pm.HPSS. 12-07-2014 - Hieronymus Bosch 1450-1516

Εισαγωγικές Σημειώσεις για τις Επιστήμες
Φιλοσοφία, Ιστορία, & Κοινωνιολογία των Επιστημών
Πέτρος Μετάφας
Πάτρα 2013-14
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ
ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ................................................................................................................... 6
Μέρος 1ο ................................................................................................................................. 6
Εισαγωγή: Από την Φιλοσοφία της Επιστήμης... ................................................................... 7
... στην Κοινωνιολογία της Επιστήμης ............................................................................... 9
Ιστορία των ιδεών γύρω από την Επιστημονική Μέθοδο: οι μεταβολές στις αντιλήψεις έως
τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο. ..................................................................................................... 12
Αριστοτέλης. ............................................................................................................. 12
Πυθαγόρας – Πλάτων – Πτολεμαίος ........................................................................ 14
Η απαγωγική συσχέτιση αξιωμάτων-θεωρημάτων............................................... 15
Ο ατομισμός .......................................................................................................... 16
Η μέθοδος του Αριστοτέλη στον Μεσαίωνα ............................................................ 17
15ος – 17ος αιώνας ..................................................................................................... 19
17ος – 18ος αιώνας ..................................................................................................... 27
19ος – 20ος αιώνας ..................................................................................................... 32
Η Φιλοσοφία του I.Kant και οι εξελίξεις στα Μαθηματικά και την Φυσική ............... 51
Οι μεταβολές στα Μαθηματικά και στην Φυσική ................................................ 51
Το φιλοσοφικό Σύστημα του I.Kant ......................................................................... 55
(α.0) Η Παράδοση της “Αναλυτικής” Φιλοσοφίας........................................................... 61
(α.0).i Ο ‘Λογικισμός’ (G.Frege, B.Russell) ........................................................... 61
(α.0).ii L.Wittgenstein ............................................................................................... 65
(α.1) Λογικός Θετικισμός και Λογικός Εμπειρισμός ....................................................... 69
(α.1).1 O Κλασικός Εμπειρισμός (D.Hume) ............................................................ 69
(α.1).2 Ο Κύκλος της Βιέννης .................................................................................. 71
(α.1).2.i Η Θετικιστική Εικόνα για την Επιστήμη ................................................ 75
(α.1).2.ii Η Θεωρία της Αναγωγής στους Θετικιστές ........................................... 76
(α.1).2.iii Το Υποθετικο-Παραγωγικό Μοντέλο................................................... 77
(α.1).2.iv Τα Προβλήματα του Επαγωγισμού....................................................... 79
Παρένθεση: για τον «γρίφο της πλάνης» και το «πρόβλημα της Επαγωγής» ...... 81
(α.1).2.v Εξάρτηση της Παρατήρησης από την Θεωρία....................................... 84
(α.1).2.vi Επαληθευσιοκρατική Θεωρία του Νοήματος ....................................... 86
(α.1).3 Η «διαψευσιοκρατία» (Karl Popper) ............................................................ 87
(α.1).4 Σύγχρονος Εμπειρισμός ................................................................................ 93
Παρέκβαση 1: η κριτική των M.Horkheimer – T.W. Adorno στον Θετικισμό ........ 96
(α.2) Διαμάχες στο πεδίο της Φιλοσοφίας της Επιστήμης ............................................... 99
α.2.i Ορθολογισμός - Σχετικισμός ........................................................................ 99
α.2.ii Ρεαλισμός – Εργαλειοκρατία, Πραγματισμός ........................................... 101
α.2.iii Η «αντιστοιχιστική θεωρία αλήθειας» ..................................................... 102
α.2.iv Επιστημονική Εξήγηση - Επιστημονικοί Νόμοι ...................................... 103
(α).2.1. Ρεαλισμός των οντοτήτων – η Παρέμβαση στο Εργαστήριο .................... 109
(α).2.2. Η διαμάχη Επιστημονικού Ρεαλισμού και Αντι-ρεαλισμού ...................... 111
(α.2.2.i) Το πρόβλημα της «αλήθειας» ............................................................... 113
(α.2.2.ii) η μέθοδος ............................................................................................. 114
(α.2.2.iii) για τον «Επιστημονικό Ρεαλισμό» ..................................................... 116
(α).2.3. Αιτιότητα .................................................................................................... 122
2
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
(α.2.3.i) Αναγωγισμός ......................................................................................... 125
(α).2.4. «μη αναπαραστατικός ρεαλισμός» ............................................................ 125
(β.1) η “Ιστορικιστική Στροφή” της δεκαετίας του ‘60 .................................................. 126
(β).1.1. το «ιστορικιστικό» ρεύμα .............................................................................. 126
(β).1.a. Η παρέμβαση του T.S.Kuhn ....................................................................... 127
(β).1.a.i. Νόημα και Αναφορά των Επιστημονικών Όρων ................................. 128
(β).1.b. O Paul Feyerabend ‘ενάντια στη Μέθοδο’ ................................................ 129
(β).1.b.i Paul Feyerabend, “Science in a Free Society” (1978) .......................... 132
Μέρος (Ι). ...................................................................................................................... 133
Μέρος (ΙΙ). ..................................................................................................................... 143
(β).1.c. Τα Ερευνητικά Προγράμματα του Imre Lakatos ....................................... 149
(β).1.c.i. Μεθοδολογίες της Επιστήμης .............................................................. 150
(β).1.c.ii. Ερευνητικά Προγράμματα – Εσωτερική και Εξωτερική Ιστορία ....... 152
(β).1.d Επιστημονική Αλλαγή και Πρόοδος (L.Laudan) ........................................ 154
(β).2.1. Αναλυτικότερα για τις θέσεις του Thomas S. Kuhn ...................................... 157
(β).2.2. η έννοια του ‘Παραδείγματος’ κατά Kuhn .................................................... 157
(β).2.3. ‘κανονική’ επιστήμη, ‘ανωμαλία’, ‘κρίση’ .................................................... 158
(β).2.4. ‘επανάσταση’ ................................................................................................. 159
(β).2.5. ‘ασυμμετρία’ .................................................................................................. 160
(β).2.6. “αλήθεια” και “πρόοδος” ............................................................................... 161
(β).2.7. κριτική στις θέσεις του Kuhn ......................................................................... 162
(β).2.8. ο Kuhn απαντά… ........................................................................................... 163
(β).2.9. “παραδοχές υποβάθρου” ................................................................................ 164
(β).2.10. εξωτερικότητα της θέσης επόπτευσης… ..................................................... 165
(β).2.11. οι “ιδεολογικές προκαταλήψεις” αποκαλύπτονται ...................................... 166
(β).2.12. ιδεολογικά και επιστημονικά Παραδείγματα ............................................... 167
(γ.1) Η επιστημολογία του Louis Althusser ................................................................... 168
(γ).1.1. Τα εσωτερικά γνωρίσματα μιας επιστήμης (L.Althusser) ......................... 168
(γ).1.2. Althusser: γνωσιακή πράξη και εμπειρισμός ............................................. 171
(γ.2) μαρξισμός και φιλοσοφία της επιστήμης ............................................................... 174
(δ).1 «κοινωνική-πολιτισμική» Ιστορία των Επιστημών ................................................ 185
a.
Η Επιστημονική Επανάσταση του 16ου και 17ου αιώνα. ........................... 194
b.
Τα τεκμήρια ............................................................................................... 200
c.
Επιστημονικές Κοινότητες ........................................................................ 207
d.
Επιστημονική πρακτική ............................................................................. 210
(δ).1.i Pierre Duhem – Alexandre Koyre .................................................................... 217
(δ).1.ii μαρξιστική ανάγνωση της ιστορίας των επιστημών ....................................... 222
(δ).2. σχολές και διαμάχες στην Ιστοριογραφία ............................................................. 231
(δ).2.1. μαρξιστές ιστορικοί ........................................................................................ 232
(δ).2.2. οι ιστορικοί των “Annales” ............................................................................ 233
(δ).2.3. “γλωσσολογική στροφή” και ‘μετα-μοντερνισμός’ ....................................... 236
(δ).2.4. ‘μικρο-ιστορίες’ και καθημερινή ζωή ............................................................ 240
(ε.1) Η “Γαλλική επιστημολογική σχολή” ...................................................................... 242
(ε.1.1) «επιστημολογικά εμπόδια» και «ρήξεις» στον G. Bachelard.......................... 244
(ε.1.2) η ιστορία των επιστημών στο έργο του Bachelard (G.Canguilhem) ............... 251
(ε.1.3) Μη-Ευκλείδεια Μαθηματικά - Μη-Νευτώνεια Μηχανική (G.Bachelard)...... 252
(ε.1.4) Μη-Καρτεσιανή Γνωσιολογία - Μη-Βακώνεια Επιστήμη (G.Bachelard) ...... 254
3
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
(ε.2) G. Canguilhem: φιλόσοφος του σφάλματος (M. Foucault) ................................... 256
(ε.2.1) η επιστημολογία στην ιστοριογραφία της επιστήμης (G.Canguilhem) ........... 260
(ε.2.2) η έννοια της “επιστημονικής ιδεολογίας” στον Canguilhem .......................... 262
Παρένθεση: η έννοια των «αρνητικών αξιών της ζωής» στον Canguilhem....... 267
(ε.2.2) Foucault, Bachelard, Canguilhem ................................................................... 270
(στ.1) «προοπτικισμός» (F. Nietzsche) ........................................................................... 272
(στ.1).1 αλήθεια και γνώση στον Nietsche ................................................................. 274
(στ.1).1.1 Η ‘ερμηνεία’ ........................................................................................... 276
(στ.2) το σύμπλεγμα ‘γνώσης-εξουσίας’ (M. Foucault) ................................................. 277
(στ.2).1 γενεαλογία του σύγχρονου υποκειμένου ....................................................... 277
(στ.2).2 μάχη “για την αλήθεια” ................................................................................. 281
(στ.3) “épistème” (M.Foucault) ...................................................................................... 283
(στ.4) Σχηματισμοί λόγου, αποφάνσεις, αρχεία (M. Foucault) ...................................... 285
(στ.4).1 ‘Η τάξη του λόγου’ .................................................................................... 288
(στ.5) ‘αρχαιολογία’ και ανάλυση των επιστημών (M. Foucault) .................................. 289
(στ.6) ‘αρχαιολογία των επιστημών’: απάντηση του Foucault στον ‘Επιστημολογικό
Κύκλο’ ............................................................................................................................ 294
(στ.7) Ο M.Foucault ως ιστορικός .................................................................................. 299
(στ.7).1 “Λόγος” και Μορφές Ορθολογικότητας ....................................................... 303
(στ.8) Έλλογες Πρακτικές και Πρακτικές “εκτός λόγου” (M.Foucault) ........................ 305
Παρέκβαση 2: η δυνατότητα της σύγχρονης ιατρικής εμπειρίας (M.Foucault) ......... 307
a.
Το σώμα ως αντικείμενο ιατρικής εξέτασης ................................................. 307
b.
Η μετάβαση στο ιατρικό νοσοκομείο............................................................ 309
(ζ.i.) Κοινωνιολογία της ‘αναγνώρισης και της παραγνώρισης’ (P. Bourdieu) ............. 313
ζ1. η έννοια της ‘συμβολικής βίας’............................................................................. 313
ζ2. το ‘συμβολικό κεφάλαιο’ ...................................................................................... 314
ζ3. γνωστικές δομές, κοινωνική οργάνωση και ‘σωματική έξη’ ................................ 315
ζ4. η θεμελίωση του Θεωρητικού λόγου .................................................................... 319
ζ5. η έννοια του ‘πολιτισμικού κεφαλαίου’ και ο σχολικός θεσμός........................... 320
ζ6. επιστημονική γνώση των δομών ........................................................................... 326
(ζ.ii.) ‘επιστημονικό πεδίο’ – ‘επιστημονικό κεφάλαιο’ (P. Bourdieu) .......................... 327
(ζ.iii) οι Κοινωνικές Επιστήμες (P. Bourdieu) ................................................................ 341
(ζ.iv) η ιστορία της Κοινωνιολογίας της Επιστήμης ...................................................... 343
(η) Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας (Σ.Ε.Τ.) .......................................................... 350
(η.1) Από τη «Σχολή του Εδιμβούργου» στις «Μελέτες Εργαστηρίου» .................... 352
(η.1.1) ‘Αναστοχαστικό’ και ‘Εθνογραφικό’ ρεύμα (S. Woolgar) ......................... 357
(η.1.2) η «συμμετρική ανθρωπολογία» του B. Latour............................................ 365
(η.1.3) μια ιστορία για την «Επιστημονική Επανάσταση» (S. Shapin) .................. 372
(η.2) ο χώρος του επιστημονικού εργαστηρίου .......................................................... 376
(η.3) η αρχιτεκτονική των Επιστημονικών Εταιριών ................................................. 379
(η.4) ‘Φύλο και Επιστήμη’ ......................................................................................... 384
(η.5) διαμάχες για τις ‘Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης’ ..................................... 390
Παρέκβαση 3: «αποδόμηση» (J.Derrida) ............................................................... 399
(θ.1) για την κοινωνική αναπαραγωγή της γνώσης ........................................................ 402
(θ.2) μοντέλα διδακτικής των επιστημών ....................................................................... 404
(θ.3) Γνώση και Πειθαρχία στο μαζικό σχολείο ............................................................. 413
Αναφορές - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΕΣ............................................................................................... 420
4
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
1. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΙΣΤΟΡΙΑ, ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ
ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ................................................................................................................. 421
1.a. ΟΙ ΕΜΠΕΙΡΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ......................................................................... 427
1.a.1. Η Επιστήμη της Φυσικής .............................................................................. 427
1.a.2. Βιολογική Επιστήμη, Οικο-φιλοσοφία και Κοινωνία................................... 428
1.b. Ανθρωπιστικές & Κοινωνικές Επιστήμες - Κοινωνιολογία ................................ 430
1.c. ΟΙ ΤΥΠΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ................................................................................ 431
1.c.1 Λογική ............................................................................................................ 431
1.c.2 Μαθηματικά ................................................................................................... 431
2. Ενδεικτική περαιτέρω Ελληνική ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ................................................... 432
2.(i) Γνωστική Ψυχολογία/ Γνωσιακή Επιστήμη/ Νευροεπιστήμες ........................... 432
2.(ii) Διδακτική των Φυσικών Επιστημών.................................................................. 433
2.(iii) Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης - Διδακτική .................................................. 434
2.(iv) Ιστοριογραφία ................................................................................................... 435
2.(v) ………………… ................................................................................................ 436
Mέρος 2ο ............................................................................................................................. 439
Ειδικά Θέματα: ............................................................................................................... 439
5
Π. Μετάφας
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
H.P.S.S.
ΓΙΑ
ΤΗΝ
2013-14
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ,
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΚΑΙ
Πέτρος Μετάφας, Πάτρα 2013-14.
Στόχος αυτών των Σημειώσεων για την Φιλοσοφία, την Ιστορία και την Κοινωνιολογία των
Επιστημών, είναι να παρουσιαστούν ορισμένα σημαντικά ζητήματα που αφορούν τις (‘φυσικές’)
Επιστήμες, και να απαντηθούν γενικά ερωτήματα όπως είναι τα παρακάτω:
Τι ονομάζουμε ‘Επιστήμη’ και τι Φιλοσοφία της Επιστήμης; Με ποιους τρόπους σημαντικά
Φιλοσοφικά Ρεύματα του 20ου αιώνα αντέδρασαν στην ανάπτυξη των Επιστημών;
Υπάρχει κάποια ‘ειδική’ Γλώσσα της Επιστήμης; Ποιοι είναι οι Στόχοι της; Υπάρχει μια
‘Αληθής Περιγραφή του Κόσμου’; Τι είναι μια Επιστημονική Εξήγηση και ποια η έννοια του
Επιστημονικού Νόμου; Πώς να προσεγγίσουμε τη σχέση Παρατήρησης και Θεωρίας; Ποιος ο
Ρόλος του Πειράματος;
Πώς οριοθετείται η Επιστημονική Γνώση από άλλες Μορφές Γνώσης και Πρακτικές;
Υπάρχει μια Γενική Επιστημονική Μέθοδος;
Με ποιο τρόπο εξελίσσονται και αλλάζουν οι Θεωρίες; Με ποια έννοια αναφερόμαστε στην
Επιστημονική Πρόοδο; Ποια είναι η έννοια της Επιστημονικής Ορθολογικότητας;
Τι είναι η Ιστοριογραφία; Ποια Ερωτήματα θέτουν οι Ιστορικοί των Επιστημών και πώς
ανασυγκροτούν το Παρελθόν;
Με ποιο τρόπο και σε ποιον βαθμό επηρεάζεται η Επιστημονική Πρακτική από ευρύτερους
Πολιτισμικούς και Κοινωνικούς Παράγοντες; Τι είναι η Κοινωνιολογία της Επιστήμης;
Πώς οικοδομείται και αναπαράγεται η Επιστημονική Γνώση; Με ποιους Όρους γίνεται η
Μετάβαση από τον Κόσμο των Βιωμάτων στον Κόσμο των Επιστημονικών Εξηγήσεων;
Ποια είναι τα Αποτελέσματα των Εκπαιδευτικών Πρακτικών (και των Λογικών που τις
διέπουν) στην συγκρότηση των Μορφών (Εμπειρίας και) Υποκειμενικότητας;
Μέρος 1ο
Εισαγωγικά θα σημειώσουμε τα εξής.
Η «αναλυτική» φιλοσοφική παράδοση (τέλη 19ου -αρχές 20ου αιώνα) επί της ουσίας γεννιέται
ως μια προσπάθεια φιλοσοφικής αφομοίωσης των καινούριων επιτευγμάτων των μαθηματικών,
και ιδιαίτερα της «λογικής» η οποία φάνηκε να είναι σε θέση να προμηθεύσει τη φιλοσοφία με μια
νέα και αξιόπιστη «φιλοσοφική μέθοδο», την «λογική ανάλυση». Μέσω της τελευταίας υποτίθεται
πως θα μπορούσαν πλέον να επιλυθούν οριστικά (ή να διαλυθούν ως στερούμενα νοήματος) όλα
τα παραδοσιακά φιλοσοφικά προβλήματα, με την αναγωγή τους σε «γλωσσικά» και με την
ανάλυσή τους στα λογικά τους «στοιχεία». Οδηγούμαστε έτσι σε μια λογική ανάλυση της
γλώσσας. Παράλληλα, αναδύονται στο προσκήνιο οι επιστημονικές “επαναστάσεις” της Φυσικής,
όπως η Θεωρία της Σχετικότητας και της Κβαντικής Μηχανικής. Η “εφαρμογή” της νέας λογικήςγλωσσικής «μεθόδου» σε αυτά τα πεδία θα οδηγήσει στην συγκρότηση του πρωτοεμφανιζόμενου
κλάδου της ‘Φιλοσοφίας της Επιστήμης’ και σε όλα τα συναφή θέματα που αναφέραμε παραπάνω:
επιστημονική γλώσσα, επιστημονική μέθοδος, επιστημονική εξήγηση, επιστημονικοί νόμοι,
κριτήρια διάκρισης επιστήμης και μεταφυσικής (ή επιστήμης και «ψευδοεπιστήμης»), αλλαγή των
6
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
επιστημονικών θεωριών, επιστημονική ορθολογικότητα, επιστημονικός ρεαλισμός και αντιρεαλισμός κ.ο.κ.
Η αναλυτική φιλοσοφική παράδοση, ονομάστηκε και «αγγλοσαξωνική». Γεννημένη από μια
διαφορετική μήτρα και βαδίζοντας σε διαφορετικό δρόμο, η λεγόμενη «ηπειρωτική» φιλοσοφική
παράδοση μπορούμε να δεχθούμε ότι έχει σαν “αφετηρία” το έργο του Edmund Husserl
(φαινομενολογία). Οι εξελίξεις στα μαθηματικά και στην φυσική θα εισέλθουν στο πλαίσιο της
ηπειρωτικής φιλοσοφίας και θα απασχολήσουν διανοητές όπως είναι ο A.Koyre, ο G.Bachelard,
κ.ά. Εδώ η γλώσσα θα έλθει μεν στο κέντρο της προσοχής, κατά την δεκαετία του 1960, αλλά με
έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο: η λεγόμενη «δομική γλωσσολογία» του Ferdinand de Saussure
θα θεωρηθεί ως η βάση για την επιστημονική (και όχι φιλοσοφική) πραγμάτευση της γλώσσας, και
επιπλέον ως “υπόδειγμα” για την επιστημονική συγκρότηση των “κοινωνικών επιστημών” και
“επιστημών του ανθρώπου”. Τα συναφή ρεύματα σκέψης που θα προκύψουν θα ταξινομηθούν
κατά βάση υπό τους όρους «δομισμός» και «μεταδομισμός».
Εισαγωγή: Από την Φιλοσοφία της Επιστήμης...
Οι στόχοι του Λογικού Θετικισμού και του Λογικού Εμπειρισμού θα πρέπει να νοηθούν ως
αναπόσπαστο μέρος του φιλοσοφικού προγράμματος που ονομάστηκε «φιλοσοφική ανάλυση».
Πρόκειται για μια προσέγγιση που προσπαθεί να περιστείλει τα φιλοσοφικά ερωτήματα στις
γλωσσικές τους εκφράσεις, να αναλύσει κατόπιν διεξοδικά αυτές τις εκφράσεις με τους όρους της
λογικής των Frege και Russell και τελικά να απαντήσει στα επίμονα ερωτήματα (ή να τα διαλύσει
οριστικά) αποδεικνύοντας ότι στερούνται νοήματος. Το εγχείρημα διεκδικούσε για τον εαυτό του
τις επιστημονικές νόρμες και άρα αυτοσυστηνόταν ως ικανό να διευθετήσει οριστικά, δηλαδή με
τρόπο επιστημονικό, όλες τις χρονίζουσες φιλοσοφικές απορίες. Από τη πλευρά του, το τμήμα του
κινήματος που αφιερώθηκε ειδικά στη φιλοσοφική ανάλυση της επιστήμης διαχώρισε με επιμέλεια
το «πλαίσιο ανακάλυψης» από το «πλαίσιο δικαιολόγησης» και συγκεντρώθηκε στο τελευταίο
προκειμένου να καταλήξει στην πλήρη ανάλυση της δομής, των εσωτερικών σχέσεων και των
λογικών χαρακτηριστικών της ώριμης επιστήμης. Για να το επιτύχει, βασίστηκε στη ‘νέα λογική’
και προσέφυγε σε κάποιες από τις βασικές κατηγορίες είτε του θετικισμού είτε του κλασικού
αγγλικού εμπειρισμού, ενώ οι συνακόλουθες ιδέες περί εμπειρικού περιεχομένου, θεωρητικής
αναγωγής κλπ. έμοιαζαν ικανές να ερμηνεύσουν ικανοποιητικά από την πλευρά της φιλοσοφίας τις
ραγδαίες εξελίξεις στις φυσικές επιστήμες.1
Η άνοδος του ναζισμού και ο συνακόλουθος πόλεμος διέλυσε τη φιλοσοφική κοινότητα στην
Αυστρία και στη Γερμανία, αναγκάζοντας τα περισσότερα μέλη της να μεταναστεύσουν στις
ελεύθερες αγγλόφωνες χώρες και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Μέσα σε ένα σχετικά βραχύ χρονικό
διάστημα, οι νέες αυτές ιδέες κατόρθωσαν να κυριαρχήσουν στην αμερικανική φιλοσοφική σκηνή.
Μέχρι το τέλος του πολέμου, η ‘επιστημονική’ αναλυτική φιλοσοφία και η φιλοσοφία της
επιστήμης του λογικού εμπειρισμού και του λογικού θετικισμού εδραιώθηκαν στα αμερικανικά
ακαδημαϊκά και ερευνητικά ιδρύματα. Σε αυτό το κλίμα, ο Carnap, ο Reichenbach, ο Feigl, ο
Hempel, μεταξύ άλλων, μεταμορφώθηκαν σε μείζονες αμερικανούς φιλοσόφους.2
1
Βλπ. και: W. Windelband, H. Heimsoeth, Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας - Η γερμανική φιλοσοφία, Η
φιλοσοφία του 19ου αιώνα, Η φιλοσοφία του 20ού αιώνα (τόμος 3ος), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1991.
2
Αριστείδης Μπαλτάς, “Η ιστορία και φιλοσοφία της επιστήμης απέναντι στις σπουδές επιστήμης: πορεία,
δεσμοί και αντιπαλότητες”, στο περιοδ. Ο Πολίτης 107, 01/2003.
7
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Μέχρι τα μέσα του 20ού αι., νομιμοποιημένη ήδη ως διακριτό γνωστικό πεδίο, η ‘Ιστορία της
Επιστήμης’ παρέμενε επικεντρωμένη σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους ή στην περιγραφή
επιστημονικών ανακαλύψεων και σε βιογραφίες σημαντικών επιστημόνων.
Το 1949 δημοσιεύονται, μεταξύ άλλων, το The Origins of Modern Science του Herbert
Butterfield και έπειτα μια σειρά δοκιμίων του Alexander Koyre. Αυτά τα έργα εδραιώνουν ένα
νέο πεδίο, την «εσωτερική ιστορία της επιστήμης» που εστιάζει στην Επιστημονική Επανάσταση
του 17ου αι. και έχει ως μέλημά της τη μελέτη της ιστορίας των επιστημονικών εννοιών και της
εδραίωσης των επιστημονικών νόμων και θεωριών.3 Η ώσμωση των αντίστοιχων ερευνητικών
ενδιαφερόντων οδηγεί στην εδραίωση του κλάδου της Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης
(Ι.Φ.Ε.).4
Το 1962 κυκλοφορεί η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων του Thomas S.Kuhn και
οδηγεί τη φιλοσοφία της επιστήμης στη λεγόμενη «ιστορικιστική» της στροφή.5 Ο “λογικός
θετικισμός” και “λογικός εμπειρισμός” περνάνε στο περιθώριο. Τώρα αυτό που ενδιαφέρει
περισσότερο είναι οι διαδικασίες αλλαγής των επιστημονικών θεωριών, η σύγκριση και τα κριτήρια
επιλογής μεταξύ τους, η «ασυμμετρία», η «πρόοδος», η ορθολογικότητα και ο σχετικισμός.
Ωστόσο δεν φαίνεται πως μπορεί να παραχθεί μια βιώσιμη συνολική εικόνα της επιστήμης. Η
Φιλοσοφία της Επιστήμης διασπάται και επικεντρώνεται σε ζητήματα που ανακύπτουν στο
εσωτερικό συγκεκριμένων θεωριών οπότε και προκύπτουν αυτόνομοι υποκλάδοι. Ανακινούνται
ζητήματα αμιγώς φιλοσοφικά (διαμάχη επιστημονικού ρεαλισμού και αντιρεαλισμού κλπ.) που
αναδεικνύουν, μεταξύ άλλων, οι εργασίες του Bas Van Fraassen, της Nancy Cartwright και του
Ian Hacking κ.ά. Ο τελευταίος δημοσιεύει το 1983, το Representing and Intervening στο οποίο
επιχειρηματολογεί υπέρ μιας εκδοχής του ρεαλισμού που ονομάζει «ρεαλισμό των οντοτήτων». Το
ενδιαφέρον όπως θα δούμε παρακάτω μετατοπίζεται από τη συγκρότηση της θεωρίας στην
3
Η “Επιστημονική Επανάσταση” η οποία οδήγησε στη συγκρότηση της επιστήμης της φυσικής και έπειτα όλων
των φυσικών επιστημών γεννήθηκε μέσα από τη σύγκλιση ενός συνόλου ετερογενών παραγόντων: υλικοί παράγοντες
και συνθήκες (ερωτήματα που προέκυψαν από τις απαιτήσεις της παραγωγής και τις τεχνολογικές καινοτομίες) ‘
κοινωνικοί παράγοντες και συνθήκες (συγκεκριμένες προϋποθέσεις θα επιστρέψουν σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες
να ασχοληθούν συστηματικά με τα συναφή προβλήματα) ‘ θεσμικοί παράγοντες και συνθήκες (η εξέλιξη του θεσμού
των πανεπιστημίων και άλλων χώρων) ‘ ιδεολογικοί παράγοντες και συνθήκες (μακρά περίοδος με θεολογικές και
φιλοσοφικές διαμάχες θα προετοιμάσει το διανοητικό έδαφος και τα εξερευνητικά μακρυνά ταξίδια θα διευρύνουν
σημαντικά τους ορίζοντες).
4
Σύμφωνα με τον Αριστείδη Μπαλτά, «ο αντικειμενικός, ανεξάρτητος συμφερόντων και με διαπολιτισμική ισχύ,
χαρακτήρας των επιστημονικών ιδεών τις καθιστά, τουλάχιστον οριακά, ουδέτερες ως προς τους διάφορους κοινωνικούς
σχηματισμούς με την έννοια ότι οι τελευταίοι στέκουν κατ’ αρχήν ισότιμα απέναντί τους. Η Ιστορία της Επιστήμης συνιστά
τον κλάδο που μελετά τους τρόπους με τους οποίους αυτές οι αντικειμενικές ιδέες εμφανίστηκαν και αναπτύχθηκαν (ή
εισήχθησαν και έγινε η υποδοχή τους) σε έναν συγκεκριμένο χρόνο και σε έναν συγκεκριμένο τόπο αντί άλλοτε και αλλού.
Αυτός ο τελευταίος προσδιορισμός πρέπει να υπογραμμιστεί γιατί ο κοινωνικά ουδέτερος χαρακτήρας των επιστημονικών
ιδεών τις καθιστά κατ’ αρχήν ικανές να παραχθούν και να αναπτυχθούν (ή να εισαχθούν και να γίνει η υποδοχή τους) εξίσου
καλά σε διαφορετικούς τόπους και σε διαφορετικούς χρόνους. Με άλλα λόγια, η διάκριση ανάμεσα σε αυτούς τους τόπους και
σε αυτούς τους χρόνους συνιστά κύριο έργο της ιστορίας της επιστήμης ενώ οι αντίστοιχες μελέτες αποτελούν εκ φύσεως
μελέτες συγκριτικές» (βλπ.: Α.Μπαλτάς: “Παραγωγή έναντι υποδοχής της επιστήμης: μερικές μεθοδολογικές
παρατηρήσεις”).
5
Ο Thomas Kuhn θα τονίσει πως η ιστορία της επιστήμης χαρακτηρίζεται από «επαναστατικές» μεταβολές στα
«Παραδειγματικά πρότυπα» (Paradigms). Το εκάστοτε επιστημολογικό Παράδειγμα ορίζει τον διανοητικό ορίζοντα,
προσδιορίζει τους κανόνες και τις πρακτικές παραγωγής και αναπαραγωγής της γνώσης αλλά, ακόμη, και το είδος και
την εμβέλεια των εγειρόμενων ερωτημάτων. Οι «επιστημονικές επαναστάσεις» κατά Kuhn (ή «υπερνίκηση
επιστημολογικών εμποδίων» στην ορολογία του G.Bachelard), δεν είναι με μια έννοια παρά η αποκάλυψη ή
επερώτηση πρόσθετων «ιδεολογικών προ-καταλήψεων», γεννούν δε ένα νέο «επιστημονικό Παράδειγμα» στο
εσωτερικό της επιστήμης που ήδη γεννήθηκε με την «επιστημολογική τομή». Δηλαδή η (επαναστατική) ‘γέννηση’ μιας
επιστήμης διακρίνεται απολύτως από την επαναστατική ‘αλλαγή’ «επιστημονικού παραδείγματος» στο εσωτερικό
μιας ήδη συγκροτημένης επιστήμης.
8
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
πειραματική πρακτική. Γίνεται εμφανές πλέον ότι η εστίαση αποκλειστικά σε έννοιες, νόμους,
θεωρίες δεν αρκεί.
... στην Κοινωνιολογία της Επιστήμης
Το «Ισχυρό Πρόγραμμα της Σχολής του Εδιμβούργου», τις βασικές θέσεις του οποίου
διατυπώνουν οι Barry Barnes (Scientific Knowledge and Sociological Theory, 1974) και David
Bloor (Knowledge and Social Imagery, 1976), θα ισχυριστεί πως οι γνωσιακές διαστάσεις της
επιστήμης αποτελούν «κοινωνική κατασκευή» και είναι απολύτως εξαρτημένες από συμβάσεις,
παραδόσεις, συμφέροντα, συσχετισμούς δύναμης, κύρος και γόητρο. Αν δηλαδή η επιστήμη
«επιτυγχάνει» αυτό πρέπει να αποτιμηθεί με όρους κοινωνικής επιτυχίας και όχι αλήθειας ή
εμπειρικής επάρκειας. Σε αυτό τον προσανατολισμό ανήκουν γενικά και τα έργα των Andrew
Pickering (1984), Stephen Sapin και Simon Schaffer (1985) και του Mario Biagioli (1993).
Εργαλεία από τα πεδία της κοινωνικής ανθρωπολογίας και της εθνολογίας επιστρατεύονται από
τους Bruno Latour και Steve Woolgar (Laboratory Life, 1986) για να δείξουν τον αποκλειστικά
κοινωνικό χαρακτήρα της επιστήμης. Αυτές οι προσεγγίσεις που εντοπίστηκαν στο κοινωνικό
στοιχείο ως παράγοντα ορισμού και κίνησης της επιστήμης στεγάστηκαν κάτω από το όνομα
«Σπουδές Επιστήμης».6
Η “Κοινωνιολογία της Επιστήμης” επικέντρωσε το ενδιαφέρον της στο κοινωνικό και
πολιτικό πλαίσιο, στις κοινωνικές σχέσεις που υφίστανται στα επιστημονικά εργαστήρια ενώ
λειτουργούσε σε συνάφεια με την “εξωτερική” ιστορία της επιστήμης και παράλληλα με τον
κλάδο της «Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Τεχνολογίας». Οι σχετικές ακαδημαϊκές μονάδες θα
ονομαστούν «Σ.Ε.Τ.» (S.T.S): «Science and Technology Studies» ή «Science, Technology and
Society». Στο εσωτερικό του κλάδου των Σ.Ε.Τ. σταδιακά θα κυριαρχήσει ένας θεωρητικός
σχηματισμός που θα ονομαστεί «Θεωρία» (Theory).
Οι Σ.Ε.Τ. θα συνδυαστούν με τις έρευνες ορισμένων Γάλλων: Claude Levi-Strauss, Michel
Foucault, Louis Althusser, Jacques Lacan, Jacques Derrida κ.ά.7 Τα ονόματα αυτά συνδέθηκαν
με ένα φάσμα θεματικών που είχαν να κάνουν γενικά με την ανθρώπινη ταυτότητα: ζητήματα
φύλου, φυλής, σεξουαλικότητας, λαϊκής κουλτούρας, σχέσεων εξουσίας στην καθημερινή ζωή,
κοινωνικού αποκλεισμού, κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών στον μετα-αποικιακό κόσμο
κ.ά.
Τη δεκαετία του 1960, στο Παρίσι εμφανίζεται ένα νέο κίνημα ιδεών (και φιλοσοφικό
πρόγραμμα) που θα ονομαστεί «δομισμός» (structuralism). Επρόκειτο για ένα ρεύμα που
αποσκοπούσε να δώσει στις κοινωνικές και τις “επιστήμες του ανθρώπου” το status της αυθεντικής
επιστήμης. Υπόδειγμα θα αποτελέσει η δομική γλωσσολογία του Ferdinand de Saussure.8 Το
6
Ο Biagioli επιχείρησε μια γενεαλογία των ‘Σπουδών της Επιστήμης’: Fleck, Kuhn, Feyerabend, Merton,
Canguilhem, Barnes, Bloor, Wittgenstein, Bachelard, Foucault κ.ά.
7
Βλπ. και: Vincent Descombes, Το Ίδιο και το Άλλο – 45 χρόνια γαλλικής φιλοσοφίας (1933-1978), εκδ.Praxis
1984.
8
Σύμφωνα με τον Saussure, το νόημα στη γλώσσα είναι θέμα «διαφοράς», το σημαινόμενο είναι προϊόν της
διαφοράς μεταξύ δύο σημαινόντων. «Το γλωσσικό σημείο ενώνει, γράφει ο Saussure, όχι ένα πράγμα και ένα όνομα,
αλλά μία ιδέα και μία ακουστική εικόνα. Αυτή η τελευταία δεν είναι ο υλικός ήχος, πράγμα καθαρά φυσικό, αλλά το
ψυχικό αποτύπωμα του ήχου αυτού, η παράσταση που μας δίνει γι’ αυτόν η μαρτυρία των αισθήσεών μας». Η ιδέα είναι
το σημαινόμενο (signifie) και η ακουστική εικόνα το σημαίνον (significant). Ο δεσμός των δύο αυτών είναι
αυθαίρετος…(«το αυθαίρετο του σημείου»). Ο όρος «langue» (γλώσσα) αναφέρεται στην έννοια της γλώσσας ως
συστήματος (δομής, κώδικα). Ο όρος «parole» (ομιλία, λόγος) αναφέρεται στο γλωσσικό ενέργημα, την γλώσσα
“στην πράξη”, την γλωσσική εκφορά. Η γλώσσα «είναι ένα κοινωνικό προϊόν των ικανοτήτων του λόγου και
ταυτόχρονα ένα σύνολο αναγκαίων συμβάσεων που έχει υιοθετήσει το κοινωνικό σώμα […]». (Μαθήματα Γενικής
Γλωσσολογίας – Cours de linguistique generale, ελλην.έκδοση: Παπαζήση 1979). Αντιθέτως, η ομιλία αναφέρεται στο
9
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
επιστημονικό αντικείμενο της γλωσσολογίας συγκροτείται από τη «δομή» της «γλώσσας» (langue)
σε αντιδιαστολή με τις λειτουργίες της «ομιλίας» (parole). Η ίδια η «γλώσσα», διαχωρισμένη στα
επίπεδα της φωνολογίας, της μορφολογίας και της σύνταξης, μελετάται από το σύστημα εννοιών
που επιβάλλει τόσο τους ίδιους τους διαχωρισμούς αυτούς όσο και τις εννοιολογικές τους
συνέπειες. Αυτή η αμοιβαίως συγκροτησιακή σχέση ανάμεσα στο αντικείμενο της γλωσσολογίας
και στο εννοιολογικό σύστημα που παρέχει τη γνώση του θεωρήθηκε ως η θεμελιώδης σχέση που
οφείλουν να αποκαταστήσουν όλες οι γνωστικές περιοχές προκειμένου να αποκτήσουν το
καθεστώς αυθεντικής επιστήμης. Η δομική ανθρωπολογία του Levi-Strauss,9 η προσέγγιση της
ιστορίας από τους ιστορικούς του περιοδικού Annales, η παρουσίαση του Κεφαλαίου του Marx
από τον Althusser ως θεμελίου της «επιστημονικής ηπείρου» της ιστορίας (ως βάσης δηλαδή που
επιτρέπει την επιστημονική μελέτη κάθε κοινωνικού και ιστορικού θέματος)10, η μετατροπή της
φροϋδικής ψυχανάλυσης σε «επιστήμη της ανθρώπινης υποκειμενικότητας» από τον Lacan,11 η
ιστορία των ιδεών και των θεσμών από τον Foucault, η «γραμματολογία» του Derrida, η θεωρία
της λογοτεχνίας και η γενική σημειολογία του R.Barthes,12 διεκδίκησαν με μια έννοια αυτούς τους
ατομικό επίπεδο, είναι δευτερεύον και συμπτωματικό στοιχείο. Η «Γλώσσα» (langage) είναι το σύνολο γλωσσικό
φαινόμενο μιας φυσικής γλώσσας…
9
Οι διαφορετικές πολιτισμικές εκφάνσεις, όλες αυτές οι μορφές υπακούουν σε σταθερούς κανόνες οι οποίοι
σχετίζονται άμεσα με την νοητική συγκρότηση του ανθρώπου. Η δημιουργική δηλαδή ανθρώπινη ικανότητα
στηρίζεται σε ένα σταθερό, οικουμενικό και ορισμένο αριθμό απλών, δομικών λειτουργιών. Ο «στρουκτουραλισμός»
είναι «η προσπάθεια να αναχθούν σε μια μόνο γλώσσα όλες αυτές οι ποικιλόμορφες πολιτισμικές εκφράσεις» (βλπ. C.
Levi-Strauss, Άγρια Σκέψη, εκδ.Παπαζήση 1997). Είναι «η αναζήτηση-έρευνα για το αμετάβλητο, ή για τα μημεταβαλλόμενα στοιχεία ανάμεσα σε επιφανειακές διαφορές» (C. Levi-Strauss, Μύθος και Νόημα, εκδ.Καρδαμίτσα
1986). Οι δομές αυτές τις περισσότερες φορές παράγονται ‘ασυνείδητα’. Η γλωσσολογία ως επιστήμη μπορεί να
αποτελέσει ‘πρότυπο’ για την μέθοδο που χρειαζόμαστε εδώ.
10
Αφετηριακή θέση του Althusser είναι η εξής: Ο «ιστορικός υλισμός» συνιστά τη νέα «επιστημονική ήπειρο»
της ιστορίας και του κοινωνικού που ιδρύθηκε με το Κεφάλαιο του Marx, δεν υπάρχει δε εις αεί αλλά συνιστά πάντοτε
συγκεκριμένο ιστορικό αποτέλεσμα και κοινωνικό προϊόν. Το επιστημονικό φαινόμενο επομένως (ιστορικό και
κοινωνικό) υπάγεται στη γνωστική δικαιοδοσία του ιστορικού υλισμού αφού μόνον αυτός νομιμοποιείται να
πραγματεύεται κάθε ιστορικό και κοινωνικό φαινόμενο. Έπειτα από τη σύσταση μιας επιστήμης, η κίνησή της δεν
τελείται εν κενώ, αλλά συνιστά κίνηση κοινωνική, είναι η ιστορία της επιστήμης αυτής. Η αυτονομία της κίνησης μιας
επιστήμης είναι αυτονομία σχετική και όχι απόλυτη, σχετική ως προς την υπόλοιπη κοινωνική κίνηση. Γενικά, για την
«γαλλική επιστημολογική σχολή» επιστημολογία και ιστορία των επιστημών δεν μπορούν μάλλον να νοηθούν
χωριστά. Μια επιστήμη γεννιέται μέσα από μια διαδικασία αποκάλυψης και επερώτησης «ιδεολογικών
προκαταλήψεων» από αυτές που εγκατοικούσαν στον πυρήνα της θεωρητικής ιδεολογίας η οποία λογοδοτούσε πριν,
για ό,τι θα αποτελέσει το αντικείμενο της επιστήμης αυτής. Αυτή τη διαδικασία είναι που ονομάζει ο Althusser
«επιστημολογική τομή». Κεντρική σημασία έχει εδώ η έννοια της «ιδεολογίας».
11
Ο Lacan «επιστρέφει στον Freud» μέσω της γλωσσολογίας του Saussure και ερευνά πάνω στο επιστημολογικό
status της ψυχανάλυσης. Η ψυχανάλυση κατατάσσεται από τον Lacan στις επιστήμες «εξήγησης» σε αντιδιαστολή με
τις επιστήμες «κατανόησης». Διαγράφεται από την Γαλλική Ψυχαναλυτική Εταιρία, αλλά με την παρέμβαση του
Fernand Braudel, θα του παραχωρηθεί μέσω της Ecole Pratique des Hautes Etudes αίθουσα για τα Σεμινάριά του στην
Ecole Normale Superiere από τα μέσα της δεκαετίας 1960. Ίδρυσε την Φροϋδική Σχολή του Παρισιού, την οποία
όμως ο ίδιος θα διαλύσει το 1980. Βλπ. ενδεικτικά: άρθρο του M.Foucault: “Ο Freud, ο Lacan, και η έννοια της
‘επιστροφής’”, στο περιοδ.Ψυχαναλυτικός λόγος, τευχ.1, 1992 (αφιέρωμα: ‘Επιστροφή στον Feud’). Το σεμινάριο του
Ζακ Λακάν: Βιβλίο XI: Οι τέσσερις θεμελιακές έννοιες της ψυχανάλυσης (1964), εκδ.Κέδρος – Ράππα 1982. J.Lacan,
Απαντήσεις, εκδ.Έρασμος 2010. Joël Dor, Εισαγωγή στην ανάγνωση του Lacan (2 τόμοι), εκδ.Πλέθρον. Jacques Allain
Miller, Ο Lacan και η Ψυχανάλυση, εκδ.Εκκρεμές 2003. Maud Mannoni, Η Θεωρία ως Επινόηση, εκδ.Πλέθρον 1993.
Θ.Λίποβατς, Η Ψυχοπαθολογία του Πολιτικού, εκδ.Οδυσσέας 1990. Επίσης: περιοδικό ‘Αλήthεια’ (διευθ.Δ.Βεργέτης).
Catherine Clement, Οι γιοι του Φρόιντ κουράστηκαν, εκδ.Ψυχογιός 2001 κ.ά.
12
Ο Rolan Barthes μελετά το μοντερνιστικό κείμενο που διαλύει κάθε ξεχωριστό νόημα σε ένα ελεύθερο
παιχνίδι λέξεων επιδιώκοντας να αποδιοργανώσει τα καταπιεστικά συστήματα σκέψης με μια ακατάπαυστη
μετατόπιση και ολίσθηση της γλώσσας. (Rolan Barthes: Εικόνα-Μουσική- Κείμενο, Πλέθρον, σελ.137-143). «Το
κείμενο είναι (θα όφειλε να είναι) το ξέγνοιαστο εκείνο πρόσωπο που δείχνει τα οπίσθιά του στον Πολιτικό Πατέρα»
(Rolan Barthes: «Η απόλαυση του κειμένου», Ράππα, σελ.87).
10
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
τίτλους “επιστημονικότητας”. Καταλυτική για όλους αυτούς τους συγγραφείς στάθηκε η επιρροή
του Jean-Paul Sartre,13 ταυτόχρονα όμως οι ίδιοι κινήθηκαν σε μια κατεύθυνση απεξάρτησης από
τις ιδέες του. Δάσκαλοί τους υπήρξαν ορισμένοι φιλόσοφοι και ιστορικοί των φυσικών επιστημών
και των μαθηματικών: εκτός από τον Koyre (από τους θεμελιωτές της ‘εσωτερικής’ ιστορίας της
επιστήμης), ο Gaston Bachelard, ο Georges Canguilhem, ο Jean Cavailles. Ο Gaston Bachelard
ανέλυσε στα έργα του τον αυτόνομο χαρακτήρα της επιστημονικής εξέλιξης: πρόκειται για μια
κίνηση που στηρίζεται αποκλειστικά στις δικές της δυνάμεις προκειμένου να ξεπεράσει τα
«επιστημολογικά εμπόδια» που οι εκάστοτε παγιωμένες φιλοσοφικές θεωρήσεις προβάλλουν στο
δρόμο της ως αναπόφευκτα (πρόκειται για την «Ιστορική Επιστημολογία»).14
H αυτονομία της επιστημονικής εξέλιξης (της φυσικής και χημείας κατά Bachelard, της
βιολογίας και της ιατρικής κατά Canguilhem, των μαθηματικών κατά Cavailles) μπορεί να
εδραιωθεί μόνο εάν όντως υπάρχει μια “αμοιβαίως συγκροτησιακή” σχέση ανάμεσα στο
εννοιολογικό σύστημα και το αντικείμενο καθενός από τους κλάδους αυτούς, ενώ είναι η
λειτουργία μιας τέτοιας σχέσης που καθιστά τον αντίστοιχο κλάδο “αυθεντικά επιστημονικό”. Με
την έννοια αυτή, το αντικείμενο ενός επιστημονικού κλάδου δεν μπορεί να αναχθεί σε εμπειρικό
δεδομένο γιατί η διαμόρφωσή του είναι αδιαχώριστη από τη συγκρότηση του εννοιολογικού
συστήματος που παρέχει τη γνώση του (δηλαδή γιατί αντικείμενο και εννοιολογικό σύστημα συνσυγκροτούνται μέσω μιας ενιαίας διαδικασίας).
Πώς συνδέονται οι ιδέες αυτών των φιλοσόφων με το κίνημα της δεκαετίας του 1960; Μια
εξήγηση αυτού του δεσμού μπορεί είναι η εξής: στους αμερικανούς σπουδαστές που βρέθηκαν στο
Παρίσι την περίοδο αυτή, και με βάση βεβαίως τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις που διέθεταν, ο
«δομισμός» φαινόταν να επικεντρώνεται στα «κείμενα» και στις «στοιχειώδεις πράξεις» που
αφορούν κείμενα, δηλαδή τη γραφή και την ανάγνωση. Θεώρησαν, δηλαδή, πως επρόκειτο για ένα
κίνημα επί των ειδών και των τεχνών του λόγου, επί και περί τη λογοτεχνία. Γι’ αυτούς η
φιλοσοφία ήταν ουσιαστικά η «αναλυτική» φιλοσοφία, που στηριζόταν στη λογική των Frege και
Russell και είχε ως κύριο στόχο την επίλυση και διάλυση «γρίφων». Το Γαλλικό όμως
εκπαιδευτικό σύστημα δεν διαχώριζε με τρόπο απόλυτο (δεν υφίσταντο δηλαδή θεσμικού τύπου ή
άλλοι φραγμοί) τη φιλοσοφία από εκείνα που στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, κατατάσσονται υπό τους
ιδιαίτερους κλάδους των γραμμάτων, των τεχνών, των ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι η μετάβαση στην Αμερική της Γαλλικής αυτής σκέψης ήταν ισοδύναμη
με μια εισαγωγή νέων προσεγγίσεων σχετικά μόνο με ό,τι αφορά τη λογοτεχνία και το κείμενο
γενικώς, οι οποίες επομένως μπορούσαν να φιλοξενηθούν μόνο σε τμήματα γλώσσας και
λογοτεχνίας, και όχι φιλοσοφίας. Ο σχηματισμός που αναφέραμε με το όνομα «Θεωρία» (Theory)
και που αφορά και την φιλοσοφία και τις τέχνες και την ιστορία των θεσμών και των ιδεών και το
λαϊκό πολιτισμό κ.ά., διαδόθηκε σε όλο το φάσμα των κοινωνικών και ανθρωπιστικών σπουδών,
και στις Σ.Ε.Τ. Συγχρόνως, ο δομισμός, η σημειολογία και η σημειωτική, η αποδόμηση, ο
μαρξισμός (ιδιαίτερα ο αλτουσεριανός και εκείνος της σχολής της Φρανκφούρτης), η ψυχανάλυση,
13
Jean-Paul Sartre, Ο Υπαρξισμός είναι Ανθρωπισμός, εκδ.Αρσενίδης. Jean - Paul Sartre, Το Είναι και το ΜηδένΔοκίμιο φαινομενολογικής οντολογίας, εκδ. Παπαζήση. R.D. Laing and D.G. Cooper, Reason and Violence: A Decade
of Sartre's Philosophy, 1950-1960 (Foreword by Jean-Paul Sartre), Pantheon Books/ Random House ΝΥ 1971, κ.ά.
14
Οι Bachelard και Foucault όπως θα δούμε, επισήμαναν ότι η επιστήμη σε κάθε εποχή αντιμετωπίζει και
οργανώνει με το δικό της, ιδιαίτερο, τρόπο τον κορμό της γνώσης. Υπογράμμισαν πως η ιστορία της επιστήμης δεν
χαρακτηρίζεται από μετασχηματισμούς των θεωριών λόγω, δήθεν, ‘συσσώρευσης’ της γνώσης. Αντίθετα
χαρακτηρίζεται από «επιστημολογικές τομές». Επομένως την ιστορία της επιστήμης δεν την περιγράφει η συνέχεια
αλλά οι έντονες «ασυνέχειες».
11
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
ο φεμινισμός, οι ομοφυλοφιλικές σπουδές, οι σπουδές των μορφών πολιτισμικού εξουσιασμού ή
εκείνες των μετα-αποικιακών πολιτισμικών σχέσεων συνδυάζονται με λογοτεχνικά κείμενα όλων
των ειδών.15
Ιστορία των ιδεών γύρω από την Επιστημονική Μέθοδο: οι μεταβολές στις
αντιλήψεις έως τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο.
Εάν δεχθούμε πως η «φιλοσοφία της επιστήμης» αποτελεί έναν λόγο (δεύτερης τάξης) περί
«κριτηρίων»16, τότε θα πρέπει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε ερωτήσεις όπως είναι οι
εξής: ποια χαρακτηριστικά διακρίνουν την «επιστημονική» έρευνα από άλλα είδη έρευνας;
Υπάρχουν συγκεκριμένες «μέθοδοι» τις οποίες οφείλουν να ακολουθούν οι επιστήμονες; Ποιες
συνθήκες πρέπει να πληρούνται ώστε να χαρακτηριστεί μια «επιστημονική ερμηνεία» «ορθή»;
Ποιο είναι το «γνωστικό υπόβαθρο» των επιστημονικών νόμων και αρχών;
Αριστοτέλης.
Θα ξεκινήσουμε την ιστορία μας από τον Αριστοτέλη (384-322π.Χ.).17
Η «επαγωγική-απαγωγική» μέθοδος του Αριστοτέλη συνίσταται στο εξής αίτημα: ο
επιστήμονας «επάγεται» (δηλαδή συνάγει επαγωγικώς) ερμηνευτικές αρχές από τα φαινόμενα, και
ακολούθως «παράγει» προτάσεις για τα φαινόμενα αυτά εκκινώντας από υποθέσεις τις οποίες
εμπεριέχουν οι αρχές αυτές. Κατά συνέπεια η «επιστημονική ερμηνεία» είναι μια μετάβαση από τη
γνώση (παρατήρηση) ενός συμβάντος στη γνώση (κατανόηση) των αιτίων που το προκάλεσαν.
Για τον Αριστοτέλη κάθε ατομικό ιδιαίτερο ον συνίσταται στην ένωση «μορφής» και
«ύλης»: η ύλη είναι αυτό που κάνει ένα ιδιαίτερο ον ένα μοναδικό ατομικό ον και η μορφή είναι
εκείνο που καθιστά το ιδιαίτερο ον μέλος μιας τάξης όμοιων όντων. Τα όμοια όντα μοιράζονται
κοινές ιδιότητες. Οι γενικεύσεις που αφορούν τις μορφές συνάγονται επαγωγικώς από τις εμπειρίες
των αισθήσεων.
Έχουμε δύο ειδών επαγωγές (πορεία από ατομικές σε γενικές προτάσεις): το 1ο είδος
επαγωγής είναι μια απαρίθμηση: προτάσεις για επιμέρους ατομικά όντα ή συμβάντα (ή «είδη», σε
ένα υψηλότερο επίπεδο) αποτελούν βάση μιας γενίκευσης που αφορά το «είδος» (ή το «γένος»).
Δηλαδή: ό,τι παρατηρείται ότι ισχύει για πολλά ιδιαίτερα όντα (ή είδη) με τη γενίκευση το
συμπέρασμα είναι ότι αληθεύει για ολόκληρο το είδος (ή το γένος).
15
Παράλληλα αναφύεται η ιδέα ότι έχουμε περάσει σε μια «μεταμοντέρνα» εποχή, όπου δεν μπορούν πλέον να
προτείνονται ή να τυγχάνουν υπεράσπισης «μεγάλες αφηγήσεις» (Jean Francois Lyotard, La condition post-modern,
1979). Υπήρξαν ποικίλες, διαφορετικές ερμηνείες του έργου του Lyotard («διάσωση του μη απεικονίσιμου», διάλυση
των «αναπαραστατικών» ιδεωδών, η σημασία της «μετωνυμίας» κλπ.). Η σχετική βιβλιογραφία είναι εκτενής. Θα
σημειώσουμε μόνο μια πολύ διαδεδομένη άποψη περί «μεταμοντερνισμού». Ένα από τα, λεγόμενα, «μεταμοντέρνα»
συνθήματα είναι: «ισοτιμία των αφηγήσεων». Πολλοί συγγραφείς αυτού του ρεύματος θεωρούν τη διάκρισηδιαφοροποίηση μεταξύ επιστημονικού και μη επιστημονικού («αφηγηματικού») λόγου ως αυθαίρετη εξέλιξη που είχε
ως αποτέλεσμα την καθιέρωση του επιστημονικού λόγου ως προνομιακού απέναντι σε όλες τις άλλες μορφές
αφήγησης, με μόνον αυτόν να έχει αξιώσεις αλήθειας και εγκυρότητας. Αρνούνται λοιπόν την προνομιακή αυτή θέση
του επιστημονικού λόγου: η προσπάθεια νομιμοποίησής του τον υποχρεώνει να καταφεύγει σε μια μεταφυσική «μετααφήγηση» (μη-γνώση). Δεν θα επεκταθούμε όμως εδώ άλλο.
16
Από τα «γεγονότα» στην «ερμηνεία» τους και από εκεί στην ανάλυση των μεθόδων και της «λογικής» της
επιστημονικής έρευνας.
17
Η πρώτη «φιλοσοφία της επιστήμης»…
12
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
ο
Το 2 είδος επαγωγής αφορά μια «κατευθείαν διαισθητική» γνώση εκείνων των γενικών
αρχών οι οποίες εμφανίζονται ως χαρακτηριστικές στα φαινόμενα. Πρόκειται δηλαδή για
«ενόραση»: μια ικανότητα να διακρίνουμε, να βλέπουμε αυτό που είναι «ουσιώδες» στα δεδομένα
της εμπειρίας των αισθήσεων18.
Στο στάδιο της «απαγωγής» κατά την επιστημονική έρευνα, οι γενικεύσεις που παράχθηκαν
με την επαγωγή χρησιμοποιούνται ως υποθέσεις για την παραγωγή προτάσεων που αφορούν τις
αρχικές παρατηρήσεις. Ο Αριστοτέλης έθεσε έναν περιορισμό στα είδη των προτάσεων που
μπορούν να εμφανίζονται ως συμπεράσματα απαγωγικών (παραγωγικών) επιχειρημάτων στην
επιστήμη: επέτρεψε εκείνες μόνο τις προτάσεις οι οποίες βεβαιώνουν ότι μια τάξη (Α) περικλείεται
μέσα (ή αποκλείεται από) μια δεύτερη τάξη (Β), δηλαδή επέτρεψε τις προτάσεις: «όλα τα Α είναι
Β» που οδηγούν στη σχέση «το Α περιέχεται εξολοκλήρου στο Β». Για τον Αριστοτέλη μια
«αληθής» επιστημονική ερμηνεία πρέπει να δίνεται με τη βοήθεια προτάσεων αυτού του τύπου.
«όλα τα (μ) είναι (β)», όλα τα (α) είναι (μ), επομένως όλα τα (α) είναι (β): β είναι ο «μείζον» όρος,
α είναι ο «ελάσσων» και μ ο «μέσος» όρος του συλλογισμού. Ο Αριστοτέλης έδειξε πως αυτός ο
τύπος συλλογισμού ισχύει: εάν είναι αληθές ότι κάθε Α περιέχεται στο Μ και ότι κάθε Μ
περιέχεται στο Β, τότε θα πρέπει επίσης να είναι αληθές ότι κάθε Α περιέχεται στο Β19.
Διαφορετικά επιχειρήματα είναι δυνατόν να προκύψουν όταν επιλέγονται διαφορετικοί
«μέσοι όροι», και ορισμένα επιχειρήματα είναι «ικανοποιητικότερα» από άλλα… Το ουσιώδες εδώ
είναι το σύνολο των «προκείμενων». Για τον Αριστοτέλη οι προκείμενες μιας ικανοποιητικής
ερμηνείας πρέπει να είναι αληθείς: αποκλείονται επομένως εκείνοι οι (ισχύοντες) συλλογισμοί οι
οποίοι έχουν αληθή συμπεράσματα μεν αλλά ψευδείς προκείμενες.
Η απαίτηση οι προκείμενες να είναι αληθείς είναι μια από τις τέσσερις «υπερ-λογικές»
απαιτήσεις. Οι υπόλοιπες τρεις είναι οι εξής: οι προκείμενες πρέπει να είναι μη αποδείξιμες,
καλύτερα γνωστές από το συμπέρασμα, και αιτίες του προσδιορισμού που γίνεται στο
συμπέρασμα.
Το θεμελιώδες για τον Αριστοτέλη είναι σε κάθε επιστήμη να υπάρχουν κάποιες αρχές οι
οποίες να μην μπορεί να παραχθούν από άλλες πιο βασικές αρχές20. Οι πλέον «γενικοί νόμοι» μιας
επιστήμης (καθώς και οι ορισμοί που καθορίζουν το νόημα των ιδιαίτερων προσδιορισμών αυτής
της επιστήμης) είναι «μη αποδείξιμοι».
Η απαίτηση οι προκείμενες να είναι «καλύτερα γνωστές» από το συμπέρασμα παραπέμπει
στην επιμονή του Αριστοτέλη οι πρώτες αρχές μιας απόδειξης να είναι τουλάχιστον το ίδιο
προφανείς όσο και τα συμπεράσματα που βγάζουμε από αυτές.
Η απαίτηση της «αιτιώδους» συσχέτισης είναι η σημαντικότερη. Είναι δυνατόν να κάνουμε
ισχυρούς συλλογισμούς με αληθείς προκείμενες με τέτοιον τρόπο που οι προκείμενες να μην
πετυχαίνουν να αποδώσουν την αιτία του προσδιορισμού που γίνεται στο συμπέρασμα. Ποιο
μπορεί να είναι ένα κριτήριο διάκρισης των αιτιωδών από τις τυχαίες συσχετίσεις; Ο Αριστοτέλης
υπέδειξε ότι σε μια αιτιώδη σχέση ο προσδιορισμός πρέπει: (α) να είναι αληθής για κάθε
χαρακτηριστική περίπτωση του υποκειμένου, (β) να είναι αληθής ακριβώς για το υποκείμενο το
ίδιο και όχι ως μέρος ενός ευρύτερου συνόλου, (γ) να είναι «ουσιώδης» για το υποκείμενο. Η (α)
απαίτηση επιδιώκει να απαλείψει κάθε σχέση για την οποία υπάρχουν εξαιρέσεις. Το κριτήριο
αυτό ωστόσο μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες η τάξη των
υποκειμένων μπορεί να απαριθμηθεί πλήρως ‘ αντιθέτως, για την πλειοψηφία των αιτιωδών
σχέσεων το πεδίο προσδιορισμού είναι ανοιχτό. Όσον αφορά τέλος την τρίτη απαίτηση του
18
Πρόκειται για μια όραση και οξυδέρκεια που χαρακτηρίζει τον «ταξινόμο». Η ικανότητα αυτή υποθέτουμε
αποκτάται έπειτα από πολύ μακρά εμπειρία.
19
…ανεξάρτητα από το ποιες τάξεις συμβολίζονται με Α, Β και Μ. Η ισχύς του επιχειρήματος καθορίζεται μόνο
από τη σχέση ανάμεσα στις υποθέσεις και το συμπέρασμα.
20
Με την απαίτηση αυτή αποφεύγεται μια αναδρομή επ’ άπειρον κατά την (επιστημονική) ερμηνεία.
13
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Αριστοτέλη, ο ίδιος δεν μπόρεσε να ορίσει ένα γενικό κριτήριο για να αποφασίζουμε ποιοι
προσδιορισμοί είναι «ουσιώδεις».
Παρόλη την έλλειψη ρητής απόδοσης ουσιωδών κατηγορημάτων, κάθε επιστήμη φαίνεται να
έχει ένα δικό της χαρακτηριστικό γένος υποκειμένων… (Για παράδειγμα η φυσική αφορά σώματα
που αλλάζουν θέση στο χώρο, επομένως ορισμένα χαρακτηριστικά κατηγορήματα, ανάμεσα σε
άλλα, του γένους των υποκειμένων της φυσικής είναι η θέση, η αντίσταση και η ταχύτητα..). Μια
ικανοποιητική λοιπόν ερμηνεία ενός φαινομένου οφείλει να κάνει χρήση των κατηγορημάτων
εκείνης της επιστήμης στην οποία «ανήκει» το φαινόμενο (επομένως δεν θα ήταν χρήσιμο ένα
βιολογικό κατηγόρημα για την ερμηνεία της κίνησης ενός βλήματος).
Μια ιδιαίτερη επιστήμη είναι μια παραγωγικά (απαγωγικά) οργανωμένη ομάδα προτάσεων.
Στο «υψηλότερο» επίπεδο γενικότητας συναντάμε τις «πρώτες αρχές» κάθε απόδειξης: (1) ‘αρχή
της ταυτότητας’, (2) αρχή της ‘μη αντίφασης’, (3) αρχή του ‘αποκλειόμενου μέσου’21. Στο
επόμενο επίπεδο γενικότητας θα βρούμε τους ορισμούς και τις πρώτες αρχές της συγκεκριμένης
ιδιαίτερης επιστήμης: είναι τα σημεία εκκίνησης για κάθε απόδειξη, οι πιο γενικές αληθείς
προτάσεις που μπορούν να διατυπωθούν για τα συναφή κατηγορήματα της εν λόγω επιστήμης,
είναι προκείμενες για την παραγωγή συσχετίσεων σε χαμηλότερα επίπεδα γενικότητας..
Για τον Αριστοτέλη υφίσταται ακόμη μια απαίτηση για τις επιστημονικές ερμηνείες: μια
επαρκής ερμηνεία κάποιας συσχέτισης πρέπει να αναφέρεται και στις τέσσερις πλευρές της σχέσης
αιτίου-αιτιατού: το να περιγράψουμε την «μορφική αιτία» σημαίνει να καθορίσουμε (γενίκευση)
τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιείται αλλαγή της μορφής ‘ «υλική αιτία» είναι
εκείνη η ουσία που υφίσταται την εν λόγω αλλαγή ‘ η «κινούσα αιτία» αφορά την κίνηση, ενώ η
«τελική αιτία» αφορά το «τέλος» δηλαδή τον σκοπό («τελεολογική» είναι μια ερμηνεία που
καταλήγει στην έκφραση «με το σκοπό να»…). Ο Αριστοτέλης υπέθεσε ως αναγκαίες τις
τελεολογικές ερμηνείες όχι μόνο για ζώντες οργανισμούς αλλά ακόμη και για τις κινήσεις των
άψυχων όντων.
Οι τελεολογικές ερμηνείες δεν προαπαιτούν ενσυνείδητη εκλογή και στόχευση, ωστόσο
προϋποθέτουν πως μια μελλοντική κατάσταση προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο μια παρούσα
κατάσταση εκτυλίσσεται. Με άλλα λόγια η μελλοντική κατάσταση -θα λέγαμε- «έλκει» την
διαδοχή εκείνη των καταστάσεων που τελικώς οδηγούν σε αυτή…
Επιδίωξη του Αριστοτέλη, εκτός από τον προσδιορισμό των αντικειμένων κάθε ιδιαίτερης
επιστήμης, υπήρξε και η διάκριση ανάμεσα στα «εφαρμοσμένα» μαθηματικά και στα «καθαρά»
μαθηματικά τα οποία ασχολούνται με αριθμούς και αφηρημένα σχήματα. Ενώ το αντικείμενο της
«εμπειρικής» επιστήμης είναι η «μεταβολή», το αντικείμενο των καθαρών μαθηματικών είναι
εκείνο που «δεν μεταβάλλεται»22. Οι καθαρές αυτές μαθηματικές μορφές δεν έχουν αντικειμενική
ύπαρξη.
Η γνήσια επιστημονική γνώση έχει την υπόσταση αναγκαίας αλήθειας ‘ οι επιστημονικοί
νόμοι εκφράζουν αναγκαίες αλήθειες. Οι πρώτες αρχές των επιστημών (αντικατοπτρίζουν σχέσεις
μέσα στη φύση) και οι συνέπειες που απορρέουν από αυτές δεν μπορούν παρά να είναι αληθινές.
Πυθαγόρας – Πλάτων – Πτολεμαίος
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της «πυθαγόρειας» αντίληψης αυτό που είναι «πραγματικό»
είναι η μαθηματική αρμονία, πανταχού παρούσα στην φύση: αυτή είναι η θεμελιώδης δομή του
σύμπαντος. Όπως θα δηλώσει πολύ αργότερα και ο Γαλιλαίος, το σύμπαν, αυτό το «μεγάλο
21
Αυτές οι 3 αρχές εφαρμόζονται σε όλα τα παραγωγικά επιχειρήματα.
Στα καθαρά αυτά μαθηματικά, αφαιρούνται από τις φυσικές καταστάσεις ορισμένες πλευρές ποσοτικές και
μελετώνται αποκλειστικά οι σχέσεις ανάμεσά τους.
22
14
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
βιβλίο» είναι γραμμένο στην γλώσσα των μαθηματικών και «οι χαρακτήρες του είναι τρίγωνα,
κύκλοι και άλλα γεωμετρικά σχήματα».23
Η σκέψη του Πλάτωνα (428 -348π.Χ.) θα οδηγήσει από τα εφήμερα φαινόμενα σε μια
θεώρηση των αφηρημένων ιδεών και των καθαρών γεωμετρικών σχέσεων. Η βαθύτερη «γνώση»
κατακτάται εφόσον με την απομάκρυνση από τα δεδομένα της εμπειρίας των αισθήσεων
αποκαλυφθεί η «υποκείμενη» ορθολογική τάξη. Για τους «πλατωνιστές» αυτό που πρέπει να
αποκαλυφθεί είναι το «σχέδιο» που βρίσκεται «κρυμμένο μέσα» στα φαινόμενα. Ένας από τους
λόγους που η πυθαγόρεια αντίληψη επέζησε ανά τους αιώνες στην χριστιανική δύση είναι ακριβώς
η «σύνθεση» του πλατωνικού Τίμαιου με την Αγία Γραφή: ο Πλάτων περιέγραφε την
«δημιουργία» του σύμπαντος από έναν Δημιουργό ο οποίος επέβαλε πάνω σε μια άμορφη
ακατέργαστη «πρώτη ύλη» ένα «μαθηματικό σχέδιο».24 Αυτή την ερμηνεία του πλατωνικού έργου
την οικειοποιήθηκαν χριστιανοί διδάσκαλοι και ταύτισαν αυτή την μαθηματική δόμηση με το δικό
τους «θεϊκό» σχέδιο.
Για τους πυθαγόρειους οι μαθηματικές σχέσεις εξηγούν «γιατί τα πράγματα είναι έτσι όπως
είναι». Για τους αντιπάλους αυτής της άποψης, το να επιβάλλεις μαθηματικές υποθέσεις στα
φαινόμενα είναι μεν ένας τρόπος «να σώζεις τα φαινόμενα», αυτό όμως είναι κάτι εντελώς
διαφορετικό από το να «εξηγείς» (με κάποια θεωρία που αφορά τη δομή του σύμπαντος) «γιατί»
τα φαινόμενα είναι αυτά που είναι.25
Ο Πτολεμαίος (100-178μ.Χ.) θα επινοήσει μια σειρά μαθηματικών προτύπων (ένα για κάθε
πλανήτη) με τη χρήση επίκυκλων και φερόντων κύκλων, τα οποία αναπαρήγαγαν υποτίθεται την
φαινόμενη κίνηση των πλανητών (ως προς το ζωδιακό κύκλο). Παρατήρησε πως για να σωθούν τα
φαινόμενα αυτά μπορούσαν να κατασκευαστούν περισσότερα από ένα μαθηματικά πρότυπα.26
Λόγω της μαθηματικής αυτής ισοδυναμίας ο αστρονόμος μπορούσε να κάνει χρήση οποιουδήποτε
από αυτά τα πρότυπα. Το ζητούμενο για την παράδοση που ακολουθούσε τον Πτολεμαίο
επομένως, δεν ήταν η κατάστρωση θεωριών που να εξηγούν τις πραγματικές κινήσεις των
πλανητών, παρά η κατασκευή μαθηματικών μοντέλων.27
Η απαγωγική συσχέτιση αξιωμάτων-θεωρημάτων
Στην αρχαία γραμματεία κυρίαρχη υπήρξε η άποψη πως μια ολοκληρωμένη επιστήμη όφειλε
να στηρίζεται σε ένα «απαγωγικό» σύστημα προτάσεων. Αυτή η απαγωγική (παραγωγική)
συστηματοποίηση είχες τρεις πλευρές: (α) τα αξιώματα και τα θεωρήματα συσχετίζονται
23
Οι μουσικές αρμονίες για τους πρώτους πυθαγόρειους συνυφαίνονται με την «αρμονία των σφαιρών», τις
βρίσκουμε μέσα στο σύμπαν.
24
Για τον Πλάτωνα (Τίμαιος) τα πέντε στοιχεία του κόσμου (με βάση ιδιότητες όπως η διεισδυτικότητα και η
σταθερότητα) αντιστοιχούν σε πέντε κανονικά πολύεδρα: στη φωτιά το τετράεδρο, στη γη ο κύβος, στον αέρα το
οκτάεδρο, στο νερό το εικοσάεδρο και στην ουράνια ύλη το δωδεκάεδρο. Η ερμηνεία των ιδιοτήτων της ύλης, με έναν
τρόπο που προσεγγίζει την πυθαγόρεια παράδοση, γίνεται μέσω γεωμετρικών σχημάτων.
25
Η διάκριση φυσικά αληθών θεωριών από μαθηματικές υποθέσεις που «σώζουν τα φαινόμενα»
πρωτοεμφανίζεται τον 1ο αιώνα π.Χ. (Geminus): είναι διαφορετική η προσέγγιση του «φυσικού», ο οποίος παράγει τις
συμπεριφορές των ουρανίων σωμάτων από τις ουσιώδεις φύσεις τους και άλλη η προσέγγιση του «αστρονόμου» ο
οποίος παράγει τις κινήσεις τους από μαθηματικά σχήματα και υποθέσεις.
26
Έτσι για παράδειγμα, το πρότυπο του επίκυκλου και του φέροντος κύκλου ήταν «ισοδύναμο» με το πρότυπο
του κινούμενου έκκεντρου κύκλου.
27
Για τον Πτολεμαίο το περίπλοκο σύστημα κύκλων από αποκάλυπτε την δομή της φυσικής πραγματικότητας. Ο
νεοπλατωνιστής Πρόκλος τον 5ομ.Χ. αιώνα θα παραπονεθεί πως οι αστρονόμοι αντί να παράγουν εύλογα
συμπεράσματα από προφανή αξιώματα σε συμφωνία με το πλατωνικό πρότυπο γεωμετρίας, διατυπώνουν απλώς
μαθηματικές υποθέσεις ώστε να τακτοποιήσουν τα φαινόμενα. Ο ίδιος πίστευε πως η αριστοτέλεια αρχή ήταν σωστή:
κάθε απλή κίνηση είναι είτε κίνηση γύρω από το κέντρο του σύμπαντος είτε κίνηση προς ή μακριά από αυτό.
15
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
απαγωγικά (παραγωγικά), (β) τα ίδια τα αξιώματα είναι προφανείς αλήθειες, (γ) τα θεωρήματα
συμφωνούν με τις παρατηρήσεις.
Ο Ευκλείδης και ο Αρχιμήδης χρησιμοποίησαν δύο κύριες τεχνικές για να αποδείξουν τα
θεωρήματα από τα αξιώματά τους: (1) την «εις άτοπο απαγωγή» και (2) την «μέθοδο της
εξάντλησης». Η «εις άτοπον απαγωγή» για την απόδειξη ενός θεωρήματος Θ συνίσταται στο να
υποθέσουμε ότι το «μη- Θ» είναι αληθές και στην συνέχεια να λάβουμε από το «μη-Θ» και τα
(αληθή) αξιώματα του συστήματος μια πρόταση καθώς και την άρνησή της: εφόσον παράγονται
λοιπόν με τον τρόπο αυτό δύο αντιφατικές προτάσεις, τότε το θεώρημα Θ θα πρέπει επίσης να
αληθεύει. Η «μέθοδος της εξάντλησης» αποτελεί μια γενίκευση των ανωτέρω: δείχνουμε ότι κάθε
δυνατή πρόταση αντίθετη με ένα θεώρημα έχει συνέπειες που είναι ασύμβατες με τα αξιώματα του
συστήματος.
Η δεύτερη απαίτηση της «απαγωγικής συστηματοποίησης»: τα ίδια τα αξιώματα να είναι
προφανείς αλήθειες, είναι σύμφωνη και με την Αριστοτελική άποψη πως οι «πρώτες αρχές» των
επιστημών είναι αναγκαίες αλήθειες, και με την πυθαγόρεια αντίληψη πως στη φύση υπάρχουν
μαθηματικές σχέσεις που «υπόκεινται στα φαινόμενα». Εντούτοις, εκείνοι οι οποίοι ακολούθησαν
την παράδοση που ονομάσαμε «σώζειν τα φαινόμενα» κινήθηκαν αντίθετα: για να σώσουν τα
φαινόμενα ήταν αρκετό οι απαγωγικές συνέπειες των αξιωμάτων να συμφωνούν με την εμπειρία
και τις παρατηρήσεις: το ότι τα ίδια τα αξιώματα μπορεί να είναι αβάσιμα -ή ακόμη και ψευδήθεωρείται άσχετο…
Η τρίτη απαίτηση της «απαγωγής» θέλει το απαγωγικό σύστημα να έχει γείωση στην
πραγματικότητα. Επαφή όμως με την εμπειρία σημαίνει αναφορά (κάποιων τουλάχιστον όρων του
συστήματος) σε αντικείμενα ή/και σχέσεις του εξωτερικού κόσμου, σημαίνει πιθανά χρήσιμες
πρακτικές εφαρμογές.
Όπως διαπιστώσαμε στα προηγούμενα, είχε ήδη αρχίσει να σχηματίζεται μια παράδοση
φιλοσοφική, στην οποία ανάμεσα στις ατακτοποίητες πολυπλοκότητες των φαινομένων και στην
αιώνια καθαρότητα των τυπικών σχέσεων αυτό που υφίσταται είναι η αντίθεση. Παράλληλα με
αυτά πολλοί υιοθετούσαν μια οντολογία στο εσωτερικό της οποίας το βασίλειο της εμπειρίας και
των φαινομένων δεν αποτελεί παρά ένα «είδωλο» ή μια «απομίμηση» του πραγματικού κόσμου
(Πλάτων)…28
Ο ατομισμός
Για τους «ατομιστές» (όπως είναι ο Δημόκριτος και ο Λεύκιππος) η σχέση ανάμεσα στην
φαινομενική όψη των πραγμάτων και στην «πραγματικότητα» δεν είναι σχέση ανάμεσα σε ένα
(ατελές) αντίγραφο και τον πρωτογενή κόσμο ‘ θα λέγαμε μάλλον ότι τα αισθητηριακά δεδομένα
και οι σχέσεις στον πραγματικό κόσμο είναι «διαφορετικού είδους».
Αυτό που είναι «πραγματικό» σύμφωνα με τους ατομιστές είναι η κίνηση των ατόμων μέσα
στο κενό: αυτή είναι που δημιουργεί όλες τις αντιληπτικές μας εμπειρίες. Επιπλέον, τα άτομα τα
ίδια έχουν μόνον τις εξής ιδιότητες: μέγεθος, σχήμα, κίνηση, τάση να δημιουργούν συνενώσεις και
τέλος είναι αδιαπέραστα. Τα άτομα δεν υποδιαιρούνται.
Όλες λοιπόν οι αλλαγές που παρατηρούμε και αισθανόμαστε οφείλονται σε συνενώσεις και
διαχωρισμούς των ατόμων.
Η ιδέα των ατομιστών πως οι παρατηρούμενες μεταβολές ερμηνεύονται με αναφορά σε
διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα σε ένα περισσότερο στοιχειώδες επίπεδο οργάνωσης ‘ η
συνειδητοποίηση επίσης ότι δεν ερμηνεύουμε επαρκώς τις ποιότητες σε ένα επίπεδο θέτοντας
28
Είναι η απαρχή ενός δυϊσμού που θα έχει πολύ μακρά ιστορία.
16
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
απλά ως προϋπόθεση ότι οι ίδιες ακριβώς ποιότητες και διαδικασίες υφίστανται και σε ένα
βαθύτερο επίπεδο29, αυτές οι ιδέες αποδείχθηκαν ισχυρές και διήρκεσαν στον χρόνο.
Οι ατομιστές πρέπει να σημειώσουμε [αναγωγή των ποιοτικών μεταβολών στο ατομικό
επίπεδο], συμφωνούσαν με τους πυθαγόρειους ότι οι ερμηνείες που δίνουμε οφείλουν να
στηρίζονται σε γεωμετρικές και μαθηματικές σχέσεις.30
Η μέθοδος του Αριστοτέλη στον Μεσαίωνα
Τα κείμενα του Αριστοτέλη για την επιστήμη και την μέθοδο που προσιδιάζει σ’ αυτήν,
ξεκίνησαν να μεταφράζονται εντατικά και συστηματικά στις αρχές του 12ου αιώνα: η μετάφραση
γινόταν από αραβικές και ελληνικές πηγές στα λατινικά.31 Η επίδραση αυτού του έργου υπήρξε
εντυπωσιακή ‘ σε πάρα πολλές περιπτώσεις και για πολλές γενιές μελετητών παρουσιάσεις
ερευνών μέσα σε κάποια επιστήμη είχαν την μορφή σχολίων επάνω σε αντίστοιχες μελέτες του
Αριστοτέλη, ενώ πολλά από τα «προβλήματα» που ερευνούνταν είχαν ήδη διατυπωθεί από
εκείνον…
R.Grosseteste, D.Scottus, William of Ockham, Nicolaus of Autrecourt…
Ο Robert Grosseteste (1168-1253μ.Χ.) και ο μαθητής του Roger Bacon (1214-1292μ.Χ.) –
δύο συγγραφείς με μεγάλη επιρροή σε θέματα επιστημονικής μεθόδου την εποχή αυτήεπιβεβαίωσαν το επαγωγικό («ανάλυση»)-απαγωγικό («σύνθεση») πρότυπο του Αριστοτέλη. Οι
ερμηνευτικές αρχές πρέπει να προκύπτουν επαγωγικά από τις παρατηρήσεις…
Οι μελετητές του μεσαίωνα επιδίωξαν να προσθέσουν νέες επαγωγικές τεχνικές για την
ανακάλυψη αυτών των αρχών. Ο Duns Scottus (1265-1308μ.Χ.) θα επεξεργαστεί μια μέθοδο που
είναι γνωστή ως «μέθοδος της συμφωνίας»: αναλύουμε ένα πλήθος περιπτώσεων στις οποίες
λαμβάνει χώρα ένα συγκεκριμένο συμβάν. Η μέθοδος συνίσταται στο να καταγράφουμε τις
διαφορετικές συνθήκες που υφίστανται κάθε φορά που παρουσιάζεται το εν λόγω συμβάν και να
ψάχνουμε ποια είναι παρούσα σε κάθε περίσταση. Εάν αυτή βρεθεί τότε ο ερευνητής δικαιούται να
υποθέσει ότι το συμβάν αυτό είναι αποτέλεσμα αυτής της αιτίας. Πρόκειται ασφαλώς για
μετριοπαθή ισχυρισμό: το μέγιστο που μπορεί κάποιος να συμπεράνει είναι μια «ενδεικτική
ένωση» ανάμεσα σε ένα αποτέλεσμα και την συνοδό συνθήκη - πρόκειται για μια πιθανότητα και
όχι για μια αναγκαιότητα.
Ο Danus Scottus μπορούμε να διαπιστώσουμε πως τελικώς υπέσκαψε την εμπιστοσύνη στην
επαγωγή. Σ’ αυτό βοήθησε και η πίστη του στον Θεό: αυτός μπορεί να πραγματοποιήσει οτιδήποτε
δεν εμπεριέχει αντίφαση, εάν επιθυμεί μπορεί να απλοποιήσει μια κανονικότητα ώστε να παραχθεί
το αποτέλεσμα άμεσα χωρίς καν την παρουσία της συνήθους αιτίας… Γι’ αυτό το λόγο η «μέθοδος
της συμφωνίας» δύναται να δώσει μόνο ενδεικτικές ενώσεις…
Ένθερμος υποστηρικτής της παντοδυναμίας του Θεού υπήρξε και ο William of Ockham:
μπορεί να πραγματοποιήσει οτιδήποτε χωρίς αντίφαση… Ο Ockham διατύπωσε τη δική του
«μέθοδο της διαφοράς»: συγκρίνουμε δύο περιστάσεις, μια όπου το συμβάν είναι παρόν και μια
όπου απουσιάζει. Εάν μπορεί να δειχθεί ότι όταν το συμβάν είναι παρόν υπάρχει παρούσα και μια
συνθήκη η οποία απουσιάζει όταν απουσιάζει και το συμβάν τότε μπορεί (και πάλι πιθανότητα όχι
βεβαιότητα) η συνθήκη αυτή να είναι η αιτία του συμβάντος.
29
Για παράδειγμα δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε τα χρώματα των αντικειμένων αποδίδοντας απλώς χρώματα
στα άτομα…
30
Εκείνο το οποίο θα προκαλέσει τις σοβαρότερες αντιστάσεις εις βάρος των ατομιστών είναι ο καθαρός
«υλισμός» τους: η ερμηνεία και των αισθήσεων αλλά και της σκέψης με τη βοήθεια κινήσεων ατόμων.
31
Έως το 1270 περίπου είχε μεταφραστεί σχεδόν ολόκληρο το έργο του.
17
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Οι Grosseteste και R.Bacon θα προσθέσουν στην επαγωγική-απαγωγική μέθοδο του
Αριστοτέλη ένα ακόμη σημαντικό στάδιο32: εδώ οι αρχές που προέκυψαν επαγωγικά (με την
«ανάλυση») υπόκεινται περαιτέρω στον πειραματικό έλεγχο της εμπειρίας. Ο Grosseteste κάνει
την εξής παρατήρηση: εάν μια υπόθεση Υ συνεπάγεται ορισμένες συνέπειες Σ, και εάν αυτές οι
συνέπειες μπορεί να δειχθεί ότι είναι ψευδείς, τότε και η υπόθεσή μας οφείλει να είναι ψευδής.33
Όταν λοιπόν έχουμε μια ομάδα υποθέσεων κάθε μια από τις οποίες μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως
προκείμενη για να παράγουμε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, τότε είναι δυνατό με τη βοήθεια του
παραπάνω επιχειρήματος να απαλείψουμε όλες τις υποθέσεις εκτός από μια ‘ για να γίνει αυτό
αρκεί να δείξουμε ότι όλες οι υποθέσεις εκτός από μια, συνεπάγονται διαφορετικά αποτελέσματα
τα οποία είναι γνωστό ότι είναι ψευδή.
Η παραπάνω «μέθοδος διάψευσης» έτυχε ευρύτατης αποδοχής και εφαρμόστηκε
ποικιλοτρόπως.
Στον Μεσαίωνα, ήταν ευρέως διαδεδομένη η άποψη πως η φύση επιλέγει πάντοτε τον
«απλούστερο δρόμο». Ο Ockham αντιτάχθηκε σε αυτή την αντίληψη: το να επιμένουμε πως η
φύση ακολουθεί πάντα τον απλούστερο δρόμο σημαίνει ότι περιορίζουμε την παντοδυναμία του
Θεού ‘ αυτός μπορεί εάν το θέλει να επιλέξει τους πιο πολύπλοκους δρόμους προκειμένου να
επιτύχει ορισμένα αποτελέσματα… Για τον λόγο αυτό ο Ockham θα μετατοπίσει το βάρος και την
έμφαση από την απλότητα των διαδικασιών της φύσης στην απλότητα των θεωριών που
διατυπώνονται γι’ αυτές. Την «απλότητα» θα την χρησιμοποιήσει ως κριτήριο για την κατασκευή
εννοιών και τις θεωριών: οι περιττές έννοιες πρέπει να απαλείφονται, και ανάμεσα σε δύο θεωρίες
(που αναφέρονται στο ίδιο φαινόμενο) πρέπει να επιλέγουμε την απλούστερη. (Μεταγενέστεροι
ερευνητές θα ονομάσουν αυτή την μεθοδολογική αρχή «ξυράφι του Ockham»).
Για τον Αριστοτέλη, όπως είδαμε, οι σχέσεις ανάμεσα στα είδη συμβάντων και πραγμάτων
ρυθμίζεται από ένας είδος «φυσικής αναγκαιότητας» ‘ το αποτέλεσμα είναι ότι η έκφραση των
σχέσεων αυτών πρέπει να κατέχει θέση «αναγκαίας αλήθειας». Επομένως, οι «πρώτες αρχές» των
επιστημών είναι προφανείς (αναγκαίες) αναπαραστάσεις του τρόπου που υπάρχουν τα πράγματα.
Ο Danus Scottus θα κάνει μια σημαντική διάκριση ανάμεσα στην αφετηρία (προέλευση) των
πρώτων αρχών και την επικύρωση της θέσης τους ως αναγκαίων αληθειών. Σε συμφωνία με τον
Αριστοτέλη η γνώση πρώτων αρχών προέρχεται από τις εμπειρίες των αισθήσεων, ωστόσο το
«αναγκαίο status» των αρχών αυτών είναι ανεξάρτητο από την «αλήθεια» των αναφορών στις
εμπειρικές αισθήσεις. Σύμφωνα με τον D.Scottus οι εμπειρίες των αισθήσεων μας προμηθεύουν
με ευκαιρίες για την αναγνώριση της αλήθειας μιας «πρώτης αρχής», αλλά δεν αποδεικνύουν
κιόλας αυτή την αλήθεια. Μια «πρώτη αρχή» είναι αληθής δυνάμει των σημασιολογίας των όρων
της, και αυτό παρά το γεγονός ότι τις σημασίες των όρων τις μαθαίνουμε από την εμπειρία.
Για τον D.Scottus υπάρχουν δύο τύποι (αναγκαία αληθών) επιστημονικών γενικεύσεων: (α)
οι πρώτες αρχές και οι απαγωγικές τους συνέπειες, και (β) οι προτάσεις για την «ενδεικτική»
ένωση των φαινομένων. Αντιθέτως, οι εμπειρικές γενικεύσεις είναι «σχετικές» αλήθειες.34
Ασφαλώς η «ενδεικτική» ένωση φαινομένων («μπορεί να») δεν είναι δυνατό να ικανοποιεί τους
επιστήμονες, ο Scotus το αντιλαμβανόταν αυτό, γι’ αυτό και πρότεινε οι γενικεύσεις να
παράγονται (κατά το δυνατόν) από πρώτες αρχές.
Ο Nicolaus of Autrecourt, ως αποτέλεσμα μιας περιρρέουσας αμφισβήτησης κατά τον 14ο
αιώνα της έννοιας της «αναγκαίας αήθειας», θα θέσει περισσότερο αυστηρούς περιορισμούς από
32
Ο R.Bacon το ονόμασε «πρώτο προνόμιο» της πειραματικής επιστήμης.
Αυτός ο τύπος επιχειρήματος θα ονομαστεί “modus tollens”. Ήδη από την εποχή του Ευκλείδη διάφοροι
μαθηματικοί είχαν χρησιμοποιήσει αυτή την τεχνική ώστε να διαψεύσουν αντίπαλες υποθέσεις.
34
Για παράδειγμα είναι αναγκαία αληθές ότι όλοι οι κύκνοι ‘μπορεί να είναι’ άσπροι, αλλά είναι τυχαίο το
γεγονός ότι όλοι όσοι εξετάσαμε είναι άσπροι.
33
18
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
τον Scotus. Ο Nicolaus δέχεται ως αναγκαίες αλήθειες αποκλειστικά εκείνες τις κρίσεις που
ικανοποιούν την «αρχή της μη-αντίφασης»: σε συμφωνία με τον Αριστοτέλη, τα αντιφατικά
πράγματα δεν μπορεί να είναι και τα δύο αληθή… Εντούτοις, για τον Nicolaus οι πρώτες αρχές
των επιστημών οι οποίες εδραιώνονται εμπειρικά (είτε εκφράζουν αιτιακές σχέσεις είτε απλά
ενδεικτικές ενώσεις) δεν έχουν status βεβαιοτήτων. Οι γνώσεις που αποδεχόταν35 περιορίζονταν
από την αρχή της «μη-αντίφασης» και μόνον ‘ κάθε επιστημονική απόδειξη πρέπει να συμφωνεί
με την αρχή αυτή: κάθε πρόταση της μορφής «α και όχι-α» είναι αναγκαία ψευδής. Για έναν
λοιπόν «μη-αντιφατικό» συλλογισμό Σ, η ένωση των προκείμενων και η άρνηση του
συμπεράσματός του πρέπει να είναι αυτό-αντίφαση.36
Σύμφωνα με τον Nicolaus, δεν μπορούμε να αποκτήσουμε αναγκαία γνώση των αιτιακών
σχέσεων. Δεν μπορούμε να παράγουμε άλλες πληροφορίες από ένα σύνολο προκείμενων εκτός
από εκείνες οι οποίες περιέχονται ήδη εξαρχής σε αυτό. Προτάσεις δε για ένα αποτέλεσμα δεν
μπορούν να παραχθούν από προτάσεις που αφορούν μια υποτιθέμενη αιτία του. Δεν είναι δυνατόν
επειδή κάποιο συγκεκριμένο φαινόμενο έχει συμβεί, να συμπεράνουμε απαγωγικά ότι οφείλει αυτό
να συνοδευτεί, να ακολουθηθεί από ένα άλλο φαινόμενο.37
Συμπερασματικά, δεν μπορούμε να αποκτήσουμε αναγκαία γνώση των αιτιακών σχέσεων ‘ οι
προτάσεις για τα αίτια δεν συνεπάγονται προτάσεις για τα αιτιατά. Ο Nicolaus όπως δήλωνε ο
ίδιος, ήλπιζε ότι η κριτική του για την εφικτή (βέβαιη) γνώση θα βοηθούσε την χριστιανική
πίστη… Η ενέργεια που δαπανιόταν για μελέτες πάνω στον Αριστοτέλη έπρεπε να
αναπροσανατολιστεί στην ενίσχυση της πίστης και την βελτίωση της ηθικής.38
15ος – 17ος αιώνας
N.Copernicus, J.Kepler, G.Galilei…
Τον πρόλογο του De Revolutionibus του N.Copernicus (1473-1543μ.Χ.) θα τον γράψει ο
Andreas Osiander. Ο Osiander θεωρούσε πως ο Copernicus ανήκε σε εκείνους τους αστρονόμους
οι οποίοι επινοούν ελεύθερα μαθηματικά πρότυπα χωρίς να έχει σημασία εάν οι πλανήτες
πράγματι περιφέρονται γύρω από τον ήλιο ‘ εκείνο που έχει σημασία δηλαδή είναι ότι τα
φαινόμενα «με αυτή την υπόθεση σώζονται». Ο Copernicus ωστόσο δεν προσέγγιζε με τέτοιον
τρόπο την αστρονομία. Ακολουθώντας την πυθαγόρεια παράδοση αναζητούσε μαθηματικές
αρμονίες στα φαινόμενα επειδή πίστευε ότι πράγματι αυτές υπήρχαν εκεί.39
Η αντιπαλότητα μεταξύ των δυο θέσεων («σώζειν τα φαινόμενα» και «φυσική αλήθεια» των
υποθέσεων) θα εκφραστεί με μεγαλύτερη σφοδρότητα τον 17ο αιώνα. Ο καρδινάλιος Bellarmine
τονίζει στον Galileo (1615) ότι από πλευράς της Εκκλησίας κρινόταν επιτρεπτό να πραγματεύεται
κανείς το κοπερνίκειο σύστημα ως επιτυχέστερο από το πτολεμαϊκό, ωστόσο αναφερόταν μόνο σε
ένα μαθηματικό πρότυπο που απλώς σώζει τα φαινόμενα και όχι σε κάποια φυσική αλήθεια.
35
Εκτός από τα άρθρα της πίστης…
Ο Nicolaus πίστευε πως κάθε έγκυρος συλλογισμός είναι δυνατόν να αναχθεί στην αρχή της μη-αντίφασης,
είτε ‘άμεσα’ είτε ‘έμμεσα’(...).
37
Επιπροσθέτως, ένας συσχετισμός ο οποίος έχει παρατηρηθεί ότι ισχύει, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι
θα συνεχίσει να ισχύει και στο μέλλον.
38
Η επιστήμη του Αριστοτέλη όχι μόνο δεν ήταν «βέβαιη» αλλά επιπρόσθετα δεν ήταν ούτε καν η πιο πιθανή.
39
Οι παρατηρούμενες κινήσεις των πλανητών μπορούσαν να παραχθούν με ίδιο βαθμό ακρίβειας τόσο από το
ηλιοκεντρικό μοντέλο του Copernicus όσο και από εκείνο του Πτολεμαίου. Η επιλογή ανάμεσα στα δύο έπρεπε
επομένως να στηριχθεί σε θεωρήσεις διαφορετικού είδους από την επιτυχή εναρμόνιση με την πραγματικότητα. Ο
Copernicus προέβη στον ισχυρισμό ότι το δικό του σύστημα ήταν ‘καλύτερο’ κυρίως επειδή ήταν εννοιολογικά
ολοκληρωμένο και ενοποιημένο.
36
19
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Κάποια χρόνια νωρίτερα, ένας Ιησουίτης μαθηματικός, ο C.Clavius, είχε εκτιμήσει πως ο
Copernicus έσωζε τα φαινόμενα κίνησης των πλανητών παράγοντας θεωρήματα από λανθασμένα
αξιώματα. Όμως με δεδομένο ένα αληθές θεώρημα μπορεί να βρεθεί οσοδήποτε μεγάλος αριθμός
συνόλων με λανθασμένες προκείμενες που να συνεπάγονται αυτό το θεώρημα. Το πτολεμαϊκό
σύστημα για τον Clavius ήταν καλύτερο και για έναν ακόμη λόγο: ήταν συνεπές με τη διδασκαλία
της Εκκλησίας.
Πολλοί από το ιερατείο της Εκκλησίας συμφωνούσαν με τον Clavius. Ο Bellarmine το
γνωρίζει αυτό και θα προειδοποιήσει τον Galileo να διορθώσει την ηλιοκεντρική του πλάνη. Ο
Galileo που δεν θεωρούσε την υπόθεσή του υπολογιστικό μαθηματικό τέχνασμα θα επιμείνει πως
το κοπερνίκειο σύστημα ενείχε φυσική αλήθεια. Θα συμπληρώσει αργότερα την πυθαγόρεια
δέσμευσή του με την σημαντική πρόταση πως κατάλληλα επιλεγμένα πειράματα μπορούν να
εδραιώσουν την ύπαρξη μαθηματικών αρμονιών στο σύμπαν.
Ανάλογο πυθαγόρειο προσανατολισμό θα επιλέξει και ο Johannes Kepler (1571-1630μ.Χ.).
Ο Kepler πίστευε πως το ότι υπήρχαν ακριβώς έξι πλανήτες και ακριβώς πέντε κανονικά στερεά
δεν ήταν κάτι τυχαίο: εφόσον ο Θεός δημιούργησε το ηλιακό σύστημα σύμφωνα με κάποιο
μαθηματικό σχέδιο, επιδίωξε να συσχετίσει τις αποστάσεις των πλανητών από τον ήλιο με αυτά τα
γεωμετρικά σχήματα.40 Η επιμονή του Kepler στις πυθαγόρειες αρχές και στην αναζήτηση
μαθηματικών κανονικοτήτων θα τον οδηγήσει στην διατύπωση τριών γνωστών νόμων για την
κίνηση των πλανητών.41
Για την πυθαγόρεια αντίληψη η ορθότητα (γνησιότητα και όχι συμπτωματικότητα) μιας
μαθηματικής σχέσης καθορίζεται με αναφορά στο κριτήριο της απλότητας και το κριτήριο της
επιτυχούς προσαρμογής στα φαινόμενα. Γύρω στα 1770μ.Χ. ο J.Titius θα προτείνει μια νέα
μαθηματική σχέση σε συμφωνία με την πυθαγόρεια παράδοση: οι αποστάσεις των πλανητών από
τον ήλιο σχετίζονταν με όρους μιας συγκεκριμένης μαθηματικής γεωμετρικής σειράς. Η συμφωνία
παρατηρούμενων αποστάσεων και μαθηματικών όρων θα εντυπωσιάσει τους πάντες. Ο J.Bode
(πυθαγόρειου προσανατολισμού και αυτός) θα υπερασπιστεί σθεναρά αυτή τη σχέση (για το λόγο
αυτό θα μείνει γνωστή ως «νόμος του Bode»). Στα 1781 ανακαλύπτεται ένας πλανήτης πέραν του
Κρόνου (W.Herschel). οι αστρονόμοι διαπιστώνουν έκπληκτοι ότι η απόσταση (του Ουρανού)
από τον ήλιο είναι σε πολύ καλή συμφωνία με τον νόμο Bode… Η πίστη που διαμορφώθηκε
σταδιακά για την ορθότητα αυτού του νόμου οδήγησε σε έρευνες για πλανήτες που έλειπαν…42
Ο G.Galilei (1564-1642μ.Χ.) όπως είδαμε υποστήριξε την κοπερνίκεια πρόταση και
κατέκρινε την αριστοτέλεια φυσική και τον γεωκεντρισμό. (Η Ιερά Εξέταση θα τον αναγκάσει να
αποκηρύξει και θα τον θέσει υπό αυστηρή επιτήρηση). Ο Galileo είχε την πεποίθηση πως για την
φύση οφείλουμε να μιλάμε στην γλώσσα των μαθηματικών: Οι «πρώτες ποιότητες» (μέγεθος,
σχήμα, θέση, «ποσότητα κίνησης» κ.ά.) είναι εκείνες που υφίστανται ποσοτική μεταβολή ως προς
40
Οι αποστάσεις των πλανητών από τον ήλιο έκρινε πως είναι δυνατό να σχετιστούν με τις ακτίνες των σφαιρών
οι οποίες εγγράφονται μέσα σε (ή γύρω από) τα πέντε κανονικά στερεά. Οι λόγοι των ακτίνων (πλανητικών τροχιών
και εκείνων που προέκυπτα από τα στερεά) αποδείχθηκαν διαφορετικοί και το Kepler το δέχθηκε αυτό ως διάψευση
χωρίς εντούτοις να χάσει την πυθαγόρεια πίστη του. Αυτές οι διαφορές ανάμεσα σε παρατήρηση και θεωρία δεν
μπορούσαν παρά να είναι εκδήλωση κάποιων μαθηματικών αρμονιών οι οποίες έμενε ακόμη να ανακαλυφθούν.
41
Γενικότερα, για τους ερευνητές που ακολουθούσαν τον Πυθαγόρα, εάν μια μαθηματική σχέση «ταιριάζει» στα
φαινόμενα αυτό δεν μπορεί να αποτελεί απλή «σύμπτωση». Ο Kepler πειραματίστηκε με πολλούς μαθηματικούς
συσχετισμούς ‘ σε έναν από αυτούς υπέδειξε πως οι πυκνότητες των πλανητών είναι αντιστρόφως ανάλογες προς την
τετραγωνική ρίζα των αποστάσεών τους από τον ήλιο. (Οι πυκνότητες των πλανητών αντιστοιχούσαν σε πυκνότητες
ορισμένων γήινων ουσιών…)
42
Π.χ. ανάμεσα σε Άρη και Δία.. Με τον τρόπο αυτό θα ανακαλυφθούν 2 νέοι αστεροειδείς αρχές του 19ου
αιώνα. Η «ανώμαλη» περίπτωση του πλανήτη Ποσειδώνα θα θέσει ένα όριο για την επιτυχή προσαρμογή του νόμου
Bode.
20
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
μια κλίμακα και είναι αντικειμενικές ιδιότητες των σωμάτων. Οι δευτερεύουσες ποιότητες
(χρώματα, γεύσεις, οσμές, ήχοι) υπάρχουν μόνο στο μυαλό του υποκειμένου που δέχεται
ερεθίσματα. Ο περιορισμός του αντικειμένου της φυσικής στις πρώτες ποιότητες απέκλειε τις
τελεολογικές ερμηνείες (κάτι κινείται ώστε να καταστεί δυνατή μια επόμενη κατάσταση).
Απέρριψε τις αριστοτελικές εξηγήσεις οι οποίες αναφέρονταν σε «φυσικές κινήσεις» προς
«φυσικές θέσεις»: τα φαινόμενα δεν μπορούσαν να ερμηνευθούν με τον τρόπο αυτό.
Σύμφωνα με τον Galileo τις ερμηνείες στην επιστήμη τις αξιολογούμε σε δύο στάδια: πρώτα
οροθετούμε τις επιστημονικές από τις μη επιστημονικές, και δεύτερον, καθορίζουμε τα κριτήρια
αποδοχής εκείνων που χαρακτηρίστηκαν επιστημονικές. Για τον Galileo το αντικείμενο της
φυσικής επιστήμης περιορίζεται σε προτάσεις που αφορούν τις πρώτες ποιότητες. Οι κινήσεις των
σωμάτων περιγράφονται σε σχέση με ένα σύστημα συντεταγμένων στο χώρο: ο Galileo θα
αντικαταστήσει τον ποιοτικά διαφοροποιημένο χώρο του Αριστοτέλη με έναν ποσοτικά
διαφοροποιημένο γεωμετρικό χώρο.43
Ο Galileo δεν απέρριψε την αριστοτελική επαγωγική-απαγωγική μέθοδο (από τις
παρατηρήσεις στις γενικές αρχές και από εκεί πίσω πάλι στις παρατηρήσεις) ούτε αποδοκίμασε
την θέση ότι οι ερμηνευτικές αρχές πρέπει να επάγονται από τα δεδομένα της εμπειρίας των
αισθήσεων. Εκείνο που κατέκρινε ήταν ο «ψευδής αριστοτελισμός»: επρόκειτο κατά τον ίδιο για
μια δογματική θεωρητικοποίηση η οποία εκκινούσε όχι από την εμπειρική βάση (και την επαγωγή)
αλλά από τις «πρώτες αρχές» υποτίθεται του Αριστοτέλη.
Στις έρευνες του Galileo σημαντικό ρόλο θα παίξουν τα επαναλαμβανόμενα πειράματα, η
αφαίρεση και η εξιδανίκευση.44 Κατάφερε να παράγει την «κατά προσέγγιση» συμπεριφορά
υλικών σωμάτων από ερμηνευτικές αρχές οι οποίες καθορίζουν ιδιότητες εξιδανικευμένων
κινήσεων. Σημαντικό ρόλο στην μέθοδο αυτή παίζει η «δημιουργική φαντασία»: οι υποθέσεις και
εξιδανικεύσεις για να μπορούν να παραχθούν πρέπει ο επιστήμονας να «διαισθανθεί» ποιες
ιδιότητες είναι κατάλληλη βάση και ποιες μπορούν να παραβλεφθούν.
F.Bacon, R.Descartes, I.Newton…
Σύμφωνα με τις κρίσεις της Royal Society ο Francis Bacon (1561-1626μ.Χ.) υπήρξε
ανανεωτής της επιστημονικής μεθοδολογίας45. Ο ιστορικός Alexander Koyre ωστόσο θα μειώσει
στο ελάχιστο την αξία της συμβολής του Bacon στην επιστήμη.
Ο Bacon καλούσε τους φυσικούς φιλοσόφους να αποκαθάρουν τον εαυτό τους από
προκαταλήψεις και προδιαθέσεις. Κατ’ αυτόν η μελέτη της φύσης επισκιαζόταν από τεσσάρων
ειδών «είδωλα». Τα «είδωλα της φυλής» εδράζονται στην ανθρώπινη φύση: η νόηση είναι
επιρρεπής στο να διατυπώνει περισσότερες κανονικότητες από όσες στην πραγματικότητα βρίσκει,
γενικεύει εσπευσμένα. Τα «είδωλα της σπηλιάς» αντιθέτως είναι διαθέσεις στραμμένες στην
εμπειρία: εδώ κύριο ρόλο παίζουν η αγωγή των ατόμων και η μόρφωσή τους. Τα «είδωλα της
αγοράς» είναι διαστρεβλώσεις οι οποίες προκύπτουν όταν οι σημασίες των λέξεων περιορίζονται
στον ελάχιστο παρονομαστή της κοινής χρήσης και έτσι εμποδίζουν τον σχηματισμό
43
Η ρήξη με τις ποιότητες του αριστοτέλειου σύμπαντος δεν υπήρξε πάντως απόλυτη και πλήρης.
Διαφορές ανάμεσα στα θεωρήματα των απαγωγικών συστημάτων και σε αυτά που στην πραγματικότητα
παρατηρούνται πολλές φορές θα αποδίδονται σε «ασήμαντες» πειραματικές «επιπλοκές» και εσφαλμένους
υπολογισμούς.
45
γιός λόρδου επιστάτη στην βασίλισσα Elizabeth I, o Bacon σπούδασε στο Trinity College του Cambridge ‘
εκεί ανέπτυξε αντιπάθεια για την αριστοτελική φιλοσοφία. Μετά την άνοδο του James I, o Bacon θα κερδίσει μια
σειρά «αξιωμάτων»: ιππότης στα 1603, γενικός εισαγγελέας στα 1613, λόρδος επιστάτης στα 1617, λόρδος
καγκελάριος το 1618, βαρώνος και υποκόμης…
44
21
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
επιστημονικών εννοιών. Τα «είδωλα του θεάτρου» είναι αποδεκτά δόγματα και φιλοσοφικές
μέθοδοι.
Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη ήταν ένα «είδωλο του θεάτρου» στο οποίο ο Bacon άσκησε
έντονη πολεμική. Κατά πρώτον ο Αριστοτέλης και οι υποστηρικτές του συλλέγαν δεδομένα με
τρόπο «άκριτο» και τυχαίο ‘ αναγκαία είναι αντιθέτως η συστηματική πραγματοποίηση
πειραμάτων, η χρήση επιστημονικών οργάνων και η προσεκτική συλλογή δεδομένων. Δεύτερον, οι
οπαδοί του Αριστοτέλη γενίκευαν επιπόλαια, βεβιασμένα και με βάση μικρό αριθμό
παρατηρήσεων. Τρίτον, η επαγωγή με την μέθοδο της απλής απαρίθμησης (συσχετίσεις ιδιοτήτων
μερικών μόνο ατόμων, βεβαιώνονταν ότι ισχύουν για όλα τα άτομα του είδους) οδηγεί πολύ συχνά
σε εσφαλμένα συμπεράσματα.
Ο Bacon κατήγγειλε πως ο Αριστοτέλης και οι οπαδοί του περιόρισαν την επιστήμη στην
απαγωγική λογική δίνοντας υπερβολική έμφαση στην παραγωγή συμπερασμάτων από πρώτες
αρχές. Ωστόσο τα απαγωγικά επιχειρήματα έχουν επιστημονική αξία μόνο εφόσον οι προκείμενές
τους έχουν κατάλληλη επαγωγική στήριξη.46
Τα δύο κυριότερα στοιχεία της νέας μεθόδου του F.Bacon ήταν μια έμφαση σε βαθμιαίες,
«προοδευτικές» επαγωγές και μια «αρχή αποκλεισμού».
Η ορθή επιστημονική έρευνα είναι μια σκαλί-σκαλί άνοδος από την βάση προς την κορυφή
μιας πυραμίδας προτάσεων («κλίμακα αξιωμάτων»): οφείλει να συλλεγεί μια σειρά από «φυσικές
και πειραματικές ιστορίες» ώστε να στερεωθεί μια βάση. Ο φυσικός φιλόσοφος θα αναζητήσει
έπειτα συσχετίσεις ανάμεσα σε αυτά τα γεγονότα. Η πορεία είναι βαθμιαία «επαγωγική άνοδος»
από συσχετίσεις χαμηλού βαθμού γενικότητας σε περισσότερο περιεκτικές. Οι «τυχαίες»
συσχετίσεις πρέπει να απομακρύνονται (μέθοδος του «αποκλεισμού»47) για να παραμείνουν μόνο
οι «ουσιώδεις».48
Στην κορυφή της «πυραμίδας» του ο Bacon τις πιο γενικές αρχές θα τις ονομάσει «μορφές».
Οι «μορφές» είναι οι λεκτικές εκφράσεις των σχέσεων ανάμεσα στις «απλές φύσεις», εκείνες
δηλαδή τις μη αναγώγιμες ιδιότητες οι οποίες είναι παρούσες στα αντικείμενα που
αντιλαμβανόμαστε. Διάφοροι συνδυασμοί αυτών των «απλών φύσεων» συνιστούν τα αντικείμενα
της εμπειρίας μας. Γνώση των μορφών θα σήμαινε για εμάς δυνατότητα ελέγχου και τροποποίησης
των δυνάμεων της φύσης.49
Για τον Bacon αποτελούσε ηθική υποχρέωση ο άνθρωπος να επανακτήσει την κυριαρχία
πάνω στη φύση την οποία έχασε με την «Πτώση» (το «προπατορικό αμάρτημα»). Οι άνθρωποι
οφείλουν να ελέγχουν και να αναδιατάσσουν τις δυνάμεις της φύσης με στόχο πρακτικές
εφαρμογές για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους. Σε αντίθεση με την αριστοτελική θέση πως η
γνώση της φύσης είναι αυτό-σκοπός, η ανακάλυψη των μορφών είναι μόνο ο άμεσος σκοπός της
επιστημονικής έρευνας ‘ ο απώτερος στόχος είναι η εξουσία επάνω στην φύση. Καταδίκη από τον
Bacon των ερευνών για τα «τελικά αίτια» φυσικών και βιολογικών φαινομένων ως τροχοπέδη της
«επιστημονικής προόδου».
46
Ο Bacon δεν φαίνεται να αναγνωρίζει -σε αντίθεση με τον «ψευδο-αριστοτελισμό» που αναφέραμε παραπάνωπως ο ίδιος ο Αριστοτέλης επέμενε: οι πρώτες αρχές έπρεπε να επάγονται από μαρτυρίες της παρατήρησης.
47
Οι τυχαίες συσχετίσεις εντοπίζονται με βοήθεια πινάκων «παρουσίας», «απουσίας», «διαβαθμίσεων»
κατηγορημάτων (…)
48
Για την διαλογή αυτή ο Bacon διέκρινε (27) είδη «προνομιακών καταστάσεων» οι οποίες παίζουν ρόλο στην
αναζήτηση «ουσιωδών» συσχετίσεων. Μια σημαντική «προνομιακή περίσταση» είναι εκείνη του «δείκτη
κατεύθυνσης» η οποία αποφασίζει για την έκβαση ανάμεσα σε δύο ανταγωνιστικές ερμηνείες (...)
49
«Μορφή» δεν είναι μόνο η θερμότητα, το βάρος, η γεύση και η μνήμη αλλά και το «πνεύμα που είναι
εγκλεισμένο στα πραγματικά σώματα»… Οι «μορφές» του Bacon δεν είναι ούτε οι Πλατωνικές μορφές, ούτε οι
«μορφικές αιτίες» του Αριστοτέλη. Οι «μορφές» εκφράζουν μάλλον, εξ υποθέσεως, εκείνες τις σχέσεις ανάμεσα σε
φυσικές ιδιότητες, που έχουν την ικανότητα να παράγουν αποτελέσματα.
22
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Ο Rene Descartes (1596-1650μ.Χ.), γόνος πλούσιας οικογένειας, πήρε πτυχίο νομικής από το
Πανεπιστήμιο του Poitiers στα 1616. Εθελοντής σε διαφόρων ειδών τάγματα ταξίδεψε πολλά
χρόνια ανά την Ευρώπη. Το 1618 θα γνωρίσει τον φυσικό Isaac Beckman ο οποίος τον ενθάρρυνε
να ασχοληθεί με τα θεωρητικά μαθηματικά. Ο Descartes θα θέσει τα θεμέλια της αναλυτικής
γεωμετρίας (έκφραση ιδιοτήτων των γεωμετρικών επιφανειών με αλγεβρικές εξισώσεις). Στα τέλη
του 1619, σε μια περίοδο έντονης πνευματικής δραστηριότητας ο Descartes θα έχει την εμπειρία
ορισμένων ονείρων η ερμηνεία των οποίων θα επιδράσει βαθιά στη μετέπειτα ζωή του: πίστεψε
πως το ..«πνεύμα της αλήθειας» τον είχε καλέσει να ανασυγκροτήσει την ανθρώπινη γνώση έτσι
ώστε να εκφράζει βεβαιότητες, το απόλυτο των οποίων μέχρι τότε κατείχαν μόνο τα μαθηματικά.
Θα εγκατασταθεί στην Ολλανδία στα 1628 όπου και θα παραμείνει έως το 1649. Εργαζόμενος
πάνω σε μια πραγματεία (“Le Monde”) όπου ανέπτυσσε μια μηχανιστική ερμηνεία του
σύμπαντος,50 θα πληροφορηθεί την καταδίκη του Galileo από την Ιερά Εξέταση και θα κρατήσει
αδημοσίευτο το χειρόγραφο, θα προωθήσει ωστόσο άλλες δημοσιεύσεις (“Λόγος περί της
Μεθόδου” 163751, “Σκέψεις πάνω στην Πρώτη Φιλοσοφία” 1641, “Αρχές Φιλοσοφίας” 1644). Το
1649 δέχεται πρόσκληση να διαμείνει ως φιλόσοφος στην αυλή της βασίλισσας Χριστίνας της
Σουηδίας.
Ο Descartes, σε αντίθεση με τον F.Bacon (ο οποίος επιδίωκε όπως είδαμε την ανακάλυψη
γενικών νόμων με προοδευτική «επαγωγική άνοδο» από λιγότερο γενικές σχέσεις) θα αρχίσει από
την κορυφή της «πυραμίδας» για να κινηθεί προς «τα κάτω» με απαγωγική διαδικασία. Η
απαίτηση που θα εκφράσει ο Descartes θα είναι οι γενικές αρχές στην κορυφή να είναι απολύτως
βέβαιες, αναμφισβήτητες. Προκειμένου να ικανοποιήσει αυτή την απαίτηση βεβαιότητας
αμφέβαλλε συστηματικά για όλες τις κρίσεις. Το συμπέρασμα στο οποίο θα καταλήξει είναι ότι οι
κρίσεις οι οποίες είναι πέραν κάθε αμφιβολίας είναι το (περιβόητο) cogito ergo sum (σκάπτομαι
άρα υπάρχω) και το ότι πρέπει να υπάρχει ένα τέλειο Ον…
Το επιχείρημα του Descartes ήταν ότι το τέλειο αυτό (πανάγαθο) Όν δεν θα δημιουργούσε
τον άνθρωπο έτσι ώστε οι αισθήσεις και το λογικό του συστηματικά να τον εξαπατούν. Επομένως,
πρέπει να υπάρχει ένα σύμπαν εξωτερικό ως προς το σκεπτόμενο εγώ, προσιτό στις γνωστικές μας
ικανότητες. Ακόμη παραπέρα: κάθε ιδέα παρούσα στο μυαλό μας με τρόπο «καθαρό» και
«διακεκριμένο», πρέπει να είναι αληθής. «Καθαρό» είναι εκείνο το οποίο κατοικοεδρεύει άμεσα
παρόν στο μυαλό μας ‘ το «διακεκριμένο» είναι το σαφές και ανεπιφύλακτο, μια «διακεκριμένη»
ιδέα έχουμε όταν κατανοούμε, όταν αντιλαμβανόμαστε τους παράγοντες που είναι υπεύθυνοι για
αυτό που παρατηρούμε.
Ο Descartes συμφωνεί με τον Galileo πως πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα σε «πρώτες
ποιότητες» που πρέπει να έχουν όλα τα σώματα για να είναι σώματα και στις «δευτερεύουσες
ποιότητες» (χρώματα, γεύσεις, ήχους, οσμές) οι οποίες υπάρχον μόνο στην αντιληπτική μας
εμπειρία του αντικειμένου. Για τον Descartes εφόσον η «έκταση» είναι η μόνη ιδιότητα των
σωμάτων (για την οποία έχουμε μια «καθαρή» και «διακεκριμένη» ιδέα) το να είναι κάτι ένα σώμα
σημαίνει το να έχει έκταση.52 «Κενό» δεν μπορεί να υπάρχει.53 Αντικείμενο της επιστήμης
50
Κάθε μεταβολή, σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, προκαλείτο από κρούση ή πίεση…
όπου πρόσθεσε ως παραρτήματα πραγματείες για την γεωμετρία, την οπτική και την μετεωρολογία ως
παραδείγματα εφαρμογής της μεθόδου του.
52
Θεμελιώδης κατηγορία: «έκταση» σημαίνει «να είναι κάτι γεμάτο με ύλη»…
53
Ο Descartes παρότι αρνήθηκε την ύπαρξη κενού, ακολουθώντας κάποιες μεθοδολογικές συνέπειες του
κλασικού ατομισμού, επεδίωξε να ερμηνεύσει μακροσκοπικά φαινόμενα με την βοήθεια μικροσκοπικών
αλληλεπιδράσεων. Για παράδειγμα επέδωσε την έλξη που ασκεί ένας μαγνήτης σε ένα σίδερο στην εκπομπή αόρατων
σωματιδίων (με ελικοειδές σχήμα) τα οποία διέρχονται από αυλακώσεις στον σίδηρο και έτσι προκαλούν την κίνησή
του… Σε συμφωνία με τους ατομιστές, ποσοτικές μεταβολές στο μικροεπίπεδο προκαλούν ποιοτικές μεταβολές στο
μακροσκοπικό επίπεδο
51
23
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
μπορούν να είναι μόνο εκείνες οι ποιότητες οι οποίες εκφράζονται με μαθηματική μορφή…54 Στην
ιδανική επιστήμη έχουμε μια απαγωγική ιεραρχία προτάσεων, οι περιγραφικοί όροι των οποίων
αναφέρονται σε αυστηρά ποσοτικά προσδιοριζόμενες όψεις της πραγματικότητας (σε
μικροσκοπικό είτε σε μακροσκοπικό επίπεδο). Τα μαθηματικά οφείλουν ασφαλώς να έχουν
παγκόσμια ισχύ.55
Λόγω του ότι οι θεμελιώδεις έννοιες «έκταση» και «κίνηση» είναι για τον Descartes
«καθαρές» και «διακεκριμένες», ορισμένες γενικεύσεις σχετικές με τις έννοιες αυτές δεν μπορεί
παρά να είναι «a priori αλήθειες».56 Στην μηχανιστική αντίληψη του Descartes έννοιες όπως
εκείνη της «δύναμης» (βαρυτικής, μαγνητικής ή άλλης) δεν υφίστανται. Επίσης: η κάθε κίνηση
αποτελεί μια κυκλική αναδιάταξη των σωμάτων (αλλαγή της «θέσης» του Σ σημαίνει ταυτόχρονη
μετατόπιση άλλων σωμάτων ώστε να εμποδιστεί η εμφάνιση κενού).
Για τον Descartes ο Θεός είναι η έσχατη αιτία κίνησης στο σύμπαν. Η «Δημιουργία»
μάλιστα του κόσμου μας έγινε σε μια και μοναδική πράξη… ο Θεός μάλιστα διασφάλισε πως η
κίνηση της ύλης «θα διατηρείται για πάντα», αιώνια.57 Οι «επιστημονικοί νόμοι» που διατύπωσε
(για την κίνηση των σωμάτων, τις κρούσεις μεταξύ τους κλπ.) θεώρησε πως είναι απαγωγικές
συνέπειες των φιλοσοφικών του αρχών.58
Ο Descartes είχε συνείδηση του γεγονότος ότι η κίνηση από την κορυφή της πυραμίδας, η
απαγωγή από διαισθητικά αυταπόδεικτες αρχές δεν μπορεί να εξαντλήσει το έργο της επιστήμης:
μπορεί να παράγει τους πιο γενικούς μόνο νόμους. Όσον αφορά για παράδειγμα τους νόμους
κίνησης, αμέτρητες ακολουθίες γεγονότων είναι συμβατές με αυτούς… Δεν μπορούμε επομένως
με μόνους τους γενικούς νόμους να προσδιορίσουμε την εξέλιξη των φυσικών φαινομένων.
Προκειμένου να παράγουμε μια πρόταση για ένα ιδιαίτερο φαινόμενο, είναι αναγκαίο να
συμπεριλάβουμε στις προκείμενες και πληροφορίες για τις συγκεκριμένες περιστάσεις και
συνθήκες.59
Η παρατήρηση και το πείραμα θα μας υποδείξουν υποθέσεις για πιθανούς μηχανισμούς
συμβατούς με τους γενικούς νόμους: η υπόθεση δικαιώνεται εάν σε σύνδεση με τους θεμελιώδεις
νόμους ερμηνεύει τα φαινόμενα. Σε πολλές περιπτώσεις ο Descartes υπέδειξε υποθέσεις που
στηρίζονταν σε αναλογίες αντλημένες από την καθημερινή εμπειρία.60 Φαίνεται πάντως πως είχε
την τάση να υποτιμά την σημασία της επιβεβαίωσης μέσω πειραμάτων ‘ θεωρούσε τον
54
Και μάλιστα εκείνες οι οποίες δύναται να συγκριθούν ως λόγοι δύο μεγεθών…
Ο Descartes στην προσπάθειά του να περιγράψει τις κινήσεις των σωμάτων, αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει
τον όρο «έκταση» και με μια δεύτερη έννοια: το Σ σώμα κινούμενο καταλαμβάνει τον «χώρο» που «κενώθηκε» από
το σώμα Ψ… Ωστόσο, ο «χώρος» αυτός, αυτό δηλαδή το «κομμάτι της έκτασης» δεν ταυτίζεται με κάποιο ιδιαίτερο
«σώμα». Ο «χώρος» εδώ έχει την έννοια μιας «σχέσης» που έχει κάποιο σώμα με άλλα σώματα… Ο ίδιος ο Descartes
θα παραδεχθεί ότι δεν κατάφερε να δώσει μια «καθαρή και διακεκριμένη ιδέα» της «έκτασης»
56
Μια τέτοια μηχανιστική γενίκευση ήταν και η πρόταση ότι κάθε κίνηση προκαλείται από κρούση ή πίεση…
Εφόσον δεν υπάρχει κενό, ένα σώμα Σ βρίσκεται σε συνεχή επαφή με άλλα σώματα ‘ ο μόνος τρόπος για να κινηθεί
είναι εάν από την μια πλευρά δέχεται περισσότερη «πίεση» απ’ ότι από τα σώματα στην άλλη πλευρά. Δράση από
απόσταση δεν υφίσταται.
57
Από την αρχή αυτή της κίνησης θα παράγει τρεις «νόμους» (…) Σε συνέχεια αυτών θα προκύψουν 7 ακόμη
κανόνες για διαφορετικά είδη κρούσης κ.ά.
58
Οι «νόμοι» πάντως δεν ήταν περιοριστικοί της δημιουργικής δύναμης του Θεού: εάν αυτός το θελήσει
αντιφάσεις μπορούν να προκύψουν.
59
Σε αυτό αναδεικνύεται και η σημασία του πειράματος και των παρατηρήσεων (σε συμφωνία με την αντίληψη
του F.Bacon περί συλλογής φυσικών ιστοριών και αναζήτησης συσχετισμών ανάμεσα στα φαινόμενα). Γενικοί
εντούτοις νόμοι της φύσης δεν μπορούν σύμφωνα με τον Descartes να προκύψουν απλώς από ταξινομήσεις και
συγκρίσεις διαφορετικών περιστάσεων.
60
Κάποιες φορές μάλιστα αγνόησε την πειραματική μαρτυρία που ακύρωνε μια ιδιαίτερη αναλογία.
55
24
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
πειραματισμό περισσότερο ως ένα βοήθημα για την διατύπωση ερμηνειών παρά ως θεμέλιο της
ορθότητάς τους.
Η φιλοσοφία του Descartes περί επιστημονικής μεθόδου είχε στον 17ο αιώνα πολύ ισχυρό
αντίκτυπο παρά τις συχνές αποτυχίες ερμηνειών της να ταιριάξουν με τα φαινόμενα. Οι «γενικοί
νόμοι» της φύσης είναι απαγωγική απόρροια αναγκαίων αληθειών οι οποίες δεν μπορεί παρά να
αναγνωρίζονται από κάθε σκεπτόμενο άτομο ‘ η σύνδεσή τους με συγκεκριμένες πληροφορίες
(ανά συνθήκη) και με συναφείς «υποθέσεις» οι οποίες μπορούσαν να αλλάζουν προκειμένου να
απαλειφθούν διαφορές ανάμεσα σε θεωρία και παρατήρηση, έδωσε στο καρτεσιανό σύστημα
σοβαρά πλεονεκτήματα που το βοήθησαν να επιβιώσει μέχρι τον 18ο αιώνα.
Ο Isaac Newton (1642-1727μ.Χ.) μεγάλωσε με θετό πατέρα, αλλά για το μεγαλύτερο μέρος
της ζωής του την ανατροφή ανέλαβε μια γιαγιά του. Σπούδασε και αυτός στο Trinity College και
πήρε πτυχίο στα 1665. Λόγω του λοιμού πανώλης που έπληξε την χώρα την εποχή αυτή θα
αποσυρθεί στο Woolsthorpe ‘ αυτά τα δύο χρόνια 1665-67 θα αναπτύξει πολλές από τις θεωρίες
και τις μεθόδους του. Το 1669 εκλέγεται καθηγητής μαθηματικών στο Cambridge και το 1672
γίνεται μέλος της Βασιλικής Εταιρίας.61 Το 1696 θα γίνει διοικητής του Mint. Από την θέση του
προέδρου της Βασιλικής Εταιρίας (1703) θα συνεχίσει μια πολύχρονη διένεξη με τον Leibniz
σχετικά με την προτεραιότητα στην ανάπτυξη του διαφορικού λογισμού.
Ο Newton, σε αντίθεση με την καρτεσιανή παραγωγή γενικών νόμων από μεταφυσικές
αρχές, επέμεινε πως ο φυσικός φιλόσοφος οφείλει να στηρίζει τις γενικεύσεις του σε ενδελεχή
εξέταση των φαινομένων. Συμφωνούσε με την αριστοτέλεια επαγωγική-απαγωγική μέθοδο
(«μέθοδος ανάλυσης και σύνθεσης»)62, τόνισε ωστόσο με ιδιαίτερη έμφαση την ανάγκη
πειραματικής επιβεβαίωσης των συμπερασμάτων που προκύπτουν με την «σύνθεση». 63
Σύμφωνα με τον Newton οι τρεις νόμοι της κίνησης καθορίζουν το πώς κινούνται τα σώματα
στον «απόλυτο χώρο» και στον «απόλυτο χρόνο». Ο απόλυτος χώρος και απόλυτος χρόνος
προηγούνται οντολογικά από τις επιμέρους ουσίες και τις αλληλεπιδράσεις τους. Κατανόηση των
«αισθητών κινήσεων» επιτυγχάνεται με την επικουρία των «αληθών» κινήσεων στον απόλυτο
χώρο. Πώς μπορούμε εν τούτοις να προσδιορίσουμε απόλυτα χρονικά διαστήματα και απόλυτες
συντεταγμένες;64
Ο Newton ήταν σίγουρος πως απόλυτος χώρος υπάρχει. Θα ισχυριστεί λοιπόν (με βάση
θεολογικά επιχειρήματα) πως εφόσον το σύμπαν δημιουργήθηκε εκ του μηδενός θα πρέπει να
υπάρχει ενός τύπου «δοχείο» μέσα στο οποίο κατανέμεται η δημιουργηθείσα ύλη. Ο απόλυτος
λοιπόν χώρος είναι μια πραγματικότητα που απορρέει από τον Δημιουργό Θεό, μια «διαρρύθμιση
όλων των όντων». Διαφωνώντας με τον Descartes ο Newton αρνείται την ταύτιση της «έκτασης»
με το σώμα επειδή οδηγεί στον αθεϊσμό: πώς μπορούμε εμείς να πετύχουμε μια «καθαρή και
διακεκριμένη ιδέα» της έκτασης ανεξάρτητα από της φύση της ως δημιούργημα του Θεού;
Υπήρχε η δυσκολία προσδιορισμού ενός συστήματος συντεταγμένων για τον ορισμό της
θέσης των σωμάτων στον απόλυτο χώρο. Ο Newton τελικώς παραδέχθηκε πως δεν είναι δυνατό
61
Θα ακολουθήσει μια διαμάχη με τον Robert Hook έπειτα από τη δημοσίευση του “Mathematical Principles of
Natural Philosophy”: ο Ηοοk τον κατηγορεί ότι είχε οικειοποιηθεί μια δική του θέση για τις κινήσεις των πλανητών,
ενώ ο Newton θα απαντήσει πως πρώτος είχε οδηγηθεί στα σχετικά συμπεράσματα και μάλιστα πως μόνον αυτός
μπορούσε να αποδείξει τα συναφή θεωρήματα.
62
«ιδιαίτερες προτάσεις συνάγονται από τα φαινόμενα και έπειτα γενικεύονται με την επαγωγή»… Ο ίδιος
έγραφε πως με τη μέθοδο αυτή ανακαλύφθηκαν οι νόμοι της κίνησης που περιέγραψε στο Mathematical Principles.
63
Ιδιαίτερη σημασία έδωσε στην παραγωγή συμπερασμάτων τα οποία «υπερβαίνουν» την επαγωγική αφετηρία.
Καλύτερο παράδειγμα εφαρμογής της μεθόδου του αποτελούν ίσως οι έρευνές του στην οπτική.
64
«η ροή του απόλυτου χρόνου δεν υπόκειται σε καμία μεταβολή»…
25
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
να φθάσουμε σε μια απόλυτα ικανοποιητική αντιστοίχηση ανάμεσα στις παρατηρούμενες κινήσεις
και τις αληθείς κινήσεις στον απόλυτο χώρο.
Το αξιωματικό σύστημα του Newton είναι μια απαγωγικά οργανωμένη ομάδα αξιωμάτων,
ορισμών και θεωρημάτων. Τα αξιώματα είναι προτάσεις οι οποίες δεν μπορούν να παραχθούν από
άλλες προτάσεις μέσα στο σύστημα ενώ τα θεωρήματα είναι τα απαγωγικά συμπεράσματα αυτών
των αξιωμάτων. Γίνεται πλήρης διάκριση των «απόλυτων μεγεθών» που εμφανίζονται στα
αξιώματα, από τα «αισθητά μέτρα» τους τα οποία προσδιορίζονται πειραματικά. Τα αξιώματα
λοιπόν είναι μαθηματικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας οι οποίες περιγράφουν τις αληθείς
κινήσεις των σωμάτων στον απόλυτο χώρο.
Της διατύπωσης του αξιωματικού συστήματος έπεται ο συσχετισμός των θεωρημάτων με τις
παρατηρήσεις. Επιβάλλεται δε διάκριση ανάμεσα σε ένα αξιωματικό σύστημα και την εφαρμογή
του στην εμπειρία.
Το τρίτο στάδιο της αξιωματικής μεθόδου του Newton είναι η επιβεβαίωση των απαγωγικών
συνεπειών του εμπειρικά ερμηνευόμενου συστήματος αξιωμάτων ‘ διερεύνηση της συμφωνίας
ανάμεσα σε θεωρήματα και παρατηρούμενες κινήσεις.
Και οι δύο αφορούν ασφαλώς την ερμηνεία και την πρόγνωση φυσικών φαινομένων ‘ αξίζει
ωστόσο να σημειώσουμε εδώ μια διαφορά των δύο μεθόδων: (με δεδομένες τις διαφοροποιήσεις
σχετικά με το ποιες τεχνικές ακριβώς ορίζονται ως «επαγωγή») στη μέθοδο «ανάλυσης και
σύνθεσης» παράγονται γενικεύσεις από τα αποτελέσματα της παρατήρησης και του πειράματος,
στην αξιωματική μέθοδο αντιθέτως μεγαλύτερη έμφαση δίνεται σε μια δημιουργική «φαντασία»,
μπορούμε να αρχίσουμε (γενικά μιλώντας) από οπουδήποτε. Σημασία πάντως για την επιστήμη
έχει το σύστημα όταν συνδέεται με τα πράγματα που μπορούν να παρατηρηθούν.
Αρχή και τέλος της επιστημονικής έρευνας πρέπει να είναι ο προσδιορισμός των τιμών των
«εμφανών ποιοτήτων», εκείνων δηλαδή των όψεων των φαινομένων οι οποίες είναι δυνατό να
μετρηθούν πειραματικά. Η χρήση του όρου «θεωρία» στον Newton αφορά αμετάβλητες σχέσεις
ανάμεσα σε όρους που παριστάνουν «εμφανείς» ποιότητες. Ο όρος «υπόθεση» αφορά προτάσεις
για όρους που παριστάνουν «απόκρυφες» ποιότητες για τις οποίες οι μέθοδοι μέτρησης δεν είναι
γνωστές.
Ο Newton διετύπωσε (Principia) τέσσερις κανονιστικές αρχές για τον φιλοσοφικό
συλλογισμό: (a) δεν κάνουμε δεκτές περισσότερες αιτίες για τα φυσικά πράγματα παρά μόνο
εκείνες που είναι αληθείς και ικανές να ερμηνεύσουν τα φαινόμενά τους,65 (b) ως εκ τούτου στα
ίδια φαινόμενα αποδίδουμε τις ίδιες αιτίες, κατά το δυνατόν, (c) οι ποιότητες των σωμάτων που
επιδέχονται ούτε αύξηση της έντασης ούτε μείωση των βαθμίδων (…) πρέπει να εκτιμώνται ως
παγκόσμιες ποιότητες όλων των σωμάτων66, (d) στην πειραματική φιλοσοφία εμπιστευόμαστε
προτάσεις που συνάγονται με τη μέθοδο της γενικής επαγωγής από τα φαινόμενα και που είναι
αυστηρά αληθείς ή πολύ κοντά στην αλήθεια (…).
Σύμφωνα με τον Newton δεν είναι δυνατό να αποκτηθεί με οποιοδήποτε τρόπο αναγκαία
γνώση των επιστημονικών νόμων: μπορεί ο φυσικός φιλόσοφος να εδραιώσει ότι κάποια
φαινόμενα συνδέονται με έναν τρόπο, δεν μπορεί όμως να τεκμηριώσει ότι η σχέση αυτή δεν θα
65
Το τι εννοούσε ακριβώς ο Newton με την έκφραση «αληθείς αιτίες» αποτέλεσε αντικείμενο διαμάχης και
κριτικής… (William Whewell, J.S.Mill κ.ά.)
66
Έκταση, σκληρότητα, το αδιαπέραστο, η κινητικότητα, η αδράνεια. Για τον Newton αυτές οι ποιότητες είναι
παγκόσμιες, αφορούν όλα τα σώματα, και μάλιστα είναι οι ποιότητες και των «μικρότατων κομματιών» των
σωμάτων… Από τον Newton εκφράζεται η ελπίδα: η μελέτη των δυνάμεων μικρής εμβέλειας να οδηγήσει σε μια
διαλεύκανση όλων των φυσικοχημικών φαινομένων όπως η «διάλυση» η «αλλαγή κατάστασης», ο «σχηματισμός
ενώσεων» κλπ. Με τον ίδιο τρόπο που η αρχή της παγκόσμιας βαρύτητας είχε επιτύχει την ολοκλήρωση της γήινης
και της ουράνιας δυναμικής.
26
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
μπορούσε να είναι διαφορετική. Όλες οι ερμηνείες των φυσικών φαινομένων είναι με αυτή την
έννοια αβέβαιες και υπόκεινται στην αναθεώρηση υπό το φως νέων αποδεικτικών στοιχείων.
17ος – 18ος αιώνας
J.Locke, G.W.Leibniz, G.Berkeley, D.Hume, I.Kant…
O John Locke (1632-1704μ.Χ.), σπούδασε στην Οξφόρδη όπου και διετέλεσε καθηγητής
ελληνικών και φιλοσοφίας. Μέσα της δεκαετίας του 1660 έπειτα από σπουδές ιατρικής θα
διοριστεί γιατρός και σύμβουλος του κόμη του Shaftesburg ο οποίος ασκούσε τότε σημαντική
πολιτική επιρροή. Με την απώλεια της ισχύος του κόμη, ο Locke θα αυτοεξοριστεί στην Ολλανδία
όπου και θα ολοκληρώσει την πραγματεία του για την «ανθρώπινη κατανόηση» (1690). Με την
άνοδο του William of Orange θα επιστρέψει στην Αγγλία και θα αποκτήσει μια θέση στην
Δημόσια Υπηρεσία.
Για τον Locke, προϋπόθεση για να αποκτήσουμε γνώση της φύσης είναι να κατανοήσουμε
τόσο τις μορφές και τις κινήσεις των ατόμων όσο και τους τρόπους με τους οποίους αυτές οι
κινήσεις παράγουν τις ιδέες των «πρώτων» και «δευτερευουσών» ποιοτήτων στο μυαλό του
παρατηρητή. Εάν αυτές οι δύο συνθήκες μπορούσαν να ικανοποιηθούν τότε θα γνωρίζαμε a priori
τι συμβαίνει.
Ωστόσο αγνοούμε τις μορφές και τις κινήσεις των ατόμων, κυρίως λόγω των ελάχιστων
διαστάσεων των σωματιδίων αυτών ‘ η άγνοια είναι δυνατό να ξεπεραστεί, ωστόσο και πάλι δεν
θα φθάναμε σε μια αναγκαία γνώση των φαινομένων διότι αγνοούμε τους τρόπους με τους οποίους
τα άτομα εκδηλώνουν κάποιες δυνάμεις. Τα άτομα με τις κινήσεις τους παράγουν τις ιδέες των
δευτερευουσών ποιοτήτων εντούτοις μόνο με την θεία αποκάλυψη θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε
το πώς ακριβώς γίνεται αυτό.
Το χάσμα ανάμεσα σε «πραγματικό» υλικό κόσμο των ατόμων και των αλληλεπιδράσεών
τους και στον κόσμο των ιδεών που συνιστούν την εμπειρία μας παρέμεινε στον Locke
αγεφύρωτο. O Locke δεν θα ενδιαφερθεί τόσο για τις «πραγματικές ουσίες» ‘ θα ασχοληθεί
περισσότερο με τη συλλογή φυσικών ιστοριών και τις παρατηρούμενες ιδιότητες και σχέσεις των
σωμάτων. Αυτό είναι και το μέγιστο που μπορεί να επιτύχει η επιστήμη, μια συλλογή (στην
καλύτερη: πιθανών, όχι αναγκαίων) γενικεύσεων για την σύνδεση των «φαινομένων». Αναγκαίες
σχέσεις στην φύση υπάρχουν, ωστόσο φαίνεται να είναι τελικώς αδιαφανείς στην ανθρώπινη
κατανόηση. Πάντως η ύλη (ατομικές κινήσεις) γεννά τις ιδέες μας για ποιότητες όπως χρώματα
και τις υπόλοιπες αισθήσεις μας ακόμη και εάν δεν κατανοούμε πώς ακριβώς γίνεται αυτό.
Ο Gottfried W.Leibniz (1646-1716μ.Χ.), ήταν γιος ενός καθηγητή ηθικής φιλοσοφίας στο
πανεπιστήμιο του Leipzig. Σπούδασε και ο ίδιος φιλοσοφία στο ίδιο πανεπιστήμιο και νομική
επιστήμη στην Jena. Μεγάλο μέρος της ενήλικης ζωής του πέρασε μέσα σε βασιλική αυλή. Η
διεκπεραίωση διπλωματικών αποστολών θα τον φέρει σε επαφή με πολλούς πολιτικούς και
διανοητές, ενώ ο ίδιος θα υπερασπιστεί πολλές μεταρρυθμίσεις της εποχής. Υπήρξε μέλος της
Βασιλικής Εταιρίας, της Γαλλικής και της Πρωσικής Ακαδημίας.
Στον Leibniz επιστημονική έρευνα συναλλασσόταν αρμονικά με τις μεταφυσικές αρχές: η
επιστημονικές θεωρίες στήριζαν τις μεταφυσικές του αρχές και οι τελευταίες κατεύθυναν την
έρευνα για γενικούς νόμους.67 Οι αρχές του «ακρότατου», της «διατήρησης» και της «συνέχειας»
θα στηρίξουν μια μηχανιστική (και τελεολογική68) άποψη για τον κόσμο.
67
Για παράδειγμα, ο Leibniz θα ασκήσει κριτική στον Descartes και θα κάνει χρήση των μελετών για τα
φαινόμενα κρούσης για να καταλήξει στο ότι η φύση δρα πάντοτε έτσι ώστε να αποφεύγει τις ασυνέχειες («αρχή της
27
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Ο κόσμος διακρίνεται στον νοούμενο (ή πραγματικό) κόσμο (μεταφυσική πραγματικότητα)
και στον κόσμο των φαινομένων (φυσική πραγματικότητα). Ο πραγματικός κόσμος αποτελείται
από αναρίθμητες ψυχικά ενεργές ουσίες, τις «μονάδες», οι οποίες είναι θεμελιώδη στοιχεία του
«Είναι» και βρίσκονται σε σχέση αρμονίας μεταξύ τους.
Στο επίπεδο των φαινομένων, οι επιστήμες φαινόταν δυνατό να φθάσουν μόνο έως την
«πιθανότητα» ‘ ο Leibniz εντούτοις ενδόμυχα πίστευε πως οι γενικές μεταφυσικές αρχές που
διατύπωνε ήταν πράγματι αναγκαίες αλήθειες. Η επικράτεια των φαινομένων εδραιώνεται επάνω
στο βασίλειο της μεταφυσικής… εντούτοις οι δεσμοί των δύο είναι δεδομένοι. Οι απαγωγικές
σχέσεις με αφετηρία την αναγκαία υπόσταση των μεταφυσικών αρχών θα μπορούσαν πιθανά να
οδηγούν στους εμπειρικούς νόμους. Ο Leibniz θα κάνει χρήση μιας αναλογίας που αντλούσε από
την θεωρία των «άπειρων σειρών»: οι μεταφυσικές αρχές συνδέονται με τους φυσικούς νόμους
όπως ακριβώς μια άπειρη σειρά συνδέεται με επιμέρους μέλη της. Ασφαλώς δεν μπορούμε να
παράγουμε από μεταφυσικές αρχές «ειδικούς» εμπειρικούς νόμους (όπως και από τον νόμο της
«σειράς» δεν προκύπτει η τιμή ενός ιδιαίτερου μέλους της, πρέπει να προσδιοριστεί η θέση του
όρου στη σειρά… Πρέπει λοιπόν να καθορίσουμε τον τρόπο με τον οποίο μια αρχή πραγματώνεται
στην εμπειρία, εντούτοις δεν μπορούμε να ξέρουμε ότι μια αρχή «οφείλει» να πραγματοποιηθεί με
έναν συγκεκριμένο τρόπο.69
O George Berkeley (1685-1753), αγγλικής καταγωγής, γεννήθηκε στην Ιρλανδία. Σπούδασε
και δίδαξε στο Trinity College του Dublin. Πρωθιερέας στα 1724, επίσκοπος του Cloyne στα 1734.
Εναντιώθηκε στον υλισμό. Το 1710 εκδίδεται το έργο του “Treatise Concerning the Principles of
Human Knowledge”.
Ο Berkeley ασκώντας κριτική στον Newton, επιχείρησε να «δείξει» πως τα «υλικά σώματα»
δεν υπάρχουν. Ο Newton είχε επισημάνει πως οι μαθηματικές εξισώσεις είναι κάτι εντελώς
διαφορετικό από τις «δυνάμεις καθ’ εαυτές», ωστόσο μίλησε ως εάν οι δυνάμεις να ήταν κάτι
παραπάνω από απλοί όροι των εξισώσεων. Για τον Berkeley οι μαθηματικές κατασκευές είναι
χρήσιμες για υπολογισμούς αλλά είναι λάθος να τους αποδίδουμε πραγματική ύπαρξη στον κόσμο.
«Οι μαθηματικές οντότητες δεν έχουν σταθερή ουσία στη φύση των πραγμάτων, και εξαρτώνται
από την αντίληψη αυτού που τις ορίζει. Έτσι, το ίδιο πράγμα μπορεί να εξηγηθεί με διαφορετικούς
τρόπους».
Πρόκειται για μια “εργαλειακή” αντίληψη: οι νόμοι είναι χρήσιμες υπολογιστικές επινοήσεις.
Ούτε οι όροι που εμφανίζονται στους νόμους, ούτε οι συναρτησιακές εξαρτήσεις που οι νόμοι
εκφράζουν αναφέρονται σε οτιδήποτε υπάρχει στη φύση…70
Στη μεταφυσική του Berkeley, το σύμπαν απαρτίζεται από δύο και μόνο είδη «οντοτήτων»:
τις «ιδέες» και τις «διάνοιες» (νόες). «Είναι» (ύπαρξη) σημαίνει «αντιλαμβάνομαι ή γίνομαι
αντιληπτός». Επομένως ο νους (η διάνοια) είναι ο μόνος αιτιώδης παράγοντας.
Καμία διάκριση δεν μπορεί να επιβληθεί ανάμεσα σε «πρώτες ποιότητες» (αντικειμενικές
ιδιότητες των σωμάτων71) και σε «δευτερεύουσες ποιότητες» (που υπάρχουν αποκλειστικά στην
συνέχειας»). Παρόμοια, ο Leibniz θα εξετάσει το πέρασμα μιας ακτίνας φωτός από ένα μέσο σε ένα άλλο: δεχόμενος
ότι η φύση επιλέγει πάντα τον «ευκολότερο» και πιο «άμεσο» τρόπο δράσης από ένα σύνολο εναλλακτικών, θα
καταλήξει εφαρμόζοντας τον δικό του διαφορικό λογισμό στον (δεύτερο) «νόμο του Snel». Την επιτυχία του αυτή την
εξέλαβε ως επιβεβαίωση της μεταφυσικής αρχής ότι ο Θεός κυβερνά το σύμπαν με το «μέγιστο της απλότητας» και
της «τελειότητας»… Άλλο παράδειγμα, η συσχέτιση της διατήρησης (γενική φυσική αρχή) της «vis viva» («ζώσα
δύναμη» - mu^2) με την δράση της «μονάδας» στο μεταφυσικό επίπεδο: με την προσοχή του στραμμένη στην
τελευταία θα αναζητήσει κάποια «οντότητα» η οποία διατηρείται στις φυσικές αλληλεπιδράσεις.
68
«έτσι ώστε»…
69
Σε άλλη περίσταση ο Leibniz θεώρησε τις φυσικές δυνάμεις ως απορρέουσες από μεταφυσικές δυνάμεις. Το
πρόβλημα σύνδεσης των δύο επικρατειών (φαινομένων και μεταφυσικής) παρέμενε άλυτο.
70
Οι επιστημονικοί νόμοι δεν ομοιάζουν σε «τοπογραφικούς χάρτες».
28
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
εμπειρία των αντιλήψεων του υποκειμένου). Επίσης: δεν μπορούμε να αναφερόμαστε σε κινήσεις
στον «απόλυτο χώρο» ‘ ο χώρος δεν είναι κάτι που υπάρχει «έξω από» και «ανεξάρτητα» από την
αντίληψή μας των πραγμάτων.72 Η (φανταστική) έννοια μάλιστα του «απόλυτου χώρου» θα
μπορούσε να απαλειφθεί από την Φυσική. Όσον αφορά την κίνηση, εάν υποθέσουμε ότι
«εξαφανίζονταν όλα» τα σώματα εκτός από ένα, τότε δεν θα μπορούσε να αποδοθεί κίνηση στο
σώμα αυτό: όλες οι κινήσεις είναι «σχετικές».73
Ο David Hume (1711-1776μ.Χ.) θα αφήσει τις σπουδές νομικής στο Edinburgh και θα
ασχοληθεί με τη φιλοσοφία. Στην La Fleche θα ολοκληρώσει την πραγματεία του (treatise) «για
την ανθρώπινη φύση» (1739) η οποία ωστόσο δεν θα έχει καλή υποδοχή. Οι προσπάθειές του να
λάβει μια θέση στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και της Γλασκώβης θα αποκρουσθούν ενώ θα
κατηγορηθεί ως αιρετικός και ως άθεος. Τέλη της δεκαετίας του 1760 θα τιμηθεί ως
«διασημότητα» από την κοινωνία του Παρισιού.
Ο Hume αρνήθηκε ότι η γνώση των ατομικών μορφών και αλληλεπιδράσεων θα συνιστούσε
«αναγκαία γνώση» της φύσης. Ακόμη και εάν ήμασταν ικανοί να διεισδύσουμε στην «εσωτερική
δομή» των σωμάτων δεν θα μπορούσαμε να αποκτήσουμε γνώση της αναγκαίας συνάφειας
ανάμεσα στα φαινόμενα: το περισσότερο που θα μπορούσαμε να ελπίζουμε ότι θα μάθουμε είναι
πως κάποιες μορφές και κινήσεις ατόμων συνδέονται σταθερά με ορισμένα μακροσκοπικά
φαινόμενα. Ένας σταθερός σύνδεσμος όμως αυτού του είδους δεν είναι το ίδιο με το να γνωρίζεις
ότι μια ιδιαίτερη κίνηση «οφείλει» να παράγει ένα ειδικό αποτέλεσμα.
Οι τρεις «υποθέσεις» του Hume είναι οι εξής: (a) κάθε γνώση είναι δυνατό να υποδιαιρεθεί
στις αμοιβαία αποκλειόμενες κατηγορίες: «σχέσεις των ιδεών» και «πραγματικότητα», (b) κάθε
γνώση της πραγματικότητας δίνεται και προκύπτει από τις εντυπώσεις των αισθήσεων, (c) μια
αναγκαία γνώση της φύσης θα προϋπέθετε γνώση της αναγκαίας συνάφειας των γεγονότων.
Οι προτάσεις για τις σχέσεις των ιδεών και οι προτάσεις για την πραγματικότητα διαφέρουν
από δύο απόψεις: η πρώτη όψη αφορά το είδος του αληθούς ισχυρισμού που μπορεί να διατυπωθεί
για τα δύο είδη προτάσεων. Κάποιες προτάσεις για τις σχέσεις των ιδεών είναι αναγκαίες
αλήθειες74 (το να δεχθούμε τα αξιώματα και να απορρίψουμε τα θεωρήματα είναι αντίφαση). Οι
προτάσεις για την πραγματικότητα όμως δεν είναι παρά «αβέβαιες αλήθειες», άρνηση μιας
εμπειρικής πρότασης δεν είναι «αυτό-αντίφαση», η περιγραφόμενη κατάσταση πραγμάτων θα
μπορούσε να είναι διαφορετική.
Η δεύτερη όψη της διαφοράς αφορά την μέθοδο που ακολουθείται για την διακρίβωση της
αλήθειας (ή του ψεύδους) των αντίστοιχων προτάσεων. Η αλήθεια (ή το ψεύδος) των προτάσεων
για τις σχέσεις των ιδεών εδραιώνεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε επίκληση στην εμπειρική
μαρτυρία.75
71
«Έκταση», «θέση», «κίνηση» (Galileo, Descartes, Newton)… Για τον Berkeley η έκταση και η κίνηση είναι
«αισθητές ποιότητες» ισοδύναμες με την θερμότητα κλπ. ‘ κάθε γνώση που έχουμε γι’ αυτές προέρχεται από την
αντιληπτική μας εμπειρία.
72
Εάν δε υπήρχαν σώματα, δεν θα υπήρχε και τρόπος να υπολογίσουμε διαστήματα στον «χώρο».
73
Όταν λέμε «ένα σώμα κινείται» είναι σαν να λέμε ότι αλλάζουν οι σχέσεις του με τα άλλα σώματα. Κίνηση
ενός μοναδικού αντικειμένου μέσα σε απόλυτο χώρο δεν υφίσταται.
74
Αρχικά αυτό δεν ίσχυε για τον Hume (treatise, 1739), αργότερα όμως θα αλλάξει άποψη: οι γεωμετρικές
αριθμητικές και αλγεβρικές προτάσεις είναι αναγκαίες αλήθειες (enquiry, 1748).
75
Άλλη μια υποδιαίρεση προτείνεται εδώ: υπάρχουν οι προτάσεις (για τις σχέσεις των ιδεών) οι οποίες είναι
«διαισθητικά βέβαιες» και εκείνες οι προτάσεις που είναι «αποδείξιμα βέβαιες». (Τα ευκλείδεια αξιώματα είναι
διαισθητικά βέβαια, ενώ τα ευκλείδεια θεωρήματα –απαγωγικές συνέπειες των πρώτων- είναι αποδείξιμα βέβαια).
29
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Η αλήθεια (ή το ψεύδος) για τις προτάσεις περί της πραγματικότητας πρέπει να στηρίζεται
στην εμπειρία: δεν μπορούμε να εδραιώσουμε την αλήθεια μιας πρότασης ότι κάτι συνέβη (ή θα
συμβεί) με το να στοχαστούμε απλώς πάνω στη σημασία των λέξεων.76
Περνάμε στην δεύτερη υπόθεση του Hume. Για τον Hume ο Descartes λανθασμένα πίστευε
ότι έχουμε «έμφυτες ιδέες» για τον Θεό, το σώμα, το πνεύμα και τον κόσμο. Οι εντυπώσεις των
αισθήσεων είναι η μοναδική πηγή γνώσης της πραγματικότητας. «είναι αδύνατο να σκεφτούμε
οποιοδήποτε πράγμα, το οποίο δεν έχουμε προηγουμένως αισθανθεί είτε με τις εξωτερικές είτε με
τις εσωτερικές αισθήσεις μας».77 Ο ρόλος του νου στην παραγωγή γνώσης περιορίζεται στον
«συνδυασμό», την «μετάθεση», την «αύξηση» (ή ελάττωση) των ιδεών «που αποτελούν αντίγραφα
των εντυπώσεων».78
Όσον αφορά την τρίτη υπόθεση, ο σκεπτικιστής Hume θα επικεντρώσει το ενδιαφέρον του
σε «ακολουθίες γεγονότων»: μια αναγκαία γνώση τέτοιων ακολουθιών είναι δυνατή; O Hume
απαντά πως όχι: το να εδραιώσουμε μια τέτοια αναγκαιότητα θα προϋπέθετε ότι η ακολουθία δεν
θα μπορούσε να ήταν διαφορετική. Ωστόσο, το ότι έως τώρα κάθε γεγονός Ζ έχει ακολουθηθεί από
ένα γεγονός Υ δεν σημαίνει ότι και το επόμενο Ζ θα το ακολουθήσει ένα Υ…
Εάν με τον όρο «αιτιώδης σχέση» εννοούμε τόσο μια «σταθερή σύνδεση» όσο και μια
«αναγκαία συνάφεια», τότε δεν μπορούμε να αποκτήσουμε καμία αιτιώδη γνώση. Αυτό επειδή δεν
έχουμε καμία εντύπωση δύναμης ή ικανότητας προς ενέργεια μέσω των οποίων ένα Ζ θα παράγει
αναγκαστικά ένα Υ. Το μόνο που μπορούμε να πούμε: γεγονότα ενός είδους ακολουθούνται
σταθερά από γεγονότα ενός δεύτερου είδους. Μόνη «αιτιώδης» γνώση που μπορούμε να
πετύχουμε, είναι η γνώση της de facto σύνδεσης δύο τάξεων γεγονότων.
Το γεγονός ότι αισθανόμαστε να υπάρχει κάποια αναγκαιότητα για πολλές ακολουθίες
γεγονότων, το αίσθημα αυτό είναι μια «εντύπωση» της «εσωτερικής αίσθησης», η οποία μάλιστα
προκύπτει από τη συνήθεια.79
Ιδωμένη «αντικειμενικά», μια αιτιώδης σχέση είναι μια «σταθερή σύνδεση» ανάμεσα στα
μέλη δύο τάξεων «γεγονότων» ‘ θεωρούμενη «υποκειμενικά», είναι μια ακολουθία τέτοια ώστε με
την εμφάνιση ενός γεγονότος της 1ης τάξης το μυαλό οδηγείται στο να προβλέψει ένα γεγονός της
2ης τάξης.
Καμία επίκληση στην κανονικότητα της προηγούμενης εμπειρίας δεν μπορεί να εγγυηθεί την
εκπλήρωση των προσδοκιών μας για το μέλλον. Επομένως: δεν μπορούμε να έχουμε αποδεικτική
γνώση των αιτίων, από υποθέσεις που δηλώνουν την πραγματικότητα.
Αναγκαία γνώση της φύσης δεν είναι δυνατή: μια τέτοια γνώση θα όφειλε να είναι είτε
«άμεση» γνώση των αιτίων (όμως δεν έχουμε εντυπώσεις των αναγκαίων σχέσεων), είτε
«αποδεικτική» (εν τούτοις ούτε αυτή είναι εφικτή). Μόνη δυνατή αξίωση για τους νόμους και τις
θεωρίες είναι η πιθανότητα. Παρ’ όλη την άρνηση της «βέβαιης» γνώσης οι μαρτυρίες όλων των
76
Ο Albert Einstein συνόψισε ως εξής την αντίληψη αυτή του Hume: «όταν οι νόμοι των μαθηματικών
αναφέρονται στην πραγματικότητα δεν είναι βέβαιοι ‘ και όταν είναι βέβαιοι δεν αναφέρονται στην πραγματικότητα»
(“Geometry and Experience”). (..απομακρυνόμαστε εδώ από την πυθαγόρεια πεποίθηση ότι στη φύση ανακαλύπτουμε
μια αναγκαία μαθηματική δομή).
77
“Enquiry Concerning Human Understanding”.
78
Έννοιες που αποκλείστηκαν από τον Hume ήταν για παράδειγμα το «κενό», η «ουσία», η «αναγκαία συνάφεια
των γεγονότων» κ.ά. Η επιστήμη, σύμφωνα με την πλέον διαδεδομένη ερμηνεία του Hume, συμπεριλαμβάνει μόνο
εκείνες τις έννοιες οι οποίες «κατασκευάζονται» από τα δεδομένα των αισθήσεων. Εν τούτοις ο ίδιος ο Hume φαίνεται
ότι αναγνώρισε πως διατύπωση περιεκτικών θεωριών (όπως η μηχανική του Newton) επιτυγχάνεται με μια
«δημιουργική σύλληψη» που δεν ανάγεται σε «συνδυασμό» κλπ. ιδεών-αντιγράφων των εντυπώσεων…
79
Το μυαλό οδηγείται από συνήθεια να αναμένει αυτό που συνήθως επακολουθεί… και πιστεύει ότι θα
εμφανιστεί. Αυτό βεβαίως δεν αποτελεί «απόδειξη» κάποιας αναγκαίας συνάφειας (των Ζ και Υ). Η «πίστη» ότι μια
διαδοχή είναι αιτιώδης ακολουθία είναι ένα προϊόν συνήθειας. Η γενίκευση: όμοια αντικείμενα σε όμοιες περιστάσεις
παράγουν όμοια αποτελέσματα, εκφράζει την προσδοκία μας η οποία στηρίζεται σε εκτεταμένη εμπειρία…
30
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
προηγούμενων εμπειριών μας, πρακτικά μας είναι απολύτως χρήσιμες και σωστά τις
εμπιστευόμαστε…80
Ο Immanuel Kant (1724-1804μ.Χ.) σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία στο Konigsberg, εκεί
γεννήθηκε και έζησε όλη τη ζωή του. Στο πανεπιστήμιο δίδαξε λογική και μεταφυσική.
Ο Kant θα ασκήσει δριμεία κριτική στον Hume. Εάν το περιεχόμενο (και η μορφή) των
επιστημονικών νόμων προκύπτει καθ’ ολοκληρίαν από την αισθητική εμπειρία τότε τα
συμπεράσματα του Hume είναι αναπόδραστα. Ωστόσο για τον Kant, και αν ακόμη όλη η
εμπειρική γνώση «προέρχεται από» τις εντυπώσεις των αισθήσεων, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει πως
κάθε τέτοια γνώση «δίδεται μέσα από» αυτές τις εντυπώσεις. Οι εντυπώσεις των αισθήσεων
παρέχουν το ακατέργαστο υλικό της εμπειρικής γνώσης, όμως το ίδιο το υποκείμενο που
«γνωρίζει» είναι υπεύθυνο για την οργάνωση και δόμηση των σχέσεων αυτού του υλικού.81
Τα στάδια στην γνωστική οργάνωση της εμπειρίας είναι τρία: (1) οι άνευ δομής
«εντυπώσεις» (sensations) διατάσσονται ως προς τον χώρο και τον χρόνο (είναι οι «μορφές της
αισθαντικότητας»), (2) οι «αντιλήψεις» (perceptions) που διατάχθηκαν με τον τρόπο αυτό,
συσχετίζονται με την επικουρία εννοιών όπως «αιτιότητα», «ενότητα», «δυνατότητα» (συνολικά
είναι 12 οι «κατηγορίες της νόησης»), (3) οι «κρίσεις για την εμπειρία» που διαμορφώθηκαν με
τον τρόπο αυτό, οργανώνονται σε ένα μοναδικό σύστημα γνώσης με την εφαρμογή των
«κανονιστικών αρχών της λογικής».
Για τον Kant σημαντικότερη από την επαγωγική γενίκευση είναι η απαγωγική διαδικασία, το
σημαντικότερο χαρακτηριστικό της επιστήμης είναι η επιδίωξη συστηματικής οργάνωσης της
γνώσης και της εμπειρίας μας. Η συστηματοποίηση επιτυγχάνεται με την εφαρμογή των
κανονιστικών αρχών. Η λογική επιβάλλει στην νόηση κανόνες για την διάταξη των εμπειρικών
κρίσεων ‘ οι κανονιστικές αρχές του λογικού δεν αποδεικνύουν οποιοδήποτε συγκεκριμένο
σύστημα εμπειρικών κρίσεων.
Για την ισχύ των μεμονωμένων εμπειρικών νόμων, η επιβεβαίωση που προκύπτει από την
«συμφωνία» των παρατηρήσεων με τις απαγωγικές συνέπειες των νόμων είναι λιγότερο ίσως
σημαντική από την «ενσωμάτωση» των νόμων σε οργανωμένα απαγωγικά συστήματα.
Όσον αφορά τις θεωρίες, τα κριτήρια αποδοχής θα πρέπει να είναι η «ελεγξιμότητα» και η
«προβλεπτική τους δύναμη». Οι «επιτυχείς» θεωρίες συνενώνουν εμπειρικούς νόμους με την
βοήθεια νέων οντοτήτων ή νέων σχέσεων. Η δυνατότητα «επέκτασης» σε νέες περιοχές της
εμπειρίας και η «γονιμότητα» των επιστημονικών θεωριών κρίνονται από τον Kant ιδιαίτερα
σημαντικές.
Ο Kant προτείνει τρεις «αναλογίες της εμπειρίας» οι οποίες συνδέονται με τρεις κατηγορίες:
της ουσίας, της αιτιότητας και της αλληλεπίδρασης.82 Οι “αναλογίες” αυτές ορίζουν αναγκαίες
συνθήκες της καθεαυτό δυνατότητας αντικειμενικής εμπειρικής γνώσης. Η πρώτη αναλογία
(«αρχή της σταθερότητας της ουσίας») καθορίζει ότι η «ουσία» (η ύλη) διατηρείται σε όλες τις
μεταβολές. Η δεύτερη αναλογία («αρχή της αιτιότητας») καθορίζει ότι για κάθε γεγονός υπάρχει
κάποιο σύνολο προηγούμενων συνθηκών από τις οποίες προκύπτει το γεγονός σε συμφωνία με
κάποιον κανόνα. Η τρίτη αναλογία («αρχή της κοινότητας») ορίζει ότι οι ουσίες που
αντιλαμβανόμαστε συνυπάρχουν στον χώρο και βρίσκονται σε αλληλεπίδραση.83
80
«η συνήθεια είναι ο μεγάλος οδηγός της ανθρώπινης ζωής. Αυτή μόνο η αρχή καθιστά την εμπειρία μας ωφέλιμη
για εμάς […]».
81
Ο (απλοϊκός) εμπειρισμός για τον Kant δεν μας προσφέρει καν ένα ικανοποιητικό εννοιολογικό οπλοστάσιο.
82
“Critique of Pure Reason” (1781).
83
Στο “Metaphysical Foundations of natural Science” ο Kant εφαρμόζει τις αναλογίες αυτές στην επιστήμη της
μηχανικής: οι αναλογίες της εμπειρίας μετασχηματίζονται έτσι στις αρχές «διατήρησης της ύλης», «αδρανούς
κίνησης» και «ισότητας της δράσης και της αντίδρασης» (…)
31
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Αν και δεν μπορούμε να αποδείξουμε ότι η φύση είναι σκόπιμα οργανωμένη, εν τούτοις
πρέπει να συστηματοποιήσουμε την εμπειρική μας γνώση έτσι σαν να ήταν η φύση οργανωμένη
κατ’ αυτόν τον τρόπο (δηλαδή σκόπιμα). Μια άλλη «νόηση» (άλλη από τη δική μας) μας
προμήθευσε τους ιδιαίτερους εκείνους εμπειρικούς νόμους που είναι διατεταγμένοι έτσι ώστε να
καθιστούν δυνατή για εμάς μια ενοποιημένη εμπειρία.84
Ο Kant θα υποδείξει τρεις ακόμη κανονιστικές αρχές που αφορούν την ταξινόμηση στην
επιστήμη: «αρχή της ομοιογένειας» (ειδικές διαφορές πρέπει να παραβλέπονται ώστε τα είδη να
ομαδοποιούνται σε γένη) ‘ «αρχή της εξειδίκευσης» (κάποιες ειδικές διαφορές πρέπει να
υπογραμμίζονται ώστε τα είδη να μπορούν να υποδιαιρεθούν σε «υπο-είδη») ‘ τέλος, μια αρχή
«της συνέχειας των μορφών» (αυτή ορίζει ότι πρέπει να υφίσταται μια συνεχής, βαθμιαία
μετάβαση από ένα είδος σε ένα άλλο).
Η «αρχή της σκοπιμότητας» μας οδηγεί να ερευνούμε τη φύση ως εάν οι νόμοι που
ανακαλύπτουμε να είναι μέρος ενός συστήματος νόμων διατεταγμένων από μια «νόηση»
«διαφορετική από τη δικής μας». Δεν γίνεται λοιπόν να αποφύγουμε να θέτουμε ερωτήματα για
τους σκοπούς που εξυπηρετούνται από τα παρατηρούμενα φαινόμενα. Τις τελεολογικές ερμηνείες
(«τελικές αιτίες») ο Kant τις θεωρούσε χρήσιμες γιατί οδηγούν σε αναζήτηση νέων αιτιακών
νόμων, και γιατί συμβάλλουν στο ιδανικό της συστηματικής οργάνωσης. Δεν πρότεινε όμως
κάποια ρηχή τελεολογία. Η ερμηνεία των φυσικών φαινομένων γίνεται με βοήθεια νόμων οι οποίοι
διατυπώνουν πρότυπα. Η «αιτιότητα» είναι θεμελιώδες συστατικό της εμπειρικής γνώσης ‘ το
«τέλος» (ο «σκοπός») δεν είναι.
Εν τούτοις πλήρης αιτιακή ερμηνεία των φαινομένων της ζωής μάλλον δεν μπορεί να
υπάρξει…85
19ος – 20ος αιώνας
J.S.Mill, J.Herschel, W.Whewell…
Ο John Stuart Mill (1806-1873) είχε σπουδές ελληνικών, ψυχολογίας, οικονομικών κ.ά.
Συνδέθηκε με την Εταιρία Ανατολικών Ινδιών, ενώ εκλέχθηκε και στο κοινοβούλιο το 1865.
Υποστήριξε την φιλοσοφία του «ωφελιμισμού». Θα προτείνει επαγωγικές τεχνικές για την
αποτίμηση της σχέσης συμπερασμάτων και αποδεικτικών στοιχείων. Το 1843 δημοσιεύεται το
System of Logic (σε αυτό αναγνωρίζει οφειλές στους Herschel και Whewell).
Ο Mill εισήγαγε τέσσερις «επαγωγικές μεθόδους»-εργαλεία.86 Στη μέθοδο της «συμφωνίας»,
σε τρεις περιστάσεις υπάρχει κοινή η «προηγούμενη συνθήκη» Χ, και στα φαινόμενα κοινό είναι
μόνο το χ. Τότε, η μέθοδος λέει ότι το Χ πιθανόν να είναι η αιτία του χ. Στην «μέθοδο της
διαφοράς» (η σημαντικότερη σύμφωνα με τον Mill για την ανακάλυψη αιτιακών σχέσεων): σε δύο
περιστάσεις, από τις «προηγούμενες συνθήκες» όταν εκλείψει η Χ, τότε δεν παρατηρείται και το
φαινόμενο χ. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Χ είναι «απαραίτητο μέρος της αιτίας του χ».
84
Η «αρχή της σκοπιμότητας» υποδεικνύει τις εξής προϋποθέσεις: η φύση ακολουθεί τον συντομότερο δρόμο
(«νόμος της οικονομίας») ‘ η φύση «δεν κάνει άλματα» (νόμος της συνέχειας στην φύση») ‘ στη φύση υπάρχει ένας
μικρός μόνο αριθμός ειδών αιτιώδους αλληλεπίδρασης ‘ υπάρχει στη φύση μια υπαγωγή ειδών και γενών, που είναι
κατανοητή σε εμάς ‘ είναι δυνατό να ενσωματώσουμε τα είδη σε προοδευτικά ανώτερα γένη. Οι 5 προϋποθέσεις αυτές
γίνονται κανονιστικές αρχές όταν ερευνούμε υποθέτοντας ότι πληρούνται: προσδιορίζουν το πώς έπρεπε να κρίνουμε
ώστε να πετύχουμε μια συστηματική γνώση της φύσης.
85
Στους ζωντανούς οργανισμούς, για παράδειγμα, το «μέρος» είναι αυτό που είναι χάριν της σχέσης του με το
«όλον», αλλά και το όλον είναι αυτό που είναι χάρη στην οργάνωση των μερών. Όμως, η αμοιβαία εξάρτηση μέρους
και όλου δεν μπορεί να εξηγηθεί πλήρως με αιτιακούς νόμους. Οι αιτιακοί νόμοι καθορίζουν μόνο ότι επιμέρους
καταστάσεις ενός οργανισμού προκύπτουν από άλλες καταστάσεις σύμφωνα με κάποιον κανόνα.
86
Μια 5η μέθοδος, «ενιαία», συνδύαζε τη «συμφωνία» και τη «διαφορά» σε ένα κοινό σχήμα.
32
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Στη μέθοδο της «διαφοράς» η συνθήκη Χ και το φαινόμενο χ συνδέονται αιτιακά μόνο όταν
οι δύο περιστάσεις διαφέρουν σε μία, και μόνο μία, συνθήκη. Ωστόσο, ένα πρώτο πρόβλημα στην
μέθοδο αυτή είναι το εξής: εάν η περιγραφή των 2 περιστάσεων περιέχει αναφορές για την θέση
στο χώρο και στον χρόνο, τότε δεν είναι δυνατόν δύο περιστάσεις που διαφέρουν ως προς την
εμφάνιση του φαινομένου να διαφέρουν επίσης «σε μία και μόνο» συνθήκη.
Μια δεύτερη δυσκολία έχει να κάνει με τις «περιστάσεις». Στις μεθόδους του Mill υποτίθεται
ότι όλες οι συνθήκες είναι «ισοδύναμες». Εάν «όλες» οι συνθήκες ήταν πράγματι ισοδύναμες τότε
μόνο θα μπορούσαμε να καθορίσουμε μια κατάλληλη περίσταση: όταν θα περιγράφαμε την
κατάσταση ολόκληρου του σύμπαντος σε μια δεδομένη χρονική στιγμή… Ο Mill αντιλαμβανόταν
αυτή τη δυσκολία και πρότεινε ότι για κάθε ιδιαίτερη έρευνα θα έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη
μόνο ένας μικρός αριθμός συνθηκών ‘ αυτή την παραδοχή την στήριζε η εμπειρία.
Ποιες συνθήκες θα μπορούσε να είναι «σχετικές» με την εμφάνιση του εξεταζόμενου
φαινομένου; (αυτό είναι κάτι που πρέπει να καθοριστεί πριν την εφαρμογή της μεθόδου).
Η μέθοδος της «συμφωνίας» ανάμεσα σε άλλα, υπόκειται στον εξής σοβαρό περιορισμό:
οφείλουμε να έχουμε καταστρώσει έναν ακριβή κατάλογο των «σχετικών» συνθηκών. Εάν
παραβλεφθεί μια σχετική συνθήκη (παρούσα σε όλες τις περιστάσεις) τότε η μέθοδος ενδέχεται να
μας παραπλανήσει.87
«Αιτία» είναι μια συνθήκη (ή ένα σύνολο συνθηκών) που ακολουθείται από ένα αποτέλεσμα
ορισμένου είδους απόλυτα και σταθερά. Όμως η γενίκευση δικαιολογείται; Αυτό που λαμβάνει
χώρα σε ένα πείραμα, θα συμβεί επίσης αναγκαία και σε μια σειρά από επόμενα πειράματα;
Περιστάσεις «πολλαπλής αιτιώδους σχέσης» είναι εκείνες στις οποίες περισσότερες από μια
αιτίες εμπλέκονται στην παραγωγή ενός αποτελέσματος. Εδώ ο Mill προχωρά σε μια υποδιαίρεση:
στην πρώτη κατηγορία εντάσσει τις περιστάσεις στις οποίες οι διάφορες αιτίες συνεχίζουν να
παράγουν τα ιδιαίτερά τους αποτελέσματα («αμοιβαία συνύπαρξη»)‘ στην δεύτερη κατηγορία
ανήκουν περιστάσεις στις οποίες υπάρχει ένα «συνιστάμενο» αποτέλεσμα («αλληλο-ανάμιξη»)
διαφορετικό από τα αποτελέσματα που είναι δυνατό να παραχθούν χωριστά. Η δεύτερη κατηγορία
υποδιαιρείται περεταίρω: το αποτέλεσμα μπορεί να είναι «ανυσματικό άθροισμα» των αιτίων88
(«σύνθεση») ‘ ή, αλλιώς, μπορεί να «διαφέρει ως προς το είδος»89 από τα διάφορα αποτελέσματα
των ξεχωριστών αιτιών.
Ο Mill αναγνώρισε και εδώ μια δυσκολία: στην περίπτωση της «σύνθεσης» αιτίων
(«ανυσματικό άθροισμα»), δεν μπορούμε να βαδίσουμε επαγωγικά από τη γνώση ότι έχει συμβεί
ένα κάποιο συνιστάμενο αποτέλεσμα στην γνώση των συνιστωσών αιτίων.90 Πρέπει λοιπόν για την
σύνθετη αιτιώδη σχέση να εφαρμόσουμε κάποια «απαγωγική» μέθοδο.91
Ο Mill, όσον αφορά την πιθανή χρήση «υποθέσεων», εικασιών δηλαδή για τις αιτίες, έθεσε
πολύ αυστηρούς περιορισμούς: για μια υπό επαλήθευση υπόθεση, όχι μόνο οι απαγωγικές της
87
Δεύτερος περιορισμός προκύπτει ως εξής: είναι δυνατόν η συνθήκη Ψ (υπάρχει μόνο στις περιστάσεις 1 και 2,
λείπει από την 3) να προκάλεσε το φαινόμενο χ στις περιστάσεις 1 και 2 και η συνθήκη Ζ (υπάρχει μόνο στην 3) να
προκάλεσε το χ στην περίσταση 3… Λόγω αυτής της δυνατότητας μπορούμε να αποφανθούμε τελικώς μόνον με
όρους «πιθανότητας» (πιθανόν το Χ να προκάλεσε το χ). Για το ενδεχόμενο της «πληθώρας αιτιών», ο Mill δήλωνε
πάντως βέβαιος ότι αυτό δεν αμφισβητείται: το Χ ήταν η αιτία (ή ουσιώδες μέρος της) για το χ, «ακόμη και εάν η
αιτία που το παράγει σε άλλες περιστάσεις μπορεί να είναι εντελώς διαφορετική».
88
Παράδειγμα η ανυσματική πρόσθεση στην Δυναμική.
89
Παραδείγματα από την Χημεία κ.ά.
90
Στην Δυναμική, είναι άπειρος ο αριθμός συνόλων δυνάμεων που θα μπορούσαν να παράγουν μια δεδομένη
συνιστάμενη κίνηση…
91
Ο Mill πρότεινε: διατύπωση ενός συνόλου νόμων ‘ απαγωγή μιας πρότασης για το συνιστάμενο αποτέλεσμα
από έναν ιδιαίτερο συνδυασμό αυτών των νόμων ‘ επαλήθευση.
33
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
συνέπειες οφείλουν να συμφωνούν με τις παρατηρήσεις, αλλά επιπρόσθετα καμία άλλη υπόθεση
δεν πρέπει να συνεπάγεται τα υπό εξήγηση γεγονότα.92
Σύμφωνα με τον Mill, εάν οι αιτιακές σχέσεις δεν είναι παρά συνεχείς σταθερές συνδέσεις
δύο ειδών γεγονότων (D.Hume), τότε όλες οι αμετάβλητες ακολουθίες θα ήταν ισοδύναμες. Όμως
για τον Mill κάποιες είναι αιτιακές ενώ άλλες δεν είναι.93 Υπάρχουν λοιπόν και «τυχαίες»
ακολουθίες.
Οι αιτιακές σχέσεις είναι ακολουθίες γεγονότων που είναι «αμετάβλητες» και
«απεριόριστες».
Πώς βεβαιώνουμε εντούτοις ότι μια ακολουθία είναι «απεριόριστη»; Μια χωρίς περιορισμούς
(«απεριόριστη») ακολουθία είναι εκείνη η οποία υπήρξε αμετάβλητη καθ’ όλη την έως τώρα
εμπειρία μας, αλλά θα εξακολουθήσει να είναι τέτοια «όσο διαρκεί η παρούσα κατάσταση των
πραγμάτων».94
Για να εδραιώσει ο Mill ότι κάθε επιχείρημα που έχει τη μορφή της «μεθόδου της διαφοράς»
αποδεικνύει αιτιακές σχέσεις, έπρεπε να αποδείξει ότι οι σχέσεις είναι και «αμετάβλητες» και
«χωρίς περιορισμούς» («απεριόριστες»)… Ο Mill ισχυρίστηκε ότι το κατόρθωσε. Χρειαζόταν: ο
νόμος της αιτιακής σχέσης να είναι «αναγκαία αλήθεια» για να επιβεβαιώσει ότι με την «μέθοδο
της διαφοράς» αποδεικνύονται οι αιτιακές σχέσεις.
Δεν μπορούμε να επεκταθούμε εδώ σε περισσότερες λεπτομέρειες. Ωστόσο, κλείνοντας ας
σημειώσουμε τα εξής: Για τον Mill ο νόμος της «αιτιώδους σχέσης» είναι «αναγκαία αλήθεια»95 ‘
αποτελεί γενίκευση τέτοιου «εύρους» ώστε κάθε ακολουθία γεγονότων επιτρέπει τον έλεγχο της
αλήθειας τους, και μάλιστα πρόσθετε ότι δεν γνωρίζουμε καμία εξαίρεση στον νόμο αυτό.96 Στην
πραγματικότητα ο παραπάνω ισχυρισμός του Mill δεν ευσταθεί ‘ καμία αναφορά στην εμπειρία
(στον τρόπο με τον οποίο υπάρχουν τα πράγματα) δεν «αποδεικνύει» ότι τα πράγματα δεν θα
μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Ακόμη και η «μη ύπαρξη εξαίρεσης» στον νόμο της αιτιακής
σχέσης, δεν σημαίνει ότι ο νόμος είναι «αναγκαία» αλήθεια.
O John Herschel (1792-1871μ.Χ.) σπούδασε στο Cambridge. Οι μελέτες του περιστράφηκαν
γύρω από φαινόμενα διάθλασης, την φωτοχημεία, την αστρονομία κ.ά. Την περίοδο 1834-38, στο
ακρωτήριο της “καλής ελπίδας”, θα επεκτείνει τις έρευνες του πατέρα του για τους διπλούς
αστέρες και τα νεφελώματα. Το 1830 δημοσιεύει το Preliminary Discourse on the Study of Natural
Philosophy.
Ο Herschel θα εισάγει μια σαφή διάκριση στη φιλοσοφία της επιστήμης, ανάμεσα στο
«πλαίσιο της ανακάλυψης» και το «πλαίσιο της επιβεβαίωσης»: η μέθοδος που διατυπώνεται σε
μια θεωρία είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την δυνατότητα αποδοχής της.97 Όσον αφορά το
«πλαίσιο ανακάλυψης», υπάρχουν δύο διακριτές κατευθύνσεις μέσω των οποίων μπορούμε να
περάσουμε από τις παρατηρήσεις στους νόμους και τις θεωρίες. Ο ένας δρόμος είναι η εφαρμογή
92
Επομένως πλήρης επαλήθευση μιας υπόθεσης σημαίνει, αποκλεισμό κάθε άλλης δυνατής εναλλακτικής
υπόθεσης.
93
Η ημέρα δεν είναι η «αιτία» της νύχτας…
94
Η «παρούσα κατάσταση» ο Mill διευκρινίζει είναι οι «έσχατοι νόμοι της φύσης (οποιοιδήποτε και εάν είναι,
που διακρίνονται από τους παράγωγους νόμους και από συνδυασμούς λέξεων». Εάν λοιπόν οι (συνήθεις) συνθήκες
αλλάξουν (με τρόπο συνεπή στους «έσχατους νόμους») και εάν τότε δεν εμφανιστεί το αναμενόμενο αποτέλεσμα τότε
η ακολουθία είναι «περιορισμένη» (υπό συνθήκη).
95
Κάθε ακολουθία γεγονότων είναι και ένας έλεγχος αυτού του νόμου, και κάθε ακολουθία που έχουμε
ερευνήσει τον επιβεβαιώνει…
96
Κάθε φαινομενική «εξαίρεση» ανιχνεύεται είτε στην απουσία μιας προγενέστερης συνθήκης (που συνήθως
είναι παρούσα) είτε στην παρουσία μιας συνθήκης που συνήθως λείπει.
97
Μια ευφάνταστη εικασία και ένας ενδελεχής επαγωγικός συμπερασμός έχουν το ίδιο βάρος εάν οι απαγωγικές
τους συνέπειες επιβεβαιώνονται από τις παρατηρήσεις.
34
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
ενός ειδικού επαγωγικού σχήματος. Στην επιστημονική μέθοδο, πρώτα υποδιαιρούμε τα
πολύπλοκα φαινόμενα στα «συστατικά» τους μέρη και επικεντρώνουμε στις «ιδιότητες» που είναι
«αποφασιστικές» για την ερμηνεία των φαινομένων. Αυτά τότε θα αποτελέσουν την πρώτη ύλη για
τη διατύπωση «νόμων»: νόμους μπορεί να αποτελούν και έγκυρες ακολουθίες γεγονότων και
συσχετίσεις διαφόρων ιδιοτήτων («γενικά γεγονότα»).98
Ο άλλος τρόπος είναι η διατύπωση υποθέσεων (εδώ δεν μπορούμε να έχουμε εφαρμογή
άκαμπτων κανόνων).
Το επόμενο στάδιο της επιστημονικής ερμηνείας έπειτα από την ανακάλυψη νόμων είναι η
«ενσωμάτωση» αυτών των νόμων σε θεωρίες. Οι θεωρίες αναδύονται είτε με περεταίρω
επαγωγική γενίκευση είτε με διατύπωση τολμηρών υποθέσεων που συνδέουν προηγουμένως
ασύνδετους νόμους.
Για το «πλαίσιο επιβεβαίωσης», ένα είδος «συνθηκών» επιβεβαίωσης είναι η επέκταση ενός
νόμου σε ακραίες καταστάσεις. Ένα άλλο είδος συνθηκών είναι η περίπτωση ενός μη
αναμενόμενου αποτελέσματος, η οποία δείχνει ότι ένας νόμος (ή μια θεωρία) δεν έχουν
προδιαγεγραμμένη κατάληξη.99 Άλλο είδος «συνθηκών επιβεβαίωσης»: τα «αποφασιστικά
πειράματα». Αυτά είναι έλεγχοι από τους οποίους οφείλουν να επιβιώσουν οι αποδεκτές
θεωρίες.100
Ο William Whewell (1794-1866μ.Χ.) πήρε πτυχίο από το Trinity College (Cambridge).
Καθηγητής μεταλλειολογίας, καθηγητής ηθικής φιλοσοφίας και μετέπειτα αντι-καγκελάριος. To
1840, θα δημοσιεύσει το Philosophy of the Inductive Sciences.
Την φιλοσοφία του της επιστήμης ο Whewell θα την στηρίξει στις έρευνές του πάνω στην
ιστορία της επιστήμης. Εξέτασε τις «πραγματικές συνθήκες» και διαδικασίες ανακάλυψης σε
διάφορε επιστήμες ώστε να διαπιστώσει εάν εμφανίζονται ομοιότητες (ή πρότυπα). Η ιστορία της
επιστήμης «δεν είναι απλή αποθήκη παραδειγμάτων», τα οποία ανασύρουμε όταν θελήσουμε να
υποστηρίξουμε κάποια επί μέρους θέση για την επιστημονική μέθοδο. Κατά την ιστορική
αποκατάσταση του παρελθόντος αναγκαία προβαίνουμε και σε πράξεις «σύνθεσης», και η βασική
μεθοδολογική αρχή που θα προτείνει Whewell θα είναι η διάκριση «γεγονός-ιδέα».
Τα «γεγονότα» δεν είναι απλές αναφορές της αισθητηριακής μας εμπειρίας, είναι «κομμάτια
γνώσης», η πρώτη ύλη για την διατύπωση νόμων και θεωριών. Υπάρχει μόνο σχετική διάκριση
μεταξύ γεγονότος και θεωρίας. Οι «ιδέες» είναι εκείνες οι «ορθολογικές αρχές» οι οποίες
συνενώνουν γεγονότα μεταξύ τους. Οι ιδέες εκφράζουν όψεις της εμπειρίας η οποία είναι
αναγκαία συνθήκη για την κατανόηση, εν τούτοις -σε συμφωνία με την αντίληψη του Kant- οι
ιδέες επιβάλλονται στις αισθήσεις, δεν προκύπτουν από αυτές. 101 «Καθαρό» γεγονός ξέχωρο από
οποιαδήποτε «ιδέα» δεν μπορεί να υπάρξει. Πολλά «γεγονότα» που νομίζουμε πως είναι απλά,
προκύπτουν από την οργάνωση της εμπειρίας μας μέσω διαφόρων αρχών ‘ περιλαμβάνουν πολλές
συναφείς «ιδέες» χωρίς να το συνειδητοποιούμε και να το προσέχουμε. Ένας τρόπος να δηλωθεί η
διαφορά «γεγονότος» και «θεωρίας» είναι να θεωρήσουμε «τη θεωρία ωε μια συνειδητή και το
98
Μια «έμμεση» επιβεβαίωση των νόμων της φύσης μπορεί να γίνει εάν καθορίσουμε ότι πληρούνται ορισμένες
«οριακές συνθήκες».
99
Είναι δυνατό να υπάρξει, για παράδειγμα, μια ανακάλυψη η οποία θα αποτελέσει μια μη αναμενόμενη
επιβεβαίωση μιας θεωρίας.
100
Μια παρατήρηση εδώ είναι πως «αποφασιστικό» ένα πείραμα μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο εάν κάθε δυνατή
άλλη εναλλακτική υπόθεση αποδειχθεί ασυνεπής με τα αποτελέσματα. Ο Herschel γενικώς πρότεινε να εξετάζονται
με επιμονή «συνθήκες διάψευσης», και ο επιστήμονας να επιδιώκει την αντίθεση και τις εξαιρέσεις οι οποίες
περιορίζουν το εύρος εφαρμογής μιας θεωρίας.
101
Στις «ιδέες» περιλαμβάνονται τόσο γενικές έννοιες (όπως χώρος, χρόνος, αιτιότητα κ.ά.) όσο και επιμέρους
έννοιες βασικές για ιδιαίτερες επιστήμες.
35
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
γεγονός ως μια μη συνειδητή εξαγωγή συμπεράσματος από τα φαινόμενα που παρουσιάζονται στις
αισθήσεις μας».102
Το «πρότυπο» το οποίο ισχυρίστηκε ότι διαπίστωσε στην ιστορία των επιστημών
περιελάμβανε ένα «προοίμιο», μια «επαγωγική περίοδο» και ένα «επακολούθημα». Το πρώτο
στάδιο αφορά συλλογή και ανάλυση γεγονότων και αποσαφήνιση εννοιών. Η επαγωγική περίοδος
αναδύεται (θεωρίες, νόμοι) όταν ένα συγκεκριμένο εννοιολογικό σχήμα προστεθεί στα γεγονότα.
Και το «επακολούθημα» (απαγωγή) αποτελεί την παγιοποίηση και επέκταση της ενοποίησης. Το
σχήμα αυτό για τον Whewell επαναλαμβάνεται στην ιστορία και παριστάνει την μορφολογία της
«επιστημονικής προόδου».
Η «ανάλυση των γεγονότων» είναι η αναγωγή σύνθετων σε «στοιχειώδη» γεγονότα τα οποία
καθορίζουν σχέσεις ανάμεσα σε καθαρές και διακεκριμένες ιδέες (χώρος, χρόνος, αριθμός, δύναμη
κ.ά.). Οι «έννοιες» θεωρούνται «ειδικές τροποποιήσεις» των θεμελιωδών ιδεών των επιστημών και
έχουν μικρότερο πεδίο εφαρμογής. Πώς μπορούμε να αναγνωρίσουμε εάν κάποιος έχει πετύχει μια
«καθαρή και σταθερή» αντίληψη μιας ιδέας; Ένας τρόπος για να εκτιμήσουμε αναδρομικά την
σαφήνεια μιας ιδέας είναι μετρώντας την «επιτυχία» της θεωρίας στην οποία αυτή είναι
ενσωματωμένη.103
Οι νόμοι και οι θεωρίες αποτελούν «σύνδεση» («συνένωση») γεγονότων (ο ερευνητής
επιπροσθέτει στα γεγονότα μια αντίληψη). Η «επαγωγή» περιγράφει την διαδικασία «μιας αληθούς
σύνδεσης γεγονότων με τη βοήθεια μιας ακριβούς και κατάλληλης αντίληψης». 104 Η επαγωγή
είναι μια «διαδικασία» ανακάλυψης, επινόησης και δοκιμών ‘ είναι μια διαδικασία γενίκευσης
γεγονότων έτσι ώστε να πετύχουμε μια σύνδεση, δεν είναι αυστηρό σχήμα κανόνων για την
απόδειξη προτάσεων. Στην ιστορία της επιστήμης διαπιστώνεται η σημασία της δημιουργικής
φαντασίας και της «εφευρετικής ικανότητας» των επιστημόνων ‘ οι κατάλληλες υποθέσεις δεν
προκύπτουν από κανόνες. Η ίδια η επιστημονική ανακάλυψη δεν ανάγεται σε κανόνες.105
Ο Whewell, περιγράφοντας την εξελικτική ανάπτυξη μιας επιστήμης, πρότεινε την αναλογία
της συρροής των παραποτάμων για τον σχηματισμό ενός ποταμού: οι ιστορικές του μελέτες του
υποδείκνυαν πως μια επιστήμη εξελίσσεται μέσω «προοδευτικής ενσωμάτωσης» προηγούμενων
αποτελεσμάτων σε νέες θεωρίες. Μπορεί πράγματι διαδοχικές ερμηνείες επιμέρους φαινομένων να
μην είναι πάντοτε «συνεπείς», ωστόσο ο ίδιος συμπέρανε ότι η επιστήμη είναι μια «συνεχής
πορεία προς τα εμπρός» μάλλον παρά μια σειρά «επαναστάσεων». 106
Η ιστορία λοιπόν των επιστημών αποκάλυπτε και την ίδια την «λογική της επαγωγής»: το
νήμα είναι η αναλογία των συρρεόντων παραποτάμων. Εφόσον η επιστημονική «πρόοδος» είναι
μια διαδοχική ενσωμάτωση νόμων σε θεωρίες, τότε ένα αποδεκτό σύνολο γενικεύσεων μέσα σε
μια συγκεκριμένη επιστήμη οφείλει να εμφανίζει ένα ορισμένο «δομικό σχέδιο»: αυτό το «σχέδιο»
είναι ένας «επαγωγικός πίνακας», μια ανεστραμμένη πυραμίδα με τα ειδικά γεγονότα στο επάνω
μέρος και τις γενικεύσεις μεγαλύτερου εύρους στο κάτω.107
Η «ενσωμάτωση» («σύγκλιση επαγωγών») γενικεύσεων σε μια περισσότερο περιεκτική
θεωρία για τον Whewell ήταν αφ’ εαυτής ένα κριτήριο αποδοχής για μια επιστημονική θεωρία.
102
“Philosophy of the Inductive Sciences”.
Μπορούμε έτσι για παράδειγμα να συμπεράνουμε για μια ιδέα την προοδευτική της διασάφηση με το
πέρασμα των χρόνων στο έργο ορισμένων ερευνητών. Οι έννοιες εκτός από «σαφείς» πρέπει να είναι και
«κατάλληλες» για τα γεγονότα στα οποία εφαρμόζονται: οι επιβεβαιώσεις των θεωριών και των νόμων είναι ένα
κριτήριο. Το κριτήριο της «καταλληλότητας» μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να αποκλείσουμε (εκ των προτέρων)
«άστοχες» ερμηνείες.
104
«τα γεγονότα δεν συνενώνονται απλώς μαζί, αλλά θεωρούνται και από μια νέα σκοπιά».
105
Αυτό δεν μειώνει την σημασία κανονιστικών αρχών, όπως η απλότητα ή η συνέχεια, στην επιλογή
υποθέσεων.
106
Η έμφαση δινόταν στις πλευρές των θεωριών που βοηθούν θετικά στον σχηματισμό επόμενων θεωριών.
107
Η μετάβαση από πάνω προς τα κάτω αντιστοιχεί σε μια προοδευτική επαγωγική γενίκευση.
103
36
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Η επιστημονική γνώση είναι συνένωση γεγονότων με την βοήθεια ιδεών ‘ εάν αυτές οι ιδέες
εκφράζουν αναγκαίες αλήθειες, τότε συμπεραίνουμε ότι μέρος –τουλάχιστον- της επιστημονικής
γνώσης έχει το status αναγκαίας αλήθειας.
Ο Whewell θα προχωρήσει σε μια διάκριση: μεταξύ «μορφής» και «περιεχομένου» των
θεμελιωδών νόμων της φύσης. Για παράδειγμα, οι νόμοι κίνησης του Newton προσφέρουν το
παράδειγμα της «μορφής» της ιδέας της αιτιώδους σχέσης. Η σημασία της «αιτιώδους σχέσης»
αναλύεται στα εξής τρία αξιώματα: τίποτε δεν μπορεί να λάβει χώρα χωρίς αιτία, τα αποτελέσματα
είναι ανάλογα προς τις αιτίες τους, και η αντίδραση είναι ίση και αντίθετη προς τη δράση. Ωστόσο
η εμπειρία είναι αυτή που θα προσδιορίσει το «περιεχόμενο» αυτών των αξιωμάτων.108 Η
«αναγκαία υπόσταση» των θεμελιωδών νόμων της φύσης προκύπτει από την σχέση τους με
εκείνες τις ιδέες οι οποίες είναι a priori αναγκαίες συνθήκες αντικειμενικής εμπειρικής γνώσης.
P.Duhem, E.Mach, H.Poincare, N.R.Campbell, C.Hempel, H.Harre…
Ο Pierre Duhem (1816-1916) υπήρξε καθηγητής φυσικής στο πανεπιστήμιο του Bordeaux.
Οι έρευνές του αφορούσαν κυρίως την ιστορία και φιλοσοφία της επιστήμης. Η μελέτη του για την
φυσική του Μεσαίωνα οδήγησε στην άποψη ότι η «επιστημονική επανάσταση» του 16 ου και του
17ου αιώνα στηρίχθηκε σημαντικά στο έργο σημαντικών συγγραφέων του Μεσαίωνα ‘ η ιστορία
δηλαδή της επιστήμης επιβεβαιώνει την άποψη ότι η μεσαιωνική περίοδος υπήρξε από πολλές
απόψεις γόνιμη. Το 1906 θα δημοσιεύσει την εργασία του Aim and Structure of Physical Theory.
Σε συμφωνία με τον Whewell, και για τον Duhem οι επιτυχείς θεωρίες συνδέουν
(συνενώνουν) πειραματικούς νόμους. Όμως: οι θεωρίες «αναπαριστούν» μια ομάδα νόμων, δεν
«εξηγούν».
Συνήθως αποδεχόμαστε ότι οι θεωρίες «εξηγούν» τα φαινόμενα, περιγράφοντας την
«πραγματικότητα που υπόκειται σε αυτά. Ο Duhem αρνείται την «εξηγητική» τους λειτουργία,
μόνο η «αναπαραστατική» λειτουργία τους έχει επιστημονική αξία.
Για τον Duhem μια επιστημονική θεωρία συναπαρτίζεται από ένα «σύστημα αξιωμάτων» και
από «κανόνες αντιστοίχησης» οι οποίοι συνδέουν κάποιους από τους όρους του αξιωματικού
συστήματος με πειραματικά προσδιοριζόμενα μεγέθη.109 Η θεωρία πάντως δεν «αναπαριστά»
δηλώνοντας απλά και μόνο μια σύνδεση νόμων. Η θεωρία πρέπει να συνεπάγεται πειραματικά
ελέγξιμους νόμους, εντούτοις οι θεμελιώδεις της παραδοχές ενδέχεται να εμπεριέχουν και όρους
και προτάσεις για μεγέθη τα οποία δεν συνδέονται με διαδικασίες μέτρησης.
Η επιστημονική μέθοδος διαποτίζεται από θεωρητικούς στοχασμούς ‘ δεν υπάρχουν (όπως
και στον Whewell) μη αναγώγιμα γεγονότα έξω από κάθε θεωρία, τα πειραματικά δεδομένα
ερμηνεύονται αδιάλειπτα με τη βοήθεια θεωριών.110
108
Οι νόμοι του Newton παρέχουν την εμπειρική ερμηνεία των αξιωμάτων της αιτιώδους σχέσης και γι’ αυτό
αποκτούν την ισχύ «αναγκαίων αληθειών».
109
Επιπρόσθετα μπορεί να υπάρχει και ένα πρότυπο (μοντέλο) ή μια εικόνα, η οποία συνδέεται με το σύστημα
αξιωμάτων που ερμηνεύεται, ωστόσο το πρότυπο αυτό δεν αποτελεί κομμάτι της λογικής δομής της θεωρίας. Τα
πρότυπα έχουν μόνο «ευρετική αξία» στην αναζήτηση πρόσθετων πειραματικών νόμων. Για παράδειγμα: στην
«κινητική θεωρία των αερίων» τα αξιώματα δηλώνουν σχέσεις ανάμεσα σε όρους όπως «μόριο», «ταχύτητα», μάζα»
κλπ. Το σύστημα αξιωμάτων συνδέεται με την εμπειρία μέσω μιας μαθηματικής έννοιας (σχέσης) ‘ οι «κανόνες
αντιστοίχησης» συνδέουν αυτή τη μαθηματική σχέση με μεγέθη όπως είναι η πίεση και η θερμοκρασία του αερίου. Σε
αυτή την περιγραφή το πρότυπο (εικόνα) που παριστάνει ελαστικές συγκρούσεις σημειακών μαζών για τον Duhem
δεν έχει καμία εξηγητική λειτουργία. Η αξία της κινητικής θεωρίας έγκειται στο ότι «συνενώνει» πειραματικούς
νόμους (για μακροσκοπική συμπεριφορά) που προηγούμενα δεν είχαν σχέση μεταξύ τους.
110
Η ένδειξη σε ένα όργανο έχει αξία μόνο σε συνδυασμό με την ερμηνεία της σημασίας αυτής της τιμής. Οι
επιστήμονες γνωρίζουν ότι τα όργανα έχουν ένα εύρος (μικρό ή μεγάλο) πεπερασμένου πειραματικού σφάλματος ‘ ο
37
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Ένας πειραματικός νόμος χρησιμεύει μόνον εφόσον υποστεί μια ερμηνεία, αυτή θα τον
«μεταμορφώσει σε έναν συμβολικό νόμο» ‘ η ερμηνεία «συνεπάγεται την προσχώρηση σε ένα
ολόκληρο σύνολο θεωριών». Επίσης, «κανένας πειραματικός νόμος δεν είναι ακριβής, παρά μόνο
κατά προσέγγιση» και υπόκειται έτσι σε μια «απειρία διαφορετικών συμβολικών μεταφράσεων» ‘
ανάμεσα από όλες αυτές τις μεταφράσεις θα διαλέξουμε μια η οποία θα μας προμηθεύσει με μια
γόνιμη υπόθεση (χωρίς η επιλογή μας να καθοδηγείται από το πείραμα).
Σύμφωνα με τον Duhem, η πρόβλεψη ότι θα συμβεί ένα φαινόμενο, πραγματοποιείται με
βάση ένα σύνολο προκείμενων που περιλαμβάνουν νόμους και προτάσεις για προγενέστερες
συνθήκες. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε την υπόθεση Υ που διατυπώνεται στην προκείμενη (Υ)111
και μια προκείμενη (Π) που αφορά τον συγκεκριμένο πειραματισμό μας. Εάν οι προκείμενες είναι
αληθείς τότε και το συμπέρασμα πρέπει να είναι αληθές. Εάν το συμπέρασμα (Σ) του συλλογισμού
μας είναι ψευδές, τότε μία (ή περισσότερες) προκείμενη δεν είναι αληθής. Αυτό ωστόσο που
διαψεύδεται είναι η «σύνδεση» (των Υ και Π) και όχι η ίδια η Υ. Επομένως αποτυχία να
παρατηρήσουμε το προβλεφθέν φαινόμενο διαψεύδει μόνο την «σύνδεση» των υποθέσεων ‘ ο
ερευνητής είναι ελεύθερος να τροποποιήσει ή να αντικαταστήσει οποιαδήποτε από τις υποθέσεις
που βρίσκονται στις προκείμενες.112 Η απόφαση -όταν εμφανιστεί μαρτυρία που ακυρώνει εκείνο
που προβλέπαμε ότι θα συμβεί- για το ποια υπόθεση, ποια παραδοχή πρέπει να αλλάξουμε,
αφήνεται στην αμερόληπτη κρίση των επιστημόνων.113
Όσον αφορά τον ρόλο του «αποφασιστικού πειράματος», ο Duhem ισχυρίστηκε πως ένα
πείραμα θα ήταν πράγματι «αποφασιστικό» μόνο στην περίπτωση που θα απάλειφε οριστικά κάθε
δυνατό σύνολο ερμηνευτικών προκείμενων, «εκτός από ένα». Τέτοια «αποφασιστικά πειράματα»
για τον Duhem δεν υπάρχουν.
Ο Ernst Mach (1838-1916) σπούδασε φυσική στη Βιέννη.
Για τον Mach οι «μεταφυσικές» ερμηνείες πρέπει να αποκλειστούν από τη φυσική.
Προορισμός της επιστήμης δεν είναι η ανακάλυψη κάποιας «αντικειμενικής πραγματικότητας»
«πίσω» από τα φαινόμενα ‘ η επιστήμη περιγράφει σχέσεις ανάμεσα στα φαινόμενα. Η επιστήμη
«σώζει» τις εμπειρίες μας, οι επιστημονικοί νόμοι και οι θεωρίες είναι συγκεφαλαιώσεις, νοητικές
ανασυγκροτήσεις γεγονότων, επιτρέπουν να προλαμβάνουμε και να περιγράφουμε γεγονότα.
«Η ίδια η επιστήμη […] μπορεί να θεωρηθεί ως ένα πρόβλημα ελαχίστου, που συνίσταται στην
όσο το δυνατόν πληρέστερη παρουσίαση των γεγονότων με την ελάχιστη δυνατή δαπάνη σκέψης». Η
«οικονομία» στην αναπαράσταση επιτυγχάνεται με τη διατύπωση «περιεκτικών» θεωριών στις
οποίες νόμοι παράγονται (απαγωγικά) από λίγες γενικές αρχές.
Σε συμφωνία με τον Berkeley ο Mach θεωρεί σφάλμα να υποθέτουμε ότι οι έννοιες και οι
σχέσεις της επιστήμης αντιστοιχούν σε κάτι που υπάρχει στη φύση. Οι θεωρίες είναι χρήσιμες για
την περιγραφή φαινομένων αλλά δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη πραγμάτων (όπως τα άτομα κλπ.).
Δεν υφίσταται κάποιο «βασίλειο της πραγματικότητας» «πίσω» από την επικράτεια των
φαινομένων. «Ό, τι αναπαριστάνουμε μέσα μας πίσω από τα φαινόμενα υπάρχει μόνο στη νόησή μας
και έχει για εμάς την αξία μόνο μιας τεχνικής μνήμης […]».
Duhem θα το εκφράσει αυτό παρατηρώντας ότι απείρως πολλά «θεωρητικά γεγονότα» συμφωνούν με ένα σύνολο
δεδομένων πειραματικών συνθηκών.
111
«σε όλες τις περιπτώσεις, όταν ένα…»…
112
Αυτό σημαίνει ότι αποδίδει σε αυτή την υπόθεση status «σύμβασης» για την οποία δεν εγείρεται θέμα
αλήθειας ή ψεύδους.
113
Είναι πιθανό μια παραδοχή να εμφανίζεται σε ορισμένες επιβεβαιωμένες θεωρίες, ενώ μια άλλη να
διατυπώνεται μόνο στην υπό εξέταση θεωρία. Τότε υπάρχουν λόγοι να αμφισβητηθεί η δεύτερη μάλλον παρά η
πρώτη. Εντούτοις, στην ίδια την λογική της ακύρωσης του συμπεράσματός μας δεν υπάρχει τίποτε που να εντοπίζει
συγκεκριμένα τα εσφαλμένα μέρη της θεωρίας.
38
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Ο Mach θα επιδιώξει να αναδιατυπώσει την νευτώνεια μηχανική φαινομεναλιστικά: η
μηχανική μπορούσε κατ’ αυτόν να απορρίψει «μεταφυσικές» θέσεις για κινήσεις στον «απόλυτο
χώρο και χρόνο» κλπ. Για το λόγο αυτό θα υποδιαιρέσει τις θεμελιώδεις της προτάσεις σε
«εμπειρικές γενικεύσεις» και «a priori ορισμούς». Για το εάν οι «εμπειρικές γενικεύσεις» είναι –
πιθανόν- αλήθειες θα αποφανθεί η εμπειρική μαρτυρία.114
Ο Henri Poincare (1854-1912), σπούδασε στη σχολή μεταλλειολόγων, αλλά σύντομα άλλαξε
προσανατολισμό προς τα μαθηματικά. Το 1881 θα βρεθεί στο πανεπιστήμιο του Παρισιού. Το
1905 δημοσιεύεται το Science and Hypothesis και το 1907 το The Value of Science.
Ο Poincare διαχώρισε τον ισχυρισμό του Whewell ότι ορισμένοι επιστημονικοί νόμοι είναι a
priori αλήθειες, από την θεωρία του Kant στην οποία ο Whewell στηρίχθηκε για να δικαιολογήσει
αυτό το status. Για τον Poincare δεν υφίσταται κάποιο σύνολο αμετάβλητων ιδεών οι οποίες
καθιστούν τους επιστημονικούς νόμους «αναγκαίους». Το γεγονός ότι ένας επιστημονικός νόμος
θεωρείται «σωστός ανεξάρτητα» από οποιαδήποτε αναφορά στην εμπειρία υποδεικνύει μάλλον τη
σιωπηρή μας απόφαση να χρησιμοποιήσουμε τον νόμο ως μια «σύμβαση». Εάν ένας νόμος είναι
«a priori αληθής» είναι γιατί διατυπώθηκε κατά τέτοιον τρόπο ώστε καμία εμπειρική μαρτυρία να
μην μπορεί να λειτουργήσει εναντίον του.
Πολλοί μελετητές συμφωνούν πως δεν μπορούμε να αποδώσουμε στον Poincare μια άποψη
που λέει πως οι γενικοί επιστημονικοί νόμοι «δεν είναι τίποτε άλλο παρά» συμβάσεις (που ορίζουν
θεμελιώδεις έννοιες). Οι νόμοι έχουν πράγματι μια λειτουργία ως συμβάσεις, αλλά έχουν επίσης
και μια νόμιμη λειτουργία ως εμπειρικές γενικεύσεις.115
Για τον Poincare, το ποια καθαρή γεωμετρία χρησιμοποιούμε για την περιγραφή των
χωρικών σχέσεων ανάμεσα στα σώματα είναι επίσης ζήτημα «σύμβασης», ωστόσο η ευκλείδεια
γεωμετρία είναι η πιο πιθανή να επιλέγεται από τους επιστήμονες ακριβώς λόγω της απλότητάς
της στην εφαρμογή.116
Ο Norman R. Campbell (1880-1949), αποφοίτησε και αυτός από το Cambridge. Εργάστηκε
στην Γενική Ηλεκτρική Εταιρία ως φυσικός-ερευνητής. Το 1957 εκδόθηκε το έργο του
Foundations of Science.
Για τον Campbell μια φυσική θεωρία περιλαμβάνει προτάσεις δύο ειδών. Το πρώτο σύνολο
προτάσεων το ονόμασε «υπόθεση της θεωρίας»: μια «υπόθεση» είναι αποτελείται από προτάσεις η
αλήθεια των οποίων δεν μπορεί να βεβαιωθεί εμπειρικά. Το δεύτερο σύνολο προτάσεων το
ονόμασε «λεξικό» για την υπόθεση: οι προτάσεις στο «λεξικό» συνδέουν τους όρους της υπόθεσης
με προτάσεις των οποίων μπορεί να προσδιοριστεί η εμπειρική αλήθεια.
Σε πολλές θεωρίες, υπάρχουν όροι για τους οποίους δεν υφίστανται αντίστοιχα «λήμματα»
στο «λεξικό».117 Δεν είναι επομένως αναγκαίο να συνδέσουμε κάθε όρο της «υπόθεσης» με
πειραματικά ελέγξιμες παραδοχές προκειμένου να έχει η θεωρία μας (ως σύνολο) εμπειρικό
νόημα.
114
Αναγκαίο, για να έχουν όλα αυτά εμπειρική σημασία, είναι να προσδιοριστούν οι μέθοδοι μέτρησης χωρικών
και χρονικών διαστημάτων. Ο Mach πρότεινε ένα «σύστημα συντεταγμένων» που ορίζεται με βάση τους «απλανείς
αστέρες» προκειμένου να απαλείψει κάθε αναφορά σε «απόλυτο χώρο». «Απόλυτος χρόνος» επίσης δεν υφίσταται
εφόσον δεν έχει νόημα να μιλάμε για «ομοιόμορφη καθ’ εαυτή» κίνηση.
115
«δικαίωση» της εισαγωγής κάποιων συμβάσεων στην επιστήμη αποτελεί η γονιμότητά τους και η
καρποφορία για την μετέπειτα έρευνα.
116
Ας σημειώσουμε εδώ πως για τον Poincare, η εφαρμογή μιας καθαρής γεωμετρίας στην εμπειρία έχει δύο
όψεις: μια αφηρημένη συνιστώσα και μια εμπειρική συνιστώσα. (…)
117
Σ’ αυτό διαπιστώνουμε συμφωνία με τον Duhem.
39
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Οι φυσικές θεωρίες με βάση την τυπική τους δομή, υποδιαιρούνται από τον Campbell σε
«μαθηματικές» και «μηχανικές» θεωρίες. Στις «μαθηματικές» θεωρίες, όλοι οι σημαντικοί όροι
της «υπόθεσης» σχετίζονται άμεσα με εμπειρικά προσδιοριζόμενα μεγέθη. Στις «μηχανικές»
θεωρίες κάποιοι όροι της υπόθεσης σχετίζονται με τέτοια μεγέθη μόνο μέσω συναρτήσεων αυτών
των όρων.118
Η τυπική δομή: «υπόθεση» συν «λεξικό», δεν είναι εντούτοις αρκετή. Η θεωρία πρέπει
επιπλέον να συνδέεται και με μια «αναλογία». Μια θεωρία «ερμηνεύει πάντοτε νόμους, που
μπορούν τότε να παραχθούν (απαγωγικά) από αυτήν, όταν μπορούμε να φανταστούμε ότι το
σύστημα στο οποίο εφαρμόζονται οι νόμοι αυτοί, συνίσταται κατά κάποιο τρόπο από άλλα
συστήματα στα οποία εφαρμόζονται άλλοι γνωστοί (από παλιά) νόμοι». 119 Η «αναλογία» που
συνδέεται με μια θεωρία δεν αποτελεί απλώς μια ευρετική επινόηση για διευκόλυνσή μας στην
έρευνα για νέους νόμους ‘ αντιθέτως, η «αναλογία» είναι ουσιαστικό κομμάτι της θεωρίας.120
Σκοπός της επιστήμης είναι η ανακάλυψη νόμων και η εξήγησής τους (μέσω ενσωμάτωσης
σε θεωρίες).
Ο Carl Hempel (1905-1997) σπούδασε στο Gottingen, στη Heidelberg και στο Berlin.
Υπήρξε μέλος της ομάδας του Βερολίνου που υποστήριξε τις θέσεις του «Κύκλου της Βιέννης»
(δεκαετία 1930). Στα 1937 θα βρεθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες (Princeton, Yale). Ασχολήθηκε με
την «λογική της επιστημονικής εξήγησης και την δόμηση των θεωριών. Το 1965 εκδίδεται το
Aspects of Scientific Explanation.
O Hempel, θα αμφισβητήσει τη θέση του Campbell ότι στις επιστημονικές θεωρίες η
«αναλογία» είναι αυτή που μας οδηγεί στην εξήγηση των νόμων που παράγονται από μια θεωρία.
Η προσφυγή σε κάποια αναλογία δεν προσθέτει εξηγητική δύναμη. Η «εννοιολογική
ολοκλήρωση» συνίσταται στο να μπορεί να δειχθεί πώς ένα ιδιαίτερο σύνολο θεωρητικών
παραδοχών συνεπάγεται έναν αριθμό διακριτών πειραματικών νόμων ‘ αυτή η «ολοκλήρωση»121
συνιστά και την εξηγητική δύναμη μιας θεωρίας.
Οι αναλογίες επέδρασαν σημαντικά στην πορεία της επιστήμης, ωστόσο εφόσον δεν
αποτελούν προκείμενες στην απαγωγή πειραματικών νόμων, δεν αποτελούν και μέρος των
θεωριών.122
Η Mary B. Hesse (1924- ) δίδαξε φιλοσοφία της επιστήμης στο πανεπιστήμιο του
Cambridge. Σπούδασε φυσική, μαθηματικά και ιστορία και φιλοσοφία της επιστήμης στο Λονδίνο.
118
Ας προσθέσουμε εδώ πως οι μηχανικές θεωρίες προκύπτουν μόνο με επιτυχή εφαρμογή μιας «αναλογίας».
Κανόνες (εκ των προτέρων) για τον διαχωρισμό κατάλληλων από ακατάλληλες αναλογίες, δεν μπορούν να
προσδιοριστούν. Η φαντασία του επιστήμονα και η γονιμότητα της θεωρίας είναι κύριες παράμετροι εδώ. Στις
μαθηματικές θεωρίες αυτό που είναι σημαντικό είναι η μαθηματική «απλότητα». Οι μαθηματικές θεωρίες πάντως δεν
αποτελούν απλώς «προεκτάσεις» πειραματικών νόμων.
119
Παράδειγμα: στην «κινητική θεωρία των αερίων» έχουμε αναλογία μεταξύ μορίων ενός αερίου και ενός
πλήθους σωματιδίων. Τα σωματίδια θεωρείται ότι υπακούουν στους νόμους του Newton υφίστανται συγκρούσεις
χωρίς να χάνουν ενέργεια κλπ.
120
Επιτυχής απαγωγή ενός νόμου από μια «υπόθεση» μαζί με ένα «λεξικό» είναι αναγκαία μεν αλλά όχι και
ικανή συνθήκη για την εξήγηση ενός νόμου: μόνο όταν σχηματίζεται «αναλογία» προς άλλους γνωστούς νόμους
μπορεί μια θεωρία να εξηγήσει εκείνους που παράγονται από αυτήν.
121
«αναπαραστατική συνάρτηση» κατά τον Duhem.
122
Ας σημειώσουμε εδώ πως η κριτική του Hempel στον Campbell παρουσιάζει την εξής αδυναμία: ο Campbell
υποστήριξε ότι εάν μια θεωρία έχει πράγματι εξηγητική ισχύ, τότε εμφανίζει μια αναλογία με ένα σύστημα που
διέπεται από νόμους εδραιωμένους από παλιά. Το να παρουσιάσεις μια «θεωρία» η οποία εμφανίζει μια αναλογία
αλλά δεν έχει εξηγητική δύναμη, δεν αποτελεί αντι-παράδειγμα στον παραπάνω ισχυρισμό.
40
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Η Hesse προέβη στην εξής παρατήρηση: χρήση μιας αναλογίας στις επιστήμες πολύ συχνά
ισοδυναμεί με τον ισχυρισμό ότι λειτουργούν δύο είδη σχέσεων ανάμεσα σε ένα ανάλογο και το
υπό διερεύνηση σύστημα. Το 1ο είδος είναι σχέσεις «ομοιότητας» ανάμεσα στις ιδιότητες του
ανάλογου και τις ιδιότητες του συστήματος που θέλουμε να εξηγήσουμε. Το 2ο είδος αφορά
σχέσεις αιτιακές ή συναρτησιακές, «ίδιου είδους», οι οποίες ισχύουν τόσο για το ανάλογο όσο και
για το υπό ερμηνεία σύστημα.123
Ο Horace Romano Harre (1927- ) δίδαξε φιλοσοφία της επιστήμης στο Oxford. Σπούδασε
μαθηματικά, φυσική και φιλοσοφία. Άσκησε κριτική στον επαγωγισμό και τον θετικισμό.
Ασχολήθηκε και με την μεθοδολογία στις κοινωνικές επιστήμες
Ο Harre μετατοπίζει το ενδιαφέρον από τυπική (απαγωγική) δομή των θεωριών στα
«συσχετιζόμενα πρότυπα». Υπέδειξε την αναγκαιότητα μιας «κοπερνίκειας επανάστασης»: να
φέρουμε τα «πρότυπα» στο κέντρο της μελέτης μας και να «ενεργοποιήσουμε» την έννοια της
«γένεσης ενός γεγονότος (ή κατάστασης πραγμάτων) από ένα άλλο». Η κατασκευή θεωριών
γίνεται έτσι «μια δόμηση ιδεών για υποθετικούς μηχανισμούς».
Σύμφωνα με τον Harre υπάρχουν τρία συστατικά μέρη σε μια επιστημονική θεωρία: οι
προτάσεις που σχετίζονται με ένα πρότυπο, οι εμπειρικοί νόμοι, και οι «κανόνες
μετασχηματισμού». Στις προτάσεις που αφορούν το «πρότυπο» μπορεί να περιλαμβάνονται τόσο
υποθέσεις που δέχονται την ύπαρξη θεωρητικών οντοτήτων, όσο και υποθέσεις που αφορούν την
συμπεριφορά αυτών των οντοτήτων. Οι κανόνες «μετασχηματισμού» είναι δυνατό να περιέχουν
τόσο αιτιώδεις υποθέσεις124 όσο και «τροπικούς» μετασχηματισμούς125.
Οι «υποθέσεις ύπαρξης» υποδεικνύονται από το πρότυπο μάλλον παρά από την απαγωγική
δομή (η οποία μπορεί να προκύψει από τις «περιγραφικές» υποθέσεις). Η ιστορία της επιστήμης
μας δείχνει πως η διατύπωση «υποθέσεων ύπαρξης» συνιστά διαδικασία «επέκτασης» της
επιστήμης.126 Στις «υπαρξιακές υποθέσεις» το ένα ενδεχόμενο είναι να ικανοποιούνται πράγματι
τόσο τα «αποδεικτικά» κριτήρια όσο και τα «αναγνωριστικά» κριτήρια για την αναζητούμενη
οντότητα. Σε κάποιες περιπτώσεις οι υπαρξιακές υποθέσεις εγκαταλείφθηκαν διότι δεν
ικανοποιούνταν τα αποδεικτικά κριτήρια. Σε άλλες περιπτώσεις οι υπαρξιακές υποθέσεις ενδέχεται
να εγκαταλειφθούν επειδή είναι τα αναγνωριστικά κριτήρια που δεν ικανοποιούνται (εδώ το πεδίο
της απόδειξης φαίνεται να είναι κατειλημμένο από «κάτι» που δεν ικανοποιεί τα αρχικά κριτήρια
αναγνώρισης127).
Ένα κριτήριο για την καταλληλότητα των «αναλογικών» συνδέσεων μέσα σε μια θεωρία,
είναι η γένεση υπαρξιακών υποθέσεων από αυτήν: εάν π.χ. δεν υποδεικνύεται καμία υπόθεση
«ύπαρξης» από μια θεωρία τότε αυτή δεν μας βοηθά στην κατανόηση των υποκείμενων
μηχανισμών στις φυσικές διεργασίες.
Η επιστημονική ερμηνεία «συνίσταται στην εύρεση αληθοφανών γενετικών μηχανισμών για
τις διατάξεις των γεγονότων μεταξύ τους, για την δομή των πραγμάτων, για την γένεση, ανάπτυξη,
φθορά ή την εξαφάνιση πραγμάτων και υλικών, για τις μεταβολές μέσα στα διατηρούμενα
πράγματα και υλικά».
123
Είναι ασφαλώς δυνατόν, στη μελέτη κάποιας προτεινόμενης αναλογίας, κάποιος να ισχυριστεί ότι οι «σχέσεις
ομοιότητας» είναι μόνο «επιφανειακές», ή ακόμη ότι δεν νομιμοποιούμαστε να εφαρμόσουμε γνωστές αιτιακές
σχέσεις στο πρόβλημα με την εν λόγω αναλογία. Η Hesse, για να απαντήσει στο ερώτημα γενικότερα της σύνδεσης (ή
ανεξαρτησίας) των αιτιακών με τις σχέσεις ομοιότητας, θα διακρίνει τις «τυπικές» αναλογίες από τις «υλικές»
αναλογίες (…)
124
π.χ. «εάν Α, τότε Β»
125
«Α εάν –και μόνο εάν- Β»
126
Η ιστορία αυτή βρίθει από προσπάθειες επιβεβαίωσης ισχυρισμών για την ύπαρξη διαφόρων θεωρητικών
οντοτήτων.
127
Τότε συχνά οδηγούμαστε σε νέα «ταξινόμηση» της υπό εξέταση θεωρητικής οντότητας..
41
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
K.Popper, P.Bridgman, E.Nagel, P.Feyerabend, W.O.Quine, N.Goodman, S.E.Toulmin,
T.Kuhn, I.Lakatos, L.Laudan
Ο Karl Popper (1902-1994) δίδαξε Λογική στο London School of Economics. Η γερμανική
έκδοση του Logic of Scientific Discovery θα γίνει το 1934 (η αγγλική το 1959). Πρότεινε να
διαχωριστεί η εμπειρική επιστήμη από την «ψευδο-επιστήμη» με κριτήριο την εφαρμοζόμενη
μεθοδολογία. (Κατά την διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου εκδίδεται το Open Society
and it’s Enemies).
Ο Popper επισημαίνει πως είναι πάντοτε δυνατό να λάβουμε συμφωνία ανάμεσα σε μια
θεωρία και τα δεδομένα της παρατήρησης. Εάν κάποια δεδομένα δεν συμφωνούν με την θεωρία
μας, προκειμένου να την «σώσουμε» είναι δυνατό να ακολουθήσουμε διάφορες τακτικές: τα
δεδομένα μπορούμε να απορρίψουμε άμεσα, ή μπορούμε να προσπαθήσουμε να τα εξηγήσουμε με
προσθήκη «βοηθητικών υποθέσεων» ή με τροποποίηση των «κανόνων αντιστοίχησης»128.
Αυτό που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τον Popper είναι ότι η εμπειρική μέθοδος οφείλει
μόνιμα να εκθέτει μια θεωρία σε δυνατότητα «διάψευσης». Πρότεινε ένα σύνολο από
μεθοδολογικούς κανόνες: ο «υπέρτατος» κανόνας (κριτήριο επάρκειας και για τους υπόλοιπους)
είναι ότι όλοι οι κανόνες της εμπειρικής μεθόδου «πρέπει να διατυπώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε
να μην προφυλάσσουν οποιαδήποτε εμπειρική πρόταση από την διάψευση». 129
Η ιστορία της επιστήμης δεν είναι λοιπόν παρά μια αλληλουχία εικασιών, διαψεύσεων,
αναθεωρήσεων, νέων διαψεύσεων κ.ο.κ. Το ίδιον των επιστημονικών θεωριών είναι ακριβώς η
«δυνατότητά τους να υπόκεινται σε αναθεωρήσεις». Αυτό είναι που εξασφαλίζει και την
επιστημονική «πρόοδο».
Ο Percy Williams Bridgman (1882-1961), έλαβε ως φυσικός βραβείο Nobel.
Πειραματίστηκε κυρίως επάνω στις ιδιότητες της ύλης κάτω από μεγάλες πιέσεις. To 1939 έκλεισε
το εργαστήριό του για επισκέπτες από χώρες με «ολοκληρωτικά καθεστώτα», πράγμα το οποίο
δημιούργησε διαμάχες στο εσωτερικό της επιστημονικής κοινότητας.
Η φιλοσοφία της επιστήμης αναδύεται και θεσμοθετείται ως διακριτός κλάδος επί της ουσίας
μετά το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου.130
Σύμφωνα με την θεωρία της «λογικής ανασυγκρότησης» η γλώσσα της επιστήμης
περιλαμβάνει μια ιεραρχία επιπέδων. Στην βάση βρίσκονται προτάσεις που αφορούν ανάγνωση
δεικτών οργάνων, μετρητών κλπ. ‘ σε επόμενο επίπεδο έχουμε προτάσεις που αποδίδουν κάποιες
τιμές στις επιστημονικές έννοιες ‘ έπειτα έχουμε σταθερές (ή στατιστικές) σχέσεις ανάμεσα σε
επιστημονικές έννοιες ‘ στην κορυφή βρίσκονται απαγωγικά συστήματα στα οποία οι νόμοι είναι
θεωρήματα.131
128
Οι «κανόνες αντιστοίχησης» είναι σημασιολογικοί κανόνες (σε μια άλλη ορολογία, είναι «λήμματα» του
«λεξικού» του Campbell) οι οποίοι συνδέουν τα αξιώματα της θεωρίας με προτάσεις που έχουν εμπειρικά
προσδιοριζόμενα μεγέθη.
129
Για παράδειγμα, στο ζήτημα μιας πιθανής «προσθήκης βοηθητικών υποθέσεων» σε μια θεωρία, αποδεκτές
πρέπει να γίνονται μόνο εκείνες οι οποίες αυξάνουν τον «βαθμό διαψευσιμότητας» της θεωρίας.
130
Αρχικώς, στο πεδίο αυτό αναδεικνύονται τα προβλήματα που έχουν να κάνουν κυρίως με το «πλαίσιο
επιβεβαίωσης». Προβλήματα σχετικά με την ερμηνεία και την επικύρωση θα τα διαπραγματευτούν ως θέματα
«εφαρμοσμένης λογικής».
131
Οι υποστηρικτές της «λογικής ανασυγκρότησης» ισχυρίστηκαν τα εξής για την φύση αυτής της ιεραρχίας: (α)
κάθε επίπεδο είναι μια ερμηνεία του αμέσως κατώτερου επιπέδου, (β) η «προβλεπτική ικανότητα» των προτάσεων
αυξάνει από τη βάση προς την κορυφή, (γ) η βασική διαίρεση στη γλώσσα της επιστήμης είναι ανάμεσα σε ένα
«παρατηρησιακό επίπεδο» (τα τρία κατώτερα στην ιεραρχία) και ένα «θεωρητικό επίπεδο» (το ανώτερο): στο πρώτο
42
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
132
Για τον Bridgman , κάθε αξιόπιστη επιστημονική έννοια πρέπει να συνδέεται με
διαδικασίες μέτρησης με όργανα που προσδιορίζουν τις τιμές της: οι «λειτουργικές» διαδικασίες
με τις οποίες αποδίδονται συγκεκριμένες τιμές είναι και αυτές που εφοδιάζουν με εμπειρικό
περιεχόμενο την επιστημονική έννοια.133
Ο Bridgman αναγνώρισε πως η αποκατάσταση σαφών δεσμών ανάμεσα σε προτάσεις για
θεωρητικούς όρους και στην παρατηρησιακή γλώσσα (στην οποία καταγράφονται τα
αποτελέσματα των μετρήσεων), είναι μια δύσκολη διαδικασία και οι δεσμοί πιθανόν πολύπλοκοι.
Κατά την εκτέλεση μιας «λειτουργικής» διαδικασίας, ασφαλώς δεν είναι εφικτό να
καθορίσουμε όλες τις συνθήκες που είναι παρούσες. Η συνήθης επιστημονική πρακτική είναι,
λόγω παλαιότερων πεποιθήσεων που έχουμε, κάποιοι παράγοντες να θεωρούνται σημαντικότεροι
από άλλους ‘ τότε κάνουμε την παραδοχή ότι η παράλειψη ενός αριθμού «ασήμαντων»
παραγόντων κατά την επανάληψη των μετρήσεών μας, είναι ασφαλής για την μέτρηση της εν λόγω
ποσότητας.134
Ένα ακόμη πρόβλημα για την «λειτουργική» ανάλυση είναι η αναγκαιότητα να
αποδεχόμαστε ορισμένες εργασίες χωρίς να τις αναλύουμε περεταίρω. Για πρακτικούς δηλαδή
λόγους οι ανάλυση με την βοήθεια όλο και πιο «βασικών επιπέδων» δεν μπορεί να επεκτείνεται
απεριόριστα.135
Σε ένα «υψηλότερο» επίπεδο: πώς προσδιορίζονται οι λογικές σχέσεις ανάμεσα σε
επιστημονικές έννοιες και νόμους;
Το 1948, ο Carl Hempel και ο Paul Oppenheim θα δημοσιεύσουν μια εργασία αναφορικά με
την «επιστημονική εξήγηση». Όπως θα επισημάνουν οι ίδιοι, το ερώτημα «γιατί συμβαίνει αυτό το
φαινόμενο;» ερμηνεύεται ότι σημαίνει: «σύμφωνα με ποιους γενικούς νόμους και χάρη σε ποιες
προηγούμενες συνθήκες συμβαίνει το φαινόμενο;». Το απαγωγικό λοιπόν σχήμα ερμηνείας έχει τη
μορφή: «γενικοί νόμοι» ‘ «προτάσεις για προηγούμενες συνθήκες» ‘ τελικώς «περιγραφή του
φαινομένου».
Ωστόσο, για τους Hempel και Oppenheim οι προτάσεις για ένα φαινόμενο δεν μπορούν να
παραχθούν μόνο από γενικούς νόμους ‘ χρειαζόμαστε και μια υπόθεση για τις συνθήκες κάτω από
τις οποίες λαμβάνει χώρα το φαινόμενο («οριακές», κάτω από τις οποίες πιστεύουμε ότι ισχύουν οι
νόμοι και «αρχικές» συνθήκες).136
Κάθε αποδεκτή επιστημονική ερμηνεία σύμφωνα με το παραπάνω (γνωστό ως «ορθόδοξο»)
σχήμα, περικλείει μια απαγωγική ή μια επαγωγική υπαγωγή του εξηγητέου κάτω από «γενικούς
νόμους». Εντούτοις πώς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, ότι
έχουμε προτάσεις για παρατηρήσιμα μεγέθη, στο δεύτερο για μη-παρατηρήσιμα μεγέθη, (δ) οι προτάσεις του
«παρατηρησιακού» μας εφοδιάζουν με μια βάση ελέγχου για εκείνες του θεωρητικού επιπέδου.
132
«λειτουργισμός»… Εδώ: σύνδεση προτάσεων για τις επιστημονικές έννοιες με πρωταρχικά πειραματικά
δεδομένα
133
Εάν δεν μπορεί να δοθεί «λειτουργικός ορισμός» για μια έννοια, τότε αυτή δεν κατέχει εμπειρικό περιεχόμενο
και οφείλουμε να την αποκλείσουμε από την επιστήμη.
134
Πώς δικαιολογείται αυτός ο αποκλεισμός; Κατά τον Bridgman μόνο από την εμπειρία μας.
135
Για παράδειγμα: η έννοια «βαρύτερος από» αναλύεται με την βοήθεια λειτουργικών εργασιών με μια ζυγαριά.
Αυτό με τη σειρά του αναλύεται περεταίρω με τον καθορισμό του τρόπου κατασκευής και της μεθόδου βαθμολόγησης
του ζυγού… Οι επιστήμονες λοιπόν υποθέτουν ότι ο προσδιορισμός του δείκτη επάνω στην κλίμακα του ζυγού δεν
χρήζει παραπέρα ανάλυσης… Πάντως, για τον Bridgman, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεχόμαστε αναπόδραστα
ορισμένες λειτουργίες ως μη αναλυόμενες -και χωρίς η εμπειρία μας να μας δείχνει ότι αυτό είναι λάθος- εντούτοις
είναι πάντοτε δυνατό να δοθεί μια λεπτομερέστερη ανάλυση.
136
Ας σημειώσουμε εδώ, πως οι δύο ερευνητές υπέδειξαν και αξιόπιστες ερμηνείες οι οποίες δεν ταιριάζουν με
το απαγωγικό σχήμα.
43
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
πράγματι οι προκείμενες περιέχουν γενικούς νόμους; Είναι δυνατόν μια προκείμενη να μην
αποτελεί «νόμο» αλλά «μάλλον συμπτωματική» «γενίκευση»…
Συναντάμε εδώ το πρόβλημα που αντιμετώπισε ο Hume: οι επιστημονικοί νόμοι δεν είναι
τίποτα άλλο παρά προτάσεις «σταθερής σύνδεσης» γεγονότων; Ωστόσο, πολλοί νόμοι δεν
αφορούν σταθερές συνδέσεις για τον απλό λόγο ότι αναφέρονται σε «ιδεατές» καταστάσεις, που
δεν υπάρχουν…137
Ο Ernest Nagel138 υποστήριξε πως οι γενικεύσεις του είδους των νόμων μπορούν να
διακριθούν από «συμπτωματικές γενικεύσεις». Υπέδειξε λοιπόν τέσσερα χαρακτηριστικά των
καθολικών εννοιών του είδους των νόμων: (1) μια καθολική έννοια δεν αποκτά την υπόσταση του
είδους του νόμου μόνο χάρη στο ότι είναι «κενά αληθής».139 (2) Το πεδίο «κατηγόρησης»
(απόδοσης ιδιοτήτων) μιας καθολικής έννοιας του είδους του νόμου, δεν είναι γνωστό ότι είναι
κλειστό σε περεταίρω «αύξηση» (το αντίθετο συμβαίνει με τις συμπτωματικές καθολικές
έννοιες).140 (3) οι καθολικές έννοιες (είδος νόμου) δεν περιορίζουν σε ειδικές περιοχές του χώρου
ή του χρόνου τα άτομα που ικανοποιούν τις προγενέστερες και τις μεταγενέστερες συνθήκες. (4) οι
καθολικές έννοιες (είδος νόμου) δέχονται συχνά «έμμεση στήριξη» από την εμπειρία η οποία
στηρίζει άμεσα άλλους νόμους μέσα στο ίδιο επιστημονικό απαγωγικό σύστημα.
Σύμφωνα με τον Rudolf Carnap (1891-1970) «κάθε φυσική θεωρία […] μπορεί να
παρασταθεί με τη μορφή ενός ερμηνευμένου συστήματος, που αποτελείται από έναν ειδικό
λογισμό (σύστημα αξιωμάτων) και από ένα σύστημα σημασιολογικών κανόνων για την ερμηνεία
του».141 O Carl Hempel, θα υποστηρίξει τον παραπάνω ισχυρισμό. Θα προτείνει μια εικόνα για
την άποψη: «υπόθεση» συν «λεξικό» η οποία ομοιάζει με ένα «δίχτυ προστασίας» για
ακροβάτες… Το δίχτυ (σύστημα αξιωμάτων) στηρίζεται από κάτω με «ράβδους» (σημασιολογικοί
κανόνες) οι οποίες ακουμπούν πάνω στο παρατηρησιακό επίπεδο της επιστημονικής γλώσσας. Ο
κάθε κόμβος στο δίχτυ δεν είναι αναγκαίο να έχει ένα σημείο στήριξης στις προτάσεις του
παρατηρησιακού επιπέδου. Εύλογα προκύπτει το ερώτημα: υπό ποιες συνθήκες το δίχτυ
στηρίζεται με ασφάλεια; Η ισχύς της «στήριξης» είναι μέγιστη για «μαθηματικές» θεωρίες: εκεί
κάθε όρος του λογισμού συνοδεύεται από έναν σημασιολογικό κανόνα. Εάν ο λογισμός συνδέεται
με ό, τι παρατηρείται με έναν και μόνο σημασιολογικό κανόνα, μια τέτοια «θεωρία» μπορούμε να
πούμε ότι είναι «εμπειρικά σημαντική»; Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό σύμφωνα με τον
Hempel απαιτείται μια «επαρκής θεωρίας επιβεβαίωσης». Θα προτείνει πως για μια τέτοια
επιβεβαίωση χρειάζεται: για κάθε θεώρημα (Θ) και για κάθε πρόταση της παρατηρησιακής
γλώσσας (που αναφέρεται στην εμπειρική μαρτυρία) (Μ) οι κανόνες να παρέχουν έναν ειδικό
βαθμό επιβεβαίωσης στο (Θ) ως προς την (Μ). Οι σημασιολογικοί κανόνες σε μια τέτοια θεωρία
έχουν ικανή ισχύ να στηρίξουν τον αξιωματικό-θεωρητικό λογισμό της.
Για την «ορθόδοξη» αντίληψη («λογική ανασυγκρότηση») το να «εξηγήσουμε» ένα
φαινόμενο σημαίνει να δείξουμε πως η περιγραφή του απορρέει «λογικά» (συνήθως απαγωγικά)
137
Για παράδειγμα ο νόμος των «ιδανικών» αερίων: δεν υπάρχουν αέρια στα οποία τα μόρια έχουν «μηδενικές
διαστάσεις» και τα πεδία δυνάμεων μεταξύ των μορίων είναι «μηδενικά»…
138
1901-1985, δίδαξε φιλοσοφία στο Columbia των Ηνωμένων Πολιτειών. Το 1960 εκδίδεται το The Structure
of Science.
139
Εάν δεν υπάρχουν όντα στον πλανήτη Άρη, τότε είναι «αληθές» να πούμε ότι «όλοι οι αρειανοί είναι
πράσινοι», αλλά η αλήθεια που αποκτάται με τον τρόπο αυτό δεν παρέχει το status «νόμου» σε μια πρόταση.
140
«όλα τα κέρματα που βρίσκονται τώρα στην τσέπη μου περιέχουν χαλκό» ‘ «αυτό είναι ένα κέρμα από την
τσέπη μου» ‘ /…«αυτό το κέρμα περιέχει χαλκό»… Στο συλλογισμό αυτό, το εξηγητέο υπάγεται κάτω από μια
«μάλλον συμπτωματική» γενίκευση. Ενώ: στο συλλογισμό, «όλες οι φλόγες που περιέχουν βάριο είναι πράσινες» ‘
«αυτή η φλόγα περιέχει βάριο» ‘ /… «αυτή η φλόγα είναι πράσινη» … εδώ έχουμε ίδια μορφή, αλλά το εξηγητέο
υπάγεται κάτω από έναν αξιόπιστο νόμο.
141
“Foundations of Logic and Mathematics” (1939).
44
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
από προτάσεις και νόμους «προγενέστερων συνθηκών». Κατά παρόμοιο τρόπο, το να εξηγήσουμε
ένα νόμο σημαίνει να δείξουμε πως αυτός προκύπτει λογικά από άλλους νόμους.
Στην ιστορία της επιστήμης ο Ernest Nagel ήταν εκείνος ο οποίος τόνισε την σημασία της
«ανάπτυξης διά της ενσωμάτωσης»: το φαινόμενο «να απορροφάται, ή να ανάγεται, σε κάποια
άλλη περισσότερο περιεκτική θεωρία». Ο Nagel διέκρινε δύο είδη «αναγωγής»: στο πρώτο
(«ομοιογενής αναγωγή»), ένας νόμος, σε κάποια φάση ενσωματώνεται, «απορροφάται» σε μια
θεωρία η οποία χρησιμοποιεί «ουσιωδώς τις ίδιες» έννοιες που εμφανίζονται και στον νόμο
αυτόν.142 Στο δεύτερο είδος («ετερογενούς») αναγωγής έχουμε την απαγωγική υπαγωγή ενός
νόμου σε μια θεωρία η οποία δεν περιέχει κάποιες από τις έννοιες με τις οποίες εκφράζεται αυτός ο
νόμος.143
Ποιες μπορεί να είναι οι ικανές και αναγκαίες συνθήκες για την αναγωγή ενός κλάδου μιας
επιστήμης σε έναν άλλο κλάδο; Για τον Nagel απαραίτητη προϋπόθεση εδώ είναι οι κλάδοι να
έχουν ήδη «τυποποιηθεί»: μια απαίτηση τυποποίησης είναι οι έννοιες των όρων στις υπόψη
θεωρίες να είναι παγιωμένες από κατάλληλους κανόνες χρήσης για κάθε κλάδο.144
Η «ενσωμάτωση» (απορρόφηση) από μια ευρύτερης έκτασης θεωρία αποτελεί μια «επιτυχή
αναγωγή». Η «πρόοδος» στην επιστήμη σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, μπορεί να
αναπαρασταθεί με την δημιουργία μιας εκτεταμένης ομάδας κινέζικων κουτιών…145
Ο Paul Feyerabend (1924-1994) ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Βιέννη. Δίδαξε στο
πανεπιστήμιο της California. Παρέμεινε με συνέπεια σφοδρός πολέμιος των «ορθολογικών
ανασυγκροτήσεων» της επιστημονικής προόδου. Το 1975 δημοσιεύεται το Against Method και το
Science in a Free Society στα 1978.146
Όπως έχουμε δει παραπάνω, οι οπαδοί της «ορθόδοξης» αντίληψης θεωρούσαν ότι η αλήθεια
(ή η μη-αλήθεια) των αναφορών της παρατήρησης είναι δυνατό να αποφασιστεί «άμεσα», χωρίς
αναφορά σε προτάσεις θεωρητικού επιπέδου ‘ προτάσεις «ανεξάρτητες» από την θεωρία του
παρατηρησιακού επιπέδου μας παρέχουν αξιόπιστους ελέγχους των θεωριών. Επίσης: οι προτάσεις
θεωρητικού επιπέδου αποκτούν εμπειρική σημασία από εκείνες του παρατηρησιακού επιπέδου.
Ο Feyerabend θα υπογραμμίσει, αντιθέτως, την εξάρτηση των παρατηρησιακών αναφορών
από τη θεωρία. Η «ερμηνεία μιας παρατηρησιακής γλώσσας προσδιορίζεται από τις θεωρίες που
χρησιμοποιούμε για να εξηγήσουμε ό,τι παρατηρούμε, και αλλάζει όταν αλλάζουν οι θεωρίες». 147
142
Παράδειγμα, η απορρόφηση του νόμου πτώσης των σωμάτων του Galileo στην μηχανική του Newton.
Σε πολλές περιπτώσεις ο υπαγόμενος νόμος αναφέρεται σε μακροσκοπικές ιδιότητες κάποιων σωμάτων, ενώ
η ανάγουσα θεωρία στην «μικρο-δομή» των σωμάτων. Παράδειγμα, η αναγωγή της κλασικής θερμοδυναμικής στην
στατιστική μηχανική.
144
Για την αναγωγή της Θ2 στην Θ1 οι εξής συνθήκες είναι αναγκαίες: (Ι) οι «τυπικές συνθήκες αναγωγής»: (α)
(δυνατότητα σύνδεσης…) για κάθε όρο στην Θ2 (όχι όμως και στην Θ1) υπάρχει μια συνδέουσα πρόταση που ενώνει
τον όρο αυτό με τους θεωρητικούς όρους της Θ1. (β) (δυνατότητα παραγωγής…) οι πειραματικοί νόμοι της Θ2 είναι
απαγωγικές συνέπειες των θεωρητικών παραδοχών της Θ1. (ΙΙ) Οι «μη-τυπικές συνθήκες αναγωγής» αναφέρονται
στην (γ) «εμπειρική στήριξη», δηλαδή οι θεωρητικές παραδοχές της Θ1 να υποστηρίζονται από εμπειρική μαρτυρία
πέρα και πάνω από την μαρτυρία που στηρίζει την Θ1, και (δ) στην «γονιμότητα»: οι θεωρητικές παραδοχές της Θ1
υποδεικνύουν περαιτέρω ανάπτυξη της Θ2.
145
Ο Niels Bohr υπερασπίστηκε αυτή την αντίληψη σχετικά με την «πρόοδο» στην επιστήμη.
146
Στο “Philosophy of Science: a subject with a great past” ο Feyerabend θα ισχυριστεί ότι η επιχείρηση της
«λογικής ανασυγκρότησης» (οι θεωρίες επιβεβαίωσης κλπ.) «δεν έχει τίποτε να κάνει με αυτό που συμβαίνει στις
επιστήμες». Η «φιλοσοφία της επιστήμης» δεν μας βοηθά να λύνουμε τα προβλήματα ‘ όσοι την εφαρμόζουν αγνοούν
ουσιαστικά την πραγματική επιστήμη και αφοσιώνονται σε «αντι-πραγματικότητες» (counter-factuals)… ‘ ο ιστορικός
της επιστήμης δεν χρειάζεται την «ορθόδοξη» φιλοσοφία της επιστήμης σε τίποτα. «Επιστροφή στις πηγές».
147
“An attempt at a realistic interpretation of experience” (1958). Γενικότερα, ο Feyerabend θα υποστηρίξει πως
οι «ορθόδοξοι» υποστηρικτές της «αναγωγής» εν τέλει δεν κατορθώνουν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις για
αναγωγή που οι ίδιοι θέτουν. Παραδείγματα: η υποτιθέμενη «αναγωγή» της θεωρίας του Galileo στη νευτώνεια
143
45
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Η ίδια, συμπερασματικά, η διάκριση «παρατηρησιακός όρος» και «θεωρητικός όρος»
εξαρτάται από το πλαίσιο.
Τι σημαίνει η διάκριση «παρατηρήσιμο»-«μη-παρατηρήσιμο»; Υπάρχουν περιπτώσεις όπου
δεχόμαστε ως «παρατηρηση του (Α)» την παρατήρηση ενός (Β) το οποίο κανονικά συνοδεύει,
έπεται του Α. Σε άλλες περιπτώσεις, ονομάζουμε παρατήρηση του (Γ) την παρακολούθηση της
εικόνας του (Γ) που σχηματίζεται σε έναν φακό ή σε ένα κάτοπτρο. Η διάκριση λοιπόν αυτή
εξαρτάται από το «πλαίσιο».
Περαιτέρω δυσχέρειες στην διάκριση αυτή θα επισημάνει ο Willard van Orman Quine.148
«…οι προτάσεις μας για τον εξωτερικό κόσμο αντιμετωπίζουν το δικαστήριο της εμπειρίας των
αισθήσεων όχι ατομικά αλλά μόνο ως ένα συλλογικό σώμα». 149 Ο Quine θα υπογραμμίσει: (α)
είναι παραπλανητικό να μιλάμε για το «εμπειρικό περιεχόμενο» μιας ατομικής πρότασης, (β) κάθε
πρόταση μπορεί να θεωρείται ως αληθής, αρκεί να πραγματοποιηθούν δραστικές ρυθμίσεις κάπου
αλλού στο σύστημα, (γ) δεν υπάρχει σαφές όριο ανάμεσα στις «συνθετικές» προτάσεις (των
οποίων η αλήθεια ή μη, εξαρτάται από την εμπειρική μαρτυρία) και στις «αναλυτικές» προτάσεις
(των οποίων η αλήθεια ή μη, είναι ανεξάρτητη από την εμπειρική μαρτυρία.
Εάν αυτή η «θέση Duhem-Quine» είναι σωστή, τότε το ορθόδοξο σχήμα του «διχτυού
ασφαλείας» ακυρώνεται: εκεί οι παρατηρησιακές αναφορές στήριζαν τις ράβδους. Αρχικά
υπάρχουν τα «σημεία στήριξης» στο παρατηρησιακό επίπεδο ‘ καθήκον του θεωρητικού ήταν να
βεβαιωθεί ότι οι ράβδοι στήριξης του διχτυού τοποθετούνταν ακριβώς σε αυτά τα σημεία… Εάν
ωστόσο ο Quine (και ο Feyerabend) έχουν δίκιο, τότε τα σημεία στήριξης μιας θεωρίας
δημιουργούνται επί της ουσίας από την ίδια την θεωρία: οι παρατηρησιακές αναφορές δεν έχουν
υπόσταση ανεξάρτητη από το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο εμφανίζονται.
Αυτό που είδαμε μέχρι στιγμής είναι ότι για την «ορθόδοξη» άποψη, η επιστημονική
ερμηνεία είναι μια υπαγωγή του εξηγητέου κάτω από γενικούς νόμους. Και σε αυτή την
«ορθοδοξία» πολλοί θα ασκήσουν κριτική: η υπαγωγή αυτή δεν είναι αναγκαία συνθήκη για την
ερμηνεία.150 Ο Hempel υπογράμμισε: η διαβεβαίωση «Ψ επειδή Χ», σημαίνει να ισχυριστούμε ότι
οι προγενέστερες συνθήκες του είδους που περιγράφει το Χ, οδηγούν «κανονικά» σε
αποτελέσματα του τύπου Ψ. Η «κανονικότητα» στην μετάβαση αυτή είναι εκείνη που καθιστά την
παραπάνω εξήγηση «αιτιακή». Για τον Hempel η εξήγηση αυτή (Ψ επειδή Χ) είναι ερμηνεία μόνο
εάν υπάρχουν «υπερκαλύπτοντες νόμοι» οι οποίοι συνδεόμενοι με το Χ (ή ίσως και με άλλες
σιωπηρά εκλαμβανόμενες προηγούμενες συνθήκες) συνεπάγονται το Ψ.
Επομένως για τον Hempel η υπαγωγή κάτω από γενικούς νόμους είναι μια «αναγκαία»
συνθήκη για την επιστημονική ερμηνεία.151
μηχανική, καθώς και η υποτιθέμενη «αναγωγή» της νευτώνειας μηχανικής στην γενική θεωρία της σχετικότητας. Στην
"αντικατάσταση θεωριών" η διάδοχος θεωρία μάλλον επανερμηνεύει το προηγούμενο περιγραφικό λεξιλόγιο ' έτσι
όμως οι παρατηρησιακές αναφορές (που εξαρτώνται από την θεωρία κατ' αυτόν τον τρόπο) δεν μπορούν να
χρησιμοποιηθούν ως αντικειμενική βάση για την "αξιολόγηση" των "ανταγωνιζόμενων" θεωριών... Το συμπερασμα
του Feyerabend ήταν ότι οι "υψηλού επιπέδου" θεωρίες είναι παρατηρησιακά "ασύμμετρες".
148
Ο Quine ανέπτυξε παραπέρα μια θέση που είχε διατυπώσει ο P.Duhem.
149
“Two dogmas of empiricism”, στο From a Logical Point of View, Harvard University Press 1953.
150
Για παράδειγμα: Η απαγωγική ερμηνεία έχει συνήθως την μορφή «ψ επειδή χ». Έχουμε την πρόταση: «το
κτίριο κατέρρευσε, επειδή εκεί κοντά εξερράγη μια βόμβα». Εάν αμφισβητούνταν αυτή η ερμηνεία, τότε μια
κατάλληλη υπεράσπιση θα ήταν να αναφερθούν οι νόμοι που συνδέουν την εκρηκτική δύναμη με την απόσταση, οι
νόμοι που αφορούν ιδιότητες αντοχής των υλικών κλπ. Εντούτοις οι νόμοι αυτοί δεν είναι αναγκαίο να διατυπωθούν
ρητά ως προκείμενες της ερμηνείας.
151
Είναι όμως και «ικανή»; (Οι σχετικές με αυτό το ερώτημα διαμάχες δεν θα μας απασχολήσουν εδώ).
46
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Ερχόμαστε τώρα σε ένα άλλο πρόβλημα.
Σύμφωνα με την «ορθόδοξη» άποψη, μια θεωρία είναι μια συλλογή προτάσεων… Είναι όμως
έτσι; Ο Frederick Suppe, για παράδειγμα, θα το αρνηθεί και θα προτείνει μια «μη-δηλωτική»
άποψη για τις θεωρίες: σύμφωνα με αυτή μια «θεωρία» ομοιάζει μάλλον σε μια «κρίση».
Παράδειγμα: «ο Α πληκτρολογεί το Β» και «το Β πληκτρολογείται από τον Α» είναι δύο
προτάσεις διαφορετικές μεν αλλά εκφράζουν μία και μόνο κρίση. Ο von Neumann έδειξε κάποια
στιγμή ότι η κυματομηχανική του Schrodinger και η μηχανική πινάκων του Heisenberg είναι
«ισοδύναμες». Για τον Suppe η γενίκευση του αποτελέσματος του Neumann μας παρέχει μια
ερμηνεία της φύσης των επιστημονικών θεωριών: μια θεωρία έχει ένα «επιδιωκόμενο πεδίο
δράσης», μια τάξη φαινομένων που είναι υπό ερμηνεία. Εντούτοις η θεωρία δεν περιγράφει άμεσα
τα φαινόμενα, προσδιορίζει μάλλον ένα… «αντίγραφο», ένα «ιδανικό» φυσικό σύστημα.152
Ο Nelson Goodman (1906-1998) έθεσε στα 1953 ένα σημαντικό πρόβλημα για την
«επιβεβαίωση» των θεωριών. Ο Goodman υπογράμμισε ότι το εάν μια γενίκευση υποστηρίζεται
από τις περιστάσεις της εξαρτάται από τη «φύση των όρων ιδιότητας» που εμφανίζονται στην
γενίκευση. Το παράδειγμα που διατύπωσε ήταν το εξής: έχουμε τις εξής δύο γενικεύσεις: (α) όλα
τα σμαράγδια είναι πράσινα και (β) όλα τα σμαράγδια είναι πρασινο-μπλε, όπου «το Χ είναι
πρασινο-μπλε» εάν και μόνο εάν «είτε το Χ εξετάζεται πριν από το χρόνο t και είναι πράσινο, είτε
το Χ δεν εξετάζεται πριν από το χρόνο t και είναι μπλε». Εάν το t είναι σήμερα, ποια γενίκευση
πρέπει να δεχθούμε για να προβλέψουμε το χρώμα των σμαραγδιών που μπορεί να ανακαλυφθούν
αύριο; Εάν λοιπόν εμπιστευτούμε αποκλειστικά τον αριθμό των «θετικών» περιστάσεων που ήταν
σύμφωνες με τη γενίκευση πριν από το χρόνο t, τότε δεν έχουμε κάποια βάση για να προτιμήσουμε
την (α) από τη (β). Η (α) λέμε είναι μια γενίκευση του είδους του νόμου, ενώ η (β) δεν είναι, η
(β)153 είναι μια «συμπτωματική» γενίκευση.
Χρειαζόμαστε επομένως κριτήρια για να διακρίνουμε τις γενικεύσεις που υποστηρίζονται
από τις θετικές τους περιστάσεις από εκείνες που δεν στηρίζονται. Μια πρόταση για να
πραγματοποιηθεί μια τέτοια διάκριση είναι να περιορίσουμε τις γενικεύσεις-«νόμους» σε εκείνες
των οποίων οι μη λογικοί όροι δεν έχουν χωρική ούτε χρονική αναφορά. Ο Goodman ωστόσο
διαφώνησε με αυτή την πρόταση. Αυτό που υπέδειξε ως λύση στα προβλήματα ήταν μια
«πραγματιστική-ιστορική» προσέγγιση: καταγραφή των προηγούμενων χρήσεων των
κατηγορημάτων και χρήση αυτής της καταγραφής προκειμένου να τα κατατάξουμε…154
152
(Οι καταστάσεις αυτού του εξιδανικευμένου συστήματος προσδιορίζονται από τις τιμές των παραμέτρων της
θεωρίας). Τι λοιπόν τότε ερμηνεύουν οι θεωρίες; Για την θεωρία της «λογικής ανασυγκρότησης», οι θεωρίες
ερμηνεύουν πειραματικούς νόμους («απαγωγικοί» συλλογισμοί στους οποίους οι νόμοι είναι τα συμπεράσματα).
Θυμόμαστε πως και για τον Duhem μια θεωρία εξηγεί επειδή ερμηνεύει, συνεπάγεται νόμους, και όχι επειδή
αναπαριστά κάποια πραγματικότητα που υπόκειται στα φαινόμενα. Ο Wilfred Sellars διαφώνησε με αυτό: για εκείνον
μια θεωρία εξηγεί «γιατί» τα φαινόμενα υπακούουν σε ορισμένους πειραματικούς νόμους. (…)
153
«όλοι οι άνδρες μέσα στο δωμάτιο είναι δεύτεροι γιοί»… ‘ η μαρτυρία ότι ένας άνδρας σ’ αυτό το δωμάτιο
είναι δεύτερος γιος, δεν στηρίζει έναν ισχυρισμό ότι ένας άλλος άνδρας στο δωμάτιο θα είναι πράγματι και αυτός
δεύτερος γιος… Αντιθέτως: η μαρτυρία ότι ένας κύβος πάγου επιπλέει στο νερό, στηρίζει τον ισχυρισμό ότι και ένας
άλλος πάγος θα επιπλέει επίσης… («γνήσια γενίκευση», του είδους του νόμου).
154
Ας αναφέρουμε εδώ την εξής παρατήρηση: ορισμένα κατηγορήματα έχουν συμμετάσχει σε γενικεύσεις οι
οποίες έχουν προεκταθεί με επιτυχία στην ερμηνεία νέων περιστάσεων ‘ ο Goodman ονόμασε αυτούς τους όρους:
«εδραιωμένα κατηγορήματα». Συμπερασματικά, εάν τα πράγματα έχουν όντως έτσι, τότε το χαρακτηριστικό του να
είναι μια γενίκευση του «είδους του νόμου» είναι ζήτημα δυνατότητας «προέκτασης». (Ο Goodman τελικώς είναι σαν
να μετέτρεψε ένα φιλοσοφικό πρόβλημα σε ιστορικό πρόβλημα - εξέταση του ιστορικού των κατηγορημάτων κλπ.
Αυτά επιπρόσθετα σήμαιναν και πως το πρόβλημα «επιβεβαίωση» δεν είναι μια αποκλειστικά λογική σχέση μεταξύ
προτάσεων).
47
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Ο Stephen E.Toulmin (1922-2009), αναφορικά με την «αντικατάσταση» μιας θεωρίας από
μια άλλη, θα παρατηρήσει πως πολύ συχνά αυτή συνοδεύεται από σημαντικές εννοιολογικές
μεταβολές. Στην ιστορία της επιστήμης διαπιστώνουμε αλλαγές στα «ιδεώδη της φυσικής τάξης»:
αυτά είναι πρότυπα κανονικότητας τα οποία «διαχωρίζουν για εμάς εκείνα τα συμβάντα στον
κόσμο γύρω μας, τα οποία απαιτούν εξήγηση», αντιπαραβάλλοντάς τα με την «φυσική ροή των
γεγονότων» η οποία δεν αναζητά εξήγηση.155
Μια ερμηνεία λοιπόν, για να είναι αποδεκτή πρέπει να αποδεικνύει ότι «τα υπό έρευνα
συμβάντα είναι ειδικές περιπτώσεις, ή πολύπλοκοι συνδυασμοί, των θεμελιωδών και κατανοητών
από εμάς τύπων (συμβάντων)». Στην περίπτωση που ένας τύπος φαινομένων δεν μπορεί να γίνει
από εμάς κατανοητός θα πρέπει να θεωρείται «ανωμαλία». Η αναγνώριση «ανωμαλιών» οδηγεί σε
δημιουργία νέων «ιδεωδών της φυσικής τάξης». Το ιδεώδες που επιβιώνει είναι το «πιο
κατάλληλο».156
O Thomas S. Kuhn (1922-1996), όπως θα δούμε αναλυτικά παρακάτω, δημιούργησε ένα
πρότυπο για την πορεία της επιστήμης στο οποίο περίοδοι «κανονικής επιστήμης» διαδέχονται
περιόδους «επαναστατικής επιστήμης». Σε συμφωνία με τον Toulmin, εμφάνιση «ανωμαλιών»
στην «κανονική» επιστήμη («απείθαρχα» δεδομένα τα οποία δεν «ταιριάζουν» με το
«Παράδειγμα» που εφαρμόζεται), πρέπει να οδηγεί στην επινόηση νέων εναλλακτικών
Παραδειγμάτων. Οι «κρίσεις» επιλύονται με κάποιο «ξαφνικό» και «ασυγκρότητο» γεγονός «όπως
η ολοσχερής μεταβολή μορφής».157 Τα ανταγωνιζόμενα Παραδείγματα είναι «ασύμμετρα»,
εκφράζουν αποκλίνουσες εννοιολογήσεις ‘ οι εκφραστές τους «βλέπουν» τα φαινόμενα με
διαφορετικούς τρόπους, ..«εφαρμόζουν τα επαγγέλματά τους σε διαφορετικούς κόσμους». Η
αντικατάσταση ενός Παραδείγματος ομοιάζει με μια “gestalt-shift”, εντούτοις το προϊόν της
σύγκρουσης δεν είναι «τυχαίο», η αντικατάσταση υπακούει σε ένα δικό της «πρότυπο
ορθολογικότητας».
Πολλοί μελετητές της ιστορίας και της φιλοσοφίας της επιστήμης έχουν επισημάνει πως ο
Kuhn χρησιμοποίησε την έννοια του Παραδείγματος με τρόπο «διφορούμενο», κάποιες φορές με
«ευρεία» και κάποιες με «στενότερη» έννοια: με την ευρεία έννοια ένα Παράδειγμα μπορεί να
είναι ένας «πίνακας επιστημονικών κλάδων» ή ένας ολόκληρος «αστερισμός πεποιθήσεων, αξιών,
τεχνικών κλπ., που ενστερνίζονται τα μέλη μιας δεδομένης (επιστημονικής) κοινότητας». Με την
στενή έννοια, ένα Παράδειγμα είναι ένα «υπόδειγμα», μια σημαίνουσα παρουσίαση μιας
επιστημονικής θεωρίας (η οποία συνήθως γίνεται σε συναφή διδακτικά βιβλία).158
“Foresight and Understanding” (1961). Παράδειγμα τέτοιου «ιδεώδους» είναι ο 1ος νόμος του Newton: η
ομοιόμορφη ευθύγραμμη κίνηση είναι αδρανής και μόνο οι αλλαγές σε αυτή απαιτούν εξήγηση… (αυτό το «ιδεώδες»
του Newton αντικατέστησε το αντίστοιχο του Αριστοτέλη: ολίσθηση σώματος επάνω σε επιφάνεια με αντίσταση…
Για τον Αριστοτέλη η ίδια η κίνηση απαιτούσε ερμηνεία, και όχι μόνο οι αλλαγές της κίνησης).
156
Αυτό είναι ένα ζήτημα εννοιολογικής ολοκλήρωσης και γονιμότητας. Σε τέτοιου είδους αντιπαλότητες όπου
κρίνεται η επάρκεια εννοιολογικών καινοτομιών και εκείνα που αμφισβητούνται είναι ολόκληρα πρότυπα της
δυνατότητας κατανόησης, το να καταφύγει κάποιος σε ενός είδους «αποδεικτικό λογισμό» δεν είναι η κατάλληλη
αντιμετώπιση. Ο N.R. Hanson (1924-1967), πρότεινε πως μια «εννοιολογική επανάσταση» στην επιστήμη είναι
ανάλογη προς μια μετατόπιση μορφής (gestalt), κατά την οποία τα συναφή γεγονότα τα βλέπουμε με καινούριο τρόπο
(τονίζεται η «ασυνέχεια» στην ιστορία της επιστήμης). Προχώρησε στη διάκριση ανάμεσα σε «βλέπω ότι», και
«βλέπω ως» (gestalt).“Patterns of Discovery” (1958). Δύο παρατηρητές ενός φυσικού φαινομένου, κατά μια έννοια
είναι δυνατό να μην «βλέπουν» το ίδιο πράγμα… (…)
157
“The Structure of Scientific Revolutions” (1962).
158
Στην 2η έκδοση του βιβλίου του (1969) ο Kuhn σχολιάζει το «διφορούμενο» της χρήσης της έννοιας
«Παράδειγμα».. (μια από τις τροποποιήσεις ήταν και η εξής: «επανάσταση» σε μια μικρή κοινότητα μπορεί να λάβει
χώρα χωρίς να αλλάξει όλη η συναφής επιστήμη- ενώ αντιστρόφως αλλαγή Παραδείγματος μπορεί να συμβεί χωρίς
να έχει προηγουμένως εμφανιστεί κάποια «κρίση» μέσα σε μια κοινότητα).
155
48
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Ο Imre Lakatos (1922-1974), γεννήθηκε στην Ουγγαρία. Αρχικά εκδιώχθηκε από τους Ναζί.
Αργότερα θα πέσει θύμα και των σταλινικών διώξεων στην Ουγγαρία και θα κλειστεί στην
φυλακή για 3 χρόνια.
Ο Lakatos άσκησε κριτική στον Popper: υπάρχουν στην ιστορία της επιστήμης
παραδείγματα όπου θεωρίες συνέχισαν να χρησιμοποιούνται παρά τις μαρτυρίες που φαίνονταν να
τις αντικρούουν ‘ δεν μπορούμε εδώ να πούμε πως οι επιστήμονες ενεργούσαν «ανορθολογικά».
Είναι άλλο πράγμα η «αντίκρουση» (refutation) και κάτι διαφορετικό η «απόρριψη» (rejection). Σε
συμφωνία με τον Kuhn, η «αντίκρουση» δεν ακολουθείται (ούτε θα έπρεπε) πάντοτε από την
απόρριψη ‘ οι θεωρίες πρέπει να επιτρέπεται να αναπτύσσονται ακόμη και μέσα σε έναν «ωκεανό
ανωμαλιών».
Ωστόσο, ο Lakatos θα κρίνει πως ο Kuhn είχε παρουσιάσει τα «επαναστατικά επεισόδια» ως
περιστάσεις «μυστικιστικής μεταστροφής» και την ιστορία της επιστήμης ως μια «ανορθολογική»
διαδοχή περιόδων ορθολογικότητας…159
Όπως θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω, ο Lakatos πρότεινε ως «μονάδα αξιολόγησης» όχι
τις επιμέρους θεωρίες αλλά τα «ερευνητικά προγράμματα». Ένα ερευνητικό πρόγραμμα
«συνίσταται από μεθοδολογικούς κανόνες: κάποιοι μας λένε ποιους δρόμους έρευνας να
αποφύγουμε (αρνητικό ευρετικό στοιχείο) και άλλοι ποιους δρόμους να ακολουθήσουμε (θετικό
ευρετικό στοιχείο)».160 Το «αρνητικό» ευρετικό στοιχείο απομονώνει έναν «σκληρό πυρήνα»
προτάσεων οι οποίες δεν εκτίθενται σε διάψευση: γίνονται αποδεκτές κατά σύμβαση και
θεωρούνται από τους χρήστες του ερευνητικού προγράμματος ως «μη ανασκευάσιμες». Το
«θετικό» ευρετικό στοιχείο αποτελεί ένα σχέδιο με υποδείξεις, μια στρατηγική για την
αντιμετώπιση ανωμαλιών που προηγήθηκαν. Στην πορεία εξέλιξης του ερευνητικού
προγράμματος, δημιουργείται γύρω από τον σκληρό πυρήνα των μη διαψεύσιμων προτάσεων, ένας
«προστατευτικός κλοιός» από «βοηθητικές υποθέσεις». Οι περισσότεροι έλεγχοι συνήθως
αφορούν αυτές τις βοηθητικές υποθέσεις, ωστόσο ένα αρνητικό αποτέλεσμα στον έλεγχο δεν
αντικρούει ένα ολόκληρο ερευνητικό πρόγραμμα:161 μια καλή στρατηγική τότε είναι η
τροποποίηση του προστατευτικού κλοιού ώστε να λυθεί κάπως η «ανωμαλία».162
Μπορεί να αξιολογηθεί ένα «ερευνητικό πρόγραμμα»; Για τον Lakatos υπάρχουν πράγματι
κανόνες αξιολόγησης για τις ακολουθίες θεωριών: κάποιες αποτελούν «προοδευτική μετατόπιση
προβλήματος», κάποιες άλλες συνιστούν «εκφυλιζόμενη μετατόπιση του προβλήματος». Μια
ακολουθία θεωριών είναι «προοδευτική» εάν: η οποιαδήποτε (Θ) εξηγεί όλες τις προηγούμενες
επιτυχίες της προηγούμενης (Θ-1)163 ‘ η (Θ) έχει «μεγαλύτερο εμπειρικό περιεχόμενο» από την
(Θ-1) ‘ κάποιο από το «επιπλέον περιεχόμενο» της (Θ) έχει επιβεβαιωθεί. Διαφορετικά η
μετατόπιση του προβλήματος είναι «εκφυλιζόμενη».164
159
Αδυναμία να δοθεί μια ορθολογική ανασυγκρότηση της αντικατάστασης των θεωριών, σημαίνει πως η
ερμηνεία της επιστημονικής αλλαγής πρέπει να αφεθεί στους ιστορικούς ή τους ψυχολόγους…
160
“Falsification and the Methodology of Scientific Research Programmes”.
161
Σύμφωνα με τον Lakatos ο Popper υπερτόνισε τη σημασία των αρνητικών αποτελεσμάτων των ελέγχων.
162
Σε άλλες περιπτώσεις προτιμούμε να παραμερίσουμε την ανωμαλία για να εξεταστεί σε μια μεταγενέστερη
φάση.
163
Για τον Feyerabend αυτό αποτελεί εξιδανίκευση ‘ στην πραγματικότητα η επομένη θεωρία εξηγεί κάποιες, όχι
όμως όλες τις προηγούμενες επιτυχίες… (Εξηγεί μάλιστα, συνήθως, και ένα επιπλέον σύνολο γεγονότων που δεν
εξηγούνταν πριν).
164
Αυτό είναι για τον Lakatos ένα «αντικειμενικό» κριτήριο. Το πρόγραμμα αξιολογείται θετικά μόνο εφόσον
έχει τη δύναμη να προβλέπει και να βολεύει επιπλέον δεδομένα. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί το εξής: ένα ερευνητικό
πρόγραμμα μπορεί να κριθεί «εκφυλισμένο» σε ένα στάδιο της εξέλιξής του και έπειτα από χρόνια πειραματισμών και
νέων δεδομένων να επιστρέψει παρουσιάζοντας ανανεωμένο ενδιαφέρον. Τότε μπορεί να αναβιώσει. (Ποιο όμως
μπορεί να είναι τότε ένα «χρονικό όριο» οπότε και εγκαταλείπεται οριστικά ένα πρόγραμμα; Δεν μπορεί μια
49
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Ο Larry Laudan (1941- ) θα δημοσιεύσει το 1977 το Progress and its Problems. Για τον
Laudan φιλοσοφία και ιστορία της επιστήμης είναι αλληλοεξαρτώμενοι κλάδοι.
Σύμφωνα με τον Kuhn, στην «ορθολογική ανασυγκρότηση της επιστημονικής προόδου»,
υποτίθεται πως ένα πρότυπο προόδου αξιολογείται με κριτήριο την ικανότητά του να αποκαλύψει
την ορθολογικότητα που υπάρχει υπόρρητα στην ιστορία της επιστήμης. Όμως η ιστορία της
επιστήμης είναι αυτή η ίδια μια ερμηνεία των γραπτών κειμένων, η οποία αντανακλά τις
πεποιθήσεις του ιστορικού σχετικά με τους παράγοντες που συμβάλλουν στην πρόοδο… Σε αυτά
διαπιστώνουμε δηλαδή μια «κυκλικότητα». Ο Laudan θα προσπαθήσει να αποφύγει τον κύκλο
αυτό: πρώτα επιλέγουμε ιστορικά επεισόδια για τα οποία οι κρίσεις έχουν γίνει αποδεκτές ως
ορθές («προτιμώμενες διαισθήσεις» για την επιστημονική ορθολογικότητα).165
«Όσο περισσότερες βαθιές διαισθήσεις μπορεί να ανασυγκροτήσει ένα πρότυπο
ορθολογικότητας, τόσο πιο πεπεισμένοι θα είμαστε για το ότι είναι μια ορθή εξήγηση αυτού που
εννοούμε με τον όρο “ορθολογικότητα”».166
Η ιστορία της επιστήμης αποτελεί την πηγή των διαισθήσεών μας για την επιστημονική
ανάπτυξη, ενώ η φιλοσοφία της επιστήμης είναι δεύτερης τάξης «σχολιασμός» ο οποίος
αναπτύσσει το ορθολογικό ιδεώδες που ενυπάρχει στις διαισθήσεις. Για τον Laudan, η θέση για
την αλληλοεξάρτηση των δύο κλάδων μας παρέχει έναν ενδιάμεσο πεδίο ανάμεσα στον
«λογικισμό» και τον «σχετικισμό». Η φιλοσοφία της επιστήμης περιλαμβάνει τόσο ένα
περιγραφικό στοιχείο όσο και ένα κανονιστικό στοιχείο: περιγραφική ως προς τις καθιερωμένες
περιπτώσεις που επιλέγει, και κανονιστική ως προς τα άλλα ιστορικά επεισόδια.167
Για τον Laudan, τα προβλήματα στην επιστήμη168 διαιρούνται σε «εμπειρικά» (ουσιώδης
ερωτήσεις για τις σχέσεις και τη δομή των αντικειμένων ενός πεδίου) και σε «εννοιολογικά»
(εμφανίζονται σε αβάσιμες ή ασυμβίβαστες θεωρίες, ή όταν υπάρχουν ασυμφωνίες μεθοδολογικών
προϋποθέσεων και θεωρίας). «Πρόοδος» υπάρχει όταν σε μια περιοχή διαδοχικές θεωρίες
εμφανίζουν αυξανόμενη αποτελεσματικότητα στην επίλυση προβλημάτων. Για τους «λογικιστές»
τις εξελίξεις στην επιστήμη οφείλουμε να τις αποτιμούμε με βάση την προσφυγή σε ένα πρότυπο
ορθολογικότητας: εάν ταιριάζουν στο πρότυπο αυτό τότε χαρακτηρίζονται «προοδευτικές». Για
τον Laudan αντιθέτως, «ορθολογικές» είναι εκείνες οι οποίες (ως «προοδευτικές») αυξάνουν την
αποτελεσματικότητα στην επίλυση προβλημάτων.169 Ένα δεύτερο «είδος προόδου» αποτελεί η
διευθέτηση μιας «ανωμαλίας». Τρίτο είδος: είναι η αποκατάσταση της «εννοιολογικής αρμονίας»
ανάμεσα σε υποτιθέμενα αντικρουόμενες θεωρίες.
εκφυλιζόμενη μετατόπιση προβλήματος να αποδειχθεί αντιθέτως ότι είναι το αρχικό στάδιο μιας μακροχρόνιας
προοδευτικής μετατόπισης; Όπως θα σχολιάσει ο Feyerabend σχετικά: «εάν μας επιτρέπεται να περιμένουμε, γιατί να
μην περιμένουμε λίγο ακόμη;»… Για τον Lakatos είναι δύο διαφορετικά προβλήματα: ένα είναι η μεθοδολογική
αξιολόγηση, και ένα δεύτερο διαφορετικό η απόφαση εάν θα πρέπει να συνεχίσει ο επιστήμονας να εφαρμόζει το
πρόγραμμα…) (...)
165
Οι «προτιμώμενες διαισθήσεις» θεωρούνται «καθιερωμένες» περιπτώσεις, και παρέχουν σημείο σύγκρισης
για όλες τις άλλες κρίσεις.
166
“Progress and its Problems” (1977).
167
Όπως είναι φανερό, το σημαντικό εδώ είναι ο τρόπος επιλογής των καθιερωμένων περιπτώσεων, οι οποίες
στον χρόνο μπορεί και να αλλάζουν… (το ίδιο το πρότυπο της επιστημονικής προόδου παρακολουθεί την εξέλιξη των
προτύπων ορθολογικότητας) (…)
168
Πρόκειται για ένα πρότυπο «επίλυσης προβλημάτων».
169
«λύση» ενός εμπειρικού προβλήματος μπορεί να θεωρηθεί ακόμη και μόνο η «κατά προσέγγιση» επίλυση…
Η αύξηση του αριθμού των «λυμένων» εμπειρικών προβλημάτων αποτιμάται ως προοδευτική εξέλιξη.
50
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Η Φιλοσοφία του I.Kant και οι εξελίξεις στα Μαθηματικά και την Φυσική
Βρισκόμαστε στα τέλη του 19ου αρχές του 20ου αιώνα. Οι γενικότερες εξελίξεις στα
μαθηματικά και την φυσική θα προκαλέσουν αμφιβολίες όσον αφορά την επάρκεια της καντιανής
φιλοσοφίας, η οποία κυριαρχούσε μέχρι πρότινος στους κύκλους των επιστημόνων.
Ο I.Kant αναζητούσε τις “συνθήκες δυνατότητας της γνώσης” ‘ το φιλοσοφικό σύστημα που
ανέπτυξε θα αποτελέσει επί της ουσίας και μια “φιλοσοφική θεμελίωση” της Νευτώνειας Φυσικής.
Οι εξελίξεις εντούτοις στη φυσική και τα μαθηματικά θα υπονομεύσουν αυτά τα θεμέλια.
Αναφέρουμε εδώ δύο σημεία: οι «a priori εποπτείες του χώρου και του χρόνου» οι οποίες για τον
Kant συνιστούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την ίδια την δυνατότητα συγκρότησης της εμπειρίας,
αντιστοιχούν στον ευκλείδειο χώρο και τον απόλυτο χρόνο της μηχανιστικής Νευτώνειας φυσικής.
Ωστόσο χρόνος και χώρος μέσα στα πλαίσια της Ειδικής Θεωρίας της Σχετικότητας όπως επίσης
και της Κβαντικής Μηχανικής, αποκτούν νέο περιεχόμενο. Επιπρόσθετα, ο “πιθανοκρατικός”
χαρακτήρας των φυσικών νόμων (Κβαντική) φαίνεται να έρχεται επίσης σε αντίθεση με την a
priori καντιανή κατηγορία της “αιτότητας”.
Οι μεταβολές στα Μαθηματικά και στην Φυσική
Σε ό,τι αφορά τις μεταβολές στα μαθηματικά, οι σημαντικότερες που θα σημειώσουμε εδώ
είναι η ανάπτυξη «μη-Ευκλείδειων» γεωμετριών και η επιδίωξη «αριθμοποίησης» της Ανάλυσης
με στόχο να εγκαταλήψει αυτή κάθε έννοια χρόνου και κίνησης.
Ο πρώτος μαθηματικός που υπαινίχθηκε πως μπορούν να δημιουργηθούν άλλες γεωμετρίες
στηριζόμενες στην άρνηση του “5ου αιτήματος” της Ευκλείδειας Γεωμετρίας («από σημείο εκτός
ευθείας και στο επίπεδο που ορίζουν, άγεται ακριβώς μια παράλληλη προς την δεδομένη ευθεία»)
ήταν ο Friedrich Gauss (1777-1855). Ο Ρώσσος N.I.Lobatchevsky (1793-1856) και ο Ούγγρος
Janos Bolyai (1802-1860) θεωρήθηκαν οι επινοητές των μη-Ευκλείδειων Γεωμετριών. Ο Georg
F.B.Riemann (1826-1866) κατανόησε την σπουδαιότητά τους και προσπάθησε να δείξει πως τα
αξιώματα του Ευκλείδη ήταν μάλλον εμπειρικά και όχι “αυτονόητες αλήθειες”. Αυτός θα
δημιουργήσει την «Ελλειπτική Γεωμετρία», στην οποία ισχύουν όλες οι ευκλείδειες αρχές πλην
του 5ου αιτήματος. Ο David Hilbert (1862-1943) θα οικοδομήσει ένα σύστημα όπου αφετηρία δεν
είναι οι “ορισμοί στοιχείων του χώρου” («σημείο είναι…», «ευθεία είναι…» κλπ.), αλλά τα
“στοιχεία” ορίζονται μέσω «αξιωμάτων» (implicit definitions, έμμεσοι ορισμοί). Το σύστημα αυτό
αξιωμάτων πρέπει να ικανοποιεί τρεις προϋποθέσεις: να μην οδηγεί σε αντιφάσεις, να αποτελείται
από ανεξάρτητα μεταξύ τους αξιώματα, και να είναι ‘πλήρες’… Σε ό,τι αφορά την θεμελίωση της
Ανάλυσης και των αρχών του Λογισμού, ο Bernhard Bolzano (1781-1848) θα ερευνήσει για
αποδείξεις που να είναι απαλλαγμένες από τα θέματα του χώρου και της κίνησης. Η έννοια της
“συνέχειας” θα αναζητηθεί σε σχέση με την έννοια του “ορίου”. Ο Augustin Louis Cauchy (17891857) θα ασχοληθεί με τις έννοιες επίσης του Λογισμού (έννοιες της “παραγώγου”, του
“απειροστού” κ.λπ.). Ο Karl Theodor Weierstrass (1815-1897) θεωρείται αυτός που
«αριθμητικοποίησε» την Ανάλυση, παραμερίζοντας από αυτή γεωμετρικά ή κινηματικά στοιχεία.
Αυτό το έκανε με τη διατύπωση ενός “μη-γεωμετρικού” ορισμού των άρρητων αριθμών. Την
έρευνα αυτή θα την συνεχίσει με μεγαλύτερη ακόμη αυστηρότητα ο Julius W.R.Dedekind (18311916)…
51
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Συνολικά με επεισόδια και στοιχεία από την Ιστορία και Φιλοσοφία της Φυσικής θα
ασχοληθούμε αναλυτικά στο 2ο Μέρος. Εδώ, πολύ επιγραμματικά θα αναφερθούμε στην μετάβαση
από την μηχανιστική Κλασική Φυσική στην Θεωρία της Σχετικότητας.
Ο Newton όρισε την «απόλυτη κίνηση» ως "μετατόπιση ενός σώματος από μιαν απόλυτη
θέση σε άλλη". Αλλά γνωρίζουμε έστω ένα (προνομιούχο) σύστημα αναφοράς, ακίνητο ως προς
τον απόλυτο χώρο; Η κίνηση λοιπόν είναι πάντα σχετική. Ο Einsein απέρριψε την έννοια του
απόλυτου συστήματος. Ο Newton δεχόμενος την “ακαριαία δράση από απόσταση” μπορούσε να
υποθέσει την ύπαρξη ενός ‘Δαίμονα’ ο οποίος θα συνελάμβανε ακαριαία τη στιγμή δύο γεγονότων
και θα διεπίστωνε το ταυτόχρονο ή την χρονική διαδοχή τους. Η «σχετικότητα», αντίθετα,
δεχόμενη την τοπικότητα των φυσικών φαινομένων έκανε αναγκαία την περιγραφή τους σε ένα νέο
πλαίσιο (χώρος Minkowski). Τώρα η χρονική διαδοχή δύο γεγονότων είναι απόλυτη μόνο αν τα
γεγονότα συνδέονται ‘αιτιακά’.170
Τα βασικά χαρακτηριστικά τα οποία συνθέτουν τον “μηχανιστικό” χαρακτήρα της κλασικής
φυσικής είναι συνοπτικά τα εξής:
1) Ως θεμέλιο τοποθετούνταν η ύπαρξη μιας πραγματικότητας ανεξάρτητης από τον
παρατηρητή, το γιγνώσκων υποκείμενο.
2) Αφετηρία για τη μελέτη της κίνησης τίθεται μια αφαίρεση: το υλικό σημείο (συμπαγές,
αμετάβλητο σωμάτιο). Το υλικό σώμα είναι άθροισμα υλικών σημείων. Τα άφθαρτα σωμάτια του
Νεύτωνα ονομάστηκαν «άτομα» κατά τον 19ο αιώνα.
3) Η ύλη (τα άτομα) κινείται στο χώρο και το χρόνο. Ο χώρος (άπειρος, κενός, χωρίς δομή,
ομοιογενής και ισότροπος) είναι σύμφωνος με την Ευκλείδια γεωμετρία: τόσο η ύπαρξη όσο και οι
ιδιότητές του θεωρούνται ανεξάρτητες από την παρουσία της ύλης. Ο χρόνος (παγκόσμιος- ρέει
ανεξάρτητα από τα γεγονότα) είναι ανεξάρτητος τόσο από το χώρο, δηλαδή από το σύστημα
αναφοράς, όσο και από την ύλη και την κίνησή της.
4) Η κίνηση της ύλης οφείλεται στη «δράση των δυνάμεων». Η κίνηση θεωρείται ως απλή
μετατόπιση στο χώρο, και δεν μεταβάλλει το κινούμενο αντικείμενο. Γνωρίζοντας τη θέση, την
ταχύτητα και δυνάμεις που δρούν πάνω στο αντικείμενο, μπορούμε να προβλέψουμε την
μελλοντική του πορεία (μηχανιστική αντίληψη της αιτιότητας). Η κατάσταση ενός συστήματος
καθορίζεται χωρίς χρονική υστέρηση από την κινητική του ενεργεια και τα δυναμικά που επιδρούν
πάνω του (αρχή μή τοπικότητας).
5) Η «μάζα» (μέτρο της αδράνειας) είναι σταθερή και ταυτίζεται, από τον Νεύτωνα, με την
ύλη.
6) Οι δυνάμεις της κλασικής φυσικής υποτίθεται ότι μεταδίδονται με άπειρη ταχύτητα. Οι
αλληλεπιδράσεις λοιπόν είναι ακαριαίες (στιγμιαίες). (Ο απόλυτος χώρος και απόλυτος χρόνος
προϋποθέτουν στη στιγμιαία δράση από απόσταση). Τυπική έκφραση αυτής της παραδοχής ήταν
το αναλλοίωτο των εξισώσεων της Μηχανικής ως προς τους μετασχηματισμούς του Γαλιλαίου.
170
Einstein A., Η Εξέλιξη των Ιδεών στη Φυσική, Δωδώνη 1978. Heisenberg W., Φυσική και Φιλοσοφία, Αθήνα
1971. Επίσης (υπό μια ‘διαλεκτική οπτική’) βλπ.: Μπιτσάκης Ε., Το Αειθαλές Δέντρο της Γνώσης, Άγρα 2006.
Μπιτσάκης Ε., Διαλεκτική και Νεώτερη Φυσική, Ζαχαρόπουλος Ι. 2001. Μπιτσάκης Ε., Η Δυναμική του Ελαχίστου,
Ζαχαρόπουλος Ι. 2003. Μπιτσάκης Ε., Ο Δαίμων του Αϊνστάιν. Αιτιότητα και τοπικότητα στη φυσική, Gutenberg 2000.
Μπιτσάκης Ε., Ο Νέος Επιστημονικός Ρεαλισμός. Φιλοσοφικές διερευνήσεις στο χώρο της μικροφυσικής, Gutenberg
1999. Μπιτσάκης Ε., Η Εξέλιξη των Θεωριών της Φυσικής, Ζαχαρόπουλος Ι. 2008. Επίσης: Ταμπάκης Ν., Από τη
Φυσική στην Μεταφυσική, Ζαχαρόπουλος Ι. 2003. Ταμπάκης Ν., Αναπαραστάσεις του Κόσμου. Πραγματικότητα και
σύγχρονη φυσική, Γκοβόστης 2003. Ν.Κιτσίκης, Η Φιλοσοφία της Νεώτερης Φυσικής, εκδ. Gutenberg 1989. Τέλος και
το: Bohm D., Αιτιότητα και τύχη στη Μοντέρνα Φυσική, Σύναλμα 1996.
52
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
7) Πεδίο είναι ο χώρος σε κάθε σημείο του οποίου μια ορισμένη δύναμη έχει ορισμένη τιμή.
Δεν έχει ωστόσο υπόσταση ανεξάρτητη από την πηγή του, δεν έχει υλικό χαρακτήρα (είναι απλή
παράσταση) και δεν συνδέει εξελικτικά τα γεγονότα στο χώρο και στον χρόνο.
8) Η κλασική φυσική δέχεται την ατομική υπόθεση, δηλαδή την ασυνέχεια της δομής της
ύλης, εντούτοις αποδέχεται τη συνεχή ανταλλαγή της ενέργειας.
9) Το ατομικό επίπεδο θεωρείται τελικό. Όλη η ποιοτική ποικιλία της φύσης μπορεί κατ'αρχήν
να ερμηνευτεί μόνο με βάση τις ποσοτικές μεταβολές στην ατομική συγκρότηση των σωμάτων.
10) Στη θέση της αρχαίας αντίληψης περί ποιοτικών και φανταστικών σχέσεων,
διατυπώνονται οι νόμοι της κίνησης με βάση σχέσεις ποσοτικές και ελέγξιμες. Αλλά η πολυμορφία
των κινήσεων περιορίζεται στην μηχανική (αυτή ερμηνεύει τα πάντα).
11) Κάθε φαινόμενο έχει την αιτία του και οι αιτίες ( που τελικά ανάγονται σε μηχανικές
σχέσεις) καθορίζουν το αποτέλεσμα με πιθανότητα ίση με τη μονάδα.
Η ανακάλυψη των νόμων της θερμοδυναμικής και η θεωρητική σύνθεση του Maxwell (οι
πρώτες αιτιοκρατικές και τοπικές εξισώσεις στη φυσική, ενότητα θερμότητας, ηλεκτρισμού,
μαγνητισμού και οπτικής) δεν σήμανε το τέλος της μηχανιστικής αντίληψης στη φυσική. Η κρίση
δημιουργήθηκε από μία σειρά πειραματικά δεδομένα.
Ο Einstein ξεκίνησε από το πειραματικό δεδομένο ότι η ταχύτητα του φωτός δεν εξαρτάται
από τη σχετική κίνηση πηγής-παρατηρητή (Michelson- Morley), και από ένα θεωρητικό
πρόβλημα: την ασυμμετρία των ηλεκτρομαγνητικών εξισώσεων κατά τους μετασχηματισμούς του
Γαλιλαίου. Απέρριψε τον αιθέρα ως προνομιούχο σύστημα αναφοράς (μιά άλλη έκφραση του
απόλυτου Νευτώνειου χώρου). Η σχετικότητα είχε αφετηρία δύο αρχές: την «αρχή της
σταθερότητας της ταχύτητας του φωτός», και την «αρχή της σχετικότητας» σύμφωνα με την οποία
οι νόμοι της φύσης είναι ανεξάρτητοι από το αδρανειακό σύστημα αναφοράς.
Μερικά επακόλουθα των αρχών αυτών είναι:
α) Η απόρριψη του απόλυτου χώρου και χρόνου (το μήκος και η διάρκεια εξαρτιώνται από το
σύστημα αναφοράς).
β) Η απόρριψη της σταθερότητας της μάζας (εξαρτάται από την ταχύτητα του κινητού ως προς
το σύστημα αναφοράς).
γ) Το ξεπέρασμα της ανεξαρτησίας της μάζας από την ενέργεια και η διατύπωση της σχέσης
E=mc^2 (σχέση όχι ισοδυναμίας αλλά αναλογίας).
Με τη ‘Γενική Θεωρία της Σχετικότητας’ (1916) ο Einstein θα θεμελίωνε την ενότητα
χώρου, χρόνου και ύλης, και θα διατύπωνε μια νέα (σχετικιστική) θεωρία της βαρύτητας. Ο χώρος
της Γενικής Θεωρίας δεν είναι επίπεδος. Είναι ένας χώρος Riemann με μεταβλητή καμπυλότητα από
σημείο σε σημείο, η οποία είναι και συνάρτηση του χρόνου (ακόμη και για το αυτό σημείο). Η
καμπυλότητα αυτή καθορίζεται από την ένταση των δυναμικών της βαρύτητας, δηλαδή από το ποσό
της ύλης στην εν λόγω περιοχή.
Στην κλασική φυσική, ο χρόνος, λόγω της υποτιθέμενης παγκοσμιότητας θεωρείται απλή
παράμετρος ανεξάρτητη από το χώρο. Όμως σύμφωνα με τον Minkowski τα γεγονότα δεν είναι
δυνατόν να περιγράφονται στον τρισδιάστατο ευκλείδιο χώρο, αλλά σε ένα τετραδιάστατο
χωροχρονικό συνεχές, με τρείς χωρικές και μία χρονική συνιστώσα. Ένα σύνολο σημείων (x,y,z,t)
του μαθηματικού αυτού χώρου, συνιστά μια κοσμική γραμμή. Τα γεγονότα είναι ανεξάρτητα από
το αδρανειακό σύστημα αναφοράς. Η γενικευμένη αυτή αρχή της Σχετικότητας ονομάστηκε από
τον Minkowski αρχή (postulate) του απόλυτου κόσμου.
Η "αντίφαση" μεταξύ της ανεξαρτησίας από το σύστημα αναφοράς και της σχετικοποίησης
των μεγεθών της κλασικής φυσικής υπάρχει μόνο εφόσον χρησιμοποιούμε τρισδιάστατα μεγέθη.
Εξαφανίζεται εάν περάσουμε στο τετραδιάστατο χωροχρονικό πλαίσιο. Το διάστημα και ο χρόνος
53
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
χωριστά είναι σχετικά μεγέθη. Αλλά η σύνθεση των δύο, το τετραδιάστατο χωροχρονικό διάστημα
είναι απόλυτο. Η μάζα και η ενέργεια χωριστά είναι σχετικά. Το τετραδιάνυσμα (τανυστής) ορμήςενέργειας είναι επίσης απόλυτο...
Ο νέος χώρος είναι “ψευδοευκλείδιος”. Δηλαδή, τα διαστήματα μεταξύ δύο διαφορετικών
σημείων (x,y) στο χώρο του Ευκλείδη είναι πάντοτε θετικά. Στο χώρο Minkowski, αντίθετα
ορίζονται θετικά, αρνητικά και μηδενικά διαστήματα, που αντιστοιχούν σε διαφορετικές περιοχές
του σχετικιστικού Σύμπαντος. Αυτές οι περιοχές καθορίζονται σε σχέση με τη μεγιστη δυνατή
ταχύτητα (του φωτός). Τα μηδενικά διαστήματα αντιστοιχούν στην επιφάνεια του κώνου του
φωτός (επιφάνεια διάδοσης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων). Τα θετικά διαστήματα (χρονικού
τύπου) αντιστοιχούν στο εσωτερικό του κώνου. Στην περιοχή αυτή κινούνται μαζικά σωμάτια (που
έχουν θετική μάζα, σε αντίθεση με αυτή του φωτός που θεωρείται μηδενική). Έξω από τον κώνο
ορίζονται τα αρνητικά χωροχρονικά διαστήματα (χωρικού τύπου). Το Σύμπαν μπορεί σύμφωνα με
αυτά να παρασταθεί με τη μορφή δύο κώνων με κοινή κορυφή ‘Ο’, σημείο που αντιστοιχεί στην
παρούσα στιγμή. Ο κατώτερος κώνος αναφέρεται στο παρελθόν και ο ανώτερος είναι ο κόσμος
των μελλοντικών γεγονότων.
Το σχήμα αυτό αισθητοποιεί τον αιτιοκρατικό και τον τοπικό χαρακτήρα των πεδιακών
θεωριών. Τα φαινόμενα είναι τώρα τοπικές διεργασίες με χρονικό πάχος και όχι ακαριαίες
μεταβολές. Τα φαινόμενα που είναι αιτιακά συνδεμένα πραγματοποιούνται στο εσωτερικό του
κώνου, όπου τα μαζικά σωμάτια κινούνται με ταχύτητες μικρότερες της c. Η χρονική σχέση
αιτίας-αποτελέσματος είναι απόλυτη (δεν αντιστρέφεται μέ ό,ποια μεταβολή στο σύστημα
συντεταγμένων). Αντίθετα, γεγονότα τα οποία χωρίζονται με αρνητικά διαστήματα (χωρικού
τύπου) και τα οποία διαδραματίζονται στο εξωτερικό του κώνου δεν μπορούν να συσχετισθούν
αιτιακά. Η χρονική σχέση τέτοιων γεγονότων μπορεί να αναστραφεί.171
Ο Einstein στο κείμενο για τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας, ορίζει ως ύλη οτιδήποτε,
εκτός από το βαρυτικό πεδίο. Η έννοια ύλη συνεπώς περιλαμβάνει "όχι μόνο την ύλη με τη συνήθη
έννοια, αλλά και το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο". Στο πλαίσιο δε της θεωρίας αυτής η γεωμετρία
αποκτά φυσικό περιεχόμενο: η μορφή του χωρόχρονου καθορίζεται από την κατανομή της ύλης.
Η θεωρία των κβάντα είχε ως αφετηρία την αποτυχία της αντίληψης για τη συνέχεια των
ενεργειακών ανταλλαγών να εξηγήσει το φάσμα ακτινοβολίας του μέλανος σώματος. Ο Einstein
(1905) δέχτηκε ότι η ακτινοβολία όχι μόνο εκπέμπεται αλλά και διαδίδεται με τρόπο ασυνεχή, με
διακριτές οντότητες, τα φωτόνια.
Η «μή σχετικιστική κβαντομηχανική» αντιμετωπίζει τα μικροσωμάτια σαν αμετάβλητες
οντότητες. Κύρια εκδήλωση της δυναμικότητας της ύλης αποτελεί ο πιθανοκρατικός χαρακτήρας
των φαινομένων (από τις πιθανότητες δεν συνάγεται ωστόσο απουσία αιτιότητας, φυσική
αυταρχία, το αυθαίρετο και ακατανόητο). Ο φορμαλισμός της σχετικιστικής κβαντομηχανικής
αντίστροφα, προβλέπει την καταστροφή, τη δημιουργία και τις αλληλομετατροπές των
μικροσωματίων.172
171
Βλπ. σχετικά: Ε. Μπιτσάκης, Ο Δαίμων του Einstein, σελ.113-149, 341-382. Επίσης: Ε. Μπιτσάκης, Είναι και
Γιγνεσθαι, κυρίως σελ.164- 183. Ακόμη, για το ίδιο πρόβλημα: J. Powers, Φιλοσοφία και Νέα Φυσική, σελ.78-144.
172
Στην ελληνική γλώσσα: Roberto Torretti, Η Φιλοσοφία της Φυσικής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
2012. Για μια συνολική Iστορία των εξελίξεων στην Φυσική κατά τον 20 ο αιώνα βλπ. Helge Kragh, Οι Γενιές των
Κβάντων, εκδ. Κάτοπτρο 2004. Για την εννοιολογική δομή της Φυσικής του 19 ου και την μετάβαση στον 20ο αιώνα:
Peter M.Harman, Ενέργεια Δύναμη και Ύλη – η εννοιολογική εξέλιξη της Φυσικής κατά τον 19ο αιώνα,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 1994. Σημαντικά άρθρα για τον Einstein βρίσκονται στο: Ο Einstein και η
Σχετικότητα – ιστορικές μελέτες, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2006. Σε ό,τι αφορά την διαμάχη για την
διαμόρφωση των εννοιών της σύγχρονης Κβαντικής θεωρίας: βλπ.: Θ.Αραμπατζής & Κ.Γαβρόγλου [επιμ.], Η Κρίση
στη Φυσική και η Δημοκρατία της Βαϊμάρης – η πολιτισμική ιστορία της κβαντικής θεωρίας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις
Κρήτης, Ηράκλειο 2012 (εδώ βρίσκεται σε ελλην.μετάφραση το άρθρο του Paul Forman, “Weimar Culture, casuality
and quantum theory, 1918-1927: Adaptation by German physicists and mathematicians to a hostile intellectual
54
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Στην Κβαντική Θεωρία περιλαμβάνονται και ‘δυναμικές μεταβλητές’ (όπως η θέση, η ορμή,
ο χρόνος, η ενέργεια) αλλά και ‘καταστάσεις’ ενός φυσικού συστήματος. Ωστόσο η θεωρία αυτή
δεν περιέχει φυσικές καταστάσεις στις οποίες όλες οι δυναμικές μεταβλητές έχουν ‘ακριβείς
τιμές’. Για παράδειγμα, κάθε κατάσταση όπου η θέση είναι πλήρως καθορισμένη, αποτελεί μια
κατάσταση όπου η ορμή είναι εντελώς απροσδιόριστη. Μια αντίδραση βέβαια στους περιορισμούς
της ‘ακρίβειας’ είναι να θεωρήσουμε ότι τα μικροσκοπικά συστήματα έχουν ακριβείς τιμές για
όλες τις δυναμικές μεταβλητές τους, αλλά απλώς εμείς, η θεωρία, δεν είναι σε θέση νε
προσδιορίσει με ακρίβεια τις ποσότητες αυτές. Πολλοί ερευνητές δεν συμφωνούν με αυτή τη
λύση: τα συστήματα κυριολεκτικώς δεν έχουν ταυτοχρόνως ακριβείς τιμές ‘ το ποιες ιδιότητες μας
δείχνει ο κόσμος εξαρτάται από πείραμα που επιλέγουμε να κάνουμε και το ερώτημα που θέτουμε.
Ο N.Bohr θα ονομάσει αυτό το φαινόμενο «complementarity» («συμπληρωματικότητα»).
Πρόκειται για μια τροποποίηση της προσέγγισης του Kant: η ‘ψυχολογική’ ερμηνεία απαιτούσε
έναν σταθερό αλλά μη-δυνάμενο να γνωρισθεί κόσμο καθ’εαυτόν και ένα σταθερό ‘εμείς’. Στην
πρόταση του Bohr, υπάρχει επίσης ένας κόσμος καθ’εαυτόν που δεν μπορεί να γνωσθεί και να
περιγραφεί, και επίσης ένα ‘εμείς’, με την δοαφορά όμως ότι το εμείς δεν είναι ‘σταθερό’,
παγιωμένο: μπορούμε να θέσουμε κάποιο, ένα από τα πολλά σύνολα ερωτημάτων και να λάβουμε
σε κάθε περίπτωση συνεκτικές απαντήσεις. Εντούτοις, οι διάφορες απαντήσεις για τα εκάστοτε
ερωτήματα δεν μπορούν να συνδυαστούν σε μια μοναδική συνεκτική εικόνα του κόσμου.
Αλλάζοντας πειράματα, αλλάζουμε εννοιολογικά σχήματα, βιώνουμε έναν διαφορετικό κόσμο.
Τα ειδικότερα ζητήματα φιλοσοφίας της Φυσικής θα τα εξετάσουμε αναλυτικά στο Δεύτερο
Μέρος αυτής της παρουσίασης.
Επιστρέφουμε στο σημείο αυτό στα τέλη του 18ου αιώνα για να δούμε εν συντομία το
φιλοσοφικό σύστημα που ανέπτυξε ο Kant.
Το φιλοσοφικό Σύστημα του I.Kant
Οι μεγάλες αλλαγές του 17ου αιώνα, η λεγόμενη “Επιστημονική Επανάσταση”, προκάλεσαν
όπως είδμαε πλήθος ερωτημάτων και φιλοσοφικών προβλημάτων. Τι σχέση έχει ο κόσμος της
εμπειρίας μας, ένας κόσμος που βρίθει χρωμάτων, γεύσεων, οσμών, ήχων κλπ. με τον καθαρά
μηχανικό κόσμο που έθεταν οι νέες επιστήμες; Για τον John Locke ο κόσμος της εμπειρίας μας
είναι εξ ολοκλήρου ‘νοητικός’, ένας κόσμος ιδεών οι οποίες δημιουργούνται μέσα μας από τις
μηχανικές διεργασίες των σωματιδίων του εξωτερικού φυσικού κόσμου. Κάποιες “απλές ιδέες”
μας αντιστοιχούν σε ορισμένες ιδιότητες οι οποίες όντως ανήκουν στα εξωτερικά σώματα (ο
Locke τις ονόμασε «primary qualities», «πρωτογενείς ποιότητες»: για παράδειγμα ιδέες της
κίνησης, του σχήματος, της στερεότητας, του αριθμού των σωμάτων). Κάποιες άλλες ιδέες
(θερμότητα, γεύση, οσμή, χρώμα κλπ.) δεν αντιστοιχούν σε ιδιότητες που ανήκουν πραγματικά
στα εξωτερικά σώματα – αυτά έχουν απλώς την ‘δύναμη’ να παράγουν μέσα μας την ιδέα του
θερμού, χρωματιστού κλπ. Εάν όμως το μόνο που βιώνουμε είναι οι “ιδέες” μας και όχι τα ίδια τα
πράγματα, τότε πώς μπορούμε να πούμε ότι έχουμε κάποια “γνώση” των ίδιων των πραγμάτων;
Πώς μπορούμε να γνωρίζουμε ότι οι ισχυρισμοί της Φυσικής είναι αληθείς; Εάν ακολουθήσουμε
environment”, Historical Studies in the Physical Sciences, 3 (1971) ‘ δύο ακόμη άρθρα, των J.Hendry και M.N.Wise,
και μια απάντηση του Forman στην κριτική που του ασκήθηκε) . Για την σχέση των εξελίξεων στην σύγχρονη
θεωρητική Φυσική με τα μεταφυσικά ερωτήματα γύρω από την έσχατη φύση της πραγματικότητας, βλπ.σε ελληνική
μετάφραση: Διαλέξεις Tarner (Cambridge 1993) του Michael Redhead, Από την Φυσική στην Μεταφυσική,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2006. Για τις ιστορικές μεταβολές στην εννοιολόγηση του ‘χώρου’: Max Jammer,
Οι Έννοιες του Χώρου – η ιστορία των θεωριών του χώρου στη φυσική, (πρόλογος του A.Einstein), Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Κρήτης 2001.
55
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
την συλλογιστική του Locke τότε η ‘εμπειρία μας’ θα ήταν η ίδια ακόμη και εάν τα σώματα είχαν
πραγματικά χρώματα κλπ. (και όχι μόνο κίνηση, σχήματα κ.ο.κ.). Το πρόβλημα στην αντίληψη
αυτή είναι πως ενώ προϋποθέτει την ύπαρξη μιας επιστημονικής περιγραφής της φύσης των
πραγμάτων καθ’εαυτών, από την άλλη μεριά φαίνεται να αποκλείει κάθε μέθοδο με την οποία θα
μπορούσαμε να αποκτήσουμε τεκμήρια για την αλήθεια της περιγραφής. Το πρόβλημα αυτό είναι
γενικότερα γνωστό ως «το πρόβλημα του μεταφυσικού σκεπτικισμού»: ενώ ενδεχομένως, φαίνεται
να υπάρχουν δύο ή και περισσότεροι δυνατοί τρόποι συγκρότησης του κόσμου, παρ’όλα αυτά όλα
τα δυνατά τεκμήρια δεν θα επαρκούσαν προκειμένου να προσδιοριστεί με ποιον από αυτούς τους
τρόπους είναι πραγματικά συγκροτημένος ο κόσμος.
Ο D.Hume, όπως θα δούμε αναλυτικά παρακάτω, θα διατυπώσει ένα άλλο σοβαρό
πρόβλημα: εκείνο που αφορά την γνώση μας κάθε «αναγκαίας σύνδεσης» μεταξύ ‘αιτίας’ και
‘αιτιατού’. Για αυτόν η ιδέα της αναγκαίας σύνδεσης δεν μπορεί να προέρχεται από την
αισθητηριακή εμπειρία του εξωτερικού κόσμου. Πηγή της ιδέας αυτής είναι η «δύναμη της
συνήθειας» ‘ ούτε η εμπειρία ούτε ο Λόγος μπορούν να εγγυηθούν ότι μελλοντικά μια γνώριμη
αιτία θα συνοδευτεί όντως από ένα γνώριμο αποτέλεσμα… Πρόκειται για το «πρόβλημα του
«επαγωγικού σκεπτικισμού».
Το κοινό των δύο παραπάνω προβληματισμών είναι πως αμφισβητούν την ικανότητά μας να
αποκτήσουμε επιστημονική γνώση όταν ερευνούμε καταστάσεις όπου υπάρχουν εναλλακτικές
υποθέσεις οι οποίες δεν αντιφάσκουν προς τα τεκμήρια που είναι δυνατό να αποκτήσουμε. Τα
προβλήματα αυτά απασχολούν ακόμη και σήμερα την επιστημονική κοινότητα και βρίσκονται
πίσω από διάφορες διαμάχες γύρω από την φύση των επιστημονικών ισχυρισμών και εξηγήσεων,
γύρω από την δομή των επιστημονικών θεωριών μας κ.ο.κ.
Ο I.Kant θα προσφέρει τον 18ο αιώνα μια ρηξικέλευθη λύση στα παραπάνω ζητήματα. Οι
ιδέες του άσκησαν πολύ μεγάλη επιρροή κατά το γύρισμα στον 20ο αιώνα στις συναφείς
συζητήσεις για την δομή της επιστήμης.
Όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, το πρωταρχικό συμπέρασμα του Kant ήταν ότι ‘δεν
μπορούμε να έχουμε καμία γνώση για τα πράγματα καθ’εαυτά’. Αυτό εντούτοις δεν θα έπρεπε να
μας επηρεάζει ‘ η επιστήμη έχει στόχο να περιγράψει τον κόσμο της εμπειρίας μας και όχι τον
κόσμο των παραγμάτων καθ’εαυτά. Η δομή της εμπειρίας μας εξαρτάται εν μέρει από την δομή
του νου μας. Τα αντικείμενα που αγγίζουμε, βλέπουμε κλπ. τα ‘συγκροτεί’ υπό μια έννοια ο ίδιος ο
δικός μας νους. Αυτή ηταν η απάντηση στον ‘μεταφυσικό σκεπτικισμό’. Τα, από την φύση τους
άγνωστα, πράγματα καθ’εαυτά και ο νους μας παράγουν από κοινού τον εμπειρικό κόσμο.
Τι απαντά ο Kant στο πρόβλημα του ‘επαγωγικού σκεπτικισμού’; Ο Kant έθεσε ερωτήματα
του είδους: ποιοι όροι είναι αναγκαίοι προκειμένου να υπάρχει οποιαδήποτε εμπειρία πραγμάτων
(στον χώρο και τον χρόνο), ή διαδοχικών γεγονότων; Τέτοια ερωτήματα επιδέχονται είτε
‘ψυχολογική ερμηνεία’ (πώς πρέπει να λειτουργεί ο νους προκειμένου η εμπειρία να είναι αυτού
του τύπου), είτε ‘λογική ερμηνεία’ (ποιες αρχές προϋποθέτει λογικά η παραδοχή ότι υπάρχει
εμπειρία).173 Ο Kant ονόμασε αυτού του είδους τις ερωτήσεις «υπερβατολογικές».
Ας δούμε αναλυτικότερα το δικό του σχέδιο.
Οι ορθολογιστές (Leibniz, Spinoza, Descartes), και οι εμπειριστές (Locke, Hume,
Berkeley) έδωσαν διαφορετική απάντηση στο ερώτημα “ποια είναι η πηγή της γνώσης” ‘ οι μεν
πρώτοι ισχυρίστηκαν πως η γνώση μας βασίζεται στον “Λόγο”, οι δεύτεροι υπεραστπίστηκαν την
θέση ότι η γνώση βασίζεται στην αισθητική εμπειρία. Για τον Kant η γνώση είναι προϊόν της
173
Τα σχετικά κείμενα του Kant επιτρέπουν τόσο μια ψυχολογική όσο και μια λογική ερμηνεία του συστήματος
που προτείνει. Σχετικές διαφωνίες υπάρχουν ανάμεσα σε πολλούς σχολιαστές του έργου του Kant. Δεν θα
ασχοληθούμε εδώ με αυτές τις διαφορετικές ερμηνείες και διαμάχες.
56
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
«σύνθεσης» διάνοιας και αισθητικότητας. Εντούτοις, στην ‘κριτική’ του φιλοσοφία ο Kant θα
επαναδιατυπώσει και την ίδια την ερώτηση: το θεμελιώδες ερώτημα λοιπόν είναι “πώς είναι
δυνατή η a priori γνώση;”. Αυτό που αναζητεί είναι το «υπερβατολογικό θεμέλιο», δηλαδή οι ίδιες
οι συνθήκες δυνατότητας (που πρέπει να ικανοποιεί ο νους) ώστε να μπορούμε να γνωρίζουμε. Η
απάντηση σε αυτό το ερώτημα μας προμηθεύει, εκ παραλλήλου, και με μια απάντηση σε ένα
δεύτερο (κριτικό) ερώτημα: “τι μπορώ να γνωρίζω;”.174
Στην Κριτική του Καθαρού Λόγου,175 ο Kant επιδιώκει να απαντήσει στα εξής 3 ερωτήματα:
“πώς είναι δυνατή η καθαρή φυσική;”, “πώς είναι δυνατά τα καθαρά μαθηματικά;” και “πώς είναι
δυνατή η μεταφυσική ως επιστήμη”. Τα τρία αυτά ερωτήματα ανάγονται σε ένα: “πώς είναι
δυνατές οι a priori συνθετικές κρίσεις;”.176
Στην προ του Kant μεταφυσική, διαπιστώνουμε πως οι κρίσεις είναι δύο ειδών: οι
«αναλυτικές» κρίσεις, δηλαδή κρίσεις αληθείς σε όλους τους δυνατούς κόσμους177 ‘ και οι
«ενδεχομενικές» κρίσεις, κρίσεις οι οποίες είναι άλλοτε αληθείς και άλλοτε ψευδείς και που
εξαρτώνται από την εμπειρία.
Για τον Kant υπάρχουν τρία είδη κρίσεων: οι «αναλυτικές κρίσεις», οι «a priori συνθετικές
κρίσεις» και οι «συνθετικές a posteriori” κρίσεις.
Τα είδη αυτά κρίσεων προκύτουν από τρεις θεμελιώδεις διακρίσεις. Πρώτη διάκριση είναι
αυτή μεταξύ «Αισθητικότητας & Διάνοιας». Η «αισθητικότητα» (αίσθηση) είναι η ικανότητα του
πνεύματος να προσλαμβάνει “παραστάσεις” (κάτι επενεργεί πάνω σε αυτό). Οι παραστάσεις είναι
ατομικές και τις ονομάζει «εποπτείες». Η «διάνοια» είναι μια διαφορετική ικανότητα του
πνεύματος: επιτρέπει να συντίθενται οι παραστάσεις μέσω ορισμένων κανόνων ώστε να
παράγονται «έννοιες», δηλαδή παραστάσεις με “ενότητα” και “καθολικότητα”. Η μεν λοιπόν
αισθητικότητα χαρακτηρίζεται από “δεκτικότητα”, η δε διάνοια από “αυτενέργεια”.
Η δεύτερη διάκριση είναι αυτή μεταξύ «Αναλυτικών & Συνθετικών» κρίσεων. Για τον Kant
η γνώση προκύπτει από την σύνθεση των εποπτειών με τους κανόνες της διάνοιας ‘ μόνο με τον
τρόπο αυτό έχουμε “εμπειρία” των αντικειμένων. Αυτό που συμπεραίνουμε είναι πως η επέκταση
της γνώσης μας πραγματοποιείται με συνθετικές κρίσεις, μια και οι αναλυτικές κρίσεις απλώς
διασαφηνίζουν την ήδη δεδομένη γνώση (αυτή που περιέχεται εντός των αναλυόμενων εννοιών).
Η “σύνθεση” προηγείται πάντοτε της “ανάλυσης”. Όλες οι εμπειρικές μας κρίσεις για τον Kant
είναι συνθετικές (a posteriori) κρίσεις.178 Όλες οι μαθηματικές κρίσεις είναι συνθετικές a priori.179
174
«κριτική» στον Kant σημαίνει “αυτοπεριορισμός του Λόγου ως προς την δογματική του χρήση” και αποτελεί
μια απάντηση στην μεταφυσική.
175
I.Kant, Κριτική του Καθαρού Λόγου (τόμοι Α΄, Β΄) εκδ.Παπαζήσης 1977 & 1979.
176
Για τον I.Kant, ενδεικτικά βλπ.: Cassirer, Ernst, Καντ : Η ζωή και το έργο του, εκδ. Ίνδικτος 2001. G.Deleuze,
Η κριτική φιλοσοφία του Καντ- Η θεωρία των ικανοτήτων, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2000. Guillermit, Louis, “O
Emmanuel Kant και η κριτική φιλοσοφία”, στο: Fr. Chatelet [επιμ.], Η Φιλοσοφία, τόμ. Γ, Από τον Καντ ως τον
Χούσσερλ, εκδ. «Γνώση», Αθήνα 1985, κ.ά.
177
Οι αρνήσεις τους επομένως δεν είναι αληθείς σε κανέναν δυνατό κόσμο.
178
Ένα παράδειγμα. Εκφέρουμε την κρίση: “ο τοίχος είναι άσπρος”. Αυτή είναι συνθετική γιατί το κατηγόρημα
“άσπρος” δεν περιέχεται (νοείται) στην έννοια “τοίχος”. Χρειαζόμαστε δηλαδή εκτός από την έννοια του τοίχου και
κάτι παραπάνω, μη εννοιολογικό, επάνω στο οποίο θα στηριχθεί η διάνοιά μας ώστε να αναγνωρίσει ότι το
κατηγόρημα “άσπρος” (που δεν περιέχεται στην έννοια αυτή) εντούτοις της ανήκει… Αυτό το μη εννοιολογικό
πρόσθετο, είναι η εποπτεία του τοίχου: επάνω σε αυτήν θα βασιστεί η δυνατότητα της σύνθεσης του κατηγορήματος
“άσπρος” με την έννοια “τοίχος”. Προκειμένου να εκφέρουμε επομένως μια συνθετική κρίση πρέπει να προσφύγουμε
αναγκαία στην εμπειρία.
179
Παράδειγμα: όπως γράφει ο Kant, η πρόταση «η ευθεία γραμμή ανάμεσα σε δύο σημεία είναι η πιο σύντομη»,
είναι συνθετική. Επειδή η έννοια “ευθύ” «δεν περιέχει τίποτα σχετικό με το μέγεθος, παρά μόνο ποιότητα». Άρα η
έννοια του πιο σύντομου αποτελεί προσθήκη και «δεν μπορεί να αντληθεί με καμία ανάλυση από την έννοια της ευθείας
γραμμής». Συνεπώς πρέπει κανείς να καταφύγει «στην βοήθεια της εποπτείας που μόνο χάρη σε αυτή είναι η σύνθεση
δυνατή».
57
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Τρίτη διάκριση: «A Priori & A Posteriori». Το a priori, που σημαίνει “εκ των προτέρων”, δεν
έχει στον Kant το νόημα της χρονικής προτεραιότητας ‘ «a priori» σημαίνει ανεξάρτητα από κάθε
εμπειρία και ταυτίζεται με την έννοια του “καθαρού” – αντιτίθεται επομένως στο “εμπειρικό” (το
«a posteriori»). Όπως γράφει ο ίδιος, κάθε γνώση μας «αρχίζει» με την εμπειρία ‘ από άποψη
χρονική, «δεν έχουμε καμία γνώση μέσα μας που να προηγείται της εμπειρίας, όλες αρχίζουν με
αυτήν». Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι και κάθε γνώση μας «πηγάζει» από την εμπειρία.180
Μια τέταρτη διάκριση είναι αυτή ανάμεσα σε «Φαινόμενα & Πράγματα καθ’εαυτά». Αυτό
που είναι “a priori” είναι ο τρόπος που εμείς, πάντοτε ήδη εκ των προτέρων, επεμβαίνουμε επάνω
στα πράγματα.181 Τα πράγματα τα οποία γίνονται αντικείμενα των αισθήσεών μας είναι τα
«φαινόμενα». Αυτά που είναι αδύνατο να γνωρίσουμε είναι τα «πράγματα καθ’εαυτά» ή αλλιώς
«νοούμενα», τα ονομάζει δε έτσι επειδή μπορούμε να νοήσουμε ότι τα πράγματα είναι
διαφορετικά από ότι μας φαίνονται. «Νοούμενα», με αυτή την έννοια είναι όλα τα πράγματα τα
οποία δεν μπορούν ποτέ να γίνουν αντικείμενα της κατ’αίσθηση εποπτείας. Γνώση των πραγμάτων
καθ’ευτά πέρα από την εμπειρία, μια γνώση που θατην κατακτούσαμε διαμέσου του Λόγου και
μόνο, είναι κάτι άτοπο.
Η διάκριση αυτή που εισάγει ο Kant ανάμεσα σε ‘πράγματα καθ’εαυτά’ και ‘φαινόμενα’,
καθιστά τελικώς δυνατή μια a priori γνώση των αντικειμένων ως φαινομένων, μια γνώση «που
προσδιορίζει κάτι ως προς αυτά, προτού μας δοθούν τα ίδια», μια γνώση δηλαδή “των αντικειμένων
εν γένει” ‘ κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο εάν τα αντικείμενα μας δίνονταν ως πράγματα καθ’εαυτά.
Αυτή η a priori γνώση εκβάλει ακριβώς από την σύνθεση των a priori στοιχείων της
ασθητικότητας και της διάνοιας.
Ποια είναι λοιπόν αυτά τα a priori «στοιχεία» της αισθητικότητας; Την «επιστήμη όλων των a
priori αρχών της αισθητικότητας» ο Kant την ονόμασε «Υπερβατολογική Αισθητική». Με τα
λόγια του ίδιου, πρώτα απομονώνουμε την αισθητικότητα, «αφαιρώντας από αυτή κάθε τι που νοεί
η διάνοια δια μέσου των εννοιών της» και με τον τρόπο αυτό δεν απομένει τίποτε άλλο παρά μόνο
η εμπειρική εποπτεία.182 Έπειτα αποχωρίζουμε πάλι από αυτήν «ό,τι ανήκει στο αίσθημα, με σκοπό
να μην απομείνει τίποτε άλλο παρά μονάχα καθαρή εποπτεία και η ψιλή μορφή των φαινομένων, που
είναι το μόνο που μπορεί να προσπορίσει η a priori αισθητικότητα». Αυτό που προκύπτει με τον
τρόπο αυτό είναι ότι «υπάρχουν δύο καθαρές μορφές κατ’αίσθηση εποπτείας που χρησιμεύουν ως
αρχές της a priori γνώσεως, δηλαδή ο χώρος και ο χρόνος».
Αυτό λοιπόν είναι το συμπέρασμα του Kant: οι μόνες a priori συνθήκες για την δυνατότητα
εμπειρικών εποπτειών είναι ο χώρος και ο χρόνος (ως καθαρές μορφές της εποπτείας): ο χώρος
είναι η “καθαρή μορφή της εξωτερικής αίσθησης”, και ο χρόνος είναι η “καθαρή μορφή της
εσωτερικής αίσθησης”.
Το παραπάνω συμπερασμα είναι επί της ουσίας η απάντηση του Kant στο ερώτημα: πώς είναι
δυνατά τα καθαρά μαθηματικά ‘ «η ικανότητα να εποπτεύουμε a priori, δεν αφορά το υλικό του
φαινομένου, δηλαδή οτιδήποτε μέσα του είναι αίσθημα [το εμπειρικό στοιχείο]… παρά μόνο τη
μορφή του, το χώρο και τον χρόνο».
Ερχόμαστε στα «a priori στοιχεία» της διάνοιας. Μέσω της αίσθησης μας δίνεται μια
εποπτεία (στο χώρο και στον χρόνο), όμως κανένα αντικείμενο δεν έχει ακόμη «νοηθεί» ‘ για αυτό
είναι απαραίτητη η διάνοια. Ο Kant, στην Υπερβατολογική Αναλυτική απομονώνει τη διάνοια
από κάθε τι που παρέχεται από την αισθητικότητα. Αυτό που προκύπτει είναι τα «στοιχεία» της
καθαρής γνώσης της διάνοιας, χωρίς τα οποία κανένα αντικείμενο δεν μπορεί να νοηθεί. Πρόκειται
180
Ο Kant με αυτή την έννοια ενδιαφέρεται για αυτό που “ενυπάρχει a priori” στην εμπειρία.
«από τα πράγματα νοούμε a priori μόνο εκείνο που εμείς οι ίδιοι θέτουμε μέσα σε αυτά».
182
«Υπερβατολογική» είναι η γνώση που δεν αφορά τα αντικείμενα, αλλά τις συνθήκες δυνατότητας που πρέπει
να ικανοποιούνται ώστε να είναι δυνατή η γνώση των αντικειμένων.
181
58
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
για δώδεκα κατηγορίες: ως προς την «ποσότητα» (ενότητα, πολλότητα, ολότητα) ‘ ως προς την
«ποιότητα» (πραγματικότητα, άρνηση, περιορισμός) ‘ ως προς την «σχέση» (ενύπαρξη και
αυθύπαρξη, αιτιότητα και εξάρτηση, κοινωνία) ‘ ως προς τον «τρόπο» (δυνατότητα, ύπαρξη,
αναγκαιότητα).
«Πώς είναι δυνατή η υπαγωγή των εποπτειών κάτω από τις κατηγορίες, δηλαδή η εφαρμογή
των κατηγοριών στα φαινόμενα;» Για τον Kant λοιπόν «πρέπει να υπάρχει υποχρεωτικά ένας
τρίτος όρος» («ομοειδής» με την κατηγορία και το φαινόμενο) ο οποίος «να καθιστά δυνατή την
αναφορά της κατηγορίας στο φαινόμενο. Αυτή η μεσολαβούσα παράσταση πρέπει να είναι
υποχρεωτικά καθαρή (χωρίς κανένα εμπειρικό στοιχείο) κι όμως από τη μια μεριά να είναι νοητική,
και κατ’αίσθηση από την άλλη. Τέτοιο είναι το υπερβατολογικό σχήμα». Το υπερβατολογικό σχήμα
είναι ένα προϊόν της “παραγωγού φαντασίας” η οποία είναι καθαρή (και δημιουργεί), σε αντίθεση
με την “αναπαραγωγό φαντασία” η οποία είναι εμπειρική (και απλώς αναπαράγει). (Η «φαντασία»
είναι, έπειτα από την αισθητικότητα και την διάνοια, η τρίτη πηγή της ανθρώπινης γνώσης ‘ είναι
αυτή ακριβώς που πραγματοποιεί την σύνθεση των δύο αυτών ικανοτήτων).
Τι εκπληρώνει τις παραπάνω προϋποθέσεις; Σύμφωνα με τον Kant το «υπερβατολογικό
σχήμα» είναι ένας υπερβατολογικός προσδιορισμός του χρόνου.
Συμπερασματικά: οι κατηγορίες χωρίς αντίστοιχα προς αυτές σχήματα είναι απλώς
λειτουργίες της διάνοιας που αναφέρονται σε έννοιες και δεν παριστάνουν έτσι κανένα αντικείμενο
‘ την σημασία τους δηλαδή την αποκτούν μέσω της σχηματοποίησης από την αισθητικότητα, η
οποία προσδίδει πραγματικότητα στην διάνοια, υποβάλλοντάς την όμως ταυτοχρόνως σε
«περιορισμούς».
Από την εφαρμογή των κατηγοριών (μέσω των αντίστοιχων υπερβατολογικών τους
σχημάτων) στα φαινόμενα εν γένει, αυτό που προκύπτει είναι οι «θεμελιώδεις αρχές της καθαρής
διάνοιας»: αυτές γράφει ο Kant «δεν περιέχουν τίποτα άλλο παρά μονάχα κάτι που θα το λέγαμε το
καθαρό σχήμα για δυνατή εμπειρία». Είναι επομένως οι a priori αρχές της δυνατότητας της
εμπειρίας εν γένει.
Αυτές οι αρχές διακρίνονται σε «Μαθηματικές» και σε «Δυναμικές». Οι πρώτες εκβάλουν
από τις κατηγορίες της «ποσότητας»183 και της «ποιότητας»184, οι δεύτερες από τις κατηγορίες της
«σχέσης»185 και του «τρόπου»186. Η λειτουργία των δύο αυτών αρχών είναι ότι καθιστούν ακριβώς
δυνατά τα Μαθηματικά και την (φυσική) Δυναμική. Δεν είναι αρχές κάποιων επιστημών, αλλά
αρχές της καθαρής διάνοιας σε σχέση με την εσωτερική αίσθηση.
Κάθε τι επομένως που συλλαμβάνεται ως αντικείμενο, πρέπει να ακολουθεί αυτές τις αρχές,
γι’αυτό τον λόγο οι θεμελιώδεις αρχές είναι συγχρόνως και «γενικοί νόμοι της φύσης» που
μπορούν να γνωρίζονται a priori. Έτσι απαντά ο Kant στο ερώτημα «πώς είναι δυνατή η καθαρή
φυσική». Οι παραπάνω θεμελιώδεις αρχές «αποτελούν ένα σύστημα της φύσης, το οποίο προηγείται
183
Όλες οι εποπτείες είναι εκτατά μεγέθη…
Σε όλα τα φαινόμενα, το πραγματικό (αντικείμενο της αίσθησης) έχει έναν βαθμό εντάσεως…
185
Όλα τα φαινόμενα υπόκεινται, ως προς την ύπαρξή τους, a priori σε κανόνες που καθορίζουν τη σχέση τους
μεταξύ τους μέσα σε κάποιο χρόνο… Εδώ η πρώτη «αναλογία της εμπειρίας» είναι η θεμελιώδης αρχή «μονιμότητας
της ουσίας»: πρεσβεύει πως η «ουσία» διατηρείται μόνιμα σε κάθε μεταβολή των φαινομένων και το ποσόν της στη
φύση ούτε μειώνεται ούτε αυξάνεται. Η δευτερη «αναλογία της εμπειρίας», η θεμελιώδης αρχή της χρονικής
ακολουθίας σύμφωνα προς τον νόμο της «αιτιότητας»: όλες οι μεταβολές είναι σύμφωνες προς τον νόμο σύνδεσης
αιτίας-αποτελέσματος. Τρίτη «αναλογία», η θεμελιώδης αρχή της «συγχρονικότητας» (σύμφωνα προς τον νόμο
«αμοιβαιότητας» ή «κοινωνίας»): όλες οι ουσίες, εφόσον είναι δυνατόν να καταστούν αντιληπτές ως σύγχρονες μέσα
στο χώρο, βρίσκονται σε καθολική αλληλεπίδραση
186
Ό,τι συμφωνεί με τους μορφολογικούς όρους της εμπειρίας (ως προς την εποπτεία και τις έννοιες) αυτό είναι
«δυνατό». Ό,τι εναρμονίζεται με τους υλικούς νόμους της εμπειρίας (με την αίσθηση) αυτό είναι «πραγματικό».
Εκείνο που στην συνάφειά του με το πραγματικό καθορίζεται σύμφωνα με τους γενικούς όρους της εμπειρίας είναι
«αναγκαίο» (υπάρχει κατά αναγκαιότητα).
184
59
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
κάθε εμπειρικής γνώσης της φύσης» και το οποίο καθιστά αυτή τη γνώση δυνατή, συνεπώς «μπορεί
να ονομαστεί η κατ’εξοχήν γενική και καθαρή φυσική».187
«Πώς είναι δυνατή η μεταφυσική ως επιστήμη;». Για να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα ο
Kant ερευνά μια άλλη δυνατότητα του νου, τον «Λόγο». Ο Λόγος αποτελεί «την πηγή των ιδεών
[εννοιών] των οποίων το αντικείμενο δεν μπορεί να δοθεί σε καμία εμπειρία».
Οι βασικές «ιδέες» είναι η «ψυχή», ο «κόσμος» και ο «θεός» και παράγονται αντίστοιχα από
τρία είδη συλλογισμού: τον «κατηγορικό», τον «υποθετικό» και τον «διαζευτικό». Κάτι ουσιώδες
που πρέπει να αναφέρουμε εδώ είναι η διάκριση των ιδεών από τις κατηγορίες (τις καθαρές
έννοιες της διάνοιας), ως προς την καταγωγή, την χρήση και την γνωστική τους αξία. Οι έννοιες
πηγάζουν από την διάνοια ενώ οι ιδέες από τον Λόγο. Οι έννοιες συντίθενται με τις εποπτείες και
παράγουν γνώση (“συγκροτούν” με αυτό τον τρόπο την εμπειρία) ‘ αντιθέτως, οι ιδέες δεν
μπορούν να δοθούν σε καμία δυνατή εποπτεία: τα “αντικείμενα” στα οποία αναφέρονται δεν
μπορούν ποτέ να γίνουν «φαινόμενα», και αυτό γιατί αναφέρονται στην «ολότητα» της εμπειρίας
(για παράδειγμα, ο «κόσμος» ως η ολότητα των φαινομένων της εξωτερικής αίσθησης). Κατά
συνέπεια, οι ιδέες δεν αναφέρονται σε φαινόμενα αλλά σε πράγματα καθ’εαυτά ‘ δεν συγκροτούν
την εμπειρία παρά οδηγούν την διάνοια στην «ολότητα» και πληρότητα της εμπειρίας, παίζουν
έναν ‘ρυθμιστικό’και κανονιστικό ρόλο, παρέχουν συνοχή και συστηματική ενότητα στην ολότητα
της γνώσης, χωρίς την οποία η γνώση μας θα ήταν «αποσπασματική και ανώφελη για τον ανώτατο
σκοπό».
Άρα, η διάνοια συγκροτεί τα αντικείμενα της εμπειρίας, και παρέχει γνώση των φαινομένων ‘
ο Λόγος προεκτείνει τις έννοιες της διάνοιας ώστε να συμπεριλάβουν την ολότητα των
φαινομένων και περνά έτσι σε ένα πεδίο καθαρά νοητών όντων. Εάν κάτι εμείς μπορούμε να
ξέρουμε με θετικό τρόπο είναι το «όριο» της δυνατής εμπειρίας. Ο Λόγος «περιορίζεται μόνο στη
σχέση όσων βρίσκονται έξω από το όριο προς όσα περιέχονται μέσα του»…
Το πρόβλημα λοιπόν ήταν πως η παραδοσιακή μεταφυσική εκλάμβανε τις ιδέες ως
“συγκροτητικές” της πραγματικότητας, και από την λογική αναγκαιότητα έβγαζε οντολογικά
συμπεράσματα.188 Προσπαθούσε δηλαδή να εφαρμόσει τις κατηγορίες της διάνοιας πέραν του
ορίου κάθε δυνατής εμπειρίας, στα ίδια τα πράγματα καθ’εαυτά. Η αιτία όλων των «αντιφάσεων»
της κλασικής μεταφυσικής είναι ακριβώς αυτή η επέκταση του πεδίου των φαινομένων μέσω της
«υπερβατικής» χρήσης των κατηγοριών.189 Πολύ συνοπτικά θα αναφέρουμε εδώ μόνο τις
«αντινομίες» του «καθαρού Λόγου».
Ο Kant εφάρμοσε τις τέσσερις τάξεις των «κατηγοριών» (ποσότητα, ποιότητα, σχέση, τρόπο)
επάνω στην ιδέα του κόσμου και παρήγαγε έτσι τέσσερις «αντινομίες».190 Ποιες είναι αυτές οι
αντινομίες; Κατηγορία «ποσότητα» (γύρω από την σύνθεση του κόσμου): ο κόσμος έχει ως προς
τον χώρο και τον χρόνο μια «αφετηρία» (ένα όριο), αυτή είναι η «θέση». Η «αντίθεση»: ο κόσμος
είναι «απέραντος». Κατηγορία «ποιότητα» (περί της διαίρεσης του κόσμου): η θέση είναι πως
κάθε τι μέσα στον κόσμο συνίσταται από το «απλό» ‘ η αντίθεση: δυν υφίσταται τίποτα απλό, όλα
είναι «σύνθετα». Κατηγορία «σχέση» (γένεση του κόσμου): η θέση είναι, υπάρχουν μέσα στον
κόσμο αιτίες που ενεργούν «ελεύθερα» ‘ η αντίθεση: δεν υπάρχει ελευθερία, όλα είναι «φύση»
(φυσική αναγκαιότητα). Κατηγορία «τρόπος» (περί της εξάρτησης της ύπαρξης του κόσμου):
θέση, ανάμεσα στα αίτια του κόσμου υπάρχει κάποιο «αναγκαίο ον» ‘ η αντίθεση: ανάμεσα στα
αίτια του κόσμου δεν υπάρχει τίποτε αναγκαίο, όλα τους είναι «τυχαία».
187
I.Kant, Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική Μεταφυσική που θα μπορεί να εμφανίζεται ως επιστήμη, εκδ.Δωδώνη
1983.
188
Παράδειγμα, οι αποδείξεις περί της ύπαρξης του Θεού…
«υπερβατικό» ονομάζουμε οτιδήποτε εκτείνεται πέραν της περιοχής όπου υποτίθεται ανήκει.
190
Η «θέση» υποδεικνύει την ιδεαλιστική άποψη και η «αντίθεση» την εμπειριστική άποψη.
189
60
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Ο Kant λοιπόν δείχνει πως για τις δύο πρώτες αντινομίες («μαθηματικές αντινομίες») τόσο η
θέση όσο και αντίθεση δεν ισχύουν. Για τις δύο επόμενες αντινομίες («δυναμικές αντινομίες) θα
δείξει πως ισχύουν τόσο οι θέσεις όσο και οι αντιθέσεις…
Κατά την δεκαετία του 1920 πολλοί φιλόσοφοι της επιστήμης θα εγκαταλείψουν την λύση
προσέφερε ο Kant. Ο ένας βασικός λόγος ήταν η επιστημονική απόρριψη αρχών της γεωμετρίας
αλλά και της φυσικής για τις οποίες ο Kant ισχυριζόταν ότι απέδειξε πως είναι ‘a priori’
συνθετικές αλήθειες. Η γενική θεωρία της σχετικότητας όπως είδαμε κλονίζει την πίστη στην
αλήθεια της ‘ευκλείδειας’ γεωμετρίας, ενώ και η νευτώνεια ‘αδράνεια’ έτσι όπως την κατανούσε η
Kant δέχεται αμφισβήτηση. Πρόσθετος παράγοντας για την αναθεώρηση του καντιανού
συστήματος θα σταθεί η ανάπτυξη της σύγχρονης Λογικής από τον G.Frege, τον D.Hilbert.
B.Russell κ.ά. Τα καντιανά επιχειρήματα δείχνουν τώρα να μην είναι ικανά να αποδείξουν όσα
ισχυρίζονται. Γεννιέται λοιπόν ένα νέο φιλοσοφικό εγχείρημα, αυτό της ‘λογικής της επιστήμης’.
Θα εξετάσουμε αμέσως παρακάτω την ανάπτυξη της λεγόμενης «αναλυτικής» φιλοσοφίας.
(α.0) Η Παράδοση της “Αναλυτικής” Φιλοσοφίας
Φιλόσοφοι όπως είναι ο (πρώιμος) Wittgenstein και ο Russell, αντιμετώπισαν την γλώσσα
ως το ‘αντικαθρέπτισμα’ του κόσμου. Η υποκειμενική δηλαδή δομή της γλώσσας αντικαθρεπτίζει
την δομή του κόσμου. Η ανάλυση της γλώσσας επομένως μπορεί να μας οδηγήσει σε
συμπεράσματα για το τι συμβαίνει στον κόσμο.
Εντούτοις η καθημερινή γλώσσα βρίθει διφορούμενων, αντιφάσεων και ασαφειών. Ίσως
επομένως μια “πρότυπη” γλώσσα που θα ακριβολογεί απόλυτα και θα είναι απαλλαγμένη από
αοριστίες και αντιφάσεις να είναι η απάντηση στο πρόβλημα. Στα πλαίσια της αρχικής αναλυτικής
φιλοσοφίας αναπτύχθηκε αυτό το όραμα μιας ιδανικής γλώσσας που θα έβαζε τέλος στις
φιλοσοφικές αντιδικίες. Στόχος η διασάφηση των προτάσεων, το ξεκαθάρισμα των συγκεχυμένων
εννοιών.
Για τον Wittgenstein του Tractatus,191 οι διάφορες φιλοσοφίες δεν σφάλλουν στις
‘απαντήσεις’, το πρόβλημά τους είναι πως τείνουν να απαντούν σε ερωτήματα ‘δίχως νόημα’.
Αυτό οφείλεται σε «παρανόηση της λογικής της γλώσσας», σε λογικά αδιέξοδα και συγχύσεις. Ο
στόχος συνεπώς είναι η «λογική διασάφηση των σκέψεων».192
Για τον Frege ήταν απαραίτητη η δημιουργία μιας τεχνητής, λογικής γλώσσας, ώστε να
ξεφύγει η φιλοσοφία από τις πλάνες της.
(α.0).i Ο ‘Λογικισμός’ (G.Frege, B.Russell)
Σύμφωνα με τον Russell «όλες οι προτάσεις των μαθηματικών συνάγονται από έναν πολύ
μικρό αριθμό θεμελιωδών λογικών αρχών»…
191
Tractatus Logico-Philosophicus, 4.112
Η φυσική γλώσσα είναι πολύτιμη, αλλά και παραπλανητική, χρειάζεται λοιπόν να κρίνουμε καθαρά. Γράφει ο
Wittgenstein: «η φιλοσοφία, έτσι όπως εμείς εννοούμε τη λέξη, είναι ένας αγώνας ενάντια στη γοητεία που ασκούν πάνω
μας ορισμένα είδη εκφράσεων» (Το Μπλε και το Καφέ Βιβλίο, εκδ. Καρδαμίτσα 1984, σελ. 56). Και αλλού: «η
φιλοσοφία είναι ένας αγώνας ενάντια στην γοητεία που ασκεί το γλωσσικό μέσο πάνω στη νόησή μας» (Φιλοσοφικές
Έρευνες, Αθήνα 1977, παρ.109).
192
61
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Ο Frege αποδύεται σε μια προσπάθεια αξιωματικής θεμελίωσης της αριθμητικής
αποκλειστικά σε αρχές της σκέψης, μέσω ορισμών και λογικών συναγωγών. Αντιμετώπισε τα
μαθηματικά, συνολικά, σαν μιά συνέχεια της λογικής.193
Θεωρεί τις γεωμετρικές προτάσεις, σε συμφωνία με τον Kant, ως ‘a priori συνθετικές’, αλλά
ισχυρίζεται πως οι αριθμητικές δεν είναι συνθετικές παρά αναλυτικές και στηρίζονται όχι στην a
priori εποπτεία αλλά σε λογικές αρχές.194
Οι ίδιοι οι αριθμοί καθίστανται, από οντολογικής πλευράς, λογικά αντικείμενα - δεν
προκύπτουν από μια αφαίρεση από τα πράγματα όπως το χρώμα κλπ. ούτε εκφράζουν μιά ιδιότητά
τους, δεν προκύπτουν από τη συνένωση δύο πραγμάτων και ούτε είναι κάτι το φυσικό ή το
υποκειμενικό.195
Ο Frege όρισε τον απόλυτο αριθμό με όρους της μή μαθηματικής και καθαρά λογικής
έννοιας της «κλάσης» (class), όπου μία κλάση (συμφωνα με τον Bool) νοείται σαν ένα σύνολο που
συνίσταται από όλα τα άτομα που κατέχουν κάποια κοινή ιδιότητα. Οι απόλυτοι αριθμοί λοιπόν
εκφράζουν τα αποτελέσματα της αρίθμησης και μας λέγουν πόσα μέλη ανήκουν σε μιά δοσμένη
κλάση. Οι κλάσεις οι οποίες έχουν τον ίδιο αριθμό μελών (στις οποίες δηλαδή υπάρχει μιά "1-1"
αντιστοιχία μεταξύ των μελών τους) ονομάζονται "όμοιες". Δυνατό επομένως να ορίσουμε κλάσεις
όμοιων κλάσεων, που έχουν όλες των ίδιο αριθμό μελών, και αυτές ακριβώς αποτελούν τον ορισμό
κατά Frege των απόλυτων αριθμών (έτσι, ο αριθμός ν είναι η κλάση όλων των κλάσεων με ν
μέλη).
Η στροφή στη λογική αναδεικνύει τη σημασιολογία και η αναζήτηση των γνωσιολογικών
θεμελίων εγκαταλείπεται... Για τους λογικιστές δε η λογική ταυτίζεται με την σύνταξη (τυπικές
σχέσεις μεταξύ συμβόλων).
Βασικό αίτημα των λογικιστών είναι πως η λογική δεν πρέπει να περιέχει αποφάνσεις ως
προς την ύπαρξη νοητών ή φυσικών αντικειμέων. Η αναλυτική φιλοσοφία, επίσης δεν ερευνά
γεγονότα ή αντικειμενικές πραγματικότητες αλλά έννοιες, προτάσεις, τις λογικές βάσεις των
φυσικών επιστημών. Η μία κατεύθυνση της αναλυτικής φιλοσοφίας διαμορφώνει μια τεχνητήλογική γλώσσα (Russell, Carnap), η άλλη προσπαθεί να ανάγει την επιστημονική στην
καθημερινή-"φυσική" γλώσσα (Moore, Ryle, J.L.Austin).
Απαρχή της φιλοσοφίας ορίζεται η λογική και το λογικό πρόβλημα θεωρείται πρότερο του
επιστημολογικού. Η μελέτη λοιπόν των νόμων της σκέψης, όχι ως ατομικής συνείδησης, αλλά ως
αντικείμενο δημόσιας, επικοινωνιακής, διυποκειμενικής λειτουργίας, οδηγεί στην ανάλυση της
γλώσσας και των αντικειμενικών νοημάτων της και στην προσπάθεια κατασκευής μιας τυπικής
γλώσσας.
Πιστεύοντας ότι η ανάλυση μιας σκέψης (του Εννοήματος) μπορεί να γίνει μόνο μέσα στο
πλαίσιο της γλωσσικής της εκφοράς, ο Frege προτείνει την κατασκευή ενός συμβολικού
σύστηματος της καθαρής σκέψης ("άδειο" από ρητορικές εκφράσεις ή διαισθητικές αναλύσεις).
Αρνείται την διάκριση ανάμεσα σε Υποκείμενο και Κατηγόρημα που εφάρμοζε η παραδοσιακή
λογική (το νοητικό περιεχόμενο της πρότασης μπορεί να παραμένει το ίδιο...). Καθιστά δε εν τέλει
τις αποδεικτικές διαδικασίες πλήρως αυτοματοποιημένες (οι ενοράσεις, οι διαισθήσεις
απαλείφονται χάριν αυστηρά προδιαγεγραμμένων κανόνων και ορισμών).
Ο Frege ασκεί κριτική στους ψυχολογιστές γιατί θεωρεί ότι συγχέουν το περιεχόμενο της
κρίσης (αντικειμενικό και διυποκειμενικό) με το ενέργημα του "κρίνειν" (υποκειμενικό και
193
Βλπ. Hans D.Sluga, Φρέγκε – Η γέννηση της σύγχρονης λογικής και οι ρίζες της αναλυτικής φιλοσοφίας,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2009.
194
Αναλυτική αλήθεια είναι αυτή που μπορεί να δειχθεί με βάση μόνο γενικούς λογικούς νόμους και ορισμούς,
χωρίς προσφυγή σε οτιδήποτε εμπειρικό ή εποπτικά a priori. Έτσι διακρίνεται το εποπτικό από το λογικό.
195
Για την σχολή του «λογικισμού» βλπ. αναλυτικά και στο: Stewart Shapiro, Σκέψεις για τα Μαθηματικά – Η
φιλοσοφία των μαθηματικών, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών 2006, κυρίως σελ.117-151.
62
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
σχετικό), τη σκέψη με το ενέργημα του "σκέπτεσθαι". Γι'αυτόν, το περιεχόμενο της κρίσης είναι
μια αφηρημένη οντότητα η οποία ενυπάρχει ανεξάρτητα από την κρίση μας - σαν αντικείμενο
σκέψης, κρίσης ή πίστης συνδέεται με ψυχολογικές διαδικασίες, καθόσον όμως είναι αληθές ή
ψευδές συνδέεται με τους νόμους της λογικής.
Ενάντια στον ψυχολογισμό που μετατρέπει τις σκέψεις σε υποκειμενικές ιδέες, διακρίνει:
κατά την υποκειμενική εκδοχή της η "ιδέα" είναι κάτι που υπακούει στους νόμους του συνειρμού
και είναι αισθητικού, παραστασιακού, απεικονιστικού χαρακτήρα, ενώ κατα την αντικειμενική
εκδοχή ανήκει στη λογική και δεν είναι απεικονιστικού χαρακτήρα.
Αυτά βασίζονται στη θέση του ότι το νόημα δεν εχει τίποτα που θα μπορούσε να αναζητηθεί
στο χώρο της συνείδησης, στην απόρριψη εν τέλει οποιασδήποτε προσφυγής στην εσωτερικότητα
της υποκειμενικότητας. Η καθημερινή γλώσσα δημιουργεί ψευδαισθήσεις συνδέσεων με εμπειρικά
περιεχόμενα (παραστάσεις) της συνείδησης, γι'αυτό και πρέπει να αντικατασταθεί από μιά
αυστηρή γλώσσα ικανή να περιγράφει μονοσήμαντα το αντικειμενικό περιεχόμενο της "καθαρής
σκέψης".
Ο Frege εντόπισε μιά σχέση μεταξύ της λειτουργίας της κατηγόρησης και της λειτουργίας
των μαθηματικών συναρτήσεων. Η ιδέα της συνάρτησης (η Έννοια) είναι λογικά πρότερη των
αντικειμένων που αυτή συναρτά, έχει πεδίο τιμών το {T,F} (ανάλογα αν αυτό που περιγράφεται
συμβαίνει ή όχι - η αναφορά δηλαδή της πρότασης ταυτίζεται με την εξαρτημένη της αληθοτιμή),
υφίσταται δυνάμει και ενεγοποιείται τη στιγμή που επενεργεί σε κάτι... Αυτά ισχύουν για
προτάσεις ενδεχομενικού χαρακτήρα (που αφορούν εμπειρικές καταστάσεις), ενώ για λογικά
αντικείμενα (που ορίζονται μέσω των εννοιών και μόνο) η τιμή της συνάρτησης καθορίζεται μόνο
από την συντακτική δομή της πρότασης.
Σύμφωνα με τη μέθοδο της "αρχής του πλαισίου" αποκλείεται η δυνατότητα να εκληφθούν τα
νοήματα των λέξεων ως απομονωμένοι και αυτόνομοι όροι που ευθέως παραπέμπουν σε ατομικές
παραστάσεις, εικόνες ή υλικά σημεία. Αυτή η μέθοδος αφορά κυρίως το αίτημα ότι μια
επιστημολογική (ενδεχομένως και οντολογική) έρευνα πρέπει να απαντηθεί από μιά αντίστοιχη
γλωσσική. Έτσι σηματοδοτείται μιά στροφή πρός μιά γλωσσική (linguistic) φιλοσοφία που
υπογραμμίζει την προτεραιότητα της πρότασης (μονάδα νοήματος) έναντι των μεμονωμένων
όρων, για τη σημασιολογική ανάλυση, και κατ'επέκταση την προτεραιότητα της γλώσσας έναντι
της σκέψης (thought).196
Ο Frege, μετά τη διάκριση έννοιας- αντικειμένου197, εισάγει μιά δεύτερη ανάμεσα σε νόημα
(σημασία, sense) και αναφορά (reference).198
Το νόημα μιάς έκφρασης - δηλαδή το αντικειμενικό διυποκειμενικό περιεχόμενο της κρίσης αντιστοιχείται με το πληροφοριακό υλικό που αυτή μεταφέρει, και προσδιορίζει την αναφορά
(προσδιορίζει την τιμή αλήθειας της πρότασης), εφόσον με κάθε νόημα συνδέεται μιά δεδομένη
αναφορά, ενώ μιά δεδομένη αναφορά μπορεί να έχει πολλά νοήματα που να συνδέονται μαζί της
(μιά έκφραση επίσης μπορεί να έχει νόημα αλλά όχι αναφορά).
Η βασική διαφορά των Frege και Russell βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν
τους ορισμούς: ο πρώτος αποδίδει σ'αυτούς ρόλο οντολογικής αποκάλυψης λογικών αντικειμένων,
ενώ ο δεύτερος τους θεωρεί απλώς χρήσιμα εργαλεία καθαρά συντακτικού χαρακτήρα. Ο Russell
196
Eνα εννόημα που εκφράζεται σε μιά πρόταση και τα νοήματα των λέξεών της δεν είναι περιεχόμενα της
συνειδησης.
197
Οντότητα είναι ή συνάρτηση ή αντικείμενο, και κάθε γλωσσική έκφραση το όνομά τους.
198
Ξεκινώντας από την ανάλυση της σχέσης ανάμεσα σε σημαίνων και σημαινόμενο, αντιπαραθέτει την
πρόταση α=α (ταυτότητα) στην α=β (ισότητα). Η πρώτη είναι αναλυτική, ισχύει a priori και δεν προσφέρει καμία νέα
πληροφορία, ενώ η δεύτερη είναι εμπειρικού χαρακτήρα (a posteriori) και πληροφορεί για την κοινή σήμανση ενός
και του αυτού αντικειμένου από τα σύμβολα α και β. (Βλπ. και το: G.Frege, “Νόημα και Αναφορά” (1892),
Δευκαλίων 27/28, 1979).
63
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
μεταφέρει το πρόβλημα της ύπαρξης διαφόρων οντοτήτων από το επίπεδο του σημαινομένου στο
επίπεδο του σημαίνοντος (είναι πρόβλημα δηλαδή γλωσσικού και όχι οντολογικού χαρακτήρα)199.
Στα Principia Mathematica των B. Russell και A.N. Whitehead, η βασική ("πρωταρχική",
δηλαδή αυτονόητη) έννοια, που δεν μπορεί να αναλυθεί σε απλούστερες, ούτε να ορισθεί με όρους
οποιουδήποτε άλλου πράγματος είναι αυτή της "στοιχειώδους" ή "ατομικής" πρότασης, και
δηλώνονται με σύμβολα ("p","q" κλπ.). Βασική ή μή προσδιορισμένη πράξη για τη συγκρότηση
των μοριακών προτάσεων θεωρείται αυτή που συνήθως εκφράζεται με τη λέξη "ή", ενώ για την
παραγωγή γενικών προτάσεων (που αναφέρονται όχι σε καθορισμένα αλλά σε όλα ή σε μερικά μή
προσδιορισμένα άτομα που κατέχουν κάποια κοινή ιδιότητα ή βρίσκονται σε κάποια σχέση)
εισάγονται "προτασιακές συναρτήσεις"("F(x)",”G(x)” κλπ., όπου η "x" αντικαθίσταται με
αναφορές σε ορισμένα άτομα) και τελεστικά σύμβολα ("ποσοδείχτες" [quantifiers]). Όλες οι
γενικές προτάσεις παρουσιάζονται σαν συγκροτημένες μέσω της "ποσοτικοποίησης"
(quantification) των προτασιακών συναρτήσεων200 και τελικά η τυπική λογική γίνεται ένας
ακριβής λογισμός.
Οι "κλάσεις κλάσεων", όμοια με τις "κλάσεις", του Frege, δείχτηκε πως είναι ατελή σύμβολα
που εξαφανίζονται στην ανάλυση. Έτσι η ανάλυση των αντικειμένων Α έπρεπε να συμπληρωθεί
με την επαναδιατύπωση προτάσεων "F(A)" με τη μορφή "G(x,y,z...)", όπου x,y,z... είναι τα
αντικείμενα που αναφέρονται στις προτάσεις ονομαστικά σχετικά με το Α. Δηλαδή το "Α" είναι
ατελές σύμβολο και το Α αποτελεί μιά λογική κατασκευή που αποτελείται από τα στοιχεία x,y,z...
Με αυτόν τον τρόπο προχωρούμε εώς ότου φτάσουμε τελικά στά "έσχατα" ή μή αναγώμιμα (μή
επιδεχόμενα ανάλυση) στοιχεία, στα οποία οι προτάσεις σχετικά με τά άλλα πράγματα
αναφέρονται ονομαστικά.
Από αυτό ο Russell συμπέρανε πως η λογική ανάλυση είχε ανακαλύψει την έσχατη δομή της
πραγματικότητας: η πιό απλή μορφή πρότασης (η "ατομική") αναφερόταν στα έσχατα, μή
επιδεχόμενα ανάλυση στοιχεία της..., στα "άτομα" με τις απλές τους ιδιότητες και σχέσεις. Ένα
"ατομικό" γεγονός εκφραζόταν σε μιά ατομική πρόταση (δηλαδή ότι ένα ορισμένο άτομο έχει μιάν
ορισμένη ιδιότητα ή ότι ορισμένα βρίκονται σε μιάν ορισμένη σχέση), και ο πραγματικός κόσμος
παρουσιάστηκε σαν ένα είδος σωρευτικής δομής ατομικών γεγονότων ("Λογικός ατομισμός").
"Καλώ το δόγμα μου λογικό ατομισμό", θα γράψει ο Russell, "γιατί τα άτομα στα οποία θέλω να
καταλήξω, σαν το τελευταίο κατάλοιπο της ανάλυσης, είναι άτομα λογικά και όχι φυσικά".
Όμως, από τον προηγούμενο ορισμό των "στοιχειωδών", σαν των απλούστερων, προτάσεων
δεν συνάγεται ότι ο κόσμος συνίσταται από ατομικά γεγονότα. Τέτοιες τυπικά απλές αποφάνσεις,
είναι ταυτοχρόνως και εξαιρετικά αφηρημένες. Εάν πραγματικά θέλουμε να πούμε πιό
συγκεκριμένα πώς έχει το πράγμα, θα πρέπει πάντα να διατυπώνουμε πιό σύνθετες και
γενικευμένες αποφάνσεις. Γιατί τα ατομικά γεγονότα, δεν είναι ποτέ απλά, έσχατα ή μή
επιδεχόμενα ανάλυση.
Η έννοια της ανάλυσης προσπάθησε να καταστήσει σαφή τη διάκριση του Hume ανάμεσα σε
αυτό που είναι υπόθεση βασισμένη στην εμπειρία και σε αυτό που είναι αυταπόδεικτα αναγκαίο ή
που μπορεί να αποδειχτεί τυπικά, παίρνοντας σαν βάση τη διάκριση ανάμεσα στο περιεχόμενο, ή
το νόημα, και τη μορφή των προτάσεων. Η ερμηνεία που δόθηκε στις επιτεύξεις της ανάλυσης στη
λογική και στα μαθηματικά βασίστηκε στην υπόθεση ότι η ανάλυση συνίσταται στην ανακάλυψη
199
βλπ. σχετικά Δ.Α. Αναπολιτάνος, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία των Μαθηματικών, εκδ. Νεφελη 1985, κεφ3ο,
σελ.217-240.
200
Η πράξη είναι η εξής:"Υπάρχει ένα x, τέτοιο που F(x) συνεπάγεται G(x)"),
64
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
του αντικειμένου αναφοράς των προτάσεων και όχι μόνο του τρόπου με τον οποίο πρέπει να
συγκροτούνται οι αποφάνσεις.201
Ο Russell θεώρησε ότι οι ίδιες μέθοδοι της ανάλυσης, για την συγκρότηση αυστηρών
αποδείξεων στα μαθηματικά και την επαναδιατύπωση της τυπικής λογικής, μπορούν να
επεκταθούν και στην φιλοσοφία. Έτσι, αυτή μπορεί να γίνει αναλυτική, ώστε οι αμφίβολες και
διφορούμενες γενικεύσεις να αντικατασταθούν με την ακριβή ανάλυση των εννοιών.
Οι θετικιστές αιτιολογούσαν τα ευρήματά τους λέγοντας πως αποτελούνται από αποφάνσεις
νόμων που ρυθμίζουν το συνδυασμό και την ακολουθία των αισθημάτων (τα πράγματα είναι
κλάσεις από αισθητηριακά δεδομένα). Στην ορολογία των Principia Mathematica αυτό σήμαινε
ότι τα "εξωτερικά υλικά πράγματα" (και το "πνεύμα") ήταν ατελή σύμβολα που εξαφανίζονται
στην ανάλυση και, έτσι, τα αντίστοιχα αντικείμενα αποδείχθηκαν πως είναι λογικές κατασκευές
που συγκροτούνται από τα στοιχεία της αίσθησης...
Τα «γνήσια φιλοσοφικά" προβλήματα», διακήρυξε ο Russell «ανάγονται όλα σε προβλήματα
λογικής».
(α.0).ii L.Wittgenstein
Συνοπτικά μπορούμε να περιγράψουμε τις βασικές θέσεις που διατυπώνει ο Wittgenstein στο
Tractatus, ως εξής:
(i) Η δομή του κόσμου είναι μια λογική δομή. Σχηματίζεται από την ολότητα των γεγονότων,
που είναι όλη η πραγματικότητα (τα «θετικά» γεγονότα είναι αυτά που παράγονται λογικά από
υφιστάμενες πραγματικές καταστάσεις, και περιγράφονται με αληθινές ατομικές προτάσεις ‘ τα
«αρνητικά» γεγονότα αφορούν μη υφιστάμενες καταστάσεις, και περιγράφονται με ψευδείς
ατομικές προτάσεις). Οι καταστάσεις είναι σύνδεση μια αντικειμένων, και τα αντικείμενα είναι η
ουσία του κόσμου (η οποία καθιστά δυνατή την απεικόνισή του στην πρόταση,
(ii) Η γλώσσα έχει με τον κόσμο κοινή λογική μορφή. Είναι το σύνολο των προτάσεων, που
αποτελούν εικόνες της πραγματικότητας.
(iii) Η ανάλυση της γλώσσας σε προτάσεις (όλο και πιο απλές) οδηγεί στις ατομικές
προτάσεις που αποτελούνται από ονόματα. Οι προτάσεις περιγράφουν την πραγματικότητα. Το
νόημά τους είναι η αναφορά. Η λογική μορφή (που δείχνεται στην πρόταση και που είναι η ουσίας
της) κάνει δυνατό το να έχει η πρόταση ένα νόημα.
(iv) Η καθημερινή γλώσσα συχνά μας παραπλανά, γι’αυτό και χρειαζόμαστε μια τεχνητή
γλώσσα που να επιτρέπει αποκλειστικά τον σχηματισμό ορθών προτάσεων.
(v) Με λογικές διαδικασίες σχηματίζουμε προτάσεις από στοιχειακές προτάσεις. Με τρόπο
αυστηρά λογικό αποκτούμε προτάσεις με νόημα ‘ οι α-νόητες προτάσεις απορρίπτονται (οι
προτάσεις της λογικής, αν και δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα και δεν έχουν νόημα,
δηλαδή αναφορά, εντούτοις δεν είναι α-νόητες, απλώς είναι ‘ταυτολογίες’).
(vi) Στον κόσμο υπάρχουν μόνο γεγονότα και οι αντίστοιχες προτάσεις με νόημα που
περιγράφουν τα γεγονότα. Στον κόσμο όλα είναι τυχαία. Κόσμος λογική και γλώσσα είναι ‘ένα’ ‘
είναι ο ‘κόσμος μου’ (δηλαδή μια οριοθετημένη πραγματικότητα), η ‘γλώσσα μου’, η ‘λογική
μου’. Τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν και τα όρια του κόσμου μου. Τα όρια του κόσμου είναι
και τα όρια της λογικής. Πέραν των συνόρων του κόσμου υπάρχει η ‘ηθική’, το ‘νόημα της ζωής’ ‘
αυτά είναι ‘υπερβατικά’, δεν εκφράζονται με την γλώσσα, ‘βιώνονται’ και δείχνονται μόνο και
γι’αυτό δεν θα έπρεπε να μιλάμε για αυτά.
201
Κάτι που αμφισβητείται, βέβαια, είναι ότι αυτό που η λογική και τα μαθηματικά αποδεικνύουν είναι "ολότελα
γενικές" προτάσεις που δηλώνουν "την αμετάβλητη ουσία των πραγματικών και δυνατών πραγμάτων", ότι
ανακαλύπτουν τυπικές αλήθειες "που διαρκούν αιώνια" σε "πλήρη ανεξαρτησία από εμάς".
65
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Ο Wittgenstein έγραψε πως η αλήθεια των σκέψεων που εκφράζονται στο βιβλιο αυτό του
φαινόταν «απρόσβλητη και οριστική», ενώ τελειώνει τον πρόλογό του ως εξής: «είμαι δηλαδή της
γνώμης πως τα προβλήματα έχουν λυθεί εδώ στην ουσία τελεσίδικα». Έπειτα από σειρά ετών
επίμονης κριτικής των ίδιων του των πεποιθήσεων ο Wittgenstein θα αναγνωρίσει «σοβαρά λάθη»
και θα δημιουργήσει μια νέα φιλοσοφία. Με τις Φιλοσοφικές Έρευνες (πρώτη έκδοση από τον
G.E.M. Anscombe το 1953), ξεπερνάται αυτός ο απόλυτος τρόπος σκέψης, το ιδεώδες της
ακρίβειας απορρίπτεται, και επίσης εγκαταλείπεται η έννοια της ‘ανάλυσης’ ως διαδικασίας που
θέλει να αποκαλύπτει το αληθινό νόημα των εκφραστικών μορφών.202
Σύμφωνα λοιπόν με τον Wittgenstein οι βασικές μονάδες εμπειρίας είναι τα «γεγονότα»,
δηλαδή όχι απλώς κάποιες «ποιότητες» (χρώματα κλπ.) αλλά «οντότητες» (για παράδειγμα: «σε
δεδομένο χώρο και χρόνο υπάρχει το χρώμα Χ»). Και για τον Wittgenstein και για τον Hume η
θεμελιώδης μονάδα μιας γλώσσας με νόημα, πρέπει να αντιστοιχεί στην θεμελιώδη μονάδα της
εμπειρίας. Ενώ όμως για τον Hume η θεμελιώδης μονάδα νοήματος είναι ο όρος που αναφέρεται
σε μια ιδέα, για τον Wittgenstein είναι η ατομική πρόταση που αναφέρεται σε ένα ατομικό
γεγονός.
Ο Wittgenstein διακρίνει μεταξύ «γεγονότων» και «καταστάσεων πραγμάτων». Η
«κατάσταση πραγμάτων» είναι ένα λογικά δυνατό γεγονός, ενώ ένα «γεγονός» είναι μια
κατάσταση πραγμάτων που συμβαίνει να ισχύει στην πραγματικότητα. Κάθε πρόταση που
αντιστοιχεί σε μια κατάσταση πραγμάτων έχει νόημα. Μια πρόταση η οποία αντιστοιχεί σε ένα
γεγονός είναι αληθής. Επιπλέον: μια πρόταση και η κατάσταση πραγμάτων στην οποία αυτή
αναφέρεται έχουν την ίδια λογική μορφή. Μια πρόταση με νόημα είναι η λογική εικόνα μιας
κατάστασης πραγμάτων και σε μια ‘λογικώς ορθή’ γλώσσα όλοι οι άνευ νοήματος συνδυασμοί
λέξεων (ψευδοπροτάσεις) παραβιάζουν τους συντακτικούς κανόνες της γλώσσας. 203 Κύρια
επιδίωξη του “λογικού θετικισμού” όπως είπαμε ήταν η κατασκευή μιας τέτοιας ‘λογικώς ορθής’
γλώσσας.
Ο L.Wittgensein, προϋποθέτει ότι κάθε γλώσσα έχει την ίδια λογική δομή, αυτή που
βρίσκουμε στα Principia Mathematica, και κατά συνέπεια κάθε πρόταση έχει μία και μοναδική
μορφή και επομένως αναλύεται με έναν και μοναδικό τρόπο.
Η γλωσσική φιλοσοφία συνέχισε την παράδοση της λογικής ανάλυσης προσπαθώντας να
εκθέσει αδιαμφισβήτητα την διάκριση του γεγονότος και της αναγκαιότητας στην ανθρώπινη
σκέψη. Αυτό το έκανε προσπαθώντας να δείξει με ποιό τρόπο η πραγματική χρήση της γλώσσας
προκαλεί την λογική αναγκαιότητα- τις σχέσεις τυπκής συνεπαγωγής ανάμεσα στις προτάσεις και
τις λογικές αρχές του έγκυρου διαλογισμού. Οι γλωσσικοί φιλόσοφοι μεταχειρίζονται την λογική
σαν να ήταν περιγραφική της χρήσης της γλώσσας (Wittgenstein). Η λογική αναγκαιότητα,
υποστηρίζουν, συνίσταται ακριβώς σ'αυτά τα είδη του "πρέπει" και "δέν πρέπει" που συνεπάγεται
η χρήση της γλώσσας. Δηλαδή η χρήση της γλώσσας εμπεριέχει την τυπική συνεπαγωγή, αλλά
αυτό δεν αποτελεί μάλλον παρά έναν τρόπο παρουσίασης του νοήματος των λέξεων.204
202
βλπ. αναλυτικά στο: M. Cornforth, Μαρξισμός και γλωσσική φιλοσοφία, εκδ.Ι.Ζαχαρόπουλος 1988, μια
συνολική επισκόπηση της πορείας (από τον βρετανικό εμπειρισμό, μέσω της λογικής και της αναλυτικής φιλοσοφίας
στην έντονη σύγχρονη ενασχόληση με την γλώσσα) -και κριτική- από μια (κλασική) μαρξιστική σκοπιά.
203
Σημειώνουμε εδώ πως καμία ‘φυσική γλώσσα’ δεν ικανοποιεί τις συνθήκες αυτές.
204
Εάν δεν υπήρχαν τέτοια "πρέπει" ή "συνεπαγωγές" ή "λογικές αρχές" ή "κανόνες", που ρυθμίζουν τις χρήσεις
των λέξεων, τότε αυτές δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με νόημα- ή δεν θα ήταν καθόλου λέξεις. Οι
προτάσεις συνεπάγονται άλλες προτάσεις γιατί οι λέξεις έχουν νόημα. Η χρήση της γλώσσας υπόκειται στους δικούς
της λογικούς νόμους.
66
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Βασιζόμενος στις λογικές έρευνες των Frege και Russell και στην "αρχή της επαλήθευσης"
(το αληθινό νόημα μιας απόφανσης δίνεται με τον τρόπο που αυτή επαληθεύεται στην άμεση
εμπειρία) ο Wittgensein ισχυριζόταν πως είχε δείξει ότι οι αποφάνσεις που αναφέρονται σε
γεγονότα είναι εικόνες της εμπειρείας , που επαληθεύονται σε σύγκριση με αυτήν, και ότι οι
αναγκαίες αποφάνσεις ή τυπικές αλήθειες είναι ταυτολογίες (όλες οι άλλες προτάσεις που είναι
κατ'αρχήν μή επαληθεύσιμες και δεν είναι ταυτολογίες, είναι απλώς χωρίς νόημα, -σε αντίθεση με
τον Hume για τον οποίο αυτές δεν ήταν "τίποτε άλλο παρά σοφιστεία και αυταπάτη"). Τα
προβλήματα της φιλοσοφίας είχαν "στα κύρια σημεία τους λυθεί οριστικά", και αυτή αναλάμβανε
σαν μοναδικό ρόλο την αποσαφήνιση του νοήματος των αποφάνσεων. Στο ερώτημα σχετικά με
τον τρόπο που η γλώσσα αναπαριστά την πραγματικότητα, ο "Κύκλος της Βιέννης" (Otto von
Neurath, Rudolf Carnap) πήρε τη θέση ότι η σχέση ανάμεσα στις λέξεις και τα πράγματα, ή
ανάμεσα στην απόφανση και το γεγονός, είναι χωρίς νόημα ("ψευδοπρόβλημα", εκδοχή αυτού για
την σχέση ανάμεσα στην σκέψη και το είναι). Τα προβλήματα στη φιλοσοφία υποτίθεται έτσι ότι
προκύπτουν από την προσπάθεια να εκφράσουμε εκείνα που κύρια αφορούν μονάχα τη χρήση των
λέξεων (λογικά προβλήματα), σαν προβλήματα που αφορούν τις ιδιότητες και τις σχέσεις των
πραγμάτων (αυτά αναφέρονται σε αντικείμενα). Η φιλοσοφία έπρεπε να αντικατασταθεί από την
λογική σύνταξη της γλώσσας της επιστήμης...
Σύμφωνα με τον Wittgenstein "Μιά σκέψη είναι μιά πρόταση με νόημα...", "Η γλώσσα
μεταμφιέζει τη σκέψη...". Ένα φιλοσοφικό πρόβλημα δεν λύνεται αλλά "διαλύεται" αρκεί να
αφαιρέσουμε τον γλωσσικό του μανδύα... Πρόκειται για έναν "αγώνα ενάντια στη γοητεία που
ασκεί το γλωσσικό μέσο...". Η γλώσσα μπορεί να περιγράψει τον κόσμο αλλά δεν μπορεί να
περιγράψει αυτό που καθιστά την ίδια δυνατή: "Η πρόταση δεν μπορεί να παριστάνει τη λογική
μορφή, τούτη καθρεφτίζεται μέσα της.. Η πρόταση δείχνει τη λογική μορφή της πραγματικότητας." Η
συνέπεια αυτής της θέσης για τη φιλοσοφία είναι καταλυτική: εφόσον δεν μπορεί να
θεματοποιήσει τη σχέση γλώσσας (νόησης) και πραγματικότητας (αυτή η σχέση δεν αποτελεί
μέρος του κόσμου μας), άρα στερείται αντικειμένου. 205
Ο τόπος όπου τα σύμβολα αποκτούν το νόημα μέσω της χρήσης τους και η αλήθεια
αυτοθεμελιώνεται, είναι η σκέψη. Μπορεί να σκεφτόμαστε το ίδιο πράγμα και να το εκφράζουμε
με διαφορετικούς τρόπους, αλλά για κάθε γεγονός αντιστοιχεί μία και μόνη σκέψη, που έχει την
ίδια δομή με αυτό το γεγονός. Στην καθημερινή χρήση της γλώσσας οι πληροφορίες, τα γεγονότα
που θέλουμε να μεταδώσουμε στο συνομιλητή, συσκοτίζονται από άλλους σκοπούς
(εντυπωσιασμός, απόκρυψη, διαταγές ή συστάσεις κλπ...). Ο Wittgenstein επιχειρεί να
απογυμνώσει την πρόταση από τα ξένα στοιχεία που δεν χρησιμεύουν στην αναπαραγωγή των
γεγονότων, και αποκαθιστώντας την λογική γραμματική προσπαθεί να φτάσει στο (λειτουργικό)
σκελετό της πρότασης, τη σκέψη σύμβολο η οποία δεν έχει την ικανότητα της μεταμφίεσης.
Αναζητά τις "βέβαιες σκέψεις" (Descartes) ή τα "αντιληπτικά σχήματα" (Kant). Αλλά τα
αναζητά, όχι στο νοητικό εγώ παρά στη γλώσσα. Η τελευταία, απογυμνωμένη, δεν μπορεί παρά να
ταυτίζεται με τη σκέψη, με το λογικό σκελετό. Τόπος της αλήθειας, το μέρος όπου αναπαρίσταται
ο κόσμος, είναι η σκέψη μου. Ο σολιψισμός δικαιώνεται, με μόνη τη διαφορά ότι προσπαθεί να
διατυπώσει αυτό που δεν λέγεται... αλλά δείχνεται από μόνο του.206
Σύμφωνα με την αρχή της επαλήθευσης: "η δήλωση των όρων κάτω από τους οποίους μια
πρόταση είναι αληθινή, είναι το ίδιο με τη δήλωση του νοήματός της".
205
Ν. Αυγελής, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, Θεσσαλονίκη 2005, κεφ.4ο.
"Τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου". Το "σολιψιστικό" (σκεπτόμενο) υποκείμενο
δεν υπάρχει πουθενά μέσα στον κόσμο του. Ο κόσμος εμφανίζεται ακριβώς γιατί η ίδια η γλώσσα δείχνει ότι μιλάει
για κάτι έξω από αυτήν.
206
67
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Ας πάρουμε για παράδειγμα αποφάνσεις σχετικά με άλλους ανθρώπους: εγώ λέω πως εσύ
πονάς... Ένα πρόσωπο δεν μπορεί να έχει την εμπειρία του αισθήματος ενός άλλου προσώπου. Δεν
μπορώ να πώ ότι αυτό που εννοώ είναι ότι εσύ έχεις ένα αίσθημα όμοιο με το δικό μου- αυτό είναι
α-νοησία γιατί δεν υπάρχει κανένας τρόπος για να επαληθεύσω ότι η εμπειρία σου είναι όμοια με
τη δική μου.
Έτσι η εφαρμογή της αρχής της επαλήθευσης του Wittgenstein οδηγεί στη φιλοσοφική θέση
του "σολιψισμού της παρούσας στιγμής". Όλες οι αποφάνσεις επαληθεύονται με την εμπειρία- και
για τον καθένα από εμάς, με την δική του παρούσα εμπειρία. Από αυτό προκύπτει πως για τον
καθένα από εμάς ο κόσμος συνίσταται απλά απο τη δική του παρούσα εμπειρία. Πέρα από αυτό
όχι μόνο δεν ξέρουμε τίποτα, αλλά δεν μπορούμε ακόμα και να δηλώσουμε, έτσι που η δήλωσή
μας να έχει νόημα, πως οτιδήποτε άλλο υπάρχει.
Αν κάποιος διακηρύτει πως είναι σολιψιστής, αν πράγματι νομίζει ότι ο κόσμος συνίσταται
μόνο από τα δικά του αισθήματα, αξίζει να προσπαθεί να εξηγήσει αυτή την αλήθεια στους
άλλους; Ο Wittgenstein απαντά πως το ερώτημα "Υπάρχουν άλλες εμπειρίες εκτός από τη δική
μου"; είναι ένα τυπικά χωρίς νόημα ερώτημα...
Η εφαρμογή της αρχής της επαλήθευσης (το να δώσεις μιά λεκτική εικόνα της άμεσης
εμπειρίας που επαληθεύει την απόφανσή σου), συνεπαγόταν ότι μπορείς να χρησιμοποιήσεις, για
διευκρινιστικούς σκοπούς, κάποιο είδος τέλειας ή υπέρτατης γλώσσας. Αλλά "οι χρήσεις της
γλώσσας είναι απεριόριστες" και δεν έχουν "τίποτε κοινό" που να τις συνδέει, έτσι που είναι
αδύνατο να βρούμε μιά απόλυτα ακριβή χρήση της γλώσσας στην οποία μπορούν όλα να
μεταφραστούν. Έτσι, η αρχή της επαλήθευσης εγκαταλείπεται. Τί χρειάζεται, λοιπόν, για να
εξηγήσουμε ή να αποσαφηνίσουμε το νόημα των αποφάνσεων; Το σφάλμα της προηγούμενης
"λογικής ανάλυσης" βρισκόταν στη υπόθεση ότι αυτή έπρεπε να βασιστεί σε μιά ιδεατά σαφή
γλώσσα. Αυτό είναι αδύνατο. Αυτό που χρειάζεται είναι απλά να καθιστούμε προφανές το
επιμέρους γλωσσικό παιχνίδι που παίζεται, δίνοντας άλλα παραδείγματα του ίδιου παιχνιδιού:
όπου υπάρχει αμφιβολία ή συγχυση ως προς το νόημα, αποσαφηνίζεται με το να δώσουμε "την
παραδειγματική περίπτωση". Έτσι, η αρχή της επαλήθευσης υποκαθίσταται στις Φιλοσοφικές
Έρευνες, από τη θέση ότι "Το νόημα μιας λέξης είναι η χρήση της στη γλώσσα". Επειδή δε, δεν
υπάρχουν υπερκανόνες που θα καθορίσουν ποιές επιμέρους χρήσεις είναι δικαιολογημένες, είναι
αδύνατο εν τέλει να ασήσουμε κριτική ή να βελτιώσουμε τις πραγματικές χρήσεις της γλώσσας.
Πρέπει απλά να τις αποδεχτούμε όλες σαν λειτουργικά σωστές, αλλά να φροντίσουμε να μην τις
ανακατέψουμε. "Η φιλοσοφία δεν επιτρέπεται με κανένα τρόπο να θίξει την πραγματική χρήση της
γλώσσας: τελικά το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να την περιγράψει. Γιατί δεν μπορεί ούτε να την
θεμελιώσει. Αφήνει το κάθετί όπως είναι..."207
Παραπέρα ακόμα, για τον Wittgenstein, η χρήση της γλώσσας είναι ένας ‘τρόπος ζωής’. Η
σκέψη μας είναι ενσωματωμένη στη χρήση της γλώσσας και δεν είναι κάτι που προηγείται. Ο
διαχωρισμός σκέψης- γλώσσας είναι σύμπτωμα της παλιάς σύγχυσης ότι οι εκφράσεις
αντιπροσωπεύουν σκέψεις.
"...Η γλώσσα είναι καθ'εαυτή ο φορέας της σκέψης".
Το a priori, «δείχνεται, δεν λέγεται». Ένα ζητούμενο αποτελεί η ανακάλυψη του a priori του
κόσμου μέσα στα συστήματα που φτιάχνουμε για να τον προσλάβουμε (στις φυσικές επιστήμες το
a priori είναι η ίδια η δυνατότητα κατασκευής συγκεκριμένων νόμων). Αυτό που λέγεται δεν είναι
παρά αναπαράσταση, και αν ο λόγος είναι αναπαράσταση, τότε είναι πάντα λόγος για κάτι άλλο,
δεν μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του (άρα δεν μπορείς να βγείς έξω από τη λογική και να
207
"η φιλοσοφία διατυπώνει μονάχα ό,τι ο καθένας αποδέχεται". [Στα πλαίσια αυτής της παρουσίασης δεν
μπορούμε να επεκταθούμε περαιτέρω στη σημασία της ‘στροφής’ του Wittgenstein από το Tractatus LogicoPhilosophicus στο Philosophical Investigations].
68
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
μιλήσεις γι'αυτή γιατί θα την προϋποθέτεις). Φτάνουμε έτσι στα όρια αυτού που λέγεταιαναπαρίσταται. Πέρα απο εκεί είναι ο χώρος του άφατου, αυτού που δείχνεται (η έννοια της δείξης
ουσιαστικά αποκλείει τις μεταγλώσσες).
Μιά a priori σκέψη (και η πρόταση που της αντιστοιχεί) θα ήταν αυτή η οποία θα ήταν
αληθής χωρίς καμία σύγκριση με την πραγματικότητα, δηλαδή ταυτολογίες: PV~P. Αυτές
δείχνουν την αλήθεια τους, το νόημα εδώ δεν παίζει κανένα ρόλο και η σκέψη είναι αληθής μόνο
από τη σύλληψή της. Το a priori, λοιπόν, η βέβαιη αλήθεια, εμφανίζεται όταν τα σημεία
συνδυαστούν έτσι ώστε το νόημά τους δεν παίζει πιά ρόλο. Οι ταυτολογίες είναι a priori αληθείς
γιατί ο κόσμος, που είναι πάντα ένας κόσμος ενδεχομενικότητας, απουσιάζει από αυτές.
Οι προτάσεις της ηθικής, οι αξίες, είναι εξ ορισμού αυτό που δεν είναι ενδεχομενικό, δεν
σχετίζονται σε τίποτα με τον κόσμο των γεγονότων. Ο κόσμος παραμένει κλεισμένος στα όρια που
του θέτει η γλώσσα και η λογική. Το νόημά του όμως, το ίδιο το ερώτημα της ύπαρξής του είναι
κάτι που βρίσκεται έξω από αυτόν. Η σκέψη μπορεί να δεί τον κόσμο από έξω, να τον
νοηματοδοτήσει, και πάνω σ'αυτό το νόημα να προσδιορίσει το νόημα της δικής της ύπαρξης.
Όμως αυτή η αίσθηση του κόσμου ως συνόλου με όρια δεν μπορεί να μπεί μέσα στη γλώσσα, είναι
το Μυστικό στοιχείο, που δεν λέγεται, δείχνεται. Η σχέση με αυτό είναι πάντα προσωπική, αλλά
παρ'όλα αυτά κοινωνείται. Ο τρόπος όμως γι'αυτό είναι επίσης έμμεσος, υπαινίσσεται,
χρησιμοποιεί παραβολές, δείχνει δεν λέει.
"...Ο σολιψισμός, αν τον τηρήσουμε αυστηρά, ταυτίζεται με τον καθαρό ρεαλισμό".
"...Το αίσθημα του κόσμου ως συνόλου με όρια είναι το μυστικό αίσθημα".
Με το ‘Μυστικό’ αυτό στοιχείο φτάσαμε στα όρια του άφατου, της γλώσσας/κόσμου, και εδώ
σιωπούμε.
"Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, γι'αυτά πρέπει να σωπαίνει." Το πρόταγμα σιωπής του
Wittgenstein είναι κυριολεκτικό; Η ‘δείξη’ στη λογική απαιτεί πειθαρχημένη προσπάθεια. Πρέπει
εδώ να αποκατασταθούν οι πραγματικές λειτουργίες των συμβόλων ώστε η λογική της γλώσσας
και ο κόσμος να φανούν. Έπειτα από αυτό αρκεί να πούμε "νά, έτσι έχουν τα πράγματα" και όλοι
μπορούν να δούν την αλήθεια. Η ‘δείξη’ όμως στην ηθική δεν μπορεί να είναι οργανωμένη, δεν
μπορεί να γίνει ποτέ άμεσα, ποτέ ως πρόβλημα προς ανάλυση.
(α.1) Λογικός Θετικισμός και Λογικός Εμπειρισμός
Ο “λογικός θετικισμός” και ο “λογικός εμπειρισμός” εξετάζουν την επιστήμη από μια
στατική οπτική: ως λογικο-σημασιολογική δομή.
Ο όρος «θετικισμός» χρησιμοποιήθηκε κατά βάση ως το όνομα του «αυστηρού
εμπειρισμού»: αυθεντικοί είναι μόνο οι ισχυρισμοί οι οποίοι θεμελιώνονται άμεσα στην εμπειρία.
Ο σύγχρονος “λογικός θετικισμός” (ειδικότερα ο “Κύκλος της Βιέννης”) αποδέχεται την
συμβολική λογική (Russell & Whitehead, λογικός φορμαλισμός των Principia Mathematica) ως
το πρωταρχικό εργαλείο ανάλυσης.208
Θα ξεκινήσουμε την περιγραφή μας του ρεύματος αυτού από τον κλασικό εμπειρισμό.
(α.1).1 O Κλασικός Εμπειρισμός (D.Hume)
208
Ο λογικός εμπειρισμός θεωρείται μια μετριοπαθής εκδοχή του λογικού θετικισμού. Βλπ. για την ένοια της
επιστήμης στον ‘λογικό εμπειρισμό’: Ν.Αυγελής, Φιλοσοφία της Επιστήμης, Κώδικας, θεσσαλονίκη 1998, σελ. 20-53.
69
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Οι ριζικοί εμπειριστές (“ριζικός” ή “βρετανικός” εμπειρισμός) θεωρούσαν πως οι “γνήσιες
ιδέες” συντίθενται από “απλές” ιδέες οι οποίες είναι ανιχνεύσιμες στα στοιχεία της εμπειρίας. Εάν
αυτό αληθεύει και οι σκέψεις γύρω από τον εμπειρικό κόσμο αποτελούνται από τέτοιες ιδέες, τότε
προκύπτει πως οι γνήσιες σκέψεις περί του κόσμου οφείλουν να έχουν ως συνιστώσες σκέψεις που
αναφέρονται σε στοιχεία της εμπειρίας.
Για τον Hume τα βασικά στοιχεία της εμπειρίας είναι οι «εντυπώσεις»: πρόκειται για τα
αντικείμενα των οποίων έχουμε άμεσα συναίσθηση όταν αντιλαμβανόμαστε (ή ενδοσκοπούμε). Οι
«ιδέες» είναι τα αντικείμενα που συναισθανόμαστε σε όλες τις άλλες νοητικές δραστηριότητες
(που δεν είναι αντίληψη ή ενδοσκόπηση), όπως για παράδειγμα όταν σκεφτόμαστε, φανταζόμαστε
ή θυμόμαστε. Πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ δύο ειδών «ιδεών»: υπάρχουν οι «απλές» ιδέες και οι
«σύνθετες». Οι πρώτες είναι αντίγραφα των εντυπώσεων που παραμένουν στον νου (είναι
αμυδρότερες και λιγότερο ζωντανές από τις εντυπώσεις). Οι δεύτερες (σύνθετες) είναι ιδέες που
δημιουργεί η φαντασία συνδυάζοντας απλές ιδέες. Επειδή μάλιστα η φαντασία δεν μπορεί να
δημιουργήσει καινούριες απλές ιδέες, έπεται πως το εύρος των ιδεών που μπορούμε να έχουμε
εξαρτάται από το εύρος των εντυπώσεων των οποίων έχουμε την εμπειρία.
Οι εντυπώσεις και οι ιδέες παρέχουν μεν όλα τα αντικείμενα που συναισθανόμαστε,
εντούτοις δεν αποτελούν «γνώση». Κάθε γνώση διατυπώνεται με προτάσεις, τα δε κύρια
ερωτήματα της επιστημολογίας (δηλαδή: πρώτον, πώς καθορίζουμε εάν μια πρόταση έχει νόημα,
και δεύτερον, πώς προσδιορίζουμε ποιες από τις προτάσεις με νόημα είναι αληθής) τίθενται σε
σχέση με προτάσεις. Για τον Hume η βασική μονάδα «νοήματος» είναι ο «όρος», και ένας όρος
έχει νόημα μόνο εάν υπάρχει κάποια ιδέα στην οποία να αντιστοιχεί. Επομένως, για να μάθουμε το
νόημα ενός όρου, πρέπει προηγούμενα να έχουμε την εμπειρία η οποία διαμόρφωσε τις αναγκαίες
εντυπώσεις για την δημιουργία της αντίστοιχης στον όρο ιδέας. Όροι που αναφέρονται σε
αντικείμενα πέραν των ορίων της δυνατής εμπειρίας είναι απλοί ήχοι ή σημάδια άνευ νοήματος.
Προτάσεις μάλιστα που περιέχουν τέτοιους όρους (έστω έναν) είναι και οι ίδιες «ψευδοπροτάσεις», ούτε αληθής ούτε ψευδής. Το συμπέρασμα είναι πως μια γλώσσα με νόημα
περιορίζεται από τα όρια της δυνατής εμπειρίας.
Επιπρόσθετα: οι προτάσεις με νόημα θα πρέπει να υποδιαιρεθούν σε εκείνες που εκφράζουν
σχέσεις μεταξύ ιδεών, και σε εκείνες που εκφράζουν γεγονότα της πραγματικότητας.
Η αλήθεια και το ψεύδος των πρώτων εξαρτάται αποκλειστικά από αυτές τις ιδέες. Η γνώση
των σχέσεων μεταξύ ιδεών είναι “a priori”. Όλες οι αληθείς προτάσεις περί σχέσεων μεταξύ ιδεών
είναι «αναγκαίες αλήθειες», ενώ όλες οι ψευδείς προτάσεις αυτού του είδους είναι «αντιφατικές».
Οι προτάσεις περί γεγονότων αναφέρονται στον κόσμο της εμπειρίας, οπότε η αληθοτιμή
τους καθορίζεται με αναφορά στην εμπειρία.
Σύμφωνα με τον Hume, εκτός από το ότι οι «εντυπώσεις» είναι η πηγή του νοήματος και της
αλήθειας, αποτελούν και τα έσχατα υπαρκτά όντα, δηλαδή τα θεμελιώση δομικά στοιχεία της
πραγματικότητας: ο μοναδικός κόσμος που είναι δυνατόν να γνωρίσουμε είναι εκείνος των
εντυπώσεων. Κάθε εντύπωση μάλιστα, είναι οντολογικά διακριτή από οποιαδήποτε άλλη,
επομένως η ύπαρξη (ή μη) μιας εντύπωσης είναι εντελώς ανεξάρτητη από την ύπαρξη (ή μη)
οποιαδήποτε άλλης…
Στο σημείο αυτό εντοπίζουμε μια σημαντική συνέπεια για την φύση της γνώσης μας. Εάν
υποθέσουμε ότι ένα συγκεκριμένο σύστημα εντυπώσεων εμφανίζεται πάντοτε μαζί, για
παράδειγμα: αυτό που ονομάζουμε “φωτιά” εμφανίζεται πάντοτε μαζί με μια εντύπωση
“θερμότητας”, τότε για τον Hume δεν υφίσταται σχέση μεταξύ εντύπωσης της θερμότητας και των
άλλων εντυπώσεων που σχετίζονται με τη φωτιά, επομένως δεν έχουμε λόγους να δεχθούμε ότι θα
εμφανιστούν μαζί και στο μέλλον. Το πρόβλημα εδώ για την φιλοσοφία της επιστήμης είναι
σημαντικό: ποιους λόγους νομιμοποιούμαστε να προβάλουμε για την αποδοχή της οποιαδήποτε
«καθολικής πρότασης»; Κάθε καθολική πρόταση έπεται προβλέψεις για το μελλοντικές εμπειρίες,
70
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
όμως εάν δεν υπάρχει αναγκαία σύνδεση ανάμεσα στις εντυπώσεις που έχουν εμφανιστεί στο
παρελθόν, τότε τίποτα δεν μας εγγυάται ότι αυτές οι εντυπώσεις θα εξακολουθούν να εμφανίζονται
μαζί και στο μέλλον..
Η θέση του Hume φαίνεται στο σημείο αυτό να έρχεται σε αντίθεση ακόμη και με
στοιχειώδεις υποθέσεις στις οποίες στηριζόμαστε κατά την καθημερινή μας επιβίωση. Ο ίδιος
απάντησε σε αυτό το πρόβλημα με τη βοήθεια της ψυχολογίας: στη ζωή μας αποκτούμε την
«συνήθεια» να αναμένουμε πως το μέλλον θα είναι όμοιο με το παρελθόν. Εντούτοις, από τη
σκοπιά πολλών φιλοσόφων της επιστήμης η απάντηση αυτή δεν μπορεί να κριθεί επαρκής, στην
περίπτωση που ενδιαφερόμαστε να βρούμε την «ορθολογική θεμελίωση» της αποδοχής ενός
καθολικού επιστημονικού νόμου.209
(α.1).2 Ο Κύκλος της Βιέννης
Ο Λογικός Θετικισμός (και Λογικός Εμπειρισμός) θα προκύψει στις αρχές του 20ου αιώνα
μέσα από την επιστημολογική σχολή που ονομάστηκε «Κύκλος της Βιέννης». Ο Κύκλος της
Βιέννης ιδρύθηκε από τον M.Schlick το 1922 με την συμμετοχή των μαθητών του F.Waismann
και H.Feigl. Mέλη του ήταν και οι O.Neurath και R.Carnap, ενώ σημαντική επίδραση θα
ασκήσει ο L.Wittgenstein με το Tractatus Logico-Philosophicus (1921).210 Οι ρίζες της σχολής
αυτής ανιχνέυονται στον εμπειρισμό του 17ου και 18ου αιώνα και στον Θετικισμό του Ernst Mach
(τέλη 19ου αιώνα).211 Στην διακήρυξη του Κύκλου (1929) δίνονται οι δύο βασικές αρχές του νέοθετικισμού: (α) υπάρχει μόνο εμπειρική γνώση που εδράζεται στο άμεσα δεδομένο (έτσι
οριοθετείται και η νόμιμη επιστήμη), (β) η μέθοδος είναι η λογική ανάλυση. Τελικός στόχος είναι
«η επίτευξη μιας ενιαίας επιστήμης μέσω της εφαρμογής της λογικής ανάλυσης στο εμπειρικό
υλικό».212
Η διαφορά με τον κλασικό εμπειρισμό (Locke, Berkeley, Hume) έγκειται στο ότι η
φιλοσοφική ανάλυση ματατίθεται από το επίπεδο της θεωρητικής συνείδησης στο επίπεδο της
γλώσσας. Μονάδα δηλαδή ανάλυσης της γνώσης δεν είναι η Ιδέα (Locke) ή η εντύπωση (Hume)
αλλά η πρόταση (απόφανση). Αυτό που ενδιαφέρει τώρα δεν είναι η εμπειρική γένεση των εννοιών
και προτάσεων, αλλά οι λογικές σχέσεις ανάμεσα στις προτάσεις της θεωρίας με βάση τους
κανόνες της λογικής συνεπαγωγής. Με τον τρόπο αυτό η «γνωσιοθεωρία» μεταβάλλεται σε
«λογική της επιστήμης». Η «εμπειρική βάση» δεν αποτελεί πλέον αφετηρία για την διατύπωση
209
[Αναφέρουμε εδώ και την (πρώτη) μονογραφία του G.Deleuze (1953), Εμπειρισμός και υποκειμενικότηταΔοκίμιο για την ανθρώπινη φύση κατά τον Χιουμ, εκδ. Ολκός 1995].
210
Γενικά, αναφέρουμε για τον Wittgenstein τα εξής κλασικά βιβλια: Ray Monk, The Duty of Genius, Penguin
1991, G.E.M. Ansombe, An Introduction to Wittgenstein’s Tractatus, NY Harper & Row 1965, Max Black, A
Companion to Wittgenstein’s Tractatus, Cornell U.P. 1964, R.M. McDounough, The Argument of the Tractatus, State
University NY Press 1986, Erik Stenius, Wittgenstein’s Tractatus, Blackwell 1960, H.O.Mounce, Wittgenstein’s
Tractatus, UCP 1989, κ.ά. Επίσης: Θ.Βέϊκος, Αναλυτική Φιλοσοφία, εκδ.Ελληνικά Γράμματα 2000. Κωστής Μ.
Κωβαίος, Όλα κυοφορούνται μες στη γλώσσα- Δοκιμές στη φιλοσοφία του Wittgenstein, Καρδαμίτσα, 1996. Μιλτιάδης
Ν. Θεοδοσίου, [επιμ.] Κωστής Μ. Κωβαίος, Η φιλοσοφία του Wittgenstein, Η στροφή στην ερμηνεία της και η
αποτίμησή της, Ευρασία 2007. Ακόμη βλπ.και το: Aristides Baltas, Peeling Potatoes or Grinding Lenses- Spinoza and
Young Wittgenstein Converse on Immanence and Its Logic..., University of Pittsburgh Press 2012.
211
Τον λογικό θετικισμό στην Αγγλία θα τον εισάγει ο A.J.Ayer με το Language, Truth and Logic
(ελλ.μετάφραση: Γλώσσα, Αλήθεια και Λογική, εκδ.Σύναλμα 1994). Για τον Ayer, οι αναλυτικές προτάσεις δεν μας
λένε τίποτε για την πραγματικότητα ‘ μας λένε μόνον κάτι για τη γλώσσα. Δεν είναι προτάσεις δηλωτικές γεγονότων
(ή σχέσεων γεγονότων) αλλά προτάσεις δηλωτικές “συμβάσεων”, «στρέφουν την προσοχή μας στη γλωσσική χρήση».
Η άποψη αυτή ονομάστηκε και «συμβασιοκρατία» (conventionalism).
212
Βλπ. αναλυτικά για τον Κύκλο της Βιέννης στο: Victor Kraft, Ο Κύκλος της Βιέννης και η Γένεση του
Νεοθετικισμού (Schlick, Wittgenstein, Carnap, Popper), εκδ.Γνώση 1986.
71
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
νόμων και θεωριών («επαγωγικό» σχήμα από το μερικό στο γενικό) αλλά την περιοχή ελέγχου της
εγκυρότητας των επιστημονικών θεωριών.
Πώς μπορεί να είναι μέτρο ελέγχου των θεωριών τα ακατέργαστα δεδομένα των αισθήσεων,
δηλαδή η «προ-γλωσσική» εμπειρία, από τη στιγμή που η τελευταία έχει ιδιωτικό χαρακτήρα, ενώ
η επιστήμη χαρακτηρίζεται από «διυποκειμενικότητα» και «αντικειμενικότητα»; Πώς περνάμε από
την «ιδιωτική σφαίρα» στην αντικειμενική σφαίρα της επιστημονικής γνώσης; Αυτό υπήρξε το
κύριο πρόβλημα του εμπειρισμού.
Και ο I.Kant θα αντιμετωπίσει την ίδια δυσκολία: το υλικό της γνώσης από το οποίο
συγκροτείται ο κόσμος των αντικειμένων είναι τα δεδομένα των αισθήσεων. Θα δώσει όμως την
εξής λύση, όπως θα δούμε και αναλυτικότερα παρακάτω: Ενώ τα δεδομένα των αισθήσεων μπορεί
να είναι διαφορετικά σε διάφορους ανθρώπους, εντούτοις ο τρόπος με τον οποίο ο νους συγκροτεί
τα αντικείμενα από την ύλη των αισθήσεων είναι σε όλους ο ίδιος. Με αυτή την έννοια, τα
αντικείμενα είναι ανεξάρτητα από εμάς ως επιμέρους εμπειρικά υποκείμενα.
Ωστόσο: διαφορετικά (στα επιμέρους υποκείμενα) μπορεί να μην είναι μόνο τα αισθητηριακά
δεδομένα αλλά και ο ίδιος ο νους. Θα έπρεπε τότε να αφήσουμε τον νου και να
προσανατολιστούμε σε ένα άλλο μέσο συγκρότησης του αντικειμενικού κόσμου, και αυτό θα είναι
η διυποκειμενική λειτουργία της γλώσσας. Η Καντιανή έρευνα λοιπόν για την δυνατότητα και τις
προϋποθέσεις της γνώσης, μεταφέρεται από τη θεωρητική συνείδηση στο επίπεδο της γλώσσας.
Στον λογικό εμπειρισμό, οι μόνες προτάσεις που έχουν «νόημα» είναι εκείνες που
επιδέχονται «επαλήθευση», δηλαδή αναγωγή σε προτάσεις που αναφέρονται στο άμεσα δεδομένο
(ο Κύκλος της Βιέννης θα τις ονομάσει: «προτάσεις πρωτοκόλλου»), οι οποίες δεν επιδέχονται
περαιτέρω αναγωγή σε άλλες προτάσεις, αφού αυτές είναι ο «τόπος όπου συναντώνται γλώσσα και
πραγματικότητα».
Το παραπάνω «κριτήριο του νοήματος» διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Waismann:
«το νόημα μιας πρότασης είναι η μέθοδος επαλήθευσής της». Εδώ έχουμε μια θετικιστική
ερμηνεία του Tractatus του Wittgenstein: στο Tractatus ο τελευταίος υποστηρίζε πως όλες οι
συνθετικές προτάσεις που έχουν νόημα είναι συναρτήσεις αληθείας των στοιχειωδών προτάσεων ‘
όμως δεν διευκρινίζεται εκεί η σχέση ανάμεσα στις στοιχειώδεις προτάσεις και τις καταστάσεις
πραγμάτων. Στον Κύκλο της Βιέννης εντούτοις, οι στοιχειώδεις προτάσεις αναφέρονται στα
αισθητηριακά δεδομένα. Έτσι λοιπόν οι στοιχειώδεις προτάσεις (Tractatus) γίνονται «προτάσεις
πρωτοκόλλου» και λειτουργούν ως εμπειρική βάση της γνώσης, ενώ το κριτήριο του νοήματος
γίνεται αρχή της εμπειρικής επαλήθευσης.
Η θετικιστική ερμηνεία του Tractatus προκύπτει κατά βάση από την σύγχυση μεταξύ δύο
διαφορετικών σημασιών του όρου «επαλήθευση»: σύμφωνα με την μια σημασία της λέξης, λέμε
ότι η απόφανση Α επαληθεύεται από ένα γεγονός, μια κατάσταση δηλαδή του κόσμου (Tractatus)
‘ σύμφωνα με μια άλλη σημασία του όρου, μια πρόταση επαληθεύεται μέσα από μια σύγκρισή της
με την πραγματικότητα, οπότε είμαστε εμείς στην περίπτωση αυτή που την επαληθεύουμε.
Η εμπειρική βάση πρέπει να λάβει γλωσσική μορφή ώστε να ελεγχθεί μια θεωρία. Αυτό
σημαίνει πως οι επιστημονικές υποθέσεις επιδέχονται έλεγχο της εγκυρότητάς τους μόνον μέσω
άλλων προτάσεων. Η μόνη επομένως μορφή ενάργειας που μπορεί να γίνει δεκτή αφορά τις
λογικές σχέσεις μεταξύ προτάσεων. Άρα: δεν αναζητούμε την γένεση της επιστημονικής γνώσης,
αλλά ανασυγκροτούμε ορθολογικά τις θεωρίες, αναλύουμε λογικά τις σχέσεις θεωρητικών εννοιών
και προτάσεων από την μια, και εμπειρικών προτάσεων και εννοιών από την άλλη. Από εδώ
προκύπτει η θετικιστική διάκριση “context of discovery” και “context of justification”.
Σημειώνουμε εδώ μια εσωτερική διαμάχη που προέκυψε μέσα στους κόλπους του Κύκλου
της Βιέννης. Αυτή αφορούσε τον γνωσιοθεωρητικό χαρακτήρα των προτάσεων προωτοκόλλου: οι
«βασικές» προτάσεις είναι «απολύτως βέβαιες», είναι «υποθέσεις» (όπως οι προτάσεις της
θεωρίας) ή είναι «συμβάσεις»;
72
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Οι Carnap και Neurath, θα ονομάσουν «προτάσεις πρωτοκόλλου» τις προτάσεις που
περιγράφουν τα βιώματά μας ‘ αυτές αποτελούν ασφαλή βάσηκαι θεμέλιο όλων των άλλων
προτάσεων. Είναι, ως γλωσσικά μορφώματα με περιεχόμενο το ακατέργαστο εμπειρικό δεδομένο,
ακριβώς η γέφυρα ανάμεσα σε νόηση και πραγματικότητα – άρα και βάση της επιστήμης. Ως
απόλυτες και «πρώτες» προτάσεις δεν χρειάζονται οι ίδιες επαλήθευση, είναι απόλυτα έγκυρες.
Ωστόσο, δεν υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα της πλάνης κατά την παρατήρηση; Πώς εγγυάται
η «αντικειμενικότητα» της «πρωτοκόλλησης» την αντικειμενικότητα της αισθητηριακής
αντίληψης; Και ακόμη περαιτέρω: η ίδια η διυποκειμενικότητα της βάσης παρα΄μενει και αυτή
αδιευκρίνιστη. Γιατί, στο μέτρο που οι προτάσεις πρωτοκόλλου αναφέρονται σε ατομικές
αισθητηριακές εμπειρίες, συμπεραίνουμε πως επί της ουσίας βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια
μορφή «σολιψισμού». Ο ίδιος ο Carnap θα ονομάσει την προσέγγισή του «μεθοδικό σολιψισμό»,
«εφόσον κάθε υποκείμενο μπορεί να λάβει μόνο το δικό του πρωτόκολλο ως βάση».
Η θέση λοιπόν ότι οι προτάσεις πρωτοκόλλου, ως έσχατες, δεν χρειάζονται επαλήθευση,
δίχασε τον Κύκλο της Βιέννης. Ο Neurath θα απορρίψει την θέση του Carnap. Η ιστορία της
επιστήμης δείχνει πως δεν υπάρχουν προτάσεις που δεν επιδέχονται αναθεώρηση. Η εγκυρότητα
των προτάσεων πρωτοκόλλου δεν μπορεί να αποτιμηθεί μέσα από μια σύγκρισή τους με την «εξωγλωσσική» πραγματικότητα, για τον απλό λόγο ότι είναι αδύνατον να βγούμε έξω από την γλώσσα
ή τα υπάρχοντα εννοιολογικά σχήματα. Δεν υπάρχει αρχιμήδειο σημείο της γνώσης που να
καθιστά δυνατή την σύγκριση μιας πρότασης με την πραγματικότητα. Αντιθέτως: η
πραγματικότητα επιτρέπει πολλές περιγραφές, πολλά δηλαδή μη συμβατά συστήματα προτάσεων.
Οι «αποφαντικές» προτάσεις (είναι αυτές που έχουν τιμή αληθείας) «συγκρίνονται με προτάσεις,
όχι με βιώματα», ούτε με έναν «κόσμο» (Neurath). Στο πλαίσιο λοιπόν μιας ολιστικής αντίληψης
για την σχέση γλώσσας-εμπειρίας, κάθε νέα πρόταση έρχεται αντιμέτωπη με την ολότητα των
συμβατών προτάσεων που ήδη υπάρχουν. «Ορθή θα ονομάζεται μια πρόταση, τότε μόνον, εάν
μπορεί να ενταχθεί στην ολότητα αυτή». Η «αρχή του Neurath» σημαίνει ακριβώς το εξής: στην
περίπτωση που μια πρόταση δεν συμβιβάζεται με το σύστημα, έχουμε την δυνατότητα είτε να
αλλάξουμε την πρόταση αυτή, είτε να αλλάξουμε ολόκληρο το σύστημα των αποφαντικών
προτάσεων.213
Σύμφωνα λοιπόν με τον Neurath «δεν υπάρχει τρόπος να λάβουμε τελειωτικά ασφαλείς,
καθαρές προτάσεις πρωτοκόλλου ως αφετηρία των επιστημών». Η αναζήτηση απόλυτα βέβαιης
εμπειρικής βάσης είναι «μεταφυσική». Κάθε τροποποίηση του εννοιολογικού δικτύου (ή της
γλώσσας) μέσα από το οποίο περιγράφουμε τον κόσμο συντελείται εντός των πλαισίων του
δικτύου αυτού που προϋπάρχει.
Συμπερασματικά: εφόσον κριτήριο εγκυρότητας των προτάσεων πρωτοκόλλου δεν μπορεί να
είναι η «αντιστοιχία τους» με επιμέρους γεγονότα (κάτι τέτοιο δεν επιδέχεται κανενός είδους
έλεγχο), το κριτήριο αυτό θα το βρούμε στην γλώσσα: δεκτές (ως προτάσεις πρωτοκόλλου)
γίνονται μόνο εκείνες οι προτάσεις οι οποίες δεν αντιφάσκουν με το σύστημα των ήδη
αναγνωρισμένων προτάσεων. Η υπέρβαση της γλώσσας δεν είναι δυνατή, επομένως κριτήριο
«αλήθειας» δεν είναι κάποια αντιστοίχια πρότασης-πραγματικότητας αλλά η «λογική συνοχή» του
θεωρητικού συστήματος.
Ένα πρόβλημα με τις θέσεις αυτές του Neurath είναι το εξής: εφόσον οι βασικές προτάσεις
δεν μπορεί να είναι υποθέσεις (όπως οι νόμοι π.χ.) οδηγούμαστε αναγκαία στην αποδοχή του
«συμβατικού» τους χαρακτήρα: εμείς δηλαδή αποφασίζουμε κάθε φορά ποιες προτάσεις
πρωτοκόλλου θα κρατήσουμε ή θα απορρίψουμε προκειμένου να ελέγξουμε τις θεωρίες μας. Ένας
όμως τέτοιος συμβατισμός τελικά δεν αφορά μόνο την εμπειρική βάση αλλά και ολόκληρο το
213
Πρόκειται για μια αρχή η οποία διέπει και την αλλαγή των επιστημονικών θεωριών, η οποία δεν είναι
επαναστατική αλλά βαθμιαία.
73
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
σύτστημά μας. Εάν η «επαλήθευση» δεν είναι κάτι άλλο παρά η επιτυχής (μη αντιφατική) ένταξή
τους στο οικοδόμημα, τότε πρόκειται για ένα κριτήριο καθατά «τυπικό» και η εμπειρικές
επιστήμες τείνουν έτσι να ταυτίζονται με «λογιστικά συστήματα». Με τον τρόπο που το έθεσε ο
Russell: η αλήθεια μιας πρότασης καθίσταται «συντακτική έννοια»: δεν συνάγεται από κάποιο
εξω-γλωσσικό γεγονός, «ο κόσμος των λέξεων είναι ένας κλειστός, αυτάρκης κόσμος».214
Εάν η εμπειρία δεν αποτελεί κριτήριο αλήθειας, πώς θα διακρίνουμε μια επιστημονική
θεωρία από έναν μύθο με λογική συνοχή; Πώς θα διακρίνουμε προτάσεις που ισχύουν για τον
«πραγματικό» κόσμο από εκείνες που ισχύουν «για κάθε δυνατό κόσμο» (τυπικά συστήματα);
Σύμφωνα με τους επικριτές του ο συμβατισμός του Neurath καταλήγει σε απόλυτο σχετικισμό
(μια πρόταση θεωρείται αληθής ή ψευδής ανάλογα με το σύστημα στο οποίο εντάσσεται.
Σε αντίθεση με τον Neurath ο M.Schlick θα επιμείνει στην αναγκαιότητα ύπαρξης
«βασικών» προτάσεων που να ισχύουν ως ασφαλές θεμέλιο. Αυτή την «απόλυτη βάση» την
βρίσκει στις προτάσεις που εκφράζουν στο στιγμιαίο παρόν («εδώ», «τώρα», «αυτό εδώ»… κλπ.)
ένα γεγονός της αισθητηριακής μας αντίληψης, ένα ατομικό βίωμα (ο ίδιος τις ονομάζει και
«διαπιστώσεις»).215 Τι σημαίνει ότι είναι «απόλυτα βέβαιες»; Για τον Schlick διαπίστωση της
αλήθειας των βασικών προτάσεων σημαίνει κατανόηση του νοήματός τους, το νόημα δε
καθορίζεται μόνο από «το δεδομένο». Στις αναλυτικές προτάσεις, αλήθεια σημαίνει κανόνες
εφαρμογής των λέξεων. Ενώ λοιπόν σε όλες τις άλλες, συνθετικές προτάσεις η κατανόηση του
νοήματος είναι ξεχωριστή διαδικασία από την διαπίστωση της αλήθειας τους, στις βασικές
προτάσεις αυτά τα δύο συμπίπτουν: ταυτόχρονα με το νόημα συλλαμβάνουμε και την αλήθεια
τους… Αυτό τελικώς τις καθιστά για τον Schlick ασφαλή σημεία επαφής πραγματικότητας και
γνώσης.216
Ο R.Carnap θα προσπαθήσει να ισορροπήσει ανάμεσα στον εμπειρισμό και τον συμβατισμό.
Προχωρά σε μια διάκριση ανάμεσα στις προτάσεις πρωτοκόλλου που διατυπώνονται στο πλαίσιο
του θεωρητικού συστήματος και σε εκείνες που διατυπώνονται έξω από αυτό. Για τις πρώτες ο
Neurath έχει δίκαιο: δεν έχουν έσχατο, αμετάκλητο χαρακτήρα, παρά η επιλογή τους
θεμελιώνεται στην σύμβαση. Για τις δεύτερες (πρωτόκολλα της άμεσης αισθητηριακής
αντίληψης), μπορούμε να πούμε πως είναι απόλυτα βέβαιες, εντούτοις δεν ανήκουν ως συστατικά
στοιχεία στο θεωρητικό σύστημα, παρά μόνον εάν «μεταφραστούν» στη γλώσσα του.
Ο K.Popper θα απορρίψει τις θέσεις και των τριών… Θεωρεί πως δεν μπορούν να λύσουν το
«πρόβλημα της Επαγωγής»: δηλαδή δεν μπορούν να θαμελιώσουν λογικά ούτε την μετάβαση από
τα βιώματα στις προτάσεις, ούτε τη μετάβαση από το μερικό στο γενικό.
Ο κύριος διχασμός λοιπόν εντός του Κύκλου της Βιέννης, έγκειται συνοπτικά ακριβώς σε
αυτό: είτε λαμβάνουμε υπόψην μόνο τις λογικές σχέσεις μεταξύ των επιστημονικών προτάσεων
(οπότε ως κριτήριο αλήθειας αναγνωρίζεται το τυπικό-λογικό κριτήριο της μη-αντίφασης μεταξύ
τους), είτε αναγνωρίζουμε μιαν ανεξάρτητη από την γλώσσα εμπειρική βάση ως θεμέλιο της
επιστήμης. Η ένταση μεταξύ Λογικισμού και Εμπειρισμού εκφράζεται με καθαρότητα και στο
λεγόμενο «Υποθετικο-Παραγωγικό Μοντέλο»: σύμφωνα με αυτό, όπως θα δούμε αμέσως
παρακάτω, οι θεωρίες εκλαμβάνονται ως καθαρά λογικο-αξιωματικά συστήματα αποφάνσεων, τα
οποία εκ των υστέρων μπορούν να τεθούν σε αντιπαράσταση με την πραγματικότητα.217
214
Μια πρόταση είναι αληθής μέσα σε ένα σύστημα, αλλά μπορεί ενδεχομένως να υπάρχουν και άλλα
συστήματα –μη συμβατά με το πρώτο- όπου η σχετική πρόταση να είναι «ψευδής».
215
Πρόκειται επί της ουσίας για «καταδεικτικές» χειρονομίες.
216
Οι «αναλυτικές» προτάσεις θεωρείται πως έχουν απόλυτο κύρος (a priori αληθείς)‘ είναι όμως
«ταυτολογικές», δηλαδή «χωρίς περιεχόμενο» ‘ οι «βασικές» προτάσεις αντιθέτως, για τον Schlick μας οδηγούν σε
«γνήσια εμπειρική γνώση»…
217
Δύο σημαντικά άρθρα της περιόδου του νεότερου εμπειρισμού, το “Εμπειρισμός, Σημασιολογία και
Οντολογία” του R.Carnap (1950), και το “Δύο Δόγματα του Εμπειρισμού” του W.V.Quine (1951) βρίσκονται σε
74
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
(α.1).2.i Η Θετικιστική Εικόνα για την Επιστήμη
Ο Λογικός Θετικισμός αποτέλεσε το κυρίαρχο ρεύμα της εποχής 1930-1960. Σύμφωνα με την
αντίληψη αυτή η ‘επιστημολογία’ αποτελεί μια a priori ανάλυση της ιδεατής μορφής της
επιστήμης. Τα ερωτήματα εστιάζονται όπως είδαμε στην λογική δομή και την εμπειρική
υποστήριξη των επιστημονικών θεωριών. Κυριαρχεί μια γραμμική εικόνα ανάπτυξης και
‘προόδου’ της επιστήμης ως συσσώρευσης γεγονότων, παρατηρήσεων και επιτυχημένων θεωριών.
Στόχος λοιπόν είναι η λογική ανάλυση και η εμπειρική θεμελίωση της “έγκυρης γνώσης”, και
εφόσον η έγκυρη γνώση ταυτίζεται με την επιστήμη, οι στόχοι ισοδυναμούν με την ανάλυση της
λογικής της επιστήμης και την οριοθέτηση της επιστήμης από την μεταφυσική.
Στην προσέγγιση των θετικιστών η Φυσική αποτελεί το κατ’εξοχήν πεδίο εφαρμογής της
επιστημολογίας: η σαφήνεια των εννοιών της Φυσικής και η καθαρότητα των δομών της την
κάνουν να πλησιάζει την ευκρίνεια του μοντέλου των Russell & Whitehead (Principia
Mathematica, 1910). Πρόκειται για το ιδεώδες μια απόλυτα σαφούς και με εσωτερική συνέπεια
τεχνητής (λογικής) γλώσσας.218
Οι θετικιστές θα θεωρήσουν την επιστήμη ως μια ολοκληρωμένη και στατική δομή 219, και θα
στρέψουν την προσοχή τους στην “μορφή” και όχι στο “περιεχόμενο” των επιστημονικών
αποφάνσεων. Εκείνο που έχει λοιπόν σημασία είναι ο “λογικός σκελετός” (δομή) κάθε δυνατού
επιστημονικού νόμου και κάθε εξήγησης και όχι οι ιδιαίτερες περιτπώσεις.. Σε μια ιδανική
(τελική) μορφή της, μια επιστημονική θεωρία είναι δυνατό να διατυπωθεί ως ένα ιεραρχημένο
αξιωματικό σύστημα με αξιώματα, θεωρήματα, κανόνες παραγωγής. Οποιαδήποτε απόκλιση των
ιστορικών διατυπώσεων των θεωριών από αυτή την ιδεατή αυτή μορφή, οφείλεται είτε στο ότι
πρόκειται ουσιαστικά για μη-επιστημονικές θεωρίες, είτε στο γεγονός ότι έχουν υποστεί την
επίδραση της καθημερινής γλώσσας και του κοινού νου.
Στα πλαίσια του λογικού θετικισμού, μεγάλη σημασία έχει η διάκριση «πλαισίου
ανακάλυψης» και «πλαισίου θεμελίωσης». Μια ανακάλυψη ενδέχεται να οφείλεται στην τύχη, στις
δεξιότητες ενός ερευνητή, στις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου κοινωνικού περιβάλλοντος κλπ.,
επομένως επιδέχεται κοινωνιολογική ή ψυχολογική ανάλυση. «Λογική της ανακάλυψης» δεν
υπάρχει, δεν υπάρχουν δηλαδή ορθολογικά κριτήρια που να καθορίζουν την νομοτέλεια μιας
ανακάλυψης. Η αποστολή της φιλοσοφίας συνεπώς περιστέλλεται: αφορά την «δικαιολόγηση»,
την αξιολόγηση μιας ανακάλυψης. Επομένως: τα επεισόδια της ανάπτυξης της επιστήμης έχουν
μεν κοινωνιολογικό ενδιαφέρον, εντούτοις δεν αφορούν την εσωτερική της λογική.
Σε ότι αφορά την «επιστημονική ορθολογικότητα», αυτή προσεγγίζει την ακρίβεια της
τυπικής λογικής: είναι ανεξάρτητη από τοπικούς και χρονικούς παράγοντες ‘ εξαρτάται μόνο από
την εγκυρότητα της διαδικασίας λογικής παραγωγής. Με τον τρόπο αυτό, αξιολόγηση και εξήγηση
στην επιστήμη ανάγονται στην σχέση που συνδέει τις προκείμενες και το συμπερασμα, ή τις
υποθέσεις και τα εμπειρικά δεδομένα.
Τα εμπειρικά δεδομένα είναι εκείνα που καθορίζουν τόσο το νόημα των επιστημονικών όρων
όσο και την εγκυρότητα των πειστημονικών προτάσεων, και η επιστήμη διαφέρει από την
μεταφυσική ακριβώς επειδή είναι εμπειρική. Η οριοθέτηση δε γίνεται με το κριτήριο της
ελληνική μετάφραση στο: Γ.Ρουσόπουλος, Μελέτες για τον Εμπειρισμό, εκδ.Α.Καρδαμίτσα 1998. Επιπρόσθετα,
εργασίες που αφορούν τον σύγχρονο εμπειρισμό του 20 ου αιώνα, επίσης σε ελληνική μετάφραση, στο:
Γ.Ρουσόπουλος, Σύγχρονος Εμπειρισμός, Από τον Κύκλο της Βιέννης στον Davidson (Κείμενα των Hahn, Neurath,
Carnap, Schlick, Quine, Davidson), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2008.
218
Ανάλυση επομένως της γλώσσας της Φυσικής με τις τεχνικές της τυπικής λογικής.
219
Η ιστορία των επιστημών δεν έχει κανέναν ρόλο στην αντίληψη αυτή.
75
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
«επαλήθευσης» (verification): μια πρόταση έχει νόημα εάν είναι επιδεκτική επαλήθευσης από την
άμεση παρατήρηση.220 Το συμπέρασμα λοιπόν είναι πως οι προτάσεις της μεταφυσικής δεν είναι
ούτε αληθείς ούτε ψευδείς, απλώς δεν επιδέχονται επαλήθευση.
Για τους θετικιστές το επιστημονικό λεξιλόγιο πρέπει να διαχωριστεί σε δύο σαφώς διακριτές
κατηγορίες: στους παρατηρησιακούς όρους και στους θεωρητικούς όρους. Οι παρατηρησιακοί
όροι αναφέρονται σε αντικείμενα ή ιδιότητες ή σχέσεις αντικειμένων που μπορούν να
παρατηρηθούν από όλους. Αντιθέτως, οι θεωρητικοί όροι δεν προς΄φερονται άμεσα στην
παρατήρηση. Το σχήμα είναι λοιπόν το εξής: στην βάση έχουμε τους παρατηρησιακούς όρους οι
οποίοι αντιστοιχούν σε ουδέτερα δεδομένα των αισθήσεων, και η αλήθεια των προτάσεων που
περιέχουν μόνο τέτοιους όρους είναι άμεσα ορατή. Στην κορυφή μιας επιστημονικής θεωρίας
βρίσκονται οι θεωρητικοί νόμοι και τα αξιώματα. Εκείνο το οποίο χρειαζόμαστε λοιπόν είναι μια
ασφαλή μετάβαση από την βάση στην κορυφή, και για τους θετικιστές αυτό επιτυγχάνεται με τους
«κανόνες αντιστοίχησης» (correspondence rures). Πρόκειται για “μεικτές” προτάσεις (με
παρατηρησιακούς και έναν τουλάχιστον θεωρητικό όρο), οι οποίες επιτυγχάνουν μια τριπλή
λειτουργία: ορίζουν τους θεωρητικούς όρους μέσω των παρατηρησιακών, εξασφαλίζουν την
γνωστική σημασία των θεωρητικών όρων, και τέλος, συνδέουν γενικούς νόμους με αντιληπτά
φυσικά φαινόμενα.
Οι προβλέψεις μιας επιστημονικής θεωρίας είναι απλώς η εφαρμογή των γενικών της νόμων
σε καθορισμένες τοπικές και χρονικές συνθήκες. Μια σειρά από επιτυχημένες προβλέψεις οδηγεί
στην «επικύρωση» της θεωρίας. Στην αντίθετη περίπτωση: είτε πρόκειται για λάθος στις μετρήσεις
και τις ειδικές συνθήκες του πειραματικού ελέγχου, είτε έχουμε λάθος στην ίδια την δομή της
θεωρίας οπότε τότε λέμε πως η εμπειρία «διέψευσε» την θεωρία.
(α.1).2.ii Η Θεωρία της Αναγωγής στους Θετικιστές
Στον λογικό θετικισμό, οι θεωρίες αντιμετωπίζονται ως στατικές και ολοκληρωμένες δομές.
Στην περίπτωση που η αξιωματική διατύπωση της θεωρίας είναι ορθή και υπάρχει ένας ικανός
αριθμός επιβεβαιωμένων προβλέψεων, τότε η θεωρία κρίνεται επαρκώς επικυρωμένη και η
μελλοντική της ισχύς δεν αμφισβητείται. Διαδοχή, αλλαγή θεωριών έχουμε μόνο όταν
αντιμετωπίζουμε νέα είδη φαινομένων (οπότε και χρειάζονται νέες πειραματικές διατάξεις και
επέκταση των αξιωμάτων). Όμως το σημαντικό εδώ είναι ότι δεν έχουμε αντίθεση της
πρωταρχικής θεωρίας με τα εμπειρικά δεδομένα, παρά απλώς διατύπωση νέων θεωριών (αλλαγές
στους κανόνες αντιστοίχησης ή/και στα αξιώματα της θεωρίας). Στα θετικιστικά πλαίσια δηλαδή
δεν υφίσταται πρόβλημα «προόδου»: η επικυρωμένη θεωρία δεν εγκαταλείπεται επειδή
διαψεύδεται από τα νέα εμπειρικά δεδομένα ‘ αντιθέτως, μετασχηματίζεται και επεκτείνεται, ώστε
να καλύψει νέα πεδία φαινομένων.
Η θετικιστική «θεωρία της αναγωγής» αναφέρεται στο φαινόμενο της απορρόφησης ή
αναγωγής μιας «σχετικά αυτόνομης θεωρίας» σε κάποια άλλη «σφαιρικότερη» θεωρία. Ο E.Nagel
(1961) θα ονομάσει την πρώτη (μερικότερη) θεωρία, «δευτερεύουσα επιστήμη» και την νέα
(σφαιρικότερη), «πρωταρχική επιστήμη». Διακρίνει λοιπόν δύο τύπους «αναγωγής»: στην
«ομοιογενή» αναγωγή η «πρωταρχική» επιστήμη αποτελεί απλή «επέκταση» της δευτερεύουσας
και δεν έχουμε κανέναν περιγραφικό όρο στους νόμους της δευτερεύουσας που να μην
χρησιμοποιείται (με την ίδια περίπου σημασία) από την πρωταρχιή επιστήμη. Στην «ετερογενή»
αναγωγή, η πρωταρχική και η δευτερεύουσα εποιστήμη εκφράζονται σε «διαφορετικές γλώσσες».
Η σφαιρικότερη επιστήμη τώρα έρχεται να καλύψει φαινόμενα ποιοτικά διαφορετικά από εκείνα
220
«το νόημα μιας πρότασης είναι η μέθοδος επαλήθευσής της» (Friedrich Waismann).
76
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
που πραγματεύεται η μερικότερη ‘ επεκτείνεται σε νέους τομείς φαινομένων και ενσωματώνει
παλαιότερες θεωρίες.221
Η θετικιστική «αναγωγή» αφενός στοχεύει σε μια εννοιολογική (αλλά και οντολογική)
«οικονομία» και προσεγγίζει το (θετικιστικό) ιδεώδες της «ενοποίησης» της φυσικής γνώσης.
Αφετέρου, προτάσσει μια «ευθύγραμμη» εικόνα της επιστημονικής προόδου. Η «αλήθεια» μιας
θεωρίας θεμελιώνεται στην εμπειρική της επικύρωση και είναι οριστική (δεν κινδυνεύει από
μελλοντικές διαψεύσεις): η επιτυχία διατηρείται και διαρκώς επεκτείνεται. Η πρόοδος είναι μια
γραμμική συσσώρευση στα στάδια της οποίας τίποτε έγκυρο δεν χάνεται. Η επιστημονική αλλαγή
δεν αποτελεί παρά ένα, σε τελική άναλυση, «λογικό πρόβλημα» ‘ η αντικειμενική σύγκριση
διαδοχικών θεωριών είναι πάντοτε εφικτή, ενώ οι αμοιβαίες τους σχέσεις μπορούν να εκφραστούν
με καθαρά λογικές κατηγορίες: μερική επικάλυψη, εγκλεισμός, σύνθεση κλπ.
(α.1).2.iii Το Υποθετικο-Παραγωγικό Μοντέλο
Προϋπόθεση του Υποθετικο-Παραγωγικού Μοντέλου είναι η νεοθετικιστική διάκριση όλων
των προτάσεων σε «αναλυτικές» και «συνθετικές».222 Οι πρώτες είναι αληθείς δυνάμει της μορφής
τους, είναι αληθείς υπό οποιεσδήποτε συνθήκες (δηλαδή a priori) και δεν έχουν εμπειρικό
περιεχόμενο. Οι δεύτερες είναι εμπειρικές, απαιτούν εμπειρικό έλεγχο (επαλήθευση ή διάψευση,
επικύρωση), το κριτήριο αλήθειας τους επομένως δεν είναι μόνον τυπικό αλλά και «υλικό».
Ο Carnap επέπεμεινε πως δεν είναι δυνατόν να οδηγηθούμε με επαγωγικό τρόπο στην
διατύπωση θεωριών ‘ οι γενικεύσεις από παρατηρήσεις δεν μπορούν να παράγουν μια θεωρία. Η
επιστήμη δεν στοχεύει στην απλή συσσώρευση και διάταξη εμπειρικών δεδομένων αλλά στην
εξήγηση των φυσικών φαινομένων βάσει υποθέσεων. Χρειαζόμαστε καθιλικές και ενιαίες
εξηγήσεις σε διαφορετικά φαινόμενα, γι’αυτό και οι επιστημονικές προτάσεις έχουν τη λογική
μορφή καθολικών προτάσεων, είναι κάτι περισσότερο από επαγωγικές γενικεύσεις των
παρατηρήσεων. Επομένως έχουμε αμφισβήτηση της νεοθετικιστικής «αναγωγής» των θεωρητικών
προτάσεων σε βασικές προτάσεις.
Η διαδρομή που προτείνει ο Carnap είναι επομένως η αντίστροφη. Η οικοδόμηση θεωριών
δεν εκκινεί από έννοιες και προτάσεις του παρατηρησιακού επιπέδου ‘ πρώτα κατασκευάζουμε
ένα σύστημα εννοιών και αξιωμάτων (μια «υπόθεση») και έπειτα, εκ των υστέρων του δίνουμε
ερμηνεία με την αρωγή «σημασιολογικών κανόνων αντιστοίχισης».
Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, η γλώσσα της επιστήμης χωρίζεται σε δύο διακριτές
επιμέρους γλώσσες: αυτή της παρατήρησης και εκείνη της θεωρίας. Η πρώτη («παρατηρησιακή
γλώσσα»), κάνει χρήση όρων που υποδηλώνουν παρατηρήσιμες ιδιότητες και σχέσεις για την
περιγραφή παρατηρήσιμων πραγμάτων ή συμβάντων.223 Η «θεωρητική γλώσσα» περιέχει όρους
που αναφέρονται σε μη παρατηρήσιμα γνωρίσματα συμβάντων.224
Από πού αντλούν το νόημά τους οι θεωρητικές έννοιες και προτάσεις; Οι εξελιγμένες
επιστημονικές θεωρίες έχουν μορφή αξιωματικών συστημάτων (π.χ. η μηχανική, ή η γεωμετρία).
Σε ότι αφορά την τυπική τους δομή είναι «λογιστικά συστήματα» δίχως εμπειρικό περιεχόμενο.
Για να αποτελέσουν επιστημονικές θεωρίες, οφείλουμε να τους δώσουμε εμπειρική ερμηνεία ώστε
221
Ένα πρόβλημα που αναφύεται εδώ είναι εκείνο της «επαρκούς μετάφρασης» των όρων και των εμπειρικών
νόμων της δευτερεύουσας στην γλώσσα της πρωταρχικής επιστήμης. Προκειμένου να είναι δυνατή μια τέτοια
«μετάφραση» είναι αναγκαίο να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, στις οποίες όμως δεν θα επεκταθούμε εδώ.
222
Προτάσεις των Μαθηματικών και της Λογικής, προτάσεις των εμπειρικών επιστημών αντίστοιχα. Προτάσεις
που δεν ούτε αναλυτικές a priori ούτε συνθετικές a posteriori δεν ανήκουν στο πεδίο της επιστήμης αλλα στην περιοχή
της Μεταφυσικής.
223
Η μορφή τους είναι: «αυτό το …, είναι …» κλπ.
224
Για παράδειγμα αναφέρεται σε μικροσωμάτια, πεδία κλπ.
77
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
να μπορούν να αναφέρονται σε παρατηρήσιμα φυσικά συμβάντα. Η ερμηνεία θα δοθεί με την
βοήθεια των “correspondence rules”. Ωστόσο ο Carnap γνωρίζει πως η εμπειρική ερμηνεία δεν
μπορεί να είναι ούτε «πλήρης», ούτε, κατά κανόνα, «άμεση». Η εμπειρική σημασία των
θεωρητικών εννοιών καθορίζεται από τη θέση που έχουν συνολικά μεσα στη θεωρία. Η συναγωγή
προτάσεων της άμεσης παρατήρησης από κάποια θεωρητική πρόταση διαμεσολαβείται από μια
σειρά άλλων, πρόσθετων υποθέσεων (δηλαδή παραδεκτών ήδη προτάσεων της θεωρίας, καθώς και
ορισμένων παρατηρησιακών προτάσεων).
Σύμφωνα λοιπόν με το «Μοντέλο των Δύο Βαθμίδων Γνώσης», στο χαμηλότερο σημείο
έχουμε την «πραγματικότητα» ‘ με «καταδεικτικούς ορισμούς» οδηγούμαστε στην παρατηρησιακή
γλώσσα (εμπειρική περιοχή) ‘ έπειτα, με τους κανόνες αντιστοίχισης φθάνουμε στην θεωρητική
γλώσσα: είναι η «υπερ-εμπειρική περιοχή», δηλαδή ένα «αφηρημένο παραγωγικό σύστημα
προτάσεων δίχως αυτόνομο εμπειρικό νόημα και πληροφοριακό περιεχόμενο, τα οποία μπορεί
έμμεσα να αποκτήσει (μέσω δηλαδή της εμπειρικής βάσης)».
Στο παραπάνω σχήμα ερμηνείας και κριτικού ελέγχου των θεωριών, υφίσταται μια
ασυμμετρία: εάν υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα σε αποφάνσεις διαφορετικών βαθμίδων, υπερισχύει
πάντοτε η κατώτερη βαθμίδα (εμπειρική βάση). Η «εξήγηση» κινείται από πάνω προς τα κάτω: «οι
θεωρητικοί νόμοι εξηγούν τους πειραματικούς, ενώ οι θεωρητικοί και οι πειραματικοί νόμοι μαζί με
τις αρχικές συνθήκες εξηγούν και προβλέπουν τα εμπειρικά δεδομένα».
Ο Hempel θα αναρωτηθεί: γιατί η επιστήμη καταφεύγει στην παραδοχή υποθετικών
οντοτήτων; Γιατί δεν μας αρκεί η χρήση αποκλειστικά του παρατηρησιακού λεξιλογίου; Εν
συντομία, το συμπέρασμά του είναι πως οι θεωρητικοί όροι δεν μπορούν να αντικατασταθούν
χωρίς απώλειες «μεθοδολογικού και πραγματολογικού χαρακτήρα». Οι θεωρητικοί όροι είναι
άμεσα συνδεδεμένοι με τον κύριο στόχο της επιστήμης, που δεν είναι μόνο η περιγραφή των
γεγονότων, αλλά προπάντων η εξήγησή τους.
Η ορθολογική ανασυγκρότηση των θεωριών που επιχειρήθηκε με το Υποθετικο-Παραγωγικό
μοντέλο αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες. Πώς οριοθετούνται οι παρατηρησιακοί και οι
θεωρητικοί όροι; Ο Carnap στήριξε την οριοθέτηση αυτή στην οντολογική διάκριση
παρατηρήσιμων και μη παρατηρήσιμων αντικειμένων (ιδιοτήτων, συμβάντων κλπ.). Ωστόσο, το
κριτήριο της «παρατηρησιμότητας» είναι προβληματικό, επειδή η παρατηρησιμότητα διαφέρει
ανάλογα με τις εκάστοτε (ιστορικές π.χ.) συνθήκες και το εκάστοτε πλαίσιο αναφοράς.225
Πίσω τελικώς από το Υποθετικο-Παραγωγικό μοντέλο, παραμένει το κύριο δόγμα του
εμπειρισμού πως η μόνη πηγή γνώσης είναι η αισθητηριακή αντίληψη. Η διαφορά εντοπίζεται στο
ότι οι θεωρητικές έννοιες επιδέχονται έμμεση μόνο και μερική ερμηνεία με την βοήθεια των
κανόνων αντιστοίχισης. Εντούτοις, και πάλι, η σημασία (το γνωστικό περιεχόμενο) κρίνεται με
αναφορά στο καθαρό δεδομένο, με την διαφορά ότι αυτό δεν προσλαμβάνεται από ένα γνωστικό
υποκείμενο “tabula rasa”, παρά πρωτοκολλείται στην ουδέτερη γλώσσα της παρατήρησης. Οι
παρατηρησιακές προτάσεις έχουν μια σχετικά αυτονομία απέναντι στο θεωρητικό σύστημα σε ό,τι
αφορά την σημασία τους,226 η οποία δεν προσβάλλεται από τις μεταβολές που υφίστανται οι
επιστημονικές θεωρίες. Η σημασία των παρατηρησιακών προτάσεων παραμένει αναλλοίωτη
καθώς οι θεωρίες αλλάζουν. Τα δεδομένα της παρατήρησης συνιστούν τον αμετάβλητο εμπειρικό
σημασιολογικό πυρήνα στην εξέλιξη των θεωριών. Η επιστήμη συνολικά αποτελεί διαδικασία
225
Η «παρατηρησιμότητα» σχετικοποιείται και περαιτέρω, με την έννοια ότι εξαρτάται από τις ικανότητες των
διαφόρων υποκειμένων.
226
Η νεοθετικιστική αντίληψη είναι πως το νόημα των εμπειρικών εννοιών στηρίζεται στην άμεση σχέση τους με
το αισθητό δεδομένο. Με τον «καταδεικτικό ορισμό», εάν εγώ δεν αντιλαμβάνομαι την σημασία της λέξης Λ, τότε
κάποιος άλλος μου δείχνει το αντίστοιχο αντικείμενο («αυτό είναι ένα…»). Εντούτοις, αυτή η άμεση, μονοσήμαντη
αντιστοιχία λέξης (έννοιας) και πράγματος, η οποία δίνει επιστημολογική προτεραιότητα στην παρατηρησιακή έναντι
της θεωρητικής γλώσσας, έχει αμφισβητηθεί τόσο από τον (ύστερο) Wittgenstein όσο και από τον F.de Saussure κ.ά.
78
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
συσσώρευσης γνώσεων, καθώς η νεότερη κάθε φορά θεωρία ενσωματώνει την παλαιότερη ως
ειδική της περίπτωση…
Όλα αυτά έχουν ασφαλώς σημαντικές συνέπειες όσον αφορά το πρόβλημα της δυναμικής και
της ανάπτυξης των επιστημονικών θεωριών. Αυτό που γνωρίζουμε από την εξέλιξη της επιστήμης
είναι πως ίδια, γνωστά μας φυσικά φαινόμενα λαμβάνουν καινούρια σημασία με την αλλαγή των
θεωριών, και αυτό ερχεται σε αντίθεση με το δόγμα του λογικού εμπειρισμού για το αμετάβλητο
της σημασίας των όρων και προτάσεων βάσης.227
(α.1).2.iv Τα Προβλήματα του Επαγωγισμού
Σύμφωνα με την κλασική επαγωγιστική αντίληψη, οι επιστήμονες, διαθέτοντας ακέραια
αισθητήρια όργανα, οφείλουν να καταγράφουν με τρόπο πιστό και χωρίς προκαταλήψεις, ό,τι
βλέπουν ακούνε κλπ. σε σχέση με μια συγκεκριμένη κατάσταση που παρατηρούν. Αυτή η
αισθητηριακή αντίληψη είναι και ο μοναδικός άμεσος τρόπος ώστε να προκύψουν τεκμηριωμένες
και αποδεδειγμενα αληθείς (παρατηρησιακές) αποφάνσεις. Τις ονομάζουμε και “singular”,
«ενικές» αποφάνσεις: αναφέρονται σε ένα συγκεκριμένο (τοπικά και χρονικά) συμβάν (ή
κατάσταση πραγμάτων). Αντιθέτως, οι νόμοι και οι επιστημονικές θεωρίες διατυπώνονται πάντοτε
με γενικούς ισχυρισμούς, αναφέρονται σε όλα τα συμβάντα ενός συγκεκριμένου είδους, για κάθε
τόπο και χρόνο. Αυτές τις αποφάνσεις τις ονομάζουμε «καθολικές» (“universal”).
Για τους επαγωγιστές, η γενίκευση που οδηγεί από ένα πεπερασμένο σύνολο ενικών
παρατηρησιακών αποφάνσεων στη δατύπωση ενός καθολικού νόμου είναι νόμιμη. Υπό τις εξής
προϋπόθεσεις: ο αριθμός παρατηρησιακών αποφάνσεων να είναι μεγάλος, οι παρατηρήσεις να
επαναλαμβάνονται υπό πολύ διαφορετικές συνθήκες, και τέλος καμία παρατηρησιακή απόφανση
να μην έρχεται σε αντίθεση με τον προκύπτοντα νόμο.
Η αρχή της επαγωγής λεει ακριβώς αυτό: εάν έγιναν παρατηρήσεις, κάτω από ευρύ φάσμα
συνθηκών, σε μεγάλο αριθμό από Χ και εάν όλα τα παρατηρηθέντα Χ (χωρίς εξαίρεση) διαθέτουν
την ιδιότητα Ψ, τότε όλα τα Χ έχουν την ιδιότητα Ψ. Αυτή περίπου είναι η εικόνα ενός επαγωγιστή
και συνολικά για την επιστήμη: αύξηση των έγκυρων γεγονότων, εκλέπτυνση των πειραματικών
και παρατηρησιακών μας δεξιοτήτων, συγκρότηση ολοένα και περισσότερων νόμων και θεωριών
με αυξανόμενη γενικότητα και εύρος…
Περαιτέρω: για κάποιον επαγωγιστή η μορφή κάθε επιστημονικής εξήγησης και πρόβλεψης
μπορεί να περιγραφεί ως εξής: (i) Νόμοι και Θεωρίες, (ii) Αρχική Κατάσταση, (iii) Προβλέψεις
και Εξηγήσεις.
Η αντικειμενικότητα της επιστήμης για τον επαγωγισμό εδράζεται στο ότι και η παρατήρηση
και ο επαγωγικός συλλογισμός είναι αντικειμενικοί. Η Εγκυρότητα των αποφάνσεων
εξαασφαλίζεται επειδή προσωπικές προτιμήσεις, υποκειμενικές πεποιθήσεις, προσδοκίες κλπ. του
παρατηρητή δεν επιτρέπεται να παρεμβάλλονται.228
Σημειώνουμε εδώ: ο «Παραγωγικός» συλλογισμός αποτελεί αντικείμενο της Λογικής. Μια
λογικά έγκυρη παραγωγή συνίσταται στο εξης: οι προτάσεις Π1 και Π2 είναι αληθείς ‘ τότε και η
πρόταση Π3 δεν μπορεί παρά να είναι αληθής (επί ποινή αντίφασης). Συνεπώς: εάν οι προκείμενες
μιας λογικά έγκυρης παραγωγής είναι αληθείς, τότε και το συμπέρασμά μας πρέπει να είναι
αληθές. Μπορεί εδώ να θεμελιωθεί η αλήθεια αποφάνσεων για την πραγματικότητα; Η απάντηση
227
Επιπρόσθετα, σημειώνουμε εδώ πως ο οντολογικός σκεπτικισμός του νεοθετικισμού, σε ότι αφορά τις
θεωρητικές επιστημονικές κατασκευές, τον οδηγεί σε μια εργαλειακή θεωρία για την γνώση. Εφόσον τα θεωρητικά
συστήματα δεν έχουν περιγραφικό περιεχόμενο, ως κριτήριο αλήθειας λειτουργεί τελικώς η σύμβαση.
228
Μια αναλυτική παρουσίαση των προβλημάτων της Επαγωγικής Λογικής, υπάρχει στο: Φ.Β.Καργόπουλος, Το
Πρόβλημα της Επαγωγικής Λογικής – Αναζητήσεις στη λογική της επιστημονικής έρευνας, εκδ.Βάνιας 1991.
79
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
είναι όχι. Το μόνο που μας προσφέρει εδώ η λογική είναι η διαβεβαίωση πως εάν οι προκείμενες
είναι αληθείς, τότε και το συμπέρασμα πρέπει να είναι αληθές. Το κατά πόσον όμως οι ίδιες οι
προκείμενες είναι ή δεν είναι αληθείς δεν κάτι το οποίο μπορεί να απαντήσει η λογική.229 Η
παραγωγική λογική δεν αποτελεί πηγή αληθών αποφάνσεων περί του κόσμου.
Ακόμη και εάν οι παρατηρήσεις μας είναι ασφαλείς, γιατί είναι ο επαγωγικός συλλογισμός
εκείνος που μας οδηγεί σε αξιόπιστη ή βέβαιη επιστημονική γνώση; Είδαμε τι σημαίνει λογικά
έγκυρο παραγωγικό επιχείρημα. Τα επαγωγικά επιχειρήματα ωστόσο δεν συνιστούν λογικώς
έγκυρα επιχειρήματα… Είναι δηλαδή δυνατόν τα συμπεράσματα ενός επαγωγικού επιχειρήματος
να είναι ψευδή, οι προκείμενές του να είναι αληθείς, και να παρ’όλα αυτά να μην υπάρχει καμία
αντίφαση σε αυτό. Η επαγωγή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί αποκλειστικά με λογικούς όρους.
Ένας επαγωγιστής μπορεί να απαντήσει πως η αρχή της επαγωγής πηγάζει από την εμπειρία.
«Έχει παρατηρηθεί, πως η επαγωγή λειτούργησε καλά σε έναν πολύ μεγάλο αριθμό
περιπτώσεων»… Αυτή η δικαιολόγηση ο D.Hume απέδειξε πως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή: το
επιχείρημα που εμφανίζεται να δικαιολογεί την επαγωγή είναι κυκλικό, γιατί χρησιμοποιεί
επαγωγικό επιχείρημα, δηλαδή το είδος ακριβώς του επιχειρήματος του οποίου η εγκυρότητα
υποτίθεται ότι χρήζει δικαιολόγησης. Η μορφή του είναι η εξής: η αρχή της επαγωγής λειτούργησε
επιτυχημένα στην περίπτωση Α1, επιτυχημένα στην περίπτωση Α2, στην Α3 κλπ., (συνεπώς) η
αρχή της επαγωγής λειτουργεί πάντοτε.. Είναι φανερό όμως πως επαγωγικό επιχείρημα δεν μπορεί
να χρησιμοποιηθεί για την δικαιολόγηση της επαγωγής… Αυτό ονομάστηκε παραδοσιακά ως «το
πρόβλημα της Επαγωγής».230
Μια μετριπαθής εκδοχή του επαγωγισμού μπορεί να υπερασπιστεί τις θέσεις της ως εξής:
Απόλυτα βέβαιοι δεν μπορούμε, πράγματι, να είμαστε. Εντούτοις, παρ’όλο που δεν έχουμε καμία
εγγύηση ότι οι γενικεύσεις (μέσω νόμιμης επαγωγής) είναι απολύτως αληθείς, μπορούμε ωστόσο
να ισχυριστούμε ότι είναι «πιθανώς» αληθείς. Η επιστημονική γνώση είναι τότε αληθής κατά
πιθανό τρόπο.
Σε μια τέτοια περίπτωση η αρχή της επαγωγής μετατοπίζεται προς μια πιθανολογική εκδοχή
της («… τότε πιθανώς όλα τα Χ έχουν την ιδιότητα Ψ»). Όμως και πάλι, η δικαιολόγηση θα
επικαλεστεί τον ίδιο τύπο επιχειρήματος που υποτίθεται ότι χρειάζεται δικαιολόγηση. Προκύπτουν
περαιτέρω όμως και άλλα προβλήματα… Πώς θα προσδιορίζαμε σε μια τέτοια περίπτωση τον
«βαθμό πιθανότητας» ενός νόμου ή μιας θεωρίας; Η διαίσθηση ότι όσο αυξάνεται η
παρατηρησιακή υποστήριξη ενός καθολικού νόμου τόσο αυξάνεται και η πιθανότητα να είναι
αληθής, δεν βελτιώνει την κατάσταση. Όσα τεκμήρια και να έχουμε στην διάθεσή μας, αυτά θα
συνιστούν πάντοτε έναν πεπερασμένο αριθμό παρατηρησιακών αποφάνσεων, ενώ μια καθολική
απόφανση διατυπώνει ισχυρισμό για άπειρο πλήθος δυνατών καταστάσεων.
Οι αποκρίσεις στο Πρόβλημα της Επαγωγής θα προέλθουν από πολλές και διαφορετικές
πλευρές. Μια είναι αυτή του «σκεπτικισμού». Εάν δεχθούμε ότι η επιστήμη στηρίζεται στην
επαγωγή και ότι η τελευταία δεν είναι δυνατό να δικαιολογηθεί ούτε με προσφυγή στην εμπειρία
ούτε με προσφυγή στην λογική, τότε το συμπέρασμα είναι ότι η επιστήμη δεν μπορεί να
229
Κάποιο επιχείρημα μπορεί να συνιστά απολύτως λογική παραγωγή, και εντούτοις να περέχει μια προκείμενη
η οποία είναι στην πραγματικότητα ψευδής.
230
Ασφαλώς υπάρχουν και άλλα προβλήματα με την επαγωγή. Υπάρχει εμφανής ασάφεια, για παράδειγμα,
σχετικά με την σημασία της απαίτησης για έναν «μεγάλο αριθμό» παρατηρήσεων, όπως επίσης και σχετικά με το
«ευρύ φάσμα συνθηκών»: ποιες πρέπει να θεωρούμε σημαντικές παραλλαγές σε ό,τι αφορά τις περιστάσεις; Ποιες
είναι «ουσιώδεις» και ποιες «επουσιώδεις» παράμετροι; Εάν π.χ. προσφύγουμε στην θεωρητική γνώση της
προκείμενης κατάστασης για να αξιολογήσουμε τις παραμέτρους, τότε δεχόμαστε ήδη ότι η θεωρία παίζει έναν
ουσιαστικό ρόλο προγενέστερο από την παρατήρηση… κ.ά.
80
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
δικαιολογηθεί ορθολογικά. Υιοθετώντας μια ανάλογη θέση, ο Hume υποστήριξε όπως είδαμε ότι η
πίστη μας στους νόμους και στις θεωρίες δεν είναι κάτι άλλο από ψυχολογική συνήθεια.
Μια άλλη απόκριση στην επαγωγή είναι η εξής: πρέπει να προσπαθήσουμε να στηρίξουμε το
εύλογο της αρχής της επαγωγής όχι πάνω στην εμπειρία αλλά σε μια άλλη βάση. Όμως, εκείνο το
οποίο δεν μπορεί να γίνει δεκτό είναι να θεωρήσουμε την αρχή αυτή ως «προφανή». Το τι κάθε
φορά κάποιος μπορεί να θεωρεί «προφανές» εξαρτάται από πληθώρα παραγόντων όπως είναι η
προηγούμενη παιδεία μας, ο πολιτισμός μας, οι προκαταλήψεις μας κ.ο.κ.
Τρίτη απόκριση: το «πρόβλημα» της επαγωγής παραμερίζεται στην περίπτωση που δείξουμε
πως η επιστήμη δεν ενέχει επαγωγή. Κάτι τέτοιο θα υποστηρίξουν οι υπέρμαχοι της
«διαψευσιοκρατίας», όπως ο K.Popper κ.ά.
Παρένθεση: για τον «γρίφο της πλάνης» και το «πρόβλημα της Επαγωγής»
Ανοίγουμε εδώ μια μικρή παρένθεση για τον «γρίφο της πλάνης» και το «πρόβλημα της
Επαγωγής».
Λέμε: «δεν γίνεται να μιλάμε για κάτι που δεν ξέρουμε» ή, προσθέτουμε, «αν πάλι γνωρίζουμε
κάτι, γι’ αυτό το ίδιο δεν είναι δυνατόν ταυτόχρονα να σφάλουμε!». Αυτές οι προτάσεις οδηγούν στο
συμπέρασμα ότι μπορεί κανείς να σφάλλει σε κάτι μόνο όταν το ξέρει (ώστε να είναι δυνατό να
μιλήσει γι’ αυτό) και …δεν το ξέρει! (ώστε να είναι δυνατόν - γι’ αυτό το ίδιο – να σφάλλει).231
Αν υποθέσουμε ότι αυτό, που γνωρίζουμε είναι μόνο ένα μέρος από κάτι του οποίου το
υπόλοιπο δεν γνωρίζουμε; Τότε θα ήταν δυνατό, ως προς αυτό το μερικώς άγνωστο, να πέσουμε σε
πλάνη… Αλλά, πώς είναι δυνατόν να αναφερόμαστε και στο άγνωστο «μέρος», ώστε να
αποδίδουμε στο σύνολο (γνωστό και άγνωστο) κάποιες (εσφαλμένες ή και αληθείς) ιδιότητες, με
τα περιορισμένα μόνο μέσα που διαθέτουμε, αυτού δηλαδή μόνο που μας είναι γνωστό;
Που βρίσκεται η αιτία όλων αυτών των «προβλημάτων»; Τα προηγούμενα αφορούν την ιδέα
της αναφοράς σε ένα σύνολο γνωστών και αγνώστων στοιχείων δια μέσου (μόνο) των γνωστών…
Πρόκειται επί της ουσίας για το «πρόβλημα της επαγωγής» (D.Hume).
Οι συνθήκες εγκυρότητας ενός επαγωγικού συμπερασμού θα αποτελούσαν κοινό κριτήριο
και της αλήθειας και του σφάλματος του επαγωγικού ισχυρισμού (του συμπεράσματος). Όμως (και
αυτό είναι που το συνιστά «πρόβλημα») δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε τέτοιες συνθήκες. Το
επαγωγικό σχήμα της προβολής ιδιοτήτων του γνωστού υποσυνόλου στο άγνωστο υποσύνολο
(ενός κοινού συνόλου εξ υποθέσεως) δεν είναι ικανοποιητική λοιπόν.
Ο Σωκράτης, για να θέσει σε εφαρμογή την μαιευτική του μέθοδο, έπρεπε πρώτα να
εκμαιεύσει τη δυνατότητα σταθερών προσδιορισμών των όντων και των αντικειμενικών κρίσεων.
Αν εκμαίευε τη δυνατότητα της πλάνης, θα κατέρρεε ο σχετικισμός του Πρωταγόρα και ο
αισθησιοκρατικός προσδιορισμός της γνώσης (η ταύτιση της γνώσης με την αίσθηση). Στο πρώτο
μέρος του Θεαίτητου καταρρίπτεται το αδύνατον της πλάνης (σχετικιστικό δόγμα του Πρωταγόρα).
Στο δεύτερο εξετάζει τον ορισμό ότι γνώση είναι η «Αληθής Δόξα». Ο Σωκράτης σύμφωνα με μία
ερμηνεία, επιστρέφει στο πρόβλημα του ορισμού της πλάνης για να το λύσει και να εφαρμόσει
έπειτα το modus tollens στο δόγμα του Πρωταγόρα. Σύμφωνα με αυτή τη προσέγγιση, στη δομή
του επιχειρήματός του εκκολάπτεται «ο γρίφος του αδύνατου της πλάνης» ως γενικότερο λογικοφιλοσοφικό πρόβλημα.
Αν κάθε γνώμη είναι ορθή γι’ αυτόν που την εκφέρει, τότε εγώ που, υποθετικά, το
ισχυρίζομαι αυτό, δεν αντιμετωπίζω εμφανώς ένα λογικό αδιέξοδο; Και η δική μου γνώμη θα ήταν
τότε εσφαλμένη, μια που αποδέχομαι ως σωστή τη γνώμη αυτών που λένε ότι πλανιέμαι. Με μια
231
Για τον ‘Σωκρατικό Γρίφο’ βλπ. και το άρθρο: “Ο γρίφος της πλάνης (ως τόπος συνάντησης θεμελιωδών
φιλοσοφημάτων)” του Α.Κουτούγκου, Δευκαλίωνας 14/1, 10/1995.
81
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
αντιστροφή γίνεται φανερό πως πρόκειται για μια αναδρομή που δεν έχει κάποιο τέλος… Φαίνεται
σαν να μην μας επιτρέπει η γλώσσα μια σαφή διάκριση μεταξύ των εννοιών «αλήθεια» και
«αλήθεια για τον Α ή τον Β κλπ.».
Όταν λέμε «αλήθεια για τον Α» κατανοούμε συνήθως ότι ο Α είναι αυτός που δέχεται ή
βεβαιώνει κάτι ως αληθές. Το δέχεται όμως μόνο για τον εαυτό του; Δέχεται ότι ισχύει για όλους,
(ή, επίσης, ακόμη και όταν συμβαίνει κανείς άλλος να μην το δέχεται, ο Α πιστεύει ότι όλοι θα
όφειλαν να το δέχονται;). Αν κάτι τέτοιο ισχύει, τότε ο Σωκράτης δικαιώνεται, μια και η γνώμη
του Α, διατυπωμένη ως πρόταση p, απαγορεύει στον Α να δεχτεί ταυτόχρονα ως «αληθή» (με τη
φυσιολογική χρήση του όρου) τη γνώμη οποιουδήποτε άλλου διατυπωμένη ως –p. Η απαγόρευση
αυτή ισχύει επειδή (σε αυτό το πλαίσιο «κοινής γλώσσας»), κάθε γνώμη είναι ταυτόσημη με τον
ισχυρισμό ότι οι αντίθετές της είναι εσφαλμένες ανεξάρτητα από το φορέα τους – δεν υπάρχει
«χώρος συνύπαρξης» συνθηκών όπου άλλες θα επαλήθευαν την p και άλλες την –p (p και –p
αναφέρονται στο ίδιο πράγμα). Δεν μπορεί να σχηματιστούν αντίθετες γνώμες: Πα(p) & Πα(-p). Ο
Πρωταγόρας με τη θέση του για το αλάνθαστο των γνωμών παραβλέπει αυτούς τους
περιορισμούς της «φυσιολογικής χρήσης».
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, κατά μία έννοια ο Πρωταγόρας προτείνει εδώ μια θεωρία
αλήθειας όπου, αναγκαία και ικανή συνθήκη για την αλήθεια μιας p είναι το να αποτελεί
αντικείμενο πεποίθησης η οποία αντιστοιχεί στην πραγματικότητα αυτού που την έχει. Όμως,
υπάρχουν αντιπαραδείγματα… Είναι οι αντίπαλοι, οι οποίοι δεν δέχονται ότι οι πεποιθήσεις τους
είναι υποχρεωτικά αληθείς! Επομένως δεν μπορεί να ισχύει ούτε για τον Πρωταγόρα. Όμως, και
πάλι: γιατί το να δέχεται ή να μην δέχεται κανείς κάτι για την σχέση των πεποιθήσεών του με την
πραγματικότητα (του) το καθιστά αυτομάτως αληθές;
Παραπέρα ακόμη: αν δεν είναι όλες οι γνώμες αληθείς (άρα αν ο καθένας ορθά θεωρεί τη
δική του γνώμη αληθή και τα σφάλματα ανήκουν αποκλειστικά σε άλλους: ας την ονομάσουμε
μορφή σχετικισμού Σ2), τότε και εμείς έχουμε μάλλον ένα μερίδιο σε εσφαλμένες κρίσεις. Η Σ2
δεν διαφέρει σημαντικά από τον σχετικισμό Σ1 του Πρωταγόρα – η θέση «κάθε πρόταση που
εκφράζει τη γνώμη κάποιου είναι (γι’ αυτόν) αληθής» ισχύει και για την Σ2 και για την Σ1.232
Εάν, τώρα, δεχόμαστε το δυνατόν της πλάνης, οφείλουμε να αποδεχθούμε και «το δυνατόν
της δικής μας πλάνης». Το τελευταίο αντιστοιχεί στην πεποίθηση, ότι σε δεδομένη στιγμή κάποιες
από τις γνώμες που έχουμε είναι εσφαλμένες… Από εδώ προκύπτει όμως λογικά μια ανάλογη
παραδοξότητα με αυτή του Πρωταγόρα: Πα(p) & Πα(-p).
Πρέπει σε αυτό το σημείο να παρατηρήσουμε ότι οδηγηθήκαμε στην τελευταία πρόταση
προϋποθέτοντας, αξιωματικά, την «συγχρονικότητα». Δηλαδή στον Σωκρατικό αντίλογο θέσαμε
τις «πλάνες» και τις «αλήθειες» να είναι ταυτόχρονα διαθέσιμες ως αντικείμενα πεποιθήσεων.
Πώς είναι δυνατόν να πιστεύω ότι κάτι που πιστεύω είναι λάθος; Αν ισχυριστώ ότι «είναι
λάθος που πιστεύω ότι Ω233», αυτό που λέω είναι ότι δεν πιστεύω ότι Ω. Για να πιστεύω ότι Ω θα
πρέπει να μην πιστεύω ότι είναι πλάνη. Τότε όμως θα πρέπει να έχω μια θετική σκέψη του Ω, άλλη
από την εξίσου θετική ότι Ψ234 (τη σκέψη ως προς την οποία θεωρείται ότι σφάλλω). Εάν όμως
έχω μια (θετική) σκέψη, ως πλάνη θεωρούμε την απόκλισή της από μία άλλη που δεν έχω. Πώς τότε
συσχετίζεται η σκέψη που έχω με αυτή που δεν έχω; Αυτή που δεν έχω οφείλει να προκύπτει από
αυτήν που έχω. Αλλά καμία σκέψη δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και μία άλλη που δεν είναι!
Εδώ πρέπει να προσέξουμε… Τι χρειαζόμαστε την άλλη σκέψη, αυτή που δεν έχουμε; Η
πλάνη, αν υπάρχει, δεν οφείλει να υπάρχει μόνο στις σκέψεις που έχουμε; Ναι, αλλά το ερώτημα
232
Η Σ2 απλά εκφράζει μια δυνατότητα (αυτήν μιας γνώμης να εκφράζει αντίθεση στη γνώμη άλλου) που ήδη
περιέχεται στην Σ1.
233
Όπου Ω για παράδειγμα: 7+5=11.
234
Π.χ. 7+5=12.
82
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
είναι: πώς μπορεί κανείς να έχει τη σκέψη εκείνη που θα θεωρούσαμε πλάνη; Η σκέψη πλάνη
καταλήγει να εξομοιώνει δύο άλλες ανόμοιες σκέψεις. Η εξομοίωση όμως προϋποθέτει τον
συσχετισμό, επομένως το ζητούμενο θα ήταν μια σύνθετη σκέψη που θα τον πραγματοποιήσει…
Έστω ότι θέλουμε να περιορίσουμε την πλάνη στο εσωτερικό της (σύνθετης) έκφρασης
“7+5=11”. Ποιες είναι εδώ οι εξομοιούμενες σκέψεις; Απ’ ότι φαίνεται οι “7+5” και η “11”. Η
πλάνη γίνεται όμως προφανής μόνο ως προς μία σκέψη απούσα, την “12”. Χρειαζόμαστε μήπως
τότε τρεις σκέψεις; Και πάλι τότε το αποτέλεσμα θα ήταν να συσχετίσουμε τρεις τώρα
μεμονωμένες σκέψεις… Πώς να εξισωθούν στον νου ανόμοια πράγματα; Πώς να ολοκληρωθεί
ένας θετικός συσχετισμός (ανόμοιων) ώστε να έχουμε πλάνη;
Ο Σωκράτης επανέρχεται στον ορισμό της Γνώσης ως «Αληθούς Δόξας» ενισχυμένης «μετά
Λόγου», ..αλλά ο γρίφος επιστρέφει, καθώς «Λόγος» θα θεωρηθεί η ανάλυση του σύνθετου όλου
σε πρώτα στοιχεία το οποία δεν επιδέχονται παραπέρα ανάλυση. Εάν η γνώση απαιτεί την
ανάλυση σε πρώτα στοιχεία, αυτά τότε εφόσον δεν αναλύονται παραμένουν άγνωστα. Εάν δε το
αναλυθέν ισοδυναμεί με τα στοιχεία του θα παραμείνει εξίσου άγνωστο αφού συγκροτείται από
μηδενικές γνώσεις. Αν το αναλυθέν δεν ισοδυναμεί με κάτι τέτοιο τότε υπάρχει ένα μηαναλυόμενο υπόλοιπο που για το λόγο αυτό το καθιστά και πάλι άγνωστο (ως μη-αναλυόμενο). Αν
εξετάσουμε τη σχέση μιας πρότασης με τα στοιχεία της διαπιστώνουμε τα εξής: οι προτάσεις είναι
επιδεκτικές αληθοτιμής ‘ οι λέξεις απλώς ονομάζουν κάτι. Αποφεύγουν οι προτάσεις την
ονοματική φύση που «κληρονομούν» από τα στοιχεία τους; Αν οι προτάσεις πάντως λειτουργούν
ως ονόματα καταστάσεων, τότε η χρήση μιας πρότασης δεν έχει την ευθύνη του συσχετισμού με
κατάσταση ανόμοια προς αυτήν που ονομάζει και επομένως δεν μπορεί να εκφράζει ψευδή κρίση.
Τότε, όταν διαφωνούμε τι συμβαίνει; Ο συσχετισμός επιβάλλεται τότε υποχρεωτικά, με την
παρέμβαση ενός άλλου κριτή.
Πώς ολοκληρώνεται λοιπόν ο συσχετισμός των ανόμοιων; Ο δεύτερος κριτής φαίνεται
αναγκαίος. Πώς να πραγματωθεί η «τομή» των ανόμοιων (σκέψεων) στο ίδιο αντικείμενο; Αυτή
δεν φαίνεται πως μπορεί να είναι «εσωτερική υπόθεση» μιας πρότασης. Αν η πρόταση προσδιόριζε
το αντικείμενο της αναφοράς της ανεξάρτητα από το τι λέει γι’ αυτό, θα «αυτοκρινόταν»… Ο
γρίφος της πλάνης φαίνεται να αποκαλύπτει και θεωρητικά το άτοπο της αυτοκρισίας. Το βασικό
χαρακτηριστικό τα αυτοκρισίας είναι η το «σύγχρονο» (ή, ταυτόχρονο) εκφοράς και κρίσης (ή,
απόδοσης αληθοτιμής).235
Ο «συσχετισμός των ανόμοιων» (ή, ο διαχωρισμός των ομοίων) αποτέλεσε ζητούμενο
(γρίφος) και για τον Frege. Όταν ισχύει ότι α=β (δηλαδή και το α και το β είναι ένα και μόνο
πράγμα), πώς θα ξεχωρίσω την πληροφορία που πάντα περιέχει η πρόταση α=β από τη μηδενική
πληροφορία που περιέχουν οι προτάσεις (ταυτολογίες) α=α και β=β; Οι ταυτολογίες αυτές
προκύπτουν ως ισοδύναμες με την α=β όταν αντικαθιστούμε το ένα ή το άλλο με το ίσο του. Αλλά
αυτό το δικαίωμα το έχουμε μόνο εάν ως α και β εννοούμε άμεσα το κοινό αντικείμενο στο οποίο
αναφέρονται. Πώς να μην εκφυλιστεί η σχέση α=β σε ταυτολογίες; Για ποιο πράγμα εν τέλει
μιλάμε όταν λέμε α=β – κάτι το οποίο θα στήριζε την άποψη ότι λέμε κάτι που διαφέρει γνωσιακά
από το α=α; Σίγουρα δεν μιλάμε για τα σύμβολα “α” και “β” γιατί βέβαια αυτά δεν είναι ποτέ ‘ίσα’,
αλλά ούτε και για την κοινή τους αναφορά γιατί αυτή δεν είναι ποτέ διαφορετική από τον εαυτό
της… Ο Frege θα εισάγει τον όρο “sinn” που σημαίνει «νόημα» και τρόπο αναφοράς. Έτσι, τα α
και β, αν και συνεχίζουν να αναφέρονται στο ίδιο αντικείμενο έχουν διαφορετικό νόημα και αυτό
ακριβώς υποτίθεται ότι εξασφαλίζει και τη ζητούμενη διαφορά του α=β από το α=α.
235
Στον Σοφιστή επιδιώκεται να λυθεί ο γρίφος της πλάνης: κλειδί θεωρείται η δυνατότητα αναφοράς στο «μηον» διαμέσου της πρότασης. Δηλαδή, η πλάνη (ή, εσφαλμένη δόξα) θα θεωρηθεί απλά αυτό που εκφράζει η ψευδής
πρόταση, η πρόταση που θα μπορεί να αναφέρεται στο «μη-ον»…
83
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Παρ’ όλα αυτά, ο όρος “sinn” μπορεί να είναι αυτό για το οποίο μιλάμε λέγοντας α=β; Το
“sinn” που αντιστοιχεί σε μια συμβολική έκφραση 1 δεν ισούται ποτέ με το “sinn” μιας
διαφορετικής έκφρασης 2. Βέβαια, η αναφορά εισάγεται στη βάση της μαρτυρίας ότι η αληθοτιμή
της α=β διατηρείται κατά την αντικατάσταση του όρου από τον άλλο, δηλαδή η αναφορά
θεωρείται ως αυτό που εξηγεί την διατήρηση της αληθοτιμής. Το νόημα (sinn) εισάγεται αρνητικά,
είναι αυτό που δεν συμμετέχει στην εννοιολογική ανταλλαγή (διατήρηση της αληθοτιμής) μεταξύ
αναφοράς και αληθοτιμής, παραμένει αόρατο συμπλήρωμα στην όλη διαδικασία… Μπορούμε να
μιλήσουμε για το “sinn” ως κάτι που εντοπίζουμε σε μια έκφραση και που μπορούμε να
αναφερθούμε σε αυτό σαν το “sinn” της x πρότασης; Θα χρειαζόταν τότε να μπορούμε να
διακρίνουμε και το “sinn2” της έκφρασης που θα χρησιμοποιούσαμε για να αναφερθούμε στο
“sinn1” της πρώτης. Τι όμως τότε θα εξασφάλιζε την διαφορά των δύο “sinn”;236 Συμπερασματικά,
δεν φαίνεται πως μιλάμε με την ταυτοτική σχέση α=β, για “sinn” σαν να ήταν γλωσσικά όντα.
Όσον αφορά ειδικά τον ‘ορισμό τη Γνώσης’, είναι ενδιαφέροντα τα προβλήματα που
προκύπτουν από την «ισοδυναμία» των εννοιών Γνώση = “Αληθής Δόξα μετά Λόγου”, ή αλλιώς:
«η Γνώση είναι η Αληθής Δικαιολογημένη Πεποίθηση»237, ωστόσο δεν μπορούμε να επεκταθούμε
παραπάνω.238
(α.1).2.v Εξάρτηση της Παρατήρησης από την Θεωρία
Μια διαφορετικής κατεύθυνσης κριτική στην επαγωγή, αφορά τις ίδιες τις παραδοχές των
επαγωγιστών σε ότι αφορά τον χαρακτήρα και τον ρόλο της παρατήρησης. Για τους κλασικούς
236
Μέσα από αυτή την οπτική ο Σωκρατικός γρίφος θα έπαιρνε την εξής μορφή: εάν γνωρίζω το sinn μιας
έκφρασης δεν είναι δυνατόν να τη χρησιμοποιήσω με πρόθεση να αναφερθώ σε κάτι άλλο από αυτό στο οποίο
“κανονικά” αναφέρεται. Αν δεν γνωρίζω το sinn αυτό τότε δεν μπορώ να ολοκληρώσω μια κρίση που να περιέχει το
συσχετισμό δύο διαφορετικών αντικειμένων…
237
Σχηματικά: Γ.α.π εάν: 1) π
(η π είναι αληθής)
2) Π.α.π
(ο α πιστεύει ότι π)
3) Δ.Π.α.π (ο α πιστεύει δικαιολογημένα ότι π)
238
Ας σημειώσουμε εδώ μόνο μια προσέγγιση, εκείνη του Robert Nozick. Η υποθετική πρόταση: «αν είχε (…) θα
εξακολουθούσε να πιστεύει (…)» δείχνει προς μια διαφορετική κατανόηση του: «γνωρίζω». Εξετάζεται με αυτό τον
τρόπο η σύνδεση καταστάσεων που δεν ανήκουν στην πραγματικότητα, αλλά που θα ήταν δυνατό με μεγάλη
πιθανότητα να έχουν υπάρξει αυτές στη θέση των πραγματικών καταστάσεων. Η οπτική αυτή παρουσιάζεται, ως
ορισμός από τον R.Nozick το 1981 («Υποθετική Θεωρία Γνώσης», βλπ.: Philosophical Explanations, Oxford
University Press 1981). Ο ορισμός αυτός αντικαθιστά τη ‘συνθήκη δικαιολόγησης’ με ένα ζεύγος υποθετικών
προτάσεων περί πιθανών (έως πολύ πιθανών) αλλά μη πραγματικών (αντιγεγονικών) καταστάσεων. Αυτές, κατά τον
Nozick, ιχνηλατούν (με επιτυχία ή όχι) την αλήθεια της πεποίθησης (εξακολουθεί η αλήθεια και η πεποίθηση να έχουν
ρόλο αναγκαίας συνθήκης). Σύμφωνα λοιπόν με τον ορισμό αυτό: ο ισχυρισμός «ο Ω γνωρίζει ότι χ» ισοδυναμεί με
την ταυτόχρονη ικανοποίηση των εξής συνθηκών:
(1) ο Ω πιστεύει ότι χ, (2) είναι αλήθεια ότι χ, (3) αν [σε υποθετικές καταστάσεις πραγμάτων που όμως δεν
«απέχουν» πολύ (ή που απέχουν ελάχιστα) από την πραγματική στην οποία αληθεύει ότι χ] δεν ήταν αλήθεια ότι χ, ο Ω
δεν θα πίστευε ότι χ, (4) αν [σε υποθετικές καταστάσεις πραγμάτων που όμως δεν «απέχουν» πολύ (ή που απέχουν
ελάχιστα) από την πραγματική στην οποία αληθεύει ότι χ] παραμένει αληθές ότι χ, ο Ω εξακολουθεί να πιστεύει ότι χ.
Εδώ η ποσότητα κατοχής στοιχείων σχετικά με τη δικαιολόγηση δεν φαίνεται να παίζει ρόλο. Η βασική διαφορά
των οπτικών που εξετάζουμε δεν αφορά κάποιο μέγεθος βεβαιότητας με το οποίο κάποιος ισχυρίζεται ότι γνωρίζει.
Αφορά την ταξινόμηση των εμπειρικών μας πεποιθήσεων σε αυτές που «ιχνηλατούν» την αλήθεια τους και σε αυτές
που δεν το κάνουν. Η συμπόρευση με την αλήθεια στο πλαίσιο της κλασικής οπτικής, μπορεί μόνο να «έπεται»
επαγωγικά διαμέσου της δικαιολόγησης, στη βάση της ισχύος, της επάρκειας και της ποσότητας των στοιχείων. Η
καινούρια οπτική δεν έχει αυτό το πρόβλημα γιατί στον ορισμό συμμετέχει η ίδια η συμπόρευση και όχι «ενδείξεις»
της.
84
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
επαγωγιστές, πρώτον η επιστήμη εκκινά από την παρατήρηση και, δεύτερον, η παρατήρηση
αποτελεί ασφαλή βάση για την γνώση μας. Αυτά που υπόρρητα προϋποτίθεται σε αυτή την
αντίληψη είναι κατ’αρχήν πως ο άνθρωπος που παρατηρεί διαθέτει τρόπο πρόσβασης, λιγότερο ή
περισσότερο, άμεσο σε ιδιότητες του εξωτερικού κόσμου (αυτές αποτυπώνονται στον εγκέφαλο
μέσω της όρασης) ‘ κατά δεύτερον, υποτίθεται πως δύο παρατηρητές που κοιτούν το ίδιο
αντικείμενο (ή σκηνή) από το ίδιο σημείο, θα «δουν» το ίδιο πράγμα.
Εντούτοις, δύο («φυσιολογικοί») παρατηρητές που κοιτάζουν το ίδιο αντικείμενο (από ίδια
θέση και σε ίδιες συνθήκες) δεν είναι απαραίτητο να έχουν ταυτόσημες οπτικές εμπειρίες, ακόμη
και εάν τα είδωλα που σχηματίζονται στους αμφιβληστροειδείς χιτώνες των ματιών τους είναι
κατ’ουσίαν ταυτόσημα. Με μια σημαντική έννοια δεν «βλέπουν» αναγκαστικά το ίδιο πράγμα.239
Η οπτική μας εμπειρία εξαρτάται εν μέρει από τις προηγούμενες εμπειρίες μας, τις γνώσεις μας
αλλά και τις προσδοκίες μας. Στην επιστήμη, πρέπει να μάθουμε να «βλέπουμε σωστά» μέσα από
τα εργαστηριακά όργανα.
Μήπως λοιπόν βλέπουμε το ίδιο πράγμα αλλά πρόκειται απλώς για διαφορετικές «ερμηνείες»
του;
Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο. Όταν οι επαγωγιστές και οι εμπειριστές
υποστηρίζουν πως υπάρχει κάτι μονοσήμαντα δεδομένο στην εμπειρία, το οποίο κατόπιν μπορεί
να ερμηνευθεί με διαφορετικούς τρόπους, προϋποθέτουν το εξής: ότι υπάρχει κάποια
αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία ανάμεσα στα είδωλα του αμφιβληστροειδή χιτώνα και τις
υποκειμενικές αντιληπτικές εμπειρίες κατά την όραση. Η κατάσταση θα έμοιαζε τότε με εκείνη
μιας φωτογραφικής λήψης. Όμως: παρ’όλο που οι εικόνες που βλέπουμε οφείλονται εν πολλοίς
στα είδωλα που σχηματίζονται στους αμφιβληστροειδείς χιτώνες μας, κατά έναν σημαντικό τρόπο
και σε μεγάλο βαθμό οφείλονται επίσης και στην ψυχική ή διανοητική μας κατάσταση, εξαρτώνται
δηλαδή από τις πολιτιστικές μας καταβολές (γνώσεις, προσδοκίες, προκαταλήψεις κλπ.). Οι
εικόνες που βλέπουμε συνεπώς δεν καθορίζονται αποκλειστικά από τις φυσικές ιδιότητες των
ματιών μας και της σκηνής που παρατηρούμε. (Είναι πάντως αλήθεια, πράγματι, πως η εξάρτηση
από την διανοητική και ψυχική κατάσταση δεν είναι τόσο στενή ώστε να καθίσταται αδύνατη είτε
η επικοινωνία μεταξύ μας, είτε η ίδια η επιστήμη).
Και μια επισήμανση ακόμη. Εάν δεχθούμε πως υπάρχει όντως ένας ενιαίος και μοναδικός
φυσικός κόσμος, τότε οι παραπάνω παρατηρητές «βλέπουν» πράγματι το ίδιο πράγμα. Δεν
σημαίνει όμως αυτό πως έχουν όλοι ταυτόσημες αισθητηριακές εμπειρίες. Κατά μια εξίσου ισχυρή
έννοια δεν βλέπουν το ίδιο πράγμα…
Τι ρόλο παίζει η θεωρία σε ότι αφορά τις παρατηρήσεις μας;
Τόσο ο επαγωγικός όσο και ο παραγωγικός συλλογισμός, αναφέρονται σε σχέσεις μεταξύ
αποφάνσεων και όχι σε σχέσεις ανάμεσα σε αποφάνσεις και αντιληπτικές εμπειρίες. Οι
παρατηρησιακές αποφάνσεις όμως αναπόδραστα ενέχουν θεωρίες, προαπαιτούν θεωρίες διαφόρων
βαθμών συνθετότητας και γενικότητας ‘ δεν είναι δυνατό δηλαδή παρά να διατυπώνονται στη
γλώσσα κάποιας θεωρίας όσο ασαφής και εάν είναι αυτή. Η ακρίβειά τους μάλιστα εξαρτάται
ουσιωδώς από την ακρίβεια του αντίστοιχου θεωρητικού ή εννοιολογικού πλαισίου.
Σύμφωνα λοιπόν με τον ισχυρισμό περί «προτεραιότητας» της θεωρίας έναντι της
παρατήρησης, η επαγωγιστική θέση ότι πολλές βασικές έννοιες αποκτούν το νόημά τους μέσω της
παρατήρησης είναι λανθασμένη. Η επιστήμη επομένως, σύμφωνα με τις παραπάνω θέσεις, δεν
«ξεκινά» από την παρατήρηση.
Μια παραπλήσια κριτική στον επαγωγισμό είναι και η εξής: οι παρατηρησιακές αποφάνσεις
επιδέχονται αμφισβήτηση όσο και οι θεωρίες τις οποίες προϋποθέτουν, συνεπώς δεν αποτελούν
ασφαλές θεμέλιο για την συγκρότηση νόμων και θεωριών. Σε όλα τα στάδια μιας συνεχούς
239
N.R.Hanson.
85
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
απόπειρας κάποιου να σταθεροποιήσει την εγκυρότητα μιας παρατηρησιακής απόφανσης («ιδού
ένα …»), όσο περισσότερο αυστηρός γίνεται ο έλεγχος, τόσο περισσότερη θεωρία χρειάζεται,
χωρίς ποτέ να αγγίζεται η απόλυτη βεβαιότητα ‘ ενέχεται δηλαδή συνεχής επίκληση όχι μόνο σε
περισσότερες παρατηρησιακές αποφάνσεις αλλά και σε πρόσθετες θεωρητικές γενικεύσεις. Για
τους επαγωγιστές, αντιθέτως, επικύρωση της αλήθειας κάποιας αμφισβητούμενης παρατηρησιακής
απόφανσης μας αναγκάζει να προσφύγουμε σε άλλες περισσότερο ασφαλείς παρατηρησιακές
αποφάνσεις (ή και νόμους που προκύπτουν επαγωγικά από αυτές), ποτέ όμως σε κάποια θεωρία.
Εάν οι παρατηρήσεις και τα πειράματα διεξάγονται με στόχο να ελεγχθεί ή να διασαφηνιστεί
κάποια θεωρία, τότε φαίνεται προφανές ότι μόνο εκείνες οι παρατηρήσεις που θεωρούνται
σχετικές με αυτό τον στόχο θα πρέπει να καταγράφονται. Όμως, στον βαθμό ακριβώς που οι
θεωρίες μας είναι επισφαλείς και ατελείς, η καθοδήγηση που δίνουν όσον αφορά την επιλογή των
παρατηρήσεων που σχετίζονται με το ερευνόμενο φαινόμενο, μπορεί να είναι παραπλανητική,
μπορεί δηλαδή να μας οδηγεί να παρακάμψουμε σημαντικούς παράγοντες. Το συμπέρασμα είναι
ότι ατελείς θεωρίες καθοδηγούν εσφαλμένα και τον παρατηρητή. Το πρόβλημα αυτό λύνεται
ασφαλώς με την εκλέπτυνση, βελτίωση, επέκταση των θεωριών μας.
Η διάκριση ανάμεσα σε «πλαίσιο ανακάλυψης» και «πλαίσιο δικαιολόγησης»
χρησιμοποιείται από κάποιους επαγωγιστές με σκοπό να αντικρούσουν την κριτική για την θέση
πως η επιστήμη ξεκινά από την απροκατάλυπτη και ανεπηρέαστη παρατήρηση.
Κάποιες θεωρίες «επινοούνται» πριν από την πραγματοποίηση των παρατηρήσεων που
απαιτούνται για τον έλεγχό τους. Η ανακάλυψη ή σύλληψη για πρώτη φορά μιας θεωρίας μπορεί
να προέλθει από μια «έκλαμψη έμπνευσης», ή να μπορεί να προκύψει ως αποτέλεσμα ενός
τυχαίου συμβάντος. Η δημιουργικές, καινοτόμες πράξεις των επιστημόνων προϋποθέτουν ευφυία
και άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, εντούτοις δεν επιδέχονται λογική ανάλυση.
Παρ’όλα αυτά βέβαια, ό,τι και να πούμε για την διαδικασία ανακάλυψης ή προέλευσης των
θεωριών, για αυτές πάντοτε θα τίθεται το ερώτημα της επάρκειάς τους, εάν συνιστούν δηλαδή, ή
όχι, νόμιμη γνώση.
(α.1).2.vi Επαληθευσιοκρατική Θεωρία του Νοήματος
Για τους ‘λογικούς θετικιστές’ όπως είδαμε, υπάρχουν δύο είδη έρευνας που μπορούν να
αποφέρουν γνώση: η εμπειρική έρευνα (έργο των επιστημών) και η λογική ανάλυση της επιστήμης
(έργο της φιλοσοφίας). Κεντρική θέση στα εν λόγω πλαίσια κατέχει η «επαληθευσιοκρατική
θεωρία του νοήματος»: μια ενδεχομενική πρόταση έχει νόημα εάν και μόνο εάν αυτή μπορεί να
επαληθευτεί εμπειρικά., δηλαδή αν και μόνο αν υπάρχει εμπειρική μέθοδος σύμφωνα με την οποία
θα αποφασίσουμε αν η πρόταση είναι αληθής ή ψευδής ‘ εάν δεν υπάρχει τέτοια μέθοδος, τότε η
πρόταση είναι μια ‘άνευ νοήματος ψευδοπρόταση’.
Όσον αφορά λοιπόν την «επαληθευσιοκρατική θεωρία του νοήματος»: θα πρέπει να
διαχωρίσουμε τις υποψήφιες προτάσεις σε τέσσερα είδη. Πρώτον, οι «καθαρά τυπικές προτάσεις»,
‘ταυτολογίες’ και ‘αντιφάσεις’. Αυτές έχουν νόημα και η τιμή αληθείας τους προσδιορίζεται με
βάση την εξέταση της μορφής τους. Κατά δεύτερον, υπάρχουν οι «ατομικές προτάσεις». Αυτές
έχουν επίσης νόημα. Την αληθοτιμή τους την προσδιορίζουμε παρατηρώντας εάν αυτές
συμφωνούν ή όχι με τα γεγονότα. Τρίτον: υπάρχουν οι προτάσεις που ονομάζουμε «μοριακές»:
αυτές συνίστανται από ατομικές προτάσεις και η αληθοτιμή τους καθορίζεται εφόσον πρώτα
καθοριστούν οι τιμές αλήθείας των ατομικών προτάσεων που τις αποτελούν και έπειτα
εφαρμοστούν οι ορισμοί των ‘λογικών σταθερών’. Τέταρτον: υπάρχουν όλοι οι δυνατοί
συνδυασμοί λέξεων που δεν εντάσσονται σε καμία από τις παραπάνω κατηγορίες. Αυτές είναι οι
86
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
‘ψευδοπροτάσεις’, απλοί συνδυασμοί ήχων ή σημείων χωρίς νόημα και χωρίς γνωστικό
περιεχόμενο.
Εν κατακλείδι, η τιμή αληθείας οποιασδήποτε πρότασης με νόημα καθορίζεται τελειωτικά,
αποκλειστικά και μόνο μέσω της παρατήρησης και της λογικής.240
(α.1).3 Η «διαψευσιοκρατία» (Karl Popper)
Οι υποστηρικτές της «διαψευσιοκρατίας» εκλαμβάνουν τις θεωρίες ως ανιχνευτικές και
διορατικές υποθέσεις ή εικασίες, οι οποίες, σε δεύτερο χρόνο, οφείλουν να τεθού υπό τον έλεγχο
του πειράματος και της παρατήρησης. Για να αποτελεί μια υπόθεση κομμάτι της επιστήμης, πρέπει
να είναι «διαψεύσιμη». Μια υπόθεση είναι διαψεύσιμη εάν υπάρχει μια, λογικώς δυνατή,
παρατηρησιακή απόφανση (ή σύνολο παρατηρησιακών αποφάνσεων) η οποία να είναι
ασυμβίβαστη με αυτήν, δηλαδή τέτοια ώστε εάν γίνει αποδεκτή ως αληθής, να διαψεύδει την
υπόθεση. Ένας νόμος ή μια θεωρία μπορεί να έχει πληροφοριακό περιεχόμενο μόνο εάν αποκλείει
μια σειρά λογικώς δυνατών παρατηρησιακών αποφάνσεων. Στην περίπτωση που μια απόφανση
είναι «αδιάψευστη» τότε ο κόσμος μπορεί να έχει οποιεσδήποτε ιδιότητες και να συμπεριφέρεται
με οποιονδήποτε τρόπο χωρίς ποτέ να διαφωνεί με την εν λόγω απόφανση. Ο σκοπός ενός
επιστημονικού νόμου (ή θεωρίας) είναι να μας παρέχει ορισμένες πληροφορίες σχετικά με το πώς
συμπεριφέρεται στην πραγματικότητα ο κόσμος, και επομένως να αποκλείει τρόπους με τους
οποίους θα μπορούσε (λογικά) να συμπεριφέρεται αλλά δεν το κάνει.
Όσο περισσότερους, σαφώς προσδιορισμένους και ακριβείς, ισχυρισμούς ενέχει μια θεωρία,
τόσο περισσότερο είναι διαψεύσιμη (και προτιμότερη). Μια καλή θεωρία χαρακτηρίζεται από
μεγάλο εύρος ισχυρισμών και μεγάλη αντοχή στις απόπειρες διάψευσης μέσω πειραματικού
ελέγχου. Θεωρίες που έχουν διαψευστεί πρέπει να εγκαταλείπονται. Επιπρόσθετα: ποτέ δεν
μπορούμε να πούμε πως μια θεωρία είναι αληθής, όσο καλά και εάν έχει ανταπεξέλθει…
(μπορούμε πιθανόν να πούμε, απλώς, ότι είναι ανώτερη από προκατόχους της).
Για να ισχυριστούμε πως μια επιστήμη «προοδεύει» πρέπει ικανοποιείται άλλη μια
προϋπόθεση: μια υπόθεση να είναι περισσότερο διαψεύσιμη από αυτή που προορίζεται να
αντικαταστήσει. Ορισμένοι διαψευσιοκράτες μετατοπίζουν το ενδιαφέρον από τις αρετές μιας
μεμονωμένης θεωρίας, στα συγκριτικά πλεονεκτήματα ανταγωνιστικών θεωριών.
Σημειώνουμε εδώ πως ένα απόλυτο μέτρο διαψευσιμότητας δεν είναι δυνατό να καθοριστεί,
επειδή ο αριθμός των «δυνητικών διαψευστών» μιας θεωρίας είναι πάντοτε άπειρος.
Τροποποιήσεις σε μια θεωρία που επιλέγονται με στόχο την προστασία μιας θεωρίας από την
διάψευση δεν επιτρέπεονται. Κάθε τροποποίηση (όπως για παράδειγμα αλλαγή ενός αξιώματος ή
προσθήκη ενός επιπλέον) η οποία δεν έχει ελέγξιμες συνέπειες, ονομάζεται «ad hoc τροποποίηση».
Εάν η τροποποιημένη υπόθεση είναι λιγότερο διαψεύσιμη από την αρχική της εκδοχή, η άμυνα
αυτή απορρίπτεται από τους διαψευσιοκράτες. Γενικά οι τροποποιήσεις που προτείνονται ώστε να
ξεπεραστούν δυσκολίες, οφείλουν να μην είναι ad hoc ‘ πρέπει να μπορούν να οδηγούν σε νέους
ελέγχους, να είναι «ανεξαρτήτως ελέγξιμες».
Σοβαρή πρόοδος στην επιστήμη, σημαίνει επικύρωση «τολμηρών» εικασιών (σε σχέση με το
«γνωσιακό υπόβαθρο» μιας εποχής), ή διάψευση συνετών εικασιών.
Στα αντίληψη της διαψευσιοκρατίας, το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ποριζόμαστε τα
τεκμήρια που επικυρώνουν ή όχι μια θεωρία δεν θεωρείται, όπως π.χ. στον επαγωγισμό, αδιάφορο.
240
Βλπ. αναλυτικά σχετικά με την φιλοσοφία επιστήμης του λογικού εμπειρισμού: Harold I.Brown, Αντίληψη,
Θεωρία και Δέσμευση. Μια νέα φιλοσοφία της επιστήμης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 1995, ‘Μέρος Πρώτο’
σελ. 5 έως 120.
87
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Η σημασία των επικυρώσεων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το ιστορικό τους πλαίσιο. Μια
επικύρωση θεωρείται σημαντική όταν, στο πλαίσιο του γνωσιακού υποβάθρου τα εποχής, δεν
φαίνεται να έχει πολλές πιθανότητες να συμβεί. Επικυρώσεις που συνιστούν προεξοφλημένα
πορίσματα δεν έχουν κάποια σημασία.
Η αποδοχή των θεωριών λοιπόν είναι πάντοτε προσωρινή, ενώ η απόρριψή τους δύναται να
είναι οριστική. Όμως, οι διαψευσιοκράτες έχουν να αντιμετωπίσουν την εξής σοβαρή δυσκολία: οι
παρατηρησιακές αποφάνσεις εξαρτώνται πάντα από κάποια θεωρία, άρα είναι επισφαλείς. Εκείνοι
προϋποθέτουν πως μπορούμε να έχουμε στην διάθεσή μας απολύτως ασφαλείς παρατηρησιακές
αποφάνσεις. Κάτι τέτοιο όπως έχουμε δείξει αλλού, δεν είναι εφικτό. Όταν συγκρούεται η θεωρία
και η παρατήρηση, δεν υπάρχει καμία λογική αναγκαιότητα που να επιβάλλει την απόρριψη της
θεωρίας και όχι της παρατήρησης.
Ο K.Popper είχε επίγνωση αυτής της δυσκολίας. Θα διακρίνει λοιπόν ανάμεσα σε «δημόσιες
παρατηρησιακές αποφάνσεις» και σε «ιδιωτικές» παρατηρησιακές εμπειρίες κάποιου
μεμονωμένου παρατηρητή. Οι «δημόσιες», σε αντίθεση με τις ατομικές αισθητηριακές εμπειρίες,
είναι ελέγξιμες και επιδεκτικές τροποποιήσεων ή απόρριψης.241
Το σοβαρό πρόβλημα εδώ, είναι πως εάν η «εμπειρική βάση της αντικειμενικής επιστήμης
δεν έχει τίποτα το “απόλυτο”», εάν οι παρατηρησιακές αποφάνσεις είναι επισφαλείς (άρα η
αποδοχή τους είναι προσωρινή και υπό αναθεώρηση) τότε και οι σχετικές θεωρίες δεν μπορούν να
δεχθούν οριστική διάψευση ‘ οι αποφάνσεις που αποτελούν τη βάση για τη διάψευση μπορεί να
αποδειχθούν, από κατοπινές εξελίξεις στην επιστήμη, οι ίδιες ψευδείς.
Λόγω επομένως της ανυπαρξίας απολύτως ασφαλούς παρατηρησιακής βάσης, επάνω στην
οποία θα μπορούσαν να στηριχθούν, οι «οριστικές διαψεύσεις» θα πρέπει να αποκλειστούν.
Υπάρχει επίσης και μια ακόμη σοβαρή δυσκολία για την διαψευσιοκρατία.
Κάθε πραγματική επιστημονική θεωρία αποτελείται από ένα σύμπλεγμα καθολικών
αποφάνσεων, και όχι από μεμονωμένες αποφάνσεις. Και επιπρόσθετα: για να ελεγθεί μια θεωρία
δεν είναι δυνατόν να λάβουμε υπόψη αποκλειστικά και μόνο τις αποφάνσεις που την συγκροτούν ‘
επιβάλλεται διεύρυνση η οποία θα περιλαμβάνει «βοηθητικές παραδοχές» (όπως για παράδειγμα
τους νόμους και τις θεωρίες που διέπουν την χρήση των συναφών πειραματικών και
παρατηρησιακών οργάνων).
Ακόμη παραπέρα: προκειμένου να συναχθεί μια πρόβλεψη (της οποίας η εγκυρότητα θα
ελεγχθεί πειραματικά), πρέπει να προσδιοριστούν κάποιες «αρχικές συνθήκες» (π.χ. περιγραφή της
σχετικής πειραματικής διάταξης). Εάν η πρόβλεψη αποδειχθεί ψευδής, πώς θα προσδιορίσουμε
ποια από τις προκείμενες είναι εσφαλμένη; Το σφάλμα μπορεί όντως να αφορά την ελεγχόμενη
θεωρία, όμως αυτό που ευθύνεται για την λανθασμένη πρόβλεψη μπορεί να είναι κάποια από τις
βοηθητικές παραδοχές, ή ένα τμήμα της περιγραφής των αρχικών συνθηκών. Συμπερασματικά:
μια θεωρία δεν μπορεί ποτέ να διαψευστεί γιατί δεν μπορεί να αποκλειστεί ποτέ η δυνατότητα να
μην ευθύνεται για μια εσφαλμένη πρόβλεψη η ίδια η θεωρία αυτή, αλλά κάποιο από τα στοιχεία
που εμπλέκονται στην διαδικασία ελέγχου.242
Θα επεκταθούμε εδώ λίγο περισσότερο στην περίπτωση του K.Popper.
Για τον Popper η επιστήμη οφείλει να απομονώνει «προβλήματα» ‘ η «πρόοδος» σε κάθε
γνωστική διαδικασία ισοδυναμεί με την διατύπωση τολμηρών υποθέσεων (όχι κατ’ανάγκην
241
Εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε πως η αποδοχή ή μη των βασικών αποφάνσεων, προκύπτει κατόπιν
απόφασης, ή συμφωνίας, δηλαδή συνιστούν συμβάσεις.
242
Ας προσθέσουμε εδώ και μια ακόμη παρατήρηση. Σε πάρα πολλές κλασικές επιστημονικές θεωρίες μπορούμε
να ανακαλύψουμε παρατηρησιακούς ισχυρισμούς οι οποίοι κατά την εποχή της εμφάνισης της θεωρίας, ή και
αργότερα, ήταν καθολικά αποδεκτοί και ταυτόχρονα όμως μη συμβατοί με την εν λόγω θεωρία. Παρ’όλα αυτά οι
θεωρίες αυτές δεν απορρίφθηκαν…
88
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
θεμελιωμένων) οι οποίες συνιστούν ισάριθμες απόπειρες επίλυσης προβλημάτων. Οι υποθέσεις
υποβάλλονται σε κριτικούς ελέγχους. Ακόμη και μια μακρόβια θεωρία που χαρακτηρίζεται
ισχύουσα, δεν μπορεί να θεωρηθεί «αληθής», εφόσον πάντοτε υπάρχει η λογική πιθανότητα
κάποιας μελλοντικής διάψευσης. Η πεποίθηση πως η επιστήμη χαρακτηρίζεται από
«οριστικότητα» θα πρέπει να αγκαταληφθεί χάριν μιας άλλης εικόνας: η επιστήμη οδηγεί σε
προβλήματα αυξανόμενου βάθους και γονιμότητας. Εκείνο που καθιστά την επιστήμη
«ορθολογική» είναι ακριβώς ο τρόπος «αύξουσας ανάπτυξής της», ο τρόπος με τον οποίο τα μέλη
μιας επιστημονικής κοινότητας επιλέγουν την καλύτερη από τις διαθέσιμες θεωρίες, ή ο τρόπος με
τον οποίο επιχειρηματολογούν ώστε να απορίψουν υπάρχουσες θεωρίες, προσδιορίζοντας
ταυτοχρόνως και τις συνθήκες που θα πρέπει να πληρούνται από μια νέα θεωρία προκειμένου αυτή
να γίνει δεκτή.
Η ορθολογικότητα λοιπόν της επιστήμης είναι ακριβώς αυτή η αξιολόγηση των θεωριών, η
διάγνωση των προβλημάτων τους, η αντικατάστασή τους. Η μέθοδος της «διάψευσης»
(falsification) φαίνεται να διαθέτει ένα πλεονέκτημα σε σχέση με την «επικύρωση» (confirmation):
ενώ προκειμένου να επικυρωθεί λογικά μια θεωρία δεν αρκεί ακόμη και ένας πολύ μεγάλος
αριθμός ατομικών προτάσεων, εάν πρόκειται να διαψευσθεί αρκεί μια και μόνη πρόταση που να
συγκρούεται με την εμπειρική συνέπεια της θεωρίας. Για τον Popper επιστημονικές είναι μόνο οι
υποθέσεις που είναι διαψεύσιμες (εκείνες δηλαδή για τις οποίες μπορούμε να ορίσουμε τις λογικά
δυνατές συνθήκες που τις διαψεύδουν).
Είναι σημαντικό εδώ να επισημάνουμε πως στην επιστήμη μας ενδιαφέρει, εκτός από τη
δυνατότητα, και ο «βαθμός» διαψευσιμότητας: είναι προτιμότερη η επιστημονική υπόθεση που
μας δίνει περισσότερες δυνατότητες ελέγχου, εκείνη δηλαδή που «λέει περισσότερα», που έχει
«μαγαλύτερο εμπειρικό και λογικό περιεχόμενο». Αυτό μας προμηθεύει με ένα «λογικό κριτήριο
προόδου»: η βελτίωση δηλαδή μπορεί να διαπιστωθεί με την σύγκριση των περιεχομένων τους
(του βαθμού διαψευσιμότητας). Προτιμούμε επομένως εκείνες που είναι απλούστερες,
σφαιρικότερες, ακριβέστερα διατυπωμένες θεωρίες, γιατί αυτές προσφέρονται καλύτερα για
εμπειρικό έλεγχο.
Εν τούτοις, η πρόοδος δεν φαίνεται να μπορεί να στηριχθεί αποκλειστικά σε ένα κριτήριο
διαψευσιμότητας: στην πραγματικότητα οι θεωρίες τροποποιούνται, εξελίσσονται και διατηρούν
μέσα τους πολλές αντιφάσεις για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ενώ δημιουργούν συχνά πολλά
άλυτα προβλήματα τα οποία άλλοτε λύνονται πολύ αργότερα και άλλοτε οδηγούν στην ολική ή
μερική απόρριψη των θεωριών. Ο Popper προκειμένου να αντιμετωπίσει τέτοιου είδους ζητήματα
θα προσθέσει δύο ακόμη «κριτήρια προόδου»: μια καινούρια θεωρία γίνεται αποδεκτή όχι μόνο
εάν διαθέτει μεγαλύτερο βαθμό διαψευσιμότητας, αλλά εάν επιπλέον οδηγεί και σε νέες και
ελέγξιμες προβλέψεις, ορισμένες από τις οποίες επικυρώνονται από την εμπειρία.
Το ένα λοιπόν πρόσθετο κριτήριο ονομάστηκε «ανεξάρτητη ελεγξιμότητα». Όταν γίνεται η
πρόταση μιας νέας θεωρίας, για την υιοθέτησή της δεν αρκεί συμφωνία με όλα τα γνωστά
εμπειρικά δεδομένα (πρόκειται για το «γνωστικό υπόβαθρο», δηλαδή όλες τις προτάσεις που
γίνονται δεκτές από την επιστημονική κοινότητα μια ορισμένη εποχή) ‘ απαιτούνται «νέες
προβλέψεις», ανακαλύψεις γεγονότων που προέκυψαν από τον έλεγχο της νέας θεωρίας. Συνεπώς,
«ανεξαρτησία» του ελέγχου (independent testability) σημαίνει ανεξαρτησία από το «γνωστικό
υπόβαθρο».
Το δεύτερο πρόσθετο κριτήριο θα ονομαστεί «εμπειρική ενίσχυση» (corroboration). Εάν η
ανακάλυψη νέων γεγονότων δεν προέρχεται από τον έλεγχο αλλά από άλλες πηγές (βελτίωση των
πειραματικών συσκευών για παράδειγμα, ή από κάποιες τυχαίες παρατηρήσεις) τότε η
καθιερωμένη θεωρία θα πρέπει να εξηγήσει το απρόβλεπτο γεγονός, είτε τροποποιώντας κάποια
παραδοχή της, είτε προσθέτοντας κάποια βοηθητική υπόθεση ‘ η εξήγηση θα θεωρηθεί
επιστημονική μόνο εφόσον οδηγεί σε νέες ελέγξιμες προβλέψεις. Αντιθέτως: εάν αρκεστούμε σε
89
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
τροποποίηση ή προσθήκη που δεν μπορούμε να ελέγξουμε (εάν δηλαδή πρόκειται για αλλαγή που
δεν οδηγεί σε ανακάλυψη νέων φαινομένων), τότε την θεωρούμε «ad hoc explanation», δηλαδή
ένα «συμβατικό στρατήγημα» που αυξάνει την πολυπολοκότητα του θεωρητικού συστήματος
χωρίς όμως να αυξάνει και τις γνώσεις μας.243
Προκύπτει το εξής πρόβλημα: είναι όλοι οι εμπειρικοί έλεγχοι ίδιου βάρους; Όχι. Γενικότερα
λοιπόν δεν μας απασχολούν τόσο η επικύρωση μιας καθολικά αποδεκτής θεωρίας, ούτε η
διάψευση μιας παντελώς αστήρικτης υπόθεσης. Αντιθέτως, τα αληθινά ορόσημα στην πορεία της
επιστήμης είναι είτε οι επικυρώσεις «τολμηρών» υποθέσεων είτε οι διαψεύσεις καθολικά
αποδεκτών θεωριών.244
Σύμφωνα με τον Popper λοιπόν, κριτήριο οριοθέτησης (όχι νοήματος) είναι η
"διαψευσιμότητα", η οποία μάλιστα προϋποθέτει ως επιστημονική μέθοδο την κριτική μέθοδο
"δοκιμής- λάθους".245
Ως προκείμενες σε διαψευστικούς συμπερασμούς χρησιμοποιούνται οι "βασικές" ή
"ελεγκτικές" ή "παρατηρησιακές" προτάσεις. Αυτές πρέπει να είναι λογικά αληθείς και εμπειρικά
βέβαιες. Παρακινούνται από την αισθητηριακή εμπειρία αλλά δεν την περιγράφουν. Η διάψευση
γίνεται δυνατή από τη στιγμή που οι επιστήμονες ‘αποφασίσουν’ να αποδεχτούν μια βασική
πρόταση ως αληθή (σύμβαση, αλλά προσωρινή όχι δογματική). Τελικά τη μοίρα των θεωριών
καθορίζουν οι αποφάσεις.
Η «καθεαυτό επιστημονική σκέψη», είναι κριτική (σε αντίθεση με τη δογματική). Η θεωρίες
μας (“υποθετικο-παραγωγικά” συστήματα) είναι η συνειδητή μορφή κανονικότητας ή τάξης
(χαρακτηριζόμαστε όλοι οι ζωϊκοί οργανισμοί από μια ισχυρή εσωτερική ροπή- έμφυτη ανάγκηπου εκφράζεται ως "προσδοκία κανονικότητας" ' αυτή η μήτρα αναμονής είναι και το a priori
στοιχείο που καθιστά δυνατή τη γνώση) την οποία προσπαθούμε να εγγράψουμε πάνω στη φύση,
επιμένοντας μάλιστα δογματικά στην εγκυρότητά τους. Η πρόταση πως η φύση περιέχει
κανονικότητες είναι συνθετική a priori: ούτε λογική ούτε εμπειρική αλήθεια, αλλά είδος
“ψυχολογικής αναγκαιότητας”.
Ο Popper δεν ασχολείται με την αναζήτηση μιας ‘μηχανικής της ανακάλυψης’ αλλά με την
επεξεργασία «λογικών κριτηρίων σύγκρισης των θεωριών» στη βάση του εμπειρικού τους
περιεχομένου. Ο Popper αρνείται την ύπαρξη κάποιας επαγωγικής διαδικασίας βάση της οποίας
“επικυρώνονται” οι επιστημονικές θεωρίες, και αναδυκνύει παράλληλα σαν κεντρικό πρόβλημα
αυτό της "οριοθέτησης" (για την διάκριση των επιστημονικών θεωριών, οι οποίες είναι
παραγωγικά διαψεύσιμες, από τη μεταφυσική και την ψευδοεπιστήμη- ωστόσο η μεταφυσική γι'
αυτόν δεν στερείται νοήματος). Η ιστορία της επιστήμης αποτελείται από μια αλληλουχία
υποθέσεων και καταρρίψεων. Καμία αυστηρή αναίρεση μιας θεωρίας δεν είναι δυνατή, γιατί τα
πειραματική αποτελέσματα μπορούν πάντα να αμφισβητηθούν. Η διάψευση λαμβάνει χώρα μόνον
αφού οι επιστήμονες αποφασίσουν και αποδεχτούν μιά βασική πρόταση ως επαρκώς ενισχυμένη.
Η επιστήμη (για τον ύστερο Popper, "διαδικασία χωρίς υποκείμενο")246 ξεκινά με ένα
πρόβλημα ("πρακτικό", προγλωσσικό ίσως ή αισθητό στην αφετηρία) P1 που αντιμετωπίζεται με
243
Σημειώνυμε εδώ πως ο «βαθμός ενίσχυσης» είναι επί της ουσίας μια συγκριτική έννοια. Η σύγκριση μιας Θ1
σε σχέση με μια Θ2 θεωρία θα πρέπει να θεωρείται εξαρτώμενη της χρονικής στιγμής ‘ δεν μπορούμε δηλαδή να
αποφανθούμε για μελλοντικές επιδόσεις τους.
244
Κατά την συγκριτική αξιολόγηση ανταγωνιστικών θεωριών μεγάλη σημασία έχουν τα λεγόμενα
«αποφασιστικά πειράματα» (crucial experiments): είναι εκείνα που με σαφήνεια διαψεύδουν την μία και ενισχύουν
την άλλη.
245
Μια απόλυτη διαψευσιοκρατία θα απέκλειε την Νευτώνεια Δυναμική, ενώ η απόλυτη επαληθευσιοκρατία θα
απέκλειε όλες τις καθολικές προτάσεις.
90
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
μια δοκιμαστική θεωρία TT (tentative theory) κατόπιν αυτή ελέγχεται με τη διαδικασία εξάλειψης
των λαθών EE (error elimination) ώσπου, τέλος, δημιουργείται ένα νέο πρόβλημα P2 (παραλλαγή
του σχήματος θέση-αντίθεση-σύνθεση της διαλεκτικής αποτελεί λοιπόν το τετραδικό σχήμα:
P1--->TT--->EE--->P2, μια "δαρβινική θεωρία της γνώσης" αλλά και της εξέλιξης των
ιδεών). Η επιστημονική πρόοδος μετριέται από την διαφορά των επιπέδων βαθύτητας και
απρόβλεπτου μεταξύ P1 (προηγούμενη θέση προβλημάτων) και P2 (νέα θέση). Οι θεωρίες και οι
εκτιμήσεις τους δεν μπορούν να κατανοηθούν παρά μέσα από τις σχέσεις τους με τα προβλήματα.
"Συνολικά η πρόοδος είναι μια διακινδύνευση προς το άγνωστο, δηλαδή προς τις ανοιχτές
δυνατότητες (open posobilities). Ένα τέτοιο άνοιγμα δυσκολεύει την εφαρμογή της πιθανότητας".
Η εξέλιξη των θεωριών στη φυσική ορίζεται από τον ίδιο σαν μια γενική κατεύθυνση
κίνησης από αυτές χαμηλότερης στάθμης καθολικότητας σε θεωρίες υψηλότερης στάθμης ‘
ακολουθώντας την αντίθετη κατεύθυνση (παραγωγική συναγωγή) οι δεύτερες είναι εξηγητικές σε
σχέση με τις πρώτες, η εξήγηση δε, είναι πάντα ατελής.
Αναφορικά με την ερμηνεία της Κβαντομηχανικής, ο Popper ερμήνευσε τις πιθανότητες ως
τάσεις (μέτρο της προδιάθεσης) ή κλίσεις (propensity interpretation). Την "αρχή της αιτιότητας" δεν
την δέχεται ούτε την απορρίπτει, και πάντως δεν υπάρχουν έγκυροι λόγοι για την αποδοχή της
αιτιοκρατίας στη φυσική. Η φυσική (επιστημονική) αιτιοκρατία (προκαθορισμός, άρα και
προβλεψιμότητα των γεγονότων) μορφοποιεί τον "ολοκληρωτικό εφιάλτη"... Είμαστε
αναγκασμένοι να είμαστε ιντετερμινιστές, και η καθαρή τύχη αποκτά εξέχοντα ρόλο στον φυσικό
κόσμο. ("Ούτε δέχομαι ούτε απορρίπτω την "αρχή της αιτιότητας" Θα περιοριστώ απλώς να την
αποκλείσω ως "μεταφυσική" από την σφαίρα της επιστήμης").
Ο Popper διαχωρίζει το περιεχόμενο των σκέψεών μας (προτάσεις καθεαυτές) από την
υποκειμενική διαδικασία της σκέψης. Υπάρχουν τελικά "τρείς κόσμοι": 1ος, αυτός των πραγμάτων
(των φυσικών αντικειμένων), 2ος, αυτός των υποκειμενικών εμπειριών (των διαδικασιών της
σκέψης) και 3ος κόσμος, αυτός των προτάσεων καθεαυτών (τα αντικείμενά του 3ου- που δεν είναι
αυθύπαρκτα- υπάρχουν τόσο "πραγματικά" όσο και τα υλικά σώματα του 1ου, εφόσον
ονομάσουμε πραγματικό οτιδήποτε μπορεί να δράσει πάνω ή να δεχτεί επίδραση από τα φυσικά
αντικείμενα). Ο 3ος αλληλεπιδρά με τον 1ο, μέσω του 2ου, αλλά διατηρεί μια σχετική
αυτονομία.247
Ο Popper θεωρεί τον εαυτό του "μεταφυσικό ρεαλιστή". Γι'αυτόν δε, οι θεωρίες δεν είναι
εικόνες της πραγματικότητας, είναι αφαιρέσεις.248 Σύμφωνα με μια ρεαλιστική αντίληψη εν
τούτοις: οι θεωρίες είναι αληθείς (όταν είναι) σε ένα ορισμένο επίπεδο θεωρητικής ιδιοποίησης της
φύσης. Μπορούν να ερμηνεύσουν σωστά τα φαινόμενα, να εισάγουν προβλέψεις, και τελικά να
καταστήσουν εκείνο που ήταν ‘κρυμμένο’, φανερό. Ο εμπειρισμός συγχέει την αντικειμενικότητα
με τη σταθερότητα (την αμεταβλητότητα), και θεωρεί πραγματικό αυτό που παραμένει σταθερό,
ταυτόσημο με τον εαυτό του. Ωστόσο, η σταθερότητα είναι στιγμή του μεταβαλλόμενου
246
Όπως ισχυρίζεται ο Popper (Objective Knowledge), υπάρχουν «δύο διακριτές έννοιες γνώσης ή σκέψης»: μια
κατά την υποκειμενική έννοια (κατάσταση του νου ή της συνείδησης), και μια κατά αντικειμενική έννοια που
αναφέρεται σε «αυτά καθ’εαυτά τα προβλήματα, τις θεωρίες και τα επιχειρήματα». Η γνώση κατά την αντικειμενική
έννοια «είναι τελείως ανεξάρτητη από τους ισχυρισμούς οποιουδήποτε διατείνεται ότι γνωρίζει […] είναι γνώση χωρίς
γνωρίζον υποκείμενο».
247
Βλπ. Karl Popper, (i) Τι είναι η Διαλεκτική – (ii) Γνωσιοθεωρία χωρίς Γνωστικό Υποκείμενο, εκδ.Βάνιας,
Θεσσαλονίκη.
248
Μια θεωρία μπορεί να είναι αληθής ακόμη και εάν κανείς δεν την πιστεύει, ενώ μπορεί να είναι ψευδής
ακόμη και εάν όλοι την αποδέχονται. Η αλήθεια ως ορθός χαρακτηρισμός του κόσμου είναι επομένως αντικειμενική
αλήθεια. Ο Popper ανέπτυξε την ιδέα της «προσέγγισης προς την αλήθεια». Αυτή η «σχετική εγγύτητα προς την
αλήθεια» ή αλλιώς «αληθοφάνεια», συνιστά το μέτρο του «αληθούς περιεχομένου της» (όλες οι αληθείς συνεπαγωγές
της θεωρίας) μείον το μέτρο του «ψευδούς περιεχομένου» της (όλες οι ψευδείς συνεπαγωγές της). Καθώς λοιπόν η
επιστήμη «προοδεύει», «η αληθοφάνεια των θεωριών της αυξάνεται σταθερά».
91
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
αντικειμένου ' είναι γενικά, το αποτέλεσμα αντίμαχων ‘δυνάμεων’ και ‘διαδικασιών’. Η
αντικειμενικότητα δεν είναι επομένως ασύμβατη με την αλλαγή.249
Σύμφωνα με τον Popper η «λογική της επιστημονικής ανακάλυψης» ή αλλιώς η «λογική της
γνώσης» είναι εκείνη η οποία μπορεί να δώσει μια ανάλυση της μεθόδου των εμπειρικών
επιστημών.250 Όσον αφορά την «επαγωγική μέθοδο»: μια συναγωγή την ονομάζουμε «επαγωγική»
εάν από επιμέρους προτάσεις (‘ειδικές’ προτάσεις, όπως ανακοινώσεις αποτελεσμάτων
παρατηρήσεων ή πειραμάτων) περνάμε σε προτάσεις γενικού περιεχομένου (‘γενικές’, universal
statements) όπως είναι οι υποθέσεις ή οι θεωρίες. Εν τούτοις το πρόβλημα της επαγωγής είναι το
πώς θεμελιώνεται η αλήθεια των γενικών προτάσεων που βασίζονται στην εμπειρία. Δεν είναι
καθόλου προφανές από λογική άποψη οτι δικαιολογούμαστε να συμπεραίνουμε γενικές προτάσεις
από επιμέρους, όσο μεγάλος και εάν είναι ο αριθμός των επιμέρους: κάθε συμπέρασμα που
προκύπτει με αυτό τον τρόπο μπορεί αργότερα να αποδειχθεί λάθος. Την θεωρία που ακολοθεί ο
Popper την ονομάζει «θεωρία της παραγωγικής μεθόδου πειραματικού ελέγχου» («παραγωγισμός»,
method of testing): μια υπόθεση μπορεί να ελεγχθεί μόνο με εμπειρικό τρόπο- και μόνο αφού
προταθεί.
Ο Popper διακρίνει αυστηρά ανάμεσα στην διαδικασία σύλληψης μιας νέας ιδέας και τις
μεθόδους και τα αποτελέσματα της λογικής της εξέτασης. Το αρχικό στάδιο, η ενέργεια του να
συλλαμβάνει κανείς ή να εφευρίσκει μια νέα θεωρία «δεν έχει ανάγκη από λογική ανάλυση ούτε
επιδέχεται κάτι τέτοιο. Η ερώτηση πώς συμβαίνει μια καινούρια ιδέα να παρουσιάζεται σ’έναν
άνθρωπο [...] είναι άσχετη με τη λογική ανάλυση της επιστημονικής γνώσης». Δεν υπάρχει επομένως
κάτι όπως η λογική μέθοδος για να έχουμε νέες ιδέες ή μια ορθολογική ανασυγκρότηση αυτής της
διαδικασίας. «Κάθε ανακάλυψη περικλείει “ένα παράλογο στοιχείο” ή μια “δημιουργική ενόραση”
με την έννοια του Bergson».
Πώς πρέπει να γίνεται ο πειραματικός έλεγχος των θεωριών; Υπάρχουν τέσσερις
διαφορετικές κατευθύνσεις για την διενέργεια ενός τέτοιου ελέγχου: πρώτον, η λογική σύγκριση
των συμπερασμάτων μεταξύ τους ‘ με αυτήν ελέγχεται η εσωτερική συνέπεια του συστήματος.
Δεύτερον, η διερεύνηση της λογικής μορφής της θεωρίας, με σκοπό τον προσδιορισμό του εάν έχει
χαρακτήρα εμπειρικής ή επιστημονικής θεωρίας, ή εάν είναι ταυτολογική. Τρίτον, η αντιπαραβολή
με άλλες θεωρίες με κύριο σκοπό να προσδιοριστεί αν η θεωρία, αφού απιζήσει από τους
πειραματικούς ελέγχους, αποτελεί μια επιστημονική πρόοδο. Τέταρτον τέλος, υπάρχει ο έλεγχος
της θεωρίας με βάση τις εμπειρικές εφαρμογές των συμπερασμάτων που απορρέουν από αυτήν. Η
διαδικασία ελέγχου είναι παραγωγική (ποτέ δεν μπορούμε να περάσουμε από την ‘αλήθεια ειδικών
προτάσεων’ στην ‘αλήθεια θεωριών’).
Πώς θα ξεχωρίσουμε την επιστήμη από τη μεταφυσική; Η ‘επαγωγή’ για τον Popper δεν
αποτελεί κατάλληλο «εργαλείο οροθέτησης» (criterion of demarcation). «[...] εκείνος που
σκέφτεται πως τελικός σκοπός της επιστήμης είναι να φτάσει σε ένα σύστημα απόλυτα βέβαιων και
αμετάκλητα αληθινών προτάσεων, ασφαλώς θα απορρίψει αυτά που του προτείνω εδώ. Το ίδιο και
εκείνοι που βλέπουν «την ουσία της επιστήμης... στην ευγένειά της», η οποία καθώς νομίζουν,
βρίσκεται στην «ακεραιότητά της» και στην «πραγματική της αλήθεια και ουσιαστικότητα»». Αν
υπάρχουν μεταφυσικές ιδέες που εμπόδισαν την πρόοδο της επιστήμης, υπάρχουν και άλλες που
τη βοήθησαν. Η επιστημονική ανακάλυψη δεν είναι δυνατή χωρίς πίστη σε ιδέες που είναι καθαρά
θεωρητικές και μερικές φορές ασαφείς ‘ «αυτή η πεποίθηση δεν έχει κανένα επιστημονικό εχέγγυο
249
Στην μηχανιστική αντίληψη, τα πράγματα υπάρχουν ανεξάρτητα από τις σχέσεις τους, είναι "καθεαυτά". Εν
τούτοις, στη μικροφυσική, όπως αναφέραμε παραπάνω, οι δομές και οι αλληλεπιδράσεις είναι αλληλένδετες...
250
K.Popper: “Μια γενική ματιά σε μερικά θεμελιώδη προβλήματα” [πρώτο κεφάλαιο της γερμανικής έκδοσης
της Λογικής της Έρευνας (1934-35)], στο: Επιστημολογία. Κείμενα, [επιμ.] Γ.Κουζέλης, β΄ αναθ.έκδ. Νήσος 1997.
92
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
και, στο βαθμό που δεν έχει, είναι μεταφυσική». Παρ’όλα αυτά εξακολουθώ, λεει ο Popper να
θεωρώ καθήκον της λογικής της γνώσης την προώθηση της έννοιας της εμπειρικής επιστήμης, με
σκοπό την όσο γίνεται μεγαλύτερη διασάφηση της γλωσσικής χρήσης, και με σκοπό την χάραξη
μιας καθαρής γραμμής για την οροθέτηση ανάμεσα στην επιστήμη και τις μεταφυσικές ιδέες –
«ακόμη και εάν αυτές οι ιδέες έχουν συντείνει στην πρόοδο της επιστήμης σε όλες τις φάσεις της
ιστορίας της».
Το σύστημα που ονομάζεται «εμπειρική επιστήμη» υποστηρίζει ο Popper έχει την πρόθεση
να αναπαραστήσει έναν μόνο κόσμο: τον «πραγματικό κόσμο», ή τον «κόσμο της εμπειρίας μας».
Το εμπειρικό θεωρητικό μας σύστημα θα πρέπει λοιπόν να ικανοποιεί τρία αιτήματα: πρώτον,
πρέπει να είναι ‘συνθετικό’, έτσι ώστε να μπορεί να αντιπροσωπεύει έναν μη αντιφατικό, δυνατό
κόσμο. Δεύτερον, πρέπει να ικανοποιεί το κριτήριο της οροθέτησης, δηλαδή δεν πρέπει να είναι
μεταφυσικό αλλά να αναπαριστά έναν κόσμο δυνατής εμπειρίας. Τρίτον, πρέπει να είναι ένα
σύστημα που να ξεχωρίζει από άλλα ως εκείνο που αναπαριστά τον δικό μας εμπειρικό κόσμο ‘ ο
τρόπος για να ξεχωρίσουμε αυτό το σύστημα είναι να υποβληθεί με επιτυχία σε πειραματικούς
ελέγχους.
Οι θεωρίες δεν είναι ποτέ εμπειρικά επαληθεύσιμες, εν τούτοις ένα επιστημονικό σύστημα
μπορεί να γίνει αποδεκτό μόνο εφόσον έχει τη δυνατότητα να ελέγχεται από την εμπειρία. 251
Κριτήριο διαχωρισμού είαι η «διαψευσιμότητα»: ένα επιστημονικό εμπειρικό σύστημα οφείλει να
μπορεί να απορριφθεί από την εμπειρία.252
(α.1).4 Σύγχρονος Εμπειρισμός
Θα κλείσουμε αυτή την επισκόπηση με έναν τελευταίο σταθμό.
Από τον 17ο αιώνα και έπειτα, η πορεία εξέλιξης του εμπειρισμού μας οδηγεί σε σύγχρονες
εκδοχές του: ενδεικτικά και πολύ επιγραμματικά θα αναφερθούμε σε αυτές των Quine και
Davidson.
Για τον Quine πρέπει να εγκαταλείψουμε την γνωστή μας διάκριση των προτάσεων σε
αναλυτικές και συνθετικές (ανάλογα με την σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην έννοια του
κατηγορουμένου και την έννοια του υποκειμένου). Την μέθοδό του την ονόμασε «μεθοδολογικό
μονισμό». Η κατάληξη του εμπειρισμού του Quine είναι η θέση του «νατουραλισμού» σύμφωνα
με την οποία δεν έχουμε ανάγκη από μια ‘πρώτη’ φιλοσοφία (που θα τοποθετούνταν ‘πριν’ και
‘πάνω’ από τις επιστήμες). Όμως υπάρχει μια διαφορά σε σχέση με τον Carnap σε ό,τι αφορά την
αιτιολόγηση του ‘φυσικαλισμού’: για τον Carnap πράγματι, η γλώσσα της φυσικής είναι η
‘τελική’ γλώσσα της επιστήμης με την οποία εκφραζόμαστε και κατανοούμε τον κόσμο, αλλά η
αιτιολόγηση και νομιμοποίηση της επιστήμης είναι ζήτημα που υπερβαίνει την ίδια την επιστήμη ‘
γίνεται δηλαδή στα πλαίσια της λογικής σύνταξης ως ανάλυσης της επιστημονικής γλώσσας και
της μεθοδολογίας της. Αντιθέτως, για τον Quine η επιστημολογία εξακολουθεί να μελετά τα
θεμέλια της επιστημονικής γνώσης, εντούτοις όχι με σκοπό να της παράσχει έξωθεν
νομιμοποίηση. Δεν υπάρχει τρόπος να προσφύγουμε σε μια (‘πρωτη’) φιλοσοφία που θα υποδείξει
τους κανόνες και τις αρχές άσκησης της επιστημονικής πρακτικής. Με αυτή την έννοια η επιστήμη
ως ‘κοινωνική πρακτική’ δεν έχει ανάγκη φιλοσοφικής νομιμοποίησης.253
251
Ας θυμηθούμε εδώ πως η κυριότερη αντίρρηση που εκφράστηκε ενάντια στη θεωρία του λογικού θετικισμού
ήταν ότι οι επιστημονικοί νόμοι που διατυπώνονται ως καθολικές προτάσεις δεν είναι δυνατόν να επαληθευθούν
οριστικά από οποιοδήποτε πεπερασμένο σύνολο παρατηρησιακών προτάσεων.
252
Αναλυτικά για την προβληματική του «κριτικού ορθολογισμού» του K.Popper βλπ. και στο: Μ.Α.Γκίβαλος,
Επιστήμη, Γνώση και Μέθοδος, Νήσος 2003, σελ. 96 έως 131.
253
Βλπ. εισαγωγή του Γ.Ρουσόπουλου στο: W.Quine, Φιλοσοφία της Λογικής, εκδ.Δαίδαλος 1993, σελ.7-37.
93
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Στο άρθρο του “Two Dogmas of Empiricism” (1951) ο Quine επιχειρεί να αντικρούσει δύο
κύρια δόγματα του νεότερου εμπειρισμού: το δόγμα της «αναλυτικότητας» και το δόγμα του
«αναγωγισμού». Σύμφωνα με το πρώτο, πρέπει να μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε
αναλυτικές και συνθετικές προτάσεις. Σύμφωνα με το δεύτερο, οι προτάσεις της επιστήμης
παραπέμπουν τελικώς στην άμεση εμπειρία.254 Ο Λογικός Εμπειρισμός του Κύκλου της Βιέννης,
όπως είδαμε, πρώτον στόχευε στη σύνδεση των προτάσεων με την εμπειρία και, δεύτερον,
θεωρούσε την λογική θεμελιώδες μεθοδολογικό εργαλείο για τις σχέσεις γλώσσας-εμπειρίας. Με
βάση τελικώς ένα “κρίτηριο του νοήματος” έπρεπε να αποτιμηθεί το γνωσιοθεωρητικό ειδικό
βάρος των προτάσεων ως προτάσεων με νόημα.255 Ο Quine θα προτείνει το δόγμα του «ολισμού»:
όλες οι πεποιθήσεις μας σχηματίζουν ένα “συνεχές” το οποίο δεν επιτρέπει την αντιστοίχιση
γλώσσας-εμπειρίας σε επίπεδο ατομικής πρότασης. Το δίκτυο των προτάσεων μέσω του οποίου
εκφράζονται οι πεποιθήσεις μας για τον κόσμο συνάπτεται στην εμπειρία συνολικά –όχι ατομικά
σε επίπεδο πρότασης. Η σύνδεση γλώσσας-εμπειρίας παραμένει ωστόσο ζήτημα ‘βαθμού’: οι
πεποιθήσεις που αφορούν αισθητηριακές εμπειρίες μπορούν να αναθεωρηθούν ευκολότερα από τις
προτάσεις των θεωρητικών επιστημών, και ακόμη δυσκολότερα αναθεωρούνται οι προτάσεις των
μαθηματικών και της λογικής.256
Τρια ακόμη σημεία για την εικόνα του εμπειρισμού που μας δίνει ο (ύστερος) Quine, πέρα
από τον «νατουραλισμό» (μη αναγκαιότητα μιας “prima philosophia”). Το πρώτο αφορά τον
«υποπροσδιορισμό των επιστημονικών θεωριών»: είναι δυνατόν να διατυπώσουμε ισοδύναμες
αλλά λογικά αντιφατικές μεταξύ τους επιστημονικές θεωρίες αναφορικά με ένα σύνολο μαρτυριών
ή δεδομένων. Έτσι, οι μαρτυρίες, τα δεδομένα των επιστημών δεν μπορούν να προσδιορίσουν με
μονοσήμαντο τρόπο τις επιστημονικές θεωρίες που αναφέρονται σε αυτά. Δεύτερο: η «οντολογική
σχετικότητα». Η οντολογία μας είναι με μια έννοια “αδιαφανής”, αδιαπέραστη, δεν μπορεί να
προσδιοριστεί ‘πλήρως’ (και μάλιστα ανεξάρτητα από την ποσότητα και την ποιότητα των
δεομένων και των μαρτυριών που διαθέτουμε). Τρίτο: η «απροσδιοριστία της μετάφρασης». Δεν
υπάρχει κάποιο πραγματικό γεγονός (fact of the matter) στο νόημα των όρων και των προτάσεων
που χρησιμοποιούνται στις επιστημονικές θεωρίες και υποθέσεις. Παρ’όλες τις πιθανές αναλογίες,
υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις επιστημονικές υποθέσεις και θεωρίες (εδώ οι όροι
υποστηρίζονται εμπειρικά, υπάρχει δηλαδή αναφορά σε μια υποκείμενη πραγματικότητα) και τις
μεταφραστικές υποθέσεις και θεωρίες (υποθέσεις για το ποια μπορεί να είναι η σημασία και το
νόημα των όρων μιας πρότασης, ή της ίδιας της πρότασης κλπ.).
Ας σημειώσουμε εδώ πολύ σύντομα τα εξής. Ο Donald Davidson, ενώ συμφωνεί γενικά με
την κριτική του Quine στον Carnap, θεωρεί πως ο εμπειρισμός του Quine πέφτει θύμα ενός
άλλου δόγματος, του «δυισμού εννοιολογικού σχήματος-εμπειρικού περιεχομένου».257 Εάν
δεχθούμε πως υπάρχουν διάφοροι δυνατοί τρόποι να ‘οργανώσουμε εννοιολογικά’ τον κόσμο, ή να
προσαρμόσουμε τα εννοιολογικά μας σχήματα σε αυτόν, το ζήτημα που θέτει ο «εννοιολογικός
σχετικισμός» είναι: πώς σχετίζονται τα εννοιολογικά σχήματα μεταξύ τους; Είναι δυνατόν να είναι
αυτά ‘μη-μεταφράσιμα’ ή ‘μη-αναγώγιμα’ το ένα στο άλλο; Και τελικώς: είναι δυνατή η διάκριση
254
Τα δόγματα αυτά, μέσω Kant, Frege, Russell, Wittgenstein οδηγούν στον Carnap.
Έτσι είχαμε τον διαχωρισμό των προτάσεων σε ‘εμπειρικές’ (επιστήμη) και σε μη-εμπειρικές (μεταφυσική),
τις μεθόδους επαλήθευσης/διάψευσης, τα προβλήματα δυνατότητας αναθεώρησης των τιμών αληθείας των
προτάσεων κλπ.
256
Από εδώ προκύπτει η μεταφορική εικόνα του δικτύου των πεποιθήσεών μας ως “κύκλου” όπου στην
περιφέρεια έχουμε τις προτάσεις που συνδέονται άμεσα με αισθητηριακά δεδομένα, ενώ προσεγγίζοντας το κέντρο
(λογική & μαθηματικά) περνάμε από προτάσεις διάφορων θετικών επιστημών… Οι συνέπειες αναθεωρήσεων των
πεποιθήσεων της περιφέρειας επηρεάζουν λίγο το συνολικό δίκτυο (το αντίστροφο ισχύει για αλλαγές στο κέντρο).
257
Βλπ. στο: Γ.Ρουσόπουλος, Σύγχρονος Εμπειρισμός, Από τον Κύκλο της Βιέννης στον Davidson (Κείμενα των
Hahn, Neurath, Carnap, Schlick, Quine, Davidson), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2008.
255
94
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
εννοιολογικού σχήματος-κόσμου; Πρόκειται εδώ επί της ουσίας για τα γνωστά προβλήματα
‘δυνατότητας επικοινωνίας’ μεταξύ ριζικά διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, πολιτισμών κ.ο.κ.
Για τον Davidson δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ούτε την υπόθεση ότι έχουμε στη διάθεσή μας
διακριτά (μη-μεταφράσιμα, μη-αναγώγιμα) διαφορετικά μεταξύ τους εννοιολογικά σχήματα, ούτε
την υπόθεση ότι υπάρχει ‘ένα συνολικό’ εννοιολογικό σχήμα που αντιμετωπίζει τον κόσμο ολικά
και αντιδιαστέλλεται προς αυτόν.
Η υπόθεση της ‘ολικής αποτυχίας’ (ή ‘αδυνατότητας’) μετάφρασης μιας γλώσσας σε μια
άλλη πρέπει γι’αυτόν να εγκαταληφθεί. Στην άλλη υπόθεση, μιας ‘μερικής’ αποτυχίας της
μετάφρασης μιας γλώσσας σε μια άλλη, αυτό που αναγνωρίζεται είναι πως υπάρχει ένας κοινός
πυρήνας (κοινό, μεταφρασμένο περιεχόμενο) που κατανοείται και από τα δύο μέρη (για
παράδειγμα, και τους υποτιθέμενους ‘ανθρωπολόγους’ και τους ‘ιθαγενείς’ ενός ξένου
πολιτισμού). Από την ύπαρξη λοιπόν ενός τέτοιου ‘ελάχιστου αλλά κοινού πυρήνα’, μπορούμε να
προχωρήσουμε στην αναγνώριση μιας υπερβατολογικής προϋπόθεσης για την κατανόηση και την
γλωσσική επικοινωνία: προκειμένου ο ‘ανθρωπολόγος’ να κατανοεί τους ‘ιθαγενείς’ ομιλητές
απαιτείται σε μια μεγάλη κλίμακα συμφωνία ανάμεσα στις πεποιθήσεις των δύο αυτών μερών. Στη
θέση της ‘ριζικής μετάφρασης’ του Quine, χρειαζόμαστε κατά τον Davidson, μια ευρύτερη
έννοια, αυτή της «ριζικής ερμηνείας» προκειμένου να κατανοήσουμε τις πεποιθήσεις των
ομιλητών μιας γλώσσας. Η «αρχή της επιείκειας»258 υποδεικνύει πως πρέπει να προϋποθέσουμε
(εάν θέλουμε να κατανοήσουμε τους ιθαγενείς συνομιλητές μας) ότι οι περισσότερες πεποιθήσεις
τους είναι αληθείς και ότι οι ιθαγενείς συνομιλητές είναι εξίσου ‘λογικοί’ με τον ‘ανθρωπολόγο’.
Απαιτείται να αναγνωρίσουμε δηλαδή και το υποκείμενο (που βρίσκεται μαζί με τους άλλους
αντιμέτωπο με τον κόσμο), και τους άλλους, και τον κόσμο, ως προϋποθέσεις για την κατανόηση,
την επικοινωνία και για την διαμόρφωση της γνώσης μας.259
Και ένα τελευταίο σημείο. Ο εμπειρισμός του Quine θεωρείται από τον Davidson ως
«θεμελιοκρατικός»: η αισθητηριακή μαρτυρία (από την διέγερση των νευρικών απολήξεων του
ερευνητή) αποτελεί ένα είδος ‘θεμελίου’ των πεποιθήσεων που παράγονται (και κατ’επέκταση της
γνώσης γενικότερα). Οι σχέσεις ερεθισμών-πεποιθήσεων του υποκειμένου νοούνται έτσι ως
σχέσεις όπου η πεποίθηση θεμελιώνεται, βασίζεται στους ερεθισμούς, και έτσι καθίσταται
‘εγγυημένη’.260 Ο Davidson απορρίπτει τον θεμελιοκρατικό εμπειρισμό του Quine. Αναγνωρίζει
τον αιτιακό ρόλο των αισθητηριακών ερεθισμάτων στην διαμόρφωση των πεποιθήσεων αλλα δεν
θεωρεί ότι αυτοί «θεμελιώνουν» τις αντιληπτικές πεποιθήσεις. Ένας εμπειρισμός σύμφωνα με τον
οποίο η γνώση μας δεν προκύπτει απλώς αιτιακά από τον κόσμο αλλά «θεμελιώνεται» σε αυτόν
απορρίπτεται.261
Δεν θα επεκταθούμε εδώ παραπάνω.
258
«Μπορούμε να καταλάβουμε τι λένε οι άλλοι μόνον διότι έχουμε από κοινού έναν κόσμο μαζί τους. Οπότε η
λέξη “επιείκεια”, δεν κυριολεκτεί, διότι δεν είναι ζήτημα καλής συμπεριφοράς απέναντι στους ανθρώπους: είναι
προϋπόθεση για να τους κατανοήσουμε».
259
«Η ιδέα της τριγωνικότητας, υποστηρίζει αλλού ο Davidson, είναι η ακόλουθη: εάν έχεις δύο ανθρώπους που
αποκρίνονται σε ερεθισμούς στον κόσμο, δηλαδή εάν έχεις τις αντιδράσεις τους στους ερεθισμούς, έχεις ουσιαστικά
σχηματίσει ένα τρίγωνο που προσδιορίζει τον τόπο του κοινού ερεθισμού». Η τριγωνικότητα «αποτελεί έναν τρόπο να
αναγνωρίσουμε ότι η επικοινωνία είναι ουσιαστικό στοιχείο της έννοιας του αντικειμενικού κόσμου».
260
Γενικότερα ο Davidson θεωρεί πως την κοινή ρίζα των προβλημάτων που αφορούν τόσο τον ‘δυισμό
σχήματος-κόσμου’ όσο και εκείνων που αφορούν στην ‘θεμελιωμένη εγγύηση’, την βρίσκουμε στην ίδια την
σύλληψη του «καρτεσιανού υποκειμένου» της σημασιολογίας και γενικότερα της γνωσιολογίας: στην αντίληψη
δηλαδή ότι το υποκείμενο, αντιμέτωπου με τον φυσικό εξωτερικό κόσμο δέχεται αισθητηριακούς ερεθισμούς (input)
και σαν συνέπεια σχηματίζει πεποιθήσεις (output).
261
Όπως γράφει ο ίδιος είναι εμπειριστής με «την ασθενή σημασία του όρου» αφού δεν προϋποθέτει «κάποια
επιστημικά ενδιάμεσα ανάμεσα στην πραγματικότητα και στις αντιληπτικές πεποιθήσεις για την πραγματικότητα».
95
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Παρέκβαση 1: η κριτική των M.Horkheimer – T.W. Adorno στον Θετικισμό
Για τον Horkheimer η κριτική απέναντι στον νεοθετικισμό είναι μέρος της συνολικότερης
αντιπαράθεσης της «Κριτικής Θεωρίας» με τις («παραδοσιακές») θεωρίες των δεκαετιών του 1920
και 1930 (υπαρξισμός, πραγματισμός, φιλοσοφία της ζωής κλπ.). Η συγκεκριμένη στάση δεν
μπορεί να θεωρηθεί άσχετη με το κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο της εποχής: η απειλή του φασισμού
είναι άμεσα ορατή ενώ η κύρια πρόθεση των σταχαστών της ‘Κριτικής Θεωρίας’ είναι η ριζική
άρνηση του status quo.
Για τον Horkheimer ο νεοθετικισμός του Κύκλου της Βιέννης αποτελεί μια (περιοριστική)
αναγωγή του παλαιότερου εμπειρισμού σε ό,τι είναι άμεσο ‘ η ένταση μεταξύ ‘συνείδησης’ και
‘Είναι’ έχει εκλείψει εδώ. Πίσω από τα δεδομένα δεν υπάρχει τίποτα, καμία άλλη πραγματικότητα
‘ το λογικό και το τυπικό στοιχείο είναι τα κυρίαρχα και κάθε ερώτηση για το περιεχόμενο μπαίνει
στο περιθώριο. Με τον τρόπο ωστόσο αυτόν, ο Horkheimer θεωρεί πως η θετικιστική
αντιμεταφυσική αιχμή μετατρέπεται σε “χυδαία πολεμική”: σε αυτήν αντανακλάται (όπως και
στην συνολική εξέλιξη του φιλελευθερισμού) η αγωνία της αστικής τάξης μπροστά στις
αναμενόμενες κοινωνικές εξελίξεις.
Ο (επιφανειακός) εμπειρισμός σύμφωνα με τον Horkheimer, χαρακτηρίζεται από τρία
στοιχεία τα οποία τον καθιστούν μια φιλοσοφία χρήσιμη και αποδοτική για τις αυταρχικές
δυνάμεις: κατά πρώτον, είναι επιρρεπής στην «δεισιδαιμονία» ‘ δεύτερον, περιορίζεται σε μια
μόνο μορφή της γνώσης ‘ τρίτον, επιμένει να προσκολλάται στην «θετικότητα των δεδομένων». Ο
λογικός εμπειρισμός της Βιέννης συντηρεί την καθεστηκυϊα τάξη πραγμάτων εξορίζοντας
οτιδήποτε δεν υπακούει στους δικούς του γλωσσικούς κανόνες και παραγνωρίζοντας το ενεργό
στοιχείο της γνώσης το οποίο υπερβαίνει την απλή παρατήρηση. Με τον τρόπο αυτό
«απολυτοποιεί» τα «δεδομένα» και υποστασιοποιεί το υπάρχον καθεστώς. Για τον Horkheimer
πάντως το πιο σημαντικό εδώ είναι πως ο «φετιχισμός των δεδομένων» οδηγεί τον θετικισμό στην
«διάκριση μεταξύ δεδομένων και αξιών»: με αυτό τον διαχωρισμό ο θετικισμός αποκόπτεται
πλήρως από το κριτικό περιεχόμενο του παλαιότερου εμπειρισμού: περιορισμός στα δεδομένα
σημαίνει αναγνώριση των δεδομένων, αποδοχή ακόμη και εκείνων των δεδομένων που σαφώς
απειλούν το ανθρώπινο είδος και τον κόσμο μας...
Στο επίπεδο της μεθοδολογίας των κοινωνικών επιστημών, η αξιακή ουδετερότητα της
επιστήμης είναι το κύριο συμπέρασμα της ανάγνωσης του Weber από τους οπαδούς της
επηρεασμένης από τον θετικισμό αγγλοσαξονικής κοινωνιολογίας. Αυτή η ανάγνωση
παρουσιάζεται από τον Parsons στο 15ο συνέδριο της Γερμανικής Κοινωνιολογικής Εταιρίας, και
δέχεται την κριτική του Horkheimer και του Habermas. Οι θέσεις του Horkheimer για τη σχέση
κριτικής θεωρίας και ‘αξιών’ μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:262 πρώτον, η επιλογή του
αντικειμένου της από την Κριτική Θεωρία δεν είναι επιλογή τυχαία: τα κίνητρά της δεν είναι
‘καθαρά θεωρητικά’, θέλει να γνωρίσει την κοινωνική πραγματικότητα ώστε βάσει αυτής της
γνώσης να την αλλάξει. Δεύτερον, η «αξιακή ουδετερότητα» της κοινωνικής επιστήμης και η
καθαρή και «ουδέτερη κατανόηση» των κοινωνικών φαινομένων δεν αποτελούν απλώς ‘ουτοπίες’,
παρά εσφαλμένες και περιοριστικές ουτοπίες. Τρίτον, η πραγματική σύλληψη του αντικειμένου
“κοινωνία” είναι ‘δυναμική’, οδηγεί στη δυνατότητα και την αναγκαιότητα άρσης των αντιφάσεων
που το χαρακτηρίζουν, στη δυνατότητα και την αναγκαιότητα μετασχηματισμού του κοινωνικού
όλου. Τέταρτον, το «(εν)διαφέρον» για αλλαγή και βελτίωση του υπάρχοντος, η στοχοθεσία
δηλαδή της Κριτικής Θεωρίας προκύπτει από τα ίδια τα πράγματα, είναι «αντικειμενικά
θεμελιωμένη» και «λογική», εκφράζει το πραγματικό περεχόμενο του Λόγου.
262
Γ.Κουζέλης, “Εικόνες της επιστήμης”, στο: Επιστημολογία. Κείμενα, [επιμ.] Γ.Κουζέλης, β΄ αναθ.έκδ. Νήσος
1997.
96
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Στο ιδιαίτερα διαφωτιστικό δοκίμιό του του 1937 ο Horkheimer αναφέρει: στην μεταφυσική
γίνεται λόγος για ουσία, οντότητα, ψυχή, αθανασία, «έννοιες που η επιστήμη σχεδόν δεν ξέρει τι να
τις κάνει» ‘ έχει την αξίωση η μεταφυσική με μέσα προσιτά στον καθένα να συλλάβει το Είναι, να
σκεφεί την Ολότητα, να ανακαλύψει ένα ανεξάρτητο από τον άνθρωπο νόημα του κόσμου... «Η
μεταφυσική συνείδηση συμβιβάζεται κατά κανόνα με την πεποίθηση για την αιώνια αναγκαιότητα
μιας σκληρής ζωής για την πλειονότητα των ανθρώπων και της αυτοεγκατάλειψης του ατόμου υπέρ
των εκάστοτε σκοπων των ιθυνόντων. Εδώ μάλιστα η μεταφυσική επικαλείται δήθεν
αδιαμφισβήτητες αλήθειες και διόλου τη Βίβλο».263
Απλώς ενδεικτικά παραθέτω εδώ ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
«[...] Εν όψει του αυταρχικού συστήματος διακυβέρνησης στη Γερμανία, στην πνευματική
προετοιμασία του οποίου η μεταπολεμική μεταφυσική έχει το σημαντικό μερίδιό της, αυτός ο
νεοθετικιστικός τρόπος σκέψης ασκεί μια έλξη και σε ευρύτερους αντιφασιστικούς κύκλους. Ήδη
στην καλύτερή του περίοδο ο φιλοσοφικός αγώνας εναντίον των μεταφυσικών εννοιών δεν
αναφερόταν μόνο στο υπερπέραν, αλλά και στις μισάνθρωπες οργανιστικές θεωρίες του κράτους και
της κοινωνίας. Νωρίς ήδη η αυταπάτη της ιδέας του Θεού επικρίθηκε μαζί με την φετιχοποίηση του
κράτους, κάτι που συνυπολογίζεται ως πλεονέκτημα στη σύγχρονη ερμηνεία της έννοιας του
θετικισμού». Ο Horkheimer προβαίνει στη διαπίστωση πως μέρος της νεολαίας που αναζητά
πνευματικά όπλα κατά της μέθης του ολοκληρωτισμού στηρίζεται στο παρελθόν μιας τέτοιας
φιλοσοφίας η οποία στα πανεπιστήμια εμφανίζεται ως ριζοσπαστική αντιμεταφυσική σχολή. Και
όμως «υπό την σημερινή της μορφή δεν είναι λιγότερο συνυφασμένη με τις κυρίαρχες καταστάσεις
απ’ότι η μεταφυσική. Αν και η σχέση της με τα ολοκληρωτικά κράτη δεν εκδηλώνεται φανερά,
εντούτοις δεν είναι δύσκολο να αποκαλυφθεί. Η νεορομαντική μεταφυσική και ο ριζοσπαστικός
θετικισμός στηρίζονται από κοινού στη θλιβερή διάθεση ενός μεγάλου μέρους της αστικής τάξης, που
έχει εγκαταλείψει εντελώς την πεποίθηση ότι θα βελτιώσει τις συνθήκες με τις δικές της ικανότητες
και που, φοβούμενη μια αποφασιστική αλλαγή του κοινωνικού συστήματος, υποτάσσεται άβουλα
στην κυριαρχία των ομάδων της που εκπροσωπούν τα ισχυρότερα κεφάλαια».264
«[...] Όταν ο κοινός νους αντιλαμβάνεται τον κόσμο ανάλογα με τις συνθήκες ζωής των φορέων
του, τότε η αλλαγή της κατεστημένης τάξης πραγμάτων προσφέρει τη σκοπιά από την οποία το ενεργό
άτομο ταξινομεί τα δεδομένα και με αυτά συνθέτει τη θεωρία. Η θεωρία είναι κατανοητή στη
μεθοδολογία και στις βασικές της έννοιες, αλλά και στην εξελικτική της πορεία μόνο σε συνάρτηση
με αυτήν ακριβώς την μεροληπτικότητα [...]. Η σωστή σκέψη εξαρτάται τόσο πολύ από τη σωστή
βούληση όσο και η βούληση από τη σκέψη».265
Όσον αφορά τον διαχωρισμό αξιολόγησης και επιστήμης, γράφει ο Horkheimer για τον
υποδεέστερο ρόλο μιας σκέψης που κατέχει τη «θέση μιας υπηρέτριας υπέρ των εκάστοτε σκοπών
της βιομηχανικής κοινωνίας»: «Οι δυνάμεις που θέτουν τους στόχους χρησιμοποιούν τη σκέψη, η
οποά έχει παραιτηθεί από κάθε καθοριστικό ρόλο. Και οι επιστήμονες [...] υπόσχονται να τηρήσουν
αυτή την τάξη πραγμάτων, εμφανίζοντας υποτακτικά ως καθαρότητα, επιστημονική αυστηρότητα ή
κάτι ανάλογο την παραίτησή τους από το δικαίωμα να γνωρίζουν σε κάθε βήμα του θεωρητικού
στοχασμού πράγματι που οδηγεί, παρόμοια όπως οι πολίτες ενός κράτους που παρουσιάζουν τη
σιωπηρή ανοχή απέναντι στην τυραννία ως πίστη και νομιμοφροσύνη».266
263
M.Horkheimer: “Η νεότερη επίθεση κατά της
Γ.Κουζέλης, β΄ αναθ.έκδ. Νήσος 1997, σελ. 413.
264
M.Horkheimer: “Η νεότερη επίθεση κατά της
Γ.Κουζέλης, β΄ αναθ.έκδ. Νήσος 1997, σελ. 420-421.
265
M.Horkheimer: “Η νεότερη επίθεση κατά της
Γ.Κουζέλης, β΄ αναθ.έκδ. Νήσος 1997, σελ. 442.
266
M.Horkheimer: “Η νεότερη επίθεση κατά της
Γ.Κουζέλης, β΄ αναθ.έκδ. Νήσος 1997, σελ. 444.
μεταφυσικής” (1937), στο: Επιστημολογία. Κείμενα, [επιμ.]
μεταφυσικής” (1937), στο: Επιστημολογία. Κείμενα, [επιμ.]
μεταφυσικής” (1937), στο: Επιστημολογία. Κείμενα, [επιμ.]
μεταφυσικής” (1937), στο: Επιστημολογία. Κείμενα, [επιμ.]
97
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Η «σχετικοκρατία» παρατηρεί ο Horkheimer, υπό την έννοια μιας ουδετερότητας της
επιστήμης απέναντι σε αξίες και στόχους «παρουσιάζεται σήμερα αναντίρρητα ως γνώρισμα ενός
φιλελεύθερου φρονήματος. Αδικαιολόγητα. Η ανεκτικότητα του Διαφωτισμού δεν ήταν ουδέτερη.
Σήμαινε μεροληπτικότητα υπέρ της αστικής τάξης και κατά του φεουδαρχισμού, υπέρ του θεϊσμού και
κατά της εκκλησίας, υπέρ της επικερδούς καταναγκαστικής εργασίας των εγκληματιών και κατά του
ακρωτηριασμού τους κ.ο.κ. Η σύγχρονη σχετικοκρατία όμως είναι η ιδεολογική συνθηκολόγηση του
φιλελευθερισμού μπροστά στη νέα μονοκρατορία, η ομολογία της ανισχυρότητάς του, η μετάβαση
στον αυταρχισμό, ο οποίος όπως σε άλλα πεδία έτσι και εδώ αποτελεί τη φυσική προέκταση, την
“υπερ-σχετικοκρατία”. «Κατά βάση αναγνωρίζουμε το αίτημα της σχετικοκρατίας» λένε οι
θετικιστές (Otto Neurath, “L’encyclopedie comme modele” [...]). Αρκετά αφελείς, συνδέουν τη
σχετικοκρατία με τη δημοκρατία και τη φιλειρηνικότητα και φρονούν ότι οι τελευταίες «τείνουν προς
μια σχετικοκρατική βασική αντίληψη» (Hans Kelsen [...] ). Ο Mussolini διέγνωσε καλύτερα την
κατάσταση. Είναι ανέκαθεν περήφανος ότι εφάρμοσε τη σχετικοκρατία απέναντι στους σοσιαλιστές
και σε όλες τις άλλες πολιτικές πεποιθήσεις. Το γεγονός ότι το κίνημα του οποίου ηγείται δεν έχει
δεσμευτεί ως προς κανένα πρόγραμμα και ανάλογα με την εκάστοτε περίσταση έχει
αυτοχαρακτηριστεί αριστοκρατικό και δημοκρατικό, επαναστατικό και αντιδραστικό, προλεταριακό
και αντιπρολεταριακό, ειρηνιστικό και αντιειρηνιστικό, θεμελιώνει σύμφωνα με τον Mussolini το
δικαίωμα να «θεωρείται άμεση έκφραση των πιο επίκαιρων κατευθύνσεων του ευρωπαϊκού
πνεύματος», δηλαδή των σχετικοκρατικών ρευμάτων της φιλοσοφίας. «Από το γεγονός ότι όλες οι
ιδεολογίες είναι ισάξιες, αφού όλες είναι απλώς επινοήματα, ο σύγχρονος σχετικοκράτης
συμπεραίνει ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να τάσσεται με αυτή που προτιμά και να αγωνίζεται
με όλες του τις δυνάμεις για να προσδώσει κύρος» (βλπ. Benito Mussolini, “Relativismo e
fascismo”, στο Diuturna, Μιλάνο 1924, [...]). Η φιλοσοφικά απαράδεκτη σχετικοκρατία αποτελεί
έναν παράγοντα στην κοινωνική δυναμική, η οποία οδηγεί σε αυταρχικές μορφές. Η αδιαφορία
απέναντι στην ιδέα, που χαρακτηρίζει την θεωρία, είναι ο προάγγελος του κυνισμού στην πράξη».267
Για τον Adorno, τόσο ο Θετικισμός όσο και ο Popper ονομάζουν «εμπειρία» κάτι το οποίο
έχει διέλθει μέσα από το φίλτρο της εννοιολογικής τάξης. 268 Υποστηρίζοντας επομένως την
“αγνότητα” τς εμπειρίας, η δήθεν ελεύθερη αξιολογήσεων εμπειρική μέθοδος συμβάλλει στην
ενίσχυση του κυρίαρχου, αυτού που επικρατεί τόσο στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων όσο και
στις σχέσεις ανθρώπου-φύσης. Κατά συνέπεια η μέθοδος αυτή δεν συμβάλλει στον ‘εξανθρωπισμό
των συνθηκών ζωής’, ούτε στην ‘πρόοδο’. Η «πρόοδος» και η «τάξη» που επαγγέλεται ο
θετικισμός του Κοντ σημαίνουν αντιθέτως υποταγή. Έτσι όπως τίθεται μέσα στις σελίδες της
Διαλεκτικής του Διαφωτισμού: η επιμονή στα δεδομένα σημαίνει αναγνώριση και αποδοχή της
καθεστηκυϊας τάξης πραγμάτων, της εξουσίας.
Κατά τον Adorno, ο Popper υποστηρίζει την πρωτοκαθεδρία της ‘μεθόδου’, ένα καθαρό
προϊόν της σκέψης το οποίο και μας οδηγεί στην καθαγιασμένη «τάξη». Το πραγματικό
αντικείμενο εισάγεται μόνο για να ελεγχθεί η επιτυχία της πρακτικής: πρόκειται νε τούτοις για
‘εργαλειακή’ επιτυχία, απλώς για «τεχνική» επίλυση των προβλημάτων. Ο «εργαλειακός Λόγος»
που εφράζεται κατ’αυτό τον τρόπο εξυπηρετεί την διαιώνιση των συνθηκών που κυριαρχούν στο
παρόν. Αντιθέτως, για την Κριτική Θεωρία, τίθεται ρητώς θέμα «καλής» πρακτικής, υπάρχει το
πρόβλημα της ‘νομιμότητας’ πολλών τεχνολογικών εφαρμογών. Κατά συνέπεια, το κρίσιμο
267
M.Horkheimer: “Η νεότερη επίθεση κατά της μεταφυσικής” (1937), στο: Επιστημολογία. Κείμενα, [επιμ.]
Γ.Κουζέλης, β΄ αναθ.έκδ. Νήσος 1997, υποσημείωση 40, σελ. 467-468.
268
Στο 16ο συνέδριο της Γερμανικής Κοινωνιολογικής Εταιρίας το 1961, εξελίσσεται μια διαμάχη περί
θετικισμού ‘ μεταξύ άλλων συμμετέχουν τότε οι Adorno και Popper. Βλπ. T.W. Adorno: “Θεωρία της κοινωνίας και
εμπειρική έρευνα”, στο: Επιστημολογία. Κείμενα, [επιμ.] Γ.Κουζέλης, β΄ αναθ.έκδ. Νήσος 1997 (παρουσίαση της
διαμάχης αυτής σε ραδιοφωνική ομιλία, το 1969).
98
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
ερώτημα: εάν όλα όσα είναι δυνατά είναι και επιτρεπτά, μπορεί και οφείλει να τίθεται. Εάν το
ερώτημα δεν γίνεται ανεκτό στα πλαίσια της επιστήμης, τότε αυτή ρέπει σε μια επικίνδυνη
τυφλότητα απέναντι στις κοιωνωνικές της χρήσεις και επιπτώσεις, και μάλιστα αυτό στο όνομα
της “αντικειμενικότητας”.
Για τον Adorno η ‘αλήθεια’ δεν βρίσκεται στα φαινόμενα ‘ η κοινωνική θεωρία δεν μπορεί
να παρουσιάζει την αλήθεια όταν το αντικείμενό της, η ίδια η κοινωνία, είναι αντιφατική και
αναληθής. Θα πρέπει συνεπώς να την παρουσιάζει κριτικά ως αναληθή ‘ οφείλουμε δηλαδή (λόγω
των αντιφάσεων) να εκκινούμε από την άρνηση. Μια επαρκής εξήγηση της πραγματικότητας, που
συνδέεται και με την μεταβολή της, προϋποθέτει την φαντασία του «άλλου», του διαφορετικού,
μιας καλύτερης πραγματικότητας: «μόνο με το πνεύμα της κριτικής θα ήταν η επιστήμη κάτι
περισσότερο από έναν απλό αναδιπλασιασμό της πραγματικότητας με τον στοχασμό [...] Ωστόσο μια
τέτοιου είδους κριτική δεν εξυπονοεί υποκειμενισμό, αλλά την αντιπαράθεση του αντικειμένου στη
δική του έννοια. Το δεδομένο προσφέρεται μόνο στο βλέμμα, το οποίο το θεωρεί από τη σκοπιά ενός
αληθινού συμφέροντος, από τη σκοπιά μιας ελεύθερης κοινωνίας, ενός δίκαιου κράτους, της
ανάπτυξης του ανθρώπου».269
(α.2) Διαμάχες στο πεδίο της Φιλοσοφίας της Επιστήμης
Σχηματικά, στο πεδίο της ‘Φιλοσοφίας της Επιστήμης’ μπορούμε να διακρίνουμε τρεις
ιδιαίτερους κλάδους ενδιαφερόντων: ο πρώτος είναι η φιλοσοφία των επιμέρους επιστημών
(κυρίως φυσικής και βιολογίας). Εδώ πραγματοποιείται ανάλυση εννοιών, ανάλυση θεωριών,
ανάλυση φιλοσοφικού πλαισίου. Ο δεύτερος κλάδος, περισσότερο τεχνικής υφής, επιστρατεύει την
θεωρία πιθανοτήτων, τη θεωρία παιγνίων, την στατιστική, την θεωρία αποφάσεων, προκειμένου να
μελετήσει ζητήματα που αφορούν την επικύρωση, αποδοχή ή διάψευση των επιστημονικών
θεωριών. Ο τρίτος κλάδος ενδιαφερόντων συνδέεται περισσότερο με την ιστορία των επιστημών.
Εδώ οι ερευνητές εξετάζουν την επιστημονική πρακτική στις πραγματικές, κοινωνικές, υλικές,
ιστορικές, ανθρωπολογικές συνθήκες άσκησής της και κινητοποιούν μεθόδους από την ιστορία,
την κοινωνιολογία ή την ανθρωπολογία.
α.2.i Ορθολογισμός - Σχετικισμός
Ας συνοψίσουμε στο σημείο αυτό: για τους ορθολογιστές υπάρχει κάποιο (μοναδικό) άχρονο
και καθολικό κριτήριο με βάση το οποίο μπορούμε να αποτιμήσουμε τα σχετικά πλεονεκτήματα
ανταγωνιστικών θεωριών.270 Οι αποφάνσεις και οι επιλογές των επιστημόνων καθοδηγούνται από
αυτό το υπερ-ιστορικό κριτήριο. Οι θεωρίες που ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές του είναι
αληθείς (ή κατά προσέγγιση αληθείς, ή πιθανώς αληθείς). Η διάκριση επιστήμης και «μηεπιστήμης» είναι ριζική ‘ μόνο εκείνες που αντέχουν στον σχετικό έλεγχο είναι «επιστημονικές».
Οι «σχετικιστές» υποστηρίζουν πως δεν υπάρχει τέτοιο καθολικό και υπερ-ιστορικό κριτήριο.
Όσον αφορά τις επιστημονικές θεωρίες, το τι θα θεωρηθεί καλύτερο (ή χειρότερο) εξαρτάται από
τα συνολικά πολιτισμικά πλαίσια, παραλλάσει ανάλογα με τις αξίες, προτιμήσεις και
269
Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών της Φρανκφούρτης, Κοινωνιολογία. Εισαγωγικά δοκίμια, Αθήνα 1987, σελ.
25 (παρατίθεται από τον Γ.Κουζέλη, “Εικόνες της επιστήμης”, στο: Επιστημολογία. Κείμενα, [επιμ.] Γ.Κουζέλης, β΄
αναθ.έκδ. Νήσος 1997).
270
Για τους επαγωγιστές αυτό μπορεί να είναι ο βαθμός επαγωγικής στήριξης μιας θεωρίας ‘ για τους
διαψευσιοκράτες το κριτήριο είναι ο βαθμός διαψευσιμότητας κ.ο.κ.
99
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
προτεραιότητες του ατόμου ή της κοινότητας. Το μέτρο της αξιολόγησης, το τι θα εκληφθεί ως
«πρόοδος», καθορίζεται από την «συναίνεση της αντίστοιχης κοινότητας». Οι αποφάσεις των
επιστημόνων (ή ομάδων επιστημόνων) καθορίζονται από τις αξίες που υιοθετούν ή/και τα
«συμφέροντα» που έχουν ‘ η κατανόηση των επιλογών τους προϋποθέτει και ψυχολογική ή
κοινωνιολογική διερεύνηση. Για πολλούς σχετικιστές, η διάκριση επιστήμης και μη-επιστήμης
είναι εν πολλοίς «αυθαίρετη», και λιγότερο σημαντική απ’ότι εκλαμβάνεται συνήθως. Δεν
υφίσταται κάποια «εγγενής ανωτερότητα» της επιστήμης έναντι άλλων μορφών γνώσης. Η
εξήγηση της εκτίμησης που απολαμβάνει (ή όχι) η επιστήμη σε μια κοινωνία, πρέπει να
αναζητηθεί στις ιστορικές ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας αυτής και όχι
απλώς στην «φύση» της επιστήμης.
Ένα σημαντικό ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: δεν είναι σαφώς δυνατόν άτομα ή
ομάδες να κρίνουν «λανθασμένα» για την φύση ή το καθεστώς μιας θεωρίας; Υπάρχει δυνατότητα
ανάλυσης της επιστήμης (των σκοπών της κ.ο.κ.) με τρόπο που να επικεντρώνει στα
χαρακτηριστικά της ίδιας της επιστήμης, ανεξάρτητα από το τι σκέφτονται για αυτήν άτομα ή
ομάδες;
Σύμφωνα με την αντίληψη που μπορούμε να ονομάσουμε «αντικειμενισμό» (objectivism), τα
στοιχεία της γνώσης (από προτάσεις μέχρι σύνθετες θεωρίες) διαθέτουν ιδιότητες που
υπερβαίνουν τη συνείδηση και τις πεποιθήσεις εκείνων που τα αντιμετωπίζουν. Σε αντίθεση με
αυτά, ο «ατομικισμός» (individualism) κατανοεί την επιστήμη σε συσχέτιση με τις πεποιθήσεις
μεμονωμένων, συγκεκριμένων ατόμων. Δεν συνιστά ασφαλώς οποιαδήποτε ατομική πεποίθηση
αυθεντική γνώση ‘ απαιτείται η δικαιολόγησή της, η κατάδειξη της αλήθειας της (ή της
πιθανότητας να είναι αληθής) με χρήση κατάλληλων κριτηρίων. «Η γνώση ορίζεται ως επαρκώς
τεκμηριωμένη αληθής πεποίθηση».
Εδώ ανακύπτει το πρόβλημα της «επ’άπειρον αναδρομής των αιτίων»: η δικαιολόγηση μιας
απόφανσης δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά με την επίκληση μιας άλλης απόφανσης που θα
αποτελεί τεκμήριο ως προς την πρώτη… Πώς όμως θα δικαιολογηθούν οι αποφάνσεις που
προσκομίζονται ως τεκμήρια δικαιολόγησης; Για να αποφευχθεί αυτή η αναδρομή, χρειάζονται
αποφάνσεις που να είναι με μια έννοια «αυτό-δικαιολογούμενες». Κάτι τέτοιο θα μας προμήθευε
με τα αναγκαία «θεμέλια».
Για τους κλασικούς ορθολογιστές (R.Descartes κ.ά.) ο νους έχει πρόσβαση στα αληθή
θεμέλια της γνώσης: οι προτάσεις που τα συνιστούν μας αποκαλύπτονται μέσω του στοχασμού, ως
σαφής, διακριτές και κατά προφανή τρόπο αληθείς.271 Για τους κλασικούς εμπειριστές όπως
είδαμε, τα αληθή θεμέλια της γνώσης είναι προσιτά σε όλους μέσω των αισθήσεων ‘ το γνωστικό
οικοδόμημα που στηρίζεται σε αυτά τα θεμέλια προκύπτει μέσω κάποιας μορφής επαγωγικού
συλλογισμού (J.Locke κ.ά.).
Μια ενίσχυση της «αντικειμενιστικής» προσέγγισης προκύπτει από το εξής γεγονός: συχνά οι
επιστημονικές θεωρίες έχουν συνέπειες ανεπιθύμητες για τους δημιουργούς τους, ή συνέπειες τις
οποίες δεν φαντάζονταν. Τέτοιες συνέπειες, όπως η πρόβλεψη κάποιου νέου τύπου φαινομένων ή
για παράδειγμα η μη αναμενόμενη ασυμφωνία με κάποιο άλλο μέρος της ίδιας θεωρίας,
«ενυπάρχουν» στην καινούρια θεωρία ως ιδιότητές της, ανακάλυψη των οποίων εναπόκειται στην
κατοπινή έρευνα. Όλα αυτά συνηγορούν σε μια αντιμετώπιση των επιστημονικών θεωριών ως
«αντικειμενικών δομών» «εξωτερικών» ως προς τον νου των μεμονωμένων ατόμων ‘ είναι σαν να
διαθέτουν ιδιότητες οι οποίες μπορεί να ανακαλυφθούν ή να αποδειχθούν, αλλά μπορεί και όχι…
271
Κλασικό πρότυπο μιας τέτοιας ορθολογιστικής αντίληψης υπήρξε η ευκλείδεια γεωμετρία. Από τη στιγμή που
τα αξιώματα είναι αληθή, όλα τα θεωρήματα που πηγάζουν από αυτά κατά παραγωγικό τρόπο είναι επίσης αληθή.
100
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Θα πρέπει να σημειώσουμε στο σημείο αυτό, πως ό,τι προηγήθηκε αναφέρεται στις
επιστημονικές θεωρίες ως ρητές (λεκτικές ή μαθηματικές) διατυπώσεις προτάσεων. Ωστόσο η
επιστήμη έχει και την πρακτική της πλευρά: η επιστήμη αποτελεί ένα σύνθετο κοινωνικό
εγχείρημα, και η προκύπτουσα γνώση αποτελεί προϊόν της εργασίας και της σύμπραξης πολλών
ειδικευμένων εργατών, κάθε ένας από τους οποίους αλληλεπιδρά με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο
με το περιβάλλον και τον φυσικό κόσμο.
Αν σκεφθούμε μια επιστημονική πρακτική όπως είναι το «πείραμα», εδώ έχουμε
σχεδιασμένη και καθοδηγούμενη από την θεωρία παρέμβαση στη φύση. Προκειμένου να ελεγχθεί
μια θεωρία, κατασκευάζεται μια τεχνητή κατάσταση. Τα πειραματικά ευρήματα δεν μπορούν να
θεωρηθούν απλές μεμονωμένες πεποιθήσεις. Όταν (εμείς ως πειραματιστές) κατασκευάζουμε μια
πειραματική διάταξη, όταν επίσης κρίνουμε την αξιοπιστία της λειτουργίας της, κάνουμε χρήση
τεχνικών δεξιοτήτων τις οποίες έχουμε αποκτήσει από επιστημονικά εγχειρίδια και βιβλία ‘
παίρνουμε αποτελέσματα έπειτα από αλλεπάλληλες δοκιμές και ερχόμαστε σε συνεργασία με
άλλους ειδικευμένους συναδέλφους…
α.2.ii Ρεαλισμός – Εργαλειοκρατία, Πραγματισμός
Θα σταθούμε εδώ για λίγο στην σχέση των επιστημονικών μας θεωριών με τον κόσμο επί του
οποίου εφαρμόζονται. Θα επανέλθουμε στις σχετικές διαμάχες παρακάτω.
Σύμφωνα με την «ρεαλιστική» προσέγγιση οι θεωρίες περιγράφουν (ή στοχεύουν να
περιγράψουν) το «πώς είναι ο κόσμος στην πραγματικότητα». Ο κόσμος υπάρχει ανεξάρτητα από
εμάς, και υπάρχει με τον τρόπο που υπάρχει ανεξάρτητα από την θεωρητική μας γνώση γι’αυτόν.
Οι αληθείς θεωρίες περιγράφουν σωστά αυτή την πραγματικότητα ‘ εάν μια θεωρία είναι αληθής,
αυτό συμβαίνει επειδή ο κόσμος είναι όπως είναι.
Σύμφωνα με την «εργαλειοκρατική προσέγγιση», το θεωρητικό μέρος της επιστήμης δεν
συνίσταται στην περιγραφή της πραγματικότητας. Οι θεωρίες είναι εργαλεία που κατασκευάζονται
έτσι ώστε να συσχετίζουν διάφορες ομάδες παρατηρήσιμων καταστάσεων ‘ δεν είναι τίποτε
περισσότερο από χρήσιμες φανταστικές οντότητες που μας επιτρέπουν να κάνουμε προβλέψεις
κ.ο.κ. Οι περιγραφές του παρατηρήσιμου κόσμου κρίνονται ως αληθείς ή ψευδείς, ανάλογα με το
εάν περιγράφουν τον κόσμο σωστά ή όχι ‘ εντούτοις οι θεωρητικές κατασκευές μας δεν κρίνονται
με όρους αλήθειας ή ψεύδους, αλλά ως προς την χρησιμότητά τους ως εργαλεία.
Στην ακραία της εκδοχή η εργαλειοκρατία υποστηρίζει την απόλυτη διάκριση ανάμεσα σε
έννοιες οι οποίες μπορούν να εφαρμοστούν σε παρατηρήσιμες καταστάσεις και σε θεωρητικές
έννοιες. Περιγραφές του κόσμου όπου ενέχονται παρατηρήσιμες οντότητες πράγματι περιγράφουν
τον κόσμο όπως είναι στην πραγματικότητα, σε αντίθεση με περιγραφές συστημάτων όπου
ενέχονται θεωρητικές έννοιες ‘ οι τελευταίες πρέπει να γίνονται κατανοητές ως χρήσιμες
φανταστικές οντότητες που μας διευκολύνουν στους υπολογισμούς μας. Οι επιστημονικές θεωρίες
είναι σύνολα κανόνων για την σύνδεση ομάδων παρατηρήσιμων φαινομένων. Έργο της επιστήμης
δεν είναι να βρει τι ενδέχεται να υπάρχει πίσω από την επικράτεια της παρατήρησης.
Πώς ωστόσο θεωρίες οι οποίες είναι απλά υπολογιστικά εργαλεία, μπορούν να οδηγούν σε
νέες προβλέψεις, στην ανακάλυψη νέων παρατηρησιμων φαινομένων, με την βοήθεια εννοιών που
είναι σύμφωνα με τα παραπάνω απλά δημιουργήματα της φαντασίας;272
Ο «πραγματισμός» είναι ένα φιλοσοφικό ρεύμα που έχει συνδεθεί με τα ονόματα των
C.S.Pierce (1839-1914), W.James (1842-1910) κ.ά. Λαμβάνοντας ως δεδομένο πως η «αλήθεια»
δεν μπορεί να αποτελεί απλώς μια “αντιστοιχία προς την εξωτερική πραγματικότητα που είναι
ανεξάρτητη από την ανθρώπινη σκέψη”, ο Peirce, αντικαθιστώντας την αλήθεια με την «μέθοδο»,
272
Για τους ρεαλιστές αντίθετα, οι θεωρητικές οντότητες γενικά αντιστοιχούν σε πραγματικές οντότητες.
101
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
θα ισχυριστεί πως αλήθεια είναι εκείνο το οποίο στο τέλος μιας διαδικασίας δίδεται στην
κοινότητα των επιστημόνων - οι οποίοι επιδιώκουν έναν συγκεκριμένο στόχο με έναν
συγκεκριμένο τρόπο. Την θέση του την περιέγραψε και ως «αντικειμενικό ιδεαλισμό». Όπως
συμβαίνει και με τις αλλεπάλληλες πειραματικές μετρήσεις, με τον ίδιο περίπου τρόπο και οι
ανθρώπινες πεποιθήσεις για τα πορίσματα μακροχρόνιων ερευνών κάπου συγκλίνουν και αυτό θα
πρέπει να θεωρείται ορθό.273 Οι αλήθειες είναι τα σταθερά συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η
κοινότητα των ερευνητών με την παροδο του χρόνου. Η (αυτοδιορθούμενη) ορθολογική
μέθοδος274 είναι αυτή που εγγυάται την επιστημονική αντικειμενικότητα.
Για έναν άλλον πραγματιστή, τον John Dewey, η αλήθεια είναι αυτό ακριβώς που ικανοποιεί
τις παρούσες, προσιτές ανάγκες μας. Αλήθεια σημαίνει “εγγυημένη αποδεκτότητα” (acceptability).
Η αναπαράστασή μας για αυτόν όπως και ο ίδιος ο εξωτερικός κόσμος μοιάζουν σύμφωνα με αυτά
να είναι κοινωνικά κατασκευασμένα ‘ το ειδικό βάρος πέφτει περισσότερο στους τρόπους
παρέμβασής μας επάνω του και λιγότερο στην αναπαράστασή του. Η γνώση δεν είναι απλώς
σκέψη και αναπαράσταση. Μια διαφορά του Dewey (και του James) με τον Peirce, είναι πως οι
πρώτοι δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα σε ποιες πεποιθήσεις καταλήγουμε μακροπρόθεσμα.
Ο H.Putnam συνδέεται περισσότερο με τις αντιλήψεις του Peirce ‘ ο Richard Rorty275
θεωρείται συνεχιστής των Dewey και James. Δεν υπάρχει κάτι το οποίο είναι “πιο λογικό” από
κάτι άλλο ‘ η λογική είναι ό,τι συζητούμε στον δικό μας καιρό και αυτό αρκεί. Δεν υπάρχει κάτι
που να καθιστά μια συζήτηση εγγενώς περισσότερο “ορθολογική” από κάποια άλλη ‘ η
«ορθολογικότητα» είναι «εξωγενής», είναι όλα αυτά στα οποία συμφωνούμε. Ο «αντι-ρεαλισμός»
είναι ένα κοινό στοιχείο όλων αυτών αλλα εκδηλώνεται με διαφορετικό τρόπο. Για τους Peirce και
Putnam υπάρχει η προσδοκία ότι οι έρευνες και οι συλλογισμοί μας θα καταλήξουν τελικώς σε
κάτι, το οποίο και είναι αυτό που θεωρούν “πραγματικό” και “αληθινό”. Για τους υπόλοιπους δεν
υπάρχει αυτό το ενδιαφέρον για το πραγματικό, αυτό που έχει σημασία είναι το πώς μιλάς και πώς
ζείς και πράττεις ‘ δεν υπάρχει εξωτερική αλήθεια αλλά ούτε ακόμη και εξωτερικοί ή
εξελισσόμενοι κανόνες ορθολογικότητας.
Ο Dewey αποκάλεσε την φιλοσοφία του “εργαλειοκρατία”: τα πράγματα που
κατασκευάζουμε (και η γλώσσα ανάμεσα σε αυτά) είναι εργαλεία τα οποία παρεμβαίνουν όταν
μετατρέπουμε τις εμπειρίες μας σε σκέψεις και πράξεις που εξυπηρετούν τους στόχους που έχουμε
θέσει.
α.2.iii Η «αντιστοιχιστική θεωρία αλήθειας»
Για μια «ρεαλιστική» προσέγγιση οι «αληθείς» θεωρίες μας προμηθεύουν με μια σωστή
περιγραφή κάποιου τμήματος του πραγματικού κόσμου. Η λεγόμενη «αντιστοιχιστική θεωρία
αλήθειας» λέει το εξής πολύ απλά: μια πρόταση είναι αληθής εάν αντιστοιχεί στα γεγονότα ‘ είναι
αληθής δηλαδή εάν τα πράγματα είναι όπως λέει η πρόταση ότι είναι, και ψευδής σε κάθε άλλη
περίπτωση.
Σύμφωνα με τον Alfred Tarski, όταν μιλάμε για αλήθεια ή ψεύδος των προτάσεων κάποιου
γλωσσικού συστήματος, οφείλουμε να διακρίνουμε: τις προτάσεις του γλωσσικού συστήματος
“για” το οποίο μιλάμε (τη «γλώσσα αντικείμενο»), από τις προτάσεις του γλωσσικού συστήματος
“δια” του οποίου μπορούμε να μιλήσουμε για την γλώσσα αντικείμενο (τη «μετα-γλώσσα»). Η
273
Όπως παρατηρεί κάπου και ο I.Hacking, στον Peirce οφείλουμε την ιδέα πως ζούμε σε ένα σύμπαν
“συμπτώσεων”, συμπτώσεων που είναι απροσδιόριστες, αλλά οι οποίες εξαιτίας των νόμων της πιθανότητας εξηγούν
την λανθασμένη μας πεποίθηση ότι η φύση διέπεται από ακριβείς νόμους.
274
Παραγωγή, επαγωγή, υποθέσεις και έλεγχοι, συμπερασμός στην καλυτερη εξήγηση κ.ο.κ…
275
Βλπ. R.Rorty, Η Φιλοσοφία και ο Καθρέπτης της Φύσης, εκδ.Κριτική 2001.
102
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
«αντιστοιχιστική θεωρία» κατά τον Tarski λέει κατά βάση το εξής: εάν θέλουμε να μιλήσουμε για
την αλήθεια των προτάσεων μιας συγκεκριμένης γλώσσας, χρειαζόμαστε μια περισσότερο
«γενική» γλώσσα, την μετα-γλώσσα, στο πλαίσιο της οποίας μπορούμε να αναφερθούμε τόσο στις
προτάσεις της γλώσσας-αντικείμενο, όσο και στα γεγονότα στα οποία αυτές οι τελευταίες πρέπει
να αντιστοιχούν.276
Η ερώτηση που τίθεται στο σημείο αυτό είναι η εξής: υπάρχει άλλος τρόπος να μιλήσουμε
για τα γεγονότα στα οποία μια θεωρία αναφέρεται (και στα οποία υποτίθεται ότι αντιστοιχεί) χωρίς
να κάνουμε χρήση των εννοιών της ίδιας της θεωρίας; Η απάντηση είναι όχι ‘ δεν μπορούμε να
μιλήσουμε για τα γεγονότα, ή να έχουμε άλλου τύπου πρόσβαση σε αυτά ανεξάρτητα από τις
θεωρίες μας.
Σε αντίθεση με μια κλασική εμπειριστική αντίληψη, οι επιστημονικοί νόμοι και θεωρίες δεν
μπορούμε να θεωρούμε πως εκφράζουν απλώς σχέσεις (ή σταθερές συζεύξεις) μεταξύ συμβάντων.
Σε αυτό συνηγορεί η λειτουργία των πειραμάτων που διενεργούμε: τα συμβάντα που λαμβάνουν
εκεί χώρα είναι ανθρώπινα δημιουργήματα, δεν θα συνέβαιναν χωρίς τη δική μας παρέμβαση.
Παρ’όλα αυτά, σε αντίθεση με τις συζεύξεις συμβάντων που έχουν να κάνουν με τον έλεγχο των
νόμων, οι ίδιοι οι νόμοι που ελέγχουμε πειραματικά δεν είναι ανθρώπινα δημιουργήματα.
Συνεπώς, οφείλουμε να διαχωρίσουμε τους νόμους της φυσικής, για παράδειγμα, από τις
ακολουθίες των συμβάντων που αποτελούν προϊόν της πειραματικής μας δραστηριότητας και
συνιστουν τεκμήρια για τους νόμους αυτούς.
Ανάμεσα σε άλλες δυσχέρειες με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η αντιστοιχιστική θεωρία
της αλήθειας, μια επιπλέον δυσκολία είναι και η εξής: οι θεωρίες μας είναι δικά μας ανθρώπινα
δημιουργήματα, τα οποία εξελίσσονται και μεταβάλλονται, κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει και για τον
τρόπο συμπεριφοράς του φυσικού κόσμου που αποτελεί το αντικείμενό τους. Για την
αντιστοιχιστική θεωρία της αλήθειας, το ιδεώδες τέλος, ο στόχος της επιστήμης είναι η «απόλυτη
ή αντικειμενική αλήθεια», δηλαδή “η” σωστή περιγραφή του κόσμου, και κάτι τέτοιο δεν μπορεί
σε καμία περίπτωση να είναι «κοινωνικό προϊόν».. Είναι κάτι προκαθορισμένο από την ίδια τη
φύση του κόσμου, πριν από οποιοδήποτε επιστημονικό εγχείρημα. Η επιστήμη έτσι φαίνεται να
αποσυνδέεται πλήρως από τον ανθρώπινο και κοινωνικό παράγοντα.
α.2.iv Επιστημονική Εξήγηση - Επιστημονικοί Νόμοι
Μια πρώτη γραμμή διάκρισης που χαράζεται κατά την μελέτη της επιστήμης είναι αυτή
μεταξύ της «εξήγησης» του «γιατί» ένα συγκεκριμένο φαινόμενο συμβαίνει, και της
«δικαιολόγησης» της πεποίθησης «ότι» αυτό πράγματι συμβαίνει.277 Ειδικά σε ότι αφορά την
«επιστημονική» εξήγηση, αυτή όπως την εννοούμε εδώ, αφορά την απόπειρα να κατανοήσουμε (ή
να εννοήσουμε) ένα συμβάν ή γεγονός προσφεύγοντας σε κάποια άλλα γεγονότα ή σε ορισμένους
επιμέρους κλάδους της εμπειρικής επιστήμης.278 Το «εξηγητέο» (explanandum) είναι το γεγονός
276
Αναλυτικότερα για την ‘σημασιολογική’ αντίληψη του Tarski (μια μοντέρνα εκδοχή της αριστοτελικής
αντίληψης της αλήθειας) βλπ. και τα άρθρα του (σε ελλην.μετάφραση) στον τόμο: Γ.Ρουσόπουλος [επιμ.], Αλήθεια,
εκδ.Ελληνικά Γράμματα 2002.
277
Στις συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα πέραν του πεδίου της φιλοσοφίας της επιστήμης, διακρίνουμε πολλά
διαφορετικά «είδη εξήγησης»: κάποιες αφορούν το «πώς» να κάνουμε κάτι (πώς θα χρησιμοποιήσουμε ένα εργαλείο
για παράδειγμα), ή έχουμε εξηγήσεις του τύπου «τι;» (τι σημαίνει μια άγνωστη λέξη κλπ.). Υπάρχουν πάλι κάποιου
άλλου είδους ερωτήματα που επιδέχονται ‘καλλιτεχνική’ ερμηνεία (το ‘νόημα’ ενός πίνακα ή ενός ποιήματος κλπ.).
278
Βλπ. και: Philip Kitcher, Wesley C. Salmon [eds.], Scientific Explanation, University of Minnesota 1989.
103
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
(μερικό ή γενικό) που πρέπει να εξηγήσουμε. Το «εξηγούν» (explanans) είναι αυτό που
πραγματοποιεί την εξήγηση (οποιαδήποτε γεγονότα που επικαλούμαστε σχετικά).279
Σε ένα «επιχείρημα» οι ‘προκείμενες’ παρέχουν την ‘λογική στήριξη’ του ‘συμπεράσματος’.
Όλα τα ‘ορθά’ (από λογική άποψη) λοιπόν επιχειρήματα, κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες: τα
«παραγωγικά» και τα «επαγωγικά». Αναφέρουμε τέσσερα σημαντικά χαρακτριστικά.
Σε ό,τι αφορά την «Παραγωγή»: (α) σε ένα έγκυρο επιχείρημα, όλο το περιεχόμενο του
συμπεράσματος είναι παρόν (τουλάχιστον υπόρρητα) εντός των προκείμενων. Συνεπώς λέμε ότι η
Παραγωγή είναι «μη ενισχυτική». (β) Εάν οι προκείμενες είναι αληθείς, τότε και το συμπέρασμα
πρέπει να είναι αληθές (διατηρείται κατά αναγκαίο τρόπο η αλήθεια). (γ) Εάν νέες προκείμενες
προστεθούν σε ένα παραγωγικό επιχείρημα (με αναλλοίωτες όλες τις προκείμενες) το επιχείρημα
παραμένει έγκυρο (η Παραγωγή είναι «αδιάβρωτη»). (δ) Η εγκυρότητα της Παραγωγής είναι μια
υπόθεση του «όλα ή τίποτα» (δεν είναι κάτι που υφίσταται κατά βαθμούς).280
Αντιστοίχως, σε ό,τι αφορά την «Επαγωγή»: (α) η Επαγωγή είναι «ενισχυτική» (το
συμπέρασμα έχει περιεχόμενο που υπερβαίνει το περιεχόμενο των προκείμενων). (β) Ένα ορθό
επαγωγικό επιχείρημα είναι δυνατό να έχει αληθείς προκείμενες και ψευδές συμπέρασμα (δεν
διατηρείται κατά αναγκαίο τρόπο η αλήθεια κατά την μετάβαση από τις προκείμενες στο
συμπέρασμα). (γ) Νέες προκείμενες είναι δυνατό να υπονομεύσουν πλήρως ένα ισχυρό επαγωγικό
επιχείρημα (η Επαγωγή δεν είναι αδιάβρωτη). (δ) Τα επαγωγικά επιχειρήματα χαρακτηρίζονται
από «βαθμούς ισχυρότητας» (σε κάποιες επαγωγές οι προκείμενες στηρίζουν τα συμπεράσματα
περισσότερο ισχυρά απ’ότι σε άλλες).281
Εάν η επιστήμη, όπως υποστηρίζουν πολλοί, πρέπει να παραμείνει «προσκολλημένη στα
γεγονότα», τότε αυτό σημείνει πως μπορεί να απαντά μόνο σε ερωτήσεις που αφορούν το «τι» και
όχι το «γιατί». Σύμφωνα με αυτή την αντιληψη που κυριάρχησε στις αρχές του 20ου αιώνα, «το
γιατί των πραγμάτων» αφορά τη σφαίρα της θεολογίας ή της μεταφυσικής. Η επιστήμη
«περιγράφει» φυσικά φαινόμενα και προβλέπει μελλοντικά συμβάντα, αλλά δεν είναι σε θέση να
παρέχει «εξηγήσεις» ‘ η επιστημονική γνώση δεν εδράζεται σε μη εμπειρικές μεταφυσικές
αρχές.282 Πολλοί άλλοι θα επιμείνουν πως η επιστήμη μπορεί και όντως παρέχει εξηγήσεις
φυσικών φαινομένων (K.Popper, C.G.Hempel, E.Nagel κ.ά.).283
Οι Hempel και P.Oppenheim (1948) πρότειναν ένα δικό τους ακριβές σχήμα για την
επιστημονική εξήγηση το οποίο παραμένει έκτοτε στο κέντρο πολλών συναφών συζητήσεων: το
λεγόμενο «παραγωγικό-νομολογικό μοντέλο» (deductive-nomological) της επιστημονικής
εξήγησης. Μια εξήγηση αυτού του τύπου «εξηγεί» με το να υπάγει το εξηγητέο γεγονός σε έναν
«γενικό νόμο». Οι δύο αυτοί ερευνητές ασχολήθηκαν με παραγωγικές εξηγήσεις επιμέρους
γεγονότων, καθώς και με παραγωγικές εξηγήσεις γενικών νόμων, ωστόσο ακριβή περιγραφή για
279
Με τον όρο ‘εξήγηση’ κάποιοι αναφέρονται σε γλωσσικές οντότητες (εξηγούσες και εξηγητέες προτάσεις),
ενώ άλλοι αναφέρονται στα συναφή γεγονότα… Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με την εν λόγω αμφισημία.
280
Ένα κλασικό παράδειγμα έγκυρης Παραγωγής: «Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί». «Ο Α είναι άνθρωπος».
Συμπέρασμα: «Ο Α είναι θνητός».
281
Κλασικό παράδειγμα Επαγωγής: «Τα κοράκια που παρατηρήθηκαν ήταν μαύρα». Συμπέρασμα: «Όλα τα
κοράκια είναι μαύρα».
282
Ο λεγόμενος «Δημιουργισμός» (special creation) και ο «Βιταλισμός», είναι χαρακτηριστικά
(«ανθρωπομορφικά») παραδείγματα υποτιθέμενης «εξήγησης» όψεων της φύσης (ποικιλία των έμβιων όντων), με
επίκληση αντίστοιχα, είτε ενός υπερφυσικής προέλευσης «σκοπού» (η θέληση του Θεού), είτε μιας «ζωτικής
δύναμης» («εντελέχεια»). Αυτές ωστόσο οι προσφυγές σε ανθρωπομορφικές και τελεολογικές εξηγήσεις
απορρίφθηκαν από τους περισσότερους φιλόσοφους και επιστήμονες, επειδή ακριβώς αφορούν υποθέσεις που δεν
μπορούν ούτε κατ’αρχήν να εξεταστούν από την εμπειρική επιστήμη και έρευνα.
283
Σημειώνουμε εδώ και μια ακόμη εκδοχή: κάποιοι υποστήριξαν κατά καιρούς πως η «εξήγηση» συνίσταται
απλώς στην «αναγωγή του ανοίκειου» και του μυστηριώδους, σε εκείνο που είναι οικείο. Μια τέτοια θέση εκτός
άλλων προβλημάτων, μας φέρνει πολύ κοντά και στα προβλήματα του ανθρωπομορφισμού…
104
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
284
τα χαρακτηριστικά τους έδωσαν μόνο για τις πρώτες. Οι νόμοι διαχωρίστηκαν σε «καθολικούς»
(παραγωγικο-νομολογικοί) και σε «στατιστικούς» (επαγωγικο-στατιστικούς και παραγωγικοστατιστικούς).
Το «παραγωγικό-νομολογικό μοντέλο» ονομάζεται πολύ συχνά και «μοντέλο του
επικαλύπτοντος νόμου» (covering-law model).
Τι είναι ένας επιστημονικός «νόμος»; Νόμος είναι μια ‘κανονικότητα’ που έχει ισχύ για όλο
το σύμπαν, σε κάθε τόπο και σε κάθε χρόνο. Εδώ προκύπτει αμέσως ένα πρόβλημα: ορισμένες
κανονικότητες εμφανίζονται ως «έννομες» (lawful) και κάποιες άλλες όχι. Παράδειγμα: α) «Όλα
τα αέρια σε δοχεία σταθερού όγκου, ασκούν μαγαλύτερη πίεση όταν θερμαίνονται», β) «Κανένα σήμα
δεν ταξιδεύει ταχύτερα από το φως». Επίσης παρατηρείστε αντίστοιχα τις εξής προτάσεις: γ) «Όλα
τα πορτοκάλια στο ψυγείο μου είναι πράσινα» και δ) «Καμία χρυσή σφαίρα δεν έχει μάζα μεγαλύτερη
από 1000 kg». Ας υποθέσουμε πως οι προτάσεις αυτές είναι όλες αληθείς. Κάθε μια έχει όπως
διαπιστώνουμε την γενική μορφή «Όλα τα Χ είναι Ψ» ή «Κανένα Χ δεν είναι Ψ». Προτάσεις
αυτής της μορφή στις ονομάζουμε «καθολικές γενικεύσεις». Αντίστοιχα σημαίνουν: «Οτιδήποτε
είναι Χ είναι επίσης και Ψ», και «Τίποτα από ό,τι είναι Χ δεν είναι και Ψ». Εντούτοις: οι α και β
προτάσεις δεν αναφέρονται σε κανένα συγκεκριμένο αντικείμενο, γεγονός, χρόνο ή τόπο ‘ το
αντίθετο παρατηρούμε για τις γ και δ.
Οι «νόμοι της φύσης» είναι γενικώς αποδεκτό πως έχουν δύο κύριες ‘ικανότητες’. Κατά
πρώτον, υποστηρίζουν «αντιγεγονικές» (counterfactual) συνεπαγωγές. Αντιγεγονική πρόταση είναι
μια υποθετική πρόταση της οποίας η υπόθεση είναι ψευδής.285 Μια πρόταση που δηλώνει νόμο
(όπως η α) θα υποστηρίξει έναν αντιγεγονικό ισχυρισμό. Δεύτερον, οι νόμοι της φύσης
υποστηρίζουν «τροπικές» προτάσεις φυσικής αναγκαιότητας ή αδυνατότητας.286
Πολλοί πρότειναν πως μπορούμε να διακρίνουμε τις αληθείς γενικεύσεις που είναι ‘έννομες’
από εκείνες που είναι «συμπτωματικές» (accidental). Επιπλέον: μεταξύ καθολικών γενικεύσεων,
ανεξάρτητα από την αλήθεια τους, είναι δυνατόν να διακρίνουμε αυτές που αποτελούν «νομοειδείς
(lawlike) γενικεύσεις» από εκείνες που δεν είναι. («Νομοειδής» είναι μια γενίκευση που έχει όλα
τα χαρακτηριστικά ώστε να είναι νόμος, εκτός, ίσως, από το να είναι αληθής).
Αρκετά χρόνια έπειτα από την δημοσίευή του, το άρθρο των Hempel και Oppenhiem
δέχθηκε ισχυρή κριτική. Ένα μέρος αυτής ασκήθηκε με την βοήθεια “αντι-παραδειγμάτων” τα
οποία έδειχναν πως οι προδιαγραφές των δυο συγγραφέων αυτών δεν είναι «επαρκείς» για να
καθορίσουν το τι συνιστά μια αποδεκτή επιστημονική εξήγηση. Ένα δεύτερο κομμάτι της κριτικής
έδωσε παραδείγματα αποδεκτών εξηγήσεων τα οποία αποτυγχάνουν να ικανοποιήσουν τις
προδιαγραφές των Hempel-Oppenheim ‘ έδειχναν δηλαδή ότι δεν είναι απαραίτητο να
πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις ώστε να έχουμε ορθές εξηγήσεις.287
284
Οι ίδιοι παρατήρησαν πως στις επιστήμες μπορούμε να βρούμε και άλλους τύπους εξήγησης, όπως εξηγήσεις
που δεν προσφεύγουν σε καθολικές γενικεύσεις αλλά σε «στατιστικούς νόμους».
285
Παράδειγμα: κόβω ένα κομμάτι ξύλο από ένα δέντρο και αμέσως το καίω στο τζάκι. Δεν το τοποθέτησα ποτέ
στο νερό (και δεν πρόκειται ασφαλώς ούτε στο μέλλον το κομμάτι αυτό να βρεθεί εκεί). Έχω ωστόσο την προδιάθεση
να πώ ότι «εάν είχε τοποθετηθεί στο νερό, θα επέπλεε». Αυτή η πρόταση στα εισαγωγικά είναι μια ‘αντιγεγονική
υποθετική’ πρόταση.
286
Για παράδειγμα, μια πρόταση που λέει: «σε όλα τα κλειστά συστήματα η ποσότητα της ενέργειας παραμένει
σταθερή» (1ος νόμος της θερμοδυναμικής) συνεπάγεται την αδυνατότητα κατασκευής αεικίνητου 1 ου είδους (μιας
μηχανής που θα παρήγαγε ωφέλιμο έργο χωρίς παραοχή ενέργειας από εξωτερική πηγή). Αντιθέτως, εάν θεωρήσουμε
την πρόταση: «όλες οι εργασίες κατασκευής καπέλων στη φυλή των Quechua γίνονται από τις γυναίκες», αυτή δεν
υποστηρίζει πως είναι αδύνατο ένα καπέλο της φυλής να έχει φτιαχτεί από κάποιον άνδρα.
287
Βέβαια πρέπει να παρατηρήσουμε εδώ πως οι Hempel & Oppenheim είχαν αναγνωρίσει ρητά την δυνατότητα
ύπαρξης στην επιστήμη και νόμιμων «στατιστικών» εξηγήσεων ‘ δεν απαιτούσαν όλες οι ορθές εξηγήσεις να
συμμορφώνονται με το παραγωγικο-νομλογικό μοντέλο. Κλασικά (αντι)παραδείγματα για όλα αυτά βρίσκονται στο:
105
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Οι εξηγήσεις «παραγωγικο-νομολογικού» τύπου δεν είναι οι μόνες που συναντάμε στο πεδίο
της επιστήμης. Οι «στατιστικοί νόμοι» και οι «στατιστικές» εξηγήσεις παίζουν εξίσου πολύ
σημαντικό ρόλο. Στο «παραγωγικό-στατιστικό μοντέλο», οι στατιστικές κανονικότητες εξηγούνται
μέσω της παραγωγής τους από πιο ευρείς στατιστικούς νόμους. Η μόνη διαφορά (όσον αφορά την
λογική τους μορφή) των παραγωγικο-στατιστικών εξηγήσεων από εκείνες που ονομάστηκαν
παραγωγικο-νομολογικές εξηγήσεις ή γενικεύσεις, είναι ότι στις πρώτες η εξήγηση είναι ένας
στατιστικός νόμος, ενώ το εξηγούν πρέπει να περιέχει τουλάχιστον έναν στατιστικό νόμο. Οι
καθολικοί νόμοι όπως είδαμε έχουν την μορφή «Όλα τα Χ είναι Ψ» ή «Κανένα Χ δεν είναι Ψ» ‘ οι
στατιστικοί νόμοι μας πληροφορούν πως ‘ένα ορισμένο κλάσμα από τα Χ είναι Ψ’.
Ένας δεύτερος τύπος στατιστικής εξήγησης, το «επαγωγικό-στατιστικό μοντέλο», εξηγεί
επιμέρους συμβάντα υπάγοντάς τα σε στατιστικούς νόμους.288
Προς αντιμετώπιση διαφόρων προβλημάτων που παρουσιάζονται στα μοντέλα αυτά,
διατυπώθηκαν από τον Hempel αντίστοιχες διορθωτικές απαντήσεις στις οποίες όμως δεν θα
αναφερθούμε εδώ. Η τελική μορφή της δικής του θεωρίας για την επιστημονική εξήγηση, η οποία
και έγινε ευρέως αποδεκτή και καθιερώθηκε μπορούμε να πούε στην κοινότητα των φιλοσόφων
της επιστήμης από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και έπειτα, είναι η εξής:
(1) Η εξήγηση πρέπει να είναι ένα επιχείρημα που παρουσιάζει ορθή (παραγωγική ή
επαγωγική) μορφή.
(2) Το εξηγούν πρέπει να περιέχει τουλάχιστον έναν γενικό νόμο (καθολικό ή στατιστικό),
και αυτός ο νόμος πρέπει να απαιτείται πραγματικά για την συναγωγή του εξηγητέου.
(3) Το εξηγούν πρέπει να έχει εμπειρικό περιεχόμενο ‘ πρέπει να είναι –τουλάχιστον
κατ’αρχήν- ικανό να ελεγχθεί από το πείραμα ή την παρατήρηση.
(4) Οι προτάσεις που συγκροτούν το εξηγούν πρέπει να είναι αληθείς.
(5) Η εξήγηση πρέπει να ικανοποιεί την ‘απαίτηση για μέγιστη εξειδίκευση’289.
Μια σημείωση για τον «ντετερμινισμό»: είναι η θεωρία η οποία υποστηρίζει πως οτιδήποτε
συμβαίνει μέσα στο σύμπαν καθορίζεται επακριβώς από πρότερες συνθήκες. Εάν αυτή η θεωρία
είναι σωστή, τότε κάθε γεγονός στην ιστορία του σύμπαντος (είτε του παρελθόντος, είτε του
παρόντος, είτε του μέλλοντος) είναι κατ’αρχήν παραγωγικά εξηγήσιμο.
Η καθιερωμένη αντίληψη είναι πως οι επιστημονικές εξηγήσεις είναι ‘επιχειρήματα’. Η
άποψη αυτή χαρακτηρίστηκε και ως «συναγωγική (inferential) αντίληψη» περί επιστημονικής
εξήγησης. Λόγω δυσκολιών που συνδέονται κυρίως με την επαγωγικο-στατιστική εξήγηση
προτάθηκε και ένα ακόμη πρότυπο για στατιστικές εξηγήσεις επιμέρους συμβάντων: το μοντέλο
της «στατιστικής σχέσης» για την εξήγηση. Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι πως δεν
εκλαμβάνει τις εξηγήσεις ως επιχειρήματα, ενώ βασικό του πρόβλημα θεωρείται το ότι
επικεντρώνεται στην στατιστική ‘σχέση’ και όχι στην ‘αιτιακή’ σχέση: δημιουργεί δηλαδή μια
σύγχυση ανάμεσα σε αιτίες και συσχετίσεις.
Ένα άλλο ζήτημα που απασχόλησε πολλούς επιστήμονες κατά καιρούς είναι αυτό της
«ενοποίησης». Ένας μεγάλος αριθμός εξειδικευμένων κανονικοτήτων ενοποιούνται σε μια θεωρία
που περιλαμβάνει έναν μικρό αριθμό παραδοχών ή αξιωμάτων. Ο Michael Friedman (1974)
επεξεργάστηκε το θέμα αυτό. Ισχυρίστηκε πως η κατανόησή μας του σύμπαντος αυξάνεται όσο
μειώνεται το πλήθος των ανεξάρτητων παραδοχών που χρειαζόμαστε. Είναι η ιδέα πως
M.H.Salmon, Earman, Glymour, Lennox, Machamer, McGuire, Norton, W.C.Salmon, Scheffner, Εισαγωγή στη
Φιλοσοφία της Επιστήμης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2003, σελ.22-25.
288
‘Αντι-παραδείγματα’ διατυπώθηκαν και για το επαγωγικό-στατιστικό μοντέλο (Salmon, et. al, Εισαγωγή στη
Φιλοσοφία της Επιστήμης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2003, σελ.30-33).
289
“requirement of maximal specificity”: Όταν συγκροτούμε επαγωγικο-στατιστικές εξηγήσεις, πρέπει να
συμπεριλάβουμε όλη τη σχετική γνώση που διαθέτουμε και η οποία θα ήταν, κατ’αρχήν, διαθέσιμη πριν από το
εξηγητέο γεγονός.
106
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
αντιλαμβανόμαστε τι γίνεται στον κόσμο εάν μπορούμε να τον ταιριάξουμε με ένα ‘περιεκτικό’
κοσμοείδωλο. Για τον Friedman η αξία της εξήγησης έγκειται στο ότι συνταιριάζει τα πράγματα
σε μια καθολική δομή, ή σε μια δομή που καλύπτει μεγάλα τμήματα του σύμπαντος.
Για κάποιους φιλοσόφους, σε πολλές περιπτώσεις το να βρεί κανείς την ‘εξήγηση’
ισοδυναμεί απλώς με το να βρει ‘τις αιτίες’ (αυτό αφορά την εξήγηση σε ένα επίπεδο ‘τοπικό’).
Συχνά, στην προσπάθειά μας να βρούμε ‘αιτιακές εξηγήσεις’ για ποικίλα συμβάντα συμβαίνει να
πρέπει να ανφερθούμε σε οντότητες οι οποίες δεν είναι άμεσα παρατηρήσιμες με τις αισθήσεις
μας. Προσπαθούμε να ανακαλύψουμε (κατά το πλείστον ‘κρυμμένους’) μηχανισμούς που
προκαλούν τα εν λόγω γεγονότα. Όλη αυτή η προσπάθεια ανήκει σε μια άλλη μεγάλη παράδοση
αναφορικά με την επιστημονική εξήγηση: συνήθως ονομάζεται «αιτιοκρατική-μηχανιστική
παράδοση» (causal-mechanical tradition). Το πρόβλημα εδώ είναι πως οδηγούμαστε και πάλι στην
γνωστή δυσκολία που αντιμετώπισε και ο Hume: παρατηρούσε μεν σταθερές συζεύξεις
γεγονότων, αδυνατούσε όμως να προσδιορίσει την ταυτότητα της «σύνδεσης» ανάμεσα σε αιτία
και αποτέλεσμα, το ‘πώς’ η αιτία προκαλεί (‘αναγκαία’) το αποτέλεσμα. Η διατύπωση μιας
ικανοποιητικής θεωρίας περί αιτιότητας αποτελεί με έναν τρόπο ζητούμενο ακόμη και μέχρι
σήμερα.
Έως τώρα ασχοληθήκαμε με την εξήγηση και όχι με την ‘εξηγητική διαδικασία’. Οι
μελετητές της γλώσσας, συνήθως διακρίνουν τρια μέρη: την σύνταξη (σχέσεις μεταξύ συμβόλων,
καθαρή ‘γραμματική’), την σημασιολογία (σχέσεις μεταξύ των συμβόλων και των πραγμάτων στα
οποία αυτά αναφέρονται – ‘νόημα’ και ‘αλήθεια’), και την «πραγματολογική ανάλυση». Η
τελευταία ασχολείται με τις σχέσεις μεταξύ των συμβόλων, με αυτό στο οποίο αναφέρονται και με
τους ίδιους τους χρήστες της γλώσσας. Όταν προσπαθούμε να εξηγήσουμε κάτι, ένα πρώτο
πραγματολογικό βήμα είναι η διασάφηση της ερώτησης. Άλλο πραγματολογικό χαρακτηριστικό
της εξήγησης αφορά την γνώση και την διανοητική ικανότητα του ατόμου (ή όμαδας) που επιζητά
την εξήγηση.290 Σε ό,τι αφορά τον ρόλο των πραγματολογικών στοιχείων στην εξήγηση, ο
P.Railton (1981) εισήγαγε την έννοια του «ιδανικού εξηγητικού κειμένου» (ideal explanatory
text): αυτό περιλαμβάνει ‘όλα’ τα γεγονότα και ‘όλους τους νόμους’ που είναι σχετικοί με το
εξηγητέο γεγονός ‘ περιγράφει με λεπτομέρειες όλες τις αιτιακές συνδέσεις, όλους τους
κρυμμένους μηχανισμούς. Ασφαλώς ένα τέτοιο κείμενο είναι τεράστιο και σύνθετο και σπάνια
συντάσσεται. Όταν όμως παρέχουμε γνώση που είναι αναγκαία ώστε να συμπληρωθούν πλευρές
του ιδανικού κειμένου, τότε πράγματι παρέχουμε εξηγητικές πληροφορίες ‘ αυτό είναι κι εκείνο
που ψάχνουμε συνήθως. Το ιδανικό κείμενο ορίζει τι είναι ‘σχετικό’ με το εξηγητέο γεγονός ‘
εμείς είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε επιλογή των πληροφοριών που θα παρασχεθούν. Η
πραγματολογική ανάλυση της εξήγησης προσδιορίζει το ‘τι προέχει’, το ποιες δηλαδή όψεις του
ιδανικού κειμένου είναι κατάλληλες για μια εξήγηση σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο.291
Σταματούμε εδώ αυτή τη σύντομη διερεύνηση των προβλημάτων που αφορούν την
επιστημονική εξήγηση μια παρατήρηση: η ‘εξήγηση’ είναι κάτι ιδιαίτερα σύνθετο και έχει πολλές
διαφορετικές πλευρές ‘ δύο εκ των σημαντικότερων ίσως είναι η αποκάλυψη μηχανισμών που
‘δρουν’ ‘κάτω’ από την επιφάνεια των φαινομένων, και η ενσωμάτωση φαινομένων μέσα σε
περιεκτικές εικόνες του κόσμου. Στις αρχές του 20ου αιώνα η εξήγηση όπως είδαμε θεωρήθηκε
πως ανήκει στην σφαίρα της μεταφυσικής ‘ με την πάροδο του χρόνου, η άποψη στην οποία
συγκλίνουν οι περισσότεροι είναι πως, ανεξάρτητα από το πώς θα την ερμηνεύσουμε, η
290
Άλλη μια πραγματολογική διάσταση αφορά το ενδιαφέρον του ακροατηρίου που ακούει μια εξήγηση.
Με μια έννοια δεν υπάρχει ‘μια’ μόνο, «η» εξήγηση ενός φαινομένου ‘ διαφορετικές εξηγήσεις παρέχουν ένα
διαφορετικό είδος κατανόησης του ίδιου γεγονότος. Πραγματολογικά θέματα υπαγορεύουν την επιλογή της μιας ή της
άλλης εξήγησης μέσα σε ένα δεδομένο πλαίσιο.
291
107
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
επιστημονική εξήγηση υπάρχει και η επιστήμη μπορεί πράγματι να παρέχει κατανόηση του
κόσμου χωρίς, για παράδειγμα, επίκληση μυστήριων υπερ-φυσικών παραγόντων.
Κάτι ακόμη. Αναφερθήκαμε παραπάνω σε «πιθανότητες». Είναι χρήσιμο να ανοίξουμε μια
πολύ μικρή παρένθεση στο σημείο αυτό μια και υπάρχουν διαφορετικές απόψεις που δίνονται σε
ό,τι αφορά το νόημα αυτού του όρου.292
Η «κλασική» ερμηνεία έχει συνδεθεί με το όνομα του Pierre Simon de Laplace (1749-1827).
Σύμφωνα με αυτήν, “η πιθανότητα να προκύψει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα ισούται με τον
λόγο του αριθμού των ευνοϊκών αποτελεσμάτων προς τον αριθμό όλων των ‘εξίσου’ δυνατών
αποτελεσμάτων”. Για να καταστήσει περισσότερο σαφές τι εννοεί λέγοντας ‘εξίσου δυνατών’ ο
Laplace διατύπωσε την «αρχή της αδιαφορίας»: σύμφωνα με αυτή, δύο αποτελέσματα είναι
εξίσου δυνατά (“ίσης πιθανότητας”) εάν δεν έχουμε κανένα λόγο να προτιμήσουμε κάποιο από
αυτά έναντι των άλλων.293 Ωστόσο, σύμφωνα με ένα βασικό αξίωμα των μαθηματικών
πιθανοτήτων, η πιθανότητα ενός δεδομένου αποτελέσματος (κάτω από καθορισμένες συνθήκες),
είναι ένας ‘μοναδικός’ πραγματικός αριθμός. Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, σημειώνουμε ότι
η κλασική ερμηνεία παρουσιάζει το πρόβλημα ότι δεν μας παρέχει μοναδικά αποτελέσματα
(μπορούμε να βρούμε δύο διαφορετικές πιθανότητες για το ίδιο αποτέλεσμα).
Μια δεύτερη ερμηνεία, είναι αυτή που αντιμετωπίζει την πιθανότητα ως «συχνότητα».
Πιθανό είναι αυτό που συμβαίνει συχνά. Στην ερμηνεία αυτή εμπλέκεται μια ‘δυνάμει άπειρη’
ακολουθία294 η έννοια του ‘ορίου’ μιας ακολουθίας των σχετικών συχνοτήτων το οποίο θα ισούται
με την πιθανότητα. Αυτό είναι και το νόημα της πρότασης ότι η ‘πιθανότητα’ ενός συγκεκριμένου
συμβάντος ταυτίζεται, εξ ορισμού, με την μακροπρόθεσμη σχετική συχνότητα. Και εδώ
ανακύπτουν προβλήματα. Εμείς στην πραγματικότητα παρατηρούμε ένα περιορισμένο τμήμα μιας
ακολουθίας και προεκτείνουμε στο μέλλον τα σχετικά συμπεράσματα. Πώς μπορούμε να βρούμε
τις τιμές αυτών των οριακών συχνοτήτων; Και ακόμη παραπέρα: υπάρχει κάποια εγγύηση ότι
υπάρχει καν τέτοιο όριο σχετικής συχνότητας; Η βασική δυσκολία είναι η δυνατότητα
‘διακρίβωσης’: πώς μπορούμε να αποδώσουμε τιμές σε πιθανότητες τέτοιου είδους; Αυτό το
ερώτημα μας επαναφέρει στο πρόβλημα του Hume για την δικαιολόγηση της επαγωγής…
Επιπρόσθετα, ένα ακόμη πρόβλημα: εάν ως πιθανότητα ορίζεται η τιμή του ορίου της συχνότητας
μιας ‘δυνάμει άπειρης’ ακολουθίας γεγονότων, τότε τι νόημα έχει να μιλάμε για πιθανότητες
‘μεμονωμένων’ συμβάντων (ατομικά γεγονότα ή πεπερασμένα σύνολα γεγονότων);295
Μια τρίτη ερμηνεία της πιθανότητας είναι αυτή της «πιθανότητας ως τάσης». Διατυπώθηκε
με σαφήνεια για πρώτη φορά από τον Popper και είχε κύρι στόχο να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα
των ‘μεμονωμένων περιπτώσεων’. Συνοπτικά, η πρόταση είναι να συνδέσουμε την πιθανότητα με
την «τυχαιότητα της διάταξης» που παράγει ένα συγκεκειμένο αποτέλεσμα, αντί να την ορίσουμε
μέσω της ακολουθίας των συναφών αποτελεσμάτων… Η ιδέα περί ‘τάσης’, δηλαδή
‘πιθανοκρατούμενης αιτιακής ροπής’ δεν παρέχει τελικώς μια αποδεκτή ερμηνεία του λογισμού
των πιθανοτήτων.
292
Βλπ. Salmon, et. al, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Επιστήμης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2003,
σελ.96-131.
293
Όταν δεν έχουμε κανέναν ‘λόγο’ να θεωρήσουμε το ένα αποτέλεσμα πιθανότερο κάποιου άλλου, τότε δεν
πρέπει να καταλήξουμε ‘αυθαίρετα’ στην προτίμηση του ενός έναντι των άλλων.
294
Για παράδειγμα το διαδοχικό στρίψιμο ενός κανονικού νομίσματος, από το οποίο προκύπτει μια ακολουθία
αποτελεσμάτων. Είναι δυνατό να συσχετίσουμε αυτή την ακολουθία με μια άλλη, εκείνη των “σχετικών συχνοτήτων
εμφάνισης”, δηλαδή την αναλογία στριψιμάτων που έφεραν κορώνα μέχρι ένα δεδομένο σημείο της ακολουθίας. Εάν
το κέρμα είναι φυσιολογικό αναμένουμε η πιθανότητα να εμφανιστεί κορώνα να είναι ½.
295
Το ζήτημα της ‘μεμονωμένης’ περίπτωσης εγείρει επομένως προβλήματα σε σχέση με την ‘εφαρμοσιμότητα’
της ερμηνείας αυτής.
108
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Επίσης, η «λογική ερμηνεία»: αναφέρεται στην προσπάθεια του R.Carnap να κατασκευάσει
μια «λογική θεωρία των πιθανοτήτων». Ο Carnap χαρακτήρισε τη ‘λογική πιθανότητα’ ως
«βαθμό επικύρωσης» (κάποιοι έδωσαν σε αυτή έναν ισοδύναμο ορισμό της, ως «επαγωγικής
πιθανότητας»). Το ευρύτερο σχέδιό του ήταν να αναπτύξει μια τυπική επαγωγική λογική κατά
τρόπο ανάλογο με αυτόν της παραγωγικής λογικής.296
Κλείνουμε την παρένθεση.
(α).2.1. Ρεαλισμός των οντοτήτων – η Παρέμβαση στο Εργαστήριο
Στη δεκαετία του 1980 έλαβε χώρα στο πεδίο της Φιλοσοφίας της Επιστήμης μια διαμάχη που
αφορούσε το πρόβλημα της σχέσης της επιστημονικής γνώσης με τον κόσμο.297 Συνήθως η
αναπαραστατική σχέση θεωρίας και πραγματικότητας κατανοείται ως ‘αντιστοίχηση’ ανάμεσα
στις προτάσεις (ή οντότητες) μιας θεωρίας και τον κόσμο. Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν οι
προτάσεις της θεωρίας να λάβουν ‘αληθοτιμή’; Και, αντιστοιχούν οι θεωρητικές οντότητες με
οντότητες που υπάρχουν στον κόσμο; Σύμφωνα με τη «ρεαλιστική προσέγγιση των θεωριών», οι
επιστημονικές θεωρίες είναι αληθείς ή ψευδείς και η αληθοτιμή τους καθορίζεται ανεξάρτητα από
τη γνώση μας. Σύμφωνα με τον «ρεαλισμό των οντοτήτων» οι θεωρητικές οντότητες είναι
υπαρκτές.298 Στη διαμάχη θα πάρουν μέρος οι Bas van Fraasen, Nancy Cartwright, Ian Hacking,
Arthur Fine κ.ά. Εμείς θα σταθούμε εδώ, πολύ επιγραμματικά, στις απόψεις του Ian Hacking.
Ο Ian Hacking ασκεί κριτική στον «κοινωνιολογικό σχετικισμό» γιατί «υποτιμά, όπως γράφει,
το ρόλο της φύσης» στις επιστήμες. Θέτει λοιπόν το ερώτημα της διάκρισης ανάμεσα στη
διαδικασία και στο προϊόν της επιστημονικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Hacking, όσο το ζήτημα του επιστημονικού ρεαλισμού παραμένει
στο επίπεδο της “αναπαράστασης”, δεν μπορεί να υπάρξει τελικό επιχείρημα υπέρ του ρεαλισμού
ή του αντιρεαλισμού.299 Σε αυτό που πρέπει να δοθεί έμφαση, είναι στην αλλαγή της ίδιας της
πραγματικότητας κατά τη γνωστική διαδικασία, στην έννοια της πρακτικής.300 Το κέντρο βάρους
οφείλει να μετατοπιστεί στην παρέμβαση μέσω του πειράματος.
Η ‘θεωρία’ συνίσταται σε θεωρητικές υποθέσεις (speculations) οι οποίες αποτελούν νοητικές
αναπαραστάσεις ενός αντικειμένου. Οι υποθέσεις αυτές δεν έχουν άμεση σχέση με τον κόσμο ή τα
φαινόμενα. Η σύνδεση αποκαθίσταται με την υπολογιστική δραστηριότητα, η οποία δεν είναι παρά
296
Ακόμη, έχουμε την «υποκειμενική ερμηνεία»: Η ερμηνεία της πιθανότητας ως συχνότητας, ή ως τάσης,
θεωρούνται είδη «φυσικών πιθανοτήτων»: εκφράζουν αντικειμενικά χαρακτηριστικά του πραγματικού κόσμου.
Πολλοί φιλόσοφοι θεωρούν ότι στις πιθανότητας εμπλέκεται και ένα ‘υποκειμενικό στοιχείο’, συνδεδεμένο με τον
βαθμό πεποίθησης στον οποίο κάποιο άτομο πιστεύει στην μια ή την άλλη πρόταση. Γενικά ο βαθμός πεποίθησης,
υποκειμενικής δέσμευσης, αποτυγχάνει να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του μαθηματικού λογισμού.
Και τέλος: η «προσωπική πιθανότητα». Τι θα συνέβαινε εάν υποθετικά οι βαθμοί πεποίθησης ενός ανθρώπου δεν
παραβίαζαν τον λογισμό των πιθανοτήτων;…
297
Ας σημειώσουμε, πως η διαμάχη αυτή δεν αναφερόταν στην κατάφαση ή την άρνηση μιας οντολογίας
ανεξάρτητα από τη δυνατότητα να καταστεί αυτή γνώσιμη.
298
Ian Hacking, Αναπαριστώντας και παρεμβαίνοντας, Πανεπιστ.εκδ. ΕΜΠ 2002.
299
O Hacking θα διατυπώσει το 1986 τη βασική φιλοσοφική θέση του “δυναμικού νομιναλισμού” με κυρίαρχο
παράδειγμα την ιδέα για την έννοια του ανθρώπου ενώ δηλώνει ρητά την οφειλή του στον Foucault σχετικά με τη
θέση του τελευταίου για τη «σύσταση των υποκειμένων» καθώς και για την εμφάνιση της πιθανότητας (M. Foucault,
Οι Λέξεις και τα Πράγματα, Γνώση). Τον 17ο αι. από την απόλυτη γνώση περνάμε σε ένα δίκτυο σημείων υφασμένο
σταδιακά από τη γνώση του πιθανού. Ο Ian Hacking θα σχεδιάσει μια ιστορία της πιθανότητας. Η αιτιοκρατία
υποχωρεί κατά τον 19ο αι. και δημιουργούνται αυτόνομοι νόμοι του τυχαίου. Το τυχαίο γίνεται στοιχείο των
διαδικασιών της φύσης και της κοινωνίας.
300
«τελικός κριτής στη φιλοσοφία δεν είναι το πώς σκεφThomasτε, αλλά το τι κάνουμε», (Ian Hacking,
Αναπαριστώντας και παρεμβαίνοντας, ΕΜΠ σελ. 63).
109
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
ο μαθηματικός μετασχηματισμός μιας θεωρητικής υπόθεσης ώστε αυτή να είναι συντονισμένη με
τον κόσμο, και λαμβάνει ενδιάμεση θέση ανάμεσα στη θεωρητική και πειραματική δραστηριότητα.
Δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τα φαινόμενα που αποκαλύπτονται στο εργαστήριο σαν να
ήταν ήδη δεδομένα στη φύση ως συνέπειες της φυσικής νομολογίας, και σαν να μην μας έμενε
άλλο τίποτα από το να τα ανακαλύψουμε με την παρατήρηση και το πείραμα. Τα φαινόμενα δεν
είναι συνήθως αποτέλεσμα απλής παρατήρησης της φύσης ‘ παράγονται στο εργαστήριο κάτω από
καθορισμένες και ελεγχόμενες συνθήκες, οι οποίες είναι και οι ίδιες τεχνητά παραγόμενες μέσω
άλλων φαινομένων κλπ. Η απομόνωση, η διάκριση και σταθεροποίηση των φαινομένων παρέχουν
τη δυνατότητα επανάληψής τους στο εργαστήριο, και αυτή τη διαδικασία ονομάζει ο Hacking
«δημιουργία του φαινομένου». Αυτή η «δημιουργία» αποτελεί διαδικασία παρέμβασης. Συνήθως οι
θεωρίες μας, εφόσον έχουν ως στόχο την αλήθεια ή την εμπειρική επάρκεια, ασχολούνται με την
περιγραφή ή την εξήγηση φαινομένων που «προϋπάρχουν» και αναμένουν την ανακάλυψή τους.
Προϋπόθεση της συνεργασίας υποθέσεων, υπολογισμών και πειράματος είναι η ύπαρξη
πραγματικών θεωρητικών οντοτήτων, οι οποίες είναι μέρος της εσκεμμένης δημιουργίας νέων
φαινομένων. Με αυτά σηματοδοτείται μια «επιστροφή» στην Βακωνική θεώρηση (Fr.Bacon) της
φυσικής επιστήμης.
Ο Hacking θα ορίσει το ‘παρατηρήσιμο’ ως μέρος του υλικού στο οποίο παρεμβαίνουμε και
την παρατήρηση ως παρέμβαση. Μπορούμε να θεωρήσουμε την παρατήρηση ανεξάρτητα από τη
θεωρία, ή οι παρατηρησιακοί όροι είναι “εμποτισμένοι από θεωρία” (N.R.Hanson κ.ά.); Ο
Hacking θεωρεί πως η θέση του Hanson κλίνει προς τον ‘ιδεαλισμό’ γιατί είναι σαν να θεωρεί το
περιεχόμενο μιας επιστημονικής έκφρασης πλήρως προσδιοριζόμενο από το πώς σκεφThomasτε
και όχι από μια ανεξάρτητη από το νου πραγματικότητα. Η παρατήρηση αποτελεί μια ικανότητα
παρέμβασης που υπόκειται σε άσκηση και δεν εξαρτάται μόνο από τη θεωρία. Δεν ενέχουν δε,
υποστηρίζει, όλες οι αναφορές της παρατήρησης κάποιο φορτίο επιστημονικής θεωρίας.
Τι συμβαίνει με τα όργανα της παρατήρησης; Πρέπει λοιπόν να μάθεις να το χρησιμοποιείς
για να μπορέσεις να δεις μέσα από ένα μικροσκόπιο ‘ βλέπεις πράττοντας όχι απλώς κοιτώντας…
Οι εικόνες που λαμβάνουμε από το μικροσκόπιο είναι “πραγματικά χαρακτηριστικά” του
αντικειμένου; Ο Hacking υποστηρίζει ότι πράγματι ‘βλέπουμε’ με το μικροσκόπιο. Εάν
θεωρήσουμε δύο φυσικές διαδικασίες που μπαίνουν σε εφαρμογή ώστε να ανιχνεύσουμε με το
μικροσκόπιο και οι οποίες δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους, τότε θα ήταν παράλογη σύμπτωση
εάν επανειλημμένα παρήγαγαν όμοιες οπτικές διαμορφώσεις που θα συνιστούσαν τεχνήματα των
φυσικών διαδικασιών και όχι αληθείς δομές…(«επιχείρημα εκ συμπτώσεως»).
Ο ‘απαγωγικός’ συλλογισμός είναι έγκυρος ή όχι; Μπορούμε, δηλαδή, από την αλήθεια του
συμπεράσματος να συνάγουμε την αλήθεια των προκείμενων; Στη διαμάχη περί επιστημονικού
ρεαλισμού η μορφή αυτού του συλλογισμού είναι η «συναγωγή στην καλύτερη εξήγηση»: Εάν
έχουμε ένα σύνολο δεδομένων Δ και θεωρούμε διαφορετικές υποθέσεις Υ και Υ΄, οι οποίες
εξηγούν τα δεδομένα αυτά, συνάγουμε ως αληθή την Υ εάν η Υ αποτελεί την “καλύτερη εξήγηση”
για το Δ. Ο Hacking διακρίνει εδώ τρία επιχειρήματα: θα πρέπει κανείς να υποθέσει αμέτρητες
συμπτώσεις ώστε να δικαιολογήσει ότι το παρατηρούμενο φαινόμενο «συμπεριφέρεται» ωσάν να
έχει παραχθεί από μη υπαρκτά πράγματα όπως οι θεωρητικές οντότητες («απλό επιχείρημα της
συναγωγής»). Η μόνη εξήγηση για την ταύτιση συμπερασμάτων σε σχέση με ορισμένες
θεωρητικές οντότητες από θεωρίες οι οποίες είναι ασύνδετες, είναι ότι οι θεωρητικές οντότητες
είναι υπαρκτές και το συμπέρασμα γι’ αυτές αληθές («επιχείρημα της κοσμικής σύμπτωσης»).
Τέλος εάν οι θεωρίες μας δεν ήταν αληθείς και οι θεωρητικές οντότητες που θεμελιώνουν
υπαρκτές, τότε η εντυπωσιακή επιτυχία της επιστήμης, το ευρύτατο πεδίο εφαρμογών της και
επίδρασης στο περιβάλλον θα ήταν… θαύμα, και ανεξήγητο («επιχείρημα της επιτυχίας της
επιστήμης»).
110
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Ο Hacking δεν αποδέχεται ότι μπορεί να συναχθεί η αλήθεια μιας θεωρίας ή η ύπαρξη
θεωρητικών οντοτήτων επειδή οι τελευταίες οδηγούν στην καλύτερη εξήγηση ενός φαινομένου ‘
δεν αποδέχεται ότι ο απαγωγικός συλλογισμός οδηγεί σε έγκυρα συμπεράσματα. Η ανάπτυξη δε
της γνώσης δεν συνιστά σύγκλιση και ενότητα προς οτιδήποτε.
Τι είναι οι «τρόποι συλλογισμού» (styles o reasoning); O Hacking με τους τρόπους του θέλει
να συμβάλει στη ιστορία του παρόντος. Οι ‘τρόποι επιστημονικού συλλογισμού’ παρέχουν τη
δυνατότητα σε μια πρόταση να μπορεί να θεωρηθεί υποψήφια αληθοτιμής.301 Τι σημαίνει το ότι η
αλήθεια ή το ψεύδος των επιστημονικών προτάσεων εξαρτάται από τον «τρόπο συλλογισμού» στο
πλαίσιο του οποίου μελετώνται; Πως πραγματοποιείται η ‘επικοινωνία’ των τρόπων σκέψης;302 Εν
τέλει ο «τρόπος συλλογισμού» γίνεται το μέτρο της αντικειμενικότητας.
Που μπορεί να μας οδηγήσει η θεώρηση του γνωστικού υποκειμένου ως πράττοντος και των
θεωρητικών οντοτήτων ως πειραματικών εργαλείων;
Για τον Hacking εν τέλει οφείλουμε να αποφύγουμε τον περιορισμό της φιλοσοφίας στη
(εποπτική) γνώση ως αναπαράσταση της φύσης. Στην προοπτική της αναπαράστασης πρέπει να
προστεθεί αυτή της παρέμβασης.303 Οι θεωρητικές οντότητες είναι πραγματικές: τις
χρησιμοποιούμε κατά την εκτέλεση ενός πειράματος, τις προετοιμάζουμε σε ορισμένες
καταστάσεις με βάση ήδη γνωστές ιδιότητές τους, κατασκευάζουμε συσκευές και διατάξεις ώστε
να επιτύχουμε ένα ορισμένο αποτέλεσμα. Οι ‘ιδιότητες’ που εκμεταλλευόμαστε ώστε να
επιτύχουμε τον κατάλληλο χειρισμό των οντοτήτων δεν είναι ιδιότητες μιας θεωρίας. Είναι
«αιτιακές ιδιότητες» που προκύπτουν από προηγούμενη πειραματική δουλειά. Επομένως
αποτελούν πλέον συγκεκριμένα φαινόμενα.
Η δημιουργία, λοιπόν, φαινομένων συνίσταται στην δυνατότητα απομόνωσης και περαιτέρω
πειραματικής χρήσης αιτιακών ιδιοτήτων των οντοτήτων. Οι οντότητες αυτές είναι πραγματικές
ακριβώς επειδή τις χειριζόμαστε έτσι. Οφείλουμε γενικά να θεωρούμε ‘πραγματικό’ αυτό που
μπορούμε να χρησιμοποιούμε ώστε να παρεμβαίνουμε στο περιβάλλοντα κόσμο ή να επηρεάζουμε
κάτι άλλο, ή αυτό που ο κόσμος ο ίδιος μπορεί να χρησιμοποιήσει ώστε να επηρεάσει εμάς.304
(α).2.2. Η διαμάχη Επιστημονικού Ρεαλισμού και Αντι-ρεαλισμού
Γενικότερα, ο «επιστημονικός ρεαλισμός» δεν υποστηρίζει μόνο πως η επιστήμη στοχεύει
στο να ανακαλύψει την καθορισμένη και ανεξάρτητη από το νου δομή του κόσμου, αλλά
ισχυρίζεται επιπλέον ότι εν γένει επιτυγχάνει σε αυτό το σκοπό. Οι ‘ώριμες’ και επιτυχημένες στις
προβλέψεις τους επιστημονικές θεωρίες είναι καλά επικυρωμένες και προσεγγιστικώς αληθείς για
τον κόσμο. Επομένως, οι οντότητες που αυτές οι θεωρίες θέτουν κατοικούν στον κόσμο.
Ο ρεαλισμός έρχεται σε σύγκρουση με την φιλοσοφική θέση που αποκαλείται
«ινστρουμενταλισμός» ή «εργαλειοκρατία», σύμφωνα με την οποία οι επιστημονικές θεωρίες
συνιστούν απλώς εργαλεία για την οργάνωση των εμπειρικών νόμων και την πρόβλεψη των
φαινομένων. Κρίτηριο εδώ επιτυχίας της θεωρίας δεν είναι η ‘αλήθεια’ αλλά μια ασθενέστερη
έννοια, η «εμπειρική επάρκεια»: το γεγονός ότι η θεωρία «σώζει τα φιανόμενα» αντάσσοντάς τα
σε ένα συγκεκριμένο μοντέλο ή πλαίσιο. Το ερώτημα μιας ‘βαθύτερης’ -μη παρατηρήσιμης δια
γυμνού οφθαλμού- πραγματικότητας πίσω από τα εμπειρικά δεδομένα (μια πραγματικότητα που
301
Μ.Foucault, Οι λέξεις και τα πράγματα.
Σημειώνουμε εδώ πως οι ‘τρόποι’ και η ευστάθειά τους σχετίζονται άμεσα με τις υλικές, θεσμικές
προϋποθέσεις εμφάνισής τους.
303
Ο Hacking οφείλει εδώ πολλά, όπως γράφει και ο ίδιος, στον J.Dewey ο οποίος απορρίπτει την διχοτόμηση
ανάμεσα σε πράττειν και σκέπτεσθαι ως πηγή ιδεαλισμού.
304
Ας σημειώσουμε εδώ το εξής: οι οντότητες που ισχυρίζεται ο Hacking ότι υπάρχουν δεν είναι αυτές που
αποτελούν αντικείμενο του πειράματος αλλά αυτές που αποτελούν μέσο.
302
111
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
περιλαμβάνει «θεωρητικές οντότητες» όπως ηλεκτρόνια, γονίδια κ.ά.) κρίνεται είτε ‘στερούμενο
νοήματος’ είτε ως κάτι που μπορεί να τεθεί ‘σε παρένθεση’ και να μην απαντηθεί.
Ο «επιστημονικός ρεαλισμός» μπορεί να θεωρηθεί ως συνδυασμός δύο ισχυρισμών.305 Ο
‘μετριοπαθής’ ισχυρισμός είναι ότι υπάρχει ένας ανεξάρτητος (και σε μεγάλο βαθμό μη
παρατηρήσιμος μέσω των αισθήσεων) κόσμος τον οποίο η επιστήμη προσπαθεί να χαρτογραφήσει.
Ο ‘τολμηρός’ ισχυρισμός είναι ότι αν και ο κόσμος είναι ανεξάρτητος και (σε κάποια τμήματά του,
τουλάχιστον) μη παρατηρήσιμος από τις αισθήσεις, η επιστήμη μπορεί να (και ήδη έχει) φτάσει σε
μια λιγότερο ή περισσότερο πιστή αναπαράστασή του, επιτρέποντάς μας να γνωρίσουμε την
αλήθεια (ή, τουλάχιστον, κάποια αλήθεια) γι’αυτόν.
Γιατί να αμφισβητήσει κανείς τη δυνατότητα της επιστήμης να ανιχνεύσει την αλήθεια;
Ένας πρώτος λόγος για μια τέτοια επερώτηση παρέχεται από τον «υποκαθορισμό των
θεωριών από τις εμπειρικές ενδείξεις» (τα εμπειρικά δεδομένα). Το επιχείρημα αυτό είναι
«σκεπτικιστικό» και λέει το εξής:
(α) για κάθε θεωρία Θ, υπάρχει τουλάχιστον άλλη μια ασύμβατη θεωρία Θ΄ η οποία είναι
‘εμπειρικά ισοδύναμη’ με την Θ.
(β) Εάν δύο θεωρίες είναι εμπειρικά ισοδύναμες τότε είναι και γνωσιακά ισοδύναμες (δηλαδή
επικυρώνονται εξίσου ή υποστηρίζονται εξίσου από τις εμπειρικές ενδείξεις).
Το συμπέρασμα είναι ότι τα εμπειρικά τεκμήρια δεν μπορούν να καθορίσουν ποιά από τις
αντίπαλες θεωρίες είναι πιο πιθανό να είναι αληθής, και επομένως οφείλουμε να αναστείλουμε την
κρίση μας.
Το παραπάνω επιχείρημα μας καλεί να εξισώσουμε την εμπειρική ισοδυναμία μεταξύ δύο
θεωριών με την γνωσιακή τους ισοδυναμία. Ο αντίλογος των ρεαλιστών είναι ότι και οι δύο
προκείμενες του επιχειρήματος είναι προβληματικές.
(α) Δεν υπάρχει γενική απόδειξη ότι για κάθε ενδιαφέρουσα επιστημονική θεωρία υπάρχει
πάντοτε μια άλλη μη τετριμμένη θεωρία η οποία να συνεπάγεται –διαχρονικά και ανεξαρτήτως
επικουρικών υποθέσεων- τις ίδιες παρατηρησιακές συνέπειες με την πρώτη.
(β) Είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί η ταύτιση του εμπειρικού περιεχομένου μιας θεωρίας με
το σύνολο των παρατηρησιακών λογικών συνεπειών της. Ακόμη και αν λάβουμε υπόψη μόνο τις
εμπειρικές ενδείξεις ως αποκλειστικά σχετικές με την επιστημονική στήριξη της θεωρίας, δεν
έπεται ότι η κλάση των παρατηρησιακών συνεπειών της θεωρίας έχει την ίδια έκταση με την
κλάση των τεκμηρίων τα οποία μπορούν να στηρίξουν τη θεωρία.306
Ένας δεύτερος λόγος για να αμφισβητηθεί η δυνατότητα της επιστήμης «να ανιχνεύσει την
αλήθεια» προέρχεται από την ιστορία της επιστήμης. Πρόκειται για την λεγόμενη «απαισιόδοξη
επαγωγή»: η ιστορία της επιστήμης είναι γεμάτη από θεωρίες που κάποτε θεωρούνταν εμπειρικά
επιτυχείς, αλλά οι οποίες αργότερα αποδείχθηκαν ψευδείς και εγκαταλείφθηκαν. Ίσως επομένως
και οι σύγχρονες «καλύτερες εξηγητικές θεωρίες» να οδηγηθούν στην απόρριψη εξίσου...
Η λογική δομή του παραπάνω επισχειρήματος μπορεί να αναλυθεί ως εξής: επί της ουσίας
επιχειρείται μια «εις άτοπον απαγωγή» της ρεαλιστικής «γνωσιακής αισιοδοξίας». Λέει η
ρεαλιστική θέση: οι τρέχουσες επιτυχείς θεωρίες είναι (προσεγγιστικώς) αληθείς. 1. Εάν οι
τρέχουσες θεωρίες είναι αληθείς, τότε οι παρελθούσες θεωρίες δεν μπορεί να είναι και αυτές
αληθείς, αφού έθεταν διαφορετικού τύπου οντότητες και διατύπωναν υποθέσεις που έρχονται σε
σύγκρουση με αυτές που γίνονται αποδεκτές σήμερα. 2. Οι παρελθούσες θεωρίες είναι ψευδείς. 3.
Παρ’ότι ψευδείς, οι παρελθούσες θεωρίες υπήρξαν εμπειρικά επιτυχείς.307
305
Βλπ.: Σ.Ψύλλος, Επιστήμη και Αλήθεια. Δοκίμια στη φιλοσοφία της επιστήμης, Εκδ. Οκτώ, 2008.
Για παράδειγμα, μια θεωρία μπορεί να λάβει έμμεση υποστήριξη από ένα εμπειρικό τεκμήριο το οποίο δεν
συνεπάγεται άμεσα.
307
Υπάρχει ένας μακρύς κατάλογος τέτοιων παρελθουσών θεωριών που αν και εμπειρικά επιτυχείς τελικά
εγκαταλείφθηκαν: θεωρία του φλιγιστού, θεωρία του θερμιδικού, του αιθέρα κ.ά.
306
112
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Επομένως, είναι το συμπέρασμα, η ρεαλιστική θέση υπονομεύεται: η εμπειρική επιτυχία των
τρεχουσών θεωριών δεν αποτελεί ικανό λόγο για να γίνουν αποδεκτές ως αληθείς. Η αλήθεια δεν
αποτελεί την καλύτερη εξήγηση της εμπειρικής επιτυχίας των θεωριών.
Τι συμβαίνει ωστόσο εαν αμφισβητήσουμε την δεύτερη (2) προκείμενη στο παραπάνω
επιχείρημα; Η αλλαγή θεωριών είναι τόσο ριζική και ασυνεχής όσο θεωρούν οι αντίπαλοι του
επιστημονικού ρεαλισμού; Υπάρχουν τρόποι να αναγνωριστούν τα θεωρητικά συστατικά των
εγκαταλελειμμένων επιστημονικών θεωριών τα οποία συνεισέφεραν ουσιωδώς στις εμπειρικές
επιτυχίες τους και να δειχθεί ότι είναι τελικώς εκείνα τα οπολια διατηρούνται στις επόμενες
θεωρίες του ίδιου γνωστικού πεδίου.308 Για την υπεράσπιση του ρεαλισμού, ένα κομβικό σημείο
είναι η εξέταση των συγκεκριμένων θεωριών και των επιτυχιών τους, ιδιαίτερα η ανάδειξη των
συστατικών τους που εμπλέκονται στην γένεση καινοφανών προβλέψεων. Αυτά είναι τα
συστατικά που, κατά κανόνα, μεταφέρονται σε διάδοχες θεωρίες, και επομένως δεν θεωρούνται
ψευδή.
Το γεγονός ότι οι καλύτερες θεωρίες που διαθέτουμε στο παρόν μπορεί να αντικατασταθούν
από άλλες στο μέλλον σύμφωνα με την παραπάνω επιχειρηματολογία δεν υπονομεύει τον
επιστημονικό ρεαλισμό. Αυτό που δείχνει το επιχείρημα της «απαισιόδοξης επαγωγής» είναι ότι:
1) δεν μπορούμε να φθάσουμε μονομιάς στην αλήθεια, 2) ότι η σχέση μεταξύ εμπειρικής επιτυχίας
και αλήθειας πρέπει να είναι περισσότερο ‘εκλεπτυσμένη’: η εμπειρική επιτυχία οφείλει να μας
δεσμεύει μόνο σχετικά με τα θεωρητικά συστατικά τα οποία πράγματι υποστηρίζονται από τις
εμπειρικές ενδείξεις και συνεισφέρουν στις εμπειρικές επιτυχίες της θεωρίας. Η «αισιοδοξία» των
ρεαλιστών οφείλεται στο ότι οι νεότερες θεωρίες ενσωματώνουν πολλά θεωρητικά στοιχεία των
απορριφθέντων προκατόχων τους (ιδιαίτερα εκείνα που οδηγούν σε εμπειρικές επιτυχίες). Με αυτή
την έννοια η θεμελιώδης λογική αλληλουχία στην αλλαγή θεωριών καταδεικνύει ότι ένα σταθερό
δίκτυο θεωρητικών αρχών και εξηγητικών υποθέσεων έχει αναδυθεί, επέζησε από επαναστατικές
αλλαγές και έγινε αναπόσπαστο τμήμα της εξελισσόμενης επιστημονικής εικόνας του κόσμου.
Ωστόσο, τι είναι η «αλήθεια»;
(α.2.2.i) Το πρόβλημα της «αλήθειας»
Συνοπτικά, αναφέρουμε εδώ δύο μόνο προσεγγίσεις για την «αλήθεια»: σύμφωνα με την
πρώτη προσέγγιση, το να ισχυρίζεται κάποιος ότι ‘μια πεποίθηση είναι αληθής’ ταυτίζεται με το να
ισχυρίζεται ότι ο κόσμος είναι όπως τον περιγράφει το προτασιακό περιεχόμενο της εν λόγω
πεποίθησης.309 Η αλήθεια μιας πρότασης (ή μιας πεποίθησης) είναι συνάρτηση του νοήματός της
και της σχέσης της με τον κόσμο. Η δεύτερη προσέγγιση αντιμετωπίζει την «αλήθεια» ως μια
έννοια ‘αποτίμησης’: η αλήθεια ισοδυναμεί με μια έννοια επιστημικής (γνωσιακής) ορθότητας. Το
να ισχυριζόμαστε δηλαδή ότι μια πεποίθηση είναι αληθής ισοδυναμεί με το να λέμε πως αυτή η
πεποίθηση ορθώς κετέχεται, ότι είναι επιστημικά ορθό ή δικαιολογημένο το να κατέχεται από το
υποκείμενο που την έχει.310
Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση η αλήθεια είναι μια ιδιότητα των πεποιθήσεων που
υπερβαίνει τα διαθέσιμα τεκμήρια και δεν ορίζεται με βάση επιστημικές έννοιες και κατηγορίες.
Αντιθέτως, σύμφωνα με την δεύτερη προσέγγιση, η αλήθεια είναι μια ιδιότητα των πεποιθήσεων
ουσιωδώς περιορισμένη από ό,τι μπορεί να γίνει γνωστό ή να επιβεβαιωθεί (έστω κατ’αρχήν).
Κίνητρο για μια «μη επιστημική» προσέγγιση στην αλήθεια μπορεί να αποτελεί το ότι (εφόσον
308
S.Psillos, Scientific Realism: How science tracks truth, Routledge, London 1999.
Η πιο χαρακτηριστική εκδοχή αυτής της προσέγγισης είναι η έννοια της «αλήθειας» ως «αντιστοίχισης» με
τον κόσμο.
310
Χαρακτηριστική συναφής περίπτωση η «επαληθευσιοκρατική» ανάλυση της αλήθειας.
309
113
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
καθίσταται αποδεσμευμένη από επιστημικές κατηγορίες) συλλαμβάνει μια έννοια ανεξαρτησίας
του κόσμου από τον νου. Βεβαιώνει δηλαδή ότι αυτό που ιδιοποιούμαστε γνωσιακά (δηλαδή ο
κόσμος) είναι ανεξάρτητο (δεν συγκροτείται λογικά ή εννοιολογικά) από τις πεποιθήσεις, τις
έννοιες, τις γνωσιακές πρακτικές και ικανότητές μας. Η υπεράσπιση του «επιστημονικού
ρεαλισμού» προϋποθέτει μια τέτοια, «μη επιστημική» έννοια αλήθειας. Το διακύβευμα εδώ είναι
μια “εύρωστη” έννοια της «αντικειμενικότητας», δηλαδή μια εννόηση του κόσμου ως κριτή των
αναπτυσσόμενων και μεταβαλλόμενων θεωρήσεών μας γι’αυτόν.
Μια άλλη, σύγχρονη προσέγγιση στην αλήθεια είναι η λεγόμενη «μινιμαλιστική» ή
«αποπληθωριστική»: η αλήθεια εδώ συλλαμβάνεται ως μια ‘ισχνή’ ιδιότητα των προτάσεων ή των
πεποιθήσεων, η οποία δεν διαδραματίζει κάποιον εξηγητικό ρόλο (για παράδειγμα, δεν εξηγεί την
‘επιτυχία’ των πεποιθήσεων), ούτε ανάγεται σε κάποιο βαθύ χαρακτηριστικό με βάση το οποίο
κάποιες προτάσεις καθίστανται αληθείς και κάποιες άλλες ψευδείς.311 Το κατηγόρημα επομένως
της αλήθειας παίζει έναν ‘οιονεί λογικό’ ρόλο στη γλώσσα (βοηθά, για παράδειγμα, στην
διατύπωση γενικεύσεων) και εν τέλει το να ισχυριστεί κανείς ότι μια πρόταση είναι αληθής είναι
γνωστικά ισοδύναμο με το να βεβαιώσει την ίδια την πρόταση.
Γιατί χρειαζόμαστε την έννοια της αλήθειας τελικά, αφού δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε
την γλώσσα και να δούμε πώς είναι ο κόσμος; «Ακριβώς επειδή η επαφή μας με τον κόσμο
διαμεσολαβείται από θεωρίες και έννοιες, χρειαζόμαστε μια εύρωστη έννοια αλήθειας. Αν είχαμε
αδιαμεσολάβητη πρόσβαση στον κόσμο [...] τότε απλώς θα κοιτούσαμε γύρω μας για να δούμε πώς
είναι ο κόσμος [...]. Η έννοια της αλήθειας είναι αναπόδραστη ακριβώς γιατί μέσω αυτής οι θεωρίες
μας αποκτούν επαφή με κάτι εξω-θεωρητικό». Από αυτά «δεν έπεται ότι υπάρχει μια προνομιακή
οδός για την ανεύρεση της αλήθειας», αλλά για να κατανοήσουμε τον κόσμο ο καλύτερος τρόπος
που διαθέτουμε είναι επιστημονική μέθοδος, όσο αβέβαιη και εάν είναι. «Στην επιστήμη δεν
υπάρχει βεβαιότητα».312
(α.2.2.ii) η μέθοδος
Απαιτεί η επιστημονική μέθοδος δικαιολόγηση; Χρειάζεται δηλαδή να παράσχουμε ισχυρούς
και ανεξάρτητους λόγους που δικαιολογούν ή θεμελιώνουν την αξιοπιστία της προτού βρεθούμε
σε θέση να στηριχτούμε σε αυτήν και να δηλώσουμε ότι οδηγεί σε γνώση;
Το συναφές πρόβλημα της «μεθόδου» μας οδηγεί στον πυρήνα της «θεμελιωτικής»
αντίληψης: το αίτημα της δικαιολόγησης πρέπει να τίθεται για κάθε πεποίθηση εξατομικευμένα.
Επειδή η δικαιολόγηση πρέπει κάπου να σταματά, οι οπαδοί του «θεμελιωτισμού» θέτουν την
ύπαρξη κάποιων “αυτο-δικαιολογούμενων” (ή προφανώς δικαιολογημένων) πεποιθήσεων που
αποτελούν το θεμέλιο όλης της διαδικασίας δικαιολόγησης. Εν τούτοις: ακόμη και εάν
συμφωνήσουμε ότι δύναται να υπάρχει μια βάση δικαιολόγησης, εγείρεται αυτομάτως το ερώτημα
της ‘μεταφοράς’ της δικαιολόγησης από τις βασικές πεποιθήσεις στις παραγόμενες.
Σύμφωνα με τον Hume όλη η αιτιακή γνώση είναι εμπειρική γνώση, επομένως πρέπει να
εδράζεται στην εμπειρία και να δικαιολογείται από αυτή. Το συμπέρασμα του Hume ήταν πως η
προσπάθεια να δικαιολογηθεί η αιτιακή γνώση εμπειρικά οδηγεί σε ‘λογικό κύκλο’ ή σε ‘λήψη του
ζητούμενου’. Από την εμπειρία (πάντοτε επί του παρελθόντος) μπορούμε να έχουμε δεδομένα
‘σταθερής σύζευξης’ μεταξύ δύο συμβάντων: για παράδειγμα, οποτεδήποτε συνέβη το Α, το Β
επακολούθησε. Η γνώση μας ωστόσο χαρακτηρίζεται από γενικότητα ‘ πώς μπορούμε να
311
Πολλοί ρεαλιστές πιστεύουν ότι η «αλήθεια» έχει ένα ‘εύρωστο’ (μη επιστημικό) περιεχόμενο, που
συλλαμβάνεται από μια ουσιαστική έννοια ‘αντιστοίχισης’ με την πραγματικότητα. Δηλαδή, θεωρούν ότι η ‘πηγή’ της
αλήθειας των θεωρητικών ισχυρισμών είναι οι εγκόσμιες καταστάσεις πραγμάτων. Για τον ρεαλισμό γενικά, αυτό που
καθιστά (κάποιες από) τις θεωρίες αληθείς είναι η ανεξάρτητη δομή του κόσμου.
312
Σ.Ψύλλος, Επιστήμη και Αλήθεια. Δοκίμια στη φιλοσοφία της επιστήμης, Εκδ. Οκτώ, 2008, σελ. 21.
114
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
μεταβούμε από το «οποτεδήποτε συνέβη το Α, το Β επακολούθησε» στο «Το Α πάντοτε
ακολουθείται (ή πρέπει να ακολουθείται) από το Β»; Συλλογισμοί τέτοιου είδους ονομάζονται
«ενισχυτικοί» (μη παραγωγικοί), οδηγούν σε πεποίθηση για την ύπαρξη αυτού που είναι προς το
παρόν έξω από τα όρια της εμπειρίας. Κατά συνέπεια δεν μπορούν να δικαιολογηθούν στη βάση
της λογικής (δηλαδή a priori), ακριβώς επειδή είναι ‘λογικά δυνατόν’ να συλλάβουμε ριζικές
αλλαγές στη φύση και στους νόμους της και έτσι είναι λογικά δυνατόν οι μελλοντικές αιτιακές
αλληλουχίες να είναι διαφορετικές από αυτές που καταδεικνύονται (μέσω της παρατήρησης
παλαιάς σύζευξης) από την υπάρχουσα εμπειρία. Δεν είναι, με άλλα λόγια, λογικά αναγκαία αρχή
ότι η φύση θα εξακολουθεί να συμπεριφέρεται όπως στο παρελθόν ή στο παρόν.
Η εμπειρία λοιπόν μιας σταθερής σύζευξης δεν αρκεί για να συνάγουμε μια γενική σχέση
μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος. Για κάτι τέτοιο θα χρειαζόμασταν μια επιπλέον προκείμενη, την
«αρχή της ομοιομορφίας της φύσης»: εφόσον όμως η αρχή αυτή δεν είναι αυταπόδεικτη, θα πρέπει
η ορθότητά της να συναχθεί με βάση την εμπειρία – με τον τρόπο αυτό εμπλεκόμαστε σε
κυκλικότητα. Αυτή η επιχειρηματολογία του Hume είναι γνωστή όπως είδαμε ως «σκεπτικισμός
για την επαγωγή».313
Αρχιμήδειο σημείο θέασης του κόσμου από το οποίο να είναι δυνατόν να τεθεί συνολικά το
ζήτημα της δικαιολόγησης των μεθόδων και των θεωριών μας, δεν υπάρχει. Είμαστε ‘εντός’ του
κόσμου με τον ίδιο τρόπο που είμαστε ‘εντός’ των θεωριών μας: ξεκινάμε από τις μεθόδους που
κατέχουμε, διαμορφώνουμε θεωρίες για τον κόσμο, τις ελέγχουμε, έπειτα χρησιμοποιούμε αυτές
τις θεωρίες και τα εμπειρικά ευρήματα προκειμένου να αναστοχαστούμε για τις μεθόδους μας και
να τις επαναπροσδιορίσουμε εάν αυτό κριθεί αναγκαίο. Πρόκειται συνεπώς για μια
«αναστοχαστική ισορροπία», θεμέλια δεν υπάρχουν – η φιλοσοφία δεν μπορεί να παίξει
«θεμελιωτικό» ρόλο σε σχέση με τις επιστήμες ώστε να τις «κυρώσει» (έξωθεν) και να
διασφαλίζει τις γνωσιακές τους αξιώσεις.
Μας οδηγούν όλα αυτά σε ένα συμπέρασμα του είδους «τα πάντα επιτρέπονται»; Η
παραπάνω προσέγγιση υπερασπίζεται τη θέση ότι οι έσχατες μέθοδοι, οι περισσότερο βασικοί
συλλογιστικοί κανόνες, απλώς δεν μπορούν να θεμελιωθούν περαιτέρω ‘ οποιαδήποτε προσπάθεια
επιπλέον θεμελίωσής τους είτε θα τους χρησιμιποιήσει είτε θα τους προϋποθέσει.
Μια θέση η οποία είναι γνωστή ως «μεθοδολογικός νατουραλισμός» υποστηρίζει τα εξής: 1)
οι μεθοδολογικοί κανόνες συνδέουν στόχους και τις μεθόδους προς επίτευξή τους. 2) Η ορθότητα
ενός μεθοδολογικού κανόνα εξαρτάται από το εάν οδηγεί σε επτυχή δράση και η δικαιολόγησή του
αποτελεί συνάρτηση της αποτελεσματικότητάς του. Επομένως, ένας μεθοδολογικός κανόνας
συνιστά την πιο αποτελεσματική στρατηγική για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου.
Εν τούτοις, εάν η υπεράσπιση των μεθοδολογικών κανόνων είναι αμιγώς εργαλειακή, μήπως
οδηγούμαστε στον «σχετικισμό»; Οι μεθοδολογικοί κανόνες θα αποτελούσαν απλώς περιγραφές
πρακτικών και κανονικοτήτων και δεν θα υπήρχε περιθώριο αποτίμησής τους με όρους ρθού και
λάθους. Μια απάντηση στο πρόβλημα αυτό είναι η επαναρύθμιση του «στόχου» των μεθόδων,
απαιτείται μια ‘αξιολογία’, μια θεωρία των στόχων. Μια αξιολογία βασισμένη στην ‘επιδίωξη της
αλήθειας’ θα συνόδευε τότε μια κατά τα άλλα εργαλειακή δικαίωση της επιστημονικής μεθόδου. Ο
«γνωστικός» στόχος των μεθόδων αποτίμησης των πεποιθήσεων δεν είναι με αυτή την έννοια
‘θέμα επιλογής’ (αλλιώς κάθε πλάνη θα θεωρούνταν ορθή, στον βαθμό που επιτυγχάνει κάποιον
επιδιωκόμενο στόχο). Σύμφωνα με αυτά, η «αλήθεια» αποτελεί «πρωταρχικό γνωσιακό αγαθό» - η
επιδίωξή της αποτελεί στόχο των γνωσιακών μας πρακτικών και κύριο παράγοντα αποτίμησης των
μεθόδων.
313
Ας σημειώσουμε εδώ πως οι μεν ορθολογιστές τείνουν στην υπαράσπιση της a priori γνώσης του κόσμου, οι
δε εμπειριστές τείνουν στον σκεπτικισμό.
115
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Ο «αντιρεαλισμός» δεν είναι ένα μοναδικό ρεύμα. Μια εκδοχή του είναι η
«κατασκευασιοκρατία», ένα φάσμα αντιλήψεων οι οποίες έχουν ως κοινή τους παραδοχή ότι τα
αντικείμενα του κόσμου συγκροτούνται «ως αντικείμενα» από τα εννοιολογικά σχήματα και τις
πρακτικές που χρησιμοποιεί η επιστήμη. Στην πιο ισχυρή της εκδοχή, η θέση αυτή αμφισβητεί
ευθέως την ανεξαρτησία του κόσμου από το νου. Εάν τα εγκόσμια αντικείμενα συγκροτούνται από
τις εννοιολογικές μας δραστηριότητες «ως» τόποι αιτιακών αλληλεπιδράσεων, τότε η
εννοιολογική μας δραστηριότητα συνεισφέρει στην αιτιακή δομή του κόσμου, και έτσι αυτή η
δομή δεν μπορεί να είναι (με εύρωστο τρόπο) ανεξάρτητη από αυτή την δραστηριότητα.
Ωστόσο η παραπάνω τοποθέτηση έρχεται σε σύγκρουση με μια άλλη θέση: τα εννοιολογικά
σχήματα που χρησιμοποιεί η επιστήμη προκειμένου να μελετήσει τον κόσμο είναι ανοιχτά σε
αναίρεση και αλλαγή. Οι δύο θέσεις συγκρούονται επομένως, και μια εκ των δύο φαίνεται πως
πρέπει να εγκαταληφθεί ή να αναδιαμορφωθεί.
Σε σχέση με την εν λόγω ένταση μεταξύ «συγκρότησης» των εγκόσμιων αντικειμένων από το
εννοιολογικό σχήμα, και της «αναίρεσης» (αλλαγής) των εννοιολογικών επιστημονικών
σχημάτων, ο «αρνητικός ρεαλισμός» που εισηγήθηκε ο Α.Μπαλτάς συνιστά υπεράσπιση της
μινιμαλιστικής θέσης ότι ο κόσμος εμφανίζεται ως «αντιστάσεις» στην προσπάθεια εννοιολογικής
συγκρότησής του. Σύμφωνα με την προσέγγιση του «αρνητικού ρεαλισμού», πρέπει να
διακρίνουμε μεταξύ «επιστημονικού αντικειμένου» και «πραγματικού αντικειμένου». Το
επιστημονικό αντικείμενο είναι μια παράσταση του πραγματικού αντικειμένου η οποία
κατασκευάζεται από μια επιστήμη, σύμφωνα με την ιδιαίτερη προοπτική που αυτή χρησιμοποιεί
για να βλέπει τον κόσμο. «Αυτή η προοπτική συγκροτείται από ‘αυτό’ που “βλέπει” [η επιστήμη],
δηλαδή από το αντικείμενο αυτής της επιστήμης και από τον ‘τρόπο που βλέπει’ αυτό που “βλέπει”,
δηλαδή από το εννοιολογικό σύστημα αυτής της επιστήμης». Εντούτοις, ενώ η επιστήμη παραστά το
«πραγματικό αντικείμενο» με τον τρόπο αυτό, «δεν μπορεί να το φθάσει “καθ’εαυτόν”». Συνεπώς:
το «πραγματικό» αντικείμενο υπεισέρχεται στην κατασκευή του «επιστημονικού» αντικειμένου,
και επίσης το «επιστημονικό αντικείμενο» δεν μπορεί να εξαντλήσει το «πραγματικό» αντικείμενο
‘ στο τελευταίο υπεισέρχεται επίσης μια εννοιολογική συνιστώσα. «[...] το επιστημονικό
αντικείμενο αποτελεί τη γνωσιακή ιδιοποίηση [...] του αντίστοιχου πραγματικού αντικειμένου».314 Η
«μινιμαλιστική ρεαλιστική θέση» του Μπαλτά ισχυρίζεται πως: «ο κόσμος υπάρχει ανεξάρτητα
από τα αισθητητιακά δεδομένα μας, τις πεποιθήσεις και τις νοητικές μας καταστάσεις, τη γλώσσα, τις
διάφορες πρακτικές και θεωρητικές κατασκευές μας».315
Ας επιστρέψουμε και ας δούμε πιο αναλυτικά τα χαρακτηριστικά της ρεαλιστικής θέσης.
(α.2.2.iii) για τον «Επιστημονικό Ρεαλισμό»
314
Baltas A., “Constraints and Resistance: Stating a case of negative realism”, Poznan Studies in the Philosophy
of the Sciences and the Humanities 55, 1997.
315
Σύμφωνα με την κριτική τοποθέτηση του Σ.Ψύλλου, εάν υποθέσουμε πως ο κόσμος είναι ένα «πρόπλασμα
χωρίς δομή», έτσι ώστε να επιβάλλεται σε αυτό η δομή από τα ενοιολογικά σχήματα, τότε δεν μπορούμε να
εξηγήσουμε επαρκώς την «τριβή» μεταξύ εννοιολογικών σχημάτων και κόσμου. Η παρουσία ανωμαλιών είναι
«επίμονη και διαχρονική», δεν εξαφανίζονται εύκολα. Εάν το μόνο που υπήρχε στον κόσμο ήταν ένα πρόπλασμα
χωρίς δομή τότε η επίμονη τριβή δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί. Ένα πρόπλασμα, εάν διαμορφωθεί με συγκεκριμένο
τρόπο, δεν υπάρχει λόγος να περιμένουμε ότι αυτή η δαμόρφωση θα αποδειχθεί ακατάλληλη, εκτός και αν το
πρόπλασμα έχει ‘ήδη’ μια δομή. Εάν λοιπόν ο κόσμος έχει μια ορισμένη αιτιακή δομή, τότε είναι δυνατόν να
εξηγήσουμε γιατί ορισμένες προσπάθειες α διορθωθεί μια ανωμαλία είναι καλύτερες από άλλες, ή γιατί άλλες
προσπάθειες αποτυγχάνουν. Το τελικό αποτέλεσμα αυτού του συλλογισμού είναι πως ο καθορισμένος και
αντικειμενικά δομημένος κόσμος θα είναι και ο τελικός κριτής της ορθότητας των εκάστοτε εννοιολογικών μας
σχημάτων (βλπ. Σ.Ψύλλος, Επιστήμη και Αλήθεια. Δοκίμια στη φιλοσοφία της επιστήμης, Εκδ. Οκτώ, 2008, σελ. 103115).
116
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Διακρίνοντας τον ρεαλισμό από τρεις αντίστοιχες μη-ρεαλιστικές προσεγγίσεις, μπορούμε να
διατυπώσουμε τις ρεαλιστικές θέσεις ως εξής:
Κατά πρώτον, η «μεταφυσική» θέση: ο κόσμος έχει μια καθορισμένη και ανεξάρτητη από τον
νου δομη. Δεύτερον, η «σημασιολογική» θέση: οι επιστημονικές θεωρίες πρέπει να κατανοούνται
κυριολεκτικά. Είναι περιγραφές ενός προσδιορισμένου γνωστικού πεδίου τόσο παρατηρήσιμου
όσο και μη παρατηρήσιμου και μπορούν να λάβουν αληθοτιμές. Επομένως μπορούν να είναι
αληθείς ή ψευδείς. Οι θεωρητικοί όροι που εμφανίζονται στις θεωρίες έχουν δυνητική γεγονοτική
αναφορά. Εάν συνεπώς, οι επιστημονικές θεωρίες είναι αληθείς, τότε οι μη παρατηρήσιμες
οντότητες τις οποίες θέτουν, κατοικούν στον κόσμο. Τρίτον, η «γνωσιακή» (ή, ακριβέστερα,
«γεγονοτική») θέση: οι ώριμες και επιτυχημένες στις προβλέψεις τους επιστημονικές θεωρίες είναι
καλά επικυρωμένες και προσεγγιστικώς αληθείς για τον κόσμο. Επομένως, οι οντότητες που αυτές
οι θεωρίες θέτουν κατοικούν στον κόσμο.316
Η πρώτη θέση, ο «μεταφυσικός ρεαλισμός», υπαινίσσεται ότι εάν τα μη παρατηρήσιμα
φυσικά είδη που τίθενται από τις θεωρίες ‘όντως’ υφίστανται, τότε αυτά υπάρχουν ανεξάρτητα
από την ικανότητά μας να μπορούμε να τα γνωρίζουμε, να τα επαληθεύουμε, να τα αναγνωρίζουμε
κλπ.
Η δεύτερη θέση, ο «σημασιολογικός ρεαλισμός», διακρίνει τον επιστημονικό ρεαλισμό
καταρχήν από ινστρουμενταλιστικές (εργαλειοκρατικές) θεωρήσεις: η «εργαλειοκρατία»
ισχυρίζεται ότι η χρηστική αξία των επιστημονικών θεωριών συλλαμβάνεται πλήρως από αυτά που
οι θεωρίες λένε για τον παρατηρήσιμο κόσμο. Εδώ, οι θεωρητικές προτάσεις αντιμετωπίζονται ως
συντακτικο-μαθηματικές κατασκευές που δεν έχουν καταστάσεις αλήθειας, συνεπώς θεωρείται
πως οι προτάσεις αυτές δεν δηλώνουν τίποτα. Από την άλλη μεριά, ο «αναγωγιστικός
εμπειρισμός» αντιμετωπίζει τις θεωρίες ως συγκαλυμμένες περιγραφές των παρατηρήσιμων
οντοτήτων και της πραγματικής (και δυνητικής) συμπεριφοράς τους. Καταστάσεις αλήθειας
υπάρχουν για τις θεωρητικές προτάσεις, αλλά κατανοούνται αναγωγιστικά, δηλαδή
συλλαμβάνονται εξ ολοκλήρου από ένα παρατηρησιακό λεξιλόγιο. Σε αντίθεση με αυτές τις δύο
προσεγγίσεις, ο επιστημονικός ρεαλισμός είναι μια «οντολογικά πληθωριστική» θέση: ιδωμένη
ρεαλιστικά, μια επιστημονική θεωρία επιδέχεται «κυριολεκτική» ερμηνεία, δηλαδή ερμηνεία
σύμφωνα με την οποία ο κόσμος κατοικείται από ένα πλήθος μη παρατηρήσιμων οντοτήτων και
διαδικασιών.317
Η τρίτη θέση, η «γνωσιακή αισιοδοξία», διακρίνει τον επιστημονικό ρεαλισμό από
«αγνωστικιστικές» ή «σκεπτικιστικές» εκδοχές του εμπειρισμού. Η επιστήμη μπορεί –και το κάνει
όντως- να οδηγεί στην ανεύρεση της αλήθειας για τον κόσμο, όσον αφορά τόσο τις παρατηρήσιμες
όσο και τις μη παρατηρήσιμες οντότητες. Οι ενισχυτικές-απαγωγικές μέθοδοι που χρησιμοποιούν
316
S.Psillos, Scientific Realism: How science tracks truth, Routledge, London 1999.
«Πρέπει να πιστεύουμε στην επιστήμη;», θέτει την ερώτηση ο M.Redhead. Στο ένα άκρο του φάσματος οι
σχετικιστές, οι οπαδοί του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού, οι ανορθολογιστές ‘ στο άλλο άκρο οι ρεαλιστές, οι
αντικειμενιστές, οι υπέρμαχοι της επιστημονικής ορθολογικότητας. «Ο σχετικιστής αρνείται ότι υπάρχει έστω και ένα
αντικειμενικό γεγονός αναφορικά με οποιαδήποτε περιοχή του επιστητού, είτε πρόκειται για τη φυσική επιστήμη, είτε για
ηθικά ερωτήματα, είτε ακόμη και για τη λογική και τα μαθηματικά. Δεν υπάρχει κανένα αρχιμήδειο σημείο, κανένα
σημείο θεώρησης μέσα από τα μάτια του Θεού, απ’όπου θα είχε νόημα να μιλάμε για αλήθεια ως αντιστοιχία με το
όντως ον [...]» ‘ ο ρεαλισμός «αρνείται όλα όσα βεβαιώνει ο σχετικιστής. Υπάρχει ένας αντικειμενικός κόσμος,
διακριτός από εμάς, τους στοχασμούς και τα φαντασιοκοπήματά μας, όπου τα κουάρκ είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν.
Ίσως να μην κατορθώσουμε ποτέ να μάθουμε τελεσίδικα τι όντως συμβαίνει, είναι όμως δυνατόν να παράσχουμε
πειραματικά τεκμήρια επί του ζητήματος, να προσφέρουμε βαθμούς στήριξης ή επιβεβαίωσης του ισχυρισμού ότι τα
κουάρκ υπάρχουν. Γνωρίζουμε άραγε αδιαμφισβήτητα την ίδια την τεκμηριακή βάση; Όχι, όχι με βεβαιότητα, αλλά
μπορούμε να προβούμε σε εύλογες εκτιμήσεις σχετικά με την αξιοπιστία των πειραματικών αναφορών, βασιζόμενοι στις
συνήθεις διαδικασίες ελέγχου και βαθμονόμησης» (βλπ. M. Redhead, Από τη Φυσική στη Μεταφυσική,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2006, σελ. 8 έως 20).
317
117
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
οι επιστήμονες προκειμένου να καταλήξουν στις θεωρίες τους, είναι αξιόπιστες: τείνουν δηλαδή,
να παράγουν προσεγγιστικώς αληθείς πεποιθήσεις και θεωρίες.
Το ιδιαίτερο γνώρισμα του επιστημονικού ρεαλισμού είναι ότι προβάλλει δύο παράλληλους
ισχυρισμούς (C.Wright, Truth and Objectivity, HUP 1992). Ο ένας είναι ‘μετριοπαθής’: υπάρχει
ένας ανεξάρτητος, και σε μεγάλο βαθμό μη παρατηρήσιμος μέσω των αισθήσεων, κόσμος, τον
οποίο η επιστήμη προσπαθεί να χαρτογραφήσει. Ο ‘τολμηρός’ ισχυρισμός είναι ότι, παρ’όλο που
αυτός ο κόσμος είναι ανεξάρτητος από την ανθρώπινη γνωστική δραστηριότητα, η επιστήμη
‘μπορεί’ να κατορθώσει να φτάσει σε μια, λίγο-πολύ, αξιόπιστη αναπαράστασή του, επιτρέποντάς
μας να γνωρίσουμε την αλήθεια (ή τουλάχιστον, κάποια) αλήθεια γι’αυτόν.
Είναι τελικώς η αιτιακή δομή του κόσμου απλώς μια αντανάκλαση (ή προβολή) των δικών
μας αντιλήψεων και θεωριών;
Από τον ρεαλιστικό ισχυρισμό πως ο κόσμος είναι ανεξάρτητος από την ανθρώπινη γνωστική
δραστηριότητα δεν έπεται ούτε ότι οι επιστήμονες είναι γνωσιακά ‘κλειστοί’ ως προς τον κόσμο,
αλλά και ούτε ότι στον βαθμό που γνωρίζουν τον κόσμο τον ‘συγκροτούν’ ως αντικείμενο της
έρευνάς τους. Όλα φαίνεται να εξαρτώνται από το πώς ακριβώς θα κατανοήσουμε τον ρεαλιστικό
ισχυρισμό περί «ανεξαρτησίας από τον νου»: πρόκειται για «λογική-εννοιολογική ανεξαρτησία»
του κόσμου, με την εξής έννοια: ότι δεν υπάρχει κανένας εννοιολογικός ή λογικός δεσμός ανάμεσα
στην αλήθεια μιας πρότασης και στην ικανότητά μας να την αναγνωρίζουμε, να την βεβαιώνουμε
κλπ. Οι οντότητες που η επιστήμη μελετά και για τις οποίες ανακαλύπτει αλήθειες κρίνονται ως
‘ανεξάρτητες’ ‘από εμάς’ (ή από τον νου εν γένει) όχι υπό μια αιτιακή έννοια, αλλά μόνο υπό μια
λογική έννοια: δεν είναι δηλαδή το λογικό επακόλουθο των δικών μας εννοιολογήσεων.318
Σημειώνουμε εδώ πως αυτή η έννοια της «λογικής-εννοιολογικής» ανεξαρτησίας είναι
συμβατή με τον ισχυρισμό ότι η επιστήμη και η μεθοδολογία της είναι «αιτιακά εξαρτημένες» από
τον κόσμο. Δηλαδή: η αιτιακή αλληλεπίδραση με τον κόσμο προϋποτίθεται στον ισχυρισμό των
ρεαλιστών ότι οι μέθοδοί μας διάδρασης με τον κόσμο μπορεί να είνει τέτοιες ώστε, υπό συνθήκες,
μπορεί να μας οδηγήσουν σε δικαιολογημένες πεποιθήσεις σχετικά με τη «βαθιά δομή» του
κόσμου.319
Εάν όλες οι μη παρατηρήσιμες οντότητες δεν υπάρχουν, εάν οι θεωρητικοί ισχυρισμοί δεν
είναι καλά επικυρωμένες και αληθείς περιγραφές ενός μη παρατηρήσιμου κόσμου, τότε πώς είναι
δυνατόν να εξηγήσουμε την εμπειρική επιτυχία της επιστήμης και την πρόβλεψη συσχετισμών
μεταξύ των παρατηρήσιμων οντοτήτων; Ο H. Putnam το διατύπωσε ως εξής: «ο ρεαλισμός είναι η
μόνη φιλοσοφία της επιστήμης που δεν μετατρέπει την επιτυχία της επιστήμης σε θαύμα». Το
επιχείρημα εδώ είναι πως οι ρεαλιστικοί ισχυρισμοί δεν προσφέρουν την μοναδική, αλλά την
«καλύτερη» εξήγηση της επιτυχίας της επιστήμης.320 Δηλαδή: η επιτυχία των επιστημονικών
318
Γενικώς το πρόβλημα φαίνεται να ανακύπτει από μια εικόνα που βασίζεται στον Descartes: ο νους βρίσκεται
έξω από τον κόσμο και προσπαθεί να έρθει σε επαφή μαζί του... Εάν ωστόσο ο νους είναι ‘μέσα’ στον κόσμο, ως
αναπόσπαστο κομμάτι του, δεν θα έπρεπε μάλλον να υπάρχει κατ’αρχήν ανυπε΄ρβλητο εμπόδιο για αυτή την επαφή.
Κατά δεύτερον, Ανεξαρτησία του κόσμου από τον νου δεν σημαίνει ότι οι νόες δεν είναι μέρη του, ούτε ότι δεν
υπάρχουν (ή δεν μπορεί να υπάρχουν) αιτιακές συνδέσεις μεταξύ του τι πιστεύουμε για το πώς είναι ο κόσμος και του
πώς είναι ο κόσμος. Σύμφωνα με αυτή τη θέση, αυτό που ιδιοποιούμαστε γνωσιακά είναι ανεξάρτητο από τις σχετικές
πεποιθήσεις, έννοιες, πρακτικές.
319
Έχουν διατυπωθεί ασφαλώς πολλές αντιρρήσεις που υποστηρίζουν ότι αυτή η αλληλεπίδραση με τον
ανεξάρτητο κόσμο είναι αδύνατη.
320
Η γλώσσα εάν ιδωθεί ως ένα τυπικό σύστημα, μπορεί να έχει πολλά μοντέλα, δηλαδή πολλές αληθείς
ερμηνείες. Έτσι ωστόσο οι αναφορές των όρων της γλώσσας δεν μπορούν να καθοριστούν ‘ δεν μπορούμε να
αντιστοιχίσουμε τους όρους των προτάσεων με συγκεκριμένα αντικείμενα. Στον εσωτερικό ρεαλισμό δεν υφίσταται
αυτό το πρόβλημα της αναφοράς επειδή η σύνδεση της γλώσσας δεν γίνεται με αντικείμενα ανεξάρτητα από το νου,
αλλά μέσα στο πλαίσιο ενός εννοιολογικού σχήματος.
118
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
θεωριών σημαίνει πως αυτές θα πρέπει να ερμηνεύονται ρεαλιστικά, και ότι είναι επαρκώς
επικυρωμένες ακριβώς γιατί συνεπάγονται καλά επικυρωμένες προβλέψεις. Αυτά σημαίνουν πως
μόνο με ρεαλιστική κατανόηση των θεωριών οι καινοφανείς προβλέψεις δεν αποτελούν έκπληξη.
Μια «ιδεαλιστική θεωρία νοήματος» όπως το διατυπώνει ο H.Putnam υποστηρίζει τα εξής:
το νόημα μιας πρότασης, όπως “υπάρχουν ηλεκτρόνια”, είναι μια λειτουργία ορισμένων
προβλέψεων που μπορούν να εξαχθούν από την ίδια («σε μια καθαρά ιδεαλιστική θεωρία, οι
προγνώσεις αυτές θα έπρεπε να αφορούν τα αισθήματα»). Οι προγνώσεις αυτές αποτελούν καθαρά
μια λειτουργία της θεωρίας μέσα στην οποία απαντά η συγκεκριμένη πρόταση. Έτσι η πρόταση
“υπάρχουν ηλεκτρόνια” δεν έχει κανένα νόημα ανεξάρτητα από μια ορισμένη θεωρία και έχει
διαφορετικό νόημα σε διαφορετικές θεωρίες. Με λίγες εξαιρέσεις (π.χ. P.Feyerabend) οι
ρεαλιστές έχουν υποστηρίξει την ύπαρξη μιας διαδοχής επιστημονικών θεωρίων για τα ίδια
πράγματα (θερμότητα, ηλεκτρισμός, ηλεκτρόνια κ.ο.κ.) ‘ αυτό σημαίνει πως όροι όπως
‘ηλεκτρισμός’, θα πρέπει να εκληφθούν ως “δια-θεωριακοί” (D.Shapere, 1969), ως όροι δηλαδή
που έχουν την ίδια αναφορά σε διαφορετικές θεωρίες. Το ερώτημα της αναφοράς είναι
δυσκολότερο για τους ιδεαλιστές παρατηρεί ο Putnam: «η ουσία του ιδεαλισμού έγκειται στην
αντιμετώπιση επιστημονικών θεωριών και εννοιών σαν να ήταν όργανα για την πρόγνωση
αισθημάτων και όχι σαν να αντιπροσωπεύουν αληθινά πράγματα και μεγέθη» (βεβαίως, ένας
«εκλεπτυσμένος ιδεαλιστής» που δεν θεωρεί το “ηλεκτρόνιο” ανεξάρτητα από την θεωρία, δεν θα
θεωρεί και πως οι σημασιολογικές έννοιες της αναφοράς και της αλήθειας μπορούν να εκληφθούν
ανεξάρτητα από την θεωρία – αντιθέτως για τον ρεαλιστή το “ηλεκτρόνιο” όπως επίσης και η
αναφορά και η αλήθεια είναι ‘διαθεωριακές’).321
Στην διαμάχη ρεαλισμού-αντιρεαλισμού, ο Putnam υποστήριξε μια άποψη που ονομάστηκε
«εσωτερικός ρεαλισμός». Αρχικώς (μέχρι για την ακρίβεια το 1976) ο Putnam υπήρξε οπαδός
ενός ρεαλισμού τον οποίο αργότερα ο ίδιος ονόμασε «μεταφυσικό ρεαλισμό»: 1) ο κόσμος
αποτελείται από ένα καθορισμένο σύνολο αντικειμένων ανεξάρτητων από το νου, 2) υπάρχει μια
και μοναδική αληθής και πλήρης περιγραφή του “πώς είναι ο κόσμος”, 3) η αλήθεια είναι ένα
είδος αντιστοιχίας μεταξύ λέξεων ή σημείων της σκέψης και εξωτερικών πραγμάτων. Η προοπτική
του «μεταφυσικού ρεαλισμού» ήταν «εξωτερική», δηλαδή έξω από τον άνθρωπο, «η ματιά του
Θεού». Με την δημοσίευση του “Realism and Reason”, ο Putnam θα εγκαταλείψει τον
μεταφυσικό ρεαλισμό και θα πάρει μια θέση η οποία ονομάζεται «εσωτερικός» (internal)
ρεαλισμός (ή αλλιώς «πραγματιστικός»): πρόκειται για μια εσωτερική προοπτική όπου η ερώτηση
για το είδος των αντικειμένων που αποτελούν την πραγματικότητα έχει νόημα μόνο στο πλαίσιο
μιας θεωρίας της περιγραφής, ενός εννοιολογικού σχήματος. Η αλήθεια δεν είναι αντιστοιχία με
την ανεξάρτητη πραγματικότητα, αλλά ένα είδος ‘εξιδανικευμένης ορθολογικής αποδεκτικότητας’
(idealised rational acceptability), δηλαδή μια ιδανική συνοχή των πίστεων μεταξύ τους αλλα και με
τις εμπειρίες, όπως αυτές αναπαρίστανται στο σύστημα των πίστεών μας.
Εάν την πραγματικότητα την συλλάβουμε ως το σύνολο ‘όλων των γεγονότων’, τότε
δεσμευόμαστε σε μια «γεγονοτική» προσέγγιση της πραγματικότητας: σε αντίθεση με μια
διακριση μεταξύ αλήθειας και πραγματικότητας (η αλήθεια αποδίδεται στις ‘αναπαραστάσεις μας
για τον κόσμο, ενώ η πραγματικότητα αποδίδεται στον ίδιο τον κόσμο), η γεγονοτική προσέγγιση
«Δεν έχει νόημα να θεωρούμε ότι ο κόσμος διαιρείται από μόνος του σε “αντικείμενα” ανεξάρτητα από τον τρόπο
που χρησιμοποιούμε τη γλώσσα. Εμείς είμαστε εκείνοι που διαιρούμε τον “κόσμο” –δηλαδή τα συμβάντα, τις
καταστάσεις πραγμάτων και τα φυσικά, κοινωνικά κλπ. συστήματα για τα οποία μιλάμε – σε “αντικείμενα”, “ιδιότητες”
και “σχέσεις”, και αυτό είναι δνατόν να γίνει με πολλούς τρόπους. Αυτές οι έννοιες δεν έχουν μια μοναδική παγιωμένη
χρήση [...]» (H.Putnam, Τα Πολλά Πρόσωπα του Ρεαλισμού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1998,
εισαγωγή στην Ελληνική έκδοση, xxxvi).
321
H.Putnam: “Εξήγηση και αναφορά”, στο: Επιστημολογία. Κείμενα, [επιμ.] Γ.Κουζέλης, β΄ αναθ.έκδ. Νήσος
1997, σελ. 251-252.
119
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
αντιμετωπίζει την πραγματικότητα ως το πεδίο των ‘αληθοποιητών’ (τα γεγονότα είναι οι
αληθοποιητές των προτάσεων) και το να πούμε ότι μια αναπαράστασή της είναι αληθής σημαίνει
ότι αναπαριστά ένα γεγονός: μπορούμε να μεταβούμε από την αλήθεια στα γεγονότα και από τα
γεγονότα στην αλήθεια.322
Κατά την θεμελιοκρατική σύλληψη, η πραγματικότητα είναι το σύνολο όλων των οντοτήτων
που είναι ‘μη περαιτέρω αναγώγιμες, βασικές, ή θεμελιώδεις’. Επομένως μόνο ένα υποσύνολο
‘αληθειών’ οδηγεί στα γεγονότα (η πραγματικότητα είναι ένα πεδίο «διακεκριμένων» γεγονότων).
Κάποιες επίδικες προτάσεις είναι αληθείς, ως εκ τούτου αναπαριστούν ‘κάποια’ γεγονότα - αλλά
το «ποια» γεγονότα αναπαριστούν δεν είναι μεταφυσικά διαφανές, δεν υπάρχει δηλαδή
«ευκρίνεια»: είναι δυνατό να αναπαρίστανται διαφορετικά (περισσότερο θεμελιώδη) γεγονότα
απ’ότι φαίνεται ότι αναπαριστούν κάποιες προτάσεις.323
Η γεγονοτική και η θεμελιοκρατική προσέγγιση της πραγματικότητας δεν είναι λογικά
ισοδύναμες. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η αφετηρία του ρεαλισμού είναι ο γεγονοτισμός. Εφόσον
ένα σύνολο προτάσεων μπορεί να μην αναπαριστά ‘ευκρινώς’ τα γεγονότα, ένας ρεαλιστής πρέπει
να ξεκινά με μια ‘αντι-θεμελιοκρατική’ δέσμευση, με την πεποίθηση ότι, αρχικώς τουλάχιστον,
ασχολείται με μη περαιτέρω αναγώγιμα γεγονότα. Ο ρεαλισμός αφορά ό,τι είναι πραγματικό, και
όχι ό,τι είναι ‘θεμελιωδώς’ πραγματικό. Επιπρόσθετα: η ρεαλιστική στάση απέναντι σε ένα σύνολο
επίδικων προτάσεων είναι να ξεκινήσει κανείς με την δέσμευση ότι αναπαριστούν «γνήσια»
γεγονότα ‘ η συζήτηση του εάν αυτά είναι suisgeneris ή όχι έπεται. Εάν αποδειχθεί ότι αυτά τα
γνήσια γεγονότα δεν είναι suis generic (δηλαδή υπάρχουν πιο θεμελιώδη γεγονότα που καθιστούν
τις εν λόγω προτάσεις αληθείς), αυτό μπορεί να αναθεωρήσει τις βαθύτερες μεταφυσικές
δεσμεύσεις κάποιου αλλά όχι και τις αξιώσεις περί αλήθειας και πραγματικότητας.324
Γενικότερα έχει ιστορικά θεωρηθεί, ότι ο ρεαλισμός υποθέτει πως η ραγματικότητα είναι
ανεξάρτητη από τον νου. Έχει θεωρηθεί ότι αντιτάσσεται στον «ιδεαλισμό», που υποστηρίζει πως
οτιδήποτε υπάρχει είναι ‘εξαρτώμενο’ από τον νου, επειδή το μόνο που υπάρχει είναι νοητικές
οντότητες. Ωστόσο υπό μια περισσότερο αυστηρή έννοια, ο ιδεαλισμός αποτελεί μια μορφή
θεμελιοκρατίας, και αντίθετό του είναι ο «υλισμός».325
322
Πρόκειται θα μπορούσαμε να πούμε για μια ‘μεταφυσικά φορτισμένη σύλληψη της αλήθειας’. Το ερώτημα
είναι: υπάρχει δυνατότητα απόκλισης μεταξύ αυτού που υπάρχει σοτν κόσμο και αυτού που έπεται ως υπάρχον από
μια επιστημικά ορθή θεωρία, η οποία υποστηρίζεται από τα (καλύτερα) τεκμήρια; Ο ρεαλιστικός ισχυρισμός είναι ότι:
η αλήθεια συνίσταται σε μια σχέση με τον ανεξάρτητο κόσμο. Η παραπάνω δυνατότητα απόκλισης συνιστά
‘μεταφυσική’ δυνατότητα (ή θέση), και η άρνησή της («η ιδανική, επιστημικά ορθή, θεωρία ‘αποκλείεται’ να είναι
ψευδής») συνιστά εξίσου μεταφυσική θέση. Έχουμε εδώ μια κατανόηση της αλήθειας η οποία υπερβαίνει τα
τεκμήρια. Για τους ρεαλιστές ο κόσμος καθορίζει την επιστημική ορθότητα.
323
Ο «αναγωγισμός» είναι μια μορφή «θεμελιοκρατίας». Ένας «αναγωγιστής» δεν είναι απαραιτήτως «αντιρεαλιστής»: θα ήταν τέτοιος μόνο εάν πίστευε ότι τα αναγόμενα γεγονότα ‘χάνουν’ την γεγονοτική τους υπόσταση,
εντούτοις αυτό δεν είναι απαραίτητο.Τα αναγόμενα γεγονότα δεν παύουν να είναι γεγονότα. Εάν, αντιθέτως, θεωρηθεί
ότι η «αναγωγή» ‘αίρει την πραγματικότητα’ των γεγονότων, τότε αυτή ισοδυναμεί με «εξάλειψη». Ο αναγωγισμός
γενικά δεν δείχνει ότι κάτι δεν είναι πραγματικό, αλλά δείχνει ότι δεν είναι «suis generis».
324
Κάποιος «αντι-ρεαλιστής» θα μπορούσε να κατανοεί τις επίδικες προτάσεις ‘κυριολεκτικά’ και να αρνηθεί ότι
υπάρχουν γεγονότα που τις καθιστούν αληθείς. Μια άλλη εκδοχή «αντι-ρεαλισμού» είναι να ισχυριστεί κάποιος ότι οι
εν λόγω προτάσεις δεν είναι ουσιαστικά προτάσεις, δηλαδή δεν φέρουν αληθοτιμή. Ο παραδοσιακός «συντακτικός
λειτουργισμός», ο «ηθικός μη-γνωστικισμός», ο «μαθηματικός φορμαλισμός» μπορούν να ταξινομηθούν υπό αυτή
την άποψη. Πρόκειται ουσιαστικά για «μη γεγονοτισμό»: οι εν λόγω προτάσεις ‘δεν περιγράφουν γεγονότα’, και όχι
για «αντι-γεγονοτισμό»: ‘οι προτάσεις αυτές είναι ψευδείς’.
325
Σε ένα διαφορετικό μήκος κύματος, ο Ε.Μπιτσάκης παρουσιάζει ως εξής τον «σύγχρονο επιστημονικό
(διαλεκτικό) ρεαλισμό»: “πραγματικό” είναι εκείνο το οποίο υπάρχει αντικειμενικά, ανεξάρτητα από το υποκείμενο.
Πρίν απ' όλα αυτό που είναι προσιτό στην εποπτεία. Αλλά το πραγματικό δεν είναι όπως εμφανίζεται (τότε η επιστήμη
θα ήταν περιττή). Υπάρχει μια αντίθεση ανάμεσα σ' εκείνο που είναι και εκείνο που φαίνεται, ή ανάμεσα στην ουσία
και στο φαινόμενο, όμως αυτή η αντίθεση είναι διαλεκτική. Το φαινόμενο είναι η επικάλυψη και ταυτόχρονα η
εκδήλωση της ουσίας: δομών και σχέσεων κρυμμένων για την εποπτεία. Αυτό το "κρυμμένο" ωστόσο δεν έχει σχέση
120
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Η σύγχρονη επαληθευσιοκρατία, δεν αμφισβητεί ότι τα αντικείμενα μέσου μεγέθους
υπάρχουν και ότι είναι μη περαιτέρω αναγώγιμα, ωστόσο καθιστά την πραγματικότητα αυτών των
αντικειμένων εξαρτημένη από το νου: ό,τι υπάρχει στον κόσμο καθορίζεται πλήρως από αυτό που
μπορεί να γίνει γνωστό (να επαληθευτεί, να βεβαιωθεί εγγυημένα) ότι υπάρχει.
Το διακύβευμα εδώ είναι μια περισσότερο «εύρωστη» έννοια της «αντικειμενικότητας»,
δηλαδή μια σύλληψη του κόσμου ως ‘κριτή’ των μεταβαλλόμενων θεωρήσεών μας γι’αυτόν. Αυτή
τη θέση παίρνει ο ρεαλισμός: ‘ο κόσμος είναι το σύνολο των αληθοποιητών των προτάσεών μας’.
Τι σημαίνει όμως τότε «ανεξαρτησία από τον νου»; Όπως είδαμε παραπάνω, θα πρέπει να την
εννοήσουμε ως λογική ή εννοιολογική ανεξαρτησία: το πώς είναι ο κόσμος δεν εξαρτάται λογικά ή
εννοιολογικά από τα γνωσιακά μέσα και τις θεωρήσεις που χρησιμοποιούνται για να τον
συλλάβουν. Αυτό συνεπάγεται δέσμευση στην δυνατότητα «απόκλισης» μεταξύ του τι υπάρχει
στον κόσμο και τι αποδίδεται ως υπαρκτό σε αυτόν.326
Ως «ρεαλισμός» ο επιστημονικός ρεαλισμός συνιστά μια άποψη ‘περί του τι υπάρχει’:
βεβαιώνει την ύπαρξη ‘των μη παρατηρήσιμων’ οντοτήτων ‘ υπάρχουν γνήσια γεγονότα που
περιλαμβάνουν τις μη παρατηρήσιμες οντότητες και τις ιδιότητές τους. Το να είσαι ρεαλιστής σε
ένα πεδίο (βιολογία, φυσική, οικονομικά κλπ.) σημαίνει ότι κρατάς μια ‘κυριολεκτικά γεγονοτική’
στάση απέναντι σε αυτό. Η δέσμευση των ρεαλιστών αφορά την ύπαρξη των οντοτήτων που
προϋποτίθενται από τις θεωρίες.327 Για την ακρίβεια, ο ρεαλισμός χρειάζεται την αλήθεια του εξής
υποθετικού λόγου: ‘εάν’ οι επιστημονικές θεωρίες είναι αληθείς, ‘τότε’ οι οντότητες που
προϋποτίθενται από αυτές είναι πραγματικές. Αυτό που καλούνται να υπερασπιστούν οι ρεαλιστές
είναι: την ‘κυριολεκτική’ κατανόηση των θεωριών και την ‘μη επιστημική’ σύλληψη της
αλήθειας.328
με το "πράγμα καθεαυτό" της καντιανής φιλοσοφίας. Ο θετικισμός δεν δέχεται παρά μόνο το φαινόμενο- απολυτοποιεί
την αντίθεση φαινομένου και ουσίας. Ο σύγχρονος επιστημονικός (διαλεκτικός) ρεαλισμός, σε αντίθεση με τον
λεγόμενο "αφελή", "εποπτικό" ή απλοϊκό ρεαλισμό που ταύτισε την ουσία με το φαινόμενο, δέχεται ότι τα πεδία και τα
σωμάτια είναι μορφές μιας και της αυτής πραγματικότητας, οντότητες, δηλαδή μορφές της ύλης χαρακτηριζόμενες
από μεγέθη και σχέσεις. Το όν στερείται νοήματος έξω από τις σχέσεις του (συστατικές των δομών του), έξω από τα
ενδογενή μεγέθη του και τις εκδηλώσεις του. Το φαινόμενο επομένως δεν βρίσκεται εκείθεν του "πράγματος
καθεαυτού"- είναι εκδήλωσή του και οδός προσπέλασης προς ό,τι είναι ουσιαστικό. Η επιστημονική αλήθεια είναι σε
αυτά τα πλαίσια κάτι πολύ περισσότερο από ένα σύνολο επαληθευμένων δεδομένων. Αφορά αντικειμενικές, αιτιακές
και αιτιοκρατημένες διαδικασίες, ανεξάρτητες από την εμπειρία μας. «Η επιστημονική αλήθεια είναι η διαλεκτική
στιγμή η οποία προκύπτει από την ενότητα και την αντίθεση του υποκειμενικού με το αντικειμενικό» (Ε.Μπισάκης,
Θεωρία και πράξη, Gutenberg 1998, σελ. 146). Βλπ. επίσης σχετικά: Μπιτσάκης Ε., Ο Νέος Επιστημονικός Ρεαλισμός.
Φιλοσοφικές διερευνήσεις στο χώρο της μικροφυσικής, Gutenberg 1999.
326
Οι σύγχρονες επαληθευσιοκρατικές θεωρήσεις αποκλείουν αυτήν ακριβώς την δυνατότητα απόκλισης
αποδεχόμενες την «επιστημική» σύλληψη της αλήθειας. Η ερμηνεία που θα δώσει ένας «επαληθευσιοκράτης» για την
‘ύπαρξη’ (ηλεκτρονίων για παράδειγμα) είναι ότι δεν έχει νόημα να μιλάμε για την ύπαρξη ή την πραγματικότητα των
ηλεκτρονίων, παρά μόνον εάν κατανοούμε αυτόν τον ισχυρισμό σαν να σημαίνει ότι: «...», όπου εδώ τα αποσιωπητικά
συμπληρώνονται με μια κατάλληλη επιστημική και εννοιολογική «συνθήκη». Η συναφής «συνθήκη» για την
συμπλήωση αυτής της πρότασης θα μπορούσε να βασίζεται σε μια έννοια «ορθολογικής αποδειξιμότητας» (Putnam) ή
«εγγυημένης βεβαιωσιμότητας» (Dummet) ή «κατ’αρχήν δυνατότητας γνώσης» (Rescher) κλπ. Αυτές οι απόψεις είναι
συμβατές με την θέση ότι τα υλικά αντικείμενα είναι πραγματικά. Αυτό που κάνει αυτές τις συνθήκες ‘αντιρεαλιστικές’ είναι ότι καθιστούν την ύπαρξη εξαρτώμενη από κατάλληλες γνωσιακές και εννοιολογικές καταστάσεις.
Ο ρεαλισμός αρνείται αυτές τις θέσεις στηριζόμενος πάνω σε μια ‘μη-επιστημική’ σύλληψη της αλήθειας.
327
Το σημαντικότερο πάντως σε αυτά τα πλαίσια είναι μάλλον το ‘εάν υπάρχουν γεγονότα για τα ηλεκτρόνια’,
και όχι εάν τα ηλεκτρόνια είναι ‘μη παρατηρήσιμα’.
328
Υπάρχει η τάση να συνδέεται ο επιστημονικός ρεαλισμός με τον «νατουραλισμό». Ο νατουραλισμός
ισχυρίζεται ότι η επιστήμη είναι το μέτρο του πραγματικού ‘ στην ακραία του μορφή («φυσικαλισμός») έπεται ότι
μόνο το φυσικό μπορεί να είναι πραγματικό. Εν τούτοις ο επιστημονικός ρεαλισμός είναι ανεξάρτητος από τον
νατουραλισμό (κάποιος μπορεί να είναι επιστημονικός ρεαλιστής και να δέχεται suis generic μη φυσικές οντότητες).
121
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
(α).2.3. Αιτιότητα
Η μεταφυσική διάσταση του προβλήματος της «αιτιότητας» σχετίζεται με την ‘φύση της
σύνδεσης’ μεταξύ της αιτίας και του αποτελέσματος: πώς και με ποιον τρόπο η αιτία επιφέρει το
αποτέλεσμα; Η γνωσική διάσταση αφορά την δυνατότητα για αιτιακή γνώση: πώς μπορεί (εάν
είναι δυνατόν) να αποκτηθεί αιτιακή γνώση;
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οφείλουμε να διακρίνουμε με σαφήνεια μεταξύ της
κατανόησης ενός γεγονότος και της κατανόησης του ‘λόγου για τον οποίο’ συνέβη. Το δεύτερο
μόνο είδος κατανόησης («διότι» και «αιτία» είναι οι όροι που χρησιμοποίησε) χαρακτηρίζει την
επιστήμη επειδή συνδέεται με τη γνώση των αιτίων. Στα Φυσικά ο Αριστοτέλης διέκρινε τέσσερις
τύπους αιτιών: η «υλική αιτία» είναι «αυτό από το οποίο θα γίνει ένα πράγμα» ‘ η «τυπική αιτία»
είναι η «πραγμάτωση της ουσίας του πράγματος» ‘ η «ποιητική αιτία» είναι η πρωταρχική πηγή
της μεταβολής ή της ηρεμίας» ‘ τέλος, η «τελική αιτία» είναι «ο σκοπός για τον οποίο έγινε ένα
πράγμα». (Για παράδειγμα, η υλική αιτία ενός αγάλματος είναι το υλικό του, η τυπική αιτία του
είναι η μορφή ή το σχήμα του, η ποιητική αιτία του είναι ο γλύπτης, και η τελική αιτία του είναι ο
σκοπός για τον οποίο έγινε το άγαλμα). Για τον Αριστοτέλη, μια πληρης αιτιακή εξήγηση πρέπει
να αναφέρεται και στις τέσσερις αιτίες: η ποιητική αιτία είναι ο ενεργός παράγων που δίνει μορφή
(τυπική αιτία) στην ύλη (υλική αιτία) για ένα σκοπό (τελική αιτία). Οι αλυσίδες των «ποιητικών
αιτίων» πρέπει να σταματούν σε κάποιες «ακίνητες πηγές κίνησης», σε πράγματα δηλαδή τα οποία
παρότι τα ίδια είναι ακίνητα, προκαλούν κίνηση σε άλλα πράγματα. (Για τους Σχολαστικούς, μόνη
«ποιητική αιτία» -βαθύτερη ακίνητη πηγή κίνησης- ήταν ο Θεός). Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη,
στην φύση υπάρχουν σκοποί και προθέσεις, κάτι το οποίο απέρριψαν οι νεότεροι φιλόσοφοι, ή το
εναπόθεσαν αποκλειστικά στον Θεό.
Ο R.Descartes όπως γνωρίζουμε διέκρινε όλες τις υποστάσεις σε δύο είδη, τα «σκεπτόμενα
πράγματα» (res cogitans) και τα πράγματα που «καταλαμβάνουν χώρο» (res extensa). Η ουσία του
νου είναι η σκέψη και η ουσία της ύλης είναι η έκταση. (Η ύλη είναι αδρανής εφόσον η ουσία της
είναι η έκταση). Αιτιακές συνδέσεις υπάρχουν μεταξύ των σωμάτων (ίδια υπόσταση) και μεταξύ
νου και σωμάτων (διαφορετικές υποστάσεις). Πώς είναι όμως δυνατές αυτές οι, δύο ειδών,
αλληλεπιδράσεις; Για τον Descartes μεταξύ των σωμάτων, όταν το α προκαλεί το β, μια ιδιότητα
του α «μεταφέρεται» στο β. Εάν δεχόμασταν δηλαδή ότι υπάρχει κάτι στο αποτέλεσμα το οποίο
δεν υπήρχε πριν στην αιτία, τότε θα έπρεπε επίσης να δεχτούμε και ότι αυτό το κάτι προκλήθηκε
από το τίποτα. Ωστόσο, πώς είναι δυνατή αυτή η μετάδοση; Εφόσον ο Descartes θεώρησε την ύλη
αδρανή υπόσταση που καταλαμβάνει χώρο, έπρεπε να προσφύγει σε κάποια εξωτερική αιτία της
κίνησης και της μεταβολής: κατέφυγε τελικώς στον Θεό, «επαρκής αιτία όλων των πραγμάτων».
Το ερώτημα για την αλληλεπίδραση νου και ύλης έμεινε απι της ουσίας αναπάντητο: εφόσον είναι
διακριτές υποστάσεις δεν έχουν τίποτα κοινό για να «μεταδοθεί» ανάμεσά τους. Τελικώς, ο Λόγος
μπορεί υποτίθεται από μόνος του (μέσω ενός a priori αναστοχασμού) να ανακαλύψει τους
αιτιακούς νόμους οι οποίοι απορρέουν άμεσα από τον Θεό.
Για τον G.W.Leibniz «η δραστηριότητα είναι η βαθύτερη ουσία των υποστάσεων» ‘ κάθε
υπόσταση διατηρείται από μια εσωτερική «πρωταρχική ενεργό δύναμη», η οποία προκαλεί τις
επακόλουθες καταστάσεις. Οι υποστάσεις πάντως «δεν αλληλεπιδρούν», αντιθέτως οι «μονάδες»
συντονίζονται μεταξύ τους μέσω του Θεού, ο οποίος επιβάλλει μια προκαθορισμένη αρμονία.
Ο D.Hume παραμέρισε τις μεταφυσικές αντιλήψεις που οδηγούσαν είτε στον αποκλεισμό της
αιτιότητας από την φύση, είτε την εκλάμβαναν ως προϊόν θεϊκής ώθησης ή προϊόν “πρωταρχικών
δυνάμεων”. Η αιτιότητα είναι διαδοχή συμβάντων, η οποία ακολουθεί ορισμένη κανονικότητα.
Ιδέες στον νου δεν υπάρχουν εάν δεν έχουν υπάρξει πρώτα αντίστοιχες εντυπώσεις (ή αντιλήψεις).
Η αιτιότητα όμως περιλαμβάνει την ιδέα της ‘αναγκαίας σύνδεσης’. Από που προέρχεται αυτή η
ιδέα, εάν δεν υπάρχει αντίληψη της αναγκαιότητας στις αιτακές αλληλουχίες; Για τον Hume η
122
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
πηγή αυτής της ιδέας είναι η αντίληψη μιας «σταθερής σύζευξης», η οποία οδηγεί τον νου να
σχηματίσει μια αντίστοιχη συνήθεια: να κάνει την «μετάβαση» από την αιτία στο αποτέλεσμα:
αυτό μας παρέχει την ιδέα της αναγκαιότητας. Επομένως, η ιδέα της αναγκαιότητας δεν αποδίδεται
σε ένα χαρακτηριστικό του φυσικού κόσμου, αλλά πηγάζει εντός του ανθρώπινου νου, όταν αυτός
επηρεάζεται από την παρατήρηση μιας κανονικότητας στη φύση για να σχηματίσει την προσδοκία
του αποτελέσματος, όταν η αιτία είναι παρούσα. Η αναγκαιότητα «είναι κάτι που υπάρχει στον
νου και όχι στα αντικείμενα». Η αιτιότητα ισοδυναμεί με διαδοχή που ακολουθεί κάποια
κανονικότητα. Η υποτιθέμενη αντικειμενική αναγκαιότητα στη φύση ‘απλώνεται’ στον κόσμο από
τον νου.
Για τον Hume όλη η αιτιακή γνώση πηγάζει από την εμπειρία. Η αναγκαιότητα δε η οποία
συνδέει την αιτία και το αποτέλεσμα, δεν είναι ταυτόσημη με τη λογική αναγκαιότητα ενός
αποδεικτικού επιχειρήματος. Κάθε προσπάθεια η οποία βασίζεται στην εμπειρία για να αποδείξει
ότι η κανονικότητα που επικρατούσε στο παρελθόν θα (ή πρέπει να) συνεχίσει να επικρατεί και
στο μέλλον, θα είναι κυκλική και θα κάνει λήψη του ζητούμενου (προϋποθέτει την αρχή
ομοιομορφίας της φύσης). Αυτή η θέση του Hume για το αδύνατον του καθορισμού της
αναγκαιότητας των αιτιακών διασυνδέσεων σε εμπειρική βάση, έγινε γνωστή ως «σκεπτικισμός
για την επαγωγή».
Ο I.Kant επιδίωξε να δείξει πως η αρχή της αιτιότητας είναι προϋπόθεση για την ίδια τη
δυνατότητα αντικειμενικής εμπειρίας. Η αρχή της αιτότητας είναι απαιτούμενο για να συλλάβει ο
νους την χρονική μη αναστρεψιμότητα που ενυπάρχει σε ορισμένες ακολουθίες εντυπώσεων. Τα
αντικειμενικά συμβάντα, όπως είδαμε, δεν είναι ‘δεδομένα’, αλλά συντίθενται από την οργανωτική
δραστηριότητα του νου και συγκεκριμένα από την επιβολή της αρχής της αιτιότητας (συνθετική a
priori αρχή) στα ‘φαινόμενα’. Σημειώνουμε εδώ πως η εφαρμογή της έννοιας της αιτιότητας
γίνεται μόνο στα ‘φαινόμενα’, και όχι στα ‘μη γνώσιμα’ ‘πράγματα καθεαυτά’ (τα «νοούμενα»).
Ας αναφέρουμε εδώ και την εξής διάσταση του προβλήματος: Στην περίπτωση που ένα
συμβάν προκαλεί ένα άλλο, χωρίς αυτή η συγκεκριμένη (ενική) αλληλουχία συμβάντων να
ακολουθεί μια κανονικότητα, αναφερόμαστε τότε στην λεγόμενη «ενική αιτιότητα» (αιτιότητα
χωρίς κανονικότητα). Από την άλλη πλευρά μπορεί να υπάρξει κανονικότητα χωρίς αιτιότητα.
Είναι πιθανόν να μην μπορούμε να γνωρίζουμε εάν μια διαδοχή συμβάντων είναι αιτιακή, μέχρι να
δούμε ότι επαναλαμβάνεται πολλές φορές ‘ αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι η αιτιότητα συνίσταται
στην διαδοχή που υπακούει σε κάποια κανονικότητα.329
Ο J.S.Mill θα προσθέσει πως όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι ένα αποτέλεσμα ακολουθεί
σταθερά έπειτα από μια αιτία, η αιτία θα πρέπει να θεωρείται η πλήρης σύζευξη των συνθηκών
που είναι ικανές και αναγκαίες για το αποτέλεσμα. Μια συσχέτιση συμβάντων που ακολουθεί
κάποια κανονικότητα είναι αιτιακή, μόνον εάν είναι «άνευ όρων», μόνον δηλαδή εάν η εμφάνισή
της δεν εξαρτάται από την παρουσία επιπλέον παραγόντων, τέτοιων ώστε εάν ήταν παρόντες το
αποτέλεσμα θα συνέβαινε ακόμη και αν η υποτιθέμενη αιτία του δεν ήταν παρούσα. Για τον Mill
τελικώς αιτιακές είναι μόνον εκείνες οι αμετάβλητες ακολουθίες που συνιστούν νόμους της φύσης.
Ο B.Russell υποστήριξε πως η έννοια της αιτιότητας ήταν ‘ασυνάρτητη’, αιτίες δεν
υπάρχουν. Τον σκεπτικισμό για την έννοια της αιτιότητας κληρονόμησε και το ρεύμα του Λογικού
Θετικισμού (ο Κύκλος της Βιέννης).
Οι εμπειριστές προσπάθησαν να καταστήσουν νόμιμη την έννοια της αιτιότητας. Οι
C.Hempel και P.Oppenheim εισηγήθηκαν το «Παραγωγικό-Νομολογικό» υπόδειγμα αιτιότητας.
329
Για πολλούς υποστηρικτές της «ενικής» αιτιότητας, η αιτιότητα είναι ‘παρατηρήσιμη’. Οι αιτιακές σχέσεις
είναι ενσωματωμένες στη γλώσσα μέσω αιτιακών ρημάτων, όπως «λυγίζω», «σπάζω», κλπ.. Όταν μαθαίνουμε να
αναφερόμαστε σε συμβάντα όπως έλξεις, θραύσεις κλπ. έχοντάς τα παρατηρήσει, έχουμε μάθει με τον τρόπο αυτό να
αναφερόμαστε σε ‘αιτιακά’ συμβάντα μέσω της παρατήρησής τους.
123
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Σύμφωνα με αυτό, το να προσφέρει κάποιος μια εξήγηση ενός συμβάντος Σ συνίσταται στο να
κατασκευάσει ένα έγκυρο παραγωγικό επιχείρημα της μορφής: Hγούμενες/Aρχικές συνθήκες –
Νομολογικές προτάσεις – Συνεπώς Σ (συμβάν). Ο ισχυρισμός ότι ένα συμβάν Α προκαλεί ένα
συμβάν Β σημαίνει: υπάρχουν σχετικοί νόμοι, μέσω των οποίων η εμφάνιση της ηγούμενης
συνθήκης Α καθίσταται νομολογικά επαρκής για την εμφάνιση του συμβάντος Β.330
Το «Παραγωγικό-Νομολογικό» υπόδειγμα όπως και κάθε απροσπάθεια να συνδεθεί η
αιτιότητα με νόμους αντιμετωπίζουν το πρόβλημα του χαρακτηρισμού των «νόμων της φύσης». Οι
περισσότεροι εμπειριστές υιοθέτησαν την εκδοχή ότι οι νόμοι της φύσης είναι κανονικότητες.331
Ωστόσο: δεν είναι όλες οι κανονικότητες αιτιακές- ούτε μπορεί όλες οι κανονικότητες να
θεωρηθουν νόμοι της φύσης. Ετέθη λοιπόν ένας διαχωρισμός: υπάρχουν κανονικότητες που
αποτελούν τους νόμους της φύσης, μπορούν να εδραιώσουν την αιτιότητα και να διαδραματίσουν
έναν ρόλο στην εξήγηση. Υπάρχουν όμως και κανονικότητες οι οποίες είναι «συζεύξεις
ατυχηματικές». Αναπτύχθηκε η άποψη πως οι κανονικότητες οι οποίες αποτελούν τους νόμους της
φύσης είναι εκείνες που εκφράζονται από τα αξιώματα και τα θεωρήματα ενός ‘ιδανικού
παραγωγικού συστήματος’ το οποίο οργανώνει τη γνώση μας για τον κόσμο και επιτυγχάνει την
«καλύτερη δυνατή ισορροπία μεταξύ απλότητας και ισχύος». Οποιαδήποτε κανονικότητα δεν είναι
τμήμα αυτού του ‘καλύτερου’ συστήματος είναι απλώς ‘ατυχηματική’, δεν αποτελεί δηλαδή νόμο
της φύσης.332 Σύμφωνα με αυτά, καμία απομονωμένη κανονικότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί νόμος
της φύσης ‘ οι κανονικότητες που αποτελούν νόμους της φύσης προσδιορίζονται «ολιστικά»,
δηλαδή ως τμήματα μιας δομής.333
Οι περισσότερες σύγχρονες προσπάθειες να καταδειχθεί ότι η αιτιότητα είναι ‘κάτι
περισσότερο’ από μια κανονικότητα, βασίζονται στην ιδέα ότι αιτία και αποτέλεσμα συνδέονται
μέσω ενός «φυσικού μηχανισμού». Για κάποιους φιλόσοφους η αιτιότητα συνίσταται στην
ανταλλαγή ή μεταφορά κάποιας διατηρήσιμης ποσότητας (ενέργεια-ορμή, ή φορτίο για
παράδειγμα). Επίσης ισχυρίζονται ότι η αιτιότητα δεν χρειάζεται να περιλαμβάνει κανονικότητες ή
νόμους, αλλά συνίσταται σε μια τοπική, φυσική σύνδεση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος.
330
Υπάρχουν βεβαίως αντιπαραδείγματα τα οποία δείχνουν ότι το Π-Ν υπόδειγμα αποτυγχάνει ακριβώς επειδή
αγνοεί το ρόλο της ‘αιτιότητας’ στην εξήγηση.
331
«θεωρία της κανονικότητας για τους νόμους».
332
Πρόκειται για την αντίληψη που πήρε το όνομα «ιστός των νόμων» (F.Ramsey, D.Lewis). Ο Lewis
παρουσίασε μια ακόμη ‘θεωρία αιτιότητας’: η αιτιότητα είναι μια σχέση «αντιγεγονοτικής εξάρτησης» (counterfactual dependence) του αποτελέσματος από την αιτία. Προτάσεις της μορφής: “εάν το Α δεν είχε συμβεί, ούτε το Β
θα είχε συμβεί”, ή “εάν το Γ είχε συμβεί, τότε το Δ θα είχε συμβεί” ονομάζονται «αντιγεγονοτικές συνεπαγωγές»
επειδή παρουσιάζουν τι θα μπορούσε ή δε θα μπορούσε να συμβεί, κάτω από ορισμένες περιστάσεις. Μια από τις
δυσκολίες εδώ είναι να καθοριστούν οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες είναι αληθείς ή ψευδείς οι συνεπαγωγές.
Σύμφωνα με μια άλλη προσέγγιση, οι αιτίες «αυξάνουν τις πιθανότητες των αποτελεσμάτων τους». Η πιθανότητα
δηλαδή να υπάρξει ένα ορισμένο συμβάν είναι υψηλότερη εάν λάβουμε υπόψη μας την αιτία του απ’ότι εάν δεν την
λάβουμε. Πρόκειται για τις λεγόμενες θεωρίες «πιθανοκρατικής αιτιότητας». Παρενθετικά αναφέρουμε πως για
κάποιους φιλοσόφους ο «ντετερμινισμός» (‘κάθε συμβάν έχει ένα πλήρως επαρκές σύνολο αιτιών’) μπορεί να
απορριφθεί προς όφελος του «ιντετερμινισμού» (‘υπάρχουν γνήσια τυχαία συμβάντα’). Γι’αυτούς ιντετερμινισμός και
αιτιότητα είναι συμβατές έννοιες.
333
Αντίθετη άποψη σχετικά με αυτά ανέπτυξε ο D.Armstrong: οι νόμοι δεν ανάγονται σε κανονικότητες, αλλά
αποτελούν «σχέσεις αναγκαιοποίησης» ανάμεσα σε φυσικές ιδιότητες. Άλλη εναλλακτική στην θεωρία περί
κανονικότητας για την αιτιότητα, είναι η πρόταση του J.Mackie: αυτός υποστήριξε ότι ένα ορισμένο αποτέλεσμα
μπορεί να προκληθεί από έναν αριθμό διαφορετικών συνόλων από παράγοντες. Κάθε σύνολο μπορεί να είναι
‘επαρκές’ για την πρόκληση του αποτελέσματος αλλά κανένα από αυτά δεν είναι ‘αναγκαίο’. Ποια είναι η αιτία ενός
συμβάντος σε αυτό το πλαίσιο; Κάθε μεμονωνομένος παράγοντας σχετίζεται με το αποτέλεσμα ως εξής: είναι ένα μηεπαρκές (insufficient) αλλά μη-περιττό (non-redundunt) τμήμα μιας μη-αναγκαίας (unnecessary) αλλά επαρκούς
(sufficient) συνθήκης του αποτελέσματος. Αυτόν τον παράγοντα ο Mackie τον ονόμασε «inus συνθήκη». Οι αιτίες
είναι επομένως «inus συνθήκες».
124
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Ας αναφέρουμε τέλος πως τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει επανεμφανιστεί ο
αριστοτελισμός («νεο-αριστοτελισμός»): πολλοί πιστεύουν πως η αιτιότητα θα μπορούσε να
κατανοηθεί καλύτερα μέσω των «αιτιακών δυνάμεων», δηλαδή μέσω των δυνάμεων, των
προδιαθέσεων και των ικανοτήτων που έχουν τα πράγματα με τις οποίες προκαλούν άλλα
πράγματα να συμβαίνουν. Αυτές οι δυνάμεις απορρέουν από τη «φύση» ή την «βαθύτερη ουσία»
ενός πράγματος και προσδιορίζουν το ‘τι είναι’ ένα πράγμα και ‘τι μπορεί να κάνει’. Οι αιτιακοί
νόμοι στον κόσμο θεωρείται ότι πηγάζουν από αυτές τις αιτιακές δυνάμεις.
(α.2.3.i) Αναγωγισμός
Είναι ευρέως αποδεκτό πως η κάθε επιστήμη είναι «εγγενώς» «αυτόνομη», με το δικό της
ιδιαίτερο πεδίο εφαρμογής, το δικό της εννοιολογικό πλέγμα και τις δικές της κατηγοριοποιήσεις
και ταξινομήσεις, τις δικές της πηγές και μεθόδους, την δική της εν τέλει ιδιαίτερη νομιμοποίηση
και αυτονομία. Τα ‘κοινά’ χαρακτηριστικά των επιστημών συχνά εντοπίζονται στο χώρο της
μεθοδολογίας, δεν μπορούν ωστόσο να θεμελιώσουν την ιδέα μιας μοναδικής και ενιαίας
επιστήμης. Η συνήθης εικόνα είναι ενός κόσμου οργανωμένου σε πολλά, διακριτά αλλά ασύνδετα
μεταξύ τους επίπεδα. Κάθε επίπεδο θεωρείται πως έχει τις δικές του οντότητες, τις δικές του
ιδιότητες, τα δικά του είδη και πιθανά τους δικούς του νόμους. Επομένως το κάθε επίπεδο απαιτεί
τη δική του εξήγηση η οποία συγκροτείται από την αντίστοιχη επιστήμη.
Η αντίθετη άποψη ισχυρίζεται πως η επιστήμη είναι «ενιαία». Υπό μια ακραία ανάγνωση,
όλες οι επιστήμες μελετούν τα ίδια φαινόμενα. Τα υποτιθέμενα διακριτά επίπεδα από τα οποία
αποτελείται ο κόσμος δεν είναι τίποτα άλλο από μια «ιεραρχική δομή»: οι οντότητες του κάθε
επιπέδου συγκροτούνται πλήρως από οντότητες ‘κατώτερων’ επιπέδων και οι ιδιότητές τους
προσδιορίζονται από τις ιδιότητες των οντοτήτων των κατώτερων επιπέδων. Το αποτέλεσμα είναι
πως οι επιστήμες των ανώτερων επιπέδων δεν συνδέονται απλώς αλλά «καθορίζονται» από αυτές
των κατώτερων επιπέδων. Στην πλέον καθιερωμένη της μορφή αυτή η τοποθέτηση δίνει τον κύριο
ρόλο στη ‘φυσική’: όλες οι οντότητες που μελετούν οι άλλες επιστήμες (είναι ή) συγκροτούνται
από οντότητες της φυσικής.334
Η παραπάνω ιεραρχική εικόνα ονομάζεται «αναγωγιστική». Βασικό της στοιχείο είναι η
«μεταβατικότητα» της σχέσης «αναγωγής». Η αναγωγή δηλαδή δεν γίνεται «άμεσα», αλλά
σταδιακά, από επίπεδο σε επίπεδο προς τα κάτω. Μια σημαντική διαφορετική εκδοχή που
μπορούμε εδώ να σημειώσουμε, είναι η εξής: μπορεί κάποιος να δεχτεί την αναγωγιστική ιεραρχία
στο επίπεδο της συγκρότησης των οντοτήτων, αλλά να αρνηθεί πως οι ‘ιδιότητες’ των ανώτερων
επιπέδων καθορίζονται από αυτές των κατώτερων. Αυτό ισοδυναμεί με έναν «μονισμό» οντοτήτων
και έναν «πλουραλισμό» ιδιοτήτων.
(α).2.4. «μη αναπαραστατικός ρεαλισμός»
Σύμφωνα με την προσέγγιση του «μη αναπαραστατικού ρεαλισμού»335, στόχος της φυσικής
είναι ο προσδιορισμός των ορίων εντός των οποίων είναι δυνατό να εφαρμοστούν οι υπάρχουσες
θεωρίες μας και η διατύπωση νέων οι οποίες θα εφαρμόζονται «επί του κόσμου σε διαρκώς
ευρύτερα πλαίσια» και με «διαρκώς υψηλότερο βαθμό προσέγγισης». Πρόκεται για μια
‘ρεαλιστική’ προσέγγιση επειδή, κατά πρώτον ενέχει την παραδοχή ότι ο κόσμος υπαρχει (έτσι
334
Ο κόσμος δεν αποτελείται από άσχετες μεταξύ τους οντότητες. Μια ομάδα βασικών οντοτήτων και οι αιτακές
τους αλληλεπιδράσεις αρκούν για την σύνθεση και εξήγηση όλων των φαινομένων και οντοτήτων του κόσμου. Όσον
αφορά τον προεξάρχοντα ρόλο (οντική προτεραιότητα) της φυσικής, στηρίζεται στην θέση πως ό,τι υπάρχει στον
χωρόχρονο είναι φυσικές [physical] οντότητες, και όλα υπόκεινται στους νόμους της φύσης.
335
Αναλυτικά στο: A.F.Chalmers, Τι είναι αυτό που το λέμε επιστήμη; Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 1998.
125
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
όπως υπάρχει) ανεξάρτητα από τη γνώση μας γι’αυτόν, και κατά δεύτερον επειδή δέχεται ότι οι
θεωρίες που είναι πράγματι εφαρμόσιμές στον κόσμο, είναι τέτοιες τόσο στα πλαίσια των
πειραματικών συνθηκών όσο και έξω από αυτές. Είναι «μη αναπαραστατικός» επειδή δεν
εμπεριέχει κάποια αντιστοιχιστική θεωρία αλήθειας336 ‘ δεν προϋποθέτει πως οι θεωρίες μας
περιγράφουν οντότητες του κόσμου. Είναι δυνατό για εμάς να αξιολογήσουμε τις θεωρίες μας ως
προς το κατά πόσο συλλαμβάνουν επιτυχώς κάποια πτυχή του κόσμου, εντούτοις δεν μπορούμε
περεταίρω να τις αξιολογήσουμε ως προς το κατά πόσο περιγράφουν τον κόσμο όπως πραγματικά
είναι… Η αιτία γι’αυτό είναι το γεγονός ότι δεν διαθέτουμε άλλη δυνατότητα πρόσβασης στον
κόσμο πέρα από τις θεωρίες μας, και επομένως δεν είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε την επάρκεια
των περιγραφών που αυτές οι θεωρίες συνιστούν. Οι θεωρίες μας είναι πράγματι σύνθετα, ιδιότυπα
κοινωνικά προϊόντα τα οποία υπόκεινται σε διαρκείς και ριζικές αλλαγές ‘ ο βαθμός ωστόσο στον
οποίο ιδιοποιούνται τον φυσικό κόσμο δεν είναι κοινωνικά προσδιορισμένος. Εκείνο που
οφείλουμε να κάνουμε πάντοτε είναι να προσδιορίζουμε κάθε φορά το εύρος εφαρμογής των
θεωριών μας. Είναι μια διάδοχη θεωρία εκείνη που μπορεί να προσδιορίσει ακριβέστερα το εύρος
εφαρμογής του προκατόχου της, εξηγώντας την σε ένα βαθύτερο επίπεδο. Σύμφωνα με αυτή την
αντίληψη, η ανάπτυξη της φυσικής δεν έχει κάποιο τέλος, πάντοτε θα υπάρχουν δυνατότητες
περαιτέρω ανάπτυξης των θεωριών μας, σε βάθος και σε εύρος εφαρμογής.
(β.1) η “Ιστορικιστική Στροφή” της δεκαετίας του ‘60
Η αντίληψη του λογικού εμπειρισμού/θετικισμού όπως είδαμε θεμελιώνεται πάνω στην
εμπειρία και ασχολείται με τη λογική δομή της επιστήμης, εστιάζεται δε το ενδιαφέρον στις λογικές
σχέσεις ανάμεσα στις προτάσεις που περιγράφουν παρατήσεις και στους νόμους και θεωρίες που
οι προτάσεις αυτές επικυρώνουν ή καταρρίπτουν.337 Με βάση τη θετικιστική αντίληψη,
οποιαδήποτε θεωρία δεν επιβεβαιώνεται με αναγωγικές ή πειραματικές διαδικασίες απορρίπτεται
ως α-νόητη. Η επιστήμη είναι προοδευτική-συνεχής συσσωρευτική διαδικασία προς την αλήθεια,
είναι αντικειμενική (προσεγγίζει την “αληθινή εικόνα του κόσμου” με ορθολογική μέθοδο), είναι
καθολική και απαλλαγμένη από οποιουδήποτε είδους σχετικισμό.
Το ιστορικιστικό ρεύμα (Kuhn, Lakatos, Feyerabend, Laudan, Hanson, Toulmin κ.ά.)
εστιάζει την προσοχή του στο ζήτημα του πώς εξελίσσονται οι επιστήμες.
(β).1.1. το «ιστορικιστικό» ρεύμα
Η ‘κατηγορία’ του «σχετικισμού» που αποδίδεται στο «ιστορικιστικό ρεύμα» εδράζεται
κυρίως στις παρακάτω θέσεις του:
1)
η επιστήμη δεν χαρακτηρίζεται από κάποια γνωστική ανωτερότητα σε σχέση με άλλα
πολιτισμικά φαινόμενα,
2)
η μη ύπαρξη αντικειμενικών κριτηρίων για την αξιολόγηση και την επιλογή μεταξύ
επιστημονικών θεωριών αμφισβητεί και την ύπαρξη ενός καθολικού μοντέλου ορθολογικότητας,
3)
ενάντια στην εικόνα της επιστήμης ως συνεχούς συσσωρευτικής διαδικασίας που τείνει
προς την αλήθεια, αντιπροτείνονται …περίοδοι «ασυνέχειας», ριζικές αναθεωρήσεις και
«ρήγματα». Οι επιστημονικές θεωρίες δεν μπορούν να συγκριθούν ή να μεταφραστούν μεταξύ τους.
Μπορούμε να συνοψίσουμε λοιπόν ως εξής τη στροφή αυτή:
336
337
Η αλήθεια δεν εκλαμβάνεται, στο πλαίσιο αυτό, ως αντιστοίχιση με τα γεγονότα.
Βλπ. Βασίλης Κάλφας, Επιστημονική Πρόοδος και Ορθολογικότητα, εκδ. Νήσος.
126
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
-Η επιστήμη είναι ασυνεχής διαδικασία.
-Η διάκριση πλαισίου ανακάλυψης/ πλαισίου δικαιολόγησης θεωρείται παραπλανητική.
-Αμφισβητείται η ύπαρξη αυστηρών θεμελίων όπως η τυπική λογική και η γυμνή αντίληψη.
-Η αξιολόγηση δεν θεωρείται πλέον ότι μπορεί να γίνει απλώς με λογικά μέσα.
-Η επιστημονική θεωρία, ως μονάδα ανάλυσης της επιστήμης, αντικαθίσταται από ένα
«σώμα» (ευρύτερο σύνολο) θεωριών που δύναται να περιέχει και μεταφυσικές πεποιθήσεις, αξίες
κλπ…
-Απορρίπτεται η διάκριση παρατηρησιακών/ θεωρητικών όρων.
-Απορρίπτεται η τυπική λογική ως αποκλειστικό εργαλείο και μελετάται ενδελεχώς η ιστορία
των επιστημών.
-Αμφισβητείται η ύπαρξη ουδέτερης επιστ. γλώσσας (π.χ παρατηρησιακή).
-Η επιστήμη θεωρείται επομένως ένα ανθρώπινο δημιούργημα, ένα ακόμα πολιτισμικό
φαινόμενο που βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με παράγοντες όπως είναι οι πολιτικές και κοινωνικές
συνθήκες , ο κοινός νους κλπ…
-Κατά την επιστημονική αλλαγή, η σημασία των χρησιμοποιούμενων όρων αλλάζει. Εδώ
εισάγεται η έννοια της α-συμμετρίας σύμφωνα με την οποία οι δύο α-σύμμετρες θεωρίες
εκφράζονται σε διαφορετικές γλώσσες, χωρίς την δυνατότητα αμοιβαίας μετάφρασης, ούτε
επικοινωνίας μεταξύ των επιστημόνων , αλλά επίσης χωρίς δυνατότητα αντικειμενικού τρόπου
αποτίμησης των θεωριών (δεν γίνεται δεκτή η ύπαρξη μετα-θεωρητικών εννοιών όπως της
αλήθειας ή της ορθολογικότητας).
Υπονομεύεται λοιπόν, υποστηρίζουν οι επικριτές του ρεύματος, η έννοια της
«αντικειμενικότητας» και της «προόδου».
(β).1.a. Η παρέμβαση του T.S.Kuhn
Πώς πραγματοποιούν οι επιστήμονες την επιλογή μεταξύ θεωρίων; Πώς θα πρέπει να
καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίο “προοδεύει” η επιστήμη;
Τι είναι αυτό το οποίο στην πραγματικότητα εξακολουθεί να θέλει εξήγηση; Σύμφωνα με τον
Kuhn αυτό το οποίο πρέπει να εξηγήσουμε δεν μπορεί να είναι το ότι “οι επιστήμονες
ανακαλύπτουν την αλήθεια για τη φύση”, ούτε το ότι “πλησιάζουν ολοένα και περισσότερο την
αλήθεια”. Αυτό που συμβαίνει είναι πως με το περάσμα του χρόνου οι επιστημονικές θεωρίες είναι
στο σύνολό τους περισσότερο διαρθρωμένες, εφαρμόζουν προς τη φύση «ως προς έναν διαρκώς
αυξανόμενο αριθμό σημείων και με ολοένα και μεγαλύτερη ακρίβεια», με τον χρόνο αυξάνεται ο
αριθμός των αντικειμένων στα οποία μπορεί να εφαρμοστεί η προσέγγιση της επίλυσης γρίφων, οι
επιστημονικές ειδικότητες πολλαπλασιάζονται. Εν τούτοις πολλά ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά:
για παράδειγμα, τι θα θυσίαζε μια ομάδα επιστημόνων προκειμένου να απολάμβανε τα κέρδη που
κατά κανόνα προσφέρει μια καινούρια θεωρία; Τι συμβαίνει με τον αριθμό των μη συμβατών
απόψεων που υιοθετούν οι διαρκώς αυξανόμενες κοινότητες των ειδικών;
Ο Kuhn υποστηρίζει πως έως ότου θα είμαστε σε θέση να απαντάμε σε όλες αυτές τις
ερωτήσεις, δεν θα μπορούμε να γνωρίζουμε τι ακριβώς είναι η “επιστημονική πρόοδος” ούτε θα
μπορούμε να ελπίζουμε ότι την εξηγούμε. Η εξήγηση γιαυτόν «πρέπει να είναι, σε τελευταία
ανάλυση, ψυχολογική ή κοινωνιολογική. Θα πρέπει, δηλαδή, να αποτελεί περιγραφή κάποιου
συστήματος αξιών, μιας ιδεολογίας, καθώς και μιας ανάλυσης των θεσμών μέσα από τους οποίους
το σύστημα μεταδίδεται και ενισχύεται. Γνωρίζοντας αυτά που οι επιστήμονες θεωρουν αξίες,
ελπίζουμε ότι ίσως καταλάβουμε με τι προβλήματα θα ασχοληθούν και τι επιλογές θα κάνουν κάτω
από συγκεκριμένες συνθήκες συγκρούσεων».
Για έναν επιστήμονα, η λύση σε ένα δύσκολο γρίφο σχετικά με έννοιες ή με όργανα είναι
κυρίαρχος σκοπός, ενώ η επιτυχία του σε αυτό το εγχείρημα ανταμοίβεται μέσα από την
127
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
αναγνώριση άλλων μελών της επαγγελματικής ομάδας και μόνο από αυτά. «Η πρακτική αξία της
λύσης του έχει, στην καλύτερη περίπτωση, δευτερεύουσα σημασία, ενώ η αποδοχή της από
ανθρώπους εκτός της ομάδας των ειδικών αποτελεί αξία αρνητική ή ανύπαρκτη. Οι αξίες αυτές που
παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της μορφής της φυσιολογικής επιστήμης, είναι
σημαντικές και σε στιγμές όπου χρειάζεται κανείς να διαλέξει ανάμεσα σε θεωρίες». Ακόμη και οι
αξίες αυτές ωστόσο έρχονται συχνά σε σύγκρουση μεταξύ τους. «Μια μελέτη του τι είναι
διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν οι επιστήμονες θα ήταν ιδιαίτερα σημαντική σε αυτό ακριβώς το
σημείο». Η απλότητα, η ακρίβεια και η συμφωνία με τις επιστήμες που χρησιμοποιούνται σε άλλες
ειδικότητες αποτελούν σημαντικέα αξίες αλλά δεν υπαγορεύουν εξίσου την ίδια επιλογή ούτε
χρησιμοποιούνται με τον ίδιο τρόπο. ‘Μόνιμη αξία’ αποτελεί και η ομοψυχία της ομάδας, καθώς
την ωθεί στην ελαχιστοποίηση των περιστάσεων που εγείρουν διαμάχες. Η απόρριψη από την
πλευρά του K.Popper, των “ψυχολογικών παρορμήσεων των ατόμων” είς όφελος των “λογικών
κεντρισμάτων της γνώσης”, η απόρριψη της “ψυχολογίας της γνώσης”, όλα αυτά σύμφωνα με τον
Kuhn δεν είναι παρά η άρνηση της μεθοδολογικής σημασίας της πηγής έμπνευσης ενός ατόμου ή
της αίσθησης βεβαιότητας ενός ατόμου. Η απόσταση ωστόσο πρατηρεί ο Kuhn, που χωρίζει τις
«ψυχολογικές ιδιορρυθμίες ενός ατόμου από την απόρριψη των κοινών στοιχείων που τροφοδοτεί η
αγωγή και η εκπαίδευση στην ψυχολογική σύνθεση των νόμιμων μελών μιας πιστημονικής ομάδας
είναι μεγάλη. Δεν θα πρέπει μαζί με το ένα να διώξουμε και το άλλο».338
(β).1.a.i. Νόημα και Αναφορά των Επιστημονικών Όρων
Όπως έχουμε δει, μια βασική αρχή του Λογικού Θετικισμού ήταν πως η συμφωνία ή
διαφωνία των εμπειρικών συνεπειών (που παράγονται από τις θεωρίες) με την πραγματικότητα
καθορίζει και την επικύρωση ή διάψευσή της. Οι οπαδοί του «ιστορικιστικού» ρεύματος
αρνούνται αυτή τη θέση. Από την δική τους πλευρά, δεν υπάρχει “κοινή βάση σύγκρισης” γιατί
κάθε θεωρία εκφράζεται στην δική της γλώσσα («εννοιολογική ασυμμετρία»): οι εμπειρικές
συνέπειες δύο θεωριών θα μπορούσαν να εκληφθούν ως “αντιφατικές” (επομένως συγκρίσιμες)
μόνο εάν οι χρησιμοποιούμενοι όροι είχαν και στις δύο θεωρίες το ίδιο νόημα. Ωστόσο κάτι τέτοιο
δεν συμβαίνει, αφού το περιγραφικό λεξιλόγιο κάθε θεωρίας είναι συνάρτηση όλων των
συστατικών στοιχείων της, οπότε είναι διαφορετικό αυτό της μιας θεωρίας από εκείνο της άλλης.
Σύμφωνα με τον Scheffler, ο Kuhn έχει δίκαιο όταν υποστηρίζει πως οι επιστήμονες
χρησιμοποιούν στην πορεία του χρόνου τους ίδιους όρους με διαφορετικές σημασίες. Αυτό
οδήγησε τον Kuhn στην θέση περί αδυναμίας λογικής παραγωγικής σύγκρισης. Εντούτοις, για τον
Scheffler η έγκυρη λογική παραγωγή «απαιτεί σταθερότητα σημασίας, μόνο με την έννοια της
σταθερότητας της αναφοράς». Αυτό σημαίνει πως εάν έχουμε αλλαγές σημασίας οι οποίες αφήνουν
άθικτες τις αναφορικές αξίες των όρων (εάν δηλαδή διατηρούνται τα αντικείμενα αναφοράς των
όρων) τότε μπορούμε να προχωρήσουμε σε συγκρίσεις με τις κλασικές λογικές μεθόδους.
Εδώ πρέπει να διευκρινήσουμε τα εξής: το «νόημα» ενός όρου (sense) είναι ο αναλυτικός
ορισμός του, το σύνολο των καθοριστικών χαρακτηριστικών του. Η «αναφορά» ενός όρου
(reference) είναι τα αντικείμενα, οι οντότητες (ή οι σχέσεις) που τον πληρούν, τον «επαληθεύουν».
Επομένως, η «σημασία» (κατά Frege) καθορίζεται από το διατεταγμένο ζεύγος <νόημα,
αναφορά>, όπου οι λέξεις με διαφορετικές αναφορές έχουν κατ’ανάγκην διαφορετικά νοήματα,
αλλά όχι αντίστροφα. Σε μια γλώσσα της οποίας οι όροι είναι “πραγματικά αντικείμενα αναφοράς”
338
T.S.Kuhn: “Λογική της ανακάλυψης ή ψυχολογία της έρευνας;” (1970), στο: Επιστημολογία. Κείμενα, [επιμ.]
Γ.Κουζέλης, β΄ αναθ.έκδ. Νήσος 1997, βλπ. σελ. 129-131.
128
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
(σε ένα «ρεαλιστικό» δηλαδή πλαίσιο), η έννοια της «αλήθειας» συνδέεται μόνο με την αναφορά
των όρων και όχι με το νόημά τους.
Ο Scheffler αυτό που ισχυρίζεται λοιπόν είναι ότι στην ανάπτυξη της επιστήμης εκείνο που
αλλάζει είναι το «νόημα» των χρησιμοποιούμενων όρων και όχι η «αναφορά» τους ‘ αυτή η
αλλαγή δεν οδηγεί στην «ασυμμετρία», αφού η σταθερότητα της αναφοράς επιτρέπει την
αντικειμενική σύγκριση των θεωριών με εργαλείο την τυπική λογική. Ο Kuhn απαντά σε αυτό ως
εξής: υπάρχουν παραδείγματα εξέλιξης θεωριών όπου δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως η ίδια η
αναφορά αλλάζει. Το νόημα των επιστημονικών όρων θελεμιώνεται αποκλειστικά στις
πεποιθήσεις των επιστημόνων που χρησιμοποιούν τους όρους. Το λεξιλόγιο της επιστήμης
αλλάζει. Το σύνολο των πεποιθήσεων, το νόημα ενός όρου, καθορίζει, «επιλέγει» και την αναφορά
του όρου, η οποία θα αλλάζει με την αλλαγή πεποιθήσεων και συμπεριφοράς των επιστημόνων.
Επομένως, η σχέση σημασίας και αναφοράς στον Kuhn δεν φαίνεται να είναι μια σχέση όρων και
πραγματικότητας, αλλά μια σχέση όρων και πεποιθήσεων.
Εάν οι αλλαγές στις θεωρίες οδηγούν στην αλλαγή και της αναφορά των όρων τότε δεν
οδηγούμαστε σε αλλαγή της οντολογίας του κόσμου; Η αντιπαράθεση Scheffler-Kuhn αφορά με
την έννοια αυτή το πρόβλημα του «επιστημονικού ρεαλισμου». Ο Scheffler θέλει να αποφύγει τον
οντολογικό σχετικισμό, να εδραιώσει ένα ρεαλιστικό υπόβαθρο για την επιστήμη και να
αποκαταστήσει την «αντικειμενικότητα» των κύριων επιστημονικών επιλογών.
Η «αιτιακή θεωρία της αναφοράς» (causal theory of reference) επιδιώκει αυτήν την
αποκατάσταση του ρεαλιστικού χαρακτήρα των θεωριών. Ο H.Putnam υιοθετεί την θέση του
Scheffler για την “σταθερότητα της αναφοράς” και θεωρεί πως ο Kuhn πρεσβεύει έναν «ακραίο
αντι-ρεαλισμό»: ο τελευταίος δηλαδή αρνείται την “σύγκλιση” στην επιστήμη, δεν δέχεται πως οι
θεωρίες (κάποιες καλύτερα από άλλες) περιγράφουν τις ίδιοες οντότητες ‘ η «αλήθεια» δεν έχει
κανένα νόημα ως «εξω-θεωρητική» έννοια και το ίδιο συμβαίνει και με την «αναφορά». Τα
επιχειρήματα του Putnam είναι οι κλασικές αιτιάσεις των ρεαλιστών: η αντιλήψη του Kuhn
μετατρέπει την επιτυχία της επιστήμης σε «θαύμα» ‘ η συμπεριφορά των επιστημόνων δείχνει πως
καταφέρνουν να επικοινωνούν μεταξύ τους ακόμη και εάν πρεσβεύουν αντίθετες («ασύμμετρες»
κατά Kuhn) θεωρίες, κλπ. Για τον Putnam ο ρεαλισμός είναι μια «εξήγηση» ενός
αδιαμφισβήτητου εμπειρικού γεγονότος: του ότι η επιστήμη επιτυγχάνει πολλές σωστές
προβλέψεις, του ότι επινοεί νέους αποτελεσματικότερους τρόπους ελέγχου κ.ο.κ. Ο ρεαλισμός
είναι μια «επιστημονική (εμπειρική) υπόθεση υψηλότερου βαθμού» και διατυπώνεται με βάση δύο
αρχές: οι όροι σε μια ώριμη επιστήμη έχουν κατά κανόνα αντικείμενα αναφοράς, και οι νόμοι μιας
θεωρίας που ανήκει σε μια ώριμη επιστήμη είναι κατά προσέγγιση αληθείς.339
Παρακάτω θα επανέλθουμε αναλυτικότερα στην παρέμβαση του Kuhn.
(β).1.b. O Paul Feyerabend ‘ενάντια στη Μέθοδο’
«[...] η ιστορία της επιστήμης είναι τόσο πολύπλοκη, χαοτική, γεμάτη λάθη και διασκεδαστική
όσο και οι ιδέες που περιέχει [...]. Αντιθέτως, μια κάποια πλύση εγκεφάλου θα βοηθούσε αρκετά στη
μετατροπή της ιστορίας της επιστήμης σε κάτι πιο πληκτικό, πιο απλοϊκό, πιο ομοιόμορφο, πιο
“αντικειμενικό” και πιο εύκολα αντιμετωπίσιμο με αυστηρούς και αναλλοίωτους κανόνες. Αυτός
ακριβώς είναι και ο σκοπός της σημερινής επιστημονικής εκπαίδευσης. Απλοποιοεί την “επιστήμη”
απλοποιώντας όσους συμμετέχουν σε αυτήν».340
339
Αναλυτικότερα για την αιτιακή θεωρία της αναφοράς, βλπ. στο Β.Κάλφας, Επιστημονική Πρόοδος και
Ορθολογικότητα, εκδ.Νήσος 1997, σελ.100-124.
340
Feyerabend P., Ενάντια στην Μέθοδο. Για μια αναρχική θεωρία της γνώσης, Σύγχρονα Θέματα 1975.
129
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
«[...] όσο βλέπω με πόση ψυχική ηρεμία και μάλιστα με πόση οργιαστική χαρά οι φιλάνθρωποι
της γενιάς μας βλέπουν τον ακρωτηριασμό των ψυχών αθώων παιδιών, ο οποίος πραγματώνεται
καθημερινά στα σχολεία μας, και με πόσο σαδιστική ικανοποίηση χαιρετίζουν τη μεταμόρφωση
ζωντανών, γεμάτων εμπνεύσεις, χαριτωμένων, πολυτάλαντων παιδιών σε ωχρά αντίγραφα της
ορθολογικότητας των δασκάλων τους».341
«Όπως ακριβώς ένα καλά εκπαιδευμένο κατοικίδιο υπακούει στον κύριό του, [...] έτσι και ένας
καλοεκπαιδευμένος ορθολογιστής υπακούει στη νοητική εικόνα του δικού του κυρίου [...] και είναι
εντελώς ανίκανος να συνειδητοποιήσει ότι αυτό που θεωρεί ως “φωνή της λογικής” δεν είναι παρά
ένα αιτιολογικό επακόλουθο της εκπαίδευσής του. Είναι εντελώς ανίκανος να ανακαλύψει ότι η
επίκληση της λογικής, στην οποία τόσο πρόθυμα υποτάσσεται, δεν είναι παρά ένας πολιτικός
χειρισμός».342
«Η κριτική μου και η έκκλησή μου για αναρχισμό κατευθύνονται λοιπόν ενάντια και στους δύο,
τον παραδοσιακό πουριτανισμό που υπάρχει στην επιστήμη και την κοινωνία και ενάντια στο “νέο”,
αλλά στην πραγματικότητα αιωνόβιο, προκατακλυσμιαίο, πρωτόγονο πουριτανισμό της ‘νέας’
αριστεράς που βασίζεται πάντοτε στην οργή, την αχρήστευση, τον πόθο για εκδίκηση, αλλά ποτέ στην
φαντασία. Παντού περιορισμοί, απαιτήσεις, δραματικές εκκλήσεις ηθικής, γενικευμένη βία».343
«[...] όταν κάποιος προσπαθεί να λύσει ένα πρόβλημα στην επιστήμη ή οπουδήποτε αλλού
πρέπει να έχει πληρη ελευθερία και δεν μπορεί να περιορίζεται από αξιώματα και κανόνες,
οσοδήποτε εύλογοι και αν φαίνονται στον ειδικό της Λογικής ή το φιλόσοφο που τους σκέφθηκε στην
απομόνωση του γραφείου του. Κανόνες και απαιτήσεις πρέπει να ελέγχονται με έρευνα και όχι με την
προσφυγή σε θεωρίες της ορθολογικότητας».344
«Αυτός ο πλουραλισμός των θεωριών δεν πρέπει να θεωρείται ως προκαταρκτικό στάδιο
γνώσης που πρόκειται κάποτε στο μέλλον να αντικατασταθεί από τη Μία Αληθινή Γνώση. Ο
θεωρητικός πλουραλισμός είναι ουσιαστικό στοιχείο κάθε γνώσης που θέλει να είναι
αντικειμενική».345
«[...] είμαι υπέρ ενός πλουραλισμού ιδεών, μεθόδων, μορφών ζωής, [...]. Τα επιχειρήματά μου
είναι μάλλον αρνητικού τύπου, δείχνουν ότι η λογική και η επιστήμη δεν μπορούν να αποκλείσουν
ένα τέτοιο πλουραλισμό».346
«Στο Ενάντια στην Μέθοδο προσπαθώ να δείξω ότι η λογική, τουλάχιστον με την μορφή που
την υποστηρίζουν οι ειδικοί, οι φιλόσοφοι της επιστήμης και κα΄ποιοι επιστήμονες δεν είναι
κατάλληλη για την επιστήμη και δεν μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξή της. [...] Πρέπει τώρα να
διαλέξουν. Μπορούν να κρατήσουν την επιστήμη ‘ μπορούν να κρατήσουν την λογική ‘ δεν μπορούν
να κρατήσουν και τα δύο. Ούτε όμως η επιστήμη είναι ιερή. Το απλό γεγονός της ύπαρξής της, του
θαυμασμού που προκαλεί και των αποτελεσμάτων που παράγει, δεν αποτελεί κριτήριο υπεροχής».347
«Γνωρίζουμε τα αποτελέσματα της επιστήμης, δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα αν άλλες
παραδόσεις δεν θα μπορούσαν να έχουν πολύ καλύτερα αποτελέσματα».348
«Τί ευκαιρία για έναν προφήτη που ψάχνει οπαδούς. [...] Ένοιωθα πολύ διαφορετικά... Ποιος
ήμουν εγώ που θα έλεγα σε αυτόν τον κόσμο πώς και τί να σκέφτεται; Δεν γνώριζα τα προβλήματά
τους αν και ήξερα ότι είχαν πολλά. Δεν ήμουν εξοικειωμένος με τα ενδιαφέροντά τους, τα αισθήματά
341
Feyerabend P., Γνώση για Ελεύθερους Ανθρώπους, Θεσσαλονίκη 1983.
Feyerabend P., Ενάντια στην Μέθοδο. Για μια αναρχική θεωρία της γνώσης, Σύγχρονα Θέματα 1975.
343
Feyerabend P., Science in a Free Society, 1978, σελ. 133.
344
Feyerabend P., Science in a Free Society, 1978, σελ. 117.
345
Feyerabend P.,“How to be a good empiricist – A plea for tolerance in matters epistemological”, Philosophy of
Science 1977.
346
Feyerabend P., Science in a Free Society, 1978, σελ. 148.
347
Feyerabend P., Science in a Free Society, 1978, σελ. 16.
348
Feyerabend P., Science in a Free Society, 1978, σελ. 106.
342
130
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
τους, τους φόβους τους, αν και ήξερα ότι διψούσαν να μάθουν... Οι πρόγονοί τους είχαν αναπτύξει
δικούς τους πολιτισμούς, εκφραστικές γλώσσες, αρμονικές απόψεις για τη σχέση ανάμεσα στους
ανθρώπους, ανάμεσα στον άνθρωπο και την φύση. Ό,τι απόμεινε από αυτά αποτελεί μια ζωντανή
κριτική στις τάσεις διαχωρισμού, ανάλυσης, εγωκεντρισμού που υπάρχουν στη Δυτική σκέψη. Οι
πολιτισμοί αυτοί έχουν να επιδείξουν σημαντικά επιτεύγματα σ’αυτό που σήμερα λέμε κοινωνιολογία,
ψυχολογία, ιατρική, εκφράζουν πρότυπα ζωής και δυνατότητες της ανθρώπινης ύπαρξης. Κι όμως
ποτέ δεν αντιμετωπίστηκαν με τον σεβασμό που τους άξιζε, εκτός από πολύ λίγους ‘ γελοιοποιήθηκαν
και αντικαταστάθηκαν, σαν να ήταν κατι αυτονόητο, από τη θρησκεία της αδελφικής αγάπης και
κατόπιν από τη θρησκεία της επιστήμης, ή παροπλίτηκαν από μια ποικιλία ‘ερμηνειών’... Πολλά
λέγονται για ελευθερία και φυλετική ισότητα... Ισότητα σήμαινε ότι τα μέλη διαφορετικών φυλών και
πολιτισμών είχαν τη θαυμάσια ευακιρία να συμμετέχουν στις μανίες του λευκού ανθρώπου, είχαν την
ευκαιρία να συμμετέχουν στην επιστήμη του, την τεχνολογία του, την ιατρική του, την πολιτική του...
Το έργο λοιπόν –και αυτό ξεκαθαρίστηκε τότε μέσα μου- ήταν το έργο ενός εξευγενισμένου, πολύ
εκλεπτυσμένου δουλέμπορου. Και τέτοιος δεν ήθελα να γίνω».349
«Η επιστήμη ...είναι μια από τις πολλές μορφές σκέψης που αναπτύχθηκαν από τον άνθρωπο
και όχι αναγκαστικά η καλύτερη... Είναι εγγενώς ανώτερη μόνο για όσους αποφάσισαν ήδη υπέρ
κάποιας ιδεολογίας ή την αποδέχθηκαν χωρίς ποτέ να εξετάσουν τα πλεονεκτήματα και τα όριά της
[...]». 350
«Αυτό που πράγματι προτείνω είναι να συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται οι επιστήμονες, να
πληρώνονται κανονικά και να τιμώνται κανονικά, αλλά να μην τους επιτρέπεται πλέον να
διαμορφώνουν την κοινωνία σύμφωνα με την δική τους αντίληψη. Η μορφή της κοινωνίας πρέπει να
καθορίζεται από τους πολίτες της και όχι από αρχομανείς διανοούμενους».351
«Είναι έπαρση να θεωρεί κανείς ότι κατέχει λύσεις για ανθρώπους με τους οποίους δεν
μοιράζεται τη ζωή τους και δεν γνωρίζει τα προβλήματά τους. Είναι ανοησία να θεωρεί ότι μια
τέτοια άσκηση ανθρωπισμού εξ αποστάσεως θα έχει ευχάριστα αποτελέσματα για όσους αφορά».352
«[...] πολλοί άνθρωποι δεν έχουν ακόμη προσεγγίσει την ωριμότητα που απαιτείται για να ζήσει
κανείς σε μια ελεύθερη κοινωνία [...]. Τα μέλη μιας ελεύθερης κοινωνίας πρέπει να αποφασίζουν για
τα πολύ βασικά θέματα, πρέπει να ξέρουν πώς να συνθέτουν τις απαραίτητες πληροφορίες, πρέπει να
καταλαβαίνουν τις επιδιώξεις των παραδόσεων που είναι διαφορετικές από τη δική τους και το ρόλο
που παίζουν στη ζωή των μελών τους. Η ωριμότητα για την οποία μιλώ δεν είναι μια πνευματική
αρετή, είναι μια ευαισθησία που μπορεί να αποκτηθεί μόνο με τη συχνή επαφή με διαφορετικές
απόψεις. Δεν μπορεί να διδαχθεί στα σχολεία και είναι μάταιο να περιμένει κανείς ότι οι
‘κοινωνιολογικές μελέτες’ θα δημιουργήσουν την απαιτούμενη φρόνηση. Να γιατί η βραδεία
πρόοδος, η βραδεία διάβρωση της εξουσίας της επιστήμης και των άλλων θεσμών που είναι
αποτέλεσμα τέτοιων πρωτοβουλιών είναι προτιμότερη από περισσότερο ριζικά μέτρα ‘ οι
πρωτοβουλίες των πολιτών είναι το καλύτερο και το μοναδικό, προς το παρόν, σχολείο ελύθερων
πολιτών».353
Για τον Feyerabend δεν υπάρχει αντικειμενικό υπόβαθρο και κριτήριο που να νομιμοποιεί
κάποια υποτιθέμενη ‘ανωτερότητα’ της επιστήμης σε σχέση με άλλες μορφές γνωστικής
ιδιοποίησης του κόσμου. Η “πρόοδος” και εξέλιξη της επιστήμης δεν αποδεικνύει κάποια ιδιαίτερη
349
Feyerabend P., Science in a Free Society, 1978, σελ. 118-119.
Feyerabend P., Ενάντια στην Μέθοδο. Για μια αναρχική θεωρία της γνώσης, Σύγχρονα Θέματα 1975.
351
Feyerabend P., Science in a Free Society, 1978, σελ. 182.
352
Feyerabend P., Science in a Free Society, 1978, σελ. 120.
353
Feyerabend P., Science in a Free Society, 1978, σελ. 107.
350
131
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
354
αντικειμενική αξία της ‘ το κριτήριο που επικαλείται ο «κριτικός ορθολογισμός» για να ορίσει
την “πρόοδο”, η «αύξηση του περιεχομένου» δηλαδή δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε
κοσμοθεωρία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το αριστοτελικό κοσμοείδωλο. Ο
Feyerabend θα καταλήξει στο συμπέρασμα πως τα επιχειρήματα των κριτικών ορθολογιστών
ενάντια στον «αριστοτελικό κοινό νου» είναι κυκλικά, ανύπαρκτα, και ότι τα “λογικά”
επιχειρήματα δεν είναι ρεαλιστικά, δεν βρίσκουν εφαρμογή στον Αριστοτέλη, και ότι εάν
έβρισκαν δεν θα ήταν αποφασιστικά.355
Κατά πρώτον, ο Αριστοτέλης δημιούργησε αστρονομία, φυσική, βιολογία, θεολογία, ιστορία
των ιδεών, θεωρία της τέχνης κλπ. – όλα αυτά τα αντικείμενα εναρμονίζονται με ένα σταθερό
σύνολο εννοιών, το οποίο ουδέποτε άλλαξε, ακόμη και όταν επισκιάστηκε προσωρινά από
σφάλματα. Η συνθήκη της αύξησης του περιεχομένου δεν βρίσκει εφαμογή στον τομέα των
εννοιών αυτών.
Δεύτερον, εάν εισαγάγουμε στο αριστοτελικό πλαίσιο τις μεθόδους της σύγχρονης επιστήμης,
οι θεωρίες θα εξακολουθήσουν να κάνουν προβλέψεις, θα υπάρχουν ανακαλύψεις και με αυτή την
έννοια το περιεχόμενο θα αυξηθεί ‘ η αύξηση αυτή του περιεχομένου ωστόσο δεν θα συνοδεύεται
από μια αύξηση ‘βάθους’, δεν θα οδηγήσει σε ‘καινοτόμες’ προβλέψεις.
Τρίτον, η ένσταση ότι “ο Αριστοτέλης δεν μας κάνει”, λέει ο Feyerabend, επειδή δεν
επιτρέπει το σωστό είδος αύξησης του περιεχομένου, προϋποθέτει ότι η αύξηση του περιεχομένου
(το σωστό είδος της) είναι προτειμότερη από την παντελή απουσία της ‘ «αλλά περί αυτού ακριβώς
πρόκειται».
Τέταρτον, ένας καλύτερος τρόπος για να αξιολογήσει κανείς μια θεωρία ορθολογικότητας
είναι να τη συγκρίνει με τη λογική: «στις επιστήμες μια τέτοια σύγκριση δεν αποβαίνει πάντα υπέρ
της λογικής». Για παράδειγμα η επιστήμη περιέχει αντιφάσεις, και η απόπειρα να αρθούν οι
αντιφάσεις μπορεί να αίρει σημαντικές αποφάνσεις για τα πράγματα ή την ικανότητα της θεωρίας
να αναπτύσσεται ή την γονιμότητά της στην επίλυση προβλημάτων.
Πέμπτον, η κατηγορία για ‘επαγωγισμό’ δεν μπορεί να αποδοθεί στον Αριστοτέλη, είναι
άστοχη.
Έκτον, «η απόπειρα του Lakatos να κρίνει τις μεθοδολογίες και τις θεωρίες της
ορθολογικότητας συγκρίνοντάς τες με την πρακτική της “επιστημονικής ελίτ” των δύο τελευταίων
αιώνων δεν έχει πετύχει [...]». Οι ενέργειες της “επιστημονικής ελίτ” δεν είναι ούτε ορθολογικές,
ούτε ενιαίες, και οι κανόνες τους οποίους προτείνει ο Lakatos δεν έχουν καμία ισχύ ‘ στηρίζονται
στην επιστήμη και γι’αυτό παίρνουν μέρος στη διένεξη, και επομένως εφόσον ενέχονται σ’αυτήν
δεν μπορούν να γίνουν κριτές της.
Έβδομον, οι ενστάσεις των κριτικών ορθολογιστών ενάντια σε αντίπαλες απόψεις είναι
‘τυπικές’: οι απόψεις αυτές δεν συμφωνούν με συγκεκριμένα κριτήρια. «Ωστόσο η κριτική μπορεί
να αντιστραφεί. Αν οι απόψεις είναι σωστές τότε τα κριτήρια δεν είναι ρεαλιστικά. [...] Οι κριτικοί
ορθολογιστές δεν δίνουν καμία εξήγηση για το πώς, ενώ τα κριτήρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν
εναντίον απόψεων, οι απόψεις δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναντίον κριτηρίων [...]».
Όγδοο, ο Feyerabend υποστηρίζει πως θα έπρεπε να κρίνουμε μια θεωρία ορθολογικότητας
όχι μόνο από τις διανοητικές συνέπειές της, αλλά και από «τις συνέπειες που έχει στην ζωή των
ανθρώπων που την υιοθετούν».
(β).1.b.i Paul Feyerabend, “Science in a Free Society” (1978)
354
Βλπ. σχετικά με την «αναρχική θεωρία γνώσης» του P.Feyerabend και την κριτική του A.F.Chalmers, στο Τι
Είναι Αυτό που το Λέμε Επιστήμη; Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 1998, σελ. 211-230, 263-266.
355
P.Feyerabend: “Υπερασπίζοντας τον Αριστοτέλη” (ανακοίνωση σε συνέδριο του 1975 αφιερωμένο στον
κριτικό ορθολογισμό), στο: Επιστημολογία. Κείμενα, [επιμ.] Γ.Κουζέλης, β΄ αναθ.έκδ. Νήσος 1997.
132
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Μέρος (Ι).
Σύμφωνα με τον Feyerabend οι επιστημονικές μέθοδοι «δεν υποτάσσονται σε κανένα κοινό
σχήμα – δεν είναι “ορθολογικές”». Οι πρακτική των ερευνητών είναι «οπορτουνιστική» και αυτό
έχει σοβαρά «πολιτικά επακόλουθα»: οι πολίτες είναι εκείνοι οι οποίοι πρέπει να εξασκούν τον
έλεγχο, να κρίνουν και εφόσον είναι αναγκαίο να διορθώνουν αδιάκοπα τα επακόλουθα των πιο
ισχυρών θεσμών. «Οφείλουν, για παράδειγμα, να επαγρυπνούν και να επεμβαίνουν στις επιστήμες
[...] όταν φανερώνεται ότι οι επιστήμες είναι άχρηστες και ίσως μάλιστα βλαβερές». Με ποια μέτρα
και με ποια κριτήρια μπορούν να κρίνουν οι πολίτες; Εάν η έρευνα δεν είναι κατανοητή παρά μόνο
από τους επιστήμονες που συμμετέχουν σε αυτή, τότε πώς μπορεί να επιτευχθεί ένας
«δημοκρατικός έλεγχος των επιστημών» από «μη ειδικούς»; Η κρίση των επιστημονικών
πορισμάτων οφείλει να αφεθεί αποκλειστικά στους ίδιους τους επιστήμονες;
Στο Science in a Free Society (1978), ο Feyerabend αναφέρεται στην απάντηση που έδωσε
ο Imre Lakatos:356 ο έλεγχος των επιστημών είναι δυνατός μόνο στη βάση καθολικών και
ανεξάρτητων κριτηρίων τα οποία διαχωρίζονται από την επιστημονική διαδικασία: τα κριτήρια
αυτά πρέπει να τα εμπιστεύονται οι πολίτες, πρέπει να είναι «ουσιώδη», και πρέπει να μπορούν να
γίνονται κατανοητά και να εφαρμόζονται από όσους δεν είναι επιστήμονες. Σύμφωνα με τον
Feyerabend, ο Lakatos διατυπώνει με αυτό τον τρόπο τα κριτήρια επειδή «βλέπει την καταγωγή
τους μέσα στις επιστήμες», λαμβάνει δε υπόψη του μόνο το τμήμα εκείνο των επιστημών που ο
καθένας από εμάς θεωρεί πως έχει παράγει θετικά επιτεύγματα.357
Πώς θα κρίνει ένας πολίτης τους τέτοιους θεσμούς; Σύμφωνα με τον Feyerabend «μέσα σε
μια ελεύθερη κοινωνία ένας πολίτης χρησιμοποιεί τα κριτήρια εκείνης της παράδοσης στην οποία
αυτός ανήκει» ‘ χρειάζονται «γνώσεις» προκειμένου να εφαρμοστούν αυτά, αλλά τελικώς τα
κριτήρια (πρότυπα ή μέτρα) που αποφασίζουν «για το τι ισχύει ως γνώση και τι όχι, είναι τα
κριτήρια της παράδοσης και όχι ανθρώπων εκτός τόπου». Η ελευθερία μιας κοινωνίας αυξάνεται
ακριβώς κατά το μέτρο που αυξάνεται η «ελευθερία διακίνησης» των, εντός αυτής της κοινωνίας,
ζωντανών παραδόσεων.
Όταν κάποιοι θέτουν το ερώτημα “πώς θα βρούμε τα σωστά κριτήρια;”, υποθέτουν πως
υπάρχει ένα σαφές “πρόβλημα”, το οποίο εκείνοι είναι οι κατάλληλοι για να το συλλάβουν, να το
διατυπώσουν και να το λύσουν. Οι ίδιοι άνθρωποι ωστόσο που αμφισβητούν ή κατασκευάζουν
“κριτήρια”, ανήκουν και αυτοί σε κάποια, μια από τις πολλές υπαρκτές “παραδόσεις”...
Τις επιστήμες, τις χαρακτηρίζει «ελιτισμός». Φαινομενικά είναι δυνατόν ο καθένας να
«ανέβει σε υψηλές, υπεύθυνες και καλοπληρωμένες θέσεις» στην επιστήμη ή στην εκπαίδευση,
εντούτοις το “αντίτιμο” γι’ αυτό είναι τα άτομα να αρνηθούν την παράδοσή τους, «να αποδεχτούν
την ιδεολογία και τους τρόπους συμπεριφοράς των ελίτ». Η «ισότητα» δεν σημαίνει «ισότητα
παραδόσεων» (όπως θα έπρεπε), παρά «ίση πρόσβαση» σε μια ορισμένη παράδοση, εκείνη «του
λευκού άνδρα».
Ούτε προφασιζόμενος την «“επιτυχία” του επιστημονικού ορθολογισμού, ούτε την υποτιθέμενη
πανταχού παρουσία του, ούτε και τη δυνατότητα “ίσης” πρόσβασης μπορείς να αποποιηθείς τον
δημοκρατικό σχετικισμό». Τα επιχειρήματα υπέρ του «δημοκρατικού σχετικισμού» ο Feyerabend
τα συνοψίζει ως εξής: κατά πρώτον, «οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να ζουν όπως τους ταιριάζει,
ακόμη και εάν η ζωή τους φαίνεται σε άλλους ανθρώπους ανόητη, κτηνώδης, άσεμνη, άθεη». Οι
356
“εισαγωγή στην Β΄ γερμανική έκδοση” (1980).
«Ο Lakatos δέχεται ότι οι επιστήμες ως ολότητες υπόκεινται σε κριτήρια που ενέχονται μέσα στην ίδια την
έρευνα» ‘ οι «μοναχικές κορυφές επιστημονικής δραστηριότητας έχουν κοινά χαρακτηριστικά», αυτά «μπορούν να
χωρίζονται από τις επιστήμες» να μαθαίνονται και να κατανοούνται ανεξάρτητα από αυτές και μάλιστα μπορούν να
χρησιμοποιηθούν για να αποτιμηθούν άλλες επιστημονικές διεργασίες.
357
133
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
επιστήμες δεν αποτελούν απαραίτητες συνθήκες για τη δυνατότητα ορθολογικότητας ή ελευθερίας,
δεν είναι προϋποθέσεις της εκπαίδευσης, «είναι εμπορεύματα» τα οποία οι πολίτες σε συμφωνία
με τις παραδόσεις αποφασίζουν εάν θα πάρουν ή εάν θα εγκαταλείψουν. Οι επιστήμονες «δεν είναι
κριτές του αληθινού και του ψεύτικου, στην καλύτερη περίπτωση είναι πληρωμένοι υπηρέτες της
κοινωνίας, που προσλαμβάνονται να λύσουν κάποια περιορισμένα προβλήματα, και μάλιστα με την
επίβλεψη των πολιτών, οι οποίοι αποφασίζουν την φύση των προβλημάτων και τον τρόπο επίλυσής
τους». Το θεμελιώδες για τον Feyerabend είναι η ισοτιμία όλων των παραδόσεων, ο
«ανταγωνισμός πολλών αξιών» και όχι μια μοναδική αξία.358
Μια κοινωνία η οποία περιέχει πολλές παραδόσεις, θέτει στη διάθεση του πολίτη καλύτερα
μέσα για να κρίνει αυτές τις παραδόσεις, απ’ ότι μια κοινωνία με μία και μόνη «βασική
ιδεολογία». Ο δημοκρατικός σχετικισμός φέρνει στο φως πολιτισμικές αντιθέσεις και «διευκολύνει
τον πολίτη να κρίνει τις παραδόσεις που τον περιβάλλουν» ‘ δεν θα εισαχθεί «από επάνω», για
παράδειγμα από μια ομάδα ριζοσπαστών διανοούμενων, αλλά από μέσα, δηλαδή από τους
ανθρώπους που θέλουν να ανεξαρτητοποιηθούν…359
Οι επιστημονικές απόψεις και ιδέες είναι «ατελείς» και συχνά υποπίπτουν σε σφάλματα.
Επιχειρήματα και διαδικασίες ρουτίνας που υποβαστάζουν της έρευνα σε ένα πεδίο «και δήθεν
εξασφαλίζουν την “ορθολογικότητα” και την “επιστημονικότητά της” βασίζονται σε εικασίες, τις
οποίες η μεταγενέστερη έρευνα συχνά εγκαταλείπει ως εσφαλμένες και μάλιστα ως στερημένες
νοήματος». Τέτοιες εικασίες «είτε δεν είναι γνωστές στον ειδικευμένο επιστήμονα –γιατί αυτός τις
προϋποθέτει εντελώς απλοϊκά, χωρίς να ξέρει ότι προϋποθέτει ή τι προϋποθέτει- ή τις ξέρει, αλλά
αγνοεί τα στοιχεία που συνηγορούν ή αντιφάσκουν με την τάδε εικασία».
Ο Feyerabend άσκησε δριμεία κριτική στην «απαίτηση» «ορθολογικότητας» ‘
«επιστήμονες» γιατροί, «διαφωτισμένοι» κριτικοί της θρησκείας κ.ά. είναι «πρόθυμοι να
θυσιάσουν κάθε επιθυμία, κάθε ενστικτώδη ζωντάνια στο βωμό της λογικής». Οι «υπερασπιστές
της λογικής» βλέπουν στην επιστήμη ένα τυχαίο κατασκεύασμα, παρά ένα «προϊόν
ορθολογικότητας», «λογική και επιστήμη –γι’ αυτούς είναι ένα και το αυτό». Για τον Feyerabend
αντιθέτως, συχνά ορθολογικότητα και επιστήμη «αλληλοαποκλείονται», η διαμάχη τους δεν είναι
τυχαία και μάλιστα το να επιμένει κανείς στα κριτήρια και στους κανόνες ορθολογικότητας συχνά
ενδέχεται να βλάπτει τις επιστήμες. Ισχυρίζεται λοιπόν ότι: (1) οι κανόνες και τα κριτήρια συχνά
παραβιάζονται de facto και (2) πρέπει να παραβιάζονται για να μπορεί η επιστήμη να προοδεύει.
Ο Feyerabend υποστηρίζει πως μέσα στις επιστήμες πολύ συχνά συναντάμε υποθέσεις “ad
hoc”, αυθαίρετες αλλαγές νοήματος, αυθαίρετους παραμερισμούς αντιφατικών εμπειριών,
αυθαίρετες μειώσεις του εμπειρικού περιεχομένου αμφίβολων θεωριών, «άγνοια και ψευδή
παρουσίαση γνωστών φαινομένων» κ.ά. Παραδείγματα από την ιστορία των επιστημών θα τον
οδηγήσουν να υποθέσει πως τελικώς κάθε κριτήριο και κάθε κανόνας είναι εκτεθειμένοι σε
παρόμοιες δυσκολίες: «αφού τα κριτήρια και οι κανόνες συγκροτούν την “ορθολογικότητα”,
έβγαλα το συμπέρασμα ότι μερικά περίφημα επεισόδια μέσα στις επιστήμες, τα οποία θαυμάζονται
από επιστήμονες, φιλοσόφους και ερασιτέχνες με ίση αφοσίωση, δεν είναι ορθολογικά ‘ δεν
358
Αυτός ο «ανταγωνισμός» είναι πάντοτε αποτέλεσμα ατομικών –συνεπώς και συλλογικών- αποφάσεων. Οι
παραδόσεις είναι «θεμελιώδη στοιχεία της κοινωνίας».
359
«Πώς θα δημιουργηθεί μια ελεύθερη κοινωνία που θα βασίζεται σε έναν τέτοιο σχετικισμό;» Πώς
προστατεύονται και πώς συγκρατούνται οι παραδόσεις από το να διεμβολίζουν βίαια η μία την άλλη; Η απάντηση του
Feyerabend είναι ότι για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού ήδη υπάρχουν θεσμοί, «σχεδόν όλες οι παραδόσεις
είναι τμήματα κρατικών ιδρυμάτων με εγκαθιδρυμένους μηχανισμούς προστασίας» ‘ το ερώτημα είναι μάλλον: «πώς θα
χαλαρώσουμε τους υπάρχοντες δεσμούς», πώς θα τους απομακρύνουμε από τις παραδόσεις «στις οποίες παρέχουν
άδικα μια προνομιακή μεταχείριση»…
134
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
εξελίχθηκαν με “ορθολογικό” τρόπο, η “λογική” δεν ήταν η κινητήρια δύναμη της εξέλιξης, και
ούτε κρίθηκαν ορθολογικά αφού πήρε τέλος η εξέλιξη».
«Αλλά οι επιστήμες δεν είναι ιερές. Το γεγονός ότι υπάρχουν, ότι θαυμάζονται, ότι έχουν
επιτεύγματα, δεν αρκεί για να μεταποιηθούν σε κριτήρια της ζωής μας. Οι σύγχρονες επιστήμες είναι
αποτέλεσμα σφαιρικών αντιρρήσεων ενάντια σε προηγούμενες μορφές ζωής, και ο ίδιος ο
ορθολογισμός –δηλαδή η ιδέα ότι υπάρχουν γενικοί κανόνες και γενικά κριτήρια για τη σκέψη μας
και τις πράξεις μας- είναι αποτέλεσμα σφαιρικών αντιρρήσεων ενάντια στον κοινό νου […]».360
Οι ορθολογιστές «θέλουν να ενεργούμε πάντα ορθολογικά ‘ δηλαδή να παίρνουμε αποφάσεις
σύμφωνα με κανόνες και κριτήρια» τα οποία εκείνοι θεωρούν σημαντικά και θεμελιώδη. Το
παράδειγμα των φυσικών επιστημών δείχνει πως μια τέτοια συμπεριφορά «δεν οδηγεί σε τίποτα: ο
φυσικός κόσμος είναι υπερβολικά περίπλοκος για να μπορέσει να κυριαρχηθεί και να κατανοηθεί με
τη βοήθεια “ορθολογικών” μεθόδων. Αλλά ο κοινωνικός κόσμος, ο κόσμος της ανθρώπινης σκέψης,
αίσθησης, φαντασίας, ο κόσμος της φιλοσοφίας, της ποίησης, των επιστημών, ο κόσμος της
πολιτικής συνύπαρξης είναι ακόμη πιο περίπλοκος».
Σε μια ελεύθερη κοινωνία «η ιδιωτική όπως και η δημόσια ζωή βρίσκεται στα χέρια των
πολιτών και όχι στα χέρια των ειδικών». Οι ειδικοί ή οι φιλόσοφοι μπορούν να ρωτώνται και οι
προτάσεις τους να σπουδάζονται, εντούτοις θα πρέπει παράλληλα να «διερευνάται εξονυχιστικά,
κατά πόσο αυτές οι προτάσεις και οι κανόνες ή τα κριτήρια όπου βασίζονται είναι επιθυμητά και
ωφέλιμα. Οι πολίτες θα τα εξετάζουν με πολλή ακρίβεια –και σε αυτή την εξέταση θα χρησιμοποιούν
εκείνες τις ιδέες, εμπνεύσεις, “αρχές”, που θεωρούνται ως οι καλύτερες προς στιγμήν […]. Ποιες
ιδέες θα περάσουν μέσα από το φίλτρο μιας συγκεκριμένης έρευνας ελεύθερων πολιτών, δεν μπορεί
να προειπωθεί […]. Είναι λοιπόν απρόβλεπτες, χωρίς αξιώματα, “προοδευτικές” (…) οι αποφάσεις
αυτού του είδους, που καθοδηγούν την κοινωνική πραγματικότητα και τον ρόλο της λογικής μέσα σε
μια ελεύθερη κοινωνία». Η σχέση λογικής και πράξης δεν λύνεται επομένως θεωρητικά, αλλά
πρακτικά, με αποφάσεις (οι οποίες ωστόσο στηρίζονται πάνω σε θεωρητικούς συλλογισμούς και
μπορούν να οδηγήσουν σε θεωρητικά επιτεύγματα). Αυτό που έχει σημασία, ισχυρίζεται ο
Feyerabend, είναι η συρροή των κρίσεων τις οποίες εκφέρουν ομάδες ελεύθερων πολιτών οι
οποίοι προσαρμόζουν τη ζωή τους σε αδιάκοπα μεταβαλλόμενες υλικές και κοινωνικές
συνθήκες.361
Η αντίθεση, σύμφωνα με τον Feyerabend, ανάμεσα στη λογική και στην παράδοση ή
ανάμεσα στην ορθολογικότητα και στην «ιστορία» «δεν είναι αντίθεση ανάμεσα σε ποιοτικά
διαφορετικά στοιχεία […] αλλά ανάμεσα σε παραδόσεις», οι οποίες θεωρούνται και εγκαθίστανται
διαφορετικά. Η προσπάθεια «αναμόρφωσης» του ανθρώπου, της επιστήμης ή της φιλοσοφίας στη
βάση ορθολογικών αξιωμάτων δεν είναι παρά προσπάθεια να παραγκωνιστεί ή να μεταποιηθεί μια
παράδοση «η οποία βέβαια δεν είναι παρά “μόνο” μια παράδοση, που όμως εξαιτίας του ειδικού
βλέμματος των αναμορφωτών δεν θεωρείται σαν παράδοση». Η λογική «δεν είναι κριτήριο της
σκέψης μας και των πράξεών μας, αλλά μόνο μια ειδική μορφή σκέψης και πράξης, ισόβαθμη με
άλλες μορφές σκέψης και πράξης».362
360
Οφείλουμε να αποδεχθούμε τα επιτεύγματα των επιστημών αναντίρρητα; Να δεχθούμε τα πορίσματά τους ως
αλάνθαστα, ή πρέπει να παραδεχθούμε πως υπάρχουν λάθη και πώς θα εντοπίσουμε τα τελευταία; Δεν χρειάζεται
κάποιο κριτήριο ανεξάρτητο; Πώς θα βρούμε κάτι τέτοιο «εάν απορρίπτουμε κάθε κανόνα ο οποίος εμποδίζει τις
επιστήμες;». Πώς θα κριθεί μια πρακτική βάση κανόνων και κριτηρίων, ή αντιστρόφως, πώς θα κριθούν κανόνες και
κριτήρια βάση μιας πρακτικής;
361
«το σλόγκαν που περιγράφει ταιριαστά αυτή την κατάσταση λέει: λαϊκές κινητοποιήσεις αντί για
Γνωσιολογία (ή πολιτική θεωρία, ή Επιστημολογία κλπ.)». Για τον Feyerabend «μια ελεύθερη κοινωνία είναι
σχετικιστική». Οι επιστήμες «δεν κατέχουν καμία αυθεντία, η οποία θα μπορούσε να καταργήσει τον σχετικισμό».
362
Συχνά οι αλληλεπιδράσεις αυτές επηρεάζονται από συνειδητές αποφάσεις.
135
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Το πώς οι παραδόσεις αλληλεπιδρούν και τι συνέπειες παράγονται από αυτό είναι κάτι που
διαφέρει και εξαρτάται από τις ιστορικές περιστάσεις.
Τα ερωτήματα που τίθενται στις παραδόσεις είναι δύο ειδών: είναι καταρχήν ερωτήματα που
τίθενται «από έξω», από έναν παρατηρητή ‘ αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι η δομή των
παραδόσεων και η μεταβολή τους, και όχι το εάν είναι «ορθολογικές» ή μη, καλές ή κακές.
Ζητείται η ιστορική περιγραφή των αλληλεπιδράσεων (και πιθανές κανονικότητες ή «νόμοι»).363
Κατά δεύτερον, έχουμε τα ερωτήματα ενός «συμμέτοχου» σε μια παράδοση, τα οποία τα θέτει σε
μια άλλη παράδοση (υπό αλληλεπίδραση με την πρώτη). Η αλληλεπίδραση τώρα περιγράφεται
«μεροληπτικά» και μάλιστα στη βάση «αξιωμάτων τα οποία ισχύουν μέσα στην οικεία
παράδοση».
Τα ερωτήματα ενός «παρατηρητή» και η περιγραφή του και αυτά δεν εγκαθίστανται μέσα σε
κενό χώρο - βασίζονται και αυτά στη συμμετοχή σε μια ορισμένη παράδοση.364 Τα ερωτήματα
ενός παρατηρητή οφείλουν να λάβουν υπόψη τα ερωτήματα ενός συμμέτοχου και αντιστρόφως –
ωστόσο η πρόθεση καθενός από αυτούς είναι διαφορετική: «οι παρατηρητές θέλουν να ξέρουν τι
συμβαίνει, οι συμμέτοχοι θέλουν να ξέρουν τι πρέπει να κάνουν και πώς μπορούν να
δικαιολογήσουν τις πράξεις τους».
Οι «συμμέτοχοι» ενδέχεται να αποφασίσουν να διαπραγματευτούν την παράδοσή τους ως
«παρατηρητές»: μια τέτοιου είδους «σκεπτικιστική» στάση δεν στερείται ουσίας, «μπορεί κάποιος
να παίζει θέατρο σοβαρά, χωρίς να πέφτει στην πλάνη ότι έχει κιόλας παραδοθεί στον αντίστοιχο
τρόπο ζωής».365 Μπορεί επίσης κάποιος να προσδεθεί σε μια παράδοση “πραγματιστικά”, «από
καθαρό οπορτουνισμό» (για λόγους “συμφέροντος” κλπ).
Κάποιος συμμέτοχος ο οποίος ασπάζεται μια πραγματιστική φιλοσοφία, παρατηρεί τις
παραδόσεις όπως περίπου παρατηρεί ένας ταξιδιώτης τις χώρες στις οποίες διαμένει προσωρινά.
Κάθε μια έχει στοιχεία που εκτιμά και άλλα στοιχεία που αποστρέφεται ‘ «ένας πραγματιστής
είναι τόσο συμμέτοχος όσο και παρατηρητής».366
Πώς γίνεται η επιλογή ανάμεσα σε παραδόσεις; Αυτό που υποτίθεται ότι συμβαίνει,
παρατηρεί ο Feyerabend είναι ότι (1) η προτίμηση εκδηλώνεται βάσει κριτηρίων, τα οποία (2)
είναι γνωστά κατά την στιγμή της επιλογής, (3) μπορούν να δοθούν ρητά ως αιτίες, οι οποίες (4)
είναι “ορθολογικές” και εκτός αυτού (5) είναι “αντικειμενικές” (με την έννοια ότι κρίνουν «χωρίς
αναφορά σε μια παράδοση η οποία δανείζει στην κρίση ισχύ»). Οι τρεις πρώτες συνθήκες εικάζουν
πως μια “ορθολογική” επιλογή χωρίς σταθερά κριτήρια δεν είναι δυνατή. Ο Feyerabend
παραθέτει τα παραδείγματα της βαθμιαίας ανοικοδόμησης της παράδοσης των σύγχρονων
επιστημών και της παράδοσης του δυτικού ορθολογισμού. «Και στις δύο περιπτώσεις η κριτική
αρχίζει ήδη πολύ πριν γίνει νόμιμη. Κριτικάρουμε χωρίς ορατά κριτικά μέσα, προεικάζοντας καθαρά
ενορατικά μια μορφή ζωής, η οποία θα παράσχει αυτά τα μέσα. Δεν μπορούμε να περιγράψουμε τη
μορφή ζωής, γιατί αυτή δεν υπάρχει ακόμη, δεν έχουμε λόγους για να είμαστε δυσαρεστημένοι, και
όμως τους εκφράζουμε κι έτσι δημιουργούμε την παράδοση, η οποία δεκαετίες αργότερα καθιστά τη
διαδικασία κατανοητή και την εφοδιάζει με λόγους. Δεν επιχειρηματολογούμε, αλλά ισχυριζόμαστε,
363
Ο Feyerabend αναφέρει την εγελιανή τριάδα «θέση, άρνηση, σύνθεση» ως ένα παράδειγμα ζητούμενων
νόμων…
364
Σημειώνουμε εδώ πως τα ερωτήματα ενός συμμέτοχου αποδέχονται και τα μεταβλητά στοιχεία μιας
παράδοσης ως δεδομένα, ενώ τα ερωτήματα ενός παρατηρητή περιγράφουν την αλληλεπίδραση των παραδόσεων
«βάσει παραδόσεων των οποίων τα μεταβλητά στοιχεία είναι κατά το δυνατό διαφορετικά από τα στοιχεία των
παραδόσεων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση».
365
Μπορεί για παράδειγμα κάποιος να αποδέχεται μια θρησκεία έχοντας πλήρη συνείδηση ότι είναι μόνο μια
ανάμεσα σε άλλες (και ίσως ούτε καν η καλύτερη).
366
Τα κριτήρια που ο ταξιδιώτης αυτός εμπνέεται, «δημιουργούνται μέσω των ταξιδιωτικών βιωμάτων»…
136
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
μεμφόμαστε, αντιμιλάμε και έτσι δημιουργούμε τα αξιώματα των επιχειρημάτων, τα οποία δίνουν
νόημα στην μομφή και στην αντίρρηση».367
Όλες οι θρησκείες παρουσιάζονται όχι ως μια ενδεχόμενη μορφή ζωής, αλλά με αξίωση
απολυτότητας, σαν να είναι «η αλήθεια». Εκείνο που υπονοείται στον ισχυρισμό αυτό είναι ότι
παράλληλα στις παραδόσεις υφίστανται εντελώς διαφορετικές περιοχές οι οποίες επιδρούν επάνω
σε αυτές χωρίς οι ίδιες να είναι παραδόσεις. Ο «λόγος του Θεού» είναι “παντοδύναμος” και
οφείλεις να τον υπακούς όχι γιατί η παράδοση στην οποία ανήκει αυτός ο λόγος είναι πολύ ισχυρή,
αλλά επειδή αυτός ο λόγος είναι αδιάψευστο κριτήριο των παραδόσεων. «Η λογική είναι τάχα
πανταχού παρούσα και πρέπει κανείς να την υπακούει, όχι επειδή μια παράδοση που προχωρεί
σύμφωνα με ορθολογικές αρχές έχει κάποια προτερήματα σε σύγκριση προς άλλες παραδόσεις, αλλά
επειδή η ίδια η λογική μπορεί να κατευθύνει από έξω και να βελτιώσει όλες τις παραδόσεις […]».
Με έναν παρόμοιο τρόπο, ο “ορθολογισμός” για τον Feyerabend «δεν είναι τίποτε άλλο από
μια εκκοσμικευμένη μορφή της πίστης στη δύναμη του θεϊκού λόγου».368
Η τάση να εκληφθούν οι διαφορές μέσα στη ‘δομή’ παραδόσεων (σύνθετων και ασαφών
έναντι των απλών και σαφών) ως διαφορές ‘είδους’ (κάτι πραγματικό ή ορθολογικό σε σύγκριση
προς ατελείς του εμφανίσεις) «υποστηρίζεται από το γεγονός ότι οι κριτικοί μιας παράδοσης
παίρνουν απέναντί της τη στάση παρατηρητών, αλλά παραμένουν συμμέτοχοι εκείνης της παράδοσης
από την οποία αντλούν τις αντιρρήσεις τους. Μιλούν τη γλώσσα αυτής της παράδοσης και
χρησιμοποιούν τα κριτήριά της ‘ και έτσι ανακαλύπτουν “περιορισμούς”, “λάθη”, “πλάνες”,
“παραλογισμό” – ενώ η “αντικειμενική κατάσταση” είναι μόνο ότι η κρινόμενη παράδοση δεν
ταιριάζει με την κρίνουσα παράδοση».
Όταν μιλάμε ως “παρατηρητές”, λέμε για παράδειγμα ότι μια ομάδα επιστημόνων
αποδέχθηκε κάποια κριτήρια. Ως “συμμέτοχοι” χρησιμοποιούμε τα κριτήρια χωρίς να
αναφερόμαστε στην καταγωγή τους ή στις επιθυμίες, εικασίες ή προθέσεις των υποστηρικτών τους
(λέμε: «οι θεωρίες πρέπει να είναι διαψεύσιμες και μη αντιφατικές»). Οι προτάσεις του πρώτου
είδους (α) δεν περιέχουν αναφορές σε υποκειμενικές επιθυμίες ή συνήθειες μιας ομάδας, και (β)
δεν μπορούν να παραχθούν από προτάσεις που αφορούν (τέτοια ή άλλα) γεγονότα (δεοντολογικές
προτάσεις δεν προκύπτουν από οντολογικές προτάσεις). Εντούτοις, παρατηρεί ο Feyerabend, δεν
είναι σωστό ότι αυτές οι προτάσεις είναι γι’ αυτό “αντικειμενικότερες” από τις προτάσεις
επιθυμίας. «Η κατάσταση είναι μάλλον αντίστροφη»: οι προτάσεις επιθυμίας είναι “αντικειμενικές”
με το νόημα ότι ‘ισχυρίζονται’ την ύπαρξη μιας ορισμένης τάσης σε έναν άνθρωπο ή σε μια
ομάδα, ενώ οι δεοντολογικές προτάσεις απλώς ‘εκφράζουν’ αυτή την τάση.369
Τι μας δείχνει η αντιπαράθεση “αντικειμενικών” αξιολογικών κρίσεων από διαφορετικές
κουλτούρες και διαφορετικές παραδόσεις; «ρωτάμε τον υπέρμαχο της αντικειμενικότητας, πώς
σκέπτεται να λύσει τη διαφωνία» γράφει ο Feyerabend…370
Ο Feyerabend εξετάζει τρεις θεωρίες για την «σχέση μεταξύ λογικής και πράξης»:
367
Ο Feyerabend ονομάζει «προοδευτική» μια κριτική βάσει μη υπαρχόντων ακόμη κριτηρίων («συντηρητική»
είναι αντιθέτως η κριτική που καλύπτεται από υπάρχοντα κριτήρια).
368
Ο δυτικός ορθολογισμός εκκινεί από τρεις αφετηρίες αλλά οι δρόμοι που θα ακολουθηθούν θα έχουν
διαφορετικές κατευθύνσεις: φιλοσοφία, μαθηματική αστρονομία, ποίηση. Απέναντι στην παράδοση των τριών αυτών
δρόμων θα σταθεί η παράδοση των Ομηρικών επών. Ο Feyerabend εξετάζει ποιες ιστορικές περιστάσεις οδηγούν
στην κυρίαρχη αντίληψη για τον “ορθολογισμό”.
369
Δεν νομιμοποιούμαστε δηλαδή να συμπεράνουμε από το: «η πρόταση “οφείλεις να κάνεις το Χ” δεν περιέχει
καμία αναφορά σε επιθυμία», ότι: «η πρόταση “οφείλεις να κάνεις το Χ” είναι αντικειμενική».
370
Η παρουσίαση μιας απαίτησης και η περιγραφή μιας πράξης μπορεί πράγματι να είναι διαφορετικά πράγματα,
αλλά τελικώς για τον Feyerabend πρόκειται για μια «διαφορά στάσης»: η μια πλευρά που υπερασπίζεται την
“αντικειμενικότητα” των αξιών, χρησιμοποιεί αυτές τις αξίες, η άλλη πλευρά τις ερευνά.
137
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
(1) η λογική καθοδηγεί την πράξη (και γενικότερα όλες τις παραδόσεις). Η αυθεντία της
λογικής είναι ανεξάρτητη από την αυθεντία των πρακτικών, των θεσμών, των παραδόσεων τις
οποίες διαμορφώνει στη βάση των αξιωμάτων της («ιδεαλιστική» θεωρία).371
(2) Η λογική αντλεί τόσο το περιεχόμενό της όσο και την αυθεντία της από την πράξη. Οι
κανόνες και τα κριτήρια της λογικής περιγράφουν τη δομή της πράξης και διατυπώνουν τα
αξιώματα που τη θεμελιώνουν («νατουραλιστική» αντίληψη).372
(3) Εάν η λογική και η πράξη δεν είναι διαφορετικά πράγματα αλλά «τμήματα μιας και μόνης
διαλεκτικής διαδικασίας» σε τι συμπέρασμα καταλήγουμε;373
Και επιπρόσθετα: πώς πρωτοεμφανίστηκε η διάκριση ανάμεσα στην «λογική» και σε κάτι
«ανορθολογικό»; Σύμφωνα με τον Feyerabend η διάκριση προέκυψε (α) επειδή ορισμένες δομικές
διαφορές παραδόσεων «μεταποιήθηκαν σε ουσιαστικές διαφορές», (β) επειδή αυτές οι ουσιαστικές
διαφορές ενδυναμώθηκαν περισσότερο με αποδοχή μιας στάσης συμμετοχής απέναντι στην
προτιμώμενη παράδοση, (γ) επειδή κάποιες γενικές έννοιες «προσαρμόστηκαν σε αυτές τις
διαστρεβλώσεις, έτσι ώστε αυτές τώρα δεν εμφανίζονται πια ως ανθρώπινο έργο, αλλά μοιάζουν
να προκύπτουν από την ίδια τη φύση των πραγμάτων».374
Το συμπέρασμα φαίνεται τελικώς να είναι πως “λογική” και “πράξη” είναι δύο διαφορετικοί
«τύποι παραδόσεων». Οι παραδόσεις του ενός τύπου έχουν γενικά σαφείς μορφικές απόψεις, οι
οποίες μπορούν εύκολα να αναπαραχθούν. Οι παραδόσεις του δεύτερου τύπου είναι πολύ πιο
σύνθετες, τα μορφικά τους στοιχεία επικαλύπτονται με ποικίλες τυχαίες ιδιότητες «και μοιάζουν
να μην υπάρχουν».375 Ο Feyerabend ονομάζει τις παραδόσεις στις οποίες παρουσιάζεται η λογική
άποψη: «αφηρημένες παραδόσεις», ενώ αντιθέτως τις παραδόσεις με τοπικούς νόμους «που συχνά
διασπώνται από εξαιρέσεις και παραμένουν μέσα στην αφάνεια κάτω από τυχαία περιστατικά»: τις
ονομάζει «ιστορικές παραδόσεις».376
[Υπάρχουν περιοχές με σαφείς και απλούς νόμους (αστρονομία, καθαρά μαθηματικά) δίπλα
σε άλλες περιοχές όπου οι γενικοί νόμοι καλύπτονται κάτω από τυχαία περιστατικά (φυσική) ή δεν
υπάρχουν καθόλου (επειδή μεταβάλλεται η συμπεριφορά των υπό έρευνα συστημάτων, όπως στην
ιατρική). Οι περιοχές του πρώτου είδους συλλαμβάνονται καλύτερα από τις αφηρημένες
παραδόσεις: «στήνονται κάποιοι νόμοι, και διορθώνονται ώσπου να αντιστοιχούν προς τις
αντικειμενικές κανονικότητες».377 Οι περιοχές του δεύτερου μέρους είναι το πεδίο εφαρμογής των
ιστορικών παραδόσεων: μαθαίνονται όπως μια γλώσσα, «με άμεση επαφή, ώσπου να κατακτηθεί
αυτή η γλώσσα»].378
371
Η σύγκρουση ανάμεσα στην ορθολογικότητα και στην προσδοκία επιτυχιών μέσα στον πραγματικό κόσμο
είναι σύμφωνα με τον Feyerabend μια από τις αιτίες που κινητοποιούν τη «διαρκή αναμόρφωση των ορθολογικών
κανόνων».
372
Η επιλογή μιας επιτυχημένης, αποτελεσματικής πρακτικής παρόλα αυτά δεν αρκεί ‘ είναι δυνατόν μια
παράδοση, μια πρακτική βαθμιαία να εκφυλιστούν ή να είναι δημοφιλείς για εσφαλμένους λόγους.
373
Η αντίληψη αυτή για τη σχέση λογικής και πράξης μπορεί να παρουσιαστεί και με τον εξής τρόπο: με τη
σχέση ανάμεσα σε έναν γεωγραφικό χάρτη (εικόνα της πραγματικότητας και οδηγός) και την πορεία ενός ταξιδιώτη
(διόρθωση λαθών, παραμερισμός εξιδανικεύσεων κλπ.).
374
Εντούτοις ακόμη και οι «πιο τέλειοι κανόνες και τα πιο τέλεια κριτήρια εξαρτώνται από το υλικό επάνω στο
οποίο επιδρούν»…
375
Μια σύνθετη και άρρητη λογική εξακολουθεί να είναι λογική, και μια παράδοση με απλά μορφικά στοιχεία
μπροστά σε ένα διάχυτο αλλά απαρατήρητο υπόβαθρο ιστορικής κίνησης εξακολουθεί να είναι παράδοση.
376
Οι αφηρημένες παραδόσεις έχουν μια ιστορική συνισταμένη.
377
Η «γνωσιολογία» είναι «μια παράδοση που αποβλέπει στο να επικαλύπτει τον μοιραίο περιορισμό των
αφηρημένων (δηλαδή “ορθολογικών”) παραδόσεων και τα διαρκώς αναδυόμενα προβλήματα.
378
Δεν μπορούμε να δηλώσουμε ρητά ποιους κανόνες ακολουθούμε, δεν έχουμε «θεωρητική γνώση βάσει
νόμων», αλλά πρακτικές γνώσεις βάσει εξάσκησης και στενής επαφής… ‘ «αυτός που γνωμοδοτεί για ένα καινούριο
συμβάν είναι ο γνώστης και όχι κάποιοι αντικειμενικοί κανόνες».
138
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Σύμφωνα λοιπόν με τον Feyerabend τα «ορθολογικά κριτήρια» (και τα επιχειρήματα που τα
υποστηρίζουν) είναι τα «ορατά τμήματα» ειδικών παραδόσεων, οι οποίες αποτελούνται από ρητά
αξιώματα και από «ένα απαραίτητο, άγνωστο, αλλά απόλυτα αναγκαίο υπόβαθρο προδιαθέσεων
για πράξεις και κρίσεις». Για τους συμμέτοχους τέτοιων παραδόσεων τα κριτήρια μετατρέπονται
σε «αντικειμενικούς κριτές» του τι είναι καλό και τι όχι, τι ορθολογικό και τι μη-ορθολογικό, του
τι υπάρχει και τι δεν υπάρχει. Παράλληλα, υπάρχουν και άλλες παραδόσεις που οδηγούν επίσης σε
κρίσεις αλλά όχι στη βάση ρητών κανόνων και κριτηρίων. Και για τα δύο είδη αξιολογήσεων, το
θεμέλιο είναι μια παράδοση.
Ο Feyerabend ισχυρίζεται τα παρακάτω:
(i) Οι παραδόσεις δεν είναι ούτε καλές ούτε κακές, απλώς υπάρχουν.379 Η
“ορθολογικότητα” δεν διαιτητεύει ανάμεσα σε παραδόσεις ‘ είναι και αυτή μια παράδοση (ή «τάξη
παραδόσεων» ή μια άποψη μιας παράδοσης). «γι’ αυτό η ορθολογικότητα δεν είναι ούτε καλή ούτε
κακή, απλώς υπάρχει».
(ii) Μια παράδοση αποκτά επιθυμητά ή απορριπτέα στοιχεία μόνο όταν κάποιος την
παρατηρεί ως συμμέτοχος μιας παράδοσης και την κρίνει στη βάση των αξιών αυτής της
παράδοσης.380
(iii) Οι παραπάνω δύο θέσεις μας οδηγούν σε έναν σχετικισμό του είδους που
υπερασπίστηκε ο Πρωταγόρας.381
(iv) Κάθε μια παράδοση χρησιμοποιεί διαφορετικά μέσα για να κερδίζει οπαδούς. Οι
μέθοδοι μιας παράδοσης είναι ανόητες, αποδεκτές, «ορθολογικές», απορριπτέες, αναλόγως με την
παράδοση βάσει της οποίας κρίνονται ‘ «η επιχειρηματολογία είναι για τον ένα παρατηρητή
προπαγάνδα, για έναν άλλο η ουσία της ανθρώπινης συνεννόησης».
(v) Τα κριτήρια συχνά συγκροτούνται εν μέσω της ίδιας της αξιολόγησης382 ‘ κατά την
συγκρότηση «δεν ακολουθούνται μακρινά και “ανώτερα” κριτήρια, αλλά ένα ασαφές ένστικτο, μια
ακαθόριστη ιδέα, ή ενεργεί κανείς αυτόματα, χωρίς καν να σκέπτεται κάποια κριτήρια».383
(vi) Υπάρχουν δύο (τουλάχιστον) διαφορετικοί τρόποι ώστε να βρεθεί κάποια λύση σε
συλλογικά προβλήματα: ο ένας είναι η «ελεύθερη ανταλλαγή» (σκέψεων, αγαθών, πράξεων κλπ.),
και ο άλλος είναι η «κατευθυνόμενη ανταλλαγή». Στην δεύτερη περίπτωση, όσοι μετέχουν σε μια
κατευθυνόμενη ανταλλαγή υιοθετούν μια παράδοση και επιτρέπουν μόνο εκείνες τις πράξεις (ή
επιχειρήματα ή διαδικασίες) που αντιστοιχούν προς τα κριτήρια αυτής της παράδοσης. 384
Σε μια «ελεύθερη ανταλλαγή», κατασκευάζεται η παράδοση που πρόκειται να εγκατασταθεί
και προσαρμόζεται στις ειδικές περιστάσεις: «οι συμμέτοχοι εμβαθύνουν στον τρόπο σκέψης, στη
θεώρηση, στα αισθήματα των συνεργατών τους (και των αντιπάλων τους) και μάλιστα σε τέτοιο
379
«αντικειμενικά», δηλαδή ανεξάρτητα από παραδόσεις δεν μπορεί να υπάρξει καμία επιλογή, για παράδειγμα
ανάμεσα στον “ανθρωπισμό” και τον “αντισημιτισμό”.
380
Οι αποφάνσεις του συμμέτοχου απλώς «ηχούν ως αντικειμενικές», επειδή αυτός «και η από αυτόν
σχεδιαζόμενη παράδοση δεν παρουσιάζονται σε αυτά τα σχεδιάσματα. Ετούτα είναι υποκειμενικά, επειδή εξαρτώνται
από την επιλεγμένη παράδοση, καθώς και από τον τρόπο με τον οποίο ο συμμέτοχος την χρησιμοποιεί».
381
Υφίσταται μια ποικιλία παραδόσεων και αξιών ‘ τα ήθη του τόπου μας δεν αποτελούν κριτήρια για ολόκληρη
την ανθρωπότητα.
382
Οι κρίσεις είναι «προοδευτικές» και όχι «συντηρητικές». Το ερώτημα: «πώς θα επιλέξω», «σε ποια κριτήρια
θα βασίσω την απόφασή μου», «δεν έχει κανένα νόημα σε προοδευτικές αποφάσεις».
383
Σημειώνουμε: τα κριτήρια μιας «ορθολογικής» συζήτησης «δεν είναι αντικειμενικά»: μοιάζουν μόνο
“αντικειμενικά”, «επειδή δεν αναφέρεται η ομάδα που ωφελείται από τη χρήση τέτοιων κριτηρίων». Μοιάζουν με τις
υποδείξεις ενός τύραννου ο οποίος αντί να μιλά στο όνομα των δικών του επιθυμιών, παραπέμπει στο “κοινό καλό”,
στο Θεό ή στην λογική.
384
Όσοι δεν ακολουθούν, θα πρέπει να πειστούν, με “εκπαίδευση”, με πειθώ ή Μια «ορθολογική συζήτηση»
είναι μια «ειδική περίπτωση κατευθυνόμενης ανταλλαγής».
139
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
βαθμό, ώστε συχνά μεταβάλλουν σημαντικά τη δική τους ζωή», αλλάζουν ως άνθρωποι, αποκτούν
νέο τρόπο να βλέπουν τα πράγματα, καινούριες ιδέες, νέες αξιολογήσεις.385
(vii) «Ελεύθερη κοινωνία είναι εκείνη μέσα στην οποία, όλες οι παραδόσεις έχουν ίσα
δικαιώματα και ίση πρόσβαση στα κέντρα εκπαίδευσης και στα άλλα κέντρα εξουσίας».386 Μια
ελεύθερη κοινωνία δεν βασίζεται σε μια ειδική θρησκευτική πίστη ή σε μια ειδική Φιλοσοφία
(εκτός ίσως προσωρινά) ‘ το θεμέλιό της είναι μια «προστατευτική δομή»: αυτό το θεμέλιο δεν
παρέχει στη συμβίωση κάποιο «περιεχόμενο», λειτουργεί ως προστατευτικό κιγκλίδωμα και όχι ως
πεποίθηση.
(viii) Μια ελεύθερη κοινωνία δεν επινοείται από κάποιους που την επιβάλλουν στους
άλλους: προκύπτει παντού όπου κάποιοι άνθρωποι επιλύοντας ειδικά προβλήματα εισάγουν
«προστατευτικές δομές» όπως αυτές που αναφέραμε.387
(ix) Οι δημόσιες συζητήσεις, αντιπαραθέσεις, ανταλλαγές που θεμελιώνουν μια ελεύθερη
κοινωνία, είναι «ελεύθερες διαδικασίες και όχι κατευθυνόμενες».388
(x) «Μια ελεύθερη κοινωνία χωρίζει το κράτος από την επιστήμη (και μάλιστα το χωρίζει
από και από κάθε άλλη παράδοση)».
Οι αντιρρήσεις που εγείρονται στα παραπάνω είναι τριών ειδών. Οι «ηθικές» αντιρρήσεις
περιστρέφονται γύρω από τα αφόρητα επακόλουθα μιας «κοινωνίας δίχως ηθικές αρχές» και μιας
φιλοσοφίας που αποδίδει ίδια βαρύτητα σε όλες, ακόμη και τις πιο αποτρόπαιες, παραδόσεις.389 Οι
πολιτικές αντιρρήσεις κατηγορούν την «αφέλεια του σχήματος και την έλλειψη λεπτομερειών». 390
Οι επιστημονικές (και επιστημολογικές) αντιρρήσεις «είναι οι πιο βλακώδεις από όλες»,
συνίστανται στην υπόδειξη της ανωτερότητας των επιστημονικών μεθόδων και αποτελεσμάτων
έναντι όλων των άλλων.391
Όλες οι αντιρρήσεις, για τον Feyerabend στηρίζονται σε μια εικασία: ότι τα θεμελιώδη
κοινωνικά προβλήματα μπορούν να λυθούν ανεξάρτητα από τις περιστάσεις μέσα στις οποίες
εμφανίζονται, και ότι οι παρουσιαζόμενες θεωρίες είναι δεσμευτικές για όλους τους ανθρώπους
που ζουν μέσα στο ίδιο κράτος… «Οι διανοούμενοι θεωρούν επίσης αυτονόητο, ότι μόνο οι δικές
τους θεωρίες μετρούν. Αυτές είναι το μέτρο όλων των προτεινόμενων αλλαγών, άρα και της
κοινωνίας ολόκληρης. Αρνούμαι αυτή την υπόθεση πέρα για πέρα» τονίζει ο Feyerabend: τα
προβλήματα, μέσα σε μια ελεύθερη κοινωνία, «δεν λύνονται με θεωρίες, αλλά με τις αποφάσεις των
ανθρώπων». Οι αποφάσεις επηρεάζονται ασφαλώς από θεωρίες, αλλά οι τελευταίες δεν έχουν τον
κύριο λόγο. Οι αποφάσεις των ελεύθερων πολιτών εξαρτώνται από τις παραδόσεις τους και από
την (μέσω αυτών) σύλληψη των προβλημάτων και των λύσεων.392 Η συνεργασία ανάμεσα στις
παραδόσεις είναι ελεύθερη και όχι κατευθυνόμενη. Απορρίπτονται όλες οι προσπάθειες «ειδικών
385
Μια ελεύθερη ανταλλαγή «σέβεται όλα τα στοιχεία του αντιπάλου», μια ορθολογική ανταλλαγή «σέβεται
μόνο τη λογική». «Μια ελεύθερη ανταλλαγή δεν έχει κανένα “Όργανο” (Organon), αν και μπορεί να επινοήσει ένα ‘ δεν
γνωρίζει καμία Λογική, αν και μπορούν να εμφανίζονται κατά την πορεία της καινούριες λογικές μορφές».
386
Η επιλογή «μιας» παράδοσης ως «θεμελίου» μιας ελεύθερης κοινωνίας είναι μια αυθαίρετη πράξη, «που είτε
πρέπει να επιβληθεί με τη βία», είτε μπορεί να θεμελιωθεί με μια ελεύθερη ανταλλαγή (συζήτηση) ανάμεσα στις
παραδόσεις (επιλογή προσωρινή επομένως, η οποία μπορεί να τροποποιηθεί). Οι παραδόσεις οι οποίες
απομακρύνθηκαν προσωρινά (μέσω ελεύθερης ανταλλαγής) από τα κέντρα εκπαίδευσης, «πρέπει να διατηρηθούν μέσα
σε ειδικά ιδρύματα» με μέριμνα κάποιες ελεύθερες συζητήσεις να κάνουν πάντοτε χρήση αυτών των παραδόσεων.
387
«λαϊκές κινητοποιήσεις σε μικρή κλίμακα, η συνεργασία των εθνών»…
388
Η επιστήμη είναι μια ειδική παράδοση ‘ σε μια ελεύθερη κοινωνία θα συνυπήρχε ισότιμα με άλλες
παραδόσεις. Τα επιτεύγματα των επιστημών δεν θαυμάζονται από όλους κατά τον ίδιο τρόπο ‘ άλλοι τα θεωρούν
μεγαλειώδη, άλλοι αδιάφορα ή και αποτρόπαια…
389
Παραδείγματα όπως του Hitler, του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου κ.ά. «βοηθούν στο να τεθεί ο αντίπαλος
[…] κάτω από ηθική πίεση».
390
«τι νομίζεις ότι πρέπει να γίνει εάν υπερισχύσουν οι συντηρητικοί ή οι φασίστες;».
391
Προτιμούμε να μας θεραπεύσει ένας κομπογιαννίτης ή ένα αντικαρκινικό νοσοκομείο;
392
«αυτή η απόφαση είναι προοδευτική και όχι συντηρητική».
140
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
ομάδων» να κάνουν τους ανθρώπους «πιο κριτικούς», «πιο ευσεβείς», πιο «ανθρώπινους» κλπ.
«εφόσον αυτές οι προσπάθειες βασίζονται σε κρατικά ιδρύματα: η ποιότητα των ανθρώπων δεν
αφορά το κράτος». 393 Το φίλτρο που διαχωρίζει τις χρήσιμες από τις άχρηστες ιδέες «δεν είναι τα
ορθολογικά κριτήρια, ούτε οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, ούτε οι φιλάνθρωπες παρορμήσεις, αλλά οι
λαϊκές κινητοποιήσεις. Αυτό που προτείνω είναι μια κοινωνία χωρίς αρχές που όχι μόνο σέβεται τις
παραδόσεις αλλά και τις προκαλεί σε συνεργασία […]». Η καλύτερη εκπαίδευση, είναι «η
συμμετοχή σε όλες τις οπτικές γωνίες της κοινωνικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης της
κριτικής των επιστημονικών θεωριών». Εάν αυτή η ελευθερία «μεταβάλλει τους ανθρώπους σε
κτήνη» τότε αυτό είναι δική τους υπόθεση που κανένας δεν μπορεί εμποδίσει, «και λιγότερο από
όλους οι επαγγελματίες διορθωτές του κόσμου». Αυτοί θα μπορούν να επηρεάζουν συμπολίτες τους
αλλά μόνο «ως ιδιώτες», μεγαλύτερη «δύναμη επιρροής δεν θα τους χορηγείται».394
Ο Feyerabend εξετάζει την σχέση μεταξύ επιστημονικής ορθολογικότητας και έρευνας.
Σύμφωνα με την «ιδεαλιστική» αντιμετώπιση είναι ορθολογικό να πράττουμε με κάποιον τρόπο,
«σε οποιαδήποτε περίπτωση». «Πρόγονος» μιας τέτοιας αντίληψης δεν μπορεί να είναι παρά οι
«δογματικές θρησκείες»: οι «εντολές» είναι απόλυτες, η «λογική (η δικαιοσύνη, ο θεϊκός νόμος, οι
νόμοι των προγόνων) ισχύει τάχα καθολικά, ανεξάρτητα από επιθυμίες, περιστάσεις, ιστορικές
συνθήκες, και οδηγεί σε καθολικούς κανόνες και σε καθολικά κριτήρια». Μια λεπτότερη και
λιγότερο απόλυτη εκδοχή του «ιδεαλισμού» θεωρεί πως η λογική (ο νόμος κλπ.) δεν ισχύουν μεν
καθολικά, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν «ορισμένες καθολικά έγκυρες προτάσεις σχετικά με τις
συνθήκες κάτω από τις οποίες οι πράξεις μας είναι ορθολογικές» (και ορισμένα αντίστοιχα απόλυτα
κριτήρια). Ο Feyerabend θα επιμείνει: η λύση δεν είναι η αντικατάσταση ενός συνόλου κανόνων
με ένα άλλο ‘ αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να συλλάβουμε διαφορετικά ολόκληρη την
ορθολογικότητα.
Σύμφωνα με μια «αφελώς αναρχική» αντιμετώπιση, όλοι οι κανόνες και τα κριτήρια έχουν
όρια, συνεπώς είναι άνευ αξίας και πρέπει να καταργηθούν. Ο Feyerabend αρνείται τον
χαρακτηρισμό που του προσάπτουν ‘υπάρχουν διαδικασίες και κριτήρια που συμβάλλουν στην
επιτυχία επιστημονικών ερευνών, «συμφωνώ λοιπόν με τη διάγνωση των αφελών αναρχικών, όχι
όμως και με το συμπέρασμά τους». Ακόμη και μέσα στις επιστήμες δεν υπάρχει καμία «ευρεία
ορθολογικότητα», ωστόσο «δεν ισχυρίζομαι, ότι οφείλουμε εφεξής να ζούμε χωρίς κανόνες και
κριτήρια». Τονίζοντας τη σημασία των περιστάσεων κάτω από τις οποίες εφαρμόζεται ένας
κανόνας, ο Feyerabend καταλήγει στο να προτείνει μια νέα «σχέση ανάμεσα στους κανόνες (τα
κριτήρια) και τις παραδόσεις».395
Η «νατουραλιστική» πρόταση αποκτά κανόνες και κριτήρια στη βάση μιας ανάλυσης των
παραδόσεων. Πώς θα επιλεγεί η «ορθή» παράδοση; Οι επιστημολόγοι επιλέγουν «την επιστήμη»,
αλλά «η» επιστήμη δεν είναι «μια» παράδοση, έχει συντεθεί από πολλές παραδόσεις και οδηγεί σε
διαφορετικά (και εν μέρει αντιφατικά μεταξύ τους) κριτήρια.396
393
αυτή η θέση βρίσκεται σύμφωνα με τον Feyerabend πολύ κοντά σε κάποιες απόψεις του ισπανικού
αναρχισμού.
394
Εάν εγκαταλειφθούν ορισμένες προκαταλήψεις, κάποιοι από τους χαρακτηριζόμενους «Μεγάλους» της
ανθρωπότητας θα μπορούσαν να «συγκαταλεχθούν στους μεγαλύτερους εγκληματίες τις ιστορίας»… (…)
395
Παρατηρεί σε άλλο σημείο ο Feyerabend: «οι ίσες παραδόσεις δεν πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα επειδή
είναι όλες εξίσου καλές […], αλλά επειδή οι άνθρωποι έχουν ίσα δικαιώματα να ζουν έτσι καθώς θέλουν, και επειδή οι
κρίσεις για το τι είναι καλό και τι είναι κακό προϋποθέτουν ότι αυτός που τις εκφέρει βασίζεται σε μια παράδοση».
Ακόμη: ο Feyerabend δηλώνει: «δεν είμαι σκεπτικιστής» ‘ για έναν σκεπτικιστή όλες οι ιδέες είναι εξίσου αληθινές,
«για εμένα η αξιολόγηση των ιδεών εξαρτάται από την παράδοση που έχει ο καθένας μπροστά του».
396
Εκτός αυτού καθίσταται αδύνατο να καταδειχθούν οι αιτίες για το ότι επιλέγεται η επιστήμη και όχι κάποια
άλλη φιλοσοφία…
141
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Για τον Feyerabend ένας συνδυασμός της ιδεαλιστικής και της νατουραλιστικής αντίληψης
οδηγεί σε μια ικανοποιητικότερη «θεωρία αλληλεπίδρασης»: η λογική έχει κάποια επίδραση στην
έρευνα, και η έρευνα μπορεί να μεταβάλλει τη λογική.397
Πολλές φορές οι επιστήμονες λησμονούν τις αιτίες για την εισαγωγή κάποιων κριτηρίων και
τείνουν να τα θεωρούν ως “προϋποθέσεις της έρευνας” ή και ως “ουσία της επιστήμης”. Για τον
Feyerabend το «κύρος, η ωφέλεια, η καταλληλότητα των δημοφιλών κριτηρίων μπορεί να
εξακριβωθεί μόνο με μια ερευνητική διαδικασία η οποία τα παραβιάζει».398
Οι μέθοδοι πρέπει να προσαρμόζονται στην ερευνητική κατάσταση και όχι σε κανόνες που
φτιάχνονται εξωτερικά της έρευνας. Ο Feyerabend θεωρεί την κατάσταση που αφορά τους
μεθοδολογικούς κανόνες παρόμοια με εκείνη ενός επιστήμονα που ερευνά την καταλληλότητα
ενός μετρητικού οργάνου στην Φυσική: η καταλληλότητα εξαρτάται «από νόμους και δυσκολίες
στην περιοχή όπου πρόκειται να χρησιμοποιηθεί το όργανο». Το κριτήριο για να κριθούν τα όργανα
δεν είναι η αντίληψη ενός «ιδεώδους οργάνου», η οποία προκύπτει ανεξάρτητα από την
ερευνητική διαδικασία, αλλά είναι «η εκάστοτε ερευνητική κατάσταση».399
Ένας τρόπος να κριθούν τα κριτήρια είναι να πραγματοποιήσουμε έρευνες που τα
παραβιάζουν.
Το «anything goes» [όλα επιτρέπονται] με το οποίο έχει συνδεθεί το όνομα του Feyerabend,
δεν αποτελεί μια και «μοναδική αρχή» μιας καινούριας μεθοδολογίας. «Δεν προτείνω καμία
“μεθοδολογία”», αντιθέτως, η επινόηση και εφαρμογή μεθοδολογικών κανόνων είναι υπόθεση της
συγκεκριμένης επιστημονικής έρευνας και όχι γενικό φιλοσοφικό πρόβλημα. «Οι φιλόσοφοι δεν
έχουν καμία δουλειά με την μεθοδολογία…». Το «anything goes» είναι «ο τρόπος με τον οποίο οι
παραδοσιακοί ορθολογιστές, που πιστεύουν σε καθολικά κριτήρια και σε καθολικούς κανόνες της
λογικής, θα πρέπει να περιγράψουν την αντίληψή μου για τις παραδόσεις, τις αλληλεπιδράσεις τους
397
Σε συμφωνία με τα προαναφερθέντα, το πρόβλημα εδώ δεν είναι η αλληλεπίδραση της πράξης με κάτι που
βρίσκεται έξω από όλες τις παραδόσεις και τις πρακτικές, παρά η ανάπτυξη μιας παράδοσης κάτω από την επίδραση
μιας άλλης.
398
Όπως αναφέρει ο Feyerabend, η ιδέα πως η φύση είναι απείρως πλούσια, ποιοτικά και ποσοτικά, οδήγησε
στην επιθυμία για νέες ανακαλύψεις και τελικώς σε ένα αξίωμα, ένα αίτημα που απαιτεί την «αύξηση του
περιεχομένου». Τι συνέπειες επάγονται εάν υποθέσουμε πως ο κόσμος δεν είναι “άπειρος” αλλά “πεπερασμένος”;
Ένα άλλο παράδειγμα: η ιδέα ότι η πληροφόρηση για τον εξωτερικό κόσμο «εισδύει μέσω των αισθήσεων
ανεμπόδιστα στη συνείδηση», οδήγησε στο κριτήριο ότι η γνώση μας πρέπει να ελέγχεται από την παρατήρηση ‘ οι
θεωρίες επομένως που συμφωνούν με την παρατήρηση είναι καλύτερες από εκείνες που διαφωνούν με αυτήν.
Εντούτοις, εάν η αισθητήρια πληροφορία αποδίδει «διαστρεβλωμένα» τα πράγματα του κόσμου τότε υπάρχει
πρόβλημα με το κριτήριο αυτό: η ανακάλυψη αυτή γίνεται όταν αναπτύσσονται θεωρίες οι οποίες δεν συμφωνούν
απολύτως με τις παρατηρήσεις, ωστόσο έχουν πολύ καλές ιδιότητες… Άλλο παράδειγμα: η ιδέα ότι «τα πράγματα
είναι καλώς προσδιορισμένα» και ότι εμείς «δεν ζούμε σε έναν παράδοξο κόσμο», οδηγεί σε ένα «κριτήριο
συνέπειας»: οι αντιφατικές θεωρίες πρέπει να αποκλείονται από τις επιστήμες. Σύμφωνα με τον Feyerabend η
αυθεντία αυτού του «επιφανειακά» θεμελιώδους κριτηρίου εξανεμίζεται μόλις ανακαλύψουμε πως υπάρχουν
γεγονότα των οποίων η «μοναδική ταιριαστή περιγραφή» περιέχει μια αντίφαση, και ότι «ασυνεπείς θεωρίες μπορούν
να εφαρμόζονται εύκολα και γόνιμα»… (βλπ. “In defence of Aristotle”, in Progress and Rationality in Science, 1979).
Οι επιστημονικές προτάσεις συνδέονται με τους κανόνες της “προτασιακής Λογικής”, ωστόσο υπογραμμίζει ο
Feyerabend, η προτασιακή λογική είναι «μόνο ένα μεταξύ πολλών λογικών συστημάτων» ‘ το γεγονός ότι η
επιστημονική έρευνα δεν εμποδίστηκε και δεν σταμάτησε από αντιφάσεις, «δείχνει ότι ικανοποιεί μια πρακτική
Λογική, κατά την οποία μια αντιφατική πρόταση δεν έχει τα καταστροφικά επακόλουθα που προκύπτουν εάν κάποιος τη
συνδέσει με την προτασιακή Λογική».
399
«Οι μεθοδολογικοί κανόνες είναι διανοητικά μετρητικά όργανα». Όσα μας λένε αφορούν ιδιότητες θεωριών,
ερευνητικών προγραμμάτων κλπ. Είναι δυνατή εδώ η κατασκευή μιας ιδεώδους ομάδας κανόνων, η οποία θα
κατευθύνει και θα κρίνει κάθε εξέλιξη της έρευνας; «Οι λογικοί και μεθοδολογικοί κανόνες και τα αντίστοιχα κριτήρια
δεν είναι ανεξάρτητοι από την πράξη». Οι κανόνες και τα ποικίλα κριτήρια είναι όργανα που επινοήθηκαν για έναν
ορισμένο σκοπό και πρέπει να ερευνώνται με αναφορά σε αυτόν τον σκοπό.
142
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
και τις μεταβολές τους. Γι’ αυτούς και μόνο η εικόνα των επιστημών […] είναι πράγματι χωρίς
κανόνα, χωρίς λογική, χωρίς τίποτα […]». Ένας ερευνητής εν μέσω δυσκολιών και ακατάληπτων
αποτελεσμάτων, ανιχνεύει μια νέα θεωρία ή ένα νέο κοσμοείδωλο, προτείνει ποικίλες εκδοχές και
προσπαθεί να τις δικαιολογήσει. Οι δικαιολογίες δεν αντιστοιχούν πάντοτε στα κριτήρια
ορθολογικότητας, πολλές φορές τα παραβιάζουν. «Τα επιχειρήματα που βασίζονται σε τέτοιες
δικαιολογίες είναι διαλεκτικά επιχειρήματα, δεν χρησιμοποιούν στέρεα κριτήρια αλλά μια αδιάκοπα
μεταβαλλόμενη ορθολογικότητα […]».
Υπάρχουν περιοχές στις επιστήμες όπου στηριζόμαστε σε επακριβώς προσδιορισμένους
κανόνες και κριτήρια ‘ για παράδειγμα στην φυσική, υπάρχουν πεδία όπου οδηγούμαστε σε
σημαντικές ανακαλύψεις με απλούς αφηρημένους κανόνες. Αυτό σύμφωνα με τον Feyerabend
«παραπλάνησε» επιστήμονες και φιλόσοφους και ενίσχυσε την πίστη τους σε μια καθολική
μεθοδολογία.
Η προσπάθεια να κατασκευαστεί μια “γνωσιοθεωρία” που να βασίζεται σε γενικά αξιώματα
είναι μάταιη. Το «anything goes» δεν είναι κάποιο “αξίωμα” μιας “γνωσιοθεωρίας ” του
Feyerabend. Εκείνο το οποίο ο ίδιος προκρίνει είναι ένα είδος «οπορτουνισμού»: τα αξιώματα
οφείλουν να επινοούνται κατά περίπτωση, σε συνάρτηση προς τη λύση συγκεκριμένων
προβλημάτων (επιστημονικών, πολιτικών ή ηθικών κλπ.) και όχι ξεχωριστά από την ιστορική
διαδικασία ‘ η νομιμοποίηση των αξιωμάτων γίνεται κάθε φορά στη βάση των ιδιαίτερων
χαρακτηριστικών των περιστάσεων, και όχι αφηρημένα. Με την «οπορτουνιστική» αυτή στάση
διατηρείται και η ισοτιμία όλων των παραδόσεων εντός μιας ελεύθερης κοινωνίας.
«Καθαρά διανοητικές λύσεις είναι όχι μόνο ανώφελες αλλά και βλαβερές»: εμφανίζονται
συχνά συνδυασμένες με πολιτική δύναμη και «επιβάλλονται στους ανθρώπους ενάντια στις
επιθυμίες τους. Αυτό έως τώρα οδήγησε πάντα στην καταπίεση και στη διαστρέβλωση ζωντανών
πολιτισμών και μορφών ζωής. Θα παραμεριστούν τα μειονεκτήματα, μόνο όταν ο αφηρημένος
στοχασμός αντικατασταθεί από λαϊκές κινητοποιήσεις: […]», μόνο η συγκεκριμένη πράξη των
εμπλεκόμενων ανθρώπων καθορίζει το πώς προχωρεί κανείς και σύμφωνα με ποια αξιώματα
κατασκευάζει κάτι.
Μέρος (ΙΙ).
O Feyerabend θέτει τρία κατευθυντήρια ερωτήματα: τι είναι οι επιστήμες, ποια ειδικά
προτερήματα έχουν400 και πώς πρέπει να τις χρησιμοποιούμε.
Η «εξαιρετική ποιότητα των επιστημονικών επιτευγμάτων γίνεται αποδεκτή, δεν αποδείχνεται».
Επιστήμονες και φιλόσοφοι «συμπεριφέρονται όπως οι υπερασπιστές της μιας αληθινής Εκκλησίας:
το δόγμα της εκκλησίας είναι αληθινό, κάθε τι άλλο ειδωλολατρική ανοησία».401
Εκείνο στο οποίο εφιστά την προσοχή μας ο Feyerabend είναι το ότι η «εικασία ότι οι
επιστήμες υπερέχουν κατ’ ουσία», έχει υπερβεί τον χώρο των επιστημών και έχει καταστεί «άρθρο
πίστης σχεδόν για όλους». Η επιστήμη, επιπρόσθετα, «συναποτελεί βασική δομή των δημοκρατιών
400
Εδώ θα πρέπει να ερευνήσουμε τα κριτήρια των επιστημών, δεν μπορούμε δηλαδή να τα χρησιμοποιήσουμε
στις κρίσεις μας για τις εναλλακτικές μορφές ζωής.
401
Ο Feyerabend παρατηρεί πως όταν οι επιστήμες (όπως και το Δίκαιο και η Ιστορία) αποκόπηκαν από την
πνευματική ενότητα της μεσαιωνικής κοσμοεικόνας, «παρέλαβαν μύθους και μεθόδους υπεράσπισής τους από αυτή την
κοσμοεικόνα». Σημειώνει αλλού: η χαρακτηρισμένη ως “πόρνη λογική” (Λούθηρος) «ασχολείται μόνο με ένα φοβερά
μικρό τμήμα των ανθρώπινων δυνατοτήτων». (ο Feyerabend παραπέμπει σχετικά στο έργο του Eric Voegelin, From
Enlightenment to Revolution, Duke University Press 1975). «[…] οι φυσικοί είναι ήδη καθοδόν για να γίνουν εκκλησία
‘ ήδη οικειοποιούνται τα συνηθισμένα της μέσα. […] εάν η πίστη στην πραγματικότητα των ατόμων είναι για εσάς τόσο
σημαντική, τότε εγώ απαρνούμαι τον φυσικοθεωρητικό τρόπο σκέψης ‘ […] αποχαιρετώ εγκάρδια την κοινότητα των
πιστών. Γιατί η ελευθερία της σκέψης μου είναι αγαπητότερη» (απάντηση του Ernst Mach στον Max Planck,
“Physikalische Zeitschrift” v.II, 1910).
143
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
μας, ακριβώς όπως παλαιότερα η εκκλησία συναποτελούσε βασική δομή πρωτύτερων μορφών
κοινωνίας».402
Οι ανθρώπινες σχέσεις «ερευνώνται και κρίνονται επιστημονικά», πράγμα που έχει ως
επακόλουθο «να χάνεται η ικανότητα του να κατανοούμε τον συνάνθρωπο ενορατικά και μη
εξαντικειμενικεύσιμα».403 Οι επιστήμονες αποφασίζουν για όλα, για τα προγράμματα εκπαίδευσης,
για τα προγράμματα αναμόρφωσης των φυλακών, για τις αιτίες των απεργιών ή των εξεγέρσεων
στα γκέτο… Η εξουσία της «επιστημονικής Ιατρικής» επάνω στη ζωή και το θάνατο «μπορεί να
συγκριθεί με την εξουσία που είχε κάποτε η Εκκλησία… Επιστήμονες επιτηρούν το παιδί σε όλα
τα στάδια ανάπτυξής του. Έπειτα δοκιμάζονται επάνω του ή «του επιβάλλονται με κυβερνητικά
προγράμματα»: και πάλι «επιστημονικές μέθοδοι» για τη διατροφή, για τη μάθηση, για τη
διευθέτηση του χρόνου του, για τις σχέσεις με το περιβάλλον του… Εάν ο νέος επαναστατήσει,
αντικείμενο έρευνας θα είναι τότε η αιτία για την οποία δεν αποδείχθηκε συμβατός με ένα τόσο
επιμελώς τακτοποιημένο και «πολιτισμένο περιβάλλον»… Στα σχολικά προγράμματα δεν υπάρχει
«ελευθερία» επιλογής, «η επιστημονική μονολιθικότητα» είναι ο στόχος παρατηρεί ο
Feyerabend.404 Στα μαθήματα «δεν αρκούνται σε μια ιστορική παρουσίαση» των φυσικών
γεγονότων και αξιωμάτων ‘ «δεν λένε: σε αυτόν τον κόσμο υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν
ότι…», λένε: αυτό συμβαίνει, όλα τα άλλα είναι ανοησίες… Η «αποδοχή και η άρνηση των
επιστημονικών γεγονότων και αξιωμάτων είναι εντελώς χωρισμένη από τη δημοκρατική διαδικασία
της δημόσιας πληροφόρησης, συζήτησης, ψηφοφορίας»… Στην διαδικασία «της παραγωγής και της
εξέτασης γενικών θεωριών και βασικών γεγονότων δεν αναμειγνύεται ακόμη ο λαός. Εδώ οι
επιστήμονες τα λένε μόνο μεταξύ τους»… Τα πορίσματα των επιστημόνων γίνονται αποδεκτά τόσο
άκριτα, όσο παλαιότερα «η κρίση των καρδιναλίων και των επισκόπων»…
Ακόμη και τολμηροί επαναστάτες και στοχαστές «υποτάσσονται στην κρίση της επιστήμης»:
ο Bakunin και ο Kropotkin την θεώρησαν «θεμέλιο της μελλοντικής συμβίωσης των ανθρώπων» ‘
για τον Henrik Ibsen η επιστήμη παραμένει μέτρο αλήθειας ‘ o Levi-Strauss δεν την συγκαταλέγει
ανάμεσα στις μορφές σκέψης που σχετικοποιεί ‘ ο Marx και ο Engels ήταν βέβαιοι πως οι
επιστήμες θα βοηθούσαν τους εργάτες στην κατάκτηση της πνευματικής και υλικής ελευθερίας…
Τέτοια αντιμετώπιση σύμφωνα με τον Feyerabend είχε νόημα κατά τον 17ο, 18ο, 19ο, ακόμη και
στις αρχές του 20ου αιώνα ‘ «τότε η επιστήμη ήταν μια ιδεολογία ανάμεσα σε πολλές άλλες» και όχι
η πιο ισχυρή. Εκείνη την εποχή «οι επιστήμες ήταν πράγματι μια απελευθερωτική δύναμη, και
βέβαια όχι επειδή είχαν βρει την αλήθεια ή την ορθή μέθοδο» (μολονότι οι προπαγανδιστές τους
«ανέφεραν ακριβώς αυτό σαν δικαιολογία»), αλλά επειδή περιόριζαν την επίδραση άλλων
ιδεολογιών και έτσι πρόσφεραν στα άτομα χώρο για στοχασμό. Οι αντίπαλοι υποδείκνυαν λάθη
στην επιστημονική σκέψη ‘ σε μια τέτοια κατάσταση «ήταν ωφέλιμο να υπερασπίζεται κανείς τις
επιστήμες», σε αυτές τις περιστάσεις «η υπεράσπιση των επιστημών ενίσχυε την ελευθερία». Από
αυτό εντούτοις, «δεν προκύπτει ότι η ελευθερία και η πρόοδος μπορούν και σήμερα να ενισχυθούν
402
Ο Feyerabend συγκαταλέγει την «Επιστημολογία» στα πολυδάπανα και «άχρηστα αντικείμενα έρευνας» ‘ «τι
είναι η επιστήμη και πώς προοδεύει, ο μη ειδικός το μαθαίνει θαυμάσια από καλούς εκλαϊκευτές […] μια και μόνο λαϊκή
παρουσίαση του Asimov είναι πολύ πιο ρεαλιστική από όλο το έργο του Popper».
403
Ο συνάνθρωπος «παύει να είναι φίλος, συμπάσχων, στον οποίο αφοσιωνόμαστε», μαθαίνουμε την
συμπεριφορά του και τελικώς τον καταλαβαίνουμε όπως μαθαίνουμε μια γλώσσα… Κατασκευάζουμε γενικεύσεις και
τον παρατηρούμε για να επαληθεύσουμε αυτές τις γενικεύσεις. Σε αντίθεση με ορισμένες «αφηρημένες παραδόσεις»
που διείσδυσαν για παράδειγμα στην ιατρική και την ψυχολογία, υπάρχουν ισχυρίζεται ο Feyerabend και «ιστορικές
παραδόσεις» μέσα στις οποίες «η αγάπη, η συμπόνια και η συμπάθεια όχι μόνο δεν είναι συναισθήματα που ενοχλούν
την έρευνα, αλλά είναι όργανα της ίδιας της έρευνας: εξασφαλίζουν εκείνη την στενή σύνδεση με το αντικείμενο […]».
404
Ακόμη και «ιδεολογίες όπως ο μαρξισμός διδάσκονται με την προϋπόθεση ότι πρόκειται για μια επιστημονικά
θεμελιωμένη θεωρία πάνω στην δομή και την εξέλιξη της κοινωνίας»… Η «ψυχική καθοδήγηση», η διαπαιδαγώγηση,
«όλα σήμερα είναι στα χέρια των επιστημών» μέχρι ο κουρασμένος πολίτης να βυθιστεί στον «ακριβοπληρωμένο τάφο
του»…
144
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
με υπεράσπιση των επιστημών. Δεν υπάρχει ιδεολογία που να περιέχει εντελώς μόνη της το μυστικό
της ελευθερίας». Οι ιδεολογίες συχνά «εκφυλίζονται και μεταβάλλονται σε δογματικές
θρησκείες».405 Ο εκφυλισμός φθάνει στην κορύφωσή του με τον εκμηδενισμό του αντιπάλου. Η
εξέλιξη των επιστημών κατά τον 19ο και 20ο αιώνα δείχνει σύμφωνα με τον Feyerabend ακριβώς
αυτό: «η ίδια επιχείρηση, που κάποτε έδινε στους ανθρώπους τη δύναμη να απελευθερωθούν από
τους φόβους και τις προκαταλήψεις μιας τυραννικής θρησκείας, τους κάνει τώρα σκλάβους των
συμφερόντων τους».406
Ο Feyerabend ασκεί κριτική στην αντίληψη των «φιλελεύθερων διανοούμενων»: θεωρούν
τον ορθολογισμό, «όχι ως μια άποψη μεταξύ πολλών άλλων, αλλά ως βάση της κοινωνίας και της
ίδιας της ελευθερίας». Η ορθολογική και επιστημονική κοσμοαντίληψη «αποφασίζει, που αρχίζει
και που τελειώνει η ελευθερία».407
Λίγο παρακάτω ο Feyerabend αναφέρεται στις καταπιεσμένες φυλές της
βορειοαμερικανικής ηπείρου: απαίτησαν ισότητα, ωστόσο η ισότητα αυτή «δεν σήμαινε τότε την
ισότητα των παραδόσεων ‘ σήμαινε την ισότητα πρόσβασης σε μια εντελώς ειδική παράδοση, την
παράδοση του λευκού ανθρώπου».408
Δεν αποτελεί λοιπόν αναγκαιότητα να απομακρυνθεί από το κέντρο της κοινωνίας μια
«οντολογικά βεβαρυμμένη θρησκεία», ένας μύθος που ισχυρίζεται ότι περιγράφει τον κόσμο, ένα
σύστημα μαγείας; Αυτά τα ρητορικά ερωτήματα (του φιλελεύθερου ή μαρξιστή ορθολογιστή)
περιέχουν σύμφωνα με τον Feyerabend τρεις «εικασίες»: πρώτον, ο επιστημονικός ορθολογισμός
είναι καλύτερος από άλλες παραδόσεις ‘ δεύτερον, ο επιστημονικός ορθολογισμός δεν είναι
δυνατό να βελτιωθεί μέσω σύνδεσης με άλλες παραδόσεις ‘ και τρίτον, οφείλουμε να τον
αποδεχθούμε και εξαιτίας των προτερημάτων του να τον καταστήσουμε θεμέλιο της κοινωνίας και
της εκπαίδευσης. Ο Feyerabend ισχυρίζεται ότι: «οι ορθολογιστές και οι επιστήμονες δεν έχουν
ορθολογικά (επιστημονικά) επιχειρήματα για να στηρίξουν την εξαιρετικότητα της αγαπημένης τους
ιδεολογίας». Και ακόμη: εάν διέθεταν τέτοια επιχειρήματα, έπεται από αυτό ότι αυτή η ιδεολογία
πρέπει να επιβληθεί σε όλους; Ή μήπως, αντίθετα, οι ιδέες που δίνουν νόημα στη ζωή κάποιων
ανθρώπων πρέπει να κατέχουν «ίσα δικαιώματα και ίση πρόσβαση στα κέντρα εξουσίας»;
Στην ανθρώπινη ιστορία διαφορετικές παραδόσεις με άλλα ήθη και άλλες κοσμοθεωρίες,
βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση και ανταλλαγή πνευματικών και υλικών αγαθών. Ο
Feyerabend προχωρά σε μια διάκριση: υπάρχουν παραδόσεις οι οποίες δεν αρνούνται ξένες αξίες
αλλά επιτρέπουν την ισχύ τους (και μάλιστα «όχι σαν να ήταν πλάνες, τις οποίες συγχωρούν
405
Παραδείγματα, «ο χριστιανισμός και ο μαρξισμός»…
Για τον Feyerabend τα «όρια της ανεκτικότητας» σε διαφορετικές ιδέες και πρακτικές (τα οποία υποτίθεται
δέχονται ορισμένοι «φιλελεύθεροι» προπαγανδιστές των επιστημών) είναι πολύ στενά και «εντελώς αυθαίρετα»…
407
Υπάρχει ένα είδος «αντικειμενικού μέτρου» για τις ελευθερίες; Ο Feyerabend (με αφορμή ορισμένες
τοποθετήσεις του Christian Bay) παρατηρεί: η αντικειμενικότητα αυτή είναι απάτη: «και ο ναζισμός μπορεί να
“εξαντικειμενικεύσει” τους ναζιστικούς περιορισμούς της ελευθερίας […]». Ορισμένοι εθνικοσοσιαλιστές το
κατάλαβαν και έδειξαν πως «ένας αγώνας υπέρ της ελευθερίας δεν είναι μια υπεράσπιση κριτηρίων, τα οποία
υπάρχουν ανεξάρτητα από τον αγώνα και τα οποία τάχα τον νομιμοποιούν, αλλά είναι μια δημιουργία τέτοιων
κριτηρίων: ό,τι και εάν κάνουμε, είτε είναι καλό είτε κακό, μέσα σε έναν κοσμικό πολιτισμό ανακλάται επάνω μας».
408
Μια ορθολογική φιλελεύθερη (και μαρξιστική) κοινωνία, καταλήγει ο Feyerabend, δεν μπορεί να
συμπεριλαμβάνει έναν πολιτισμό των μαύρων κ.ά. με το πλήρες νόημα της λέξης: «μπορεί να ανέχεται τέτοιους
πολιτισμούς μόνο ως δευτερεύουσες παραφυάδες μιας βασικής δομής, η οποία είναι μια ανόσια συμμαχία επιστήμης,
ορθολογισμού (και καπιταλισμού)». …Το να αρνούμαστε ορισμένες παραδοχές ξένων πολιτισμών «δεν είναι τίποτα
άλλο από μια πολεμική μεταφυσική πίστη». Και αλλού προσθέτει: μια ελεύθερη κοινωνία, σε όσους θέλουν να
επανεισαγάγουν παλαιές μορφές ζωής, οφείλει να δίνει την ευκαιρία να τις πραγματοποιήσουν ‘ επιπρόσθετα: «ακόμη
και οι “μοντέρνοι” στοχαστές μπορούν να επωφεληθούν από μια τέτοια αναζωογόνηση […]».
406
145
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
γενναιόδωρα») και συχνά τις παραλαμβάνουν ‘ αυτές τις ονομάζει «οπορτουνιστικές» ή
«εκλεκτικές» παραδόσεις. Υπάρχουν ωστόσο και άλλες οι οποίες «προβάλλουν επάνω στον κόσμο
κάποιες βασικές αξίες, μετρούν όλα τα συμβάντα (ιστορικά, ιδιωτικά, ακόμη και φυσικά) βάσει
αυτών των αξιών, κι επιχειρούν να στρέψουν τον κόσμο με βία, με πειθώ ή με θεσμικές
μηχανορραφίες προς αυτή την κατεύθυνση» ‘ αυτές τις ονομάζει «δογματικές».409
Όπως και στο παράδειγμα της Ιουδαϊκής δογματικής παράδοσης, όπου οι ξένοι θεοί δεν
υποτάσσονται απλώς, παύουν εντελώς να υπάρχουν, έτσι και οι ορθολογιστικές παραδόσεις
επιδεικνύουν μια «ανάλογη καταστροφική μανία». Οτιδήποτε υπήρξε πριν από αυτές δεν είναι
παρά «καθαρές φαντασιώσεις». Στο πεδίο της γνωσιολογίας, οι ρεαλιστές κρατούν «περισσότερο
δογματική στάση» σε αντίθεση με τους «ινστρουμενταλιστές» οι οποίοι «διατηρούν κάποιον
οπορτουνισμό». Ο ορθολογισμός (συζήτηση στη βάση αφηρημένων και ανεξάρτητων από την
παράδοση αρχών και κανόνων) χρησιμοποίησε επιχειρήματα τα οποία φαίνεται να εκμηδενίζουν
τις παλαιότερες αντιλήψεις «αλλά μόνο αφού κάποιος έχει ήδη προσχωρήσει στον κόσμο των
καινούριων αντιλήψεων. Η ιδεολογία που θεμελιώνει αυτή τη σοφή απάτη είναι εξίσου δογματική
όσο και η διδασκαλία του Μωυσή: υπάρχει μόνο μια παράδοση, κάθε τι άλλο είναι επίφαση που
προέκυψε από σφάλμα, αμαρτία, ισχυρογνωμοσύνη».
Συνεπώς, καταγράφουμε δύο ειδών στάσεις απέναντι στις ποικίλες παραδόσεις: κατά την
πρώτη, «οπορτουνιστική αποδοχή», χρήσιμα στοιχεία (όπου τα κριτήρια «χρησιμότητας»
μεταβάλλονται ανά πρόβλημα και ανά εποχή) αλλάζουν ‘ κατά την (διανοητική ή και φυσική)
καταστροφή όλων των υπόλοιπων παραδόσεων, εκτός μίας, μόνο μία «δογματική επιμονή» σε
αυτήν απομένει.410
Μια τρίτη στάση είναι ο «σχετικισμός»: «μια πιο λόγια έκφραση ενός αφελούς και γόνιμου
οπορτουνισμού»…411 Ο Feyerabend ονομάζει «σχετικισμό του Πρωταγόρα» την εξής αντίληψη:
οι νόμοι, τα ήθη, οι μορφές ζωής είναι βεβαίως πράγματα «σχετικά», αλλά σε κάποιες περιοχές
ισχύουν. Ανατρέχοντας στην Ιλιάδα (στίχοι 184-193) διαπιστώνουμε πως η φύση κατανέμεται σε
περιοχές αρμοδιότητας όπου ισχύουν διαφορετικοί (φυσικοί) νόμοι, και οι θεοί αντλούν την
δύναμή τους από αυτούς τους νόμους, και όχι αντίστροφα. Η δύναμη των θεών είναι περιορισμένη
και κανείς δεν κυριαρχεί στα πάντα (και ασφαλώς κανείς δεν έχει δημιουργήσει τα πάντα. (η
αρχική σημασία της λέξης «νόμος» αντιστοιχεί σε αυτή την αντίληψη περιοχικής αρμοδιότητας).
Επιπροσθέτως, δεν υπάρχει «μια γνώση» που να συλλαμβάνει κάποια ενότητα πίσω από τις
λεπτομέρειες, δεν υπάρχει «μια αλήθεια»: υπάρχουν γνώσεις που ισχύουν σε διαφορετικές
περιοχές.
Ο σχετικισμός του Πρωταγόρα, γράφει ο Feyerabend «ταιριάζει με ακρίβεια σε έναν έτσι
διαμορφωμένο κόσμο. Αυτός ο σχετικισμός είναι μια κοινωνική, κοσμολογική και νομική
τοποθέτηση και δεν μπορεί να παραμεριστεί μόνο με γνωσιολογικές παρατηρήσεις». Κατά την
περίοδο την οποία ο Feyerabend ονομάζει «εκκίνηση του ορθολογισμού στον δυτικό κόσμο»,
μεταβάλλεται η παραπάνω κοσμοθεωρία. Ανάμεσα στις μικροδιαδικασίες που θα παίξουν
σημαντικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη, είναι κάποιες βαθμιαίες και όχι συνειδητές αλλαγές εννοιών:
409
Ο Feyerabend παρουσιάζει συνοπτικά σημαντικές διαφορές των, κατά κανόνα ανεκτικών, «πολυθεϊστικών»
θρησκειών (οι οποίες φαίνεται να ευνοούν τον εκλεκτικισμό και οπορτουνισμό) από τις –στενές, αμιγείς και
μονοδιάστατες- «αποκεκαλυμμένες» μονοθεϊστικές. [Αντίστοιχα παραδείγματα: ο κόσμος των αρχαιοελληνικών θεών,
και ο Ιουδαϊσμός (κατά τον Μωυσή)].
410
Για τον Feyerabend ακόμη και μια «κριτική» μέθοδος, εμπίπτει στην δεύτερη, δογματική κατηγορία: «δεν
επιτρέπει μια δίχως όρους αποδοχή ξένων επιτευγμάτων ή μια κατά περίπτωση αλλαγή βασικών αρχών, συνεπώς έναν
οπορτουνισμό».
411
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, εάν κάποιος πρότεινε στους λαούς της γης να διαλέξουν από τα πιο διαφορετικά
ήθη εκείνα που είναι «τα καλύτερα», καθένας «θα προτιμούσε τα δικά του. Τόσο είναι κάθε λαός πεπεισμένος ότι τα
ήθη του είναι καλύτερα από όλα τα άλλα». Οι πεποιθήσεις, τα ήθη και οι νόμοι δεν είναι ασφαλώς γενικά αποδεκτά –
αλλά μόνον ένας «παράφρων» θα τα λοιδορούσε για τον λόγο αυτό.
146
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
οι έννοιες γίνονται περισσότερο αφηρημένες, οι πολλαπλές σχέσεις που τις συνέδεαν πρωτύτερα
με ειδικές περιστάσεις εξαφανίζονται και υποκαθίστανται από λιγοστές γενικευμένες σχέσεις. Η
«απώλεια περιεχομένου» των εννοιών, η «εξαφάνιση παραδοσιακών νοητικών συναρτήσεων» και
η γένεση μιας «“καθολικής” έννοιας περί αλήθειας προσαρμοσμένης σε αυτή την κενότητα»,
επιτρέπει να προκύψει η πλάνη ότι «οι καινούριες “αποδείξεις” και οι “επιστήμες” που στηρίζονται
επάνω τους, είναι τάχα “αντικειμενικές” και στέκονται υπεράνω παραδόσεων».412
«Δεν είναι δύσκολο να κατανοηθούν τα συναισθηματικά προβλήματα που παρέχει ο σχετικισμός
(ο οπορτουνισμός) στους δογματικούς. […]». Ο Feyerabend θα αναφερθεί σε αισθήματα και
αντιλήψεις που με κόπο αποκτήσαμε: «όχι μόνο μια αφηρημένη ιδέα, αλλά και αισθήματα
συμπόνιας, αλληλεγγύης με την ατυχία των άλλων, ή έστω αηδία για κάθε τι που φέρνει πόνο και
πληγώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στρέφεται ενάντια στους εθιμοτυπικούς φόνους, ενάντια στην
εγκατάλειψη μικρών παιδιών, ενάντια στις αυστηρές τιμωρίες για εγκλήματα που μας φαίνονται
μηδαμινά, ενάντια στην ευθανασία. Όχι μόνο μια αφηρημένη ιδέα, αλλά και συγκεκριμένες
αντιλήψεις για το τι είναι ταιριαστό σε έναν άνθρωπο, τι τον τιμά και τι τον προσβάλλει και
καταχράται τα ταλέντα του, στρέφονται ενάντια στην μαγεία και σε άλλες “παράλογες”
δραστηριότητες. Με κόπο αποκτήσαμε αυτές τις αντιλήψεις και αυτά τα αισθήματα ‘ […]
αφιερώσαμε τον χρόνο μας στο να ακολουθούμε αυστηρά όσα θεωρούνται σωστά ‘ προσαρμόσαμε
σύμφωνα με αυτά τα σωστά τη ζωή μας […]».
Υπήρξε λοιπόν μάταιη η αγωνία και οι θυσίες; «Είναι μοναδική ανταμοιβή η συγκατάθεση
μιας μικρής ομάδας και όχι όλης της ανθρωπότητας; […] Ένας χριστιανός, ένας μαρξιστής, ένας
φασίστας είναι ευχαρίστως ένα καλό πρόβατο, εάν αυτό δικαιώνεται “αντικειμενικά” από ένα
προβατοειδές περιβάλλον. Αισθάνεται μάλιστα σαν ένα ξεχωριστό πρόβατο, όταν ναι μεν πολεμά
μονάχος σε αυτόν τον κόσμο “για το Καλό”, αλλά είναι σίγουρος για την καθολική καλοσύνη αυτού
του πράγματος: το υπέργειο δικαστήριο ενός “τρίτου κόσμου” του δίνει δίκιο μπροστά σε όλους τους
ανθρώπους». Ωστόσο «λίγοι άνθρωποι έχουν τόση αυταπάρνηση και τόσο δυνατό χαρακτήρα ώστε
να παραδεχτούν ότι ο κόσμος για τον οποίο πολεμούν […] δεν είναι ολόκληρος ο κόσμος, και ότι οι
άλλοι άνθρωποι με ίσο δικαίωμα υποφέρουν ή δοξάζονται για ριζικά διαφορετικές μορφές ζωής. Κι
όμως οφείλουν να καταλάβουν ότι το να χαραχτούν τα όρια του ανθρώπινου Είναι δεν μπορεί να
ανατεθεί σε ειδικούς ανθρώπους. […] Όχι μόνο οι αξιωματικοί των SS, αλλά και κάποιοι
ορθολογιστές και φίλοι της ανθρωπότητας είναι κτήνη. Ας προστατεύεται λοιπόν κάθε παράδοση από
τις βίαιες επιρροές άλλων παραδόσεων, ας υποστηρίζεται το δικαίωμα όσων θέλουν να
εγκαταλείψουν την παράδοσή τους – αλλά τα υπόλοιπα δεν αφορούν το κράτος. Εάν κάποιοι
άνθρωποι βρίσκουν την ευτυχία τους στο να αλληλοσφάζονται με επικίνδυνα πολεμικά παιχνίδια, ας
τους αφεθεί αυτή η ευχαρίστηση. Δεν μπορώ να ανησυχήσω για τέτοιες πράξεις, όσο βλέπω με πόση
ψυχική ηρεμία και μάλιστα με πόση οργιαστική χαρά οι φιλάνθρωποι της γενιάς μας, βλέπουν τον
ακρωτηριασμό των ψυχών αθώων παιδιών, ο οποίος πραγματώνεται καθημερινά στα σχολεία μας,
και με πόσο σαδιστική ικανοποίηση χαιρετίζουν την μεταμόρφωση ζωντανών, γεμάτων εμπνεύσεις,
χαριτωμένων, πολυτάλαντων παιδιών σε ωχρά αντίγραφα της “ορθολογικότητας” των δασκάλων
τους».
Ο σχετικισμός όπως τον αντιλαμβάνεται και τον υπερασπίζεται εδώ ο Feyerabend, αφορά
παραδόσεις, όχι γνώμες, έννοιες ή θεωρίες. (Οι τελευταίες έχουν νόημα μόνο μέσα στο πλαίσιο
μιας παράδοσης, δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές ανεξάρτητα από αυτήν). Δεύτερον, δεν
412
Ο Feyerabend εντοπίζει την φενάκη, την εικασία πως οι αφηρημένες ιδέες δεν είναι προσαρτημένες σε μια
παράδοση, ήδη στα ‘επιχειρήματα’ του Ξενοφάνη και τον τερατώδη θεό του (μόνο ένας θεός υπάρχει και δεν μοιάζει
σε τίποτα με τους θνητούς – ακίνητος, «διευθύνει τα πάντα με τη δύναμη του νου του»). Εικάζεται εδώ ότι μια νέα
αντίληψη περί θεού «ισχύει παντού» - περνάμε στην ιδέα μιας «καθολικής ισχύος». Αυτό που συγκροτεί την
“προσωκρατική επανάσταση” «δεν είναι το επιχείρημα, αλλά η δογματική εμμονή σε μια δυσπρόσιτη ενότητα».
147
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
ισχυρίζομαι γράφει ο Feyerabend ότι «όλες οι παραδόσεις έχουν ίση αξία, ή ότι είναι εξίσου
αληθινές, ή ότι είναι αυθαίρετες». Ιδωμένες κάθε μια χωριστά οι παραδόσεις δεν είναι ούτε καλές
ούτε κακές - τέτοιες ιδιότητες λαμβάνουν μόνο όταν κάποιος τις συσχετίζει με άλλες. (Οι δε
αξιολογικές κρίσεις εξαρτώνται από τις παραδόσεις ‘ «το ότι οι κρίσεις πάνω στα πράγματα
εξαρτώνται από την παράδοση προκύπτει από την αναίρεση του ρεαλισμού»).413 Η
“αντικειμενικότητα” (αποτέλεσμα «γνωσιολογικής μυωπίας») προκύπτει όταν ο συμμέτοχος σε
μια παράδοση δεν την συνειδητοποιεί και έτσι δεν την αναφέρει όταν μιλά.
Οι αντιρρήσεις που αντιτάσσονται σε έναν τέτοιο σχετικισμό, εμφανίζονται ξανά και ξανά: οι
σχετικιστές δεν σέβονται τους νόμους, δεν τηρούν υποσχέσεις, η ζωή των άλλων έχει μικρή αξία
γι’ αυτούς, αποτελούν κίνδυνο για την πολιτισμένη ζωή… Κατά τον Feyerabend οι παρόμοιες
ενστάσεις αναδύονται κάθε φορά που παλαιοί νόμοι και θεσμοί κλονίζονται. Στην νεώτερη εποχή
ακούγονται από χριστιανούς κατά την εποχή του Διαφωτισμού, καθώς και από αντιπάλους του
πολυκομματισμού…414 «Οι φόβοι που συνδέθηκαν με την απομάκρυνση της θρησκείας από το
κέντρο της κοινωνικής ζωής», οι αντιστάσεις που συνάντησε η προσπάθεια για μια εντελώς
κοσμική κοινωνία «ήταν τότε οι ίδιες ακριβώς με τις αντιρρήσεις που ακούγονται σήμερα ενάντια
στον σχετικισμό – αντιρρήσεις που αποδείχτηκαν αθεμελίωτες».415
Χωρίς την τάξη του “ορθολογισμού” οδηγούμαστε στο «χάος»; «Η συμβίωση των ανθρώπων
είναι κάτι αδύνατο χωρίς αλήθεια, ανθρωπιά, δίκαιο». Εικάζεται, ότι ο σχετικισμός αφήνει τα
άτομα «ασύδοτα»… «διπλό λάθος. Εδώ δεν γίνεται λόγος για άτομα, αλλά για παραδόσεις ‘ και δεν
τίθενται υπό εξέταση οι δυνατότητες (“ασυδοσία”) αλλά τα δικαιώματα». Κατά δεύτερον, εικάζεται
πως το απειλητικό χάος «μπορεί να δαμαστεί από ιδέες, όπως είναι η ιδέα της αλήθειας, της
ανθρωπιάς ή του δικαίου». Πρόκειται για ελάχιστα ανεκτικό «οπτιμισμό» λέει ο Feyerabend:
«[…] ο χριστιανισμός κήρυξε την αγάπη αλλά σκότωσε, ακρωτηρίασε και έκαψε εκατοντάδες
χιλιάδες ανθρώπων. Η γαλλική επανάσταση κήρυξε τη λογική και την αρετή, αλλά πνίγηκε σε έναν
ωκεανό αίματος». Οι κριτικοί ορθολογιστές κηρύσσουν την κριτική, την ανοιχτότητα, την
απλότητα, τη συνειδητοποίηση των δικών μας ορίων, «κι όμως ίδρυσαν μια βαρετή και δογματική
εκκλησία». […] Τρίτον: η γενική και «αφηρημένη προσπάθεια για αλήθεια χαρακτηρίζει μια
εντελώς ειδική παράδοση, την παράδοση των ορθολογιστών. Υπάρχουν κοινωνίες όπου η αλήθεια
δεν παίζει κανένα ρόλο, και που εντούτοις δεν διαλύονται».
Θα εγκαταλειφθούμε λοιπόν ανυπεράσπιστα «στην επίδραση βάρβαρων παραδόσεων;». Δεν
έχουμε καθήκον να προστατεύσουμε την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια όπου και εάν αυτές
απειλούνται;416 ..«και αυτό το καθήκον δεν απαιτεί να κάνουμε την ορθολογική και ανθρωπιστική
στάση θεμέλιο του κράτους και έτσι να παραβιάζουμε τα δικαιώματα άλλων παραδόσεων;»… Αυτές
οι ερωτήσεις για τον Feyerabend είναι δείγμα του «επιπόλαιου, αφηρημένου και υποκειμενικού
τρόπου με τον οποίο σκέπτονται οι περισσότεροι διανοούμενοι.417 Δεν ρωτάνε πώς είναι οι ξένες
παραδόσεις ιδωμένες από μέσα», δεν ερευνούν τις αξίες και τις κοσμοθεωρίες τους…,
«μεταβάλλουν ξεδιάντροπα τη δική τους κοσμοθεωρία σε καθολικό κριτήριο του ανθρώπινου Είναι,
413
Όπως έχουμε αναφέρει και παραπάνω, σε μια ελεύθερη κοινωνία οι παραδόσεις έχουν ίσα δικαιώματα.
«πώς; Να μην υπάρχει επίσημη θρησκεία; Η ανεκτικότητα, η αδιαφορία που γίνεται δόγμα, είναι τα κατ’ εξοχήν
μέσα για να κλονιστούν τα πάντα […] τίποτα δεν είναι πιο αναγκαίο και ωφέλιμο από τη θρησκεία. Χωρίς καθιερωμένο
τυπικό δεν υπάρχει ούτε και υποταγή στην εκκλησία ‘ και που οδηγεί αυτό; Το δίκαιο της γροθιάς θα ανασταινόταν»
(Maria Theresia (1717-1780), σε ένα γράμμα προς τον γιο της).
415
«αντικατάσταση της χριστιανικής θρησκείας με την θρησκεία του Βολταίρου»…
416
Το σύνηθες ασφαλώς δεν αφορά ομάδες εγκληματιών…, αφορά συλλογικότητες νέγρων, κινέζων, ινδιάνων,
ομάδες θρησκευτικών αιρέσεων κ.ά.
417
Ο Feyerabend, ας σημειώσουμε εδώ, υποστηρίζει την «ποιοτική» περιγραφή του κόσμου από τον Αριστοτέλη,
επειδή εκείνος υπέθετε πως ο άνθρωπος είναι αρμονικά δεμένος με τη φύση… Ο αριστοτελισμός λοιπόν μπορεί να
υποστηριχθεί διπλά: «γνωσιολογικά, με ανάλυση της σχέσης μας προς τον κόσμο, και ηθικά με ανάλυση της σχέσης μας
προς άλλους ανθρώπους».
414
148
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
κι έχουν το θράσος να μετρούν την ευτυχία, τον πόνο, τους πόθους των άλλων με αυτό το
κριτήριο»…418
Έχουμε δικαίωμα να μεταβάλλουμε την δική μας εικόνα περί ανθρώπου σε κριτήριο «όχι
μόνο των δικών μας πράξεων, αλλά και σε κοινωνικό πλαίσιο που οριοθετεί τις πράξεις όλων των
ανθρώπων; Αυτές είναι οι σκέψεις που παρά την υπερανεπτυγμένη μου αισθηματικότητα και παρά
την σχεδόν ενστικτώδη ροπή μου προς “ανθρωπιστικές” πράξεις, μου κάνουν αδύνατο να
απορρίψω τον σχετικισμό ακόμη και σε ακραίες περιπτώσεις».
Συμπερασματικά λοιπόν, ο Feyerabend δεν πιστεύει πως η επιστήμη αποτελεί «ορθολογικό»
εγχείρημα ‘ οι επιτυχείς επιστημονικές πρακτικές δεν διέπονται από κάποια ορθολογική μέθοδο. Η
επιτυχίες διασφαλίζονται με την πειθώ, την ρητορική ή ακόμη την προπαγάνδα. Για να
κατανοήσουμε την επιστημονική «πρόοδο» πρέπει μάλλον να στραφούμε στην ανθρώπινη
δημιουργικότητα όσων την ασκούν και όχι σε κάποια μέθοδο. Η εικόνα μιας επιστήμης-αυθεντίας
η οποία επιλύει διαδοχικά προβλήματα και διέπεται από ρητούς κανόνες είναι ψευδής. Στο άρθρο
του “Problems of Empiricism” (1965) επιτίθεται σε αυτό που αποκαλεί «ριζικό εμπειρισμό»: την
αντίληψη ότι σε κάθε περίσταση μπορούμε να χρησιμοποιούμε ένα μόνο σύνολο αμοιβαία
συνεπών θεωριών, και επομένως ότι η ταυτόχρονη χρήση αμοιβαίως ασυνεπών θεωριών πρέπει να
απορρίπτεται. Ο Feyerabend υποστηρίζει αντιθέτως τον «θεωρητικό πλουραλισμό». Αρνείται τη
θέση που υποστηρίζει πως πρέπει να υφίσταται ‘συνέπεια’ μεταξύ προκατόχων και διαδόχων
θεωριών (οι νέες εμπεριέχουν ή είναι ‘συνεπείς’ με τα αποτελέσματα και το περιεχόμενο εκείνω
που αντικαθιστούν). Αρνείται επίσης ότι υπάρχει ‘σταθερότητα νοήματος’ κατά την αλλαγή
θεωριών.419 Κατά την αλλαγή θεωριών και οι παρατηρησιακοί όροι και οι θεωρητικοί όροι
αλλάζουν νόημα. Επίσης, η κριτική αξιόλογηση μιας θεωρίας μπορεί να γίνει μόνο μέσα από μια
προοπτική αντιμαχόμενων εναλλακτικών θεωριών, και όχι με βάση μία μονο θεωρία. Δεν
υπάρχουν ‘δια-θεωρητικοί’ μεθοδολογικοί γνώμονες που να διέπουν σε κάθε φάση και όψη της
την επιστημονική ανάπτυξη. Η αναζήτηση «μοντέλων» της επιστημονικής αλλαγής είναι μάταιη.
Την επιστήμη διέπει μια θεμελιώδης ‘αναρχία’, ο πολλαπλασιασμός δε των εναλλακτικών και
αντιμαχόμενων θεωριών δεν αποτελεί μειονέκτημα.
(β).1.c. Τα Ερευνητικά Προγράμματα του Imre Lakatos
Η φιλοσοφία της επιστήμης, σύμφωνα με τον I. Lakatos παρέχει, πρώτον, τις κανονιστικές
μαθοδολογίες στη βάση των οποίων ο ιστορικός ανασυγκροτεί νοητικά την «εσωτερική ιστορία»,
προσφέροντας έτσι μια ορθολογική εξήγηση της ανάπτυξης της αντικειμενικής γνώσης. Δεύτερον,
δύο ανταγωνιστικές μεθοδολογίες μπορούν να αξιολογηθούν με τη βοήθεια της (κανονιστικά
418
Ο Feyerabend θα αναφέρει και εδώ το παράδειγμα της δυτικής υλιστικής “επιστημονικής” Ιατρικής, της
Ιατρικής του Nei Ching, την Ιατρική των Hopi κ.ά. (…) Πρόκειται για τη «διαμάχη ανάμεσα στην πρακτική των
επιστημών και στα ηθικά και θρησκευτικά θεμέλια ορισμένων μορφών ζωής»… η επιστημονική ιατρική «δεν
περιθάλπει τους αρρώστους της σαν ανθρώπους, αλλά σαν περίπλοκα υλικά συστήματα, και στόχος της δεν είναι μια
βελτίωση της ποιότητας της ζωής, έτσι όπως καταλαβαίνουν οι άρρωστοι τη ζωή, αλλά η καλύτερη υλική λειτουργία του
συστήματος […]». Η αντίληψη περί ανθρώπου που αποτελεί «θεμέλιο αυτού του ιατρικού φασισμού», κυριαρχεί
σήμερα σε τέτοιο βαθμό που ούτε καν φανταζόμαστε εναλλακτικές δυνατότητες… «Και εδώ τίθεται το ερώτημα,
μήπως αυτή η μόδα ακρωτηριάζει τον άνθρωπο και του στερεί την ομοιότητά του με τον θεό; […] και μήπως αυτός ο
απερίσκεπτος φόνος ψυχών είναι πολύ πιο φρικτός και αξιοπεριφρόνητος από του να προξενεί κανείς γήινο πόνο […]
μήπως η εξέλιξη των τελευταίων αιώνων έχει εισάγει μια καινούρια φυλή ανθρώπων, με πολλά ταλέντα αλλά χωρίς
ψυχή και χωρίς ζωή»;…
419
Οι δύο αυτές θέσεις που αρνείται ο Feyerabend εχουν ονομαστεί και «θεωρητικός μονισμός».
149
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
ερμηνευμένης) ιστορίας. Τρίτον, κάθε ορθολογική ανασυγκρότηση της ιστορίας είναι αναγκαίο να
συμπληρώνεται από μια εμπειρική (κοινωνικο-ψυχολογική) εξωτερική ιστορία.
Η οροθέτηση ανάμεσα στην κανονιστική εσωτερική ιστορία και την εμπειρική εξωτερική
ιστορία διαφέρει σε κάθε μεθοδολογία. Για τον Lakatos η «εσωτερική» ιστορία (ορίζεται συνήθως
ως «διανοητική» ιστορία) είναι πρωτεύσουσα και η εξωτερική («κοινωνική» ιστορία) είναι
δευτερεύουσα: «λόγω της αυτονομίας της εσωτερικής (και όχι της εξωτερικής) ιστορίας, η
εξωτερική ιστορία είναι άνευ σημασίας για την κατανόηση της επιστήμης».420
(β).1.c.i. Μεθοδολογίες της Επιστήμης
Οι μεθοδολογίες και οι «λογικές της ανακάλυψης» αποτελούνται συνήθως από ένα σύνολο
‘κανόνων αξιολόγησης’ ήδη διαρθρωμένων θεωριών. Αυτά τα συστήματα αξιολόγησης
λειτουργούν και ως «θεωρίες της επιστημονικής ορθολογικότητας» ή «ορισμοί της επιστήμης».
Πέρα των ορίων δικαιοδοσίας αυτών των κανονιστικών αρχών βρίσκονται η «εμπειρική
ψυχολογία» και η «κοινωνιολογία της ανακάλυψης». Ο Lakatos διακρίνει τέσσερις διαφορετικούς
τύπους «λογικής της ανακάλυψης». Καθένας χαρακτηρίζεται από κανόνες που ρυθμίζουν την
(επιστημονική) αποδοχή και απόρριψη θεωριών ή ερευνητικών προγραμμάτων. Αυτοί οι κανόνες
λειτουργούν «ως κώδικες επιστημονικής εντιμότητας» η παραβίαση των οποίων είναι απαράδεκτη.
Αφετέρου, λειτουργούν ως «σκληροί πυρήνες (κανονιστικών) ιστοριογραφικών ερευνητικών
προγραμμάτων».421
Πρώτη μεθοδολογία που εντοπίζει ο Lakatos είναι ο «επαγωγισμός»: σύμφωνα με αυτόν
μόνον όσες προτάσεις περιγράφουν ‘εδραία γεγονότα’ ή αποτελούν αλάθητες επαγωγικές
γενικεύσεις τέτοιων γεγονότων γίνονται δεκτές στο σώμα της επιστήμης. Όταν ένας επαγωγιστής
αποδέχεται μια επιστημονική πρόταση, την αποδέχεται ως αποδεδειγμένα αληθή, ειδάλλως την
απορρίπτει. Η αυστηρότητα είναι εδώ απαράκαμπτη: μια πρόταση πρέπει να έχει αποδειχθεί επί τη
βάσει γεγονότων ή να έχει συναχθεί (απαγωγικά ή επαγωγικά) από άλλες ήδη αποδεδειγμένες
προτάσεις. Ο επαγωγιστής ιστορικός αναγνωρίζει δύο, αποκλειστικά, είδη αυθεντικών
επιστημονικών ανακαλύψεων: εδραίες πραγματολογικές προτάσεις και επαγωγικές γενικεύσεις.
Αυτές μόνο συναπαρτίζουν τον κορμό της εσωτερικής ιστορίας του. Οι επαναστάσεις συνίστανται
στο ξεσκέπασμα (ανορθολογικών) λαθών, τα οποία αφού διακριβωθούν, εξοβελίζονται από την
ιστορία της επιστήμης, ως θραύσματα μιας ιστορίας της ψευδοεπιστήμης και των απλών δοξασιών.
Οι αυθεντικές επιστημονικές πρόοδοι αρχίζουν με την τελευταία χρονικά επιστημονική
επανάσταση που έλαβε χώρα στο κάθε πεδίο.
Ο επαγωγιστής ιστορικός σύμφωνα με τον Lakatos αδυνατεί να προσφέρει μια ορθολογική
‘εσωτερική’ εξήγηση του γιατί επιλέχθηκαν προς εξήγηση ορισμένα συγκεκριμένα γεγονότα και
όχι κάποια άλλα. Γι’αυτόν το πρόβλημα αυτό είναι μη ορθολογικό, εμπειρικό, εξωτερικό
πρόβλημα. «Ο επαγωγισμός συμβιβάζεται, λόγου χάρη, με την αντίληψη του χυδαίου μαρξισμού,
σύμφωνα με την οποία η επιλογή προβλημάτων καθορίζεται από τις κοινωνικές ανάγκες. Ορισμένοι
μάλιστα χυδαίοι μαρξιστές ταυτίζουν τις κύριες φάσεις της ιστορίας της επιστήμης με τις κύριες
φάσεις της οικονομικής ανάπτυξης». Ο επαγωγισμός είναι εξίσου συμβατός και με την «εξωτερική»
θεωρία, σύμφωνα με την οποία «η επιλογή προβλημάτων καθορίζεται πρωταρχικά από έμφυτα ή
αυθαίρετα διαμορφωμένα (ή παραδοσιακά) θεωρητικά (ή «μεταφυσικά») εννοιολογικά πλαίσια».
Ένα είδος ριζοσπαστικού επαγωγισμού καταδικάζει όλες τις εξωτερικές επιδράσεις, είτε
πνευματικές, είτε κοινωνιολογικές ή ψυχολογικές, επειδή διαμορφώνουν απαράδεκτες
420
Βλπ. I.Lakatos: “Η ιστορία της επιστήμης και οι ορθολογικές της ανασυγκροτήσεις”, (Boston Studies in the
Philosophy of Science, viii, 1971) στο: Επιστημολογία. Κείμενα, [επιμ.] Γ.Κουζέλης, β΄ αναθ.έκδ. Νήσος 1997.
421
I.Lakatos, Μεθοδολογία των Προγραμμάτων Επιστημονικής Έρευνας, εκδ.Σύγχρονα Θέματα, 1986.
150
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
προκαταλήψεις: «οι ριζοσπάστες επαγωγιστές θεωρούν νόμιμη μόνο την [απρογραμμάτιστη]
στοιχειοσυλλεκτική δραστηριότητα ενός κενού, προηγουμένως, νου. Ο ριζοσπαστικός
επαγωγισμός είναι μια ειδική μορφή ριζοσπαστικού ιντερναλισμού»: από την στιγμή που θα
διαπιστωθεί ότι εξωτερικοί παράγοντες επέδρασαν στην αποδοχή μιας επιστμονικής θεωρίας (ή
πραγματολογικής πρότασης) η αποδοχή αυτή ακυρώνεται ‘ «Αποδεικνύω την ύπαρξη εξωτερικών
επιδράσεων σημαίνει: καθιστώ άκυρη την αποδοχή μιας θεωρίας. Επειδή όμως εξωτερικές
επιδράσεις πάντοτε υφίστανται, ο ριζοσπαστικός ιντερναλισμός είναι ουτοπικός και, ως θεωρία
ορθολογικότητας, αυτοκαταστροφικός».
Δεύτερη μεθοδολογία που εξετάζει ο Lakatos είναι ο «συμβατισμός». Ο συμβατισμός
επιτρέπει την οικοδόμηση οποιουδήποτε συστήματος ενθυλάκωσης που οργανώνει τα γεγονότα σε
κάποιο συνεκτικό και λογικά ακόλουθο σύνολο. Ο συμβατιστής αποφασίζει να διατηρήσει το
κέντρο αυτού του συστήματος ανέπαφο για όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα είναι δυνατόν:
όταν, με την εισβολή ανωμαλιών, ανακύπτουν δυσχέρειες, αλλάζει μόνο τις περιφερειακές δομές.
Αλλά ο συμβατιστής δεν θεωρεί κάθε ανάλογο σύστημα ως αποδεδειγμένα αληθές. Το θεωρεί
αληθές «δια συμβάσεως», ή ενδεχομένως το θεωρεί ως ούτε αληθές ούτε ψευδές. «Κατά τις
επαναστατικές πτέρυγες του συμβατισμού δεν οφείλει κανείς, να παραμένει εσαεί πιστός σε ένα
δεδομένο σύστημα ενθυλάκωσης: έχει το δικαίωμα να το εγκαταλείψει, όταν καταντήσει αφόρητα
άκομψο ή όταν προταθεί, ως αντικαταστάτης του, ένα απλούστερο σύστημα». Σύμφωνα με αυτή την
εκδοχή συμβατισμού, η ανθεκτική επιστημονική πρόοδος είναι σωρευτική και λαμβάνει χώρα στο
στέρεο έδαφος των αποδεδειγμένων γεγονότων. Οι αλλαγές στο θεωρητικό επίπεδο έχουν μόνο
εργαλειακή αξία. Η θεωρητική πρόοδος σχετίζεται με τη βολικότητα («απλότητα») και όχι με το
περιεχόμενο αλήθειας.
Ο Lakatos υπογραμμίζει την διαφορά μεταξύ «συμβατισμού» και «λειτουργισμού»
(ινστρουμενταλισμού). Ο συμβατισμός εδράζεται στην παραδοχή ότι λανθασμένες προκείμενες
ενδέχεται να παράγουν αληθή συμπεράσματα. Ως εκ τούτου και ψευδείς θεωρίες δύνανται να
διαθέτουν μεγάλη προβλεπτική ισχύ. Από πολλούς συμβατιστές, «έλειπε η απαιραίτητη λογική
παιδεία για να αντιληφθούν ότι ορισμένες προτάσεις μπορούν να είναι αληθείς και αναπόδεικτες
ταυτόχρονα, ενώ άλλες μπορούν να είναι ψευδείς και προσεγγιστικά αληθείς. Όλοι αυτοί επέλεξαν
τον ινστρουμενταλισμό: κατέληξαν να αντιλαμβάνονται τις θεωρίες ως μηδέ ψευδείς μηδέ αληθείς,
αλλά ως απλά “εργαλεία” διατύπωσης προβλέψεων». Ο «επαναστατικός συμβατισμός» γεννήθηκε
«ως έκφραση των μπεργκσονιστών στη φιλοσοφία της επιστήμης: ελεύθερη βούληση και
δημιουργικότητα ήταν τα συνθήματα». Η συμβατική ιστοριογραφία τελικώς αδυνατεί να εξηγήσει
ορθολογικά γιατί επιλέχθηκαν κάποια συγκεκριμένα γεγονότα και όχι άλλα, γιατί δοκιμάστηκαν
ορισμένα συστήματα και όχι άλλα, σε μια φάση κατά την οποία δεν είχαν διακριβωθεί ακόμη τα
συγκριτικά προτερήματά τους.
Τρίτη μεθοδολογία, ο «επιλαθευτισμός» («διαψευσιοκρατία»): μια θεωρία είναι επιστημονική
μόνο εφόσον μπορούμε να την κάνουμε να συγκρουστεί με μια απόφανση βάσης. Ο Popper
υπέδειξε και μια επιπλέον συνθήκη: για να χαρακτηριστεί επιστημονική, μια θεωρία οφείλει να
προβλέπει καινοφανή γεγονότα. Ο ιστορικός που ακολουθεί την μέθοδο του Popper «ψάχνει για
μεγάλες παράτολμες επιλαθεύσιμες θεωρίες και για μεγάλα αρνητικά πειράματα». Η ποπεριανή
ιστορία της επιστήμης αποδέχεται να αντρέξει σε συμπληρωματικές, εξωτερικές ιστορίες: πρώτον,
(από θετική άποψη) τα κύρια εξωτερικά ερεθίσματα για τις επιστημονικές θεωρίες προέρχονται
από την ανεπιστημονική μεταφυσική ή ακόμη και από τους μύθους. Δεύτερον (από αρνητική
άποψη) τα γεγονότα δεν αποτελούν τέτοια εξωτερικά ερεθίσματα ‘ οι πραγματολογικές
ανακαλύψεις εμπίπτουν εξ ολοκλήρου στην εσωτερική ιστορία και έρχονται στην επιφάνεια με τη
μορφή διαψεύσεων κάποιας επιστημονικής θεωρίας. Τα γεγονότα απομένως καθίστανται
αντικείμενο της προσοχής μας μόνο εάν συγκρούονται με κάποιες προηγούμενες προσδοκίες. «Οι
δύο αυτές παρατηρήσεις αποτελούν θεμέλιους λίθους της ψυχολογίας της ανακάλυψης του
151
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Popper». Ήταν ο Popper που επεξεργάστηκε «καλύτερα από κάθε άλλον έως τότε το ζήτημα του
χάσματος που χωρίζει την επιστημονικής γνώση (η οποία κατοικεί στον «τρίτο κόσμο») από τις
δαστρεβλωμένες αντανακλάσεις της στο νου των ατόμων. Άνοιξε έτσι το δρόμο για την δική μου λεει
ο Lakatos, διάκριση ανάμεσα σε εξωτερική και εσωτερική ιστορία».
(β).1.c.ii. Ερευνητικά Προγράμματα – Εσωτερική και Εξωτερική Ιστορία
Η τέταρτη μεθοδολογία είναι εκείνη του Lakatos: η μεθοδολογία των «προγραμμάτων
επιστημονικής έρευνας». Σύμφωνα με αυτή οι μεγάλες επιστημονικές κατακτήσεις είναι
ερευνητικά προγράμματα που μπορούν να αξιολογηθούν με τα κριτήρια της θεωρίας των
προοδευτικών και εκφυλιζόμενων μετατοπίσεων προβληματοθεσίας. Οι επιστημονικές
επαναστάσεις συνίστανται στην εκτόπιση (υπεροχή σε προόδους) ενός προγράμματος από ένα
άλλο.
Από τον συμβατισμό η μεθοδολογία του Lakatos δανείζεται την αντίληψη ότι είναι
ορθολογικά επιτρεπτή η δια συμβάσεως αποδοχή όχι μόνο ενικών ‘πραγματολογικών προτάσεων’
αλλά και «χωροχρονικά καθολικών» θεωριών. Η βασική μονάδα αξιολόγησης δεν πρέπει να είναι
μια μεμονωμένη θεωρία ή σύζευξη θεωριών αλλά ένα «ερευνητικό πρόγραμμα» με ένα συμβατικά
αποδεδειγμένο (άρα δια προσωρινής απόφανσης ‘αδιάψευστο’) σκληρό πυρήνα και μια «θετική
ευρετική» που προσδιορίζει τα προβλήματα, διαγράφει τον τρόπο οικοδόμησης ενός κλοιού
βοηθητικών προθέσεων, διαβλέπει τις ανωμαλίες και τις μετατρέπει νικηφόρα σε ενισχυτικά
παραδείγματα – όλα σύμφωνα με ένα προϊδεασμένο σχέδιο. Για όσο διάστημα διαρκεί η
ορμητικότητα και η δυναμική της, «είναι η θετική ευρετική του προγράμματος εκείνη η οποία
πρωταρχικά καθορίζει την επιλογή των προβλημάτων – όχι ανωμαλίες. Η μεθοδολογία των
ερευνητικών προγραμμάτων δύναται να εξηγήσει κατ’αυτό τον τρόπο τον υψηλό βαθμό αυτονομίας
της θεωρητικής επιστήμης».
Σε αντιδιαστολή με την μεθοδολογική διαψευσιοκρατία, ο Lakatos υποστηρίζει πως
σημαντικότερη από την εύρεση μιας επιλαθεύσιμης υπόθεσης είναι η διαμόρφωση ενός
επιστημονικού προγράμματος. Η απλή διάψευση δεν πρέπει να συνεπάγεται απόρριψη ‘ οι απλές
επιλαθεύσεις (ανωμαλίες) πρέπει να καταγράφονται αλλά δεν μας επιβάλλουν αυτές καθεαυτές να
ενεργήσουμε προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. «Τα μεγάλα αρνητικά αποφασιστικά πειράματα
του Popper εξαφανίζονται [...]». Το «αποφασιστικό πείραμα» μπορεί να δοθεί ως χαρακτηρισμός
σε ορισμένες ανωμαλίες αλλά «μόνο μετά από την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από
τον εντοπισμό τους, μόνο όταν ένα πρόγραμμα έχει ηττηθεί ή από κάποιο άλλο». Για τον Popper το
πείραμα αυτό είναι μια αποδεδειγμένη απόφανση βάσης λογικά ανακόλουθη με την θεωρία ‘ για
τον Lakatos μια αποδεδειγμένη βασική απόφανση δεν δίνει από μόνη της το δικαίωμα να
απορρίψουμε μια θεωρία. Με «επαρκείς ανεφοδασμούς και λίγη τύχη οποιαδήποτε θεωρία μπορεί
να αμυνθεί, κατά προοδευτικό τρόπο, για μεγάλο διάστημα, ακόμη και εάν είανι ψευδής». Κανένα
πείραμα δεν είναι αποφασιστικό την εποχή που πραγματοποιείται (εκτός ίσως ψυχολογικά).
Σε αντίθεση με τον Duhem, ο Lakatos δεν επιτρέπει σε έναν «αδιάρθρωτο κοινό νου» να
κρίνει πότε ένα «εννοιολογικό πλαίσιο» χρειάζεται να εγκαταληφθεί: εισάγονται αντιθέτως
αυστηρά (ποπεριανά) στοιχεία στην αξιολόγηση του πότε ένα πρόγραμμα προοδεύει, εκφυλίζεται
ή εκτοπίζει κάποιο άλλο. Επομένως ορίζονται κριτήρια ‘προόδου’ και ‘στασιμότητας’ στο πλαίσιο
ενός προγράμματος καθώς και κανόνες ‘εποκλεισμού’ συνολικών προγραμμάτων. Ένα ερευνητικό
πρόγραμμα «προοδεύει» στο μέτρο που η θεωρητική του ανάπτυξη προηγείται της εμπειρικής,
δηλαδή στο μέτρο που εξακολουθεί να προβλέπει, με κάποια επιτυχία, καινοφανή γεγονότα.
Βρίσκεται αντιθέτως σε «στασιμότητα» στο βαθμό που η θεωρητική του ανάπτυξη υστερεί της
εμπειρικής, δηλαδή στο μέτρο που προσφέρει μόνο post hoc εξηγήσεις. Όταν ένα πρόγραμμα (με
προοδευτικό τρόπο) εξηγεί περισσότερα από ένα αντίπαλό του, τότε θα το εκτοπίσει.
152
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
«Ούτε η απόδειξη ότι υφίστανται λογικές ανακολουθίες ούτε η πραγματογνωμοσύνη του
πειραματικού επιστήμονα, ο οποίος επισημαίνει ανωμαλίες, έχουν τη δυνατότητα να γκρεμίσουν ένα
ερευνητικό πρόγραμμα με ένα φύσημα. Μπορεί κανείς να είναι σοφός μόνο εκ των υστέρων».
Σε αντίθεση με τον οπαδό του Duhem, ο οποίος εντοπίζει την ‘επανάσταση’ αποκλειστικώς
στην απλότητα, και αντίθετα με τον πεπεριανό ιστορικό ο οποίος αναζητά αρνητικά αποφασιστικά
πειράματα, ο ιστορικός που δέχεται την μεθοδολογία του Lakatos αναζητά στην ιστορία αντίπαλα
ερευνητικά προγράμματα, προοδευτικές και εκφυλιζόμενες μετατοπίσεις προβληματοθεσίας. Πίσω
από κάθε υποτιθέμενο αποφασιστικό πείραμα και πίσω από κάθε μεμονωμένη μάχη ανάμεσα σε
θεωρία και πείραμα, εκδιπλώνεται ένας αδιάλλειπτος πόλεμος φθοράς ανάμεσα σε δύο ερευνητικά
προγράμματα.
Η μεθοδολογία των ερευνητικών προγραμμάτων πρέπει να πλαισιώνεται από μια εμπειρικήεξωτερική θεωρία. Η ορθολογική ανασυγκρότηση της επιστήμης «δεν μπορεί να περιέχει τα πάντα,
από τη στιγμή που οι άνθρωποι δεν είναι – απολύτως- ορθολογικά όντα. Ακόμη άλλωστε και όταν
δρουν ορθολογικά, ενδέχεται να πιστεύουν σε μια λανθασμένη θεωρία της ορθολογικής τους
δράσης». Η χάραξη πάντως διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα σε εσωτερική και εξωτερική ιστορία
διαφέρει εδώ συγκριτικά με άλλες θεωρίες ορθολογικότητας: όσα για κάποιον διαψευσιοκράτη
μοιάζουν με τακτικά φαινόμενα ανορθολογικής προσήλωσης σε διαψευσμένες ή ανακόλουθες
θεωρίες και ως εκ τούτου εκτοπίζονται στο χώρο της εξωτερικής ιστορίας, μπορούν για τον
Lakatos να ερμηνευθούν εσωτερικά ως ορθολογική υπεράσπιση ενός υποσχόμενου ερευνητικού
προγράμματος. Η μεθοδολογία των ερευνητικών προγραμμάτων μετατρέπει ορισμένα ‘εξωτερικά’
για τις αντίπαλες ιστοριογραφικές κατευθύνσεις προβλήματα σε εσωτερικά.
Ένα ζήτημα της κριτικής που ασκήθηκε στον Lakatos αφορά τον προσδιορισμό των
κριτηρίων τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να διακρίνουμε ένα προοδευτικό
από ένα εκφυλιζόμενο ερευνητικό πρόγραμμα (Kuhn). Από ποιο σημείο και έπειτα η δογματική
προσήλωση σε έναν πρόγραμμα πρέπει να εξηγείται εξωτερικά μάλλον παρά εσωτερικά; Για τον
Lakatos είναι δυνατόν κάποιος να μένει ορθολογικά προσκολλημένος σε ένα εκφυλιζόμενο
πρόγραμμα όχι μόνο μέχρι τον εκτοπισμό του αλλά και ύστερα από αυτόν. «Αυτό που δεν πρέπει
να κάνει έιναι να συγκαλύπτει τις δημοσίως γνωστές ελεεινές επιδόσεις του. [...] Είναι απολύτως
ορθολογικό να παίζει κανείς ριψοκίνδυνα παιχνίδια ‘ το ανορθολογικό είναι να αυταπατάται ως
προς τους κινδύνους».
Η εσωτερική ιστορία είναι αυτάρκης όταν ασχολείται με την παρουσίαση της ιστορίας της
καθαρής
επιστήμης
–
συμπεριλαμβανομένων
των
εκφυλιζόμενων
μετατοπίσεων
προβληματοθεσίας. Η εξωτερική ιστορία εξηγεί με τη σειρά της τόσο τα αίτια των λανθασμένων
πεποιθήσεων ορισμένων ανθρώπων όσο και τους τρόπους με τους οποίους η επιστημονική
δραστηριότητα μπορεί να επηρεαστεί από αυτές τις πεποιθήσεις. Για τους επαγωγιστές, την
εσωτερική ιστορία την συνθέτουν οι υποτιθέμενες ανακαλύψεις εδραίων γεγονότων και οι
επαγωγικές γενικεύσεις. Η εσωτερική ιστορία των συμβατιστών αποτελείται από εμπειρικές
ανακαλύψεις, από την οικοδόμηση συστημάτων ενθυλάκωσης και τις διαδοχικές αντικαταστάσεις
τους. Για τους διαψευσιοκράτες η εσωτερική ιστορία τονίζει το ρόλο των παράτολμων εικασιών
(οι οποίες θεωρούνται πάντοτε αυξητικές του περιεχομένου βελτιώσεις) και των αρνητικών
αποφασιστικών πειραμάτων. Η μεθοδολογία των ερευνητικών προγραμμάτων επικεντρώνει την
προσοχή της στη μακρόχρονη διαπάλη (θεωρητική και εμπειρική) μεταξύ μείζονων ερευνητικών
προγραμμάτων, προοδευτικών και εκφυλιζόμενων μετατοπίσεων προβληματοθεσίας και στην
αργά διαγραφόμενη νίκη του ενός προγράμματος επί του άλλου.
Όλες οι κανονιστικές ορθολογικές ανασυγκροτήσεις χρειάζεται σύμφωνα με τον Lakatos να
συμπληρώνονται από εμπειρικές εξωτερικές θεωρίες απαραίτητες για να εξηγηθούν
υπολειμματικοί, μη ορθολογικοί παράγοντες. «Η ιστορία της επιστήμης είναι πάντοτε απλούστερη
από τις ορθολογικές της ανασυγκροτήσεις. Αλλά η ορθολογική ανασυγκρότηση ή εσωτερική ιστορία
153
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
είναι πρωτεύουσα και η εξωτερική δευτερεύουσα, επειδή τα σημαντικότερα προβλήματα της
εξωτερικής ιστορίας ορίζονται από την εσωτερική». Όποιο πρόβλημα και αν επιθυμεί να λύσει ο
ιστορικός, θα πρέπει κατ’αρχάς να ανασυγκροτήσει το σχετικό με αυτό το πρόβλημα τμήμα της
ανάπτυξης της αντικειμενικής επιστημονικής γνώσης – το σχετικό δηλαδή τμήμα της εσωτερικής
ιστορίας. «Ο προσδιορισμός του τι αποτελεί γι’αυτόν εσωτερική ιστορία εξαρτάται από την
προσωπική του φιλοσοφική αντίληψη, είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι». Οι περισσότερες θεωρίες
ανάπτυξης της γνώσης αφορούν την ‘καθαρή’ γνώση: «υποκειμενικοί παράγοντες» όπως οι
πεποιθήσεις, η προσωπικότητα ή το κύρος ενός επιστήμονα, είναι αδιάφοροι για κάθε εσωτερική
ιστορία.
Ο Lakatos το επισημαίνει με σαφήνεια: ιστορία αμόλυντη από κάποιες «θεωρητικές
προκαταλήψεις» είναι αδύνατο να γραφεί. Ενδέχεται βέβαια οι «προκαταλήψεις» αυτές να
συσκοτίζονται από μια εκλεκτική χρήση διαφορετικών θεωριών ή από θεωρητική σύγχυση. Ούτε
όμως ο εκλεκτικισμός ούτε η σύγχυση μπορούν να εκληφθούν ως ‘α-θεωρητικές νοοτροπίες’. «Το
τι θεωρεί ένας ιστορικός εξωτερικό πρόβλημα αποτελεί συχνά θαυμάσιο τεκμήριο της λανθάνουσας
μεθοδολογίας του».
Γιατί μια εκφυλιζόμενη μετατόπιση προβληματοθεσίας έχαιρε για πολύ μεγάλο διάστημα
γενικής επιδοκιμασίας; Γιατί μια προοδευτική μετατόπιση αγνοήθηκε κατά τρόπο παράλογο; Όλες
οι συναφείς με τα παραπάνω προβλήματα αναζητήσεις σύμφωνα με τον Lakatos είναι
καταδικασμένες να παραμείνουν άσκοπες περιπλανήσεις «εάν δεν έχει ορίσει κανείς με σαφήνεια
“τι είναι η επιστήμη” στη βάση, αναγκαστικά, κάποιας κανονιστικής φιλοσοφίας της επιστήμης. Ένα
από τα πλέον ενδιαφέροντα προβλήματα της εξωτερικής ιστορίας είναι ο προσδιορισμός των
ψυχολογικών και των κοινωνικών συνθηκών που είναι αναγκαίες (αλλά βεβαίως ουδέποτε επαρκείς)
για να καταστεί δυνατή η επιστημονική πρόοδος. Και στη διατύπωση όμως αυτού του “εξωτερικού”
προβλήματος υπεισέρχεται υποχρεωτικά κάποια μεθοδολογική θεωρία, κάποιος ορισμός της
επιστήμης. Η ιστορία της επιστήμης είναι ιστορία συμβάντων τα οποία επιλέγονται και ερμηνεύονται
υπό κανονιστικό πρίσμα».422
(β).1.d Επιστημονική Αλλαγή και Πρόοδος (L.Laudan)
Σύμφωνα με τον L.Laudan η επιστήμη αποτελεί μια δραστηριότητα επίλυσης
προβλημάτων.423 Το κάθε «επιμέρους πρόβλημα» δεν πρέπει να ταυτίζεται με το εμπειρικό
γεγονός, ούτε η λύση του προβλήματος με την εξήγηση του γεγονότος. Οι επιστημονικές θεωρίες
είναι υποθετικές λύσεις προβλημάτων, ενώ σκοπός της επιστήμης είναι «να προκρίνει θεωρίες με
υψηλή αποδοτικότητα στην επίλυση προβλημάτων». Διακρίνουμε δύο κατηγορίες επιστημονικών
προβλημάτων: τα εμπειρικά και τα εννοιολογικά (conceptual). Τα πρώτα συνδέονται με την
ανάγκη να δοθεί εξήγηση σε φαινόμενα του φυσικού περιβάλλοντος, ενώ τα δεύτερα αναφέρονται
στην διατύπωση και συσχέτση επιστημονικών θεωριών (είναι απολύτως εξαρτημένα από τις
θεωρίες που τα γεννούν).
Η «σχετική αυτονομία» των «εμπειρικών» προβλημάτων δεν έχει σχέση με τη θετικιστική
διάκριση παρατήρησης-θεωρίας. Τα εμπειρικά προβλήματα διακρίνονται όχι επειδή είναι
ανεξάρτητα από θεωρίες, αλλά επειδή αναφέρονται άμεσα στο φυσικό περιβάλλον.
Σε ότι αφορά τα «εννοιολογικά» προβλήματα, οι περισσότερες προηγούμενες θεωρίες με τον
ένα ή τον άλλο τρόπο πάντοτε καταλήγουν να στηρίζονται στην εμπειρική θεμελίωση της
422
Για την μεθοδολογία του I.Lakatos βλπ. και στο: Αιμ.Μεταξόπουλος, Σύμβαση και Αλήθεια. Περιπέτειες της
σύγχρονης επιστημολογίας από την θέση Duhem έως την μεθοδολογία του I.Lakatos, εκδ.Παπαζήση 1988, σελ. 239289.
423
L.Laudan, Progress and its Problems, Berkeley 1977.
154
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
επιστήμης («ανωμαλίες», «εμπειρικό περιεχόμενο» κ.ο.κ.) ‘ το διαφορετικό στον Laudan είναι
πως αυτός επιδιώκει να εντάξει σε μια μεθοδολογία τόσο τα εμπειρικά όσο και εννοιολογικά
προβλήματα.
Σε μια δεδομένη εποχή, εκείνο που θεωρείται λύση σε ένα πρόβλημα, είναι δυνατό να μην
εκλαμβάνεται ως λύση σε κάποια άλλη εποχή. Αυτό για το οποίο μπορούμε επομένως να
μιλήσουμε είναι για την «πληρότητα» κάποιας θεωρίας, εξετάζοντας τι ποσοστό προβλημάτων από
εκείνα που η ίδια θέτει στον εαυτό της καταφέρνει να λύσει, και όχι για την «αλήθεια» της θεωρίας
(αφού τις λύσεις δεν τις θεωρούμε οριστικές).
Σημαντικά για την αποτίμηση μιας θεωρίας θεωρούνται τα προβλήματα που ο Laudan
ονόμασε «ανωμαλίες»: είναι εκείνα που κάποια άλλη θεωρία (αντίπαλη, ή και προηγούμενη) έχει
καταφέρει ήδη να λύσει. Αυτό που είναι σημαντικό να τονιστεί εδώ είναι πως το πλαίσιο
αξιολόγησης της επιστήμης είναι επί της ουσίας πάντοτε «συγκριτικό» ‘ δεν ενδιαφέρει δηλαδή
κάποιο απόλυτο μέτρο προόδου, παρά οι συγκριτικές δυνατότητες μιας θεωρίας (ή ερευνητικής
παράδοσης) σε σχέση με τους αντιπάλους της.
Τα εννοιολογικά προβλήματα σχετίζονται με τις ίδιες τις εννοιολογικές δομές που
επινοήθηκαν ώστε να απαντήσουν στα εμπειρικά προβλήματα. Μια θεωρία Θ1 αντιμετωπίζει
εννοιολογικά προβλήματα είτε επειδή παρουσιάζει κάποιες «εσωτερικές ασυνέπειες» («εσωτερικά
εννοιολογικά προβλήματα») είτε επειδή έρχεται σε αντιπαράθεση με κάποια άλλη αποδεκτή
θεωρία Θ2 («εξωτερικά εννοιολογικά προβλήματα»).
Προκύπτουν λοιπόν οι εξής πιθανές δυσκολίες: υπάρχουν, πρώτον, περιστάσεις όπου δύο
επιστημονικές θεωρίες από διαφορετικούς τομείς έρχονται σε σύγκρουση ‘ δεύτερον, υπάρχουν
περιπτώσεις όπου μια επιστημονική θεωρία έρχεται σε σύγκρουση με τις μεθοδολογικές επιταγές
της συναφούς επιστημονικής κοινότητας ‘ τρίτον, έχουμε περιπτώσεις όπου μια επιστημονική
θεωρία συγκρούεται με όψεις της κυρίαρχης «κοσμοθεωρίας» της εποχής (δηλαδή με τις
μεταφυσικές, ιδεολογικές ή και ηθικές παραδοχές και αποδεκτές εξω-επιστημονικές πεποιθήσεις).
Συμπερασματικά, σκοπός της επιστήμης (και δείκτης επιστημονικής προόδου) είναι ακριβώς
η αύξηση του αριθμού των επιλυμένων εμπειρικών προβλημάτων και η μείωση των ανωμαλιών
και των εννοιολογικών προβλημάτων…
Σύμφωνα με τον Laudan, ως «ερευνητικές παραδόσεις» (research traditions)
χαρακτηρίζονται ολόκληρα πλέγματα επιστημονικών θεωριών, μεθοδολογικών επιταγών και
μεταφυσικών πεποιθήσεων τα οποία παρουσιάζουν κάποια εσωτερική συνοχή. Είναι σύνολα
γενικών υποθέσεων και παραδοχών για τις οντότητες ενός πεδίου έρευνας ή για τις προσήκουσες
μεθόδους εξέτασης των προβλημάτων και των θεωριών. Αποτελούν ιστορικά δημιουργήματα με
μεγάλη διάρκεια ζωής, συνεκτικότητα και δυνατότητες μετασχηματισμού ‘ δεν επιδέχονται άμεσο
εμπειρικό έλεγχο και ούτε έχουν σκοπό την διατύπωση προβλέψεων.
Σε αντίθεση λοιπόν με τους Kuhn και Lakatos, ο Laudan δέχεται πως δύο αντίθετες
ερευνητικές παραδόσεις, με ασυμβίβαστες θεωρίες στο εσωτερικό τους, είναι δυνατό να
συνυπάρχουν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Πώς παίρνεται η απόφαση για απόρριψη μιας ερευνητικής παράδοσης και αποδοχή κάποιας
άλλης; Σύμφωνα με τον Laudan μια τέτοια απόφαση είναι θεμελιωμένη σε ορθολογικά κριτήρια.
Υπάρχει επομένως δυνατότητα «ορθολογικής σύγκρισης» δύο αντίθετων ερευνητικών
παραδόσεων, άρα και δυνατότητα διατύπωσης μιας «αντικειμενικής θεωρίας της προόδου».
Η «πληρότητα» μιας ερευνητικής παράδοσης εξετάζεται σε συνάρτηση με την
αποτελεσματικότητα στην επίλυση προβλημάτων – και όχι σε σχέση με κάποια «αλήθεια» της ή με
την «εμπειρική της θεμελίωση».
Στην ιστορία των επιστημών (αναφερόμαστε εδώ στο πρόβλημα της «επιστημονικής
αλλαγής») υπάρχουν συμπεριφορές των επιστημόνων που χαρακτηρίστηκαν από πολλούς
155
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
«ανορθολογικές». Με ποιο τρόπο ο Laudan επιδιώκει την «ορθολογική θεμελίωση της
θεωρητικής εκλογής»; Συνήθως η αξιολόγηση των αντίθετων ερευνητικών παραδόσεων
στηριζόταν αποκλειστικά στην «πληρότητα» των παραδόσεων. Συχνά όμως οι επιστήμονες
ευνοούν μια λιγότερο πλήρη παράδοση, θεωρίες δηλαδή που φαίνεται, όπως λέγεται, να έχουν
«περισσότερο μέλλον» και να «υπόσχονται περισσότερα»: αυτές οι διαισθητικές κατηγορίες
κωδικοποιούνται στο σύστημα του Laudan με βάση τις αυστηρές έννοιες «γενική πρόοδος» και
«ρυθμός προόδου».424 Η απόφαση λοιπόν να επιλεγεί μια παράδοση που παρουσιάζει «μεγαλύτερο
ρυθμό προόδου», ακόμη και εάν έχει λιγότερη αποδοτικότητα στην λύση προβλημάτων από τις
αντιπάλους της, αποτελεί για αυτόν μια «ορθολογική απόφαση» (“rational pursuitability”). Με τον
τρόπο αυτό απαντά ο Laudan στην λεγόμενη «θρησκευτική μεταστροφή» κατά Kuhn και την
(υποτιθέμενη) θέση του “anything goes” του Feyerabend.
Σε αυτό το πλαίσιο συνεπώς, η θέση για «ασυμμετρία» των θεωριών χάνει την βάση της. Ο
Laudan εντοπίζει την ουσία αυτής της θέσης στην «αδυναμία μετάφρασης» της μιας θεωρίας στη
γλώσσα της άλλης. Εντούτοις μπορούμε να παραμερίσουμε αυτή την αδυναμία, συγκρίνοντας και
αξιολογώντας τελικώς τις θεωρίες με βάση τα προβλήματα που λύνουν (σχετική αποδοτικότητα
και πρόοδος, αντί για «πορεία προς την αλήθεια»).
Η συνήθης αντίληψη για την «ορθολογική απόφαση» αναφέρεται σε προτάσεις για τον κόσμο
για τις οποίες διατηρούμε λόγους να πιστεύουμε πως είναι «αληθείς». Μια συσχέτιση ωστόσο
αυτού του είδους ανάμεσα σε «ορθολογικότητα» και «αλήθεια» μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η
επιστήμη είναι «ανορθολογική».. Οι επιστήμονες πολύ συχνά αδιαφορούν για την αληθοφάνεια
των θεωριών, υιοθετούν θεωρίες οι οποίες δεν λύνουν όλα τα προβλήματα που έλυναν κάποιες
προκάτοχές τους, ενίοτε κάνουν χρήση μεταφυσικών ή «ιδεολογικών» επιχειρημάτων κλπ. Χωρίς
λοιπόν την έννοια της «αλήθειας» οδηγούμαστε στον αντιρεαλισμό; Για τον Laudan, απλώς δεν
μπορούμε να αποφανθούμε για το εάν κάποιες υποθέσεις είναι «πιο αληθείς» από άλλες, και με
αυτή την έννοια ο ρεαλισμός αποτελεί «ουτοπία»: μπορεί να τον δεχτεί κανείς ως «μεταφυσική
αρχή», αλλά δεν μπορεί να μας βοηθήσει στην αξιολόγηση των θεωριών.
Αντίθετα απ’ότι συμβαίνει με την έννοια της αλήθειας, η ορθολογικότητα, σε αυτά τα
πλαίσια, συνδέεται ισχυρά με την «πρόοδο». Η ορθολογική απόφαση είναι εκείνη η οποία οδηγεί
στην άυξηση της ικανότητας επίλυσης προβλημάτων: η ορθολογικότητα της επιστήμης συνίσταται
στην επιλογή των πιο προοδευτικών θεωρητικών αλλαγών. Πρόκειται όπως διαπιστώνουμε για μια
αντιστροφή της συνήθους αντίληψης για την πρόοδο. «Ορθολογικό στην επιστήμη είναι ο,τιδήποτε
αυξάνει την πρόοδο των ερευνητικών παραδόσεων και θεωριών».425
Σε κάθε ιστορική εποχή λοιπόν (και κάθε τόπο) η ορθολογικότητα συνίσταται στην αποδοχή
των ερευνητικών παραδόσεων που είναι πιο αποδοτικές στην επίλυση προβλημάτων. Και πάλι
βέβαια: το ποια γεγονότα θα αποτιμηθούν ως εμπειρικά προβλήματα, τι θα αναγνωρισθεί ως
εννοιολογικό πρόβλημα, «η διαβάθμιση βαρύτητας των προβλημάτων», ποια κριτήρια θα
υιοθετηθούν για τον πειραματικό έλεγχο, όλα αυτά «είναι συνάρτηση των μεθοδολογικών και
κριτικών πεποιθήσεων μιας συγκεκριμένης κοινότητας ερευνητών».
Το σύστημα του Laudan έχει χαρακτηριστεί ως «ορθολογικός σχετικισμός» (rational
relativism): «ορθολογικός» επειδή μας δίνει τη δυνατότητα να κρίνουμε την ορθολογικότητα των
ενσυνείδητων αποφάσεων επιστημόνων του παρελθόντος, και «σχετικισμός» επειδή η αποτίμησή
424
«γενική πρόοδος»: συγκρίνεται η πληρότητα του συνόλου των θεωριών της παλαιότερης παραλλαγής της
παράδοσης με την πληρότητα της πιο πρόσφατης. «ρυθμός προόδου»: προσδιορίζεται η μεταβολή στην πληρότητα
μιας παράδοσης σε ένα μικρό χρονικό διάστημα.
425
Ένα σημαντικό ασφαλώς πρόβλημα με αυτή την πρόταση του Laudan, είναι ότι απαιτείται κάποια μέθοδος
εξατομίκευσής τους και μέτρηση των προβλημάτων, καθώς επίσης και μια συγκριτική εκτίμηση της σημασίας τους.
156
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
μας εξαρτάται και από τα ιστορικά στοιχεία που διαθέτουμε, καθώς και από τις καθιερωμένες τότε
μεθοδολογικές πεποιθήσεις.
Εδώ λοιπόν δεν υφίσταται διάκριση «εσωτερικής» και «εξωτερικής ιστορίας» (I.Lakatos).
Τα κριτήρια μάλιστα αξιολόγησης των επιστημονικών θεωριών οφείλουν να επεκτέινονται και
στην αξιολόγηση εξω-επιστημονικών ερευνητικών παραδόσεων. Νόημα εδώ δεν έχει επίσης ούτε
η διάκριση «ώριμης» και «ανώριμης» επιστήμης, ούτε επιστήμης και «προ-επιστήμης».
Το συμπέρασμα είναι πως δεν υπάρχει μορφή ορθολογικότητας που να είναι σύμφυτη με την
επιστήμη ‘ η δε «επιλογή των προοδευτικότερων θεωρητικών αλλαγών» μπορεί να επεκταθεί σε
όλα τα πεδία ιδεών.426
(β).2.1. Αναλυτικότερα για τις θέσεις του Thomas S. Kuhn
Τα επιχειρήματα των κριτικών του Τ.Kuhn αντλούν την ισχύ τους από ορισμένες παραδοχές
του ρεύματος του (Διαφωτιστικού) ορθολογισμού: απόλυτη διάκριση παράδοσης και ορθού λόγου,
θέση καθολικών και ουδέτερων κριτηρίων εγκυρότητας. Για τον Kuhn δεν υπάρχουν έννοιες
«καθαρές», υπεράνω των συγκεκριμένων ανθρώπινων πρακτικών. Ωστόσο οι έννοιες του ορθού
και του λάθους, του αληθούς και του ψευδούς, του επιστημονικού, του αντικειμενικού κλπ…δεν
«σχετικοποιούνται» - έχουν ακριβώς εκείνο το νόημα που τους προσδίδουν οι παραδόσεις, οι
θεσμοί, οι κανόνες, οι συμβάσεις των ανθρώπων. Η ορθολογικότητα ή η πρόοδος συνδέονται κάθε
φορά με μία παράδοση (ένα Παράδειγμα) αλλά είναι οι μόνες που η παράδοση αυτή διαθέτει. «Δεν
υπάρχει καμία Απολύτως Ορθή έννοια προς την οποία να συγκρίνονται και με βάση την οποία να
αποτιμώνται οι υποτιθέμενες μερικές». Ενάντια σε μια μεταφυσική και ουσιοκρατική καθαρότητα
αντιπαραβάλλεται το πεδίο των ανθρώπινων πρακτικών και η έκβαση των διαφωνιών στην
επιστήμη, την κοινωνία, στην ιστορία, καθίσταται «αντικείμενο πολιτικής (πειθούς, ρητορικής,
συσχετισμών, ενδιαφερόντων)». Οι κατηγορίες του σχετικισμού, του ανορθολογισμού κλπ, επί της
ουσίας έχουν νόημα μόνον από το σημείο οράσεως μιας μεταφυσικής ιδέας περί ορθολογικότητας.
Ο Kuhn δείχνει ότι το περιεχόμενο της έννοιας της ορθολογικότητας εξαρτάται από την
επιστημονική πρακτική η οποία παγιώνεται κάθε φορά μέσα σε ένα Παράδειγμα. Το τι είναι κάθε
φορά ορθολογικό μεταβάλλεται – υπάρχουν πολλές ‘εκδοχές’ ορθολογικότητας.427
(β).2.2. η έννοια του ‘Παραδείγματος’ κατά Kuhn
Τα «Παραδείγματα» (καθολικά αναγνωρισμένα επιτεύγματα) επιτελούν μια διττή λειτουργία:
1) αναφέρονται σε συγκεκριμένες συμπαγής επιστημονικές παραδόσεις, και 2) υπέχουν θέση
συγκεκριμένων υποδειγμάτων κατά το αυστηρό πρότυπο των οποίων οι επιστήμονες ερευνούν.
Αυτή η διττή λειτουργία ανταποκρίνεται στη διάκριση κλαδικής μήτρας/ υποδείγματος.428
426
«προοδευτικές» παραδόσεις χαρακτηρίζει για παράδειγμα ο Laudan, την μαρξιστική οικονομική θεωρία στον
20 αιώνα, την αριστοτελική μεταφυσική στην κλασική αρχαιότητα, καθώς και τις χριστιανικές πεποιθήσεις στην
εποχή του Θωμά του Ακινάτη. Ασφαλώς όμως, οι δυσχέριες μιας τέτοιας θεώρησης παραμένουν: πώς θα
αποτιμήσουμε τα «προβλήματα» σε ότι αφορά ολόκληρα φιλοσοφικά ή οικονομικά ρεύματα σκέψης; Ένα
παράδειγμα: για να χαρακτηριστεί «ανορθολογική» η θεωρία του Lyssenko, δεν αρκεί να υπογραμμιστεί η πολιτική
παρέμβαση και προπαγάνδα στο πεδίο της επιστήμης ‘ θα έπρεπε να αποδειχθεί ότι η σταλινική εκδοχή του
μαρξισμού της εποχής εκείνης στην Σοβιετική Ένωση (που φαινόταν πως συμβιβάζεται με την εν λόγω θεωρία),
αποτελούσε «στάσιμη» ή «εκφυλισμένη» ερευνητική παράδοση.
427
Βλπ. και την ‘Εισαγωγή’ του Β.Κάλφα [επιμ.] στο Kuhn T.S., Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων,
Σύγχρονα Θέματα, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 9-47.
428
Kuhn T.S., Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, Σύγχρονα Θέματα, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 74.
ο
157
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Η κλαδική μήτρα αναφέρεται σε αυτό που τα μέλη μιας επιστ.κοινότητας έχουν κοινό. Η
«μήτρα» σημειώνει τη διατεταγμένη θέση των στοιχείων που απαρτίζουν ένα συγκεκριμένο
επιστημονικό κλάδο. Τα στοιχεία της είναι: α) συμβολικές γενικεύσεις, β) συγκεκριμένα ευρετικά
μοντέλα, γ) αξίες, δ) συγκεκριμένα υποδείγματα, δηλαδή εφαρμογές των γενικών νόμων σε
συγκεκριμένα προβλήματα. Τα στοιχεία που συνιστούν ένα Παράδειγμα μπορούν να καταταγούν
σε δύο κατηγορίες που αντιστοιχούν στη διττή λειτουργία τους:
1) τα άρρητα στοιχεία: είναι εκείνα που δεν μπορούν να περιγραφούν πλήρως (άρρητες
παραδοχές, μεταφυσικές πεποιθήσεις, ανομολόγητες προκαταλήψεις, εδραιωμένες οπτικές και
κοσμοαντιλήψεις) – είναι ασαφή και ακαθόριστα,
2) τα ρητά στοιχεία είναι άμεσα αναγνωρίσιμα και απτά (ρητοί και συγκεκριμένοι νόμοι,
έννοιες, θεωρίες, εφαρμογές, πειραματικές διατάξεις και όργανα, οι σαφής μέθοδοι και κανόνες,
κριτήρια, αξίες και ιδεώδη).
Τα Παραδείγματα είναι πρότερα των στοιχείων που τα απαρτίζουν (πρόκειται όχι για χρονική
αλλά για λογική προτεραιότητα). Το Παράδειγμα δεν είναι δυνατόν να ανασυγκροτηθεί
ορθολογικά, να οριστεί δηλαδή πλήρως από τα στοιχεία του: οι σπουδαστές ενός επιστημονικού
κλάδου δεν απομνημονεύουν απλώς, κανόνες, ορισμούς, αξιώματα κλπ. Αντίθετα εφαρμόζουν τις
έννοιες και τους νόμους, μαθαίνουν μια τεχνική. Όλα αυτά γίνονται έπειτα από τη μαθητεία,
απολύτως φυσικά, χωρίς καταναγκασμούς. Δεν χρειάζεται να ανακαλούν, να ανασυνθέτουν
ορθολογικά κάθε βήμα. Εφαρμόζουν αυστηρά, σχεδόν μηχανικά, ό,τι έχουν στην πρακτική τους
ασυνείδητα και σιωπηρά εσωτερικοποιήσει. Τα στοιχεία (αρχές, νόμοι, αξίες, κλπ.) που μπορούν
να ανακαλέσουν, να απομονώσουν, να ταυτοποιήσουν, να εκθέσουν, δεν εξαντλούν το Παράδειγμα.
Πάντοτε υπολείπεται κάτι που δεν μπορούν να εκφέρουν με λέξεις. Είναι ακριβώς το υπόλοιπο που
αφήνουν οι μη γλωσσικές δραστηριότητες στις οποίες έχουν ασκηθεί. Οι έννοιες του
Παραδείγματος, η γλώσσα του δεν μπορεί να φέρει στο φώς αυτό που τις παρήγαγε. Το
Παράδειγμα λοιπόν δεν έχει λάθρα αποκρυβεί. Είναι, αντιθέτως, μείζον και προφανές. Είναι
συγχρόνως το υπόστρωμα των καθημερινών μας δραστηριοτήτων και αυτές οι ίδιες οι
προδιαγεγραμμένες δραστηριότητες τις οποίες απολύτως φυσικά και δεσμευτικά ασκούμε. Είναι
αυτό που θεσμοθετεί, αυτό που δίνει νόημα και σημασία σε κάθε τι. Είναι αυτό που θεωρούμε
αυτονόητο και δεν επερωτούμε.
Η επιστήμη καθοδηγείται επομένως από την ‘παράδοση’ και όχι από κάποιον άχρονο και
αφηρημένο Λόγο.
(β).2.3. ‘κανονική’ επιστήμη, ‘ανωμαλία’, ‘κρίση’
“Κανονική” επιστήμη: πρόκειται για μια αυστηρά προσδιορισμένη δραστηριότητα η οποία
αποβλέπει στη συσσώρευση επιστημονικής γνώσης. Οι “γρίφοι” που συνεχώς επιλύονται κατά την
περίοδο αυτή είναι διατυπωμένοι στη γλώσσα του Παραδείγματος. Δεν θέτουν το πρόβλημα
συμφωνίας θεωρίας και πραγματικότητας. Αυτό που ελέγχεται από τους επιστήμονες είναι η δική
τους επάρκεια και επιδεξιότητα. Η λύση των γρίφων προβλέπεται και είναι εγγυημένη από το
Παράδειγμα (αναλογία με τα puzzles- συναρμολογούμενες εικόνες). «Πειθήνια αναζήτηση
συνδυασμών». Αυτή ‘παραδόξως’ η πρακτική είναι και η εγγύηση για να έχουμε επιστήμη όπως
την ξέρουμε… Η καινοτομία αναδύεται πάντα με ισχυρή αντίσταση, λόγω του υπάρχοντος
υποβάθρου από το Παράδειγμα που δημιουργεί κάποιες προσδοκίες. Παρ’ όλα αυτά το εν λόγω
υπόβαθρο είναι σύμφωνα με τον Kuhn αναγκαίο για την παρατήρηση ενός νέου φαινομένου.
Πρέπει να είναι γνωστό τι αναμένεται ώστε να διαγνωσθεί κάποια εξέλιξη ως προβληματική.
Η «ανωμαλία» είναι ακριβώς αυτή η εκτροπή από τις αναμενόμενες προβλέψεις, η απόσταση
της εξηγητικής μας επάρκειας από τις προσδοκίες που γεννά το Παράδειγμα. Δεν προκύπτει από
158
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
την «αντίσταση» που προβάλλει ο εξωτερικός κόσμος στις θεωρητικές μας κατασκευές, αλλά γιατί
η κοσμοαντίληψη υστερεί των προσδοκιών.
Η περίοδοι «κρίσης» χαρακτηρίζονται από τον πολλαπλασιασμό των παραλλαγών μιας
θεωρίας, την αύξηση της ασάφειας, την αδυναμία να βρεθούν οι προβλεπόμενες λύσεις στους
γρίφους. Η βεβαιότητα είναι πλέον κλονισμένη, ακολουθεί η «ιδιόρρυθμη» επιστήμη: τολμηρές
υποθέσεις για τη λύση του αναγνωρισμένου προβλήματος, νέες φιλοσοφικές σκέψεις, απορία.
(β).2.4. ‘επανάσταση’
Για να οδηγήσει μια αναγνωρισμένη ανωμαλία σε αλλαγή Παραδείγματος θα πρέπει α) να
αμφισβητεί ρητές και θεμελιώδεις γενικεύσεις του παραδείγματος, β) οι εφαρμογές που η
ανωμαλία απαγορεύει να έχουν πρακτική σπουδαιότητα, γ) να φέρει η ανάπτυξη της κανονικής
επιστήμης μια ανωμαλία από το παρασκήνιο στο προσκήνιο.
Οι «επιστημονικές επαναστάσεις» είναι «μη συσσωρευτικά επεισόδια» που οδηγούν σε
ολοκληρωτική ή τμηματική αντικατάσταση του παλιού από ένα νέο ασυμβίβαστο Παράδειγμα, και
ο όρος χρησιμοποιείται κατ’ αναλογία προς τις πολιτικές επαναστάσεις (συνειδητοποίηση της κακής
λειτουργίας των θεσμών, ασυμφωνία αναφορικά με το πλαίσιο εντός του οποίου θα πρέπει να
επιτευχθεί και να αξιολογηθεί η πολιτική αλλαγή, δεν αναγνωρίζεται κάποια υπερ-θεσμική
διαιτητική αρχή, καταφυγή σε τεχνικές πειθούς). Ριζοσπαστική και εκ βάθρων λοιπόν
ανακατασκευή του πεδίου. Ανατρέπονται αξιώματα, νόμοι, οντολογικές παραδοχές, μέθοδοι,
κριτήρια, σκοποί, και αντικαθίστανται από νέους. Ίδια δέσμη δεδομένων, αλλά «τα συναρμολογείς
σε ένα νέο σύστημα αμοιβαίων σχέσεων δίνοντάς του μια νέα δομή» (αναλογία με την αλλαγή
οπτικής στα πειράματα Gestalt).429
Πρόκειται για ριζικές αλλαγές που αφορούν την ίδια τη φύση της επιστήμης. Οι διαφορές
μεταξύ διαδοχικών ή ανταγωνιστικών Παραδειγμάτων είναι αγεφύρωτες. Η νέα θεωρία δεν είναι
απλά ευρύτερη ή συμπληρωματική. «Η συσσωρευτική κατάκτηση απροσδόκητων καινοτομιών»
είναι απίθανη κατ’ αρχήν, σχεδόν ανύπαρκτη. Για να είναι μια θεωρία νέα, θα πρέπει να κάνει
προβλέψεις διαφορετικές από αυτές της προηγούμενης, διαφορετικά θα ήταν λογικά συμβιβάσιμες.
Με την αλλαγή θεωριών συντελείται ταυτόχρονα ένας μετασχηματισμός στο εννοιολογικό
σύστημα. Οι φυσικές π.χ οντότητες που αντιπροσωπεύονται από αντίστοιχες έννοιες, δεν
ταυτίζονται. Τα μεγέθη είναι ανόμοια και ετερογενή, και δεν είναι δυνατόν να παράγεται το ένα
λογικά από το άλλο.
Θίγεται εδώ το ζήτημα του νοήματος των επιστημονικών όρων. Για τον Kuhn, το νόημα και η
σημασία των επιστημονικών προτάσεων και όρων μεταβάλλεται από Παράδειγμα σε Παράδειγμα.
Το όνομα μπορεί να διατηρηθεί αλλά η σημασία είναι τόσο ριζικά διαφορετική ώστε μπορούμε να
μιλάμε για διαφορετικές έννοιες μη σχετιζόμενες (λογικά, όχι ιστορικά ή γενετικά).
Συνοψίζοντας λοιπόν, τα κριτήρια αξιολόγησης και επιλογής (στην κοινωνία και την
επιστήμη) προϋποθέτουν και εξαρτώνται από ένα συγκεκριμένο πλαίσιο (Παράδειγμα). Ένα
429
Γράφει ο Kuhn στο κεφάλαιο: “Οι επαναστάσεις ως αλλαγές κοσμοθεώρησης” της Δομής των Επιστημονικών
Επαναστάσεων (1962): οι ερμηνευτικές διαδικασίες διευκρινίζουν και δεν διορθώνουν ένα Παράδειγμα, τα
Παραδείγματα δεν επιδέχονται διόρθωση από την ‘φυσιολογική επιστήμη’, η ‘φυσιολογική επιστήμη’ οδηγεί μόνο
στην αναγνώριση των ανωμαλιών και σε κρίσεις, «και αυτές τερματίζονται όχι με συζητήσεις και ερμηνείες αλλά με ένα
σχετικά απότομο συμβάν χωρίς εσωτερική δομή, σαν μια εναλλαγή Gestalt. Οι επιστήμονες τότε συχνά μιλούν για ‘ένα
άνοιγμα των ματιών’ [...]. Καμία συνηθισμένη έννοια το όρου ‘ερμηνεία’ δεν αντιστοιχεί σε αυτές τις ενορατικές
εκλάμψεις μέσα από τις οποίες γεννιέται ένα νέο Παράδειγμα. Αυτές οι ενοράσεις εξαρτώνται βέβαια από την εμπειρία
που προσέφερε η άσκηση με το παλαιό Παράδειγμα – εμπειρία σύμφωνη με το Παράδειγμα αλλά και εμεπιρία
ανωμαλιών ‘ δεν υπάρχει όμως λογική αναγκαιότητα ούτε τμηματική αντιστοιχία στη σύνδεση αυτών των ενοράσεων με
ορισμένα στοιχεία αυτής της εμπειρίας, όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση μιας ερμηνείας».
159
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Παράδειγμα αποτιμάται βάσει στοιχείων που το ίδιο παρέχει. Τα επιχειρήματα δεν μπορούν να
αποδείξουν με απόλυτη λογική αναγκαιότητα την ορθότητα μιας οπτικής αφού αντλούν την ισχύ τους
από αυτήν ακριβώς την οπτική. Συνάγεται ο κυρίαρχος ρόλος της πειθούς. Αλλά δεν σημαίνουν
όλα αυτά ότι τα επιχειρήματα δεν έχουν καμία αξία, παρά απλώς ότι η λογική της
επιχειρηματολογίας δεν επιβάλλει μια άτεγκτη αναγκαιότητα. Η επιλογή επιστ. Παραδείγματος ή
πολιτικού στρατοπέδου δεν επιβάλλεται από μια αδήριτη λογική. Αφορά μια ομάδα ανθρώπων η
οποία πρέπει να πεισθεί.
(β).2.5. ‘ασυμμετρία’
Ασυμμετρία σημαίνει την έλλειψη κοινού μέτρου.430 Δύο διαδοχικά Παραδείγματα διαφέρουν
στις πληροφορίες που δίνουν για τη φύση, στις μεθόδους και τα κριτήρια λύσης των
προβλημάτων, διαφέρουν στα ίδια τα προβλήματα. Από αυτά συνάγεται ότι οι σχέσεις μεταξύ τους
δεν είναι πραγματεύσιμες λογικά, δεν είναι δηλαδή σχέσεις υπαγωγής, λογικού εγκλεισμού ή
συμπληρωματικότητας.
Η εννοιολογική ασυμμετρία σημαίνει πως ακόμη και όταν τα ονόματα διατηρούνται, οι
σημασίες των εννοιών έχουν ριζικά μεταβληθεί. Υποδηλώνει επίσης ασύμμετρες οντολογικές
παραδοχές, ασύμμετρα μοντέλα, ασύμμετρες εξηγήσεις για τις οντότητες.
Η ασυμμετρία κριτηρίων σημαίνει πως αυτά τα κριτήρια που υποδεικνύουν τα νόμιμα
προβλήματα και τον κατάλληλο τρόπο προσέγγισής τους, τα κριτήρια επιλογής θεωριών, τα
κριτήρια ορθότητας, εγκυρότητας, επιστημονικότητας μεταβάλλονται και αυτά ριζικά.
Η ασυμμετρία αντίληψης υποδηλώνει πως οι επιστήμονες εργάζονται σε «διαφορετικούς
κόσμους», ανακαλύπτουν πράγματα τα οποία δεν έβλεπαν προηγουμένως. Η μετάβαση δε από τη
μια οπτική στην άλλη δεν γίνεται σταδιακά. Πρόκειται για μεταστροφή ανάλογη των
θρησκευτικών μεταστροφών, ανάλογη της αναγνώρισης διαφορετικών όψεων των σχεδίων Gestalt.
Οι μετασχηματισμοί αυτοί δεν αποτελούν διαφορετικές ερμηνείες που αφορούν ένα δεδομένο,
κοινό, σταθερό σώμα παρατηρήσεων. Δεν υπάρχει, σύμφωνα με τον Kuhn, ένα σταθερό επίπεδο
δεδομένων, μια θεμελιώδης και «αμετάβλητη» οπτική εμπειρία την οποία και ερμηνεύουμε
430
«η αδυναμία σύγκρισης αποτελεί εμπόδιο για την ορθολογικότητα: αφού δεν μπορούμε καν να συγκρίνουμε
θεωρίες, τότε πώς μπορούμε να επιλέξουμε ανάμεσά τους με ορθολογικό τρόπο; Η αδυναμία σύκρισης οδηγεί επιπλέον
σε στη δημιουργία στεγανών και σε απομονωτισμό [...]» (βλπ. Diderik Batens, Ανθρώπινη Γνώση. Συνηγορία υπέρ μια
χρήσιμης ορθολογικότητας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2004, σελ. 358). Ο D.Batens τάσσεται υπέρ
ενός «πλουραλισμού κοσμοειδώλων» και υπέρ της «ανεκτικότητας» που συνδέεται με αυτόν. «Η αναγκαιότητα του
πλουραλισμού προκύπτει από μια σχετική αντίληψη περί ορθολογικότητας». Η «ανοχή» εντούτοις έχει όρια. «Υπάρχει
διαφορά ανάμεσα στον σεβασμό απέναντι σε μιαν άλλη αντίληψη, ως ειλικρινή και λογική προσπάθεια να αναπτυχθεί
μια θεώρηση του κόσμου, και στον σεβασμό απέναντι στην πίστη σε φαντάσματα ή στις προβλέψεις των άστρων.
Μπορώ, φυσικά, να σεβαστώ ως άνθρωπο κάποιον που πιστεύει τέτοιες ανοησίες, αλλά δεν υπάρχει κανένανς λόγος να
αφήνουμε ανθρώπους να προωθούν τέτοιες αντιλήψεις ‘ υπάρχουν αντίθετα λόγοι να καταπολεμήσουμε σθεναρά τέτοιες
αντιλήψεις, ακόμη και όταν είναι ελάχιστα επεξεργασμένες. Φυσικά, δεν έχω καμία απόλυτη εγγύηση ότι δεν κάνω λάθος
[...]. Ακόη σαφέστερες είναι οι συνέπειες όσον αφορά εκείνους που σκοπό τους έχουν να καταπιέσουν τον πλουραλισμό
και την ανεκτικότητα. [...] πρέπει κανείς να πολεμήσει αυτούς τους ανθρώπους με όλα τα μέσα, αφού κάθε κατανόηση
για τέτοιες αντιλήψεις είναι αυτοκαταστροφική. Η δημοκρατική αντιμετώπιση της άκρας δεξιάς είναι λάθος» (Diderik
Batens, Ανθρώπινη Γνώση. Συνηγορία υπέρ μια χρήσιμης ορθολογικότητας, 2004, σελ. 398-399).
Ας σημειώσουμε εδώ: ο «σχετικός ορθολογιστής» σύμφωνα με τον D.Batens «αποφεύγει τον ανορθολογισμό»,
αφού θεωρεί όλες τις μεθόδους αιτιολόγησης αυτές καθεαυτές αντικείμενο περαιτέρω αιτιολόγησης, αντικείμενο
δηλαδή ορθολογικής συζήτησης ανάμεσα σε άτομα που ασπάζονται διαφορετικά σύνολα πεποιθήσεων. Θεμελιώδεις
τότε αλλαγές ή βελτιώσεις είναι δυνατόν να προκύψουν. Ο σχετικιστής αντιθέτως δεν έχει κανέναν λόγο να θέτει
κανονιστικά γνωσιοθεωρητικά ερωτήματα σχετικά με τις μεθόδους αιτιολόγησής του. «Τελικά ο σχετικισμός είναι μια
μορφή ανορθολογισμού, και, υπό αυτή την έννοια, είναι ψυχολογικά και γνωσιοθεωρητικά ανεπαρκής» (Diderik Batens,
Ανθρώπινη Γνώση. Συνηγορία υπέρ μια χρήσιμης ορθολογικότητας, 2004, σελ. 128-129).
160
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
επιστημονικά. Οι ερμηνείες εντάσσονται μέσα στην πρακτική της κανονικής επιστήμης και
προϋποθέτουν ένα Παράδειγμα, δεν μπορούν να εξηγήσουν την εγκατάλειψη και την υιοθέτηση
ενός νέου Παραδείγματος – αυτό γεννιέται με κάποιου είδους «ενορατική έκλαμψη» η οποία
στηρίζεται μεν στην εμπειρία, αλλά δεν υπάρχει λογική αναγκαιότητα ή αντιστοιχία αυτών των
ενοράσεων με στοιχεία της εμπειρίας…
Η ίδια η άμεση εμπειρία δεν είναι σταθερή αλλά ρευστή και καθορίζεται ως ένα σημείο από το
Παράδειγμα και δεν συντίθεται από ακατέργαστα δεδομένα των αισθήσεων. «Οι επιστήμονες δεν
βλέπουν κάτι σαν κάτι άλλο, αντίθετα απλώς το βλέπουν».
(β).2.6. “αλήθεια” και “πρόοδος”
Ο Kuhn δεν ενδιαφέρεται για εκείνο το νόημα της αλήθειας που συνδέεται με την τελεολογία
μιας αντικειμενικής περιγραφής της φύσης. Η αλήθεια ή το ψεύδος έχουν νόημα μόνο εντός ενός
Παραδείγματος. Οι παλιές θεωρίες πάντως δεν είναι «απλώς λάθος», μια και δεν υπάρχει μια
υπέρτατη αλήθεια, η αντικειμενική και πλήρης περιγραφή της φύσης προς την οποία συγκρινόμενη η
παλαιά θεωρία είναι κατά απόλυτο τρόπο ψευδής.431
Πρόοδος (συσσωρευτική) μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υφίσταται κατά τη διάρκεια της
κανονικής επιστήμης. Όμως πρόοδος (γραμμική), με την αλλαγή των Παραδειγμάτων, προς μια
τελική κατάσταση δεν υπάρχει. Η έννοια αυτή είναι ενδο-Παραδειγματική, μη τελεολογική. Η
πορεία είναι ασυνεχής και χωρίς τέλος. Εν τούτοις το αποτέλεσμα μιας επανάστασης, η
ολοκληρωτική νίκη του ενός στρατοπέδου τι αποτελεί; Μήπως «στις επιστήμες η δύναμη
δημιουργεί δίκαιο;». Στην επιστημονική πρακτική η εξουσία παραχωρείται σε μια κοινότητα με
ειδικά χαρακτηριστικά: δεν υπάρχει γενικά προσφυγή στην κρατική εξουσία ή στο ευρύ κοινό για
επιστημονικά ζητήματα, δεν γίνονται δεκτές ατομικές λύσεις αλλά απαιτείται γενική αποδοχή κλπ.
Διαμορφώνεται εσωτερικά μια δεοντολογία…
431
Ας σημειώσουμε εδώ, γενικότερα: “σχετικιστικές” θέσεις μπορούν να θεωρηθούν κατά βάση οι εξής:
- Υπάρχουν πλήθος λόγων που είναι όλοι «αληθείς», ο καθένας με τον τρόπο του, αλλά δεν υπάρχει μια
μοναδική αλήθεια προς την οποία θα μπορούσαν να συγκλίνουν.
- Ο ισχυρισμός κάποιου λόγου ότι ενσαρκώνει την αλήθεια φανερώνει μια θέληση για αλήθεια και γνώση, η
οποία στην πραγματικότητα συγκαλύπτει θελήσεις για δύναμη και κυριαρχία.
- Η ίδια η λέξη «αληθές» δεν δηλώνει τίποτα και δεν έχει κανένα νόημα στην επιστημονική, ηθική ή και την
καθημερινή απλή γλώσσα.
- Η λέξη «αληθές» έχει σημασία και αναφορά, αλλά αυτά ακριβώς είναι σχετικά ως προς ορισμένα άτομα, ως
προς το πλαίσιο αναφοράς, ή ως προς κάποιες πρακτικές.
- Η ίδια η έννοια της αλήθειας αποτελεί αντικείμενο έρευνας μόνο και μόνο για να μελετήσουμε τα
αποτελέσματα της χρήσης αυτής της έννοιας τα οποία παραγάγουν αυτοί που την διεκδικούν. Αυτά συνιστούν
ρητορικά αποτελέσματα και, ταυτόχρονα , είναι αποτελέσματα δύναμης. Αυτό που μένει σε εμάς να κάνουμε είναι να
μελετήσουμε τους τρόπους με τους οποίους άτομα ή ομάδες αναλαμβάνουν τον ρόλο, σε συγκεκριμένες ιστορικές
περιόδους, «διδασκάλων της αλήθειας».
- Δεν υπάρχει μέθοδος καθολικής και αντικειμενικής επικύρωσης του αληθούς, παρά μόνο ποικίλα «συστήματα
αληθολογίας» μέσω των οποίων διάφορες εξουσίες οικειοποιούνται το δικαίωμα να μιλούν αληθινά και προωθούν
τους ισχυρισμούς τους μέσω διαφόρων μορφών αφηγήσεων. Ο λόγος αμφισβήτησης ενός άλλου λόγου (στο όνομα, γα
παράδειγμα, μιας καλύτερης επικύρωσης) δεν αποτελεί παρά μία ακόμα αφήγηση, εξίσου έγκυρη αλλά και εξίσου
αυθαίρετη.
Για κάποιον σχετικιστή, η ύπαρξη πρακτικών κριτηρίων επαλήθευσης (ή και ενός ιδεώδους αλήθειας σε κάποιο
λόγο) δεν αποδεικνύουν ότι αυτά τα κριτήρια θεμελιώνονται πραγματικά σε κάποια ουσία ή σε μια υποκείμενη δομή
της πραγματικότητας κοινή σε αυτές τις πρακτικές (ή σε αυτούς τους λόγους), την οποία «αντανακλούν» (βλπ.
Σχετικά: P.Engel, Η αλήθεια, Scripta 2000).
161
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
(β).2.7. κριτική στις θέσεις του Kuhn
Μερικά σημεία της κριτικής που ασκήθηκε στις θέσεις του T.Kuhn είναι συνοπτικά τα
παρακάτω.
Η έννοια του «Παραδείγματος» θεωρήθηκε από κάποιους πολύ ελαστική και γενική, ώστε
σχεδόν περιγράφει και σημαίνει τα πάντα.
Εάν τα ιστορικά δεδομένα και αυτά της εμπειρίας δεν είναι ουδέτερα, εάν τα ιστορικά
παραδείγματα επικυρώνουν εκείνο μόνο το Παράδειγμα που τα έχει ήδη επιλέξει να το
επικυρώσουν, τότε τα δεδομένα αυτά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να θεμελιώσουν το
ίδιο αυτό το μοντέλο των Παραδειγμάτων (τίποτε δεν το διαψεύδει και τίποτε δεν το επιβεβαιώνει
αντικειμενικά)…
Εάν κάθε Παράδειγμα διακρίνεται απολύτως από τα υπόλοιπα και εξηγείται μόνο με τους
δικούς του όρους, τότε δεν είναι δυνατόν να εξηγηθεί λογικά η μετάβαση από το ένα στο άλλο, δεν
υπάρχει ένα συνδετικό νήμα, δηλαδή μια δια-Παραδειγματική εξηγητική αρχή. Χωρίς αυτή την
τελευταία, υποστηρίζεται, τότε οι αλλαγές στην ιστορία της επιστήμης είναι είτε προκαθορισμένες
είτε απλώς μυστηριώδεις, και οδηγούμαστε έτσι στην υιοθέτηση του ανορθολογισμού. Αν νόημα,
αλήθεια, εμπειρία κλπ., καθορίζονται από το Παράδειγμα, τότε φορέας του ορθού λόγου είναι κάθε
φορά ένα Παράδειγμα (ανορθολογισμός), οπότε έπεται και ότι η μετάβαση από το ένα στο άλλο
δεν εξηγείται λογικά (για τον Kuhn αυτό που λαμβάνει χώρα εδώ είναι μια ‘θρησκευτική’
μεταστροφή-αλλαγή οπτικής τύπου Gestalt).
Η αποδοχή της απόλυτης ασυμμετρίας μας απαγορεύει να εκφέρουμε οποιαδήποτε έγκυρη
αξιολογική κρίση. Τα κριτήρια και οι αξίες είναι εσωτερικά, σχετικά άρα όχι αντικειμενικά
(σχετικισμός). Η πρόοδος μένει κενή περιεχομένου.
Η επιστημονική γνώση αντί να βασίζεται σε νόμους και στη λογική, γίνεται υπόθεση των
διαθέσεων, των συσχετισμών και των συμβάσεων των μελών μιας επιστ. κοινότητας
(κοινωνιολογισμός). Τότε λοιπόν… «η αλήθεια βρίσκεται στα χέρια των ισχυρών» (Lakatos).
Η υπόθεση ότι υπάρχουν διαφορετικές οπτικές επί του κόσμου οι οποίες συγκροτούνται σε
διαφορετικά εννοιολογικά συστήματα ενέχει αντίφαση. Οι διαφορετικές οπτικές έχουν έννοια μόνον
εφόσον υπάρχει ένα κοινό σύστημα συντεταγμένων στο οποίο αυτές να εγγράφονται, αυτό όμως το
σύστημα αποκλείεται από την ίδια την αντίληψη περί πλαισίου. O Davidson εξισώνει τον
ισχυρισμό περί ασυμμετρίας με το αδύνατον της μετάφρασης. (Αν συμφωνήσουμε με την υπόθεση
του πλαισίου, δηλαδή ότι:
(α) ότι κάθε γλώσσα φέρει ένα εννοιολογικό σύστημα,
(β) η μόνη πρόσβαση σε αυτό γίνεται μέσω της γλώσσας, και
(γ) ότι αν δεν μεταφράζονται αμοιβαία οι δύο γλώσσες τότε και τα αντίστοιχα εννοιολογικά
συστήματα διαφέρουν ριζικά, τότε κατά τον Davidson, εφόσον για να διακρίνουμε ένα άλλο
εννοιολογικό πλαίσιο πρέπει να μεταφράσουμε τη γλώσσα η οποία το φέρει, και λόγω της
παραδοχής (γ) (η οποία απαγορεύει την μετάφραση αυτή, ως προϋπόθεση της διάκρισης), για να
αρθεί το παράδοξο πρέπει να έχουμε έναν άλλο τρόπο, πέραν της μετάφρασης, για να διακρίνουμε
μια γλώσσα και μέσω αυτής και το αντίστοιχο εννοιολογικό σύστημα.
Η στρατηγική λοιπόν είναι να δειχθεί κατ’ αρχήν πως «ό,τι δεν μεταφράζεται δεν είναι
γλώσσα». Τελικός στόχος του είναι η κατάρριψη του τρίτου δόγματος του εμπειρισμού, της
διάκρισης δηλαδή εννοιολογικού συστήματος/ αδιαμόρφωτου, ανερμήνευτου εμπειρικού
περιεχομένου: σύμφωνα με το δόγμα αυτό οι προτάσεις μας για τον εξωτερικό κόσμο
συναρθρώνονται σε ένα εννοιολογικό σύστημα το οποίο ως όλον-και όχι μεμονωμένααντιπαραβάλλεται προς την εμπειρία (Duhem-Quine thesis).
Η θέση περί ασυμμετρίας θεωρείται από πολλούς ότι αγνοεί την επικοινωνία μεταξύ
επιστημόνων από διαφορετικές κοινότητες, η οποία είναι πραγματικό γεγονός...
162
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Για τον Kuhn, όλα (κριτήρια για το συνιστά πρόβλημα και τι αποτελεί λύση, οι έγκυρες
μέθοδοι και οι κατάλληλες διατάξεις, κριτήρια σημαντικότητας, εγκυρότητας, επιστημονικότητας
κλπ.) εξαρτώνται κάθε φορά από το Παράδειγμα το οποίο τα περιέχει… Τίποτε δεν υπερβαίνει τα
Παραδείγματα. Κατηγορείται λοιπόν για σχετικιστής και ανορθολογιστής: Η καθολικότητα
εξαφανίζεται, δεν υπάρχει ουδέτερο, ορθολογικό, κριτήριο διάκρισης της επιστήμης από την μηεπιστήμη, ούτε κριτήριο επάρκειας, σπουδαιότητας, εγκυρότητας, επιλογής, - ούτε «προόδου»
τελικά: την τελευταία λέξη την έχει η ισχύς, αυτοί που επικρατούν…
Αν τα αισθητηριακά δεδομένα δεν είναι ουδέτερα αλλά είναι εμποτισμένα και αυτά από
θεωρία, υποστηρίζουν οι επικριτές του Kuhn, αν η σχέση μας με αυτά δεν είναι άμεση αλλά
διαμεσολαβείται, αν κάθε Παράδειγμα συγκροτεί με τις δικές του κατηγορίες τα αισθητηριακά
δεδομένα και τελικά τον κόσμο, τότε τίθεται υπό αίρεση η ρεαλιστική υπόσταση των επιστ.
θεωριών. Η κατηγορία που του απευθύνεται είναι αυτή του κονστρουκτιβισμού και του ιδεαλισμού
(οι ιδέες μας αντί να προξενούνται από την φυσική πραγματικότητα, προβάλλονται και
συγκροτούν τον κόσμο – η πραγματικότητα δεν ανακαλύπτεται αλλά κατασκευάζεται, «τα
αντικείμενα δεν είναι παρά έννοιες αντικειμενοποιημένες»…).
(β).2.8. ο Kuhn απαντά…
Ο Kuhn δεν αποδέχεται την κατηγορία περί ανορθολογισμού.432 Ισχυρίζεται ότι το στοιχείο
που διασφαλίζει την ορθολογικότητα κατά την επιλογή θεωριών, και την πρόοδο, είναι η ικανότητα
των επιστημόνων να επιλύουν γρίφους (λειτουργεί σαν ουδέτερο κριτήριο). Θεωρεί ότι υπάρχουν
κάποιες υπέρτατες αξίες οι οποίες υπερβαίνουν τα επιμέρους Παραδείγματα. Η συγκρισιμότητα
μπορεί να αποκατασταθεί αν συνδέσουμε μεταξύ τους τις θεωρίες χρονολογικά, ως προς το εύρος,
την ακρίβεια πρόβλεψης, την ειδίκευση, τον αριθμό των επιλυμένων προβλημάτων. Η διαδοχή έχει
μία μόνο κατεύθυνση και είναι μη αντιστρέψιμη.
Ο Kuhn επιμένει στην ασυμμετρία (το αδύνατον της μηχανικής μετάφρασης) γιατί δεν αρκεί
να μεταφέρεται η αναφορά, παρά θα πρέπει, γι’ αυτόν, να μεταφέρεται και το νόημα (sense) και η
πρόθεση (intention). Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει με πληρότητα. Αυτό που χάνεται είναι το
δίκτυο των ομοιοτήτων και διαφορών στο οποίο συμμετείχε η λέξη στο αρχικό της περιβάλλον (η
ριζική μετάφραση είναι αδύνατη – κοινό μέτρο μεταξύ των γλωσσών δύο διαφορετικών
Παραδειγμάτων δεν υπάρχει ούτε ως «καθαρό νόημα» ούτε ως αναφορά, δεν υπάρχει ούτε κάποια
«ιδεώδης» γλώσσα…). Υφίσταται λοιπόν μεταξύ δύο γλωσσών μια εννοιολογική ασυμβατότητα,
οι λεξικολογικές δομές δεν είναι ομόλογες και δεν υπάρχει η ίδια ταξινομία, οι κατηγορίες οι
οποίες εκφράζουν την οντολογία κάθε γλώσσας δεν αντιστοιχούν. Οι λέξεις, επίσης, δεν έχουν
νόημα ατομικά, αλλά μέσω των σχέσεών τους μέσα σε ένα σημασιολογικό πεδίο. Τιμές αληθείας
σε ισχυρισμούς, μπορούν να αποδοθούν μόνο εντός ενός γλωσσικού συστήματος (μπορεί να
432
Όπως έχουμε δει κάποιοι από τους υπερασπιστές των Παραδειγμάτων, όπως ο Feyerabend και η «Σχολή του
Εδιμβούργου» (B.Barnes, D.Bloor, κ.ά.) αποδέχονται τον “ανορθολογικό” χαρακτήρα της επιστήμης και θεωρούν ότι
η επιστημονική πρακτική καθοδηγείται από μια εξουσιαστική ιεραρχία, εντός και εκτός της επιστημονικής
κοινότητας, με συγκεκριμένα συμφέροντα και επιδιώξεις. Ο Feyerabend αποδέχεται έναν ριζικό “σχετικισμό” (η
δυτική επιστήμη είναι ένα προϊόν της Δυτικής κοινωνίας και κουλτούρας) που απορρέει από την σχετική έρευνά του
και από την πολιτικού χαρακτήρα προτροπή του αναρχισμού και ντανταϊσμού.
Για τον Stegmuller («δομικό φορμαλιστικό μοντέλο»), το φαινόμενο της ασυμμετρίας προκύπτει μόνο εάν
συλλάβουμε τις επιστημονικές θεωρίες ως σύνολα προτάσεων, ενώ αντιθέτως εκλείπει εάν τις συλλάβουμε ως δομές
(σκληρός μαθηματικός πυρήνας και επιδιωκόμενες εφαρμογές-εξειδικεύσεις). Στην αντικατάσταση μιας θεωρίας Τ1
από μια Τ2, όπου οι Τ1 καιΤ2 είναι ασύμμετρες και η Τ1 ανάγεται στην Τ2 αλλά όχι αντίστροφα, η μεν «αναγωγή»
αφορά την δομή, η δε ασυμμετρία τις λογικές σχέσεις μεταξύ των επιστ.προτάσεων. Με αυτήν την δομική αντίληψη
επιτρέπονται υποτίθεται έτσι οι ορθολογικές συγκρίσεις.
163
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
συναχθεί εν τέλει ότι «η επιλογή λεξικών εξαρτάται από τον σκοπό» - η αλήθεια όμως δεν μπορεί
να ορίζεται πραγματιστικά, από το τι βεβαιώνουν οι χρήστες μιας γλώσσας).
Από μια πραγματιστική σκοπιά, η πρόοδος μπορεί να είναι εργαλειακή. Αν και πραγματική,
δεν είναι πρόοδος προς την πραγματικότητα. Η επιστήμη μας παρέχει μια όλα και ισχυρότερη
ταξινομία, αλλά αυτό δεν επιτυγχάνεται ανακαλύπτοντας μια αλήθεια ανεξάρτητη του λεξικού. Οι
λύσεις των προβλημάτων είναι όλο και πιο ακριβείς αλλά ποτέ δεν συγκλίνουν στην έσχατη αλήθεια
του ρεαλισμού. Κοινότητα και κόσμος αλλάζουν μαζί…
Οι παλιότερες θεωρίες δεν θεωρεί ο Kuhn ότι πήγαζαν από έναν απλοϊκό νου, «δεν ήταν
αποτέλεσμα άγνοιας και ιδεοληψίας», αλλά αποτέλεσμα μιας διαφορετικής αντίληψης για τα
πράγματα.
(β).2.9. “παραδοχές υποβάθρου”
Η έννοια του Παραδείγματος έχει σημαντική αξία: φέρνει στην επιφάνεια το γεγονός ότι
ουσιαστικά «καμία έννοια δεν μπορεί να υπάρξει και να λειτουργήσει αν δεν φέρει μαζί της ένα
άμορφο πλήθος παραδοχών υποβάθρου»433. Αυτές οι παραδοχές επιτελούν το έργο τους σιωπηλά,
άρρητα, κρυφά, δηλαδή αφανώς. Δεν είναι ούτε a priori και βέβαιες, αλλά ούτε a posteriori και
επιδεικτικές αμφιβολίας. Δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κανενός είδους επιχειρήματος
αιτιολόγησης ή δικαιολόγησης. Αντίθετα, αποτελούν τις οιονεί λογικές ή γραμματικές συνθήκες
που επιτρέπουν στις έννοιες που τις φέρουν να έχουν νόημα.
Το γεγονός όμως ότι αυτές οι έννοιες δεν είναι a priori σημαίνει ότι, μπορεί κάποια από
αυτές να εξέλθει του υπόβαθρου αυτού και να υποβληθεί σε έλεγχο. Τότε θα εμφανιστεί ως
καθεαυτό παραδοχή, ως ιστορικά και εμπειρικά διαμορφωμένη προκατάληψη, η οποία ως τότε
εκλαμβανόταν ως «αδικαιολόγητα» δεδομένη. Η διαδικασία αυτή αποκάλυψης μετατρέπει λοιπόν
κάτι το οποίο εκλαμβανόταν ρητά ή άρρητα ως μη επερωτήσιμο δεδομένο σε κάτι που είναι
επιδεκτικό αμφισβήτησης [μπορεί δηλαδή να ελεγχθεί εννοιολογικά και πειραματικά (καθεαυτό
παραδοχή)], δικαιολόγησης, διόρθωσης, έλλογης απόρριψης κλπ., χωρίς αυτό να σημαίνει απλή
άρνηση όπως για παράδειγμα θα συνέβαινε κατά την ιδεολογική αλλαγή που συνοδεύει μια
θρησκευτικού τύπου μεταστροφή. Αυτό σημαίνει ότι η εν λόγω αποκάλυψη προσθέτει γραμματικό
χώρο για την ενεχόμενη έννοια στο συναφές εννοιολογικό σύστημα. Νέοι λοιπόν ερευνητικοί οδοί
ανοίγονται. Παράλληλα, μια τέτοια αποκάλυψη δημιουργεί μια νέα οπτική γωνία απ’ όπου μπορούν
πλέον να εντοπιστούν οι «λανθασμένες» αντιλήψεις που οφείλονταν στο έργο που επιτελούσε
αόρατα αυτή η παραδοχή, και οι «ανωμαλίες» που οδήγησαν σε αυτή την αποκάλυψη μπορούν να
εξηγηθούν και να αρθούν.
Κατ’ αρχήν, η αποκάλυψη μιας «παραδοχής» υποβάθρου ισοδυναμεί με εκείνο το είδος
εμπειρίας που επάγει μια μεταστροφή Gestalt. Αποτέλεσμα μιας τέτοιας μεταστροφής: αρχίζουμε
να βλέπουμε τον κόσμο υπό νέο πρίσμα («αυτοί που υιοθετούν διαδοχικά Παραδείγματα ζουν σε
διαφορετικούς κόσμους», Kuhn). Κατά δεύτερον, μεταξύ των διαδοχικών Παραδειγμάτων, οι
έννοιες είναι ασύμμετρες. Για όσους παραμένουν «τυφλοί» ως προς τη λειτουργία που επιτελούν
433
Αριστείδης Μπαλτάς: “Οφειλές και Ασυμμετρίες”, Νεύσις, τεύχος 6 (1997), σελ.24. Σε άλλο σημείο ο
Α.Μπαλτάς παρατηρεί πως η έννοια του Παραδείγματος είναι παρ’όλα αυτά διφορούμενη: συγχέει την κατηγορία
«επιστήμη» ή «επιστημονικός κλάδος» με την κατηγορία «θεωρία στο πλαίσιο μιας επιστήμης ή ενός επιστημονικού
κλάδου». Πώς διακρίνονται οι επιστήμες και οι επιστημονικοί κλάδοι μεταξύ τους; Ποια είναι τα στοιχεία
‘ταυτότητας’ του καθενός; Που ακριβώς διαφέρουν; Γιατί εντάσσουμε την τάδε επιμέρους επιστημονική θεωρία εδώ
και το δείνα επιστημονικό πρόβλημα εκεί; Η κατηγορία του παραδείγματος επί της ουσίας αποφεύγει να θέσει το
ερώτημα: τι είναι επιστήμη; Οφείλουμε δηλαδή να εντοπίσουμε τους όρους που αποδίσουν σε κάθε επιστήμη και
κλάδο την ιδιαίτερη ενότητά του (“Για το επιστημολογικό καθεστώς της ψυχανάλυσης”, περιοδ. Η Ψυχανάλυση,
Άνοιξη 2002).
164
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
οι ενεχόμενες «παραδοχές» υποβάθρου, η έννοια που χρησιμοποιούν οι οπαδοί του νέου
Παραδείγματος δεν μπορεί να έχει κανένα νόημα (άρα είναι και μη συγκρίσιμη – επικοινωνιακή
κατάρρευση αλλά όχι ολική, υπάρχει ακόμα μεγάλος κοινός γραμματικός χώρος).
Η σχέση μεταξύ των δύο Παραδειγμάτων δεν είναι συμμετρική. Ο γραμματικός χώρος του
νέου είναι αντικειμενικά (δηλαδή ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις) πλατύτερος, και με αυτή την
έννοια μπορούμε να μιλήσουμε για πρόοδο. Αυτή όμως η κρίση είναι δυνατή μόνο από τη σκοπιά
του νεότερου (υπερέχοντος) Παραδείγματος. Εδώ σε αντίθεση με τις μορφές Gestalt, ο αντίστοιχος
μεταστροφέας δεν έχει τη δυνατότητα να κινηθεί και προς τις δύο κατευθύνσεις (αυτός που
βρίσκεται στο νέο Παράδειγμα καταλαβαίνει την αντίρρηση αλλά δεν μπορεί να πείσει για την
αντικειμενική αυτή υπεροχή – εδώ θα παίξουν ρόλο τα ρητορικά όπλα…). Και επίσης: μόνο η
μετάφραση της γλώσσας του παλαιού Παραδείγματος σε αυτή του νέου είναι δυνατή και όχι το
αντίστροφο (αδυναμία αμοιβαίας μεταφρασιμότητας).
(β).2.10. εξωτερικότητα της θέσης επόπτευσης…
Η ανατροπή και η αντικατάσταση μιας επιστημονικής θεωρίας από μια άλλη ριζικά
διαφορετική («ασύμμετρη») διακυβεύει εν τέλει τον ορθολογικό χαρακτήρα της επιστ.
δραστηρότητας εν γένει;434 Είναι λογικά δυνατό να συν-τεθούν δύο εννοιολογικά ξένες θεωρητικές
προσεγγίσεις εν γένει;
Η κατανόηση του κόσμου και οι συναφείς πρακτικές οργανώνονται σε μη-συμβιβάσιμες
μεταξύ τους «ενότητες» ή Παραδείγματα και από αυτό έπεται ότι το νόημα των όρων η αλήθεια
των προτάσεων, και όλα τα άλλα στοιχεία της «επιστημονικής ορθολογικότητας» (κριτήρια,
νόρμες, μέθοδοι κλπ.) αλλάζουν όταν το Παράδειγμα αλλάζει. Αυτό πάλι συνεπάγεται ότι δεν
μπορεί να υπάρξει μια δια-, υπέρ-, ή εξω-παραδειγματική θέση επόπτευσης -και αντικειμενικής
αποτίμησης- των Παραδειγμάτων. Με τη σειρά του αυτό σημαίνει ότι η επιλογή ανάγεται σε μηέλλογους (ή παράλογους) παράγοντες όπως ο συσχετισμός δύναμης. Το άλλο σκέλος του
διλήμματος (οι δύο τοποθετήσεις είναι λογικά ασυμβίβαστες) ισχυρίζεται πως ένα ελάχιστο
ορθολογικότητας δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί, υπάρχει μια εξωτερική θέση αντικειμενικής
αποτίμησης.
Η λανθάνουσα προκείμενη την οποία μοιράζονται οι δύο αυτές τοποθετήσεις είναι η εξής:
θεωρείται αυτονόητο ότι η ορθολογικότητα (τρόποι και μέσα αντικειμενικής αποτίμησης
αντιμαχόμενων Παραδειγμάτων) συνδέεται αναγκαία με την εξωτερικότητα της θέσης επόπτευσης.
Η θέση του Α. Μπαλτά είναι ότι αυτή η σύνδεση ορθολογικότητας και εξωτερικότητας
φαίνεται αναγκαία μόνο από τη σκοπιά της αναλυτικής φιλοσοφικής παράδοσης. Η προσέγγιση του
Althusser προσυπογράφει την έννοια Παράδειγμα και τον ανταγωνισμό τους όπως τα εισάγει ο Τ.
Kuhn. Αρνείται, όπως και ο τελευταίος, την ύπαρξη μιας εξωτερικής θέσης επόπτευσης, αλλά σε
αντιδιαστολή με τον Kuhn, υποστηρίζει ότι σε ορισμένες προσδιορίσιμες περιπτώσεις η
αντικειμενική αποτίμηση είναι δυνατή. Αυτή η τοποθέτηση ισοδυναμεί με την αποδοχή μιας θέσης
που δέχεται ότι η επόπτευση απ’ όπου γίνεται η αντικειμενική αποτίμηση είναι εσωτερική σε
κάποια Παραδείγματα.
Οφείλουμε, λοιπόν, σύμφωνα με αυτά, να διακρίνουμε δύο είδη Παραδειγμάτων: αυτά από το
εσωτερικό των οποίων είναι δυνατή μια τέτοια αντικειμενική αποτίμηση και αυτά από το
εσωτερικό των οποίων δεν είναι. Στη «γλώσσα» του Althusser πρόκειται για τη διάκριση μεταξύ
επιστήμης και ιδεολογίας (η «ιδεολογία» υποδηλώνει ότι κάθε τι που λειτουργεί εν κοινωνία
μετέχει στη ταξική πάλη και ενέχει συμφέροντα). Μεταφράζοντας στη γλώσσα που
χρησιμοποιούμε εδώ, είναι διάκριση ανάμεσα σε επιστημονικά και ιδεολογικά Παραδείγματα…
434
Αριστείδης Μπαλτάς: “Ορθολογικότητα, αλλαγή θεωριών και ιδεολογία”, Θεωρία και Κοινωνία.
165
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Για τον Althusser οι ιδεολογίες είναι δύο ειδών:
Οι (συγκεκριμένες κάθε φορά) πρακτικές ιδεολογίες διαμορφώνονται από τις (συγκεκριμένες)
κοινωνικές διαδικασίες που συνιστούν κάθε φορά την κοινωνική πρακτική στο σύνολό της ενώ,
συγχρόνως, οι ίδιες πρακτικές ιδεολογίες εξασφαλίζουν τη συνοχή αυτών των κοινωνικών
διαδικασιών παρέχοντάς τους τις ιδέες και τις συμπεριφορές που απαιτεί η αναπαραγωγή τους. Με
τη σειρά της αυτή η αναπαραγωγή επικυρώνει αυτές τις ιδέες (τις «έννοιες-εικόνες-παραστάσεις»)
καθιστώντας τις άκαμπτες, μη επερωτήσιμες, αυτονόητες. Δηλαδή οι πρακτικές ιδεολογίες
ευθύνονται για όλα όσα ασυνείδητα εκλαμβάνουμε ως αυτοδήλως δεδομένα – συγκροτούν τον κοινό
μας νου.435
Στον Wittgenstein οι «βασικές προτάσεις» αποτελούν όλα όσα «στηρίζουν» στην πράξη ένα
δεδομένο γλωσσικό παιχνίδι/ μορφή ζωής κατά αυτονόητο για το ίδιο τρόπο, δηλαδή είναι
αυτοδήλως δεκτές χωρίς συζήτηση, δεν δημιουργούν αμφιβολία, δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Οι
«βασικές προτάσεις» διαμορφώνουν τον πυρήνα μιας πρακτικής ιδεολογίας και μπορούμε να τις
ονομάσουμε «ιδεολογικές προκαταλήψεις».
Οι θεωρητικές ιδεολογίες (τα «ιδεολογικά Παραδείγματα») συνιστούν έλλογες
συστηματοποιήσεις οι οποίες προσπαθούν να δώσουν λόγο («λόγο δικαίου» αν δικαιολογεί ή
αμφισβητεί μια πρακτική, ή «λόγο αιτίας» που αιτιολογεί ή εξηγεί) για τομείς της
πραγματικότητας όπως αυτοί αντιμετωπίζονται από τις υπάρχουσες κοινωνικές πρακτικές και τις
πρακτικές ιδεολογίες που τους αντιστοιχούν. Ωστόσο, ακόμα και όταν αμφισβητούν την πρακτική
που αντιμετωπίζουν, δεν επερωτούν τις προκαταλήψεις που δομούν τις ενεχόμενες πρακτικές
ιδεολογίες, αλλά αντίθετα αυτές οι προ-καταλήψεις (δεδομένα), μέσα από την προφάνειά τους,
αποτελούν τις αποδείξεις στις οποίες οι θεωρητικές ιδεολογίες εδράζουν την πειστικότητα τους.
Ταυτόχρονα, με μια αντίστροφη κίνηση, με τη δικαιολόγηση και την αιτιολόγηση, οι θεωρητικές
ιδεολογίες εγγυώνται έλλογα (θεωρητικά) τα εν λόγω δεδομένα ως αυτονόητα. Με άλλα λόγια οι
θεωρητικές ιδεολογίες στερεώνουν και ισχυροποιούν τον κοινό νου.436
(β).2.11. οι “ιδεολογικές προκαταλήψεις” αποκαλύπτονται
Μια επιστήμη γεννιέται μέσα από μια διαδικασία αποκάλυψης και επερώτησης «ιδεολογικών
προκαταλήψεων» από αυτές που εγκατοικούσαν στον πυρήνα της θεωρητικής ιδεολογίας η οποία
λογοδοτούσε πριν, για ό,τι θα αποτελέσει το αντικείμενο της επιστήμης αυτής. Ο Althusser όπως
είδαμε προηγούμενα, ονομάζει τη διαδικασία αυτή «επιστημολογική τομή».
Η «επιστημολογική τομή» δεν αποκαλύπτει απλώς «ιδεολογικές προκαταλήψεις».
Εγκαθιδρύει ένα εννοιολογικό σύστημα και αποκαθιστά (εξουσιοδοτημένες ως δυνατές)
πειραματικές συναλλαγές, και αυτά τα δύο χαράσσουν το πεδίο γνωσιακής αρμοδιότητας, το
αντικείμενο της επιστήμης αυτής.
Οι «επιστημονικές επαναστάσεις» κατά Kuhn (ή «υπερνίκηση επιστημολογικών εμποδίων»
στην ορολογία του G.Bachelard), δεν είναι παρά η αποκάλυψη ή επερώτηση πρόσθετων
«ιδεολογικών προ-καταλήψεων», γεννούν δε ένα νέο «επιστημονικό Παράδειγμα» στο εσωτερικό της
επιστήμης που ήδη γεννήθηκε με την «επιστημολογική τομή». Δηλαδή η (επαναστατική) γέννηση
μιας επιστήμης διακρίνεται απολύτως από την επαναστατική αλλαγή «επιστημονικού
παραδείγματος» στο εσωτερικό μιας ήδη συγκροτημένης επιστήμης.
Η αποκάλυψη μιας «ιδεολογικής προ-κατάληψης» δεν ισοδυναμεί με μια απλή αλλαγή
εννοιολογικού πλαισίου ούτε ανάγεται εκεί. Μετασχηματίζει κάτι «αδιαμφισβήτητο» σε κάτι το οποίο
435
Βλπ. και L. Althusser, Θέσεις, Θεμέλιο.
Βλπ. Αριστείδης Μπαλτάς, “Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιας «επιστήμη»” περιοδ.λόγου χάριν Άνοιξη 1991.
436
166
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
μπορεί να επερωτηθεί. Δηλαδή η «ιδεολογική προ-κατάληψη» (αυτονόητο δεδομένο πριν) γίνεται
ρητή παραδοχή (επιδέχεται έλεγχο). Αυτά σημαίνουν ότι μια τέτοια αποκάλυψη επεκτείνει
αντικειμενικά τον διαθέσιμο λογικό χώρο και λογικές δυνατότητες.437
(β).2.12. ιδεολογικά και επιστημονικά Παραδείγματα
Η γέννηση μιας επιστήμης εγκαθιδρύει ένα νέο είδος ορθολογικότητας. Η ορθολογικότητα
των θεωρητικών ιδεολογιών είναι η ορθολογικότητα του κοινού νου. Οι θεωρητικές ιδεολογίες (οι
οποίες αναπτύσσουν εξηγητικά σχήματα, αλλά «εργάζονται» επί τη βάσει των «ιδεολογικών προκαταλήψεων» που δομούν τον κοινό νου «δίνοντάς του» τα φαινόμενα αυθόρμητα) δεν είναι σε
θέση να επερωτήσουν το πώς «βλέπουμε» αυθορμήτως τα φαινόμενα. Από την άλλη μεριά, η
«επιστημολογική τομή» δεν επερωτά μόνο ριζικά τις μαρτυρίες πάνω στις οποίες εδράζεται η
αυθόρμητη διάκριση των φαινομένων και ο αυτονόητος προσδιορισμός της ταυτότητάς τους.
Εγκαθιστά το σύνολο των εννοιολογικών και πειραματικών μέσων στους όρους των οποίων και θα
αποδίδεται πλέον η ταυτότητα κάθε φαινομένου αλλά και οφείλουν πλέον να διατυπώνονται όλα
ανεξαιρέτως τα συναφή ερωτήματα.
Υπάρχει λοιπόν (ριζική) τομή (Kuhn) ανάμεσα σε μια θεωρητική ιδεολογία και τη νέα
επιστήμη που «πήρε τη θέση της». Δεν υπάρχει κανένα κοινό μέτρο σύγκρισης ανάμεσα στο
ιδεολογικό και το επιστημονικό Παράδειγμα (οι ορθολογικότητές τους διαφέρουν ριζικά). Όμως,
αυτά τα δύο είδη Παραδειγμάτων δεν είναι ισότιμα με την έννοια ότι είναι λογικά αδύνατον να
αποτιμηθούν αντικειμενικά τα πλεονεκτήματα του ενός έναντι του άλλου. Από τη σκοπιά βέβαια
της νέας επιστήμης, η ίδια προφανώς υπερέχει: γεννήθηκε από την αποκάλυψη και μετατροπή
«ιδεολογικών προ-καταλήψεων» σε ρητές και ελέγξιμες παραδοχές. Πρόκειται για μια υπεροχή
που μολονότι μπορεί να αποτιμηθεί μόνο από τη σκοπιά του επιστημονικού Παραδείγματος
(δηλαδή εσωτερικά και όχι δια-, υπέρ- ή έξω-παραδειγματικά) είναι όμως αντικειμενική. Αυτός που
μετήλθε την «έκλαμψη» που συνοδεύει την εν λόγω αποκάλυψη είναι σε θέση να εντοπίσει αυτό
που τον εμπόδιζε μέχρι πρότινος να δει τον κόσμο έτσι. Ελλείψει αποτελεσματικότητας της
λογικής, επιστρατεύονται ισχυρές ρητορικές τεχνικές οι οποίες θα υποχρεώσουν τους άλλους να
«δουν» ότι ενστερνίζονται μιαν επιστημονικά ασύστατη, κυριολεκτική προκατάληψη.
Μετά από την αποκάλυψη, και την υιοθέτηση του επιστημονικού Παραδείγματος, η επιστροφή
στο ιδεολογικό Παράδειγμα δεν είναι λογικά δυνατή (αλλιώς θα σήμαινε ότι μπορεί να εξαφανιστεί
μια ήδη διαθέσιμη λογική δυνατότητα).
Το κριτήριο λοιπόν είναι: ένα (επιστημονικό) Παράδειγμα υπερέχει αντικειμενικά αν και μόνο
αν αυτό αποκαλύπτει κάποια ή κάποιες «ιδεολογικές προ-καταλήψεις» που εγκατοικούν στους
ανταγωνιστές του… Σε μια διαδικασία ουσιαστικά χωρίς τέλος, «η επιστήμη απομακρύνεται όλο
και περισσότερο από τον κοινό νου»…
Αν η κατανόηση ενός παλιού (διαφορετικού) Παραδείγματος δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο
στους όρους του «δικού μου», σημαίνει ότι ουσιαστικά πρόκειται για κατανόηση των
σημαινουσών διαφορών τους στο εσωτερικό του δεύτερου, και αυτό πάλι δεν είναι τίποτα άλλο
από το άνοιγμα μιας λογικής δυνατότητας. Το τρέχον Παράδειγμα πρέπει να είναι λοιπόν «ευρύ»
για να χωρέσει αυτή τη δυνατότητα…
Η αλτουσεριανή προσέγγιση δεν είναι υπερ-παραδειγματική, είναι και η ίδια Παράδειγμα.
Ο ορισμός του προσδιορισμού «επιστημονικός» μπορεί να εφαρμοστεί σε ένα Παράδειγμα
μόνο από το εσωτερικό του ίδιου του Παραδείγματος αυτού (δηλαδή από αυτούς που μετήλθαν την
«έκλαμψη»…), άρα και μόνο σε ήδη συγκροτημένα Παραδείγματα (μόνο a posteriori, εκ των
437
Βλπ. και: Ντομινίκ Λεκούρ, “Μαρξισμός και επιστημολογία”, Ο Πολίτης.
167
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
υστέρων). Αυτό σημαίνει ότι οι «επιστημολογικές τομές» (που κατ’ αρχήν επιτρέπουν την
εφαρμογή του ορισμού) δεν μπορούν να εννοηθούν παρά ως ενδεχομενικά (contigent) ιστορικά και
κοινωνικά γεγονότα. Από εδώ έπεται ότι το επιστημονικό Παρ. στο εσωτερικό του οποίου ο
ορισμός λειτουργεί «έχει ως αντικείμενο, ακριβώς, τα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα», δηλαδή
«ό,τι συνιστά την ιστορία και τη κοινωνία».
(γ.1) Η επιστημολογία του Louis Althusser
«Η επιστήμη δεν εμφανίζεται πλέον ως η απλή διαπίστωση μιας ‘αλήθειας’, γυμνής και
δεδομένης, την οποία θα μπορούσαμε να ‘βρούμε’ ή να αποκαλύψουμε, αλλά ως η παραγωγή (η
οποία έχει μια ιστορία) γνώσεων, μια παραγωγή όπου δεσπόζουν σύνθετα στοιχεία, όπως οι θεωρίες,
οι έννοιες, οι μέθοδοι και οι πολλαπλές εσωτερικές σχέσεις που συνδέουν οργανικά αυτά τα
διαφορετικά στοιχεία. [...] η πραγματική ιστορία των επιστημών παρουσιάζεται άρρηκτα
συνδεδεμένη με κάθε επιστημολογία, ως ουσιώδης προϋπόθεσή της». Η νέα αυτή ιστορία,
ισχυρίζεται ο Althusser δεν μοιάζει με τις προηγούμενες «ιδεαλιστικές φιλοσοφίες της ιστορίας»
και εγκαταλείπει το παλαιό ιδεαλιστικό σχήμα μιας συνεχούς μηχανικής συσσωρευτικής ή
διαλεκτικής προόδου, χωρίς ρήξεις, χωρίς παράδοξα, χωρίς υποχωρήσεις, χωρίς άλματα. «Μια νέα
ιστορία εμφανίζεται: η ιστορία του γίγνεσθαι του επιστημονικού Λόγου, απαλλαγμένη όμως από
εκείνη την ιδεαλιστική καθησυχαστική απλούστευση που θεωρούσε ότι όπως δεν χάνεται καμία
αγαθοεργία αλλά πάντοτε ανταμείβεται, έτσι και κανένα επιστημονικό ερώτημα δεν μένει αναπάντητο
αλλά λαμβάνει πάντοτε την απάντησή ‘του’. Η πραγματικότητα έχει κάπως μεγαλύτερη φαντασία:
υπάρχουν ερωτήματα που δεν θα πάρουν ποτέ απάντηση γιατί είναι φανταστικά ερωτήματα, που δεν
αντιστοιχούν σε πραγματικά προβλήματα, και υπάρχουν επίσης φανταστικές απαντήσεις που αφήνουν
αναπάντητο το πραγματικό πρόβλημα το οποίο παρακάμπτουν. Υπάρχουν επιστήμες που δηλώνουν
επιστήμες και οι οποίες δεν είναι παρά επιστημονίστικη απάτη μιας κοινωνικής ιδεολογίας, και
υπάρχουν επίσης μη επιστημονικές ιδεολογίες που, μέσα από παράδοξες συναντήσεις, γεννούν
πραγματικές ανακαλύψεις, όπως βλέπουμε την φωτιά να αναπηδά από την κρούση δύο ξένων
σωμάτων. Επομένως, ολόκληρη η σύνθετη πραγματικότητα της ιστορίας, μέ όλους τους καθορισμούς
της (οικονομικούς, κοινωνικούς, ιδεολογικούς), εμπλέκεται στην κατανόηση της επιστημονικής
ιστορίας. Το έργο του Bachelard του Canguilhem και του Foucault προσφέρει την απόδειξη».438
Αποτελεί ο «ιστορικός υλισμός» επιστήμη; Η απάντηση σύμφωνα με τις αναλύσεις του
Althusser είναι θετική. Διαθέτει αυστηρό εννοιολογικό σύστημα, έχει διακριτό αντικείμενο που
ορίζει αυτό το σύστημα και ορίζεται απο εκείνο, και τρίτον διαθέτει προσίδιες πειραματικές
διαδικασίες όπως ορίζονται αποκλειστικά από αυτό το σύστημα και αυτό το αντικείμενο. Ποιες
είναι αυτές οι πειραματικές διαδικασίες που ελέγχουν τις υποθέσεις που διατυπώνει το πρώτο για
το δεύτερο; (Ο Althusser δεν απαντά με καθαρό και ρητό τρόπο). Αυτές συνίστανται στην
κομμουνιστική πολιτική πρακτική όπως αυτή αναπτύσσεται στο τεράστιο εργαστήριο που συνιστά
η ταξική πάλη. Μέσω αυτής της πρακτικής, μέσα στο εργαστήριο αυτό αναδεικνύονται τα κενά, οι
αστοχίες και τα λάθη της θεωρίας.439
(γ).1.1. Τα εσωτερικά γνωρίσματα μιας επιστήμης (L.Althusser)
438
L.Althusser: (La Pensee, τευχ.113, 02/1964), κείμενο παρουσίασης του άρθρου: “Η φιλοσοφία της επιστήμης
του G.Canguilhem (επιστημολογία και ιστορία των επιστημών)” του P.Macherey (παρατίθεται από τον Macherey,
στο: Από τον Canguilhem στον Foucault. Η δύναμη των κανόνων, εκδ.Πλέθρον 2010, σελ. 138-139).
439
Αρ. Μπαλτάς, “Για το επιστημολογικό καθεστώς της ψυχανάλυσης”, Η Ψυχανάλυση, Άνοιξη 2002.
168
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Κατ’ αρχήν, ο «χώρος της θεωρίας» συνίσταται από τις επιστήμες, τη φιλοσοφία και τις
θεωρητικές ιδεολογίες.440
- Η ιδεολογία είναι πάντοτε διαμορφωμένη σε ανταγωνιστικές ιδεολογικές τάσεις και η
αναπαραγωγή του κοινωνικού όλου διεξάγεται πάντοτε υπό την κυριαρχία μιας από αυτές και την
υποταγή των άλλων τάσεων σε αυτήν. Αυτά είναι στιγμές της συνεχούς ιδεολογικής πάλης,
αναπόσπαστου μέρους της ταξικής, γενικά, πάλης.
- Η ιδεολογία διαποτίζει κάθε στοιχείο του κοινωνικού όλου και διασφαλίζει τη συνοχή του.
Υπάρχει δηλαδή εσαεί και παντού, και δεν είναι παθητική αλλά δρώσα. Διαμορφώνει τις ιδέες
(έννοιες-εικόνες-αναπαραστάσεις) μέσω των οποίων τα άτομα αποδέχονται ή αμφισβητούν τη
συγκεκριμένη θέση τους, και διαμορφώνει τις ιδέες μέσω των οποίων η πραγματικότητα δίδεται
στα άτομα.
- Διακρίνουμε τις πρακτικές και τις θεωρητικές ιδεολογίες. Οι πρακτικές ιδεολογίες
διαμορφώνουν γενικά ανταγωνιστικές κοσμοαντιλήψεις.
- Μια ιδεολογική απόφανση, είναι μια απόφανση η οποία, συνιστώντας πάντοτε σύμπτωμα
μιας πραγματικότητας διαφορετικής από αυτήν την οποία η ίδια σκοπεύει, είναι απόφανση
λανθασμένη όσο αναφέρεται στο αντικείμενο που σκοπεύει (L.Althusser). Μια ιδεολογική
απόφανση αναγνωρίζει μεν μια πραγματικότητα αλλά την αναγνωρίζει μόνο παραγνωρίζοντάς την.
- Ο ιδεολογικός λόγος είναι ταυτολογικός (το συμπέρασμα ήδη προϋπάρχει στην αφετηρία
του).
- Η ιδεολογία έχει υλική υπόσταση (κάθε κοινωνική πρακτική διαμορφώνει μια και υπόκειται
σε μια υλικά δραστική ιδεολογία, και επίσης οι πρακτικές ιδεολογίες διαμορφώνονται, γενικά, στο
εσωτερικό των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους οι οποίοι συναρθρώνουν υλικά το
ιδεολογικό με το πολιτικό επίπεδο του κοινωνικού όλου).
- Η επιστημολογική τομή συνιστά τη διαδικασία γέννησης μιας επιστήμης.
- Η επιστημονική πρακτική (όπως κάθε άλλη κοινωνική πρακτική) ασκείται μέσα και δια της
ιδεολογίας, υπόκειται σε αυτή, συνέχεται και σημασιοδοτείται από αυτήν. Στα προϊόντα της η
ιδεολογία ενυπάρχει εσαεί σ’ αυτά. Η κίνηση της επιστημονικής πρακτικής είναι κοινωνική…
- Η φιλοσοφία είναι ο κόμβος που συναρθρώνει στο χώρο της θεωρίας την ταξική πάλη με τις
επιστήμες. Μόνο αυτή (πεδίο μάχης) εκπροσωπεί την ταξική πάλη μέσα στο χώρο της θεωρίας
(συνιστώντας τη θεωρητική στήριξη των ταξικά προσδιοριζόμενων, γενικά ανταγωνιζόμενων
κοσμοαντιλήψεων). Οι επιστήμες δεν εκπροσωπούν, μετέχουν στην ταξική πάλη μέσω των
κοινωνικών σχέσεων που προσδιορίζουν τον τόπο τους, τις διαδικασίες γέννησης, τις μορφές
κίνησης, τις πρακτικές, τις λειτουργίες, το ρόλο των αποτελεσμάτων και τις επιπτώσεις τους.
- Χωρίς την ύπαρξη επιστημών δεν υπάρχει φιλοσοφία αλλά μόνον κοσμοαντιλήψεις.
Αντικείμενο διακύβευσης αποτελεί η φιλοσοφική χρήση (εκμετάλλευση, παραγωγική ή
δυναστευτική) των επιστημών και η φιλοσοφική στάση απέναντί τους (φιλοσοφική εγγύηση περί
της αλήθειας, της αντικειμενικότητας, της εγκυρότητας της επιστημονικής γνώσης ή αντίθετα
φιλοσοφική οροθέτηση της σχετικής αυτονομίας των προϊόντων μιας επιστήμης).
- Η επιστημονική πρακτική διαμορφώνει μια «αυθόρμητη φιλοσοφία των επιστημόνων» η
οποία είναι εσωτερικά αντιθετική. Η προέλευση του ενός πόλου της αντίθεσης είναι
«εσωεπιστημονική» και ανάγεται σε υλιστικές φιλοσοφικές θέσεις (υπάρχει πραγματικά, υλικά,
εξωτερικά ως προς την πρακτική που το γνωρίζει, το αντικείμενο της επιστημονικής γνώσης, οι
διαδικασίες πειραματισμού είναι ορθές και αποτελεσματικές…). Εδώ, δεν επιτρέπεται η
φιλοσοφική αμφιβολία ως προς την αλήθεια, αντικειμενικότητα, εγκυρότητα κλπ… Ο άλλος πόλος
έχει προέλευση εξωεπιστημονική και προέρχεται από την προβολή πάνω στην επιστημονική
πρακτική φιλοσοφικών θέσεων που έχουν διαμορφωθεί στο εξωτερικό των επιστημών. Εδώ
440
Βλπ. αναλυτικά στο: Αριστείδης Μπαλτάς, Για την επιστημολογία του Λουί Αλτουσέρ, εκδ.Νήσος σελ.28-69.
169
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
αναγόμαστε γενικά σε ιδεαλιστικές θέσεις οι οποίες επιδιώκουν να υποτάξουν την εμπειρία σε
«αξίες» και «δικαιοδοσίες» εξωεπιστημονικές που «εγγυώνται» ή «αμφισβητούν» την αλήθεια
κλπ…
- Η φιλοσοφία, μέσα στο χώρο της θεωρίας, οικειοποιείται πολιτικά το επιστημονικό,
συνιστώντας έτσι εκεί μια ιδιότυπη πολιτική παρέμβαση -και στηρίζει θεωρητικά το πολιτικό,
συνιστώντας έτσι μια ιδιότυπη θεωρητική παρέμβαση στο πεδίο της ταξικής πάλης.
- Η φιλοσοφία, σε αντιδιαστολή με τις επιστήμες δεν έχει κάποιο (πραγματικό, εξωτερικό ως
προς την ίδια) αντικείμενο.
- Η φιλοσοφική πρακτική (παρέμβαση) παραμένει πάντα στο εσωτερικό της φιλοσοφίας. Η
φιλοσοφία μιλάει για άλλα και για όλα, μιλώντας πάντοτε μόνο για τον εαυτό της. Η διάκριση
ανάμεσα στο επιστημονικό και το ιδεολογικό είναι αυτό που καθορίζει τους όρους της πολιτικής
οικειοποίησης του επιστημονικού από τη φιλοσοφία, και αυτό που στηρίζει θεωρητικά τον πολιτικό
ρόλο της φιλοσοφίας.
- Η πραγματικότητα γνωρίζεται εμπειρικά, δηλαδή δίδεται, μέσω των πρακτικών ιδεολογιών,
ενώ γνωρίζεται επιστημονικά μέσω των επιστημών. Η εμπειρική γνώση δεν συνιστά κανένα
συγκεκριμένο επιστημονικό αντικείμενο, παρουσιάζει στοιχεία μόνο αντικειμενικότητας, ενώ
αντικειμενική γνώση είναι η επιστημονική.
- Το επιστημονικό αντικείμενο εμπεριέχεται ολόκληρο μέσα στη σκέψη, είναι αντικείμενο
ιδεατό, συνιστά δε την επιστημονική γνώση του πραγματικού αντικειμένου. Τα πραγματικά
φαινόμενα επιλέγονται από την επιστήμη, ανασκευάζονται εννοιολογικά και εντάσσονται έτσι στο
επιστημονικό της αντικείμενο. Το επιστημονικό αντικείμενο γεννιέται ως νέο αντικείμενο μαζί με
την εν λόγω επιστήμη, μέσα από τη καταστροφή και το ριζικό μετασχηματισμό του δεδομένου των
πρακτικών και θεωρητικών ιδεολογιών που σκοπεύουν το πραγματικό αντικείμενο. Η
επιστημονική γνώση του πραγματικού αντικειμένου είναι πάντοτε γνώση επιστημονικά ατελής. Το
δεδομένο της ιδεολογίας δεν καταστρέφεται ποτέ ολοκληρωτικά.
- Το επιστημονικό αντικείμενο δεν συνιστά αποτέλεσμα κάποιας διαδικασίας «αφαίρεσης» που
αποφλοιώνει το πραγματικό αντικείμενο από τα «επουσιώδη» γνωρίσματά του για να «αναδείξει»
τον πυρήνα του και να απομονώσει την «ουσία» του. Το επιστημονικό αντικείμενο δεν συνιστά την
«ουσία» του πραγματικού. Η πρακτική (ακόμα και οι υλικές επεμβάσεις πάνω στην
πραγματικότητα) που συγκροτεί το επιστημονικό αντικείμενο δεν επηρεάζει το αντίστοιχό του
πραγματικό το οποίο μένει ως έχει. Η σχέση επιστημονικού και πραγματικού αντικειμένου δεν είναι
σχέση αφαίρεσης αλλά πρόσθεσης: το νέο επιστημονικό προστίθεται στο πραγματικό ως η γνώση
του και απορροφάται από το τελευταίο. Τελικά ταυτίζονται (αναιρείται η διάκριση, μέσα στη
σκέψη), το πραγματικό νοείται πλέον ως το επιστημονικό αντικείμενο.
- Τα συστατικά στοιχεία μιας επιστήμης (το αντικείμενό της, το εννοιολογικό της σύστημα
και οι διαδικασίες επιστημονικού πειραματισμού) όλα αλληλοπροσδιορίζονται και
αλληλοελέγχονται μέσω ενός πλέγματος αλληλοπροσδιορισμών και αλληλοελέγχου, δεν είναι δε
ποτέ τελειωτικά διαμορφωμένα. Το επιστημονικό εννοιολογικό σύστημα είναι εκείνο το οποίο
πρωταρχικά υποδεικνύει και περι-γράφει το αντίστοιχό του πραγματικό αντικείμενο.
- Η επιστημονική πρακτική (θεωρητική, διεξάγεται μέσα στη σκέψη) έχει σαν ιδιαίτερο στόχο
την γνωστική ιδιοποίηση του πραγματικού αντικειμένου, την επιστημονική γνώση του. Είναι
πρακτική μετασχηματισμού (πάντοτε μέσα στη σκέψη) ενός πραγματικού αντικειμένου που τη
δεσμεύει, συνιστά εν τέλει διαδικασία παραγωγής: πρώτη ύλη είναι οι ιδέες τις οποίες
διαμορφώνουν οι πρακτικές και θεωρητικές ιδεολογίες, ή μια κατάσταση της ήδη συγκροτημένης
επιστήμης. Μέσα παραγωγής είναι το ήδη συγκροτημένο εννοιολογικό σύστημα και οι διαδικασίες
πειραματισμού, και το προϊόν είναι μια νέα κατάσταση της επιστήμης η οποία συνιστά μια νέα
γνώση του πραγματικού αντικειμένου. Άμεσοι παραγωγοί είναι οι επιστήμονες, οι σχέσεις
παραγωγής είναι οι σχέσεις που συνιστούν την «αυθόρμητη φιλοσοφία των επιστημόνων».
170
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
- Το ίδιο το γεγονός της γέννησης μιας επιστήμης (μέσα από την επιστημολογική τομή)
θεμελιώνει τόσο την απαίτηση όσο και την δυνατότητα της μετέπειτα κίνησής της. Η γέννηση αυτή
συνιστά σημείο «μη επιστροφής». Η μετά τη γέννησή της κίνηση μιας επιστήμης συνιστά δομή. Το
αίτημα της μετάβασης από μια κατάσταση (ένα, μη τελειωτικά διαμορφωμένο, «σχηματισμό» των
συστατικών της στοιχείων) στη διάδοχή της, παρουσιάζεται πάντα με τη μορφή ενός επιστημονικού
προβλήματος. Ανάδειξη ενός επιστημονικού προβλήματος είναι η επισήμανση μιας συγκεκριμένης
ανάγκης τελείωσης. Ρητή τοποθέτηση ενός επιστημονικού προβλήματος που έχει ήδη αναδειχθεί
είναι ο εντοπισμός της συγκεκριμένης θέσης (των ρητών σχέσεων) αυτού του προβλήματος ως προς
τα συστατικά στοιχεία της επιστήμης αυτής και το πλέγμα αλληλοπροσδιορισμών και
αλληλοελέγχου. Η συγκεκριμένη διατύπωσή του είναι τέτοια ώστε να υποδεικνύονται
συγκεκριμένα τα μέσα για την επίλυσή του. Οι όροι ανάδειξης, ρητής τοποθέτησης και
διατύπωσης του συνόλου των διατυπώσιμων προβλημάτων συνιστούν την προβληματική της
επιστήμης αυτής. Η λύση του επιστημονικού προβλήματος διαμορφώνει ένα νέο «σχηματισμό»
των συστατικών στοιχείων, μια νέα κατάσταση της επιστήμης. Οι όροι που συνιστούν τη δομή της
(επ’ άπειρον) κίνησης μιας επιστήμης είναι οι όροι που συνιστούν την προβληματική και οι όροι
που εξασφαλίζουν την επίλυση των προβλημάτων.
- Η κίνηση μιας επιστήμης αυτονομοθετείται: η αλληλουχία των διαδοχικών καταστάσεων
καθορίζεται από μόνες τις σχέσεις ανάμεσα στους όρους που συνιστούν τη δομή της. Η σύστασή
της σε δομή αποδίδει σε αυτή την κίνηση ένα ιδιάζων καθεστώς αυτονομίας (πρόκειται για σχετική
μόνο αυτονομία ως προς την υπόλοιπη κοινωνική κίνηση). Καθώς είναι αποκλειστικά και μόνον η
κίνηση μιας επιστήμης αυτή που συγκροτεί (με τη γέννηση) και εμπλουτίζει την επιστημονική
γνώση του πραγματικού της αντικειμένου, το καθεστώς αυτονομίας που διέπει αυτή την κίνηση
ανάγει σε αποκλειστικά «εσωτερική υπόθεση» της επιστήμης αυτής τον προσδιορισμό και τον έλεγχο
της επιστημονικότητας της γνώσης που παράγει. Είναι τα συστατικά της επιστήμης αυτής, μόνα,
κατ’ αποκλειστικότητα, που μπορούν να κρίνουν, να προσδιορίσουν και να ελέγξουν την αλήθεια,
την αντικειμενικότητα και την εγκυρότητα…, δεν υπάρχει η ανάγκη καμιάς «εξωτερικής»
θεμελίωσης και κανενός «εξωτερικού» εγγυητή. Ωστόσο οι συνθήκες και προϋποθέσεις αυτής της
κίνησης δεν παύουν να είναι κοινωνικές: η ιδεολογία ενυπάρχει εσαεί στα συστατικά στοιχεία και
στο πλέγμα αλληλοπροσδιορισμών και αλληλοελέγχου. Η επιστημονική πρακτική (διαδικασία
παραγωγής) πρώτον, κυβερνάται από τις σχέσεις παραγωγής που συνιστά η αντίστοιχη αυθόρμητη
φιλοσοφία των επιστημόνων, όπως αυτή λειτουργεί μέσα στις ιδεολογικές και ευρύτερα
κοινωνικές σχέσεις που καθορίζουν κάθε στιγμή συνολικά το επιστημονικό φαινόμενο, και κατά
δεύτερον, ασκείται από «άμεσους παραγωγούς» όπως αυτοί προσδιορίζονται ιδεολογικά και
κοινωνικά.
(γ).1.2. Althusser: γνωσιακή πράξη και εμπειρισμός
«Καθώς [το άτομο] δεν αντιλαμβάνεται την ιδεολογία, εκλαμβάνει την εκ μέρους του αντίληψη
των πραγμάτων και του κόσμού ως αντίληψη των «πραγμάτων καθ’ εαυτών», χωρίς να
συνειδητοποιεί ότι αυτή η αντίληψη του δίδεται μόνο μέσα από το πέπλο των ιδεολογικών μορφών,
τις οποίες δεν υποψιάζεται» (L.Althusser).
Η ιδεολογία είναι υπεύθυνη για την εσωτερική διαμεσολάβηση μεταξύ υποκειμένων και
αντικειμένων στο πλαίσιο της κοινωνικής πρακτικής και, ταυτόχρονα, συνιστά μια φαντασιακή
παράσταση της πρακτικής με όρους πράξεων μεταξύ εξωτερικών και αδιαμεσολάβητων υποκειμένων
και αντικειμένων.441
441
Βλπ. και: Φουρτούνης Γιώργος, ‘Για τους όρους θεμελίωσης της επιστημολογίας του Αλτουσέρ’.
171
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Ο Althusser ονομάζει την «ιδεολογία της θεωρητικής πρακτικής» «εμπειρισμό». Σύμφωνα
με τον εμπειρισμό η γνωσιακή πράξη ασκείται επί εξωτερικών πραγματικών αντικειμένων. Όμως το
αποφασιστικό σημείο είναι η ιδεολογική διαμεσολάβηση: το αντικείμενο της θεωρητικής πρακτικής
είναι εσωτερικό στη θεωρητική πρακτική, είναι ένα ιδεολογικά διαμεσολαβημένο θεωρητικό
αντικείμενο. Επίσης, ενώ για τον εμπειρισμό η γνώση έγκειται στην πρόσβαση στην ουσία του
πραγματικού αντικειμένου, σύμφωνα με την αλτουσεριανή επιστημολογία η θεωρητική πρακτική
συνίσταται στον μετασχηματισμό του θεωρητικού-ιδεολογικού αντικειμένου. Ο μετασχηματισμός
αυτός μπορεί είτε να αναπαράγει την ιδεολογική φύση του θεωρητικού αντικειμένου, είτε να της
ασκεί κριτική, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, έχουμε την επιστημολογική τομή που εγκαινιάζει
την επιστήμη του εν λόγω αντικειμένου. Επιστήμη σημαίνει γνωσιακή αντίθεση προς την ιδεολογία,
θεωρημένη από τη σκοπιά της πρώτης.
Η ιδέα μιας αδιαμεσολάβητης συνάντησης μεταξύ αμοιβαίως εξωτερικών και ανεξάρτητων
υποκειμένων και αντικειμένων είναι ισοδύναμη με την ιδέα μιας σχέσης όπου οι σχετιζόμενοι όροι
έχουν την πρωτοκαθεδρία επί της ίδιας της σχέσης: τα υποκείμενα και τα αντικείμενα δεν
συγκροτούνται στο πλαίσιο της μεταξύ τους σχέσης και υπό την κυριαρχία της, αλλά αντίθετα η
σχέση καθορίζεται από τις ιδιότητες των ανεξάρτητων όρων που υπεισέρχονται σ’ αυτήν. Η
αμοιβαία εξωτερικότητα (έλλειψη διαμεσολάβησης, ανεξάρτητες αυθύπαρκτες υποστάσεις)
ισοδυναμεί με τον χαρακτηρισμό τους ως «πραγματικών». Εδώ (απλή εμπειρία) το υποκείμενο
εσωτερικεύει μια «αναπαράσταση» του αντικειμένου. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η εν λόγω
«αναπαράσταση» συνιστά μια οντότητα εσωτερική στο υποκείμενο, ένα εσωτερικό «αντικείμενο»
(μη «πραγματικό» αφού δεν συναντάται στο χώρο των αδιαμεσολάβητων σχέσεων, στην
πραγματικότητα, αλλά σε έναν ιδιότυπο εσωτερικό χώρο…). Πρόκειται για τον δυισμό ανάμεσα σε
«πραγματικό» και «ιδεατό» («φυσικό» και «νοητικό», «υλικό» και «πνευματικό» κλπ…).
Πραγματικό λοιπόν αντικείμενο είναι αυτό του οποίου η ύπαρξη («έξω») δεν εξαρτάται από την
υποκειμενική σφαίρα…
Στη βάση αυτής της αναπαραστατικής σχέσης, η εσωτερική αναπαράσταση αντιστοιχεί
(ιδεωδώς, μονοσήμαντα) με το εξωτερικό, «πραγματικό» αντικείμενο. Σύμφωνα με την
αλτουσεριανή προσέγγιση, η προηγούμενη αντίληψη περί «πράξεων» μεταξύ αδιαμεσολάβητων
«πραγματικών» υποκειμένων και αντικειμένων αποτελεί την πλέον γενική ιδεολογική παράσταση,
την απώτατη δομή κάθε συγκεκριμένης ιδεολογίας. Πρόκειται για τον παραδοσιακό οντολογικό
ισχυρισμό ότι η απώτατη πραγματικότητα αποτελείται από ελεύθερες κάθε πλαισίου (context-free)
ανεξάρτητες υποστάσεις.
Κάθε κοινωνική πρακτική, ενώ μετασχηματίζει κατά τον τρόπο που της προσιδιάζει την
ειδική «πρώτη ύλη» της στο «ειδικό προϊόν» της, ταυτοχρόνως ιδιοποιείται το Πραγματικό
σύμφωνα με τη δική της τροπικότητα. Το κοινωνικό όλον συνίσταται σε ένα σύνθετο, εσωτερικά
διαρθρωμένο σύνολο κοινωνικών πρακτικών (μη αναγώγιμες μονάδες του κοινωνικού), ενώ κάθε
βαθμίδα ανθρώπινης κοινωνικής ύπαρξης αντιστοιχεί σε κάποια διακριτή πρακτική. Οι κοινωνικές
πρακτικές διεκπεραιώνονται αναγκαστικά από υποκείμενα (φορείς). Όμως τα υποκείμενα και τα
αντικείμενα δια των οποίων υπάρχει μια πρακτική είναι αείποτε εσωτερικά στην κοινωνική
πρακτική. Η τελευταία δηλαδή ισοδυναμεί με την πάντοτε-ήδη διαμεσολάβηση μεταξύ
υποκειμένων και αντικειμένων. Δεν συμβαίνει λοιπόν ποτέ η μυθική πρωταρχική και
αδιαμεσολάβητη συνάντηση (αμοιβαία εξωτερικών) υποκειμένων και αντικειμένων, δηλαδή αυτά
δεν είναι «πραγματικά» (δηλ. προϋπάρχοντα της σχέσης τους) αλλά βέβαια είναι υπαρκτά…
Η ιδεολογία αντιπροσωπεύει αυτό καθεαυτό το στοιχείο της διαμεσολάβησης στο πλαίσιο
των κοινωνικών πρακτικών: «πρακτική = «πράξεις» + ιδεολογία». Χωρίς ιδεολογία δεν υπάρχουν
πρακτικές. Ο Althusser εισηγείται την έννοια της πρακτικής ιδεολογίας για να τονίσει (σε
αντίθεση με τις τρέχουσες διαισθήσεις) ότι η ιδεολογία έχει πρωταρχικώς έμπρακτη υπόσταση και
172
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
αντιστοίχως ότι η πρακτική έχει αναπόδραστα ιδεολογική υπόσταση. Καταργείται με αυτό τον
τρόπο η διάκριση ανάμεσα σε μια μονοδιάστατη, εξωτερική ή «υλική» σφαίρα και μια εξίσου
μονοδιάστατη, εσωτερική ή «ιδεατή». Η κοινωνική πραγματικότητα είναι εγγενώς ιδεολογική.
Η εκάστοτε πρακτική ιδεολογία είναι μια «φαντασιακή» παράσταση της αντίστοιχης
πρακτικής (φαντασιακή με την έννοια ότι «υιοθετείται» από την κοινωνική πραγματικότητα την
οποία παριστά, ενώ η υιοθέτηση αυτή είναι με τη σειρά της συγκροτητική της εν λόγω
παριστώμενης πραγματικότητας). Ο Althusser περιγράφει ως το πρωταρχικό ιδεολογικό
αποτέλεσμα: την απόκρυψη του ιδεολογικού από το ίδιο το ιδεολογικό. Η ιδεολογική παράσταση
εμφανίζεται και βιώνεται ως μη ιδεολογική, και αυτό σημαίνει ότι η ίδια η πραγματικότητα την
οποία παριστά εμφανίζεται ως μη ιδεολογική επίσης.
Τα υποκείμενα και αντικείμενα λοιπόν δεν συνιστούν πρωταρχικές «πραγματικότητες», αλλά
ιδεολογικά αποτελέσματα και συγκροτούνται αμοιβαίως, στο πλαίσιο της μεταξύ τους σχέσης.
Μόνο στο εσωτερικό της ιδεολογίας αυτά εμφανίζονται ως «πραγματικά». Η ιδεολογική
παράσταση διαφεύγει της αντίθεσης αληθές/ ψευδές: δεν είναι ούτε «ψευδής συνείδηση», ούτε και
αντανάκλαση της κοινωνικής πραγματικότητας. Αντίθετα η κοινωνική πρακτική είναι καθοριστική
της ιδεολογικής παράστασής της, ενώ η τελευταία είναι αείποτε επικαθοριστική επί της πρώτης.
Σύμφωνα λοιπόν με το «εμπειριστικό» σχήμα (εσωτερίκευση μιας αναπαράστασης του
αντικειμένου από το υποκείμενο κλπ…) η κατ’ εξοχήν γνωσιακή πράξη είναι εκείνη δια της οποίας
το υποκείμενο «αφαιρεί» και συνακόλουθα κατέχει την «ουσία» του αντικειμένου. Το υποκείμενο
δεν γνωρίζει απλώς την εξωτερική ύπαρξη ενός αντικειμένου αλλά γνωρίζει το αντικείμενο (όχι
μόνο ότι «είναι» αλλά και «τι είναι» αυτό). Η γνώση είναι η ουσία (και αντιστρόφως). Κατοχή της
ουσίας σημαίνει ότι το υποκείμενο γνωρίζει το αντικείμενο. Η γνώση τοποθετείται έτσι «μέσα»
στο «πραγματικό» αντικείμενο ως αυτό που το διέπει και το καθιστά ό,τι είναι (πρωτοκαθεδρία της
γνώσης επί του αντικειμένου που γνωρίζεται): από τον Althusser αυτό δίδεται ως η απώτατη
μορφή ιδεαλισμού. Στο βαθμό που η γνώση προσδιορίζεται ως η κατοχή της ουσίας…, πώς
είμαστε βέβαιοι ότι η εσωτερική οντότητα αυτή που διαθέτουμε, πέρα από απλή αναπαράσταση
του πραγματικού αντικειμένου, δίδει επιπλέον και την ουσία του, δηλαδή συνιστά πράγματι τη
γνώση του; Πώς είμαστε βέβαιοι ότι οι υφιστάμενοι προσδιορισμοί (αληθείς;) του «ίχνους» του
πραγματικού αντικειμένου συνιστούν ουσιώδεις προσδιορισμούς του που μας επιτρέπουν να
γνωρίζουμε «τι είναι» το εν λόγω; Συνέπεια αυτών είναι η αποσύνδεση γνώσης και βεβαιότητας:
όταν γνωρίζω δεν μπορώ να είμαι βέβαιος ότι γνωρίζω. Η γνώση δεν διαθέτει αναστοχαστική
βαθμίδα, δεν (μπορεί να) γνωρίζει ότι είναι τέτοια, αδυνατεί να εγγυηθεί τον εαυτό της. Αυτό δε
συστοιχεί με το γεγονός ότι υπάρχουν μόνο ανεξάρτητες, εξατομικευμένες υποψήφιες γνώσεις.
Είδαμε παραπάνω πως σύμφωνα με την αλτουσεριανή φιλοσοφία (αντι-εμπειρισμός) τα
αντικείμενα της θεωρητικής πρακτικής, δηλαδή η πρώτη ύλη επί των οποίων αυτή εργάζεται, δεν
είναι κάποια μυθικά «πραγματικά» αντικείμενα, αλλά θεωρητικά αντικείμενα, πάντοτε ήδη
εσωτερικευμένα στη θεωρητική πρακτική και διαμεσολαβημένα από την αντίστοιχη ιδεολογία. Το
θεωρητικό ποτέ δεν δίδει την ουσία κανενός «πραγματικού αντικειμένου». Δεν τίθεται θέμα
αφαίρεσης και κατοχής κανενός είδους «ουσίας». Εντούτοις σύμφωνα με τον Althusser, υπάρχει
ένα είδος θεωρητικής πρακτικής, η επιστημονική πρακτική, που παράγει γνώσεις που μάλιστα
αφορούν το Πραγματικό. Το προϊόν λοιπόν δεν είναι πλέον θεωρητικές ιδεολογίες αλλά
επιστημονικές γνώσεις. Το επιστημονικό αντικείμενο δεν αντιστοιχεί σε κανένα («πραγματκό»)
αντικείμενο ούτε συνιστά την «ουσία» του, παρ’όλα αυτά συνιστά γνώση του Πραγματικού. Ποια
είναι η πρώτη ύλη της επιστημονικής πρακτικής; Δεν είναι κάποια «πραγματικά» αντικείμενα, αλλά
ιδεολογικά αντικείμενα. Η επιστημονική πρακτική εργάζεται πάντοτε επί θεωρητικών ιδεολογιών
και τις μετασχηματίζει σε επιστημονικές γνώσεις. Δεν υφίσταται πλέον «ουσία της γνώσης», η
173
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
γνώση αυτο-διακρίνεται από τη μη-γνώση και αυτο-επικυρώνεται ως γνώση. Η διάκριση γνώσης
και μη-γνώσης είναι εσωτερική στην εκάστοτε γνώση. Η διαχείριση της αντίθεσης αληθές/ ψευδές
γίνεται πλέον στο εσωτερικό της επιστήμης (δεν επαφίεται σε καμία εξωτερική αρχή). Το
επιστημονικό, η γνώση και το αληθές από τη μια πλευρά και το μη-επιστημονικό, η άγνοια και το
ψεύδος από την άλλη, δεν συνιστούν αυθύπαρκτες υποστάσεις αλλά προσδιορίζονται αμοιβαίως
ως οι δύο πόλοι της επιστημολογικής τομής. Πρωτοκαθεδρία της σχέσης έναντι των όρων που
συσχετίζει. Η διάκριση δεν είναι παθητική αλλά ενεργητική και συγκροτητική και οι δύο πόλοι
που αποκαθιστά δεν είναι ισότιμοι. Η επιστημολογική τομή δεν οριοθετεί απλώς ένα «πρίν» και
ένα «μετά» με ίσα δικαιώματα, αλλά την επιστήμη από την προ-επιστημονική ή ανεπιστημονική
προϊστορία της. Πρόκειται για μια γνωσιακή διάκριση, εγγενώς μεροληπτική, που επιτελείται
σύμφωνα με τη νόρμα του ενός από τους δύο όρους που διακρίνει και αποκαθιστά.
(γ.2) μαρξισμός και φιλοσοφία της επιστήμης
O Μαρξ συνοψίζει την προσέγγισή του στον πρόλογο της Συμβολής στην Κριτική της
Πολιτικής Οικονομίας του 1859:
«Το γενικό αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξα και το οποίο, αφού ξεκαθαρίστηκε,
χρησίμευσε ως καθοδηγητικός μίτος για τις μελέτες μου, μπορεί να διατυπωθεί σύντομα ως εξής:
Κατά την κοινωνική παραγωγή της ύπαρξής τους, οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες σχέσεις,
σχέσεις αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέλησή τους, σχέσεις παραγωγής που αντιστοιχούν κάθε φορά
σε ένα καθορισμένο στάδιο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Το σύνολο αυτών των σχέσεων
παραγωγής συνιστά την οικονομική δομή της κοινωνίας, τη συγκεκριμένη βάση επί της οποίας
εγείρεται ένα πολιτικό και νομικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν καθορισμένες μορφές
κοινωνικής συνείδησης. Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει τη διαδικασία της
κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής εν γένει. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που
καθορίζει το είναι τους αλλά αντίστροφα είναι το κοινωνικό είναι που καθορίζει τη συνείδηση. Σε
κάποιο στάδιο της ανάπτυξής τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε
αντίφαση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις ή, πράγμα που δεν είναι παρά η νομική έκφραση
των τελευταίων, με τις σχέσεις ιδιοκτησίας στο πλαίσιο των οποίων οι εν λόγω δυνάμεις κινούνταν
μέχρι τότε. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, οι σχέσεις αυτές μετατρέπονται σε
εμπόδια. Τότε ανοίγει μια περίοδος κοινωνικής επανάστασης. Η αλλαγή στην οικονομική βάση
αναστατώνει λιγότερο ή περισσότερο γρήγορα ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Όταν εξετάζουμε
αναστατώσεις τέτοιου μεγέθους, οφείλουμε πάντοτε να διακρίνουμε ανάμεσα στους υλικούς
μετασχηματισμούς των συνθηκών οικονομικής παραγωγής --τους οποίους μπορούμε να
διαπιστώσουμε με επιστημονικά αυστηρό τρόπο-- και στις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές,
καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές μορφές, με μια λέξη τις ιδεολογικές μορφές υπό τις οποίες οι άνθρωποι
συνειδητοποιούν τη σύγκρουση και τη φέρουν σε πέρας. Όπως δεν μπορούμε να κρίνουμε ένα άτομο
από την ιδέα που έχει για τον εαυτό του, έτσι δεν μπορούμε να κρίνουμε μια τέτοια εποχή
αναστατώσεων από την αυτοσυνείδησή της. Οφείλουμε, αντίθετα, να εξηγούμε την εν λόγω
αυτοσυνείδηση από τις αντιφάσεις της υλικής ζωής, από τη σύγκρουση που εξελίσσεται ανάμεσα στις
κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και στις σχέσεις παραγωγής. Ένας κοινωνικός σχηματισμός δεν
εξαφανίζεται πριν αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που ο ίδιος είναι σε θέση να περιλάβει
ούτε νέες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις αντικαθιστούν τις παλιές πριν οι υλικές συνθήκες
ύπαρξης των νέων σχέσεων αρχίσουν να προάγονται μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς
κοινωνίας. Για αυτό η ανθρωπότητα δεν θέτει ποτέ προβλήματα που δεν μπορεί να λύσει. Γιατί, αν
κοιτάξουμε καλύτερα, θα βρούμε ότι το ίδιο το πρόβλημα δεν αναφύεται παρά εκεί όπου οι υλικές
174
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
συνθήκες για την επίλυσή του ήδη υπάρχουν ή τουλάχιστον βρίσκονται στον δρόμο για να υπάρξουν.»
(Marx, 1957, σ.4-5)
Παρατηρούμε πως ο Μαρξ αποφεύγει να θέσει την επιστήμη ανάμεσα στις «νομικές,
πολιτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές μορφές» υπό τις οποίες οι «άνθρωποι συνειδητοποιούν και
φέρουν σε πέρας τη σύγκρουση» ανάμεσα σε παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές σχέσεις.
Αντίθετα, ο ίδιος φαίνεται να αντιδιαστέλλει καθαρά αυτές τις «ιδεολογικές μορφές» από τον
«επιστημονικά αυστηρό τρόπο» με τον οποίο μπορούμε να διαπιστώνουμε τους «υλικούς
μετασχηματισμούς των συνθηκών οικονομικής παραγωγής». 442 Η διάκριση επιστήμης και
ιδεολογίας, όπως τίθεται έτσι σχεδόν ρητά, φαίνεται κατ’ αρχήν να μας επιτρέπει να συναγάγουμε
πως ο «επιστημονικά αυστηρός τρόπος» είναι εγγενώς προικισμένος με την ικανότητα να αίρεται
υπεράνω των συγκρούσεων ανάμεσα σε παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές σχέσεις ώστε να
μπορεί να αποτιμά με τη δέουσα αντικειμενικότητα τα συναφή αίτια και διακυβεύματα και να
προβαίνει συνεπώς σε αμερόληπτες διαπιστώσεις, δηλαδή διαπιστώσεις που δεν υπόκεινται στις
υποκειμενικότητες ή τα συμφέροντα της μιας ή της άλλης πλευράς. Το ερώτημα του πώς η
επιστήμη είναι σε θέση να αντλεί αυτήν την ικανότητα αντικειμενικότητας και αμεροληψίας δεν
φαίνεται να απασχολεί καθόλου τον Μαρξ. Τουλάχιστον στο παραπάνω κείμενο.
Από την άλλη μεριά όμως, αφού «ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει τη
διαδικασία της κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής εν γένει» ενώ τόσο ο ρητός όσο και ο
διάχυτος υλισμός του Μαρξ του απαγορεύει να θεωρήσει την επιστήμη ως κάτι εξωτερικό, ξένο ή
ανεξάρτητο από την τελευταία, ο ίδιος φαίνεται να υποστηρίζει στο παραπάνω κείμενο ότι οι όροι
και οι μορφές ανάπτυξης της επιστήμης, αν όχι αυτά καθ’ εαυτά τα επιστημονικά αποτελέσματα,
εξαρτώνται καθοριστικά από τα στάδια ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων κατά τις
παραγωγικές σχέσεις που τους αντιστοιχούν κάθε φορά. Με άλλα λόγια, ο Μαρξ φέρεται να
θεωρεί όχι μόνον πως η επιστήμη, παρά την αντικειμενικότητα και αμεροληψία της, παραμένει
αγκυρωμένη στην κοινωνία αλλά και πως η όλη εξέλιξή της εξαρτάται καθοριστικά από εκείνη:
αφού «η ανθρωπότητα δεν θέτει ποτέ προβλήματα που δεν μπορεί να λύσει», τα επιστημονικά
προβλήματα που θέτει η επιστήμη κατά το οποιοδήποτε στάδιο ανάπτυξής της δεν μπορεί παρά να
είναι προβλήματα που, σε τελευταία τουλάχιστον ανάλυση, το αντίστοιχο σύμπλοκο παραγωγικών
δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων επιτρέπει να τεθούν, δηλαδή να διατυπωθούν ώστε να
λυθούν.
Βλέπουμε έτσι πως το κείμενο του Μαρξ συγκροτεί εδώ μια σημαίνουσα ένταση, αν όχι μια
καθαυτό αντίφαση. Από τη μια μεριά, η επιστήμη παρουσιάζεται ως ικανή να αποφαίνεται
αντικειμενικά και αμερόληπτα για τους απολύτους καθοριστικούς «υλικούς μετασχηματισμούς
των συνθηκών οικονομικής παραγωγής». Αλλά από την άλλη μεριά και ταυτόχρονα, η ίδια,
δηλαδή η δυνατότητα να τίθενται, να διατυπώνονται και να λύνονται τα εκάστοτε επιστημονικά
προβλήματα443, παρουσιάζεται να εξαρτάται εξίσου καθοριστικά από τους ίδιους τους
μετασχηματισμούς αυτούς. Με άλλα λόγια, αν η δυνατότητα διατύπωσης και λύσης των
επιστημονικών προβλημάτων εξαρτάται από την «οικονομική δομή της κοινωνίας», πώς είναι σε
θέση η επιστήμη να αποφαίνεται αντικειμενικά και αμερόληπτα επί των όσων συγκροτούν αυτήν
442
Στο θέμα της σχέσης μαρξισμού και φιλοσοφίας της επιστήμης, στις επόμενες 8 σελίδες ακολουθούμε την
ανάλυση του Αρ. Μπαλτά.
443
Για το πώς η εξέλιξη μιας επιστήμης μετά τη γέννησή της μπορεί να θεωρηθεί ως διαδοχή προβλημάτων
βλέπε: Baltas, A. (1991), “On some Structural Aspects of Physical Problems”, Synthese, 89, σ. 299-320. Και Baltas A.
(1993), “Physics as a Mode of Production”, Science in Context, 6, 2, σ. 569-616.
175
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
την «οικονομική δομή»; Μια άλλη «οικονομική δομή» δεν θα οδηγούσε αναπόφευκτα κατά τα
παραπάνω στην ‘άλλη’ επιστήμη που θα της αντιστοιχούσε; Και αν ναι, πώς μπορεί να
συμβιβαστεί η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία της επιστήμης με τη σχετικότητά της ως προς
την «οικονομική δομή»; Δεν έχουμε εδώ να κάνουμε με κάποιας μορφής κοινωνικό σχετικισμό;
Η ένταση ανάμεσα στην αιτούμενη αντικειμενικότητα και αμεροληψία της επιστήμης από τη
μια μεριά και στην εξίσου αιτούμενη εξάρτηση της ίδιας από την εκάστοτε «οικονομική δομή»
από την άλλη δεν αντιμετωπίζεται στο παραπάνω κείμενο.
Ο Χέγκελ γράφει από τη σκοπιά του τέλους της ιστορίας: η ιστορία έχει τελειώσει κοινωνικά
με την έλευση του Πρωσικού κράτους, έχει τελειώσει σε επίπεδο φυσικής επιστήμης με τη
Νευτώνεια θεωρία, έχει τελειώσει σε επίπεδο ιδεών εν γένει με τη φιλοσοφία του ίδιου του
Χέγκελ. Αλλά αν η σκοπιά από την οποία αποτιμάται η κοινωνία και όλες οι εξελίξεις της,
συμπεριλαμβανομένων των επιστημονικών, είναι η σκοπιά της ήδη τελειωμένης ιστορίας, τότε
αυτή η σκοπιά ενέχει τη δυνατότητα καθολικής αντικειμενικής επόπτευσης και κατά συνέπεια η
παραπάνω ένταση αίρεται εκ προοιμίου, δηλαδή δεν τίθεται καν. Οφείλουμε βέβαια να
σημειώσουμε ότι για τον νεαρό Μαρξ το πρωσικό κράτος και η Χεγκελιανή φιλοσοφία δεν
σηματοδοτεί το τέλος της ιστορίας. Προκειμένου να ολοκληρωθεί η «προϊστορία της
ανθρωπότητας», απομένει η γνήσια προλεταριακή επανάσταση. Αλλά το εναπομένον αυτό
ιστορικό έλλειμμα δεν αλλάζει ουσιαστικά τη βασική ιδιότητα του σχήματος του Χέγκελ που
ενδιαφέρει εδώ: η επόπτευση των πραγμάτων από τη «σκοπιά του προλεταριάτου» εξασφαλίζει
και πάλι καθολική αντικειμενικότητα και άρα η εν λόγω ένταση εξακολουθεί να μην υφίσταται.
Με αυτήν την έννοια, ο Μαρξ δικαιούται φιλοσοφικά να μην ‘βλέπει’ την ένταση που
επισημαίνουμε.
Η σκοπιά του τέλους της ιστορίας --είτε εδράζεται στο Πρωσικό κράτος είτε στο
προλεταριάτο-- ως σκοπιά που επιτρέπει, ακριβώς, την καθολική αντικειμενική επόπτευση των
πραγμάτων δεν είναι άλλη από τη σκοπιά του Θεού. Είναι η σκοπιά που περιορίζει τα πράγματα
στα ήδη δεδομένα και κατά βάσιν ήδη γνωστά, είναι η σκοπιά που απαγορεύει την κίνηση της
κοινωνικής ύλης και της ύλης εν γένει προς νέες ριζικά απρόβλεπτες κατευθύνσεις, είναι η σκοπιά
που αποκλείει προκαταβολικά μέλλουσες μείζονες εκπλήξεις, είναι η σκοπιά που δεν επιτρέπει την
μετέπειτα έλευση στην ιστορία του ριζικά αναπάντεχου. Με αυτήν την έννοια, δεν συνιστά τίποτε
λιγότερο, ισχυρίζομαι, από την πυρηνική θέση του ιδεαλισμού. Κατά συνέπεια, δεν είναι τυχαίο
που η φιλοσοφία του Χέγκελ θεωρείται κατ’ εξοχήν ιδεαλιστική ενώ, όπως αναπτύσσει ο
Αλτουσέρ (ό.π.), η περίφημη υλιστική «αντιστροφή» της από τον Μαρξ στο υστερότερο έργο
του444 δεν κατορθώνει να αποκαταστήσει φιλοσοφικά τον υλισμό, δηλαδή την απόλυτη άρνηση
κάθε δυνατότητας να υπάρχει οποιαδήποτε υπερβατική θέση επόπτευσης των πραγμάτων. Με
άλλα λόγια, η εν λόγω «αντιστροφή» δεν καταστρέφει τη σκοπιά του Θεού αλλά ‘απλώς’445 την
αναποδογυρίζει (την τοποθετεί, αν θέλουμε, ‘από κάτω’ και με τους από κάτω) μετονομάζοντάς
την ταυτόχρονα σε «σκοπιά του προλεταριάτου». Ισχυρίζομαι πως πολλές από τις θεωρητικές --και
τις συναρτώμενες πολιτικές-- περιπέτειες του μαρξισμού --ο κοινωνικός ντετερμινισμός της
αλληλουχίας των τρόπων παραγωγής (δουλεία, φεουδαρχία, καπιταλισμός, σοσιαλισμός) και των
«νόμων της ιστορίας», ο τεχνολογικός, ουσιαστικά προμηθεϊκός, ντετερμινισμός της αέναης και
444
Όπως γράφει ρητά ο ίδιος στον επίλογο του Κεφαλαίου που ήδη αναφέρθηκε, «η διαλεκτική μέθοδός μου, όχι
μόνο διαφέρει από τη βάση της με τη Χεγκελιανή διαλεκτική αλλά συνιστά και το ακριβές της αντίστροφο» (Marx 1975,
σ.29).
445
Η «αντίστροφή» αυτή, βέβαια, ούτε είναι τόσο απλή όσο ίσως φαίνεται σε πρώτη ματιά ούτε στερείται
σημαντικών φιλοσοφικών αποτελεσμάτων. Ωστόσο η έστω επί τροχάδην εξέταση των συνιστωσών και των
επιπτώσεών της θα μας πήγαινε πολύ μακριά σε σχέση με το ζήτημα στο οποίο προσπαθούμε εδώ να επικεντρώσουμε
την προσοχή μας ενώ ο διατιθέμενος χώρος σίγουρα δεν επαρκεί.
176
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
ακατανίκητης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, ο συναφής εξελικτισμός και
τελεολογισμός, η αντίληψη περί επιστημονικής προόδου νοούμενης ως διαρκώς εγγύτερη
προσέγγιση στην Αλήθεια, κλπ-- μπορούν να ερμηνευθούν, τουλάχιστον εν μέρει, από το γεγονός
ότι οι περισσότεροι μαρξιστές υιοθέτησαν, έστω «αντεστραμμένα», τα βασικά σχήματα του
Χέγκελ ενώ ταυτόχρονα οι ίδιοι ‘έλυναν’ τα συναφή φιλοσοφικά προβλήματα, δηλαδή τα άφηναν
να στοιχειώνουν τον μαρξισμό446, μέσω της ρητής ή άρρητης αναγωγής των όρων τους στα
σχήματα αυτά.
Από τη μία συγκυρία στην επόμενη, η «μαρξιστική γνωσιοθεωρία» παρουσιαζόταν ως
εκκρεμές που μπορεί να αιωρείται σχεδόν ελεύθερα ανάμεσα σε επιστημονική αντικειμενικότητα
και κοινωνικό σχετικισμό ανάλογα με το προς τα πού φυσούσε κάθε φορά ο πολιτικός άνεμος,
αλλά με έναν τρόπο που εγκατέλειπε εν πολλοίς στο φιλοσοφικό σκοτάδι το πώς και το γιατί της
αιώρησης, δηλαδή το σταθερό σημείο στήριξης του εκκρεμούς.
Το ένα άκρο της αιώρησης, δηλαδή ο πόλος που αναδείκνυε και πριμοδοτούσε την
αντικειμενικότητα και την αμεροληψία της επιστήμης, είχε να παρουσιάσει ισχυρά πολιτικά και
θεωρητικά διαπιστευτήρια. Ήδη από το 1908 ο Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός του Λένιν
υποστήριζε, με βασική αναφορά το έργο του Ένγκελς (κυρίως τα δοκίμια ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ
και το τέλος του Γερμανικού ιδεαλισμού και Ουτοπικός σοσιαλισμός και επιστημονικός
σοσιαλισμός), την πρωτοκαθεδρία του υλικού κόσμου επί της σκέψης, την ικανότητα της σκέψης
να γνωρίζει την αντικειμενική αλήθεια για τον κόσμο, το ότι η επιστημονική πρακτική παράγει
αντικειμενική αλήθεια, το ότι η επιστήμη προοδεύει διαρκώς: «Η ανθρώπινη σκέψη είναι από τη
φύση της ικανή να μας δώσει, και όντως μας δίνει, την απόλυτη αλήθεια που δεν είναι παρά ένα
άθροισμα σχετικών αληθειών. Κάθε στάδιο ανάπτυξης των επιστημών προσθέτει νέα στοιχεία σε
αυτό το άθροισμα, αλλά τα όρια κάθε επιστημονικής πρότασης είναι σχετικά, πότε ευρύτερα πότε
στενότερα, ανάλογα με το πώς προοδεύουν οι επιστήμες» (Lénine 1962, σ. 138).
Ο άλλος πόλος της αιώρησης είναι κυρίως συνδεδεμένος με τα ονόματα του Λυσσένκο, του
Μιτσούριν και του Ζντάνωφ (Lecourt 1976). Πρόκειται για μια ακραία εκδοχή κοινωνικού
σχετικισμού σύμφωνα με την οποία η επιστημονική γνώση φέρει ανεξίτηλα την ταξική σφραγίδα
ενώ το περιεχόμενό της καθορίζεται αποκλειστικά από τα αντίστοιχα ταξικά συμφέροντα.447 Έτσι
η λανθασμένη και αντιδραστική «αστική επιστήμη» οφείλει να αντιδιαστέλλεται απολύτως από
την ορθή και προοδευτική «προλεταριακή», με αποτέλεσμα ολόκληροι επιστημονικοί κλάδοι,
όπως η κλασική βιολογία ή η Φροϋδική ψυχανάλυση --ή οι σημαντικότερες νεότερες φυσικές
θεωρίες, όπως η θεωρία της Σχετικότητας ή η Κβαντομηχανική-- να διαγράφονται ουσιαστικά με
μια μονοκοντυλιά και να ρίχνονται στον καιάδα ως ‘αστικές’ ή ‘ιδεαλιστικές’. Μολονότι το
λεξιλόγιο, η ρητορική και τα επιμέρους επιχειρήματα διαφέρουν σημαντικά, η άποψη αυτή --με
λιγότερο, βέβαια, επιθετικό τρόπο-- προβλήθηκε στις μέρες μας από το λεγόμενο «Ισχυρό
Πρόγραμμα» της «Σχολής του Εδιμβούργου»448. Αυτό πρεσβεύει μια σχετικά συγγενή μορφή
446
Βλέπε τη πραγμάτευση από τον Ντεριντά των φαντασμάτων που στοίχειωναν τη σκέψη του ίδιου Μαρξ στο
Ντεριντά Ζ. (1995), Τα φαντάσματα του Μαρξ, μετάφραση Κ. Παπαγιώργη, Αθήνα: Εκκρεμές, όπως και την απάντηση
του ίδιου του Ντεριντά σε όσους μετείχαν σε αυτή τη συζήτηση (Ντεριντά Ζ. (2005), Μαρξ και υιοί, μετάφραση Κ.
Παπαγιώργη, Αθήνα: Εκκρεμές).
447
Ο Bourdieu χρησιμοποίησε αυτό το όνομα («νόμος του Jdanov») για να περιγράψει την «πολιτικοποίηση»
του «επιστημονικού πεδίου», δηλαδή την εισαγωγή πολιτικών μοντέλων μέσα στο επιστημονικό πεδίο: «προκαλώντας
την παρέμβαση εξωτερικών εξουσιών στις εσωτερικές διαμάχες, εμποδίζουν την πλήρη ανάπτυξη των ορθολογικών
ανταλλαγών» (P.Bourdieu, Για την Επιστήμη και τις Κοινωνικές Χρήσεις της, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών,
Πολύτροπον 2005, σελ. 79).
448
Βλέπε κυρίως: Barnes 1974 και Bloor 1976 (1991).
177
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
κοινωνικής κατασκευασιοκρατίας που αναδεικνύει το ρόλο του συμφέροντος και της εξουσίας
κατά τις διαδικασίες επικράτησης μιας επιστημονικής θεωρίας, ανάγοντας σε τελευταία ανάλυση
ό,τι εκλαμβάνεται ως επιστημονική αλήθεια σε αυτήν την επικράτηση.449 Η κύρια διαφορά
έγκειται στο ότι το Πρόγραμμα αυτό δεν αναφέρεται ευθέως σε κοινωνικές τάξεις ούτε πριμοδοτεί
την ορθότητα ειδικά μιας ταξικής οπτικής έναντι των υπολοίπων.
Το φιλοσοφικό ερώτημα που παραμένει είναι το πώς μπορεί να νοηθεί ο τρόπος με τον οποίο
«τεχνικές ανάγκες», όπως διατυπώνονται στην αντίστοιχη πρακτική γλώσσα, μπορούν να
«προσδιορίσουν» επιστημονικά προβλήματα που διατυπώνονται στην πολύ διαφορετική
επιστημονική γλώσσα ενόσω ταυτόχρονα διατηρείται η αντικειμενικότητα και η συναφής ταξική
αμεροληψία της φυσικής, δηλαδή η τουλάχιστον σχετική ανεξαρτησία της από τις εν λόγω
«τεχνικές ανάγκες» και τους κοινωνικούς προσδιορισμούς τους. Στη τρέχουσα γλώσσα της
φιλοσοφίας της επιστήμης, το πρώτο σκέλος του ερωτήματος μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: πώς
συνδέεται η λεγόμενη «εσωτερική» ιστορία της επιστήμης, δηλαδή η ιστορία που αφορά τη
συγκρότηση, την επεξεργασία και την αλλαγή των επιστημονικών εννοιών και θεωριών, με τη
λεγόμενη «εξωτερική» ιστορία της επιστήμης, δηλαδή εκείνη που αφορά τις θεσμικές, πολιτικές,
τεχνικές, ιδεολογικές, με μια λέξη τις κοινωνικές, συνθήκες ύπαρξης και εξέλιξης της
επιστήμης.450
Το να αντιμετωπίζουμε τη σχέση «εσωτερικής» και «εξωτερικής» ιστορίας της επιστήμης ως
σύζευξη μεταξύ ενός «εσωτερικού» κινητήρα και μιας «εξωτερικής» απαίτησης προφανώς δεν
αίρει την ένταση που χαρακτηρίζει τόσο το κείμενο του Μαρξ
Δεδομένου ότι η όλη προσέγγιση του Μαρξ μας απαγορεύει να θεωρήσουμε ότι οι
επιστημονικές έννοιες και θεωρίες προέρχονται από κάποιο εξωκοινωνικό υπερπέραν,
υποχρεωνόμαστε να ρωτήσουμε: Τι καθιστά τις επιστημονικές έννοιες και θεωρίες κοινωνικά
προϊόντα, δηλαδή προϊόντα που παράγονται στην κοινωνία και από την κοινωνία; Πώς οι ίδιες
αγκυρώνονται στην κοινωνία της εποχής που τις γέννησε και με ποια μορφή φέρουν, αν φέρουν,
τη σφραγίδα αυτής της εποχής;
Η απάντηση βρίσκεται αν δεχθούμε δύο πράγματα. Πρώτον, ότι κάθε επιστημονική έννοια,
οσοδήποτε τεχνική ή αφηρημένη, οσοδήποτε απομακρυσμένη από εκείνα που αντιμετωπίζουμε
στην καθημερινότητά μας, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή και να λειτουργήσει αν δεν φέρει ό,τι θα
μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «εμπειρική συνιστώσα» του νοήματός της. Η συνιστώσα αυτή
είναι εμπειρική κατά το ότι συνδέει την έννοια, οσοδήποτε αχνά ή έμμεσα, με τις εμπειρίες μας
κατά την ευρύτερη εκδοχή του όρου ενώ είναι μόνον συνιστώσα γιατί το νόημα μιας επιστημονικής
έννοιας προσδιορίζεται επιπλέον και εκ παραλλήλου από τις συστηματικές σχέσεις που αυτή φέρει
με τις άλλες έννοιες του επιστημονικού εννοιολογικού συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή
από ό,τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «συστημική συνιστώσα» του νοήματός της. Για
παράδειγμα, η συστημική συνιστώσα της έννοιας «μάζα» προσδιορίζεται από τις σχέσεις της
έννοιας αυτής με τις έννοιες «δύναμη» και «επιτάχυνση» (μέσω του δεύτερου νόμου του Νεύτωνα)
ενώ η εμπειρική συνιστώσα της σχετίζεται με το ότι, όταν προσπαθούμε να μετακινήσουμε ένα
449
Σύμφωνα με μια ακραία άποψη, εφόσον καθοριστικός παράγοντας είναι ο συσχετισμός δύναμης, μια θεωρία
δεν κερδίζει την μάχη επειδή είναι αληθής, αλλά, αντιστρόφως, εκλαμβάνεται ως αληθής επειδή κέρδισε τη μάχη...
450
Ας υπενθυμίσουμε εδώ: την δεκαετία του 1960, όσον αφορά την ιστορία της επιστήμης, θα κυριαρχήσει η
αντιπαράθεση δύο ιστοριογραφικών προσεγγίσεων: η πρώτη είναι εκείνη της «εσωτερικής ιστορίας», η οποία μελετά
κυρίως την εννοιολογική εξέλιξη των επιστημονικων κατηγοριών και θεωριών ‘ η δεύτερη προσέγγιση, η λεγόμενη
«εξωτερική ιστορία», ασχολείται κυρίως με το ιδεολογικό, κοινωνικό, πολιτικό περιβάλλον δημιουργίας και άσκησης
της επιστήμης. Για κάποιους, η αντιπαράθεση αυτή σχετιζόταν τότε άμεσα με την ιδεολογική διαπάλη μεταξύ
φιλελεύθερων και μαρξιστών.
178
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
σώμα, αισθανόμαστε πως αυτό προβάλλει κάποια αντίσταση. Το νόημα της έννοιας «μάζα», όπως
λειτουργεί στο πλαίσιο της Νευτώνειας φυσικής, αποτελεί τη συνισταμένη των δύο αυτών
συνιστωσών451.
Το δεύτερο που καλούμαστε να δεχθούμε είναι ότι η εμπειρία μας, πάντοτε κατά την
ευρύτερη εκδοχή του όρου, είναι αείποτε ιδεολογικά αρθρωμένη. Αυτό σημαίνει πως η εμπειρική
συνιστώσα του νοήματος κάθε έννοιας φέρει αναπόφευκτα ό,τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε
«ιδεολογικές προ-καταλήψεις» (Μπαλτάς 1991β), όπου οι προ-καταλήψεις αυτές συγκροτούν
κάποια από τα βαθιά αυτονόητα της αντίστοιχης εποχής, δηλαδή ‘παραδοχές’ τις οποίες η σκέψη
την εποχή αυτή δεν έχει ακόμη τα εφόδια να θέσει υπό αμφισβήτηση.
Σε ό,τι αφορά την επιστήμη, μπορούμε κατά συνέπεια να ερμηνεύσουμε τη θέση του Μαρξ
ότι «η ανθρωπότητα δεν θέτει ποτέ προβλήματα που δεν μπορεί να λύσει» ως εξής: η σκέψη
δεσμεύεται κάθε εποχή από ιδεολογικές προ-καταλήψεις που συνιστούν για την εποχή αυτή
ακλόνητα αυτονόητα, δηλαδή αυτονόητα που η ίδια δεν είναι σε θέση τότε να επερωτήσει. Τα
επιστημονικά προβλήματα που κάθε εποχή μπορεί να θέσει εδράζονται τυφλά σε αυτά. Με άλλα
λόγια, τα αντίστοιχα επιστημονικά επιτεύγματα, οσοδήποτε ρηξικέλευθα ή καινοτόμα, δεν
μπορούν να υπερβούν τις εν λόγω προ-καταλήψεις οι οποίες, ως τέτοιες, σφραγίζουν ιστορικά,
δηλαδή χρονολογούν, τη σκέψη μιας εποχής συνιστώντας τα αξεπέραστα όριά της, όρια που
καθορίζονται ιδεολογικά, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση κοινωνικά.
Η ιδεολογία δεν αποτελεί απλώς το αντίθετο της επιστήμης, όπως είδαμε επί τροχάδην
παραπάνω σχολιάζοντας το κείμενο του Μαρξ, δηλαδή απλώς το «εξωτερικό» κοινωνικό στοιχείο
το οποίο η επιστήμη οφείλει να υπερβεί ή να κατανικήσει προκειμένου να υπάρξει. Μολονότι η
επιστήμη όντως υπάρχει και αναπτύσσεται μόνον όσο κατορθώνει να κατανικά την ιδεολογία, η
τελευταία εξακολουθεί να παραμένει στο «εσωτερικό» της επιστήμης προσδιορίζοντας τον
ορίζοντά της, δηλαδή ελέγχοντας τα όρια στα οποία αυτή μπορεί κάθε εποχή να φτάσει. Με άλλα
λόγια, η επιστήμη δεν μπορεί ποτέ να απαλλαγεί ολοσχερώς από την ιδεολογία, να διαχωρίσει
πλήρως τη θέση της από εκείνη, να αποκαθάρει έτσι τον εαυτό της ώστε να γίνει και να παραμείνει
αμιγώς επιστημονική. Αν χαρακτηρίσουμε τις ιστορικές περιόδους με βάση τις απαράκαμπτες για
την εποχή ιδεολογικές προ-καταλήψεις, η επιστήμη παραμένει πάντοτε εξαρτημένη από την εποχή
της.
Από πού αντλεί η επιστήμη την αντικειμενικότητά της; Ποια μορφή διαχρονικής
αντικειμενικότητας της επιστήμης μας επιτρέπει ή μας επιβάλλει να διδάσκουμε ακόμη τη φυσική
του Νεύτωνα παρά τις ριζικές αλλαγές που επέφεραν η Θεωρία της Σχετικότητας και η
Κβαντομηχανική και παρά το ότι, όπως μόλις είπαμε, η Νευτώνεια φυσική φέρει αναπόδραστα τη
σφραγίδα της εποχής της; Για να απαντήσουμε, οφείλουμε να δούμε λίγο από πιο κοντά το μεγάλο
θέμα της αλλαγής των επιστημονικών θεωριών, δηλαδή εν προκειμένω το πέρασμα από τη
Νευτώνεια φυσική στη Θεωρία της Σχετικότητας ή την Κβαντομηχανική.
Όπως είναι γνωστό, τα φιλοσοφικά ερωτήματα που σχετίζονται με το θέμα της αλλαγής
θεωριών αναδείχθηκαν κατά βάσιν από τη Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων του Thomas
Kuhn (1962, ελληνική μετάφραση 1981) και το μετέπειτα έργο του ίδιου. Σύμφωνα με το έργο
451
Τα ζητήματα αυτά αναλύονται διεξοδικά στο Baltas Α. (1990), “Once Again on the Meaning of Physical
Concepts”, στο P. Nicolacopoulos (επιμέλεια), Greek Studies in Philosophy of Science, σ. 293-313, Dordrecht:
Kluwer Academic Publishers.
179
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
αυτό, η ευρύτερη έννοια του «παραδείγματος» όφειλε να αντικαταστήσει την έννοια της θεωρίας
γιατί η ουσιαστική κατανόηση της επιστήμης απαιτούσε, εκτός των άλλων, το να αντιμετωπιστούν
σε ένα ενιαίο θεωρητικό πλαίσιο όχι μόνον τα ‘επίσημα’ χαρακτηριστικά της επιστημονικής
πρακτικής (έννοιες, νόμοι, παραδειγματικές εφαρμογές, διαδικασίες πειραματικού ελέγχου κλπ)
αλλά και όλα εκείνα τα λειτουργικά στοιχεία του επιστημονικού γίγνεσθαι --ούτε αμιγώς
«εσωτερικά» ούτε αμιγώς «εξωτερικά»-- που παρέμεναν κατά κανόνα στο ημίφως, αν δεν
αγνοούνταν πλήρως (μεταφυσικές δεσμεύσεις και καθοδηγητικές διαισθήσεις των επιστημόνων,
τρόποι και μορφές διδασκαλίας και εκμάθησης, ευρετικοί και μεθοδολογικοί κανόνες, παραδοχές
υποβάθρου --που μπορούν να αντιστοιχηθούν ρητά με ό,τι αποκαλέσαμε «ιδεολογικές προκαταλήψεις» (Baltas 1987)-- και άλλα παρεμφερή).
Κατά τη θεώρηση του Kuhn, οι ριζικές αλλαγές θεωριών τις οποίες μαρτυρεί η ιστορία της
επιστήμης οφείλουν να νοηθούν ως αλλαγές παραδείγματος. Η διαφορά με τις παραδοσιακότερες
θεωρήσεις που εστιάζονταν αποκλειστικά στην έννοια της θεωρίας και τις σχέσεις της με το
πείραμα θα ήταν αμελητέα αν η ίδια θεώρηση δεν πρέσβευε, επικαλούμενη εν προκειμένω σχεδόν
ακαταμάχητα πειστήρια, ότι μια τέτοια αλλαγή δεν υπόκειται σε αμερόληπτη, δεσμευτική για
όλους, αποτίμηση γιατί δεν διατίθεται καμιά εξωπαραδειγματική θέση εκφοράς, καμιά
υπερκείμενη δυνατότητα θέασης, από την οποία θα μπορούσαν να αξιολογηθούν ουδέτερα τα
διαδοχικά παραδείγματα. Ο καθένας μπορεί να αντιλαμβάνεται και να εποπτεύει τα πράγματα, να
σκέπτεται, να διατυπώνει συλλογισμούς, να προβαίνει σε κρίσεις, να αποτιμά το ορθό και το
λανθασμένο μόνον από το εσωτερικό του παραδείγματος στο οποίο εγκατοικεί και μόνο σύμφωνα
με τις νόρμες του. Αυτή είναι, εντελώς σχηματικά μιλώντας, η περιβόητη θέση του Kuhn περί
ασυμμετρίας (incommensurability) των διαδοχικών παραδειγμάτων.
Εκ πρώτης όψεως η θεώρηση αυτή φαίνεται να πρεσβεύει έναν αμιγή σχετικισμό και πολλοί
όντως απέδωσαν στον Kuhn την κατηγορία. Μολονότι δε ο ίδιος αμύνθηκε σθεναρά, τα
επιχειρήματά του δεν κατόρθωσαν να πείσουν όλους. Έτσι ή αλλιώς πάντως, ισχυρίζομαι, αν η
αλλαγή παραδείγματος ερμηνευθεί ως διαδικασία αποκάλυψης ιδεολογικών προ-καταλήψεων
(Baltas 2004), όχι μόνον η κατηγορία περί σχετικισμού εκπίπτει πλήρως αλλά και μας δίνονται τα
μέσα που μας επιτρέπουν να επαναφέρουμε την αιώρηση που συζητάμε προς την πλευρά της
επιστημονικής αντικειμενικότητας.
Έτσι, αν, όπως είπαμε παραπάνω, οι ιδεολογικές προ-καταλήψεις προσδιορίζουν τον
ορίζοντα ενός παραδείγματος δηλαδή συγκροτούν τα όρια στα οποία η οπτική που προσιδιάζει στο
παράδειγμα υποχρεωτικά και αναπόδραστα προσκρούει, τότε η αποκάλυψη μιας τέτοιας προκατάληψης διευρύνει δραστικά --και εντελώς απροσδόκητα-- αυτόν τον ορίζοντα.
Για παράδειγμα, η μετάβαση από τη Νευτώνεια φυσική στη Θεωρία της Σχετικότητας
ισοδυναμεί με την αποκάλυψη ότι ο απόλυτος χαρακτήρας του χρόνου συνιστούσε προ-κατάληψη
η οποία, ως αυτονόητη, παρέμενε επί αιώνες στο απυρόβλητο συνιστώντας ένα από τα βάθρα της
Νευτώνειας φυσικής. Αλλά μια τέτοια αποκάλυψη διευρύνει τον αντίστοιχο ορίζοντα μόνον για
όσους έχουν μετέλθει την αντίστοιχη μεταλλαγή, δηλαδή για όσους έχουν ήδη αναγνωρίσει και
συνειδητοποιήσει ότι η εν λόγω προ-κατάληψη συνιστούσε μια ‘παραδοχή’ που δέσμευε μέχρι
τότε την επιστημονική σκέψη. Οι υπόλοιποι, όσοι εξακολουθούν να εγκατοικούν στο παλιό
παράδειγμα, παραμένουν εγκλωβισμένοι στον παλιό ορίζοντα και αδυνατούν να κατανοήσουν τη
μετάβαση από το παλιό παράδειγμα στο νέο. Υπό αυτήν την έννοια, ο νέος ορίζοντας είναι
αντικειμενικά ευρύτερος μολονότι η συναφής αποτίμηση δεν μπορεί να διατυπωθεί, εκ κατασκευής
ούτως ειπείν, παρά από τη σκοπιά που ορίζει το νέο παράδειγμα. Από την άλλη μεριά και
ταυτόχρονα, ο ορίζοντας έχει διευρυνθεί οριστικά και αμετάκλητα. Η νέα δυνατότητα της σκέψης
180
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
που ισοδυναμεί με την αποκάλυψη της ιδεολογικής προ-κατάληψης δεν είναι δυνατόν, αφού
επέλθει, να αρθεί με τρόπους που θα μας υποχρέωναν να επιστρέψουμε στο παλιό παράδειγμα. Το
νέο παράδειγμα όχι μόνον είναι αντικειμενικά ευρύτερο του παλιού αλλά και οριστικά και
αμετάκλητο κατακτημένο. Από τη σκοπιά του, αλλά και για όλη τη μετέπειτα πορεία της επιστήμης,
το παλιό παράδειγμα υπήρξε και παραμένει για πάντα αθεράπευτα ανεπαρκές γιατί δεσμευόταν
καταστατικά από την υπόρρητη λειτουργία της προ-κατάληψης ως αυτονόητης ‘παραδοχής’452.
Η παραδοχή ότι μπορεί να υπάρξει μια υπερκείμενη θέση αμερόληπτης επόπτευσης όλων των
παραδειγμάτων είναι, σε τελευταία ανάλυση, η παραδοχή της ύπαρξης μιας οντότητας που έχει τη
δυνατότητα να καταλάβει αυτή τη θέση. Καθώς δε αυτή είναι εξ ορισμού μια θέση που μπορεί να
καταλάβει είτε ο Θεός αυτοπροσώπως είτε κάποιο υποκατάστατό Tου στο οποίο έχουν αποδοθεί
ρητά ή άρρητα οι δικές Του ιδιότητες (ο Ορθός Λόγος, η Λογική, το Τέλος της Ιστορίας, η
«Σκοπιά του Προλεταριάτου» κ.ο.κ), η εν λόγω παραδοχή, όπως ισχυριστήκαμε παραπάνω, δεν
συνιστά τίποτε διαφορετικό από την πυρηνική θέση του ιδεαλισμού. Αλλά αν δεν μπορεί να
υπάρξει μια τέτοια υπερκόσμια θέση, δεν μπορεί να υπάρξει και η αντίστοιχη απόλυτη
ουδετερότητα ή αμεροληψία έναντι των παραδειγμάτων. Το κόστος του να δεχθούμε με τον Μαρξ
ότι η επιστήμη δεν μας έρχεται από το υπερπέραν, αλλά και αυτή, όπως όλα, γεννιέται και
αναπτύσσεται εντός κόσμου, δηλαδή εντός κοινωνίας, ισοδυναμεί με τη συνειδητοποίηση ότι μια
τέτοια ουδετερότητα ή αμεροληψία είναι απολύτως ανέφικτη, αν έχει καν νόημα. Η αιώρηση που
συζητάμε συναντά εδώ το ένα της άκρο.
Αλλά από την άλλη μεριά και ταυτόχρονα, η απουσία απόλυτης ουδετερότητας ή
αμεροληψίας --δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση, η απαράκαμπτη κοινωνική αγκύρωση της
επιστήμης-- δεν υπονομεύει κατά κανένα τρόπο την αντικειμενικότητα της επιστήμης. Όπως μόλις
είπαμε, το νέο επιστημονικό παράδειγμα είναι αντικειμενικά ευρύτερο και αντικειμενικά
επαρκέστερο από το παλιό που αντικατέστησε, όπως και οριστικά και αμετάκλητα κατακτημένο ως
τέτοιο. Επιπλέον, το νέο παράδειγμα φέρει εγγενώς την ικανότητα να ανασυγκροτεί (να
μεταφράζει ή να ερμηνεύει453) στο πλαίσιό του εκείνο το οποίο διαδέχθηκε προσδιορίζοντας
ταυτόχρονα, με ολόκληρη τη δέουσα αυστηρότητα, τα όρια ισχύος αυτής της μετάφρασης ή
ερμηνείας, δηλαδή τελικά, μιλώντας πρόχειρα, τα όρια ισχύος του παλιού παραδείγματος. Κατά
συνέπεια, αφού έχουμε προσδιορίσει τα όρια ισχύος της μετάφρασης ή ερμηνείας της Νευτώνειας
φυσικής εντός του πλαισίου και από τη σκοπιά της Θεωρίας της Σχετικότητας ή της
Κβαντομηχανικής, μπορούμε ακόμη και σήμερα κάλλιστα να τη χρησιμοποιούμε και να τη
διδάσκουμε όσο τα εμπειρικά φαινόμενα που εξετάζουμε παραμένουν εντός αυτών των ορίων. Στο
πεδίο που αυτά οροθετούν, η ισχύς --και άρα η αντικειμενικότητα --μιας τέτοιας μετάφρασης ή
ερμηνείας της Νευτώνειας θεωρίας παραμένει εξασφαλισμένη. Έπεται πως η εν γένει
αντικειμενικότητα της επιστήμης δεν αίρεται από τον αναπόδραστα κοινωνικό της χαρακτήρα,
πράγμα που σημαίνει ότι το άκρο της αιώρησης που υπογραμμίζει την αντικειμενικότητα --και ως
εκ τούτου τον διυποκειμενικό χαρακτήρα και τη διαπολιτισμική ισχύ-- της επιστήμης είναι
φιλοσοφικά πλήρως νομιμοποιημένο.
452
Η θέση αυτή οδηγεί σε μιας μορφής «αρνητικό ρεαλισμό». Βλέπε Baltas Α. (1997), “Constraints and
Resistance: Stating a Case for Negative Realism”, στο E. Agassi (επιμέλεια), Realism and Quantum Physics, σ. 74-96,
Amsterdam: Rodopi.
453
Για τη διάκριση αυτή βλέπε Kuhn 2000 και για μια συζήτηση αυτής της διάκρισης βλέπε Baltas A. (2004),
“On the Grammatical Aspects of Radical Scientific Discovery”, Philosophiae Scientae, 8 (1), σ. 169-201. Και Baltas
A. (2007), “Background ‘assumptions’ and the Grammar or Conceptual Change: Rescuing Kuhn by means of
Wittgenstein”, στο S. Vosniadou, A. Baltas και X. Vamvakoussi (επιμέλεια), Reframing the Conceptual Change
Approach in Learning and Instruction, Amsterdam: Elsevier.
181
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Τίποτε δεν είχε προδιαγράψει ούτε θα μπορούσε να είχε προδιαγράψει ότι οι ετερογενείς
παράγοντες που οδήγησαν στην Επιστημονική Επανάσταση --ή ακόμη και στην συγκρότηση και
εδραίωση του καπιταλισμού-- θα γίνονταν οι ίδιοι αυτό που έγιναν, ότι θα συναντιόνταν, θα
συναρθρώνονταν και θα αλληλοενισχύονταν με τους τρόπους που απέφεραν τα γνωστά
αποτελέσματα. Με άλλα λόγια, η γέννηση της σύγχρονης επιστήμης (αλλά και του καπιταλισμού)
οφείλει να νοηθεί ως κάτι ριζικά ενδεχομενικό, ως ένα ιστορικό συμβάν το οποίο όχι μόνον δεν
προϋπήρχε ως αφηρημένη δυνατότητα σε κάποιο υπερκείμενο λογικό χώρο, όχι απλώς θα
μπορούσε κάλλιστα να μην είχε καθόλου συμβεί, αλλά, πολύ πιο ριζικά, ως ένα συμβάν το οποίο
διανοίγει το ίδιο, δηλαδή μας επιτρέπει να σκεφτούμε, το πεδίο αφηρημένων δυνατοτήτων που το
ενέχει, μόνον αφού και μόνον επειδή αυτό έχει ήδη συμβεί, δηλαδή μόνον εκ των υστέρων.
Μια εμπειρική, αν θέλουμε, επικύρωση της εν λόγω ριζικής ενδεχομενικότητας μας παρέχει
το έργο του Νήντχαμ, ο οποίος, σημειωτέον, επηρεάστηκε καθοριστικά από τον Χέσεν (Guérout
2005). Γνωρίζουμε πως o Νήντχαμ αφιέρωσε πολλά χρόνια μελέτης προσπαθώντας να απαντήσει
στο ερώτημα του γιατί η επιστήμη όπως τη γνωρίζουμε σήμερα γεννήθηκε στην Ευρώπη του 17ου
αιώνα και όχι στην Κίνα ή την Ινδία, δεδομένου ότι --και παρά το ότι-- οι τελευταίες είχαν τότε να
επιδείξουν ένα διαφορετικό μεν αλλά απολύτως εντυπωσιακό πολιτιστικό και ιστορικό βάθος όπως
και επιτεύγματα τα οποία η Ευρώπη άργησε να καταλάβει, να ξαναανακαλύψει ή να επανεφεύρει
με τους δικούς της όρους454.
Αν υλισμός σημαίνει ότι η εν τω κόσμω ύπαρξη δεν υπόκειται στη λογική δυνατότητα αλλά
αντίστροφα ότι είναι το γεγονός της ύπαρξης εκείνο που διανοίγει τον χώρο των συναφών λογικών
δυνατοτήτων, τότε όντως im Anfang war die Tat (εν αρχή ην η πράξις), όπως σημειώνει ο
Ένγκελς (1974, σ. 232) --και επαναλαμβάνει ο Λένιν (1962, σ.111)-- αποδεχόμενος τη ρήση του
Γκαίτε. Με αυτήν την έννοια, είναι το γεγονός της ύπαρξης της φυσικής, το γεγονός ότι η φυσική
κάποτε γεννήθηκε όπως γεννήθηκε, εκείνο που μας επιτρέπει να μιλάμε για επιστήμη και να
διακρίνουμε τους επιστημονικούς τρόπους πρόσληψης του πραγματικού από τους ιδεολογικούς 455.
Με άλλα λόγια, μόνον αφού η σύγχρονη επιστήμη γεννήθηκε και μόνον επειδή έτυχε να γεννηθεί
μας ανοίχθηκε η δυνατότητα να διαπιστώσουμε ότι οι προηγούμενοι τρόποι κατανόησης του
αντίστοιχου αντικειμένου ήταν ιδεολογικοί, δηλαδή ανεπαρκείς και εξαρτημένοι από την εποχή
τους, και βεβαίως να το διαπιστώσουμε από τη σκοπιά της επιστήμης που γεννήθηκε και σύμφωνα
με τις νόρμες της.
Αυτή η μη αναγωγίμη πρωτοκαθεδρία της ύπαρξης έναντι της λογικής δυνατότητας
παραμένει κατά βάσιν η ίδια και σε ό,τι αφορά την αλλαγή παραδείγματος στο πλαίσιο μιας ήδη
συγκροτημένης επιστήμης.
Η συνεχιζόμενη διαμάχη του αν και του κατά πόσον ο Ιστορικός Υλισμός (ή η Ψυχανάλυση)
είναι ή δεν είναι επιστήμη παραμένει απολύτως άγονη όσο συντηρείται εγκλωβισμένη στον
ορίζοντα που έχει διανοίξει η ύπαρξη αποκλειστικά της φυσικής επιστήμης, δηλαδή όσο τα γενικά
χαρακτηριστικά της τελευταίας (η συστατική σχέση της με τα μαθηματικά, η προβλεπτική
ικανότητα των φυσικών θεωριών, η επαναληψιμότητα των πειραμάτων κλπ) εκλαμβάνονται ως η
αποκλειστική νόρμα ή το αποκλειστικό κριτήριο επιστημονικότητας ή, αν θέλουμε, ως η μοναδική
δυνατή μορφή επεξεργασμένης ορθολογικότητας. Ακριβώς όπως οι υποστηρικτές της Θεωρίας της
Σχετικότητας δεν μπορούσαν να πείσουν συνομιλητές που δεν είχαν μετέλθει την αλλαγή οπτικής
που είχε επιφέρει στους ίδιους η αποκάλυψη των συναφών ιδεολογικών προ-καταλήψεων, έτσι και
454
Βλέπε, για παράδειγμα, Needham J. (1979), The Grand Titration, Science and Society in East and West,
London: Georges Allen and Unwin.
455
Για μια αναλυτικότερη παρουσίαση της θέσης αυτής βλέπε Φουρτούνης Γ. (2007) «Ο ύστερος υλισμός του Λ.
Αλτουσέρ και η επιστημολογική τομή», Θέσεις 98, σ. 35-51.
182
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
οι μαρξιστές δεν μπορούν να πείσουν τους αντιπάλους τους ότι η κοινωνική θεωρία που
πρεσβεύουν οι ίδιοι είναι επιστημονική και εκείνη των αντιπάλων τους ιδεολογική όσο οι νόρμες
και τα κριτήρια επιστημονικότητας εκλαμβάνονται ρητά ή άρρητα κατά τη διαμάχη ως
αποκλειστικά εκείνα της φυσικής επιστήμης456.
Το ζήτημα δεν είναι απλώς ότι τίποτε δεν μας υποχρεώνει να θεωρούμε γενικά ότι η φυσική
επιστήμη αποτελεί την ιστορικά τελευταία λέξη ως προς το τι είναι επιστημονικό και ότι κατά
συνέπεια ενδέχεται να υπάρχουν αφηρημένα και άλλες δυνατότητες. Αυτές οι άλλες δυνατότητες
δεν μπορούν να σημαίνουν εκ των προτέρων απολύτως τίποτε αφού είναι αδύνατον να
θεωρήσουμε εκ των προτέρων το πώς θα μπορούσαν να υλοποιηθούν. Το ζήτημα, για άλλη μια
φορά, είναι το γεγονός της ύπαρξης του Ιστορικού Υλισμού (ή της Ψυχανάλυσης). Είναι αυτό
ακριβώς το γεγονός το οποίο, αφού έχει συμβεί και επειδή έχει συμβεί, έχει διανοίξει τη
δυνατότητα να συλλάβουμε μια μορφή επιστήμης (μια μορφή επεξεργασμένης ορθολογικότητας)
που δεν είναι εκείνη της φυσικής επιστήμης, δηλαδή να διευρύνουμε και να εμπλουτίσουμε
αντίστοιχα την έννοια της επιστήμης. Και να τη διευρύνουμε και να την εμπλουτίσουμε, βεβαίως,
έτσι ώστε η φυσική επιστήμη να παραμένει μετά τη διεύρυνση και τον εμπλουτισμό όσο
επιστημονική ήταν και πριν.
Σύμφωνα με όσα είπαμε, εκείνο που χαρακτηρίζει κατ’ εξοχήν την ιστορία είναι η
δυνατότητα έλευσης του ριζικά απροσδόκητου ή αναπάντεχου. Το ριζικά αναπάντεχο δεν είναι
απλώς εκείνο που δεν μπορεί να προβλεφθεί. Είναι εκείνο του οποίου η έλευση διανοίγει την ίδια
τη λογική δυνατότητα της ύπαρξής του, δηλαδή, σε σχήμα οξύμωρο, εκείνο του οποίου η έλευση
μπορεί να ‘προβλεφθεί’ μόνον μετά την ίδια, δηλαδή μόνον εκ των υστέρων. Έπεται πως η έλευση
του ριζικά αναπάντεχου δεν διευρύνει απλώς τον ορίζοντα του μέλλοντος, ανοίγοντας τις νέες
δυνατότητες που η ίδια φέρει. Μια τέτοια έλευση μεταβάλλει άρδην και το παρελθόν. Κι αυτό
γιατί το να καθιστά η εν λόγω έλευση εκ των υστέρων δυνατή τη δική της ‘πρόβλεψη’ ισοδυναμεί
με την επιβολή μιας νέας ανάγνωσης της ιστορίας, δηλαδή της ανάγνωσης που θα
συμπεριλαμβάνει, ακριβώς, το γιατί και το πώς αυτής της έλευσης. Αυτή η νέα ανάγνωση θα
αναδεικνύει γεγονότα, συνθήκες και παράγοντες που δεν μπορούσαν παρά να παρερμηνεύονταν ή
να παρέμεναν πλήρως αφανείς όσο η έλευση του ριζικά αναπάντεχου δεν ερχόταν να τους φωτίσει,
δηλαδή να συστήσει τη λογική δυνατότητα της ύπαρξής τους.
Αν είναι η εν κόσμω έλευση του ριζικά αναπάντεχου εκείνο που διανοίγει τη λογική
δυνατότητα της ίδιας της δικής του ύπαρξης, αν, κατά συνέπεια και όπως είπαμε παραπάνω, η
λογική δυνατότητα γενικά υπόκειται στην εν κόσμω ύπαρξη, τότε η ιστορία, νοούμενη ως το πεδίο
όπου εμφανίζεται το ριζικά αναπάντεχο, αναλαμβάνει πλήρως τη φιλοσοφική πρωτοκαθεδρία.
Συνάγεται ότι είναι η δική της χαρακτηριστική τροπικότητα, η τροπικότητα του «εκ των υστέρων»,
που αναδεικνύεται ως κυβερνώσα τροπικότητα.
Οι τροπικότητες βέβαια δεν λειτουργούν σε οντολογικό κενό. Αφού, κατά τα παραπάνω,
αυτές υπόκεινται στην εν κόσμω ύπαρξη, δεν μπορεί παρά να προϋποθέτουν τον ίδιον τον κόσμο
στην ολότητά του και να τον προϋποθέτουν ως το αείποτε προϋπάρχον ‘ον’. Από την άλλη μεριά,
το γεγονός της ύπαρξης πολλών ασύμμετρων παραδειγμάτων και το γεγονός της ριζικής αλλαγής
των επιστημονικών μας υποχρεώνει να εννοήσουμε το εν λόγω αείποτε προϋπάρχον ‘ον’, δηλαδή
456
Για μια ανάλυση του πώς και το γιατί ο Ιστορικός Υλισμός μπορεί να συνιστά επιστήμη ενόσω παραμένει
απαράκαμπτα ταξικά μεροληπτικός, βλέπε Baltas 1986 και: Μπαλτάς Α. (1988), «Για την έννοια του ιστορικού
χρόνου - Φυσική και Ιστορικός Υλισμός», Ο Πολίτης, 94, σ. 59-70. Ανατύπωση στο Γ. Σταμάτης και Γ. Μηλιός
(επιμέλεια), Αλμανάκ Κοινωνιολογίας '88, σ. 341-380 Αθήνα: Εξάντας, 1989.
183
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
το ‘ον’ για το οποίο ‘μιλούν’ εξ ορισμού όλα ανεξαιρέτως τα παραδείγματα και το οποίο, κατά
συνέπεια, φέρει όλες ανεξαιρέτως τις τροπικότητες ως προϋπάρχον κάθε μορφοποίησης ή
γνωσιακής ιδιοποίησής του, δηλαδή κατά το λογικό «πριν» της οποιασδήποτε απόδοσης
οποιουδήποτε χαρακτηριστικού σε εκείνο457. Η ύπαρξη του κόσμου στην ολότητά του ως
απολύτως αμορφοποίητου, χωρίς κανένα γνώρισμα ή χαρακτηριστικό, είναι η θεμελιώδης και
απολύτως απαράκαμπτη ‘παραδοχή’ στην οποία οποιαδήποτε εκδοχή υλισμού δεν μπορεί παρά να
στηρίζει την σκοπιά της. Υπό αυτήν την έννοια, είναι το ‘ον’ αυτό, ο κόσμος στην ολότητα του,
που συνιστά το σταθερό σημείο γύρω από το οποίο αιωρείται το εκκρεμές που συζητάμε.
Από την άλλη μεριά και ταυτόχρονα, η ύπαρξη παραδειγμάτων που μιλούν για τον κόσμο
προϋποθέτει την ανθρώπινη σκέψη για τον κόσμο. Και η ανθρώπινη σκέψη, η σύμφυτη με τον
άνθρωπο ικανότητα του σκέπτεσθαι, προϋποθέτει με τη σειρά της τόσο την ικανότητα όσο και την
επιθυμία της διάκρισης μεταξύ αληθούς και ψευδούς, ικανότητα και επιθυμία που αποκτώνται ήδη
από τα πρώτα στάδια της ένταξης του βρέφους στη γλώσσα, δηλαδή στην κοινωνία, και στηρίζουν
κάθε μετέπειτα ανάπτυξη της σκέψης, δηλαδή τη συγκρότηση των όποιων παραδειγμάτων 458. Η
αλήθεια, από τη μεριά της, δεν στηρίζεται ούτε μπορεί να αναχθεί σε κάτι βαθύτερο ή περισσότερο
θεμελιώδες, αλλά είναι η ίδια η νόρμα ή το μέτρο του εαυτού της. Όπως γράφει ο Σπινόζα, «ποιο
μέτρο αλήθειας μπορεί να υπάρξει το οποίο να είναι περισσότερο ευκρινές και περισσότερο βέβαιο
από μια αληθή ιδέα; Πράγματι, όπως το φως καθιστά φανερό τόσο τον εαυτό του όσο και το
σκοτάδι, έτσι και το αληθές είναι μέτρο τόσο του εαυτού του όσο και του ψευδούς…η αλήθεια είναι
μέτρο του εαυτού της» (Ηθική, Μέρος II, Πρόταση 43, σχόλιο). Έπεται πως είναι σε τελευταία
ανάλυση η ικανότητα και η επιθυμία διάκρισης μεταξύ αληθούς και ψευδούς, δηλαδή η ικανότητα
αναγνώρισης της αλήθειας και η επιθυμία του να βρεθεί, εκείνο που παρακινεί τη συγκρότηση των
παραδειγμάτων.
Συνάγεται έτσι πως ο επιστημονικός χαρακτήρας ενός παραδείγματος δεν μπορεί να αναχθεί
ή να θεμελιωθεί σε κάτι λογικά πρότερο ούτε να αποδειχθεί, όπως είπαμε παραπάνω, με κάποιο
παραδειγματικά ουδέτερο επιχείρημα που δεν θα κάνει, άμεσα ή έμμεσα, λήψη του ζητουμένου.
Το γιατί ένα παράδειγμα είναι επιστημονικό, ακριβώς όπως και το γιατί, στο πλαίσιο μιας ήδη
υπάρχουσας επιστήμης, το νέο παράδειγμα είναι αντικειμενικά επαρκέστερο από το παλιό, απλώς
καταδεικνύεται μέσα από την αποκάλυψη των συναφών ιδεολογικών προ-καταλήψεων, δηλαδή
μέσα από τη διάκριση με την ιδεολογία στην οποία το ίδιο το παράδειγμα με την συγκρότησή του
και κατά τη συγκρότησή του προβαίνει.
Έτσι, ενόσω ο απολύτως αδιαμόρφωτος κόσμος στην ολότητα του, από την οντολογική
πλευρά, και η αλήθεια ή η διάκριση μεταξύ αληθούς και ψευδούς, από τη γνωσιολογική,
συνιστούν τις απαράκαμπτες υλιστικές προκείμενες της ιστορίας (το a priori, αν θέλουμε, που δεν
μπορεί παρά να τη διέπει), ολόκληρο το απέραντο πεδίο που αυτές ορίζουν μένει ανοιχτό σε
εκείνη, δηλαδή στην ενδεχομενικότητα του ριζικά αναπάντεχου και στην κατ’ εξοχήν δική της
τροπικότητα του «εκ των υστέρων».
Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά φιλοσοφικά έγκυρη θεώρηση σχετικά με το ποια όντα
πληρώνουν τον κόσμο ούτε καμιά έγκυρη φιλοσοφική θεώρηση σχετικά με το πώς μπορούμε να
γνωρίζουμε τα όντα αυτά γιατί το πρώτο ερώτημα παραμένει εσαεί ανοιχτό στη ριζική
ενδεχομενικότητα που επιτρέπει να γεννώνται κατά ριζικά αναπάντεχο τρόπο νέες καταστάσεις,
νέα δεδομένα και νέοι παίκτες στο παιχνίδι του κόσμου ενόσω το δεύτερο παραμένει εσαεί ανοιχτό
στη ριζικά αναπάντεχη γέννηση των παραδειγμάτων --ή των επιστημών-- που αποβλέπουν στη εν
457
Για μια πληρέστερη παρουσίαση του επιχειρήματος βλέπε Baltas 1997. Αυτό το ‘ον’ μπορεί να νοηθεί ως ο
Θεός ή Φύση του Σπινόζα, Θεός ή Φύση που φέρει, ακριβώς, όλα τα Κατηγορήματα. Βλέπε Baltas A. (2007β),
Peeling Potatoes or Grinding Lenses, Spinoza Converses with Young Wittgenstein.
458
Αυτή η ικανότητα και συνάμα επιθυμία μπορεί να αντιστοιχηθεί κατά τα παραπάνω με το Σπινοζικό conatus.
184
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
λόγω γνώση. Με μια λέξη, η υλιστική σκοπιά απαγορεύει σε οποιοδήποτε φιλοσοφικό σύστημα να
χαλιναγωγήσει θεωρητικά μια για πάντα την ιστορία, άρα και τον κόσμο.
Όσα προηγούνται προσπαθούν να σκιαγραφήσουν γιατί ο σκληρός πυρήνας των δύο αυτών
πόλων --η επιστημονική (αλλά όχι απόλυτη) αντικειμενικότητα από τη μια μεριά και η κοινωνική
(αλλά όχι αμιγώς ταξική) αγκύρωση της επιστήμης από την άλλη-- αποτελούν έτσι κι αλλιώς
συστατικά στοιχεία του επιστημονικού γίγνεσθαι που δεν αντιφάσκουν υποχρεωτικά μεταξύ τους.
H φιλοσοφία του Μαρξ μπορεί έτσι να συνιστά μόνο μια μορφή θεωρητικής και συνάμα
πολιτικής παρέμβασης (Μπαλτάς και Φουρτούνης 1994), της παρέμβασης που αποσκοπεί στη
διόρθωση των ιδεαλιστικών παρεκκλίσεων που αναπόφευκτα αναγεννώνται στην ιστορία της
σκέψης όσο η ιστορία είναι ιστορία της ταξικής πάλης (Μπαλτάς 1988). Είδαμε ότι, σχηματικά
μιλώντας, οι ιδεαλιστικές παρεκκλίσεις που αφορούν την επιστήμη τείνουν να αντιμετωπίσουν την
τελευταία είτε υπό το πρίσμα μιας οιονεί απόλυτης αντικειμενικότητας είτε υπό εκείνο μιας οιονεί
αμιγούς ταξικής αγκύρωσης ενώ και οι δύο παρεκκλίσεις είναι ιδεαλιστικές κατά το ότι υιοθετούν
άρρητα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τη σκοπιά του Θεού. Από την άλλη μεριά, η ιστορία του
μαρξισμού πιστοποιεί ότι οι φιλοσοφικές και συνάμα πολιτικές παρεμβάσεις που προσπάθησαν να
απαντήσουν στη μία παρέκκλιση υπέκυπταν συχνά στην άλλη, δίνοντας έτσι σε αυτήν την ιστορία
το σχήμα μιας αιώρησης που κινείται αέναα ανάμεσα σε δύο σταθερούς πόλους.
(δ).1 «κοινωνική-πολιτισμική» Ιστορία των Επιστημών
Η ιστορία των επιστημών μελετά κατά πρώτον τις ιδέες, τις πρακτικές, τις τεχνικές, τους
επιστημονικούς θεσμούς που δημιουργήθηκαν σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες. Κατά
δεύτερον, μελετά παράλληλα την ιστορία των ανθρώπων που καλλιέργησαν τις επιστήμες μέσα σε
αυτούς τους θεσμούς: είναι άνθρωποι με διαφορετικές κοινωνικές πρακτικές και διαφορετικές
πολιτικές, φιλοσοφικές, αισθητικές, θρησκευτικές, ιδεολογικές αντιλήψεις. Το αντικείμενο της
ιστορίας των επιστημών είναι επομένως η επιστήμη ως ένα κοινωνικό και πολιτισμικό φαινόμενο.
Η επιστήμη δεν γεννάται εντός κάποιου «κοινωνικού κενού». Οι χρονικές-χωρικές συντεταγμένες
αλλά και οι πολιτισμικές ιδιαιτερότητες παίζουν σημαντικό ρόλο τόσο στη διαμόρφωση του
επιστημονικού λόγου όσο και στις επαγόμενες κοινωνικές λειτουργίες των επιστημών.
Στο εσωτερικό των «επιστημονικών» θεσμών, στην πορεία του χρόνου πολλοί ερευνητές
επιδίωξαν να πείσουν άλλους για την ορθότητα των απόψεών τους – σε κάθε εποχή οι άνθρωποι
είχαν διαφορετικούς, ωστόσο συγκεκριμένους, λόγους να αντιλαμβάνονται ως «αληθινά» εκείνα
που πίστευαν για την φύση. Αντιλαμβανόμαστε πως δεν αρκούσαν ούτε η προσκόμιση εμπειρικών
στοιχείων ούτε η τυπικά ορθή επιχειρηματολογία ώστε να αλλάξουν περισσότερο ή λιγότερο
εδραιωμένες απόψεις. Η «πειθώς» εντός μιας κοινότητας συνιστά ένα σύμπλεγμα πολύπλοκων
πολιτισμικών και διανοητικών διεργασιών, με τον ίδιο τρόπο που οι καινοτόμες ιδέες δεν
αποτελούν απλώς θέμα μυστήριας «έμπνευσης» σπουδαίων διανοητών αλλά συγκεκριμένη
έκφραση της απόκρισής τους σε διανοητικά, τεχνικά και κοινωνικά προβλήματα που αναφύονται
στην εκάστοτε εποχή.
Στις αφηγήσεις για την εξέλιξη των επιστημών επιβιώνουν πολλοί μύθοι: κάποιοι από αυτούς
αφορούν την προσωπική στάση διαφόρων επιστημόνων και ποικίλα στιγμιότυπα της
καθημερινότητας. Ορισμένοι είναι πολύ σοβαρότεροι: αφορούν κρίσεις για ιστορικές περιόδους
(όπως ο Μεσαίωνας), για θεσμούς (όπως η Εκκλησία) και πολιτισμούς (όπως το Ισλάμ) οι οποίες
εκφράζουν πολύ βαθύτερα εδραιωμένες προκαταλήψεις και ιδεοληψίες, ιδεολογικές και
μεταφυσικές δεσμεύσεις ή καθαρά πολιτικές θέσεις. Τον Μεσαίωνα για παράδειγμα, πολλοί τον
φαντάζονταν ως μια σκοταδιστική εποχή όπου τίποτε γόνιμο δεν δημιουργούνταν ‘ μια επικράτεια
185
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
κυριαρχούμενη από την μαγεία και τον «ανορθολογισμό» και από παραδόσεις οι οποίες δεν
προώθησαν σε τίποτα την επιστήμη.459 Σήμερα πλέον, σε αντίθεση με μια αντίληψη που τα έκρινε
απλώς ως πρακτικές μυστικιστικής υφής και τροχοπέδη αιώνων στην ανάδειξη του «ορθού
λόγου», την συνεισφορά της αστρολογίας, των «ερμητικών» κειμένων, της αλχημείας κ.ά.
παραδόσεων στην ανάδυση της λεγόμενης «επιστημονικής επανάστασης» του 16ου και 17ου αιώνα
λίγοι ιστορικοί την αμφισβητούν.460
Κατά τον 19ο αιώνα, η αντίδραση των πρώτων ιστορικών της επιστήμης ήταν βαθιά
επηρεασμένη από την θετικιστική αντίληψη του A. Comte: η εξιστόρηση της επιστημονικής
εξέλιξης θα γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε, επί της ουσίας, να επικυρώνονται οι δικές τους
γνωσιολογικές και φιλοσοφικές προκείμενες για τον βαθύτερο χαρακτήρα της γνώσης, σε
ευθυγράμμιση με το αναδυόμενο θετικιστικό μοντέλο.461 Η επιστήμη θεωρούνταν πως εξελίσσεται
«σωρευτικά» ‘ οι θεωρητικές προβλέψεις ελέγχονται πειραματικά και πιθανές αποκλίσεις οδηγούν
σε εκ νέου επεξεργασία των θεωριών… Οι ιστορικοί έρχονταν να πιστοποιήσουν αυτό το μοντέλο
με συστηματική καταγραφή εσωτερικών στην επιστήμη γεγονότων. Σε αυτού του είδους την
ιστοριογραφία πολιτισμικοί, ιδεολογικοί, κοινωνικοί και πολιτικοί («εξωγενείς») παράγοντες δεν
έπαιζαν κάποιο ρόλο.
Οι αρχικές λοιπόν ιστορίες των επιστημών (μέσα προς τέλη 19ου αιώνα) είχαν συγκεκριμένο
στόχο: ήθελαν να αναδείξουν το μεγαλείο του ανθρώπινου πνεύματος και την συνέχεια διαμέσου
των αιώνων της δημιουργικότητάς του.462 Η πλειονότητα των φιλοσόφων και ιστορικών της
επιστήμης στις αρχές του 20ου αιώνα -και για πολλά χρόνια μετά- θα επιμείνει στην άποψη πως η
επιστήμη δεν είναι παρά η αποκάλυψη μιας προϋπάρχουσας «αντικειμενικής» δομής της φύσης,
πως η εγκυρότητά της είναι καθολική, και πως «οι απαρχές της» δεν επηρεάζουν τον
«ανεξάρτητο» χαρακτήρα της.
Εντούτοις, η ιστορία των επιστημών είναι κάτι διαφορετικό και κάτι περισσότερο: την
επιστήμη την θεραπεύουν συγκεκριμένοι άνθρωποι που διαβιούν σε ιδιαίτερες κοινωνίες εντός
ιστορικών πολιτισμών ‘ άνθρωποι με μεροληψία και προκαταλήψεις, με ιδεολογικές ή
θρησκευτικές αγκυλώσεις, με οντολογικές και μεταφυσικές δεσμεύσεις, με πολιτικές πεποιθήσεις
και (ιδιοτελείς ή μη) κοινωνικές επιδιώξεις. Πολλοί έχουν την πεποίθηση ότι η επιστήμη κατέχει
κάποιου είδους «εγγενή» και αχρονική «αλήθεια» και πως η αναπόφευκτη αποκάλυψή της δίνει
στην επιστήμη μια ισχυρή δυναμική στην αποδοχή, επικράτηση και διάδοση των πορισμάτων της.
Οι αναφορές τότε σε συγκεκριμένα επεισόδια της πορείας της και σε διάφορα στιγμιότυπα της
ζωής των επιστημόνων λειτουργούν ως απλό συμπλήρωμα μιας κατά τα άλλα προδιαγεγραμμένης
εξέλιξης. Ωστόσο βέβαια, αυτό που χαρακτηρίζουμε ως «αλήθεια» είναι και αυτό μια έννοια που
459
Η σκόπευση των πρώτων ιστορικών της επιστήμης ήταν προσανατολισμένη σε μια λεπτομερή αφήγηση και
σε μια εξαντλητική μελέτη των πηγών. Δεν εντοπίζουμε ενασχόληση με συγκεκριμένα ερωτήματα ή «προβλήματα»
προς λύση. O Pierre Duhem, καθολικός και οπαδός του θετικισμού, θα είναι ο πρώτος ουσιαστικά ο οποίος θα
ασχοληθεί με ένα ιστορικό πρόβλημα: θα αμφισβητήσει τον κοινό τόπο περί ενός σκοτεινού Μεσαίωνα. Ο Duhem θα
υποστηρίξει πως ο ρόλος διαφόρων «σχολαστικών» μελετητών και της καθολικής Εκκλησίας υπήρξε καθοριστικός:
αυτή έδειξε την ορθή μέθοδο για την καλλιέργεια της επιστήμης. Το «μεγαλειώδες κίνημα» του τέλους του 16 ου και
αρχών 17ου αιώνα υπήρξε «καθαρή και απλή επιστροφή στις διδασκαλίες των παρισινών σχολαστικών. Ο Κοπέρνικος
και ο Γαλιλαίος είναι οι οπαδοί και οι συνεχιστές του Nicola Oresme και του Jean Buridan. Όταν η επιστήμη για την
οποία είμαστε τόσο περήφανοι είδε το φως της ημέρας, η καθολική Εκκλησία ήταν η μαμή». (Μάλιστα, ακόμη και η
αρχαία επιστήμη δεν ήταν απαλλαγμένη κατά τον Duhem από θεολογικές αντιλήψεις).
460
Ακόμη και η σχέση των επιστημόνων ανά τον κόσμο και των συναφών θεσμών με τη θρησκεία δεν υπήρξε
μια ευθύγραμμη σχέση απλής και απόλυτης «αντίθεσης» (υπήρξαν θεολόγοι που παρείχαν στήριξη σε ρηξικέλευθες
επιστημονικές ιδέες, την ίδια στιγμή που επιστήμονες και φιλόσοφοι της εποχής τους τις καταδίκαζαν).
461
Εδώ όπως γνωρίζουμε στην σχετική «ιεραρχία», η φυσική θα αποτελέσει υπόδειγμα «θετικής γνώσης».
462
Θεωρώντας την δική τους οπτική ως μόνο κριτήριο προόδου και εγγύηση της ευημερίας των κοινωνιών, θα
τονίσουν ασφαλώς παράλληλα και πως η επιστήμη ήταν «παιδί» της δυτικής Ευρώπης.
186
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
λαμβάνει σχήμα και περιεχόμενο ιστορικά από εμάς τους ανθρώπους: το πώς την πιστοποιούμε και
το τι ρόλο (κοινωνικό, ιδεολογικό, πολιτισμικό, πολιτικό) διαδραματίζει είναι προβλήματα που
έχουν αποτελέσει διαχρονικά αντικείμενο σφοδρών αντιπαραθέσεων.463
Η ιστορία των επιστημών μελετά τις προσπάθειες των ανθρώπων να κατανοήσουν τη φύση
αλλά και να πείσουν τους άλλους για την ορθότητα των απόψεών τους. Είναι η ιστορία εκείνου
του ιδιαίτερου κοινωνικού και πολιτισμικού φαινομένου που ονομάσαμε «επιστήμη».464 Οι τρόποι
κατανόησης των φυσικών φαινομένων και επηρεάζουν αλλά και επηρεάζονται από τις άλλες
δραστηριότητες των ανθρώπων: οι ιδέες περί πολιτικής και ηθικής, ο τρόπος πρόσληψης της
εξωτερικής πραγματικότητας, οι θεωρίες περί δικαίου, οι τέχνες, επηρεάστηκαν και επηρέασαν τις
μελέτες για τη λειτουργία της φύσης.
Σε πολύ μακρινές εποχές, η προσπάθεια κατανόησης των φυσικών φαινομένων υπήρξε
ενταγμένη μέσα σε ένα διανοητικό πλαίσιο που πολύ αργότερα θα το ταυτίσουμε με την
«μεταφυσική» θεώρηση του κόσμου. Η σύγχρονη ιστορία της επιστήμης μελετά και την ιστορία
αυτών των αντιλήψεων σε εποχές όπου η έννοια της «επιστήμης» δεν υφίστατο.465
Τα προβλήματα της «αλήθειας» των επιστημονικών θεωριών δεν έχουν στην ιστορία των
επιστημών το ίδιο ειδικό βάρος που κατέχουν στην φιλοσοφία των επιστημών. Στόχος της ιστορίας
των επιστημών δεν είναι να αναδείξει εκείνη την διαδοχή θεωριών, προτάσεων και μοντέλων η
οποία υποτίθεται κατέληξε στην σημερινή πληρέστερη εικόνα μας για την φύση. Και αν ακόμη,
υποθετικά, δεχόμασταν ότι οι θεωρίες μας τείνουν να αποκαλύψουν την «τελική» και «αληθή»
δομή και λειτουργία της φύσης, τους ιστορικούς δεν τους ενδιαφέρει μια ανασυγκρότηση της
επιστήμης ως πορεία με «επιμέρους αλήθειες» οι οποίες απλά συσσωρεύονται προσεγγίζοντας
ολοένα και περισσότερο κάποια αχρονική «αλήθεια». Αντιθέτως: αυτό που ενδιαφέρει έναν
ιστορικό είναι να αναδείξει το γεγονός ότι στο παρελθόν κάποιοι άνθρωποι ενεπλάκησαν σε
διαμάχες προσπαθώντας να πείσουν άλλους για την αλήθεια των θεωριών τους. Αυτό που εμείς
ζητούμε να κατανοήσουμε είναι η αλήθεια των διαφόρων ιδεών τους στο δικό τους ιδιαίτερο
πολιτισμικό πλαίσιο και όχι με βάση κάποια απόλυτα και μη-ιστορικά κριτήρια.466
Στην ιστορία των επιστημών ανακαλύπτουμε μια πολυμορφία μεθόδων που
χρησιμοποιήθηκαν από τους ερευνητές. Μια μεγάλης εμβέλειας διαμάχη των φιλοσόφων της
επιστήμης με τους ιστορικούς αφορά ακριβώς την «μέθοδο». Πολλοί φιλόσοφοι και επιστήμονες
463
Βλπ. τις αναλύσεις του Κ.Γαβρόγλου για την ιστοριογραφία και ιστορία των επιστημών. [Επίσης και το: Peter
Machamer, Marcello Pera, Aristides Baltas [eds.], Scientific Controversies: Philosophical and Historical Perspectives,
Oxford University Press 2000].
464
Πιο σωστά: οι ιστορικοί (εντός του δικού τους πολιτισμικού πλαισίου, και με βάση τις δικές τους
προσλαμβάνουσες) συγκροτούν τις ιστορίες των επιμέρους επιστημών. Ας σημειώσουμε εδώ και αυτό: (παρότι
σήμερα δεν λαμβάνουν χώρα πολλές συζητήσεις γύρω από αυτά) στόχος των ιστορικών δεν είναι η μελέτη
ξεχωριστών (μείζονος ή ελάσσονος «σημασίας») ατόμων, απομονωμένων από το ιστορικό πολιτισμικό τους
περιβάλλον. Ιστοριογραφικά δε, ανάγνωση αποκλειστικά των έργων «επιφανών» επιστημόνων -προκειμένου να
βοηθηθούμε και εμείς να βρούμε λύσεις σε δικά μας προβλήματα- αποτελεί θα λέγαμε μάλλον έναν
αποκοινωνικοποιημένο σχολαστικισμό, και μάλιστα υπονοεί μια γραμμική ιστορική πορεία η οποία οδηγεί
αναπόδραστα στις σημερινές δικές μας αλήθειες…
465
Η ιστορία των επιστημών με την ιστορία της φιλοσοφίας καθώς και την ιστορία των θεολογικών αντιλήψεων
είναι γι’ αυτούς τους λόγους πεδία τα οποία διαπλέκονται. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε το εξής: τα μαθηματικά
κατέχουν μια ιδιομορφία και για πολλούς επιστήμονες δεν πρέπει να τοποθετούνται κάτω από την κατηγορία
«φυσικές επιστήμες»: τα μαθηματικά δεν έχουν ως αντικείμενό τους κάποιες φυσικές οντότητες ή κοινωνικούς
θεσμούς ή συμπεριφορές. Αντικείμενο μελέτης τους είναι τα συμπεράσματα που προκύπτουν από ορισμούς (που εμείς
επινοούμε) με βάση κάποιους κανόνες συμπερασμού. (Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι δεν έπαιξαν και δεν παίζουν
μεγάλης σημασίας ρόλο στην συγκρότηση του επιστημονικού λόγου γενικότερα).
466
Ενδέχεται για παράδειγμα, μια συγκεκριμένη αντίληψη ή θεωρία του μακρινού παρελθόντος, με τα σημερινά
δικά μας κριτήρια, να είναι «λανθασμένη» ‘ αυτό που ενδιαφέρει έναν ιστορικό είναι να διερευνήσει τον τρόπο, τους
λόγους για τους οποίους παρέμεινε όλα αυτά τα χρόνια αδιαμφισβήτητη και καθιερωμένη ως «αληθής».
187
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
επιμένουν και διερευνούν τη δυνατότητα διατύπωσης μίας και μοναδικής μεθόδου που προσιδιάζει
στην επιστήμη. Από την άλλη πλευρά πολλοί ιστορικοί θεωρούν πως αυτή η προσκόλληση και η
ανάγνωση του παρελθόντος με στόχο μια μόνιμη επιβεβαίωση της «απόλυτης κυριαρχίας του
ορθολογισμού» -και σε αντίθεση με το τι μας διδάσκει πραγματικά η ιστορία- είναι τελικώς
λανθασμένη.
Στην ιστορία ο «Θετικισμός» υπήρξε ισχυρό ρεύμα: για τους θετικιστές «μόνη έγκυρη»
γνώση είναι η επιστημονική και στόχος των ιστορικών οφείλει να είναι η εξαντλητική και ακριβής
καταγραφή των «πραγματικών γεγονότων». Η «έγκυρη» επομένως γνώση είναι «καθαρή» γνώση,
δεν περιέχει μεταφυσικές ή ηθικές προσμίξεις, θρησκευτικές ή αισθητικές διαστάσεις, κοινωνικές
και πολιτισμικές παραμέτρους. Η ιστορική αφετηρία δεν παίζει κανέναν ρόλο στην αποτίμηση της
εγκυρότητας της γνώσης και της φιλοσοφικής της ανάλυσης. Για τους θετικιστές, οι επιστημονικές
θεωρίες μπορούν να αναχθούν σε περισσότερο θεμελιώδεις οντότητες. Οι παρατηρήσεις δεν είναι
θεωρητικά φορτισμένες, είναι «αντικειμενικές». Οι μεταβολές στις θεωρίες έχουν σαν υπόβαθρο
τα εμπειρικά στοιχεία και μια «ενιαία» παρατηρησιακή γλώσσα. «Πρόοδος» σημαίνει
επιστημονική εξέλιξη. 467
Οι θετικιστές ιστορικοί πίστευαν πως η ιστορία της επιστήμης είναι η πλήρης συλλογή και
καταγραφή δεδομένων και γεγονότων.468 Το επόμενο βήμα, η «γενίκευση» από αυτές τις συλλογές
στόχευε στο να καταδειχθεί η μεγαλειώδης «πρόοδος» που συντελούνταν και η σταδιακή σταθερή
προσέγγιση της «αλήθειας» ‘ μια θριαμβευτική πορεία, ανεξάρτητη από τις περιπέτειες των
ιδιαίτερων (δυτικών) κοινωνιών. Ο «ηρωισμός» αυτής της αφήγησης και η ιδεολογική και ηθική
της διάσταση είναι ίσως για εμάς σήμερα ξένα και μακρινά στοιχεία, ωστόσο η συμβολή των
πρώτων ιστορικών στην σημερινή γνώση και τη δημιουργία του κλάδου της ιστορίας της
επιστήμης είναι αδιαμφισβήτητη.
Η ιστορία των επιστημών λαμβάνει θεσμική υπόσταση περίπου μετά το τέλος του δεύτερου
παγκοσμίου πολέμου. Οι αντίληψη του Leopold von Ranke (1795-1886) για την ιστορία θα
επηρεάσουν πολύ σημαντικά την ιστοριογραφία των επιστημών. Ο Ranke, όπως έχουμε δει
αναλυτικά σε άλλο σημείο, κατά πρώτον θα επιδιώξει να καθιερώσει την ιστορία ως κλάδο
διακριτό από την φιλολογία και την φιλοσοφία. Δεύτερον, το παρελθόν πρέπει να ειδωθεί
σύμφωνα με τους δικούς του όρους και όχι να κριθεί με βάση τα σημερινά πρότυπα. Τρίτον, οι
ιστορικοί θα έπρεπε να ελέγχουν την γνησιότητα των εγγράφων (την εσωτερική τους συνοχή και
τη συνάφεια με άλλα κείμενα της εποχής) και να στηρίζονται σε πρωτογενή τεκμήρια (τα «πλέον
άμεσα ντοκουμέντα») και όχι σε δευτερογενείς αφηγήσεις και κατοπινές αναφορές.469 Αποκλίσεις
από τις μεθοδολογικές αυτές αρχές θεωρούνταν πως έχουν σχέση με λάθη και παραλείψεις και δεν
αμφισβητούσαν την ισχύ των αρχών αυτών.
Στις αρχές του 20ου αιώνα η παραγωγή στα πλαίσια αυτού που στη συνέχεια θα κατασταλάξει
ως “ιστορία των επιστημών” θα είναι ευρύτατη: εκτενείς βιβλιογραφίες, νέα περιοδικά, εκδόσεις
των σημαντικότερων μεγάλων έργων, κατάλογοι και πίνακες με τις ανακαλύψεις και πολλά άλλα.
Αυτός ο θαυμασμός για την πρόοδο της επιστήμης θα εκφραστεί και με ένα δέος απέναντι στα
«μεγάλα πνεύματα» που στιγμάτισαν αυτό τον θρίαμβο.
467
Για τον Auguste Comte (1798-1857), η ανθρώπινη σκέψη ιστορικά πέρασε από 3 στάδια: στη «θεολογική»
φάση τα φυσικά φαινόμενα αποδίδονταν σε υπερφυσικές οντότητες ‘ στην «μεταφυσική» φάση οι «υπερφυσικές
δυνάμεις» αντικαθίστανται από «αφηρημένες» δυνάμεις ‘ στην «θετική» τέλος φάση τα φαινόμενα είναι πλέον δυνατό
να εξηγηθούν «ορθολογικά» και είναι «μετρήσιμα»…
468
Τα πρώτα έργα ιστορίας της επιστήμης τα βρίσκουμε στα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια του 19ου αιώνα.
469
Ιδανικά, θα έπρεπε να συλλεχθεί το σύνολο των συναφών πηγών…
188
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Μέσα στη δεκαετία του 1930, διακρίνουμε τις πρώτες ιστοριογραφικές απόπειρες υπέρβασης
του θετικιστικού μοντέλου. Σε πολλά από αυτά τα έργα η περίοδος «των απαρχών της σύγχρονης
επιστήμης», η περίοδος δηλαδή της «Επιστημονικής Επανάστασης» του 16ου και 17ου αιώνα,
θεωρείται πως συγκροτεί την ταυτότητα της επιστήμης και μέσα από τη ρήξη με την Αρχαιότητα.
Παρά την επιμονή στην εσωτερική συνέπεια των «μεγάλων έργων» και τον υπερτονισμό του
ρόλου της ιδιοφυίας, αρχίζουν να εμφανίζονται νέες αναλύσεις όπου κυρίαρχη πλέον είναι η
κοινωνιολογική διάσταση.
Ο R. Merton (1911-2003), από τους πρώτους που συνέβαλαν στην ανάδυση της
«κοινωνιολογίας των επιστημών», θεωρούσε πως οι «εξωτερικές επιδράσεις» δεν επηρεάζουν τον
«γνωσιακό πυρήνα» της επιστήμης ‘ επηρεάζουν παρ’ όλα αυτά τον ρυθμό και την κατεύθυνση
της επιστημονικής προόδου. Οι «τοπικοί» παράγοντες δεν ασκούν επίδραση στο περιεχόμενο της
επιστήμης.470
Υπάρχουν σύμφωνα με τον Merton τέσσερις θεμελιώδεις αξίες όσον αφορά το
«επιστημονικό ήθος». Η πρώτη είναι η «καθολικότητα»: τα κριτήρια απόφασης σχετικά με μια
ανακάλυψη δεν σχετίζονται με ιδιαιτερότητες των επιστημόνων, είναι «αντικειμενικά». Δεύτερη
αξία, η «αμεροληψία»: οι επιστημονικές ανακαλύψεις οφείλουν να μην υποτάσσονται σε κανενός
είδους ιδιοτελή συμφέροντα. Τρίτη αξία, η «κοινοκτημοσύνη»: κάθε ανακάλυψη πρέπει να
δημοσιοποιείται και τότε πλέον ανήκει στο σύνολο της επιστημονικής κοινότητας. Τέταρτη αξία, ο
οργανωμένος σκεπτικισμός: οι αντικειμενικές ανακαλύψεις προβάλλονται ως τέτοιες ανεξάρτητα
από την άποψη που έχει για αυτές η κοινωνία. Μέσα στην δεκαετία του 1980, οι ιστοριογραφικές
προσεγγίσεις που εμφανίζονται τότε θα αμφισβητήσουν την υπόθεση ότι η ανάπτυξη της
επιστήμης είναι απόρροια αυτών των αξιών και μόνο. Ο Merton πάντως ταυτίστηκε από πολλούς
και με μια θέση που έμεινε γνωστή ως «πουριτανισμός και επιστήμη»: αφορά την στενή σχέση
ανάμεσα στην πουριτανική εκδοχή του αγγλικού προτεσταντισμού και επιστημονικούς θεσμούς,
όπως η Royal Society. Ο Merton, μελετώντας τις βιογραφίες των μελών της Βασιλικής Εταιρίας
κατέληξε στο συμπέρασμα πως η έμφαση που έδινε ο πουριτανισμός στην «κοινωνικά χρήσιμη
εργασία» συνέβαλε με αποφασιστικό τρόπο στην ανάδειξη της πειραματικής πρακτικής, ενός
ιδιαίτερα σημαντικού χαρακτηριστικού δηλαδή της Επιστημονικής Επανάστασης.
Ο Edgar Zilsel (1891-1944) θα διατυπώσει τη δική του εκδοχή για την εξέλιξη της επιστήμης
στον 16ο και 17ο αιώνα. Οι «λόγιοι» των πανεπιστημίων και οι κοσμικοί «ουμανιστές»
αποτελούσαν φορείς «ορθολογικών» και μαθηματικών τρόπων σκέψης. Οι τεχνίτες ήταν φορείς
εμπειρικών γνώσεων και τεχνικών. Στις ταξικές προκαπιταλιστικές κοινωνίες η επαφή ανάμεσα
στα τρία αυτά στρώματα δεν ήταν ουσιώδης. Η εξέλιξη της μηχανικής τεχνολογίας και οι
ανακατατάξεις που θα φέρει η συγκρότηση της καπιταλιστικής παραγωγής θα συντείνουν και στην
κοινωνική ώσμωση: η συνεύρεση των φορέων στις πόλεις θα οδηγήσει σε συνθέσεις από τις
οποίες θα προκύψουν και τα έργα που καθιέρωσαν τη σύγχρονη επιστήμη.
Σύμφωνα με έναν άλλο, σοβιετικό (μαρξιστή) ιστορικό, τον Boris Hessen (1893-1936), οι
περισσότερες θεωρίες του 17ου αιώνα αναδείχθηκαν από τις οικονομικές και τεχνικές ανάγκες της
εποχής. Ο άγγλος John Desmond Bernal (1901-1971) θα επηρεαστεί από τις αναλύσεις του
Hessen471 και μαζί με αυτόν και άλλοι ιστορικοί: J.B.Haldane (1892-1964), J.Needham472 (19001995), J.Huxley (1887-1975). Εδώ, οι κοινωνικές διεργασίες καθορίζουν την εξέλιξη της
επιστήμης. Για τον Bernal η κοινωνική δυναμική επηρεάζει τους θεωρητικούς προβληματισμούς
των επιστημόνων: οποιαδήποτε κατανόησή τους προϋποθέτει την εξέταση της αλληλεπίδρασης
επιστήμης και κοινωνίας.
470
“Science, Technology and Society in Seventeenth-Century England”.
“Science in History”.
472
“Science and Civilization in China”.
471
189
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Πολύ μεγάλη επιρροή στους ιστορικούς της επιστήμης άσκησε ο ρώσος Alexandre Koyre473
(1892-1964). Περιγράφοντας τις ιδέες του Galileo ο Koyre δεν θα ακολουθήσει την παράδοση
που αρκούνταν σε μια αφήγηση των ανακαλύψεων, στην ανασυγκρότηση τεχνικών λεπτομερειών
παρελθόντων θεωριών και στην ηρωοποίηση των μεγάλων πρωταγωνιστών. Η έρευνα για τον
Galileo έδειχνε πως οι αντίπαλοι στις καινοτόμες ιδέες δεν ήταν τόσο η Εκκλησία και οι
δεισιδαιμονίες, όσο η ίδια η «κοινή λογική», η συνήθεια, τα λάθη των ίδιων των
πρωταγωνιστών.474 Σύμφωνα με τον Koyre οι αλλαγές που επέφερε η Επιστημονική Επανάσταση
του 17ου αιώνα, «μπορούν να συμπτυχθούν σε δύο βασικές και στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους
αρχές […] “καταστροφή του κόσμου” και “γεωμετρικοποίηση του χώρου”». Αυτό σημαίνει
«υποκατάσταση της αντίληψης για τον κόσμο ως περατού και καλά οργανωμένου όλου, στο οποίο
η χωρική δομή ενσαρκώνει μια ιεραρχία τελειότητας και αξίας» με εκείνη ενός «ακαθόριστου ή κι
ακόμη άπειρου σύμπαντος, που δεν είναι πλέον ενιαίο χάρη σε μια φυσική ιεραρχία, αλλά απλώς
ενωμένο από την ταυτότητα των έσχατων και βασικών συστατικών του και νόμων. Σημαίνει,
ακόμη, την αντικατάσταση της αριστοτελικής αντίληψης του χώρου – ένα διαφοροποιημένο
σύνολο τόπων στον κόσμο – από εκείνη της ευκλείδειας γεωμετρίας – μια ουσιαστικά άπειρη και
ομοιογενής έκταση – που θεωρείται έκτοτε ταυτόσημη με τον πραγματικό χώρο του κόσμου».475
Για τον Koyre στον 16ο και 17ο αιώνα η νοοτροπία αλλάζει, περνάμε «από τον κόσμο του
“περίπου” στον κόσμο της ακρίβειας», των ακριβών μετρήσεων.476 Με τον Koyre η Επιστημονική
Επανάσταση καθίσταται κεντρικό πρόβλημα μετά τα μέσα του 1940. O Herbert Butterfield477
(1900-1979) και ο Rupert Hall478 (1920-2009),479 ο Charles Gillispie480 (1918- ), ο Alistair
Crombie481 (1915-1996), θα υποστηρίξουν τις έρευνες του Koyre και θα τονίσουν την σημασία
και την επιρροή του. Ο Thomas Kuhn θα χαρακτηρίσει την συμβολή του ως «ιστοριογραφική
επανάσταση» η οποία μετασχημάτισε την ιστορία των επιστημών σε ιστορία των ιδεών.
Ο Henry Guerlac482 (1910-1982), θα ασκήσει σοβαρή κριτική στην προσέγγιση του Koyre.
Κατά τη δική του άποψη οι φιλοσοφικές, εξω-επιστημονικές κ.ά. επιδράσεις στον Γαλιλαίο και
τους συγχρόνους του είχαν υπερεκτιμηθεί. Μεγαλύτερη σημασία έπρεπε να δοθεί μάλλον στα
επιστημονικά προβλήματα της εποχής, στον ρόλο της τεχνολογίας και στη συμβολή των τεχνιτών
της Αναγέννησης. Ένοχη για «ιδεαλισμό» και «υπερ-ορθολογισμό» η «αποκλειστική εμμονή στην
γένεση και εξέλιξη των βασικών εννοιών» καταλήγει σε ένα είδος μετα-ιστορίας των εννοιών.
Σύμφωνα με τον Guerlac οι οικονομικές και τεχνολογικές παράμετροι αποφεύγονταν από τους
ιστορικούς επειδή παρέπεμπαν σε συγκεκριμένη πολιτική και ιδεολογική τοποθέτηση. Ο Koyre θα
απαντήσει επιμένοντας στη θέση του: οι πρακτικές της κοινωνίας και οι ικανότητες των τεχνικών
δεν μπορούν να ερμηνεύσουν τις μείζονες επιστημονικές τομές ‘ η επιστήμη είναι θεωρία, η
αναζήτηση της αλήθειας, κατέχει δε μια δική της αυτονομία. Η ιστορία των επιστημών είναι τμήμα
της ιστορίας των ιδεών. Για τον Guerlac αντιθέτως, οι επιστήμες σχηματοποιούνται μέσα από
πολύπλοκες και πολύμορφες κοινωνικές και πολιτισμικές διεργασίες.
473
“Etudes Galileennes”.
Ειδικά τα λάθη αναδεικνύουν και τους περιορισμούς μέσα στους οποίους εργάζονται και παράγουν γνώση οι
επιστήμονες.
475
“From the Closed World to the Infinite Universe” (1957).
476
Ο Koyre θα διατηρήσει την πεποίθησή του πως στην εδραίωση της φυσικής ο ρόλος του πειράματος υπήρξε
αμελητέος.
477
“The Origins of Modern Science” (1949).
478
“The Scientific Revolution, 1500-1800” (1954).
479
Οι δύο ιστορικοί επέκτειναν τη χρονική περίοδο της Επιστημονικής Επανάστασης και το περιεχόμενό της, το
οποίο συμπεριέλαβε εξελίξεις και σε άλλα πεδία πέραν της φυσικής.
480
[Ed.] “Dictionary of Scientific Biography”.
481
“Styles of Scientific Thinking in the European Tradition” (1995).
482
“Science in Western Civilization”.
474
190
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Μετά την λήξη του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, κοινωνιολόγοι, φιλόσοφοι και ιστορικοί
των επιστημών θα συναντηθούν στην Philadelphia των Ηνωμένων Πολιτειών (1955) έπειτα από
πρόσκληση του National Science Foundation και της American Philosophical Society.483 Στη
συνάντηση αυτή θα εισαχθεί με περισσότερο επίσημο τρόπο η κυρίαρχη ιστοριογραφική
προσέγγιση. Ο (φυσικός) Herbert Dingle (1890-1978) θα το διατυπώσει με σαφήνεια: «αφού η
εγκυρότητα των ανακαλύψεων της επιστήμης δεν εξαρτάται από την προέλευση και την καταγωγή
τους, η Ιστορία των Επιστημών θα πρέπει να γράφεται χωρίς αναφορά στις “εξωτερικές αιτίες που
οδηγούν στην πραγματοποίησή τους”. Όταν ολοκληρωθεί η συγγραφή της αληθινής ιστορίας, τότε θα
είναι δυνατή η διερεύνηση των συνθηκών καταγωγής». Αυτή η μεθοδολογική κατεύθυνση σύμφωνα
με τον Dingle θα μας προστάτευε από τις σοβαρές συνέπειες του μη-διαχωρισμού των δύο: οι Ναζί
γνωρίζουμε πώς προχώρησαν στην αποτίμηση των επιστημονικών πορισμάτων «με βάση τα
φυλετικά χαρακτηριστικά όσων έκαναν τις ανακαλύψεις», ενώ επίσης είναι γνωστή η
«κομμουνιστική αποτίμηση με βάση τη συμβατότητα των ανακαλύψεων με τη φιλοσοφία του Marx
και του Engels, ή την συχνή απόρριψη των αμιγώς ορθολογικών επιχειρημάτων με την πρόφαση ότι
κάτι τέτοιο ήταν αποτέλεσμα της ψυχολογίας του συγγραφέα».
Η ιστορία των επιστημών επομένως θα έπρεπε να δίνει το κύριο βάρος στους παράγοντες στο
εσωτερικό της επιστήμης, στην δυναμική των ιδεών, στην αποτελεσματικότητα των μαθηματικών
μεθόδων και τις δυνατότητες των καινούριων οργάνων κ.λπ. Είναι διαφορετικό πράγμα η εξέλιξη
των επιστημών (η οποία δεν σχετίζεται με εξωτερικές συνθήκες) και άλλο θέμα οι «συνθήκες
καταγωγής».484
Η χρηματοδότηση από το National Science Foundation θα αποδειχθεί καίριας σημασίας ‘
μαθήματα φιλοσοφίας και ιστορίας των επιστημών θα ενταχθούν σε πολλά πανεπιστημιακά
προγράμματα σπουδών. Στα 1960, επτά πανεπιστήμια στις Ηνωμένες Πολιτείες θα παρέχουν
δυνατότητα εκπόνησης διδακτορικών διατριβών στην Ιστορία των Επιστημών. Από τη δεκαετία
του 1970 θα αρχίσουν να αναδύονται ορισμένα προβλήματα τα οποία έχουν να κάνουν κυρίως με
την «ταυτότητα» της ιστορίας των επιστημών.
Αρχικώς, τα πρώτα έργα ιστορίας των επιστημών αυτό που τα χαρακτηρίζει είναι η αφήγηση
των γεγονότων, και όχι η ερμηνεία τους: λεπτομερής συλλογή στοιχείων, ανεύρεση γενικών
υποτίθεται νόμων εξέλιξης της επιστήμης, ανάδειξη της μιας και μόνης επιστημονικής μεθόδου…
Κάποιες δεκαετίες μετά τα πράγματα θα αλλάξουν, καθώς η έμφαση θα δίνεται πλέον στην
βαθύτερη ερμηνεία των γεγονότων. Υπάρχει ωστόσο κάποιο «αρχιμήδειο σημείο» από το οποίο θα
καταφέρναμε να έχουμε «ολική» άποψη για το παρελθόν; Είναι, δυνατόν να θέτουμε ερωτήματα
τα οποία δεν θα είναι επηρεασμένα από την κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε, από την εκπαίδευση
από την οποία έχουμε περάσει, από τους ιδεολογικούς και πολιτικούς μας προσανατολισμούς; Η
απάντηση είναι πως όχι, τέτοια σημεία θέασης δεν υπάρχουν ‘ δεν υπάρχουν «αντικειμενικά»
ερωτήματα μη επηρεαζόμενα από το πολιτισμικό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργεί ένας
483
Ο Bernard Barber μιλώντας εκ μέρους των κοινωνιολόγων της επιστήμης, θα υπογραμμίσει την σημασία της
προσπάθειας ακριβούς προσδιορισμού των κοινωνικών συνθηκών οι οποίες βοηθούν την επιστήμη να προοδεύει… Ο
Henry Margenau εκπροσωπούσε τους φιλοσόφους της επιστήμης: θα τονίσει την αναγκαιότητα αποτροπής του
κατακερματισμού των επιστημών και διατύπωσης «αντικειμενικών και επιστημονικών κριτηρίων» για τον
αποκλεισμό ερευνητικών κατευθύνσεων που δεν ανταποκρίνονται σε αυτά… Ο I.Bernard Cohen θα μιλήσει για τους
ιστορικούς της επιστήμης: για να εξασφαλίσουμε «την πρόοδο της επιστήμης, είναι αναγκαίο να γνωρίζουμε κάτω
από ποιες συνθήκες συντελέστηκε η ακμή ή η παρακμή της επιστήμης».
484
Για να αναφέρουμε δύο μόνο από αυτά: το ένα αφορά τα «ακροατήρια» στα οποία απευθύνονται οι ιστορικοί
των επιστημών (για ποιους γράφουν οι ιστορικοί, και ποια προπαιδεία έχουν υπόψη τους όταν αποφασίζουν την δική
τους θεματογραφία ‘ με ποια κριτήρια στα έργα τους επιλέγεται η ισορροπία ανάμεσα σε «τεχνικές λεπτομέρειες» και
μη-τεχνικούς όρους και στοιχεία κ.λπ.) ‘ ένα δεύτερο σημαντικό πρόβλημα αφορά την υποδομή και τις γνώσεις που
είναι αναγκαίες ώστε να γίνει κανείς «ιστορικός της επιστήμης».
191
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
ιστορικός. Η επιστήμη αποτελεί κοινωνικό-πολιτισμικό φαινόμενο και οι επιστήμονες και οι
ιστορικοί είναι κομμάτι αυτού του φαινομένου. Οι ιστορικοί των επιστημών ερευνούν έχοντας και
αυτοί διαμορφωμένες ήδη προσλαμβάνουσες ‘ αποτελούν μέρος του φαινομένου που μελετούν
επειδή τα ερωτήματά τους τα διατυπώνουν έχοντας ήδη χρησιμοποιήσει διάφορες αναγνώσεις του
παρελθόντος και έχοντας διαμορφώσει την παιδεία τους μέσα από διαφορετικές ερμηνείες των
γεγονότων του παρελθόντος.
Η ίδια η διατύπωση των ερωτημάτων δεν είναι μια διαδικασία «αντικειμενική» ‘ αντιθέτως,
οι ιστορικοί, με τις ιδεολογίες και προκαταλήψεις τους, με τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά τους για το
σήμερα κλπ., αυτοί καθορίζουν το είδος και τον χαρακτήρα των ερωτημάτων που θέτουν.485 Η
προσπάθεια είναι να γίνεται κατανοητό ένα συγκεκριμένο πρόβλημα ή γεγονός στα πλαίσια ενός
όσο το δυνατόν ευρύτερου περιβάλλοντος.
Οι ιστορικοί εκτός από εκφραστές κοινωνικών πολιτισμικών και ιδεολογικών
χαρακτηριστικών είναι και ερευνητές οι οποίοι έχουν επιλέξει, έχουν αποδεχθεί κάποια
ιστοριογραφική προσέγγιση. Στο είδος των ερωτημάτων και στις συγκεκριμένες διατυπώσεις τους,
αποτυπώνονται οι γενικότερες προτιμήσεις και θεωρητικές ή ιδεολογικές δεσμεύσεις τους. Όμως,
παρ’ όλα αυτά, ο στόχος δεν είναι η απλή επιβεβαίωση των θεωρήσεών τους, αλλά η συνέχιση
πιθανά ενός ερμηνευτικού εγχειρήματος κάποιου άλλου, ή η μετατροπή αληθών συμβάντων σε
ιστορικά γεγονότα ή ακόμη η αιτιολόγηση νέων συσχετίσεων ανάμεσα σε γεγονότα. Σκοπός της
κατάθεσης των ερωτημάτων δεν είναι ούτε ο έλεγχος των γενικών μας θεωρήσεων, αλλά ούτε και
η συγκρότηση μιας αφήγησης αληθών συμβάντων ‘ είναι κάτι «ενδιάμεσο».
Στην ιστορία των επιστημών, για να απαντήσουμε στα αρχικά ερωτήματα που θέτουμε,
διατυπώνουμε ορισμένες υποθέσεις ‘ αυτές αργότερα θα τις επανεξετάσουμε κ.ο.κ. Η αφετηρία
μας ωστόσο δεν είναι κάποια ουδέτερη, ιδεατή και μηδενική βάση: οι αδιαμόρφωτες ιδέες,
προκαταλήψεις, παλαιότερες πεποιθήσεις και μη ελεγμένες απόψεις μας κλπ., αποτελούν πολύ
συχνά την αφετηρία των προβληματισμών μας.486
Το εάν είναι αλήθεια όσα υποστηρίζονται από κάποιον ιστορικό, δεν είναι κάτι που
αναδεικνύεται από τον εντοπισμό και μόνο των πηγών. Η «ανάγνωση των πηγών» και η συσχέτισή
τους δεν είναι δεδομένη. Η επιλογή των «κατάλληλων» πηγών είναι αναγκαία αλλά όχι επαρκής
συνθήκη: αυτό επειδή ήδη στα ερωτήματα που έχουν τεθεί, εμπεριέχονται προτιμήσεις και
κατευθύνσεις για τον τρόπο «ανάγνωσης» και τον συσχετισμό των πηγών.
Μελετώντας κάποιο θέμα, οι ιστορικοί διαπιστώνουν πως οι νέες έρευνες φέρνουν στο φώς
νέα στοιχεία και αποσαφηνίζουν ορισμένες καταστάσεις. Οι έρευνες για ιστορικά ζητήματα
παρεμφερή αλλά διαφορετικά, ενδέχεται να διαμορφώσουν ένα ερμηνευτικό πλαίσιο διαφορετικό
μέσα στο οποίο αναδεικνύονται άλλες πλευρές του προβλήματος που εξετάζουμε, πλευρές που
ήταν αδύνατο να διερευνηθούν μέσα στο προηγούμενο πλαίσιο όπου θέταμε τα ερωτήματά μας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, επιστρέφουμε στα ερωτήματα που είχαμε αρχικώς θέσει: νέα ερωτήματα θα
προστεθούν, ορισμένα θα αναδιατυπωθούν, κάποιες απαντήσεις θα αλλάξουν ή θα συμπληρωθούν,
485
Ανάλογα με το είδος των προβλημάτων που μελετώνται, η αναπτυσσόμενη επιχειρηματολογία ενδέχεται να
στηρίζεται και στην φιλοσοφία των επιστημών ή στην κοινωνιολογία την ανθρωπολογία κοκ. Η ιστορία των
επιστημών είναι «διεπιστημονικός» κλάδος. Η κατανόηση δεν αφορά αποκλειστικά τον εντοπισμό των αιτίων που
προκάλεσαν το γεγονός, αφορά και τις συσχετίσεις ανάμεσα στα πολλά συμβάντα του ευρύτερου πολιτισμικούκοινωνικού περιβάλλοντος από τη μία, και στο συγκεκριμένο γεγονός από την άλλη.
486
Σε κάποια στοιχεία θα δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση απ’ ότι σε άλλα. Αυτή η αρχική υπόθεση που θα
κάνουμε θα είναι καθοριστική και για την επιλογή των τεκμηρίων που θα μελετήσουμε.
192
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
νέες ερευνητικές κατευθύνσεις θα σχεδιαστούν… Πρόκειται για μια διαδικασία που δεν μπορεί να
σταματήσει.487
Για ένα ιστορικό των επιστημών οι απαγορεύσεις, οι θεσμικές μεταβολές, οι επιβραβεύσεις,
οι διαμάχες, η αποσιώπηση μιας θεωρίας και η επικράτηση μιας άλλης, όλα αυτά είναι διαδικασίες
ανάμεσα σε άτομα του παρελθόντος με διαφορετικά κριτήρια αλήθειας τα οποία επιθυμούσαν την
επικράτηση εκείνης της συγκεκριμένης θεωρίας που πίστευαν ότι είναι αληθής. Εκείνο το οποίο
δεν πρέπει να κάνουμε είναι να κρίνουμε και να αποτιμήσουμε το παρελθόν με βάση
μεταγενέστερες αξίες και αλήθειες, και αυτό επειδή με έναν τέτοιο αναχρονισμό η πολλαπλότητα
η πολυμορφία και οι ιδιαιτερότητες της παρελθούσας επιστημονικής έρευνας συσκοτίζονται, ή
απαλείφονται.
Κατανόηση του παρελθόντος σημαίνει και κατανόηση των κριτηρίων εγκυρότητας τα οποία
υιοθετούσαν οι επιστήμονες του παρελθόντος. Εκείνα που πρέπει να μας οδηγούν είναι τα
τεκμήρια και όχι όλα όσα μας φαίνονται «λογικά» (με επιχειρήματα για το πώς θα μπορούσε ή θα
έπρεπε να είχαν γίνει τα πράγματα). Ο κύριος λόγος για τον οποίο πολλοί ερευνητές ιστορικοί
καταφεύγουν σε έωλες «γενικεύσεις» είναι συνήθως οι σοβαρές ελλείψεις σε αρχειακό υλικό.
Συχνά δηλαδή με γενικεύσεις επιδιώκεται να καλυφθούν «κενά». Η ανάγκη συμπλήρωσης των
αρχείων μας δεν σημαίνει πως οι ερμηνείες στηρίζονται αποκλειστικά στην φαντασία του
ιστορικού, σημαντικό ρόλο παίζει και η ικανότητά του να κατανοεί το γενικότερο πλαίσιο μέσα
στο οποίο δημιουργήθηκε το αρχειακό υλικό που έχει στη διάθεσή του.488
Οι ιστορικοί των επιστημών έχουν να αντιμετωπίσουν ως «αληθινούς» διάφορους
ισχυρισμούς του παρελθόντος καθώς και να εντάξουν στο δικό τους χωρικό και χρονικό πλαίσιο
δεδομένα και συμπεράσματα για τα οποία σήμερα έχουν την πεποίθηση ότι είναι λανθασμένα.
Είναι σημαντική η εξής παρατήρηση: παρά το γεγονός ότι είναι αποτέλεσμα «ορθολογικών»
διεργασιών, οι πιθανές αποτυχίες δεν είναι προβλέψιμες ‘ ούτε μάλιστα μπορεί κάποιος να
εξετάσει μέσα από «γενικές αρχές» γιατί οι επιστήμονες στο παρελθόν οδηγήθηκαν σε αποτυχίες.
(Ας σημειώσουμε ξανά το εξής: οι ιστορικοί των επιστημών πρέπει να μπορούν να κατανοήσουν
γιατί διάφοροι ερευνητές στο παρελθόν έκαναν «λάθη», και γιατί οι συγκεκριμένοι επιστήμονες
πίστευαν ότι είναι αλήθειες αυτά που εμείς σήμερα θεωρούμε λάθη).489
Στην «αναχρονιστική» ιστορία, υιοθετούνται ορισμένες προσεγγίσεις που έχει σημασία να τις
επισημάνουμε.
Κατά πρώτον, υπάρχει η αντίληψη πως κάποιες ιδέες που σήμερα θεωρούμε πρωτοποριακές,
αντιμετωπίστηκαν ως τέτοιες και κατά την εποχή που πρωτοδιατυπώθηκαν.490
Δεύτερον, πολλές θεωρίες του παρελθόντος επαναδιατυπώνονται με μαθηματική γλώσσα και
διαφορετικοί όροι που παραμένουν απλώς λεκτικά οι ίδιοι (σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους)
αυτοί συγκρίνονται μηχανιστικά.491
487
Οι ιστορικοί είναι και αυτοί «προϊόντα» του κοινωνικού-πολιτισμικού περιβάλλοντος στο πλαίσιο του οποίου
ερευνούν. Επομένως η οπτική τους για το παρελθόν και η ερμηνεία του εξαρτάται από το παρόν, από τους
γενικότερους προβληματισμούς τους και από την συμμετοχή τους σε διαμάχες και συζητήσεις.
488
Στη συμπλήρωση κενών από τον ιστορικό ρόλο δεν παίζει μόνο η «φαντασία» ασφαλώς ή η «διαίσθηση»,
αλλά και οι διάφορες γενικότερες θεωρίες και αντιλήψεις που ασπάζεται, για τους ανθρώπους και για τις κοινωνίες
στις οποίες ζουν.
489
Τα «υποθετικά σενάρια» που διατυπώνουν πολλοί ιστορικοί («τι θα είχε συμβεί εάν…») αναδεικνύουν την
πολυπλοκότητα και τις αναρίθμητες δυνατές συσχετίσεις γεγονότων, εν τούτοις δεν έχουν κάποια αξία για την ιστορία
των επιστημών.
490
Αυτή η επισήμανση δεν σχετίζεται με κάποια θέση που θεωρεί πως ορισμένοι επιστήμονες «αδικήθηκαν»
στην εποχή τους ή ότι οι «ιδέες» που είχαν ήταν πολύ «πιο μπροστά» από την εποχή τους. (Μια τέτοια θέση έχει
θετικιστική χροιά: η «αλήθεια» είναι κάτι που θα λάμψει αργά ή γρήγορα, ανεξάρτητα από την υποδοχή που
επιφύλασσε η κοινωνία όταν οι ιδέες αυτές πρωτοδιατυπώθηκαν).
193
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Κατά τρίτον, έχουμε συχνά την προσπάθεια να αναδειχτεί από ιστορικούς η «συνοχή» του
αρχειακού υλικού που έχουν στη διάθεσή τους. Εντούτοις, η «συνοχή» αυτή δεν μπορεί να
συνεπάγεται πως δεν υπάρχουν αντιφάσεις εντός τους αρχειακού υλικού, ότι δεν υπάρχουν
πιθανόν «πισωγυρίσματα» ή απλοϊκοί και λανθασμένοι (σύμφωνα με τα τρέχοντα) συλλογισμοί.492
Τέταρτον: υπάρχει η προσδοκία να ανακαλυφθούν πρωτόλειες ιδέες σε παλαιότερα κείμενα
και να θεωρηθούν αυτές «αφετηριακά σημεία» νεότερων θεωριών. Κάποιες παλαιότερες θεωρίες
υποτίθεται έτσι ότι «εμπεριείχαν» «έκρυβαν» μέσα τους τις σημερινές (υπονοείται πως οι
τελευταίες είναι οι «απολύτως αληθινές»).493
Πέμπτον: αμφισβήτηση του τόπου και του χρόνου ανακάλυψης ορισμένων φαινομένων,
επειδή υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ίδια φαινόμενα (ή οντότητες) είχαν εντοπιστεί νωρίτερα από
άλλα άτομα τα οποία δεν είχαν καταλάβει την σημασία αυτών που είχαν βρει.494
a.
Η Επιστημονική Επανάσταση του 16ου και 17ου αιώνα.
Η περίοδος της Επιστημονικής Επανάστασης του 16ου και 17ου αιώνα, υπήρξε σύμφωνα με
τον Richard Westfall (1924-1996) η βασική ιδέα που οδήγησε στην συγκρότηση της Ιστορίας των
Επιστημών.495
Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υπήρξε πράγματι μια περίοδος που μπορεί να οριοθετηθεί και
να ονομαστεί «περίοδος της Επιστημονικής Επανάστασης»; Με ποια κριτήρια προχωρούμε σε μια
τέτοια περιοδολόγηση;
Για πολλούς ιστορικούς ο ύστερος Μεσαίωνας συνέβαλε στην προετοιμασία αυτής της
αλλαγής, ωστόσο δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η Επιστημονική Επανάσταση αποτελεί απλώς
την «φυσιολογική εξέλιξη» των τάσεων που διαμορφώθηκαν στον ύστερο Μεσαίωνα. Ποια λοιπόν
είναι τα στοιχεία «ασυνέχειας» και ποια τα στοιχεία «συνέχειας» στην περίπτωση της
Επιστημονικής Επανάστασης;
Τα γνωρίσματα που αποδίδουμε στην Επιστημονική Επανάσταση είναι χαρακτηριστικά τα
οποία επιδίωξαν να καθιερώσουν συνειδητά οι ερευνητές της περιόδου ή αποτελούν
χαρακτηριστικά τα οποία είχε στο μεταξύ αποκτήσει η σύγχρονη επιστήμη και εμείς αποδίδουμε
τις απαρχές τους στην περίοδο του 16ου και 17ου αιώνα;
Ποιες σχέσεις διακρίνουμε ανάμεσα στην ιστορία της φιλοσοφίας και την ιστορία της
Επιστημονικής Επανάστασης; Σε τι επηρέασε η φιλοσοφία του Bacon και του Descartes τον
προβληματισμό της εποχής αυτής;
Ποια υπήρξε η θέση της αριστοτέλειας φιλοσοφίας στο πλαίσιο ερευνών της εποχής αυτής;
Ήταν κάτι το οποίο θεώρησαν ότι έπρεπε να αντικατασταθεί ολοκληρωτικά από ένα καινούριο
491
Παράδειγμα: οι αποδείξεις του Galileo, διατυπώνονται σήμερα και με αλγεβρικές μεθόδους ‘ ωστόσο αυτό
αλλοιώνει το γεγονός ότι ο ίδιος τις διατύπωσε με γεωμετρικές μεθόδους και αυτό σημαίνει ότι ο τρόπος σκέψης του
ήταν συνυφασμένος με τις δυνατότητες που του παρείχε η γεωμετρία.
492
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η για πολλά χρόνια επιδίωξη ανάδειξης της «συνοχής» του έργου του Newton
μέσω της παντελούς αγνόησης των αλχημικών και θεολογικών του χειρογράφων (ως υλικό που «δεν είχε σχέση» με
την επιστήμη του…).
493
Αποσπάσματα και φράσεις αποκομμένες από το υπόλοιπο έργο και την εποχή είναι δυνατό να μας οδηγούν να
«ανακαλύψουμε» «ψήγματα» και «απαρχές» σύγχρονων θεωριών…
494
Βέβαια, υπάρχουν παραδείγματα επιστημόνων οι οποίοι κάποτε εντόπισαν κάτι, αλλά ούτε οι ίδιοι ούτε
κανείς απ’ όσους διάβασαν στον καιρό τους τα πορίσματα των ερευνών δήλωσαν συγκεκριμένα για τι επρόκειτο.
Αργότερα άλλοι επιστήμονες θα ανακαλύψουν τι ήταν το εν λόγω φαινόμενο (ή οντότητα). Το συμπέρασμα εδώ είναι
πως δεν μπορούμε να αποδώσουμε την εν λόγω «ανακάλυψη» στον πρώτο ερευνητή…
495
Συμβατικά, αναφερόμαστε στα περίπου 150 χρόνια που μεσολάβησαν από τη δημοσίευση του De
Revolutionibus Orbium Coelestium (1543) του Κοπέρνικου, έως το Philosophiae Naturalis Principia Mathematica
(1687) του Newton.
194
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
σύστημα; Θεωρήθηκε κάτι από το οποίο έπρεπε επιλεκτικά να παρθούν κάποια μόνο στοιχεία για
την οικοδόμηση του καινούριου (το οποίο όμως θα ήταν εντελώς διαφορετικό από το αριστοτέλειο
σύστημα); Ήταν κάτι το οποίο το οποίο θα μπορούσε να μεταρρυθμιστεί και «εκσυγχρονιστεί»; Η
σχολαστική παράδοση ήταν κάτι το οποίο οι φυσικοί φιλόσοφοι πίστευαν ότι έπρεπε να υπερβούν;
Οι πρωταγωνιστές της Επιστημονικής Επανάστασης ποιες στρατηγικές κατέστρωσαν για την
διαμόρφωση της νέας φυσικής φιλοσοφίας; Ποιο ρόλο έπαιξαν οι αναφορές στην Αρχαιότητα ή
στα «ερμητικά» κείμενα; Υπήρξε συμμαχία των ερευνητών της εποχής με άλλους πολέμιους του
αριστοτελισμού οι οποίοι όμως εξέφραζαν «μη-ορθολογικές» και μεταφυσικές απόψεις; Κατά
πόσο η κριτική στον αριστοτελισμό τον 16ο αιώνα ήταν αποτέλεσμα και της παρουσίας
νεοπλατωνικών και νεοπυθαγόρειων ρευμάτων; Ποιες νέες μεταφυσικές αρχές υιοθετήθηκαν από
την επιστήμη στην εν λόγω περίοδο;
Με ποιον τρόπο η ανάγκη νομιμοποίησης των νέων κανόνων για την μελέτη της φύσης
ακύρωσε σταδιακά την έρευνα της φύσης ως ιδιωτικό εγχείρημα; Με ποιον τρόπο απομακρύνονται
οι «λόγιοι» από την κουλτούρα του σχολαστικισμού; Πώς αλλάζει βαθμιαία το προφίλ του
«φυσικού φιλοσόφου»;
Πώς εντάσσεται η αλχημεία στο πλαίσιο της Επιστημονικής Επανάστασης; Τι σχέσεις
μπορούμε να διαπιστώσουμε ανάμεσα στις πρακτικές των «μάγων» και αυτών που θα ονομαστούν
«πειραματική φυσική»;
Ποιες συσχετίσεις εκφράζουν με συγκεκριμένο τρόπο την σχέση του νέου πλαισίου μελέτης
της φύσης με τις διεργασίες στο κοινωνικό πεδίο; Και πώς αυτές οι συσχετίσεις συνθέτουν το
πεδίο των νέων πρακτικών των φυσικών φιλοσόφων;
Ποιες είναι οι σχέσεις των κοινωνικών στρωμάτων που αναδύονται με την νέα επιστήμη; Από
πού αντλούν την οικονομική τους ισχύ και ποιες είναι οι ιδεολογικές τους αναφορές;
Ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ακαδημιών και των «εταιριών» που ιδρύονται
και ποιες νέες μορφές επικοινωνίας καθιερώνονται από την νέα κοινότητα φυσικών φιλοσόφων;
Ποια υπήρξε η δομή των εκπαιδευτικών θεσμών στον ύστερο Μεσαίωνα και πώς αυτοί
επηρεάστηκαν από τις σημαντικές κοινωνικές και θρησκευτικές ανακατατάξεις του 16ου αιώνα;
Πώς αλλάζει το περιεχόμενο και η εν λόγω δομή κατά την διάρκεια της Επιστημονικής
Επανάστασης; Για ποιους λόγους τα πανεπιστήμια δεν θα παίξουν βασικό ρόλο στη διάρκεια του
17ου αιώνα; Πώς εντάχθηκε η νέα φυσική φιλοσοφία στους θεσμούς αυτούς; Ποια σχέση
κατασταλάζει τελικώς ανάμεσα στα πανεπιστήμια από τη μια και στις ακαδημίες και εταιρίες από
την άλλη;
Ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των νέων σχέσεων εξουσίας, εξουσίας επάνω στην
φύση και εξουσίας επάνω στους ανθρώπους;
Πώς θα έπρεπε να διερευνήσουμε τη σχέση θεολογίας και νέας φυσικής φιλοσοφίας,
θρησκείας και επιστήμης, Εκκλησίας και φυσικών φιλοσόφων; Πώς συγκροτούνται και ποιες είναι
οι νέες μορφές εξουσίας που διαχειρίζονται οι φυσικοί φιλόσοφοι;
Πώς συνέβαλε η Εκκλησία στην βαθμιαία νομιμοποίηση των νέων ιδεών; Ποιες συμμαχίες
και ποιες διαμάχες εντοπίζουμε ανάμεσα σε εκκλησιαστικούς παράγοντες και ομάδες φυσικών
φιλοσόφων και πώς αυτές άλλαξαν με την πάροδο του χρόνου;
Πώς υποδέχτηκε και πώς επηρέασε η Εκκλησία την διαμόρφωση των νέων πρακτικών και
των νέων ιδεών της φυσικής φιλοσοφίας; Πώς ερμηνεύουμε το γεγονός ότι σε πολλούς ναούς
διαπιστώνουμε αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις που πιστοποιούν πως χρησιμοποιήθηκαν και ως χώροι
αστρονομικών παρατηρήσεων;
Πώς τα χαρακτηριστικά του κινήματος της «Μεταρρύθμισης» του 1516 και οι αντιδράσεις
της Καθολικής Εκκλησίας διαμόρφωσαν το ιδεολογικό, κοινωνικό και θεολογικό πλαίσιο για την
μελέτη των φυσικών φαινομένων; Ποιες εσωτερικές διαφοροποιήσεις διαπιστώνουμε μέσα στο
κίνημα Μεταρρύθμισης και πώς αυτό εκφράστηκε σε διαφορετικά έργα, θεσμούς και τόπους της
195
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Ευρώπης; Πώς το «κίνημα της Αντιμεταρρύθμισης» επηρέασε την εξέλιξη και διάχυση των νέων
επιστημονικών ιδεών ανάμεσα στους καθολικούς;
Τι πίστευαν οι φυσικοί φιλόσοφοι για τους τρόπους απόκτησης και τα κριτήρια εγκυρότητας
της νέας γνώσης; Πώς νομιμοποιείται σταδιακά το «πείραμα» ως εκείνη η πρακτική η οποία
δημιουργεί τους χώρους παραγωγής γνώσης για τη φύση και ελέγχουν της εγκυρότητας αυτής της
γνώσης; Τι χαρακτήρα έχουν οι διαφωνίες που προκύπτουν και πώς επιλύονται; Ποιο ρόλο
κατέχουν τα νέα όργανα στην παραγωγή γνώσης και ποιο ρόλο έχουν στη διαμόρφωση μιας νέας
πρακτικής; Με ποιο τρόπο καθιερώνονται οι πρακτικές «συλλογικής μαρτυρίας» των
πειραματικών αποτελεσμάτων και «πειραματικών επιδείξεων» στους δημόσιους χώρους;
Με ποιους τρόπους πραγματοποιήθηκε η εισαγωγή των νέων επιστημονικών ιδεών στο χώρο
εκτός της Δυτικής Ευρώπης; Πώς οι λόγιοι αυτών των κοινωνιών ιδιοποιήθηκαν τις νέες ιδέες και
ανέπτυξαν τον δικό τους λόγο στα πλαίσια των τοπικών φιλοσοφικών και θεολογικών παραδόσεων
και των τοπικών κοινωνικών περιορισμών;
Η Επιστημονική Επανάσταση είναι ένα σύνολο χαρακτηριστικών που εμφανίζονται
αποκλειστικά στην Ευρώπη; Τι συμβαίνει στον Αραβικό κόσμο, την Ινδία και την Κίνα εκείνη την
εποχή; Υπάρχουν «ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά» τα οποία συνέβαλαν στην πραγμάτωση της
Επιστημονικής Επανάστασης;
Η μελέτη των κλασικών κειμένων της Επιστημονικής Επανάστασης μας έχει δείξει πως η
διαδικασία «πειθούς» αναφορικά με τις νέες ιδέες της εποχής υπήρξε πολύ πιο πολύπλοκη από μια
απλή παράθεση των νέων θεωριών και των πειραματικών δεδομένων με έναν «λογικά συνεπή»
τρόπο. Η αποδοχή των νέων υποθέσεων, των νέων τρόπων έρευνας και μέτρησης, των νέων
ερωτημάτων που θα έπρεπε να απασχολούν τους φυσικούς φιλοσόφους απαιτούσε γενικά την
οικοδόμηση μιας σύνθετης διαδικασίας όπου η ρητορική έπαιζε σημαντικό ρόλο. Μπορούμε
λοιπόν να αναφερόμαστε σε «ρητορικές στρατηγικές» ορισμένων ερευνητών της περιόδου της
Επιστημονικής Επανάστασης;
Η «πατρωνία» υπήρξε ένας θεσμός εξασφάλισης πόρων για καλλιτέχνες, αλλά επιπρόσθετα
ήταν και θεσμός προστασίας σημαντικών μορφών της εποχής από εχθρούς και αντιπάλους τους. Οι
«πάτρωνες» αντλούσαν κοινωνικό κύρος όταν είχαν «υπό την προστασία τους» τέτοιους
σημαντικούς ανθρώπους. Στην επιστήμη (αλλά και στην τέχνη) η πατρωνία συνέβαλε και στην
«νομιμοποίηση» νέων ιδεών και νέων τεχνοτροπιών. Ποιος υπήρξε λοιπόν ο ρόλος της στην
ανάδειξη αλλά και καθιέρωση των νέων ιδεών και νέων πρακτικών στη διάρκεια της
Επιστημονικής Επανάστασης; Η «πατρωνία» είχε την ίδια μορφή σε όλες τις κοινωνίες της
Ευρώπης;
Τέλος, ποια σχέση είχαν οι νέες επιστημονικές ιδέες με τις τεχνολογίες και τις τεχνικές της
περιόδου εκείνης;
Ο Μεσαίωνας επομένως, δια μέσου πολυσχιδών διεργασιών «προετοίμασε», με μια έννοια,
την Επιστημονική Επανάσταση. Εντούτοις, αυτού του είδους η «συνέχεια» δεν αναιρεί την
«σχετική αυτονομία» της περιόδου: στην διάρκεια της Επιστημονικής Επανάστασης
διαπιστώνουμε μια ολόπλευρη διαφοροποίηση των αντιλήψεών μας για την (μαθηματική)
ανάλυση της φύσης, για τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αποκτήσουμε πρόσβαση στις
ιδιότητες της φύσης και τους νόμους της, για τις μεθόδους ελέγχου της εγκυρότητας των νέων
γνώσεων.
Η σοβαρότητα των κοινωνικών πολιτικών θρησκευτικών γεγονότων της περιόδου και η
πληθώρα των πρακτικών και των προσεγγίσεων που αναδύονται διαμόρφωσαν ποικίλους τρόπους
κατανόησης των φαινομένων, και όλες αυτές οι προσεγγίσεις αλληλοσυμπληρώνονται μην
επιτρέποντας την κυριαρχία ενός και μόνου χαρακτηριστικού: η συνέχεια συνυπάρχει με την
ασυνέχεια ‘ η ρήξη με την αριστοτελική παράδοση δεν εμποδίζει τον σχηματισμό παράλληλα ενός
196
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
νέο-αριστοτελικού ρεύματος ‘ ο «ορθολογισμός» συνυπάρχει με νεοπυθαγόρειες και ερμητικές
παραδόσεις ‘ η «πατερική» παράδοση επανέρχεται σε μια λιγότερο αδιάλλακτη ερμηνεία των
Γραφών ‘ η πολιτική ισχύς της καθολικής Εκκλησίας περιορίζεται ‘ αναδύονται νέες πρακτικές
παρατήρησης της φύσης και η σχολαστική παράδοση εκτοπίζεται βαθμιαία από την εδραίωση της
πειραματικής πρακτικής ‘ η έρευνα της φύσης παύει να είναι ιδιωτική ενασχόληση και καθίσταται
νόμιμη στο βαθμό ακριβώς που εκφράζεται δημόσια ‘ οι «φυσικοί νόμοι» παραγκωνίζουν τις
«ποιητικές αρχές» και καθιερώνεται η μαθηματική τους έκφραση ‘ το τι θεωρείται «φυσιολογικό»
επαναπροσδιορίζεται ‘ το ηλιοκεντρικό σύστημα αφαιρεί από τον άνθρωπο την προνομιακή θέση
που κατείχε στο γεωκεντρικό σύστημα ‘ σε κάθε γωνιά του νέου άπειρου σύμπαντος οι νόμοι είναι
απαράλλακτα ίδιοι ‘ τα πανεπιστήμια παύουν να είναι οι μόνοι θεσμοί διαχείρισης της γνώσης,
ιδρύονται «εταιρίες» και «ακαδημίες», εκδίδονται συναφή περιοδικά. 496 Συμπερασματικά, στην
διάρκεια της περιόδου αυτής μεταβάλλεται ο τρόπος «θέασης», οι τρόποι απόκτησης γνώσης,
καθώς και οι θεσμοί διαχείρισης αυτής της νέας γνώσης.
Ο Μαρτίνος Λούθηρος (1483-1546) υπήρξε μοναχός ιερέας και θεολόγος από τους ηγέτες
του κινήματος της «Εκκλησιαστικής Μεταρρύθμισης» του 16ου αιώνα στην Γερμανία. Κατήγγειλε
την διαφθορά της Εκκλησίας αλλά και εντόπισε τις «θεολογικές ρίζες» πολλών προβλημάτων: η
καθολική εκκλησιαστική ιεραρχία είχε εντάξει το ζήτημα της «χάριτος» μέσα σε ένα σύστημα
απολαβών και μεροληψίας το οποίο δεν είχε καμία θεμελίωση επάνω στην καινή Διαθήκη.
Σύμφωνα με τον Λούθηρο, ο πάπας δεν είχε καμία εξουσιοδότηση αναφορικά με το
«Καθαρτήριο». Η «Μεταρρύθμιση» του 1517 προχώρησε σε σκληρή ιδεολογική αντιπαράθεση.
Το κίνημα απέκτησε συμμάχους σε πολλά κοινωνικά στρώματα, θα το στηρίξουν ακόμη και άτομα
που βρίσκονταν υψηλά στην ιεραρχία της Καθολικής Εκκλησίας.
Η αντίδραση ενάντια στη Μεταρρύθμιση είναι γνωστή ως «Αντι-Μεταρρύθμιση». Η «Ιερά
Εξέταση» θα ιδρυθεί το 1545, ενώ θα οργανωθούν αποστολές ιεραποστόλων για προσηλυτισμό
διαφόρων τοπικών κοινωνιών, επικουρούμενες από τις από τις αποφάσεις της «Συνόδου του
Trento» (Concilium Tridentinum).497 Ο Καθολικισμός, όπου αμφισβητείται θα επιβληθεί με
ιδιαίτερη βιαιότητα. Ο Πάπας Παύλος ο 3ος 498, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση με τους
προτεστάντες ζητά σύγκληση της εκκλησιαστικής συνόδου. Οι θεολογικές αποσαφηνίσεις θα
ικανοποιήσουν πολλούς καθολικούς ιερείς και θα τους προμηθεύσουν με αναγκαία θεωρητικά
όπλα... Με το τέλος της Συνόδου του Trento η καθολικοί θα διαπιστώσουν ότι η απειλή είναι
πλέον και πολιτικο-στρατιωτική. Μεταξύ 1618 και 1648 (συνθήκη της Βεστφαλίας) η Ευρώπη θα
οδηγηθεί στον «τριακονταετή πόλεμο». Το τέλος του πολέμου θα σημάνει την αποδοχή από την
Καθολική Εκκλησία του ρεύματος του Προτεσταντισμού.
Στην Ευρώπη την εποχή αυτή συντελούνται και άλλες σοβαρές αλλαγές. Κατά πρώτον, στην
Αγγλία ο εμφύλιος πόλεμος, (σχηματικά μιλώντας) μεταξύ «μοναρχικών» και υποστηρικτών του
«κοινοβουλευτισμού» θα διαρκέσει μεταξύ 1642 και 1651 και θα έχει αντηχήσεις για πολλές
δεκαετίες έπειτα από την επίσημη λήξη του. Δεύτερον, για όλη αυτή την περίοδο, οι Ευρωπαίοι θα
αντλούν πλούτο από τις αποικίες που ελέγχουν και θα αναπτύξουν σε μεγάλο βαθμό το εμπόριο.
Παράλληλα, η χαλάρωση του ελέγχου της Καθολικής Εκκλησίας θα δημιουργήσει χώρους οι
οποίοι διεκδικούνται από νέα κοινωνικά στρώματα, τα οποία επιδιώκουν να αναβαθμίσουν τον
ρόλο τους. Η νέα επιστημονική κουλτούρα βρίσκει έδαφος πρόσφορο στις φιλοδοξίες των
496
Η Academia de Lincei ιδρύεται στην Ρώμη το 1603, αλλά θα κλείσει το 1630 με τον θάνατο του ιδρυτή της. Η
Royal Society ιδρύεται στο Λονδίνο το 1662. Η Academie Royal des Sciences ιδρύεται στο Παρίσι το 1666.
497
25 συνεδριάσεις σε τρεις περιόδους, μεταξύ 1545 και 1563.
498
Σε εκείνον αφιέρωσε ο Κοπέρνικος το De Revolutionibus.
197
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
στρωμάτων αυτών, και εκείνα ανακαλύπτουν στον ωφελιμισμό της νέας επιστήμης έναν σύμμαχο
για τους δικούς τους κοινωνικο-πολιτικούς στόχους.
Οι ιστορικοί των επιστημών συμφωνούν στον καθοριστικό ρόλο όλων αυτών των εξελίξεων
αναφορικά με την διαμόρφωση της νέας επιστήμης, ωστόσο διαφωνούν μεταξύ τους όσον αφορά
τους συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους τα γεγονότα αυτά επηρέασαν τη διαμόρφωση του
νέου επιστημονικού λόγου, καθώς επίσης και για το ειδικό βάρος που είχε το κάθε γεγονός στην
εξέλιξη των επιστημονικών ιδεών.499
Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί το εξής: η καθιέρωση της νέας φυσικής φιλοσοφίας τον
16ο και 17ο αιώνα, δεν ταυτίζεται πλήρως με ό,τι στη συνέχεια ονομάσαμε «επιστήμη» ‘ η ιστορία
των επιστημών δεν μπορεί να μελετά αποκλειστικά ιδέες και πρακτικές εκείνης της περιόδου οι
οποίες παρουσιάζουν «αντιστοιχίες» με την σημερινή αντίληψη που έχουμε για το τι είναι
επιστήμη. Οι διαφορετικές ιδέες και πολιτισμικές πρακτικές για την κατανόηση και τον έλεγχο της
φύσης βρίσκονταν σε συνεχή αλληλεπίδραση με όλα τα κοινωνικά γεγονότα της εποχής εκείνης.
Οι πρακτικές που διαμόρφωσαν αυτό που ονομάζουμε «Επιστημονική Επανάσταση» δεν φαίνεται
να είχαν τους ίδιους στόχους και χαρακτηριστικά με ό,τι σήμερα αποκαλούμε «επιστήμη». 500
Κατά την διάρκεια της Επιστημονικής Επανάστασης παγιώθηκαν οι νέοι «κανόνες άσκησης»
της φυσικής: η αναζήτηση «νόμων της φύσης» αντικαθιστά την έρευνα για «γενεσιουργές αιτίες»
των φαινομένων ‘ η ακριβής μαθηματική γλώσσα, η «πρόβλεψη» ποσοτήτων μεγεθών ή
χαρακτηριστικών νέων φαινομένων που δεν έχουν ακόμη παρατηρηθεί, αντικαθιστά τις
«ποιοτικές» περιγραφές και ερμηνείες φαινομένων ‘ σχεδιάζονται τώρα πειράματα τα οποία
μπορούν να επαναληφθούν και στα οποία είναι δυνατό να γίνουν ακριβείς μετρήσεις, στη θέση
παλαιότερων επιδείξεων φαινομένων όπου αναδεικνύονταν ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Η πειραματική πρακτική αποκτά πλέον «δημόσιο χαρακτήρα» και καλεί και άλλους να
συμμετάσχουν σε ανάλογες διαδικασίες: η κατανόηση της φύσης δεν μπορεί να αποτελεί προνόμιο
για λίγους «μυημένους». Κατά την δημοσιοποίηση των πειραμάτων εκτίθενται με λεπτομέρειες οι
πειραματικές διατάξεις και οι διάφορες δυσκολίες που προέκυψαν, έτσι ώστε να είναι δυνατή η
αναπαραγωγή τους. Αυτή η «δημοσιότητα» θα διαμορφώσει τους «όρους διαφωνίας» και τους
«κανόνες επίλυσης» διαφωνιών και έτσι θα συμβάλλει στη δημιουργία του πλαισίου συναίνεσης
της επιστημονικής κοινότητας ως προς αυτούς τους όρους.
Αναφορικά με τα παραπάνω, πρέπει να σημειώσουμε το εξής: από τους ιστορικούς, η έμφαση
εδώ δίνεται στην πειραματική «πρακτική» και όχι σε εκείνο που πολλοί θεωρούσαν ως την (μια)
«πειραματική μέθοδο». Εντούτοις σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πειραματικής πρακτικής
και στην διάδοση των επιστημονικών πειραματικών οργάνων,501 θα παίξει το συνολικότερο
εγχείρημα της «μαθηματικοποίησης».
Είναι πολύ σημαντική η εξής εξέλιξη: κατά την διάρκεια της Επιστημονικής Επανάστασης η
«εργαλειακή» χρήση των μαθηματικών βαθμιαία ακυρώνεται, και εδραιώνεται η άποψη πως
«αληθινό» (και επομένως «πραγματικό») είναι ό,τι είναι δυνατόν να εκφραστεί με μαθηματικό
499
Υπάρχουν ασφαλώς και διαφορετικά ερωτήματα που τίθενται από τους ιστορικούς, έρευνες για διαφορετικά
ιστορικά πρόσωπα και για διαφορετικά προβλήματα…
500
Ενδεικτικά αναφέρουμε (εντός αυτής της προβληματικής) το έργο των Steven Shapin & Simon Schaffer:
Leviathan and the Air Pump- Hobbes, Boyle and the Experimental Life (1985). Σε αυτό εξετάζεται όπως θα δούμε και
παρακάτω, η σχέση ανάμεσα σε δύο διαδικασίες: τους τρόπους με τους οποίους (πρέπει να) διεξάγονται και να
τερματίζονται οι επιστημονικές διαμάχες, και τους τρόπους με τους οποίους η αγγλική κοινωνία (μετά τον εμφύλιο
πόλεμο) αντιμετώπιζε την επιβολή της τάξης και την δημιουργία «συναίνεσης» για την αποδοχή της νέας
κατάστασης…
501
όπως επίσης και σε ότι αφορά τα υλικά από τα οποία είναι κατασκευασμένα τα όργανα και οι περιορισμοί
που έθεταν, όπως και τα όρια ακρίβειας των μετρήσεων…
198
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
τρόπο. Τα μαθηματικά χρησιμοποιούνται για να «εξηγηθούν» τα φυσικά φαινόμενα και όχι για να
«περιγραφεί» η φύση.502
Ποια είναι τα νέα κριτήρια ελέγχου και εγκυρότητας των προτάσεων της νέας «φυσικής
φιλοσοφίας»; «Αληθινό» δεν είναι πλέον ό,τι φαίνεται «λογικό και φυσιολογικό». 503 Παράλληλα
με την φυσική φιλοσοφία, η οποία θέλει να εξηγήσει τον κόσμο, υφίστανται και πολλές άλλες
δραστηριότητες: αστρονομία, μηχανική, οπτική, μουσική ‘ επίσης, η ανατομία, η φυσιολογία, η
χειρουργική, η φαρμακολογία ‘ η ναυπηγική, η χαρτογραφία, η μεταλλουργία κ.ά. Για να
καταλάβουμε τι συμβαίνει την περίοδο της Επιστημονικής Επανάστασης θα πρέπει να εξετάσουμε
και την σχέση, την αλληλο-διαπλοκή όλων αυτών των δραστηριοτήτων με την νέα φυσική
φιλοσοφία.
Όπως αναφέραμε και αλλού, η μαγεία, η αστρολογία, η αλχημεία, και η θρησκεία έπαιξαν
σημαίνοντα ρόλο στη διαμόρφωση της νέας φυσικής φιλοσοφίας. Η «μαγεία» στηρίχθηκε στην
εμπειρική παρατήρηση και την λεπτομερή καταγραφή των ιδιοτήτων504 και της συμπεριφοράς των
σωμάτων. Η αιτία που την βρίσκουμε να έχει εκλείψει μετά τα τέλη του 17ου αιώνα είναι επειδή
πολλά από τα στοιχεία της ενσωματώθηκαν στην νέα «επιστημονική» πρακτική και αντίληψη για
τον κόσμο. Επομένως ο εμπειρισμός της μαγείας συνέβαλε στην ανάδυση της πειραματικής
πρακτικής και στην μετάβαση από την σχολαστική παράδοση στην εμπειρική παράδοση της
σύγχρονης επιστήμης.505 Η αλχημεία (όπως και η μαγεία) επικεντρώνονταν, σε αντίθεση με τους
αριστοτελικούς, σε φαινόμενα οι αιτίες των οποίων δεν ήταν δυνατό να εντοπιστούν άμεσα με τις
αισθήσεις.506 Πολλοί θα υποστηρίξουν πως ορισμένες αιτίες είναι αδύνατο μεν να εντοπιστούν με
τις αισθήσεις, αλλά ωστόσο είναι δυνατό να γίνουν κατανοητές.507 Άλλοι θα ισχυριστούν πως οι
αιτίες πρέπει να είναι πραγματικές επειδή τα αποτελέσματά τους είναι πραγματικά. Η νέα
πειραματική πρακτική θα αναφέρεται συχνά σε «ανεξήγητα» φυσικά φαινόμενα, σημασία όμως θα
έχει να φανερώνονται, να εκτίθενται (μέσα από τα πειράματα) οι διάφορες επιδράσεις τους.508
Στο αριστοτελικό σύμπαν η Γη βρίσκεται στο κέντρο και ο κόσμος είναι κλειστός και
αυστηρά ιεραρχημένος: κάθε σώμα και στοιχείο «κατέχει» τη «φυσιολογική θέση» του ‘ ανάλογα
με τη θέση του τα σώματα υπακούουν σε διαφορετικούς κανόνες συμπεριφοράς, η κίνηση δε ενός
σώματος απαιτεί ένα «κινούν» σε επαφή με το σώμα ώστε αυτό να συνεχίζει την κίνησή του… Με
τη διατύπωση των νόμων του Newton όλα αυτά ανατρέπονται. Μόνο για την αλλαγή της
κατεύθυνσης της κίνησης ενός σώματος χρειάζεται η εφαρμογή μιας δύναμης. Τα σώματα
βρίσκονται σε αέναες κινήσεις, και δεν μας απασχολεί πλέον τόσο το γιατί απέκτησαν αυτή την
502
Μαθηματικοποίηση και πειραματική πρακτική θα αλληλο-τροφοδοτούνται, και σύντομα θα επέλθει αυτό που
ονομάστηκε «ρήξη με την Αρχαιότητα» (κυριολεκτώντας, θα έπρεπε να πούμε ρήξη με τον «αριστοτελισμό»). Το
«σώζειν τα φαινόμενα» θα πάψει να ισχύει. Συμφωνία της παρατήρησης με την μαθηματική περιγραφή πιστοποιεί και
την οντολογία που απορρέει από ένα σύνολο μεταφυσικών αρχών. Επομένως, τα μαθηματικά οδηγούν στην «ανάδειξη
της πραγματικότητας», αυτό που «εκφράζεται μαθηματικά» είναι και αυτό «που υπάρχει».
503
Ούτε θα έχει πλέον σημασία ιδιαίτερη το οτιδήποτε ανταποκρίνεται σε επιταγές ορισμένων μεταφυσικών
αρχών, όπως για παράδειγμα ήταν οι «κυκλικές τροχιές», οι οποίες θεωρούνταν «τέλειες» και «άρα έπρεπε» να είναι
«οι πραγματικές» τροχιές των («τέλειων») ουράνιων σωμάτων…
504
«απόκρυφες», όχι γιατί ήταν «δαιμονικές» αλλά επειδή δεν ήταν άμεσα κατανοητές και προσπελάσιμες από
τις αισθήσεις.
505
Θα παρατηρήσουμε εδώ πως πολλοί μάγοι ήταν συχνοί επισκέπτες σε αυλές και σπίτια πλουσίων (κάποιοι
πουλούσαν και περίεργα όργανα ή πετρώματα με μυστήριες ιδιότητες)…
506
Ο αριστοτελισμός δεχόταν εξηγήσεις βασισμένες σε άμεσες και σαφείς αιτίες, και όχι «απόκρυφες».
507
ορθολογική ανάλυση δηλαδή συγκεκριμένων μηχανισμών που θα μπορούσαν να μην είναι πραγματικοί.
508
Σταδιακά λοιπόν η έμφαση αρχίζει να δίνεται στο «πώς» λειτουργούν τα πράγματα και όχι στο «γιατί»
λειτουργούν έτσι όπως λειτουργούν.
199
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
κίνηση αλλά το πώς αυτή αλλάζει. Δεν υπάρχουν τώρα «παρά φύσιν» κινήσεις, ούτε «φυσικοί
τόποι», ούτε διαφορά ανάμεσα στον χώρο τον υπερσελήνιο και τον υποσελήνιο…509
Όσον αφορά τέλος την σχέση Εκκλησίας και νέας επιστήμης, τα ιστορικά γεγονότα δείχνουν
πως πολλοί φυσικοί φιλόσοφοι προσπαθούσαν να συμβιβάσουν με κάποιον τρόπο την επίσημη
θεολογία με την νέα φυσική φιλοσοφία. Κατά τη διάρκεια πάντως της Επιστημονικής
Επανάστασης αυτού του είδους οι προβληματισμοί λαμβάνουν χώρα έξω από το πλαίσιο
λειτουργίας των εκκλησιαστικών και μοναστικών θεσμών (και ορισμένες -όχι όλες τέτοιες
αναζητήσεις αποκτούν μια νομιμότητα). Υπάρχουν λοιπόν απόπειρες να εναρμονιστούν στοιχεία
της νέας μηχανιστικής φιλοσοφίας με στοιχεία του χριστιανικού δόγματος ώστε το ένα να
συμβάλει στην επίλυση θεωρητικών προβλημάτων του άλλου… Οι διαμάχες ξεσπούν σε ένα πεδίο
όπου και στα δύο στρατόπεδα υπάρχουν και φυσικοί φιλόσοφοι αλλά και θεολόγοι, επομένως το
ερμηνευτικό σχήμα που θέλει να υπάρχουν από την μια πλευρά οι «προοδευτικοί» επιστήμονες και
από την άλλοι οι συντηρητικοί εκπρόσωποι της Εκκλησίας είναι προβληματικό.510
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε και μια ακόμη μεταβολή κατά την περίοδο της
Επιστημονικής Επανάστασης. Στο μυαλό πολλών ερευνητών, υπήρχε το εξής σοβαρό δίλημμα:
έχει ο άνθρωπος το (ηθικό) δικαίωμα να προχωρά στη μελέτη προβλημάτων που θα μπορούσαν να
τον φέρουν αντιμέτωπο με τη «λογική του Θεού», με τον τρόπο που Εκείνος σκεφτόταν όταν
δημιουργούσε τον κόσμο; Μήπως η έρευνα της φύσης είναι δείγμα απύθμενης ματαιοδοξίας, ένας
ακόμη αξιόμεμπτος πειρασμός και αμαρτία; Ο κοινωνικός ρόλος του γνωστικού υποκειμένου που
ερευνά τη φύση θα αρχίσει βαθμιαία να αλλάζει. Τα ηθικά διλήμματα σταδιακά φαίνεται να
σβήνουν έπειτα και από τις νέες ισορροπίες ανάμεσα σε φυσικούς φιλοσόφους και θεολόγους και
όταν πια η Καθολική Εκκλησία (προς τα τέλη 17ου αιώνα) αρχίζει να αποδέχεται τον νέο της ρόλο
στον τρόπο άσκησης της εξουσίας εντός της νέας θρησκευτικής τάξης στην Δυτική Ευρώπη.
b.
Τα τεκμήρια
Οι ιστορικοί χρειάζονται στοιχεία, υλικό πάνω στο οποίο θα στηρίξουν την αφήγησή τους και
την ερμηνεία των γεγονότων. Ωστόσο, με την μεροληπτικότητα, τις προθέσεις και τις ενδόμυχες
προκαταλήψεις που τους διακρίνουν, έχουν ήδη διαμορφώσει ένα πλαίσιο και συγκεκριμένες
προσδοκίες για το είδος των απαντήσεων που επιθυμούν να λάβουν… Το πλαίσιο είναι δυνατό
στην πορεία των ερευνών να μεταβληθεί, εντούτοις πρέπει να υπάρχει από την αρχή ‘ αυτό θα
επιστρέψει την αντιληπτική πρόσληψη όσων έχουν να μας πουν τα τεκμήρια. Σύμφωνα με αυτή
την αντίληψη, αντικειμενικότητα, ουδετερότητα, απροϋπόθετη δεκτικότητα δεν υπάρχει στο
εγχείρημα του ιστορικού. Το αρχικό πλαίσιο δε του ιστορικού οφείλει να προσαρμόζεται, να
αλλάζει έτσι ώστε ό,τι μας φαινόταν αρχικά ως δευτερεύουσας σημασίας, παραπλανητικό ή
«ενοχλητικό» να μπορεί να ενσωματώνεται στο νέο πλαίσιο που θα διαμορφωθεί.
Για τους ιστορικούς που ακολουθούν αυτήν την κατεύθυνση που περιγράφουμε στις έρευνές
τους για τις επιστήμες, αντικείμενο της μελέτης είναι αρχικώς οι «συγκεκριμένοι άνθρωποι»: αυτοί
έζησαν σε συγκεκριμένο χώρο και έδρασαν σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο, δημιούργησαν
συγκεκριμένες σχέσεις με άλλους, πολύ συχνά ανήκαν σε θεσμούς, εργαστήρια, ερευνητικές
σχολές ή πειραματικές ομάδες. Η ιστορία των Επιστημών στην οποία αναφερόμαστε εδώ ξεκινά
509
Σημειώνουμε βέβαια εδώ την προβληματικότητα της έννοιας της «δύναμης»: ακόμη και για τον Newton ήταν
δύσκολο να απαντήσει στο τι είναι αυτή, ποιος είναι ο χαρακτήρας της δύναμης…
510
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να εξετάσει κάποιος και τις διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες εντός των οποίων
λειτουργούσαν οι εκκλησιαστικοί θεσμοί σε διαφορετικές χώρες. Εκείνο που έχει σημασία να υπογραμμίσουμε είναι
πως μετά την Επιστημονική Επανάσταση η «αυθεντία» και το κύρος της επιστήμης σταδιακά κερδίζουν έδαφος σε ότι
αφορά τα φυσικά φαινόμενα ‘ αυτό σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο όπου η κυριαρχία της θρησκείας ήταν
απόλυτη και δεδομένη σε οποιοδήποτε ζήτημα.
200
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
από τους συγκεκριμένους επιστήμονες και σε δεύτερο χρόνο επεκτείνεται στις πολιτισμικές και
κοινωνικές διεργασίες οι οποίες με κάποιους τρόπους αντανακλώνται στα έργα τους.511
Αναγκαία για την εργασία του ιστορικού είναι η διάκριση «πρωτογενών» και
«δευτερογενών» πηγών. «Πρωτογενείς» θεωρούνται οι πηγές οι οποίες δημιουργήθηκαν κατά την
περίοδο που μελετούν οι ιστορικοί ‘ «δευτερογενείς» είναι όσες δημιουργήθηκαν αργότερα και
βασίζονται στην ανάλυση των πρώτων. Όλες οι πρωτογενείς (και δευτερογενείς) πηγές δεν έχουν
το ίδιο ειδικό βάρος στην κατάστρωση των επιχειρημάτων και την δόμηση των απαντήσεων στα
ερωτήματα που έχουν τεθεί ‘ η αξιολόγηση των πηγών αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της γραφής
της ιστορίας. Στα τεκμήρια ανήκουν τα δημοσιευμένα έργα των ερευνητών που εμπλέκονται στο
ζήτημα που μελετάμε ή έργα τους αδημοσίευτα (ολοκληρωμένα ή μη) ‘ επίσης: χειρόγραφα ή
προσωπικές σημειώσεις, τα βιβλία του επιστήμονα καθώς και εκείνα που δανειζόταν από
βιβλιοθήκες, επίσημες επιστολές ή αλληλογραφία, παράγραφοι ή διατυπώσεις κάποιων ιδεών οι
οποίες δεν συμπεριελήφθησαν τελικώς στην δημοσίευση μιας θεωρίας (ακόμη οι διαφορές στις
διαφορετικές εκδόσεις ενός έργου), πρόχειροι ή μη υπολογισμοί, όργανα πειραμάτων και, πιο
κοντά στην εποχή μας, συνεντεύξεις ή οπτικο-ακουστικό υλικό.512 Στις (πρωτογενής ή
δευτερογενής) πηγές ανήκουν επίσης πρακτικά συνεδρίων, δικαστικά πρακτικά (ή άλλων θεσμών),
πρακτικά επιτροπών (ακαδημαϊκές εξελίξεις σε βαθμίδες, απονομές βραβείων, εκλογές νέων
μελών, απολογισμοί δραστηριοτήτων, νεκρολογίες, αιτήσεις για χρηματοδότηση ερευνητικών
προγραμμάτων και οι κριτικές εκθέσεις τους, απαντήσεις εκδοτών και επιμελητών ή υπεύθυνων
επιστημονικών περιοδικών κ.ά.). Ακόμη: εκθέσεις (επίσημες ή ανεπίσημες) για την προκήρυξη
θέσεων ή την ίδρυση θεσμών (νέα τμήματα ή ακαδημίες, εργαστήρια, νέες έδρες κλπ.). Η
προσπάθεια είναι να κατανοήσει ο ιστορικός τον τρόπο σκέψης του ερευνητή, τους πιθανούς
δισταγμούς του, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, την κριτική που άσκησε και του ασκήθηκε, την
επίδραση που είχαν στις αποφάσεις του πιθανές παραινέσεις.513
Πριν απ’ όλα τα άλλα, οι ιστορικοί των επιστημών θα πρέπει να αποφασίσουν για την
αυθεντικότητα ενός τεκμηρίου: εάν συντάχθηκε όντως την εποχή που υποτίθεται ότι γράφτηκε,
εάν συντάχθηκε όντως από το άτομο που θεωρείται συγγραφέας του, εάν είναι βέβαιο ότι δεν
αποτελεί πλαστό έγγραφο ή αντίγραφο, εάν το τεκμήριο ανήκει όντως στο άτομο ή τον θεσμό που
υποτίθεται ότι το παρήγαγε, εάν αυτά που αναφέρονται στο τεκμήριο είναι πιθανά με βάση τη
γνώση που έχουμε της εποχής κλπ. Επίσης: ποιος είναι ο βαθμός αξιοπιστίας των τεκμηρίων; Ο
συγγραφέας βρισκόταν σε κατάλληλη θέση ώστε να δώσει πιστή αναφορά των γεγονότων; Ήταν
παρών ή η συγγραφή έγινε πολύ αργότερα;
Γεγονός παραμένει το ότι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό όλα τα τεκμήρια και όλες οι
μαρτυρίες είναι ατελή, ελλιπή, «ανακριβή» ‘ εμπεριέχουν την «ιδιοτέλεια» του συντάκτη τους και
έναν βαθμό προκατάληψης -δεν υφίστανται «αντικειμενικά» τεκμήρια.
Οι ιστορικοί πρέπει να καταλήξουν με ποιον τρόπο θα αξιολογήσουν τα τεκμήρια, υπάρχει
επομένως το πρόβλημα των «κριτηρίων επιλογής». Μια σημαντική παρατήρηση που πρέπει να
511
Επιπρόσθετα, την ιστορική έρευνα ενδιαφέρουν και οι κοινωνικές επιπτώσεις των έργων τους.
Διαφόρων ειδών τρισδιάστατα ομοιώματα τα οποία είχαν χρήση εκπαιδευτική (ή και διακοσμητική),
ζωγραφικοί πίνακες με απεικονίσεις (π.χ. επιστημονικών οργάνων), εικονογραφήσεις παλαιών βιβλίων, αρχιτεκτονικά
σχέδια χώρων εργασίας των επιστημόνων, όλα αυτά μας βοηθούν επίσης να αντιληφθούμε καλύτερα το παρελθόν.
513
Στις εκδόσεις των έργων (π.χ. τα «άπαντα») ενός επιστήμονα, οι παρεμβάσεις στις οποίες προβαίνει ο
επιμελητής είναι πολύ συχνά καθοριστικής σημασίας πηγές πληροφοριών: υποσημειώσεις, για παράδειγμα, με
υπολογισμούς τους οποίους δεν θα ήμασταν σε θέση να κατανοήσουμε αλλιώς, συμπληρώσεις ώστε να γίνει
προσβάσιμο το αρχικό κείμενο (πράγματα που ο συγγραφέας θεωρούσε «αυτονόητα»), πρόσθετες λεπτομέρειες για
όργανα που χρησιμοποιήθηκαν, εκτενείς ή μη εισαγωγές, υπομνήματα για συναφείς εργασίες, για πιθανά λάθη σε
πειραματικές μετρήσεις, κατάλογοι εργασιών άλλων οι οποίοι επηρεάστηκαν από τα αποτελέσματα του εν λόγω
επιστήμονα κ.ά.
512
201
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
κάνουμε εδώ είναι ότι τα τεκμήρια δεν μας οδηγούν πάντοτε να εκτιμήσουμε την «σχετική»
σημασία των διαφόρων παραμέτρων ή των συσχετισμών τους. Η σχετική σημασία έχει να κάνει με
την ερμηνεία των γεγονότων. Ακόμη και εάν στα ερωτήματα που έθεταν οι ιστορικοί
διαφαινόντουσαν ορισμένα κριτήρια αξιολόγησης των πηγών, η τελική αποσαφήνιση των
κριτήριων γίνεται έπειτα από την επαφή με τα συγκεκριμένα τεκμήρια.514
Επομένως, ο εντοπισμός των τεκμηρίων δεν αρκεί, το θεμελιώδες ζήτημα είναι οι «επιλογές»
των σχετικών πηγών, των ιστορικών γεγονότων και των κατάλληλων ερμηνειών ‘ αυτές οι
επιλογές πολύ συχνά ενυπάρχουν ήδη στις ερωτήσεις που διατυπώνονται. Η μελέτη ενός ιστορικού
επικεντρώνεται (διαισθητικά συνήθως) σε ορισμένα μόνο από τα διαθέσιμα τεκμήρια, με γνώμονα
το ποια από αυτά θα υποστηρίξουν την επιχειρηματολογία του. Ωστόσο είναι αναγκαίο να
διαπιστώσει κανείς κατά πόσον τα τεκμήρια που δεν επέλεξε θα μπορούσαν δυνητικά να
αντικρούσουν την επιχειρηματολογία, κατά πόσον η ερμηνεία υπονομεύεται από αυτά ή τελικώς
εάν δεν προσθέτουν τίποτα ουσιώδες.515
Τα ερωτήματα που θα διατυπώσουμε, τα κριτήρια επιλογής των τεκμηρίων, τα ίδια τα
τεκμήρια που θα σταχυολογήσουμε, οι αρχικές μας θεωρητικές προσλαμβάνουσες, η ερμηνεία των
γεγονότων που θα προτείνουμε, όλα αυτά συναποτελούν ένα σύμπλεγμα παραγόντων οι οποίοι
αλληλεπιδρούν, η ύπαρξη του καθενός αντλεί νόημα από τα υπόλοιπα, ενώ ταυτόχρονα το κάθε
στοιχείο διατηρεί την σχετική του αυτονομία… Κατά τη συγγραφή της ιστορίας πραγματοποιείται
κάποια ιεράρχηση των στοιχείων ‘ το πότε θα εκτιμήσει ένας ιστορικός ότι τα ερωτήματα
απαντήθηκαν ικανοποιητικά δεν είναι κάτι που μπορεί να προκαθοριστεί.
Σύμφωνα λοιπόν με την ιστοριογραφική αντίληψη την οποία περιγράφουμε εδώ, η
προσέγγιση των πηγών είναι μη-αντικειμενική, πάντοτε «θεωρητικά βεβαρημένη». Ο στόχος είναι
ο «μετασχηματισμός» των «αληθινών συμβάντων» σε «ιστορικά γεγονότα». Το να μετουσιωθούν
παρελθόντα γεγονότα σε «ιστορικά» γεγονότα σημαίνει να ερμηνευθούν και να συσχετισθούν.
Από το αρχειακό υλικό ζητούμε να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα τα οποία έχουμε ήδη θέσει
και τα οποία «εν μέρει» αντανακλούν και την ιστοριογραφική μας τοποθέτηση, γενικότερους
ερευνητικούς μας προβληματισμούς, γενικότερες αντιλήψεις μας για την επιστήμη ή την κοινωνία.
Τα ερωτήματα είναι η συγκεκριμενοποίηση των προβληματισμών μας - αυτός είναι και ο λόγος
που η ερμηνεία του παρελθόντος εξαρτάται από το παρόν, οι ιστορικοί είναι προϊόντα του
παρόντος. Προσεγγίζοντας τις πηγές του ο ιστορικός έχει ήδη μελετήσει τα αποτελέσματα άλλων
ερευνών που αφορούν το ίδιο ή παραπλήσια θέματα (μελέτες οι οποίες στηρίχθηκαν στην χρήση
των ίδιων πηγών στις οποίες ανατρέχουμε και εμείς).516 Η διατύπωση της ερώτησης επομένως
προσδιορίζει το είδος των πηγών που θεωρεί ο ιστορικός ότι τον αφορά και τις γενικές προσδοκίες
που έχει από αυτές (οι πηγές επιλέγονται ως καταλληλότερες ώστε να μας βοηθήσουν –χωρίς
ασφαλώς αυτό να είναι βέβαιο- να απαντήσουμε στα ερωτήματα).
Οι ιστορικοί, είναι σημαντικό να διαθέτουν την ικανότητα να εντοπίζουν τι είναι αυτό που
μπορούν να αντλήσουν από τις πηγές, με ποιο τρόπο οι τελευταίες πιθανά αντιστέκονται στο να
δομηθεί μια απάντηση, κατά πόσο επίσης το αρχειακό υλικό βοηθά στη διατύπωση νέων
ερωτημάτων. Κορεσμός σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο δεν σημαίνει πως έχουν
εξαντληθεί οι δυνατότητες ερμηνείας των συγκεκριμένων πηγών: οι πηγές «ομιλούν» ανάλογα με
514
Για παράδειγμα, η αντίληψη για την συμβολή των γυναικών στην επιστήμη: παλαιότερα ο ρόλος τους σχεδόν
αγνοούνταν ‘ οι νεότερες μελέτες στοιχείων τα οποία εντούτοις είχαμε από πριν και πάντοτε στα χέρια μας, μας
οδήγησαν σε διαφορετικά συμπεράσματα…
515
Ακόμη παραπέρα, θα ήταν δόκιμο να σκεφτεί κάποιος τι είδους τεκμήρια λείπουν τα οποία θα μπορούσαν να
υποσκάψουν την ερμηνεία, και να αναζητήσει εάν υπάρχουν τέτοια.
516
Μελετώντας την συναφή βιβλιογραφία παίρνουμε θέση: ορισμένες απαντήσεις που έχουν ήδη δοθεί δεν μας
ικανοποιούν, για διάφορους λόγους.
202
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
517
τα ερωτήματα που τους απευθύνουν οι ιστορικοί. Αυτό που υπογραμμίζουμε εδώ είναι ότι οι
πηγές είναι πάντοτε «ενεργές» (ακόμη και εάν για μεγάλο διάστημα έχουν αγνοηθεί), δεν
«εξαντλούνται» ‘ αυτό που μπορούν να δώσουν εξαρτάται από τα ερωτήματα που ανά καιρούς
θέτουμε.518
Το «νόημα» των τεκμηρίων του παρελθόντος δεν είναι «διαχρονικό», υφίσταται μια συνεχής
διαμάχη ερμηνειών και επανερμηνειών. Σύμφωνα με την αντίληψη που συζητάμε εδώ, τα
τεκμήρια δεν είναι «διαφανή»: όχι μόνο επειδή τα νοήματα των όρων έχουν στο μεταξύ αλλάξει,
αλλά και επειδή το κάθε τεκμήριο απευθύνεται σε συγκεκριμένο ακροατήριο, σε συγκεκριμένο
αποδέκτη (ακόμη και εάν αυτό είναι ο ίδιος ο επιστήμονας, ο οποίος κρατά τις προσωπικές του
σημειώσεις). Η ανάγνωση του κάθε τεκμηρίου επιβάλλει και την ανασυγκρότηση του πλαισίου
στο οποίο είχε συνταχθεί…519
Η αλχημεία από πολλούς θεωρείται ως η «προεπιστημονική» κατάσταση του κλάδου της
χημείας, ωστόσο αυτό είναι λάθος: η αλχημεία είναι μια σειρά αρχών και πρακτικών οι οποίες από
κοινού με πρακτικές άλλων δραστηριοτήτων διαμόρφωσαν σταδιακά την χημεία.520 Δεν επρόκειτο
για κάτι αποκλειστικά «μυστικιστικό» που σχετιζόταν μόνο με την μαγεία. Οι αλχημιστές χωρίς να
ακολουθούν «θεωρητικά» σχήματα, είχαν γνώσεις για τον μετασχηματισμό διαφόρων ουσιών - και
βέβαια χειρίζονταν ποικίλες… «συνταγές» με τις «αναγκαίες αναλογίες» για την παρασκευή
πολλών προϊόντων. Όμως συνέβαλαν σε πολύ μεγάλο βαθμό στην κατάταξη και καταγραφή
πολλών ουσιών, προσέφεραν μεθόδους απομόνωσης μετάλλων από τα μεταλλεύματα των
ορυχείων, έκαναν αποστάξεις υγρών από φυτά, παρασκεύαζαν διαφόρων ειδών δηλητήρια,
χρωστικές ουσίες κ.ά., ενώ παράλληλα τελειοποιούσαν τα σχετικά όργανα κλπ.
Μετά τον θάνατό του, διάφορα αλχημικά χειρόγραφα του Newton κρίθηκαν «ακατάλληλα
για δημοσίευση». Στην έκδοση των «απάντων» του Newton αυτά τα έγγραφα δεν
συμπεριελήφθησαν (αυτή η παράλειψη δεν χρειαζόταν καν να δικαιολογηθεί). Κάποια στιγμή,
όταν ολοκληρώθηκε η καταλογογράφηση των χειρογράφων του, όλα τα κείμενα επεστράφησαν
στους κληρονόμους. Το 1936 οι κληρονόμοι αποφάσισαν να πουλήσουν τα «αλχημικά» μαζί με
κάποια άλλα «θεολογικά» κείμενα. Ο J.Maynard Keynes κατάφερε να αγοράσει ξανά από τους
αγοραστές 57 από τους 121 φακέλους που περιείχαν αλχημικά χειρόγραφα και τελικώς θα τα
δωρίσει όλα στο King’s College του πανεπιστημίου του Cambridge. Οι ιστορικοί δεν συμφωνούν
όλοι για τους τρόπους με τους οποίους ο Newton επηρεάστηκε από την αλχημεία, ωστόσο οι
μελέτες αυτών των εγγράφων μας έχουν οδηγήσει σε αναθεώρηση των απόψεών μας για το τι ήταν
517
αυτό έχει σχέση κυρίως με τις συζητήσεις μεταξύ των ιστορικών των επιστημών, ή και ανάμεσα στα μέλη
άλλων κοινοτήτων. (…)
518
Ας σημειώσουμε εδώ πως έχουμε περιπτώσεις όπου τεκμήρια υπάρχουν και είναι αυθεντικά (παράδειγμα η
βαβυλωνιακή επιστήμη), ενώ υπάρχουν άλλες περιπτώσεις όπου δεν έχουμε κανένα τέτοιο υλικό παρά μόνο (πολύ
μεταγενέστερα, χειρόγραφα) αντίγραφα (αντιγράφων) των αυθεντικών, όπως είναι εκείνη των αρχαίων ελληνικών
κειμένων. Τα συναφή προβλήματα αποκατάστασης και ανασυγκρότησης τέτοιων έργων τα αντιμετωπίζουν με ειδικές
μεθόδους και τεχνικές κλασικοί φιλόλογοι ειδικευμένοι στην επιγραφική, στην παπυρολογία, στην παλαιογραφία κλπ.
Συγκρίσεις (αντιγράφων) επί συγκρίσεων καταλήγει στη σύνταξη ενός «γενεαλογικού δέντρου» των χειρογράφων
(κάθε μια «οικογένεια» εκπροσωπείται από ένα «αρχέτυπο» ‘ από τα αρχέτυπα ανασυγκροτείται τελικώς το αρχικό
κείμενο). Ένα πολύ σημαντικό επιπρόσθετο πρόβλημα αναφορικά με τα αντίγραφα, είναι ότι διασώζονται μόνο εκείνα
τα οποία οι επόμενες γενιές θεώρησαν ότι άξιζε, ή έπρεπε να αντιγραφούν.
519
η ανασυγκρότηση του πλαισίου είναι και αυτή αποτέλεσμα ιστορικής έρευνας, η οποία βασίζεται στην
ανάγνωση άλλων τεκμηρίων κ.ο.κ. Εδώ δεν πρόκειται για «φαύλο κύκλο» ‘ ο ιστορικός πάντοτε από κάπου ξεκινά,
δεν μελετά στο «κενό», υπάρχει πάντοτε μια προηγούμενη «πρώτη» προσέγγιση…
520
Η σύγχρονη χημεία εδραιώνεται μετά τον Lavoisier, εντούτοις οι «απαρχές» της βρίσκονται στην
Επιστημονική Επανάσταση.
203
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
ο
2013-14
521
η φυσική φιλοσοφία και η επιστήμη κατά τον 17 αιώνα και την εποχή του Newton. Είναι
σημαντικό να παρατηρήσουμε πως πλέον οι αλχημικές μελέτες του Newton θεωρούνται από τους
περισσότερους ερευνητές κομμάτι, μέρος της διαμόρφωσης της νέας φυσικής φιλοσοφίας ‘ δηλαδή
η αλχημεία γίνεται κατανοητή ως παράμετρος των διεργασιών που διαμόρφωσαν την
Επιστημονική Επανάσταση και όχι ως τροχοπέδη και εμπόδιο.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, τα αληθή συμβάντα μετασχηματίζονται, συγκροτούνται σε
«ιστορικά γεγονότα» μέσα από την διατύπωση ενός (αρχικού) ερμηνευτικού πλαισίου. Εκείνο που
θα οδηγήσει στη μετατροπή του συμβάντος σε ιστορικό γεγονός είναι τα ερωτήματα που θέτουμε.
Παράλληλα με τη διατύπωση των ερωτημάτων οι ιστορικοί διαμορφώνουν ένα είδος
«διαισθητικής ερμηνείας», μια υπόθεση και αυτό είναι το πρώτο στάδιο της μετατροπής.
«Αντικειμενικά» κριτήρια για την αποτίμηση και επιλογή εκείνων που είναι τα «πιο σημαντικά»
δεν υπάρχουν.
Πώς καταλήγουμε σε συσχετίσεις ανάμεσα σε παρελθόντα συμβάντα; Είναι μήπως οι
συσχετίσεις αυτές απλώς «κατασκευές» των ιστορικών που επιλέγουν με τέτοιο τρόπο τα τεκμήρια
ώστε να αναδείξουν τις συσχετίσεις που οι ίδιοι επιθυμούν; Στην πραγματικότητα οι ιστορικοί
αναζητούν συσχετισμούς που «αντικειμενικά» υπήρχαν στο παρελθόν και οι οποίοι βρίσκονται
«εντός» των τεκμηρίων. Εντούτοις είναι σχεδόν πάντα υποχρεωμένοι να συμπληρώνουν τις
«ελλείψεις» των τεκμηρίων. Η συμπλήρωση αυτή στηρίζεται σε ποικίλα ερμηνευτικά στοιχεία τα
οποί με τη σειρά τους βασίζονται στα σωζόμενα τεκμήρια. Πολλές διαμάχες μάλιστα μεταξύ των
ιστορικών αφορούν ακριβώς το ορθό ή μη της επιλογής τέτοιων ερμηνευτικών στοιχείων για να
καλύπτονται «κενά».522 Οι ιστορικοί κατέχουν μια παιδεία, έχουν επιλέξει θεωρητικούς
προσανατολισμούς, ασπάζονται κάποιες αξίες, και όλα αυτά θα εκφραστούν και στο πλέγμα των
ερωτήσεων που θα θέσουν. Οι συσχετισμοί που θα υποδείξουν θεωρούνται «αντικειμενικοί» εάν
ακολουθήθηκαν οι κανόνες που εμείς θεωρούμε ότι μέσα από τη χρήση τους έχουν αποδείξει την
εγκυρότητά τους. Ταυτοχρόνως, οι συσχετισμοί αυτοί είναι «υποκειμενικοί» επειδή η πρόσληψή
τους λαμβάνει χώρα μέσα στο πλαίσιο που ορίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε
ιστορικού. Η πρακτική άσκηση της ιστορίας δεν είναι παρά η «σύνθεση» αυτών των δύο όψεων.
Σύμφωνα με την ιστοριογραφική προσέγγιση που παρουσιάζουμε εδώ, το παρελθόν είναι
«μοναδικό» αλλά αυτό δεν σημαίνει πως τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να έχουν καταλήξει
αλλιώς. Η «μοναδικότητα» της αλληλουχίας των γεγονότων του παρελθόντος δεν πηγάζει από
κάποιο «γενικό νόμο» που τα ανάγκασε να είναι αυτά που είναι – επομένως δεν αποτελούν
«εκφράσεις» κάποιου «καθολικού νόμου» τον οποίο εμείς καλούμαστε να «ανακαλύψουμε». Το
παρελθόν είναι «μοναδικό» ακόμη και εάν αγνοούμε τα γεγονότα και δεν κατορθώνουμε να
καταλήξουμε σε κάποια συγκεκριμένη αφήγηση. Ακόμη και εάν δεν γνωρίζουμε όλα τα αληθινά
συμβάντα που εκφράζουν αυτή τη μοναδικότητα, υποστηρίζουμε πως τα γεγονότα του
παρελθόντος ακολούθησαν μια συγκεκριμένη αλληλουχία στο χρόνο. Το τι διαφορετικό θα
μπορούσε να έχει συμβεί δεν έχει νόημα να επιμένουμε να το εξετάζουμε ‘ αυτό που αφορά τους
ιστορικούς είναι τα «αληθή συμβάντα».
Ανάμεσα σε παρελθόν και μέλλον υφίσταται μια εγγενής και ακραία «ασυμμετρία». Εάν
τοποθετήσει κάποιος τον εαυτό του κάπου στο παρελθόν και προσπαθήσει να διαγράψει -έστω
αδρά- εκείνο που θα φανταζόταν (με τα δεδομένα της εποχής) για το μέλλον των επιστημών των
521
Ο R. Westfall, ισχυρίστηκε πως η αλχημεία «διεύρυνε» και επηρέασε γόνιμα τον πνευματικό ορίζοντα του
Newton, και ότι του παρείχε σημαντικές κατηγορίες και έννοιες συμπληρωματικές εκείνων της μηχανιστικής
φιλοσοφίας.
522
Το «νόμιμο» ή μη του να καλύπτονται κενά με τον τρόπο αυτό δεν συζητείται επί της ουσίας, θεωρείται
αναπόδραστο.
204
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
επόμενων δεκαετιών, δεν θα μπορούσε τελικώς να «συμπεριλάβει» στις «θεωρητικές
δυνατότητες» την μεγάλη πλειοψηφία των γεγονότων που πραγματικά συνέβησαν – ίσως ούτε καν
τις γενικότερες κατευθύνσεις των εξελίξεων…
Είναι το παρελθόν πλήρως «ανακτήσιμο»; Μπορούμε να καταλήξουμε (τελεσίδικα) σε μία
(μόνη) ιστορία του παρελθόντος; Αυτό λοιπόν δεν φαίνεται δυνατό- και η αδυναμία μας αυτή
οφείλεται στην εγγενή «ασυμμετρία» παρελθόντος-μέλλοντος που προαναφέραμε. Μεγάλο μέρος
των δυσχερειών στην ανάκτηση του παρελθόντος αφορά ελλειπή στοιχεία, κατεστραμμένα αρχεία,
μαρτυρίες που είναι πολύ σπάνιες κλπ. Ωστόσο: ακόμη και εάν είχαμε στα χέρια μας «όλα» τα
είδη τεκμηρίων και «όλες» τις «απαραίτητες» γνώσεις523 για μια λεπτομερή αφήγηση…, ακόμη
και τότε δεν θα ήταν δυνατή η «πλήρης ανάκτηση» του παρελθόντος. Ο βασικός λόγος είναι
(εκτός των άλλων) ότι: η «ανάκτηση» εξαρτάται πλήρως από την ερμηνεία του παρελθόντος ‘ η
τελευταία όμως όπως έχουμε δει εξαρτάται εν μέρει και από το παρόν.524 Αυτή η εξάρτηση
ευθύνεται και για την αδυναμία «πλήρους ανάκτησης» ΄ η αδυναμία μας αυτή δεν είναι
αποτέλεσμα έλλειψης τεκμηρίων. Ανάκτηση δεν σημαίνει μόνο αφήγηση αλλά και ερμηνεία των
γεγονότων.
Τα ερωτήματα που θέτουμε για το παρελθόν είναι δυνατόν να τα διαχωρίσουμε σε τρεις
κατηγορίες: κατά πρώτον, έχουμε εκείνα τα ερωτήματα τα οποία σχετίζονται με το περιεχόμενο
και τα χαρακτηριστικά της γνώσης που είχαν οι επιστήμονες για τη φύση ‘ κατά δεύτερον, έχουμε
τα ερωτήματα που αφορούν τις σχέσεις των φυσικών φιλοσόφων και των επιστημόνων με το
θεσμικό, κοινωνικό-πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής τους ‘ τρίτον, τέλος θέτουμε
ερωτήματα που σχετίζονται με τη διερεύνηση νοοτροπιών και «μορφών ζωής». Η τρίτη κατηγορία
είναι η περισσότερο περίπλοκη διότι παραπέμπει στην κατανόηση συνηθειών, νοοτροπιών, τρόπων
ζωής, αξιακών συστημάτων (για παράδειγμα σε κοινωνικές διαδικασίες που αφορούν το κοινωνικό
κύρος, την συμβολική ή πραγματική εξουσία κάποιων προσώπων κ.ο.κ.). Αυτά είναι πολύ
δύσκολο να ανασυγκροτηθούν διότι οι νοοτροπίες σβήνουν, οι συνήθειες πιθανόν δεν
αναπαράγονται και οι μορφές ζωής αποκτούν νόημα μέσα σε συγκεκριμένο χώρο-χρόνο ‘ όλα
αυτά επομένως μπορεί να χαθούν χωρίς να αφήσουν ίχνη.525
Όπως έχουμε τονίσει παραπάνω, τα ιστορικά έργα έχουν και μια «ιδεολογική» λειτουργία
που επιτελούν ‘ πολύ συχνά, ακόμη και οι γενικές κατευθύνσεις της έρευνας αντανακλούν μια
πολιτική-ιδεολογική σκοπιμότητα. Όπως αναφέραμε ήδη, η έμφαση στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό
και την αρχαία Ελλάδα και η παράλληλη εκμηδένιση του Μεσαίωνα, η υποτίμηση της Αραβικής
Κινεζικής και Ινδικής γραμματείας, η έμφυλη αντιμετώπιση και εξιστόρηση της πορείας των
επιστημών, όλα αυτά είναι συνοδοιπόροι των κυρίαρχων ιδεολογικών-πολιτικών τάσεων και
523
Είναι δεδομένη η δυσκολία προφανώς να προσδιορίσουμε τι ακριβώς εννοούμε λέγοντας «όλα» (τα
τεκμήρια)… ή «όλες» τις «απαραίτητες» γνώσεις…
524
«ερμηνεύω» σημαίνει απευθύνω στο παρελθόν ερωτήματα, «απαιτώντας» από αυτό όλο και περισσότερα…
Όμως όλα αυτά τα ερωτήματα, τα εργαλεία μου κλπ. είναι επηρεασμένα από ιδεολογικές αναφορές, προσωπικές
στοχεύσεις και ιδιοτέλειες, μεθοδολογικές προτιμήσεις ή φιλοσοφικές δεσμεύσεις.
525
Παράδειγμα: όπως έχουμε αναφέρει, ιδιαίτερη σημασία για τους ιστορικούς έχει η μελέτη της αλληλογραφίας
μεταξύ των επιστημόνων. Ικανοποιητική αποτίμηση αυτής της αλληλογραφίας μπορεί να γίνει μόνο λαμβάνοντας
υπόψη το γενικότερο πολιτισμικό πλαίσιο σε ό,τι αφορά τις αντιλήψεις των ανθρώπων για την επικοινωνία, σε ό,τι
αφορά τις ακαδημαϊκές ιεραρχίες, τις δομές των συναφών θεσμών (π.χ. συνέδρια κ.ά.), τις τεχνολογίες επικοινωνίας –
τεχνολογίες οι οποίες έχουν τη δύναμη να μεταβάλλουν συνήθειες, να επιβάλλουν νέους κώδικες και
μετασχηματίζουν αναλόγως τα υφιστάμενα αξιακά πλαίσια. Ενδεικτική πολύ σημαντικών αλλαγών, είναι μια
σύγκριση με την εποχή μας: των τεχνολογιών της πληροφορικής – ο υπολογιστής ως μέσο έχει επιβάλλει «δικούς του
κανόνες» ‘ παράδειγμα: η έννοια του «πρόχειρου» -με σημειώσεις στο περιθώριο, διορθώσεις, πρόχειρες πράξεις,
παρατηρήσεις, υπογραμμίσεις κ.ά.- έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Έχει αλλάξει συνολικά ο τρόπος που γράφουμε και
παράλληλα και ο τρόπος που σκεφτόμαστε.
205
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
ου
ακαδημαϊκών αξιών του 20 αιώνα. Οι ιστορικοί των επιστημών και αυτοί είναι μεροληπτικοί,
φορείς και εκφραστές ιδεολογίας και προκαταλήψεων ‘ οικειοποιούνται το παρόν προκειμένου να
διευρύνουν τα όρια του προβληματισμού τους και να θέσουν νέα ερωτήματα τα οποία δεν είχαν
προηγουμένως τεθεί ή δεν είχαν πείσει ικανό αριθμό μελών της κοινότητας. Η ιστορία των
επιστημών ερμηνεύει το παρελθόν αλλά ταυτοχρόνως εκφράζει και τους ιστορικούς που την
μελετούν.526 Ας το υπογραμμίσουμε ξανά: ιστορικοί που ερευνούν με “αντικειμενικότητα” τις
πηγές απλώς δεν υπάρχουν, ούτε ως οριακή κατάσταση – είναι έννοια άνευ περιεχομένου.
Τα γεγονότα σχεδόν πάντοτε «υπερκαθορίζονται» - δεν υφίσταται δηλαδή μία και μόνη αιτία.
Συνήθως οι ιστορικοί επιδιώκουν να αποσαφηνίσουν την ιεραρχία των αιτίων και να κατανοήσουν
τις σχέσεις μεταξύ τους. Η αναζήτηση «αιτίων» παραμένει συνήθης (αν και όχι κυρίαρχη)
πρακτική των ιστορικών, χωρίς αυτό βέβαια να συνεπάγεται και μια απόλυτα «αιτιοκρατική»
αντίληψη. Ο αιτιοκρατικός χαρακτήρας δε που αποδίδεται στις επιστήμες δεν αποτελεί «πρότυπο»
για την ιστορία τους: είναι μάλλον μια ακόμη έκφραση μιας ιδεολογίας η οποία θέλει κάθε
προσπάθεια κατανόησης της κοινωνίας να βασίζεται στις μεθόδους των φυσικών επιστημών.527
Στην ιστορία των επιστημών, αιτίες αναγνωρίζονται, εντούτοις μια απόλυτη εμμονή αποκλειστικά
σε αυτές στερεί την ιστορία από την πολλαπλότητα των δυνατών προσεγγίσεων που αναδεικνύουν
τον πολιτισμικό χαρακτήρα της επιστήμης.528 Η επιδίωξη να αναδεικνύονται (μονοσήμαντες)
«πλήρως αιτιοκρατικές» σχέσεις ανάμεσα στα γεγονότα οδηγεί με τη σειρά της σε μια «γραμμική»
εξιστόρηση, μια αιτιακή αλυσίδα που εκφράζει υποτίθεται την «πρόοδο» της επιστήμης.
Η ιστορική έρευνα δεν εξαντλείται επομένως στην αποκλειστική αναζήτηση αιτίων:
ταυτόχρονα με τη διερεύνηση αιτιακών σχέσεων529, μελετάμε το πώς διαμορφώθηκαν τα
συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ενός γεγονότος ή κατάστασης, πώς επηρέασαν αυτά τα γεγονότα
άλλες καταστάσεις, πώς στερεοποιήθηκαν νοοτροπίες, πώς εδραιώθηκαν θεωρίες, τεχνικές κλπ.
Μιλάμε λοιπόν για αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε καταστάσεις, πρόσωπα, θεσμούς, πρακτικές,
όργανα, παρατηρήσεις… Εκτός επομένως από αιτίες αναζητούμε και συσχετίσεις, συνυπάρξεις,
συμβολές, συνδρομές.530
Διευκρινίζουμε εδώ πως οι «συσχετίσεις» στις οποίες αναφερόμαστε δεν αφορούν τον
εντοπισμό γεγονότων που έχουν λάβει χώρα την ίδια περίπου περίοδο ‘ αφορούν κυρίως τους
τρόπους «επαφής» των γεγονότων, τους τρόπους αλληλεπίδρασης και αλληλομετασχηματισμού
τους. Δεν πρόκειται δηλαδή για καταγραφή απλών χρονικών συμπτώσεων ανάμεσα σε διάφορα
γεγονότα ‘ μιλώντας για «συνύπαρξη» και «συσχέτιση» εννοούμε την κατανόηση σχέσεων που
υπερβαίνουν την απλή γραμμική αιτιότητα. Αναδεικνύουμε στο βαθμό του δυνατού όλο το φάσμα
των σχέσεων που πιθανά εμπλέκονται στο πρόβλημα που μελετάμε: σχέσεις εξουσίας, εξάρτησης,
526
Ο Newton «του» Koyre ανήκει ταυτοχρόνως στην ιστορία αλλά και στον ιστορικό… ο ένας Newton δίχως
τον άλλο είναι είτε απλώς μια αφήγηση είτε απλώς μια προσωπική κατασκευή ‘ «και οι δύο» αλληλοελέγχονται για
μια «αληθινή» ανασυγκρότηση του παρελθόντος. Κάθε ένας ιστορικός που μελετά ένα πρόσωπο ισχυρίζεται πως τα
χαρακτηριστικά στα οποία επιλέγει να δώσει έμφαση τον βοηθούν να δώσει πειστικότερες απαντήσεις και να εντάξει
καλύτερα το ιστορικό πρόσωπο στο πλαίσιο της εποχής του. Από κάθε έναν εκφράζονται διαφορετικές όψεις του
ιστορικού προσώπου που φωτίζουν τους τρόπους συμμετοχής του στα ιδεολογικά, πνευματικά, πολιτικά, κοινωνικά,
θρησκευτικά, πολιτισμικά δρώμενα της εποχής. Τα ερωτήματα και οι μέθοδοι είναι δηλωτικά της φυσιογνωμίας ενός
ιστορικού.
527
Για πολλούς το «αιτιοκρατικό» ταυτίζεται με το «επιστημονικό», επειδή το επιστημονικό είναι ταυτισμένο
αποκλειστικά με τις φυσικές επιστήμες.
528
Ο κίνδυνος με μια (πλήρως) «αιτιοκρατική» ιστορία των επιστημών είναι να καταλήξουμε σε μια τελεολογική
αντίληψη για την επιστήμη.
529
Ο εντοπισμός αιτίων βοηθά τις εξηγήσεις σε ερωτήματα κυρίως περιορισμένου και τοπικού βεληνεκούς.
530
Σημειώνουμε εδώ το εξής: «αλήθεια», «αιτιότητα», «αντικειμενικότητα», πραγματικότητα»… Το ότι
υπάρχουν προβλήματα «φιλοσοφικού» χαρακτήρα με έννοιες που χρησιμοποιούνται (με σχετικά «διευρυμένο» τρόπο)
στην ιστορία δεν σημαίνει πως η πλήρης φιλοσοφική διαύγαση συνιστά και προϋπόθεση για να κάνουμε ιστορία.
206
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
σχέσεις λατρευτικές, σχέσεις καθοδηγητικές, σχέσεις υπακοής ή υποταγής, σχέσεις ερωτικές ή
οικογενειακές, ιδιοτέλειας ή σχέσεις πολιτικές... Κάθε ιστορικός θα εκφράσει πρακτικά τον δικό
του τρόπο προσέγγισης του αρχειακού υλικού και τον δικό του τρόπο ερμηνείας της αρχής που
λέει ότι το «παρελθόν εξαρτάται εν μέρει από το παρόν». Ο πλουραλισμός και η ελευθερία των
ερμηνειών δεν σημαίνει ότι όλες ανεξαιρέτως οι απαντήσεις μπορούν (ή θα έπρεπε) να γίνουν
αποδεκτές από τους υπόλοιπους ή ότι πρέπει η κάθε απάντηση να θεωρηθεί εξίσου καλή με
οποιαδήποτε άλλη.
c.
Επιστημονικές Κοινότητες
Η διαμόρφωση μιας νέας κοινότητας πολύ συχνά πραγματοποιείται εις βάρος κάποιας
υπάρχουσας άλλης ‘ εισβάλλει στο ιδεολογικό της «πλαίσιο», θίγει υλικά συμφέροντα, αμφισβητεί
πνευματικά «κεκτημένα», αφαιρεί πιθανόν διάφορα κοινωνικά προνόμια. Πρόκειται επί της ουσίας
για ανακατανομή εξουσιών, η υποδοχή επομένως δεν είναι πάντοτε θετική από όλα τα μέλη άλλων
κοινοτήτων.
Μια επιστημονική κοινότητα εδραιώνεται στο βαθμό που καταφέρνει να πείσει ότι είναι
ικανότερη για να διαχειριστεί προβλήματα για τα οποία έως τότε δικαιοδοσία είχε μια άλλη
κοινότητα. Η υπό διαμόρφωση κοινότητα επεξεργάζεται έναν δικό της χαρακτηριστικό λόγο και
πιθανά ένα σύνολο ιδιαίτερων νέων πρακτικών.
Ανάμεσα στα μέλη της ίδιας κοινότητας, αλλά και ανάμεσα σε διαφορετικές κοινότητες,
αναπτύσσονται διαφορετικές συμμαχίες, τακτικές και στρατηγικές. Σε κάθε κοινωνία, όλοι οι
«χώροι» (πλέγματα ιδεών ή πλέγματα σχέσεων) βρίσκονται υπό τη διαχείριση κάποιων
κοινοτήτων.531
Τι εννοούμε όταν λέμε «συναίνεση» της επιστημονικής κοινότητας; Με τον όρο αυτόν δεν
αναφερόμαστε σε μια απόλυτη συμφωνία όλων των μελών πάνω σε όλα τα προβλήματα (θεωρίες,
πρακτικές, οντολογικές-φιλοσοφικές δεσμεύσεις κ.ά.). Η «συναίνεση» σχετίζεται περισσότερο με
την αποδοχή εκ μέρους πολλών μελών της των γενικών κατευθύνσεων της έρευνας, αποδοχή της
ύπαρξης ορισμένων οντοτήτων για παράδειγμα ή της προωθητικής δυναμικής που υπόσχεται μια
νέα τεχνική ή μέθοδος κλπ.532
Η συναίνεση δεν επιτυγχάνεται αποκλειστικά και μόνο μέσα από ορθολογικές διαδικασίες,
αλλά και μέσα από διαδικασίες πειθούς (η ρητορική για παράδειγμα) οι οποίες είναι δυνατό να
οδηγήσουν σε αλλαγές αντιλήψεων ή νοοτροπιών. Η συναίνεση υπονοεί συμφωνία σε νέες αρχές,
σε νέες τεχνικές, νέες δεσμεύσεις, νέες συμπεριφορές, νέες καθημερινές πρακτικές. Η καθιέρωση
μιας συναίνεσης εις πείσμα των αντιρρήσεων και των διαφωνιών, δεν σημαίνει και την πλήρη
υιοθέτηση των προτεινόμενων νέων θεωριών, πρακτικών κλπ. Πολύ συχνά αυτό που έχουμε είναι
οικειοποίηση του καινούριου και ένταξή του στο υπάρχον πλαίσιο θεωρητικού λόγου ‘ πρόκειται
δηλαδή για μια ενεργητική -όχι παθητική- αποδοχή ‘ αποδοχή της συνύπαρξης πολλών
επιστημονικών συμπερασμάτων και διαφοροποιημένων (τοπικών) λόγων.
Τι είναι οι «επιστημονικές διαμάχες»; Όλοι σχεδόν συμφωνούν σήμερα πως δεν πρέπει να τις
αντιμετωπίζουμε ως διαφορετικής μορφής περιστατικά από τα υπόλοιπα γεγονότα που αφορούν
την επιστημονική δραστηριότητα. Οι διαφωνίες ανάμεσα στους επιστήμονες είναι κάτι
αναπόδραστο, υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για το τι είναι «αληθές» πώς το ανακαλύπτουμε και
531
Για παράδειγμα, στον Μεσαίωνα τον «χώρο» των ιδεών γύρω από την κοσμολογία εκείνοι που
«νομιμοποιούνταν» να τον διαχειρίζονται ήταν οι θεολόγοι ‘ οι φιλόσοφοι, για τα ίδια προβλήματα, έπρεπε να μην
έρχονται σε αντίθεση με τις θεολογικές ερμηνείες.
532
Πρόκειται για μια έκφραση στην καθημερινή επιστημονική πρακτική της προσήλωσης στο κυρίαρχο
Παράδειγμα.
207
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
πώς ελέγχεται. Υπάρχουν διαφωνίες για την εγκυρότητα των απόψεων περί της αλήθειας και για
τα κριτήρια πιστοποίησής της. Ποτέ δεν υπάρχει πλήρης ταύτιση απόψεων για την
«πραγματικότητα»… Η ιστορικότητα της επιστήμης συνυφαίνεται με την ιστορικότητα της
ορθολογικότητας, την ιστορικότητα της έννοιας της «αλήθειας», την ιστορικότητα της «πειθούς»,
την ιστορικότητα των διαδικασιών «συναίνεσης» γύρω από το τι συνιστά «αλήθεια».
Η επιστημονική «διαμάχη», σε αντίθεση με μια διαφωνία, έχει διάρκεια στο χρόνο και οι
εμπλεκόμενοι διατυπώνουν δημόσια τα επιχειρήματά τους (δημοσίευση άρθρων, έκδοση βιβλίων
κ.ά.). Το διακύβευμα μιας διαμάχης ενδέχεται να μην αφορά θεωρίες ή ιδέες ή ερμηνείες, αλλά
πρακτικές που υιοθετούνται από την κοινότητα. Πρόκειται εξ ορισμού για μια «δημόσια»
διαδικασία. Σημαντικές διαμάχες για κρίσιμα ζητήματα μπορεί να μετασχηματίσουν τη
φυσιογνωμία όλου του κλάδου ή και να οδηγήσουν στη δημιουργία ενός νέου.
Η κάθε μια πλευρά που εμπλέκεται σε μια διαμάχη, έχει στόχο όχι μόνο να πείσει τον
αντίπαλό της αλλά και να δημιουργήσει ένα «δικό της» φιλικό ακροατήριο. Πολλοί που
παρακολουθούν τέτοιες διαμάχες δεν γνωρίζουν πλήρως τις τεχνικές λεπτομέρειες εντούτοις
ενδιαφέρονται για την έκβαση για λόγους προσωπικούς (ιδεολογικούς-πολιτικούς, φιλοσοφικούς
κ.ά.). Σε μια επιστημονική διαμάχη μπορούμε να διακρίνουμε διάφορες μορφές «διένεξης»,
εφόσον η ίδια η άσκηση της επιστημονικής πρακτικής εμπεριέχει αδιαχώριστα και το εμπειρικό
και το θεωρητικό και το οντολογικό επίπεδο. Οι ιστορικοί, με τέτοιου είδους ταξινομήσεις
βοηθούνται στη μελέτη των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της διαμάχης και μπορούν έτσι
ευκολότερα να αναδείξουν το ρόλο που αυτή έπαιξε στη συγκρότηση της «κουλτούρας» ενός
κλάδου.
Στις διαμάχες «γεγονότων», εκείνο που αμφισβητείται είναι η ύπαρξη διαφόρων ιδιοτήτων
που παρατηρούνται πειραματικά, ή η ορθότητα συγκεκριμένων παρατηρήσεων και των
συμπερασμάτων που παράγονται. Οι «διαμάχες θεωριών», αφορούν κυρίως θεωρητικά σχήματα
που περιγράφουν παρατηρούμενα φαινόμενα και προβλέπουν την πειραματική συμπεριφορά
συγκεκριμένων συστημάτων.533 Στις διαμάχες «αρχών», το διακύβευμα αφορά τη νομιμοποίηση
ορισμένων αρχών που διέπουν μια θεωρία, καθώς και τον χαρακτήρα του γενικότερου θεωρητικού
λόγου που διαμορφώνεται για την λειτουργία μιας θεωρίας.
Πώς τελειώνει μια διαμάχη; Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι φθάνει σε ένα «τέλος» με
την πειραματική επιβεβαίωση της αλήθειας μιας θεωρίας ή με την παραγωγή μιας θεωρητικής
σύνθεσης από μια σειρά νέων πειραματικών δεδομένων. Εντούτοις: πολλές φορές η θεωρητική
σύνθεση που τελικώς επικρατεί σε μια διαμάχη στηρίζεται στα ίδια πειραματικά δεδομένα που
στηριζόταν και η αντίπαλή της, ενώ επίσης δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου τα νέα πειραματικά
δεδομένα μπορούν να εξηγηθούν εξίσου ικανοποιητικά τόσο από την νέα όσο και από μια
μετασχηματισμένη εκδοχή της παλιάς… Ένα ενδιαφέρον «χαρακτηριστικό τους», είναι ακριβώς το
ότι οι διαμάχες δεν τελειώνουν ποτέ με έναν «απόλυτο» και «ξεκάθαρο» τρόπο. Στον βαθμό που οι
επιστημονικές διαμάχες είναι δημόσιες, η κοινότητα (ως κοινωνικό σώμα) αποφασίζει και την
«εγκυρότητα» των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται προκειμένου να γίνουν αποδεκτές ή να
απορριφθούν οι απόψεις που αντιτίθενται.
Όλες αυτές οι έννοιες (περί «κοινότητας», «συναίνεσης», «χαρακτηριστικού λόγου»,
«διαπραγμάτευσης», «στρατηγικών», «συμμαχιών» κλπ.) παραπέμπουν σε έντονα
«κοινωνιολογικούς» όρους κατανόησης της ιστορίας των επιστημών… Μήπως η υιοθέτηση μιας
τέτοιας κατεύθυνσης συμβάλει στο να συσκοτισθεί ή και να χαθεί τελικώς η έννοια της
«αλήθειας» και των «σωστών ιδεών» στην εξέλιξη των επιστημών;
533
Εδώ, στις διαφορετικές θεωρίες που προτείνονται, συχνά η διαμάχη αφορά τις «οντότητες» που εμπλέκονται
στις θεωρίες.
208
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Στην ιστορία των επιστημών: συγκεκριμένοι άνθρωποι επιδίωξαν να κατανοήσουν τη
λειτουργία και τη δομή της φύσης και να πείσουν άλλους για την ορθότητα των απόψεών τους. Οι
διαδικασίες «πειθούς» έχουν κοινωνικό-πολτισμικό χαρακτήρα, δεν βασίζονται «αποκλειστικά» σε
«ορθολογικά επιχειρήματα». Ιστορικά, οι διαδικασίες πειθούς ήταν επιτυχημένες στον βαθμό που
καθιέρωναν νέα κριτήρια που θα χρησιμοποιούνταν για την αποτίμηση της αλήθειας των νέων
προτάσεων. Συχνά, οι διαδικασίες πειθούς ήταν «επιτυχείς» διότι κατάφεραν να διαπραγματευθούν
τα όρια δικαιοδοσίας επιστημονικών κοινοτήτων, να νομιμοποιήσουν ιδέες, υποθέσεις, κανόνες,
και να δημιουργήσουν συναινέσεις γύρω από οντολογικές δεσμεύσεις, πειραματικές τεχνικές και
θεωρητικά σχήματα.
Σε όλα αυτά δεν υπάρχει κάποια “υπονόμευση” της “αντικειμενικότητας” ή της “αληθειας”
των θεωριών, διότι είναι αδύνατο να εδραιωθεί μια θεωρία ή μια άποψη χωρίς να πληρούνται
στοιχειωδώς τα κριτήρια αλήθειας τα οποία χρησιμοποιεί η κοινότητα. (Τα κριτήρια ασφαλώς δεν
είναι αμετάβλητα και σε σημαντικές “τομές” αλλάζουν ή τροποποιούνται). Η φιλοσοφική
πραγμάτευση προβλημάτων και όψεων της ιστορίας των επιστημών παραμένει απολύτως
σημαντική. Πολύ συχνά μάλιστα διαμάχες μεγάλου ενδιαφέροντος στην ιστορία των επιστημών
έχουν καθαρά φιλοσοφικό υπόβαθροΟι περισσότεροι φιλόσοφοι της επιστήμης έχουν σήμερα
δεχθεί ότι έννοιες όπως αλήθεια, ορθολογικότητα, επιχείρημα, πείραμα, ένδειξη, όργανο, νόμος,
έλεγχος κλπ. είναι έννοιες ιστορικά διαμορφωμένες ‘ κοινωνικές διαδικασίες όπως αυτές της
πειθούς και της συναίνεσης είναι ιστορικές κατηγορίες και αυτό σημαίνει πως αποκτούν την
ταυτότητά τους στο πλαίσιο χωρο-χρονικών πολιτισμικών τοπικοτήτων του παρελθόντος. Η
αφήγηση της ιστορίας των επιστημών συναρτάται με την πεποίθησή μας ότι στις επιστήμες, μέσα
από την ιστορική τους διαδρομή, καταγράφηκε και αποτυπώθηκε ένα σύνολο τοπικοτήτων και ότι
μέσα από αυτές τις σύνθετες εγγραφές έχει διαμορφωθεί ο χαρακτήρας τους.
Για πολλούς (φιλοσόφους και μη) ορισμένες νέες ιστοριογραφικές προσεγγίσεις, όπως εκείνη
της «κοινωνικής κατασκευασιοκρατίας», οδηγούν στον «σχετικισμό» τη στιγμή που η «επιστήμη»
αποτελεί κατεξοχήν «αντικειμενική» και «αληθή γνώση» της φύσης γύρω μας. Εάν η ιστορία των
επιστημών δεν αποτελεί τη μελέτη των τρόπων με τους οποίους αποκαλύφθηκε «εκείνη» η
αλήθεια για τη φύση η οποία επιβεβαιώθηκε μέσω πειραμάτων και παρατηρήσεων, τότε «όλες» οι
αλήθειες που αναδείχθηκαν από τις ποικίλες δραστηριότητες των επιστημόνων θα έχουν την «ίδια
αξία» και ίδια «εγκυρότητα»…
Κατά πόσον είναι «αντικειμενικές» οι απαντήσεις που δίνονται στην ιστορία των επιστημών;
Θα έπρεπε κάποτε να καταλήξουμε σε μια ενιαία αφήγηση και ερμηνεία η οποία θα ήταν η
«επίσημη» και «αντικειμενική»; Εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε την παραδοχή που ενυπάρχει
στον παραπάνω συλλογισμό: ότι δηλαδή είναι πράγματι δυνατόν να συγκροτηθεί «η» ιστορία των
επιστημών, ότι δηλαδή «είναι δυνατόν» να εκφραστεί το παρελθόν («η αλήθεια του») μέσα από
μια (ενιαία) και μόνη αφήγηση και ερμηνεία. Κατά γενική ομολογία υπάρχουν περιστατικά όπου
αυτό είναι δυνατόν να γίνει, ωστόσο στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν είναι δυνατό να
δοθούν απαντήσεις παρά μόνο μέσα από πολλαπλές αφηγήσεις και ποικίλες ερμηνείες με στόχο
την ανάδειξη ακριβώς των διαφορετικών πτυχών ενός φαινομένου ή γεγονότος.
Οι ιστορικοί πρέπει να κατορθώσουν να «συν-ταιριάξουν» τις πολλές αλήθειες που
αναδύονται κατά τη μελέτη του παρελθόντος, ενώ συχνά φαίνεται να προκύπτουν «αντιφατικές
αλήθειες» ή «αντιφατικές καταστάσεις». Εν τούτοις στην ιστορία εκείνο που φαίνεται
«αντιφατικό» μπορεί να μην κρίνεται απορριπτέο. Καθοδηγητικός μίτος της ιστορικής έρευνας δεν
μπορεί να είναι «η απόλυτη αλήθεια του παρελθόντος», δεν υπάρχει με αυτή την έννοια «η»
ιστορία, παρά μόνο «ιστορίες» των επιστημών. Αυτό δεν δηλώνει σχετικισμό ή υποκειμενισμό ‘
αντιθέτως, αυτό που υποδηλώνεται είναι ότι η ιστορία μπορεί να έχει χαρακτήρα «αντικειμενικό»
209
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
τότε μόνο όταν αναδεικνύει πολλές συμπληρωματικές αλήθειες ή νέες αλήθειες ως περισσότερο
επεξεργασμένες εκφράσεις αρχικών προσεγγίσεων. Αυτή η πρακτική ενισχύει την κριτική ως
διαδικασία ελέγχου της εγκυρότητας των αποτελεσμάτων της έρευνας.
Η κοινότητα των ιστορικών της επιστήμης συναινεί σε κάποια κριτήρια για να ελέγξει την
εγκυρότητα μιας νέας ερμηνείας – αυτή η διαδικασία οδηγεί στην νομιμοποίηση των ερμηνειών
χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει πως όλα τα μέλη θεωρούν σωστές όλες ανεξαιρέτως τις
ερμηνείες.534 Μια πραγματιστική στάση μας επιτρέπει να συνεχίζουμε να ερευνούμε συγκεκριμένα
ερωτήματα ενώ έχουμε ταυτόχρονα συνείδηση των σοβαρών θεωρητικών ζητημάτων που
υφίστανται.535 Αυτό που θα σημειώσουμε εδώ είναι πως τα θεωρητικά προβλήματα ενός
γνωστικού αντικειμένου δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά έξω από το πλέγμα της καθημερινής
πρακτικής που αφορά αυτό το γνωστικό αντικείμενο.
Για την ιστορία των επιστημών, όλες οι «μορφές γνώσης» πρέπει να αποτελούν αντικείμενο
μελέτης (και όχι αποκλειστικά εκείνες που με τα δικά μας κριτήρια θεωρούμε «αληθινές»). Κάτι
τέτοιο δεν σημαίνει πως όλες οι κοινωνικές διεργασίες που οι ίδιες ισχυρίζονται ότι παράγουν
γνώση, ότι είναι εξίσου «έγκυρες». Ούτε συνεπάγεται πως όλες μπορούν να παράγουν αληθείς
προτάσεις… Αυτό που δεν πρέπει οι ιστορικοί να κάνουν είναι να απαξιώνουν αυτές τις διεργασίες
‘ είμαστε υποχρεωμένοι δηλαδή να δίνουμε την ίδια βαρύτητα. Οι μορφές γνώσης θεωρούνται
«ισοδύναμες» όχι ως προς την δυνατότητα της κάθε μιας για επιστημονική γνώση, αλλά ως προς
το ότι εκφράζουν διαφορετικές κοινωνικές πρακτικές που παράγουν γνώση (και μάλιστα μεταξύ
τους ενδέχεται να έχουν υποστεί αλληλεπιδράσεις).536
Με ποιον τρόπο αποτιμούμε την «εγκυρότητα» της γνώσης που αποκτάται με την ιστορία των
επιστημών; Ορισμένα από τα κριτήρια που η κοινότητα των ιστορικών έχει θεωρήσει αναγκαία
είναι η διατύπωση των ερωτημάτων, η ενδελεχής μελέτη των πηγών, η αναφορές σε συναφείς
εργασίες, η σαφήνεια και πειστικότητα της επιχειρηματολογίας κ.ά. Οι σοβαρές συζητήσεις και η
προσεκτική κριτική συμβάλλουν επίσης στην εγκυρότητα ενός ιστορικού έργου.
d.
Επιστημονική πρακτική
Όπως έχουμε δει και σε άλλο σημείο, τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η επιστήμη
(συνώνυμη της «προόδου») θεωρείται το κατεξοχήν «πρότυπο έγκυρης γνώσης», αποστειρωμένη
από κάθε ίχνος «ανορθολογισμού», ή στοιχεία υποκειμενικότητας. Την δεκαετία του 1950 αρχίζει
να ασκείται κριτική στον «λογικό θετικισμό» ‘ τα πειραματικά δεδομένα δεν θεωρούνται πλέον
αδιαμφισβήτητα και «αντικειμενικά δεδομένα», «ερμηνεύονται», αναγνωρίζεται δηλαδή η
εξάρτησή τους από τις υπάρχουσες πεποιθήσεις και εν ισχύ θεωρίες.537 Παύει δε η προηγούμενη,
534
Ενδέχεται να συνυπάρχουν ακόμη και «αλληλοσυγκρουόμενες» ερμηνείες.
Η φιλοσοφική διερεύνηση είναι αναγκαία. Ωστόσο η «επίλυση» θεωρητικών προβλημάτων (όπως είναι τα
σχετικά με την «αλήθεια» την «αντικειμενικότητα» κλπ.) δεν αποτελεί προϋπόθεση για να κάνουμε ιστορία…
Εννοείται πάντως ότι οι ιστορικοί των επιστημών πρέπει να έχουν γνώση των σοβαρών φιλοσοφικών προβλημάτων ‘
η φιλοσοφία της επιστήμης είναι μέρος της αναγκαίας ευρύτερης παιδείας των ιστορικών, αλλά βέβαια δεν έχει
«καθοδηγητικό» ρόλο. Αυτό που βοηθά ίσως να ξεκαθαρίσει το τοπίο είναι η ένταξη των (φιλοσοφικών) εννοιών στην
καθημερινή πρακτική των ιστορικών των επιστημών. (Πολλά έργα από εκείνα που συνέβαλαν στην συγκρότηση της
κοινότητας των ιστορικών των επιστημών ήταν μελέτες που πραγματεύθηκαν πολύ συγκεκριμένα θέματα σε βάθος
και για ένα ειδικευμένο ακροατήριο).
536
Στην κοινωνία η συνείδηση της ιστορίας των επιστημών είναι διαμορφωμένη με βάση κατά κύριο λόγο ένα
θετικιστικό πρότυπο: είναι δηλαδή διαδεδομένη η αντίληψη ότι στις επιστήμες «το παρόν» είναι «απολύτως αληθινό»
και ότι η ιστορία των επιστημών περιέχει ένα σύνολο από λανθασμένες (επομένως άχρηστες) συμβολές παλαιότερων,
ενώ βήμα βήμα οικοδομήθηκε η σημερινή επιστήμη από αλήθειες που την μορφοποίησαν βαθμιαία.
537
Συχνά δε για να παραχθούν τα «δεδομένα» απαιτούνταν χρήση οργάνων για την κατασκευή των οποίων
ενεργοποιούνταν η ίδια η θεωρία την οποία υποτίθεται ότι αυτά θα έλεγχαν. Γενικότερα, το είδος της εκπαίδευσης,
535
210
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
αποκλειστική, έμφαση στην «λογική δομή» των θεωριών, στις διαδικασίες επικύρωσης και στα
κριτήρια διάκρισης της επιστήμης από την μεταφυσική. Με το έργο, πιο συγκεκριμένα, των
T.S.Kuhn, N.R.Hanson, I.Lakatos, P.Feyerabend (δεκαετία του 1960), υποστηρίζεται πλέον με
ρητό τρόπο η ιστορικότητα της επιστήμης.
Η παρέμβαση του Kuhn όπως είδαμε θα μετατοπίσει τον προβληματισμό από το ζήτημα του
ρόλου των ενδογενών και των εξωγενών παραγόντων στην εξέλιξη της επιστήμης, στο πρόβλημα
της καθημερινής πρακτικής της επιστημονικής κοινότητας. Η ίδια η έννοια της «αλήθειας» θα
επαναπροσδιορισθεί.
Τα πορίσματα αυτών των ερευνητών θα αλλάξουν γενικά την αντιμετώπιση της ιστορίας των
επιστημών. Αυτό που διαπιστώνονταν ήταν ότι: διαφορετικά άτομα, από τις παρατηρήσεις για τα
ίδια φυσικά φαινόμενα, κατέληγαν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Τα θεωρούμενα ως
«αντικειμενικά» δεδομένα φαίνονταν να εξαρτώνται από τις υπάρχουσες πεποιθήσεις και θεωρίες.
Οι τρόποι υπεράσπισης μιας συγκεκριμένης ερμηνείας από τα μέλη μιας κοινότητας δεν
ακολουθούσαν κάθε φορά τους ίδιους κανόνες: οι διαμάχες για επιστημονικά θέματα εξέφραζαν
«πάθη» τα οποία δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε εάν επικεντρωθούμε αποκλειστικά σε εκείνο
που φαινομενικά μοιάζει να διακυβεύεται.
Όπως γνωρίζουμε το «Παράδειγμα» (κατά Kuhn) εμπεριέχει μεθοδολογικές οντολογικές
γνωσιολογικές παραδοχές, γενικούς νόμους, πρότυπες πειραματικές διατάξεις κ.ά. Εντός του
καθιερωμένου Παραδείγματος όλα αυτά παρέχουν μια συνεκτική εικόνα του κόσμου και οι
επιστήμονες στο πλαίσιο αυτό ασχολούνται με την επίλυση «γρίφων» (είναι η περίοδος της
«κανονικής» επιστήμης). Στις περιόδους «κρίσης» (οι οποίες κατά κανόνα οδηγούν στις
«επιστημονικές επαναστάσεις») η επιστημονική κοινότητα δεν μπορεί πλέον να βασίζεται στο
κυρίαρχο Παράδειγμα για να επιλύσει τους γρίφους, οπότε δημιουργείται ένα νέο Παράδειγμα που
θα το αντικαταστήσει. Τα δύο Παραδείγματα είναι «ασύμμετρα», «ασύμβατα», οπότε οι
επιστήμονες τους ενός και του άλλου «βλέπουν διαφορετικά τον κόσμο». Αυτά όλα σημαίνουν
πως «εξέλιξη» της επιστήμης δεν σημαίνει αναγκαία και «πρόοδο». Ούτε «συνέχεια» υφίσταται
στην πορεία αυτή, ούτε «συσσώρευση». Κατά την διάρκεια της «κανονικής» επιστήμης έχουμε
αναθεωρήσεις πιθανόν αλλά όχι συνολικές ανακατατάξεις στα εννοιολογικά πλαίσια. Όταν μια
αλλαγή είναι «επαναστατική» είναι ολική.
Οι μελέτες του Kuhn είναι πολύ σημαντικές γιατί μέσα από την στροφή της προσοχής στην
εσωτερική λειτουργία των επιστημονικών κοινοτήτων οδήγησαν σε νέες ιδέες, γόνιμες συζητήσεις
και τελικώς σε νέες προσεγγίσεις και στην ιστορία των επιστημών. Όπως όλα μαρτυρούν πλέον, η
επιστήμη είναι μια πολύ περισσότερο σύνθετη διαδικασία από εκείνη που φαντάζονταν
παλαιότερα οι οπαδοί του θετικισμού.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, πολλοί ιστορικοί και κοινωνιολόγοι θα υποστηρίξουν
πως την επιστήμη οφείλουμε να την μελετάμε ως κομμάτι της ανθρώπινης κουλτούρας,
ανεξάρτητα από το αληθές ή μη των δικών της πορισμάτων. Η επιστήμη γίνεται πλέον αντιληπτή
από πολλούς μελετητές ως ένα σύνολο πρακτικών (οι καθημερινές λειτουργίες των επιστημόνων).
Η πρακτική των επιστημόνων κυριαρχείται από μια σειρά πρότυπα: αυτά αφορούν την
επίλυση ποικίλων προβλημάτων ‘ στις εν λόγω διεργασίες ενέχονται δεσμεύσεις που αφορούν
θεωρητικές έννοιες, μεθόδους υπολογισμού, διατάξεις οργάνων κ.ά. Η δέσμευση ενός επιστήμονα
σε ένα Παράδειγμα σημαίνει αποδοχή ενός αξιακού πλαισίου, του οποίου οι αρχές δεν ορίζονται
με τη μορφή ρητών κανόνων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι επιστήμονες διαμορφώνουν
συμπεριφορές, υιοθετούν νοοτροπίες, επινοούν συγκεκριμένες πρακτικές. Πολλές φορές η
παράγοντες ιδεολογικοί, τα προβλήματα που επιλέγει η επιστημονική κοινότητα να μελετήσει κλπ., όλα αυτά
επηρεάζουν τις ερμηνείες των «δεδομένων».
211
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
εφαρμογή ενός ορισμένου προτύπου για την επίλυση ενός προβλήματος δεν καθορίζεται τόσο με
κάποιο «λογικό» κριτήριο και επιχείρημα, όσο με βάση τις πραγματιστικές ανάγκες της
καθημερινής λειτουργίας των επιστημόνων.538 Οι επιστήμονες υιοθετούν το κυρίαρχο Παράδειγμα
και τις συναφείς αξίες και πρακτικές που το αναπαράγουν: είναι όλα αυτά τα οποία λειτούργησαν
στο παρελθόν με ικανοποιητικό τρόπο και έχουν την συναίνεση των περισσότερων μελών. Η
αλλαγή του Παραδείγματος λαμβάνει χώρα όχι εξαιτίας μιας θεωρητικής κριτικής αλλά επειδή δεν
μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κοινότητας.
Σύμφωνα με τον Kuhn, η ταυτότητα των επιστημόνων δεν «ορίζεται» με όρους θεσμικούς ή
κλαδικούς: το κύριο στον ορισμό της ταυτότητά τους είναι η αποδοχή εκ μέρους τους μιας
συγκεκριμένης πρακτικής και αυτή η πρακτική προσδιορίζει και έναν αντίστοιχο τύπο κοινωνικών
σχέσεων εντός κοινότητας. Η η επιστημονική κοινότητα αποτελεί «προϋπόθεση» για την
ταυτότητα του επιστήμονα. Η ταυτότητα αυτή είναι «κοινωνικά προσδιορισμένη» όχι μόνο επειδή
αυτός κατέχει κάποια κοινωνική θέση ή επειδή εντάσσεται σε ένα γενικότερο αξιακό σύστημα,
αλλά κυρίως επειδή αυτός ή αυτή αποφασίζει να ενστερνιστεί ένα σύνολο συγκεκριμένων
πρακτικών και επειδή «δεσμεύεται» πως αυτές οι επιλογές δεν είναι παροδικές. Δέσμευση
επομένως σε μια πρακτική και στο συναφές αξιακό σύστημα: αυτή είναι η έκφραση της
συμμετοχής ενός επιστήμονα σε μια κοινότητα.539
Οι επιστημονικές πρακτικές γίνονται κτήμα ενός ερευνητή διαμέσου μιας ποικιλίας «σχέσεων
εξουσίας»: η εξειδικευμένη εκπαίδευση, η εκπόνηση εργασιών και διατριβών, η εργασία εντός
εργαστηρίων κλπ. Αυτή η «εκπαιδευτική» διαδικασία δεν συνιστά απλώς μια διαδικασία
«αναπαραγωγής» γνώσεων, αποτελεί και ένα σύνολο σχέσεων που επιβάλλει συγκεκριμένους
τρόπους σκέψης για την διαχείριση των επιστημονικών προβλημάτων. Η εκπαιδευτικοί
μηχανισμοί δηλαδή και η επιστημονική κοινότητα συμβάλουν στην αναπαραγωγή μεθόδων
επίλυσης προβλημάτων και πειραματικών διατάξεων.540
Υπάρχει το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στην επιστημονική κοινότητα και την ευρύτερη
κοινωνία.
Οι προβληματισμοί για την «τοπικότητα» δεν εκτοπίζουν το χαρακτηριστικό της
«καθολικότητας» του επιστημονικού λόγου ‘ η τοπικότητα δεν τίθεται με τρόπο ανταγωνιστικό
απέναντι στην καθολικότητα, το πρόβλημα είναι διερευνήσουμε το πώς σχετίζονται αυτά τα δύο,
να μελετήσουμε την ιστορικότητα ατής της σχέσης. Η ιστορία των επιστημών δείχνει πως η
«καθολικότητα» του επιστημονικού λόγου δεν είναι αυτονόητη ‘ είναι άλλο πράγμα η καθολική
ισχύς των φυσικών νόμων και διαφορετικό πράγμα η καθολικότητα του επιστημονικού λόγου.
Κάποιες από τις αξίες που κατευθύνουν την επιστημονική πρακτική είναι «τοπικές» και
αναφέρονται σε συγκεκριμένους πολιτισμικούς χώρους περισσότερο περιορισμένους από εκείνον
που ορίζουν όλοι όσοι ερευνούν σε ένα συγκεκριμένο γνωστικό πεδίο. Το εργαστήριο για να
αναφέρουμε ένα παράδειγμα, έχει μια δική του «κουλτούρα» και μια σχετική αυτονομία σε σχέση
538
Για παράδειγμα, πολύ συχνά μια μέθοδος ή μια πειραματική διάταξη επιλέγεται επειδή είχε λειτουργήσει
αποτελεσματικά στο παρελθόν, όταν εφαρμόστηκε σε «παραπλήσιο» πρόβλημα. Το τι ακριβώς σημαίνει
«παραπλήσιο» είναι κάτι το οποίο κατασταλάζει κατά την διάρκεια της κανονικής επιστήμης μέσα από συνήθειες και
κοινές αξίες.
539
Οι πρακτικές των ερευνητών ακόμη και στην «ίδια επιστήμη» μπορεί να είναι σημαντικά διαφορετικές: αυτό
σχετίζεται με πολλούς παράγοντες, αφορά τους τρόπους χρήσης των υπολογιστών, τις απαιτήσεις που υπάρχουν ως
προς την αυστηρότητα των μαθηματικών μεθόδων, τα είδη των μοντέλων που ταιριάζουν στην κάθε κατηγορία, τις
διαφορετικές απαιτήσεις ως προς την ακρίβεια των μετρήσεων, αφορά τα είδη «θορύβου» που θέλουν να
αποκλείσουν, αφορά τους διαφορετικούς τρόπους διαχείρισης των πληροφοριών, τους διαφορετικούς κώδικες
επικοινωνίας, αφορά τους κανόνες για την δημοσιοποίηση των νέων αποτελεσμάτων κ.ά.
540
Η ακαδημαϊκή ιεραρχία, οι διαδικασίες επίβλεψης διατριβών, η άρρητη ιεραρχία σε ένα εργαστήριο, η
σύνθεση και λειτουργία μιας ερευνητικής αποστολής, οι προϋποθέσεις για την σύνταξη αίτησης χρηματοδότησης, οι
λειτουργία των επιτροπών «κρίσης» κ.ά., όλα αυτά είναι «όψεις» μιας δομημένης εκπαιδευτικής διαδικασίας.
212
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
με το υπόλοιπο πεδίο. Αυτές οι τοπικές πολιτισμικές αξίες συνδέονται με συγκεκριμένες «μορφές
ζωής», δηλαδή συγκεκριμένες πρακτικές.541 Οι «τοπικές κουλτούρες» και πρακτικές συνθέτουν
εκείνο το οποίο θεωρείται «καθολικός λόγος ενός γνωστικού κλάδου». Η έννοια της τοπικής
κουλτούρας ενός εργαστηρίου, μιας σχολής, μιας ερευνητικής ομάδας κλπ. αναφέρεται σε ένα
σύνθετο πλέγμα εννοιών, νοοτροπιών, συμπεριφορών, πρακτικών που έχουν διαμορφώσει οι
άνθρωποι που εργάζονται στον κάθε ένα από τους παραπάνω χώρους. Εντός του πλέγματος αυτού
έχουν εγγραφεί μεθοδολογικές και υπολογιστικές επιλογές, πειραματικές τεχνικές, θεωρητικοί
προσανατολισμοί, οντολογικές και φιλοσοφικές δεσμεύσεις, ενδεχομένως μεταφυσικές
πεποιθήσεις. Η επιστημονική πρακτική «πηγάζει» από πολλά διαφορετικά στοιχεία αυτής της
κουλτούρας, και επαναπροσδιορίζει αυτά τα στοιχεία.542
Τα εργαστήρια για πολλά χρόνια θεωρούνταν χώροι εφαρμογής μιας «ενιαίας» επιστημονικής
και πειραματικής «μεθόδου». Για κάποιους άλλους αποτελούσαν απλώς χώρους όπου γίνονται
παρατηρήσεις, ή όπου επιβεβαιώνονται (και ελέγχονται) οι θεωρίες. Τις τελευταίες δεκαετίες θα
αναπτυχθεί μια διαφορετική αντίληψη: σύμφωνα με αυτή, το βάρος δίνεται στις τεχνικές και στις
συμπεριφορές και πρακτικές που διαμορφώνονται εντός των εργαστηρίων και θεωρείται ότι σε
αυτές αποτυπώνονται τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά όσων εργάζονται στα εργαστήρια.
Οι μελέτες επάνω στην ιστορία των εργαστηρίων οδήγησαν στην αμφισβήτηση της άποψης
που τα ήθελε αποκλειστικώς «αντικειμενικά πεδία», χώρους επιβεβαίωσης μιας αντίληψης που
τασσόταν υπέρ της κυριαρχίας των μετρήσεων και των αριθμών. Σύμφωνα με νέες
ιστοριογραφικές προσεγγίσεις, στα εργαστήρια δεν λαμβάνουν χώρα απλώς νέα φαινόμενα,
διαμορφώνονται και νομιμοποιούνται νέες «πρακτικές».
Στο εργαστήριο συνυπάρχουν «δύο κόσμοι»: εκείνος της φύσης και εκείνος των επιστημόνων
με τις ιδεολογικές, θεωρητικές, οντολογικές τους αναφορές, τις ιδιαίτερές τους προσλαμβάνουσες,
τους υλικούς τους διαθέσιμους πόρους, με τα πειραματικά τους όργανα και τους περιορισμούς
τους κλπ. Το εργαστήριο σύμφωνα με αυτή την αντίληψη είναι ένας χώρος όπου
«αποκωδικοποιείται» και όπου ταυτοχρόνως «αντιστέκεται» η φύση ‘ οι επιστήμονες προσπαθούν
να εντάξουν τη φύση στον δικό τους κόσμο..., είναι χώρος μιας «άρρητης διαπραγμάτευσης»
ανάμεσα στη φύση και τους ερευνητές, ένας χώρος «διαμεσολάβησης». Ο κόσμος των
επιστημόνων επαναπροσδιορίζεται μέσα από αυτή την διαπραγμάτευση, αλλά και ο «κόσμος της
φύσης» -τον οποίο εμείς με την παρέμβασή μας αναδεικνύουμε- αλλάζει συνεχώς εφόσον
μεταβάλλονται συνεχώς οι ιδέες μας για τις φυσικές οντότητες και τα νέα φυσικά φαινόμενα.
Για πολλούς σύγχρονους ιστορικούς, τα εργαστήρια αποτελούν χώρους μελέτης της γένεσης
νέων πρακτικών και διαμόρφωσης της «κουλτούρας» ενός επιστημονικού κλάδου. 543 Το πρόβλημα
του πώς διαχέεται και μεταδίδεται η επιστημονική γνώση από τα εργαστήρια απαιτεί μελέτη των
πρακτικών εσωτερικά στους χώρους αυτούς, αλλά και έρευνα των πολλαπλών συνδέσεων των
εργαστηρίων με θεσμούς και ανθρώπους έξω από αυτά. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε πως
όσοι ακολουθούν αυτές τις ερευνητικές κατευθύνσεις, στο πεδίο μελέτης τους συμπεριλαμβάνουν
«δίκτυα» ευρείας έκτασης: ανειδίκευτο και εκπαιδευμένο προσωπικό, απεικονίσεις,
541
Αυτές οι διαφορές στις αξίες είναι δυνατό να εκφραστούν και να εντοπιστούν στα πλαίσια μιας επιστημονικής
διαμάχης.
542
Γενικά, τα κριτήρια επιλογής των προβλημάτων, το τι θεωρείται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατάλληλη
(πειραματική ή άλλη) διάταξη, οι τρόποι με τους οποίους ένα πρόβλημα ανάγεται σε μια άλλη κατηγορία
προβλημάτων, τα κριτήρια με βάση τα οποία επιτελείται η αναγωγή ή η αναλογία κλπ., όλα αυτά θεωρούνται στοιχεία
της «κουλτούρας» μιας επιστημονικής ομάδας.
543
Πολλές σύγχρονες μελέτες της ιστορίας των εργαστηρίων, για παράδειγμα, ενεργοποιούν έρευνες
γλωσσολογικές και αφορούν τις διαδικασίες επικοινωνίας των επιστημόνων μεταξύ τους και με τον «έξω κόσμο».
213
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
αναπαραστάσεις, κείμενα, σχέδια, σημειώσεις, ποικίλα τεχνικά όργανα και πειραματικές διατάξεις,
πρώτες ύλες, ζωντανούς οργανισμούς κ.ά.
Πολλοί θεωρούν πως έπειτα από την δεκαετία του 1920 περίπου, η ιστορία των εργαστηρίων
αφορά απλώς την επινόηση νέων τεχνικών, τη διερεύνηση νέων φαινομένων, την εφεύρεση
καινούριων οργάνων κλπ. – όλα αυτά μέσα στο αμετάβλητο και αυτοαναπαραγόμενο πλαίσιο του
τυποποιημένου εργαστηρίου. Εντούτοις η «ιστορικότητα» των εργαστηρίων υποδεικνύει μάλλον
έναν συνεχή επανακαθορισμό των πρακτικών που συνθέτουν το φαινόμενο που ονομάζουμε
«επιστήμη».
Κάποια από τα ερωτήματα τα οποία αφορούν τις καθημερινές λειτουργίες των εργαστηρίων
μπορούν να διατυπωθούν ως εξής: τι είδους «ιεραρχία» σχηματίζεται ανάμεσα σε όσους
εργάζονται σε ένα εργαστήριο; Πώς αποφασίζεται η έρευνα ενός συγκεκριμένου φαινομένου και
πώς σχεδιάζεται η μελέτη ενός προβλήματος; Πώς επιμερίζονται οι διαφορετικές εργασίες; Τι
ρόλο έχουν οι τεχνικοί και οι σχεδιαστές και κατασκευαστές των οργάνων; Πώς πραγματοποιείται,
λόγω νέων τεχνολογιών και νέων μεθόδων, η ανακατανομή των δεξιοτήτων ανάμεσα σε
ανθρώπους και μηχανές; Με ποια «γλώσσα» οι επιστήμονες εξηγούν στους τεχνικούς τις ανάγκες
των πειραμάτων που σχεδιάζονται; Τι συμβαίνει όταν παρατηρούνται «μη αναμενόμενα»
φαινόμενα; Με ποιους τρόπους δημοσιοποιούνται τα αποτελέσματα; Με ποιους τρόπους η
χωροταξία και η φυσική δόμηση του χώρου προσδιορίζουν συμπεριφορές και ορίζουν ρόλους;
Ποιου είδους συγκρίσεις μπορούμε να κάνουμε ανάμεσα στα εργαστήρια και σε άλλους χώρους
παραγωγής γνώσης για τη φύση όπως είναι οι ερευνητικές αποστολές, οι κλινικές, τα μουσεία κ.ά.;
Πώς εξασφαλίζονται υλικοί πόροι για τα εργαστήρια και πώς ελέγχεται η διαχείριση τους;
Η ιστορία των εργαστηρίων συμπεριλαμβάνει τη μελέτη των ιστορικών χώρων όπου
βαθμιαία νομιμοποιήθηκαν λειτουργίες και πρακτικές οι οποίες αργότερα θα χαρακτηρίζουν
αποκλειστικά τους πειραματιστές: κελιά μοναχών, αίθουσες κολεγίων και αυλές παλατιών,
επαύλεις αριστοκρατών, φαρμακεία κ.ά. Η μυστικότητα και ιδιωτικότητα που χαρακτηρίζει τις
λειτουργίες στα εργαστήρια έως τον 17ο αιώνα σχετίζεται με την αλχημική παράδοση και την
συναφή κουλτούρα παραγωγής γνώσης: η νέα γνώση είναι πηγή πλούτου και εξουσίας για τον
αλχημιστή.544 Η αποφασιστική αλλαγή που συμβαίνει μετά τον 17ο αιώνα και θα συμβάλει στην
εδραίωση της φυσικής φιλοσοφίας, θεωρείται πως είναι ο μετασχηματισμός των εργαστηρίων σε
χώρους που διατηρούν την «ιδιωτικότητά» τους δικαιολογώντας την ως «αναγκαία» για την
αποτελεσματική παραγωγή γνώσης «για όλους».545 Η επιβεβλημένη δημοσιοποίηση των
αποτελεσμάτων δεν έχει σχέση με κάποια «νέα ηθική» των επιστημόνων οι οποίοι με ανιδιοτέλεια
επιθυμούν να μην κρατούν «μυστικά» από τον κόσμο. Η υποχρεωτική δημοσιοποίηση των
αποτελεσμάτων είναι «συγκροτητικό» χαρακτηριστικό της επιστήμης, επειδή η νομιμοποίησή της
είναι κοινωνική, αφορά δηλαδή την κοινωνική αποδοχή των νέων πρακτικών, των νέων κανόνων
μελέτης και των νέων αποτελεσμάτων. Η νομιμοποίηση της επιστήμης προέρχεται επίσης απο την
επανάληψη των παρατηρήσεων και σε χώρους διαφορετικούς από εκείνους όπου είχαν αρχικά
εντοπιστεί τα φαινόμενα.546
Εκείνο που πολλοί αποκαλούν «καθολικότητα της επιστημονικής γνώσης» είναι επί της
ουσίας το αποτέλεσμα μιας επίπονης διαδικασίας τυποποίησης: εκπαίδευση σε πρακτικές
δεξιότητες, μαζική παραγωγή οργάνων, ρύθμιση μονάδων μέτρησης... Μπορούμε να ισχυριστούμε
πως η καθολικότητα της επιστήμης είναι ενός είδους «μακροσκοπική προέκταση» των τοπικών
544
Ένα παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση παρασκευής φαρμάκων.
Οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους χαράσσονται τα όρια ανάμεσα στο «ιδιωτικό» και το «δημόσιο», σε
διαφορετική χρονική περίοδο και διαφορετικά εργαστήρια, είναι αντικείμενο μελέτης των ιστορικών των επιστημών.
546
Έμμεση νομιμοποίηση της νέας γνώσης συντελούνταν και από την πεποίθηση πως τα εργαστήρια παράγουν
όχι μόνο επιστημονική -άρα έγκυρη- γνώση αλλά ταυτοχρόνως «χρήσιμη» γνώση. Η δημοσιοποίηση των
αποτελεσμάτων αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την πιστοποίηση της χρησιμότητας της νέας γνώσης.
545
214
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
τρόπων ζωής; Είναι καταρχήν δυνατό να μελετηθούν οι πολιτισμικές πρακτικές και οι τεχνικές σε
τοπικό επίπεδο, και να ερευνηθεί πώς το γενικότερο πλαίσιο καθιστά δυνατή τη μεταφορά και
αναπαραγωγή των πρακτικών σε άλλα μέρη, να γίνει κατανοητό το πώς η επιστημονική πρακτική
δομεί εκ νέου το κοινωνικό της περιβάλλον όσο παράγει νέα γνώση. Η «καθολικότητα» σύμφωνα
με αυτήν την αντίληψη είναι «θεμελιωμένη» σε «τοπικές τεχνογνωσίες».
Ας παρατηρήσουμε τέλος και τα εξής: οι διαδικασίες της «συναίνεσης», οι συγκεκριμένοι
όροι κάτω από τους οποίους αυτή επιτυγχάνεται είναι στοιχεία που μπορούν να αναδειχθούν μέσα
από την ιστορική ανάλυση συγκεκριμένων περιπτώσεων. Το αίτημα της συναίνεσης αφορά τα νέα
φαινόμενα και τα νέα αποτελέσματα, τους τρόπους δημοσιοποίησής τους, τους τρόπους
αναπαραγωγής των νέων φαινομένων, τις νέες τεχνικές κλπ. Καθολική γνώση δεν μπορεί να
υπάρχει εάν δεν υπάρχει συναίνεση ως προς το σύνολο των χαρακτηριστικών της τοπικότητας που
δημιούργησε αυτή τη γνώση. Η μεγάλη σε διάρκεια διαφορά χρόνου που πολλές φορές
παρατηρείται (διαφορετική ανά περίσταση) προκειμένου να γίνει αποδεκτή μια ανακάλυψη (ή για
παράδειγμα μια θεωρία που πρωτοδιατυπώνεται) απο τη στιγμή που δημοσιοποιείται για πρώτη
φορά, εκφράζει ακριβώς αυτές τις χρονοβόρες διαδικασίες συναίνεσης που συντελούνται μέσα από
διάφορους θεσμούς και πρακτικές: ανακοινώσεις, δημοσιεύσεις, διατριβές, σεμινάρια κ.ά.
Θα σημειώσουμε τέλος και μια πρόσθετη διάσταση της «συναίνεσης»: αφορά την ιστορική
εξέλιξη συγκεκριμένων πειραματικών διατάξεων. Πότε, πού και κάτω από ποιες συνθήκες έγινε
αποδεκτή η ικανότητα ενός οργάνου να δημιουργεί «έγκυρα φαινόμενα»; Χρειάζεται συναίνεση
για το πώς θα πρέπει να γίνουν κατανοητές οι λειτουργίες των εξαρτημάτων και οι κανόνες χρήσης
ενός οργάνου. Η συμφωνία γύρω από την «πραγματικότητα» των φαινομένων που παρατηρούνται
αποτελεί ταυτοχρόνως και συμφωνία για την χρήση μιας συγκεκριμένης πειραματικής διάταξης ή
ενός οργάνου (και αντιστρόφως).547
Στα πλαίσια της παραπάνω ανάλυσης, τα εργαστήρια μπορούν να θεωρηθούν
«πολυπολιτισμικοί» χώροι: συνυπάρχουν εκεί μέσα διαφορετικές «κουλτούρες», διαφορετικές
γλώσσες, διαφορετικές πρακτικές. Οι όροι με τους οποίους επικοινωνούν οι «θεωρητικοί» μεταξύ
τους διαφοροποιούνται όταν πρόκειται για συζήτηση με τους «πειραματικούς» ή με τους
«τεχνικούς» των εργαστηρίων. Πάντως οι διαφορετικές αξίες, οι διαφορετικές γλώσσες κλπ. δεν
εμποδίζουν τελικά τις ομάδες να δημιουργούν δυνατότητες τοπικής επικοινωνίας. Παρ’ όλες τις
δυσκολίες στην κατανόηση λεπτομερειών που αφορούν τα πεδία διαφορετικών ομάδων, στα
μεγάλα εργαστήρια στο 2ο μισό του 20ου αιώνα ανταλλάσσονται μέθοδοι, ιδέες, έννοιες,
προγράμματα, τεχνικές. Οι θεωρητικοί, οι πειραματικοί και οι τεχνικοί προσπαθούν να πείσουν
τους υπόλοιπους για τις προτάσεις τους, όμως η κάθε ομάδα θα αποδεχθεί κάποια πρόταση μέσα
από ένα πλέγμα «φίλτρων» που έχουν να κάνουν με το δικό της ξεχωριστό πλαίσιο (αξιακό
σύστημα, δεσμεύσεις, μεθοδολογικές παραδοχές κλπ.). Μια πρόταση δηλαδή γίνεται αποδεχτή
εφόσον έχει μετασχηματιστεί ώστε να είναι συμβατή με την κουλτούρα της κάθε ομάδας.
Στην «κοινωνική κατασκευασιοκρατία» πολλοί οπαδοί της υποστηρίζουν ότι ακόμη και οι
φυσικές οντότητες είναι «κοινωνικές κατασκευές». Μια πιο ήπια θέση, προτείνει πως εκείνο που
«κατασκευάζεται» κοινωνικά δεν είναι το «αντικείμενο» αλλά οι ιδέες μας για αυτές τις φυσικές
οντότητες. Εάν τα πράγματα έχουν έτσι, τότε η «κοινωνική κατασκευασιοκρατία» δεν έρχεται σε
ρήξη με την αντικειμενική ύπαρξη των οντοτήτων. Επιπρόσθετα, η ιδέα μας για την εκάστοτε
547
Συναφές με αυτά είναι το πρόβλημα της διαμόρφωσης της έννοιας της «καταλληλότητας» ενός οργάνου για
την παραγωγή νέας και έγκυρης γνώσης. Ένα ενδιαφέρον επίσης ερώτημα είναι το πώς τα όργανα μπορούν να
οδηγήσουν τους χρήστες να αλλάξουν την πρακτική τους. Τα όργανα δεν είναι απλώς εργαλεία στα χέρια τους,
επιδρούν στους χρήστες επαναπροσδιορίζοντας καθημερινές εργαστηριακές ρουτίνες.
215
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
συγκεκριμένη οντότητα μετασχηματίζεται, ενώ η αλληλεπίδραση ανάμεσα στην οντότητα και την
ιδέα μας γι’ αυτή είναι συνεχής.
Πολλοί μελετητές που ακολουθούν την κατεύθυνση της «κοινωνικής κατασκευασιοκρατίας»,
δίνουν έμφαση στο εξής: κοινωνική κατασκευή του Υ μπορεί να παραπέμπει σε ένα Υ «δεδομένο»
και «αναπόφευκτο», εντούτοις –ισχυρίζονται- το Υ θα μπορούσε να μην υπήρχε, ή να μην ήταν
όπως είναι σήμερα. Το Υ όπως είναι στη σημερινή συγκυρία δεν προσδιορίζεται αποκλειστικά από
τη «φύση των πραγμάτων» (δεν είναι στη φύση του να είναι αναπόφευκτο). Αυτός ο ισχυρισμός
του «μη αναπόδραστου» ή της «ενδεχομενικότητας», δηλώνει πως «τα πράγματα», οι γνώσεις μας
για την φύση κλπ. δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας σταδιακής «αποκάλυψης» της «αντικειμενικής
δομής» της φύσης.548
Σε αντίθεση με τους προβληματισμούς της «υποθετικής ιστορίας» (συζήτηση για το πώς
αλλιώς θα μπορούσαν να είχαν γίνει τα πράγματα), η «ενδεχομενικότητα» στην ιστορία των
επιστημών παραπέμπει σε κάτι διαφορετικό: η έμφαση δεν δίνεται στην επινόηση διαφορετικών
γεγονότων από αυτά που όντως συνέβησαν, αλλά στον εντοπισμό εκείνων των διεργασιών οι
οποίες υποδηλώνουν ότι υπήρχε δυνατότητα να είχαν εξελιχθεί αλλιώς τα πράγματα. Επομένως η
«ενδεχομενικότητα» προτρέπει να μελετήσουμε όχι γεγονότα που θα είχαν συμβεί κάτω από
άλλες, υποθετικές, συνθήκες, αλλά εκείνες τις συγκεκριμένες καταστάσεις όπου οι συμπεριφορές
και αποφάσεις μελών της επιστημονικής κοινότητας, οι σχέσεις των επιστημόνων με το κράτος ή
άλλους θεσμούς, επηρέασαν την συγκεκριμένη κατεύθυνση και πορεία των εξελίξεων.549
Οι κρίσεις, οι επιλογές, οι αποφάσεις των επιστημόνων παίζουν ρόλο στην εξέλιξη ενός
επιστημονικού κλάδου: τα κριτήρια λήψης αυτών των αποφάσεων μπορεί να έχουν σχέση με
τεχνικούς περιορισμούς (των οργάνων ή των πειραματικών διατάξεων), με την
αποτελεσματικότητα των μαθηματικών προσεγγίσεων, με τις δυνατότητες παροχής
χρηματοδότησης διαφορετικών ερευνητικών κατευθύνσεων κ.ο.κ. Για πολλούς «κοινωνικούς
κατασκευασιοκράτες» οι επιλογές και οι κρίσεις των επιστημόνων ρυθμίζουν ζητήματα τα οποία
συνιστούν «προϋποθέσεις για την διεξαγωγή της έρευνας» και επομένως δεν αντανακλούν «τη
φύση των πραγμάτων».550 Εάν η επιστήμη είναι κοινωνικό-πολιτισμικό φαινόμενο, τότε
διαφορετικές αποφάσεις θα είχαν οδηγήσει σε κάτι ριζικά διαφορετικό από αυτό που γνωρίζουμε
σήμερα; Ίσως σε αυτό το ερώτημα να μην μπορούμε να απαντήσουμε με κατηγορηματικό τρόπο,
εντούτοις εκείνο που απασχολεί τους ιστορικούς των επιστημών είναι το εάν η επιστήμη είχε «την
δυνατότητα» να ακολουθήσει διαφορετική πορεία και να έχει διαφορετική μορφή και περιεχόμενο
από το σημερινό.551
548
Μια διατύπωση θα μπορούσε να είναι η εξής: εάν είχαμε διαφορετικές απαιτήσεις από τη φύση και εάν είχαμε
διαμορφώσει μια άλλη πρακτική στη σχέση μας με τον φυσικό κόσμο (θέτοντας άλλα ερωτήματα στη φύση), τότε θα
ήταν δυνατό να αποσπάσουμε φαινόμενα τα οποία θα μπορούσαν να εκληφθούν ως μαρτυρία για μια διαφορετική (όχι
λογικά ασύμβατη, αλλά όμως διαφορετική) επιτυχημένη φυσική επιστήμη... Όσον αφορά τις «οντότητες», σύμφωνα
με αυτά, μια σειρά φαινομένων ενδέχεται πράγματι να μπορεί να θεωρηθεί «μαρτυρία» της ύπαρξής τους, ωστόσο δεν
υπάρχει κάτι που να προδικάζει ότι οι συγκεκριμένες οντότητες θα αποκαλυφθούν κάποτε αναγκαία, αλλά και ούτε
ότι μια διαφορετική πορεία (της φυσικής) δεν θα τις αποκάλυπτε.
549
Για τους κοινωνικούς κατασκευασιοκράτες, ούτε η φύση ούτε οι αρχικές συνθήκες μπορούν να καθορίσουν
το ποιο θα είναι το επόμενο στάδιο στην εξέλιξη...
550
Πρέπει να σημειώσουμε, σε αυτά που συζητούμε περί «ενδεχομενικότητας» και το εξής: σε κάθε ιστορική
περίοδο δεν υπάρχει αναγκαστικά μόνο ένα θεωρητικό σχήμα ούτε και μια μοναδική πρακτική (πειραματική ή
θεωρητική) ‘ «συνυπάρχουν» διαφορετικές προσεγγίσεις και ερμηνευτικά σχήματα, διαφορετικές πρακτικές και
τεχνικές κλπ. Το ποιος «συνδυασμός» θα υπερισχύσει (και γιατί) ανάμεσα σε όλες αυτές τις διαφορετικότητες
αποτελεί αντικείμενο ιστορικής μελέτης.
551
Τρόπος να γνωρίσουμε τις διαφορετικές κατευθύνσεις που θα είχαν ακολουθήσει οι επιμέρους επιστήμες
πιθανότατα δεν υπάρχει, ωστόσο για τους ιστορικούς έχει ενδιαφέρον να εντοπιστούν εκείνες οι καταστάσεις όπου οι
αποφάσεις συγκεκριμένων επιστημόνων οδήγησαν την επιστήμη εκεί όπου οδηγήθηκε – η συγκεκριμένη πορεία της
δηλαδή δεν ήταν αυτή που ήταν επειδή εκεί -σε αυτό το «τέλος»- την οδηγούσε «αντικειμενικά» η δομή της φύσης...
216
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Σύμφωνα με τα παραπάνω επομένως, η εξέλιξη των επιστημών δεν εκφράζει κάποια
βαθμιαία αποκάλυψη της αντικειμενικής δομής της φύσης ‘ η εξέλιξη καθορίζεται από τους
ανθρώπους, χωρίς εντούτοις αυτό να θέτει υπό αμφισβήτηση την πραγματικότητα των οντοτήτων
ή των φαινομένων (ή την πεποίθηση για την ορθότητα μιας θεωρίας, αφού πάντοτε στην ιστορία
υπάρχουν τρόποι «πιστοποίησης της εγκυρότητας» της νέας γνώσης).552 Οι τρόποι και οι τόποι
έρευνας, τα κριτήρια, οι διαμάχες, οι επιστημονικοί θεσμοί, οι χρηματοδοτήσεις και οι υλικοί
πόροι κ.ο.κ. όλα αυτά είναι παράγοντες που μελετώνται και από την «κοινωνική και πολιτισμική»
ιστορία των επιστημών ‘ το διαφορετικό που κομίζει η κοινωνική κατασκευασιοκρατία είναι η
πεποίθηση ότι «τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά» των επιστημονικών εξελίξεων εξαρτώνται και
από αυτούς τους παράγοντες..., οι παράγοντες αυτοί σχετίζονται με την ίδια την συγκεκριμένη
πορεία των επιμέρους επιστημονικών κλάδων, αφού καθορίζουν την εξέλιξή τους και τα
χαρακτηριστικά τους.
Υπάρχουν περιορισμοί που προσδιορίζονται από την ίδια τη φύση, οι οποίοι δεν καθιστούν το
κάθε ενδεχόμενο πιθανό, ή και δυνατό; Όλες οι αποφάσεις των μελών μιας επιστημονικής
κοινότητας είναι αποφάσεις που παίρνονται «εντελώς ανεξάρτητα» από τη δομή της φύσης (όπως
αυτή φαίνεται να είναι από τις μέχρι σήμερα έρευνές μας); Οι ταξινομήσεις μας προσδιορίζονται
από το πώς είναι ο κόσμος, ή αποτελούν βολικούς τρόπους αναπαράστασής του; Τα φαινόμενα
που ανακαλύπτουμε αποτελούν το αποτέλεσμα των τρόπων με τους οποίους απεικονίζουμε,
αναπαριστούμε και παρεμβαίνουμε στον κόσμο. Οι επιστήμονες προσαρμόζονται μπροστά στις
αντιστάσεις που συναντούν κατά τη μελέτη της φύσης (οι αλλαγές μάλιστα της περιγραφής που
κάνουν συχνά συνοδεύονται και από αλλαγές στις οντολογικές τους δεσμεύσεις - χωρίς αυτό να
σημαίνει αναγκαία ότι εντοπίστηκαν νέες οντότητες).
(δ).1.i Pierre Duhem – Alexandre Koyre
Ως κύρια συμβολή του Pierre Duhem (1861-1916) στο πεδίο της Ιστορίας της Επιστήμης,
θεωρείται όπως αναφέραμε η επανεξέταση από τον ίδιο του ρόλου που διαδραμάτισαν οι
λεγόμενοι «σκοτεινοί αιώνες» του μεσαίωνα στις επιστήμες. Διερεύνησε τους τρόπους με τους
οποίους οι φιλοσοφικές αναζητήσεις των λογίων του ύστερου Μεσαίωνα επηρέασαν τελικώς την
ανάπτυξη της επιστήμης.
Σύμφωνα με τον Duhem οι έρευνες και τα επιτεύγματα του Κοπέρνικου, του Galileo, του
Kepler, του Descartes και του Newton δεν αποτελούν “ρήξεις”, μη αναμενόμενες “επαναστάσεις”,
αλλά «συνέχεια» και εξέλιξη των ιδεών του Μεσαίωνα, μιας περιόδου δηλαδή που λανθασμένα
εκλαμβάνεται ως «σκοτεινή» και «σκοταδιστική» σε σχέση με τις επιστήμες. Επιπρόσθετα, τον 14ο
αιώνα, μεγάλος αριθμός φιλοσόφων (προερχόμενοι κυρίως από το Πανεπιστήμιο των Παρισίων)
είναι δυνατό να θεωρηθούν ως «πρόδρομοι», ως προάγγελοι πολλών ιδεών που διατυπώθηκαν τον
16ο και 17ο αιώνα. Και τέλος: η ίδια η Καθολική Εκκλησία, σύμφωνα με τον Duhem έπαιξε
αποφασιστικό ρόλο στην δημιουργία ενός ευνοϊκού για αυτούς τους φιλοσόφους κλίματος, λόγω
ακριβώς της αυστηρής κριτικής που άσκησε στον αριστοτελισμό.553
Στο έργο του Σώζειν τα Φαινόμενα ο Duhem αναλύει μια σημαντική αρχή η οποία είχε
καθιερωθεί στην ιστορία της αστρονομίας ήδη από τον Πλάτωνα και μέχρι τις αρχές του 17 ου
αιώνα: σύμφωνα με αυτήν τα αποτελέσματα των υπολογιστικών μεθόδων και διαφόρων
επινοήσεων στους αστρονομικούς υπολογισμούς, ήταν έγκυρα στον βαθμό που επιτύγχαναν την
552
Το «μη αναπόδραστο» των επιστημονικών εξελίξεων δεν συνεπάγεται ότι όλοι οι διαφορετικοί τρόποι δεν θα
αναδείξουν τελικώς την ίδια δομή της φύσης, ότι δεν θα μπορούσαν οι πορείες να συγκλίνουν.
553
βλπ. Pierre Duhem, Σώζειν τα Φαινόμενα – Δοκίμιο για την έννοια της φυσικής θεωρίας από τον Πλάτωνα έως
τον Γαλιλαίο, εκδ.Νεφέλη 2007.
217
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
συμφωνία με τα παρατηρούμενα μεγέθη, αγνοώντας τις “κοσμολογικές προϋποθέσεις” αυτών των
υπολογισμών. Οι κοσμολογικές δηλαδή πεποιθήσεις για τον κόσμο δεν επηρέαζαν (και δεν
πεηρεάζονταν από) τις θεωρίες που είχαν στόχο να εξασφαλίσουν τη συμφωνία των
αποτελεσμάτων των υπολογισμών με τις εμπειρικές μετρήσεις. Έτσι λοιπόν, το «σώζειν τα
φαινόμενα» αποτελούσε το θεωρητικό πλαίσιο εντός του οποίου ήταν δυνατό να νομιμοποιηθούν
οι αστρονομικές πρακτικές. Για τον Duhem αυτός ο ορισμός του στόχου της αστρονομίας ως
προσπάθειας «να σώσει τα φαινόμενα», υπήρξε μια απολύτως γόνιμη, λογική και ουσιώδης αρχή η
οποία καθοδήγησε την πορεία της επιστήμης για πολλούς αιώνες
Η «θέση Duhem-Quine», η οποία αφορά το πεδίο της Φιλοσοφίας της Επιστήμης, ισχυρίζεται
το εξής: κατά πρώτον, δεν είναι δυνατόν να διαψευσθούν οι θεωρητικές υποθέσεις μιας “ώριμης”
φυσικής θεωρίας εάν τις αντιμετωπίσουμε ως “μεμονωμένες προτάσεις” ‘ δεύτερον, κάθε
πειραματικός έλεγχος μιας συγκεκριμένης πρότασης επί της ουσίας “ελέγχει” το συνολικό πλαίσιο
εντός του οποίου διατυπώνεται η πρόταση αυτή. Αυτό σημαίνει ότι κριτήριο για την αλήθεια μιας
φυσικής θεωρίας δεν μπορεί να θεωρείται η δυνατότητά της να αποκαλύπτει την ύπαρξη και τη
φύση μιας πραγματικότητας η οποία “κρύβεται” πίσω από τα αντιληπτά φαινόμενα, επειδή αυτό
δεν είναι δυνατόν να γίνει με πειραματικές μεθόδους, αντικείμενο των οποίων είναι μόνο τα
αντιληπτά φαινόμενα. Ερωτήματα τέτοιου είδους δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Φυσικής,
ανήκουν στην σφαίρα της Μεταφυσικής όπως οτιδήποτε υπερβαίνει την παρατήρηση και την
εμπειρική επαλήθευση. Μια “φυσική θεωρία” είναι ένα αφηρημένο σύστημα συστηματικής
αναπαράστασης και λογικής ταξινόμησης κάποιων εμπειρικών νόμων, το οποίο δεν πρέπει με αυτή
την έννοια να στοχεύει στην εξήγηση της βαθύτερης δομής του κόσμου.
Ο Duhem αντιμετωπίζει την ιστορία της φυσικής ως ένα σύνολο πνευματικών παραδόσεων
που μεταβιβάζεται από τον ένα ερευνητή στον άλλο, μια πορεία ίσως όχι “ευθεία” αλλά κατά βάση
αδιάσπαστη στον ιστορικό χρόνο και χώρο, η οποία σχηματίζει ένα ενιαίο οργανικό σύνολο. Η
ιστορία των φυσικών επιστημών συνιστά τελικώς μια “προοδευτική εξέλιξη” προς μια αληθή
περιγραφή των σχέσεων μεταξύ φυσικών οντοτήτων. Η ιστορία αυτή αποκαλύπτει μεταφυσικές
και λανθασμένες ερμηνείες τις οποίες θέτει στο περιθώριο. Η σύγχρονη επιστήμη θα πηγάσει από
μια αδιάσπαστη συνέχεια βελτιώσεων των θέσεων που διατύπωσαν οι διανοητές του Μεσαίωνα.
Στο πλαίο αυτό, οι λεγόμενες “πνευματικές επαναστάσεις” θα πρέπει μάλλον να θεωρούνται
ορθότερα ως αργές, μακρόσυρτες μεταβολές και εξελίξεις.
Τις φυσικές θεωρίες δεν πρέπει να τις κατανοούμε ως υπέρτατες ερμηνείες, αλλά μόνον ως
αναπαραστάσεις της πραγματικότητας, συστήματα μαθηματικών προτάσεων. Παρ’ότι απλές
αναπαραστάσεις που θέτουν τάξη στα φυσικά φαινόμενα, οι θεωρίες στο βάθος του χρόνου
προσεγγίζουν ολοένα και περισσότερο την αντανάκλαση μιας οντολογικής τάξης που “πράγματι
υπάρχει”. Η νόησή μας παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί να κατανοήσει την πραγματικότητα που
υπάρχει κάτω από τα φαινόμενα, είναι εντούτοις ικανή να δημιουργήσει μεταξύ των αφηρημένων
εννοιών σχέσεις που “αντιστοιχούν” στις πραγματικές συσχετίσεις που υπάρχουν μεταξύ των
πραγμάτων.
Για τον Duhem η επιλογή ανάμεσα σε ανταγωνιστικές φυσικές θεωρίες δεν μπορεί να
πραγματοποιηθεί απλώς με την χρήση της λογικής. Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε ένα
μεμονωμένο αποτέλεσμα μιας θεωρίας με έναν μεμονωμένο πειραματικό νόμο – οφείλουμε να τα
αντιμετωπίζουμε στο σύνολό τους τα δύο αυτά συστήματα: από τη μια ολόκληρο το σύστημα των
θεωρητικών αναπαραστάσεων και από την άλλη ολόκληρο το σύστημα των στοιχείων που έχεουν
συλλεγεί και μετρηθεί από το πείραμα και την παρατήρηση.554
554
Για μια επισκόπηση του έργου του P.Duhem από τη σκοπιά της Φιλοσοφίας της Επιστήμης, ιδιαίτερα σε ό,τι
αφορά την προσπάθειά του να υπερασπιστεί την αυτονομία της φυσικής ως προς την μεταφυσική, βλπ. το Επίμετρο
Β΄: “Η φιλοσοφία της επιστήμης του Pierre Duhem: μεταξύ επιστήμης και μεταφυσικής”, στο Pierre Duhem, Σώζειν
218
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Ο Duhem υποστήριξε την θέση περί «συνέχειας» στην ανάπτυξη της επιστήμης. Θα
παρουσιάσουμε στο σημείο αυτό μια αντίπαλη άποψη από έναν εξίσου σημαντικό ιστορικό της
επιστήμης.
Ο Alerxandre Koyre γεννήθηκε το 1892 στην Ρωσσία και πέθανε το 1964. Σε νεαρή ηλικία
θα βρεθεί κοντά στον Husserl ‘ η φαινομενολογία555 γενικότερα θα επηρεάσει τις απόψεις και τις
μεθόδους του.556 Οι βασικές του σπουδές αρχικά ήταν στο χώρο των μαθηματικών. Γυρω στο 1920
βρίσκεται στο Παρίσι. Για λόγους που δεν μας είναι ακριβώς γνωστοί, στρέφεται εκεί σε ζητήματα
θεολογικού ενδιαφέροντος και ασχολείται με μυστικιστικά θέματα. Η ενασχόλησή του με την
Iστορία των Eπιστημών ξεκινά με την μετάφραση του De Revolutionibus του Κοπέρνικου. Στα
1940 θα εκδόσει το πολύ σημαντικό έργο Etudes Galileennes. Ασχολήθηκε ενδελεχώς με το
ζήτημα της επιστημονικής επανάστασης του 17ου αιώνα.557
Ο Koyre αντιτάχθηκε στο κυρίαρχο κατά την εποχή του ρεύμα του θετικισμού. Όπως
παρατηρεί ο ίδιος σε άρθρο του,558 για τους θετικιστές οι φιλοσοφικές και μεταφυσικές αντιλήψεις
των επιστημόνων αποτελούν άχρηστες προλήψεις και εμπόδια. Έργο του ιστορικού ήταν σύμφωνα
με αυτή την αντίληψη κυρίως η χρονολόγηση μεγάλων ανακαλύψεων ή γέννησης θεωριών. «Η
θεωρία του Maxwell είναι οι εξισώσεις του Maxwell», όχι οι μεταφυσικές και φιλοσοφικές του
απόψεις. Ο Koyre ασκεί έντονη κριτική σε αυτή την άποψη: «ο ρόλος […] της “φιλοσοφικής
τα Φαινόμενα – Δοκίμιο για την έννοια της φυσικής θεωρίας από τον Πλάτωνα έως τον Γαλιλαίο, εκδ.Νεφέλη 2007,
σελ.255-300.
555
E.Husserl, Ιδέες για μια Καθαρή Φαινομενολογία και Φαινομενολογική Φιλοσοφία (1913) κ.ά. Ανοίγουμε εδώ
μια σύντομη παρένθεση. Απαίτηση του Husserl ήταν η διαμόρφωση μιας αυστηρά επιστημονικής φιλοσοφίας (βλπ.
δημοσίευση στο, νεοκαντιανού περιεχομένου, περιοδικό Logos, το 1913 του “Η φιλοσοφία ως αυστηρή επιστήμη”
κ.ά.). Θα υποστηρίξει ορισμένους θεμελιώδης διαχωρισμούς: παρουσίας-απουσίας, εμμενώς πραγματικού-ιδεατού,
εμπράγματου-ιδεατού, φυσικού-ψυχικού Είναι… Πώς είναι ένα αντικείμενο ‘δεδομένο’ στην συνείδηση και πώς στην
‘αίσθηση’; Η πρόσβαση είναι διαφορετική. Για την αναλυτική παράδοση η προσέγγιση του γνωσιολογικού
προβλήματος μέσω της έννοιας της ατομικής συνείδησης οδηγεί στα ‘αδιέξοδα’ του ‘σολιψισμού’, μη διασφάλισης
της διϋποκειμενικότητας, του σχετικισμού, του σκεπτικισμού. Η απάντηση των αναλυτικών δινόταν μέσω της
πρωταρχικότητας των εμπειρικών δεδομένων. Για τον Husserl η αντικειμενικότητα της γνώσης μπορούσε να διασωθεί
με βάση θεμέλια αποδεικτικού και όχι επαγωγικού χαρακτήρα. Αυτό που παρουσιάζουν ως ‘θεμέλιο’ για την
επιστήμη δεν είναι παρά ένα αποτέλεσμα στηριγμένο σε μια σειρά από συνειδησιακές διεργασίες. Αποσαφήνιση
επομένως χρειάζεται ακριβώς η δομή της ίδιας της εμπειρίας. Το εμπειρικό τεκμήριο είναι πάντοτε κάτι περισσότερο
από ένα ψιλό αυθύπαρκτο γεγονός. Και επίσης: ο λόγος περί εμπειρίας και τεκμηρίων είναι πάντοτε συσχετισμένος με
κάποιο υποκείμενο. Τελικό θεμέλιο κάθε επιστήμης δεν είναι παρά ο «επιτευγματικός αποβλεπτικός βίος» μιας
κάποιας υποκειμενικότητας. Δεν υπάρχει επιστημονική αντικειμενικότητα που να μην είναι την ίδια στιγμή (και σε
όλες της τις διαστάσεις) επίτευγμα του αποβλεπτικού συνειδησιακού βίου. Ο Husserl αντιτάχθηκε τόσο στον
νατουραλισμό όσο και στον ψυχολογισμό (“φυσική στάση”). Αυτό που τον απασχολεί δεν είναι αν και πώς
πραγματοποιείται μια ‘έξοδος’ (υπέρβαση) από μια μεμονωμένη υποκειμενικότητα προς έναν εκ των προτέρων
υπαρκτό εξωτερικό κόσμο-εκεί-έξω. Το πρόβλημα δεν είναι η ‘συνάντηση’ μιας περίκλειστης υποκειμενικότητας με
μια απολύτως ετερολογική υπερβατικότητα, αλλά είναι η ανάλυση μιας «συστοίχισης» που βρίσκεται πάντοτε εν
λειτουργία. Το πρόβλημα της γνώσης δεν είναι πρόβλημα εσωτερίκευσης του οντολογικά αλλότριου, αλλά πρόβλημα
«αποβλεπτικής ανάδυσης-εμφάνισης (Erscheinung) του κόσμου ως κάτι με νόημα. Η συνείδηση είναι πάντοτε μια
«διάνοιξη» του κόσμου, τελεί πάντοτε «εν υπερβάσει», είναι διαρκώς μια «συνείδηση για κάτι»: η θεμελιώδης δομή
της είναι η «αποβλεπτικότητα»…
556
Αναφέρουμες ως παράδειγμα την χρήση εκ μέρους του της έννοιας του «βιό-κοσμου» (Lebenswelt, ύστερος
Husserl). Ο «βιό-κοσμος» είναι μια (δομημένη) περιοχή πεποιθήσεων, πίστεων, αξιών, συναισθημάτων, πολιτισμικών
πρακτικών κ.ο.κ. τα οποία συγκροτούν το “νόημα” της καθημερινής ζωής. Συγχρόνως, ο βιό-κοσμος συνιστά και το
θεμέλιο για την επιστημονική εμπειρία. Ο βιό-κοσμος μιας εποχής καθορίζει τις αναπαραστάσεις του κόσμου που έχει
κάθε άτομο – αλλαγές στον βιό-κοσμο κατανοούνται με όρους αλλαγής των συλλογικών παραστάσεων. Για την
φαινομενολογία του Husserl, ενδεικτικά: Edmund Husserl, Φαινομενολογία (Το άρθρο για την εγκυκλοπαίδεια
Britannica μαζί με την ημιτελή εκδοχή, τα marginalia και μια επιστολή του Martin Heidegger), εκδ.Κριτική, 2005.
557
Με τα λόγια του ίδιου, «η ριζικότερη επανάσταση στην ανθρώπινη σκέψη».
558
A.Koyre, “Περί της επιρροής των φιλοσοφικών αντιλήψεων στην εξέλιξη των επιστημονικών θεωριών”, στο:
Επιστημολογία – Κείμενα, Γ.Κουζέλης [επιμ.], εκδ.Νήσος 1993.
219
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
υποδομής” ήταν πολύ σημαντικός», και η «επιρροή των φιλοσοφικών ιδεών στην ανάπτυξη της
επιστήμης ήταν εξίσου μεγάλη με αυτή των επιστημονικών αντιλήψεων στην ανάπτυξη της
φιλοσοφίας».559 Δεν πρόκειται λοιπόν για παρέλκυση, για πρόσκωμα, παρά για αναγκαίο
συστατικό της επιστημονικής εργασίας. Οι φιλοσοφικές και μεταφυσικές απόψεις λειτουργούν
«όπως οι γραμματικοί κανόνες που ξεχνούμε όσο μαθαίνουμε μια γλώσσα, και που εξαφανίζονται
από τη συνείδηση την ίδια στιγμή που την εξουσιάζουν περισσότερο».560 Ο ιστορικός οφείλει να
μελετά τις επιστημονικές θεωρίες στο πλαίσιο αυτών των φιλοσοφικών αντιλήψεων προκειμένου
να τις κατανοήσει.
Ο Koyre υπήρξε από τους πρώτους ιστορικούς που μίλησαν για «επιστημονική επανάσταση»
ως εργαλείο κατανόησης των αλλαγών του 17ου αιώνα. Την εποχή εκείνη διαμορφώνεται μια νέα
δομή στην ίδια την νόηση ‘ ένας κόσμος γκρεμίστηκε και αντικαταστάθηκε με έναν άλλον. Σε
αντίθεση με την άποψη του P.Duhem561 πρόδρομοι του Galileo δεν ήταν οι Γάλλοι διανοητές της
θεωρίας του impetus, αλλά ο Πλάτων και ο Αρχιμήδης…562
Μια από τις κύριες θέσεις του Koyre είναι πως οι έννοιές μας στο πεδίο της επιστήμης, δεν
είναι απλές ή προφανείς, αντιθέτως αποκτούν το πλήρες τους νόημα μόνο εντός ενός ευρύτερου
πλαισίου αξιωμάτων και εννοιών.563 Τι συνέβη λοιπόν κατά τον Koyre στην “Επιστημονική
Επανάσταση”; «Πρώτον: Καταστροφή του Κόσμου, δηλαδή αντικατάσταση του πεπερασμένου και
ιεραρχικά διατεταγμένου κόσμου του Αριστοτέλη και του Μεσαίωνα, από ένα σύμπαν άπειρο,
ενωμένο χάρη στην ταυτότητα των συστατικών του στοιχείων και την ομοιομορφία των νόμων του.
Δεύτερον: Γεωμετρικοποίηση του χώρου, δηλαδή αντικατάσταση του συγκεκριμένου χώρου (σύνολο
“τόπων”) του Αριστοτέλη, από τον αφηρημένο χώρο της ευκλείδειας γεωμετρίας η οποία στο εξής
εκλαμβάνεται ως πραγματική. […] αντικατάσταση της αντίληψης της κίνησης-διαδικασίας από αυτή
της κίνησης-κατάστασης».564
Ας σημειώσουμε εδώ πως η θέση του Koyre για την μεγάλη σημασία της
“μαθηματικοποίησης” της φύσης και η υποτίμηση εκ μέρους του των επιστημονικών
παρατηρήσεων, της συναφούς εμπειρίας και των πειραμάτων, δέχθηκε έντονη κριτική.565
Τι ήταν εκείνο το οποίο κατέστησε δυνατή την ανάδυση της Επιστημονικής Επανάστασης
την συγκεκριμένη χρονική περίοδο; Τι οδήγησε τη μετάβαση από το ένα πλαίσιο στο άλλο; Οι
αιτίες για την μη εμφάνιση αυτής της Επανάστασης θα πρέπει μήπως να αναζητηθούν στην
κοινωνική δομή και την περιρρέουσα ψυχολογική κατάσταση; Οφείλεται, αντιστρόφως, η
ανάδυση αυτή στους εμπόρους, τους μηχανικούς και τους τεχνίτες του πρώιμου καπιταλισμού; Ο
559
A.Koyre, “Περί της επιρροής των φιλοσοφικών αντιλήψεων στην εξέλιξη των επιστημονικών θεωριών”, στο:
Επιστημολογία – Κείμενα, Γ.Κουζέλης [επιμ.], εκδ.Νήσος 1993, σελ.285-86.
560
A.Koyre, “Περί της επιρροής των φιλοσοφικών αντιλήψεων στην εξέλιξη των επιστημονικών θεωριών”, στο:
Επιστημολογία – Κείμενα, σελ.288. Όπως γράφει ο ίδιος, «1ο η επιστημονική σκέψη δεν διαχωρίστηκε ποτέ τελείως από
την φιλοσοφική σκέψη, 2ο οι μεγάλες επιστημονικές επαναστάσεις καθορίστηκαν πάντοτε από τις ανατροπές και τις
μεταβολές των φιλοσοφικών αντιλήψεων, 3 ο η επιστημονική σκέψη [φυσικές επιστήμες] δεν αναπτύσσεται εν κενώ, αλλά
βρίσκεται πάντα στο εσωτερικό ενός πλαισίου ιδεών, θεμελιωδών αρχών, αξιωματικώ προτάσεων που, συνήθως,
θεωρούνταν ως ανήκουστες κυριολεκτικά στη φιλοσοφία» (σελ.289).
561
P.Duhem, Les Precurseurs Parisiens de Galilee (1913).
562
Βλπ. και A.Koyre, Newtonian Studies, University of Chicago Press 1965.
563
Για παράδειγμα, η αρχή της «αδράνειας» που εισάγεται κατά την περίοδο της Επιστημονικής Επανάστασης,
απαιτεί να συλληφθεί η “κίνηση” ως μια ουδέτερη κατάσταση εντός ενός ομογενοποιημένου, ευκλείδειου και άπειρου
χώρου και όχι ως μια τελεολογική διαδικασία μέσα σε έναν περατό και ετερογενή Κόσμο. Χρειάζεται επομένως
μετασχηματισμός όλων των εννοιών της παλαιάς αντίληψης για την κίνηση και γενικότερα για την ίδια τη δομή του
κόσμου.
564
A.Koyre, “Περί της επιρροής των φιλοσοφικών αντιλήψεων στην εξέλιξη των επιστημονικών θεωριών”, στο:
Επιστημολογία – Κείμενα, σελ.291.
565
Κριτική επίσης θα δεχθεί ο Koyre και για την μη ενασχόλησή του με τις εξελίξεις στην Χημεία και στις
Επιστήμες της Ζωής κατά την εν λόγω περίοδο.
220
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
566
Koyre διαφωνεί με αυτή την «κοινωνιο-ψυχολογική» όπως την ονομάζει ερμηνεία. Η πρακτική
σκέψη από την οποία απορρέουν τεχνολογικά επιτεύγματα, είναι ριζικά διαφορετική από την
θεωρητική σκέψη η οποία γεννά την επιστήμη. Η συσσωρευμένη τεχνική εμπειρία δεν οδηγεί σε
ακριβείς μετρήσεις και φυσικούς νόμους.., γι’αυτούς είναι αναγκαία μια διαφορετικού τύπου
συνολική θεώρηση της φύσης. Τέτοια ήταν η «πνευματική μετάλλαξη» που μας οδήγησε από το
«χώρο του κινούμενου, ανακριβούς, του “λίγο-πολύ”, του “περίπου”» σε ένα διαφορετικό σύμπαν
«ακρίβειας». Οι τεχνίτες κατασκεύαζαν εργαλεία όχι επιστημονικά όργανα ακρίβειας ‘ τα
τελευταία προκύπτουν έπειτα από θεωρητική σκέψη που εκτείνεται πέραν των αισθήσεών μας.
Για τον Koyre ποικίλοι “κοινωνιολογικοί” παράγοντες πράγματι καθιστούν δυνατή της
εμφάνιση της νέας επιστήμης, ωστόσο δεν εξηγούν και το γιατί εμφανίζεται στο συγκεκριμένο
χώρο στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο. «[…] είναι αρκετά φυσιολογικό να υπάρχουν στην
ιστορία –ακόμη και στην ιστορία του πνεύματος- ανεξήγητα συμβάντα, μη αναγώγιμα, απόλυτες
ενάρξεις» θα γράψει σε άρθρο του.567 Πρόκειται για λήψη του ζητούμενου, εξήγηση ενός
γενονότος με το ίδιο αυτό γεγονός ‘ «[…] στην ιστορία είναι αδύνατο να αποβάλλουμε το γεγονός
και να εξηγούμε τα πάντα».
Αυτή η αντίληψη του Koyre («εσωτερική» ιστοριογραφία) ερμηνεύτηκε ως αδυναμία και ως
“ιδεαλισμός”. Εάν η ιστορία της επιστήμης δεν αποτελεί παρά απλώς τμήμα της ιστορίας των
ιδεών τότε πράγματι μπορούμε να αναφερόμαστε σε “απόλυτες ενάρξεις”: κάποιοι “βλέπουν”
ξαφνικά τα ίδια φαινόμενα με ριζικά διαφορετικό τρόπο, όχι γιατί παρατηρούν κάτι καινούριο
αλλά γιατί κάνουν χρήση ενός νέου εννοιολογικού πλαισίου.568 Αυτή η «μεταστροφή» δεν μπορεί
να εξηγηθεί από άλλα “εξωτερικά” γεγονότα γιατί είναι αυτά τα γεγονότα που εξηγούνται και
αποκτούν νόημα μέσω της αλλαγής του εννοιολογικού πλασίου, και όχι το αντίστροφο.569
Για τον Koyre η Ιστορία της Επιστήμης είναι κομμάτι της Ιστορίας των Ιδεών. Οι
επιστήμονες, για να γίνει κατανοητό το έργο τους, τοποθετούνται μέσα σε ένα πλαίσιο το οποίο
δεν νοείται τόσο ως ‘ιστορικο-κοινωνικό’ αλλά ως ‘πνευματικό’ πλαίσιο. Αυτή η ιστορία των
ιδεών, αφορά όπως αναφέραμε συνολικότερα ιδέες οι οποίες “υπερβαίνουν” την Επιστήμη (ιδέες
φιλοσοφικές, θρησκευτικές, μεταφυσικές κ.ο.κ.).570
566
βλπ. A.Koyre, Δυτικός Πολιτισμός, Ύψιλον 1991.
Βλπ. A.Koyre, “η καταγωγή του εκμηχανισμού”, στο: Δυτικός Πολιτισμός, Ύψιλον 1991, σελ.77-100.
568
Χαρακτηριστική είναι και η εικόνα που δίνει ο ιστορικός της επιστήμης H.Butterfield: «η αλλαγή έρχεται στην
αρχή όχι από νέες παρατηρήσεις ή πρόσθετες μαρτυρίες, αλλά από μεταθέσεις εννοιών στο πνεύμα των επιστημόνων
[…]». Η μεγάλη δυσκολία γράφει είναι «η τέχνη του χειρισμού της ίδιας ομάδας δεδομένων όπως πρωτύτερα,
τοποθετώντας τα όμως σε ένα καινούριο σύστημα σχέσεων μεταξύ τους, δίνοντάς τους ένα διαφορετικό πλαίσιο, πράγμα
που είναι σαν να έχεις προσωρινά έναν διαφορετικό μηχανισμό σκέψης» (Η Καταγωγή της Σύγχρονης Επιστήμης, 13001800, εκδ.ΜΙΕΤ 1994). Σημειώνουμε εδώ επίσης και την μεγάλη επίδραση των θέσεων του Koyre στις αντιλήψεις του
T.Kuhn (βλπ. π.χ. και το άρθρο του Kuhn: “Alexandre Koyre and the History of Science”), καθώς και στον άλλο
ιστορικό της επιστήμης, τον R.S.Westfall (βλπ. το Η Συγκρότηση της Σύγχρονης Επιστήμης, Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Κρήτης 1993). Για τον Koyre, ο Newton προέβη σε μια μεγάλη «σύνθεση» δύο ρευμάτων: του «φυσικομαθηματικού» (Πλάτων) και του «εμπειρικού-ατομιστικού» (Δημόκριτος). Παρόμοια, για τον Westfall η
Επιστημονική Επανάσταση διαμορφώθηκε από την διαπλοκή (και διαμάχη) δύο κύριων ρευμάτων, της “ΠλατωνικήςΠυθαγόρειας” φιλοσοφίας η οποία είχε χαρακτήρα “μαθηματικό”, με την “μηχανιστική” φιλοσοφία, η οποία
θεμελιώθηκε στην “ατομιστική” φιλοσοφία.
569
Σύμφωνα με τον Mario Biagioli, για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα, σε μια τέτοια «ιδεαλιστική» ερμηνεία,
αυτό που έχουμε επί της ουσίας είναι μια “αντιστροφή” ανάμεσα σε ιδέες και κοινωνικό πλαίσιο: οι ιδέες
(explanandum) γίνονται το explanans…
570
Υπάρχουν κάποιοι μελετητές οι οποίοι ερμηνεύουν διαφορετικά το έργο του Koyre και τον εντάσσουν στην
“κοινωνιολογία της γνώσης” (βλπ. π.χ. το άρθρο της Paola Zambelli, “Alexandre Koyre versus Lucien Levy-Bruhl”,
Science in Context no.8, 1995).
567
221
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
(δ).1.ii μαρξιστική ανάγνωση της ιστορίας των επιστημών
Από τις αρχές του 20ου αιώνα και για πολλές δεκαετίες οι περισσότεροι ιστορικοί και
φιλόσοφοι των επιστημών είχαν την πεποίθηση πως οι επιστήμες δεν είναι τίποτε άλλο από το
εγχείρημα αποκάλυψης μιας προϋπάρχουσας και “αντικειμενικής” δομής του φυσικού κόσμου,
πως η εγκυρότητα των επιστημών ισχύει καθολικά και πως οι απαρχές τους δεν επηρεάζουν τον
χαρακτήρα τους. Η (εγγενής) αλήθεια επομένως που αποκαλύπτουν οι επιστήμονες ούτως ή άλλως
επικρατεί, αργά ή γρήγορα, είναι αχρονική έννοια.
Για τον θετικισμό η επιστημονική γνώση είναι αποκαθαρμένη από μεταφυσικές, αισθητικές,
θρησκευτικές, ηθικές και γενικότερα κοινωνικές παραμέτρους. Οι ιστορικές αφετηρίες της γνώσης
δεν παίζουν κανέναν ρόλο στην αποτίμηση της εγκυρότητάς τους. Η (ενιαία) παρατηρησιακή
γλώσσα είναι σύμφωνα με αυτή την αντίληψη αναλλοίωτο στον χρόνο χαρακτηριστικό της
διαδικασίας απόκτησης έγκυρης γνώσης. Η ιστορία των επιστημών αποτελεί εξαντλητική
σταχυολόγηση γεγονότων και δεδομένων.
Εν τούτοις, από τα μέσα του 20ου αιώνα και έπειτα, έχει καταστή πλέον αποδεκτό από την
πλειονότητα των ερευνητών πως οι επιστήμες δεν αναπτύσσονται μέσα σε κάποιο κοινωνικό και
ιδεολογικό κενό. Οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί
και το πολιτισμικό περιβάλλον των
επιστημόνων, οι φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις και οι οντολογικές τους δεσμέυσεις, επηρεάζουν τα
χαρακτηριστικά του εκάστοτε επιστημονικού λόγου. Το αξιακό τους σύστημα καθορίζει εν
πολλοίς τα προβλήματα που επιλέγονται προς μελέτη, και συχνά οι μεταφυσικές και οντολογικές
πεποιθήσεις διαμορφώνουν την εικόνα του κόσμου που πολλοί θεωρούν ότι “προκύπτει
αντικειμενικά” από τα επιστημομονικά και μόνο αποτελέσματα.
Η επιστμήμη καλλιεργήθηκε μέσα σε συγκεκριμένους θεσμούς και σε συγκεκριμένες
ιστορικές συγκυρίες. Μέσω αυτών των θεσμών οι ερευνητές προσπάθησαν να πείσουν άλλους
ανθρώπους πως όσαν πίστευαν ήταν αληθινά, επιδίωξαν να μεταδώσουν αυτά που κατανοούσαν
και να νομιμοποιήσουν τρόπους με τους οποίους αντλούσαν αυτές τις βεβαιότητες. Τις επιστήμες
τις διαμορφώνουν επίσης οι άνθρωποι, με τις διαφορετικές ιδεολογικές, φιλοσοφικές, αισθητικές,
θρησκευτικές και πολιτικές τους απόψεις και κοινωνικές πρακτικές τους. Η ιστορία των επιστημών
έχει ως αντικείμενό της τελικώς τις επιστήμες ως κοινωνικό και πολιτισμικό φαινόμενο: οι
ιστορικοί λαμβάνουν υπόψη τους χωροχρονικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες οι οποίες έχουν
παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του επιστημονικού λόγου και στην κοινωνική
λειτουργία της επιστήμης. Οι τρόποι επομένως κατανόησης των φυσικών φαινομένων επηρεάζουν
και επηρεάζονται από τις κοινωνικές δραστηριότητες των ανθρώπων: οι θρησκευτικές
πεποιθήσεις, οι αντιλήψεις για τα είδη πολιτικής διακυβέρνησης, ο χαρακτήρας των οικονομικών
δραστηριοτήτων, οι νοοτροπίες που διαμορφώνουν τη θεωρία αι πρακτική του δικαίου, η
θεματογραφία ή και οι τεχνικές ακόμη των θεατρικών έργων και άλλων μορφών πεζού ή ποιητικού
λόγου, των εικαστικών τεχνών και της μουσικής, επηρέασαν και επηρεάστηκαν από τις
διερευνήσεις των φαινομένων της φύσης.
Η κοινωνική θεώρηση των επιστημών, με δεδομένες τις ιδιαιτερότητες της κάθε μιας τους και
δεδομένη την σχετική αυτονομία των επιστημονικών δραστηριοτήτων, αποτελεί αναγκαία αλλά
όχι ικανή συνθήκη για τη συγκρότηση μιας μαρξιστικής πραγμάτευσης της ιστορίας τους. Θέτει
πρωτίστως και ορισμένα καίρια, ιστοριογραφικού χαρακτήρα, ερωτήματα: εάν οι επιστήμονες δεν
παίζουν απλώς διαμεσολαβητικό ρόλο κατά την εκτύλιξη μιας “αντικειμενικής φύσης”, μήπως
τότε οι επιστημονικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα κατά το παρελθόν δεν ήταν “αναπόδραστες”
αλλά “ενδεχομενικές”; Μήπως δηλαδή οι επιστήμες θα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί κατά τρόπο
διαφορετικό από αυτόν που διαπιστώνουμε σήμερα; Το γεγονός, κατά δεύτερον, ότι οι ερευνητές
του φυσικού κόσμου, παρότι πεπεισμένοι αρχικώς για την αλήθεια των θεωριών τους, κατά
222
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
καιρούς αναθεώρησαν τις πεποιθήσεις τους και τις αντικατέστησαν με άλλες, δεν μας
προσανατολίζει προς την διαπίστωση της ιστορικότητας των εννοιών της αλήθειας, της
αντικειμενικότητας και της αιτιότητας; Και τρίτον, εάν οι πολύμορφές λειτουργίες των
επιστημόνων όσον αφορά τα θεωρητικά σχήματα που επιλέγουν, τις υπολογιστικές τεχνικές που
επεξεργάζονται, τις πειραματικές τεχνικές που επινοούν, τις στρατηγικές νομιμοποίησης του
καταστρώνουν, εάν όλα αυτά παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των επιστημών, δεν θα
έπρεπε να διαρευνηθεί διαξοδικά ο χαρακτήρας της επιστημονικής πρακτικής;
Όλα τα παραπάνω μαζί, τα οποία αφορούν την κοινωνική διάσταση των επιστημών και της
τεχνολογίας υποδεικνύουν τελικώς την ανάγκη μελέτης των κοινωνικών και ταξικών διεργασιών
οι οποίες αποτυπώνονται στη δομή και στο περιεχόμενό τους. Η ιστορία των επιστημών (ως
ακριβώς: “ιστορία”), κατανοεί τις έννοιες της αλήθειας, αντικειμενικότητας και αιτιότητας,
θεωρητικές κατηγορίες όπως η ορθολογικότητα, κοινωνικές διαδικασίες όπως η πειθώ και η
συναίνεση, μεθόδους επικύρωσης όπως το πείραμα, ως ιστορικές κατηγορίες οι οποίς
διαμορφώνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένων χωροχρονικών συνθηκών και πολιτισμικών
τοπικοτήτων.
Είναι σημαντικό εδώ να προσθέσουμε πως οι ιστορικοί της επιστήμης και της τεχνολογίας
είναι με μια έννοια υποχρεωμένοι να συμπεριλάβουν ως αντικείμενο μελέτης τους και όλες τις
υπόλοιπες μορφές γνώσης οι οποίες αναφύωνται σε έναν πολιτισμό (και οι οποίες νομιμοποιούνται
σε διαφορετικά ιστορικά πλαίσια εγκυρότητας), και όχι μόνον εκείνες οι οποίες θεωρούνται
έγκυρες με βάση τα δικά μας κριτήρια.571
Ο μαρξισμός αποτελεί μια μορφή κριτικού λόγου η οποία επιχειρεί να κατανοήσει την
παρούσα κατάσταση ως προϊόν σύνθετων ιστορικών διαδικασιών και όχι ως “απόληξη της φύσης
των πραγμάτων” – μας δίνει έτσι τη δυνατότητα για παρέμβαση όχι μόνο στους τρόπους χρήσης
των επιστημών αλλά και στις διεργασίες παραγωγής τους. Η χρήση των επιστημών και της
τεχνολογίας ασφαλώς δεν καθορίζεται και υπαγορεύεται αποκλειστικά από τις αρχικες συνθήκες
δημιουργίας των αντίστοιχων κλάδων, αλλά ωστόσο ένα σύνολο παραγόντων όπως είναι: το
αξιακό πλέγμα των συντελεστών, η χρηματοδότηση και οι σκοποί της, οι σχέσεις που
αναπτύσοουν μεταξύ τους οι επιστήμονες, οι εμπορικές-επιχειρηματικές προοπτικές που οι ίδιοι
επιδιώκουν να προσδώσουν στα αποτελέσματα των ερευνών τους, όλα αυτά δημιουργούν ένα
σύνολο περιορισμών οι οποίοι ακριβώς δεν καθιστούν όλες τις πιθανές χρήσεις εξίσου εφικτές.
Όπως ο καπιταλισμός είναι ένα ιστορικό φαινόμενο και όχι αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας
νομοτελειακής εξέλιξης, απότοκο αναπόδραστο της “ανθρώπινης φύσης”, έτσι και οι επιστήμες
αποτελούν αποτέλεσμα ιστορικών διεργασιών που διαμόρφωσαν τη μορφή και το περιεχόμενό
τους. Η έννοια της “ενδεχομενικότητας” υπογραμμίζει ακριβώς αυτό: η σημερινή μορφή και το
περιεχόμενο των επιστημών δεν προέκυψαν ως αποτέλεσμα μιας νομοτελειακής εκλέπτυνσης των
ανθρώπινων διανοητικών ικανοτήτων (θετικισμός), ούτε εξαιτίας της “φύσης του κόσμου”: θα
μπορούσαν να είναι διαφορετικές οι επιστήμες χωρίς να είναι δυνατό να πούμε σήμερα, ποια
ακριβώς θα μπορούσε να είναι η εναλλακτική εξέλιξή τους. Ο ενδεχομενικός χαρακτήρας των
επιστημονικών εξελίξεων αναδεικνύει -πέρα από την αποκλειστική εμμονή στις “χρήσεις τους”κάτι ακόμη: αμφισβητεί (μέσω της μελέτης της ιστορίας τους) την “ουδετερότητα” των επιστημών.
Πολλοί μαρξιστές, συνεπείς υπέρ μιας αντίληψης περί ουδετερότητας των επιστημών,
επικεντρώθηκαν αποκλειστικά στην προβληματική της κοινωνικής λειτουργίας τους,
571
Οι συμβολές για παράδειγμα της μαγείας και τις αστρολογίας κατά τις απαρχές της σύγχρονης επιστήμης τον
16 και 17ο αιώνα οφείλουν να μελετηθούν ενδελεχώς από έναν ιστορικό. Ο αποκρυφισμός του Μεσαίωνα θα πρέπει
να τα μελετηθεί με την ίδια αυστηρότητα με την οποία μελετάμε την ανάπτυξη των μαθηματικών: οι δύο μορφές
γνώσης είναι ισοδύναμες όχι ως προς τη δυνατότητα της καθεμιάς να παράγει επιστημονική γνώση αλλά ως προς το
ότι εκφράζουν δυο διαφορετικές κοινωνικές πρακτικές που παράγουν γνώση και, ενδεχομένως, έχουν υποστεί
αμφότερες σημαντικές αλληλεπιδράσεις.
ο
223
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
προσδοκώντας ότι ένας μετασχηματισμός του πολιτικού-κοινωνικού πλασίου θα μεταμόρφωνε και
την λειτουργία τους. Εν τούτοις, τα αποτελέσματα των σύγχρονων ιστοριογραφικών ερευνών
δείχνουν πως η κοινωνική λειτουργία των επιστημών καθορίζεται έως έναν βαθμό από τις
διαδικασίες και τις αξίες που εγγράφονται στο στάδιο παραγωγής των επιστημονικών γνώσεων. Η
σημασία του μαρξισμού ως κριτικού λόγου καθίσταται σαφής εαν αναλογιστούμε τον
καταμερισμό εργασίας που διέπει την παραγωγή της επιστημονικής γνώσης έπειτα από τον 2ο
παγκόσμιο πόλεμο: αυστηρές ιεραρχίες στην δομή εργασίας για την παραγωγή γνώσης,
απαραίτητες (προαπαιτούμενες) γνώσεις για την παραγωγή νέας, απόλυτη έμφαση στην
κατάρτιση, χρησιμοθηρική προσέγγιση στην ανώτατη εκπαίδευση, χρηματοδότηση της έρευνας
από κρατικούς θεσμούς και συχνότατα από τον στρατό, εμπλοκή μεγάλων εταιριών όχι μόνο στην
χρηματοδότηση αλλά και στον καθορισμό των προς έρευνα προβλημάτων ‘ η λειτουργία έπειτα
των εργαστηρίων, οι ακολουθούμενες διαδρομές για την δημοσίευση των αποτελεσμάτων, η
αναγνωσιμότητα των σχετικών περιοδικών και το σύστημα αναφορών σε αυτά, όλα αυτά μαζί
παρουσιάζουν αξιοπρόσεκτες ομοιότητες με την δομή του καπιταλιστικού καταμερισμού
εργασίας, και θα έπρεπε ίσως να μας ωθήσουν να σκεφθούμε προσεκτικότερα τί είναι ακριβώς
αυτό που παράγεται τελικά. Μήπως ο τρόπος παραγωγής της επιστημονικής γνώσης σήμερα
αναπαράγει ένα σχήμα ομόλογο του τρόπου παραγωγής και διακίνησης προϊόντων, ώστε έτσι να
μας προσανατολίζει στην αναζήτηση “ανάλογων” ερμηνευτικών σχημάτων;
Κατά τη μελέτη της σχέσης καπιταλισμού και επιστήμης, εάν η έμφαση σταματήσει να
δίνεται αποκλειστικά στις εφαρμογές και τις χρήσεις των επιστημών για τις ανάγκες της
καπιταλιστικής οικονομίας, τότε ανοίγεται χώρος για την διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους
οι καπιταλιστικές σχέσεις έχουν εγγραφεί στις ίδιες τις επιστήμες. Συγκεκριμένοι επιπρόσθετα
τρόποι και σχέσεις παραγωγής, συγκεκριμένοι τρόποι καταμερισμού εργασίας προσδίδουν στην
επιστημονική γνώση χαρακτήρα εμπορεύματος του οποίου η “διακίνηση” απαιτεί και ένα ιδιαίτερο
νομιμοποιητικό πλαίσιο όπως είναι δυνατόν να αποτελέσει η ιδεολογία της τεχνοκρατίας.572
Τι μπορούμε να πούμε για τις σχέσεις μεταξύ παραγωγικών-οικονομικών διαδικασιών και της
εξέλιξης των επιστημών; Ο συσχετισμός μεταξύ των απαρχών της σύγχρονης επιστήμης του 16ου
και 17ου αιώνα και της διαμόρφωσης της αστικής τάξης και εδραίωσης των σύγχρονων
καπιταλιστικών σχέσων παραγωγής, αποτελεί αυστηρή “αιτιακή σχέση”; Οι διαφοροποιήσεις
ανάμεσα σε διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες αναφορκά με τη συγκρότηση των αστικών τους
τάξεων βρίσκουν το αντίστοιχό τους στο είδος της επιστήμης που αναπτύχθηκε σε κάθε χώρα; (το
φαινόμενο της ύπαρξης “εθνικών σχολών” στις επιστήμες θα πρέπει να μελετηθεί σε συνδυασμό
με τα παραπάνω ερωτήματα;) Στον 20ο αιώνα διαπιστώνουμε την περεταίρω ανάπτυξη του
ιμπεριαλισμού και τελικώς την κυριαρχία του χρηματιστηριακού-τραπεζικού κεφαλαίου: οι
εξελίξεις αυτές επέφεραν σημαντικές αλλαγές στο επίπεδο της ιδεολογίας, στη λειτουργία των
θεσμών, στη χρηματοδότηση της έρευνας και στν ρόλο του στρατού σε αυτήν κ.ά. Θα πρέπει το
τέλος της κλασικής φυσικής και την ανάδυση της σχετικότητας και της κβαντομηχανικής, την
κυριαρχία της μοριακής βιολογίας, την επιστήμη των υλικών, τις εξελίξεις στην νανοτεχνολογία
572
Ένα παράδειγμα: για δεκαετίες, και για συγκεκριμένους όπως δείχνει η ιστορία λόγους, η χρηματοδότηση της
πυρηνικής έρευνας υπήρξε τεράστια. Η επακόλουθη κυριαρχία της φυσικής των στοιχειωδών σωματιδίων έναντι όλων
των άλλων κλάδων της φυσικής (υπερμεγέθης πειραματικές εγκαταστάσεις, ιδιαίτερα ευρύ δίκτυο θεωρητικών
φυσικών ερευνητών κλπ.) είχε την ανάλογη επίπτωση στην δομή της αντίστοιχης ακαδημαϊκής κοινότητας και στις
σχετικές ομάδες συμφερόντων (οικονομικών, πολιτικών ή ακαδημαϊκών) που διαμορφώθηκαν στην πορεία. Κανείς
δεν μπορεί να ισχυριστεί πως η συγκεκριμένη πορεία εξέλιξης της φυσικής υπαγορεύθηκε από “νομοτέλειες της
φύσης” ή “της φυσικής” ‘ συγκεκριμένες πολιτικές και κοινωνικές επιλογές -ήδη από την εποχή του 2ου παγκοσμίου
πολέμου και έπειτα- απέτρεψαν την εξέλιξή της προς άλλες κατευθύνσεις (βλπ. Κ. Γαβρόγλου: “Μαρξισμός και
ιστορία των επιστημών”, στο: Μπαλτάς Αρ., Γαβρόγλου Κ., Hessen B., Μαρξισμός και Επιστήμες. Ιστοριογραφικές
και φιλοσοφικές προσεγγίσεις, Νεφέλη 2010).
224
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
κλπ., όλα αυτά είναι δυνατόν να γίνουν κατανοητά και ως εξελίξεις οι οποίες αντανακλούν αυτές
τις αλλαγές στη δομή των κυρίαρχων τάξεων;
Άλλα σημαντικά ερωτήματα προκύπτουν κατά την έρευνα των επιπτώσεων που είχαν οι
επιστημονικές αποστολές στις μεγάλες διαδικασίες αποικιοκρατίας: πώς εντάσσεται η διάδοση των
επιστημών στην πολιτική “εκπολιτισμού” των γηγενών πληθυσμών; Πώς σχετίζεται η εντεινόμενη
οικονομική κυριαρχία με την εντεινόμενη ιδεολογική κυριαρχία και ποιος είναι ο ρόλος που
διαδραματίζουν σε αυτήν οι επιστήμες; Ο Marx θεωρούσε πως «οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης σε
κάθε εποχή είναι οι κυρίαρχες ιδέες» (Γερμανική Ιδεολογία) ‘ μπορεί η ταύτιση αυτή να βοηθήσει
στην κατανόηση της σχεδόν απόλυτης κυριαρχίας “του επιστημονικού τρόπου σκέψης” μαζί με τις
(ηθικές) αξίες που “προκύπτουν” από αυτό τον τρόπο σκέψης στις δυτικές κοινωνίες μας; Η
επανεμφάνιση του ατομισμού στις θεωρήσεις για την δομή της ύλης από τους συντελεστές της
Επιστημονικής Επανάστασης του 16ου και 17ου αιώνα, αντανακλά με κάποιον τρόπο την έμφαση
από τον αστισμό στην έννοια του προσώπου; Ο ορθολογισμός και η αντικειμενικότητα
(φιλοσοφικές και μεθοδολογικές προϋποθέσεις στο πρόταγμα του Διαφωτισμού) αποτελούν μήπως
έκφραση των επιδιώξεων της αστικής τάξης να κυριαρχήσει προβάλλοντας ένα αξιακό σύστημα
“πανανθρώπινο”, αταξικό, αϊστορικό, επομένως “αιώνιο”; Μήπως στην ίδια κατεύθυνση μας ωθεί
να ερευνήσουμε και η βασική προγραμματική προκείμενη του Διαφωτισμού, σύμφωνα με την
οποία η λειτουργία των κοινωνιών θα έπρεπε να “εναρμονιστεί” με την επιστήμη; Πώς θα έπρεπε
να πραγματευθούμε έννοιες που καθόρισαν την νέα σύσταση του εννοιολογικού εξοπλισμού της
επιστήμης του 19ου αιώνα όπως η “εξέλιξη” ή τρόπους σκέψης όπως ο “πιθανοκρατικός”, μέσα στο
πλαίσιο διαμόρφωσης των κυρίαρχων τάξεων στην κοινωνία και των αντίστοιχων οικονομικών
ανακατατάξεων; Τι ακριβώς είναι η “εκλαϊκευση” της επιστήμης; ‘ εάν συμφωνήσουμε πως δεν
αποτελεί απλώς “μεταλαμπάδευση”, τι είδους γνώση παράγεται μέσω αυτής;
Στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, στα πλαίσια της φυσικής επιστήμης, η εμφάνιση της
σχετικότητας και της κβαντικής φυσικής οδήγησαν σε αλλαγή του τρόπου κατανόησης
θεμελιωδών εννοιών της κλασικής φυσικής όπως η αιτιότητα, η αντικειμενικότητα, το ταυτόχρονο,
η ευκλείδια δομή του φυσικού χώρου και άλλες. Μπορούν αυτοί οι μετασχηματισμοί να
συσχετισθούν με διεργασίες που συντελέστηκαν στο εσωτερικό των εθνών-κρατών με διακύβευμα
την οικονομική κυριαρχία; Τα νέα φιλοσοφικά προβλήματα που αναδείκνυε πλέον η φυσική
συνέβαλλαν τότε (και πώς;) στην ανανέωση της αστικής ιδεολογίας; Οι διαμάχες των κυρίαρχων
τάξεων οι οποίες οδήγησαν στους δύο παγκόσμιους πολέμους με ποιο τρόπο αποτυπώθηκαν κατά
την εξέλιξη των επιστημών; Η αποτύπωση αυτή εκφράζεται μόνο στο επίπεδο της κοινωνικής τους
λειτουργίας ή διαπιστώνεται και στην ίδια τη δομή των επιστημών; Εν μέσω ανταγωνισμού των
τάξεων για την κοινωνική ηγεμονία, πώς σχετίστηκε ιστορικά ο θεσμός της Εκκλησίας με τους
φορείς της επιστημονικής γνώσης; Τι πληροφορίες μπορούμε να αντλήσουμε για τις ανερχόμενες
ανταγωνιστικές κοινωνικές τάξεις και τις προσπάθειες οικειοποίησης από αυτές των επιστημών
μέσα από τη μελέτη των ακαδημιών των επιστημονικών εταιριών και των άλλων συναφών
θεσμών;
Την δεκαετία του 1930 διαμορφώνεται, στην Αγγλία κυρίως, ένα ρεύμα ριζοσπαστικής
κριτικής της επιστήμης. Πρωταγωνιστές σε αυτή την μαρξιστική προσέγγιση της κοινωνικής
λειτουργίας των επιστημών θα είναι μεταξύ άλλων οι μαρξιστές επιστήμονες J.D.Bernal,
L.Hogben, H.Levy, J.Needham, J.B.Haldane, P.M.S.Blackett, J.G.Crowther (Αγγλία) καθώς και
οι Γάλλοι P.Langevin, J.Perrin, F.Joliot-Curie. Η σημαντικότερη συμβολή τους μπορεί να
θεωρηθεί η ανάδειξη του οικονομικού, πολιτικού και πολιτισμικού ρόλου των επιστημών στις
καπιταλιστικές κοινωνίες και η δραστηριοποίησή τους για τη χρήση των επιστημών υπέρ των
λαϊκών συμφερόντων και κατά της πολεμικής χρήσης τους. Θεμελιώδες κοινό χαρακτηριστικό του
έργου τους είναι η πεποίθηση πως οι κυρίαρχες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής στραγγαλίζουν
225
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
τον απελευθερωτικό ρόλο της επιστήμης και της τεχνολογίας, ενώ εξυπηρετούν αποκλειστικά τα
συμφέροντα της κυρίαρχης αστικής τάξης. Κατά συνέπεια: ένα άλλο πολιτικό σύστημα με
διαφορετικές ιεραρχήσεις και προτεραιότητες θα επέβαλε διαφορετική χρήση τους. Το
συγκεκριμένο ερμηνευτικό-θεωρητικό σχήμα διατηρήθηκε αναλλοίωτο μέχρι τη δεκαετία του
1960: οι επιστήμες είναι ουδέτερες και τα κοινωνικά οφέλη τους εξαρτώνται από τη χρήση τους η
οποία υπακούει σε πολιτικές-ιδεολογικές επιταγές.573
Οι μαρξιστές της περιόδου αυτής, παρά την ανάδειξη εκ μέρους τους των κοινωνικών
λειτουργιών των επιστημών, δεν θα μπορέσουν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην θεσμοθέτηση της
ιστορίας τους. Η πρώτη ομάδα για την ιστορία των επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Cambridge,
θα έχει σαφείς αντι-μαρξιστικούς προσανατολισμούς.574
Το 1938, όπως είδαμε, ο Robert Merton εδραιώνει την “κοινωνιολογία της επιστήμης”. O
Merton μελετώντας τη σημασία του πουριτανισμού στην Αγγλία του 17 ου αιώνα για την εδραίωση
της πειραματικής κουλτούρας, θα σημείωνε για τα χαραστηριστικά των επιστημόνων:
κοινοκτημοσύνη, ανιδιοτέλεια, καθολικότητα (των επιστημονικών ευρημάτων), συστηματικός
σκεπτικισμός...
Οι μαρξιστές των χρόνων του μεσοπολέμου, πραγματευόμενοι τα ζητήματα που αφορούν τις
απαρχές της επιστήμης (16ος και 17ος αιώνας) θεώρησαν πειστικές τις βασικές θέσεις της εργασίας
του B.Hessen (The Social and Economic Roots of Newton’s ‘Principia’): πως υπάρχει δηλαδή σε
αυτά στενή συσχέτιση με τις διεργασίες θεμελίωσης και αναπαραγωγής των καπιταλιστικών
σχέσεων παραγωγής και την βαθμιαία ηγεμονία της αστικής τάξης. Εξαιρώντας τις εργασίες των
Farrington, Needham και Zilsel οι περισσότεροι θα παραμείνουν εγκλωβισμένοι σε μια
μηχανιστική “εφαρμογή” του μαρξισμού. Κύριο μέλημα θα είναι η διερεύνηση των
χαρακτηριστικών της (καπιταλιστικής) επιστήμης, του ρόλου της, το τι θα σήμανε μια άλλη
σοσιαλιστική επιστήμη.575 Γενικότερα, η θέση πως η τεχνολογία αποτελεί “εφαρμοσμένη”
επιστήμη, η ευρωκεντρική άποψη για τις ευρωπαϊκές απαρχές, την ήσσονος σημασίας συμβολή
του Μεσαίωνα και την ‘ανύπαρκτη’ επιρροή των Αράβων, η ταύτιση επιστήμης και προόδου και η
ουδετερότητά της, όλα αυτά θα αποτελέσουν κοινό τόπο για τους περισσότερους ιστορικούς της
εποχής.
Εάν η επιστήμη αποτελεί ένα ιστορικό φαινόμενο και όχι μια φιλοσοφική (ή θεωρητική)
έννοια τότε πρόκειται για κάτι το οποίο μεταβάλλεται με τον χρόνο ‘ οι αλληλεπιδράσεις του
με το κοινωνικό, ιδεολογικό, πολιτικό πλαίσιο προσδίδουν τελικώς μια ιστορικότητα στις
573
Ο B.Farrington, μαρξιστής επίσης ιστορικός θα διαφοροποιηθεί από το ρεύμα αυτό: «[...] έδιναν την
εντύπωση ότι ο μαρξισμόςξεκινούσε από τις φυσικές επιστήμες και δεν φαίνεται να είχαν αίσθηση του κοινωνικού και
φιλοσοφικού υποβάθρου» (Werskey 1978, The Visible College: The Collective Biography of British Scientific
Socialists of thw 1930s, New York, παρατίθεται από τον Κ. Γαβρόγλου). Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1940, η
πεποίθηση περί απόλυτης ταύτισης των επιστημών με την πρόοδο και η δυνατότητά της να παίξει καθοδηγητικό ρόλο
στην εξέλιξή τους είναι κοινή σχεδόν σε όλους τους ιστορικούς της επιστήμης.
574
Ο συντηρητικός ιστορικός Herbert Butterfield με την υποστήριξη της British Society for the History of
Science θα καταφέρει να αποκλείσει από την ερευνητική ομάδα διάφορους μαρξιστικών πεποιθήσεων επιστήμονες.
575
Για πολλούς μαρξιστές μπορούμε να ισχυριστούμε πως εξέφραζαν μια σχεδόν μεταφυσική πίστη στις
απεριόριστες δυνατότητες της επιστήμης. Αρκετοί στη Δύση ταύτιζαν την επιστήμη με τον σοσιαλισμό. Η κατάλληλη
χρήση, στο κατάλληλο πολιτικό καθεστώς θα έλεινε τελικώς όλα τα κοινωνικά προβλήματα... Ο Needham σε μια
συνέντευξή του στο περιοδικό Time θα αναρωτηθεί: «Μήπως πρόκειται να αντικαταστήσουμε το όπιο της θρησκείας με
το όπιο της επιστήμης;» (Werskey, παρατίθεται από τον Κ. Γαβρόγλου). Η κατάσταση αυτή την εποχή στην Σοβιετική
Ένωση και οι διαμάχες μεταξύ “επίσημων” υπερασπιστών του μαρξισμού και άλλων επιστημόνων οι οποίοι
“περέκκλιναν” από την “ορθή” γραμμή ανάλυσης είναι θέματα τα οποία δεν μπορούμε να πραγματευθούμε στο
κείμενο αυτό. Ενδεικτικά και μόνο ας αναφέρουμε πως, όπως παραδέχθηκε ο ίδιος ο E.Colman, αυτός υπήρξε ο
υπεύθυνος του Κόμματος (σοβιετική αντιπροσωπεία για το Β΄Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας των Επιστημών το 1931 στο
Λονδίνο) ο οποίος είχε εντολή να ...παρακολουθεί τον Hessen και τον Bukharin όσο ήταν στο Λονδίνο...
226
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
(θεωρητικές) έννοιες που το συγκροτούν. Τι πρεσβεύει -σε μια μαρξιστική προσέγγιση της
ιστορίας των επιστημών- η θέση για την “σχετική αυτονομία” των επιστημών και της ιστορίας
τους από τις δυνάμεις παραγωγής και τις σχέσεις που αυτές προσδιορίζουν; Οι επιστήμες έχουν
μια ‘σχετική’ αυτονομία επειδή σε αυτές εκφράζονται οι επιδιώξεις των εκάστοτε κυρίαρχων
κοινωνικών ομάδων, το αξιακό τους σύστημα και οι κυρίαρχες σε κάποια ιστορική στιγμή
ιδεολογικές διαμάχες. Ταυτοχρόνως: οι επιστήμες είναι σχετικά ‘αυτόνομες’ επειδή κάποια από τα
χαρακτηριστικά τους είναι αποτέλεσμα εσωτερικών διεργασιών οι οποίες σχετίζονται με
μαθηματικές δομές, πειραματικές διατάξεις, την εξηγητική τους επάρκεια. Εντούτοις: η ‘σχετική
αυτονομία’ δεν είναι κάτι ανεξάρτητο της περιόδου και των προβλημάτων που τίθενται προς
επίλυση ‘ έχει δηλαδή και η ίδια η έννοια αυτή μια ιστορικότητα. Δηλαδή η σχέση των
επιστημονικών εξελίξεων με τις κοινωνικές διεργασίες διαφοροποιείται σε συνάρτηση με την
περίοδο και το ιστορικο πρόβλημα (άλλοτε η σύνδεση είναι στενή και άλλοτε υφίσταται σχεδόν
πλήρης ανεξαρτησία). Η “σχετική αυτονομία” λοιπόν υποδεικνύει ακριβώς αυτή την ιστορικότητα
των σχέσεων ανάμεσα σε επιστήμες και κοινωνία, αποτελεί δε αποτελεσματική άμυνα απέναντι
στον αναγωγισμό (για παράδειγμα, τον οικονομισμό).
Αποτελεί η τεχνολογία απλώς “εφαρμοσμένη επιστήμη”; Οι έρευνες των ιστορικών και
κοινωνιολόγων της τεχνολογίας δείχνουν πως η εξίσωση: τεχνολογία ίσον εφαρμογή (και επιστήμη
ίσον θεωρητική κατανόηση των πρακτικών λύσεων), είναι απολύτως λανθασμένη. Η τεχνολογία
αποτελεί κάτι πολύ ευρύτερο από την απλη εφαρμογή, συμπεριλαμβάνει τουναντίον πολύμορφες
πρακτικές ενώ η ίδια η εξέλιξή της συχνά είναι ανεξάρτητη από τις εξελίξεις στις επιστήμες.
Τι μπορούμε να υποστηρίξουμε αναφορικά με την “ουδετερότητα της επιστήμης”; Όπως
έχουμε δει, οι φυσικές επιστήμες θεωρήθηκαν από πολλούς ως λόγος που εκφράζει αλήθειες μιας
αντικεμενικής φύσης (αλήθειες οι οποίες μπορούν να ελεγχθούν -ή για κάποιους να
επιβεβαιωθούν- με πειράματα), αποτελούν δε συστατικά μιας ορθολογικής αντιμετώπισης του
κόσμου που υπονομεύει θρησκευτικές δεσμεύσεις, δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις,
μεταφυσικές θεωρήσεις (Διαφωτισμός). Επιπλέον οι επιστήμες αποτέλεσαν υπόδειγμα για την
οργάνωση της ίδιας της κοινωνίας. Εντούτοις οι επιστήμονες δεν λειτουργούν σε κοινωνικοιδεολογικό κενό: τα προβλήματα που θέτουν δεν είναι ανεξάρτητα από εκείνα που απασχολούν
συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, ούτε είναι ανεξάρτητα από το δικό τους αξιακό σύστημα (αξίες
ηθικού περιεχομένου, αξίες κανονιστικού χαρακτήρα που σχετίζονται με το γνωστικό αντικείμενο
ή με τους τρόπους συνεργασίας με άλλ μέλη της κοινότητας κλπ.). Επομένως οι συνθήκες
διαμόρφωσης και ανάπτυξης μιας γνωστικής περιοχής διαμορφώνουν έως έναν βαθμό και τις
μετέπειτα χρήσεις και την κοινωνική λειτουργία των επιστημών: δεν πρόκειται για απόλυτο και
ακριβή καθορισμό, ωστόσο και οι διεργασίες ενδεχομενικότητας από την πλευρά τους δεν
διαμορφώνουν κάτι εντελώς “ουδέτερο” το οποίο “ανακαλύπτει” τις χρήσεις του αργότερα. Η
γένεση λοιπόν των επιστημών διαμορφώνεται μέσω ταξικών και κοινωνικών διεργασιών, στις
οποίες ενυπάρχει (εν δυνάμει) ο χαρακτήρας (όχι το συγκεκριμένο είδος) των μελλοντικών τους
χρήσεων.
Στην ιστορία των επιστημών η αναζήτηση αιτίων αποτελεί ασφαλώς αναπόσπαστο μέρος της
εργασίας των ιστορικών, εντούτοις μια “απολύτως αιτιοκρατική” επιχειρηματολογία είναι
προβληματική: ενέχεται ο κίνδυνος να στοιχειοθετηθεί μια αμιγώς τελεολογική αντίληψη στην
επιστήμη (μια αυστηρή αλυσιδωτή σχέση μεταξύ συμβάντων, μια μονοσήμαντη πορεία προόδου).
Σε μια επιστημονική κοινότητα τα μέλη της συναινούνή όχι σε διάφορα ζητήματα που
προκύπτουν, υπάρχουν προσπάθειες νομιμοποίησης απόψεων, τεχνικών κλπ. Παράλληλα με την
αποκάλυψη των πολύμορφων αιτίων η έρευνα θα πρέπει να εστιάζεται και στις αλληλεπιδράσεις
227
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
μεταξύ κοινωνικών συλλογικοτήτων, φυσικών παραγόντων, οργάνων, παρατηρήσεων κλπ. Αυτό
που αναδεικνύεται ως καταλληλότερος προσανατολισμός είναι η διερεύνηση συσχετίσεων,
συνυπάρξεων, συμβολών και συνδρομών, έναντι των αποκλειστικά αιτιακών (ντετερμινιστικών)
σχέσεων. Οι συσχετίσεις και συνυπάρξεις αυτές αναφέρονται στους ‘τρόπους επαφής’ ανάμεσα
στα γεγονότα, τους τρόπους αλληλεπίδρασης και αλληλο-μετασχηματισμού τους. Αναφερόμαστε
λοιπόν εδώ στην κατανόηση πολύπλοκων σχέσεων εξάρτησης και αλληλεπίδρασης, σχέσεων
καθοδηγητικών, σχέσεων λατρείας, σχέσεων υπακοής ή υποταγής, οικογενειακών σχέσεων,
σχέσεων συγκρουσιακών, σχέσεων ιδιοτέλειας, σχέσεων πολιτικών – όλα αυτά συναποτελούν το
πολιτισμικό πλαίσιο εντός του οποίου διαμορφώνονται οι θεωρητικές στάσεις και οι πρακτικές
απέναντι στον φυσικό κόσμο.
Τι πρεσβεύει η “κοινωνική κατασκευασιοκρατία” σχετικά με τις οντότητες του φυσικού
κόσμου; Στις συζητήσεις που αφορούν την ιστοριογραφία των επιστημών, αναδείχθηκε κάποια
στιγμή η άποψη πως ακόμη και οι φυσικές οντότητες αποτελούν κοινωνικές κατασκευές:
πρόκειται για μια θέση ‘ακραία’ η οποία δημιούργησε φαιδρές παρανοήσεις. Εν τούτοις αυτό που
μπορούμε να υποστηρίξουμε με σαφήνεια είναι πως αυτό που τελικά κατασκευάζεται κοινωνικά
δεν είναι το φυσικό πράγμα ή αντικείμενο, αλλά η ιδέα για τις φυσικές οντότητες. 576 Η
διαφοροποίηση μιας οντότητας και της ιδέας αυτής έχει δύο τουλάχιστον σημαντικά
πλεονεκτήματα: κατά πρώτον μπορεί να συνυπάρχει η κοινωνική κατασκευή με την αντικειμενική
ύπαρξη των οντοτήτων, και, δεύτερον, υπογραμμίζεται το γεγονός πως οι ιδέες που έχουμε για τις
οντότητες αλλάζουν, οι δε συνεχείς αλληλεπιδράσεις και αναδράσεις μεταξύ οντοτήτων και των
ιδεών τους επηρεάζουν όχι τόσο την ύπαρξη αυτών των οντοτήτων όσο την λειτουργία τους και
την δική μας σχέση με αυτές. Οι θεωρίες που καταστρώνουμε, οι πειραματικές διατάξεις που
κατασκευάζουμε, οι συνεχείς διαμάχες και νέες ανακαλύψεις, οι δυνατότητες χρήσης κλπ., όλα
αυτά διαφοροποιούν συνεχώς την ιδέα μας για μια οντότητα και τον τρόπο με τον οποίο την
χειριζόμαστε στο θεωρητικό στο πειραματικό και στο κοινωνικό πεδίο.
Η κοινωνική κατασκευή του Υ πράγματος υπονοεί κάτι ακόμη: ότι στην σημερινή συγκυρία
το Υ δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο, άρα ούτε και αναπόφευκτο. Το Υ θα μπορούσε να μην
ήταν όπως είναι σήμερα ή και να μην υπήρχε καθόλου. Επομένως το Υ δεν προσδιορίζεται
αποκλειστικά από τη “φύση των πραγμάτων”. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, αυτό σημαίνει τελικά
πως οι γνώσεις μας για τον φυσικό κόσμο δεν είναι αποτέλεσμα μιας “σταδιακής αποκάλυψης” της
“αντικειμενικής δομής της φύσης”. Αντιθέτως αυτό που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει την ιστορία
των επιστημών είναι η “ενδεχομενικότητα” και το “μη αναπόδραστο”.577
Η έμφαση στην ενδεχομενικότητα μας οδηγεί να διερευνήσουμε αποφάσεις μελών της
επιστημονικής κοινότητας, συλλογικές συμπεριφορές, τις σχέσεις των επιστημόνων με το κράτος
και άλλους φορείς και θεσμούς, τις συγκεκριμένες επιδιώξεις κοινωνικών τάξεων και ομάδων οι
οποίες έστρεψαν την πορεία των εξελίξεων προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Τα μελη των
κοινοτήτων αυτών προβαίνουν σε κρίσεις: πρέπει να αποφασιστεί ο φορέας που θα
χρηματοδοτήσει την έρευνα, πρέπει να συνταχθούν εκθέσεις κρίσης των ερευνητικών προτάσεων,
πρέπει με βάση ορισμένα κριτήρια να γίνουν αποδεκτές ή να απορριφθούν εργασίες προς
δημοσίευση ‘ οδηγούνται επίσης σε συγκεκριμένες επιλογές: θεωρητικών ή πειραματικών
τεχνικών, πειραματικών διάταξεων, επιλογές αποτίμησης των πειραματικών αποτελεσμάτων,
576
Ένα παράδειγμα τέτοιας κατεύθυνσης αναλύσεων είναι εκείνο του Ian Hacking (The social construction of
what?, Cambridge, Harvard UP 1999).
577
Ας σημειωθεί εδώ πως η ενδεχομενικότητα δεν έχει σχέση με μια “υποθετική” ιστορία: αυτό που ερευνούμε
και ερμηνεύουμε αφορά αυτό που έχει συμβεί και όχι καταστάσεις που θα μπορούσαν να είχαν συμβεί. Πρόκειται για
αλλαγή οπτικής γωνίας ‘ ενδιαφερόμαστε για τις διεργασίες εκείνες που υποδηλώνουν ότι υπήρχε η δυνατότητα τα
πράγματα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά.
228
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
επιλογές κριτηρίων για την αποστολή ή όχι των ερευνητικών αποτελεσμάτων σε κάποια
(συγκεκριμένα) περιοδικά (αντί άλλων) κλπ. Όλες αυτές οι αποφάσεις έως έναν βαθμό καθορίζουν
και την μετέπειτα πορεία των ερευνών. Στην εξέλιξη ενός επιστημονικού κλάδου επομένως
σημαντικό ρόλο παίζουν και οι αποφάσεις των επιστημόνων: αυτές λαμβάνονται με ποικίλα
κριτήρια τα οποία σχετίζονται για παράδειγμα με τους τεχνικούς περιορισμούς των οργάνων ή των
πειραματικών διατάξεων, με την αποδοτικότητα των μαθηματικών προσεγγίσεων και τεχνικών, με
τις γενικότερες ή ειδικότερες επιπτώσεις των φυσικών υποθέσεων ‘ σχετίζονται επίσης με τις
δυνατότητες που παρέχονται για χρηματοδότηση διαφορετικών ερευνητικών κατευθύνσεων κλπ.
Η ενδεχομενικότητα και το μη αναπόδραστο των εξελίξεων προκύπτουν από όλους αυτούς
τους παράγοντες. Εφόσον λοιπόν αντιμετωπίσουμε την επιστήμη ως ένα κοινωνικό-πολιτισμικό
φαινόμενο, τότε είναι βέβαιο πως διαφορετικές διεργασίες και αποφάσεις θα είχαν οδηγήσει σε μια
διαφορετική κατάσταση απο τη σημερινή: η συγκεκριμένη εκάστοτε μορφή και το περιεχόμενο
των επιμέρους επιστημών δεν προκύπτουν από μια εγγενή, άτεγκτη αναγακαιότητα η οποία
‘υπαγορεύεται απο τη φύση’ τους.
Η εξάρτηση των επιστημονικών εξελίξεων από τους ανθρώπους και το ιδεολογικό, υλικό
περιβάλλον τους δεν θέτει σε αμφισβήτηση την πραγματικότητα των οντοτήτων και των
φαινομένων ούτε την ορθότητα των θεωριών στο εκάστοτε συγκεκριμένο μοναδικό ιστορικό
πλαίσιο. Η ενδεχομενικότητα δεν σημαίνει πως δεν οδηγούμαστε σε αληθή επιστημονικά
συμπεράσματα, δεν καταλήγει δηλαδή σε κάποιον ακραίο σχετικισμό, τουναντίον είναι συμβατή
με μια ρεαλιστική προσέγγιση σχετικά με τις οντότητες και τις θεωρίες578 ‘ δεν αναθεωρούνται οι
απόψεις μας ως προς τις διαδικασίες πιστοποίησης της εγκυρότητας των αποτελεσμάτων, ούτε
υποβαθμίζονται οι εσωτερικοί παράγοντες που αφορούν τις θεωρίες ή τα πειράματα. Η
ενδεχομενικότητα μας οδηγεί στο να μελετήσουμε τις συγκεκριμένες πρακτικές των επιστημόνων
ώστε να φωτιστούν τα κριτήρια των αποφάσεων, να αποσαφηνιστούν οι επιδιώξεις των
επιστημόνων που συμμετέχουν σε διαμάχες, να κατανοηθεί ο ρόλος τους σε ακαδημαϊκά
συμβούλια, σε ερευνητικά κέντρα, σε οργανισμούς χρηματοδότησης, σε συντακτικές επιτροπές
περιοδικών, σε εκδοτικούς οίκους κλπ.
Το ενδιαφέρον σε αυτή την ιστοριογραφική προσέγγιση είναι η πεποίθηση πως τα
συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και το περιεχόμενο των επιστημονικών θεωρήσεων εξαρτώνται και
από όλους τους ανωτέρω παράγοντες. Δηλαδή οι παράγοντες αυτοί δεν σχετίζονται μόνο με την
κοινωνική αποδοχή ή πολιτισμική λειτουργία της επιστήμης αλλά και με την ίδια την πορεία και
την δομή των επιμέρους επιστημονικών κλάδων. Στη δημιουργία νέας γνώσης επομένως
εγγράφονται τελικώς εκείνα τα στοιχεία τα οποία θα διαμορφώσουν και το πλαίσιο της
μελλοντικής χρήσης της. Η ενδεχομενικότητα δεν σημαίνει ότι σε κάθε συγκυρία είναι δυνατά όλα
τα ενδεχόμενα, ότι “όλα επιτρέπονται” ‘ υπάρχουν προφανώς περιορισμοί οι οποίοι υπαγορεύονται
από την ίδια τη φύση, και οι όποιες αποφάσεις δεν λαμβάνονται εντελώς ανεξάρτητα από τη δομή
της φύσης (όπως αυτή γίνεται αντιληπτή στα συγκεκριμένα πλαίσια).
Ένα ακόμη συμπέρασμα στο οποίο μας οδηγεί η αποδοχή της ενδεχομενικότητας είναι το
εξής: σε κάθε περίοδο δεν υπάρχει ένα και μόνο θεωρητικό σχήμα που ερμηνεύει κάποια
συγκεκριμένα φυσικά φαινόμενα, ούτε μόνο μια πρακτική (θεωρητική ή πειραματική) για τον
τρόπο έρευνας (ούτε επίσης ένας μόνο τρόπος δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων). Δηλαδή
συνυπάρχουν: διαφορετικές προσεγγίσεις και ερμηνευτικά σχήματα, διαφορετικές πειραματικές
πρακτικές και μαθηματικές τεχνικές, διαφορετικών στρατηγικών κατευθύνσεων ομάδες,
578
Η ανησυχία περί ενός γενικευμένου σχετικισμού δεν ευσταθεί μιας και ούτως ή άλλως αποτελεί απίθανο
ενδεχόμενο να εδραιωθεί μια θεωρία χωρίς να πληρεί στοιχειωδώς κάποια κριτήρια ‘αλήθειας’ ή χωρίς να ικανοποιεί
τις διαδικασίες πιστοποίησης που αποδέχεται μια επιστημονική κοινότητα. Βεβαίως αυτά τα κριτήρια -τα οποία συχνά
αναπαράγονται απλώς λόγω συναίνεσης της κοινότητας και όχι λόγω ενδελεχούς βαθύτερης συζήτησης- δεν μένουν
αμετάβλητα και συχνά με περιπτώσεις επιστημονικής ρήξης ή τομής τροποποιούνται.
229
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
διαφορετικών ‘σχολών’ περιοδικά, διαφορετικές πηγές χρηματοδότησης κλπ. Το ποιος
συνδυασμός των ανωτέρω θα κυριαρχήσει κάθε φορά είναι αντικείμενο μελέτης των ιστορικών της
επιστήμης. Στις συνθήκες μιας συγκεκριμένης συγκυρίας διαπιστώνουμε πως επικρατεί μια από
όλες αυτές τις διαφορετικότητες: όχι κατ’ανάγκην επειδή ανταποκρίνεται “καλύτερα” στους
περιορισμούς της φύσης, αλλά επειδή είναι, με κάποιους τρόπους, περισσότερο πρόσφορη για την
συνολική πρακτική μια συγκεκριμένης επιστημονικής κοινότητας (ή μέρους της).
Τι εκφράζουν οι πρακτικές των επιστημόνων; Στις πρακτικές αυτές εκφράζονται (όχι πάντοτε
ευδιάκριτα) μεθοδολογικές δεσμεύσεις, οντολογικές πεποιθήσεις, φιλοσοφικές θέσεις ‘
αποτυπώνονται όχι μόνο πειραματικές δεξιότητες, προτιμήσεις μοντέλων και θεωριών,579 αλλά και
ένα πλέγμα ολόκληρο αξιών το οποίο λειτουργεί κανονιστικά για το εκάστοτε εγχείρημα. Ωστόσο
πέρα από όλα αυτά, μέσω των επιστημονικών πρακτικών εκφράζονται και συγκεκριμενοποιούνται:
πολιτικές επιδιώξεις, οικονομικά συμφέροντα, σχέσεις εξουσίας, εκπαιδευτικές παραδόσεις. Δεν
έχουμε επομένως να κάνουμε μόνο με (απαραίτητες) τεχνικού χαρακτήρα διεργασίες, αλλά και με
όλα τα στοιχεία εκείνα τα οποία διαμορφώνουν την ‘κοινωνική ταυτότητα’ των επιστημόνων.580
Σχηματικά μπορούμε να πούμε πως η επιστημονική πρακτική πηγάζει από πολλά
διαφορετικά στοιχεία της κουλτούρας η οποία την περιβάλλει, και επαναπροσδιορίζει σε βάθος και
σε έκταση αυτά τα στοιχεία. Η έννοια της τοπικής κουτλούρας που χαρακτηρίζει μια σχολή, ένα
εργαστήριο ή μια ερευνητική ομάδα, αναφέρεται ουσιαστικά σε ένα πλέγμα εννοιών, νοοτροπιών,
συμπεριφορών, πρακτικών: στο πλέγμα αυτό έχουν εγγραφεί μεθοδολογικές προτιμήσεις,
οντολογικές δεσμεύσεις, ιδεολογικές ταυτίσεις, θεωρητικές κατευθύνσεις, πειραματικές τεχνικές,
υπολογιστικές μέθοδοι και βέβαια ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στις σχολές ο οποίος
διαμορφώθηκε ιστορικά και αποκρυσταλλώθηκε.581
Οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ εργαστηρίων δεν αναφέρονται μόνο στα διαφορετικά
επιμέρους γνωστικά πεδία ‘ αφορούν επίσης τις διαφορετικές απαιτήσεις που έχουν οι ερευνητές
από τους υπολογιστές, αφορούν τις διαφορετικές απαιτήσεις αυστηρότητας των μαθηματικών
μεθόδων που επιλέγουν, αφορούν το είδος των θεωρητικών μοντέλων που διαλέγουν, το είδος των
προσεγγιστικών μεθόδων που εφαρμόζονται για την επίλυση προβλημάτων, τις διαφορετικές
απαιτήσεις ακρίβειας των μετρήσεων και των υπολογισμών, αφορούν τα είδη “θορύβου” που
θέλουν να αποκλείσουν, τους διαφορετικούς τρόπους που επινοούν για τη διαχείρηση του όγκου
των πληροφοριών ‘ οι διαφορές αφορούν επίσης τους διαφορετικούς κώδικες επικοινωνίας που
έχουν με άλλους επιστήμονες του ίδιου πεδίου, αφορούν τους (άρρητους) κανόνες που η κάθε
ομάδα υιοθετεί για την δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων κλπ.
Η (τοπική) κουλτούρα μιας επιστημονικής ομάδας δεν εκφράζεται μόνο μέσω των
προβλημάτων που μελετά ή των τεχνικών που αναπτύσσει και των λύσεων που προτείνει:
579
Συχνά, οι μέθοδοι ή οι διατάξεις επιλέγονται με καθαρά πραγματιστικά κριτήρια, επειδή για παράδειγμα
έχουν οδηγήσει σε αξιόπιστα συμεράσματα όταν εφαρμόστηκαν σε άλλα “παραπλήσια” προβλήματα.
580
Η επιστημονική πρακτική παραμένει όμως ενιαία: όλες οι συνιστώσες αλληλοδιαπλέκονται και
αλληλοεπηρεάζονται.
581
Ο προβληματισμός γύρω από το ζήτημα της τοπικότητας, σε όσα προαναφέραμε, πρέπει να σημειώσουμε πως
δεν τίθεται ανταγωνιστικά προς την ‘καθολικότητα’: το ζήτημα είναι μάλλον να μελετηθεί η ιστορικότητα της σχέσης
τους και επομένως οι όροι συγκρότησης και κυριαρχίας του καθολικού. Η ίδια δηλαδή η καθολικότητα έχει μια
ιστορικότητα. Η τοπικότητα θα όφειλε τότε να μην αποτελεί απλώς μια ενοχλητική παράμετρο που έρχεται σε
αντίθεση με τον “καθολικό λόγο της επιστήμης”. Η εικόνα είναι εξαιρετικά πιο σύνθετη: η μελέτη της ιστορικά
διαμορφωμένης σχέσης τοπικότητας-καθολικότητας μπορεί να φέρει στο φως ενδιαφέροντα στοιχεία για τις
“επιτυχίες” που δεν έπεισαν όταν πρωτοδημοσιοποιήθηκαν αλλά αργότερα υλοποιήθηκαν από άλλους ερευνητές,
μπορεί να φωτίσει τους λόγους που συγκεκριμένες μέθοδοι δεν επιβίωσαν ενώ άλλες κυριάρχησαν σε κάποια περίοδο,
μπορεί ακόμη να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε το φαινόμενο των ταυτόχρονων διατυπώσεων θεωριών ή τον
ταυτόχρονο εντοπισμό νέων φαινομένων.
230
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
εκφράζεται και με τους τρόπους με τους οποίους αντιλαμβάνεται και χωροθετεί το περιβάλλον στο
οποίο ασκει την επιστήμη: τα κριτήρια επιλογής των προς επεξεργασία προβλημάτων, το τι
θεωρείται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατάλληλη θεωρητική ή πειραματική διάταξη, οι
τρόποι με τους οποίους ένα ζήτημα ανάγεται σε συγκεκριμένη κατηγορία προβλημάτων, τα
κριτήρια για την αναγωγή και την αναλογία (ταξινόμηση και ερμηνεία), το είδος των
χρηματοδοτήσεων που επιδιώκονται, το είδος του ακροατηρίου το οποίο επιλέγεται προς
απεύθυνση, το είδος των συνεργασιών που στοχεύονται, το είδος των καινοτομιών και των
εφαρμογών στις οποίες είναι προσανατολισμένη η ομάδα, όλα αυτά είναι δηλωτικά της
κουλτούρας της. Οι τρόποι ενασχόλησης με τα προβλήματα μεταδίδονται, αναπαράγονται ή
μετασχηματίζονται όχι κατ’ανάγκην μέσω ορθολογικών, αυστηρών διαδικασιών, αλλά μέσω
πολιτισμικών-κοινωνικών διεργασιών.582
Οι διαφορετικές μορφές επιστημονικής πρακτικής διδάσκονται στους νεότερους μέσα από
ποικίλες σχέσεις εξουσίας (διαδικασίες εκπαίδευσης, διαδικασίες εκπόνησης διατριβών, ιεραρχική
λειτουργία εργαστηρίων) και συντηρούνται από κοινωνικές αξίες και συμβάσεις οι οποίες
εξασφαλίζουν την συνοχή της επιστημονικής κοινότητας και την αποδοχή του έργου της από την
κοινωνία. Οι εκπαιδευτικοί μηχανισμοί πάντως πρέπει να υπογραμμίσουμε πως δεν αντανακλούν
μόνο τις σχέσεις εξουσίας της κοινωνίας αλλά εκφράζουν και αξιακά χαρακτηριστικά τα οποία
απορρέουν αποκλειστικά από τη δομή των ίδιων των εκπαιδευτικών θεσμών. Οι συμβάσεις και
κανόνες του συστήματος εκπόνησης διατριβών, η ιεραρχία στα τμήματα των πανεπιστήμιων, οι
διαβαθμίσεις μέσα στα εργαστήρια, οι τρόποι συγκρότησης και λειτουργίας των επιστημονικών
αποστολών, οι κρίσεις στα περιοδικά, οι προϋποθέσεις για τη σύνταξη αιτήσεων χρηματοδότησης
και οι τελικές κρίσεις, όλα αυτά αποτελούν όψεις της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
(δ).2. σχολές και διαμάχες στην Ιστοριογραφία
Θα παρακολουθήσουμε στο σημείο αυτό την ιστορική μεταβολή των αντιλήψεων γύρω από
το πώς γράφουμε «ιστορία».
Τον 19ο αι. οι ιστορικές σπουδές επαγγελματοποιούνται και συγκεντρώνονται σε
πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα. Για τους ιστορικούς η ιστορία διέφερε μεν από τη φύση, μια
και είχε να κάνει με νοήματα, με αξίες και ήθη, όμως υπήρχε η αισιοδοξία πως μια ελεγμένη
μεθοδολογικά έρευνα κάνει εφικτή την αντικειμενική γνώση. Η αλήθεια συνίστατο στην
“αντιστοιχία” της γνώσης προς μια αντικειμενική πραγματικότητα, η οποία ισοδυναμούσε με το
παρελθόν «όπως πράγματι συνέβη» (L.Von Ranke). Αυτό συνεπαγόταν και έναν κάθετο
διαχωρισμό μεταξύ επιστημονικού (μη ρητορικού) και λογοτεχνικού λόγου. Ο «επιστημονικός»
προσανατολισμός της εποχής του Ranke, συμμεριζόταν, τρεις βασικές παραδοχές της
συγγραφικής παράδοσης που ξεκινούσε ήδη από τον Θουκυδίδη (διάκριση μεταξύ μύθου και
αλήθειας): α) δεχόταν μια αντιστοιχιστική θεωρία αλήθειας, θεωρώντας ότι η ιστορία απεικονίζει
ανθρώπους που πραγματικά υπήρξαν και πράξεις που πραγματικά συνέβησαν, β) δεχόταν ως
δεδομένο πως οι πράξεις καθρεφτίζουν τις προθέσεις των δρώντων υποκειμένων, γ)
λειτουργούσαν με βάση μια μονοδιάστατη, διαχρονική αντίληψη του χρόνου, σύμφωνα με την
582
Ερευνητές όπως οι Woolgar, Latour και Knorr πραγματοποίησαν μελέτες της επιστημονικής κοινότητας όπου
οι δραστηριότητες των επιστημόνων αναλύονταν με στόχο να διευκρινιστεί το νόημά τους. Προνομιακά θέματα και
αντικείμενα σε αυτού του είδους τις εργασίες είναι τα ίδια τα εργαστήρια και τα πειράματα. Οι τοπικές κουλτούρες οι
οποίες θα καταλήξουν βαθμιαία σε αυτό που θεωρείται ‘καθολικός λόγος ενός γνωστικού κλάδου’ είναι δηλωτικές
φιλοσοφικών, μεθοδολογικών, οντολογικών αλλα και ιδεολογικών πεποιθήσεων.
231
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
οποία τα μεταγενέστερα γεγονότα έπονται των προγενέστερων σε μια συνεπή διαδοχή. Αυτές
ακριβώς οι παραδοχές θα αμφισβητηθούν βαθμιαία.583
Στον 20ο αι. λαμβάνει χώρα ένας μετασχηματισμός: από την αφηγηματική, γεγονοτολογική
ιστορία του 19ου αι. περνάμε στις κοινωνικο-επιστημονικού προσανατολισμού μορφές του 20ου.
Στις τελευταίες κατατάσσονται οι ποσοτικές, κοινωνιολογικές και οικονομικές προσεγγίσεις, ο
δομισμός της «Σχολής των Annales» καθώς και η μαρξιστική ταξική ανάλυση.
(δ).2.1. μαρξιστές ιστορικοί
Ήδη από τη στιγμή του θανάτου του Μαρξ έγινε φανερό ότι η μαρξική θεωρία και ανάλυση
δεν επιδέχονται μόνο μια ερμηνεία και δεν εξελίσσονται σε μία και μόνη θεωρητική κατεύθυνση.
Αντίθετα, η ύπαρξη του μαρξισμού είναι πάντοτε συνυφασμένη με το σχηματισμό διαφορετικών
μαρξιστικών ρευμάτων ή σχολών, που κατά κανόνα συγκροτούνται στη βάση αντιφατικών και
αντιτιθέμενων μεταξύ τους αρχών, θέσεων και πορισμάτων. Το φαινόμενο αυτό είναι καθολικό και
έλαβε χώρα σ' όλες τις χώρες όπου αναπτύχθηκε ο μαρξισμός.584
Ο Eric Hobsbawm θα παρατηρήσει πως η τεράστια δύναμη του Marx εντοπίζεται στην
εμμονή του στην εσωτερική δυναμική που μεταβάλλει τη δομή.585 Ανάμεσα σε άλλα, ο «αγοραίος
μαρξισμός» περιλαμβάνει γι’ αυτόν την «οικονομική ερμηνεία της ιστορίας» (η απόλυτη
θεμελιακότητα του οικονομικού παράγοντα), το μοντέλο «βάση και εποικοδόμημα» (το οποίο
ερμηνεύτηκε ως μια απλή σχέση κυριαρχίας και εξάρτησης, τα «ταξικά συμφέροντα και την
ταξική πάλη», τους «ιστορικούς νόμους» και την «ιστορική αναγκαιότητα» (η επιμονή του Marx
στον συστηματικό και αναγκαίο χαρακτήρα της κοινωνικής εξέλιξης από την οποία αποκλειόταν
σε μεγάλο βαθμό το τυχαίο, τουλάχιστον στο επίπεδο των γενικεύσεων για τις μακροπρόθεσμες
αλλαγές, ερμηνεύτηκε συχνά σαν μια δύσκαμπτη και επιβεβλημένη κανονικότητα, ή ακόμα σαν
ένας μηχανικός ντετερμινισμός που μερικές φορές φθάνει σχεδόν στο σημείο να πει ότι δεν
υπήρχαν εναλλακτικές προοπτικές στην ιστορία). Όλο αυτό δεν αντιπροσώπευε, σύμφωνα με τον
Hobsbawm παρά, στην καλύτερη περίπτωση, μια επιλογή από τις απόψεις του Marx για την
ιστορία ή στη χειρότερη ενσωμάτωση των απόψεών του σε άλλες μη μαρξιστικές.586
Ο καπιταλισμός, για τον E.P. Thompson εκτός από οικονομικό σύστημα είναι και ένα
σύστημα αξιών και συμπεριφορών. Σε αυτή τη διάστση δίνει ιδιαίτερη έμφαση ο λεγόμενος
583
Georg G. Iggers, Η ιστοριογραφία στον 20ο αιώνα, εκδ. Νεφέλη. Βέβαια, υποστηρίζει ο Iggers (Νέες
κατευθύνσεις στην Ευρωπαϊκή Ιστοριογραφία), ακόμη και οι συνήγοροι της «επιστημονικής» ιστορίας αναγνώριζαν ότι
η ιστορία δεν είναι απλώς επιστήμη ‘ είναι και τέχνη. Όσο όμως και αν βαραίνει η φιλολογική, αισθητική και
ρητορική πλευρά της ιστορικής έκθεσης, η ιστορία διαφέρει από την ποίηση και τη μυθιστοριογραφία ‘ χρέος του
ιστορικού παραμένει η αναδόμηση του ‘πραγματικού παρελθόντος’ και η ‘ερμηνεία’ του.
584
[βλπ. για τα ελληνικά δεδομένα και το: Μηλιός Γ., Ο Μαρξισμός ως Σύγκρουση Τάσεων, εκδ. Εναλλακτικές
1996. Επίσης: Α. Μπαλτάς και Μ. Αθανασάκης, “Ιστορία, ιστοριογραφία και πολιτική πρακτική- Σχόλιο στο «Θέσεις
για την φιλοσοφία της ιστορίας» του Walter Benjamin”].
585
Για τον Hobsbawm «τίποτα από την θεωρία των σταδίων του Marx δεν μας εξουσιοδοτεί να αναζητούμε ένα
γενικό νόμο της εξέλιξης». Αντιθέτως, για αρκετούς άλλους μαρξιστές, χρέος του ιστορικού είναι να καταδείξει ότι «η
ιστορική διαδικασία» ακολουθεί τους νόμους «της προόδου: της μετάβασης, δηλαδή, από την κατώτερη κατάσταση
στην ανώτερη» (Για την Ιστορία, εκδ. Θεμέλιο, κυρίως κεφάλαια 10-11). Επίσης ενδεικτικά, βλπ. για τις τάσεις του
μαρξισμού στην ιστοριογραφία: Γιώργος Κόκκινος, Από την Ιστορία στις Ιστορίες. Προσεγγίσεις στην ιστορία της
ιστοριογραφίας, την επιστημολογία και τη διδακτική της ιστορίας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα (κυρίως σελ. 191-224).
Ακόμη, από μαρξιστική σκοπιά, ο E.H Karr αναφέρεται αναλυτικά στα «γεγονότα του ιστορικού», στην έννοια της
αιτιότητας στην ιστορία και σ’ αυτήν της προόδου στο: Τι είναι η ιστορία;, εκδ. Πλανήτης (βλπ. κυρίως κεφάλαια 4,
5). Στα πλαίσια της μαρξιστικής βιβλιογραφίας, η μελέτη του Adam Schaff, Ιστορία και αλήθεια, αναφέρεται στις
«κοινωνικές εξαρτήσεις της ιστορικής γνώσης» και τον «ταξικό» της χαρακτήρα και στην «αντικειμενικότητα της
ιστορικής αλήθειας».
586
E. Hobsbawm, Για την Ιστορία, σελ. 181-182.
232
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
587:
«πολιτισμικός μαρξισμός»
αυτό που εχει ιδιαίτερη σημασία στα πλαίσια αυτά είναι το
υπόβαθρο των ανταγωνιστικών μεταξύ τους αξιών πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε ο βιομηχανικός
καπιταλισμός. Η ‘τάξη’ για τον Thompson δεν είναι ένα στατικό φαινόμενο, δεν είναι «πράγμα» ‘
είναι σχέση που εξελίσσεται, είναι «πολιτισμικός σχηματισμός στο βαθμό που είναι και
οικονομικός». Η “ταξική συνείδηση” δεν είναι ένα απλό, μηχανιστικό δημιούργημα της
εκβιομηχάνισης. Απεναντίας διαμορφώθηκε από την ίδια την εργατική τάξη. Οι παραδοσιακοί
τρόποι σκέψης ήταν συστατικά μέρη της καινούριας συνείδησης. Η ταξική συνείδηση αποτελεί μια
ιστορική πορεία, είναι ο τρόπος με τον οποίο οι κοινές εμπειρίες μεταφράζονται σε πολιτισμικούς
όρους. Η ηθική οικονομία κατά τον Thompson καθορίζει την πολιτική συμπεριφορά του πλήθους.
Εκτός από τον Thompson, και οι N.Z. Davis, Le Roy Ladurie θα υποστηρίξουν πως τα
κλειδιά για την αποκρυπτογράφηση του λαϊκού πολιτισμού βρίσκονται στη λατρεία, τα τραγούδια
και τις γιορτές. Η «ιστορία των νοοτροπιών» επιδιώκει να συνδέσει το χώρο του συνειδητού με το
βασίλειο των υποσυνείδητων συμβολικών αναπαραστάσεων. Οι ιστορικοί που ασχολούνταν με τις
νοοτροπίες και τον λαϊκό πολιτισμό ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για τις εκφράσεις του
«ανορθολογισμού», της μαγείας, της τρέλας, της κοινωνικής παρέκκλισης, της σεξουαλικότητας
και του θανάτου.588
(δ).2.2. οι ιστορικοί των “Annales”
Ανάμεσα στις δύο ακραίες θέσεις, ότι, δηλαδή, οι ανθρώπινες πράξεις διέπονται από
νοητικούς και φυσικούς νόμους και αυτούς καλούμαστε να ανακαλύψουμε χρησιμοποιώντας
γενικεύσεις, και στον άλλο πόλο τη ερμηνευτικής, η οποία επικεντρώνεται στην ανακάλυψη της
μοναδικότητας κάθε γεγονότος χωρίς καταφυγή σε γενικές θεωρίες, χαράχτηκε τις πρώτες
δεκαετίες του 20ου αιώνα ένας ενδιάμεσος χώρος. Αρχίζει να γίνεται χρήση ερμηνειών ‘μικρού’
και ‘μεσαίου επιπέδου’.
Οι ιστορικοί των Annales589 θέτουν ως αξίωμά τους ότι πρέπει να κατανοήσουμε κάθε εποχή
όπως υπήρξε στην πραγματικότητα. Τονίζουν δε ότι πρέπει να αποφεύγουμε την παγίδα της
«παραστατικότητας»: όποια προσπάθεια επιβολής στην ιστορία μιας θεωρίας προόδου ή μιας
ευδιάκριτης κατεύθυνσης έχει ως συνέπεια την διαστρέβλωση. Σκοπός των ιστορικών σπουδών
είναι η «κατανόηση» του παρελθόντος. Για τον Lucien Febvre η «κατανοήση» δεν μπορεί να
περιοριστεί στην απλή και άμεση «γνώση» (savoir) ‘ εμπεριέχει την προσπάθεια του παρατηρητή
να εξηγήσει τις σχέσεις των φαινομένων.
Οι Lucien Febvre και Marc Bloch590 μετατόπισαν το ενδιαφέρον από διοικητικές και
θεσμικές πλευρές, στους στενούς δεσμούς ανάμεσα στις οικονομικές και πολιτικές δομές και στα
μοντέλα σκέψης και συμπεριφοράς σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική, πολιτισμική περιοχή. Οι
οντότητες όπως το κράτος, αλλά και η οικονομία, η θρησκεία, η νομοθεσία, η λογοτεχνία και οι
τέχνες χάνουν την σχετική αυτονομία τους που είχαν στην ιστορία, για να ενταχθούν σε μια
κουλτούρα που τα περιλαμβάνει όλα αυτά, και που νοείται πλέον όχι ως προνομιακός πνευματικός
και αισθητικός χώρος μιας ελίτ, αλλά ως τρόπος ζωής του συνόλου του πληθυσμού. Οι
διαχωρισμοί μεταξύ των παραδοσιακών επιστημονικών κλάδων καταργούνται, για να ενταχθούν
στις «επιστήμες του ανθρώπου» (sciences de l’ homme).
587
Την μέθοδό του ο Thompson την προσδιορίζει ως «μαρξιστικό εμπειρισμό».
για παράδειγμα οι K. Thomas, R. Mandrou, R. Muchembled αλλά και ο M. Foucault κ.ά.
589
L. Febvre, M. Bloch, F. Braudel, R. Mandrou, J.Le Goff, E.de Roy Ladurie, F. Furet, M. Ferro κ.ά.
Ο Francois Dosse παρουσιάζει αναλυτικά την ιστορία των Annales, βλπ. στο: Η ιστορία σε ψίχουλα. Από τα
Annales στη “Νέα Ιστορία”, Πανεπ.Εκδ. Κρήτης 2000.
590
Σε ελληνική μετάφραση: Marc Bloch, Απολογία για την Ιστορία. Το επάγγελμα του ιστορικού, Εναλλακτικές
Εκδόσεις 1994.
588
233
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Ο Marc Ferro ερευνά το πρόβλημα των ‘εστιών’ της ιστορίας, των τόπων από τους
οποίους εκκρίνεται. Πώς, μέσα από ποιους μηχανισμούς πραγματοποιείται ο έλεγχος πάνω στην
παραγωγή της ιστορίας; Εκτός από το κράτος και την πολιτική, η ίδια η κοινωνία λογοκρίνει και
αυτολογοκρίνει όλες τις αναλύσεις που θα μπορούσαν να ξεσκεπάσουν τις απαγορεύσεις της, τα
λάθη της, να αμφισβητήσουν την εικόνα του εαυτού της, που θέλει να δώσει η κοινωνία. Η
«κοινωνία επιβάλλει συχνά σιωπές στην ιστορία ‘ και οι σιωπές αυτές είναι εξίσου ιστορία με την
ιστορία».591
Ο Fernand Braudel (1949) με το έργο του Η Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος κατά
την εποχή του Φιλίππου Β΄, θα σηματοδοτήσειτη μετάβαση από την “ιστορία των νοοτροπιών”,592
σε κατευθύνσεις όπου δίνεται έμφαση στις ποσοτικές πλευρές των δομών, οι οποίες και
θεωρούνται ‘σχετικά ανεξάρτητες’ από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Ο Braudel θα διακρίνει
τρεις διαφορετικούς ιστορικούς χρόνους: έναν σχεδόν στατικό «γεωλογικό» ‘ τη «μακρά διάρκεια»
που αφορά τους κοινωνικούς θεσμούς ‘ τέλος τον «σύντομο χρόνο» που είναι ο χρόνος των
συμβάντων. Αρνείται οποιαδήποτε σχέση μεταξύ συμβάντων και μεγάλων απρόσωπων δομών
(γεωγραφία, βιολογία, κοινωνία, οικονομία). Η πολιτική, γράφει, έχει το δικό της ιστορικό χρόνο
που είναι αυτός της «σύντομης διάρκειας». Αποφασιστική σημασία για την ιστορία έχουν οι
εξελίξεις στη «μακρά διάρκεια». Το γεγονός (evenement), θα γράψει ο Braudel, ...«θα ήθελα να το
απομονώσω, να το εγκλωβίσω στη βραχεία διάρκεια: το γεγονός είναι εκρηκτικό, είναι, θα λέγαμε,
“συνταρακτική είδηση”. Με το ξαφνικό του φούντωμα γεμίζει τη συνείδηση των συγχρόνων του,
αλλά διαρκεί ελάχιστα […]».593 Ο βραχύς χρόνος «είναι η πιο ιδιόρυθμη, η πιο απατηλή διάρκεια».
Η επιστήμη της ιστορίας τα εκατό τελευταία χρόνια, διαπιστώνει, «σχεδόν πάντοτε πολιτική, με
επίκεντρο το δράμα των “μεγάλων γεγονότων”, δούλεψε μέσα και πάνω στον βραχύ χρόνο».594
Το παράδειγμα του γεωγραφικού περιορισμού: «Ο άνθρωπος είναι δέσμιος, εδώ και αιώνες,
του κλίματος, της χλωρίδας, της πανίδας, κάποιων καλλιεργειών, μιας ισορροπίας που οικοδομήθηκε
σιγά-σιγά, και που δεν μπορεί να απομακρυνθεί από αυτήν χωρίς να διακινδυνεύσει να τα ανατρέψει
όλα».595 Το πιο δύσκολο είναι «να φανερώσουμε τη μακρά διάρκεια στο […] οικονομικό πεδίο.
Κύκλοι, ενδιάμεσοι κύκλοι, δομικές κρίσεις, κρύβουν εδώ κανονικότητες, τις μονιμότητες των
συστημάτων, μερικοί είπαν των πολιτισμών- δηλαδή παλιές συνήθειες στη σκέψη και στη δράση,
ανθεκτικά πλαίσια, που δύσκολα πεθαίνουν, καμιά φορά πέρα από κάθε λογική».596 Είναι, λοιπόν,
θεμιτό να αποχωριστούμε τον απαιτητικό χρόνο της ιστορίας, να απελευθερωθούμε από αυτόν.
Μπορούμε να ξανασκεφτούμε «το σύνολο της ιστορίας σε σχέση με τα στρώματα της βραδυκίνητης
ιστορίας, σα να παίρναμε για αφετηρία μια υποδομή». Όλα τα χιλιάδες επίπεδα, «όλες οι χιλιάδες
εκρήξεις του ιστορικού χρόνου κατανοούνται ξεκινώντας από αυτό το βάθος, από αυτή την
ημιακινησία ‘ όλα γυρίζουν γύρω από αυτήν».597 Ας μην σκεφτόμαστε, λοιπόν, μόνο τον βραχύ
χρόνο, «να μην πιστεύουμε ότι μόνον οι πιο θορυβώδεις ηθοποιοί είναι και οι πιο αυθεντικοί ‘
υπάρχουν και άλλοι σιωπηλοί».598
591
Είναι ενδιαφέρον το: Η ιστορία υπό επιτήρηση. Επιστήμη και συνείδηση της ιστορίας, του Ferro (εκδ. Νησίδες).
Αυτό που εξετάζει ο Ferro εδώ είναι «οι τρόποι παραγωγής» των βιβλίων της ιστορίας, οι συσχετίσεις ανάμεσα σε
αυτές τις εστίες παραγωγής και τα γνωρίσματα των τύπων ιστορίας που εκκρίνουν, ο κοινωνικός και πολιτικός ρόλος
της ιστορίας που ποικίλει τελικώς ανάλογα με την κοινωνία.
592
Βλπ. J.Le Goff, “Οι νοοτροπίες. Μια διφορούμενη ιστορία” στο: J.Le Goff – Pierre Nora, Το έργο της
Ιστορίας, εκδ. Ράππα 1988, σελ. 316-338.
593
Fernand Braudel, Μελέτες για την Ιστορία, εκδ. Ε.Μ.Ν.Ε. Μνήμων 1987, σελ. 20.
594
Μελέτες για την Ιστορία, σελ. 21.
595
Μελέτες για την Ιστορία, σελ. 26.
596
Μελέτες για την Ιστορία, σελ. 28.
597
Μελέτες για την Ιστορία, σελ. 30.
598
Μελέτες για την Ιστορία, σελ. 39.
234
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Ο ιστορικός ενδιαφέρεται και για τη συγκεκριμένη καθημερινή πραγματικότητα των
ανώνυμων ανθρώπων. Τη δεκαετία του 1960 ο Braudel θα ωθήσει το έκτο τμήμα της Ecole
Pratique σε εκτεταμένες έρευνες γύρω από τις υλικές και βιολογικές βάσεις της καθημερινής ζωής
των ανθρώπινων πληθυσμών: μελετάται η διατροφή, η υγεία, η ενδυμασία, οι μόδες, η παραγωγή
και οι ταξικές διακρίσεις.
Σε αντίθεση με τον μονοδιάστατο χρόνο, τις δεκαετίες ’60 και ’70599 οι ιστορικοί των
Annales θα τονίσουν τη σχετικότητα και τα πολλαπλά στρώματα του χρόνου. Στην θέση ενός
μοναδικού χρόνου οι ιστορικοί αυτοί θα δουν την συνύπαρξη πολλαπλών χρόνων, όχι μόνο στους
διάφορους πολιτισμούς, αλλά και μέσα στον κάθε έναν πολιτισμό. Με την εγκατάλειψη του
γραμμικού χρόνου υποχωρεί και η εμπιστοσύνη στην «πρόοδο» καθώς και η πίστη στην
«ανωτερότητα» της δυτικής κουλτούρας. Δεν υφίσταται πλέον μια αντίληψη ενιαίας ιστορικής
εξέλιξης πάνω στην οποία θα μπορούσε να βασιστεί μια μεγάλη αφήγηση της ιστορίας του
ανθρώπου. Τη δεκαετία του 1960 η γενικευμένη στροφή στις ‘κοινωνικές επιστήμες’ και στην
‘ποσοτικοποίηση’ κυριαρχεί και στα Annales.600
Οι νεότερες ιστορίες αμφισβήτησαν την παραδοσιακή επικέντρωση της προσοχής στις
πολιτικές και κοινωνικές ελίτ, καθώς και την τοποθέτηση από την κοινωνικο-επιστημονική
προσέγγιση στο κέντρο της ιστορίας μεγάλων απρόσωπων δομών. Προσέφεραν έτσι μια «ιστορία
από τα κάτω» και έθεσαν το ζήτημα των πραγματικών σχέσεων εξουσίας. Μετά από την
μετατόπιση από την πολιτική στη μελέτη της κοινωνίας, μια νέα έμφαση δίνεται τώρα στην
κουλτούρα και στις συνθήκες της καθημερινής ζωής απλών ανθρώπων.601 Πιο σοβαρή ακόμη,
υπήρξε η αμφισβήτηση γενικά κάθε δυνατότητας άσκησης αντικειμενικής ιστορικής έρευνας.
Οι δομιστές ανθρωπολόγοι και ιστορικοί ερευνούν από κοινού τις «ασυνείδητες δομές» που
βρίσκονται κάτω από κάθε θεσμό και έθιμο και τους προσδίδουν συνοχή. Οι συγγένεια των
Annales με το δομισμό γίνεται ακόμη πιο εμφανής μετά τη μετακίνηση του ενδιαφέροντος του
δομισμού από τη δυναμική ανάπτυξη των κοινωνιών σε συστήματα στατικότερα και
μακροβιότερα, στα οποία η ανθρωπότητα αποκαλύπτει τα σταθερά χαρακτηριστικά της. Η
δομιστική προσέγγιση αρνείται να αποδώσει κεντρική σημασία στις ατομικές προθέσεις, καθώς
και στο ‘μοναδικό’ χαρακτήρα του νεότερου πολιτισμού.
Το 1971 τα Annales θα επισημάνουν ότι δεν μπορούμε να προβάλλουμε το αξιακό σύστημα
της βιομηχανικής Ευρώπης και τη λατρεία του για μεταβολές και καινοτομίες, σε όλες τις εποχές
και όλους τους πολιτισμούς. Δίνεται γενικά περισσότερη έμφαση σε μια συγκριτική οπτική που
εξετάζει τις κρυμμένες δομές σε κοινωνίες ‘μη τεχνολογικές’. Τα Annales, με μια έννοια πράγματι
599
Μετά το 1946 τα Annales έχουν αποκτήσει μια θεσμική βάση στο 6ο Τμήμα της Ecole Pratique des Hautes
Etudes.
600
Ήδη ο Braudel είχε δώσει έμφαση στην ιδέα πως ο εξωτερικός κόσμος, νοούμενος ως κλίμα, βιολογία και
τεχνολογία θέτει σαφή όρια σ’ αυτά που μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι.
Η τρίτη γενιά των Annales, μελετώντας τις λαϊκές συμπεριφορές μέσα σε κοινωνικά και οικονομικά πλαίσια,
καθιέρωσε την «ιστορία των νοοτροπιών». Η γοητεία των υπολογιστών μεταμόρφωσε πάντως την μελέτη των
νοοτροπιών μια και η ανάπλασή τους θεωρήθηκε εφικτή μονάχα πάνω στη βάση της ανάλυσης μαζικών δεδομένων. Η
στροφή αυτή στην ποσοτικοποίηση (που βρήκε άλλωστε πρόσφορο έδαφος στην αντίληψη των Annales για τις υλικές
βάσεις της κουλτούρας) συνυπήρχε παράλληλα με μια ιστορία των συνειδήσεων ανοικτή στις βιωματικές πλευρές της
ζωής. Η δημογραφία και η οικονομία συμπληρώνονται από την σημειολογία και την ψυχολογία του βάθους. Θα
γεννηθεί έτσι η «ιστορία της καθημερινής ζωής».
601
Έχουν από κάποιους επισημανθεί ορισμένες ομοιότητες του προσανατολισμού των Annales με εκείνον των
αμερικανών “ψυχο-ιστορικών”, όσον αφορά τη διερεύνηση των υποσυνείδητων δομών που βρίσκονται κάτω από τα
κοινωνικά και πολιτισμικά φαινόμενα. Στην πραγματικότητα όμως αυτές οι προσεγγίσεις διαφέρουν αρκετά: η
αμερικανική ψυχο-ιστορία επικεντρώθηκε στις βιογραφίες προσωπικοτήτων και επιδίωξε να ερμηνεύσει τη ζωή τους
με τους όρους κρίσεων ταυτότητας κατά την παιδική και εφηβική ηλικία που διέπονται από ορισμένους νόμους
ψυχολογικής ανάπτυξης και σύγκρουσης των διαφορετικών γενεών. Αντίθετα οι γάλλοι δομιστές επέμειναν πολύ
περισσότερο στο πολιτισμικό και ανθρωπολογικό περιεχόμενο της προσέγγισής τους.
235
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
διεύρυναν την οπτική μας: τα στεγανά του δυτικού πολιτισμού έσπασαν, συμπεριλήφθηκαν στην
έρευνα των ιστορικών και εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής που παρέμεναν στην αφάνεια: οι
βιολογικές πλευρές, η φαντασία και η μυθοπλασία έπαψαν να εξαιρούνται. Η δομιστική
ανθρωπολογία, η ψυχανάλυση, η τέχνη, η λογοτεχνία, η γλωσσολογία και οι κλασικές κοινωνικές
επιστήμες συνενώθηκαν με την ιστορική επιστήμη.
Ο δομιστής ανθρωπολόγος Claude Levi-Strauss θα απορρίψει γενικά την άποψη ότι η
σύγχρονη επιστημονική ορθολογικότητα προσέφερε οποιοδήποτε πλεονέκτημα σε σχέση με την
«άγρια» μυθική σκέψη στην αντιμετώπιση της ζωής. «... από την ώρα που γεννιόμαστε, έγραφε ο
Levi-Strauss, το περιβάλλον έκανε να διεισδύσει μέσα μας με χίλιους τρόπους, συνειδητούς ή
ασυνείδητους, ένα περίπλοκο σύστημα αναφοράς αποτελούμενο από αξιολογικές κρίσεις, κίνητρα,
επίκεντρα ενδιαφέροντος και επίσης από την επεξεργασμένη άποψη που μας επιβάλλει η εκπαίδευση
για το ιστορικό γίγνεσθαι του πολιτισμού μας ' χωρίς την άποψη αυτή ο πολιτισμός μας θα ήταν
αδιανόητος ή θα φαινόταν να αντιφάσκει με την πραγματική συμπεριφορά του ανθρώπου.
Μετακινούμαστε στην κυριολεξία μαζί με αυτό το σύστημα αναφοράς, και όσες πολιτισμικές
πραγματικότητες βρίσκονται έξω από αυτό γίνονται αντιληπτές μόνο μέσα από παραμορφώσεις που
επιβάλλει το σύστημα - όταν δεν μας κάνει ανίκανους ν' αντιληφθούμε οτιδήποτε [...]».602
Ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα οι παραδοχές για τη «συνεχή οικονομική
ανάπτυξη», την «επιστημονική ορθολογικότητα», «αντικειμενικότητα» κ.ο.κ. ως θετικές ‘αξίες’,
είχαν υποστεί δριμεία κριτική, ιδιαίτερα από τον Nietzsche.
(δ).2.3. “γλωσσολογική στροφή” και ‘μετα-μοντερνισμός’
Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα πολλοί ιστορικοί θα θεωρήσουν πως η ιστορία έχει
μεγαλύτερη σχέση με τη λογοτεχνία παρά με την επιστήμη. Η αντικειμενικότητα της ιστορικής
έρευνας δεν είναι δυνατή επειδή η ιστορία δεν έχει αντικείμενο. Ο ιστορικός είναι πάντοτε δέσμιος
του κόσμου μέσα στον οποίο σκέπτεται και οι αντιλήψεις του καθορίζονται από τις κατηγορίες της
γλώσσας εντός της οποίας λειτουργεί.603 Η γλώσσα επομένως περισσότερο διαμορφώνει,
κατασκευάζει την πραγματικότητα παρά αναφέρεται σ’ αυτήν.604 Με την «linguistic turn»605 έλαβε
602
«[...] η προσχώρηση στον δυτικό τρόπο ζωής, ή σε μερικές όψεις του, δεν είναι καθόλου αυθόρμητη, όπως
θέλουν να πιστεύουν οι Δυτικοί. Προέρχεται λιγότερο από ελεύθερη απόφαση και περισσότερο από την έλλειψη επιλογής.
Ο δυτικός πολιτισμός εγκατέστησε τους στρατιώτες του, τα εμπορικά γραφεία του, τις φυτείες του και τους ιεραποστόλους
του σ' ολόκληρο τον κόσμο ' επενέβη άμεσα ή έμμεσα στη ζωή των εγχρώμων πληθυσμών ' ανέτρεψε εντελώς τον
παραδοσιακό τρόπο ζωής τους είτε επιβάλλοντας τον δικό του είτε δημιουργώντας συνθήκες οι οποίες θα συνεπέφεραν
την καταστροφή των υφιστάμενων πλαισίων χωρίς να τα αντικαταστήσουν με άλλα. Οι λαοί, υποταγμένοι ή
αποδιοργανωμένοι, δεν είχαν άλλη δυνατότητα, λοιπόν, από το να δεχθούν τις λύσεις και τα υποκατάστατα που τους
προσφέρονταν ή, εάν δεν ήσαν διατεθειμένοι για κάτι τέτοιο, ήλπιζαν να τις προσεγγίσουν αρκετά ώστε να είναι σε θέση
να τις καταπολεμήσουν στο ίδιο επίπεδο [...]. Ιερό χρέος της ανθρωπότητας [...] να φυλαχτεί... από μια τυφλή
μονομέρεια, η οποία θα επιδίωκε να επιφυλάξει το προνόμιο της ανθρώπινης ιδιότητας σε μιά φυλή, έναν πολιτισμό ή
μιά κοινωνία ' αλλά, επίσης, να μην ξεχάσει ποτέ ότι κανένα τμήμα της ανθρωπότητας δεν διαθέτει κανόνες
εφαρμόσιμους στο σύνολο και ότι μια ανθρωπότητα σύμφυρτη μέσα σε έναν και μόνο τρόπο ζωής είναι αδιανόητη, διότι
θα ήταν ανθρωπότητα αποστεωμένη [...]» (Claude Levi-Strauss, Φυλή και ιστορία, εκδ. Γνώση).
603
Για την «γλωσσική στροφή» στην ιστοριογραφία βλπ. και το άρθρο του Georg G.Iggers: “Για την ‘γλωσσική
στροφή’ στην ιστορική σκέψη και την ιστοριογραφία”, στο περιοδ. Θέσεις τεύχος 60, 1997.
604
Αναφορικά με τη «λογοτεχνοποίηση» της θεωρίας, την πορεία της θεωρίας από το συγγραφικό στάδιο στο
κειμενικό και έπειτα στο αναγνωστικό, τις προσεγγίσεις της φαινομενολογίας και ερμηνευτικής (θεωρία της
πρόσληψης), το δομισμό, την σημειωτική και τον μετα-δομισμό, την συνεισφορά της ψυχανάλυσης και του
φεμινισμού, ενδιαφέρουσα -αν και επιδεχόμενη σοβαρής κριτικής- είναι η μελέτη του Terry Eagleton, Εισαγωγή στη
Θεωρία της Λογοτεχνίας, εκδ. Οδυσσέας. (Ειδικά σχετικά με τον μετα-δομισμό και αποδομισμό: βλπ.σελ. 193-225).
[Γενικώς, αναφέρουμε εδώ, από διαφορετικές -ή και αντιτιθέμενες- οπτικές γωνίες, για το πολύ ενδιαφέρον πεδίο
236
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
χώρα μια πολεμική μεταξύ των οπαδών της αντικειμενικότητας της ιστορικής επιστήμης από τη
μία πλευρά και των υποστηρικτών του γνωσιολογικού σκεπτικισμού και αξιολογικού σχετικισμού
από την άλλη.
Ο Roland Barthes τη δεκαετία του 1960, αρνήθηκε επί της ουσίας τη διάκριση ανάμεσα σε
ιστορία και λογοτεχνία, σε γεγονός και μυθοπλασία. Μετά από αυτόν και ο Hayden White θα
τονίσει το λογοτεχνικό χαρακτήρα των ιστορικών κειμένων. Ο White, όπως και άλλοι σύγχρονοι
ιστορικοί, θα δείξει ότι η ιστορική αφήγηση ενώ εκκινεί με βάση εμπειρικώς τεκμηριωμένα
γεγονότα, έχει απαραιτήτως ανάγκη τη φαντασία για να τα τοποθετήσει μέσα σε μια συνεκτική
αφήγηση, οπότε σε κάθε ιστορικό λόγο παρεισφρέει ένα στοιχείο μυθοπλασίας.606 Ο ιστορικός δεν
χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη το ίδιο το παρελθόν, αλλά «τα διαμεσολαβημένα ίχνη που άφησε το
παρελθόν. Κατά συνέπεια η ιστορία [γι’ αυτόν] δεν είναι μίμηση γεγονότων, αλλά ανάγνωση ιχνών
του παρελθόντος, μέσα στα πλαίσια που καθορίζουν οι συμβολικές σημασίες που επενδύει σ’ αυτά ο
ιστορικός». Επομένως «ό,τι θεωρείται συμβάν, γεγονός, επαρκής αναπαράσταση ή εξήγηση ενός
ιστορικού φαινομένου πρέπει να συσχετίζεται με τον χρόνο, τον τόπο και τις πολιτισμικές συνθήκες
παραγωγής του».607
Το μοντέλο που προτείνει ο White για την ανάλυση της μορφής και του περιεχομένου των
ιστοριογραφικών κειμένων περικλείει: τα σχήματα λόγου της μεταφοράς, της μετωνυμίας, της
συνεκδοχής και της ειρωνείας (μερικότερα εκφραστικά σχήματα μπορεί να είναι το οξύμωρο ή η
κατάχρηση)… Η πλοκή είναι ρομαντική, κωμική, τραγωδία ή σατιρική ‘ τέσσερα αρχέτυπα
σκέψης: φορμαλιστικό, οργανικιστικό, μηχανιστικό και πλαισιο-αναφορικό-λειτουργικό, ενώ
επίσης είναι τέσσερις οι ιδεολογικοί σχηματισμοί: αναρχισμός, συντηρητισμός, ριζοσπαστισμός
και φιλελευθερισμός (με βασική ταξινομική αρχή τους τον τρόπο θέασης της κοινωνικής
μεταβολής). Ο White βεβαιώνει πως το πλασματικό- φανταστικό στοιχείο της αφηγηματικής
κατασκευής δεν είναι αυθαίρετο, αλλά ενσωματώνει το πραγματικό, ωστόσο: η ιστορία αποτελεί,
κατά τη γνώμη του, μορφή γνώσης αντίστοιχη της μυθιστοριογραφίας (fiction). Επίσης η διάκριση
αληθούς- ψευδούς δεν είναι δυνατή οπότε η ιστορική ερμηνεία είναι αυτό-αναφορική διανοητική
κατασκευή που δεν εξαρτάται από το πραγματολογικό υλικό. Το μετα-ιστορικό στοιχείο αποκλείει
τις αιτιάσεις καθαρής επιστημονικότητας και απόλυτης αντικειμενικότητας, και η «ποιητική» της
επιστήμης της ιστορίας (δηλαδή η λανθάνουσα ή εμπρόθετη κειμενική/ λογοτεχνική διάσταση της
ιστορικής αφήγησης) αναιρεί το αίτημα απόλυτης προσέγγισης της αλήθειας.
Ο Clifford Geertz θεωρεί πως η κουλτούρα είναι ακριβώς όλοι οι ανθρώπνοι ιστοί νοήματος
και επομένως η ανάλυσή της δεν είναι μια πειραματική επιστήμη που ψάχνει να βρει νόμους, αλλά
μια ερμηνευτική που αναζητά το νόημα.608 Έτσι η νέα πολιτισμική ιστορία δεν ασχολείται τόσο με
«Θεωρίας της Λογοτεχνίας»: Ν. Βαγενάς: Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία, Πόλις, Μ. Μάλλη: Μοντερνισμός,
μεταμοντερνισμός και περιφέρεια, εκδ.Πόλις. Rolan Barthes: Εικόνα-Μουσική- Κείμενο, εκδ.Πλέθρον. Rolan Barthes:
Η Απόλαυση του Κειμένου, εκδ.Ράππα. Rolan Barthes: Ο Βαθμός Μηδέν της Γραφής – Νέα Κριτικά Δοκίμια,
εκδ.Ράππα. Bertold Brecht: Για το ρεαλισμό, εκδ.Σύγχρονη Εποχή. Terry Eagleton: Ο Marxισμός και η λογοτεχνική
κριτική, εκδ.Ύψιλον. D. Fokkema-E. Ibsch: Θεωρίες λογοτεχνίας του 20ου αιώνα, εκδ.Πατάκη. Pierre Macherey –
Etienne Balibar: Για τη λογοτεχνία και τη γλώσσα, εκδ.Αγώνας. Viktor Sklovskij –Boris Eichenbaum: Για τον
φορμαλισμό, εκδ.Έρασμος. Tzvetan Todorov: Κριτική της κριτικής, εκδ.Πόλις. Leon Trotsky: Λογοτεχνία και
Επανάσταση, εκδ.Θεωρία. Edmund Wilson: Η ιστορική ερμηνεία της λογοτεχνίας, εκδ.Πλέθρον. Tony Bennett:
Φορμαλισμός και Marxισμός, εκδ.Νεφέλη, κ.ά.].
605
Εννοείται με τον όρο αυτό η χρήση του οπλοστασίου της γλωσσολογίας στην ιστορική έρευνα.
Επιστημολογικές παραδοχές: απόρριψη της αντανακλαστικής γνωσιοθεωρίας, δυνατότητα ύπαρξης πολλαπλών (όχι
αναγκαία ισοσθενών) ερμηνευτικών εκδοχών, συνύφανση γλώσσας και κόσμου.
606
Hayden White, Metahistory, 1973. Θα γράψει ο White στο Metahistory: ίσως «το αίτημα για επιστημονικότητα
στην ιστορία να δηλώνει απλά την προτίμηση προς έναν ορισμένο τύπο ιστορικής κοσμοθεώρησης».
607
Γιώργος Κόκκινος, Από την Ιστορία στις Ιστορίες. Προσεγγίσεις στην ιστορία της ιστοριογραφίας, την
επιστημολογία και τη διδακτική της ιστορίας, σελ. 72-73.
608
Geertz C., Η Ερμηνεία των Πολιτισμών, Αλεξάνδρεια 2003.
237
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
την «εξήγηση» (explanation) όσο με την «ερμηνεία» (explication), με την απόπειρα ανάπλασης
του νοήματος των κοινωνικών εκφράσεων οι οποίες χρησιμεύουν ως κείμενα. Οι κεντρικοί θεσμοί
είναι θρυμματισμένοι και το νόημα των κειμένων αδιαφανές, διάστικτο από αντιφάσεις και ρήξεις.
O Geertz θα υποδείξει πως και οι κουλτούρες αποτελούν και αυτές κείμενα, και μάλιστα πρόκειται
όχι μόνο για μη αναφορικά κείμενα, αλλά ούτε και έχουν ένα μονοσήμαντο νόημα. Κάθε κείμενο
μπορεί να διαβαστεί με αναρίθμητους τρόπους. Η πρόθεση του συγγραφέα δεν έχει πια σημασία,
όχι μόνο γιατί είναι πολυεπίπεδη και αντιφατική, αλλά και γιατί το κείμενο υπάρχει ανεξαρτήτως
του συγγραφέα.
Αν λοιπόν τελικά το ιστορικό έργο είναι ουσιαστικά λογοτεχνικό τότε θα πρέπει να κρίνεται
με κατηγορίες της λογοτεχνικής κριτικής. Ο ιστορικός ρεαλισμός θα επικριθεί σφοδρά.
Ο Hans Kellner θα ασκήσει κριτική στην αυθεντία και θα προσάψει στις έννοιες της
«αλήθειας» και της «πραγματικότητας» πως «αποτελούν τα κυριότερα εξουσιαστικά όπλα της
εποχής μας»…
Ο λεγόμενος «Νέος Ιστορικισμός» θα εντοπιστεί πιο άμεσα στη λογοτεχνία και την
κουλτούρα μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο.609 Οι εκπρόσωποι αυτού του ρεύματος θα συμφωνήσουν
με τη μεταμοντέρνα θέση για την κεντρικότητα και την αδιαφάνεια της γλώσσας και θα θεωρήσουν
τις κουλτούρες ως συμβολικά δίκτυα νοήματος. Δεν δέχονται όμως την αυτονομία των κειμένων
και τα αντιμετωπίζουν ως μέρος σύνθετων συμβολικών διαπραγματεύσεων οι οποίες αντανακλούν
σχέσεις εξουσίας. Υπογραμμίζοντας την πολλαπλότητα των νοημάτων κάθε λογοτεχνικού και
πολιτισμικού κειμένου στοχεύουν τελικά σε αυτό που ο Stephen Greenblatt ονομάζει «Ποιητική
της Κουλτούρας».
Ο ιστορικός, σύμφωνα με τον F.A. Ankersmit χρησιμοποιεί πάντοτε μεταφορές για να
δημιουργήσει ιστορικές εικόνες. Η διαφορά γι’ αυτόν, ανάμεσα στη «μοντέρνα» ιστοριογραφία
(είτε ρανκικής είτε κοινωνικο-επιστημονικής κατεύθυνσης) και στη μεταμοντέρνα θέση έγκειται
στην εμμονή της τελευταίας στο μεταφορικό, μη αναφορικό χαρακτήρα κάθε ιστορικού κειμένου
και στην αυταπάτη της πρώτης πως υπάρχει μια ιστορική υπόσταση ξέχωρη από τη γραφή ή την
ποιητική του ιστορικού. Για τον Ankersmit δεν υπάρχει ανταπόκριση μεταξύ αλήθειας του
παρελθόντος και του ιστοριογραφικού έργου. Το ιστοριογραφικό κείμενο είναι ένα «κλειστό
γλωσσικό σύμπαν, ευκρινώς διαχωρισμένο από την πραγματικότητα». Γι’ αυτό πρέπει να κρίνεται
μόνο με εσωτερικά κριτήρια.610
Η γενική τάση των (περισότερων μάλλον) σημερινών ιστορικών είναι μια ενδιάμεση θέση:
είναι δηλαδή πολλοί αυτοί που δεν αντιμετωπίζουν την ιστορία ως μια μορφή της ρητορικής: παρ’
όλη την αφηγηματική μορφή της θεωρείται πως διατηρεί μια ειδική σχέση με την αλήθεια: «[…] οι
609
Σχετικά βλπ. και στο Γιώργος Κόκκινος: «Από την Ιστορία στις Ιστορίες. Προσεγγίσεις στην ιστορία της
ιστοριογραφίας, την επιστημολογία και τη διδακτική της ιστορίας», σελ. 289-293. Ο ‘Νέος Ιστορικισμός’ επιδιώκει να
αποκαλύψει και να απομυθοποιήσει τους μηχανισμούς διαμέσου των οποίων το παρόν για τις δικές του ανάγκες
κατασκευάζει τις ιστορικές εκδοχές του παρελθόντος. Ο ιστορικός λόγος προσεγγίζεται ως μηχανισμός συγκρότησης
της συλλογικής ταυτότητας αλλά και άσκησης πειθούς…
610
Κριτική στον «δογματικό σκεπτικισμό» του μεταμοντερνισμού ασκεί -εκτός από τον Hobsbawm και άλλους
μαρξιστές- και ο T. Todorov: βλπ. «Ταξίδι την αμερικανική κριτική» στο Κριτική της κριτικής. Ένα μυθιστόρημα
μαθητείας, εκδ. Πόλις, π.χ. σελ. 268-276. Υπάρχει μια σημαντική τάση (για παράδειγμα οι J.G.A. Pocock, Quentin
Skinner, Reinhart Koselleck κ.ά) η οποία απομακρύνεται από την πολιτισμική ανθρωπολογία (και τις
μεταμοντερνιστικές αντιλήψεις) και αντιμετωπίζει τα κείμενα ως οχήματα μετάδοσης συνειδητά υποστηριζόμενων
ιδεών που ανακλούν το πλαίσιο λόγου της κοινότητας μέσα στην οποία εκφέρονται.
Η Joan Scott από την άλλη, συμφωνεί με τον Derrida πως η παραδοσιακή γλώσσα ορίζει μια ιεραρχική τάξη η
οποία οδηγούσε συστηματικά στην καθυπόταξη των γυναικών, και συμφωνεί επίσης με τον Foucault πως η γνώση
είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένη με την εξουσία και την κυριαρχία. Το φύλο, με την κοινωνική και πολιτική έννοια και
όχι τη βιολογική, δεν είναι ένα φυσικό δεδομένο αλλά συγκροτείται από τη γλώσσα. Η ίδια η πραγματικότητα, οι
κοινωνικές και πολιτικές δομές, δεν μπορεί να προσεγγιστούν παρά μόνο μέσα από τη γλωσσική τους εκφορά.
238
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
αφηγηματικές κατασκευές της στοχεύουν στην ανάπλαση ενός παρελθόντος που πράγματι υπήρξε.
Αυτή η αναφορά σε μια πραγματικότητα που προϋπάρχει του ιστορικού κειμένου και τοποθετείται
εκτός αυτού […] τη διαφοροποιεί από το θρύλο ή την πλαστογραφία».611 Η διάκριση δηλαδή
αλήθειας-ψεύδους παραμένει γι’ αυτούς θεμελιώδης, παρ’ ότι το αξίωμα της απόλυτης
αντικειμενικότητας δεν γίνεται πλέον ανεπιφύλακτα αποδεκτό.
Σύμφωνα με την μεταμοντέρνα κριτική δεν υπάρχει ενιαία ιστορία. Η ιστορία χαρακτηρίζεται
όχι μόνο από συνέχεια αλλά και από ρήξεις. Οι ιδεολογικές παραδοχές που ενυπάρχουν στον
κυρίαρχο λόγο της επαγγελματικής ιστορίας πρέπει να επισημανθούν.612
Μία από τις κεντρικές παραδοχές της κοινωνικο-επιστημονικής ιστορίας ήταν η πίστη στη
θετική δύναμη του εκσυγχρονισμού. Ο Francis Fukuyama στο «Τέλος της Ιστορίας» θα
διακηρύξει όπως είναι γνωστό πως μια σύγχρονη τεχνολογική κοινωνία που βασίζεται στις αρχές
της ελεύθερης αγοράς και σε αντιπροσωπευτικούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς μαρτυρεί ότι η
ιστορική εξέλιξη έχει οδηγήσει στην επίτευξη μιας ορθολογικής τάξης πραγμάτων…613
Υπάρχουν κριτήρια επαλήθευσης στις ιστορικές αφηγήσεις; Ο Hayden White υποστηρίζει
πως όχι. Αυτό συνεπάγεται και πως δεν υφίσταται ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στη γραφή της
ιστορίας και τη φιλοσοφία της ιστορίας. Η φιλολογική κριτική των πηγών μπορεί να ανακαλύψει
γεγονότα, αλλά τελικά η κατασκευή μιας ιστορικής έκθεσης καθορίζεται από αισθητικές και
ηθικές θεωρήσεις και όχι επιστημονικές. Μορφή και περιεχόμενο δεν μπορούν να διαχωριστούν
μέσα στην ιστορική γραφή. Το αποτέλεσμα είναι λεκτικές μυθοπλασίες «το περιεχόμενο των
οποίων έχει περισσότερο επινοηθεί παρά ανακαλυφθεί». Ο Christopher Browning θα διαφωνήσει
με τον White: «το Ολοκαύτωμα δεν είναι μια αφαίρεση», ούτε οι αφηγήσεις γι’ αυτό αποτελούν
κατά κύριο λόγο κατασκευές του ιστορικού…
Δεν υπάρχουν λοιπόν τα “υλικά κριτήρια αλήθειας”; Η επιστημονική έρευνα δεν οδηγεί σε
μια προοδευτική κατανόηση της πραγματικότητας;
Για την αγγλο-αμερικανική αναλυτική φιλοσοφία η γλώσσα έπρεπε να καθαρθεί από
αντιφάσεις και πολιτισμικά διφορούμενα ώστε να μεταδίδει με ευκρίνεια λογικές έννοιες και
επιστημονικά πορίσματα. Ο δομισμός είδαμε ότι αμφισβήτησε αυτή την αναφορική λειτουργία της
γλώσσας. Για τον Ferdinand de Saussure η γλώσσα είναι κλειστό αυτόνομο σύστημα, δεν αποτελεί
μέσο μετάδοσης νοήματος, γιατί αντίθετα το νόημα αποτελεί λειτουργία της γλώσσας – η γλώσσα
δεν μεταδίδει σκέψεις μας, αυτό που σκεφτόμαστε καθορίζεται από τη γλώσσα.
Οι διαμάχες γύρω από τη γλώσσα είχαν επιπτώσεις στις αντιλήψεις μας για την ιστορία. Εάν
το ιστοριογραφικό κείμενο δεν αναφέρεται σε κάποια εξωτερική πραγματικότητα παρατηρεί ο
Iggers, και είναι κλεισμένο στον εαυτό του (Rolan Barthes614) έπεται πως τελικά δεν υπάρχει
διαφορά μεταξύ «αλήθειας» και μυθοπλασίας;…615
611
Βλπ. “Μυθοπλασία, Αφηγηματικότητα, Αντικειμενικότητα”: Διεθνές Συνέδριο Ιστορικών Επιστημών,
Μόντρεαλ 1995.
612
Μέχρι που μπορεί να οδηγήσει η άρνηση κάθε δυνατότητας ορθολογικού ιστορικού λόγου και κάθε έννοιας
ιστορικής αλήθειας, η διάλυση της ιστορίας μέσα σε μια καθαρά μυθοπλαστική λογοτεχνία; Ο Hayden White θα
καταλήξει σε ένα ακραίο με μια έννοια συμπέρασμα: είναι αδύνατο με μια ιστορική αφήγηση να αποδειχθεί
αντικειμενικά ότι (κάτι) συνέβη.
613
Το νόημα της θέσης πως «η ιστορία έχει τελειώσει» είναι ότι δεν υπάρχει πια η δυνατότητα μιας μεγάλης
αφήγησης που να δίνει συνοχή και νόημα στην ιστορία. Μια παρουσίαση των σχετικών θεωριών επιχειρεί ο P.
Anderson στο: Θεωρίες για το τέλος της Ιστορίας. Χέγκελ, Κουρνό, Κοζέβ, Φουκουγιάμα, εκδ. Στάχυ 1992.
614
Rolan Barthes: “The Discurse of History”.
615
Σύμφωνα με τον Iggers, ο Gaston Bachelard αλλά και ο Paul Feyerabend αμφισβήτησαν την ύπαρξη μιας
συνεκτικής λογικής και μεθόδου στην επιστήμη ‘ ο Thomas Kuhn υποστήριξε πως, παρ’ ότι η επιστήμη δεν αποτελεί
μυθοπλασία αλλά «ιστορικά και πολιτισμικά καθοριζόμενο λόγο», δεν μπορούμε να τη θεωρήσουμε απλώς ως
“αντανάκλαση” ενός αντικειμενικού κόσμου ‘ o Foucault αποσύνδεσε τον συγγραφέα από την παραγωγή του
239
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Οι ιστορικοί που αξίωναν να θεωρείται η ιστορία αυστηρή επιστήμη προσπαθούσαν να
απαλλάξουν την ιστορική γραφή από τα ρητορικά στοιχεία της. Ο D. La Capra γράφει πως «αυτή
η τάση που ορίζει την επιστήμη σαν τον αντίπαλο ή το αντίθετο της ρητορικής, συνδυάστηκε συχνά με
την υπεράσπιση ενός “καθαρού ύφους” [..]». Δεν υφίσταται όμως τέτοιο «καθαρό ύφος». Στην
πραγματικότητα η ιστορική γραφή ποτέ δεν έχασε τα ρητορικά ή λογοτεχνικά της γνωρίσματα.
Το 1991, σε άρθρο του στο Past and Present και πάλι616, ο Lawrence Stone θα εκφράσει
κάποιες ανησυχίες. Ο μεταμοντερνισμός, η γλωσσολογία και πολιτισμική/ συμβολική
ανθρωπολογία και ο Νέος Ιστορικισμός απειλούν την ιστορία... Και οι τρεις τάσεις συμφωνούν
στην αντιμετώπιση της πολιτικής, των θεσμών και των κοινωνικών πρακτικών ως «λεκτικές δομές
συμβολικών συστημάτων ή κωδίκων». «Έτσι τα κείμενα γίνονται μια απλή αίθουσα με καθρέπτες
οι οποίοι δεν ανακλούν παρά ο ένας τον άλλο, χωρίς να φωτίζουν καθόλου την “αλήθεια”, η οποία
δεν υφίσταται». Έτσι, σε τελευταία ανάλυση «το πραγματικό είναι τόσο φαντασιακό όσο και η
φαντασία». Ο Patrick Joyce θα απαντήσει πως ‘η μεγάλη συμβολή του μεταμοντερνισμού’ ήταν η
αναγνώριση ότι «δεν υπάρχει καμιά προφανής επικαλύπτουσα συνοχή ούτε στην πολιτική
συγκρότηση, ούτε στην οικονομία, ούτε στο κοινωνικό σύστημα» ούτε και «καμία βαθύτερη δομή
στην οποία να αναφέρονται» τα κείμενα.617
(δ).2.4. ‘μικρο-ιστορίες’ και καθημερινή ζωή
Σε άρθρο που είχε δημοσιεύσει το 1979 και πάλι στο Past and Present,618 o Lawrence Stone
προέβαινε σε μια διαπίστωση σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης και γραφής της ιστορίας: στη
θέση πως είναι δυνατή “μια συνεκτική επιστημονική εξήγηση των αλλαγών που έχουν συμβεί στο
παρελθόν” εμφανίζεται ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για τις πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης που
συνοδεύεται από τη πεποίθηση πως η κουλτούρα μιας ομάδας, ακόμα και η βούληση ενός ατόμου,
μπορεί να συνιστούν αιτιακούς παράγοντες αλλαγής τόσο σημαντικούς όσο τουλάχιστον και οι
απρόσωπες δυνάμεις της υλικής παραγωγής και της δημογραφικής αύξησης. Εγκαινιάζεται στροφή
στην προσωπική εμπειρία, μια επιστροφή σε αφηγηματικές μορφές ιστορίας, και η επιστημονική
ορθολογικότητα επανεξετάζεται κριτικά.619
Ήδη από τη δεκαετία του 1960 η πίστη στην πρόοδο και στον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό
είχε γίνει προβληματική. Μια τέτοια απαισιόδοξη άποψη χαρακτήριζε και μεγάλο μέρος της
λεγόμενης «Νέας Πολιτικής Ιστορίας». Αυτή η νέα ιστορία κατανοούσε πολύ διαφορετικά από τον
κλασικό μαρξισμό τους καταναγκασμούς από τους οποίους έπρεπε να χειραφετηθούν οι άνθρωποι:
οι πηγές της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης δεν θα πρέπει να αναζητούνται τόσο στις
θεσμοποιημένες δομές, στην πολιτική ή στην οικονομία, αλλά κυρίως στις πολλαπλές
διαπροσωπικές σχέσεις μέσα στις οποίες οι άνθρωποι ασκούν εξουσία πάνω σε άλλους.
κειμένου, η προθετικότητα και το νόημα θα εκτοπιστούν, και την ‘ιστορία’ θα την χαρακτηρισει επινόηση του δυτικού
ανθρώπου στην «κλασική» φάση της σύγχρονης ιστορίας ‘ …η κριτική του Derrida και του Foucault «έχει στόχο τις
ιδεολογικές προκαταλήψεις που κρύβονται μέσα σε κάθε κείμενο». Ταυτόχρονα οι στοχαστές αυτοί θα
ριζοσπαστικοποιήσουν τη σωσσυριανή αντίληψη περί γλώσσας: η ενότητα σημαίνοντος-σημαινομένου (λέξηςπράγματος) χάνεται μια και τα σημαινόμενα είναι άπειρα. Αυτό ο Iggers θεωρεί ότι «αποστερεί τον κόσμο από
οποιοδήποτε νόημα», από ανθρώπους-συνειδητούς δρώντες, από τις «βουλήσεις» και τις προθέσεις τους, τελικά από
οποιαδήποτε «συνοχή»…
616
“History and post-modernism”, Past and Present no. 131, 1991.
617
Η πίστη στις μεγάλες αφηγήσεις οι οποίες θεωρούσαν τον εκσυγχρονισμό του δυτικού κόσμου ως το
αποκορύφωμα μιας συνεκτικής ιστορικής διαδικασίας μπορούμε σήμερα πλέον να διαπιστώσουμε ότι έχει μάλλον
χαθεί. Ο Jacques Revel θα γράψει πως το όραμα μιας «συνολικής» ή «οικουμενικής» ιστορίας έχει πλέον σβήσει.
618
“Η αναβίωση της αφήγησης: σκέψεις πάνω σε μια νέα παλιά ιστορία”.
619
G. Iggers, Η ιστοριογραφία στον 20ο αιώνα, σελ. 129. Βλπ. και την κριτική του G. Iggers στο: Νέες
κατευθύνσεις στην Ευρωπαϊκή Ιστοριογραφία, σελ. 272-279, 300-302.
240
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Σε αντιδιαστολή με τις μακρο-ιστορικές αντιλήψεις, η ιστορία όφειλε τώρα να στραφεί στις
συνθήκες της καθημερινής ζωής όπως την βιώνουν οι απλοί άνθρωποι. Οι μικρο-ιστορικοί της
καθημερινής ζωής μετατοπίζουν το αντικείμενο των ιστορικών σπουδών απ’ αυτό που ονομάζουν
«κέντρο» της εξουσίας στις «παρυφές», στους πολλούς που είναι γι’ αυτούς οι αδικημένοι και οι
εκμεταλλευόμενοι, τα άτομα που δεν συμμορφώνονται με τους καθιερωμένους κανόνες. Οι πολλοί
αυτοί άνθρωποι δεν αντιμετωπίζονται από τους ιστορικούς αυτούς πολλές φορές ως τμήμα ενός
πλήθους αλλά ως άτομα τα οποία δεν πρέπει να χάνονται μέσα στην ανωνυμία και τις παγκόσμιες
ιστορικές διαδικασίες. Για κάτι τέτοιο χρειαζόταν ένα νέο εννοιολογικό και μεθοδολογικό
οπλοστάσιο, που δεν θα αντιμετωπίζει την ιστορία σαν ενιαία διαδικασία και σαν μια μεγάλη
αφήγηση, αλλά σαν μια ροή με πολλές όψεις και πολλά ατομικά κέντρα. Όχι ‘Ιστορία’ επομένως
αλλά ‘ιστορίες’. Χρειαζόταν γιαυτό το λόγο μια νέα επιστημολογία που να επιτρέπει την
προσέγγιση του συγκεκριμένου και όχι του αφηρημένου.
Ο Hans Medick το 1984 σε άρθρο του θα προσδιορίσει τις βασικές αρχές της ιστορίας της
καθημερινότητας. Αυτή η μορφή ιστορίας έπαιρνε ως μοντέλο της ιστορικής έρευνας την
πολιτισμική ανθρωπολογία του C.Geertz. Η σημειολογική προσέγγιση, σύμφωνα με τον Geertz,
πρέπει να γίνεται μέσω μιας «πυκνής περιγραφής», η οποία σημαίνει την άμεση αντιπαράθεση με
τον άλλο. Σημαίνει δε ακόμα, πως δεν επιδιώκουμε να «διαβάσουμε» πάνω στον άλλο τις δικές
μας προκατασκευασμένες ιδέες αλλά να τον συλλάβουμε όπως είναι. Όμως το άτομο μπορούμε να
το γνωρίσουμε μόνο μέσα από την κουλτούρα όπου είναι εμβαπτισμένο και που τον διαμορφώνει.
Δεν έχουμε, δηλαδή, άμεση πρόσβαση στις εμπειρίες των άλλων. Πρέπει να αποκρυπτογραφηθούν
έμμεσα αυτές οι εμπειρίες μέσα από συμβολικές και τελετουργικές πράξεις, οι οποίες
λειτουργώντας κάτω από την επιφάνεια των ατομικών προθέσεων και πράξεων σχηματίζουν ένα
κείμενο που καθιστά δυνατή την προσέγγιση της άλλης κουλτούρας.620
Οι ιταλοί «μικρο-ιστορικοί»621 εκκίνησαν ως μαρξιστές, στην πορεία όμως απέρριψαν τις
αυταρχικές όψεις των κομμουνιστικών κομμάτων και απώλεσαν την πίστη τους στις μακροιστορικές δογματικές αντιλήψεις περί ανάπτυξης. Επιστρέφουν στις εμπειρίες της ζωής
συγκεκριμένων καθημερινών ανθρώπων. Διατηρούν πάντως τρία στοιχεία του μαρξιστικού
προσανατολισμού: ότι η κοινωνική ανισότητα αποτελεί θεμελιώδες γνώρισμα (αλλά παίρνει
διάφορες μορφές), την αντίληψη για το σημαντικό ρόλο που παίζουν η παραγωγή και
αναπαραγωγή στη διαμόρφωση κάθε κουλτούρας, την πεποίθηση ότι η ιστορική μελέτη πρέπει να
βασίζεται πάνω σε αυστηρή μέθοδο και εμπειρική ανάλυση. Αποφεύγουν να πάρουν τη θέση που
εξέφρασε ο Geertz ότι η ιστορία κερδίζει πολλά από την ποίηση.622 Γι’ αυτούς τα όρια ανάμεσα
σε γεγονός και μυθοπλασία είναι πράγματι ρευστά σε αντίθεση με τους εκπροσώπους της μικροιστορίας (“microhistoria”) οι οποίοι επιμένουν ότι ο ιστορικός ασχολείται με ένα πραγματικό
αντικείμενο. Η αντίρρηση των τελευταίων αφορά κυρίως την χρήση μεγάλης κλίμακας
γενικεύσεων οι οποίες παραμορφώνουν την πραγματικότητα στη βάση της.
Η microhistoria θέλει «να φωτίσει την αιτιότητα στο επίπεδο των μικρών ομάδων, όπου
λαμβάνει χώρα το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής».623 Όπως ο M. Foucault, οι ιστορικοί αυτοί
ζητούν να δείξουν το πώς «οι κυρίαρχοι θεσμοί απέκλεισαν κάποιους τρόπους σκέψης ως
620
Ο Jurgen Kocka άσκησε κριτική στην προσέγγιση του Medick θεωρώντας ότι οδηγεί σε μεθοδολογικό
ανορθολογισμό λόγω της απάρνησης της θεωρίας και της εμμονής στην άμεση εμπειρία. Για τον Medick τα
προσεκτικά διατυπωμένα ερωτήματα προκαταλαμβάνουν τα πορίσματά μας. Ο Kocka θεωρεί ότι η απουσία τους
καθιστά αδύνατη την έλλογη γνώση.
621
Giovanni Levi, K. Ginsbourg, K. Poni, E. Gredi κ.ά.
622
Τη θέση αυτή την υποστήριξε εκτός από τον Medick και ο H. White, ενώ υιοθετήθηκε επίσης από την
αμερικανίδα Natalie Davis.
623
Βλπ. σχετικά και στο Γιώργος Κόκκινος: «Από την Ιστορία στις Ιστορίες. Προσεγγίσεις στην ιστορία της
ιστοριογραφίας, την επιστημολογία και τη διδακτική της ιστορίας», σελ. 267-274.
241
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
δαιμονικούς, ανορθολογικούς, αιρετικούς ή εγκληματικούς», και όπως ο Geertz στοχεύουν στην
«ερμηνευτική» (και όχι αναλυτική) μελέτη της κουλτούρας η οποία πρέπει να προσεγγίζεται «μέσα
από μοναδικά -φαινομενικά ασήμαντα- σημεία, και όχι μέσα από την εφαρμογή νόμων που
απορρέουν από επαναλαμβανόμενες και ποσοτικοποιήσιμες παρατηρήσεις». Μελετούν ίχνη, σημεία,
συμπτώματα. Εξακολουθούν όμως να πιστεύουν πως υπάρχει μια εξωτερική στα ιστορικά κείμενα
πραγματικότητα, την οποία μπορούμε να γνωρίσουμε. Βέβαια η γνώση μας αυτή θα είναι
διαμεσολαβημένη γι’ αυτό «η μικρο-ιστορική μέθοδος έρχεται σε ρήξη με την παραδοσιακή μορφή
λόγου, την κατηγορηματικότητα και το ύφος της αυθεντίας, που υιοθετούν οι ιστορικοί που
παρουσιάζουν την πραγματικότητα ως αντικειμενική». Όσον αφορά δε τον τρόπο αφήγησης, στην
μικρο-ιστορία η σκοπιά από την οποία βλέπει τα πράγματα ο ερευνητής καθίσταται αναπόσπαστο
μέρος της έκθεσης.
Στην έρευνα των μικρο-ιστορικών επιστρατεύονται βιογραφίες και απομνημονεύματα για την
ανάπλαση των ζωών ανδρών και γυναικών που αγνοούνται από τις επίσημες πηγές και γίνεται
χρήση και των μεθόδων της «προφορικής ιστορίας».624 Το παρελθόν επιχειρείται να επανακτήσει
τις ποιοτικές του διαστάσεις και το ανθρώπινο πρόσωπο που έτειναν να του στερούν οι κοινωνικοεπιστημονικές προσεγγίσεις.
Για τον Max Weber η πραγματικότητα είναι προσεγγίσιμη μόνο με την μεσολάβηση λογικών
κατηγοριών του νου. Η αντικειμενικότητα δεν έχει να κάνει με «αντικείμενα» του εξωτερικού
κόσμου αλλά με την κοινωνικο-επιστημονική μεθοδολογία μελέτης του. Η λογική
επιχειρηματολογία πρέπει να είναι το ίδιο πειστική για το μυαλό ενός Ασιάτη όπως και ενός
δυτικού. Αυτή η εμμονή σε σαφείς έννοιες και ρητά διατυπωμένες θεωρίες, αποτέλεσε τη βάση
μεγάλου μέρους της γερμανικής σχολής «Ιστορικής Κοινωνικής Επιστήμης» των Hans-Ulrich
Wehler και Jurgen Kocka, την οποία η πολιτισμική τάση την απορρίπτει ως αντικειμενιστική. Ο
Geertz προτείνει την «πυκνή περιγραφή»625 ως εναλλακτική λύση απέναντι στη μέθοδο.
Ο Pierre Bourdieu στην δική του προσέγγιση τονίζει τα οικονομικά και κοινωνικά πλαίσια
της κουλτούρας, αναγνωρίζοντας όμως το συμβολικό χαρακτήρα αυτών των σχέσεων. Θα δούμε
παρακάτω αναλυτικά την δική του κοινωνιολογία.
(ε.1) Η “Γαλλική επιστημολογική σχολή”
Τι είδους λόγο λοιπόν αποτελεί η ‘επιστημολογία’; Με ποιους κλάδους συγγενεύει; Εξετάζει
την εσωτερική εξέλιξη των επιστημών ή τους μετασχηματισμούς τους σε σχέση με το κοινωνικό
και θεωρητικό τους περιβάλλον; Αντιμετωπίζει την επιστήμη ως ‘ενιαία’ ή διακρίνει επιμέρους
κλάδους; Ποιος είναι ο φορέας του λόγου της επιστημολογίας;626
624
Οι επικριτές των μικρο-ιστορικών θεωρούν ότι οι τελευταίοι περιορίζουν την ιστορία σε ένα «ανεκδοτολογικό
ιστοριοδιφισμό», ότι δίνουν μια ρομαντική εικόνα του παρελθόντος, ότι είναι ανίκανοι -εφόσον ασχολούνται με
σταθερές κουλτούρες- να αντιμετωπίσουν τον νεότερο κόσμο, ότι επομένως δεν δύνανται να ασχοληθούν με την
πολιτική… Ωστόσο εφαρμόστηκαν και πρόσφατα πολλές μικρο-ιστορικές προσεγγίσεις στη μελέτη πολιτικών
συγκρούσεων του 20ου αι., και διερευνήθηκαν συγκεκριμένα βιώματα και η καθημερινότητα των εργατικών τάξεων
(Lutz Niethammer κ.ά.).
625
Ο Geertz προτείνει μια ‘ερμηνευτική θεωρία της κουλτούρας’. Ορίζει (1973) ως «πυκνή περιγραφή» (thick
description) την μέθοδο ερμηνείας της κοινωνικής πραγματικότητας μέσα από την εις βάθος κατανόηση των
νοημάτων και σημασιών που αυτή περικλείει. Οι σημασίες σε ένα πολιτισμικό σύστημα βρίσκονται ενσωματωμένες
σε δημόσια προσβάσιμα σύμβολα.
626
Ο J. Losee για παράδειγμα, συνοψίζοντας καταγράφει τουλάχιστον τέσσερις αντιλήψεις αναφορικά με το
αντικείμενο αυτού του κλάδου: σύμφωνα με την πρώτη, στόχος της επιστημολογίας είναι η επεξεργασία των
242
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Η («ιστορική» όπως ονομάστηκε) επιστημολογία στην Γαλλία έχει συνδεθεί κυρίως με τα
ονόματα των G.Bachelard, G.Canguilhem, J.Cavailles, M.Foucault, κ.ά.
Κατά την πρώτη φάση συγκρότησής της η επιστημολογία αποκλείει οτιδήποτε δεν ανήκει
αυστηρά στον ‘αυτόνομο’ χώρο της επιστημονικής επιχειρηματολογίας. Η διάκριση «πλαισίου
ανακάλυψης» (context of discovery) και «πλαισίου θεμελίωσης» (ή «επιβεβαίωσης» context of
justification) παραμένει ισχυρή: η διερεύνηση του πρώτου παραχωρείται στην αρμοδιότητα άλλων
κλάδων όπως είναι της ιστορίας, της κοινωνιολογίας, της οικονομίας ή της ψυχολογίας ‘ για τη
διερεύνηση του δεύτερου η ευθύνη είναι δικής της: αφορά ζητήματα θεμελίωσης, λογικής,
συνοχής, επιχειρηματολογίας, μεθοδολογίας της συγκροτούμενης επιστημονικής θεωρίας. Τα
προβλήματα του δεύτερου πλαισίου θεωρείται πως δεν επηρεάζονται από το πρώτο (συνθήκες
απόκτησης της γνώσης). Η συγκρότηση, δηλαδή κατάρτιση και μόρφωση του υποκειμένου της
επιστημονικής γνώσης, καθώς και η εκπαιδευτική προδιαμόρφωση της εμπειρικής πρόσληψης (το
πώς κανείς “έχει μάθει” να παρατηρεί, να “βλέπει” κλπ.), οι επιπτώσεις της καθημερινής
εξοικείωσης με συγκεκριμένες αντιλήψεις περί πραγματικότητας, η συμβίωση της επιστημονικής
με άλλες ερμηνείες του κόσμου, όλα αυτά δεν αποτελούν θέματα της ‘επιστημολογίας’ στην
συγκεκριμένη φάση διαμόρφωσής της. Οικοδομείται ως κάτι το οποίο αφορά τις μεθόδους, τη
γλώσσα και τα εργαλεία των ίδιων των επιστημόνων, ενώ ταυτόχρονα αυτοπροσδιορίζεται ως
“φιλοσοφικός κλάδος”.
Τη δεκαετία του 1960 ωστόσο το επιστημολογικό σκηνικό αλλάζει. Η συζήτηση
περιστρέφεται τώρα γύρω από νέα ερωτήματα: υπάρχει το “υποκείμενο της γνώσης”; εάν ναι,
πρόκειται για μεμονωμένα άτομα, για κοινότητες, για την ίδια την θεωρία; τι χαρακτηρίζει αυτό το
υποκείμενο, τι εμπόδια πρέπει να ξεπεράσει, ποιες προϋποθέσεις οφείλει να πληρεί; Και έπειτα: το
ερώτημα της ιστορικής εξέλιξης της επιστήμης. Τα νέα αυτά ερωτήματα οδηγούν και σε νέους
ορισμούς της (‘μετα-θετικιστικής’) επιστημολογίας: ιστορία των επιστημών, ψυχολογία της
επιστημονικής γνώσης (ή του υποκειμένου της), γλωσσολογία ή λογική των επιστημονικών όρων,
κοινωνιολογία των επιστημονικών εξελίξεων... Ο συμπαγής και ενιαίος ‘άξονας
επιστημονικότητας’ που επέβαλλε ο θετικισμός έχει διαρραγεί πλέον οριστικά και στο επίκεντρο
βρίσκονται τώρα ερωτήματα που αφορούν το “πώς γίνεται η επιστήμη” (ζητήματα αλλαγής,
διαδικασίες συγκρότησης και ανασυγκρότησης της επιστήμης). Εφόσον πλέον η επιστήμη
θεωρείται (και) ιστορικό φαινόμενο δεν αντιμετωπίζεται ως κάτι κλειστό και αυτόνομο. Μονάδα
ανάλυσης της επιστημολογίας παύει να είναι η μεμονωμένη επιστημονική θεωρία και τη θέση της
παίρνει ένα δίκτυο από θεωρίες, μεθοδολογικές και μεταφυσικές πεποιθήσεις, αξίες και κριτήρια,
δηλαδή μια κοσμοθεωρία ή αλλιώς ένα Παράδειγμα κατά Kuhn.627
Διευρύνοντας το πεδίο αναφοράς της μπορούμε να πούμε πως με τον όρο «επιστημολογία»
εννοούμε μια θεωρία περί της οικοδόμησης της επιστημονικής γνώσης και της σχέσης της με
άλλες μορφές γνώσης. Σύμφωνα με τον Althusser η επιστημολογία είναι η θεωρία των συνθηκών
και των μορφών της επιστημονικής πρακτικής και της ιστορίας της στις διάφορες επιστήμες ‘ οι
συνθήκες εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως αναφέρονται στους υλικούς, κοινωνικούς,
γενικότερων συνεπειών που απορρέουν από τις επιμέρους επιστήμες. Σύμφωνα με μια δεύτερη αντίληψη, ο κλάδος
αυτός έχει ως αντικείμενο τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων της επιστημονικής εργασίας και των προθέσεων των
επιστημόνων. Η τρίτη ορίζει ως αντικείμενο την ανάλυση και διασαφήνιση των εννοιών και θεωριών των επιστημών.
Η τέταρτη αποτελεί μια «κριτηριολογία δεύτερης τάξης»: πρόκειται για την αναγνώριση και θεμελίωση κριτηρίων
διακρισιμότητας μεταξύ ‘επιστημονικής’ και ‘μη επιστημονικής’ διερεύνησης και ερμηνείας του κόσμου, η οποία
γίνεται σε ένα επίπεδο πέραν αυτού των ίδιων των επιστημών. Ποια χαρακτηριστικά διακρίνουν την επιστημονική
από άλλους τύπους έρευνας; Ποιοι όροι πρέπει να πληρούνται και ποιες διαδικασίες να ακολουθούνται ώστε να
διασφαλίζεται η ορθότητα της επιστημονικής εξήγησης; Ποιο είναι το γνωστικό status των επιστημονικών νόμων και
αρχών; (Losee J., Φιλοσοφία της Επιστήμης. Μια ιστορική εισαγωγή, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993).
627
Βλπ. και Β. Κάλφας, “Ριζικές ανακατατάξεις στη σύγχρονη αγγλοσαξονική επιστημολογία: Ο T.S. Kuhn και
η «στροφή» της δεκαετίας 1960-70”, εισαγωγή στο Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, 1981.
243
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
φιλοσοφικούς, ιδεολογικούς, επικοινωνιακούς παράγοντες οι οποίοι καθορίζουν τις διαδικασίες
μέσα στις οποίες παράγονται οι επιστημονικές γνώσεις.628
Η απόσταση μεταξύ αγγλοσαξωνικής και ευρωπαϊκής (ηπειρωτικής) επιστημολογίας μπορεί
να συνοψισθεί και ως εξής: η πρώτη ενδιαφέρεται κυρίως για την εξήγηση της επιστήμης ενώ η
δεύτερη επικεντρώνεται στην κριτική της επιστήμης. Η διάσταση αποτελεί διαφορά ανάμεσα στις
λειτουργίες στο εσωτερικό του επιστημονικού λόγου και στην διερεύνηση των ορίων αυτού του
λόγου.629
(ε.1.1) «επιστημολογικά εμπόδια» και «ρήξεις» στον G. Bachelard
Όπως έχουμε επισημάνει, η ‘φιλοσοφία της επιστήμης’ στην «αναλυτική» της εκδοχή
στηρίζεται σε μια σειρά από προκείμενες: κατά πρώτον, η φιλοσοφία της επιστήμης δεν
επιλαμβάνεται των ‘πραγματικών’ διαδικασιών σκέψης των επιστημόνων. Δεύτερον, ασχολείται
με την ανάλυση των δομών της επιστημονικής σκέψης όπως αυτές εκδηλώνονται στη ‘γλώσσα’
της επιστήμης -και ειδικότερα στις αξιώσεις (assertions) των επιστημόνων που αφορούν τον
φυσικό κόσμο, είτε αυτές προτείνονται ως θεωρητικοί ισχυρισμοί είτε ως αναφορές πειραματικών
ευρημάτων: δηλαδή το ενδιαφέρον των φιλοσόφων εδώ περιορίζεται στην ανάλυση των ‘θεωριών’
(σύνολα ‘αποφάνσεων’, statements), των ‘λογικών συνεπειών’ των θεωριών αυτών, και των
λογικών σχέσεών τους προς τις αναφορές των πειραματικών αποτελεσμάτων. Τρίτον, οι έννοιες
εξετάζονται διαμέσου της ‘λειτουργίας τους στις αποφάνσεις’. Τέταρτον, λογική, σε αυτά τα
πλαίσια, σημαίνει ‘τυπική λογική’: μια πλήρης λογική ανάλυση και ανασυγκρότηση μιας
επιστημονικής θεωρίας θα έπαιρνε τη μορφή μιας τυπικής αξιωματικοποίησής της.
Εφόσον η φιλοσοφία της επιστήμης εκλαμβάνει με τον τρόπο αυτό τα καθήκοντά της,
ανεξαρτητοποιείται και από την ιστορία της επιστήμης και από τις πραγματικές πρακτικές έρευνας
και δημιουργίας και από το ιδιαίτερο περιεχόμενο των επιστημονικών θεωριών. Η εν λόγω
φιλοσοφία της επιστήμης ασχολείται με τις θεωρίες ως γλωσσολογικές δομές, δηλαδή σύνολα
αποφάνσεων που εκφράζοντια με προτάσεις. Οι θεωρίες εξετάζονται ανεξάρτητα τόσο από αυτούς
που τις προτείνουν όσο και από εκείνους που τις χρησιμοποιούν. Η επιστημονική γνώση
καθίσταται έτσι ανεξάρτητη από τους γνώστες της.630
Η φιλοσοφία της επιστήμης του Bachelard διαφέρει από την αναλυτική παράδοση που
εκθέσαμε παραπάνω. Ο Bachelard καταρχήν απορρίπτει τον ισχυρισμό ότι οι φυσικές θεωρίες
είναι ελεύθερες από μεταφυσικές δεσμέυσεις, ενώ παράλληλα αρνείται ότι η ανάλυση της
επιστημονικής σκέψης οφείλει να γίνεται μέσω της ανάλυσης της επιστημονικής γλώσσας. Ο
Bachelard ασχολείται με την επιστημονική σκέψη όχι ως προς την στατική μορφή των
παραγωγικών αλληλοσυνδέσεων μεταξύ προτάσεων που συνιστούν τις επιστμονικές θεωρίες, αλλά
κυρίως ως προς τις δυναμικές διαδικασίες της διόρθωσης, της αναθεώρησης, της απόρριψης και
δημιουργίας νέων θεωριών, δηλαδή την δυναμική των θεωρητικών και πειραματικών πρακτικών
της επιστήμης. Ενδιαφέρει επομένως η γνώση όχι τόσο όπως εκφράζεται στις θεωρίες αλλά όπως
την καταλαβαίνουν οι επιστήμονες. Το γνωρίζον υποκείμενο είναι παρόν στην γνωσιολογία του
Bachelard και πάντοτε ιστορικά τοποθετημένο: προϊόν (τουλάχιστον μερικώς) του πολιτισμού του
αυτό δεν είναι πλέον η καρτεσιανή διάνοια, της οποίας η αμετάβλητη ορθολογική φύση είναι
628
L. Althusser, Στοιχεία αυτοκριτικής, Αθήνα 1983.
Β. Κάλφας, “P.Feyerabend: από την κριτική των μεθοδολογιών στην κριτική της σύγχρονης επιστήμης”,
Δευκαλίων 38 (1985).
630
Η γνωσιολογία της επιστήμης γίνεται «γνωσιολογία χωρίς γνωρίζον υποκείμενο» (K.Popper, Objective
Knowledge: an evolutionary approach, Clarendon Press, Oxford 1972).
629
244
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
άμεσα προφανής στην ίδια. Η ‘φύση’ του υποκειμένου, ο ορθολογικός χαρακτήρας της σκέψης
του, είναι μεταβλητός και αναπτύσσεται ιστορικά.
Είναι αδύνατον επομένως να αναπτύξουμε μια γενική φιλοσοφία της επιστήμης εφαρμόσιμη
σε όλες τις επιστήμες και σε όλες τις περιόδους της ιστορίας τους. Η φιλοσοφία της επιστήμης
είναι συνυφασμένη με την ιστορία της επιστήμης, και επιπρόσθετα κάθε φιλοσοφία της επιστήμης
είναι η ίδια ιστορικά τοποθετημένη. Κάθε απόπειρα κατανόησης της ορθολογικής
αλληλοσύνδεσης θεωρίας και εμπειρίας θα αποτύχει εάν αγνοήσουμε την ιστορική διάσταση των
επιστημονικών θεωριών και επικεντρωθούμε μόνο στη λογική ανάλυση της δικαιολόγησης,
αποκλείοντας την ιστορική επιστημολογική ανάλυση.
Ο Bachelard ειδικότερα έθεσε ως στόχο του να εντοπίσει την διαφορά ανάμεσα στη
φιλοσοφία που αρμόζει στην κλασική νευτώνεια επιστήμη και σε εκείνη που αρμόζει στην
ανάπτυξη της επιστήμης υπό το φως των εξελίξεων με τη θεωρία της σχετικότητας και την
κβαντική μηχανική. Εάν η επιστήμη έχει μια φιλοσοφική συνιστώσα τότε η επιστημονικός
μετασχηματισμός ενδέχεται να απαιτεί μια φιλοσοφική αλλαγή. Οι επαναστατικές αλλαγές στη
φυσική μας υποχρεώνουν να υιοθετήσουμε μια μη-θεμελιωτιστική, μη-καρτεσιανή γνωσιολογία ‘
μας υποχρεώνουν να οργανώσουμε και να δομήσουμε την σκέψη μας με μη-ευκλείδιους τρόπους,
διότι οι νόμοι της εκφράζονται με την βοήθεια νέων μαθηματικών και νέων ορθολογικών μορφών
‘ τέλος οι αλλαγές αυτές μας οδηγούν στο να αναγνωρίσουμε ότι η επιστημονική πρόοδος δεν
προκύπτει επαγωγικά, ότι η επιστημονική μέθοδος είναι μη-βακωνική.
Ο φιλόσοφος σύμφωνα με τον Bachelard πρέπει να είναι έτοιμος να εγκαταλείψει
παραδοσιακές φιλοσοφικές θέσεις, πρέπει να είναι δεκτικός να μάθει από την επιστήμη: «Η
επιστήμη δημιουργεί τη φιλοσοφία. Ο φιλόσοφος οφείλει συνεπώς να τροποποιεί τη γλώσσα του,
ώστε να αποδίδει τον ευέλικτο και ευμετάβλητο χαρακτήρα της σύγχρονης σκέψης».631
Ο Bachelard άσκησε δριμεία κριτική στον θετικισμό. Η ‘φιλοσοφική ερμηνεία’ της
επιστημονικής πρακτικής στην οποία εναντιώθηκε ο Bachelard, στηρίζεται αφενός σε μια
“ρεαλιστική” γνωσιοθεωρία η οποία αντιμετωπίζει την καθημερινή και την επιστημονική γνώση
ως ενιαίο και ομογενές πεδίο (ως “γνώση εν γένει”), αφετέρου στηρίζεται σε μια παραδοσιακή
γραμμική αντίληψη της ιστορίας των επιστημών. Σύμφωνα με τον Bachelard η μη-ευκλείδια
γεωμετρία, η σύγχρονή του μικροφυσική, η θεωρία της σχετικότητας, όλα αυτά αποτελούν
κλάδους ‘χωρίς προηγούμενο’ ‘ οι ριζικές αυτές μεταβολές δηλαδή χαακτηρίζουν μια ‘νέα περίοδο
της επιστημονικής σκέψης’.632
Η πρώτη περίοδος αντιπροσωπεύει την “προ-επιστημονική κατάσταση” (κλασική
αρχαιότητα, αναγέννηση, 16ος και 17ος αιώνας) ‘ η δεύτερη περίοδος, “επιστημονική κατάσταση”,
περιλαμβάνει τα τέλη του 18ου , τον 19ο και την αρχή του 20ο αιώνα ‘ ως τρίτη περίοδο μπορούμε
να θεωρήσουμε την “εποχή του νέου επιστημονικού πνεύματος”, η οποία αρχίζει το έτος 1905 με
την θεωρία σχετικότητας του Einstein. Στο Νέο Επιστημονικό Πνεύμα (1934) ο Bachelard
υποστηρίζει πως οι νέες εξελίξεις στο χώρο των φυσικών επιστημών έθεσαν σε δοκιμασία
“αφελείς” φιλοσοφικές ερμηνείες, κυρίαρχες μέχρι την εποχή εκείνη.633 Η νέα αναγκαία
φιλοσοφία στρέφεται ενάντια στην παραδοσιακή “φιλοσοφία της επιστήμης”: η στροφή αυτή
οδηγεί πλησιέστερα στην πρακτική των επιστημόνων. Ο Bachelard διαπιστώνει πως οι ερμηνείες
τις οποίες δίνουν οι ίδιοι οι επιστήμονες για την δραστηριότητά τους, είναι οι ερμηνείες των
φιλοσόφων: η “φιλοσοφία των επιστημόνων” δεν αποτελεί παρά επανάληψη εκείνης της
631
Bachelard G., Το Νέο Επιστημονικό Πνεύμα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2000, σελ. 3-4.
Ο Bachelard υπήρξε καθηγητής φυσικής και χημείας στο γυμνάσιο μέχρι το 1930 οπότε και διορίζεται
καθηγητής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Dijon.
633
Θα πρέπει «να δώσουμε στην επιστήμη την φιλοσοφία που της αξίζει».
632
245
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
“φιλοσοφίας της επιστήμης” η οποία απέχει πολύ από την πραγματικότητα της παραγωγής
επιστημονικής γνώσης. Επομένως, οι επιστήμονες με άλλη φιλοσοφία εργάζονται, και με άλλη,
διαφορετική ερμηνεύουν την εργασία τους (ή αλλιώς μπορούμε να πούμε πως δεν έχουν
‘φιλοσοφική επίγνωση του τί κάνουν’ και δανείζονται απλοποιημένες ερμηνείες).634
Οι παρατηρήσεις του Bachelard μπορούμε να διαπιστώσουμε πως έχουν ως κεντρικό άξονα
μια “άρνηση”: άρνηση της παραδοσιακής φιλοσοφίας της επιστήμης, άρνηση της ερμηνείας που
δίνουν οι ίδιοι οι επιστήμονες για την εργασία τους, μια άρνηση τέλος η οποία χαρακτηρίζει τους
νέους κλάδους φυσικών επιστημών (μη-ευκλείδια, μη-νευτώνεια κλπ.). Η άρνηση αυτή δεν έχει
αποκλειστικά περιγραφικό αλλά και κανονιστικό χαρακτήρα: αποτελεί συστατικό στοιχείο της
συγκρότησής της, οικοδομείται αρνούμενη, ανατρέποντας κάποιο παρελθόν, και αυτή η ανατροπη
αποτελεί συνθήκη, προϋπόθεση για την θετική διατύπωση μιας νέας θεωρίας. Το γεγονός πως οι
ίδιοι οι επιστήμονες αδυνατούν να αναγνωρίσουν αυτό το στοιχείο της επιστημονικής παραγωγής
δείχνει πως η άρνηση προσκρούει σε «εμπόδια»: αυτά τα εμπόδια έχουν σχέση με την “άμεση”,
“αυθόρμητη”, “φιλοσοφική” αντίληψη που έχουν για το αντικείμενό τους.
Η ανασταλτική επιρροή που ασκεί ο τρόπος με τον οποίο βιώνουν οι επιστήμονες την
πρακτική τους, οι συνέπειες αυτού του βιώματος πάνω στην πράξη, συγκροτούν ένα
«επιστημολογικό εμπόδιο» (“παρεμποδίζουν την άρνηση” επειδή κάτι τέτοιο δεν αντιστοιχεί στην
αντίληψη που έχουν για το τι κάνουν). Επομένως το «επιστημολογικό εμπόδιο» είναι αυτό που
αντιτίθεται στην άρνηση, που συγκαλύπτει το ρήγμα μεταξύ καθημερινής και επιστημονικής
γνώσης, ρήγμα το οποίο αδυνατεί σύμφωνα με τον Bachelard να αναγνωρίσει η παραδοσιακή
“ρεαλιστική” γνωσιοθεωρία.635 Το «επιστημολογικό εμπόδιο» εξασφαλίζει επίσης την
(παραδοσιακή) εμφάνιση της ιστορίας των επιστημών ως ευθύγραμμης συνέχειας. Ο εμπόδιο αυτό
δεν είναι “εξωτερικό”: αποτελεί εμπόδιο της σκέψης στην ίδια την σκέψη, εμποδίζει την
αναδόμηση του επιστημονικού πνεύματος την οποία απαιτεί η επιστημονική εξέλιξη, και
εμφανίζεται ακριβώς όταν επαπειλείται μια τομή, μια ριζική ανατροπή στην εδραιωμένη
επιστημονική θεώρηση.636
Που εντοπίζεται λοιπόν αυτή η «επιστημολογική ρήξη» η οποία συνοδεύει την γνήσια
επιστημονική πράξη και η οποία συστηματικά παρεμποδίζεται από το «επιστημολογικό εμπόδιο»;
Η «ρήξη» χαρακτηρίζει την επιστήμη στην σχέση της με την προηγούμενη δομή της γνώσης, με
τις αντίστοιχες φιλοσοφικές ερμηνείες, την καθημερινή γνώση και με τα βιώματα των
επιστημόνων. Στον βαθμό που η παραγωγή επιστημονικής γνώσης προϋποθέτει μια τέτοια ρήξη με
προηγούμενες γνώσεις και βιώματα, τότε μπορούμε να πούμε πως είναι συστατικό στοιχείο αυτής
της γνώσης: «η εμπειρική σκέψη είναι σαφής μόνο εκ των υστέρων, όταν μπαίνει σε κίνηση ο
μηχανισμός της εξήγησης. Σε αναδρομική σχέση με ένα παρελθόν σφαλμάτων βρίσκει κανείς την
αλήθεια μέσα από μια γνήσια διανοητική μετάνοια. Γνωρίζει κανείς ενάντια σε μια προηγούμενη
γνώση, καταστρέφοντας κακώς θεμελιωμένες γνώσεις και ξεπερνώντας αυτό που μέσα στο ίδιο το
πνεύμα αντιστέκεται στην πνευματική σύλληψη».637
634
Bachelard G., Το Νέο Επιστημονικό Πνεύμα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2000.
«η νέα εμπειρία λέει όχι στην παλαιά εμπειρία [...] Υφίσταται συγκεκριμένα μια ρήξη ανάμεσα στη γνώση των
αισθήσεων και την επιστημονική γνώση» (Bachelard).
636
Βλπ. αναλυτικά σε ελληνική μετάφραση: “G.Bachelard, Η μόρφωση του επιστημονικού πνεύματος. Το
επιστημολογικό εμπόδιο”, (στο: Επιστημολογία. Κείμενα, [επιμ.] Γ.Κουζέλης, β΄ αναθ.έκδ. Νήσος 1997), που είναι η
εισαγωγή και τα δύο πρώτα κεφάλαια του βιβλίου του Bachelard (1938). «Είναι τόσο ηδονικό για την πνευματική
νωθρότητα να είναι εγκλωβισμένη στον εμπειρισμό, να ονομάζει γεγονός ένα γεγονός και να απαγορεύει την αναζήτηση
ενός νόμου!» (Επιστημολογία. Κείμενα, σελ. 326). «κάθε επιστημονική παιδεία πρέπει να αρχίσει [...] με μια διανοητική
και ευαισθησιακή κάθαρση» (ό.π., σελ. 312).
637
G.Bachelard, Η μόρφωση του Επιστημονικού Πνεύματος, 1938.
635
246
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Συνεπώς, η παραγωγή γνώσης βασίζεται πάντοτε σε μια καταστροφή προηγούμενης γνώσης.
Η νέα επιστημολογία χαράσσει αυστηρά όρια απέναντι στον εμπειρισμό (η εμπειρική σκέψη
εμφανίζεται ως τέτοια μόνο έπειτα από την παρέμβαση της εξήγησης, ό,τι θεωρείται ως “εμπειρία”
γίνεται ‘σαφές μόνο εκ των υστέρων’), απέναντι σε κάθε μορφή θετικισμού (ριζική απόρριψη της
αρχής των “εμπειρικών δεδομένων”, σύμφωνα με τα λόγια του Bachelard: «σε κάθε περίπτωση το
άμεσο πρέπει να υποχωρεί μπροστά στο κατασκευασμένο»), απέναντι σε κάθε θεώρηση η οποία
αντιμετωπίζει την καθημερινή “άμεση”, “εμπειρική” γνώση και την επιστημονική ως ενιαίο παδίο,
απέναντι σε άε απεικόνιση της ιστορίας των επιστημών ως ευθύγραμμης συνέχειας.
«Η πρωταρχική εμπειρία, ή ακριβέστερα, η πρώτη παρατήρηση αποτελεί πάντα ένα πρώτο
εμπόδιο για την επιστημονική μόρφωση. Αυτή η πρώτη παρατήρηση παρουσιάζεται πράγματι με μια
αφθονία απο εικόνες. Είναι γραφική, συγκεκριμένη, φυσική, απλή. Αρκεί κανείς να την περιγράψει
και να την θαυμάσει. Και νομίζει ότι ήδη την καταλαβαίνει». Έπομένως λοιπόν το πρώτο εμπόδιο
είναι η εμπειρία που προϋπάρχει (υπεράνω) της κριτικής. Σε άλλο σημείο: «[το νέο επιστημονικό
πνεύμα] πρέπει να οικοδομηθεί, να διαμορφωθεί ενάντια στη φύση, ενάντια σε αυτό που μέσα μας
και έξω από εμάς αποτελεί παρακίνηση και οδηγία της φύσης. [...] Μπορεί μπροστά στη φύση να
μάθει, μόνο εφόσον καθαρίζει τις φυσικές ουσίες και τακτοποιεί οργανωμένα τα ακατάσταστα
φαινόμενα». «[...] ανάμεσα στην παρατήρηση και την εμπειρία δεν υπάρχει συνέχεια αλλά μια ρήξη»,
δηλαδή η εμπειρία δεν παράγεται άμεσα από την παρατήρηση της πραγματικότητας (Bachelard,
1938). Αυτήν ακριβώς την ρήξη συγκαλύπτει το πρώτο γνωστικό εμπόδιο: παρουσιάζει την
εμπειρική γνώση, η οποία προϋποθέτει και συμπεριλαμβάνει την εκ των υστέρων εξήγηση του
παρατηρούμενου φαινομένου, ως αγνή και καθαρή (αδιαμεσολάβητη) αποτύπωση του
αντικειμένου.638
Εάν το πρώτο γνωστικό εμπόδιο αφορά την τάση της σκέψης να θεωρεί την αρχική της σχέση
με την φύση ως άμεση, αδιαμεσολάβητη, το δεύτερο εμπόδιο συνδέεται με την έλλειψη
συνείδησης της πραγματικής πορείας της σκέψης. Ο ασυνείδητος χειρισμός της εμπειρίας ως
άμεσου προϊόντος της παρατήρησης και της δεύτερης ως άμεσης πρόσληψης φυσικών γεγονότων,
αφαιρεί οτιδήποτε παρεμβάλλεται μεταξύ φύσης-εμπειρίας και αποδέχεται έτσι τις άρρητες
επιλογές που έχουν ήδη γίνει στην συστηματοποίηση και οργάνωση της παρατήρησης, στην
διαμόρφωση του πνεύματος που αποκτά την εμπειρία. Η μη συνειδητοποίηση αυτών των
προϋποθέσεων καθάρισης, τακτοποίησης, οργάνωσης (μια καθημερινή πρακτική των
επιστημόνων) αφήνει αυτές τις διαδικασίες να επιδρούν πάνω στον ερευνητή χωρίς να τις
ελέγχει.639
Στον αντίποδα του πρώτου επιστημολογικού εμποδίου βρίσκεται το δεύτερο εμπόδιο της
“γενικής γνώσης”: «η εσφαλμένη διδαχή του γενικού», ο κίνδυνος που έγκειται «στο να ακολουθεί
κανείς γενικεύσεις της πρώτης ματιάς. [...] γενικεύουμε ό,τι πρωτοπροσέχουμε, δηλαδή τη στιγμή που
χρονικά ακολουθεί άμεσα, ενώ κανείς ακόμη δεν πρόσεξε τίποτα». Οι καθολικές (γενικές)
προτάσεις ερμηνείας της φύσης ανακόπτουν την ίδια την εμπειρία: η τάση να αρχίζει η διδαχή των
επιστημών με την διατύπωση γενικών νόμων/ ορισμών («στην αρχή της μηχανικής: “όλα τα
σώματα πέφτουν”», «στην αρχή της βιολογίας: “όλα τα έμβια όντα είναι θνητά”» κλπ.)
παρεμποδίζει σύμφωνα με τον Bachelard την ανάπτυξη της σκέψης, καλλιεργεί μια αντίληψη που
περιορίζει την επιστημονική σκέψη στη συμμόρφωση με έναν λεκτικό ορισμό (εφόσον οι γενικοί
αυτοί νόμοι απλώς ορίζουν λέξεις και όχι πράγματα, μια “κενή γνώση”).
638
Εφόσον το υποκείμενο της παρατήρησης έχει διδαχθεί και εκπαιδευτεί, οι προσλαμβάνουσες οι οποίες έχουν
διαμορφωθεί παρεμβαίνουν ερνημευτικά στην ίδια την παρατήρηση, έτσι αναστέλλεται κάθε “άμεση” πρόσληψη.
639
Η αναπαραγωγή φαινομένων σε συνθήκες εργαστηρίου επιβάλλουν αυτήν την εκαθάριση, επιλογή και
οργάνωση. Επίσης η “αμεσότητα” διαψεύδεται από το απλό γεγονός ότι δεν μπορεί κάποιος να “συλλάβει” ένα
φαινόμενο εάν δεν ξέρει εκ των προτέρων (τουλάχιστον στοιχειωδώς) τι παρατηρεί, εάν δηλαδή δεν το έχει εντάξει σε
ένα οργανωμένο πλαίσιο.
247
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
«[...] απλές γλωσσικές συνήθειες μπορούν να γίνουν εμπόδια στην επιστημονική σκέψη. [...]
εκφράζει κανείς ένα φαινόμενο και πιστεύει ότι έτσι το εξηγεί. Το αναγνωρίζει και νομίζει ότι έτσι το
γνωρίζει». Τα γλωσσικά εμπόδια έχουν ιδιαίτερη σημασία επειδή η γλώσσα συνδέει αναγκαία την
επιστημονική γνώση με την καθημερινή: εκφράσεις που δανείζονται παραστάσεις, ερμηνείες και
αντιστοιχίες που ισχύουν στον καθημερινό λόγο, μεταφορικές ή μη ακριβολόγες εκφράσεις ,
διδακτικές απλουστεύσεις ή περιγραφικές εξηγήσεις, όλα αυτά επιτείνουν τα προβλήματα
ωθώντας σε ‘αυτονόητες’ ερμηνείες ή ‘προφανείς’ αναλογίες.
Τα παραπάνω αφορούν λοιπόν την “καθημερινή γνώση” (αφελής αμεσότητα, τάση για
απλουστευτικές γενικεύσεις, αντικατοπτρισμοί των γλωσσικών εκφράσεων). Εμπόδιο επίσης
αποτελεί η ενιαία και πραγματιστική γνώση: «για το προ-επιστημονικό πνεύμα η ενότητα αποτελεί
μια μόνιμα επιδιωκόμενη και μόνιμα υλοποιημένη αρχή. Γι’αυτό δεν χρειάζεται κανείς παρά ένα
κεφαλαίο γράμμα. Οι πιο διαφορετικές φυσικές διαδικασίες μετατρέπονται με αυτόν τον τρόπο σε
διαφορετικές εκφράσεις της μιας και ταυτόσημης Φύσης. Δεν μπορεί κανείς έτσι να συλλάβει ότι η
εμπειρία είναι αντιφατική ή ότι, ακόμη περισσότερο, κατατεμαχίζεται σε διαφορετικούς τομείς. Ό,τι
αληθεύει σε μεγάλη κλίμακα πρέπει να αληθεύει και σε μικρή, και αντίστροφα. Με τον παραμικρό
δυϊσμό υποψιάζεται κανείς ένα σφάλμα. Αυτή η ανάγκη για ενότητα θέτει μια πληθώρα ψευδών
προβλημάτων». Άλλο γνωστικό εμπόδιο αποτελεί «ο συντελεστής πραγματικότητας, τον οποίο το
προ-επιστημονικό πνεύμα αποδίδει σε καθετί φυσικό. Σε αυτόν ενυπάρχει μια αξιολόγηση που δεν
συζητείται και που χρησιμοποίείται διαρκώς στην καθημερινή ζωή [...]» (ένας δανεισμένος από την
καθημερινότητα “ρεαλισμός”). Πλησίον αυτού του “ρεαλισμού” της “άμεσης” βιωμένης
εμπειρίας, βρίσκεται το εμπόδιο της επιμονής στην “ουσία” του αντικειμένου: στο ‘ίδιο το
πράγμα’ αποδίδονται διαφορετικές ιδιότητες που υποτίθεται ότι αντιστοιχούν στην αφανή, εάν όχι
“κρυφή” “ουσία” του. Και εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα εμπόδιο που καλλιεργείται από τη
γλώσσα: τα ουσιαστικά δίνουν ακριβώς την δυνατότητα να συνοψισθούν και να λάβουν όνομα
διαφορετικές ιδιότητες και χαρακτηριστικά, που παρά τις διαφορές τους μπορούν έτσι να
ανάγονται στην ‘ταυτότητα της υποκείμενης ουσίας’.
Ο Bachelard εντοπίζει στς μελέτες του και άλλα επιστημολογικά εμπόδια: ένα από είναι ο
“ανιμισμός” τον οποίο συνδέει επίσης με έναν ‘αφελή’ ρεαλισμό. Ένα άλλο εμπόδιο συνδέεται με
την libido και την θέληση για εξουσία: αυτά δυσχεραίνουν την αναγνώριση λαθών ή την ανάγκη
για αναπροσαρμογή. Άλλο εμπόδιο είναι εκείνο της “ποσοτικής γνώσης”: με αυτό ο Bachelard
υπογραμμίζει τον κίνδυνο που ενυπάρχει στην αυτοεπιβεβαίωση της επιστημονικότητας με βάση
ποσοτικά χαρακτηριστικά.640
Σύμφωνα με τον Bachelard ο “εφαρμοσμένος ορθολογισμός” και ο “τεχνικός υλισμός” τα
οποία χαρακτηρίζουν την πραγματική φιλοσοφία της επιστημονικής πρακτικής, αντιστοιχούν σε
μια «διαλεκτική Λόγου και τεχνικής». Αυτή ανατρέπει τα παραδοσιακά ζεύγη αντιθέτων τα οποία
640
Είναι προφανείςς οι παιδαγωγικές επιπτώσεις αυτής της επιστημολογίας: ο Bachelard πρότεινε την κατάρτιση
μιας ιστορίας των επιστημών η οποία θα έχει ως ρητό στόχο ακιβώς την παιδαγωγική αντιμετώπιση της λανθασμένης
απεικόνισης της πορείας της επιστημονικής σκέψης. Οι παρεμβολές των διδακτικών εγχειριδίων στη διαδικασία
οργάνωσης της παρατήρησης της φύσης, η συνεισφορά της εκπαίδευσης στην ενίσχυση του πρώτου γνωστικού
εμποδίου (της “πρώτης εμπειρίας”) και η μη συνειδητοποίηση από το σχολικό θεσμού αυτής του της λειτουργίας, η
παρεμβολή του εμποδίου της γενίκευσης νόμων και αρχών, η μόρφωση του επιστημονικού πνεύματος με εργαλείο την
καθημερινή γλώσσα, η συμμετοχή του σχολείου στην καλλιέργεια αντιλήψεων περί ενιαίας γνώσης, όλα αυτά
αποτελούν εμπόδια. Όπως έγραφε ο Bachelard το ζήτημα για τον νέο που εισέρχεται στο μάθημα της φυσικής «δεν
είναι να αποκτήσει μια μόρφωση προσανατολισμένη στην εμπειρία, αλλά να την αλλάξει, να βγάλει από τη μέση τα
εμπόδια που η καθημερινή ζωή έχει ήδη συσσωρεύσει». Δεν μιλάμε επομένως για μια παιδαγωγική λογική (βημάτων)
‘βελτίωσης’, παρά ξεκάθαρα για ‘αλλαγή’ των ‘πρώτων γνώσεων’ των μαθητών, αλλαγή η οποία αντιστοιχεί όπως
φαίνεται στην λογική μιας ριζικής ‘αντικατάστασης’. (βλπ. σχετικά: Κουζέλης Γερ., Από τον Βιωματικό στον
Επιστημονικό Κόσμο, Κριτική, Αθήνα 1991).
248
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
κυριαρχούσαν παλαιότερα: οι έννοιες και τα πράγματα, υποκείμενο και αντικείμενο της γνώσης,
θεωρία και τεχνικά εργαλεία, θεωρία και παρατήρηση, νόμος και πείραμα, όλα αυτά δεν
διαχωρίζονται στεγανά, δεν ανήκουν δηλαδή σε διαφορετικούς κόσμους. Ένα όργανο, για
παράδειγμα, αποτελεί πραγμοποιημένη θεωρία: «ένα όργανο, ένα εργαλείο είναι στις σύγχρονες
φυσικές επιστήμες ένα θεώρημα που έγινε πράγμα». Η θεωρία έχει υλικό δεσμό με την εμπειρία,
αποκαθαρμένη από αυταπάτες αμεσότητας ‘ το υποκείμενο και το αντικείμενο παράγονται στην
ίδια κοινή διαδικασία, στην οποία πράγονται οι έννοιες και το υλικό της επιστήμης. Ο όρος
«παραγωγή» εν προκειμένω έχει ιδιαίτερη σημασία: τα πάντα, λίγο ή πολύ, στην επιστήμη είναι
μια διαρκής παραγωγή γνώσης, παραγωγή η οποία ήδη στην συγκρότησή της εμπεριέχει την
ανασκευή προηγούμενων γνώσεων, λανθασμένων απόψεων.
Η «ψυχανάλυση της αντικειμενικής γνώσης» του Bachelard θέτει στο κέντρο της έρευνάς
της την “ψυχολογία της πλάνης”: στόχος να απελευθερωθεί η επιστήμη από τις πλάνες όπου
οδηγείται λόγω των επιστημολογικών εμποδίων και να εντοπιστούν οι μηχανισμοί και τα
συμπτώματα αυτής της “παθολογίας”. Η πορεία της επιστημονικής σκέψης ομοιάζει με μια
ακολουθία “διορθωμένων λαθών”. Η μετάβαση από τον προεπιστημονικό κόσμο των ιδεών στον
επιστημονικό κόσμο προϋποθέτει την ρήξη με ολόκληρο το πλαίσιο αναφοράς των
προεπιστημονικών εννοιών και την κατασκευή ενός νέου.641
Η επιστήμη ‘παράγει’ τις έννοιες και το υλικό της κατά την διαδικασία παραγωγής του
πλαισίου της. Το πλαίσιο αυτό αναφοράς της επιστήμης αντιστοιχεί σε αυτό που ονομάζουμε
“προβληματική”: ένα οριοθετημένο και εσωτερικά οργανωμένο δίκτυο το οποίο προσδιορίζει την
συνοχή και την σύνδεση των εννοιών που το συγκροτούν. Με την ανακατασκευή του πλαισίου,
κατά το περάσμα από το ένα στο άλλο, ενώ οι λέξεις μπορεί να παραμένουν οι ίδιες, η σημασία
των εννοιώ αλλάζει ‘ μεταβάλλονται οι μεταξύ τους σχέσεις που τις προσδιορίζουν, όπως
αλλάζουν και τα θεωρητικά αντικείμενα στα οποία αντιστοιχούν οι έννοιες με τη νέα διάταξη του
δικτύου.642 Το αποτέλεσμα είναι πως τα πεδία αναφοράς, τα εννοιολογικά δίκτυα, οι
προβληματικές δεν είναι καν άμεσα συγκρίσιμες: αυτό αποτελεί τη θέση περί “ασυμβατότητας”
των επιστημονικών πλαισίων που κατασκευάζονται με την ανασκευή άλλων.643
Όπως γίνεται ήδη φανερό, οι αντιλήψεις των Bachelard και Kuhn είναι συγκρίσιμες (έως και
παραπλήσιες) εάν επικεντρώσουμε την προσοχή μας στη διαμάχη και των δύο με τον “αφελή
641
Βλπ. στο: Επιστημολογία. Κείμενα, [επιμ.] Γ.Κουζέλης, β΄ αναθ.έκδ. Νήσος 1997. «ό,τι αμεσότερο υπάρχει
στην πρώτη εμπειρία είμαστε εμείς οι ίδιοι, τα κρυφά μας πάθη και οι ασυνείδητες επιθυμίες μας [...]». Επικεντρώνοντας
στον «ψυχολογικά συγκεκριμένο χαρακτήρα της αλχημείας», ο Bachelard επιδιώκει να κάνει να φανούν «οι
συναισθηματικές βάσεις και ο καθαρά υποκειμενικός δυναμισμός» (Επιστημολογία. Κείμενα, σελ. 344). Το «κέντρο
αντίστασης» έγραφε «φαίνεται να είναι καλύτερα κρυμμένο απ’οσο φαντάζεται ο απλοϊκός ορθολογισμός. Η αλχημεία
πρέπει να έχει τις βαθύτερες αιτίες της στο ασυνείδητο» (ό.π., σελ. 346). «πριν την κρίνουμε από μια αντικειμενική
σκοπιά, δηλαδή ως προς τα πειραματικά αποτελέσματά της, πρέπει να την κρίνουμε από μια υποκειμενική σκοπιά,
δηλαδή ως προς τις ηθικές της συνέπειες. [...] πάνω από μια υλιστική ερμηνεία της αλχημείας πρέπει να τεθεί μια
αναγωγική ψυχανάλυση του αλχημιστή» (ό.π., σελ. 350). «κάθε αξιολόγηση στο πεδίο της αντικειμενικής γνώσης οφείλει
να οδηγεί σε μια ψυχανάλυση». Ο χαρακτήρας αυτής της αξιολόγησης συνίσταται τελικώς στην «παθιασμένη
προσχώρηση σε αρχικές ιδέες που δεν βρίσκουν στον αντικειμενικό κόσμο τείποτε περισσότερο από προσχήματα» (ό.π.,
σελ. 353-354).
642
Η ανακατασκευή παίρνει τη μορφή μιας “κοπερνίκειας στροφής”: από το ένα μοντέλο κίνησης και
αλληλεξάρτησης περνάμε στο άλλο, οι θέσεις και οι σχέσεις αναδιατάσσονται, το κέντρο μεταβάλλεται ενώ και στα
σώματα αποδίδονται διαφορετικές λειτουργίες.
643
Εάν ο ορισμός του αντικειμένου της επιστήμης είναι εσωτερικός, τότε πρέπει να δεχτούμε ότι ο ορισμός
αυτός εξαρτάται από το εν λόγω ‘πλαίσιο αναφοράς’ ‘ οι επιστημονικές θεωρίες σύμφωνα με αυτή την παραδοχή
αποτελούν συστήματα που αυτο-προσδιορίζονται, ορίζοντας πάντα από την αρχή το αντικείμενό τους, είναι θεωρίες
που αναγκαία “δεν έχουν προηγούμενο”.
249
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
644
εμπειρισμό” και τον θετικισμό: ριζική κριτική στη λογική της “επαλήθευσης”, στο επαγωγικό
μοντέλο, στον διαχωρισμό θεωρίας και παρατήρησης ‘ απόρριψη των αυτονόητων παραδοχών για
τον φορέα της επιστημονικής δραστηριότητας, τη διάκριση επιστημονικής και μη επιστημονικής
σκέψης, επανεκτίμηση του ρόλου της γλώσσας ‘ απόρριψη της εικόνας μιας συνεχούς προόδου και
συσώρευσης αληθούς γνώσης ‘ ανάδειξη της ιστορικότητας της επιστημονικής σκέψης ‘
επικέντρωση στα ζητήματα μεταβολής των θεωριών. Ενώ πάντως ο Kuhn παραχωρεί μια
σημαντική κοινωνιολογική διάσταση στο Παράδειγμα και επικεντρώνει στην αλλαγή των
Παραδειγμάτων, ο Bachelard συγκεντρώνει την προσοχή του στην “ψυχαναλυτική” διάσταση της
‘χειραφέτησης’ (‘θεραπείας’) της επιστημονικής σκέψης από τα γνωστικά εμπόδια.645
Συνοψίζοντας μπορούμε να καταγράψουμε τρεις κεντρικές διαστάσεις στο έργο του
Bachelard: η πρώτη αφορά την έννοια του “επιστημολογικού εμποδίου”. Η “επιστημονική
πρόοδος” δεν αποτελεί παρά έναν συνεχή αγώνα άρσης των εμποδίων, μια επαναλαμβανόμενη
ρήξη. Η δεύτερη διάσταση αφορά την διαλεκτική που χαρακτηρίζει την “αναδρομική” σχέση την
οποία εγκαθιστά η επιστημολογία μεταξύ σύγχρονης ιστορίας και προϊστορίας της επιστήμης: «την
ίδια στιγμή που η σημερινή επιστήμη θεμελιώνει, και μάλιστα ποτέ για πάντα αλλά κάθε φορά εκ
νέου, ταυτόχρονα καταστρέφει, και μάλιστα για πάντα». Η επιστημολογία του Bachelard γενικώς
αποσπάται από όλες τις προηγούμενες φιλοσοφίες της επιστήμης και θεωρίες για την γνώση: η
επιστήμη γι’αυτόν είναι μια εργασία, είναι στην ουσία της παραγωγή. Η τρίτη διάσταση του έργου
του συνδέεται με μια σταθερά ορθολογική αντιμετώπιση της επιστήμης: επιμονή στην διαρκή
σύγκρουση “αλήθειας” και “ανορθολογισμών”, αυστηρή οριοθέτηση της επιστημολογικής οπτικής
απέναντι σε μια κοινωνιολογικής υφής οπτική των “εξωτερικών παραγόντων”: έχουμε εδώ έναν
περιορισμό στην εσωτερική διαδικασία παραγωγής της επιστήμης και αποκλεισμό των
μεταβάσεων στο πεδίο της κοινωνικής αναπαραγωγής. «Κατά τον Bachelard οι μορφές αυτής της
εσωτερικής διαδικασίας καθορίζονται από τη νόρμα που θεσπίζει η αλήθεια των επιστημονικών
γνώσεων: όσο είναι μια διαδικασία παραγωγής γνώσεων, αυτή η διαδικασία [...] όντως υπόκειται
στη νόρμα της αλήθειας [...] από την άλλη πλευρά αυτή η εσωτερική διαδικασία, εγγενώς
κανονιστική, εντάσσεται στη συνολική διαδικασία της κοινωνικής πρακτικής. [...] είναι πράγματι
αδύνατο να επιτευχθεί η γένεση επιστημονικών εννοιών στη βάση όσων είναι γνωστοί ως
κοινωνικοί, οικονομικοί ή ψυχολογικοί (ή ακόμη και βιολογικοί) “όροι” της επιστημονικής
πρακτικής».646
644
Σύγκριση μεταξύ Kuhn και Bachelard γίνεται στο Lecourt D., “Μαρξισμός και επιστημολογία” (Paris 1973),
στο περιοδ. Ο Πολίτης 66, 1984: όπως γράφει ο Lecourt, δεν υπάρχει «ταύτιση» αλλά ούτε και σύγκλιση: η κύρια
τάση της μπασελαριανής παράδοσης είναι «υλιστική» (οι τάσεις που ακολουθούν τον Popper και παραλλαγές του,
είναι «ιδεαλιστικές»).
Οι επιθέσεις ενάντια στον Althusser («ιστορικός υλισμός») την δεκαετία του ’60 (κατηγορίες για
“επιστημονισμό”, “δογματισμό”, «ρεβιζιονισμό», «θεωρητικισμό» κλπ.) είχαν ως κύριο στόχο την έννοια της
«επιστημολογικής τομής», έννοια την οποία ο Althusser είχε δανειστεί από τα γραπτά του Bachelard. Ο Bachelard
ήθελε με τον όρο αυτό να τονίσει στους ιστορικούς υποστηρικτές της «συνέχειας» ότι μια επιστήμη εδραιώνεται
μόνον όταν αποτέμνεται και αποχωρίζεται από το ίδιο το παρελθόν της ‘ για τον λόγο αυτό, το αντικείμενο μιας
επιστήμης δεν είναι άμεσο δεδομένο και δεν προϋπάρχει της διαδικασίας παραγωγής του. Το επιστημολογικό έργο
του Bachelard ήταν η μελέτη των συγκεκριμένων τρόπων με τους οποίους πραγματώνεται η διαδικασία παραγωγής
των επιστημονικών αληθειών μέσα στην πραγματική ιστορία των επιστημών.
645
Μπορούμε να παρατηρήσουμε εδώ πως στον Bachelard, παρά τον ρητό αντιθετικισμό του, παραμένει μια
έννοια “προόδου” η οποία επιβάλλεται ασταμάτητα ενάντια σε ένα πλήθος σφαλμάτων...
646
Lecourt D., “Μαρξισμός και επιστημολογία”, στο περιοδ. Ο Πολίτης 66, 1984, σελ. 41. Ο Bachelard στο
κείμενό του “Η ορθολογική δραστηριότητα της σύγχρονης φυσικής” εισάγει την έννοια της «επιστημολογικής αξίας»:
η ιστοεία των επιστημών δείχνει την ανάδυση και μόνιμη αναδιοργάνωση «επιστημολογικών αξιών» ‘ η πρακτική
μαλιστα της επιστήμης μπορεί να είναι ο χώρος όπου οικοδομούνται οι περισσότερο εδραιωμένες ορθολογικές αξίες.
«Στην πορεία των επιστημών οι ορθολογικές εξίες επιβάλλουν τον εαυτό τους [...] ιστορικά. Η ιστορία των επιστημών
250
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Η αλήθεια μιας «επιστημονικής αλήθειας» «επιβάλλει τον εαυτό της» αφ’εαυτής: 647 εδώ ο
Bachelard διατυπώνει τη θέση για την αντικειμενικότητα της επιστημονικής γνώσης ‘ δεν
αναζητά να την ‘θεμελιώσει’, να ‘εγγυηθεί’ αυτή την αντικειμενικότητα, δεν θετει στη γνώση την
ερώτηση της εγκυρότητας των ισχυρισμών της. Αυτή η θέση, σύμφωνα με τον Lecourt είναι μια
«υλιστική» θέση. Από τη στιγμή που έχει αποκυρήξει το φιλοσοφικό ιδεαλιστικό ερώτημα περί
της ‘εγγύησης’ της αντικειμενικότητας των επιστημονικών γνώσεων (και έχοντας επομένως
παραιτηθεί από την αναζήτηση των “αιτίων” της επιστημονικής παραγωγής σε κάποιο υποκείμενο,
ατομικό ή συλλογικό) ο Bachelard αποδεικνύει πως είναι αναγκαίο να ξεκινάμε από την
εσωτερική διαδικασία ως προς την οποία οι επιστήμονες είναι μόνο «φορείς»: ως «φορείς» αυτής
είναι υποχρεωμένοι να υποτάσσονται στις νόρμες της διαδικασίας (αν το αρνηθούν θέτουν τους
εαυτούς τους εκτός επιστήμης). Εντούτοις οι επιστήμονες είναι επίσης «υποκείμενα» ιδεολογίας:
έχουν συνείδηση, επιθυμίες, φιλοδοξίες, πολιτικές, θρησκευτικές και ηθικές πεποιθήσεις κλπ..
Οφείλουν λοιπόν να κάνουν μια «ορθολογική προσπάθεια», και αυτή είναι ολόκληρη η διαδικασία
διαμόρφωσης του επιστημονικού νου: η προσπάθεια αυτή απειτεί από το επιστημονικό υποκείμενο
(μεχρι σημείου υπαρξιακού διχασμού) να προχωρήσει σε ρήξη με τα “αυθόρμητα” συμφέροντα
της ζωής.648
(ε.1.2) η ιστορία των επιστημών στο έργο του Bachelard (G.Canguilhem)
Στην κεντρική του διατριβή («Δοκίμιο για την προσεγγιστική γνώση») ο Bachelard επιχειρεί
να εκθέσει «πώς οι έννοιες της πραγματικότητας και της αλήθειας οφείλουν να αποκτήσουν ένα νέο
νόημα σε μια φιλοσοφία του ανακριβούς». Στην συμπληρωματική του διατριβή («Μελέτη της
εξέλιξης ενός προβλήματος της φυσικής: η θερμική διάδοση στα στερεά») ήταν μια μελέτη της
ιστορίας των επιστημών σε κατεύθυνση καινούρια σε σχέση με τα δεδομένα της εποχής. Σύμφωνα
με την εκτίμηση του Canguilhem αυτά τα δύο κείμενα θα οδηγήσουν τον Bachelard «στην
λαμπρή διατύπωση της συμμαχίας ανάμεσα στην ιστορία των επιστημών και τη φιλοσοφία των
επιστημών».649
Στα πρώτα κείμενα, ο Bachelard προσπαθεί να δείξει ότι η ιστορική διαδοχή των
επιστημονικών προβλημάτων δεν είναι διατεταγμένη σύμφωνα με μια αυξανόμενη πριπολοκότητα:
το ‘αρχικό’ φαινόμενο μιας έρευνας δεν είναι φαινόμενο “στοιχειωδώς απλό”, «είναι η ευρεθείσα
λύση της οποίας η σαφήνεια αντανακλάται στα δεδομένα» και τείνει να παραγνωρίζει το γεγονός ότι
«το πρόβλημα ήταν για καιρό συσκοτισμένο από σοβαρά και επίμονα λάθη».650
Από την ιστορία της επιστήμης, όπως το διατυπώνει ο Canguilhem, στην οποία απευθύνουμε
φιλοσοφικά ερωτήματα, δηλαδή ερωτήματα σχετικά με την διαμόρφωση, την αναδιαμόρφωση και
την τυποποίηση (formalisation) των εννοιών, απορρέει μια φιλοσοφία της επιστήμης. Που θα
καθοδηγείται από ένα είδος αυτόνομης αναγκαιότητας. Η φιλοσοφία των επιστημών θα πρέπει συστηματικά να αναλάβει
ως έργο της τον προσδιορισμό και την ιεραρχική ταξινόμηση των επιστημολογικών αξιών».
647
Όπως το θέτει σε σπινοζικούς όρους ο Lecourt: “veritas norma sui”, η αλήθεια είναι μέτρο του εαυτού της.
648
Η ρήξη αυτή δεν είναι τελικώς ποτέ οριστικά εξασφαλισμένη, καθώς το υποκείμενο (έστω και εάν πρόκειται
για τον κλασικό μονομανή σοφό) δεν καταφέρνει ποτέ να είναι ένας «αμιγής» φορέας της επιστημονικής πρακτικής.
Στην πορεία αυτή ο επιστήμονας επομένως συναντά συνεχώς (αποκρυσταλλωμένα και συστηματοποιημένα μέσα στη
φιλοσοφία του) «εμπόδια».
649
Βλπ. G.Canguilhem: “Η ιστορία των επιστημών στο επιστημολογικό έργο του G.Bachelard” (1963), στο:
Επιστημολογία. Κείμενα, [επιμ.] Γ.Κουζέλης, β΄ αναθ.έκδ. Νήσος 1997, σελ. 358.
650
G.Bachelard: “Η ιστορία των επιστημών στην εκπαίδευση” (δημοσίευση του Enseignement Scientifique, no 2,
1933. Παρατίθεται από τον Canguilhem).
251
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
πρέπει να αναζητήσουμε τη ρίζα των λαθών και την αιτία αυτής της εμμονής στα λάθη που
συσκοτίζει τα προβλήματα; Ο Bachelard θα υποδείξει πως αυτή η ρίζα πρέπει να αναζητηθεί στην
ίδια την γνώση και όχι έξω από αυτή. Εκείνο που οφείλει το επιστημονικό πνεύμα να υπερβεί,
δημιουργεί εμπόδια στο ίδιο το πνεύμα ‘ είναι κυριολεκτικά ένα «ένστικτο αυτο-συντήρησης της
σκέψης», μια δεδομένη προτίμηση για τις απαντήσεις μάλλον παρά για τα ερωτήματα. Η ύπαρξη
των επιστημολογικών εμποδίων καθιστά εν τέλει διαφορετικές τις δραστηριότητες του
επιστημολόγου και του ιστορικού των επιστημών: ο επιστημολόγος οφείλει να χαράξει εκ νέου την
εξέλιξη της επιστημονικής σκέψης, και για να το κάνει αυτό πρέπει να επιλέξει μεταξύ των
ντοκουμέντων που έχει συγκεντρώσει ο ιστορικός και να τα κρίνει. Ο ιστορικός των επιστημών
οφείλει, λέει ο Bachelard, «να θεωρήσει τις ιδέες ως γεγονότα. Ο επιστημολόγος οφείλει να
θεωρήσει τα γεγονότα ως ιδέες καταχωρίζοντάς τα σε ένα σύστημα σκέψεων». Ο ιστορικός και ο
επιστημολόγος έχουν κοινή την επιστημονική παιδεία του σήμερα, εντούτοις εντάσσοντάς την
διαφορετικά στις οπτικές τους της προσδίδουν μια διαφορετική ιστορική λειτουργία: ο ιστορικός
ενεργεί ξεκινώντας από τις ρίζες και πηγαίνοντας προς το παρόν, έτσι ώστε η επιστήμη του
σήμερα να έχει πάντοτε σε κάποιο βαθμό αναγγελθεί στο παρελθόν. Ο επιστημολόγος ξεκινάει
από το σήμερα πηγαίνοντας στις αρχές, με αποτέλεσμα μόνο ένα μέρος αυτού που θεωρούνταν
εχθές επιστήμη να γίνεται σε κάποιο βαθμό αποδεκτό από το παρόν. Έτσι την ίδια στιγμή που
θεμελιώνει –ποτέ, εννοείται, για πάντα αλλά διαρκώς εκ νέου-, η επιστήμη του σήμερα
καταστρέφει επίσης, και μάλιστα οριστικά.651 Εν ολίγοις, συμπεραίνει ο Canguilhem, όσο η
φιλοσοφία δεν προσέφερε στην ιστορία των επιστημών αυτή την έννοια κλειδί του
‘επιστημολογικού εμποδίου’, η επιστημολογία κινδύνευε να είναι θύμα μιας ιστορίας των
επιστημών υπερβολικά αφελούς «η οποία δεν αποκαθιστά σχεδόν ποτέ τις ασάφειες της σκέψης»
και μας κάνει «να εκλαμβάνουμε για φως κάθε ημίφως του παρελθόντος» (Bachelard).
Για τον Bachelard η ιστορία των επιστημών είναι μια «Σχολή», είναι «το λιγότερο, ένα
πλέγμα υπόρρητων κρίσεων για την αξία των ιδεών και των επιστημονικών ανακαλύψεων». Η
ιστορία των επιστημών αποτελεί την «πιο αναπόδραστη από όλες τις ιστορίες... Η ιστορία των
επιστημών είναι η ιστορία των ηττών του ανορθολογισμού».652
Ο Michel Serres απέδωσε με τον εξής τρόπο τον ρόλο και την σημασία που απέδιδε η
επιστημολογία του Bachelard στην ιστορία των επιστημών: Μια επιστήμη που κατέκτησε την
ωριμότητα είναι μια επιστήμη που ολοκλήρωσε τη διάσταση ανάμεσα στην αρχαϊκή και την
τωρινή της διάσταση. Έτσι οριζόμενη, η ιστορία των επιστημών θα μπορούσε να αναχθεί στην
εξερεύνηση του μεσοδιαστήματος που χωρίζει τις επιστήμες από το ακριβές σημείο της ανάδρομης
ρήξης, σε ό,τι αφορά τη γενετική εξήγηση. Το σημείο αυτό είναι εύκολα προσδιορίσιμο από τη
στιγμή που η χρησιμοποιούμενη σε αυτό το μεσοδιάστημα γλώσσα καθιστά ακατανόητα τα
προηγούμενα εγχειρήματα. Ό,τι βρίσκεται πέρα από το σημείο αυτό δεν είναι παρά αρχαιολογία.653
(ε.1.3) Μη-Ευκλείδεια
(G.Bachelard)
Μαθηματικά
-
Μη-Νευτώνεια
Μηχανική
651
G.Canguilhem: “Η ιστορία των επιστημών στο επιστημολογικό έργο του G.Bachelard”, στο: Επιστημολογία.
Κείμενα, [επιμ.] Γ.Κουζέλης, β΄ αναθ.έκδ. Νήσος 1997, σελ. 363.
652
Επιπροσθέτως: όπως παρατηρεί ο Canguilhem, ο ιστορικός των επιστημών δεν πρέπει να γίνεται θύμα της
σύγχυσης ανάμεσα στην συνέχεια του ιστορικού λόγου και την συνέχεια της ιστορίας.
653
M.Serres: “Geometrie de la folie”, Mercure de France, 1962 (αφορά το Historie de la folie του M.Foucault)
(παρατίθεται από τον Canguilhem).
252
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Ο Bachelard όπως έχουμε δει δεν θεωρεί τις επιστημονικές θεωρίες ‘ελεύθερες’ από
φιλοσοφικές και μεταφυσικές δεσμεύσεις, εντούτοις είναι η επιστήμη εκείνη η οποία «στην
πραγματικότητα δημιουργεί φιλοσοφία».654 Η σύγχρονη φιλοσοφία, έγραφε ο Bachelard «πρέπει να
τροποποιήσει τη γλώσσα της εάν πρόκειται να εκφράσει το πνεύμα και τις τάσεις της σύγχρονης
επιστήμης».
Στην σύγχρονη επιστήμη παρατηρούμε λοιπόν μια μετατόπιση, ένα «είδος πολεμικής
γενίκευσης», από το «βασίλειο του “γιατί” στο βασίλειο του “γιατί όχι”», μη-ευκλείδειες
γεωμετρίες, μη-αρχιμήδειες μετρικές, μη-νευτώνεια μηχανική (Einstein), μη-μαξγουελιανή
φυσική (Bohr), μη αντιμεταθετική (ή μη-πυθαγόρεια) αριθμητική… Αυτές οι αρνήσεις δεν
αποτελούν απλές αντιστροφές ‘ η κατανόηση δεν γίνεται με τους όρους των παλαιών πλαισίων,
ούτε έχουμε απλή αντίθεση. Αυτό που συμβαίνει είναι μια «επέκταση» της γνώσης. Για
παράδειγμα, «η μη-ευκλείδεια γεωμετρία ρίχνει ένα αποκαλυπτικό φως στους περιορισμούς της
προκατόχου της».
Για δύο χιλιάδες χρόνια η γεωμετρική σκέψη θεωρούνταν μια καθαρή αφηρημένη
μαθηματική θεωρία η οποία από τη μια περιγράφει τον φυσικό χώρο, ενώ από την άλλη
θεμελιώνεται σε a priori αλήθειες των οποίων την γνώση την αποκτούμε δια μέσου της
“γεωμετρικής ενόρασης”.
Η μετατόπιση σε μη-ευκλείδειες γεωμετρίες κατανοείται από τον Bachelard ως εξής:
κατ’αρχήν «ο ρόλος που παίζει ένα αντικείμενο είναι πιο σημαντικός από την φύση του». Στα
μαθηματικά δηλαδή διαπιστώνουμε μια μετακίνηση, από την σκέψη που θεωρεί τα αντικείμενα
“πρωταρχικά”, σε μια σκέψη που αναδεικνύει τις δομές και τις σχέσεις. Τα γεωμετρικά
αντικείμενα (οι ευθείες κ.ο.κ.) δεν ορίζονται πλέον με άμεσους ορισμούς ‘ αυτό που πρέπει να
κατανοήσουμε γράφει, είναι «όχι η ουσιαστική και απόλυτη φύση των ευθειών αλλά ο ρόλος που
παίζουν στα λογικά επιχειρήματα». Μεταβαίνουμε επομένως από μια ποσοτική επιστήμη των
μεγεθών, σε μια επιστήμη των δομών, των μετασχηματισμών, των αναλλοίωτων (το «πώς
μετασχηματίζεται» κάτι εξηγεί και το «τι είναι»).
Κατά δεύτερον, η “ενόραση” δεν μπορεί να αποτελεί βάση για αντικειμενική γνώση. Οι μηευκλείδειες γεωμετρίες δείχνουν ότι το ευκλείδειο οικοδόμημα δεν ανλτεί την αλήθεια του από μια
ενόραση του φυσικού χώρου, ενώ επίσης η “αριθμοποίηση της ανάλυσης” έδειξε πως, η έννοια της
“συνέχειας” για παράδειγμα, δεν αποτελεί «απλή πρωταρχική ιδέα» που συλλαμβάνεται μέσω
ενόρασης.655
Για τον Bachelard η “αυστηρότητα” δεν αποτελεί την ουσία των μαθηματικών. Εκκινεί από
την ανάγκη να ξεπεραστούν λάθη και αντιφάσεις, πράγματι, όμως τα μαθηματικά παρακινούνται
και από ένα αίτημα να “ενοποιηθούν” διαφορετικές περιοχές ή να επεκταθούν μέθοδου και
τεχνικές σε νέες περιοχές. «Αυτή η ετερογένεια των περιοχών είναι η πηγή της αντίστασης στην
αμοιβαία προσομοίωση των μαθηματικών ιδεών. Είναι αυτή που δίνει ύπαρξη στις ορθολογικές
οντότητες».656 O Bachelard απομακρύνεται από τους Frege και Russell: αυτοί αντιμετωπίζουν τα
μαθηματικά ως μια γλώσσα η οποία επιτρέπει παραγωγικά συμπεράσματα σύμφωνα με τους
νόμους της τυπικής λογικής ‘ μας προμηθεύουν απλώς την «μορφή» μέσα από την οποία μπορεί να
εκφραστεί η επιστημονική γνώση. Επομένως μπορούμε να συμπεράνουμε πως η τελευταία είναι
δυνατή ακόμη και χωρίς τα μαθηματικά; Ο Bachelard διαφωνεί με αυτό: μια τέτοια αντίληψη δεν
μπορεί να εξηγήσει τις εννοιολογικές μεταβολές στο πλαίσιο των μαθηματικών, ενώ επίσης δεν
εξηγεί και τον ρόλο που παίζουν αυτά στις ίδιες τις επιστημονικές ανακαλύψεις. Τα μαθηματικά
654
Bachelard G., Το Νέο Επιστημονικό Πνεύμα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2000.
Αναφερόμαστε εδώ στην θεωρία των πραγματικών αριθμών, και την θεωρία των ορίων.
656
Για τον Bachelard υπάρχει μια θεμελιώδης διάκριση μεταξύ των “μαθηματικών του συνεχούς” και των
μαθηματικών του “διακριτού”.
655
253
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
λοιπόν δεν είναι «απλώς μια γλώσσα που εκφράζει παρατηρησιακά φαινόμενα με τον δικό της
τρόπο. Αυτή η γλώσσα είναι αδιαχώριστη από τη σκέψη περισσότερο από κάθε άλλη. Τα μαθηματικά
δεν μπορούν να μιληθούν εάν δεν είναι μαθηματικώς κατανοημένα». Επομένως, τα μαθηματικά
επηρεάζουν και επιφέρουν αλλαγές στην επιστημονική σκέψη, «τα μαθηματικά είναι μια σκέψη,
μια σκέψη βέβαιη για την γλώσσα της. Ο φυσικός σκέπτεται το πείραμα με αυτή τη μαθηματική
σκέψη».657
Για τον Bachelard το πέρασμα από την Νευτώνεια φυσική σε εκείνη του Einstein δεν γίνεται
μέσω «συσσώρευσης δεδομένων, τελειοποίησης των μετρήσεων και μιας ελαφριάς τροποποίησης
των πρώτων αρχών». Αυτό που έχουμε είναι στοχασμό πάνω στις θεμελιώδεις έννοιες της
φυσικής, «επερώτηση προφανών ιδεών», αποκάλυψη της «πολυπλοκότητας» για ό,τι εμφανιζόταν
ως απλό. Η σύγχρονη φυσική δεν βασίζεται σε εμπειρικά αντικείμενα και διαισθητικά δοσμένες
ιδέες όπως του “ταυτόχρονου”, της δεδομένης θέσης των σωμάτων ή της μάζας κλπ. Η θεωρία της
Σχετικότητας θέτει ένα επιπλέον ερώτημα: «πώς μια έννοια τίθεται σε λειτουργία; Σε ποιες
πειραματικές κρίσεις εμπλέκεται;», …«απαιτεί από εμάς να ενσωματώσουμε τα πειράματά μας στην
ίδια την κατασκευή των εννοιών».658 Η έρευνες του Heisenberg οδηγούν στο συμπέρασμα πως
«κάθε ορισμός είναι ένα πείραμα». Οι ορθολογικές ιδέες της σύγχρονης φυσικής «παύουν να είναι
απόλυτες, επειδή τώρα βρίσκονται σε ένα-προς-ένα αντιστοίχιση με πειράματα μικρότερης ή
μεγαλύτερης ακρίβειας».
Η μετάβαση από την νευτώνεια στην μη-Νευτώνεια μηχανική είναι μια μετάβαση από την
«φαινομενολογία» στην «φαινομενοτεχνική». Τα αντικείμενα της φυσικής είναι όλο και
περισσότερο αντικείμενα «αφηρημένα-συγκεκριμένα» ταυτοχρόνως, δηλαδή τόσο αντικείμενα της
θεωρητικής επιστημονικής γνώσης όσο και μέρος του υλικού κόσμου.659 «Η επιστήμη δεν
αντιστοιχεί σε έναν κόσμο που περιγράφεται. Αντιστοιχεί σε έναν κόσμο που κατασκευάζεται». Ο
Bachelard καταλήγει τελικώς σε έναν «μη ουσιοκρατικό ρεαλισμό».
(ε.1.4) Μη-Καρτεσιανή
(G.Bachelard)
Γνωσιολογία
-
Μη-Βακώνεια
Επιστήμη
Σύμφωνα με τον Bachelard η σύγχρονη επιστήμη απαιτεί μια ‘μη-καρτεσιανή’
επιστημολογία (μια υπέρβαση και μια νέα ένταξη σε ένα γενικότερο πλαίσιο). Τα χαρακτηριστικά
της καρτεσιανής επιστημολογίας τα οποία επισημαίνει ο Bachelard είναι, (i) η σημασία της
μεθόδου στην κατάκτηση της γνώσης, (ii) ο θεμελιώδης ρόλος του καθαρού διανοητή, (iii) η
δυνατότητα θεμελίωσης σε απλές και διακριτές ιδέες.
Για τον Descartes, ένα υποκείμενο (εφόσον ‘αμφιβάλει’ και μέσω κριτικού στοχασμού)
μπορεί να ανακαλύψει το πώς έφθασε να υιοθετεί τις συγκεκριμένες πεποιθήσεις που έχει, και πώς
πρέπει να θεμελιώσει την γνώση που στοχεύει. Συνοπτικά, πρόκειται για μια αναγωγική πορεία
που καταλήγει σε καθαρές και διακριτές ιδέες που αποκτώνται μέσω της ενόρασης.660 Η
657
Βλπ.: Dominique Lecourt, Marxism and Epistemology, NLB 1975.
Bachelard G., Το Νέο Επιστημονικό Πνεύμα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2000.
659
Για τον Bachelard όπως είδαμε, η μετάβαση από τον κοινό νου στην επιστήμη προϋποθέτει ανατροπή όσων
προηγουμένως έμοιαζαν προφανή, αποστασιοποίηση από τα αντικέμενα όπως αυτά δίδονται με άμεσο τρόπο. Η
επιστημονική γνώση οφείλει να γνωρίζει τα αντικείμενά της και εμπερικά και θεωρητικά, πρέπει να τα καθιστά
«αφηρημένα-συγκεκριμένα» ‘ αυτό όμως το χαρακτηριστικό το αποκτούν μόνο σταδιακά, προοδευτικά τα αντικείμενα
ενός επιστημονικού λόγου - συνιστά δηλαδή ένδειξη προόδου η κατάκτηση ενός τέτοιου status.
660
Για παράδειγμα, η ιδέα της “έκτασης” θεμελιώνει το αυταπόδεικτο των αξιωμάτων της ευκλείδειας
γεωμετρίας.
658
254
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
επιβεβαίωση όπως γνωρίζουμε, της στοίχισης των διακριτών ιδεών προς την πραγματικότητα,
γίνεται τελικώς από τον Descartes με επίκληση του Θεού…
Για τον Bachelard «δεν υπάρχουν απλά φαινόμενα ‘ κάθε φαινόμενο είναι μια διάρθρωση
σχέσεων. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως μια απλή φύση, μια απλή ουσία. Μια ουσία είναι ένας
ιστός ιδιοτήτων. Και δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως μια απλή ιδέα».661 «Απλό σημαίνει πάντοτε
απλοποιημένο». Κάτω από την επιφάνεια, κάτω από τα φαινόμενα υπάρχει η συνθετότητα των
πραγμάτων η οποία για να αναδυθεί πρέπει η θεωρία να καθοδηγήσει την έρευνα. Η ενόραση δεν
προηγείται της κατανόησης ‘ η σύγχρονη επιστήμη δείχνει πως πρέπει να εγκαταλείψουμε την
αναζήτηση γνωσιολογικών θεμελίων. Δεν υπάρχουν “διαφανή μέσα”, «με σκοπό να εγκαθιδρυθεί
ένα επιστημονικό γεγονός είναι αναγκαίο να θέσουμε μια συνεκτική τεχνική να δουλέψει».
Το γνωρίζον υποκείμενο δεν εγκαταλείπεται από τον Bachelard, όμως είναι προϊόν του
πολιτισμού του, πάντοτε ιστορικά τοποθετημένο, δεν έχει δυνατότητα καθαρής ενόρασης ούτε της
ορθολογικής δομής του ούτε του εξωτερικού κόσμου. Η φύση του υποκειμένου, ο ορθολογικός
χαρακτήρας της σκέψης του, είναι μεταβλητός και αναπτύσσεται ιστορικά. Εάν η γνωσιολογική
ανάλυση αποκαλύπτει κάτι αυτό είναι οι επιστημολογικές αξίες και οι συναφείς στόχοι σε μια
δεδομένη περίοδο. Καθώς η επιστήμη αλλάζει, μεταβάλλεται και ο νους των επιστημόνων ο
οποίος δεν μπορεί να έχει πλήρη γνώση των γνωστικών του ικανοτήτων επειδή αυτές αλλάζουν
επίσης. «Ο νους είναι μια μεταβλητή δομή επειδή μια στιγμιαία γνώση έχει μια ιστορία».662
Το συμπέρασμα φαίνεται να είναι πως δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε μια ‘γενική’
λεπτομερή φιλοσοφία της επιστήμης που να εφαρμόζεται σε όλες τις επιστήμες και σε όλες τις
περιόδους της ιστορίας τους. Κάθε φιλοσοφία της επιστήμης είναι και αυτή η ίδια ιστορικά
τοποθετημένη.
Υπάρχει μια «αναδρομική ιστορία» (recurrent history) την οποία διηγούμαστε πάντοτε υπό το
φως του παρόντος. Είναι η «εξιστόρηση» του πώς η επιστημονική σκέψη, σε ένα συγκεκριμένο
πεδίο κατέληξε στην παρούσα κατάσταση ‘ μια εξιστόρηση ‘ηττών του ανορθολογισμού’ και της
προοδευτικής αποκάλυψης της αλήθειας. Αυτή η αξιολογική εξιστόρηση συμβάλλει στην παρούσα
σκέψη και στην κατανόησή της. Η έμφαση στις ασυνέχειες και τις ρήξεις εμποδίζει αυτή την
εξιστόρηση να μετατραπεί σε μια αφήγηση που αποδίδει αναχρονιστικά στους προηγούμενους
ερευνητές την προοδευτική διαμόρφωση των σύγχρονων ιδεών. Αυτού του είδους η ανάλυση
επιδιώκει να δείξει όχι μόνο το ‘πώς’ φθάσαμε στις παρούσες πεποιθήσεις αλλά και επίσης το
‘γιατί’ ‘ αποκαλύπτει τους λόγους απόρριψης προηγούμενων θεωριών ή της τροποποίησης
εννοιών, και τους λόγους πίσω από την αποδοχή των νέων σημερινών απόψεων. Αυτοί οι λόγοι
δεν είναι ‘ψυχολογικοί’, κοινωνιολογικοί ή πολιτικοί: ο τρόπος σκέψης που οδήγησε στις
αποδεκτές σήμερα θέσεις αντιμετωπίζεται ως σημαντικό μέρος της κατανόησης αυτών των
απόψεων, της γνώσης δηλαδή του τι αυτές είναι. Τέτοιου είδους λόγοι δεν εγγυώνται την αλήθεια
μιας θεωρίας αλλά εκλαμβάνονται ως λόγοι που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι έχει σημειωθεί
πρόοδος, ότι οι σημερινές θεωρίες αντιπροσωπεύουν μια εγγύτερη προσέγγιση της αλήθειας απ’ότι
οι προγενέστρες τις οποίες αυτές αντικατέστησαν.
Η επιστημονική πρόοδος δεν προκύπτει επαγωγικά, η επιστημονική μέθοδος είναι «μηβακώνεια». Οι πειραματικές μέθοδοι της σύγχρονης επιστημονικής σκέψης είναι ‘μη-βακώνειες’
με την έννοια ότι δεν πειθαρχούν στην επαγωγιστική αντίληψη για την σχέση μεταξύ θεωρίας και
εμπειρίας. Αυτό που έχουμε είναι επομένως μια μετατόπιση από τις επαληθευσιοκρατικές (ή
διαψευσιοκρατικές) ερμηνείες της επαγωγής, προς μια επιστημονική ανάπτυξη μέσω «διαδοχικής
661
Bachelard G., Το Νέο Επιστημονικό Πνεύμα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2000.
«ο νους δεν μπορεί να αλλάξει την μεταφυσική του ‘ δεν μπορεί να κάνει χωρίς μεταφυσική» (G.Bachelard, La
Philosophie du Non, Paris PUF, 1988).
662
255
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
διόρθωσης των εννοιών». Αυτό που χαρακτηρίζει την επιστημονική σκέψη είναι τα αδιάκοπα
εγχειρήματα εννοιολόγησης, η ατέρμονη διαδικασία διόρθωσης και επέκτασης των εννοιών της. Ο
‘ορθός λόγος’ δεν αφορά την εργασία στα πλαίσια ενός παγιωμένου συνόλου εννοιών, αλλά
μάλλον τις δραστηριότητες που έχουν ως αποτέλεσμα τον μετασχηματισμό των εννοιών.
Η καρτεσιανή γνωσιολογία είναι θεμελιοκρατική: στηρίζει την δυνατότητα γνώσης στην
ύπαρξη ενός θεμελίου από αδιαμφισβήτητες αλήθειες, τις οποίες αναγνωρίζουμε εποπτικά.
Εντούτοις οι επαναστατικές αλλαγές στην επιστημονική σκέψη ενέχουν την επερώτηση ακριβώς
αυτών των αληθειών τις οποίες εκλαμβάναμε προηγουμένως, κατά τρόπο εποπτικό, ως αφ’εαυτών
προφανείς. Οι εποτείες αλλάζουν ‘ καθώς το ορθολογικό υποκείμενο μετασχηματίζει τον τρόπο με
τον οποίο αντιλαμβάνεται διανοητικά την βασική δομή της πραγματικότητας, δεν μπορεί παρά να
μετασχηματίζει παράλληλα και τις μορφές της σκέψης του και, μαζί με αυτές, τον τρόπου με τον
οποίο ‘βλέπει’ τον κόσμο.
Η αντίληψή μας περί αντικειμενικής γνώσης δεν μπορεί να βασίζεται σε αντιληπτικές
μεταφορές. Η αντικειμενική γνώση σεν είναι άμεση ‘ αντιθέτως είναι αντικειμενική στο μέτρο που
έχει παραμεριστεί η άμεση εποτεία (η οποία εξαρτάται από την ψυχολογική και πολιτισμική
συγκρότηση του υποκειμένου). Η προοπτική περαιτέρω εξελικτικής αλλαγής υπεισέρχεται όχι ως
απλή δυνατότητα αλλά ως ορθολογική αναγκαιότητα (καθώς εμπεριέχεται στο ίδιο το σχέδιο της
συγκρότησης μιας μαθηματικής επιστήμης για την φύση). Γενικά, θα υπάρχει πάντοτε η
δυνατότητα μετάβασης σε ένα γενικότερο, παρισσότερο αφηρημένο, λιγότερο εξαρτημένο από τις
περιστάσεις πλαίσιο. Επομένως, είναι από τη μια μεριά ανέφικτη η παντελώς ουδέτερη, μηυποκειμενική και απολύτως καθολική οπτική γωνία, όμως από την άλλη μεριά, στο εσωτερικό
κάθε δεδομένου μαθηματικού πλαισίου η σχέση που υφίσταται ανέμεσα σε μια ορθολογική,
μαθηματική κατασκευή και την όψη της φύσης που αυτή επιχειρεί να ανασυγκροτήσει δεν μπορεί
παρά να συνιστά πάντοτε απλή προσέγγιση. Οι εμπειρικές μέθοδοι κινούνται παντοτε μέσα στα
όρια του λάθους, επομένως η πλήρης επάρκεια της ορθολογικής αναπαράστασης απέναντι στην
αναπαριστώμενη εμπειρική επικράτεια είναι αδύνατη – υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα καλύτερης
προσέγγισης.663
(ε.2) G. Canguilhem: φιλόσοφος του σφάλματος (M. Foucault)
«[...] παράδοξο: ο άνθρωπος αυτός, με το αυστηρό του έργο, το σκόπιμα και προσεκτικά
περιορισμένο σε ένα συγκεκριμένο πεδίο της ιστορίας της επιστήμης του, [...] αίφνης εμφανίζεται
παρών σε συζητήσεις από τις οποίες ο ίδιος είχε φροντσίσει να απέχει. Απομακρύνοντας όμως τον
Canguilhem, με δυσκολία πια μπορούμε να καταλάβουμε τον Althusser, τον αλτουσερισμό, [...] ‘
δεν μπορούμε πια να συλλάβουμε τι είναι αυτό που διακρίνει κοινωνιολόγους όπως ο Bourdieu, ο
Castell, ο Passeron, [...] ενώ μια ολόκληρη πλευρά της θεωρητικής δουλειάς των ψυχαναλυτών,
ιδιαίτερα όσων ακολουθούν τον Lacan, μας διαφεύγει».664
Πρόκειται για τη γραμμή που χωρίζει μια φιλοσοφία της εμπειρίας, της αίσθησης και του
υποκειμένου από μια φιλοσοφία της γνώσης, του ορθού λόγου και της έννοιας. Από τη μια έχουμε
663
Βλπ.: Mary Tiles, Bachelard: Επιστήμη και Αντικειμενικότητα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 1999.
Τα αποσπάσματα έχουν αντληθεί από την ‘Εισαγωγή’ του Michel Foucault: “ο φιλόσοφος του σφάλματος”,
για το βιβλίο του G.Canguilhem: Το Κανονικό και το Παθολογικό (ελληνική εκδ. Νήσος 2007, μετάφραση και
επίμετρο του Γ.Φουρτούνη, μετάφραση της εισαγωγής του Foucault από την Χ.Μπάλλα. Η ‘Εισαγωγή’ βρίσκεται
επίσης στα Επιστημολογικά, επιμέλειας Γ.Κουζέλη).
664
256
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
665
το δίκτυο του Sartre και του Merlau-Ponty ‘ και από την άλλη του Cavailles, του Bachelard
και του Canguilhem: δύο τροπικότητες κατά τις οποίες η φαινομενολογία υιοθετείται στη Γαλλία
-γύρω στα 1930. Τότε αρχίζει η σύγχρονη φιλοσοφία στη Γαλλία.666
Αν θέλαμε να βρούμε κάτι εκτός Γαλλίας που να αντιστοιχεί στο έργο του Cavailles, Koyre,
Bachelard, Canguilhem θα το βρίσκαμε σύμφωνα με τον Foucault στη Σχολή της Φρανκφούρτης.
Tο ύφος διαφέρει πολύ, αλλά το είδος των ερωτημάτων που διατυπώνονται είναι τελικά το ίδιο:
«ερωτήματα που πρέπει να απευθυνθούν σε έναν ορθό λόγο που [...] θα προβεί σε καθολικού τύπου
αξιώσεις ‘[που] δεν θα πάψει να διεκδικεί την ενότητά του». Κατά την ιστορία της επιστήμης στην
Γαλλία, όπως και κατά την γερμανική κριτική θεωρία, αν κάτι πρέπει να εξετάσουμε κατ’ουσίαν
είναι ένας λόγος που κουβαλάει μέσα στην αυτονομία των δομών του την ιστορία των
δογματισμών και των δεσποτισμών – «ένας λόγος που, κατά συνέπεια, μπορεί να επιφέρει
χειραφέτηση μόνο εφόσον κατορθώσει να απελευθερωθεί από τον εαυτό του».
Στο τέλος της εποχής της αποικιοκρατίας, οι άνθρωποι αρχίζουν να ρωτούν τη Δύση τι
δικαιώματα θα είχε ο πολιτισμός, η επιστήμη, η κοινωνική οργάνωση και, τέλος, η ίδια η
ορθολογικότητά της να αξιώνει ένα καθολικό κύρος: να ήταν άραγε κάτι άλλο από μια χίμαιρα,
αποτέλεσμα οικονομικής κυριαρχίας και πολιτικής ηγεμονίας; «Δύο αιώνες αργότερα ο
Διαφωτισμός επανέρχεται: [...] ως μέσο αμφισβήτησης των ορίων και των δυνάμεων που
καταχράστηκε. Ο λόγος ως δεσποτικός διαφωτισμός».
Στη Γαλλία η ιστορία της επιστήμης ενδιαφερόταν, κατά προτίμηση, αν όχι και αποκλειστικά,
για τομείς που θεωρούνταν ευγενείς ως προς την αρχαιότητα της θεμελίωσής τους, τη μεγάλη τους
επιδεκτικότητα στην τυποποίηση και τη μαθηματικοποίηση και ως προς την προνομιακή θέση που
απολάμβαναν στη θετικιστική ιεράρχηση των επιστημών. Ο G.Canguilhem θα εστιάσει το έργο
του στην ιστορία της βιολογίας και της ιατρικής. Προσγείωσε έτσι την ιστορία της επιστήμης από
τα ύψη (των μαθηματικών, της αστρονομίας, της γαλιλαιικής μηχανικής, της νευτώνειας φυσικής,
της θεωρίας της σχετικότητας) στις μεσαίες περιοχές, όπου η γνώση είναι πολύ λιγότερο
απαγωγική, «όπου πολύ περισσότερο εξαρτάται από εξωτερικές διεργασίες (οικονομικά ερεθίσματα
ή θεσμικές υποστηρίξεις) και όπου για πολύ περισσότερο χρόνο παρέμενε προσαρτημένη στα
θαύματα της φαντασίας».
Εν τούτοις κάνοντας αυτό ο Canguilhem δεν διευρύνει απλώς τον κλάδο της ιστορίας της
επιστήμης, τον αναπλάθει: καταρχήν επεξεργάζεται το μοτίβο της «ασυνέχειας». Για τον
Canguilhem η ιστορία της επιστήμης δεν είναι μια ‘ιστορία του αληθούς’, της αργής του
ανάδυσης. Η ιστορία της επιστήμης δεν είναι μια αγνή και απλή ιστορία των ιδεών και των
συνθηκών μέσα στις οποίες παρουσιάστηκαν προτού εξαλειφθούν. Η παραπομπή στην αντίθεση
«αληθές-ψευδές» είναι εκείνη η οποία δίνει σε αυτή την ιστορία την σημασία της, με το να
αντιλαμβάνεται ότι ασχολούμαστε με την «ιστορία των αληθών λόγων», εκείνων δηλαδή των
λόγων «που ρυθμίζονται, διορθώνονται και εφαρμόζουν πάνω τους τα αποτελέσματα μιας
ολόκληρης επεξεργασίας που πέρας της έχει το έργο του “να λέμε τα αληθή”». Ο ιστορικός
σύνδεσμος μεταξύ στιγμών της επιστήμης έχει αναγκαία αυτή τη μορφή της «ασυνέχειας» την
οποία συνιστούν οι τροποποιήσεις, οι μετασχηματισμοί, οι αποσαφηνίσεις νέων θεμελίων, οι
αλλαγές κλίμακας, η μετάβαση σε κάποιο νέο είδος αντικειμένων. «Η πλάνη δεν εξαλείφεται μέσω
της υπόκωφης δύναμης μιας αλήθειας που αργά αργά αναδύεται μέσα από τη σκιά, αλλά μέσω της
διαμόρφωσης ενός καινούριου τρόπου “να λέμε τα αληθή”». Μια από τις συνθήκες της
δυνατότητας ανάδυσης μιας ιστορίας της επιστήμης στις αρχές του 18ου αιώνα υπήρξε η
665
Maurice Merleau – Ponty, Εγκώμιο της φιλοσοφίας και άλλα δοκίμια, εκδ. Εκκρεμές 2005. (βλπ.και το:
Maurice Merleau – Ponty, Οι περιπέτειες της διαλεκτικής, εκδ.Ύψιλον 1984).
666
«Στη Γαλλία αυτό που πάνω απ’όλα στήριξε το φιλοσοφικό ερώτημα του Διαφωτισμού είναι η ιστορία της
επιστήμης».
257
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
συνειδητοποίηση της εμφάνισης των επιστημονικών “επαναστάσεων”: της αλγεβρικής γεωμετρίας,
του απειροστικού λογισμού, της κοπερνίκειας και νευτώνειας κοσμολογίας.
Δεύτερο σημείο: τι ακριβώς εννοούμε λέγοντας «ιστορία των αληθών λόγων»;
Αναφερόμαστε σε μια «αναδρομή», με την έννοια ότι οι διαδοχικοί μετασχηματισμοί αυτού του
αληθειακού λόγου «δεν παύουν να ξαναγράφουν την ίδια τους την ιστορία ‘ ό,τι για πολύ καιρό
φιανόταν αδιέξοδο, γίνεται τώρα έξοδος ‘ μια “πλάγια” απόπειρα γίνεται κεντρικό πρόβλημα, γύρω
πό το οποίο έλκονται τα υπόλοιπα ‘ ένα αμυδρά διαφορετικό βήμα γίνεται θεμελιώδης τομή [...]».
Με δυο λόγια η ιστορία των ασυνεχειών δεν αποκτάται άπαξ δια παντός ‘ «είναι από μόνη της
“πρόσκαιρη” και ασυνεχής».
Η ιστορία της επιστήμης για τον Canguilhem δεν μπορεί να ικανοποιείται απλώς
συλλέγοντας όσα ήταν σε θέση να πιστεύουν ή να αποδεικνύουν οι επιστήμονες του παρελθόντος.
Η ιστορία της επιστήμης δεν γράφεται επίσης με το να διηγηθούμε ξανά το παρελθόν μέσα από τις
θεωρίες του σήμερα, υποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό την αλήθεια που κάποτε θα αναδυόταν
στην επιφάνεια μέσα από αυτό που ήταν “ψευδές” και το σφάλμα που θα εκδηλωνόταν αργότερα
μέσα σε αυτό που ήταν αληθές. Η ιστορία της επιστήμης μπορεί να συσταθεί μόνον εφόσον
λάβουμε υπόψη μας, ανάμεσα στον καθαρό ιστορικό και τον ίδιο τον επιστήμονα, την
επιστημολογική οπτική γωνία. Αυτή η οπτική γωνία είναι που κάνει μια «κρυφή, διατεταγμένη
πρόοδο» να γεννιέται μέσα πό διαφορετικά επεισόδια της επιστημονικής γνώσης: αυτό σημαίνει,
όπως παρατηρεί ο Foucault, ότι οι διεργασίες της εξάλειψης και της επιλογής προτάσεων,
θεωριών, αντικειμένων συμβαίνουν κάθε στιγμή σύμφωνα με τους όρους που θέτει ένας ορισμένος
κανόνας, «ένας κανόνας που δεν πρέπει να ταυτιστεί με μια θεωρητική δομή ή ένα επίκαιρο
Παράδειγμα, γιατί η σημερινή επιστημονική αλήθεια δεν είναι παρά ένα επεισόδιό της – ας πούμε,
στην καλύτερη περίπτωση το προσωρινό της πέρας. Δεν επιστρέφει κανείς στο παρελθόν και δεν
ανιχνεύει την ιστορία του σωστά με το να εξαρτάται από μια “κανονική επιστήμη” με την έννοια του
T.S.Kuhn, αλλά με το να ανακαλύπτει εκ νέου τη διαδικασία που υπόκειται στον κανόνα, [...]». Όταν
μιλάμε για την «επιστημολογία», δεν αναφερόμαστε σε μια γενική θεωρία ολόκληρης της
επιστήμης ή κάθε επιστημονικής πρότασης που μπορεί να διατυπωθεί: πρόκειται για την
αναζήτηση της «εσωτερικής κανονιστικότητας» μέσα σε διαφορετικές επιστημονικές
δραστηριότητες έτσι όπως αυτές πραγματοποιήθηκαν. Η ιστορία της επιστήμης ανοίγει εκείνη την
περιοχή ανάλυσης η οποία είναι απαραίτητη εάν θέλουμε να μην περιοριστεί η επιστημολογία
στην απλή αναπαραγωγή εσωτερικών σχημάτων στο πλαίσιο μιας επιστήμης σε μια δεδομένη
στιγμή.
Στην εποχή του Bichat, αυτό που πιστεύαν οι περισσότεροι ήταν πως ανάμεσα σε μια
φυσιολγία που μελετούσε τα φαινόμενα της ζωής και μια παθολογία αφιερωμένη στην ανάλυση
των ασθενειών, θα ήταν δυνατό να διερευνηθούν και επιλυθούν όλα όσα έμεναν συγκεχυμένα για
το ανθρώπινο σωάμ, με τελικό σκοπό «να το θεραπεύσουν» ‘ απελευθερωμένοι από αξιολογικές
κρίσεις για την καλή και κακή λειτουργία του οργανισμού θα μπορούσαν να αναπτύξουν επιτέλους
μια «καθαρή και και αυστηρή επιστήμη της ζωής». Εν τούτοις οι μελέτες για τα ζωντανά όντα δεν
είναι δυνατόν να μην υπολογίζουν
τη δυνατότητα της ασθένειας, του θανάτου, του
τερατουργήματος, της ανωμαλίας, του σφάλματος, ως ουσιωδών παραμέτρων για το αντικείμενό
τους. Υπάρχει ένα παράδοξο σε σχέση με τις «επιστήμες της ζωής»: η διαλεύκανση των φυσικοχημικών διεργασιών, η «επιστημονικοποίηση» με την κατασκευή ειδικών επιστημονικών
περιοχών, αυτή η ανάπτυξη δεν συνέβη παρά μονάχα στο μέτρο που το πρόβλημα του «ιδιάζοντος
χαρακτήρα της αρρώστιας» δεν έπαψε να της τίθεται ως αδιάκοπη πρόκληση. Αυτό τονίζει ο
Foucault, «δεν σημαίνει ότι ο βιταλισμός που έδωσε ζωή σε τόσες εικόνες και διαιώνισε τόσους
μύθους αληθεύει». Σημαίνει απλώς ότι είχε και εξακολουθεί να έχει έναν ουσιαστικό ρόλο ως
«δείκτης» στην ιστορία της βιολογίας: ως «θεωρητικός δείκτης» προβλημάτων προς επίλυση
(«αυτού, δηλαδή, που συγκροτεί σε γενικές γραμμές την πρωτοτυπία της ζωής, χωρίς κατά κανένα
258
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
τρόπο να συγκροτεί και μια ανεξάρτητη αυτοκρατορία μέσα στη φύση»), και ως δείκτης «αναγωγών
προς αποφυγήν» (είναι «όλοι αυτοί που τείνουν να αγνοούν το γεγονός ότι οι επιστήμες της ζωής δεν
μπορούν να σταθούν χωρίς κάποια ορισμένη θέση αξιών που να υποδεικνύουν τη συντήρηση, τη
ρύθμιση, την προσαρμογή, την αναπαραγωγή κ.ο.κ.»).
«Όχι τόσο μέθοδος όσο απαίτηση, όχι τόσο θεωρία παρά ηθική» (Canguilhem 1965).
Κεντρικό και μόνιμο πρόβλημα στο έργο Canguilhem υπήρξε σύμφωνα με την ανάλυση του
Foucault, η σχέση ανάμεσα στην επιστήμη της ζωής και το βιταλισμό, πρόβλημα το οποίο ο ίδιος
αντιμετώπισε αποδεικνύοντας αφενός την μη αναγωγιμότητα του προβλήματος της ασθένειας ως
ουσιώδους προβλήματος για κάθε επιστήμη της ζωής, αφετέρου μελετώντας στην ιστορία της
βιολογίας τη μόρφωση των εννοιών.
Ο ρόλος μιας αυστηρά βιολογικής έννοιας είναι να απομονώνει από τη σύνθεση των
φαινομένων «της ζωής» εκείνα που μας επιτρέπουν να προβαίνουμε (χωρίς χρήση αναγωγών) σε
αναλύσεις που προσιδιάζουν στα ζωντανά όντα: «Δεν υπάρχουν αντικείμενα που να αναφέρονται
στη βιολογική επιστήμη παρά μόνο όσα έχουν “συλληφθεί”». Για παράδειγμα: η έννοια του
«κληρονομικού χαρακτηριστικού», επιφέρει μια τέτοια «απομόνωση» μεταξύ φαινομένων
ομοιότητας, εξαφάνισης ή μείξης και της επανάληψης που αρμόζει στην κληρονομικότητα Η
έννοια βέβαια θα πρέπει να δίνει πρόσβαση σε μια συγκεκριμένη δομή κατανόησης: για
παράδειγμα, η έννοια του κληρονομικού χαρακτηριστικού οδήγησε σε μια χημική ανάλυση των
μηχανισμών αναπαραγωγής. Εάν για την ιστορία της φυσικής κεντρικής σημασίας είναι η στιγμή
της τυποποίησης και της συγκρότησης της θεωρίας, για τις βιολογικές επιστήμες αποφασιστική
είναι η στιγμή της σύστασης του αντικειμένου και της διαμόρφωσης της έννοιας.
Ο Canguilhem μέσα από την αποσαφήνιση της γνώσης που αφορά τη ζωή και τις έννοιες
που διαρθρώνουν αυτή τη γνώση, επιδιώκει να ανακαλύψει εκ νέου ποιες από αυτές ανήKuhn
στην «έννοια της ζωής». Το γεγονός ότι ο άνθρωπος ζει μέσα σε ένα εννοιολογικά
αρχιτεκτονημένο περιβάλλον, παρατηρεί ο Foucault, δεν αποδεικνύει ασφαλώς ότι έχει
παρεκτραπεί από τη ζωή εξαιτίας κάποιας παράβλεψης, ούτε ότι έχει διαχωριστεί από αυτή μέσα
από κάποιο ιστορικό δράμα ‘ σημαίνει απλώς ότι «ζει» με έναν συγκεκριμένο τρόπο, ότι η σχέση
του με το περιβάλλον του είναι τέτοια ώστε να μην διαθέτει σταθερή θέαση γι’αυτό, ότι οφείλει να
κινείται σε μια μη καθορισμένη περιοχή, ότι πρέπει να μετακινείται στο χώρο και να μετακινεί
πράγματα ώστε να τα καθιστά χρήσιμα. Η διαμόρφωση εννοιών είναι ένας τρόπος να ζούμε σε
πλήρη κινητικότητα εισπράτοντας πληροφορίες από το περιβάλλον μας, όχι για να ακινητοποιούμε
τη ζωή. Πρόκειται ωστόσο για έναν πολύ ειδικό τύπο «πληροφορίας».
Ο Canguilhem δίνει ιδιαίτερη σημασία στην συνάντηση, στις επιστήμες της ζωής, του
παλαιού ζητήματος περί «παθολογικού και κανονικού» με ένα σύνολο εννοιών τις οποίες
δανείστηκε η βιολογία από την θεωρία των πληροφοριών: «κώδικας», «μηνύματα», κλπ. Στο
βιβλιο του Το κανονικό και το παθολογικό, παρακολουθούμε την εξέταση του προβλήματος της
ιδιαιτερότητας της ζωής. Κεντρικό εδώ αποδεικνύεται το ζήτημα του «σφάλματος». Στο πιο
βασικό επίπεδο της ζωής, το παιχνίδι του κώδικα και της αποκωδικοποίησης δεν αφήνει περιθώρια
για την τύχη, η οποία πριν καταστεί «ασθένεια», «έλλειμμα» ή «τερατούργημα», αποτελεί κάτι
σαν διαταραχή μέσα στο σύστημα πληροφοριών, κάτι σαν «λάθος». Με μια ακραία διατύπωση
ζωή είναι αυτό που είναι ικανό να σφάλλει, και ίσως τελικώς αυτό το ενδεχόμενο είναι ο λόγος
που το πρόβλημα της «ανωμαλίας» διαπερνά την βιολογία στο σύνολό της.
Αν δεχτούμε πως «η έννοια είναι η απάντηση που δίνει η ίδια η ζωή σε αυτή την τύχη, το
σφάλμα πρέπει να βρίσκεται στη ρίζα αυτού που φτιάχνει την ανθρώπινη σκέψη και την ιστορία
της». Η αντίθεση λοιπόν «αληθούς-ψευδούς», οι αξίες που αποδίδουμε στο καθένα τους, τα
αποτελέσματα της δύναμης που συνδέουν με αυτή τη διαίρεση οι διαφορετικές κοινωνίες και
θεσμοί – «όλα αυτά μπορεί να μην είναι τίποτε άλλο από την πιο πρόσφατη απάντηση σε αυτό το
ενδεχόμενο του σφάλματος που ενυπάρχει στη ζωή». Εάν η ιστορία της επιστήμης είναι
259
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
«ασυνεχής», δηλαδή δεν μπορεί να αναλυθεί παρά μονάχα ως μια σειρά από «διορθώσεις», ως μια
νέα κατανομή του αληθούς και του ψευδούς, που ποτέ δεν απελευθερώνει οριστικά την αλήθεια,
αυτό συμβαίνει επειδή ακόμη και εκεί το «σφάλμα» δεν αποτελεί παράβλεψη ή καθυστέρηση μιας
αλήθειας, αλλά την διάσταση που προσιδιάζει στη ζωή των ανθρώπων.
Η διαίρεση αληθούς-ψευδούς και η αξία που προσδίδεται στην αλήθεια, ίσως με αυτή την
έννοια συνιστούν τον πιο μοναδικό τρόπο ζωής που θα μπορούσε να έχει ανακαλύψει μια ζωή η
οποία φέρει μέσα της το ενδεχόμενο του σφάλματος. «Το σφάλμα για τον Canguilhem είναι η
μόνιμη τύχη γύρω από την οποία αναπτύσσεται η ιστορία της ζωής» - αυτή η ιδέα επιτρέπει στον
Canguilhem να αποφύγει τον εξελικτισμό ‘ ως «ιστορικός των ορθολογικοτήτων» λέει ο Foucault
«όντας ο ίδιος “ορθολογιστής”, είναι ένας φιλόσοφος του σφάλματος»: διατυπώνει τα φιλοσοφικά
ζητήματα περί ζωής και αλήθειας ξεκινώντας από το σφάλμα.
Η γνώση της ζωής δεν πρέπει να θεωρείται τίποτε παραπάνω παρά μια από τις περιοχές που
εξαρτώνται από το γενικό ερώτημα της αλήθειας, του υποκειμένου και της γνώσης; Ή μήπως μας
υποχρεώνει να θέτουμε αυτό το ερώτημα διαφορετικά; «Δεν πρέπει, παρατηρεί ο Foucault,
ολόκληρη η θεωρία του υποκειμένου να ξαναδιατυπωθεί, από τη στιγμή που η γνώση, αντί να
ανοίγεται στην αλήθεια του κόσμου, βρίσκεται ριζωμένη στα “σφάλματα” της ζωής»;
Εντοπίζοντας την ιδιαίτερη σημασία της σκέψης του Canguilhem για τους Γάλλους
στοχαστές που αναφέραμε παραπάνω, στην επανεξέταση του ζητήματος του «υποκειμένου», ο
Foucault καταλήγει υποστηρίζοντας ακριβώς πως απέναντι στον καρτεσιανισμό και στην
φαινομενολογία, «σε αυτή τη φιλοσοφία του νοήματος, του υποκειμένου και του βιώματος ο
Canguilhem αντιπαραθέτει μια φιλοσοφία του σφάλματος, της έννοιας και του ζωντανού όντος».
(ε.2.1) η επιστημολογία στην ιστοριογραφία της επιστήμης (G.Canguilhem)
Ο Canguilhem έθεσε στο κέντρο της επιστημολογικής διερεύνησης των βιο-ιατρικών
επιστημών το ζήτημα του “βιολογικού κανονικού” (του κανονικού εμβίου). Η αντίληψή του περί
του «κανονικού» και για την «βιολογική κανονιστικότητα» θα τον οδηγήσει τελικώς και σε μια
επαναδιατύπωση της «ιστορικής επιστημολογίας» του G.Bachelard.667
Σύμφωνα με τον Canguilhem, μια ιστορία των επιστημών, «καθαρή από κάθε επιστημολογική
μόλυνση», θα έκανε μια επιστήμη, σε μια δεδομένη στιγμή, να καταντήσει μια έκθεση των
χρονολογικών και λογικών σχέσεων ανάμεσα στα διάφορα συστήματα προτάσεων αναφορικά με
κάποιες κατηγορίες προβλημάτων ή λύσεων.668 Η καθαρή ιστορία περιορίζει την επιστήμη την
667
Η επιστημολογία του Canguilhem, σύμφωνα με την ανάγνωση του Γ.Φουρτούνη υποδεικνύει πως η
“ιδιόρρυθμη επιστήμη” και η “επιστημονική επανάσταση” (Kuhn) (με όρους του Bachelard η “επιστημολογική
ρήξη”), «είναι πολύ πιο κανονική από την κανονική επιστήμη», καθώς είναι εκεί όπου εκδηλώνεται η προτεραιότητα της
ορθολογικής κανονιστικότητας επί των ορθολογικών κανονικοτήτων: «το μεταίχμιο και η μετάβαση μεταξύ δύο
ορθολογικών δομών, η ίδια η επιστημολογική ρήξη, όχι απλώς είναι μια ορθολογική πράξη, αλλά επιπλέον [...]
πρόκειται για το κατεξοχήν κανονιστικό ή επιστημολογικό συμβάν, όπου επιλύεται ένα επιστημολογικό εμπόδιο και
διορθώνεται ο επιστημολογικός κανόνας έναντι του οποίου ήταν εμπόδιο. Εδώ έγκειται όλη η πρωτοτυπία της
επιστημολογικής συμβολής του Canguilhem […] στο γεγονός ότι δεν προσπαθεί να ‘συμβιβάσει’, ενδεχομένως με
αμοιβαίες εκπτώσεις, τη θέση περί ιστορίας, ασυνέχειας και ασυμμετρότητας με τη θέση περί αντικειμενικότητας και
ορθολογικότητας, αλλά, απεναντίας, να υποστηρίξει την αναγκαία συνάφεια αυτών των δύο θέσεων, διαβλέποντας στην
ασυνέχεια και την ασυμμετρότητα τον προνομιακό τόπο και την κατεξοχήν στιγμή της επιστημονικής ορθολογικότητας
και αντικειμενικότητας, με την πέον κυριολεκτική έννοια. Με μια λέξη, η ορθολογικότητα και η αντικειμενικότητα της
επιστήμης ταυτίζονται με την ιστορικότητά της [...]» (βλπ. για την επιστημολογική συμβολή του Canguilhem, το
‘Επίμετρο’ του Γ.Φουρτούνη στο: G.Canguilhem: Το Κανονικό και το Παθολογικό, Νήσος 2007, σελ. 378-430).
668
G.Canguilhem, “Ο ρόλος της επιστημολογίας στη σύγχρονη ιστοριογραφία της επιστήμης”, (1976), στο:
Επιστημολογία. Κείμενα, [επιμ.] Γ.Κουζέλης, β΄ αναθ.έκδ. Νήσος 1997, σελ. 376.
260
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
οποία μελετά στο πεδίο έρευνας που ορίζεται από τους επιστήμονες της εποχής και στην οπτική
που υιοθετούν για το πεδίο αυτό.669
Ο Canguilhem αναφέρεται στον Bachelard και στον επίλογο του βιβλιου του Le
materialisme rationnel («Ορθολογικός υλισμός»): «η σημερινή επιστήμη είναι το αποτέλεσμα της
έρευνας πραγματικών γεγονότων και της σύνθεσης αληθινών νόμων» (Bachelard). Η αλήθεια ή το
αληθές λέγειν της επιστήμης δεν συνίσταται στην πιστή αναπαραγωγή κάποιας αλήθειας
εγγεγραμμένης από πάντα στα πράγματα ή στον νου. Το αληθινό είναι το λεχθέν του
επιστημονικού λέγειν. Σε τι θα το αναγνωρίσουμε; Στο ότι δεν είναι το πρωταρχικά λεχθέν. Μια
επιστήμη είναι ένας λόγος ρυθμιζόμενος από την κριτική επανόρθωση. Αν ο λόγος αυτός έχει μια
ιστορία, την πορεία της οποίας ο ιστορικός πιστεύει ότι μπορεί να ανακατασκευάσει, είναι γιατί
είναι μια ιστορία της οποίας ο επιστημολόγος οφείλει να επαναδραστηριοποιήσει το νόημα.
«...κάθε ιστορικός των επιστημών είναι αναγκαία ένας ιστοριογράφος της αλήθειας. Τα επιστημονικά
γεγονότα αλληλοσυνδέονται με μια αλήθεια διαρκώς ευρυνόμενη [...]» (Bachelard).
Η διαφορά που τονίζει ο Canguilhem είναι εκείνη η διάκριση ανάμεσα στην «ανάδρομη
στάση» (Bachelard), εννοούμενη ως δικαιοδοσία κριτικής των προηγούμενων ενός επιστημονικού
παρόντος, βέβαιη, ακριβώς γιατί είναι επιστημονική, πως θα ξεπεραστεί και θα διορθωθεί, και
στην συστηματική και σχεδόν μηχανική εφαρμογή ενός σταθερού μοντέλου επιστημονικής
θεωρίας που λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο ως επιστημολογική αστυνομία στις θεωρίες του
παρόντος.670
Ποια είναι η σχέση μεταξύ αυτού που ο Kuhn ονομάζει «κανονική επιστήμη» και της
«κανονικότητας» που είναι χαρακτηριστική της επιστημονικής δραστηριότητας σύμφωνα με τον
Bachelard; Το «Παράδειγμα» κατά Kuhn υποστηρίζει ο Canguilhem, «είναι το αποτέλεσμα μιας
επιλογής των χρηστών. Το κανονικό είναι ό,τι είναι κοινό, σε μια δεδομένη περίοδο, σε μια
κοινότητα ειδικών σε έναν πανεπιστημιακό ή ακαδημαϊκό θεσμό. Θα πίστευε κανείς πως έχει να
κάνει με έννοιες της κριτικής φιλοσοφίας, όμως βρισκόμαστε στο επίπεδο της κοινωνικής
ψυχολογίας». Αντίθετα, όταν ο Bachelard μιλάει για «νόρμα» (norme) ή για «αξία», το κάνει
γιατί, όσον αφορά την προσφιλή του επιστήμη των φυσικο-μαθηματικών, ταυτίζει την θεωρία με
τα μαθηματικά. Πρόκειται για ένα μαθηματισμό που αποτελεί το σκελετό του ορθολογισμού του.
Στα μαθηματικά δεν υπάρχει κανονικό (normal), αλλά κανονισμένο (norme). Σε αντίθεση με τους
οπαδούς του εμπειρικού λογισμού, ο Bachelard πιστεύει ότι τα μαθηματικά έχουν ένα γνωστικό
περιεχόμενο, άλλοτε υλοποιημένο άλλοτε αναμενόμενο, στο οποίο για μια περίοδο είναι
κατατεθειμένη η πρόοδός τους. Στο σημείο αυτό συναντά τον Jean Cavailles: η μαθηματική
αλληλουχία χαρακτηρίζεται από μια εσωτερική συνοχή η οποία δεν αφήνει περιθώρια διαταραχής
της ‘ το προοδευτικό αποτελεί την ουσία της. Όσον αφορά τη θεωρία της επιστήμης, ο Cavailles
υποστήριζε πως «η πρόοδος δεν είναι αύξηση του όγκου μέσω της παράθεσης, ώστε το προηγούμενο
να συνυπάρχει με το καινούριο, αλλά αέναη αναθεώρηση των περιεχομένων μέσω της εμβάθυνσης
και της διαγραφής. Το ύστερον αποτελεί ενα επιπλέον σε σχέση με το πρότερον, όχι γιατί το περιέχει
669
Αλλά αυτή η επιστήμη του παρελθόντος είναι ένα παρελθόν της σημερινής επιστήμης; (‘Επίμετρο’ στο:
G.Canguilhem: Το Κανονικό και το Παθολογικό, Νήσος 2007).
670
Η “εκ των άνω προς τα κάτω” μέθοδος στην ιστορία των επιστημών (Josef Clarck) συνίσταται στο να
στηριζόμαστε στη διαβεβαίωση της αναλυτικής φιλοσοφίας της επιστήμης ότι η επιστήμη σήμερα έχει ωριμάσει, ότι
το λογικό μοντέλο παραγωγής νέων μελλοντικών αποτελεσμάτων θα μείνει ως έχει. Τότε η εργασία του ιστορικού,
εφοδιασμένη με έναν ολοκληρωμένο θεωρητικό τύπο, θα επιδίωκε να θέσει στις θεωρίες του παρελθόντος το ερώτημα
για τους λόγους της μη ωρίμανσής της λογικής τους... Ωστόσο, ένα οριστικό μοντέλο σήμερα, αναδρομικά
εφαρμοζόμενο ως οικουμενικό στοιχείο αναγνώρισης, δεν αποτελεί μια επιλεκτική προβολή φωτός στο παρελθόν ‘
είναι ένα είδος τύφλωσης για την ιστορία (Ernst Nagel).
261
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
ή ακόμη γιατί το προεκτείνει, αλλά γιατί κατά αναγκαίο τρόπο εξέρχεται από αυτό και το περιεχόμενό
του φέρνει το μοναδικό κάθε φορά στίγμα της υπεροχής του».671
Ο Canguilhem αναφέρεται μεταξύ άλλων και στην ερμηνεία από τον D.Lecourt672 του
έργου του Bachelard: ο Lecourt επιχειρεί να αποδείξει πως ο Bachelard δεν μπόρεσε να
συνειδητοποιήσει το κίνητρο και το νόημα των επιστημολογικών του αναλύσεων, ότι έμεινε
εγκλωβισμένος στις ιδεαλιστικές προεκτάσεις της φιλοσοφίας των επιστημών, εφαρμόζοντας στην
παραγωγή της γνώσης μια μέθοδο κάθετης κρίσης, την ίδια στιγμή υποτίθεται που όλα τα
συμπεράσματά του έτειναν στην «ενίσχυση των θέσεων του διαλεκτικού υλισμού»... Καθώς η
παραγωγή γνώσεων είναι ένα γεγονός της κοινωνικής πρακτικής, η κριτική αυτών των γνώσεων
ως προς την σχέση τους με τις συνθήκες παραγωγής τους απορρέει εκ των πραγμάτων από τη
θεωρία της πολιτικής πρακτικής, δηλαδή από τον μαρξιστικό υλισμό όπως τον συνέλαβε ο
L.Althusser και η σχολή του. Ο Canguilhem γράφει πάνω σε αυτό: «θα συμφωνήσουμε πως στην
περίπτωση αυτή η υπόθεση του κάθετου διαχωρισμού της επιστήμης εκ μέρους της επιστημολογίας
πρέπει να καταρριφθεί. Αλλά θα θέσουμε κατ’αρχάς το ερώτημα εάν είναι δυνατό να διατηρήσουμε
το όνομα «επιστήμη» σε ένα είδος προϊόντων των οποίων η διαχωριστική κάθετος (ή, ακριβέστερα,
η έσχατη κρατούσα αρχή) είναι η πολιτική, αντικαθιστώντας την αρχαία πόλωση του αληθούς και του
ψευδούς με τη νέα πόλωση της συμμόρφωσης ή της απομάκρυνσης από μια “γραμμή”».673
Ας σημειώσουμε εδώ και μια παρατήρηση: ο Michel Serres υποστηρίζει πως η ιστορία
«των» επιστημών είναι θύμα μιας ταξινόμησης, την οποία αποδέχεται σαν ένα γεγονός της
γνώσης, ενώ το πρόβλημα είναι να μάθουμε από ποιο γεγονός απορρέει, δηλαδή να επιχειρήσουμε
πρώτα τη σύνταξη «μιας κριτικής ιστορίας των ταξινομήσεων». Το να δεχτούμε χωρίς κριτική τη
διαίρεση τς γνώσης πριν από την «ιστορική διαδικασία», στην οποία αναπτύσσεται το σύνολό της,
σημαίνει πως υπακούμε σε μια «ιδεολογία». Ο Canguilhem επισημαίνει στο σημείο αυτό πως η
επιστημολογία του Bachelard συνάντησε ένα πρόβλημα σαν και αυτό: στο Rationalisme appliqué
(«Εφαρμοσμένος ορθολογισμός») ο Bachelard θέτει ερωτήματα που σχετίζονται ακριβώς με τις
αιτίες και την αξία της διαίρεσης σε «διακριτές περιοχές της ορθολογικής οργάνωσης της γνώσης»,
και ερωτήματα για τις σχέσεις των «τοπικών ορθολογισμών» με «έναν ολικό ορθολογισμό».674
(ε.2.2) η έννοια της “επιστημονικής ιδεολογίας” στον Canguilhem
Η ίδια η διατύπωση «επιστημονική ιδεολογία» που πρότεινε ο Canguilhem σε μια
αναδημοσίευση διάλεξης που έδωσε στην Πολωνία το 1969, φαίνεται να τοποθετεί τις διαδικασίες
της επιστήμης στο ίδιο επίπεδο με την ιδεολογία. Όπως σημείωνε ο Canguilhem, όταν ο Marx
απαριθμούσε τους ιδεολογικούς σχηματισμούς ως «αντανακλάσεις της κοινωνικής δομής μια
671
Jean Cavailles, “Sur la logique et la theorie de la science”, παρατίθεται από τον G.Canguilhem (“Ο ρόλος της
επιστημολογίας στη σύγχρονη ιστοριογραφία της επιστήμης”, (1976), στο: Επιστημολογία. Κείμενα, [επιμ.]
Γ.Κουζέλης, β΄ αναθ.έκδ. Νήσος 1997, σελ. 386).
672
Lecourt D., Le jour et la nuit, Paris 1974.
673
«θα θέσουμε στη συνέχεια, λεει ο Canguilhem, το ερώτημα πώς μια θεμελιώδης έννοια μιας ψευδαισθητικής
επιστημολογίας, η έννοια της ‘ρήξης’, αυξάνοντας την ισχύ της μέσω της επινόησης του όρου ‘τομή’, μπορεί να αντέξει
μια νέα ερμηνεία του μαρξισμού, ως προς τη συγκρότησή του ως επιστήμης της ιστορίας, στο όνομα της οποίας η
επιστημολογία απορρίπτεται ως ψευδαίσθηση» (“Ο ρόλος της επιστημολογίας στη σύγχρονη ιστοριογραφία της
επιστήμης”, (1976), στο: Επιστημολογία. Κείμενα, [επιμ.] Γ.Κουζέλης, β΄ αναθ.έκδ. Νήσος 1997, σελ. 390).
674
“Ο ρόλος της επιστημολογίας στη σύγχρονη ιστοριογραφία της επιστήμης”, (1976), στο: Επιστημολογία.
Κείμενα, [επιμ.] Γ.Κουζέλης, β΄ αναθ.έκδ. Νήσος 1997, σελ. 391.
262
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
εποχής», απέκλειε από αυτή την απαρίθμηση την επιστήμη. Η επιστήμη εξαιρούνταν από τις
«αποκλίσεις» της ιδεολογίας και μια τομή εγκαθιδρυόταν ανάμεσα σε αυτό τον λόγο αλήθειας (ο
ιστορικός υλισμός) και την ιδεολογία. Κατά συνέπεια, είτε η επιστήμη είναι αυστηρή επιστήμη και
άρα δεν απειλείται από επιμολύνσεις ιδεολογικές, είτε εξακολουθεί στο ίδιο το επίπεδο της
ιστορίας της να δέχεται παρεμβάσεις «επιστημονικών ιδεολογιών» οπότε και χάνει την ικανότητα
να διατυπώνει με αποδεικτικούς όρους το αληθές (ή, το λιγότερο, κρίνεται ύποπτη, με χαρακτήρα
διφορούμενο και εκτείθεται στον κίνδυνο της απόρριψης).
Σύμφωνα με την διατύπωση του Canguilhem, για να μπορεί κανείς να «είναι εντός του
αληθούς», δεν απαιτείται κυριολεκτικά να «λέγει το αληθές», έχοντας στη διάθεσή του όλες τις
αναγκαίες αποδείξεις, αλλά να διατηρεί μαζί του μια μορφή ‘επικοινωνίας’ η οποία μένει σε
εκκρεμότητα εν αναμονή της επιβεβαίωσής της. Είναι δυνατόν λοιπόν να είναι κάποιος εντός του
αληθούς, χωρίς να έχει όμως τα μέσα να πει πραγματικά το αληθές.675
Εκείνο το οποίο προσέφερε ο Bachelard στον Canguilhem είναι μια αναπαράσταση της
γνώσης ως δραστηριότητας η οποία δεν βασίζεται ούτε σε μια εξωτερική πραγματικότητα (που θα
ήταν ως τέτοια υπερβατική σε σχέση με την διαδικασία της γνώσης), ούτε σε ορθολογικές δομές
που θα είχαν τεθεί a priori και με τις οποίες θα έπρεπε η εν λόγω δραστηριότητα να συσχετίσει όσο
το δυνατόν ακριβέστερα τα δεδομένα της εμπειρίας.676 Ο Canguilhem εξηγεί πως ο Bachelard
προσπάθησε να επεξεργαστεί «μια ορθολογιστική επιστημολογία χωρίς αναφορά σε μια οντολογική
θεωρία του Λόγου ή χωρίς αναφορά σε μια υπερβατολογική θεωρία των κατηγοριών».677 Η
επιστημολογία με αυτή την έννοια, οφείλει να υπερβεί το δίπολο ρεαλισμού και φορμαλισμού:
αυτό μπορεί να το επιτύχει εφόσον αντιμετωπίσει την επιστημονική γνώση πρωτίστως ως
«πρακτική», δηλαδή ως εργασία (ή δραστηριότητα) η οποία την ίδια στιγμή που μετασχηματίζει τα
αντικείμενά της συνιστά επίσης μετασχηματισμό του εαυτού της.
Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην επιστημολογία και την ιστορία των επιστημών; Σύμφωνα
με τη γενική γραμμή της θεωρίας του Popper, για παράδειγμα, η ιστορία των επιστημών
ασχολείται με την καταγραφή των γεγονότων, των συμβάντων της γνώσης που έλαβαν χώρα
κάποια στιγμή στο παρελθόν. Στην επιστημολογία αναλογεί κάτι διαφορετικό: ο προσδιορισμός
των αξιών της επιστήμης χάρη στις οποίες η επιστήμη μετατοπίζεται από το επίπεδο του
διαπιστώσιμου στο πεδίο του δικαιολογήσιμου. Εν τούτοις είναι βιώσιμη αυτή η διάκριση
γεγονότων και αξιών; Υπάρχει παρελθόν μόνο από τη σκοπιά του παρόντος, και αυτό το παρόν
‘αποφασίζει’ τι αξίζει να διατηρηθεί ως σημαντικό και τι θα απορριφθεί ως ελάσσον. Στο ίδιο
μήκος κύματος με τον Bachelard θα κινηθεί και ο Canguilhem: μπορούν οι αξίες της επιστήμης,
δηλαδή αυτό που την νομιμοποιεί να αναγνωρίζεται ως αληθής («επιστήμη» με την κυριολεκτική
έννοια του όρου), που τη διαχωρίζει από την τάξη της ‘δόξας’, να εμφανιστούν ανεξάρτητα από
οποιαδήποτε σχέση με τα γεγονότα της γνώσης, όπως αυτά παράγονται πραγματικά με μια μορφή
που δεν επιδέχεται διαπραγμάτευση; Και αντιστρόφως: αυτά τα γεγονότα γνώσης (το υλικό του
ιστορικού) αποτελούν απλώς ‘δεδομένα’; Μια ιστορία των επιστημών που θα περιοριζόταν σε μια
λειτουργία καταγραφής , η οποία δεν θα αναρωτιόταν τί ακριβώς πρέπει να καταγράψει, τι είναι
άξιο καταγραφής, θα ήταν τυφλή. Με ανάλογο, τρόπο, μια επιστημολογία η οποία δεν θα
ενδιαφερόταν να προσφέρει μια ιστορική βάση στις κρίσεις που εκφέρει και τις οποίες θα άρθρωνε
τότε στο κενό, θα ήταν στείρα. Αυτός επομένως είναι και ο λόγος που δεν μπορεί να υπάρχει
675
Ο ιστορικός των επιστημών αντιμετωπίζει συχνά αυτό το πρόβλημα..
P.Macherey: “Ο Canguilhem και η έννοια της επιστημονικής ιδεολογίας”, στο: Από τον Canguilhem στον
Foucault. Η δύναμη των κανόνων, Πλέθρον 2010.
677
G.Canguilhem: “Μελέτες για την ιστορία και τη φιλοσοφία των επιστημών”, Vrin, Paris 1968.
676
263
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
επιστημολογία που να μην είναι ιστορική, ούτε και ιστορία που να μην είναι επιστημολογική,
καθώς και οι δύο συνδέεουν στενά την εξέταση των γεγονότων με την εξέταση των αξιών.678
«Η αληθότητα ή το λέγειν-το-αληθές της επιστήμης δεν συνίσταται στην πιστή αναπαραγωγή
κάποιας αλήθειας εγγεγραμμένης δια παντός στα πράγματα ή στη νόηση. Το αληθές είναι το λεχθέν
του επιστημονικού λέγειν. Με ποιον τρόπο αναγνωρίζεται; Από το γεγονός ότι δεν λέγεται ποτέ
πρώτα. Μια επιστήμη είναι ένας λόγος που διέπεται από τον κανόνα του κριτικού αναστοχασμού του.
Αν αυτός ο λόγος έχει μια ιστορία, την πορεία της οποίας πιστεύει ότι ανασυγκροτεί ο ιστορικός,
τούτο συμβαίνει επειδή είναι μια ιστορία το νόημα της οποίας οφείλει να επανενεργοποιήσει ο
επιστημολόγος».679
«Δεν γίνεται να μην τεθεί το ερώτημα του κατά πόσο η ιστορία αυτού που είναι μια αυθεντική
επιστήμη οφείλει να αποκλείσει ή να ανεχτεί ή μάλλον να διεκδικήσει και να περικλείσει επίσης την
ιστορία των σχέσεων αποβολής του αναυθεντικού από το αυθεντικό». Ποιο καθεστώς πρέπει να
αποδώσουμε στο αναυθεντικό; «Είναι άραγε κατάλληλη η έκφραση επιστημονική ιδεολογία;
Ταιριάζει για να περιγραφούν και να οριοθετηθούν επαρκώς όλοι οι μετασχηματισμοί λόγου με
αξιώσεις θεωρίας, οι περισσότερο ή λιγότερο συνεκτικές αναπαραστάσεις των σχέσεων ανάμεσα σε
φαινόμενα, οι σχετικά ανθεκτικοί στο χρόνο άξονες των σχολιασμών της βιωματικής εμπειρίας, εν
ολίγοις αυτές οι ψευτογνώσεις των οποίων ο μη πραγματικός χαρακτήρας συνάγεται από το γεγονός
και μόνο ότι μια επιστήμη θεμελιώνεται ουσιαστικά μέσα από την κριτική τους;».680
«Η φιλοσοφία του Nietzsche παρουσιάζει μια θεωρία για την αξιολογική μεροληψία υπέρ της
αλήθειας, μια αποκατάσταση αυτού που η οντολογική λογική, ο ουσιοκρατικός ορθολογισμός ή ο
επιστημονοκρατικός ορθολογισμός αποκαλούν “σφάλμα” [...]. Έτσι αντιλαμβανόμαστε καλύτερα ότι
η αναζήτηση της αλήθειας είναι αποτέλεσμα μιας επιλογής που δεν αποκλείει το αντίθετό της».681 Σε
αντίθεση επομένως με ένα ‘ουδέτερο’ εγχείρημα γνώσης, χωρίς αυτή τη μεροληψία δεν θα υπήρχε
καν παραγωγή αλήθειας ούτε επιστημονική γνώση. Αυτή η «αξιολογική μεροληψία» η οποία
εγκαθιστά έναν αναγκαίο ανάμεα στην αναζήτηση της αλήθειας και τις αξίες της ζωής, ανάμεσα
σε γνώση και συμφέροντα, δεν λειτουργεί χωρίς μια αναμέτρηση με τις «αρνητικές αξίες» που
σφραγίζουν την πορεία της. Αυτές οι αρνητικές αξίες, στο επίπεδο της οργανικής ύπαρξης όπως
και στο επίπεδο του γνωσιακού λόγου, καταγράφονται ως «σφάλματα». Εάν το «σφάλμα» νοηθεί
από την σκοπιά μιας καθαρής θεωρίας, δεν αποτελεί παρά άρνηση της αλήθειας ‘ εάν όμως
συσχετισθεί με τις πρακτικές ανάγκες και δυνατότητες της ζωής και της δράσης, τότε αποκτά
διαφορετική περισσότερο πλούσια σημασία.682
678
«Η ιστορία μιας επιστήμης δεν θα μπορούσε να είναι μια απλή συλλογή βιογραφιών, ούτε πολύ περισσότερο
ένας χρονολογικός πίνακας που θα είχε διανθιστεί με ανέκδοτα περιστατικά. Πρέπει να είναι επίσης μια ιστορία της
διαμόρφωσης, της παραμόρφωσης και της διόρθωσης των επιστημονικών εννοιών» (G.Canguilhem: “Εισαγωγή στην
Πραγματεία φυσιολογίας του Kayser”, παρατίθεται από τον P.Macherey στο: “Η φιλοσοφία της επιστήμης του
G.Canguilhem. Επιστημολογία και ιστορία των επιστημών”, Από τον Canguilhem στον Foucault. Η δύναμη των
κανόνων, Πλέθρον 2010, σελ. 43). Στην πραγματικότητα, υποστηρίζει ο Macherey, τα βιβλία του Canguilhem
συνιστούν ένα κατ’ουσίαν «πολεμικό έργο», το οποίο «δεν περιορίζεται στην περιγραφή του αντικειμένου του αλλά
διαπερνιέται από την προβληματική μιας αξιολόγησης»...: «τι θέλει η επιστήμη;».
679
G.Canguilhem: “Ideologie et rationalite dans l’histoire des sciences de la vie”, Vrin, Paris 1977 (παρατίθεται
από τον P.Macherey στο: “Ο Canguilhem και η έννοια της επιστημονικής ιδεολογίας” (2008), στο: Από τον
Canguilhem στον Foucault. Η δύναμη των κανόνων, Πλέθρον 2010, σελ. 207-208).
680
G.Canguilhem: “Ideologie et rationalite dans l’histoire des sciences de la vie”, Vrin, Paris 1977 (παρατίθεται
από τον P.Macherey, βλπ. Από τον Canguilhem στον Foucault. Η δύναμη των κανόνων, Πλέθρον 2010, σελ. 217).
681
G.Canguilhem: “Hommage a Jean Hyppolite”, PUF 1971 (παρατίθεται από τον P.Macherey, βλπ. Από τον
Canguilhem στον Foucault. Η δύναμη των κανόνων, Πλέθρον 2010, σελ. 219).
682
Για ποιον λόγο η ανθρώπινη ύπαρξη έρχεται αντιμέτωπη με κανόνες; Από που αντλούν οι κανόνες την
δύναμή τους; Και σε ποια κατεύθυνση την προσανατολίζουν; Στον Canguilhem τα ερωτήματα αυτά περιστρέφονται
γύρω από την έννοια των αρνητικών αξιών. Όπως το διατυπώνει ο Macherey: «η ζωή δεν γνωρίζεται και δεν
αναγνωρίζεται παρά μόνο μέσω των σφαλμάτων της ζωής, τα οποία αποκαλύπτουν, σε κάθε έμβιο, τον συγκροτησιακά
264
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
Ο P.Macherey ανακαλεί στο άρθρο του για τον Canguilhem και την «επιστημονική
ιδεολογία», μια ενδιαφέρουσα διάκριση ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς τύπους ιδεολογιών, την
οποία εισήγαγε ο Michel Pecheux (1938-1983): η «ιδεολογία-σύννεφο» τοποθετείται σε μακρυνή
απόσταση ‘ θεωρείται αποκομμένη από την υλική πραγματικότητα από την οποία δανείστηκε το
περιεχόμενό της, και αυτό της επιτρέπει να θεωρητικολογεί ελέυθερα, κατά βούληση, χωρίς να
προσκρούει σε μια εξωτερική διάψευση. Η «ιδεολογία-τσιμέντο» λειτουργεί σε συνθήκες
εγγύτητας ‘ παραμένει στενά συνδεδεμένη με την ύλη που μετασχηματίζει, τοποθετείται στο ίδιο
επίπεδο με την πραγματικότητα με την οποία αναμετριέται, καθώς αναπτύσσεται με τη μορφή μιας
πρακτικής που κατασκευάζει από μόνη της το άλλο της, ένα άλλο από το οποίο δεν μπορεί πλέον
να διαχωριστεί. Η «ιδεολογία-σύννεφο» θα μπορούσε να ονομαστεί «θεωρητική ιδεολογία»,
εκδιπλώνεται στο περιθώριο ή υπερ-ίπταται της πραγματικότητας στην οποία αναφέρεται.
Αντιθέτως, η «ιδεολογία-τσιμέντο» μπορεί να ονομαστεί «πρακτική ιδεολογία»: δεν χαλαρώνει
ποτέ την αναγκαιότητα που υπάρχει να παρεμβαίνει στο «πραγματικό» της, το οποίο έχει πλήρως
ιδιοποιηθεί. Ως εκ τούτου δεν έχει λόγο να του αναγνωρίσει έναν χαρακτήρα εξωτερικότητας ή
ετερογένειας. Η «ιδεολογία-σύννεφο» είναι η ιδεολογία υπό τη μορφή μιας θεωρίας που έχει
αποκοπεί από τις απαιτήσεις της πραγματικής ζωής και από τις επιλογές που αυτή συνεπάγεται ‘
έχει να κάνει μόνο με καθαρές αλήθειες ή με αλήθειες που εμφανίζονται συστηματικά καθαρές, εν
ονόματι μιας αρχής αντικειμενικότητας η οποία παραπέμπει σε μια συμβατική δήλωση. Αντιθέτως,
η «ιδεολογία-τσιμέντο» (η πρακτική ιδεολογία) ταυτίζεται με αυτές τις απαιτήσεις, γεγονός που
την οδηγεί να συνδέει κατά μήκος της ορμής της αλήθεια και σφάλμα, τον διαχωρισμό των οποίων
αδυνατεί προς στιγμήν να επιτελέσει.
Με τα παραπάνω διασαφηνίζεται και η θέση του Canguilhem που εισάγει την διάκριση
ανάμεσα σε «επιστημονική ιδεολογία» ως ιδεολογία που εμπλέκεται στην πρακτική κίνηση της
ζωής, και σε «ψευδοεπιστήμη», η οποία αποτελεί ακριβώς μια «θεωρητική ιδεολογία» που
αναπτύσσεται ελεύθερα, σε απόσταση από τις ανάγκες του πραγματικού. «Το ιδιάζον γνώρισμα
μιας ψευδοεπιστήμης είναι ότι δεν συναντά ποτέ το ψευδές, ότι δεν χρειάζεται να παραιτηθεί ποτέ
από τίποτα [...]. Ο λόγος της ψευδοεπιστήμης δεν μπορεί να υποστεί διάψευση. Εν ολίγοις η
ψευδοεπιστήμη δεν έχει ιστορία». Για μια επιστήμη αντιθέτως η διαψευσιμότητα, δηλαδή η
εμπλοκή της σε μια διαδικασία που μπορεί να επιφέρει την αποκάλυψη του εσφαλμένου
χαρακτήρα του λόγου της, σημαίνει ότι έχει μια ιστορία, κατά τη διάρκεια της οποίας διενεργείται
στην πράξη ο διαχωρισμός ανάμεσα σε αυτό που εντός του συγκεκριμένου λόγου είναι ιδεολογικό
και σε αυτό που δεν είναι. «Μια επιστημονική ιδεολογία φτάνει σε ένα τέλος όταν ο χώρος που
καταλάμβανε στην εγκυκλοπέδεια της γνώσης επενδύεται από έναν γνωστικό κλάδο που αποδεικνύει,
τελεστικά, τους κανόνες της επιστημονικότητάς του. Εκείνη τη στιγμή μια ορισμένη επικράτεια μη
επιστήμης προσδιορίζεται μέσω αποκλεισμού».683 Η στιγμή κατά την οποία διενεργείται αυτός ο
αποκλεισμός έχει ιδιαίτερη σημασία, εν τούτοις η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο αληθές και
στο ψευδές δεν έχει χαραχτεί εκ των προτέρων: αντιθέτως πρέπει να την χαράξει η ίδια η
ανολοκλήρωτο χαρακτήρα του. Γι’αυτό ακριβώς η δύναμη των κανόνων επιβεβαιώνεται τη στιγμή που σκοντάφτει, και
ενδεχομένως προσκρούει, σε τούτα τα όρια [...]». Σε αντίθεση με την παραδοσιακή οπτική, δεν υποτάσσεται η ζωή σε
κανόνες, σαν να δρούσαν οι κανόνες επί της ζωής, έξωθεν, αλλά οι κανόνες παράγονται, με τρόπο απολύτως
«εμμενή», από την κίνηση της ζωής. Υπάρχει επομένως μια ουσιώδης, «πρωταρχική κανονιστικότητα του εμβίου», ως
δημιουργού κανόνων ‘ αυτοί οι κανόνες εξηγούν γιατί το έμβιο δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα υλικό δεδομένο αλλά
αποτελεί μια «δυνατότητα», με την έννοια μιας δύναμης, δηλαδή μια πραγματικότητα εξαρχής ανολοκλήρωτη επειδή
έρχεται συνεχώς αντιμέτωπη με τηους κινδύνους τς ασθένειας και του θανάτου. Η ζωή είναι δύναμη, δηλαδή μη
ολοκλήρωση ‘ γι’αυτό ακριβώς γίνεται αισθητή μόνο όταν έρχεται αντιμέτωπη με τις «αρνητικές αξίες». (P.Macherey:
“Από τον Canguilhem στον Canguilhem περνώντας από τον Foucault”, Από τον Canguilhem στον Foucault. Η
δύναμη των κανόνων, Πλέθρον 2010).
683
G.Canguilhem: “Ideologie et rationalite dans l’histoire des sciences de la vie”, Vrin, Paris 1977 (παρατίθεται
από τον P.Macherey, Από τον Canguilhem στον Foucault. Η δύναμη των κανόνων, Πλέθρον 2010, σελ. 224).
265
Π. Μετάφας
H.P.S.S.
2013-14
επιστήμη, «τελεστικά», κατά τη διάρκια της ιστορίας της επανεξετάζοντας τα παλαιότερα
αποτελέσματά της τα οποία επαναπροσδιορίζει καθώς προχωρά. Η «επιστημονική ιδεολογία» είναι
αυτό που από τη σκοπιά του παρόντος της επικυρωμένης επιστήμης, αποπέμπεται στην τάξη της
παρωχημένης επιστήμης.
Ο Michel Pecheux προκειμένου να δείξει πώς παρουσιάζεται μια «θεωρητική ιδεολογία»
(«ψευδοεπιστήμη» κατά Canguilhem), χρησιμοποίησε το παράδειγμα της αλχημείας: η τεχνική
πρακτική μετασχηματισμού των φυσικών στοιχείων είχε ως λειτουργία να ανταποκρίνεται σε
ορισμένα αιτήματα όπως η απόσταξη, η ανάμειξη και η απόχυση, η τήξη των μετάλλων. Με
επίκεντρο τις τεχνικές λειτουργίες μετασχηματισμού συγκροτήθηκε αυθόρμητα λενα σώμα
τελεστικών κανόνων που μεταδόθηκαν από τη μια γενιά στην άλλη, και των οποίων οργανώθηκε
το ιδεολογικό περιεχόμενο. Ωστόσο οι συνθήκες τις οποίες διαμόρφωσε η κοινωνική πρακτική
γι’αυτή τη μετάδοση, επιτρέποντας και απαιτώντας την μυστικότητα, ανέπτυξαν δύο
υπερτιθέμενους τύπους λόγου που ήταν απομονωμένοι ο ένας από τον άλλο: ενώ ο πρώτος
εξακολουθούσε να έχει ως στόσο τη διάδοση (σε ‘απλή’ τεχνική γλώσσα) των υφιστάμενων
διαδικασιών βαφής, απόσταξης κλπ., ο δεύτερος ‘αποκόπηκε’ από το αίτημα συναρθρώνοντας τις
ίδιες λειτουργίες με μια γενετκή Ιστορία των Στοιχείων και των ενώσεών τους, καταλήγωντας έτσι
σε μια μυστική επιστήμη του χημικού Πραγματικού, η οποία εκφραζόταν με κρυπτογραφικά
σύμβολα. Στην πραγματικότητα, αυτή η «επιστήμη» αποτελούσε «θεωρητική ιδεολογία» σε
ελεύθερη κατάσταση: γινόταν ‘επουσιώδης’ σε σχέση με την κοινωνική πρακτική και ίπτατο σαν
σύννεφο πάνω από το πραγματικό και τους μετασχηματισμούς που επέρχονταν σε αυτό. Σύμφωνα
με τον Pecheux δεν μπορεί κατά συνέπεια να θεωρηθεί εξ ολοκλήρου η αλχημεία ως
«ψευδοεπιστήμη». Αναπτύχθηκαν «δύο υπερτιθέμενοι λόγοι»: ο ένας εξέφραζε