Σε μορφή PDF

8Ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
Π
Ο
Λ
Ι
Τ
Ι
Σ
Τ
Ι
Κ
Ο
Σχ. Έτος 2012-2013
Εικονογραφημένα
Διηγήματα
και κόμικς...
Π
Ρ
Ο
Γ
Ρ
Α
Μ
Μ
Α
1
2
Είσαι νέος – το ξέρω – και δεν υπάρχει τίποτε.
Λαοί, έθνη, ελευθερίες, τίποτε.
Όμως είσαι. Και την ώρα που
Φεύγεις με το ’να πόδι σου έρχεσαι με τ' άλλο
Ερωτοφωτόσχιστος
..................
Παραλαμβάνεις απ’ τους Δίες τον κεραυνό
Και ο κόσμος σού υπακούει. Εμπρός λοιπόν
Από σένα η άνοιξη εξαρτάται. Τάχυνε την αστραπή
Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.
Οδυσσέας Ελύτης , Ο Μικρός Ναυτίλος
3
Οι μαθητές μας, στα πλαίσια του προγράμματος της Πολιτιστικής Αγωγής, επιστράτευσαν τη
δημιουργική φαντασία και την ευαισθησία τους και δημιούργησαν ποικίλα κείμενα, γεμάτα από τη
φρεσκάδα, τη ζωντάνια και τον ενθουσιασμό της νεανικής τους ηλικίας αλλά και τις αγωνίες, τις
ανησυχίες και τους προβληματισμούς τους για όσα συμβαίνουν γύρω μας.
Εμείς, θέλοντας να μοιραστούμε μαζί σας κάποια από τα συναισθήματα που νιώσαμε στο
ενδιαφέρον ταξίδι μαζί τους καθώς και τα μηνύματα που στέλνουν μέσα απ’ τα κείμενα τους, τα
συγκεντρώσαμε σ’ ένα εικονογραφημένο βιβλίο. Πιστεύουμε ότι διαβάζοντάς το θα αισθανθείτε πως τα
παιδιά μας, παρά την απειρία τους, «τάχυναν την αστραπή», όπως λέει και ο ποιητής...
Οι υπεύθυνες καθηγήτριες-φιλόλογοι του προγράμματος,
Μπεκράκη Γεωργία
Παπουτσάκη Αικατερίνη
Λουλάκη Καλλιόπη
4
FANTASTIC 2
ΜΥΣΤΙΚΟΙ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ
Τμήμα: Α1
Συγγραφή - Εικονογράφηση:
Αποστολάκης Γιάννης (Α1)
Διορθώσεις:
Σταυρουλάκης Μίνως (Α4)
5
Μια φορά κι έναν καιρό,
ήταν ένα παιδί που το
έλεγαν Brian. O Brian
ζούσε σε μια πόλη κοντά
στο Παρίσι και είχε,
εννοείται, και τον
«κολλητό» του, τον Max.
Μια μέρα αποφάσισαν να
κάνουν μια βόλτα στο
δάσος, που ήταν 2 χμ.
μακριά από την πόλη
τους...
Έι!!! Max,
κοίτα εκεί!
Ωω!!
Μην το
τρίβεις!
Υποψιάζομαι
ότι κάτι κακό
Ένα χρυσό
λυχνάρι!
Πρέπει να το
πουλήσουμε...
κρύβεται
εκεί μέσα...
Εγώ
το
είπα!
6
Σε λίγο, όταν
συνήλθαν...
Εσύ οδηγείς;
Πώς έγινε
αυτό; Από
την πέτρα
βγήκε το
αμάξι;
ΌΧΙ!
Πού μας
πάει;
Ας
μπούμε
μέσα...
Παρίσι 1km
Πώς
εξαφανίστηκε
η αεροτομή;
ΜΗΝ
ΠΕΤΑΤΕ
ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ
Για κοίτα
εκεί αυτό
το πράγμα...
Τι είναι;
7
Μπείτε εκεί
μέσα! Θα
έρθω από το
υπόστεγο.
Έλα,
ανυπομονώ
να δω τι έχει
εκεί μέσα!
ΜΗΝ
ΠΕΤΑΤΕ
ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ
Το αμάξι
μίλησε ή μου
φαίνεται;
Σίγουρα
ονειρεύομαι!
Είναι που δεν ξέρεις
να πέφτεις σωστά.
ΩΧ!
ΑΑΑΑ
!!!
Αφήστε τις
βλακείες και
ακούστε με
προσεχτικά.
8
Πρώτα, σας ευχαριστώ
που με σώσατε από
αυτό το λυχνάρι.
Δεύτερον, από εδώ και
πέρα θα είστε μυστικοί
πράκτορες της ομάδας
MTW.
Με ακούτε από
το ηχείο του
ασανσέρ, γιατί
εγώ δε χωράω
να μπω μέσα.
Λοιπόν, στο
δωμάτιο που
θα μπείτε σε
λίγο, θα βρείτε
τις στολές σας
και τον
εξοπλισμό που
θα χρειαστείτε.
Αυτός ο ηλεκτρονικός πίνακας
στον τοίχο δείχνει κάθε μέρα
έναν ληστή που πρέπει να
συλλάβετε. Για αρχή σάς έχω
κάτι εύκολο, αυτόν τον άντρα με
τα κατσαρά μαλλιά και το όπλο.
Πρώτα όμως να σας ξεναγήσω.
Μπείτε στο ασανσέρ και τα άλλα
θα σας τα πω από εκεί.
Άου, το
κεφάλι
μου!
ΩΩΩ
!!!
Αυτές είναι οι στολές σας. Θα καταλάβετε
ποια ανήκει σε ποιον από τα αρχικά των
ονομάτων σας. Αλλάξτε πίσω από το παραβάν
και μετά πηγαίνετε στο επόμενο δωμάτιο που
έχει τον υπόλοιπο εξοπλισμό σας.
9
Μα δεν άλλαξε τίποτα στις στολές μας.
Έτσι
νομίζεις
εσύ.
Αυτά τα
μηχανήματα θα
προσθέσουν τον
εξοπλισμό που
χρειάζεστε στις
στολές σας.
Θα
μάθετε
σύντομα.
Πώς;
Μα δεν
ξέρουμε
να τις
χρησιμοποιούμε.
ΠΕΡΑΣΤΕ
ΑΠΕΝΑΝΤΙ
Άλλη μια δοκιμασία.
Όπως βλέπετε, δεν
μπορείτε να
χρησιμοποιήσετε τον
προηγούμενο τρόπο.
Ανακαλύψτε άλλο.
Τον
βρήκαμε
ήδη.
ΑΝΕΒΕΙΤΕ
ΣΤΟΝ
ΤΟΙΧΟ
Ανεβείτε τη σκάλα και πιάστε
τον κακοποιό. Θα σας βοηθήσω
πηγαίνοντάς σας εκεί. Μετά θα
τα βγάλετε πέρα μόνοι σας.
Όταν σας ξαναδώ, θα πρέπει να
τον έχετε συλλάβει!
10
Κοίτα τον Brian!
ΟΧΙ!
ΟΧΙ!
ΟΧΙ!
Μπράβο! Τελειώσατε όλες τις
δοκιμασίες και ανακαλύψατε
πολλά όπλα. Τώρα προχωρήστε.
Αχά! Το
βρήκα!!!
Κοίτα τι
κάνει το
λέιζερ...
Δεν θέλω
να πάω!
Έλα, θα έχει
πλάκα!
Άλλαξες
τώρα;
ΑΑΑΑ!!!!
Φτάσαμε.
Πρέπει!
Έγινα φορτηγάκι, για να μη δείξω την αληθινή μου
ταυτότητα. Όμως για τον φίλο σου μην ανησυχείς.
Η είσοδος επιτρέπεται
μόνο στους επίσημους
καλεσμένους που
φοράνε κίτρινα ρούχα.
ΣΣΣ! Εδώ μπορεί
να είναι η κρυψώνα
του κακοποιού.
Όχι!
Πάμε
μέσα!
Γιατί δεν έρχεσαι
από ‘δώ;
;
Μαμά!
Συγγνώμη!
Αυτό είναι!
Συνέχισε!
Παρά
τρίχα!
11
Με το 3
μπαίνουμε
μέσα και
τον
πιάνουμε
1...2...
3...!
Ουπς!
Τίποτα δεν με
σταματά! Τώρα
όλα είναι δυνατά!
Όοχι!
Ααα!
Ακολουθεί μια
περιγραφή της
διπλανής εικόνας.
Πάνω με το πράσινο
χρώμα είναι μια πόρτα
που ανοίγει και κλείνει
με το κόκκινο κουμπί
στη μέση, το οποίο θα
πιεστεί από το ποτήρι
που πετά ο τύπος στα
δεξιά. Έτσι θα κλείσει
η πόρτα.
;
Ναι!
Τώρα θα είμαστε
ασφαλείς. Δεν θέλω να
χαλάσω τη γιορτή μου!
Τα καταφέρατε και
κερδίσατε το δικό
σας γραφείο, το
δικό σας τηλέφωνο
και τώρα είστε
επαγγελματίες.
ΜΠΡΑΒΟ!
ΑΑ!!
Αυτό είναι το γραφείο σας.
Ελάτε γρήγορα
στην Αμερική!
Ένα ρομπότ
κλέβει τα λεφτά
μας από τις
τράπεζες.
Βοηθήστε μας!
Έξω έχει
ένα μικρό
τζετ, δώρο
για μας!
BANK
12
Όχι!
Επιτέλους,
λίγη δράση!
Ερχόμαστε!
Αυτοί με τα
πορτοκαλί
είναι οι
στρατιώτες
του ρομπότ...
Ερχόμαστε!
Βοήθεια!
Πολύ μεγάλα
κεφάλια δεν
έχετε, για να
είστε τόσο
χαζοί;
Πάρτε
μια καλή
γεύση!!!
Κοίτα που
γλίστρησε στην
μπανάνα!...
Τσάμπα
κατανάλωσα το
λάδι;
Ωχ!
13
Χμ... το πόδι
του ρομπότ!
Κάνε ό,τι
κάνω!
Πάει το
ένα πόδι!
Πάρε δύο βόμβες!
ΟΧΙ
!!!
14
!!
;
!
!
!
;;
;
;
;!
15
Μετά την καταστροφή
του ρομπότ, η τοπική
αστυνομία εξετάζει τα
απομεινάρια του...
16
Ηello!
Ωχ!
Οι κάτοικοι, για να
θυμούνται το καλό που
τους έκαναν οι ήρωές μας,
συναρμολόγησαν όσα
κομμάτια του ρομπότ
βρήκαν και το έστησαν
δίπλα στο Άγαλμα της
Ελευθερίας...
17
Οχτώ
χρόνια
μετά...
Όλοι τα
λεφτά σας!
ΑΑΑ!
ΑΑΑ!
Πάνω του!
Άλλη μία
επιτυχής αποστολή!!!
ΜΜΜ, ΜΜ,
ΜΠΜΠ!
18
Και τότε
εμφανίστηκε ο
Τσικίτας...!
Μη φοβάστε το
μέγεθός μου. Θα σας
εξηγήσω.
Πριν 4 χρόνια έπεσα σε έναν λάκκο που είχε
μολυσμένο νερό. Τότε κάποια μέλη του
σώματός μου μεγάλωσαν. Λοιπόν, σας θέλω για
να σας κάνω μία πρόταση.
Να, έλεγα να γίνετε οι μυστικοί μου
πράκτορες, για να κατασκοπεύσετε το
αρχηγείο των αντιπάλων μου. Θα
πληρώνεστε 1000 ευρώ τη μέρα!
Περίμενε, να το
σκεφτούμε...!

ΜΠΕΙΤΕ ΜΕΣΑ!
ΘΑ ΕΡΘΕΤΕ,
ΘΕΛΕΤΕ ΔΕΝ
ΘΕΛΕΤΕ!
ΣΙΓΑ ΜΗΝ
ΚΑΘΟΜΑΙ ΝΑ
ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΩ
ΝΑ
ΑΠΑΝΤΗΣΕΤΕ!
Μα τι τρόποι
είναι αυτοί!
Έχω μια
ιδέα!...
19
Ας τον
ακολουθήσουμε
από ψηλά.
Εγώ λέω, αντί να μας
χρησιμοποιήσει αυτός, να τον
κατασκοπεύσουμε εμείς.
ΚΛΕΙΣΤΕ
ΚΑΛΑ ΤΙΣ
ΠΟΡΤΕΣ!
20
Κρύψου
γρήγορα!
Μόνο να προσέχουμε
μη μας αντιληφθεί!
αεραγωγός
Ορίστε,
έφτιαξα
ένα σχέδιο.
Καλά
πάμε...
Ναι, όμως
θα πετύχει;
Πρόσεχε
πού πατάς!
Ώστε αυτός
ευθύνεται
για όλα τα
εγκλήματα...
Είναι ο δρόμος που
πέρασε το φορτηγάκι.
Ας το ακολουθήσουμε...
Ας
ανέβουμε
εδώ πάνω.
Μπορεί να
πέρασαν
από εδώ.
Αυτοί οι τρεις απέτυχαν. Πρέπει να
στείλουμε κι άλλους, γιατί πρέπει να
πάρουμε το χρυσάφι του κόσμου.
Υπάρχει κάποιος
που θέλει να
προτείνει κάτι;
Εγώ!
21
Αυτό είναι ένα ρομπότ που φτάνει τα 8 μέτρα
ύψος. Τα εξαρτήματα που έχει δεξιά είναι τα
χρησιμότερα. Ας τα πούμε αναλυτικά. Το πάνω
είναι ένας σωλήνας που αφήνει υπνωτικά αέρια
και έτσι η εμφάνιση του ρομπότ σε κάποιο μέρος
δεν γίνεται αντιληπτή. Το δεύτερο είναι λέιζερ,
με το οποίο μπορεί να ανοίγει δρόμο. Στο
τελευταίο εξάρτημα μπαίνουν τα χρήματα.
Το ρομπότ αυτό το φτιάχνω
στο υπόγειο. Το μόνο που
θέλω ακόμα, για να το
τελειώσω, είναι ένα διαμάντι.
Πάμε
γρήγορα
από τις
σκάλες!
Πάμε κάτω να
δούμε αυτό το
ρομπότ για το
οποίο μιλάνε...
Ξέρω έναν
πιο
γρήγορο
τρόπο!
Αυτό εδώ πρέπει να είναι
το πόδι του ρομπότ!
22
Ας το κάνουμε
σκόνη!
Συμφωνώ!
Θα το
διαλύσω με
αυτές τις μίνι
βόμβες!
Πάρε
αυτή!
23
Τελειώσαμε με το
ρομπότ!. Πάμε τώρα
να δούμε τι κάνουν οι
άλλοι!
Έρχομαι!
Ακόμα εδώ είναι.
Εγώ λέω να τους
αποτελειώσουμε!...
Κάτι παράξενο θα
σκαρώνουν αυτοί εκεί...
Φρουροί,
πιάστε
τους!
24
Μένουν άλλοι
15!
Οχτώ!
Άλλοι 13! Όχι, 14!
Ποτέ δεν τα πάω καλά
στα μαθηματικά...
Ααα!
Ου! Α! Ου!
Α! Ι!
Άλλοι δέκα τώρα!
ΑΑΑ !!
ΑΑΑ
Άλλοι
τέσσερις!
Άλλοι
τέσσερις!
Άι! Άι!
Άλλος
ένας!
25
Δεν θα
ξεφύγεις
τόσο
εύκολα!...
Ωστόσο...
Εντάξει,
παραδίνομαι!
Π... πώς
έγινε
αυτό;
ΘΑ ΤΟΥΣ
ΕΚΔΙΚΗΘΩ
ΟΛΟΥΣ
ΕΔΩ ΜΕΣΑ!
ΤΡΡΡΡΡ
Άστο πάνω
μου...
Ωραία, τελειώσαμε! Λέω τώρα, που δεν υπάρχουν άλλοι
ληστές, να πηγαίναμε κανένα ταξιδάκι για διακοπές.
Ας τους αφήσουμε πρώτα στο
κελί τους και μετά βλέπουμε...
26
Έχω μια ιδέα για το
πού θα πάμε!...
Στην
παραλία
που είναι...
Κι ας βρέχει
έξω!
ΤΕΛΕΙΑ!
...στον Πύργο
του Άιφελ!
27
28
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ «ΠΑΧΟΥΛΙΔΟΥ»
Τμήμα: Α1
Συγγραφή - Εικονογράφηση - Πληκτρολόγηση:
Βαρότση Μαρία
Δαδούτη Μαρία
29
OIKOΓENEIA «ΠAXOYΛIΔOY»
Κ
άποτε ήταν μία κυρία που τη
λέγανε Αναστασία, αλλά, επειδή ήταν
χοντρούλα, όλοι τη φώναζαν κυρία
Παχουλίδου. Όταν πήγαινε στο super
market, είχε πάντα το πιο γεμάτο
καρότσι από όλους. Από λουκάνικα
έως πάστες, έως σολομό και
σοκολάτες αλλά και μπουγάτσες,
τσιπς, αλλαντικά, τυριά ελβετικά,
ζαμπονάκια, γαριδάκια, ντολμαδάκια
και ό,τι μπορεί να φανταστεί ο νους
του ανθρώπου. Μα πιο πολύ το
καρότσι ήταν γεμάτο με τυρί, φέτα.
Είχε και δύο παιδιά. Ένα αγόρι κι
ένα κορίτσι, τον Ορέστη και την
Αριάδνη.
Δίδυμα,
αλλά
πολύ
διαφορετικά. Ο Ορέστης ήταν πολύ
λαίμαργο παιδί. Το πρωί το ψυγείο
του σπιτιού τους ήταν γεμάτο, αλλά
το βράδυ δεν είχε τίποτα. Τα είχε φάει
όλα, ενώ η Αριάδνη δεν έτρωγε
σχεδόν τίποτα. Έκανε, λέει, δίαιτα.
30
Μια μέρα η κυρία Παχουλίδου,
αφού γύρισε από το super market,
βρήκε τα παιδιά της σε άσχημη
κατάσταση.
Η
Αριάδνη
είχε
λιποθυμήσει, ενώ ο Ορέστης πέθαινε
στους πόνους. Τον πονούσαν η κοιλιά
του και τα δόντια του. Η κυρία
Παχουλίδου πήγε αναστατωμένη τα
παιδιά της κατευθείαν στο νοσοκομείο.
Όλο αγωνία περίμενε τον γιατρό να
της πει τα αποτελέσματα. Αυτός, μόλις
βγήκε, της είπε πως απλώς τα παιδιά
της δεν είχαν καλές διατροφικές
συνήθειες. Τόνισε πως ο Ορέστης
έτρωγε πάρα πολλά γλυκά, ενώ η
Αριάδνη δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα και
έπασχε από νευρική ανορεξία. Της
έδωσε ένα διαιτολόγιο με υγιεινές
τροφές – ιδίως φρούτα και λαχανικά –
και της είπε να το ακολουθήσουν
πιστά, οικογενειακώς.
31
Ύστερα από έναν μήνα η
οικογένεια συνέχισε τη ζωή της
φυσιολογικά. Η κυρία Παχουλίδου
αδυνάτισε
κι
έφτιαξε
τέτοια
σιλουέτα, που όλοι σταμάτησαν να
τη φωνάζουν έτσι. Ο Ορέστης
αδυνάτισε κι αυτός. Ξεκίνησε
κιόλας να γυμνάζεται και έχει
φτιάξει ωραίο σώμα. Η Αριάδνη,
τέλος, δυνάμωσε πολύ, ξαναβρήκε
το χρώμα της και ομόρφυνε. Και,
περιέργως, η επίδοση και των δύο
παιδιών στο σχολείο έχει βελτιωθεί.
Από
αυτή
την
ιστορία
μαθαίνουμε ότι δεν πρέπει να
τρώμε ούτε πολύ, ούτε λίγο, αλλά
με μέτρο και απ’ όλες τις τροφές.
32
ΚΥΝΗΓΟΣ ΒΡΙΚΟΛΑΚΩΝ
Τμήμα: Α2
Συγγραφή: Βουράκης Γιώργος
Εικονογράφηση: Δρετάκη Κατερίνα
Πληκτρολόγηση: Αθητάκης Σωτήρης (Γ1)
Σημείωμα του συγγραφέα:
ΠΡΟΣΟΧΗ! Όσα διαβάσετε είναι απλή φαντασία.
Μην επιχειρήσετε να κάνετε πράξη τίποτα από αυτά.
33
KYNHΓOΣ
BPIKOΛAKΩN
Η
Μπεθ ανοίγει την πόρτα του σπιτιού της το
οποίο βρίσκεται στο Secret Way, μια όχι και τόσο
απομονωμένη περιοχή, αφού απέχει λίγα μόνο χιλιόμετρα
από τη Νέα Υόρκη. Ακουμπάει τα κλειδιά της στο ξύλινο
τραπεζάκι, στο οποίο αφήνει τα γράμματα του
ταχυδρομείου. Αν και χρησιμοποιεί περισσότερο το
ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, έχει πολλούς συγγενείς στην
επαρχία που της γράφουν συνεχώς.
Προχωράει ένα με δυο βήματα και ακούει έναν ήχο.
Δεν ήξερε τι ήταν αλλά δεν έδωσε και πολλή σημασία.
Κουρασμένη κάθεται στον καναπέ του σαλονιού,
προσφέρει στον εαυτό της ένα διπλό ουίσκι με πάγο και
ανοίγει την τηλεόραση για να βρει ένα πρόγραμμα να το
παρακολουθήσει. Δεν πέρασαν παρά μόνο μερικά
δευτερόλεπτα και ακούει άλλον έναν ήχο, πολύ δυνατό
αυτή τη φορά και άλλους δυο-τρεις απανωτούς ήχους,
που τους ακολουθούσε και ένα μικρό γρύλισμα.
Κατατρομαγμένη η Μπεθ βγάζει ένα μαχαίρι από την
τσάντα της, το οποίο έχει πάντα μαζί της για προστασία,
διότι το Secret Way είναι ένα πολύ επικίνδυνο μέρος με
μεγάλη εγκληματικότητα. Με τον φόβο στα μάτια αλλά
34
αποφασισμένη πηγαίνει να το ελέγξει. Στηριγμένη στο
ένστικτό της πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα, ανοίγει την
πόρτα σιγά-σιγά ψιθυρίζοντας από μέσα της: «Θεέ μου,
σε παρακαλώ, κάνε να είναι η φαντασία μου και μόνο».
Αφού ανοίγει την πόρτα διάπλατα, έκπληκτη αντικρίζει
αναμμένα κεριά και το κρεβάτι της καλυμμένο με
ροδοπέταλα. Ξαφνιασμένη σκέφτηκε: «Μα τι στο καλό
συμβαίνει;». Εκείνη ακριβώς τη στιγμή νιώθει πίσω από
την πλάτη της μια παγωνιά και ανατρίχιασε. Με το σώμα
της να τρέμει ολόκληρο
γυρίζει
σιγά-σιγά
και
βλέπει ένα δαχτυλίδι με ένα
τεράστιο διαμάντι το οποίο
κρατούσε ο Ντέιβιντ. Τρεις
λέξεις βγήκαν απ’ το στόμα
του:
– Θα με παντρευτείς;
Ο φόβος και ο τρόμος
έφυγαν μεμιάς από την
Μπεθ και η χαρά κυρίευσε
το σώμα και το μυαλό της,
κάνοντάς την να πει αμέσως
«ναι» στην πρόταση γάμου.
Πέντε λεπτά αργότερα
γεμάτη χαρά και ευτυχία
πηγαίνει να κάνει ένα ντους
στα
γρήγορα
για
να
ανακτήσει τις δυνάμεις της.
Μετά από λίγο ο Ντέιβιντ άκουσε ένα ουρλιαχτό.
Πανικόβλητος έτρεξε και, καθώς μπήκε στο μπάνιο, η
Μπεθ βυθίστηκε στην αγκαλιά του κλαίγοντας. Ο
Ντέιβιντ είδε ότι από τη βρύση της ντουζιέρας αντί για
νερό έτρεχε αίμα. Δεν ήξερε τι να πει. Λίγο αργότερα,
που ξαναβρήκε την ψυχραιμία του, καθησύχασε την
Μπεθ και ανέβηκε στην ταράτσα χωρίς να πάρει καμία
προφύλαξη για τη δυνατή ασταμάτητη βροχή που έπεφτε.
Ολόβρεχτος πήγε στο κεντρικό μαύρο ντεπόζιτο. Άνοιξε
το κυκλικό καπάκι και, κοκαλωμένος, με κενή έκφραση
στο πρόσωπό του, με ανοιχτό το στόμα και φρίκη στα
μάτια, άρχισε να στριγκλίζει από τον φόβο του, καθώς
αντίκρισε το πτώμα ενός κοριτσιού. Συνεχίζοντας να
στριγκλίζει, έτρεξε κάτω, μπήκε στο σπίτι της Μπεθ,
άρπαξε το τηλέφωνο και κάλεσε το αστυνομικό τμήμα της
περιοχής. Η Μπεθ δεν σταμάτησε λεπτό να ρωτάει τον
Ντέιβιντ τι έγινε, τι είδε εκεί πάνω, γιατί δεν τον είχε
ξαναδεί ποτέ έτσι αυτά τα πέντε χρόνια που τον γνώριζε.
Ο Ντέιβιντ, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, άρχισε να
μιλάει στην Μπεθ, αλλά τον διέκοψε ο σερίφης Τζακ
Μακντίλαν, απαντώντας στο τηλέφωνο:
– Αστυνομικό τμήμα του Secret Way. Σας μιλάει ο
σερίφης Μακντίλαν. Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;
– Σερίφη Μακντίλαν, ελάτε γρήγορα στην οδό Johnson
street, αριθμός δεκαπέντε! Υπάρχει μια νεκρή γυναίκα
στην ταράτσα του σπιτιού, μέσα στο ντεπόζιτο του νερού!
Ελάτε γρήγορα σας λέω!, είπε ο Ντέιβιντ.
– Μείνετε εκεί που είστε, έρχομαι αμέσως, απάντησε ο
σερίφης και έκλεισε το τηλέφωνο.
Ο σερίφης Μακντίλαν ήταν γύρω στα σαράντα
πέντε, ψηλός, λίγο παχουλός, με μουστάκι και όλη την
ώρα μασούσε μια οδοντογλυφίδα. Όταν έκλεισε το
τηλέφωνο
35
36
τηλέφωνο, σηκώθηκε από την
αναπαυτική καρέκλα του, άφησε
το μισοφαγωμένο σάντουίτς του
πάνω στο ξύλινο γραφείο του,
έτρεξε στο διπλανό δωμάτιο και
είπε σε έναν ψηλόλιγνο άντρα
τριάντα δυο χρονών, ο οποίος
ήταν ο βοηθός του:
–
Σήκω
Σπούνερ,
έχουμε
δουλειά.
– Έρχομαι, αφεντικό!
Καθώς ο σερίφης Μακντίλαν και ο Σπούνερ
έβαζαν τα παλτά τους, κατέφθασε η Λίνζι, η γραμματέας
του σερίφη, και άρχισε να λέει:
– Σερίφη Μακντίλαν, σχετικά μ’ αυτό το προσωπικό σας
θέμα που μου ζητήσατε να ψάξω...
Και πριν η Λίνζι προλάβει να πει άλλη λέξη, ο σερίφης
Μακντίλαν τη διέκοψε λέγοντάς της:
– Όχι τώρα, Λίνζι, έχω πιο σοβαρά πράγματα να κάνω...,
και προχώρησε, για να πάει στο πάρκινγκ και να πάρει το
περιπολικό του. Ο Σπούνερ άρχισε να μιλάει με την
Λίνζι αλλά ο σερίφης Μακντίλαν του είπε κοφτά:
– Προχώρα, Σπούνερ!, και ο Σπούνερ αποχαιρέτισε τη
Λίνζι λέγοντάς της περιπαιχτικά:
– Το καθήκον καλεί!
Όταν οι δύο άντρες έφτασαν στο πάρκινγκ και
μπήκαν στο περιπολικό, ο Σπούνερ ρώτησε τον σερίφη:
– Λοιπόν, αφεντικό, γιατί μας καλούν αυτή τη φορά;
– Μάλλον ανθρωποκτονία.
Ο σερίφης πάτησε τέρμα το γκάζι. Σε λιγότερα από
τριάντα λεπτά έφτασαν στην οδό Johnson street,
κατέβηκαν από το περιπολικό και είδαν τον Ντέιβιντ
και την Μπεθ που τους περίμεναν έξω από το σπίτι
τρομοκρατημένοι. Ο σερίφης και ο βοηθός του τους
πλησίασαν. Ο Ντέιβιντ, καθώς εξηγούσε τι έγινε,
σφιχταγκάλιαζε τη Μπεθ που δεν μπορούσε να
σταματήσει να κλαίει. Οι δύο αστυνομικοί ανέβηκαν
στην ταράτσα, για να δουν το πτώμα. Το θέαμα που
αντίκρισαν τους έκανε να αηδιάσουν. Ο σερίφης διέταξε
τον Σπούνερ να πάρει τηλέφωνο στο τμήμα για
ενισχύσεις. Λίγη ώρα μετά έφτασαν
τρία περιπολικά. Μέσα σε ένα από
αυτά βρισκόταν ο ιατροδικαστής
Κόουλ. Ανέβηκε στην ταράτσα,
όπου συνάντησε τον σερίφη, ο
οποίος τον ενημέρωσε για το
τι είχε συμβεί. Ο ιατροδικαστής
Κόουλ, όμως, δεν μπορούσε να
εξετάσει καθαρά το πτώμα λόγω
της βροχής, γι’ αυτό είπε ότι θα
το κάνει αργότερα στο εργαστήριό του.
Την επόμενη μέρα ο σερίφης Μακντίλαν πήγε στο
εργαστήριο του ιατροδικαστή Κόουλ και, όταν τον
ρώτησε τι έγινε με το πτώμα, ο ιατροδικαστής τον
κοίταξε, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
– Τόσο άσχημα είναι τα πράγματα;, ρώτησε ο σερίφης
– Δυστυχώς, είναι κάτι που έχουμε να το δούμε εδώ και
δεκαπέντε χρόνια, του απάντησε ο ιατροδικαστής.
37
– Τι εννοείς; Αφού έχουμε τελειώσει μ’ αυτήν την
ιστορία!
– Φοβάμαι πως όχι, Τζακ... Απλά δες τη δαγκωματιά στο
λαιμό του πτώματος.
Ο Μακντίλαν κοίταξε προσεκτικά το λαιμό του
κοριτσιού και είπε:
– Μάλλον αυτό σημαίνει πως πρέπει να καλέσουμε
τον ειδικό γι’ αυτή τη δουλειά, τον κυνηγό
βρικολάκων...
Δυο λεπτά αργότερα με πήραν τηλέφωνο
στο γραφείο μου. Το σήκωσα και είπα:
– Εμπρός!
Μόλις άκουσα το όνομα Μακντίλαν, κατάλαβα
αμέσως τι με ήθελε, γιατί την τελευταία φορά που
μιλήσαμε ήταν πριν από δεκαπέντε χρόνια και
ήταν για την ίδια δουλειά.
– Τζακ, πέρασαν δεκαπέντε χρόνια. Ελπίζω να είναι
σημαντικό.
– Να είσαι σίγουρος, παλιόφιλε! Σε περιμένω στο
τμήμα, μου είπε.
– Η φιλία μας τελείωσε εκείνο το βράδυ!, του
απάντησα και το ’κλεισα.
Όταν πήγα στο τμήμα, συνάντησα τον
Τζακ. Δεν ήμουν ιδιαίτερα φιλικός, αν και
αυτός προσπάθησε. Πήγα κατευθείαν να δω το
πτώμα. Αμέσως κατάλαβα ποιος ήταν ο
δολοφόνος. Είπα στον Μακντίλαν ότι, όταν
κάνω την έρευνά μου θα τον ενημερώσω για τα
αποτελέσματα, αλλά τον προειδοποίησα ότι θα υπάρξουν
κι άλλα θύματα.
38
Το βράδυ ο σερίφης Μακντίλαν, καθώς πήγαινε
στο σπίτι του, σκέφτηκε να κόψει δρόμο μέσα απ’ το
δάσος. Είχε βάλει ραδιόφωνο και τραγουδούσε κεφάτος,
όμως κάποια στιγμή είδε μπροστά του ένα άνθρωπο. Δεν
πρόλαβε να κόψει ταχύτητα, γιατί τα φρένα δεν έπιαναν,
με αποτέλεσμα να πατήσει τον άντρα που εμφανίστηκε
μπροστά του. Κατέβηκε να δει τι έγινε, αλλά δεν
βρήκε κανέναν στο έδαφος. Εκείνη τη στιγμή άκουσε
μια φωνή δέκα βήματα πίσω του να του λέει:
– Εμένα ψάχνεις;
Αντίκρισε έναν άντρα με κουκούλα, ένα ζευγάρι
κατάμαυρα μάτια και δυο μυτερά δόντια που
δεν άργησαν να βυθιστούν στο λαιμό του
σερίφη.
Την άλλη μέρα στην
κηδεία του, στην οποία
παραβρέθηκα,
πλησίασα
έναν άντρα και του είπα:
– Πάνε δεκαπέντε χρόνια και είσαι ο
ίδιος...
Και αυτός μου απάντησε:
– Και χίλια να περάσουν, πάλι ο ίδιος θα ’μαι... Τι
λες αυτή τη φορά, θα καταφέρεις να με σκοτώσεις;
Επειδή
εκείνο το βράδυ ξεγελάστηκες εύκολα...
– Μπορεί τότε, αλλά τώρα θα πάψεις να υπάρχεις για
πάντα και θα φροντίσω εγώ γι’ αυτό!, του απάντησα.
Προσπάθησε να με τρομοκρατήσει λέγοντάς μου:
– Ξέρεις, θα μπορούσα να σε σκοτώσω εδώ και τώρα!
– Δεν σε αμφισβητώ, αλλά βάζω σκόρδο στον καφέ μου
εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Το αίμα μου μπορεί να σε
σκοτώσει, του είπα κι αυτός γέλασε.
Για να σας βοηθήσω να καταλάβετε, δεκαπέντε
χρόνια πριν, πλάσματα της νύχτας που τους ονομάζουμε
βρικόλακες ήρθαν στο Secret Way, ελπίζοντας να
μείνουν. Όμως ο σερίφης Μακντίλαν αποφάσισε να
αναλάβει τη δουλειά του πατέρα του, που πρόσφατα είχε
πεθάνει. Εκείνη την εποχή είχαν έρθει και οι
βρικόλακες. Ο Σόναν είχε σκοτώσει τον πατέρα του
σερίφη Μακντίλαν και ακολούθησαν πολλές νύχτες
σφαγής και αίματος. Κάποιος έπρεπε να κάνει κάτι,
κάποιος έπρεπε να βάλει ένα τέλος σε όλους αυτούς τους
θανάτους, γι’ αυτό κάλεσαν εμένα. Με ονομάζουν κυνηγό
βρικολάκων. Από μικρό παιδί ένιωθα πάντα κάτι να
λείπει από μέσα μου, ένιωθα ένα κενό. Μεγαλώνοντας με
τράβηξαν τα υπερφυσικά πράγματα, ήθελα να τα μαθαίνω,
ώστε να έχω τη γνώση να τα εξαφανίζω. Έτσι έγινε και με
τους βρικόλακες. Στο λύκειο γνώρισα ένα κορίτσι που με
ερωτεύτηκε τρελά. Μετά από ένα μήνα σχέσης αποφάσισε
να μου πει το μυστικό της, ότι ήταν βρικόλακας.
Καιρό αργότερα αφού είχα τελειοποιήσει το
σχέδιο εξόντωσής της, την σκότωσα. Από
τότε και μετά περιπλανιέμαι σε
διάφορα μέρη της γης, ψάχνοντας
για
βρικόλακες
και
τρόπους για να τους
σκοτώσω. Έτσι έγινα
γνωστός ως «κυνηγός
βρικολάκων». Γι’ αυτό
με κάλεσε τότε στο Secret Way ο σερίφης Μακντίλαν.
Σκότωσα με τα ίδια μου τα χέρια εφτά βρικόλακες, όμως
μου ξέφυγαν τέσσερις, ανάμεσά τους ο Σόναν, ο πιο
σκληρός, ο πιο βασανιστικός απ’ όλους. Η τελευταία
φράση που μου είπε τότε ήταν: «Θα γυρίσω για σένα,
Ντάρεν!». Αυτά τα δεκαπέντε χρόνια προετοιμαζόμουν και
τον περίμενα να έρθει. Έτσι είχαν γίνει τα πράγματα.
Στις δώδεκα και τέταρτο τα μεσάνυχτα χτύπησε το
τηλέφωνό μου. Το σήκωσα και, χωρίς να ξέρω ποιος με
καλεί, είπα:
– Τι έγινε;
– Είμαι ο ιατροδικαστής Κόουλ, έλα γρήγορα!
Πήγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Έφτασα στο αστυνομικό
τμήμα, έτρεξα στο ασανσέρ, πάτησα το κουμπί μείον τρία,
για το τρίτο υπόγειο. Εκεί βρίσκεται το εργαστήριο του
ιατροδικαστή Κόουλ, όπου εξετάζουν τα πτώματα. Άνοιξα
την πόρτα, μπήκα μέσα και κοίταξα τον ιατροδικαστή
Κόουλ στα μάτια. Μου έδειξε ένα σιδερένιο τραπέζι, πάνω
στο οποίο ένα λευκό σεντόνι σκέπαζε ένα πτώμα. Τράβηξε
το σεντόνι και αντίκρισα το νεκρό σώμα της γραμματέας
39
Λίνζι, που είχε μια δαγκωματιά στη δεξιά μεριά του
λαιμού της. Κατάλαβα αμέσως ποιος ήταν ο δολοφόνος
και σκέφτηκα ότι έπρεπε να δράσω άμεσα. Τη σκέψη μου
διέκοψε ο ιατροδικαστής Κόουλ:
– Τι σκέφτεσαι να κάνεις, Ντάρεν;
– Κάτι έχω στο νου μου...
– Ελπίζω να πιάσει, μου ευχήθηκε.
– Να ’σαι σίγουρος, του απάντησα, αν και από μέσα μου
σκεφτόμουν ότι κάτι θα πάει στραβά και ο Σόναν θα μου
ξεφύγει, όπως την τελευταία φορά. Αυτά τα πλάσματα
διαθέτουν στο μυαλό τους σοφία αιώνων. Είναι πολύ
ύπουλα και πολύ έξυπνα τέρατα, χωρίς ίχνος φόβου ή
συναισθήματος.
Αποχαιρέτησα τον ιατροδικαστή Κόουλ με ένα
ξερό αντίο. Βγήκα από το αστυνομικό τμήμα και μπήκα
στο αμάξι μου, μια Μπιούικ του ’88. Παλιό μοντέλο, αλλά
ήταν εξαιρετικό για τα γούστα μου. Πριν βάλω τη
μηχανή του αυτοκινήτου μπροστά, άναψα ένα πούρο, για
να χαλαρώσω και να σκεφτώ. Αναρωτιόμουν, αν ήμουν ο
Σόναν, τι θα έκανα. Δεν κατάφερα να σκεφτώ κάτι, οπότε
έβαλα μπροστά το αμάξι. Ξεκίνησα τον δρόμο μου, αλλά
δεν ήξερα για πού.
Στη διαδρομή για το πουθενά πείνασα και πήγα σε
ένα εστιατόριο που βρήκα στο δρόμο μου. Μπήκα μέσα,
κάθισα σε ένα μικρό απομονωμένο τραπέζι στη γωνία και
περίμενα τον σερβιτόρο, για να του δώσω παραγγελία.
Ένα λεπτό αργότερα ο σερβιτόρος έφτασε, μου πήρε την
παραγγελία και έφυγε. Κατόπιν, ο ίδιος σερβιτόρος
βγήκε έξω από την πίσω πόρτα του εστιατορίου,
κρατώντας δυο μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Πέταξε τα
40
κρατώντας
σκουπίδια
στους
κάδους απορριμμάτων
και, πιάνοντας το
πόμολο της πόρτας,
άκουσε μια φωνή πίσω του,
που του είπε:
– Θέλω να παραγγείλω...
Ο σερβιτόρος γύρισε, είδε μια
σιλουέτα
κρυμμένη
στο
σκοτάδι και απάντησε:
– Συγγνώμη, κύριε, πρέπει να πάτε μέσα
στο εστιατόριο.
– Δεν πειράζει, θα δειπνήσω απ’ έξω...!
Αφού... δείπνησε, αυτός ο άντρας μπήκε μέσα στο
εστιατόριο από τη μπροστινή πόρτα, ήρθε και κάθισε στο
τραπέζι μου.
– Σε περίμενα, Σόναν, του είπα.
– Δεν εκπλήσσομαι πια, μου απάντησε.
– Προς τι το πτώμα της γραμματέως που μου έστειλες;
– Αυτό δεν είναι τίποτα, απλώς διασκέδασα για λίγο...
– Πες τι θέλεις, γιατί επέστρεψες μετά από τόσα χρόνια;,
τον ρώτησα νευριασμένος.
Με κοίταξε με ένα ειρωνικό βλέμμα και μου είπε:
– Ηρέμησε..., «κυνηγέ»... Εγώ βρίσκομαι εδώ με
ειρηνικούς σκοπούς...
– Αυτό φάνηκε απ’ τα δύο πτώματα που άφησες!, του είπα.
– Πες το όπως θες. Εγώ απλά σου ανακοινώνω ότι θα
σκοτώσω εσένα και όλους τους πολίτες του Secret Way.
Σηκώθηκε να φύγει. Σηκώθηκα κι εγώ και του είπα:
– Αυτή τη φορά τα πράγματα θα είναι διαφορετικά!
– Το ίδιο λέω κι εγώ!, μου απάντησε κι έφυγε.
Την επόμενη μέρα χτύπησε η πόρτα του σπιτιού
μου. Πήρα ένα πάσαλο στο χέρι και άνοιξα διάπλατα την
πόρτα. Αντί γι’ αυτόν που περίμενα, είδα μπροστά μου μια
πανέμορφη γυναίκα, ξανθιά, με γαλανά μάτια και υπέροχα
χείλη που μίλησαν και μου είπαν:
– Είμαι η Γκλόρια Μακντίλαν, κόρη του σερίφη Τζακ
Μακντίλαν. Μπορώ να περάσω;
– Βεβαίως, της είπα.
Αφού μπήκε μέσα, κάθισε στο σαλόνι και μου αποκάλυψε
τον λόγο της επίσκεψής της:
– Λίγο μετά την κηδεία του πατέρα μου, αφού πήγα σπίτι,
μου ήρθε ένα βίντεο με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στο
κινητό μου τηλέφωνο. Όταν το άνοιξα, είδα τον πατέρα
μου να μου λέει: «Αγαπημένη μου κόρη, Γκλόρια, για να
βλέπεις αυτό το βίντεο, πάει να πει ότι είμαι νεκρός.
Δεν θέλω να στεναχωριέσαι. Θέλω να συνεχίσεις τη ζωή
σου και να είσαι χαρούμενη και ευτυχισμένη, για να είμαι
κι εγώ. Πρώτα, όμως, θέλω να σου θυμίσω κάτι απ’ τα
παλιά. Θυμάσαι που σου έλεγα μια ιστορία με βρικόλακες;
Ε, λοιπόν, αυτή η ιστορία είναι αληθινή και πιστεύω πως
σχετίζεται με τον θάνατό μου. Θέλω να βρεις τον κυνηγό
βρικολάκων και να διαλευκάνετε μαζί το μυστήριο του
θανάτου μου. Αντίο, καλή μου, και να προσέχεις...».
Όπως κατάλαβες, τα ξέρω όλα και θα σε βοηθήσω να
σκοτώσεις τον Σόναν.
– Ο Σόναν σκότωσε και θα σκοτώσει ακόμα πολλούς. Δεν
θέλω να είσαι μία από αυτούς, της είπα.
– Τότε θα το κάνω μόνη μου, δεν σε χρειάζομαι, μου
απάντησε κι έφυγε αναστατωμένη.
41
Κάμποσες ώρες αργότερα, όταν είχε πια
νυχτώσει, η Γκλόρια ήταν στο σπίτι της με
την καλύτερή της φίλη που είχε πάει για να
της συμπαρασταθεί για τον θάνατο του
πατέρα της. Ενώ οι δύο φίλες ξεχάστηκαν
μιλώντας για αισθηματικά, άρχισε να
χτυπάει το κινητό τηλέφωνο της Γκλόρια, η
οποία το σήκωσε, αλλά δεν πήρε καμία
απάντηση. Λίγο αργότερα το τηλέφωνο
ξαναχτύπησε. Η Γκλόρια το σήκωσε πάλι.
– Ποιος είναι;, ρώτησε.
– Μου αρέσεις πολύ..., της απάντησε
κάποιος.
Η Γκλόρια το έκλεισε. Μετά από λίγο το
τηλέφωνο χτύπησε για τρίτη φορά. Οι δύο
φίλες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Η Γκλόρια
το σήκωσε και κάποιος της είπε:
– Αφού έκανες το τρομερό λάθος να μου το
κλείσεις, δεν θα έχω τύψεις γι’ αυτό που θα
κάνω μετά...
Η Γκλόρια το ξανάκλεισε. Αμέσως της ήρθε
ένα γραπτό μήνυμα που έλεγε: «Είμαι απ’ έξω
και σε περιμένω».
42
– Έχω αρχίσει να φοβάμαι, της είπε η φίλη
της.
– Μην ανησυχείς, της λέει η Γκλόρια. Πάω
να δω.
Η Γκλόρια άνοιξε την πόρτα, αλλά δεν
είδε κανένα. Βγήκε έξω και περπάτησε
είκοσι βήματα, ενώ η φίλη της είχε
παραμείνει μέσα στο σπίτι. Τότε ήρθε άλλο
ένα γραπτό μήνυμα στο κινητό της που
έλεγε: «Δεν είμαι έξω, αλλά μέσα». Η
Γκλόρια γύρισε αμέσως το βλέμμα της στο
σπίτι και είδε από την ανοιχτή πόρτα
κάποιον να δαγκώνει τη φίλη της στον
λαιμό.
Η Γκλόρια φοβήθηκε τόσο πολύ, όσο
δεν είχε ξαναφοβηθεί ποτέ στη ζωή της.
Εκείνη την τρομαχτική στιγμή κατάλαβε
πως τα πράγματα δεν θα ήταν τόσο εύκολα
όσο
νόμιζε.
Από
μικρό
κοριτσάκι
παρακολουθούσε ταινίες τρόμου στην
τηλεόραση, στις οποίες – στις περισσότερες
δηλαδή – οι καλοί έπιαναν πάντα τον κακό
και συνέχιζαν να ζουν αρμονικά. Κάπως έτσι
νόμιζε ότι θα τέλειωνε και η
περιπέτεια με τους βρικόλακες.
Με ζωγραφισμένο τον τρόμο στο πρόσωπό
της άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα
μπορούσε, για να φτάσει στο πουθενά.
Απλά ήλπιζε να γλιτώσει από αυτό το τέρας
που προηγουμένως σκότωσε τη φίλη της.
Καθώς έτρεχε, κοίταξε προς τα πίσω, για να δει
αν την ακολουθούν, αλλά δεν είδε κανέναν.
Όταν, όμως, γύρισε το βλέμμα της μπροστά,
σταμάτησε απότομα, γιατί είδε κάποιον με κουκούλα,
ντυμένο στα μαύρα, ακριβώς όπως αυτόν που σκότωσε
τη φίλη της. Η Γκλόρια πήρε μια κοφτή ανάσα φόβου
και το σώμα της άρχισε να τρέμει. Άρχισε σιγά-σιγά
να οπισθοχωρεί, ενώ ταυτόχρονα ο κουκουλοφόρος
βάδιζε προς το μέρος της. Η Γκλόρια παραπάτησε και
έπεσε στο έδαφος. Ο κουκουλοφόρος την έπιασε
από τον λαιμό με το δεξί του χέρι. Τα μάτια του
τα κάλυπτε η κουκούλα, αλλά από το ανοιχτό
στόμα του ξεπρόβαλαν τα δόντια του, που
ήταν έτοιμα να καρφωθούν στον λαιμό της
Γκλόρια. Όμως, εκείνη ακριβώς τη στιγμή
ακούστηκε ένας θόρυβος από την πλάτη
του βρικόλακα, στην οποία είχε
μπήξει έναν πάσαλο βουτηγμένο
στο σκόρδο ο κυνηγός
βρικολάκων, δηλαδή εγώ, ο Ντάρεν.
– Απομακρύνσου!, είπα στη Γκλόρια.
Έβγαλα την κουκούλα από το νεκρό σώμα
του βρικόλακα και, ενώ περίμενα να
αντικρίσω τον Σόναν, προς μεγάλη μου έκπληξη
είδα ότι ήταν μια γυναίκα, την οποία δεν είχα
ξαναδεί. Είπα στην Γκλόρια να πάρει την
αστυνομία κι έφυγα.
Όταν έφτασα σπίτι μου, πληκτρολόγησα έναν
δεκαψήφιο αριθμό στο κινητό μου. Δυο δευτερόλεπτα
αργότερα, η Μόνικα απάντησε:
– Ναι;
– Συνάντηση στο γνωστό μέρος. Να είσαι εκεί, της
είπα κοφτά και το έκλεισα.
Μία ώρα αργότερα τη συνάντησα. Της είπα ότι
χρειάζομαι τη βοήθειά της, για να καλέσω τον
Τζάκσον Λόρελ και την αγέλη του. Το ίδιο
κιόλας βράδυ πήγαμε στο δάσος με τη Μόνικα, η
οποία άναψε φωτιά εκτείνοντας το χέρι
της προς ένα κλαδί που είχε ρίξει στο έδαφος,
μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτα λόγια.
Μου είπε να καθίσω κάτω και έβαλε στο
δεξί μου χέρι ένα δόντι λύκου.
Μου είπε να κλείσω τα μάτια και
43
να σκεφτώ δυνατά αυτόν που θέλω να καλέσω. Το έκανα.
Εκείνη τη στιγμή «είδα» τον Τζάκσον και του είπα «Σε
χρειάζομαι!».
Το επόμενο πρωί χτύπησε η πόρτα του σπιτιού μου.
Άνοιξα και αντίκρισα τον Τζάκσον, μόνο του.
– Πού είναι οι υπόλοιποι;, τον ρώτησα.
– Θα έρθουν στην πανσέληνο, μου απάντησε.
Του μίλησα για τον Σόναν και υποσχέθηκε ότι
θα με βοηθήσει.
Αφού έφυγε από το σπίτι μου,
ξεκίνησα την εφαρμογή του σχεδίου
εξόντωσης του Σόναν. Το πρώτο πράγμα
που έπρεπε να κάνω ήταν να
επικοινωνήσω μαζί του. Οπότε,
χρειαζόμουν τη βοήθεια της
Μόνικα.
Προχώρησα
προς
το
τραπέζι της κουζίνας και σήκωσα το
ακουστικό, αλλά, πριν προλάβω να
την καλέσω, χτύπησε η εξώπορτα.
Προχώρησα με πολύ αργά βήματα
προς τα εκεί, άρπαξα έναν πάσαλο με
το δεξί μου χέρι, έπιασα
το μαύρο πόμολο και το έστριψα σιγάσιγά προς τα αριστερά. Άνοιξα την πόρτα
χωρίς να βιάζομαι και... δεν είδα τίποτα.
Όμως μια γυναικεία φωνή πίσω μου μου είπε:
– Γιατί άργησες να ανοίξεις;
– Μόνικα, το ξέρω ότι είσαι μάγισσα, αλλά μπορείς να
μπαίνεις σαν άνθρωπος κανονικά από την πόρτα; Μην
παίζεις με τα νεύρα μου!, της είπα σε έντονο ύφος.
44
– Καλά, εντάξει! Την επόμενη φορά. Λοιπόν, τι κάνουμε;
– Απόψε το βράδυ γίνεται ένα πάρτι στο σπίτι των
Άνταμς. Ο Σόναν θα είναι σίγουρα εκεί. Το μόνο που
θέλω από σένα είναι να τον οδηγήσεις στο δάσος.
– Εντάξει, Ντάρεν, τα λέμε τη νύχτα, είπε η Μόνικα κι
έφυγε.
Ο ήλιος έδυσε. Νύχτα. Ολόκληρο το
Secret Way ήταν λουσμένο στο παγωμένο
φως της πανσελήνου. Στο σπίτι των
Άνταμς όλοι χόρευαν με τη δυνατή
μουσική έξω, στον κήπο. Η Μόνικα έκανε
μία βόλτα στο εσωτερικό του σπιτιού.
Ανέβηκε στον πάνω όροφο και μπήκε σε
ένα δωμάτιο. Ξαφνικά έκλεισαν οι
πόρτες. Η Μόνικα πήρε μια απότομη
ανάσα.
– Ποιος είναι εκεί;
– Εσύ ποιος λες, μαγισσούλα;
– Τι θέλεις;, είπε τρομοκρατημένη.
– Εγώ, τίποτα το σπουδαίο. Μόνο
μια ερώτηση να κάνω.
Ο Σόναν χίμηξε πάνω της, την
κόλλησε στον τοίχο και τη
ρώτησε:
– Πες μου, τι ετοιμάζει ο Ντάρεν;
– Δεν καταλαβαίνω, τι εννοείς;, είπε πνιχτά η
Μόνικα.
– Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ! Κι αν δεν μου πεις...
Και πριν προλάβει ο Σόναν να ολοκληρώσει τη φράση
του:
– Καλά, καλά, θα σου πω! Μόνο άφησέ με!, είπε η Μόνικα
φοβισμένη, δακρύζοντας αδιάκοπα.
– Λέγε γρήγορα!
– Σου την έχουν στήσει στο δάσος, αυτός και ο
Σπούνερ.
– Χμμ, μάλιστα! Τελικά δεν είσαι
και απολύτως άχρηστη..., της
είπε χαμογελώντας
ειρωνικά.
– Τι θα κάνεις;, τον
ρώτησε έντρομη.
– Θα είσαι η πρώτη που
θα το μάθει!
Κι έγινε καπνός.
Η Μόνικα
σηκώθηκε από το πάτωμα
που είχε πέσει, σα να μην
είχε συμβεί απολύτως τίποτα.
Έβγαλε από την τσέπη της το
κινητό της τηλέφωνο και κάλεσε
έναν αριθμό.
– Όλα έγιναν όπως
είπαμε. Την πίστεψε
την ιστορία.
– Εντάξει, της απάντησα.
Όταν έκλεισα το τηλέφωνο, γύρισα πίσω μου και είπα:
– Όπως τα είπαμε! Ετοιμαστείτε!
Έκατσα δίπλα σ’ ένα δέντρο μαζί με τον Σπούνερ και
περιμέναμε.
Ακούστηκε ένας ψίθυρος, δέκα βήματα πίσω
μας:
– Έμαθα ότι με ψάχνετε!
– Τώρα!, φώναξα και βγήκαν από τα δέντρα οι
λυκάνθρωποι του Λόρελ, έτοιμοι να επιτεθούν
στον Σόναν. Αλλά
εκείνος, με άγριο
πρόσωπο,
σαν
αστραπή
βρέθηκε
μπροστά μου και, πριν
προλάβω να αντιδράσω...
....................................
Όταν ξύπνησα, είχα γίνει
αυτό που μισούσα πιο πολύ. Ένα
τέρας. Και σήμερα, 25 χρόνια μετά,
είμαι ακόμα νέος, σα να μην πέρασε
μια μέρα. Είμαι πιο δυνατός από ποτέ
και ακόμα πίνω ανθρώπινο αίμα...
45
46
ΚΑΤΑΚΤΗΜΕΝΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ, ΓΗ
Τμήμα: Α2
Συγγραφή - Εικονογράφηση:
Βρυθιά Κατερίνα
47
Ό
πως όλοι γνωρίζουμε, η επιστήμη έχει
προχωρήσει πολύ. Οι άνθρωποι πάντα φαντάζονταν ότι
υπήρχε ζωή σε άλλους πλανήτες... Έτσι έφτιαξαν
διαστημόπλοια και ταξίδεψαν σε πλανήτες, για να
διαπιστώσουν αν υπήρχε νερό, αέρας και ζωή.
Πολύ συχνά πάλι, όταν οι άνθρωποι έλειπαν
από το σπίτι τους, έβαζαν κάμερες και έβλεπαν να
συμβαίνουν πράγματα που δεν μπορούσαν να
εξηγήσουν λογικά, όπως να ανοίγουν ντουλάπια, να
πέφτουν πιάτα και άλλα σκεύη. Ακόμα διάβαζαν ή
έβλεπαν στο internet διάφορα κείμενα – ενδείξεις για
την ύπαρξη εξωγήινων. Και να που η φαντασία έγινε
πραγματικότητα …
Έτσι μια μέρα έφτασε ένα διαστημόπλοιο στη
Ρώμη... Οι εξωγήινοι που βρίσκονταν μέσα σ’ αυτό είχαν
ένα μεγάλο μυτερό κεφάλι, τεράστιο μέτωπο, δύο μεγάλα
μάτια και τεράστια μυτερά δόντια. Είχαν μαζί τους ένα
υπνωτικό αέριο που μπορούσε να κοιμίσει τους πάντες.
Μ’ αυτό υπνώτισαν όλη την πόλη για πέντε ώρες. Ωστόσο
έφτασαν και στην Ισπανία και σε άλλες χώρες.
Χρησιμοποιώντας το αέριο κατάφεραν να καταλάβουν με
ευκολία όλη τη γη.
48
Δεκατρία χρόνια μετά…
Κάτω από τη γη, οι άνθρωποι είχαν δημιουργήσει
καταφύγια. Εκεί ζούσαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που
είχαν νερό, φαγητό και ζεστασιά. Κάποιοι επιστήμονες,
ωστόσο, είχαν συλλάβει έναν εξωγήινο και πειραματίζονταν...
Έτσι ανακάλυψαν ότι το μόνο που μπορούσε να σκοτώσει τους
εξωγήινους ήταν η Rock μουσική. Οι άνθρωποι, ενθουσιασμένοι
απ’ αυτή την ανακάλυψη, βγήκαν αθόρυβα από τα κρησφύγετά
τους και κατέκλυσαν τα γήπεδα, τους κινηματογράφους και
τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Παντού ακουγόταν Rock
μουσική. Κι έτσι σκότωναν μέρα με τη μέρα όλο και πιο
πολλούς... Μ’ αυτόν τον τρόπο οι άνθρωποι κατάφεραν να
εξοντώσουν τους περισσότερους εξωγήινους και να διώξουν
τους υπόλοιπους από τη γη.
Ένα χρόνο μετά….
... ήρθε πάλι ένα σκάφος... Οι εξωγήινοι που κατέφθασαν μ’
αυτό καταλάβαιναν πια τη γλώσσα των ανθρώπων. Έτσι μίλησαν
ανθρώπινα, ζήτησαν συγγνώμη για τη συμπεριφορά τους και
είπαν ότι ήρθαν για να διορθώσουν τα λάθη τους. Βοήθησαν
τους ανθρώπους να ξαναχτίσουν τις πόλεις τους. Εξωγήινοι και
άνθρωποι συνεργάστηκαν και έγιναν φίλοι.
Οι άνθρωποι κέρδισαν και πάλι. Όποιος κι αν είναι ο
εχθρός τους – ζώα, μηχανή, εξωγήινοι – πάντα νικούν... Οι
εξωγήινοι ένιωσαν ευγνωμοσύνη και διδάχτηκαν πολλά από
τους ανθρώπους...
49
50
ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ, ΣΤΗΝ ΟΡΝΤΙΑΛ
Τμήμα: Α3
Συγγραφή: Σακκούδη Ελβίρα
Εικονογράφηση:
Σακκούδη Ελβίρα
Παρασύρης Βαγγέλης
Σηφάκης Βασίλης
Παπαδάκη Κάλλια
Πληκτρολόγηση:
Σηφάκης Βασίλης, Παπαδάκη Κάλλια
51
AΠ O TH Γ H, STHN OPNTIAΛ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Άνναμπελ είναι ένα 13χρονο κορίτσι που ζει λίγο
πιο έξω από το Λονδίνο, δίπλα στις όχθες του ποταμού
Τάμεση. Έχει μαύρα μαλλιά, πράσινα μάτια και ευγενικά
χαρακτηριστικά προσώπου. Είναι καλή, ευγενική, έξυπνη,
σχετικά ήρεμη, συγκρατημένη αλλά και ντροπαλή, με χαμηλή
αυτοεκτίμηση, κι αυτό γιατί τα παιδιά στο σχολείο της, όταν
ήταν μικρή, την κορόιδευαν για ένα σημάδι που είχε στο
μέτωπό της. Ποτέ δεν κατάλαβε τι ακριβώς ήταν αυτή η
δυσχρωμία. Την είχε από πολύ μικρή ηλικία. Εμφανίστηκε
λίγες εβδομάδες μετά τη γέννησή της, ξαφνικά κι από τη μια
στιγμή στην άλλη. Πολλές φορές προσπάθησαν να την
εξαφανίσουν, πήγαν στους καλύτερους δερματολόγους,
δοκίμασαν ένα σωρό κρέμες, αλλά τίποτα... δεν έλεγε να
φύγει. Έτσι τα παράτησαν.
Η Άνναμπελ έχει ελληνικές ρίζες. Ο πατέρας της ήταν
από τη Σαντορίνη και ήταν πιλότος, αλλά πέθανε σε
αεροπορικό δυστύχημα. Ζούσε πλέον με τη μητέρα της, τη
Λίζα, και τη γιαγιά της, τη Σου. Ο παππούς της είχε χαθεί,
όταν η μητέρα της ήταν ακόμα δύο χρονών. Δεν ήξεραν αν είχε
πεθάνει ή αν ζούσε. Ακόμα και τώρα, όμως, έχουν κάποιες
αμυδρές ελπίδες ότι ζει.
Μια μέρα, καθώς η Άνναμπελ έπαιζε κοντά στο ποτάμι
μαζί με τον σκύλο της, τον Τζάκι, είδε μια περίεργη πέτρα που,
παρόλο που ήταν καλυμμένη με φύλλα και κλαδιά, έλαμπε
52
πολύ έντονα, τόσο που ήταν δύσκολο να μην την παρατηρήσει
κάποιος. Πήγε στο σημείο που ήταν και την ξεσκέπασε. Την
ίδια στιγμή έβγαλε ένα επιφώνημα θαυμασμού. Καθάρισε την
πέτρα από το χώμα, για να την περιεργαστεί καλύτερα. Ήταν
πανέμορφη. Είχε έντονο πράσινο χρώμα και στο πάνω μέρος
χρυσά σχέδια που προεξείχαν. Ο Τζάκι γάβγιζε τρομαγμένος
για αρκετή ώρα, μέχρι που τον ηρέμησε η Άνναμπελ. Αφού
θαύμασε για πολλή ώρα την ομορφιά της πέτρας, τη σήκωσε
με τα δυο της χέρια, για να τη βάλει μες στο σακίδιό της. Την
ίδια στιγμή ένιωσε ένα έντονο κάψιμο στο σημείο που ήταν το
σημάδι της, για λίγα δευτερόλεπτα όμως. Μετά πέρασε. Αφού
έβαλε την πέτρα στην τσάντα της, αναχώρησε για το σπίτι
της, αποφασισμένη να μην πει τίποτα για την πέτρα σε
κανέναν.
Όταν έφτασε σπίτι, άκουσε ψιθύρους από την κουζίνα:
– Μαμά; Γιαγιά;
– Άνναμπέλ μου, ήρθες;
– Ναι, μαμά, της απάντησε.
– Α, ωραία! Πρέπει να σου πω κάτι που συζητούσαμε. Τώρα,
λοιπόν... Βασικά, με την γιαγιά σου λέγαμε πως αύριο
κλείνεις τα δεκατρία και μπαίνεις στα δεκατέσσερα.
– Μαμά, ξέρω αριθμητική, πού θέλετε να καταλήξετε εσύ και
η γιαγιά;, ρώτησε.
– Θέλουμε να καταλήξουμε, απάντησε η γιαγιά της που μέχρι
τότε δεν είχε μιλήσει, στο ότι πρέπει να σου κάνουμε ένα πάρτι
και να καλέσουμε όλους τους φίλους σου.
– Εμ, δεν διαφωνώ, αλλά το θέμα είναι ότι δεν έχω φίλους ή
έστω πραγματικούς φίλους, είπε λυπημένα και συνέχισε: Όλοι
με κοροϊδεύουν για το σημάδι μου. Το ξέρω πως θα θέλατε να
είμαι πολύ κοινωνική και να με θέλουν όλοι στην παρέα τους,
αλλά δεν είναι έτσι τα πράγματα. Δεν έχω κανέναν φίλο ή
φίλη!
Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της. Την ίδια στιγμή ο
Τζάκι γάβγισε θυμωμένος. Η Άνναμπελ χαμογέλασε και είπε:
– Εσύ εξαιρείσαι, Τζάκι. Είσαι ο καλύτερος φίλος που θα
μπορούσα να έχω και δεν σκοπεύω να σε χάσω...
Το σκυλί ξανά γάβγισε χαρούμενα αυτή τη φορά. Η
Άνναμπελ τον πήρε αγκαλιά και πήγε στο δωμάτιό της.
Μόλις μπήκε μέσα, κλείδωσε την πόρτα και έβγαλε την
πέτρα από την τσάντα. Αφού την κοίταξε για πολλή ώρα, την
τύλιξε με ένα πανί και την έβαλε κάτω από το κρεβάτι. Η
υπόλοιπη μέρα κύλησε ήρεμα.
Το βράδυ κοιμήθηκε σκεπτόμενη τη συζήτηση που είχε
με τη μαμά και τη γιαγιά της και κατέληξε στο συμπέρασμα
ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα μοναχικό κορίτσι.
Όμως, έκανε λάθος!
ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ, ΣΤΗΝ ΟΡΝΤΙΑΛ
– Μα τι θα γίνει επιτέλους, Τζάκι; Θα χτυπάς για
πολλή ώρα ακόμα;, ρώτησε θυμωμένα η Άνναμπελ, μόλις
άνοιξε τα μάτια της. Κοίταξε το ρολόι. «Μία και τέταρτο τα
μεσάνυχτα. Τέλεια! Πώς θα ξανακοιμηθώ εγώ τώρα;»
σκέφτηκε. Το κρεβάτι συνέχισε να ταρακουνιέται. Πήγε να
φωνάξει στον Τζάκι να σταματήσει, όταν τον είδε να είναι
μαζεμένος και κατατρομαγμένος σε μια γωνιά. Αρχικά
ξαφνιάστηκε. Μετά όμως ηρέμησε και κοίταξε επιφυλακτικά
κάτω από το κρεβάτι. Γούρλωσε τα μάτια της από έκπληξη.
Αυτό που έκανε το κρεβάτι να ταρακουνιέται ήταν η πέτρα
που χοροπηδούσε πάνω κάτω! Την έβγαλε έξω, την
ακούμπησε πάνω στο κρεβάτι και την ξετύλιξε από το πανί.
Μετά από λίγο ένα κομμάτι στην κάτω μεριά της πέτρας
έσπασε και εμφανίστηκαν δύο φολιδωτά ποδαράκια. Η
Άνναμπελ έμεινε έκπληκτη στη θέση της. Σε λίγο η πέτρα
που, όπως αποδείχτηκε τελικά, ήταν αυγό, έσπασε και
εμφανίστηκαν άλλα δύο μικροσκοπικά πόδια. Η Άνναμπελ
πετάχτηκε όρθια. Είδε την αντανάκλασή της στον καθρέφτη.
Η έκπληξή της κορυφώθηκε. Πλησίασε, για να διακρίνει το
πρόσωπό της καλύτερα. Το σημάδι της έλαμπε με ένα πράσινο
φως. Πώς και δεν είχε παρατηρήσει τόσο καιρό ότι το σημάδι
της είχε σχήμα δράκου;
Άκουσε
ένα
μεγάλο
«μπαμ». Το αυγό είχε πέσει από
το κρεβάτι και είχε σπάσει. Τότε
πρόσεξε το μικρό πράσινο
πλασματάκι που περπατούσε από
’δώ κι από ’κεί. Το δέρμα του
σκεπαζόταν από φολίδες. Από το
κεφάλι μέχρι την ουρά του είχε
μικρά εξογκώματα που έμοιαζαν
με αγκάθια. Όταν το πλασματάκι
χασμουρήθηκε, η Άνναμπελ διέκρινε τα μικρά, αλλά σαν
μαχαίρια, κοφτερά δόντια του καθώς και τα γλυκά πράσινα
μάτια του, που ήταν το ίδιο χρώμα με τα δικά της αλλά λίγο
πιο ανοιχτόχρωμα από τα φτερά του και απ’ όλο του το σώμα.
53
Μόλις το πράσινο πλασματάκι βρήκε την ισορροπία
του, η Άνναμπελ το άγγιξε. Τότε ένιωσε ένα πόνο στο χέρι της
καθώς και στο κεφάλι της. Διπλώθηκε στα δύο. Όταν
σταμάτησε να πονάει, κοίταξε την παλάμη της. Ένα ασημένιο
αστέρι είχε σχηματιστεί. Κοίταξε ξανά στον καθρέφτη. Το
σημάδι είχε γίνει κι αυτό ασημί. Τότε, ξαφνικά, άκουσε μέσα
στο μυαλό της μια φωνή:
– «Άνναμπελ... !! Άνναμπελ... !!»
– Ποιός είναι;, αναφώνησε έντρομη.
Το πλασματάκι χαμογέλασε και κούνησε την ουρά του.
– Εσύ;, ρώτησε η Άνναμπελ.
Τότε αυτό ένευσε καταφατικά.
– Με καταλαβαίνεις;, ξαναρώτησε.
Ένευσε ξανά με τον ίδιο τρόπο.
– Χμ... Τί είσαι;
Ξανά άκουσε τη φωνή στο κεφάλι της:
– «Άκο»
– Τί είναι αυτό;
– «Άκο»
– Ά! Τώρα κατάλαβα! Δεν ξέρεις να μιλάς καλά... Σωστά...
Το περίεργο πλάσμα ένευσε καταφατικά για τρίτη φορά.
– Όμως, τι εννοείς λέγοντας «Άκο»;
– «Άκο! Άκο! Άκο!»
Πλέον το πλασματάκι είχε χάσει την υπομονή του και από τα
ρουθούνια του έβγαινε καπνός. Τότε η Άνναμπελ αναφώνησε
ενθουσιασμένη και κάπως τρομαγμένη:
– Θεέ μου! Είσαι δράκος!
Το δρακάκι φάνηκε αρκετά χαρούμενο, αφού μετά από τόση
προσπάθεια η Άνναμπελ επιτέλους κατάφερε να καταλάβει τι
είναι.
54
Η Άνναμπελ το παρατήρησε
για λίγη ώρα ακόμα, μέχρι που κάτι
της τράβηξε την προσοχή. Στο
πάτωμα του δωματίου της είχε
αρχίσει να ανοίγει μια κρύπτη!
Τρομαγμένη, πήρε τον δράκο και
τον Τζάκι αγκαλιά και κρύφτηκε σε
μια γωνιά πίσω από το κρεβάτι.
Όταν η κρύπτη μεγάλωσε πλήρως
και η διάμετρός της έφτασε το ένα
μέτρο, άρχισε να βγαίνει απ’ αυτήν
μία δύναμη που παρέσυρε την
Άνναμπελ μέσα της. Όσο κι αν προσπάθησε, δεν κατάφερε να
κρατηθεί και η κρύπτη την «ρούφηξε»!... Μόλις άρχισε η
πτώση τους, η Άνναμπελ διέκρινε ένα δάσος από κάτω τους.
Λίγο πριν προσγειωθούν, το κεφάλι της χτύπησε σε ένα κλαδί
και λιποθύμησε...
Δεν πρέπει να ήταν για πολλή ώρα λιπόθυμη, γιατί
άκουσε μια ανδρική φωνή να λέει :
– Μα τι γενειάδα του Έλιντουρ! Τι σκεφτόταν αυτός ο νάνος,
όταν έστειλε τα τρία αυγά στη γη; Πάλι καλά, βρήκα και τους
τρεις ιππείς πριν από τους άντρες του Άρζιτ!
Η Άνναμπελ, μόλις συνήλθε εντελώς, άνοιξε τα μάτια της,
τραβήχτηκε πίσω και είπε:
– Πού είμαι; Ποιος είσαι εσύ; Τι ήταν αυτά που έλεγες; Και
γιατί είμαι εδώ;
– Πιο σιγά, πιο σιγά! Λοιπόν, ας αρχίσουμε. Είσαι στην
Όρντιαλ, μια χώρα σε ένα παράλληλο σύμπαν με το δικό σου,
που κατοικείται από μαγικά πλάσματα αλλά και ανθρώπους.
Εγώ είμαι ο Άριον, αυτός που θα σε εκπαιδεύσει στη μαγεία
και την ξιφασκία, μέχρι να φτάσουμε στη χώρα των ξωτικών.
Αυτά που έλεγα θα στα εξηγήσω στον δρόμο, όπως και το
γιατί είσαι εδώ. Εμπιστεύσου με, Άνναμπελ, είμαι με τους
«καλούς»!
Πριν προλάβει η Άνναμπελ να μιλήσει, ο άντρας
συμπλήρωσε:
– Μη ρωτήσεις πώς ξέρω το όνομά σου, μου το είπε ο δράκος...
Άντε σήκω! Δεν έχουμε πολλή ώρα μπροστά μας!
Η Άνναμπελ, αμίλητη, σηκώθηκε και τράβηξε τα μαλλιά της
από το πρόσωπό της. Τότε ο Άριον αναφώνησε έκπληκτος:
– Θεέ μου! Είσαι η εκλεκτή! Η απόγονος του Έλιντουρ!
– Τι είμαι;, ρώτησε ξαφνιασμένη η Άνναμπελ.
– Τι; Δεν ξέρεις τίποτα για τον παππού σου;
– Για τον παππού μου;, ρώτησε χαμηλόφωνα και συνέχισε:
Το μόνο που ξέρω είναι ότι εξαφανίστηκε πριν σαράντα
χρόνια, όταν η μαμά μου ήταν δύο χρονών. Επίσης, ξέρω πως
ήταν τολμηρός, με αυτοπεποίθηση και αυτοσεβασμό και πως,
όταν εξαφανίστηκε, ήταν μόλις είκοσι χρονών... Πες μου, ζει
ακόμα; Και αν ζει και είναι εδώ, πώς κατάλαβες ότι είμαι
εγγονή του;
– Πώς το κατάλαβα; Μα από το σημάδι του δράκου στο
μέτωπό σου! Όταν ο παππούς σου έμαθε πως γεννήθηκες,
πήγε στη γη, για να σε δει. Σε ευλόγησε και σου έδωσε τύχη
και ένα λαμπρό μέλλον. Ανέδειξε εσένα ως εκλεκτή, για να
σώσεις την Όρντιαλ από τον Άρζιτ. Τελικά, όμως, πρέπει να
μάθεις περισσότερα από αυτά που σκόπευα να σου πω. Πρέπει
να μάθεις και την ιστορία του Έλιντουρ, του παππού σου,
αλλά θα αφήσω να στην πει αυτός, είπε ο Άριον και τελείωσε
τον λόγο του.
– Μα τον παππού μου τον έλεγαν Άνταμ και όχι Έλιντουρ,
του ανταπάντησε η Άνναμπελ με ένα τόνο δυσπιστίας στη
φωνή της.
– Ναι, το ξέρω, αλλά όταν ήρθε εδώ, ο Μέρνοτ, ο τότε
αρχηγός των επαναστατών, του άλλαξε το όνομα. Το
Έλιντουρ έχει ως α΄ συνθετικό τη λέξη «έλια» που σημαίνει
«δρακοϊππέας» ή δρακάρης και β΄ συνθετικό τη λέξη
«έντρουν» που σημαίνει πρώτος. Όλο μαζί σημαίνει
«πρωτοϊππέας» ή «πρωτοδρακάρης». Όμως, σε παρακαλώ
ανέβα στο άλογο και πάμε να φύγουμε. Θα σου εξηγήσω τα
υπόλοιπα στον δρόμο, είπε ο Άριον.
Η Άνναμπελ ανέβηκε στο άλογο που της έδειξε ο
Άριον. Ήταν κάτασπρο και μεγαλοπρεπές. Αρχικά δεν είπαν
τίποτα. Τα άλογα έτρεχαν γρήγορα μέσα στο δάσος. Ο Άριον
κοιτούσε ευθεία μπροστά, λες και το άλογο θα πήγαινε πιο
γρήγορα ή ο δρόμος προς τον προορισμό τους θα συντόμευε. Η
Άνναμπελ τον παρατήρησε για λίγο. Ήταν καλογυμνασμένος,
γύρω στα είκοσι δύο με εικοσιπέντε. Είχε καστανά μαλλιά και
καφετί σπινθηροβόλα μάτια. Ήταν αρκετά ψηλός και
απέπνεε αυτοπεποίθηση.
Κάποια στιγμή η Άνναμπελ ρώτησε:
– Λοιπόν, θα μου απαντήσεις σε αυτά που σε ρώτησα;
Ο Άριον τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου του, αναγκάζοντας
το να μειώσει ταχύτητα. Το ίδιο έκανε και η Άνναμπελ. Τότε ο
Άριον της είπε :
– Εντάξει, αλλά μη με διακόψεις. Η ιστορία που θέλω να σου
πω είναι μεγάλη, αλλά θα προσπαθήσω να στη διηγηθώ όσο
πιο σύντομα μπορώ. Λοιπόν, κάποτε στην Όρντιαλ
επικρατούσε ειρήνη, χάρη στους δρακοϊππείς. Όμως κάποια
μέρα γεννήθηκε ένα μωρό με το όνομα Άρζιτ, που σημαίνει
«προδότης». Ήθελε να αλλάξει τη μοίρα του και έτσι μπήκε
55
στο σώμα των δρακάρηδων. Ήταν πολύ επιδέξιος και από
τους καλύτερους στο σώμα. Όμως, σε μια μάχη ενάντια στους
γόρπουλ – τέρατα που βασανίζουν τους ανθρώπους του
Βορρά, για να πάρουν την περιουσία τους – ο δράκος του τον
πρόδωσε, σταμάτησε τη νοητική επαφή μαζί του και τον έριξε
από τη σέλα. Όλα αυτά έγιναν εξαιτίας ενός δηλητηρίου που
έδωσαν τα γόρπουλ στον δράκο. Αυτό, όμως, δεν είναι το
χειρότερο. Εξαιτίας της διακοπής της νοητικής του επαφής με
τον δράκο, ο Άρζιτ τρελάθηκε και έγινε πράγματι προδότης.
Για να μην τα πολυλογώ, ο Άρζιτ έκλεψε ένα αυγό, το οποίο
εκκόλαψε μαζί με άλλους προδότες, οι οποίοι πέθαναν στην
μάχη, αφού πρώτα σκότωσαν τους υπόλοιπους δρακοϊππείς
και έφεραν το «τέλος των δρακάρηδων». Μετά εμφανίστηκε ο
παππούς σου και ο Έρτσαλτ, ο οποίος σκοτώθηκε σε μια μάχη
πριν από κάτι μήνες. Αυτοί αναζωπύρωσαν το ηθικό των
κατοίκων της χώρας και έφεραν μια καινούργια επανάσταση.
Τι έγινε από κει και πέρα θα στο πει ο Έλιντουρ. Τώρα πρέπει
να σου πω τι γυρεύεις εσύ εδώ. Εσύ, Άνναμπελ, είσαι μια από
τους τρεις νέους δρακοϊππείς. Θα αναρωτιέσαι πώς προέκυψε
αυτό. Λοιπόν άκου: ο νάνος που μετέφερε τα αυγά, ο Ίρντεν,
έπεσε σε ενέδρα στρατιωτών, καθώς τα πήγαινε στη χώρα των
ξωτικών, την «Αλόρα». Όταν το κατάλαβε, αντί να τα στείλει
στο κρησφύγετό μας, τα έστειλε στη γη, κάτι που του κόστισε
πολλή ενέργεια και παραλίγο τη ζωή του. Από τα αυγά,
λοιπόν, το ένα το βρήκες εσύ και τα άλλα δυο, δύο αδέρφια
δίδυμα στη Σαντορίνη. Πιστεύω πως θα μπορέσετε να
συνεννοηθείτε, εφόσον μιλάς κι εσύ ελληνικά. Αλλά τώρα
πρέπει να αυξήσουμε την ταχύτητά μας, γιατί, αν συνεχίσουμε
έτσι, θα νυχτώσει και δεν θα έχουμε φτάσει ακόμη.
56
Μόλις τελείωσε τη φράση του, χτύπησε το άλογο χαλαρά στα
πλευρά και αυτό επιτάχυνε. Η Άνναμπελ τον μιμήθηκε.
ΣΤΟ ΚΑΡΕΤ
Λίγο πριν νυχτώσει, έφτασαν στο χωριό-κρησφύγετο.
Ο Άριον τής εξήγησε ότι το χωριό λεγόταν Κάρετ, δηλαδή
«ελευθερία». Την οδήγησε σε ένα σπίτι στο κέντρο του χωριού.
Μόλις άνοιξαν την πόρτα, αντίκρισαν μια λεπτή γυναίκα με
κόκκινα μαλλιά και γαλάζια μάτια, που κρατούσε ένα μωρό
στην αγκαλιά της. Δίπλα της ήταν άλλα δύο παιδιά, ένα
κορίτσι και ένα αγόρι. Το κορίτσι ήταν στο ύψος της
Άνναμπελ, είχε γαλάζια μάτια και καστανόξανθα μαλλιά. Το
αγόρι ήταν πιο ψηλό, είχε το ίδιο χρώμα μαλλιών με την
αδερφή του, αλλά τα δικά του μάτια ήταν πράσινα, πιο έντονα
από αυτά της Άνναμπελ.
– Γεια σας, είπε αμήχανα η Άνναμπελ.
– Άνναμπελ, αυτή είναι η γυναίκα μου, η Ίλιεν, και αυτός ο
γιος μας, είπε ο Άριον δείχνοντας τη γυναίκα και το μωρό και
συνέχισε δείχνοντας τα δύο παιδιά: Και αυτοί είναι οι άλλοι
δύο δρακοϊππείς.
Εκείνη τη στιγμή δύο μικρά δρακάκια, ένα κόκκινο και ένα
μπλε ήρθαν από την κουζίνα. Πρώτο μίλησε το κορίτσι :
– Γεια, είμαι η Αλεξάνδρα κι αυτός είναι ο δράκος μου, ο
Γκάρτορ. Την ίδια στιγμή έδειξε το μπλε πλασματάκι. Αυτός
είναι ο αδερφός μου, ο Ιάσονας, και αυτή η δράκαινά του, η
Σίρα. Μιλάς ελληνικά, έτσι; Πώς σε λένε; Ποιο είναι το όνομα
το δράκου σου; Εμ, συγγνώμη, αν γίνομαι εκνευριστική, αλλά
δεν έχω ξαναβρεθεί σε παρόμοια κατάσταση.
– Χα χα! Μην ανησυχείς, δεν είσαι εκνευριστική. Ναι, μιλάω
ελληνικά, αν και μένω στο Λονδίνο. Ο πατέρας μου ήταν
Έλληνας. Με λένε Άνναμπελ. Εμ, βασικά δεν ξέρω πώς λένε
τον δράκο... Μήπως μπορείτε να βοηθήσετε;, ρώτησε η
Άνναμπελ, αφού απάντησε στις ερωτήσεις της Αλεξάνδρας.
– Φυσικά! είπε ο Ιάσονας, που μέχρι τότε δεν είχε μιλήσει. Σε
αυτό το βιβλίο θα βρεις πολλά ονόματα που ταιριάζουν σε
έναν δράκο! Πρώτα, όμως, πρέπει να μάθεις αν είναι δράκος,
όπως ο Γκάρτορ, ή δράκαινα, όπως η Σίρα. Μετά
θα του πεις κάποια ονόματα που σου
αρέσουν και θα διαλέξει αυτός... ή αυτή.
– Μα πώς θα τον ρωτήσω τι φύλο
είναι;, ρώτησε η Άνναμπελ.
– Είστε ήδη ο ένας μέσα στο μυαλό του
άλλου. Απλώς σκέψου το, της απάντησε
η Αλεξάνδρα.
Και η Άνναμπελ σκέφτηκε:
– «Είσαι αγόρι;»
Ο δράκος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Η Άνναμπελ
πήρε το βιβλίο και διάλεξε μερικά ονόματα που της
άρεσαν, όμως κανένα από αυτά δεν άρεσε στη δράκαινα. Το
κορίτσι αναστέναξε και έκλεισε το βιβλίο. Καθώς το έκλεινε
διέκρινε στην πρώτη σελίδα άλλο ένα όνομα που δεν είχε δει
πριν.
– «Κερντόνα;»
Η δράκαινα κούνησε το κεφάλι της συγκαταβατικά.
– Τελικά ποιο όνομα διάλεξε;, ρώτησε με περιέργεια ο
Ιάσονας.
– Κερντόνα, του απάντησε η Άνναμπελ.
– «Εγώ Κερντόνα!», ακούστηκε η φωνή του δράκου μέσα στο
κεφάλι της Άνναμπελ. Αυτή χαμογέλασε, σήκωσε την
Κερντόνα και, αφού την ακούμπησε στον ώμο της, όπως τα
άλλα παιδιά τους δράκους τους, τη χάιδεψε.
Μέχρι να βραδιάσει, τα παιδιά συζητούσαν κι έπαιζαν.
Γνώρισαν το ένα το άλλο κι έγιναν φίλοι. Ο Άριον τους
εξήγησε πως θα έμεναν εκεί, μέχρι να μεγαλώσουν λίγο οι
δράκοι τους και να μπορέσουν να πετάξουν με αυτούς στην
πλάτη τους, κάτι που θα έπαιρνε περίπου τέσσερις μήνες. Στο
διάστημα αυτό θα εκπαιδεύονταν σκληρά στην ξιφασκία και
τη μαγεία. Επίσης τους είπε πως το επόμενο βράδυ στο χωριό
θα είχε πανηγύρι και πως μέχρι τότε δεν θα έβγαιναν, για να
προλάβουν να τους βρουν ρούχα σαν κι αυτά που φορούσαν
οι άνθρωποι εκεί. Η Άνναμπελ και η Αλεξάνδρα τούς
ξεκαθάρισαν πως αποκλείεται να φορέσουν φορέματα,
όπως τα περισσότερα κορίτσια στο Κάρετ.
Όταν βράδιασε για τα καλά και
το μόνο που φώτιζε τον ουρανό ήταν τα
αστέρια και το φεγγάρι, η Ίλιεν τους
φώναξε για το φαγητό. Για τα παιδιά,
τον άντρα της και την ίδια είχε ετοιμάσει
κοτόσουπα, ενώ για τους δράκους είχε ετοιμάσει
αγριογούρουνα. Μόλις τελείωσε το φαγητό της, η
Άνναμπελ διαπίστωσε πως κάθε δράκος είχε φάει ένα
αγριογούρουνο! Τότε ρώτησε έκπληκτη:
– Άριον, η Κερντόνα έφαγε ένα αγριογούρουνο ολομόναχη!
Είναι φυσιολογικό αυτό; Εννοώ, πώς είναι δυνατόν, αφού
χωράει στη χούφτα μου!
– Είναι απόλυτα φυσιολογικό. Αύριο κιόλας θα έχει
μεγαλώσει. Μέσα σε δέκα μέρες πρέπει να έχει φτάσει στο
γόνατό σου, της απάντησε ο Άριον.
57
Τα δύο αδέλφια έμειναν έκπληκτα, καθώς
είδαν πως ο Γκάρτορ και η Σίρα είχαν
κάνει το ίδιο με την Κερντόνα. Αφού
συζήτησαν για λίγο ακόμα, πήγαν στα δωμάτια. Όλα
γύρω ήταν πολύ ήσυχα. Με το που ξάπλωσαν τα
παιδιά, τα πήρε κατευθείαν ο ύπνος.
Το άλλο πρωί, αμέσως μετά το πρωινό, ο Άριον έδωσε
στην Άνναμπελ ένα μανδύα, για να κρύψει τα ρούχα της, και
μια κορδέλα για το σημάδι της. Την οδήγησε σε ένα μεγάλο
κτίριο εκατό μέτρα μακριά από το σπίτι. Ήταν χτισμένο με
πέτρα, όπως και πολλά κτίσματα στο χωριό, για παράδειγμα
το σπίτι του Άριον, μόνο που αυτό ήταν διπλάσιο στο μέγεθος
απ’ τα άλλα σπίτια και είχε πέτρινη οροφή. Όταν μπήκαν
μέσα, είδαν τρεις μεγάλες ξύλινες πόρτες, μία αριστερά, μία
δεξιά και μία ευθεία μπροστά τους, που τη φύλαγαν τρεις
κοντοί άντρες.
– Αυτοί είναι νάνοι, της είπε χαμηλόφωνα ο Άριον.
Μόλις έφτασαν μπροστά στην πόρτα, ο Άριον ψιθύρισε κάτι
στο αυτί ενός από τους νάνους. Αυτός έκανε σήμα στους
άλλους δυο, οι οποίοι μετά απ’ αυτό άνοιξαν την πόρτα.
Όταν μπήκαν στην αίθουσα, απέναντί τους είδαν έναν
άντρα καθισμένο σ’ ένα μαύρο μαρμάρινο γραφείο. Μόλις
τέλειωσε μ’ αυτό που έγραφε, σηκώθηκε όρθιος. Ήταν ψηλός,
λεπτός, με γκρίζα μακριά μαλλιά και γκρίζα, μακριά
περιποιημένη γενειάδα. Τα μάτια του είχαν το ίδιο χρώμα με
της Άνναμπελ. Φορούσε λευκό πουκάμισο, μαύρο παντελόνι
και ένα αμάνικο ζακετάκι. Έμοιαζε να είναι γύρω στα
πενήντα. «Αυτός πρέπει να είναι ο Έλιντουρ», σκέφτηκε η
Άνναμπελ και η Κερντόνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι
της μέσα απ’ τον μανδύα.
58
– Έλιντουρ, είπε ο Άριον και, αφού υποκλίθηκε, συνέχισε:
Συνήθως φοράς μπορντό ρούχα. Τώρα γιατί μαύρα; Γιατί
πενθείς;
– Αχ, Άριον, είπε ο άλλος άντρας, σαν σήμερα πριν τριάντα
χρόνια άφησα την οικογένειά μου. Χτες η εγγονή μου έκλεισε
τα δεκατρία και εγώ δεν ήμουν εκεί.
– Βασικά, γι’ αυτό το θέμα θέλω να σου μιλήσω. Νομίζω πως
βρήκα την εγγονή σου. Αυτό εδώ το κορίτσι – είπε και έδειξε
την Άνναμπελ – είναι μία από τους τρεις νέους δρακάρηδες.
Την λένε Άνναμπελ, όπως την εγγονή σου, τη μητέρα της
Λίζα, όπως την κόρη σου, και τη γιαγιά της Σου, όπως τη
γυναίκα σου. Επίσης, έχει το χρώμα των ματιών σου και
τέλος το σημάδι της εκλεκτής.
Όταν τελείωσε με αυτά που είχε να πει, ο Άριον έβγαλε
την κορδέλα από το μέτωπο της Άνναμπελ, για να φανεί το
σημάδι. Τότε ο Έλιντουρ αμίλητος προχώρησε με αργά
βήματα προς την Άνναμπελ και την έσφιξε στην αγκαλιά του
λέγοντάς της:
– Εγγονούλα μου...
– Αφού είσαι ο παππούς μου, γιατί άφησες τη μαμά και τη
γιαγιά;, ρώτησε η Άνναμπελ.
– Γιατί, της απάντησε θλιμμένα, η Όρντιαλ χρειαζόταν τη
βοήθειά μου, Όταν τελειώσουν όλα, θα τις φέρουμε εδώ.
– Τι εννοείς «όταν τελειώσουν όλα»;
– Εννοώ, όταν έρθει το τέλος της βασιλείας του Άρζιτ...
Πέρασαν αρκετές ώρες συζητώντας, ώσπου ήρθε το απόγευμα
και η Άνναμπελ με τον Άριον έπρεπε να φύγουν.
Όταν έφτασαν σπίτι, η Ίλιεν έδειξε σε όλα τα
παιδιά τα ρούχα που θα φορούσαν. Πήγε το
καθένα στο δωμάτιό του, για να ετοιμαστεί.
59
Η Άνναμπελ φόρεσε λευκό πουκάμισο, μαύρο δερμάτινο
παντελόνι και μπότες και ένα αμάνικο, μαύρο, δερμάτινο
ζακετάκι που κούμπωνε στη μέση των πλευρών. Επίσης έβαλε
και τη μαύρη κορδέλα που φορούσε το πρωί. Η Αλεξάνδρα
φόρεσε σχεδόν τα ίδια ρούχα με την Άνναμπελ, αν εξαιρέσεις το
χρώμα. Το ζακετάκι και το παντελόνι της ήταν καφέ, όπως και
οι μπότες της αλλά σε πιο σκούρα απόχρωση. Ο Ιάσονας
φορούσε καφέ δερμάτινο παντελόνι, στην ίδια απόχρωση με της
αδελφής του, καθώς και σακάκι αμάνικο στην ίδια απόχρωση
με το παντελόνι και μπότες σε σκούρο καφέ χρώμα. Όλοι είχαν
από μια μικρή δερμάτινη τσάντα ταχυδρόμου σε μέγεθος που να
μπορεί να χωρέσει μέσα της ένας μικρός δράκος, κάτι λογικό,
εφόσον γι’ αυτόν τον σκοπό προοριζόταν.
Το βράδυ, το χωριό φωτιζόταν με πυρσούς αναμμένους
κατά μήκος των δρόμων. Τα σπίτια ήταν άλλοτε πέτρινα,
άλλοτε ξύλινα, με σκεπές πότε κεραμιδένιες, πότε ξύλινες και
πότε αχυρένιες. Στην πλατεία, στη μέση του χωριού, όπου
γινόταν το πανηγύρι, υπήρχαν πολλοί πάγκοι με πολύχρωμες
τέντες. Σ’ αυτούς μπορούσες να βρεις τα πάντα, από μικρά
γλυκίσματα μέχρι κοσμήματα. Γυναίκες, παιδιά, άντρες ήταν
μαζεμένοι γύρω από τους πάγκους, που έπιαναν το μισό της
πλατείας, και χάζευαν τα μπιχλιμπίδια. Στο άλλο μισό της
πλατείας δεν υπήρχαν πάγκοι, αλλά μια ορχήστρα με διάφορα
όργανα και μια πίστα όπου χόρευαν νάνοι, ξωτικά και
άνθρωποι.
– Πάω να βρω τον Έλιντουρ. Εσείς οι τρεις να μείνετε μαζί,
είπε ο Άριον κι έφυγε.
Τα παιδιά χάζευαν στους πάγκους, ώσπου ο Άριον τους έκανε
60
σήμα να πάνε κοντά του. Τότε, λίγο πιο πέρα, είδαν τον
Έλιντουρ που τους χαιρέτησε. Η Άνναμπελ έτρεξε στην
αγκαλιά του παππού της. Στη συνέχεια τα άλλα παιδιά
υποκλίθηκαν και, καθώς ο Έλιντουρ έφευγε, για να ανέβει
στην εξέδρα και να εκφωνήσει τον λόγο του, αυτά μαζί με τον
Άριον κατευθύνθηκαν προς έναν πάγκο με γλυκίσματα. Από
’κεί πήραν εφτά κεϊκάκια με ροζ και μπλε σαντιγί, ένα για κάθε
άνθρωπο κι ένα για κάθε δράκο. Λίγο μετά που τα έφαγαν, ο
Έλιντουρ ανέβηκε στην πίστα για να εκφωνήσει τον λόγο του:
– Κάτοικοι του Κάρετ! Πρώτα απ’ όλα θέλω να σας ευχηθώ:
Ίρα ούρουκ άνε κίμπα κούριμπα και, για όσους δεν ξέρουν τι
σημαίνει αυτό, να το μεταφράσω: Τα ξίφη σας να είναι κοφτερά
πάντα! Δεύτερον, επιθυμώ να ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα
που ακούστηκαν αυτές τις μέρες. Δεν θύμωσα με τον Ίρντεν,
επειδή έστειλε τα αυγά στη γη, αλλά επειδή μετά απ’ αυτό
θέλησε να αυτοκτονήσει, λες και σκότωσε κανέναν. Επίσης,
κανένα απ’ τα αυγά δεν έπεσε στα χέρια της αυτοκρατορίας,
αλλά αντίθετα τα βρήκατε όλα, μαζί με τους Ιππείς τους και
μάλιστα μια απ’ αυτούς είναι και η εκλεκτή. Δρακάρηδες, σας
παρακαλώ, μπορείτε να ’ρθετε;
– Άντε πηγαίνετε, είπε ο Άριον.
Τα παιδιά με αργά βήματα πήγαν στο μέρος του Έλιντουρ. Οι
δράκοι ξέφυγαν απ’ τις τσάντες και πέταξαν στους ώμους των
δρακάρηδών τους. Το πλήθος, έκπληκτο, χειροκρότησε.
– Λοιπόν, από αύριο τα παιδιά αρχίζουν την εκπαίδευσή τους
και δεν θα ήθελα να τα ενοχλείτε. Αυτά είχα να πω.
Και τώρα, ας συνεχιστεί ο χορός και το τραγούδι, είπε ο
Έλιντουρ κι απομακρύνθηκε μαζί με τα παιδιά.
Η ΚΑΤΑΤΡΟΠΩΣΗ
Καθώς γυρνούσαν στο σπίτι, η Άνναμπελ άρχισε να
πονάει σε όλο της το σώμα, γονάτισε και διπλώθηκε στα δυο.
Ξαφνικά ο πόνος σταμάτησε και τα πάντα τυλίχθηκαν σε ένα
εκτυφλωτικό φως. Μόλις το φως υποχώρησε είδε ένα όραμα:
ένα κορίτσι με μακριά μαύρα μαλλιά ως το γόνατο κι άσπρο
φόρεμα έτρεχε σ’ ένα στενό, κρατώντας κάτι στα χέρια της,
ενώ πίσω της έτρεχαν κάποιοι μεγαλόσωμοι άντρες που
φώναζαν, για να τους δώσει αυτό που κρατούσε. Τότε η
Άνναμπελ άνοιξε τα μάτια της και είδε ότι το σοκάκι του
οράματός της ήταν ακριβώς μπροστά της. Αφηγήθηκε σύντομα
στην υπόλοιπη παρέα το όραμα και κατευθύνθηκε προς το
στενό με τα παιδιά και τον Άριον να την ακολουθούν. Μόλις
προχώρησε λίγο στο στενό, είδε τους άντρες γύρω από το
κορίτσι να το απειλούν.
– Ε! φύγετε αμέσως!, φώναξε ο Άριον και οι άντρες έφυγαν
κατατρομαγμένοι.
– Καλά είσαι;, ρώτησε η Άνναμπελ το κορίτσι και συνέχισε:
Πώς σε λένε;
Το κορίτσι σηκώθηκε και είπε:
– Ευχαριστώ που με έσωσες. Μην ανησυχείς, καλά είμαι. Με
λένε Ελέινα και είμαι ξωτικό.
Τότε έριξε πίσω τα μαλλιά της κι έδειξε τα μυτερά αυτιά της.
– Συγγνώμη, συνέχισε, που μπήκα στο μυαλό σου Άνναμπελ,
αλλά ήθελα βοήθεια κι ήξερα ότι μια δρακοϊππέας θα με
βοηθούσε. Αυτοί οι άντρες, μόλις μου έπεσε κάτω το βιβλίο, το
πήραν κι είπαν πως, αφού το έχασα και το βρήκαν, είναι δικό
τους. Με τη μαγεία κατάφερα να το πάρω πίσω, αλλά με
κυνήγησαν. Ξέρεις... είναι σημαντικό για εμένα, ήταν της
μητέρας μου και περιέχει μέσα ξόρκια που χρησιμοποιούσε όσο
ζούσε. Και αυτή και ο πατέρας μου ήταν δρακάρηδες. Σίγουρα
σε λίγους μήνες εσύ και οι φίλοι σου θα πάτε στη χώρα των
Ξωτικών για εκπαίδευση. Είμαι καλή στη μαγεία και ξέρω
όλη την Αλόρα σαν την παλάμη μου! Σας παρακαλώ, πάρτε
με μαζί σας! Θα είναι μεγάλη τιμή για μένα να ταξιδεύω με
τρεις δρακάρηδες και το δεξί χέρι του Έλιντουρ! Σας
παρακαλώ! Θα με πάρετε μαζί σας;
– Ευχαρίστως, είπε ο Άριον, αλλά πρέπει να μ’ αφήσεις να
διαβάσω το μυαλό σου. Για αυτονόητους λόγους....
– Εντάξει, απάντησε η Ελέινα.
Μετά από κανένα δεκάλεπτο ο Άριον, που μέχρι τότε είχε τα
μάτια του κλειστά και δεν είχε βγάλει μιλιά, άνοιξε τα μάτια
του και είπε χαρούμενα:
– Καλώς ήρθες, Ελέινα! Τώρα θα έρθεις να μείνεις σπίτι μου,
μαζί με τα άλλα παιδιά και από αύριο αρχίζουμε προπόνηση
στην ξιφασκία και τη μαγεία.
Όταν πήγαν σπίτι, ο Άριον εξήγησε στην Ίλιεν τι
συμβαίνει κι αυτή έστρωσε για την Ελέινα το δεύτερο κρεβάτι
που υπήρχε στο δωμάτιο της Άνναμπελ. Τα κορίτσια μόλις
ξάπλωσαν, άρχισαν να μιλούν. Μιλούσαν για διάφορα
ενδιαφέροντα θέματα, όπως για την αστρονομία και την
κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα, ώσπου τις πήρε ο
ύπνος.
Το πρωί σηκώθηκαν νωρίς, για να αρχίσουν την
εκπαίδευση. Έφαγαν ένα καλό πρωινό και βγήκαν από το
σπίτι. Εκεί συνάντησαν τον Άριον μαζί με πέντε άλογα. Το
ένα ήταν κάτασπρο και πανέμορφο, με λεία χαίτη και ουρά.
Αυτό ήταν το άλογο της Άνναμπελ. Το άλλο άλογο, αυτό της
Ελέινα, ήταν σχεδόν παντού μαύρο με μία λευκή λωρίδα
61
ανάμεσα στα μάτια. Είχε βασιλικό παράστημα κι ήταν
ευγενικό ζώο. Το τρίτο άλογο φαινόταν γρήγορο και είχε
ανάστημα πρωταθλητή, ήταν κανελί και λευκό. Το άλλο
άλογο ήταν καφέ και απέπνεε τον ίδιο αέρα με το τρίτο. Αυτά
τα τελευταία δύο άλογα ανήκαν στην Αλεξάνδρα και τον
Ιάσονα αντίστοιχα. Ο Άριον ήταν καθισμένος στη σέλα του
αλόγου που είχε χρησιμοποιήσει για να βρει την Άνναμπελ.
Το άλογο αυτό ήταν κατάμαυρο και γρήγορο σαν αστραπή,
τέλειο για νυχτερινή καταδίωξη. Αφού ο Άριον παρέδωσε σε
κάθε παιδί το άλογό του, ξεκίνησε κι έκανε σήμα στα
παιδιά να τον ακολουθήσουν.
Έφτασαν σ’ ένα καταπράσινο ξέφωτο
μέσα στο δάσος. Εκεί σταμάτησαν. Όλοι
κατέβηκαν από τα άλογά τους και οι
δράκοι βγήκαν από τις τσάντες των
παιδιών και πέταξαν πάνω από το
δάσος για λίγο. Μετά επέστρεψαν
πάλι.
– Λοιπόν, παιδιά, εδώ θα κάνουμε
την
καθημερινή μας προπόνηση. Οι δράκοι
σας θα εξασκούνται μόνοι τους στην πτήση.
Εσείς, με τη βοήθειά μου, θα μάθετε ξιφασκία
και μαγεία, είπε ο Άριον και συνέχισε: Φυσικά η
Ελέινα ξέρει ήδη κάποια πράγματα περί μαγείας,
εφόσον είναι ξωτικό και κάτοχος του βιβλίου της μαγείας, κι
εσύ, Άνναμπελ, έχεις χρησιμοποιήσει ήδη τη μαγεία και
αρκετές φορές μάλιστα.
– Εγώ;, ρώτησε η Άνναμπελ παραξενεμένη. Πώς είναι
δυνατόν;
62
– Απ’ ότι κατάλαβα, δεν είχες προσέξει ότι ανάλογα με τη
διάθεσή σου αλλάζει ο καιρός... Βασικά, ήταν λογικό να μην
το προσέξεις, αφού δεν το γνώριζες. Γι’ αυτά που γίνονταν
ευθυνόταν το σημάδι σου. Ξέρεις ότι, όταν το σημάδι της
εκλεκτής εμφανίστηκε στο κεφάλι σου,
αμέσως απέκτησες τρομερές δυνατότητες
στον τομέα της μαγείας;
Ο Άριον έμεινε για λίγο σιωπηλός
και μετά συνέχισε:
– Τέλος πάντων, ώρα για να
αρχίσουμε την εκπαίδευση. Σήμερα
θα σας εκπαιδεύσω μόνο στην ξιφασκία. Όταν
καταλάβω πως έχετε μάθει αρκετά περί του
θέματος αυτού, τότε θα αρχίσουμε και την
εκπαίδευση στη μαγεία. Λοιπόν, ας
αρχίσουμε!
Ο Άριον άρχισε με θεωρία για το
πώς έπρεπε να κρατάνε το ξίφος, πώς
έπρεπε να κινούνται, πώς να αμύνονται
και άλλα πολλά. Έδειξε στα παιδιά
διάφορες κινήσεις και τεχνικές και τα
παρότρυνε να δοκιμάσουν μερικές απ’ αυτές.
Κατά το απόγευμα τα παιδιά άρχισαν να
ξιφομαχούν μεταξύ τους. Ο Άριον έμεινε έκπληκτος
με το ταλέντο τους. Ξιφομαχούσαν λες και
εξασκούνταν χρόνια σε αυτό, ενώ πραγματικά
κανένας τους δεν είχε ξαναδώσει μάχη ποτέ.
Έκπληκτοι έμειναν κι οι δράκοι τους. Μόλις ο ήλιος έδυσε,
επέστρεψαν στο σπίτι.
Εκεί έφαγαν γρήγορα το βραδινό τους
και πήγαν στα δωμάτιά τους. Όταν η Άνναμπελ
ξάπλωσε, ακούστηκε η φωνή της Κερντόνα μέσα
στο κεφάλι της:
– «Άνναμπελ...»
– «Τι;»
– «Σήμερα ήσουν καταπληκτική!»
– «Αλήθεια;»
– «Ναι! Ξιφασκούσες λες και έκανες χρόνια προπόνηση!
Πρόσεξα ότι έκανες κάποιες πολύ δύσκολες κινήσεις, τις οποίες
δεν σας είχε δείξει ο Άριον. Ακόμα και πολύ πετυχημένοι
ξιφομάχοι δυσκολεύονται σε αυτές και εσύ τις έκανες με τόση
άνεση! Πώς τα κατάφερες;»
– «Ειλικρινά, Κερντόνα, δεν ξέρω... Οι κινήσεις μού έβγαιναν
αυθόρμητα... λες και δεν ήμουν εγώ ή λες και δεν κουνούσα εγώ
τα χέρια μου...»
– «Μμμ... ίσως να ’ναι το ένστικτο του δρακοϊππέα...»
– «Δεν ξέρω... Όμως εγώ παρατήρησα και κάτι άλλο...»
– «Τι;»
– «Ότι από σήμερα το πρωί δεν έχεις μπερδέψει καμιά λέξη, λες
και μέσα σε δύο μέρες μεγάλωσες κάτι χρόνια!»
– «Χα! Χα! Ωραία παρατήρηση! Εμείς οι δράκοι, μεγαλώνουμε
γρήγορα και, αν φυσικά δεν αρρωστήσουμε ή δεν
τραυματιστούμε βαριά, ζούμε πολλά χρόνια! Τέλος όμως η
κουβέντα. Αύριο, θα ξυπνήσουμε νωρίς. Καληνύχτα, μικρή!»
– «Χα! Χα! Ποιος μιλάει! Εσύ χωράς μέσα στο
τσαντάκι μου!»
– «Όχι για πολύ! Σε λίγους μήνες θα δεις! Άντε
τώρα, ύπνο! Καληνύχτα!»
– «Εντάξει καληνύχτα!»
Το επόμενο πρωί ακολούθησαν το ίδιο
πρόγραμμα. Έφαγαν πρωινό, έφυγαν με τα
άλογα, άρχισαν την εκπαίδευση – με θεωρία
λιγότερη όμως από αυτήν της προηγούμενης
φοράς –, συνέχισαν με ξιφασκία στην πράξη και
γύρισαν στο σπίτι. Κάθε μέρα γινόταν αυτό, μόνο που η
θεωρία μειωνόταν σταδιακά. Την επόμενη βδομάδα σταμάτησαν
τα μαθήματα της θεωρίας.
Μετά από περίπου ένα μήνα ο Άριον έκρινε ότι τα
παιδιά έπρεπε να αρχίσουν τα μαθήματα μαγείας. Αρχικά
φάνηκαν δύσκολα σ’ όλους, εκτός από την Ελέινα. Όμως το
επόμενο δίμηνο όλα άλλαξαν. Εκεί που τα παιδιά
δυσκολεύονταν να σηκώσουν ένα κλαδί, τώρα μπορούσαν να
σηκώσουν έναν άνθρωπο, ένα χιλιόμετρο μακριά! Επίσης, οι
δράκοι είχαν μεγαλώσει τόσο, που σε έναν μήνα θα μπορούσαν
να ιππευτούν από τους αναβάτες τους.
Οι επόμενοι μήνες κύλησαν αρμονικά. Τα παιδιά πλέον
ίππευαν τους δράκους τους, έκαναν περίπλοκα ξόρκια και
είχαν γίνει απίστευτοι ξιφομάχοι. Όλοι στο χωριό τα
αγαπούσαν και τα είχαν κάνει μέλη της μεγάλης τους
οικογένειας. Όμως ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού. Η
αναχώρησή τους έγινε μέσα σε κλίμα μεγάλης συγκίνησης. Η
Άνναμπελ είδε την Ιλέιν να κλαίει, διότι τόσο καιρό που τα
παιδιά έμεναν σπίτι της τα ’χε αγαπήσει. Τότε, για πρώτη φορά
τους τελευταίους έξι μήνες, θυμήθηκε με τόσο μεγάλη
νοσταλγία τη μαμά και τη γιαγιά της. Συνειδητοποίησε
πόσο της είχαν λείψει κι ότι θα ανησυχούσαν πολύ.
«Μόλις όλα τελειώσουν, θα τις φέρω εδώ και θα
ζήσουνε
ευτυχισμένες
για
πάντα...»,
υποσχέθηκε στον εαυτό της.
63
Λίγο μετά, όταν έφυγαν, ο Άριον είπε στα παιδιά:
– Πείτε στους δράκους σας να απογειωθούν και να μένουν
κρυμμένοι. Δεν πρέπει οι άντρες του Άρζιτ να καταλάβουν
πως οι δρακάρηδες περιφέρονται στη χώρα. Στο τέλος της
ημέρας θα φτάσουμε στο Νίρλαν, ένα μικρό χωριό. Από ’κεί
θα πάρουμε περισσότερες προμήθειες. Τα παιδιά μετέφεραν το
μήνυμα στους δράκους τους κι αυτοί απογειώθηκαν.
Κατά το μεσημεράκι μια σκέψη έφτασε στο μυαλό της
Άνναμπελ απ’ την Κερντόνα:
– «Γιαμ!»
– «Εεε;»
– «Ουπς! Συγνώμη λάθος! Απλώς έτρωγα μια
πεντανόστιμη χήνα και μου ξέφυγε μια σκέψη στο
μυαλό σου...»
– «Μια χήνα; Ωμή;»
– «Φυσικά! Δράκος είμαι! Τι ήθελες;»
– «Μα, πώς μπορείς να
τρως ωμά ζώα; Εγώ μια
φορά στη ζωή μου έφαγα
σούσι και μετά από πέντε
λεπτά έκανα εμετό!»
– «Χα! Χα! Εσύ είσαι άνθρωπος! Σε
πληροφορώ ότι στους δράκους αρέσουν
περισσότερο τα ωμά φαγητά παρά τα ψημένα!»
– «Ίου!», σκέφτηκε η Άνναμπελ αηδιασμένη.
– «Ίου, ξε-ίου, έτσι είναι τα πράγματα.»
Η Κερντόνα με την Άνναμπελ συζητούσαν για πολλή
ώρα, ώσπου το βράδυ έφτασαν στο Νίρλαν και
αναγκάστηκαν να διακόψουν τη συζήτησή τους. Μόλις
μπήκαν στο χωριό, έψαξαν γρήγορα για ένα πανδοχείο, για
64
να μείνουν το βράδυ. Την επόμενη μέρα θα έψαχναν για τις
προμήθειες και το μεθεπόμενο πρωί θα έφευγαν. Έτσι και
έγινε. Το πρωί έφυγαν και ξεκίνησαν τον δρόμο τους με
προορισμό την πόλη Όρντιν. Το ταξίδι τους ήταν μεγάλο, θα
έπρεπε να περάσουν μέσα απ’ την έρημο Γουέρντιπ. Αυτό θα
τους έπαιρνε το λιγότερο τέσσερις εβδομάδες.
Στη διάρκεια του ταξιδιού έγιναν πολλά
απρόοπτα. Στις δύο εβδομάδες η Ελέινα
αρρώστησε άσχημα, απ’ την αλλαγή
θερμοκρασίας ανάμεσα στη μέρα
και τη νύχτα, αλλά, με τη
βοήθεια των βοτάνων
και της μαγείας, έγινε
καλά. Αυτό τους στοίχισε δυο
εβδομάδες. Στη συνέχεια ο
Γκάρτορ,
ο
δράκος
της
Αλεξάνδρας, έσπασε το φτερό του
κουτουλώντας το σε ένα βράχο
και,
καθώς
ο
Ιάσονας
προσπαθούσε να του το δέσει μ’
έναν επίδεσμο, για να μην το
κουνάει, ο δράκος, κατά λάθος, τον
πέταξε μακριά και του έσπασε δυο πλευρά. Αυτό
επιβράδυνε ακόμα περισσότερο την πορεία τους. Ένα μήνα
μετά την αναχώρησή τους απ’ το Νίρλαν και δεν είχαν
διασχίσει ούτε καν τη μισή έρημο.
Εκείνες τις μέρες ο Άριον φερόταν πολύ περίεργα.
Φαινόταν ανήσυχος και κλεινόταν στη σκηνή του με τις ώρες.
Τότε τα παιδιά αποφάσισαν να μάθουν τι συνέβη. Πρώτος
πήρε τον λόγο ο Ιάσονας:
– Εμμ, Άριον, συμβαίνει κάτι;
– Γιατί ρωτάς, απόρησε ο Άριον.
– Γιατί φέρεσαι πολύ περίεργα! Κλείνεσαι στη σκηνή με τις
ώρες, δεν ανοίγεις ποτέ συζήτηση μαζί μας, κάτι που πιο
παλιά το έκανες πολύ συχνά, και φαίνεσαι πολύ ανήσυχος
και αγχωμένος!, απάντησε ο Ιάσονας.
– Έλα! Πες μας τι συμβαίνει!, ικέτεψε η Αλεξάνδρα.
– Τίποτα! Απλώς τώρα θα έπρεπε κανονικά να είχαμε φτάσει
στην Όρντιν, αλλά εμείς δεν έχουμε διασχίσει ούτε τη μισή
έρημο!
– Σίγουρα είναι μόνο αυτό;, ρώτησε η Ελέινα με δυσπιστία.
– Σίγουρα, απάντησε.
– Εντάξει, τότε.
Μια εβδομάδα μετά ο Άριον φαινόταν ακόμα πιο
αγχωμένος. Την ώρα του πρωινού λοιπόν, ομολόγησε στα
παιδιά:
– Φτάνει πια! Δεν μπορώ να το κρατάω άλλο μέσα μου! Εδώ
και δυο εβδομάδες μάς ακολουθούν. Ο Άρζιτ και οι στρατιώτες
του! Σε δύο μέρες θα μας επιτεθούν. Το έμαθα, όταν μπήκα στο
μυαλό ενός στρατιώτη. Πρόλαβα εγκαίρως να ειδοποιήσω
νοητικά τον Έλιντουρ. Θα έρθει εδώ σε δύο μέρες. Μέχρι τότε
πρέπει να φυλάμε τα νώτα μας.
– Και γιατί δεν μας το είπες πιο πριν;, φώναξε θυμωμένα η
Αλεξάνδρα.
– Γιατί έτσι το ζήτησε ο Έλιντουρ, απάντησε ήρεμα ο Άριον
και συνέχισε δείχνοντάς τους έναν ψηλό, σαν βουνό, βράχο:
– Τον βλέπετε αυτόν τον βράχο; Η κορυφή του είναι επίπεδη.
Πείτε στους δράκους σας να ανεβάσουν τα άλογα και τις
προμήθειες εκεί πάνω.
65
Αυτό κaι έκαναν. Με τη βοήθεια των παιδιών και του
Άριον, οι δράκοι κατάφεραν να πιάσουν τα άλογα με τα πίσω
τους πόδια και να τα μεταφέρουν στον βράχο. Στη συνέχεια η
Άνναμπελ και η Ελέινα ανέβηκαν στη σέλα
της Κερντόνα, ο Ιάσονας και ο Άριον στη
σέλα της Σίρα, η Αλεξάνδρα στη σέλα του
Γκάρτορ κι όλοι μαζί πέταξαν ως τον βράχο,
όπου προσγειώθηκαν. Η επόμενη μέρα
πέρασε ήσυχα, παρόλο που τα στρατεύματα
του Άρζιτ είχαν φανεί στον ορίζοντα
βόρειά τους.
Το άλλο πρωί, λίγο πριν ξημερώσει,
ο Ιάσονας φώναξε σ’ όλους να ξυπνήσουν κι
έδειξε προς τον βορρά έντρομος. Τα
στρατεύματα είχαν φτάσει σε απόσταση
αναπνοής.
– Μα τη γενειάδα του Έλιντουρ!,
αναφώνησε ο Άριον. Πόσο άσπλαχνος
μπορεί να είναι αυτός ό άνθρωπος, που
άφησε τους στρατιώτες του άυπνους όλη
νύχτα για να μας φτάσει;
– «Πολύ!», ακούστηκε ψύχραιμη η φωνή της
Κερντόνα στο κεφάλι της Άνναμπελ.
– «Αχ! Κερντόνα, σε παρακαλώ! Δεν είναι ώρα
για πλάκα!»
– «Δεν κάνω πλάκα, Άνναμπελ! Είναι το πιο
άσπλαχνο πλάσμα σ’ όλα τα σύμπαντα! Έχει
σκοτώσει πολλούς δράκους κι έχει σπάσει εκατοντάδες
αυγά δράκων! Οι μόνοι που κατάφεραν να σωθούν απ’ την
οργή του είναι ο Κόλερον, ο κατάμαυρος δράκος του με τα
66
κατακόκκινα γεμάτα προδοσία μάτια του, η Σίρα, ο Γκάρτορ,
και η Ούρντια, η κάτασπρη δράκαινα με τα χρυσά μάτια, η
δράκαινα του Έλιντουρ.»
– «Εσύ; Γιατί δεν ανέφερες τον εαυτό σου;»
– «Γιατί εγώ γεννήθηκα αργότερα, είμαι παιδί της
Ούρντια»
– «Τι; Γιατί δεν μου το είπες;»
– «Γιατί ποτέ δεν μου δόθηκε η ευκαιρία.»
– «Τέλος πάντων, αυτά θα τα συζητήσουμε μετά.
Τώρα πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε.»
Μόλις τελείωσε τη σκέψη της στράφηκε προς τον
Άριον και είπε:
– Τι θα κάνουμε τώρα;
– Θα δεις, της απάντησε και συνέχισε: Ελέινα,
μπορείς να συνδυάσεις τη δύναμή σου μαζί μου, για
να φτιάξουμε τρεις ασπίδες για τους δράκους;
– Ευχαρίστως, του απάντησε και του
έδωσε το χέρι της.
Μαζί άρχισαν να ψελλίζουν ένα ξόρκι
και μετά από δέκα λεπτά, μέσα σε μια
εκτυφλωτική λάμψη, εμφανίστηκαν
τρεις τεράστιες ασπίδες και κάθε δράκος
πήρε από μια. Μετά από λίγο είδαν μια βροχή
από βέλη να έρχεται κατά πάνω τους. Όλοι μπήκαν
κάτω απ’ τις ασπίδες τους. Κανείς, ευτυχώς, δεν
χτύπησε.
Βροχές από βέλη έρχονταν συνεχώς και αυτό
συνεχίστηκε μέχρι το απόγευμα. Τότε, ξαφνικά, πίσω απ’ τον
αμμόλοφο, στα νότια, εμφανίστηκε η Ούρντια με τον
Έλιντουρ στη σέλα της. Οι στρατιώτες έμειναν έκπληκτοι,
όταν την αντίκρισαν να πετά μπροστά απ’ τον ήλιο, με τα
χρυσά γεμάτα λάμψη μάτια της και τις λευκές φολίδες της
που φεγγοβολούσαν σαν διαμάντια. Μετά από λίγο, την
προσοχή τους τράβηξαν οι επαναστάτες που εμφανίστηκαν
πάνω στον αμμόλοφο, έτοιμοι για μάχη. Τότε ο Άριον είπε στα
παιδιά:
– Πείτε στους δράκους σας να πετάξουν τις ασπίδες τους πάνω
στα στρατεύματα του Άρζιτ!
Τα παιδιά κούνησαν καταφατικά το κεφάλι τους και
μετέφεραν το μήνυμα στους δράκους τους, που υπάκουσαν.
Μετά τη ρίψη των ασπίδων, σχεδόν το ένα τέταρτο του
στρατεύματος κείτονταν νεκρό, ενώ άλλο ένα τέταρτο ήταν
σοβαρά τραυματισμένο. Αυτό έδωσε το σήμα, για να αρχίσει η
μάχη. Οι στρατιώτες του Άρζιτ κι οι επαναστάτες έτρεξαν με
δύναμη ο ένας εναντίον του άλλου. Αφού η Σίρα κι ο Γκάρτορ
κατέβασαν τον Άριον και την Ελέινα απ’ τον βράχο,
απογειώθηκαν ξανά, για να πολεμήσουν γενναία από αέρος.
Η Κερντόνα και η Ούρντια έβγαζαν φωτιά απ’ τα
στόματά τους και κατατρόπωναν τους εχθρούς. Η Άνναμπελ
και ο Έλιντουρ απ’ τις πλάτες των δράκων τους πετούσαν
βέλη στους στρατιώτες και τους έριχναν πέτρες, φωτιά και
πολλά άλλα χρησιμοποιώντας μαγεία. Οι τέσσερίς τους ήταν
ένα εξαίσιο θέαμα: μάνα και κόρη, παππούς και εγγονή, να
πολεμούν με όλο τους το θάρρος και τη γενναιότητα δίπλαδίπλα.
Μάχες διεξάγονταν όλο το βράδυ στην έρημο
Γουέρντιπ. Οι επαναστάτες κι οι στρατιώτες είχαν κουραστεί.
Τα δύο στρατεύματα είχαν τον ίδιο αριθμό πολεμιστών. Κατά
το μεσημέρι, στο πεδίο της μάχης εμφανίστηκε ο Άρζιτ, πάνω
στον μαύρο, διεφθαρμένο δράκο του.
67
68
Ο Έλιντουρ έκανε σήμα στα παιδιά να πάνε
να τον πολεμήσουν. Οι τρεις έφηβοι
δρακοϊππείς ξιφομαχούσαν πάνω από
τέσσερις ώρες μαζί του, όμως τα μόνα
χτυπήματα που του κατάφεραν ήταν κάτι
βαθιές πληγές στα χέρια με τα σπαθιά τους.
Προσπάθησαν πολλές φορές με τη μαγεία,
όμως ο Άρζιτ απέφευγε τις επιθέσεις τους.
Ήταν τόσο κουρασμένοι! Ο Άρζιτ όμως, αντί
να τους αποτελειώσει, οπισθοχώρησε, άρπαξε
το τόξο και έριξε ένα δηλητηριώδες βέλος.
Αυτό χτύπησε τον Έλιντουρ στα πλευρά
και τον έκανε να λιποθυμήσει.
– Παππού!, φώναξε η Άνναμπελ κι
έκανε να πάει προς το μέρος του.
– Όχι! Εσύ πρέπει να μείνεις εδώ! Είσαι
η μόνη που μπορεί να νικήσει τον Άρζιτ!
Θα πάμε εμείς να περιθάλψουμε τον Έλιντουρ.
Νίκησε τον, Άνναμπελ! Μπορείς! Είσαι η μόνη
που έχει τόση δύναμη. Είσαι η μόνη που μπορεί
να νικήσει, είπε ο Ιάσονας και με αυτά τα
λόγια έφυγε μαζί με την αδερφή
του και πέταξε προς το
μέρος του Έλιντουρ.
Με μάτια κλαμένα η Άνναμπελ έκανε σήμα στην Κερντόνα να
πετάξει προς το μέρος του Άρζιτ. Αφού ξιφομαχούσαν για
κάμποση ώρα, ο Άρζιτ έκανε μια λαβή με το ξίφος του στο δικό
της, έτσι ώστε να μην μπορεί να το κουνήσει, κι είπε:
– Ποτέ δεν θα με νικήσεις! Είσαι δειλή, χωρίς αξιοπρέπεια κι
αυτοσεβασμό!
– Χα! Ποιος μιλάει για αξιοπρέπεια! Ένας προδότης! Δεν
μπορεί να σε εμπιστευτεί ούτε ο ίδιος σου ο δράκος!
– Ψέματα!
– Τώρα!, αναφώνησε η Άνναμπελ.
Η Κερντόνα δημιούργησε μια τεράστια μπάλα φωτιάς και την
πέταξε στην πανοπλία του δράκου, ο οποίος μούγκρισε απ’ τον
πόνο που του προκαλούσε το λιωμένο μέταλλο πάνω στις
λεπτές φολίδες της κοιλιάς του. Αυτό του τράβηξε την
προσοχή κι η Άνναμπελ βρήκε την ευκαιρία να φωνάξει:
– Ούρουκ ντάρια*!
Τότε, ένα πύρινο βέλος διαπέρασε τον Άρζιτ στο σημείο της
καρδιάς του και τον σκότωσε. Η Άνναμπελ λιποθύμησε απ’
την υπερβολική διοχέτευση ενέργειας. Η τελευταία εικόνα που
μπόρεσε να δει ήταν τον Άρζιτ με τον δράκο του να πέφτουν
και τους στρατιώτες να σταματούν να πολεμούν.
*
Βέλος φωτιάς!
69
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η Άνναμπελ ξύπνησε ζαλισμένη. Κοίταξε γύρω της και
συνειδητοποίησε πως βρισκόταν στο σπίτι του Άριον, στο
δωμάτιό της. Δίπλα της, καθισμένη σε μια ξύλινη καρέκλα,
βρισκόταν η Ίλιεν. Μόλις είδε ότι ξύπνησε είπε:
– Πώς νιώθεις;
– Εμ, καλά, δηλαδή έτσι νομίζω. Ζαλίζομαι λίγο. Είναι
φυσικό;
– Απολύτως! Αφύσικο θα ήταν να μη ζαλιζόσουν μετά από
ένα τέτοιο ξόρκι!, είπε η Ίλιεν.
– Χα! Χα! Πόσες μέρες κοιμάμαι;, ρώτησε η Άνναμπελ.
– Πέντε μέρες! Τέλος πάντων, οι φίλοι σου είναι έξω και
σίγουρα ανυπομονούν να σε δουν. Παιδιά ελάτε! Ξύπνησε!
– Άνναμπελ!, φώναξαν όλα τα παιδιά μαζί, μπαίνοντας μέσα
με φόρα.
– Και λέγαμε θα ξυπνήσει, δεν θα ξυπνήσει..., την πείραξε ο
Ιάσονας.
– Χα! Χα! Χαίρομαι που σας βλέπω παιδιά! Μα, τι πάθατε;,
συνέχισε η Άνναμπελ, μόλις πρόσεξε τους επιδέσμους που
είχαν ο Ιάσονας στο κεφάλι, η Ελέινα στο χέρι και η
Αλεξάνδρα στον θώρακα.
70
– Στη διαδρομή μάς επιτέθηκε μια στρατιά από Γόρπουλ,
ξέρεις, αυτά τα απαίσια τέρατα, και στη μάχη
τραυματιστήκαμε λίγο, είπε η Αλεξάνδρα.
– Τι; Λίγο το λες εσύ αυτό; Κοίταξε πώς είστε!, φώναξε η
Άνναμπελ. Πώς χτυπήσατε;
– Εμένα μου πέταξε ένα Γόρπουλ μια μεταλλική ασπίδα στο
κεφάλι, είπε ο Ιάσονας.
– Εμένα μου έσπασε δυο πλευρά με μια γροθιά, όταν πήγα να
βοηθήσω τον Ιάσονα, είπε η Αλεξάνδρα.
– Εμένα δεν με χτύπησε Γόρπουλ, αλλά στρατιώτης στη μάχη
με το σπαθί του, είπε η Ελέινα.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο Άριον λυπημένος και
χαρούμενος ταυτόχρονα.
– Ευτυχώς, είσαι καλά Άνναμπελ! Ξέρεις, η μάχη μάς κόστισε
κάτι πάρα πολύ σημαντικό...
– Τι;
– Ο Έλιντουρ είναι πολύ σοβαρά τραυματισμένος και μπορεί
να μη ζήσει, είπε και τα μάτια του βούρκωσαν. Μου είπε ότι
θέλει να σε δει.
– Πάμε!, είπε και σηκώθηκε απότομα απ’ το κρεβάτι.
Έφυγαν αμέσως. Καθώς περνούσε βιαστικά απ’ τους
δρόμους του Κάρετ, οι περαστικοί έκαναν στην άκρη και την
κοιτούσαν με θαυμασμό αλλά και συμπόνια. Πλέον ήταν η
μεγαλύτερη ηρωίδα όλων των εποχών, παρόλο που στα
μάγουλά της έσταζαν τα καυτά δάκρυα της θλίψης.
Έφτασαν στο μεγάλο πέτρινο κτίριο στη μέση του
χωριού, εκεί που γνώρισε για πρώτη φορά τον παππού της.
Μόνο που αυτή τη φορά, αντί να περάσουν στο γραφείο του,
πήγαν στη κρεβατοκάμαρά του. Εκεί τον είδαν ξαπλωμένο
πάνω στο κρεβάτι του, με πολλούς γιατρούς και νοσοκόμες
γύρω του να προσπαθούν να τον σώσουν. Μόλις
είδε την Άνναμπελ και τον Άριον, είπε με βραχνή
φωνή:
– Άνναμπελ, εγγονούλα μου, θέλω να σου ζητήσω
μια χάρη.
– Παππούλη μου, μη μιλάς, μη σπαταλάς άδικα
ενέργεια. Τη χάρη θα μου την πεις μόλις αναρρώσεις.
– Όχι, Άνναμπελ, κι οι δύο ξέρουμε πως το πιθανότερο
είναι να πεθάνω και...
– Μην τα λες αυτά, παππού! Όχι! Δεν θα πεθάνεις!
Όχι!
– Άνναμπελ, σε παρακαλώ, άσε με να μιλήσω.
Μπορεί να πεθάνω, όμως, πριν πεθάνω, θέλω να δω
την κόρη μου και τη γυναίκα μου... Σε παρακαλώ, φέρε
γρήγορα εδώ τη μητέρα και τη γιαγιά σου...
– Εντάξει, παππού, θα τις φέρω.
– Πήγαινε τώρα στη γη! Μπορεί μετά να ’ναι αργά...
– Εντάξει, παππού, είπε η Άνναμπελ κι έφυγε.
Η Άνναμπελ έφυγε μαζί με την Κερντόνα.
Πήγαν στο μέρος του δάσους όπου είχαν πέσει,
όταν ήρθαν. Η Άνναμπελ πρόφερε ένα ξόρκι και
άρχισε να δημιουργείται μια πύλη προς τη γη.
Μόλις την διάβηκε, βρέθηκε στο σαλόνι της. Είδε
τη μητέρα της και τη γιαγιά της κρυμμένες σε μια
γωνιά, να τρέμουν από φόβο και τους είπε:
– Μαμά, γιαγιά, εγώ είμαι, η Άνναμπελ!
– Άνναμπελ;, αναφώνησε έκπληκτη η μητέρα της.
– Τι είναι αυτό στο σαλόνι μας;, ρώτησε η γιαγιά της.
– Μια πύλη για ένα παράλληλο σύμπαν. Ελάτε!
– Μα τι είναι αυτά που λες, Άνναμπελ;, ρώτησε
έκπληκτη η μητέρα της. Πώς ξέρουμε ότι είναι
ασφαλής; Και... τι εννοείς λέγοντας «ένα
παράλληλο σύμπαν»;
– Είναι ασφαλής, γιατί τώρα μόλις πέρασα από
μέσα και όλα τα υπόλοιπα θα στα εξηγήσω στον δρόμο.
Άντε τώρα, πάμε!
– Πες μου ένα λόγο που πρέπει να ’ρθουμε, είπε η γιαγιά.
– Γιατί εκεί βρίσκεται ο παππούς. Υπάρχει περίπτωση
να πεθάνει και θέλει να σας δει! Σε κάλυψα,
γιαγιά;, φώναξε η Άνναμπελ.
– Ώστε ο παππούς σου δεν έχει πεθάνει τελικά!
Είχα δίκιο!
71
– Ναι, γιαγιά! Ναι! Ο παππούς είχε χαθεί. Ποτέ δεν βρέθηκε
η σορός του... Ζούσε σ’ ένα παράλληλο σύμπαν και βοηθούσε
τον λαό αυτό να ελευθερωθεί!
– Εντάξει, θα ’ρθουμε, είπε η μητέρα της Άνναμπελ.
Μόλις πέρασαν την πύλη και ξαναβρέθηκαν στην Όρντιαλ, η
Άνναμπελ τούς έδειξε την Κερντόνα και αφηγήθηκε στη
μητέρα και τη γιαγιά της μερικά γεγονότα. Στη συνέχεια
ρώτησε τη δράκαινα:
– «Μπορείς να κουβαλήσεις τρία άτομα;»
– «Φυσικά!»
Ανέβηκαν στον δράκο και επέστρεψαν στο χωριό. Στη
συνέχεια η Άνναμπελ τούς οδήγησε στον Έλιντουρ.
Αυτός μόλις τις αντίκρισε, είπε:
– Λίζα, κορούλα μου, πόσο μεγάλωσες! Έγινες ολόκληρη
γυναίκα, παντρεύτηκες, έκανες ένα υπέροχο παιδί! Με
έκανες περήφανο! Σου, αγάπη μου, δεν έχεις μεγαλώσει
ούτε μία μέρα! Είσαι ακόμα πανέμορφη! Κατάφερες να
μεγαλώσεις την κόρη μας μόνη σου κι έκανες υπέροχη
δουλειά!
– Πατέρα, πόσο μου έλειψες!
– Αχ, κορούλα μου, εμένα να δεις!
Για λίγο επικράτησε απόλυτη ησυχία στο
δωμάτιο, ώσπου ο Έλιντουρ άρχισε πάλι να
μιλά:
– Εγγονούλα μου, έλα λίγο εδώ, δίπλα μου.
– Τι θες παππού μου;, είπε και κάθισε σε μια
καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι.
– Άνναμπέλ μου, είπε και της κράτησε το
χέρι με τα δικά του, αγωνίστηκες υπέροχα!
Είναι τιμή μου που πολέμησα δίπλα σε μια
72
τόσο ικανή πολεμίστρια.
– Δικιά μου τιμή είναι που πολέμησα
δίπλα σ’ έναν απ’ τους μεγαλύτερους
πολεμιστές όλων των εποχών.
– Άσε με να τελειώσω. Θέλω να ξέρεις πως
σ’ αγαπώ πάρα πολύ και πως, ακόμα και αν
δεν ζω, θα ’μαι πάντα δίπλα σου.
– Όχι, παππού μου! Όχι! Μην τα λες αυτά! Θα
ζήσεις για πολλά χρόνια ακόμα!
– Άνναμπελ! Είσαι μια υπέροχη πολεμίστρια και
η καλύτερη εγγονή που θα μπορούσε να έχει
κανείς! Θα είμαι πάντα δίπλα σου, σαν φύλακας
άγγελός σου! Αντίο, Άνναμπελ! Αντίο!
Τότε άφησε την τελευταία του πνοή και τα χέρια του έπεσαν
άψυχα πάνω στο κρεβάτι. Η Άνναμπελ άρχισε να κλαίει με
λυγμούς, έσπρωξε την καρέκλα, βγήκε έξω τρέχοντας,
ανέβηκε στη σέλα του δράκου της κι απογειώθηκαν.
Μετά από μια ώρα πτήσης, μια σκέψη της Κερντόνα
έφτασε στο μυαλό της Άνναμπελ!
– «Θες να το συζητήσουμε;»
– «Όχι!»
– «Θα σου κάνει καλό!»
– «Δεν θέλω!»
– «Σίγουρα;»
– «Δεν θέλω, είπα!»
– «Εντάξει. Τότε τι θες να κάνουμε;»
– «Μπορούμε να γυρίσουμε; Είμαι πολύ
κουρασμένη.»
– «Εντάξει, όπως θες. Όμως να ξέρεις, δεν περνάς
μόνο εσύ δύσκολα...»
– «Τι εννοείς, Κερντόνα;»
– «Ότι και εγώ δεν είμαι σε καλή ψυχολογική κατάσταση
σήμερα.»
– «Α ναι, γιατί;»
– «Γιατί εσύ μπορεί να έχασες τον παππού σου, αλλά κι εγώ
έχασα τη μητέρα μου. Μην ξεχνάς ότι ο δράκος και ο ιππέας
του πεθαίνουν μαζί.»
– «Ωχ! Συγγνώμη! Ξέχασα πως η Ούρντια ήταν μητέρα σου.
Συλλυπητήρια...»
– «Συλλυπητήρια και σε σένα. Πάμε σπίτι;»
– «Φύγαμε!»
Όταν πήγαν σπίτι, η Άνναμπελ δεν μίλησε σε
κανέναν και πήγε κατευθείαν για ύπνο.
Το επόμενο πρωί την ξύπνησε η
Ελέινα για την κηδεία του Έλιντουρ.
Όλοι έκλαιγαν εκείνη τη μέρα.
Λογικό, εφόσον έχασαν τον καλύτερό τους φίλο. Κατά τη
διάρκεια της κηδείας η Άνναμπελ σκεφτόταν τα κατορθώματά
του και καυτά δάκρυα έσταζαν στα μάγουλά της.
Η Άνναμπελ έμεινε για περίπου ένα μήνα ακόμα στο
Κάρετ, για να συνέλθει. Στη συνέχεια πήγε στην Αλόρα για
εκπαίδευση μαζί με την Αλεξάνδρα, τον Ιάσονα και την
Ελέινα. Όπως είχε πει ο Έλιντουρ στην διαθήκη του, στον
θρόνο ανέβηκε ο Άριον και ο επόμενος βασιλιάς που θα τον
διαδεχόταν θα ήταν αποδεκτός απ’ τον λαό.
Και τώρα, κανονικά θα
έλεγα τη γνωστή φράση «και
έζησαν αυτοί καλά κι
εμείς καλύτερα»,
αλλά
αυτό
γίνεται
μόνο
στα παραμύθια...
73
74
Ο ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ
Τμήμα: Α4
Συγγραφή - Πληκτρολόγηση:
Φραγκιουδάκης Λεωνίδας
75
O NTETEKTIB TOY ΠAPIΣIOY
Κ
άποτε υπήρχε ένας
ντετέκτιβ που τον λέγανε David Lewis.
Ήταν από τους καλύτερους ντετέκτιβ
στον κόσμο. Μια μέρα έμαθε κάτι πολύ
ανησυχητικό, ότι στο Παρίσι υπήρχαν
επικίνδυνα ρομπότ, κατασκευασμένα
από έναν επιστήμονα που είχε πάθος με
τη ρομποτική. Ο επιστήμονας αυτός
σχεδίαζε να γίνει κυρίαρχος του κόσμου
με τα ρομπότ του και ξεκίνησε την
κατάκτηση από το Παρίσι, διώχνοντας όλους τους κατοίκους.
Στον David άρεσε πολύ η περιπέτεια και σκέφτηκε να μπει
κρυφά στο Παρίσι, για να σταματήσει τα σχέδια του επιστήμονα και
να καταστρέψει τα ρομπότ. Κατέφυγε σ’ ένα μικρό χωριό από το
οποίο περνούσε ο Σηκουάνας και κολύμπησε μέχρι το Παρίσι, που
απείχε μόλις τρία μίλια. Όταν έφτασε,
κρύφτηκε σε ένα ασφαλές μέρος, στο
οποίο υπολόγιζε ότι δεν θα τον
έβρισκαν. Στη συνέχεια άρχισε την
έρευνά του. Έψαξε να βρει
πληροφορίες και ανακάλυψε ότι τα
ρομπότ είχαν υπερδυνάμεις, δηλαδή
μπορούσαν να πετάνε και να ρίχνουν
πυρομαχικά. Το σχέδιό του ήταν να
εξουδετερώσει με κάποιο τέχνασμα
76
τον αρχηγό τους και μετά να μπει στην
αίθουσα όπου βρισκόταν η κεντρική
μονάδα του υπολογιστή που έλεγχε τα
ρομπότ, στην οποία υπήρχε ένα κουμπί
που, αν κάποιος το πατούσε, τα ρομπότ
θα καταστρέφονταν.
Κατά τα μεσάνυχτα της τρίτης
μέρας αποφάσισε ότι έφτασε η ώρα να
βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό του. Έτσι
πήγε στο σπίτι του επιστήμονα, αλλά
εκεί υπήρχαν ρομπότ παντού. Αφού
κρύφτηκε για λίγο, είδε κάποιο σημείο
χωρίς φρουρούς, στο οποίο υπήρχε ένας
αεραγωγός που οδηγούσε στο εσωτερικό
του σπιτιού. Μπήκε μέσα στον σωλήνα και βγήκε στο σαλόνι.
Κρύφτηκε αμέσως πίσω από τον καναπέ. Ο επιστήμονας δεν τον
αντιλήφθηκε. Καθόταν στην πολυθρόνα του και κοιμόταν. Στη
συνέχεια εντόπισε την κεντρική μονάδα, αλλά ο επιστήμονας
ξύπνησε και τρομαγμένος άρχισε να φωνάζει. Τα ρομπότ τον άκουσαν
και, πριν ο David το καταλάβει, βρέθηκε στη φυλακή. Αφού πέρασαν
αρκετές μέρες από τη σύλληψή του, σκέφτηκε να κάνει τον φύλακά
του να τον συμπαθήσει, ώστε να του δίνει κάποια απαραίτητα
πράγματα, για να προσπαθήσει να αποδράσει. Το σχέδιό του, όμως,
δεν πέτυχε.
Μια μέρα ανοίξανε την πόρτα του κελιού του, τον πήρανε και
τον πήγαν να δικαστεί. Δικαστής ήταν ο επιστήμονας, αφού τα
ρομπότ τον έκριναν καταλληλότερο, μιας και ο ίδιος ήταν άνθρωπος.
Στη δίκη ο δικαστής-επιστήμονας
κοίταζε με ψυχρό βλέμμα τον
ντετέκτιβ. Τελικά αποφάσισε την
απομάκρυνσή του από το Παρίσι. Ο
David του πρότεινε μια άλλη ποινή, να
τον φυλακίσει για τρία χρόνια. Κι ο
επιστήμονας δέχτηκε.
Αυτή τη φορά τον βάλανε σε
ένα κελί που είχε ένα μεγάλο
παράθυρο. Με ένα πριονωτό μαχαίρι,
που του έφερναν με το φαγητό του, ο
David έκοβε κάθε μέρα λίγο λίγο τα
κάγκελα. Έτσι, μετά από δυο περίπου
χρόνια κατόρθωσε να
αποδράσει. Τα ρομπότ,
μετά την απόδρασή του, του στήσανε παγίδα, για να τον
συλλάβουν και να τον διώξουν από το Παρίσι, όμως ο
David τους απέσπασε την προσοχή αλλού και
κρύφτηκε. Ξέροντας πού είναι η κεντρική μονάδα,
κατευθύνθηκε εκεί. Αντιμετώπισε όμως ένα
εμπόδιο, επειδή τα ρομπότ είχαν κλείσει τον αεραγωγό από τον οποίο
είχε μπει στο σπίτι την προηγούμενη φορά. Τότε πρόσεξε ότι υπήρχε
μια καμινάδα και κατάφερε για δεύτερη φορά να μπει στο σπίτι,
χρησιμοποιώντας ένα σκοινί που
είχε μαζί του. Αμέσως έσπευσε
στην αίθουσα με την κεντρική
μονάδα και πάτησε το κουμπί που
κατέστρεφε τα ρομπότ. Όμως
αυτά
δεν
καταστράφηκαν!
Αντίθετα τον συνέλαβαν και τον
έβαλαν σε ένα αεροπλάνο,
ακολουθώντας τις εντολές του
επιστήμονα, για να τον στείλουν
στην Αμερική.
Ενώ το αεροπλάνο πετούσε πάνω από το Παρίσι, για κακή
τύχη των ρομπότ το σχέδιο εξόντωσής τους πέτυχε, αφού η
καταστροφή τους είχε προγραμματιστεί να γίνει μια ώρα μετά το
πάτημα του κουμπιού. Ο επιστήμονας πιάστηκε στα δίχτυα
του David και μόνος πια και απογοητευμένος
αυτοκτόνησε. Ο ντετέκτιβ επέστρεψε στην πατρίδα
του και περίμενε με αγωνία την επόμενη συναρπαστική
υπόθεση.
77
78
ΑΝΤΙΟ...
Τμήμα: Β1
Συγγραφή - Πληκτρολόγηση:
Βλαχάκη Σωτηρία
Εικονογράφηση:
Αποστολάκης Γιάννης
79
ΑΝΤΙΟ...
«Βοήθησέ με, καλέ μου άνθρωπε», είπα
γονατίζοντας, «έχω να φάω από το βράδυ της Τρίτης,
δώσε μου ένα κομμάτι ψωμί να περάσω την υπόλοιπη
μέρα μου». «Δίνε του από εδώ, γέρο, δεν έχω να σου
δώσω τίποτα! Ορίστε μας! Σε λίγο, με τόσα που δίνουμε
στους ζητιάνους, δεν θα έχουμε να φάμε εμείς οι ίδιοι!»,
είπε ο φούρναρης και με έδιωξε με τις κλοτσιές. Έφυγα,
χωρίς να πω λέξη. Πεινούσα, πεινούσα πολύ. Πέμπτη
πρωί και είμαι ακόμα νηστικός! Πάνω από ένα
εικοσιτετράωρο περιπλανιέμαι στους δρόμους της
Αθήνας, ψάχνοντας μία έρημη γωνιά να ξαπλώσω,
μήπως κοιμηθώ και ξεχάσω την πείνα μου. Πού να
κοιμηθώ όμως; Πάνω στα σπασμένα παγκάκια ή κάτω
από τα κομμένα δέντρα της ; Ακόμα και να έβρισκα
μέρος για να ξεκουραστώ, δεν θα μου το επέτρεπε ο
κόσμος, που κάνει συνέχεια πορείες, απεργίες και
καταλήψεις αυτόν τον καιρό. Στην Αθήνα δεν βρήκα
ποτέ ηρεμία. Όσα χρόνια είμαι άστεγος, ποτέ μου δεν
κατάφερα να κοιμηθώ ήρεμος. Πέρα από τα άλλα
προβλήματα, τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί η
εγκληματικότητα τόσο πολύ, που ένα ζευγάρι ρούχα
είχα όλο κι όλο και μου το κλέψανε. Πώς κατάντησαν
έτσι οι άνθρωποι; Δεν υπολογίζουν κανέναν, ούτε τον
άστεγο! Στερούν από έναν άμοιρο κάτι που είχε – και
έχει – ανάγκη.
80
Για να είμαι ειλικρινής, δεν
στεναχωριέμαι τόσο για τα ρούχα, όσο για τα
δεκαπέντε ευρώ που είχα στις τσέπες του
παντελονιού μου. Τα μάζεψα στην πλατεία
Συντάγματος την Κυριακή που ήταν η μεγάλη
γιορτή της εκκλησίας. Ήταν πολύ όμορφη μέρα, ο
κόσμος χαμογελούσε, ευχόταν ο ένας στον άλλο,
αγκαλιάζονταν, φιλιόντουσαν, αγαπιόντουσαν.
Τόση αγάπη πια που διαθέτουν, γιατί δεν
μπορούν άραγε να μοιραστούν λίγη και με μένα;
Πολλοί με κοιτούν αδιάφορα και με προσπερνούν.
Σε κάποια πρόσωπα, όμως, διακρίνω τη θλίψη και
το ενδιαφέρον, αλλά ξέρω πόσο δύσκολο είναι για
αυτούς να με βοηθήσουν. Ξέρω ότι στερούνται
πολλά ή, μάλλον, ξέρω ότι τους έχουν στερήσει
πολλά! Δεν τους κατηγορώ, ούτε τους κρατάω
κακία. Άλλωστε και εγώ είχα προβλήματα, όπως
και αυτοί, πριν βρεθώ εδώ, μόνος, έρημος, χωρίς
βοήθεια, χωρίς υποστήριξη, χωρίς συμπαράσταση
από κανέναν.
Προσπερνάω τις σκέψεις μου, καθώς βλέπω τα
πρώτα κέρματα να ακουμπούν στο χέρι μου, πολλά
κέρματα, πιο πολλά, περισσότερα! Τόσα πολλά που
ήταν, ένιωσα την ανάγκη να τα ακουμπήσω κάπου,
κι έτσι τα έβαλα μέσα στις τσέπες του παντελονιού!
«Θα βγάλω όλη τη βδομάδα», είπα μέσα μου.
Κρίμα όμως που μου κλέψανε το παντελόνι!
Φαίνεται ότι θα χρειαστεί να σταθώ ξανά
στα σκαλοπάτια της εκκλησίας, μήπως και
κάποιος με λυπηθεί και μου δώσει κάτι από το
λίγο του. Δεν με πείραξε πολύ όμως. Χαίρομαι να
βλέπω τον κόσμο να χαμογελάει, να χορεύει. Μου
αρέσει να νιώθω τους ανθρώπους ευτυχισμένους,
γιατί έτσι γίνομαι και εγώ ευτυχισμένος! Ξεχνάω την
αθλιότητά μου, την κακομοιριά μου, αλλάζω μέσα
μου, ελευθερώνομαι από τη φυλακή της μοναξιάς
μου. Γιατί η αλήθεια είναι πως καμιά φορά η
μοναξιά μου με φυλακίζει σε έναν μοναχικό κόσμο,
σε έναν κόσμο που κυρίαρχος είμαι εγώ, εγώ και ο
εαυτός μου.! Δεν θέλω να ζω στον κόσμο αυτό,
θέλω να δημιουργήσω έναν κατάδικό μου, με
ανθρώπους που αγαπώ! Μα τι λέω; Μου φαίνεται
παρεκτρέπομαι ξανά! Αφού δεν μου έχει απομείνει
κανείς. Πέρα από τον εαυτό μου, πέρα από το
κουρασμένο κορμί μου, δεν έχω κανέναν! Τους
έχασα όλους, όλους, όλους…! Ακόμα όμως θυμάμαι
το αγγελικό προσωπάκι του μικρού μου Νικόλα, τα
ξανθά μαλλάκια του, τα πράσινά του μάτια! Άδικη
ζωή, μου πήρες ό,τι πιο πολύτιμο είχα! Μου πήρες το
παιδί μου και τη ζωή μου μαζί! Έπρεπε να ήμουν εγώ
μέσα στο καταραμένο αυτοκίνητο, δεν έπρεπε να
είναι αυτοί! Όχι το μωράκι μου, όχι το δίχρονο
αγοράκι μου, όχι η γυναίκα μου, όχι, όχι!
81
Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που ξεσπάω σε δάκρυα,
κάτι τέτοιες στιγμές είναι που θυμάμαι τα πρόσωπά
τους και αναρωτιέμαι: ΓΙΑΤΙ; Μου πήρες την ψυχή μου,
καταραμένη ζωή! Με άφησες μόνο, χωρίς κανένα. Όλοι
με περιφρονούν. Αυτή ποτέ δεν το έκανε, ποτέ δεν με
περιφρόνησε αλλά πάντα με αγαπούσε! «Δεν έχει
σημασία για μένα η καταγωγή σου,
αλλά η όμορφη καρδιά σου». Μου
έλεγε πάντα πως κατάγομαι από
αγγέλους, γιατί
μόνο ένας άγγελος
θα μπορούσε να έχει
τόσο λευκή ψυχή! Αχ,
Μελίνα μου, γύρισε πίσω
και φέρε μαζί σου τον
μικρό μου άγγελο! Μου
λείπετε, σας έχω ανάγκη,
γυρίστε πίσω!
Προσπαθώντας
να προσπεράσω τις
σκέψεις μου, συνειδητοποιώ ότι έφτασα στην πλατεία.
Αφήνω τον σάκο μου πάνω στο κοντινότερο παγκάκι και
ξαπλώνω. Δάκρυα κυλούν στα μάγουλά μου, καθώς
θυμάμαι τα προσωπάκια τους, τις στιγμές μας, τα
χαμόγελά μας, τις αγκαλιές μας! «Σας αγαπώ»,
ψιθύρισα. Ξάφνου, ένιωσα ένα τσίμπημα στην καρδιά.
«Από τη στεναχώρια θα είναι», σκέφτηκα. Το είχα
ξανανιώσει άλλες δύο φορές, την ημέρα που έμαθα πως
τους έχασα και όταν ανακοινώθηκε από την εταιρία η
82
απόλυσή μου και η κατάσχεση του σπιτιού, αλλά ποτέ
άλλοτε τόσο έντονα! «Νιώθω κι άλλο τσίμπημα»,
σκέφτηκα. Θεέ μου, πολλαπλασιάζονται. Δεν φοβάμαι.
Όμως, γιατί δεν φοβάμαι; Πες μου, γιατί δεν φοβάμαι;
Ίσως, γιατί έρχομαι; Αυτό ήταν; Τελείωσα; Αχ Θεέ μου,
πάρε με κοντά σου, μη με αφήσεις άλλο εδώ κάτω, πάρε
με και άσε με να αντικρίσω τα προσωπάκια τους ξανά!
Περνούν από μπροστά μου τα πάντα, οι στιγμές
της μετανάστευσής μου, τα παιδικά μου χρόνια, που
προσπαθώ κάθε μέρα να τα
ξεχάσω – και νόμιζα πως τα
είχα καταφέρει –, ο
χλευασμός των
Ελλήνων,
η
κοροϊδία τους
για την καταγωγή
μου, τα ματωμένα
μάτια του πατέρα μου,
που τον είδα τελευταία
φορά, όταν ήμουν τριών,
τα
γεμάτα
δάκρυα
μάτια της μάνας μου,
όταν με εγκατέλειπε στην ξένη χώρα. Τέλος, όμως! Τώρα
πια έρχονται όλες οι όμορφες σκέψεις, το Μελινάκι μου,
ο Ιάκωβός μου, το σπλάχνο μου, το αίμα μου! Έτσι
πρέπει να γίνει, πρέπει να φύγω, να φύγω, να πάω να
τους βρω... Τους χρωστάω ένα αντίο και ένα φιλί, μια
αγκαλιά και ένα χάδι. Θεέ μου, μπορεί να πήρες αυτούς
πρώτους, όμως επιτέλους ήρθε και η σειρά μου!
Πριν φύγω όμως, θέλω να αποχαιρετήσω την
Αθήνα μου, την πόλη μου, το σπίτι μου, όλους τους
άστεγούς της και όλους τους κατοίκους της. Εύχομαι σε
όλους σας καλή δύναμη και σας συμβουλεύω να μην το
βάζετε κάτω, να επιμένετε, να προσπαθείτε κάθε μέρα
για μια καλύτερη ζωή, πιο ελεύθερη…
...ΑΝΤΙΟ!
83
84
ΑΡΩΜΑ ΓΙΑΣΕΜΙΟΥ
Τμήμα: Β1
Συγγραφή - Πληκτρολόγηση - Εικονογράφηση:
Ηλιάκη Κωνσταντίνα
85
Από μικρή μού άρεσε να ακούω ιστορίες από
τη μαμά και τη γιαγιά μου. Μη φανταστείτε ιστορίες
με νεράιδες και ξωτικά που ζουν σε βάλτους, αλλά τα
βράδια κοιμούνται δίπλα σου ή σου κλέβουν
τα δόντια. Μου άρεσαν εκείνες που είναι
εμπνευσμένες από τη ζωή. Ιστορίες
διαχρονικές, που ο χρόνος δεν μπορεί να
τις αλλοιώσει. Καθεμιά απ’ αυτές μου
μάθαινε και κάτι διαφορετικό για τη ζωή της
οικογένειάς μου. Κρίμα όμως που η Μαρίνα
δεν είχε την τύχη να ακούσει την ιστορία της δικής της
μαμάς από την ίδια. Τώρα θα αναρωτιέστε ποια είναι η
Μαρίνα, ποια είναι η μητέρα της, ποια είναι αυτή η
μυστηριώδης ζωή της. Καλύτερα όμως να
ξεκινήσουμε από την αρχή.
Δεκαετία του ’90. Η Μαρίνα φοιτά στο
Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στο τμήμα αρχιτεκτονικής,
και ζει στην Αθήνα. Τα σκούρα καστανά μαλλιά
και το μελαμψό δέρμα της σε παραπέμπουν σε κάτι
εξωτικό, ενώ τα μπλε μάτια της μπορούν να σε ταξιδέψουν.
Είναι ευαίσθητη και πολύ φιλόζωη. Ζει σε μια πολυκατοικία
στο Παγκράτι, μαζί με την γάτα της, την Κίττυ, και ο
αγαπημένος της χώρος για χαλάρωση στο σπίτι της είναι το
υπέροχο μπαλκόνι της, που το έχει διακοσμήσει με διάφορα
λουλούδια και βότανα. Τις μέρες του καλοκαιριού, που το
αεράκι φυσάει και η γειτονιά πλημμυρίζει από την ευωδιά του
86
γιασεμιού, πάντοτε απολαμβάνει εκεί ένα φλιτζάνι τσάι
φτιαγμένο με τα βότανά της.
Ήταν Δευτέρα πρωί και η Μαρίνα σηκώθηκε
ευδιάθετη, αφού ο λαμπερός ήλιος και η μυρωδιά
του γιασεμιού παρέπεμπαν σε μια υπέροχη και
ηλιόλουστη μέρα. Έκανε τις δουλειές του σπιτιού
και, μόλις τέλειωσε, πήγε στην κουζίνα, για να
φτιάξει το προγραμματισμένο τσάι της. Το σέρβιρε
στην αγαπημένη της φλιτζάνα από πορσελάνη και
κάθισε στο μπαλκόνι της, για να το
απολαύσει μαζί με την ευχάριστη ευωδιά
των λουλουδιών αλλά και τις παιδικές
φωνές που ακούγονταν από τον δρόμο.
Ενώ έπινε το τσάι της, σκεφτόταν πόσο
της έλειπαν οι ανέμελες εποχές της
παιδικής της ηλικίας και πόσο θα ήθελε να
γυρίσει τον χρόνο πίσω.
Αναπολώντας το παρελθόν, ένιωσε έντονη την
επιθυμία να πάει στο σπίτι της μητέρας της, της κυρίας
Αλίκης, και του πατέρα της, του κυρίου Κώστα. Και οι δύο
είχαν πεθάνει, ο πατέρας της πριν αρκετό καιρό, η μητέρα
της λίγους μήνες πριν. Η Μαρίνα, ολομόναχη πια στον
κόσμο, καθώς ήταν το μοναδικό παιδί που απέκτησαν οι
γονείς της, δεν ήθελε – ή δεν άντεχε – να μείνει μόνη της σε
ένα τεράστιο νεοκλασικό σπίτι και μετακόμισε στο μικρό
της δυάρι, όπου η μοναξιά τής φαινόταν πιο υποφερτή.
Πήγαινε.
87
Πήγαινε, όμως, πού και πού, για να το αερίζει και να ποτίζει
τον κήπο. Πήρε, λοιπόν, βιαστικά την τσάντα της και έφυγε
για το πατρικό της. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε φτάσει έξω από
τον υπέροχο κήπο που η μητέρα της είχε δημιουργήσει και
συντηρήσει με τόσο κόπο, παρά τα προβλήματα που
αντιμετώπιζε τελευταία λόγω της υγείας της.
Έβαλε διστακτικά το κλειδί στην πόρτα, αφού γνώριζε
ότι πολλές αναμνήσεις θα της έρχονταν στο μυαλό. Παρόλα
αυτά μπήκε μέσα, στον χώρο που είχε να επισκεφτεί εδώ και
αρκετό καιρό. Μόλις άνοιξε τα παράθυρα, το σαλόνι
φωτίστηκε από τον ήλιο και ένα κύμα δροσιάς τη διαπέρασε
ευωδιασμένο από το ολάνθιστο γιασεμί του κήπου.
Σκονισμένες φωτογραφίες διακοσμούσαν τα έπιπλα, ενώ η
βιτρίνα που βρισκόταν απέναντι από τη μεγάλη τραπεζαρία
φωτιζόταν από τις ακτίνες του ήλιου και είχες τη δυνατότητα
να διακρίνεις τα πορσελάνινα φλιτζάνια που τη
διακοσμούσαν. Στο βάθος υπήρχαν τέσσερα δωμάτια: η
μεγάλη κρεβατοκάμαρα, που είχες την αίσθηση ότι δεν ήταν
άδεια, σαν κάποιος να βρισκόταν σε αυτό το δωμάτιο, το
παιδικό, όπου η Μαρίνα μπορούσε να ακούσει ακόμα τις
παιδικές φωνές της που το πλημμύριζαν, το μπάνιο και τέλος
το δωμάτιο φιλοξενίας, όπου κάθε καλοκαίρι οι γονείς της
φιλοξενούσαν κάποιον φίλο ή μακρινό συγγενή για τις
διακοπές. Κάθισε για λίγο στη μεγάλη βεράντα και ένα κύμα
αναμνήσεων κατέκλυσε τη σκέψη της, ώσπου ένα αεράκι
φύσηξε και το άρωμα του γιασεμιού τής έδωσε κουράγιο.
Έτσι αποφάσισε να επισκεφτεί ένα άλλο αγαπημένο της
μέρος όπου σύχναζε όταν ήταν μικρή.
Κατέβηκε την ξύλινη σκάλα, πέρασε τον διάδρομο και
βρέθηκε στην αποθήκη, η οποία φωτιζόταν από έναν
88
φωταγωγό. Ήταν παράξενο πόσες πολλές κούτες είχαν
μαζευτεί εκεί και η Μαρίνα δεν έχασε την ευκαιρία να κάνει
μία μικρή εξερεύνηση στα σκονισμένα κουτιά. Όλες οι κούτες
είχαν σημειωμένο επάνω τους από κάτι, όπως: πορσελάνινα
σερβίτσια, ρούχα, παπούτσια, αλλά μία κατάφερε να κινήσει
το ενδιαφέρον της. Στο πατάρι του δωματίου υπήρχε ένα
κουτί που έγραφε «φωτογραφίες», έτσι η Μαρίνα δεν έχασε
την ευκαιρία να θυμηθεί κάποιες από τις ωραίες στιγμές που
είχαν περάσει όλοι μαζί. Ανέβηκε σε μία ξύλινη, παλιά σκάλα
και, στην προσπάθειά της να πιάσει το κουτί, η σκάλα έσπασε
και η Μαρίνα βρέθηκε στο δάπεδο με ένα ημερολόγιο
αγκαλιά, που μάλλον είχε πέσει παρασυρμένο από την πτώση
της. Ήταν δερμάτινο, δεμένο με μία κορδέλα και κάτω-κάτω
με ξεθωριασμένα γράμματα έγραφε: «Για τη Μαρίνα μου».
Παραξενεμένη έλυσε τον κόμπο και άνοιξε το ημερολόγιο.
Πέρασε μερικές σελίδες και βρέθηκε σ' αυτήν:
13\11\1973
Σήμερα όλοι οι φοιτητές από όλες τις σχολές
μαζευτήκαμε, αφού η πίεση που δεχόμαστε από το καθεστώς
είναι ανυπόφορη. Μας απαγόρευσαν τις φοιτητικές εκλογές
στα πανεπιστήμια και μας επέβαλαν αντιπροσώπουςμαριονέτες, τους οποίους δεν είχαμε εκλέξει στους
φοιτητικούς συλλόγους. Οι απαγορεύσεις, η εξουσία που
ασκούσαν πάνω μας δεν μας άφησαν άλλη επιλογή, και έτσι
καταλήξαμε στην απόφαση να επαναστατήσουμε και να
κάνουμε κατάληψη, ελπίζοντας οι υπόλοιποι Έλληνες να μας
βοηθήσουν και να έρθουν μαζί μας στον αγώνα για την
ελευθερία. Όλοι είμαστε τόσο αισιόδοξοι με την ιδέα αυτή!
Φυσικά, ξέρουμε ότι θα υπάρξουν απώλειες, αλλά αυτό δεν
μας εμποδίζει. Εγώ και ο Μαρίνος είμαστε τόσο, μα τόσο
χαρούμενοι!
Ποιος να είναι ο Μαρίνος που αναφέρει η μαμά;»,
σκέφτηκε η Μαρίνα, αλλά συνέχισε την ανάγνωση, για να
καταλάβει καλύτερα.
14\11\1973
Σήμερα καταλάβαμε το κτίριο και ο Γιώργος ο
Κυρλάκης, που φοιτά στο τμήμα Ηλεκτρολόγων-Μηχανικών,
μέσα σε μία ώρα είχε κατασκευάσει έναν πομπό, για να
λειτουργήσει ένας ραδιοφωνικός σταθμός. Η Μαρία
Δαμανάκη, ο Δημήτρης Παπαχρήστος και ο Μίλτος
Χαραλαμπίδης είναι οι εκφωνητές του σταθμού μας. Ο αγώνας
μας έχει γίνει γνωστός και σε άλλες πόλεις, όπου γίνονται
διαδηλώσεις κατά της Χούντας. Έχουμε αρκετές προμήθειες
φαγητού, όλοι μάς στηρίζουν, όπως μπορούν. Τα μηνύματα
από τον ραδιοφωνικό μας σταθμό συνεχίζουν να απευθύνονται
στον ελληνικό λαό. Όλη τη μέρα φωνάζουμε συνθήματα,
τραγουδάμε και έχουμε όλο και μεγαλύτερη υποστήριξη από
τον υπόλοιπο κόσμο. Μέσα στο Πολυτεχνείο είναι και ο
Νίκος Ξυλούρης, που μας εμψυχώνει. Γύρω από το
Πολυτεχνείο υπάρχουν άλλοι 10.000 περίπου άνθρωποι, απ’
ότι έγραψαν οι εφημερίδες, αλλά σε εμάς φαίνονται διπλάσιοι.
Το απόγευμα εγώ και ο Μαρίνος καθίσαμε μαζί με
τους υπόλοιπους συμφοιτητές μας, τραγουδώντας
αγκαλιασμένοι. Εκμυστηρευτήκαμε ο ένας στον άλλον τους
φόβους μας, τις ανησυχίες μας. Μου είπε να μη φοβάμαι, να
μην ανησυχώ και ότι κάποια μέρα θα είμαστε ήρωες. Μου
είπε ακόμα ότι θα είμαστε μαζί ως το τέλος, όπως και το
ελπίζω. Είναι ο άνθρωπος που έχω αγαπήσει όσο τίποτα άλλο
89
και δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν.
Έχουμε ζήσει και καλές και άσχημες
στιγμές μαζί και μας ενώνει κάτι
πολύ δυνατό.
15/11/1973
Αργά το βράδυ οι αστυνομικοί μάς
πέταξαν δακρυγόνα και χτύπησαν
θανάσιμα αρκετούς άοπλους πολίτες και φοιτητές. Ήμασταν
τόσο συντετριμμένοι! Πήγα σε μία απόμακρη γωνία και
άρχισα να κλαίω. Δεν μπορούσα να το πιστέψω! Ο Μαρίνος
με έψαξε και, μόλις με βρήκε, έτρεξε και με αγκάλιασε. Μου
είπε: «Μη φοβάσαι για τίποτα! Δεν θα σε αφήσω να πάθεις
τίποτα κακό! Θα είμαι μαζί σου ως το τέλος!» Ενώ
ήμασταν αγκαλιασμένοι και κοιτούσαμε τον ουρανό,
μου είπε να σηκωθώ επάνω. Αν και δεν είχα
καταλάβει τον λόγο, απλώς το έκανα. Εκείνος
έβγαλε ένα δαχτυλίδι από την τσέπη του
πουκαμίσου του, γονάτισε και μου είπε:
«Ξέρω, δεν είναι και η πιο κατάλληλη στιγμή,
αλλά μόλις τελειώσει όλο αυτό, θα ήθελες να με
παντρευτείς;». Δεν περίμενα ότι θα έκανε κάτι τέτοιο και
μπορώ να πω ότι με αιφνιδίασε η πρότασή του. Δεν
μπορούσα σε μια τέτοια στιγμή – που πιθανότατα να με
90
σκότωναν – να σκέφτομαι γάμο, εκκλησίες, οικογένεια και,
παρόλο που τον αγαπούσα, του είπα όχι. Τώρα όμως που το
σκέφτομαι θα ήθελα τόσο πολύ να είχα πει «ναι" στην
πρόταση αυτή και, φυσικά, το έχω μετανιώσει.
Τον πλήγωσα με τον χειρότερο
τρόπο, νευρίασε και απλώς μου
είπε ότι μάλλον η σχέση μας δεν
μπορούσε να συνεχιστεί. Θέλω να πεθάνω!
Μακάρι να μην τον είχα πληγώσει! Με την
απόφασή μου αυτή, τον απομάκρυνα από κοντά μου.
Η Μαρίνα διάβαζε σοκαρισμένη τα συναισθήματα της
μαμάς της και μία ιστορία που ποτέ δεν είχε ξανακούσει στη
ζωή της. Μία ιστορία αγάπης, που δεν είχε αίσιο τέλος.
Ήθελε να μάθει κι άλλα για εκείνον τον άνθρωπο, που έπαιξε
τόσο σημαντικό ρόλο στη ζωή της μητέρας της. Καθισμένη σε
μία γωνία του δωματίου με μεγάλη προσήλωση διάβαζε το
ημερολόγιο, αγνοώντας τη σκόνη που είχε πια καθίσει πάνω
της.
16\11\1973
Χθες, όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Κοίταζα τον Μαρίνο
που καθόταν σε μία γωνία μόνος. Ήμουν τόσο στενοχωρημένη,
που είχα την αίσθηση ότι θα πεθάνω. Το πρωί είχαμε
κάποιες επιθέσεις από αστυνομικούς. Οικοδόμοι μάλωναν με
αστυφύλακες και τους χτυπούσαν με ό,τι έβρισκαν μπροστά
τους. Το μεσημέρι προσπάθησα να μιλήσω στον Μαρίνο, αλλά
δεν ήθελε ούτε να με κοιτάξει. Όλο το απόγευμα ήμασταν
ανήσυχοι και το κάθε λεπτό ήταν κρίσιμο. Ήταν η πρώτη
φορά που ήμουν τόσο αγχωμένη και φοβισμένη μαζί.
Αργά το βράδυ το τανκ κυκλοφορούσε στους δρόμους
της Αθήνας. Μετά από λίγο έφτασε έξω από το Πολυτεχνείο.
Όλοι πλησιάσαμε στην πύλη και ο εκφωνητής, ο Δημήτρης
Παπαχρήστος, είπε φοβισμένος: «Δεν θα χτυπήσουν τα
αδέλφια μας οι φαντάροι το φρούριο της ελευθερίας, το μόνο
μέρος της Ελλάδας που είναι ελεύθερο! Δεν έχουμε όπλα!
Προτάσσουμε μόνο ανοιχτά τα στήθη μας! Λαέ της Αθήνας,
όλοι μαζί με το
σύνθημα: λαός και
στρατός μαζί! Δεν
θα χτυπήσει ο
στρατός!». Αμέσως
μετά έψαλε τον
εθνικό μας ύμνο
και όλοι μαζί συνεχίσαμε. Ήμασταν τρομοκρατημένοι,
φοβισμένοι, δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Δεν μας περνούσε από
το μυαλό, όμως, ότι οι φαντάροι μας, τα αδέρφια μας, θα μας
ρίχνανε. Το τανκ όμως έμενε εκεί και προχώρησε λίγα μέτρα
ακόμη.
17/11/1973
Είχε πάει 2 το
πρωί και ο στρατιώτης
έστρεψε το πολυβόλο προς την πόρτα.
Πολλοί από εμάς ήμασταν στα
κάγκελα, άλλοι στην πόρτα και άλλοι
στο προαύλιο. Δεν με ένοιαζε αν πεθάνω,
το μόνο που σκεπτόμουν είναι ότι έπρεπε
να είχα πει «ναι» στην πρόταση του
Μαρίνου! Όλη την ώρα σκεφτόμουν πόσο τον
είχα στενοχωρήσει και στην ιδέα ότι δεν θα μπορούσα να
του πω ένα τελευταίο αντίο, δεν άντεχα!
Ένα τέταρτο πριν από τις 3 το πρωί οι
στρατιωτικοί μάς έδωσαν προθεσμία λίγων λεπτών, για να
αποχωρήσουμε από το Πολυτεχνείο και να παραδοθούμε.
Κάποιοι από εμάς θέλησαν να αποχωρήσουν και δοκίμασαν
να ανοίξουν την κεντρική πύλη. Δεν τα κατάφεραν όμως,
αφού μπροστά από την πόρτα ήταν σταθμευμένο ένα
αυτοκίνητο που μπλόκαρε το άνοιγμά της. Ο επικεφαλής των
αρμάτων εκνευρίστηκε. Οργισμένος φώναξε: «Ρεζιλεύετε το
στράτευμα!» κι έδωσε σήμα για να ξεκινήσει το τανκ. Το
άρμα σταμάτησε δέκα εκατοστά έξω από την πόρτα. Μόλις
σταμάτησε, τρομαγμένοι οπισθοχωρήσαμε.
91
Ενώ παρακολουθούσα τα γεγονότα και
αγωνιούσα για τον Μαρίνο, ξαφνικά ένα χέρι με
ακούμπησε και ένα κύμα ζεστασιάς διαπέρασε το
σώμα μου. Ήμουν σίγουρη πως ήταν εκείνος. Με
φίλησε στο μέτωπο, με αγκάλιασε σφιχτά, πήρε το χέρι
μου, μου έδωσε το δαχτυλίδι και είπε: «Ήδη μου έχεις
δώσει την απάντησή σου και τη σέβομαι! Ήταν τόσο
λάθος. Κινδυνεύουμε να πεθάνουμε και εγώ σκέφτομαι
γάμους. Ελπίζω να με συγχωρήσεις. Θέλω όμως να
κρατήσεις αυτό το δαχτυλίδι για να με θυμάσαι, να
θυμάσαι τις ωραίες και τις άσχημες στιγμές που
περάσαμε μαζί, τις τρέλες που κάναμε. Θέλω να ξέρεις
ότι θα σε αγαπώ για πάντα!». Με φίλησε. Και
επανερχόμενος στην πραγματικότητα: «Πιθανότατα θα
ρίξουν την πόρτα! Εγώ θα μείνω εδώ, εσύ να τρέξεις
όσο πιο γρήγορα μπορείς και να μπεις σε κάποια
πολυκατοικία να κρυφτείς». Δεν μπορούσα να
συγκρατηθώ, όρμησα στην αγκαλιά του ξεσπώντας σε
κλάματα και ξανάνιωσα ασφάλεια. Ήθελα να του
εξηγήσω, να τον κάνω να καταλάβει ότι το έχω
μετανιώσει. Και έτσι του είπα: «Θέλω να ξέρεις ότι θα
σε αγαπώ για πάντα και θα είσαι πάντοτε μέσα στην
92
καρδιά μου, ακόμα και αν δεν χτυπά άλλο πια! Θα
τρέξουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε, μαζί! Το
υπόσχεσαι;» Εκείνος με κοίταξε στα μάτια και
κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
Ο ήχος του τανκ μάς επανέφερε στον αληθινό
κόσμο. Η καγκελόπορτα έπεσε, ενώ το αμάξι που
είχαμε βάλει για να κλείσει την είσοδο έγινε ένα με το
έδαφος. Ύστερα οι αστυνομικοί μπήκαν μέσα στο
Πολυτεχνείο, για να μας συλλάβουν. Μας κυνηγούσαν
και μας χτυπούσαν. Εκατοντάδες τραυματίες υπήρχαν
στο έδαφος, ενώ τουλάχιστον 10 φοιτητές ήταν ήδη
νεκροί. Κοιτούσα γύρω μου. Γνώριμα άτομα, που
περνούσα καθημερινά πολλές ώρες μαζί τους,
κείτονταν στο έδαφος, χτυπημένα ή νεκρά. Τα πόδια
μου δεν μπορούσαν να κινηθούν. Έμενα ακίνητη
κοιτώντας γύρω μου τρομοκρατημένη, παρατηρώντας
τους υπόλοιπους να τρέχουν φοβισμένοι μπροστά στα
μάτια μου κι εγώ να θέλω να τρέξω, να ξεφύγω και
απλά να μην μπορώ. Φωνές ακούγονταν τριγύρω μου,
φιγούρες ανθρώπων τρέχανε για να σωθούν, σαν μια
παλιά ταινία, που την έχουν προσαρμόσει, για να
παίξει σε αργή κίνηση.
Κάποιος, που στην αρχή δεν μπορούσα
να διακρίνω, με άρπαξε από το χέρι και με
ανάγκασε να τρέξω. Ήταν ο Μαρίνος. Ενώ
αναζητούσαμε καταφύγιο σε κάποια κοντινή
πολυκατοικία, ξαφνικά άκουσα έναν δυνατό
πυροβολισμό. Κοίταξα δίπλα μου αγχωμένη
και ο Μαρίνος δεν ήταν πουθενά. Τότε τον
αντίκρισα πίσω μου, πεσμένο στο έδαφος,
χτυπημένο από μία σφαίρα. Έσκυψα πάνω
του και ξέσπασα σε λυγμούς: «Υποσχέθηκες,
θυμάσαι; Υποσχέθηκες!», του είπα και
εκείνος, με αίματα στο πρόσωπό του, είπε
με μεγάλη δυσκολία: «Σ' αγαπώ! Το ξέρω,
σου υποσχέθηκα ότι κάποια στιγμή θα
είμαστε μαζί, και αυτή η υπόσχεση δεν θα
αναιρεθεί!» Το μόνο που έκανα εκείνη τη
στιγμή ήταν να πάρω το δαχτυλίδι από την
τσέπη μου και να του το δείξω. «Ισχύει
ακόλοθυλ
ακόμα η πρότασή σου;», τον ρώτησα και με τα μάτια μου
πλημμυρισμένα από δάκρυα προσπάθησα να του χαρίσω το
πιο γλυκό χαμόγελο. Ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό του.
Μου έκανε νόημα να έρθω κοντά του...
Η Μαρίνα σοκαρισμένη έκλεισε το ημερολόγιο με
δύναμη και το πέταξε στην άλλη γωνιά του δωματίου.
Προσπάθησε να καταλάβει όλα όσα είχε διαβάσει και το μόνο
που ήθελε ήταν να γνωρίσει τον άνθρωπο με τον οποίο η
μητέρα της είχε ζήσει τόσα πολλά! Για ποιο λόγο η μητέρα της
δεν της είχε μιλήσει ποτέ γι’ αυτόν τον άνθρωπο; Μάζεψε το
ημερολόγιο, το άνοιξε ξανά και άρχισε να διαβάζει, αφού
ήταν πεπεισμένη ότι κάπου θα είχε γράψει πληροφορίες γι'
αυτόν. Έτσι συνέχισε να διαβάζει τη σελίδα.
...Έσκυψα και μου ψιθύρισε στο αυτί: «Ακόμα κι αν αυτή η
καρδιά πάψει να χτυπά, εγώ θα σε αγαπώ!». Με φίλησε και
μου έκανε νόημα με το χέρι του να τρέξω να φύγω, αφού δεν
μπορούσε να μιλήσει άλλο. Με δάκρυα στα μάτια προσπάθησα
να τον πείσω να μείνω μαζί του, αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος.
Του είπα ότι θα επιστρέψω γρήγορα, μόλις βρω καταφύγιο.
93
Ενώ η Μαρίνα διάβαζε τη σελίδα, διέκρινε αμυδρά τα
ίχνη από τα δάκρυα της μητέρας της, που, παρά το πέρασμα
του χρόνου, είχαν παραμείνει. Γύρισε και έφτασε στην
τελευταία σελίδα...
Έτρεχα όσο πιο γρήγορα μπορούσα,
ώσπου βρήκα μία πόρτα πολυκατοικίας
ανοιχτή. Μπήκα μέσα ζητώντας καταφύγιο
και οι ένοικοι δεν δίστασαν να με βοηθήσουν.
Γύρισα πίσω για να πάρω τον Μαρίνο, αλλά
δεν ήταν πουθενά. Ένας περαστικός βγήκε
από την κρυψώνα του και μου είπε ότι είδε
αστυνομικούς να χτυπούν και να
συλλαμβάνουν έναν τραυματισμένο φοιτητή.
Τρομαγμένος κρύφτηκε, μέχρι να φύγουν. Ο
φοιτητής πρέπει να ήταν ο Μαρίνος!
Υπέθεσα ότι θα τον μεταφέρουν σε κάποιο
νοσοκομείο και, μόλις θα θεραπεύονταν τα
τραύματά του, θα έψαχνε να με βρει.
Επέστρεψα ανήσυχη στην πολυκατοικία και
οι ένοικοι με φιλοξένησαν όλο το βράδυ. Τότε
διαπίστωσα ότι έχασα και το δαχτυλίδι...
28/7/1994
Οι μέρες περνούσαν και δεν είχα κάποιο σημάδι
ζωής από τον Μαρίνο. Οι γονείς μου, μου έλεγαν ότι
πιθανότατα να μην επιβίωσε. Δεν ήθελα να το πιστέψω!
Έψαχνα μήνες ολόκληρους αλλά μάταια. Έψαξα στα
νοσοκομεία, ρώτησα κοινούς γνωστούς και φίλους, την
οικογένειά του, αλλά κανείς δεν γνώριζε τίποτα. Πήγα στη
γενική ασφάλεια, μα με έδιωξαν. Εν τω μεταξύ, διαπίστωσα
ότι ήμουν έγκυος. Πόσο θα ήθελα να του πω για το παιδί
που θα αποκτούσαμε! Θα χαιρόταν τόσο πολύ! Αλλά αυτή η
στιγμή δεν θα έρθει ποτέ...
Μαρίνα μου, ελπίζω να μην έχεις θυμώσει μαζί μου
που τόσα χρόνια σού έκρυβα μια τόσο σημαντική, για σένα,
αλήθεια. Ναι, ο πατέρας σου είναι ο Μαρίνος Πιεσμένη από
τους γονείς μου, λόγω της εγκυμοσύνης, παντρεύτηκα τον
Κώστα. Ήταν πάρα πολύ καλός μαζί μου και σε αγάπησε σα
να ήσουν αληθινή του κόρη. Να ξέρεις ότι σε αγαπάω
πολύ! Αντίο.
Η Μαρίνα είχε μείνει έκπληκτη. Όμως το ημερολόγιο
δεν συνεχιζόταν. Το μόνο που έγραφε η μητέρα της ήταν μια
94
διεύθυνση. Ποιος να έμενε εκεί άραγε; Έκλεισε το
ημερολόγιο και ανέβηκε στο σαλόνι. Δεν έχασε καιρό
και έφυγε, για να πάει στη διεύθυνση που έγραφε η
μητέρα της. Στον δρόμο χιλιάδες ερωτήματα περνούσαν
από το μυαλό της. Έφτασε και διστακτικά χτύπησε την
πόρτα.
– Γεια σας!, είπε η Μαρίνα στη νεαρή γυναίκα που
αντίκρισε, η οποία ήταν πιθανότατα η οικιακή βοηθός.
– Γεια σας, είπε εκείνη.
– Μήπως μένει σε αυτό το σπίτι κάποιος κύριος
Μαρίνος;
– Ναι. Βασικά, έμενε. Ο κύριος Μαρίνος πέθανε πριν
λίγους μήνες. Είναι όμως εδώ ο γιος του, ο κύριος
Γιώργος. Περάστε στη βεράντα και θα τον φωνάξω
αμέσως.
– Ευχαριστώ!
Η Μαρίνα κάθισε στη βεράντα, που ήταν στολισμένη με
πολλά λουλούδια και φυσικά δεν έλειπαν οι γλάστρες με
γιασεμί. Η οικονόμος τής πρόσφερε λίγο τσάι σε ένα
πορσελάνινο φλιτζάνι. Ένας ψηλός άνδρας με σκούρα
καστανά μαλλιά και με μεγάλα μπλε μάτια εμφανίστηκε
μπροστά της.
– Γεια σας, είπε εκείνος, μήπως μπορώ να σας βοηθήσω;
– Γεια, είπε ξαφνιασμένη εκείνη. Με λένε Μαρίνα!
– Γιώργος, χάρηκα!
– Η μητέρα μου πέθανε πριν λίγους μήνες ξέρετε…
– Τι σύμπτωση! Και εμένα ο πατέρας μου. Λυπάμαι!
– Και εγώ επίσης! Ξέρετε..., μέσα στα πράγματα της
μητέρας μου βρήκα αυτό το ημερολόγιο. Θα ήθελα να το
διαβάσετε. Νομίζω ότι σας αφορά.
– Ευχαρίστως.
Ο Γιώργος διάβασε τις σελίδες που του έδειξε η Μαρίνα.
Σοκαρίστηκε με όσα διάβασε και ήταν πια σίγουρο πως
ο Μαρίνος είναι ο πατέρας της κοπέλας που καθόταν
απέναντί του.
– Μα, αυτό δεν γίνεται! Δηλαδή, θες να μου πεις ότι...
– Είμαστε αδέρφια!, είπε η Μαρίνα.
Η Μαρίνα τον αγκάλιασε με δάκρυα στα μάτια και
εκείνος της ανταπόδωσε ένα μεγάλο χαμόγελο. Όλη την
υπόλοιπη μέρα μιλούσαν για τις ζωές τους
προσπαθώντας να γνωριστούν. Ο Γιώργος τής είπε ότι
γεννήθηκε στη Γερμανία κι ότι ζούσαν εκεί. Η μητέρα
του ήταν Γερμανίδα. Πριν από δύο χρόνια πέθανε και
επέστρεψαν με τον πατέρα του στην Αθήνα, εδώ, στο
σπίτι των παππούδων του.
Το επόμενο πρωί ο Γιώργος επισκέφτηκε τη
Μαρίνα στο σπίτι της. Κάθισαν στο μπαλκόνι πίνοντας
τσάι και συζητώντας.
– Εχθές έψαξα τα πράγματα του πατέρα μου,
συγγνώμη, του πατέρα μας, και βρήκα ένα ημερολόγιο.
Νομίζω ότι πρέπει να διαβάσεις αυτή τη σελίδα. Η
Μαρίνα πήρε στα χέρια της το ημερολόγιο και άρχισε να
διαβάζει:
95
24\5\1974
Σήμερα όλα ξεκαθάρισαν στο
μυαλό μου. Μετά από τόσους μήνες
κατάφερα να θυμηθώ το παρελθόν.
Νομίζω ότι είναι η ώρα να μιλήσω για
την βραδιά της 16ης προς 17η
Νοεμβρίου. Όταν η Αλίκη έφυγε για
να βρει καταφύγιο, δύο αστυνομικοί
με χτύπησαν και με κακοποίησαν
πολύ σκληρά, με αποτέλεσμα να
τραυματιστώ σοβαρά στο κεφάλι. Ενώ
ήμουν πεσμένος στο έδαφος, μία
λάμψη μού τράβηξε την προσοχή.
Κοίταξα πιο προσεκτικά και είδα ένα
96
δαχτυλίδι. Ανάμεσα στα χτυπήματα των αστυνομικών
προσπάθησα να το πιάσω. Ήταν το δαχτυλίδι της Αλίκης. Το
έβαλα στην τσέπη μου, αφού πίστευα ότι θα την ξαναέβλεπα.
Από εκείνη τη στιγμή δεν θυμάμαι τίποτα. Οι αστυνομικοί
πρέπει να με μάζεψαν και με πήγαν στα κρατητήρια. Εδώ
και έξι μήνες βρίσκομαι στο νοσοκομείο των φυλακών με
σοβαρή αμνησία. Αυτό μου στέρησε τη δυνατότητα να βρω την
Αλίκη... Πόσο θα ήθελα να ξαναβρισκόμασταν μαζί!»
5/6/1974
Χθες με άφησαν ελεύθερο. Το πρώτο πράγμα που
έκανα ήταν να βρω την Αλίκη. Την είδα από μακριά, αλλά δεν
πήγα κοντά της! Αλίμονο! Είχε παντρευτεί και ήταν ήδη
έγκυος! Μα πώς; Πώς είναι δυνατόν; Ξέρω ότι με θεωρούσαν
όλοι νεκρό, αλλά όχι και η Αλίκη! Πώς μπόρεσε να κάνει
κάτι τέτοιο; Πώς μπόρεσε να παντρευτεί και μάλιστα τόσο
γρήγορα;...
21/3/1975
Πρώτη μου μέρα στο Μόναχο. Αποδέχτηκα τη δουλειά,
όχι τόσο για επαγγελματικούς λόγους, όσο για να ξεχάσω.
Πρέπει να την ξεχάσω και να ξεκινήσω μια νέα ζωή. Χωρίς
την Αλίκη...
– Δεν μπορώ να το πιστέψω!, είπε η Μαρίνα συγκλονισμένη.
– Επίσης βρήκα και κάτι άλλο, της είπε ο Γιώργος. Νομίζω ότι
δικαιωματικά σου ανήκει…
Έβγαλε από το πουκάμισό του το δαχτυλίδι, της το έδωσε και
τη φίλησε στο μέτωπο δακρύζοντας. Η Μαρίνα σέρβιρε λίγο
ακόμα τσάι και συνέχισαν να μιλούν για τις ζωές τους, ενώ
την ατμόσφαιρα γύρω τους ευωδίαζε ένα ανεπαίσθητο
άρωμα γιασεμιού...
97
98
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ...
Τμήμα: Β3
Συγγραφή - Πληκτρολόγηση - Εικονογράφηση:
Σηφάκη Ελπίδα
99
Πόλεμος είναι η ζωή... Από τη μια μεριά το
σκοτάδι, απ’ την άλλη το φως. Σε μια συνεχή
δοκιμασία είμαστε, που ίσως είναι θέλημα του Θεού,
για να μας κάνει πιο δυνατούς και να μας μάθει πως, άμα
«πέσουμε», πρέπει να βρούμε τη δύναμη βαθιά στην ψυχή
μας, για να ξανασηκωθούμε. Κάποιοι άνθρωποι βρίσκουν με
μεγάλη προσπάθεια τον σωστό δρόμο, ενώ κάποιοι άλλοι δεν
τα καταφέρνουν και τόσο καλά... Έτσι έγινε και με τη μικρή
Λυδία.
Σε μια πολυκατοικία, στο Φόξτροτ, ζούσε ένας
πατέρας με τη δεκάχρονη κόρη του, τη Λυδία. Η Λυδία δεν
ήταν ιδιαίτερα κοινωνικός άνθρωπος, και πώς να είναι
άλλωστε με όσα είχε βιώσει στη ζωή της. Δεν είχε φίλους,
μονάχα έναν, τον σκύλο της τον Χάτσικο, που του έλεγε όλα
τα μυστικά της. Έτρεφε πολλά και ιδιαίτερα συναισθήματα γι’
αυτόν. Όπως είχε αποκαλύψει και στον πατέρα της, θα έδινε
ακόμα και τη ζωή της προκειμένου να υπήρχαν άνθρωποι που
να είχαν την ευγένεια και την ευπρεπή συμπεριφορά του.
Η Λυδία ήταν ένα πανέμορφο κορίτσι με γαλάζια
μάτια και χρυσαφένια μακριά μαλλιά, που τα στόλιζε με
χρωματιστές κορδέλες και φιόγκους. Τον αγαπημένο
της φιόγκο τής τον είχε χαρίσει η μητέρα της.
100
Ήταν από βελούδο, είχε χρώμα κόκκινο και μια
άσπρη χάντρα. Αυτός ο φιόγκος είχε μεγάλη αξία
για τη Λυδία, αφού ήταν το μοναδικό ενθύμιο που είχε
από τη μητέρα της. Από συναισθηματικές αναμνήσεις, όμως,
άλλο τίποτε...
Η μητέρα της Λυδίας ξεψύχησε από μια ασθένεια που
σπάνια αντιμετωπίζεται, τον καρκίνο! Από τότε, η Λυδία
σταμάτησε να φοράει χρωματιστές κορδέλες στα μαλλιά της
και χρησιμοποιούσε μόνο αυτή που είχε από τη μητέρα της.
Τα μαλλιά της δεν ήταν πια ανέμελα αφημένα κάτω, ώστε να
σκεπάζουν ολόκληρη την πλάτη της, αλλά τα έκανε μια
σφιχτοδεμένη κοτσίδα. Τα γαλανά της μάτια έχασαν τη
λάμψη που είχαν και που σε γαλήνευαν, όταν τα κοιτούσες.
Έγινε μια άλλη Λυδία, μια Λυδία που κανένας δεν την
καταλάβαινε παρά μόνο ο φίλος της ο Χάτσικο, ο «Χάτσι»,
όπως τον αποκαλούσε. Σ’ αυτόν εξομολογούνταν όλα τα
προβλήματά της και, παρόλο που δεν της απαντούσε με τη
φωνή του, επικοινωνούσαν με τα μάτια.
Ο πατέρας της Λυδίας ήταν ένας πολύ κοινωνικός και
καλόκαρδος άνθρωπος που την αγαπούσε πολύ, αν και
πολλές φορές δεν της το έδειχνε λόγω των καθημερινών
πιέσεων. Ήταν αρκετά εργατικός, όμως μετά το
δυστυχές συμβάν με τη γυναίκα του
αποφάσισε να αφιερωθεί στην κόρη του, μιας
και ήξερε ότι αυτό της είχε στοιχίσει πάρα
πολύ.
Κάθε νύχτα η Λυδία στα όνειρά της
έβλεπε τη μητέρα της να την αγκαλιάζει, και,
όταν ξυπνούσε, σπάραζε στο κλάμα λέγοντας:
«Θεέ μου, φέρε μου πίσω τη μανούλα μου!».
Ο πατέρας της τότε πήγαινε και την
καθησύχαζε.
Ένα ηλιόλουστο απόγευμα ο πατέρας
της Λυδίας αποφάσισε, μετά από πολύ
προβληματισμό, να τηλεφωνήσει σε μια
ψυχολόγο, γιατί έβλεπε τη μοναδική του
κόρη να καταρρέει. Έτσι, ύστερα από κάποιες
μέρες...
– Λυδία, σήμερα θα επισκεφτούμε μια κυρία,
στην οποία θα μπορέσεις να εκφράσεις τα
συναισθήματά σου.
Το πρόσωπο της Λυδίας πήρε μια άσχημη
έκφραση και φάνηκε σαν να ήθελε να
ουρλιάξει με όλη την ένταση της φωνής της.
Έτρεξε γρήγορα στο δωμάτιό της, το χέρι της
έσπρωξε την πόρτα με όλη της τη δύναμη και
ξέσπασε για άλλη μια φορά σε κλάματα.
«Ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω γιατί θύμωσε
τώρα», συλλογίστηκε ο πατέρας και πήγε να
της μιλήσει.
– Να περάσω;
– Πέρνα!, απάντησε με αναφιλητά.
– Το ξέρω ότι σου έχει στοιχίσει ο θάνατος
της μητέρας σου, αλλά...
Και πριν καλά καλά προλάβει να τελειώσει
την πρότασή του:
– Δεν έχεις καταλάβει τίποτα, μπαμπά... Δεν
έχεις χάσει τη μητέρα σου, για να ξέρεις τι
είναι να έχεις ανάγκη την αγκαλιά της, το χάδι
της, το φιλί της και να μην το βρίσκεις
πουθενά! Όλα μου τη θυμίζουν, μπαμπά, όλα!
Η μυρωδιά της, η θέση της στο τραπέζι η
οποία τώρα είναι κενή. Δεν μπορείς να με
καταλάβεις ούτε εσύ αλλά ούτε και όλοι αυτοί
οι γιατροί που θέλεις να με πας. Μόνο ο
Χάτσι με καταλαβαίνει, κανένας άλλος!
Μπορεί να είναι τετράποδο και να μη μιλάει,
αλλά στον καθρέφτη των ματιών του βλέπω τη
101
102
συμπόνια και την αγάπη του. Εσύ δεν νοιάστηκες ποτέ, μόνο
η δουλειά σου σε ενδιέφερε. Δεν παραπονέθηκα γι’ αυτό,
γιατί ξέρω ότι με αγαπάς, αλλά δεν έχεις τον σωστό τρόπο
να μου το δείχνεις. Πιστεύεις ότι είμαι μικρή, αλλά η
απώλεια της μητέρας μου με έκανε πιο ώριμη, γι’ αυτό
άφησέ με να το ξεπεράσω μόνη μου και όχι με ψυχολόγους!
Και ξέσπασε στο κλάμα. Ο πατέρας, μόλις βγήκε από
το δωμάτιο, τράβηξε την πόρτα και ένα δάκρυ κύλησε στο
μάγουλό του. Δεν ήταν δάκρυ λύπης, αλλά χαράς. Ένιωσε
απερίγραπτη περηφάνια για την κόρη του. Κατάλαβε ότι δεν
είναι ένα συνηθισμένο, αλλά ένα ώριμο δεκάχρονο.
Αργότερα, ένα πρωινό, μετά από τρία χρόνια που οι
σχέσεις του πατέρα και της Λυδίας είχαν αποκατασταθεί, κι
ενώ η ανατολή είχε φτάσει για τα καλά στο Φόξτροτ, η
Λυδία ήταν στον καταπράσινο κήπο του σπιτιού τους με τον
Χάτσι και παίζανε.
– Λυδία, θα πάω για λίγη ώρα στο σούπερ μάρκετ να
ψωνίσω κάποια πράγματα. Μην αφήσεις τον Χάτσι να μπει
στην κουζίνα, επειδή έχω στρώσει το τραπέζι για το πρωινό.
Όταν
έκλεισε
η
αυλόπορτα, ο Χάτσι έτρεξε
ορμητικά στην κουζίνα. Η
Λυδία τον πρόφτασε και τον
έδεσε στον κήπο μαλώνοντάς
τον. Μετά από μερικά
δευτερόλεπτα ένιωσε μια
ξαφνική ζαλάδα και να
παραλύουν τα χέρια της και
όλο της το σώμα. Τα
βλέφαρά της δεν άντεξαν και,
καθώς σωριαζόταν στο πάτωμα, ταυτόχρονα
έκλεισαν κι αυτά. Ο πατέρας, που δεν είχε
απομακρυνθεί πολύ, όταν άκουσε τον Χάτσι να
γαβγίζει, έτρεξε πίσω στο σπίτι, άνοιξε με δύναμη
την αυλόπορτα και όρμησε στον κήπο. Είδε την κόρη
του σωριασμένη στο έδαφος και για κάποια δευτερόλεπτα
έμεινε ακίνητος.
Έπειτα την πήγε στο νοσοκομείο. Καθώς περίμενε
τον γιατρό, σκέφτηκε ότι, αν έχανε την κόρη του, δεν θα
υπήρχε πια λόγος να ζει σ’ αυτόν τον κόσμο... Μόλις ο
γιατρός ξεπρόβαλε, τον ρώτησε:
– Γιατρέ, πείτε μου σας παρακαλώ ότι η μικρή δεν έχει
πάθει τίποτα...
– Δείτε..., είναι ένα πολύ λεπτό ζήτημα. Δεν μπορώ να
σας εγγυηθώ τίποτα προς το παρόν.
– Ποιο είναι το πρόβλημα;, είπε σφίγγοντας τα χείλη του.
Τι συμβαίνει γιατρέ; Σας παρακαλώ, μιλήστε μου, μη με
αφήνετε στην αγωνία. Η κόρη μου είναι ο θησαυρός
μου, η ψυχή μου, η ανάσα μου. Σας παρακαλώ..., πείτε
μου τι συμβαίνει!
Σκύβοντας το κεφάλι ο γιατρός, συγκινημένος,
βλέποντας στα μάτια του πατέρα την αγωνία και την
απόγνωση και μη θέλοντας άλλο να του παρατείνει
τον πόνο, αποκρίθηκε:
– Η μικρή Λυδία έχει καρκίνο στον εγκέφαλο,
μα θα κάνω με τη βοήθεια του Θεού ό,τι περνάει
103
από το χέρι μου, ώστε
ο άγγελός σας να μείνει
για πάντα κοντά σας.
– Πώς να αντέξει ένας γονιός τέτοιο μαρτύριο;
Αβάστακτος ο πόνος και βαρύς ο σταυρός που θα
σηκώσω, μα το παιδί μου θα γίνει καλά,
γιατί γη και ουρανό θα αναστατώσω, την
ψυχή μου θα δώσω, αν χρειαστεί, για να το δω
να γελά και να τρέχει σαν άνεμος! Τη ζωή μου
ολάκερη θα δώσω, ώστε το χαμόγελο από τα
χείλη της ποτέ να μη σβήσει! Θα προσεύχομαι
κανένας άλλος γονιός να μην το περάσει αυτό...
– Αυτό που χρειάζεται είναι υπομονή και
συμπαράσταση. Δεν πρέπει να τη φορτώνετε με
στενοχώριες. Προσπαθήστε να της
φέρεστε, όπως πριν.
Ο πατέρας μπήκε στο δωμάτιο
χαμογελώντας, κοίταξε το παιδί του
στα μάτια προσπαθώντας να κρύψει
στα βάθη της ψυχής του τον πόνο.
– Είσαι έτοιμη;
– Μπαμπά, πες μου τι έχω.
– Τίποτα αγάπη μου, όλα καλά.
Θα τα αντιμετωπίσουμε
όλα, αρκεί να μου
104
κρατάς το χέρι. Σου
υπόσχομαι, Λυδία μου,
ότι θα περάσουμε το ποτάμι
χωρίς να βραχούμε.
Όμως μέσα του ένιωθε να βυθίζεται, σαν ένα
πλοίο που χάνει τον καπετάνιο του...
Η Λυδία, μία μέρα άκουσε τον πατέρα
της να μιλάει στο τηλέφωνο με τον γιατρό της
και τότε συνειδητοποίησε το πρόβλημά της, μα
δεν μίλησε, δεν ήθελε να πικράνει τον πατέρα
της κι άλλο... Έφτανε ένας θάνατος στην οικογένεια...
«Τώρα που ξέρω, θα είμαι ακόμα πιο δυνατή, θα
παλέψω!», σκεφτόταν η Λυδία. «Η μητέρα μου θα
με βοηθήσει! Γι’ αυτό θα απλώσω τα χέρια μου
στα αστέρια, για να γεμίσουν ασημόσκονη, θα τη
σκορπίσω στα όνειρά μου και θα γεμίσω τη
ζωή μου με ρόδα! Το καρφί που υπάρχει
στην καρδιά του πατέρα μου, θα το
αντικαταστήσω με λεμονανθούς και
χρυσάνθεμα. Ο άνθρωπος όλα τα μπορεί!
Πείσμα και θέληση, αγάπη και όνειρα σαν
έχει, το μονοπάτι με τα αγκάθια
θα το περάσει! Μπορεί
ματωμένος, αλλά
ποτέ νικημένος!»
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ
Τμήμα: Β4
Συγγραφή - Εικονογράφηση:
Φορτετσανάκης Νίκος
105
Όλα ξεκίνησαν, όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά μια
άγνωστη πηγή ενέργειας.
Ήταν μια πηγή ενέργειας, που οι άνθρωποι αρχικά την
εκμεταλλεύτηκαν για το καλό τους, αλλά κατέληξε να
χρησιμοποιείται για κακό σκοπό, με αποτέλεσμα...
ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ...
... η γη να καταστρέφεται μέρα με τη μέρα.
Η γη καταστράφηκε, αλλά ευτυχώς μερικοί άνθρωποι
μπήκαν σε σκάφη και επέζησαν. Έκαναν συμμαχίες και
κατάφεραν να φτιάξουν μια τεχνητή γη με τεχνητή
ατμόσφαιρα, για να επιζήσουν.
106
Η άγνωστη πηγή χωρίστηκε σε 4 κομμάτια, που, αν
ενώνονταν ξανά, θα έδιναν απίστευτη δύναμη.
Οι άνθρωποι έστειλαν 4 σκάφη, τον Όπτιμους, τον
Πίντους, τον Λόνγκους και τον Ζι, για να φέρουν τα
κομμάτια πίσω, ώστε να τα ξαναενώσουν. Αλλά έπρεπε να
τα βρουν πρώτα...
Πήραν, λοιπόν, διαταγή από τη βάση και ξεκίνησαν για να
τα βρουν.
Μόνο που το ένα σκάφος, ο Ζι, δεν συνεργαζόταν με
τα υπόλοιπα, αλλά με τον Σμιθ, τον πιο ισχυρό
εξωγήινο σε όλο τον γαλαξία...
Ήρθες, επιτέλους;
Ναι, αλλά είπαμε: δεξιά
στον θρόνο σου εγώ! Και
θα με αφήσεις να ζήσω.
Ναι...
Εντάξει! Φύγε και
φέρε μου τα!
Πρέπει να ενώσω και
τα 4 κομμάτια, για να
αποκτήσω την απόλυτη
δύναμη και να
καταστρέψω τα πάντα!
Εν τω μεταξύ, ο Όπτιμους βρήκε ένα κομμάτι...
Να το! Βρήκαμε ένα!
Πάμε να το πάρουμε!
Βάση, έρχομαι. Βρήκα και
φέρνω ένα κομμάτι! Όβερ!
Πάω...
Πίσω στη βάση...
Να το,
παιδιά!
Εύκολο ήταν!
Θα πάω να
αναζητήσω και
τα άλλα.
Ο Όπτιμους έφτασε πίσω και δοξάστηκε. Ο Πίντους και ο
Λόνγκους θα βρουν άραγε τα υπόλοιπα κομμάτια;
ΝΑΙ!
Πού να είναι; Δεν
βρήκα τίποτα ακόμα...
Αν τα ενώσουμε,
θα ξαναφτιάξουμε
τη γη μας!
107
Ενώ ο Ζι, ο προδότης...
Και... ξαφνικά!
Άσ’ το, Ζι! Εγώ το
βρήκα πρώτος!
Να το!
Δεν βρήκα ακόμα τίποτα... Αλλά
μπορώ να κλέψω τα κομμάτια
των άλλων! Αν έχουν βρει κάτι...
Ω, όχι! Θα το προλάβει
πρώτος ο Λόνγκους...
Θα του επιτεθώ!
Δεν με νοιάζει! Δικό μου είναι!
Όχι, δικό μου!
ΔΙΚΟ ΜΟΥ!
ΔΙΚΟ ΜΟΥ!
Έτσι, άρχισε η μάχη...
Και...!
ΕΠΙΘΕΣΗΗΗ!
Πάει ο Λόνγκους...
Αχά! Νόμιζες ότι
θα με σκότωνες;
Στη βάση κατάλαβαν τι γινόταν...
Μένουν άλλα τρία!
ΑΧΑΧΑΧΑΑΑ!
Παιδιά, υπάρχει
ένας προδότης!
Ορίστε, αφέντη!
ΤΙ;
108
ΤΙ;
ΤΙ;
Στο μεταξύ, ο Ζι...
Πίντους, το έμαθες;
Τι;
Αχά! Να άλλο ένα!
Όπτιμους, είσαι η μόνη
μας ελπίδα! Πήγαινε να
τον σκοτώσεις!
ΟΚ!
Ο Ζι είναι
προδότης!
ΑΛΗΘΕΙΑ; Τότε πρέπει
να μείνουμε μαζί.
Πίντους,
ενεργοποίησε το
στελθ! Να του
επιτεθούμε τώρα
που είμαστε
αόρατοι!
Τώρα είμαι
πιο δυνατός!
Άσ’ τον να φύγει...
Γιατί;
ΝΑΙ!
Για να δούμε σε ποιον
πηγαίνει τα κομμάτια!
Ορίστε το δεύτερο
κομμάτι, αφέντη!
Αφέντη, να επιτέλους
και το τρίτο κομμάτι!
Και τρίτο κομμάτι! Ο αφέντης θα ευχαριστηθεί πολύ!
Τώρα είμαι ακόμα
πιο δυνατός!
Να τος!
Ας επιτεθούμε!
Ω, όχι! Ο Σμιθ!
Μμμ... κάτι
συμβαίνει...
Έφερες εχθρούς;
Τα κομμάτια τον
κάνουν πιο μεγάλο
και πιο ισχυρό!
Όχι, αφέντη, δεν έφερα!
109
ΠΕΘΑΝΕ ΤΩΡΑ!
ΑΑΑ !!!
Προδότη...!
ΑΑΑ!!!
ΕΠΙΘΕΣΗ!
Συναντιόμαστε
ξανά, Σμιθ!
ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ!
Πάμε!
Έτσι απλά νομίζετε
ότι θα γλιτώσετε;
Και θα ’ναι η
τελευταία φορά,
Όπτιμους!
ΕΠΙΘΕΣΗ!
ΕΠΙΘΕΣΗ!
Ενεργοποίησε
το σύστημα
υπερφόρτωσης!
ΠΟΤΕ!
Μπράβο, Πίντους!
ΟΧΙ!
Το ενεργοποίησα!
110
Όπτιμους, με την υπερφόρτωση
καταστράφηκε η ασπίδα μας!
Κοίτα τι μου
έκανες!
ΧΑ! Τον
καταστρέψαμε!
Αααα! Όχι! ΠΙΝΤΟΥΣ!
Αντίο, φίλε
μου! Ααα...
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!
Δέκα χρόνια σε κυνηγούσα κι όλα
τέλειωσαν σ’ ένα δευτερόλεπτο!
Έγινες σκόνη, Σμιθ!
Ο Όπτιμους δοξάστηκε με τιμές και με γιορτές.
Οι άνθρωποι, τώρα που απέκτησαν και τα τέσσερα κομμάτια της μεγάλης πηγής
ενέργειας, μπορούσαν πια να τη χρησιμοποιήσουν, έτσι ώστε να ξαναφτιάξουν τη γη.
Φτάνει μόνο να τη χρησιμοποιήσουν σωστά αυτή τη φορά...
111
112
Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
Τμήμα: Γ1
Συγγραφή: Δαδούτης Γιώργος
Βοηθοί: Αλεξάκης Σπύρος
Δαμιανάκης Νίκος
Ζεμπίλης Κωνσταντίνος
Κλίντον Βίλα
Εικονογράφηση: Κλίντον Βίλα
Πληκτρολόγηση: Δαδούτης Γιώργος
113
Μάιος του 1916. Έχουν περάσει δυο χρόνια από την
έναρξη του πολέμου και το Γερμανικό πεζικό μάς έχει
πετσοκόψει. Δεν υπάρχει μέρα που τα στρατεύματά
μας να μην έχουν υποχωρήσει. Δίνουμε μάχη για
κάθε μέτρο γης που μας ανήκει. Κάθε μέρα, με κάθε
βήμα που κάνουμε πίσω, αφήνουμε και ένα κομμάτι
γης. Κάθε κομμάτι γης αφήνει πίσω του χιλιάδες
νεκρούς. Βρισκόμαστε εδώ και δυο εβδομάδες μέσα
στο χαράκωμα, στη γραμμή Βερντέν, ένα μέτωπο
που
εκτείνεται
τρία
χιλιόμετρα.
Κάνουμε
συνέχεια προετοιμασίες, όμως σε περίπτωση
γερμανικής
εισβολής,
λόγω
ανεπαρκούς
εξοπλισμού,
είναι
σχεδόν
αδύνατον
να
κρατήσουμε τη γραμμή. Το τέταρτο τμήμα της
δυτικής πτέρυγας, όπου υπήρχαν δύο πολυβολεία, τρία
χόβιτσερ βαρέως τύπου και πέντε όλμοι 175 χιλιοστών,
το ανέθεσαν στον λοχαγό Κονσταντέν Ζεμπίλ να το
υπερασπιστεί μαζί με 80 επίλεκτους στρατιώτες.
Ο λοχαγός Ζεμπίλ ήταν ένας νέος άνδρας
γύρω στα 32, που είχε πείρα από εμπόλεμες
συγκρούσεις. Δεξί χέρι του λοχαγού ήταν ο
σκληροτράχηλος επιλοχίας Περό Αλεξά, ο άσος των
όπλων. Στο πρώτο πολυβολείο υπεύθυνος ήταν ο
νεοσύλλεκτος δεκανέας Κλιντόν Βιλά, ο οποίος, αν
και μικρόσωμος, ήταν ο καλύτερος στη χρήση οβίδων.
Στο δεύτερο πολυβολείο την αρχηγία είχε ο
μυώδης Νικολά Νταμιάν, το αστέρι του πολυβόλου,
όπως τον λέγαμε. Εγώ τότε ήμουν στον βαθμό του
υπολοχαγού και ο λοχαγός με είχε διατάξει να
υπερασπιστώ μαζί με 40 άντρες την περιοχή όπου είχαμε
τοποθετήσει τα στοιχεία του πυροβολικού. Αν και
114
ανεπαρκώς
εξοπλισμένοι,
είχαμε
διαταγή
να
υπερασπιστούμε τη γραμμή μέχρι εσχάτων. Συνολικά, η
η
5 Γαλλική Στρατιά που υπερασπιζόταν τις θέσεις στο
Βερντέν δεν ξεπερνούσε τους 32.000 στρατιώτες. Η
υπεράσπιση αυτής της περιοχής ήταν σκέτη αυτοκτονία
μπροστά στους 90.000 Γερμανούς που έρχονταν με αργά
αλλά σταθερά βήματα.
Μετά από δύο μέρες δυνατής βροχής φάνηκε η
εμπροσθοφυλακή των Γερμανών. Τα χαρακώματα
είχαν γεμίσει με νερό, μεγάλο μέρος των τροφίμων
είχε χαλάσει, μερικά ακάλυπτα πυρομαχικά που τα
είχαμε ανάγκη αχρηστεύτηκαν, τα τοιχώματα των
χαρακωμάτων είχαν σε μερικά μέρη βουλιάξει από
τη βροχή και γενικά ήμασταν ανοργάνωτοι και
απροετοίμαστοι.
Καθημερινά
βλέπαμε
τους
αντιπάλους μας να πληθαίνουν σε αριθμό και τις
οχυρώσεις τους να δυναμώνουν. Βέβαια, ο λοχαγός
Ζεμπίλ και οι άλλοι αξιωματικοί προσπαθούσαν να
μας εμψυχώσουν και να ξυπνήσουν μέσα μας τον
πατριωτισμό.
Όλα κυλούσαν ήρεμα. Ένα πρωινό, εγώ, ο
επιλοχίας και ο λοχαγός καθόμασταν σε ένα τραπέζι
και κοιτούσαμε τον χάρτη. Ξαφνικά, ακούστηκε ένας
τρομερός θόρυβος και το τραπέζι κουνήθηκε σαν να
ήταν ισχυρός σεισμός. «Οβίδες, καλυφτείτε!», φώναξε
ο λοχίας Νταμιάν. Αμέσως ένας καταιγισμός από
οβίδες άρχισε. Τρέξαμε όλοι και καλυφτήκαμε.
Επί πέντε ώρες το βαρύ γερμανικό πυροβολικό
μάς χτυπούσε ακατάπαυστα. Όποιοι κάνανε τη βλακεία να
απομακρυνθούν
από
το
χαράκωμα
πέθαναν
από
θρυμματιζόμενες οβίδες. Όταν σταμάτησε ο καταιγισμός
πυρών, ο Ζεμπίλ έδωσε εντολή να μετρηθούν τα θύματα.
Οι νεκροί ανέρχονταν στους επτά, ενώ οι τραυματίες
στους δεκατρείς. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά από τότε που
σταμάτησαν τα πυρά και ο δεκανέας Βιλά, με το αετίσιο
μάτι του, είδε τα εχθρικά στρατεύματα να επιτίθενται με
εφ’ όπλου λόγχη τρέχοντας. Εδώ ήταν που χάλασαν όλα.
Από τις οβίδες είχαν αχρηστευτεί δυο όλμοι, ένα
πολυβόλο και δέκα λιποτάκτες τράπηκαν σε άτακτη φυγή.
Ο λοχαγός διέταξε να πυροβοληθούν εν ψυχρώ
οι λιποτάκτες για παραδειγματισμό. Ο Βιλά
σημάδεψε τον πρώτο και τον σκότωσε.
Αμέσως
οι
υπόλοιποι
γύρισαν,
φοβούμενοι μην πάθουν τα ίδια.
«Λοχία, στο πολυβόλο!», είπα
με βροντερή φωνή. Ο λοχίας χωρίς
οίκτο άρχισε να γαζώνει τους
Γερμανούς και ο ένας μετά τον
άλλο έπεφταν νεκροί. «Εφ’ όπλου
λόγχη!», φώναξε ο λοχαγός και έδωσε
πρόσταγμα
να
βγούμε
από
τα
χαρακώματα. Ο Βιλά, παλικαράς καθώς
ήταν, άρπαξε τη γαλλική
σημαία και ακολούθησε
τον λοχαγό Ζεμπίλ στη
μάχη. Το πεδίο μάχης
μετατράπηκε σε σφαγείο.
Εν
τω
μεταξύ,
λόγω
της
νυχτερινής βροχής αλλά και
των βλημάτων, το έδαφος είχε γεμίσει λάσπες και
κρατήρες, με αποτέλεσμα να δυσκολεύει την προέλαση
και των Γερμανών και των συντρόφων μου. Αν και στην
αρχή είχαμε μια μικρή επιτυχία, τα προβλήματα
άρχισαν, όταν πλησιάζαμε τις γερμανικές οχυρώσεις. Οι
Γερμανοί έριξαν αμέσως τις εφεδρείες τους, το βαρύ
γερμανικό
πυροβολικό
μάς
χτυπούσε
και
τα
μυδραλιοβόλα τους μας θέριζαν. Ο λοχαγός Ζεμπίλ πήρε
μια μικρή ομάδα και προσπάθησε να σπάσει τη γραμμή
των Γερμανών. Κάτι τέτοιο, βέβαια, ήταν αδύνατον να
γίνει. Το μόνο που πέτυχε ήταν να εξουδετερώσει δυο
πολυβολεία με τη βοήθεια του θαρραλέου επιλοχία
Αλεξά. Στη συνέχεια αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει.
Ο στρατηγός, βλέποντας την άμυνά του να λυγίζει,
με κίνδυνο να περικυκλωθεί, έδωσε εντολή για άμεση
οπισθοχώρηση.
Αμέσως
οι
στρατιώτες
σκορπίστηκαν
και
οπισθοχώρησαν
ανοργάνωτα, σαν ένα κοπάδι προβάτων
που το κυνηγούν λύκοι. Η
οπισθοχώρηση κράτησε μια
ώρα και τα θύματά της ήταν
πολλά. Στο
τέλος της
σύγκρουσης το θέαμα στο
πεδίο
της
μάχης
ήταν
αποκρουστικό. Νεκροί κείτονταν
παντού.
Διαμελισμένα
κορμιά
είχαν απλωθεί σε όλο το πεδίο.
Πολλοί είχαν γίνει ένα με το
χώμα. Λες και βρισκόσουν στην
κόλαση. «Υπολοχαγέ Νταντού,
μέτρα τους αγνοούμενους!», με
διέταξε
ο
λοχαγός.
Οι
απώλειές
μας
ήταν
τεράστιες
και
ανέρχονταν
γύρω
στους
7.000
άνδρες
νεκρούς και αγνοούμενους και
5.000 τραυματίες, από τους οποίους
μόνο οι 1.700 ήταν σε θέση να κρατήσουν όπλο. Από τις
υπηρεσίες
πληροφοριών
ενημερωθήκαμε
ότι
οι
γερμανικές απώλειες ανέρχονταν στους 13.000 νεκρούς
και στους 2.000 τραυματίες. Επίσης, σημαντική απώλεια
για εμάς ήταν 700 πολυβόλα, 400 όλμοι παντός τύπου,
8.000 τυφέκια και 58 κανόνια.
115
Αναγκαστήκαμε, λοιπόν, να δημιουργήσουμε μια
νέα γραμμή άμυνας με τα υπολείμματα της 5ης Γαλλικής
η
Στρατιάς και τη νεοσύστατη 6 Γαλλική Στρατιά, 15
χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Βερντέν,
μόλις 53 χιλιόμετρα μακριά από το
Παρίσι. Εκεί αποφασίσαμε να γίνει
ο τάφος των Γερμανών. Από βόρεια
είχαμε
την
υποστήριξη
των
Εγγλέζων,
για
να
μην
περικυκλωθούμε. Πιστεύαμε ότι
μια δυνατή αντίσταση από τη
μεριά μας και μια συγχρονισμένη
επίθεση από τους Ρώσους ίσως
έκαμπτε
τη
γερμανική
προέλαση. Ο στρατάρχης είχε
βάλει
σε
εφαρμογή
την
επιχείρηση
«Ναπολέων».
Θα
έστελνε πέντε άντρες σε κάθε
αποθήκη
πυρομαχικών
και
τροφίμων του εχθρού πίσω από
τις γραμμές του, ώστε να κάμψει
την προέλασή του. Από τον λόχο
μου στάλθηκαν πέντε άτομα, ο
λοχαγός Ζεμπίλ, ο επιλοχίας
Αλεξά, ο λοχίας Νταμιάν, ο
δεκανέας Βιλά και εγώ. Όλοι
φοβηθήκαμε ότι μπορεί να ήταν η
τελευταία μας αποστολή, όμως
κανείς μας δεν δίστασε, γιατί θα
πολεμούσαμε για την πατρίδα.
«Ξεκουραστείτε! Φεύγουμε στις
πέντε το πρωί. Να είστε όλοι
έτοιμοι!», μας είπε ο λοχαγός. Εγώ
δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Έβλεπα τον
επιλοχία με τον δεκανέα να πίνουν κρασί – ήταν το μόνο
που μας είχε απομείνει –, ο λοχίας κοιμόταν και ο
116
λοχαγός βρισκόταν σε ένα τραπέζι και σχεδίαζε τη
διαδρομή μας. Έτσι λοιπόν, καθώς δεν με έπαιρνε ο
ύπνος, σηκώθηκα και πήγα στο παρατηρητήριο. Με
ξάφνιασε η πολύωρη ησυχία, έβαλα τα κιάλια, μα δεν
είδα τίποτα το περίεργο. Ξαφνικά μια λάμψη φάνηκε και
σε τρία δευτερόλεπτα ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος.
«Οβίδες!» φώναξα με όλη τη δύναμη της φωνής μου.
Κατευθείαν όλοι ξύπνησαν και κρύφτηκαν στα τοιχώματα
των χαρακωμάτων. Ο καταιγισμός οβίδων συνεχίστηκε
όλο το βράδυ και σταμάτησε δύο η ώρα το πρωί.
Υπολογιζόταν ότι τα βλήματα προήρθαν από κανόνια
μεγάλου βεληνεκούς, τα οποία οι Γερμανοί τα είχαν πάνω
σε ράγες.
Στις πέντε ακριβώς
ήμασταν όλοι έτοιμοι και ο
λοχαγός ήρθε να μας πάρει.
Αποφασίσαμε να πάρουμε τον
δρόμο που περνούσε μέσα από
γερμανικό πιστόλι
ένα χωριό, ο οποίος, αν και ήταν
ο πιο σύντομος, ήταν πολύ επικίνδυνος, καθώς
οι γερμανικές περίπολοι ήταν πολλές. Είχαμε
να διανύσουμε 90 χιλιόμετρα. Αν κάναμε 30 κάθε
μέρα, θα φτάναμε σε τρεις μέρες στην αποθήκη. Από τα
χαράματα είχαμε τοποθετήσει για ελεύθερο σκοπευτή τον
δεκανέα Βιλά σε ένα ύψωμα στο δάσος, για να μας
καλύψει. Με το πρώτο φως της ημέρας σηκωθήκαμε από το
χαράκωμα και με το σήμα του Βιλά περάσαμε και μπήκαμε
στο δάσος. Ευτυχώς, δεν μας αντιλήφθηκαν οι Γερμανοί
φρουροί.
Αφού διανύσαμε 17 χιλιόμετρα μέσα στο δάσος, ο
λοχαγός διέταξε να κάνουμε στάση τριών ωρών για
ξεκούραση μέσα σε μια σπηλιά. Ο λοχίας Νταμιάν
αποφάσισε να κάνει τον φρουρό. Εγώ, μιας και δεν ήμουν
κουρασμένος, βοηθούσα τον λοχαγό Ζεμπίλ να σχεδιάσει
τη διαδρομή μας. Ο επιλοχίας και ο δεκανέας είχαν πέσει
σε βαθύ ύπνο. Ο επιλοχίας μάλιστα ροχάλιζε και δεν
μπορούσαμε να συγκεντρωθούμε, μέχρι που ο λοχαγός
εκνευρίστηκε και έσυρε μια βροντερή φωνή: «Επιλοχία
Αλεξά! Βγάλε τον σκασμό!» Μετά ευτυχώς δεν τον
ξαναπήρε ο ύπνος.
Μόλις βράδιασε,
ξεκινήσαμε την πορεία
προς ένα μικρό γαλλικό
χωριό
βορειοδυτικά
του
μετώπου. Εκεί ξέραμε ότι υπήρχε ένας
μικρός αναγνωριστικός γερμανικός
λόχος των 30 έως 50 ενόπλων
στρατιωτών
με
ένα
MG08
(οπλοπολυβόλο γερμανικής
κατασκευής). Είχαμε εντολή
να τον εξολοθρεύσουμε. Εγώ
μαζί με τον επιλοχία Αλεξά
αναλάβαμε να τοποθετήσουμε
MG08
τα εκρηκτικά. Ο Ζεμπίλ και
οι άλλοι δυο θα μας κάλυπταν
αποσπώντας την προσοχή των Γερμανών. Μόλις
φτάσαμε σε απόσταση 200μ., εγώ κι ο επιλοχίας αφήσαμε
τα όπλα και βγάλαμε τις ξιφολόγχες. Πλησιάσαμε σιγά
σιγά και, αφού σκοτώσαμε αθόρυβα τους πέντε φρουρούς,
αρχίσαμε να τοποθετούμε τα εκρηκτικά μέσα στον
καταυλισμό. Εκεί που τα τοποθετούσαμε, ακούω τον Αλεξά
να λέει ψιθυριστά: «Κύριε υπολοχαγέ, κάτω!» Έπεσα
κάτω, αλλά ταυτοχρόνως κοιτούσα γύρω μου. Ξαφνικά
αντίκρισα έναν Γερμανό πεζικάριο να κάνει περιπολία.
Τότε κάνω σήμα στον επιλοχία
και αυτός βγάζει την ξιφολόγχη
και τον σφάζει σαν γουρούνι με
μια μαχαιριά στον λαιμό.
Εν τω μεταξύ, ακούγαμε
περίστροφο
πυροβολισμούς και καταλάβαμε
ότι η επίθεση άρχισε. Είχε έρθει η ώρα να
φύγουμε. Οι άλλοι τρεις προσπαθούσαν να κρατήσουν
τους εχθρούς μέσα στον καταυλισμό, ώστε να τους
ανατινάξουμε. Μόλις απομακρυνθήκαμε από τις θέσεις
των εκρηκτικών και πλησιάσαμε τους άλλους, με
διατάζει ο λοχαγός: «Υπολοχαγέ
Ζωρζ Νταντού,
ανατίναξε αυτό το μέρος τώρα!». Έτσι κι έγινε. Κατεβάζω
τον μοχλό και όλο το μέρος ανατινάχτηκε στον αέρα.
Κομμένα πόδια και χέρια, διαμελισμένα κορμιά και
κεφάλια πετάχτηκαν στον αέρα. Για μας ήταν μια νίκη,
αλλά στην ουσία είχαμε διαπράξει μια μαζική σφαγή...
Αφού μαζέψαμε πυρομαχικά, προχωρήσαμε προς τα
ενδότερα του χωριού. Όλοι οι κάτοικοι είχαν φοβηθεί
από την έκρηξη και είχαν κρυφτεί στα σπίτια τους.
Βρήκαμε το χωριό έρημο. Συνεχίσαμε την πορεία μας
προς την αποθήκη. Από ’κεί και πέρα δεν συναντήσαμε
καμία αντίσταση, αν εξαιρέσουμε το σκληρό περπάτημα,
τη βροχή και την αϋπνία. Κοιμόμασταν περίπου τρεις με
τέσσερις ώρες τη μέρα και τις υπόλοιπες περπατούσαμε.
Μετά από τρεις μέρες αντικρίσαμε από τη βουνοπλαγιά
τη γερμανική αποθήκη.
Λόγω του ότι δεν είχαμε πληροφορίες για την
άμυνα της αποθήκης, στείλαμε τον ιχνηλάτη-ανιχνευτή
δεκανέα Βιλά να κάνει μια αναγνώριση. Σε καμιά-δυο
ώρες ήταν πίσω. Μας πληροφόρησε, λοιπόν, ότι υπήρχαν
20 οπλισμένοι φρουροί, 17 εργάτες, τρία μυδραλιοβόλα,
δύο φωλιές πολυβόλου και ένα άρμα μάχης. Μόλις τα
ακούσαμε αυτά, ειδικά για το άρμα μάχης, μείναμε
άφωνοι. Ο φόβος μάς είχε κυριεύσει. Δειλιάζαμε να
προχωρήσουμε. Φοβόμασταν μήπως πεθάνουμε. Μήπως
μείνουν οι γυναίκες μας χήρες, τα παιδιά μας ορφανά και
οι γονείς μας άτεκνοι. Ο λοχαγός Ζεμπίλ, ατρόμητος
καθώς ήταν, μας είπε: «Μη φοβάστε τον θάνατο! Εσείς
117
επιλέγετε
118
επιλέγετε πότε θα πεθάνετε. Πολεμάτε για την πατρίδα
σας, το έθνος σας, την οικογένειά σας. Άμα δειλιάσετε
εσείς, ποιοι θα αντισταθούν; Αν δεν πολεμήσετε εσείς,
ποιοι είναι άξιοι να πολεμήσουν;» «Εμπρός, λοιπόν, πάμε
να τιμήσουμε τα όπλα μας!», φώναξα. Αν και πήραμε
θάρρος, σε κάθε βήμα που κάναμε, για να πλησιάσουμε
τον εχθρό, νιώθαμε τον φόβο στα κόκαλά μας.
Το σχέδιο ήταν να χωριστούμε σε ομάδες και να
επιτεθούμε κυκλωτικά. Εγώ μαζί με τον επιλοχία έπρεπε
να ανατινάξουμε την αποθήκη και να εξουδετερώσουμε το
βόρειο πολυβολείο, ενώ ο λοχαγός, ο λοχίας και ο
δεκανέας θα κρατούσαν τη νότια πλευρά με τα τρία
μυδραλιοβόλα, το νότιο πολυβολείο, το άρμα μάχης και
το μεγαλύτερο μέρος των φρουρών. Αν και η επιχείρηση
έπρεπε να γίνει τη νύχτα, ο χρόνος μάς πίεζε να την
πραγματοποιήσουμε την ίδια μέρα. Αφού σχεδιάσαμε τη
θέση του καθενός, χωριστήκαμε σε ομάδες σύμφωνα με το
σχέδιο. Η ομάδα κρούσης των τριών έπρεπε να αποσπάσει
την προσοχή του μεγαλύτερου μέρους των φρουρών, ώστε
να μπορούμε εμείς να δράσουμε εύκολα και ανενόχλητα.
διάστημα, ενώ η βόρεια φρουρά κατέβαινε να
ενισχύσει τη νότια, βρήκαμε την ευκαιρία να
εξολοθρεύσουμε το βόρειο πολυβόλο. Πλησιάσαμε
αρκετά κοντά και πετάξαμε μια χειροβομβίδα.
Το πολυβόλο μαζί με τους δυο φρουρούς του
ανατινάχτηκε στον αέρα. Τότε ορμήσαμε
μέσα στην κατασκήνωση των Γερμανών,
αθόρυβα
βέβαια,
για
να
μη
μας
αντιληφθούν. Για κακή μας τύχη, όμως,
πέντε Γερμανοί στρατιώτες μάς είδαν
και άνοιξαν πυρ εναντίον μας. Ο Αλεξά
έφαγε μια σφαίρα στον ώμο, αλλά
συνέχισε να τρέχει, λες και η σφαίρα
δεν τον λάβωσε, μέχρι την αποθήκη των
πυρομαχικών, όπου και καλυφτήκαμε. Οι σφαίρες μάς
είχαν τελειώσει. Μόνο τα περίστροφα μάς είχαν μείνει,
για να αντιμετωπίσουμε τους Γερμανούς που μας
περίμεναν έξω από την αποθήκη.
Berthier MLE 1907
Η επίθεση άρχισε με το σήμα του λοχαγού. Αμέσως
τα μυδραλιοβόλα και τα πολυβόλα άνοιξαν πυρ προς τους
συντρόφους μου. Και οι τρεις ταμπουρώθηκαν σε έναν
κρατήρα που είχε δημιουργηθεί από οβίδα. Τι να κάνουν
τα τουφέκια Berthier MLE 1907 μπροστά στα γερμανικά
Schwarzlose M07; Εγώ και ο επιλοχίας ακούγαμε από τη
βόρεια πλευρά τον ήχο των πολυβόλων και από ’κεί μόνο
καταλαβαίναμε ότι ήταν ακόμα ζωντανοί. Μετά από λίγο
Schwarzlose M07
Εν τω μεταξύ, η ομάδα των τριών έξω από την
κατασκήνωση βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση. Οι
σφαίρες τούς είχαν τελειώσει, ο δεκανέας Βιλά είχε
τραυματιστεί στο στήθος, ο λοχαγός Ζεμπίλ είχε
119
λαβωθεί στο πόδι, ενώ οι Γερμανοί όλο και έσφιγγαν τον
κλοιό, με τον λοχία Νταμιάν να τους αντιμετωπίζει
μόνος του. Εμείς, αφού αντιμετωπίσαμε τους πέντε
Γερμανούς, τοποθετήσαμε γρήγορα τα εκρηκτικά στην
αποθήκη των 600τ.μ. και φύγαμε το γρηγορότερο δυνατόν
από τη στρατιωτική κατασκήνωση.
Λόγω του ότι οι άλλοι τρεις δεν μπορούσαν να
κινηθούν, σπεύσαμε να τους βοηθήσουμε. Ο επιλοχίας
έμεινε σε έναν λόφο για να μας καλύψει όσο θα φεύγαμε,
ενώ εγώ και ο λοχίας πήγαμε να σηκώσουμε τους άλλους
δυο τραυματίες. Ο Νταμιάν σήκωσε τον λοχαγό και εγώ
τον Βιλά και αρχίσαμε να τρέχουμε προς το δάσος, ενώ ο
επιλοχίας μάς κάλυπτε. «Νταντού, έβαλες όλα τα
εκρηκτικά;», με ρώτησε μέσα στην αγωνία του ο λοχαγός.
«Μάλιστα! Σε λίγο το μέρος θα γίνει κόλαση!» Και
πράγματι. Σε λίγα λεπτά το μέρος έγινε κόλαση. Όλη η
αποθήκη τινάχτηκε στον αέρα σαν πύργος από
τραπουλόχαρτα, μαζί με τους Γερμανούς που βρίσκονταν
μέσα.
Για λίγα λεπτά και οι πέντε κοιτάζαμε τι είχαμε
πετύχει. Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας! Αν και η
επιχείρηση στέφθηκε με επιτυχία,
στη μνήμη μας είχαν τυπωθεί όλες οι
αισχρότητες και η ματαιότητα του
πολέμου. Γιατί σκοτώθηκαν τόσοι
άνθρωποι;
Για
μια
αποθήκη
πυρομαχικών ή για τα συμφέροντα
των ισχυρών;
Όταν γυρίσαμε πίσω στη βάση,
ήμασταν ήρωες. Μας έκαναν ήρωες,
επειδή
αφαιρέσαμε
ανθρώπινες
ζωές... Ο διοικητής της μεραρχίας
μάς απένειμε μετάλλια ανδρείας, τα
οποία τα κερδίσαμε από το αίμα των
εχθρών μας. Μαζί με τα παράσημα, μας έδωσε και την
τελευταία, μα συνάμα και πιο επικίνδυνη αποστολή. Μας
120
έστειλε στα πυκνά δάση της Βαυαρίας, να ανατινάξουμε
τη μοναδική γέφυρα που ένωνε τον γερμανικό στρατό με
τον ανεφοδιασμό του. Ξέραμε ότι δύσκολα θα φέρναμε εις
ο
ης
πέρας την αποστολή μας. Μας έδωσαν τον 15 λόχο της 4
ης
ης
ταξιαρχίας, της 23
μεραρχίας της 5
Γαλλικής
Στρατιάς υπό τις διαταγές του Ζεμπίλ. Ο λόχος
αριθμούσε γύρω στους 65 οπλίτες, που διέθεταν ένα
πολυβόλο και δυο μικρούς όλμους. Αυτή τη φορά, έχοντας
ακμαίο ηθικό, χωρίς να σκεφτούμε τίποτα και χωρίς να
υπολογίσουμε τον θάνατο, δεχτήκαμε κι οι πέντε να
πάμε.
Έτσι, χωρίς να χάσουμε καιρό, κι αφού ο Ζεμπίλ
και ο Βιλά ανάρρωσαν από τα τραύματά τους, την
επόμενη εβδομάδα αρχίσαμε το ταξίδι μας με προορισμό
τη γέφυρα. Μετά από τέσσερις μέρες πεζοπορίας την
αντικρίσαμε στο βάθος της πεδιάδας. Όμως μαζί με τη
γέφυρα αντικρίσαμε και κάτι απρόβλεπτο, κάτι που δεν
το περιμέναμε. Είδαμε ένα γερμανικό στρατόπεδο στην
είσοδο του γεφυριού. Εμάς δεν μας είχανε ενημερώσει για
κάτι τέτοιο. Μάλλον τα σχέδιά μας είχαν διαρρεύσει.
Ο λοχαγός έστειλε τον λοχία Νικολά Νταμιάν μαζί
με δέκα ανιχνευτές να κάνουν αναγνώριση του εδάφους,
του έμψυχου και του άψυχου υλικού. Επίσης όρισε τον
δεκανέα Κλιντόν Βιλά να περιφρουρήσει με δέκα άντρες
την περιοχή που θα στρατοπεδεύαμε. Εγώ, ο επιλοχίας
Αλεξά και ο λοχαγός Ζεμπίλ κάτσαμε στον κορμό μιας
μεγάλης αμυγδαλιάς και προσπαθούσαμε να
βρούμε τρόπο να ανατινάξουμε τη
γέφυρα διακριτικά, με όσο το
δυνατόν λιγότερες απώλειες.
Αλλά
πόσο
διακριτικά
μπορεί
κάποιος
να
ανατινάξει μια γέφυρα;
Μετά από επτά ώρες
επέστρεψαν οι ανιχνευτές με
τις
πληροφορίες
τους.
Ο
λοχίας μάς είπε: «Θέλετε να
ακούσετε τα καλά ή τα κακά
νέα
πρώτα;»
Ο
λοχαγός
προτίμησε τα κακά νέα πρώτα.
«Τα κακά νέα είναι ότι τη
γέφυρα την υπερασπίζονται
τέσσερις
λόχοι
των
50
οπλιτών,
δηλαδή
200
στρατιώτες, οι οποίοι είναι
ενισχυμένοι
με
τρία
τεθωρακισμένα οχήματα, ένα
πολυβόλο και πέντε οχήματα
μεταφοράς προσωπικού», είπε
ο λοχίας Νταμιάν. «Και τα
καλά νέα ποια είναι;», ρώτησα
ανυπόμονα. «Τα καλά νέα»,
συνέχισε ο λοχίας «είναι ότι η
γέφυρα είναι παλιά και δεν αντέχει να
σηκώσει πάνω από ένα όχημα κάθε φορά». Μόλις ακούσαμε
τα νέα, καταλάβαμε με τι είχαμε να κάνουμε. Εγώ
πρότεινα να οχυρωθούμε στον λόφο που βρισκόταν 750μ.
βόρεια του γερμανικού στρατεύματος. Ο λοχαγός
συμφώνησε. Έτσι ο λοχαγός, ο λοχίας, ο δεκανέας, το
πολυβόλο, οι όλμοι και οι 65 οπλίτες ταμπουρώθηκαν
στον λοφίσκο. Για άλλη μια φορά εγώ και ο επιλοχίας
Αλεξά βρισκόμασταν μαζί σε μια ακόμα επιχείρηση. Αφού
εφοδιαστήκαμε με εκρηκτικά, ξεκινήσαμε να
πάρουμε μια καλή θέση σε απόσταση
περίπου 200μ. από την γέφυρα.
Με το πρώτο φως της αυγής ο
γενναίος
δεκανέας
πλησίασε
το
γερμανικό
στρατόπεδο,
ώστε
να
τραβήξει την προσοχή των Γερμανών.
Αυτοί τον ακολούθησαν και τους
έφερε στην περιοχή όπου είχαμε
οχυρωθεί. Αυτοί οι πέντε Γερμανοί
φώναξαν όλο το στράτευμα στον λόφο
κι έγινε εκεί γης Μαδιάμ. Εν τω
μεταξύ,
ο
επιλοχίας
κι
εγώ
περιμέναμε μέχρι να αδειάσει όλο
το στρατόπεδο, ώστε να περάσουμε
το γεφύρι και να τοποθετήσουμε τα
εκρηκτικά στις προβλεπόμενες
θέσεις. Μετά από μισή ώρα, όλοι
οι Γερμανοί βρίσκονταν στον λόφο μαζί
με τα τεθωρακισμένα τους. Εμείς τότε
πήγαμε και τοποθετήσαμε γρήγορα τα
εκρηκτικά. Εκεί που πάμε να φύγουμε,
πετάγεται
ένας Γερμανός φρουρός.
Αρπάζω τότε τον επιλοχία Αλεξά και
μαζί πέφτουμε στο ποτάμι, για να
σωθούμε. Ο Γερμανός άρχισε να ρίχνει
αλλά μάταια. Το μόνο που κατάφερε
ήταν να αδειάσει το όπλο του. Τότε
ήταν που ο επιλοχίας Αλεξά πετάχτηκε μέσα από το νερό
και με το περίστροφό του σημάδεψε τον Γερμανό στο
μέτωπο. Και ο εχθρός έπεσε νεκρός.
121
Όσο γίνονταν αυτά, οι άντρες που υπερασπίζονταν
τον λόφο λόγω της πίεσης των τεθωρακισμένων
αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή προς το δάσος,
αφήνοντας πίσω τους περισσότερους από τους μισούς να
κείτονται νεκροί. Ο Αλεξά, βλέποντας τους συμπατριώτες
του να φεύγουν, κατόπιν διαταγής μου, ανατίναξε τη
γέφυρα νωρίτερα από ότι έπρεπε. Έτσι όλοι οι Γερμανοί
άφησαν τους καταδιωκόμενους και γύρισαν στη γέφυρα
που μόλις είχε ανατιναχτεί. Αλλά τι να βρουν; Εμείς
είχαμε ήδη εξαφανιστεί.
Μετά από μια ώρα συναντήσαμε τον
υπόλοιπο λόχο σε ένα ξέφωτο του δάσους.
Είχαμε τεράστιες απώλειες. Από τους 65
στρατιώτες είχανε μείνει μόλις 20! Από
εμάς τους πέντε δεν είχε τραυματιστεί
κανένας. Μόλις γυρίσαμε πίσω στη
βάση ανταμειφθήκατε με επιπλέον
παράσημα. Αλλά τι να τα κάνουμε;
Ένα κομμάτι μέταλλο για 10, 100,
1000
νεκρούς.
Είχαμε
αφήσει
οικογένειες
χωρίς
αδέλφια,
χωρίς πατεράδες, χωρίς παιδιά...
Στον πόλεμο οι πατεράδες θάβουν
122
τους γιους τους. Όταν είμαστε στα πεδία των μαχών, δεν
σκεφτόμαστε τίποτα. Ξεχνάμε ότι είμαστε άνθρωποι.
Είμαστε χειρότεροι και από τα θηρία!
Το μόνο καλό ήταν ότι δύο χρόνια μετά ο πόλεμος
έληξε με την ήττα των Γερμανών. Και αυτό όχι λόγω της
βοήθειάς μας, αλλά λόγω των ηγετών. Μπορούσαμε,
δηλαδή, να γυρίσουμε στα σπίτια μας, στις οικογένειές
μας. Σ’ αυτόν τον πόλεμο σκοτώθηκαν εκατομμύρια
άνθρωποι – μάχιμοι και άμαχοι – για να
κερδίσουν
μερικά
κράτη
λίγα
χιλιόμετρα γη! Τα μάτια μας είχαν
δει τόση θλίψη και πόνο όσο κανένα
άλλο μάτι. Όλοι μας είχαμε δει πολύ
αίμα γύρω μας από έναν πόλεμο
που κράτησε τέσσερα χρόνια,
έναν πόλεμο με περισσότερους
από
8.000.000
νεκρούς
και
20.000.000 τραυματίες. Τελικά,
ο πόλεμος ξυπνάει μέσα μας
τον εθνικισμό, που μας κάνει
να
ξεχνάμε
ότι
είμαστε
άνθρωποι!
ΕΛΠΙΖΟΝΤΑΣ ΣΕ ΚΑΤΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟ...
Τμήμα: Γ2
Συγγραφή - Πληκτρολόγηση:
Βαΐου Eλίνα
Εικονογράφηση:
Βιλανάκη Μαρία
Κοσμαδάκη Μαρία-Κατερίνα
123
Αχ..., ημερολόγιό μου, αγαπημένο μου... Είμαι πολύ
είμαι καλή σ’ αυτό που κάνω, ή τουλάχιστον έτσι πίστευα.
ευτυχισμένη που έχω εσένα ώστε να ξεφεύγω απ’ όλα αυτά
Ξεκίνησα, λοιπόν, για τη δουλειά μου με πολύ καλή διάθεση,
που μου συμβαίνουν. Παρά την κατάστασή μου, θέλω να σου
που δυστυχώς θα χαλούσε αργότερα Απ’ ότι θυμάμαι είχε
γράψω ό,τι έζησα ως τώρα και γιατί βρίσκομαι εδώ, σ’ αυτήν
πολλή κίνηση και είχα αρχίσει να αγχώνομαι για το αν θα
την έρημη παραλία, εδώ και τέσσερις ημέρες, χωρίς να ξέρω
έφτανα έγκαιρα, αλλά ευτυχώς καθυστέρησα μόνο λίγα λεπτά.
τι θα γίνει στη συνέχεια και αρχίζοντας άθελά μου σιγά σιγά
Καθώς λοιπόν προχωρούσα προς το γραφείο μου, ακούω τη
να χάνω την ελπίδα μου. Θα είναι οδυνηρό για μένα να
διευθύντρια να μου λέει με αυστηρή φωνή: «Annabel, σε
ξαναθυμηθώ ό,τι με έφερε εδώ, αλλά όταν γυρίσω πίσω σπίτι
θέλω στο γραφείο μου σε 10 λεπτά». Τότε το χαμόγελο
μου, που τόσο πολύ το επιθυμώ, και είμαι ασφαλής, τότε
εξαφανίστηκε από τα χείλη μου και με κατέλαβε το άγχος.
θέλω να σε έχω, για να μου θυμίζεις ότι ποτέ δεν τα
Γιατί να με φωνάζει στο γραφείο της με τόσο αυστηρό ύφος;
παράτησα και ότι πάντα έλπιζα, ακόμα και όταν αυτό δεν
Αυτό το ερώτημα μού πολιορκούσε το μυαλό τα επόμενα 10
φαινόταν. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
λεπτά, καθώς ετοίμαζα τα πράγματά μου στο γραφείο και
Όλα ξεκίνησαν ένα όμορφο
πρωινό,
πριν
μήνα.
Όπως
σηκώθηκα,
από
περίπου
κάθε
ντύθηκα,
ένα
Όταν έφτασε η ώρα, μπήκα στο ασανσέρ και ανέβηκα
πρωί,
στον τρίτο όροφο, όπου βρισκόταν το γραφείο της διευθύντριας.
το
Χτύπησα την πόρτα και μόλις άκουσα τη βραχνή φωνή της να
πρωινό μου και ετοιμάστηκα για
μου λέει, «περάστε», άνοιξα την πόρτα αργά και διστακτικά,
τη
όπως ποτέ άλλοτε. Χαιρέτησα και, αφού μου το επέτρεψε,
δουλειά
έφαγα
μου,
που
τόσο
απολαμβάνω.
Ξέρεις
ότι
είμαι
φωτογράφος
σε
περιοδικό
μεγάλο
στην
ξύλινη καρέκλα, ακριβώς
μπροστά από
το
γραφείο. Καθώς εκείνη υπέγραφε κάποια έγγραφα, περίμενα
υπομονετικά να μου εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο με
φωτογραφίες, που έχουν ως κύριο
κάλεσε. Μετά από είκοσι έξι δευτερόλεπτα – φαντάσου, για να
θέμα
τα μετρώ, πόσο άγχος θα είχα, αν και δεν το έδειχνα – μου
τις
ασχολούμαι
κάθισα
με
τους
και
ένα
ηφαιστιογενείς
περιοχές αλλά και γενικότερα τη
φύση και πραγματικά πιστεύω πως
124
ταχτοποιούσα ό,τι προλάβαινα.
ουκ
125
τοπία θα με κρατούσε στην εταιρία καθώς και πώς θα
είπε: «Annabel, σε κάλεσα εδώ, για να συζητήσουμε για την
πήγαινα μέχρι εκεί. Μετά από πολλή σκέψη κατέληξα στα
απόδοσή σου τα τελευταία τρία χρόνια».
Κανάρια νησιά, ένα σύμπλεγμα που αποτελείται από δεκατρία
Θυμάμαι πολλά από όσα μου είπε καθώς και πώς
νησιά, από τα οποία τα εφτά κατοικούνται και έχουν πολλά
αντέδρασα. Αναφέρθηκε στην επιτυχία των πρώτων μηνών
ηφαίστεια. Έτσι ξεκίνησα να βρω πληροφορίες γι’ αυτά και
αλλά και στο «μακροβούτι» που έκανα τα επόμενα χρόνια.
κατέληξα στο ότι καλύτερο θα ήταν να επισκεφτώ τη Λα
Μου είπε ότι είχε κάνει πολλή υπομονή περιμένοντας
Πάλμα,
κάτι καλό από εμένα. Ήξερε ότι έχω την ικανότητα
καθώς
εκεί
βρίσκεται
ο
μεγαλύτερος
κρατήρας
ηφαιστείου σε όλο τον κόσμο. Τέλος, έψαξα τρόπους,
να διακρίνω κάτι το ιδιαίτερο ακόμα και στο πιο
για να φτάσω στον προορισμό μου. Μετά από
συνηθισμένο
πολλή σκέψη αποφάσισα ότι ο καλύτερος τρόπος
για
τους
περισσότερους
ανθρώπους τοπίο, αλλά περίμενε να το
αποτυπώσω αυτό και στον φωτογραφικό
φακό
και
μετά με ένα καράβι να κατευθυνθώ
αναγνωστικό κοινό. Δεν μίλησα, δεν
νοτιοδυτικά, στη Λα Πάλμα. Έτσι
είχα τίποτα να πω, απλώς κούνησα το
ξεκίνησα
κεφάλι δεχόμενη ό,τι μου έλεγε, ακόμα
πήγα
στη
κι αν ήταν τόσο απρόσμενο και τόσο έξω
εφόσον
ως
από
Σκέφτηκα:
δικαίωμα να φεύγω όποτε υπάρχει
ξέρει
ανάγκη, της ανακοίνωσα την απόφασή
καλύτερα ποιες φωτογραφίες αξίζουν
μου και εκείνη τη δέχτηκε. Ξεκίνησα,
ή ποιοι άνθρωποι μπορούν να έχουν
λοιπόν, να ψάχνω αεροπορικά εισιτήρια για την
«είναι
να
προσδοκίες
η
ενθουσιάσω
περάσω με τρένο στην Πορτογαλία και
το
τις
έτσι
ήταν να πάω αεροπορικώς στην Ισπανία, να
μου.
διευθύντρια
και
μια θέση σ’ αυτή την εταιρία», οπότε
τις
ετοιμασίες.
διευθύντριά
φωτογράφος
Καταρχάς
μου
έχω
και,
το
Ισπανία καθώς και εισιτήρια για το καράβι που θα με
σιώπησα. Συνέχισε να μου εξηγεί τις
μετέφερε από την Πορτογαλία στη Λα Πάλμα και, παρόλο
προοπτικές που είχα, λέγοντας ότι μόνο μια
που δυσκολεύτηκα λιγάκι, στο τέλος τα κατάφερα.
συλλογή από καλές φωτογραφίες θα δικαιολογούσε τον λόγο
Είχα μόνο είκοσι ημέρες ακόμα και είχα αρχίσει να
που ήμουν ακόμα εκεί και που θα παρέμενα, και μου έδωσε
ανησυχώ για το αν θα προλάβω την προθεσμία, αλλά κυρίως
περιθώριο ένα μήνα, για να βρω τις φωτογραφίες που,
για το αν θα βρω κάτι καλό. Άρχισα γρήγορα να κάνω
ουσιαστικά, θα με έσωζαν.
ετοιμασίες. Ενημέρωσα τους συγγενείς μου και άρχισα να
Πέρασα τις επόμενες δέκα ημέρες σκεπτόμενη ποιο
φτιάχνω τις βαλίτσες με τα ρούχα που θα έπαιρνα μαζί μου.
μέρος θα μπορούσα να επισκεφθώ που με τα μαγευτικά του
Ετοίμασα και την τσάντα με την αδιάβροχη κάμερα και όλα τα
126
απαραίτητα
αντικείμενα,
γιατί
ποτέ
δεν
ξέρεις
τι
θα
πήγα να διανυκτερεύσω σ’ ένα ξενοδοχείο, γιατί ήμουν
μπορούσε να συμβεί, αφού επέλεξα να ταξιδέψω σ’ ένα τόσο
εξουθενωμένη. Την επόμενη μέρα σηκώθηκα πρωί-πρωί,
μακρινό νησί... Τέλος, πήρα μαζί μου εσένα, για να γράφω
ετοιμάστηκα, και ξεκίνησα για το μακρύ ταξίδι προς την
πώς περνάω την κάθε όμορφη στιγμή σ’ αυτό το νησί, όπως
Πορτογαλία. Καθώς ταξίδευα, παρατηρούσα τα τοπία και τις
νόμιζα τουλάχιστον, καθώς και ένα μπουκάλι με νερό. Επίσης,
πόλεις, αλλά έβγαζα και πολλές φωτογραφίες που ελπίζω να
πήγα την Anna, την ψιψίνα μου, στην κολλητή μου, για να
μπορέσω να τις δείξω κάποια στιγμή σε κάποιον. Έφτασα
την προσέχει, όσο θα λείπω. Αχ, ελπίζω όλοι τους να είναι
στην Πορτογαλία και από εκεί κατευθύνθηκα προς το λιμάνι,
καλά.
έχοντας 15 περίπου ημέρες μέχρι τη λήξη της προθεσμίας
Έτσι, με 18 ημέρες να μου μένουν ακόμα, ξεκίνησα το
ταξίδι μου. Αφού έφτασα στο αεροδρόμιο με μεγάλη χαρά,
μου. Πραγματικά, ήταν πολύ ωραία στην Πορτογαλία με τον
ποταμό Τάγο αλλά και την ωραία πόλη, τη Λισσαβώνα!
πέρασα από τον έλεγχο και μπήκα στο αεροπλάνο. Ειλικρινά,
το μόνο που με προβλημάτιζε λίγο, όπως κάθε φορά, ήταν το
ύψος. Ξέρεις, φοβάμαι λίγο το ύψος, οπότε μου είναι δυσάρεστο
να μπαίνω σε αεροπλάνο, αλλά για τις ανάγκες της δουλειάς
μου αναγκάζομαι να το κάνω συχνά και ομολογώ ότι έχω
αρχίσει να το συνηθίζω λίγο. Σε 10 λεπτά απογειωθήκαμε
και, για να ηρεμήσω λιγάκι, έβαλα ακουστικά και άκουγα
μουσική.
Επιτέλους έφτασα στο λιμάνι! Ήμουν τόσο χαρούμενη
που βρισκόμουν μόνο ένα βήμα μακριά από τη Λα Πάλμα.
Χαιρόμουν τόσο πολύ που θα έκανα αυτό το ταξίδι και
ειλικρινά ούτε που μου είχε περάσει από το μυαλό η
κατάληξη που θα είχαμε. Εγώ απλά χαιρόμουν και έλπιζα
πολύ να βρω αυτό που έψαχνα. Έτσι, κατευθύνθηκα προς το
καράβι, έδωσα το εισιτήριό μου και επιβιβάστηκα. Πήγα
Μετά
από
πολλές
ώρες
φτάσαμε
στην
Ισπανία.
κατευθείαν στην καμπίνα μου και ξάπλωσα για περίπου μια
Κατέβηκα από το αεροπλάνο, πήρα τις αποσκευές μου και
ωρίτσα, να ηρεμήσω και να ξεκουραστώ μετά από ένα τόσο
127
μεγάλο ταξίδι. Δεν ξέρω, αν μπορώ να συνεχίσω να γράφω τι
σίγουρα
έγινε. Το θέλω, αλλά εδώ ξεκινάει το πιο λυπηρό κομμάτι της
δυσάρεστη θέση να σας πούμε ότι το πλοίο βυθίζεται! Τρέξτε
ιστορίας μου. Οπότε πρέπει να πάρω δύναμη και να συνεχίσω
όλοι, πάρτε σωσίβια και επιβιβαστείτε γρήγορα στις σωσίβιες
να σου γράφω ό,τι έζησα.
λέμβους! Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να είστε ασφαλείς και
Δεν
μπορείς
να
φανταστείς
τι
συνέβη...
οι
περισσότεροι
καταλάβει,
βρισκόμαστε
στη
Τόσο
να τα... κα...ταφέ...ρετε... Κλείσ’ το, δεν μπορώ να τους μιλήσω
απροσδόκητο κι όμως τόσο αληθινό και τόσο θλιβερό. Εκεί που
άλλο...». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του κυβερνήτη προς
κοιμόμουν, ξαφνικά ακούω έναν διαπεραστικό ήχο που μου
τους επιβάτες.
θύμισε το ξυπνητήρι του κινητού μου, το οποίο, όποτε
Είχα μείνει στήλη άλατος και πραγματικά δεν ξέρω αν
χτυπούσε, πάντα με τρόμαζε, γιατί ήταν πολύ απότομο.
θα μπορούσα να κινηθώ από τη θέση μου εξαιτίας του σοκ
Πιστεύοντας
κινητό
που είχα πάθει, αν ένας άνθρωπος, στην προσπάθειά του να
και
σωθεί, δεν με είχε ρίξει κάτω. Σηκώθηκα και έτρεξα να
ότι
ο
μου, μισοκοιμισμένη
ήχος
το
προερχόταν
πήρα
διαπίστωσα ότι δεν ήταν
στα
το αυτό
από
χέρια
το
μου
που χτυπούσε.
σωθώ. Πήρα ένα σωσίβιο, το φόρεσα – η αλήθεια είναι λίγο
Σηκώθηκα αργά να δω τι συνέβη, χωρίς ακόμα να
ανάποδα, γιατί ποτέ μου δεν είχα ξαναβάλει – και συνέχισα
έχω αντιληφθεί την πραγματική κατάσταση που
να τρέχω. Ανέβηκα τις σκάλες και κατευθύνθηκα προς τις
επικρατούσε.
σωσίβιες λέμβους. Ξαφνικά, ενώ έλπιζα ότι θα προλάβω
Βγήκα έξω και είδα ανθρώπους να
να
μπω
ουρλιάζουν και να τρέχουν. Αυτή ήταν
μέσα
πλησίασαν
σε
προς
μια
το
απ’
αυτές,
μέρος
μας
και η στιγμή που ξύπνησα για τα
πέντε άτομα από το πλήρωμα
καλά και έτρεξα πάλι μέσα, πήρα την
και
τσάντα μου με τα πιο σημαντικά
πράγματα
και
βγήκα
προσπάθησαν
σταματήσουν
γρήγορα
να
λέγοντάς
μας
μας:
«Ζητάμε συγγνώμη, αλλά δεν υπάρχουν άλλες
έξω. Καθώς προχωρούσα χωρίς να
σωσίβιες
λέμβοι
για
να
μπείτε.
Παρακαλώ
ξέρω τι συμβαίνει, έβλεπα τους επιβάτες
απομακρυνθείτε από το χώρο». Ήταν σαν να μας μιλούσαν
να τρέχουν πανικόβλητοι προς τις σκάλες και να ανεβαίνουν
ρομπότ, που δεν ένιωθαν την απόγνωσή μας. Όμως τα
πάνω. Δεν μπορούσα ακόμα να καταλάβω τι γινόταν και κατά
πράγματα δεν ήταν έτσι. Απλά έκαναν τη δουλειά τους και
βάθος δεν ήθελα ούτε καν να κάνω εικασίες. Καθώς λοιπόν
μάλιστα με δάκρυα στα μάτια. Και το αστείο ξέρεις ποιο είναι;
προχωρούσα,
μας
Ότι πριν λίγες ημέρες νοίκιασα μια ταινία. Μάντεψες ποια;
ενημερώσει περαιτέρω για την κατάσταση που επικρατούσε
Τον «Τιτανικό»! Πού να φανταζόμουν, όταν έκλαιγα για τους
και αλήθεια προς στιγμήν χάρηκα, όμως η συνέχεια θα με
επιβάτες που πέθαναν άδικα, ότι θα βρισκόμουν στην ίδια
συνέτριβε. «Επιβάτες του πλοίου SAFE TRIPS, όπως θα έχετε
θέση μ’ αυτούς, προσπαθώντας να τρέξω προς τις βάρκες και
128
άκουσα
ότι
ο
κυβερνήτης
ήθελε
να
να σωθώ. Όμως δεν υπήρχε καμία, όλες είχαν φύγει. Και τότε
Νιώθοντας λίγο περίεργα, κάθισα λίγο πιο πέρα και άρχισα να
ναι, τότε λύγισα και έκλαψα. Στενοχωρήθηκα, γιατί ήμουν
αναρωτιέμαι: «Annabel, πού βρίσκεσαι; Τι συνέβη; Γιατί
φυλακισμένη σε ένα πλοίο χωρίς διέξοδο και μάλλον θα
είσαι σ’ αυτήν την κατάσταση; Τι απέγινε το καράβι;»
πέθαινα.
Δεν
μπορούσα να
ξεφύγω από πουθενά.
Έτσι
Η αλήθεια είναι πως μπορώ να σου απαντήσω σε
απομακρύνθηκα από εκεί και πήγα κοντά στην κουπαστή,
μερικά
σκεπτόμενη τις πιθανότητες που είχα να κολυμπήσω για να
ξεκαθαρίσει. Βρίσκομαι σε ένα ερημικό νησί. Προφανώς ο
φτάσω κάπου. Αλλά μου φαινόταν τόσο μα τόσο ακατόρθωτο
πόνος που ένιωσα προήλθε από κάτι που έπεσε στο
να κολυμπήσω τόσα μίλια... Θα έκανα όμως ό,τι μπορούσα κι
κεφάλι μου και, καθώς ήμουν ανυποψίαστη
από εκεί πέρα ας με πήγαινε όπου ήθελε το
ένιωσα
κάτι
να
πια,
που
το
μυαλό
στεκόμουν
μου έχει
στην
κουπαστή, έπεσα λιπόθυμη
Καθώς, λοιπόν, σκεφτόμουν το
μέλλον
τώρα
και
κύμα, δεν θα ήταν πια στο χέρι μου.
ζοφερό
ερωτήματα
στη θάλασσα. Είμαι ναυαγός!
μου,
Όσο
με
και
αν
με
πονάει,
ναυάγησα σε αυτό εδώ το
χτυπάει στο κεφάλι και,
νησί. Δεν ξέρω όμως τι
ανεβασμένη
συνέβη
στα
κάγκελα
καθώς ήμουν, ένιωσα ζαλάδα κι
στο
καράβι.
Ελπίζω να επέζησαν πολλοί
έπεσα στη θάλασσα. Από εκεί
συνεπιβάτες μου.
και μετά δεν θυμάμαι τίποτα,
Άρχισα να περπατάω στην
όλα θόλωσαν.
παραλία, προσπαθώντας να βρω κάτι
στην ακτή που ίσως θα μου χρησίμευε, αλλά
Ημέρα
τίποτα. Άρχισα να φωνάζω, πιστεύοντας ότι
1η
Ξύπνησα
ίσως κάποιος να ήταν εδώ έτσι ώστε να έχω
νιώθοντας
μια βοήθεια, αλλά κανένας δεν απάντησε. Και
κάτι να με παρασέρνει. Ήταν το
τότε είδα κάτι μαύρο σαν τσάντα να επιπλέει στο νερό. Ναι,
κύμα που με είχε βγάλει σε μια παραλία. Ήμουν
αυτά
ναι, ήταν η τσάντα μου και προφανώς, καθώς εγώ επέπλεα
προσπάθησα να σηκωθώ. Η αλήθεια ήταν πως και ο ήλιος δεν
στο νερό, θα παρασύρθηκε από την πλάτη μου. Ευτυχώς,
βοηθούσε, καθώς μετά από τόση ώρα που είχα τα μάτια μου
όμως, κατέληξε στο ίδιο έρημο νησί που ήμουν κι εγώ. Είχα
κλειστά,
θάμπωσε.
κάποια σημαντικά πράγματα μέσα, όπως την κάμερά μου
Βρισκόμουν στην ακτή ενός όμορφου, αλλά άγνωστου και
μέσα στην αδιάβροχη θήκη της αλλά και εσένα, το ημερολόγιό
ερημικού νησιού, γεμάτη άμμο και βρεγμένη ως το κόκαλο.
μου μέσα σε μια πλαστική σακούλα καθώς και το μπουκάλι με
κουρασμένη
και
ξαφνικά
καταπονημένη,
είδα
το
φως
αλλά
του
που
παρόλα
με
129
130
το νερό, το οποίο για κακή μου τύχη το είχα καταναλώσει στο
πλοίο. Η κάμερα δούλευε, έτσι και αλλιώς ήταν αδιάβροχη.
Εσύ όμως είχε βραχεί, ευτυχώς όχι πολύ, και μετά από λίγη
ώρα στον ήλιο στέγνωσες αρκετά, με αποτέλεσμα να μπορώ
να σου γράψω τα πάντα.
Η αλήθεια είναι πως πίστευα ότι σύντομα θα έρχονταν
να ψάξουν στα τριγύρω νησιά για επιζώντες, αλλά τίποτα.
Έτσι, άρχισα να εξερευνώ το νησί στο βαθμό που μπορούσα.
Είναι μεγάλο, με πολύ πυκνή βλάστηση και καθόλου φιλικό
προς έναν ναυαγό, ιδίως προς έναν άνθρωπο που δεν ήξερε
πώς να επιβιώσει σε μια τέτοια κατάσταση. Κοντά στην ακτή
δεν υπήρχαν δέντρα με κάποια φρούτα, για να φάω. Έτσι
έπρεπε να πάω μέσα στο πυκνό δάσος, για να βρω τροφή.
Κάτι που όχι μόνο έμοιαζε αλλά και ήταν επικίνδυνο. Όπως
σου είπα και πριν, ημερολόγιό μου, πεινούσα κι έπρεπε να
φάω
κάτι,
οπότε
άρχισα
να
μπαίνω
στο
δάσος,
μην
προνοώντας να βάλω κάποιο σημάδι κάπου, ώστε να μπορώ
να
επιστρέψω.
τρεις
Έπεσα
φορές
σκόνταψα
και
άλλες
τόσες.
Αλλά, επιτέλους, βρήκα
μια μπανανιά και, όπως
μπορούσα, κατάφερα να
ρίξω
κάτω
μερικές
μπανάνες, να φάω και
να κρατήσω κάποιες για
αργότερα,
καθώς
δεν
ήταν εύκολο να διασχίσω
ξανά αυτό το δάσος.
Μετά έπρεπε να βρω νερό, γιατί διψούσα πολύ. Ήξερα
ότι συνήθως μπορεί κάποιος να βρει μια πηγή, βαθιά μέσα
στο δάσος, οπότε συνέχισα τον δρόμο μου προς αναζήτηση
νερού. Αλλά μετά από περίπου μια ώρα, όπως το υπολόγισα
με βάση τον ήλιο, δεν είχα βρει ακόμα τίποτα και είχα αρχίσει
να κουράζομαι υπερβολικά. Έτσι σκέφτηκα να καθίσω να
ξεκουραστώ λίγο κάτω από ένα δέντρο, αλλά εγκατέλειψα
αυτή τη σκέψη, μόλις άκουσα έναν περίεργο ήχο και είδα κάτι
να κινείται μέσα στα κλαδιά. Τρόμαξα, αγχώθηκα και έτρεξα
γρήγορα μακριά. Ακόμα και σήμερα δεν ξέρω τι ήταν. Είχα
τρέξει τόσο γρήγορα όσο ποτέ στη ζωή μου και πίστευα ότι
είχα ξεφύγει από έναν σοβαρό κίνδυνο. Έτσι, εξουθενωμένη
και χωρίς αντοχές, κάθισα καταγής και ένιωσα να με κυριεύει
έντονος πόνος στα πόδια και στη μέση μου. Προσπαθώντας να
ηρεμήσω κοίταξα ευθεία μπροστά μου, σκεπτόμενη ότι ίσως
να έβλεπα κάτι που θα μου έδινε ελπίδα. Ναι, από μακριά
φαινόταν κάτι αμυδρά και, παρά την κατάστασή στην οποία
βρισκόμουν, έτρεξα να δω τι ήταν, με την ελπίδα να βρω
νερό.
Ξέρεις,
ημερολόγιό
μου,
μπορεί
πολλές
φορές
να
νιώθουμε κουρασμένοι, αλλά όταν βλέπουμε ή πιστεύουμε ότι
είμαστε κοντά σε κάτι που αναζητάμε, τότε παίρνουμε θάρρος
και συνεχίζουμε. Αυτό και έκανα. Καθώς αυτή η αμυδρή
εικόνα ερχόταν όλο και πιο κοντά μου, οι ελπίδες μου
μεγάλωναν. Ήταν μία μεγάλη πηγή με τόσο δροσερό νερό που
πραγματικά ένιωθες να σε ανασταίνει. Έβγαλα από την
τσάντα μου το άδειο μπουκάλι που κρατούσα μαζί μου και το
γέμισα με νερό.
131
Όλα φαίνονταν να πηγαίνουν σε γενικές γραμμές πολύ
Ημέρα 2η
καλά, όμως αργότερα θα συνέβαινε κάτι που πραγματικά θα
Από ότι θυμάμαι, ξύπνησα πολύ νωρίς, ο ήλιος δεν
με ανησυχούσε. Ένιωθα καλά και ήμουν χαρούμενη που
είχε βγει ακόμα ψηλά στον ουρανό, ο αέρας ήταν πολύ δυνατός
κατάφερα να βρω νερό. Αλλά το θέμα ήταν πώς θα επέστρεφα
και κρύωνα.
στην παραλία ασφαλής, τι θα έκανα, πού θα κοιμόμουν το
αισθανόμουν ακόμα εξαντλημένη, παρόλο που είχα απολαύσει
βράδυ, χωρίς να αγωνιώ για το αν θα μου συμβεί κάτι κακό.
τον ύπνο. Όμως, παρά την κατάστασή μου, σηκώθηκα με
Δεν ήξερα, απλά συνέχισα, αναζητώντας την
ακτή και
πολλή προσπάθεια και άρχισα να κοιτάζω τη θάλασσα και να
σκεπτόμενη τι θα μπορούσα να πάρω μαζί μου που θα μου
σκέφτομαι: «Θα έρθουν άραγε σύντομα να με βρουν;» Εκεί
χρησίμευε να τα βγάλω πέρα για όσο διάστημα θα βρισκόμουν
ήταν που λύγισα και άρχισα να στεναχωριέμαι και να κλαίω.
εδώ. Καθώς προχωρούσα, μάζευα ελαφριά ξύλα που
Τα
κόκαλά
μου πονούσαν
υπερβολικά
και
Μετά από αρκετή ώρα αποφάσισα να σηκωθώ και να
είχαν πέσει από δέντρα, μεγάλα φύλλα για να
ψάξω για κάποιο αντικείμενο, που ίσως να είχε ξεβραστεί
κοιμηθώ πάνω σε αυτά ή και να τα κάνω
σε αυτό εδώ το έρημο νησί, ή για κάποιο άτομο που μπορεί
σκέπασμα,
καθώς
απαραίτητο.
νυχτώνει,
και
Πάνω
ό,τι
που
επιτέλους
άλλο
είχε
έφτασα
έκρινα
αρχίσει
να
στην
ακτή και πραγματικά αυτό με
χαροποίησε
ιδιαίτερα.
επειδή
λίγο
σε
ο
Γρήγορα,
ήλιος
θα
να είχε ναυαγήσει και αυτό εδώ, όπως εγώ.
Προχωρούσα, προχωρούσα, προχωρούσα, αλλά
τίποτα. Πουθενά στον ορίζοντα δεν έβλεπα
τίποτα. Έτσι άρχισα να φωνάζω: «Είναι
κανείς εδώ; Με ακούει κανείς;» Αλλά
ποτέ δεν έλαβα καμία απάντηση. Έτσι
εξαφανιζόταν, άρχισα να ψάχνω ένα
άρχισα σιγά σιγά να αποκαρδιώνομαι και
κατάλληλο μέρος, για να περάσω εκεί
να απογοητεύομαι. Φοβόμουν... Ήμουν
τη νύχτα, και κάπως μακριά είδα ένα
μόνη μου σε ένα ολόκληρο νησί. Αυτή η
βράχο σε σχήμα Γ. Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλή
ιδέα αν περνούσα εκεί το βράδυ, κάτι που έκανα.
Έστρωσα κάτω τα φύλλα, πήρα και το πιο μεγάλο και το
σκεπάστηκα. Έτσι, προσπάθησα, όσο αυτό ήταν δυνατόν, να
κοιμηθώ και η αλήθεια είναι πως πρέπει να
με πήρε αμέσως ο ύπνος, καθώς
ήμουν
πολύ
κουρασμένη,
εξουθενωμένη θα έλεγα.
σκέψη και μόνο με έκανε να νιώθω μικρή
και αβοήθητη. Γύρισα πίσω στο βράχο μου, κάθισα
και προσπάθησα να ηρεμήσω.
Αργά το απόγευμα έγινε κάτι που ίσως και να
ήταν η μόνη μου ευκαιρία να σωθώ. Ενώ είχα αρχίσει να
μαζεύω ξύλα και να προσπαθώ να ανάψω φωτιά
για να ζεσταθώ, ξαφνικά φάνηκε ένα
φως να έρχεται από μακριά. Έβαλα τα
δυνατά μου να ανάψω τη φωτιά, γιατί
132
και να σκεφτώ τι θα μπορούσα να κάνω σε περίπτωση που θα
πλησίαζε κάποιο πλοίο προς το μέρος μου. Σκέφτηκα πολλά,
όμως δυστυχώς τα περισσότερα δεν γίνονταν. Σκέφτηκα ότι
μακάρι να μπορούσα να πετάξω κάποιο πυροτέχνημα στον
έτσι ίσως να με έβλεπαν, αν ήταν καράβι, αλλά
αέρα – κάτι που το έχω δει στις ταινίες και σίγουρα πιάνει –,
δεν τα κατάφερα. Όμως ήμουν τόσο χαρούμενη,
αλλά δεν είχα μαζί μου τίποτα τέτοιο. Σκέφτηκα να ανάψω
που δεν πτοήθηκα. Άρχισα να τρέχω και να
μια μεγάλη φωτιά που θα προκαλούσε πολύ
φωνάζω με όλη μου τη δύναμη: «Είμαι εδώ!
καπνό, αλλά και μόνο με τη σκέψη ότι ίσως δεν
Βοήθεια! Είμαι
ΒΟΗΘΕΙΑ!»
θα μπορούσα να την ελέγξω, απέρριψα κατευθείαν
Μετά από λίγο το φως χάθηκε, μαζί του και
αυτή τη λύση. Το μόνο που μου ερχόταν στο
όλες μου οι ελπίδες να φύγω από αυτό το νησί
μυαλό ήταν ότι θα μπορούσα να κρατάω δύο
και να σωθώ. Σκέφτηκα ότι, αν αυτό ήταν
αναμμένα ξύλα, να τρέχω δεξιά αριστερά και να
καράβι, τότε όλα χάθηκαν, γιατί θα ήρθε μέχρι
φωνάζω. Τότε η φωτιά θα φαινόταν εύκολα από
εδώ, δεν θα βρήκε κανέναν, οπότε ποιος ο
μακριά.
λόγος να ψάξει κάποιος ξανά σε αυτό το σημείο;
κάποια στιγμή αντίκριζα στον ορίζοντα κάποιο
Αλλά τι άλλο θα μπορούσε να ήταν; Καράβι
φως που θα μου ξανάδινε ελπίδα.
εδώ,
βοήθεια!
πρέπει να ήταν και πάει μαζί με την ελπίδα
μου!
Αυτό
και αποφάσισα να
κάνω, αν
Αφού όμως είχε νυχτώσει πια, αποφάσισα να κοιμηθώ.
Αύριο έπρεπε να ξαναμπώ μέσα στο πυκνό δάσος, για να βρω
Έτσι
γύρισα
στις
ασχολίες
μου
απογοητευμένη. Συνέχισα την προσπάθεια να
νερό, επειδή μου είχε τελειώσει. Έτσι, έφτιαξα τα φύλλα και,
παρά το βουητό των ανέμων, προσπάθησα να κοιμηθώ.
ανάψω τη φωτιά. Προσπάθησα μια, δυο, τρεις,
πέντε φορές και στην έκτη τα κατάφερα. Τώρα
το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν
Ημέρα 3η
Η
αλήθεια
είναι
ότι
ξύπνησα
νιώθοντας
γεμάτη
να τη διατηρήσω αναμμένη και
ενέργεια και χωρίς να κρυώνω τόσο όσο την προηγούμενη
να καθίσω εκεί, να ζεσταθώ
νύχτα, λόγω της φωτιάς που είχα ανάψει. Άρχισα να ετοιμάζω
τα πράγματά μου για την περιπλάνηση μέσα στο πυκνό δάσος
που πιθανότατα θα με οδηγούσε στην πηγή με το δροσερό νερό
που τόσο λαχταρούσα, και λέω «πιθανότατα», γιατί δεν είναι
εύκολο να μπορείς να προσανατολιστείς μέσα στο δάσος.
Ετοίμασα την τσάντα μου, πήρα μαζί μου το μπουκάλι μου
133
για
το
νερό
αλλά
και
τη
φωτογραφική
μου
μηχανή,
αναλογιζόμενη ότι ίσως να έβρισκα κάτι ιδιαίτερο και σπάνιο
Απολάμβανα αυτό το γαλήνιο μέρος,
για να το φωτογραφίσω, ώστε, αν κάποια στιγμή ένα καράβι
που με έκανε να ηρεμώ και να νιώθω
με έσωζε, θα έσωζα και τη δουλειά μου αλλά και τις
αισιοδοξία για το μέλλον, όμως αυτό δεν
αναμνήσεις μου από αυτό το νησί. Δεν είμαι εργασιομανής
κράτησε για πολύ. Ξαφνικά ένιωσα τη γη
ούτε θα ρίσκαρα τη ζωή μου να μπω μέσα στο δάσος, μόνο και
να σείεται κάτω από τα πόδια μου
μόνο για να προσπαθήσω να βρω κάτι, που ίσως να μου
και πραγματικά
στοίχιζε τη ζωή, όχι.
τρόμαξα πολύ,
καθώς, αν έχω ναυαγήσει σε ένα
Ξεκίνησα, λοιπόν το «ταξίδι» με όχι και τόσο καλή
από τα υπόλοιπα ηφαιστειογενή νησιά,
διάθεση, διότι δεν ήξερα τι θα συναντούσα μέσα σ’ αυτό το
ο σεισμός δεν ήταν καλό σημάδι, διότι
άγνωστο δάσος. Αυτή τη φορά σκέφτηκα να βάλω ένα σημάδι,
ίσως
σήμαινε
ότι
στην
περιοχή
για να μην χαθώ. Στον δρόμο έπαιρνα φύλλα και τα κάρφωνα
υπάρχει κάποιο ηφαίστειο. Όμως η
με ένα ξύλο πάνω στους κορμούς των δέντρων και έτσι
περιέργεια για το άγνωστο με
συνέχισα να ψάχνω την πηγή με το νερό. Ευτυχώς, σύντομα
έκανε να σκεφτώ κάτι
τη βρήκα και πραγματικά ένιωσα πολύ ευτυχισμένη που
που κόντεψε να μου
ήμουν καλά, αλλά και που τα κατάφερα για δεύτερη φορά να
στοιχίσει τη ζωή. Μου
ξαναβρώ το νερό μέσα σ’ αυτό το χάος. Έτσι ξεδίψασα αλλά και
ήρθε
μια
τρελή
και
γέμισα και το μπουκάλι μου, ώστε να μην χρειαστεί στο
συγχρόνως επικίνδυνη σκέψη, αλλά δεν μπόρεσα να αντισταθώ
άμεσο μέλλον να ξαναεπιχειρήσω να μπω σε αυτό το δάσος.
στην
Κάθισα
το
πανέμορφο ηφαίστειο. Έτσι άρχισα να προχωρώ ακόμα πιο
χρειαζόμουν μετά από τόσο δρόμο «μετ’ εμποδίων» ανάμεσα
βαθιά μέσα στο δάσος, αναζητώντας ένα αρκετά ψηλό σημείο,
σε φύλλα, κλαδιά και δέντρα. Το τοπίο ήταν πραγματικά
για να μπορέσω να δω αν αυτό που προκάλεσε τον σεισμό
μαγευτικό και έτσι σκέφτηκα να το απαθανατίσω με τον φακό
ήταν όντως κάποιο ηφαίστειο.
να
ξεκουραστώ
λίγο,
κάτι
που
πραγματικά
μου. Ο τρόπος με τον οποίο κυλούσε το νερό καθώς και ο ήχος
ότι
θα
Τα πράγματα
έβλεπα
ένα
δεν πήγαν
ακόμη
ακριβώς
επιβλητικό
όπως τα
και
είχα
του με ηρεμούσαν και, ναι,
σχεδιάσει. Καταλάβαινα ότι, καθώς προχωρούσα όλο και πιο
έβγαλα πολλές φωτογραφίες, οι
βαθιά στο δάσος, το έδαφος έπαιρνε ανηφορική κλίση, κάτι που
οποίες ελπίζω να
σήμαινε ότι ανέβαινα πάνω σε ένα βουνό, και προς στιγμήν
μου
χάρηκα. Όμως σε λίγο, από τα μικρά κενά ανάμεσα στα
χρησιμέψουν
στη δουλειά μου.
134
ιδέα
δέντρα, άρχισα να διακρίνω καπνούς και το έδαφος γινόταν όλο
και πιο δύσβατο και ζεστό. Τότε σκέφτηκα ότι ίσως θα ήταν
ρυθμό προς το μέρος μου. Παράτησα ό,τι έκανα και
καλύτερο να γυρίσω πίσω γρήγορα, καθώς τα σημάδια του
άρχισα να τρέχω πίσω κατατρομαγμένη. Από τον φόβο
κινδύνου ήταν πολλά. Όμως η περιέργεια με έκανε να
μου δεν καταλάβαινα πού πατούσα και πού βρισκόμουν.
συνεχίσω να προχωράω. Μετά από λίγη ώρα, βγήκα σε ένα
Σκόνταφτα σε κλαδιά, σε πέτρες και είχα γεμίσει
μεγάλο ξέφωτο και δυστυχώς αντίκρισα κάτι πολύ τρομακτικό
μελανιές και πληγές. Καθώς λοιπόν έτρεχα με ορμή να
και βρέθηκα σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Μπροστά μου
σωθώ, δεν παρατήρησα έναν μικρό αλλά κακοτράχαλο
ήταν ένα τεράστιο βουνό από το οποίο έβγαιναν γκρίζοι
και
καπνοί. Σιγά σιγά ήταν όλο και πιο δύσκολο να αναπνεύσω
συνειδητοποίησα πόσο κοντά του ήμουν, ήταν πια πολύ
και το έδαφος ήταν πολύ ζεστό. Προσπάθησα όμως να τραβήξω
αργά, είχα ήδη φτάσει στην άκρη και έπεφτα. Καθώς
κάποιες
να
κατρακυλούσα αισθάνθηκα σα να έσπαγαν μερικά από τα
απαθανατίσω όσο το δυνατόν καλύτερα αυτό που έβλεπα,
κόκαλά μου και τέτοιο πόνο που δεν είχα ξανά νιώσει
οπότε επέλεξα να συνεχίσω, ελπίζοντας να μη γίνει κάποια
ποτέ πριν. Όταν πια έφτασα στο τέρμα του γκρεμού,
έκρηξη. Αλλά και πάλι αποδείχθηκε ότι οι προσδοκίες μου δεν
συνειδητοποίησα την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν.
ανταποκρίθηκαν στην πραγματικότητα. Όσο ανέβαινα στο
Προσπάθησα να σηκωθώ. Δεν ήταν καθόλου εύκολο,
βουνό, το έδαφος γινόταν όλο και πιο ζεστό και η ατμόσφαιρα
καθώς πονούσε όλο μου το σώμα, αλλά ιδιαίτερα το
όλο και πιο αποπνικτική. Για δεύτερη φορά βγήκα σε ένα
αριστερό μου πόδι. Τελικά στάθηκα όρθια μετά από ώρα,
ξέφωτο, ακόμη πιο κοντά στο ηφαίστειο. Ήμουν τόσο κοντά
αλλά ήταν πολύ δύσκολο να περπατήσω μέσα στο
όσο ήθελα, ώστε να βγάλω τις φωτογραφίες που τόσο πολύ
δύσβατο δάσος, με το πόδι μου χτυπημένο. Εξαιτίας
χρειαζόμουν. Αυτό και έκανα. Η αδρεναλίνη μου είχε χτυπήσει
όμως της λάβας που κυλούσε προς το μέρος μου με
κόκκινο, καθώς για πρώτη φορά βρισκόμουν τόσο κοντά σε
ορμή, επιστράτευσα όλες μου τις δυνάμεις και, όπως
κάτι τόσο επικίνδυνο. Ήμουν τόσο χαρούμενη, ώστε δεν έδωσα
μπορούσα, άρχισα να τρέχω.
φωτογραφίες,
αλλά
ήμουν
λίγο
μακριά
για
σημασία στις δύο σεισμικές δονήσεις που ακολούθησαν, και
κακώς το έκανα.
Ξαφνικά, καθώς κοιτούσα τις φωτογραφίες που είχα
απότομο
γκρεμό
μπροστά
Μόλις
Παρόλο τον πόνο μου, ειλικρινά δεν κατάλαβα
πότε διέσχισα όλο αυτό το δάσος και έφτασα στην ακτή.
Πίστευα πως η λάβα κυλούσε ακριβώς πίσω μου,
ήδη τραβήξει, ένιωσα ξανά τη γη να σείεται κάτω από τα
όμως, όταν σταμάτησα, κοίταξα και η
πόδια μου, αλλά ακόμη πιο δυνατά από την προηγούμενη
λάβα δεν φαινόταν να κατεβαίνει
φορά. Σιγά και διστακτικά, ύψωσα τα μάτια μου προς το
μου.
από πουθενά.
ηφαίστειο και το είδα να εκρήγνυται. Ζεστή λάβα που έλιωνε
οτιδήποτε βρισκόταν στο δρόμο της κατευθυνόταν με γοργό
ρυθμό
135
Έτσι συμπέρανα ότι θα ήταν κάποια μικρή έκρηξη και
πραγματικά τρόμαξα στην ιδέα ότι επίκειται και μεγαλύτερη.
Πήγα λοιπόν, σιγά σιγά, κοντά στον βράχο μου και, μόλις
κάθισα, κατέρρευσα και σωματικά αλλά και ψυχικά. Ο πόνος
γινόταν
όλο
και
εντονότερος
και
οι
αρνητικές
σκέψεις
κατέκλυζαν το μυαλό μου. Άραγε τι να κάνουν οι γονείς μου,
θα ξέρουν για το ναυάγιο; Οι ειδήσεις τι θα λένε; Θα ψάξουν
άραγε για πιθανούς επιζώντες, ή μάλλον, αν ψάξουν, θα με
βρούνε; Θα ακολουθήσει μεγαλύτερη έκρηξη; Εγώ πού θα
βρίσκομαι τότε; Δεν ήξερα και αγωνιούσα. Ένιωθα ότι όλα
είχαν
τελειώσει.
Προφανώς
πρέπει
να
ήμουν
τόσο
κουρασμένη, που μάλλον με πήρε ο ύπνος. Κοιμήθηκα μέχρι
το πρωί της επόμενης ημέρας.
Μετά από λίγη ώρα σηκώθηκα,
όπως μπορούσα, και άναψα τη φωτιά,
γιατί κρύωνα λίγο, έφαγα, ήπια το
νερό μου και άρχισα να θαυμάζω τη
βλάστηση, τη θάλασσα, τον ήλιο και
όλο αυτό το πανέμορφο τοπίο που, από
το άγχος μου, δεν είχα παρατηρήσει
μέχρι σήμερα. Ήταν τόσο ωραία η
θάλασσα και τόσο ήρεμη! Τα πουλιά
κελαηδούσαν
και
ένα
απαλό
και
δροσερό αεράκι φυσούσε. Είναι τελικά
ένα πολύ ωραίο νησί που απλά δεν
είχα παρατηρήσει ως τώρα, κάτι πολύ
λογικό, με τόσες πολλές έγνοιες που
είχα στο μυαλό μου αλλά και με τόσα
που συνέβησαν. Τώρα, αφού χόρτασα
Ημέρα 4η
Σήμερα το πρωί ξύπνησα νιώθοντας όλα τα κόκαλά
μου να πονάνε αλλά παρ’ όλα αυτά νιώθω ότι σήμερα ή
κάποια από τις επόμενες ημέρες κάτι καλό θα γίνει. Αν οι
έρευνες για επιζώντες από το ναυάγιο έχουν αρχίσει, τότε
μετά από τέσσερις ημέρες θα έχουν προχωρήσει αρκετά, οπότε
αισιοδοξώ. Αν πάλι κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει, τότε δεν ξέρω
τι θα κάνω, πραγματικά δεν ξέρω.
136
από τις όμορφες εικόνες και αφού πια
έχει μεσημεριάσει, είμαι καθισμένη
στον βράχο μου και γράφω ό,τι έζησα
ως τώρα, μιας και έχω απεριόριστο
χρόνο μπροστά μου και...
μου! Σώθηκα! Σώθηκα! Αχ, πόσο ευτυχισμένη ήμουν που με
Πολλές ημέρες αργότερα...
Σου ζητώ συγγνώμη που σε άφησα λίγο απότομα και
είδαν! Τώρα πια όλα θα τελειώσουν, θα μπορέσω να γυρίσω
δεν σου συνέχισα αυτό για το οποίο σου έγραφα. Θέλω, λοιπόν,
πίσω στο σπίτι μου, στην οικογένειά μου και στη δουλίτσα
τώρα, αφού έχουν συμβεί πολλά πράγματα, να σου πω τι
μου! Αχ τι ευτυχία, τι χαρά! Αυτές καθώς και άλλες σκέψεις
συνέβη στη συνέχεια της ιστορίας από εκεί που την άφησα.
περνούσαν από το μυαλό μου, καθώς έβλεπα το πλοίο να με
και σου έγραφα όλα αυτά, η
πλησιάζει όλο και περισσότερο. Και όντως, αγαπητό μου
μελλοντική σανίδα σωτηρίας μου αχνοφαινόταν στον ορίζοντα,
ημερολόγιο, ήρθαν, ήρθαν άνθρωποι από τη διασωστική ομάδα
πολλά μίλια μακριά από εμένα και, παρόλο που είχε αρχίσει
με σκάφη μέχρι την ακτή, ενώ το πλοίο περίμενε λίγο πιο
Καθώς
σκεφτόμουν
να σκοτεινιάζει, μπορούσα να καταλάβω ότι όντως
μακριά.
ερχόταν προς το μέρος μου. Ναι, πράγματι, ερχόταν όλο
ήμουν, με βοήθησαν να σβήσουμε τη φωτιά, να
και πιο κοντά και αναζωπυρωνόταν η ελπίδα μου ότι
μαζέψω όλα μου τα πράγματα και να ανεβώ στο
αυτό το πλοίο που πλησίαζε θα με έπαιρνε μακριά
από το νησί. Αυτός, λοιπόν, ήταν ο λόγος που
σταμάτησα να σου διηγούμαι τι είχε συμβεί.
Άρχισα να κάνω ό,τι ήταν δυνατόν,
έτσι ώστε το πλοίο να μπορέσει να με δει
και να με πάρει από εκεί. Ήταν αργά το
απόγευμα και, εφόσον εγώ μπορούσα να
διακρίνω το φως του πλοίου, σκέφτηκα
ότι και οι άνθρωποί του θα μπορούν να
δουν το φως από τη φωτιά. Πήρα δύο ξύλα
με φωτιά στις άκρες τους και άρχισα τρέχω
πέρα δώθε όπως μπορούσα, γιατί το πόδι μου με
πονούσε πολύ, και να φωνάζω όσο πιο δυνατά
μπορούσα, σε σημείο που να νιώθω τις φωνητικές μου
χορδές να πονάνε. «Βοήθεια, είμαι εδώ! ΒΟΗΘΕΙΑ!» Και
ναι, πάνω που είχα αρχίσει να απογοητεύομαι, η ελπίδα μου
άρχισε να ξαναγεννιέται, καθώς είδα το φως να με πλησιάζει.
Με
σκάφος
παρείχαν
χαιρέτησαν,
είδαν
σε
τι
κατάσταση
και από εκεί στο πλοίο, όπου μου
τις
πρώτες
βοήθειες
και
ό,τι
άλλο
χρειαζόμουν. Έπειτα από λίγη ώρα και αφού
ένιωθα καλά, μου έκαναν κάποιες ερωτήσεις
για το τι ακριβώς είχε συμβεί στο πλοίο
και τι έκανα στο νησί αυτές τις τέσσερις
ημέρες. Επίσης ειδοποίησαν και τους γονείς
μου ότι είμαι καλά και ότι επιστρέφω σπίτι.
Καθώς φεύγαμε από εκεί, κοιτούσα
από το φινιστρίνι το νησί που με φόβισε,
που με έκανε να ανησυχώ για τη ζωή μου,
αλλά και το νησί όπου είχα περάσει μια
μεγάλη και συγκλονιστική εμπειρία που με έκανε
να λυγίσω προς στιγμή, αλλά ποτέ να μην τα
παρατήσω. Παρ’ όλες τις αρνητικές σκέψεις, εγώ πάντα
έλπιζα. Και τότε ξαφνικά έγινε η μεγάλη έκρηξη του
ηφαιστείου και η λάβα άρχισε να καίει ό,τι έβρισκε στο
Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη και ένιωθα ότι αυτή
πέρασμά της. Πραγματικά ένιωσα πολύ τυχερή που σώθηκα
ήταν η ωραιότερη στιγμή της ζωής μου. Ήρθαν προς το μέρος
την τελευταία στιγμή. Τι θα είχε συμβεί αν δεν είχαν έρθει να
137
με πάρουν από εκεί ή αν καθυστερούσαν; Ούτε που θέλω να
Στο
το σκέφτομαι.
τρεις
αεροδρόμιο
με
περίμεναν όλοι οι συγγενείς
Αφού φτάσαμε με το καράβι στην Ισπανία, παρέμεινα
μου. Με υποδέχτηκαν θερμά
ημέρες
και
στο
νοσοκομείο
και,
αφού
πήρα
εξιτήριο,
με
μια
τεράστια
επιβιβάστηκα στο αεροπλάνο και ταξίδεψα για την Ελλάδα.
αγκαλιά αγάπης. Όταν τους
Ήταν ένα μεγάλο ταξίδι που μου έδωσε τον χρόνο να σκεφτώ
είδα, έκλαψα. Όλη η πίεση,
τα πάντα ξανά και ξανά. Τα συναισθήματά μου μέσα στο
το άγχος, ο φόβος, η αγωνία
αεροπλάνο ήταν ανάμεικτα. Ήμουν χαρούμενη που ήμουν
και η έντονη επιθυμία μου
καλά,
να τους ξαναδώ εκφράστηκε
αλλά
με
τόσα
που
είχα
περάσει
ένιωθα
πολύ
κουρασμένη, ταλαιπωρημένη και γενικότερα ήμουν χαμένη
με
στις σκέψεις μου. Δεν άξιζε να διακινδυνεύσω τη ζωή μου για
κλάματα, γιατί κανένας μας
κάποιες φωτογραφίες, χαίρομαι που ζω, αλλά αυτό το ρίσκο
δεν
μού στοίχισε, καθώς τώρα πια δεν περπατάω με την ίδια
μιλήσει. Αργότερα στο σπίτι
ευκολία, όπως πριν. Κατάλαβα πως πρέπει να βάζω όρια στον
μαζευτήκαμε όλοι μαζί και
εαυτό μου και στο μέλλον δεν πρόκειται να κάνω κάτι για το
αρχίσαμε να συζητάμε. Τους
οποίο δεν είμαι σίγουρη, ιδιαίτερα κάτι που μπορεί να μου
είπα τι συνέβη στο πλοίο και τι πέρασα στο νησί. Μου είπαν
στοιχίσει τη ζωή. Συνειδητοποίησα πως πρέπει πάντα να
πως ήξεραν ότι και εγώ ήμουν ανάμεσα στους αγνοούμενους
σταθμίζω τις καταστάσεις και μετά από σκέψη να αποφασίζω
και κάθε μέρα ανησυχούσαν όλο και περισσότερο για μένα.
αν θα κάνω κάτι ή όχι. Ακόμη ένιωθα βαθιά λύπη για τα
Τελικά, όταν κοντεύεις να χάσεις κάτι, τότε το εκτιμάς
άλλα
πραγματικά, αγαπητό μου ημερολόγιο.
άτομα
που
δεν
τα
κατάφεραν
αλλά
και
για
τις
οικογένειές τους, για τις τόσες ζωές που χάθηκαν άδικα ή
σφιχτές
είχε
αγκαλιές
τη
δύναμη
και
να
Α! Ξέχασα να σου πω τι έγινε με το περιοδικό. Τελικά
ακόμα βρίσκονται κάπου χαμένοι, όπως ήμουν και εγώ.
οι
Πραγματικά δεν ξέρω αν θα άντεχα να ξαναπεράσω ποτέ κάτι
χρησίμεψαν, καθώς έσωσαν τη δουλειά μου. Είμαι χαρούμενη,
φωτογραφίες
που
έβγαλα
σε
εκείνο
το
νησί
μού
τέτοιο. Ήταν τόσο ψυχοφθόρο αλλά και τόσο απροσδόκητο!
αν και θα ήθελα πολύ να φωτογραφίσω τον μεγαλύτερο
κρατήρα ηφαιστείου σε όλο τον κόσμο. Ίσως μια άλλη φορά να
τα καταφέρω. Μάλιστα, πρόλαβα και την προθεσμία, αφού
επέστρεψα μια ημέρα πριν να λήξει. Οι φωτογραφίες μου
δημοσιεύτηκαν στις πρώτες σελίδες του περιοδικού και πήρα
και συγχαρητήρια από τη διευθύντριά μου.
138
Έτσι, όλα κύλησαν καλά. Τώρα, μετά
από
τόσα
που
πέρασα,
η
ζωή
μού
χαμογελάει και πραγματικά την εκτιμώ
ακόμα
περισσότερο
και
νιώθω
πολύ
ευτυχισμένη που είμαι καλά και είμαι πίσω
στο άνετο, ασφαλές περιβάλλον του σπιτιού
μου, στο γραφείο μου και σου αφηγούμαι τα
πάντα.
Καληνύχτα,
αγαπητό
μου
ημερολόγιο. Να ξέρεις ότι πάντα θα σε έχω
να μου θυμίζεις ότι ποτέ δεν τα παράτησα
και ότι πάντα προσπαθούσα και έλπιζα σε
κάτι καλύτερο, ακόμα και αν αυτό δεν ήταν
πάντα φανερό...
139
140
Η ΑΛΙΚΗ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ
Τμήμα: Γ2
Συγγραφή - Πληκτρολόγηση:
Βερβεράκη Ηρώ
141
ΑΛΙΚΗ: Ωχ όχι!… πού είμαι; Πρέπει να έχασα τον δρόμο
μου, γιατί αυτό το μέρος δεν το αναγνωρίζω καθόλου.
(Σκοντάφτει στον γάτο και τρομάζει.) Τι... τι είναι αυτό;
ΓΑΤΑ: Είμαι η γάτα του επαγγελματικού προσανατολισμού!
ΑΛΙΚΗ: Γάτα, μπορείς να με βοηθήσεις; Μάλλον έχω χαθεί!
ΓΑΤΑ: Έχεις χαθεί; Μήπως απλά δεν ξέρεις τι θέλεις; Εδώ
είναι η χώρα των επαγγελμάτων, μια χώρα στην οποία
μπορείς να μάθεις πράγματα που θα σε βοηθήσουν
στις μελλοντικές σου επιλογές. Μα πρέπει να έχεις
χάσει το δρόμο σου για να βρεθείς σ’ αυτή τη χώρα.
Γ.Ε.Λ.: Καλημέρα, Αλίκη! Εμένα οι προσφορές μου είναι οι
καλύτερες! Σου δίνω μαθήματα γενικής παιδείας και
κατεύθυνσης ανάλογα με το επάγγελμα που σε
ενδιαφέρει να ακολουθήσεις. Και, μετά από εξετάσεις
ενδοσχολικές και πανελλαδικές, σου δίνω όχι μόνο
απολυτήριο λυκείου, αλλά και εύκολη πρόσβαση σε
όποιο πανεπιστήμιο θέλεις και στα ΤΕΙ. Αν γράψεις
καλά λοιπόν, σου ανοίγονται όλες, μα όλες οι πόρτες.
Αυτό να το θυμάσαι.
ΑΛΙΚΗ: Σε ευχαριστώ. (Προχωράει στην επόμενη πόρτα.) Κι
εδώ, γάτα, ποιος μένει;
ΑΛΙΚΗ: Να έχω χάσει τον δρόμο μου;
ΓΑΤΑ: Το Επαγγελματικό Λύκειο.
ΓΑΤΑ: Μα, βεβαίως! Εδώ παίρνονται οι
σημαντικότερες αποφάσεις. Έλα, θα
γίνω οδηγός σου. (Προχωρούν.)
Βλέπεις όλες αυτές τις πόρτες;
ΑΛΙΚΗ: Καλημέρα, Επαγγελματικό Λύκειο!
ΑΛΙΚΗ: (ψιθυριστά) …επιλογή… Ποιος μένει
εδώ;
ΕΠΑ.Λ.: Καλημέρα, Αλίκη! Εμένα οι προσφορές μου είναι
καλύτερες από αυτές του Γενικού Λυκείου! Σου δίνω
γενική παιδεία ως ένα επίπεδο, μαθήματα ειδικότητας,
και, με ενδοσχολικές εξετάσεις, απολυτήριο λυκείου
ισότιμο με αυτό του Γενικού. Μαζί με το απολυτήριο,
σου δίνω και επαγγελματικό πτυχίο, για να
ακολουθήσεις όποιο επάγγελμα σου αρέσει! Άσε που
δεν έχω και Αρχαία! Αυτό πού το βάζεις;
ΓΑΤΑ: Το Γενικό Λύκειο.
ΑΛΙΚΗ: Και μπορώ να πάω σε όποιο πανεπιστήμιο θέλω;
ΑΛΙΚΗ: Καλημέρα, Γενικό Λύκειο!
ΕΠΑ.Λ.: Εε... όχι... Από εμένα μπαίνεις πολύ δύσκολα στα
πανεπιστήμια. Μπορείς όμως με 4 πανελλαδικώς
εξεταζόμενα μαθήματα να πας σε όποιο ΤΕΙ θέλεις.
ΑΛΙΚΗ: Ναι, μα γιατί υπάρχουν τόσες;
ΓΑΤΑ: Σκέψου κάθε πόρτα σαν μια επιλογή.
142
ΑΛΙΚΗ: Καλώς! (Προχωρά στην επόμενη πόρτα, αλλά δεν
ανοίγει.) Γάτα, γιατί δεν ανοίγει αυτή η πόρτα;
ΑΝΑΠΟΦΑΣΙΣΤΟΣ 2: Ότι είσαι πολύ αναποφάσιστη και δεν
ξέρεις τι να ακολουθήσεις.
ΓΑΤΑ: Είναι η επαγγελματική σχολή. Σε αυτήν μπορείς να
πας μόνο όταν τελειώσεις την πρώτη λυκείου.
ΑΛΙΚΗ: Έχεις να μου προτείνεις κάτι;
ΕΠΑ.Σ.: (Φωνάζει.) Παρόλα αυτά, Αλίκη, θέλεις να σου πω
τι σου προσφέρω;
ΑΛΙΚΗ: Ναι... να μου πεις.
ΕΠΑ.Σ.: Λοιπόν, μην ακούς τους άλλους δύο,
σε μένα τα πράγματα είναι ακόμη
ευκολότερα. Καταρχάς, εγώ δεν είμαι
λύκειο αλλά σχολή, οπότε δεν σου
προσφέρω απολυτήριο λυκείου, να το
ξέρεις. Σου δίνω όμως επαγγελματικό
πτυχίο και σε δύο χρονάκια θα έχεις βγει
στην αγορά εργασίας!
ΑΛΙΚΗ: Εεε... για να το λες... (Προχωρά στην
επόμενη πόρτα.) Εδώ δεν γράφει τίποτα.
Ας χτυπήσω να δω τι είναι.
ΑΝΑΠΟΦΑΣΙΣΤΟΣ 1: Καλημέρα, Αλίκη! Μην
ακούς κανέναν, εδώ είναι η πιο εύκολη
λύση! Κάαααθεσαι και πληρώνουν οι
γονείς σου! Τέλειο; Έλα, είμαστε ήδη
πολλοί, το σπίτι χωράει κι άλλους!
ΑΛΙΚΗ: Εμμ... οκέι...
ΑΝΑΠΟΦΑΣΙΣΤΟΣ 2: Έλα, ρε Αλίκη, τι κάνεις;
ΑΛΙΚΗ: Καλά είμαι, εσύ;
ΑΝΑΠΟΦΑΣΙΣΤΟΣ 2: Ζω! Έχω ακούσει πολλά για σένα,
Αλίκη.
ΑΛΙΚΗ: Όπως;
ΑΝΑΠΟΦΑΣΙΣΤΟΣ 2: Βασικά, θα σου έλεγα να τα γράψεις
όλα και να μην πας πουθενά, αλλά, άμα θες ντε και
καλά να πας κάπου, μπορούμε να πάμε για κανένα
καφεδάκι και τα συζητάμε εκεί, τι λες;
ΑΛΙΚΗ: Εε, δεν ξέρω.
ΑΝΑΠΟΦΑΣΙΣΤΟΣ 2: Οκ, τηλεφώνησέ μου.
ΑΝΑΠΟΦΑΣΙΣΤΟΣ 3: Μπρε κοπελιά, εσύ
είσαι η Αλίκη που μου λέγανε;
ΑΛΙΚΗ: Ναι, εγώ είμαι...
ΑΝΑΠΟΦΑΣΙΣΤΟΣ 3: Κόπιασε! Έλα στην
παρέα μας! Έχω ελιές και οζά στο χωριό! Σε
κάνα-δυο χρονάκια θα πάω κι εγώ κι όλα
καλά! Πίσω στα χωριά μας, κοπελιά...!
ΑΛΙΚΗ: Γάτα, τι είναι όλοι αυτοί;
ΓΑΤΑ: Αυτοί είναι οι αναποφάσιστοι, δηλαδή
αυτοί που δεν ξέρουν τι δρόμο να
ακολουθήσουν.
ΑΛΙΚΗ: Εντάξει, σας ευχαριστώ. (Πάει στο
κέντρο της σκηνής.) Γάτα, τι να κάνω; Ακόμη
δεν ξέρω τι απόφαση να πάρω!
ΓΑΤΑ: Αυτή είναι μια απόφαση που πρέπει να
πάρεις μόνη σου. Εδώ μπορείς απλά να ενημερωθείς.
Να θυμάσαι, όμως, πως τέτοιες αποφάσεις πρέπει να
τις παίρνεις εσύ, και όχι οι άλλοι.
ΑΛΙΚΗ: Σ’ ευχαριστώ γάτα! Τι να αποφασίσω, άραγε; (Μένει
μόνη, στο κέντρο της σκηνής, με σκεφτικό ύφος.)
143
144
ΑΛΛΑΓΗ ΠΟΡΕΙΑΣ...
Τμήμα: Γ2
Συγγραφή - Εικονογράφηση:
Ιερωνυμάκης Γιάννης
145
Η αστυνομία έδρασε άμεσα, για να ανακαλύψει τον ένοχο.
Ένας από τους υπόπτους ήταν και το συγκεκριμένο παιδί, αφού στο
παρελθόν είχε διαπράξει κλοπές. Την ίδια μέρα, ενώ οι γονείς του
εργάζονταν και αυτός ήταν με την παρέα του, οι αστυνομικοί πήγαν
σπίτι του όπου βρίσκονταν τα άλλα δύο μικρότερα αδέλφια του.
Μόλις τα παιδιά αντίκρισαν την αστυνομία, φοβήθηκαν και έτρεξαν
να κρυφτούν. Οι αστυνομικοί τα καθησύχασαν, λέγοντάς τους ότι
δεν θα τους κάνουν κακό, αλλά ότι ψάχνουν τον αδελφό τους. Αφού
ερεύνησαν όλο το σπίτι και δεν τον βρήκαν, έφυγαν. Οι αστυνομικοί
Κάποτε ζούσε σε ένα χωριό μια φτωχή, αγροτική οικογένεια.
Τα οικονομικά τους ήταν σε κακή κατάσταση. Επίσης, αυτή η
οικογένεια ήταν πενταμελής, δηλαδή ο πατέρας, η μητέρα και τα
τρία παιδιά τους. Το μεγαλύτερο παιδί τους δεν άντεχε όμως την
τόση φτώχεια και τα τόσα οικονομικά προβλήματα και, με τις κακές
παρέες που έκανε, μπήκε στην αλητεία, δηλαδή άρχισε να κλέβει
επηρεασμένο από την παρέα του. Μια μέρα έκλεψε αντικείμενα
μεγάλης αξίας από ένα σπίτι πλουσίων και προκάλεσε μάλιστα και
ζημιές. Μόλις ο ιδιοκτήτης είδε την κατάσταση στην οποία
βρισκόταν το σπίτι του, πήγε αμέσως στην αστυνομία και τους
ενημέρωσε για την κλοπή.
συνέχισαν το ψάξιμο μέσα στο χωριό και τον βρήκαν έξω από ένα
σπίτι τη στιγμή που προσπαθούσε να παραβιάσει την πόρτα, για να
μπει και να κλέψει ξανά μαζί με την παρέα του. Οι φίλοι του, μόλις
αντιλήφθηκαν τους αστυνομικούς, τράπηκαν σε φυγή. Εκείνος όμως
δεν πρόλαβε να διαφύγει, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στη
φυλακή.
146
Μόλις το έμαθαν οι γονείς του, στενοχωρήθηκαν πολύ και η
μητέρα του αποφάσισε να τον επισκεφθεί στη φυλακή. Ξεκίνησε με
το άλογο. Στον δρόμο όμως είχε ένα ατύχημα. Το άλογο φοβήθηκε κι
εκείνη έπεσε. Κατάφερε όμως να σηκωθεί και να συνεχίσει το δρόμο
της. Μετά από ταξίδι 7 ωρών έφτασε στο κρατητήριο και μπόρεσε
να δει το παιδί της και να συζητήσει μαζί του. Μετά από λίγες
μέρες πήγε στην πόλη και ο πατέρας, ο οποίος πλήρωσε την
εγγύηση και έβγαλε τον γιο του από τη φυλακή. Ο γιος του όμως,
επηρεασμένος από τις παρέες του, μπαινόβγαινε στις φυλακές 7
χρόνια, μέχρι που μεγάλωσε για τα καλά.
Αργότερα, όταν έκανε οικογένεια και τρία παιδιά, στο
πρώτο του παιδί έδωσε το όνομα Γεώργιος. Τέλος, όσο μεγάλωναν
τα παιδιά του, τους μάθαινε να φέρονται καλά και, όταν
αντιμετωπίζουν προβλήματα, να μην κάνουν τα δικά του λάθη, αλλά
να τα λύνουν με τη βοήθεια της πίστης τους.
Μια μέρα όμως είχε ένα ατύχημα. Έπεσε σ’ ένα πηγάδι και
κόντεψε να πνιγεί. Παρακάλεσε λοιπόν τον Άγιο Γεώργιο να τον
σώσει και έκανε τάμα, όταν θα κάνει παιδί, να βγάλει το όνομά Του.
Τον βοήθησε ο Άγιος και με ένα θαυματουργό τρόπο βγήκε από το
πηγάδι. Από εκείνη τη στιγμή αποφάσισε να αλλάξει πορεία και να
μην ξανακλέψει.
147
148
ΟΧΙ ΠΑΛΙ!
Τμήμα: Γ4
Συγγραφή:
Παρασύρη Κωνσταντίνα
Εικονογράφηση:
Νύκταρη Άννα-Μαρία
Πληκτρολόγηση:
Σεκαδάκης Γιώργος
Πουλάκης Βαγγέλης
149
Ξημέρωσε και έφτασε η Δευτέρα. Σηκώθηκα
γρήγορα και ετοιμάστηκα. Αργότερα οι γονείς μου με
συνόδεψαν στο σχολείο. Εξωτερικά, με την πρώτη ματιά,
το κτίριο μού φάνηκε υπέροχο και πολύ μεγάλο.
Μπήκαμε μέσα και ο διευθυντής μάς υποδέχτηκε τυπικά.
Ανταλλάξαμε λίγες κουβέντες κι έπειτα με έβαλε στην
καινούρια μου τάξη. Μου γνώρισε τη δασκάλα μου και με
έβαλε να καθίσω με ένα κορίτσι που το έλεγαν Μαρία.
Ήμουν μόλις δέκα ετών, όταν μετακόμισα με την
οικογένειά μου σε μια άλλη γειτονιά. Πήραμε την
απόφαση να πάμε σ' ένα άλλο σπίτι μεγαλύτερο, αφού,
μετά την εγκυμοσύνη της μητέρας μου δεν θα βόλευε και
τόσο το παλιό μας, το οποίο δεν θα μας εξυπηρετούσε
πλέον, γιατί ήταν αρκετά μικρό.
Μόλις ταχτοποιήσαμε τα πράγματά μας από την
μετακόμιση και μπήκα στο καινούριο μου δωμάτιο,
άρχισα να αγχώνομαι σχετικά με το νέο μου σχολείο. Ένα
ολόκληρο σαββατοκύριακο ήμουν σε υπερένταση, επειδή
δεν ήξερα τι θα αντιμετωπίσω εκεί που θα πήγαινα.
Όμως η μητέρα μου με παρηγορούσε λέγοντάς μου πως
θα κάνω καινούριες φίλες.
150
Όταν χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα, τα
παιδιά της τάξης με πλησίασαν, για να με γνωρίσουν.
Ήταν όλα πολύ καλά, εγώ όμως ξεχώρισα το
κορίτσι που καθόμασταν στο ίδιο
θρανίο. Γνωριστήκαμε και γίναμε
φίλες. Κατά τύχη μέναμε σε
πολυκατοικίες που η μία ήταν
απέναντι στην άλλη. Μου
χάρισε και ένα πολύχρωμο
βραχιόλι που φορούσε στο χέρι
της. Ήρθε το μεσημέρι και
σχολάσαμε. Όταν επέστρεψα σπίτι
και διηγήθηκα στους γονείς μου πώς τα
πήγα. Αργότερα, το απόγευμα πια, βγήκα μια βόλτα.
Επέστρεψα όμως νωρίς, γιατί το πρωί είχα σχολείο.
Όταν την επαύριο χτύπησε το κουδούνι για το 3ο
διάλειμμα, σκεφτόμουν, βλέποντας τη φίλη μου τη
Μαρία, πόσο καλό και ήσυχο κορίτσι ήταν. Όμως, καθώς
περνούσε ο καιρός, παρατηρούσα αρκετές φορές ότι
ώρες ώρες παρέμενε αμίλητη και είχε σκεφτικό ύφος.
Έδειχνε λες και την απασχολούσε κάτι. Ειλικρινά, πολύ
συχνά με προβλημάτιζε η στάση της. Έτσι, όταν μια μέρα
τη ρώτησα αν της συμβαίνει κάτι, εκείνη ταράχτηκε και
μου είπε πως είναι ιδέα μου. Εγώ δεν επέμεινα, αλλά
μέσα μου πίστευα ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε.
Πέρασαν αρκετές μέρες. Είχαμε πλέον μπει σ' ένα
πρόγραμμα εγώ και η οικογένειά μου. Είχα γραφτεί και
στο κολυμβητήριο. Μια μέρα λοιπόν, ενώ γύριζα από τη
δραστηριότητά μου, συνάντησα τη Μαρία στα σκαλιά της
πολυκατοικίας μας και με κάλεσε να πάω σπίτι της. Μου
είπε πως ο πατέρας της θα έφευγε για επαγγελματικό
ταξίδι. Έδειχνε τόσο χαρούμενη! Ποτέ δεν την είχα
ξαναδεί έτσι. Εγώ, που δεν την ήξερα πολύ καλά,
σκέφτηκα πως δεν συμπαθεί και τόσο τον πατέρα της,
αλλά έπειτα είπα: «Ποιο παιδί δεν αγαπά τον πατέρα
του»; Το προσπέρασα, λοιπόν, και ζήτησα από τη μητέρα
μου άδεια για να πάω. Εκείνη μου το επέτρεψε και έτσι
την επόμενη μέρα μετά το σχολείο πήγαμε με τη Μαρία
σπίτι της.
Όταν άνοιξε την πόρτα με τα κλειδιά της και
μπήκαμε μέσα, αντίκρισα μια εικόνα, μπορώ να πω, πολύ
ακατάστατη. Είδα κάτω σπασμένα γυαλικά, αποτσίγαρα
και μπουκάλια από οινοπνευματώδη ποτά. Κοίταξα τη
151
Μαρία που είχε χλομιάσει και φώναζε: «Μαμά,
όχι πάλι!». Μετά έτρεξε προς τα υπνοδωμάτια.
Την ακολούθησα αλλά από διακριτικότητα
στάθηκα έξω από την πόρτα. Δεν μπορούσα να
καταλάβω
και
πολλά,
γιατί
μιλούσαν
ψιθυριστά. Ύστερα από λίγα λεπτά ήρθε η
Μαρία και καθίσαμε στο σαλόνι. Ήταν πάλι αμίλητη
και το πρόσωπό της φαινόταν θλιμμένο. Δεν είχε
καμία σχέση με πριν. Αφού πέρασε περίπου ένα
τέταρτο, βγήκε η μητέρα της από το δωμάτιο
και μου τη σύστησε. Είχε και εκείνη την ίδια
σχεδόν έκφραση με τη Μαρία. Τα μάτια της
μισόκλειναν, έδειχνε κουρασμένη και άκρως
αγανακτισμένη. Το δεξί της μάτι ήταν
μελανιασμένο και στα χέρια της είχε
μώλωπες. Ρώτησα τη φίλη μου τι είχε η
μητέρα της. Τότε τα μάτια της
βούρκωσαν. Μου απάντησε με σιγανή
φωνή ότι έπεσε από τις σκάλες. Όμως
κάτι μου έλεγε εμένα πως δεν ήταν έτσι τα
πράγματα. Παρ’ όλα αυτά δεν ξαναμίλησα
γι’ αυτό το θέμα. Αργότερα επέστρεψα στο
σπίτι μου και κοιμήθηκα.
Περνούσε ο καιρός και οι μέρες
κυλούσαν ήσυχα. Είχαν περάσει κιόλας
τρεις μήνες, χωρίς καλά καλά να το
καταλάβω. Θυμάμαι αξέχαστα, όμως, ένα
152
σαββατιάτικο απόγευμα. Έπαιζα στο
στενό της γειτονιάς μου μαζί με άλλα
παιδιά. Ανάμεσά τους ήταν και η φίλη μου
η Μαρία. Λέγαμε ανέκδοτα, τη στιγμή που
ήρθε ο πατέρας της νευριασμένος. Έτσι τουλάχιστον
φαινόταν από το οργισμένο βλέμμα του. Την άρπαξε από
το χέρι, εκείνη του αντιστάθηκε, αλλά την έριξε κάτω.
Στη συνέχεια η Μαρία σηκώθηκε και έφυγαν. Είχα μείνει
άφωνη. Μπήκαν στην πολυκατοικία που έμεναν. Τους
ακολούθησα διακριτικά. Εκείνη φώναζε δυνατά: «Όχι
πάλι!». Δεν μπορούσα να καταλάβω. Είχα κρυφτεί πίσω
από μια μικρή αποθήκη και τους κοίταζα. Ο πατέρας της
άνοιξε την πόρτα, μπήκαν στο διαμέρισμα, αλλά εγώ δεν
έφυγα, γιατί ήθελα να μάθω τι συμβαίνει.
Περίμενα αρκετή ώρα, μέχρι που βγήκαν. Εκείνος
την κρατούσε, την έσφιγγε πολύ κι εκείνη φώναζε:
«Πονάω, άφησέ με!». Τότε της είπε: «Σκούπισε τα μάτια
σου και μη φωνάζεις, για να μην καταλάβουν τίποτα οι
γείτονες!». Έπειτα της ζήτησε να τον ακολουθήσει, κι
εκείνη ψέλλισε: «Εντάξει». Βγήκαν στο δρόμο και
προχωρούσαν αμίλητοι. Εγώ είχα κουραστεί, αλλά
ήθελα να μάθω τι συμβαίνει. Όλα έδειχναν τόσο
παράξενα! Περπατούσαμε ήδη αρκετή ώρα στον δρόμο,
όταν εκείνοι έστριψαν και μπήκαν σε ένα κτίριο αρκετά
παλιό. Ήταν χτισμένο μόνο με τούβλα και σ ένα ξύλο
έγραφε με κόκκινα γράμματα τη λέξη «ΑΠΟΘΗΚΗ».
Κρύφτi
Κρύφτηκα και τους έβλεπα. Αρχικά ο πατέρας της τη
χτύπησε στο κεφάλι. Δεν πίστευα στα μάτια μου! Είχα
αρχίσει να φοβάμαι. Μετά της φώναξε αγριεμένα: «Βγάλε
τα ρούχα σου!». Δεν ήθελα να δω κάτι άλλο, κατάλαβα
τι θα ακολουθήσει και σκέφτηκα να πάω να ζητήσω
βοήθεια. Έκανα όμως πίσω, αφού είδα τη μητέρα της
Μαρίας να έρχεται τρέχοντας. Του φώναζε από
μακριά κλαίγοντας: «Άφησε το παιδί μου!».
Εκείνος την έπιασε και τη χτύπησε μέχρι που
την άφησε αναίσθητη. Τότε έφυγα όσο πιο
γρήγορα μπορούσα και γύρισα στο σπίτι. Είχε ήδη
αρχίσει να βραδιάζει. Όταν έφτασα, διηγήθηκα στους
γονείς μου όλα όσα είδα. Μέχρι κι εκείνοι δεν
μπορούσαν να το πιστέψουν.
Η Μαρία έκανε δύο μέρες να έρθει στο
σχολείο. Την τρίτη βραδιά καθόμασταν με τους
γονείς μου στην αυλή του διαμερίσματός μας,
όταν ακούσαμε κραυγές να βγαίνουν από την
πολυκατοικία που έμενε η Μαρία.
Ο
πατέρας
μου
αμέσως
κάλεσε την αστυνομία και
κατήγγειλε
όσα
τους
διηγήθηκα
αλλά
και
όσα
ακούσαμε. Οι αστυνομικές αρχές
οδηγήθηκαν από εμάς στο διαμέρισμα της φίλης
μου. Έσπασαν την πόρτα, μπήκαν μέσα και βρήκαν
τη μητέρα της σε κωματώδη κατάσταση! Συνέλαβαν
τον πατέρα και κάλεσαν ασθενοφόρο για τη Μαρία και
τη μητέρα της. Μετά από δύο μέρες, έδωσαν κατάθεση
στις αστυνομικές αρχές και είπαν πως εκείνος ο
άνθρωπος ήταν αλκοολικός και πως είχαν κακοποιηθεί
πολλές φορές, αλλά φοβόντουσαν να μιλήσουν.
Πέρασε μια εβδομάδα και η Μαρία με τη μητέρα
της γύρισαν στο σπίτι τους. Μας ευχαρίστησαν για όλα
όσα κάναμε για εκείνες, εγώ και οι γονείς μου. Όμως δεν
έκανα και τίποτα σπουδαίο... Λίγο φως ήθελα να ρίξω
στις σκοτεινές πτυχές της ζωής της φίλης μου. Μετά απ’
αυτό όλα μπήκαν πλέον στον
κανονικό τους ρυθμό!
Αυτό που με θλίβει πιο
πολύ όμως, είναι ότι ακόμα
και σήμερα η βία κατά των
γυναικών, που αποτελεί κατάφωρη
παραβίαση
των
ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, εξακολουθεί να είναι
ένα παγκόσμιο φαινόμενο, το
οποίο αυξάνεται συνεχώς. Η
υποστήριξη των γυναικών και
η εξάλειψη της βίας είναι
κάτι που μας αφορά όλους. Γι’
αυτό, αν αντιληφθούμε κάτι ύποπτο
πρέπει αμέσως να το αναφέρουμε στις
αστυνομικές αρχές ή στην Ένωση
Γυναικών Ελλάδος. Ελπίζω και
εύχομαι ένα καλύτερο μέλλον
για τις γυναίκες όλου του
κόσμου!
153
Φιλολογική επιμέλεια:
Μπεκράκη Γεωργία (ΠΕ02)
Παπουτσάκη Αικατερίνη (ΠΕ02)
Λουλάκη Καλλιόπη (ΠΕ02)
Ψηφιακή εικονογράφηση και επιμέλεια:
Λουλάκη Καλλιόπη (ΠΕ02)
154