Τεύχος 97

1
To Γράμμα -
Έτος ΙΣΤ΄, αριθ. 97
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ – ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΚΑΘΕ ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ – ΕΚΔΟΤΗΣ ΚΑΙ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ: Μάνος Τσελίκας
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ : ΟΔΟΣ ΤΕΩ 1, ΠΑΤΗΣΙΑ, Τ.Κ. 11142, ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛΕΦ. 210 2912340 – ΙΟΥΝΙΟΣ - ΙΟΥΛΙΟΣ 2010
e-mail: [email protected]
για παλιά τεύχη, ένθετα κλπ. αναζήτησε: www.lettre.gr
Το καταλάβατε ή να το ξαναπώ;
Το έστειλε ο Τάσος Οικονόμου
-------------------------------------------------------------------------------Περιγραφή του Έλληνα
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγας.
Θέλει ακόμα –κι αυτό είναι ωραίο–
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που ’χει
στο ’να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.
Γεώργιος Σουρής
2
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ
Το ψυχικό
Άντε παιδάκι μου να πας της κυρα-Ρήνης
κανένα ρόδι και λιγάκι μουσταλευριά
που ’ναι η κακομοίρα του θανατά και θα πάει
καμένη. Θα ’ρθεις που σου μιλώ ή θα βγάλω
την παντούφλα; Άντε που να ’χεις την ευχή μου,
και μη μου ξεχαστείς στο δρόμο, γιατί
θα ’ρθει ο πατέρας σου και θα βάνει τις φωνές.
Να φέρεις το πεσκίρι και πές της χαιρετίσματα
και είπεν η μαμά μου να λίγα ρόδια
και λιγάκι μουσταλευριά για το καλό
και μη χώσεις τα δάχτυλά σου στο πιάτο
και θα περάσω σα σχολάσει ο εσπερινός.
Και στην αυλή του τώρα στεγνός κι απορημένος
θυμάται πώς πέρασε μ’ άγγιχτο το πιάτο
το κατώφλι του μακρινού εκείνου δειλινού.
* * *
Αναβολή
Με ρωτάς πού σπούδαξα να στείλεις το παιδί σου.
Το σκέφτηκα και θα σου πω,
Αλλά να πάει πρώτα σε σχολείο με δασκάλους.
Δημήτρης Τσαλουμάς
(Το βιβλίο των επιγραμμάτων, 1985)
Ο Δημήτρης Τσαλουμάς γεννήθηκε στη Λέρο το 1921.
Το 1952 μετανάστευσε στην Αυστραλία. Σπούδασε στο
Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης και εργάστηκε ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά και το 1983 η δίγλωσση συλλογή
του Observatory (Παρατηρητήριο) πήρε το βραβείο του
Συμβουλίου Αυστραλιανού Βιβλίου, ως το καλύτερο
βιβλίο της χρονιάς. Έκτοτε γράφει ποίηση στην αγγλική
και την ελληνική. Μετάφρασε και εξέδωσε στα ελληνικά
την Ανθολογία Αυστραλιανής Ποίησης. Μερικά του
βιβλία μετά το 1983 έχουν τιμηθεί με διάφορα βραβεία.
Κατά διαστήματα προσκλήθηκε από διάφορα πανεπιστήμια ως επισκέπτης συγγραφέας.
Μια ντουλάπα όνειρα
Κλειστή. Πάντα κλειστή . Ερμητικά
λες και φοβάται , μην της ξεφύγει τίποτα.
Με αγωνία περιμένει πότε -πότε
ν’ αγγίξει κάποιο τρεμάμενο γερασμένο χέρι
το πόμολό της για να πάρει ζωή.
Δεν παραπονιέται. Ξέρει ότι, όσο ζει
με το πρόσωπο που συνδέεται,
θα ζήσουν κι οι δυο τους ανεκτίμητες στιγμές.
Ξέρει ότι θα ξεκινήσουν για άλλη μια φορά τις
αναπολήσεις
όπως κάνουν συχνά.
Φυλάει πολλά στα σπλάχνα της. Άλλα μυστικά,
άλλα όχι.
Όλα κρυμμένα μέσα σε μια ντουλάπα.
Μόνο αν ήξερε να μιλούσε !
Πόσα θα έλεγε! Τι αδικία!
Αλλά … Το μόνο που κατά φέρνει
είναι να παρακολουθεί με ρίγος
πότε το ρυτιδωμένο πρόσωπο
που με απλωμένα τα αδύνατα πόδια του
κάθεται στο χαλί μπροστά της
και ανοίγει αργά- αργά το ένα κουτί μετά το άλλο
φέρνοντας μπροστά του σαν κινηματογραφική
ταινία
όλη του τη ζωή.
Της αρέσει να βλέπει τις αλλαγές της όψης του.
Ζει μαζί του ανεκτίμητες στιγμές:
Απαλά χαμόγελα, γέλια, αμέτρητη ικανοποίηση,
νοσταλγίες,
φτερουγίσματα της καρδιάς,
πόνους που φέρνουν δέσιμο στο στομάχι,
απογοητεύσεις, δάκρυα, λυγμούς, λύπες…
Παλιές κορδέλες ξεθωριασμένες, γράμματα
αγάπης
φωτογραφίες που σε κοιτούν και νομίζεις ότι σου
μιλούν.
Που σου μιλούν για γάμους, για οικογένεια,
γέννες, βαφτίσια, επιτυχίες, ταξίδια, όνειρα.
Φωτογραφίες με πρόσωπα δροσερά γεμάτα νιάτα,
με πρόσωπα ζαρωμένα,
με μάτια κουρασμένα, αλλά γεμάτα αγάπη.
Και μετά…θανάτους…απελπισίες… μονολόγους.
Και τώρα… Λες και νιώθει τη στιγμή αυτή
η άψυχη ντουλάπα ζεστασιά.
Λες και αισθάνεται ένα βαθύ συναίσθημα,
μια βαθιά φιλία,
καθώς τα γερασμένα και τρεμάμενα χέρια
νιώθει σαν να της χαϊδεύουν τα σωθικά της.
Και το ταξίδι στο παρελθόν αρχίζει πάλι
για άλλη μια φορά…
για να ανέβουν κι οι δυο μαζί εκεί ψηλά στα
ουράνια…
έστω για λίγο.
Πριν δύσει ο ήλιος και των δυο τους…
Βασιλική Τσολομίτη-Ρόρρη
ΠΗΓΗ: Παρουσία, Επιθεώρηση λόγου και τέχνηςΑφιέρωμα «Ελληνική Παροικία της Αυστραλίας»,
Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2009.
3
Εστριατόρηο ο Πάγουρος
ένε, πως σημαδεμένονε άνθρωπο και
καλό, δεν μπορείς να βρεις. Ψέμα. Εγώ
διαφωνώ. Και διαφωνώ πέρα για πέρα.
Γιατί όχι μόνο άνθρωπο σημαδεμένονε και
καλό έχω γνωρίσει, αλλά πίγιο πολύ, γνώρισα
άνθρωπο διπλοσημαδεμένονε και πάρα πολύ καλό.
Ποιόνε; Ποιον άλλονε! Τον Πάγουρο, με την
κρότσολα* και το γυάλινο μάτι.
Αν δεν με πιστεύετε, να σας φέρω μάρτυρες όλους
τσου ψαράδες από Βλαχέραινα μέχρι Πέραμα. Όχι
που ο Πάγουρος ήτανε ψαράς. Όχι. Αλλά ψαράς ένας
στη Βλαχέραινα και το Πέραμα δεν υπήρχε κείνο τον
καιρό, που να μην ήξερε ή να μην είχε φάει, στο
«εστρατόρηο» του Πάγουρα, με την κρότσολα και το
γυάλινο μάτι.
Πού ήτανε το «εστρατόρηο» του Πάγουρα; Πού
αλλού από το Πέραμα! ‘Επειτα από τον πόντε,
τραβούσες το στρατόνι* αριστερά, περνούσες το
λουτριβειό τσ’ Ασημάκαινας, κατηφόριζες λοξά
αριστερά μέσα στον ελαιώνα, και... γύριζες πίσω
άπραγος, αν δεν ήξερες από πριν πού ήτανε το μαγαζί.
Γιατί ο Πάγουρος, για τρία πράματα καμάρωνε.
Πρώτα, για την ψαρομαγειρική του. Για την οποία,
δεν θα σας πω τίποτα τώρα. Αργότερα, μπορεί ο ίδιος
να μιλήσει. Δεύτερο, για την καλαμένια ταμπέλα του·
«ΕΣΤΡΑΤΟΡΗΟ Ο ΠΑΓΟΥΡΟΣ», Που ’χε φτιάξει από
καλό καλαντίντι*, με κάθε γράμμα βαμμένο κι άλλο
χρώμα. Και τρίτο, για το χτίσιμο του «εστρατόρηου».
Σε δυο στραμπελάδες* ελιές τση βενετσιάνικης εποχής,
είχε στηρίξει ο Πάγουρος το μαγαζί. Και όπως ο
γρέγος*, που πάντοτε φυσάει οτεριανός στο Πέραμα,
είχε στραβώσει κορμούς και χοντρόκλωνα σε δυο
πελώρια γάμα που κοίταζαν ολοχρονίς το μώλο, το
«εστρατόρηο» του Πάγουρα ήθελε ανιχνευτή για να το
βρεις κάτω από τσι ελιές. Κι όταν επιτέλους το
’βρισκες, σου φαινότανε να ’ναι χτισμένο πάνω στο
νερό.
Έτσι, λοιπόν, το ’χε φτιάξει κι έτσι το ’χε κρούψει το
«εστρατόρηο» του ο Πάγουρος με την κρότσολα και το
γυάλινο μάτι. Για τσου λιμοκοντόρους* τση χώρας,
όπως βεβαίωνε, ούτε που τον ένοιαζε, ούτε που ήθελε
ληψοδοσίες μαζί τους. Του φτάνανε αυτουνού οι
ψαράδες στο Πέραμα και τη Βλαχέραινα. Όλο το
νταραβέρι του, μαζί τους γινότανε. Το περσότερο
μάλιστα, χωρίς χρήμα. Του ήτανε πελάτες και τσου
’τανε. Πώς; Να!
– Πάγουρο, ε ωρέ Πάγουρο... Βγες να σε διω πριν
σαλτάρω στη «Μέλπω».
– Τώρα, ωρέ Τώνη, ακουότανε λαχανιαστή η φωνή απ
το «εστρατόρηο». Τώρα, να πάρω την κρότσολά μου, ο
φλιμένος*. Έτο, τι θέλεις;
– Πάρε, ωρέ Πάγουρο, τούτες τσι γόπες. Τσι ’πιακα
πολύ αμπονώρα* σήμερα, με τ’ αρμίδι. Έτσι ένα μπόι
που ’ναι όλες τους, ξέρεις για τι κάνουνε...
του Α. Μιλάτου
– Νέσκε, νέσκε, απαντούσε ασκώνοντας* το δεξί χείλι
σε μορφασμό ο Πάγουρος. Μη δα* μαγειρεύω για
πρώτη βολά. Άμε τώρα στο καλό κι έννοια σου.
–- Πάγουρο, Πάγουρο... ξαναφώναζε μετά δύο λεφτά ο
Τώνης, τραβώντας το σκοινί τση «Μέλπως» του, για να
σαλτάρει μέσα. Θα φάμε απόψε με τσου Χατζαίους.
Σύμφωνοι; Τρεις εκείνοι κι ένας εγώ, πέντε. Κατάλαβες;
Μα ήθελε και πολύ για να μπει ο Πάγουρος; Η
πρόσκληση ήτανε και γι αυτόνε.
Το γλέντι, λοιπόν, άναβε το βράδυ. Τώνης, Χατζαίοι
και Πάγουρος, στο μεγαλύτερο από τα τρία τραπέζια
του «εστρατόρηου» καθισμένοι στα ξεκοιλιασμένα από
το ψαθί τους σκάνια*.
– Πριν από τα ψώνια σας, καμάρωνε ο Πάγουρος,
προσφέρνω το δικόνε μου μεζέ.
Κι απίθωνε στην τάβλα την πιάντενα*, με μέσα
μεγάλες σα δίφραγκο πεταλίθρες*, καμωμένες με ρύζι
πιλάφι και δύο άστιφτα μισολέμονα δεξιά κι αριστερά.
‘Επειτα ερχότανε βέβαια και το ψώνιο. Πότε
μπουρδέτο* το σκυλόψαρο που ’χανε πιάκει οι
Χατζαίοι, πότε του Σπυρέτου οι κόκκινοι σκορπιοί
ιμπιάνκο* κι άλλες φορές οι γόπες του Τώνη,
φτιαγμένες σαβούρο*. Και στο σαθούρο του ο
Πάγουρος ήτανε άφταστος. Σιγοτηγάνιζε τσι γόπες σε
λάδι που πρόσεχε να μη μαυρίσει. Έπειτα, τσι ‘βαζε σε
μια βαθιά πιάντενα και στο λάδι μέσα πρόσθετε την
πρέπουσα ποσότη από αλεύρι, μαυρσπίπερο, αλάτι,
μια φλέτζα* κανέλα, δύο σκουδιά* γαρύφαλο, μια
στάλα ζάχαρη, ένα ποτήρι καλό ξύδι, δεντρολίβανο
χωρίς τσιγκουνιά και τελευταία, ξεπλυμένη για να
χάσει την πρώτη της ζάχαρη, μπόλικη μαύρη σταφίδα,
ώσπου να φουσκώσει. Τούτη την πηχτή σάλτσα,
περίχυνε στο ψάρι και τ’ άφηνε να κορπίρει*, όσο
μπόραγε το πιο πολύ, Γιατί το σαβούρο δεν τρώγεται
μόλις γίνει.
Φαγιά όλα τούτα μττελαλίδικα για ένα σημαδεμένονε
άνθρωπο, που άλλη βοήθεια από την κρότσολά του
δεν είχε, αφού η Μάρω του άλλη δουλειά από τα νιάου
- νιάου της, μόλις μύριζε ψάρι, δεν έκανε. Όμως κόπο
δεν λόγιαζε ο Πάγουρος, για να φχαριστήσει τα παιδιά
και να πάρει τα συχαρίκια τους. Αδυναμία, θα πεις,
τούτο το τελευταίο. Μπορεί. Όμως, μήπως μόνος του ο
Πάγουρος ήτανε σε τούτο;
Στο γλέντι, ο Πάγουρος, για να φχαριστήσει τα
παιδιά, έπαιζε πού και πού και κλαρίνο. Αν κείνο το
ξεβαμμένο πράμα με τα μπαλώματα δω και τα τσερότα
κει, μπορούσες να το πεις κλαρίνο. Ο Πάγουρος όμως
κλαρίνο το ’λεε. Και βεβαίωνε ότι μ’ αυτό έβγαλε και τη
θητεία του στον «Αβέρωφ» το δεκαεννιά με είκοσι, με
κυβερνήτη τον Κουντουριώτη.
Όλα λοιπόν τα πρόσφερνε, όλα τα επίτρεπε στο
«εστρατόρηο». Μπόρεσα μάλιστα κι εγώ δυο-τρεις
φορές, που μ’ είχε πάρει μαζί του ο Μάνταλος ο φίλος
μου ο ψαράς να μάθω τα χίλια-δυο.
4
Για καιρούς και για ψαρέματα. Για τ’ αυγό και το
συκώτι του ψαριού. Για τ’ αφρόνερα και τα βάθη. Για
τσου λασπότοπους, τα σέκα* που τα ’λεγε, σ’ όλη την
ανατολική αχτή του νησιού. Για το πάστωμα και το
κάπνισμα ψαριών. Για παλέματα με χταπόδια και
γεροροφούς. Για όλα.
Μονάχα ένα πράμα απαγορευότανε στο
«εστρατόρηο» του Πάγουρα, με την κρότσολα και το
γυάλινο μάτι . Τα πειράγματα.
Βουρλισιά* τον έπιανε, όταν κόταγε* κανένας να
κάμει και τη μικρότερη νιοραντσιτά* μέσα στο
«εστρατόρηο». Και το ξέρανε αυτό όλοι οι ψαρόφιλοι
του Πάγουρα και του τη σέβονταν τούτη την αδυναμία,
μπροστά τσι τόσες καλωσύνες του και περιποίησες
που τσου ’κανε. Γιατί όλοι οι ψαράδες στο Πέραμα και
στη Βλαχέραινα λίγο πολύ μια οικογένεια ήτανε κείνο
τον καιρό, με πιστό και αφιερωμένο μάγειρα τον
Πάγουρο.
Καμιά βολά όμως, το ’φερνε η στιγμή να ξεχαστεί το
πράμα. Όπως κείνη τη φλεβαριάτικη νύχτα, που με τον
φίλο μου τον Μάνταλο, τρώγαμε στου Πάγουρα σκάρο
ψητό με σάλτσα από τα εντόστια του, με μουστάρδα
και μαϊντανό.
Δίπλα μας λοιπόν καθόντουσαν οι Χατζαίοι, ο Θύμης
ο καραβομαραγκός και ο χταποδιάρης ο Σπυρέτος.
Από τη μυρουδιά, που τσάκιζε τη μύτη, φαινότανε να
τρώνε μπαρμπούνι στα κάρβουνα. Τρώγανε και
λέγανε. Λέγανε και κατέβαζαν και καμιά γουλιά.
Ώσπου ήρθε η κακή στιγμή. Ένας από τους Χατζαίους,
ο Γιάνκος, έριξε άστοχα τον πόντο του.
– Μωρέ Σπυρέτο, είπε. ‘Ωρα σ’ έβλεπα το πρωί να
παιδεύεσαι σκυφτός στην κούμιζα* με το γυαλί και το
καμάκι στο χέρι, Πίσω από το Λαζαρέτο.
– Ε, και λοιπόν; ρώτησε πειραγμένος ο χταποδιάρης.
Τι σε κόφτει σένανε για ξένα ιντερέσα*;
– Όχι, δηλαδή, μα σκιάχτηκα μπας και περίμενες όξω
από ξενοίκιαστο θαλάμι.
Φούντωσε ο Σπυρέτος. Χτύπησε τη γροθιά του στο
τραπέζι, που αγγελοκρούστηκαν* όλοι τους.
– Ό,τι και να ’τανε, φώναξε, Χατζαίο μένανε δε με λένε,
να παιδεύομαι με το τσαπαρί* και τη σαλαγγιά*, σα
νιάνιαρο.
Μπουρλότο ήτανε τούτη η κουβέντα. Και οι τρεις
Χατζαίοι ασκωθήκανε μονομιάς, έτοιμοι να πάρουνε
οπίσω την προσβολή. Μα μπήκε ρήτα* στη μέση ο
Πάγουρος, που χτύπησε την κρότσολά του στο τραπέζι
και φώναξε.
– Τσοπάτε*, ωρές. Δεν ξέρετε πως παγορεύονται τα
πειράγματα δω μέσα; Εχτός κι αν ζηλέψατε ν’
αποχτήσετε κι εσείς καμιά κρότσολα. Δεν σας φτάνει,
ωρές, το δικό μου το κάζο*; Α να χαθείτε, άμυαλοι κι
εγωιστάδες.
Σιωπή ακολούθησε του Πάγουρα τα λόγια. Οι
Χατζαίοι είχανε ξαναπάρει μουδιασμένοι τη θέση τους
στα σκάνια. Ο Σπυρέτος έκαμε πως φοράει το
ταμπάρο* του, για να φύγει. Τον σταμάτησε όμως ο
Μάνταλος από το τραπέζι μας.
– Στάσου, ωρέ Σπυρέτο, του ’πε. Καλύτερα ν’
ακούσουμε γι άλλη μια βολά την ιστορία του Πάγουρα.
Στο φίλο μου, κι έδειξε μένανε, του ’χω πει μέσες άκρες.
Μα ο Πάγουρος θα μας τα πει τώρα πιο σωστά. Καλό
Θα μας κάνει. Να, κάτσε στο δικό μας τραπέζι.
Ο Σπυρέτος, που δεν το πολύθελε το φευγιό, (πού να
πήγαινε τέτοια αφέγγαρη αγριεμένη φλεβαριάτικη
νύχτα), έκατσε κοντά μας κι όλοι, Χατζαίοι, Θύμης,
Σπυρέτος, Μάνταλος κι εγώ, απομείναμε σαν
στάτουες*, κοιτώντας τον Πάγουρο.
– Και να τη ματαπώ, μπας και θα διορθωθείτε εσείς;
ρώτησε, παίρνοντας εντούτοις θέση στο τραπέζι με
τσου Χατζαίους.
– Πάγουρο, στ’ ορκιζόμαστε να την προσέξουμε και να
την καλοσκεφτούμε, απαντήσαμε όλοι.
– Καλά, θα την πω χάρη στη βίζιτα*, είπε κοιτάζοντας
προς το μέρος μου. Αστεκάτε*, όμως, να ρίξω πρώτα
λίγο χταπόδι στα κάρβουνα.
– Λοιπόν, συνέχισε όταν ματάρθε στη θέση του, στο
εστρατόρηο μου, όπως ξέρετε, όλα πιτρέπονται. Μια
φαμίλια είμαστε όλοι μας. Όλα, όξω από πειράγματα.
Γιατί ούτε καταλαβαίνεις πώς και πότε ανάβει η φωτιά,
ούτε πότε γίνεται το κάζο. Μονάχα κάθεσαι έπειτα
κάτω και λες· κρότσολα δεν θα χα, αν δεν είχα κείνη
την καταραμένη ομπία* να πειράζω το σύμπασα
κόσμο.
Είπε, κι έσιαξε τη λιγδιασμένη κολαρίνα* του για το
γραμματιζούμενο λόγο, και συνέχισε.
Η μακαρίτισσα η μάνα μου, μου το ‘χε προφητέψει.
Και ας την αξίωσε ο Θεός, να μη δει το κάζο μου. «Γιε
μου, μου ’λεγε, μάζωξε τα λόγια σου και τα πειράγματά
σου. Κάμε χρεία σου. Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει, μα
κόκκαλα τσακίζει. Άκουσε τι λέει τ’ άγιο βιβλίο του
Θεού». Και τόσες φορές μου το ’χε διαβάσει, που μου
’μεινε ολοζωίς στο τσερβέλο*. Έλεγε· «κείνος που
φυλάει το στόμα του και τη γλώσσα του, φυλάει την
ψυχή του από στεναχώριες».
Διάλειμμα, εδώ.
Ο Πάγουρος με τη βοήθεια τση κρότσολας
προβάτησε* ως τη στια και με τη τσιμπίδα γύρισε τσου
μισοψημένους πλοκάμους ν’ αποψηθούνε κι από την
άλλη μεριά. Το «εστρατόρηο» στο αναμεταξύ είχε
πνιγεί στην τσίκνα. Μα ποιος κοίταζε τέτοιες
λεπτομέρειες; Ξανάκατσε λοιπόν ο Πάγουρος και
ματάρχισε.
– Όμως εγώ, ούτε την ψυχή μου ούτε το μαγκούφικο το
σώμα μου, δεν μπόρεσα να φυλάξω. Πηρετούσα,
λοιπόν, στον «Αβέρωφ» το δεκανιά με είκοσι. Το
κλαρίνο μου, και κοίταξε τη σκατζιά* που ’τανε
απειθωμένο το όργανο, μ’ έβγαλε παλικάρι. Και θα μ’
έβγαζε ως το τέλος, αν όπως φύλαγα το κλαρίνο μου,
φύλαγα και το έρμο το στόμα μου. Πού μυαλό, όμως!
Στερνή μου γνώση, που λένε.
– Ήτανε Κυριακή και είχαμε έξοδο. Το Θωρηκτό ήτανε
αγκυροβολημένο στη Σούδα. Βγήκα με τσου άλλους,
μα τι με τράβηξε να κάτσω δεξιά στην παραλία και να
χαζεύω με τσι ώρες, που μαντάρανε τα δίχτυα; Σε λίγο
5
νακατώθηκα κι εγώ με την κουβέντα τους. Λέγανε για
το τερίμπιλε* που τσου χε κάνει ο πόρφυρας* στα
δίχτυα τους την περασμένη μέρα. Τσού πα κι εγώ για
το φαλίρημα* που μια χελώνα δύο μέτρα, είχε κάνει
παλιά στα δίχτυα του παπάκη* μου. Μάλιστα ένας απ’
αυτούς δείχνοντας σε μια στιγμή προς τη Θάλασσα το
μπάρκο των Ξενάκηδων, άρχισε να τσου μακαρίζει,
Που μόνοι τους λέει, χωρίς μάκηνες* και δίχτυα και
σκοτούρες στο κεφάλι τους, βγάζανε το ψωμί τους. Και
όλοι μαζί του τσου μακαρίζανε Και να πω το σωστό,
φάνηκε να τσου ζηλεύουνε. Ακούς εκεί! Κάθε λίγο και
λιγάκι να κοτσάρουνε κάτι ιστορίες, που κοντεύανε να
βγούνε πρώτοι στο ψάρεμα, πρώτοι στο κουπί και το
πανί, πρώτοι παντού .
Αρρεβάροντας*, όλοι μας είδαμε, πως ο ένας
αδελφός ο Μανώλης ήτανε στα κουπιά και ο Φίλιππος
καβάλα στην αραγούντουλα*, φαινότανε να βαστάει
μισό μέσα μισά όξω από το νερό, κάτι μεγάλο.
Ασκωθήκαμε να δούμε. Μάλιστα. Ήτανε ένας γέροροφός, που θα ζύγιζε ίσαμε εξήντα λίτρες! Να
πλατάξουνε πήγανε, όλοι τους.
– Άμε* ωρέ Μανώλη, φώναξε ο ένας μόλις η βάρκα
πλεύρισε στο μουράγιο. Συ τον έπιακες ωρέ ή από τη
βούντουλα τον ψώνισες;
– Συνταξιούχος είναι ωρές, πρόστεσε ο άλλος. Δεν
γλέπετε τσι πεταλίδες καλλημένες πάνω του; Στον ύπνο
θα τον πιάκανε στ’ απόρηχα.
Οι Ξενάκηδες φούντωσαν. Τέτοια ρεβερέντσα* δεν
την περιμένανε. Ποιος ξέρει πόσες ώρες είχανε
παλέψει με το μόστρο* και τώρα ν’ ακούνε τσι χίλιεςδυο παρλαπίπες*! Ο ένας τους, ο Μανώλης, δείχνοντας
τα χαλασμένα καπάκια του ψαριού από το γράβωμα*
στο βράχο, φώναξε.
– Όρσε, ωρέ, ψόφιο δεν τον πιάκαμε;
Πιο πολύ απ όλους κόντεψα εγώ για να δω και κατά
την τρισκατάρατη την ομπία μου, βρήκα να πω...
– Αυτός δεν πιάστηκε, είπα. Αυτός παραδόθηκε.
Δέστε τον. Τον βουρλίσανε* στον ασβέστη και τσου
παραδόθηκε. Κι έσκασα στα γέλια.
0 Φίλιππος, σκυμμένος όπως ήτανε από το πέζο* τού
ψαριού, μισασκώθηκε να με δει. Μπερδεύτηκε όμως
στο μεσιανό μπάγκο τση βάρκας και χτύπησε,
αφήνοντας από το χέρι του το ψάρι, που ’πεσε στη
θάλασσα.
Βουρλίστηκαν από το θυμό τους οι Ξενάκηδες. Ο
Μανώλης πιο πολύ, πήδηξε όξω με το καμάκι στο χέρι,
άρπαξε μένανε που ’μουνα πιο κοντά από το πέτο...
Εδώ, τσόπασε ο Πάγουρος. Αττίρο* δεν είχε να
προχωρήσει. Βρήκε πρόφαση τσου πλοκάμους που
‘χανε απογίνει στα κάρβουνα και αφού τσου κατέβασε,
μας έριξε από να δυο κομμάτια σε κάθε πιάτο. Έπειτα,
ματάκατσε. Και... δεν συνέχισε.
– Το λοιπόν, Πάγουρο; ρώτησε ο Μάνταλος.
–Τι το λοιπόν; αντιλόγησε κείνος. Σε διαφέρουνε οι
λεπτομέρειες; Να, ο Μανώλης μπήκε στη φυλακή και
γω στο οσπιτάλι*. Όταν βγήκα, είχα ένα μάτι γυάλινο
και ενάμισυ πόδι. Και την κρότσολα. Η μάνα μου και το
βιβλίο της, είπε και βαρυστέναξε, δίκιο είχανε. «Όποιος
φυλάει το στόμα του, φυλάει την ψυχή του από
στεναχώριες». Στραμττελάδος για ολάκερη ζωή, γιατί
δεν είχα μάθει να φυλάω το στόμα μου και τη γλώσσα
μου. Αυτό είναι.
– Αυτό είναι, είπανε σαν σε αντίλαλο και οι Χατζαίοι.
– Αμέτε, λοιπόν, τώρα, κατέληξε ο Πάγουρος με την
κρότσολα και το γυάλινο μάτι. Αμέτε, είναι ώρα να
κλείσω. Κι άλλη φορά νιοραντσιτές στο «εστρατόρηο»
να μην ακούσω. Καληνυχτήσαμε και φύγαμε.
– Να ματάρθεις, μου ’πε ο Μάνταλος, χωρίζοντας.
Στο «εστρατόρηο» του Πάγουρου, όλο και κάτι θα
μάθεις. Ψαροφροντιστήριο, το βάφτισε ο δάσκαλος στο
Πέραμα.
Ήτανε;... Για τσου άλλους δεν μπορώ να πω. Ξέρω
όμως πως για μένανε ήτανε και παραήτανε. Γιατί από
κείνο το βράδυ και ύστερα, όταν έβλεπα τον Πάγουρο
με την κρότσολα και το γυάλινο μάτι, έλεγα στον εαυτό
μου· «κείνος που φυλάει το στόμα τον και τη γλώσσα
του...». Και το λέω, ίσαμε τα σήμερα.
-------------------------------------------------------------------------γλωσσάρι (αλφαβητικά)
αγγελοκρούστηκαν = τρόμαξαν, ξαψνιάοτηκαν,
άμε (τε) = πήγαινε (προστ.) άντε, αμπονώρα =
ενωρίς, έγκαιρα, αραγούντουλα = λαγουδέρα,
αρρεβάροντας = φτάνοντας, ασκώνονιας =
σηκώνοντας, αστεκάτε = περιμένετε, αττίρο=
κουράγιο, δύναμη, βίζιτα = επίσκεψη, βουρλισιά
= τρέλα, βούντονλα = 16κωπη με καπετάνιο
κυβερνώντας με κουπί (όπως στη γόνδολα),
γράβωμα = η συνήθεια του ροφιού να σφίγγεται,
με τά καπάκια από το κεφάλι του στα πλάγια της
γράβας και ν’ αντιστέκεται, γρέγος= Β.Α. άνεμος
(Μέσης), ιντερέσα= συμφέροντα, ενδιαφέροντα,
δελέγκου = αμέσως, πάραυτα, κάζο= ξαφνικό,
απρόοπτο, καλαντίνι = καλάμι μπαμπού για
ψάρεμα, κολαρίνα = γραβάτα, κόταγε =
τολμούσε, κορπίρει= σιτέψει, διαποτίσει, κούμιζα
= στρογγυλή τρύπα που χωράει άνθρωπο, στην
κουβέρτα της πλώρης (και πρύμης στα μπατέλα),
κρότσολα = δεκανίκι, λιμοκοντόρους = ψευτοευγενείς, μάκπνες = μηχανές (μηχανοκίνητα),
μηδά (αμηιδά) =μήπως, μα μήπως, μόστρο =
θέαμα, περίγελος, αλλά και θηρίο, τέρας, μπιάνκο
(ιμπιάνκο) ψάρι βραστό με πιπέρι μαύρο χωρίς
ντομάτα, μπουρδέτο = ψάρι βραστό με κόκκινη
σάλτσα (ντομάτα και κοκκινοπίπερο), νιοραντσιτά
=εξυπνάδα, έπαρση, ομπία = παραξενιά, οσπιτάλι= νοσοκομείο (και οσπιτάλε), παπάκη =
πατέρα (χαϊδ.), παρλαπίπες = κουβέντες στον
αέρα, πέζο = βάρος, πεταλίθρες = θαλασσινά
κολλημένα στο βράχο, πιάντενα = πιατέλα, πίγιο
= πιο (πολύ), πόρφυρας = σκυλόψαρο από τα
πιο επικίνδυνα, προβάτηοε = περπάτησε,
ρεβεράντσα=υπόκλιση,
χοιρετούρα,
ρήτα=
απευθείας, αμέσως, γρήγορα, σαβούρο = φαγητό
νησιώτικο (βλ. σχετική περιγραφή), σαλαγγιά
=πετονιά με πολλά αγκίστρια ή και δεμένη πέτρα
στην άκρη, με κομμάτι πανί ή ψάρι, για το ψάρεμα
του χταπσδιού, σέκα= λασπότοπος που μαζεύει
ψάρια, σκάνια= καρέκλες, σκατζιά =ράφι,
6
σκουδιά = λεπτά ξυλαράκια κυρίως από ρίγανη
(χρησιμοποιούνται και για οδοντογλυφίδες),
στάτουες = αγάλματα (ακίνητοι), στραμπελάδες
= στραπατσαρισμένες, στρατόνι = μονοπάτι
λιθόστρωτο, ταμπάρο = παλτό, τερίμπιλε =
φοΒερό, τσαπαρί = πετονιά με 5-6 αγκίστρια που
την κουνάμε πάνω κάτω (ψαρεύουνε κολιούς,
σαβρίδια κ.ά.), τσερβέλο = μυαλό, τσοπάτε =
σωπάστε,
φαλίρημα
=
πτώχευαη
(μεγ.
καταστροφή), φλέτζα = κόρα, ξεσκίδι, φλιμένος =
κακομοίρης, φτωχούλης.
Α. Μιλάτου, Άνθρωποι του νησιού μου, Έκδοση
Βιβλικού Συνδέσμου
ΠΑΜΕ ΣΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ
* * *
Ό,τι πρέπει να ελευθερωθεί άφησέ το να
φύγει. Είναι δύσκολο. Αλλά η
προσκόλληση επάνω του προκαλεί πόνο.
Όταν αφήνεις τα παλιά, ανοίγεις το δρόμο
για καινούργια πράματα και εμπειρίες,
που ίσως είναι πιο συναρπαστικά ή
περιπετειώδη ή όμορφα.
Όταν αφήνεις το παρελθόν να φύγει,
ελευθερώνεσαι. Αυτό που αφήνεις έχει
αρχίσει να παρακμάζει και να φθείρεται.
Τότε είσαι έτοιμος να δεχθείς τα φρέσκα
μπουμπούκια της αλλαγής που δεν έχουν
ανοίξει.
Βρες το θάρρος να εγκαταλείψεις
πράγματα και καταστάσεις.
Όταν παρατάς το παρελθόν, το μέλλον σ’
αγκαλιάζει.
Το κουτσό κουτάβι
νας ιδιοκτήτης pet-shop στην
Αυστρία, είχε αναρτήσει μια
πινακίδα έξω από τη κατάστημα του,
που έγραφε: ΔΙΑΤΙΘΕΝΤΑΙ
ΚΟΥΤΑΒΙΑ. Ένα μικρό αγόρι είδε την
πινακίδα και μπήκε στο κατάστημα
ρωτώντας:"Πόσα χρήματα θέλετε για να μου
δώσετε ένα κουτάβι"; Ο ιδιοκτήτης απάντησε
πως κόστιζαν από 30 έως 50 δολάρια. Ο
μικρός, βγάζοντας ελάχιστα χρήματα από την
τσέπη του είπε: "Δυστυχώς έχω μόνο 2
δολάρια, μπορώ τουλάχιστον να χαζέψω λίγο
τα κουτάβια; " Ο ιδιοκτήτης χαμογέλασε και
σφύριξε δυνατά. Μια σκυλίτσα μπήκε στο
δωμάτιο, ακολουθούμενη από 5 κουταβάκια.
Το ένα από αυτά κούτσαινε, με αποτέλεσμα
να μείνει λίγο πιο πίσω από τα άλλα
κουταβάκια. Τότε ο μικρός ρώτησε: "Τι έχει
αυτό το κουτάβι και κουτσαίνει"; Ο ιδιοκτήτης
του εξήγησε πως το κουταβάκι είχε γεννηθεί
με πρόβλημα στο γοφό και πως θα έμενε έτσι
σε όλη του τη ζωή. Ο μικρός ενθουσιασμένος
είπε στον μαγαζάτορα:"θέλω να το αγοράσω"
του φώναξε αποφασιστικά. Ο άντρας γέλασε
και του είπε: "Όχι, δεν νομίζω να θέλεις ένα
τέτοιο κουτσό κουτάβι. Αλλά αν επιμένεις
μπορώ να σου το χαρίσω"... Ο μικρός ήταν
περήφανος και του είπε ότι θα προτιμούσε να
αγοράσει το κουτάβι έστω και με ευκολίες και
θα έκανε τα αδύνατα δυνατά να ξεπληρώσει
το χρέος του στον ιδιοκτήτη του pet shop,
δίνοντας ένα ποσό κάθε μήνα. Ο άντρας
γέλασε ξανά και είπε: " το κουτάβι αυτό είναι
άχρηστο, πραγματικά δεν σου χρειάζεται,
ποτέ δεν θα μπορέσει να τρέξει και να παίξει
μαζί σου όπως τα άλλα σκυλιά...". Τότε ο
μικρός σήκωσε το μπατζάκι από το παντελόνι
του και άφησε να ξεπροβάλλει το αριστερό
του πόδι, το οποίο υποστηριζόταν από
ένα μεταλλικό σίδερο. "Όπως βλέπετε, ούτε
και εγώ θα μπορέσω να τρέξω και να παίξω
μαζί του... επομένως το κουτάβι θα έχει
κάποιον που το καταλαβαίνει...". Ο άντρας
δάγκωνε τώρα τα χείλη του μην ξέροντας τι
να πει. Δακρυσμένος, προσπάθησε να
χαμογελάσει και είπε: "εύχομαι... όλα
τα κουτάβια να βρουν κάποτε ένα ιδιοκτήτη
σαν κι εσένα"... Στην ζωή δεν μετράει το
ποιος είσαι αλλά το αν κάποιος σε αγαπά,
σε δέχεται και σε εκτιμά γι' αυτό που είσαι
χωρίς όρους.
Αποστολέας: Π. Μαρκοστάμος
9 Μαΐου, Η ημέρα της Μητέρας
Στις 8 Μαρτίου του 1857 στη Νέα Υόρκη οι εργαζόμενες γυναίκες ντυμένες στα άσπρα, κάνουν
απεργία με αίτημα την ίση αμοιβή με τους άνδρες. Η συγκέντρωση πνίγηκε στο αίμα, αλλά ο
δρόμος για ίσα δικαιώματα των δύο φύλων άνοιξε, τουλάχιστον στο δυτικό κόσμο.
Το 1910 στην Κοπεγχάγη καθιερώθηκε η 8η Μαρτίου ως παγκόσμια μέρα της γυναίκας. Από
τότε γιορτάζεται κάθε χρόνο σε όλο τον πλανήτη είτε σε περιοχές όπου η γυναίκα είναι
χειραφετημένη είτε σε περιοχές όπου ζει υπό καταπίεση. Η ημερομηνία ήταν εφέτος η 9η Μαΐου.
Η μητέρα μου μού τα είχε διδάξει όλα.
Μια ιστορία για την Ημέρα
Ο μπαμπάς κι η μαμά έβλεπαν τηλεόραση όταν η
μαμά είπε: Είμαι κουρασμένη, πάω για ύπνο.
Πήγε πρώτα στην κουζίνα να ετοιμάσει τα σάντουιτς
των παιδιών για το σχολείο. Έβαλε τα πιάτα στο
πλυντήριο πιάτων και έβγαλε το κρέας από την
κατάψυξη για το φαγητό της επομένης. Έλεγξε αν
Με δίδαξε ιατρική: «Αν δεν πάψεις να
έχει αρκετά δημητριακά, γέμισε τη ζαχαριέρα και
στραβώνεις τα μάτια σου προς τα μέσα, κάποια
έβαλε στο τραπέζι τα μπωλ και τα κουτάλια για το
στιγμή θα σου μείνουν έτσι».
πρωινό. Και ετοίμασε την καφετιέρα.
Άπλωσε τα πλυμένα ρούχα, έραψε ένα κουμπί,
Με δίδαξε προληπτική ιατρική: «Βάλε το
μάζεψε τα παιχνίδια των παιδιών και έβαλε το
πουλόβερ σου, δεν ξέρεις ότι ξέρω πότε
τηλέφωνο στη βάση του. Πότισε τα φυτά και έβγαλε
κρυώνεις;»
τα σκουπίδια έξω.
Τότε λοιπόν άρχισε να χασμουριέται και αποφάσισε
Με δίδαξε χιούμορ: «Όταν αυτή η
να πάει στο κρεβάτι. Σταμάτησε ένα λεπτό να
χορτοκοπτική μηχανή σου κόψει τα δάχτυλα,
γράψει ένα μήνυμα στη δασκάλα, μέτρησε τα
μην έρθεις σε μένα τρέχοντας»
χρήματα για την εκδρομή των παιδιών και μάζεψε
ένα βιβλίο που ήταν κάτω από την καρέκλα.
Με δίδαξε υπομονή: «Βεβαίως μπορείς να το
Ετοίμασε μια ευχετήρια κάρτα για τη φίλη της,
κάνεις αυτό, μόλις γίνεις 21 χρονών και πας στο έφτιαξε τη λίστα με τα ψώνια και τα έβαλε δίπλα
δικό σου σπίτι!».
στην τσάντα της.
Μετά η μαμά καθάρισε το πρόσωπό της, έβαλε
Με δίδαξε διπλωματία: ∆εν θέλω να μου πείτε
κρέμα νυκτός και βούρτσισε τα δόντια της.
ποιος το άρχισε. Χρειάζονται δύο για ένα
Ο μπαμπάς φώναξε: «Νόμιζα ότι θα πήγαινες για
καυγά».
ύπνο!» «Τώρα πηγαίνω», του απάντησε.
Έβαλε νερό στο μπωλ του σκύλου, κλείδωσε την
Με δίδαξε να μοιράζομαι: «Παίξτε όμορφα μ’
πόρτα και έσβησε το φως του διαδρόμου. Έριξε μια
αυτό κι οι δυο, γιατί θα το πάρω κι απ’ τους δυο ματιά στο δωμάτιο των παιδιών, μάζεψε κάτι
βρώμικα μπλουζάκια και κάλτσες απ’ το πάτωμα και
σας».
καθησύχασε ένα από τα παιδιά που δεν μπορούσε να
Αλλά πιο πολύ απ’ όλα μου δίδαξε την αγάπη:
κοιμηθεί.
Μόλις έφτασε στην κρεβατοκάμαρα, έβαλε το
«Ξέρεις πως ό,τι κι αν κάνεις κι ό,τι κι αν
ξυπνητήρι, ετοίμασε τα ρούχα της για την επόμενη
συμβεί, θα είμαι δίπλα σου, γιατί σ’ αγαπώ»
μέρα και συγύρισε λίγο τα ρούχα του άντρα της.
Συμπλήρωσε στη λίστα της τρία πράγματα που
έπρεπε να κάνει.
Εκείνη τη στιγμή ο μπαμπάς είπε: «Πάω για ύπνο».
Κι αυτό έκανε χωρίς άλλη σκέψη. Τίποτα το
περίεργο;
Αναρωτιόμαστε γιατί οι γυναίκες ζουν πιο πολύ…
Γιατί είναι φτιαγμένες για μεγάλες αποστάσεις. Δεν
μπορούν να πεθάνουν νωρίς, έχουν πολλά να
κάνουν.
(Το έστειλε ο Βαγγέλης Κρικοχωρίτης)
(αγνώστου)
Με δίδαξε λογική: «Αν πέσεις και σπάσεις το
σβέρκο σου δεν θα μπορείς να έρθεις μαζί μου
στα μαγαζιά».
8
Τούρτες από την
Πετρούπολη
Όλες οι τούρτες, που έφτιαξε ένας
Ρώσος ζαχαροπλάστης, μπορούν να
φαγωθούν!
9
Ιαπωνική ιδέα για σαλονάκι
Ιαπωνική ιδέα για σαλονάκι
Δεν είναι πολύ ωραία ιδέα;
Πόσο εύκολα ανοίγει και απλώνεται
και πόσο εύκολα συμμαζεύεται!
Δεν είναι πολύ χρήσιμο για σπίτια
μικρού εμβαδού;
10
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΑΝΤΡΑ
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ
EBERHARD DILBA
Η δύναμη ενός άντρα δεν φαίνεται από το
πλάτος των ώμων του,
Π
έθανε στις 27/4 και κηδεύτηκε εν μέσω
πολλών οικείων, Γερμανών και Ελλήνων,
στο Grevenbroich του Ντύσελντορφ ένας
καλός φίλος, συγγενής εξ αγχιστείας και παλιότατος συνδρομητής του «Γράμματος», ο
Έμπερχαρτ Ντίλμπα.
Γεννήθηκε στη Γερμανία το 1946 και ήταν από
νέος ένας θερμός φίλος της Ελλάδας, αρχαίας και
νέας. Από πεποίθηση παντρεύτηκε Ελληνίδα, την
Νικολέτα Αδαμοπούλου. Η Ελλάδα ήταν ο
σταθερός τόπος των θερινών διακοπών του. Ήταν
ο άνθρωπος που μου γνώρισε, σε μένα τον
Έλληνα, τόπους αρχαιολογικού ενδιαφέροντος,
όπως το Λαύριο, το Αμφιαράειο, τη Βουλιαγμένη
Λουτρακίου και άλλους, ως άριστος ξεναγός με το
αρχαιολογικό βιβλίο στο χέρι. Η κόρη του Μάρια,
που είναι τώρα καθηγήτρια γερμανικών στην
Ελλάδα, μας είχε κάνει υπερήφανους όταν χόρεψε
ερασιτεχνικά κλασικό μπαλέτο στην Όπερα του
Ντύσελντορφ και όταν δίδασκε ελληνικούς χορούς
στη Γερμανία.
Ο Έμπερχαρτ άσκησε στη Γερμανία το
επάγγελμα του τυπογράφου και του διορθωτή
επιστημονικών κειμένων. Η αγάπη του στην
τυπογραφία ήταν τόση, ώστε συνέγραψε και
εξέδωσε ένα μοναδικό σε πληρότητα «Λεξικό της
Τυπογραφίας», με πλούσια εικονογράφηση, που
πρόλαβε να αναγνωριστεί παγκοσμίως ως έγκυρη
πηγή γνώσεων.
Ήταν άνθρωπος με ευρεία παιδεία, ένας ευγενής
Ευρωπαίος, άριστος οικογενειάρχης και καλός
πολίτης. Βοηθούσε τους άλλους με κάθε ευκαιρία.
Γι’ αυτό πολλοί
είναι εκείνοι που,
όπως εμείς,
θα
τον θυμούνται με
συγκίνηση
όσα
χρόνια
κι
αν
ζήσουν.
Μ. Τ.
φαίνεται από το πλάτος των χεριών του που σε
αγκαλιάζουν.
Η δύναμη ενός άντρα δεν βρίσκεται στη
βαθειά φωνή του,
βρίσκεται στα απαλά λόγια που ψιθυρίζει.
Η δύναμη ενός άντρα δεν είναι ο αριθμός των
φίλων που έχει,
Είναι το πόσο καλός φίλος είναι με τα παιδιά
του.
Η δύναμη ενός άντρα δεν είναι πόσο τον
σέβονται στη δουλειά του.
Είναι πόσο τον σέβονται στο σπίτι.
Η δύναμη ενός άντρα δεν είναι πόσο σκληρά
χτυπάει,
Είναι πόσο τρυφερά αγγίζει.
Η δύναμη ενός άντρα δεν βρίσκεται στις
τρίχες του στήθους του,
βρίσκεται στην καρδιά του… μέσα στο στήθος
του.
Η δύναμη ενός άντρα δεν είναι πόσες γυναίκες
αγάπησε,
εξαρτάται από το αν μπορεί να είναι πιστός σε
μία γυναίκα.
Η δύναμη ενός άντρα δεν μετριέται με το
βάρος που μπορεί να σηκώσει
Αλλά στα φορτία που μπορεί να φέρει στη
ζωή.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΘΑΡΡΟΥΣ
Μπορείς!
Πίστη σε μία μόνο ράτσα
του Ted Edinger
Μεγάλωσα σε μια μικρή αμερικάνικη πόλη πριν 5060 χρόνια. Ο γαμπρός μου ήταν αγρότης, γι’ αυτό
εμείς τα παιδιά μάθαμε νωρίς να οδηγούμε τρακτέρ
και άλλα οχήματα. Άρχισα να οδηγώ τρακτέρ ένα
καλοκαίρι όταν ήμουν 11 χρονών.
Εκείνο τον καιρό μια μέρα έπρεπε να μετακινηθεί
το αγροτικό του πατέρα μου και μου είπε να το
οδηγήσω με όπισθεν. Δυστυχώς το χτύπησα
επάνω στην κούνια στραβώνοντας το σκελετό της
χωρίς να χαλάσει το αμάξι. Τρόμαξα, γιατί δεν
ήξερα πώς θα αντιδρούσε ο πατέρας μου. Εκείνος
δεν θύμωσε αλλά ήρθε και έβγαλε μόνος του το
αυτοκίνητο.
Αργότερα δούλεψα στο κτήμα ενός γείτονα, του
Τζιμ. Ο Τζιμ είχε ένα μηχάνημα που έκοβε χόρτο.
Μου άρεσε να το οδηγώ και να βλέπω πως έκοβε
το χόρτο και το έστρωνε σε σειρές. Μια μέρα
οδήγησα το χορτοκόπτη, για να βάλω βενζίνη από
μια μεγάλη δεξαμενή μέσα στη φάρμα. Η δεξαμενή
ήταν ανεβασμένη σε ένα μετάλλινο πλαίσιο ύψους
τεσσάρων μέτρων. Ακούμπησα το πλαίσιο
σπάζοντας ένα από τα ξύλινα πηχάκια του
μηχανήματος.
Σταμάτησα τη μηχανή και κατέβηκα. Υπέθετα ότι
ο Τζιμ θα έκανε αυτός το μηχάνημα προς τα πίσω,
όπως είχε κάνει ο πατέρας μου. Προς έκπληξή μου
είπε: Ανέβα πάλι σ’ αυτή τη μηχανή – μπορείς».
Και μπόρεσα! Να ένας δημιουργός αυτοπεποίθησης –η αυτοπεποίθηση μου πήγε πολύ ψηλά τη
μέρα εκείνη. Κατά το θερισμό, ο Τζιμ με έβαλε να
κάνω κανονική δουλειά με την ίδια μηχανή, να
φτιάχνω σειρές με σανό, πράγμα που ανέβασε
την αυτοπεποίθηση μου κι άλλα σκαλοπάτια.
Έβγαζα τις αλυσίδες κινήσεως, βίδωνα ένα ειδικό
σύνδεσμο, μετά το συνέδεα με μία μπαγκαζιέρα και
το περνούσα από τους αγροτικούς δρόμους, για να
το πάω στα χωράφια που ήθελαν κοπή χόρτου τη
μέρα εκείνη. Και κάποιες άλλες εκδηλώσεις εμπιστοσύνης, που ο Τζιμ μου έδειξε, εκτός από το
«μπορείς», με έβγαλαν από κάποιες δυσκολίες στη
ζωή μου.
Δηλαδή με βοήθησε και στη βασική μου εκπαίδευση στο στρατό. Μια μέρα οι πράξεις μου δεν
ικανοποίησαν τον Λοχία Εκπαιδευτή μας. Με έβαλε
να σταθώ δίπλα σ’ ένα τοίχο και να χτυπάω το
κεφάλι μου λέγοντας «Είμαι βλάκας, είμαι βλάκας,
είμαι βλάκας». Ενώ το έκανα αυτό, η εικόνα εκείνης
της καλοκαιρινής μέρας, που ο Τζιμ μου έλεγε
«ξανανέβα εκεί πέρα, μπορείς να το κάνεις!» ήρθε
και γέμισε το μυαλό μου. Ήξερα ότι τα λόγια που ο
Λοχίας με ανάγκασε να λέω δεν ήταν αλήθεια, δεν
μου έσπασε το ηθικό!
Αυτή η στάση του Τζιμ με βοήθησε στη βασική
εκπαίδευση, στην ειδική εκπαίδευση, στα άλματα.
Και απ’ αυτά έγινα ένας αερομεταφερόμενος
στρατονόμος. Τι τεράστια επίδραση μπορούν να
φέρουν σε κάποιον μικρές εκδηλώσεις εμπιστοσύνης!
του Sheldon Campbell
Έγινε το 1958 στην πολιτεία Βιρτζίνια. Ήμουν 6
χρονών και ο πατέρας μου ήταν για μένα ένας
υπερήρωας. Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι θα είχε λόγο
να φοβηθεί ο,τιδήποτε, γιατί δεν είχε δείξει ποτέ
φόβο.
Η αδελφή μου είχε μπει στο σπίτι τρέχοντας και
φωνάζοντας ότι μια ομάδα ανθρώπων με όπλα
ήταν απέξω. Ο πατέρας μου έριξε μια ματιά έξω
και κατσούφιασε λίγο. Γέμισε το περίστροφό του
και καθώς πήγαινε προς την πόρτα μας είπε να
πάμε στην κουζίνα και να μην το κουνήσουμε από
εκεί. Η μαμά μου και η αδελφή μου τρόμαξαν και
με τραβούσαν καθώς προσπαθούσα να δω από το
παράθυρο. Δεν είδα καλά, αλλά θυμάμαι αρκετούς
άντρες με όπλα και δαυλούς, μερικοί φορούσαν και
ρόμπες με κουκούλα. Ακούονταν πολλές φωνές
και πολλές βρισιές. Αφού ο πατέρας μου ήταν
ναυτικός, αναγνώριζα μερικές λέξεις.
Τελικά άκουσα το μπαμπά μου να τους λέει ότι
αν δεν έφευγαν αμέσως για να μην ξαναγυρίσουν,
τους έδινε εγγύηση ότι τουλάχιστον έξι απ’ αυτούς
δεν θα ξανάβλεπαν το σπίτι τους.
Η αρχή για όλα αυτά ήταν όταν ο πατέρας μου
είχε ανακατευτεί, όταν μια ομάδα νέων λευκών
έσπαγε στο ξύλο ένα μικρότερο μαύρο παιδί στο
δρόμο. Αυτοί του έλεγαν τότε ότι ξεχνούσε τον
τόπο του και θα ήταν καλύτερα να προσέξει πώς
ήταν τα πράγματα.
Ο μπαμπάς μου ήταν λευκός, μεγαλωμένος στο
Μισισιπή και ήξερε καλά «πώς ήταν τα πράγματα».
Αλλά είχε πολεμήσει στα ορύγματα στην Ιβοζίμα
και στην Κορέα με άλλους στρατιώτες, που
φοβούνταν όπως εκείνος, που επιθυμούσαν τις
οικογένειές τους όπως εκείνος και είχαν αηδιάσει
τους σκοτωμούς, όπως εκείνος. Μερικοί ήταν
λευκοί όπως αυτός, άλλοι ήταν μαύροι ή κίτρινοι.
Αλλά όλοι έβγαζαν κόκκινο αίμα. Και όλοι
κρύωναν, όλοι πεινούσαν, όλοι αρρώσταιναν και
ήσαν θλιμμένοι – ακριβώς όπως κι εκείνος.
Ο πατέρας μου δεν τράβηξε το όπλο εκείνη την
ημέρα. Αλλά φαίνεται ότι τον πίστεψαν, γιατί
έφυγαν γκρινιάζοντας και σείοντας τα όπλα τους.
Και δεν ξαναγύρισαν Ήμουν μικρός και δεν
κατάλαβα πόσο επικίνδυνη ήταν η κατάσταση
εκείνη την ημέρα.
Ο πατέρας μου με δίδαξε ότι το μόνο που έχουμε
κάθε φορά να κάνουμε είναι εκείνο που ξέρουμε ότι
είναι το σωστό και τότε όλα τα πράγματα θα
τακτοποιηθούν από μόνα τους. Το απέδειξε και
εκείνη την ημέρα και σε άλλες περιπτώσεις.
Ο πατέρας μου μεγάλωσε σε μια κοινωνία
αδιάλλακτη και διδάχτηκε να ενεργεί αδιάλλακτα.
Τα πάντα στο Μισισιπή στα χρόνια της Κρίσης
εκδήλωναν ρατσισμό. Εκείνος όμως διδάχτηκε να
πιστεύει σε μία μόνο φυλή. Υποθέτω ότι εκείνοι οι
συστρατιώτες στα ορύγματα τον βοήθησαν να το
εμπεδώσει, γιατί μέχρι το θάνατό του πίστευε μόνο
σε μια φυλή, την Ανθρώπινη.
12
ΠΕΡΙ ΦΙΛΙΑΣ
Μην προσπαθείς να γνωρίσεις κόσμο,
απλώς γίνε άξιος να σε γνωρίσει κανείς.
Φίλος είναι εκείνος που ακούει προσεκτικά
όταν δεν λες τίποτα.
Οι αληθινοί φίλοι έχουν καρδιές που
χτυπούν συγχρονισμένα.
Οι άνθρωποι κρίνονται από τις παρέες που
κάνουν και από τις παρέες που αποφεύγουν.
Οι φίλοι είναι εκείνα τα σπάνια πρόσωπα,
που σε ρωτάνε πώς τα πας και μετά
περιμένουν ν’ ακούσουν την απάντηση.
Ο καθένας μπορεί να συμβουλέψει, αλλά ο
αληθινός φίλος θα δώσει κι ένα χέρι βοήθειας.
Αν μπορείς ν’ αγοράσεις τη φιλία κάποιου,
τότε δεν το αξίζει.
Όταν δεν βρίσκεις καλά λόγια να πεις για
τους φίλους σου, τότε έχεις λάθος φίλους.
Η φιλία είναι ευθύνη, όχι ευκαιρία.
Ο φίλος είναι εκείνος που σε θεωρεί καλό
αυγό ακόμα κι όταν σε βλέπει ραγισμένο.
Οι αληθινοί φίλοι είναι σαν τα διαμάντια,
πολύτιμοι και σπάνιοι. Οι ψεύτικοι φίλοι είναι
σαν τα φθινοπωρινά φύλλα, που βρίσκονται
παντού.
Οι φίλοι είναι αυτοί που σου μιλάνε όταν οι
άλλοι δεν σου μιλάνε πια.
Αν ήσουν κάποιος άλλος, ήθελες να είσαι
ένας από τους φίλους σου;
Ο πραγματικός φίλος είναι εκείνος που, αν
γελοιοποιηθείς, θα το ξεχάσει.
Ο λόγος που οι σκύλοι έχουν τόσους
φίλους είναι ότι κουνάνε την ουρά τους και
όχι τη γλώσσα τους.
Ο τρόπος να έχεις φίλους είναι να μην νικάς
πάντα στις διαφωνίες.
Η φιλία είναι το τσιμέντο που κρατά τον
κόσμο ενωμένο.
Κάνε φίλους πριν τους χρειαστείς.
Φίλος είναι εκείνος που βάζει το δάχτυλό
του σε ένα λάθος χωρίς να το τρίβει.
Αν ένα φίλος κάνει ένα λάθος, τρίψε το για
να βγει, όχι για να πάει βαθύτερα.
Αν πρέπει να έχεις φίλο αλάνθαστο και
άμεμπτο, δεν θα έχεις ποτέ φίλο.
Κάνεις πιο πολλούς φίλους δείχνοντας
ενδιαφέρον γι’ αυτούς, παρά προκαλώντας το
ενδιαφέρον τους για σένα.
Αν δεν κάνεις τίποτα για τους φίλους σου,
δεν θα έχεις φίλους πια για να κάνεις κάτι.
Ας είμαστε φιλικοί με τους γνωστούς μας. Αν
δεν ήταν αυτοί, θα είμαστε τελείως ξένοι.
13
Της ΝΑΤΑΛΗΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ
Αποσπάσματα από το τρίτο βιβλίο του Σταύρου Τσίγκογλου
«Σήμερα η τέχνη», Εκδόσεις Καστανιώτη
«Οι καλλιτέχνες από περιθωριακοί, φτωχοί και
γραφικοί μποέμ μπορεί να έχουν μια αξιοπρεπή
καριέρα ή και να καταλήξουν εκατομμυριούχοι.
Σήμερα είκοσι τουλάχιστον καλλιτέχνες πουλούν τα
έργα τους πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια. Οι
εξής τρεις, Τζεφ Κούνς, Ντάμιεν Χίρστ και Τακάσι
Μουρακάμα, έχουν πουλήσει έργα από δέκα έως
είκοσι εκατομμύρια δολάρια.Το διαμαντένιο κρανίο
του Χίρστ, για να αγοραστεί από συλλέκτη, θα πρεπει
να καταβληθούν ποσά άνω των εκατόν είκοσι
εκατομμυρίων λιρών. Οι τρεις αυτοί καλλιτέχνες
έχουν βιοτεχνίες κατασκευής έργων με δύο έως πέντε
εργαστήρια και πάνω από εκατόν πενήντα βοηθούς,
«εργάτες της τέχνης». Έχουν επίσης πράκτορες,
ανθρώπους για τις δημόσιες σχέσεις, λογιστές και
ό,τι άλλο χρειάζεται ένας καλός επιχειρηματίας…
Μην τολμήσει κανείς φιλότεχνος ή τεχνοκριτικός να
πει: «Μα αυτοί δεν φτιάχνουν τα έργα τους, απλώς
προεδρεύουν». Από το 1970 ο Σολ λε Βιτ έγραφε ότι
ο καλλιτέχνης στην εννοιολογική τέχνη βάζει την
ιδέα και το έργο μπορούν να το φτιάξουν άλλοι.
Καταχειροκροτήθηκε από επιφανείς κριτικούς και
θεωρητικούς της εποχής. Οι καλλιτέχνες αυτοί, όπως
και πολλοί άλλοι επιτυχημένοι, δημιουργούν για τον
εαυτό τους την εικόνα του σταρ, της διασημότητας,
της περσόνας και την προωθούν· την πουλούν. Και
ύστερα οι θεωρητικοί πενθούν για τον «θάνατο του
συγγραφέα». Σκοπός της αγοράς είναι να πείσει ότι η
τιμή των έργων είναι δείκτης της αισθητικής τους
αξίας. Και τα καταφέρνει καλά…»
«Γιατί οι πλούσιοι αγοράζουν έργα σύγχρονης
τέχνης; Οι γνωστοί λόγοι: επένδυση, κοινωνική
καταξίωση και αναρρίχηση, ξέπλυμα χρημάτων.
Είναι της μόδας, είναι και σέξι…»
« Ο κόσμος της τέχνης προτιμά να ντύνεται στα
μαύρα. Είναι ιερείς της τέχνης; Το ξεκίνησε ο
ποιητής Μπωντλέρ, ο πρώτος κριτικός μοντέρνας
τέχνης».
«Στα παιχνίδια δύναμης επικράτησαν οριστικά οι
επιμελητές εκθέσεων. Οι επιμελητές μεγάλων
διεθνών επηρεάζουν τις κατευθύνσεις της σύγχρονης
τέχνης…Οι σημερινοί κριτικοί ή επιμελητές
εκθέσεων, όχι μόνο λένε στους καλλιτέχνες τι τέχνη
να κάνουν, αλλά σαρκάζουν τους κριτικούς που
τολμούν και πιστεύουν διαφορετικά. Τα περιοδικά
τέχνης είναι γεμάτα από άρθρα και συζητήσεις για
την αισθητική ή πολιτική αξία του έργου τέχνης, για
τη φορμαλιστική ή εννοιολογική, πολιτική τέχνη, για
την επάρατη αγορά τέχνης. Για τις μπιενάλε και τις
φουάρ, για το τέλος της τεχνοκριτικής, για το τι
πρέπει να κάνουν οι καλλιτέχνες και οι επιμελητές
εκθέσεων, για το πώς πρέπει να παρουσιάζεται και
να αναλύεται η ιστορία της τέχνης και άλλα
βαρυσήμαντα θέματα…Δεν νομίζω ότι ένας
πραγματικός καλλιτέχνης που έχει εμπιστοσύνη στον
εαυτό του είναι δυνατόν να επηρεαστεί από τις
συμβουλές τεχνοκριτικών, όπως επίσης ότι ένας
τεχνοκριτικός ή επιμελητής εκθέσεων μπορεί να γίνει
καλλιτέχνης ή δημιουργός ή συγγραφέας ή δάσκαλος
ή καθοδηγητής όπως ισχυρίζονται μερικοί. Άλλωστε
η τεχνοκριτική είναι για τους καλλιτέχνες ό,τι είναι η
ορνιθολογία για τα πουλιά. Η κριτική τέχνης
παράγεται μαζικά και μαζικά αγνοείται’».
Το «Σήμερα η Τέχνη» είναι το τρίτο βιβλίο του
Σταύρου Τσίγκογλου. Έχουν προηγηθεί δύο
ακόμη εκδόσεις, «Η τέχνη στο τέλος του 20ού
αιώνα» (Τα Νέα της Τέχνης, 2000) και «Η
τέχνη στις αρχές του 21ου αιώνα» (εκδόσεις
Λιβάνη, 2005), βιβλία τα οποία χρησιμοποιούνται ως σπουδαστικά βοηθήματα από τις
Σχολές Καλών Τεχνών των Πανεπιστημίων
Θεσσαλονίκης και Ιωαννίνων.
Χειρουργός παίδων και καθηγητής χειρουργικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, άρχισε να
ασχολείται με την τέχνη πριν από μια
εικοσαετία περίπου… Χρόνια τώρα ως
«πολιτιστικός τουρίστας» ταξιδεύει, επισκέπτεται μουσεία, παρακολουθεί εκθέσεις,
ενημερώνεται και καταγράφει.
Ο Σταύρος Τσίγκογλου είναι γενικός
γραμματέας της Εταιρείας Ελλήνων Τεχνοκριτών και μέλος της Διεθνούς Ένωσης
Κριτικών Τέχνης. Έχει δώσει διαλέξεις στην
Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Κρήτης καθώς και
στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Από το 1993
αρθρογραφεί στην εφημερίδα Τα Νέα της
Τέχνης. Έχει επίσης επιμεληθεί την έκθεση
«Πάσχον Σώμα», που παρουσιάστηκε στο
Κέντρο Σύγχρονης Εικαστικής Δημιουργίας
Ρεθύμνης το 2004 και το 2006 σε συνεργασία
με την Ελένη Κυπραίου, την έκθεση «Τα
λουλούδια στη Σύγχρονη Τέχνη», η οποία
φιλοξενήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη.
«Η Καθημερινή» - Τέχνες και Γράμματα 16 /5/2010
14
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Το Βιβλίο «Βάλσαμο για την ψυχή» (“Chicken
Soup for the Soul”) των Jack Canfield και
Mark Victor Hansen βρίσκεται επί χρόνια στις
πρώτες θέσεις της λίστας των πιο ευπώλητων
βιβλίων στην Αμερική.
Με τον υπότιτλο «Ιστορίες που ζεσταίνουν
την καρδιά και δίνουν καινούργιο νόημα στη
ζωή» επιχειρεί να τονώσει, να ενθαρρύνει και
να αυξήσει την αυτοεκτίμηση και την αποφασιστικότητα του αναγνώστη. Να διδάξει την
αξία της αγάπης και της τρυφερότητας. Και τα
καταφέρνει όλα αυτά και επίσης, πως λέει,«να
δώσει νέο νόημα στη ζωή».
Ο Μαρκ Βίκτορ Χάνσεν είναι ένας από τους
μεγαλύτερους ειδικούς στον κόσμο στους
τομείς της ανθρώπινης επικοινωνίας και
ενθάρρυνσης. Ως επαγγελματίας ομιλητής έχει
απευθυνθεί σε περισσότερους από 1,5 εκατομμύριο ανθρώπους σε πολλές χώρες. Διδάσκει
σε δημιουργικά σεμινάρια και οργανώνει ένα
ετήσιο εργαστήριο με τίτλο «Ξύπνα» στη
Χαβάη, το οποίο βοηθά τους συμμετέχοντες να
απελευθερωθούν νοητικά, σωματικά, συναισθηματικά , αλλά και οικονομικά.
Ο Τζακ Κάνφηλντ είναι ο πρόεδρος των
σεμιναρίων αυτοεκτίμησης και του Ιδρύματος
Αυτοεκτίμησης στο Κάλβερ Σίτυ της
Καλιφόρνια. Έχει παρουσιάσει εντατικά
σεμινάρια προσωπικής και επαγγελματικής
ανάπτυξης σε περισσότερα από 500.000 άτομα
σε όλο τον κόσμο. Έχει γράψει αρκετά βιβλία
για την ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης στην
εκπαίδευση και έχει χρηματίσει σύμβουλος
εκατοντάδων οργανισμών και επαγγελματικών
συνδέσμων.
Οι ιστορίες του βιβλίου αφορούν είτε σχέσεις
πατέρα και γιού είτε την αγάπη ενός αδελφού
για τον άλλον είτε τις αφάνταστες επιτυχίες
αναπήρων στον αθλητισμό, επειδή ήθελαν με
όλη την καρδιά τους να καταφέρουν κάτι
συγκεκριμένο. Έχει επίσης μικρά θέματα
ανατροφής των παιδιών στο σπίτι και στο
σχολείο, ιστορίες υπερπήδησης εμποδίων,
επαγγελματικής επιτυχίας κλπ.
Μερικές ιστορίες απ’ αυτές έχουν κυκλοφορήσει στο Διαδίκτυο και έχουν συγκινήσει
πολλούς.
Τα επόμενα τρία κείμενα είναι παραδείγματα
της δύναμης του βιβλίου και της επιτυχίας του.
Το χέρι
Το κύριο άρθρο μιας εφημερίδας την Ημέρα
των Ευχαριστιών μιλούσε για μια δασκάλα,
που ζήτησε από τα παιδιά της πρώτης
δημοτικού να ζωγραφίσουν κάτι από το οποίο
θα αντλούσαν ευχαρίστηση. Σκεφτόταν πόσο
λίγα πράγματα είχαν αυτά τα παιδιά από τις
φτωχές συνοικίες που να τους δίνουν χαρά.
Ήξερε πάντως ότι τα περισσότερα απ’ αυτά θα
έφτιαχναν εικόνες με γαλοπούλες ή τραπέζια με
φαγητό. Όμως η δασκάλα ένιωσε έκπληξη με
μια εικόνα που της παρέδωσε ο Ντάγκλας.
Ήταν ένα παιδικά ζωγραφισμένο χέρι.
Αλλά ποιού ήταν αυτό το χέρι; Η τάξη
παραξενεύτηκε με την αφηρημένη εικόνα.
«Νομίζω πως πρέπει να είναι το χέρι του Θεού
που μας φέρνει φαγητό», είπαν.
Θυμήθηκε ότι πολλές φορές είχε πιάσει τον
Ντάγκλας, ένα καχεκτικό, παραμελημένο παιδάκι από το χέρι. Αυτό το έκανε πολλές φορές
με διάφορα παιδιά Αλλά ήταν τόσο σημαντικό
για τον Ντάγκλας. Ίσως αυτή έπρεπε να είναι η
Ημέρα των Ευχαριστιών για όλους, ημέρα
ευχαριστιών όχι για υλικά πράγματα που μας
δίνονται, αλλά για την ευκαιρία που μας
παρέχεται να δώσουμε, με οποιοδήποτε τρόπο
στους άλλους κάτι, έστω και μικρό.
---------------------------------------------------Αποτελείς ένα θαύμα (του Πάμπλο Καζάλς)
Κάθε δευτερόλεπτο ζούμε μια καινούργια και
μοναδική στιγμή του σύμπαντος, μια στιγμή
που δεν θα υπάρξει ξανά… Και τι διδάσκουμε
στα παιδιά μας; Τα διδάσκουμε πως δύο και
δύο κάνουν τέσσερα και ότι το Παρίσι είναι η
πρωτεύουσα της Γαλλίας.
Πότε θα τα διδάξουμε και ποια είναι;
Πρέπει να πούμε στο καθένα: Ξέρεις τι είσαι;
Ένα θαύμα. Είσαι μοναδικός (ή μοναδική).
Στους αιώνες που πέρασαν δεν υπήρξε άλλο
παιδί σαν εσένα. Κανένα δεν είχε τα πόδια σου,
τα χέρια σου, τα επιδέξια δάχτυλά σου, τον
τρόπο που κινείσαι.
Μπορείς να γίνεις ένας Σαίξπηρ, ένας Μιχαήλ
Άγγελος. Ένας Μπετόβεν. Έχεις την ικανότητα
να γίνεις τα πάντα. Ναι, αποτελείς θαύμα. Κι
όταν μεγαλώσεις, είναι ποτέ δυνατό να βλάψεις
κάποιον που αποτελεί, όπως και εσύ, ένα
θαύμα;
Όλοι πρέπει να εργαστούμε για να κάνουμε
τον κόσμο αντάξιο των παιδιών του.
15
Το άγγιγμα του δεξιοτέχνη
της Myra B. Welch
Ο κόσμος κραύγασε,
Αλλά κάποιοι ρώτησαν με απορία:
«Δεν καταλαβαίνουμε, ποιος ήταν ο λόγος,
που έκανε ν’ αλλάξει η αρχική του τιμή;»
Ήταν χτυπημένο και γρατζουνισμένο
Κι ο δημοπράτης το είδε σαν κόπο χαμένο
Να σπαταλήσει την ώρα του μ’ αυτό το παλιό βιολί,
«Το άγγιγμα ενός δεξιοτέχνη»,
Ήρθε η απάντηση στη στιγμή.
Και πολλοί άνθρωποι με ζωή ξεκουρδισμένη,
Το κράτησε όμως ψηλά χαμογελώντας
Χτυπημένοι και γρατσουνισμένοι από τα λάθη τους
«Τι προσφέρετε», ρώτησε «καλοί μου άνθρωποι γι’
αυτό;»
«ποιος θα δώσει, στη θέση μου την αρχική τιμή;»
προσφέρονται στη δημοπρασία σε τιμή πεσμένη
«Ένα δολάριο. Ένα δολάριο», μετά δύο!
Μόνο δύο;
κι αγοράζονται φτηνά από το ανήξερο πλήθος
όπως το παλιό βιολί,
«Δύο δολάρια, και ποιος θα τα κάνει τρία;»
ένα πιάτο σούπα, ένα ποτήρι κρασί,
«Δύο δολάρια, ένα,
ένα παιχνίδι και πάει λέοντας.
Δύο δολάρια , δύο.
Πάμε για τρία…»
Αλλά όχι κανείς,
«Πάει» μία και «πάει» δύο,
«Πάει» και κοντεύει να πουληθεί,
Από το βάθος της αίθουσας ένα γκριζομάλλης
Αλλά να, ο αριστοτέχνης δεν αργεi
Σηκώθηκε κι άρπαξε στο χέρι το δοξάρι .
Και το ανόητο πλήθος δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί
Σκούπισε από το παλιό βιολί τη σκόνη
Και τέντωσε τις χαλαρές χορδές.
Έπαιξε μια μελωδία γλυκιά
την αξία μιας ψυχής και την αλλαγή που φέρνει
του μεγάλου μάστορα η αφή.
Θυμίzοντας χαρμόσυνες αγγελικές ωδές.
Η μουσική σταμάτησε κι ο δημοπράτης
Με φωνή ήρεμη και χαμηλή είπε:
«Τι προσφέρετε για το παλιό βιολί;»
Και το κράτησε ψηλά με το δοξάρι.
ΠΗΓΗ: Jan Canfield, Mark Viktor Hansen,
Βάλσαμο για την ψυχή
«Χίλια δολάρια και ποιος θα τα κάνει δύο;
Ιστορίες που ζεσταίνουν την καρδιά
Δυο χιλιάδες και ποιος θα τις κάνει τρεις;
και δίνουν καινούργιο νόημα στη ζωή.
Τρεις χιλιάδες μία φορά, τρεις χιλιάδες δύο φορές
Μετάφραση: Ο. Αβραμίδης
Τρεις χιλιάδες και κατακυρώνεται», είπε.»
Εκδόσεις ∆ιόπτρα, 1996
16
Πήγα, είδα, άκουσα, διάβασα και νομίζω…
ικαιούνται και οι λαοί και οι πολίτες
να κάνουν πολιτική και θα έλεγα ότι
υποχρεούνται να εκφράζουν τις
πολιτικές απόψεις τους μεταξύ άλλων
τρόπων και με διαδηλώσεις, στην
ξηρά ή στη θάλασσα και μέσα στα πλαίσια των
νόμων, και όχι μόνο να περιμένουν να αποφασίσουν
και να «στείλουν το μήνυμά τους» στις εκλογές.
Αλλά τα σωματεία και οι Μη Κυβερνητικές
Οργανώσεις δεν κάνουν πολιτική. Και όταν δεν
κάνουν πολιτική, δεν κινδυνεύουν από την
αστυνομία ή το στρατό των κρατών, που
δραστηριοποιούνται –εκτός σπανίων αγρίων
περιπτώσεων. Οι ακτιβιστές του «στόλου
ελευθερίας» είχαν πρώτο σκοπό να σπάσουν τον
αποκλεισμό του λιμανιού της Γάζας. Αυτό είναι
άσκηση πολιτικής σε ένα από τα πιο θερμά μέρη
του κόσμου με συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις…
Καλό είναι οι πάντες να αγωνίζονται για την
ανθρωπιστική βοήθεια σε πρόσφυγες και άλλα
θύματα καταστροφών και πολέμων. Αλλά δεν
πρέπει να ανακατεύουν πολιτικούς σκοπούς στη
δράση αυτή, όπως έγινε και αυτή τη φορά…
Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να σχολιάσω από
τη στήλη αυτή την απόφαση των Ισραηλινών να
αποκλείσει το λιμάνι της Γάζας και δεν ξέρω αν
αυτό στο τέλος θα τους βγει σε καλό ή θα ωφελήσει
τους αντιπάλους τους. Δεδομένης όμως της απόφασης του αποκλεισμού, είχαν δικαίωμα να μην
επιτρέψουν τη διάσπασή του από πλοία και μάλιστα
τα ίδια που το είχαν επαναλάβει πρόσφατα δυο
φορές. Αλλά η κατάληψη των πλοίων έπρεπε να
γίνει μέσα στα χωρικά τους ύδατα. Αφού η επίθεση
έγινε στα διεθνή ύδατα, η πράξη νομικά μετατρέπεται σε πειρατεία και ηθικά σε έγκλημα!
Είναι «ακτιβιστές» αυτοί οι Τούρκοι του πρώτου
πλοίου με τους 600 επιβάτες, όπως π.χ. οι «Γιατροί
χωρίς Σύνορα» και οι οικολογικές οργανώσεις; Οι
ακτιβιστές δεν μάχονται εναντίον του στρατού
ποτέ… ούτε με ξύλα ούτε με οποιοδήποτε όπλο.
Και γιατί, αφού η πιθανότητα σύγκρουσης υπήρχε
και ήταν ορατή, είχαν και παιδιά μαζί τους;
Γιατί όμως οι Έλληνες «ακτιβιστές», αφού
αποφάσισαν να δράσουν «για την ελευθερία»,
ακολούθησαν ένα πλοίο με τη σημαία μιας χώρας,
της Τουρκίας, που δεν απέδειξε ακόμα ότι σέβεται
την ελευθερία μειονοτήτων ή δικών τους
δημοσιογράφων και πολιτικών; (Οι κόρες του κ.
Ερντογάν αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν για να
σπουδάσουν, γιατί δεν μπορούσαν να μπουν με τη
μαντήλα μέσα σε τουρκικό Πανεπιστήμιο. Ο ίδιος ο
Πρωθυπουργός της Τουρκίας έχει διωχθεί για
θρησκευτικούς λόγους και έχει στερηθεί των
πολιτικών δικαιωμάτων του από δικαστήρια με
αστήρικτες προφάσεις…)
Α
ν παρακολουθήσουμε τη νέα σειρά σκανδάλων μεταξύ της Εταιρείας Σήμενς και
Ελλήνων υπευθύνων, που αφορούν διάφορες
παλιές εποχές, θα δούμε τα εξής κοινά
χαρακτηριστικά:
Κανείς δεν επιθυμεί να τα διερευνήσει. Τα
σκάνδαλα αποκαλύπτονται πρώτα από τον Τύπο,
αναγκάζεται η Δικαιοσύνη και η Βουλή να τα
διερευνήσει, επειδή ο λαός περιμένει κάποιο όνομα,
κάποια καταδίκη και κάποια αρχή κάθαρσης. Οι
περισσότεροι πολιτικοί παίζουν το παλιό φθαρμένο
και βλαβερό παιχνίδι, για να βρουν ποιο από τα δυο
μεγάλα κόμματα χρεώνεται τα περισσότερα
σκάνδαλα. Και ενώ όλοι φωνάζουν το σύνθημα
«Όλα στο φως», συγκαλύπτουν ό,τι δεν αποδειχθεί
με κάποια δικαστικά στοιχεία μέχρις ότου κάποιος
μιλήσει (συχνά ο ίδιος που ως τώρα σιωπούσε
ακόμα και όταν τον ρωτούσαν στη Βουλή). Ομερτά.
Και ενώ ο κόσμος έχει επιτέλους καταλάβει, οι
πολιτικοί και πολλοί δημοσιογράφοι κάνουν πως
δεν βλέπουν τα εξής φανερά γεγονότα:
Η Σήμενς έδινε επί πολλά χρόνια χρήματα σε όλα
τα κόμματα και σε όλους στους πολιτικούς και
διευθυντές υπηρεσιών, που είχαν ή θα είχαν
αργότερα κάποια σχέση με συμβάσεις ή με έργα ή
με προμήθειες τηλεφώνων, τραίνων, συστημάτων
ασφαλείας, ηλεκτρικών ειδών κλπ. Τα χρήματα,
είτε ως τεράστιες προμήθειες (μίζες) είτε ως
προώθηση δημοσίων σχέσεων ή ως διάφορα δώρα,
ήταν πάρα πολλά. Η εταιρεία είχε ειδικά τμήματα
για την καταγραφή αυτών των δωροδοκιών και την
αποστολή τους μέσω διαφόρων τραπεζών,
εταιρειών κλπ. ακόμα και ως μετρητά. Τα χρήματα
ήταν τόσο πολλά, ώστε όλος ο ελληνικός λαός έχει
σαφώς αδικηθεί και ζημιωθεί από τις υπερκοστολογήσεις ειδών και υπηρεσιών και τα ακατάλληλα
προϊόντα (το πανάκριβο σύστημα C4I δεν
λειτούργησε ποτέ, τα ηλεκτρικά τραίνα δεν είχαν
ηλεκτρικές γραμμές να κινηθούν…)
Η Σήμενς δεν είναι η μόνη εταιρεία που πίστεψε
ότι αν δεν δώσει δεν θα προτιμηθεί σε καμιά
προκήρυξη. Περιμέναμε και περιμένουμε από τον
Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς και τους πάσης
φύσεως ελεγκτές στην κρίσιμη αυτή (οικονομικά
και ηθικά) ώρα να κινηθούν και να βρουν ποιοί
άλλοι έκλεψαν, σώπασαν και έβλαψαν την τσέπη
των Ελλήνων. Ο Πρωθυπουργός το έχει υποσχεθεί
και από αυτό κυρίως θα κριθεί. Στο Υπουργείο
Υγείας πολλοί Υπουργοί, αφού πέρασαν από την
ευθύνη, είδαν τα «πιράνχας» και απέτυχαν να
κάνουν κάτι, μετακινήθηκαν σε άλλη θέση. Στην
Εφορία λογαριάζουν μόνο πόσα δις χάνουμε ως
κράτος, δεν εισπράττουν, δεν στέλνουν κανένα
στον εισαγγελέα κι εξακολουθούν να μιλούν για
τεκμήρια όταν έχουν βεβαιωθεί και μένουν
ανείσπρακτα σίγουρα χρέη…
Μ.Τ.