Το λεξικογραφικό έργο του Εμμανουήλ Κριαρά

Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδος
Θεσσαλονίκη, 16/12/2011
Σπύρος Α. Μοσχονάς
Το λεξικογραφικό έργο του Εμμανουήλ Κριαρά
Κυρίες και κύριοι,
Το λεξικογραφικό έργο του Εμμ. Κριαρά περιλαμβάνει: α. το Λεξικό της
Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας, 1100-1669 (1968-1997)· β. το
Νέο Ελληνικό Λεξικό της Σύγχρονης Δημοτικής Γλώσσας Γραπτής και Προφορικής
(1995)· γ. σχετικές με τη λεξικογραφία μελέτες και υπομνήματα· δ. γλωσσάρια
διάφορα δημωδών κειμένων. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε μία παρεμφερή
κατηγορία: ε. ευρετήρια. Όσοι έχετε ξεφυλλίσει αυτοτελώς δημοσιευμένα έργα
του Κριαρά θα παρατηρήσατε ότι όλα περιέχουν προσεκτικά καταρτισμένα από
τον ίδιο ευρετήρια. Το πρώτο του αυτοτελές δημοσίευμα, αν δεν κάνω λάθος,
είναι ένα Ευρετήριον «Επετηρίδος Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών» (1934). Ο
Κριαράς μόνος του, σε κάθε ηλικία, με εντυπωσιακή επιμέλεια, σχεδόν μετά
μανίας, κάνει μια δουλειά που οι περισσότεροι συγγραφείς, οι νεότεροι μάλιστα,
ευχαρίστως την αφήνουνε σε άλλους.
Απόψε εδώ θα μιλήσω κυρίως για τα δύο λεξικά του Εμμ. Κριαρά. Θ’ αναφερθώ εν
παρόδω στο υπόλοιπο λεξικογραφικό του έργο (μελέτες, και γλωσσάρια). Τα
ευρετήρια, το ξέρω, καθαυτά δεν συνιστούν λεξικογραφία, τα προτείνω όμως ως
κλειδί για την ερμηνεία του λεξικογραφικού έργου του Κριαρά.
Διότι ένα ευρετήριο είναι η με αριθμητική συνέπεια συσχέτιση τύπων, λέξεων,
ονομάτων, εκφράσεων με σώματα κειμένων. Αυτό που συντελείται σ’ ένα
ευρετήριο είναι το εξής: μονάδες ενός, επώνυμου κατά κανόνα, ατομικού
επιτεύγματος, όπως είναι πάντοτε ένα κείμενο, καταγράφονται σαν να αποτελούν
κομμάτια μιας ανώνυμης συλλογικής παρακαταθήκης, που είναι η γλώσσα. Τα
κείμενα που ευρετηριάζονται με τα λεξικά του Κριαρά είναι αυτοτελή κείμενα της
ελληνικής γραμματείας, ειδικότερα: δημώδη κείμενα. Το «ευρετήριο» αυτών των
κειμένων, δηλαδή το Λεξικό της Μεσαιωνικής Δημώδους Γραμματείας, είναι,
1
συνεπώς, η απόδειξη ύπαρξης της δημώδους αυτής γλώσσας. Ό,τι άλλο και να ’ναι
ένα ευρετήριο είναι οπωσδήποτε μια εξαντλητική τεχνική απόδειξης.
Ξεκινώ λοιπόν με το ιστορικό Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους
Γραμματείας (1100-1669), για το οποίο θα μιλήσω μέχρι τον ΙΔ’ τόμο του, αφού
για τη συνέχισή του θα μιλήσει, υποθέτω, ο κ. Καζάζης.
Πρόκειται για ένα ακόμη λεξικό που δεν ολοκλήρωσε η Ακαδημία Αθηνών. Για την
ακρίβεια, δεν το ξεκίνησε καν. Ας πάμε πίσω στη δεκαετία του 1930. Ο νεαρός
Εμμανουήλ Κριαράς υπηρετεί τότε στο Μεσαιωνικό Αρχείο της Ακαδημίας
Αθηνών, πρώτα ως συνεργάτης (1930-1939) και έπειτα ως Διευθυντής (19391950). Το 1948 υποβάλλει πρόταση στη Σύγκλητο της Ακαδημίας για σύνταξη
«Λεξικού των δημωδών κειμένων της περιόδου 1204-1669» (από την εποχή της
φραγκοκρατίας έως την υποταγή της Κρήτης στους Τούρκους). Η πρόταση δεν
έγινε δεκτή.
Η συγκρότηση του Λεξικού αποφασίζεται ουσιαστικά προς τα τέλη της δεκαετίας
του 1950, λίγα χρόνια μετά την εκλογή του στην έδρα Βυζαντινής Φιλολογίας του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1950). Την εκλογή του στην έδρα
αυτή ο Κριαράς την έχει περιγράψει ως «επιστημονική λοξοδρόμηση»
(Πραγματώσεις και όνειρα, σ. 26). Το 1948 είχε αποτύχει να εκλεγεί στην έδρα της
Νέας Ελληνικής Φιλολογίας, για την οποία αισθανόταν καλύτερα καταρτισμένος.
Δεν είχε απλώς ν’ αντιμετωπίσει ένα ζήτημα καριέρας. Είχε να λύσει ένα
πρόβλημα αρμοδιότητας, για το οποίο δεν έφερε την ευθύνη. Εσείς, κύριε Κριαρά,
ένας νεοελληνιστής, ήσασταν αναγκασμένος να διδάσκετε
τη βυζαντινή γραμματεία (και μάλιστα στην αρχαΐζουσα μορφή της), τόσο
διαφορετική στη νοοτροπία, στο πνεύμα και τη μορφή από τη νεότερη
ελληνική γραμματεία, για την οποία φερόμουν περισσότερο
καταρτισμένος. Βρισκόμουν σε ένα κρίσιμο χρονικό σημείο της
επιστημονικής μου σταδιοδρομίας. Είχα καταλάβει μια θέση πιεζόμενος
χωρίς να έχω το αίσθημα ότι ήμουν κατεξοχήν κατάλληλος. Έπρεπε να βρω
μια λύση που σε ένα βαθμό θα μπορούσε να ικανοποιήσει το αίσθημα
αδυναμίας που ζούσα. Έπρεπε να τολμήσω [..]. Επαναλαμβάνω έπρεπε να
τολμήσω για να δώσω στον εαυτό μου μια διέξοδο μπροστά στο πρόβλημα
(Μακράς ζωής αγωνίσματα, σ. 133-4).
Και τόλμησε. Ο Α’ τόμος του Λεξικού (α – αμαξοτροχός) εκδίδεται το 1969 (με
ένδειξη 1968 στη σελίδα τίτλου: έχει κι αυτή η μικρή ανακολουθία την ιστορία της)
και ο ΙΔ’ τόμος (οπαδός – παραθήκη) το 1997, οπότε και παραχώρησε ο Κριαράς το
Λεξικό του στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Το Λεξικό ήταν η λύση στο πρόβλημα
της ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας που προξένησε η εκλογή του στην έδρα της
βυζαντινής φιλολογίας· ήταν επίσης και η λύση στο πρόβλημα σταδιοδρομίας που
2
προξένησε αργότερα η απόλυσή του από το πανεπιστήμιο με απόφαση της
χούντας. Με το Λεξικό αυτό ασχολήθηκε ουσιαστικά μετά την απόλυσή του.
«Η συγκρότηση του μεσαιωνικού Λεξικού μου στάθηκε αληθινά η βασικότερη
επιδίωξη του επιστημονικού μου βίου», γράφει ο Κριαράς στα ακροτελεύτια της
αυτοβιογραφίας του (Μακράς ζωής αγωνίσματα, σ. 267). Πράγματι, στο πεδίο της
βυζαντινής δημώδους γραμματείας, το λεξικογραφικό έργο του Κριαρά συνδέεται
άρρηκτα με το ερευνητικό του έργο. Η σύνταξη του Λεξικού εξελίχτηκε σ’ ένα
μεγαλεπήβολο ερευνητικό πρόγραμμα, στο οποίο εκπαιδεύτηκαν κατά καιρούς
πολλοί νέοι επιστήμονες. Καθ’ οδόν, το corpus του Λεξικού (τα «δημώδη ή
δημοτικίζοντα» κείμενα της μεσαιωνικής γραμματείας της περιόδου 1100-1669)
πολλές φορές χρειάστηκε να αναθεωρηθεί και να εμπλουτιστεί· πολλά κείμενα
στην αποδελτίωση των οποίων βασιζόταν το λημματολόγιο διορθώθηκαν ή και
επανεκδόθηκαν από τον Κριαρά και τους συνεργάτες του.
Κριτικές και ερμηνευτικές εκδόσεις κειμένων ο Κριαράς μας έδωσε από πολύ
νωρίς: την Πανώρια του Γεωργίου Χορτάτση (19401, 19752,20073), τα Ιφιγένεια –
Θυέστης - Κλαθμός Πελοποννήσου του [Πέτρου] Κατσαΐτη (1950), τα Βυζαντινά
ιπποτικά μυθιστορήματα (1995), το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης (19561,
19652) κ.ά. μικρότερα της κρητικής γραμματείας κείμενα που αναδημοσιεύτηκαν
στα Μεσαιωνικά Μελετήματα: Γραμματεία και γλώσσα, τ. Α′ και Β′ (1988). Την
εκδοτική αυτή δραστηριότητα συμπληρώνουν οι μελέτες του για τη δημώδη
μεσαιωνική γραμματεία που περιλαμβάνονται στα Μεσαιωνικά Μελετήματα και
στον εξίσου επιβλητικό τόμο Γλωσσοφιλολογικά: Ύστερο Βυζάντιο – Νέος
Ελληνισμός (2000). Ας σημειωθεί, παρεμπιπτόντως, ότι ακόμη και μικρότερα
κείμενα (λ.χ. η «Ρίμα θρηνητική» του Ιωάννου Πικατόρου, Μεσαιωνικά
Μελετήματα, τ. Α’, σ. 280-329), παρουσιάζονται με εισαγωγή και γλωσσάρι.
Άλλωστε, για τη «χρησιμότητα των γλωσσαρίων και τον καταρτισμό τους» έχει
γράψει σχετικό κείμενο (Γλωσσοφιλολογικά, σ. 284-288).
Περνάω τώρα στο Νέο Ελληνικό Λεξικό της Σύγχρονης Δημοτικής Γλώσσας. Υπό μία
έννοια, το λεξικό αυτό είναι γέννημα του πρώτου. Με μία ομάδα συνεργατών του
στο μεσαιωνικό λεξικό αναλαμβάνει το 1987 τη σύνταξη λεξικού της δημοτικής, το
οποίο παραδίδει μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα. Για τέσσερα χρόνια, οι
συνεργάτες του και ο ίδιος δουλεύουν διπλοβάρδια, το πρωί στο μεσαιωνικό
λεξικό, το απόγευμα στο νεοελληνικό. Το Λεξικό της Δημοτικής εκδίδεται τελικά το
1995. Παρά την εκδοτική καθυστέρηση, προηγήθηκε των Λεξικών του
Μπαμπινιώτη και του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη (1998). Δεν εννοώ μόνο
χρονικά. Το Λεξικό της Δημοτικής θέλησε ν’ αποτελέσει πρότυπο για τα Λεξικά που
θ’ ακολουθούσαν, ένα παράδειγμα για το πώς θα έπρεπε να γραφτεί ένα Λεξικό
της σημερινής «κοινής» γλώσσας.
3
Γενικά, ένα συγχρονικό λεξικό διαφέρει από ένα ιστορικό λεξικό στον τρόπο της
χρήσης του και στο είδος της πληροφορίας που παρέχει. Στον τρόπο συγκρότησης,
το Λεξικό της Δημοτικής διαφέρει από το Λεξικό της Μεσαιωνικής Δημώδους κατά
τούτο: της Δημοτικής δεν στηρίζεται σε συγκροτημένο σώμα κειμένων.
«Παραθέματα από συγγραφείς καταγράφηκαν σε πολύ περιορισμένη κλίμακα»,
αναγνωρίζει ο Κριαράς (Νέο Ελληνικό Λεξικό, σ. ια’). Δυστυχώς, κανένα συγχρονικό
λεξικό της ελληνικής δεν βασίζεται σε σώμα κειμένων. Αυτό σημαίνει ότι λείπει
απ’ όλα τα συγχρονικά λεξικά η μέθοδος απόδειξης που ονομάσαμε
«ευρετηρίαση». Το περιεχόμενο του λεξικού (τύποι, λέξεις, φράσεις) δεν μπορεί
να συσχετιστεί με κείμενα παρά μόνον μέσω των παραδειγμάτων. Και, δυστυχώς,
τα παραδείγματα σε όλα τα συγχρονικά μας λεξικά είναι τεχνητά και υπερβολικά
διδακτικά.
Ούτε του Κριαρά το λεξικό βασίζεται σε σώμα κειμένων. Εντυπωσιάζει πάντως η
φυσικότητα των παραδειγμάτων και η λιτότητα των ορισμών, που είναι βέβαια
προϊόν άσκησης σ’ ένα ιστορικό λεξικό. Δεν βρίσκουμε στο Λεξικό της Δημοτικής
του Κριαρά εκείνο το διδακτικό παράδειγμα που φωνάζει ότι είναι φτιαχτό (π.χ.,
ανοίγω στην τύχη το Λεξικό Τριανταφυλλίδη, διαβάζω: λ. διαμέρισμα, «ενιαίο
σύνολο από ένα ή περισσότερα δωμάτια με κουζίνα, μπάνιο κτλ.», παράδειγμα:
Ακούγεται θόρυβος από το διπλανό διαμέρισμα! Καταλαβαίνετε ότι αυτό θα
μπορούσε να είναι ένα παράδειγμα για οποιαδήποτε λέξη αναφέρεται σε
οτιδήποτε παράγει ήχο). Όπως αναγνώρισε ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης, «το Νέο
Ελληνικό Λεξικό […] του καθηγ. Εμμ. Κριαρά […] ξεχωρίζει ως προς την ευστοχία
των ερμηνευμάτων και την πληρότητα στην επεξεργασία των χρήσεων κάθε
λήμματος» (Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, 1998, σ. 2058). Η δίκαιη αυτή
κρίση θα μπορούσε, εκ των υστέρων, να διαβαστεί συγκριτικά, σαν να αφορούσε
και το Λεξικό Μπαμπινιώτη, ίσως και το Λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη.
Ο Κριαράς κατά καιρούς σκεφτόταν να συντάξει κι ένα τρίτο Λεξικό. Θα το ονόμαζε
Λεξικό των δυσκολιών της νέας μας γλώσσας. Μερικές δεκάδες σημειώματά του,
δημοσιευμένα εδώ κι εκεί, μπορούσαν να έχουν ενταχθεί σ’ έναν τέτοιο «Οδηγό
σωστής χρήσης», όπως λέμε σήμερα παρόμοια χρηστικά εγχειρίδια. Αν είχε
εκδοθεί αυτό το Λεξικό των δυσκολιών, θα είχε να ανταγωνιστεί τους πολλούς
Οδηγούς που κυκλοφορούν στις μέρες μας, οι περισσότεροι από τους οποίους
είναι πρόχειροι, αντιφατικοί, ιδιότροποι ― επιτρέψτε μου αυτή τη σαρωτική
κρίση. Ο Κριαράς, προτού δώσει διορθωτικές οδηγίες, «διαβάζει, ακούει και
αποδελτιώνει κείμενα. Τονίζει τις υφολογικές ―δηλ. τις κειμενικές― αρετές της
δημοτικής […]. Στέκεται σε σημεία που ο συνεχής λόγος κομπιάζει, σε
φρασεολογισμούς, συντακτικά σχήματα, αρχαϊσμούς. Στερεότυπες φράσεις είναι
οι συχνότερες αφορμές των διορθωτικών παραινέσεών του» (Σ. Μοσχονάς,
«Διορθωτικές πρακτικές», σ. 160). Οι διορθωτικές οδηγίες του Κριαρά βασίζονται
και αυτές στην καταγραφή, την αποδελτίωση, την ευρετηρίαση.
4
Κυρίες και κύριοι, επιτρέψτε μου τώρα να περάσω σε ερμηνεία και αξιολόγηση
του λεξικογραφικού έργου του Κριαρά. Για την ερμηνεία του έργου δεν αρκεί η
αναφορά σε προσωπικές επιλογές, στάσεις ή συνήθειες. Χρειάζεται να εντάξουμε
το έργο του στο ευρύτερο πλαίσιο του δημοτικισμού και της ιδεολογίας υπό την
οποία επιχειρήθηκε η τυποποίηση της κοινής νέας ελληνικής. Επιτρέψτε μου πολύ
σύντομα να επαναλάβω όσα περίπου είχα υποστηρίξει κατά την αναγόρευση του
Εμμ. Κριαρά σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών (24/1/2006).
Το λεξικογραφικό και φιλολογικό έργο του Κριαρά εστιάζεται στη γλώσσα της
περιόδου 1200-1700, την οποία ονομάζει «πρωτονεοελληνική». Στο εναρκτήριο
μάθημά του στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ταυτίζει την
«πρωτονεοελληνική» περίοδο της λογοτεχνίας με την «υστεροβυζαντινή» περίοδο
(«Η μεσαιωνική ελληνική γραμματεία», Γλωσσοφιλολογικά, 46 κ.ε.· βλ. επίσης «Οι
όροι ‘μεσαιωνικός’ και ‘νεοελληνικός’ στη γραμματολογία μας», Μεσαιωνικά
Μελετήματα, τ. Α′, σ. 405-407). Οι βυζαντινολογικές του μελέτες δεν θα
μπορούσαν εύκολα να διακριθούν από τις νεοελληνικές ― όχι επειδή η βυζαντινή
φιλολογία στάθηκε για τον Κριαρά μια αναγκαστική ακαδημαϊκή επιλογή, αλλά
κυρίως επειδή το ίδιο το αντικείμενό ενασχόλησής του, η υστερομεσαιωνική ή
πρωτονεοελληνική γλώσσα, έχει «οργανικά μεικτό χαρακτήρα» (Π. Δ.
Μαστροδημήτρης, Το συγγραφικό έργο του Εμμανουήλ Κριαρά, σ. 7· πβ. Erich
Trapp, «Learned and Vernacular Literature in Byzantium: Dichotomy or
Symbiosis?»).
Ο Κριαράς ασχολήθηκε με τις απαρχές της νεοελληνικής γλώσσας θέλοντας να
καταδείξει την ύπαρξη γλώσσας υπό διαμόρφωση, από την οποία προέκυψε η
νεότερη «κοινή» γλώσσα. Η παλαιότερη αυτή γλώσσα χαρακτηρίζεται από
πολυτυπία και πολυσημία (λ.χ., ο σύνδεσμος όταν παρουσιάζεται με 20
διαφορετικές μορφές, όπως άντα, όντα, όντε, ότεν, ενώ για τη λέξη οσπίτιον
καταγράφονται περισσότερες από 30 σημασίες και παρασημασίες). Ερευνητική
υπόθεση του Κριαρά είναι ότι η «πρωτονεοελληνική» αυτή γλώσσα, όπως την
ονομάζει, υποτυπώνεται στα «δημοτικά ή δημοτικίζοντα» κείμενα της ύστερης
βυζαντινής και της πρώτης μεταβυζαντινής περιόδου. Από εκεί, κατά τον Κριαρά,
πηγάζει η σημερινή γλώσσα. Το Λεξικό της Μεσαιωνικής Δημώδους «στην ουσία
είναι λεξικό της νέας ελληνικής στην παλαιότερη μορφή της», λέει ο ίδιος
(παρατίθεται από τον Γ. Αλισανδράτο, «Ο Εμμ. Κριαράς και το Λεξικό του της
Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669)», σ. 585).
Το λεξικογραφικό έργο του Κριαρά ανταποκρίνεται έτσι σε δύο συνδυασμένα
επιστημονικά αιτήματα του δημοτικισμού: α) τη μελέτη των απαρχών της
νεοελληνικής γλώσσας, που θα κατέδειχνε την ύπαρξη γλώσσας κοινής και
διαμορφωμένης, και β) την απόδειξη ότι το πρότυπο της δημοτικής πιστότερα
5
περιγράφει και ορθολογικότερα ρυθμίζει τη διαμορφωμένη αυτή γλώσσα (την
«τρίτη κοινή», μετά την αττική και τη μεσαιωνική, κατά τον Τριανταφυλλίδη).
Στο πρώτο αίτημα ανταποκρίνονται οι φιλολογικές εργασίες του Κριαρά και το
ιστορικό λεξικογραφικό του έργο. «Την απόφασή μου για τη συγκρότηση Λεξικού
της μεσαιωνικής δημώδους γραμματείας την ενίσχυε και η δημοτικιστική μου
ιδεολογία, την οποία κατά κάποιο τρόπο θα εξυπηρετούσε το συγκροτούμενο
λεξικό», εξομολογείται στο βιβλίο του Πραγματώσεις και Όνειρα (σ. 26).
Στο δεύτερο αίτημα του δημοτικισμού, να καταδειχτεί δηλαδή ότι τη
διαμορφωμένη γλώσσα πιστότερα την περιγράφει και ορθολογικότερα τη ρυθμίζει
το πρότυπο της δημοτικής, ο Κριαράς ανταποκρίθηκε με το συγχρονικό
λεξικογραφικό του έργο, δηλαδή το Λεξικό της Σύγχρονης Ελληνικής Δημοτικής
Γλώσσας, αλλά και με τα πάμπολλα δημοσιεύματά του για τη δημοτική και τον
δημοτικισμό.
Το ερμηνευτικό σχήμα που σας παρουσίασα, ιδωμένο από τη σκοπιά της
ιδεολογίας, από τη σκοπιά του δημοτικισμού δηλαδή, μοιάζει απλό και πειστικό.
Στην πραγματικότητα οι μεσαιωνολόγοι ερίζουν ακόμη για πολλά μεθοδολογικά
και ιστοριογραφικά προβλήματα που εμμέσως αφορούν και το Λεξικό της
Μεσαιωνικής Δημώδους Γραμματείας. Αναφέρω τα σημαντικότερα, κατά τη
γνώμη μου: Πώς διαχωρίζονται οι λόγιες από τις λαϊκές λέξεις στον γραπτό λόγο,
δηλαδή σ’ ένα μέσο λόγιο εξ ορισμού; Πώς γίνεται, ακολούθως, η επιλογή και ο
χωρισμός των κειμένων σε λόγια και δημώδη, «κύρια» και «βοηθητικά»;
Υπάρχουν κριτήρια αναγνώρισης της «πρωτονεοελληνικής» που να μην είναι
αναχρονιστικά, που να μη μεταφέρουν δηλαδή αναδρομικά στο παρελθόν τη
γνώση που έχουμε για τη σημερινή μορφή της γλώσσας μας; Ειδικότερα, είναι η
νεότερη «διγλωσσία» (διμορφία) συγκρίσιμη με τις πολλές βυζαντινές
«διγλωσσίες» (διμορφίες) ή/και πολυγλωσσίες; Δεδομένης της πολυτυπίας και
πολυσημίας που καταγράφει το Λεξικό της Μεσαιωνικής Δημώδους, υπάρχει
μεσαιωνική κοινή και ποιος είναι ο τόπος της; Είναι προφανές, από το ιστορικό
λεξικό του Κριαρά, ότι η μεσαιωνική δημώδης, ιδιαίτερα στις ύστερες ποικιλίες
της, δεν περιορίζεται σε καμία γεωγραφική περιοχή. Πάει περίπατο λοιπόν η ιδέα
του προπατορικού πελοποννησιακού ιδιώματος, από το οποίο, υποτίθεται,
κατάγεται η νεοελληνική κοινή; Αλλά, όπως επισημαίνει ο Erich Trapp (ό.π., σ.
117), αυτά δεν είναι προβλήματα του Κριαρά και του ιστορικού λεξικού του· είναι
προβλήματα των ίδιων των πηγών καθώς και των βυζαντινολογικών μελετών μέχρι
τις μέρες μας.
Ανάλογα ερωτήματα εγείρονται και για το Λεξικό της Δημοτικής. Εφόσον δεν
χρησιμοποιούνται σώματα κειμένων, με ποιο κριτήριο άλλες λέξεις
λημματογραφούνται και άλλες όχι; Γιατί από ένα συγχρονικό λεξικό να
6
απουσιάζουν η πολυτυπία και η πολυσημία; Πώς οριοθετούνται τα λόγια από τα
λαϊκά στοιχεία, το επίσημο από το ανεπίσημο ύφος, όταν λείπει η αναφορά στην
περίσταση; (Ο Κριαράς σημειώνει μια λέξη ως λόγια αν, όπως λέει,
«χρησιμοποιώντας την έχομε το αίσθημα ότι πρόκειται για λέξη όχι της κοινής
γλώσσας, αλλά για λέξη που χρησιμοποιείται για την ανάγκη της στιγμής». Αλλά
αυτό το κριτήριο είναι υπερβολικά διαισθητικό.) Και πάλι, τα ερωτήματα αυτά δεν
αφορούν μόνο το Λεξικό της Δημοτικής του Κριαρά, αλλά τις ίδιες τις πηγές και
γενικότερα τη νεότερη λεξικογραφική έρευνα.
Αγαπημένε μου κύριε Κριαρά,
Στην ομιλία μου κατά την αναγόρευσή σας σε επίτιμο διδάκτορα του
Πανεπιστημίου Αθηνών σας αποκάλεσα «αρχειοθέτη» («Εμμανουήλ Κριαράς: Ο
αρχειοθέτης»). Δίστασα πολύ τότε να χρησιμοποιήσω αυτόν τον χαρακτηρισμό.
Δεν ήθελα να έχει αρνητικές συνδηλώσεις. Ξέρω ότι κι εσείς δυσκολευτήκατε
κάπως να τον αποδεχτείτε. Αναφερόμουν στην αρχειοθέτηση ως μία εξαντλητική
διαδικασία που με συνέπεια και εργατικότητα εφαρμόζετε στη φιλολογία και στη
λεξικογραφία. Βρίσκω μάλιστα τον όρο πιο ταιριαστό στο λεξικογραφικό σας έργο.
Έλεγα τότε ότι «μεγάλοι επιστήμονες είναι εκείνοι που εισηγούνται και
επεξεργάζονται καινοτόμους τρόπους συγκέντρωσης, ταξινόμησης και ερμηνείας
(με μία λέξη: αρχειοθέτησης) του υλικού με το οποίο καταπιάνονται – και σε τούτο
κυρίως διαφέρουν απ’ όσους απλώς ακολουθούν ή εφαρμόζουν τους τρόπους
αρχειοθέτησης που έχουν εισηγηθεί άλλοι». Δεν μ’ ενδιέφερε με τον όρο
«αρχειοθέτης» να υπαινιχτώ τη θαυμαστή εργατικότητά σας. Δεν ήθελα επίσης να
υπαινιχτώ προσωπικές σας συνήθειες, όπως αυτήν της ευρετηρίασης, στην οποία
αναφέρθηκα σήμερα.
Με ενδιέφερε όμως να πω ότι η αρχειοθέτηση γίνεται πάντοτε πάνω σ’ ένα σώμα
κειμένων συντελεσμένο, ολοκληρωμένο, κλειστό. Διότι και τότε και σήμερα ήθελα
να σας αναγνωριστεί, παρουσία εκλεκτού ακροατηρίου, ότι με το δικό σας έργο,
το έργο του δημοτικισμού ολοκληρώθηκε. Κι ας το αρνείστε.
7