συνθεση της μεγαπανιδας σε πλωτες εξεδρες (μαρινες – αλιευτικα

ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΠΑΝΙΔΑΣ ΣΕ ΠΛΩΤΕΣ ΕΞΕΔΡΕΣ (ΜΑΡΙΝΕΣ –
ΑΛΙΕΥΤΙΚΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ): Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
«ΑΡΕΤΣΟΥ» (ΔΗΜΟΣ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑΣ-ΘΕΡΜΑΙΚΟΣ ΚΟΛΠΟΣ)
Φρυγανιώτης Κ., Χιντήρογλου Χ.
Τομέας Ζωολογίας, Τμήμα Βιολογίας, Αρ.Π.Θ, [email protected]
Περίληψη
Η παρούσα μελέτη αφορά τη σύνθεση στο χώρο και στο χρόνο της μεγαπανίδας που αναπτύσσεται σε εγκαταστάσεις
πλωτών προβλητών που λειτουργούν ως αλιευτικά καταφύγια και μαρίνες. Οι δειγματοληψίες πραγματοποιήθηκαν στις
πλωτές εγκαταστάσεις της περιοχής ‘Αρετσού’ του Δήμου Καλαμαριάς στο Θερμαϊκό Κόλπο. Δείγματα λήφθηκαν από 10
σημεία/σταθμούς των πλωτών προβλητών και οι δειγματοληψίες ήταν εποχικές με χρονική διάρκεια από την άνοιξη του
2009 μέχρι και το καλοκαίρι του 2010. Την ίδια περίοδο πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις περιβαλλοντικών αβιοτικών
παραμέτρων. Από την επεξεργασία των αποτελεσμάτων προέκυψαν 12 είδη μεγαπανιδικών οργανισμών, με 2 είδη (Mytilus
galloprovinciallis, Styela plicata) να κυριαρχούν και χαρακτηρίζονται ως σταθερά (F>50%). Τα αποτελέσματα των
πολυμεταβλητών αναλύσεων δεν εμφάνισαν σημαντικές χωρικές και εποχικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των σταθμών
δειγματοληψίας. Εξαίρεση αποτελούν οι σταθμοί στην εξωτερική πλευρά του πλωτού συστήματος σε επίπεδο
παρουσίας/απουσίας ειδών και η διαφοροποίηση της άνοιξης του 2009 σε επίπεδο βιομάζας.
Λέξεις κλειδιά: μεγαπανίδα, επιβενθικοί οργανισμοί, πλωτά λιμάνια, βιοποικιλότητα
MEGAFAUNA’S COMPOSITION ON FLOAT DOCKS (MARINAS –
FISHING PORTS): THE CASE OF PLACE “ARETSOU”
(MUNICIPALITY OF KALAMARIA, THERMAIKOS GULF)
Fryganiotis K., Chintiroglou Ch.
Department of Zoology, School of Biology, Aristotle University of Thessaloniki, [email protected]
Abstract
The present study investigates spatio-temporal fluctuation of the megafauna composition at floating docks in fishing ports
and marinas. Sampling took place at the floating docks of «Aretsou», Municipality of Kalamaria, in Thermaikos Gulf.
Samples were taken from 10 stations, seasonally, from the Spring of 2009 to the Summer of 2010. At the same period were
measured abiotic factors. 12 species were identified, two of which (Mytilus galloprovinciallis, Styela plicata) were
dominant and were characterised as constant species (F>50%). The results of multivariate analysis do not show any spatial
or seasonal differences among the sampling stations. Exceptions are the stations at the external side of floating docks
concerning presence/absence of species and at spring of 2009 in biomass analysis.
Keywords: megafauna, fouling, float docks, biodiversity
1. Εισαγωγή
Αν και το ενδιαφέρον για τη μελέτη των βενθικών βιοκοινοτήτων που εδρεύουν σε λιμάνια
της Μεσογείου ξεκινά μετά τα μέσα του 20ου αιώνα (Peres & Picard, 1964; Belan – Santini, 1968),
εντούτοις για τη δομή και λειτουργία των βιοκοινοτήτων αυτών μόλις τις τελευταίες τρεις
δεκαετίες παρατηρείται εντονότερη ερευνητική δραστηριότητα. Σε εθνικό επίπεδο, οι πρώτες
πληροφορίες άρχισαν επί της ουσίας να εμφανίζονται από τις αρχές της τελευταίας δεκαετίας και
μάλιστα από περιοχές του Θερμαϊκού κόλπου (Baxevanis & Chintiroglou, 2000; Damianidis &
Chintiroglou, 2000; Karalis et al., 2003; Chintiroglou et al., 2004a; Chintiroglou et al., 2004b;
Chintiroglou et al., 2006; Chintiroglou & Antoniadou, 2009).
Ωστόσο, η αναγκαιότητα νέων λιμενικών έργων για διαφορετικές επιχειρησιακές ανάγκες
(αλιευτικά καταφύγια, μαρίνες για σκάφη αναψυχής κ.ά.), οδήγησε τους κατασκευαστικούς
κλάδους στη δημιουργία των σχετικά νέων, πλωτών λιμενικών εγκαταστάσεων. Τα
πλεονεκτήματα των κατασκευών αυτών στηρίζονται πρωτίστως στην ταχύτητα της κατασκευής,
στο μικρό κόστος και στην ανθεκτικότητά τους. Παρά την ισχυρή επιχειρηματολογία για την
επιλογή των κατασκευών αυτών η ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας έδειξε πως οι γνώσεις
μας σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των κατασκευών αυτών είναι ιδιαίτερα
περιορισμένες, τόσο σε εθνικό αλλά και σε Μεσογειακό επίπεδο. Οι λιγοστές πληροφορίες
σχετικά με την σύνθεση της πανίδας και της χλωρίδας που διαβιούν πάνω στις πλωτές κατασκευές
(σκληρά υποστρώματα) προέρχονται κυρίως από τις Η.Π.Α, με σαφή αναφορά στο σχεδιασμό και
τις βασικές προϋποθέσεις που πρέπει να ισχύουν, όπως είναι ο προσανατολισμός των πλωτών
συστημάτων, η επιφάνεια που αυτές καλύπτουν και η απόσταση από το πυθμένα (Caine, 1987;
Hurlbut, 1991; Burdick & Short, 1999).
Η παρούσα μελέτη αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης έρευνας που αντιμετωπίζει συνολικά την
επίδραση που φέρει μια αντίστοιχη κατασκευή στο θαλάσσιο οικοσύστημα έχοντας ως πιλοτική
βάση μια πλωτή μαρίνα που κατασκευάστηκε στο πλαίσιο των Ολυμπιακών έργων 2004,
προκειμένου να εξυπηρετήσει αγώνες κωπηλασίας και ιστιοπλοΐας. Ειδικότερα η έρευνα
αποσκοπεί στην κατανόηση της δομής και λειτουργίας των βιοκοινοτήτων του σκληρού
υποστρώματος που βρίσκονται εγκαταστημένες πάνω στις πλωτές εγκαταστάσεις. Στην παρούσα
εργασία δίνονται στοιχεία της μεγαπανίδας αυτών των βιοκοινοτήτων στο χώρο και στο χρόνο.
2. Μεθοδολογία
Οι δειγματοληψίες έλαβαν χώρα στις πλωτές εγκαταστάσεις της περιοχής «Αρετσού» του
Δήμου Καλαμαριάς στη Θεσσαλονίκη (Εικ.1). Συνολικά επελέγησαν 10 σημεία δειγματοληψίας
σε όλη την έκταση του πλωτού συστήματος, ώστε να καλυφθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα
της έκτασής τους, αλλά και οι περισσότερες περιπτώσεις των ιδιαίτερων μικροκλιματικών
συνθηκών. Οι δειγματοληψίες πραγματοποιήθηκαν από την άνοιξη του 2009 μέχρι και το
καλοκαίρι του 2010.
Για τις δειγματοληψίες βένθους χρησιμοποιήθηκε δειγματολήπτης τύπου απόχης (V-design,
μεταλλικό πλαίσιο:25x30cm, βάθος σάκου:25cm, μάτι διχτυού:0,5mm) που πληροί τις
προϋποθέσεις «ποιοτικών» αναλύσεων για το σκληρό υπόστρωμα (Chintiroglou & Koukouras
1992) και χρησιμοποιούνται σε έρευνες παρακολούθησης αντίστοιχων πλωτών εγκαταστάσεων
(MIMIC 1). Από κάθε σημείο συλλέχθηκαν τρία δείγματα σε κάθε χρονική περίοδο. Όλα τα
1
The Marine Invader Monitoring and Information Collaborative (Monitoring Marine Invasive Species: Guidance and
Protocols for Volunteer Monitoring Groups – 2008)
δείγματα αποθηκεύονταν σε βαρέλια με διάλυμα φορμόλης (~10%) προκειμένου στη συνέχεια να
μεταφερθούν στο εργαστήριο για περαιτέρω επεξεργασία, όπως η διάκριση της μέγα-, μάκρο-, και
μείο-πανίδας. Τέλος, ακολούθησε η ταξινόμηση των οργανισμών μέχρι το επιτρεπτό ταξινομικό
τους επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση καταγράφονταν η αφθονία και η βιομάζα των οργανισμών.
Παράλληλα με τη συλλογή των δειγμάτων λαμβάνονταν μετρήσεις αβιοτικών παραμέτρων
[T(oC) , S(pps), DO2(mg/l), pH, Con(mj/cm)] με χρήση ειδικού ηλεκτρονικού οργάνου.
Συμπληρωματικά λαμβάνονταν δείγματα νερού για το προσδιορισμό του αιωρούμενου
σωματιδιακού υλικού (οργανικό-ανόργανο) σύμφωνα με τους Strickland και Parsons (1968).
Εικόνα 1: Πλωτές προβλήτες στη περιοχή της Αρετσούς του Δήμου Καλαμαριάς (Πηγή: Google Earth)
Το βάθος της ευρύτερης περιοχής που εκτείνονται οι πλωτές προβλήτες δεν ξεπερνά τα 3,5 m.
Οι μετρήσεις των αβιοτικών παραμέτρων πραγματοποιήθηκαν σε βάθος περίπου 1,5 μέτρων, από
το οποίο και αντικατοπτρίζεται η συνολική εικόνα των αβιοτικών μεγεθών που επικρατούν. Οι
μετρήσεις των αβιοτικών παραμέτρων γίνονταν περίπου κάθε 10 μέρες, από τη στιγμή που
ξεκίνησε η μελέτη μέχρι και λίγες μέρες μετά τη τελευταία δειγματοληψία (4/2009-9/2010).
Ακολούθησε η ανάλυση των δεδομένων με τη χρήση κατάλληλων στατιστικών εργαλείων
(Εxcel, Primer). Έτσι, υπολογίστηκε η συχνότητα εμφάνισης των ειδών στους σταθμούς σε κάθε
εποχή αλλά και συνολικά και έγινε προσπάθεια να διερευνηθούν ενδεχόμενες χωρο-χρονικές
διαφορές που θα προέκυπταν σχετικά με τη σύνθεση της μεγαπανίδας, σε επίπεδο παρουσίας και
αφθονίας των ειδών αλλά και της βιομάζας τους.
3. Αποτελέσματα
Συνολικά συλλέχθηκαν 12 είδη μεγαπανιδικών οργανισμών (Πίνακας 1) με τις κύριες
ταξινομικές ομάδες να είναι τα Μαλάκια (MOL – 4 είδη) και τα Καρκινοειδή (CRU – 4 είδη), ενώ
ακολουθούν τα Ασκίδια (ASC – 2 είδη), τα Εχινοειδή (ECH – 1 είδος) και τα Κνιδόζωα (CNI – 1
είδος). Από το σύνολο των ειδών, αυτά που επικρατούν, τόσο σε επίπεδο αφθονίας, αλλά και σε
επίπεδο βιομάζας είναι τα Μαλάκια με αντιπρόσωπο το Mytilus galloprovinciallis και τα Ασκίδια
με κύριο αντιπρόσωπο το Styela plicata, αλλά και με το Styela canopus.
Πίνακας 1: Παρουσία (P) και συχνότητα (F) των ειδών που συναντήθηκαν στο σύνολο των δειγματοληψιών από
κάθε σημείο δειγματοληψίας στο σύνολο των εποχών
ΕΙΔΗ
Mytilus galloprovincialis (Lamarck, 1819)
Styela plicata (Lesueur, 1823)
Styela canopus (Savigny, 1816)
Paracentrotus lividus (Lamarck, 1816)
Pachygrapsus marmoratus (Fabricius, 1787)
Pilumnus hirtellus (Linnaeus, 1761)
Anomia ephippium (Linnaeus, 1758)
Spondylus gaederopus (Linnaeus, 1758)
Anemonia viridis (Forskål, 1775)
Arca noae (Linnaeus, 1758)
Palaemon elegans (Rathke, 1837)
Carcinus aestuarii (Nardo, 1847)
TAXON
MOL
ASC
ASC
ECH
CRU
CRU
MOL
MOL
CNI
MOL
CRU
CRU
P
60
34
11
29
5
1
5
3
3
1
6
6
F
100,0
56,7
18,3
48,3
8,3
1,7
8,3
5,0
5,0
1,7
10,0
10,0
Στα διαγράμματα που ακολουθούν φαίνονται οι μεταβολές των αβιοτικών παραμέτρων που
μετρήθηκαν στη διάρκεια του χρόνου (Εικ. 2). Όπως διακρίνεται από τα διαγράμματα, η
θερμοκρασία ακολουθεί εποχικό πρότυπο με μέγιστες τιμές τον Αύγουστο και ελάχιστες τον
Φεβρουάριο και το Μάρτιο ενώ η αλατότητα είναι σχετικά σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια των
μετρήσεων. Αναφορικά με το διαλυμένο οξυγόνο, το pH και τις τιμές της αγωγιμότητας,
παρατηρείται να κινούνται σε σχετικά σταθερά και συνήθη επίπεδα. Τέλος, οι τιμές του
αιωρούμενου σωματιδιακού υλικού (οργανικού – ανόργανου) κινούνται αντίστοιχα και πάντα οι
τιμές του οργανικού υλικού σταθερά μειωμένες του αντίστοιχου ανόργανου (Εικ. 2).
Εικόνα 2: Διαγράμματα αβιοτικών παραμέτρων, Α: Θερμοκρασία (oC) – Αλατότητα (pps), Β: Διαλυμένο Οξυγόνο (mg/lt),
Γ: pH – Αγωγιμότητα (mj/cm), Δ: Αιωρούμενο Σωματιδιακό Υλικό (Οργανικό – Ανόργανο) (mg/l)
Η εφαρμογή των πολυμεταβλητών αναλύσεων σε δεδομένα παρουσίας/απουσίας των ειδών
αποκάλυψε πως μεταξύ των σταθμών δεν υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις. Πάνω από το
50% των σταθμών παρατηρείται ομοιότητα αναφορικά με την ποιοτική τους σύνθεση (Εικ 3Ι). Οι
σταθμοί αυτοί που διαχωρίζονται από τους υπόλοιπους (Ομάδα Α) χαρακτηρίζονται κυρίως από
την παρουσία του Mytilus galloprovinciallis, το οποίο περιορίζει την ανάπτυξη των άλλων
μεγαβενθικών οργανισμών. Από την ίδια επεξεργασία σε δεδομένα αριθμητικής αφθονίας των
ειδών διακρίνεται ένα ποσοστό ομοιότητας κοντά στο 50% μεταξύ των σταθμών δειγματοληψίας.
Οι ομάδες που διακρίνονται από το σημείο αυτό εμφανίζουν υψηλά ποσοστά ομοιότητας ≥
( 70%),
και η χαρακτηριστική διαφορά τους είναι οι χαμηλές τιμές αφθονίας της ομάδας Γ σε σχέση με
τους υπόλοιπους σταθμούς (Εικ. 3ΙΙI). Στην ομάδα Γ ανήκουν σταθμοί από δειγματοληψίες που
έγιναν την άνοιξη και το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς (2009).
Τέλος, αναφορικά με τη χρήση της μεθόδου στα δεδομένα της βιομάζας των ειδών, η
εφαρμογή της πολυμεταβλητής ανάλυσης εμφανίζει υψηλά ποσοστά ομοιότητας σε ποσοστό
περίπου 70% για τη πλειοψηφία των σταθμών (~85% του συνόλου) (Εικ. 3ΙΙ). Οι σταθμοί που
διαχωρίζονται από τους υπόλοιπους (Ομάδα Β) ανήκουν κατά κύριο λόγο στην άνοιξη του 2009.
Ο λόγος για τον οποίο εμφανίζεται αυτή η διαφοροποίηση αφορά τις υψηλές τιμές βιομάζας των
ασκιδίων και κυρίως του είδους Styela plicata ενώ παράλληλα στους συγκεκριμένους σταθμούς
εμφανίζονται ιδιαίτερα χαμηλές τιμές του Mytilus galloprovinciallis.
Ομάδα Α
Ομάδα Β
Ομάδα Γ
Εικόνα 3: Ιεραρχικό δενδρόγραμμα ομοιότητας των σταθμών δειγματοληψίας σε όλες τις εποχές βάσει δεδομένων (Ι)
παρουσίας/απουσίας, (ΙΙ) βιομάζας των ειδών της μεγαπανίδας, (ΙΙΙ) αριθμητικής αφθονίας.
4.Συμπεράσματα
Οι τιμές των αβιοτικών παραμέτρων που καταγράφηκαν, αντικατοπτρίζουν στο σύνολό τους
την εικόνα που ίσχυε έως σήμερα στο Θερμαϊκό Κόλπο (αδημοσίευτα αποτελέσματα).
Εξετάζοντας αποκλειστικά τη παρουσία της βενθικής μεγαπανίδας στη περιοχή των πλωτών
εγκαταστάσεων, προκύπτει πως η περιοχή εμφανίζει χαμηλά επίπεδα οικολογικής και ταξινομικής
βιοποικιλότητας. Οι διαφοροποιήσεις που καταγράφηκαν αναδεικνύουν πως η παρουσία
ορισμένων οργανισμών όπως για παράδειγμα το Styela plicata και Mytilus galloprovinciallis
συμβάλουν καθοριστικά στη διαμόρφωση ιδιαίτερων περιβαλλοντικών συνθηκών καθώς τα είδη
αυτά χαρακτηρίζονται ως μηχανικοί περιβάλλοντος αφού δημιουργούν νέες δομές στο περιβάλλον
(Cuddington et al., 2007). Συγκεκριμένα, καταγράφηκαν 12 είδη μεγαπανιδικών οργανισμών, από
τα οποία μόνο 2 μπορούν να χαρακτηριστούν σταθερά (F≥50%), 4 είδη χαρακτηρίζονται ως κοινά
(10%<F<49%) ενώ τα περισσότερα (6) ανήκουν στα σπάνια (Guille, 1970).
Οι αναλύσεις δεν έδειξαν χωρική διαφοροποίηση μεταξύ των σημείων (σταθμοί)
δειγματοληψίας. Η μοναδική διαφοροποίηση με αναφορά στην οικολογική ποικιλότητα της
περιοχής μελέτης, φαίνεται να αποτυπώνεται με τα δεδομένα παρουσίας/απουσίας των ειδών των
σταθμών δειγματοληψίας που βρίσκονται στο εξωτερικό τμήμα της πλωτής εγκατάστασης που
λειτουργεί ως κυματοθραύστης (Εικ. 1). Το γεγονός αυτό κρίνεται και ως αναμενόμενο, καθώς οι
συνθήκες που επικρατούν εκεί (ισχυρός υδροδυναμισμός) είναι αφιλόξενες σε σχέση με το
προστατευμένο εσωτερικό τμήμα του πλωτού συστήματος. Παράλληλα, δεν διακρίνεται σαφής
εποχική διαφοροποίηση, εκτός της διάκρισης των ανοιξιάτικων δειγμάτων στη βάση της
παραγωγής του συστήματος (βιομάζα), κάτι που επίσης κρίνεται ως αναμενόμενο, καθώς η
βιομάζα των οργανισμών που καταγράφηκαν και που έχουν μεγαλύτερη παραγωγή είναι το είδος
M. galloprovinciallis και τα ασκίδια Styela plicata και S. canopus.
Αν και η μελέτη της δομής και λειτουργίας των βιοκοινοτήτων του σκληρού υποστρώματος
σε πλωτά σκληρά υποστρώματα δεν εμφανίζουν ταυτόσημη δομή με τις αντίστοιχες των σκληρών
υποστρωμάτων σε σκυρόδεμα, εντούτοις σε ποσοστό >50% των ειδών της μεγαπανίδας που
καταγράφηκε στο πλωτό σύστημα έχουν αναφερθεί και στην περιοχή του εμπορικού λιμένα
Θεσσαλονίκης (Antoniadou et al., 2011). Οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται μεταξύ των δύο
συστημάτων φαίνεται να σχετίζονται με τα επίπεδα της πολυπλοκότητας των δύο και των
διαφορετικών φορτίων οργανικής ρύπανσης. Ενδεικτικά, η σημαντική παρουσία του Pacentrotus
livitus στο πλωτό σύστημα και η απουσία του είδους από το λιμένα Θεσσαλονίκης μαρτυρά
κάποια σχέση με την οργανική ρύπανση (Harmelin et al., 1981). Από την άλλη η περιορισμένη
οικολογική ποικιλότητα της περιοχής του πλωτού συστήματος μπορεί να αποδοθεί και στο
περιορισμένο μέγεθος των ποντισμένων σκληρών επιφανειών το οποίο με τη σειρά του επηρεάζει
και την ταξινομική ποικιλότητα (Gaston & Spicer 2004), άποψη που βρίσκεται σε φάση
διερεύνησης. Τέλος, σύμφωνα με όλα τα παραπάνω μπορεί σε επίπεδο μεγάκοσμου η ποικιλότητα
στην περιοχή του πλωτού συστήματος να φαίνεται ιδιαίτερα περιορισμένη, εντούτοις παραμένει
το ερώτημα της λειτουργικότητας του συστήματος σε επίπεδο μακρόκοσμου και μικρόκοσμου
προκειμένου να διευκρινισθεί εάν και κατά πόσο επηρεάζει τις θαλάσσιες περιοχές πόντισης.
5. Βιβλιογραφικές αναφορές
Antoniadou C., Sarantidis S., Chintiroglou C., 2011. Small-scale spatial variability of zoobenthic communities in a
commercial Mediterranean port. Journal of the Marine Biological Association of the U.K., 91(1), 77 – 89
Baxevanis,A., Chintiroglou, C., 2000. Peracarida crustacean of the artificial hard-substratum in N. Mihaniona (N. Aegean).
Belgian Journal of Zoology,130, 11 – 16
Bellan – Santini, D., 1968. Contribution à l’étude des milieux portuaires ( Le Vieux Port de Marseille). Rapport
Commission Internationale pour la Mer Méditerranée. 19(2), 93 – 95
Bellan – Santini, D., Lacaze, J.C., Poizat, C., 1994. Les biocénoses marines et littorales de Méditerranée, synthese,
menaces et perspectives. Muséum National d‘ Histoire Naturelle,Paris, 246p.
Burdick, D., Short, F., 1999. The Effects of Boat Docks on Eelgrass Beds in Coastal Waters of Massachusetts.
Environmental Management, 23(2), 231–240
Caine, E.A, 1987. Potential effect of floating dock communities on a South Carolina estuary. Journal of experimental
marine biology and ecology, 108, 83 – 91
Chintiroglou, C., Koukouras, A., 1992. A population of the sea anemone Anemonia viridis (Forskal, 1775) and its
associated flora and fauna in the North Aegean Sea. Internationale Revue gesamten Hydrobiologie, 77, 483 – 495
Chintiroglou, C., Antoniadou, C., Baxevanis, A., Damianidis, P., Karalis, P., Vafidis, D., 2004a. Peracarida populations of
hard substrate assemblages in ports of the NW Aegean Sea (Eastern Mediterranean). Helgoland Marine Research, 58,
54 – 61
Chintiroglou, C., Damianidis, P., Antoniadou, C., Lantzouni, M., Vafidis, D., 2004b. Macrofauna biodiversity of mussels
bed assemblages in Thermaikos gulf (north Aegean Sea). Helgoland Marine Research, 58, 62 – 70
Chintiroglou, C., Antoniadou, C., Krestenitis, Y., 2006. Can Polychaetes be used as a surrogate group in assesing
ecological quality in soft bottom communities (NE Thermaikos Gulf) ?, Fresenius Enviromental Bullentin, 15, 1199 –
1207
Chintiroglou , C., Antoniadou, C., 2009. Ecology of temperate port communities. Aquatic ecosystem Research Trends, 8, 114
Cuddington, K., Byers, J., Wilson, W., Hastings, A., 2007. Ecosystem Engineers, Plant to Protists. Academic Press, pp 405
Damianidis, P., Chintiroglou, C., 2000. Structure and function of Polychaetofauna living in Mytilus galloprovincialis
assemblages in Thermaikos gulf (north Aegean Sea). Oceanologica Acta, 23(3), 323 – 339
Gaston, K. and Spicer, J., 2004. Biodiversity: an Introduction. 2nd edition, Blackwell Science Ltd, pp. 191
Guille, A., 1970. Bionomie benthique du plateau continental de la côte Catalane Française, II – Les communautes de la
macrofaune. Extraite de <Milieu>, Serie B: Oceanographie, Tome XXI, Fascicule, 149 - 280
Harmelin, J-G, Bouchon, C., Hong, J-S., 1981. Impact de la pollution sur la distribution des echinoderms des substrats durs
en provence (Mediteranee, Nord-Occidentale). Tethys,10(1), 13 – 36
Hurlbut, C.J., 1991. The effects of larval abundance, settlement and juvenile mortality on the depth distribution of a
colonial ascidian. Journal of experimental marine biology and ecology, 150, 183 – 202
Karalis, P., Antoniadou, C., Chintiroglou, C., 2003. Structure of the artificial hard substrate assemblages in ports in
Thermaikos Gulf (North Aegean Sea). Oceanologica Acta, 26, 215 – 224
Pérès, J.M., Picard, J., 1964. Nouveau manuel de la bionomie benthique de la mer Méditerranée. Recueil des Travaux de la
Station Marine d’Endoume 31(47), 1 – 137
Strickland, J. D. H. & Parsons, T. R. (1968). A practical handbook of seawater analysis. Bull. Fish. Res. Bd. Can., 167,
311pp.