here - 10ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας

D EMO CR ITUS U N I VER SIT Y of TH RACE
the
10th
International
Conference of
Greek
Linguistics
Edited b y
Zoe Gavriilidou
Angeliki Efthymiou
Evangelia Thomadaki
Penelope Kambakis-Vougiouklis
Ko mo ti ni 2 01 2
Οργανωτική Επιτροπή Συνεδρίου
Organizing Committee
Z o e
G a v r i i l i d o u
A n g e l i k i E f t h y m i o u
E van gelia Th o ma da ki
Pen e lop e Ka mb ak i s -Vo u giou kl is
Γραμματειακή Υποστήριξη
Secretarial Support
Ioannis Anagnostopoulos
Maria Georganta
P o l y x e n i I n t z e
Nikos Mathioudakis
L i d i j a M i t i t s
Eleni Papadopoulou
Anna Sarafianou
Elina Chadjipapa
ISBN 978-960-99486-7-8
Τυπογραφική επιμέλεια
Νίκος Μαθιουδάκης
Ελένη Παπαδοπούλου
Ε λ ί ν α Χ α τ ζ η π α π ά
Σχεδιασμός εξώφυλλου
Νίκος Μαθιουδάκης
Copyright © 2012
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Democritus University of Thrace
+ΜόρΦωΣη ΔΠΘ
+MorPhoSE DUTH
Εργαστήριο Σύνταξης, Μορφολογίας, Φωνητικής, Σημασιολογίας,
Laboratory of Syntax, Morphology, Phonetics, Semantics,
Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Γλωσσολογίας
International Conference of Greek Linguistics
www.icgl.gr
ΤΟ ΕΠΙΘΗΜΑ -(Ι)ΛΙΚΙ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ1
Νικόλαος Ντάγκας
ΓΕΛ Ν. Μουδανιών - ΑΠΘ,
Ελλάδα
[email protected]
ABSTRACT
This paper deals with the Standard Modern Greek suffix -(ι)λίκι within D. Corbin’s theoretical framework. After presenting the sources and the classification of the data, we look into the forms of the suffix, as far as their availability and hierarchy at the derivational stages are concerned. Then, we coexamine the bases and the derivatives in relation to the types of lexical units, the morphosyntactic and
semantic features, as well as the register. The conclusions are summarized in a Lexeme Formation
Rule.
Λέξεις κλειδιά: επίθημα, βάση, λεξική μονάδα, διαθεσιμότητα, μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά,
σημασιολογικά χαρακτηριστικά, χρηστικό επίπεδο.
1. Εισαγωγή
Η παρούσα ανακοίνωση έχει ως θέμα το επίθημα -(ι)λίκι στην κοινή νεοελληνική (ΚΝΕ). Καταρχάς,
παρουσιάζουμε το θεωρητικό πλαίσιο, τις πηγές και την ταξινόμηση του γλωσσικού υλικού. Έπειτα,
ασχολούμαστε με τις μορφές του επιθήματος, όσον αφορά την ιεράρχηση κατά τα στάδια παραγωγής
και τη διαθεσιμότητα. Στη συνέχεια, συνεξετάζονται οι βάσεις και τα παράγωγα ως προς τα είδη των
λεξικών μονάδων (ΛΜ)2, τα μορφοσυντακτικά και σημασιολογικά χαρακτηριστικά, καθώς και το
χρηστικό επίπεδο. Τα συμπεράσματα συνοψίζονται σε έναν κανόνα κατασκευής ΛΜ (ΚΚΛΜ).
2. Θεωρητικό πλαίσιο
Σύμφωνα με το μοντέλο της Corbin (1987, 1989), όπως αυτό έχει παρουσιαστεί και εφαρμοστεί στην
ΚΝΕ (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1992, 1993, 1995, 1997, 1999, 2000β, 2009· Αναστασιάδη-Συμεωνίδη
και Γαλανή 1995· Γαλανή 1993· Ευθυμίου 1995, 1997, 1998, 1999· Φυνδάνης 2003), το λεξιλόγιο νοείται ως οργανωμένο σύστημα, όπου κάθε ΚΚΛΜ κατασκευάζει συγχρόνως τη μορφολογική δομή και
τη σημασία μιας κατασκευασμένης ΛΜ (ΚΛΜ), η οποία είναι συνθετική ως προς τη μορφολογική
δομή (συζευκτικότητα). Η αρχή αυτή αφενός συνεπάγεται ένα σαφή προσδιορισμό του όρου «ΚΛΜ»,
αφετέρου επιβάλλει την αρχή της διαστρωμάτωσης, κατά την οποία το κατασκευασμένο λεξιλόγιο
στηρίζεται σε ένα σύνολο διαστρωματωμένων κανόνων, αρχών και περιορισμών. Η διαστρωμάτωση
αφορά (α) τη μορφή μιας ΚΛΜ, καθώς τα στοιχεία της περνούν διαδοχικά από τα υποσυστατικά του
διαστρωματωμένου λεξιλογικού συστατικού, (β) την προβλεπτή σημασία μιας ΚΛΜ, η οποία είναι
συνάρτηση της σημασιολογικής πράξης του ΚΚΛΜ, της σημασιολογικής οδηγίας του προσφύματος
και των σημασιολογικών χαρακτηριστικών της βάσης, (γ) τις όποιες ανωμαλίες στη μορφή και τη σημασία. Επομένως, η μορφολογική ανάλυση είναι δυαδική, μη γραμμική, στη δομή βάθους, ενώ μια
ΚΛΜ χαρακτηρίζεται ως προς το είδος της κατασκευής με κριτήριο την τελευταία από μια σειρά πράξεων, η οποία καθορίζεται βάσει της σημασίας. Επιπλέον, ενδιαφερόμαστε για το σύνολο των ΚΛΜ,
τόσο των μαρτυρημένων, όσο και των δυνάμει (υπεργενετικότητα).
Από τις διαδικασίες κατασκευής ΛΜ μάς αφορά η παραγωγή (προσφυματοποίηση) και ειδικότερα
η επιθηματοποίηση, κατά την οποία ένα επίθημα εφαρμόζεται σε μια βάση, σύμφωνα με κάποιον
ΚΚΛΜ, με αποτέλεσμα το σχηματισμό μιας νέας ΚΛΜ, που ονομάζεται παράγωγη ΛΜ ή απλώς πα1
Ευχαριστώ θερμά την καθηγήτρια κ. Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη για τις χρήσιμες παρατηρήσεις της.
Προκρίνοντας τη σημασία και τη λειτουργία έναντι της μορφής, υιοθετούμε ως μονάδα της λεξικολογίας όχι τη
λέξη, αλλά τη ΛΜ (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1986).
2
In Z. Gavriilidou, A. Efthymiou, E. Thomadaki & P. Kambakis-Vougiouklis (eds), 2012,
Selected papers of the 10th ICGL, pp. 2021-1029. Komotini/Greece: Democritus University of Thrace.
[ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΝΤΑΓΚΑΣ ]
ράγωγο. Ο ΚΚΛΜ περιλαμβάνει τέσσερα συστατικά, μια δομική πράξη, μια σημασιολογική πράξη,
ένα μορφολογικό παράδειγμα και ποικίλους περιορισμούς. Η βάση είναι φορέας λεξικής σημασίας
(λεξικό μόρφημα), εντάσσεται σε μία κύρια κατηγορία και έχει συντακτικές ιδιότητες. Βάση και ΛΜ
δεν ταυτίζονται, έστω και αν κάποτε φαινομενικά συμπίπτουν. Το επίθημα είναι μόρφημα μη ελεύθερο
(υπολεξική μονάδα), με γραμματική σημασία και συγκεκριμένα σημασιολογική οδηγία, το οποίο εντάσσεται στο μορφολογικό παράδειγμα ενός ΚΚΛΜ. Η εφαρμογή δηλαδή ενός επιθήματος σε μια βάση δεν πραγματοποιείται αυθαίρετα, αλλά υπακούει σε κανόνες και περιορισμούς.
3. Γλωσσικό υλικό
Το υλικό αντλήθηκε στην πλειονότητά του από το ΑΛΝΕ (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 2002). Συμπληρωματικά, ανατρέξαμε σε βιβλιογραφικές πηγές, συγκεκριμένα σε λεξικά (Σταματάκος 1952· Κριαράς
1995· ΛΚΝ 1998· Ανδριώτης 2001· Georgakas 2005· Μπαμπινιώτης 2006), γραμματικές (Φιλήντας
1907· Τριανταφυλλίδης [1941] 2005· Mackridge 1989· Τσοπανάκης 1994· Κλαίρης και Μπαμπινιώτης
2005· Ράλλη 2005), άρθρα και έρευνες (Kazazis 1972· Tzitzilis 1997· Σετάτος 1998· Κυρανούδης
2009), καθώς και σε διαδικτυακές πηγές (Google 2011· ΕΘΕΓ 2011).
Από το σύνολο του υλικού (293 ΛΜ που λήγουν σε -(ι)λίκι), μας αφορούν 218 ΚΛΜ που κατασκευάζονται με το επίθημα -(ι)λίκι (παράγωγα με επιθηματοποίηση) π.χ. δικηγόρ(ος) → δικηγοριλίκι, διευθυντ(ής) → διευθυντιλίκι3. Δεν εμπίπτουν στην ανάλυσή μας:
 [-κατασκευασμένες] ΛΜ που συγχρονικά αναλύονται ως «θέμα+ληκτικό -ι». Από διαχρονικής άποψης, είναι άμεσα λεξικά δάνεια, κατά κανόνα από την τουρκική, π.χ. τερλίκι (τουρκ.
terlik), χαρτζιλίκι (τουρκ. harçlιk) ή προήλθαν από παλαιότερα υποκοριστικά με το επίθημα ιον π.χ. χαλίκι (< *χαλίκ-ιον < χάλιξ), σταλίκι (< *σταλίκ-ιον < στάλιξ).
 [-κατασκευασμένες] [+περίπλοκες] ΛΜ που συγχρονικά συνδέονται με κάποιες ΛΜ οι οποίες
δεν μπορούν να θεωρηθούν βάσεις τους λόγω σημασιολογικών περιορισμών, όπως θα αποδειχθεί παρακάτω. Από διαχρονικής άποψης, πρόκειται για άμεσα λεξικά δάνεια, κατά κανόνα
από την τουρκική, π.χ. σελαχλίκι/σιλαχλίκι (τουρκ. silâhlιk), τζαμ(ι)λίκι (τουρκ. camlιk), που
συγχρονικά συνδέονται αντιστοίχως με τα σελάχι/σιλάχι (τουρκ. silâh), τζάμι (τουρκ. cam), ή
για παλαιότερα παράγωγα με θέμα σε -λ- και το μεσαιωνικό επίθημα -ίκι(ον) τα οποία δεν υπέστησαν επανανάλυση με το επίθημα -(ι)λίκι, όταν το μεσαιωνικό -ίκι(ον) κατέστη μη διαθέσιμο, με αποτέλεσμα να μετατραπούν από [+κατασκευασμένες] σε [-κατασκευασμένες] ΛΜ
π.χ. καβαλίκι (< καβάλ(α) + -ίκι(ον)), ξυλίκι (< ξύλ(ο) + -ίκι(ον)), που συγχρονικά συνδέονται
αντιστοίχως με τα καβάλα, ξύλο.
 ΚΛΜ που με βάση την τελευταία πράξη κατασκευής δεν πρέπει να χαρακτηριστούν επιθηματοποιημένες π.χ. το σύνθετο αλλαξοβασιλίκι (← βασιλίκι).
4. Μορφές του επιθήματος
Το επίθημα, δάνειο από την τουρκική, απαντά στην ΚΝΕ με τις μορφές -λίκι, -ιλίκι και -ίκι (Κριαράς
1995, λήμματα -λίκι, -ιλίκι, -ίκιΙΙ· ΛΚΝ 1998, λήμματα -λίκι, -ιλίκι, -ίκι1, -ίκι2· Ανδριώτης 2001, λήμματα -λίκι, -ιλίκι, -ίκι(ΙΙ)· Μπαμπινιώτης 2006, λήμματα -λίκι, -ιλίκι, -ίκι· Κυρανούδης 2009, 383-85).
Από διαχρονικής πλευράς, φαίνεται ότι προηγείται η μορφή -λίκι και έπεται η μορφή -ιλίκι, η οποία
προέκυψε μέσω επανανάλυσης (ΛΚΝ 1998, λήμμα -ιλίκι· Μπαμπινιώτης 2006, λήμμα -λίκι· Κυρανούδης 2009, 383-84).
Από συγχρονικής πλευράς, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε είτε ότι στη δομή βάθους εφαρμόζεται
επί της βάσης το -λίκι και προστίθεται στο σημείο του αρμού ένα -ι- κατά το πέρασμα από το μεταπαραγωγικό υποσυστατικό π.χ.
(1)
α. ασίκ(ης) → ασικλίκι
β. αρχηγ(ός) → +αρχηγλίκι => αρχηγιλίκι
γ. μπεκιάρ(ης) → μπεκιαρλίκι => μπεκιαριλίκι
3
Χρησιμοποιούμε τα εξής σύμβολα: → πράξη κατασκευής (συγχρονική ανάλυση), ( ) κλιτικό που δε μετέχει στην
πράξη κατασκευής, + υποχρεωτική εισαγωγή στο μεταπαραγωγικό υποσυστατικό, => πράξη στο μεταπαραγωγικό
υποσυστατικό, ->> σημασιολογική πράξη (λ.χ. μεταφορά, μετωνυμία, κατάχρηση), > ετυμολογική προέλευση
(διαχρονική ανάλυση).
[ 1022 ]
[ ΤΟ ΕΠΙΘΗΜΑ -(Ι)ΛΙΚΙ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ]
είτε ότι στη δομή βάθους εφαρμόζεται επί της βάσης το -ιλίκι και αφαιρείται από το σημείο του αρμού
το -ι- κατά το πέρασμα από το μεταπαραγωγικό υποσυστατικό π.χ.
α. αρχηγ(ός) → αρχηγιλίκι
β. ασίκ(ης) → +ασικιλίκι => ασικλίκι
γ. μπεκιάρ(ης) → μπεκιαριλίκι => μπεκιαρλίκι
(2)
H επιλογή μεταξύ των δύο δυνατοτήτων δεν είναι εύκολη, αφού υπάρχουν περιπτώσεις όπου (α) το
-ι- υπάρχει, ενώ δεν απαιτείται, επειδή η βάση λήγει σε φωνήεν, π.χ. ήρω(ας) → ηρωιλίκι (αντί ηρωλίκι), ηθοποι(ός) → ηθοποιιλίκι (αντί ηθοποιλίκι), συνηγορώντας υπέρ της δεύτερης δυνατότητας· (β) το
-ι- απουσιάζει, ενώ απαιτείται, επειδή προκύπτουν ασυνήθιστα για την ΚΝΕ συμφωνικά συμπλέγματα,
π.χ. μπράτιμ(ος) → μπρατιμλίκι (αντί μπρατιμιλίκι), μπεχλιβάν(ης) → μπεχλιβανλίκι (αντί μπεχλιβανιλίκι), συνηγορώντας υπέρ της πρώτης δυνατότητας. Θα μπορούσαμε, επίσης, να υποθέσουμε ότι ήδη στη
δομή βάθους άλλοτε εφαρμόζεται το -λίκι και άλλοτε το -ιλίκι. Όμως, η κατανομή των δύο μορφών δε
φαίνεται δυνατό να προσδιοριστεί με αυστηρά συγχρονικά φωνολογικά κριτήρια, εάν λάβουμε υπόψη
τις προηγούμενες περιπτώσεις, καθώς και το γεγονός ότι το φωνολογικό περιβάλλον των δύο μορφών
είναι σε αρκετές περιπτώσεις κοινό π.χ. μασκαρ(ά(ς) → μασκαρλίκι/μασκαραλίκι/μασκαριλίκι, καραγκιόζ(ης) → καραγκιοζλίκι/καραγκιοζιλίκι, αλλά ούτε και με σημασιολογικά κριτήρια, εφόσον δεν υπάρχει διαφορά στη σημασιολογική τους οδηγία ή στη σημασία των βάσεων όπου η καθεμιά εφαρμόζεται.
Από την άλλη, εξετάζοντας το ζήτημα σε σχέση με την ετυμολογία και τη νεολογία, παρατηρούμε
ότι η μορφή -λίκι απαντά κυρίως σε παλαιότερα δάνεια τουρκικής προέλευσης από τουρκικής προέλευσης βάσεις π.χ.φουκαρά(ς) (τουρκ. fukara) → φουκαραλίκι (τουρκ. fukaralιk), μουσαφίρ(ης) (τουρκ.
misafir) → μουσαφιρλίκι (τουρκ. misafirlik), αρσίζ(ης) (τουρκ. arsιz) → αρσιζλίκι (τουρκ. arsιzlιk).
Αντίθετα, νεότερες δάνειες βάσεις από την αγγλοαμερικανική προτιμούν τη μορφή -ιλίκι π.χ. σταρ (αγγλοαμ. star) → σταριλίκι, γκάγκστερ (αγγλοαμ. gangster) → γκαγκστεριλίκι, μπάρμαν (αγγλοαμ. barman) → μπαρμανιλίκι. Επιπλέον, διαπιστώνουμε ότι αφενός η πλειονότητα των νεολογισμών σχηματίζεται με τη μορφή -ιλίκι π.χ. διοικητιλίκι, εποπιλίκι, ηθοποιιλίκι, καγκουριλίκι, αφετέρου νεότερα παράγωγα με τη μορφή -ιλίκι εμφανίζονται πλάι σε αντίστοιχα παλαιότερα παράγωγα τουρκικής προέλευσης με τη μορφή -λίκι π.χ. καραγκιοζιλίκι/καραγκιοζλίκι (τουρκ. karagözlük), μασκαριλίκι/μασκαραλίκι
(τουρκ. maskaralιk), χουβαρντιλίκι/χουβαρνταλίκι (τουρκ. hovardalιk), ανταμιλίκι/ανταμλίκι (τουρκ.
adamlιk). Συνεπώς, φαίνεται ότι στην παρούσα φάση της ΚΝΕ η μορφή -ιλίκι είναι η πλέον διαθέσιμη,
ενώ αντίθετα η μορφή -λίκι έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό τη διαθεσιμότητά της. Νεολογισμοί όπως χαϊλίκι, τρεντιλίκι, ντιτζεϊλίκι, γκεϊλίκι δε συνιστούν αναγκαστικά αντιπαραδείγματα, διότι μπορούν να
ερμηνευθούν με το μηχανισμό της απλολογίας· από το ληκτικό -ι- της βάσης και το αρκτικό -ι- του
επιθήματος προκύπτει πρόβλημα στο σημείο του αρμού, το οποίο θεραπεύεται με την αποβολή του
ενός -ι- π.χ. ντιτζέι → +ντιτζεϊιλίκι => ντιτζεϊλίκι.
Τέλος, η μορφή -ίκι, η οποία απαντά πάντοτε με βάσεις που λήγουν σε -λ-, δεν υφίσταται στη δομή
βάθους, αλλά προκύπτει από μια πράξη απλολογίας στο μεταπαραγωγικό υποσυστατικό (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 2000α, 44· Αναστασιάδη-Συμεωνίδη και Χειλά-Μαρκοπούλου 2003, 36σημ48). Αξίζει
να σημειωθεί ότι το τελικό εξαγόμενο είναι το ίδιο, είτε δεχθούμε ότι επί της βάσης εφαρμόζεται στη
δομή βάθους η μορφή -ιλίκι είτε η μορφή -λίκι π.χ.
α. δάσκαλ(ος) → +δασκαλιλίκι => δασκαλίκι ή
β. δάσκαλ(ος) → +δασκαλλίκι => δασκαλίκι
(3)
5. Είδος ΛΜ
Όσον αφορά τα είδη των ΛΜ (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1986· 1992, 510· 1999, 316-17), η βάση μπορεί να προέρχεται από:



μονολεκτική [-κατασκευασμένη] ΛΜ, δηλαδή ένα πρωταρχικό λεξικό μόρφημα, ελεύθερο
π.χ. ντιτζέι, μπάρμαν, μάνατζερ, σταρ, γκάγκστερ ή ελευθερώσιμο π.χ. άντρας, κιμπάρης, κομπάρσος, φαντάρος, μπάτσος.
μονολεκτική ΚΛΜ παράγωγη π.χ. διευθυντής, κερατάς, παπατζής, σύνθετη π.χ. γεροντοκόρη,
ηθοποιός, θαλαμοφύλακας, δημοσιογράφος ή μετατροπισμένη π.χ. αγαπητικόςΟ (←
αγαπητικόςΕ), αλκοολικόςΟ (← αλκοολικόςΕ), πολιτικόςΟ (← πολιτικόςΕ).
μονολεκτική [-κατασκευασμένη] [+περίπλοκη] ΛΜ π.χ. δικηγόρος.
[ 1023 ]
[ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΝΤΑΓΚΑΣ ]

πολυλεκτική ΛΜ σε πλήρη μορφή π.χ. δημόσιος υπάλληλος, με έλλειψη π.χ. κολλητόςΟ (←
κολλητός φίλος), εφοριακόςΟ (← εφοριακός υπάλληλος), αναπληρωτήςΟ (← αναπληρωτής καθηγητής) ή ως αρκτικόλεξο/ακρωνύμιο π.χ. ΕΠΟΠ (← επαγγελματίας οπλίτης).
Μετά την εφαρμογή του επιθήματος -(ι)λίκι στις βάσεις προκύπτουν μονολεκτικές, παράγωγες, επιθηματοποιημένες ΚΛΜ.
6. Μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά
Ως προς τη γραμματική κατηγορία, οι βάσεις ανήκουν στα ουσιαστικά (Τριανταφυλλίδης [1941] 2005,
134· Mackridge 1989, 319-21· ΛΚΝ 1998, λήμμα -ιλίκι· Ράλλη 2005, 149· Κυρανούδης 2009, 385),
γεγονός που σχετίζεται με το σημασιολογικό χαρακτηριστικό [+ανθρώπινο] (βλ. 7.2). Όπου φαινομενικά η βάση είναι επίθετο, στην πραγματικότητα πρόκειται για ουσιαστικό που προέρχεται από επίθετο, είτε με μετατροπή είτε με έλλειψη (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Ευθυμίου, και Φλιάτουρας 2012).
Επιπλέον, δεν αποτελούν πρόβλημα οι βάσεις που από μορφολογικής πλευράς χαρακτηρίζονται ως
μετοχές, όμως από λειτουργικής-σημασιολογικής πλευράς εντάσσονται στα ουσιαστικά π.χ. προϊστάμενος.
Ως προς το γραμματικό γένος, η βάση μπορεί να φέρει:





μόνο αρσενικό γραμματικό γένος π.χ. άντρας, δεσπότης, γαμπρός.
μόνο θηλυκό γραμματικό γένος π.χ. βεντέτα, τζιβιτζιλού.
μόνο ουδέτερο γραμματικό γένος π.χ. κορόιδο, ψώνιο.
είτε αρσενικό είτε θηλυκό γραμματικό γένος, τα οποία δε διαφοροποιούνται μορφολογικά π.χ.
ο/η υπάλληλος, ο/η ηθοποιός ή διαφοροποιούνται μορφολογικά με διαφορετικά κλιτικά π.χ.
μπεκρής/μπεκρού, χριστιανός/χριστιανή, μπατίρης/μπατίρω, γκόμενος/γκόμενα, με διαφορετικά
αλλόμορφα του ίδιου επιθήματος π.χ. φοιτητής/φοιτήτρια, με επίθημα που παράγει το θηλυκό
από το αρσενικό π.χ. γύφτ(ος) → γύφτισσα, βουλευτ(ής) → βουλευτίνα, δήμαρχ(ος) → δημαρχίνα/δημαρχέσσα, ήρω(ας) → ηρωίδα. Εδώ γένος της βάσης είναι κατά κανόνα το αρσενικό,
ως ασημάδευτο έναντι του θηλυκού (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1990, 1994· ΑναστασιάδηΣυμεωνίδη και Χειλά-Μαρκοπούλου 2003), εκτός από κάποιες περιπτώσεις όπου στο δίπολο
αρσενικό/θηλυκό το θηλυκό είναι ασημάδευτο και το αρσενικό σημαδεμένο π.χ. γεροντοκόρος/γεροντοκόρη, πούτανος/πουτάνα ή επιλέγεται κατ’ εξαίρεση το σημαδεμένο θηλυκό πλάι
στο ασημάδευτο αρσενικό π.χ. πούστ(ης) → πουστιλίκι και πούστρ(α) → πουστριλίκι.
είτε ουδέτερο είτε αρσενικό είτε θηλυκό γραμματικό γένος π.χ. γκαρσόν(ι)/γκαρσόνος/γκαρσόνα, όπου γένος της βάσης είναι το ουδέτερο ως ασημάδευτο έναντι
των άλλων δύο.
Ως προς τις συντακτικές ιδιότητες, οι βάσεις κατέχουν τις κατεξοχήν συντακτικές θέσεις των ουσιαστικών (υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο κτλ.). Επιπλέον, ορισμένες βάσεις μπορούν να λειτουργούν προσδιοριστικά π.χ. τσιγκούνης άνθρωπος, κιμπάρης άντρας, χουβαρντάς σύζυγος και να
σχηματίζουν περιφραστικά παραθετικά (Χειλά-Μαρκοπούλου 1986, 189-211) π.χ. τσιγκούνης, πιο
τσιγκούνης, ο πιο τσιγκούνης, γεγονός που σχετίζεται με το σημασιολογικό χαρακτηριστικό [+ιδιότητα]
(βλ. 7.1). Σε αυτήν την περίπτωση, με γνώμονα την ενιαία και σαφώς προσδιορισμένη κατηγορία της
βάσης στη δομή βάθους, θεωρούμε ότι οι βάσεις, παρότι εμφανίζουν κάποια επιθετικά χαρακτηριστικά, εντάσσονται είτε πρωτογενώς είτε δευτερογενώς στην κύρια κατηγορία των ουσιαστικών και όχι
των επιθέτων.
Σχετικά με τη γραμματική κατηγορία των παραγώγων, ήδη έχει επισημανθεί ότι τα παράγωγα είναι
ουσιαστικά (Τριανταφυλλίδης [1941] 2005, 134· Mackridge 1989, 319-21· Τσοπανάκης 1994, 660-62·
ΛΚΝ 1998, λήμματα -ιλίκι, -ίκι1, -ίκι2· Κλαίρης και Μπαμπινιώτης 2005, 72, 88· Ράλλη 2005, 149·
Κυρανούδης 2009, 385). Συνεπώς, η εφαρμογή του επιθήματος δε μεταβάλλει τη γραμματική κατηγορία της βάσης. Όσον αφορά το γραμματικό γένος, παρατηρούμε ότι τα παράγωγα φέρουν πάντοτε ουδέτερο γένος, ανεξάρτητα από το γένος της βάσης (Mackridge 1989, 321· Τσοπανάκης 1994, 660-62·
ΛΚΝ 1998, λήμμα -ιλίκι· Κλαίρης και Μπαμπινιώτης 2005, 72· Κυρανούδης 2009, 385). Άρα, η εφαρμογή του επιθήματος επιβάλλει στο παράγωγο το ουδέτερο γραμματικό γένος. Ως προς την κλίση, αξιοσημείωτη είναι η απουσία (ή δυσχρηστία) της γενικής πτώσης, η οποία δεν είναι άσχετη με το [λόγιο] χαρακτήρα των παραγώγων (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 2003, 29) (βλ. 8). Από συντακτικής πλευράς, τα παράγωγα εμφανίζονται στις κατεξοχήν συντακτικές θέσεις των ουσιαστικών, ενώ, σε αντίθεση με κάποιες από τις βάσεις, δεν έχουν τη δυνατότητα προσδιοριστικής λειτουργίας (Κυρανούδης
2009, 398-99) ή περιφραστικού σχηματισμού παραθετικών, απώλεια που αποδίδεται στην εφαρμογή
του επιθήματος.
[ 1024 ]
[ ΤΟ ΕΠΙΘΗΜΑ -(Ι)ΛΙΚΙ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ]
7. Σημασιολογικά χαρακτηριστικά
7.1 [ιδιότητα]
Οι βάσεις κατανέμονται σε ένα πλήθος τομέων, όπως πολιτική π.χ. πολιτικός, πρωθυπουργός, υπουργός, βουλευτής, διοίκηση π.χ. διοικητής, διευθυντής, προϊστάμενος, εκκλησία-θρησκεία π.χ. αρχιεπίσκοπος, δεσπότης, παπάς, χριστιανός, στρατός π.χ. στρατηγός, φαντάρος, ΕΠΟΠ, στρατιώτης, θαλαμοφύλακας, εκπαίδευση π.χ. καθηγητής, φοιτητής, μαθητής, αναπληρωτής, ωρομίσθιος, δάσκαλος, επιστήμη
π.χ. επιστήμονας, δικηγόρος, αρχιτέκτονας, τέχνη-θέαμα-διασκέδαση π.χ. ηθοποιός, τραγουδιστής, καλλιτέχνης, σταρ, πρωταγωνιστής, βεντέτα, μάνατζερ, σπόνσορας, μπάρμαν, ντιτζέι, οικονομία π.χ. επιχειρηματίας, εφοπλιστής, εφοριακός, παραδοσιακό εμπόριο π.χ. σαράφης, μανάβης, μπακάλης, αμπατζής,
αξιώματα του ιστορικού παρελθόντος π.χ. βασιλιάς, αγάς, βεζίρης, κεχαγιάς, συμπεριφορά-χαρακτήρας
π.χ. αρσίζης, ρουφιάνος, κιμπάρης, κιοτής, κορόιδο, καραγκιόζης, μπελαλής, μπεσαλής, νταής, σερέτης,
τεμπέλης, χουζουρλής, χουβαρντάς, διαπροσωπική σχέση-οικογενειακή κατάσταση π.χ. αγαπητικός,
γκόμενος, κολλητός, κουμπάρος, μπεκιάρης, εργένης, γεροντοκόρη, έξη-πάθος π.χ. αλκοολικός, χασικλής, θεριακλής, μπεκρής, εξωτερική εμφάνιση-σωματική διάπλαση π.χ. ζαρίφης, ασίκης, γόητας, σακάτης, παράνομη δραστηριότητα π.χ. νταβατζής, κοντραμπατζής, νονός, γκάγκστερ, παπατζής, κοινωνική
υποομάδα π.χ. κάγκουρας, γκέι, τραβεστί, εθνικότητα (με συνυποδηλώσεις) π.χ. γύφτος, εβραίος.
Με τις βάσεις μπορεί να δηλώνεται επάγγελμα, αξίωμα και γενικότερα θέση (υψηλή ή χαμηλή) σε
μια ιεραρχία (κοινωνική, πολιτική, διοικητική, επαγγελματική, στρατιωτική, εκκλησιαστική, κτλ.) ή
διακριτικό γνώρισμα (της εξωτερικής εμφάνισης, της συμπεριφοράς, του χαρακτήρα, κτλ.). Χωρίς
δυσκολία μπορούμε να φιλοξενήσουμε αυτό το σύνολο σημασιών υπό το υπερώνυμο [ιδιότητα]. Δηλαδή, για να χρησιμεύσει ένα ουσιαστικό ως βάση, θα πρέπει να δηλώνει ιδιότητα. Από την άλλη, η
έμφαση που έχει δοθεί στο χαρακτηριστικό [+επάγγελμα] (Κυρανούδης 2009, 385, 394) θα πρέπει να
μετριαστεί, καθώς το χαρακτηριστικό αυτό αφενός αφορά ένα μέρος μόνο και όχι το σύνολο των βάσεων, αφετέρου συνδέεται με το χαρακτηριστικό [ιδιότητα] (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 2000β· Μανουηλίδου 2001), στο οποίο μπορεί να υπαχθεί ως υπώνυμο.
Όπως ακριβώς και οι βάσεις, τα παράγωγα με το επίθημα -(ι)λίκι κατανέμονται σε ένα ευρύ φάσμα
τομέων και μπορεί να δηλώνουν επάγγελμα, αξίωμα, θέση (υψηλή ή χαμηλή) σε μια ιεραρχία, γνώρισμα, κατάσταση, τα οποία αντιμετωπίζονται ως υπώνυμα του υπερώνυμου [ιδιότητα]. Δηλαδή, κατά την
εφαρμογή του, το επίθημα αντλεί από τη βάση το χαρακτηριστικό της ιδιότητας. Υπάρχουν, βέβαια,
περιπτώσεις όπου η σημασία του παραγώγου δε φαίνεται να υπάγεται άμεσα σε αυτό το υπερώνυμο
λ.χ. οι σημασίες ‘σύνολο’ π.χ. παπαδιλίκι, γυφτιλίκι, ‘χώρος’ π.χ. αρματολίκι, πασαλίκι, ‘αντικείμενο’
π.χ. μπινελίκι, μεζεκλίκι, ‘πράξη’ ή ‘αποτέλεσμα πράξης’ π.χ. μπακαλίκι, φακιριλίκι, παπατζιλίκι. Τέτοια φαινομενικά αντιπαραδείγματα ερμηνεύονται ως αποτέλεσμα επενέργειας σημασιολογικών κανόνων, όπως λ.χ. η μετωνυμία, κατά τη μετάβαση από την προβλεπτή στη συμβατική σημασία, π.χ.
α. παπάδ(ες) → παπαδιλίκι ‘ιδιότητα του παπά’ ->> ‘σύνολο παπάδων, παπαδαριό’ (με δευτερογενή περιληπτική αναφορά και όχι πρωτογενή περιληπτική σημασία [Ευθυμίου 1999]).
β. φακίρ(ης) → φακιριλίκι ‘ιδιότητα του φακίρη’ ->> ‘πράξη του φακίρη, κόλπο’.
γ. πασά(ς) → πασαλίκι ‘ιδιότητα του πασά’ ->> ‘περιοχή η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία
του πασά’.
(4)
7.2 [ανθρώπινο] [έμψυχο] [συγκεκριμένο]
Διαπιστώνουμε ότι οι βάσεις φέρουν τα χαρακτηριστικά [+ανθρώπινο] [+έμψυχο] [+συγκεκριμένο], τα
οποία δεν είναι άσχετα μεταξύ τους, καθώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το χαρακτηριστικό
[+ανθρώπινο] ως υπώνυμο του χαρακτηριστικού [+έμψυχο] (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη και ΧειλάΜαρκοπούλου 2003, 22σημ25) και το δεύτερο ως υπώνυμο του χαρακτηριστικού [+συγκεκριμένο], με
την έννοια ότι κάθε [+ανθρώπινο] είναι και [+έμψυχο] και κάθε [+έμψυχο] είναι και [+συγκεκριμένο].
Επομένως, αρκεί να πούμε ότι ένα ουσιαστικό ιδιότητας, για να χρησιμοποιηθεί ως βάση, θα πρέπει να
είναι υποχρεωτικά [+ανθρώπινο]. Σε αυτό το σημείο, διαφοροποιούμαστε από τη βιβλιογραφία, όπου
συχνά προτείνονται ως βάσεις ουσιαστικά [-ανθρώπινα] ή [-έμψυχα] ή [-συγκεκριμένα], όπως στα παραδείγματα:
(5)
α. ζοριλίκι: ζόρ(ι) -ιλίκι (ΛΚΝ 1998, λήμμα ζοριλίκι)
β. αλκοολίκι: αλκοόλ -ίκι1 (ΛΚΝ 1998, λήμματα αλκοολίκι, -ίκι1), αλκοολίκι < αλκοόλ (Κυρανούδης 2009, 389, 394)
γ. ξεφτιλίκι < ξεφτίλα (Κυρανούδης 2009, 391, 394)
[ 1025 ]
[ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΝΤΑΓΚΑΣ ]
δ. γυφτιλίκι < γυφτιά, γοητιλίκι < γοητεία, κοροϊδιλίκι < κοροϊδία και συγχρονικά από ένα υποχαρακτηρισμένο ως προς τη γραμματική κατηγορία μόρφημα γοητ-, κοροϊδ-, γυφτ-, αντίστοιχα
(Κυρανούδης 2009, 390, 391)
τα οποία αναλύουμε ως:
(6)
α. ζόρικ(ος)Ο → ζοριλίκι (με απαλοιφή του επιθήματος της βάσης [Γαλανή 1993, 73-75· Αναστασιάδη-Συμεωνίδη και Γαλανή 1995, 523]· παρόμοια τα αγαπητικ(ός)Ο → αγαπητιλίκι,
πολιτικ(ός)Ο → πολιτιλίκι, εφοριακ(ός)Ο → εφοριλίκι)
β. αλκοολικ(ός)Ο → αλκοολίκι (με απαλοιφή του επιθήματος της βάσης και απλολογία)
γ. ξεφτίλ(ας)Ο → ξεφτιλίκι (με απλολογία)
δ. γύφτ(ος) → γυφτιλίκι, γόητ(ας) → γοητιλίκι (και γό(ης) → γοϊλίκι), κορόιδ(ο) → κοροϊδιλίκι
Εν αντιθέσει με τις βάσεις, η συντριπτική πλειονότητα των παραγώγων αποτελείται από [ανθρώπινα] [-έμψυχα] [-συγκεκριμένα] ουσιαστικά. Αποδίδουμε στην εφαρμογή του επιθήματος την
αλλαγή της τιμής αυτών των χαρακτηριστικών. Δηλαδή, το επίθημα δεν επιλέγει τα χαρακτηριστικά
[+ανθρώπινο] [+έμψυχο] [+συγκεκριμένο] από τη βάση, με αποτέλεσμα αυτά να απουσιάζουν από το
παράγωγο. Μπορούμε, επομένως, να προσδιορίσουμε τη σημασιολογική οδηγία του επιθήματος ως
σχηματισμό αφηρημένων ουσιαστικών ιδιότητας από συγκεκριμένα [+ανθρώπινα] ουσιαστικά ιδιότητας, συμφωνώντας με την άποψη του Κυρανούδη (2009, 398) ότι «[...] η ιδιότητα που δηλώνεται από
τη βάση [...] και η οποία είχε κάποιο νόημα σε σχέση με κάποιο [+προσωπικό] ΑΑ [Αντικείμενο Αναφοράς], αποκτά μεγαλύτερη ανεξαρτησία από το ΑΑ και νοείται πλέον σαν μια αυθύπαρκτη τάξη, σαν
μια ξεχωριστή κατηγορία.»
Όσον αφορά τα λίγα παράγωγα που φέρουν το χαρακτηριστικό [+συγκεκριμένο], δε θεωρούμε ότι
πρόκειται για εξαιρέσεις όπου το χαρακτηριστικό αυτό κληροδοτείται απευθείας από τη βάση. Αντιθέτως, προτείνουμε ότι και εδώ το επίθημα μεταβάλλει τη θετική τιμή του χαρακτηριστικού της βάσης σε
αρνητική, η οποία με τη σειρά της μεταβάλλεται σε θετική λόγω επενέργειας σημασιολογικών κανόνων κατά το πέρασμα από την προβλεπτή στη συμβατική σημασία. Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορεί
το γεγονός ότι τα παράγωγα αυτά είναι [-ανθρώπινα] [-έμψυχα], κάτι που δε θα έπρεπε να συμβαίνει,
εάν επρόκειτο για χαρακτηριστικό της βάσης που προβάλλεται στο παράγωγο, π.χ.
(7)
α. μεζεκλ(ής) [+ανθρώπινο] [+έμψυχο] [+συγκεκριμένο] → μεζεκλίκι ‘ιδιότητα του μεζεκλή’
[-ανθρώπινο] [-έμψυχο] [-συγκεκριμένο] ->> ‘νόστιμος μεζές’ [-ανθρώπινο] [-έμψυχο]
[+συγκεκριμένο].
β. μπινέ(ς) [+ανθρώπινο] [+έμψυχο] [+συγκεκριμένο] → μπινελίκι ‘ιδιότητα του μπινέ’ [ανθρώπινο] [-έμψυχο] [-συγκεκριμένο] ->> ‘γλυκό, μεζές’ [-ανθρώπινο] [-έμψυχο]
[+συγκεκριμένο]4.
7.3 [υποκειμενικό] [αξιολογικό]
Αντιμετωπίζουμε το χαρακτηριστικό [υποκειμενικό] ως υπερώνυμο του χαρακτηριστικού [αξιολογικό]
και το χαρακτηριστικό [αξιολογικό] ως υπερώνυμο των χαρακτηριστικών [θετικά αξιολογικό] και [αρνητικά αξιολογικό] (Kerbrat-Orecchioni 1980· Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 2000β, 71). Θεωρούμε ότι
πρόκειται για διαβαθμισμένα και όχι απόλυτα χαρακτηριστικά (Kerbrat-Orecchioni 1980, 72), τα οποία
βρίσκονται στο μεταίχμιο του σημασιολογικού και του χρηστικού επιπέδου, καθώς συναρτώνται με
παραμέτρους όπως τα γλωσσικά και εξωγλωσσικά συμφραζόμενα ή η πρόθεση του ομιλητή.
Ως προς αυτά τα χαρακτηριστικά, διακρίνουμε βάσεις [-υποκειμενικές], με περιγραφική αλλά όχι
εκφραστική σημασία, π.χ. δήμαρχος, βουλευτής, αρχιτέκτονας, χριστιανός, στρατιώτης, χορηγός, πρόεδρος, φοιτητής και [+υποκειμενικές], με περιγραφική και εκφραστική σημασία, οι οποίες μπορεί να είναι
[θετικά αξιολογικές] π.χ. ασίκης, κιμπάρης, μπεσαλής, τσίφτης, [αρνητικά αξιολογικές] με μειωτικό,
προσβλητικό έως και υβριστικό χαρακτήρα π.χ. ατζαμής, γεροντοκόρη, γύφτος, καραγκιόζης, ρεζίλης,
ξεφτίλας, ρουφιάνος, μαλάκας, πούστρα, πουτάνα, [θετικά αξιολογικές] ή [αρνητικά αξιολογικές] κατά
περίπτωση, π.χ. μάγκας ‘ικανός//ψευτοπαλικαράς’, χουβαρντάς ‘γενναιόδωρος//σπάταλος’.
Εδώ είναι σκόπιμο να αναφερθούμε και στο χαρακτηριστικό [+κοινωνικό γόητρο], το οποίο έχει
προταθεί ως ένα από τα βασικά σημασιολογικά χαρακτηριστικά των βάσεων των παραγώγων με το
επίθημα -(ι)λίκι (Kazazis 1972, 103· Tzitzilis 1997, 111· Κυρανούδης 2009, 394-96). Παρατηρούμε ότι
το επίθημα εφαρμόζεται σε βάσεις χωρίς κοινωνικό γόητρο π.χ. μανάβης, τσοπάνης, κομπάρσος, μπε4
Και παράλληλα μπινελίκι ‘ιδιότητα του μπινέ’ ->> ‘κατηγορία, βρισιά’ [-ανθρώπινο] [-έμψυχο] [-συγκεκριμένο].
[ 1026 ]
[ ΤΟ ΕΠΙΘΗΜΑ -(Ι)ΛΙΚΙ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ]
τατζής, γκαρσόν, ΕΠΟΠ, μαθητής, φαντάρος (βλ. και παραπάνω τις [+υποκειμενικές] [αρνητικά αξιολογικές] βάσεις). Επομένως, η θετική τιμή του χαρακτηριστικού δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή του επιθήματος, εφόσον δεν ισχύει για το σύνολο των βάσεων.
Όσον αφορά τα παράγωγα, η βιβλιογραφία (Kazazis 1972, 103· Tzitzilis 1997, 111· ΛΚΝ 1998,
λήμμα -ιλίκι· Μπαμπινιώτης 2006, λήμμα -ίκι· Κυρανούδης 2009, 396-99) κατά κύριο λόγο αναφέρεται με χαρακτηρισμούς όπως «μειωτικό», «ειρωνικό», «υποτιμητικό» κτλ., δίνοντας έμφαση στην ομάδα εκείνη των [+υποκειμενικών] [αρνητικά αξιολογικών] παραγώγων και στην [+υποκειμενική]
[αρνητικά αξιολογική] σημασιολογική οδηγία του επιθήματος. Ωστόσο, διαπιστώνουμε ότι τα χαρακτηριστικά [υποκειμενικό] και [αξιολογικό] των παραγώγων είναι συνάρτηση τόσο της βάσης, η οποία
μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο υποκειμενική, φέροντας σαφή ή λανθάνοντα στερεοτυπικά
χαρακτηριστικά κατά το λαϊκό ορισμό (Taylor 1995, 68-74· Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1993, 245· 1999,
320· 2009, 68-69), όσο και του επιθήματος, η σημασιολογική οδηγία του οποίου είναι εγγενώς
[+υποκειμενική] [αρνητικά αξιολογική], θεωρώντας αυτονόητη και τη συμβολή των (γλωσσικών και
εξωγλωσσικών) συμφραζομένων. Αναλυτικότερα:




Σε μια [-υποκειμενική] βάση επιβάλλεται η [+υποκειμενική] [αρνητικά αξιολογική] σημασιολογική οδηγία του επιθήματος, η οποία επιτείνεται ή αμβλύνεται ανάλογα με τις λανθάνουσες
στερεοτυπικές συνυποδηλώσεις της βάσης (λ.χ. αυθαιρεσία, απληστία, κατάχρηση, ευζωία)
π.χ. βουλευτ(ής) → βουλευτιλίκι, δημόσι(ος) υπάλληλ(ος) → δημοσιοϋπαλληλίκι, ωρομίσθι(ος)
→ ωρομισθιλίκι, φοιτητ(ής) → φοιτητιλίκι.
Μια [+υποκειμενική] [θετικά αξιολογική] βάση συγκρούεται με τη [+υποκειμενική] [αρνητικά αξιολογική] σημασιολογική οδηγία του επιθήματος, οπότε η θετική σημασία της βάσης
φαίνεται να υπερισχύει (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 2000β, 71), με αποτέλεσμα τα παράγωγα
να είναι [+υποκειμενικά] [θετικά αξιολογικά] π.χ. κιμπάρ(ης) → κιμπαριλίκι, ασίκ(ης) → ασικλίκι, ντερβίσ(ης) → ντερβισιλίκι.
Μια [+υποκειμενική] [αρνητικά αξιολογική] βάση συμφωνεί με την [+υποκειμενική] [αρνητικά αξιολογική] σημασιολογική οδηγία του επιθήματος, με αποτέλεσμα την παραγωγή
[+υποκειμενικών] [αρνητικά αξιολογικών] παραγώγων π.χ. κιοτ(ής) → κιοτιλίκι, κορόιδ(ο) →
κοροϊδιλίκι, νταβατζ(ής) → νταβατζιλίκι, ρουφιάν(ος) → ρουφιανιλίκι.
Για μια [+υποκειμενική], κατά περίπτωση [θετικά αξιολογική]/[αρνητικά αξιολογική] βάση
ισχύει ό,τι στη δεύτερη ή την τρίτη περίπτωση, αντίστοιχα, με το βάρος να μετατοπίζεται στα
συμφραζόμενα και την πρόθεση του ομιλητή, π.χ. μάγκ(ας) → μαγκιλίκι ‘ικανότητα//ψευτοπαλικαριά’, χουβαρντά(ς) → χουβαρνταλίκι ‘γενναιοδωρία//σπατάλη’.
8. Το χαρακτηριστικό [λόγιο] - χρηστικό επίπεδο
Ακολουθώντας τους Αναστασιάδη-Συμεωνίδη και Φλιάτουρα (2003), αντιμετωπίζουμε το χαρακτηριστικό [λόγιο] από συγχρονική σκοπιά και σε συνάρτηση με το χρηστικό επίπεδο, ως ένα διαβαθμισμένο πραγματολογικό χαρακτηριστικό, η τιμή του οποίου για κάθε μόρφημα είναι συγκεκριμένη, καταγεγραμμένη στο νοητικό λεξικό και εμπλέκεται στις διαδικασίες κατασκευής ΛΜ.
Όσον αφορά τις βάσεις, εντοπίζονται [+/-λόγιες] βάσεις π.χ. άντρας, αναπληρωτής, αρχιτέκτονας,
δήμαρχος, βουλευτής, δάσκαλος, δημοσιογράφος, ηθοποιός, μαθητής, νομάρχης και [-λόγιες] βάσεις π.χ.
φαντάρος, μπάτσος, κάγκουρας, κιμπάρης, νταβατζής, αγαπητικός, αρσίζης, θεριακλής. Δε φαίνεται να
υπάρχουν [+λόγιες] βάσεις. Οι [+λόγιες] κατά το ετυμολογικό κριτήριο βάσεις είναι [+/-λόγιες] από
χρηστικής πλευράς π.χ. πρύτανης, επίκουρος, κοσμήτορας, πρωθυπουργός. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεγάλο μέρος των βάσεων έχει περιπέσει σε αχρηστία ή επιβιώνει κυρίως σε ιστορικά συμφραζόμενα και
στο πεδίο της ονοματολογίας π.χ. αμπατζής, ζεβζέκης, γκεβεζές, καδής, κοτζαμπάσης, σούμπασης, τσορμπατζής.
Όσον αφορά τα παράγωγα, όλα ανεξαιρέτως είναι [-λόγια]. Θεωρούμε ότι το επίθημα φέρει αρνητική τιμή του χαρακτηριστικού, γεγονός που σχετίζεται με την ξένη προέλευσή του (AnastassiadisSyméonidis 2010) και μάλιστα από την τουρκική. Έτσι, μπορεί να εφαρμόζεται σε βάσεις [-λόγιες] ή
[+/-λόγιες] για την κατασκευή [-λόγιων] παραγώγων, αλλά κανονικά δεν είναι συμβατό με [+λόγιες]
βάσεις5. Ένα μέρος των παραγώγων έχει περιπέσει σε αχρηστία ή τουλάχιστον χαρακτηρίζεται παρωχημένο, όπως ακριβώς και οι αντίστοιχες βάσεις, π.χ. αμπατζιλίκι, γκεβεζελίκι, ζαριφλίκι, κιοτιλίκι. Θα
μπορούσαμε, μάλιστα, να αντιμετωπίσουμε ορισμένα από αυτά τα παράγωγα ως [-κατασκευασμένες]
ΛΜ, στο βαθμό που αμφισβητείται η ύπαρξη της βάσης τους στην παρούσα συγχρονία της ΚΝΕ π.χ.
5
Χωρίς ωστόσο να αποκλείεται ένας τέτοιου είδους συνδυασμός για παικτικούς λόγους (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη
και Φλιάτουρας 2003, 14σημ3).
[ 1027 ]
[ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΝΤΑΓΚΑΣ ]
σαλτανατλ(ής) → σαλτανατλίκι. Από την άλλη, παρατηρείται πλήθος νεολογικών παραγώγων, τόσο από
μη νεολογικές βάσεις π.χ. φαντάρ(ος) → φανταριλίκι, φοιτητ(ής) → φοιτητιλίκι, πρωταγωνιστ(ής) →
πρωταγωνιστιλίκι, όσο και από νεολογικές π.χ. κάγκουρ(ας) → καγκουριλίκι, τρέντι → τρεντιλίκι, ΕΠΟΠ → εποπιλίκι, πράγμα που φανερώνει την εξαιρετικά υψηλή διαθεσιμότητα του επιθήματος. Τέλος, ως προς τα είδη λόγου (genres), το γεγονός ότι το σύνολο των παραγώγων φέρει το χαρακτηριστικό [-λόγιο] και η πλειονότητα των παραγώγων το χαρακτηριστικό [+υποκειμενικό] καθιστά τα παράγωγα ακατάλληλα για επίσημες επικοινωνιακές περιστάσεις ή για λόγο που απαιτεί αντικειμενικότητα
λ.χ. επιστήμη, διοίκηση, όμως αρκετά αποτελεσματικά σε ανεπίσημες επικοινωνιακές περιστάσεις ή σε
λόγο με υποκειμενική σκοπιά λ.χ. πολεμική, δημοσιογραφία, λογοτεχνία (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη
2000β, 71· Κυρανούδης 2009, 401).
9. Επίλογος
Κλείνοντας, ανακεφαλαιώνουμε την ανάλυσή μας στο πλαίσιο ενός ΚΚΛΜ:
 Η δομική πράξη του ΚΚΛΜ ορίζεται ως κατασκευή μετουσιαστικών ουσιαστικών και προσδιορίζεται ειδικότερα ως επιθηματοποίηση.
 Η σημασιολογική πράξη του ΚΚΛΜ κατασκευάζει την κοινή σημασία όλων των μετουσιαστικών ουσιαστικών.
 Προκειμένου μια βάση να επιλεγεί από το επίθημα -(ι)λίκι, θα πρέπει να ανήκει στη γραμματική κατηγορία των ουσιαστικών εγγενώς ή δευτερογενώς, να φέρει τα σημασιολογικά χαρακτηριστικά [+ιδιότητα], [+ανθρώπινο] ([+έμψυχο], [+συγκεκριμένο]) και το πραγματολογικό χαρακτηριστικό [+/-λόγιο] ή [-λόγιο]. Αντίθετα, τα χαρακτηριστικά [υποκειμενικό] [αξιολογικό], [κοινωνικό γόητρο], καθώς και το χαρακτηριστικό [επάγγελμα], το οποίο υπάγεται
ως υπώνυμο στο χαρακτηριστικό [ιδιότητα], δεν είναι ορίζοντα χαρακτηριστικά της βάσης,
εφόσον μπορούν να φέρουν θετική ή αρνητική τιμή, χωρίς αυτό να επιβάλλει ή να απαγορεύει
την εφαρμογή του επιθήματος.
 Το επίθημα -(ι)λίκι, εφαρμοζόμενο στη βάση, κατασκευάζει ένα ουσιαστικό ουδέτερου γένους, αντλώντας από τη βάση το χαρακτηριστικό της ιδιότητας, μεταβάλλοντας την τιμή του
χαρακτηριστικού [ανθρώπινο] ([έμψυχο], [συγκεκριμένο]) από θετική σε αρνητική και επιβάλλοντας το πραγματολογικό χαρακτηριστικό [-λόγιο]. Ο υποκειμενικός και αξιολογικός
χαρακτήρας του παραγώγου είναι συνάρτηση της [αρνητικά αξιολογικής] σημασιολογικής
οδηγίας του επιθήματος και των σχετικών χαρακτηριστικών/συνυποδηλώσεων της βάσης.
Βιβλιογραφία
Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα. 1986. Η νεολογία στην κοινή νεοελληνική. Θεσσαλονίκη: ΕΕΦΣΑΠΘ-Παράρτημα
αρ. 65.
———. 1990. «Το γένος των σύγχρονων δανείων της ΝΕ.» Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 10: 155-77.
———. 1992. «Η νεοελληνική παραγωγή κατά το μοντέλο της D. Corbin.» Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 13:
505-26.
———. 1993. «Μια πρώτη προσέγγιση του επιθήματος -ιάτικ(ος).» Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 14: 238-57.
———. 1994. Νεολογικός δανεισμός της νεοελληνικής: άμεσα δάνεια από τη γαλλική και αγγλοαμερικανικήμορφοφωνολογική ανάλυση. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Εκδόσεων ΑΠΘ.
———. 1995. «Το τεμάχιο -τος στα ρηματικά επίθετα της νεοελληνικής.» Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 15:
473-84.
———. 1997. «Το επίθημα -άδικο στη νεοελληνική.» Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 17: 157-71.
———. 1999. «Το επίθημα -ιν(ός) στη νέα ελληνική.» Στο Ελληνική Γλωσσολογία-πρακτικά 3ου διεθνούς γλωσσολογικού συνεδρίου για την ελληνική γλώσσα, 315-23. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
———. 2000α. «Η μορφολογική ανάλυση και η διδασκαλία της νεοελληνικής ορθογραφίας.» Στο Η διδασκαλία
της ελληνικής ως ξένης/δεύτερης γλώσσας: αρχές-προβλήματα-προοπτικές, επιμέλεια Νιόβη Αντωνοπούλου,
Αναστάσιος Τσαγγαλίδης, και Μαρία Μουμτζή, 43-50. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
———. 2000β. «Το επίθημα -(ι)άρ(ης) στη νεοελληνική.» Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 20: 65-74.
———. 2002. Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής (ΑΛΝΕ). Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών.
———. 2003. «Η μορφολογική δομή της νέας ελληνικής και η διδακτική της.» Γλωσσολογία 15: 25-34.
http://glossologia.phil.uoa.gr/.
———. 2009. «Το επίθημα -ίσι(ος) στη νέα ελληνική.» Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 29: 58-73.
Anastassiadis-Syméonidis, Αnna. 2010. “Pourquoi une langue emprunte-t-elle des suffixes? L’exemple du grec et
du latin.” META 55 (1): 147-57.
[ 1028 ]
[ ΤΟ ΕΠΙΘΗΜΑ -(Ι)ΛΙΚΙ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ]
Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα, και Σοφία Γαλανή. 1995. «Το επίθημα -ισμός στη νεοελληνική.» Μελέτες για την
Ελληνική Γλώσσα 15: 519-29.
Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα, Αγγελική Ευθυμίου, και Ασημάκης Φλιάτουρας. 2012. «Τα ουσιαστικοποιημένα
επίθετα της νέας ελληνικής.» Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 32: 38-51.
Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα, και Ασημάκης Φλιάτουρας. 2003. «Η διάκριση [λόγιο] και [λαϊκό] στην ελληνική γλώσσα: ορισμός και ταξινόμηση.» Στο Πρακτικά 6ου διεθνούς συνεδρίου ελληνικής γλωσσολογίας, 1-16.
Ρέθυμνο: Πανεπιστήμιο Κρήτης. http://www.philology.uoc.gr/conferences/6thICGL/.
Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα, και Δέσποινα Χειλά-Μαρκοπούλου. 2003. «Συγχρονικές και διαχρονικές τάσεις
στο γένος της ελληνικής-μια θεωρητική πρόταση.» Στο Θέματα νεοελληνικής γραμματικής-το γένος, επιμέλεια
Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Αγγελική Ράλλη, και Δέσποινα Χειλά-Μαρκοπούλου, 13-56. Αθήνα: Πατάκης.
Ανδριώτης, Νικόλαος. 2001. Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών.
Γαλανή, Σοφία. 1993. Μελέτη του επιθήματος -ισμός στην κοινή νέα ελληνική: τα κατασκευασμένα ουσιαστικά που
δηλώνουν ιδιότητες. Μεταπτυχιακή εργασία, ΑΠΘ-Lille III.
Corbin, Danielle. 1987. Morphologie dérivationnelle et structuration du lexique. 2 vols. Tübingen: Niemeyer.
———. 1989. “Form, Structure and Meaning of Constructed Words in an Associative and Stratified Lexical Component.” Yearbook of Morphology 2: 31-54.
ΕΘΕΓ (Εθνικός Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας). 2011. Last accessed August 8, 2011. http://hnc.ilsp.gr/.
Ευθυμίου, Αγγελική. 1995. «Κατασκευασμένες λέξεις σε -ιά: μια πρώτη προσέγγιση.» Μελέτες για την Ελληνική
Γλώσσα 15: 485-94.
———. 1997. «καφές-καφεδιά, πουλόβερ-πουλοβεριά: Υπάρχει διαφορά στη σημασία;» Μελέτες για την Ελληνική
Γλώσσα 17: 145-56.
———. 1998. «-άδα και -ιά: Δύο τρόποι έκφρασης της έννοιας της διάκρισης.» Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα
18: 191-97.
———. 1999. «Περιληπτική σημασία/αναφορά στα επιθηματοποιημένα ουσιαστικά της νέας ελληνικής.» Στο
Ελληνική Γλωσσολογία-πρακτικά 3ου διεθνούς γλωσσολογικού συνεδρίου για την ελληνική γλώσσα, 333-40. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Georgakas, Demetrius J. 2005. A Modern Greek-English Dictionary. Vol. 1. New York-Athens: Aristide D.
Karatzas-Centre for the Greek Language. http://www.komvos.edu.gr/.
Google. 2011. Last accessed August 8, 2011. http://www.google.gr/.
Kazazis, Kostas. 1972. “The Status of Turkisms in the Present-Day Balkan Languages.” In Aspects of the Balkans:
Continuity and Change, edited by Henrik Birnbaum and Spreros Vryonis, 87-116. The Hague-Paris: Mouton.
Kerbrat-Orecchioni, Catherine. 1980. L’énonciation: de la subjectivité dans le langage. Paris: Armand Colin.
Κλαίρης, Χρήστος, και Γεώργιος Μπαμπινιώτης. 2005. Γραμματική της νέας ελληνικής δομολειτουργικήεπικοινωνιακή. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Κριαράς, Εμμανουήλ. 1995. Νέο λεξικό της σύγχρονης δημοτικής γλώσσας. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
Κυρανούδης, Παναγιώτης [μοναχός Κοσμάς Σιμωνοπετρίτης]. 2009. Μορφολογία των τουρκικών δανείων της
ελληνικής γλώσσας. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών.
ΛΚΝ. 1998. Λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών.
Mackridge, Peter. 1989. The Modern Greek Language: A Descriptive Analysis of Standard Modern Greek. Oxford:
Clarendon Press.
Μανουηλίδου, Χριστίνα. 2001. «Το επίθημα {-dzís}: μια πρώτη ψυχογλωσσολογική προσέγγιση.» Μελέτες για την
Ελληνική Γλώσσα 21: 414-25.
Μπαμπινιώτης, Γεώργιος. 2006. Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Ράλλη, Αγγελική. 2005. Μορφολογία. Αθήνα: Πατάκης.
Σετάτος, Μιχαήλ. 1998. «Παρατηρήσεις στα τουρκικά δάνεια της κοινής νεοελληνικής.» Στο Σημειολογικές και
γλωσσολογικές μελέτες-τιμητικός τόμος Μ. Σετάτου, 217-32. Θεσσαλονίκη: ΕΕΦΣΑΠΘ-Περίοδος Β΄-Τεύχος
Τμήματος Φιλολογίας.
Σταματάκος, Ιωάννης. 1952. Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Αθήναιον.
Taylor, John R. 1995. Linguistic Categorization: Prototypes in Linguistic Theory. Oxford-New York: Clarendon
Press-Oxford University Press.
Τριανταφυλλίδης, Μανόλης. (1941) 2005. Νεοελληνική γραμματική της δημοτικής. Αθήνα: ΟΕΣΒ. Ανατύπωση με
διορθώσεις, Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Οι παραπομπές αναφέρονται στην ανατύπωση
του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών.
Τσοπανάκης, Αγαπητός. 1994. Νεοελληνική γραμματική. Θεσσαλονίκη-Αθήνα: Αφοί Κυριακίδη-Βιβλιοπωλείον
της Εστίας.
Tzitzilis, Christos. 1997. “Die türkischen Elemente im Neugriechischen verglichen mit den türkischen Elementen
in anderen Balkansprachen.” Zeitschrift für Balkanologie 33 (1): 101-12.
Φιλήντας, Μένος. 1907. Γραμματική της ρωμαίικης γλώσσας. Αθήνα: Νομική.
Φυνδάνης, Βαλάντης. 2003. «Το επίθημα -ών(ας) στη νέα ελληνική.» Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 23: 52940.
Χειλά-Μαρκοπούλου, Δέσποινα. 1986. Τα συγκριτικά της νέας ελληνικής-συντακτική ανάλυση του συγκριτικού
βαθμού των επιθέτων και επιρρημάτων. Διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ.
[ 1029 ]