δείτε περισσότερες πληροφορίες για τις μεταλλάξεις εδώ

Parabensfree.gr
Τι είναι η κυστική ίνωση
Η κυστική ίνωση είναι μια ασθένεια που οφείλεται σε μεταβολές μιας πρωτεΐνης που
ρυθμίζει τη μεταφορά των αλάτων (ιόντων χλωρίου και νατρίου) στις μεμβράνες των
κυττάρων. Η διακοπή της μεταφοράς αλάτων έχει ως αποτέλεσμα τη μη φυσιολογική
έκκριση των αδένων και την αφυδάτωση εξαιτίας της αυξημένης απώλειας αλάτων και
νερού κατά τη διάρκεια της εφίδρωσης. Η κυστική ίνωση επηρεάζει σχεδόν όλους τους
αδένες του σώματος που παράγουν υγρά, οδηγώντας στην εμφάνιση μιας σειράς
συμπτωμάτων. Οι εκκρίσεις μπορεί να είναι παχύρρευστες και να προκαλέσουν
απόφραξη στο πάγκρεας, στο έντερο και στους πνεύμονες. Η βλεννώδης απόφραξη
δημιουργεί έδαφος για τον πολλαπλασιασμό μικροβίων, αυξάνοντας έτσι την
πιθανότητα λοίμωξης. Τα παιδιά με κυστική ίνωση παρουσιάζουν φτωχό μεταβολισμό,
αφυδάτωση, βήχα και τάση για εμετό. Καθώς η ασθένεια εξελίσσεται, οι έφηβοι
παρουσιάζουν αργή ανάπτυξη, καθυστερημένη εφηβεία και μειωμένες σωματικές
αντοχές. Οι ενήλικες εμφανίζουν ακόμα πιο σοβαρές επιπλοκές όπως ατελεκτασίες
πνεύμονα, καρδιακή ανεπάρκεια, υπογονιμότητα και συχνές λοιμώξεις που μπορούν
να οδηγήσουν σε θάνατο.
Πως προκαλείται
Η κυστική ίνωση προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο του ρυθμιστή της
διαμεμβρανικής αγωγιμότητας της κυστικής ίνωσης (CFTR), στο έβδομο χρωμόσωμα,
που κωδικοποιεί τη ρυθμιστική πρωτεΐνη, η οποία ελέγχει την διέλευση ιόντων μέσα από
τις κυτταρικές μεμβράνες. Η μοριακή ανάλυση έχει ταυτοποιήσει περισσότερες από
1.700 μεταλλάξεις στο γονίδιο CFTR. Διαφορετικές μεταλλάξεις καθορίζουν τη
σοβαρότητα των συμπτωμάτων που εμφανίζονται σε ασθενείς με κυστική ίνωση.
Πως κληρονομείται
Αυτοσωμικό υπολειπόμενο
Πόσο συχνή είναι
Στην Ελλάδα οι φορείς υπολογίζονται σε περισσότερα από 500.000 άτομα με
αποτέλεσμα να γεννιούνται κάθε χρόνο 50-60 παιδιά που πάσχουν από κυστική ίνωση.
Γιατί είναι καλό να γίνει νωρίς η διάγνωση
Οι μισοί από τους ασθενείς κυστικής ίνωσης δεν έχουν διαγνωσθεί κατά το πρώτο έτος
ζωής και 25% δεν έχουν διαγνωσθεί μέχρι και το τέλος του δεύτερου χρόνου ζωής.
Είναι πολύ σημαντικό να γίνει πολύ νωρίς η διάγνωση, γιατί η έγκαιρη έναρξη της
θεραπευτικής αγωγής μειώνει τη θνησιμότητα στα νεογνά και τα βρέφη και βελτιώνει
την ποιότητα ζωής στη συνέχεια.
Το προσδόκιμο επιβίωσης των ασθενών με κυστική ίνωση αυξάνεται συνεχώς, χάρη
στην ύπαρξη πολλών ειδών θεραπείας. Αυτές περιλαμβάνουν φυσιοθεραπεία,
υποκατάστατα ενζύμων, συμπλήρωμα αλάτων, αντιβιοτικά για τον έλεγχο των
λοιμώξεων, οξυγονοθεραπεία, χειρουργική επέμβαση και μεταμόσχευση οργάνων.
Έλεγχος φορέων
Η προγεννητική διάγνωση είναι δυνατή για τις περισσότερες οικογένειες. Ο έλεγχος
φορέων στο γενικό πληθυσμό είναι δυνατός μέσω της ανάλυσης μεταλλάξεων DNA
του γονιδίου CFTR. Ο μοριακός έλεγχος που προτείνεται για το ζεύγος καλύπτει το 8090% των μεταλλάξεων που ευθύνονται για την εκδήλωση της νόσου. Ο πλήρης έλεγχος
του γονιδίου συνιστάται σε περιπτώσεις οικογενειακού ιστορικού σχετικού με τη νόσο.
Τι είναι η προσχολική
ασυμπτωματική κώφωση
Περίπου ένα στα 1.000 παιδιά πάσχουν από σοβαρή ή πολύ σοβαρή απώλεια ακοής
είτε από τη γέννηση είτε κατά την πρώιμη παιδική ηλικία (προσχολική κώφωση). Πάνω
από το 50% αυτών των περιπτώσεων οφείλονται σε γενετικές αλλαγές. Το 70-80%
αυτών των γενετικών καταστάσεων χαρακτηρίζονται ως μη συνδρομικές, δηλαδή δεν
παρατηρούνται συμπτώματα σε άλλα όργανα /συστήματα του οργανισμού.
Ποια είναι τα γενετικά αίτια - Πως προκαλείται
Το βασικό γενετικό αίτιο της Προσχολικής Ασυμπτωματικής Κώφωσης είναι μεταλλάξεις
στο γονίδιο της κοννεξίνης 26, γνωστό και ως GJB2. Μία συγκεκριμένη μετάλλαξη του
γονιδίου GJB2, η c.35delG, ανιχνεύεται στην πλειονότητα των κλινικών περιστατικών
της λευκής φυλής.
Πως κληρονομείται
Μεταξύ των μορφών μη συνδρομικής βαρηκοΐας, η αυτοσωματική υπολειπόμενη
κληρονομικότητα επικρατεί (80% των περιπτώσεων) και ακολουθούν η αυτοσωμική
επικρατής (περίπου 20%), η φυλοσύνδετη (περίπου 1%) κληρονομικότητα, ενώ έχουν
ταυτοποιηθεί και μεταλλάξεις στο μιτοχονδριακό DNA (<1%). Οι μορφές αυτοσωμικής
υπολειπόμενης βαρηκοΐας είναι συνήθως οι πιο σοβαρές και οφείλονται σχεδόν
αποκλειστικά σε βλάβες του κοχλία (νευροαισθητήρια βαρηκοΐα), σε αντίθεση με τις
συνδρομικές μορφές βαρηκοΐας στις οποίες η απώλεια ακοής οφείλεται σε δομικές
βλάβες του εξωτερικού ή μεσαίου τμήματος του αυτιού ή σε συνδυασμό βλαβών του
κοχλία συγχρόνως με δομικές βλάβες του αυτιού. Περίπου 100 γενετικοί τόποι έχουν
συσχετιστεί με την εκδήλωση της μη συνδρομικής βαρηκοΐας και μέχρι σήμερα
τουλάχιστον 40 από τα υπεύθυνα γονίδια έχουν ταυτοποιηθεί, από τα οποία τα 23
εδράζονται στους γενετικούς τόπους DFNB.
Συχνότητα
Στον ελληνικό πληθυσμό, η συχνότητα φορέων της μεταλλαγής c.35delG ανέρχεται
στο 3,5% (ή ένα στα 28 υγιή άτομα με φυσιολογική ακοή), ενώ η συχνότητα φορέων
της συγκεκριμένης μετάλλαξης συνολικά στην Ευρώπη ανέρχεται σε 1 στα 50 άτομα.
Το γεγονός αυτό καθιστά τη συγκεκριμένη μεταλλαγή πιο συχνή και από τη μεταλλαγή
ΔF508 της κυστικής ίνωσης (συχνότητα φορέων 2,3%) και περίπου συχνή όσο η κοινή
μεταλλαγή IVS1-110G>A του γονιδίου της β-σφαιρίνης που προκαλεί β-θαλασσαιμία
στον ελληνικό πληθυσμό.
Γιατί είναι καλό να γίνει νωρίς η διάγνωση
Η έγκαιρη διάγνωση του προβλήματος επιτρέπει την άμεση αντιμετώπιση με κατάλληλα
βοηθήματα ακοής, ένταξη στο κατάλληλο εκπαιδευτικό πρόγραμμα για άτομα με
προβλήματα ακοής ή κοχλιακή εμφύτευση για τα άτομα με σοβαρή απώλεια ακοής, η
οποία επιτρέπει στον ασθενή να επιτύχει μια καλύτερη ποιότητα ζωής.
Έλεγχος φορέων
Ο μοριακός έλεγχος που προτείνεται για το ζεύγος περιλαμβάνει τις μεταλλάξεις
c.35delG και p.L90p του γονιδίου GJB2. Αν δειχθεί ότι ο ένας από τους δυο γονείς φέρει
μια μετάλλαξη, τότε συνιστάται να υποβληθεί ο/η σύζυγος σε πλήρη έλεγχο του
υπεύθυνου γονιδίου (GJB2).
Ο έλεγχος είναι επιβεβλημένος σε περίπτωση οικογενειακού ιστορικού, καθώς κάθε
αδερφός-ή ενός πάσχοντος παιδιού, που δεν πάσχει και ο ίδιος, έχει δύο στις τρεις
πιθανότητες να είναι φορέας.
Τι είναι η ανεπάρκεια της
βιοτινιδάσης
H Ανεπάρκεια της Βιοτινιδάσης αποτελεί μια διαταραχή του μεταβολισμού της βιοτίνης
(βιταμίνη Β7). Η βιοτινιδάση είναι ένα ένζυμο που βοηθάει τον οργανισμό να
επαναχρησιμοποιήσει τη βιοτίνη που εμπεριέχεται σε τροφές όπως το συκώτι, οι κρόκοι
των αυγών και το γάλα. Η βιοτινιδάση απομακρύνει τη βιοτίνη που είναι δεμένη στις
πρωτεΐνες των τροφών, αφήνοντας τη βιταμίνη στην ελεύθερη (αδέσμευτη) μορφή
της. Ο οργανισμός χρειάζεται ελεύθερη βιοτίνη για την αποτελεσματική διάλυση λιπών,
πρωτεϊνών και υδατανθράκων. Εάν υπάρχει πλήρης ή μερική ανεπάρκεια βιοτινιδάσης,
ο οργανισμός έχει λιγότερη δυνατότητα να επεξεργαστεί σημαντικά θρεπτικά στοιχεία.
Που οφείλεται
H Ανεπάρκεια της Βιοτινιδάσης οφείλεται σε μεταλλάξεις στο γονίδιο BTD, που παρέχει
οδηγίες για την παραγωγή της βιοτινιδάσης. Μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί 140
παθογόνοι μεταλλάξεις. Η ταυτοποίηση δύο «σοβαρών» μεταλλάξεων στο γονίδιο της
βιοτινιδάσης συσχετίζεται με ολική ανεπάρκεια της ενζυμικής δραστικότητας ,
συνδυασμός μιας ήπιας και μιας σοβαρής μετάλλαξης με μερική ανεπάρκεια, ενώ η
ανίχνευση μιας ήπιας ή σοβαρής μεταλλάξης είναι ενδεικτική της κατάστασης του
«φορέα».
Πως κληρονομείται
Αυτοσωμικό υπολειπόμενο
Συχνότητα
Σχεδόν 1 στα 60.000 νεογέννητα έχουν πλήρη ή μερική ανεπάρκεια βιοτινιδάσης .
Γιατί είναι καλό να γίνει νωρίς η διάγνωση
Η εμφάνιση των ποικίλων κλινικών συμπτωμάτων μπορεί να προληφθεί ακόμη και
πλήρως με τη χορήγηση συμπληρωμάτων βιοτίνης. Τα παιδιά με μεγάλη ανεπάρκεια
βιοτινιδάσης που εμφανίζουν όλα τα συμπτώματα μπορούν να βελτιωθούν όταν
λάβουν θεραπευτική αγωγή 5-10mg βιοτίνης ημερησίως, από του στόματος. Όλα τα
άτομα με μεγάλη ανεπάρκεια βιοτινιδάσης, ακόμα και αυτά που έχουν κάποια
εναπομείνασα ενζυμική δραστηριότητα, πρέπει να λαμβάνουν θεραπεία με βιοτίνη
καθόλη τη διάρκεια της ζωής τους. Είναι όμως πολύ σημαντικό να γίνει έγκαιρα η
διάγνωση, γιατί από τη στιγμή που θα παρουσιαστούν τα προβλήματα όρασης, η
απώλεια ακοής και η καθυστέρηση στην ανάπτυξη, συνήθως είναι μη αναστρέψιμα
ακόμα και με θεραπεία βιοτίνης.
Έλεγχος φορέων
Οι τέσσερις μεταλλάξεις που περιλαμβάνει ο παρών έλεγχος, καλύπτουν περίπου το
70% των κλινικών περιπτώσεων με πλήρη ή μερική ανεπάρκεια βιοτινιδάσης στον
ελληνικό πληθυσμό. Μία εξ’ αυτών των μεταλλάξεων θεωρείται ήπια και οι άλλες τρεις
σοβαρές. Εάν ο ένας γονέας δειχθεί ότι φέρει μια από τις παραπάνω μεταλλάξεις, θα
πρέπει να υποβληθεί σε περαιτέρω έλεγχο του υπεύθυνου γονιδίου και ο άλλος.
Τι είναι η γαλακτοζαιμία
Η Γαλακτοζαιμία προκαλείται από την έλλειψη ενός ενζύμου στο ήπαρ, που είναι
απαραίτητο για το μεταβολισμό / διάσπαση της γαλακτόζης. Η γαλακτόζη είναι προϊόν
αφομοιωμένης λακτόζης, που υπάρχει στα γαλακτοκομικά προϊόντα. Τα συμπτώματα
της γαλακτοζαιμίας περιλαμβάνουν λήθαργο, διάρροια, εμετό, σπασμούς,
καταρράκτη, τάση για λοιμώξεις, ίκτερο, νοητική καθυστέρηση και ηπατική ανεπάρκεια.
Η γαλακτοζαιμία διακρίνεται στην κλασική μορφή, με ενζυμική δραστικότητα μικρότερη
του 5%, και στην ήπια μορφή, γνωστή ως παραλλαγή Duarte, με ενζυμική
δραστηρικότητα μεταξύ 5% και 25%.
Που οφείλεται
Η γαλακτοζαιμία οφείλεται στη διακοπή του γονιδίου γαλακτοζο- 1- φωσφορική
ουριδυλοτρανσφεράση (GALT) στο ένατο χρωμόσωμα. Περισσότερες από 130
μεταλλάξεις στο γονίδιο GALT συνδέονται με τη γαλακτοζαιμία. Ορισμένες μεταλλάξεις
απαντώνται συχνότερα σε συγκεκριμένες εθνικές ομάδες και έχουν ως αποτέλεσμα
ποικίλους βαθμούς σοβαρότητας της διαταραχής.
Ο παρών γονιδιακός έλεγχος περιλαμβάνει την ανίχνευση μιας σοβαρής μετάλλαξης,
της συχνότερα απαντούμενης στην κλασική μορφή της γαλακτοζαιμίας, και της ήπιας
Duarte μετάλλαξης. Εκτιμάται ότι τα άτομα τα οποία φέρουν τη μετάλλαξη Duarte στο
ένα αλληλόμορφο έχουν 75% ενζυμική δραστικότητα, τα άτομα που φέρουν δύο
αλληλόμορφα που περιέχουν τη μετάλλαξη Duarte έχουν 50% και τα άτομα που
φέρουν τη μετάλλαξη Duarte στο ένα αλληλόμορφο και τη σοβαρή στο δεύτερο
αλληλόμορφο έχουν 25%.
Πως κληρονομείται
Αυτοσωμικό υπολειπόμενο
Συχνότητα
Στην Ελλάδα η συχνότητα της νόσου είναι 1 ανά 14.000 γεννήσεις.
Γιατί είναι καλό να γίνει νωρίς η διάγνωση
Αν δεν εντοπιστεί νωρίς, η γαλακτοζαιμία μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή ηπατική
βλάβη και νοητική καθυστέρηση. Παρατηρείται υψηλή συχνότητα θανάτων τις δύο
πρώτες εβδομάδες, από σοβαρές βακτηριδιακές μολύνσεις.
Η γαλακτοζαιμία θεραπεύεται με την πλήρη εξάλειψη της γαλακτόζης και της λακτόζης
από τη διατροφή, καθόλη τη διάρκεια της ζωής του ασθενούς. Με έγκαιρη θεραπεία,
το ποσοστό επιβίωσης αυξάνεται σχεδόν στο 100%. Ωστόσο, συχνά παρατηρούνται
χαμηλός δείκτης ευφυΐας, μαθησιακές δυσκολίες και καθυστερημένη ανάπτυξη του
λόγου, παρόλη τη φαινομενικά επαρκή θεραπευτική αγωγή. Το γεγονός αυτό φαίνεται
να οφείλεται στην υπερβολική έλλειψη γαλακτόζης από τη διατροφή. Οι γυναίκες που
πάσχουν από γαλακτοζαιμία σπάνια μένουν έγκυοι λόγω ωοθηκικής ανεπάρκειας. Η
θεραπευτική αγωγή απαιτεί τη χρήση εξειδικευμένων υπηρεσιών που παρέχουν
διατροφική, ψυχολογική, νοσοκομειακή, βιοχημική και παιδιατρική φροντίδα, το τελικό
όμως κόστος για τη θεραπεία της γαλακτοζαιμίας είναι πολύ μικρό, καθώς δεν
απαιτείται ειδικά διαμορφωμένο υποκατάστατο διατροφής.
Έλεγχος φορέων
Ο παρών γονιδιακός έλεγχος περιλαμβάνει την ανίχνευση δύο σοβαρών μεταλλάξεων,
των συχνότερα απαντούμενων στην κλασική μορφή της γαλακτοζαιμίας, και της ήπιας
Duarte μετάλλαξης. Εκτιμάται ότι τα άτομα τα οποία φέρουν τη μετάλλαξη Duarte στο
ένα αλληλόμορφο έχουν 75% ενζυμική δραστικότητα, τα άτομα που φέρουν δύο
αλληλόμορφα που περιέχουν τη μετάλλαξη Duarte έχουν 50% και τα άτομα που
φέρουν τη μετάλλαξη Duarte στο ένα αλληλόμορφο και τη σοβαρή στο δεύτερο
αλληλόμορφο έχουν 25%.
Εάν ο ένας γονέας δειχθεί ότι φέρει μια από τις παραπάνω μεταλλάξεις, θα πρέπει να
υποβληθεί σε περαιτέρω έλεγχο του υπεύθυνου γονιδίου και ο άλλος.
Τι είναι η MCADD
Η MCADD αποτελεί την πιο συχνή διαταραχή οξείδωσης των λιπαρών οξέων, εξαιτίας
της οποίας ο οργανισμός δεν μπορεί να μετατρέψει τα λιπαρά οξέα σε ενέργεια με
αποτέλεσμα την εμφάνιση μεταβολικών κρίσεων που αν δεν αντιμετωπιστούν άμεσα
μπορεί να οδηγήσουν σε προβληματική νοητική ανάπτυξη, σπαστικότητα, κώμα ή
μερικές φορές και θάνατο. Τα συμπτώματα συνήθως εμφανίζονται κατά τη διάρκεια
της βρεφικής ή πρώιμης παιδικής ηλικίας, αλλά σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να μην
εμφανιστούν πριν από την ενήλικη ηλικία.
Οι άνθρωποι που πάσχουν από MCADD δεν μπορούν να διασπάσουν τα λιπαρά
οξέα φυσιολογικά, επειδή έχουν έλλειψη κάποιου από τα απαραίτητα ένζυμα. Αυτό
οδηγεί σε συσσώρευση λιπαρών οξέων μεσαίας αλύσου, τα οποία μπορούν να
γίνουν τοξικά. Αυτά τα άτομα αναγκάζονται να στηρίζονται στη γλυκόζη για να βρουν
ενέργεια, καθώς δεν μπορούν να πάρουν ενέργεια από τα λίπη.
Που οφείλεται
Οφείλεται σε μεταλλάξεις του γονιδίου ACADM και διακρίνεται στην κλασική και την
ήπια μορφή με βάση τα αποτελέσματα του γενετικού ελέγχου και την ενζυμική
δραστηριότητα. Η κλασική μορφή χαρακτηρίζεται από < 5% ενζυμική δραστικότητα και
την παρουσία δυο σοβαρών παθογόνων μεταλλάξεων, ενώ η ήπια μορφή από 5%35%ενζυμική δραστικότητα και την παρουσία δύο παθογόνων μεταλλάξεων, μιας
ήπιας και μιας σοβαρής. Με τον όρο σοβαρή και ήπια μετάλλαξη αναφερόμαστε στην
επίδραση της μετάλλαξης στο βαθμό δραστικότητας του παραγόμενου ενζύμου από
το μεταλλαγμένο γονίδιο.
Η μετάλλαξη με τη μεγαλύτερη συχνότητα στα κλινικά περιστατικά όσον αφορά
τους Καυκάσιους πληθυσμούς είναι η c.985A>G.
Πως κληρονομείται
Αυτοσωμικό υπολειπόμενο
Συχνότητα
Η συχνότητα της νόσου διαφέρει ανά γεωγραφική περιοχή και κυμαίνεται από 1:10000
έως 1:30000 γεννήσεις. Όσον αφορά τον ελληνικό πληθυσμό, η συχνότητα της
MCADD ανέρχεται σε 1:15.937 γεννήσεις.
Γιατί είναι καλό να γίνει νωρίς η διάγνωση
Τα παιδιά με MCADD συχνά εμφανίζουν τα πρώτα συμπτώματα στην ηλικία μεταξύ 3
μηνών και 3 ετών, με μορφή μεταβολικών κρίσεων. Αυτές οι κρίσεις χαρακτηρίζονται
αρχικά από ανορεξία, υπνηλία και κακή διάθεση και στη συνέχεια από συμπτώματα
από το γαστρεντερικό και υπογλυκαιμία. Αν οι κρίσεις δεν αντιμετωπιστούν με σωστή
θεραπεία μπορεί να οδηγήσουν σε προβληματική νοητική ανάπτυξη, σπαστικότητα,
κώμα ή μερικές φορές και θάνατο. Η έγκαιρη όμως διάγνωση της νόσου επιτρέπει τη
λήψη προληπτικών μέτρων και την αποφυγή των συμπτωμάτων.
Από τη στιγμή που η MCADD θα διαγνωστεί, συνήθως είναι εύκολο να αντιμετωπιστεί
και τα παιδιά μπορούν να ζήσουν μια υγιή, φυσιολογική ζωή. Η MCADD
αντιμετωπίζεται με συχνά γεύματα και συχνή χορήγηση σακχαρούχων υγρών σε
περίπτωση που αρρωστήσει το παιδί, ώστε να μην πέσουν τα επίπεδα γλυκόζης στο
αίμα του.
Έλεγχος φορέων
Ο παρών γονιδιακός έλεγχος περιλαμβάνει 2 παθογόνους μεταλλάξεις. Η συχνότητα
της c.985A>G ανέρχεται σε ~47% σε ομοζυγωτία (και τα δύο αλληλόμορφα περιέχουν
τη μετάλλαξη) και σε ~30-40% σε ετεροζυγωτία (το ένα από τα δύο αλληλόμορφα
περιέχει τη μετάλλαξη) στους Καυκάσιους πληθυσμούς. Η συχνότητα της c.244insT σε
ετεροζυγωτία ανέρχεται σε ~21% στον ελληνικό πληθυσμό.
Εάν δειχθεί ότι ο ένας γονέας φέρει μια από τις παραπάνω μεταλλάξεις, θα πρέπει να
υποβληθεί σε περαιτέρω έλεγχο του υπεύθυνου γονιδίου και ο άλλος.
Τι είναι η θρομβοφιλία – που
οφείλεται
Θρομβοφιλία είναι η ανωμαλία στην πήξη του αίματος η οποία αυξάνει τον κίνδυνο
θρομβωτικών επεισοδίων. Όλα τα άτομα μπορούν να πάθουν κάποιο θρομβωτικό
επεισόδιο αν εκτεθούν σε ορισμένους επικίνδυνους παράγοντες, όπως:
• Προχωρημένη ηλικία (>40 έτη)
• Παχυσαρκία
• Μεγάλης διάρκειας ακινησία πχ κατά τη διάρκεια πτήσης και σε ανθρώπους με
χρόνιες ιατρικές καταστάσεις όπως καρδιακή ανεπάρκεια
• Σοβαρή εγχείρηση
• Σακχαρώδης διαβήτης
• Κάπνισμα
• Η λήψη θεραπείας υποκατάστατων ορμονών (HRT) ή αντισυλληπτικών χαπιών
(γυναίκες)
• Εγκυμοσύνη, ιδίως μετά τον τοκετό
Όταν υπάρχουν γενετικές διαταραχές που προδιαθέτουν σε θρομβώσεις, τότε η
θρομβοφιλία ορίζεται ως κληρονομική ή συγγενής.
Τα άτομα που εκτίθενται σε έναν ή περισσότερους από τους παραπάνω παράγοντες
κινδύνου και έχουν επιπλέον γενετικές αλλαγές που σχετίζονται με τη θρομβοφιλία
έχουν αυξημένες πιθανότητες σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό να αναπτύξουν
θρόμβους. Ίσως όμως και να μην παρουσιάσουν ποτέ θρόμβους αν δεν εκτεθούν σε
κανένα από τους παραπάνω ή και άλλους μη γνωστούς παράγοντες. Ας σημειωθεί
επίσης ότι, παρόλο που ένα θρομβωτικό επεισόδιο μπορεί να εμφανιστεί σε
οποιαδήποτε ηλικία, στις περιπτώσεις κληρονομικής θρομβοφιλίας δεν παρατηρείται
συνήθως αυξημένος κίνδυνος για θρόμβωση πριν την ενήλικη ζωή.
Η κληρονομική θρομβοφιλία διακρίνεται ανάλογα με τον μηχανισμό δράσης σε αυτήν
που οφείλεται σε βλάβη ή ανεπάρκεια μιας αντιπηκτικής πρωτεΐνης και σε αυτή που
χαρακτηρίζεται από αυξημένη τάση για δημιουργία θρόμβου.
Ο κίνδυνος σχηματισμού θρόμβων είναι υψηλότερος σε ανθρώπους με θρομβοφιλία
της πρώτης κατηγορίας, παρότι η συχνότητα εμφάνισης της δεύτερης κατηγορίας
είναι 5 φορές μεγαλύτερη.
Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης παρατηρείται αύξηση της παραγωγής των παραγόντων
πήξης με σκοπό την προστασία της εγκύου από σοβαρή αιμορραγία στη διάρκεια του
τοκετού. Αυτή όμως η αύξηση δεν συνοδεύεται από παράλληλη αύξηση των
αντιπηκτικών παραγόντων με αποτέλεσμα οι έγκυες γυναίκες να έχουν 4 φορές
μεγαλύτερο κίνδυνο θρομβώσεων σε σύγκριση με τις μη έγκυες. Οι μέχρι τώρα έρευνες
έχουν δείξει ότι αυτός ο κίνδυνος μεγαλώνει σημαντικά αν υπάρχουν γενετικοί
παράγοντες, μεταλλάξεις δηλαδή που έχουν συσχετισθεί με τη θρομβοφιλία. Για
παράδειγμα, μια έγκυος γυναίκα με μια μετάλλαξη στον παράγοντα V Leiden έχει 8
φορές υψηλότερο κίνδυνο θρόμβωσης σε σύγκριση με μια άλλη χωρίς μετάλλαξη, ενώ
2 μεταλλάξεις σε αυτόν τον παράγοντα αυξάνουν τον κίνδυνο 20-40 φορές
περισσότερο.
Ποιοί γενετικοί τόποι ενοχοποιούνται για θρομβοφιλία
Οι μέχρι τώρα έρευνες φαίνεται να συσχετίζουν τον αυξημένο κίνδυνο θρομβώσεων
στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, καθώς και επιπλοκών της εγκυμοσύνης που μπορεί να
σχετίζονται με τα αγγεία, με τις παρακάτω 16 μεταλλάξεις :
FV (Leiden) p.R506Q, FV(R2) p.H1299R, MTHFR c.677C>T, MTHFR c.1298 A>C,
Prothrombin c.20210 G>A, β-Fibrinogen c.455 G>A, FactorXIIIp.V34L, PAI-1 4G/5G,
GPIIIa p.L33P (HPA-1), ApoB p.R3500Q, ApoE2/E3/E4, ACE I/D, GPIa c.C807 C>T, PAI-2,
eNOS G894T.
Πως κληρονομείται
Ο τύπος κληρονομικότητας με τον οποίο μεταβιβάζονται οι γενετικές αλλαγές που
σχετίζονται με τη θρομβοφιλία είναι η αυτόσωμη επικρατής.
Έλεγχος φορέων
Αν ένα μέλος οικογένειας έχει βρεθεί με μετάλλαξη ή μεταλλάξεις, που είναι υπεύθυνες
για κληρονομική θρομβοφιλία, τότε, τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας θα πρέπει να
συμβουλευθούν ειδικό αιματολόγο ή ο κλινικό γενετιστή, οι οποίοι έχουν γνώση των
θρομβοφιλιών.
Σε εγκύους που, μετά από επιπλοκή στην εγκυμοσύνη, έχει βρεθεί με μετάλλαξη ή
μεταλλάξεις, που είναι υπεύθυνες για κληρονομική θρομβοφιλία, συστήνεται να
συμβουλευτούν έναν αιματολόγο ή ειδικό μαιευτήρα πριν την επόμενη εγκυμοσύνη,
ώστε με την κατάλληλη αντιμετώπιση να αποφευχθούν επιπλοκές κατά την
εγκυμοσύνη.