τη
σιωπή
του.
έλεγε:
-
Τί με κοιτάς έτσι;
Της απαντούσε:
-·Ετσι. Μ' αρέσει να σε κοιτώ.
Κι εκείνη:
-
Ε, κοίτα· με το λοι πόνο
Τότες έπεφτε σε συλογή. « Νιώθω να μοιάζω με χαζό.
Πώς να καθόταν άραγε ο Βέρθερος;
Του ήρθε στο νού-του
η
».
τελευταία
συνάντηση
του
Βέρθερου με τη Σαρλότα κι η σκέψη του κόλησε πάλι εκεί
χωρίς να μπορεί να ξεκινήσει.
'Ενιωθε καθαρά πως
στο κεφάλι του ήταν μιά μηχανή σταματημένη
μέσα
χωρίς
ελ
'Πίδα να διορθωθεί.
λήσω
Να την αρπάξω κι εγώ ό'Πως εκείνος και να τη φι·
;
Να πέσω στα πόδια της κλαίγοντας; Συμβούλεψε­
με, Θέ-μου, εσύ 'Που γνωρίζεις την καρδιά μου.
Θέλησε με τρόπο να της μιλήσει για το καφετί βιβλίο,
να της ΤΟ δώσει να το διαβάσει κι ήταν βέβαιος
πως
αν
το διάβαζε θα γινόταν κι αυτή σαν τη Σαρλότα. Μα πάλι­
τραβιόταν. Της είπε μόνο:
13 ...F
--
Τα παλιά χρόνια ήταν πολύ καλύτερα.
Τώρα το κατάλαβες; απάντησε εκείνη
Ελένη, θέλεις να σε φωνάζω Σαρλότα κι εσύ να με
φωνάζεις Βέρθερο
;
Γέλασε:
-
Τί έκανε λέει;
Βέρθερο
;
Να με
φωνάζεις
Σαρλότα
κι εγώ
Μήπως σου πήραν το νου τα βιβλία;
'Εσκυψε το κεφάλι και δε μίλησε πιά. Του φάνηκε πως
το δωμάτιο μαζί μ' όλα τα
πράγματα
γυρνούσαν.
Γυρ­
νούσε κι αυτός, κι εκεί, μέσα στο στρόβιλο που τον ζάλιζε,
έριξε το κεφάλι-του μέσα στα χέρια-του κι έκλαιγε έκλαιγε
μ' αναφυλητά σα να ήτανε μωρό.
Η Ελένη του χάιδευε τα μαλιά και
να δοκίμαζε
να παρηγορήσει
παιδί.
του
μιλούσε
Ι(αι τότε
σα
σα
ν' α­
πλώθηκε μια παράξενη γλύκα, γαλήνεψε η αναταραχή-του
και χωρίς να σκεφτεί είπε
-
απότομα:
Σαρλότα, έχεις την πιο ωραία ψυχή του κόσμου.
Εκείνη δεν απάντησε. Μόνο ένα χαμόγελο φάνηκε στα
χείλη-της
ΧΩΡ!ΣΑΝ.
Βρέθηκε στο σπίτι-του κι ακόμη στο νού του
Υυρίζαν
όλα εκείνα που έγιναν στης Ελένης Σα νάκουγε τα γλυκά
λόγια της και
να αιστανόταv το βελουδένιο της
χέρι
να
του χα'ίδεύει το κεφάλι. Πλέοντας μέσα στην ψευδαίσθηση
τούτης της ηδονής. που του γενούσαν τα άσημα περιστα­
τικά που έζησε λίγες ώρες πριν, άθελα-του μουρμούρισε:
-
Δεν υπάρχει τίποτε άσχημο στον κόσμο.' Ολα είναι
ωραία, γιατί στην ψυχή
μέσα '(ων
ανθρώπων φωλιάζει η
καλωσύνη.
ΞΕΣΥΡΕ
πάλι
το βιβλίο.
Του έτυχε
το
κομάτι
Βέρθερος μιλεί με τη Σαρλότα και της διαβάζει
--1'-'°
που ο
τα φα·
Υούδια-του.
Έττεσε
πάλι
σε συλογή
Μα
δε
σκέφτηκε
ττολύ.
'Αρχισε να γράφει. Είχε διάθεση μεγάλη.
Μόλιc
τΕ·
λειωσε, έκλεισε το γράμα κι αποκοιμήθηκε.
Το 'Πρωί έριξε το φάκελο στο ταχυδρομείο. Είχε μέσα
δυό 'Ποιήματα·του. Μα μόλις ξεμάκρυνε λίγο α'Πό το κουτί
μετάνιωσε.
Βλέπεις τί κάνω; μουρμούρισε. Δεν
της
μπορούσα
να
τα πάγω μόνος μου όπως θα έκαμνε κι ο Βέρθερος;
Αντί να τραβήξει για τη δουλειά
μπήκε
στο
δρόμο
του σπιτιού-της.
Η καρδιά'του ήταν γιομάτη από
αλόκοτα
συναισθή­
ματ~ και σ' όλο το δρόμο του φέρναν τα λόγια
της έλεγε, Μέσα στην τσέπη'του είχε
που
φυλαγμένο
θα
το κα­
φετί βιβλίο και φυλομετρώντας-το έπαιρνεθάρος.
Χτύττησε την πόρτα της.
Του άνοιξε η ίδια.
-
Σα ζαλισμένο σε βλέπω.
του είττε μόλις το\! αντί·
κρυσε.
Το θάρος του εξατμίστηκε διαμιάς
και
τα
λόγια·του
μττερδεψαν ολότελα. Καλημέρισε.
Εκείνη γελούσε.
-
Σα νά 'χεις αδυνατίσει αυτές τις μέρες.
Ο Θανάσης ζαλίστηκε αληθινά.
_.
Είμαι βέβαιος πtvς ο Βέρθερος δε θ' αγαπούσε ΊτΟ
τές μια 'Που θάμοιαζε της Ελένης. σκέφτηκε
Και 'Πως θα
μόιάσω έγώ του Βέρθερου αφού δε βρίσκω μιαν
αληθινη
Σαρλό1α;
'Εκαμε να φύγει, μα εκείνη τον τράβηξε μέσα.
Ανέβηκαν ίίάνω.
Κάθησαν σιωπηλοί ο ένας απέναντι
στον άλο.Του Θανάση του φάνηκε πάλι 'Πως όλα γυρνούσαν
κι ένιωθε κεφαλόπονο. Κάρφωσε τό βλέμα
σ' ένα
μάτσο
χαρτιά 'Παρατημένα στο τραττέζι και 'ΠροστταθΟL'σε να βρει
τρόττο να της μιλήσει για τα 'Ποιήματά·τοv
Δεν τόλμησε.
Είχε περάσει αρκετή (Λρα και σηκώΘηκε να
φύγει.
Η
λένη τον κράτησε
Την ίδ ι α ώρα χτύπησε ο ταχυδρόμος,
πέταξε ένα γράμα στην αυλή κι έφυγε.
ΓΙ
κόρη πήγε το
'Πήρε και τ' άνο ιξε.
Μπα. έκανε μπαίνοντας πάλι στο δωμάτιο.
-
πω. έγινες και 'Ποιητής;
Α'Πό
'Πότε
Τί βλέ­
βρίσκεσαι
στα σύ­
νεφα.
Μπήγει τα δάχτυλα της στα πυκνά του μαλιά και προσ­
παθεί να κολήσει τα χείλη της
στα
δικά-του. Αυτός τρα­
βιέται.
Αυτό μας έλειπε τόρα. σκέφτηκε. Αυτό που πρέπει
-
να κάμω εγώ το κάμνει αυτή.
Σηκώνεται γλήγορα γλήγορα, κατεβαίνει την
ξύλινη
σκάλα, ανοίγει την πόρτα και χύνεται στο δρόμο..
Η Ελένη του φωνάζει
;
Την Κυριακή ναρθείς στους αραβώνες·μου.
-
Αυτός
τρέχει
σαν κυνηγημένος.
Μόλις
φτάνει
στη.
στΡοΦιΊ και χάνεται από τη ματιά της, στηρίζεται σ' έναν
τοίχο και κοιτάει χωρίς
να βλέπει,
Το
βλέμα·του
είναι
θολό και άθελα-του χειρονομεί.
Ξαφνικά χώνει το χέρι
στην
τσέπη του, χα'ίδεύει το
καφετί βιβλίο κι ευθύς ξαναβρίσκει το θάρος-του,
συνήρθε ολότελα με το άγγιγμα εκείνο
και
Ης και
χώθηκε τρε­
χάτος ανάμεσα στο πλήθος.
Περπατάει συλογισμένος στη λιόλουστη λεωφόρο γε'
μάτος από απελπισιά. 'Ηταν έτοιμος να πηδήξει
θάλασα να πνιγεί ι) να ριχτεί σε αναμένη
σε
μιά
φωτιά.
KαταλΘ:βα~νε καλά πως όλα πιά τέλειωσαν γι' αυτόν
και πως δεν είχε καμιά αξία η ζωή αφού έχανε
κάτι 'Itou
Tltav σκοπός του μαύρου και σκοτεινού·του βίου.
Ί)ταν μόνο αυτό;
Εκείνο 'Που τον
{καμνε
1tιό πολύ ήταν πως η Σαρλότα-του έπεφτε
να
Κι αν
υποφέρει
στα χέρια κά­
"Ποιου άλου, κάποιου που ήταν ολότελα ξένος στην αθώα­
της
ψυχή.
-
Κι όμως, είπε σε λίγο.
Αν το καλοσκεφτείς,
τόρα
είμαι ο αληθινός Βέρθερος. θά γνωριστώ με τον Καρούλα,
θα συζητώ για όλα τα πράματα μαζί-του και
-
16
μάλιστα αν
μοιάζει με εκε.ίνον του βιβλίου να μη συμφωνούμε ποτές,
ακόμη καλύτερα.
Η αισιόδοξη τούτη ιδέα του αναποδογύρισε την απαι·
σιοδοξία που τον ξεπροβόδιζε σ' όλο το δρόμο και μπήκε
χαρούμενος στο σπίτι-του. 'ΕβΥαλε
τα
Υράματα
από το
χουτί, τα διάβασε όλα και ίJστερα έγραψε:
«Τελείωσε πια η ιστορία.
φορά σήμερα
Την
είδα
για
τελευταία
».
ΗΡΘΕ η Κυριακή, 'Εξω η μέρα ήταν χαρούμενη. Ο Θανά­
σης βΥήΚέ από το
σπίτι-του και
να. καθίσει λίγο στο πάρκο,
τράβηξε συλΟΥισμένος
ν' ακούσει
μουσική,
να
ξε­
χλιάνη ο νούς·του. Σκεφτόταν πως σε λίγες ώρες η ΕΗνη
θα ήταν αραβωνιασμένη και
θα κάθεται δίπλα στον Κα­
ρούλα ολότελα ξένη απ' αυτόν και καταλάβαινε πως δεν
θα είχε δικαίωμα να στέκεται απέναντί·της και να την κοι­
τάζει στα μάτια. Μα τί να γίνει; 'Ετσι είναι η ζωή.
Μια ακατανίκητη Επιθυμία να την
ιδεί του
ήρθε
και
τον έκαμε να πεταχτεί. Μέσα στην ξαναμένη·τοι>φαντασία
του γενήθηκε η ελπίδα πως μόνο ένα
κακό
όνειρο
ήταν
όλ' αυτά και δεν μπορούσαν να εξελιχτούν με τόσο γρή­
γορο ρυθμό.
Αργά πήγε στο σπίτι-της. Ανακατώθηκε με τους καλε­
σμένους στην αρχή, ύστερ' αποτραβήχτησε σε μια γωνιά,
στρώθηκε μπροστά στο τραπεζάκι με
τα
βιβλία
και ξε·
χάστηκ' εκεί ανασκαλεύοντας-τα. Ξαφνικά ανακάλυψε ένα
αφετί, όμοιο με το δικό-του. Το ~ Βέρθερο >.
-
Α, έκαμε
χαρούμενος
Νά,
λοιπόν,
Ελένη το αγαπημένο·μου βιβλίο κι εγώ
το ήξερε κι η
πήγαινα
να
της
δόσω να διαβάσει το δικό· μου.
Αμέσως όμως
το
πρόσωπό-του
κιτρίνισε.
Η
υποψία
'Πως η Ελένη είχε διαβάσει το βιβλίο, του σφηνώθηκε στο
νου και του χάλασε όλη τη διάθεση.
-
Αν τό 'χει
διαβάσει,
τότε
γιατί να μη με νιώθει;
17 ­
ΓιαΊί να μου πει: « Μή'Πως. σου 'Πήραν το νου τα βιβλία ί"
Κι αν με κορόιδευε επειδή της μιλούσα
της μιλούσα ~.τσι
;
Μή'Πως
πείρα-του από τα βιβλία i
Εγώ φταίω!
ο
έτσι i Τί
άνθρωπος
Α ν 'Πάλι
δεν
θα
πει
αντλεί την
δεν τό 'χε διαβάσει;
Οφειλα να της το συστήσω. Χειρότερο ήταν
να τό'χε διαβάσει γιατί τότε σημαίνει πως είναι στρίγγλα.
Η Ελένη ήρθε κοντά-του και του έκοψε τις σκέψεις.
-'Ελα μέσα
του είΠΕ σιγά.
Ο Θανάσης δεν :ΞφεΡΕ καμιά δυοκολία'Ετιιασε το χέρι­
της και μ'Πήκαν οτο δωμάτιο 'Που
ήτανε
το
πλήθος,
Η
Ελένη του σύστησέ κάποια φιληνάδα·της,
--'Εχεις τάρα 'Παρέα, του ψιθύρισε.
Δεν
πιστεύω να
στενοχωρεΘείς και να ξανατραβηΧΤΕίς με τα βιβλία.
Χαμογέλασε ο Θανάσης
'Ομως ένα παράξενο 'Πράγμα
πήρε θάρος ατιό το λόγο αυτό
Η νέα κοπέλα
της Ελένης,
οα
να
μόλις μείναν
οι δυό-τους τον ρώτησε;
--
Σας αρέσει το διάβασμα;
Πολύ, έκαμε αυτός.
Τί βιβλία
διαβάζετε
αν επιτρέπεται; ξαναρώτησε.
-Οη νά 'ναι, ατιάντησε αυτός. Χωρίς σύστημα.
-
Αυτό είναι το καλύτερο. Είστε κι εσείς σαν κι εμέ­
να. Και τόρα τί διαβάζετε;
Σκέφτηκε λίγο
-
ο Θανάσης.
Το «Βέρθερο >, είπε δειλά:Ενα πολύ ωραίο βιβλίο.
Θα το έχετε βέβαια διαβάσει. Ο τύπος αυτός μιλάει σΊην
ψυχή. Είμαι βέβαιος πως όποιος διαβάσει αυτό το βιβλίο,
όσο άγριος κι αν είναι θα γίνει καλός.
-
Τί κρίμα να μην το διαβάσω.
Ο Θανάσης [JE μίλησε. Την 'Πήρε από το χέρι,
τη γνώριζε από χρόνια, και την ωδήγησε στο
σα να
τραπεζάκι
που πριν λίγο καθόταν μόνος-του, πήρε το βιβλίο και της
το έδειξε:
Μείναν ΕΚΕί ώρα τιολτι uόνοι.
Εκείνος της διάβαζε κομάτια από
το βιβλίο κι εκείνη
συμφωνούσε όλο και 'Περισότερο μαζι-του.
-
18
Σιγά σιγά τα
δυό κεφάλια έΥειραν, ενώθηκαν και τα τέσερα διψασμένα
χείλη προσ'Παθούσαν να ξεδιψάσουν.
ΕΞΩ είχε Ίτέσει καλά το σκοτάδι
σΊτΙ τιού ακούστηκαν τα
και
στις
βαριά, κουρασμένα
σκάλες του
βήματα
των
καλεσμένων.
'ΕφυΥε κι ο Θανάσης.
'Εφτασε στο σΊτίτι-του και ξάπλωσε' στο κρεβάτι-του.
Μιά γλυκιά νάρκη του χάιδευε
το είναι-του και
του 'Πα­
ράλυε όλα του τα μέλη, Αττό τ' ανοιχτό Ίταράθυρο έμτταινε
η βραδυνή αύρα και τα Ίτασττάτευε όλα.
'0
Θανάσης
αί­
σθανόταν μέσα-του μιά φωτιά 'ΠΟ'.) κοχλάκιαζε το αίμα-του
και το έκαμνε να τρέχει
μΕ καλΊτασμό στις :Ξξογκωμ ένες
.φλέβες.
Ξαφνικά η μΟΡΦt'ι της νέας
Υυναίκας
εκεί μΊτροστά-του λευκοφορεμένη, αέρινη
παρουσιάστηκε
όπως
την
είδε
στο σΊτίτ.ι της Ελένης. Καταλάβαινε τι,;1Ρα Ίτως δε θα μπο'
.ρούσε Ίτιά να ζίισει δίχως αυτήν. Υιατί αυτή ήταν η αλη­
θινή Σαρλότα Ίτου θα
τον έκαμνε πραΥματικό
κι ευτυχι­
σμένο Βέρθερο.
Πετάχτηκε διαμιάς από το κρεβάτι, πήρε χαρτί και της
έγραψε
,
Η ψυΧ1'ι-μου κι ο νους· μου φτερουΥίζουν 11άντα σ' ε­
σάς, που είστε η Ίτιό αγνή αΊτ' όλες τις κοπέλες
σμου κι ακόμη 11ιό αΥνή κι ασύΥκριτη.
αΊτό τη Σαρλότα του βιβλίου,
σαπ όσο της πρέΊτει
1101)
τολμώ
του
κό·
να Ίτω κι
πιστεύω θα την εκτιμtΊ
από τις λΙΥοστές γραμμές
Ίτου σας
διάβασα απόψε.
ΛΥαττητή δεσποινίς, δεν είμαι κακός.
και πιστiΞ.ψτε-με, ότι στο πρόσωπο-μου
ιθινό-σας
Βέρθερο
ΕμΊτιοτευθήτε-με
θα βρήτε τον αλη­
'.
'ΕΥραφε έγραφε χωρίς να μπορεί να σταματήσει Πα­
19
τέ άλοτε δεν είχανε στριμωχτεί μέσα στο μυαλό του τόσες.
ιδέες
1tOIJ 1tολεμούσαν
χαρτί.
ποιά να 1tρωτοδιοχετευθεί στο άσπρο
Για μιά στιγμή σταμάτησε.
Η λευκή σκιά της νέας
J(Ο1tέλας χάθηκε και στην ξαναμένη
ρώθηκε η Ελένη.
Δεν την
μάνα·του. Γριά με σκεβρωμένο
χέρια 1tερίμενε
1([
του φαντασία
πολυσκέφτηκε.
1tρόσω1tΟ και
;
τη
κουρασμένα
σ' αυτόν να βρει αποκούμπι.
Τί κάνω εγώ συλλΟΥίστηκε. Πώς άφισα
έφυΥε
φανε­
θυμήθηκε
Α1tό αύριο
1tpEnEl
τον
καιρό
να ξαναμπώ στη ζωή.
Πήρε μέσα απ' το ξύλινο κουτί τις « ενΤU1tώσεις
",
τις
Ξσχισε μικρά μικρά κοματάκια, πήγε κοντά στο τιαράθυρο
και τις σκόρπισε στον αΥέρα.
Τα μελίγγια του δεν χτυπούσαν η:ιά κι ο πυρετός τον
παράτησε ολότελα. 'Εσβησε τη
λάμπα και χώθηκε
από το πάπλωμα. Γύρω Ι1ταν απλωμ:Ξνη ησυχία.
-- 20
κάτω
ΜΟΝΟΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ
Ο.
Γ t Α Ν Η Σ βγήκε
από
το
υ'Πόγειο που
ήλιος έκαιγε δυνατά ακόμη
ανάσανε βαθιά. -Γράβηξε προς
ανακατώθηκε με το 'Πλήθος
τη
του
δούλευε.
Ο
Τέντωσε το κορμί κι
μεγάλη
λεωφόρο
ανεβοκατέβαινε
και
την 'Πο·
λυάσχολην ώρα.
-Πόσος κόσμος, μουρμούρισε ο Γιάννης.
ΚΙ εγώ να
είμαι ξένος κι άγνωστος ανάμεσα·τους.
Σταμάτησε σε μιά γωνιά και κοίταζε αφηρημένος μιά
γυναίκα 'Που 'Περνούσε ντυμένη στ' άσπρα
Τα
χυτά λευ'
κορόδινα πόδια-τηq γυάλιζαν στον ήλιο. Ο Γιάνης σκέφτηκε
rιάλι: '
-
Η ίδι'α η άνοιξη ..
Μα
,
γιατί
να είμαι τόσο ξένος,
τόσο μόνος;
Προχώρησε λίγο ακόμη, αργά, σαν ξεχασμένος. Εφτασε
σε μιά πλατεία και σταμάτησε, Μουσική
σμος στεκόταν γύρω στην
έπαιζε
ξύλινη εξέδρα
κι ο κό··
της ορχήστρας
κι άκουγε. Πήγε κι αυτός κοντά.
Η πολύβουη μουσική του ~ ανακάτευε
όλα μέσα στο
μυαλό-του. θυμήθηκε τα παιδικά-του χρόνια. Του ήρθε στο
νο[) ένας πολύ παλιός σκοπός που τον μάθαινε παιδί σ'ένα
μαντολίνο
χαρισμένο
α'Πό
τον
πατέρα-του
και κάποιον
άλλον σε μιά κιθάρα που την είχε αγοράσει με το πρώτο­
του βδομαδιάτικο.
Ούτε
τον πρώτο
είχε μάθει ούτε τον
δεύτερο, 'Υστερα θυμήθηκε πώς μαζί με
παιδα μάζευε ξύλα, α'Πό κείνα
τ' άλλα
που ξερνούσε
η
φτωχό.
θάλασα,
21
~
ξυπόλητος μέσα στους βούρκους,
τον καιρό
'Πολέμου. θυμήθηκε τη δυστυχία που
του
πρώτου
είχε μπει στο σπίτι­
τους όταν ήταν στρατιώτης ο πατέρας-του.
Τί διάολο, σκέφτηκε. Τί μου ήρθαν όλ' αυτά τώρα;
-
Στάθηκε λίγο ακόμη στην 'Πλατεία κοντά στο συγκεν­
τρωμενο πλήθος κι όταν σταμάτησε η μουσικ;"
και διαλύ­
θηκαν κίνησε πάλι.
Βρέθηκε
μ'Προστά
σε
κάτι
σκαλο'Πά-ια
Τ ανέβηκε
αργά αργά.
Ν' ανεβαίνεις σιγά
-
σκέφτηκε. Μα η δΙKiι.·μoυ
σιγά τα σκαλιά
η
ζωή
ήταν
ωής-σου,
-
μιά
-εία όλο
-
Υούβες με νερά.
Μόλις έφτασε
τ ον
στο
κεφαλόσκαλο
κάπο ο
σταμάτησε:
-
Γιάνη, φώναξε.
Μπά, έκαμε ο Γιάνης. Τί νέα
j
Καλά καλά. Πόσα χρόνια έχω να σΞ-
Ει,
ό τότε
_
που ήμαστε στρατιώτες.
-
Πώς πέ.ρασαν τα χρόνια
Ο Γιάνης
σταμάτησε
;
απότομα. Δεν ήξερε
Σα νάχουν κολήσει τα λόγια μέσα στο
αρί.
πει
.
.
.
Στά­
θηκαν λίγο ακόμη ~:ηωπηλo[ οι δυό άντρες. ί.σ-ε
ίξα
τα χέρια και χώρισαν . . .
Πήρε ξανά μόνος το δρόμο.
Ο ήλιος
και τα φώτιζε όλα κι ε'Παιχνίδιζε πάνω
ECE
στα
:α
πρόσωπα των παιδιών 'Που παίζαν εκεί μποο
-
Πότε ήμουν 'Πdιδί εγώ
j
αναρωτήθηκε.
Του ήρθε στο νου η μητέρα-του. Πέθα"ε
στη φτώχια, ξενοδουλεύτρα όλα-της τα
βαινε καλά ο Γιάνης τον
πόνο-της
-.
/,οό
και
:η\
δουλευτής κι αυτός από χρόνια στα ξένα χέρ
τέρα-του
φτωχό, παρατημένο
-6..­
σ' ένα
α
α- λά­
:χ C
_
"Ποτήρ
ύστερα παράλυτο μήνες ατέλειωτους σ' έν:χ
θανε 'κι αυτός. κάποιο χειμωνιάτικο πρωί
1(
. - ης,
Τον πα­
ρ:χ'.
ρεβά ι.
ο
.
Κι
nE­
·ος-του
ήταν κατάρα. Είχαν δυό μέρε, και φύλ<Ι)
ιο άτο
κιβούρι στο μικρό-τους δωμάτιο. Πόσο το
σκο­
~-
22
λέψει Οι διατυπώσεις για κείνη την ταφή και
τον "'-καμαν
να δει όλην την αδικία που υπήρχε στον κόσμο.
Προχώρησε ακόμη σκεφτικός κι ι)στερα κάθησε σ'έναν
πάγκο κάποιας απόμερης γωνιάς
του
πάρκου
τον οδηγούσαν τα κουρασμένα του βήματα και
εκεί
"Που
η θλιμένη
ψυχή-του.
'Εβγαλ' ένα σημειωματάριο από την τσέπη·του Κι ένα
μολύβι. Προσπάθησε να γράψει
- Να γράψω όλ' αυτά που μου ήρθαν στο
νΟΙΗιου
απόψε, μουρμούρισε.
Κοίταξε πέρα προς τα δέντρα
Τα πυκνόφυλα ακίνητα
δέντρα δεν του έκαμαν καμιάν εντύπωση" Κοίταξε το νε·
κρό τοπίο. ·Ολα άψυχα του φάνηκαν
Δεν ένιωθε
γι' αυτό. Σήκωσε το βλέμα προς
ουρανό.
τον
τίποτε
Γαλάζι"ος
καθαρός καθαρός απλωνόταν και τα σκέπαζε όλα.
- Πόσο άδείος ο ουρανός, σκέφτηκε.
Πάλι θυμήθηκε
τα
μαρμάρινα
σκαλοπάτια
κάποιου
στρατώνα "Πριν κάμποσα χρόνια, όπου καθισμέ.νος
κολουθούσε το τρεμούλιασμα
λές σκοτεινέ.ς νύχτες 'Που
των
ποθούσε
_ σκοτάδι γιατί είχε βαΡΕθεί την
- Μάνα-μου, πώc πέρασαν
άστρων.
να
Γιαρα­
Κι άλες πο­
χαθεί
μέσα
στο
άχαρη ζωή του
τα χρόνια;
Παράτησε το σημΕιωματάριο και το μολύβι, έβΥαλ'Ε-να
καθΡΕφτάκι και κοιτάχτηκε.
Ρυτ'οες πολές είχαν φυτρώσει
στο 'Πρόσωπο. Το μέτωπο χαρακωμένο
βαθιά
και
πάνω
από τη μύτη δυό άλες και σα βρώμικες γραμέ.ς ξεκινούσαν
από τις άκρες των ματιών και σκάβαν το πρόσωπο
Γύρω
στα μάτιq άλες ψιλέ.ς ψιλέ.ς γραμίτσες και κάτω από
τα
ρουθούνια προς το στόμα άλες χώριζαν το πρόσωπο στα
δυό.
- Γέρασα, είπε. ·15·ια μάσκα έχω γίνει. Μα τί διάολο,
όλ' αυτά τα σκοτεινά συναισθήματα σήμερα βρέθηκαν να
μαζευτούνε σαν ερινύες μαύρες
φάλι;
γύρω
στο άδειο·μου χε­
"
'Εβαλε το καθρεφτάκι στην τσ~πη·τoυ, δίπλωσε
γύρω
anQ το κεφάλι τα χέρια κι ακούμπησε απαλά την πλάτη
στο πίσω μέρος του πάγκου
Εμειν' έτσι ακίνητος ώρα Πολή. 'Εκλεισε τα μάτια·τοιι
και τον πήρε ο ύπνος.
Ξαφνικά βρέθηκε σ' ένα καράβι.
Η θάλασα ήταν αν­
ταριασμένη και το καράβι ανεβοκατέβαινε σαν
πελώρια
κούνια. iν'ια δεν τον πείραζε το σκαμπανέβασμα. Είδε το
φίλο·του το Δαμιανό, που
σερνότον σα
φίδι
δίπλα
σε
κάτι κοφίνια γιομάτα φρούτα και πολεμούσε μ' ένα γυα­
λιστερο λεπίδι να οχίσει το
πάνινο σκέπασμα-τους και
να κλέψει τα καταπράσιν' αχλάδια που ήταν
εκεί μέσα.
Μα σε λίγο πλησίασ' ένας ναύτης που φύλαγε βάρδια γι'
αυτά και μ' ένα χοντρό
ξύλο
χτυπάει
στο
κεφάλι
τον
Δαμιανό που τον πήραν τα αίματα. Αίματα είδε ο Γιάνης
ν' απλώνουν λωρίδες πλατιές γύρω στο κεφάλι του φίλου­
του και να χύνουνται αργά αργά να γλύψουν τα δικά·του
πόδια και 'Πετάχτηκε τρομαγμένος.
-
Τί ήταν αυτό; σκέφ'ίηκε τρίβοντας τα μάτια'του.
Είχε σκοτεινιάσει.
'Εφεγγαν
τ' αστέρια
αραιά στον
ουρανό, μα δε φωτιζόταν τίποτα ανάμεσα στα 'Πυκνά δέν·
τρα που σκοτείνιαζαν ακόμη πιο πολύ το πένθιμο τοπίο που
. απλωνόταν σα χάος εμπρός-του.
- Τί ήταν το όνειρο; Πάλι τα
κάτι κακό θα μου συμβεί
ύπνο-μου τον Δαμιανό
ώρες· μας
;
και
μάλιστα στις
να
πιο
Για να μου θυμήσει πως πέρασα
νύχτα και μια
ώρα που
ίδια; Ε, λοιπόν. απόψε
Πώς είναι δυνατό
οι
μέρα νηστικός
άλοι γύρω-μου
μέσα
τρώγαν
μιά ολάκερη
σ' ένα
και
δω στον
δύσκολες
καράβι
πίναν και
σκεφτώ πως αν δεν έγινα κλέφτης τρυπώντας
την
να
τα κοφίνια
γιατί φοβόμουν το ναύτη που φύλαγε βάρδια, έγινα όμως
ζητιάνος που α'Πό παρέα σε παρέα ζητούσα σταφιδόψωμο
κι ελιές, ενώ έξω τα ψωμιά άχνιζαν για όποιον
σαν στην τσέπη-του δυό τάληρα;
πέθανΕ φθισικός στη «Σωτηρία
αυτόν; Πήγα να
του
J>.
ξεμυαλίσω
Κι έπειτα
Πόσο
τη
τον
ο
βροντού·
Δαμιανός
αδίκησα κι
φιλη.άδα-του
ενώ
ήξερα καλά πως ήταν άρωστος για την αγάπη-της. Α, δί­
χως άλο είμαι
ζώο.
Σηκώθηκε να φύγει.
Μα
στερνά κάγκελα του πάρκου
όταν
κι
προσπέρασε
έφτασε
λεωφόρο, τα κουρασμένα·του πόδια σα
Όδηγήσουν το βαρύ κορμί.
Τα
στη
και
να μην ήθελα
μάτια-του
τα
φωτισμένη
βούρκωσαν
να
κι
άρχισαν να δακρύζουν.
-
Ζώον είμαι, έκανε πάλι σφίγγοντας τα δόντια.
θυμήθηκε το νεκροταφείο που έθαψαν το άψυχο σώμα
του αξέχαστου φίλου. Είδ' εκεί μπροστά-του-σαν αστραπή
-να ξαναγυρίζουν βρυκολακιασμένα όλα τα παλιά;
Είχε κλείσει ο νιόσκαφτος τάφος,
πημένοι συγγενείς και φίλοι. Κι αυτός
διαλύθηκαν
οι λυ­
μέσα σ' εκείνο
-απέραντο πένθος που κύκλωνε τους ανθρώπους
το
δεν μπο·
ρούσε να κοιμήσει τ' ασώπαστο σαρκικό πάθος που γενή·
θηκε μέσα-του. Ξεμονάχιάσε τη φιληνάδα του πεθαμένου,
τη στρίμωξε στον τοίχο και φιλήθηκαν
παθητικά
'Προσπαθούσαν να κολήσουν τα τέσερα χείλη για
σα
να
να μην
.ξεκολιlσουν ττοτΞ πιά.· ΚΙ εκείνη σφιγγόταν μέσα στα βόφ'
βαρα
χέρια-του
και
το
μικρό-της στήθος
τριβόταν στο
δικό·του και τα μακριά-της δάχτυλα γλίστρησαν σα φίδια
το ανοιχτό πουκάμισο και η βελουδένια σάρκα του γυμνού
μπράτσου άγγιζε τη γυμνή-του πλάτη αναταράζοντας ολό­
τελα το θολωμένο μυαλό-του.
Κι αυτό ξανάγινε χίλιες δυό φορές και όλο
μέρος του απόκεντρου τοίχου του
κοιμητηριού
στο
λίγα
ίδιο
βή­
ματα από τον τάφο του μακαρίτη.
'Ηταν aα να τόφερνε πεισματικά ο διάβοΧος
αυτό "'ο
'Πράγμα.
Η
aXlieEla,
πως ύστερα από την κούραση μετανοούσε
πικρά ο Γιάνης, μα όταν πάλι
η σάρκα του
σάρκα της γυναίκας, ξεχνούσε
φιλία
και
διψούσε
τη
τύψεις, παρά­
σερνε ξανά την αμαρτωλή ερωμένη για κεί και χόρταινε,
κολημένος στον τοίχο, το απαλό κορμί-της. θαρείς πως οι
δυό-τους ήταν τόσο δεμένοι στην αμαρτία που το κάθε τι
.χανόταν από τα λιγωμένα μάτια-του -
..
'Εν' αυτοκίνητο 'Πέρασε δίπλα του και ανατάραξε
το
μισοκοιμισμένο του πνεύμα.
Κίνησε πάλι αργά για το σπίτΊ.
Μια γυναίκα, απ' αυτές που κόβουν βόλτες στα πάρκα
για
να
ζήσουν,
πέρασε
δίπλα του
και του
έπιασε το
χέρι
Γέρος είσαι και πας έτσι σιγά σιγά, του είπε. 'Ελα
-
μαζί-μου.
Τράβηξε αΊτότομα το χέρι' του και αΊτάντησε
;
-'Ασε με ήσυχο, κυρά-μου.
Ξεμάκρυνε.
Καιρό Ίτολύ είχε να πάει με γυναίκα. σχεδόν α'Πό τότε.
που τον παράτησε η φιληνάδα του Δαμιανού και τα
χρό­
νια κυλούσαν κοπαδιαστά και φεύγαν φεύγαν μακριά
σα
να ήταν'πουλιά κυνηγημένα.
-
Τί έκαμα,
ζωή-μου άδικα.
συλογίστηκε
Βρε
ο Γιάνης.
Σπατάλησα
τη
Τα ηρωικά τα χρόνια Ίτου Ίτερά­
σανε δίπλα μου δε με συΥκί\lησαν
καθόλου.
Τα
[-<άτι θα ι;μουν κι εγώ αν δεν έδιωχνα τη ζωή
έδιωξα.
κι αν
δεν
κλεινόμουν στον εαυτό·μου.
Γύρισε, κοίταξε τη γυναίκα που
γυρνούσε
σα
μεθυ­
σμένη δίπλα από τους περαστικούς άντρες όσο που χάθη­
κε σα σκιά μέσα στο σκοτάδι. Δεν τόλμησε να τρέξει
να
την -:τλησιάσει ή να της φωνάξει
ΊΌ
πρόσωπο-του
έκαιγε
πολύ
Εβαλε
το χέρι στο
μέτωπο. Πυρετωμένο. Κοίταξε τ' ολόγιομο φεγγάρι. Προ­
χωρούσε, κρυβόταν μέσα στα λευκά σύνεφα και
Ίτάλι.
'Πορεία
Ο Γιάνης ακολουθούσε
Παράτησε
με το νου
τη λεωφόρο και
δρόμο. Τα μεγάλα σΊτίτια δεξιά
σμένα
κι
αΊτό τ' ανοιχτά
μπήκε
τη
σ' ένα
κι αριστερά
παράθυρα
ξέφευγε
μαγική του
στενό
l;ταν φωτι·
ακουγόταν
γλυκιά
μελωδία.
~ Ωραία ωραία,
ψιθύρισε
ο
Γιάνης. 'Ετσι
ζούνε
οι
άνθρωποι.
μΊτήκε
μέσα.
Δεν κοίταξε' καθόλου τους λιγοστούς πελάτες 'Που
Βρέθηκε μΊτροστά σε μιά ταβέρνα
πίναν.
26
και
Κάθησε σ' έ.να μοναχικό τραπέζι κοντά
παράγγειλε κρασί.
. Ηπιε
στον
τοίχο
και
πολύ και μπροστά στο θολό πο­
τήρι είδε Ίτάλι να ζωντανεύει
η
μορφή. της
κολασμένης
φιληνάδας·του. Πόσο ήταν το μάκρος της εφιαλτικής τού'
της στιγμής, δεν μπορούσε να θυμηθεί ο Γιάνης
τον κάπηλα, tGV πλήρωσε και
στον έρημο δρόμο.
βγήκε βιαστικά
Φώναξε
βιαστικά
.
Δεν φυσούσε καθόλου. Ποτές άλλοτε ο Γιάνης δεν αι·
"τάνθηκε τόσο πληχτική
τη νύχτα.
Κάτι σα
μια
πλάκα
βαριά του 'Πίεζε το στήθος και τα μελίγγια-του χτυπούσαν
έτοιμα να σπάσουν. Μέσα
στο.
λαιμό-του
κάτι
και προσπαθούσε να βήξει μα δεν μπορούσε.
κόχλαζε
'Ενιωθε
Ίτόδια-του να τρέμουν και πολεμοuσε να βαοίσε,
τα
ίσια, βά­
ζοντας για σημάδι' λουρίδες φωτεl. :Ά ς "ου "~.φταv α;τό το
ασημένιο φεγγάρι:
Στο νού του τριγύριζε έ.να σχολικό τραγούδι κι άρχισι;:
να το μουρμουρίζει:
-
Φεγγαράκι-μου λαμπρό,
Φέγγε-μου να περπατώ,
Να 'Πηγαίνω στο σχολείο ...
Καθώς πήγαινε αφηρημένσς παραπάτησε και κόντεψε
να κυλιστεί χάμω.
Τα
δάχτυλα-του
άγγισαν
τον
κρύο
λευκό τοίχο της εκλησιάς. Στάθηκε και στηρίχτηκε καλά
ανοίγοντας τα πόδια·του. Σήκωσε το βλέμα-του και κοίτα­
ξε το στσυρό που ήταν
φυτεμιlνoς στον
χαμηλό
τρυύλο
της πόρτας.
-
Σταυρόc, είπε. 'Ενα
ψυχή σου. 'Ενας σταυρός
φίλου του Δαμιανού. Κι
σταυρό
στον
ey(iJ
να
τάφο
έχεις
του
πάντα στην
αδελφικού μου
στον τσίχο φιλούσα τη φιλη'
νάδα-του.
Δρασκέλισε
το χαμηλό
τοίχο.
τσυ
μικρού
προαύλιου
της εκλησιάς και βριlθηKε μπρός στη μικρή πόρτα.
στη. Χάιδεψε
Κλει·
τα σκαλιστά ξόμΊτλια-της Υσνάτισε και ασυ­
ναίσθητα τα τρία δάχτυλα ενώθηκαν
και το χέρι-του ση­
Χώθηκε ι,ι άγγιξε το μέτωπο.
2{­
Σταυροκοπήθηκε ώρα πολή σιωπηλός.
Για μια στιγμή του φάνηκε πως
εκείνος
ο
σταυρός
-'Που ξεκίνησε άθελα-του από τίς ενωμένες άκριες τ ων τριών
δαχτύλων κι αγκάλιασε το κορμί-του, γινόταν
μια μυστική κι αόρατη αλυσίδα που
σμένη του
έ.σερνε
ψυχή σ' έναν άλο κόσμο
σιγά σιγά
την απελπι­
ολότελα
αλοιώτικο
από τούτον 'Που έζησε όλα του τα χρόνια.
Επιτέλους 'Πετάχτηκε πάνω.
-
Βοήθησε-με, θεέ μου, και φύλαξε·με, έκαμε κι
απο­
μακρύνθηκε.
Το βάρος που ήτανε στριμωγμένο μέσα στην καρδιά­
του σα να ξαλάφρωσε λίγο. Το γουργουρητό είχε σταμα·
·τήσει κι έβηξε δυνατά όσο που ησύχασε
το
Βγήκε από τον αυλόγυρο και τράβηξε
στήθος·του.
για
το
σπίτι­
του. Ξαφνικά του ήρθε διάθεση να τραγουδήσει. Κι άρχι­
Οί:. να τραγουδάει σιγά σιγα
κάποιον
'Που τον είχε ακούσει λίγες μέρες
καινούριο
πριν
νέων στη γειτονιά-του μιά παρόμοια
από
νύχτα
σκοπό,
μιά
παρέα
όταν
στριφογύρναγε στο κρεβάτι-του χωρίς να μπορεί
αυτός
να κοι­
μηθεί.
Τους είχε βρίσει
πολύ εκείνο το βράδυ,
καταβάθος τους ζήλευε. Κι αυτήν την
στο νου ο χαρούμενος
-
μ' όλο
που
του καρφώθηκε
C:)pa
σκοπός τους και τον
ξεπροβόδιζε.
Πόσο ευτυχισμένος είμαι απόψε, θεέ-μου.
Τα πόδια του σα να ξεκουράστηκαν.
Προχωρούσε δί·
πλα στο ποτάμι που κυλούσε γάργαρο και
το
ασήμωνε
τ' ολόγιομο φεγγάρι. 'Ακουγε το φλοίσβισμα-του και μέσα
σ' όλο·του το είναι, λες και καταστάλαζε μουσική.
Για μια στιγμή έφτασε στο γεφύρι. Κοίταξε πιο πέρα
από την άλη μεριά το σπίτι·του. Μαύρο μαύρο του φάντα'
ξε σα φυλακή. Ξαφνικά η μυστική μουσική που είχε απλώσει
μέσα στην καρδιά-του σταμάτησε.
Τώρα,
οι
σκέψεις
που
τον 'Προβόδιζαν ολάκερο το
απόγεμα ξύπνησαν πάλι. Γυρνοίισε ξανά ακοίμητος εφιάλτης
η πικρή ζωή-του γιομάτη απελπισιά-
Κι αυτή η πικρή κι
απέλπιδη ζωή θα τραβούσε κι αύριο και μεθαύριο, χρόνια
ατέλειωτα σα μαγγανοπήγαδο
που
ανασέρνει το σκοινί­
του μέσα από το πηγάδι της καρδιάς του.
Κοίταξε το ποτάμι που χυνόταν
απότομα
κάτω από
το φεγγάρι. Τον μαγνήτιζε. Πέρασε το ένα πόδι πάνω από
το σιδερένιο κιγκλίδωμα του γεφυριού, ύστερα
το
άλλο
και ρίχτηκε στο κενό.
Το νερό πέρασε για μια στιγμή πιό βιαστικά κι ύστερα
συνέχισε το δρόμο·του ήσυχα ήσυχα κάτω
από το έρημο
Υιοφύρι ...
29-­
ΟΙ
Λ Ε Ω Ν Η Σ,
Ο
ΞΕΝΟΙ
ένιωθε καθαρά πια πως
προστάτης του άδειου σπιτιου,
Ίέρας-του. Γυρισε και κοίΊαξε
οε
μια γωνιά και
τη μητέρα
προσπαθούσε να
μάτια σκυβοντας το
αφου
κρυψει
κεφάλι πάνω στο
ήταν
ο μόνος
πέθανε ο πα·
που σιγόκλαιε
τα
υγρά της
ανοιγμένο βιβλίο.
Μέσα σε μια στιγμή απέραντης συμπόνιας ο κλειστός
κι
αδιάφορος αυτός άνθρωπος, που όλον τον καιρό καθόταν
αμίλητος και κοίταζε το ταβάνι, της είΠΕ:
-- 1'lΙην κλαίς, μητέρα. Θα
χρόνια και με
μαγαζί.
τα λΕφτά
που
δουλέψω σκληρά
θα
τέσερα
οικονομήσω θ' ανοίξω
..
Είχε κλείσει τότες τα εικοσιέξι.
Τα μικρά μάτια της μάνας φωτίστηκαν ξαφνικά
μιαν ιδιαίτερη λάμψη. Ανασήκωσε
το
από
κεφάλι-της απ' το
βιβλίο που διάβαζε και είΠΕ:
-
Ναι, παιδί-μου: έτσι να κάμΕις.
άφισε μισό ο
Να
τελΕιώσΕις ότι
πατέρας-σου.
Κοίταξε τους χοντρούς, δυνατούς ώμους του γιου-της,
το τριχωτό στήθος που φαινόταν από
μισο και τα μουντόχρωμα μΊΤράτσα
το ανοιχτό πουκά­
με τις γαλάζιες χον­
τρές φλέβες.
-
Τί αλόκοτος που Είναι, σω-ογίστηκε.'Υστερα μίλησε
πάλι: Λοιπόν, Λεώνη. Τί σκοπευεις να κάμεις;
Το βαθυ. ασάλευτο
βλέμα·του, καρφωμένο στο ανα­
μένο μαγκάλι. έδειχνε τη δύναμη που φώλιαζε στο ανδρικό
-
30
σώμα.
Τα αδρά χαραχτηριστικά του προσώπου-του Kινη~
θηκαν για μιά στιγμή, μα τα χείλη-του
δεν
άνοιξαν κα­
θόλου.
Τί όμορφος που
-
είναι,
μουρμούρισε
η μητέρα. Τί
όμορφος ..
ΟΙ ΜΕΡΕΣ περνούσαν σιωπηλές και φεύγαν και χάνονταν
σαν κυνηγημένα πουλιά. Ο Λε(.)νης ερχόταν τόραπlO αργά
τα βράδια στο σπίτι κατ6:κοπος
Ετρωγε
βιαστικά
βια-­
·στικά και ξάπλωνε αμέσως στο κρεβάτι-του
Νυχτέρι κι απόψε; ρωτούσε η μάνα.
-
NυXτέιJΙ, απαντούσε σαν αντίλαλος ο γιός.
Τίποτ' άλο
Μα η γυναίκα ανησυχούσε πολύ
.
Τί θα γίνει, λοιπόν, αυτό το παιδί;
αναρωτιότανε
κάθε τόσο καθώς καθόταν μόνη την ατέλειωτη μέρα.
-Ετσι πέρασε ο πρώτος χρόνος. Την
μητέρα
--
πρωτοχρονιά
fJ
τον ρr.Qτησε με λαχτάρα
Τί έκαμες, παιδί·μου, για το μαγαζί;
Πάω καλά,
σε
τρία
χρόνια, απάντησε
κείνος αό­
ριστα.
-
Να, σου έχω κι εγώ φυλαγμένα κάτι. Πάρτα,
'Κι έβαλε πάνω στο τραπέζι λίγα λεφτά,
είπε
οικονομίες
της
βδομάδας
έχει
Τώρα, συλογίστηκε,
θέλει δε θέλει
θα μου
πει τι
κάνει.
Μα ο Λεώνης ούτε YUPtUE να δει τα λεφτά. Συνέχισε
το καθάρισμα του μήλου-του. ΙV\OνάXα είπε:
-
Τί κάνεις εκεί, μάνα-μου!
Πόση καλωσύνη κρύβει αυτό το λιγόλογο πλάσμα,
σκέφτηκε η γριά. Α. 'αν μπορούσα να τον παντρέψω.
'Υστερα του είπε σιγά:
-
Παιδί-μου, είνε μια κοπέλα
Οχι τώρα, μητέρα.
Αν την ήΘελες.
Τί όμορφη που ειναι, αν την έβλεπες.
-
θέλω να κοιμηθώ. Καληνύχτα..
.
Η μητέρα δεν τόλμησε πια να ξανακάμη λόγο.
τις μέρες όταν καθόταν μονάχη και δούλευε
1
Μόνο
τις σπιτικές.
δουλιές άφινε το λογισμό της να πλανιέται σ' αυτόν κι α­
ναλυόταν σε σκέψΕις:
-
Είναι σωστός αγριάνθρωπος, πως
θα
ζήσει
μόνος
αν πεθάνω. Πώς θα ζήσει; Ποια θα μπορέσει να τον
ταλάβει, να δέσει τη ζωή-της μαζί-του;
καλός είναι! θέ-μου, φύλαξέ·τον Εσύ.
Κι
κα­
όμως
πόσο
Σ' Εσέ τον
εμπι­
στεύομαι.
Ο ΚΑΙΡΟΣ περνούσε μονότονα.
Δυό άνθρωποι μέσα στο
μικρό σπίτι, θαρείς μετρούσαν μιά μιά τις μέρες που περ·
νούσαν.
Την πρωτοχρονιά τον ξαναρώτησε:
-
Ii
Λοιπόν i
Καλά, μητέρα
Δυό χρόνια μένουν ακόμη.
Σου έχω πάλι κάτι φυλαγμένα.
Μανούλα μου ... της είπε τρυφερά.
Τί ψυχή έχει αυτό το παιδί,
συλογίστηκε
η
μάνιχ_
γυναίκα του θα είν' ευτυχισμένη.
Κι Επειτα του ξανάπε κοιτάζοντας τον με aTOPYI·j.
-
Μα εσύ, λοιπόν, γιατί τα στερείσαι όλα;
Δεν το σκέφτηκα αυτό, μητέρα.
Μα ναί, παιδάκι-μου, τη σπαταλάς τη ζωή-σου, ενώ­
θα ήτανε καλύτερα να τη χαρείς.
Σιω'lη'].
Το
πρωτοχρονιάτικο
δεν αντιβούφε σ' αυτό
το σπίτι.
τραπέζι χρόνια
'Οταν
ζούσε
πl"tτέρας ετσούγκριζαν τα ποτήρια, άλλαζαν
ευχές
παιζαν λίγες δεκάρες «για το καλό του χρόνου».
οι
δεκάρες δε φαινόταν πια, μόνο
και το κόψιμο της βασιλόπιτας.
-
32
οι ευχές είχαν
Αν έλειπαν
πολά
ακόμα
ο
κι έ­
Τόρα
μείνει
κι αυτά
τα
"δυό, το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι-τους θα ήταν ίδιο μ'όλα
τ' άλα.
Περάσανε κι οι γιορτές .. Ενα βράδυ η γριά του
είΠΕ
σα θυμωμένη τάχα:
Είσαι πολύ παράξενος ~ Τί σκοπό έχεις, τέλος nάν·
-
των j Πόσα χρόνια ακόμα θα ζήσω εγώ;
τρευτείς
Πρέπει να παν­
;
-'Οχι τόρα, μητέρα, αργότcρα.
θέλει πρώτα ν' ανοίξει 10 μαγαζί, σκέφτηκε η γριά
-
και δεν του ξαναμίλησε γι' αυτό το ζήτημα.
Οι βαριές χειμωνιάτικες μέρες κυλούσαν βουρκωμένες,
πληχτικές, ώσπου έφτανε η
άνοιξη
με
τις
μεγάλες,
τις
κι αυτή
και
φωτερές και μυρωμένες μέρες-της κι έφε υγε
τυλιγόταν σα μονότονο κουβάρι η ήσυχη ζωή·τους.
Μα στην καρδιά της μάνας βασίλευε πάντα
η
βαρυ­
χειμωνιά. Ελυωνε από την αΥωνία Υια το γιό· της κι εκείνος
πάλι, στη σκληρή δουλιά κάτω από τη ζέστα
του
καλο·
καιριού πνιγόταν στον ιδρώτα-του.
-
Πότε, λοιπόν, θα τ' ανοίξεις αυτό το μαγαζί;
Το\.! χρόνου, μητέρα.
-'Εχεις μ:χζέψει αρκετά;
-
Ναι ..
-'Λκου; Λεώνη
Είναι πια
καιρός
ν' αραβωνιαστείς,
Να κάνουμε το τραπέζι. Σύμφωνοι;
- Μα, μητέρα. Υιατί επιμένεις τόσο πολύ j
...:.... Παιδί-μου, πριν πεθάνω θέλω ν' ανοίξει τό σπίτι­
μας. θέλω ναδω .την ευτυχία να μου φωτίζει τις στερνές­
μου μέρες.
Βαρέθηκα
πια
aUTQ
τη βουβαμάρα.
Α ΝΟΙ ΞΕ το μαΥαζί κι αραβω\ιιάστηκε.
'Ητανε μια λεπτή κι ευγενική κοπέλα.
Τα χυτά πλού­
σια μαλιά-της 'έδιναν μιάν αλόκοσμη λάμψη στο παιδικό-της
πρόσωπο. Για μιά στιγμή φοβήθηκε ο
Λεώνης
να
δεχτεί
τό,σο μεγάλη ευτυχΙα. 'Ενιωθε κάη σα λιγοψυχία.
33
.::.αφνικά, σα να πήρε μιάν
-
απόφαση. είπε:
θα παντρευτούμε αν πάει καλά το μαΥαζί, αλιώς ...
Δέχτηκαν. 'Ητανε τόσο λογικό. Ποιός θάθελε να δέσει
δυό ανθρώπους για να υΊτοφέρουν σ' όλη'τους τη ζωή;
Τό μαγαζί πήγε καλά κι έτσι Ίταντρεύτηκαν.
Σε λίγον καιρό η γριά μάνα πέθανε
κι έμειναν πάλι
δυό. Δυό άνθρωποι ξένοι μέσα στο ίδιο σπίτι που
ζούσε
με τη μάνα του.
Λίγες μέρες από το θάνατο της γριάς, η νέα του είπε:
-
θέλεις να Ίτάμε να ζήσουμε με τους δικούς-μου;
-'Οχι, αΊτάντησε κοφτά.
Κι έμειναν.
Μα η πρώτη αγάπη, που την ένωνε η γριά μάνα, ήτανε
σα νάφυΥε για πάντα. Η άρνηση-του να πάνε να
με τους δικούς·της την
έκανε μελαγχολική και
Ο Λεώνης δε μιλούσε.
Μόνο τα
βράδυα
.κοντά·της και την κοίταζε στα μάτια
ζήσουνε
δύσθυμη.
μαζεύονταν
νιώθοντας
όλο
το
βάρος της ψυχήc·της.
-
Τί να έχει αυτή η γυναίκα; συλογίζονταν ο
εώνης.
'Ενα βράδυ της είπε:
-
Μήπως είσαι δυστυχισμένη κοντά·μου;
-'Οχι, απάντησ' εκείνη.
-
Tότιc, λΟΙΊτόν, γιατί φαίνεσαι τόσο λυπημέ η;
Δεν του απάντησε κι ο Λεώνης δεν ενδιαφέρθ1]κε πιά.
'Ητανε σα νάσβησε μονομιάς η φλογερή εκείνη αγάπη
που ένιωσε την πρώτη φορά που την είδε.
Πόση εντύπω·
ση του έκαμε το παιδικό-της Ίτρόσωπο ακουμπισμένο στην
ξώτcopτα·της την ώρα που τον αποχαιρετούσε χαμογελόν-'
τας και το απαλό, άσπρο χέρι-της
του έσφιγΥε
το
δικό­
του. 'Ητανε σα να απόδιωξε το μίσος την αγάπη.
Και κάποιαν άλλη μέρα:
-
Σα να σε κουράζει η ευτυχία-μου, της είττε.
Εκείνη τον κοίταξε με τα μεγάλα παιδικά-της
γεμάτα μια
Επειτα
παράξενη
nl;VE
(ης κι ~πιασε
-- 34
θλίψη
κι άρχισε
να
στο 'ιταράθυρ:::, το άνοιξε,. άπ
την μισανοιγμένη
γρίλια
μάτια,
τραγουδάει.
ωσε το
χέρι­
εξακολουθόντας
το τραγούδι-της. Στην αρχή μονότονο, τιΕνθιμο σαν κλάμα.
Ο Λεώνης έριξε το κεφάλι στα δυό-του χέρια και τ'α­
tiTCota την ώρα.
κούμπησε στα γόνατά-του. Δε σκεφτόταν
.εκείνη - Καταλάβαινε πως η γυναίκα
δίτιλα-του KQl τραγουδούσε
τον
αυτή
που
κορόιδευε
στεκόταν
πιά
καθαρά.
Την έβλεπε, ξεθαρεμένη από την αγάπη-του, ν' αποζητάει­
να παίξει μαζί-του όπως ο σκύλος
με
Η βασανιστική-τούτη σκέψη πότε
τη γάτα.­
του
φούσκωνε
την
οργή, πότε του παράλυε το σώμα.
Ξαφνικά το μονότονο μοιρολόγι
που του ξέσχιζε
τα
σπλάχνα άλαξε, έγινε μιά σιγανή μελωδία που απλωνόταν
αττλωνόταν και βάθαινε μέσα στο είναι του
και πέρίλουζε
την ψυχή του με παράξενη γοητεία.
-'Ολα-της ωραία, είπε μέσα-του χωρίς να σηκώσει το
κεφάλι. Και το τραγούδι-της Θαύμα.
Η γυναίκα σε λίγο πήγε πάλι κοντά-του.
Του
αγκά­
λιασε το σγουρόμαλλο κεφάλι και τον φίλησε στο στόμα
ρ' ένα φιλί παρατεταμένο, παθιάρικο, νευρικό.
-
Σε
πίκρανα,
του
μουρμούρισε
στ' αυτί.
Συγχώ·
_ρεσέ με.
--- Αχ,. ήτανε
τρέλες παιδικές, σκέφτηκε
Της χάιδεψε το βελούδινο
μπράτσο
κι αυτός.
και
γίναν
πάλι
φίλοι.
KAnoIo
-πρωί.
την ι~ρα ττου ττήγαινε
ν' ανοίξει
το μα­
γαζί, τη συλογιζότανε :
-
Η κακόμοιρη, θα
στενοχωριέται
μόνη στο σττίτι. Αν θάχει λιακάδα
όλον
τον
το απόγευμα
καιρό
θα
την
'Πάρω να πάμε περίπατο.
'Ηταν Οχτώβρης. Γα φύλα από τα δέ-ντρα έπεφταν κι
οι πρώτες κρυερές πνοές ττρομήνυαν το χειμώνα
που έρ­
χονταν. Ωστόσο τ' απογέματα η ατμόσφαιρα ήτανε ακόμ 11
χλιαρή από τη μεσημεριανή
λιακάδα.
Ο Λεώνης πήρε την απόφαση-του. 'Αφησε τον υπάληλο
3'; ­
στ,ό μαγαζί και τράβηξε το απόγεμα εκείνο για το
Βρήκε τη γυναίκα-του να
κάθεται μ'Προστά 'στο
με το κεφάλι μέσα στα χέρια-της,
σπίτι.
τρα'Πέζι
Εκείνη παραξενεύτηκε
ότ"αν τον ε ίδε. Συνηθισμένη να τον βλέΠΕΙ νάρχεται νύχτα
να κάθεται στο έ.τοιμο τραπέ.ζι και μετά να τραβούνε στα­
~Kρεβάτι, τόρα -τιου τον έβλεπε νωρ!ς, ταράχτήκε λιγάκι.
-
Είσαι άρωστος
;
τον ρώτησε τρομαγμένη.
-'Οχι, ήρθα για να πάμε "Περίπατο.
-
Βαριέμαι, είπ' εκείνη .
Α. έκαμε crt:ενοχωρεμένος ο Λεώνης.
Σκέφτηκα να
βγούμε κάπου να ξεσκάσεΙς.
-
Ευχαριστώ,
απάντησε ξανά η γυναίκ:Χ,
Ι"\α σήμερα
βαριέμαι.
- Δεν πειράζει, ψιθύρισε ο AeC;)vnc; μΙσα στα δόντια .
. Εκοψε λίγες βό λ τες αναποφάσιστος. 'Ετιει τα σκΙ­
φτηκε :
- Ας τιάγω τότε να δω τί γίνεται το μαγαζί.
Της το είπε.
--"-' Μια και ήρθες μείνε. Μή φεύΥεις.
- Καλά, είπ' εκείνος κι' έ.κατσε
Δε μιλούσαν. Οι στερνές αδύνατες αχτίδες
μωνιΟ:τικου
liλιου
γλιστρούσαν
έξω
από
τοο
χει­
το δώμάτιο.
Εφευγαν. σα να συγκεντρωνόταν πέ.ρα μακριά στη
δύση.
και κοκίνιζαν τον ουρανό.
Ο Λεώνης πήγΕ στο τιαράθυρο και κοιτούσΕ μΕσα από
το τζάμι. Ο δρόμος ήταν ήσυχος
κι οι
λιγοστοί
αραιοί
διαβατες χανόταν γλήγορα γλήγορα σαν κυνηγημένοι.
Ο Λεώνης τιαρωωλουθούσε
τα βιαστικά
βή
ατα τους
και' μέσα στο μυαλό· του ξυπνούσαν κάτι παράξενες
Θ~σεις για κάποιαν ευτυχισμΕνη οικογΕνειακή
έβλεπε να φτερουγίζει από το δικό-του σπ·ίη.
Για μια στιγμή γυρίζει απότομα το κεφά
ι-του:
-Ακου, της είπε.
Η Υυναίκα σήκωσε το βλέμα και τον κοίιαξε
-
-- 36
Τί θέλεις; ρώτησε.
υπο
ωή που την
:
-
Θα ηθελα ένα παιδί. Γιατί δεν θέλεις ένα παιδί; θα
σου γλύκαινε αυτ&ς τις στενόxωρ~ς ώρες.
Γύρισε πάλι το κεφάλι-της και δε μιλούσε.
-
Τί να μου κρύβει άραγε; σκέφτηκε
ο
·πλησίασε. Πές-μου, λοιπόν, τί θέλεις για
Λεώνης
να γίνεις
ι<αι
Ευτ
­
:χισμένη κι εγώ θα κάνω ό,τι μπορώ για σένiJ..
- Τίποτά, Λεώνη, τίποτα­
_. Αν ήθελες ένα παιδί;
- Ουφ, καημένε. Τί να τα
κάμω:
-·Αχ, πόσο θα τ' αγαπούσα, είπε πάλι ο άντρας.
-
Μα αυτό αl<ριβώς.
Δεν
θέλω
να
μοιράζωμαι
την
·αΥάπη-σου έστω και με το παιδί·μου.
--
,νια με το παιδί-μας.
Και μ' αυτό ακόμη.
Πόσο παιδί είναι, σκέφτηκε
ο άντρα,.
Ο καιρός "Περνούσε το ίδιο μονότονος. Ο Λεώνης δού·
λευε από τη νύχτα ως τη νύχτα και το μαγαζί όλο προό­
:δευε και μεγάλωνΙ::.
-
Ε, ο Θεός €υλόγησε
τους
κόπους μου.
-δουλεύω. Να φτιάξω κι ένα σπιτά~ι
ξεκουραστώ.
Θα
της
καΙ"
να
Από
μωρό
ι<αθίσω
κρατώ όλη τη μέρα συντροφιά
Αλά γιατί να μη θέλει
ένα
παιδάl<ι,
τέλος ο Λεώνης. Γιατί να μην
το
αναρωτήθηl<ε
θέλει;
Και
το
να
...
στο
ι<άτω
1<άτω της γραφής τα χρόνια περνάνε κι εγ(~ θέλω ν' αφί'
σω ένα διάδοχο-μου_
Ο ΛΕΩΝΗΣ, ένιωσε βαρύ το- κεφάλι-του μιά μερα.
Σάμ­
'Πως κάτι να έβραζε μέσα και του .έφερνε πυρετό.
·Εδωσε τις οδηγίες που έπρεπε στους υπαλήλους _ι<αl
κίνησε για το σπίτι.
-
Να ξαπλωθώ, να ησυχάσω, σκεφτόταν. Να μου ι<ά·
-νει ένα ζεστό, να ιδρώσω, ίσως μου περάσει.
·Οσο ζύγωνε στο
σπίτι
και
τ' αγνάντευε,
του ηρθε
μια ιδέα
37 ---:.....
-Γ ιατί να μην αγοράσω αυτό το σπιτάκι;
'Ολα μοι>
τα χρόνια εδώ τα πέρασα.
Χτύπησε την
πόρτα.
Ησυχία.
Χτύπησε ξανα και l1ερίμενε
ΚΘιΙ τον
Η ίδια ησυχία τον τύλιγε
παράλυε.
'Εκαμε να φύγει. μα τον σταμάτησε ένα κοριτσάκι.
-
Κυρ Λεώνη, φώναξε.
Α, έκαμε.
Τί κάνει
ο μπαμπάς-σου;
Μήπως
είδες.
τη γυναίκα-μου;
-- βγήκ' έξω.
- Είναι πολή ώρα;
- Την είδα την ώρα που
- Μπα, έκαμε ο Λεώνης.
γυρνούσα από το σχολειό.
Πες χαιρετισμο' ς στον μπα­
μπά-σου. Δουλεύει τόρα;
-·Οχ ι .
-.
Να του πεις να περάσε-t αύριΡ από
το
κυρ Λεώνη
Ευχαρίστως.
Μην το ξεχάσεις. 'Ετσι
; . Αντε
αντίο, μουρμούρισε.
ο Λεώνης κρατώντας το 'θυμό-του και τάχυνε το βήμα.
'Εκοψε τη στροφή και τράβηξε τον πολυθόρυβο δρόμο.
'Ητανε θυμωμένος και η σκέψη-του
. ν?τερα ανάμεσα
- Γρουσουζιά
το
είχε
στα
ατήσει .
στα δόντια ψιθύρισε:
να
φύγει
από
το σπίτι χωρίς νά μοLY
πει.
Σε λίγο ησύχασε.
Στάθηκε σε μιά βιτρί α στολισμένη.
Μιά μικρή κούκλα ντυμένη ναυτικά TQV τράβηξε:
-
Τί όμορφη που είνα~, είπε. Μα πού να πήγε α υ τ ή
τόσες ώρες;
Σε λίγο πάλι:
-
Ει γυναίκα είναι, κάπου θα πήγε.
.στη μητέρα-της. Μα γιατί να μη μου,:ιο
Μπορεί να πήγε
ει;
ενανΗόθηκε.
ξανά.
Ωστόσο συγκράΈησε το θυμό-του και πήγε στης πέθε­
μάς,του, 'Ησυχο ήταν
το γέρικο
σπίτι
από
παντρεύτηκαν τα δυό κορίτσια και φύγαν από
38
τότες
κει
που
μέσα.
Ο γέρος έφευΥε το πρωί και ερχόταν το βράδυ και
μόνο
ό,αν κάποιο από τα κορίτσια·του ερχόταν ξαναζωντάνεuε
λίγο το σπίτι.
Ο Λεώνης είχε καιρό
να πάει και την
αποθύμησε
τη
Υριά πεθερά-του.
Καλύτερα που έΥιν' έτσι •. μουρμούρισε.
-
θα δω και
τη μητέρα.
Χτύπησε
πορτόφuλο
την πόρτα.
Η. Υριά στεκόταν
κάγκελα
'Ενα σκοινάκι
μισάνοιξε. 'Εσπρωξε
της στενής
τραβήχτηκε
και το
τότε και μ'!Ίήκε.
στο κεφαλόσκαλο
ακουμπώντας
στα
σκάλας
J'Λόλις τον είδε είπε χαρούμενα
- ' Ελα να σε δω. παιδί·μου Λεώνη.
- Ηόνη-σου μητέρα;
- Ναί, έλα πάνω. Τόρα θαρθεί κι ο πατέρας·σου .
. Οσο ανέβαινε τη μικρή σκάλα ο Λεώνης. μουρμοό­
ριζε:
'-ο'Ωστε δεν ήρθε δω; Πού πήΥε τόσες ώρες;
..
Τέλος
rι:άντων. Ξαίρ'ε μόνος τον πόνο-σου. Λεώνη. Αν τον μάθει
ο κόσμος θα σε κορο·ίδεύει.
'Επιασε το χέρι της γριάς και μπήκε στο δωμάτιο.
Πώς ήτανε και τ)ρθες, παιδί·μου
-
;
,
Γιατί μας ξεχνάς;
Δε σας ξεχνώ. μητέρα. Οι δουλιές
Κι
όσο
σκέφτομαι
πόσο
το
φοβόσουν
αυτό το
μέλον.
Ε. βέβαια. το φοβόμουν.
-
Μιλούσαν. Μα όσο η ώρα περνούσε τόσο
καρδιά του Λεώνη.
ζάλη που τον βασάνιζαν τόσες ώρες. θέλει
βρεθεί κάπου μόνος,
έσφΙΥγε
Εχει ξiΞXάσει πια τον πυρετό
να
τακτο'Ποιήσει
τις
και
η
τη
να φύΥει. να:
σκέψεις·του.
-Ομως 'Πώς να της το πει ί Μόλις είχε καθίσει.
Η γριά κάτι νιώθει από τη στενοχώρια-του. Τ <;ράζε ται
κι
αυτή
-'
.
Τί να έχει αυτό το βαρύ παιδί; Τί να κρύβει; ανα­
ρωτιέται.
γστερα του λέει.:
39
Τί έχεις, ΛεL)νη, άρωστος είσαι, παιδί-μου;
-
:­
~ Ναι. μητέρα. θέλω να πάω να πέσω. Πέρασα μόνο
και
μόνο
-
για να σας δω.
Τόρα θάρθει ο πατέρας.
Πες του χαιρετισμούς. Δεν μπορώ να μείνω.
Κατέβηκε τη σκάλα
και
βγήκε
στο
δρόμο
έστριψε τη γωνιά και χάθηκε από τη ματιιά
Μόλις
της πεθεράς­
του που στεκόνταν στην πόρτα, άρχισε να κάμει γλήγοΡ<χ
μεγάλα βήματα θυμωμένα.
-
ΓΡΟύσουζιά, μουρμούριζε κάθε τόσο μέσα- του. ΜΕ­
γάλη γρουσουζιά.
Εφτασε στην πόρτα'του και
ησυχία τον υποδέχτηκε.
και
παράγγειλε κρασί.
χτύπησε.
'Εκατσε
Επινε
τότε
και
Πάλι
σε
κάθε
μιά
τόσο
η
ίδια
ταβέρνα.
κοιτούσε
ανυπόμονα προς την πόρτα-του κι όσο δεν έβλεπε να πα­
ρoυσιάζεται η γυναίκα του
τόσο
γέμιζε
κι
άδειαζε
τα
κατοσταράκια
'Ολοι όσοι πίναν στο μακρόστενο κρασοπουλιό, είχανε
ατραμένο το βλέμα
στον
χοντρό.
Θρωπο που έτιινε σα ζώο.
'Ποτα, δε βλέπει τίποτα
τετράγωνο αυτόν
Μα σ Λεώνης δεν
άν­
τιροσέχει τί­
'Εχει καρφώσει τη ματωμένη-του
ματιά στην κλειστή πόρτα του σπιτιού κι όσο
νύχτωΎε κι
άναβαν ένα ένα τα φώτα τόσο δσφιγγε η. καρδιά-του.
Ποτές άλστε
δεν του παρουσιάστηκε
τέτοιο πράγμα.
Ποτές άλοτε δεν είχε καθίσει σα βραχνάς πάνω στα στή­
θια-του παρόμοια αγωνία, 'Που να τον τραβούσε έτσι,
να
τον έσερνε, να τον κουρέλιαζε.
Ασυναίσθητα έβγαλε
-
Πάει ενιά η
το ρολόι του και είδε
ώρα κι ακόμη
να φανεί,
τ ιν
ώρά.
ο ρμούρισε.
Κ ι αμέσως την είδε.
Φορούσε τσ κανελί φουστάνι που τόσο της είχε αρέσει
~τ.η βιτρίνα 'και της το αγόρασε.
Ερχόταν
τρεχάτη
τρε­
χάτη, ψάχνοντας στην τσάντα-της να βρει το κλειδί.
Ο Λεώνης πλήρωσε το κρασί-του κι όσο
ν' ανοίξει
η
πόρτα ήτανε κοντά της. Εκείνη Υύρισι:. απότομα το κεφάλΙ
και κοίταξε τα γουρλωμένα κόκινα
-
~lO
κι αγριεμένα
μάτια'
'Εσχυψε το χεφάλι χαι δάγκωσε τα χείλη,
-
Καλησ'Πέρα, Λεώνη, εί'Πε γλυκά.
Γειά·οου, α'Πάντηοε ξερά ο άντρας.
θέλησε να ρωτήσει
;
« Τί έχεις κι είσαι έτσι α'Πόψε ;» και « 'Πώς ήρθες νω­
ρίς
".
'Ομως φοβήθηχε. Μ'Πήκε πρώτη αμίλητη
στο
σ'Πίtι.
Ο Λεώνης έκλεισε την εξώ'Πcρτα και μόλις συναντήθηκαν
στο δωμάτιο, τη ρώτησε ήσυχος.
ήμουν
-
Πού ήσουν;
Μα,
..
στη
μητέρα μου,
καημένε.
Πού
ήθελες να
..
Α. στη μητέρα-σου.
'HμoιJν άρωστος
κι ήρθα
τις τέσερες να ξα'Πλώσω λιγάκι, αν μου έλΕγες
α'Πό
'Πως
θα:'
'ΠιiΥαινες στη μητέρα σου θάσΦΙΥΥα τα δόντια-μου.
-
Δεν πεταΥόσουν ως
εκεί, καημένε, έκαμε η γυναίκ.α
"ΠαίρνοντΙΧς θάρος.
- Ηρθα, μα δεν ήσουν εκεί.
- Ω, έκαμε 'Πάλι εκείνη χάνοντας ξανά το θάρος·της.
Δεν ξέρω, ίσως να μην είχα 'Πάει ακ.όμη.· Ναι, ξέχασα να
σου το πω, με το θυμό-σου. Μου ε.ίπε η μητέρα: • πέρασε
ο άντρας σου κ.αι τρέx~
-
».
Κι έτρεξες αμέσως να με βρείς, δεν ε.ίν' έτσι;
Μα
τόρα είν' ενιάμισυ η ώρα. Τί ώρα βγήκες;
-
Δε θυμάμαι. Αλά 'Πιστεύω εφτάμισυ ·'Περασμένες.
Δε θυμάσ αι καλά ε
;
Βέβαια, ήταν εφτάμισυ, τάρα θυμάμαι καλά.
'Δεν είπε
και σύρθηχε
τί'Ποτ' άλο ο Λεώνης.
Τράβηξε την καρέκλα
ΟΤΟ τρα'Πέζι, άπλωσε τα δυό-του
χέρια
στο
μάκρος του τραπεζιού και 'Περίμενε.
Τα μάτια-του ήταν θολά, ματωμένα,
ρωμένο σα νάθελε να συγκεντρώσει
το μέτωπο
τη σκέψη·του
ζα­
Ανα
σαινε βαριά. λαχανιασμένα, κι η σύντομη, κομένη ανάσα·
ακουγόταν και της γέμιζε φόβο. Ποτές άλλοτες η
δεν τον είχε δει έτσι ριχμένο κι άγριο σε
μιο:
όμοιο μ' ένα θεριό που ετοιμάζεται να χυμήξει.
περίμενε.
WvaiJ<(1:
καρέκλα>
Κι
αυτή
Αλ&. ο Λεώνης δε Χύμηξε. 'Εβγαλε μια φωνή σα μούγ­
κρισμα:
- Στρώσε να κοιμηθώ.
- Μα τί έχεις, λοιπόν , απόψε και με στενοχωρείς,
Λεώνη ; .
- Στρώσε να κοιμηθώ, ξανάειπε και σηκώθηκε.
ΕΙΧΛ,ΝΕ περάσει πολές μέρες
μα
δεν έλεγε να ησυχάσει. Η φριχτή
η καρδι&.
υποψία
στην ψυχή-του και του γέμιζε αγωνία.
του Λεώνη
είχε
Ούτε
φωλιάσει
στο
μαγαζί
ούτε στο σπίτι έβρισκε ησυχία. Ενιωθε κάτι κρύο
να του
πεΡΟv\iιάζΕl Τ',ν ψυχή μόλις αντίκρυζε τη γυναίκα-του και
αυτό τοψυχρι':> πε ρούνιασμα
τον συντρόφευε
μέρες
νύχτες. Τα χείλη·τοu, λες, κι είχανε πετρώσει
και
κι άνοιγαν
μόνο όταν ήταν να διiJσει καμιά παραγγελιά.
Σε κανέναν όμως δεν είπε τίποτα. Παραμόνευε όλη την
γύρω στο σπίτι-του, ποιός θα περάσει, ποιός θα κοι­
riJpa
τάξει στο παράθυρο, πότε θα ξεμυτούσε εκείνη στην πόρ­
τα, πού θα πήγαινε,τί θα έκαμνε.
'Ητανε σα να παρακο­
λουθούσι;. το αίμα που έβγαινε σταγόνα σταγόνα από μιαν
ανοιγμένη πληγή.
Η γυναίκα, φυσικά, δεν υποΨιάστηκε
lin:
τε.
"Πως ο άντρας·της κρα,ούσε εκείνη την πρώτη
μα δεν
-
-Εβλεπε
υχρότητα
έλεγε τίποτε.
Αν n:aEl έτσι θα χωρίσουμε, συλλογιζότανε.
lσως
όμως να το επιθυμεί κιόλας ο ίδιος.
-Εναβράδυ του είπε θαρετά:
-
Πες μου, Λε~)νη, τί έχεις και είσαι έτσι' Δεν πιστεύω
να σου έφταιξα σε τίποτε. Με κάνεις να υποφέρω,
-
Δε μου έφταιξες, απάντησε
ο Λεώ ης.
Μα καρδιά
που χαλάει δεν σιάζει εύκολα.
-
Γιατί τάχα μου κρατάς κακία; Σου είπα τότε
ένα
μικρό ψέμα .. :Ησουν τόσο θυμωμένος εκείνο το βράδυ που·
φοβήθηκα
-
42
Τόρα σου το λέγω. Βγήκα νωρίς, ήτανε τόσο
ωραία έξω. 'Υστερα
αντάμωσα
κάτι
φιλενάδες μου
και
πήγα σπίτι-τους. 'Ηξερα πως θ' αρ)'ούσες και δε σκέφτηκα
να γυρίσω γληγορώτερα. Αυτό ήτανε όλο.
Είναι τόσο α­
πλό. 'Ελα, Λεώνη. μην είσαι πεισματάρης
Ημέρεψε λίγο.
Συλογίστηκε:
Δεν μπορώ να της καταστρέψω τη ζωή, επειδή μου
-
την εμπιστεύθηκαν . .
Και μονομιάς ο τοίχος της ψυχρότητας που είχε ορθω­
θεί ανάμεσα-του γκρεμίστηκε και η
ΚΙ αυτή φτερά
κι έδωσε
τη
μαύρη
θέση' της
υποψία έκανΕ
στην
παλιά-τους
φιλία.
ΜΙΑΝ άλη μέρα ο ΛεC;)νης είχε φύγει
αττό το μαγαζί-του
και πήγαινε σε κάποια-του δουλειά. Αυτό γινότανε συχνά
γιατί δεν ήθελε ν' αφίσει
τις
εξωτερικές-του υποθέσεις
σ' άλους 'Οσο περπατούσε συλογιζόταν το σπίτι-του.
-
Η καημένη, μουρμούρισε.
που είναι,
Δεν είναι κακιά.
Τί καλή
Σαν αρνάκι. Αν είχαμε κι ένα παιδάκι
θα
εί'
μαστε ευτυχισμένοι. Τί ωραία που ανέβηκα σιγά σιγά ως
εδώ. Ελπίζω να ησυχάσω πιά πάνω στην ευτυχία-μου.
Στα χείλη-τοι,> άνθισε ένα χαμόγελο και μια αλόκοσμη
γαλήνη είχε απλωθεί μεσ' στην
-
ψυχή-του
Τί να της αγοράσω, συλογίστηκε, για να χαρεί λι­
γάκι;
Μα εκεί που ανηφόριζε χαρούμενος και γελαστός, την
είδε. 'Ενας νέος της κρατούσε το χέρι και β'άδιζαν
πλάι
πλάι.
Για μιά στιγμή του ήρθε να χυμήξει
τη συνήθεια-του, να
τον
αρπάξει,
'Πάνω-του,
να τον
λάσπες κι έπειτα με κείνη τα κανόνιζε. 'Ενιωθε
του να τρέχει βιαστικό
μέσα
στις
κατά
κολήσει στις
το αίμα­
φλέβες-του, ανέβαινΕ
στο κεφάλι και του τ' ανακάτευε όλα.
Με το ζόρι κρατή­
ε!ηκε. Χώθηκε σε μια 'Πόρτα και παρακολουθούσε το ενω­
μ€νO ζευγάρι που συνέχιζε το δρόμο-του χαρούμενο. Τους.
43 ­
:είδε που σταμάτησαν σε !1ια γωνιά, μίλησαν λίγο και χώ'
.ρισαν μ' ένα σφιχτό χειροσφίξιμο.
Ο Λεώνης. που ως εκείνη την
μιάν παράξενη απάθεια
ώρα τους
όταν τους είδε
Εκείνη να τραβάη πηδηχτή, ίσως
το
κοιτούσε
με
να χωρίζουν
κι'
δρόμο του
του, το κοχλίαστό αίμα·του που του έκαμε να
φάλι·του προσπαθούσε
BaPElC;
καίει το Κι'.'
τόρα να τον πνίξει.
Αυτό ήτανε μουρμούρισε.
-
καταστροφή
σπιτιού_
να μου σαρώσει
Σιγά και ύπουλα
τα
όνειρα·μου.
Ας
ήρθε η
είναι
Έτσι όλα τελειώνουν
Παράτησε κάθε
άλη δουλειά και
γύρισε στο μαγαζί.
του. Πλήρωσε τους υπαλήλους ήσυχος, πήρε ότι μπορούσε
έκλεισε την πόρτα και ξαναβγήκε στο δρόμο.
Ένας δυνατός αγέρας φυσούσε
και
τα νερά
που λί­
μναζαν δίπλα στην πετρωμένη λάσπη εριγούσαν. Τα φώτα
είχαν. πνάψει στις γωνιές και σ:ωρπούσαν
ένα θαμπό φως
στον σκοτεινό δρόμο. 'Ολα είχαν μιαν παράξενη χλωμάδα.
Ο Λεώνης στυλώθηκε
στού μαγαζιού, έχωσε τα
έξω από
χέρια
την πόρτα
στο
χοντρό
του κλει·
παλτό-του
βύθισε το βλέμα στο μισοσκόταδο του δρόμου με τη σκέ
ψη του σταματημένη. Λες πως τέλειωσε σκέριο τον προο­
ρισμό-του εκείνο το πελώριο κεφάλι και ξεκουραζότ αν.
Ξαφνικά είδε να τον πλησιάζει μιά σκιά
Σε λίγο κά·
1ΤΟΙΟζ στάθηκε εμπρός του.
Γέρος ασπρομάλης φάνηκε I~αθώς έβγαλε
το καπέλο
με κάποιο σεβασμό.
-'Εσύ; ρώτησε ο Λεώνης.
-
Ναί
Βάλε
Περίμενα να φύγουν όλοι για
τό
καπέλο σοω,
γιατί ι,άνει
να σου μιλήσω,
κρύο.
Δεν κρυώνω ι παιδί μου. Βιάζουμαι να σου μιλήσω.
'Ανοιξε να μπούμε μέσα, είναι νωρίς ακόμα.
'0
Λεώνης δέχτηκε δίχως καμιά αντίρηση.
κλειδί στα χέρια
του
γέρου
ν' ανοίξη
την
'Εδωσε το
πόρτα
και
μπήκαν.
'Ενοιωθε έναν πόνο αριστερά στο ΚΙΞφάλι, πάνω α'Πό τό
μάτι
~
44
Εναν 'Πόνο βαστεΡό. εκνευριστικό.
Μόλις κάθησαν ο γέρος μίλησε 'Πρώτος:
Λέώνη, τι κρύβεις μέσα στην ψυχή σου: που '":ας:
-
θα καταστραφείς
;
Εί-κοσι χρόνια
πεισματάρη. Πες-μου.
Δεν
_..
έχω τίποτε,
-Γιατί. λοιπόν,
σε γνωρίζω
βουβέ και
τι έχεις;
μπάρμπα
θες
Σωτήρη.
να γκρεμίσης ~ε μιά
σΤΙΥμή ότι
έ.χτισες σ' όλα- σου τα χρόνια! 'Α ν ζούσε η μάνα
αυτά
TCOu
σκέφτεσαι να κάνεις θα την
Α, η μάνα του ήταν
η πιο ευαίσθητη
ρούσε ν' αγγίξει κανείς στην ψυχή του
θρώπου.
Γι' αυτό όσο
χορδή που
μπο­
λιγομίλητου
ο άλλος του ξανάφερνε
Ηητέρα-του, ένα δάκρυ κύλησε
σου μ'
σκότωνες.
αργά στο
αν­
στο νου τη
χοντρό, τετρά­
γωνο πρόσωπο-του.
-
'Ακο:'>, Λu(jνη, σσνέχισε ο
γέρος.
Τα μαντεύω όλα.
Μιτορεί μιά γυναίκα να θίξει ασυλόγιστα
το λέμε
κάτι
που εμείς
« ανΤΡΙ,κή τιμή» . , .
Σου αTCαγορεύω να μιλάς για τη γυναίκα-μου.
-
τ' απαγορεύω,
Σου
aKO'.Jc; ;
Σηκώθηκε πάνω άγριος κι έκοψε μερικές βόλτες. ανα­
σαΙνοντας βαρtά. 'Υστερα σταμάτησε
μπροστά στό γέρο.
Το ύφος:του δεν 11ταν πια άγριο. 'Ηταν άρωστου και νικψ .
-μένου έΤOΙιl0υ να δεχτεί και την πιο σκληρή τιμωρία
--Όμως μιά Υυναίκα, που δένεσαι μαζί-της
και γίνε­
σαι δοί)λος για να τ ης δημιουργήσεις την ευτυχίο, Επρεπε
να σου δίνει από
α υ τ ή
.l vla
ευγνωμοσύνη
ανάλογα
ανταλάγματα .
όχι μόνο δεν αναγνώρισε τις θυσίες·μου μα
τόλμησε να μου λεκιάσει την τιμή.
Και γυρνόντας στον άλον άντρα, που
στεκόταν
αμί·
λητος μπροστά στο τραπ έζι.
--
Να.
Σωτήρη, πάρε
το κλειδί, φώναξε και τους ά·
Χους. δουλέψτε. Εγώ θά λείψω λιγες μέρες.
Είμαι
άρω­
στος.
Ο γέρος δεν άπλωσε το χέρι κι αυτός
λά το χοντρό κλεΊδί πάνω στο τραπέζι
ΙVHά σιωπή παγερή.
απίθωσεαπα
'Εξω ακουγόταν η βουή
του αν'έμου
'Που
δυνάμωνΕ
ολοένα και τράνταζε τα τζάμια των παραθυριών.
Πολύ κρύο κάνει α'Πόψε, 'Πάμε, εί'Πε ο Λεώνης.
-
Κίνησε 'Πρώτος για την πόρτα.
Ο άλος ακολουθούσε
Πήρες το κλειδί, ρώτησε 'Πάλι χωρίς να γυρίσει
-
το
κεφάλι. Κάμε ό'Πως σου εί'Πα.
-'Ακοι:;σέ με, παιδί·μου, ό'Πως μ' άκουγες άλοτε. Μεί­
νε. Μην κάνεις του κεφαλιού·σου,
ΒΥήκαν στο δρόμο
Είχε καλά σουρουπώσει.
νης τράβηξε αργά για το σ'Πίτι, Ο αγέρας
ένα γύρο δεν τον πείραζε καθόλου.
Ο Λεώ
'Που δερνόταν
Χώθηκε
στο
έρημο
πάρκο και ρίχτηκε βαρεμένος σ' ένα παγκάκι.
'Εβαλε το
κεφάλι στις φούχτες-του
'Πολή σκε­
και
έμειν' έτσι
ώρα
φτικός.
Γιατί να μου το κάμει αυτό το κακό;
-
Μή'Πως είνο:ι κανένα κοριτσάκι;
Α, όλα
μουρμούρισε
κι όλα.
κορίτσι τα συχωρώ όλα, σε μιά 'Παντρεμένη
δε
Σ' ένα
συχωρώ
τί'Ποτα τί'Ποτα, είπε θυμωμένος και 'Πετάχτηκε πάνω.
Τα μελίγγια·του χτυ'Πούσαν
δυνατά.
'Ενιωθε μιά πα·
ράξενη ζέστα να του φλογίζει το 'Πρόσωπο
κόμπος να του φράζει
το λαιμό.
και
Αιστάνθηκε
κάποιος
μιά
ζ.άλη
'JΊOυ του τ' ανακάτευε όλα.
-
θέ-μου. τί έπαθα; μουρμούριοε.
ΟΤΑΝ
έφτασε
στο
σ'Πίτι του
η
γυναίκα'του
καθόταν
εμπρός στο στρωμένο τρα'Πέζι.
-Αργησες, είπε:
-• -0
ΝαΙ της απάντησε βαριά.
Τί έχεις 'Πάλι και είσαι έτσι,
Τίποτε. 'Α νοιξε το κρεβάτι μ::>υ .
Καλά,
Πέρασε στ' άλο δωμάτιο
και
ξάπλωσε.
'Η
γυναί~α
μ'Πήκε δυό τρεις φορές, -μ' αυτός έκαμνε πως κοιμάται.
-
45
'0·
μως ο ύπνος είχε πετ.άξει από κείνο το δ"ψάτια τή χειμω­
νιάτικη αυτή νύχτα.
Δυό ανθρωποι κάτω από το ίδιο πα­
-πλωμα ξαγρυπνούσαν.
Ξημέρωσε.·Ο
..
'
Λεώνης πετάχτηκε πάνω
)
και φώναξε:
Σήκω.
'Εκείνη κοιμότανε. Ξάπλωσε τότε
κι'
αυτός
και
τον
'Πήρε ο ύπνος.
Κατά το μεσημέρι ήτανε και οι δυό στο πόδι.
'0
ίδιος
ψυχρός, θολός αγέρας περνούσε από κοντά τους.
Ο Λεώνης είπε.
- ' Ετοίμασε
μερικά πράγματα, λίγα
ρούχα.
θα πάμε
ταξίδι,
-Τώρα χειμωνιάτικα; είπε αυτή με κάποια έκπληξη.
Μεγάλη περιπέτεια.
Αυτός δεν είπε τίποτε.
Πήγε στο άλο δωμάτιο
ξεκάρφωσε
μιά
φωτογραφία
της μάνας-του από τον τοίχο, την κοίταξε λίγο και τήν έ­
χωσε ς:ιτην τσέπη του.
Κρίμα που δεν την έδωσα
-
να '[η μεγαλώσουν, σκέ.
φτηκε.
'Εβγαλε το ρολόι·του απο την τσέπη, τ' απίθωσε πάνω
στό τραπέζι και περίμενε, Πέρασε μιά ώρα, 'Ηταν δύο α­
'Πόγευμα, πήγε πάλι στη γυναίκα
.
--
~Eτoιμη έίσ~
-
TOU.
Δε θα φας; τον ρώτησε αυτή
;
.
μόλις τον είδε.
Στις τρεις θα φύγουμΈ.
Γιατί, Λεώνη, τι σου έχω
Kάνε~,
με φοβίζεις,
είπε
κλαψιάρικα,
-
Αυτό τΟ ξέρεις εσύ καλύτερα από μέΥα,
απάντησε
ο Λεώνης και βγήκε έξω. Κατέβηκε τη σκάλα, άνοιξε
την
ξώπορτα και βρέθηκε στο δρόμο
'Εκαμνε παγωνιά. Στις τρεις ακριβώς
χτύπησε
την πόρτα. 'Κ γυναίκα-του ήταν έτοιμη και
πάλι
τον περίμενε.
Καταλάβαινε και μόνη της πως κάθε αντίρηση ήταν περιτή
'Πια.
'0
Λεώνης
μ' ένα
λόγο, ήξΕΡε να
'Παξε μιά βαλίτσα όπου όπως όΤίωζείχε
Επιβάλεται.
'Αρ­
στριμώξει
λίγα
ρούχα και ξεκίνησαν.
4'1 ­
-'Αν έβαζες κανένα Υιλέκο παpαπeι:νω ... , τουψιθύρισ ε
--Αυτό το ενδιαφέρον αν το είχες από
'Πριν όλα θα ήταν
λίΥες
μέρες
&Jpaia. σκέφτηκε. Τώρα πια είναι πολι)
αργά.
Δεν της είπε τίποτε. Κι' εκείνη βλέποντας τον έτσι δί­
σ~υμo ξαναεί11ε
.
--'Αν έβαζες άλο ένα Υελέκο
...
[ial, τ' άκουσα, απάντησε ξερά.
-
σΤΑ Ν μπήκαν στο τραίνο Υια τον Πειραιά τον ρώτησε ~
--
Που πάμε;
ΣΙCι)πή
Τότε-Ενα δάκρυ φάνηκε στο κάτασπρο
μάΥουλό·της.
Πρόσεξε, της είπε. Μας κοιτάζουν
-
Σκόύ7ιισε το δάκρυ και σώπασε. Βαρετά
τραίνο κι' έσφΙΥΥε την καρδιά.
Ο ουρανός
κυλούσε
το
ήταν Υεμάτος
μαύρα σύνεφα. Τα νοτισμένα χωράφια μαυρα απλωνόνταν
KάτCι) από το μολυβένιον ουρανό.
-
Που ,πάμε, θε-μου ~ σκέφτηκε η Υυναίκα κι η σκέψη­
της πλάνιόταν μες στο χάος
'Οταν έφτασαν στον Πειραιά και
βΥήκαν
στο λιμάνι
τον ΡC;Jτησε πάλι;
- Πού πάμε με τέτοιον καιρό, Λεώνη;
- Οπου θiΞ.λω εΥώ J
- Οχι, τόλμησε να 11ει. Δεν είν' έτσι.
- θα το δούμε
Κάτι παιδιά ΠΟύ
iΞ.τρiΞξαν να του σηκώσουν
'(σα· του τα iΞ.διωξε. Κάπο.ιος που τον ρώ'τησε: •
τη βαλί­
rld
πού;
>
έ:τιιασε κουβέντα
-
Πό:rε φευΥει; άκουσΕ σε μιά σnΥμή
ύστερα τον ξένο πο,) απά\ιτησε ;
--'Ολα 'στις ~ξη.
ΗταΥε τρισύμιση απόΥεμα ακόμη.
- Ας κάμουμε μια βόλτα, της cinc.'
η Υυναίκα
κι
Τράβηξαν γιά τό λιμάνι.
Προσπέρασαν τα καρβουνιάΡlκα και πήραν τις γραμές
του τραμ. 'Ολα ή,αν ήσυχα. Η θάλασα μονάχα
δερνόταν
τρικυμισμένη κι ούτε καΊκια βρισκόνταν αραγμένα ούτε τα
μαγαζιά που ζούσαν από τους ναυτικούς ήταν ανοιχτά.
Μόλις έφτασαν κοντά στην ανοιχτή θάλασα
•
άρχισε η
βροχή.
--
Τόρα
τί γίνεται; ρώτησε η γυναίκα,
Καλύτερα, απάντησε ξερά ο άντρας.
Ο Λεών'ης βάδιζε μπρός σιωπηλός 'Εμοιαζε μιά σάρ­
κινη μπάλα που την ξεσφεντόνιααν προς κάποια διεύθυνση
και τίποτα
πια
δεν
μπορούσε ν' αλάξει την πορεία-της.
'Ηταν βουτηγμένος σέ κείνες τις μαύρες σκέψεις
που του
τρυ'!ίανούσαν ολοένα το μυαλό.
Σε μια στιγμή
11
φωνι; της γυναίκας
ακούστηκε
στριγ­
γή) φοβισμένη:
-
Πού θα με πας μέσα στο χειμώνα:
Πάψε.
Η βΡΟΧI; συνεχιζόταν δυνατή.
μΕ. το βουητό της θάλασας και
Η βουή-της γινότον ένα
το ούρλιασμα του ανέμου
και τους παραζάλιζε.
Στριμώχτηκαν κάτω α:rτό ένα μικρό υπόστεγο και πε·
ρίμεναν λίγα λεπτά .
.-
Τώρα; ρ(~τησε πάλι εκείνη όλο αγωνία.
Σιωπrl,
ΛίΥΟ πιό πάνω από το υnόστεγό·τους μέσα
από
μιά
τζαμόπορτα χύθηκΕ. λίγο φως στο δρόμο.
-
Πάγω ως εκεί να ιδώ τί γίνεται.
Η γυναίκα δε μίλησε. Κι εκείνος τρέχοντας πήγε προς
το φως, κοίταξε μέσα από την
κλειστή
τζαμόπορτα
και
γύρισε 'Παλι τρέχοντας σ' αυτί1ν.
-
Πάμε, είπε.
Φοβάμαι, βρέχει 'Πολύ.
θέλεις νά μείνεις εδίJ;
Χριστέ μου, τί περιπέτεια ήταν αυηΊ μέσα στή χει­
μωνιάτικη νύχτα, εί'Πε βαριαναστενάζοντας η γυναίκα και
τράβηξΞ προς την άκρη του υπόστεγου.
·.9 .­
_.-
Κοίταξε, θα τους πούμε πώς
μας
έπιασε
η βροχη,
τη συμβούλεψε.
nriyav στην τζαμόπορτα και άνοιξαν Λιγοστά τραπέ­
ζια ήταν απλωμένα στο κρύο χωματένιο μαγαζί
που φω­
τιζόταν από ένα μικρό ηλεχτρικό ΥλομπάΚί_
Ξαπλωμένος πάνω σε δυό
τρία τραπέζια
και τυλιγ-­
μένος σ' ένα κουρελιασμένο πάπλωμα κοιτόταν ένας
ρος
γέ­
Μια χοντΡιΊ αντρογυναίκα σίγύριζε κάτι στο βΡώμικο
μπουφέ.
Καλώς τους. είπε μόλις μπήκε τ' αντρόγυνο.
-
Ο Λεώνης κι η γυναίκα-του κάΘισαν δίπλα στό παρά­
θυρο. Η ματιά-τους έπεσε πάνω στον άρωστο γέρο_
--
Αρθρίτη έχει, έκαμε
η
γριά
σα
να
κατάλαβε τη
σκέψη-τους. Κι αυτός ο παλιόκαιρος τον πειράζει.
--
Πώς πάνε οι δουλιές; ρώτησε αδιάφορα
ο Λεώνης.
Δε βαριΕσαι... 'Οταν είναι τρικυμία μας τρελαίνει.
Εμείς ζούμε με τους θαλαοινούς. Σταμάτησε λίγο, κοίτα·
ξε πάλι με την ερευvητική ματιά-της όλα γύρω κι ύστερα
έκαμε πως σκέ.φτεταιΕτριψε τα
τ) άλο: λέΥοντας
δυό
χέρια
το
ένα με
:
Μήπως είναι βρεγμένη η κοπελίτσα;
-
Περίμενε λίγα λεπτά για να πάρη απάντηση, μα όταν
είδε πως οι άλOL σωπαίναν, εξακολούθησε τρίβοντας ολοέ·
να τα χέρια-της:
-
Κρύο που κάνει κι είμαι γριά ...• ύστερα
αδιάφορο τόνο:
Είστε βέβαια
ψορά είχαν έρθει νιότταντροι
νιόπαντροι!
στον ίδιο
Κι άλη
στό μαγαζί-μας. Τα
μιά
χαίρο.
μαι, ξέρεις, τα ζευγαράκια
Ει βέβαια, έκανε ο Λεώνης για να πει κάτι.
-
Και σας έπιασε η βροχή. Που μέν:Ξτε, λοιπόν
ΦύΥαμε από το σπίτι. Πάμε ταξίδι.
Γυναίκα,
έκανε
ο
γέρος
που
ήταν
ξαπλωμένος.
Πεινώ.
Τόρα μόλις σου έφερα ψωμί και θέλεις κι άλο ! Δεν
-
τα κερδίζουμε τα λεφτά τόσο :Ξύκολα
τήν
ώρα.
-- 50
για
να τρώμε όλη
EKείΊlOς σα να μην άκουσε. Σήκωσε το κεφάλι, έβαλε
:δύναμη κι άνασηκώθηκε στα χέρια·του. Κοίταξε τους
δυό
ξένους και είπε
--
Γειά-σας.
'Υστερα ακολούθησε απέραντη σιωπή.
η σιωπή εκείνη δεν μπορούσε κανείς
ναίκα του Λεώνη
άκουΥε
ζευόταν ολοένα φοβισμένη
τή
βουή της
στην
ορίσει.
βροχής
Γυναίκα,
Η
και
καρέκλα-της. Για
σΤΙΥμή ο ξαπλωμένος γέρος ξαναφώναξε
-
Πόσο κράτησε
να
Vl;­
μα
μιό:
:
πεινώ.
Δόστου να φάει,
Υριά, έκ:χμε
ο
Λεώνης
πεισμω­
μένος
- Δεν μπορω πια Λεώνηι δεν μπορώ, μουρμούρισε η
νέα χώνοντας το κεφάλι της στα χέρια και σμίΥοντας το
κορμί-της
με το δικό·του.
Πού
μ' έφερες;
Πάμε
aniTl.
θΕλω τη μητέρα·μου_
Η Υριά του καnηλιού Υύρισε και την κοίταξε, ύστερα
"Πήρε μιά καρέκλα και κάθησε κοντά-τους.
-
Φοβάσαι;
ρώτησε.
Η νέα στριμώχτηκ:ε ακόμη περισότερο στο πλευρό του
.Λεώνη.
-
Φοβάμαι,
του ειπε στ' αυτί.
Η
ανάσα-της
έβΥαινε
.κοφτή κι αναμένη. Ο Λεώνης ένιωθε τόρα το φόβο-της.
-
Τρέμει, σκέφτηκε. Δεν έπρεπε να τη φέρω. Ει κυρά.
είπε στη χονΤΡΟΥυναίκα που καθισμένη εκεί κοιτούσε μ'έ.
να βλέμα κουτό και κοιμισμένο.
Πού θα η:λαΥιάσουμε α
πόψε;
-
Είναι Επικίνδυνο νά μείνετ' εδώ, είnε.
Το είχα λη
σμονήσει. Καλύτερα να nηΥαίνετε.
'Εξω έβρεχε δυνατά, μαζωχτό
έτρεχε
'Πλημύριζε τους δρόμους με nοτάμια.
το
νερό
Αστραπές
και
σχίζαν[
το σκοτάδι κι οι βροντες σκορnίζαν τρόμο μέσα στο
χω­
ματένιο μαΥαζί, Ο Λεώνης σηκώθηκε και nήΥε κοντά στην
·τζαμό-n:ορτα. Αςτίκρυ η μανιασμένη θάλασα δερνόταν και
απλωνόταν -πίσω ασ-προκί.;rρινη. Τα κύματα υψώνονταν καί
ξε-n:ερνούσαν το μουράΥΙΟ
και
σκορnούσαν
στο
δρόμc,
51
σμίγαν με τα νερά των πλημυρισμέν ων δρόμων που
φου'
σκωμένα Υλύφαν τον τοίχο του μικρ ομάγαζου.
-'Ασχημο βράδυ, έκανε ο Λεώνης, γυρίζοντας το κε­
φάλι.
Προχτές όλη νύχτα χτυπο(;σε την η:όρτα-μας
-
η
. Εχω
θά­
λασα. Είναι όλο υγρασία εδώ
Λέτε να φάτε:
λίγα
αυγά να σας τα ψήσω με τυρί
Δενκαταλαβαίνω πώς μεί­
νατε έξω.
-'Ο, τι κάνεις για μας θα σου το πληρώσω καλά,
νά
το ξέρεις.
-Ολοι έτσι λέτε
Μου μαζεύονται εδώ όλες
νίσιες Δε λέγω για σας, ο θεός η:ου
',ί τραβώ
οι λιμα­
το ξέρει.
Νάξερεζ
Ζητώ να μου προπληρώνουν. Τα νυφικά
έχεις στη βαλίτσC(
C(κόμα,
κ.α><όμοφο
κορίτσι,
θα τα
δεν
είναι.
;
~τσι
-
Πάψε γριά
Κουνήσου.
Δέ
βλέπΕις πως
έχει vu'
χτώσει;
--
Ξέρω, είη:ε και σηκώθηκε από την καρέκλα
Μπήκε
σ' ένα μικρό δωματιάκι κι έμεινε. Σε λίγο α"τό κει ερχό­
ταν τσιτσίρισμα από καμένο βούτυρο
Ο γέρος ζήτησε κάνα δυό φορές ακόμη φαγί χωρίς να
του δώσουν.
γστερα κουκουλώθηκε καλά με το πάπλωμα
κι έμεινε ακίνητος
Η νέα αναΘάρεψε λίγο και καρφωσε το βλiΞμ
μάτια του Λεώνη. Τον κοιτούσε
πολή και δε μιλούσε
της στα
μ' ικεΤΕυτική ματιά
ώρα
Μετά, βούρκωσαν τα μάτια-της
κύλισαν δυό δάKρtα, ίJστερα άλα
και
άλα.
-']σως να μας παρακολουθεί η παλιόγρια από καμιά
τρύτια. Αν θέλεις μην κλαις τώρα.
-
Γιατί, λοιπόν Λεώνη, μ' έφερες
Που με rτας
-
εδώ;
Εκανε
σιγά.
;
Είχες δουλιά ailllεpa
;
MrτηKε η γριά. Σώrτασαν
έκανε κοροίδευτικά.
Εστρωσε ένα
κόκινο
τρα.
rτεζoμάντηλo πάνω στο τρατιΕζι τιου ακουμπούσαν κι έβαλε
το πιάτο με τα τηγανισμένα αυγά.
Σε λίγο έφερε δυό ποτήρια κι ένα οκαδιάρικο δράμι
γιομάτο κρασί
Ο Λεώνης στικωσε με τρόπο τα μάτια και
τα κοίταξε αλά δε μίλησΕ.
ΕβαλΕ από λίγο στα ποτήρια
και Είπε:
Γριά, φώναξίΞ τον να φάει .
....- Ας
τον, κοιμάται
Εκείνη πήρε
θηκε κι άρχισε
τόρα,
ίΞνα πιάτο
απάντησε.
στα γόνατα-της,
σταυροκοπή­
να τρώει.
ΠιίΞς και κρασί, πρότεινε ο Λεώνης
-
Δεν είναι πολύ, ίΞκανε η
γριά.
θα
'Εφερες 110λύ
σας
φέρει
μιά
ζάλη.
'Εφαγαν αμίλητοι.
Το
πλατάγισμα της βουρκωμένης
θάλασας ακούγονταν δυνατό τόρα κι αττό
αντηχο(;σε
πόρτα
το τουμπάνισμα του τσίγκου
την ώρα 110υ ιΞ,κοβε ο αγέρας
νόμιζε κανείς ττως θα φύγει η σκεπή
καιρό σε καιρό
πάνω
αττό
Μα όταν
εκείνου
την
φυσούσε.
του παλιό·
σπιτου.
Σαν απόφαγαν κάθισαν λίγο
ακόμη κι όταν
το
μαγ­
κάλι που βρισκόταν στα πόδια της νέας ιΞ,σβησε καλά,
ο
Λεώνης ρώτησε:
-
Τί έκανες; 'Εστρωσες;
Ναι.
έκανε σιγά η γυναίκα.
Σηκώθηκαν και την ακολούθησαν.
Στο μικρό δωμάτιο
απ' όπου ερχόταν το τσιτσίρισμα
του ψημένου βούτυρου βρισκόταν ένα
στρωμένο κρεβάτι. Πάνω
σ' ιΞ,να
πελώριο
ήταν ακουμπισμιΞ,νη μιά μικρή λαμπίτσα ττου
φεΥγε κείνη την τρύπα.
βρώμικο
μισοσ11ασμένο
τραπέζι
μόλις
κι έ.­
Η γυναίκα τράβηξε με' δύναμη το
·'Πάπλωμα και άνοιξε το κρεβάτι. 'Υστερα είπε:
.-
Καλή νύχτα
Κω βγήκε.
Ο αέρας ττερνούσε βιασnκός ττάνω από τη σκεπή KdL
'την τάραζε. Η τσίΥΚΙνη σκεπτ) κουνιόταν συνεχώς
μ' ένα
τρομαχτικό κουδούνισμα.
-
Φοβάμαι. έκαμε η νέα.
fν'ιη φοβάσαι. απάντησε ο Λεώνης
Κοιμήσου
Η γυναίκα γδύθηκε γρήγορα και χώθηκε κάτω α'Πό τ::ι
'Πάπλωμα. κουκουλώνοντας το κορμί ως το κεφάλι
Αυτός
55 _.­
στεκόταν ορθός κι αναποφάσιστος. Το δωμάτιο ήταν κρύο­
Ένα ρίγος περνούσε τα
κορμιά και τα παρέλυε. Σ τό τε­
λος έκατσε στην 'Παλιά καρέκλα δίπλα στο τραπέζι. έχω­
σε το κεφάλι στα χέρια χωρίς
να σκέφτεται.
Το
μυαλό­
το l ) λες κι είχε σταματήσει εκείνη την άγρια ώρα.
Για μια σ,ιγμή η γυναίκα έβγαλε το κεφάλι.
- ' Ελα.
- Ναι,
του Είπε.
έκανε αυτός..
Η μικρή λάμπα έριχνε
το φως
μπρος
σ,ο
'Πρόσω'Πο
και 'Πίσω-του 'Πάνω από το κρεβάτι έπεφτε η σκιά-του.
Κοίταξε, σκέφτηκε, η σκιά·μου. Αχ, θεέ-μου, 'Πότε θα.
-
περάσει αυτή η νύχτα. Τι με μέλει όμως; Τώρα είναι τό­
σο αργά για όλα
'Εβαλε το κεφάλι πάνω στο τραπέζι και τον 'Πήρε
λί­
,10 ο ύ'Πνος.
-'Ελα, έκαμε πάλι η γυναίκα μΕ φωνή ψιλιϊ, δια'Περα­
στική, φοβισμένη.
Ο Λεώνης άνοιξε τα μάτια.
Ναι, ξανάεΙΠΕ.
-
·Υ στερα χωρίc να γδυθεί χώθηΚΕ στο πάπλωμα
Ο ύπνος χάθηΚΕ και το βράδυ αυτό. Ο Λεώνης κλείνει
τα μάτια και πολεμάει να μη σκέφτεται,
Στο νου-του ξαναγυρνάνε όλα τα παλιά
μα δεν μπορεί.
σα να μη χάθη­
καν, σα να έχουν βρυκολακιάσει. Θυμάται
μια μέρα ποι.;
τον είχαν στείλει φορτωμένο
μ' ένα βαρύ καροτσάκι
δεν μπορουσε ν' ανεβεί
ανηφορικό
έναν
τέτοια προσπάθεια που ανεβαίνοντας
δρόμο.
το βάρος
ράσερνΕ πότε προς το ένα και 'Πότε προς
δρόμιο. Τότες είχε ακούσει
- ' Ενα
το
και
'Εκαμε
τον πα­
άλο 'Πεζο­
μια γυναικεία φωνή;
καροτσάκι μεθυσμένο.
Μ' αυτόν τον έπνιγε η αγωνία και δεν
ιδεί και δεν μπορούσε να τα 'Παρατήσει
μ'Πορούσε να
όλα
στη
μέση
του δρόμου και να φύγει, να φύγει μακρυά και να
ζήσει
σαν ελεύθερος άνθρωπος κι όχι σαν υποζύγιο'- Και
παραπάνω άκουσε κάποιον κύριο να λέει:
--
.....
_! ';"
Να, έτσι τρελαίνουνται οι άνθρωποι.
λίγο
Ι
Τα μάτια-του ήταν βουρκωμένα. 'Ομως
τησε όλα. Δεν αφίνεται έτσι εύκολα
είχε βάλει προορισμό στη ζω1i του
δεν τα παρά­
μιά δουλιά.
και
δε
Λυτ6ς
θα τα παρα­
τούσε με το παραμικρό εμπ6δω.
Κι έη:ειτα, ένα βράδυ
που
εί.χε αποφασίσει να πάεί,
επιτέλους, κάπου να καθίσει ν' ακούσΕΙ λίγη μουσικ)i που
τή λαχταρούσΕ η ψυχή·του
το "ίναι-του. οι αισθήσεις του,
σταμάτησε ΚΕί κοντά στα σκουπίδια για να ρουφήξει
νότες πού χυνόταν από το ανοιχτό παράθυρο
σ,όσπιτου.
Για μιά στιγμή τότες
είχε
του
τις
πλου_
επαναστατήσει
η
συνε ίδηση-του .
. - Τί
σκλάβος είμαι
να κάθοuμαι δω
των πλουσίων; αναρωτήθηκε
στα
σκουπίδια
Α λά μόνο για μιά <:'τιγμή
'Εχωσε το χέρι·του στην τσέπη του πανταλονιού-του χάι­
δεψε τα λίγα λεφτά που ετοίμαζε για τη μ(:·υσική στάθηκε
λίγο ακόμη και τράβηξε
-
για το σπίτι.
ΠρέΠ:ΞΙ να τα στερηθώ όλα
Εγώ θ' ανοίξω μαγαζί,
συλογίστηκε.
Κι άλα κι άλα τέτοια του ερχόταν απανωτά
αυτό το
βράδυ σαν ξεπίτηδες, σα να ήθελε να τον τιμωρήσει η ίδια
η ζωη-του που δεν την είχε ζήσει.
Και ξαφνικά
-
Ε,
...
ε,
φώναξΕ
.
ε
και σίικωσε
το χέρι στον αγέρα
με σφιγμένη γροθιά
-Ηρθε στα συγκαλά του, κατέβασε
το χέρι
και
κου­
κουλώθηκε. Μ'αμέσως θυμήθηκε πως κάποιαν άλη μέρα ένας
συνάδερφος· του για ν' αστειευτεί του έκρυψε το ψωμοτύρΙ
που φύλαγε για το μεσημέρι ... Κι αυτός μόλις πήγε στ ο
συρτάρι του και δε βρήκε το ψωμοτύρι έγινε -μανιακός.
'Εστριψε Υύρω γύρω το βλέμα πνΙΥμένο στο αίμα, όρμησε
πάνω σ' έναν μικρό,
του άρπαξε το κεφάλι.
το
χτύπησε
σ' έναν πάγκο, φωνάζοντας;
-
Λέγε, μ ωρέ παλιόσκυλο, ποιός μου τη σκάρωσΕ αυτή
τη δουλιά, γιατί θα σε σκοτώσω.
Ο μικρός μαρτύρησε τον ένοχο και
τόΤΕς
αρπάζει ένα μαχαίρι που βρήΚΕ παρατημένο
ο
Λεώνης
πάνω
στον
55
πάγκο και τρέχει για τον εργάτη. Ο άλος για
ν' αποφύ­
γει γλιστράει πίσω από μια μηχανή. Τότες άρχισε
κυνηγητό γύρω γύρω όσο 'Που του έδωσαν
τρελό
τα πράγματα­
του. 'Επεσε μισοπεθ'αμένοςσε μια καρέκλα.
Κι αυτό το επεισόδιο κοντά στ' άλα του τρυπούσε το
μυαλό.
Γιατί όλ' αυτά; σκέφτη"c: Γιατί όλ' αυτά; Για 'Ποιόν
-
έκαμα τη ζωή·μου άχερο;
Τον έπιασε ένα γέλιο δυνατό, τρανταχτό, που γιόμισε
το ξύλινο δωμάτιο μέσα σε κείνη την τρομερή νύχτα που
την έδερναν οι βροντές και την κομάτιοζαν οι αστραπές.
Η γυναίκα τρομαγμΕνη πετάχτηκε πάνω.
Λεώνη, φώναξε. Λεώνη ...
-
Εκείνος όμως δεν άκουε., δεν έβλεπε. Σηκώθηκε πάνω,
πήρε το πάπλωμα στο χέρι και
ανεμίζοντας το
γυρω στο σώμα-του συνέχιζε το αλόκοτο
ολοτρό­
γέλιο-του συνο·
δεύοντας το με παράξενο χορό
-
Λεώνη, φώναξε πάλι η γυναίκα μαζεύοντας το κορ­
μί·της. Κρυώνω. Κρυώνω και φοβάμαι. Κάθησε κάτω
Τότες ο άντρας πέταξε πάνω στο κουβαριασμένο
σώ­
μα της γυναίκας'του το πάπλωμα; ύστερα έπεσε κι αυτός
απάνω-της κι άρχισε να της σφίγγει το λαιμό.
Η γυναίκα αγωνιζόταν να γλυτώσει μΕσα απ' τη ντα­
νάλια των ροζιαομΕνων χεριών και το βάρος του κορμιού­
του μα ο Λεώνης όσο ένιωθε
να σπαράζει
σώμα τόσο βύΘιζε σπασμωδικά
τα
το
ζεστό-της
σκληρά-του
δάχτυλα
στις λακούβες του λεπτοκαμωμΕνου λαιμού. Στο πρόσωπο­
του που πριν λίγα λεπτά φωτιζόταν
πέτρωσε τ~ αγριεμένο βλέμα
και
τα
απ' το
πλατύ γέλιο
δόντια-του κλείσαν
θυμωμένα
Για μια στιγμ1) ημέρεψε. Τα χέρια ξέσφιξαν τον άσπρο
λαιμό. Τότε την κοίταξε με το χαδιάρικο
βλέμα
της κα­
λωσύνης και ψιθύρισε:
-
Κοιμήθηκε το μ.ωρό-μου, κοιμήθηκε το μωρό μου
'Εξω από
,στικά
την πόρτα ακούστηκαν χτυπήματα βια­
κι αμέσως άνοιξε και φάνηκε το χοντρό κόκινο
μούτρο της ταβερνιάρισας. Τα μάτια της
από το αγουροξύπνημα. Μα ο Λεωνης
ήταν
δεν
καθόλου. Είδε το φως μιας λάμψης που
την
μπήκε
πριομένα
κοίταξε
από
το
φεγγίτη της ξωπορτας και χύθηΚΕ σ'αυτήν:Ανοιξε απότομα
την κλεισμένη πόρτα και βγήΚΕ στο δρόμο.
Η βροχή έΠΕφτε ακόμα δυνατά, σα ν' αδΕιάζαν
ΤΕς, αόραΤΕς δεξαμενές, μ' αυτός δεν
Μόνο τρέχει τρέχει για το λιμάνι.
γεμά·
αιστάνΕται τίποτα'
Τα φωτα
στους
λους τον τραβούν προς τα εκεί και τον μαΥνητίζουν
κρύα φίδια που τρέχουν μέσα
στύ
σαν
στη νύχτα.
Ακολουθεί το κρύο φως και φτό:ΥΕΙ στα καρβουνιάρικα.
Εκεί στέΚΕΤαι λίγο. Κοιτάζει τη θάλασα που μαύρη
δερ'
νόταν στο παραθαλάσιο και τράβηξε σ' αυτήν. Στικωσε α­
συναίσθητα τα χέρια και τα έφερε στα μηλίγγια. Χτυπού­
σαν και καίγαν. Ξαφνικά τα θυμήθηκε όλα
_ 'Εσυρε
αργά
τα κουρασμένα'του πόδια και γύρισε μπρος πί.σω Ήρος το
fρημο μαγαζάκι που κοιτόνταν η γυναίκα-του. Γύρω άγριο
,φυσομανούσΕ ο βοριάς κι η βροχή σα να συνέχιζε το μο­
νότονο-της κλάμα
57 ­
ΤΟ
Τ
ο
ΠΟΥΛΙ
ΚΑΙ
π Ο Υ Λ Ι, κελα·ίδούσε
ΟΙ
ώρα
ΑΝθΡΩΠΟΙ
πολlΊ
Τριγύρω ήταν απλωμΕνη ηοι:χία.
μόνο
Οι
ΟΤΟν
μόνταν στη σκια του πολύφυλου δΕντρου κι
ναίκες μιλούσαν σιγά και βαρεμiΞνα
κήπο.
δυό άντρες κοι­
οι
δυό
γυ­
σα να φοβόνταν μην
ταράξουν την απλωμiΞνη γαλήνη.
Η μιά είναι αδύνατη κι Εχει τυλΙΥμΕνο το λαιμό μΈνα
μαντιΊλί με
κόκινους
γύρους.
Τα
πόδια-της,
'λουντά,πότε τ' απλώνει σα να θέλει
και 'Πότε τα μαζεύει και
τα
να
σκε'Πάζει
διάφανο φουστανι-της σα να πολεμάει
τα
με
λιγνά
κα'
ξεκουράσει
το
κοντό
και
να τα 'Προφυλάξει
από τον ήλιο 'Που καίει δυνατα.
Η άλη πιό παχιά.
σκούροι
ΓL!pω στα
ματια
της
κύκλοι. Ι\ρατάει στα χέρια-της ένα
'Που ολοένα το σφίγγει σα να θΕλει να το
ξεχωρίζουν
μικρό
δΕμα
τυλίξει
καλύ­
τερα, σα να είναι Ετοιμη να κινήσει.
t\l
οι ξαπλωμΕνοι άντρες κακοντυμένοι και βρώμικοι'
Ο ένας φοράει ναυτικ6 καπΕλο. Ξυπνάει ξαφνικά,
μια ματιά στις γυναίκες, γυρνάει πλΕυρό
κι
ρίχνει
αρχίζει
να
ροχαλίζει.
. Εξω
από το αργό, άτονο ροχάλισμα τί110τα δεν
ράζει το καταμεσι,]μερο στον κήπο
Μόνο
το
τα­
ξέγνιαστο
κελάιδημα του 'Πουλιού.
Απότομα η αδύνατη γυναίκα άρχισε να μιλάει κοιτά­
ζοντας τα τεντωμiΞνα γυμνά της πόδια. ι'l\ιλάει
να συνέχιζε Kάrιoιαν αρχινισμΕνη ομιλία.
-
58
αργά
σα
'Οταν με βρήκε ήμουν
ευτυχισμΕνη.
τον άντρα-μου, Ξνα τίμιο στεφάνι. Δεν
Ζούσα
ξέρω πώς
με.
μTl:ήΚΕ
στη ζωή' μου, με ξεμυάλισε, τον ακολούθησα.
Η ά'{η δε μιλάει. Κοιτάζει
πέ.ρα μακριά
φυλώματα των δέντρων, προς το άγαλμα
με τις
στα
σκιές των φύλων πάνω στ' ολόλευκο
τα κλαδιά που γέρνουν γύρω
Τι:uκνά
Ο ήλιος 'Παίζιο'
μάρμαρο και
στεφανώνουν το σΥουρόμα<
{.,Ο ωραίο κεφάλι.
Η
npC.nn
κόβει την κουβέντα-της όμοια
θώς την είχε αρχίσει. Σηκώνει
το κεφάλι
α-πότομα
και
δίνει
κα­
μιά
σπρωξιά στην άλη.
-
,'Ιι\α δε μ' ακούς;
_.-
Μ' αφού δεν
Ναι ναι, λέγε.
. γστερα
ακους
;
κι η ίδια α-ποξεχνιέ.ται.
τη ματιά-της στην -πράσινη γραμή
Α-πλώνει
αφηρημέ.νη
της χλόης
'Που
νεται σα φίδι μ-προστά-της και συνεχίζει αργά
σoιJρ­
σα να της
ήρθε ξαφνικά μια γλυκιά θύμηση:
-'Ενα ωραίο βράδυ με φεγγάρι
το βράδυ,
το
-
γιατί καθόμουν κάτω α-πό
συλογιζόμουν -πως όλα είχανε
-πια
την
θυμάμαι
κείνο
Ακρόπολη
τελειώσει
Αναμετρούσα τα χρόνια που φύΥαν κι εκείνα
για
που
και
μέ.να.
άδοξα
θ' ακλουθούσαν σε μιάν ασήμαντη ζωή,άβουλη, χωρίς αρ­
χή, χωρίς δράση, περιμένοντας ένα τέλος. Τότες
αυτός, με ζύγωσε, μου μίλησε,
μου
έσφιξε
το
με
είδε
χέ.ρι, με
φίλησε. Μ' άρεσε το τσαχπίνικο ύφος-του και δεν ξέρω
(σως να ήταν και το φεγγάρι
--
μπήκε
­
απαλά μέ.σα στην
καρδιά-μου σαν ήλιος μιάς καινούριας ζωής.
ΚΙ όσο
σαμε παράνομα, όσο ζούσαμε 'Πίσω α-πό
μάτια τ' αν·
τρός·μοu, μια αγά'Πη γλίστρησε
με
τα
τον καιρό
μες
ζού­
στην
ψυχή-μου και ήτανε σα να ξανάνιωσα, cvC) τα όνειρά'μf)U
τά φούσκωναν καινούριες ελττίδες. "~α
Δε
τί
έχεις
σήμερα;
μ' ακούς;
1tOAiJ
Ναι ναι.
Είμαι βαρεμέ.νη
λίγο
σήμερα.
Σ' ακούω
καλά.
59 ­
- Τα τωρινά τα ξέρέϊς.·Είμαι
μιά
πράσινη
κάμπι.α
·'Που ρουφώ τη βρώμα, ενώ θα μττορούσα να γίνω μιά
λισα. Κι αυτός, αυτός που με τα λόγια·του
με 'Πλανέψει κατάντησε χαμένό κορμί
κατάφερε
μέ'
να
Ο 'Τίρώτος είχε δικό­
το\) κουρείο. Τα μαύρα σγουρά·του μαλλιά πέφταν
ττάνω
στο πλατύ μέτωπο και ττολές φορές καθώς τον κοιτούσα
τον παρόμοιαζα με ζωντανή κούκλα. Μ' αγαπούσε τρελά
Το ίδιο όnως μ' αγαπούσαν και στο σπίτι·μου,
τον καιρό
που ήμουνα κορίτσι Αλά η σπιτική κοτίσιαζωή δεν μ'άρεσε
ποτές. 'Εχω αλήτικη ψυχή. 'Οσο
μ' αΥαπούσε
μισούσα. Κάποτε μούρχεται στο νου
τόσο
τον
κι όταν αναλΟΥίζου­
μαι τα σημερνά·μου κλαίω. Κι εσύ;
Η άλη σα να Ευπνάει. 'Εχει ακόμη καρφωμένο το βλέ·
μα πέρα στ·α δέντρα ττου ίσκιωναν τ' άΥαλμα και όπου ο
"Ιλιο:, ποιχνίδιζε μες στις πυκνές φυλωσιέ.ς.
-
Τί τα θέλεις τώρα;
Ω, όχι πές·μου, πές-μου.
-
θέλω
)'ια τη ζωή σου πριν σε γνωρίσω.
σήμερα
Τόσον
ν
ακούσω
καιρό
ήμαστε
μαζί κι ήμαστε σχεδόν ξένες η μιά Υια την άλη.
Σήμερα
θέλω να κλάψω.
-
Δε θέλω να θυμάμαι
ρασμέν
"
'Οταν Υυρίζω
πίσω
στα
7ίε
μούρχονται στο νου όλες οι θλιβερές μέρες που
έζησα και δε θάθελα να ξαναΥύριζαν
πια.
θυμάμαι, ένα
καράβι μας πέταξε στον Πειραιά.'Εζησα μέρες και νύχτες
φτώχιας κι αΥωνίας
μαζί
με
άλα
ανθρώπινα
στα πεζοδρόμια και στις αποθήκες
τέρας-μου κι η μητέρα·μου
μια κόρη ζέσταινα
κουρέλια
Ζούσαν ακόμη ο πα­
ΙΨ αΥαπούσαν πολύ, Μόνη EYC;)
τα 'Πονεμένα
Υερατιά·,τους, Μα τί μττο­
ρούσα να τους προσφέρω εγώ ένα άγουρο ττράΥμα; Τους
έδινα ασήκωτο βάρος και το καταλάβαινα πολύ καλά. Κι
έπειτα,
η φτώχεια δε θέλει
να ξέρει.
πίνουν αίμα είν' ευτυχισμΕνοι.
Ο
-Οσοι
γέρος-μου
μπορούν
έτρεχε
να
όλη
μέρα για να εξοικονομήσει ένα κομάτι ψωμί. Τα ρούχα-μας
πέφταν αττό ττάνω μαι' μέρα
με τη μέρα. 'Εβλεπα να περ­
νάνε δίπλα μου οι καλοντ\)μένες
κοπέλες
κι αισθανόμουν
μίσος. 'Οποια 'Πόρτα κι αν χτύττησα είδα την
ττύρινη
μα­
τιά του αχόρταγου πόθου. Ποιός να μας
συμπονέσει
κα("
ποιός να μας συντρέξει στον ξένο κι αφιλόξενο τόΠG, α­
φού οι άνθρωποι μόνο για τη δική τους ευτυχία φρόντιζαν
Πήγα στο εργοστάσto κι εκεί rniρa τον κα,τιφορο
βράδυ έφυγα παρατώντας πατέρα και μητέρα
;
κι ένα
κι ακολού­
θησα τον άντρα ττου μ' υποσχέθηκε Ευτυχία "Που τόσο μου
είχε λείψει. Τώρα είναι χρόνια Δε βαριέσαι;
ζουνται λεφτά Υια την ευτυχία,
τότες
Οταν χρειά·
βλέπεις
μέσα-σου
όλα να γκρεμίζουνται κι όταν μιά φορά Υκρεμίσουν τότες
κι όνειρα και ψυχή πάνε
Πάνε χαμένα,
-
χαμένα
έκαμε κι η άλη σαν αντίλαλος.
Τώρα είναι χρόνια.
φτισικιά
Γέρασα, και τιοιός ξέρει; Είμαι
Νάξερα τότες πως θα γινόνταν όλα έτσι. δε θ'άρ­
χιζα που':ς. Κι όμως η ψυΧίΊ·μου σε κείνον τον πρι;)τον εί
ναι δοσμένη
Τον αΥατιΙ:;) και τον μισώ.
Κι αυτόν τον τε·
λευταίο τον αΥαΊΊώ, Λουκία. Σα να τον έχω Υεν11σει. Λυι;:'
νω και ττεθαίνω όταν τον βλέττω ν
Αχ κι εγώ το ίδιο, Κατίνα μου
-
υποφέρει
Κάποτε μο
έρχεται
να σKoτωθ(~ όταν τον βλέπω. να κοιτάζει κάττοιαν άλη
Η, ΓΥΝΑ'ί!(Α με το δέμα σηκώνεται
και τραβάει προς το
ρυάκι που τισ-::ίζΕΙ τον κιΊΠΌ. Ι\άΘεται στην άκρια και πλέ·
νε-.:αι στο Υάργαρο νερό.
'Οταν yΌΡlCί<Ξ. οι άντρες είχαν ξυπνιΊσει, Το ';Ίουλί δεν
καλωδούσε
μf.νο
στη
-'.
Κατέβηκε
αΊΊό το δέντρο και ττηδούσε χαρου·
γης.
Να κι εσύ. φαΥε
λίΥΟ
ψωμάκι,
έκαμε
η
Κα,ίνα
βΥάζοντας λίγα Ψίχουλα από την τσΞπητης. Μου μοιάζεις,
ξέΥνιαστο καθώς είσαι
Μα
για
σένα
φρόντισε
η φύση.
Για μένα (:ψως;
-'/\ρχισες παλι τις φιλοσοφίες-σου; ρώτησΕ.
ο ένας
άντρας.
Η αδύνατη yuvaiKa άρχισε να, μιλάει:
61 ­
Την κοιτούσες και χαμΟΥελούσες,
-
την
'Παρακολού­
:θησες ως 'Πέρα, Γιατί: Γιατί;
Το απότομο τούτο ξέσπασμα ήταν σα μιά μπόρα που
ξεσ'Πούσε ξαφνικά την ώρα
που
δεν την 'Περίμενε κανείς.
ΛίΥη ώρα 'Πριν η ίδια γυναίκα ήταν ξατιλωμένη
λινο
KaIIanE
Ο άντρας 'Πού δέχτψ(ε το
βραχνή
στον ξύ­
αμίλητη σα να κοιμόταν.
λογοχείμαρο έβγαλε
μια
φωνή
--Εχω κι εΥώ το λΟΥαριασμό μου και να μη σ ε νιάζει.
Τ' ακούς;
Είσαι άντρας-της; Είσαι φίλοςμας
-
ΓΙ φωνή της τώρα ήτανε
;
Τί εί"αι
;
σαν κλάμα, θα έλεγες
πως
βΥαίνει από στήθια λαβωμένα.
Πάλι ατιλώθηκε η ησυχία, Η Υυναίκα ημερώνει, 8Υάζει
το σκαρ'Πίνι και τεντώνει τα κουρασμένα κατάμαυρα
χτυλα του nοδιού
Ο
nou
άντρας έριξε
δά·
ήταν βουτηγμένα στον ιδρώτα,
μια
ΥλίΙΥορη
ματια
κι
ύστερα φώ­
ναξε:
---
Βάλε το παπούτσι-σου, λοιπόν!
Τί σ' ενδιρφέρει
Εχεις
δίκιο,
;
Εσύ κοιτάζεις τις άλες.
Λουκία.Οταν
δούλευα
Τί θα Υίνω μ' ένα τόσο μικρόμισ3ό που όλα
σκεφτόμουν_
μου λείπουν;
Γυρνούσα τα βράδυα και χάζευα πίσω από τις
Διψούσα τη Υυναίκα
yύναίKες~
f\l όταν 'γνώρισα εσένα, νόμιζα πως
είχαν πια τελειώσει τα βάσανα
Κι ίσως νάχαν τελειώσει
της
ξαναμένης σάρκας,
Αλά ήσουν
η
καταστροψή-μου_
Ολο μου ζητούσες κι όσο μου ζητούσες τόσο
βουτούσα
στο βούρκο για να μη σε στενοχωρι;σω- Ε, ας μη, σου τα
λέω
Και τώρα ξαναζωντάνεψε τιάλι
η
Την παρακολουθούσα, Τί θέλεις τόρα
αναμένη
σάρκα.
;
Η Υυναίκα κλαίει.
-
Είσαι κουτός. Είμαστε παντ.ρεμένοι,
δικαίωμα να κοιτάς
άλη γυναίκα. Μπορεί,
€ίναι ένα τίμιο στεφάνι στο κεφάλι-μας
οι 'Παπάδες για να παίρνουν λεφτά,
μύρο της αΥάπης.
-
62
Το
μυρώσαμε
Δεν
έχεις το
ίσως,
όπως
το
με
μ' αγιασμένο
τα
να μην
θέλουν
με
το
γλυκύλο)'α-σου
και τα δάκρυά·μου. Σ' ακολούθησα. Δεν μετανιώνω 'Ομως
-εσύ, βλέπω, μετάνιωσες.
Ξάπλωσε πάλι στον καναπέ κοιτάζοντας τον γαλάζιο
ουρανό ττου αττλωνόταν ττάνω από τα δέντρα. Πέρα, ττολύ
μακριά, ταξίδευαν άσττρα σύνεφα.
'
Κι ο άντρας δε δίνει σημασία σ' εκείνα
να βρίσκεται μόνος,
καττνίζει
ολοένα
τους καπνούς ττου ανεβαίνουν σε
τα λόγια
Σα
τταρακολουΘώντας
λεπτές σγουρές
τούφες
και διαλύουνται στον αγέρα
φύγω.
Νάταν ένα καράβι,μουρμούρισε, να με ττάρει και νά
Να ΦUγω και να ταξιδέψω μέρες και νύχτες σε στε·
ριές και σε θάλασες χωρίς να βρίσκω ττοτές το τέλος του
ταξιδιού.
-
θα ττνιγείς ή θα :ΤΕθάνεις μόνος, ξΕχασμένος,
παι·
δί-μου, λέει η Λουκία ττεισματωμένη μα χαϊδευτικά. Τί σου
φταίω εγώ που είσαι τόσο βαρεμένος;
αττό το μι:αλό ένα τέτοιο :τράμα
Πώς σου περνάει
Γιατί θέλεις
να μ' αφί·
σεις μόνη κι έρημη στον κόσμο
-
Σcjττα
σώπα,
απάντησ"
εκείνος
σηκώνοντας
το
χέρι
--
Χα χα χα, γΕλάΕΙ στριγγά
η γυναίκα μΕ
Μαλώνουν και κλαίνε για ττράματα που
το δέμα.
δεν είναι να
γί­
νουν τόρα, ττου όλων μας οι κύκλοι φτάνουν να κλείσουν...
Ο ΗΛ!ΟΣ χάθηΚΕ
κι έττεσε μουντό φόντο παντού. Το ττου·
λί τους κοιτάΕΙ και ΚΕλα·ίδεί.
-
Γιατί ΚΕλα'ίδεί αφού η καρδιά μου κλαίΕΙ
αναρω
τιέται η Λουκία.
Η Κατίνα έπαψε το στριγΥό γέλΙΓ)
και βιiχει
δuνατά,
ατελείωτα. -Οταν κόβει λίγο ο βήχας, λέει;
- Η ζωή είναι ·μικρή. Μαλ(jνουμε, κλαίμε. Νά ξέραμε
τουλάχιστο τί ζητάμε
αττό
τον κόσμο
Κι εσύ, μικρή-μου Λουκία, δέρνεσαι.
που
βαραίνουμε.
Πού θα βρείς
δίκιο;
Αύριο θα βγουν τα κόκινα σπιριά και θα σου πέσουν
63
τα
κομάτια. θα πεθάνεις ή θα τρελαθείς. Καλύτερα
θάνεις, να 'Πέσεις σ' ένα λάκο
όταν
έρθει
να
πε­
εκείνη η ώρα
1tαρά να τρελαθείς. θα ζείς τότε σ' ένα βούρκο
μαζί
με
άλσυς δυστυχισμένους περιμένοντας την ανθρώπινη φιλαν­
θρωπία 'Που είναι 'Πρόθυμη μονάχα Υια
Εμείς σ'Παταλήσαμε τη ζωή-μας
να μας
κλαίγοντας
τυραΥνεί.
εν(::>
έπρετιε
να
πείς '.Ι
να χορτάσουμε το Υέλιο.
Σώπα, φώναξαν όλοι μαζί. Δεν ξέρεις
-
ποτ' άλο
;
Μακάρι να μτιορούσα
-
θα έπρεπε να είχαμε
ατσα·
λέ.νια νΕ.ύρα για να ξεγλυτώσουμε από τη λάσπη που μας
πέταξαν.
Σιωπή. [,\ια
naYEp1i
ησυχία κι ένας
φόβος τιέρασε δί­
πλα-τους κι απλώθηκε πάνω από τα κεφάλια-τους,
ο
φό·
βος, ο πόνος κι σ θάνατος Το πουλί είχε πετάξει μακριά
σα να το κυνηγούσε αόρατος κίνδυνος.
Για μιά στιγμti Π2σαν όλη σε βαθιά συλΟΥή που κρά­
τησε ώρα πολή.
Ξαφνικά ο άντρας που δε μίλησε
καθόλου
σηκώθηκε
πάνω και κόβοντας την ατιλωμένη ησυχία είπε:
Βαρέθηκα. θα τιάω στο λιμάνι. Αν τιετύχω θα γίνω
-
πλούσιος και θα ζήσω μαζί-σου
σαν τίμιος
άνθρωΊτος
ί]
θα πάω στη φυλακή. θα τα τιαίξω όλα κορώνα γράματα.
καιρό τόρα έχω μια δουλιά στο μυαλό.
- Μη μου θυμίζεις τη φυλακή, Μανολη, εί;τε
η
Κα
τίνα.
-
Γιατί, Κατί α
;
έκαμε
ο άν,ρας
χαμηλώνοντας
κεφάλι. -Οταν σκέφτουμαι το υπόγειο που δούλευα
Πιο φριχτό κι ο:τιό το κελί
το
πριν.
μιας φυλακί]ς. Κοντά στη σκά­
λα τα νερά του βούρκου ο;νάδιναν μυρουδιά βάλτου, που
τή νιώθω ακόμη και σήμερα κ
ι μου φέρνει αηδία. ·Ακου.
Κατίνα. το βλέπω καθαρά, το έ.βλεπα όλον τον καφό ποσ
γλιστρούσα στον ασταμάτητο κατήφορο-μου πως
ενώ
η
κοινωνία μας έκαμε σκουπίδια, τόρα εμείς οι ίδιοι λερώ r
νουμε την κοινωνία.
Καρφώνει το βλΞμα στο κάταστιρο
έι:Υαλμα
και
στο
γάργαρο ρυάκι, Τεντώνει το κορμί, σιάζει το σακάκι και
κινάει να φύγει,
-
Γειά-σας, παιδιά
Γειά-σου. έκαναν όλοι. f\αλή
'Οταν πέρασε την πόρτα
του
τύχη­
κήπου
και
χάθηκε,
η
Κατίνα αναλύθηκε σε κλάμα κι αναφυλητά.
-
Αχ, γιατί
'[QV
άφισα να φύγει
τόρα που
τον
έχω
τόσην ανάγκη;
Κι ύστιφ' από λίγο:
--­
Εμείς ήμαστε
Γιατί σηκώθηΚΕ
ριμένΕΙ πάντα στο
τον σκοτώσει.
σα' ζώα.
Μας
οδηγεί
το
λιμάνι.
Κι ο φίλος-της παραμονεύει να­
Κι εγώ αφού
τα
ξέρω
όλα,
γιατί
σηκωθώ σα δράκαινα, να ριχτώ στο λαιμό-του
εμποδίσω,
ένστιχτο.
απότομα να φύγΕΙ; 'Εχει μια που τον πε.
αφού βλέπω πως τραβάει
να
μη
για να τον
μοναχός-του
προς
την καταστροφή.
-
Τρελή, της Φώναξε στρίγγλικα η άλη. Πάντα το κα·
κό βάνεις στο νου-σου.
-
Το κακό;
..
ξαναείπε η πρ(~::η κι ένιωσε έναν κόμ­
πο V'J. της φράζει το λαιμό, μια ζέστη κι ένα γαργάλημα
να την 'Πνίγει. Σε λίγο άρχισε ο βήχας. Τόρα μιλάει αΡΥά
μέσα σε μικρές διακοπές του ξερού βήχα και
τ' ανατρια­
χιαστικού Υουργουρητού. Μη με μαλώνεις
Πάω να ξα­
'Πλώσω... Μου πονάει το κεφάλι
...
...
Νιώθω κάτι
πόνους
στο κορμί. Κι αυτό το άσθμα τόρα τόρα με κουράζει ;το·
λύ ... ΦίλΟΙ'μου, Υειά·σας.
Κάνει μερικά βήματα και γυρίζει πάλι.
- Αν τον
ιδήτε
απόψΕ
πες τε·του
ναρθεί.
θα
πε·
θάνω
Τα μάτια-της γεμίζουν δάκρυα που κυλΟ'Jν και
κώνουν το πρόσωπο. Τα χαρακτηριστικά·του
τελα παραμορφωθεί
σα νάχουν ρουφηχτεί
Η αδύνατη γυναίκα ανησύχησε.
οι
χαρα­
έχουν
ολό
φλέβες.
Σηκωθηκε πάνω.
Υισ'ε. το χέ.ρι στο κεφάλι της άρωστης
και
Ά γ­
τής μίλησε με
συμπόνια.
65
~ι\ην κάνεις έτσι. Βήχεις 'Πάντα
-
θα
σου
'Περάσε ...
Ξεκουράσου.
-
Είναι φριχτό να 'Περιμένεις το θάνατο.
Τραβάει 'Προς το 'Ποτάμι βήχοντας ολοένα:
Οι δυό 'Που έμειναν την 'Παρακολουθούν
με το βλέμα
'Που α'Πομακρύνε ται ...
-
Κοίτα, σκουντουφλάει,
φώναξε η γυναίκα
και
'Πε­
τάχτηκε 'Πάνω.
'Οταν πήγαν κοντά·την είδαν
στο
ξαπλωμένη
κι
ακίνητη
χώμα
Να, ο κυΚΛ.ος 'Που έλεγε
-
φτικός ο άντρας.
. Εκλεισε
ο
και ξανάλεγε,
κύκλος-της.
Ακου 'Πώς μουρμουρίζει το ρυάκι. Μου
είπε
σκε­
Τί δάκρυσες
θυμίζει
;
το χωριό­
μου και με τρελαίνει.
ΔΡΟΣΙΑ σκέπασε τον ήλιο
του καταμεσιiμερου.
Κόσμος
άρχισε να μαζεύεται ολοένα πυκνότερος γύρω στο νεκρό
σώμα της φτωχής γυναίκας.
Ο φύλακας 'Που πότιζε 'Παράτησε το σωλήνα και 'Πήγε
να διώξει το μαζεμένο 'Πλήθος.
'Ενας άντρας
την
κοιτάει
με
στριμόχνεται
μάτια λάγνα.
θουλά και τα μάγουλά-του τα
ρούχα-του
Q:Κoυπίζει
'Παλιά.
τα
Κοιτάζει
δάκρυα-της.
δί'Πλα
Τα
στη
Λουκία
μάτια-του
χαρακώνουνε
την
Τον
αδύνατη
είναι
ρυτίδες.
γυναίκα
κυτάζει κι αυτή.
και
βα­
Τα
'Που
θέλει
να πάει μαζί-της. θέλει να συρθεί και να σβήσει τον πόθο­
TOU
'Πάνω στο άσαρκο κορμί-της. Βλέπει τον άλον άντρα
'Που
στέκεται δί'Πλα·της και τρομάζει. Εκείνη του κλείνει
το μάτι.
Ο άντρας με το ναυτικό
καπέλο, με
τη λοξή
ματιά
του τεχνίτη, κατάλαβε το κλείσιμο της συμφωνίας κι' α'Πο·
τραβήχτηκε. Γλίστρησε μέσα στην πυκνή δεντροστοιχία και
χάθηκε. Τότες η γυναίκα περνάει
-
66
σα σα'~τα
δίπλα
από
-τους ανθρώ'Πους, αρπάζει το χέρι
του καινουριοφερμένου
'και σέρνεται ασύστολα πάνω-του.
-'Ελα, του
λέει σιγανά.
Περνάει το χέΡΙ'της στην' αμασχάλη του νέου και τον
'Παρασέρνει προς την πόρτα. Μπήκανε στο δάσος και τρά­
:βηξαν προς το λόφο. Ξαφνικά ο άντρας για
να
πει κάτι
-τη ρώτησε:
--
Τί σου είναι
αυτός;
Με ξέρει. Είμαστε παλιοί
Χρυσέ-μου.
Τί σε νιάζει j
γνώριμοι.
Ας τα
αυτά,
ΖούμΕ κάποτε μαζί. Και
'σου θα είμαι μια γυναίκα που νιώθει.
μαζί­
Κι αυτός είναι μια
'Ψυχή χαμένη και τη λυπάμαι.
-
Κι η γυναίκα που πέθανε;
~ Κι αυτή γνωστή-μας.
Ο άντρας κοντοστέκεται. Εχει κιόλας μετανιώσει ποι.;
:ξεγελάστηκε κι ακολούθησε αυτή τη γυναίκα στην πένθιμη
πορεία-της για ένα σαρκοπάλεμα που σ'άλους ανθρώπους
:είναι η πηγή της χαράς. Αυτή το νιώθει. Περνάει γλήγορα
το χέρι-της γύρω στη μέση-του, υψώνει το πρόσωπο σα να
θέλει' να γγίξει τα στεγνά·του χείλη.
--
Να δεις τί ωραία θα περάσουμε, του λέει
με φωνή
συρτή, λυγωμένη.
Αφίνεται και τον σέρνει προς τους πρόποδες του λό-'
φου και χώνουνται μέσα σ' ένα βαθύ χαντάκι.
Ο Α ΝΤΡΑ Σ με το ναυτικό καπέλο μόλις 'Πήραν την 'Πεθα­
μένη και σκόρπισε ο κόσμος πήγε και κάθησε σ'ένα 'Πάγ­
,κο. 'Ακουσε φτερούγισμα πουλιού που
πέταξε
μόλις .ά­
Ί<ουσε τα βαριά-του βήματα. Ο άνθρωπος σήκωσε
το κε­
φάλι και κοίταξε τον ανοιχτό κατακάθαρο ουρανό, τη χα­
ρούμενη κίνηση, μα αντί
να νιώσει ησυχία
αιστάνεται μια πλήξη στην καρδιά-του, σα
μέσα του κάποιος
άλος
και
να
άνθρωπος, πονεμένος,
γαλήνη,
θρηνούσε
Κοίταξε
'Πέρα τα σπίτια τ' αψηλά κι ανατρίχιασε. Η σκέψη του κα·
67 ­
θ'άρισε Υια μια σΤΙΥμή κι Οι θύμισες από τα παλιά έρχον"
ται κοπαδιαστές. θυμήθηκε τΟ σπίτι-του, πάντα άδειο,τον
πατέρα·του που σκοτώθηκε στον πόλεμο, τον
αδερφό του
που πέθανε μέσα στα χέρια-του από την πείνα, τη
μάνα­
του ξεχασμένη από όλους σΈνα κρεβάτι νοσοκομείου,λΟΥή<;.
λΟΥής εΡΥοστάσια στριμώχνουνται στο μυαλό-του που
ε­
μ παινε φτωχός κι έ.βΥαινε ακόμη φτωχόΤΕρος, κι όλα αυ­
τά μαζί αποτελούσαν πελώρια σκαλωσιά
ένα ένα τα σκαλοπάτια-της
κι
έφτασε
που
περνούσε
εκεί που
έφτασε.
χωρίς να μπορεί να κάμει τίποτα Υια να σταματήσει στο.
γλιστερό·του κατήφορο.
'Ιιεριστατικά
. Επει τα
μιας ζωής που
θυμήθψ.ε
άλα
τραΥικά
πέρασε πάνω από την πλά­
τη-του σα μαύρο σύνεφο .
. --
θέ-μου,
να θυμάμαι
Υιατί να Υενηθώ
κάθε
ρίς να μπορώ
,ην περιμένω.
τόσο
κι εΥώ μιά σΤΙΥμή
θα φύΥω
και
δε
πιά. Ας κλείσει κι ο δικός'μου
άλος να με καταπιεί.
Κι όμως τί θα
--
και
να
τα λυ"Πητερά
Υίνει
μόνη
όλ' αυτά
να
ξανασάνω;
θα
ξαναΥυρίσω
κύκλος
Σηκώνεται
ιδώ
και
τούτα "Πράγματα, χω­
Δε
θα
"Ποτές
κι ας ανοίξει
ένας
ναφύΥει.
κι α"Προστάτευτη
;
Αχ,
μαύρη ζωή.
Ξαπλώθηκε λίΥΟ ακόμη. Το σώμα· του ήταν
τα πόδια-του κομένα.
βαρύ και
Ι,άτι λες και τον τραβούσε προς τη
Υη και τον εκμηδένιζε. 'Εκλεισε τα μάτια-του, μα ξαφνικά
τ' άνοιξε πάλι σα να είχε ξημερώσει.
-
Πόσο μικρός είμαι, μουρμούρισε. Δε" έχω τη δύναμη,
να φύΥω και προφασίζουμαι την "Προστασία·της.
Κάποιος
θα βρεθεί να την προστατέψει.
Πετάχτηκε πάνω και τράβηξε "Προς την πόρτα, ανοιχτό
στόμα που χώνευε τους ανθρώπους. Χύθηκε στον "Πολι)βοο
δρόμο.
-
Τώρα, μάλιστα, έκαμε..
Εδώ βρίσκει
κανείς
καλύ·
τερα τον εαυτό-του μέσα στο πλήθος. Καλύτερα να ζήσω.
τη ζωή του αετού κι ας τσακιστώ. Χρόνια έζησα
με συν·
τροφιά τις κάμπιες.
Είχε βγει το φεγγάρι και το απ.α!,.ό,του
68
φως
σα
να
·έΌινε
καινούριες
Σήκωσε
το
δυνάμεις
στο
κουρασμένο ·του
βλέμα προς τον
ουρανό
και
κορμί.
μουρμοί1­
ρισε.
-
Το ίδιο πάλι φεγγάρι, όττως
εκείνο
το
βράδυ ττου
με χαντάκωσε. Τόρα πρέπει να ψάξω πάλι για τ' αχνάρια
του δρόμου που άφισα.
Είδε τον ανθρωποχείμαρο που πλημύριζε
τους
ολά.
φωτους δρόμους και παρατήθηκε στο ρέμα·του.
69 ­
θΛΙΜΕΝΗ
Ο
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
ΘΑ Ν Α Σ Η Σ ξύπνησε χαρ.ούμενος.Ενα
φως
αλιώ~
τικο πλημυρούσε την καρδιά-του κι η λάμψη-του αν­
τιφέγγιζε στο γε λαστό του πρόσωπο .. Α νοιξε
θυρο. Ολοκάθαρος καταγάλανος ουρανός.
το
Σα
καλοκαίρι. Απο το αντικρυνό μπαλκόνι ερχόταν
μιας γυναίκας που
σιγοτραγουδούσε καθώς
παρά­
να
ήταν
η
φωνή
άπλωνΕ
τα
σεντόνια και τα παπλώματα στον πρωινό ήλιο.
Καλημέρα·σας, κύριε Θανάση,
-
του
φώναξε
μόλις
τον είδε. Και του χρόνου.
--
Ευχαριστώ, Επίσης, απάντησε ο νέος.
θυμήθηκε πως ήταν
nou
η
παραμονή
της
Πρωτοχρονιάς
τόσον καιρό την περίμενε.
--
Πω πω, πώς περνάνε τα χρόνια; μουρμούρισε. Ση­
μερα θα
έχουμε
χαιρετούρες από
t' αφεντικό.
'Υστερα
χαμογέλασε πικρά: Πόσο το ψέμα κυριαρχεί στη ζωή-μας,
είπε πάλι και πέρασε αλού η σκέψη·του. Θυμήθηκε
γριωπό πρόσωπο του αφεντικού
το θέλει: Σήμερα θα
ενώ τις άλες μέρες
μας
και σκέφτηκε
σφίξει
τ' α·
χωρίς
να
δυνατά το χέρι, έτσι;
δεν καταδέχεται ούτε μιά καλημέρα
να μας πει, όπως οι υποψήφιοι δήμαρχοι. Το δίχως
άλο
το αφεντικό-μου είναι «η εικόνα και το ομοίωμα του ψεύ­
τικου
κόσμου>, για να θυμηθώ
τα
λόγια
'Που διάβασα χτες βράδυ. Τί να γίνει; Οι
του φιλόσοφοι>
μικρές
ΤΟUτες
χαρές κάνουνε την ανθρώπινη ευτυχία κι αλίμονο σε κεί­
νον 'Που θα τις
-
70
άφινε να
του
ξεφύγουν. Τα
κατακάθια
τούτα της ψευτοευτυχίας που
δεν την άγγiξαμε καθόλου
είναι σα μικρά φωτεινά σημάδια που ζεσταίνουν
μας. Οχ οχ οχ, φιλοσοφίες άρχισα πάλι
τη
Τί ήτανε να διαβάσω αυτό το βιβλίο χτες βράδυ;
έχωΎεράσει.
ϊια βάστα
όμως.
Μου
ζωή­
παραμονιάτικα;
φαίνεται
Σα να
πως έχει
κάποιο δίκιο ο φιλόσοφος. Αν··σκεφτούμε πως «δεν υπάρ­
χει γύρω-μας τίποτα σταθερό, όπως λέει, θα πει πως
τα πρωτινα μόνο σαν θύμησες θα πλανιούνται
όσο να γίνουμε και μεις θύμηση.
Αφού,
στο
λοιπόν,
νούμε, ψυχή-μου, ας γεμίσει η καρδιά·μας
. με
όλα
χάος
συμφω·
χαρά κι ας
ζήσουμε όσο μπορούμε περισότερο τη ζωή μας.
Διάβολε.
έκαμε ο Θανάσης κόβοντας απότομα τις σκέψεις-του. Κάτι
κακό θα μου συμβε! σήμερα για να είμαι έτσι βουτηγμένος
στη χαρά .
. Ηταν
αλήθεια πως είχαν κυλίσει ευχάριστα τα χρόνια
του. 'Ησυχα σαν
μέρα.
σχεδόν
από τότε που γνώρισε τον κόσμο, κι η ακύμαντη
τροχιά'
τους είχε
γαλήνια
καλοκαιριάτικη
αφίσει βαθιά τη
σφραγίδα-της
στον
ατάραχο
κι ευχάριστο χαραχτήρα του. Μονάχα τούτες τις μεγάλες
μέρες συνέφιαζε λιγάκι που αναθυμούνταν τον πεθαμένο­
του πατέρα και τη μητέρα-του.
Ο θάνατος τους
διάλυσε
το ευτυχισμένο σπιτικό. Και κάτι τέτοιες μέρες μ' όλο που
ήτανε πιά άντρας ένιωθε την
ορφάνια-του.
Νοσ,αλ.γούσε
τη ζεστlΊ σπιτική φωλιά και ξαναθυμόταν όλες τις μικρο·
λαχτάρες των παιδικών·του χρόνων.
Με
τί
καρδιοχτύπι
πήγαινε κάθε τόσο κι ανασκάλευε το ζυμάρι της
"IIntac.
Α ν φούσκωνε, ο καινούριος
βασιλό­
χρόνος θάταν ευτυχι­
σμένoς. αν δε φούσκωνε, ήτανε κακό προμήνυμα. Και τόρα
του είχαν έρθει πάλι στο νου.
-
Αχ. να ζούσαν ο πατέρας κι η μητέρα.
οι καημένοι. Αλα έτσι είναι η ζωή,
άλοι
Να ζούσαν
φεύγουν.
άλοι
έρχουνται.
Κοίταξε το ρολόι.
-'Αργησα,
. Εκλεισε
είπε .
βιαστικά το παράθυρο, άνοιξε την πόρτα και
βγήκε στο δρόμο.
71 ­
Όλα Ε:χανε τη χαρούμεεη όψη της γιορτής. Είδε κάτι
Ίταιδιά που πήγαιναν να πούνε τα κάλαντα. Τα πρόσωπά·
τους ξαναμένα από το πρωινό βοριαδάκι που
τα
ωερνε
ανελέητα.
Στάθηκε κι
γέμιζαν τον
άκουσε
τις τρεμουλιάρικες
πρωινόν αγέρα
με
φωνΞςπου
παράταιρες
μελωδίες.
Η τρυφεράδα'του του πλημυρούσε την ψυχή με μια λεπτή
κι απροσμέτρητη
ευχαρίστηση.
Τρέχουν κι αυτά να προλάβουν, σκέφτηκε,
-
ακούσουν
τα σκληρά
λόγια:
({
να μην
Μας τα είπαν άλοι
».
Τί
κουτή ζωή που περνάμε; μουρμούρισε.
Προχώρησε λίγο ακόμη
σιγοτραγουδώντας στους κα­
θαρούς δρόμους κι έφτασε μπροστά στα γραφεία της Μη­
τρόπολης. Ι"\οίταξε τους
φτωχοντυμένους ανθρώπους που
κολημ:'.νοι στους απάγγιους τοίχους
της
μακριάς αυλήc
περιμ:'.νανε σιωπηλοί να τους θυμηθού-; οι χορτάτοι και να
τους πετάξουν ένα ψίχουλο: «Πρωτοχρονιάτικο βoήθημα~
και το πρόσωπο-του σα να το σκίασε ένα σύνεφο.
Λχ, Θέ·μου, πόση
-
φτώχια;
/V\a
γιατί
να
περάσω
απ' εδώ;
Τάχυνε το βήμα και προσπέρασε.
τεία
'Εφτασε στην πλα­
Εκεί άλο κύμα πεινασμένων περίμενε.
φίλο-του εμποροϋπάληλο
Βρήκε κάποιο
και του έσφιξε το χέρι
είπε.
Είναι
φοβερό να
συλογίζουμαι Ίτως έπρεπε να δουλέψω
Περιμένω το βοήθημα, του
τόσα
χρόνια πι­
-
στά για νά καταντήσω
να 'Περιμένω ουρά
στο .βοήθημα.
χρονιάρα μέρα
--
Ετσι είναι
Ναι, Θανάση. Κι όταν βλέπω γύρω'μου να aKOpntE'
Ί:αι τόσο χρήμα, μου φαίνεται 'Πως θάτανε καλύτερα εμείς
οι φτωχοί τούτες τις μέρες να
πόνο·μας μακριά από τους
ζουμε την
λουφάζαμε σκυμένοι στον
ανθρώ'Πους Υια
να μ ην ταρά·
ευτυχία-τους
Τί είν' αυτά που λές; ρώτησε ο Θανάσης. Δεν ντρέ·
-
πεσαι;
-,..
-
~
j
'"j
:~.
Ντρεπόμουν. Μα τόρα που
μ' έπιασες
στον
τόπο
'της ζητιανιάς δεν ντρέπουμαι πιά. Αυτές
τις
στιγμές
η
αρχ οντια κι η φτώχεια αντιχτυπιούνται χωρίς να βρίσΚΕται
ούτε ένας δυνατός που να θέλει γα δόσει μια διέξοδο.
Ο καθένας κυνηγάει την ευτυχία τη δική-του, και κλείνει
αυτιά και μάτια στην τριγυρινή-του
δυστυχίρ.
Και
σύ ο
ίδιος, Θανάση, βλέποντας όλην αυτή τη διάχυτη λαμπρά­
δα δε θα σκέφτηκες καθόλσυ τη λυπητερή τούτη Εικόνα
'ltou
σου παρουσιάζω.
Ο Θανάσης σκύβει το κεφάλι.
Σα να ήτανε
αυτός
αιτία όλης αυτής της κατάστασης. Σφίγγει πάλι
το
η
χέρι
του φίλου του και .κατηφορίζει αμίλητος την ήσυχη αγίου
Μάρκού. Τα λόγια του φίλου·του τον ξεπροβοδίζουν ολσέ­
να και ξαφνικά άρχισε να μουρμουρίζει:
- Ο καθένας κυνηγάει τη δική του ευτυχία. Τη δικη­
:ου εΙΗυχία.
Κι εγώ κυνηγώ τη δική·μου ευτυχία.
Το μυαλό-του ήταν σα μια
πλάκα
γραμόφωνου
που
είχε κολήσει πάνω της μια βελόνα.
-
Τη δική-του ευτυχία, τη δική-του ευτυχία, μουρμού­
ριζε και τραβούσε το
δρόμο-του
σα
χαμένος.
.::αφνικά
σα να ξύπνησε. ΔΕ βλέπουν, λοιπόν, οι άνθρωποι
ευτυχία-τους είναι ακουμπισμένη πάνω
τυχίες
;
πως
σε χιλιάδες
η
δυσ~
φώναξε. Πως κάτω από τη λαμψη κρύβεται πηχτός
καπνός που θα μπορούσε μια μέρα να τους πνίξει;
Σα να ξέσπασε λίγο
Κοίταξε τους μικροπωλητές,που
με λαχτάρα στόλιζαν τα τραπεζάκια-τους. 'Ενα πικρό χα­
μόγελο ανέ-βηκε στις άκριες των
κάποιο συνάδερφο που του
χειλιών-του.
πρότεινε
να
Θυμήθηκε
στήσουνε
μαζί
πάγκο για ημεροδείχτες και βιβλία. μα φοβήθηκε να παί­
ξει κορώνα γράματα τις μικρές-του οικονομίες
και
τόρα
-.ισ μετανιώνει,
-
Κρίμα, μουρμούρισε. Τρέχω πίσω από ένα
βρωμο·
μεροκάματο, όταν τα χιλιάρικα πέ-φτουνε βροχή για
τους
επι τήδειους.
Μπήκε στο εργοστάσιο.
Λίγο
πριν από τις δυό τους
σχόλασαν.
73
-
Αφίστε
τα τιια, τους εΙΊτε τ' αφεντικό βγάζ'Οντας τ~
κεφάλι-του αΊτό το Ίταραθυράκι του γραφείου.
Τους Ίτλέρωσε, τους έσφιξε
το
κάθε χρόνο, τους ευχήθηκε χρόνια
χέρι
ακριβώς
Ίτολά
και
όπως
χώριοαν ..
Ο ΘΑ ΝΑ ΣΗ Σ βρέθηκε τιάλι μόνος μέσα στους τιολύβοους
5ρόμους.
Η οδός Α ιόλου
την παραμονή της Πρωτοχρονιάς σου
δίνει την εντύπωση αποκρηάς. Θαρείς πως όλος ο κόσμος
μα,ζεύεται σ' αυτόν το στενόχωρο δρόμο
φωνάζει τιιό πολύ από το διπλανό-του.
κι
ο
καθένας
Οι στριγγές σφυ:
ρίχτρες κι ΟΙ τροκάνες κι όλη η βοή Ίτου βγαίνει από κεί­
νο το ανθρωπομάζωμα ανεβαίνει, λες, ως τον ουρανό.
~ Μα όλοι πιά χυθήκανε στους δρόμους; αναρωτήθηκε
ο Θανάσης, καθώς έσχιζε το τιλήθος.
Θέλει να βγει μες από κείνη την ανθρωποθάλασα Ίτου
του Ίτιέζει δυνατά το στήθος.
'Υστερα
Ίτάλι αφίνεται να
'παρασυρθεί ατιό το παράδοξο ρέμα.
Πεινούσε πολύ. Τράβηξε τιρος τα μαγειρεία. Εκεί
Ίτου
έτρωΥε ταχτικά σταμάτησε. Μτιήκε. -Ενα βραχνό τραγούδι
χτύΊτησε στ' αυτια-του.
Πρώτα με κέρναΥε φιλιά,
Και τόρα δεν τη νιάζει.
'Ενα σαντούρι ξανάδινε τον
ήχο
σταλαγματιών που
.1tέφταν μέσα σε άδειον τενεκέ.
Ο Τραγουδιστής είχ' ένα Ίτρόσωπο
Ίτλατύ
και
υτιερ·
τροφικό με μύτη μεγάλη και γαμψή κι όπως έσκυβε πάνω
στις χορδές του σαντουριού-του, η ράχη-του εξωΥκωνόταν
σε καμπούρα μικρή και στρογγυλή Ίτου καθόταν
σαν αΥ­
κωνάρι στην αδύναμη-του μέση.
Ο Θανάσης κάθησε σ' ένα τραΊτέζι. Μα δεν μπορούσε
να ξμολfισει τη ματιά-του αΊτό την
74
παράξενη
κατατομή
του Υερομουσικού και κει 'Που
τον
κοιτούσε εξεταστικά,.
ψώναξε ασυναίσθητα:
.
- Αη, στο καλό, Υέρο ΚαραΥκιόζη
Κι όταν
εκείνος ανασήκωσε
το
καμ'Πουριασμένο-του
κορμί είδε τα πύρινα, σα διαβσλικά μάτια-του
'Που
στρι·
φυΥύριζαν συνεχώς κι ανατρίχιασε. Κάτι σαν κόκινες λου­
ρίδες αναταράζονταν μέσα στα μεΥάλα, αΥελαδινά μάτια
του, 'Που θαρούσες
'Πως
πήΥαιναν
να
φύΥουν
α'Πό
τις
κόΥχες τους.
Τα δάXτ:uλα
έτρεχαν 'Πάνω στις χορδές μ' ένα
'Πάθος
'Πρωτόφαν-::ο. χτυ'Πούσαν τα ξύλινα χερούλια με μανία και
ξεχύνονταν ήχοι 'Που σου κομάτιαζαν την καρδιά.
Ο Θανάσης άκουΥε σα ναρκωμένcς την 'Εαράξενη τούτη
ουσική κι όταν τελείωσε και σηκώΘηκε να φύγει, είδε το
άδειο τσίΥΥινο 'Πιατάκι της ζητιανιάς, του
έριζε κάτι
και
'Προσ'Πέρασε
Μα τη σΤΙΥμή 'Που πάτησε το κατώφλι
άκουσε τη βραχνή
κραυΥή
τού
Υέρου
της
'Που
ταβέρνας
τον
ακολου·
θούσε.
-
Γειά σου, 'Παιδί μου, και του χρόνου και του χρόνου.
Ο νέος δεν έδωσε σημασία στην ευχή, έκλεισΕ μΕ 'Προ·
σοχή την 'Πόρτα και μουρμούρισε:
-
Παράξενη 'Που είναι η ζωή!
Βρέθηκε 'Πάλι μόνος στο δρόμο.
Αριές στάλες
βροχής
του
χτύ'Πησαν
το
'Πρόσω'Πο.
Προχωρούσε αΡΥά και βαρεμένα.
-
Πώς θα 'Περασω κι α'Πόψε μόνος. σκέφτηκε,
Κρίμα
τη χαρά 'Που είχα τόσες μέρες 'Προσ'Παθώντας να δημιουρ·
Υ'ήσω τη δική-μου .ευτυχία, μ' έναν τρό'Πο 'Που μου τον κα"­
τηΥόρησε τό 'Πρωί ο φίλος-μου.
Τράβηξε κατά την αΥορά
ν' αΥοράσει
και μ'Πήκε σ' ένα μανάβικο. Μέσα βρισκόταν
λίy~
φρούτα
μια γνωστή­
του. Την 'Πλησίασε.
-
Τασία, φώναξε σΙΥά.
Α, έκαμε η Υυναίκα ξαφνιασμένη
δίνοντας του
Τ0'
χέρι. Στάσου μια στιγμή να 'Πάμε μαζί.
ϊ5
­
ΒΎηκαν έξω. Τράβηξαν και ξ εχώρισαν από το πληθος
'Τότες της μίλησε:
-
Πόσα χρόνια σε ζητούσα και νά που σε βρίσκω τό·
ρα που σ' έχω τόση ανάΎκη.
- Πώς πέταξαν τα χρόνια, αλήθεια, έκαμε κι αυτή.
- Εμαθα πως παντρεύτηκες, της ξαναείπε. Είσαι καλά
,όρα;
Την κοίταξε στο πρόσωπο.
'νη
'Εδειχνε κάπως γερασμέ'
Μόνο τα φωτεινά·της μάτια ήτανε
ολόιδια
θυμόταν ο Θανάσης, πλημυρισμένα από μια
όπως
τα
γλυκιά, τρυ·
φερή λάμψη.
-
Πόσα όνειρα είχα πλάσει γι' αυτά τα φωτεινά
μά­
τια·σου, Τασία.
-
Ναι. 'Ομως εγώ; 'Οπως σου τα
καν όλα. Γενιιθηκα για να πονώ.
έλεγα έτσι και
Περιμένω ένα
άντρας· μου είναι στο φθισιατρείο.
Θα
του
βγή­
αιδί κι ο
πάγω
λίγα
φρούτα και λίγα λουλούδια να χαρεί.
-Κι εσύ;
-'Εγώ; ι\ι\ια νύχτα είναι, περνώ και
με το τίποτα.Μα­
κάρι να είναι η τελευταία νύχτα που θα
-
Θα σε περιμένω το βράδυ
περάσω έτσι.
Είμαι μόνος. Απόψε
ό·
λος ο κόσμος γλεντάει.
-Οχι, Θανάση, είναι τόσο αργά.
Σώπασαν. Μέσα στην ψυχη του Θανάση σπαρταρούσαν
-χίλια δυό συναισθήματα. 'Εβλεπε
το χυτό κορμί
της
γυ'
ναίκας που βάδιζε δίπλα-του κι όλες σι ξαναμένες-του αι­
σθήσεις τον σπρώχναν σ' αυτό
'Ολες οι παλιές λαχτάρες
ζωντάνευαν τόρα μπροστά στα ορθάνοιχτα μάτια του και
στήναν τρελό χορό. Εκείνη το νιώθει.
Τον κοιτάζει θλιμέ·
να. 'Επειτα ρωτάει:
-
Τί έχεις, Θανάση; 'Ελα μαζί-μου. Θα χαρεί όταν σε
ιδεί. 'Ημαστε τόσο φίλοι τον καλό καιρό.
-Ενα δάκρυ κυλούσε από τα μάτια-της, Ο Θανάσης το
βλέΠΕΙ και νιώθει μέσα-του να πραΟνει κάθε πάθος. Σκύβει
το κεφάλι ντροπιασμέvοc:
-
76
ΔΕ θα μπορίΞσω να τον αντικρύσω,
'-'
ΕΙΠΕ
Σας
μι
σούσα τόσο πολύ και τους δυό.
Τόρα πιά μίσος;
-
αφού κυλίσαμε τόσο: 'Ελα, πάμε
ι'''\πήκα στ' αυτοκίνητο. Φτάσαν στο φτισιαΡΕίο και πίΞ,
ρασαν τή μΕγάλη πόρτα Από μακριά Ερχόταν η βραχνή φω­
νή κάποιου Υραμόφωνου που ίΞπαιζΕ τα κάλαντα,
ξαν
ολοταχώς
συντάραζΕ
ανάμΕσα
πια την
στα πυκνά δίΞντρα.
ψυχή του Θανάση.
Τράβη­
Τίποτα
δε ..
Ξαφνικά ΕΚΕίνη τον
σταμάτησε:
Λ κου, Θανάση. Τ ους ανθρώπους τους χώρισΕ ο ΘΕός.
-
σε δυό και Υια τον καθίΞνα-τους άναΨΕ ίΞνα καντήλι κι ίΞβαλε
δυό ιν\οίρες να διαφΕνΤΕύουν τις αναμίΞνΕς φλόγΕς·τους. Η
ψιά Είναι γριά στρίΥΥλα κι έχει τη μανία ν'αναταράζΕΙ ΤΙ<;'­
μικρίΞζ φλόΥΕς των αναμένων
ζουνται πληθαίνουν
πων.
καντηλιών
κι όταν
ταρά­
κάτω στη Υης τα βάσανα των
ΕμίΞνα το καντήλΙ'μου Είναι
στα
ανθρώ­
χίΞρια
της στρίΥ­
Υλας f<'Ίοίρας. Η άλη τ' ανάποδο. Είναι καλή,
πονόκαρδη
κι όποιου το καντήλι Είναι στα χίΞρια της ζΕΙ μια ζωή Ευ­
τυχισμίΞνη. [~αι, Θανάση, δΕν μπορούν
να
Ενωθούνε δυό
Ί!ου τα καντriλια·τους είναι ίΞ ίΟΙ χωρισμένα.
- KOUTli·
Ποιός σου τάμαθΕ αυτά; ΞίΞρεις ποιίΞς
αυτίΞς οι φλόγες;
ΜοίΡΕς.
ΤΕτοια
Είνω
lioouv
οι ανάΥκες.Οχι
πάντα
Να
δΕν
είναι.­
υπάρχουν
ξΕΡΕις, όμως.
Οποιος
χάνΕΙ την ελπίδα του ΠΕθαίνΕΙ.
·ΔΕ μΕ νιάζΕΙ Βαρέθηκα τη ζωτl μου.Θέλω να πΕθάνω
-'Ετσ, Είναι, Τασία
ΞέχασΕ τα όλα κι Ελα μαζί μου.
'-'OXl, δΕν μπορώ. ΦυΥΕ, Θανάση. ΚαλύΤΕρα να
μας δΕΙ μαζί. Θα βάλΕΙ χίλια πράΥματα στο
αυτό μΕ ΗΕιράζΕΙ πολύ. Και
..
μη
νου του
δΕ θαρθώ απόψΕ
κι
ΔΕ θαρθώ
'Ποτέ
-
GapGEiC;
Κι αυτός ο βΡΟΧΕρός καιρός
τους αρώστους.
ται με
Τον λυπούμαι.
τους
φαρμακώνει
Τόρα ΤΕλΕυταία
κουράζΕ­
το παραμικρ6
Προχώρησαν λίΥΟ
ακόμη σιωπηλοί
θαλάμους των αρώστων
κι άΥγισαν
τους
Ενας νοσοκόμος τη ΥνώρισΕ.
77
Πέρασε πρώτα α'Πό το γραφείο, της είπε
-
και
βιά­
στηκε να χαθεί ανάμεσα στα δέντρα.
Πέθανε! γόγγυσε η γυναίκα και ξέσπασε σε αναφυ=­
λητά.
ΠήΥαν στο Υραεφίο. Τους οδήγησαν σ' ένα σκεπασμέ­
νο κιβούρι
λφισαν τα λουλούδια και
φίλησαν
εικόνισμα που ήταν 'Παρατημένο 'Πάνω
στο
το
μικρό
σταυρωμένα
.
χέρια.
Η φωνή του Υραμόφωνου έμπαινε α'Πό το ανοιχτό 'Πα­
ράθυρο και τους έσχιζε την καρδιά:
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί ομίλιε,
("Ασπρε-μου, άσπρε μου,
-
λαμπρέ-μου ήλιε) ...
Και του χρόνου, ακουγόταν φωνές κι άρωστα γέλια.
Κι η βροχή έπεφτε εξακολουθητικά ψιλή, δια'Περαστική
1(Ι έλεγες πως έκλαιγε κι ο ουρανός για τη
δυστυχία των
ανθρώ'Πων.
-
Κοίταξε 'Πέρα μακριά τον ουρανό, Τασία, έκανε ξα­
φνικά ο Θανάσης τραβώντας τη γυ\Jαίκα
έξω α1tό το κοι'
μητήριο των ζωντανών. Ενώ εδώ βρέχει εκεί κάτω ξανοί­
γει μια νέCΙ ζωή. Τασία, πάμε.
-
78
..
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ο Νέος Βέρθερος
!"'όνος τη νύχτα
})
Ξένοι
Το πουλί και
Οι
Σελ
άνθρωποι
θλιμένη Πρωτοχρονιά
5
21
»
30
»
58
>~.
70
ΤΥΠΩθΗΚ Ε
ΣΤΗΝ
ΑθΗ ΝΑ
ΑΠΟ ΤΑ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΑ ΤΟΊ
• Φ Ο t Ν Ι Κ Α>
. ΕOfΊΑ ΤΟΥ
ΣΕΠΤΕ/"\ΒΡΗ
ΕΝΊΑΚΟΣΙΑ
ΤΕ Σ Ε ΡΛ
ΣΙΑ
ΣΕ
ΣΤΗl'j
ΟΔΟ
ΤΕΣΕΡΑ,
ΤΟΥ
το
ΧΙΛΙΑ
ΣΛΡΑΝΤΑ
Il
Ε Ν Τ Α Κ
ΛΝτlτγΠΑ
0­