Bιομηχανικός σχεδιασμός 4ου εξαμήνου

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΜΟΡΦΟΔΟΣΙΑ
Η ΠΡΑΞΗ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΣΤΑ ΧΡΗΣΤΙΚΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ
ΝΑΣΟΣ ΚΟΥΖΕΛΗΣ
ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ 4ΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ
Τέιλορ – Bauhaus – Φουνξιοναλισμός
Η μορφοδοσία ως γνωσιοθεωρία
Μορφοδοσία = η γνωσιοθεωρία, η οποία ερευνά τα προβλήματα και τις προϋποοθέσεις με τις οποιές
καθορίζεται και εκτελείται η πράξη της απόδοσης μορφής σε κάθε χρηστικό προϊόν.
Η πράξη είναι η παραγωγή του προϊόντος σε μια μορφή, αλλά στη βιομηχανική μορφοδοσία η απόδοση
της μορφής δε γίνεται απευθείας στο προϊόν, αλλά σε ένα πρόπλασμα του προϊόντος.
Πηγές των γνώσεων της μορφοδοσίας είναι : η ιστορία της υλικής παραγωγής – η πολιτική οικονομία –
η θεωρία της αισθητικής – η παραστατική – η εργονομία – η κιναισθητική – η τεχνολογία και η αντοχή
των υλικών – οι μεθοδολογίες σχεδίασης
Στις μέρες μας, η μορφοδοσία έχει καταξιωθεί ως μία πράξη δημιουργικότητας στους ηλεκτρονικά
εξοπλισμένους χώρους της βιομηχανικής παραγωγής. Το πρακτικό μυαλό, ενταγμένο μέσα στη
νομοτέλεια της τεχνολογίας, εξακολουθεί να παραμένει καλλιτεχνικό και δημιουργικό, με αστείρευτη
φαντασία για πρωτότυπες ιδέες.
Η ορθολογική χειραγώγηση της εργασίας στη μηχανική παραγωγή και η πρώτη οργάνωση της
βιομηχανίας.
Το 1880, ο Τέιλορ, ως επιστάτης σε εργοστάσιο μετάλλου, ολοκλήρωσε τις παρατηρήσεις του για τη
φυσιολογία της ανθρώπινης δύναμης στη μηχανική παραγωγή.. Διαπίστωσε ότι η κατασπατάληση της
ανθρώπινης δύναμης σε άσκοπες κινήσεις οφειλόταν στο ότι οι διοικήσεις των επιχειρήσεων δεν
ενδιαφέρονταν για το περιεχόμενο της εργασίας των συνεργείων τους. Καθόριζαν μόνο το ωράριο των
εργαζομένων και την αξία της εργασίας τους, χωρίς να ελέγχουν αν η εργασία τους ανταποκρινόταν σε
ένα ελάχιστο ποσί της απαιτούμενης παραγωγής.
Πρότεινε:

Το δικαίωμα και την υποχρέωση των διοικήσεων των επιχειρήσεων να καθορίζουν με πλήρη
ακρίβεια το πώς θα εκτελείται η ανθρώπινη εργασία.
 Οι διοικήσεις όφειλαν να μελετήσουν όλες τις κινήσεις των εργαζομένων στις μηχανες
παραγωγής, ώστε να μπορεσουν να τις επεξεργαστούν ορθολογιστικά και να τις εντάξουν σε
1
ένα σύστημα που θα αφαιρούσε από τον εργάτη το δικαίωμα να αποφασίζει για τον τρόπο
εκτέλεσης της μηχανικής παραγωγής.
 Με την απόλυτη συνεργασία μηχανής – ανθρώπου, θα αυξανόταν η παραγωγική διαδικασία
και η απόδοση χρηστικών προϊόντων ανά μονάδα χρόνου.
 Για να πολλαπλασιαστεί ο ρυθμός παραγωγής, πρότεινε την ομοιογένεια στις ροές εργασίας
μέσα στα συνεργεία και το συντονισμό των εργασιακών ομάδων, ώστε οι εντολές λειτουργίας
να μεταβιβάζονται απευθείας μέσω του κατάλληλου χειριστή ή του υπέυθυνου μηχανικού.
Η οικονομική επιτυχία των αρχών του Τέιλορ, τον κατέστησε δημοφιλέστατο στους επιχεηρματικούς
κύκλους. Τα μέτρα που πρότεινε για την ορθολογική εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργατικής
οργανώθηκαν σε μια θεωρία επιστημονικής χειραγώγησης της εργασίας παραγωγής :
 Το πιο ενδιαφέρον από τα πορίσματα της θεωρίας αυτής ήταν η απαίτηση για διατύπωση
κανόνων και οδηγιών εργασίας που εξαντλούν τα όρια της απόδοσης της ανθρώπινης
δύναμης, κατανέμοντάς την μόνο στα άτομα με την καλύτερη φυσική κατάσταση για τις
απαιτήσεις της μηχανικής παραγωγής.
 Πρότεινε να διατυπώνονται, σε πίνακες ή διαγράμματα, όλα όσα αφορούν ην προσωπική
εμπειρία και την ενασχόληση κάθε εργαζόμενου .
 Οι εντολές για την υλοποίηση κάθε χρηστικού προϊόντος, θα ορίζονταν μέσα από ένα
διάγραμμα, το οποίο η διοίκηση θα έθετε υπόψη των εργαζομένων.
 Κάθε πνευματική εργασία έπρεπε να διαχωριστεί από το χώρο των συνεργείων, σε ένα
απομονωμένο τμήμα σχεδιασμού, όπου θα κετελούνταν όλε οι μελέτες οργάνωσης και
μηχανικής παραγωγής. Επίσης, στο χώρο αυτό θα συμμετείχαν και τα στελέχη που κατεχουν την
επιστημονική γνώση για την εργασία και τη μηχανική παραγωγή. Έτσι, η σύλληψη του
χρηστικού προϊόντος (μορφή, δομή, σκοπός, λειτουργία) διαχωρίστηκε οριστικά από το έργο της
μηχανικής παραγωγής.
 Πρότεινε την αξιοποίηση της μονοπώλησης γνώσης έτσι, ώστε αυτή να γίνει ένα όργανο
ελέγχου και εξουσίας για ολόκληρο το σχεδιασμό και την εκτέλεση της παραγωγής. Γι΄αυτό
πρότεινε την κάρτα ανάθεσης έργου, αλλά και την επιβολή κυρώσεων από τους εργοδηγούς
και τους επόπτες, οι οποίοι εξασφάλιζαν την αυστηρή προσήλωση κάθε εργαζόμενου στη
μηχανική παραγωγή.
Ως μέγιστο κριτήριο για τη μονοπώληση της γνώσης θεωρήθηκε το γεγονός ότι η παραγωγική
διαδικασία μπορούσε να καταγραφεί πριν από την έναρξη της λειτουργίας της, σαν μια ενιαία
προδιαγεγραμμένη υπόθεση.
2
Με την αποδοχή των αρχών της θεωρίας του Τέιλορ, κάθε επιδεξιότητα και κίνηση του ανθρώπου
υποτασσόταν σε μια προδιαγεγραμμένη λειτουργία σε χώρο και χρόνο.
Επιπλέον, και η πνευματική εργασία στη μηχανική παραγωγή αποκτούσε μια αυτονομίααπό το
αντικείμενό της , αφού ολοκλήρωνε θεωρητικά την αποστολή της , πριν καν τεθεί σε λειτουργία η
εκτέλεση της παραγωγής του προϊόντος. Σε αυτή την πραγματικότητα του προσχεδιασμού , η
πνευμαντική εργασία αναγκάστηκε να επαναπροσανοτιλιστεί και σε αντικείμενα πέρα από εκείνα την
αφορούσαν, όπως ήταν οι στατιστικές αναλύσεις, οι μέθοδοι προγραμματισμού και η εργολογία.
Οι αρχές της θεωρίας του Τέιλορ προωθήθηκαν στη βιομηχανία αυτοκινήτων (Henry Ford). Μέσα στις
νέες συνθήκες που διαμόρφωσε η εφαρμογή της θεωρίας του Τέιλορ, η μηχανή παραγωγής
αξιοποιήθηκε ορθολογικά και οργανώθηκε σε βιομηχανία (σύστημα μηχανικού μετασχηματισμού κάθε
υλικού σε προϊόν για τις ποικίλες ανάγκες του ανθρώπου . Οι αρχές της θεωρίας του Τέιλορ
επεκτάθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα και σε άλλους τομείς εργασίας, όπως είναι οι υπηρεσίες και οι
επικοινωνίες.
Η αντίληψη ότι η μορφοδοσία των χρηστικών αντικείμένων πηγάζει από την επιστημονική τεχνική
παραγωγής (Κονστρουκτιβισμός, De Stijl) επηρέασε σταδιακά τις αντιλήψεις της εποχής. Έτσι, ο
Henry de Velde δεν μπόρεσε να συνεχίσει τη διδασκαλία της εξατομικευμένης καλλιτεχνικής μορφής
στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών της Βαϊμάρης και παρέδωσε τη θέση του στον Gropius , o οποίος
πρότεινε την ένταξη των εικαστικών τεχνών στη σχολή αυτή. Έτσι, το 1919, ιδρύθηκε μια καινοφανής
κρατική σχολή εμπράγματης τέχνης, με την επωνυμία Bauhaus, που συνέδεσε την καλλιτεχνική
δημιουργικότητα με την τεχνική της βιομηχανικής παραγωγής.
Στο νέο αυτό δημόσιο εκπαιδευτικό χώρο ήταν λογικό να εξοστρακιστεί κάθε αντίληψη ότι «η τέχνη
είναι επάγγελμα» και να εδραιωθεί η πεποίθηση ότι το καλλιτεχνικό έργο δεν μπορεί από τη φύση του
να υποταχθεί στην τεχνική της παραγωγής, αλλά μπορεί να την εμπλουτίζει και να τη διαφωτίζει.
Σύμφωνα με το καταστατικό του Bauhaus,, που συνέταξε ο ίδιος ο Gropius, η τέχνη, ως γνωστική κι
εμπειρική πράξη, δημιουργείται πέρα από τις μεθόδους και αυτή καθ’αυτή δεν διδάσκεται, αλλά
διδάσκεται μονο η χειρωνακτική τεχνική της.
Με βάση την προσέγγιση αυτή, συγκροτήθηκε η διδασκαλία στα εργαστήρια της σχολής. Οι σπουδες
προσανατολίστηκαν προς την αντικειμενική εξυπηρέτηση των ανθρωπίνων αναγκών, εκτιμώντας ότι η
μορφοδοσία των χρηστικών προϊόντων διαμορφώνεται από τις ιδιότητες του υλικού και την τεχνική
παραγωγής.
Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Bauhaus απηχούσε το μετεπαναστατικό πνεύμα της Arbeitstrat, το
οποίο υποστήριζε ότι η κατοικία έπρεπε να μεταβληθεί σε ένα σύμβολο, που θα αναιρούσε κάθε μορφής
διάκριση στοις ανθρώπινες σχέσεις και αταξικής διαβίωσης, ώστε να καλύψει τις πρακτικές ανάγκες της
νέας καθημερινότητας, που είχαν προκύψει από τις κατακτήσεις του εργατικού κινήματος, όπως ήταν ο
καλύτερα αμειβόμενος χρόνος εργασίας, η γενική μόρφωση, η μέριμνα για τη νεολαία και τους
ηλικιωμένους, η ισότητα των φύλων και ο ελεύθερος χρόνος.
3
Ο Gropius κατέκρινε τις πρακτικές των απομιμήσεων από τη μηχανική παραγωγή, θεωρώντας τα
προϊόντα αυτά ως τεχνάσματα. Για τον Gropius , η διαφορά ανάμεσα στη χειροτεχνία και τη
βιομηχανία δεν οφείλεται στα διαφορετικά εργαλεία που χρησιμοποιούν, αλλάστο ότι στη βιομηχανία η
όλη εργασία κατανέμεται, ενώ αντίθετα στη χειροτεχνίαγίνεται από έναν και μοναδικό εργάτη. Η
χειροτεχνία και η βιομηχανία είναι δύο αντίπαλοι πόλοι, που πρέπει κλιμακωτά να προσεγγίσουν ο ένας
τον άλλον, γιατί μελλοντικά η χειροτεχνία θα πρέπει να υπηρετήσει την ανάπτυξη των νέων μορφών της
μαζικής παραγωγής.
Γι’ αυτόν το λόγο, το Bauhaus έπρεπε να αποτρέψει την υποδούλωση της μορφοδοσίας στη μηχανή,
ώστε να σώσει την κατοικία από τη μηχανιστική αναρχία.
Στην ανάπτυξη των καινοτομιών του Bauhaus, καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι συνεργάτες του Gropius ,
όπως του Κλέε για τα καλιτεχνικά μαθήματα και του Ναγκύ για την τεχνολογία των μεταλλικών
κατασκευών. Στα εργαστήρια αυτά δεν αντέγραφανκαθιερωμένες πρακτικές και τεχνικές, αλλά
εισήγαγαν νέες μορφές μέσα από τη μελέτη της γεωμετρίας των σχημάτων και τη θεωρία των
χρωμάτων και της πλαστικής οργάνωσης.
Η καλλιτεχνική συλλογικότητα στη βιομηχανική μορφοδοσία δεν ευδοκίμησε στο βαθμό που
επιθυμούσε ο Gropius. Ο ανταγωνισμός μεταξύ ορισμένων εργαστηριών (επίπλου, υφάσματος,
μετάλλου) δεν επέτρεψε τη συνένωνση όλων των τεχνικών σε μια ενιαία βιομηχανική τέχνη. Η μόνη
ίσως κοινή προσπάθεια που προέκυψε ήταν η αποσπασματική πώληση των μοντέλων της σχολής, μέσω
της εταιρείας Bauhaus – GmbH, που ιδρύθηκε το 1925, προκειμένου να καλυφθούν οι λειτουργικές
δαπάνες λόγω της διακοπής της κρατικής επιχορήγησης.
O Doesburg, σε αντιδιαστολή με τις εξατομικευμένες πρακτικές σύνθεσης που δίδασκε ο Ίττεν,
παρουσάισε τις δικές του κονστρουκτιβιστικές τεχνικές. Στις εμπορικές εκθέσεις που ακολούθησαν
(Φρανκφούρτη, Λειψία, Στουτγάρδη) παρουσιάστηκαν πρωτότυπα έργα μαζικής χρήσης και πρωτότυπα
από τεχνολογικής άποψης, χωρίς όμως να τύχουν ανάλογης αποδοχής από το κοινό, λόγω της επίδρασης
που ασκούσε η πολυτελής εμφάνιση των προϊόντων της Αrt Deco.
Το πρωτοποριακό έργο των σπουδαστών του Bauhaus διαμονοποιήθηκε από τις συντηρητικές πολιτικές
δυνάμεις που μάχονταν τις πολιτικές κατακτήσεις του εργατικού κινήματις στη Γερμανία. Έτσι, η σχολή
Bauhaus αναγκάστηκε να μετακομίσει στις νέες εγκαταστάσεις της στο Dessau. Τη διεύθυνση ανέλαβε
ο μαρξιστής Μάγιερ, που ακολούθησε το ρωσικό κονστρουκτιβισμό, θέτοντας ως προτεραιότητα στη
βιομηχανική μορφοδοσία την εξυπηρέτηση των λαϊκών αναγκών. Έτσι, τα νέα χρηστικά προϊόντα
απέκτησαν μια μαζική αξία και αποδεσμεύθηκαν από την πολυτέλεια και την εμπορική αξία που
επέβαλε η αστική αντίληψη. Η μορφοδοσία τους απέκτησε μια αντικειμενική διάσταση που κάλυπτε τις
ανάγκες της «νέας πραγματικότητας», που προέκυψε από τις κατακτήσεις του εργατικού κινήματος.
Οι επιστημονικές γνώσεις και οι κοινωνικές ανάγκες ενσωματώθηκαν στο σχεδιασμό των πρωτότυπων
μορφών του Bauhaus, αναπτύσσοντας κατά τη δεύτερη φάση του, πολλές καινοτομίες, όπως η
πολυθρόνα με ένα μόνο σωλήνα, το πτυσσόμενο τραπέζι και τα φωτιστικά από αλουμίνιο και γυαλί.
4
Παρόλο που τα απλά αυτά πρωτότυπα έργα στη μεσοπολεμική Γερμανία δεν έτυχαν δημοτικοτητας και
ευνοϊκής κριτικής, λειτούργησαν καταλυτικά στην ικανοποίηση των στοιχειωδών καθημερινών
αναγκών των λαϊκών τάξεων. Οι μορφές ,που διαμόρφωσαν οι σπουδαστές του Bauhaus για πρώτη
φορά στην ιστορία, ήταν απλές μέσα στην πολυπλοκότητα της πρακτικής ζωής και έδιναν λύσεις στις
στοιχειώδεις ανάγκες της εργατικής τάξης.
Το οριστικό κλείσιμο του Bauhaus, το 1933, από τις φασιστικές δυνάμεις οπισθοδρόμησης δεν μπόρεσε
να πλήξει τα θεμέλια της εμπράγματης τέχνης που είχε ως αποστολή την εξυπηρέτηση των ανθρωπίνων
αναγκών και αξιώσεων. Αυτό συνέβη, γιατί τα μέλη του Bauhaus αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν
στις βιομηχανικές χώρες της Βόρειας Ευρώπης και της Αμερικής, αλλά και στη Σοβιετική Ένωση
(Μάγιερ) και να διαμορφώσουν εκεί τις κατάλληλες συνθήκες στην εκπαίδευση των νέων μηχανικών –
καλλιτεχνών.
•
Ο μηχανικός – καλλιτέχνης επεδίωκε την επιστημονική ακρίβεια , προάγοντας έτσι τις μορφές
που μπορούσαν να παραγματοποιηθούν κι όχι τις μορφές που γίνονται αντικείμενο θαυμασμού
(κονστρουκτιβισμός)
Φουνξιοναλισμός
Η οικονομική και κοινωνική χειραφέτηση της εργατικής τάξης, που κατακτήθηκε κατά τη δεκαετία του
1920, επέδρασε καταλυτικά στο μετασχηματισμό της καθημερινής ζωής. Πάρα πολλές παραδοσιακές
συνήθειες εγκαταλείφθηκαν προς όφελος των νεότερων, οι οποίες αφορούσαν κυρίως τα χρηστικά
προϊόντα που αποδέσμευαν ελεύθερο χρόνο .
Έτσι, η βιομηχανική μορφοδοσία βασίστηκε σε μια προδιαγεγραμμένη απόδοση της μορφής, η οποία να
ανταποκρίνεται στο σκοπό της χρήσης του. Αναπτύχθηκε μια σειρά προδιαγραφών καταλληλότητας,
στις οποίες έπρεπ να στηριχτεί όλη η βιομηχανική μορφοδοσία των χρηστικών προϊόντων. Παράλληλα,
το χρηστικό προϊόν ικανοποιούσε πρακτικές ανάγκες και, γι’ αυτό το λόγο, κάθε κάθε καινοτομία
γινόταν κι ένα εργαλείο στις ασχολίες και τις δραστηριότητες της βιομηχανικής κοινωνίας, ενώ η μαζική
παραγωγή τους διεύρυνε το τοπίο των εφαρμογών τους στην απασχόληση και στις δραστηριότητες του
ελεύθερου χρόνου.
Η λειτουργικότητα της βιομηχανικής μορφής συνδέθηκε με την ανάπτυξη των επιστημών της
Φυσιολογίας και της Εργολογίας, οι οποίες αναλύουν τις δραστηριότητες ανάλογα με τις αντοχές και
την αλληλουχία των πράξεων. Ήδη, από το 1920, είχε αναπτυχθεί ένα επιστημονικό ενδιαφέρον για το
5
θέμα του ελεύθερου χρόνου, που προέκυψε από την κατάκτηση του8ωρου και των ηλεκτρικών οικιακών
συσκευών. Ιδιαίτερα, στη Σοβιετική Ένωση, και μετά και στις μεγάλες βιομηχανικές χώρες, η
κοινωνιολογική έρευνα πρότεινε νέες μορφές ασχολιών , ως εκτόνωση και αποζημίωση για το
μονότονο χαρακτήρα της βιομηχανικής εργασίας. Έτσι, καθιερώθηκαν θεσμικά, με κρατική ευθύνη,
δραστηριότητες αναψυχής και διασκέδασης.
Από την ευρεία διάδοση των τεχνολογικών επινοήσεων για τον ελέυθερο χρόνο, οι δραστηριότητες των
ανθρώπων της βιομηχανικής κοινωνίας απέκτησαν μια ρυθμική κανονικότητα που συμβάδιζε με αυτήν
της μηχανής, την οποία πρώτος αναγνώρισε ο Ζαννερέ. Σε συνεργασία με τον Οζανφάν, στις αρχές της
10ετίας του 1920 διακήρυξε την αναγκαιότητα ενός νέου πνεύματος για τη μορφοδοσία,
υποστηρίζοντας ότι «η βιομηχανία μας έχει εξοπλίσει με νέα εργαλεία και οι οικονομικοί νόμοι της
κυβερνούν, αναπόφευκτα, τις σκέψεις και τις πράξεις μας , ενώ οι μηχανές της έχουν οδηγήσει τόσο την
εργασία όσο και τη σχόλη σε μια νέα τάξη πραγμάτων . Μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα ο Ζαννερέ
(Λε Κορμπυζιέ) διαπίστωσε ότι και η σύγχρονη κατοικία δεν μπορούσε ν’ αποτελεί τίποτε άλλο από μια
μηχανή μέσα στην οποία ζούμε.
Ζεννερέ και Οζανφάν απέρριπταν κάθε εθιμική παράδοση και αξίωναν την αντικατάσταση των παλιών
χρηστικών αντικειμένων με πιο εξυπηρετικά στη λειτρουργία τουα αντικείμενα . Η μοροφδοσία αυτών
των αντικειμένων διευθετείται από την πρακτική σκοπιμότητα, σαν μια σύγχρονη αισθητική αντίληψη
για την ομορφιά. Η ομορφία αυτή είναι η λογική επιλογή του κατάλληλου πρακτικά στοιχείου και η
απόρριψη κάθε περιττού και πολυτελούς στοιχείου, που πήγαζε από ξεπερασμένες αστικές αντιλήψεις.
Αυτή η αλλαγή σκέψης στη βιομηχανική μορφοδοασία πήγαζε από τις κοινωνικές απαιτήσεις για
αντικειμενικότητα και ωφελιμιστικότητα, η οποία συνδέεται με την αντίληψη ότι η λειτουργικότητα του
αντικειμένου συνιστά την πρακτική του αυταξία .
Έχοντας ο κόσμος της μηχανής κατακτήσει τους χώρους διαβίωσης , ορισμένοι διακεκριμένοι Σουηδοί
μορφοδότες επεξεργάστηκαν προϊόντα καθημερινότητας, αναμορφώνοντας το βιομηχανικό πολιτισμό
σε μια φουνξιοναλιστική (λειτουργική) πραγματικότητα, μέσα από εύχρηστα και αποτελεσματικά
προϊόντα καθημερινότητας. Έτσι, επαναπροσδιόρισαν τους παραγωγικούς στόχους προς τον κοινωνικό
ρεαλισμό. Χρησιμοποίησαν τον όρο funkis”, για να εκφράσουν την εγγυημένη και απόλυτη
πρακτική λειτουργικότητά τους . Αυτή η πρακτική σκοπιμότητα επέδρασε καταλυτικά στη δημιουργία
λειτουργικών προϊόντων σε μια περίοδο κρατικής ανάπτυξης και ευημερίας στη χώρα τους . Οι ιδέες
του για την πρακτική τελειότητα των προϊόντων της καθημερινότητας ενίσχυσαν τη σουηδική
βιομηχανία σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ξεπεράσει με ευκολία τις επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής
κρίσης μετά το κραχ του 1929.
Τα φουνξιοναλιστικά προϊόντα προβλήθηκαν στις διεθνείς καλλιτεχνικές εκθέσεις για ττην κατοικία,
που οργάνωσε ο γερμανικός καλλιτεχνικός Σύνδεσμος , στη Στουτγάρδη, το 1927, καθώς και στις
επιπλώσεις τους το 1929. Η αποτελεσματικότητα των λειτουργικών λύσεων σε υπαρκτά πρακτικά
ζητήματα προκάλεσε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των επικεπτών, οι οποίο διαπίστωσαν το πώς ένα ατομικό
περιβάλλον μπορεί να εναρμονίζεται με τη μαζικότητα του συνόλου. Η επιτυχία του Φουνξιοναλιστών
6
οφείλεται στη μεγάλη ωφέλεια που προέκυψε από τη λειτουργικότητα του χρηστικού προϊόντος,
όταν αυτό υπηρετεί το σκοπό του με έναν απλούστερο και πιο υγιεινό τρόπο.
Η πρακτική σκοπιμότητα στη μορφοδοσία απαιτούσε και μια σειρά από υπολογιστικές πράξεις , που
αφορούσαν την ανθρωπομετρική εργολογία, τη διαδικασία του χειρισμού, την αντοχή των υλικών και
τη λειτουργική επαλήθευση.
Απέρριψαν την έννοια της «ωραίας μορφής» που εξέφραζε την αισθητική του κοσμοπολιτισμού και την
αντικατέστησαν με την πρακτική τελειότητα, ως «αποδεδειγμένη τελειότητα».
Σε έκθεση της σουηδικής βιομηχανίας εκτέθηκαν φουνξιοναλιστικά έργα που εξυπηρετούσαν τις
δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου αφορούσαν το παιχνίδι, την εκδρομή, τη διασκέδαση : από το
τροχόσπιτο μέχρι όργανα γυμναστικής και από τα σκεύη μιας χρήσης μέχρι την εξωλέμβια μηχανή.
Η φουνξιοναλιστική επιτυχία επηρέασε και τις βιομηχανίες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, που
αναδιάρθωσαν τις δυνάμεις τους προς αυτή την κατεύθυνση, χρηματοδοτώντας το επιστημονικό
ενδιαφέρον για την έρευνα λειτουργικών θεμάτων κάθε μορφής.
Οι φουνξιοναλιστές, προκειμένου να διασφαλίζεται η χρηστική σκοπιμότητα των προϊόντων, συνέταξαν
ένα σύστημα όρων επιτυχίας της μεθοδολογίας τους , ώστε να γίνεται και ο απαραίτητος αυτοέλεγχος
σχετικά με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα σε όλες τις περιπτώσεις.
Σύμφωνα με την φουνξιοναλιστική σκέψη, κάθε χρηστικό αντικείμενο πρέπει να σχεδιάζεται έτσι, ώστε
να υπηρετεί τη σκοπιμότητά του σε έναν ικανοποιητικό βαθμό για το χρήστη του.
Η ικανοποιητική εμφάνιση είναι θέμα αντιμετώπισης διαφόρων λειτουργικών απαιτήσεων, που στην
περίπτωση ποικίλων απαιτήσεων δημιουργούνται αντιθέσεις μεταξύ τους. Για το λόγο αυτό, η πιο
ικανοποιητική μορφή πρέπει να αναδεικνύεται από την αξιολόγηση μόνο των σημαντικότερων
απαιτήσεων.
Για τη μέγιστη απόδοση στην ικανοποίηση των απαιτήσεων ενός πλατύτερου καταναλωτικού κοινού, οι
φουνξιοναλιστές κατευθύνθηκαν προς τις απλές μορφές με νέες υλικές ιδιότητες. Έχοντας ως
εργαλεία τα μεγέθη των αναγκών και την οικονομία των υλικών, οι φουνξιοναλιστές συνέδεσαν την
άνεση με την ομορφιά σε μια αρραγή ενότητα.
Το έργο των φουνξιοναλιστών ενίσχυσε το παραγωγικό ενδιαφέρον σε όλους τους τομείς της
ανθρώπινης δραστηριότητας. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ενδιαφέροντος αφορούσε την κρατική
μεριμνα για το μαζικό σχεδιασμό κατοικών στους χώρους διαμονής της εργατικής τάξης.
Με την αύξηση της κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος στα μέσα παραγωγής, τις οικιακές
ασχολίες, μεταφορές, κτλ., οι περισσότερες βιομηχανίες προώθησαν όλες τις νέες τεχνολογίες για
οικονομικές λύσεις στις πρακτικές λειτουργίες του μαγειρέματος, της καθαριότητας , της υγιεινής και
όλων των οικιακών ασχολιών.
Η αναγκαιότητα του ασφαλούς χειρισμού των ηλεκτρικών οικιακών συσκευών , λόγω της υψηλής
αγωγιμότητας του ηλεκτρικού ρέυματος, ικανοποίηθηκε από την εφεύρεση του βακελίτη, που
7
αναδείχθηκε σε σύμβολο της φουνξιοναλιστικής αισθητικής, λόγω της φιαάς του απόχρωσης , που
τόνιζε τη λιτότητα και τη σοβαρότητα στην τελική μορφή.
Ο οικιακός φωτισμός αναβαθμίστηκε με φωτιστικά συστήματα , με μεταβαλλόμενο ύψος ανάρτησης
και δακτυλοειδείς επιφάνειες διπλής καμπυλότητας, που προστάτευαν τα μάτια του χρήστη και
παράλληλα εστίαζαν στα επιθυμητά σημεία του χώρου.
Η επινοητικότητα της φουνξιοναλιστικής φαντασίας κυριάρχησε και στα έπιπλα, με τα μονοσωλήνια
συστήματα από ανοξείδωτο χαλυβα και την αντικολλητή ξυλεία, που ανεδειξαν μια σειρά επίπλων
ελαφρών και πρακτικών, εύκολων στην κατασκευή τους και οικονομικών.
Απλές συνθέσεις καθισμάτων μαζικής χρήσης από Σουηδούς φανξιοναλιστές εξόπλισαν αίθουσες
λαΙκών συναθροίσεων , εξυπηρετώντας παράλληλα την εύκολη αποθήκευσή τους για την
απελευθέρωση των εσωτερικών χώρων, προεκειμένου να φιλοξενηθούν σ’ αυτούς άλλες
δραστηριότητες.
Στη Γερμανία κατασκευάστηκαν ψυγεία οικιακής χρήσης, στα οποία ο αποθηκευτικός χώρος
μοιραζόταν σε διαφανή παραλληλεπίπεδα δοχεία διαφόρων μεγεθών.
Από Ευρωπαίους επίσης φουνξιοναλιστές διεκπεραιώθηκαν ειδικές μελέτες που αφορούσαν
μετρολογικές και τεχνικοϋλικές προδιαγραφές, σύμφωνα με τις οποίες θα παράγονταν οικιακές
συσκευές και είδη εξοπλισμού με μαθηματιή ακρίβεια.
Τροχοβίλα και τρέιλερ, φορητά σκεύη, παιχνίδια , είδη εξοχής και πολλά άλλα αντικείμενα
εξυπηρετούσαν τις ανάγκες αναψυχής και αναζωογόνησης των ανθρώπων της βιομηχανικής κοινωνίας .
Η μεγιστοποίηση της ταχύτητας και η εξοικείωση των μεταφορικών μέσων, όχι μόνο με τους κανόνες
της εργονομίας αλλά και με τους κανόνες της αεροδυναμικής διαμόρφωσης, που είχαν εφαρμοστεί στην
παραγωγή αεροπλάνων, οδήγησε στην ανάπτυξη της μορφολογίας του φουνξιοναλισμό στις Η.Π.Α. και
στην ανάδειξή του σε σύμβολο τεχνολογικής προόδου και δυναμισμού, λόγω της χρηστικής
αποτελεσματικότητας και πρακτικής τελειότητας.
8