Orthopaidikh_Tomos_25_3 - Ορθοπαιδική και Τραυματολογική

Journal of the Orthopaedic
της Ορθοπαιδικής
and Traumatology
και Τραυματολογικής
Association
Εταιρείας
of Macedonia and Thrace
Μακεδονίας-Θράκης
VOLUME 25, No 3-2012
ISSN 1107-9843
ΤΟΜΟΣ 25, Τεύχος 3-2012
Ο
Ρ
Θ
Ο
Π
Α
Ι
Δ
Ι
Κ
Η ■
ΤΟΜΟΣ 25, ΤΕΥΧΟΣ 3 – 2012
Περιοδική έκδοση
ΕΓΚΕΚΡΙΜΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ Κ.Ε.Σ.Υ.
TOMOΣ 25, Τεύχος 3 – 2012
Ioύλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος
OΡΘΟΠΑΙΔΙΚΗ
Τόμος 25 – Τεύχος 3 – 2012
Περιεχόμενα
Κλινικές
μελέτες
11
H κλινική χρησιμότητα της ανάλυσης βάδισης σε ασθενείς με
εγκεφαλική παράλυση
Μεταξιώτης Δ., Κυριακίδης Θ. Μυλωνάς Χ., Κυριακίδης Α.
21
Απλό σύστημα ταξινόμησης των περιπροθετικών καταγμάτων
του κεντρικού μηριαίου
Μπισχινιώτης Ι.Στ., Τσίτας Κ., Τζατζαΐρης Θ., Ασσάντης Β.,
Μαλιόγκας Γ., Σιώζος Α.
Παρουσίαση
περίπτωσης
41
Παρατεταμένο εμπύρετο σύνδρομο κατόπιν ενδοκοιλιακής
επέμβασης για την αντιμετώπιση επιπλοκών χολοκυστεκτομής
Τζατζαΐρης Θ., Μπισχινιώτης Ι.Στ.
Aνασκόπηση
47
Οστική νόσος και παιδιά
Ζήδρου Χ., Κυριακίδης Θ., Κυριακίδης Α.
Παρουσιάσεις
περιπτώσεων
59
Συνδυασμός υποκεφαλικού-βασικοαυχενικού κατάγματος του
μηριαίου σε γυναίκα ασθενή με εγκατεστημένο αυτοάνοσο
αιμολυτικό μηχανισμό
Τσίτας Κ., Μπισχινιώτης Ι.Στ.
65
Ψευδάρθρωση επί συντριπτικού κατάγματος διάφυσης
μηριαίου σε νεαρό ενήλικα πολυτραυματία
Τζατζαΐρης Θ., Μπισχινιώτης Ι.Στ.
ORTHOPAEDICS
Volume 25 – Issue 3 – 2012
Contents
11
Clinical significance of gait analysis in cerebral palsy patients
Metaxiotis D., Kiriakidis Th., Milonas Ch., Kiriakidis A.
Clinical Papers
21
Simple classification system of proximal femoral periprosthetic
fractures
Bischiniotis J.St., Tsitas K., Tzatzaïris Th., Assantis V., Maliongas G.,
Siozos A.
Case report
41
Prolonged fever syndrome after complicated cholocystectomy
Tzatzaïris Th., Bischiniotis J.St.
Review paper
47
Bone disease in children
Zidrou Ch., Kiriakidis T., Kiriakidis A.
Case reports
59
Combined subcapital-high trochanteric fracture fixed by external
fixation in a haemolytic patient followed by hemiarthroplasty. Death
due to haemolysis
Tsitas K., Bischiniotis J.St.
65
Pseudarthrosis after comminuted femoral mid-diaphyseal fracture
in a young polytrauma patient
Tzatzaïris Th., Bischiniotis J.St.
ORTHOPAEDICS- ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΗ
Journal of the Orthopaedic
and Traumatology Association
of Macedonia and Thrace
Publisher
Ι. Μπισχινιώτης
ΟΤΕΜaTh President
Property
Orthopaedic and Traumatology Association
of Macedonia and Thrace
10, Egnatia Str., 555 35 Pilea, Thessaloniki
Printing House
Graphic Arts “Melissa”
570 21 Asprovalta-Thessaloniki
Tel: 23970-23313. Fax: 23970-21754
email: [email protected]
Τρίμηνη Έκδοση
της Ορθοπαιδικής & Τραυματολογικής Εταιρείας
Μακεδονίας - Θράκης
Εκδότης
I. Bischiniotis
Πρόεδρος Ο.Τ.Ε.ΜΑ.Θ.
Ιδιοκτησία
Ορθοπαιδική και Τραυματολογική Εταιρεία
Μακεδονίας-Θράκης
Εγνατία 10, 555 35 Πυλαία, Θεσσαλονίκη
Τυπογραφικό Εργαστήρι
Γραφικές Τέχνες “Μέλισσα”
570 21 Ασπροβάλτα- Θεσσαλονίκης
Τηλ. 23970-23.313. Fax: 23970-21754.
email: [email protected]
Publishing Committee
K. Natsis
I. Bischiniotis
G. Gouvas
N. Valanos
Ε. Kalivas
A. Eleftheropoulos
D. Metaxiotis
Εκδοτική Επιτροπή
Κ. Νάτσης
Ι. Μπισχινιώτης
Γ. Γκούβας
Ν. Βαλάνος
E. Kαλύβας
Α. Ελευθερόπουλος
Δ. Μεταξιώτης
Editing Committee
Director
I. Bischiniotis
Members
A. Eleftheropoulos
T. Totlis
K. Natsis
D. Metaxiotis
Επιτροπή Σύνταξης
Διευθυντής
Ι. Μπισχινιώτης
Μέλη
Α. Ελευθερόπουλος
Τ. Τότλης
Κ. Νάτσης
Δ. Μεταξιώτης
Journal Secretariat
N. Valanos
M. Savvidis
M. Fintanidou
Γραμματεία Περιοδικού
N. Βαλάνος
Μ. Σαββίδης
Μ. Φυντανίδου
Consulting Editors
D. Verettas
G. Kapetanos
Μ. Koimtzis
A. Kiriakidis
Ι. Κyrkos
K. Papageorgiou
G. Petsatodis
S. Papastergiou
A. Christodoulou
I. Hatzokos
J. Christoforidis
Σύμβουλοι Έκδοσης
Δ. Βερέττας
Γ. Καπετάνος
Μ. Κοϊμτζής
Α. Κυριακίδης
I. Κύρκος
Κ. Παπαγεωργίου
Σ. Παπαστεργίου
Γ. Πετσατώδης
Ι. Χατζώκος
Α. Χριστοδούλου
Ι. Χριστοφορίδης
Διοικητικό Συμβούλιο Ο.Τ.Ε.ΜΑ.Θ.
2012-2013
Πρόεδρος:
Ιωάννης Μπισχινιώτης
Α΄ Αντιπρόεδρος:
Γεώργιος Γκούβας
Β΄ Αντιπρόεδρος:
Φαρές Σάϊεχ
Γεν. Γραμματέας:
Αναπλ. Γεν. Γραμματέας:
Ματθαίος Σαββίδης
Ταμίας:
Eυστάθιος Kαλύβας
Μέλη:
Χριστιάνα Ζήδρου
Νικόλαος Βαλάνος
Αναστάσιος Νικολαΐδης
Κωνσταντίνος Τσίτας
Εκπρόσωπος Εκτάκτων Μελών:
ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
Τ
ο περιοδικό «ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΗ» είναι το
επίσημο όργανο της Ορθοπαιδικής και
Τραυματολογικής Εταιρείας Μακεδονίας-Θράκης
και δημοσιεύει εργασίες με αντικείμενο την Ορθοπαιδική και Τραυματολογία ή μελέτες πάνω σε
θέματα βασικών βιολογικών επιστημών, σχετικές με το μυοσκελετικό σύστημα. Μπορούν επίσης να δημοσιευθούν απόψεις που αφορούν στην
ιατρική εκπαίδευση, στα προβλήματα των Ορθοπαιδικών και στη δραστηριότητα της Εταιρείας. Το περιοδικό εκδίδεται σε ηλεκτρονική μορφή
στην ιστοσελίδα της Ορθοπαδικής και Τραυματολογικής Εταιρείας Μακεδονίας-Θράκης www.
orthotemath.gr. Τα Συμπληρωματικά Τεύχη θα εξακολουθήσουν να εκδίδονται σε έντυπη μορφή.
Αναλυτικότερα δημοσιεύονται:
1. Ανασκοπήσεις: Αναπτύσσονται ενδιαφέροντα ορθοπαιδικά θέματα από ένα έως δύο συγγραφείς. Η έκταση του κειμένου δεν πρέπει να
υπερβαίνει τίς 25 δακτυλογραφημένες σελίδες
μαζί με τις εικόνες και τη βιβλιογραφία.
2. Πρωτότυπες εργασίες: Το περιεχόμενό τους
είναι κλινικό, εργαστηριακό ή κλινικοεργαστηριακό. Έχουν συγκεκριμένη δομή και περιλαμβάνουν: περίληψη, όρους εργαστηρίου, σύντομη εισαγωγή όπου αναφέρεται ο σκοπός της εργασίας,
περιγραφή του υλικού και των μεθόδων έρευνας,
έκθεση των αποτελεσμάτων, συζήτηση με τα τελικά συμπεράσματα, τίτλο της εργασίας, συγγραφείς, key words και περίληψη στην αγγλική γλώσσα και βιβλιογραφία. Η έκταση του κειμένου δεν
θα πρέπει να υπερβαίνει τις 10 δακτυλογραφημένες σελίδες.
3. Ενδιαφέρουσες περιπτώσεις (case re­ports):
Παρουσιάζονται σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες
χρησιμοποιήθηκαν γνωστές ή νέες διαγνωστικές
ή θεραπευτικές μέθοδοι ή αναπτύσσονται νεώτερες απόψεις σχετικά με την παθογένειά τους. Η
έκταση του κειμένου περιορίζεται σε 2-4 δακτυ-
λογραφημένες σελίδες και σ’ αυτές περιλαμβάνονται: μικρή περίληψη, εισαγωγή, περιγραφή των
περιπτώσεων, σύντομη συζήτηση, τίτλος, συγγραφείς και περίληψη στην Αγγλική και απαραίτητη βιβλιογραφία.
4. Ενημερωτικά άρθρα: Παρουσιάζονται πρόσφατα επιτεύγματα στο χώρο της Ορθοπαιδικής
και η έκτασή τους περιορίζεται σε 5-6 σελίδες.
5. Περιλήψεις εργασιών, πρακτικά συνεδρίων
και στρογγυλών τραπεζών.
6. Επιστολές προς τη Σύνταξη: Περιέχουν σχόλια για δημοσιευμένα άρθρα, κρίσεις για το περιοδικό ή σκέψεις πάνω σε επιστημονικά ή κοινωνικά θέματα που απασχολούν τους Ορθοπαιδικούς.
Κάθε άρθρο που υποβάλλεται στο περιοδικό συνοδεύεται απαραίτητα από επιστολή στην οποία
αναφέρονται: 1. Η κατηγορία της εργασίας. 2. Ότι
δεν έχει δημοσιευθεί τμηματικά ή ολόκληρη σε ελληνικό ή ξένο ιατρικό περιοδικό και 3. Ότι έλαβαν
γνώση όλοι οι συμμετέχοντες συγγραφείς, οι οποίοι και συνυπογράφουν την επιστολή.
Όλα τα άρθρα υποβάλλονται σε τρία αντίγραφα, ενώ οι εικόνες και τα σχήματα σε δύο και κρίνονται από τρεις ανεξάρτητους κριτές ειδικούς
επί του θέματος.
Οι εργασίες που δημοσιεύονται στο περιοδικό
“ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΗ” αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία του συγγραφέα και του περιοδικού. Αναδημοσίευση μερική ή ολική επιτρέπεται μόνον
ύστερα από έγγραφη άδεια της συντακτικής επιτροπής.
Η δημοσίευση μιας εργασίας δεν συνεπάγεται
αποδοχή των απόψεων των συγγραφέων από την
πλευρά του περιοδικού.
Η δακτυλογράφηση του κειμένου γίνεται σε διπλό διάστημα μόνο στη μία όψη του φύλλου και
με περιθώρια 5 εκατ. Στην αρχή της πρώτης σελίδας αναγράφονται: 1) ο τίτλος του άρθρου, 2) τα
Ορθοπαιδική, 25,3,2012
ονόματα των συγγραφέων, 3) το όνομα της Κλινικής και του Εργαστηρίου από όπου προέρχεται
η εργασία. Στο κάτω άκρο της σελίδας θα υπάρχει
παραπομπή με το όνομα και τη διεύθυνση του
πρώτου συγγραφέα.
Η περίληψη πρέπει να είναι ουσιαστική, γράφεται πριν από το κείμενο, κάτω από τον τίτλο.
Η περίληψη στα αγγλικά (abstract) έχει την ίδια έκταση με την ελληνική και περιλαμβάνει τον
τίτλο, τα ονόματα των συγγραφέων και την προέλευση.
Οι βιβλιογραφικές παραπομπές στο κείμενο,
με χρονολογική σειρά, εάν είναι ομάδα, περιλαμβάνουν το επώνυμο του συγγραφέα και το έτος
δημοσίευσης σε παρένθεση και όχι αριθμητικές
αναφορές. Εάν οι συγγραφείς ενός άρθρου είναι
δύο, αναφέρονται τα επώνυμα και των δύο, ενώ
αν είναι περισσότεροι, το όνομα του πρώτου και
ακολουθούν οι λέξεις:“και συν.” ή “et al”.
Στο βιβλιογραφικό κατάλογο που υπάρχει στο
τέλος ακολουθείται απόλυτα αλφαβητική σειρά.
Αναγράφονται τα επώνυμα των συγγραφέων, τα
αρχικά των ονομάτων τους, ο τίτλος της εργασίας, το όνομα του περιοδικού με τις συντομεύσεις
που αναφέρονται στο Index Medicus, η χρονολογία έκδοσης, ο τόμος και οι σελίδες που καταλαμβάνει το άρθρο, π.χ.: 1. Green NE, Allen Bl:
Vascular injuries associated with dislocation of
the knee. J Bone Joint Surg 1977;59A: 236-9.
Προκειμένου για βιβλίο αναφέρεται το όνομα του συγγραφέα, ο τίτλος, ο εκδότης, ο τόπος
και η χρονολογία έκδοσης, π.χ. Heppe­n­stall R.B.
Fracture treatment and healing W.B. Saunders
7
Company, Philadelphia, 1980.
Οι εικόνες πρέπει να είναι τυπωμένες σε γυαλιστερό χαρτί, στο πίσω μέρος να σημειώνεται με
μολύβι το όνομα του συγγραφέα και ο αριθμός
της εικόνας όπως είναι στο κείμενο.
Ένα βέλος δείχνει το πάνω μέρος της φωτογραφίας. Οι λεζάντες των εικόνων γράφονται σε
χωριστή σελίδα και αριθμούνται σύμφωνα με τις
αντίστοιχες φωτογραφίες.
Για τη σύνταξη του κειμένου χρησιμοποιείται η
νεοελληνική γλώσσα. Ξένοι όροι πρέπει να αποφεύγονται, ιδίως όταν υπάρχουν οι αντίστοιχοι
ελληνικοί σε χρήση. Οι αριθμοί από τό 1 έως το 9
αναγράφονται ολογράφως και από το 10 και πάνω με ψηφία. Επἰσης ολογράφως γράφεται αριθμός που βρίσκεται στην αρχή μιάς πρότασης.
Η εργασία (κείμενα και πίνακες) πρέπει να αποστέλλεται ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ σε ηλεκτρονική μορφή
(σε αρχείο Word, QuarkXPress ή In Design) μέσω ηλετρονικού ταχυδρομείου στον Διευθυντή
Σύνταξης κ. Ιωάννη Μπισχινιώτη στην ηλεκτρονιή διεύθυνση [email protected] ή σε CD στα
γραφεία της Εταιρείας με την ένδειξη: Για το Περιοδικό Ορθοπαιδική Εγνατίας 10, Πυλαία, Τ.Κ
555 35 Θεσσαλονίκη.
Κείμενα που απαιτούν εκτεταμένες γλωσσικές
ή συντακτικές διορθώσεις δεν γίνονται δεκτά.
Με την αποδοχή μιας εργασίας για δημοσίευση, οι συγγραφείς μεταβιβάζουν τα συγγραφικά
δικαιώματα στην εκδοτική επιτροπή.
Παράκληση: και ελληνική βιβλιογραφία!
9
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Γράμμα από τον Εκδότη
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Η διατήρηση της έκδοσης του περιοδικού, έστω και με ηλεκτρονική μορφή αποτελεί
καταστατική υποχρέωση της Εταιρείας. Οι εγγενείς δυσκολίες προκύπτουν τόσο από την δυσχερή
κοινωνικοοικονομική κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει η Πατρίδα μας, που έχει πλήξει ιδιαιτέρως
το χώρο της υγείας, όσο και από τη δυσπιστία των κυριοτέρων πιθανών συγγραφέων ως προς την
αναγκαιότητα στήριξης ενός τέτοιου περιοδικού. Ακόμη και η αποδοχή του από το ΚΕΣΥ είναι
άνευ αντικειμένου, εφόσον έχει παγώσει κάθε θεσμική διαδικασία αξιολόγησης προσωπικού. Στην
πραγματικότητα όμως η μη διατήρηση ενός βήματος των Ελληνικών Ορθοπαιδικών Γραμμάτων δεν
αποτελεί σωτηρία για τη συνέχιση της πνευματικής παράδοσης
Εκφράστηκε και εκφράζεται ακόμη η σεβαστή καθόλα άποψη ότι η συγχώνευση των δύο
περιοδικών θα καταλήξει σε ενδυνάμωσή τους και ενδεχομένως στην ενίσχυση της δυναμικής τους
για ξεπέρασμα των Ελληνικών συνόρων. Οι λόγοι όμως που προαναφέρθηκαν θα εξακολουθούν να
υφίστανται ανεξάρτητα από την όποια ενδυνάμωση. Η πιθανότερη συνέπεια, τουλάχιστον κατά τη
γνώμη του υπογράφοντος θα είναι ο ταυτόχρονος καταποντισμός. Τα Ελληνικά Ορθοπαιδικά Γράμματα
θα μείνουν χωρίς τα υπάρχοντα εφαλτήρια, ενώ οι όροι που θέτουν οι πιο θεσμικοί συγγραφείς δεν θα
έχουν εκπληρωθεί.
Ο υπογράφων έχει κατά τη διάρκεια των τεσσάρων δεκαετιών που ασχολήθηκε με τη Ορθοπαιδική
στηρίξει την επιμόρφωσή του κυρίως στην εγχώρια και πλησιέστερη πνευματική παραγωγή, εκτός των
άλλων και για το ότι οι θέσεις ευθύνης που στελέχωσε δεν το επέτρεπαν την απρόσκοπτη συμμετοχή
του σε υπερεθνικές διοργανώσεις.
Η σημερινή πολιτεία κάτω από τα βάρη των ευθυνών της έχει θέσει εκτός των άλλων υπό διωγμό
ως ύποπτη κάθε Ιατρική Πνευματική δραστηριότητα και όχι μόνον. Είναι προφανές όμως ότι ακόμη
και κάτω από πολύ δυσκολότερες συνθήκες το Ελληνικό Πνεύμα εύρισκε διεξόδους προς επιτέλεση
πνευματικού έργου παραλείποντας κάθε φορά αυτόκλητους εκφραστές πρόσκαιρων και αμφιβόλου
ηθικής νομιμοτήτων.
Με τις σκέψεις αυτές προχωρούμε στην έκδοση του επομένου τεύχους και καλούμε του πάντες
να πλαισιώσουν τις δραστηριότητες της Εταιρείας περιλαμβανομένης και τη συμμετοχή στην συνέχιση
της έκδοσης της Ορθοπαιδικής.
Με συναδελφικούς χαιρετισμούς
Ι. Στ. Μπισχινιώτης
Πρόεδρος ΟΤΕΜΑΘ
10
11
H κλινική χρησιμότητα της
ανάλυσης βάδισης σε ασθενείς
με εγκεφαλική παράλυση
Δ. Μεταξιώτης,
Θ. Κυριακίδης,
Χ. Μυλωνάς,
Α. Κυριακίδης
Β Ορθοπαιδική Κλινική
Γ.Ν. Παπαγεωργίου
Θεσσαλονίκη
ΕΛΕΠΑΠ Θεσσαλονίκης
Περίληψη
Για την κατανόηση της παθολογικής βάδισης είναι απαραίτητη η κατανόηση της φυσιολογικής βάδισης. Η αντιμετώπιση των
διαταραχών της βάδισης στη σπαστική εγκεφαλική παράλυση
προσφέρει μια δυναμική εικόνα «εκ των έσω» της παθοφυσιολογίας και των συνεπειών της. Η τρισδιάστατη ενόργανη ανάλυση
βάδισης επιτρέπει μια ακριβέστερη εκτίμηση των αποκλίσεων της
βάδισης σε σχέση με την εκτίμησή της δια γυμνού οφθαλμού.
Η μέθοδος περιλαμβάνει κλινική εξέταση, βιντεοσκόπηση, μέτρηση γωνιών των αρθρώσεων (κινηματική), ροπών και δυνάμεων
(κινητική), μυϊκή δραστηριότητα (δυναμική ηλεκτρομυογραφία),
παραμέτρους χρόνου-απόστασης, κατανάλωση οξυγόνου και κατανομής πίεσης του πέλματος (δυναμική πελματογραφία).
Η δυσλειτουργία των διαρθρικών μυών έχει μέγιστη σημασία
για την ανάπτυξη των διαταραχών της βάδισης στην εγκεφαλική
παράλυση. Ειδικά πρότυπα βάδισης έχουν περιγραφεί σε ασθενείς
με σπαστική ημιπληγία και διπληγία.
Οι κλινικές εφαρμογές της ανάλυσης βάδισης στην εγκεφαλική παράλυση περιλαμβάνουν προγραμματισμό και έλεγχο της
θεραπείας με συντηρητικές αλλά και χειρουργικές μεθόδους. Οι
εγχύσεις αλλαντικής τοξίνης, οι διορθωτικοί γύψοι, οι κνημοποδικοί κηδεμόνες και η φυσικοθεραπεία έχουν εκτιμηθεί και τροποποιηθεί με τη χρήση της ανάλυσης βάδισης. Επίσης οι αναλύσεις
νάλυση βάδισης, εγκεφαλική παράλυση,
Λέξεις ευρετηρίου: α
σπαστικότητα
12
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
βάδισης μας έχουν επιτρέψει να προγραμματίζουμε
και να αξιολογούμε το χειρουργικό αποτέλεσμα με
πιο αντικειμενικό τρόπο ώστε να μπορούμε να βελτιώσουμε περαιτέρω τη βάδιση.
Τα εργαστήρια ανάλυσης βάδισης της ΕΛΕΠΑΠ Θεσσαλονίκης και Αθήνας παρέχουν υπηρεσίες υψηλού επιπέδου για μετρήσεις τόσο για κλινικούς όσο και ερευνητικούς σκοπούς.
Φυσιολογική βάδιση
Η κατανόηση των διαταραχών της παθολογικής βάδισης προϋποθέτει τη γνώση της αντίστοιχης φυσιολογικής. Η βάδιση υπό φυσιολογικές
συνθήκες είναι η διποδική, διφασική προώθηση
του κέντρου βάρους του ανθρώπινου σώματος με
την κατά το δυνατόν ελάχιστη κατανάλωση ενέργειας.
Για ουσιαστικούς αλλά και για διδακτικούς λόγους, ο κύκλος της βάδισης ενός ατόμου με μέση
ταχύτητα βάδισης μπορεί να χωριστεί αδρά στη
φάση στήριξης (60% κύκλου) και στη φάση αιώρησης (40% κύκλου). Ένας κύκλος βάδισης αρχίζει με την πρόσκρουση της πτέρνας στο έδαφος
και τελειώνει με την πρόσκρουση της πτέρνας
του ίδιου ποδιού στο έδαφος (εικόνα 1).
Η βάδιση είναι μια πολύπλοκη διαδικασία.
Από εμβιομηχανικής απόψεως απαιτεί ένα σύστημα ελέγχου, ενέργεια, και μοχλοβραχίονες, οι
οποίοι θα παραγάγουν κίνηση και δυνάμεις για να
τους κινήσουν (Leonard 1995).
Σημαντικό ρόλο στην ομαλή φυσιολογική βάδιση παίζουν οι διαρθρικοί μύες των κάτω άκρων.
Αυτοί αλλάζουν ταχύτατα την κατάσταση σύσπασής τους (έκκεντρη - συγκεντρική) και λειτουργούν ως ταινίες μεταφοράς ενέργειας μεταξύ των
αρθρώσεων κάνοντας τη βάδιση οικονομικότερη (Yack και συν 1988). Η λειτουργία τους αυτή
απαιτεί υψηλό επίπεδο συντονισμού από το κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ).
Τα βασικά χαρακτηριστικά της φυσιολογικής
βάδισης (Gage 1991), είναι:
-σωστή θέση του ποδιού κατά την πρόσκρουση της πτέρνας στο έδαφος
-σταθερότητα στη φάση στήριξης
-ικανοποιητικό μήκος βήματος
-ικανοποιητική απόσταση του ποδιού από το
έδαφος στη φάση αιώρησης
-ελαχιστοποίηση της κατανάλωσης ενέργειας
Εγκεφαλική παράλυση
Η εγκεφαλική παράλυση (ΕΠ) προκαλεί χρόνια δυσλειτουργία του μυοσκελετικού συστήματος. Ο όρος ΕΠ χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ομάδα συνδρόμων με κοινό χαρακτηριστικό την κινητική διαταραχή λόγω μιας μη προϊούσας εγκεφαλικής βλάβης. Τα αίτια είναι προγεννητικά, περι-γεννητικά ή μετα-γεννητικά.
Διακρίνεται αδρά σε σπαστική μορφή αποτελεί
την συχνότερη (67-85%), την αταξική (3,5-9%)
και την αθετωσική ή αταξική (1,5-4%) ( Παντελιάδης 2002).
Τοπογραφικά η ΕΠ διακρίνεται σε ημιπληγία
(προσβολή σύστοιχου άνω και κάτω άκρου), διπληγία (προσβολή κυρίως των κάτω άκρων) και
τετραπληγία (προσβολή άνω και κάτω άκρων).
Οι ασθενείς με ημιπληγία και διπληγία είναι περιπατητικοί ενώ οι ασθενείς με τετραπληγία στην
συντριπτική τους πλειοψηφία δεν μπορούν να
βαδίσουν.
Παθοφυσιολογία διαταραχών βάδισης στην ΕΠ
Σε ασθενείς με ΕΠ η βλάβη στο ΚΝΣ μπορεί
να προκαλέσει:
α. αυξημένο μυϊκό τόνο (υπερτονία),
β. ανισορροπία ανάμεσα στους αγωνιστές και
ανταγωνιστές μύες,
γ. ελλιπείς αντιδράσεις ισορροπίας,
δ. απώλεια εκλεκτικού κινητικού ελέγχου και
ε. εξάρτηση από αρχέγονα αντανακλαστικά για
την κίνηση-βάδιση.
Υπάρχουν δύο μορφές υπερτονίας: η σπαστικότητα και η δυσκαμψία. Ως σπαστικότητα ορίζεται η αυξημένη αντίσταση στην ταχεία διάταση ενός μυός και κυρίως στην αρχική φάση της
κίνησης. Αντίθετα στην δυσκαμψία η υπερτονία
παραμένει σε όλο το εύρος της κίνησης.
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
13
Εικόνα 1. Ο φυσιολογικός κύκλος βάδισης με τις υποδιαιρέσεις του
Οι διαταραχές της βάδισης λόγω βλάβης του
ΚΝΣ μπορούν να χωριστούν σε τρείς βασικές κατηγορίες (Gage JR, 2004)
- Πρωτοπαθείς: έχουν άμεση σχέση με την
βλάβη του ΚΝΣ και κατά κανόνα δεν είναι θεραπεύσιμες
- Δευτεροπαθείς: παρουσιάζονται ως συνέπεια
των πρωτοπαθών και είναι κατά κανόνα θεραπεύσιμες
- Τριτοπαθείς: είναι αντιρροπιστικοί μηχανισμοί και συνήθως εξαφανίζονται, όταν εξαλειφθούν οι πρωτοπαθείς και δευτεροπαθείς διαταραχές.
Η ανωτέρω ταξινόμηση είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την επιλογή της θεραπείας, ώστε να αντιμετωπίζονται κατά κανόνα μόνο οι δευτεροπαθείς διαταραχές.
Στην ΕΠ υπάρχει χρονική καθυστέρηση στην
κινητική εξέλιξη ανάλογα με την βαρύτητα. Έτσι,
η βάδιση στην ημιπληγία παρουσιάζεται πολύ νωρίτερα σε σχέση με τη διπληγία. Η βάδιση στην
ΕΠ παρεμποδίζεται κυρίως από την αδυναμία, τη
σπαστικότητα, την παθολογική μυϊκή δραστηριότητα, τις συγκάμψεις και τη δυσλειτουργία των
μοχλοβραχιόνων (Gage, 2004).
Οι διαρθρικοί μύες παρουσιάζουν περισσότερες λειτουργικές διαταραχές σε σχέση με τους
μονοαρθρικούς. Οι ασθενείς με ΕΠ έχουν μεγαλύτερη δυσκολία να ελέγξουν τους περιφερικούς
διαρθρικούς μύες (γαστροκνήμιο). Η παθολογική δραστηριότητά τους εκδηλώνεται σαν συνσπαστικότητα (ταυτόχρονη σύσπαση) αγωνιστών και ανταγωνιστών μυών με αποτέλεσμα τη
μείωση του εύρους κίνησης και την δυσχέρεια της
βάδισης (εικόνα 2).
Κλινική εξέταση
H και κλινική εξέταση βοηθά αποτελεσματικά στον εντοπι­σμό των κύριων προβλημάτων και
στην έγκαιρη έναρξη της θεραπείας. Κατά την
κλι­νική εξέταση μπορεί να γίνει διαχωρισμός τον
μυϊκών ρικνώσεων σε στατικές (static) και σε δυ­
14
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Ενόργανη ανάλυση βάδισης
Εικόνα 2. Παθολογική δράση των διαρθρικών μυών με
συν - σπαστικότητα και κάμψη του γόνατος
ναμικές (dynamic), ανάλογα με το εύρος της κίνησης και την δυ­νατότητα παθητικής διόρθωσης.
Η κλινική εξέταση είναι όμως μια υποκειμενική και στατική εκτίμηση. Επίσης προβλήματα
σχετικά με την ακρίβεια, την αποτελεσματικότητά και την επαναληψιμότητά της έχουν εξετασθεί
διεξοδικά (McDowell και συν 2000, McMulkin
και συν 2000, Thompson και συν 2001) και έχουν
επισημανθεί. Παραμένει παρόλα αυτά πολύτιμο
εργαλείο στην αξιολόγηση του ασθενή.
Η τρισδιάστατη ενόργανη ανάλυση βάδισης
γίνεται σε ειδικά εξοπλισμένα εργαστήρια. Τα περισσότερα συστήματα χρησιμοποιούν σύστημα
καμερών υψηλής ταχύτητας και σφαιριδίων που
προσκολλώνται επί του δέρματος σε συγκεκριμένα ανατομικά σημεία και αντανακλούν το υπέρυθρο φώς που εκπέμπεται από τις κάμερες (εικόνα
3). Το ανακλώμενο σήμα επεξεργάζε­ται από υπολογιστές, οι οποίοι με τη σειρά τους μετά από μια
πολύπλοκη διαδικα­σία και χρησιμοποιώντας μαθηματικά μοντέλα, επιτρέπουν την μέτρηση των
γω­νιών των διαφόρων ανατομικών τμημάτων στο
πρόσθιο, οβελιαίο και εγκάρσιο επίπεδο (Εικόνα
4).
Περιλαμβάνει την κλινική εξέταση, τη βιντεο­
σκόπηση του ασθενή (σε οβελιαίο και πρόσθιο
επίπεδο), την τρισδιάστατη μέτρηση γωνιών του
κορμού, λεκάνης, ισχίου, γόνατος και ποδοκνημικής (κινηματική) και την ταυτόχρονη καταγραφή
της μυϊκής δραστηριότητας με επιφανειακά ηλεκτρόδια (δυναμική ηλεκτρομυογραφία).
Mπορούν επίσης να μετρηθούν οι παράμετροι
χρόνου-απόστασης (ταχύτητα, μήκος αναβηματισμού κλπ.). Σε ασθενείς που βαδίζουν χωρίς
βοηθήματα, γίνεται μέτρηση της δύναμης αντίδρασης του εδάφους με ειδικά δυναμοδάπεδα.
Έτσι είναι δυνατή η ανάλυση των δυνάμεων και
των ροπών που επενεργούν στο ισχίο, το γόνατο και την ποδοκνημική (κινητική). H μέτρηση
της κατανάλωσης ενέρ­γειας (οξυγόνου) κατά
τη βάδιση γίνεται με ειδική συσκευή, η οποία
προσαρμόζε­ται πάνω από το στόμα και τη μύτη.
Σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να γίνει μέτρη­ση
της πίεσης κάτω από το πέλμα του ασθενή (δυνα­
μική πελματογραφία).
Η διαδικασία περιλαμβάνει τη μέτρηση (διάρκεια 1,5 ώρα), επεξεργασία δεδομένων (διάρκεια
2 ώρες) και ερμηνεία-γνωμάτευση (διάρκεια 2
ώρες).
Τα πλεονεκτήματα της μεθόδου είναι ότι είναι
αντικειμενική, ακριβής, εύχρηστη και δυναμική.
Τα μειονεκτήματά της είναι το κόστος (στην Ελλάδα όσο περίπου μια μαγνητική τομογραφία) και
ότι απαιτεί εξειδικευμένο και έμπειρο προσωπικό.
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Εικόνα 3. Σχηματική απεικόνιση εργαστηρίου ανάλυσης βάδισης
Εικόνα 4. Παράδειγμα κινηματικής γόνατος (οβελιαίο επίπεδο) ασθενούς με ασύμμετρη διπληγία α) πριν και β)
μετά την χειρουργική αποκατάσταση, με εμφανή τη βελτίωση και την ομαλοποίηση των διαγραμμάτων
15
16
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Σπαστικά πρότυπα βάδισης
Οι σπαστικές διαταραχές βάδισης μπορούν να
αναλυθούν σε χαρακτηριστικά σπαστικά πρότυπα για λόγους απλοποίησης, επικοινωνίας, διδακτικούς και άμεσης συσχέτισης με τη θεραπεία.
Η ανάλυση της βάδισης έδωσε τη δυνατότητα
να μελετηθούν τέτοια πρότυπα ώστε να μπορέσει
ο θεράπων ιατρός να εμβαθύνει στην παθολογία
και την αντιμετώπιση της κάθε διαταραχής.
Στην ημιπληγία υπάρχουν (Winters και Gage,
1987), οι εξής τέσσερις τύποι : τύπος 1 (ιπποποδία και αδυναμία ραχιαίων εκτεινόντων), τύπος
2 (ιπποποδία και σύγκαμψη της γαστροκνημίας),
τύπος 3 (όπως ο τύπος 2 και επιπλέον σπαστικότητα οπίσθιων μηριαίων και ορθού μηριαίου), τύπος 4 (όπως ο τύπος 3 και επιπλέον σπαστικότητα
καμπτήρων ισχίου). Μια πιο πρόσφατη ταξινόμηση (Riad και συν 2007) προσθέτει και τον τύπο
0 (μηδέν) για περιπτώσεις που έχουν πολύ ήπια
προσβολή.
Στη διπληγία υπάρχει μεγαλύτερο εύρος παραμέτρων, οι οποίες επηρεάζουν την ταξινόμηση
όπως η ηλικία, η σοβαρότητα, το σωματικό βάρος,
η φάση του κύκλου βάδισης, η χρήση βοηθητικών
συσκευών και οι τυχόν προηγηθείσες χειρουργικές επεμβάσεις.
Οι Sutherland και συν (1993), διέκριναν τέσσερις κατηγορίες σπαστικής διπληγίας ανάλογα με
τη διαταραχή στην άρθρωση του γόνατος. Αυτές
ήταν το έρπον ή καταρρέον βάδισμα (crouch), το
σφικτό βάδισμα (stiff), το βάδισμα με ανάκυρτο
γόνατο (recurvatum) και το αναπηδούν βάδισμα
(jump). Οι Miller και συν (2004) ταξινόμησαν τη
σπαστική διπληγία σε ήπιας, μέσης και σοβαρής
βαρύτητας λαμβάνοντας επίσης υπόψη την ηλικία των ασθενών.
Χαρακτηριστικά σπαστικά πρότυπα βάδισης
παρατηρούνται και στην κινηματική της λεκάνης (double bump), του γόνατος και της ποδοκνημικής (plantar flexion-knee extension couple)
και στην κινητική της ποδοκνημικής (power
absorption-generation pattern).
Ιδιαίτερα χρήσιμη είναι η ανάλυση της βάδισης για την εντόπιση των τριτοπαθών βλαβών ή
αντιρροπιστικών μηχανισμών, ώστε να μην αντι-
μετωπισθούν χειρουργικά. Η κατανόησή τους
βοηθά στην καλύτερη αντιμετώπιση και την αποφυγή ιατρογενών βλαβών. Η εντόπιση σπαστικών
προτύπων βάδισης δεν έχει σαν σκοπό την αντιμετώπιση μόνο αυτών. Αντιθέτως η θεραπευτική
αντιμετώπιση των διαταραχών της βάδισης στην
ΕΠ πρέπει να περιλαμβάνει συνολικά τον ασθενή
σε όλα τα επίπεδα και τις αρθρώσεις.
Σημασία της ανάλυσης βάδισης στην συντηρη­
τική αντιμετώπιση της ΕΠ
Οι συντηρητικές μέθοδοι για την αντιμετώπιση της ΕΠ περιλαμβάνουν κυρίως τη φυσικοθεραπεία, τη χρήση ειδικών ναρθήκων-κηδεμόνων,
την τοποθέτηση κνημοποδικών διορθωτικών γύψων και την ενδομυϊκή έγχυση αλλαντικής τοξίνης
Η χρήση της ανάλυσης βάδισης έχει βοηθήσει
σημαντικά στην αξιολόγηση των ανωτέρω μεθόδων καθώς και στην τροποποίησή τους.
Ενώ μέχρι πρόσφατα υπήρχε η πεποίθηση ότι
η μυϊκή ενδυνάμωση με ασκήσεις υπό αντίσταση
οδηγούσε σε αύξηση της σπαστικότητας και επιδείνωση της λειτουργικότητας, νεώτερες μελέτες
δείχνουν την ευεργετική δράση συγκεκριμένων
προγραμμάτων. Οι Steele KM και συν (2012) συμπεραίνουν, ότι τα προγράμματα ενδυνάμωσης
μπορούν να εξατομικευθούν, ώστε να επιτευχθούν καλύτερα λειτουργικά αποτελέσματα σε
ασθενείς με έρπον βάδισμα.
Η αποτελεσματικότητα των κνημοποδικών ναρθήκων, τόσο στη σπαστική ημιπληγία
(Romkes και συν 2002) όσο και στη διπληγία
(Buckon και συν 2004), έχουν αξιολογηθεί αντικειμενικά με τη βοήθεια της ανάλυσης βάδισης.
Η τοποθέτηση κνημοποδικών διορθωτικών
περιπατητικών γύψων σε ασθενείς με δυναμική
ιπποποδία βελτιώνει τόσο το παθητικό όσο και
το ενεργητικό εύρος κίνησης της ποδοκνημικής
(McNee AE et al, 2007). Επίσης, η ευεργετική
δράση του συνδυασμού της έγχυσης αλλαντικής
τοξίνης (Βotox) και των γύψων (Kelly και συν
2008, Desloovere και συν 2001) έδειξε ότι βοηθά
στην αντιμετώπιση της ιπποποδίας και έχει επί-
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
δραση και στις αρθρώσεις του γόνατος και του
ισχίου. Συγκριτικές μελέτες μεταξύ γύψων και
συνδυασμού γύψων-Botox έχουν επίσης δημοσιευθεί (Kay 2004).
Οι ενδομυϊκές εγχύσεις αλλαντικής τοξίνης
(Botulinum Toxin A) στην αντιμετώπιση των
σπαστικών διαταραχών της βάδισης είναι μια
ασφαλής και αξιόπιστη μέθοδος. Η αποτελεσματικότητα της μεθόδου έχει αξιολογηθεί ως πρός
τη διάρκειά της (Eames και συν 1999), τα επίπεδα
και τους μύες-στόχους ανάλογα τη βαρύτητά της
(Molenaers G et al, 2001). Οι Molenaers και συν
(2006) έδειξαν ότι το Botox μπορεί να καθυστερήσει τον χρόνο διενέργειας χειρουργικής αποκατάστασης. Οι επανειλημμένες εγχύσεις Botox
για την αντιμετώπιση της σπαστικής δυναμικής
ιπποποδίας έχουν καλά αποτελέσματα, τα οποία
έχουν τεκμηριωθεί με την ανάλυση βαδίσεως
(Metaxiotis και συν 2002).
Σημασία της ανάλυσης βάδισης στη χειρουργι­
κή αντιμετώπιση της ΕΠ
Η χειρουργική θεραπεία περιλαμβάνει επεμβάσεις οστών (διορθωτικές οστεοτομίες, αρθροδέσεις), μαλακών μορίων (επιμηκύνσεις μυών,
τενοντομεταθέσεις, διατομές τενόντων).
Η σωστός προεγχειρητικός σχεδιασμός των
ασθενών περιλαμβάνει την τρισδιάστατη ανάλυση βάδισης και συμβάλλει στην ορθότερη θεραπευτική προσέγγιση ως προς το μέτρο και την
17
έκταση της χειρουργικής επέμβασης. Έτσι σήμερα οι χειρουργικές επεμβάσεις πραγματοποιούνται όλες σε ένα χειρουργικό χρόνο με προφανή
οφέλη για την αποκατάσταση του ασθενή. Επίσης, καθίσταται δυνατή η αντικειμενικότερη και
ακριβέστερη εκτίμηση του αποτελέσματος της
χειρουργικής παρέμβασης για κλινικούς και ερευνητικούς σκοπούς.
Η συσχέτιση μεταξύ προεγχειρητικής κλινικής
εξέτασης και ανάλυσης βάδισης είναι μόνο 49%
(Lofterοd και συν 2007). Η ανάλυση βάδισης βοηθά στην τροποποίηση-μείωση των χειρουργικών
επεμβάσεων μέχρι και 52% σε σχέση με την εκτίμηση μόνο δια της κλινικής εξετάσεως (DeLuca
και συν 1997). Δίνει επίσης τη δυνατότητα της
λεπτομερέστερης καταγραφής και απεικόνισης
των προβλημάτων και την ορθολογικότερη αντιμετώπισή τους.
Η κινηματική προσφέρει σημαντικότατες πληροφορίες στα τρία επίπεδα και κυρίως στο εγκάρσιο (έσω-έξω στροφή). Σε ασθενείς με σπαστική
διπληγία υπάρχει συνήθως ταυτόχρονη σύσπαση
του ορθού μηριαίου και των οπίσθιων μηριαίων.
Αν επιμηκυνθούν οι οπίσθιοι μηριαίοι χωρίς να
αντιμετωπισθούν οι εκτείνοντες του γόνατος,
τότε θα έχουμε καλύτερη έκταση του γόνατος
στη φάση στήριξης αλλά περιορισμό στην κάμψη κατά την αιώρηση. Η δυναμική ηλεκτρομυογραφία έχει καταγράψει την παθολογική δράση
του ορθού μηριαίου μυός κατά την αιώρηση (stiff
knee gait) (εικόνα 5), η οποία αντιμετωπίζεται
επιτυχώς με την μετάθεση του περιφερικού τένο-
Εικόνα 5. Ηλεκτρομυογραφική καταγραφή της παθολογικής δράσης του ορθού μηριαίου κατά τη φάση της αιώρησης
18
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
ντα του ορθού μηριαίου όπισθεν του άξονος περιστροφής του γόνατος. Η ανωτέρω αναφερθείσα
τεχνική έχει αξιολογηθεί ενδελεχώς με την ανάλυση βάδισης (Dreher και συν 2012).
Οι Metaxiotis και συν (2004) περιέγραψαν μια
νέα μέθοδο μετατροπής διαρθρικών μυών των
κάτω άκρων σε μονοαρθρικούς με πολύ καλά
αποτελέσματα. (εικόνα 6).
Η οστεοτομία στροφής αποτελεί μία διαδεδομένη μέθοδο αντιμετώπισης της αυξημένης έσω
στροφής. Οι Pirpiris και συν (2003), συνέκριναν
την οστεοτομία στο κεντρικό με το περιφερικό
μηριαίο και δεν βρήκαν σημαντικές διαφορές στα
αποτελέσματα της κινηματικής.
Η μέτρηση των ροπών και των δυνάμεων (κινητική) που ασκούνται στις αρθρώσεις είναι ιδιαίτερα χρήσιμες σε περιπτώσεις ασθενών, οι οποίοι
είχαν χειρουργηθεί στο παρελθόν και χρειάζεται
να επαναχειρουργηθούν. Με αυτόν τον τρόπο,
μπορεί να εκτιμηθεί αντικειμενικά και δυναμικά η
μυϊκή ισχύς και να αποφευχθεί περαιτέρω αποδυνάμωση κυρίως σε βασικούς μύες που είναι υπεύθυνοι για την προώθηση του σώματος κατά την
βάδιση.
Η ανάλυση βάδισης στην Ελλάδα
Η τρισδιάστατη ενόργανη ανάλυση βάδισης
χρησιμοποιείται την τελευταία 25ετία διεθνώς
στην αντιμετώπιση των ασθενών με ΕΠ. Στην
Ελλάδα, η κλινική ανάλυση βάδισης γίνεται στα
αντίστοιχα υπερσύγχρονα εργαστήρια της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας Αναπήρων Παίδων
(ΕΛΕΠΑΠ) Θεσσαλονίκης και Αθηνών εφάμιλλα
με αυτά της Ευρώπης. Το κόστος της ανάλυσης
βάδισης στη Μ. Βρετανία είναι ισοδύναμο με 6
μαγνητικές τομογραφίες (White και συν 2006)
ενώ στην Ελλάδα περίπου με μία. Το αληθές όμως
κόστος που θα προκύψει κάνοντας μια σωστή χειρουργική επέμβαση για την βελτίωση της βάδισης θα καθοριστεί από τη συνολική εκτίμηση του
αποτελέσματος σε πολλαπλά επίπεδα (τεχνικό,
λειτουργικό, ικανοποίηση ασθενή) (Kay και συν
2000). Η χρήση της ανάλυσης βάδισης στην Ελλάδα δεν είναι ευρέως διαδεδομένη. Πιστεύουμε
Εικόνα 6. Ασθενής με σπαστική διπληγία,
α) πριν και β) ένα χρό­νο μετά από χειρουργικές
ότι η καλύτερη εξοικείωση με τα διαγράμματα της
κινηματικής θα βοηθήσει τον θεράποντα ορθοπαιδικό χειρουργό στην βελτιστοποίηση των θεραπευτικών αποτελεσμάτων.
Συμπεράσματα
Η αντιμετώπιση των διαταραχών της βάδισης δεν πρέπει να γίνεται εμπειρικά ή βασισμένη
μόνο σε κλινικά δηλαδή υποκειμενικά κριτήρια. Η
τρισδιάστατη ενόργανη ανάλυση βάδισης αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο «ιατρικής με αποδείξεις»
(evidence based medicine) και είναι μια αντικειμενική, ακριβής και δυναμική μέθοδος για την αντιμετώπιση των διαταραχών της σπαστικής εγκεφαλικής παράλυσης σε περιπατητικούς ασθενείς.
Η ανάλυση βάδισης αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο
εργαλείο για τον θεράποντα ιατρό (ορθοπαιδικό,
παιδίατρο, φυσίατρο). Μπορεί επίσης να βοηθήσει στην έρευνα σχετικά με την παθοφυσιολογία
και τις μεθόδους αντιμετώπισης της ΕΠ.
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Abstract
Clinical significance of gait analysis in cerebral
palsy patients
Metaxiotis D., Kiriakidis Th., Milonas Ch.
Kiriakidis A.
2nd Orthopaedic Department Papageorgiou
General Hospital Thessaloniki, Greece
In order to understand abnormal gait, it is necessary to understand first normal gait. The treatment of gait disorders in spastic cerebral palsy offers
a dynamic insight in the pathophysiology and its
consequences. The three-dimensional instrumented
gait analysis allows for a more accurate assessement
of gait deviations than visual gait assessement.
The method includes clinical examination, videotaping, measurement of joint angles (kinematics),
joint moments and powers (kinetics), muscle activity (dynamic electromyography), time-distance parameters, oxygen consumption and pressure distribution on foot sole (dynamic pedobarography).
The disturbed function of the biarticular muscles in cerebral palsy is of major importance in the
development of gait abnormalities. Specific gait patterns have been described for patients with spastic
hemiplegia and diplegia.
`The clinical applications of gait analysis in cerebral palsy include treatment planning and control
with both conservative and operative means. Botulinum toxin A injections, casting, ankle-foot orthoses and physiotherapy have been evaluated and
modified with the use of gait analysis. Gait analyses have allowed us to plan surgery and evaluate
the surgical outcome more objectively and identify
ways to improve gait further.
The gait analysis laboratories of ELEPAP in
Thessaloniki and Athens provide high level measurements both for clinical and research purposes.
key words: g ait analysis, cerebral palsy, extra
pyradidal syndrome.
19
Βιβλιογραφία
1. Buckon CE, Thomas SS, Jakobson-Huston S,
Moor M, Sussman M, Aiona M. Comparison
of three ankle-foot orthosis configurations
for children with spastic diplegia. Dev Med
Child Neurol. 2004 Sep;46(9):590-8
2. DeLuca PA, Davis RB 3rd, Ounpuu S, Rose
S, Sirkin R. Alterations in surgical decision
making in patients with cerebral palsy based
on three-dimensional gait analysis. J Pediatr
Orthop. 1997 Sep-Oct;17(5):608-14
3. Desloovere K, Molenaers G, Jonkers I, De Cat
J, De Borre L, Nijs J, Eyssen M, Pauwels P, De
Cock P. A randomized study of combined
botulinum toxin type A and casting in the
ambulant child with cerebral palsy using objective outcome measures. Eur J Neurol. 2001
Nov;8 Suppl 5:75-87.
4. Dreher T, Wolf SI, Maier M, Hagmann S, Vegvari D, Gantz S, Heitzmann D, Wenz W,
Braatz F. Long-term results after distal rectus
femoris transfer as a part of multilevel surgery for the correction of stiff-knee gait in
spastic diplegic cerebral palsy. J Bone Joint
Surg Am. 2012 Oct 3;94
5. Eames NW, Baker R, Hill N, Graham K, Taylor
T, Cosgrove A. The effect of botulinum toxin
A on gastrocnemiuslength: magnitude and
duration of response. Dev Med Child Neurol.
1999 Apr;41(4):226-32
6. Gage JR. The treatment of gait problems in cerebral palsy. Gage JR (Hrsg), Mac Keith Press,
London, 1991
7. Kay RM, Rethlefsen SA, Fern-Buneo A, Wren
TA, Skaggs DL. Botulinum toxin as an adjunct to serial casting treatment in children
with cerebral palsy. J Bone Joint Surg Am.
2004 Nov;86-A(11):2377-84
8. Kay RM, Dennis S, Rethlefsen S, Skaggs DL,
Tolo VT. Impact of postoperative gait analysis
on orthopaedic care. Clin Orthop Relat Res.
2000 May;(374):259-64
9. Kelly B, MacKay-Lyons MJ, Berryman S, Hyndman J, Wood E. Assessment protocol for se-
20
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
rial casting after botulinum toxin a injections
to treat equinus gait. Pediatr Phys Ther. 2008
Fall;20(3):233-41
10. Leonard CT. The Neurophysiology of Human
Locomotion. In Gait analysis: theory and applications. Craik RL, Oatis CA (Hrsg), Mosby-Year Book, St. Louis, 1995, 46-64.
11. Lofterød B, Terjesen T, Skaaret I, Huse AB,
Jahnsen R. Preoperative gait analysis has a
substantial effect on orthopedic decision
making in children with cerebral palsy: comparison between clinical evaluation and gait
analysis in 60 patients. Acta Orthop. 2007
Feb;78(1):74-80
12. McDowell BC, Hewitt V, Nurse A, Weston
T, Baker R. The variability of goniometric
measurements in ambulatory children with
spastic cerebral palsy. Gait Posture. 2000
Oct;12(2):114-21.
13. McMulkin ML, Gulliford JJ, Williamson RV,
Ferguson RL. Correlation of static to dynamic
measures of lower extremity range of motion
in cerebral palsy and control populations. J
Pediatr Orthop. 2000 May-Jun;20(3):366-9.
14. McNee AE, Will E, Lin JP, Eve LC, Gough M,
Morrissey MC, Shortland AP. The effect of serial casting on gait in children with cerebral
palsy: preliminary results from a crossover
trial. Gait Posture. 2007 Mar;25(3):463-8.
15. Metaxiotis D, Siebel A, Doederlein L. Repeated botulinum toxin A injections in the treatment of spastic equinus foot. Clin Orthop
Relat Res. 2002 Jan;(394):177-85
16. Metaxiotis D, Wolf S, Doederlein L. Conversion of biarticular to monoarticular muscles as a component of multilevel surgery in
spastic diplegia. J Bone Joint Surg Br. 2004
Jan;86(1):102-9
17. Miller F. Cerebral palsy. Springer ed, ΝΥ, 2004
18. Molenaers G, Desloovere K, De Cat J, Jonkers
I, De Borre L, Pauwels P, Nijs J, Fabry G, De
Cock P. Single event multilevel botulinum
toxin type A treatment and surgery: similarities and differences. Eur J Neurol. 2001 Nov;8
Suppl 5:88-97
19. Molenaers G, Desloovere K, Fabry G, De Cock
P. The effects of quantitative gait assessment
and botulinum toxin a on musculoskeletal surgery in children with cerebral palsy. J
Bone Joint Surg Am. 2006 Jan;88(1):161-70.
20. Παντελιάδης Χ, Εγκεφαλική παράλυση,σύγχρονη προσέγγιση, εκδ ΓιαχούδηΓιπούλη, Θεσσαλονίκη, 2002
21. Pirpiris M, Trivett A, Baker R, Rodda J, Nattrass
GR, Graham HK. Femoralderotation osteotomy in spastic diplegia. Proximal or distal? J
Bone Joint Surg Br. 2003 Mar;85(2):265-72
22. Riad J, Haglund-Akerlind Y, Miller F. Classification of spastic hemiplegiccerebral palsy
in children. J Pediatr Orthop. 2007 OctNov;27(7):758-64
23. Romkes J, Brunner R. Comparison of a dynamic and a hinged ankle-foot orthosis by
gait analysis in patients with hemiplegic cerebral palsy. Gait Posture. 2002
24. Steele KM, Damiano DL, Eek MN, Unger M,
Delp SL. Characteristics associated with improved knee extension after strength training
for individuals with cerebral palsy and crouch
gait. J Pediatr Rehabil Med. 2012;5(2):99-106.
25. Sutherland DH, Davids JR. Common gait abnormalities of the knee in cerebral palsy. Clin
Orthop. 1993 Mar;(288):139-47.
26. Thompson NS, Baker RJ, Cosgrove AP, Saunders JL, Taylor TC. Relevance of the popliteal
angle to hamstring length in cerebral palsy
crouch gait. J Pediatr Orthop. 2001 MayJun;21(3):383-7.
27. Winters TF Jr, Gage JR, Hicks R. Gait patterns in spastic hemiplegia in children and
young adults. J Bone Joint Surg Am. 1987
Mar;69(3):437-41
28. White R, Noble R Reporting Clinical Gait
Analysis Data, The Robert Gordon University, UK), 2008
29. Yack HJ, Winter DA. Economy of two-joint
muscles.In Proceedings of the fifth biennial
conference of the canadian society for biomechanics. Canada, Canadian Society for
Biomechanics, 1988: 180-181.Feb;15(1):18-2
21
Απλό σύστημα ταξινόμησης
των περιπροθετικών
καταγμάτων του κεντρικού
μηριαίου
Μπισχινιώτης Ι. Στ.,
Τσίτας Κ.,
Τζατζαΐρης Θ.,
Ασσάντης Β.,
Μαλιόγκας Γ.,
Σιώζος Α.
Γ. Ν. Κοζάνης - «Μαμάτσειο»
Περίληψη
Τα συστήματα ταξινόμησης των καταγμάτων του μηριαίου με μια ενδοπρόθεση είναι πολύπλοκα και αλληλοσυγκρουόμενα. Τα πιο πολλά από αυτά βασίζονται στην εντόπιση, το οποίο
δεν είναι το πιο σημαντικό στοιχείο κατά το σχεδιασμό της θεραπείας. Η εντόπιση όμως δεν αποτελεί κρίσιμο χαρακτηριστικό για
τη λήψη αποφάσεων αντιμετώπισης. Σκοπός της εργασίας είναι
η πρόταση μιας άλλης ταξινόμησης που βασίζεται πιο πολύ στην
πρόταση θεραπείας. Παρουσιάζονται δέκα ασθενείς τέσσερις άνδρες και έξη γυναίκες προχωρημένης ηλικίας από 79-94 ετών. Οι
τέσσερις γυναίκες και δύο άνδρες έφεραν ολικές αρθροπλαστικές
ισχίου για τελικού σταδίου εκφυλιστική αρθροπάθεια, ενώ τέσσερις ασθενείς δύο άνδρες και δύο γυναίκες έφεραν διπολικές ημιαρθροπλαστικές που έγιναν για την αντιμετώπιση καταγμάτων του
αυχένα του μηριαίου. Σε έναν ασθενή με κάταγμα Β1 διενεργήθηκε αντικατάσταση της ενδοπρόθεσης με μια παρομοίου μεγέθους με τσιμέντο επειδή η μορφολογία του κατάγματος έθετε σε
κίνδυνο τη σταθερότητά της. Σε έναν άλλο ασθενή με κάταγμα
Β1 διενεργήθηκε οστεοσύνθεση με πλάκα χωρίς αντικατάσταση
της ενδοπρόθεσης. Σε οκτώ ασθενείς έξη γυναίκες και δύο άνδρες
με ασταθείς ενδοπροθέσεις και ελλείμματα χρειάστηκε αντικατάστασή τους με ενδοπροθέσεις με μεγαλύτερο στυλεό σε δύο πε-
Λέξεις ευρετηρίου: Περιπροθετικά κατάγματα μηριαίου, Ταξινομήσεις, Επανεγχειρήσεις αρθροπλαστικών
ισχίου
22
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
ριφερικώς κλειδούμενες και σε επτά από αυτούς
συμπληρωματική οστεοσύνθεση με τη βοήθεια
συρμάτινων αγκυλών, πλευρικών πλακών ή/και
ταινιών με εισαγωγή τσιμέντου για τη στήριξη της
ενδοπρόθεσης και εισαγωγή αλλομοσχευμάτων
για την πλήρωση των κενών. Σε μία μόνο ασθενή
της τελευταίας κατηγορίας παρατηρήθηκε χαλάρωση της οστεοσύνθεσης αλλά δεν αντιμετωπίστηκε λόγω βαρύτητας των συνοδών γενικών επιβαρυντικών παραγόντων. Η ταξινόμηση έτσι των
περιπροθετικών καταγμάτων σε εύκολα και δύσκολα ισχία βασίζεται στο ότι ο στυλεός είναι ή δεν
είναι σταθερός. Στην πρώτη περίπτωση η θεραπεία
στρέφεται και μόνο στη θεραπεία του κατάγματος,
εκτός εάν η οστεοσύνθεση παρεμποδίζεται από το
κάταγμα. Στη δεύτερη περίπτωση, η αναθεώρηση
είναι απαραίτητη με ή χωρίς οστεοσύνθεση και
πλήρωση των κενών εισαγωγή τσιμέντου ή ενδοασφαλιζόμενων ενδοπροθέσεων.
Eισαγωγή
Τα κατάγματα που περιλαμβάνουν οστά
τα οποία περιλαμβάνουν στοιχεία εμφυτευμάτων
γίνονται όλο και πιο συχνά, φθάνοντας σχεδόν
στο σημείο η αντιμετώπισή τους να αποτελεί
υποειδικότητα. Υπάρχουν ποικίλα συστήματα
ταξινόμησης και επιλογών θεραπείας. Αυτά τα
συστήματα συνήθως αναφέρονται στο κάταγμα
του μηριαίου γύρω από το στυλεό μιας μηριαίας
πρόθεσης, αν και υπάρχουν πρότυπα ταξινόμησης που αναφέρονται σε κατάγματα άλλων προθέσεων. Τα συνηθέστερα συστήματα είναι αυτά
των Johansson και συν (Johansson et al 1981),
των Parrish και Jones (1964) και Bethea και συν
(Bethea et al 1996). Παρόλα αυτά, η ταξινόμηση
κατά Vancouver (1999) (Gasky και Scully 2011)
έχει αποδειχθεί χρησιμότερη όλων των υπαρχουσών και χρησιμοποιείται συχνότερα. Οι κατευθυντήριες οδηγίες αντιμετώπισης κυμαίνονται
από τη συντηρητική επιλογή (Adolphson και
συν 1987) μέχρι τους πιο σύνθετους αλγόριθμους (Beals και Tower 1996, Mont και Marr 1994)
(σχήμα 1).
Σκοπός αυτής της μελέτης είναι διττός.
Παρουσιάζονται τα διάφορα συστήματα ταξινόμησης που περιγράφηκαν προηγουμένως και τη
δική μας εμπειρία κατά την αντιμετώπιση καταγμάτων μηριαίου που περιλαμβάνουν μία ενδοπρόθεση και την αξιοποιούμε για τη θεμελίωση
ενός απλοποιημένου συστήματος που θα αποτελέσει ασφαλή οδηγό για την πραγματοποίηση
των επιλογών μας.
Υλικό και Μέθοδος
Από τον Ιούλιο του 2009 έως τον Ιούνιο
2012 αντιμετωπίσαμε δέκα ασθενείς με περιπροθετικά κατάγματα του ισχίου. Από την μελέτη
εξαιρέθηκαν περιπροθετικά κατάγματα του μηριαίου ρωγμώδη του μείζονα ή ελάσσονα τροχαντήρα, των οποίων η αντιμετώπιση ήταν προφανές ότι έπρεπε να είναι συντηρητική. Επρόκειτο
για πέντε άνδρες και πέντε γυναίκες ηλικίας από
79 έως 94 ετών. Οι 5 από τους ασθενείς της μικρής αυτής σειράς έφεραν για χρονικό διάστημα
άνω των 7 ετών ολικές αρθροπλαστικές ισχίου,
που διενεργήθηκαν για τελικού σταδίου εκφυλιστική αρθροπάθεια και οι 5 έφεραν διπολικές ημιαρθροπλαστικές για περίπου το μισό κατά μέσο
όρο από τον παραπάνω χρονικό διάστημα. Για τα
κατάγματα των ασθενών αυτής της σειράς επελέγη η χειρουργική αντιμετώπιση λόγω επέλευση προφανούς μηχανικής ανεπάρκειας στο ισχίο
μετά την επέλευση του κατάγματος. Στις 7 από
τις 10 περιπτώσεις το περιπροθετικό κάταγμα
αφορούσε στο αριστερό ισχίο. Χρησιμοποιήθηκε
η ταξινόμηση κατά Vancouver και η επιμέρους κατανομή συχνοτήτων δίνεται από το διάγραμμα 1
(Σχήμα 1).
Κατά την αντιμετώπιση των ασθενών
αυτής της σειράς πρυτάνευσε η αρχή της μικρότερης δυνατής επέμβασης λόγω της γενικής επιβάρυνσης του οργανισμού τους, τα συνοδά γενικά προβλήματα από τα οποία έπασχε το σύνολο
των ασθενών, την ούτως ή άλλως περιορισμένη
δυνατότητα διενέργειας μεταγγίσεων και τα περιορισμένα μέσα που είχαμε στη διάθεσή μας. Διενεργήθηκε απλή οστεοσύνθεση για τα κατάγματα
της κατηγορίας B1. Αντικατάσταση της μηριαίας
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
23
Διάγραμμα 1. – Κατανομή μερικών συχνοτήτων των ασθενών της σειράς.
Εικόνα 1. – Αντικατάσταση ημιαρθροπλαστικής με την αντίστοιχη με τσιμέντο επί χαλάρωσης κατόπιν περιπροθετικού κατάγματος τύπου Α κατά Vancouver.
24
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Εικόνα 2. - Ανάταξη και οστεοσύνθεση περιπροθετικού κατάγματος τύπου Β1 κατά Vancouver με τη βοήθεια κλειδούμενης πλάκας – αποτέλεσμα.
ενδοπρόθεσης διενεργήθηκε εκεί όπου υπήρχε
χαλάρωση ακολουθούμενη από οστεοσύνθεση
με συρμάτινες αγκύλες ή/και ταινίες και πλευρικές πλάκες ή περιφερική εσωτερική ασφάλιση του
στυλεού σε αναθεωρήσεις χωρίς τσιμέντο.
Επιμέρους ανάλυση των περιπτώσεων
Ασθενής άνδρας ηλικίας 80 ετών, μετά
πτώση επί του αριστερού ισχίου, όπου είχε προηγηθεί διπολική ημιαρθροπλαστική χωρίς τσιμέντο
για κάταγμα του αυχένα του μηριαίου υφίσταται
περιπροθετικό κάταγμα που αφορά στην περιοχή
των τροχαντήρων (τύπου Α κατά Vancouver). Η
πρώτη επιλογή για τη θεραπευτική αντιμετώπιση
του κατάγματος ήταν η συντηρητική. Η εξωτερική στροφή που εγκαταστάθηκε μετα το πρώτο διάστημα της συντηρητικής θεραπείας επέβαλε την
αναθεώρηση της ενδοπρόθεσης με μια παρόμοια,
του ίδιου κατασκευαστή με τσιμέντο (εικ. 1).
Ασθενής, άνδρας ηλικίας 79 ετών με ολική αρθροπλαστική αριστερού ισχίου από πέντε
ετών για προχωρημένο στάδιο εκφυλιστικής αρθροπάθειας ισχίου. Έφερε περιπροθετικό κάταγμα
ισχίου στην περιοχή του μηριαίου στυλεού αλλά
χωρίς χαλάρωση της ενδοπρόθεσης, περιπροθετικό κάταγμα τύπου Β1 κατά Vancouver. Το
ακτινολογικό εύρημα επιβεβαιώθηκε και διεγχειρητικώς, όταν με ραχιαία περιοχική αναισθησία
διενεργήθηκε οστεοσύνθεση με τη βοήθεια κλειδούμενης πλάκας κάτω μετάφυσης μηριαίου και
βίδες (εικ. 2).
Ασθενής άνδρας ηλικία 82 ετών με ολικές
αρθροπλαστικές αμφοτέρων των ισχίων λόγω εκφυλιστικών αλλοιώσεων επί δυσπλασικής νόσου
από πέντε ετών και επτά ετών των ισχίων υφίσταται κάκωση αριστερού ισχίου. Έφερε περιπροθε-
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
25
Εικόνα 3. - Περιπροθετικό κάταγμα ισχίου στην περιοχή του μηριαίου στυλεού με χαλάρωση της ενδοπρόθεσης
– τύπου Β2 κατά Vancouver. Διενέργεια αντικατάστασης της άρθρωσης από μια με μακρό στυλεό, κλειδούμενης
περιφερικώς.
τικό κάταγμα ισχίου στην περιοχή του μηριαίου
στυλεού με χαλάρωση της ενδοπρόθεσης – τύπου
Β2 κατά Vancouver. Η ακτινολογική διάγνωση
επιβεβαιώθηκε και διεγχειρητικώς, όταν με ραχιαία περιοχική αναισθησία διενεργήθηκε αντικατάσταση της ενδοπρόθεσης από μια με μακρό
στυλεό, κλειδούμενη χωρίς αντικατάσταση της
κοτύλης. Ακολούθησε οστεοσύνθεση των γλοιωδών στοιχείων με συρμάτινες αγκύλες και του
μείζονα τροχαντήρα με μια ελεύθερη βίδα (εικ. 3).
Ασθενής γυναίκα ηλικίας 84 ετών υφίσταται κάκωση κατά το αριστερό ισχίου, όπου
ολική αρθροπλαστική για τελικού σταδίου εκφυλιστικές αλλοιώσεις επί οροθετικής πολυορογονίτιδας. Έφερε περιπροθετικό κάταγμα ισχίου
στην περιοχή του μηριαίου στυλεού με χαλάρωση
της ενδοπρόθεσης – τύπου Β2 κατά Vancouver. Η
ακτινολογική διάγνωση επιβεβαιώθηκε και διεγχειρητικώς, όταν με ραχιαία περιοχική αναισθησία διενεργήθηκε αντικατάσταση της ενδοπρόθεσης από μια με μακρό στυλεό, κλειδούμενη χωρίς
αντικατάσταση του πολυαιθυλενίου της κοτύλης.
Ακολούθησε οστεοσύνθεση των φλοιωδών στοιχείων με συρμάτινες αγκύλες (εικ. 4). Δευτεροπαθές εξάρθρημα της αρθροπλαστικής αντιμετωπίστηκε συντηρητικώς με επιτυχία.
Ασθενής ηλικίας 94 ετών υπέστη περιπροθετικό κάταγμα αριστερού μηριαίου σε έδαφος διπολικής ημιαρθροπλαστικής μηριαίου. Το
κάταγμα ήταν συντριπτικό στο επίπεδο του μη-
26
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Εικόνα 4. - Περιπροθετικό κάταγμα ισχίου στην περιοχή του μηριαίου στυλεού με χαλάρωση της ενδοπρόθεσης –
τύπου Β2. Αντιμετώπιση με αντικατάσταση της ενδοπρόθεσης από μια με μακρό στυλεό, κλειδούμενη με αντικατάσταση του πολυαιθυλενίου της κοτύλης.
ριαίου στυλεού της ενδοπρόθεσης με ταυτόχρονη χαλάρωσή της. Θεωρήθηκε τύπου Β2 κατά
Vancouver. Η ακτινολογική διάγνωση επιβεβαιώθηκε και διεγχειρητικώς, όταν με ραχιαία περιοχική αναισθησία διενεργήθηκε αντικατάσταση της
ενδοπρόθεσης από μια με κολάρο και με μακρύ
στυλεό, κλειδούμενη περιφερικώς και αποκατάσταση της συντριβής του φλοιού με οστεοσύνθεση με συρμάτινες αγκύλες (εικ. 5).
Ασθενής ηλικίας 89 ετών με ολική αρθροπλαστική αριστερού ισχίου επί ολικής αρθροπλαστικής για τελικού σταδίου εκφυλιστική αρθροπάθεια από 7 ετών υφίσταται περιπροθετικό κάταγμα κεντρικού μηριαίου στο επίπεδο του στυλεού
της ενδοπρόθεσης με ταυτόχρονη χαλάρωσή της.
Θεωρήθηκε τύπου Β2 κατά Vancouver. Η ακτινολογική διάγνωση επιβεβαιώθηκε και διεγχειρητικώς, όταν με ραχιαία περιοχική αναισθησία
διενεργήθηκε αντικατάσταση της ενδοπρόθεσης
από μια με πιο μακρύ στυλεό και πλευρική πλάκα
με συρμάτινες αγκύλες και ταινίες (εικ. 6).
Περιπροθετική διάτρηση του έσω φλοιού από το στυλεό διπολικής ημιαρθροπλαστικής
ισχίου. Αντικατάστασή της με μια με πιο μακρύ
στυλεό με τσιμέντο (εικ. 7).
Ασθενής άνδρας ηλικίας 95 ετών με διπολική ημιαρθροπλαστική δεξιού ισχίου που διενεργήθηκε για κάταγμα του μηριαίου μετά πτώση,
υφίσταται περιπροθετικό κάταγμα στο επίπεδο
του μηριαίου στυλεού με χαλάρωση της ενδοπρό-
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
27
Εικόνα 5. - Περιπροθετικό κάταγμα αριστερού μηριαίου σε έδαφος διπολικής ημιαρθροπλαστικής μηριαίου συντριπτικό στο επίπεδο του μηριαίου στυλεού της ενδοπρόθεσης με ταυτόχρονη χαλάρωσή της τύπου Β2 κατά
Vancouver. αντικατάσταση της ενδοπρόθεσης από μια με μακρό στυλεό, κλειδούμενη και αποκατάσταση της συντριβής του φλοιού με οστεοσύνθεση με συρμάτινες αγκύλες.
θεσης τύπου Β2 κατά Vancouver. Αντικατάσταση της ενδοπρόθεσης από μια με μακρό στυλεό,
κλειδούμενη περιφερικώς (εικ. 8).
Ασθενής γυναίκα ηλικίας 80 ετών διακομίζεται σε μας με κάκωση δεξιού ισχίου επί προηγηθείσης ολικής αρθροπλαστικής ισχίου από 8ετίας.
Περιπροθετικό κάταγμα κεντρικού μηριαίου με
χαλάρωση της ενδοπρόθεσης και ελλείμματα του
έσω φλοιού, τύπου B3 κατά Vancouver. Με ραχιαία αναισθησία και προσθιοπλάγια προσπέλαση
αντικαταστάθηκε μόνο ο μηριαίος στυλεός ο αυχένας και η κεφαλή. Τέθηκε ο μακρότερος διαθέσιμος μηριαίος στυλεός με ακρυλικό τσιμέντο και
πλευρική πλάκα με ταινίες ασφάλισης μόνο χωρίς
βίδες. Εισάχθηκαν αλλομοσχεύματα προς ενίσχυ-
ση της ακεραιότητας του έσω φλοιού (εικ. 9).
Ασθενής γυναίκα ηλικίας 86 ετών υφίσταται περιπροθετικό κάταγμα αριστερού μηριαίου επί διπολικής ημιαρθροπλαστικής αριστερού
ισχίου. Το κάταγμα προκάλεσε κάταγμα του κεντρικού μηριαίου στο επίπεδο και κάτω από το
επίπεδο του στυλεού της μηριαίας ενδοπρόθεσης
με χαλάρωσή της. Τα εγχειρητικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα ακτινολογικά. Αντικαταστάθηκε η
μηριαία ενδοπρόθεση με μια μα πιο μακρύ στυλεό
που εισήχθη με τσιμέντο και ακολούθησε οστεοσύνθεση με μεγάλη πλευρική πλάκα μέχρι την
υπερκονδύλια περιοχή. Το περιπροθετικό κάταγμα ταξινομήθηκε ως ανήκον στην κατηγορία C
κατά Vancouver, λόγω της περιφερικής εντόπισης
28
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Εικόνα 6. – Περιπροθετικό κάταγμα κεντρικού μηριαίου τύπου Β2 κατά Vancouver. Αντικατάσταση της ενδοπρόθεσης από μια με πιο μακρύ στυλεό και πλευρική πλάκα με συρμάτινες αγκύλες και ταινίες.
του κατάγματος με χαλάρωση της ενδοπρόθεσης
ανήκει δηλαδή στα δύσκολα από πλευράς αντιμετώπισης (εικ. 10).
Αποτελέσματα
Από την παραπάνω παράθεση των επιμέρους θεραπευτικών επιλογών προκύπτει ότι στη
μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών τα αποτελέσματα της σταθεροποιητικής επέμβασης ήταν τα
επιθυμητά. Άμεση σταθερότητα και περιεγχειρητική αλλά και μεσοπρόθεσμη για τις ηλικίες αυτές
επιβίωση για περισσότερο από 1 έτος (από 1 έως
3,5 έτη) παρατηρήθηκε στο σύνολο των ασθενών.
Σε μία μόνο ασθενή παρατηρήθηκε αποτυχία της
οστεοσύνθεσης και χαλάρωση των υλικών με
αποτέλεσμα ραιβοποίηση του μηριαίου αλλά χω-
ρίς διακοπή της συνέχειας. Η ασθενής αυτή δεν
φόρτισε, αλλά δεν ήταν και σε θέση ανεξάρτητα
από το αποτέλεσμα της επέμβασης λόγω συνοδού
βαριάς αναπνευστικής ανεπάρκειας. Ο χρόνος
πώρωσης και αποφυγής φόρτισης για το σύνολο
των ασθενών ήταν εξαιρετικά παρατεταμένος και
κυμαινόταν από 8 έως 12 εβδομάδες, λόγω του
φόβου αποτυχίας, ακόμη και στις περιπτώσεις που
οι κίνδυνοι ήταν μικρότεροι.
Συζήτηση
Τα κατάγματα του συστοίχου μηριαίου σε
ασθενείς με ενδοπροθέσεις μηριαίου έχουν από
μακρού αναγνωριστεί ως σημαντικό πρόβλημα
που συσχετίζεται με την προηγηθείσα επέμβαση
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
29
Εικόνα 7. - Περιπροθετική διάτρηση του έσω φλοιού από το στυλεό διπολικής ημιαρθροπλαστικής ισχίου και αντικατάστασή της με μια με πιο μακρύ στυλεό με τσιμέντο.
Εικόνα 8. - Περιπροθετικό κάταγμα στο επίπεδο του μηριαίου στυλεού με χαλάρωση της ενδοπρόθεσης, τύπου Β2
κατά Vancouver. Αντικατάσταση της ενδοπρόθεσης από μια με μακρό στυλεό, κλειδούμενη περιφερικώς.
30
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Εικόνα 9. - Περιπροθετικό κάταγμα κεντρικού μηριαίου με χαλάρωση της ενδοπρόθεσης και ελλείμματα του έσω
φλοιού, τύπου B3 κατά Vancouver. Αντικατάσταση της ενδοπρόθεσης με μια με πιο μακρύ στυλεό, αποκατάσταση
των ελλειμμάτων και οστεοσύνθεση με πλευρική πλάκα και αγκύλες.
(Cooke και Newman 1988), αλλά αυτά καθίστανται ολοένα και πιο συχνά, καθώς αυξάνει ο αριθμός των ασθενών με ενδοπροθέσεις. Η αναλογία
του τμήματος του πληθυσμού που βρίσκεται σε
κίνδυνο, έχει κατά πολύ αυξηθεί. Έχουν προταθεί
αυστηρά κριτήρια για την συμπερίληψη ασθενών
με αρθροπλαστικές έχουν προταθεί στο παρελθόν,
αλλά με τις προόδους που έχουν συντελεσθεί στις
χειρουργικές και τις αναισθητικές τεχνικές, οι ολικές αρθροπλαστικές έχουν την τάση σήμερα να
επιλέγονται ως λύση σε ολοένα νεότερους, βαρύτερους και πιο οστεοπενικούς ασθενείς (Lewallen
και Berry 1997, National Institute of Health
consensus conference 1995). Η αύξηση του αριθμού των ασθενών που υποβάλλονται σε ολική αρθροπλαστική ισχίου καθώς και του αριθμού με περισσότερες από μία επανεγχειρήσεις συμβάλλουν
στην αύξηση του αριθμού των περιπροθετικών
καταγμάτων, πράγμα που οφείλεται στα αθροιστικά αποτελέσματα των προϊόντων της φθοράς
και της περιπροθετικής οστεόλυσης (Kelley 1994,
Lewallen και Berry 1997, Pazzaglia και Byers 1984,
Reich και Jaffe 1994). Επιπλοκές όπως είναι τα περιπροθετικά κατάγματα είναι πιθανό να αυξηθούν
ακόμη περισσότερο κατά τα επόμενα έτη καθώς
ο χρόνος επιβίωσης των ενδοπροθέσεων αυξάνει (Lewallen και Berry 1997) και την αύξηση του
προσδόκιμου επιβίωσης του πληθυσμού.
Τα συστήματα ταξινόμησης βασίζονται
στην εντόπιση και το πρότυπο του κατάγματος
δημοσιεύθηκαν διαδοχικώς από τους παρακάτω:
Whittaker και συν (1974) (πίνακας 2), Bethea και
συν (1996) (πίνακας 3) και Johansson και συν
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
31
Εικόνα 10. - Περιπροθετικό κάταγμα αριστερού κεντρικού μηριαίου τύπου c κατά Vancouver επί διπολικής ημιαρθροπλαστικής αριστερού ισχίου στο επίπεδο και κάτω από το επίπεδο του στυλεού της μηριαίας ενδοπρόθεσης με
χαλάρωσή της. Αντικαταστάθηκε η μηριαία ενδοπρόθεση με μια με πιο μακρύ στυλεό με τσιμέντο και ακολούθησε
οστεοσύνθεση με μεγάλη πλευρική πλάκα μέχρι την υπερκονδύλια περιοχή.
(1981) (πίνακας 4).
Οι Cooke και Newman (Cooke και
Newman 1988) τροποποίησαν ελαφρώς την ταξινόμηση των Bethea και συν ούτως ώστε να συμπεριλάβει την 4η ομάδα κατά την παρουσίαση
των 75 ασθενών τους το 1988 (πίνακας 5).
Άλλα συστήματα ταξινόμησης που δημοσιεύθηκαν στο παρελθόν περιλαμβάνουν αυτά
των Mont και Maar (Mont και Maar 1994) (πίνακας 6) και αυτό των Betas και Tower (Beals και
Tower 1996) (πίνακας 7).
Οι Duncan και Masri (Brady και συν
1995) (πίνακας 8), όπου ενσωματώνονται το φαινόμενο της χαλάρωσης της ενδοπρόθεσης από
πτωχό οστικό υπόθεμα επιπρόσθετα προς τον
τύπο και την εντόπιση του κατάγματος.
Μερικοί συγγραφείς έχουν ενσωματώσει στα συστήματα ταξινόμησης και τις επιλογές
της θεραπείας (Beals και Tower 1996, Bethea και
συν 1982, Johansson και συν 1981, Mont και Marr
1984).
Οι θεραπευτικές επιλογές που περιγράφηκαν με την πάροδο του χρόνου περιλαμβάνουν
και τις μη επεμβατικές μεθόδους όπως την προστασία του κατάγματος (Dysart 1989), εφαρμογή
έλξης (Adolphson 1987, Beals και Tower 1996,
Johansson και συν 1981, McElfresh και Coventry
1974, Lindahl και συν 2006, Mont και Marr 1994),
χρήση γύψων και κηδεμόνων (Mont και Marr
1994). Στις χειρουργικές επιλογές περιλαμβάνονται: είτε την οστεοσύνθεση με τη βοήθεια
συρμάτινων αγκυλών ή ταινιών (Beals και Tower
1996, Mont και Marr 1994) και βίδες με ή χωρίς
πλάκες (Beals και Tower 1996, Mont και Marr
32
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Πίνακας 1.Ταξινόμηση των περιπροθετικών καταγμάτων του κεντρικού μηριαίου κατά
Parrish και συν
Ομάδα
Εντόπιση
Ομάδα 1
Περιοχή τροχαντήρων
Ομάδα 2
Περιοχή κεντρικού μηριαίου
Ομάδα 3
Μεσοδιαφυσιακή περιοχή
Ομάδα 4
Περιοχή περιφερικού μηριαίου
1994, Serocki και συν 1992), με ειδικές πλάκες
που φέρουν αρπάγες, ταινίες ή συρμάτινες αγκύλες στην περιοχή του μηριαίου στυλεού (Dave
και συν 1995, Jensen και συν 1990, Missakian και
Rand 1993, Partridge AJ, Evans 1982, Radcliffe και
Smith 1996, Zenni και συν 1988) ή εναλλακτικώς
αντικατάσταση του μηριαίου στυλεού. Οι επιλογές που προσφέρονται κατά την επανεγχείρηση
περιλαμβάνουν τόσο την εισαγωγή ακρυλικού
τσιμέντου όσο και τη χρησιμοποίηση ενδοπροθέσεων χωρίς τσιμέντο, η χρησιμοποίηση ενδοπροθέσεων με μακρό στυλεό με κεντρική ή ολική
κάλυψη της επιφάνειάς τους από πορώδες υλικό
αλλά και στυλεοί με δυνατότητα περιφερικής
ασφάλισης.
Τα συστήματα ταξινόμησης που βασίζονται μόνο στην εντόπιση του περιπροθετικού
κατάγματος δεν παρέχουν προφανή καθοδήγηση
προς την κατεύθυνση επιλογής του τρόπου αντιμετώπισης του κατάγματος και βεβαίως δεν είναι
δυνατό να χρησιμοποιηθούν μεμονωμένα για τη
λήψη απόφασης προς αντικατάσταση του μηριαίου στυλεού. Παρόμοιες ταξινομήσεις φαίνεται
να μην είναι περιεκτικές (Lindahl και συν 2006)
και να είναι δυσχερής η αναπαραγωγή τους. Για
παράδειγμα, η προτεινόμενη αντιμετώπιση για
τα κατάγματα τύπου Β1 και C κατά Vancouver
είναι κατά βάση η ίδια. Αν και πολύ περιφερικώς
εντοπιζόμενα κατάγματα τύπου C είναι δυνατόν
να αντιμετωπισθούν με τη βοήθεια ανάστροφου ενδομυελικού ήλου ενώ τα πολύ κεντρικώς
εντοπιζόμενα τύπου C απαιτούν σταθεροποίηση
με τη βοήθεια πλάκας. Καθ’ όμοιο τρόπο, οι θεραπευτικές επιλογές που προσφέρονται για την
αντιμετώπιση των τύπου Β2 και Β3 καταγμάτων
μπορεί να είναι παρόμοια, με την χρησιμοποίηση
ενδοπρόθεσης με μακρό στυλεό και η ανάγκη για
εισαγωγή μοσχευμάτων κατά το κεντρικό μηριαίο εξαρτάται πραγματικά από την ποιότητα της
οστεοσύνθεσης κατά το περιφερικό μηριαίο. Σε
μία από τις δικές μας περιπτώσεις άλλωστε με την
εντόπιση του κατάγματος περιφερικότερα του
πέρατος του μηριαίου στυλεού συνυπήρχε ταυτόχρονα χαλάρωση της ενδοπρόθεσης και επέκταση της συντριβής πάνω και κάτω από τη ζώνη της
ενδοπρόθεσης. Αντιμετωπίστηκε με αντικατάσταση της ενδοπρόθεσης με μία με κατά πολύ μακρύτερο στυλεό, εισαγωγή τσιμέντου, πλήρωση
των κενών με μοσχεύματα και προσθήκη μεγάλης
ουδετεροποιητικής πλευρικής πλάκας με άριστο
αποτέλεσμα (εικ. 9).
Εάν η ενδοπρόθεση είναι χαλαρή και το
33
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Πίνακας 2.Ταξινόμηση των περιπροθετικών καταγμάτων του κεντρικού μηριαίου κατά
Whittaker et al.
Τύπος κατάγματος
Εντόπιση κατάγματος
Τύπος Ι
Διατροχαντήρια περιοχή με το διαμήκη άξονα του
μηριαίου στυλεού να διασταυρώνεται με την κύρια
καταγματική γραμμή προς το περιφερικό μηριαίο
παρέχοντας έτσι καλή σταθερότητα
Τύπος ΙΙ
Λοξό ή σπειροειδές κάταγμα γύρω από το περιφερικό
πέρας του μηριαίου στυλεού, που εντοπίζεται εντός
του αυλού του μηριαίου και στα δύο καταγματικά άκρα,
παρέχοντας κάποια σταθερότητα στο κάταγμα
Τύπος ΙΙΙ
Κάταγμα που εντοπίζεται στο επίπεδο ή περιφερικότερα
του πέρατος του μηριαίου στυλεού με αποτέλεσμα
απόλυτη αστάθεια
Πίνακας 3. –
Ταξινόμηση των περιπροθετικών καταγμάτων του κεντρικού μηριαίου κατά
Bethea et al.
Τύπος
Πρότυπο
Θεραπευτικές επιλογές
Τύπος A
Κάταγμα κατά το περιφερικό πέρας της
ενδοπρόθεσης εγκάρσιο ή περιφερικό
σπειροειδές
Μη ειδική σύσταση – οι συγγραφείς
τα αντιμετωπίζουν συντηρητικά ή
χειρουργικά και δεν παρατηρούν
διαφορές στα αποτελέσματα της
θεραπείας
Τύπος B
Σπειροειδές γύρω από το μηριαίο
στυλεό
Συντηρητική αντιμετώπιση
Τύπος C
Κάταγμα στο επίπεδο ή κάτω από το
επίπεδο του πέρατος του μηριαίου
στυλεού με συντριβή γύρω από αυτό
Χειρουργική αντιμετώπιση
34
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Πίνακας 4. –
Ταξινόμηση των περιπροθετικών καταγμάτων του κεντρικού μηριαίου κατά Johansson et al.
Τύπος
Εντόπιση κατάγματος
Θεραπευτικές επιλογές
Τύπος Ι
Κάταγμα κεντρικώς του
πέρατος της ενδοπρόθεσης με
παραμονή του στυλεού στον
μυελώδη αυλό
Τα κατάγματα τύπου Ι μετεγχειρητικώς
μπορούν να αντιμετωπιστούν συντηρητικώς
Τύπος ΙΙ
Καταγματική γραμμή
εκτεινόμενη από την κεντρική
μοίρα της μηριαίας διάφυσης
μέχρι πέραν του περιφερικού
πέρατος με το μηριαίο στυλεό
αποχωρισμένο από τον
μυελώδη αυλό του περιφερικού
τεμαχίου
Τα κατάγματα τύπου ΙΙ πρέπει να
αντιμετωπιστούν χειρουργικώς με την
αντικατάσταση της ενδοπρόθεσης με μια με
μακρύ στυλεό και πλευρική υποστήριξη με
πλάκα και συρμάτινες αγκύλες ή /και ταινίες
Τύπος ΙΙΙ
Κατάγματα ολοκληρωτικά
εντοπιζόμενα περιφερικώς
του πέρατος του στυλεού της
ενδοπρόθεσης
Εγχειρητικώς τα κατάγματα θα πρέπει να
σταθεροποιούνται για την ανάταξη της
ενδοπρόθεσης άλλως μπορούν να τύχουν
συντηρητικής αντιμετώπισης
οστούν έχει υποστεί οστεόλυση υπάρχει γενικώς μεγάλη πιθανότητα αποτυχίας. Το κάταγμα
στις περιπτώσεις αυτές αποτελεί στην ουσία μια
εκδοχή παθολογικού κατάγματος. Γενικώς, η θεραπεία των παθολογικών καταγμάτων πρέπει να
κατευθύνεται στην αντιμετώπιση της υποκείμενης παθολογικής κατάστασης, όπως και του κατάγματος, εφόσον το ζητούμενο είναι η πώρωση
του κατάγματος. Είναι ευνόητο ότι η θεραπεία
ενός κατάγματος με την παρουσία μιας χαλαρής
ενδοπρόθεσης απαιτεί αντικατάσταση της τελευταίας. Από την άλλη πλευρά, το κάταγμα επί
ενός οστού με μια ενδοπρόθεση που είναι καλά
στερεωμένη μετά από σημαντική κάκωση απαιτεί θεραπεία που ακολουθεί τις ίδιες γενικές αρχές με την αντιμετώπιση ενός κατάγματος χωρίς
την παρουσία της ενδοπρόθεσης με μόνους περιορισμούς αυτούς που τίθενται από τη παρουσία
της ενδοπρόθεσης, εκτός αν τίθεται σε κίνδυνο
η ασφάλεια της οστεοσύνθεσης από την ίδια τη
διαμόρφωση του κατάγματος. Οι επιλογές της
θεραπείας καθορίζονται έτσι, κατά κύριο λόγο,
από το αν η ενδοπρόθεση είναι καλά στερεωμένη
ή όχι και μόνο δευτερευόντως από την εντόπιση
του κατάγματος. Υπάρχουν επιπλέον λεπτομερείς
περιγραφές που εφαρμόζονται σε πολλές πτυχές
των ιδιαιτεροτήτων αυτών των καταγμάτων. Στα
κατάγματα του τύπου Ι, αυτών που περιγράφονται ως «εύκολα» ισχία, στην πλειονότητά τους
δεν έχει θιγεί η συγκράτηση και το κάταγμα είτε
πρώτον εντοπίζεται πολύ περιφερικά και μπορεί
να αντιμετωπιστεί με έναν ανάστροφο ενδομυελικό ήλο είτε δεύτερον βρίσκεται κεντρικότερα
του πέρατος του στυλεού αλλά έχει απλή διαμόρφωση και μπορεί να αντιμετωπιστεί με οστεοσύνθεση με τη βοήθεια πλευρικής πλάκας. Ένα συντριπτικό κάταγμα κατά τρίτον θα απαιτήσει όχι
μόνο οστεοσύνθεση με πλάκα αλλά και προσθήκη μοσχευμάτων. Εάν το ισχίο δεν είχε συμπτώματα προ της επέλευσης του κατάγματος, ανή-
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
35
Πίνακας 5. –
Ταξινόμηση των περιπροθετικών καταγμάτων του κεντρικού μηριαίου κατά Cooke και
Newman
Τύπος
Εντόπιση και πρότυπο
Τύπος 1
Συντριπτικά κατάγματα γύρω από το στυλεό της μηριαίας
ενδοπρόθεσης. Η ενδοπρόθεση είναι χαλαρή και ενδογενώς ασταθής
Τύπος 2
Λοξά ή σπειροειδή κατάγματα γύρω από το στυλεό της ενδοπρόθεσης
στα οποία η σταθερότητα του κατάγματος διατηρείται από την
ενδοπρόθεση
Τύπος 3
Εγκάρσια κατάγματα κατά το περιφερικό πέρας της ενδοπρόθεσης – τα
κατάγματα είναι ασταθή αλλά η ενδοπρόθεση μπορεί να είναι σταθερή
Τύπος 4
Κατάγματα ολοκληρωτικά εντοπιζόμενα περιφερικώς του πέρατος του
στυλεού της ενδοπρόθεσης από το ελεύθερο τμήμα του μηριαίου αυλού
μέχρι το περιφερικό πέρας της ενδοπρόθεσης
κε στα «εύκολα» αλλά τώρα η συγκράτησή του
έχει τεθεί σε κίνδυνο, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι
εμπίπτουν στην κατηγορία 2, εκείνη των «δύσκολων» ισχίων και να τύχουν επανεγχείρησης προς
αντικατάσταση της ενδοπρόθεσης. Στα τύπου 2
ή «δύσκολα» ισχία εάν κατά πρώτον το κεντρικό
μηριαίο είναι σε μεγάλη έκταση ανέπαφο, τότε είναι δυνατή η αντικατάσταση της ενδοπρόθεσης
με μία άλλη συνηθισμένου μεγέθους. Εάν υπάρχει σημαντική απώλεια κατά το κεντρικό μηριαίο,
είναι απαραίτητη η εισαγωγή κάποιας μορφής
οστικών μοσχευμάτων, αλλά εάν κατά δεύτερον ο
ισθμός του αυλού του μηριαίου και το περιφερικό
μηριαίο είναι ανέπαφα μια ενδοπρόθεση με μακρό
στυλεό είναι δυνατό να αρκέσει, ενώ κατά τρίτον
το περιφερικό μηριαίο έχει υποστεί οστεόλυση, η
συγκράτηση της ενδοπρόθεσης στο προβληματικό μηριαίο είναι δυνατό να χρειασθεί κλειδούμενο στυλεό ή/και εισαγωγή μοσχευμάτων κατά το
κεντρικό μηριαίο. Όλα τα ανωτέρω εκπροσωπού-
νται στη δική μας σειρά σε τρεις περιπτώσεις (εικ.
3, 4 και 8).
Τα αποτελέσματά μας υποδηλούν ότι
ένα απλό σύστημα ταξινόμησης που διαχωρίζει τα ισχία σε «εύκολα» πριν από την επέλευση
του κατάγματος και «δύσκολα» είναι δυνατό να
αποτελέσει ασφαλέστερο οδηγό επιλογών για
τον ασχολούμενο με την αντιμετώπιση τέτοιων
καταστάσεων. Έτσι, κατέστη αναγκαίο να αντικαταστήσουμε ενδοπρόθεση ακόμη και σε κάταγμα
Β1, επειδή η μορφολογία του κατάγματος στην
περιοχή των τροχαντήρων έθετε σε κίνδυνο τη
συγκράτηση της ενδοπρόθεσης (εικ. 1).
Η ταξινόμηση λοιπόν κατά Vancouver
μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά παρόμοιο τρόπο.
Εάν επιλέγεται η χειρουργική θεραπεία για τα
κατάγματα των τύπων A, B1 και C («δύσκολα»
ισχία) κατά Vancouver, που απαιτούν οστεοσύν-
36
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Πίνακας 6. –
Ταξινόμηση των περιπροθετικών καταγμάτων του κεντρικού μηριαίου κατά Mont και Maar
Τύπος
Εντόπιση και πρότυπο
Θεραπευτικές επιλογές
Τύπος 1
Διατροχαντήρια
περιοχή
Συντηρητική θεραπεία
Τύπος 2
Κεντρικό μηριαίο
Οστεοσύνθεση και εισαγωγή μοσχευμάτων
Τύπος 3
Διασταυρούμενο με το
περιφερικό πέρας της
ενδοπρόθεσης
Οστεοσύνθεση με συρμάτινες αγκύλες και
αντικατάσταση της ενδοπρόθεσης από μία με
μακρύ στυλεό
Τύπος 4
Περιφερικώς του
πέρατος της μηριαίας
ενδοπρόθεσης
Αντικατάσταση με ενδοπρόθεση με μακρύ στυλεό
ή εφαρμογή έκτασης
Τύπος 5
Συντριπτικά, εκρηκτικά
Αντικατάσταση με ενδοπρόθεση με μακρύ στυλεό
και υποστήριξη με πλάκα και μοσχεύματα
Τύπος 6
Υπερκονδύλια
Καμιά σύσταση
θεση και μόνο, εκτός αν υπάρχει χαλάρωση της
ενδοπρόθεσης. Παρόλα αυτά το προτεινόμενο
σύστημα αυτό φαίνεται επιτυχές.
Παρόλο που τα δεδομένα μας ανταποκρίνονται σε κατάγματα του μηριαίου που σχετίζονται με την αντικατάσταση του ισχίου, οι
αρχές για τα παθολογικά κατάγματα ή και τα μη
παθολογικά κατάγματα ακόμη είναι δυνατό να
εφαρμοστούν και δεν είναι ορατός ο λόγος γιατί
αυτή η ταξινόμηση να μην αποτελέσει οδηγό για
τη χειρουργική θεραπεία κάθε περιπροθετικού κατάγματος σε κάθε οστούν. Τα κατάγματα με τον
τρόπο αυτό διακρίνονται σε δύο κατηγορίες τούτου εξαρτώμενου από το αν ο ασθενής φέρει μια
σταθερή ενδοπρόθεση ή μια επαπειλούμενης σταθερότητας προ της επελεύσεως του κατάγματος.
Εάν πρόκειται για σταθερή τότε η οστεοσύνθεση
αποτελεί την κύρια επιλογή μας εκτός και αν το
πρότυπο του κατάγματος έχει οδηγήσει ή θεωρεί-
ται ότι μπορεί να οδηγήσει στην πιθανότητα της
χαλάρωσης. Εάν υπάρχει χαλάρωση, τότε η μετάπτωση του κατάγματος στη δεύτερη κατηγορία
αυτή δηλαδή των δύσκολων είναι προφανής.
Συμπεράσματα
· Από τη λήψη του ιστορικού αλλά και τα
ακτινολογικά ευρήματα, τα περισσότερα
περιπροθετικά κατάγματα μπορούν να
ταξινομηθούν σε δύο κατηγορίες: σε αυτά
με «εύκολα» ενδοπρόθεση και αυτά με χαλάρωση της ενδοπρόθεσης ή «δύσκολα».
· Οι ασθενείς με τα «εύκολα» ισχία προ της
επέλευσης του κατάγματος είναι δυνατό
να αντιμετωπιστούν μόνο με οστεοσύνθεση εκτός αν το πρότυπο του κατάγμα-
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
37
Πίνακας 7. –
Ταξινόμηση των περιπροθετικών καταγμάτων του κεντρικού μηριαίου κατά Beals και Tower
Τύπος
Βάση της ταξινόμησης
Θεραπευτικές επιλογές
Τύπος Ι
Κάταγμα στη διατροχαντήρια
περιοχή
Συντηρητική
Τύπος ΙΙ
Κεντρικά εντοπιζόμενα
μεταφυσιακά και διαφυσιακά
κατάγματα με το στυλεό ανέπαφο
Συντηρητική με άσκηση έλξης ή
χειρουργική με οστεοσύνθεση με
συρμάτινες αγκύλες
Τύπος ΙΙΙA
Κεντρικά εντοπιζόμενα
διαφυσιακά κατάγματα κατά το
πέρας του μηριαίου στυλεού με
λιγότερο από το 25% διακοπή της
διεπιφάνειας του προσθετικού
υλικού και του οστού
Αντικατάσταση με μια ενδοπρόθεση
με μακρύ στυλεό, χωρίς τσιμέντο και
εισαγωγή μοσχευμάτων
Τύπος ΙΙΙB
Κεντρικά εντοπιζόμενα
διαφυσιακά κατάγματα κατά το
πέρας του μηριαίου στυλεού με
περισσότερο από το 25% διακοπή
της διεπιφάνειας του προσθετικού
υλικού και του οστού
Αντικατάσταση με πρόθεση με
πορώδη επιφάνεια μακρό στυλεό και
μοσχεύματα
Τύπος ΙΙΙC
Υπερκονδύλια κατάγματα για
Άσκηση έλξης ή λειτουργικός
κηδεμόνας ή χειρουργική σε ασταθή
κατάγματα με ενδομυελικούς ήλους
Τύπος ΙV
Υπερκονδύλια κατάγματα
περιφερικά του πέρατος του
μηριαίου στυλεού
Συντηρητική ή οστεοσύνθεση με
ανάστροφο ήλο ή πλάκες
τος υποβάλλει σε χαλάρωση την ενδοπρόθεση.
· Οι ασθενείς με «δύσκολα» ισχία προ της
επέλευσης του κατάγματος απαιτούν γενικώς την αντικατάσταση της ενδοπρόθεσης.
· Η εντόπιση και το πρότυπο του κατάγματος μόνο δευτερευόντως επηρεάζουν τη
μορφή της χειρουργικής θεραπείας.
Abstract
Simple classification system of proximal femoral
periprosthetic fractures
Bischiniotis I. St, Tsitas K, Tzatzaïris Th,
Assantis V, Maliongas G, Siozos A.
Kozani General Hospital – “Mamatseion”
Kozani - Greece
Classification systems for fractures of the femur with a prosthetic hip in situ are diverse and
complex. Most of them are based on the site of the
fracture, which is not the most important differenti-
38
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Πίνακας 8. –
Ταξινόμηση των περιπροθετικών καταγμάτων του κεντρικού μηριαίου κατά Vancouver
Τύπος
Εντόπιση και χαρακτηριστικά
Τύπος AG
Κατάγματα μείζονα τροχαντήρα
Τύπος AL
Κατάγματα ελάσσονα τροχαντήρα
Τύπος B1
Κατάγματα γύρω από το μηριαίο στυλεό ή με μικρή επέκταση κάτω από
αυτόν και την ενδοπρόθεση σταθερή
Τύπος Β2
Κατάγματα γύρω από το μηριαίο στυλεό ή με μικρή επέκταση κάτω από
αυτόν και την ενδοπρόθεση χαλαρή
Τύπος B3
Κατάγματα γύρω από το μηριαίο στυλεό ή με μικρή επέκταση κάτω από
αυτόν, την ενδοπρόθεση χαλαρή και σημαντική απώλεια οστικής ουσίας
Τύπος C
Κατάγματα αρκετά κάτω από το πέρας του μηριαίου στυλεού
ating factor in treatment planning. Objective of this
study is to propose a system based on decision making points. Ten patients with periprosthetic femoral fractures four men and six women of advanced
age varied from 79 to 94 years are presented. Two
men and four women had total hip replacement for
end stage degenerative hip disease, while two men
and two women had a bipolar hemiarthroplasty
for fracture of the femoral neck. In one patient with
type A fracture femoral component replacement
was undertaken, with one of similar length since
fracture morphology implied an obvious thread of
loosening. In another patient with type Β1 fracture
only plate osteosynthesis was performed followed
by insertion of allografts at the fracture site without
prosthesis replacement. In eight patients six women and two men a femoral component replacement
by longer stemmed ones was undertaken because
of loosening. Plate osteosynthesis with or without
cerclage or band wiring fixed with medical cement
and allograft reinforcement was performed while
in three cementless a distal locking stem was introduced. In only one female patient a postoperative
prosthesis loosening was noticed but no further procedure was attempted because of her worse general
condition. So, critical point for classifying periprosthetic femoral fractures in easy and difficult one is
component loosening In case of no loosening at all
some kind of osteosynthesis usually suffices. The
simple classification system groups the periprosthetic fractures into ‘easy hips’ and ‘difficult hips’ based
on whether or not the stem is loose. In ‘easy’ hips,
treatment only needs to address the fracture itself,
unless the fixation has been compromised by the
fracture. In the ‘difficult hips’, revision of the prosthesis is recommended.
Key words: Periprosthetic fractures, Periprosthetic fracture classification, Simple classification
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Βιβλιογραφία
1. Adolphson P, Jonsson U, Kalen R. Fractures of
the ipsilateral femur after total hip arthroplasty. Arch Orthop Trauma Surg 1987; 106:
353-7.
2. Beals RK, Tower SS. Periprosthetic fractures of
the Femur. Clin Orthop Relat Res 1996; 327:
238-46.
3. Bethea JS, de Andrade JR, Fleming LL, et al:
Proximal femoral fractures following total
hip arthroplasty. Clin Orthop 1982; 170:95106.
4. Brady OH, Kerry R, Masri BA, et al: The Vancouver Classification of periprosthetic fractures of the hip: a rational approach to treatment techniques in orthopaedics
1999; 14(2):107-14.
6. Cooke PH, Newman JH: Fractures of the femur in relation to cemented hip prostheses. J
Bone Joint Surg 1988; 70- B (3):386-9.
7. Dave DJ, Koka SR, James SE. Mennen plate fixation for fracture of the femoral shaft with
ipsilateral total hip and knee arthroplasties. J
Arthroplasty 1995; 10:113-5.
8. Dysart SH, Savoy CG, Callaghan JJ: Nonoperative treatment of a postoperative fracture
around an uncemented porous coated femoral component. J Arthroplasty 1989; 4: 18790.
9. Gaski GE, Scully SP: Vancouver Classification
of Postoperative Periprosthetic Femur Fractures. Clin Orthop Relat Res 2011, 469: 15071510 DOI 10.1007/s11999-010-1532-0.
10. Gruen TA, McNeice GM, Amstutz HC: Modes
of failure of cemented stem-type femoral
components; a radiographic analysis of loosening. Clin Orthop Relat Res 1979; 141: 1727.
11. Jensen TT, Overgaard S, Mossing NB: Partridge cerclene system for femoral fractures
in osteoporotic bones with ipsilateral hemi/
total arthroplasty. J Arthroplasty 1990; 5:
123-6.
12. Johansson JE, McBroom R, Barrington TW,
Hunter GA: Fracture of the ipsilateral femur
39
in patients with total hip replacement. J Bone
Joint Surg [Am] 1981; 63:1435-42.
13. Kelley SS: Periprosthetic femoral fractures. J
Am Acad Orthop Surg 1994; 2:164-72.
14. Lewallen DG, Berry DJ: Periprosthetic fracture of the femur after total hip arthroplasty
treatment and results to date Instr Course lectures. J Bone Joint Surg (Am) 1997; 79:188190.
15. Lindahl H, Garellick G, Regner H, et al: Three
hundred and twenty-one periprosthetic femoral fractures. J Bone Joint Surg [Am] 2006;
1215-22.
16. McElfresh EC, Coventry MB: Femoral and
pelvic fractures after total hip arthroplasty. J
Bone Joint Surg 1974; 56A: 483-92.
17. Missakian ML, Rand JA: Fractures of the femoral shaft adjacent to long stem femoral components of total hip arthroplasty: report of
seven cases. Orthopaedics 1993; 16: 149-52.
18. Mont MA, Marr DC: Fractures of the ipsilateral femur after hip arthroplasty: a statistical
analysis of outcome based on 487 patients. J
Arthroplasty 1994; 9: 511-9.
19. National Institute of Health consensus conference: Total hip replacement. National Institute of Health Consensus Development panel
on Total Hip Replacement. J Am Med Assoc
1995; 273:1950-6.
20. Parrish TF, Jones JR: Fracture of the femur
following prosthetic arthroplasty of the hip. J
Bone Joint Surg [Am] 1964; 46: 241-8.
21. Partridge AJ, Evans PEL: The treatment of fractures of the shaft of femur using nylon cerclage. J Bone Joint Surg 1982; 64-B (2):210-4.
22. Pazzaglia U, Byers PD: Fractured femoral shaft
through an osteolytic lesion resulting from
the reaction to a prosthesis. A case report. J
Bone Joint Surg 1984; 66-B (3):337-9.
23. Radcliffe SN, Smith DN: The Mennen plate in
periprosthetic hip fractures. Injury 1996; 27:
27-30.
24. Reich SM, Jaffe WL: Femoral fractures associated with loose cemented total hip arthroplasty. Orthopedics 1994; 17: 185-9.
25. Serocki JH, Chandler RW, Dorr LD: Treat-
40
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
ment of fractures about hip prostheses with
compression plating. J Arthroplasty 1992;
7:129-35.
26. Whittaker RP, Sotos LN, Ralston EL: Fractures
of the femur about endoprostheses. J Trauma
1974;14:675-94.
27. Zenni EJ, Pomeroy DL, Claude RJ: Ogden
plate and other fixations for fractures complicating femoral endoprostheses. Clin Orthop
1988; 231: 83-90.
41
Παρατεταμένο εμπύρετο
σύνδρομο κατόπιν
ενδοκοιλιακής επέμβασης για
την αντιμετώπιση επιπλοκών
χολοκυστεκτομής
Θ. Τζατζαΐρης
Ι. Μπισχινιώτης
Εισαγωγή
Η παρουσία ασθενούς με διόγκωση σε μία ή περισσότερες αρθρώσεις αποτελεί συνηθισμένο πρόβλημα στην άσκηση
της ιατρικής με ευρύ πεδίο διαφορικής διάγνωσης (Mathews και
συν 2007). Το πιο σοβαρό από αυτά τα σύνδρομα είναι η σηπτική
αρθρίτιδα. Η σηπτική αρθρίτιδα είναι αποτέλεσμα άμεσου ενοφθαλμισμού, κατά την φάση της αιματογενούς διασποράς της
νόσου και λιγότερο αποτέλεσμα ανοσολογικής αντίδρασης ευαισθησίας στα παθογόνα αίτια (Sharp και συν 1979). Η καθυστέρηση της διάγνωσης μπορεί να έχει δυσμενή επακόλουθα όπως
η καταστροφή των αρθρικών στοιχείων (Weston και συν 1999)
αυξάνοντας έτσι τη νοσηρότητα αλλά και τη θνητότητα που
υπολογίζεται σε 11% (Gupta και συν 2001). Παρουσιάζουμε παρακάτω περίπτωση ασθενούς που εμφάνισε μετεγχειρητικώς επίμονη εμπύρετη συνδρομή που οφειλόταν σε σηπτική αρθρίτιδα
του γόνατος μετά από λαπαροτομία και κατάσταση παρατεταμένης καταπληξίας, υπόλειμμα της οποίας υπήρξε παρατεταμένη
εμπύρετη συνδρομή λόγω σηπτικής αρθρίτιδας του γόνατος.
Λέξεις ευρετηρίου: παρατεταμένο εμπύρετο, συστηματική φλεγμονώδης σηπτική αντίδραση, παγκρεατίτιδα
μετά χολοκυστεκτομή.
42
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Παρουσίαση περίπτωσης
Ασθενής, άνδρας, ηλικίας 72 ετών εμφανίζει παρατεταμένο εμπύρετο σύνδρομο μετά από
επεισόδιο οξείας κοιλίας σε ατομικό αναμνηστικό
λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής. Το εμπύρετο
θεωρήθηκε απότοκο μετεγχειρητικής παγκρεατίτιδας και ο ασθενής υποβλήθηκε σε ερευνητική
λαπαροτομία. Κατά την επέμβαση διαπιστώθηκε
εξιδρωματική περιτονίτιδα, διενεργήθηκε έπκλυση της περιτοναϊκής κοιλότητας και ευρεία παροχέτευσή της. Ο ασθενής εμφάνισε δυσχερή μετεγχειρητική πορεία σε ΜΑΦ. Ακολούθησε νοσηλεία
του ασθενούς σε τυπικό θάλαμο της χειρουργικής
κλινικής, λόγω παρατεταμένου εμπυρέτου, υποβαλλόμενος σε τριπλή αγωγή δι΄ αντιβιοτικών, η
οποία τροποποιήθηκε δύο φορές με αποτέλεσμα
την υποχώρηση του πυρετού με παραμονή μόνης
μικρής δεκατικής πυρετικής κίνησης. Η πρώτη
δι’ αντιβιοτικών αγωγή περιλάμβανε συνδυασμό
πιπερασιλίνης + ταζοβακτάμης και αμινογλυκοσίδης. Ακολούθησε αγωγή με σιπροφλοξασίνη και
κλινδαμυκίνη.
Ο ασθενής παραλλήλως άρχισε να εμφανίζει γοναλγία δεξιά με ταυτόχρονη μικρή διόγκωση της άρθρωσης Ο ακτινολογικός έλεγχος
της κατά γόνυ άρθρωσης απέβη αρνητικός για
παθολογικά ευρήματα (εικ. 1).
Ακολούθησε παρακέντηση της άρθρωσης του γόνατος, η οποία κατέδειξε παρουσία
πύου. Κατά την παρακέντηση ενέθηκαν στην
άρθρωση 600 mgr νετυλμυκίνης. Η από μακρού
εγκατεστημένη σηπτική κατάσταση και η επιμονή
των συμπτωμάτων κατέστησε επιβεβλημένη την
παροχέτευση της άρθρωσης με ανοικτή αρθροτομή προς καλύτερη διερεύνηση και ευρύτερη παροχέτευση.
Με γενική ενδοτραχειακή αναισθησία και
χωρίς ίσχαιμη περίδεση τελείται αρθροτομή μέσω
μιας έσω παρεπιγονατιδικής τομής. Κατά την
τομή εξέρχεται ποσότητα πύου και νεκρωμάτων,
η οποία δικαιώνει τη διάγνωση της σηπτικής αρθρίτιδας (εικ. 2).
Ακολουθεί διεύρυνση της τομής και
άφθονη έκλυση της άρθρωσης με φυσιολογικό
όρο και διάλυμα φουκιδικού οξέος. Διενεργήθηκε
ευρεία παροχέτευση της άρθρωσης και σύγκλειση
κατά στρώματα υπό εισαγωγή πολλών σωλήνων
Penrose (εικ. 3). Το σηπτικό υλικό απεστάλη προς
καλλιέργεια και παθολογοανατομική εξέταση. H
βακτηριολογική εξέταση απέβη αρνητική.
Ο πυρετός υποχώρησε αμέσως, χωρίς
τροποποίηση της τελευταίας αγωγής με αντιβιοτικά, η οποία διακόπηκε σε τρεις ημέρες και
αντικαταστάθηκε με σιπροφλοξασίνη από του
στόματος και ριφαμπικίνη για το φόβο της σταφυλοκοκκικής προέλευσης της λοίμωξης. Η άρθρωση προστατεύθηκε σε κηδεμόνα γόνατος σε
μέτρια έκταση για 3 εβδομάδες και ακολούθησε
προοδευτική φόρτιση με υποστηρικτική φυσικοθεραπεία επί δύο μήνες.
Πορεία
Ο ασθενής παρακολουθήθηκε για 2½
έτη. Ο ακτινολογικός έλεγχος κατέδειξε μικρή
εστία παρααρθρικής οστεοποίησης χωρίς κλινικά
επακόλουθα (εικ. 4).
Ο ασθενής συνεχίζει να παρακολουθείται
κλινικώς. Κατά την παρακολούθηση δεν εμφάνισε υποτροπή της νόσου και η δυσκαμψία που είχε
εγκατασταθεί αρχικώς υποχώρησε πλήρως.
Συζήτηση
Η διάγνωση της σηπτικής αρθρίτιδας
αποτελεί ζητούμενο μεγάλης προτεραιότητα και
αποτέλεσμα υψηλού δείκτη υπόνοιας στην κλινική ιατρική (Meijers και συν 1999). Οι αιτιολογικοί
παράγοντες για την εμφάνιση της σηπτικής αρθρίτιδας (προχωρημένη ηλικία, προηγηθείσα νοσηλεία σε νοσοκομείο, τραυματισμός, η εξέλκωση
σκέλους) μπορεί να έχουν προγνωστική σημασία
για την προέλευση του παθογόνου μικροοργανισμού (Kaandorp και συν 1997, Gupta και συν
2003). Προσφάτως, υπάρχει εκτεταμένη έρευνα
για το ρόλο των μεσολαβητών της φλεγμονής και
το ρόλο τους στη διασπορά της λοίμωξης στις αρθρρώσεις (Muscoli και συν 2003, Devesa και συν
2011). Παρόλα αυτά η ακριβής ανάλυση του ιστορικού έχει μεγαλύτερη σημασία για την επιλογή
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
43
Εικόνα 1. – Ακτινολογικός έλεγχος του αριστερού γόνατος μετά παρατεταμένο εμπύρετο σύνδρομο.
Εικόνα 2. – Ανοικτή αρθροτομή καθαρισμός και παροχέτευσης της άρθρωσης. Το μεγαλύτερο μέρος του
σηπτικού νεκρωτικού υλικού που αφαιρέθηκε.
44
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Εικόνα 3. – Σύγκλειση του τραύματος με ευρεία παροχέτευση Penrose.
Εικόνα 4. – Ακτινολογικός έλεγχος της άρθρωσης του γόνατος ένα έτος μετά την επέμβαση.
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
του κατάλληλου αντιβιοτικού (Dubost και συν
2002). Όσον αφορά στις εργαστηριακές δοκιμασίες, η επώαση αρθρικού υγρού μέσα σε υλικό αιμοκαλλιέργειας ή φυγοκέντρηση του υλικού προ
της επώασης μπορεί να αυξάνουν την πιθανότητα απομόνωσης του μικροοργανισμού (Coutlakis
2002, Yagupsky και Press 1997 tarkin και συν
2003). Δεν υπάρχουν άλλες ορολογικές, βιοχημικές του αρθρικού υγρού ή ακτινολογικές μέθοδοι
που να είναι καταδεικτικές της λοιμώδους εξεργασίας (Kortekangas και συν 1997, Nijhof Και συν
1997). Η επιλογή της δι’ αντιβιοτικών αγωγής
που απαιτείται η επιλογή της, η οδός χορήγησης,
η διάρκειά της καθοδηγούνται περισσότερο από
τη διαίσθηση παρά από συγκεκριμένη ένδειξη.
Abstract
Prolongetd fever syndrome after complicated
cholocystectomy
TzatzaÏris Th. Bischiniotis J.
Patiens with joint effusion after major abdonimal operations regardless septicity is a well recognized issue. We present a postoperative delayed
knee joint effusion after cholecystectomy triggered
pancreatitis, led in subacute septic knee arthritis
after controlling systemic inflammatory rensponse
syndrome. An open arthrotomy followed by thorough debridement and wide drainage solved the
problem dispite serial negative cultures.
key words: septic knee arthritis, systemic inflammatory rensponse syndrome, cholecystectomy pancreatitis.
Βιβλιογραφία
1. Coutlakis PJ: In: Roberts WN, Wise
CM, eds. Another look at synovial
fluid leukocytosis and infection. J Clin
Rheumatol 2002; 8:67–71.
2. Devesa Ι, Planells-Cases R, Fernández-
45
Ballester G, González-Ros JM, FerrerMontiel A, Fernández-Carvajal A: Role of
the transient receptor potential vanilloid
1 in inflammation and sepsis. Journal of
Inflammation Research. 2011:4 67–81.
DOI: 10.2147/JIR.S12978
3. Dubost JJ, Soubrier M, De Champs C,
Ristori JM, Bussiere JL, Sauvezie B. No
changes in the distribution of organisms
responsible for septic arthritis over a
20 year period. Ann Rheum Dis 2002;
61:267–9.
4. Gupta MN, Sturrock RD, Field M. A
prospective 2-year study of 75 patients
with adult-onset septic arthritis.
Rheumatology (Oxford) 2001; 40:24–30.
5. Gupta MN, Sturrock RD, Field M.
Prospective comparative study of patients
with culture proven and high suspicion of
adult onset septic arthritis. Ann Rheum
Dis 2003; 62:327–31.
6. Kaandorp CJ, Krijnen P, Moens HJ,
Habbema JD, van Schaardenburg D.
The outcome of bacterial arthritis: a
prospective community-based study.
Arthritis Rheum 1997; 40:884–92.
7. Kortekangas P, Peltola O, Toivanen A, Aro
HT. Synovial fluid L-lactic acid in acute
arthritis of the adult knee joint. Scand J
Rheumatol 1995; 24:98–101.
8. Mathews C J, Kingsley G, Field M, Jones
A, Weston V C, Phillips M, Walker
D, Coakley G: Management of septic
arthritis: a systematic review. www.
annrheumdis.com
9. Meijers KA, Dijkmans BA, Hermans J,
van den Broek PJ, Cats A: Nongonococcal
infectious arthritis: a retrospective study.
J Infect 1987; 14:13–20.
10. Muscoli C, Cuzzocrea S, Riley DP,
Zweier JL, Thiemermann C, Zhi-Qiang
W, Salvemini D: On the selectivity of
superoxide dismutase mimetics and its
importance in pharmacological studies.
British Journal of Pharmacology (2003)
140, 445–460.
46
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
11. Nijhof MW, Oyen WJ, van Kampen
A, Claessens RA, van der Meer JW,
Corstens FH: Evaluation of infections of
the locomotor system with indium-111labeled human IgG scintigraphy. J Nucl
Med 1997; 38:1300–5.
12. Sharp JT, Lidsky MD, Duffy J, Duncan
MW: Infectious arthritis. Arch Intern
Med 1979; 139:1125–30.
13. Tarkin IS, Henry TJ, Fey PI, Iwen
PC, Hinrichs SH, Garvin KL: PCR
rapidly detects methicillin-resistant
staphylococci periprosthetic infection.
Clin Orthop Relat Res 2003:89–94.
14. Weston VC, Jones AC, Bradbury N,
Fawthrop F, Doherty M. Clinical features
and outcome of septic arthritis in a single
UK health district 1982–1991. Ann
Rheum Dis 1999; 58:214–9.
15. Yagupsky P, Press J: Use of the isolator
1.5 microbial tube for culture of synovial
fluid from patients with septic arthritis. J
Clin Microbiol 1997; 35:2410–12.
47
Oστική νόσος και παιδιά
Χ. Ζήδρου
Θ. Κυριακίδης
Α. Κυριακίδης
Περίληψη
Ο αναπτυσσόμενος σκελετός αποτελεί ένα συνεχώς αυξάνον όργανο με διαρκείς μεταβολές της οστικής ανακατασκευής. Ένα ευρύ φάσμα νοσημάτων και φαρμακευτικών παρεμβάσεων κατά την παιδική ηλικία μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια ή
διαταραχή στην αύξηση της οστικής μάζας, με επακόλουθο οστεοπόρωση και αυξημένο καταγματικό κίνδυνο.
Δεν υπάρχουν σαφή διαγνωστικά κριτήρια για τη διάγνωση της οστεοπόρωσης στην παιδική ηλικία, ούτε συσχέτιση
ορίων οστικής πυκνότητας με τον κίνδυνο εμφάνισης κατάγματος. Επιπρόσθετα, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τις φυσιολογικές τιμές ανάλογα με ηλικία, φύλο, εθνική ομάδα. Πρέπει
να γίνονται διορθώσεις ανάλογα με το ύψος και το στάδιο της
εφηβείας.
Στην παιδική ηλικία, η οστεοπόρωση είναι γενικά δευτεροπαθούς αιτιολογίας (χρόνιες παθήσεις), ενώ η πρωτοπαθής
οστεοπόρωση είναι πολύ σπάνια οντότητα. Υπάρχουν επίσης,
φαρμακευτικοί και μη-φαρμακευτικοί τρόποι αντιμετώπισης της
οστεοπόρωσης στα παιδιά.
Β Ορθοπαιδική Κλινική
Γ.Ν. Παπαγεωργίου
Θεσσαλονίκης
Λέξεις κλειδιά: οστεοπόρωση, παιδιατρική DXA, παιδιά, θεραπεία οστεοπόρωσης στα παιδιά
48
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
1. ΣΚΕΛΕΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΚΑΙ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
1.1 Δομή και ανάπτυξη του σκελετού-κορυφαία
οστική μάζα
Δύο βασικοί μηχανισμοί καθορίζουν τη
σκελετική υγεία στον ενήλικα: η μέγιστη κορυφαία οστική μάζα (ΚΟΜ) που αποκτήθηκε στην
εφηβεία και ο ρυθμός απώλειας της οστικής μάζας
(ΟΜ) στην ενήλικη ζωή. Η ΚΟΜ εκφράζει την
ποσότητα του οστίτη ιστού που έχει αποκτηθεί
μετά τη συμπλήρωση της σκελετικής ανάπτυξης
και αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τον καταγματικό κίνδυνο στη μετέπειτα ζωή, ιδιαίτερα
στην κερκίδα, στους σπονδύλους και στο ισχίο.
Επιδημιολογικές και άλλες μελέτες έχουν δείξει
ότι διατροφικοί και άλλοι παράγοντες που αφορούν τον τρόπο ζωής κατά τη διάρκεια της κύησης επηρεάζουν την ενδομήτρια σκελετική ανάπτυξη. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η κακή διατροφή,
το κάπνισμα και η μειωμένη φυσική δραστηριότητα της μητέρας παίζουν σημαντικό ρόλο στην
ενδομήτρια ανάπτυξη και αύξηση του σκελετού
του εμβρύου. Πάντως, τόσο στον αξονικό, όσο
και στον περιφερικό σκελετό το 40-50% περίπου
της ΚΟΜ αποκτάται κατά την εφηβεία (Παπαδοπούλου 2005).
Πριν την εφηβεία δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές στην ΟΜ ανάμεσα στα δύο φύλα,
ενώ κατά την εφηβεία αυξάνει σημαντικά η διαφορά στην αύξηση της ΟΜ στις διάφορες σκελετικές θέσεις μεταξύ των δύο φύλων. Η αύξηση του
σκελετού συμβαίνει κατά δύο περίπου χρόνια νωρίτερα στα κορίτσια, ενώ τα αγόρια εμφανίζουν
μεγαλύτερη διάρκεια του χρόνου αύξησης της
ΟΜ και στο λόγο αυτό οφείλεται εν μέρει το γεγονός ότι αποκτούν μεγαλύτερη σκελετική μάζα.
Η αύξηση της ΟΜ ουσιαστικά σταματά στην ηλικία των 16-18 χρόνων στα κορίτσια και στα 18-20
στα αγόρια με σημαντικού βαθμού διαφορά ανάμεσα στα άτομα. Στους έφηβους λευκής φυλής το
90% της ολικής ΚΟΜ επιτυγχάνεται στην ηλικία
των 16,9±1,3 χρόνων και το 99% στην ηλικία των
26,6±3,7 χρόνων. Μελέτες σε μονοωογενείς και
διωογενείς διδύμους έδειξαν ότι περίπου τα ¾ της
διακύμανσης της ΚΟΜ οφείλονται σε γενετικούς
παράγοντες. Είναι όμως απαραίτητο να τονιστεί
ότι περιβαλλοντικοί παράγοντες και κληρονομικότητα βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση (Παπαδοπούλου 2005).
Παιδιά και έφηβοι που προσλαμβάνουν
ικανοποιητικές ποσότητες ασβεστίου εμφανίζουν
μεγαλύτερη ανάκτηση οστικής μάζας, ενώ χαμηλή πρόσληψη ασβεστίου και χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D έχουν σαν αποτέλεσμα κακή σκελετική
ανάπτυξη. Η φυσική δραστηριότητα έχει θετική
επίδραση στη σκελετική αύξηση αν και δεν είναι
διευκρινισμένο ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος
άσκησης, η ιδανική διάρκεια, καθώς και η συχνότητα της άσκησης. Επομένως, η ευκαιρία για «μεγιστοποίηση» της ΚΟΜ παρέχεται στην παιδική
και πρώιμη εφηβική φάση της ζωής ενός ανθρώπου.
1.2 Διατροφή και συστηματικά νοσήματα που
επηρεάζουν τη σκελετική ωρίμανση
Η σκελετική μάζα διπλασιάζεται το πρώτο έτος
της ζωής, ενώ κατά τη διάρκεια της εφηβείας αποκτάται περίπου το 37% της ολικής σκελετικής μάζας ενός φυσιολογικού ενήλικου ατόμου. Ο σκελετός του τελειόμηνου νεογνού περιέχει περίπου
25 γραμμάρια ασβεστίου, τα οποία αποκτά από τη
μητέρα του μέσω του πλακούντα, και φθάνει τα
1200 γραμμάρια στην ενήλικο ζωή. Οι κυριότεροι
διατροφικοί παράγοντες που συμμετέχουν στην
ανάπτυξη του σκελετού είναι το ασβέστιο και η
βιταμίνη D. H ημερήσια πρόσληψη του ασβεστίου πρέπει να καλύπτει τις ανάγκες ανάπτυξης του
οργανισμού, να αναπληρώνει τις υποχρεωτικές
απώλειες και να είναι ανάλογη του ρυθμού απορρόφησης του από το έντερο (Παζαΐτου – Παναγιώτου 2005).
Τα υπό ανάπτυξη παιδιά και οι νέοι πρέπει να έχουν θετικό ισοζύγιο ασβεστίου, δηλαδή πρέπει να απορροφώνται καθημερινά από το
έντερο τους περίπου 300mg Ca. Πλήθος άλλων
διαιτητικών παραγόντων, όπως πρωτεΐνες, βιταμίνες (Α, C, B12, K) και ιχνοστοιχεία (Mg, Zn, Fe,
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
P, F) ασκούν θετική επίδραση στη σκελετική ωρίμανση. Σημαντικός θεωρείται ο ρόλος της βιταμίνης Κ που συμμετέχει στη σύνθεση της οστεοκαλσίνης. Θετική συσχέτιση φαίνεται να υπάρχει
επίσης μεταξύ κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών και σκελετικής ωρίμανσης.
Υπάρχουν όμως και αρκετοί διατροφικοί
παράγοντες που ασκούν αρνητική επίδραση στη
σκελετική ωρίμανση. Για παράδειγμα, η αιθυλική
αλκοόλη ασκεί άμεση τοξική επίδραση στα οστικά κύτταρα (κυρίως στους οστεοβλάστες). Μεγάλη κατανάλωση νατρίου, λήψη καφεΐνης και
μεγάλων ποσοτήτων πρωτεϊνών έχουν σαν αποτέλεσμα αποβολή μεγάλης ποσότητας ασβεστίου από τα ούρα και επομένως αρνητικό ισοζύγιο
ασβεστίου (Παζαΐτου - Παναγιώτου 2005).
Χρόνια νοσήματα, όπως η μεσογειακή και
η δρεπανοκυτταρική αναιμία, λήψη φαρμακευτικών σκευασμάτων, όπως αντιεπιληπτικά, κορτικοστεροειδή και ο χρόνιος κλινοστατισμός επηρεάζουν δυσμενώς την ωρίμανση του σκελετού.
Ενδοκρινικές διαταραχές, όπως υπογοναδισμός,
διαταραχές της θυρεοειδικής λειτουργίας και ανεπάρκεια της αυξητικής ορμόνης έχουν σαν αποτέλεσμα διαταραχές της σκελετικής ανάπτυξης.
Η οστεοπενία είναι ένα κοινό εύρημα σε παιδιά
που ακτινοβολήθηκαν για όγκους εγκεφάλου και
οφείλεται, κυρίως, στην ανεπάρκεια της αυξητικής ορμόνης που ακολουθεί την ακτινοθεραπεία.
1.3 Επίδραση ορμονικών διαταραχών στη σκελετική ωρίμανση
Η ανάπτυξη είναι μια πολύπλοκη διαδικασία,
αποτέλεσμα διαρκούς αλληλεπίδρασης γενετικών, διατροφικών και ορμονικών παραγόντων.
Εξελίσσεται σε τρεις φάσεις, βρεφική, παιδική και
εφηβική, κάθε μία από τις οποίες έχει τα δικά της
χαρακτηριστικά. Κατά τη βρεφική ηλικία η ανάπτυξη εξαρτάται κυρίως από διατροφικούς παράγοντες και γίνεται με ταχείς ρυθμούς. Η ανάπτυξη στα παιδιά, μετά το δεύτερο χρόνο της ζωής
και μέχρι την εφηβεία, χαρακτηρίζεται από σχετικά σταθερούς ρυθμούς που ανέρχονται σε 5-6
εκατοστά αναστήματος και 2,5 Kgr σωματικού
49
βάρους το χρόνο, ενώ οι ρυθμοί αυτοί αφορούν
και στα δύο φύλα. Η φυσιολογική ανάπτυξη στη
διάρκεια της παιδικής ηλικίας εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την κατάλληλη διατροφή, το υγιές
ψυχοκοινωνικό περιβάλλον και τα επαρκή επίπεδα αυξητικής ορμόνης (Growth Hormone: GH)
και θυρεοειδικών ορμονών. Σε αντίθεση με τον
σταθερό τύπο ανάπτυξης κατά την περίοδο της
παιδικής ηλικίας, η εφηβεία είναι μία θορυβώδης
περίοδος με δυναμικές αλλαγές στο μέγεθος, στο
σχήμα και στη σύσταση του σώματος, οι οποίες
εξαρτώνται κυρίως από τις ορμόνες του φύλου
(Ποντικίδης Ν., 2005).
Η δράση της αυξητικής ορμόνης στον
σκελετό γίνεται κυρίως μέσω της ηπατικής παραγωγής των ινσουλινόμορφων αυξητικών παραγόντων (Insulin like Growth Factors- IGFs). Οι IGFs
είναι ισχυρές μιτογόνες ουσίες και λαμβάνουν μέρος στη ρύθμιση της σωματικής ανάπτυξης και
τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό τόσο in vivo όσο
και in vitro.
2. ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ DXA:
ΝΕΟΤΕΡΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
Ένα ευρύ φάσμα νοσημάτων και φαρμακευτικών παρεμβάσεων κατά την παιδική ηλικία
μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια ή διαταραχή στην
αύξηση της οστικής μάζας, με συνέπεια ανάπτυξη
οστεοπόρωσης και αυξημένο καταγματικό κίνδυνο κατά τη διάρκεια της μετέπειτα ενηλίκου ζωής.
Η εκτίμηση της οστικής μάζας (ΒΜC) και
της οστικής πυκνότητας (ΒΜD) στον παιδιατρικό
πληθυσμό αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος (Μπαλανίκα 2011).
Η βασική τεχνική μέτρησης της οστικής
πυκνότητας είναι η απορροφησιομετρία διπλοενεργειακής δέσμης ακτίνων Χ (DXA), ευρέως διαθέσιμη και ταχεία μέθοδος, με χαμηλή δόση ιονίζουσας ακτινοβολίας. Εφαρμόζεται με τη χρήση
ειδικού προγράμματος σε παιδιατρικό πληθυσμό
ηλικίας από 3 έως 19 ετών. Η εκτίμηση των αποτελεσμάτων είναι ωστόσο πολύπλοκη λόγω της
συνεχούς μεταβολής και ανάπτυξης του σκελετού
του παιδιατρικού ασθενούς.
50
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, με
τη μέθοδο διπλής ενέργειας απορροφησιομετρίας ακτίνων Χ (DXA), τιμές T-score μεταξύ -1 και
-2,5 SD αντιπροσωπεύουν οστεοπενία, μικρότερες από -2,5 SD οστεοπόρωση, ενώ τιμές μικρότερες από -2,5 SD με ταυτόχρονη παρουσία ενός ή
περισσότερων καταγμάτων ευθραυστότητας υποδηλώνουν εγκατεστημένη οστεοπόρωση. Στον
παιδιατρικό πληθυσμό, ο ανάλογος καθορισμός
είναι κάπως διαφορετικός δεδομένου ότι απαιτείται συνύπαρξη ιστορικού παθολογικού κατάγματος και χαμηλής οστικής μάζας ή πυκνότητας.
Τα κριτήρια για τη διάγνωση της οστεοπόρωσης
περιλαμβάνουν ένα κάταγμα μακρών οστών στο
κάτω άκρο, δύο κατάγματα μακρών οστών στο
άνω άκρο ή ένα συμπιεστικό κάταγμα στη σπονδυλική στήλη (Assessment of fracture risk and its
application to screening for postmenopausal osteoporosis, 1994, Goulding και συν 1998).
Η οστική πυκνότητα ποικίλει πάρα πολύ
με την ηλικία. Αυτός είναι ο λόγος που χρησιμοποιείται στον παιδιατρικό πληθυσμό το Ζ score
και όχι το Τ score όπως στους ενήλικες. Με τη μέθοδο DXA, τιμές Z score -2 SD αντιπροσωπεύουν
οστεοπόρωση (Clark και συν 2006). Το πρόβλημα με τις παιδιατρικές DXA μελέτες είναι η υπερεκτίμηση της οστεοπόρωσης στα παιδιά λόγω
παρερμηνείας των δεδομένων που βασίζονται σε
στοιχεία ενηλίκων (Gafni και Baron 2004, Skeletal
Health assessment in children and adolescentswww.iscd.org) .Για την αντιμετώπιση αυτού του
προβλήματος μελετήθηκε και προτάθηκε το
«Stanford reference graph» (http:www-stat-class.
stanford.edu/pediatric-bones) βασιζόμενο στην
εκτίμηση 423 υγιών παιδιών διαφόρων εθνικοτήτων. Αυτό χρησιμοποιήθηκε σε παιδιά μετατρέποντας δεδομένα σύμφωνα με ηλικία και φύλο.
Υπάρχει μια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ
«περιοχικής» οστικής πυκνότητας και μεγέθους
οστού και κατά συνέπεια του ύψους. Αυτό σημαίνει στην πράξη ότι τα παιδιά που είναι κοντά για
την ηλικία τους θα έχουν μικρότερα οστά και ως
εκ τούτου η περιοχική οστική πυκνότητα θα είναι χαμηλή σε σύγκριση με παιδί της ίδιας ηλικίας, λόγω εντελώς του χαμηλού αναστήματος. Το
χειρότερο σενάριο είναι ότι ένα κοντό παιδί είναι
άτοπα διαγνωσμένο ως οστεοπορωτικό με επακόλουθη μεταβολή της καθημερινής δραστηριότητας και πιθανότατα άτοπη θεραπεία βελτίωσης
της οστικής πυκνότητας. Οι Gafni και συνεργάτες διαπίστωσαν σε σχετική μελέτη ότι πάνω από
το 50% των παιδιών έχουν χαρακτηριστεί άτοπα
οστεοπορωτικά λόγω λαθών στην ερμηνεία των
αποτελεσμάτων με τη μέθοδο DXA (Gafni και
Baron 2004).
3. ΑΙΤΙΑ ΟΣΤΙΚΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ
ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥΣ
Σε καταστάσεις που επικρατεί η απορρόφηση του οστού σε σχέση με την παραγωγή
οστού, υπάρχει οστική απώλεια. Η αυξημένη
οστική απώλεια οδηγεί σε οστεοπόρωση. Η οστεοπόρωση είναι συστηματική νόσος του σκελετού
που χαρακτηρίζεται από χαμηλή οστική πυκνότητα και διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής του
οστού. Κλινικά εκδηλώνεται με αυξημένη ευθραυστότητα και ευπάθεια στα κατάγματα (Βλαχοπαπαδοπούλου 2011).
Αίτια οστικής απώλειας στα παιδιά είναι:
3.1. Πρωτοπαθή νοσήματα των οστών (ατελής
οστεογένεση, ιδιοπαθής νεανική οστεοπόρωση,
σύνδρομο
οστεοπόρωσης-ψευδογλοιώματος,
ομοκυστινουρία, σύνδρομο Ehlers-Danlos (τύπος Ι), σύνδρομο Marfan, νεανική/πρώιμη νόσος
Paget).
H ατελής οστεογένεση είναι η πιο συχνή
πρωτοπαθής οστική νόσος που οδηγεί σε οστεοπόρωση στα παιδιά, μια γενετικά μεταβιβαζόμενη
διαταραχή του συνδετικού ιστού (ανωμαλία στη
σύνθεση του κολλαγόνου τύπου Χ). Τέσσερις
είναι οι βασικοί κλινικοί τύποι, με διαφορετικά
κλινικά χαρακτηριστικά, τύπο γενετικής μεταβιβάσεως και βιοχημικά ελλείμματα.
Η αιτία της ιδιοπαθούς νεανικής οστεοπόρωσης είναι πιθανό η διαταραχή του αιμοστάτη, πράγμα που οδηγεί σε δυσμενή επίδραση στο
σχηματισμό του οστού (Binkely και συν 2005).Το
νόσημα παρατηρείται κατά την προεφηβική ηλικία σε υγιή παιδιά και των δύο φύλων και εκδη-
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
λώνεται με έντονη ραχιαλγία, πόνο στα ισχία και
πόδια. Προοδευτικά προκαλείται κυφοσκολίωση,
παραμόρφωση θωρακικού κλωβού, ραιβογονία
και χωλότητα. Εργαστηριακά έχουμε παροδική
ασβεστιουρία και αύξηση των δεικτών αποδόμησης του κολλαγόνου.
3.2. Χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα
Τα συστηματικά φλεγμονώδη νοσήματα (συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, νεανική ιδιοπαθής αρθρίτιδα, δερματομυοσίτιδα, φλεγμονώδης
νόσο του εντέρου, νεφρωσικό σύνδρομο) είναι
συχνά και συσχετίζονται με οστεοπενία ή οστεοπόρωση. Η αιτιολογία είναι πολυπαραγοντική, η
αύξηση των αντιφλεγμονωδών κιτοκινών και του
αυξητικού παράγοντα των αιμοπεταλίων φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο (Daci και συν 2002,
Nanes 2003, Ross 2003). Οι κυτοκίνες διεγείρουν
την οστεοκλαστογένεση, καταστέλλουν την
οστεοβλαστική δραστηριότητα και προκαλούν
αντίσταση στην 1, 25 διυδροξυβιταμίνη D, αυξάνοντας έτσι την οστική απορρόφηση και μειώνοντας την οστική παραγωγή.
3.3. Καταβολισμός/Ανεπαρκής πρόσληψη/Δυσαπορρόφηση
Η επαρκής διαιτητική πρόσληψη είναι ουσιαστική για τη φυσιολογική ανάπτυξη. Δεν είναι
όμως έκπληξη ο συσχετισμός της οστεοπόρωσης
με καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από μεταβολές της καθημερινής δίαιτας και χαμηλό σωματικό βάρος, όπως ανεπάρκεια βιταμίνης D, κακοήθεια-οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία-λέμφωμα,
κυστική ίνωση, ψυχιατρικά διαιτητικά νοσήματανευρογενής ανορεξία/βουλιμία, χρόνιο σύνδρομο
δυσαπορρόφησης, τριάδα των αθλητριών (Ward
και Glorieux 2003, Aris και συν 2005). H οστεοπόρωση για αρκετές παθήσεις είναι πολυπαραγοντική, αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης παραγόντων,
όπως χαμηλό σωματικό βάρος, χαμηλό ασβέστιο,
βιταμίνη D και πρόσληψη πρωτεΐνης, γονιδιακή
ανεπάρκεια, αντισώματα αυξητικών ορμονών και
κακή απορρόφηση (Daci και συν 2002).
51
3.4 .Ακινησία ή μειωμένη κινητικότητα
Τα οστά αναπτύσσουν ανθεκτικότητα
στις καθημερινές μηχανικές φορτίσεις που δέχονται. Η ένταση αυτών των δυνάμεων και η
δυνατότητα του σκελετού να αισθάνεται και να
αντιδρά σε αυτές έχει μεγάλη επιρροή στη σύσταση σε μέταλλα, στην αρχιτεκτονική μορφή
του οστού και επομένως στην ισχύ του (Ward και
Glorieux 2003). Στα παιδιά με φυσιολογική κίνηση τα κύρια οστικά φορτία προέρχονται από την
μυϊκή έλξη και ανάπτυξη. Έτσι, σε παιδιά με μειωμένη κινητικότητα, η μειωμένη μυϊκή ισχύς αποτελεί βασική αιτία της μείωσης της οστικής μάζας
και ισχύος (Wilmshurst και συν 1996).Αυτό παρατηρείται στα παιδιά με νευρομυϊκές παθήσεις
όπως εγκεφαλική παράλυση, μυϊκή δυστροφία
Duchene, νωτιαία μυϊκή ατροφία με εκ γενετής ή
επίκτητες βλάβες του νωτιαίου μυελού.
3.5. Ενδοκρινολογικές παθήσεις
Υπογοναδισμός, υπερθυρεοειδισμός, ανεπάρκεια
αυξητικής ορμόνης, σύνδρομο Cushing και καθυστερημένη ήβη αποτελούν νοσήματα που σχετίζονται με την παιδική οστεοπόρωση.
3.6 Φάρμακα
Αντισπασμωδικά,
γλυκοκορτικοειδή,
ηπαρίνη, μεθοτρεξάτη σε ογκολογικές δόσεις συσχετίζονται με αυξημένη οστική απώλεια.
Η συχνότερη αιτία επίκτητης οστικής
απώλειας στην παιδική ηλικία είναι η χρήση κορτικοστεροειδών. Τα κορτικοστεροειδή χρησιμοποιούνται θεραπευτικά σε ευρεία ομάδα νοσημάτων, όπως ρευματολογικά νοσήματα, ρευματοειδής αρθρίτιδα, αυτοάνοση ηπατίτιδα, κακοήθη
νοσήματα, μετά από μεταμόσχευση οργάνων ή
μυελού των οστών (Βλαχοπαπαδοπούλου 2011).
Η οστική απώλεια είναι μεγάλη και συχνά μη αναστρέψιμη και αυξάνει σημαντικά τον
καταγματικό κίνδυνο. Ποσοστό 30% επί των
ασθενών που θα λάβουν κορτικοστεροειδή για 6
μήνες θα αναπτύξουν οστεοπόρωση που αφορά
συχνότερα στη σπονδυλική στήλη και στις πλευ-
52
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
ρές. Η οστική απώλεια εμφανίζεται νωρίς μετά
την έναρξη της θεραπείας και είναι δοσοεξαρτώμενη.
Τα συχνότερα παρατηρούμενα κατάγματα στα παιδιά υπό χορήγηση γλυκοκορτικοειδών
είναι τα συμπιεστικά κατάγματα της σπονδυλικής
στήλης. Η χορήγηση πρεδνιζολόνης 0,62mg/Kg/
ημέρα σε παιδιά με νεανική ιδιοπαθή αρθρίτιδα
προκαλεί συμπιεστικό κάταγμα σε ένα μέσο χρονικό διάστημα 2,6 ετών (Varonos και συν 1987).
4. ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗΣ
ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΚΑΙ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
Η οστεοπόρωση στην παιδική και εφηβική ηλικία μπορεί να εκδηλωθεί με ποικίλους
τρόπους. Επαναλαμβανόμενα περιοδικά κατάγματα μακρών οστών, κυρίως αν συσχετίζονται με
χαμηλής ενέργειας τραυματισμό, είναι μια κοινή
εκδήλωση. Αυτό μπορεί να συμβεί στο πλαίσιο
μιας υφιστάμενης χρόνιας νοσολογικής οντότητας, όπως είναι η νεανική ιδιοπαθής αρθρίτιδα
(Κυριακόπουλος και συν 2011).
Τα συμπιεστικά κατάγματα της σπονδυλικής
στήλης συνοδευόμενα από οσφυαλγία, πιθανή
απώλεια ύψους και παραμόρφωση της (κύφωση)
αποτελούν κλινική εκδήλωση, με χαρακτηριστική υποκείμενη νόσο τη λευχαιμία ή τη νόσο του
Crohn. Μερικές φορές τα συμπιεστικά κατάγματα της σπονδυλικής στήλης είναι ασυμπτωματικά
και αποτελούν τυχαίο ακτινολογικό εύρημα σε
φάση διερεύνησης χαμηλής οστικής πυκνότητας.
Η ιδιοπαθής νεανική οστεοπόρωση έχει
συχνά προοδευτική συμπτωματολογία με οσφυαλγία και δυσκολία στη βάδιση. Τα παιδιά με σοβαρή ατελή οστεογένεση έχουν μαλακά κρανία τα
οποία επιπεδώνονται στο πίσω μέρος γιατί αδυνατούν να στηρίξουν το κεφάλι τους.
5. ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗΣ
ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥΣ
Σε αντίθεση με τους ενήλικες, οι οδηγίες για τη θεραπεία της οστεοπόρωσης στα παιδιά
και τους εφήβους δεν είναι σαφείς.
5.1 Άσκηση
Είναι γνωστό στις μέρες μας ότι ο κύριος καθοριστικός παράγοντας για την επίτευξη
της κορυφαίας οστικής μάζας σε κάθε υγιή άνθρωπο είναι γενετικά καθορισμένος (Rizzoli και
συν 2001). Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των δύο
τελευταίων δεκαετιών, η αντίληψη ότι η φυσική
δραστηριότητα με μυϊκή και οστική φόρτιση κατά
τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας καθώς και κατά
την περίοδο της ήβης, έχει επίδραση στην οστική
μάζα και στον οστικό σχηματισμό, είναι ευρέως
αποδεκτή.
Οι Rideout και συνεργάτες σε σχετική
μελέτη διαπίστωσαν ότι η φυσική δραστηριότητα
έχει τη μεγαλύτερη επίδραση στην οστική πυκνότητα τη χρονική περίοδο 12-18 ετών (Rideout και
συν 2006).
Το αποτέλεσμα, τέλος της δραστηριότητας στην οστική υγεία φαίνεται να εξαρτάται και
από τη διατροφή. Οι Chevalley και συνεργάτες ότι
με την κατανάλωση της ίδιας ποσότητας ενέργειας στις διάφορες φυσικές δραστηριότητες, αγόρια στην προεφηβική ηλικία που κατανάλωσαν
περισσότερη πρωτεΐνη είχαν μεγαλύτερη αύξηση
στην οστική πυκνότητα (Chevalley και συν 2008).
5.2 Ασβέστιο και βιταμίνη D
H ημερήσια πρόσληψη ασβεστίου από το
στόμα είναι σημαντική για τη διατήρηση επαρκούς αιμόστασης και την προαγωγή της οστικής
ανάπτυξης και ανακατασκευής.
Η συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη
ασβεστίου ποικίλει με την ηλικία από 500mg σε
παιδιά ηλικίας 1-3 ετών, σε 800mg σε παιδιά ηλικίας 4-8 ετών και 1300mg για ηλικίες 9-18 ετών
(Greer και Krebs 2006). Αρκετά παιδιά και έφηβοι
δεν έχουν την απαιτούμενη σίτιση σε ασβέστιο
για να φθάσουν στην συνιστώμενη ημερήσια ποσότητα πρόσληψης ασβεστίου. Λόγω του κινδύνου εμφάνισης οστεοπόρωσης σε αυτές τις περιπτώσεις ενδείκνυται η χορήγηση συμπληρώματος
ασβεστίου.
Οι Winzenberg και συνεργάτες διαπίστωσαν σε μία μετά-ανάλυση μικρή μεταβολή στην
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
οστική πυκνότητα μετά από χορήγηση συμπληρώματος ασβεστίου σε υγιή παιδιά (Winzenberg και
συν 2006). Από την άλλη πλευρά, ασθενείς με υποκείμενη μεταβολική νόσο των οστών ίσως έχουν
μεγαλύτερο όφελος όπως υποστηρίζουν οι Garrasco και συνεργάτες και οι Lovell και συνεργάτες
(Garrasco και συν 2008, Lovell και συν 2006).
H πρόσληψη μόνο της κατάλληλης ποσότητας ασβεστίου ίσως δεν είναι αρκετή. Σημαντικό ρόλο παίζουν τα συστατικά στοιχεία της
πλήρους διατροφής όπως καθόρισαν οι Seiquer
και συνεργάτες (Seiquer και συν 2008).Ο Μεσογειακός τύπος διατροφής έχει βρεθεί ότι βελτιώνει την απορρόφηση και μειώνει την απέκκριση
του προσλαμβανόμενου ασβεστίου.
Στην ομοιόσταση του ασβεστίου και του
φωσφόρου σημαντικό ρόλο παίζει και η βιταμίνη
D. H συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη βιταμίνης
D είναι 400 IU. Ο Bowden και οι συνεργάτες του
πρόσφατα ανέφεραν μειωμένα επίπεδα 25-υδροξυβιταμίνης D σε μια μεγάλη ομάδα παιδιατρικών ασθενών με οστεοπενία και οστεοπόρωση
(Bowden και συν 2008). Παρόλο που δεν διαπιστώθηκε απευθείας σχέση με τον κίνδυνο κατάγματος, υπέθεσαν ότι η χορήγηση βιταμίνης D
σε παιδιά με οστεοπενία και οστεοπόρωση είναι
ενδεικνυόμενη και ίσως πράγματι μειώνει τη νοσηρότητα.
5.3 Διφωσφονικά
5.3.1 Χρήση διφωσφονικών σε παιδιά και εφήβους
Τα διφωσφονικά χορηγούνται στους
παιδιατρικούς ασθενείς και στους εφήβους για
περισσότερο από 25 χρόνια, ωστόσο οι ενδείξεις
είναι διαφορετικές από αυτές των ενηλίκων (Κοσμίδης 2011). Ένδειξη για τη χορήγηση διφωσφονικών σ’αυτήν την ηλικιακή ομάδα αποτελούν οι
εξής καταστάσεις:
1. Πρωτογενείς κατασκευαστικές ανωμαλίες του
κολλαγόνου τύπου Ι αλλά και των άλλων
δομικών πρωτεϊνών (π.χ. ατελής οστεογένεση) (Sillence 2002).
2. Ινώδης δυσπλασία (π.χ. σύνδρομο McCune Albright)
53
3. Διαταραχές των οστών συνεπεία συστηματικών παθήσεων ή φαρμακευτικής αγωγής
(π.χ. χορήγηση κορτικοστεροειδών σε χρόνια νοσήματα, ακινητοποίηση, εγκεφαλική
παράλυση) (Henderson και συν 2002).
4. Διαταραχές της θεμέλιας ουσίας (π.χ. οστεοπόρωση σε σύνδρομο ψευδογλοιώματος).
5. Καταστάσεις με διαταραχή της πρωτογενούς
επιμετάλλωσης (π.χ. ιδιοπαθής νεανική
οστεοπόρωση)
6. Υπερασβεστιαιμία της κακοήθειας
Από τη βιβλιογραφία προκύπτει ότι η παμιδρονάτη, η αλενδρονάτη και η ρισεδρονάτη είναι τα περισσότερο χρησιμοποιούμενα, δεύτερης
γενεάς διφωσφονικά. Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός μελετών που τεκμηριώνει την επιτυχή χρήση της παμιδρονάτης στη θεραπεία της ατελούς
οστεογένεσης (Rauch και συν 2003), της σοβαρής
οστεοπόρωσης (Batch και συν 2003) και της υπερασβεστιαιμίας της κακοήθειας.
Ο στόχος της θεραπείας με διφωσφονικά
είναι η βελτίωση της BMD κατά 0.5-1.0 SD score/
year. Σύμφωνα με τη μελέτη των Glorieux και συνεργατών, μετά από χορήγηση παμιδρονάτης σε
παιδιά με συμπτωματική ατελή οστεογένεση, παρατηρήθηκε σημαντική στατιστική βελτίωση της
οστικής πυκνότητας, μείωση της συχνότητας των
καταγμάτων και του οστικού πόνου ενώ ταυτόχρονα βελτιώθηκε και η κινητικότητα των ασθενών αυτών (Glorieux και συν 1998).
Ένα σημαντικό θέμα προς συζήτηση αποτελεί η χορηγούμενη δοσολογία διφωσφονικών
στα παιδιά. Παρότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένα
θεραπευτικά πρωτόκολλα, ο Glorieux και οι συν. ,
προτείνουν ενδοφλέβια χορήγηση παμιδρονάτης
σε δοσολογία 1mg/Kg βάρους σώματος ημερησίως, για 3 συνεχείς ημέρες, ανά 4 μήνες. Η διάρκεια έγχυσης του φαρμάκου ανέρχεται στις 3
ώρες. Εξάλλου αντίστοιχη είναι η δοσολογία για
την αλενδρονάτη σύμφωνα με τους Di Meglio και
Peacock (2006).
Αναφορικά με τη διάρκεια χορήγησης
των διφωσφονικών στα παιδιά, δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο θεραπευτικό πρωτόκολλο.
Λαμβάνοντας υπόψη την αποδεδειγμένη ασφάλεια της δεκαετούς χορήγησης, θεωρούμε πως η
54
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
μέγιστη αποτελεσματικότητα, η οποία εκφράζεται με τη μείωση του καταγματικού κινδύνου, σε
συνδυασμό με ασφαλή χορήγηση, υπάρχει όταν
χορηγούνται μέχρι τη σκελετική ωρίμανση.
5.3.2 Ασφάλεια χρήσης διφωσφονικών στην παιδική ηλικία
Οι παρενέργειες από τη χορήγηση των
διφωσφονικών είναι συχνές και διακρίνονται σε
πρώιμες και όψιμες. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τις αντιδράσεις της οξείας φάσεως και
εμφανίζουν συμπτώματα τύπου ιογενούς συνδρομής, τα οποία ωστόσο μπορεί εύκολα να αποφευχθούν με την προληπτική χορήγηση παρακεταμόλης ή ιβουπροφαίνης. Οι αντιδράσεις αυτές
εμφανίζονται μετά την πρώτη έγχυση του φαρμάκου και σπάνια μπορεί να παρουσιαστούν στις
επαναλήψεις (Batch και συν 2003). H συμπτωματική υποασβεστιαιμία είναι εξαιρετικά σπάνια
επιπλοκή, εμφανίζεται μέσα στις πρώτες 72 ώρες
μετά την πρώτη έγχυση της πρώτης δόσης του διφωσφονικού ενώ μπορεί εύκολα να προληφθεί με
την ημερήσια χορήγηση 1-1,5gr ασβεστίου. Επιπρόσθετα στις πρώιμες ανεπιθύμητες ενέργειες
των διφωσφονικών αναφέρεται ο οστικός πόνος
και η ιρίτιδα.
Η χρήση των διφωσφονικών στα παιδιά
θεωρείται αρκετά ασφαλής ακόμα και στις περιπτώσεις μακροχρόνιας χορήγησης. Στις όψιμες πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες αναφέρονται η διαταραχή της μετάλλωσης του οστού, η διαταραχή
της κατά μήκος αύξησης των οστών, οι άγνωστες
επιπλοκές εξαιτίας οστικής εναπόθεσης και η νεφρολιθίαση.
Ένας πιθανός προβληματισμός, χωρίς
ωστόσο να υπάρχουν σαφείς αποδείξεις, είναι
κατά πόσο τα διφωσφονικά επιδρούν στη γραμμική αύξηση των οστών. Δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία αναστολής της σκελετικής ανάπτυξης κατά
τη χορήγηση διφωσφονικών σε παιδιατρικούς
ασθενείς με νεανική οστεοπόρωση ή ατελή οστεογένεση.
Η μακροχρόνια παραμονή των διφωσφονικών στο σκελετό των παιδιών, θα μπορούσε να
εγείρει προβληματισμούς σχετικά με την πιθανότητα τερατογένεσης κατά την εγκυμοσύνη.
Ωστόσο παρότι οι σειρές που έχουν μελετηθεί
μέχρι τώρα είναι μικρές, αφού οι περισσότεροι
παιδιατρικοί ασθενείς δεν έχουν φθάσει σε ηλικία
τεκνοποίησης, τα αποτελέσματα δεν ενισχύουν
τη θεωρία της τερατογένεσης.
5.4 Παραθορμόνη
Λίγα χρόνια πριν, ο Αμερικάνικος Οργανισμός Φαρμάκων ενέκρινε τη χορήγηση της
ανασυνδυασμένης ανθρώπινης παραθυρεοειδούς
ορμόνης (rhPTH) για τη θεραπεία της οστεοπόρωσης. Η ασφάλεια αυτής της ορμόνης αμφισβητήθηκε δεδομένου την ανάπτυξη οστικών όγκων
σε ποντίκια (Vahle, Long και συν 2004). Νεότερες
μελέτες δείχνουν μικρότερο κίνδυνο ανάπτυξης πρωτοπαθών οστικών όγκων από τη χρήση
rhPTH σε παιδιά με οστεοπόρωση (Vahle και συν
2008). Το βέβαιο είναι ότι απαιτείται περισσότερο
έρευνα πριν καθιερωθεί η rhPTH στη θεραπεία
της οστεοπόρωσης στα παιδιά.
6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Σχετικά με τη διάγνωση της οστεοπόρωσης στην παιδική ηλικία δεν υπάρχουν διαγνωστικά κριτήρια, ούτε συσχέτιση ορίων οστικής
πυκνότητας με κίνδυνος εμφάνισης κατάγματος.
Επίσης δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τις
φυσιολογικές τιμές ανάλογα με την ηλικία, το
φύλο ή την εθνική ομάδα. Πρέπει να γίνονται διορθώσεις ανάλογα με το ύψος και το στάδιο της
εφηβείας. Μπορεί να γίνει λάθος αξιολόγηση της
οστικής πυκνότητας λόγω χαμηλού αναστήματος
και καθυστέρησης της εφηβείας καταστάσεις συχνές σε ασθενείς με χρόνια νόσο. Δεν μπορούν
να συγκρίνονται μετρήσεις από διαφορετικά μηχανήματα
Η οστική απώλεια και η οστεοπόρωση
της παιδικής ηλικίας είναι ένας τομέας υψηλού
ερευνητικού ενδιαφέροντος, καθόσον τόσο η παθοφυσιολογία και κυρίως οι τρόποι πρόληψης και
αντιμετώπισης δεν έχουν αποσαφηνισθεί πλήρως.
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Abstract
Bone disease in children
Ch. Zidrou, T. Kiriakidis, A. Kiriakidis
2nd Orthopaedic Department
Pageorgiou General Hospital
Thessaloniki, Greece
Osteoporosis is defined as a bone disorder with low bone mass and altered bone quality
leading to fractures. In adult patients as a reference point for its diagnosis peak bone mass reached
in second decade of life is utilized. In children the
mean values of age matched control group are used
as a reference point for diagnosis of osteoporosis. As
a critical value two standard deviations below the
reference values of the control group in children are
used.
Interpretation of the densitometric measurements in children is more complicated than in
adults because of heterogeneity of the skeleton and
continuous growth of children. Obtained results are
affected by age, sex, body mass, height, bone age,
environmental factors and illnesses.
Osteoporosis in children is observed primary symptom in osteogenesis imperfecta and idiopathic juvenile osteoporosis. In childhood, osteoporosis is generally secondary to chronic diseases
and primary osteoporosis is very rare entity. There
are also, pharmaceutical and non-pharmaceutical
treatments for the management of children who
have osteoporosis.
Keywords: osteoporosis, children, DXA measurements in children, pharmaceutical
and non-pharmaceutical treatments
Bιβλιογραφία
1. Aris RM et al. (2005). Guide to bone health
and disease in cystic fibrosis. J Clin Endocrinol Metab; 90: 1888-1896.
55
2. Assessment of fracture risk and its application to screening for postmenopausal osteoporosis: report of a WHO study group.
(1994). WHO Technical Report Series 843,
WHO, Geneva.
3. Batch JA et al (2003). Use of bisphosphonate
therapy for osteoporosis in childhood and
adolescence. J Pediatric Child Health 39: 8892.
4. Binkley T, Johnson J et al. (2005). Bone measurements by peripheral quantitative computed tomography (pQCT) in children with
cerebral palsy. Journal of Pediatrics; 147: 791796
5. Βλαχοπαπαδοπούλου Ε. (2011). Αίτια οστικής
απώλειας σε παιδιά και εφήβους. Οστούν,
Τόμος 22, τεύχος 3, σελ.151-152.
6. Bowden SA, Robinson RF et al (2008). Prevalence of vitamin D deficiency and insufficiency in children with osteopenia or osteoporosis referred to a pediatric metabolic bone
clinic. Pediatrics, 121:e1585-e1590.
7. Chevalley T et al. (2008). High protein intake
enhances the positive impact of physical activity on BMC in prepubertal boys. J Bone
Miner Res, 23:131-142.
8. Clark EM et al. (2006). Association between
bone mass and fracture in children: a prospective cohort study. Journal of Bone and
mineral Research; 21: 1489-1495.
9. Daci E et al. (2002). Mechanisms influencing
bone metabolism in chronic illness. Horm
Res; 58(Suppl. 1): 44-51.
10. Di Meglio LA, Peacock M (2006). Two year
clinical trial of oral alendronate versus intravenous pamidronate in children with osteogenesis imperfect. J Bone Miner Res 21: 132140.
11. Gafni R & Baron J. (2004). Overdiagnosis of
osteoporosis in children due to misinterpretation of DEXA. Journal of Pediatrics; 144:
253-257.
12. Garrasco R., Lovell DJ et al. (2008). Biochemical markers of bone turnover associated with calcium supplementation in children
with juvenile rheumatoid arthritis: results of
56
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
a double-blind, placebo-controlled intervention trial. Arthritis Rheum, 58:3932-3940.
13. Glorieux FH et al (1998). Cyclic administration of pamidronate in children with severe
osteogenesis imperfect. N Engl J Med 339:
947-52.
14. Goulding A., Cannan R, Williams SM, Gold
EJ et al (1998). Bone mineral density in girls
with forearm fractures. Journal of Bone and
Mineral Research; 13: 143-148.
15. Greer FR, Krebs NF. (2006). Optimizing
bone health and calcium intakes of infants,
children and adolescents. Pediatrics, 117:
578-585
16. Henderson RC, Lark RK et al. (2002). Bisphosphonates to treat osteopenia in children
with quadriplegic celebral palsy: a randomized, placebo-controlled clinical trial. J Pediatric 141: 644-651.
17. Κοσμίδης Η. (2011). Χρήση των διφωσφονικών
στην παιδική ηλικία. Σκελετική Υγεία, τόμος
10ος, τεύχος 2ο, σελ.62-65.
18. Κυριακόπουλος Χ., Romagnoli C.,
Μαυρογένης Α.Φ., Παπαγγελόπουλος Π.Ι.
(2011). Η οστεοπόρωση στην παιδική και
εφηβική ηλικία, Οστούν, τόμος 22, τεύχος 1:
8-17.
19. Lovell DJ et al. (2006). A randomized controlled trial of calcium supplementation to
increase bone mineral density in children
with juvenile rheumatoid arthritis. Arthritis
Rheum, 54: 2235-2242.
20. Μπαλανίκα Α. (2011). Παιδιατρική DXA:
νεότερα δεδομένα. Οστούν, τόμος 22, τεύχος
3: 152.
21. Nanes MS. (2003). Tumor necrosis factor-alpha: molecular and cellular mechanisms in
skeletal pathology. Gene; 321: 1-15.
22. Παζαΐτου-Παναγιώτου Κ. (2005). Διατροφή
και συστηματικά νοσήματα που επηρεάζουν
τη σκελετική ωρίμανση, Σκελετική Υγεία,
τόμος 4ος, τεύχος 4ο, σελ. 135-136.
23. Παπαδοπούλου Φ. (2005). Δομή και
ανάπτυξη του σκελετού-κορυφαία οστική
μάζα , Σκελετική Υγεία, τόμος 4ος, τεύχος 4ο,
σελ.135.
24. Ποντικίδης Ν. (2005). Επίδραση ορμονικών
διαταραχών στη σκελετική ωρίμανση,
Σκελετική Υγεία, τόμος 4ος, τεύχος 4ο, σελ.
136.
25. Rauch F, Plotkin H et al (2003). Bone mass,
size and density in children and adolescents
with osteogenesis imperfect: effect of intravenous pamidronate therapy. J Bone Miner Res
18: 610-4.
26. Rideοut CA, McKay HA, Barr SI. (2006).
Self-reported lifetime physical activity and
areal bone mineral density in healthy postmenopausal women: the importance of teenage activity. Calcif Tissue Int, 79: 214-222.
27. Rizzoli R, Bonjour JP, Ferrari SL. (2001).
Οsteoporosis, genetics and hormones. J Mol
Endocrinοl, 26: 79-94.
28. Ross FP. (2003). Interleukin 7 and estrogen-induced bone loss. Trends Endocrinol
Metab;14: 147-149
29. Seiquer I, Mesias M et al. (2008). A Mediterranean dietary style improves calcium utilization in healthy male adolescents. J Am Coll
Nutr, 27:454-462.
30. Silence DO. (2002). Disorders of bone density, volume and mineralization. In: Rimoin
DL, eds Emory and Rimoin’s Principles and
Practice of Medical Genetics. London PA:
Chirchill Livingstone 357 - 406.
31. Skeletal health assessment in children and
adolescents (males and females ages 5-19),
www.iscd.org
32. Vahle JL, Long GG et al. (2004). Bone
neoplasms in F344 rats given teriparatide
[rhPTH(1-34)] are dependent on duration
of treatment and dose. Toxicol Path, 32: 426438.
33. Vahle JL et al. (2008). Lack of bone neoplasms
and persistence of bone efficacy in cynomolgus macaques after long-term treatment with
teriparatide [rhPTH(1-34)]. J Bone Miner
Res, 23: 2033-2039.
34. Varonos S et al. (1987). Vertebral collapse
in juvenile chronic arthritis: its relationship
with glucocorticoid therapy. Calcif Tissue
Int; 41: 75-78.
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
35. Winzenberg T et al. (2006). Effects of calcium
supplementation on bone density in healthy
children: meta-analysis of randomized controlled trials. BMJ, 333:775
36. Ward L, Glorieux FH. (2003). The Spectrum
of Pediatric Osteoporosis. Pediatric Bone:Βi-
57
ology and Disease, San Diego, Academic
Press; 401-422.
37. Wilmshurst S et al. (1996). Mobility status
and bone density in cerebral palsy. Arch Dis
Child; 75: 164-165.
59
Συνδυασμός υποκεφαλικού βασικοαυχενικού κατάγματος
του μηριαίου σε γυναίκα ασθενή με εγκατεστημένο αυτοάνοσο αιμολυτικό μηχανισμό
Κ. Τσίτας
Ι.Στ. Μπισχινιώτης
Περίληψη
Ο συνδυασμός υποκεφαλικού και υψηλού διατροχαντηρίου
κατάγματος στο ίδιο μηριαίο είναι σπάνιος. Όταν πρόκειται για
ηλικιωμένη ασθενή η ημιαρθροπλαστική του ισχίου αποτελεί την
ενδεδειγμένη θεραπευτική επιλογή. Η παρουσία βαρέος αιμολυτικού συνδρόμου, η βλαισότητα της παρεκτόπισης του υποκεφαλικού στοιχείου της κάκωσης αλλά και η έλλειψη κατάλληλα διασταυρωμένου αίματος μας οδήγησαν στην εφαρμογή συσκευής
εξωτερικής οστεοσύνθεσης. Η κρίσιμη όμως παράβλαψη της αιμάτωσης της μηριαίας κεφαλής κατά την αρχική κάκωση κατέληξε
στην ψευδάρθρωση. Επιχειρήθηκε ημιολική αρθροπλαστική ισχίου με διαφύλαξη αυτολόγου αίματος, η οποία όμως δεν στάθηκε
ικανή να αποφευχθεί η βαριά υποβολαιμική κατάσταση από την
οποία μετά εβδομάδα η ασθενής κατέληξε.
Λέξεις ευρετηρίου: συνδυασμός υποκεφαλικού και υψηλού διατροχαντηρίου κατάγματος, εξωτερική οστεοσύνθεση κεντρικού μηριαίου, αυτοάνοσο
αιμολυτικό σύνδρομο.
60
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Εισαγωγή
Ασθενής γυναίκα ηλικίας 78 ετών διακομίζεται
σε μας με κάκωση του δεξιού ισχίου. Ο ακτινολογικός έλεγχος κατέδειξε συνδυασμό υποκεφαλικού και βασικοαυχενικού κατάγματος του δεξιού
μηριαίου (εικόνα 1).
Αποφασίστηκε διενέργεια διπολικής ημιαρθροπλαστικής του δεξιού ισχίου χωρίς τσιμέντο.
Κατά τον προεγχειρητικό έλεγχο όμως προέκυψε
ότι η ασθενής εμφάνιζε εντόνως θετική την αντίδραση Coombs με αποτέλεσμα να μη μπορεί να
δεχθεί πρακτικώς μετάγγιση από καμιά ομάδα αίματος παρά μόνον από τον εαυτό της.
Ενόψει του ότι αυτό δεν ήταν δυνατό και
λόγω των συνοδών προβλημάτων αποφασίστηκε
η εφαρμογή εξωτερικής οστεοσύνθεσης. Τούτο
έγινε με την προσδοκία ότι επειδή η παρεκτόπιση του υποκεφαλικού στοιχείου του κατάγματος
ήταν σε βλαισότητα μηχανικώς ίσως αυτή αποδει-
κνυόταν επωφελής για την πώρωση του κατάγματος. Η επέμβαση έγινε υπό ραχιαία αναισθησία
με κλειστή ανάταξη σε συμβατικό τραπέζι ανάταξης καταγμάτων (εικόνα 2).
Η ασθενής κινητοποιήθηκε πλήρως αν και δεν
επιτράπηκε φόρτιση αλλά κατέστη δυνατή η νοσηλεία της. Η πορεία της πιθανής πώρωσης του
κατάγματος παρακολουθούταν με διαδοχικούς
ακτινολογικούς ελέγχους που γινόταν κατά μηνιαία διαστήματα (εικόνα 3).
Μετά 16 εβδομάδες από τη διενέργεια της
επέμβασης αποφασίστηκε η αφαίρεση της συσκευής εξωτερικής οστεοσύνθεσης (εικόνα 4).
Κατά τον επακολουθήσαντα ακτινολογικό
έλεγχο παρατηρήθηκε ινώδης πώρωση κατά το
βασικοαυχενικό του κατάγματος και καμία εμφανής επουλωτική εξεργασία κατά το υποκεφαλικό
στοιχείο (εικόνα 5).
Αποφασίστηκε η διενέργεια ημιαρθροπλαστικής μετά από αυτομετάγγιση με διαδοχικές αιμο-
Εικόνα 1. – Συνδυασμός βασεοαυχενικού και υποκεφαλικού κατάγματος δεξιού μηριαίου σε ηλικιωμένη γυναίκα
μετά πτώση.
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Εικόνα 2. – Εξωτερική οστεοσύνθεση βασεοαυχενικού
και υποκεφαλικού κατάγματος δεξιού μηριαίου με το
υποκεφαλικό στοιχείο με μικρή παρεκτόπιση
σε βλαισότητα.
61
Εικόνα 3. – Ακτινολογική εικόνα 3 μήνες μετεγχειρητικώς.
Εικόνα 4.- Αφαίρεση της συσκευής εξωτερικής οστεοσύνθεσης.
62
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Εικόνα 5. – Αποτυχία πώρωσης αμφοτέρων των στοιχείων του κατάγματος
ληψίες από την ίδια την ασθενή και χρήση συσκευής αυτομετάγγισης. Η ασθενής κατά τη δεύτερη
εισαγωγή της στο νοσοκομείο εμφάνισε επεισόδιο
αρτηριακής υποπίεσης, πράγμα το οποίο κατέστησε επιβεβλημένη τη χορήγηση της μίας από τις
δύο μονάδες συμπυκνωμένων ερυθρών που είχαν
διαφυλαχθεί. Ακολούθησε η επέμβαση με οπισθοπλάγια προσπέλαση για τον έλεγχο της οπίσθιας
παρεκτόπισης του αυχένα και της μηριαίας κεφαλής. Διενεργήθηκε διπολική ημιαρθροπλαστική
χωρίς τσιμέντο και η ασθενής οδηγήθηκε στη μονάδα εντατικής θεραπείας (εικόνα 6).
Πορεία
Εκεί έλαβε μια μονάδα συμπυκνωμένων ερυθρών και τις μονάδες πλάσματος από της αυτοαιμοληψίες που είχαν προηγηθεί. Δεν κατέστη δυνατό να αξιοποιηθεί το περιεχόμενο της παροχέτευσης και για το λόγο της αυτοευαισθητοποίησης. Η
Εικόνα 6. – Ημιαρθροπλαστική ισχίου χωρίς τσιμέντο
μετά αφαίρεση του αυχένα και της κεφαλής.
ασθενής κινητοποιήθηκε αλλά δεν κατέστη δυνατό να ανανήψει και κατέληξε παρά την κινητοποίησή της επί κλίνης λόγω περιφερικής υποξίας και
βαριάς καρδιαοαναπνευστικής ανεπάρκειας.
Abstract
Combined subcapital-high trochanteric fracture
fixed by external fixation in a haemolytic patient
followed by hemiarthroplasty. Death due to
haemolysis.
K. Tsitas, J. Bischiniotis
Combined subcapital and high trochanteric fracture is not common. When an old lady is involved
in such condition hemiarthroplasty is the treatment
of choice. Co-existence of autoimmune reactive hemolytic syndrome and lack of appropriate blood
units to be transfused led us in applying and exter-
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
nal fixation trochanterie device. Critical damage of
femoral head perfusion after this fracture ended in
aseptic necrosis of the head and pseudarthrosis of
the neck. A bipolar hemiarthroplasty procedure followed after two months with autologus blood transfusion was attempted. Patient ended after a while
in hypovolemic shock condition because of autoimmune reactive hemolytic mechanism action.
63
ombined subcapital and high trokew words: C
chanteric fracture, external proximal
femoral fracture fixation, autoimmune reactive haemolytic mechanism.
65
Ψευδάρθρωση επί
συντριπτικού κατάγματος
διάφυσης μηριαίου σε νεαρό
ενήλικα πολυτραυματία
Θ. Τζατζαΐρης
Ι.Στ. Μπισχινιώτης
Περίληψη
Ασθενής πολυτραυματίας μετά στοιχειώδη αιμοδυναμική σταθεροποίηση υποβλήθηκε σε ενδοασφαλιζόμενη ενδομυελική ήλωση
συντριπτικού κατάγματος διάφυσης δεξιού μηριαίου. Η απώλεια
επαφής κατά τον έξω φλοιό οδήγησε σε καθυστέρηση εμφάνισης
της πώρωσης. Δοκιμάστηκαν τεχνικές βιολογικού ερεθισμού κατά
την εστία της πώρωσης. Παρά ταύτα αυτή οδήγησε σε ψευδάρθρωση, η οποία αντιμετωπίστηκε με ανοιχτή ενδομυελική ήλωση
και εισαγωγή συντηρημένων αλλομοσχευμάτων με ταυτόχρονη
διενέργεια γλυφανισμού του αυλού και αποκατάσταση των ασυνεχειών του φλοιού.
Λέξεις ευρετηρίου: Ψευδάρθρωση επί καταγμάτων διάφυσης
μηριαίου, βιολογικός ερεθισμός πώρωσης,
αλλαγή ήλου, γλυφανισμός του αυλού του
μηριαίου.
66
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Εισαγωγή
Παρουσίαση ασθενούς
Η ψευδάρθρωση των καταγμάτων της διάφυσης του μηριαίου παρά τις προόδους που έχουν
υπάρξει στη μελέτη της μηχανικής και της βιολογίας τους εξακολουθεί και αποτελεί υπαρκτό
διαγνωστικό αλλά κυρίως θεραπευτικό πρόβλημα (Canadian Orthopaedic Trauma Society 2003,
Winquist και συν 1984, Wolinsky και συν 1999).
Η μηριαία διάφυση παρά την καλή αιμάτωση από
το αυτόνομο τροφοφόρο σύστημα του οστού και
την καλή κάλυψή από μαλακά μόρια ανεξάρτητα
από τη μέθοδο οστεοσύνθεσης που επιλέγεται
υπόκειται στον κίνδυνο της καθυστερημένης πώρωσης και ψευδάρθρωσης (Furlong και συν 1999).
Τα ανωτέρω είναι ακόμη πιο έκδηλα όταν πρόκειται για επιλεγμένους πολυτραυματίες στους
οποίους έχει επιλεγεί η ενδοασφαλιζόμενη ενδομυελική ήλωση ως μέθοδος οριστικής θεραπείας
και όπως είναι φυσικό ο σχεδιασμός της ενδομυελικής ήλωσης αλλά και η εκτέλεσή της είναι
δυνατό να υστερεί από τεχνική άποψη (Hak και
συν 2000).
Ασθενής ηλικίας 24 ετών ενεπλάκη σε
πλαγιομετωπική σύγκρουση ως οδηγός οχήματος
σε επαρχιακό δρόμο και υπέστη ΚΕΚ-εγκεφαλική
διάσειση, κλειστή θωρακοκοιλιακή κάκωση και
κατάγματα της διάφυσης του δεξιού μηριαίου
και της αριστεράς επιγονατίδας. Η καλή γενική
κατάσταση του ασθενούς και η δυνατότητα οργάνωσης επείγοντος χειρουργείου επέτρεψαν
την ενδοασφαλιζόμενη ενδομυελική ήλωση του
κατάγματος της μηριαίας διάφυσης και την οστεοσύνθεση του κατάγματος της επιγονατίδας με
τη βοήθεια βελονών Kirschner και συρμάτινης
αγκύλης ελκυσμού.
Η μετατραυματική/μετεγχειρητική πορεία του ασθενούς ήταν απρόσκοπτη. Τα τραύματά του επουλώθηκαν ομαλώς κατά πρώτο σκοπό.
Η πώρωση των καταγμάτων όμως παρουσίασε
προβλήματα που αναλύονται παρακάτω.
Παρουσιάστηκε χαλάρωση της συρμάτινης αγκύλης ελκυσμού του κατάγματος της
επιγονατίδας και προβλήματα από πίεση επί του
Aκτινολογική εικόνα της πορείας της πώρωσης
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
67
Aκτινολογική εικόνα της πορείας της πώρωσης ΙΙ
υπερκειμένου δέρματος. Η πρώιμη αφαίρεση των
υλικών που ενοχλούσαν επέλυσε το πρόβλημα και
επέτρεψε την πώρωση του κατάγματος με καλή
ομαλότητα των αναταγμένων αρθρικών επιφανειών.
Το κάταγμα της διάφυσης του μηριαίου
παρά την εμφάνιση στοιχείων πώρωσης και της
μερικής επαφής τμήματος του ακέραιου φλοιού
εμφάνισε σημεία καθυστερημένης πώρωσης (εικ.
1).
Abstract
Pseudarthrosis after comminuted femoral
mid-diaphyseal fracture in a young polytrauma patient
TzatzaÏris Th., Bischiniotis J.
Male polytrauma patient after haemodynamic
stabilization had an interlocking medullary
nail-fixation mid-diaphyseal right femoral
fracture fixation. Loss of coaption of the outer
cortex fragments led in retarded callus formation. Technics of biological stimulations in callus formation focus were attempted. Despite
these mid-diaphyseal fimoral pseudarthrosis
was developed. An open medullary femoral
fracture nailing followed after reaming of the
medullary cavity, restoration of cortex incontinence and abundant allograft insection led in
healing of the fracture.
key words: p
seudarthrosis of femoral diaphyseal fracture, biological callus
stimulation, reaming of the medullary cavity.
68
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Αφαίρεση του περιφερικού ήλου εσωτερικής ασφάλισης
Σκεύασμα αυξητικών παραγόντων που εφαρμόστηκε κατά τις οδηγίες εφαρμογής της κατασκευάστριας εταιρεία
στην εστία της ψευδάρθρωσης με ακτινοσκοπικό έλεγχο
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Ακτινολογική εικόνα της πορείας της πώρωσης μετά την έγχυση βιολογικών παραγόντων
Πορεία πώρωσης και κλινική εξέταση γόνατος
69
70
Ορθοπαιδική, 25, 3, 2012
Βιβλιογραφία
Ανοικτή ανάταξη αλλαγή του ήλου και περιβροχισμός
με συρμάτινες αγκύλες
1. Canadian Orthopaedic Trauma Society:
Nonunion
following
intramedullary
nailing of the femur with and without
reaming: Results of a multicenter randomized
clinical trial. J Bone Joint Surg Am 2003; 85:
2093-2096.
2. Winquist RA, Hansen ST, Clawson DK:
Closed intramedullary nailing of femoral
fractures: A report of five hundred and
twenty cases. J Bone Joint Surg Am 1984;
66: 529-539.
3. Wolinsky PR, McCarty E, Shyr Y, Johnson
K: Reamed intramedullary nailing of the
femur: 551 cases. J Trauma 1999, 46: 392-399.
4. Furlong AJ, Giannoudis PV, DeBoer P,
Matthews SJ, MacDonald DA, Smith RM:
Exchange nailing for femoral shaft aseptic
non-union. Injury 1999; 30:245-249.
5. Hak DJ, Lee SS, Goulet JA: Success of exchange
reamed intramedullary nailing for femoral
shaft nonunion or delayed union. J Orthop
Trauma 2000; 14: 178-182.
Journal of the Orthopaedic
της Ορθοπαιδικής
and Traumatology
και Τραυματολογικής
Association
Εταιρείας
of Macedonia and Thrace
Μακεδονίας-Θράκης
VOLUME 25, No 3-2012
ISSN 1107-9843
ΤΟΜΟΣ 25, Τεύχος 3-2012
Ο
Ρ
Θ
Ο
Π
Α
Ι
Δ
Ι
Κ
Η ■
ΤΟΜΟΣ 25, ΤΕΥΧΟΣ 3 – 2012
Περιοδική έκδοση
ΕΓΚΕΚΡΙΜΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ Κ.Ε.Σ.Υ.