ΕΧΟΤΙC NOTES - Τμήμα Κτηνιατρικής

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Κτηνιατρική Σχολή Κτηνιατρική Εξωτικών & Άγριων Ζώων
Πανεπιστημιακές Παραδόσεις
Αναστασία Θ. Κομνηνού
Επίκουρη Καθηγήτρια
Κλινική Ζώων Συντροφιάς Κτηνιατρικής Σχολής, Α.Π.Θ.
1
I
Περιεχόμενα
I.ΕΡΠΕΤΑ
Σελ 2
Εισαγωγή
σελ 2
Στοιχεία ανατομίας, φυσιολογίας, διαχείρισης και διατροφής σελ 2
Συγκράτηση
σελ. 11
Βασικές αρχές κλινικής εξέτασης
σελ 13
Αιμοληψία-Λήψη παθολογικών υλικών
σελ 15
Απεικονιστική εξέταση
σελ 17
Θεραπευτικοί χειρισμοί
σελ 18
Αναισθησία
σελ 21.
Σαύρες σελ 23
Φίδια
σελ 40
Χελώνες
σελ 53
II. ΘΗΛΑΣΤΙΚΑ
Α. ΤΡΩΚΤΙΚΑ
σελ 66
1. Μικρά τρωκτικά
σελ 66
Κρικητός
σελ 66
Σκίουρος
σελ 82
2. Ινδικό Χοιρίδιο
σελ 88
Β. ΠΡΩΤΕΥΟΝΤΑ
σελ 101
III.ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ
σελ 119
BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
σελ 120
2
Ι. ΕΡΠΕΤΑ
Εισαγωγή
Κατά τη διάρκεια της Μεσοζωικής Περιόδου την «Εποχή των Ερπετών» κυριαρχούσαν 17 τάξεις ερπετών. Κατά την Ιουρασική Εποχή (208-146 εκατομ.
χρόνια) και Κρητιδική Εποχή (146-65 εκατομ. χρόνια) ζούσαν γιγάντιοι δεινόσαυροι (10-24 m) και άλλα μικρότερα ερπετά που επικρατούσαν στην ξηρά, στο νερό και στον αέρα. Οι δεινόσαυροι εξαφανίστηκαν στο τέλος της Κρητιδικής Εποχής και επέζησαν μόνο οι πιο προσαρμοσμένες μορφές από τις οποίες προήλθαν οι
εξελικτικοί απόγονοι τους, τα σημερινά ερπετά. Κατά τη διάρκεια της εξέλιξης απέκτησαν ποικίλα χαρακτηριστικά και ιδιότητες ανάλογα με το περιβάλλον διαβίωσής τους (χερσαία, υδρόβια, ημι-υδρόβια).
Στα ερπετά ανήκουν οι Τάξεις Squamata/Φολιδωτά (σαύρες, φίδια), Crocodylia
/Κροκοδείλια (αλιγάτορες, κροκόδειλοι, κάιμαν), Chelonia/Χελώνια (χελώνες χερσαίες, υδρόβιες γλυκού και θαλάσσιου νερού) και Rhynchocephalia/ Ρυγχοκέφαλα
(τουατάρα).
1. Στοιχεία ανατομίας, φυσιολογίας, διαχείρισης και διατροφής.
Εικόνα 1.Δέρμα σαλαμάνδρας, σαύρας και φιδιού
(O’Shea & Halliday, Reptiles and Amphibians, 2001).
Το δέρμα των ερπετών είναι σκληρό και δεν φέρει γενικά αδένες (υπάρχουν μόνο μοσχοφόροι αδένες). Είναι σκεπασμένο με επιδερμικά λέπια, τις φολίδες,
που καλύπτουν η κάθε μία μέρος της επόμενης (εικ. 1) και εκδύονται περιοδικά. Στα φίδια και τις σαύρες εκδύεται περιοδικά ολόκληρο το δέρμα ή τμήμα του. Αντίθετα οι φολίδες των χελωνών δεν εκδύονται (όπως και των κροκοδείλων), αλλά καλύπτουν τις οστέινες πλάκες του κελύφους (χέλυο και πλάστρον).
3
Ο σκελετός αποτελείται από ποικίλο αριθμό σπονδύλων οι οποίοι είναι σαφώς διαφοροποιημένοι (εικ.2) σε κάποια είδη ερπετών (σαύρες και κροκόδειλοι) ενώ στα είδη που δεν έχουν άκρα (φίδια και μερικές σαύρες) δεν είναι διαφοροποιημένοι.
Εικόνα 2. Σκελετός σαύρας
Το πεπτικό σύστημα είναι καλά ανεπτυγμένο. Τα φίδια και οι σαύρες έχουν εύθραυστα και καλά σχηματισμένα δόντια, ενώ οι χελώνες αντί για δόντια έχουν ένα κεράτινο και καλά ανεπτυγμένο ράμφος όμοιο με αυτό των πτηνών. Η άνω και κάτω γνάθος είναι ιδιαίτερα κινητές στα φίδια και ακίνητες στις χελώνες. Η γλώσσα έχει διάφορα σχήματα και κινητικότητα ανάλογα με τις ανάγκες της διατροφής του κάθε είδους. Ο οισοφάγος είναι ιδιαίτερα μυώδης και το στομάχι καλά ανεπτυγμένο. Σε μερικά είδη υπάρχει πρόλοβος (κροκόδειλος). Επιπλέον υπάρχει πάγκρεας, χοληδόχος κύστη, λεπτό και παχύ έντερο. Η κλοάκη αποτελεί την κοινή κοιλότητα κατάληξης του γαστρεντερικού (κόλον), ουροποιητικού (ουρητήρες) και γεννητικού (ωαγωγού) συστήματος και φέρει κοπροδαίο και ουροδαίο. Η μάσηση είναι ελάχιστη και η τροφή στα περισσότερα ερπετά καταπίνεται αμέσως. Η πρωτεολυτική δράση του σιέλου και του δηλητηρίου που παράγεται από τους τροποποιημένους σιελογόνους αδένες βοηθάει στη λειτουργία της πέψης.
Η καρδιά σε όλα τα είδη των ερπετών πλην των κροκοδείλων, φέρει δύο κόλπους και μία κοιλία η οποία δεν έχει ολοκληρωμένο διάφραγμα αλλά χωρίζεται με ένα σύστημα διαφραγμάτων σε τρεις επιμέρους θαλάμους (αρτηριακό, πνευμονικό, φλεβικό). Έτσι το οξυγονωμένο και μη οξυγονωμένο αίμα στα είδη αυτά δεν αναμιγνύεται. Αυτό γίνεται μόνο όταν η πνευμονική πίεση ανέρχεται π.χ. κατά την κατάδυση των υδρόβιων χελωνών για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Στους κροκόδειλους υπάρχει σαφής διαχωρισμός 2 κοιλιών (δύο θάλαμοι), από ένα τέλεια διαμορφωμένο διάφραγμα, οι οποίες επικοινωνούν μεταξύ τους με το τρήμα του
Panizza. Παρόλα αυτά η ανάμειξη του αίματος είναι ελάχιστη. Ο καρδιακή συχνότητα δεν είναι σταθερή και επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες όπως θερμοκρασία, πέψη, κ.α.
4
Εικόνα 3. Ανατομία ♀ σαύρας (Ultimate Visual Dictionary 1994).
Το αναπνευστικό σύστημα αποτελείται από φάρυγγα, λάρυγγα, γλωττίδα, τραχεία, βρόγχους και πνεύμονες. Η δομή των πνευμόνων εξελικτικά είναι ενδιάμεση μεταξύ των αμφιβίων και θηλαστικών. Σε μερικές σαύρες συναντώνται και αεροφόροι σάκοι όπως στα πτηνά. Οι κροκόδειλοι έχουν πιο ανεπτυγμένη δομή πνευμόνων, ενώ σε μερικά φίδια ή σαύρες είναι περιορισμένος ή λείπει εντελώς ο ένας πνεύμονας (ο
δεξιός είναι λειτουργικός και ο αριστερός είναι αεροφόρος σάκος που λειτουργεί σαν αποθήκη αέρα). Υπάρχει ένα ατελές μη λειτουργικό διάφραγμα. Όλα τα ερπετά αναπνέουν με πνεύμονες. Η αναπνοή είναι ενεργητική και επιτυγχάνεται με την έκπτυξη του θωρακικού τοιχώματος από τους μεσοπλεύριους μυς, με την κίνηση των πρόσθιων άκρων και τη σύσπαση των λείων μυικών ινών των πνευμόνων. Μερικά ερπετά, όπως οι υδρόβιες χελώνες (Trionychidae) και μερικά είδη υδρόβιων φιδιών αναπνέουν και με τον φάρυγγα ή το δέρμα (φαρυγγικοεπιδερμική αναπνοή). Σε μερικές χερσαίες ή υδρόβιες χελώνες γίνεται και ανταλλαγή αερίων μέσα από μια βοηθητική κύστη της κλοάκης (κλοακική αναπνοή) ή η αναπνοή είναι ακόμη και αναερόβια. Το ουροποιητικό σύστημα αποτελείται από δύο νεφρούς και δύο ουρητήρες, οι οποίοι εκβάλλουν στην κλοάκη. Μερικά είδη ερπετών (εκτός από τα φίδια, τους κροκόδειλους και μερικές σαύρες) έχουν και ουροδόχο κύστη στο ενήλικο στάδιο. Τα περισσότερα υδρόβια ερπετά απεκκρίνουν με το ούρο τους αμμωνία, ουρία και ουρικό οξύ. Τα χερσαία ερπετά απεκκρίνουν κυρίως ουρικό οξύ. Οι θαλάσσιες
χελώνες απεκκρίνουν σχεδόν αποκλειστικά αμμωνία ή ουρία, ενώ οι ημι-υδρόβιες χελώνες αμμωνία, ουρία και ουρικό οξύ. Οι κροκόδειλοι απεκκρίνουν αμμωνία και ουρία. Το ούρο δεν αποτελεί δείκτη λειτουργίας του νεφρού, όπως συμβαίνει στα θηλαστικά. Τα ερπετά διαθέτουν ένα νεφρικό πυλαίο σύστημα, το οποίο επιτρέπει 5
στο αίμα που προέρχεται από την περιφέρεια (οπίσθια άκρα) να διέρχεται απευθείας από τους νεφρούς μέσω αναστόμωσης.
Εικόνα 4. Ανατομία φιδιού ( Manual of Reptiles, BSAVA 1992).
Το νευρικό σύστημα αποτελείται από τον εγκέφαλο (ημισφαίρια), τους οπτικούς λοβούς, την παρεγκεφαλίδα και τον νωτιαίο σωλήνα ο οποίος είναι διαφορετικός από αυτόν των θηλαστικών και επεκτείνεται μέχρι την ουρά. Ο νωτιαίος σωλήνας διαθέτει μεγάλο βαθμό αυτονομίας από τον εγκέφαλο, διατηρώντας ανεξάρτητα τα κέντρα της κίνησης.
Οι οφθαλμοί καλύπτονται από κινητά ή ακίνητα βλέφαρα (φίδια και μερικά είδη σαυρών). Μερικά είδη έχουν και νηκτική μεμβράνη. Η ανατομική δομή του βολβού μοιάζει με αυτή των θηλαστικών. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η παρουσία «οσταρίων» στον σκληρό χιτώνα όλων των ερπετών εκτός από τα φίδια. Μερικά είδη (σαύρες) έχουν και «τρίτο μάτι» ή «βρεγματικό μάτι», στην οροφή της κεφαλής, το οποίο θεωρείται ένας πρωτόγονος οφθαλμός πού παίζει θερμορυθμιστικό και ορμονικό ρόλο. Στα φίδια τα βλέφαρα «αντικαθίστανται» από έναν διαφανή υμένα που αποτελεί συνέχεια της επιδερμίδας, την «επικερατοειδική μεμβράνη» (spectacle).
.
6
Εικόνα 5. Ανατομία χελώνας (Ultimate Visual Dictionary 1994).
Στα φίδια απουσιάζουν το μέσο ούς και η τυμπανική μεμβράνη, έτσι δεν ακούν ήχους αλλά είναι ευαίσθητα στις δονήσεις που προέρχονται από το έδαφος. Οι σαύρες και οι κροκόδειλοι έχουν καλά ανεπτυγμένο μέσο ούς και τυμπανική μεμβράνη. Τα οσφρητικά όργανα είναι καλά ανεπτυγμένα στα περισσότερα ερπετά. Στις σαύρες και στα φίδια συναντάται το όργανο του Jacobson (συνδυασμός οσφρητικογευστικού οργάνου) στην οροφή της στοματικής κοιλότητας. Μεταδίδει χημικά ερεθίσματα στον εγκέφαλο. Σε μερικά φίδια παρατηρούνται δύο αισθητήρια βοθρία, μεταξύ των οφθαλμών και των ρινικών οπών, τα οποία είναι ευαίσθητα στις υπέρυθρες ακτινοβολίες.
Το αναπαραγωγικό σύστημα του αρσενικού αποτελείται από δύο κοιλιακούς όρχεις και όργανο σύζευξης, το πέος, το οποίο είναι απλό (κροκόδειλοι και μερικές χελώνες) ή διπλό (σαύρες, φίδια). Τα θηλυκά ερπετά έχουν δύο ωοθήκες, και δύο ωαγωγούς (2 μοίρες). Κατά τη σύζευξη το πέος εισέρχεται μέσα στην κλοάκη του θηλυκού. Σε μερικά είδη το σπέρμα είναι δυνατόν να διατηρηθεί για χρόνια μέσα στο γεννητικό σύστημα του θηλυκού, πριν από τη γονιμοποίηση των ωαρίων (δριμύτερα κλίματα).
7
Συνθήκες διατήρησης σε αιχμαλωσία
Τα ερπετά, ακόμη και αυτά του ιδίου γένους, παρουσιάζουν ποικίλη συμπεριφορά και έχουν διαφορετικές διατροφικές και περιβαλλοντικές απαιτήσεις. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση των ζώων αυτών σε αιχμαλωσία, είναι η γνώση των ιδιαιτεροτήτων τους, πράγμα το οποίο δεν είναι πάντοτε εφικτό, λόγω του μεγάλου αριθμού και της ποικιλομορφίας των ειδών. Οι βασικές όμως αρχές
διαχείρισης σε γενικές γραμμές είναι οι ίδιες.
Εγκατάσταση. Τα ερπετά ζουν κυρίως στις θερμές περιοχές και πολύ λίγα ζουν στις ψυχρότερες περιοχές των εύκρατων ζωνών, ενώ δεν συναντώνται καθόλου στις πολικές ζώνες. Σε αιχμαλωσία διατηρούνται σε ειδικά κλουβιά (ενυδρεία, τεράρια).
Οι διαστάσεις του χώρου εγκατάστασής τους είναι ανάλογες πάντα με το μέγεθος και το είδος του κάθε ζώου. Ο εμπλουτισμός των κλουβιών με εξαρτήματα ανάλογα με τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του κάθε είδους, θεωρείται απαραίτητος. Έτσι,
ερπετά που ζουν σε ύψος απαιτούν ξύλα ή φυσικά φυτά ή δένδρα (φίδια ή σαύρες), ενώ τα χερσαία απαιτούν εκτεταμένο δάπεδο (άμμο, ή υπόστρωμα από εφημερίδες ή άμμο υγιεινής, alfalfa pellets). Επιπλέον, η παρουσία περιοχής απομόνωσης (πύθωνες) είναι σημαντική για την καλή φυσική κατάσταση του ζώου. Υδρόβια και ημι-υδρόβια είδη απαιτούν «λίμνες» με νερό διαφόρου βάθους και μια περιοχή χερσαία με χαλίκι (υδρόβιες χελώνες).
Θερμοκρασία. Όλα τα ερπετά είναι εξώθερμα και ο μεταβολισμός τους εξαρτάται ή ρυθμίζεται από τις αλλαγές της θερμοκρασίας. Πολλά είδη ερπετών αντέχουν μεγάλες διακυμάνσεις στη θερμοκρασία, αλλά πάντα μέσα στο όρια αυτά υπάρχει ένα ιδανικό εύρος στο οποίο οι φυσιολογικές λειτουργίες τους είναι οι ιδανικές. Το εύρος αυτό ποικίλει ανάμεσα στα διάφορα είδη. H Ιδανική Θερμοκρασία Σώματος/ΙΘΣ (Preferred Body Temperature/PBT) είναι το ιδανικό εύρος της θερμοκρασίας του σώματος ενός ερπετού, στο οποίο ο μεταβολικός του ρυθμός είναι ο ιδανικός (η πέψη και τα πεπτικά ένζυμα λειτουργούν φυσιολογικά). Προτιμώμενη Ιδανική Ζώνη Θερμοκρασίας/ΠΙΘΖ (Preferred Optimum Temperature/POTZ) είναι το εύρος της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος στο οποίο ένα ερπετό είναι ικανό να διατηρήσει την θερμοκρασία του σώματος του ιδανική (ιγκουάνα 24ο-38ο C, πύθωνες 24ο-33ο C, χερσαίες χελώνες 21ο-33ο C, ημι-υδρόβιες χελώνες 27ο-30ο C). Έτσι, είναι απαραίτητη η παροχή θέρμανσης μέσα στην εγκατάσταση με θερμαινόμενο δάπεδο, ηλεκτρικές πλάκες ή υπέρυθρες λάμπες, ώστε να διατηρείται η θερμοκρασία του περιβάλλοντος μέσα στα φυσιολογικά για το είδος όρια. Η θερμοκρασία αυτή δεν 8
πρέπει να ξεπερνάει την Ιδανική Θερμοκρασία Σώματος και να πέφτει κάτω από το κατώτατο όριο της
Προτιμώμενης
Ιδανικής
Ζώνης
Θερμοκρασίας. Αυτό επιτυγχάνεται με την τοποθέτηση θερμοστατών μέσα στην εγκατάσταση. Στη φύση τα ερπετά όταν βρίσκονται σε δυσμενείς συνθήκες θερμοκρασίας πέφτουν σε χειμερία νάρκη. Η Χειμερία νάρκη είναι η κατάσταση εκείνη στην οποία ένα ερπετό, μετά από πτώση της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος κάτω από την ΠΙΘΖ, δεν μπορεί να διατηρήσει την θερμοκρασία του σώματός του ιδανική (ΙΘΣ) και προβαίνει σε φυσιολογικές αλλαγές, δηλαδή ο μεταβολισμός του πέφτει σε τέτοιο σημείο, ώστε να διατηρείται η ζωή του μόνο και η απώλεια ενέργειας να είναι η ελάχιστη δυνατή. Η λειτουργία αυτή συναντάται σε όλα τα ερπετά που ζουν σε εύκρατες ζώνες. Η επιβίωση τους εξαρτάται από τα αποθέματα ενέργειας που είχαν πριν από τη χειμερία νάρκη. Η διάρκεια της χειμερίας νάρκης ποικίλει ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες και το είδος. Αντίθετα η θερινή νάρκη είναι μια κατάσταση «φυσιολογικού κώματος» στην οποία βρίσκεται ένα ερπετό όταν εκτίθεται σε θερμοκρασίες πάνω από την ΠΙΘΖ και η ΙΘΣ έχει ξεπεραστεί. Εάν η θερμοκρασία του σώματος του ερπετού συνεχίσει να ανεβαίνει τότε κινδυνεύει να πεθάνει. Κατά κανόνα ερπετά τα οποία δεν προορίζονται για γεννήτορες δεν είναι απαραίτητο να πέφτουν σε χειμερία νάρκη (σαύρες και φίδια), ιδιαίτερα μάλιστα όταν η θερμοκρασία του περιβάλλοντος τους παραμένει μέσα στην ΠΙΘΖ. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι χερσαίες χελώνες μπορεί να πέσουν σε χειμερία νάρκη εφόσον
υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις.
Ο φωτισμός παρέχεται με σωληνοειδείς λάμπες φθορίου για την αποφυγή εγκαυμάτων. Σε μερικά είδη συνιστάται η παρουσία λάμπας υπεριώδους φωτός (UVB 290-320 nm), η οποία είναι απαραίτητη για τη σύνθεση της βιταμίνης D3.
Επιπλέον, η απευθείας έκθεση στο ηλιακό φως μπορεί να αποβεί χρήσιμη, λαμβάνοντας πάντα τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης (κίνδυνος υπερθερμίας και εγκαυμάτων). Πολλά φυτοφάγα και εντομοφάγα ερπετά απαιτούν υπεριώδη ακτινοβολία (280-215 nm) για να συνθέσουν βιταμίνη D3. Σε συνθήκες αιχμαλωσίας η παροχή υπεριώδους ακτινοβολίας επιτυγχάνεται με τη χρήση ειδικών λαμπών UV για 8-10 ώρες ημερησίως. Η υπερβολική και συνεχής έκθεση όμως είναι δυνατόν να προκαλέσει διαταραχές της λειτουργίας της επίφυσης με συνέπεια την ανορεξία και σχετικές βλάβες.
9
Οι απαιτήσεις υγρασίας ποικίλουν ανάλογα με το είδος, και είναι 50%-70%
για τα περισσότερα είδη. Η ρύθμιση της υγρασίας επιτυγχάνεται με την τοποθέτηση συσκευών εφύγρανσης ή με συχνούς ψεκασμούς. Η ισορροπημένη διατροφή είναι απαραίτητη για τα ερπετά που ζουν σε αιχμαλωσία. Τα διατροφικά νοσήματα είναι ιδιαίτερα συχνά και συνήθως οφείλονται σε ακατάλληλη διατροφή. Οι διατροφικές συνήθειες και ανάγκες σχετίζονται με το
είδος, την ηλικία, το μέγεθος, τη θρεπτική και αναπαραγωγική κατάσταση του ζώου καθώς επίσης και την εποχή. Σε σχέση με τα ενδόθερμα, τα ερπετά έχουν χαμηλότερο μεταβολικό ρυθμό και έτσι απαιτούν για τη διατήρηση του βάρους τους γεύματα χαμηλότερων θερμίδων/kg ΣΒ. Η θερμοκρασία, η υγρασία, η φωτοπεριοδικότητα και
η ποιότητα του φωτός, επηρεάζουν τη συχνότητα και την ποσότητα πρόσληψης της τροφής. Η τροφή πρέπει να είναι ισορροπημένη και να περιέχει βιταμίνη D3 και Ca /P
σε αναλογία 1.5/1. Ο τρόπος παρουσίασης της τροφής είναι επίσης ιδιαίτερα σημαντικός και σχετίζεται με τις ιδιαίτερες συνήθειες του κάθε ερπετού. Η τροφή πρέπει να καταναλώνεται μέσα σε 30'-40', ενώ πρέπει να δίνεται παραπάνω χρόνος σε ζώα νευρικά, άρρωστα ή σε ζώα που μόλις έχουν αφιχθεί. Τα φίδια είναι σαρκοφάγα και καταπίνουν την τροφή αμάσητη. Οι σαύρες είναι φυτοφάγες ή εντομοφάγες ή σαρκοφάγες ή παμφάγες. Οι χερσαίες χελώνες είναι κυρίως χορτοφάγες, ενώ οι ημιυδρόβιες και οι υδρόβιες είναι παμφάγες ή σαρκοφάγες, ενώ κάποια είδη σε νεαρή ηλικία είναι σαρκοφάγα και όταν ενηλικιωθούν χορτοφάγα. Οι κροκόδειλοι είναι σαρκοφάγοι. Το νερό πρέπει να είναι πάντα διαθέσιμο σαν πόσιμο ή για λουτρό.
Διαχωρισμός φύλου και αναπαραγωγή.
Στα ερπετά σεξουαλικός διμορφισμός συναντάται μόνο σε λίγα είδη π.χ. στον Chameleo jacksoni. Η εξωτερική μορφολογία μπορεί να είναι χαρακτηριστική του φύλου, για τη διαπίστωση του όμως είναι πολλές φορές απαραίτητη η σύγκριση με άλλα είδη του ίδιου φύλου, η παρατήρηση σύζευξης και η φυσική εξέταση. Η διαπίστωση του φύλου στις χελώνες μπορεί να βασιστεί στην εξέταση της ουράς. Στα αρσενικά η ουρά είναι συνήθως μακρύτερη και φαρδύτερη στη βάση από
ότι στα θηλυκά και η κλοάκη του θηλυκού είναι πιο κοντά στη βάση της ουράς από ότι η κλοάκη του αρσενικού. Σε μερικά είδη τα αρσενικά έχουν μεγαλύτερα νύχια από τα θηλυκά, όπως οι χελώνες Trachemys scripta elegans και μερικές θαλάσσιες χελώνες. Η ίριδα σε μια ενήλικη αρσενική χερσαία χελώνα Terrapina carolina είναι συνήθως κόκκινη ενώ σε μια θηλυκή συνήθως καφέ. Τα αρσενικά είναι κατά κανόνα 10
μικρότερα και ελαφρύτερα από τα θηλυκά σε κάποια είδη, ενώ συμβαίνει το αντίθετο σε άλλα. Οι ενήλικες αρσενικές χελώνες έχουν τις περισσότερες φορές μια κοίλανση στο πλάστρο (κοιλιακή επιφάνεια του κελύφους) σε αντίθεση με τις θηλυκές στις οποίες το πλάστρο είναι επίπεδο.
Οι αρσενικές σαύρες είναι μεγαλύτερες και δυνατότερες από τις θηλυκές και γίνονται πιο πολύχρωμες κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου. Τα περιπρωκτικά, πρωκτικά και μηριαία φύματα είναι συνήθως πιο ανεπτυγμένα και περισσότερα σε αριθμό στα αρσενικά (εικ.6). Επιπλέον αυτά έχουν διπλό πέος που βρίσκεται ελαφρώς πιο πίσω από την κλοάκη, το οποίο είναι ορατό σαν περιοχή ελαφρώς υπηγερμένη. Ο πιο ασφαλής τρόπος όμως διαπίστωσης του φύλου είναι η αναζήτηση του πέους μετά από εκστροφή του θύλακα της «ακροποσθίας».
Εικόνα 6. Μηριαία φύματα αρσενικού Iguana iguana.
Στα φίδια, ο πιο αξιόπιστος τρόπος διαπίστωσης του φύλου είναι η εξέταση του πέους ή του κόλπου με τη βοήθεια βύσματος, το οποίο εισέρχεται μέσα στον θύλακα της «ακροποσθίας» και προωθείται προς τα πίσω. Το βύσμα στα αρσενικά εισέρχεται συνήθως μέχρι 8-16 υπουραίες φολίδες ενώ στα θηλυκά μόνο 2-6. Η διαδικασία αυτή πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή λόγω του κινδύνου πρόκλησης βλάβης του ευπαθούς πέους . Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να διαπιστωθεί το φύλο και στις σαύρες.
Η αναπαραγωγική περίοδος ποικίλει και εξαρτάται από τις κλιματολογικές συνθήκες όπως η θερμοκρασία, η φωτοπεριοδικότητα, η υγρασία και η τροφή. Πολλά αρσενικά κατά την αναπαραγωγική περίοδο αλλάζουν χρώμα ή κάνουν σεξουαλικές προσαρμογές. Η συνουσία είναι «πραγματική» ενώ λίγα είδη κάνουν παρθενογένεση. Τα ερπετά είναι ωοτόκα, ωοζωοτόκα ή ζωοτόκα (δριμύτερα κλίματα). Μερικά είδη
κάνουν φωλιές όπου κλωσούν, θάβουν (χελώνες) ή φυλάσσουν (κροκόδειλοι) τα 11
αυγά τους. Η συμπεριφορά τους στα νεογνά ποικίλλει. Μερικά είδη προστατεύουν τα νεαρά (πύθωνες , κροκόδειλοι) ενώ άλλα εγκαταλείπουν τα αυγά μετά τον τοκετό. Τα αυγά των ωοτόκων, όταν γεννούν σε αιχμαλωσία, πρέπει να απομακρύνονται για επώαση, η οποία επιτυγχάνεται με την τοποθέτηση τους μέσα σε πλαστική σακούλα που περιέχει κατάλληλη ποσότητα υδρόφιλου υποστρώματος.
2. Συγκράτηση Η συγκράτηση του ερπετού έχει σαν στόχο την κλινική εξέταση, την λήψη παθολογικών υλικών, τη διαπίστωση φύλου, τη διατροφή διά της βίας κ.α. Στα ερπετά δεν πρέπει να συμπεριφερόμαστε όπως στα θηλαστικά ενώ καλό είναι να αποφεύγονται οι συχνοί χειρισμοί τους. Η μεταφορά τους πρέπει να γίνεται μέσα σε σκοτεινό και ασφαλές κλουβί ή σάκο. Ακόμη είναι απαραίτητη η λήψη ιδιαίτερων προληπτικών μέτρων τόσο για την προστασία του ζώου όσο και του εξεταστή, ιδιαίτερα μάλιστα όταν χειριζόμαστε ιοβόλα φίδια ή σαύρες. Η παρουσία 2-3 ατόμων κατά τη διάρκεια των χειρισμών είναι αρκετή καθώς επίσης και η παρουσία αντιοφικού ορρού (ιοβόλα φίδια). Επιπλέον τα ερπετά είναι φορείς διαφόρων ζωονόσων (Salmonella spp χελώνες/σαύρες, πεντάστομα/φίδια) και για αυτό η λήψη μέτρων προσωπικής υγιεινής είναι απαραίτητη. Οι χελώνες συγκρατώνται με τα δύο χέρια από το κέλυφος λίγο πίσω από το κεφάλι ή μπροστά από τα πίσω πόδια (εικ.7). Υπάρχουν είδη που είναι ιδιαίτερα επιθετικά και δαγκώνουν (υδρόβιες). Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η είσοδος των άκρων και της κεφαλής μέσα στο κέλυφος. Η σύλληψη της κεφαλής μπορεί να γίνει με μια τολιπολαβίδα και έλξη προς τα έξω. Στη συνέχεια η κεφαλή συγκρατείται με τον αντίχειρα και δάχτυλα, πίσω από το ινιακό οστούν Για τη σύλληψη των άκρων αρκεί να περιμένει κανείς να εξέλθουν μόνα τους από το κέλυφος. Διαφορετικά πιέζοντας τα οπίσθια άκρα προς την είσοδο του κελύφους πετυχαίνουμε την έξοδο των πρόσθιων άκρων και της κεφαλής. Είδη με μαλακό κέλυφος καλό είναι να χειρίζονται με γάντια.
12
Εικόνα 7. Συγκράτηση χελώνας Caretta caretta.
Οι σαύρες είναι δυνατόν να δαγκώσουν, να τραυματίσουν με τα νύχια τους και να «μαστιγώσουν» με την ουρά τους. Η συγκράτηση γίνεται με τη λαβή του αυχένα
από πάνω ή κάτω και των δύο πρόσθιων άκρων με το ένα χέρι έτσι ώστε να ελέγχεται η κίνηση της κεφαλής και των άκρων (εικ. 8), ενώ το άλλο ή το ίδιο χέρι υποστηρίζει το σώμα κοντά στη λεκάνη και σταθεροποιεί ταυτόχρονα τα πίσω άκρα. Οι σαύρες δεν πρέπει ποτέ να συλλαμβάνονται από την ουρά γιατί υπάρχει κίνδυνος αυτοτόμησης.
Εικόνα 8. Συγκράτηση σαύρας.
Στα φίδια, όπως και στις χελώνες η επιθετικότητα σχετίζεται με το είδος (εικ.9). Η συγκράτηση των ιοβόλων φιδιών διαφέρει από αυτή των σφικτήρων. Τα μη ιοβόλα φίδια μπορούν να συγκρατηθούν εύκολα με τον αντίχειρα και το μέσο δάκτυλο τοποθετημένο πίσω από το κεφάλι και το δείκτη στην κορυφή του κρανίου. 13
Το σώμα του φιδιού υποστηρίζεται από το άλλο χέρι, γύρω από το οποίο συνήθως και τυλίγεται (εικόνα 10). Τα δηλητηριώδη φίδια ακινητοποιούνται με ειδική ράβδο που φέρει στη βάση της ένα είδος άγκιστρου που καθηλώνει και ακινητοποιεί το κεφάλι. Στη συνέχεια συγκρατείται με τον τρόπο που περιγράφεται παραπάνω. Ειδικά διαμορφωμένοι σωλήνες είναι ιδιαιτέρα χρήσιμοι για την τοποθέτηση των φιδιών,
έτσι ώστε το κεφάλι να βρίσκεται μέσα στο σωλήνα και να προεξέχει το υπόλοιπο σώμα. Οι μεγάλοι πύθωνες μερικές φορές μπορεί να είναι πιο επικίνδυνοι και από τα δηλητηριώδη φίδια. Η προσέγγιση σε αυτά γίνεται με προσοχή και η συγκράτηση απαιτεί μεγάλο αριθμό ατόμων.
Εικόνα 9. Συγκράτηση φιδιού.
Για την πιο λεπτομερή κλινική εξέταση και λήψη υλικών πολλές φορές κρίνεται απαραίτητα η χορήγηση γενικής αναισθησίας. 3. Βασικές αρχές κλινικής εξέτασης
Οι βασικές αρχές της κλινικής εξέτασης και η χρήση των διαγνωστικών τεχνικών είναι οι ίδιες για όλα τα ερπετά. Πριν από τη κλινική εξέταση είναι απαραίτητη η λήψη λεπτομερούς ιστορικού, όπου διερευνάται το περιβάλλον διαβίωσης του ερπετού (θερμοκρασία, υγρασία, φωτοπεριοδικότητα), το είδος της τροφής και η συχνότητα των χειρισμών από τον ιδιοκτήτη. Η εξέταση ξεκινάει από το κεφάλι και καταλήγει στην ουρά.
14
Σαύρες.

Εκτίμηση της διάθεσης (δραστηριότητα, κατάπτωση).

Εκτίμηση του βάρους και μέτρηση του μήκους .

Εκτίμηση του φύλου.

Εξέταση των μυκτήρων για την παρουσία εκκρίματος (βλεννώδες, πυώδες).

Έλεγχος της στοματικής κοιλότητας (έκκριμα, αποχρωματισμός, οίδημα) και των γνάθων (κινητικότητα, δυσμορφία, μαλάκυνση).

Ψηλάφηση κολεμικής (κοιλιακής ) κοιλότητας.

Εξέταση των άκρων για την παρουσία δυσμορφιών και καταγμάτων καθώς και της κίνησης (τέτανος).

Εξέταση δέρματος (ελαστικότητα, αιμορραγίες, φλύκταινες, ουλές, παράσιτα).

Εξέταση κλοάκης (οίδημα, ερύθημα, έκκριμα, διογκώσεις).
Φίδια

Εκτίμηση της διάθεσης (δραστηριότητα, κατάπτωση).

Εκτίμηση του βάρους και μέτρηση του μήκους.

Εκτίμηση του φύλου.

Εξέταση των μυκτήρων για την παρουσία εκκρίματος (βλεννώδες, πυώδες).

Εξέταση των οφθαλμών, της επικερατοειδικής μεμβράνης (ανωμαλίες, θολερότητες, παράσιτα).

Έλεγχος της στοματικής κοιλότητας (έκκριμα, αποχρωματισμός, οίδημα, πετέχιες, νεκρωτικό υλικό).

Εξέταση του σκελετού (ύπαρξη οστέινων προεξοχών).

Εξέταση δέρματος (ελαστικότητα, απώλεια φολίδων, αιμορραγίες, φλύκταινες).

Ψηλάφηση κολεμικής (κοιλιακής) κοιλότητας.

Εξέταση κλοάκης (οίδημα, ερύθημα, έκκριμα, διογκώσεις).

Χελώνες.

Εκτίμηση του βάρους και μέτρηση του μήκους του κελύφους.

Εκτίμηση του φύλου.

Εκτίμηση της διάθεσης (δραστηριότητα/κατάπτωση).

Εξέταση των μυκτήρων για την παρουσία εκκρίματος (βλεννώδους, πυώδους).
15

Εξέταση των βλεφάρων (ανοιχτά και όχι αποχρωματισμένα και οιδηματικά).

Εξέταση των οφθαλμών (καθαροί και φωτεινοί).

Εξέταση των τυμπανικών μεμβρανών (επιφάνεια επίπεδη ή ελαφρώς κυρτή).

Εξέταση του ράμφους για την παρουσία δυσμορφιών και του στόματος για την παρουσία εκκρίματος, αποχρωματισμού, ξένων σωμάτων, νεκρωτικού υλικού.

Εξέταση του λαιμού και των άκρων για τη παρουσία οιδημάτων και διογκώσεων (αποστήματα, κοκκιώματα, στεατίτιδα, νεοπλάσματα).

Εξέταση των άκρων για την παρουσία δυσμορφιών και καταγμάτων.

Εξέταση του δέρματος (χρώμα και κατάσταση).

Εξέταση του κελύφους (δυσμορφίες, μαλάκυνση, αιμορραγίες).

Εξέταση της κλοάκης (έκκριμα, πρόπτωση, οίδημα,).
Εξέταση του αναπνευστικού συστήματος.
Η εξέταση του αναπνευστικού συστήματος είναι κατά κανόνα η ίδια με αυτή των θηλαστικών. Η ακρόαση γίνεται με στηθοσκόπιο. Τυλίγουμε όμως το ερπετό με πετσέτα για αποφυγή παρασιτικών θορύβων από την τριβή με την επιφάνεια των φολίδων ή του κελύφους.
Λήψη θερμοκρασίας και μέτρηση καρδιακής συχνότητας
Η λήψη της θερμοκρασίας και η μέτρηση της καρδιακής συχνότητας είναι απαραίτητες για την εκτίμηση της γενικής κατάστασης του ερπετού, καθώς επίσης και πριν από την χορήγηση φαρμάκων και γενικής αναισθησίας. Η θερμοκρασία λαμβάνεται με κοινό ή ηλεκτρονικό θερμόμετρο που εισέρχεται στην κλοάκη και κυμαίνεται φυσιολογικά από 34ο-36ο C. Η φυσιολογική καρδιακή συχνότητα δεν είναι η ίδια σε όλα τα είδη. Υπολογίζεται με την εξίσωση ΚΡ= 34 x (Βάρος Kg)-0.25..
Η καρδιακή συχνότητα μετριέται με Doppler. 4. Αιμοληψία- Λήψη παθολογικών υλικών.
Η λήψη αίματος και διαφόρων παθολογικών υλικών είναι απαραίτητη για τον έλεγχο της κατάστασης της υγείας του ερπετού καθώς επίσης και για τη διάγνωση διαφόρων νοσημάτων. Τα δείγματα τα οποία συλλέγονται είναι:
16
α. Αίμα, για αιματολογικές βιοχημικές και ορολογικές εξετάσεις
Η συνολική ποσότητα του αίματος που συλλέγεται είναι ανάλογη με το μέγεθος και την κατάσταση της υγείας του ερπετού. Ο όγκος του αίματος σε ένα υγιές ερπετό είναι το 5%-8% του συνολικού βάρους του σώματός του και η ποσότητα του αίματος που μπορεί να ληφθεί είναι 10% του όγκου του αίματος. Η διατήρηση του αίματος γίνεται σε σωληνάκια λιθίου ή ηπαρίνης και είναι προτιμότερο το πλάσμα από τον ορό. Η εκτίμηση των «φυσιολογικών» και «παθολογικών» αιματολογικών και βιοχημικών παραμέτρων, δεν είναι πάντα εύκολη. Παρατηρούνται φυσιολογικές διακυμάνσεις τιμών μεταξύ των διαφόρων ειδών ενώ παρατηρούνται και εποχιακές φυσιολογικές διακυμάνσεις.
Τα σημεία αιμοληψίας
στις σαύρες
είναι, o κοιλιακός φλεβώδης κόλπος/ventral venous sinus (στην κοιλιακή μέση γραμμή της ουράς μεταξύ των κοκκυγικών σπονδύλων εικ.10), η κοιλιακή κοίλη φλέβα/ventral vena cava (στη μέση γραμμή του κοιλιακού τοιχώματος) και η καρδιά (παρακέντηση της καρδιάς).
Εικόνα 10. Λήψη αίματος από κοιλιακό φλεβώδη κόλπο σε ιγκουάνα (Exotic DVM, 5.4).
Στα φίδια, αντίστοιχα σημεία είναι ο κοιλιακός φλεβώδης κόλπος/ventral
venous sinus (στην κοιλιακή μέση γραμμή της ουράς), οι υπερώιες και υπογλώσσιες φλέβες (κάτω από γενική αναισθησία), η καρδιά (παρακέντηση της καρδιάς), η σφαγίτιδα (όπου απαιτείται εμπειρία), ενώ στις χελώνες είναι η καρδιά (μετά από διάνοιξη οπής στο κέλυφος), η σφαγίτιδα (όπου απαιτείται εμπειρία), η βραχιόνιος, η μηραία (στην έσω επιφάνεια του μηρού), η άνω κοκκυγική φλέβα/vena coccygea
superior (στην ραχιαία επιφάνεια της μέσης γραμμής της ουράς, εικ.11), η πλάγια 17
κοκκυγική φλέβα (στις μεγαλόσωμες χελώνες), οφθαλμικός κόγχος, υποχέλιος κόλπος και τα νύχια (ανάμειξη με λέμφο).
Εικόνα 11 . Λήψη αίματος από την άνω κοκκυγική φλέβα σε χελώνα Caretta caretta.
β. Υλικά βιοψίας για κυτταρολογική, ιστοπαθολογική εξέταση, ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, τοξικολογική εξέταση, προσδιορισμό ιχνοστοιχείων και βιταμινών. Η βιοψία του καλυπτήριου συστήματος είναι συχνή, όπου στις χελώνες λαμβάνεται τμήμα κελύφους, οστού ή δέρματος, στα φίδια φολίδες ή δέρμα και στις σαύρες δέρμα. Η βιοψία γαστρεντερικού συστήματος και λήψη δειγμάτων γίνεται μετά από γαστροσκόπηση. γ. Υλικό εκπλύσεων και εξίδρωμα για μικροβιολογική και κυτταρολογική εξέταση. Αναζήτηση ιών, αερόβιων/αναερόβιων βακτηριδίων και ειδικών βακτηριδίων
(Mycoplasma spp, Chlamydia spp).
δ. Κόπρανα για παρασιτολογική εξέταση. Η λήψη κοπράνων γίνεται με ελεύθερη συλλογή ή με έκπλυμα της κλοάκης.
ε. Ούρα και εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Η λήψη ούρων από φίδια και κροκόδειλους δεν είναι δυνατή (απουσία ουροδόχου κύστης, ανάμιξη ούρων και κοπράνων στην κλοάκη) ενώ στις χελώνες είναι εύκολη (αυτόματη ούρηση κατά τη διάρκεια των χειρισμών). Εγκεφαλονωτιαίο υγρό συλλέγεται δύσκολα στα φίδια και στις σαύρες ενώ σχετικά εύκολα στις χελώνες και στους κροκόδειλους (μέση γραμμή κεφαλής
πίσω από το ινιακό οστούν).
18
5. Απεικονιστική εξέταση
Η απεικονιστική εξέταση είναι απαραίτητη μέθοδος εργαστηριακής διερεύνησης λόγω της ιδιαιτερότητας των ζώων αυτών και περιλαμβάνει την λήψη ακτινογραφιών, την υπερηχοτομογραφία, την αξονική και μαγνητική τομογραφία και την ενδοσκόπηση.
6. Θεραπευτικοί χειρισμοί
Πριν από την ανάληψη οποιουδήποτε θεραπευτικού χειρισμού είναι απαραίτητος ο έλεγχος της θερμοκρασίας, η μέτρηση της καρδιακής συχνότητας και η εκτίμηση του μεγέθους του ζώου (βάρος, μήκος). Η θερμοκρασία του ζώου πρέπει να είναι η ΙΘΣ για την εφαρμογή οποιασδήποτε θεραπευτικής αγωγής, γιατί έτσι επιτυγχάνεται καλύτερη βιοδιαθεσιμότητα των φαρμάκων. Σε περίπτωση υποθερμίας είναι απαραίτητη η θέρμανση του ζώου. Η απόκτηση της ΙΘΣ πολλές φορές χρειάζεται αρκετές ημέρες για να επιτευχθεί. Η καρδιακή συχνότητα συνήθως επανέρχεται στο φυσιολογικό μετά την επίτευξη της ΙΘΣ. Αναφορικά με το βάρος, τα μικρότερα ζώα τείνουν να έχουν ταχύτερο μεταβολισμό και καλύτερη βιοδιαθεσιμότητα. Για τον λόγο αυτό η δόση/kg ΣΒ των φαρμάκων πρέπει να είναι υψηλότερη από εκείνη που χορηγείται σε μεγαλύτερα ζώα. Οι δόσεις αυτές είναι ανάλογες και με τις ενεργειακές ανάγκες του κάθε είδους, πράγμα που είναι σχετικά πολύπλοκο να υπολογιστεί κάθε φορά. Έτσι χρησιμοποιούνται οι «εμπειρικές» κατά προσέγγιση δόσεις.
α. Χορήγηση υγρών. Η αφυδάτωση στα ερπετά είναι συνήθως αποτέλεσμα παρατεταμένης ανορεξίας ή αδυναμίας πρόσληψης νερού. Σε περιπτώσεις ήπιας αφυδάτωσης τα λουτρά σε χλιαρό νερό κατάλληλης θερμοκρασίας (27ο-33ο C) μπορεί
να αποβούν ευεργετικά. Σε περιπτώσεις μεγαλύτερης αφυδάτωσης γίνεται παρεντερική χορήγηση υγρών αφού θερμανθούν (2%-5% του συνολικού βάρους ημερησίως). Υποδόρια χορήγηση υγρών γίνεται στις σαύρες, ενώ στα φίδια και τις χελώνες είναι σπάνια εφικτό (όχι υπέρτονα διαλύματα). Ενδοκολεμική χορήγηση,
ανάλογη με την ενδοπεριτοναϊκή των θηλαστικών εφαρμόζεται συχνά. Στα φίδια πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στους αεροφόρους σάκους (χορήγηση υγρών στο
αριστερό και ουραίο τεταρτημόριο του σώματος). Στις χελώνες γίνεται και επικολεμική χορήγηση υγρών (κάτω από των ώμο και πάνω από το πλάστρο) καθώς επίσης και ενδοοστική στο βραχιόνιο ή το μηριαίο οστούν και στο κέλυφος.
Ενδοφλέβια χορήγηση, όταν είναι εφικτή, γίνεται στα αντίστοιχα σημεία αιμοληψίας
19
(εικ. 12). Η πιο διαδεδομένη και εναλλακτική μέθοδος χορήγησης υγρών είναι από το στόμα με οισοφαγικό καθετήρα ή από το απευθυσμένο (όγκος χορηγούμενου υγρού 2% του βάρους του σώματος ή 20 ml/kg ΣΒ).
Εικόνα 12. Ενδοφλέβια χορήγηση υγρών από την κεφαλική φλέβα σε ιγκουάνα
[Mader D., Suppl Comped Contin Educ Pract Vet, Vol 20, 3(A), 1998.]
β. Χορήγηση φαρμάκων. Η χορήγηση φαρμάκων από το στόμα (εικ.13) και μέσα στην τροφή είναι περιορισμένη στα ερπετά (παρατεταμένη ανορεξία), ενώ η από το στόμα και διά της βίας χορήγηση φαρμάκων με οισοφαγικό καθετήρα εφαρμόζεται συχνά. Πολλές φορές η μέθοδος αυτή γίνεται και κάτω από γενική αναισθησία. Η παρεντερική χορήγηση εφαρμόζεται συχνά, αρκεί τα σημεία έγχυσης να περιορίζονται στα πρόσθια τμήματα του σώματος του ζώου (προστασία νεφρών και καλή βιοδιαθεσιμότητα φαρμακευτικής ουσίας). Η ενδομυική ή υποδόρια έγχυση αποτελεί τη μέθοδο εκλογής. Σε μικρά ζώα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στον όγκο του φαρμάκου. Η ενδομυική χορήγηση καλό είναι να αποφεύγεται όταν χρησιμοποιούνται ερεθιστικά φάρμακα ενώ είναι σχετικά εύκολη με κατάλληλη συγκράτηση. Στα φίδια σημείο εκλογής είναι οι επιμήκεις ραχιαίοι μύες, κατά μήκος της άνω επιφάνειας της σπονδυλικής στήλης, ενώ στις χελώνες αυτό δεν είναι πάντοτε εφικτό. Η ενδοφλέβια έγχυση γίνεται στα αντίστοιχα σημεία αιμοληψίας.
20
Εικόνα 13. Χορήγηση φαρμακευτικής ουσίας από το στόμα σε ιγκουάνα.
7. Αναισθησία.
Η αναισθησία είναι απαραίτητη προϋπόθεση όχι μόνο για τη διενέργεια επεμβάσεων, αλλά και για την ασφαλή κλινική εξέταση και εργαστηριακή διερεύνηση (ακτινογράφηση κα). Βασική αρχή για την εφαρμογή αναισθησίας είναι η διατήρηση της θερμοκρασίας του ζώου μέσα στα ιδανικά όρια (ΙΘΣ). Επειδή τα ερπετά είναι εξώθερμα ζώα και έχουν συγκεκριμένες απαιτήσεις θερμοκρασίας, η ανταπόκριση τους στα αναισθητικά φάρμακα είναι ανάλογη με την θερμοκρασία πριν
από την αναισθησία, κατά τη διάρκεια της και κατά την ανάνηψη. Η νηστεία δεν είναι πάντα απαραίτητη. Πριν από την αναισθησία επιβάλλεται λεπτομερής κλινική εξέταση, εκτίμηση του βάρους και της θερμοκρασίας του ζώου. Τα στάδια της αναισθησίας είναι τα ίδια με αυτά των θηλαστικών, δηλ. προνάρκωση, εισαγωγή στην αναισθησία, διατήρηση και ανάνηψη. Εικόνα 14. Αναισθησία φιδιού με ισοφλουράνιο σε αναισθητικό κλωβό
21
Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την αναισθησία των ερπετών είναι:
Σαύρες
Φάρμακο Δόση
Σχόλια
3-10 mg/kg IV
Η εισαγωγή γίνεται σε 2'-5΄ και Ενέσιμα Προποφόλη
η ανάνηψη διαρκεί 25΄- 40΄
Kεταμίνη
10-50 mg/kg SC, IM
Tιλεταμίνη +Zoλαζεπάμη
20-40 mg/kg IM
Εισπνευστικά
Αλοθάνιο
2-3% διατήρηση α. Σε αναισθητικό κλωβό
β. Διασωλήνωση
Iσοφλουράνιο
1,5-4% διατήρηση
α. Σε αναισθητικό κλωβό β. Διασωλήνωση
Φίδια
Φάρμακο Δόση
Σχόλια
5-10 mg/kg IV,
Η εισαγωγή γίνεται σε 2΄-5΄ και ενδοκαρδιακά
η ανάνηψη διαρκεί 25΄-40΄
Ενέσιμα Προποφόλη
Kεταμίνη
10-75 mg/kg SC, IM
Tιλεταμίνη +Zoλαζεπάμη
5-40mg /kg
Εισπνευστικά
Αλοθάνιο
Iσοφλουράνιο
2-3% εγκατάσταση α. Σε αναισθητικό κλωβό
1-2% διατήρηση β. Διασωλήνωση
3-4% εγκατάσταση
α. Σε αναισθητικό κλωβό
1-2% διατήρηση
β. Διασωλήνωση
22
Χελώνες Φάρμακο Δόση
Σχόλια
Ενέσιμα Προποφόλη
5-14
mg/kg
IV
ενδοοστικά
Kεταμίνη
ή Η εισαγωγή γίνεται σε 1΄ και η ανάνηψη διαρκεί 25΄-40΄
5-50 mg/kg μόνη ή σε Αντίδοτο όταν χορηγείται σε συνδυασμό π.χ.
συνδυασμό με μεδετομιδίνη,
75μg/kg μεδετομιδίνη +7,5 ατιπεμαζόλη (100-380 μg/kg)
mg/kg κεταμίνη IV, IM
Tιλεταμίνη +Zoλαζεπάμη
5-22 mg/kg
Εισπνευστικά
Αλοθάνιο
2-3% διατήρηση α. Σε αναισθητικό κλωβό
β. Διασωλήνωση
Iσοφλουράνιο
1,5-4% διατήρηση
α. Σε αναισθητικό κλωβό
β. Διασωλήνωση
Ευθανασία
Η ευθανασία γίνεται με υπερδοσία αναισθητικών ουσιών που εγχύονται ενδοκαρδιακά, ενδοφλέβια και ενδοκολεμικά. 23
Squamata (Φολιδωτά) H Τάξη Squamata (Φολιδωτά), περιλαμβάνει περίπου 7.150 είδη από τα οποία 4.500 περίπου είναι σαύρες.
ΣΑΥΡΕΣ
Οι σαύρες είναι ερπετά που έχουν 4 άκρα και ουρά ενώ ζουν σε ολόκληρο τον πλανήτη (εκτός από την Ανταρκτική) στο έδαφος, μέσα σε τρύπες, πάνω σε δένδρα ακόμη και στη θάλασσα. Διακρίνονται σε 19 οικογένειες. Η οικογένεια Iguanidae (ιγκουάνα) έχει 55 γένη και 650 είδη τα οποία είναι φυτοφάγα, εντομοφάγα,
σαρκοφάγα και παμφάγα. Αντιπροσωπευτικό είναι το είδος Iguana iguana το οποίο έχει 3 υποείδη, Iguana iguana /iguana/ delicatessima/ rhinolopha. Τα ιγκουάνα είναι κατά κανόνα χορτοφάγα (λαχανικά και λουλούδια 80%, φρούτα 20%), ενώ σε νεαρή ηλικία είναι και εντομοφάγα. Η δίαιτα τους πρέπει να αποτελείται από πρωτεΐνες φυτικής προέλευσης 80-90% και ζωικής προέλευσης 10-20%. Σε μερικά είδη παρατηρείται η ικανότητα της αυτοτόμησης της ουράς. Οι παθήσεις που περιγράφονται συναντώνται κυρίως στα ιγκουάνα αλλά και σε άλλα είδη σαυρών.
Υποβιταμίνωση Α, C, Β
H υποβιταμίνωση Α παρατηρείται σε όλα τα είδη σαυρών, συχνότερα όμως στον χαμαιλέοντα. Οφείλεται στην έλλειψη βιταμίνης Α από την τροφή και
εκδηλώνεται με μολύνσεις του στόματος, του αναπνευστικού συστήματος, του δέρματος (υπερκεράτωση, εικ. 15) του νευρικού συστήματος και των οφθαλμών. Η θεραπεία συνίσταται στη χορήγηση βιταμίνης Α παρεντερικά και στην καθημερινή προσθήκη στην τροφή βιταμίνης Α (> 37.5 IU/ημέρα).
Εικόνα 15. Υπερκεράτωση δέρματος και αδυναμία έκδυσης σε ιγκουάνα
(Frye & Williams, Reptiles and Amphibians.).
24
Η έλλειψη βιταμίνης C από την τροφή προδιαθέτει κυρίως σε μολύνσεις του στοματικού βλεννογόνου (Aeromonas hydrophila) και προκαλεί συνήθως νεκρωτική στοματίτιδα.
Η έλλειψη βιταμίνης Β1 (θειαμίνης), οφείλεται κυρίως στη χορήγηση θειαμινάσης με την τροφή (ωμά ψάρια), καθώς επίσης και σε μακροχρόνια χορήγηση αντιβιοτικών, σε χρόνια νοσήματα και σε διαταραχή της σύνθεσής της. Εκδηλώνεται με πνευμονία, οιδήματα, δύσπνοια, εντερίτιδα, αφυδάτωση, πάρεση, παράλυση,
μυικό τρόμο, ανορεξία, τύφλωση και αιφνίδιο θάνατο. Αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση θειαμίνης 25mg/kg ΣΒ/24ωρο SC για 2-7 ημέρες. Υπερβιταμίνωση D3
Είναι πάθηση που παρατηρείται συχνά στα ενήλικα ιγκουάνα αλλά και σε άλλα είδη φολιδωτών (σαύρες, φίδια).
Αίτια: Οφείλεται στην υπερβολική χορήγηση βιταμίνης D3 ή στην υπερβολική έκθεση σε υπεριώδη ακτινοβολία, σε συνδυασμό με υπερβολική χορήγηση ασβεστίου. Ακόμη σχετίζεται με χορήγηση τυποποιημένης τροφής υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες 60%-90% (↑ Ca μέσα στις εμπορικές τροφές ιδιαίτερα σκύλου και γάτας) και υπέρμετρη χρήση βιταμινών από τους ιδιοκτήτες. Επιπλέον
μπορεί να είναι και ιατρογενής.
Κλινική εικόνα: Εκδηλώνεται με ασβεστοποίηση των αιμοφόρων αγγείων και των
οργάνων γενικότερα. Οι μεγάλες αρτηρίες, οι νεφροί και το στομάχι είναι τα όργανα που προσβάλλονται συχνότερα. Όχι σπάνια, παρατηρείται και μεταστατική ασβεστοποίηση και άλλων μαλακών ιστών του σώματος. Τα συμπτώματα δεν είναι τυπικά και περιλαμβάνουν ανορεξία και καχεξία.
Διάγνωση: Βασίζεται στο ιστορικό, στην ακτινολογική εξέταση (ασβεστοποίηση μαλακών ιστών) και τον προσδιορισμό του Ca (> 9-13 mg/dl) στο αίμα, ενώ η ενδοσκόπηση και η ερευνητική λαπαροτομή μπορούν να αποβούν χρήσιμες σε μη τυπικές περιπτώσεις. Θεραπεία: Είναι μόνο υποστηρικτική (υγρά, ηλεκτρολύτες και καλσιτονίνη) και όχι πάντα επιτυχής, ενώ η πρόληψη είναι η καλύτερη αντιμετώπιση. 25
Ινώδης οστεοδυστροφία Μια από τις πιο συχνές διατροφικές παθήσεις των σαυρών είναι οι
μεταβολικές παθήσεις των οστών. Η πιο συχνά συναντώμενη είναι η ινώδης οστεοδυστροφία που παρατηρείται κυρίως στα ιγκουάνα.
Aιτιοπαθογένεια: Η μη ισορροπημένη δίαιτα σε Ca/P μπορεί να οδηγήσει σε δευτερογενή διατροφικό υπερπαραθυροειδισμό και οστεοδυστροφία. Επιπλέον, η έλλειψη της βιταμίνης D3, οι παθήσεις του ήπατος και των νεφρών, οι παθήσεις του θυρεοειδούς ή των παραθυρεοειδών αδένων συμβάλλουν στην παθογένεια της νόσου.
Η σωστή αναλογία Ca/P που πρέπει να λαμβάνεται με την τροφή είναι 1/1 ή 2/1. Η λήψη τροφής χαμηλής σε Ca και υψηλής σε P όπως είναι αρκετά λαχανικά, οι σκελετικοί μύες
και τα σπλάχνα,
έχει σαν αποτέλεσμα την
πρόκληση υπερφωσφαταιμίας και τη διέγερση της παραθορμόνης, η οποία στη συνέχεια προκαλεί την απορρόφηση ασβεστίου από τα οστά. Έτσι, τα οστά γίνονται λεπτά και διηθούνται από χόνδρο. Κλινική εικόνα: Οι σαύρες συνήθως προσκομίζονται με στοματικά έλκη, κακή κατάσταση του δέρματος, δυσκινησία, πάχυνση των διαφύσεων των μακρών οστών
(του μηριαίου, της κερκίδας και της ωλένης), οιδηματικές και μαλακές γνάθους,
σκληρούς και οιδηματικούς μυς (εικ 16). Όχι σπάνια εκδηλώνονται και παθολογικά
κατάγματα. Σε σοβαρές περιπτώσεις εκδηλώνονται τετανικοί σπασμοί, πάρεση και αιφνίδια παράλυση από κατάγματα της σπονδυλικής στήλης, καχεξία, αδυναμία, ληθαργικότητα και ανορεξία. Στα θηλυκά έγκυα ζώα συχνά παρατηρείται δυστοκία.
Διάγνωση: Βασίζεται στην κλινική εικόνα η οποία είναι τυπική και στην ακτινογραφική εξέταση.
Θεραπεία: Συνίσταται στη βελτίωση του σιτηρεσίου (χορήγηση κροκέτας σκύλου και καλής ποιότητας λαχανικών) και των συνθηκών διαβίωσης (λάμπα UV), στην
χορήγηση Ca PΟ, και σε σοβαρές περιπτώσεις παρεντερικά, καθώς επίσης και βιταμίνης D3 και πολυβιταμινούχου συμπλέγματος PO. Επιπλέον επιβάλλεται συμπτωματική θεραπεία των δευτερογενών επιπτώσεων (αντιμετώπιση καταγμάτων,
δυστοκίας και χορήγηση αντιβιοτικών).
26
Εικόνα 16. Πάχυνση του μηριαίου, της κνήμης (αριστερά)
και οίδημα της κάτω γνάθου (δεξιά) λόγω ινώδους οστεοδυστροφίας σε Ιguana iguana.
Σύνδρομο ανορεξίας, αναγωγών και δυσκοιλιότητας
Αίτια: Το σύνδρομο αυτό συναντάται στις σαύρες και στα φίδια και σχετίζεται με την αδυναμία προσαρμογής του ζώου σε αιχμαλωσία, με την αλλαγή του περιβάλλοντος, του ιδιοκτήτη ή της δίαιτας, με ενδοπαράσιτα, με εντερίτιδα, με νεκρωτική στοματίτιδα, με ηπατίτιδα (βακτηριδιακή, ιογενή, μυκητιακή ή μυκοβακτηριδιακή), με απόφραξη του γαστρεντερικού σωλήνα και με μεταβολικές διαταραχές (ουρικίαση).
Κλινική εικόνα: Το σύνδρομο αυτό είναι σοβαρό και εκδηλώνεται με ανορεξία που διαρκεί από 1 εβδομάδα έως και μήνες, με αναγωγές μετά από διατροφή διά της βίας και με δυσκοιλιότητα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την καχεξία, την εκδήλωση διατροφικών παθήσεων και δευτερογενών βακτηριδιακών επιμολύνσεων.
Διάγνωση: Στηρίζεται στη λεπτομερή λήψη του ιστορικού, στην κλινική εικόνα και στον εργαστηριακό έλεγχο (αιματολογική, βιοχημική, ακτινολογική εξέταση,
κυτταρολογική εξέταση γαστρικού περιεχομένου και εξέταση κοπράνων).
Θεραπεία: Είναι συμπτωματική και αιτιολογική. Επιπλέον συστήνεται η χορήγηση τροφής αρχικά διά της βίας και έπειτα σταδιακά (υγρά, ηλεκτρολύτες με γλυκόζη, παιδικές τροφές, φρούτα αλεσμένα) και στη συνέχεια εφόσον επανέλθει η όρεξη χορηγείται δίαιτα ισορροπημένη και εμπλουτισμένη με άλατα Ca, P και βιταμίνες.
Αναπνευστικά νοσήματα
Αίτια: Οι παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος στις σαύρες δεν είναι τόσο συχνές όσο στα φίδια και οφείλονται σε μολύνσεις από βακτηρίδια (Aeromonas spp,
Klebsiella spp, Pasteurella spp, Proteus spp, Pseudomonas spp), ιούς (Paramyxo,
27
Papillo, Herpes, Pox-like), μύκητες (Aspergillus spp ) και παράσιτα (Ascaris spp,
Pentastomida). Παράγοντες που προδιαθέτουν στην εκδήλωση των αναπνευστικών νοσημάτων είναι η απότομη πτώση της θερμοκρασίας σε συνδυασμό με την υψηλή σχετικά υγρασία του περιβάλλοντος, η κακή διατροφή και η νεκρωτική στοματίτιδα. Κλινική εικόνα: Χαρακτηριστικά κλινικά συμπτώματα είναι η παρουσία φυσαλίδων και εκκρίματος που εξέρχονται από το στόμα και τη μύτη, η δύσπνοια, η αναπνοή με ανοικτό στόμα, η ανορεξία και ληθαργικότητα.
Διάγνωση: Στηρίζεται στην κλινική εικόνα, στα αιματολογικά και ακτινολογικά
ευρήματα (πνεύμονες, τραχεία) και στα αποτελέσματα από την καλλιέργεια, την κυτταρολογική και την παρασιτολογική εξέταση επιχρισμάτων τραχείας ή πνευμονικών εκπλυμάτων.
Θεραπεία: Είναι ανάλογη με την αιτία. Σε βακτηριδιακές μολύνσεις χορηγούνται αντιβιοτικά, σε μυκητιακές αντιμυκητιακά σκευάσματα ενώ σε παρασιτώσεις αντιπαρασιτικά σκευάσματα. Επιπλέον είναι απαραίτητη η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, η υποστηρικτική αγωγή (βιταμίνη C υγρά, ηλεκτρολύτες) καθώς επίσης και η χορήγηση αντίστοιχων φαρμάκων με συσκευές εκνέφωσης.
Νεκρωτική Στοματίτιδα Η νεκρωτική στοματίτιδα συναντάται πολύ συχνά στα φίδια, αλλά όχι σπάνια και στις σαύρες. Οφείλεται σε μόλυνση από διάφορα βακτηρίδια (Pseudomonas spp,
Aeromonas spp) ενώ άλλοι παράγοντες όπως οι κακές συνθήκες διαβίωσης, το στρες, οι ενδοπαρασιτώσεις, η κακή διατροφή και η ακατάλληλη θερμοκρασία υπεισέρχονται στην αιτιοπαθογένεια της νόσου. Χαρακτηριστικά, ο βλεννογόνος του στόματος καλύπτεται με κολλώδες εξίδρωμα, είναι οιδηματικός και νεκρωτικός, ενώ παρατηρείται αδυναμία χρησιμοποίησης της γλώσσας (η οποία συχνά είναι
οιδηματική), υπάρχει αποχρωματισμός των δοντιών, αιμορραγία των ούλων και παρουσία τυροειδοποιημένου υλικού. Σε πιο προχωρημένες καταστάσεις μπορεί να προκληθεί και οστεομυελίτιδα των γνάθων. Η κατάσταση αυτή αντιμετωπίζεται με χειρουργική αφαίρεση των νεκρωμένων ιστών του βλεννογόνου του στόματος και πλύσεις με αντισηπτικά στοματικά διαλύματα (ιωδιούχος ποβιδόνη). Επιπλέον χορηγούνται αντιβιοτικά συστηματικά (μετά από αντιβιόγραμμα) και βιταμίνες (Σύμπλεγμα βιταμινών B και C). Σε σοβαρές περιπτώσεις συνιστάται η χορήγηση υγρών και ηλεκτρολυτών παρεντερικά καθώς επίσης και η χορήγηση τροφής δια της βίας.
28
Γαστρίτιδα /Εντερίτιδα
Η γαστρίτιδα και/ή εντερίτιδα στις σαύρες μπορεί να είναι παρασιτικής (Entamoeba,
Cryptosporidium,
Trichomonas
spp,
Coccidia,
Giardia
spp),
βακτηριδιακής (Clostridium spp, Staphyloccocus spp, Mycobacterium spp) ή μυκητιασικής αιτιολογίας. Η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται από αδυναμία,
απίσχναση και περιστασιακά αναγωγές ή διάρροια. Η διάγνωση βασίζεται στην παρασιτολογική εξέταση και στην καλλιέργεια κοπράνων. Επιπλέον ο αιματολογικός και βιοχημικός έλεγχος καθώς και η ενδοσκόπηση μπορούν να αποβούν χρήσιμες. Η αντιμετώπιση είναι ανάλογη με την αιτία.
Η εντερίτιδα από Salmonella spp είναι ιδιαίτερα σοβαρή και μεταδοτική στον άνθρωπο. Τα περισσότερα ερπετά είναι ασυμπτωματικοί φορείς του μικροβίου, το
οποίο αποτελεί μέρος της φυσιολογικής χλωρίδας του εντέρου. Πραγματική λοίμωξη παρατηρείται μετά από ανοσολογικές διαταραχές, κυρίως λόγω στρες. Η νόσος εκδηλώνεται με οξεία εντερίτιδα, πνευμονία, σηψαιμία, κολεμίτιδα, υποογκικό
schock και θάνατο. Ξένα σώματα στον γαστρεντερικό σωλήνα
Η κατάποση ξένων σωμάτων (εικ. 17) είναι φαινόμενο αρκετά συχνό στις σαύρες και τα φίδια, ιδιαίτερα μάλιστα όταν βρίσκονται μέσα στην εγκατάστασή τους και έχουν την οσμή τροφής. Ακόμη η αλλοτριοφαγία μπορεί να σχετίζεται με υποβιταμινώσεις. Τα ξένα σώματα απομακρύνονται με χορήγηση παραφινέλαιου από το στόμα, ενώ σε περίπτωση αποτυχίας γίνεται γαστροτομή ή εντεροτομή ανάλογα .
Εικόνα 17. Παρουσία άφθονων ακτινοσκιερών ξένων σωμάτων στο γαστρεντερικό σωλήνα
σε Iguana iguana .
29
Ουρικίαση
Αίτια: Είναι παθολογική κατάσταση η οποία οφείλεται στην κατακράτηση και ανώμαλη εναπόθεση ουρικού οξέος στους μαλακούς ιστούς (σαύρες, φίδια, χελώνες).
Οφείλεται σε διατροφή υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες, σε περιορισμένη πρόσληψη νερού καθώς επίσης και σε τοξική νεφρίτιδα (ιατρογενής από χορήγηση γενταμυκίνης).
Κλινική εικόνα: Δεν είναι πάντα χαρακτηριστική. Υπάρχουν δύο μορφές της νόσου η σπλαχνική και η αρθρική. Στις πολύ τυπικές περιπτώσεις παρατηρείται ληθαργικότητα και παρουσία λευκών οζιδίων στο στοματικό βλεννογόνο (εικ.18) και στο δέρμα (συγκρίματα ουρικών αλάτων) και διογκώσεις κοντά στις αρθρώσεις ορατές κυρίως σε αδύνατα ζώα. Στις μη τυπικές περιπτώσεις τα συμπτώματα είναι ανάλογα με τα όργανα που έχουν προσβληθεί. Διάγνωση: Βασίζεται στην κλινική εικόνα (στην ψηλάφηση σκληρών μαζών στην κοιλιακή κοιλότητα, διογκώσεων στις αρθρώσεις), στη διαπίστωση υψηλών συγκεντρώσεων ουρικού οξέος στον ορρό του αίματος (720-4.840 μmol/l ), στην αυξημένη ακτινοσκιερότητα των νεφρών, στα λαπαροσκοπικά ευρήματα, και στην κυτταρολογική και ιστοπαθολογική εξέταση δειγμάτων διαφόρων οργάνων, κυρίως
των νεφρών (όχι φορμόλη).
Διαφορική διάγνωση: γίνεται από την ψευδοουρικίαση (εναπόθεση αλάτων ασβεστίου), από τον νεφρικό υπερπαθυρεοειδισμό, την αρθρίτιδα και τη φυματίωση.
Θεραπεία: Είναι μόνο υποστηρικτική (υγρά ενδοκολεμικά, βιταμίνες, αντιβιοτικά και στεροειδή) και έχει σκοπό τον περιορισμό των επιπτώσεων της νεφρικής ανεπάρκειας. Η χρήση αλλοπουρινόλης και κολχικίνης δεν έχει πάντα καλά αποτελέσματα.
Πρόγνωση: Είναι κακή με συχνή απόληξη το θάνατο. Στις σαύρες αποτελεί το 11.7% αιτίας των θανάτων, στα φίδια το 12.3% , ενώ στις χελώνες το 3.9%.
30
Εικόνα 18. Λευκά κοκκιώματα (συγκρίματα ουρικών αλάτων) στον στοματικό βλεννογόνο σε Βoa constrictor (Frye & Williams, Reptiles and Amphibians).
Νεφρική ανεπάρκεια
Οι νεφρικές παθήσεις με κατάληξη τη νεφρική ανεπάρκεια συναντώνται συχνά στα ιγκουάνα. Η κλινική εικόνα δεν είναι τυπική και χαρακτηρίζεται από
ανορεξία, αφυδάτωση, ασκίτη και διόγκωση της κοιλιάς, απώλεια βάρους, αδυναμία και ακούσιες μυικές συσπάσεις. Ακόμη μπορεί να παρατηρηθεί νεφρομεγαλία, η οποία προκαλεί και δυσκοιλιότητα. Οι διογκωμένοι νεφροί γίνονται εύκολα ψηλαφητοί και επεκτείνονται κεφαλικά της λεκάνης. Η διάγνωση γίνεται με ακτινογραφία και υπερηχογράφημα
νεφρών. Ο
βιοχημικός έλεγχος είναι απαραίτητος, αλλά στα ερπετά η νεφρική δυσλειτουργία χαρακτηρίζεται κυρίως από τη μειωμένη αναλογία Ca/P (<1) και όχι από την αύξηση της κρεατινίνης. Η μικροσκοπική εξέταση ούρου που λαμβάνεται με κυστοκέντηση, μπορεί να αποκαλύψει την παρουσία αίματος, φλεγμονωδών κυττάρων και νεφρικών κυλίνδρων. Ακόμη η βιοψία νεφρών κρίνεται απαραίτητη σε ορισμένες περιπτώσεις.
Η αντιμετώπιση της νεφρικής ανεπάρκειας είναι η ίδια με αυτή των θηλαστικών. Δυστοκία ή Στάση Αυγών
Aίτια: Η δυστοκία είναι αρκετά συχνή διαταραχή του γεννητικού συστήματος κυρίως στα ιγκουάνα και στους χαμαιλέοντες. Σχετίζεται με την απουσία φωλιάς στην εγκατάσταση, με κακές συνθήκες διαβίωσης (φως, θερμοκρασία), με το στρες λόγω παρενόχλησης στο περιβάλλον του ζώου, με μεταφορά σε νέο περιβάλλον, με
ανταγωνιστικότητα για τη δημιουργία φωλιάς (πάνω από ένα ζώο στην εγκατάσταση), με κακή διατροφή (διαταραχή μεταβολισμού αλάτων Ca/P) και με συστηματικά ή τοπικά νοσήματα ( φλεγμονή των ωαγωγών) .
31
Κλινική εικόνα: H διάρκεια κύησης είναι δύσκολο να προβλεφθεί αλλά συνήθως διαρκεί 60-90 ημέρες. Στη χρονική αυτή περίοδο τα ιγκουάνα μπορεί να
σταματήσουν να τρώνε αλλά παραμένουν δραστήρια. Σε περίπτωση ανορεξίας που συνοδεύεται με κατάπτωση και αδιαθεσία, υπάρχει υποψία στάσης αυγών, η οποία μπορεί να είναι προ-ωορρηκτική (pre-ovulatory egg binding ) ή μετα-ωορρηκτική
(post-ovulatory egg binding). Άλλες ενδείξεις που δηλώνουν δυστοκία είναι η προσπάθεια κατασκευής φωλιάς, η διόγκωση της κοιλιάς, τα παρατεταμένα διαλείμματα μετά από ωδίνες και η παρουσία ασβεστοποιημένων αυγών στον ωαγωγό (εικ.19).
Εικόνα 19. Δυστοκία σε Iguana iguana
Διάγνωση: Βασίζεται στην κλινική εικόνα, όπου τα αυγά ψηλαφώνται δια μέσου της κοιλιακής κοιλότητας ή είναι ορατά δια μέσου του κοιλιακού τοιχώματος, καθώς επίσης και στην ακτινολογική εξέταση της κοιλιάς. Είναι σημαντικό να γίνει διαφορική διάγνωση από την απλή κατακράτηση αυγών (πράγμα που συμβαίνει για αρκετές εβδομάδες).
Θεραπεία: Σε περίπτωση επιβεβαιωμένης μετα-ωορρηκτικής δυστοκίας, συστήνεται
βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης (έκθεση σε υπεριώδη ακτινοβολία για 12 ώρες τουλάχιστον ημερησίως και θερμοκρασία 32ο-35ο C). Επιπλέον γίνεται παρεντερική
χορήγηση γλυκονικού ασβεστίου (1ml/kg 20% IV ή 100mg/kg 10%) και μετά από 2
ώρες ωκυτοκίνης (1- 10 IU/kg IM). Η επανάληψη γίνεται κάθε 6 ώρες και εφόσον δεν υπάρχει ανταπόκριση μέσα σε 24-72 ώρες τότε επιβάλλεται χειρουργική επέμβαση (ωοθηκυστερεκτομή). Σε προ-ωορρηκτική στάση (τα μη ασβεστοποιημένα 32
αυγά κατακρατούνται μέσα στις ωοθήκες), αντενδείκνυται η
παραπάνω φαρμακευτική αγωγή και συστήνεται χειρουργική επέμβαση (ωοθηκυστερεκτομή).
Πρόπτωση κλοάκης/πέους
Η πρόπτωση της κλοάκης είναι συνήθως δευτερογενής και σπάνια πρωτογενής, και σχετίζεται με φλεγμονή ή μόλυνση της κλοάκης, με διάρροια ή με δυστοκία. Η θεραπεία της πρόπτωσης είναι η ανάταξη της κλοάκης και η αντιμετώπιση της πρωτογενούς αιτίας. Η ανάταξη επιτυγχάνεται μετά από ηρέμηση ή γενική αναισθησία του ζώου όπου η κλοάκη, μετά από πλύση με φυσιολογικό ορρό και επάλειψη γλισχραντικής ουσίας, ωθείται προσεκτικά στην αρχική της θέση. Σε περίπτωση εκτεταμένων νεκρώσεων επιβάλλεται ακρωτηριασμός τμήματός της. Η συρραφή «δίκην καπνοσακούλας» δεν είναι πάντα απαραίτητη. Στα αρσενικά ζώα συχνά παρατηρείται πρόπτωση του πέους και αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο. Σε περίπτωση νέκρωσης συστήνεται μερικός ή ολικός ακρωτηριασμός του πέους.
Απόφραξη ακροποσθίας
Η απόφραξη της ακροποσθίας παρατηρείται κυρίως στις αρσενικές σαύρες και στα φίδια. Οφείλεται σε συγκέντρωση κυττάρων και εκκρίσεων του πέους μέσα στην ακροποσθία με αποτέλεσμα την απόφραξη της και την αδυναμία εξόδου του πέους. H ακροποσθία έχει μορφή δύο συμμετρικών επιμήκων διογκώσεων, οι οποίες εντοπίζονται κατά μήκος και εκατέρωθεν της κοιλιακής επιφάνειας της βάσης της ουράς. Η απόφραξη αντιμετωπίζεται με αφαίρεση των βυσμάτων της ακροποσθίας με τη βοήθεια αιμοστατικής λαβίδας και έκπλυση της κοιλότητας της ακροποσθίας με
χλιαρό φυσιολογικό ορρό.
Απόπτωση ή ακρωτηριασμός της ουράς
Μερικά είδη σαυρών έχουν την ιδιότητα να «ακρωτηριάζουν» την ουρά τους λόγω στρες ή εάν ασκηθεί απότομη έλξη σε αυτήν (εικ. 20). Αυτή η διαδικασία είναι ένας φυσιολογικός μηχανισμός άμυνας του ζώου ενάντια στους φυσικούς εχθρούς του και λέγεται «αυτοτόμηση». Οι σαύρες έχουν την ικανότητα αναγέννησης της ουράς τους μετά από αυτοτόμηση μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα. Σε περιπτώσεις νέκρωσης της ουράς που σχετίζεται με τραυματισμούς, αποστήματα, θρομβώσεις λόγω σηψαιμίας και με ιδιοπαθή αγγειακή νέκρωση,
33
επιβάλλεται ο χειρουργικός ακρωτηριασμός. Εκτελείται κυκλική τομή με νυστέρι γύρω από το δέρμα, κεντρικά του σημείου της βλάβης και πρόκληση κατάγματος στους σπονδύλους στο ίδιο σημείο με το χέρι. Η αιμορραγία είναι ελάχιστη ενώ δεν εκτελείται συρραφή του δέρματος διότι έτσι αποτρέπεται η αναγέννηση της ουράς.
Eικόνα 2. Αυτοτόμηση ουράς σε σαύρα ( Frye & Williams, Reptiles and Amphibians.)
Κακώσεις άκρων (κατάγματα)
H συνήθης αιτία καταγμάτων στις σαύρες είναι τα μεταβολικά νοσήματα
λόγω κακής διατροφής και διαβίωσης. Λίγες πληροφορίες υπάρχουν σχετικά με τον
χρόνο που απαιτείται για την ίαση ενός κατάγματος στα ερπετά. Μαλακός πώρος σχηματίζεται μέσα σε 3-4 εβδομάδες, ενώ ο χρόνος ίασης για κατάγματα τραυματικής αιτιολογίας είναι συνήθως 6-18 μήνες. Η κλινική εικόνα και αντιμετώπιση των καταγμάτων είναι η ίδια με αυτή των θηλαστικών. Τα κατάγματα της σπονδυλικής στήλης με συνοδά νευρολογικά συμπτώματα δεν έχουν πάντα καλή πρόγνωση. Τα κατάγματα των άκρων με μικρή παρεκτόπιση αντιμετωπίζονται καλά με εξωτερική ακινητοποίηση με νάρθηκες, ενώ τα ανοικτά και με μεγάλη παρεκτόπιση κατάγματα,
ιδιαίτερα σε μεγάλα ζώα, αντιμετωπίζονται με οστεοσύνθεση. Σε όλες τις περιπτώσεις συστήνεται βελτίωση της διατροφής και χορήγηση αλάτων Ca, P και βιταμινών στην τροφή.
Επιπεφυκίτιδα
Είναι συχνή πάθηση του οφθαλμού στις σαύρες και χαρακτηρίζεται από την παρουσία τυροειδοποιημένου οφθαλμικού εκκρίματος το οποίο συγκεντρώνεται στον επιπεφυκικό σάκο και κυρίως κάτω από το τρίτο βλέφαρο (εικ. 21). Η κατάσταση αντιμετωπίζεται με αφαίρεση του παθολογικού υλικού και η χορήγηση αντιβιοτικής αλοιφής.
34
Εικόνα 21. Θόλωση κερατοειδούς και παρουσία εκκρίματος κάτω από το τρίτο βλέφαρο (Frye & Williams, Reptiles and Amphibians).
Παρασιτώσεις Α. Εξωπαρασιτώσεις Τα πιο συχνά εξωπαράσιτα στα ιγκουάνα είναι οι κρότωνες (Amblyomma spp
και Ixodes spp) και τα ακάρεα (Hirstiella spp).
Β. Ενδοπαρασιτώσεις (αναπνευστικού και γαστρεντερικού συστήματος)
Στην άγρια φύση τα παράσιτα συνήθως προκαλούν την ελάχιστη βλάβη στον
ξενιστή τους, ενώ προκαλείται νόσημα όταν ο ξενιστής βρεθεί σε δυσμενείς συνθήκες αιχμαλωσίας, σε κατάσταση στρες, δεν διατρέφεται σωστά ή έχει προσβληθεί και από άλλους λοιμογόνους παράγοντες. Τα παρασιτικά νοσήματα που συναντώνται συχνά στα ερπετά που ζουν σε αιχμαλωσία και οφείλονται σε ενδοπαράσιτα είναι :
α. Πρωτοζωικά νοσήματα. Τα περισσότερα πρωτόζωα που έχουν ταυτοποιηθεί στο γαστρεντερικό και κυκλοφορικό σύστημα των ερπετών είναι απαθογόνα. Η μόλυνση με Entamoeba invadens η οποία μεταδίδεται με τα κόπρανα από χελώνες και κροκόδειλους στις σαύρες και στα φίδια εκδηλώνεται με ανορεξία, αφυδάτωση, καχεξία, γαστρίτιδα και κολίτιδα. Το πρωτόζωο μπορεί να εξαπλωθεί στο ήπαρ και στους νεφρούς. Στον άνθρωπο και σε άλλα ζώα μπορεί να προκληθεί μηνιγγοεγκεφαλίτιδα. Τα πιο συχνά συναντώμενα κοκκίδια που προσβάλλουν τις σαύρες αλλά και άλλα ερπετά είναι του γένους Ιsospora (σαύρες, φίδια), Caryospora
(σαύρες, φίδια), Eimeria και Klassia (σαύρες, φίδια, χελώνες) . Τα συνήθη κλινικά συμπτώματα των κοκκιδιάσεων είναι ήπια ανορεξία, διάρροια, αναγωγές, αφυδάτωση
και αιμορραγική εντερίτιδα. Η Giardia spp και Trichomonas spp συναντώνται συχνά στα κόπρανα των ερπετών (σαύρες, φίδια, χελώνες) ενώ το Cryptosporidium spp
35
(μεταδίδεται από τρωκτικά) σχετίζεται με αναγωγές και υπερτροφική γαστρίτιδα στις σαύρες και στα φίδια.
β. Τα νηματώδη συναντώνται συχνά στο γαστρεντερικό σύστημα των σαυρών. Οι οξύουροι εντοπίζονται κυρίως στο κόλον των ιγκουάνα αλλά και άλλων σαυρών. Παρόλο που τα κλινικά συμπτώματα περιλαμβάνουν ανορεξία, αναγωγές, απόφραξη και ειλεό, τις περισσότερες φορές η μόλυνση είναι ασυμπτωματική.
γ. Οι φιλαριάσεις έχουν αναφερθεί στα ιγκουάνα και στους χαμαιλέοντες αλλά η κλινική τους σημασία είναι άγνωστη. Οι μικροφιλάριες προκαλούν απόφραξη,
οίδημα, νέκρωση και θρόμβωση των αγγείων.
δ. Η πενταστόμωση οφείλεται στην παρασίτωση του αναπνευστικού συστήματος των ερπετών από πρωτόγονα αρθρόποδα τα Pentastomida. Τα γένη που συναντώνται στις σαύρες είναι τα Elenia, Sambonia και Raillietiella. Η μόλυνση είναι συνήθως ασυμπτωματική, αλλά σε ζώα με ανοσοκαταστολή μπορεί να εκδηλωθεί βλάβη των πνευμόνων και δευτερογενείς βακτηριακές επιμολύνσεις (βλέπε φίδια). Χειρουργικά επεμβάσεις στις σαύρες
Οι πιο συχνές χειρουργικές επεμβάσεις που εκτελούνται στις σαύρες είναι η ορχεκτομή, η ωοθηκεκτομή, η ωοθηκυστερεκτομή και η σαλπιγγοτομή.
Ορχεκτομή
Ενδείξεις: Η ορχεκτομή στα ιγκουάνα και στις σαύρες γενικότερα, συστήνεται για την αποτροπή της επιθετικότητας, τη κυριαρχικότητας και του ανταγωνισμού καθώς επίσης και σε ανίατες παθολογικές καταστάσεις των όρχεων, όπως νεοπλάσματα κα.
Τεχνική της επέμβασης: Η επέμβαση γίνεται κάτω από γενική αναισθησία. Επιβάλλεται προεγχειρητική νηστεία 12-18 ωρών και διατήρηση της θερμοκρασίας
του ζώου μέσα στα ιδανικά όρια (29ο -30ο C). Το ζώο τοποθετείται σε ύπτια (ραχιαία) κατάκλιση και με τα άκρα σε απαγωγή. Ακολουθεί προετοιμασία του χειρουργικού πεδίου και αντισηψία με ιωδιούχο ποβιδόνη ή χλωρεξιδίνη. Ακολουθεί λαπαροτομή, η οποία διενεργείται με τομή του δέρματος μεταξύ των φολίδων, κατά μήκος και πλάγια (παράμεσα), δεξιά ή αριστερά της μέσης γραμμής η οποία επεκτείνεται από την ξιφοειδή απόφυση έως την περιοχή του πέους . Ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται για την αποφυγή τραυματισμού της μείζονος κοιλιακής φλέβας, η οποία επεκτείνεται επιφανειακά κάτω από το δέρμα και κατά μήκος της «λευκής γραμμής». Μετά από απώθηση των κοιλιακών σπλάχνων, οι όρχεις εντοπίζονται στο ραχιαίο τοίχωμα της 36
κοιλιακής κοιλότητας και κάτω από τον γαστρεντερικό σωλήνα. Ο δεξιός όρχης προσφύεται ισχυρά στην δεξιά κοίλη φλέβα με το αγγειοβριθές μεσόρχεο ενώ το
δεξιό επινεφρίδιο βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά της κοίλης φλέβας. Ο αριστερός όρχης προσφύεται πιο χαλαρά στην αριστερή κοίλη φλέβα, ενώ το αριστερό επινεφρίδιο βρίσκεται μεταξύ αυτού και της κοίλης φλέβας. Τα επινεφρίδια είναι επιμήκη κοκκιώδη και εύκολα διακρίνονται από τους όρχεις οι οποίοι είναι λιγότερο ευκίνητοι σε σχέση με τις ωοθήκες, κάνοντας την αφαίρεση τους πιο δύσκολη. Κατά την αναπαραγωγική περίοδο οι όρχεις είναι μεγαλύτεροι, δυσχεραίνοντας ακόμη περισσότερο την αφαίρεσή τους, πράγμα που αποφεύγεται όταν η ορχεκτομή διενεργείται σε ανώριμα άτομα. Μετά από διάνοιξη του μεσόρχεου αποκαλύπτεται ο δεξιός όρχης ο οποίος έλκεται με ήπιους χειρισμούς και απολινώνεται με αιμοστατικά clips ή
απορροφήσιμο ράμμα. Στη συνέχεια αφαιρείται ο όρχης, ενώ γίνεται μια επιπλέον απολίνωση κεντρικά ή περιφερικά της αρχικής. Ο αριστερός όρχης αφαιρείται μετά
από τοποθέτηση αιμοστατικών clips ή απολίνωσης μεταξύ του όρχη και του αριστερού επινεφριδίου. Στη συνέχεια γίνεται συρραφή του κοιλιακού τοιχώματος σε δύο στρώματα. Το μυικό τοίχωμα και η κοιλιακή «μεμβράνη» ράβονται με απλή συνεχή ραφή με συνθετικό απορροφήσιμο ράμμα 2/0 ή 3/0. Το δέρμα ράβεται με απλές χωριστές οριζόντια επιστρεφόμενες ραφές με μη απορροφήσιμο ράμμα όπου τα χείλη της τομής εκστρέφονται ελαφρά προς τα έξω. Τα ράμματα αφαιρούνται μετά από 4-6 εβδομάδες.
Ωοθηκεκτομή-Ωοθηκυστερεκτομή
Η ωοθηκεκτομή και ωοθηκυστερεκτομή συστήνονται σε περίπτωση δυστοκίας προ- ή μετά –ωορρηκτικής, σε περιτονίτιδα λόγω ρήξης της λεκίθου των αυγών, σε σαλπιγγίτιδα, για την αποφυγή ωοτοκίας και πρόληψη μελλοντικών προβλημάτων από αυτήν.
Η δεξιά ωοθήκη συνδέεται στενά με τη δεξιά κοίλη φλέβα, ενώ η αριστερή έχει το αριστερό επινεφρίδιο ανάμεσα σ’ αυτήν και την αριστερή κοίλη φλέβα. Η ωοθήκη συνδέεται με τις κοίλες φλέβες με ένα σύνδεσμο, ο οποίος είναι μικρός όταν η ωοθήκη είναι σε ανενεργή φάση, ενώ επιμηκύνεται σε αναπαραγωγική φάση ή κατά τη διάρκεια προ-ωορρηκτικής στάσης. Η γεννητική οδός είναι ευκίνητη μέσα στην 37
κοιλιακή κοιλότητα, ενώ ο ωαγωγός και οι ωοθήκες είναι εύκολα προσπελάσιμοι μετά από λαπαροτομή. α. Ωοθηκεκτομή
Η ωοθηκεκτομή γίνεται σε περιπτώσεις προ-ωορρηκτικής ή θυλακιώδους στάσης. Τεχνική της επέμβασης: Η επέμβαση γίνεται κάτω από γενική αναισθησία. Μετά
από προετοιμασία του χειρουργικού πεδίου και αντισηψία της περιοχής, εκτελείται λαπαροτομή. Εντοπίζονται τα μεγάλα, σαν «σταφύλια», κίτρινα προ-ωορρηκτικά ωοθυλάκια, παρασκευάζονται όλα τα μεγάλα αγγεία (ωοθηκική φλέβα και αρτηρία) του ωοθηκικού συνδέσμου και απολινώνονται διπλά με αιμοστατικά clips ή ράμμα
συνθετικό απορροφήσιμο. Στη συνέχεια γίνεται εκτομή των αγγείων και των υπολειμμάτων του συνδέσμου και απομακρύνεται η ωοθήκη. Ο ωαγωγός αφαιρείται όταν η κατάσταση του ζώου το επιτρέπει. Σε περίπτωση μή αφαίρεσής του απορροφάται χωρίς στοιχεία φλεγμονής. β. Αφαίρεση των ωαγωγών Μετά την αφαίρεση των ωοθηκών αναγνωρίζονται οι ωαγωγοί και απολινώνονται ή καυτηριάζονται με διαθερμία τα μικρά αγγεία που αιματώνουν τους ωαγωγούς. Διατέμνεται ο ραχιαίος σύνδεσμος του κάθε ωαγωγού, έως το σημείο που καταλήγει στην κλοάκη. Στη συνέχεια τοποθετούνται μία ή δύο αιμοστατικές λαβίδες στη βάση του κάθε ωαγωγού και εκτέμνονται τα τμήματα περιφερικά των λαβίδων.
Η συρραφή του κοιλιακού τοιχώματος εκτελείται όπως παραπάνω.
γ .Ωοθηκυστερεκτομή
Γίνεται σε περίπτωση δυστοκίας που οφείλεται σε μετα-ωοθηλακιορρηκτική
στάση κατά την οποία τα ωάρια έχουν απελευθερωθεί από τις ωοθήκες, οι οποίες όμως είναι σχετικά μικρές και αποκρύπτονται από τους γεμάτους με αυγά
ωαγωγούς. Τεχνική της επέμβασης: Μετά από λαπαροτομή έλκονται προς τα έξω οι ευμεγέθεις ωαγωγοί, έτσι ώστε να είναι δυνατόν να εντοπισθούν και να παρασκευασθούν τα αγγεία που τους αιματώνουν. Τα αγγεία αυτά κατά κανόνα είναι πολυπληθή και διογκωμένα. Στη συνέχεια γίνεται διπλή απολίνωση με αιμοστατικά clips ή συνθετικό απορροφήσιμο ή ράμμα. Τοποθετούνται μια ή δύο αιμοστατικές λαβίδες στη βάση του κάθε ωαγωγού και εκτέμνονται τα τμήματα περιφερικά των λαβίδων. Μετά την 38
αφαίρεση των ωαγωγών, αναγνωρίζονται οι ωοθήκες και αφαιρούνται με την ίδια τεχνική που περιγράφεται παραπάνω ενώ το κοιλιακό τοίχωμα συρράπτεται σύμφωνα με τα παραπάνω.
Εικόνα 22. Ωοθηκυστερεκτομή. Παρουσία άφθονων ώριμων αυγών στον ωαγωγό ενός Iguana
iguana. (Exotic DVM)
Σαλπιγγοτομή
Εκτελείται σε περιπτώσεις που πρέπει να διατηρηθεί η αναπαραγωγική ικανότητα και εφόσον έχει ενοχοποιηθεί η αιτία της δυστοκίας και η πρόγνωση για την αναπαραγωγική ικανότητα του ζώου είναι καλή.
Τεχνική της επέμβασης: Μετά από αναγνώριση του ωαγωγού, γίνεται τομή στο τοίχωμα του και πάνω στο αυγό/έμβρυο σε μήκος ώστε να αποφευχθεί η ρήξη του τοιχώματος. Στη συνέχεια γίνεται έγχυση χλιαρού φυσιολογικού ορρού ή
γλισχραντικής αλοιφής στο σημείο της τομής και με κατάλληλους χειρισμούς αφαιρείται το πρώτο αυγό/έμβρυο. Κατά κανόνα 3-6 αυγά/έμβρυα μπορούν να αφαιρεθούν από το ίδιο σημείο της τομής. Μετά από την αφαίρεση των αυγών /εμβρύων, γίνεται συρραφή της τομής με απλή συνεχή ραφή χρησιμοποιώντας συνθετικό απορροφήσιμο ράμμα 6/0-8/0 και ενταφιασμό της αρχικής ραφής . 39
Φάρμακα που χρησιμοποιούνται στις σαύρες
Φάρμακευτική ουσία Δοσολογία
Aτροπίνη
0.01-0.02 mg/kg IM, SC
Aμικασίνη
5 mg/kg IM μετά 2.5mg/kg x 3 ημέρες
Aμπικιλλίνη
3-6 mg/kg SC, IM, SID
Aλλοπουρινόλη
10 mg/kg /24 ώρες PO
Ασβέστιο Γλυκονικό 100-200 mg/kg IV, SC, IM
Καρβενικιλλίνη
200-400 mg/kg IM, SID
Κεφταζιδίμη
20 mg/kg IM, IV, κάθε 3 ημέρες
Σιπροφλοξασίνη
10 mg/kg /48 ώρες PO
Σιμετιδίνη
4 mg/kg /6-12 ώρες
Δεξαμεθαζόνη
0.1-0.25 mg/kg IV σε shock; 0.03-015 mg/kg
Δοξυκυκλίνη
2.5-5 mg/kg BID PO
Ενροφλοξασίνη
5-10 mg/kg SID PO, IM, SC, IC
Φαινβενδαζόλη
50-100 mg/kg PO, επανάληψη σε 2 εβδ
Φλουνιξίνη Μεγλουμίνη
0.1-0.5 mg/kg /12-24 ώρες x 1-2 ημέρες
Φουροσεμίδη
5-10 mg/kg /12-24 ώρες
Γλυκόζη
3 mg/kg PO
Γκριζοφουλβίνη
20-40 mg/kg PO /72 ώρες x 5 συνεδρίες
Ιβερμεκτίνη
200-400 μg/kg PO, SC, IM, επανάληψη μετά από 8-10 ημέρες
5-10 mg/L νερού, κάθε 4-5 ημέρες x 4 εβδομάδες
Λεβαμιζόλη
10-20 mg/kg IM, SC εφάπαξ
Mετοκλοπραμίδη
0.2-0.5 mg/kg PO, SC 24 ώρες Μετρονιδαζόλη
50-100 mg/kg PO /1-2 ημέρες
Ωκυτοκίνη
20 IU/kg IM
Tετρακυκλίνη
10 mg/kg PO /24 ώρες
Tιαβενδαζόλη
50-100 mg/kg PO εφάπαξ, επανάληψη σε 2 εβδομάδες Τριμεθοπρίμη σουλφαδιαζίνη 20-30 mg/kg SID PO 2 x ημέρες, στη συνέχεια μέρα παρα μέρα.
Tυλοζίνη
25 mg/kg SID, IM
Βιταμίνη A
2000 IU/30 g, PO εφάπαξ, επανάληψη σε 7 ημέρες
Vitamin B complex
0.1 ml/kg IM
Vitamin E
50-100 mg/kg IM
40
ΦΙΔΙΑ
Τα φίδια είναι υπογειόβια, δενδρόβια, υδρόβια και χερσαία ερπετά. Έχουν κυλινδρικό σώμα, μακρύ και άποδο, πολυάριθμους σπονδύλους και έναν λειτουργικό πνεύμονα. Εκδύουν ολόκληρο το δέρμα και έχουν εξαιρετικά ανεπτυγμένη όσφρηση, γεύση και αφή. Ευαίσθητοι θερμοδέκτες εντοπίζονται κάτω από τα μάτια. Είναι κυρίως σαρκοφάγα. Οι δύο γνάθοι ενώνονται απλώς με ένα ελαστικό σύνδεσμο και μπορούν να απομακρύνονται για την κατάποση της λείας (κίνηση). Τα δόντια είναι λίγα ή πολλά ανάλογα με το είδος, ενώ υπάρχουν και δόντια τροποποιημένα τα οποία σχετίζονται με την έκκριση δηλητηριωδών αδένων. Ανατομικά, το σώμα των φιδιών χωρίζεται σε 4 τεταρτημόρια τα οποία περιέχουν τα εξής όργανα: 1ο τεταρτημόριο
τραχεία, οισοφάγος, καρδιά, 2ο τεταρτημόριο καρδιά, στομάχι, ήπαρ, πνεύμονες (δεξιός), 3ο τεταρτημόριο στομάχι, χοληδόχος κύστη, γονάδες, λεπτό έντερο και 4ο
τεταρτημόριο, απευθυσμένο, νεφροί, κλοάκη, και στην ουρά το πέος . Η δίαιτα τους αποτελείται από τρωκτικά κατά κύριο λόγο, τα οποία πρέπει να χορηγούνται νεκρά (πρόσφατα). Τα μικρά φίδια πρέπει να διατρέφονται κάθε εβδομάδα ενώ τα μεγάλα κάθε 1-4 εβδομάδες
Υπάρχουν 2.500 είδη ενώ μόνο τα 300 είναι επικίνδυνα. Τα φίδια που συναντώνται πιο συχνά ως κατοικίδια είναι είδη που ανήκουν στην οικογένεια Boidae, Boa constrictor (2-4 μ), που προέρχεται από τη N. Αμερική, και Phythonidae,
Python regious (1-1.5 μ, Αφρική), Python molurus (5-7 μ, Ασία),
Python reticulates (6-10 μ, Ασία). Τα είδη αυτά δεν είναι δηλητηριώδη, αλλά ανήκουν στους σφικτήρες. Τα νοσήματα που συναντώνται συχνότερα στα φίδια παρατίθενται στη συνέχεια:
Υποβιταμινώσεις (Α, Β1,C)
H γενικευμένη υποβιταμίνωση, συναντάται συχνά στα φίδια τα οποία δεν έχουν πάρει τροφή για εβδομάδες ή μήνες. Η υποβιταμίνωση Α και C έχει την ίδια κλινική εικόνα με αυτή στις σαύρες. Η υποβιταμίνωση Β1 παρατηρείται σε φίδια τα οποία τρέφονται συχνά με ωμό κατεψυγμένο κρέας ψαριού ή ψάρι που περιέχει υψηλή συγκέντρωση θειαμινάσης (π.χ. σαρδέλα). Η κατάψυξη αδρανοποιεί τη θειαμίνη η οποία είναι απαραίτητη για την καλή λειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος. Η έλλειψη βιταμίνης Β1
προκαλεί εκφύλιση και νέκρωση του φλοιού του εγκεφάλου και περιφερική νευρίτιδα, καθώς επίσης και μυοκαρδιοπάθεια. Τα συνήθη συμπτώματα είναι 41
οπισθότονος (εικ. 23), τύφλωση, παράλυση, σπασμοί και θάνατος. Η αντιμετώπιση συνίσταται στην παρεντερική χορήγηση βιταμίνης Β1 (80 mg/kg ΣΒ δύο φορές /48ωρο) και στη βελτίωση της διατροφής (βράσιμο ψαριών υψηλής περιεκτικότητας σε θειαμίνη).
Εικόνα 23. Οπισθότονος λόγω αβιταμίνωσης Β1 σε Boa constrictor
(Frye & Williams, Reptiles and Amphibians).
Πνευμονία
Οι αναπνευστικές λοιμώξεις και ιδιαίτερα η πνευμονία συναντώνται συχνά στα φίδια που ζουν σε αιχμαλωσία. Το εξίδρωμα που παράγεται στις αναπνευστικές λοιμώξεις είναι πυκνό και κολλώδες. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη ανατομική κατασκευή του αναπνευστικού συστήματος των φιδιών και την απουσία ενεργητικού βήχα προδιαθέτουν τα φίδια και τα ερπετά γενικότερα σε σοβαρές και θανατηφόρες αναπνευστικές λοιμώξεις.
Αίτια: Η πνευμονία στα φίδια οφείλεται σε μόλυνση από βακτηρίδια (Aeromonas
spp, Klebsiella spp, Pasteurella spp, Proteus spp, Pseudomonas spp), ιούς (Paramyxo, Papillo, Herpes, Pox-like), μύκητες (Aspergillus spp) και παράσιτα (Dasymetra spp, Kalicephalus spp, Rhabdias spp, Ascaris spp, Pentastomida). Ακόμη η πνευμονία μπορεί να είναι δευτερογενής εξαιτίας εκδήλωσης νεκρωτικής στοματίτιδας. Παράγοντες που προδιαθέτουν σ’ αυτήν είναι η χαμηλή θερμοκρασία
και η υψηλή υγρασία του περιβάλλοντος, το στρες και η ανοσοκαταστολή .
Κλινική εικόνα: Δεν είναι πάντα τυπική. Στις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις παρατηρείται ανορεξία, κατάπτωση, ρινικό έκκριμα, φυσαλίδες από τη μύτη,
δύσπνοια, ορθοπνοϊκή στάση αναπνοής (εικ. 24) και είναι χαρακτηριστική η διαπίστωση κριγμού στο λαιμό κατά την εισπνοή, όταν το φίδι στηρίζει το κεφάλι του στην παλάμη του εξεταστή. 42
Διάγνωση: Βασίζεται στην κλινική εικόνα, στον έλεγχο της τραχείας για την παρουσία εκκρίσεων και στην ακτινολογική εξέταση των πνευμόνων. Η λήψη υλικού από την τραχεία και εκπλυμάτων του πνεύμονα για μικροβιολογική (καλλιέργεια και αντιβιόγραμμα), κυτταρολογική και παρασιτολογική (αβγά ή προνύμφες) εξέταση θεωρείται απαραίτητη.
Θεραπεία: Είναι υποστηρικτική και αιτιολογική. Συστήνεται η χορήγηση υγρών και ηλεκτρολυτών από το στόμα και η διατήρηση της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος του ζώου στο ανώτερα επίπεδο της ΠΘΙΖ, με στόχο την ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος. Σε βακτηριακές και μυκητιακές μολύνσεις, η χορήγηση
αντιβιοτικών και αντιμυκητιακών (μετά από αντιβιόγραμμα) έχει καλά αποτελέσματα
ενώ οι παρασιτώσεις του πνεύμονα αντιμετωπίζονται με αντιπαρασιτικά
σκευάσματα.
Εικόνα 24. Πύθωνας σε ορθοπνοϊκή στάση λόγω σοβαρής πνευμονίας από Pseudomonas aeruginosa
[Μader Supl Comped Cont Edu Pract Vet Vol 20, 3(A), 1998].
Νεκρωτική στοματίτιδα
Η πάθηση αυτή καλείται και «καρκίνος του στόματος» και είναι πολύ συχνή στα φίδια (υποτροπιάζουσα στους πύθωνες) και λιγότερο συχνή στις σαύρες.
Αίτια: Παράγοντες που προδιαθέτουν είναι η μη σωστή θερμοκρασία του περιβάλλοντος, η κακή διατροφή, οι υπερβολικοί χειρισμοί, η υπερβολική υγρασία ή ξηρασία στο περιβάλλον του ερπετού και γενικότερα οι παράγοντες που προκαλούν στρες. Ακόμη ο τραυματισμός του στοματικού βλεννογόνου κατά την λήψη τροφής (ζωντανά τρωκτικά) ή από το ίδιο το φίδι που τρίβεται σε επιφάνειες ή από τον 43
ιδιοκτήτη κατά την διάρκεια της χορήγησης τροφής διά της βίας, μπορεί να οδηγήσουν σε στοματίτιδα. Μερικές φορές η στοματίτιδα είναι δευτερογενής και σχετίζεται με σηψαιμία, νεφρική ανεπάρκεια, ιώσεις ή νεοπλάσματα. Οι λοιμογόνοι παράγοντες που συνήθως εμπλέκονται είναι τα Gram- βακτηρίδια και οι μύκητες, οι οποίοι συνήθως είναι ευκαιριακοί, εκτός από την Pseudomonas spp και Aeromonas
hydrophila.
Κλινική εικόνα: Χαρακτηρίζεται από την παρουσία οιδήματος στα ούλα και τα χείλη, αυξημένη ποσότητα βλέννης στο στόμα, πετέχιες (ήπιες περιπτώσεις), έλκη,
νεκρωτικές πλάκες (εικ. 25), τυροειδοποιημένο υλικό και αιμορραγία στον στοματικό βλεννογόνο (σοβαρές περιπτώσεις) και όχι σπάνια οστεομυελίτιδα. Σε πολύ σοβαρές καταστάσεις προκαλείται και οίδημα του φάρυγγα καθώς επίσης και περιοφθαλμικό οίδημα.
Διάγνωση: Βασίζεται στην κλινική εικόνα, στην αιματολογική και βιοχημική εξέταση, στην κυτταρολογική εξέταση επιχρισμάτων από τον στοματικό βλεννογόνο, στην καλλιέργεια και αντιβιόγραμμα υλικού από το στόμα καθώς επίσης και στην ακτινογραφία κεφαλής/γνάθων.
Θεραπεία: Για την αντιμετώπιση της νεκρωτικής στοματίτιδας συστήνεται υποστηρικτική αγωγή, δηλαδή χορήγηση υγρών και ηλεκτρολυτών, βιταμινών (Σύμπλεγμα βιταμινών B και C) και βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Επίσης επιβάλλεται χειρουργική αφαίρεση των νεκρωμένων ιστών μετά από ηρέμηση ή γενική αναισθησία, πλύση της στοματικής κοιλότητας με αντισηπτικά στοματικά διαλύματα καθώς επίσης και τοπική και παρεντερική χορήγηση αντιβιοτικών (μετά από αντιβιόγραμμα). Η χρήση αυτεμβολίων και κρυοθεραπείας εφαρμόζεται τελευταία με καλά αποτελέσματα.
Εικόνα 25. Νεκρωτική στoματίτιδα και διαβρώσεις των μυκτήρων σε Python molurus (Jacobson
Bayer Symposium, NAVC, Orlando 1995).
44
Αναγωγή
Η αναγωγή αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα στα φίδια και συνήθως παρατηρείται
1-3 ημέρες μετά από τη λήψη τροφής.
Αίτια: Οι πιο συχνές αιτίες αναγωγής στα φίδια είναι περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως η ακατάλληλη θερμοκρασία του περιβάλλοντος και η έλλειψη νερού, η κατάποση μεγάλης ποσότητας τροφής, η χορήγηση τροφής διά της βίας (μετά από μακρά περίοδο ανορεξίας), οι συχνοί χειρισμοί από τον άνθρωπο ιδιαίτερα μετά την λήψη τροφής, η αφυδάτωση και η ουρικίαση. Λιγότερο συχνά η αναγωγή οφείλεται στην παρουσία ξένων σωμάτων, παρασίτων στο γαστρεντερικό σωλήνα
(Cryptosporidium spp, Νematodes), ιώσεις, έλκη και νεοπλασίες.
Διάγνωση: Απαραίτητη διαγνωστική εξέταση θεωρείται η οισοφαγοσκόπηση/ γαστροσκόπηση για την διερεύνηση παρουσίας αποστημάτων, ξένων σωμάτων, αποφράξεων, παρασίτων και εξελκώσεων, καθώς επίσης και η βιοψία.
Ακόμη χρήσιμη είναι η παρασιτολογική εξέταση εκπλυμάτων στομάχου και κοπράνων για την διαπίστωση παρασίτων (Kalicephalus spp ή Cryptosporidium spp). Σε επίμονες περιπτώσεις αναγωγών, η ακτινολογική εξέταση μετά από χορήγηση βαριούχου γεύματος και η αιματολογική και βιοχημική εξέταση μπορεί να αποβούν χρήσιμες.
Θεραπεία: Επιβάλλεται η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και διατροφής,
συστήνεται η αποφυγή χειρισμών 24-72 ώρες μετά από τη χορήγηση τροφής, καθώς επίσης γίνεται και αιτιολογική θεραπεία.
Δυσκοιλιότητα και Πρόπτωση Κλοάκης.
Η πιο συχνή αιτία δυσκοιλιότητας και πρόπτωσης κλοάκης (εικ. 26) στα φίδια είναι η υπερβολική χορήγηση τροφής, η φλεγμονή, τα παράσιτα, η χρόνια αφυδάτωση και οι τεινεσμοί. Λιγότερο συχνά οφείλεται σε κοκκιώματα,
νεοπλάσματα ή ξένα σώματα στον γαστρεντερικό σωλήνα ή σε δυστοκία. Η πρόπτωση της κλοάκης επιπλέον, μπορεί να σχετίζεται και με νευρολογικά αίτια. Σε μη αποφρακτική δυσκοιλιότητα η χορήγηση χολινεργικών (μετοκλοπραμίδη ή σισαπρίδη) και ο εμβαπτισμός του ζώου σε χλιαρό νερό για 24 ώρες μπορεί να διεγείρουν την περισταλτικότητα του εντέρου. Το κλύσμα σε συνδυασμό με μαλάξεις μπορεί να αποβεί ευεργετικό. Σε επίμονες περιπτώσεις συστήνεται η χειρουργική αφαίρεση του περιεχομένου του εντέρου.
κλοάκης είναι χειρουργική .
Η αντιμετώπιση της πρόπτωσης της 45
Eικόνα 26. Πρόπτωση απευθυσμένου σε Python molurus
(Campell 1991, Veterinary Technician Collection).
Ξένα σώματα στον πεπτικό σωλήνα Η κατάποση ξένων σωμάτων είναι φαινόμενο αρκετά συχνό στα φίδια, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτά βρίσκονται μέσα στον ιδιαίτερο χώρο τους και έχουν δεχθεί την οσμή τροφής. Τα ξένα σώματα απομακρύνονται με χορήγηση παραφινέλαιου από το στόμα, ενώ σε περίπτωση ειλεού γίνεται γαστροτομή ή εντεροτομή. Δυστοκία
Η δυστοκία στα φίδια είναι σχετικά συχνή και μπορεί να είναι αποφρακτική ή μη αποφρακτική.
Αίτια: Η μη αποφρακτική δυστοκία ή ατονία είναι πιο συνηθισμένη και εκδηλώνεται σε νεαρά ζώα που εγκυμονούν για πρώτη φορά. Η ατονία της μήτρας στα ζώα αυτά συνήθως είναι ιδιοπαθής, παρόλο που έχουν ενοχοποιηθεί διάφοροι παράγοντες, όπως το μικρό αναλογικά μέγεθος του ζώου και η απουσία κατάλληλης φωλιάς, η κακή διατροφή και οι μη σωστές συνθήκες διαβίωσης. Η υπασβεστιαιμία δεν θεωρείται σημαντική αιτία δυστοκίας στα φίδια. Η αποφρακτική δυστοκία οφείλεται στην παρουσία υπερμεγέθων αυγών στη μήτρα (εικ. 27), σε συμπιεστικές παθήσεις της σπονδυλικής στήλης, σε κοκκιώματα της κολεμικής κοιλότητας και σε υπολείμματα
αυγών από προηγούμενο τοκετό στη μήτρα.
Θεραπεία: H μη αποφρακτική δυστοκία αντιμετωπίζεται με την τοποθέτηση κατάλληλης φωλιάς και χορήγηση ωκυτοκίνης. Η ανταπόκριση στην χορήγηση ωκυτοκίνης ποικίλλει στα φίδια. Κατά κανόνα αυγά τα οποία δεν έχουν γεννηθεί 46
μέσα σε 24 ώρες μετά το πρώτο αυγό, δεν θεωρούνται βιώσιμα λόγω υποξίας. Σε αποφρακτική δυστοκία, συστήνεται η παρακέντηση του αυγού διαδερμικά, η χορήγηση ωκυτοκίνης σε συνδυασμό με μαλάξεις της κοιλιάς και η προώθηση του αυγού προς την κλοάκη. Το αυγό στη συνέχεια συλλαμβάνεται με αιμοστατική λαβίδα και αφαιρείται. Σε περίπτωση αποτυχίας συστήνεται χειρουργική επέμβαση
(σαλπιγγοτομή).
Εικόνα 27. Διόγκωση της κολεμικής κοιλότητας λόγω παρουσίας αυγών στον ωαγωγό φιδιού. Δυστοκία. (Frye & Williams, Reptiles and Amphibians).
Εγκαύματα
Τα εγκαύματα (εικ. 28) παρατηρούνται συχνά στα ερπετά ιδιαίτερα μάλιστα
στα φίδια που διατηρούνται σε αιχμαλωσία και οφείλονται στην υπερβολική επαφή ή έκθεση του ζώου σε θερμαντική πηγή. Για την αντιμετώπισή τους συστήνονται πλύσεις με διάλυμα ποβιδόνης 7,5%, αφαίρεση των νεκρωμένων ιστών, τοπική χορήγηση αντιβιοτικών αλοιφών και επίδεση των εγκαυμάτων με αποστειρωμένες
γάζες (παρεμπόδιση της επιμόλυνσης). Σε περίπτωση μόλυνσης επιβάλλεται η παρεντερική (ενδοκολεμική ή υποδόρια) χορήγηση υγρών και ηλεκτρολυτών, καθώς επίσης και αντιβιοτικών ευρέος φάσματος. Η επούλωση διαρκεί συνήθως 6-8 μήνες.
47
Εικόνα 28. Σοβαρό έγκαυμα κατά μήκος της ράχης σε Python molurus
(Bennet, Compedium Collection 1997).
Αποστήματα της επικερατοειδικής μεμβράνης (spectacle)
Τα αποστήματα της επικερατοειδικής μεμβράνης παρατηρούνται συχνά στα φίδια, ιδιαίτερα στους σφιγκτήρες. Η μόλυνση εντοπίζεται στον χώρο που σχηματίζεται μεταξύ του κερατοειδούς και της επικερατοειδικής μεμβράνης (subspectacular) και σχετίζεται συνήθως με σηψαιμία ή με νεκρωτική στοματίτιδα. Ο κερατοειδής είναι θολός (εικ. 29) ενώ σε σοβαρές περιπτώσεις παρατηρείται πανοφθαλμίτιδα και διόγκωση του βολβού του οφθαλμού. Η θεραπεία είναι χειρουργική, όπου εκτελείται τριγωνική εκτομή ολικού πάχους της επικερατοειδικής μεμβράνης, αφαίρεση και έκπλυση του υλικού που συγκεντρώνεται στην κοιλότητα. Η έκπλυση επαναλαμβάνεται καθημερινά, ενώ χορηγούνται αντιβιοτικά (μετά από αντιβιόγραμμα) τοπικά και συστηματικά για 3 εβδομάδες. Η επούλωση συνήθως επιτυγχάνεται πριν από την επόμενη έκδυση.
48
Εικόνα 29. Θόλωση επικερατοειδικής μεμβράνης και παρουσία πυώδους εκκρίματος στον χώρο μεταξύ επικερατοεδικής μεμβράνης και κερατοειδούς (Frye & Williams, Reptiles and Amphibians.)
Παρασιτώσεις
A. Εξωπαρασιτώσεις Τα πιο συχνά εξωπαράσιτα στα φίδια είναι οι κρότωνες (Amblyomma spp και Ixodes spp ) και τα ακάρεα
(Ophionyssus natricis και Mabyonyssus spp).
Β. Ενδοπαρασιτώσεις ( γαστρεντερικού σωλήνα και αναπνευστικού)
1. Τα συχνότερα παρασιτικά νοσήματα του γαστρεντερικού σωλήνα και του αναπνευστικού συστήματος των φιδιών είναι :
α . Ασκαριδίαση του στομάχου και του λεπτού εντέρου . Οι ασκαρίδες Ophidascaris
διατρυπούν το τοίχωμα του γαστρεντερικού σωλήνα και προκαλούν εκτεταμένα αποστήματα και αναγωγές. Αντιμετωπίζεται με χορήγηση φαινβενδαζόλης (10mg/kg
x 3 ημέρες ή 50-100mg/ kg PO εφάπαξ) και μεβενδαζόλης (100 mg/kg PO εφάπαξ).
β. Η μόλυνση με Rhabdias spp προκαλεί νόσο του κατώτερου αναπνευστικού η οποία συχνά επιπλέκεται και εκδηλώνεται δευτερογενής βακτηριακή πνευμονία. γ. Η στρογγιλίαση που οφείλεται στο Kalicephalus spp μπορεί να προκαλέσει ανορεξία, απώλεια βάρους, εντερίτιδα και αναπνευστικά συμπτώματα κατά τη μετανάστευση των προνυμφών. Αντιμετωπίζεται με φαινβενδαζόλη (από το στόμα 10mg/kg x 3ημέρες ή 50-100mg/ kg PO) και μεβενδαζόλη (100 mg/kg PO εφάπαξ).
δ. Οι μολύνσεις με μαστιγωτά πρωτόζωα, (Monocercomonas spp) είναι πολύ συχνές στα φίδια και σε μεγάλη συγκέντρωση προκαλούν ανορεξία, αναγωγή, εντερίτιδα,
νεφρίτιδα και σαλπιγγίτιδα. Θεραπεία με μετρονιδαζόλη (250 mg/kg εφάπαξ και επανάληψη μετά από 2 εβδομάδες), ή ρονιδαζόλη (10mg/kg x10 ημέρες).
49
ε. Η αμοιβάδωση που οφείλεται σε Entamoeba invadens, παρατηρείται συχνά στα φίδια αλλά όχι σπάνια και στα ιγκουάνα. Η κλινική εικόνα είναι σοβαρή και στα τελικά στάδια χαρακτηρίζεται από εξοίδηση του κόλου. Η κλοάκη είναι οιδηματική και αιμορραγική. Άλλα συμπτώματα είναι η ανορεξία και η πολυδιψία, η απώλεια βάρους και η διάρροια. Όχι σπάνια παρατηρείται και θάνατος. Ακόμη μπορεί να προκαλέσει μηνιγγοεγκεφαλίτιδα στον άνθρωπο και σε άλλα θηλαστικά. Η διάγνωση στηρίζεται στην παρασιτολογική εξέταση και διαπίστωση των αμοιβάδων στα κόπρανα. Η αντιμετώπισή της συνίσταται στη χορήγηση μετρονιδαζόλης (160mg/kg
x 3 ημέρες).
στ. Οι κοκκιδιάσεις προκαλούν σοβαρή διάρροια, ανορεξία και απώλεια βάρους στα φίδια και στα ιγκουάνα. Η μόλυνση από το κοκκίδιο Cryptosporidium serpentis είναι ιδιαίτερα σοβαρή και χαρακτηρίζεται από αναγωγές λόγω φλεγμονής και υπερτροφίας του στομάχου και χρόνια καχεξία. ζ. Ένα από τα σημαντικότερα παρασιτικά νοσήματα του αναπνευστικού είναι η πενταστόμωση. Αυτή οφείλεται στη μόλυνση από πεντάστομα (εικ.30) τα οποία είναι σχεδόν αποκλειστικά παράσιτα των φιδιών. Τα ενήλικα παράσιτα συναντώνται σχεδόν αποκλειστικά στον πνεύμονα, στην τραχεία και στις αεροφόρες οδούς και τρέφονται με τα υγρά των ιστών και τα ερυθρά αιμοσφαίρια. Τα αβγά και οι προνύμφες αποβάλλονται με τα κόπρανα και προσλαμβάνονται από τους ενδιάμεσους ξενιστές που είναι τα τρωκτικά, τα σαρκοφάγα, τα πρωτεύοντα και ο άνθρωπος. Η πενταστόμωση αποτελεί σοβαρή ζωονόσο. Στον ενδιάμεσο ξενιστή το παράσιτο μεταναστεύει στα διάφορα όργανα όπου και μεταμορφώνεται σε νύμφη. Στον άνθρωπο συνήθως εγκυστώνεται σε διάφορα όργανα και στη συνέχεια
ασβεστοποιείται. Ο κύκλος κλείνει με την πρόσληψη του ενδιάμεσου ξενιστή από το φίδι. Η παθογόνος δράση του παρασίτου σχετίζεται με τη μετανάστευση του παρασίτου (σύνδρομο μεταναστευουσών προνυμφών) και δημιουργεί προδιάθεση σε δευτερογενείς βακτηριακές επιμολύνσεις, απόφραξη ή αλλεργική αντίδραση. Η διάγνωση γίνεται με παρασιτολογική εξέταση εκπλύματος τραχείας ή ακτινογραφία πνευμόνων. Η αντιμετώπισή της γίνεται με χορήγηση ιβερμεκτίνης (200mg/kg) ή με χειρουργική αφαίρεση των ενήλικων παρασίτων.
50
Eικόνα 30 . Πεντάστομα (Frye & Williams, Reptiles and Amphibians)
Χειρουργικά επεμβάσεις στα φίδια
Οι συνήθεις
χειρουργικές επεμβάσεις που αφορούν τα φίδια είναι χειρουργική αποκατάσταση
της πρόπτωσης της κλοάκης, η λαπαροτομή, η
σαλπιγγοτομή και η γαστροτομή.
Αποκατάσταση πρόπτωσης κλοάκης
Τεχνική της επέμβασης: Η επέμβαση γίνεται κάτω από γενική αναισθησία. Μετά από καθαρισμό της περιοχής με άφθονο φυσιολογικό ορό, γίνεται προσπάθεια ανάταξης του τμήματος που προπίπει με τη χρήση αμβλείας μύλης η οποία εισέρχεται στην κλοάκη. Στη συνέχεια εκτελείται εξωτερική κολοπηξία στη συμβολή των κοιλιακών και πλάγιων φολίδων. Η βελόνη διαπερνά το δέρμα στο σημείο αυτό, εισέρχεται έως ότου αγγίξει τη μύλη και εξέρχεται στη συνέχεια διά μέσου του δέρματος.
Τοποθετούνται αρκετές ραφές αμφοτερόπλευρα, με συνθετικό απορροφήσιμο ράμμα. Τα ράμματα αφαιρούνται μετά από περίπου 2 μήνες.
Λαπαροτομή
Η λαπαροτομή παρέχει πρόσβαση σε όλα τα εσωτερικά όργανα, καρδιά, πνεύμονες, γαστρεντερικό και ουρογεννητικό σύστημα. Ενδείξεις για την εκτέλεση λαπαροτομής είναι οι αναπαραγωγικές διαταραχές, οι παθήσεις του γαστρεντερικού και ουροποιητικού συστήματος καθώς επίσης ερευνητικοί λόγοι και λήψη βιοψιών.
Τεχνική της επέμβασης: Στα φίδια είναι καλύτερα να εκτελείται η τομή του δέρματος στην πλάγια επιφάνεια του σώματος όπου οι φολίδες είναι σε παράθεση. Η τομή γίνεται μεταξύ των δύο πρώτων σειρών των πλάγιων φολίδων, πράγμα που αυξάνει την επουλωτική ικανότητα από τη στιγμή που η τομή γίνεται διά μέσου της πιο μαλακής πλευράς του δέρματος. Η τομή επεκτείνεται κατά μήκος του σώματος, 51
έτσι ώστε να παρέχεται πρόσβαση στα προς εξέταση όργανα. Μετά την τομή του δέρματος γίνεται τομή του κοιλιακού τοιχώματος. Ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται για την αποφυγή τραυματισμού των πλευρών. Η πλάγια λαπαροτομή πλεονεκτεί σε σχέση με την κοιλιακή, γιατί είναι πιο εύκολο να διατηρηθεί καθαρή η τομή του τραύματος, από τη στιγμή που αυτή δεν είναι σε άμεση επαφή με την επιφάνεια του εδάφους και δεν επιβαρύνεται η επούλωση από τις ερπητικές κινήσεις του φιδιού. Σε περίπτωση λαπαροτομής από τη μέση κοιλιακή γραμμή, λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για την αποφυγή τρώσης της κοιλιακής φλέβας η οποία εκτείνεται κατά
μήκος τη μέσης γραμμής και αμέσως κάτω από το κοιλιακό τοίχωμα. Η σύγκλειση του τραύματος γίνεται σε δύο στρώματα, το κοιλιακό τοίχωμα με απλή συνεχή ραφή
ενώ η συρραφή του δέρματος γίνεται με απλές χωριστές οριζόντια επιστρεφόμενες
ραφές με τα χείλη του τραύματος να εκστρέφονται ελαφρά προς τα έξω. Σαλπιγγοτομή
Η σαλπιγγοτομή διενεργείται σε περίπτωση δυστοκίας. Τεχνική επέμβασης: Η σαλπιγγοτομή γίνεται κάτω από γενική αναισθησία. Εκτελείται πλάγια λαπαροτομή μεταξύ των κοιλιακών και πλάγιων φολίδων και πάνω στο σημείο κατακράτησης των αυγών. Έλκεται στη συνέχεια ο ωαγωγός με τα αυγά/έμβρυα και εκτελείται τομή πάνω στο σημείο διόγκωσης. Μετά την αφαίρεση του πρώτου αυγού/εμβρύου αφαιρούνται και όλα τα υπόλοιπα διά μέσου της ίδιας
τομής. Εφόσον κρίνεται απαραίτητο, γίνεται αντίστοιχη τομή και στον άλλο ωαγωγό.
Εκτελείται συρραφή της τομής με απλές χωριστές ραφές,
με συνθετικό απορροφήσιμο ράμμα 5/0. Στη συνέχεια γίνεται συρραφή του κοιλιακού τοιχώματος σε δύο στρώματα.
52
Φάρμακα που χρησιμοποιούνται στα φίδια
Φάρμακευτική ουσία Δοσολογία
Aτροπίνη
0.01-0.02 mg/kg
Aμινοφυλλίνη
10 mg/kg IM
Aμικασίνη
2.5-5 mg/kg IM κάθε 3 ημέρες
Aμπικιλλίνη
3-6 mg/kg SC, IM, SID
Aλλοπουρινόλη
10 mg/kg PO
Ασβέστιο γαλακτικό
10-25 mg/kg IM
Καρβενικιλλίνη
200-400 mg/kg IM, SID
Κεφταζιδίμη
20 mg/kg IM, κάθε 3 ημέρες
Σιπροφλοξασίνη
10 mg/kg /48 ώρες PO
Σιμετιδίνη
5 mg/kg /6-12 ώρες
Δεξαμεθαζόνη
0.1-1 mg/kg IM SID
Δοξυκυκλίνη
2.5-5 mg/kg BID PO
Eνροφλοξασίνη
5-10 mg/kg SID IM, SID
Φαινβενδαζόλη
50-100 mg/kg PO, επανάληψη σε 2 εβδομάδες
Φλουνιξίνη Μεγλουμίνη
0.1-0.5 mg/kg /12-24 ώρες x 2 ημέρες
Φουροσεμίδη
5-10mg/kg IV, IM/12-24 ώρες
Γλυκόζη
3 mg/kg PO
Ιβερμεκτίνη
200-400 μg/kg SC, IM, επανάληψη μετά από 15 ημέρες
200-400 μg/kg IM εφάπαξ και αφαίρεση των παρασίτων με λαβίδα
5-10 mg/L νερού spray, κάθε 4-5 ημέρες x 4-8 εβδομάδες
Κετοκοναζόλη
25 mg/kg PO SID
Μεβενδαζόλη
100 mg/kg PO εφάπαξ Λεβαμιζόλη
10 mg/kg IM, εφάπαξ
Mετροκλοπραμίδη
0.05 mg/kg PO 24 ώρες Μετρονιδαζόλη
20 mg/kg PO /1-2 ημέρες
Ωκυτοκίνη
20-40 IU/kg IM, IV
Tετρακυκλίνη
10 mg/kg PO /24 ώρες
Tιαβενδαζόλη
50 mg/kg PO εφάπαξ, επανάληψη σε 2 εβδομάδες Τριμεθοπρίμη σουλφαδιαζίνη 20-30 mg/kg SID PO 2 x ημέρες, μετά μέρα παρά μέρα.
Σύμπλεγμα βιταμίνης B
0.5 ml/kg IM κάθε δεύτερη ημέρα
Βιταμίνη B1
25 mg/kg IM εφάπαξ
Βιταμίνη Κ
0.5 mg/kg IM SID
53
ΧΕΛΩΝΕΣ Chelonia (Χελώνια)
Οι χελώνες έχουν εξωτερικό σκληρό κέλυφος (χέλυο και πλάστρο) το οποίο καλύπτει όλο το σώμα τους εκτός από την ουρά, τα άκρα, το λαιμό και το κεφάλι. Τα περισσότερα είδη ζουν μέσα στο γλυκό νερό εκτός από 8 είδη θαλάσσιων και μια μεγάλη οικογένεια αποκλειστικά χερσαίων χελωνών.
Οι χελώνες δεν έχουν δόντια ενώ οι γνάθοι καταλήγουν σε ράμφος. Η διατροφή των χελωνών γενικά ποικίλλει ανάλογα με το είδος και την ηλικία. Τα χερσαία είδη είναι κατά κανόνα φυτοφάγα, ενώ του γλυκού νερού είναι παμφάγα. Οι θαλάσσιες χελώνες είναι σαρκοφάγες. Οι υδρόβιες χελώνες χρειάζονται εγκατάσταση με ένα τμήμα ξηράς με υπέρυθρη λάμπα, νερό (λίμνη) με σύστημα φιλτραρίσματος νερού, θερμοστάτη και θερμοκρασία νερού 20 ο-22ο C. Οι μεσογειακές χερσαίες χελώνες χρειάζονται υπεριώδη ακτινοβολία και θερμοκρασία 30ο C. Είναι κυρίως χορτοφάγες (λαχανικά και λουλούδια 80%, φρούτα 20%), αλλά στη φύση μπορεί να φάνε και νεκρά πουλιά ή ποντίκια. Η δίαιτα τους αποτελείται κατά κανόνα από πρωτεΐνες φυτικής προέλευσης κατά 50% και ζωικής προέλευσης κατά 50%. Έτσι σε νεαρή ηλικία είναι σαρκοφάγες (κρέας ή ψάρια πλούσια σε οστά και ασβέστιο), ενώ σε μεγαλύτερη ηλικία γίνονται παμφάγες και τρέφονται με σκουλήκια, γρύλλους, σαλιγκάρια, μανιτάρια, μούρα, λαχανικά και φρούτα. Σε αιχμαλωσία οι νεαρές χερσαίες χελώνες πρέπει να τρέφονται καθημερινά, ενώ οι ενήλικες κάθε δεύτερη ημέρα.
Υπάρχουν 270 είδη. Τα είδη που ανήκουν στην οικογένεια Testunidae,
Testudo hermania, Testudo graeca, (χερσαία, χορτοφάγα, παμφάγα), και στην οικογένεια Emydidae,
Trachemys scripta, Pseudemys scripta, Chrysemys picta
(υδρόβια, χορτοφάγα, σαρκοφάγα) συναντώνται συχνά ως κατοικίδια.
Υποβιταμίνωση Α και οίδημα των βλεφάρων (υδρόβιες χελώνες)
Αίτια: Είναι μια παθολογική κατάσταση που συναντάται συχνά στις νεαρές υδρόβιες χελώνες του γλυκού νερού αλλά όχι σπάνια και στις χερσαίες και σχετίζεται με διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες και μειωμένη πρόσληψη της βιταμίνης Α (κακή διατροφή).
Κλινική εικόνα: Η έλλειψη της βιταμίνης Α προκαλεί μεταπλασία του πλακώδους επιθηλίου και των ενδοθηλιακών κυττάρων των αεροφόρων οδών και των δακρυικών
54
πόρων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την απόφραξη των εκφορητικών πόρων των αδένων του Harder με συνέπεια το οίδημα των βλεφάρων και την παρουσία πηκτού βλεννοπυώδους οφθαλμικού εκκρίματος, το οποίο είναι και το τυπικό κλινικό
σύμπτωμα της πάθησης αυτής. Επιπλέον παρατηρείται κολλώδες σιαλώδες έκκριμα
από τη στοματική κοιλότητα, ρινίτιδα, πυώδης ωτίτιδα, νόσος του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος, ανωμαλίες του δέρματος, ανορεξία και καχεξία. Η πάθηση αυτή μπορεί να αποβεί θανατηφόρα. Διάγνωση: Η διάγνωση βασίζεται στο ιστορικό (διατροφή), στην κλινική εικόνα και στον προσδιορισμό της βιταμίνης Α στο ήπαρ και στο αίμα και σε ιστοπαθολογική εξέταση των αλλοιώσεων μετά από βιοψία.
Θεραπεία: Η πάθηση αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση βιταμίνης Α (5000 IU/kg ΣΒ
IM ή SC ή PO και επανάληψη μετά από 2 εβδομάδες). Η χορήγηση βιταμίνης Α στις χερσαίες χελώνες είναι προτιμότερο να γίνεται από το στόμα. Επιβάλλεται η
βελτίωση της διατροφής με φρέσκο ψάρι, γαρίδες, τυρί, συκώτι και αυγά βρασμένα ή pellets ψαριών. Σε σοβαρό οίδημα και σύγκλειση των βλεφάρων (συμβλέφαρο) (εικ.31) επιβάλλεται να γίνει διάνοιξη της βλεφαρικής σχισμής και στη συνέχεια προσπάθεια αφαίρεσης του τυροειδοποιημένου εκκρίματος που συγκεντρώνεται μεταξύ των βλεφάρων και της νηκτικής μεμβράνης. Στη συνέχεια γίνεται έκπλυση του επιπεφυκικού σάκου και εφαρμογή αντιβιοτικής αλοιφής καθημερινά. Συνήθως μετά από λίγες ημέρες ανοίγουν τα βλέφαρα και η χελώνα αρχίζει να τρέφεται. Σε περίπτωση συμπτωμάτων από το αναπνευστικό σύστημα συστήνεται η συστηματική χορήγηση αντιβιοτικών.
Εικόνα 31. Οίδημα των βλεφάρων σε υδρόβια χελώνα
55
Ινώδης οστεοδυστροφία
Αίτια: Οφείλεται σε διατροφικό δευτερογενή υπερπαραθυρεοειδισμό εξαιτίας της μη ισορροπημένης διατροφής σε ασβέστιο (↓) και φωσφόρο (↑), με αποτέλεσμα την αποδόμηση οστού και αντικατάσταση του από ινώδη συνδετικό ιστό. Ακόμη σχετίζεται με τη μειωμένη πρόσληψη βιταμίνης D3 και τη μη έκθεση σε υπεριώδη ακτινοβολία. Στις χελώνες του γλυκού νερού σχετίζεται συνήθως με διατροφή με φιλέτα ψαριού και κιμά, ενώ στις χερσαίες χελώνες με διατροφή μόνο με λαχανικά.
Συνήθως συνοδεύεται και με υποβιταμίνωση Α.
Κλινική εικόνα: Διαφέρει ανάλογα με το είδος. Στις χελώνες του γλυκού νερού, το πιο συχνό χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι η μαλάκυνση του κελύφους, η μυική αδυναμία των άκρων και τα αυτόματα κατάγματα. Στις χερσαίες χελώνες η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται από προοδευτική ανύψωση των «ασπίδων» του κελύφους, το οποίο παίρνει το σχήμα πυραμίδας και από δυσμορφία τού ράμφους (ράμφος παπαγάλου) με αποτέλεσμα την δυσκολία πρόσληψης τροφής. Το οστά της λεκάνης κάμπτονται και η χελώνα αδυνατεί να στηρίξει το βάρος της. Τα πίσω άκρα είναι σε απαγωγή και το κέλυφος είναι σε επαφή με το έδαφος (εικ. 32). Ακόμη παρατηρείται νεκρωτική στοματίτιδα, δυστοκία
και σε βαριές
περιπτώσεις ανορεξία, ληθαργικότητα, σηψαιμία και θάνατος.
Διάγνωση: Η διάγνωση στηρίζεται στο ιστορικό (διατροφή), στον προσδιορισμό Ca,
P στο αίμα και στην ακτινολογική εξέταση όπου διαπιστώνεται αφαλάτωση στα οστά και στο κέλυφος.
Θεραπεία: Η αντιμετώπιση της νόσου συνίσταται στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης (έκθεση σε υπεριώδη ακτινοβολία) και της διατροφής (η αναλογία Ca /P
πρέπει να είναι σε νεαρά ζώα 1.2/1 -1.5/1). Η διατροφή των ενήλικων υδρόβιων χελωνών πρέπει να περιλαμβάνει φρέσκο ψάρι με κόκαλα και εντόσθια ή συμπλήρωμα βιταμινών και αλάτων Ca. Οι χερσαίες χελώνες πρέπει να διατρέφονται με ποικιλία λαχανικών και φρούτων κατά βούληση και με συμπλήρωμα βιταμινών και αλάτων Ca και βιταμίνης D3 από το στόμα στην τροφή. Επιπλέον συστήνεται χορήγηση γεύματος κρέατος (τροφή σκύλου ή γάτας) μια φορά την εβδομάδα. Σε σοβαρές περιπτώσεις χορηγείται Ca παρεντερικά.
56
Εικόνα 32. Χελώνα με σοβαρή δυσμορφία κελύφους. Ινώδης οστεοδυστροφία.
Σύνδρομο μαλακού κελύφους
Το σύνδρομο αυτό οφείλεται σε διάφορα μεταβολικά νοσήματα, κυρίως όμως
σε έλλειψη βιταμίνης D3 ή έλλειψη υπεριώδους ακτινοβολίας καθώς επίσης και σε διαταραχή της αναλογίας Ca /P.
Σύνδρομο της ανώτερης αναπνευστικής οδού / Ρινίτιδα
Παρατηρείται συνήθως στις χερσαίες χελώνες. Το σύνδρομο αυτό εκδηλώνεται με τρεις κλινικές μορφές :
α. Παραρινοκολπίτιδα η οποία χαρακτηρίζεται από την παρουσία ετερόπλευρου και
πυκνής σύστασης ρινικού εκκρίματος .
β. Εκτεταμένη σιαλόρροια και έξοδος σιέλου από τις ρινικές κοιλότητες.
γ. Ρινίτιδα η οποία χαρακτηρίζεται από την παρουσία αμφοτερόπλευρου ήπιου έως σοβαρού ορώδους ή βλεννοπυώδους ρινικού εκκρίματος.
Συνοδεύεται από στοματίτιδα, οίδημα της κεφαλής και ορώδες οφθαλμικό έκκριμα λόγω απόφραξης των ρινοδακρυικών πόρων. Σε σοβαρές περιπτώσεις παρατηρείται στοματική αναπνοή η οποία ενίοτε είναι θορυβώδης, ανορεξία, αφυδάτωση και ληθαργικότητα.
Για την εκδήλωση της νόσου έχουν ενοχοποιηθεί ιοί (ιός έρπητα, ιός Sendai),
βακτήρια, μύκητες, χλαμύδια ή συνδυασμός των παραπάνω. Είναι ιδιαίτερα μεταδοτικό νόσημα σε άλλα ζώα. Η διάγνωση στηρίζεται στην κλινική εικόνα ενώ συναντάται δυσκολία στην απομόνωση του ενοχοποιητικού παράγοντα με κυτταρολογική εξέταση επιχρισμάτων γλώσσας και PCR. Η χορήγηση αντιβιοτικών δεν έχει καλά αποτελέσματα. Η πλήρωση των ρινικών κοιλοτήτων με Framomycetin 57
Anti-Scour Paste για 10 ημέρες και χορήγηση βιταμίνης Α (10.000 IU/kg IM). Τα επιζώντα ζώα μπορεί να είναι φορείς για όλη τους τη ζωή γι’ αυτό συστήνεται η απομόνωσή τους.
Πνευμονία
Οι χελώνες έχουν απλό αναπνευστικό σύστημα χωρίς διάφραγμα. Κοιλιακά των πνευμόνων υπάρχει μία διαφραγματική μεμβράνη που τους διαχωρίζει από την κολεμική κοιλότητα.
Κλινική εικόνα: Η πνευμονία στις χελώνες εκδηλώνεται συνήθως με δύσπνοια και παρουσία ποσότητας ρινικού και στοματικού εκκρίματος (έξοδος φυσαλίδων αέρα από τους μυκτήρες). Αρχικά το έκκριμα είναι ορώδες, στη συνέχεια βλεννώδες και
πιο σπάνια πυώδες και συνοδεύεται από πνευμονικούς συριγμούς. Σε περίπτωση απόφραξης και των ρινικών κοιλοτήτων παρατηρείται στοματική αναπνοή. Στις
θαλάσσιες χελώνες που έχουν πνευμονία, παρατηρείται αδυναμία κατάδυσης ή ανώμαλη κολύμβηση (ετερόπλευρη πνευμονία).
Διάγνωση: Στηρίζεται στην κλινική εικόνα και λήψη ακτινογραφιών. Η ενοχοποίηση των παθογόνων παραγόντων απαιτεί λήψη παθολογικού υλικού από τον πνεύμονα μετά από διάνοιξη οπής στο κέλυφος για καλλιέργεια και αντιβιόγραμμα.
Αντιμετώπιση: Συνίσταται στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και στη
συστηματική χορήγηση αντιβιοτικών και βιταμίνης Α.
Στοματίτιδα
Η στοματίτιδα είναι μόλυνση της στοματικής κοιλότητας από βακτήρια , ιούς ή μύκητες.
Αίτια: Σπάνια είναι πρωτογενής, συνήθως είναι δευτερογενής εξαιτίας στρες,
ανοσοκαταστολής, τραυμάτων της στοματικής κοιλότητας από την τροφή, μεταβολικά νοσήματα και κακή διατροφή. Στις χελώνες στοματίτιδα παρατηρείται συνήθως μετά από χειμερία νάρκη και είναι συχνή αιτία του «μετά τη χειμερία νάρκη συνδρόμου». Τα λευκά αιμοσφαίρια είναι χαμηλά μετά τη χειμερία νάρκη και προδιαθέτουν σε επιμολύνσεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις σχετίζεται με μόλυνση απo Pseudomonas spp, Aeromonas spp, Proteus spp, Pasteurella spp, Εscherihia
coli, Staphylococcus spp, Corynebacterium spp. Στις χερσαίες χελώνες έχει απομονωθεί και ιός Herpes. 58
Κλινική εικόνα: Χαρακτηρίζεται από ανορεξία, δυσφαγία, σιαλόρροια, παρουσία υπηγερμένων λευκωπών πλακών στη ραχιαία επιφάνεια της γλώσσας και στα ούλα.
Σε προχωρημένες καταστάσεις οι πλάκες επεκτείνονται στον φάρυγγα και την επιγλωττίδα και παίρνουν τη μορφή των διφθεριτικών πλακών. Το νεκρωτικό υλικό αφαιρείται με δυσκολία και καταλείπει εξελκωμένες και αιμορραγικές περιοχές. Η οστεομυελίτιδα των γνάθων είναι συχνή επιπλοκή. Όχι σπάνια παρατηρείται δύσπνοια και ρινικό έκκριμα. Διάγνωση: Η διάγνωση στηρίζεται στο ιστορικό, στα κλινικά συμπτώματα, σε κυτταρολογική και ιστοπαθολογική εξέταση υλικών από τον βλεννογόνο της στοματικής κοιλότητας και στην απομόνωση βακτηριδίων και ιών.
Θεραπεία: Συστήνεται η χορήγηση αντιβιοτικών μετά από λήψη επιχρισμάτων για καλλιέργεια και αντιβιόγραμμα. Ακόμη γίνεται χειρουργική αφαίρεση (ηρέμηση, αναισθησία ή αναλγησία) των νεκρωμένων ιστών και καθημερινή αντισηψία της στοματικής κοιλότητας με στοματικό διάλυμα ποβιδόνης. Σε περίπτωση άρνησης τροφής επιβάλλεται η διατροφή διαμέσου οισοφαγικού καθετήρα καθώς επίσης και η χορήγηση φαρμάκων στην τροφή. Επιπλέον η χορήγηση βιταμίνης Α (10.000 IU/kg) και βιταμίνης C (10-20 mg/kg) μπορεί να έχουν καλά αποτελέσματα. Σε περίπτωση ερπητικής στοματίτιδας χορηγείται ακυκλοβίρη 80-200 mg/ kg PO ή σε μορφή αλοιφής 5% στο στόμα δύο φορές ημερησίως. Επιπλέον η χορήγηση αντιβιοτικών και αντιμυκητιασικών μπορεί να αποτρέψει δευτερογενείς επιμολύνσεις. Πρόγνωση:
Είναι επιφυλακτική και εφόσον δεν αναληφθεί θεραπευτική αγωγή μπορεί να καταλήξει στο θάνατο. Το «μετά τη χειμερία νάρκη σύνδρομο»
Aίτια: Το σύνδρομο αυτό παρατηρείται στις χερσαίες χελώνες. Τα ζώα αυτά φυσιολογικά κατά τη διάρκεια της χειμερίας νάρκης διατρέφονται κυρίως με τα αποθέματα λίπους τους. Εάν καταναλωθούν όλα τα αποθέματα λίπους τους, τότε καταφεύγουν σε αποδόμηση πρωτεϊνών και γλυκογόνου από το ήπαρ. Η ανεπάρκεια γλυκογόνου και βιταμινών (κακή θρεπτική κατάσταση πριν από τη χειμερία νάρκη) οδηγούν στο σύνδρομο αυτό το οποίο χαρακτηρίζεται από την άρνηση λήψης τροφής μετά από την «αφύπνιση».
Διάγνωση: Στηρίζεται σε λεπτομερή κλινική εξέταση και ιδιαίτερα στον έλεγχο της στοματικής κοιλότητας (στοματίτιδα), μέτρηση του κελύφους και του βάρους, καθώς
επίσης σε αιματολογικές (PCV) και σε βιοχημικές εξετάσεις (ουρία και γλυκόζη).
59
Θεραπεία: Η αντιμετώπιση του συνδρόμου συνίσταται στην ενίσχυση της γενικής κατάστασης του ζώου, δηλαδή διατήρηση της θερμοκρασίας στα «ιδανικά όρια»
(25ο-30ο C για τις μεσογειακές χερσαίες χελώνες και ανάλογη για τα άλλα είδη) και χορήγηση υγρών, ηλεκτρολυτών και γλυκόζης (4% του βάρους την ημέρα) από το στόμα διά της βίας, ή ενδοκολεμικά. Επιπλέον χορηγείται καλής ποιότητας τροφή και λιποδιαλυτές βιταμίνες από το στόμα ή παρεντερικά. Η ανάνηψη είναι αργή.
Εντερίτιδα
Η εντερίτιδα στις χελώνες εκδηλώνεται με διάρροια και σχετίζεται με ακατάλληλη διατροφή, δυσανεξία τροφής, παρασιτισμό του εντέρου, σηψαιμία, τοξαιμία, σύνδρομο δυσαπορρόφησης, ακατάλληλο περιβάλλον διαβίωσης, στρες, υπερβολική χορήγηση φρούτων ή σακχάρων στην τροφή καθώς επίσης και με μεταβολικά αίτια. Η αντιμετώπιση είναι ανάλογη με την αιτία και επιπλέον είναι υποστηρικτική (χορηγούνται υγρά και ηλεκτρολύτες).
Παρασιτώσεις Α. Εξωπαρασιτώσεις
Τα πιο συχνά εξωπαράσιτα στις χελώνες είναι οι κρότωνες (Amblyomma και Ixodes
spp ) και οι προνύμφες των μυγών (Calliphora ).
Β. Ενδοπαρασιτώσεις
Οι πιο συχνές ενδοπαρασιτώσεις που συναντώνται στις χελώνες είναι :
α. Εξαμιτίαση η οποία συναντάται στις χερσαίες και στις υδρόβιες χελώνες και προσβάλλει τον γαστρεντερικό σωλήνα, τους νεφρούς και την ουροδόχο κύστη. Η μόλυνση γίνεται με το νερό. Εκδηλώνεται κλινικά ως προοδευτική ατροφία, απάθεια, διάρροια και παρουσία βλεννώδους ούρου. Συχνή απόληξη είναι ο θάνατος. Η διάγνωση γίνεται με παρασιτολογική εξέταση εκπλύματος της κλοάκης και ανεύρεση των μαστιγωτών πρωοζώων Hexamita parva. Η θεραπευτική αντιμετώπισή της στηρίζεται στη χορήγηση μετρονιδαζόλης (160 mg/kg) PO χερσαίες ή λουτρά διμετριδαζόληςl για 2 εβδομάδες (υδρόβιες).
β. Αμοιβάδωση. Οφείλεται σε μόλυνση με Entamoeba invadens (Rhizοpoda) τα οποία αποικούν στο λεπτό έντερο και το ήπαρ. Τα συμπτώματα είναι ανορεξία, απάθεια, στοματική αναπνοή, έμετος μετά από χορήγηση τροφής, ζελατινώδη κόπρανα και ατροφία. Η διάγνωση γίνεται, όχι πάντα εύκολα, με παρασιτολογική 60
εξέταση κοπράνων ή κατά τη νεκροψία. Η θεραπευτική αντιμετώπιση στηρίζεται στη χορήγηση μετρονιδαζόλης (200 mg/kg) x 7 ημέρες .
γ. Ασκαριδίαση η οποία οφείλεται σε μόλυνση με Angusticaecum spp τα οποία αποικούν στο έντερο. Σε μεγάλη παρασίτωση παρατηρείται αναιμία και απόφραξη του εντέρου. Αντιμετωπίζονται με χορήγηση οξφενδαζόλης 2,5% (60-66 mg PO).
δ. Άλλα παράσιτα που συναντώνται στο έντερο είναι οι οξύουροι και οι ταινίες που συνήθως δεν χρειάζονται θεραπεία. Ακόμη έχουν εντοπιστεί και τρηματώδη στο έντερο και στο ήπαρ τα οποία αντιμετωπίζονται με χορήγηση πραζικουαντέλης (1020 mg/kg PO).
Δυστοκία Η κατάσταση αυτή συναντάται σε χερσαίες και υδρόβιες χελώνες, οι οποίες κρατούν τα ώριμα αυγά τους (μεγάλο αριθμό) μέσα στον ωαγωγό για αρκετές εβδομάδες, μέχρι να βρουν κατάλληλες περιβαλλοντικές για το είδος συνθήκες. Όταν αυτό συμβεί, εναποθέτουν τα αυγά τους σε κατάλληλο υπόστρωμα μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Ακόμη σχετίζεται με μορφολογικές ανωμαλίες των αυγών, μηχανική απόφραξη, φλεγμονή του ωαγωγού και συστηματικά νοσήματα. Κλινική εικόνα: Χαρακτηρίζεται από την ανησυχία του ζώου, που διαρκεί ακόμη και εβδομάδες, και την συνεχή αναζήτηση φωλιάς ή σκάψιμο για τη δημιουργία της.
Παρατηρείται ακόμη βλεννώδες έκκριμα από την κλοάκη που συνοδεύεται από
έντονες συσπάσεις και έντονη στοματική αναπνοή καθώς επίσης και πάρεση των οπισθίων άκρων. Κατάπτωση, απάθεια, διάρροια και εξουθένωση είναι η τελική απόληξη.
Διάγνωση: Στηρίζεται στο ιστορικό, στην κλινική εικόνα, στην εξέταση της κλοάκης, στην ακτινολογική εξέταση (εικ. 33), στην υπερηχοτομογραφία και στη λαπαροσκόπηση.
Θεραπεία: Για την αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής συστήνεται η δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για τον σχηματισμό φωλιάς, και η χορήγηση Ca 50 mg/kg (όχι στις υδρόβιες γιατί σχετίζεται με διαταραχή συμπεριφοράς) και ωκυτοκίνης 2-4
IU/kg. H ωκυτοκίνη επαναλαμβάνεται μετά από 24 έως 48 ώρες. Σε περίπτωση αποτυχίας επιβάλλεται χειρουργική αφαίρεση των αυγών μετά από λαπαροτομή.
61
Εικόνα 33. Παρουσία ώριμων ασβεστοποιημένων αυγών στον ωαγωγό χελώνας (Page & Mautino, Compedium Collection 1997).
Παθήσεις του ράμφους
Οι χελώνες δεν έχουν δόντια. Οι πρόσληψη και η μάσηση της τροφής γίνεται με μια κερατινοποιημένη απόληξη του δέρματος που καλύπτει τα χείλη και έχει τη μορφή ράμφους, ανάλογο με αυτό των πουλιών. Σε περίπτωση υπέρμετρης ανάπτυξης ή άλλης δυσμορφίας (εικ. 34), παρατηρείται δυσφαγία ή αδυναμία πρόσληψης τροφής. Η κατάσταση αυτή σχετίζεται με υπερβολική πρόσληψη πρωτεϊνών με την τροφή, με μεταβολικές παθήσεις των οστών και με υποβιταμίνωση Α. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής μπορεί να γίνει εκτομή ή διορθωτική οστεοτομία του ράμφους.
Εικόνα 34. Δυσμορφία και ανώμαλη σύγκλειση ράμφους σε χελώνα
(Frye & Williams, Reptiles and Amphibians.).
62
Πυώδης ωτίτιδα Οι χελώνες έχουν την τάση να δημιουργούν αποστήματα κάτω από τις τυμπανικές μεμβράνες (πυώδης ωτίτιδα). Αυτά συνήθως έχουν την εικόνα καλά σχηματισμένων διογκώσεων που εντοπίζονται πίσω ακριβώς από τα μάτια.
Οφείλονται σε κακή υγιεινή και ανοσοκαταστολή του ζώου. Η αντιμετώπιση του προβλήματος συνίσταται στη χειρουργική διάνοιξη, μετά από γενική αναισθησία, των τυμπανικών μεμβρανών, απομάκρυνση του περιεχομένου και έκπλυση με φυσιολογικό ορρό. Η θεραπεία επαναλαμβάνεται καθημερινά για 5 ημέρες. Η συστηματική χορήγηση αντιβιοτικών συστήνεται μόνο σε περίπτωση υποτροπής ή συνύπαρξης και άλλης ασθένειας.
.
Νεκροβακίλλωση
Η κατάσταση αυτή παρατηρείται σε υδρόβιες χελώνες και οφείλεται σε μόλυνση με Staphylococcus spp, Streptococcus spp και Escherihia (Citrobacter)
freundii. H κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται από την παρουσία λευκωπών στιγμάτων
(νεκρώσεων) πάνω στο κέλυφος, στην κεφαλή και στα άκρα (εικ. 35). Οι εστιακές αυτές νεκρώσεις έχουν τάση για επέκταση, ενώ παρατηρείται και απόπτωση των νυχιών. Ο θάνατος επέρχεται μετά από εβδομάδες ή μήνες και οφείλεται σε σηψαιμία. Η θεραπεία συνίσταται στην συστηματική χορήγηση αντιβιοτικών μετά από αντιβιόγραμμα.
Εικόνα 35 . Νεκροβακίλλωση κελύφους και αλλοιώσεις δέρματος σε μια Softshell Turtle
( Jacobson, JAVMA 177: 835-837, 1980).
63
Νέκρωση κελύφους
Η πάθηση αυτή παρατηρείται σε όλα τα είδη των χελωνών και οφείλeται στη μόλυνση από βακτηρίδια (Pseudomonas spp, Escherihia freundii) και μύκητες. Προσβάλλεται το χέλυο και το πλάστρο, τα οποία αρχικά αποχρωματίζονται, ενώ σε σοβαρές περιπτώσεις η μόλυνση επεκτείνεται σε βάθος. Οι προσβεβλημένες περιοχές μπορούν να αφαιρεθούν χειρουργικά ενώ η καθημερινή χορήγηση αλοιφής νεομυκίνης/νυστατίνης (Panolong) ή χλωρεξιδίνης 1% έχει καλά αποτελέσματα.
Χειρουργικές επεμβάσεις στις χελώνες
Οι συνήθεις χειρουργικές επεμβάσεις στις χελώνες είναι η αντιμετώπιση των
καταγμάτων του κελύφους και η λαπαροτομή. Κατάγματα κελύφους
Τα κατάγματα του κελύφους σχετίζονται συνήθως με τροχαία ατυχήματα, πτώσεις ή δήγματα άλλου ζώου. Αντιμετωπίζονται
χειρουργικά,
με οστεοσύνθεση του κελύφους
ενώ λαμβάνεται μέριμνα για την αποκατάσταση των προβλημάτων των εσωτερικών οργάνων.
Τεχνική της επέμβασης: Γίνεται ανάταξη των καταγματικών τμημάτων του κελύφους και οστεοσύνθεση με διάνοιξη αγωγών και χρήση μεταλλικού ράμματος. Λειαίνεται η περιοχή του κελύφους με γυαλόχαρτο και τοποθετούνται φύλλα fiberglass πάνω στην καταγματική περιοχή και σε έκταση μεγαλύτερη από αυτήν. Στη συνέχεια γίνεται επάλειψη του φύλλου fiberglass με εποξική ρητίνη έτσι ώστε να προσροφηθεί το υλικό από όλα τα σημεία του φύλλου. Επιβάλλεται αναμονή 24 ωρών ώσπου να στερεοποιηθεί το υλικό. Εναλλακτικά, μετά την οστεοσύνθεση μπορεί να καλυφθεί η περιοχή του κατάγματος με κυανοακρυλική ουσία. Σε απλούστερες περιπτώσεις η χρήση δυνατής κόλας είναι αποτελεσματική (εικ. 36).
Μετεγχειρητικά χορηγούνται συστηματικά αντιβιοτικά. Η πώρωση του κατάγματος απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα (χρόνια) ενώ τα υλικά οστεοσύνθεσης δεν αφαιρούνται.
64
Eικόνα 36. Οστεοσύνθεση συντριπτικού κατάγματος κελύφους με παρεκτόπιση σε Testudo graeca.
Λαπαροτομή `Η πρόσβαση στην κολεμική κοιλότητα επιτυγχάνεται είτε διά μέσου του πλάστρου ή διά μέσου του προμηριαίου βοθρίου η οποία είναι ευκολότερη σχετικά με την πρώτη αλλά δεν δίνει τη δυνατότητα μεγάλη πρόσβασης στα ενδοκοιλιακά όργανα.
Τεχνική της επέμβασης: Η επέμβαση γίνεται κάτω από γενική αναισθησία. Το ζώο τοποθετείται σε ραχιαία κατάκλιση με τα άκρα σε απαγωγή. Μετά από χειρουργική αντισηψία του πλάστρου γίνεται διάνοιξη του πλάστρου με οστεοτρύπανο και δημιουργείται κρημνός. Κατά τη δημιουργία του κρημνού, η διατομή του πλάστρου σε βάθος καλό είναι να γίνεται υπό γωνία, έτσι ώστε η εν τω βάθει επιφάνεια του κρημνού που σχηματίζεται να είναι μικρότερη από την επιπολής. Αυτό έχει σαν στόχο την αποτροπή καθίζησης του τμήματος του πλάστρου μέσα στην κολεμική κοιλότητα μετά την επανατοποθέτησή του. Το μέγεθος του κρημνού που δημιουργείται είναι ανάλογο με την επέμβαση. Κατά τη δημιουργία του κρημνού πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για την προστασία των υποκείμενων ενδοκολεμικών οργάνων, όπως η ουροδόχος κύστη, οι πυελικοί μύες, οι θωρακικοί μύες και η καρδιά. Ακόμη, καλό είναι να διατηρούνται και τα μείζονα κολεμικά αγγεία.
Μετά το πέρας της επέμβασης γίνεται αποκατάσταση και συρραφή της
κολεμικής μεμβράνης και ο οστικός κρημνός επανατοποθετείται στην αρχική του θέση. Στη συνέχεια τοποθετούνται φύλλα fiberglass πάνω στο σημείο του κρημνού τα οποία επαλείφονται με μίγμα εποξικής ρητίνης ή κυανοακρυλικής ουσίας. Η χελώνα διατηρείται σε ραχιαία κατάκλιση μέχρι τα στερεοποιηθεί το υλικό, ή γίνεται υποστήριξη με επίδεση του κρημνού μέχρι να στερεοποιηθεί η ρητίνη. 65
Φάρμακα που χρησιμοποιούνται στις χελώνες
Φάρμακευτική ουσία Δοσολογία
Aκυκλοβίρη
80 mg/kg PO SID
Aμικασίνη
5 mg/kg IM μετα 2.5 mg/kg x 3 ημέρες
Aμπικιλλίνη
50 mg/kg IM, ΒID
Aλλοπουρινόλη
20-50 mg/kg/ 24 ώρες PO
Ασβέστιο Γλυκονικό
100 mg/kg IM
Καρβενικιλλίνη
200-400 mg/kg IM, /48 ώρες
Κεφταζιδίμη
20 mg/kg im, κάθε 3 ημέρες
Σιπροφλοξασίνη
10 mg/kg /48ωρο PO
Σιμετιδίνη
4 mg/kg /6-12ώρες
Δεξαμεθαζόνη
0.1-0.25 mg/kg IV shock; 0.03-015 mg/kg
Δοξυκυκλίνη
5-10 mg/kg BID PO
Eνροφλοξασίνη
5-10 mg/kg SID IM, SC,
Φαινβενδαζόλη
50-100 mg/kg PO, επανάληψη σε 2 εβδομάδες
Φλουνιξίνη Μεγλουμίνη
0.1-0.5 mg/kg /12-24 ώρες x 2 ημέρες
Φουροσεμίδη
5-10 mg/kg /12-24 ώρες
Γλυκόζη
3 mg/kg PO
Γκριζεοφουλβίνη
20-40 mg/kg PO /72 ώρες x 5 συνεδρίες
Mετοκλοπραμίδη
0.2-0.5 mg/kg SC, PO /24 ώρες Kετοκοναζόλη
20 mg/kg PO SID
Μετρονιδαζόλη
50 mg/kg PO SID
Ωκυτοκίνη
1-10 IU/kg IM
Τετρακυκλίνη
10 mg/kg PO /24 ώρες
Τριμεθοπρίμη σουλφαδιαζίνη 20-30 mg/kg SID PO 2 x ημέρες , μετά μέρα παρα μέρα.
Tυλοζίνη
25 mg/kg εφάπαξ IM
Βιταμίνη Α
2000 IU/kg SC εφαπαξ, επανάληψη σε 7 ημέρες
Βιταμίνη D3
4 IU/kg PO SID
66
ΙΙ. ΘΗΛΑΣΤΙΚΑ
Α. ΤΡΩΚΤΙΚΑ
Τα τρωκτικά, Rodentia, είναι θηλαστικά. Φέρουν δύο μόνο κοπτήρες σε
κάθε γνάθο σε αντίθεση με τα λαγόμορφα Lagomorpha, τα οποία έχουν τέσσερις κοπτήρες. Δεν έχουν κυνόδοντες. Είναι ζώα μικρού μεγέθους προσαρμοσμένα σε διάφορα περιβάλλοντα (χερσαία, δενδρόβια, υπόγεια). Υπάρχουν 30 οικογένειες, 389 γένη και 1702 είδη. Διακρίνονται στα Σκιουρόμορφα/Sciuromorpha,
Μυόμορφα/Myomorpha, και Υστικόμορφα/Hysticomorpha.
1. Μικρά Τρωκτικά
Κρηκιτός Ο κρικητός (χάμστερ) είναι μικρό τρωκτικό που ανήκει στην τάξη Rodentia,
υποτάξη Myomorpha και στην οικογένεια Cricetidae. Τα είδη τα οποία συναντώνται συχνά ως εξωτικά κατοικίδια είναι ο Μesocrecitus auratus, ο Cricetulus griseus, ο
Cricetus cricetus και ο Phodopus sungorus.
1. Στοιχεία ανατομίας, φυσιολογίας, διατήρησης και διατροφής.
Ο κρικητός έχει 4 τομείς οι οποίοι αναπτύσσονται συνεχώς σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Οι οφθαλμοί είναι μικροί και προβάλλουν ελαφρά προς τα έξω. Ο αδένας του Ηarder, ιδιαίτερης σημασίας στους κρικητούς, παράγει έκκριμα που αποτελείται κυρίως από λιποειδή και πορφυρίνες (ερυθρό χρώμα δακρύου). Τα πρόσθια άκρα έχουν τέσσερα δάχτυλα και τα οπίσθια πέντε. Έχει μικρή ουρά και 6-7
μαστούς που εκτείνονται μέχρι τον ώμο. Δεν έχει ιδρωτοποιούς αδένες. Οι κρικητοί
είναι νυκτόβια, μονογαστρικά ζώα με καλά σχηματισμένο στόμαχο ο οποίος αποτελείται από δύο διαμερίσματα, τον αδενώδη και τον μυώδη στόμαχο. Η διάρκεια ζωής τους κυμαίνεται από 1,5 έως 3 χρόνια.
Τα αρσενικά ζώα έχουν ένα καλά ανεπτυγμένο όσχεο το οποίο είναι εύκολα ορατό ενώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα συστέλλεται. Τα θηλυκά είναι πολυοιστρικά ζώα, με οίστρους σε όλη τη διάρκεια του έτους, εκτός από την περίοδο της χειμερίας νάρκης. Ωριμάζουν σεξουαλικά σε ηλικία 6-8 εβδομάδων. Ο οίστρος διαρκεί 4 ημέρες και η κύηση 15-18 ημέρες. Το θηλυκό γεννά 4-12 νεογνά. Είναι ζώα χορτοφάγα ή παμφάγα. Η λήψη στερεάς τροφής γίνεται από την 5η-7η
ημέρα της ζωής τους. Η καθημερινή ποσότητα τροφής που απαιτείται για τα ενήλικα 67
ζώα είναι 5-10 g, ενώ πρέπει να περιέχει 16%-24% πρωτεΐνες, 60%-65%
υδατάνθρακες και 5%-7% λιπαρά. Επιπλέον οι κρικητοί έχουν αυξημένη ανάγκη βιταμινών και ιχνοστοιχείων. Η τροφή συνήθως αποτελείται από σπόρους, φρούτα και λαχανικά, ενώ μπορεί να χορηγείται και σε μορφή pellets. Το νερό χορηγείται ad libitum με ειδικό πλαστικό μπουκάλι με βαλβίδα.
Οι κρικητοί συνήθως διατηρούνται σε μεταλλικά ή πλαστικά κλουβιά,. Το δάπεδο της εγκατάστασης πρέπει να καλύπτεται με στρωμνή από αποστειρωμένο πριονίδι, ενώ παράλληλα είναι απαραίτητη η ύπαρξη υλικού (άχυρο, χαρτί, ροκανίδι) για τον σχηματισμό φωλιάς ή έτοιμη φωλιά. Επιπλέον πρέπει να εμπλουτισθεί ο χώρος διαβίωσης τους με εξαρτήματα άσκησης όπως ρόδες, σωλήνες. Η τήρηση των κανόνων υγιεινής καλό είναι να γίνεται με την ελάχιστη δυνατή ενόχληση. Η θερμοκρασία στον χώρο διαβίωσης του ζώου πρέπει να κυμαίνεται 19ο-23 ο C. Σε θερμοκρασία κάτω από 5ο C οι κρικητοί πέφτουν σε χειμερία νάρκη. Η υγρασία πρέπει να είναι 55% ± 10%. Λόγω της έντονης ανταγωνιστικότητας που εκδηλώνουν,
επιβάλλεται να υπάρχει μόνο ένα ζώο σε κάθε κλουβί, ενώ σε περίοδο αναπαραγωγής ένα θηλυκό και ένα αρσενικό.
2. Συγκράτηση
Οι κρικητοί συνήθως δαγκώνουν όταν ενοχληθούν. Έτσι κατά τη συγκράτηση του ζώου απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή, η οποία επιτυγχάνεται με την τοποθέτηση του ζώου στην μια παλάμη και κάλυψη του με την άλλη (εικ. 37) (όχι γάντια
συγκράτησης). Ακόμη η συγκράτηση μπορεί να γίνει από τον αυχένα. Σε επιθετικά ζώα συστήνεται γενική αναισθησία. Εικόνα 37. Συγκράτηση κρικητού μέσα στις παλάμες (Goodman, BSAVA 2002).
68
3. Κλινική εξέταση.
Η κλινική εξέταση γίνεται κυρίως με επισκόπηση. Η λήψη της θερμοκρασίας γίνεται με τοποθέτηση υδραργυρικού ή ηλεκτρονικού θερμόμετρου στον πρωκτό (φυσιολογική θερμοκρασία 36.2ο-37.5ο C). Η εξέταση του αναπνευστικού
συστήματος γίνεται με επισκόπηση και ακρόαση του θώρακα (33-127 αναπν/λεπτό), ενώ η μέτρηση της καρδιακής συχνότητας με την τοποθέτηση του δακτύλου του εξεταστή στον θώρακα (280-412 παλμοί /λεπτό) .
4. Αιμοληψία
Η ποσότητα του αίματος σε έναν κρικητό είναι περίπου 78 ml/kg και η μέγιστη ποσότητα που μπορεί να ληφθεί κατά την αιμοληψία είναι το 10% του συνολικού όγκου του αίματος. Τα σημεία αιμοληψίας είναι η κεφαλική φλέβα (εικ. 38), η σαφηνής φλέβα και πρόσθια κοίλη φλέβα. Ακόμη αιμοληψία μπορεί να γίνει και με διατομή της ουράς (διατομή της ουραίας αρτηρίας) με νυστέρι (μικρή ποσότητα αίματος), με διατομή του όνυχα και με παρακέντηση της καρδιάς (γενική αναισθησία) .
Εικόνα 38. Λήψη αίματος από την κεφαλική φλέβα κρικητού
(Battles Compedium Collection, Vol 1, 1991).
5. Θεραπευτικοί χειρισμοί
Η χορήγηση των φαρμακευτικών ουσιών γίνεται από το στόμα (διά της βίας ή με καθετήρα), ενδομυικά (γλουτιαίοι ή οσφυϊκοί μύες 0.1 ml), υποδόρια, ενδοφλέβια (κεφαλική ή υπογλώσσια) και ενδοπεριτοναϊκά (3 -4 ml) (εικ. 39).
69
Χορήγηση υγρών : H ποσότητα υγρών που χρειάζεται καθημερινά ένας κρικητός είναι 10 ml/ 100g . Η μέγιστη ποσότητα υγρών που μπορεί να χορηγηθεί υποδόρια είναι 5 ml. Εικόνα 39. Ενδοπεριτοναϊκή έγχυση φαρμακευτικού σκευάσματος σε κρικητό
(Brown & Rosenthal, Small Mammals 1997).
6. Αναισθησία
Η επιλογή του αναισθητικού είναι ανάλογη με τον σκοπό της επέμβασης. Τα συνηθισμένα αναισθητικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται είναι εισπνευστικά ή ενέσιμα. Τα αναισθητικά που χρησιμοποιούνται στην αναισθησία των κρικητών είναι α) εισπνευστικά, τα οποία χορηγούνται με αναισθητικό κλωβό και β) ενέσιμα
Φάρμακο
Δόση
Kεταμίνη
50-200 mg/kg IP
Kεταμίνη+ξυλαζίνη
80-100 mg/kg (κ) IP + 10mg/kg (ξ) IP (227 min)
Kεταμίνη +διαζεπάμη
40-100 mg/kg(κ) IM+ 5 mg/kg (δ) IM
Mορφίνη
μορφίνη 150 mg/kg IM, SC, IP (αναλγησία, νάρκωση)
Αλοθάνιο
1,5-2,5%
Iσοφλουράνιο
1,5-2,5%
70
Eικόνα 40. Αναισθησία με εισπνευστικό αναισθητικό με μάσκα σε κρικητό.
Ιλεϊτιδα (Wet Tail Syndrome)
Aίτια: Η νόσος προσβάλλει νεαρά ζώα ηλικίας 3-8 εβδομάδων και σχετίζεται με συνδυασμό πολλών παραγόντων, όπως μόλυνση με E. coli, Campylobacter jejuni και Desulfovibrio spp, με αλλαγή της διατροφής και στρες. Τελευταία έχει αποδοθεί σε μόλυνση με το βακτήριο Lawsonia intracellularis. Μεταδίδεται με άμεση επαφή από το στόμα. Κλινική εικόνα: Τα πιο συχνά κλινικά συμπτώματα στην οξεία φάση της νόσου είναι σοβαρή διάρροια, η οποία διαβρέχει την περιοχή της ουράς, του περινέου και της κοιλιάς, ληθαργικότητα, ανορεξία και αφυδάτωση. Στη χρόνια φάση παρατηρείται αποφρακτικός ειλεός, εγκολεασμός, περιτονίτιδα και πρόπτωση απευθυσμένου
(εικ.41). Η νόσος χαρακτηρίζεται από υψηλή θνησιμότητα μέσα σε 5-7 ημέρες. Διάγνωση: Βασίζεται μόνο στην κλινική εικόνα. Διαφορική διάγνωση γίνεται από τη νόσο Tyzzer, τη σαλμονέλωση, την κολιβακίλλωση και την εντερίτιδα από αντιβιοτικά.
Θεραπεία: Για την αντιμετώπιση της νόσου συστήνονται απομόνωση των νοσούντων
ζώων, χορήγηση υγρών και ηλεκτρολυτών (Lactated Ringer’s solution 10% ΣΒ, SC,
ή IP), πολυβιταμίνες PO, αντιβίωση PO (νεομυκίνη, τετρακυκλίνες, μετρονιδαζόλη)
και κορτικοστεροειδή IM.
71
Eικόνα 41. Ιλεΐτιδα και πρόπτωση απευθυσμένου σε κρικητό
(Gober, Supl Comped Cont Edu Pract Vet Vol , 21 No 3(E), 1999).
Νόσος Τyzzer
H νόσος προσβάλλει συνήθως τα ποντίκια και σπάνια τους κρικητούς. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε περιπτώσεις οξείας διάρροιας και θανάτου. Οφείλεται σε μόλυνση με ένα ασυνήθιστο βακτήριο το Clostridium piliforme (παλαιότερα Bacillus
piliformis). Tα κλινικά συμπτώματα περιλαμβάνουν αιφνίδια διάρροια κίτρινου χρώματος, αφυδάτωση, ληθαργικότητα, και θάνατο. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με νεκροτομική και ιστοπαθολογική εξέταση. Η θεραπεία είναι η ίδια με αυτή της ιλεΐτιδας και όχι πάντα επιτυχής.
Εντερίτιδα από αντιβιοτικά /κολίτιδα
Οι κρικητοί που αντιμετωπίζονται θεραπευτικά με συγκεκριμένα αντιβιοτικά όπως ερυθρομυκίνη, πενικιλίνη, αμπικιλλίνη, γενταμυκίνη, βανκομυκίνη, λινκομυκίνη και κεφαλοσπορίνες μπορεί να εκδηλώσουν συμπτώματα σοβαρής διάρροιας (εντεροκολίτιδα) και θάνατο. Η νόσος εκδηλώνεται 4-10 ημέρες μετά τη χορήγηση αντιβιοτικών και πιστεύεται ότι σχετίζεται με διαταραχή της φυσιολογικής χλωρίδας του εντέρου που αποικείται κυρίως από Lactobacillus και Bacteroides με αποτέλεσμα τη δευτερογενή ανάπτυξη τοξινογόνων κλωστριδίων όπως Clostridium
difficile. Η νόσος αντιμετωπίζεται με άμεση διακοπή των αντιβιοτικών, χορήγηση υγρών και ηλεκτρολυτών καθώς επίσης και με χορήγηση λακτοβακίλλων από το στόμα.
72
Δυσκοιλιότητα
Η δυσκοιλιότητα (εικ. 42) παρατηρείται συχνά στους κρικητούς και σχετίζεται με ακατάλληλη διατροφή (ξηρή τροφή), με ανεπαρκή λήψη ύδατος, με παρουσία ξένων σωμάτων και παρασίτων στο γαστρεντερικό σωλήνα. Τα συνήθη κλινικά συμπτώματα είναι διόγκωση της κοιλιάς, δυσφορία και ανορεξία. Η δυσκοιλιότητα
αντιμετωπίζεται με ενυδάτωση του ζώου, με χορήγηση υπακτικών και με βελτίωση της διατροφής του ζώου (άφθονα λαχανικά και φρούτα).
Εικόνα 42. Παρουσία σκληρής κοπρομάζας στο απευθυσμένο ινδικού χοιριδίου. Δυσκοιλιότητα. (Brown & Rosenthal, Small Mammals 1997).
Παθήσεις των δοντιών
Οι κρικητοί, ως τρωκτικά, χαρακτηρίζονται από συνεχή ανάπτυξη των τομέων δοντιών τους σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Εφόσον δεν επιτυγχάνεται ικανοποιητική τριβή των δοντιών από τις διάφορες τροφές, επιβάλλεται η τοποθέτηση υλικών (ειδικό ξύλου) για μάσηση και λείανση των τομέων. Σε περίπτωση υπερμεγέθους ανάπτυξης των τομέων (εικ. 43) ή κακής σύγκλησης των γνάθων (υπερβολική μάσηση μεταλλικών κλουβιών) παρατηρείται δυσφαγία, ανορεξία, απώλεια βάρους, οίδημα του βλεννογόνου του στόματος και σιαλόρροια. Η εκτομή των δοντιών κατά τακτά χρονικά διαστήματα αποτελεί το μόνο μέσο πρόληψης.
73
Εικόνα 43. Υπερμεγέθης ανάπτυξη των τομέων της άνω γνάθου και κάταγμα των τομέων της κάτω γνάθου (Capello, Exotic DVM, 2003).
Πρόπτωση και φλεγμονή των ζυγωματικών θυλάκων
Οι κρικητοί έχουν μεγάλους και καλά σχηματισμένους αμφοτερόπλευρους ζυγωματικούς θυλάκους μέσα στους οποίους συνηθίζουν να αποθηκεύουν την τροφή τους και οι οποίοι καλύπτονται από μια λεπτή επιθηλιακή μεμβράνη η οποία όχι σπάνια μπορεί να εκστραφεί. Στην περίπτωση αυτή είναι απαραίτητο να γίνει ανάταξη στην αρχική τους θέση. Αυτό επιτυγχάνεται μετά από ηρέμηση ή γενική αναισθησία του ζώου, όπου με ήπιους χειρισμούς και με τη χρήση ενός βαμβακοφόρου στειλεού προωθείται ο ζυγωματικός θύλακος στην αρχική του θέση.
Σε περίπτωση συχνών υποτροπών τοποθετείται ράμμα 4/0 ή 5/0 μη απορροφήσιμο
διαδερμικά για την καθήλωση του θύλακα, το οποίο αφαιρείται μετά από 15 ημέρες.
Όχι σπάνια μπορεί να παρατηρηθούν φλεγμονή, αποστηματοποίηση (εικ. 44) ή ακόμη και συρρίγια των ζυγωματικών θυλάκων μετά από ενσφήνωση διαφόρων τροφών. Τα πιο συχνά αίτια είναι τα οδοντικά προβλήματα και η χορήγηση ξηρής και κολλώδους τροφής. Επιπλέον η επιμόλυνση με μύκητες και βακτηρίδια επιπλέκει
την κατάσταση. Η θεραπεία συνίσταται στην αφαίρεση της ενσφηνωμένης τροφής, στην καλή πλύση των ζυγωματικών θυλάκων και στην αποφυγή γενικά χορήγησης ξηρής τροφής. Σε περίπτωση επιμολύνσεων συστήνεται χειρουργικός καθαρισμός ή εκτομή του θυλάκου και χορήγηση αντιβιοτικών συστηματικά.
74
Εικόνα 44. Πρόπτωση και φλεγμονή του ζυγωματικού θυλάκου σε κρικητό.
Παρασιτώσεις (γαστρεντερικού σωλήνα)
Τα παράσιτα που προσβάλλουν συχνά το γαστρεντερικό σωλήνα των κρικητών είναι:
α.Πρωτόζωα.
Oι κρικητοί είναι φορείς μεγάλου αριθμού εντερικών πρωτόζωων
χωρίς να έχει εξακριβωθεί πλήρως η παθογόνος δράση τους. Μεταξύ αυτών είναι τα Balantidium spp, Cryptosporidium spp, Trichomonas spp, Giardia spp και Spironucleus spp.
β.Κεστώδη. Το Hymenolepis nana είναι το πιο συχνό κεστώδες που παρατηρείται στους κρικητούς. Συναντάται και σε άλλα τρωκτικά, πρωτεύοντα και στον άνθρωπο.
Η μόλυνση είναι άμεση, με κατάποση των αυγών με τα κόπρανα αλλά και έμμεση με ενδιάμεσους ξενιστές τα σκαθάρια και τους ψύλλους. Η διάγνωση στηρίζεται στην ανεύρεση αβγών στα κόπρανα. Αντιμετωπίζεται με χορήγηση νικλοσαμίδης 100
mg/gr Σ.Β PO και επανάληψη μετά από 7 ημέρες. O Cysticercus fasciolaris,
προνυμφική μορφή της ταινίας Taenia taeniaeformis στη γάτα, έχει επίσης βρεθεί στο
ήπαρ των κρικητών.
γ.Νηματώδη. Aspicularis tetraptera, Syphacia muris/obvelata είναι τα νηματώδη που κυρίως συναντώνται και είναι απαθογόνα. Αντιμετωπίζονται με χορήγηση πιπεραζίνης 10 mg/ml x 7 ημέρες μέσα στο πόσιμο νερό και επανάληψη μετά από 5 ημέρες .
75
Πνευμονίες
Μετά τα διαρροϊκά νοσήματα, οι πνευμονίες είναι το πιο σημαντικό νόσημα που παρατηρείται στους κρικητούς. Οι πνευμονίες μπορεί να είναι βακτηριακής, ιογενούς, μυκοπλασματικής αιτιολογίας ή συνδυασμός όλων των παραπάνω.
α. Ιογενείς πνευμονίες. Ο ιός Sendai (Parainfluenza Type 1) ευθύνεται για την εκδήλωση οξείας θανατηφόρου πνευμονίας στα νεαρά ζώα, ηλικίας κάτω των 3 εβδομάδων. Στα ενήλικα ζώα η μόλυνση είναι ασυμπτωματική. Ο ιός της γρίπης του ανθρώπου μπορεί να προκαλέσει στους κρικητούς ρινικό έκκριμα, πταρμό, μέση ωτίτιδα, πυρετό, δύσπνοια και πνευμονία που διαρκεί περίπου 5-7 ημέρες. Όχι σπάνια εκδηλώνονται δευτερογενείς επιπλοκές.
β. Βακτηριακές πνευμονίες. Τα συνήθη βακτηρίδια που εμπλέκονται στην αιτιοπαθογένεια της πνευμονίας στους κρικητούς είναι Pasteurella pneumotropica,
Streptococcus spp και Yersinia spp. Αυτά απομονώνονται συχνά και σε υγιή ζώα, αλλά και στον άνθρωπο, και σε περίπτωση κακών συνθηκών διαβίωσης και στρες, είναι δυνατόν να προκαλέσουν σοβαρές πνευμονίες. Η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται από την παρουσία οφθαλμικού και ρινικού εκκρίματος, δύσπνοια, ανορεξία, και νευρολογικά προβλήματα.
γ. Μυκοπλασματικές πνευμονίες. Έχουν παρατηρηθεί και στους κρικητούς και οφείλονται σε Mycoplasma spp.
Οι πνευμονίες γενικά αντιμετωπίζονται με τη χορήγηση αντιβιοτικών (μετά από καλλιέργεια), υποστηρικτική αγωγή (υγρά, ηλεκτρολύτες, ζέστη) και βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης.
Καρδιακή θρόμβωση
Η καρδιακή θρόμβωση παρατηρείται συχνά στους υπερήλικους κρικητούς σε ποσοστό 75%. Η συχνότητα εκδήλωσης είναι η ίδια και στα δύο φύλα ενώ στα θηλυκά εμφανίζεται σε μικρότερη ηλικία.
Κλινική εικόνα: Χαρακτηρίζεται από την παρουσία θρόμβων (εικ. 45) στον αριστερό κόλπο αλλά όχι σπάνια και στον δεξιό κόλπο και στις κοιλίες. Η εκφυλιστική μυοκαρδιοπάθεια, οι τραυματισμοί των αγγείων, οι διαταραχές πηκτικότητας του αίματος, τα σηπτικά έμβολα και η αμυλοείδωση αποτελούν προδιαθετικούς παράγοντες της νόσου. Το τυπικό κλινικό σύμπτωμα είναι η έντονη δύσπνοια,
ταχύπνοια, ταχυκαρδία κυάνωση και αιφνίδιος θάνατος.
76
Διάγνωση: Στηρίζεται στην κλινική εικόνα και την αιματολογική εξέταση (↓ παράγοντες πήξης II, VII, VIII, X, ↓ πλασμινιγόνου, ↑ παράγωγα ινωδογόνου-ινικής, και θρομβοκυτταροπενία). Θεραπεία: H νόσος δεν αντιμετωπίζεται εύκολα. Η χορήγηση διγοξίνης,
αντιπηκτικών και βεραπαμίλης (0.25-0.5 mg/kg) SC, BID για 4 εβδομάδες, δεν έχει πάντα καλά αποτελέσματα. Συχνή απόληξη είναι ο θάνατος.
Eικόνα 45. Παρουσία θρόμβων στην καρδιά κρικητού, με καρδιακή θρόμβωση
(Battles Copmedium Collection, Vol 1, 1991).
Λεμφοκυτταρική χοριομηνιγγίτιδα (LCM)
Η νόσος αυτή οφείλεται σε μόλυνση από τον αρενοϊό της λεμφοκυτταρικής χοριομηνιγγίτιδας LCM που προσβάλλει συνήθως τα άγρια τρωκτικά. Η κλινική εικόνα στους κρικητούς εξαρτάται από την ανοσολογική κατάσταση του ζώου. Έτσι μπορεί να είναι ασυμπτωματική, ή υποκλινική και επίμονη, όπου ο ιός απεκκρίνεται από τα ούρα και το σάλιο του μολυσμένου ζώου. Σε νεαρά ζώα εκδηλώνεται ως
χρόνιο καχεξιογόνο και θανατηφόρο νόσημα. Ο ιός μεταδίδεται και στον άνθρωπο με επαφή με ούρα και σάλιο (δήγματα) του μολυσμένου ζώου και προκαλεί ήπια γρίπη
μέχρι και θανατηφόρο μηνιγγίτιδα. Παρόλο που έχουν αναφερθεί περιπτώσεις
επιζωοτιών σε ανθρώπους που ήρθαν σε επαφή με κρικητούς, οι επίμυες θεωρούνται η κύρια πηγή μόλυνσης. Η διάγνωση στηρίζεται σε ορολογικές εξετάσεις και απομόνωση του ιού στο σάλιο και το ούρο το ζώου. Επειδή είναι ζωονόσος δεν συστήνεται καμία θεραπευτική αγωγή, αλλά ευθανασία. Επιπλέον είναι απαραίτητη η λήψη προληπτικών μέτρων και η προμήθεια ζώων μόνο από επιλεγμένες και απαλλαγμένες από τη νόσο πηγές. 77
Σύνδρομο οξείας παράλυσης
Ένας κρικητός που ζει σε ένα κλουβί μπορεί να παρουσιάσει αιφνίδια παράλυση (σύνδρομο οξείας παράλυσης). Αυτό συνήθως οφείλεται σε κάκωση της σπονδυλικής στήλης, απουσία άσκησης και μυοπάθεια. Για την αντιμετώπιση του συνδρόμου αυτού συστήνεται η τοποθέτηση υλικών ενασχόλησης (τροχός). Σε μυοπάθειες χορηγούνται βιταμίνες D και Ε (αναστρέψιμη βλάβη), ενώ σε κακώσεις της σπονδυλικής στήλης στεροειδή (πρόγνωση επιφυλακτική). Κολπίτιδα/πυομήτρα
Η κολπίτιδα χαρακτηρίζεται από την παρουσία κολλώδους και κρεμώδους λευκωπού εκκρίματος στον κόλπο. Το φυσιολογικό έκκριμα του κόλπου παρατηρείται συνήθως τρεις ημέρες πριν από τον οίστρο και είναι κολλώδες και βλεννώδες. Διαφορική διάγνωση γίνεται από την πυομήτρα που σχετίζεται με μόλυνση από Pasteurella pneumotropica. Η πυομήτρα εκδηλώνεται με την ίδια εικόνα αλλά επιπλέον με διόγκωση και πόνο στην κοιλιά. Αντιμετωπίζεται με ωοθηκυστερεκτομή και υποστηρικτική αγωγή (υγρά, ηλεκτρολύτες και αντιβιοτικά).
Αμυλοείδωση/Ουρολιθίαση
Η αμυλοείδωση προσβάλλει κυρίως τους νεφρούς, ωστόσο όχι σπάνια τον
σπλήνα και το ήπαρ των κρικητών, ιδιαίτερα των θηλυκών. Τα συμπτώματα είναι μάλιστα αυτά της ανεπάρκειας των παραπάνω οργάνων. Επιπλέον παρατηρείται και νεφρωσικό σύνδρομο που εκδηλώνεται με ανορεξία, οιδήματα,
ασκίτη, πρωτεϊνουρία, υπερχολιστεραιμία, υπολευκωματιναιμία και υπερσφαιριναιμία. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρείται πολυδιψία, πολυουρία και αιματουρία. Για την αντιμετώπιση της νόσου συστήνεται η μειωμένη χορήγηση πρωτεϊνών με τη τροφή και η επαρκής χορήγηση ύδατος.
Σε περίπτωση ουρολιθίασης
πολυδιψία, παρατηρούνται
δυσουρία, αιματουρία, και πολυουρία, ενώ είναι συχνές οι υποτροπές. Γι’αυτό το λόγο
συστήνεται η ανάλυση των ουρολίθων και η καλλιέργεια του ούρου.
Κανιβαλισμός
Ο κανιβαλισμός παρατηρείται σε άπειρες και νεαρές μητέρες ή σε περίπτωση που υπάρχει μεγάλη ενόχληση στο περιβάλλον του ζώου, διατροφικές ελλείψεις και 78
στέρηση ύδατος. Συστήνεται να μην ενοχλείται το ζώο πριν, κατά τη διάρκεια και 10 ημέρες μετά τον τοκετό. Εάν κρίνεται σκόπιμο, τότε η χορήγηση φρούτων και λαχανικών μπορεί να ελαττώσει την πιθανότητα κανιβαλισμού.
Οφθαλμολογικά προβλήματα Η επιφορά και η επιπεφυκίτιδα συνήθως σχετίζονται με την παρουσία αμμωνίας (ούρα) στο περιβάλλον, υπερανάπτυξη των τομέων δοντιών, ξένα σώματα και μολύνσεις από Pasteurella spp και Streptococcus spp.
Η βλεφαρίτιδα και η επιπεφυκίτιδα χαρακτηρίζονται από την παρουσία κολλώδους οφθαλμικού εκκρίματος (sticky eye syndrome), που παρατηρείται συνήθως σε υπερήλικους κρικητούς (εικ.46). Αντιμετωπίζεται με την μείωση των πρωτεϊνών στη διατροφή, χορήγηση υγρών από το στόμα, καθαρισμό των βλεφάρων και εφαρμογή αντιβιοτικής αλοιφής.
Η πανοφθαλμίτιδα και ρήξη του οφθαλμού συναντάται όχι σπάνια. Αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση οφθαλμικών αντιβιοτικών σκευασμάτων και σε σοβαρές περιπτώσεις με εξόρυξη. Eικόνα 46. Βλεφαρίτιδα και επιπεφυκίτιδα σε κρικητό.
Χειρουργικές επεμβάσεις στους κρικητούς
Οι συνήθεις χειρουργικές επεμβάσεις που αφορούν τους κρικητούς είναι τα αποστήματα, ο ευνουχισμός, η ωοθηκυστερεκτομή και τα κατάγματα.
79
Αποστήματα
Τα αποστήματα δεν είναι σπάνια στα μικρά τρωκτικά ιδιαίτερα στους κρικητούς και συνήθως σχετίζονται με τραυματισμούς ή δήγματα άλλου ζώου. Η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται συνήθως από την παρουσία διόγκωσης σε διάφορα σημεία του σώματος. Άλλα ζώα είναι ασυμπτωματικά ενώ άλλα έχουν και συστηματικές επιπτώσεις. Η διάγνωση γίνεται εύκολα μετά από παρακέντηση της διόγκωσης και λήψη υλικού. Για τη ριζική αντιμετώπιση συστήνεται πλήρης αφαίρεση του αποστήματος μαζί με την κάψα, en bloc, έκπλυση της κοιλότητας και συρραφή του τραύματος. Σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό, τότε γίνεται διάνοιξη, εκκένωση της συλλογής, έκπλυση με φυσιολογικό ορό, ενώ δεν γίνεται συρραφή του τραύματος με σκοπό την παροχέτευση (όπως στον σκύλο και τη γάτα).
Σε συχνές υποτροπές η τοποθέτηση ειδικών εμφυτευμάτων με αντιβιοτικές ουσίες, μπορεί να αποβεί χρήσιμη. Επιπλέον καλό είναι χορηγούνται κατάλληλα αντιβιοτικά μετά από καλλιέργεια του υλικού και αντιβιόγραμμα. Ορχεκτομή
Η ορχεκτομή συστήνεται προληπτικά για τον έλεγχο της αναπαραγωγής, της επιθετικότητας καθώς επίσης και για την αντιμετώπιση των νεοπλασμάτων των όρχεων των κρικητών. Αν και η ορχεκτομή παρεμποδίζει την αναπαραγωγή δεν είναι σίγουρο ότι μπορεί να ελέγξει την επιθετικότητα. Καλύτερα αποτελέσματα επιτυγχάνονται όταν οι κρικητοί ευνουχίζονται πριν από τη σεξουαλική ωρίμανση (10 εβδομάδες) ή όταν οι όρχεις είναι πλέον εμφανείς μέσα στο όσχεο και το ζώο ζυγίζει 70-100 g.
Τεχνική της επέμβασης: Η επέμβαση γίνεται κάτω από γενική αναισθησία. Η συγκράτηση του ζώου γίνεται σε ύπτια θέση με τα άκρα σε απαγωγή. Οι όρχεις εντοπίζονται στην δεξιά και αριστερή βουβωνική χώρα και αυτόματα υποχωρούν
μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα. Εύκολα μπορούν να επανέλθουν μέσα στο όσχεο μετά από ήπια μάλαξη του οπίσθιου τμήματος της κοιλιακής κοιλότητας και προώθηση τους μπροστά ακριβώς από το ηβικό οστό. Μετά από χειρουργική
αντισηψία ο όρχης ακινητοποιείται στη θέση αυτή και εκτελείται τομή στο δέρμα πάνω από τον όρχη η οποία επεκτείνεται σε όλους τους χιτώνες. Στη συνέχεια γίνεται απολίνωση του σπερματικού τόνου και εκτομή του όρχη. Επειδή ο βουβωνικός δακτύλιος παραμένει ανοιχτός σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ζώου, η απολίνωση όλου μαζί του σπερματικού τόνου και η παρουσία του λίπους αποτρέπει την 80
πρόκληση βουβωνοκήλης. Η ίδια διαδικασία επαναλαμβάνεται και στον άλλο όρχη.
Η σύγκλειση του τραύματος του δέρματος είναι προτιμότερο να γίνεται με συγκολλητική ουσία (κόλλα). Υστερεκτομή - Ωοθηκυστερεκτομή
Η επέμβαση αυτή συστήνεται για τον έλεγχο της αναπαραγωγής, όταν θηλυκά και αρσενικά ζώα ζουν μαζί σε ομάδες, όπως και για την αντιμετώπιση της πυομήτρας, των κύστεων της ωοθηκών και των νεοπλασμάτων της μήτρας και των ωοθηκών. Για την επέμβαση επιλέγονται ασθενείς βάρους πάνω από 100 g. Σε περίπτωση που ο στόχος είναι μόνο ο έλεγχος του πληθυσμού, αρκεί μόνο η υστερεκτομή, γεγονός που περιορίζει τον χρόνο της αναισθησίας και της επέμβασης.
Τεχνική της επέμβασης: Η επέμβαση γίνεται κάτω από γενική αναισθησία. Το ζώο τοποθετείται σε ύπτια θέση με τα άκρα σε απαγωγή. Εκτελείται μέση λαπαροτομή. Η τομή αρχίζει από τον ομφαλό και επεκτείνεται προς τα πίσω σε τέτοιο μήκος ώστε η μήτρα και οι ωοθήκες να εντοπίζονται με ευκολία. Το σώμα της μήτρας και οι μίσχοι των ωοθηκών απολινώνονται με διπλή απολίνωση με απορροφήσιμο ράμμα μακράς διαρκείας 4/0 ή 5/0. Το κοιλιακό τοίχωμα ράβεται με απλή συνεχή ραφή με απορροφήσιμο ράμμα 4/0 ή 5/0 και το δέρμα ράβεται με απλές χωριστές ραφές με μη απορροφήσιμο ή απορροφήσιμο ράμμα μακράς διαρκείας. Εναλλακτικά, μπορεί να γίνει ενδοδερμική ραφή και χρήση συγκολλητικής ουσίας (κόλλα).
Κατάγματα
Τα κατάγματα στους κρικητούς αφορούν κυρίως το βραχιόνιο, το μηριαίο και την κνήμη. Το βασικότερο πρόβλημα είναι το ιδιαίτερα μικρό μέγεθος των ζώων αυτών και τα λεπτά οστά. Η αντιμετώπιση κατά κανόνα είναι η ίδια με αυτή των μεγάλων θηλαστικών. Οι μέθοδοι που βρίσκουν εφαρμογή είναι η εξωτερική ακινητοποίηση με επιδέσεις και νάρθηκες (εικ. 47) καθώς και η εσωτερική οστεοσύνθεση με ενδομυελική ήλωση. Η πώρωση του κατάγματος επιτυγχάνεται συνήθως σε 7-10 ημέρες. Σε περιπτώσεις που συστήνεται ακρωτηριασμός γίνεται με μεθόδους αντίστοιχες με αυτές των μεγάλων θηλαστικών. Οι κρικητοί και γενικότερα τα μικρά τρωκτικά προσαρμόζονται καλά στην απώλεια ενός άκρου. 81
Εικόνα 47. Ακινητοποίηση κατάγματος κνήμης με επίδεση Robert-Jones σε κρικητό.
82
Σκίουρος Οι σκίουρoς είναι τρωκτικό της οικογένειας Sciuridae. Ο σκίουρος του γένους Tamias (Eutamias) αποτελείται από 24 είδη μεταξύ αυτών και ο Eutamias sibiricus
το πιο συχνά συναντώμενο είδος που χρησιμοποιείται και ως ζώο συντροφιάς. 1. Στοιχεία ανατομίας, φυσιολογίας, διατήρησης και διατροφής.
Ο Σιβηρικός σκίουρος είναι ημερόβιο τρωκτικό που ζει μέσα σε τρύπες στο έδαφος και στα δένδρα. Έχει τρίχωμα χρώματος γκρι-καφέ με λευκωπές ταινίες, και λευκές περιοχές γύρω από τους οφθαλμούς. Η ουρά του είναι μακριά και φουντωτή. Όπως και ο κρικητός έχει μεγάλους ζυγωματικούς θυλάκους που εξυπηρετούν στην αποθήκευση της τροφής. Είναι κοπροφάγο ζώο και με τον τρόπο αυτό προσλαμβάνει
βιταμίνη Β και Κ. Η διάρκεια ζωής του κυμαίνεται από 8 (αρσενικά)-12 χρόνια (θηλυκά ) σε αιχμαλωσία. H διαπίστωση του φύλου γίνεται με τη μέτρηση της απόστασης της πρωκτογεννητικής σχισμής. Στα αρσενικά είναι μεγαλύτερη από τα θηλυκά. Επιπλέον η ακροποσθία είναι εμφανής στα αρσενικά. Η αναπαραγωγική περίοδος στο Βόρειο Ημισφαίριο είναι από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο. Η διάρκεια της κύησης είναι 31-32 ημέρες (28-35). Ο αναπνευστικός τους ρυθμός είναι 75 αναπνοές/ λεπτό. Η φυσιολογική θερμοκρασία του σώματος είναι 38ο C και το βάρος του ενήλικα είναι 72-100 g.
Είναι κατά κανόνα παμφάγο ζώο, ενώ στην άγρια φύση είναι κατά κύριο λόγο χορτοφάγο. Η διατροφή του σε αιχμαλωσία πρέπει να αποτελείται από ξηρούς καρπούς, σπόρους, φρέσκα και ξηρά φρούτα, λαχανικά και καρύδια. Ακόμη μπορούν να χορηγηθούν μπισκότα σκύλων, μαγειρεμένο κρέας και βρασμένα αυγά. Το νερό χορηγείται ad libitum.
Σε αιχμαλωσία διατηρείται σε ευρύχωρα κλουβιά με διαστάσεις βάση x μήκος x ύψος =3.5 m3. Tα κλουβιά δεν πρέπει να είναι εκτεθειμένα άμεσα στο ηλιακό φως και δεν πρέπει να βρίσκονται κοντά σε συσκευές τηλεοράσεως (διαταραχή συμπεριφοράς εξαιτίας εκθέσεως σε ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία 15.6 kΗz). Τα κλουβιά πρέπει να είναι καλά ασφαλισμένα για την αποφυγή διαφυγής. Απαραίτητη
είναι η παρουσία υλικού στρωμνής (άχυρο, πριονίδι, ροκανίδι) και υλικών ενασχόλησης (κορμοί και κλαδιά δένδρων, σκάλες) και φωλιάς. Οι σκίουροι διατηρούνται μόνοι τους, σε ζεύγη ή ένα αρσενικό και τρία θηλυκά. Πέφτουν σε 83
χειμερία νάρκη κατά τη διάρκεια του χειμώνα, αλλά ξυπνούν κατά διαστήματα για να
τραφούν και να ασκηθούν.
2. Συγκράτηση Οι περισσότεροι σκίουροι δεν είναι ήμεροι και μπορεί να δαγκώσουν. Ακόμη εύκολα μπορεί να διαφύγουν κατά τη διάρκεια της εξέτασης. Η συγκράτηση του ζώου με γάντια δεν συστήνεται, διότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ή κακοποίησης του ζώου. Η σύλληψη με δίχτυ και στη συνέχεια η προσεκτική συγκράτηση του ζώου γύρω από τους ώμους θεωρείται η καλύτερη (εικ. 48). Ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται για την ουρά του ζώου.
Εικόνα 48. Συγκράτηση σκίουρου (Meredith, BSAVA 2002)
3. Κλινική εξέταση.
Η κλινική εξέταση είναι συχνά δύσκολη. Επιτυγχάνεται με επισκόπηση του ζώου όταν είναι μέσα στο κλουβί ή αφού τοποθετηθεί σε διαφανές πλαστικό δοχείο.
Λεπτομερής κλινική εξέταση επιτυγχάνεται μόνο μετά από χορήγηση γενικής αναισθησίας.
4. Αιμοληψία
Η λήψη αίματος γίνεται από την σφαγίτιδα, την μηριαία φλέβα (εικ. 49) ή την ουρά και πάντα κάτω από γενική αναισθησία.
84
Εικόνα 49. Λήψη αίματος από τη μηριαία φλέβα σε σκίουρο
(Sjoberg & Odberg Exotic DVM, 5.4)
5. Θεραπευτικοί χειρισμοί
Η χορήγηση φαρμακευτικών ουσιών γίνεται από το στόμα (στο νερό ή την τροφή), ενδομυικά, υποδόρια και ενδοπεριτοναϊκά. Τα υγρά και οι ηλεκτρολύτες χορηγούνται από το στόμα, υποδόρια, ενδοπεριτοναϊκά, ενδοφλέβια και ενδοοστικά.
Η ημερήσια ανάγκη σε υγρά είναι 75-100 ml/kg.
6. Αναισθησία
Τα φαρμακευτικά σκευάσματα και τα αναισθητικά σχήματα είναι τα ίδια με αυτά που εφαρμόζονται στα άλλα μικρά τρωκτικά. Πνευμονία
Η πνευμονία στους σκίουρους είναι αποτέλεσμα συνήθως στρες, αλλαγής περιβάλλοντος, φτωχού εξαερισμού και γενικά κακών συνθηκών διαβίωσης. Ακόμη
σχετίζεται με έκθεση στον ιό της γρίπης του ανθρώπου. Η κλινική εικόνα
χαρακτηρίζεται από δύσπνοια, ταχύπνοια, ανορεξία και θάνατο. Η διάγνωση
στηρίζεται στην κλινική εικόνα και στην ακτινογραφική εξέταση. Η θεραπεία της νόσου συνίσταται στη χορήγηση αντιβιοτικών (οξυτετρακυκλίνη PO 40 mg ανά ζώο,
για 5 ημέρες μέσα στο νερό ή IM), υγρών, οξυγόνου και βλεννολυτικών. Επιπλέον συστήνεται η διατροφή διά της βίας και η παροχή θέρμανσης. 85
Ρινίτιδα
Η ρινίτιδα σχετίζεται συνήθως με υπερανάπτυξη των τομέων δοντιών και με χρόνια περιοδοντική νόσο. Τα συμπτώματα είναι ρινικό έκκριμα, επίσταξη και τριβή του προσώπου. Αντιμετωπίζεται με χορήγηση αντιβιοτικών, αναλγητικών και υποστηρικτική αγωγή (υγρά, ηλεκτρολύτες, ζέστη).
Εντερίτιδες
Οι εντερίτιδες στους σκίουρους είναι κυρίως βακτηριακής αιτιολογίας (Salmonella spp) και εκδηλώνονται με διάρροια, απώλεια βάρους και θάνατο.
Αντιμετωπίζονται με χορήγηση αντιβιοτικών ή σουλφοναμίδων, υγρών και ηλεκτρολυτών. Ακόμη η χορήγηση ρυζόνερου μπορεί να έχει καλά αποτελέσματα. Σε περίπτωση ζωονόσου συστήνεται ευθανασία.
Κατάγματα
Αίτια: Τα κατάγματα είναι αρκετά συχνά στα ζώα αυτά λόγω πτώσης από ύψος ή κακής συγκράτησης. Η συνύπαρξη μεταβολικών νοσημάτων συνήθως αποτελεί
παράγοντα προδιάθεσης. Τα κατάγματα της σπονδυλικής στήλης συχνά είναι θανατηφόρα, ενώ αυτά των μακρών οστών ιώνται αυτόματα.
Κλινική εικόνα: Τα συμπτώματα είναι χωλότητα, πάρεση ή παράλυση.
Διάγνωση: Απαραίτητη είναι η λήψη ακτινογραφίας η οποία γίνεται με τοποθέτηση του ζώου μέσα σε πλαστική σακούλα με τρύπες, χωρίς τη χορήγηση αναισθησίας.
Θεραπεία: Η αντιμετώπιση είναι συντηρητική και συνίσταται στον περιορισμό του ζώου σε μικρό κλουβί για 3-4 εβδομάδες, χορήγηση αναλγητικών και σε σοβαρές περιπτώσεις ακρωτηριασμό του άκρου (η εξωτερική ακινητοποίηση δεν είναι καλά ανεκτή).
Υπερανάπτυξη των δοντιών
Η υπερμεγέθης ανάπτυξη των δοντιών οφείλεται σε αδυναμία τριβής των δοντιών συνήθως λόγω κακής διατροφής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία πρόσληψης τροφής, τον τραυματισμό της γλώσσας, την περιοδοντίτιδα, την σιαλλόροια, την φλεγμονή και τον τραυματισμό των παρειών και τη ρινίτιδα. Η διάγνωση στηρίζεται στην κλινική εξέταση και στην ακτινογραφία κρανίου. Η εκτομή των δοντιών (μετά από γενική αναισθησία) και η βελτίωση της διατροφής του ζώου 86
(χορήγηση ξηρών καρπών με κέλυφος, μπισκότα σκύλου, κλαδιά) είναι η μέθοδος αντιμετώπισης. Προληπτικά διατροφικά μέτρα είναι απαραίτητα.
Υπασβεστιαιμία
Συναντάται συνήθως στα θηλυκά ζώα μετά τον τοκετό και κατά τη διάρκεια της γαλουχίας αλλά όχι σπάνια και στα αρσενικά. Εκδηλώνεται με πάρεση ή παράλυση των οπισθίων άκρων, δυσκοιλιότητα, αταξία, προοδευτική κωματώδη
κατάσταση και θάνατο. Για τη θεραπεία της κατάστασης αυτής χορηγείται 0.5 ml
10% βορογλυκονικού ασβεστίου υποδόρια και συστήνεται διατροφή πλούσια σε ασβέστιο (συμπληρώματα, τυρί, σκόνη γάλακτος).
Μητρίτιδα
Εκδηλώνεται συνήθως μετά από τον τοκετό και οφείλεται σε κατακράτηση εμβρύων ή πλακούντων. Τα κλινικά συμπτώματα είναι κατάπτωση, κολπικό έκκριμα, επώδυνη διόγκωση της κοιλιάς και ανορεξία. Περιτονίτιδα, τοξίκωση και θάνατος είναι συνήθης απόληξη. Η διάγνωση στηρίζεται στο ιστορικό του ζώου, στα συμπτώματα και στην καλλιέργεια του κολπικού εκκρίματος. Η χορήγηση αντιβιοτικών, υγρών και ηλεκτρολυτών και η ωοθηκυστερεκτομή είναι η θεραπεία εκλογής.
Ουρηθρίτιδα/κυστίτιδα
Οφείλεται στην παρουσία ουρολίθων από στρουβίτη. Χαρακτηρίζεται από
αιματουρία, δυσουρία, προβολή και οίδημα του πέους του αρσενικού, ανορεξία και έμετος. Η διάγνωση στηρίζεται στην ανάλυση του ούρου. Η θεραπεία συνίσταται στη χορήγηση αντιβιοτικών, αναλγητικών και αντιφλεγμονωδών.
87
Φάρμακα που χρησιμοποιούνται στα μικρά τρωκτικά Φάρμακευτική ουσία Δοσολογία
Ατροπίνη
0.004-0.01 mg/100 g SC,IM
Κεφαλοριδίνη
30 mg/ kg IM BID
Χλωραμφαινικόλη
50 mg/kg PO BID
Σιμετιδίνη
5-10 mg/kg q12, q 6h
Δεξαμεθαζόνη
0.1-0.6 mg/kg IM, SC
Δοξυκυκλίνη
2.5 mg/kg BID PO
Eνροφλοξασίνη
10 mg/kg BID PO, IM, SC
Γενταμυκίνη
5 mg/kg /24 ώρες IM,SC
Φαινβενδαζόλη
20 mg/kg PO SID x 5 ημέρες Φουροσεμίδη
5-10 mg/kg BID
Γκριζοφουλβίνη
25-30 mg/kg PO SID x 14-60 ημέρες
Ιβερμεκτίνη
200-400 μg/kg PO επανάληψη μετά πό 810 ημέρες
Θειαβενδαζόλη
100 mg/kg PO SID x 5 ημέρες
Mετοκλοπραμίδη
0.5 mg/kg SC TID
Μετρονιδαζόλη
7.5 mg/70-90 g ζώου
Ωκυτοκίνη
0.2-3 IU/kg IM, SC
Πιπεραζίνη
10 mg/ml σε πόσιμο νερό x 7 ημέρες Tετρακυκλίνη
10-20 mg/kg PO TID
Τριμεθοπρίμη σουλφαδιαζίνη
30 mg/kg IM, SC, SID
Tυλοζίνη
10 mg/kg , IM, SC BID, 5-7 ημέρες
Βιταμίνη K1
1-10 mg/kg
88
2. Ινδικό χοιρίδιο
Το ινδικό χοιρίδιο (Cavia porcellus) ανήκει στα Hysticomorpha τρωκτικά.
1) Στοιχεία ανατομίας, φυσιολογίας, διαχείρισης και διατροφής.
Τα ινδικά χοιρίδια προέρχονται από τα βουνά και τις πεδιάδες της Νοτίου
Αμερικής (Άνδεις), όπου ζουν ως άγρια, αλλά εκτρέφονται και για τη διατροφή του ανθρώπου. Στη φύση ζουν σε ομάδες 5-10 ατόμων. Χαρακτηριστική είναι η μακρά διάρκεια κύησης και η παρουσία μιας μεμβράνης που καλύπτει την είσοδο του κόλπου εκτός από την περίοδο του οίστρου και του τοκετού. Είναι κατά κανόνα μη
επιθετικά ζώα και επικοινωνούν με ήχους. Η διαπίστωση του φύλου γίνεται σχετικά εύκολα. Το πέος στο αρσενικό προβάλλει μετά από πίεση της γεννητικής σχισμής. Τα θηλυκά έχουν αβαθή γεννητική οδό που βρίσκεται μεταξύ της ουρήθρας και του πρωκτού. Ο κόλπος καλύπτεται με μεμβράνη εκτός από τη διάρκεια του οίστρου και του τοκετού. Και τα δύο φύλα έχουν ένα ζεύγος μαστών. Τα θηλυκά είναι πολυοιστρικά ζώα και ωριμάζουν σεξουαλικά στις 4-10 εβδομάδες. Πρέπει να γονιμοποιούνται πριν από την ηλικία των 7 μηνών για να αποφευχθεί η συνοστέωση της ηβικής σύμφυσης και η δυστοκία. Η κύηση διαρκεί από 59 έως 72 ημέρες. Τα νεογνά έχουν τρίχωμα και ανοικτά μάτια. Το βάρος τους κυμαίνεται 750-1000 g θηλυκά και 1000-1200 g τα αρσενικά. Ο αναπνευστικός ρυθμός είναι 90-150 αναπνοές/λεπτό και η καρδιακή
συχνότητα 190-300 παλμοί/λεπτό. Η θερμοκρασία του σώματος είναι 37.2ο -39.5ο C.
Διατήρηση. Τοποθετούνται σε αρκετά μεγάλα κλουβιά ή σε εγκατάσταση με διαστάσεις 0.9 m2/ζώο και σε θερμοκρασία 16ο-24ο C. Ο χώρος πρέπει να είναι ιδιαίτερα προφυλαγμένος από γάτες και άλλα αρπακτικά. Το δάπεδο πρέπει να έχει στρωμνή (άχυρο, πριονίδι, ροκανίδι) και υλικά ενασχόλησης (κορμοί, φωλιά). Ο χώρος πρέπει να καθαρίζεται συχνά (τουλάχιστον 3 φορές την εβδομάδα). Ζουν σε ομάδες χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
Διατροφή. Η χορήγηση εμπορικών τροφών σε μορφή pellets, θεωρείται πλήρης.
Συμπληρώνεται με σπόρους, φρούτα και λαχανικά. Απαραίτητη είναι η πρόσληψη
βιταμίνης C με την τροφή ή σε συμπλήρωμα καθημερινά, διότι τα ινδικά χοιρίδια δεν έχουν την ικανότητα να τη συνθέτουν (10 -30 mg/kg ΣΒ ημερησίως). Το νερό χορηγείται ad libitum. 89
2) Συγκράτηση Η συγκράτηση είναι εύκολη και σχετικά ακίνδυνη, διότι τα ινδικά χοιρίδια δεν δαγκώνουν, αλλά πάντα υπάρχει κίνδυνος διαφυγής. Ο εξεταστής τοποθετεί τα χέρια του πίσω από τους ώμους του ζώου, το οποίο στη συνέχεια ανασηκώνεται και στηρίζεται στα πίσω άκρα του και πάνω στην παλάμη του εξεταστή (εικ.50). Στη συνέχεια το ζώο τοποθετείται στο εξεταστικό τραπέζι, εξετάζεται και συγκρατείται σε όλη τη διάρκεια της εξέτασης.
Εικόνα 50. Η συγκράτηση του ινδικού χοιριδίου γίνεται με τα δύο χέρια και με ιδιαίτερη προσοχή.
3) Βασικές αρχές κλινικής εξέτασης
Η σωστή λήψη ιστορικού είναι πολύ σημαντική. Ελέγχεται η διατροφή του ζώου ιδιαίτερα για τη διαπίστωση διατροφικών ελλείψεων, κυρίως βιταμίνης C η οποία είναι και η πλέον απαραίτητη. Η κλινική εξέταση γίνεται όπως και στα άλλα θηλαστικά.
4) Αιμοληψία- Λήψη παθολογικών υλικών.
Η λήψη αίματος γίνεται από την πλάγια σαφηνή φλέβα (εικ. 51), την κεφαλική φλέβα, την κοίλη φλέβα και με παρακέντηση της καρδιάς. Μικρές ποσότητες αίματος λαμβάνονται μετά από εκτομή των νυχιών. Η μέγιστη ποσότητα αίματος που μπορεί να ληφθεί με αιμοληψία είναι το 10% του συνολικού όγκου του αίματος ( ο όγκος του αίματος είναι 70 ml/kg ).
90
Εικόνα 51. Λήψη αίματος από την πλάγια σαφηνή φλέβα σε ινδικό χοιρίδιο.
5) Θεραπευτικοί χειρισμοί
Η χορήγηση φαρμάκων γίνεται από το στόμα (τροφή, νερό, στομαχικό καθετήρα), ενδομυικά (0,5 ml γλουτιαίους και δικέφαλους μυς), υποδόρια (5-10 ml
πάνω από τον ώμο, εικ. 52), ενδοπεριτοναϊκά (5-8 ml) και ενδοφλέβια (ωτιαίες φλέβες, κεφαλική φλέβα). Η χορήγηση υγρών και ηλεκτρολυτών γίνεται ενδοπεριτοναϊκά (20 ml/kg) ή υποδόρια (30 ml/kg).
Εικόνα 52. Υποδόρια έγχυση φαρμακευτικού σκευάσματος σε ινδικό χοιρίδιο
(Flecknell, BSAVA 2002).
6) Αναισθησία Τα ινδικά χοιρίδια διατρέχουν σοβαρούς κινδύνους κατά τη χορήγηση γενικής αναισθησίας. Τα συνήθη αναισθητικά που χρησιμοποιούνται είναι ενέσιμα και εισπνευστικά.
91
Φάρμακο Δόση
Aκετυλοπρομαζίνη
0.5-1.0 mg/kg IM
Aτιπεμαζόλη
1 mg/kg SC, IM,IP,IV
Διαζεπάμη
2.5 mg/kg IM, IP
Kεταμίνη
100 mg/kg IM, IP.
Kεταμίνη+ ακεπρομαζίνη
25-55 mg/kg +0,75-3 mg/kg IM
Kεταμίνη+μεδετομιδίνη
40 mg/kg +500 μg/kg IP
Kεταμίνη+ μιδαζολάμη
1.0 mg/kg +5mg/kg IP
Kεταμίνη+ξυλαζίνη
40 mg/kg +2 mg/kg IP
Αλοθάνιο
1,5-2,5%
Iσοφλουράνιο
1.5-2.5%
Τα νοσήματα που συναντώνται συνήθως στα ινδικά χοιρίδια είναι :
Υποβιταμίνωση C
Tα ινδικά χοιρίδια δεν έχουν την ικανότητα να συνθέτουν βιταμίνη C στον οργανισμό τους και την προσλαμβάνουν με την τροφή τους. Οι ημερήσιες ανάγκες του οργανισμού σε βιταμίνη C είναι 10-30 mg/kg. Σε περίπτωση ελλείψεώς της εκδηλώνονται κλινικά συμπτώματα υποβιταμίνωσης, «σκορβούτο», μέσα σε 2-3
εβδομάδες. Κλινική εικόνα: Τα συνήθη κλινικά συμπτώματα είναι ανορεξία, απώλεια βάρους, μειωμένη πρόσληψη τροφής, αφυδάτωση, διάρροια, χωλότητα, εξοίδηση των αρθρώσεων των άκρων, πόνος, δυσκινησία, ξηρό και πυώδες οφθαλμικό έκκριμα, πετέχιες στους βλεννογόνους και στο δέρμα (εικ. 53), σιαλλόροια, δευτερογενείς επιμολύνσεις, καθυστέρηση της επούλωσης και θάνατος.
Νεκροτομικά ευρήματα: Πολλαπλές αιμορραγίες στους μυς και γύρω από τις αρθρώσεις. Θεραπεία: Η ανταπόκριση στη χορήγηση βιταμίνης C 100 mg/kg/ημέρα από το στόμα σε σταγόνες είναι άμεση και με καλά αποτελέσματα. Για την πρόληψη της νόσου συστήνεται η χορήγηση καλής ποιότητας φρέσκων φρούτων και λαχανικών,
και η προσθήκη βιταμίνης C 200-400 ml/l μέσα στο νερό, ιδιαίτερα μάλιστα κατά τους χειμερινούς μήνες .
92
Εικόνα 53. Πετέχειες στην δεξιά αυχενική μοίρα και στο πτερύγιο του δεξιού αυτιού
(Brown & Rosenthal, Small Mammals 1997).
Αναπνευστικά νοσήματα α.Βακτηριδιακές πνευμονίες. Τα αναπνευστικά νοσήματα είναι σχετικά συχνά στα ινδικά χοιρίδια και οφείλονται σε διάφορους παθογόνους παράγοντες. Πιο συχνοί αιτιολογικοί
παράγοντας είναι οι
Bordetella
bronchiceptica,
Streptococcus
pneumoniae, S. zooepidemicus, Staphylococcus aureus και Pasteurella multocida. Τα χαρακτηριστικά κλινικά συμπτώματα είναι δύσπνοια, παθολογικοί αναπνευστικοί ήχοι, πταρμός, ρινικό και οφθαλμικό έκκριμα, απώλεια βάρους, ανορεξία, κατάπτωση και θάνατος. Η θεραπεία είναι συχνά αναποτελεσματική εξαιτίας της καθυστερημένης προσκόμισης του ζώου. Η έγκαιρη χορήγηση ευρέος φάσματος αντιβιοτικών
(ενροφλοξασίνη, χλωραμφαινικόλη, σουλφοναμίδες)
σε συνδυασμό με υποστηρικτική αγωγή (υγρά, ηλεκτρολύτες, βιταμίνη C, χορήγηση τροφής διά της βίας, οξυγόνο) μπορεί να έχει καλά αποτελέσματα. Μετά την αποθεραπεία, τα ζώα μπορούν να είναι φορείς για μεγάλο χρονικό διάστημα.
β.Ιογενείς πνευμονίες. Έχουν αναφερθεί ιογενείς πνευμονίες που οφείλονται σε αδενοϊούς.
Παθήσεις των δοντιών
Στα ινδικά χοιρίδια, οι τομείς, οι προγόμφιοι και οι γομφίοι αναπτύσσονται σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Παθήσεις όπως η υπέρμετρη ανάπτυξη των δοντιών και η ανώμαλη σύγκλειση των γνάθων (εικ. 54) είναι αρκετά συχνές και σχετίζονται με συγγενείς ή κληρονομικές ανωμαλίες, με απουσία ινών από την τροφή και με έλλειψη βιταμίνης C. Οι προγόμφιοι και οι γομφίοι σχηματίζουν γωνία με τη 93
γνάθο με κλίση προς τα μέσα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τον τραυματισμό της γλώσσας και των ούλων και την αδυναμία πρόσληψης τροφής. Επιπλέον
παρατηρείται απώλεια βάρους, σιαλλόρια και ανορεξία. Η διάγνωση βασίζεται στη λεπτομερή εξέταση της στοματικής κοιλότητας (ηρέμηση ή γενική αναισθησία) και στην ακτινογραφική εξέταση της κεφαλής. Για την αντιμετώπιση της καταστάσεως
αυτής συστήνονται ορθοδοντικές επεμβάσεις των δοντιών και βελτίωση της διατροφής .
Εικόνα 54. Ανώμαλη σύγκλειση δοντιών σε ινδικό χοιρίδιο
(Brown & Rosenthal, Small Mammals 1997).
Εντερίτιδες
α. Βακτηριδιακές εντερίτιδες. Η διάρροια που σχετίζεται με Escherichia coli, είναι συχνή στα ινδικά χοιρίδια, ενώ πιο σπάνια είναι αυτή που οφείλεται σε Clostridium
piliforme (νόσος Tyzzer) και Campylobacter spp. Συνήθως εκδηλώνεται μετά από αλλαγή της διατροφής, και έκθεση σε στρες.
Η διάρροια που οφείλεται σε Salmonella spp, μεταδίδεται με μολυσμένη τροφή ενώ συνοδεύεται από ανορεξία, επιπεφυκίτιδα, πνευμονία, αποβολές και νευρολογικά συμπτώματα. Όχι σπάνια παρατηρούνται
και αιφνίδιοι θάνατοι. Οι εντερίτιδες αυτού του τύπου αντιμετωπίζονται με υποστηρικτική αγωγή, υγρά, ηλεκτρολύτες και αντιβιοτικά. Σε σαλμονελώσεις, μετά τη θεραπεία τα ζώα παραμένουν φορείς για όλη τους τη ζωή.
β. Εντεροτοξιναιμία από χορήγηση αντιβιοτικών. Τα ινδικά χοιρίδια είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στη διαταραχή της εντερικής μικροβιακής χλωρίδας μετά από χορήγηση αντιβιοτικών. Η ανισορροπία που προκαλείται από τα αντιβιοτικά (αμπικιλλίνη, βακιτρακίνη, κεφαλοσπορίνη,
κλινδαμυκίνη, ερυθρομυκίνη, γενταμυκίνη, 94
λινκομυκίνη, πενικιλίνη, τετρακυκλίνες), επιτρέπει την ανάπτυξη κλωστριδίων που παράγουν τοξίνες, με αποτέλεσμα τη διάρροια (εντεροτοξιναιμία) και θάνατο.
γ.Ψευδοφυματίωση.
Η μόλυνση με Yersinia
pseudotuberculosis
συνήθως εκδηλώνεται με διάρροια, προοδευτική απώλεια βάρους, κακή γενική κατάσταση και θάνατο από σηψαιμία αρκετές εβδομάδες μετά τη μόλυνση. Μερικά ζώα εκδηλώνουν μη θανατηφόρο μόλυνση που περιορίζεται κυρίως στα αυχενικά λεμφογάγγλια. Πηγή
μολύνσεως είναι τα άγρια τρωκτικά και τα άγρια πουλιά. Δεν συστήνεται
θεραπευτική αντιμετώπιση αλλά ευθανασία, γιατί είναι ζωoνόσος.
δ. Κοκκιδίωση. Στα ινδικά χοιρίδια συναντάται η Eimeria caviae η οποία προκαλεί σοβαρή διάρροια σε ομάδες νεαρών ζώων. Προδιαθετικοί παράγοντες είναι οι κακές συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής. Η διάγνωση βασίζεται στην παρασιτολογική εξέταση των κοπράνων. Αντιμετωπίζεται με χορήγηση σουλφοναμίδων και βελτίωση συνθηκών διαβίωσης.
Τοξαιμία εγκυμοσύνης
Η τοξαιμία παρατηρείται συνήθως κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων της κύησης ή τις πρώτες 4 ημέρες μετά τον τοκετό και σχετίζεται με υπερμεγέθη έμβρυα, με συστηματικά νοσήματα, με αλλαγή διατροφής, με
εγκυμοσύνη σε νεαρά ζώα και στρες. Τα ζώα που πάσχουν από τοξαιμία εκδηλώνουν ανορεξία, κατάπτωση και προοδευτικά κώμα. Σποραδικά μπορεί να διαπιστωθούν επιληπτικές κρίσεις και πνευμονία με δύσπνοια. Τα συμπτώματα σχετίζονται με κετοξίκωση και η ανάλυση ούρων δείχνει κετονουρία και πρωτεϊνουρία. Η έγκαιρη χορήγηση υγρών (γλυκόζη/ φυσιολογικός ορρός ip/ sc), γλυκόζης από το στόμα και κορτικοστεροειδών μπορεί να αποφέρει καλά αποτελέσματα. Για την πρόληψη της κατάστασης αυτής συστήνεται η χορήγηση καλής ποιότητας τροφής και νερού κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Κυστίτιδα- ουρολιθίαση
Η κυστίτιδα συναντάται σχετικά συχνά στα ινδικά χοιρίδια και εκδηλώνεται με αιματουρία ενώ σε σοβαρές περιπτώσεις συνοδεύεται από έντονα κοιλιακά άλγη και κακή γενική κατάσταση του ζώου. Αντιμετωπίζεται με χορήγηση αντιβιοτικών (τριμεθοπρίμη/σουλφοναμίδες) αλλά συχνά υποτροπιάζει.
Η ουρολιθίαση
εκδηλώνεται
με δυσουρία, αιματουρία,
γενικευμένη κατάπτωση και καταπληξία, εάν η απόφραξη είναι πλήρης. Η παρουσία των 95
ουρολίθων μπορεί να διαπιστωθεί με ψηλάφηση της κύστης διά μέσου του κοιλιακού τοιχώματος. Αντιμετωπίζεται με κυστοτομή για την απομάκρυνση των λίθων και χορήγηση αντιβιοτικών και βιταμίνης C για τον έλεγχο της κυστίτιδας. Μαστίτιδα
Η μαστίτιδα συναντάται αρκετά συχνά στα ινδικά χοιρίδια και σχετίζεται με διάφορους μικροοργανισμούς που έχουν απομονωθεί κατά καιρούς. Οι κακές συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής είναι οι πιο συχνοί παράγοντες προδιάθεσης. Για τη θεραπεία της μαστίτιδας συστήνεται η χορήγηση αντιβιοτικών σε συνδυασμό με
τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Επιπλέον η χορήγηση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών μπορεί να ελέγξει τον πόνο. Σε περίπτωση σοβαρής μόλυνσης και εξέλκωσης των μαστών επιβάλλεται χειρουργικός καθαρισμός ή μαστεκτομή.
Επιπεφυκίτιδα
Η επιπεφυκίτιδα στα ινδικά χοιρίδια σχετίζεται με αναπνευστικά νοσήματα,
με τραύματα η τοπικούς ερεθισμούς. Η μόλυνση με Chlamydia, μπορεί να προκαλέσει σοβαρή επιπεφυκίτιδα. Η επιπεφυκίτιδα γενικά αντιμετωπίζεται με τοπική χορήγηση αντιβιοτικών σε μορφή κολλυρίων ή αλοιφών.
Μέση ωτίτιδα
Η μέση ωτίτιδα συναντάται αρκετά συχνά στα ινδικά χοιρίδια και χαρακτηρίζεται από την παρουσία πυώδους εκκρίματος πίσω από τον τυμπανικό υμένα. Πολλά βακτηρίδια ενοχοποιούνται για τη μόλυνση μεταξύ αυτών η Bordetella
bronchiceptica, ο Streptococcus zooepidemicus,
Streptococcus pneumonia,
Pasteurella spp και Actinobacillus spp. Η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται με κλίση
της κεφαλής, κυκλοτερείς κινήσεις και απώλεια της ισορροπίας. Η χορήγηση αντιβιοτικών συστηματικά δεν είναι πάντα αποτελεσματική, ενώ η χειρουργική παροχέτευση του εκκρίματος μπορεί να έχει αποτέλεσμα.
Αυχενική λεμφαδενίτιδα Αίτια: Η μόλυνση με Streptococcus zooepidemicus
έχει ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό αποστημάτων, τα οποία συνήθως περιορίζονται στα αυχενικά λεμφογάγγλια. Το βακτηρίδιο συναντάται συνήθως στον φάρυγγα των υγιών ζώων, 96
και η μόλυνση γίνεται μετά από τραυματισμό του βλεννογόνου και ενοφθαλμισμό του βακτηριδίου. Άλλη πηγή μόλυνσης μπορεί να είναι τα δήγματα άλλων ζώων. Κλινική εικόνα: Η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται από την παρουσία διαπυημένων
λεμφογαγγλίων στην αυχενική μοίρα τα οποία όχι σπάνια διανοίγονται αυτόματα. Ο θάνατος μπορεί να προκληθεί από οξεία σηψαιμία. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με καλλιέργεια και κυτταρολογική εξέταση του υλικού.
Θεραπεία: H θεραπεία είναι χειρουργική και συνίσταται στην χειρουργική αφαίρεση των λεμφογαγγλίων ή τη διάνοιξη και παροχέτευσή τους. Επιπλέον συστήνεται συστηματική χορήγηση αντιβιοτικών για τον περιορισμό της μολύνσεως.
Ποδοδερματίτιδα
Αίτια: Οφείλεται σε ανώμαλο δάπεδο και ανεπαρκή καθαρισμό της εγκατάστασης, καθώς επίσης και σε έλλειψη της βιταμίνης C.
Κλινική εικόνα: Χαρακτηρίζεται από την δημιουργία εξελκώσεων και διαπυήσεων των πελμάτων (εικ. 55), ιδιαίτερα των οπισθίων άκρων. Σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να παρατηρηθούν οιδήματα των άκρων και οστεομυελίτιδα.
Θεραπεία: Χορηγούνται αντιβιοτικά συστηματικά και τοπικά (αλοιφές),
αναλγητικά, βιταμίνη C ενώ γίνεται χειρουργική νεαροποίηση των εξελκώσεων.
Ακόμη επιβάλλεται βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του ζώου.
Εικόνα 55. Σοβαρή ποδοδερματίτιδα σε ινδικό χοιρίδιο (Flecknell, BSAVA 2002).
Χειρουργικές επεμβάσεις στα ινδικά χοιριδία
Τα συνηθισμένα χειρουργικά προβλήματα που αφορούν τα ινδικά χοιρίδια είναι ο ευνουχισμός, η καισαρική και η ωοθηκυστερεκτομή 97
Ορχεκτομή
Η ορχεκτομή συστήνεται προληπτικά για τον έλεγχο της αναπαραγωγής.
Τεχνική της επέμβασης: Η επέμβαση γίνεται κάτω από γενική αναισθησία. Η συγκράτηση του ζώου γίνεται σε ύπτια θέση με τα άκρα σε απαγωγή. Οι όρχεις εντοπίζονται με ψηλάφηση στην δεξιά και αριστερή βουβωνική χώρα. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να λαμβάνεται κατά την αναγνώριση και σύλληψη των όρχεων, διότι
το σώμα του πέους κατά την ψηλάφηση κάτω από το δέρμα, εύκολα μπορεί εκληφθεί ως όρχης. Οι όρχεις αυτόματα υποχωρούν μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα και μπορούν να επανέλθουν μέσα στο όσχεο μετά από ήπια μάλαξη του οπίσθιου τμήματος της κοιλιακής κοιλότητας και προώθησή τους μπροστά ακριβώς από το ηβικό οστό. Μετά από χειρουργική αντισηψία, ο όρχης ακινητοποιείται στη θέση αυτή και εκτελείται τομή στο δέρμα πάνω από τον όρχη, η οποία επεκτείνεται σε όλους τους χιτώνες. Στη συνέχεια γίνεται διπλή απολίνωση του σπερματικού τόνου με απορροφήσιμο ράμμα 3/0 και εκτομή του όρχη (εικ. 56). Το κολόβωμα του σπερματικού τόνου υποχωρεί μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα. Ο βουβωνικός δακτύλιος σε αυτά τα είδη παραμένει ανοιχτός σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ζώου. Για να αποφευχθεί η πρόκληση βουβωνοκήλης συστήνεται συρραφή του χιτώνα του όρχη, και αν αυτό δεν είναι εφικτό τότε επιβάλλεται συρραφή του βουβωνικού δακτυλίου. Η ίδια διαδικασία επαναλαμβάνεται και στον άλλο όρχη. Η σύγκλειση του τραύματος του δέρματος γίνεται με απορροφήσιμο ράμμα βραδείας απορρόφησης 5/0 ή με συγκολλητική ουσία (κόλλα).
Εικόνα 56. Ορχεκτομή σε ινδικό χοιρίδιο. (T. Lightfoot, L. Bartlett, The Exotic Guidebook, Zoological
Education Network, 2002).
98
Ωοθηκυστερεκτομή Η επέμβαση αυτή συστήνεται για τον έλεγχο του πληθυσμού, την αντιμετώπιση της πυομήτρας, των κύστεων των ωοθηκών καθώς επίσης και σε ζώα που εκδηλώνουν τοξαιμία εγκυμοσύνης και δυστοκία.
Τεχνική της επέμβαση: Είναι κατά κανόνα η ίδια με αυτή που εφαρμόζεται στο σκύλο και τη γάτα. Η επέμβαση γίνεται κάτω από γενική αναισθησία. Το ζώο τοποθετείται σε ύπτια θέση με τα άκρα σε απαγωγή. Εκτελείται λαπαροτομή κατά μήκος της μέσης γραμμής. Η τομή αρχίζει από τον ομφαλό και επεκτείνεται προς τα πίσω σε τέτοιο μήκος έτσι ώστε η μήτρα και οι ωοθήκες να εντοπίζονται με ευκολία.
Οι πλατείς σύνδεσμοι της μήτρας περιέχουν μεγάλη ποσότητα λίπους πράγμα που
καθιστά μερικές φορές δύσκολη την αναγνώριση των κεράτων της μήτρας και του
ωοθηκικού ΑΦ πλέγματος. Με ιδιαίτερη προσοχή γίνεται η διατομή του λίπους και ο εντοπισμός των ωοθηκικών αγγείων, τα οποία με τη σειρά τους απολινώνονται διπλά με απορροφήσιμο ράμμα 3/0 ή 4/0 και διατέμνονται. Μετά τη διατομή του ωοθηκικού ΑΦ πλέγματος, απελευθερώνεται το σώμα της μήτρας (δικερατική) το οποίο
απολινώνεται μαζί με τα αγγεία, διατέμνεται και αφαιρείται (εικ. 57). Το κοιλιακό τοίχωμα ράβεται με απλή συνεχή ραφή με απορροφήσιμο ράμμα 4/0 και το δέρμα ράβεται με απλές χωριστές ραφές με ράμμα μη απορροφήσιμο μακράς διαρκείας ή με
ενδοδερμική ραφή και με συγκολλητική ουσία (κόλλα).
Εικόνα 57. Ωοθηκυστερεκτομή σε ινδικό χοιρίδιο (T. Lightfoot, L. Bartlett,
The Exotic Guidebook, Zoological Education Network, 2002).
99
Δυστοκία-Καισαρική
Η δυστοκία είναι ένα αρκετά συνηθισμένο πρόβλημα στα ινδικά χοιρίδια και οφείλεται στο σχετικά μεγάλο μέγεθος των εμβρύων. Για τον λόγο αυτό τα θηλυκά πρέπει να αναπαράγονται πριν τη συνοστέωση της ηβικής σύμφυσης, δηλαδή μέχρι την ηλικία των 6-9 μηνών. Εάν ένα ινδικό χοιρίδιο κυοφορήσει και γεννήσει πριν από την ηλικία αυτή, τότε η ηβική σύμφυση δεν συνοστεώνεται, παραμένει χόνδρινη, και έτσι υπάρχει πιθανότητα αποφυγής της δυστοκίας. Η κύηση διαρκεί 59-72 ημέρες.
Περίπου 10 ημέρες πριν τον τοκετό η ηβική σύμφυση του θηλυκού ζώου αρχίζει να χαλαρώνει, γεγονός που διαπιστώνεται με την ψηλάφηση και υποδηλώνει τον επερχόμενο τοκετό.
Αντιμετώπιση: Εφόσον η ηβική σύμφυση είναι ανοικτή ή το ζώο έχει γεννήσει και άλλη φορά φυσιολογικά και παρατηρούνται μάλιστα ωδίνες για 30'-60' χωρίς τοκετό,
τότε χορηγείται ωκυτοκίνη 0.1-3.0 UΙ/kg υποδόρια. Εάν δεν παρατηρηθεί τοκετός, τότε επιβάλλεται καισαρική τομή ή ωοθηκυστερεκτομή. Η τεχνική της καισαρικής είναι κατά κανόνα η ίδια με αυτή του σκύλου και της γάτας. Μετά την αφαίρεση των εμβρύων η μήτρα ράβεται με απλές χωριστές ραφές ή με συνεχή ραφή με απορροφήσιμο ράμμα 3/0 ή 4/0 σε 2 στρώματα. Εφόσον επιλεγεί ωοθηκυστερεκτομή, αυτή γίνεται en-bloc, με τη μέθοδο που περιγράφεται παραπάνω. Η επιβίωση των εμβρύων συνήθως δεν επηρεάζεται από αυτήν την τεχνική. 100
Φάρμακα που χρησιμοποιούνται στα ινδικά χοιρίδια
Φάρμακευτική ουσία Δοσολογία
Ατροπίνη
0.004-0.01 mg/kg SC, IM
Κεφαλεξίνη
15 -20 mg/kg IM, BID
Χλωραμφαινικόλη 50 mg/kg PO BID
30-50 mg/kg IM, SC, BID
Δεξαμεθαζόνη
0.1-0.6 mg/kg IM, SC,
Δοξυκυκλίνη
2.5 mg/kg PO BID
Eνροφλοξασίνη
2.5-5 mg/kg PO, SC BID
Γενταμυκίνη
5 mg/kg SID IM,SC
Φαινβενδαζόλη
20 mg/kg PO SID X 5 ημέρες Φουροσεμίδη
5-10 mg/kg BID
Γκριζεοφουλβίνη
15-25 mg/kg PO SID x 14 ημέρες
Ιβερμεκτίνη
200-400 μg/kg SC
500 μg PO
Θειαβενδαζόλη
100 mg/kg PO SID x 5 ημέρες
Mετοκλοπραμίδη
0.5 mg/kg SC /8ωρες Ωκυτοκίνη
1 IU/ζώο IM, SC
Πιπεραζίνη
3 g/l σε πόσιμο νερό x 7 ημέρες Τετρακυκλίνη
10-20 mg/kg PO TID-BID
Τριμεθοπρίμη σουλφαδιαζίνη
20 mg/kg SC SID
Βιταμίνη C
10-300 mg/kg IM, PO
200-400 mg/l στο πόσιμο νερό
Βιταμίνη K1
1-10 mg/kg
101
ΙΙ. ΠΡΩΤΕΥΟΝΤΑ
ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ
Στα πρωτεύοντα (Primates) θηλαστικά ανήκουν οι πίθηκοι, οι χιμπατζήδες, οι ουραγκοτάγκοι, οι γορίλες και ο άνθρωπος. Διακρίνονται σε τρείς υποτάξεις
1. Prosimii: Είναι πρωτόγονα και δενδρόβια πρωτεύοντα θηλαστικά με μακριά ουρά τα οποία ζουν στη Μαδαγασκάρη (Loroidea και Lemurioidea.)
2. Τarsioidea: μικρά μοναχικά και νυκτόβια πρωτεύοντα σε μέγεθος αρουραίου, με κοντό ρύγχος και μεγάλα μάτια τα οποία ζουν στα ανατολικά νησιά των Ινδιών.
3. Anthropoidea ή Simii ή Dithecoidea: Eδώ ανήκουν οι πίθηκοι, οι χιμπατζήδες, οι ουραγκοτάγκοι, οι γορίλες και ο άνθρωπος. Διακρίνονται σε:

Πρωτεύοντα του Νέου Κόσμου, Υποτάξη Platyrrhini (Πλατύρινοι)
με τις οικογένειες Callitrichidae (Callithrix spp/μάρμοσετs και Sanguinus
spp/ταμαρίνοι)
spp/σκιουροπίθηκοι,
Aotuss
και spp/
Cebidae
(Saimiri
νυχτοπίθηκοι,
Ateles
spp/αραχνοπίθηκοι, Cebus spp/ καπουτσίνοι), που ζουν στη Ν. Αμερική. 
Πρωτεύοντα του Παλαιού Κόσμου, Οικογένεια Cercopithecidae,
(Cercocebus spp, Papio spp/μπαμπουίνοι, Μaccaca spp/μακάκοι, Cercopithecus spp/ κερκοπίθηκοι) που ζουν στην Αφρική και στην Ασία.

Μικροί πίθηκοι, Oικογένεια. Hylobatina, (Ηyalobates spp
/γίβωνες και Symphalangus spp/συμφάλαγγοι) που ζουν στην
Ασία.

Μεγάλοι πίθηκοι, Oικογένεια Pongidae, (Gorilla gorilla/γορίλες,
Pongo
pygmaeous
/ουρανκοτάγκοι και Pan
troglodyte/χιμπατζήδες) που ζουν στην Αφρική και Ασία.
Τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των πρωτευόντων θηλαστικών έχει περιοριστεί δραματικά. Παρόλα αυτά ο άνθρωπος εξακολουθεί να τα επιλέγει για
κατοικίδια. Η χρήση των ζώων αυτών για κατοικίδια θα πρέπει να αποθαρρύνεται για του ακόλουθους λόγους : α) υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να είναι φορείς σοβαρών ζωοανθρωπονόσων (ηπατίτιδα, φυματίωση, σιγκέλλωση, σαλμονέλωση
και 102
ερπητοΐωση), β) είναι σχεδόν αδύνατο να εκπαιδευτούν, γ) μπορεί να εκδηλώσουν επιθετική συμπεριφορά όταν ενηλικιωθούν, δ) προκαλούν καταστροφές, ε) υπάρχει κίνδυνος να δαγκώσουν και στ) η διατήρηση τους ως κατοικίδια αποτελεί μία από τις αιτίες του περιορισμού του πληθυσμού τους στην άγρια φύση.
Εξαιτίας της ομοιότητας τους με τον άνθρωπο εξυπηρετούν ένα σημαντικό σκοπό στη βιοϊατρική έρευνα. Τα είδη που χρησιμοποιούνται κυρίως είναι οι μακάκοι 46%, ενώ τα άλλα είδη όπως μπαμπουίνοι, ταμαρίνοι, μάρμοσετς επιλέγονται σε μικρότερο αριθμό. Οι χιμπατζήδες χρησιμοποιούνται πλέον σε εξαιρετικά μικρό αριθμό. Γενικά, τα πρωτεύοντα αποτελούν πλέον το 5% του συνολικού πληθυσμού των ζώων που χρησιμοποιούνται ως πειραματόζωα.
1) Στοιχεία ανατομίας, φυσιολογίας, διαχείρισης και διατροφής.
Τα είδη που ανήκουν στην τάξη αυτή μοιάζουν πολύ μορφολογικά και ανατομικά μεταξύ τους αλλά και με τον άνθρωπο. Υπάρχουν μικρές διαφορές μεταξύ των διαφόρων ειδών. Έχουν όλα πρόσθια και οπίσθια πενταδάκτυλα άκρα τα οποία συνήθως έχουν νύχια. Ο πρώτος δάκτυλος είναι αντιτακτικός. Η οδόντωση είναι πλήρης. Το σώμα τους είναι σκεπασμένο με τρίχωμα εκτός από τον άνθρωπο ο οποίος το διατηρεί μόνο σε μερικές περιοχές. Η διάρκεια ζωής τους κυμαίνεται από 15-40 χρόνια. Το βάρος τους ποικίλει και μπορεί να είναι από 100 g μέχρι 200 kg. Η διαπίστωση του φύλου γίνεται εύκολα μετά από προσεκτική εξέταση των γεννητικών οργάνων. Τα εξωτερικά γεννητικά όργανα των θηλυκών μοιάζουν πολύ με αυτά των αρσενικών, διότι τα χείλη του αιδοίου είναι επιμήκη και μοιάζουν με την πόσθη του αρσενικού. Οι όρχεις είναι μέσα στο όσχεο.
Βιολογικά στοιχεία αντιπροσωπευτικών ειδών
Rhesus
Baboon
Marmosets
Capuchin
Διάρκεια Ζωής
30+ χρ
30-45 χρ
15-20 χρ
50 χρ
Βαρος ♂
6-11 kg
22-30 kg
350-400 g
3.5-3.9 kg
♀
4-9 kg
11-15 kg
350-400 g
2.5-3 kg
Καρδιακή συχνότητα
150-333
80-200
300-350/λεπ
165-225/λεπ
Αναπνευστική συχνότητα
10-25αν/λεπτό
29αν/λεπτό
50-70αν/λεπ
30-50αν/λεπ
o
o
-40 C
o
3 6 -39
o
C
o
39 -40
o
C
37 o -38.5 o C
Θερμοκρασία
39
Σεξουαλική ωρίμανση ♂ ♀
38μ/34-43μ
73μ / 51-73 μ
15-24μ 12-24μ
8χρ, 4 χρ
Διάρκεια κύησης
167 ημ
175-180
130-150 ημ
180 ημ
Αριθμός νεογνών
1
1
1-4
1 (2 σπάνια)
Οίστρος
25-32 ημ
30-36 ημ
14-30ημ
15-22 ημ
103
Διατροφή. Είναι θηλαστικά παμφάγα ή φυτοφάγα. Στην άγρια φύση τρέφονται με φρούτα, κόμι, ασπόνδυλα (έντομα και σαλιγκάρια) και μικρά σπονδυλωτά (πουλιά, φίδια, βατράχους, σαύρες και τρωκτικά). Όταν βρίσκονται σε αιχμαλωσία, συστήνεται η χορήγηση ειδικής για το είδος τροφής σε μορφή pellets, υποκατάστατα κόμι (οδοντότσιχλα) και ποικιλία φρούτων. Τα περισσότερα θηλαστικά μπορούν και συνθέτουν βιταμίνη C εκτός από τα ινδικά χοιρίδια και τα πρωτεύοντα τα οποία είναι απαραίτητο να την προσλαμβάνουν με την τροφή τους (φρέσκα λαχανικά και φρούτα). Οι ημερήσιες ανάγκες σε βιταμίνη C είναι 1-4 mg/kg σβ. Τα πρωτεύοντα του Νέου Κόσμου απαιτούν μεγαλύτερες ποσότητες βιταμίνης D3 (100-250 IU/ημέρα) και πρωτεϊνών (27%) σε σχέση με τον άνθρωπο και τα άλλα πρωτεύοντα. Η κακή διατροφή σε συνδυασμό με στρεσσογόνους παράγοντες μπορεί να οδηγήσουν σε διατροφικά νοσήματα όπως
σκορβούτο, διάρροια, κολίτιδα και καχεξία. Συμπεριφορά και Διατήρηση. Τα πρωτεύοντα είναι ιδιαίτερα κοινωνικά ζώα. Στη φύση ζουν σε ομάδες των 20 έως 100 ατόμων. Μέσα στην ομάδα υπάρχει ιεραρχία, με ένα κυρίαρχο αρσενικό και ένα κυρίαρχο θηλυκό ζώο. Η ανατροφή των ζώων αυτών από τον άνθρωπο ή η απομόνωση τους από τη ομάδα μπορεί να οδηγήσει στην εκδήλωση στερεοτυπικής συμπεριφοράς. Λόγω της ιδιαίτερης κοινωνικότητας τους, όταν διατηρούνται σε αιχμαλωσία, καλό είναι να ζουν σε ομάδες με κατάλληλες για το είδος συνθήκες. Το μέγεθος των εγκαταστάσεων πρέπει να είναι ανάλογο του είδους. Η διατήρησή τους σε ατομικά κλουβιά για έρευνα ή ως κατοικίδια προκαλεί διαταραχή συμπεριφοράς (στερεοτυπική). Η προσθήκη στην εγκατάσταση υλικών ενασχόλησης όπως φυτά και δένδρα (μη τοξικά) ή άλλων αντικειμένων (παιχνίδια)
θεωρείται απαραίτητη και μπορεί να περιορίσει την εκδήλωση τέτοιων προβλημάτων.
Το υλικό περίφραξης πρέπει να είναι ασφαλές και να αποτρέπονται οι τραυματισμοί του ζώου. Η θερμοκρασία στον χώρο πρέπει να είναι 15ο-29ο C και η υγρασία 50%70%. Οι τροφοδόχοι πρέπει να είναι προφυλαγμένο από επαφή με τρωκτικά, πουλιά (Yersinia spp) και γάτες (Toxoplasma gondii).
2) Συγκράτηση Η συγκράτηση των πρωτευόντων πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή διότι υπάρχει κίνδυνος μεταδοτικών νοσημάτων. Η χρήση προστατευτικών γαντιών θεωρείται απαραίτητη. Για την εξασφάλιση του εξεταστή και των άλλων συνεργατών,
104
ο χώρος εξέτασης πρέπει να διαθέτει πόρτες ασφαλείας και εξόδους διαφυγής. Ζώα τα οποία ζυγίζουν μέχρι 5 kg μπορούν να τοποθετηθούν σε κλουβί squeeze-back. Για μεγαλύτερα ζώα αυτό δεν είναι αρκετό, όπου η παρουσία δύο τουλάχιστον ανθρώπων, του εξεταστή και ενός βοηθού, είναι απαραίτητη για μιά σωστή και ασφαλή εξέταση. Το ζώο πρέπει να συγκρατείται σταθερά από πίσω, λίγο πάνω από τους αγκώνες. Τα άνω άκρα στρέφονται ελαφρά προς τα πλάγια και κάθετα ενώ οι αγκώνες εφάπτονται πάνω στην πλάτη του ζώου (εικ 58). Ζώα μεγαλύτερα από 12 kg απαιτούν δύο τουλάχιστον άτομα για συγκράτηση.
Εικόνα 58. Συγκράτηση μικρού πρωτεύοντος (Ialeggio, Compedium Collection, 1991).
3) Αρχές κλινικής εξέτασης
Η κλινική εξέταση γίνεται τις περισσότερες φορές με ηρέμηση ή γενική αναισθησία. Τα πρωτεύοντα πρέπει να εξετάζονται κάθε χρόνο. Η εξέταση πρέπει να περιλαμβάνει:
α. Λεπτομερή λήψη ιστορικού (διατροφή, διαχείριση, αναπαραγωγή και θέματα συμπεριφοράς).
β. Φυσική εξέταση (λήψη θερμοκρασίας, ακρόαση, μέτρηση της καρδιακής
συχνότητας, ψηλάφηση κ.ά.)
γ. Οδοντιατρική εξέταση
δ. Αιματολογικές, βιοχημικές καθώς και ειδικές ορολογικές εξετάσεις.
ε. Εξέταση κοπράνων για καλλιέργεια και παρασιτολογικές εξετάσεις.
στ. Εξέταση για φυματίωση (ΤΒ test). Το τεστ της φυματίνης αποτελεί την πιο σημαντική εξέταση ρουτίνας που γίνεται στα πρωτεύοντα. Επιτυγχάνεται με 105
ενδοδερμική έγχυση φυματίνης στα βλέφαρα (εικ. 59) ή στην κοιλιακή χώρα δίπλα στον ομφαλό. Η ποσότητα που εγχύεται είναι 0.1 ml φυματίνης με σύριγγα 25-27 G.
Η ανάγνωση γίνεται μετά από 24, 48 και 72 ώρες.
Εικόνα 59 . Ενδοδερμική έγχυση φυματίνης στο άνω βλέφαρο μακάκου
(Brown & Rosenthal, Small Mammals 1997).
Θετικό χαρακτηρίζεται το test όταν εκδηλωθεί ερύθημα, οίδημα ή μώλωπας στην περιοχή της έγχυσης (εικ. 60) για 48 ώρες ή και περισσότερο. Το ύποπτο test πρέπει να επαναλαμβάνεται μετά από 1 εβδομάδα στο άλλο βλέφαρο ή στην κοιλιά. Αρνητικό χαρακτηρίζεται το test όταν δεν παρατηρούνται στην περιοχή έγχυσης τα παραπάνω συμπτώματα.
Εικόνα 60. Ερύθημα και οίδημα αριστερού άνω βλεφάρου μετά από έγχυση φυματίνης.
Θετική ανταπόκριση (Brown & Rosenthal, Small Mammals 1997).
106
ζ. Ειδικές εξετάσεις κατά περίπτωση (ακτινογραφία, ανάλυση ούρων, μαιευτική δερματολογική και κυτταρολογική εξέταση).
4) Αιμοληψία- Λήψη παθολογικών υλικών.
H λήψη αίματος γίνεται συνήθως κάτω από γενική αναισθησία, από την κεφαλική, τη σαφηνή και την μηριαία φλέβα (εικ. 61). Ακόμη μπορεί να γίνει αιμοληψία και από τη σφαγίτιδα. Σε ζώα εκπαιδευμένα μόνο με την παρουσία του εκπαιδευτή τους μπορούν να γίνουν οι παραπάνω πράξεις χωρίς την ηρέμηση ή τη γενική αναισθησία του ζώου. Η ποσότητα του αίματος που μπορεί να ληφθεί είναι 10% του συνολικού όγκου του αίματος.
Εικόνα 61. Λήψη αίματος από τη μηριαία φλέβα σε μακάκο.
Η λήψη ούρων μπορεί να γίνει με κυστοκέντηση, καθετηριασμό της ουρήθρας, ή με ελεύθερη ούρηση.
5) Θεραπευτικοί χειρισμοί Οι οδοί χορήγησης φαρμάκων στα πρωτεύοντα είναι ανάλογες με αυτές των άλλων θηλαστικών. Η ενδομυική έγχυση γίνεται στους γλουτιαίους, τρικέφαλους και δικέφαλους μύες. Η ενδοφλέβια έγχυση γίνεται στη σαφηνή ή στην κεφαλική φλέβα, ενώ η υποδόρια σε περιοχές που το δέρμα είναι χαλαρό. Η χορήγηση φαρμάκων από το στόμα μπορεί να επιτευχθεί με την προσθήκη της φαρμακευτικής ουσίας στην τροφή απευθείας ή με διάφορα τεχνάσματα.
107
6) Αιματολογική, βιοχημική και ακτινοδιαγνωστική εξέταση.
Η λήψη ακτινογραφιών γίνεται πάντα κάτω από γενική αναισθησία. Η συνηθισμένη λήψη είναι η κοιλιοραχιαία με τα άκρα σε απαγωγή.
7) Αναισθησία.
Η αναισθησία επιτυγχάνεται με ενέσιμα ή εισπνευστικά αναισθητικά φάρμακα. Τα μικρά πρωτεύοντα (ταμαρίνοι, μάρμοσετς) μπορούν να τοποθετηθούν σε αναισθητικό κλωβό ή η αναισθησία μπορεί να γίνει με εισαγωγή και εγκατάσταση με ισοφλουράνιο (4%) με εφαρμογή μάσκας Στα μεγαλύτερα ζώα χρησιμοποιούνται ενέσιμα αναισθητικά κυρίως με την ενδομυική οδό και πολλές φορές με τη χρήση αναισθητικού «φυσοκάλαμου». Τα ενέσιμα αναισθητικά φάρμακα και σχήματα που εφαρμόζονται είναι: Φάρμακο
Δόση
Aκετυλοπρομαζίνη
0.5-1 mg/kg Σ.Β. PO, SC, IM
Διαζεπάμη
0.25-1 mg/kg Σ.Β. PO
0.25-0.5 mg/kg Σ.Β IM/IV
Kεταμίνη
5-15 mg/kg Σ.Β IM
Kεταμίνη +διαζεπάμη
15 mg/kg Σ.Β (κ) + 1mg/kg Σ.Β (δ) IM
Kεταμίνη +μεδετομιδίνη
10-15 mg/kg Σ.Β (κ) +0.1 mg/kg Σ.Β (μ)
IM
Kεταμίνη+ξυλαζίνη
10 mg/kg Σ.Β ( κ ) + 0.5 mg/kg Σ.Β (ξ) IM
Tιλεταμίνη+ζολαζεπάμη
2-10 mg/kg Σ.Β IM Προποφόλη
5-10 mg/kg Σ.Β IV
Iσοφλουράνιο
4%
7) Ευθανασία .
Η ευθανασία γίνεται με υπερδοσία αναισθητικών φαρμάκων που χορηγούνται ενδοφλέβια και ενδομυικά .
108
Τα νοσήματα που παρατηρούνται πιο συχνά στα πρωτεύοντα είναι :
Ασβεστιοπενική (ινώδης ) οστεοδυστροφία
Οι διατροφικές παθήσεις των οστών είναι πολύ συνηθισμένες στα πρωτεύοντα, ιδιαίτερα σε αυτά του Ν. Κόσμου. Αυτή που συναντάται πιο συχνά είναι η ασβεστιοπενική δυστροφία.
Αίτια: Οφείλεται σε διαταραχή της αναλογίας Ca/P (< 1), σε έλλειψη βιταμίνης D3
από την τροφή, σε μειωμένη έκθεση του ζώου σε υπεριώδη ακτινοβολία και σε
έλλειψη πρωτεϊνών από τη διατροφή του ζώου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εκδήλωση ραχιτισμού και οστεομαλάκυνσης στα πρωτεύοντα θηλαστικά, ιδιαίτερα μάλιστα στα νεαρά.
Kλινική εικόνα: Τα χαρακτηριστικά κλινικά συμπτώματα είναι ληθαργικότητα, ανορεξία, ανικανότητα αλμάτων, χωλότητα, κάκωση της σπονδυλικής στήλης, παθολογικά κατάγματα (εικ. 62) και δυσκοιλιότητα. Σε χρόνιες περιπτώσεις παρατηρείται δυσμορφία
προσώπου (μαλακοί γνάθοι) και
απώλεια της οδοντοστοιχίας. Η ακτινολογική εξέταση αποκαλύπτει την ύπαρξη σκελετικής αφαλάτωσης και σκολίωσης/κύφωσης.
Θεραπεία: Χορήγηση ασβεστίου και βιταμίνης D3, ιδιαίτερα στα πρωτεύοντα του Ν. Κόσμου (αδυναμία σύνθεσης βιταμίνης D3), καθώς επίσης και πρωτεϊνών. Σε περίπτωση παθολογικών καταγμάτων γίνεται οστεοσύνθεση, περιορισμός σε μικρό κλουβί και χορήγηση των παραπάνω συμπληρωμάτων. Τα κατάγματα της σπονδυλικής στήλης αντιμετωπίζονται συντηρητικά. Πρόγνωση: Είναι επιφυλακτική, ιδιαίτερα μάλιστα στην περίπτωση που έχει εκδηλωθεί σκολίωση και συμπίεση της θωρακικής κοιλότητας. Εικόνα 62. Παθολογικό κάταγμα του μέσου της διάφυσης μηριαίου οστού λόγω οστεοδυστροφίας. (Thornton, BSAVA 2002).
109
Αβιταμίνωση C (Σκορβούτο)
Τα πρωτεύοντα δεν μπορούν να συνθέσουν βιταμίνη C. Η έλλειψή της από τη διατροφή τους, πράγμα αρκετά συχνό όταν είναι σε αιχμαλωσία, προκαλεί σοβαρή αβιταμίνωση, το «σκορβούτο».
Κλινική εικόνα: Η τυπική εκδήλωση της αβιταμίνωσης C είναι η κακή ποιότητα του τριχώματος, η αιμορραγία (εικ. 63) στους βλεννογόνους, στους μυς και γύρω από τις αρθρώσεις καθώς επίσης και το άλγος των άκρων κατά τη μετακίνηση του ζώου.
Θεραπεία: Xoρήγηση βιταμίνης C (15-25 mg/kg ΣΒ ή 250 mg /ζώο) από το στόμα και άφθονα φρέσκα φρούτα και λαχανικά.
Πρόληψη: Για την αποφυγή εκδήλωσης αβιταμίνωσης C, επιβάλλεται η καθημερινή χορήγηση συμπληρωμάτων βιταμίνης C ( 1-4 mg/kg σβ) στην τροφή. Εικόνα 63. Αιμάτωμα κεφαλής λόγω υποβιταμίνωσης C. (Brown & Rosenthal, Small Mammals 1997).
Ερπητοϊωση
Η ερπητοΐωση στα πρωτεύοντα είναι σοβαρή ζωονόσος και σχετίζεται με μόλυνση με διάφορους τύπους του ιού Herpes. Εκδηλώνεται με ποικίλα συμπτώματα στα διάφορα είδη. Στις περισσότερες ερπητοϊώσεις υπάρχουν δύο τύποι ξενιστών, η
«φυσική αποθήκη» όπου ο ιός φιλοξενείται και η νόσος εκδηλώνεται με την υποκλινική ή άτυπη μορφή της και ο «ευκαιριακός ξενιστής» στον οποίο η μόλυνση είναι συνήθως θανατηφόρος.
α) Η μόλυνση που οφείλεται σε Herpes simiae ή Herpes B είναι ιδιαίτερα μεταδοτική και θανατηφόρος στον άνθρωπο. O μακάκοι είναι οι κύριοι φορείς του ιού, οι οποίοι
τις περισσότερες φορές είναι ασυμπτωματικοί. Η κλινική εικόνα στις τυπικές 110
περιπτώσεις χαρακτηρίζεται από επιπεφυκίτιδα, μεγάλα έλκη στη γλώσσα, τον
στοματικό και γεννητικό βλεννογόνο και στα χείλη. Η μετάδοση του ιού στον άνθρωπο γίνεται με δήγμα του ζώου ή με επαφή του σάλιου του ζώου με τραύμα ή γρατζουνιά του δέκτη. Στον άνθρωπο προκαλεί σοβαρή και θανατηφόρο εγκεφαλομυελίτιδα. Για αυτόν τον λόγο πρέπει να λαμβάνονται μέτρα προστασίας από αυτούς που έρχονται σε επαφή με αυτά τα είδη. Η αντιμετώπιση είναι συμπωματική και όχι επιτυχής. β. Ο ιός Herpes tamarinus ή Herpes T έχει ως φυσικό ξενιστή τους ταμαρίνους αλλά συναντάται και σε άλλα είδη όπως στους σκιουροπιθήκους, στους καπουτσίνους και στους αραχνοπίθηκους, στους οποίους η νόσος εκδηλώνεται υποκλινικά (στοματικά έλκη και άφθες) (εικ. 64). Μεταδίδεται στα μάρμοσετς και στους νυχτοπίθηκους όπου προκαλεί έλκη στο στοματικό, οφθαλμικό και γαστρεντερικό βλεννογόνο καθώς επίσης στη γλώσσα και στα χείλη, οίδημα του προσώπου και θάνατο μετά από λίγες ημέρες. γ. Ο ιός Herpes saimiri φυσικός ξενιστής του οποίου είναι ο σκιουροπίθηκος, όταν μεταδοθεί σε άλλα είδη όπως αραχνοπίθηκους, κερκοπίθηκους και μάρμοσετς,
προκαλεί κακόηθες λέμφωμα και λεμφοκυτταρική λευχαιμία.
δ. Ο Herpes hominus Type 1 του ανθρώπου μεταδίδεται και σε άλλα πρωτεύοντα, έχει την ίδια κλινική εικόνα με αυτή του Herpes T και προκαλεί συνήθως το θάνατο σε αυτά τα είδη.
ε. Ο ιός
του έρπητα του ανθρώπου Epstein-Barr (ΕBV- Type 4) μπορεί να προκαλέσει την εκδήλωση λεμφωμάτων στα μάρμοσετς.
Εικόνα 64. Στοματικά έλκη και άφθες σε ταμαρίνο από μόλυνση με ιό Herpes
tamarinus ή Herpes T.
111
Λοιμώδης ηπατίτιδα
Η λοιμώδης ηπατίτιδα έχει παρατηρηθεί και στα μη ανθρωποειδή πρωτεύοντα ιδιαίτερα μάλιστα στον χιμπατζή, ενώ μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο. Και οι δύο τύποι ηπατίτιδας έχουν παρατηρηθεί και είναι αυτοί που σχετίζονται με τους ιούς HΑV και HΒV. Στα είδη αυτά η νόσος είναι ήπια ή ασυμπτωματική και συνήθως είναι αυτοπεριοριζόμενη. Εξαιτίας όμως της υψηλής μεταδοτικότητας στον άνθρωπο
και σε άλλα πρωτεύοντα, τα ασθενή ζώα πρέπει να απομονώνονται σε καραντίνα και να αποφεύγεται η επαφή τους με τον άνθρωπο. Κατά τη διάρκεια της κλινικής εξέτασης ενός ζώου πρέπει να λαμβάνεται πάντα υπόψη από τον εξεταστή η πιθανή μόλυνσή του με τους ιούς της ηπατίτιδας και να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα προστασίας. Ιλαρά
Αίτια: Οφείλεται σε μόλυνση με τον ιό της ιλαράς του ανθρώπου (ίος Μorbilli).
Κλινική εικόνα: Στα μη ανθρωποειδή πρωτεύοντα η ιλαρά μπορεί να είναι ασυμπτωματική σε κάποια είδη, ενώ σε άλλα είδη θανατηφόρος π.χ. στα είδη του Νέου Κόσμου. Η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται από την παρουσία οιδήματος των άνω βλεφάρων, προοδευτική ληθαργικότητα και θάνατο σε 8-18 ώρες. Μερικά ζώα παρουσιάζουν βλεννώδες ρινικό έκκριμα, ερύθημα και οίδημα του προσώπου, με βλατίδες και φυσαλίδες στα χείλη. Όχι σπάνια παρατηρείται και βρογχοπνευμονία.
Θεραπεία: Για την αντιμετώπιση της ιλαράς συστήνεται η χορήγηση αντιβιοτικών για τον έλεγχο των δευτερογενών λοιμώξεων και υποστηρικτική αγωγή. Πρόληψη: Η μόλυνση με τον ιό της ιλαράς είναι ιδιαίτερης σημασίας, διότι λόγω της ανοσοκαταστολής που προκαλεί στον οργανισμό, μπορεί να προκαλέσει ψευδές αρνητικό τεστ φυματίνης σε ζώα με φυματίωση. Η ανθρώπινη γ-σφαιρίνη έχει χρησιμοποιηθεί για την πρόληψη της νόσου με καλά αποτελέσματα. Επιπλέον επιβάλλεται η λήψη προληπτικών μέτρων μετάδοσης στον άνθρωπο, όπως ο περιορισμός του ζώου και αποφυγή επαφής με άλλα άτομα.
Ευλογιά Πέντε τύποι του ιού της ευλογιάς συναντώνται στα μη ανθρωποειδή πρωτεύοντα α) ο ιός της ευλογιάς του πιθήκου και ο ιός ευλογιάς του ανθρώπου που εκδηλώνονται με την παρουσία κυκλοτερών βλατίδων στις παλάμες των χεριών, οι 112
οποίες στη συνέχεια φυσαλιδοποιούνται και εξελκώνονται, ενώ συνοδεύονται από πυρετό, μυικό πόνο και άλγος στη ράχη, β) ο ιός της κολοήθους δερματικής ευλογιάς
του πιθήκου που εκδηλώνεται με κυκλοτερείς δερματικές αλλοιώσεις με κεντρικό κρατήρα, γ) ο ιός yaba των όγκων του πιθήκου, που προκαλεί υποδόριες οζώδεις αλλοιώσεις οι οποίες στη συνέχεια εξελκώνονται και δ) ο ιός της μεταδοτικής
τερμίνθου, πού εκδηλώνεται με θηλοειδείς δερματικές αλλοιώσεις κυρίως στην περιοχή των βλεφάρων και της βουβωνικής χώρας. Οι παραπάνω ιοί μπορούν να μεταδοθούν δια της επαφής και στον άνθρωπο. Η αντιμετώπιση της νόσου είναι συμπτωματική και συνίσταται στην αποτροπή αυτοτραυματισμού του ζώου και σε αντιμετώπιση των δευτερογενών επιμολύνσεων (ηρεμιστικά, αντιβιοτικά και στεροειδή ).
Φυματίωση
Η φυματίωση είναι νόσος που συναντάται συχνά στα μη ανθρωποειδή
πρωτεύοντα. Τα είδη αυτά μολύνονται και με τους τρεις τύπους φυματίωσης τον ανθρώπειο (M. tuberculosis), το βόειο (M.bovis) και τον ορνίθειο (M. avium).
Κλινική εικόνα: Δεν είναι πάντα χαρακτηριστική. Σε πρώιμα στάδια η νόσος χαρακτηρίζεται από διόγκωση των μεσοπνευμόνιων λεμφαδένων. Σε προχωρημένες καταστάσεις οι αλλοιώσεις επεκτείνονται σε όλο το σώμα και είναι εμφανείς, ενώ μπορεί να εκδηλωθούν διαταραχές συμπεριφοράς του ζώου, ανορεξία, κατάπτωση, ληθαργικότητα και αιφνίδιος θάνατος. Οι εκδηλώσεις από το αναπνευστικό όπως βήχας και αιμόπτυση που παρατηρούνται στον άνθρωπο δεν είναι συνηθισμένες. Διάγνωση: Όλα τα νεοαφιχθέντα ζώα πρέπει να υποβάλλονται στη δοκιμασία της φυματίνης. Ο φυματινισμός επιτυγχάνεται με ενδοδερμική έγχυση 0.1 ml φυματίνης η οποία εγχύεται ενδοδερμικά στο άνω βλέφαρο ή στην κοιλιακή χώρα. (Mantoux test, Coopers Animal Health). Η δοκιμασία εκτιμάται σε 24, 48 και 72 ώρες. Σε περίπτωση θετικής αντίδρασης παρατηρείται χαρακτηριστικό ερύθημα και οίδημα στην περιοχή της έγχυσης.
Θεραπεία: Εξαιτίας της υψηλής μεταδοτικότητας της φυματίωσης στον άνθρωπο, συστήνεται ευθανασία και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (σπάνια ζώα)
αναλαμβάνεται θεραπεία.
113
Γρίπη
Ο ιός της γρίπης του ανθρώπου μεταδίδεται και στα άλλα πρωτεύοντα. Το ιστορικό του ζώου συνήθως αποκαλύπτει τη μόλυνση του ιδιοκτήτη ή του φροντιστή του ζώου με τον ιό. Τα συμπτώματα της γρίπης στα πρωτεύοντα είναι κατάπτωση, ανορεξία, διάρροια, αναπνευστικά προβλήματα, μυαλγία και πυρετός. Η αντιμετώπιση είναι συμπτωματική και υποστηρικτική (υγρά, ηλεκτρολύτες, θέρμανση). Σε περίπτωση δευτερογενών επιμολύνσεων επιβάλλεται η χορήγηση αντιβιοτικών.
Εντερίτιδα. Η εντερίτιδα είναι ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα των μη ανθρωποειδών πρωτευόντων. Αίτια: Είναι συνήθως βακτηριδιακής αιτιολογίας και οφείλεται σε μόλυνση με τα βακτηρίδια Salmonella spp, Campylobacter jejuni και Shigella flexneri. Η κακή διατροφή, το στρες και αλλοτριοφαγία είναι παράγοντες που εμπλέκονται στην αιτιοπαθογένεια της νόσου.
Κλινική εικόνα: Η νόσος εκδηλώνεται συνήθως με διάρροια, η οποία προκαλεί σοβαρή αφυδάτωση και απειλεί τη ζωή του ζώου. Η βακτηριακή εντερίτιδα είναι ζωανθρωπονόσος και η λήψη μέτρων υγιεινής για την πρόληψη της μετάδοσης της νόσου σε άλλα πρωτεύοντα και στον άνθρωπο είναι απαραίτητη. Θεραπεία: Για την αντιμετώπιση της εντερίτιδας συστήνεται η χορήγηση αντιβιοτικών μετά από καλλιέργεια και αντιβιόγραμμα, η χορήγηση υγρών και ηλεκτρολυτών για την αποφυγή αφυδάτωσης και η λήψη διαιτητικών μέτρων και μέτρων υγιεινής.
Πνευμονία
Οι πιο συνηθισμένες αιτίες της πνευμονίας στα μη ανθρωποειδή πρωτεύοντα θηλαστικά είναι η μόλυνση με Bortedella bronchiseptica, Streptoccocus pneumonie,
Klebsiella
pneumonie, Haemophilus
influenzae, Staphylococcus
aureus
και Pasteurella spp. Η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται από την παρουσία πυρετού, ανορεξίας, βήχα, δύσπνοιας, ταχυκαρδίας, πταρμού, βλεννοπυώδους ρινικού εκκρίματος, ληθαργικότητας και μηνιγγίτιδας Η θεραπεία είναι η ίδια με αυτή των άλλων θηλαστικών δηλαδή χορήγηση αντιβιοτικών, αποχρεμπτικών, υγρών και ηλεκτρολυτών.
114
Παρασιτικά νοσήματα
Τα συνήθη παρασιτικά νοσήματα που προσβάλλουν τα μη ανθρωποειδή πρωτεύοντα θηλαστικά είναι :
1. Πρωτόζωα
α. Toxoplasma gondii. Η μόλυνση με το πρωτόζωο αυτό είναι σποραδική σε όλα τα
πρωτεύοντα, αλλά με υψηλή θνησιμότητα. Όχι σπάνια πριν από τον θάνατο παρατηρούνται οξέα αναπνευστικά συμπτώματα λόγω πνευμονικού οιδήματος. Η μετάδοση γίνεται με τα κόπρανα της γάτας ή με άγρια τρωκτικά. Οι ωοκύστεις εισέρχονται στο γαστρεντερικό σύστημα και διά μέσου του εντερικού τοιχώματος, διασπείρονται σε όλα τα όργανα. Στην οξεία φάση της νόσου (ρήξη κυττάρων και απελευθέρωση ταχυζωιδίων) παρατηρούνται θάνατοι.
β. Εντερικά μαστιγοφόρα. Η μόλυνση με μεγάλο αριθμό πρωτοζώων προκαλεί διάρροια. Αυτό που συναντάται συνήθως είναι το Entamoeba histolytica το οποίο
μεταδίδεται και στον άνθρωπο. Η διάγνωση γίνεται με επιχρίσματα κοπράνων. Αντιμετωπίζεται με χορήγηση μετρονιδαζόλης (παιδιατρικό σκεύασμα), από το στόμα. 2. Έλμινθες
α. Ακανθοκέφαλα. Η μόλυνση με Prosthenorchis elegans και P. spirula προκαλεί θανατηφόρο περιτονίτιδα. Ενδιάμεσος ξενιστής του παρασίτου είναι η κατσαρίδα . Η αντιμετώπιση στηρίζεται στη χορήγηση μεβενδαζόλης (100mg/kg ΣΒ) και στη χειρουργική αφαίρεση των ενηλίκων παρασίτων από το εντερικό τοίχωμα. β. Nηματώδη. Πολλά νηματώδη έχουν ενοχοποιηθεί για τη νόσηση και το θάνατο στα πρωτεύοντα. Μεταξύ αυτών είναι το Pterygodermatites nycticebi το οποίο προκαλεί προοδευτική καχεξία, αναιμία και υποπρωτεϊναιμία σε μεγάλη παρασίτωση. Η κατσαρίδα είναι ο ενδιάμεσος ξενιστής. Αντιμετωπίζεται με χορήγηση μεβενδαζόλης
(40 mg/kg ΣΒ) σε συνδυασμό με πρόγραμμα εξόντωσης εντόμων από τον χώρο διαβίωσης του ζώου. Το Trichospirura leptostoma συναντάται στον παγκεατικό πόρο των Callitrichids και ενοχοποιείται για το «σύνδρομο καχεξίας» των ειδών αυτών.
Το Gongylonema pulchrum προσβάλλει το στοματικό βλεννογόνο των Callithricidae.
Η διάγνωση γίνεται με κοπρανολογική εξέταση και κυτταρολογική εξέταση επιχρισμάτων στοματικού βλεννογόνου. Αντιμετωπίζονται με χορήγηση φαινβενδαζόλης (40-60 mg/kg PO x 5 ημέρες) ή ιβερμεκτίνης (200 μg/kg ΣΒ, SC) ή μεβενδαζόλης (70 mg/kg x 3 ημέρες). Tα Oesophagostomum spp συναντώνται στο 115
έντερο και προκαλούν διάρροια και διαβρώσεις στον εντερικό βλεννογόνο. Τα Strongyloides fulleborni και S. cebus είναι πολύ συχνά παράσιτα και προκαλούν διάρροια και βήχα κατά την μετανάστευση των προνυμφών διά μέσου των πνευμόνων. Τα ενήλικα Dipetalonema spp συναντώνται συχνά στην περιτοναϊκή κοιλότητα και προκαλούν ήπιες διαβρώσεις. γ. Κεστώδη. Οι προνυμφικές μορφές των κεστωδών Taenia spp, Multiceps spp και Echinococcus granulosa όχι σπάνια συναντώνται σε μη ανθρωποειδή πρωτεύοντα. Οξεία ατονία και διάταση του στομάχου
Η ακριβής αιτία του συνδρόμου αυτού δεν έχει απόλυτα εξακριβωθεί, αν και έχουν ενοχοποιηθεί διάφοροι παράγοντες όπως η χορήγηση αντιμικροβιακής αγωγής ή απότομη αλλαγή της διατροφής κ.ά. Ακόμη αναφέρεται ότι σχετίζεται με υπερβολική ανάπτυξη στο γαστρεντρικό σωλήνα του Clostridium perfrigens.
Κλινική εικόνα: Η οξεία ατονία και διάταση του στομάχου είναι ιδιαίτερα σοβαρή κατάσταση. Τα χαρακτηριστικά κλινικά συμπτώματα είναι έντονη διόγκωση της κοιλιάς, δυσφορία, προβλήματα από το καρδιαγγειακό σύστημα και αιφνίδιοι θάνατοι. Ο στόμαχος είναι γεμάτος με αέρια και γαστρικά υγρά. Δεν παρατηρείται στροφή του στομάχου, ενώ ο θάνατος σχετίζεται με αναπνευστική ανεπάρκεια και καταπληξία. Θεραπεία: Σε ήπιες και έγκαιρες περιπτώσεις η διάβαση στομαχικού καθετήρα και αποσυμπίεση του στομάχου μπορεί να έχει καλά αποτελέσματα. Σε περίπτωση αδυναμίας προώθησης του καθετήρα από το στόμα επιβάλλεται η άμεση αποσυμπίεση του στομάχου με τοποθέτηση τροκάρ διά μέσου του κοιλιακού τοιχώματος. Ο θάνατος είναι συχνή απόληξη ακόμη και μετά την αποσυμφόρηση του στομάχου. Πρόληψη: Η αποφυγή της απότομης αλλαγής των διατροφικών συνηθειών του ζώου και της χορήγησης τροφής αργά το βράδυ μπορεί να αποτρέψει την εκδήλωση του συνδρόμου αυτού.
Εγκολεασμός και πρόπτωση απευθυσμένου.
Οι καταστάσεις αυτές παρατηρούνται όχι σπάνια μετά από σοβαρή διάρροια Ο εγκολεασμός μπορεί να διαγνωσθεί με ψηλάφηση της κοιλιάς και απαιτεί άμεση χειρουργική αντιμετώπιση. Η πρόπτωση του απευθυσμένου αντιμετωπίζεται με ανάταξη του απευθυσμένου και συρραφή του δακτυλίου του πρωκτού «δίκην 116
καπνοσακούλας». Και στις δύο περιπτώσεις επιβάλλεται η αντιμετώπιση της πρωτογενούς αιτίας.
Τραύματα
Αίτια: Τα τραύματα στα πρωτεύοντα είναι αρκετά συχνοί και προκαλούνται από δήγματα άλλου ζώου, από καυγάδες κατά την είσοδο νέου ζώου στην ομάδα ή κατά τη διεκδίκηση της ιεραρχίας. Ακόμη μπορεί να προκληθούν από αυτοτραυματισμό του ζώου λόγω διαταραχής συμπεριφοράς.
Κλινική εικόνα: Σοβαρά οιδήματα, αποστήματα ή συρρίγια στην περιοχή του τραύματος.
Θεραπεία: Χειρουργικός καθαρισμός και όχι συρραφή αλλά επούλωση κατά δεύτερο σκοπό και χορήγηση αντιβιοτικών ευρέος φάσματος συστηματικά. Σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις μόλυνσης ή γάγγραινας των άκρων συστήνεται ο ακρωτηριασμός. Η συνεχής ενασχόληση του ζώου με το τραύμα παρεμποδίζει την επούλωση ενώ η επίδεση δεν είναι πάντα ανεκτή.
Τέτανος
Οφείλεται στη νευροτοξίνη που παράγει το Clostridium tetani. Η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται από τετανικούς σπασμούς, οπισθότονο, επιληπτικές κρίσεις, παράλυση του αναπνευστικού συστήματος και θάνατο. Η αντιμετώπιση είναι ή ίδια με αυτήν των άλλων θηλαστικών. Ο εμβολιασμός του ζώου με εμβόλιο κατά του τετάνου μπορεί να εφαρμοστεί για την πρόληψη της νόσου.
Σύνδρομο καχεξίας των Marmosets
Το σύνδρομο αυτό έχει πολυπαραγοντική αιτιολογία. Πιθανές αιτίες
πρόκλησης θεωρούνται η κακή διατροφή, η επιλεκτική διατροφή και το στρες.
Εκδηλώνεται
με απώλεια βάρους, αδυναμία, ληθαργικότητα, αναιμία, υποαλβουμιναιμία, υπογλυκαιμία και θάνατο. Αντιμετωπίζεται με χορήγηση αντιβιοτικών, στεροειδών, υγρών και ηλεκτρολυτών, βιταμινών (βιταμίνη Ε),
σιδήρου και με καλή διατροφή .
Παθήσεις των δοντιών
Τα οδοντικά προβλήματα είναι συχνά στα πρωτεύοντα και σχετίζονται κυρίως με κακή διατροφή (γλυκά, έλλειψη ασβεστίου). Η οδοντιατρική εξέταση είναι μέρος 117
της κλινικής εξέτασης ρουτίνας. Πρέπει να αξιολογείται η κατάσταση των δοντιών, η παρουσία περιοδοντίτιδας ή ουλίτιδας (εικ. 65).
Τα πιο συχνά οδοντιατρικά προβλήματα είναι τα αποστήματα των δοντιών
τα οποία εκδηλώνονται με οίδημα της παρειάς ή της γνάθου, και τα κατάγματα των δοντιών. Αντιμετωπίζονται με εξαγωγή του δοντιού, καλή πλύση της κοιλότητας,
σφραγίσματα και χορήγηση αντιβιοτικών. Προληπτικά συστήνεται η βελτίωση της διατροφής, η συχνή φροντίδα της υγιεινής του στόματος (οδοντόβουρτσα) και η κατά τακτά χρονικά διαστήματα περιποίηση των δοντιών. Εικόνα 65. Σοβαρή ουλίτιδα και περιοδοντική νόσος σε μακάκο
(Brown & Rosenthal, Small Mammals 1997).
Εμβολιασμός
Τα εμβόλια που συνήθως γίνονται στα πρωτεύοντα θηλαστικά στοχεύουν στην πρόληψη της πολυομυελίτιδας (Polio), της ιλαράς, της παρωτίτιδας, της ερυθράς (MMR), του τετάνου και της λύσσας. Σε ορισμένες περιπτώσεις γίνεται και το εμβόλιο κατά του ιού της ηπατίτιδας ΗΒV. Πριν από τον εμβολιασμό του ζώου επιβάλλεται η καλή κλινική εξέταση, ο αποπαρασιτισμός και ο φυματινισμός όταν το ζώο προσκομίζεται σε μεγάλη ηλικία. Ο φυματινισμός πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε 1-2 χρόνια. To συνηθισμένο εμβολιακό σχήμα που εφαρμόζεται είναι:
Ηλικία του ζώου
Είδος εμβολίου
14-16 εβδομάδες
Polio 1, MMR 1, Tetanus 1
1 μήνα αργότερα Polio 2, MMR 2, Tetanus 2
6 μήνες αργότερα
MMR 3, Tetanus 3*
6 μηνών
Rabies**
*Επανάληψη κάθε 5-7 χρόνια
** Επανάληψη κάθε χρόνο
118
Φάρμακα που χρησιμοποιούνται στα μη ανθρωποειδή πρωτεύοντα.
Φάρμακευτική ουσία Δοσολογία
Aσπιρίνη
5-10 mg/kg PO /4-6 ώρες
Ατροπίνη
0.04-mg/kg SC, IM, IV
Aμοξυκιλλίνη
11 mg/ kg PO, IM, IV BID
Αμοξυκιλλίνη +κλαβουλανικό οξύ
15 mg/kg PO BID
Αμφοτερικίνη Β
0.25-1.0 mg/kg SID
Θειαβενδαζόλη
50 mg/kg PO SID x 2 ημέρες
Καρπροφαίνη
2-4 mg/kg
Κεφταζιδίμη
50 mg/kg IM, IV, TID
Κεφαλεξίνη
20 mg/kg PO BID
Χλωραμφαινικόλη
50 mg/kg PO BID
20 mg/kg IM BID
Σισαπρίδη
0.2 mg/kg /12 ώρες
Σιπροφλοξασίνη
16-20 mg/kg BID
Δεξαμεθαζόνη
1-2 mg/kg IV, IM,
Δοξυκυκλίνη
3-4 mg/kg PO BID
Eνροφλοξασίνη
5 mg/kg PO, IM, SC, SID
Eρυθρομυκίνη
10 mg/kg PO TID,
Γενταμυκίνη
1-2 mg/kg IM, IV, TID
Φαινβενδαζόλη
20-60 mg/kg PO SID x 3 ημέρες νηματώδη
50 mg/kg po, SID x 14 ημέρες φιλάριες
Φλουνιξίνη Μεγλουμίνη
0.3-1 mg/kg SC, IV /12-24 ώρες
Φουροσεμίδη
2 mg/kg PO
Γκριζεοφουλβίνη
20 mg/kg PO SID
Ιβερμεκτίνη
200 μg/kg PO, SC, IM
Mεβενδαζόλη
40 mg/kg PO SID x 3 ημέρες
Mετοκλοπραμίδη
0.4 mg/kg /12ώρες Mετρονιδαζόλη
17,5-25 mg/kg PO BID x10 ημέρες
Παρακεταμόλη
4-10 g/kg PO /6 ώρες
Πρεδνιζολόνη
10 mg/kg IV
0.5-1 mg/kg /12 ώρες x 3-5 ημέρες
Πραζικουαντέλη
40 mg/kg PO, IM
Πιπεραζίνη
65 mg/kg PO SID x 10 ημέρες Tετρακυκλίνη
20-25mg/kg PO/8-12 ώρες Τριμεθοπρίμη σουλφαδιαζίνη
15 mg/kg PΟ BID
Βιταμίνη C
25 mg/kg/ day PO
Βιταμίνη D3
2000 IU/kg
119
III. ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ.
Παθογόνοι παράγοντες που προκαλούν ζωοανθρωπονόσους (CDC Atlanta)
Είδος
Ερπετά Κρικητός Ινδικό χοιρίδιο
Πρωτεύοντα
Salmonella spp
Salmonella spp
Salmonella spp
Salmonella spp
Aeromonas
LCM virus
Yersinia
Μycobacterium hominis,
pseudotuberculosis bovis, avium
Campylobacter
Acinetobacter
Trixacarus caviae
Shigella spp
Enterobacter
Hymenolepis
Ψύλλοι
Herpesvirus simiae
Trichophyton
Trichophyton
Hepatitis virus
metagrophytes
mentagrophytes
nana
Klebsiella
Erysipelothrix
Hantavirus
Marburg virus
Taenia
Rubeola virus
rhusiopathie
Pseudomonas
taeniaformis
Mycobacterium spp
Rabies virus
Coxiella burnetti
Strongyloides spp
“Q fever”
Aspergillus
Entamoeba histolytica
Zygomycosis
Enterobious vermicularis
Candida
Microsporum spp
Trichosporon
Trichophyton spp
Ornithodoros
Balantium coli
turicata
Ixodes spp
Haemaphysalis spp
Pentastoma
120
Προτεινόμενη Βιβλιογραφία
1. Manual of Reptiles. B. H. Peter, M.P.C. Lawton and J.E. Cooper. BSAVA
Publications 1994.
2. Reptiles Medicine and Surgery. Douglas Mader. W.B.Saunders Company,
1996.
3. BSAVA Manual of Exotic Pets. Anna Meredith and Sharon Redrobe. Fourth
Edition . BSAVA 2002.
4. Clinical Medicine of Small Mammals and Primates. K. Hrapkiewicz, L.
Medina and D. Holmes. Second Edition.Manson Publishing/The Veterinary
Press, 1998.
5. Zoo and Wild Animal Medicine. M. Fowler. W.B.Saunders Company, 1978.
6. Zoo and Wild Animal Medicine. Current Therapy 3.
M. Fowler,
W.B.Saunders Company, 1993.
7. Zoo and Wild Animal Medicine. Current Therapy 4. M. Fowler and E.
Miller, W.B.Saunders Company, 1999.
8. Ferrets, Rabbits and Rodents, Clinical Medicine and Surgery. Hillyer EV.,
Quesenberry KE, Saunders Company 1997.