1. Προβληµατισµοί και στόχοι της έρευνας. 1.1. Εισαγωγή. Άρχισα να

1. Προβληµατισµοί και στόχοι της έρευνας.
1.1. Εισαγωγή.
Άρχισα να γράφω αυτό το άρθρο το 2004, µε την σκέψη, ότι είχα ήδη συγκεντρώσει αρκετό
υλικό που έπρεπε να δηµοσιευθεί. Το υλικό αυτό αφορούσε τις έρευνές µου στον τοµέα της
Στρωµατογραφίας και της Τεκτονικής της Ανατολικής Ελλάδας, τις οποίες είχα
πραγµατοποιήσει στο χρονικό διάστηµα 2000 - 2004.
Αργότερα, το κείµενο επεκτάθηκε και περιέλαβε νεότερες έρευνές µου, που έγιναν και στην
υπόλοιπη Ελλάδα. Τελικά, οι παρατηρήσεις µου οργανώθηκαν µέσα στο µυαλό µου και
ταίριαξαν µεταξύ τους τόσο καλά, ώστε να µπορώ να πω, σήµερα, ότι είµαι σε θέση να
διατυπώσω µια νέα ορογενετική θεωρία για την Ελλάδα.
Προηγουµένως, πριν από το 2000, είχα πραγµατοποιήσει µερικές γεωλογικές
χαρτογραφήσεις στην Κρήτη, την Πάρο και την Ανατολική Πελοπόννησο (Τροιζηνία), οι
οποίες, εντελώς τυχαία, µου είχαν δείξει ότι σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις, που
αποτυπώθηκαν βαθιά στην µνήµη µου, υπήρχαν γεωλογικές δοµές, οι οποίες ήταν µη
συµβατές µε τις βασικές θεωρίες και απόψεις, που είχαν διατυπωθεί µέχρι τότε, σχετικά µε
την ορογενετική διαδικασία της Ελλάδας.
Στην αρχή, αυτές οι ασυµβατότητες έµοιαζαν ανεξήγητες και άσχετες µεταξύ τους. Με το
πέρασµα, όµως, του χρόνου και την συστηµατοποίηση των παρατηρήσεών µου άρχισα να
αντιλαµβάνοµαι ότι υπήρχε κάποιο είδος σχέσης µεταξύ τους, πράγµα που µε ώθησε να
εντατικοποιήσω τις προσπάθειές µου να διερευνήσω περαιτέρω το θέµα.
Παρακάτω, εξηγώ ποιες ήταν οι αυτές οι ασυµβατότητες θεωρίας και παρατηρήσεων, που
είχα παρατηρήσει παλαιότερα.
1.2. Ασυµβατότητες µεταξύ της θεωρίας και των παρατηρήσεων.
1.2.1. Άγιος Νικόλαος – Ελούντα Κρήτης.
Η πρώτη µη συµβατή δοµή που είχα παρατηρήσει, ήταν η εµφάνιση σχιστολιθικών
πετρωµάτων και λευκών αδροκρυσταλλικών µαρµάρων που υπάρχουν κάτω από τα
στρώµατα των πλακωδών ασβεστόλιθων (Plattenkalk) της περιοχής Αγίου Νικολάου Ελούντας της Ανατολικής Κρήτης (περιοχή Κατσίκια).
Οι σχετικές χαρτογραφήσεις µου έγιναν το 1980 περίπου, όταν εργαζόµουν στο ΙΓΜΕ, και
περιλαµβάνονται στο φύλλο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ του Γεωλογικού Χάρτη της Ελλάδας,
κλίµακας 1:50.000, έκδοσης 1987, ΙΓΜΕ.
Οι παρατηρήσεις µου δεν συµφωνούσαν µε την άποψη του Creutzburg (Γεωλογικός Χάρτης
της Κρήτης, 1:250.000, ΙΓΜΕ, 1977), ότι οι πλακώδεις ασβεστόλιθοι αποτελούν τον
βαθύτερο σχηµατισµό της Κρήτης. Αντίθετα, έδειχναν ότι κάτω από τους Plattenkalk,
υπήρχαν σχιστολιθικά πετρώµατα και µάρµαρα, τα οποία, κατά την άποψή µου, ήταν δυνατόν
να ανήκουν σε µια ξεχωριστή ενότητα, υποκείµενη των Plattenkalk. ∆υστυχώς, οι συγκυρίες
την εποχή εκείνη δεν µου επέτρεψαν να ερευνήσω διεξοδικότερα το θέµα.
Συµπτωµατικά, µετά από 30 χρόνια, το 2010, επανήλθα στην περιοχή και συνέχισα την
χαρτογράφηση εκείνη. Με την εµπειρία, που διέθετα τώρα πλέον, ήταν εύκολο να
διαπιστώσω, ότι οι Plattenkalk είναι στην πραγµατικότητα ένα ασβεστολιθικό κάλυµµα
επωθηµένο επάνω στο φυλλιτικό σύστηµα της Κρήτης, όπως ακριβώς συµβαίνει και µε το
κάλυµµα των ασβεστόλιθων της ενότητας της Τρίπολης, που ήταν γνωστό στην Κρήτη, εδώ
και πολλές δεκαετίες.
Πάντως, οι χαρτογραφήσεις µου του 1980 µου είχαν ήδη δηµιουργήσει την αίσθηση, ότι
κάτω από τους Plattenkalk ήταν δυνατόν να υπάρχουν σχιστολιθικά πετρώµατα, τα οποία και
αποτελούσαν, πραγµατικά, το υπόβαθρο της Κρήτης.
1.2.2. Νάουσα Πάρου.
Την δεύτερη µη συµβατή δοµή, που µε εντυπωσίασε ιδιαίτερα, την παρατήρησα το 1996,
στην Πάρο, στα περίχωρα της Νάουσας, στην βόρεια πλευρά του νησιού. Εδώ, και πιο
συγκεκριµένα στον λόφο Κανόνι της Νάουσας, παρατήρησα ότι στην κορυφή του λόφου
υπήρχαν στρώµατα λευκοκίτρινων µαρµάρων, ενώ το κύριο σώµα και η βάση του λόφου
αποτελούταν από κροκαλοπαγή και µάργες του Νεογενούς. Η διάταξη αυτή των στρωµάτων
ήταν πολύ χαρακτηριστική και µπορούσε να εξηγηθεί µόνο µε την παραδοχή ότι τα µάρµαρα
ήταν επωθηµένα επί του Νεογενούς.
Αργότερα διαπίστωσα ότι παρόµοιες επωθήσεις υπήρχαν και σε άλλα σηµεία της Πάρου ή
και σε γειτονικά νησιά. Οι παρατηρήσεις µου ήταν πολύ σαφείς και µε υποχρέωναν να
υποθέσω ότι µεγάλες οριζόντιες επωθητικές κινήσεις, µε την µορφή καλυµµάτων, είχαν λάβει
χώρα κατά την διάρκεια του Νεογενούς. Εποµένως, µέσα στο Νεογενές υπήρχε τουλάχιστον
µια µεγάλη συµπιεστική φάση στην περιοχή του Αιγαίου.
Αυτή η υπόθεση, όµως, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση µε την επικρατούσα, τότε, άποψη, ότι το
Νεογενές είναι, γενικώς, µια περίοδος τεκτονικής ηρεµίας. Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν,
ακόµη και σήµερα, ότι το Νεογενές είναι περίοδος γενικής αποσυµπίεσης, σχηµατισµού
κανονικών ρηγµάτων και κατακερµατισµού των πτυχωµένων αλπικών δοµών, που είχαν
δηµιουργηθεί, προηγουµένως, στα όρια Ολιγοκαίνου - Μειοκαίνου.
Λόγω έλλειψης άλλων σχετικών παρατηρήσεων, δεν µπόρεσα, τότε, να καταλήξω σε
οριστικά συµπεράσµατα, όσον αφορά το θέµα των επωθήσεων των µαρµάρων επί του
Νεογενούς, στην περιοχή του Αιγαίου.
Αργότερα, όµως, όταν επισκέφθηκα και άλλες περιοχές της Ελλάδας όπως την Λοκρίδα, την
Βόρεια Εύβοια, την Νάξο και την Κρήτη, µπόρεσα να τεκµηριώσω, χωρίς αµφιβολία, ότι το
Μειόκαινο δεν ήταν περίοδος τεκτονικής ηρεµίας, αλλά ήταν περίοδος επωθήσεων. Κατά την
εποχή αυτή, διάφοροι σχηµατισµοί (µάρµαρα, ασβεστόλιθοι και γνεύσιοι) επωθήθηκαν
επάνω σε µολασσικά ιζήµατα του Νεογενούς. Προφανώς, οι επωθήσεις έγιναν κάτω από την
επίδραση µεγάλων πλευρικών τάσεων, άρα το Νεογενές δεν µπορεί να θεωρείται, πλέον, ως
περίοδος τεκτονικής ηρεµίας.
1.2.3. Τροιζηνία.
Το τρίτο µη συµβατό φαινόµενο, που παρατήρησα, ήταν, το 1998, στην Τροιζηνία, στην
περιοχή των λατοµείων ammonitico rosso του Άνω Φαναρίου, όπου διαπίστωσα ότι οι
τριαδικοί νηριτικοί ασβεστόλιθοι της περιοχής βρίσκονταν επωθηµένοι επί µεγάλων
οφιολιθικών µαζών (περιδοτιτών και σχιστοκερατόλιθων), των οποίων η ηλικία υποτίθεται
ότι ήταν ιουρασική.
Οι ασβεστόλιθοι, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, µπορούµε να υποθέσουµε, ότι ανήκαν
στην Υποπελαγονική ή Πελαγονική ζώνη. Για το θέµα αυτό δεν γίνεται αναφορά στον
γεωλογικό χάρτη κλίµακας 1:50.000 του ΙΓΜΕ, Φύλλο ΛΥΓΟΥΡΙΟΝ, αλλά προσδιορίζεται
η ηλικία τους ως τριαδική.
Οι παρατηρήσεις µου έρχονταν σε αντίθεση µε την γενικότερη άποψη, που επικρατούσε την
εποχή εκείνη (και επικρατεί ακόµη και σήµερα), ότι, δηλαδή, οι οφιόλιθοι της
Υποπελαγονικής ζώνης, επειδή είναι ιουρασικής ηλικίας, παρεµβάλλονται στρωµατογραφικά
µεταξύ των ασβεστόλιθων του Τριαδικού και του Κρητιδικού.
Ως προς την ορθότητα των παρατηρήσεών µου, όµως, δεν υπήρχε καµιά αµφιβολία,
δεδοµένου ότι η εν λόγω επώθηση (τριαδικοί ασβεστόλιθοι επί οφιολίθων) υπήρχε
χαρτογραφηµένη και στον γεωλογικό χάρτη του ΙΓΜΕ µε την µόνη διαφορά ότι στον χάρτη
αυτόν η επώθηση αναφέρεται απλώς ως «τεκτονική επαφή».
Σηµειώνω παρεµπιπτόντως, ότι, όπως παρατήρησα µεταγενέστερα, σε πολλούς χάρτες του
ΙΓΜΕ, συστηµατικά χρησιµοποιείται ο γενικός όρος «τεκτονική επαφή» για τις επωθήσεις,
που είναι µεν ορατές στο ύπαιθρο, αλλά είναι ασύµβατες µε τις στρωµατογραφικές στήλες
των γνωστών τεκτονικών ζωνών.
1.3. Ηλικία των οφιόλιθων.
Στο σηµείο αυτό, ανοίγω µια παρένθεση για να σηµειώσω, ότι η θεωρία περί ιουρασικής
ηλικίας των οφιολίθων είναι πολύ παλαιά και πιθανότατα εισήχθη στην Ελλάδα από ξένους
ερευνητές, που µελετούσαν τις Άλπεις. Η θεωρία αυτή έχει υποστηριχθεί και από τους Renz,
Brunn, Aubouin και άλλους, χωρίς, µέχρι σήµερα, να έχει αµφισβητηθεί. Με την πάροδο του
χρόνου, η µόνη διαφοροποίηση που υπέστη η αρχική θεωρία, ήταν σχετικά µε το ζήτηµα εάν
οι οφιόλιθοι είναι αυτόχθονες ή αλλόχθονες σχηµατισµοί.
Οι παλαιοί ερευνητές είχαν την άποψη ότι οι οφιόλιθοι σχηµατίσθηκαν συγχρόνως µε τα
ιζηµατογενή πετρώµατα, µέσα στα γεωσύγκλινα. Μετά, όµως, την επικράτηση της θεωρίας
της Τεκτονικής των Πλακών, οι νεότεροι ερευνητές διατύπωσαν την άποψη, ότι οι οφιόλιθοι
έχουν αλλόχθονη προέλευση, δηλαδή είναι τµήµατα του πυθµένα ενός ωκεανού, τα οποία,
κατά το στάδιο µιας ορογένεσης, επωθήθηκαν επάνω στα ιζηµατογενή πετρώµατα µιας
γειτονικής ηπείρου. Η διαδικασία αυτή ονοµάσθηκε obduction και προτάθηκε από τον
αµερικανό γεωλόγο Robert G. Coleman, στις αρχές της 10ετίας του 1970.
Έτσι, και στην περίπτωση της Ελλάδας, οι ερευνητές δέχθηκαν, ότι µια ορογένεση συνέβη
κατά το Άνω Ιουρασικό – Κάτω Κρητιδικό µε αποτέλεσµα οι οφιόλιθοι να αποβληθούν από
τον ωκεανό, που βρισκόταν δίπλα στην Πελαγονική ζώνη, και να καλύψουν (ως τεκτονικό
κάλυµµα) τα ιζήµατα που είχαν ήδη αποτεθεί επί της γειτονικής ηπείρου, όπου βρίσκονται
και σήµερα. Η συγκεκριµένη ήπειρος πήρε και το όνοµα «Πελαγονική τριαδική
ασβεστολιθική πλατφόρµα», διότι θεωρήθηκε ότι σε µεγάλο ποσοστό αποτελούταν από
νηριτικούς ασβεστόλιθους του Τριαδικού.
Βέβαια, η θεωρία της ύπαρξης µιας ορογενετικής φάσης που συνέβη µεταξύ Ιουρασικού και
Κρητιδικού, είχε ήδη διατυπωθεί και από προηγούµενους ερευνητές. Η φάση αυτή είχε
ονοµασθεί «Νεοκιµµερική» και ήταν γνωστή στην περιφέρεια του Ειρηνικού ωκεανού, όµως
ήταν σχεδόν άγνωστη στην Ευρώπη και την Ασία. Το κύριο επιχείρηµα που συνηγορούσε
υπέρ της απόψεως ότι και στην Ελλάδα έδρασε η Νεοκιµµερική ορογένεση, ήταν η λεγόµενη
«Κρητιδική Επίκλυση», δηλαδή µια ασυµφωνία που παρατηρείται στην βάση των κρητιδικών
ασβεστόλιθων της ανατολικής Κεντρικής Ελλάδας µε τα υποκείµενα πετρώµατα. Ποια είναι,
όµως, τα υποκείµενα πετρώµατα των κρητιδικών ασβεστόλιθων;
Σύµφωνα µε τον Renz, που µελέτησε την Κεντρική και Νότια Ελλάδα, τα υποκείµενα των
κρητιδικών ασβεστόλιθων στρώµατα αντιστοιχούν σε µια µεικτή σειρά πετρωµάτων, που ο
ίδιος ονόµασε «Σχιστοκερατολιθική ∆ιάπλαση µε Οφιόλιθους». Η σειρά αυτή αποτελούταν
από δύο οµάδες πετρωµάτων, τα εκρηξιγενή και τα ιζηµατογενή, τα οποία είχαν εντελώς
διαφορετική µεταξύ τους προέλευση.
Τα ιζηµατογενή πετρώµατα της διάπλασης αντιστοιχούσαν, σε κλαστικά ιζήµατα (αργίλους,
σχιστόλιθους και ψαµµίτες), τα οποία ο Renz υπέθετε, ότι προήλθαν από την ιζηµατογένεση
των υλικών της διάβρωσης µιας νεοκιµµερικής οροσειράς, που είχε αναδυθεί στην περιοχή
της Ελλάδας, πριν από το Άνω Κρητιδικό. ∆ηλαδή αντιστοιχούσαν σε ένα είδος φλύσχη
ιουρασικής – κρητιδικής ηλικίας. ∆ευτερευόντως, στην κλαστική αυτή σειρά ήταν δυνατόν
να παρεµβάλλονται και οργανικά ιζήµατα µεγάλου βάθους (ραδιολαρίτες και πελαγικοί
ασβεστόλιθοι).
Όσον αφορά τα εκρηξιγενή πετρώµατα, κατά τον Renz, αυτά προέρχονταν από υποθαλάσσιες
εκχύσεις βασαλτικού – οφιολιθικού µάγµατος, που συνέβησαν στον πυθµένα του ωκεανού (ή
γεωσυγκλίνου) ταυτόχρονα µε την διαδικασία απόθεσης των παραπάνω φλυσχοειδών
πετρωµάτων.
Έτσι, λοιπόν, ο Renz αποδεχόµενος την θεωρία της ύπαρξης της νεοκιµµερικής ορογένεσης
κατάφερε να «ερµηνεύσει» την συνύπαρξη σχιστοκερατολιθικής και οφιολιθικής φάσης,
υποστηρίζοντας ότι τα µεν ιζήµατα αποτελούσαν ένα είδος φλύσχη προερχόµενου από την
αποσάθρωση της νεοκιµµερικής οροσειράς, τα δε εκρηξιγενή πετρώµατα προέρχονταν από το
εσωτερικό της Γης.
Μερικοί, όµως, ερευνητές αµφισβήτησαν την ορθότητα αυτών των απόψεων, δεδοµένου ότι
ουδέποτε παρατηρήθηκαν φαινόµενα µεταµόρφωσης επαφής µεταξύ των ιζηµατογενών
(φλυσχοειδών) και των εκρηξιγενών (οφιολιθικών) µελών της διάπλασης, που να
αποδεικνύουν ότι πράγµατι αυτά τα πετρώµατα σχηµατίσθηκαν ταυτόχρονα.
Στην 10ετία του 1970, η εισαγωγή της θεωρίας της obduction, δηλαδή της τεκτονικής
τοποθέτησης των οφιόλιθων επάνω στα ηπειρωτικά περιθώρια, έµοιαζε να δίνει τέλος στο
πρόβληµα της απουσίας φαινοµένων µεταµόρφωσης επαφής. Σύµφωνα µε τις απόψεις αυτές,
τα εκρηξιγενή µέλη της διάπλασης (οφιόλιθοι) σχηµατίσθηκαν, αρχικά, πολύ µακριά από τα
ιζήµατα, στον πυθµένα των ωκεανών, και αργότερα µεταφέρθηκαν τοποθετήθηκαν
τεκτονικώς επί των ιζηµατογενών πετρωµάτων της διάπλασης (φλυσχοειδών), που είχαν ήδη
αποτεθεί κανονικά επί των περιθωρίων µιας γειτονικής ηπείρου. Έτσι, εξηγήθηκε
«ικανοποιητικά» η απουσία φαινοµένων µεταµόρφωσης επαφής. Με άλλα λόγια, έγινε δεκτό
ότι οι οφιόλιθοι έχουν ωκεάνια προέλευση, ενώ τα φλυσχοειδή έχουν ηπειρωτική προέλευση.
Επιπροσθέτως, έγινε δεκτό ότι η τοποθέτηση των οφιολίθων επί των φλυσχοειδών έγινε κατά
το τέλος του Ιουρασικού και µε αυτόν τον τρόπο «διασώθηκε» η παλαιά έποψη περί
ιουρασικής ηλικίας των οφιόλιθων.
1.4. Στρωµατογραφική στήλη της Υποπελαγονικής.
Σύµφωνα µε τα παραπάνω, εάν θέλαµε να αναπαραστήσουµε την στρωµατογραφική στήλη
της Υποπελαγονικής, κατά το διάστηµα Τριαδικό – Κρητιδικό, θα έπρεπε να βάλουµε από
κάτω προς τα επάνω: α) ασβεστόλιθους του Τριαδικού, β) φλυσχοειδή (σχιστοκερατόλιθους),
γ) επιφάνεια επώθησης, δ) οφιόλιθους (περιδοτίτες κλπ.), ε) επιφάνεια επίκλυσης, στ)
κρητιδικούς ασβεστόλιθους.
Στην περιοχή, όµως, της Τροιζηνίας, όπως προανέφερα, οι παρατηρήσεις µου δεν ταίριαζαν
µε την παραπάνω στρωµατογραφική στήλη, διότι όλες έδειχναν ότι οι τριαδικοί ασβεστόλιθοι
της περιοχής ήταν επωθηµένοι επί των οφιόλιθων ή των σχιστοκερατόλιθων.
Βέβαια, θα µπορούσε να υποθέσει κανείς, ότι η επώθηση των τριαδικών ασβεστόλιθων επί
των οφιόλιθων προκλήθηκε από µεταγενέστερα τεκτονικά φαινόµενα, τα οποία µας ήταν
ακόµη άγνωστα. Επίσης, θα µπορούσε να υποθέσει κανείς ότι οι οφιόλιθοι της περιοχής ήταν
προ-τριαδικής ηλικίας, όπως π.χ. συµβαίνει µε τους οφιόλιθους του Λιθανθρακοπέρµιου της
Πάρνηθας. Αυτές, όµως οι υποθέσεις δεν έλυναν το πρόβληµα.
Την εποχή εκείνη, το θέµα της ακριβούς στρωµατογραφικής θέσης των τριαδικών
ασβεστόλιθων της Τροιζηνίας µέσα στην στρωµατογραφική στήλη ήταν επιτακτικό να λυθεί
αµέσως, διότι έπρεπε να δώσω µιαν απάντηση σε ένα βασικό ερώτηµα που µε απασχολούσε,
δηλαδή εάν κάτω από τους σχιστοκερατόλιθους ή οφιόλιθους της Τροιζηνίας υπήρχαν
πράγµατι οι τριαδικοί ασβεστόλιθοι, όπως προέβλεπαν οι παραπάνω θεωρίες, ή όχι.
Εάν πραγµατικά υπήρχαν, µπορούσε κανείς να φανταστεί την δυνατότητα να
κατασκευάσουµε γεωτρήσεις, οι οποίες αφού διαπέρναγαν το οφιολιθικό κάλυµµα, θα
συναντούσαν, από κάτω, τους τριαδικούς ασβεστόλιθους, µέσα στους οποίους υπήρχαν
πιθανώς εγκλωβισµένοι καρστικοί υδροφόροι ορίζοντες. ∆ηλαδή το ενδιαφέρον µου για την
στρωµατογραφία ξεκινούσε από καθαρά υδρογεωλογικούς προβληµατισµούς.
1.5. Οι πρώτες συστηµατικές έρευνές µου.
Συνεχίζοντας τις χαρτογραφήσεις µου στην Τροιζηνία, βεβαιώθηκα, ότι οι τριαδικοί
ασβεστόλιθοι της περιοχής βρίσκονταν πάντα επωθηµένοι επί των οφιόλιθων και των
σχιστοκερατόλιθων. Άρχισα, τότε, να έχω αµφιβολίες ως προς την ορθότητα της θεωρίας της
obduction των οφιόλιθων, που ανέφερα πιο πάνω, σύµφωνα µε την οποία οι οφιόλιθοι θα
έπρεπε να υπέρκεινται τεκτονικώς των τριαδικών ασβεστόλιθων.
Έτσι, ξεκίνησα να ταξιδεύω στην Ελλάδα και να αναζητώ θέσεις, όπου µπορούσα να
παρατηρήσω τις επαφές µεταξύ οφιόλιθων και ασβεστόλιθων και να καταγράφω το είδος των
επαφών και τα διάφορα συναφή φαινόµενα. ∆ιευκρινίζω εδώ, για να γίνω πιο κατανοητός, ότι
αναφέροµαι στους ασβεστόλιθους, οι οποίοι στην βιβλιογραφία είναι γνωστοί ως
ασβεστόλιθοι της Υποπελαγονικής ζώνης (κατά Aubouin και Μαράτο).
Οι αναζητήσεις µου είχαν πάντα ένα στόχο: την διάψευση ή την επαλήθευση της θεωρίας
περί ιουρασικής ηλικίας ή τοποθέτησης των οφιόλιθων. Όπως ήταν φυσικό, οι αναζητήσεις
µου ξεκίνησαν από την Ανατολική Κεντρική Ελλάδα, όπου αφθονούν οι εµφανίσεις
οφιόλιθων.
∆ιαπίστωσα, σιγά - σιγά, ότι στην Ανατολική Ελλάδα οι ασβεστόλιθοι, που αναφέρονται
στους γεωλογικούς χάρτες του ΙΓΜΕ ως ασβεστόλιθοι του Κρητιδικού, δεν είναι
επικλυσιγενείς αλλά είναι πάντοτε επωθηµένοι επί της σχιστοκερατολιθικής διάπλασης µε
οφιόλιθους. ∆ηλαδή, η περίφηµη Κρητιδική Επίκλυση, ουσιαστικά δεν υπήρχε, αλλά ήταν
µια επινόηση, που στόχο είχε να εξυπηρετήσει την θεωρία περί της ύπαρξης της
Νεοκιµµερικής ορογένεσης στην Ελλάδα.
Παρακολουθώντας την βάση των άλλων ασβεστολιθικών εµφανίσεων και ιδιαίτερα των
τριαδικών, διαπίστωσα, ότι και αυτοί οι ασβεστόλιθοι είναι πάντοτε επωθηµένοι επί µιας
άλλης φλυσχοειδούς – σχιστολιθικής ενότητας που ονοµάζεται συνήθως στην βιβλιογραφία
Λιθανθρακοπέρµιο ή Περµοτριαδική Ακολουθία.
Σύµφωνα µε τις παρατηρήσεις µου, υπήρχε µια αναλογία µεταξύ όλων των εµφανίσεων των
µεσοζωικών ασβεστόλιθων, που µπορούσε να συνοψισθεί σε µια φράση: Όλοι οι µεσοζωικοί
ασβεστόλιθοι της Ανατολικής Ελλάδας ήταν επωθηµένοι, άλλοτε επί της
σχιστοκερατολιθικής διάπλασης και άλλοτε επί της περµοτριαδικής ακολουθίας.
Με άλλα λόγια, όλοι οι ασβεστόλιθοι ήταν επωθηµένοι επί δύο διαφορετικών ενοτήτων
ιζηµάτων φλυσχοειδούς µορφής, τα οποία, σύµφωνα µε τις ισχύουσες τότε απόψεις,
αντιστοιχούσαν σε κλαστικά ιζήµατα προερχόµενα από την αποσάθρωση παλαιών γειτονικών
οροσειρών.
Υπήρχε, όµως, και ένα παράδοξο φαινόµενο στις παρατηρήσεις µου, που κέντρισε την
περιέργειά µου: Όλοι οι σχηµατισµοί, που έβλεπα στο ύπαιθρο και αναφέρονταν στους
γεωλογικούς χάρτες του ΙΓΜΕ ως ενότητα της σχιστοκερατολιθικής διάπλασης µε
οφιόλιθους, έµοιαζαν καταπληκτικά µε τους σχηµατισµούς που αναφέρονταν στους χάρτες
ως ενότητα της περµοτριαδικής ακολουθίας. ∆ηλαδή, και οι δύο ενότητες αποτελούνταν από
σχιστόλιθους, ενίοτε ελαφρά µεταµορφωµένους, και από λάβες, οφιόλιθους και
κερατόλιθους. Τελικά, τα λιθολογικά χαρακτηριστικά των δύο ενοτήτων ήταν πανοµοιότυπα.
Το σηµαντικότερο όµως ήταν, ότι οµοιότητα υπήρχε και στους µυλονίτες της βάσης των
επωθηµένων ασβεστόλιθων, ανεξάρτητα εάν οι υπερκείµενοι ασβεστόλιθοι ήταν τριαδικοί ή
κρητιδικοί. Μάλιστα, το υψόµετρο των δύο επιφανειών επώθησης συνέπιπτε συνήθως.
Η παρατήρηση αυτή, µου δηµιουργούσε την αίσθηση, ότι τόσο οι τριαδικοί, όσο και οι
κρητιδικοί ασβεστόλιθοι είχαν επωθηθεί ταυτόχρονα επάνω στα ιζήµατα φλυσχοειδούς
σύστασης (Περµοτριαδική ακολουθία και Σχιστοκερατολιθική ∆ιάπλαση).
Όλα τα παραπάνω, βέβαια, θα µπορούσαν να έχουν µια λογική εξήγηση και πράγµατι να είχε
συµβεί µια επώθηση των τριαδικών ασβεστόλιθων επί της περµοτριαδικής διάπλασης και
αργότερα µια επώθηση των κρητιδικών ασβεστόλιθων επί της σχιστοκερατολιθικής
διάπλασης.
Όµως, υπήρχε κάτι, που δεν ήταν δυνατόν να εξηγηθεί εύκολα και αυτό ήταν ο καθορισµός
της στρωµατογραφικής θέσης των οφιόλιθων.
Οι σύγχρονοι ερευνητές, όπως ανέφερα στην παράγραφο 1.3, δέχονται ότι οι οφιόλιθοι είναι
αλλόχθονες ωκεάνιοι σχηµατισµοί, που τοποθετήθηκαν κατά το τέλος του Ιουρασικού επί
των τριαδικο-ιουρασικών ασβεστόλιθων της ζώνης Ανατολικής Ελλάδας, ακολουθώντας την
διαδικασία της obduction.
Όµως εγώ, στις διάφορες περιοδείες µου, δεν διαπίστωνα τα παραπάνω. Αντίθετα, έβλεπα,
ότι οφιόλιθοι, ακριβώς ίδιοι µε τους «ιουρασικούς», υπήρχαν και µέσα στην περµοτριαδική
διάπλαση να υπόκεινται των τριαδικών ασβεστόλιθων. Τι συνέβαινε, λοιπόν; Είχαµε µια
τοποθέτηση οφιόλιθων (obduction) και πριν από το Τριαδικό; Αυτό έµοιαζε να είναι εντελώς
απίθανο.
∆ιότι, το γεωλογικό µου ένστικτο δεν µπορούσε να παραδεχθεί ότι ήταν δυνατόν να έχουµε
δύο διαφορετικές εκβολές οφιολίθων από ωκεανούς, οι οποίες να έχουν επαναληφθεί σε
διαφορετικές εποχές και µάλιστα στην ίδια περιοχή της Γης. Ήµουν σίγουρος ότι κάτι άλλο
συνέβαινε.
1.6. Η λύση του αινίγµατος.
Το κλειδί στην λύση του παραπάνω αινίγµατος µου το έδωσε µια διαδροµή στην Πάρνηθα,
στο Κάστρο της Φυλής, το 2003. Παρατήρησα τότε, ότι επί ενός σχηµατισµού, που στον
χάρτη του ΙΓΜΕ αναφερόταν ως φλύσχης, υπήρχαν επωθηµένοι κρητιδικοί ασβεστόλιθοι. Ο
φλύσχης αυτός είχε τα χαρακτηριστικά του σχιστόλιθου των Αθηνών, επάνω στον οποίο, ως
γνωστόν, βρίσκονται επωθηµένοι οι κρητιδικοί ασβεστόλιθοι των λόφων της Αθήνας
(Ακρόπολη, Λυκαβηττός, Τουρκοβούνια).
Τότε, αντιλήφθηκα, για πρώτη φορά, ότι τρεις φλυσχοειδείς ενότητες, που αναφέρονταν από
τον Renz ότι εµφανίζονται στην Κεντρική Ανατολική Ελλάδα, δηλαδή α) τα
Λιθανθρακοπέρµια στρώµατα (ή Περµοτριαδική ακολουθία), β) η Σχιστοκερατολιθική
∆ιάπλαση µε Οφιόλιθους και γ) ο Φλύσχης (της Υποπελαγονικής ή του Παρνασσού), στην
πραγµατικότητα αποτελούν όλες µαζί µια ενότητα, επάνω στην οποία έχουν επωθηθεί όλοι οι
µεσοζωικοί ασβεστολιθικοί σχηµατισµοί της Αττικής, της Βοιωτίας και γενικότερα της
Υποπελαγονικής ζώνης. Σύµφωνα µε όλες τις παρατηρήσεις, που είχα µέχρι τότε, στην ίδια
ενότητα µε τα φλυσχοειδή θα έπρεπε να περιληφθεί και ο Σχιστόλιθος των Αθηνών, ο οποίος
δεν ήταν τίποτα άλλο παρά µια ηµιµεταµορφωµένη παραλλαγή της Σχιστοκερατολιθικής
∆ιάπλασης µε Οφιόλιθους ή της Περµοτριαδικής Ακολουθίας.
Επιπροσθέτως, αντιλήφθηκα, ότι οι τέσσερις φλυσχοειδείς ενότητες (Λιθανθρακοπέρµιο,
Σχιστοκερατολιθική ∆ιάπλαση, Φλύσχης και Σχιστόλιθος των Αθηνών) δεν είχαν προέλευση
κλαστική - ηπειρωτική, όπως υπέθεταν οι Renz, Aubouin και Μαράτος, αλλά προέλευση
ωκεάνια (αβυσσική). Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πάντα τα φλυσχοειδή αυτά
πετρώµατα συνοδεύονται και από οφιόλιθους, που αναµφισβήτητα έχουν ωκεάνια
προέλευση.
Το λάθος των ερευνητών, τόσο της εποχής εκείνης (δεκαετία 1950), όσο και της σηµερινής,
είναι ότι θεωρούσαν και θεωρούν τα παραπάνω πετρώµατα ως «κλαστικούς» σχηµατισµούς
προερχόµενους από την αποσάθρωση παλαιών οροσειρών, που είχαν σχηµατισθεί σε τρεις
διαφορετικές εποχές: α) τα µεταµορφωµένα τα θεωρούσαν ότι είχαν παλαιοζωική (περµική)
ηλικία, β) τα ηµιµεταµορφωµένα ότι είχαν µεσοζωική (ιουρασική) ηλικία και γ) τα
αµεταµόρφωτα (φλυσχοειδή) ότι είχαν καινοζωική ηλικία.
Ο ίδιος ο Renz είχε αντιληφθεί ότι υπήρχαν οφιόλιθοι µέσα και στις τρεις αυτές ενότητες
πετρωµάτων και για τον λόγο αυτό είχε υποστηρίξει, ότι υπήρχαν τρεις διαφορετικές περίοδοι
οφιολιθικών εκχύσεων µέσα στα κλαστικά ιζήµατα, δηλαδή εκχύσεις παλαιοζωικής,
µεσοζωικής και καινοζωικής ηλικίας.
Επίσης, πρέπει να προσθέσουµε ότι ο Renz θεωρούσε ότι η δηµιουργία κάθε µιας από τις
«κλαστικές» σειρές οφειλόταν και σε µια διαφορετική ανάδυση ενός τµήµατος της Ελλάδας,
δηλαδή σε µιαν άλλη ορογένεση. Έτσι, κατέληγε στο συµπέρασµα ότι είχαν γίνει τρεις
διαδοχικές ορογενέσεις στην Ανατολική Ελλάδα: η πρώτη στο Πέρµιο, η δεύτερη στο
Ιουρασικό και η τρίτη (η κυρίως αλπική) στο Ηώκαινο - Ολιγόκαινο.
Με βάση τις δικές µου αντιλήψεις, που ανέφερα παραπάνω, οι τρεις «κλαστικές-ηπειρωτικές»
ενότητες του Renz συγχωνεύονται σε µία µόνο «ωκεάνια εκρηξιγενή και ιζηµατογενή»
ενότητα, η οποία έχει τις εξής ιδιότητες:
Α) Από πετρολογικής απόψεως, έχει τα χαρακτηριστικά ενός ωκεάνιου πυθµένα, όπου
συνυπάρχουν διάφορα εκρηξιγενή πετρώµατα. Τέτοια πετρώµατα είναι οι περιδοτίτες, οι
βασάλτες, οι λάβες και οι τόφφοι, οι οφιόλιθοι κλπ.
Β) Εκτός από εκρηξιγενή πετρώµατα, η νέα ωκεάνια ενότητα έχει και ιζηµατογενή και αυτά
αντιστοιχούν στον φλύσχη ή σε διάφορες φλυσχοειδείς παραλλαγές του. Μέχρι σήµερα, ο
φλύσχης θεωρείται ως «κλαστικό» ίζηµα προερχόµενο από την αποσάθρωση αναδυοµένων
οροσειρών. Η δική µου αντίληψη είναι ότι ο φλύσχης είναι ίζηµα «αβυσσικού
περιβάλλοντος», που σχηµατίσθηκε στον πυθµένα των ωκεανών, σε πολύ µεγάλες
αποστάσεις από τις ηπείρους και σε συνθήκες που δεν έχουν καµία σχέση µε την ορογένεση.
Γ) Σύµφωνα µε όλες τις ενδείξεις που έχω, ο φλύσχης έχει αποτεθεί επάνω από τα εκρηξιγενή
πετρώµατα που συγκροτούν την βαθύτερη στοιβάδα του ωκεάνιου φλοιού. Αυτή βέβαια η
νέα αντίληψη, θα πρέπει να οδηγήσει σε επαναπροσδιορισµό του ρόλου του φλύσχη, µέσα
στο τεκτονικό οικοδόµηµα της Ελλάδος, πράγµα ιδιαίτερα σηµαντικό για τις περιοχές της
∆υτικής Ελλάδας, όπου αφθονεί ο φλύσχης και οι ασβεστολιθικές ενότητες Πίνδου,
Γαβρόβου και Ιονίου.
∆) Από απόψεως τεκτονικής θέσεως, πρέπει να διευκρινισθεί ότι η νέα ωκεάνια ενότητα
αποτελεί το ενιαίο υπόβαθρο επάνω στο οποίο επωθήθηκαν όλοι οι µεσοζωικοί ασβεστόλιθοι
της Ελλάδας, καθώς και άλλα πετρώµατα που θα δούµε λεπτοµερέστερα παρακάτω.
Εποµένως δεν τίθεται πλέον θέµα προσδιορισµού της στρωµατογραφικής θέσης των
τριαδικών, ιουρασικών και κρητιδικών ασβεστόλιθων της Υποπελαγονικής ζώνης ή των
άλλων ζωνών.
Ε) Όλα τα ασβεστολιθικά πετρώµατα αποτελούν αλλόχθονες σχηµατισµούς που προέρχονται
από την ιζηµατογένεση που έγινε σε αβαθείς θάλασσες, σε περιβάλλον ηπειρωτικής
υφαλοκρηπίδας, δηλαδή σε περιβάλλον άσχετο προς το περιβάλλον σχηµατισµού των
οφιολίθων και του φλύσχη. Η σηµερινή ανάµιξη των πετρωµάτων ηπειρωτικής και ωκεάνιας
προέλευσης, που παρατηρείται µέσα στις οροσειρές, οφείλεται στο γεγονός ότι οι
ασβεστόλιθοι επωθήθηκαν επάνω στο ενιαίο φλυσχοειδές - οφιολιθικό υπόβαθρο της
Ελλάδας, σχετικά πρόσφατα (κατά το τέλος του Μειοκαίνου) και σχηµάτισαν διάφορα
τεκτονικά καλύµµατα, τοποθετηµένα το ένα δίπλα στο άλλο. Οι έρευνές µου έχουν
προχωρήσει ήδη αρκετά και διαπίστωσα, ότι όλοι οι ασβεστόλιθοι των δυτικών ζωνών της
Ελλάδας (Πίνδου, Τρίπολης και Ιονίου) βρίσκονται επωθηµένοι επί ενός και µόνο φλύσχου,
που συνήθως αναφέρεται στην βιβλιογραφία σαν φλύσχης της Πίνδου ή της Ιονίου ζώνης.
Παρακάτω, για να µην υπάρξει παρεξήγηση, χρησιµοποιώ τον όρο «φλυσχοειδή» πετρώµατα,
αντί του όρου «κλαστικά», για τα αβυσσικά ιζήµατα, επειδή ο όρος «κλαστικά» παραπέµπει
σε έννοιες αποσάθρωσης και µεταφοράς υλικών, που δεν έχουν σχέση µε το αβυσσικό
περιβάλλον. Εποµένως, τα «φλυσχοειδή» πετρώµατα, σύµφωνα µε την δική µου ορολογία,
είναι τα πυριτικά ιζήµατα (άργιλοι και ψαµµίτες), που σχηµατίσθηκαν σε πολύ µεγάλο βάθος
από την κατακρήµνιση των πυριτικών σωµατιδίων που αιωρούνται µέσα στο θαλασσινό νερό.
Όπως θα δούµε παρακάτω, ο ρόλος του «κλαστικού» ιζήµατος, δηλαδή του πετρώµατος που
σχηµατίζεται από την ανάδυση και αποσάθρωση γειτονικών ηπείρων, σύµφωνα µε την δική
µου ορολογία, περιορίζεται πλέον µόνο στην µολάσσα. Έτσι υπάρχει σαφής διαχωρισµός, ως
προς την γένεση των πετρωµάτων αυτών, µεταξύ του «φλύσχη» και της «µολάσσας».
1.7. Τα πρώτα γενικά συµπεράσµατα.
Για να επιβεβαιώσω ή να διαψεύσω τις παραπάνω απόψεις ή υποθέσεις µου, άρχισα, στην
συνέχεια, να επισκέπτοµαι και να χαρτογραφώ συστηµατικά περιοχές, όπου οι ασβεστόλιθοι
ή τα µάρµαρα διαφόρων ενοτήτων (Πελαγονικής, Τρίπολης, Πίνδου, Γαβρόβου, Ιονίου)
έρχονταν σε επαφή µε σχιστολιθικά, φλυσχικά ή οφιολιθικά πετρώµατα και να ελέγχω το
είδος της επαφής και την σχετική θέση των διαφόρων ενοτήτων.
∆ιαπίστωσα, ότι παντού στην Ελλάδα οι ασβεστόλιθοι και ορισµένα µεταµορφωµένα
πετρώµατα, όπως τα µάρµαρα και οι γνεύσιοι, που τα συνοδεύουν, σχηµατίζουν τεκτονικά
καλύµµατα και κατέχουν την ανώτερη θέση στην στρωµατογραφική στήλη. Αντίθετα, οι
σχιστοκερατόλιθοι, οι οφιόλιθοι και ο φλύσχης, καταλαµβάνουν πάντα την κατώτερη θέση
και παίζουν τον ρόλο του υποβάθρου. Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι η κατώτερη σειρά, σε
ορισµένες περιοχές της Ελλάδας (Μακεδονία, Κρήτη, Πελοπόννησος) εµφανίζεται ελαφρά
έως µέτρια µεταµορφωµένη. Αυτό το χαρακτηριστικό οδήγησε τους παλαιότερους ερευνητές
στην λανθασµένη άποψη ότι το υπόβαθρο της Ελλάδας αποτελείται από µεταµορφωµένα
παλαιοζωικά πετρώµατα, που ανήκουν στην ασπίδα (Kraton) της Ευρώπης, δηλαδή
αποτελείται από ηπειρωτικό φλοιό. Σύµφωνα, όµως, µε τις παρατηρήσεις µου και όσα
ανέφερα πιο πάνω, στην πραγµατικότητα το υπόβαθρο της Ελλάδας αποτελείται από ωκεάνιο
φλοιό, ο οποίος εν µέρει µπορεί να παρουσιάζεται σήµερα ελαφρά ή µέτρια
µεταµορφωµένος. Το σηµείο αυτό είναι κεφαλαιώδους σηµασίας για την κατανόηση της
ορογένεσης στην Ελλάδα.
Παράλληλα άρχισα να εξετάζω και την τεκτονική θέση των νεογενών σχηµατισµών και ιδίως
της µολάσσας. Πολύ γρήγορα διαπίστωσα, ότι πάντα οι ασβεστόλιθοι και τα µάρµαρα των
τεκτονικών καλυµµάτων είναι επωθηµένα, όχι µόνο επί του ωκεάνιου υποβάθρου, αλλά και
επί του Νεογενούς, πράγµα που είχα παρατηρήσει και πριν από πολλά χρόνια στην Πάρο. Με
την πάροδο του χρόνου, συνειδητοποίησα ότι τα τεκτονικά καλύµµατα πρέπει να
τοποθετήθηκαν στον ελληνικό χώρο κατά το τέλος του Μειοκαίνου (Μεσσήνιο). Αυτό
συνάγεται από την παρατήρηση, ότι τα νεότερα στρώµατα του υποβάθρου, που συναντούµε
κάτω από τις επιφάνειες επώθησης είναι συνήθως Μεσσηνίου ηλικίας.
Πιο συγκεκριµένα, µπορούµε να πούµε, ότι, στα αρχικά στάδια της ορογένεσης, δηλαδή κατά
την έναρξη των οριζόντιων συµπιέσεων, τα µεσοζωικά ασβεστολιθικά πετρώµατα µιας ή
περισσότερων πλατφόρµων, που σχηµατίσθηκαν στο ηπειρωτικό περιθώριο, επωθήθηκαν επί
των οφιόλιθων, του φλύσχου και του Νεογενούς (Μειοκαίνου) ενός γειτονικού ωκεανού
σχηµατίζοντας τα αναφερθέντα καλύµµατα. Πιθανότατα, ο πυθµένας του ωκεανού να είχε
ήδη αρχίσει, αρκετά νωρίτερα, να ανυψώνεται και να µετατρέπεται σε θάλασσα µικρού
βάθους ή και να είχε αναδυθεί τελείως. Αυτό συνάγεται από την παρατήρηση, ότι σε πολλά
σηµεία της Ελλάδας η βάση του Νεογενούς εµφανίζεται να είναι επικλυσιγενής επί του
φλύσχου και µάλιστα µε συµφωνία στρώσης ή παρεµβολή στρωµάτων ενδιάµεσης σύστασης
µεταξύ φλύσχου και µολάσσας. Τέτοιο παράδειγµα αποτελούν οι µάργες του Επταχωρίου,
στην ∆υτική Μακεδονία, που επικάθονται κατ’ ευθείαν (και σε συµφωνία) επάνω στον
λεγόµενο φλύσχη της Πίνδου.
Οι επωθήσεις των αλλόχθονων ασβεστολιθικών καλυµµάτων επί του υποβάθρου έγιναν
σχετικά εύκολα, διότι η επιφάνεια επί της οποίας ολίσθησαν ή σύρθηκαν οι ασβεστόλιθοι,
ήταν σχεδόν επίπεδη και οριζόντια. Κατά την φάση αυτή, µπορούµε να φανταστούµε, ότι οι
επιφάνειες επώθησης ήταν επίπεδες και σε µικρό υψόµετρο.
Τα ασβεστολιθικά καλύµµατα φαίνεται ότι είχαν διαφορετικές αρχικές προελεύσεις.
∆ιακρίνουµε µη µεταµορφωµένους ασβεστόλιθους, που ανήκουν στις γνωστές ενότητες
Υποπελαγονικής, Παρνασσού, Πίνδου, Τρίπολης, Γαβρόβου και Ιονίου, καθώς και
µεταµορφωµένους ασβεστόλιθους, όπως είναι τα µάρµαρα Κοζάνης, Καβάλας, Θάσου,
Πηλίου, Πεντέλης, Υµηττού, Πάρου, Νάξου κλπ. Στα µεταµορφωµένα καλύµµατα
περιλαµβάνεται και η σειρά των Plattenkalk της Κρήτης και του Πάρνωνα ή Ταΰγετου.
Κάθε µια από τις παραπάνω ασβεστολιθικές αλλόχθονες ενότητες έχει ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά, λιθολογικά, παλαιοντολογικά και τεκτονικά, που µας επιτρέπουν να τις
διακρίνουµε µεταξύ τους. Π.χ. οι ασβεστόλιθοι της Πίνδου είναι κοκκινωποί ή λευκοί,
µαργαϊκοί, λεπτοπλακώδεις, µε παρεµβολές ραδιολαριτών στα κατώτερα στρώµατά τους και,
κυρίως, έντονα πτυχωµένοι πρωτογενώς µε µικροπτυχές ακτίνας καµπυλότητας της κλίµακας
των 20 – 100 µ. Η ηλικία τους είναι κρητιδική – ηωκαινική. Γενικά µπορούµε να τους
χαρακτηρίσουµε ως πελαγικής φάσης.
Ως πρωτογενείς πτυχώσεις εννοούµε τις πτυχώσεις που προκλήθηκαν µέσα στην επωθούµενη
ασβεστολιθική µάζα κατά το στάδιο της µεταφοράς και της τοποθέτησης του καλύµµατος, σε
αντιδιαστολή προς τις κύριες ορογενετικές πτυχώσεις, που συνέβησαν λίγο αργότερα - αφού
είχαν τοποθετηθεί τα καλύµµατα - και οι οποίες παραµόρφωσαν ολόκληρο τον φλοιό της Γης,
επιδρώντας ταυτόχρονα και επί του ωκεάνιου υποβάθρου και επί των ασβεστολιθικών
καλυµµάτων.
Η ύπαρξη πρωτογενών πτυχώσεων είναι χαρακτηριστικό γνώρισµα των ασβεστόλιθων της
Πίνδου, οι οποίοι φαίνεται ότι παρουσίαζαν µεγάλη ευκαµψία και παραµορφώνονταν εύκολα
κάτω από την επίδραση των οριζόντιων τάσεων, στις οποίες οφείλονταν η µετακίνηση και
τοποθέτηση του καλύµµατος.
Σε αντίθεση µε του ασβεστόλιθους της Πίνδου, οι ασβεστόλιθοι της Υποπελαγονικής και του
Παρνασσού είναι παχυστρωµατώδεις, χρώµατος γκρίζου, λευκού ή κιτρινωπού, ελάχιστα
πτυχωµένοι πρωτογενώς, τριαδικής έως ηωκαινικής ηλικίας. Γενικά, µπορούµε να τους
χαρακτηρίσουµε ως νηριτικής φάσης. Μεταξύ τους, οι ασβεστόλιθοι της Υποπελαγονικής και
του Παρνασσού, δεν παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές. Μπορούµε να πούµε ότι ανήκουν
στην ίδια γεωτεκτονική ενότητα. Η παρουσία των βωξιτών, που παλαιότερα χαρακτήριζε την
ζώνη του Παρνασσού, δεν µπορεί να χαρακτηρισθεί πλέον ως γνώρισµα της ζώνης του
Παρνασσού.
Όπως θα δείξω παρακάτω, οι βωξίτες δεν παρεµβάλλονται µέσα στους ασβεστόλιθους ούτε
αποτελούν τµήµα του επωθηµένου ασβεστολιθικού καλύµµατος του Παρνασσού. Στην
πραγµατικότητα είναι λατεριτικά κοιτάσµατα εγκλωβισµένα στην ζώνη της επώθησης,
µεταξύ του υποκείµενου φλύσχου ή της σχιστοκερατολιθικής διάπλασης και του
υπερκείµενου ασβεστολιθικού καλύµµατος. Υπενθυµίζουµε, άλλωστε, ότι βωξίτες υπάρχουν
και σε πολλές άλλες περιοχές της Ελλάδας, εκτός Παρνασσού.
Μετά την τοποθέτηση των αλλόχθονων καλυµµάτων, δηλαδή µετά το Μεσσήνιο, η
κατάσταση στην περιοχή της Ελλάδας άλλαξε απότοµα. Κάτω από την επίδραση µιας πολύ
σηµαντικής και άνευ προηγούµενου συµπιεστικής φάσης, όλες η µέχρι τότε σχηµατισθείσες
δοµές, περιλαµβανοµένων των καλυµµάτων πτυχώθηκαν σαν ένα σύνολο.
Κατά την άποψή µου, η φάση αυτή αποτελεί και την κύρια ορογενετική φάση της Ελλάδας
στα πλαίσια της λεγόµενης Αλπικής Ορογένεσης και κατά πάσα πιθανότητα σηµειώθηκε στο
Κάτω Πλειόκαινο.
Έτσι δηµιουργήθηκαν µεγάλα αντίκλινα, που αντιστοιχούν στις σηµερινές οροσειρές. Η
ακτίνα καµπυλότητας των αντικλίνων αυτών είναι χιλιοµετρικών διαστάσεων, δηλαδή της
τάξης των 5 – 100 χλµ.
Η Πίνδος αποτελεί, χωρίς αµφιβολία, το µεγαλύτερο σε µήκος και πλάτος αντίκλινο, που
σχηµατίσθηκε στην Ελλάδα. Μικρότερο σε οριζόντιες διαστάσεις, αλλά µε µεγαλύτερο, ίσως,
ύψος είναι το αντίκλινο του Ολύµπου.
Λόγω της ορογένεσης και του σχηµατισµού των µεγάλων αντικλίνων, τα ασβεστολιθικά
καλύµµατα µαζί µε το ωκεάνιο υπόβαθρό τους ανυψώθηκαν σηµαντικά. Η βάση των
ασβεστόλιθων από το επίπεδο της θάλασσας περίπου, όπου βρισκόταν προηγουµένως,
έφθασε και ξεπέρασε σε ορισµένες περιπτώσεις το υψόµετρο των 1500 µ. Αυτό το φαινόµενο
παρατηρείται χαρακτηριστικά στον Όλυµπο, τον Παρνασσό, τον Τυµφρηστό, τα Τζουµέρκα,
την Πάρνηθα και σε όλα σχεδόν τα µεγάλα βουνά της Ελλάδας. Έτσι εξηγείται και η πολύ
διαδοµένη παρατήρηση ότι οι βουνοκορφές της Ελλάδας σχηµατίζονται συνήθως από
ασβεστολιθικά πετρώµατα.
Ένα άλλο σηµαντικό χαρακτηριστικό της ορογένεσης είναι ότι στις µεταξύ των οροσειρών
περιοχές δεν σχηµατίσθηκαν µεγάλα σύγκλινα ή βυθίσµατα, όπως ίσως θα περίµενε κανείς.
Φαίνεται ότι οι περιοχές αυτές ήταν αδύνατον να βυθισθούν και έµειναν στην θέση τους,
σχεδόν επίπεδες και οριζόντιες και σε πολύ χαµηλά υψόµετρα. Σήµερα, οι περιοχές αυτές
αντιστοιχούν στις µεγάλες πεδιάδες της χώρας, όπως είναι η Θεσσαλία, η Κωπαΐδα, το
Αργολικό πεδίο, τα Μεσόγεια Αττικής κλπ.
Τέλος, θα πρέπει να αναφέρω, ότι υπάρχουν και ορισµένες παλαιές αντιλήψεις, πολύ
διαδεδοµένες, σχετικά µε την γεωλογία της Ελλάδας, οι οποίες διαψεύσθηκαν από τις
παρατηρήσεις µου. Για παράδειγµα αναφέρω χαρακτηριστικά, ότι κατά τις περιοδείες µου
στην Ελλάδα, ουδέποτε συνάντησα φλύσχη να καλύπτει µε κανονική επαφή µεσοζωικά
ανθρακικά πετρώµατα. Αντίθετα, παρατήρησα ότι πάντα ο φλύσχης υπόκειται τεκτονικά των
ασβεστόλιθων.
Το ίδιο συµβαίνει και µε τους µειοκαινικούς µολασσικούς σχηµατισµούς. Ουδέποτε
παρατήρησα νεογενή µολασσικά πετρώµατα να έχουν αποτεθεί κανονικά (µε επίκλυση)
επάνω σε µεσοζωικούς ασβεστόλιθους. Αντίθετα, οι µολάσσες εµφανίζονται πάντα
επικλυσιγενείς µόνο επί των οφιολιθικών και σχιστολιθικών ωκεάνιων πετρωµάτων, ενώ
πάντοτε υπόκεινται τεκτονικά των ασβεστολιθικών καλυµµάτων.
Οι παραπάνω ανακαλύψεις διευκρινίζουν θέµατα που σχετίζονται µε την Γεωλογία της
Ελλάδας και απαντούν σε ερωτήµατα που παρέµεναν χωρίς απάντηση επί πολλά χρόνια µέχρι
σήµερα. Πιστεύω, όµως, επί πλέον, ότι οι ανακαλύψεις αυτές ανοίγουν νέους ορίζοντες για
την κατανόηση των διαδικασιών της Αλπικής Ορογένεσης, στα πλαίσια, φυσικά, της Θεωρίας
Τεκτονικής των Πλακών.
Έτσι, µετά από µια δεκαετία συνεχών αναζητήσεων, έφθασα στην σηµερινή εποχή, όπου,
αισθάνοµαι την ανάγκη να γράψω το άρθρο αυτό, µε την ελπίδα ότι θα µεταβιβάσω στον
αναγνώστη µου ορισµένες από τις παρατηρήσεις µου, µαζί µε τα συµπεράσµατα στα οποία
κατέληξα. Όπως είναι φυσικό να συµβαίνει σε κάθε παρόµοια έρευνα, που βρίσκεται εν
εξελίξει, επιφυλάσσοµαι στο µέλλον να αναπτύξω περαιτέρω ορισµένα κεφάλαια.
2. Περί ορογενέσεων
2.1. Κλασσικές απόψεις για την ελληνική ορογένεση.
Η γεωλογική δοµή της Ελλάδας, έτσι όπως αναφέρεται σήµερα στα πανεπιστηµιακά
συγγράµµατα και στους γεωλογικούς χάρτες του ΙΓΜΕ, φαίνεται ότι άρχισε να ξεκαθαρίζει
κατά την περίοδο 1950 - 1960, όταν οι Renz και Aubouin πρότειναν ένα θεωρητικό µοντέλο,
για να ερµηνεύσουν την υποδιαίρεση του ελληνικού χώρου σε Γεωτεκτονικές Ζώνες. Η
υποδιαίρεση αυτή βασιζόταν στις εργασίες παλαιότερων ερευνητών και ακολουθούσε τις
ιδέες που επικρατούσαν την εποχή εκείνη σχετικά µε την γεωλογία των Άλπεων και την
υποδιαίρεσή τους σε γεωτεκτονικές ζώνες.
Ο Renz άρχισε τις έρευνές του από την Κέρκυρα, το 1903. Πολύ αργότερα συστηµατοποίησε
τα αποτελέσµατα των ερευνών του στα εξής έργα του:
Α) Renz C. (1940). Die Tektonik der griechischen Gebirge. Pragm. Acad. Athinon, 8, 171 S.,
Athen.
Β) Ρεντζ Κ. (1953). Τεκτονική της Ελλάδος (Μετάφραση Α. ∆. Χαραλάµπους), 240 σελ.
Γ) Renz C. (1955). Die vorneogene Stratigraphie der normalsedimentären Formationen
Griechenlands. Inst. Geol. Sub. Res., 637 p., Athens.
Στα παραπάνω έργα του, ο Renz αναφέρει λεπτοµερώς τα στρωµατογραφικά χαρακτηριστικά
των ζωνών Παξών, Αδριατικοϊονίου, Τρίπολης, Πίνδου, Παρνασσού, Ανατολικής Ελλάδας
κλπ. Οι έννοιες α) του φλύσχη, που αποτελεί το τελευταίο ίζηµα κάθε ζώνης, β) της διάδοσης
της ορογένεσης από τα ανατολικά προς τα δυτικά, γ) της επώθησης των ανατολικών ζωνών
επί των δυτικότερων, δ) της υποδιαίρεσης της ζώνης της Πίνδου σε λέπια κλπ. αναφέρονται
µε λεπτοµέρειες στο έργο του. Έχω την άποψη, ότι ο Renz θα µπορούσε να θεωρηθεί ως ο
πατέρας της σύγχρονης γεωλογίας της Ελλάδας.
Ο Aubouin συνέχισε το έργο του Renz, δίνοντας ιδιαίτερη έµφαση στην παλαιογεωγραφία
και στην τεκτονική εξέλιξη της Ελλάδας. Ξεκίνησε τις έρευνές του το 1954, σε ηλικία 26
ετών, χαρτογραφώντας την Κεντρική Πίνδο. Τα αποτελέσµατα των ερευνών του
περιλαµβάνονται στα εξής έργα του:
Α) Aubouin J. (1957). Sur la Géologie de la bordure Méridionale de la plaine de Trikkala.
Ann. Geol. des P. Hellen., 8, Athènes.
Β) Aubouin J. (1959). Contribution à l'étude géologique de la Grèce septentrionale; les
confins de l' Epire et de la Thessalie. Thèse sciences, Univ. Paris, 1958 et Ann. Géol. Pays
Hellén., 10, 1 - 525, Athènes.
Γ) Aubouin J. (1965). Geosynclines. - Developments in geotectonics, 1, Amsterdam, Elsevier,
350 p.
∆) Aubouin J. et all. (1968). Précis de Géologie, Tome 3 - Tectonique, morphologie, globe
terrestre, Paris, Dunod, 549 p.
Στα παραπάνω έργα του ο Aubouin κάνει µια προσπάθεια να διατυπώσει µια νέα ορογενετική
θεωρία, στα πλαίσια βέβαια πάντοτε της γενικής θεωρίας των Γεωσυγκλίνων. Σε όλα τα έργα
του, για να υποστηρίξει τις απόψεις του, κάνει συχνή αναφορά στην γεωλογία της Ελλάδας,
όπως, φυσικά, την αντιλαµβανόταν αυτός.
Στο µοντέλο του Aubouin, οι Γεωτεκτονικές Ζώνες της Ελλάδας αντιστοιχούν σε παλαιές
υποθαλάσσιες τάφρους ή υβώµατα που έχουν την µορφή γεωσυγκλίνων και γεωαντικλίνων
παραλλήλως διατεταγµένων. Οι δοµές αυτές, υποτίθεται, ότι κατά το Παλαιογενές
συµπιέσθηκαν πλευρικά, µε αποτέλεσµα να πτυχωθούν, να αναδυθούν και να σχηµατίσουν
όλες τις σηµερινές οροσειρές της Ελλάδας.
Έτσι, ο κύκλος κάθε ζώνης περιελάµβανε τρία βασικά στάδια: α) την απόθεση των ιζηµάτων
κάθε ζώνης µέσα σε µια τάφρο ή επάνω σε ένα ύβωµα, β) την πλευρική συµπίεση της ζώνης
και την ανύψωσή της πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας (ανάδυση) και γ) την τελική
πτύχωση της ζώνης και την επώθησή της επί της αµέσως επόµενης ζώνης, προς τα δυτικά.
Οι εργασίες του Renz στον τοµέα της Στρωµατογραφίας και του Aubouin στον τοµέα της
Τεκτονικής έγιναν γρήγορα αποδεκτές από τους γεωλόγους και οι θεωρίες τους απέκτησαν
πολλούς υποστηρικτές και θαυµαστές στην Ελλάδα.
Το 1972, ο Γεώργιος Μαράτος, τέως ∆ιευθυντής του Ινστιτούτου Γεωλογίας (νυν ΙΓΜΕ),
εξέδωσε το βιβλίο του µε τίτλο Γεωλογία της Ελλάδος, στο οποίο περιέλαβε, για πρώτη
φορά, όλες τις τότε βασικές γνώσεις και θεωρίες σχετικά µε την Στρωµατογραφία, την
Τεκτονική, την Μαγµατική ∆ράση και την Μεταλλογένεση της Ελλάδας.
Σχεδόν ολόκληρη η γεωλογική χαρτογράφηση της Ελλάδας, σε κλίµακα 1:50.000, που
πραγµατοποιήθηκε από το ΙΓΜΕ κατά το δεύτερο ήµισυ του 20ου αιώνα, βασίσθηκε στις
αρχές που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό και κατ’ επέκταση στις προηγούµενες εργασίες των
Renz και Aubouin.
Ακόµη και σήµερα, η στρωµατογραφική ανάλυση και η τεκτονική εξέλιξη της Ελλάδας,
ακολουθούν τα παραπάνω πρότυπα και διδάσκονται σε όλα τα Πανεπιστήµια, µε ελάχιστες
παραλλαγές ή βελτιώσεις.
Αυτή, όµως, η επιστηµονική σιγουριά και βεβαιότητα γρήγορα έµελλε να ακυρωθεί, όπως
συχνά συµβαίνει στην ιστορία της επιστήµης.
2.2. Η ανατροπή των παλαιών θεωριών.
Στα µέσα της δεκαετίας του 1970, οι ωκεανογραφικές έρευνες είχαν ήδη προχωρήσει αρκετά
και είχαν αποδείξει, ότι στους ωκεανούς δεν υπάρχουν γεωσύγκλινα, λεκάνες ή υβώµατα
επάνω στα οποία µπορεί να γίνεται απόθεση ιζηµάτων µεγάλου πάχους. Αυτή η διαπίστωση
τίναξε κυριολεκτικά στον αέρα τις θεωρίες περί γεωσυγκλίνων και επανέφερε στο προσκήνιο
την θεωρία της µετακίνησης των ηπείρων του Wegener. Η ίδια διαπίστωση, λίγο αργότερα,
συνετέλεσε στην δηµιουργία της θεωρίας της τεκτονικής των λιθοσφαιρικών πλακών.
Έτσι, όµως, δηµιουργήθηκε ένα σηµαντικό επιστηµονικό κενό. ∆εν ήταν δυνατόν να
διευκρινισθεί σε ποιους χώρους σχηµατίσθηκαν οι παχιές ιζηµατογενείς σειρές πετρωµάτων,
που συγκροτούν τις αλπικές οροσειρές, όπως είναι π.χ. οι ασβεστόλιθοι και ο φλύσχης.
Ένα άλλο σηµαντικό ερώτηµα που προέκυψε, ήταν η προέλευση των οφιόλιθων. Αν και
γρήγορα έγινε διεθνώς αποδεκτό ότι οι οφιόλιθοι έχουν ωκεάνια προέλευση, στην ουσία
παρέµενε µυστήριο το πώς και γιατί οι οφιόλιθοι εγκατέλειψαν το ωκεάνιο περιβάλλον τους
και βρέθηκαν στην σηµερινή τους θέση, δηλαδή µέσα στα ιζήµατα των οροσειρών. Φυσικά,
όλοι σκέφθηκαν ότι αυτό έπρεπε να έχει γίνει στα πλαίσια µιας ορογένεσης, δηλαδή κατά την
σύγκρουση µιας ωκεάνιας και µιας ηπειρωτική πλάκας, όπως επιτάσσει πλέον η θεωρία της
Τεκτονικής των Πλακών. Όµως, οι λεπτοµέρειες αυτής της διαδικασίας ήταν παντελώς
άγνωστες.
Πολλοί ερευνητές σκέφθηκαν ότι η Ελλάδα προσφερόταν για την έρευνα αυτού του
προβλήµατος, δεδοµένου ότι στην χώρα µας αφθονούν οι εµφανίσεις οφιόλιθων και µερικές
από αυτές ήταν ήδη διάσηµες, όπως π.χ. οι οφιόλιθοι του Βούρινου, στην ∆υτική Μακεδονία.
Το ερώτηµα, που προέκυψε στο σηµείο αυτό, ήταν το εξής: Η εγκατάλειψη της θεωρίας των
γεωσυγκλίνων (και ειδικότερα του µοντέλου ορογένεσης των Renz και Aubouin για την
Ελλάδα) και η υιοθέτηση της θεωρίας των Πλακών, µας υποχρέωνε να ακυρώσουµε τις
παλαιότερες χαρτογραφήσεις, ναι ή όχι; Για να απαντήσουµε σε αυτό το ερώτηµα, πρέπει να
δούµε τα πράγµατα από την αρχή, δηλαδή να εξετάσουµε νηφάλια ποιες από τις
προηγούµενες έννοιες είναι απλές αναπόδεικτες θεωρίες και ποιες είναι πραγµατικές
παρατηρήσεις υπαίθρου.
Στην Ελλάδα, όπως είναι γνωστό, όλες οι µέχρι σήµερα χαρτογραφήσεις και ορογενετικές
θεωρίες αποδέχονται, λίγο ή πολύ, την ύπαρξη των Γεωτεκτονικών Ζωνών. Αυτή η γενική
αντίληψη βασίζεται σε παρατηρήσεις υπαίθρου και όπως φαίνεται είναι αρκετά
δικαιολογηµένη.
Π.χ. µια γρήγορη µατιά στον γεωλογικό χάρτη της Ελλάδας αρκεί για να µας πείσει, ότι οι
µεταµορφωµένοι ασβεστόλιθοι (µάρµαρα), βρίσκονται στην ανατολική πλευρά της ελληνικής
χερσονήσου συγκροτώντας την Αττικοκυκλαδική Μάζα, ενώ, προχωρώντας πιο δυτικά,
διακρίνουµε κατά σειράν τους ασβεστόλιθους της Πελαγονικής, τους ασβεστόλιθους του
Παρνασσού, τους ασβεστόλιθους της Πίνδου και τους ασβεστόλιθους της Ιονίου ζώνης,
όλους αυτούς παράλληλα διατεταγµένους σε ζώνες. Όλο το φαινόµενο φαίνεται να υπακούει
σε κάποιο κανόνα ή φυσικό νόµο.
Παλαιότερα, οι γεωλόγοι πίστευαν ότι η δηµιουργία των ζωνών είναι επακόλουθο των
ορογενέσεων. Υπήρχε, δηλαδή, η άποψη ότι το µέγεθος των µεγάλων ηπείρων αυξανόταν
συνεχώς µε την προσθήκη νέων οροσειρών στην περιφέρεια των µεγάλων ηπειρωτικών
ασπίδων (kraton). Η προσθήκη των νέων οροσειρών γινόταν εκ των έσω προς τα έξω (από
την ήπειρο προς τον γειτονικό ωκεανό) µε την διαδικασία των συνεχών ορογενέσεων. Έτσι,
µετά από κάθε ορογένεση, µπορούσε να δηµιουργηθεί (να αναδυθεί) από τον ωκεανό µια νέα
ζώνη, η οποία καταλάµβανε τον χώρο µεταξύ της προηγούµενης (πιο εσωτερικής) ζώνης και
του ωκεανού.
Ο Aubouin τροποποίησε αυτές τις ιδέες και εισήγαγε την έννοια της παράλληλης διάταξης
και της εναλλαγής διαδοχικών τάφρων και υβωµάτων, που βρίσκονταν µέσα στον ωκεανό.
Με τον τρόπο αυτό κατάφερε να αυξήσει τον αριθµό των ελληνικών ζωνών σε 8 – 12 και να
περιορίσει τον αριθµό των µεγάλων ορογενέσεων σε 2.
Όµως, όπως είδαµε, οι παραπάνω θεωρίες περί γεωσυγκλίνων ή περί τάφρων και υβωµάτων
διαψεύσθηκαν από τις σύγχρονες ωκεανογραφικές παρατηρήσεις. ∆ηλαδή, µέσα στους
ωκεανούς δεν υπάρχουν ζώνες. Εποµένως, η προέλευση των ζωνών παραµένει ένα µυστήριο
και τίθεται το ερώτηµα τι πρέπει να γίνει τώρα.
Εάν δεχθούµε ότι οι παρατηρήσεις είναι σωστές και ότι γεωτεκτονικές ζώνες υπάρχουν
πραγµατικά, τότε πρέπει να ερευνήσουµε, από την αρχή, εάν υπάρχει κάποια άλλη διαδικασία
ή κάποιος άλλος φυσικός νόµος, που να τις δηµιούργησε, δηλαδή να ψάξουµε για µια νέα
ορογενετική θεωρία. Όπως συνέβη και µε τις παραπάνω θεωρίες, για να γίνει αυτό, οι
γεωλόγοι πρέπει να διατυπώσουν µία η περισσότερες νέες θεωρίες, τις οποίες στην συνεχεία
πρέπει να υποβάλλουν στην δοκιµασία της επιβεβαίωσης ή της διάψευσης, έχοντας σαν
εργαλείο νέες παρατηρήσεις υπαίθρου και νέες χαρτογραφήσεις. Σήµερα, µπορούµε να
πούµε, ότι αυτή η διαδικασία τηρήθηκε και στην Ελλάδα.
Μετά το 1975, ξεκίνησαν να γίνονται διάφορες αναθεωρήσεις της γεωλογίας της Ελλάδας και
πολλές τροποποιήσεις προτάθηκαν για τις ανατολικές ζώνες, όπως είναι η Πελαγονική, η
Υποπελαγονική, η ζώνη Ανατολικής Ελλάδας, η ζώνη του Μαλιακού κόλπου, η Βοιωτική
ζώνη κλπ. Οι αναθεωρήσεις αυτές αποδέχονταν την ύπαρξη των ζωνών, όµως τους έδιναν
διαφορετικό νόηµα ή ιδιότητες, προσπαθώντας να τις εντάξουν µέσα στα πλαίσια της
τεκτονικής των Πλακών.
Πρέπει, βέβαια, να λάβουµε υπόψη µας, ότι σε γενικές γραµµές, οι αναθεωρήσεις αυτές δεν
ήταν δυνατόν να αλλάξουν την διανοµή στον χώρο των διαφόρων σχηµατισµών, η οποία είχε
ήδη αποτυπωθεί στους γεωλογικούς χάρτες του ΙΓΜΕ. Έτσι, όσον αφορά τα όρια των
διαφόρων εµφανίσεων, οι γεωλογικοί χάρτες του ΙΓΜΕ εξακολουθούν να ισχύουν και
σήµερα. ∆εν ισχύει, όµως το ίδιο και για τον καθορισµό των γεωτεκτονικών ζωνών, τα όρια
και το νόηµα των οποίων έγιναν αντικείµενο συνεχών αναθεωρήσεων.
Εάν επικεντρωθούµε στην περιοχή της Ανατολικής Κεντρικής Ελλάδας, βλέπουµε ότι το
κύριο πρόβληµα, που απασχόλησε τους ερευνητές, ήταν η προέλευση των οφιόλιθων και η
στρωµατογραφική τους θέση. Μπορούµε να πούµε, επίσης, ότι η εξέλιξη των διαφόρων
θεωριών, επάνω σ' αυτό το θέµα, αποτυπώθηκε διαχρονικά και στους γεωλογικούς χάρτες του
ΙΓΜΕ, διότι οι θεωρίες άλλαζαν σε µια περίοδο κατά την οποία συνεχιζόταν ακόµη η έκδοση
αυτών των χαρτών.
Έτσι, παρατηρούµε, ότι οι προ του 1970 γεωλογικοί χάρτες θεωρούν ότι οι οφιόλιθοι της
Ανατολικής Ελλάδας είναι αυτόχθονες σχηµατισµοί, που έχουν αποτεθεί κανονικά επί των
τριαδικοϊουρασικών ασβεστόλιθων, ενώ οι µετά το 1979 χάρτες εµφανίζουν τα οφιολιθικά
πετρώµατα ως αλλόχθονες σχηµατισµούς, που αρχικά σχηµατίσθηκαν στον βυθό των
γειτονικών ωκεανών, και µετά, κατά το κάτω Κρητιδικό, αποβλήθηκαν από τους ωκεανούς,
αναδύθηκαν και επωθήθηκαν επί των τριαδικών ασβεστόλιθων.
Η θεωρία περί αποβολής ή εκβολής ή ανάδυσης του πυθµένα ενός ωκεανού, µόνο µε την
θεωρία των Πλακών θα µπορούσε να ερµηνευθεί, διότι προϋπέθετε τεράστιες οριζόντιες
µετακινήσεις του ωκεάνιου φλοιού. Αυτό, από µόνο του, αποτελεί αναγνώριση του γεγονότος
ότι η ορογενετική διαδικασία στην Ελλάδα δεν ακολουθεί το µοντέλο του Aubouin, αλλά
ακολουθεί τους νόµους της νέας Θεωρίας των Πλακών.
Περιέργως, στην συνέχεια, οι επιστηµονικές συζητήσεις περιορίσθηκαν µόνο στην
Ανατολική Ελλάδα, δηλαδή στην Πελαγονική ζώνη. Σιωπηρά, θεωρήθηκε, ότι τα φαινόµενα
των µεγάλων οριζοντίων µετακινήσεων του φλοιού της Γης (µεταξύ των οποίων και η
obduction των οφιόλιθων) συνέβησαν µόνο στην Πελαγονική ζώνη. Εντελώς αυθαίρετα και
άνευ σχετικής συζητήσεως, η θεωρία των Πλακών και οι µεγάλες οριζόντιες µετακινήσεις
του φλοιού, δεν επεκτάθηκαν στις υπόλοιπες δυτικότερες ζώνες, αφήνοντας, έτσι, να
εννοηθεί, ότι οι δυτικές περιοχές δεν επηρεάσθηκαν από τις µεγάλες οριζόντιες µετακινήσεις,
που έπληξαν την Πελαγονική ζώνη.
Έτσι, στην ∆υτική Ελλάδα η τεκτονική δοµή δεν αναθεωρήθηκε. Οι βασικές ζώνες Παξών,
Ιονίου, Γαβρόβου, Πίνδου και Παρνασσού εξακολούθησαν, ακόµη και µετά την 10ετία του
1970, να ερµηνεύονται ως προερχόµενες από µια διαδοχική παράθεση ή εναλλαγή ωκεανών
και υποθαλάσσιων υβωµάτων, όπως γενικά προβλέπει η θεωρία των γεωσυγκλίνων, στην
παραλλαγή της που προτάθηκε από τον Aubouin για την Ελλάδα.
∆ηµιουργήθηκε, λοιπόν, το εξής επιστηµονικό παράδοξο: Η ορογενετική διαδικασία του
ανατολικού τµήµατος της Ελλάδας να ερµηνεύεται σύµφωνα µε την θεωρία των Πλακών και
η ορογενετική διαδικασία του δυτικού τµήµατος της Ελλάδος να ερµηνεύεται σύµφωνα µε το
µοντέλο Aubouin, δηλαδή σαν να υπήρχαν διαδοχικές παράλληλες υποθαλάσσιες τάφροι και
υβώµατα µέσα στους ωκεανούς.
Φυσικά, το παραπάνω παράδοξο δηµιούργησε µεγάλη επιστηµονική κρίση στην Ελλάδα, αν
και ελάχιστοι είναι αυτοί που τολµούν να το παραδεχθούν. Οι περισσότεροι ανέχονται αυτήν
την ερµαφρόδιτη προέλευση των ορέων της Ελλάδας, θεωρώντας ότι ισχύουν ταυτόχρονα και
οι δύο ορογενετικές θεωρίες, παλαιά και νέα.
Κάτι, τέτοιο, όµως, δεν ευσταθεί από επιστηµολογικής απόψεως. ∆εν είναι δυνατόν για το
ίδιο φαινόµενο, δηλαδή για την ορογένεση, να υπάρχουν δύο διαφορετικές θεωρίες, οι οποίες
να επαληθεύονται ταυτόχρονα στον ίδιο γεωγραφικό χώρο.
Τι συµβαίνει, λοιπόν; Η απάντηση στο ερώτηµα αυτό υπάρχει και δίνεται στο κείµενο, που
ακολουθεί.
Όπως εξηγώ, παρακάτω, µεγάλες οριζόντιες µετακινήσεις γεωτεκτονικών ζωνών ή ενοτήτων
έχουν, πράγµατι, συµβεί στην Ελλάδα. Τα φαινόµενα αυτά δεν περιορίζονται µόνο στην
Ανατολική Ελλάδα, αλλά παρατηρούνται σε όλη την χώρα και προεκτείνονται και έξω από
αυτήν. Είναι δηλαδή ευρύτερες µετακινήσεις, κλίµακας δεκάδων ή εκατοντάδων
χιλιοµέτρων.
Οι µετακινηθέντες σχηµατισµοί δεν είναι οι οφιόλιθοι, όπως, λανθασµένα, υποστηρίζει η
θεωρία της obduction. Στην πραγµατικότητα, τα µετακινηθέντα πετρώµατα είναι τα
ανθρακικά.
Πιο συγκεκριµένα, τα µετακινηθέντα πετρώµατα είναι οι γνωστοί ασβεστόλιθοι µεσοζωικής ηωκαινικής ηλικίας, οι οποίοι χαρακτηρίζουν τις διάφορες «γεωτεκτονικές ζώνες» της
Ελλάδας (ασβεστόλιθοι Πίνδου, Τρίπολης, Πελαγονικής κλπ.). Όλοι αυτοί οι ασβεστόλιθοι
είναι στην πραγµατικότητα αλλόχθονες σχηµατισµοί, που σχηµατίζουν τα τεκτονικά
καλύµµατα.
Το υπόβαθρο, επάνω στο οποίο τοποθετήθηκαν τα ασβεστολιθικά καλύµµατα, αντιστοιχεί,
κυρίως, σε πετρολογικές ενότητες, που έχουν ωκεάνια ή αβυσσική προέλευση, όπως είναι οι
οφιόλιθοι, οι σχιστοκερατόλιθοι και ο φλύσχης. Σε πολλές περιοχές, τα ασβεστολιθικά
καλύµµατα δεν τοποθετήθηκαν κατ’ ευθείαν επί των αβυσσικών σχηµατισµών, αλλά
τοποθετήθηκαν και επί νεογενών µολασσικών σχηµατισµών, που έτυχε να έχουν αποτεθεί
επάνω στους αβυσσικούς σχηµατισµούς κατά το Νεογενές. Αυτό αποδεικνύει ότι η
τοποθέτηση των καλυµµάτων έγινε στην διάρκεια του Νεογενούς.
Πρέπει να έχουµε υπόψη µας, ότι για να επιτευχθούν αυτές οι επωθήσεις, απαραίτητη
προϋπόθεση ήταν, η επιφάνεια του υποβάθρου να είναι σχεδόν οριζόντια, επίπεδη και σε
χαµηλό υψόµετρο (κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας). ∆ιαφορετικά, ένα κάλυµµα δεν θα
µπορούσε να τοποθετηθεί επάνω στο υπόβαθρό του και θα καταστρεφόταν κάτω από την
επίδραση των πλευρικών τάσεων.
Προφανώς, η τοποθέτηση των ανθρακικών καλυµµάτων προκλήθηκε από την σύγκρουση των
δύο πλακών, της Ευρωπαϊκής και της Αφρικανικής. Όµως, οι λεπτοµέρειες αυτής της
διαδικασίας δεν είναι ακόµη πλήρως γνωστές. Φαίνεται, κατ' αρχήν, ότι η φάση της
τοποθέτησης των ανθρακικών καλυµµάτων ήταν πολύ σύντοµη, από χρονικής απόψεως, και
τοποθετείται, χρονολογικά, στο τέλος του Μειοκαίνου (Μεσσήνιο).
Επίσης, φαίνεται ότι τα διάφορα ασβεστολιθικά καλύµµατα σχηµάτισαν ένα µωσαϊκό από
ασβεστόλιθους διαφόρων ενοτήτων, που κάλυψε, κυριολεκτικά, ολόκληρο τον ελληνικό
χώρο. ∆εν παρατηρούνται, γενικά, επικαλύψεις µεταξύ διαφορετικών ασβεστολιθικών
ενοτήτων, αλλά κάθε ενότητα έχει τοποθετηθεί η µία δίπλα στην άλλη. Έτσι, δηµιουργήθηκε
η ψευδαίσθηση, ότι οι διάφορες ασβεστολιθικές ενότητες διατάσσονται, µεταξύ τους, σε
ζώνες.
Επίσης, φαίνεται ότι κατά την τοποθέτησή τους, τα καλύµµατα ορισµένων ενοτήτων
παραµορφώθηκαν ή πτυχώθηκαν έντονα, όµως οι πτυχώσεις αυτές ήταν αποτέλεσµα της
προώθησης του καλύµµατος και δεν επηρέασαν το υπόβαθρο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους
ασβεστόλιθους της ενότητας της Πίνδου, που σε µικρή κλίµακα φαίνονται έντονα
πτυχωµένοι, ενώ σε µεγάλη κλίµακα συγκροτούν ένα ενιαίο κάλυµµα, που έχει επωθηθεί, σαν
σύνολο, επί των διαφόρων φλυσχοειδών σχηµατισµών και οφιολίθων του υποβάθρου.
Μετά την τοποθέτηση των ανθρακικών καλυµµάτων, επακολούθησε, κατά το Κάτω
Πλειόκαινο, µια πολύ βίαιη σύγκρουση µεταξύ των δύο πλακών, η οποία είχε σαν
επακόλουθο την πτύχωση όλων των τεκτονικών δοµών, που είχαν δηµιουργηθεί µέχρι εκείνη
την στιγµή. Η πτύχωση συµπεριέλαβε και τα ασβεστολιθικά καλύµµατα και το υπόβαθρό
τους και είχε σαν αποτέλεσµα τον σχηµατισµό µεγάλων αντικλίνων. Τα αντίκλινα αυτά
διατηρούνται µέχρι σήµερα και αντιστοιχούν στις µεγάλες οροσειρές της Ελλάδας.
Το σύνολο των παραπάνω απόψεων συγκροτεί µια νέα ορογενετική θεωρία. Η θεωρία είναι
απλή και συνεκτική. Το κύριο πλεονέκτηµα της θεωρίας είναι ότι δεν είναι υποχρεωµένη να
εξηγήσει την προέλευση των οφιόλιθων και των αβυσσικών ιζηµάτων, που καταλαµβάνουν
τεράστιο τµήµα της επιφάνειας της Ελλάδας. Τα πετρώµατα αυτά, απλώς, αποτελούν το
υπόβαθρο των ορέων της Ελλάδας. ∆ηλαδή οι αλπικές οροσειρές δεν εγκαταστάθηκαν επάνω
σε ένα υποθετικό µεταµορφωµένο υπόβαθρο, όπως υποστήριζαν οι παλαιότερες θεωρίες,
αλλά εγκαταστάθηκαν επάνω σε ένα τµήµα του ωκεανού, που προφανώς προϋπήρχε µεταξύ
Ευρωπαϊκής και Αφρικανικής Πλάκας.
Η προέλευση των ασβεστολιθικών καλυµµάτων εξηγείται εύκολα, εάν δεχθούµε ότι αυτά
σχηµατίσθηκαν, αρχικά, στα περιθώρια της Ευρωπαϊκής ή της Αφρικανικής Πλάκας, σε
θάλασσες µικρού βάθους, που αντιστοιχούν σε αυτό που ονοµάζουµε σήµερα ηπειρωτική
υφαλοκρηπίδα. Φυσικά, η δηµιουργία αυτών των πετρωµάτων απαίτησε µεγάλο χρονικό
διάστηµα και σχετική ηρεµία, που φαίνεται ότι διατηρήθηκε σε όλη την διάρκεια του
Μεσοζωικού αιώνα.
Αυτό που παραµένει µυστήριο, είναι το τι συνέβη κατά την διάρκεια του Μειοκαίνου. Θα
µπορούσαµε να υποθέσουµε, ότι λόγω συγκλίσεως Ευρωπαϊκής και Αφρικανικής Πλάκας
αναγκάσθηκε ένα τµήµα του ηπειρωτικού φλοιού (µε τους ασβεστόλιθους), να προωθηθεί και
τοποθετηθεί επί του ωκεάνιου φλοιού, ο οποίος σε άλλες περιοχές είχε ήδη αναδυθεί, πράγµα
που επιβεβαιώνεται από την παρουσία των λατεριτικών κοιτασµάτων (βωξίτες και
σιδηρονικελιούχα), και σε άλλες περιοχές είχε δηµιουργήσει µια θάλασσα µικρού βάθους,
όπου είχε αρχίσει να γίνεται απόθεση µειοκαινικών ιζηµάτων.
Για να µπορέσουµε να δούµε µε λεπτοµέρεια τα παραπάνω φαινόµενα, επιλέξαµε να
εξετάσουµε τον χώρο της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, όπου εµφανίζονται και αρκετοί
οφιόλιθοι και σχιστοψαµµιτικά πετρώµατα, δηλαδή πετρώµατα ωκεάνιας προέλευσης.
Παρακάτω, κάνω µια παρένθεση και αναφέρω, σύντοµα, την στρωµατογραφία και τεκτονική
της Πελαγονικής ζώνης, όπως αυτή αναφέρεται στην σύγχρονη βιβλιογραφία σαν θεωρία, και
ακολούθως εξετάζω τις αντιφάσεις µεταξύ την θεωρίας αυτής και των παρατηρήσεων, που
πραγµατοποίησα στο ύπαιθρο, ο ίδιος.
2.3. Το ορογενετικό σχήµα της Πελαγονικής.
Μετά από πολλές αναθεωρήσεις, οι περισσότεροι γεωλόγοι έχουν αποδεχθεί, σήµερα, ένα
εξαιρετικά περίπλοκο στρωµατογραφικό και τεκτονικό σχήµα για την Κεντρική Ανατολική
Ελλάδα. Η περιοχή αυτή θεωρείται ότι ανήκει τεκτονικώς στην Πελαγονική ζώνη.
α) Το υπόβαθρο της Πελαγονικής συγκροτείται αφενός από µεταµορφωµένους σχηµατισµούς
(γνεύσιους και µάρµαρα), που συναντώνται σε Αττική, Εύβοια, Πήλιο, ∆υτική Μακεδονία
και αφετέρου από µη µεταµορφωµένους κλαστικούς σχηµατισµούς (σχιστόλιθους, ψαµµίτες
και οφιόλιθους), που συναντώνται σε Πάρνηθα και Σαλαµίνα. Τα µεταµορφωµένα
πετρώµατα θεωρούνται παλαιοζωικής ηλικίας, ενώ τα µη µεταµορφωµένα θεωρούνται
περµοτριαδικής ηλικίας. Πολλοί ερευνητές ονοµάζουν αυτό το υπόβαθρο και «προαλπικό
υπόβαθρο», εννοώντας, προφανώς, ότι επάνω σ’ αυτό «εγκαταστάθηκε» η Αλπική
Ορογένεση.
β) Επάνω σ' αυτό το περίπλοκο υπόβαθρο έχει αποτεθεί η λεγόµενη άνω-τριαδική
ασβεστολιθική σειρά, µε νηριτικούς ασβεστόλιθους και δολοµίτες. Η σειρά αυτή ονοµάζεται
και τριαδική ασβεστολιθική πλατφόρµα.
γ) Ακολουθεί το Ιουρασικό µε ασβεστόλιθους και σχιστοκερατόλιθους, σε ασαφή γενικά
στρωµατογραφική θέση, διότι δεν έχει διευκρινισθεί πλήρως ο ρόλος και η προέλευση των
σχιστοκερατόλιθων.
δ) Στο τέλος Ιουρασικού - αρχές Κρητιδικού, εικάζεται ότι συνέβησαν οι λεγόµενες πρώιµες
αλπικές πτυχώσεις, που προκάλεσαν την εκβολή µεγάλων οφιολιθικών µαζών από τον
πυθµένα των ωκεανών και την επώθησή τους επάνω στην τριαδική ασβεστολιθική
πλατφόρµα και ενδεχοµένως επάνω και στους ιουρασικούς σχηµατισµούς.
ε) Επακολούθησε η ανάδυση της ξηράς, η διάβρωση της επιφάνείας της, και η εκ νέου βύθισή
της, συνοδευόµενη από την λεγόµενη κρητιδική επίκλυση. Η τελευταία προκάλεσε την
απόθεση άνω-κρητιδικών ασβεστόλιθων επί όλων των προηγουµένων σχηµατισµών. ∆ηλαδή,
θεωρώντας ότι η διάβρωση της ξηράς µπορεί να είχε φθάσει µέχρι το υπόβαθρο, έγινε
αποδεκτό ότι µπορεί να υπάρχουν επικλυσιγενείς κρητιδικοί ασβεστόλιθοι, που επικάθονται
απευθείας επί της περµοτριαδικής κλαστικής ακολουθίας ή ακόµη και επί του
µεταµορφωµένου υποβάθρου. Εποµένως, το υποκείµενο των άνω-κρητιδικών ασβεστόλιθων
µπορεί να είναι οποιοδήποτε παλαιότερο πέτρωµα ή και οι οφιόλιθοι ακόµη.
στ) Η ιζηµατογένεση φαίνεται ότι έκλεισε µε την απόθεση του φλύσχη, ο οποίος υποτίθεται
ότι αποτέθηκε κανονικά επάνω στους κρητιδικούς ή ηωκαινικούς ασβεστόλιθους. Στην
πραγµατικότητα οι εµφανίσεις φλύσχη είναι πολύ µικρές και αµφίβολες στην περιοχή της
Πελαγονικής ζώνης.
ζ) Ολόκληρο το παραπάνω στρωµατογραφικό οικοδόµηµα πτυχώθηκε και αναδύθηκε κατά το
Ολιγόκαινο - Μειόκαινο.
η) Αµέσως µετά, κατά το Μέσο και Ανώτερο Μειόκαινο, η περιοχή της Πελαγονικής
θαλάσσευσε κατά τµήµατα, δηλαδή όπου σχηµατίσθηκαν τεκτονικές τάφροι, και στις θέσεις
αυτές δέχθηκε τα ιζήµατα του Νεογενούς (ψαµµίτες, µάργες και κροκαλοπαγή). Η
ιζηµατογένεση αυτή φαίνεται ότι συνεχίσθηκε χωρίς διακοπή και κατά το Πλειόκαινο.
θ) Τέλος, κατά το Τεταρτογενές, η περιοχή υπέστη, λόγω κανονικών ρηγµάτων, τον οριζόντιο
και κατακόρυφο διαµελισµό, που παρατηρούµε σήµερα.
Στο σηµείο αυτό θα πρέπει να διευκρινίσουµε, ότι το παραπάνω σχήµα είναι στην
πραγµατικότητα µια θεωρητική ερµηνεία ή απλώς µια θεωρία. Ορισµένα στοιχεία της, και
µάλιστα βασικά, δεν έχουν επιβεβαιωθεί ακόµη σε βαθµό γενικά αποδεκτό. Αναφέρω µερικά
χαρακτηριστικά παραδείγµατα:
α) ∆εν έχει διευκρινισθεί πλήρως εάν οι τριαδικοί ασβεστόλιθοι είναι επικλυσιγενείς ή
επωθηµένοι επί του κρυσταλλοσχιστώδους ή επί του περµοτριαδικού υποβάθρου. Οι
περισσότεροι δέχονται ότι οι ασβεστόλιθοι είναι επικλυσιγενείς και µάλιστα ότι µε την
επίκλυση αυτή αρχίζει ο αλπικός ορογενετικός κύκλος. Το πρόβληµα είναι ότι η βάση των
επικλυσιγενών ασβεστόλιθων δεν έχει πάντα την ίδια τριαδική ηλικία, όπως θα έπρεπε να
αναµένεται στην περίπτωση µιας πραγµατικής επίκλυσης. Υπάρχουν και άλλοι, που ακριβώς
για τον ίδιο λόγο, διατείνονται ότι οι τριαδικοί ασβεστόλιθοι είναι επωθηµένοι.
β) Η εκβολή (obduction) των οφιολίθων από τους γειτονικούς ωκεανούς και η επώθησή τους
επί της τριαδικής πλατφόρµας είναι µια θεωρία πολύ συζητήσιµη, κυρίως διότι παρόµοιο
φαινόµενο δεν παρατηρείται σήµερα να βρίσκεται σε εξέλιξη σε κάποιο σηµείο της Γης,
δηλαδή δεν υπάρχει σύγχρονο παράδειγµα. Εξ άλλου, η άκριτη αποδοχή της θεωρίας της
obduction οδήγησε στην τάση να θεωρείται κάθε οφιολιθική εµφάνιση στην Ελλάδα ως
υπόλειµµα παλαιού ωκεανού, πράγµα, βέβαια, που δεν φαίνεται καθόλου πιθανό να συνέβη.
γ) Η κρητιδική επίκλυση αποτελεί το θεµελιώδες στοιχείο της θεωρητικής στρωµατογραφίας
της Πελαγονικής, διότι στην διαπίστωσή της βασίζεται η θεωρία των πρώιµων (προανωκρητιδικών) αλπικών πτυχώσεων που προκάλεσαν και την obduction των οφιόλιθων.
Παραδόξως, όµως, και η επίκλυση αυτή πάσχει από τα ίδια συµπτώµατα που πάσχει και η
τριαδική επίκλυση, που ανέφερα πιο πάνω, δηλαδή η βάση των επικλυσιγενών ασβεστόλιθων
δεν έχει πάντα την ίδια κρητιδική ηλικία. Η δυσκολία αυτή ξεπεράσθηκε µε την επινόηση
µιας ad hoc (εξ ανάγκης) θεωρίας, που ισχυρίζεται ότι η κρητιδική επίκλυση ήταν
διαχρονική, δηλαδή η θάλασσα δεν κάλυψε συγχρόνως ολόκληρη της έκταση της
πελαγονικής χέρσου, αλλά µεσολάβησαν µερικά εκ. χρόνια για να καλυφθεί αυτή πλήρως. Το
πρόβληµα για την θεωρία είναι ότι σε µια χρονική περίοδο πολύ περιορισµένη, µεταξύ Άνω
Ιουρασικού και Μέσου Κρητιδικού, συσσωρεύονται πολλά σηµαντικά γεωλογικά φαινόµενα
(πτυχώσεις, ορογένεση, βαθιά διάβρωση, obduction, διαχρονική επίκλυση), τα οποία είναι
δύσκολο να δεχθούµε ότι συνέβησαν στην πραγµατικότητα και µάλιστα σε τόσο σύντοµο
χρονικό διάστηµα.
2.4. Αντιφάσεις µεταξύ της θεωρίας και των παρατηρήσεών µου.
Παρά την κριτική και τις αµφιβολίες που διατύπωσα προηγουµένως, µέχρι πρόσφατα
αποδεχόµουν και εγώ την θεωρία για την στρωµατογραφική δοµή και την τεκτονική εξέλιξη
της Πελαγονικής ζώνης, όπως την περιέγραψα πιο πάνω και όπως έχει γίνει γενικότερα αυτή
αποδεκτή από τους γεωλόγους.
Όµως, πριν από µερικά χρόνια, παρατήρησα ότι σε ορισµένες περιοχές της Ελλάδας
υπάρχουν εµφανίσεις σχηµατισµών και δοµές, που δεν ταιριάζουν µε το µέχρι σήµερα
παραδεκτό θεωρητικό σχήµα της Πελαγονικής. Αυτές οι παρατηρήσεις µε ώθησαν να
ασχοληθώ συστηµατικά µε το θέµα της Στρωµατογραφίας και της Τεκτονικής της
Ανατολικής Ελλάδας, αρχίζοντας, συµπτωµατικά, από την έρευνα των οφιολιθικών
εµφανίσεων. ∆ιευκρινίζω, εδώ, ότι µε τον όρο «οφιόλιθοι» εννοώ και τους περιδοτίτες και τα
διάφορα ηφαιστειοϊζηµατογενή πετρώµατα που τους συνοδεύουν.
Το 1998 στην Τροιζηνία, στην περιοχή Τραχειάς - Αγ. Ελένης παρατήρησα, ότι τριαδικοί
ασβεστόλιθοι είναι επωθηµένοι επάνω σε περιδοτίτες και οφιόλιθους. Συγκρίνοντας τις
παρατηρήσεις µου µε τον γεωλογικό χάρτη του ΙΓΜΕ 1:50.000 (φύλλο Λυγουριό, 1984),
διαπίστωσα ότι η επαφή των τριαδικών ασβεστόλιθων µε τους υποκείµενους οφιόλιθους ήταν
πράγµατι χαρτογραφηµένη, όµως, στον χάρτη, αναφερόταν, γενικά, σαν τεκτονική επαφή.
Εξετάζοντας παρόµοιες επαφές νοτιότερα, στην περιοχή Ράδου, διαπίστωσα ότι εκεί, η
επαφή, που κατά την γνώµη µου ήταν επώθηση, στον χάρτη αναφερόταν αυτή την φορά, είτε
σαν επώθηση, είτε σαν επώθηση πιθανή ή καλυµµένη, µε τους οφιόλιθους να αντιστοιχούν
στο υποκείµενο τέµαχος και τους ασβεστόλιθους στο υπερκείµενο. ∆ηλαδή υπήρχε συµφωνία
µεταξύ δικών µου παρατηρήσεων και του χάρτη του ΙΓΜΕ.
Επειδή το πρακτικό πρόβληµα που αντιµετώπιζα εκείνη την εποχή ήταν η πιθανότητα
ανεύρεσης καρστικών υδροφόρων οριζόντων µέσα στους τριαδικούς ασβεστόλιθους της
περιοχής, που, θεωρητικά, σύµφωνα µε το γενικό σχήµα της Πελαγονικής, θα έπρεπε να
βρίσκονται κάτω από το στρώµα των οφιολίθων, αποφάσισα να ερευνήσω διεξοδικότερα το
θέµα και να χαρτογραφήσω συστηµατικά την επαφή τριαδικών ασβεστόλιθων και οφιόλιθων.
Το ενδιαφέρον µου, βέβαια, είχε κεντρισθεί και από το γεγονός ότι υπήρχε αντίφαση µεταξύ
των παρατηρήσεων (δικών µου και του ΙΓΜΕ) και της θεωρίας, που ήθελε του οφιόλιθους να
είναι τεκτονικά τοποθετηµένοι επί των τριαδικών ασβεστόλιθων.
Επισηµαίνω εδώ, ότι τόσο οι τριαδικοί ασβεστόλιθοι, όσο και οι οφιόλιθοι παρουσιάζονται µε
µεγάλες εµφανίσεις στην δεδοµένη περιοχή και ότι η τεκτονική επαφή τους είναι εύκολα
αναγνωρίσιµη σε µήκος δεκάδων χιλιοµέτρων.
Παρατήρησα τότε, ότι στην ζώνη επωθήσεως, στην περιοχή του Κάτω Φαναρίου, µεταξύ
περιδοτιτών και ασβεστόλιθων, υπάρχει ένα χαρακτηριστικό ασβεστολιθικό τεκτονικό
λατυποπαγές µε βαθύ κόκκινο χρώµα. Το λατυποπαγές αυτό στον γεωλογικό χάρτη
παρουσιάζεται ως ιζηµατογενής σχηµατισµός ηλικίας Άνω Λιασίου - ∆ογγερίου µε το όνοµα
ammonitico rosso. Σηµειώνω, ότι αυτό το πέτρωµα, λόγω του χρώµατός του, είναι περιζήτητο
και έχει τύχει συστηµατικής εκµετάλλευσης σε πολυάριθµα λατοµεία της περιοχής.
Σύµφωνα, όµως µε τις παρατηρήσεις µου, το πέτρωµα αυτό δεν ήταν ένα κανονικό ίζηµα,
αλλά ένα τεκτονικό λατυποπαγές, το οποίο είχε δηµιουργηθεί κατά την µετακίνηση και την
τριβή του υπερκείµενου ασβεστολιθικού τεµάχους επί των υποκείµενων οφιόλιθων. Το βαθύ
κόκκινο χρώµα του πετρώµατος οφείλεται την εξαλλοίωση των υποκείµενων περιδοτιτών
(και ραδιολαριτών) και στην δηµιουργία υδατικών διαλυµάτων, τα οποία εµπότισαν τόσο το
τεκτονικό λατυποπαγές, όσο και τα στρώµατα της βάσης των υπερκείµενων τριαδικών
ασβεστόλιθων µε αµµωνίτες. Στην περιοχή αυτή το λατυποπαγές σχηµατίζεται κυρίως από
ασβεστολιθικές λατύπες µεγέθους 2 - 3 cm που είναι συγκολληµένες ισχυρά µεταξύ τους µε
ένα βαθύ κόκκινο τσιµέντο.
∆υτικότερα, όµως, στην περιοχή Καρνεζαίϊκα, ο µυλονίτης της επώθησης, που
παρεµβάλλεται µεταξύ των επωθηµένων τριαδικών ασβεστόλιθων και των υποκείµενων
οφιόλιθων, περιέχει µεγάλα γωνιώδη ασβεστολιθικά τεµάχη. Σύµφωνα µε τις παρατηρήσεις
µου, αυτά έχουν ανακρυσταλλωθεί και συγκολληθεί πλήρως µεταξύ τους, υπό συνθήκες που
υποδηλώνουν αφθονία νερού, δηλαδή η επώθηση των τριαδικών ασβεστόλιθων επί του
οφιολιθικού υπόβάθρου έγινε µέσα σε υγρό (λιµναίο ή θαλάσσιο) περιβάλλον.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις βρίσκονταν σε πλήρη αντίφαση µε την επικρατούσα άποψη περί
της άνω-ιουρασικής ηλικίας των οφιόλιθων και της τεκτονικής τοποθέτησής τους επί των
τριαδικών ασβεστόλιθων της Πελαγονικής Ζώνης. Ουσιαστικά, οι παρατηρήσεις µου
αποτελούσαν διάψευση αυτής της θεωρίας.
Ερευνώντας περαιτέρω το θέµα, συνέχισα τις έρευνές µου στην περιοχή της Αττικής και της
Βοιωτίας, όπου υπάρχουν εµφανίσεις οφιολίθων. ∆ιαπίστωσα τότε, ότι και σε άλλους
γεωλογικούς χάρτες του ΙΓΜΕ οι τριαδικοί ασβεστόλιθοι έχουν χαρτογραφηθεί και
παρουσιάζονται ως επωθηµένοι επάνω στους οφιόλιθους.
Στην περιοχή των λιµνών Υλίκης και Παραλίµνης παρατήρησα, ότι το γενικό υπόβαθρο της
περιοχής σχηµατίζεται από οφιόλιθους επάνω στους οποίους έχουν επωθηθεί τριαδικοί
ασβεστόλιθοι. Οι ασβεστόλιθοι αυτοί σχηµατίζουν τα περιθώρια των λιµνών και την βάση
του όρους Κτυπάς, ενώ το οφιολιθικό υπόβαθρο καλύπτει τον πυθµένα των λιµνών.
Συνεχίζοντας τις έρευνές µου δυτικότερα, δηλαδή στον Αυλώνα (βόρεια Πάρνηθα) και στις
περιοχές Αλυκής και ∆όµβραινας (νότια του Ελικώνα), διαπίστωσα ότι και εκεί εµφανίζονται
οφιόλιθοι, συνήθως µε την µορφή τεκτονικών παραθύρων, που ξεπροβάλλουν κάτω από ένα
εκτεταµένο ασβεστολιθικό κάλυµµα αποτελούµενο από τριαδικούς, κυρίως, ασβεστόλιθους.
Οι παρατηρήσεις αυτές µε οδήγησαν να υποθέσω, ότι ολόκληρο το υπόβαθρο της νεογενούς
πεδιάδας των Θηβών (µεταξύ της Υλίκης και Κορινθιακού κόλπου) αποτελείται από
οφιόλιθους. Η υπόθεσή µου αυτή επιβεβαιώθηκε πλήρως αργότερα.
Η επίλυση αυτού του προβλήµατος, δηλαδή των αντιφάσεων που διαπίστωνα µεταξύ
παρατηρήσεων και θεωρίας, µε ώθησε να ασχοληθώ στην συνέχεια συστηµατικά µε την
τεκτονική των οφιόλιθων και του ασβεστολιθικού τους καλύµµατος. Οι έρευνές µου
επεκτάθηκαν και στην Βόρεια Ελλάδα, όπου υπάρχουν µεγάλες οφιολιθικές εµφανίσεις, και
αργότερα σε περιοχές της ∆υτικής Ελλάδας, όπου κυριαρχεί ο φλύσχης.
Παρακάτω, συνοψίζω τα βασικά αποτελέσµατα της έρευνας αυτής, δίνοντάς τους την µορφή
µιας όσο το δυνατόν πιο συγκροτηµένης ορογενετικής θεωρίας. Για λόγους πρακτικούς και
για να αποφευχθούν παρανοήσεις παρακάτω, οφείλω να δώσω ένα όνοµα στην νέα
ορογενετική θεωρία µου. Έτσι, την ονοµάζω, προσωρινά, Ορογένεση του Μεσσηνίου, χωρίς
αυτό να σηµαίνει ότι η κύρια πτύχωση έγινε ακριβώς στο Μεσσήνιο (µπορεί να άρχισε λίγο
νωρίτερα και να τερµατίσθηκε λίγο αργότερα).
Όπως διαπίστωσα στην πορεία των ερευνών µου, βασικό ρόλο στην αναζήτηση της
στρωµατογραφικής δοµής του ελληνικού χώρου παίζει η µέθοδος ανάλυσης που
χρησιµοποιείται. Για να γίνω πιο κατανοητός, διευκρινίζω από τώρα, ότι η ορογένεση
ακολούθησε διάφορα στάδια, τα εξής:
α) Ο ελληνικός χώρος, αρχικά, αποτελούσε πυθµένα ωκεανού, αποτελούµενο από οφιολιθικά
και φλυσχικά ιζήµατα µεγάλου βάθους. Στην κατάσταση αυτή παρέµεινε µέχρι περίπου το
Κάτω Μειόκαινο, οπότε το βάθος του φαίνεται ότι µειώθηκε απότοµα.
β) Επάνω στον πυθµένα της αβαθούς αυτής θάλασσας έγιναν αργότερα οι των αποθέσεις
µειοκαινικών σχηµατισµών (µολάσσας, εβαποριτών κλπ).
γ) Στο τέλος του Μειοκαίνου (Μεσσήνιο) ο χώρος άρχισε να αναδύεται, ενώ συγχρόνως,
επάνω στο χαµηλό ανάγλυφο που δηµιουργήθηκε, επωθήθηκαν οι γνωστές ασβεστολιθικές
ενότητες της Ελλάδας, συνοδευόµενες και από άλλους αλλόχθονες σχηµατισµούς (µάρµαρα,
γνεύσιους, γρανοδιορίτες κλπ). Τα επωθούµενα τεµάχη πετρωµάτων κινήθηκαν οριζόντια και
γλίστρησαν οµαλά επάνω στην επιφάνεια του υποβάθρου, χωρίς να προκαλέσουν την
παραµόρφωση του τελευταίου.
δ) Λίγο αργότερα, πιθανώς στο Κάτω Πλειόκαινο, όλος ο χώρος συµπιέσθηκε πλευρικά, πολύ
βίαια, µε αποτέλεσµα όλες οι προηγούµενες δοµές, που σε γενικές γραµµές, µέχρι εκείνη την
στιγµή, παρέµεναν οριζόντιες, να πτυχωθούν έντονα και να δηµιουργήσουν το ανάγλυφο, που
παρατηρείται σήµερα στις ελληνικές οροσειρές.
Έχοντας υπόψη τις τέσσερις παραπάνω διαδοχικές φάσεις της ορογένεσης, ο αναλυτής
γεωλόγος, για να αναγνωρίσει την αρχική στρωµατογραφική δοµή, πρέπει να εργασθεί
αντίστροφα, δηλαδή:
α) Πρώτα να αναγνωρίσει τις πτυχώσεις (τα µεγάλα αντίκλινα) και νοητά να τα ξεδιπλώσει,
δηλαδή να φέρει την περιοχή σε οριζόντια θέση, όπως ήταν την εποχή της τοποθέτησης των
καλυµµάτων (πριν από την πτύχωση).
β) Να αναγνωρίσει και να ξεχωρίσει τα τεκτονικά καλύµµατα από το υπόβαθρο. Αυτό
διευκολύνεται µε τον εντοπισµό της επιφάνειας επώθησης που συνοδεύεται συχνά από
ποικιλία µυλονιτών.
γ) Να αναγνωρίσει και να αναλύσει λεπτοµερέστερα τις τέσσερις βασικές στρωµατογραφικές
ενότητες: τους οφιόλιθους µε τα διάφορα φλυσχοειδή που τους συνοδεύουν, το Νεογενές µε
τα διάφορα είδη µολάσσας, τα ασβεστολιθικά καλύµµατα και τέλος, τα διάφορα άλλα
καλύµµατα, που ενδεχοµένως υπάρχουν.
3. Η βασική στρωµατογραφία της Ελλάδας.
Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, στις επόµενες παραγράφους θα επιχειρήσω να αναλύσω
διεξοδικότερα κάθε µία από τις βασικές στρωµατογραφικές - τεκτονικές ενότητες, που
συναντούµε στην Κεντρική Ελλάδα. Πρέπει να επισηµάνω, ότι η θεωρία που διατυπώνω δεν
επαληθεύεται µόνο στην Κεντρική Ελλάδα, αλλά έχω δείξει ότι ισχύει και για τις υπόλοιπες
περιοχές της Ελλάδας.
3.1. Οι οφιόλιθοι.
Οι οφιόλιθοι είναι πετρώµατα πολύ διαδεδοµένα στην Ελλάδα. Αρχικά, παρουσιάσθηκαν,
από τον Renz, ως µέλη της γνωστής «Σχιστοκερατολιθικής ∆ιάπλασης µε Οφιόλιθους», που
ορίσθηκε ως στρωµατογραφικός ορίζοντας του Ιουρασικού της ζώνης Ανατολικής Ελλάδας.
Πρόκειται για βασικά και υπερβασικά πετρώµατα αναµεµιγµένα µε ιζήµατα βαθιάς
θάλασσας.
Η άποψη περί Ιουρασικής ηλικίας των οφιόλιθων, µέσα στο σύστηµα της Αλπικής
Ορογένεσης, είχε διατυπωθεί από τον Gustav Steinmann, το 1927. Μάλιστα, ο Steinmann
είχε ήδη αναγνωρίσει την συνύπαρξη πλουτώνιων πετρωµάτων (περιδοτιτών), ηφαιστειακών
πετρωµάτων (διαβασών - σπιλιτών) και ιζηµατογενών πετρωµάτων βαθιάς θάλασσας
(σχιστοκερατόλιθων), µέσα στο οφιολιθικό σύµπλεγµα. Την συνύπαρξη αυτή την είχε
ερµηνεύσει ως διαφοροποίηση των εκρηξιγενών πετρωµάτων που ανάβλυζαν στον πυθµένα
των ωκεανών, κατά την διάρκεια της εξέλιξης των γεωσύγκλινων. Αυτή η ερµηνεία γρήγορα
επεκράτησε και έµεινε γνωστή µε το όνοµα «Τριάδα του Steinmann».
Μεταγενέστερα, µετά το 1970, πολλή συζήτηση έγινε διεθνώς για το εάν στο οφιολιθικό
σύµπλεγµα πρέπει ή δεν πρέπει να συµπεριλαµβάνονται και τα ιζήµατα βαθιάς (αβυσσικής)
θάλασσας. Προσωπική µου γνώµη, που προέρχεται από τις παρατηρήσεις µου, είναι ότι ο
Renz είχε δίκιο και ότι οφιόλιθοι και σχιστοκερατόλιθοι αποτελούν µια ενιαία
στρωµατογραφική ενότητα.
Χωρίς αµφιβολία οι οφιόλιθοι προέρχονται από ηφαιστειακές αναβλύσεις που
δηµιουργήθηκαν στον πυθµένα ενός ωκεανού. Οι σχιστοκερατόλιθοι προέρχονται από τα
ιζήµατα του ωκεανού, τα οποία συµπυκνώθηκαν µεταγενέστερα και εµφανίζονται σήµερα σε
µεγάλη ποικιλία βαθµών διαγένεσης ή µεταµόρφωσης.
Τα πολύ χαλαρά µέλη µοιάζουν έντονα µε φλύσχη. Αυτό συµβαίνει π.χ. στο Καλλίδροµο και
το Βελεστίνο, όπου τα όριά τους µε το Νεογενές, που τα καλύπτει επικλυσιγενώς,
διακρίνονται δύσκολα. Τα έντονα µεταµορφωµένα µέλη έχουν την µορφή
πρασινοσχιστολίθων ή και πράσινων γνευσίων. Λόγω του υψηλού βαθµού µεταµόρφωσης
συγχέονται εύκολα µε άλλα µεταµορφωµένα πετρώµατα της Ανατολικής Ελλάδας, όπως π.χ.
τους γνεύσιους του Πηλίου και της Αττικοκυκλαδικής Μάζας. Όµως τα τελευταία αυτά
πετρώµατα έχουν διαφορετική προέλευση και δεν αποτελούν τµήµα της σχιστοκερατολιθικής
διάπλασης. Γενικά οι εµφανίσεις των µελών ιζηµατογενούς προέλευσης (σχιστοκερατόλιθοι
και φλυσχοειδή) είναι πολύ συχνότερες και ευρύτερες από αυτές των εµφανίσεων των
εκρηξιγενών πετρωµάτων (περιδοτιτών, σερπεντινιτών, λαβών και τόφφων).
Η άποψη ότι οι οφιόλιθοι έχουν τοποθετηθεί επάνω στους τριαδικούς ασβεστόλιθους της
Πελαγονικής ζώνης δεν επαληθεύεται από τις παρατηρήσεις µου στο ύπαιθρο. Ουδέποτε
παρατήρησα στην Ελλάδα το υπόβαθρο της οφιολιθικής σειράς, Όπως συµπέρανα µετά από
πολλές έρευνες, το πάχος της οφιολιθικής σειράς είναι απροσδιόριστο.
Οι σχετικές αναφορές του Brunn, περί τριαδικού υποβάθρου των οφιόλιθων, στον ανατολικό
Βούρινο (ρέµα Ζυγόστη) είναι εντελώς λανθασµένες. Όπως διαπίστωσα ο ίδιος, στην
πραγµατικότητα συµβαίνει το αντίστροφο, δηλαδή το Τριαδικό βρίσκεται επωθηµένο επάνω
στην οφιολιθική µάζα του Βούρινου.
Γενικά, το πάχος των σχηµατισµών της οφιολιθικής σειράς είναι άγνωστο και σίγουρα πολύ
µεγάλο, όπως διαπιστώνεται και στον Βούρινο και στην Όθρυ.
Η ευρέως διαδεδοµένη άποψη ότι η σχιστοκερατολιθική διάπλαση µε οφιόλιθους καλύπτεται
από την κρητιδική επίκλυση, επίσης δεν επαληθεύθηκε από τις παρατηρήσεις µου. Αντίθετα,
πολυάριθµες παρατηρήσεις µου έδειξαν, ότι επάνω από την οφιολιθική σειρά έχει
τοποθετηθεί τεκτονικά, µε επώθηση, µια νηριτική σειρά ασβεστόλιθων, η ηλικία της οποίας
κυµαίνεται από το Κάτω Ιουρασικό µέχρι το Ηώκαινο.
Το γεγονός αυτό σε συνδυασµό µε την παρατήρηση, που ήδη ανέφερα, ότι επάνω στην
οφιολιθική σειρά συναντώνται επωθηµένοι και οι τριαδικοί νηριτικοί ασβεστόλιθοι, µε οδηγεί
στο συµπέρασµα ότι οι µεσοζωικοί και ηωκαινικοί νηριτικοί ασβεστόλιθοι της Ανατολικής
Ελλάδας συγκροτούν µια ενιαία και συνεχή ενότητα, που έχει επωθηθεί επάνω στην
σχιστοκερατολιθική διάπλαση µε οφιόλιθους. Την ενότητα αυτή την ονοµάζω, χάριν
συντοµίας, «νηριτικό ανθρακικό κάλυµµα».
Από όσα αναφέρω πιο πάνω, δεν πρέπει να δηµιουργηθεί στον αναγνώστη η εντύπωση ότι
επάνω από την οφιολιθική σειρά βρίσκονται επωθηµένοι µόνο νηριτικοί ασβεστόλιθοι. Στην
πραγµατικότητα επάνω από την οφιολιθική σειρά βρίσκονται επωθηµένοι και πελαγικοί
ασβεστόλιθοι, τους οποίους θα εξετάσουµε σε ειδική παράγραφο.
3.2. Φυλλίτες και Περµοτριαδική Ακολουθία.
Στην Ανατολική Ελλάδα τα υποκείµενα των τριαδικών ασβεστόλιθων στρώµατα θεωρούνται
ότι ανήκουν στην λεγόµενη Περµοτριαδική Κλαστική Ακολουθία. Τα στρώµατα αυτά έχουν
εντοπισθεί στην Πάρνηθα, Σαλαµίνα, Ύδρα, Λοκρίδα (Αταλάντη, Μελιδόνι), Όθρυ, Εύβοια
κλπ.
Όπως παρατήρησα, όµως, σε πολλά σηµεία τα πετρώµατα αυτά βρίσκονται πολύ κοντά ή
εφάπτονται µε πετρώµατα της σχιστοκερατολιθικής διάπλασης µε οφιόλιθους. Η παρατήρηση
αυτή, σε συνδυασµό µε την παρατήρηση ότι η οφιολιθική σειρά υπόκειται, επίσης, των
τριαδικών ασβεστόλιθων, µε οδηγεί στο συµπέρασµα ότι οι δύο σειρές (περµοτριαδική
κλαστική ακολουθία και η σχιστοκερατολιθική διάπλαση µε οφιόλιθους) ταυτίζονται
στρωµατογραφικά και σχηµατίζουν µια ενιαία τεκτονική ενότητα.
Την ενότητα αυτή την ονοµάζω «φυλλιτικό - οφιολιθικό υπόβαθρο». Ο όρος «φυλλιτικό»
οφείλεται στις παρατηρήσεις που πραγµατοποίησα στην ∆υτική Μακεδονία και στην Νότια
Ελλάδα, όπου οι εν λόγω σχηµατισµοί εµφανίζονται ελαφρά µεταµορφωµένοι σε φυλλίτες
Το φυλλιτικό - οφιολιθικό υπόβαθρο εκτός από την µεγάλη ποικιλία πετρολογικών
χαρακτήρων που έχει, παρουσιάζει και µεγάλο στρωµατογραφικό - χρονικό εύρος, που
πιθανότατα καλύπτει όλη την περίοδο από το Πέρµιο έως το Παλαιογενές. Γενικά
αποτελείται από ιζήµατα και ηφαιστειακά πετρώµατα, που αντιστοιχούν σε ένα ωκεάνιο
περιβάλλον. ∆εν είναι δύσκολο να υποθέσει κανείς, ότι το συγκρότηµα αυτό αντιστοιχεί στον
πυθµένα της θάλασσας της Τηθύος.
Κατά γενικό κανόνα από το συγκρότηµα αυτό απουσιάζουν οι ανθρακικοί σχηµατισµοί. Το
χαρακτηριστικό αυτό είναι χρήσιµο, διότι µας επιτρέπει να διακρίνουµε την ενότητα
φυλλιτών - οφιόλιθων από την ενότητα των γνευσίων και των µαρµάρων του Πηλίου και της
Αττικοκυκλαδικής Μάζας, που, όπως θα δούµε, έχει διαφορετική προέλευση, δηλαδή
αποτελεί τεκτονικό κάλυµµα.
Η γεωγραφική εξάπλωση του φυλλιτικού - οφιολιθικού υπόβαθρου είναι τεράστια.
Παρακάτω δίνω, σύντοµα, µερικά γεωγραφικά στοιχεία.
Στην Φθιώτιδα και την Βοιωτία, το φυλλιτικό - οφιολιθικό υπόβαθρο είναι εντελώς
αµεταµόρφωτο ή χαλαρό και έχει µεγάλες επιφανειακές εµφανίσεις. Αυτό έχει σαν
αποτέλεσµα να συγχέεται µε φλύσχη ή µε νεογενείς λιµναίες αποθέσεις. Σε πολλούς χάρτες
της περιοχής αυτής, οι αναφορές σε φλύσχη της Ανατολικής Ελλάδας είναι λανθασµένες.
Στην πραγµατικότητα, οι εµφανίσεις αυτές αντιστοιχούν σε φυλλίτες ή οφιόλιθους.
Τα ασβεστολιθικά όρη Όθρυς, Καλλίδροµο, Κνηµίς, Χλωµόν, Πτώον και Κτυπάς, στην
πλευρά του Ευβοϊκού Κόλπου και Ελικώνας και Κιθαιρώνας, στην πλευρά του Κορινθιακού
Κόλπου, αποτελούν λαµπρά παραδείγµατα επώθησης του νηριτικού ανθρακικού καλύµµατος
επί της οφιολιθικής σειράς, που σχηµατίζει το γενικό υπόβαθρο.
Η αποξηραµένη λίµνη Κωπαΐδας, οι λίµνες Υλίκη και Παραλίµνη καθώς και η πεδιάδα των
Θηβών αποτελούν τεκτονικά παράθυρα από φυλλίτες και οφιόλιθους, που προβάλλουν µέσα
και κάτω από το νηριτικό κάλυµµα. Οι λεκάνες αυτές καλύπτονται σήµερα από λεπτό
στρώµα τεταρτογενών προσχώσεων, που εµποδίζουν την απ' ευθείας παρατήρηση των
φυλλιτών και οφιολίθων.
Στην περιοχή της Αττικής το φυλλιτικό - οφιολιθικό υπόβαθρο είναι ελαφρά µεταµορφωµένο.
Περίφηµα δείγµατα αυτού του υπόβαθρου είναι τα παλαιοζωικά στρώµατα της Πάρνηθας, ο
σχιστόλιθος των Αθηνών και ο σχιστόλιθος της Καισαριανής. Επάνω σ' αυτό το υπόβαθρο
έχει επωθηθεί το νηριτικό ανθρακικό κάλυµµα της Πάρνηθας, του Αιγάλεω, της Ακρόπολης,
του Λυκαβηττού, του Πατέρα, των Γερανείων κλπ. και γενικά όλοι οι µη µεταµορφωµένοι
ασβεστόλιθοι της Αττικής. Εκτός, όµως αυτών, όπως θα δούµε πιο κάτω, επάνω στο
φυλλιτικό - οφιολιθικό υπόβαθρο της Αττικής έχουν επωθηθεί και οι µεταµορφωµένες
ενότητες του Υµηττού και της Πεντέλης.
Στο κέντρο περίπου του αντικλίνου της Πάρνηθας, στο οροπέδιο των Σκούρτων
(∆ερβενοχώρια), το ασβεστολιθικό κάλυµµα διακόπτεται και εµφανίζεται µε την µορφή
παραθύρου το υποκείµενο φυλλιτικό υπόβαθρο. Η περιοχή είναι εντελώς ισοπεδωµένη,
αποτέλεσµα της τεκτονικής διάβρωσης που προκλήθηκε από την προώθηση των
ασβεστόλιθων επάνω στο µαλακό σχιστολιθικό υπόβαθρο.
Στις περιοχές της ∆υτικής και Κεντρικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας (εκτός Πηλίου), το
φυλλιτικό - οφιολιθικό υπόβαθρο αντιπροσωπεύεται από σχιστόλιθους, οφιόλιθους και
µεταµορφωµένα ηφαιστειοϊζηµατογενή πετρώµατα, τα οποία στην βιβλιογραφία αναφέρονται
ως melanges. Η µεταµόρφωση είναι προχωρηµένη και φθάνει µέχρι την γρανιτοποίηση του
πετρώµατος.
Γνωστό παράδειγµα είναι οι σχιστόλιθοι της Θεσσαλονίκης (Χορτιάτη) επάνω στους οποίους
έχουν επωθηθεί οι ασβεστόλιθοι του Ασβεστοχωρίου. Παρόµοια διάταξη ισχύει και για τα
όρη Πάικο και Βέρµιο.
Όµως το διασηµότερο παράδειγµα είναι ο Όλυµπος και ο Κίσαβος (Όσσα). Εκεί, οι
παρατηρήσεις µου έδειξαν, ότι η βάση αυτών των µεγάλων ορεινών όγκων συγκροτείται
αποκλειστικά από φυλλίτες και οφιόλιθους, ενώ οι κορυφές τους στέφονται, κυριολεκτικά,
από ηµιµεταµορφωµένους τριαδικούς ασβεστόλιθους του νηριτικού ασβεστολιθικού
καλύµµατος. Εποµένως οι παρατηρήσεις µου διαψεύδουν την θεωρία περί της υπάρξεως του
τεκτονικού παραθύρου του Ολύµπου (Godfriaux, 1968).
Στην Ανατολική Πελοπόννησο, το φυλλιτικό - οφιολιθικό υπόβαθρο εµφανίζεται στην
περιοχή της Αργολίδας και του Πάρνωνα. Ο Κροκεάτης Λίθος είναι ονοµαστό ηφαιστειακό
πέτρωµα, που ανήκει σ' αυτήν την ενότητα. Επίσης γνωστά είναι τα στρώµατα του Τυρού και
των Μολάων (Κτενάς 1924, 1926), που τα κατατάσσω στην ίδια ενότητα. Το νηριτικό
ανθρακικό κάλυµµα αντιπροσωπεύεται στις περιοχές αυτές από τους γνωστούς
ασβεστόλιθους και δολοµίτες των ζωνών Παρνασσού και Τρίπολης.
Λίγο βορειότερα, όµως, στην περιοχή του Άργους, παρατήρησα ότι το κάλυµµα των
οφιόλιθων και φυλλιτών δεν αποτελείται από νηριτικούς ασβεστόλιθους, αλλά από του
γνωστούς πελαγικούς ασβεστόλιθους της Πίνδου.
Παρόµοιο φαινόµενο παρατηρείται και στην περιοχή Λαµίας και ∆οµοκού, όπου επάνω από
το φυλλιτικό - οφιολιθικό υπόβαθρο βρίσκονται επωθηµένοι πελαγικοί ασβεστόλιθοι της
Πίνδου.
Στην Σαντορίνη και στην Κρήτη το φυλλιτικό υπόβαθρο ονοµάζεται Φυλλιτικό Σύστηµα.
Επάνω στην σειρά αυτή έχουν επωθηθεί τόσο οι ασβεστόλιθοι της ζώνης της Τρίπολης, όσο
και οι ασβεστόλιθοι της ζώνης της Πίνδου.
Οι οφιόλιθοι της Κρήτης, στους γεωλογικούς χάρτες αναφέρονται να συνυπάρχουν µε τον
φλύσχη, ο οποίος εικάζεται ότι είναι φλύσχης της ζώνης της Τρίπολης. Αυτό είναι εντελώς
εσφαλµένο. Στην πραγµατικότητα τα στρώµατα, που θεωρούνται σαν φλύσχης, είναι µη
µεταµορφωµένα ή ελάχιστα µεταµορφωµένα µέλη της σχιστοκερατολιθικής διάπλασης. Για
τον λόγο αυτό συχνά συνοδεύονται από τις οφιολιθικές εµφανίσεις.
Μου δίνεται εδώ η ευκαιρία να αναφέρω, ότι στην Κρήτη, σύµφωνα µε τις παρατηρήσεις
µου, επάνω στο Φυλλιτικό Σύστηµα βρίσκεται επωθηµένη και η µεταµορφωµένη ενότητα
των Πλακωδών Ασβεστόλιθων ή Plattenkalk ή ενότητα Κρήτης - Μάνης. Η ενότητα αυτή
αναφέρεται, εσφαλµένα, σε όλους τους χάρτες, ως σχηµατίζουσα το υπόβαθρο της Κρήτης ή
ως ανήκουσα στην Ιόνιο ζώνη. Στην πραγµατικότητα αποτελεί τεκτονικό κάλυµµα. Το ίδιο
κάλυµµα, στην ίδια τεκτονική θέση, εµφανίζεται και στον Πάρνωνα, σε µεγάλα υψόµετρα,
κοντά στο χωριό Κοσµάς.
3.3. Το νηριτικό ανθρακικό κάλυµµα.
Το νηριτικό ανθρακικό κάλυµµα εµφανίζεται σε εκτεταµένες περιοχές της Ανατολικής
Ελλάδας. Ουσιαστικά, αντιπροσωπεύεται από το σύνολο των µεσοζωικών - ηωκαινικών
ασβεστόλιθων και δολοµιτών των ζωνών Αξιού, Πελαγονικής, Παρνασσού, Τρίπολης και
πιθανώς του Γαβρόβου. Το κάλυµµα δηµιουργήθηκε πιθανότατα σε έναν ενιαίο
παλαιογεωγραφικό χώρο, σε αβαθή θάλασσα, που βρισκόταν ανατολικά του ωκεανού, που
καταλάµβανε τον χώρο της Ελλάδας. Τα κάλυµµα επωθήθηκε σαν σύνολο επάνω στο
φυλλιτικό - οφιολιθικό υπόβαθρο, σε αποστάσεις που ξεπερνούν τα 100 - 200 χλµ.
Το νηριτικό ανθρακικό κάλυµµα δεν καλύπτεται από φλύσχη. Τα πετρώµατα που αποτελούν
το νηριτικό κάλυµµα είναι ελάχιστα πτυχωµένα, πράγµα που σηµαίνει, ότι, πριν από την
εποχή της επώθησης, η σειρά δεν είχε προσβληθεί από κάποια σηµαντική ορογένεση.
Στην βιβλιογραφία αναφέρονται φλύσχες της ζώνης Αξιού, Πελαγονικής, Παρνασσού και
Τρίπολης. Συνήθως πρόκειται για πολύ µικρές εµφανίσεις, οι οποίες πιθανότατα συγχέονται,
είτε µε τον φλύσχη της ∆υτικής Ελλάδας, είτε µε το φυλλιτικό υπόβαθρο και ιδίως µε τις µη
µεταµορφωµένες φάσεις του τελευταίου. Π.χ. το νηριτικό ασβεστολιθικό κάλυµµα του
Ελικώνα δεν είναι τοποθετηµένο επάνω στον φλύσχη της ζώνης του Παρνασσού, όπως
φαίνεται στον γεωλογικό χάρτη του ΙΓΜΕ, αλλά επάνω στην σχιστοκερατολιθική διάπλαση.
Αυτό επιβεβαιώθηκε από τις παρατηρήσεις µου στην Αλυκή, ∆όµβραινα, Θίσβη και Κοιλάδα
των Μουσών, όπου διαπίστωσα, ότι οι ασβεστόλιθοι του Ελικώνα είναι επωθηµένοι επάνω σε
οφιόλιθους, δηλαδή στα πλέον ευδιάκριτα µέλη του φυλλιτικού - οφιολιθικού υποβάθρου.
Η εποχή της επώθησης του νηριτικού ανθρακικού καλύµµατος τοποθετείται, σύµφωνα µε τις
εκτιµήσεις µου, στο Μειόκαινο, µε πιθανότερο χρόνο το Ανώτερο Μειόκαινο. Φαίνεται, ότι
προηγουµένως, κατά το Παλαιογενές, άρχισε να συρρικνώνεται ο ωκεανός και να αναδύονται
τα οφιολιθικά και ηφαιστειοϊζηµατογενή πετρώµατα, που αποτελούσαν τον πυθµένα του. Τα
οφιολιθικά πετρώµατα, κάτω από την επίδραση των ατµοσφαιρικών παραγόντων, υπέστησαν
λατεριτίωση µε αποτέλεσµα την δηµιουργία των σιδηρονικελιούχων και βωξιτικών
κοιτασµάτων. Αυτά είτε παρέµειναν επί τόπου.
Η συνεχής διάβρωση προκάλεσε την µείωση του οφιολιθικού ανάγλυφου και την δηµιουργία
εκτεταµένων πεδιάδων. Κατά το Κατώτερο Μειόκαινο περιοχές της Θεσσαλίας και της
Νότιας Ελλάδας θαλάσσευσαν, εκ νέου, και οι προϋπάρχοντες σχηµατισµοί καλύφθηκαν από
λεπτό στρώµα νεογενών µαργών και µαργαϊκών ασβεστόλιθων χαρακτηριστικού κίτρινου ή
υποκίτρινου χρώµατος.
Επακολούθησε µια έντονη οριζόντια άσκηση δυνάµεων, κατά την οποία το νηριτικό
ασβεστολιθικό κάλυµµα, που είχε ήδη αναδυθεί, προωθήθηκε και γλίστρησε κυριολεκτικά
επάνω στα µειοκαινικά ιζήµατα και στους λατερίτες και µε ελάχιστες πτυχώσεις και
παραµορφώσεις τοποθετήθηκε στην σηµερινή του θέση. Είναι πιθανόν, παράλληλα, να
προωθήθηκε και το πελαγικό ανθρακικό κάλυµµα, που σήµερα το βρίσκουµε να επικάθεται
επί του φλύσχου, στην περιοχή των Βαρδουσίων, του Τυµφρηστού και της Πίνδου.
Τα όρη Πάρνηθα, Πατέρας, Γεράνεια, Πάστρα, Κιθαιρώνας, Κοροµπίλι, Ελικώνας, Κτυπάς,
Πτώον, Χλωµό, Καλλίδροµο, Κνηµίς, Όθρυς, Χαλκοδόνιο, Όσσα, Κάτω Όλυµπος, Όλυµπος
κλπ., δηλαδή όλα σχεδόν τα βουνά της ανατολικής Ελλάδας, σχηµατίζουν τις κορυφές τους
από µεσοζωικούς νηριτικούς ασβεστόλιθους, που είναι επωθηµένοι επάνω σε πετρώµατα του
σχιστοκερατολιθικού - οφιολιθικού υπόβαθρου.
Οι σχηµατισµοί του υπόβαθρου καλύπτουν τις περιοχές µε τα χαµηλά τµήµατα των βουνών
και συχνά εµφανίζονται µέσα και κάτω από τους ασβεστόλιθους σαν τεκτονικά παράθυρα.
Μερικά από τα παράθυρα αυτά είναι πράγµατι εντυπωσιακά. Αναφέρω, για παράδειγµα: Το
οροπέδιο των Σκούρτων στην Πάρνηθα, η Κοιλάδα του Μαζίου (περιοχή Οινόης - Βιλίων), η
λίµνες Υλίκη και Παραλίµνη, η πεδιάδα της Κωπαΐδας, η Κοιλάδα των Μουσών στον
Ελικώνα, η πεδιάδα Λίκερη στην ∆όµβραινα, η λεκάνη της Σούρπης στον Νοµό Μαγνησίας,
η αποξηρανθείσα λίµνη Ασκουρίς στον Κάτω Όλυµπο κλπ.
Κατά την επώθηση του νηριτικού καλύµµατος, στην βάση της ασβεστολιθικής µάζας
δηµιουργήθηκε, όπως ήταν φυσικό, ένα πολυγενές τεκτονικό λατυποπαγές. Αυτό το
λατυποπαγές αποτελείται από οφιόλιθους, σχιστοκερατόλιθους, λάβες, τόφφους,
σχιστόλιθους, προϊόντα της λατεριτίωσης (σιδηρονικελιούχα και βωξίτες), µάργες και
ασβεστόλιθους του Νεογενούς, καθώς και από ασβεστολιθικά τµήµατα της επωθηµένης
σειράς, διαφόρων ηλικιών.
Η προσεκτική παρατήρηση του λατυποπαγούς της επώθησης δείχνει ότι συχνά η επώθηση
έλαβε χώρα µέσα σε υγρό περιβάλλον. Τα θραύσµατα των πετρωµάτων στρογγυλοποιήθηκαν
και µεταβλήθηκαν σε κροκάλες. Σε συνδυασµό µε το υγρό περιβάλλον, ο σχηµατισµός αυτός
λειτούργησε σαν ρουλεµάν το οποίο διευκόλυνε την προώθηση προς τα δυτικά της
επωθηµένης σειράς.
Συστηµατικές παρατηρήσεις µου, σε πολλά µέρη της Ελλάδας δείχνουν ότι:
α) Όλα τα σιδηρονικελιούχα κοιτάσµατα και οι βωξίτες βρίσκονται µέσα στην µυλονιτιωµένη
ζώνη, στην βάση του νηριτικού ασβεστολιθικού καλύµµατος. Λόγω της γενικής
µυλονιτίωσης των λατεριτών τα κοιτάσµατα αυτά έχουν γενικά πισσολιθικό ή λατυποπαγή
ιστό.
β) Μέσα στον µυλονίτη της επώθησης, είναι σχεδόν γενική η παρουσία κίτρινων µαργών, η
προέλευση των οποίων µόνο σε νεογενείς αποθέσεις µπορεί να αποδοθεί.
γ) Στην περιφέρεια της επωθηµένης σειράς και ιδίως στο µέτωπό της, είναι συχνή η παρουσία
κροκαλοπαγών µε µολασσικό ιστό, τα οποία δηµιουργήθηκαν από σκληρά υλικά, κυρίως
περιδοτίτες, λάβες και σχιστοκερατόλιθους, που αποσπάσθηκαν από το υπόβαθρο και
µεταφέρθηκαν σε άλλες περιοχές. Τέτοια µολασσικά κροκαλοπαγή µπορεί να παρατηρήσει
κανείς στο Καπαρέλλι της Βοιωτίας, υψοµετρικά στο ίδιο επίπεδο µε την επιφάνεια
επώθησης της ασβεστολιθικής µάζας του Κιθαιρώνα, που είναι επωθηµένη επάνω στο
οφιολιθικό υπόβαθρο της Βοιωτίας.
Κατά την προώθησή του προς τα δυτικά, το νηριτικό κάλυµµα ξεπέρασε τα όρια του
φυλλιτικού - οφιολιθικού υπόβαθρου και µπήκε στην περιοχή του φλύσχη, που βρισκόταν
δυτικότερα. Αυτό είναι εύκολα ορατό στην περιοχή Παρνασσού - Γκιώνας. Χωρίς αµφιβολία,
η ύπαρξη των βωξιτών της περιοχής οφείλεται σε τεκτονική µεταφορά τους από το
ανατολικότερα ευρισκόµενο φυλλιτικό - οφιολιθικό υπόβαθρο.
Όλες οι παρατηρήσεις µου δείχνουν ότι οι βωξίτες βρίσκονται στην βάση της επωθηµένης
ασβεστολιθικής σειράς. Εποµένως δεν επαληθεύεται η άποψη ότι οι βωξίτες είναι αυτόχθονα
πετρώµατα της περιοχής του Παρνασσού, που δηµιουργήθηκαν κατά την διάρκεια
προσωρινών διακοπών της ασβεστολιθικής ιζηµατογένεσης της ζώνης Παρνασσού - Γκιώνας.
Οι βωξίτες δεν αποτελούν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ζώνης του Παρνασσού, δεδοµένου
ότι κοιτάσµατα βωξιτών έχουν ανακαλυφθεί και εκτός της περιοχής Παρνασσού - Γκιώνας,
όπως στην Όθρυ, στο Καλλίδροµο, στην Χαλκιδική (όρος Κατσίκα), στην Αµοργό, στην
Κύµη Ευβοίας, στην Πύλο, στην Κλόκοβα και στο Αρτεµίσιο. Επίσης υπάρχουν κοιτάσµατα
βωξιτών επικείµενα οφιόλιθων, όπως στην Σκόπελο και στο ∆ρέπανο Κοζάνης, που
αποδεικνύουν την στενή σχέση βωξιτών και οφιόλιθων.
Η επώθηση του νηριτικού ανθρακικού καλύµµατος επάνω στον φλύσχη δείχνει ότι ο φλύσχης
προϋπήρχε της εποχής της επώθησης (δηλαδή του Μειόκαινου) και µάλιστα βρισκόταν σε
επαφή µε το σχιστολιθικό - οφιολιθικό υπόβαθρο της Ανατολικής Ελλάδας. Εποµένως ο
φλύσχης, στην ∆υτική Ελλάδα, παίζει τον ρόλο του γενικού υπόβαθρου.
Η επαφή των δύο υποβάθρων (φλυσχικού και οφιολιθικού) δεν διακρίνεται εύκολα, διότι
καλύπτεται σε µεγάλο βαθµό από το νηριτικό ανθρακικό κάλυµµα. Από τις µέχρι σήµερα
παρατηρήσεις µου φαίνεται ότι ο φλύσχης υπέρκειται (κανονικά ή τεκτονικά) των οφιόλιθων.
Στο Ακραίφνιο, στην ανατολική πλευρά της Κωπαΐδας, οι κρητιδικοί ασβεστόλιθοι του
νηριτικού καλύµµατος βρίσκονται επωθηµένοι επάνω στον φλύσχη και ο φλύσχης επάνω σε
οφιόλιθους του υπόβαθρου. Στην Φθιώτιδα, ανάµεσα στο χωριό Περιβόλι (που βρίσκεται
χαµηλά, στην οφιολιθική µάζα) και στο χωριό Παλαιά Γιαννιτσού (που βρίσκεται υψηλότερα,
µέσα στον υπερκείµενο φλύσχη) παρατηρείται τεκτονική επαφή, που υποδηλώνει επώθηση
του φλύσχη επί των περιδοτιτών. Αντίθετα, στο χωριό Στρόµη, µεταξύ Οίτης, Γκιώνας και
Καλλίδροµου, οι γεωλογικοί χάρτες του ΙΓΜΕ εµφανίζουν τους οφιόλιθους επωθηµένους
επάνω στον φλύσχη. Οπωσδήποτε το θέµα χρειάζεται περαιτέρω έρευνα.
Το δυτικό όριο του νηριτικού ανθρακικού καλύµµατος σχηµατίζεται από την νοητή γραµµή
που περνά από τις πόλεις: Γαλαξίδι, Λιδορίκι, Μουσουνίτσα, Μακρακώµη, Παλαιά
Γιαννιτσού, Λουτροπηγή (Σµόκοβο), Κέδρος, Καρδίτσα, Τρίκαλα, Μέτσοβο.
3.4. Το πελαγικό ανθρακικό κάλυµµα.
∆υτικά από την παραπάνω νοητή γραµµή το νηριτικό κάλυµµα δίνει την θέση του σε ένα
άλλο ανθρακικό κάλυµµα, που αποτελείται από πελαγικούς σχηµατισµούς (πλακώδεις
ασβεστόλιθους και ραδιολαρίτες), πολύ έντονα πτυχωµένους, που αντιστοιχούν στους
γνωστούς σχηµατισµούς της ζώνης της Πίνδου. Το κάλυµµα αυτό το ονοµάζω «πελαγικό
ανθρακικό κάλυµµα».
Το πελαγικό ανθρακικό κάλυµµα βρίσκεται επωθηµένο κυρίως επάνω στον φλύσχη και
δευτερευόντως (στα ανατολικά) επάνω στο φυλλιτικό - οφιολιθικό υπόβαθρο. Τα όρη της
Ναυπακτίας, τα Βαρδούσια, η Οίτη, η Οξυά, το Παναιτωλικό, ο Τυµφρηστός, τα Άγραφα
(Ευρυτανία και ορεινή Καρδίτσα), τα όρη του ∆οµοκού, ο Κόζιακας, τα Τζουµέρκα και ο
Λάκµος (Περιστέρι), σχηµατίζουν τις κορυφές τους από πλακώδεις ασβεστόλιθους και
ραδιολαρίτες του πελαγικού ανθρακικού καλύµµατος, το οποίο είναι επωθηµένο επάνω στον
φλύσχη. Το υψόµετρο των κορυφών αυτών ξεπερνά τα 2000 µ. και η επιφάνεια επώθησης
βρίσκεται σε υψόµετρο άνω των 1000 µ.
Το επωθηµένο πελαγικό ανθρακικό κάλυµµα παρουσιάζει εντελώς διαφορετικό τεκτονικό
στυλ συγκρινόµενο µε το νηριτικό κάλυµµα της Ανατολικής Ελλάδας. Εδώ, οι πελαγικοί
σχηµατισµοί έχουν πτυχωθεί έντονα και µοιάζουν µε φυσαρµόνικα. Σχηµατίζουν
αλλεπάλληλα σύγκλινα και αντίκλινα µε σχεδόν ανορθωµένες τις πλευρές τους. Τα
φαινόµενα αυτά είναι εντονότερα στα κατώτερα στρώµατα, όπου κυριαρχούν οι
ραδιολαρίτες, ενώ οι υπερκείµενοι κρητιδικοί ασβεστόλιθοι παρουσιάζουν σχετική
δυσκαµψία.
Η διάταξη των στρωµάτων σε λέπια, που αναφέρεται στην βιβλιογραφία, δεν επαληθεύεται
από τις παρατηρήσεις µου. Στην πραγµατικότητα πρόκειται για ολόκληρες πτυχές, συχνά
γονατισµένες ή κατακεκλιµένες, που έχουν επωθηθεί, σαν µια µάζα, επάνω στον φλύσχη.
Ανατολικά της οροσειράς της Πίνδου, το πελαγικό ανθρακικό κάλυµµα βρίσκεται επωθηµένο
(µε την µορφή αποµονωµένων εµφανίσεων ή klippen) και επάνω στο φυλλιτικό - οφιολιθικό
υπόβαθρο της Ανατολικής Ελλάδας (δηλαδή ανατολικότερα των κλασσικών ορίων της ζώνης
της Πίνδου).
Παρατηρήσεις, που πραγµατοποίησα ο ίδιος, δείχνουν ότι στην περιοχή Λαµίας, ∆οµοκού,
Οµβριακής, Λουτρών Καΐτση, Τρίλοφου κλπ. οι ασβεστόλιθοι της Πίνδου βρίσκονται
επωθηµένοι επάνω σε περιδοτίτες, συχνά µε την µεσολάβηση λεπτού στρώµατος φλύσχη ή
µολασσικών κροκαλοπαγών. Στο Τρίλοφο, πελαγικοί σχηµατισµοί (ασβεστόλιθοι και
ραδιολαρίτες), εξαιρετικά τεκτονισµένοι, είναι επωθηµένοι επάνω σε pilow lavas του
υπόβαθρου.
Βορειοανατολικά της Λαµίας, πελαγικοί σχηµατισµοί παρατηρούνται σε όλο το µήκος του
δρόµου από την Λαµία έως την Μονή Μαγδαληνής. Σε πολλές από τις παραπάνω
περιπτώσεις οι πελαγικοί ασβεστόλιθοι συνοδεύονται, στην βάση τους, από λεπτό στρώµα
φλύσχη.
Η αποξηρανθείσα λίµνη Ξυνιάς και το οροπέδιο του ∆οµοκού αποτελούν µεγάλα τεκτονικά
παράθυρα, όπου κάτω από το πελαγικό κάλυµµα έχει αποκαλυφθεί το οφιολιθικό υπόβαθρο.
Οι εµφανίσεις αυτές, των επωθηµένων πελαγικών ασβεστόλιθων επάνω σε φλύσχη ή
οφιόλιθους, είχαν επισηµανθεί και στο παρελθόν από ορισµένους ερευνητές και οδήγησαν
στο εσφαλµένο συµπέρασµα, ότι αυτά τα πελαγικά ιζήµατα αποτελούν ιδιαίτερες τεκτονικές
ζώνες. Έτσι δηµιουργήθηκε η Ενότητα του Κόζιακα και η Ενότητα των Βαρδουσίων
(πελαγικές σειρές επωθηµένες επάνω σε φλύσχη της Πίνδου). Επίσης δηµιουργήθηκε η
Μαλιακή ζώνη (πελαγικοί ασβεστόλιθοι µε πυριτόλιθους και ραδιολαρίτες επωθηµένοι
επάνω σε οφιόλιθους και άλλα πετρώµατα της Πελαγονικής). Παρόµοια διάταξη στρωµάτων
παρατηρήθηκε και νοτιότερα στην Φωκίδα (ενότητα Πεντεορίων).
Η επώθηση του πελαγικού καλύµµατος επάνω στον φλύσχη διαπιστώνεται εύκολα. Ένα από
τα χαρακτηριστικότερα παραδείγµατα είναι το όρος Τυµφρηστός, βορειοανατολικά του
Καρπενησίου. Η βάση του βουνού και µέχρι το υψόµετρο των 1500 µ. σχηµατίζεται από
φλύσχη. Από το υψόµετρο των 1500 µ. και πάνω βρίσκεται επωθηµένο το πελαγικό κάλυµµα
σχηµατιζόµενο από τους γνωστούς σχηµατισµούς της ζώνης της Πίνδου. Η επιφάνεια της
επώθησης είναι ευδιάκριτη και µπορεί να παρατηρηθεί σε ολόκληρη την περιφέρεια του
βουνού.
Μια απλή παρατήρηση του γεωλογικού χάρτη της Ελλάδας σε κλίµακα 1:500.000 είναι
αρκετή για να διαπιστώσει κανείς, ότι τα πτυχωµένα ιζήµατα της Πίνδου κυριολεκτικά
«επιπλέουν» επάνω σε µια «θάλασσα» από φλύσχη.
3.5. Ο φλύσχης.
Λαµβάνοντας υπόψη τον τεράστιο όγκο που καταλαµβάνει ο φλύσχης και την µικρή σχετικά
έκταση που καταλαµβάνουν οι ανθρακικοί σχηµατισµοί της Πίνδου, που είναι επωθηµένοι
επάνω σ' αυτόν, αντιλαµβάνεται κανείς, ότι ο φλύσχης δεν µπορεί να αποτελεί την προς τα
πάνω εξέλιξη της ιζηµατογένεσης της ζώνης της Πίνδου.
Εποµένως, η προέλευση του φλύσχη θα πρέπει να αναζητηθεί αλλού. Το πιθανότερο είναι ότι
ο φλύσχης αποτελεί ωκεάνιο αβυσσικό σχηµατισµό, δηλαδή κάτι ανάλογο µε την
σχιστοκερατολιθική διάπλαση. Για τον λόγο αυτό, συχνά έχει αναφερθεί ότι περιέχει και
οφιολιθικά σώµατα στο εσωτερικό του. Μέχρι να διευκρινισθεί το θέµα αυτό και επειδή ο
φλύσχης είναι σηµαντικός σχηµατισµός, που παίζει τον ρόλο του υποβάθρου σε µεγάλο
τµήµα της ∆υτικής Ελλάδας, προτιµώ, παρακάτω, να τον αναφέρω απλώς σαν «φλυσχικό
υπόβαθρο». Φυσικά, έχω πλήρη επίγνωση του γεγονότος, ότι οι απόψεις µου αυτές, δεν
συµβαδίζουν µε την κλασσική άποψη ότι ο φλύσχης είναι το τελικό ίζηµα ενός
γεωσυγκλίνου, που καλύπτει το επάνω µέρος της ασβεστολιθικής ιζηµατογένεσης.
Σε αντίθεση µε το πελαγικό κάλυµµα, ο υποκείµενος φλύσχης παρουσιάζεται συµπαγής,
οµοιόµορφος σε µεγάλη κλίµακα και ελάχιστα πτυχωµένος. Το χρώµα του, στα βαθύτερα
στρώµατα, είναι καστανό, ενώ στα ανώτερα γίνεται πιο κιτρινωπό, προσοµοιάζοντας προς το
χρώµα του Νεογενούς.
Αµέσως κάτω από της ζώνη της επώθησης του πελαγικού καλύµµατος και σε µια ζώνη
πάχους 200 µ. περίπου, ο φλύσχης παρουσιάζεται θρυµµατισµένος και έντονα τεκτονισµένος,
λόγω της µηχανικής καταπόνησης του πετρώµατος, που προκλήθηκε από την επώθηση της
ανθρακικής σειράς. Αυτό όµως δεν ισχύει για την βαθύτερη µάζα του φλύσχη, που, όπως
αναφέρθηκε, ελάχιστα έχει πτυχωθεί.
Συχνά, τα όρια του φλύσχη µε το υπερκείµενο επωθηµένο πελαγικό κάλυµµα είναι ασαφή,
διότι επάνω στον φλύσχη βρίσκονται τοποθετηµένοι οι ραδιολαρίτες που αποτελούν την
βάση της επωθηµένης σειράς. Φλύσχης και ραδιολαρίτες είναι ιζήµατα που µοιάζουν µεταξύ
τους, όσον αφορά τα µηχανικά χαρακτηριστικά τους. Στο ύπαιθρο η διάκρισή τους είναι
εύκολη. Οι ραδιολαρίτες συνοδεύονται συστηµατικά από ερυθρούς πελαγικούς
ασβεστόλιθους και έχουν σκοτεινό καφέ ή κόκκινο χρώµα, σε αντίθεση µε τον φλύσχη, που
παρουσιάζει την χαρακτηριστική εναλλαγή ιζηµατογένεσης, σε αργιλικούς και ψαµµιτικούς
ορίζοντες και έχει (στα ανώτερα στρώµατά του) χρώµα καστανοκίτρινο.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του φλύσχη είναι η παντελής απουσία ασβεστολιθικών οριζόντων,
πράγµα που υποδηλώνει ότι ο φλύσχης είναι ίζηµα πολύ βαθιάς θάλασσας. Το
χαρακτηριστικό αυτό σε συνδυασµό µε το µεγάλο πάχος του, που ξεπερνά τα 2000 - 3000 µ.,
µας επιτρέπει να θεωρήσουµε ότι ο φλύσχης αποτελούσε το προνεογενές υπόβαθρο για
µεγάλο τµήµα της ∆υτικής Ελλάδας. ∆ηλαδή παίζει τον ίδιο ρόλο µε τον ρόλο που παίζει η
φυλλιτική - οφιολιθική σειρά στην Ανατολική Ελλάδα.
Συχνά, στην κορυφή του φλύσχη, µέσα στον µυλονίτη της βάσης της επωθηµένης πελαγικής
ανθρακικής σειράς, όπως επίσης και στο µέτωπο της επώθησής της προς τα δυτικά (δηλαδή
στο µέτωπο της ζώνης της Πίνδου), συναντούµε οφιολιθικά σώµατα, και κροκαλοπαγή, που
είναι ξένα προς τον υποκείµενο φλύσχη.
Έχω τη άποψη, ότι τα σώµατα αυτά προήλθαν από το ανατολικότερα ευρισκόµενο φυλλιτικό
- οφιολιθικό υπόβαθρο, παρασύρθηκαν από την επωθούµενη πελαγική ανθρακική ενότητα
και µεταφέρθηκαν και αποτέθηκαν επάνω στον φλύσχη. Οι εµφανίσεις αυτών των
ηφαιστειοϊζηµατογενών σωµάτων επάνω στον φλύσχη έδωσαν αφορµή σε παλαιότερους
ερευνητές να υποθέσουν ότι υπάρχουν ιδιαίτερες τεκτονικές ζώνες στην περιοχή της ∆υτικής
Ελλάδας, όπως π.χ. η ενότητα του Ταυρωπού (Fleury, 1980).
Η έκταση του φλύσχη είναι τεράστια. ∆ιασχίζει ολόκληρη την Ελλάδα, από τα
ελληνοαλβανικά σύνορα µέχρι την Κρήτη. Στην Κεντρική Ελλάδα, το πλάτος του
καταλαµβάνει τον χώρο από την Μακρακώµη µέχρι την κοιλάδα του Αράχθου.
Στην Πελοπόννησο, επειδή είναι ελαφρά µεταµορφωµένος, τα όριά του προς την επίσης
ηµιµεταµορφωµένη φυλλιτική - οφιολιθική σειρά είναι ασαφή. Όµως, οι παρατηρήσεις µου
δείχνουν, ότι, σε ένα µεγάλο τµήµα της δυτικής και βόρειας Πελοποννήσου, ο φλύσχης
αποτελεί το υπόβαθρο επάνω στο οποίο έχουν επωθηθεί τα ανθρακικά καλύµµατα.
Τα ανώτερα στρώµατα του φλύσχη είναι ηλικίας Κατώτερου Μειόκαινου, ενώ τοπικά έχουν
παρατηρηθεί και µολασσικοί σχηµατισµοί του Μέσου Μειόκαινου να καλύπτουν τον φλύσχη.
Π.χ. οι ασβεστόλιθοι των Τζουµέρκων είναι επωθηµένοι επάνω σε βουρδιγάλια στρώµατα
του φλύσχη. Η ηλικία αυτή συµπίπτει µε την ηλικία των µολασσικών κροκαλοπαγών, που
παρατηρούνται στην Ανατολική Ελλάδα και ενισχύουν την άποψή µου, ότι πολλά µολασσικά
κροκαλοπαγή είναι ιζήµατα που σχηµατίσθηκαν κατά την περίοδο της τοποθέτησης των
µεγάλων ανθρακικών καλυµµάτων.
3.6. Οι ιδιαίτεροι χαρακτήρες των ανθρακικών καλυµµάτων.
Τα δύο ανθρακικά καλύµµατα, νηριτικό και πελαγικό, τα οποία ισοδυναµούν µε τους
ασβεστόλιθους της Υποπελαγονικής ζώνης και της ζώνης της Πίνδου, που περιέγραψα πιο
πάνω, δεν είναι µοναδικά στην περιοχή της Ανατολικής Κεντρικής Ελλάδας. Όπως
παρατήρησα, υπάρχουν και άλλοι τύποι ασβεστόλιθων µε ενδιάµεσα ή µικτά χαρακτηριστικά
µεταξύ των πελαγικών και νηριτικών φάσεων, Έτσι, δηµιουργείται το ερώτηµα, µήπως τα
δύο ανθρακικά καλύµµατα αποτελούσαν εσωτερικές διαφοροποιήσεις φάσεων µιας ενιαίας
ευρύτερης ασβεστολιθικής πλατφόρµας ή µήπως υπάρχουν περισσότερα των δύο
ασβεστολιθικά καλύµµατα
Για παράδειγµα αναφέρω ότι στην Ανατολική Ελλάδα συχνά παρατήρησα σκοτεινόχρωµους µαύρους λεπτοστρωµατώδεις τριαδικούς ασβεστόλιθους µε ενστρώσεις πυριτόλιθων (που θα
µπορούσαν να χαρακτηρισθούν σαν πελαγικές φάσεις), οι οποίοι όµως παρουσιάζουν το
τεκτονικό στυλ των υπόλοιπων νηριτικών φάσεων της ευρύτερης περιοχής, δηλαδή είναι
ελάχιστα πτυχωµένοι.
Τέτοιες εµφανίσεις έχω διαπιστώσει: α) Στην Μαγνησία, στην διαδροµή από Μικροθήβες
προς Φάρσαλα, β) Στην Ανατολική Όθρυ, στην διαδροµή Πλάτανος, Κοκκωτοί, Βρύναινα, γ)
Στα νοτιοανατολικά κράσπεδα της Κωπαΐδας, δ) Στην Αττική, στις βόρειες υπώρειες του
όρους Πάστρα, στην Κεντρική Εύβοια, στο όρος ∆ίρφυς, ε) στην Αργολίδα, στα όρη
Τραπεζώνα και Αραχναίο.
Στην Επίδαυρο, παρόµοιες φάσεις, στον γεωλογικό χάρτη του ΙΓΜΕ, αναφέρονται σαν
«Ασβεστόλιθοι του Παντοκράτορα» επειδή πράγµατι µοιάζουν πολύ µε εκείνους της
Κέρκυρας.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι εµφανίσεις επωθηµένων πελαγικών ασβεστόλιθων επάνω σε
οφιόλιθους οδήγησαν ορισµένους ερευνητές να διατυπώσουν την άποψη, ότι τα πελαγικά
αυτά ιζήµατα αποτελούν ιδιαίτερες τεκτονικές ζώνες. Σύµφωνα µε αυτήν την λογική
δηµιουργήθηκαν και οι ενότητες των Γερανείων στην ∆υτική Αττική και της Τραπεζώνας
στην Αργολίδα.
Όλες τις παραπάνω εµφανίσεις, τις θεωρώ, προς το παρόν, ότι ανήκουν στο νηριτικό
ανθρακικό κάλυµµα, λόγω του τεκτονικού τους στυλ, από το οποίο απουσιάζουν οι έντονα
πτυχωµένες µορφές της Πίνδου.
Θα πρέπει να επισηµάνω εδώ, ότι τα ασβεστολιθικά καλύµµατα, ως τεκτονικό φαινόµενο, δεν
περιορίζονται ή εµφανίζονται µόνο στην Ανατολική Ελλάδας. Στην ∆υτική Ελλάδα, οι
ασβεστόλιθοι του Γαβρόβου και οι ασβεστόλιθοι της Ιονίου ζώνης, αποτελούν και αυτοί
καλύµµατα που έχουν επωθηθεί επάνω στον φλύσχη της ∆υτικής Ελλάδας.
Νοτιότερα, δηλαδή στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη, οι ασβεστόλιθοι της ζώνης της
Τρίπολης, καθώς και οι µεταµορφωµένοι πλακώδεις ασβεστόλιθοι (Plattenkalk) της Κρήτης,
που εµφανίζονται και στις κορυφές του Πάρνωνα, στην Πελοπόννησο, επίσης αποτελούν
καλύµµατα επωθηµένα επί οφιολιθικών και φυλλιτικών πετρωµάτων, καθώς και επί νεογενών
µολασσικών σχηµατισµών.
Εποµένως, όλοι οι ασβεστόλιθοι της Ελλάδας, που παλαιότερα διαχωρίζονταν µεταξύ τους σε
ζώνες,, ανάλογα µε τα φασικά χαρακτηριστικά τους, στην πραγµατικότητα είναι αλλόχθονες
σχηµατισµοί επωθηµένοι επάνω σε σχηµατισµούς ωκεάνιου αβυσσικού περιβάλλοντος.
3.7. Γνεύσιοι και Μάρµαρα.
Στην Αττική, µετά από λεπτοµερή αναγνώριση, διαπίστωσα, ότι η Περµοτριαδική Ακολουθία
που αποτελεί το υπόβαθρο της Πάρνηθας, προεκτείνεται νοτιότερα, µέσα στο λεκανοπέδιο,
όπου εµφανίζεται πλέον ελαφρά µεταµορφωµένη. Πρόκειται για τον γνωστό Σχιστόλιθο των
Αθηνών.
Η ίδια ενότητα, ελάχιστα µεταµορφωµένη, µε την ονοµασία Σχιστόλιθοι του Μαραθώνα,
εµφανίζεται στην βορειοανατολική Αττική, στην λεκάνη της Λίµνης του Μαραθώνα. Επίσης,
ή ίδια ενότητα εµφανίζεται στην βάση του βορειοδυτικού Υµηττού, µε την ονοµασία
Σχιστόλιθοι της Καισαριανής.
Όπως ήδη ανέφερα σε προηγούµενες παραγράφους, η ενότητα αυτή περιλαµβάνεται στο
φυλλιτικό - οφιολιθικό υπόβαθρο της Ανατολικής Ελλάδας. Το υπόβαθρο αυτό
προεκτεινόµενο προς τα νότια φθάνει µέχρι το Σούνιο και από εκεί περνά στην Άνδρο και
στα υπόλοιπα νησιά.
Στην ∆υτική Αττική, επάνω στο φυλλιτικό - οφιολιθικό υπόβαθρο, που περιέγραψα πιο πάνω,
παρατήρησα ότι βρίσκονται επωθηµένοι οι µη µεταµορφωµένοι ασβεστόλιθοι του Αιγάλεω,
της Ακρόπολης, του Λυκαβηττού κλπ. Επίσης παρατήρησα, ότι συχνά µέσα στον µυλονίτη
της βάσης της επωθηµένης σειράς παρατηρούνται οφιολιθικά και µολασσικά σώµατα. Τα
στρώµατα αυτά µπορεί να δει κανείς εύκολα κάνοντας µια περιήγηση στο βράχο της
Ακρόπολης και στον λόφο του Φιλοπάππου.
Ένας προσεκτικός παρατηρητής µπορεί να διαπιστώσει στις περιοχές αυτές, ότι µεταξύ του
φυλλιτικού υποβάθρου και των επωθηµένων µεσοζωικών ασβεστόλιθων παρεµβάλλεται
λεπτό στρώµα νεογενούς µαργαϊκού ασβεστόλιθου. Το υλικό αυτό χρησιµοποιήθηκε σαν
δοµικό υλικό από τους αρχαίους και ονοµάζεται σήµερα από τους αρχαιολόγους
«πωρόλιθος».
Το πάχος του Νεογενούς φαίνεται ότι είναι αυξηµένο στην ∆υτική Αττική. Στην περιοχή
Μεγάρων - Αγίων Θεοδώρων, µπορούµε να παρατηρήσουµε ότι επάνω από τους οφιόλιθους
του υποβάθρου έχει αποτεθεί µολασσικοί νεογενείς σχηµατισµοί, πάχους 200 µ. τουλάχιστον,
και στην συνέχεια, επάνω από το Νεογενές έχουν επωθηθεί οι τριαδικοί ασβεστόλιθοι, που
σχηµατίζουν τις κορυφές των Γερανείων ορέων.
Αντίθετα, στην Ανατολική Αττική, το πάχος των νεογενών σχηµατισµών φαίνεται να είναι
µικρότερο, της τάξης των 100 µ. Επίσης, παρατήρησα ότι επάνω στο φυλλιτικό - οφιολιθικό
υπόβαθρο βρίσκονται επωθηµένα τα µάρµαρα του Μαραθώνα και του ∆ιονύσου, οι γνεύσιοι
και τα µάρµαρα του Πεντελικού, καθώς και τα γκρίζα ή λευκά λεπτοπλακώδη µάρµαρα του
Υµηττού.
Σηµειώνω, ότι µεταξύ Πεντελικού και Υµηττού υπάρχει µεγάλη διαφορά. Οι σχηµατισµοί
του Πεντελικού µοιάζουν πολύ µε τα µάρµαρα και τους γνεύσιους της Κεντρικής Άνδρου,
ενώ διαφέρουν σηµαντικά από τα λεπτοπλακώδη και έντονα τεκτονισµένα µάρµαρα του
Υµηττού. Εποµένως πρόκειται για δύο διαφορετικές ενότητες µεταµορφωµένων πετρωµάτων,
που έχουν επωθηθεί επί του φυλλιτικού υποβάθρου και της νεογενούς µολάσσας της περιοχής
Μεσογείων.
Η επώθηση των µαρµάρων του Υµηττού επάνω στο φυλλιτικό υπόβαθρο, παρατηρείται
ευκολότερα στην βόρεια πλευρά του βουνού, µεταξύ Καισαριανής και Αγίας Παρασκευής. Η
διάνοιξη της Αττικής Οδού (Περιφερειακή Οδός Υµηττού) προσφέρει στην παρατήρηση
πολλές ενδιαφέρουσες γεωλογικές τοµές. Μέσα στην ζώνη της επώθησης µπορεί να
παρατηρήσει κανείς και οφιολιθικά σώµατα (περιοχή Πανεπιστηµιούπολης).
Στις παραπάνω παρατηρήσεις µου πρέπει να προσθέσω ότι στην περιοχή των Μεσογείων
(ανατολικά του Υµηττού), στους λόφους που περιβάλλουν το Πικέρµι, εµφανίζονται
µεταµορφωµένοι ασβεστόλιθοι επωθηµένοι επάνω σε νεογενείς µολασσικούς σχηµατισµούς.
Οι µολασσικοί σχηµατισµοί αποκτούν µεγάλο πάχος ανατολικότερα, στην Ραφήνα, όπου
µπορεί να παρατηρήσει κανείς και ένα ασβεστολιθικό klippe να έχει παραµείνει επωθηµένο
επάνω στο Νεογενές, έξω από το νεκροταφείο της πόλης.
Είναι πιθανόν, η περίφηµη πανίδα θηλαστικών, που ανακαλύφθηκε στο Πικέρµι, να έχει
κάποια σχέση µε φαινόµενα απότοµης αλλαγής των συνθηκών του περιβάλλοντος που
προκλήθηκαν από την µετακίνηση των ασβεστολιθικών ενοτήτων επί του Νεογενούς των
Μεσογείων.
Μάρµαρα επωθηµένα επί του φυλλιτικού ηµιµεταµορφωµένου υποβάθρου παρατήρησα και
στην Κρήτη.
Π.χ. στα Τάλαια Όρη, µάρµαρα, που µοιάζουν πολύ µε αυτά του Υµηττού, είναι επωθηµένα
επάνω στους φυλλίτες. Πρόκειται για τα περίφηµα µάρµαρα του Βασιλικού, βορείως της
Ροδιάς. ∆υτικότερα, τα µάρµαρα αυτά καλύπτουν επίσης τους φυλλίτες, στην περιοχή
Φόδελε, Αλόιδων και ∆αµάστας.
Στην ίδια περίπου περιοχή, νοτίως της ∆αµάστας τα µάρµαρα έρχονται σε πλευρική επαφή µε
τους ασβεστόλιθους της Τρίπολης, οι οποίοι είναι επωθηµένοι, επίσης, επάνω στο φυλλιτικό
σύστηµα. Φαίνεται ότι µάρµαρα Βεσιλικού και ασβεστόλιθοι της Τρίπολης επωθήθηκαν
συγχρόνως επί του φυλλιτικού υπόβαθρου.
Εποµένως οι παραπάνω παρατηρήσεις µου διαψεύδουν την παλαιά άποψη, ότι τα µάρµαρα
των Ταλαίων Ορέων αποτελούν το υπόβαθρο των Plattenkalk της Κρήτης.
Στην Μαγνησία, νοτιοανατολικά του Βόλου, µεταξύ Νέας Αγχιάλου και Σέσκλου,
παρατήρησα επίσης, ότι το έντονα µεταµορφωµένο σύστηµα του Πηλίου (µάρµαρα και
γνεύσιοι) βρίσκεται επωθηµένο επάνω σε µη µεταµορφωµένους οφιόλιθους και
σχιστοκερατόλιθους της περιοχής Μικροθηβών, Αερινού και Βελεστίνου.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις αποδεικνύουν, ότι επάνω στην σχιστοκερατολιθική διάπλαση
υπάρχουν αλλόχθονες ενότητες, που δεν περιλαµβάνουν µόνο τους µη µεταµορφωµένους
ασβεστόλιθους, αλλά και τα έντονα µεταµορφωµένα πετρώµατα, που παλαιότερα θεωρείτο
ότι αποτελούν το υπόβαθρο της Αττικής, ή ότι ανήκουν στην Αττικοκυκλαδική Μάζα.
4. Ανακεφαλαίωση – Συµπεράσµατα.
Οι παρατηρήσεις, που ανέφερα πιο πάνω, οδηγούν σε µερικά βασικά συµπεράσµατα:
Η αλπική πτύχωση στην Ελλάδα έλαβε χώρα κατά το τέλος του Μειοκαίνου ή στις αρχές του
Πλειόκαινου. Υπήρξε µια µόνο φάση πτυχώσεων, που διήρκεσε ελάχιστο χρόνο και έδρασε
µε εξαιρετική βιαιότητα πριν από 5 - 6 εκ. χρόνια. Η πτύχωση δηµιούργησε µια σειρά από
αντίκλινα και σύγκλινα, διατεταγµένα παράλληλα µεταξύ τους, που σχηµατίζουν το λεγόµενο
∆ιναροταυρικό Τόξο. Οι σηµερινές οροσειρές αντιστοιχούν στα µεγάλα αντίκλινα, ενώ οι
πεδιάδες αντιστοιχούν σε ζώνες οι οποίες δεν πτυχώθηκαν ή παραµορφώθηκαν ελάχιστα. Η
φάση των πτυχώσεων µπορεί να ονοµασθεί και φάση της ορογένεσης, επειδή κατά την
διάρκεια ακριβώς αυτής της φάσης δηµιουργήθηκαν τα µεγάλα όρη.
Όπως δείχνει η παρατήρηση των σηµερινών οροσειρών, οι πτυχώσεις έδρασαν επάνω σε µια
σειρά σχηµατισµών που είχαν διπλή δοµή ή προέλευση: ωκεάνια και ηπειρωτική. Η βάση
των οροσειρών αποτελείται γενικώς από οφιόλιθους, σχιστοκερατόλιθους και φλύσχη, που
είναι πετρώµατα προερχόµενα από τον πυθµένα του ωκεανού, ενώ οι κορυφές των οροσειρών
σχηµατίζονται από ανθρακικά πετρώµατα που προέρχονται από ιζηµατογενείς λεκάνες
µικρού βάθους και κυρίως από την ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα.
Η επαφή µεταξύ των υποκείµενων ωκεάνιων πετρωµάτων και των υπερκείµενων
ηπειρωτικών πετρωµάτων είναι τεκτονική, δηλαδή είναι σαφέστατα µια επιφάνεια επώθησης.
Μπορούµε, προς το παρόν να διακρίνουµε δύο τουλάχιστον µη µεταµορφωµένα
ασβεστολιθικά καλύµµατα, τους ασβεστόλιθους της Υποπελαγονικής και της Πίνδου και ένα
µεταµορφωµένο κάλυµµα, τα µάρµαρα της Πελαγονικής και της Αττικοκυκλαδικής Μάζας,
που πιθανότατα συνοδεύονται και από γνεύσιους ή άλλα πετρώµατα υψηλής µεταµόρφωσης.
Υπάρχουν ήδη παρατηρήσεις, που δείχνουν ότι τα καλύµµατα είναι περισσότερα.
Όσον αφορά το υπόβαθρο, µπορούµε να διακρίνουµε δύο γεωγραφικές περιοχές, την
ανατολική όπου κυριαρχεί η σχιστοκερατολιθική διάπλαση µε οφιόλιθους και την δυτική,
όπου κυριαρχεί ο φλύσχης. Στο υπόβαθρο υπάγεται και το Νεογενές, που έχει αποτεθεί
επικλυσιγενώς επί του οφιολιθικού - φλυσχικού υποβάθρου. Πολλές παρατηρήσεις
επιβεβαιώνουν ότι τα ασβεστολιθικά καλύµµατα έχουν επωθηθεί και επί µειοκαινικών
σχηµατισµών, που µερικές φορές έχουν µεγάλο πάχος, όπως συµβαίνει στην περίπτωση της
µολάσσας.
Η τοποθέτηση των ασβεστολιθικών καλυµµάτων επί του οφιολιθικού, φλυσχικού η
µολασσικού υποβάθρου προηγήθηκε της κύριας ορογενετικής φάσης, δηλαδή της πτύχωσης.
Την φάση αυτή, που δηµιούργησε τις σύνθετες κατακόρυφες τεκτονικές δοµές των ορέων,
µπορούµε να ονοµάσουµε και φάση της τεκτογένεσης.
Η πλευρική µετακίνηση των ασβεστολιθικών καλυµµάτων και η τοποθέτησή τους επί του
οφιολιθικού, φλυσχικού ή µολασσικού υποβάθρου, οφείλεται χωρίς αµφιβολία σε οριζόντιες
συµπιεστικές τάσεις, που αναπτύχθηκαν µεταξύ δύο διαφορετικών τεκτονικών πλακών, µε
αποτέλεσµα η µία να βρεθεί επί της άλλης. Όπως συµβαίνει σε παρόµοιες περιπτώσεις είναι
δύσκολο να εξακριβωθεί ποια από τις δύο πλάκες κινήθηκε και ποια ήταν σταθερή. Το µόνο
που µπορούµε να πούµε µε σχετική βεβαιότητα είναι ότι τα ασβεστολιθικά καλύµµατα
κινήθηκαν από ΒΑ προς Ν∆ ή αντίθετα, ότι το ωκεάνιο υπόβαθρο κινήθηκε από Ν∆ προς
ΒΑ.
Η οριζόντια µετακίνηση των ασβεστολιθικών καλυµµάτων ξεπέρασε τελικά, σε µήκος, τα
200 χλµ. Όλες οι ασβεστολιθικές µάζες των ζωνών Αξιού, Πελαγονικής, Παρνασσού, Πίνδου
και Τρίπολης αποτελούν τεκτονικά καλύµµατα. Το ίδιο ισχύει και για την ζώνη του
Γαβρόβου και πιθανότατα για την Ιόνιο ζώνη.
Εντός του ασβεστολιθικού καλύµµατος δεν παρατηρούνται εσωτερικές επωθήσεις ή
επικαλύψεις. Κατά γενικό κανόνα οι ασβεστολιθικές µάζες έχουν διαταχθεί η µία δίπλα στην
άλλη. Το φαινόµενο αυτό µας επιτρέπει να υποθέσουµε ότι αποτελούσαν ασβεστολιθικές
µικροπλάκες, που η µία έσπρωχνε την άλλη, προς µια γενική κατεύθυνση.
Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από την παρατήρηση ότι και η επώθηση των έντονα
µεταµορφωµένων πετρωµάτων (µαρµάρων και γνεύσιων) του Πηλίου, της Αττικής και των
Κυκλάδων επάνω στο οφιολιθικό - φυλλιτικό υπόβαθρο έχει γίνει µε τον ίδιο τρόπο, δηλαδή
συχνά βρίσκουµε τα µεταµορφωµένα αυτά πετρώµατα σε πλευρική επαφή µε τις επωθηµένες
µη µεταµορφωµένες ασβεστολιθικές ενότητες.
Το σύνολο των παρατηρήσεων δείχνει ότι η τοποθέτηση των καλυµµάτων έγινε επάνω σε µια
επιφάνεια του υποβάθρου ή οποία ήταν οριζόντια, επίπεδη και βρισκόταν υψοµετρικά
περίπου στο επίπεδο της θάλασσας.
Τα κοιτάσµατα λατεριτικής προέλευσης δηµιουργήθηκαν επάνω στο οφιολιθικό υπόβαθρο
και αφού µεταφέρθηκαν προς τα δυτικά, εγκλωβίσθηκαν στην βάση των επωθηµένων
καλυµµάτων.