λεοναρδος_πινακες ορθογραφιας

ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΟΝΑΡΔΟΣ
ΠΙΝΑΚΕΣ
ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΑΘΗΝΑ 2011
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΤΑΛΗΞΕΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ............................................................... 2
ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΤΑΛΗΞΕΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ........................................................... 4
-ειος/-ιος, -εια/ια, -ειο/ιο ............................................................................................ 8
ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΤΑΛΗΞΕΩΝ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ ................................................... 10
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΡΟΘΕΣΕΩΝ ΩΣ Α’ ΣΥΝΘΕΤΙΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ.......................... 10
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ...................................................................................................... 11
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΟΡΩΝ ΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ .......................... 13
Εικόνα
εξωφύλλου:
Πήλινη Μυκηναϊκή αναθηµατική
Γραµµική Β από την Πύλο.
1
επιγραφή
σε
ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΤΑΛΗΞΕΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ
ΚΑΤΑΛ
ΗΞΕΙΣ
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ
απολαύω, παύω (και τα σύνθετα).
µένω, δένω, πλένω (και τα
σύνθετα) παραµένω κ.α.
αλλά αόριστος: έµεινα, έπλυνα
-εύω
ράβω, θάβω, σκάβω,
ανασαίνω, αρρωσταίνω,
ανεβαίνω, βαραίνω
αλλά αόριστος: ανάσανα,
αρρώστησα, ανέβηκα,
βάρυνα
αποκαθαίρω, εξαίρω,
συγχαίρω
αόριστος: αποκάθηρα, αξήρα,
συγχάρηκα
βραβεύω, εκπαιδεύω
-ιάζω
παραγ. ουσ.: βράβευση,
εκπαίδευση
αιφνιδιάζω, εµβολιάζω
-άβω
-αίνω
-αίρω
-ίζω
-ίνω
παραγ. ουσ.: αιφνιδιασµός,
εµβολιασµός
αντικρίζω, ασφαλίζω, δροσίσω
παραγ. ουσ.: ασφάλιση
δίνω, κλίνω, κρίνω, πίνω,
γίνοµαι
παραγ. ουσ.: κλίση, κρίση
-λλω
-όζω
αναβάλλω, παραγέλλω,
ποικίλλω
αλλά υποτακτική: να
αναβάλω
αόριστος: ανέβαλα
αρµόζω, δεσπόζω
φέρω (και τα σύνθετά του)
αναφέρω, επιφέρω κ.α.
κλέβω (και τα σύνθετα)
κατακλέβω, χαρτοκλέβω,
σέβοµαι κ.α.
-ειάζω: εκθειάζω, πλατειάζω.
-οιάζω: µοιάζω.
-υάζω: συνδυάζω.
-είζω: δανείζω.
-ήζω: πήζω, πρήζω, χρήζω.
-οίζω: αθροίζω.
-ύζω: αναβλύζω, δακρύζω,
κατακλύζω, σφύζω, τρύζω.
-ήνω: αφήνω, σβήνω, στήνω, ψήνω.
-ύνω: γδύνω, λύνω, ντύνω, ξύνω,
φτύνω, χύνω, διευθύνω,
διευκολύνω, µολύνω,
ξεδιαλύνω, οξύνω, επιταχύνω,
αµύνοµαι.
-είνω: κλείνω, τείνω.
θέλω, οφείλω.
σώζω (και τα σύνθετα) διασώζω
κ.α.
παραγ. ουσ.: διάσωση
2
-σσω
-ττω
-ώνω
αρέσω.
αναπτύσσω, απαλλάσσω,
εξελίσσω
παραγ. ουσ.: ανάπτυξη,
εξέλιξη
πλήττω, εισπράττω
θέτω, κείτοµαι.
παραγ. ουσ.: πλήξη, είσπραξη
αναπτερώνω, ολοκληρώνω,
µετανιώνω
αόριστος: µετάνιωσα
παραγ. ουσ.: αναπτέρωση,
ολοκλήρωση
Παρατηρήσεις:
1. Το φωνήεν του θέµατος των ρηµάτων (θέµα = ό,τι µένει, αν βγει το τελικό
–ω από τις παραπάνω κατάλήξεις) δεν µεταβάλλεται στον Αόριστο, εκτός
από τις σηµειωµένες περιπτώσεις. Π.χ. κλίνω > έκλισα, δροσίζω >
δρόσισα, ράβω > έραψα
2. Το σύµφωνο που προηγείται της κατάληξης αλλοιώνεται ωστόσο, όταν
προστεθεί το σ του Αορίστου.
3. Τα παράγωγα ουσιαστικά ρηµάτων διατηρούν την ορθογραφία του
θέµατος του ρήµατος από το οποίο προέρχονται. Π.χ. ολοκληρώνω à
ολοκλήρωση.
4. Το ρήµα δίνω ετυµολογείται από το αρχαίο δίδωµι. Στα Νέα Ελληνικά οι
τύποι του ρήµατος σχετίζονται µε τα εξής θέµατα:
ΧΡΟΝΟΙ/ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας
Παρατατικός
Μέλλοντας
Αόριστος
Παθητική Φωνή
ΘΕΜΑ
διν-δωσδοθ-
ΤΥΠΟΙ
δίνω, έδινα, δίνοµαι, δινόµουν.
δώσω, έδωσα, έχω δώσει, δώσε, δώστε,
δώσου.
δοθώ, δόθηκα, έχω δοθεί, δοσµένος
3
ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΤΑΛΗΞΕΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
ΚΑΤΑΛ
ΗΞΕΙΣ
-αία
-αινα
-αιο
-αίο
-αιος
-αίος
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ
-ελαία, µαία, νεολαία, αθηναία
-τοπωνύµια: Ερυθραία, Ιστιαία
-θηλυκά επιθέτων σε -αίος:
αρχαίος
λύκαινα, θεράπαινα
πετρέλαιο, δίκαιο
µηνιαίο, αιγαίο
πολυέλαιος
αρουραίος, νεολαίος, µεσαίος,
τυχαίος
-αιός
-αινα
-είδης
<είδος
-εινος
γηραιός, κραταιός
λύκαινα, θεράπαινα
ανθρωποειδής, ελικοειδής
-ής
Γεν.: -ούς
-ητής
συγγενής (Γεν.: συγγενούς),
υγιής, (Γεν.: συγγενούς) κ.α.
διοικητής, πωλητής
-ήµα
βήµα, βλήµα
-ήνας
-ήρης
-ηρός
κηφήνας, µήνας, πυρήνας
κλινήρης, µονήρης, ποδήρης
αιχµηρός, ανθηρός, αυστηρός
-ήσιος
µαρκήσιος, Μιλήσιος
-ητό
-ητός
κινητό, ψητό
αισθητός, θνητός, µεταβλητός
-ητρο
κίνητρο, θέλγητρο
φωτεινός, σκοτεινός (και τα
σύνθετα), πετεινός, δεινός,
υγιεινός
-φυτά: αζαλέα, ορχιδέα κ.α.
-τοπωνύµια: Νεµέα, Ιτέα, Κορέα
κ.α.
δέος, κλέος, χρέος. νέος
-αλέος: θαρραλέος, πειναλέος κ.α.
-τέος: αµελητέος, διαιρετέος κ.α.
-ινός: αχινός, εσπερινός κ.α.
-ηνός: αγελαδινός, καντακουζηνός
κ.α.
-ηνός: σκαληνός, φθηνός κ.α.
-ιτής: κριτής (και τα σύνθετα).
-υτής: αναλυτής (και τα σύνθετα),
ενισχυτής (και τα σύνθετα),
επενδυτής, ψυχαναλυτής,
µηνυτής.
-ήµµα: λήµµα κ.α.
-ίµα: κλίµα, κρίµα κ.α.
-ύµα: θύµα, κύµα, λύµα κ.α.
4
-υρός: αλµυρός, αργυρός, ισχυρός
κ.α.
Διονύσιος, παραδείσιος,
αφροδίσιος,
-ίσιος: αγελαδίσιος, λιµνίσιος κ.α.
-ιτός: αµαξιτός, λιτός, θεµιτός κ.α.
-ιττός: περιττός, διττός κ.α.
-υτός: λυτός (και τα σύνθετα),
γδυτός, χυτός κ.α.
-ιακός
γωνιακός, Κυπριακός
-ιανός
-ίας
-ιάς
-ίκι
-ικος
οψιδιανός, φασιανός
αµφισβητίας, επιχειρηµατίας
βασιλιάς, µαλλιάς
αρµυρίκι, µανίκι µπρίκι
βρόµικος, τελεσίδικος,
ανήλικος, αντίδικος
-ιάτικος: ανοιξιάτικος
-ίστικος: κοριτσίστικος
-ώτικος: νησιώτικος, χιώτικος
γεωγραφικός, τελικός,
τεχνικός
-ικός
-ιµο
αντίτιµο, έθιµο
-ιµος
γνώριµος, µάχιµος
-ινος
δερµάτινος, δίκλινος
-ίρης
-ις
-ίσκος
-ίσµα
βεζίρης, εµίρης
(θηλυκά) άµπωτις,
διπλωµάτις, βουλευτίς,
χάρις
αστερίσκος
γέµισµα, χτένισµα
-ισµός
αυταρχισµός, µοντερνισµός
-ειακός
(παράγωγα των ονοµ. σε –ειο):
αγγειακός, δανεικός, λυκειακός
κ.α.
(παράγωγα των ονοµ. σε -εια/ ειος): γραµµατειακός,
επετειακός
αδειανός
ρείκι, σκουλήκι, νοίκι κ.α.
-οικος: άποικος, ένοικος κ.α.
-εικός: δανεικός
-υκός: γλυκός, θηλυκός
-ένζυµο
-ώνυµο: διώνυµο, πατρώνυµο
-ηµος (ουσιαστ. µε β’ συνθετικό τα:
δήµος, σχήµα, φήµη):
απόδηµος, εύσχηµος κ.α.
-οιµος: έτοιµος (και τα σύνθετα)
-υµος (ονόµατα µε β’ συνθετικός τη
λέξη θυµός, ζύµη): απρόθυµος,
εύθυµος, επτάζυµος, άζυµος
κ.α.
-ώνυµο: επώνυµος, ανώνυµος κ.α.
-δίδυµος.
-σκοτεινος (και τα σύνθετα):
θεοσκότεινος κ.α.
-επώδυνος, ηµισέληνος.
κακοµοίρης, καλοµοίρης.
-οισµα: άθροισµα κ.α.
-υσµα: διάνυσµα κ.α.
-εισµός: αποκλεισµός, εγκλεισµός,
δανεισµός, σεισµός κ.α.
-ησµός: εµπρησµός, κνησµός,
χρησµός κ.α.
-πληθυσµός: υπερπληθυσµός,
ιχθυοπληθυσµός κ.α.
5
-ισσα
-ίτης
βασίλισσα, αγρότισσα,
µέλισσα
-παράγωγα ρηµάτων σε –ίζω
/ -ίζοµαι: διαχειριστής,
δυθµιστής
ερηµίτης, εισοβίτης
-ίτσα
-όνη
-ονή
-όνι
-ονία
βαλίτσα, πίτσα
οθόνη, ορµόνη
αναµονή, εµµονή, καλλονή
αηδόνι, λεµόνι
µυοκτονία, ατονία, δολοφονία
-οπος
βιότοπος, επίτροπος
-ορας
-ότερος /
-ότατος
αλιγάτορας, πράκτορας
υψηλότερος / υψηλότατος
λαµπρότερος / λαµπρότατος
-τήρας
-τήρι(ο)
-ότης
βραστήρας, νιπτήρας
ακρωτήρι(ο), ποτήρι
αγρότης, δηµότης
-ύλλιο
-ύλος
-ύνη
αλσύλλιο, ειδύλλιο
γρύλος, µύλος, σκύλος
-οσύνη: αγιοσύνη, σωφροσύνη
αισχύνη, βιασύνη, ευθύνη,
οδύνη
-ύτερος /
-ύτατος
-ύτητα
βαρύς > βαρύτερος / βαρύτατος
οξύς > οξύτερος / οξύτατος
-παράγωγα επιθέτων σε –ύς, εία / -ιά, -ύ: βαρύτητα,
γλυκύτητα
Λητώ (Γεν.: Λητούς), Αργώ,
Κλειώ
αµµώδης, καταρρακτώδης
-παράγωγα ρηµάτων σε –
ώνω: αξίωµα, αιµάτωµα
σκώµµα.
δώµα, σώµα, χρώµα, χώµα
-ιστής
-ώ
Γεν.:-ους
-ώδης
-ωµα
-ώµα
6
δανειστής (και τα σύνθετα),
εµπρηστής, ληστής.
-ήτης: αλήτης, διαβήτης, θήτης,
ιδιοκτήτης κ.α.
-ύτης (µε καταλήξεις –λύτης,
δύτης, -µύτης, -χύτης): δύτης,
καταλύτης, ψηλοµύτης,
νεροχύτης κ.α.
ανεµώνη, ζώνη κ.α.
φωνή.
αλώνι, κυδώνι κ.α.
-φωνία: ορθοφωνία, πολυφωνία
κ.α.
-άνθρωπος: αγριάνθρωπος,
πιθηκάνθρωπος κ.α.
-µέτωπος: αντιµέτωπος, διµέτωπος
κ.α.
-πρόσωπος: διπρόσωπος κ.α.
-ώτερος / ώτατος: ανώτερος /ώτατος, απώτερος / -ώτατος,
εξώτερος / -ώτατος, εσώτερος /
-ώτατος κ.α.
-τύρι: λαδοτύρι, ψωµοτύρι κ.α.
-ιώτης: επαρχιώτης, ιδιώτης κ.α.
-ώτης: δεσµώτης κ.α.
αιθύλιο, βινύλιο, περιστύλιο.
-ήνη: γαλήνη, ειρήνη, κρήνη,
σελήνη κ.α.
-ίνη: αδρεναλίνη, ασπιρίνη, δίνη,
κλίνη, ναφθαλίνη, χλωρίνη κ.α.
νωρίς > νωρίτερος.
-ωµός
-ων
-ωνας
βωµός, ζωµός, τσακωµός
-αρσενικό και θηλυκό γένος
επιθέτων σε –ων, -ων, -ον:
αγνώµων, νοήµων
θερµοσίφωνας, καύσωνας,
µεσαίωνας, πύθωνας
-ώνας
αγώνας, αιώνας, τυφώνας
-ωπός
-ωρ
-ώσα
-ωση /
-ώση
αγριωπός, νωπός
αυτοκράτωρ, δόκτωρ, πράκτωρ
ζώσα, κυβερνώσα
αβιταµίνωση, αλλοίωση,
βρώση, γνώση, πτώση
-ωτής
αναµορφωτής, εξοµοιωτής,
σαρωτής
κληρωτός, µισθωτός
-ωτός
7
ερχοµός, σολοµός.
-ονόµατα των οποίων οι
παλαιότεροι τύποι ανήκαν
στην προηγούµενη
κατηγορία: ακτήµονας,
άξονας, απράγµονας,
αρχιτέκτονας, βασιλόφρονας,
βραχίονας, γείτονας,
γνώµονας, δαίµονας,
επιστήµονας, κίονας
πνεύµονας κ.α.
αλαζόνας, ηγεµόνας, κανόνας,
κηδεµόνας, συνδαιτυµόνας
κ.α..
-σκοπός: αυτοσκοπός κ.α.
-δοση: δόση, απόδοση, επίδοση κ.α.
-ποση: πόση, κατάποση, πρόποση
κ.α.
-ειος/-ιος, -εια/ια, -ειο/ιο
ΚΑΤΑΛ
ΗΞΕΙΣ
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ
Θηλυκά
-εια
-από επίθετα σε –ης:
ασεβής>ασέβεια,
ατελής>ατέλεια
-από ρήµατα σε –ώ:
βοηθώ>βοήθεια,
προσπαθώ>προσπάθεια
-τοπωνύµια, ανθρωπονύµια:
αλεξάνδρεια, αµάλθεια
-αναφορά σε τιµώµενο
πρόσωπο:
Βαρδινογιάννεια,
Θεοφάνεια
-εία
-ρήµατα σε –εύω/ -εύοµαι:
δουλεία, ειρωνεία, λατρεία
-δασεία, ελεγεία, λεία, µνεία,
οξεία, πλατεία, χρεία
-θηλυκά επιθέτων σε –ύς, εία
(-ιά), -ύ: αµβλεία, βραδεία,
ευθεία
-ία
-παράγονται από το
αντίστοιχο ουσιαστικό:
αεροπορία, ανεξιθρησκία,
αργοπορία,
αρχαιοκαπηλία,
εθελοδουλία, πεζοπορία,
προεδρία, πρωτοπορία,
συνεδρία, φιλανθρωπία.
-ια: αρρώστια, ζήλια, ζωντάνια,
συµπόνια, φτήνια κ.α.
-τρια: ακροάτρια, αφηγήτρια κ.α.
-οια (παράγωγα των ρηµ..: νοώ,
πνέω, ρέω, πλέω): έννοια,
σύµπνοια, απόρροια κ.α.
µετοχή: καθεστηκυία
Διττογραφούµενες λέξεις (µε έντονα σηµειώνεται η σχολική
ορθογραφία):
εταιρεία / εταιρία
εφορεία / εφορία
κατασκοπεία / κατασκοπία
αµνηστεία / αµνηστία
αντιπροσωπεία / αντιπροσωπία
εµπορεία / εµπορία
συνοδεία / συνοδία
χειροµαντεία / χειροµαντία
8
-ιά
-όσα λήγουν σε /ia/ και
τονίζονται στο α:
µηλιά, καρδιά, συννεφιά,
στρατιά, ανθρωπιά, στεριά
δουλειά (και τα σύνθετα),
γιατρειά, παντρειά, παρειά,
σοδειά, υγειά, χροιά.
Διττογραφούµενες λέξεις (µε έντονα σηµειώνεται η σχολική
ορθογραφία):
βραδιά / βραδυά
µητριά / µητρυιά
ξενιτιά / ξενιτιά
οργιά / οργυιά
Ουδέτερα
-ιο
εµπόριο, θερµοκήπιο,
προάστιο
-άριο: γραµµάριο, λυσάριο
-ίδιο: ακτινίδιο, πλακίδιο
-λόγιο: ανθολόγιο, νηολόγιο
-τήριο: ακρωτήριο, κοµµωτήριο
(εξαίρεση: µαρτύριο)
-ειο: απόγειο, βασίλειο, δάνειο,
ηφαίστειο, ισόγειο, πρωτόλειο
κ.α.
-υο: διαδίκτυο, έµβρυο, σύγκρυο κ.α.
-είο
αγγείο, βιβλιοπωλείο, ορυχείο
-ίο: βιβλίο, βυτίο, δελτίο, θηρίο,
ιστίο, κρανίο, λοφίο, πεδίο,
πτυχίο, ψηφίο.
-οιο: πλοίο.
-ύο: βρύο, πύο.
-ιό
-όταν η κατάληξη προφέρεται
µε συνίζηση1: θεριό,
καθισιό, χωριό
-αριό: σκουπιδαριό, κορδελιό
-ειό: καπηλειό, µακελειό, στοιχειό,
σχολειό κ.α
Αρσενικά
-ειος
άδειος, Αρειος επέτειος,
επικήδειος, επικούρειος,
ηράκλειος, οιδιπόδιος,
πρόβειος,
-ιος
-όταν η κατάληξη προφέρεται
µε συνίζηση: σάπιος,
τρύπιος
-άριος: βιβλιοθηκάριος,
καγκελάριος
-τήριος: αποχαιρετιστήριος,
εναρκτήριος
-ένιος: ασηµένιος, σιταρένιος
-ειος (βλ. παραπάνω)
-οιος: τέτοιος, κάποιος, όµοιος κ.α.
-υος: αλληλέγγυος, φερέγγυος,
Λίβυος
Συνίζηση: Παρατηρείται όταν το ι της λήγουσας προφέρεται σαν µια συλλαβή µε το
φωνήεν που βρίσκεται ακριβώς µετά από αυτό, όπως στις λέξεις καινούριος, ατόφιος,
δήµιος κ.α. Αντί για ι ακούγεται ένας ήχος µεταξύ του γ και του χ.
1
9
Διττογραφούµενες λέξεις (µε έντονα σηµειώνεται η σχολική
ορθογραφία):
γιγάντιος / γιγάντειος
λιλιπούτιος / λιλιπούτειος
τιτάνιος / τιτάνειος
ωκεάνιος / ωκεάνειος
-είος
θείος, πληβείος, αργείος,
ανδρείος, αστείος, λείος
-ίος: βίος, γοµφίος, νυµφίος
-οίος: γελοίος, ο οποίος
-ύος: κρύος
-ιός
-ιός, κριός, πατριός
-όταν η κατάληξη προφέρεται
µε συνίζηση: γιος, ανιψιός,
γονιός
-ποιος: αγαλµατοποιός,
επιπλοποιός, κακοποιός κ.α.
-αργαλειός
ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΤΑΛΗΞΕΩΝ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ
ΚΑΤΑΛ
ΗΞΕΙΣ
-εί
-η
-ι
-ια
-ις
-υ
-ω
-ως
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ
εκεί, παµψηφεί
ακόµη, ειδεµή
έτσι, πάλι, πέρυσι
µακριά, πλατιά
µόλις, ολονυχτίς
ευθύς, εξαρχής, επικεφαλής,
επίσης κ.α.
αντίκρυ (αλλά αντικρίζω),
µεταξύ, πολύ
γύρω, επάνω, κάτω, έξω, εδώ
αµέσως, βεβαίως, κακώς
εµπρός, εκτός, εντός.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΡΟΘΕΣΕΩΝ ΩΣ Α’ ΣΥΝΘΕΤΙΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
ΠΡΟΘΕΣΗ
διαεκ- / εξενεπίπερίπροσυνυπέρυπό-
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΣΥΝΘΕΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
διάθεση, διακοπές κ.α.
εκπαιδεύω, εξαπατώ κ.α.
ενέχω κ.α.
επανάληψη, επίρρηµα κ.α.
περίµετρος, περίοδος κ.α.
πρόθεση, πρόταση κ.α.
σύµπτωση, συναινώ, συναίρεση
υπεραγορά, υπέρµετρος κ.α.
υπόθεση, ύποπτος κ.α.
10
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
1. Το αρχικό ο των όρων όνοµα, όροφος, -ορύχος κ.α., όταν αυτές τίθενται
ως β’ συνθετικό λέξεων, εκτείνεται σε ω. π.χ. επώνυµος, διώνυµος,
διώροφος, πολυώροφος, µεταλλωρύχος, ανθρακωρύχος κ.α.
2. Οι σύνθετες λέξεις στις οποίες το β’ συνθετικό έχει αρχικό σύµφωνο ρ-,
διπλασιάζουν το ρ αυτό, εφόσον προηγείται α, ε, ι, ο. π.χ. απορρύθµιση,
διαρρέω, επιρρεπής, επιρρίπτω, οµόρρυθµος κ.α.
3. Η κατάληξη της ενεργητικής µετοχής τονίζεται, γράφεται µε ω, π.χ.
πετώντας, χαιρετώντας, ενώ µε ο, όταν είναι άτονη, π.χ. διαβάζοντας,
παίζοντας.
4. Όταν το θέµα του ρήµατος λήγει σε π, β, φ, πτ, π.χ. βάφω, καλύπτω, η
κατάληξη της παθητικής µετοχής παίρνει µµ, π.χ. βαµµένος,
καλυµµένος.
5. πως – πώς:
@
@
Μου είπε πως θα έρθει. (ειδικό – αντικαθίσταται µε το ότι)
Τον ρώτησε πώς ήρθε. (ερώτηση – ρωτάµε για να µάθουµε τον
τρόπο)
6. που – πού:
@
@
Αυτός που είδες, είναι φίλος µου (αντικαθιστά την αντωνυµία ο
οποίος, η οποία, το οποίο)
Με ρώτησε πού θα πάω. (ερώτηση – ρωτάµε για να µάθουµε τον
τόπο)
7. ότι – ό,τι:
@
@
Μου είπε ότι θα έρθει. (ειδικό – αντικαθίσταται µε το πως)
Ό,τι θες, θα το έχεις. (αναφορικό – αντικαθίσταται µε το
ο,τιδήποτε)
8. Η λέξη επικεφαλής, προέρχεται από τον αρχαίο εµπρόθετο
προσδιορισµό ἐπὶ [τῆς] κεφαλῆς, ο οποίος, γραφόµενος πλέον ως µια
λέξη, είναι επίρρηµα και ως εκ τούτου δεν κλίνεται.
9. Το τελικό –ν τίθεται πάντοτε στις εξής περιπτώσεις
@
@
@
Στην Αιτιατική του αρσενικού της αντωνυµίας αυτός/-ή/-ό,
αυτόν, για να την διαφοροποιήσει από την Ονοµαστική του
ουδετέρου αυτό.
Στην Αιτιατική του αρσενικού του οριστικού άρθρου, τον, για να
τη διαφοροποιήσει από την Ονοµαστική του ουδετέρου το.
Στο αρνητικό µόριο δεν (π.χ. δεν θέλω), για να το
διαφοροποιήσει από τον αντιθετικό σύνδεσµο µεν…δε, ο οποίος
δεν παίρνει ποτέ τελικό -ν (π.χ. οι µεν άνθρωποι… τα δε ζώα…).
11
10. Πιο εξειδικευµένες πληροφορίες και σχόλια ως προς την ορθογραφία
συγκεκριµένων τύπων και την προέλευσή της παρέχουν τα ορθογραφικά
λεξικά.
11. Περισσότερες λεπτοµέρειες σχετικά µε καταλήξεις κλιτών τύπων
(ρηµάτων, ονοµάτων), υπάρχουν στην εξής γραµµατική: Τριανταφυλλίδη,
Μ., Νεοελληνική Γραµµατική, Ο.Ε.Δ.Β., και ειδικότερα στα ακόλουθα
κεφάλαια:
@ Τα Ουσιαστικά: 5ο-6ο Κεφάλαιο (σελ. 81-105)
@ Τα Επίθετα: 7ο-8ο Κεφάλαιο (σελ. -106-122)
@ Τα Ρήµατα: 3ο-10ο Κεφάλαιο (σελ. 151-188)
@ Επίµετρο: Ι. Ορθογραφικός Έλεγχος (σελ. 207-230)
@ Επίµετρο: ΙΙ. Ανώµαλα Ρήµατα (σελ. 231-245)
12
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΟΡΩΝ ΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ
Α
άγνοια
αδηµονώ
αδήριτος
αδιάσειστος
αδιευκρίνιστος
αδυσώπητος
αηδία
αήττητος
αθυρόστοµος
αίµα
αιµορραγία
αιρώ > αφαιρώ
αιώρα
ακαδηµία
ακρίβεια
αλαζονεία
αλίµονο
αλλαντικό
αλληλοαλληλογραφώ
αλληλουχία
άλλοαλλόγλωσσος
αλλοδαπός
αλλοεθνής
άλλοθι
αλοιφή αλλά αλείφω
αλλοιώνω
αλλοπρόσαλλος
αλλοτρίωση
αµείλικτος
άµιλλα αλλά άµυλο
αµνηστία
αµοιβή αλλά αµείβω
αναιδής
ανακωχή
αναµ(ε)ιγνύω
ανάµ(ε)ικτος
ανάνηψη
ανάπηρος
αναρρώνω
αναστήλωση
αναχαιτίζω
ανδρεία αλλά
ανανδρία
ανδρείκελο
ανελλιπής αλλά
έλλειψη
ανεξάλειπτος
ανέχεια
ανήκουστος
ανήλικος –
συνοµήλικος
άνθηση
ανισόρροπος
ανιψιός
αντίστοιχος
ανταλλάσσω <
αλλάσσω/ αλλάζω
αντικρίζω αλλά
αντίκρυ
αντιπροσωπεία
ανώδυνος
ανώφελος
αόµµατος
απαρέγκλιτος
άπληστος
αποδυτήριο
αποθαρρύνω
απολωλός (πρόβατο)
αποµυζώ
απώλεια
αργκό
αργοπορία
αρειµάνιος
άρρηκτος
αρτοποιία
αρτύσιµος
µαντεία
ασυνεννοησία
ατόφιος
αυγό
αυτί
αυτήκοος
αυτόθι
αυτολεξεί
αφίσα
13
αχρηστία
αχηβάδα
Β
βάκιλ(λ)ος
βαλάντιο
βαλαντώνω
βάλλω
βαρήκοος
βδελυγµία
βέβηλος
βεληνεκές
βιοτικός αλλά
βιώσιµος
βλίτο
βορινός
βράδυ αλλά βραδιά
βρόµικος > βρόµα
βωµολοχία
Γ
γαβγίζω
γαιογαιοκτήµονας
γεωλόγος
γειρτός
γενναίος
γηρατειά
γιαλός
γιγάντιος
γιός
γλαφυρός
γλείφω
γλιστρώ
γλιτώνω
γλοιώδης
γρύλος
Δ
δανεικός
δεικτικός < δείχνω
δηκτικός < δάκνω
=δαγκώνω
δε (ο µεν…ο δε)
δεν (άρνηση)
δηλώνω
διάλειµµα ( = παύση)
διάλυµα (= διαλυµένη
ουσία σε υγρό)
διάνυσµα
διαρρηγνύω
διάττων (αστέρας)
διαφήµιση
διαχείριση
δίδυµος
διελκυστίνδα
διευκρίνιση
διηθώ
δικλίδα (ασφαλείας)
δίνω αλλά έδωσα,
δόθηκα, δοσµένος
δίστηλος
διττός
δίχτυ
διώροφος
δράττοµαι
δυσοίωνος
Ε
εγγαστρίµυθος
εγγύηση
έγκληση = µήνυση
έγκλιση <εν + κλίση
(ρήµατος) < κλίνω
έγκλειση = εγκλεισµός
έγκυος = λεχώνα
έγγειος = υπόγειος
εγκώµιο
εγχείρηση
εδώλιο
εθελοδουλία
ειδεχθής
ειδήµων
είδωλο
ειδωλολατρία
είθισται
εικοτολογία
(αν)ειληµµένος
ειλικρινής
ειρωνεία
εισιτήριο
εκατοµµύριο
έκκληση
εκκρίνω
εκκωφαντικός
εκµεταλλεύοµαι
εκρήγνυµαι
εκτεθειµένος
ελαττώνω
ελεεινός
έλκηθρο
ελλείπω αλλά ελλιπής
ελλοχεύω
έµµεσος αλλά άµεσος
ενδοιασµός
ενδόµυχος
ενέχυρο
ενήλικος
έννοια
εντρυφώ
εξοικειώνω
εξόφληση
επήρεια
επιεικής > επιείκεια
επικεφαλής (γεν.: του
επικεφαλής)
επιρρεπής
επιτήδειος
έρεισµα
εσκεµµένος
ετυµηγορία
εφορία (όπου
καταβάλλονται οι
φόροι)
ευφορία (= κατάνυξη,
κέφι)
εχεµύθεια
Ζ
ζήλια
14
Η
ήµισιηµιώροφος
ηχορρύπανση
Θ
θαλαµηγός
Ι
ιδιόρρυθµος
ισορροπία
ιώδιο
ίωση
Κ
καβγάς
καηµός
κάθειρξη
καθεστώς
κάθισα < καθίζω
καινούριος
καλλονή
καλλυντικό
καλλωπίζω
κάλος, ο (του ποδιού)
κάλλος, το (=οµορφιά)
καλύτερος
καλώδιο
καµία
κανέλα
κανίβαλος
Καρυάτιδα
καρύδι
καρωτίδα
κασσίτερος
καταγγέλλω/ να
καταγγείλω
καταιγίδα
κατακλείδα
κατάλληλος
κατάλυµα < καταλύω
καταρρακώνω
κατατεθειµένος
καταχώρηση
κατήφορος
κλασικός
κλείνω/θα κλείσω (την
πόρτα)
κλίνω/ θα κλίνω (το
ρήµα)
κοιτάζω
κόκκος
κολόνα
κρεβάτι
κρεµµύδι
κροκόδειλος
κτίριο
κυλικείο
κωλικός
κώνειο
Λ
λαυράκι
λατρεία αλλά ως β’
συνθετικό –λατρία
π.χ. αρχαιολατρία,
ηρωολατρία κτλ.
λειψυδρία
λεωφορείο
λεπτόρρευστος
λήµµα (= καταχώρηση
λεξικού)
λύµα (= απόβλητο)
λιµός (= πείνα)
λοιµός (= επιδηµία)
Μ
µαζί
µάθηση
µακελειό
µακρύς
µάννα, το
µανδύας
µαντίλι
µάρσιπος
µαυσωλείο
µεγαλεπήβολος
µεγαλορρηµοσύνη
µεθύσι
µειδιώ
µείκτης
µειοδοσία
µελαχρινός
µέλλω
µελωδία
µεµψίµοιρος
µεσηµέρι
µεσσίας
µεταγλωττίζω
µεταλλάσσω
µεταλλωρύχος
µεταχείριση
µετέωρος
µετωνυµία
µέτωπο
(επι)µηκύνω
µηνύω > µήνυµα
µητρώο
µιγάς
µνησίκακος
µοιρολατρία
µοιχός
µοτοσικλέτα
µπίρα
µυζήθρα
µύκητας
µυρµήγκι
µυωπία
Ν
ξεφτιλίζω
ξηλώνω
ξυπόλυτος
Ο
οδοιπόρος
οδύνη
οίδηµα
οικείος
οισοφάγος
οίστρος
οιωνός
Οκτώβριος
ολιγαρχία
οµήγυρη
οµνύω
όµοιο- (οµοιογενής,
οµοιοκαταληξία
κ.α.)
όµοιος
οµόρριζος
οξείδιο
όξινος
οπωροπωλείο
ορειβάτης
ορκοµωσία
ορυχείο
όφελος αλλά ωφέλεια
οφείλω αλλά ωφελώ
οχυρό
Π
ναυαγός
νεόδµητος
νεώριο
νηολόγιο
νηφάλιος
νιώθω
νοιάζοµαι
νοικοκύρης
νοσηλεία
νωρίς
Ξ
ξενιτιά
15
παγόνι
παίζω
παλαίµαχος
παλικάρι
παµψηφεί
πανηγύρι
παραιτούµαι
παραλαµβάνοµαι >
παραλήφθηκα
παραµύθι
παραπαίω
παράσηµο
παρασκήνιο
παράταιρος
παρείσακτος
παρεκκλίνω
παροιµία
παρρησία
παρωδία
πασαλείφω
παχύρρευστος
πειθήνιος
πείθω
πείρα
πειρατής
πενιχρός
πεπρωµένο
περιβάλλον
περιθώριο
περιττός
πέρυσι
πεσιµισµός
πηγαίος
πίθηκος
πιτυρίδα
πλατειάζω
πλειονοψηφία
πληµµελής
πληµµύρα
πληρώ, -οίς, -οί (κατά
το αρχαίο
συνηρηµένο
πληρόω -ῶ)
πλοίο
ποικιλία, ποικίλος
αλλά ποικίλλω
ο πολύς, η πολλή, το
πολύ – οι πολλοί,
οι πολλές, τα
πολλά
πολυθρόνα
πρέσβης
πρεσβυωπία
προάστιο
προϊόν
προκυµαία
προοίµιο
προπηλακίζω
προσηλυτίζω
προσηλώνω
προσκυνώ
προσχώρηση
πρόσωπο
πρύτανης
πρωθυπουργός
πρωθύστερος
πρωί
πρώιµος
πρωτοπορία
πρωτύτερος
πτώµα
πυξίδα
πυρήνας
-πώλης (βιβλιοπώλης,
κρεοπώλης κ.α.)
Ρ
ρήση, ρητό (= γνωµικό)
αλλά ρύση (= ροή),
ρυτό (= αγγείο)
ρίµα, η (=
οµοιοκαταληξία)
αλλά ρήµα, το
ρίπος (= ψάθα) αλλά
ρύπος (= βροµιά)
ρώγα
Σ
σάτιρα
σβήνω
σβόλος
σειρήνα
σεισµός
σελήνη
σέλινο
σεσηµασµένος
σηµείο
σήψη
σιτάρι
σιωπώ
σκευωρία
σκλήρυνση
σκοτεινός
σκουλήκι
σκύβω
16
σκυθρωπός
σκύλος
σκώµµα
σκωπτικός
σολοικισµός
σολοµός
σορός (= σώµα νεκρού)
αλλά σωρός (=
στοίβα)
σπείρω
σπήλαιο
σπιλώνω
σπόνδυλος
σταφύλι
στήλη
στίχος
στυγερός
στυλ
στυλό
στύλος
συγγνώµη
συγκεκριµένος
συγυρίζω
σύγχυση
συγχωνεύω
συγχωρώ
συζητώ
συκώτι
συλλαλητήριο
συµµορία
σύµπτωση
συναινώ
συναίρεση
συνήγορος
συνηθίζω
συνηρηµένος
σύνθηµα
συνοµωσία
σύριγγα
συρµός
σύρραξη
σύστηµα
σφυγµός
σωσίβιο
Τ
ταίρι
ταλαιπωρία
ταπεινός
τάπητας
τεθωρακισµένος
τείχος, το αλλά
τείχος,ο
τεχνητός
τηγάνι
τιµωρώ
τµήµα
τραγωδία
τρόπαιο
τύραννος
τυφλός
τύχη
Υ
ύαινα
υβρίδιο
υγιής -υγιεινός –υγεία
υγρός
υδρόγειος
ύλη
υιοθετώ
υπαίθριος
υπαινίσσοµαι
υπαίτιος
υπάρχω
υπερβάλλω αλλά
υπερβολή
υπερωκεάνιο
υπνηλία
υποβρύχιο
υποκείµενο
υπόλειµµα
υστερία
ύφεση
υφίσταµαι
Φ
φαεινός
φαινόµενο
φάλαινα
φερέφωνο
φετινός
φθηνός
φταίω
φτώχια
φυλάσσω
φύλο (= φυλή, γένος)
αλλά φύλλο
(δέντρου, βιβλίου)
φυλλάδιο
φώκια
-φωνος (αγγλόφωνος,
γαλλόφωνος)
Φως
Χ
χαιρετίζω, χαίρω,
χαιρετώ
χάλυβας
χαµαιλέοντας
χείµαρρος
χειµώνας
χειραγωγώ
χειρούργος
χλωρός > χλώριο
χοίρος (= γουρούνι)
αλλά χήρος (=
σύζυγος του οποίου
η γυναίκα έχει
πεθάνει)
χορηγός
χροιά
χρωστώ
χύτρα
χωνί
χωριό
Ψ
ψάλλω
ψείρα
ψέµα
ψήγµα
ψηλαφώ
17
ψηλός αλλά ψιλός (=
µικρού µεγέθους)
ψίθυρος
ψυχαγωγία
ψυχή
ψύχω
ψυχραιµία
ψωνίζω
Ω
ωδή
ώθηση
ώριµος
ωστικός
ωφέλεια
ωχριώ
ωχρός > ώχρ
18