ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ Project ΤΜΗΜΑ : B3

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
Project
ΤΜΗΜΑ : B3
ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ :
Γ. Λαγγίδηs
Ι. Τσιώλη
Γ. ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ
Ο Γεώργιος Χορτάτσης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο στα μέσα του 16ου αιώνα και
πέθανε μετά το 1605. Είναι σύγχρονος του Σαίξπηρ και του Δομίνικου
Θεοτοκόπουλου. Τα στοιχεία που έχουμε για τη ζωή του είναι πολύ λίγα. Καταγόταν
από αρχοντική γενιά του Βυζαντίου και οι πρόγονοί του έφτασαν στην Κρήτη από τη
Μικρά Ασία. Η οικογένειά του ανήκε στην τάξη των ευγενών ή των μεγαλοαστών. Οι
Χορτάτσηδες αναφέρονται από έναν Ιταλό περιηγητή του 15ου αιώνα ως η πρώτη
οικογένεια που εγκαταστάθηκε στην Κρήτη την εποχή του Νικηφόρου Φωκά. Επίσης,
στα 1644, σε απογραφή που έγινε στο νησί, οι Χορτάτσηδες φαίνεται να ανήκουν
στους Κρητικούς ευγενείς. Εξάλλου και ο εκδότης της Ερωφίλης, ο Κρητικός
Αμβρόσιος Γραδενίγος, χαρακτήρισε το έργο ως «ποίημα του λογιωτάτου και
ευγενεστάτου κυρίου Γεωργίου Χορτάτση του Κρητικού».
Γεγονός πάντως είναι
ότι η καλή οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του τού επέτρεψε να αποκτήσει
σημαντική για την εποχή μόρφωση. Το περιβάλλον του Χορτάτση αποτελείται από
μορφωμένους αστούς και ευγενείς. Οι περισσότεροι γνωρίζουν άριστα την ιταλική
γλώσσα και έχουν φοιτήσει σε πανεπιστήμια της Ιταλίας, ενώ αρκετοί γνωρίζουν
λατινικά και αρχαία ελληνικά. Η παραμονή τους στα πνευματικά κέντρα της εποχής
πλούτισε τις γνώσεις τους και άνοιξε τους ορίζοντές τους. Επιστρέφοντας στην
πατρίδα τάχθηκαν με ενθουσιασμό υπέρ της πνευματικής της αναγέννησης. Ο
Χορτάτσης έζησε αρκετό καιρό στο Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο). Στο έργο του ο
Κατσούρμπος συναντάμε περιγραφές εκκλησιών, λαϊκών συνοικιών και άλλων
παρόμοιων στοιχείων που αποδεικνύουν την παραμονή του εκεί. Τέλος, σύμφωνα με
τους μελετητές, η δεκαετία του 1590 τον βρίσκει να κυριαρχεί στη θεατρική ζωή του
νησιού ως προικισμένος θεατρικός συγγραφέας.
Το έργο του περιλαμβάνει όλα τα είδη του αναγεννησιακού θεάτρου: κωμωδία
Κατσούρμπος, τραγωδία Ερωφίλη, ποιμενικό δράμα Πανώρια, τα οποία συνέγραψε
στα τέλη περίπου του 16ου αιώνα, την εποχή δηλαδή που η Κρήτη βρισκόταν στην
καλλιτεχνική και πνευματική της ακμή. Ο Χορτάτσης χαρακτηρίστηκε
αναγεννησιακός ποιητής. Στο έργο του αποτυπώνονται οι κλασικές του γνώσεις και η
ρητορική του ικανότητα. Τα ρητορικά σχήματα ποικίλλουν και ο δεκαπεντασύλλαβος
στίχος αποδίδεται με ξεχωριστή δεξιοτεχνία, κρατώντας αποστάσεις από τον
δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού. Η γλώσσα του είναι δημοτική,
ιδιωματική. Το κρητικό ιδίωμα, καθαρό και απαλλαγμένο από ξένες γλωσσικές
επιδράσεις, σε συνδυασμό με το έντεχνο και επιμελημένο ύφος, καθηλώνει τον
αναγνώστη ή ακροατή. Η χρήση της συνίζησης και του διασκελισμού βοηθάει την
έκφραση στοχαστικών νοημάτων.
Ο Χορτάτσης ήταν γνωστός στην εποχή του και καταξιωμένος ποιητής στη
συνείδηση των συμπολιτών του. Σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα η Ερωφίλη
βρίσκεται παρούσα στα έργα των ποιητών και η διακειμενική παρουσία της
αποδεικνύει την απήχηση που είχε. Το δράμα γνώρισε πολλές εκδόσεις και δόθηκαν
πολλές παραστάσεις στην Κρήτη. Μετά την τουρκική κατάκτηση διαδόθηκε στα
Επτάνησα και από εκεί στην Άρτα, στην Αμφιλοχία κ.α. Αποσπάσματα του έργου
σταδιακά πέρασαν στην προφορική παράδοση αξιοποιήθηκαν από το δημοτικό
τραγούδι.
ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ
Η ζωή και το έργο του
Ο Βιτσέντζος Κορνάρος έζησε στο τέλος του 16ου αιώνα και στις αρχές του 17ου.
Στην Κρήτη, την εποχή κατά την οποία είχε υποδουλωθεί από τους Βενετούς. Ήταν ο
μικρότερος από τους πέντε γιους του Ιακώβου Κορνάρου. Γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου
του 1553 στη Σητεία Κρήτης.
Η γυναίκα του, η Μαριέτα Zeno, ήταν από παλιά οικογένεια με μεγάλη κτηματική
περιουσία. Μαζί απέκτησαν δύο κόρες, την Κατερούτσα και την Ελένετα. Πέθανε, σε
ηλικία περίπου 58 -60 ετών, στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο) μετά τις 12
Αυγούστου του 1613 και θάφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου.
Ο ποιητής Βιτσέντζος Κορνάρος έγραψε τα έργα «Ερωτόκριτος» και «Θυσία του
Αβραάμ». Στα δύο ποιήματα αυτά ο Κορνάρος, όπως λέγεται από τους κριτικούς της
λογοτεχνίας, με μια σπάνια δύναμη κατόρθωσε να μετουσιώσει τα πρότυπα τους σε
δραματικά έργα με μία άψογη τεχνική, μία ανώτερη ποιητική πνοή και με τέλεια
ψυχογραφημένους χαρακτήρες.
Μάρκος Αντώνιος Φώσκολος
Φώσκολος, Μάρκος Αντώνιος (1597-1662). Κρητικός ποιητής, ενετικής
καταγωγής. Πολύ καλός γνώστης της ιταλικής και της λατινικής γλώσσας,
έζησε στον Χάνδακα της Κρήτης (σημερινό Ηράκλειο) στα χρόνια της
πολιορκίας του από τους Τούρκους (1647-69). Εκείνη την περίοδο έγραψε την
κωμωδία με τίτλο "Φουρτουνάτος", η οποία διακρίνεται για το σατιρικό της
πνεύμα καθώς και για την απεικόνιση ηθών και εθίμων της εποχής. Το έργο
γραμμένο σε κρητική διάλεκτο, βασίζεται σε μια ερωτική ιστορία και
διανθίζεται με κωμικούς διάλογους που συχνά φθάνουν στα όρια της
βωμολοχίας. Η πρώτη έκδοση του έργου έγινε το 1922 από τον Στέφανο
Ξανθουδίδη.
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ
ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ
ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ
Το
Κωμειδύλλιο είναι είδος ελαφρού ελληνικού μουσικού έργου.
Δημιουργήθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα ταυτόχρονα με την εμφάνιση της
λαογραφίας (1880). Το περιεχόμενό του είναι κυρίως ηθογραφικό. Οι υποθέσεις
των κ. εξελίσσονταν στην ύπαιθρο και γοήτευαν τους κατοίκους των πόλεων.
Συγγραφείς κωμειδυλλίων ήταν ο Δημήτριος Κορομηλάς και ο Σπυρίδωνας
Περεσιάδης. Αντιπροσωπευτικότερα έργα τους είναι: "Η τύχη της Μαρούλας"
(1888) και "Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας" (1892) του Κορομηλά και η "Γκόλφω"
του Περεσιάδη, που βρίσκουν ακόμα και σήμερα ανταπόκριση από το λαό.
ΚΩΜΕΙΔΥΛΛΙΟ-ΔΡΑΜΑΤΙΚΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ
Με την ανάπτυξη της αστικής τάξης, τη συσσώρευση μεγάλου μέρους του
πληθυσμού της επαρχίας, στο αστικό περιβάλλον της πρωτεύουσας, ένα είδος που
αναπτύσσεται ,παράλληλα με το ξενόφερτο θέαμα , και αποκτά μάλιστα μεγάλη
απήχηση στο κοινό, είνα το Κωμειδύλλιο.Το υβριδικό αυτό είδος προέκυψε από τη
συνισταμένη της μονόπρακτης κωμωδίας και της αρμένικης οπερέτας,της δημοτικής
γλώσσας σε συνδιασμό με τα τοπικά ιδιώματα και την ευρωπαϊκή μουσική, της
ηθογραφίας και της λαογραφίας, πλαισιωμένο με χαρακτήρες της ελληνικής
επαρχίας.
Το κωμειδύλλιο πρωτοεμφανίζεται με το έργο του Δημήτριου Κορομηλά , «Η
Τύχη της Μαρούλας» στα 1889.Αλλοι Κωμειδυλλιογράφοι ,ηταν οι Δημήτριος
Κόκκος , Νικόλαος Λάσκαρης , Μπάμπης Ανινος. Το τελευταίο Κωμειδύλλιο, «Η
Νύφη της Κούλουρης» ,του Ευγένιου Μαντόπουλου, χαρακτηρίστηκε επαναστατικό
για την εποχή του.
Σύγχρονο του Κωμειδυλλίου, είναι το Δραματικό Ειδύλλιο, που παρουσιάζεται
στα 1881, με τον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας» του Δ.Κορομηλά.Ενα θεατρικό
είδος επίσης μεικτό , που προέρχεται από την συνισταμένη ιστορικών και
αισθητικών δεδομένων, όπως το κίνημα της λαογραφίας, το ηθογραφικό διήγημα
της γενιάς του ’80, ο δημοτικισμός και τα τοπικά γλωσσικά ιδιώματα, τα ρεύματα
της ευρωπαϊκής μουσικής, ο νατουραλισμός, σε συνδυασμό με τη συσσώρευση των
επαρχιωτών στην πρωτεύουσα και την έλλειψη ταξικής συνείδησης του αστικού
αυτού πληθυσμού.
Παρουσιάζοντας ήρωες της ελληνικής υπαίθρου, καθώς και τα ήθη και έθιμα
της ελληνικής επαρχίας, και το δημοτικό τραγούδι, συγκινεί το κοινό και ειδικά τα
λαϊκά στρώματα αυτού.
Χαρακτηριστικά έργα, των Σπυρίδωνα Βασιλειάδη και Πανάγου Μελισσιώτη,
«Γκόλφω» , «Χάϊδω» , «Εσμέ η Τουρκοπούλα» , «Θυμιούλα η Γαλαξειδιώτισσα» κ.α.
Τα δύο αυτά είδη που κατακλύζουν τις αθηναϊκές αίθουσες και εμφανίζονται
στα τελευταία στάδια ανάπτυξης του θεάτρου του 19ου αιώνα, δεν έχουν κανένα
σημείο επαφής με το,εμφανιζόμενο την ίδια εποχή ,Αστικό Δράμα.
Η ΒΕΓΓΕΡΑ
ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗ
• Σχετικά με τον Ηλία Καπετανάκη:
• ΄Ο Ηλίας Καπετανάκης ήταν γιος του
Σταυριανού Καπετανάκη και της Σταυρούλας
Καλαμαριώτη . Ο πατέρας του γεννήθηκε το
1795 στο χωριό Τρικότσοβα (Χαραυγή) του
Σταυροπηγίου της επαρχίας Οιτύλου . Έλαβε
μέρος σε όλες τις σημαντικές μάχες κατά την
διάρκεια της επανάστασης
και έφτασε στο
βαθμό του αντιστράτηγου και καταγόταν από
μια από τις σημαντικές οικογένειες της Μάνης
• Ο Ηλίας ήταν ο δευτερότοκος γιος του Σταυριανού και γεννήθηκε το
1858 στο χωριό Τρικότσοβα, όπως και ο πατέρας του. Μεγάλωσε σαν
μοναχογιός ,περιστοιχισμένος από ένα περιβάλλον γεμάτο γυναικείες
παρουσίες ,θειες , αδελφές και μητέρα. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών, όπου παράλληλα με τις σπουδές του, έγραφε στοίχους που
δημοσιεύονταν στις εφημερίδες της Καλαμάτας Από την στήλη κριτικής της
εφημερίδας <<Οι καιροί>> , ο Καπετανάκης αρθρογραφώντας , είχε
αναπτύξει έναν απαξιωτικό διάλογο με τους σύγχρονους κωμειδυλλιογράφους
,κάτι το οποίο πιθανόν λειτούργησε ως κίνητρο στην ενασχόληση του με τη
θεατρική γραφή. Η δεκαετία του 1890 τον βρήκε σε θέση υπουργικού
γραμματέα, θέση από την οποία σύντομα απολύεται (περίπου 1891). Η
θεατρική
παραγωγή
του
Καπετανάκη
αποτελείται
από
τρία
πολύ
ενδιαφέροντα κείμενα : τον Γενικό Γραμματέα ,τη Βεγγέρα και το Γεύμα του
Παπή. Η συνέχεια της εξιστόρησης του βίου του Καπετανάκη δε σχετίζεται
ούτε στο παραμικρό με την θεατρική ζωή. Ο συγγραφέας, μετά το 1900
,φαίνεται πως εγκαθίσταται στην Καλαμάτα και ασχολείται με εμπορικές
υποθέσεις , ενώ από το 1913 επανέρχεται στη δημόσια διοίκηση. Υπηρέτησε
στη Διοίκηση Κρήτης και διετέλεσε νομάρχης από 1916 ως το 1920.
Αποσύρεται για να εγκατασταθεί και να πεθάνει στην Αθήνα στις 31
Δεκεμβρίου του 1922.
Υπόθεση Βεγγέρας
Με την λέξη Βεγγέρα αναφερόμαστε στην επίσκεψη που έκανε μια οικογένεια
στο σπίτι μιας άλλης με σκοπό την ανάπτυξη της κοινωνικότητας. Συνήθως τα παιδιά
έπαιζαν μεταξύ τους, ενώ οι μεγάλοι συζητούσαν στο σαλόνι του σπιτιού. Η
οικοδέσποινα κερνούσε καφέ, γλυκό ή ποτό τους επισκέπτες ενώ στην ομήγυρη
υπήρχαν νεαρές ανύπαντρες κοπέλες, έπαιζαν κάποιο μουσικό όργανο ή
τραγουδούσαν για να ευχαριστήσουν την συντροφιά.
Ο Καπετανάκης με την Βεγγέρα του, μας εισάγει σε μια συνήθεια των
οικογενειών να ανταλλάσουν επισκέψεις εν είδει
κοινωνικής συναναστροφής
αντιγράφοντας όμως τον καθωσπρεπισμό και τα ήθη που έρχονται από την αλλοδαπή.
Στην Βεγγέρα οι ήρωες φέρουν συμπεριφορές μάλλον της ζωής στην επαρχία και
αυτό ακριβώς είναι που θέλει να τονίσει ο συγγραφέας.
Οι οικοδεσπότες, η οικογένεια Νερουλού εν προκειμένω, αγνοούν τους
στοιχειώδης κανόνες ευγένειας και είναι επιπλέον ανέτοιμοι να δεχτούν αυτή την
επίσκεψη. Έτσι απορυθμίζεται σταδιακά η κοινωνική συναναστροφή και η Βεγγέρα
οδηγείται σε όλεθρο. Η οικογένεια Στενού επισκέπτεται απρόοπτα την οικογένεια
Νερουλού. Στόχος της επίσκεψης: ένα συνοικέσιο. Μια, κατά τα φαινόμενα, καθώς
πρέπει κοινωνική συναναστροφή, μέσα από μια σειρά έντονων παρεξηγήσεων,
καταλήγει τελικά σε ένα μεγάλο κωμικό φιάσκο.
1. Η όψη της Πολιτικής
Η ακατάσχετη πολιτικολογία του Έλληνα ήδη
από το 19ο αιώνα και η
ανεξέλεγκτη εμπλοκή του σε πολιτικά τεχνάσματα αποτελούν όχι μόνο το κίνητρο
της δράσης του Γενικού Γραμματέα, αλλά και ένα από τα μοτίβα της καθημερινής
συνομιλίας στο διάλογο των δυο ανδρών της Βεγγέρας φράση του κύριου Νερουλού
,στη συζήτηση του με τον κύριο Στενό, που περιλαμβάνει την κλασική ελληνική
πρόταση :<< Κυβέρνησης έπρεπε να είμαι εγώ! Θα έκανα το κράτος ρολόγι για 24
ώρες!.... >> , που ακολουθείται από τη συνήθη απαρίθμηση τρόπων επίλυσης των
αιώνιων, και πάντα ίδιων, προβλημάτων του κρατικού προϋπολογισμού!
Οι φράσεις αυτές έχουν τη θέση τους στο διάλογο των ηρώων ,για να τονίσουν
αυτή τη συνήθεια που, σε βαθμό εμμονής, κυριαρχεί στην καθημερινή επικοινωνία.
Μπορούμε να πούμε πως πίσω από τα λεγόμενα των ηρώων του ο Καπετανάκης έχει
κατά νου την ίδια κοινότοπη ελληνική επωδό για όλα φταίει πάντα η κυβέρνηση!
2.Η όψη των αθηναϊκών ηθών
Ταυτόχρονα με τη συνεχή παρουσία της πολιτικής στο έργο του Καπετανάκη
είναι και η παρουσία καθημερινών συνηθειών των κατοίκων του άστεως. Η παρουσία
αυτή δεν χαρακτηρίζει μόνο τη Βεγγέρα! Ουσιαστικά και στα τρία έργα του
Καπετανάκη η κινητήρια δύναμη της σκηνικής συμπεριφοράς είναι η μίμηση των
νέων αθηναϊκών ηθών από τους ήρωες ,που αποτελεί και το ζητούμενο τόσο λόγου
του όσο και της στάσης τους προσπάθεια των ηρώων να κατακτήσουν τους όρους
του αθηναϊκού καθωσπρεπισμού των αρχών του αιώνα ,είναι ο ακρογωνιαίος λίθος
της δραματουργίας του Ηλία Καπετανάκη!
3.Η όψη του επαρχιώτικου ήθους
Η όψη των αθηναϊκών ηθών λειτουργεί πάντα σε συνδυασμό με την όψη των
συνηθειών της επαρχίας, η μάλλον, θα ήταν σωστότερο να πούμε ,όχι σε συνδυασμό
αλλά σε αντιπαράθεση. Στη συνείδηση του Καπετανάκη η εικόνα των αθηναϊκών
ηθών φαίνεται ως όψη επιβεβλημένη από ξένα πρότυπα, όπως και πραγματικά είναι.
Στη λειτουργική ευγένεια του αθηναϊκού σαλονιού αντιπαρατίθεται η έλλειψη
προσποίησης και η αμεσότητα των αντιδράσεων εκείνου που αγνοεί τοπικό της
αστικής συμπεριφοράς!
4. H όψη της υποχρεωτικής συναναστροφής
Ο Καπετανάκης εξετάζει τα πρόσωπα και την όψη της πολιτικής σε μια οριακή
στιγμή σκηνικής δράσης. Οι ήρωες του Καπετανάκη δρουν εγκλωβισμένοι από την
υποχρέωση να πράξουν σύμφωνα με όρους που τις έχουν επιβληθεί. Παίρνοντας ένα
ένα τα έργα του, θα διαπιστώσουμε ότι σε καμιά απο τις περιπτώσεις οι ήρωες δε
συμπεριφέρονται
όπως
θα
ήθελαν,
άλλα
όπως
είναι
υποχρεωμένοι
να
συμπεριφερθούν. Στη Βεγγέρα, οι οικογένεια του Νερουλού δέχεται ξαφνικά την
επίσκεψη της οικογένειας Στενού και φυσικά βρίσκεται απροετοίμαστη να τη δεχθεί.
Εκεί εντοπίζεται και η αρχή της απορρύθμισης των όρων μιας καθώς πρέπει
κοινωνικής συναναστροφής από την οποία κανείς από τους συμμετέχοντες δεν μπορεί
να διαφύγει. Το ίδιο σύστημα ακολουθεί ο Καπετανάκης και στο γεύμα του Παπή.
Μέσα στη δραματουργία του Καπετανάκη υπάρχει βέβαια και ένα πρόσωπο που
εξεγείρεται εναντίον του εξαναγκασμού της συναναστροφής. στη Βεγγέρα το τέλος
του
μονόπρακτου
σηματοδοτείται
από
την
κραυγή
του
μικρού
Πίπη:
<<Σκιάζουμαι!...Σκιάζουμε!>>. Στην κραυγή αυτή ίσως και να συνοψίζεται η άποψη
του Καπετανάκη για τους σύγχρονούς του. Η εμπειρία της πολιτείας του Καπετανάκη
είναι αγωνία βίου.
Πλάτων Μαυρομούστακος
ΠΗΓΕΣ
.http://theatro.wordpress.com/2010/01/18/%CE%B7%C2%AB%CE%B2%CE%B5%CE%B3%CE%B3%CE%AD%CF%81%CE%B1%C
2%BB-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%B8%CE%AD%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%85%CE%B3%CF%87%CF%81%CE%BF%CE%BD/
http://www.kulturosupa.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1
0445:veggeta&catid=34:parastaseis&Itemid=55
ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
ΤΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ Ο ΓΑΜΟΣ
ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΡΙΖΟΥ ΡΑΓΚΑΒΗ
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ
ΑΣΤΙΚΟ ΔΡΑΜΑ
ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ
ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ Από τους σημαντικότερους
έλληνες λογοτέχνες. Γεννήθηκε το 1867 στην Κωνσταντινούπολη, μεγάλωσε στη
Ζάκυνθο και σπούδασε μαθηματικά στην Αθήνα. Άρχισε την λογοτεχνική καριέρα
του δημοσιεύοντας διηγήματα στις ημερήσιες εφημερίδες, με πρώτη την Εστία. Το
1896 άρχισε να συνεργάζεται με το λογοτεχνικό περιοδικό -η πορεία του οποίου
επρόκειτο να συνδεθεί με το όνομα του Ξενόπουλου-,την Διάπλαση των Παίδων.
Ασχολήθηκε,επίσης, με το θέατρο συμβάλλοντας αποφασιστικά στον εκσυγχρονισμό
του. Κυριότερα έργα του είναι: Ο Ποπολάρος, Το μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας,
Το Φιόρο του Λεβάντε, Η Στέλλα Βιολάντη. Στη Πεζογραφία αντιπροσωπευτικότερα
έργα του Ξενόπουλου είναι: Ο Νουμάς, Η Μαργαρίτα Στέφα, Ο κόκκινος βράχος,
Πλούσιοι και φτωχοί. Το 1931 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε το
1951 στην Αθήνα. Ο Γρηγόρης Ξενόπουλος υπήρξε ένας από τους ανανεωτές της
ελληνικής λογοτεχνίας και ένα μεγάλο μέρος του έργου του έχει μεταφραστεί στο
εξωτερικό.
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ
ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ
Παντελής Χορν
Βιογραφία
Ο Παντελής Χορν γεννήθηκε στην Τεργέστη την 1η Ιανουαρίου του 1881.
Μητέρα του υπήρξε η Ματίνα Κουντουριώτη, εγγονή του πρωτεργάτη της Ελληνικής
Επανάστασης
Λάζαρου
Κουντουριώτη
και
πατέρας
του
ο
Αυστριακός
οικονομολόγος Δημήτριος Χορν. Σε ηλικία 8 ετών η οικογένειά του αποφασίζει να
εγκατασταθεί οριστικά στην Ελλάδα και ο νεαρός τότε Χορν, αν και διδάχτηκε τα
πρώτα γράμματα σε σχολείο της Ελληνικής Κοινότητας της Τεργέστης, συνεχίζει την
εκπαίδευσή του στην πατρίδα. Ακολουθώντας τη ναυτική παράδοση της
οικογένειας της μητέρας του, ασχολείται με τη θάλασσα. Το 1899 αποφοιτά από τη
σχολή Ναυτικών Δοκίμων και ορκίζεται σημαιοφόρος. Το 1906 γίνεται
ανθυποπλοίαρχος του Βασιλικού Ναυτικού και είκοσι χρόνια αργότερα, και
συγκεκριμένα το 1926, αποστρατεύεται από το ναυτικό με το βαθμό του
υποναυάρχου. Σημαντικές στιγμές στην καριέρα του ως στρατιωτικού υπήρξαν η
προσυπογραφή του πρωτοκόλλου Τιμής του Στρατιωτικού Συνδέσμου στις 4 Ιουλίου
του 1909, η κατάληψη της νήσου Ίμβρου στις 18 Οκτωβρίου του 1912 και η
προσχώρησή του στο κίνημα του Βενιζέλου στις 16 Σεπτεμβρίου του 1916. Παρόλη
όμως την επιτυχή καριέρα του στο στράτευμα, ο ίδιος δε δίστασε πολλές φορές στη
ζωή του και σε πολλές περιπτώσεις να εξομολογηθεί την απέχθεια που ένιωθε για
το επάγγελμα του στρατιωτικού. Μάλιστα σε απόσπασμά του από τα «Βιογραφικά
Ανεμομαζώματα» αναφέρει:
«Όργωσα τη θάλασσα και μέσα στις τρικυμίες της συλλογιζόμουν την
«Τρικυμία» του Σαίξπηρ. Ήρθαν στιγμές που απογοητεύτηκα. Ήθελα την ελευθερία
μου. Ξαπλωμένος στην κουκέτα μου ονειρευόμουν θεατρικά παρασκήνια.
Το 1909 παντρεύεται την Ευτέρπη Αποστολίδη και αποκτά δυο γιους και μία
κόρη. Τον εκδότη Γιάννη Χορν το 1911, το μεγάλο ηθοποιό Δημήτρη Χορν το 1921,
και την Νανά, το 1913, η οποία όμως πεθαίνει το 1919 σε ηλικία 7 ετών. Ο θάνατός
της στάθηκε μεγάλο πλήγμα στη ζωή του συγγραφέα και, σύμφωνα με την
μαρτυρία του Δημήτρη Χορν, ο πατέρας του δεν τα κατάφερε ουσιαστικά να
ξεπεράσει μέχρι το τέλος της ζωής του το γεγονός αυτό. Στα γράμματα ο Παντελής
Χορν εμφανίζεται το 1906 με ένα μονόπρακτο έργο, τον «Ξένο» και ένα τρίπρακτο,
«Το Ανεκτίμητο». Δύο χρόνια αργότερα γράφει το έργο «Οι Πετροχάρηδες». Τα
επόμενα χρόνια η παρουσία του στο χώρο του θεάτρου είναι σχεδόν συνεχής, και
μαζί με τους Γρηγόριο Ξενόπουλο και Σπύρο Μελά, δεσπόζει στη θεατρική σκηνή
της Αθήνας μέχρι και το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Κορυφαία στιγμή του συγγραφέα
αλλά και ολόκληρης της ελληνικής ηθογραφίας, θεωρείται «το Φιντανάκι « Το έργο
αυτό ανέβηκε για πρώτη φορά το 1921 από το θίασο Κυβέλης και έκτοτε δεν
σταμάτησε να ανεβαίνει ως και τις μέρες μας.
Η υπόθεση ξετυλίγεται στην Αθήνα του 1920 σε μιαν αυλή της Πλάκας. Θέμα
του έργου ο ηθικός ξεπεσμός του ατόμου ως απόρροια των κοινωνικών και
οικονομικών συνθηκών. Η κόρη ενός ταχυδρομικού διανομέα επιταγών,
προκειμένου να σώσει τον πατέρα της από την φυλακή, υποκύπτει και παίρνει τον
δρόμο της εκπόρνευσης. Προηγουμένως, ο πατέρας της προκειμένου να σώσει την
ίδια από την ατίμωση, γίνεται καταχραστής χρημάτων. Η αντίσταση της ηθικής
τσακίζεται σταδιακά μπροστά στην αδυσώπητη ανάγκη για επιβίωση. Παρόλο που ο
Χορν μεσουράνησε στο θεατρικό στερέωμα της πρωτεύουσας επί τριάντα χρόνια,
τελικά αποσύρθηκε μ’ ένα πικρό συναίσθημα αποτυχίας. Ο Παντελής Χορν πέθανε
από καρκίνο την 1η Νοεμβρίου του 1941 στην Αθήνα.
Το «Φιντανάκι»
του Παντελή Χορν
Το κεντρικό θέμα που πραγματεύεται ο Χορν στο Φιντανάκι είναι ο ηθικός
ξεπεσμός του ατόμου ως απόρροια αναπόφευκτη των κοινωνικών και οικονομικών
περιστάσεων. Το έργο ωστόσο δεν είναι κραυγή διαμαρτυρίας, ούτε πράξη με
διάθεση ανατρεπτική. Είναι μια καταγραφή των συμπτωμάτων που ο συγγραφέας
με προσοχή παρατήρησε στο κοινωνικό περιβάλλον του καιρού του. Με
τρυφερότητα, με απελπισία, αλλά και με πικρό χιούμορ ο συγγραφέας στο
Φιντανάκι αφηγείται την ιστορία μιας φτωχής, τίμιας κοπέλας, της Τούλας, που
αφού δοκιμάσει πρώτα την πίκρα της ερωτικής προδοσίας, στη συνέχεια κάτω από
την πίεση της οικονομικής ανάγκης οδηγείται στον πουλημένο έρωτα. Η ηθική
εξαθλίωση φαίνεται συνέπεια αναγκαία της οικονομικής εξαθλίωσης. Αξίες όπως η
τιμή για την Τούλα, η τιμιότητα για τον κυρ-Αντώνη καταρρέουν: Η Τούλα οδηγείται
στην πορνεία, ο κυρ Αντώνης γίνεται κλέφτης. Τα πρόσωπα δεν έχουν δυνάμεις
αντίστασης: υποτάσσονται στις καταστάσεις ή πάλι αντιδρούν με συμπεριφορά που
επιτείνει το αδιέξοδο τους. Έτσι η κοινωνική αναγκαιότητα παίρνει γι’ αυτούς τη
μορφή της μοίρας. Παράλληλα όμως με το θέμα της κοινωνικής διάβρωσης και των
μηχανισμών της ο συγγραφέας στο Φιντανάκι πραγματεύεται και ένα άλλο θέμα,
που εξάλλου κυριαρχεί στη δραματουργία του: το θέμα του έρωτα. Στο Φιντανάκι ο
έρωτας πεθαίνει σε κάθε του μορφή: η κυρά Κατίνα τον καθιστά εμπορεύσιμο
είδος, ο Γιάγκος και η Εύα τον προδίδουν (ο Γιάγκος προδίδει την Τούλα, η Εύα
προδίδει την Τούλα αλλά και τον Γιάγκο), ο θείος και ο Γιαβρούσης τον
διαπραγματεύονται, η Φρόσω τον περιφρονεί. Οι μοναδικοί τιμητές του, οι δύο
αγνοί εραστές, η Τούλα και ο κυρ-Αντώνης, οδηγούνται στον αφανισμό, ηθικό η
πρώτη, βιολογικό ο δεύτερος. Για τον πατέρα αυτόν η κόρη του είναι «η γυναίκα
που λαχτάρησε, που έφτιανε τριάντα ολόκληρα χρόνια μέσα στο μυαλό του». Είναι
εκείνη που την «ονειρεύτηκε μια ολάκερη ζωή!». Η αγνή, ιδανική σχέση πατέρακόρης, σύμβολο της ανέφικτης πλατωνικής σχέσης ανάμεσα στα δύο φύλα, είναι
σταθερό σημείο νοσταλγίας του συγγραφέα. Είναι πολύ πιθανό ότι η εμμονή του
συγγραφέα σ’ αυτό το θέμα έχει βιωματική καταγωγή. Στα 1919 ο Παντελής Χορν
δοκιμάστηκε βαθειά από τον θάνατο της αγαπημένης του κόρης, της εφτάχρονης
Νανάς. Και στο κείμενό του με τίτλο Γύρω στο Φιντανάκι ομολογεί υπαινικτικά ότι
το Φιντανάκι γεννήθηκε κάποτε που «έκλαψε και πόνεσε κι έγραψε». Η στάση του
συγγραφέα προδίδει μια ερωτική ηθική που στα λόγια της Τούλας είναι ευδιάκριτη:
«Ο έρωτας δικαιώνει την αμαρτία». Ο σαρκικός έρωτας είναι, λοιπόν, η αμαρτία και
η αληθινή αγάπη εξιλασμός. Οι χαρακτήρες του έργου είναι πλάσματα της
ελληνικής ζωής, άνθρωποι αναγνωρίσιμοι, στοιχειοθετούν μια μικρογραφία του
λαϊκού μικρόκοσμου της Πλακιώτικης «αυλής». Το στοιχείο που, κυρίως, καθιστά τα
πρόσωπα ρεαλιστικά είναι η γλώσσα που μιλούν: χυμώδης, αληθινή, καθημερινή.
Είναι όμως πραγματικά μία «φέτα ζωής» το Φιντανάκι; Οι χαρακτήρες αυτοί
στερούνται φωτοσκιάσεων, είναι δοσμένοι μονοδιάστατοι, διακρίνονται εύκολα
στις ομάδες των «καλών» και των «κακών», με μοναδική ίσως εξαίρεση τον Γιάγκο,
που είναι συγχρόνως θύτης και θύμα. Εδώ βέβαια θα μπορούσε να ανιχνεύσει
κανείς τη μελοδραματική διάθεση του συγγραφέα που αρκετά συχνά τον
χαρακτηρίζει. Μπορεί όμως ακόμη να τολμήσει κανείς και μία συμβολική ανάγνωση
του έργου: η παντοδύναμη κοινωνία (η κυρά-Κατίνα που κινεί όλα τα νήματα της
δράσης στο έργο) με όργανα της τους φορείς του χρήματος (θείος, Γιαβρούσης)
οδηγεί στην καταρράκωση κάθε αξίας: της τιμιότητας, της τιμής, του ίδιου του
έρωτα. Συγχρόνως όμως, το έργο δίνει το στίγμα της εποχής του. Στα 1921 το
«Φιντανάκι», το φτωχοκόριτσο που από ανάγκη γίνεται πόρνη είναι το «φρούτο της
εποχής», λέει ο Κώστας Αθάνατος προσπαθώντας να εξηγήσει την επιτυχία του
έργου. Κι ο κόσμος στο Φιντανάκι είναι ένας κόσμος που παρακολουθεί αμέτοχος
τις αξίες να γκρεμίζονται ή να γίνονται αντικείμενο καπηλείας, είναι ο κόσμος που
ακολούθησε την πρώτη μεγάλη σύρραξη, ο ίδιος κόσμος που στην ποιητική του
εκδοχή περιγράφεται στους Μοιραίους του Κώστα Βάρναλη. Στις μέρες μας το
κοινωνικό πρότυπο του έργου έχει εκλείψει. Η Τούλα δεν είναι πια «ο τύπος της
εποχής». Από αυτήν την άποψη, το έργο ανήκει στην εποχή του, αυτό είναι
αλήθεια. Αν η δική μας εποχή παρακολουθεί με απάθεια τις αγνές προθέσεις ν’
αφανίζονται, την τιμιότητα να εκπορνεύεται, τον έρωτα να πεθαίνει καθημερινά,
τότε μπορεί κανείς να δει στο Φιντανάκι ένα σύγχρονο λαϊκό παραμύθι που με τον
συμβολισμό του μπορεί να συγκινήσει τον σημερινό θεατή.
ΣΚΗΝΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΟΝΤΗΡΗΣ
Δημήτρης Ροντήρης
Βιογραφία
Γεννήθηκε το 1899 στον Πειραιά. Κατ' αρχήν εισήλθε στη Στρατιωτική
Σχολή Ευελπίδων, την οποία, μετά από διετή φοίτηση, εγκατέλειψε για χάρη
της νομικής του σπουδής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Την θεατρική του
σταδιοδρομία άρχισε το έτος 1919 ως ηθοποιός. Στη συνέχεια μετέβη στην
Αυστρία, όπου και σπούδασε θέατρο, ιστορία τέχνης και αρχαία ελληνική
φιλολογία.
Στη
σκηνοθέτη Μαξ
συνέχεια
Ράινχαρντ.
μετέβη
στο
Επανήλθε
Βερολίνο
στην
παρά
Ελλάδα
και
τον
μεγάλο
διορίσθηκε
το 1933 σκηνοθέτης στο Βασιλικό θέατρο αλλά και στο «Θέατρο Ωδείου»,
όπου εμφανίστηκε πρώτα ως σκηνοθέτης, με το μουσικό δράμα του
Καλομοίρη «Το δαχτυλίδι της μάνας». Αργότερα διετέλεσε σκηνοθέτης του
Εθνικού Θεάτρου, του οποίου ανέλαβε και τη διεύθυνση κατά τους
χρόνους 1946-1950 και 1953-1955. Το 1950 ίδρυσε την «Ελληνική Σκηνή» και
το 1957 το «Πειραϊκό Θέατρο», επικεφαλής του οποίου έκανε περιοδείες σε
πολλές χώρες της Ευρώπης, της Βόρειας και Νότιας Αμερικής και της Ασίας,
όπου παρουσίασε θεατρικές παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας.
Σκηνοθέτησε πολλά έργα του παγκόσμιου κλασικού αλλά και νεότερου
δραματολογίου, μεταξύ των οποίων 11 έργα του Σαίξπηρ καθώς και πολλές
αρχαίες τραγωδίες. Η σκηνοθεσία του στην Ηλέκτρα και στον Άμλετ, τα
οποία ο θίασος του Βασιλικού Θεάτρου ανέβασε το 1939 στην Αγγλία και τη
Γερμανία, προκάλεσε τις πλέον ενθουσιώδεις κριτικές των ειδικών του χώρου.
Ιδιαίτερα η παράσταση της τριλογίας του Αισχύλου Ορέστεια στο Ωδείο
Ηρώδου του Αττικού το 1949, παρουσία της πολιτειακής και πολιτικής αρχής
της χώρας, θεωρήθηκε ως εξαιρετικό καλλιτεχνικό επίτευγμα.
Πέθανε στις 20 Δεκεμβρίου 1981.
Ο δύσκολος Δημήτρης Ροντήρης
Ο Θ. Κρίτας αναπολεί στιγμές από τη γνωριμία του με τον μεγάλο αλλά και
ιδιότροπο θεατρικό μάστορα και την περιοδεία τους στα πέρατα του κόσμου με το
Πειραϊκό Θέατρο τη δεκαετία 1960-70.
<Τον πρωτογνώρισα, όπως και τον Φώτο Πολίτη, ως καθηγητή μας στη
Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Μόλις είχε επιστρέψει στην Αθήνα από τις
θεατρικές σπουδές του στη Γερμανία και πήρε τη θέση του βοηθού σκηνοθέτη
δίπλα στον Πολίτη.
Μόνο όμως μετά τον θάνατο του Πολίτη τού ανατέθηκε να σκηνοθετήσει
το πρώτο έργο του, τους «Φοιτητές» του Ξενόπουλου. Στα δυόμισι χρόνια της
λειτουργίας του Εθνικού Θεάτρου, από την έναρξή του το 1932 ως τον θάνατο του
Πολίτη τον Δεκέμβριο του 1934, ο Πολίτης είχε σκηνοθετήσει όλα τα έργα, και τα
35, του ρεπερτορίου του Εθνικού.
Ο Ροντήρης ήταν σεμνός και σοβαρός. Δεν έκανε αστεία ούτε έδινε θάρρος
στους μαθητές.
Ο Ροντήρης, ευθύς εξαρχής, σου έδινε την εντύπωση ότι ήταν δάσκαλος.
Το μάθημά του είχε μέθοδο, σπονδυλική στήλη, με αρχή και τέλος. Μπορεί να πει
κανείς ότι περιείχε περισσότερο θεωρία παρά πράξη· σε αντίθεση με τους άλλους
καθηγητές, που τους καρπούς της μακράς εμπειρίας τους στο θεατρικό επάγγελμα
τους διοχέτευαν χωρίς φιλοσοφικές και θεωρητικές φιοριτούρες>,
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ
ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ
1940 – 1944
Ο Β. ΡΩΤΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΙΔΡΥΕΙ
ΤΟ “ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ”
1942 ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ “ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΕΧΝΗΣ” ΤΟΥ ΚΑΡΟΛΟΥ ΚΟΥΝ
To Θέατρο Τέχνης
Το ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ ιδρύθηκε το 1942 και έχει θέσει ως στόχους του την
ανάδειξη και καθιέρωση νέων ελλήνων συγγραφέων, τη δημιουργία «Σχολής» με
δικό της «ύφος» για την κατάκτηση της θεατρικής τέχνης, τη γνωριμία και συνεπώς
την επικοινωνία του ελληνικού κοινού με τους μεγάλους ξένους κλασικούς και
σύγχρονους συγγραφείς, την ερμηνεία του Αρχαίου Δράματος και, από τότε μέχρι
σήμερα, υπηρετεί και πραγματώνει αδιάλειπτα τους αρχικούς στόχους του. Έχουμε
να κάνουμε όχι απλά με ένα γεγονός αλλά με ένα ιστορικό γεγονός.
Από το 1957, το Θέατρο Τέχνης μπαίνει σιωπηλά και ανιχνευτικά, μα και με σεμνή
τόλμη και μαχητικότητα, στο χώρο του αρχαίου δράματος, που έμελλε να του χαρίσει
παγκόσμια φήμη, σεβασμό και αναγνώριση. «Πλούτος», «Όρνιθες», «Πέρσες», «Βάτραχοι»,
«Λυσιστράτη», «Οιδίπους Τύραννος», «Αχαρνής», «Επτά επί Θήβας», «Βάκχες», «Ειρήνη»,
«Τρωαδίτισσες», «Ιππείς», «Ορέστεια», «Σφήκες», «Προμηθέας Δεσμώτης» , «Ηλέκτρα»,
«Θεσμοφοριάζουσες», «Αγαμέμνων», «Φιλοκτήτης» , «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», «Νεφέλες»,
«Μήδεια», «Άλκηστις», «Ορέστης».
Παράλληλα με την ίδρυση του θεάτρου ο Κάρολος Κουν προχώρησε και στην
ίδρυση της Δραματικής Σχολής του, η οποία λειτουργεί από το 1942, χωρίς διακοπή
μέχρι σήμερα, προσφέροντας άξια στελέχη που υπηρετούν τη θεατρική παιδεία του
τόπου μας.
Από το 1942 ως το 1949 το Θέατρο Τέχνης περιπλανήθηκε σε διάφορες φιλικές
στέγες. Το 1954 στεγάστηκε μόνιμα πια στο κυκλικό θεατράκι του Ορφέα-230
θέσεων. Το 1956 δημιουργεί το θερινό θέατρο Κήπου Θεσσαλονίκης, όπου
παρουσιάζει και εκεί όλο το χειμερινό του ρεπερτορίου και από όπου περιοδεύει στις
πόλεις της Βορείου Ελλάδος για μια δεκαετία.
Η ανάγκη μιας δεύτερης σκηνής στην Αθήνα, για την αξιοποίηση των στελεχών και
τη διεύρυνση του κοινού του, οδηγεί το Θέατρο Τέχνης στη δημιουργία της Λαϊκής
σκηνής στο θέατρο ΒΕΑΚΗ, όπου λειτουργεί για μια δεκαετία από το 1975 ως
το1985.
Το 1942, μέσα στην καρδία της Γερμανικής κατοχής, ο Κάρολος Κουν ιδρύει
το Θέατρο Τέχνης. Η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1942 στο Θέατρο
«Αλίκης», με το έργο «Αγριόπαπια» του Ίψεν.
«Το «Θέατρο Τέχνης» ιδρύθηκε το 1942 στην αρχή της Γερμανικής κατοχής. Η
ανάγκη για ένα τέτοιο νέο θέατρο, ένα θέατρο συνόλου, είχε ωριμάσει μέσα μου πολύ
πριν, τον καιρό που ιδρύθηκε η ημι-επαγγελματική «Λαϊκή Σκηνή». Η εποχή της
κατοχής ήταν μια συναισθηματικά, πλούσια εποχή. Έπαιρνες και έδινες πολλά. Μας
ζώνανε κίνδυνοι, στερήσεις, βία και τρομοκρατία. Γι’αυτό σαν άνθρωποι
αισθανόμασταν την ανάγκη πίστης, εμπιστοσύνης, συναδέλφωσης, έξαρσης και
θυσίας.»
«Από το ’38 ως το ’41 είχα αρχίσει την προετοιμασία μιας σχολής από πού πήρα το
βασικό υλικό. Από κει βγήκαν ο Διαμαντόπουλος, η Χατζηαργύρη, ο Καλλέργης, ο
Ζερβός, η Κατσέλη, η Μεταξά, η Γιαννακοπούλου, η Λαμπροπούλου, ο Βασταρδής,
και ήρθα σε επαφή με μερικούς βασικούς συνεργάτες, τον Σεβαστίκογλου, τον
Πλωρίτη, τον Στεφανέλλη, τον Νομικό, και προς το τέλος της κατοχής με τον
Χατζιδάκι. Δούλευα με αυτό το υλικό σε μια αίθουσα που μας είχε παραχωρήσει στο
Ωδείο, 10-12 ώρες την ημέρα. Εκεί που προετοιμαζόμαστε, ήρθε ένας παλιός φίλος ο
Κ. Χατζηαργύρης, ο οποίος μας είπε ότι βάζει τα λεφτά, κι έτσι πήραμε το θέατρο
«Αλίκης»… . Πεινούσαμε αγρίως, ήμασταν σε κατάσταση τρομακτική. Αλλά υπήρχε
πίστη που σήμερα δεν την βρίσκεις εύκολα»
Το 1943 ιδρύεται ο όμιλος φίλων θεάτρου με σκοπό την επικοινωνία και την
ανάπτυξη ενός ισχυρού δεσμού μεταξύ των θεατών και του Θεάτρου, καθώς και την
οικονομική ενίσχυση του Θεάτρου Τέχνης.
Το 1945 το «Θέατρο Τέχνης» αναγκάστηκε να διακόψει την λειτουργία του.
Την περίοδο 1945-1946, ο Κουν επιστρέφει στον θίασο της Κατερίνας, όπου
σκηνοθετεί πέντε έργα.
«Το 1946, με λίγο κρύα καρδιά, προσπάθησα να συμμαζέψω και να συναρμολογήσω
ότι μπόρεσε να απομείνει. Με λίγο μαζεμένα τα φτερά λειτουργήσαμε άλλα τρία
χρόνια.»
Η περίοδος αυτή ήταν ιδιαίτερα γόνιμη. Από το 1946 έως το 1949 οι παραστάσεις
δίνονται στο Θέατρο Μουσούρη. Ο Κουν συνεργάζεται μεταξύ άλλων με την Έλλη
Λαμπέτη και τη Μελίνα Μερκούρη και παρουσιάζει έργα όπως: «Γυάλινος Κόσμος»
και «Λεωφορείο ο Πόθος» του Τ. Ουίλλιαμς, «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του
Ο’Νιλ, «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» και «Ο θάνατος του εμποράκου» του Μίλερ,
«Το φιόρο του λεβάντε» του Ξενόπουλου, «Αχ, αυτά τα φαντάσματα» του ντε
Φιλίππο.
«Τότε πια, αναγκαστήκαμε να διακόψουμε οριστικά για λόγους οικονομικόπολιτικούς και εσωτερικής συνοχής. Θα έπρεπε να σταματήσω και να διαμορφώσω
από την αρχή πάλι ένα πυρήνα. Αυτό και έγινε. Εργάστηκα στο «Εθνικό Θέατρο»για
2 χρόνια, ξεπλήρωσα τα χρέη του «Θεάτρου Τέχνης».
Βιογραφία K. Κουν
Φοίτησε στη Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης και σπούδασε
αισθητική στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης.
Το 1929 διορίστηκε καθηγητής αγγλικών στο Κολλέγιο Αθηνών. Η πρώτη του
εμφάνιση ως σκηνοθέτη ήταν στο Τέλος του ταξιδιού του Σέριφ και με μαθητές του,
από το Κολλέγιο, παρουσίασε έργα του Αριστοφάνη (Όρνιθες, Βάτραχοι, Κύκλωπας,
Πλούτος) και του Σαίξπηρ (Όνειρο Θερινής Νυκτός). Ίδρυσε τη Λαϊκή Σκηνή (193436) και συνεργάστηκε με διάφορους θιάσους (Κατερίνας, Κοτοπούλη, κ.ά.).
Το 1942 ίδρυσε το Θέατρο Τέχνης όπου και ανέβασε Ίψεν, Τζορτζ Μπέρναρντ
Σω, Πιραντέλλο και μετά την απελευθέρωση για πρώτη φορά στην Ελλάδα Λόρκα,
Τένεσι Ουίλιαμς, Μίλερ κ.ά. Επίσης το ίδιο έτος (1942) ίδρυσε τη Δραματική Σχολή
του θεάτρου του, στην οποία μαθήτευσαν οι σημαντικότεροι σκηνοθέτες και ηθοποιοί
της μεταπολεμικής γενιάς.
Οικονομικές όμως δυσχέρειες ανάγκασαν το Θέατρο Τέχνης να διαλυθεί (1949)
το οποίο άνοιξε πάλι το 1954 σε μορφή κυκλικού θεάτρου. Τη περίοδο εκείνη (195053) ο Κουν συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, σκηνοθετώντας Τσέχοφ (Ο θείος
Βάνιας, Οι τρεις αδερφές), Πιραντέλο (Ερρίκος Δ΄), κ.λπ.
Με μαθητές της Δραματικής Σχολής του όταν συγκρότησε και πάλι το 1954 το
Θέατρο Τέχνης, με τη μορφή κυκλικού θεάτρου, εκτός τους παλαιούς συγγραφείς ο
Κουν παρουσίασε τα καινούργια ρεύματα του ξένου μεταπολεμικού θεάτρου
(Μπρεχτ, Ιονέσκο, Μπέκετ, Πίντερ, Ντάριο Φο, Αραμπάλ κ.ά.) και παράλληλα
παρουσίασε
έργα
πολλών
νέων
Ελλήνων
προικισμένων
συγγραφέων
-
Σεβαστίκογλου, Καμπανέλλη, Κεχαΐδη, Σκούρτη, Αναγνωστάκη και Ευθυμιάδη
επιστρέφοντας σε έργα των αρχαίων τραγικών και του Αριστοφάνη.
Από το 1957 ανεβάζει αρχαίο δράμα, αρχικά στο θέατρό του παρουσίασε τον
Πλούτο και το 1959 τους Όρνιθες του Αριστοφάνη, που θεωρήθηκε παράστασησκάνδαλο λόγω της πρωτοποριακής της μορφής, και στη συνέχεια στο Φεστιβάλ
Αθηνών και Επιδαύρου, για να συνεχίσει στο "Θέατρο των Εθνών" του Παρισιού,
Λονδίνο, Ζυρίχη, Μόναχο, Μόσχα, Λένινγκραντ, Βαρσοβία, Βενετία, Φεστιβάλ
Βιέννης, Διεθνές θεατρικό Φεστιβάλ Βελιγραδίου, Ελληνική Εβδομάδα του
Ντόρτμουντ, Φεστιβάλ Φλάνδρας και σκανδιναβικές πρωτεύουσες με τα έργα
"Όρνιθες", "Πέρσες", "Επτά επί Θήβας", "Αχαρνής", "Οιδίπους Τύραννος",
"Λυσιστράτη", "Βάκχες" και "Ειρήνη".
Επίσης, παρουσίασε έργα ξένων συγγραφέων, όπως των Ουάιλντερ (Μικρή μας
πόλη), Σαρτρ (Κεκλεισμένων των θυρών), Πάτρικ (Αυγουστιάτικο φεγγάρι),
Ουίλιαμς (Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι, Τριαντάφυλλο στο στήθος, Καλοκαίρι και
καταχνιά), Μπρεχτ (Ο κύκλος με την κιμωλία, Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν),
Ιονέσκο (Ρινόκερος), Μίλερ (Ο θάνατος του εμποράκου), Ο' Νιλ (Ο παγοπώλης
έρχεται), Μπέκετ (Περιμένοντας τον Γκοντό), Πίντερ, Άλμπι, Αραμπάλ, Ζενέ, Βάις,
κ.ά. Οι περισσότεροι μάλιστα απ' αυτούς τους συγγραφείς πρωτοπαρουσιάστηκαν
στην Ελλάδα από το Θέατρο Τέχνης. Παράλληλα, σκηνοθέτησε έργα νέων Ελλήνων
θεατρικών συγγραφέων, όπως των Καμπανέλλη, Κεχαΐδη, Σκούρτη, Σεβαστίκογλου,
Αρμένη, Λ. Αναγνωστάκη (Η αυλή των θαυμάτων, Αγγέλα, Η πόλη, Βαβυλωνία,
κ.λπ.).
Η είσοδος του Θεάτρου Τέχνης, στην οδό Πεσμαζόγλου στην Αθήνα.
Απ' τα έργα που σκηνοθέτησε τα τελευταία χρόνια ξεχωρίζουν: Το παιχνίδι της
σφαγής του Ε. Ιονέσκο (1970-71), Τρωίλος και Χρυσηίδα του Σαίξπηρ (1972-73), Ο
τρόμος και η αθλιότητα του Γ΄ Ράιχ του Μπ. Μπρεχτ (1974-75), Τρεις αδερφές του
Α. Τσέχοφ (1975-76), Η αληθινή απολογία του Σωκράτη του Κ. Βάρναλη (1976-77),
Ο αυτόχειρ του Ν. Έρντμαν (1977-78), Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού του Ι.
Καμπανέλλη (1978-79), Δάφνες και Πικροδάφνες των Δ. Κεχαΐδη - Ε. Χαβιαρά
(1979-80), Το σόι του Γ. Αρμένη (1980-81), Το Πιστοποιητικό του Ν. Έρντμαν
(1981-82), Το Πανηγύρι του Δ. Κεχαΐδη (1982-83), Θαμμένο παιδί του Σ. Σέπαρντ
(1983-84), Ούτε κρύο ούτε ζέστη του Φ. Κρετς (1984-85), Ριχάρδος Γ΄ του Σαίξπηρ
(1985-86), Εσωτερικές φωνές του Ε. ντε Φιλίππο (1986-87), Ο ήχος του Όπλου της
Λ. Αναγνωστάκη (1986-87). Το Θέατρο Τέχνης συμμετείχε σε πολλά ελληνικά
(Αθηνών, Επιδαύρου, Φιλίππων κ.ά.) και ξένα (Λονδίνου, Παρισιού, Μονάχου,
Βιέννης κ.ά.) φεστιβάλ.
Το 1984 το ελληνικό κράτος παραχώρησε έναν χώρο στην Πλάκα, για την
ανέγερση του θεάτρου Κ. Κουν.
Τιμήθηκε με το παράσημο Φοίνικα, το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας
Αθηνών και το βραβείο Θεάτρου των Εθνών. Με τη διαθήκη του, που δημοσιεύτηκε
λίγες μέρες μετά το θάνατό του τον Φεβρουάριο του 1987, κληροδότησε τον τίτλο
Θέατρο Τέχνης στους Γ. Λαζάνη, Μ. Κουγιουμτζή και Γ. Αρμένη με την προτροπή
να συνεχίσουν τη συνεργασία τους στο Θέατρο Τέχνης Κ. Κουν.
Έγραψε τις μελέτες "Η αρχαία τραγωδία-κωμωδία" και "Ο σκηνοθέτης και το
αρχαίο δράμα". Υπήρξε γεγονός πως ως σκηνοθέτη τον Κουν απασχολούσε το
σύγχρονο νεοελληνικό έργο, η νεοελληνική θεατρική παράσταση, το αρχαίο δράμα
και το κλασσικό θέατρο σε σύγχρονη απόδοση.
Ο Κάρολος Κουν ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών (οδό Λυκαβηττού) και
μιλούσε επίσης αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά
“ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ”
1944
- Ο Βασίληs Ρώταs και ο Γεράσιμοs Σταύρου συγκρότησαν στη
Θεσσαλία το 1944 το θίασο τηs ΕΠΟΝ Θεσσαλίαs.
- Ο Γιώργοs Κοτζιούλαs συγκρότησε τη “Λαική Σκηνή” που έδρασε
στο πλαίσιο του ΕΛΑΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ
Μας κληροδότησε το «εγερτήριο τραγούδι του»
Τριάντα τέσσερα χρόνια συμπληρώνονται από το θάνατο του αγωνιστή της
Εθνικής Αντίστασης και πνευματικού
ανθρώπου
«…Αϊντε, σε καρτεράν, μπάρμπα
Βασίλη,
να ξαποστάσεις και να ξεδιψάσεις
στην Πηγή των Αθανάτων,
αφήνοντας στον κόσμο το εγερτήριο
λαϊκό σου τραγούδι
για τη μεγάλη μάχη της Ειρήνης»
γράφει
στο
ποίημά
του
«Ο
μπάρμπα Βασίλης ο Αβασίλευτος», ο
Γιάννης Ρίτσος, γραμμένο για το θάνατο
του Βασίλη Ρώτα (1 Ιουνίου 1977).
Το παιδί απ’ το Χιλιομόδι, στη μακριά και πολυτάραχη ζωή του, στάθηκε ένας
πλήρης πνευματικός άνθρωπος, καλλιεργώντας όλα τα είδη του λόγου. Ποίηση,
διηγηματογραφία, θέατρο, κριτική, δοκίμιο. Ενας ισόβιος πνευματικός στρατευμένος
στην υπηρεσία της τέχνης και της παίδευσης του λαού για κοινωνική και πνευματική
πρόοδο.
Ο Βασίλης Ρώτας ανήκει σε κείνους τους πνευματικούς ανθρώπους που έθεσαν
ως κυρίαρχο της ζωής τους την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, σε εκείνους που
αφοσιώθηκαν και αγωνίστηκαν για τα ιδανικά του Μαρξισμού – Λενινισμού, στην
πανανθρώπινη ιδεολογία που σταθερά και αποφασιστικά διδάσκει το ΚΚΕ. Εδωσε
σκληρές μάχες, υποστήριξε τις αξίες, υπηρέτησε στον αγώνα για τα συμφέροντα της
εργατικής τάξης, υποστηρίζοντας στην πράξη τον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη.
Γεννήθηκε το 1889. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και
θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Στη διάρκεια της Κατοχής
εντάχθηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και πήρε μέρος στην Εθνική
Αντίσταση.
Ξεκίνησε να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό «Νουμάς» το 1908. Αρθρα,
διηγήματα, κριτική θεάτρου και μαρτυρίες του δημοσιεύθηκαν στον παράνομο Τύπο
στη διάρκεια της Κατοχής, στα «Ελεύθερα Νέα», στη «Βραδυνή», στην «Πρωία»,
στην «Εστία» και στο περιοδικό «Θέατρο» (1961-1965) και στον «Λαϊκό Λόγο»
(1965-1967). Υπήρξε βασικός συνεργάτης του περιοδικού «Ελληνικά Γράμματα» και
ίδρυσε μαζί με άλλους φοιτητές τη Φοιτητική Συντροφιά.
Στην
πολιτιστική
και
ειδικά
στη
θεατρική δραστηριότητα που ανέπτυξε το
ΕΑΜικό κίνημα, με την Παιδεία και την Τέχνη
να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην
ιδεολογική και πολιτική διαπαιδαγώγηση των
ανθρώπων προς την κοινωνική αλληλεγγύη και
ισότητα, τη συλλογική και εθελοντική δράση
εκατοντάδων χιλιάδων ανδρών, γυναικών και
παιδιών, η συμβολή του Βασίλη Ρώτα υπήρξε
καθοριστική. Με σύμφωνο το ΕΑΜ, το 1942,
ίδρυσε το Θεατρικό Σπουδαστήριο, «νόμιμο
καταφύγιο» για τους ΕΠΟΝίτες. Το θέατρο
του Ρώτα έγινε βήμα προβληματισμού και
συνειδητοποίησης, όπου νέοι μάθαιναν για το
θέατρο και συμμετείχαν σε αντιστασιακές
εκδηλώσεις, με παραστάσεις σε θέατρα, πλατείες, δρόμους, και κείμενα που
εξύψωναν το λαϊκό φρόνημα, ενώ οι εισπράξεις πήγαιναν στο ταμείο του αγώνα.
Την ίδια εποχή, στην ελληνική επαρχία αναπτύσσεται ένα νέο είδος θεάτρου,
που υπηρετεί τους σκοπούς του αντιστασιακού αγώνα. Το «Θέατρο του βουνού». Το
καλοκαίρι του 1944 ο Βασίλης Ρώτας μεταφέρει το πνεύμα θεάτρου στα βουνά. Με
υπόδειξη της ΠΕΕΑ ιδρύει το «Θεατρικό όμιλο της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας»,
ανταποκρινόμενος στο επίμονο αίτημα των αγωνιστών για θέατρο. Το θίασο
αποτελούν επαγγελματίες ηθοποιοί, αλλά και ερασιτέχνες από τους αντάρτες. Μεταξύ
αυτών, ο συγγραφέας Γεράσιμος Σταύρου, ο ηθοποιός Γιώργος Δήμας, οι Βάσης και
Αννα Ξένου, ο Νικηφόρος Ρώτας, ο Αλ. Ξένος.
Αλλά παράλληλα και στη συνέχεια, στο νόμιμο και στον παράνομο Τύπο, ο
Βασίλης Ρώτας με τα άρθρα του στηλίτευε και σάρκαζε τα κάλπικα, φώτιζε τον
αναγνώστη, με σκοπό να βοηθήσει στην αυτοσυνείδησή του, να του γνωρίσει τις
αληθινές αξίες της ζωής και της τέχνης. Εκείνος, ο τόσο μειλίχιος και γελαστός στις
προσωπικές επαφές του, γινόταν βίαιος, σκληρός, ανελέητος, όταν έγραφε και πάλευε
για ό,τι τον πονούσε.
Ο Β. Ρώτας, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, κριτικός, μεταφραστής και
αγωνιστής του ΕΑΜ (φωτ. από την Αντίσταση τραβηγμένη από τον Σπύρο Μελετζή)
Το θέατρο, ωστόσο, είχε την προτίμησή του. Σ’ όλες τις εκφάνσεις του:
σκηνική πράξη («Λαϊκό Θέατρο»), σκηνική διδαχή («Θεατρικό Σπουδαστήρι»),
σκηνική κρίση (κριτικές μελέτες, άρθρα κλπ.). Εκεί επικέντρωνε τον περισσότερο
δημιουργικό μόχθο του. Είτε με τα πρωτότυπα έργα του, είτε με τις μεταφράσεις του,
είτε με τα δοκίμιά του. Και σ’ όλα τα έργα του ιστορούσε και υμνούσε τους αγώνες
των Ελλήνων για αποτίναξη των κάθε είδους «ζυγών», για αυτογνωσία, για
αδέσμευτη σκέψη, αφίμωτη έκφραση, αδούλωτο βίο…
Σε πολλά έργα του, ακολούθησε τη μορφή και τη δομή της ελληνικής
τραγωδίας (όπως στα «Ελληνικά Νιάτα», 1946) ή των σαιξπηρικών ιστορικών
δραμάτων («Ρήγας Βελεστινλής», 1936, «Κολοκοτρώνης», 1955) ή, πάλι, του
Θεάτρου των Σκιών («Καραγκιόζικα», 1955).
Τεράστια στάθηκε η προσφορά του Ρώτα στη μετάφραση Ελλήνων και ξένων
κλασικών: Αριστοφάνη (Ορνιθες, Ειρήνη), Σίλλερ (Μαρία Στιούαρτ, Δον Κάρλος),
Χάουπτμαν (Η Χανέλα πάει στον Παράδεισο, Ρόζα Μπερντ), Καλδερόν (Ο Δήμαρχος
της Θαλαμέας), Τίρσο δε Μολίνα (Ο Δον Τζιλ με το πράσινο παταλόνι).
Αλλά ο μεγάλος άθλος του ήταν πως δόθηκε σύψυχα στη μετάφραση του
σαιξπηρικού έργου και μπόρεσε ν’ αποδώσει στη γλώσσα μας όλα τα δράματα,
κωμωδίες, τραγωδίες του, όπως και όλα τα ποιήματα και σονέτα του. Από το 1927 ως
τα τελευταία χρόνια του έστησε «ναόν περικαλλή», με την απόδοση των έργων του
Σαίξπηρ, κρατώντας πιστά τη μορφή τους και με χυμώδη ποιητικό λόγο.
Την κατευθυντήρια γραμμή των μεταφράσεών του, την χάραξε στον Πρόλογο
της Α’ έκδοσης του Αμλετ (Εστία, 1938): «Πρώτον η ζωντανή γλώσσα, δεύτερον η
ακρίβεια, τρίτον η πληρότητα και τέταρτον, αυτό που λίγοι μεταφραστές του Σαίξπηρ
στα ελληνικά το ‘χουν καταφέρει, το ύφος του μεγάλου ποιητή, ένα ύφος λαμπρό,
ζωηρό, παιχνιδιάρικο, πλούσιο και γενναίο, σοφό και δυνατό, ρωμαλέο και ευκίνητο,
αγαθό και ωραίο και προπαντός θεατρικό». Κι αυτή τη γραμμή ακολούθησε
απαρέγκλιτα και γόνιμα ως το τέλος. Χάρη στον Ρώτα, το ελληνικό θέατρο και ο
Ελληνας αναγνώστης κατέχουν πια το σύνολο του σαιξπηρικού λόγου, ως ένα άλλο
μέγιστο «δώρημα» για δραματουργούς, μεταφραστές, ηθοποιούς, θεατές.
Ο Βασίλης Ρώτας πιστοποιούσε με όλο του το έργο ότι μια τέχνη που
αδιαφορεί για τον ανθρώπινο πόνο και δε συμβάλλει στη δημιουργία ενός κόσμου
καλύτερου, πολλές φορές, άθελά της, λειτουργεί σύμφωνα με τις επιταγές της
μειοψηφίας των κοινωνικά προνομιούχων. Ετσι και στην ποίησή του.
Αρκετά ποιήματά του είναι αφιερωμένα στη θυσία επώνυμων αγωνιστών, όπως
το ποίημα «Ηλέκτρα», κατάλληλο και για εφήβους και νέους (ιδιαίτερα για μαθητές
Λυκείου), που είναι αφιερωμένο στη θυσία της ηρωίδας της Εθνικής Αντίστασης,
Ηλέκτρας Αποστόλου (…) «Και τώρα οι δυο μας,/ Ηλέκτρα./ Εμείς οι δυο/
κλεισμένοι εδώ,/ να η ζωή κι ο κόσμος./ Σε λεν Ηλέκτρα,/ με λεν Καθρέφτη./ Εσύ
‘σαι φως/ κι εγώ σκοτάδι/ και σε σβήνω./ Εσύ ‘σαι θάρρος/ κι εγώ ‘μαι φόβος/ και σε
χτυπάω./ Εσύ ‘σαι ελπίδα/ κι εγώ ‘μαι αγκούσα/ και σε δαγκώνω./ Εσύ η χαρά/ κι εγώ
‘μαι η θλίψη/ και σε πατάω./ Εσύ ομορφιά/ κι εγώ η ασκήμια/ και σε στραβώνω./ Εσύ
‘σαι η αγνότη/ κι εγώ ‘μαι ασέλγεια/ και σε μολέβω./ Εσύ τιμή/ κι εγώ ντροπή/ και σε
λερώνω./ – Ανόητε δούλε,/ δεν ξέρεις τι ‘σαι,/ ούτε τι κάνεις:/ το σκοτάδι δεν μπορεί/
να σβήσει το φως(…)».
(…) Στο ποίημα «Διακόσια παλικάρια» απεικονίζεται ποιητικά η εκτέλεση των
διακοσίων πατριωτών στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, την Πρωτομαγιά του 1942.
«Μας πάνε για ντουφέκι/ χαράματα,/ κοιτάμε ένας τον άλλον/ κατάματα (…) Μας
είδαν οι ραχούλες/ κι αντάριασαν,/ μας είδανε τα ουράνια/ και δάκρυσαν./ Μας είδαν
οι διαβάτες/ οι πρωινοί,/ λιγοθυμιά τους ήρθε/ και συντριβή…Μας είδε ένα αηδόνι,/
Πρωτομαγιά,/ και λάλησε για ειρήνη/ και λευτεριά».
Αλλο ένα χαρακτηριστικό της προοσωπικότητάς του είναι ότι επί χούντας, σε
μεγάλη ηλικία, συνελήφθη και σιδηροδέσμιος οδηγείτο στη Γυάρο. Ο υπολοχαγός
που τον συνέλαβε του είπε θρασύτατα: «Ντροπή σου γέρο»! Και ο Ρώτας του
αποκρίθηκε με περηφάνια: «Παιδί μου, μπορείς να με σκοτώσεις, να με κρίνεις όμως
δεν μπορείς»!
Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ
ΣΤΑΥΡΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ
1920
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ:
Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1920.Το 1953 δημοσίευσε τα «Δύσκολα Χρόνια»
[χρονογραφήματα].Εχει γράψει θέατρο για μαριονέττες,τα «Το χρυσό κλειδί» ,
«Ταξίδι στο φεγγάρι» , «Ο γύρος του κόσμου»
ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ:
1.Ενας Από Μας , 2.Ευγενία Γκράντε , 3.Η Έξοδος του Μεσολογγίου , 4.Ο Χριστός
Ξανασταυρώνεται , 5.Καραϊσκάκης , 6.Καπετάν Μιχάλης , 7.Καληνύχτα Μαργαρίτα
Τίτλος:
Καληνύχτα Μαργαρίτα
Συγγραφέας:
Σταύρου Γεράσιμος
Πρόσωπα:
8 αντρικά, 8 γυναικεία
Σύντομη
του έργου:
περιγραφή
Η οικογένεια Περδικάρη αρνείται να δεχτεί τον
ξεπεσμό της που συντελείται αναπόφευκτα στα
χρόνια της γερμανικής κατοχής. Ζει βουτηγμένη
στο ψέμα και στην υποκρισία. Η μόνη αλήθεια που
συνδέει του Περδικάρηδες είναι η λατρεία τους για
τη Μαργαρίτα, ανίψια του αρχηγού της οικογένειας
Περικλή Περδικάρη. Για να μην την πικράνουν, την
αναγκάζουν να κρατηθεί μακριά από τη φρίκη του
πολέμου. Η νεαρή κοπέλα όμως βρίσκει μόνη της
το
κουράγιο
να
ανακαλύψει
την
αξία
του
αγωνιστικού φρονήματος στον άνθρωπο, παίρνει
ενεργά
μέρος
στον
αντιφασιστικό
αγώνα
των
συμπατριωτών της και θυσιάζει ακόμη και τη ζωή
της στο βωμό των ιδανικών της. Η πράξη της αυτή
σημαίνει και το τέλος της οικογένειας Περδικάρη
(Παπ)
Σχόλια:
Το έργο βασίζεται στο διήγημα του Λ, Χατζή
"Μαργαρίτα
Περδικάρη"
και
πρόκειται
για
την
αληθινή ιστορία της εξαδέλφης του συγγραφέα.
Μαργαρίτας Μολυβάδα.
1941-1944
1946-1948
:
Ιάκωβος Ψαρράς (Ιορδάνης), Μαργαρίτα
Λαμπρινού (Άστα), Μαίρη Ιγγλέση (Βούλα),
Τόνια Μάνεση (Μαρία), Άννυ Πασπάτη (Όλγα),
Ντίνος Δουλγεράκης (Ταχυδρόμος).
Ιάκωβος Ψαρράς (Ιορδάνης), Μαργαρίτα
Λαμπρινού (Άστα).
Θόδωρος Κατσαφάδος (Νέος), Νίκος Γαλανός
(Στράτος).
Ιάκωβος Ψαρράς (Ιορδάνης), Μαίρη Ιγγλέση (Βούλα), Θάνος
Καληώρας (Μπάμπης), Μπέττυ Βαλάση (Αννετώ), Τόνια
Μάνεση (Μαρία).
Γιάννης Λαμπρόπουλος (Β΄ Μηχανικός), Ιάκωβος Ψαρράς (Ιορδάνης), Τόνια
Μάνεση (Μαρία), Μαίρη Ιγγλέση (Βούλα), Νίκος Μπουσδούκος (Στέλιος), Μαργαρίτα
Λαμπρινού (Άστα), Μηνάς Χατζησάββας (Α΄ Μηχανικός).
1959-1964
Ιάκωβος Καμπανέλλης (1921-2011)
Ο Ι. Καμπανέλλης γεννήθηκε στη Νάξο στις 2 Δεκεμβρίου 1921 και είναι το
πέμπτο
από
τα
εννέα
παιδιά
του
Στέφανου
Καμπανέλλη,
εμπειρικού
φαρμακοποιού, και της Αικατερίνης Λάσκαρη. Ο πατέρας του καταγόταν από την
Χίο, ενώ η μητέρα του προερχόταν από παλιά αρχοντική οικογένεια της
Κωνσταντινούπολης.
Ήδη από μαθητής στο δημοτικό σχολείο ο μικρός Ιάκωβος διακρίνεται για
την κλίση του στη λογοτεχνία. Μετά τις δύο πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, όπου έχει
συμμαθητή τον Μανόλη Γλέζο, έντονα βιοποριστικά προβλήματα αναγκάζουν την
οικογένεια να μεταφερθεί στην Αθήνα. Εγκαθίστανται στο Μεταξουργείο. Όπως όλα
τα αδέρφια του, έτσι και ο ίδιος, την ημέρα εργάζεται και το βράδυ σπουδάζει
σχεδιαστής τεχνικού σχεδίου στη νυχτερινή Σιβιτανίδειο Σχολή.
Την ίδια εποχή, γνωρίζεται με συνομηλίκους του που έχουν κοινές
λογοτεχνικές ανησυχίες όπως οι: Τάσος Λειβαδίτης, Κώστας και Αλέξανδρος
Κοτζιάς, Δημ. Χριστοδούλου και Ρένος Αποστολίδης. Παράλληλα, εμπλουτίζει τις
γνώσεις του με αναγνώσεις βιβλίων, κυρίως λογοτεχνίας και ιστορίας, που του
αποκαλύπτουν την ανθρώπινη περιπέτεια αλλά και τα μυστικά της γραφής.
Με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, σχεδιάζει μαζί μ' ένα φίλο του
να καταφύγουν στη Μέση Ανατολή. Επειδή η απόπειρα τελικά αποτυγχάνει
αποφασίζουν να περάσουν στην Ελβετία μέσω Αυστρίας. Όταν όμως φτάνουν στην
Βιέννη, ο φίλος του αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα, ενώ ο Καμπανέλλης
συνεχίζει μόνος του. Συλλαμβάνεται στο Ίνσμπρουκ, μεταφέρεται στην Βιέννη για
ανάκριση και καταλήγει στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως και εξοντώσεως στο
Μαουτχάουζεν.
Εκεί θα παραμείνει ως τις 5 Μαΐου 1945, όταν το στρατόπεδο
απελευθερώθηκε από τον αμερικανικό στρατό. Οι συγκρατούμενοι του, χίλιοι εκατό
Έλληνες, τον εκλέγουν αντιπρόσωπο τους στη Διεθνή επιτροπή που φροντίζει για
την ανάρρωση και την επιστροφή τους στην Ελλάδα.
Στην Αθήνα, που έχει απελευθερωθεί από τον γερμανικό ζυγό αλλά
μαστίζεται από έντονες πολιτικές αναταραχές, μια παράσταση που βλέπει τυχαία
στο Θέατρο Τέχνης, τον μαγεύει και τον οδηγεί να στραφεί στο θέατρο.
Στερούμενος όμως των τυπικών προσόντων (απολυτήριο γυμνασίου), δεν μπορεί να
φοιτήσει ως ηθοποιός στις δραματικές σχολές και αφιερώνεται στη συγγραφή
θεατρικών έργων.
Πρώτο του έργο το: Άνθρωποι και ημέρες (1945), που παραμένει ανέκδοτο.
Με το Χορός πάνω στα στάχυα (1950), που ανεβαίνει από τον θίασο του Αδάμ.
Λεμού, εγκαινιάζει τη μακριά πορεία του στη νεοελληνική σκηνή. Ακολουθούν: Ο
κρυφός ήλιος, Ο μπαμπάς ο πόλεμος, Οδυσσέα γύρισε σπίτι, και τα μονόπρακτα: Η
οδός, Ο γορίλας και η ορτανσία κ. ά., που θα παιχτούν πολύ αργότερα.
Η γνωριμία του με την τότε νεοεμφανιζόμενη ηθοποιό, Μελίνα Μερκούρη,
του εμπνέει το θεατρικό Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια. Η πετυχημένη μεταφορά
του
στον
κινηματογράφο
από
τον
Μιχ.
Κακογιάννη,
ματαιώνει
την
προγραμματισμένη παράσταση. Η προβολή της ταινίας Στέλλα σε ξένα φεστιβάλ
κινηματογράφου επιβάλλει αμέσως τους συντελεστές της διεθνώς. Ακολουθεί η
συνεργασία του με τον Ν. Κούνδουρο στο σενάριο Ο δράκος (1955), που θεωρείται
ταινία - σταθμός στην ιστορία του νεοελληνικού κινηματογράφου και της
παγκόσμιας ταινιοθήκης.
Η αναγνώριση ως θεατρικού συγγραφέα έρχεται με το έργο Έβδομη μέρα της
Δημιουργίας (1956), που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Κ. Μιχαηλίδη στο Εθνικό Θέατρο
και αγκαλιάζεται από κοινό και κριτικούς.
Το μονόπρακτο Αυτός και το πανταλόνι του (1957), που παίχτηκε με τρία
άλλα, ξένων συγγραφέων σ' ένα ρεσιτάλ υποκριτικής του Β. Διαμαντόπουλου,
καταδεικνύει ότι υπάρχουν νεοέλληνες θεατρικοί συγγραφείς ισότιμοι των ξένων.
Η αυλή των θαυμάτων (1957), που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Κ. Κουν στο
Θέατρο Τέχνης, με σκηνικά Γ. Τσαρούχη και μουσική Μ. Χατζιδάκι, μετά τη θερμή
υποδοχή του από το κοινό, θεωρείται καλλιτεχνικό γεγονός και καθιερώνει τον
Καμπανέλλη ως αναμορφωτή της νεοελληνικής δραματουργίας. Η απήχηση της
παράστασης οδηγεί στην ανανέωση της συνεργασίας του με τον Κουν και την
επόμενη σεζόν.
Το έργο Η ηλικία της νύχτας (1959) ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Κ. Κουν στο
Θέατρο Τέχνης, χωρίς όμως την αναμενόμενη ανταπόκριση από το κοινό. Με την
παράσταση Παραμύθι χωρίς όνομα (1959), βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Π.
Δέλτα, που ο Καμπανέλλης γνώριζε από παιδί, πειραματίζεται σε νέους τρόπους
έκφρασης. Η σκηνική αυτή αλληγορία, που ανεβαίνει από το θίασο του Β.
Διαμαντόπουλου και της Μαρ. Αλκαίου, παρά τους εξαιρετικούς συντελεστές της
και τη συμβολή του Μ. Χατζιδάκι στη μουσική, δε γίνεται δεκτή και σύντομα
κατεβαίνει.
Ωστόσο, τα έργα Η αυλή των θαυμάτων και Παραμύθι χωρίς όνομα, θα
αναδειχθούν στη συνέχεια στα δύο πιο αγαπητά και πολυπαιγμένα θεατρικά του.
Η αντιμετώπιση αυτών των έργων και το έντονο ασταθές πολιτικό κλίμα της
ταραγμένης δεκαετίας του '60, προβληματίζει τον Καμπανέλλη που βρίσκεται σε
μια κρίσιμη περίοδο καμπής και αναθεωρήσεων των εκφραστικών του μέσων.
Αποφασίζει να επισκεφθεί το Λονδίνο, όπου θα μείνει εκεί (1960 - 1963) για να
ενημερωθεί για τις νέες καλλιτεχνικές και θεατρικές τάσεις. Καρπός αυτής της
εμπειρίας είναι το έργο Η γειτονιά των αγγέλων (1963), που ανεβαίνει μόλις έρχεται
στην Ελλάδα από το θίασο Τζ. Καρέζη, με μουσική Μ. Θεοδωράκη, παρουσιάζοντας
ένα νέο σκηνικό λόγο εν είδει λαϊκής όπερας.
Η εμπειρία του στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως που τον
απασχολούσε πολλά χρόνια πριν, αποτυπώνεται στο χρονικό του, Μαουτχάονζεν.
Μια μαρτυρία που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θεμέλιο (1961), γίνεται αμέσως
εκδοτική επιτυχία και με τις συνεχείς επανεκδόσεις μέχρι σήμερα, αναδεικνύεται
ως επίτευγμα της αντιπολεμικής λογοτεχνίας. Η απήχηση του βιβλίου παρακινεί τον
Καμπανέλλη να γράψει, ανταποκρινόμενος σε πρόσκληση του Μ. Θεοδωράκη, τους
στίχους των 4 τραγουδιών του ομώνυμου κύκλου, που ο συνθέτης παρουσιάζει στη
συνέχεια με μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Η επιβολή της δικτατορίας στις 21 Απριλίου 1967, αναστέλλει την
καλλιτεχνική δραστηριότητα της χώρας, και, όπως όλοι οι συγγραφείς, αποφασίζει
και ο Καμπανέλλης να σιωπήσει. Διακόπτει τη σιωπή του με το έργο Αποικία των
τιμωρημένων (1972), μια διασκευή σε θέατρο του διηγήματος του Κάφκα, που
ανεβαίνει στην Πειραματική Σκηνή της Πόλης της Μαρ. Ριάλδη, και τις
επιθεωρήσεις: Το μεγάλο μας τσίρκο (1973), που ανεβάζει ο θίασος Καρέζη Καζάκος, με μουσική Στ. Ξαρχάκου και εξελίσσεται σε αντιδικτατορική εκδήλωση. Το
κουκί και το ρεβύθι (1974) και Ο εχθρός λαός (1975), που ανέβηκαν από τον ίδιο
θίασο και ανήγαγαν τον Καμπανέλλη σε σύμβολο αντίστασης κάθε μορφής
φασισμού.
Με το έργο Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα (1976), που διαρθρώνεται σε
τέσσερα μονόπρακτα: «Ο πιστός άνθρωπος», «Ο πανηγυρικός», «Ο άνθρωπος και
το κάδρο» και «Η γυναίκα και το Λάθος», που ανέβηκαν σε σκηνοθεσία Κ. Κουν, ο
Καμπανέλλης τελειοποιεί τη γραφή και το ύφος που είχε εγκαινιάσει με το
μονόπρακτο Αυτός και το πανταλόνι του.
Το 1978 ξεκινά η έκδοση των Απάντων του με τον τίτλο θέατρο, που
κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος. Στη σειρά αυτή έχουν εκδοθεί οι 8 πρώτοι
τόμοι (Α - Η) με δική του επιμέλεια, όπου το κείμενο συνοδεύουν φωτογραφικό
υλικό και μικρό ανθολόγιο κριτικών των πρώτων παραστάσεων τους. Ο Κ. Κουν
ανεβάζει Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού (1978) που παίζεται με επιτυχία στο
Θέατρο Τέχνης. Το δρόμο προς τη σκηνή παίρνει και το έργο του Ο μπαμπάς ο
πόλεμος, έργο του 1952, που παίζεται σε σκηνοθεσία Γ. Λαζάνη στο Θέατρο Τέχνης
το 1980.
Το 1981 του ανατίθεται η Διεύθυνση Ραδιοφωνίας της ΕΡΤ, όπου θα
παραμείνει μέχρι το 1987, γεγονός που θα αναστείλει τις δραστηριότητες του στο
θέατρο. Το 1987 μετατίθεται στην αντιπροεδρία της ΕΡΤ, θέση από την οποία
αποχωρεί τον επόμενο χρόνο. Μετά από 8 χρόνια απουσίας ο Καμπανέλλης
επιχειρεί δυναμική επιστροφή στη σκηνή με το έργο Ο Αόρατος θίασος (1989), που
παίζεται σε σκηνοθεσία Γ. Μιχαηλίδη στο Εθνικό Θέατρο.
Ο προβληματισμός του για τις σύγχρονες σχέσεις στη φθίνουσα μικροαστική
κοινωνία της εποχής και οι προκλήσεις τυχοδιωκτισμού και διαφθοράς,
εκφράζονται στο έργο Ο δρόμος περνά από μέσα (1991), που ανεβαίνει στο
Πειραματικό Θέατρο της Πόλης της Μαρ. Ριάλδη σε δική του σκηνοθεσία. Η
σύγκρουση του ατόμου με την πραγματικότητα εντοπίζονται στα μονόπρακτα Ο
Επικήδειος (1972) και Ο Πανηγυρικός (1972), που αν και γραμμένα παλαιότερα,
τώρα αρχίζουν να ερμηνεύονται στη σκηνή. Με την τριλογία Ο Δείπνος (Γράμμα
στον Ορέστη, Ο δείπνος, Πάροδος Θηβών) (1993), που ανεβαίνει σε δική του
σκηνοθεσία στο Εθνικό Θέατρο, συνομιλεί με έλληνες και ξένους συγγραφείς του
παγκόσμιου θεάτρου που έγραψαν έργα βασισμένα σε θέματα και μορφές της
αρχαίας τραγωδίας. Διανοίγει από δω έναν νέο κύκλο έργων του, πειραματικού
χαρακτήρα, που αποκαλεί «σπουδές και απόπειρες».
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το έργο Στη Χώρα Ιψεν, όπου ο
Καμπανέλλης δίνει μια νέα ερμηνεία του έργου του Ίψεν Βρυκόλακες και έχει θερμή
υποδοχή στο Διεθνές Φεστιβάλ Ίψεν στο Όσλο.
Τα επόμενα έργα: Η τελευταία πράξη, Μια συνάντηση κάπου αλλού, Μια
Κωμωδία, Οι δύσκολες νύχτες του κυρίου Θωμά, διευρύνουν και συμπληρώνουν τη
θεατρική του προσφορά. Είναι μια ενδελεχής μελέτη ηρώων, συνομηλίκων του
συγγραφέα, με ανησυχίες και αγωνίες για τη φθορά του σώματος, συνδεδεμένες με
υπαρξιακά ερωτήματα.
Ο Καμπανέλλης, εκτός από θεατρικός συγγραφέας, πεζογράφος και
δοκιμιογράφος, υπήρξε και στιχουργός. Έγραψε τραγούδια, που η μελοποίηση τους
με τη μουσική των Μ. Χατζιδάκι, Μ. Θεοδωράκη, Στ. Ξαρχάκου, συνέβαλαν στην
εξέλιξη του νεοελληνικού τραγουδιού, έγιναν επιτυχίες και τραγουδιούνται μέχρι
σήμερα.
Εξίσου γόνιμη ήταν και η συμβολή του στον νεοελληνικό κινηματογράφο ως
σεναριογράφου (Ν. Κούνδουρου Ο δράκος (1956), Γρ. Γρηγορίου Η αρπαγή της
Περσεφόνης (1956)) αλλά ενίοτε και ως σκηνοθέτη σε δικές του ταινίες όπως Το
κανόνι και τ' αηδόνι (1968)
Μεγάλο μέρος της δραστηριότητας του αφιέρωσε επίσης στο Ραδιόφωνο με
πλήθος εκπομπών ως συγγραφέας και παραγωγός με πρωτότυπα θέματα ή
διασκευές λογοτεχνικών - θεατρικών έργων.
Ως αρθρογράφος, δοκιμιογράφος και αφηγητής, συνεργάστηκε με τις
εφημερίδες «Ελευθερία» (1963-1965), «Ανένδοτος» (1965-1966) και «Τα Νέα»
(1975).
Το 1999 συνέβαλε στην κίνηση αποκέντρωσης της καλλιτεχνικής αγωγής,
υποστηρίζοντας την ιδέα του Δημ. Παπαγιάννη και του Λ. Μίχου, Δημάρχου Δήμου
Αγίας Βαρβάρας, για την ίδρυση της πρώτης Δημοτικής Ανώτερης Σχολής
Δραματικής Τέχνης.
Από το 2003 έως το 2007 διετέλεσε Πρόεδρος της Βουλής των Εφήβων,
διαδεχόμενος τον Αντ. Σαμαράκη.
Για την όλη προσφορά του ως συγγραφέα αλλά και ως ευαισθητοποιημένου
πολίτη, τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις και αναγορεύθηκε επίτιμος δημότης πολλών
πόλεων. Εκλέχτηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου
Κύπρου (1966), της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ (1999) και του
τμήματος Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
(1999). Εξελέγη παμψηφεί και αναγορεύθηκε Ακαδημαϊκός (1999), εγκαινιάζοντας
την έδρα του Θεάτρου στην Ακαδημία Αθηνών. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του
απένειμε το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του τάγματος του Φοίνικα. Πέθανε
στα 29 Μαρτίου 2011, λίγο μετά την εκδημία της γυναίκας του.
Ο Καμπανέλλης συνετέλεσε ώστε το νεοελληνικό θέατρο να βγει από την
απομόνωση που βρισκόταν και το οδήγησε από την ηθογραφία και την
επιθεώρηση, στον κοινωνικό ρεαλισμό, στον ποιητικό συμβολισμό, στη σάτιρα και
στην αφαίρεση. Θεωρείται ο πατριάρχης του νεοελληνικού θεάτρου και ο κύριος
εκφραστής των καταστάσεων που βιώνει η κοινωνία μας το τελευταίο ήμισυ του
20ου αιώνα. Συνοδοιπόροι του είναι οι: Α. Αναγνωστάκη, Δημ. Κεχαίδης. Γ.
Σκούρτης, Μ. Ευθυμιάδης, Μ. Ποντίκας, Γ. Διαλεγμένος, Α. Πάνου, Β.
Κατσικονούρης κ.ά.
Τα θεατρικά του έργα, που υπερβαίνουν τα 30, διδάχτηκαν και διδάσκονται
από όλους σχεδόν τους νεοέλληνες σκηνοθέτες και έχουν παιχτεί από τις κρατικές
σκηνές (Εθνικό Θέατρο, ΚΘΒΕ και διάφορα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.) της Ελλάδας, της Κύπρου
(Θ.Ο.Κ.), καθώς και από ιδιωτικούς θιάσους. Τα κείμενα του έχουν μεταφραστεί και
παιχτεί στις ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Αυστρία, Ουγγαρία,
Πολωνία, Σουηδία, Ρουμανία. Βουλγαρία, Νορβηγία, Λιθουανία, Τουρκία, Ισραήλ,
Αυστραλία και Κίνα.
Η αυλή των θαυμάτων
Δεκαετία του ’50.
Σε μια αυλή του Βύρωνα συνυπάρχουν οι ψυχές και οι ιστορίες των
ανθρώπων που κατοικούν εκεί και συνθέτουν ένα χαρακτηριστικό ψηφιδωτό της
λαϊκής κοινωνίας της εποχής. Με διαφορετικές καταβολές αλλά συνδετικό στοιχείο
την αγωνία για επιβίωση και καλύτερη ζωή, τα πρόσωπα εκφράζουν και ζουν τις
χαρές και τις λύπες τους, τα όνειρα και τις απογοητεύσεις τους.
Αυτή η υποχρεωτική συμβίωση γεννά όλες τις προβληματικές μορφές μιας
μικροκοινωνίας, όπου ο καθένας μοιράζεται, θέλοντας και μη, τον προσωπικό του
χώρο και κόσμο. Την ίδια στιγμή όμως διατηρεί ζωντανή την επικοινωνία, την
αλληλεγγύη και την ανθρωπιά, στοιχεία που πρόκειται πολύ σύντομα να
ισοπεδωθούν με τη βίαιη άφιξη του καινούριου αστικού κόσμου της αντιπαροχής
και της πολυκατοικίας.
Στο σημαντικότερο έργο της μεταπολεμικής ελληνικής δραματουργίας, ο
Ιάκωβος Καμπανέλλης κατορθώνει να ξεπεράσει το σκόπελο της ηθογραφίας και να
διεισδύσει βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή. Με το συγγραφικό του ένστικτο
καταγράφει μοναδικά τα στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα της πατρίδας και τις
πτυχές του ελληνικού χαρακτήρα, ενώ παράλληλα, με το εμβληματικό σύμβολο της
αυλής, πετυχαίνει να αναδείξει τη δύναμη και τα χαρακτηριστικά μιας συλλογικής
εμπειρίας που, αν και κλονίστηκε από το σύγχρονο τρόπο ζωής, παραμένει ένα
θεμελιακό στοιχείο της ελληνικής κοινωνίας.
Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ (1957)
ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ
Σκηνοθεσία: Κάρολος Κουν
Σκηνικά - Κουστούμια: Γιάννης Τσαρούχης
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Το παραμύθι χωρίς όνομα
Πρώτη Παρουσίαση: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών - Κεντρική Σκηνή,
25/03/1979
Το 'Παραμύθι χωρίς όνομα', ένα από τα πιο αγαπητά έργα του Ιάκωβου
Καμπανέλλη, είναι βασισμένο στο ομώνυμο αφήγημα της Πηνελόπης Δέλτα. Ο
μύθος του αποτελεί αλληγορία για την Ελλάδα, η οποία βρίσκεται καθημαγμένη
από τα διάφορα πολιτικά και κοινωνικά δεινά και δίνει την ευκαιρία στον
συγγραφέα να προσεγγίσει την νεοελληνική πραγματικότητα και τα προβλήματά
της. Έτσι, μέσα από την επιστράτευση για πόλεμο που ετοιμάζει η χώρα, σατιρίζει
το πώς διοικείται ο τόπος και τον τρόπο που αντιδρά ο λαός. Στόχος του είναι να
μιλήσει για το ψεύδος της εποχής, που κάτω από μεγάλες λέξεις, τις οποίες
ονομάζει ιδανικά, κρύβεται η παρακμή της κάθε εποχής.
Περίληψη της πλοκής
Τα γεγονότα της ιστορίας συμβαίνουν σε μια φανταστική χώρα, που
ονομάζεται «Χώρα των Μοιρολάτρων» (ο τόνος σκόπιμα στο «-λά-»). Βασιλιάς της
χώρας αυτής είναι ο Αστόχαστος (ή «Ασυλλόγιστος» στις πρώτες εκδόσεις του
έργου) και βασίλισσα η Παλάβω. Ο γιος τους ονομάζεται Συνετός και οι κόρες τους
Ζήλιω, Πικρόχολη και Ειρηνούλα. Η ιστορία αρχίζει όταν ο Αστόχαστος έχει
οδηγήσει τη χώρα του στην απόλυτη κατάρρευση, στην οικονομική χρεοκοπία και
στην αδυναμία επιβιώσεως, ενώ οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να εγκαταλείπουν τον
τόπο τους. Σε τέτοιο σημείο έχει φθάσει η κατάπτωση του κράτους, ώστε το
εγκαταλείπει και ο ίδιος ο πρωθυπουργός παίρνοντας μαζί του ό,τι είχε απομείνει
στο δημόσιο ταμείο. Το κράτος επιβιώνει μόνο χάρη στην οικονομική βοήθεια από
τα γειτονικά βασίλεια, όπου βασιλεύουν ο «Εξάδελφος Βασιλιάς» και ο «Θείος
Βασιλιάς». Μέχρι που μία ημέρα, αντί για την επόμενη «δόση» της οικονομικής
βοήθειας φθάνει ένα καλάθι που περιέχει μία γαϊδουροκεφαλή...
Αυτά όλα προκαλούν τη θλίψη αλλά και την αγανάκτηση του Βασιλόπουλου,
του Συνετού, που αποφασίζει να πάρει τη μικρότερη αδελφή του και να ξενιτευτεί.
Το αποτρέπει όμως η κυρά-Φρόνηση, την οποία συναντά τυχαία, και η οποία τον
πείθει να μείνει, να γνωρίσει από κοντά τον λαό του και να αγωνισθεί για την
αναδιοργάνωση του κράτους. Αυτό και γίνεται, η προσπάθεια όμως για
αναδιοργάνωση φέρνει τον Συνετό σε σύγκρουση με τους αξιωματούχους και όσους
άλλους εκμεταλλεύονταν το «μπάχαλο» που είχε προκαλέσει η διοίκηση του
πατέρα του για το προσωπικό τους συμφέρον. Ο Δικαστής, που ανήκει σε αυτή την
κατηγορία, φεύγει από τη χώρα και πείθει τον Θείο Βασιλιά να εκστρατεύσει
εναντίον της χώρας του Αστόχαστου με τη βεβαιότητα ότι θα την κατακτήσει μέσα
σε ελάχιστο χρόνο. Ο Συνετός ωστόσο κατορθώνει να εμπνεύσει πίστη και
εμπιστοσύνη στον λαό του, ο οποίος εξεγείρεται σαν ένας άνθρωπος και,
πολεμώντας με θάρρος και ενθουσιασμό, κατατροπώνει τον εισβολέα. Αμέσως
μετά αρχίζει η αναδιοργάνωση του κράτους με την επιμέλεια της κυρά-Φρόνησης.
Αναγνωρίζοντας ο Αστόχαστος τα όσα πέτυχε ο γιος του, υποχρεώνεται να
τον ανακηρύξει βασιλιά της Χώρας των Μοιρολάτρων.
‘’Το μεγάλο μας τσίρκο 1973’’

Το Μεγάλο μας Τσίρκο, το εμβληματικό αυτό έργο
του Ιάκωβου Καμπανέλλη, αποτελεί σταθμό όχι
μόνο για το νεοελληνικό θέατρο, αλλά και για τη
σύγχρονη κοινωνική και πολιτική ελληνική ιστορία.
Μέσα από τραγούδια και σατιρικά και δραματικά
επεισόδια, το έργο διατρέχει όλες τις σημαντικές
στιγμές της ελληνική ιστορίας: η Τουρκοκρατία, η
επανάσταση του 1821, η βασιλεία του Όθωνα, η
Μικρασιατική καταστροφή, ο πόλεμος του 1940
είναι ορισμένοι μόνο από τους βασικούς σταθμούς
της πορείας που περιγράφονται σ’ αυτό το έργοντοκουμέντο, που παραμένει αναλλοίωτο στον
χρόνο και επίκαιρο στις μέρες μας όσο ποτέ.
Aνέβηκε
για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1973
στο θέατρο Αθήναιον. Ο Σταύρος Ξαρχάκος έγραψε
τη μουσική της παράστασης και ο Ευγένιος
Σπαθάρης επιμελήθηκε τα σκηνικά. Πρωταγωνιστές
της παράστασης η Τζένη Καρέζη, ο Κώστας
Καζάκος, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο
Χρήστος Καλαβρούζος και ο Τίμος Περλέγκας.
Ερμηνευτής των τραγουδιών ο Νίκος Ξυλούρης. Η
μαζική προσέλευση και η μεγάλη ανταπόκριση του
κοινού στο πρώτο ανέβασμα του έργου ενόχλησε
το δικτατορικό καθεστώς, που επέβαλε τη διακοπή
των παραστάσεων. Μετά την πτώση της
δικτατορίας η παράσταση ανέβηκε εκ νέου στο
Θέατρο Ακροπόλ.
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΣ ΤΣΙΡΚΟ - ΧΟΥΝΤΑ


Το πραξικόπημα της Χούντας των συνταγματαρχών
έχει αποδείξει περίτρανα πως ο ελληνικός Λαός
μπορεί να αντισταθεί με όλα τα μέσα. Οι άνθρωποι
των γραμμάτων, του θεάτρου, η νεολαία και η
εργατιά ανέπτυξαν μια ποικιλόμορφη αντίσταση
στους εντολοδόχους των Αμερικανών.
Πέραν από το πολυτεχνείο, που υπήρξε η
κορύφωση του αγώνα του ελληνικού Λαού, τα
ποιήματα, τα θεατρικά, τα τραγούδια και τα
συνθήματα εμπνέουν μέχρι σήμερα τους νέους,
μικρούς και μεγάλους, αγώνες.
Το 1973 και ενώ η Χούντα έδειχνε ακόμα
πανίσχυρη ο Κώστας Καζάκος και η Τζένη Καρέζη
ανεβάζουν στο θέατρο «ΑΘΗΝΑΙΟΝ» τη θεατρική
παράσταση «Το Μεγάλο Μας Τσίρκο».
Το έργο μέσα από τις κωμικοτραγικές του ιστορίες
στόχο είχε την αφύπνιση του ελληνικού λαού
ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς που του είχε
επιβληθεί. Οι παραστάσεις ήταν όλο ένα και
μαζικότερες. Σύντομα η λογοκρισία της Χούντας
έβαλε στο στόχαστρο της το έργο «Το Μεγάλο Μας
Τσίρκο». Η επιτροπή λογοκρισίας μάταια
προσπαθούσε να βρει στοιχεία. Τα κείμενα όμως
ήταν αλληγορικά γραμμένα και οι «σπόνδυλοι»
δίνονταν στη επιτροπή ανακατεμένοι.
Η παράσταση είχε μεγάλη απήχηση στο αθηναϊκό
κοινό και λόγω της μεγάλης προσέλευσης (περίπου
400
χιλίαδες
εισιτήρια)
οι
παραστάσεις
χαρακτηρίστηκαν εκ των υστέρων οι μαζικότερες
πολιτικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας μέχρι το
Πολυτεχνείο. Η Χούντα σύντομα κατάλαβε ότι
ενέκρινε ένα αντιστασιακό έργο και έβαλε στο
στόχαστρο και πάλι την παράσταση. Συνέλαβαν την
Τζένη Καρέζη και την άφησαν στην απομόνωση για
ένα μήνα
. Τον Νοέμβριο του 1973 όταν αποφυλακίστηκε
η Καρέζη επέστρεψε στο θέατρο αποφασισμένη
και συνέχισε την ίδια ακριβώς παράσταση που
έμεινε στην ιστορία. Από «Το Μεγάλο Μας
Τσίρκο» οι φοιτητές υιοθέτησαν συνθήματα που
ακούγονταν στην παράσταση όπως «ΨΩΜΙ
ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «ΦΩΝΗ ΛΑΟΥ ΟΡΓΗ
ΘΕΟΥ» τα οποία ακούστηκαν στην εξέγερση του
Πολυτεχνείου. Οι Καρέζη, Καζάκος, και
Ξυλούρης συμμετείχαν στην εξέγερση.
‘’Το μεγάλο μας τσίρκο 2012’’

Μετά το ιστορικό ανέβασμα του '73, η εμβληματική παράσταση του Ιάκωβου
Καμπανέλλη ανεβαίνει ξανά σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου πιο επίκαιρη από ποτέ!
Επιμέλεια παρουσίασης:
Μουστάκης Κωνσταντίνος
Μπιάζη Ευγενία
Μπενάκης Νίκος
Μπουρέλης Αυγουστίνος
Μπόης Γιάννης
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μαυρομούστακοs,Π. (2005).Το θέατρο στην Ελλάδα 1940-2000
ΜΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ
ΑΘΗΝΑ : ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
ΓΡΑΜΜΑΤΑΣ,Θ. (1997).ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑ.ΑΘΗΝΑ.
ΚΛΕΙΔΩΝΑΡΗ,Μ. (1999).ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΘΕΑΤΡΟΛΟΓΙΑΣ Α Ενιαίου Λυκείου.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ
Αρχείο του Εθνικού Θεάτρου: http://www.nt-archive.gr/
Αρχείο Παραστάσεων του ΚΘΒΕ: http://www.ntng.gr/
Συλλογέs του Κέντρου Μελέτηs και Ερευναs του Ελληνικού Θεάτρου (Μουσείο
Θεάτρου):
http://www.theatremuseum.gr/
Ψηφιακό Αρχείο τηs ΕΡΤ: http://www.ert-archives.gr/
Θεατρική Βιβλιοθήκη Ραδιοφώνου τηs ΕΡΤ :
http://www.ert-archives.gr/V3/public/d--index-archive-theatre.aspx
Ψηφιοποιημένεs συλλογέs Ε.Λ.Ι.Α (Προγράμματα,Αφίσεs,Παρτιτούρεs:
http://eliaserver.elia.org.gr/elia/site/content.php
Πανελλήνιο Δίκτυο για το Θέατρο στην Εκπαίδευση:
http://www.theatroedu.gr/