1 αριστοτελειο πανεπιστημιο θεσσαλονικης σχολη ∆ασολογιας και

1
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΧΟΛΗ ∆ΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΣΧΕ∆ΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ∆ΑΣΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ
∆ΑΣΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΙΙ
ΝΙΚ. Ι ΣΤΑΜΟΥ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΠΑΡΑ∆ΟΣΕΙΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
2
«Κύκλοι χρονόβαροι, ανύποπτα βαλµένοι,
κι΄ η νιότη, ανυποψίαστη και υποψιασµένη,
στο αµόνι εκείνου του άλλου σιδερά
το σήµερά της άκουσε πως είναι µια σφυριά.
Κύκλοι παράλληλοι, κυλάνε ή και τρέχουν,
σφυριές, σφυροκοπήµατα που τελειωµό δεν έχουν,
ο σιδεράς µαστορικά σφυριές µετρά και δίνει
κι ούτε της νιότης τη σειρά ξεχνά, µ ΄ουδέ αφήνει….»
Ν. Σ. «Χρονοπέλαγος»
3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ι.
ΣΤΟΧΟΙ: Βασικές έννοιες
σελ.
5
ΙΙ. ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΣΤΟΧΩΝ
»
13
ΙΙΙ. ΜΕΘΟ∆ΟΙ ∆ΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ
»
59
IV. ΠΡΟΓΝΩΣΗ
»
79
V. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
» 115
VI. ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΛΗΨΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ
»
135
VII. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ
»
142
4
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Όλες οι παραγωγικές µονάδες αγαθών και υπηρεσιών, είτε αυτές ανήκουν στον ευρύτερο ή τον
στενότερο δηµόσιο τοµέα είτε, είναι ιδιωτικές, αλλά και οι οικονοµικές µονάδες «νοικοκυριά»,
αναπτύσσουν και κατευθύνουν τις δραστηριότητές τους προς συγκεκριµένους στόχους τους
οποίους αυτές νωρίτερα έχουν θέσει.
Αλλά και στην προσωπική και στην επαγγελµατική ζωή, η επιτυχία του κάθε ατόµου ερµηνεύεται
µε την έννοια της από µέρους του επίτευξης των επιδιώξεων και ικανοποίησης επιθυµιών του. Οι
στόχοι δηλ. υπάρχουν και εδώ και λειτουργούν ως κινητήρια δύναµη και ταυτόχρονα και ως
γραµµή πλεύσης.
Η δηµιουργία - διαµόρφωση στόχων προκαλεί αυτόµατα την απόσταση ανάµεσα στην πραγµατική
κατάσταση από την µια πλευρά και στην επιθυµητή κατάσταση που εκφράζουν οι στόχοι από την
άλλη. Η δε επιθυµία για τη γεφύρωση της απόστασης αυτής επιβάλλει την αναζήτηση και
αξιολόγηση εναλλακτικών τρόπων δράσης και την επιλογή κάθε φορά για εφαρµογή του
αποτελεσµατικότερου τελικά τρόπου.
Η επίτευξη των στόχων είναι τελικά το αποτέλεσµα της συνεπίδρασης των σχεδιασµένων
δράσεων της παραγωγικής µονάδας (ή του υποκειµένου, του ατόµου, όταν αναφερόµαστε στο
προσωπικό και το επαγγελµατικό επίπεδο) και των συνθηκών και καταστάσεων που
διαµορφώνονται στο εξωτερικό της (του) περιβάλλον. Στόχοι, και ιδιαίτερα η σχεδιασµένη δράση,
υπόκεινται σε µεταβολές και αναπροσαρµογές, ανάλογα µε τις συνθήκες που διαµορφώνονται
εκάστοτε στο περιβάλλον στη διάρκεια του χρόνου, µέσα στον χρονικό ορίζοντα δράσης.
Στις δασικές εκµεταλλεύσεις και επιχειρήσεις, παραγωγικές µονάδες αγαθών και υπηρεσιών, που
η δράση τους αξιοποιεί τις αειφορικές δυνατότητες του φυσικού δασικού περιβάλλοντος, η επιτυχία
είναι άρρηκτα συνυφασµένη µε την διατήρηση και την αναβάθµιση των παραγωγικών
δυνατοτήτων των δασικών πόρων. Η ύπαρξη στόχων και η σχεδιασµένη δράση, κάτω από τους
περιορισµούς που θέτει το φυσικό περιβάλλον και οι αξιώσεις του κοινωνικού συνόλου, είναι
ακόµη πιο αναγκαία, πολύ περισσότερο που ενδεχόµενες άστοχες ενέργειες και δράσεις οδηγούν
κατά κανόνα σε καταστάσεις υποβάθµισης του περιβάλλοντος µη αναστρέψιµες. Έτσι αειφορική
και βιώσιµη ανάπτυξη και ∆ασοπονία, είναι έννοιες σχεδόν ταυτόσηµες. Γι΄ αυτό εξάλλου και η
έννοια της αειφορίας και η αρχή της αειφορικής διαχείρισης των δασών ξεκίνησαν και
εφαρµόστηκαν από πολύ νωρίς (από το 1710) στην Κ. Ευρώπη (Karlowitz 1713).
Στις προκείµενες Πανεπιστηµιακές Παραδόσεις επιδιώκεται η συστηµατική εισαγωγή του
σπουδαστή στις τεχνικές επιλογής στόχων και της διαµόρφωσης αυτών σε σύστηµα στόχων, στις
τεχνικές του σχεδιασµού και της αξιολόγησης εναλλακτικών τρόπων δράσης, στις µεθοδολογία
επιλογής της καλύτερης εναλλακτικής, στη µεθοδολογία λήψης αποφάσεων και, τέλος, στις
τεχνικές προγραµµατισµού, εφαρµογής και ελέγχου των λαµβανοµένων αποφάσεων. Οι
Παραδόσεις δεν είναι ολοκληρωµένες. Η ολοκληρωσή τους όµως επίκειται. Τυχόν υποδείξεις και
παρατηρήσεις, από οπουδήποτε και αν προέρχονται, είναι ευπρόσδεκτες.
5
Νικ. Ι. Στάμου
Ι. ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ: Βασικές έννοιες
Φάσεις εργασίας για την επίτευξη ενός στόχου
Μία οποιαδήποτε παραγωγική µονάδα επιδιώκει την επίτευξη ορισµένων στόχων. Oι στόχοι αυτοί
µπορούν να έχουν τεθεί αυτόνοµα από την ίδια την παραγωγική µονάδα, όπως π. χ. είναι οι
στόχοι που µια επιχείρηση θέτει σε σχέση µε την αγορά ή σε σχέση µε το ύψος των καθαρών
κερδών, και τους οποίους επιδιώκει και ίσως τελικώς και τους επιτυγχάνει. Μπορούν επίσης οι
στόχοι να είναι δεδοµένοι εκ των προτέρων και να έχουν διαµορφωθεί έξω από την παραγωγική
µονάδα, π.χ. µε νόµο, όπως συµβαίνει µε πολλές από τις παραγωγικές µονάδες της ∆ηµόσιας
διοίκησης και τους διάφορους Οργανισµούς δηµοσίου συµφέροντος.
Οι στόχοι δεν είναι στατικοί και αµετάβλητοι. Με την πάροδο του χρόνου και ανάλογα µε τις
µεταβολές που συµβαίνουν στο εξωτερικό κοινωνικοοικονοµικό περιβάλλον των παραγωγικών
µονάδων, πρέπει αυτοί να αναπροσαρµόζονται, ώστε πάντοτε να διατηρούνται επίκαιροι σε σχέση
µε το περιβάλλον αυτό, προς το οποίο τελικά κατευθύνεται το αποτέλεσµα της δράσης των
µονάδων. Ειδικά δε για τις παραγωγικές µονάδες που αξιοποιούν ανανεώσιµους φυσικούς
πόρους, είναι αναγκαίο οι στόχοι να αναπροσαρµόζονται, ανάλογα και µε τις µεταβολές που
επέρχονται και στο εσωτερικό κυρίως, αλλά πολλές φορές και στο εξωτερικό, φυσικό τους
περιβάλλον.
Ένα σηµαντικό στοιχείο στην παραγωγική µονάδα είναι ο ανθρώπινος παράγοντας. Οι άνθρωποι
οι οποίοι εργάζονται σ’ αυτήν έχουν προσωπικούς στόχους, που δεν αποτελούν τίποτε άλλο,
παρά την έκφραση των προσωπικών τους επιδιώξεων. Τέτοιοι στόχοι είναι π.χ. η επίτευξη
ορισµένης κοινωνικής θέσης και η κοινωνική αναγνώριση, η επιδίωξη εισοδήµατος, η κοινωνική
ασφάλεια και η συνταξιοδότηση κλπ.
Οι επιδιωκόµενοι στόχοι, µέσα από την παραγωγική δράση, επιτυγχάνονται σε µικρό ή µεγάλο
βαθµό. Ο βαθµός επίτευξης των στόχων ονοµάζεται αποτελεσµατικότητα. Η επίτευξη των
προσωπικών στόχων κάθε ατόµου που εργάζεται στη παραγωγική µονάδα, και η οποία (επίτευξη)
περνάει επίσης µέσα από την παραγωγική του δράση και την αποτελεσµατικότητα, µεταφράζεται
σε ικανοποίηση.
Μεταξύ των στόχων της παραγωγικής µονάδας και των προσωπικών στόχων είναι δυνατό να
υπάρχει σύγκρουση, ταύτιση ή ουδετερότητα. Ως επί το πλείστον όµως επικρατεί η σύγκρουση
ή η ταύτιση. Σε πολλές από τις επιχειρηµατικές µονάδες, το µυστικό της επιτυχίας τους είναι το
γεγονός, ότι έχουν καταφέρει την ταύτιση µεταξύ των στόχων τους και των προσωπικών στόχων
του προσωπικού που αυτές απασχολούν.
Με βάση τα προηγούµενα, είναι εύγλωττο και δεν χρειάζεται περαιτέρω επεξηγήσεις το σχήµα 1.
6
στόχοι
αποτ/τητα
επιχείρησης
προσωπικού
σύγκρουση
ταυτότητα
ουδετερότητα
Σχ. 1: Στόχοι και σχέσεις στόχων στην επιχείρηση
ικανοπ/ηση
7
Για να είναι αποτελεσµατική η επίτευξη των στόχων της παραγωγικής µονάδας, αλλά και για να
επιτευχθεί µέσω αυτής και η ικανοποίηση του απασχολούµενου στην µονάδα προσωπικού,
ακολουθούνται οι φάσεις του σχήµατος 2.
Η πρώτη φάση συνίσταται στο σχηµατισµό και τη τοποθέτηση στόχων, αναζητούνται δηλ.
εναλλακτικοί στόχοι και ανάµεσα σ’ αυτούς επιλέγεται εκείνος η εκείνοι, που θα επιδιωχθεί να
επιτευχθούν και οι οποίοι πλέον αποτελούν την κατευθυντήρια γραµµή δράσης - λειτουργίας της
παραγωγικής µονάδας.
Η δεύτερη φάση είναι η διάγνωση και η ακριβής περιγραφή του ή των προβληµάτων.
Ως πρόβληµα µπορεί να ορισθεί η ύπαρξη µιας απόστασης, µιας διαφοράς ή µιας απόκλισης
ανάµεσα στην επιδιωκόµενη και στην πραγµατική κατάσταση.
Προϋπόθεση δηλ. για τη διάγνωση ενός προβλήµατος αποτελεί η ύπαρξη παραστάσεων σχετικών
α) µε τους στόχους για επίτευξη και
β) µε την πραγµατική κατάσταση, από την οποία ξεκινάµε.
Όσο µεγαλύτερη είναι η απόσταση αυτή, ως τόσο µεγαλύτερο εκτιµάται το πρόβληµα και τόσο
καλύτερος σχεδιασµός απαιτείται προκειµένου να λυθεί το πρόβληµα, να πλησιάσει δηλαδή το
µέγιστο δυνατό η πραγµατική κατάσταση προς την επιθυµητή (την οποία εκφράζουν οι στόχοι).
Η τρίτη φάση αρχίζει µε την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων. Οι λύσεις αυτές θα προβλέπουν
µέτρα, τα οποία µπορούν να οδηγήσουν στην επίτευξη των τεθέντων στόχων και εποµένως στην
επίλυση του προβλήµατος. Εδώ δηλ. πρόκειται για την εύρεση µέτρων, µέσων και τρόπων που
από την πραγµατική θα µας οδηγήσουν στην επιδιωκόµενη κατάσταση. Μετά την αναζήτηση των
εναλλακτικών λύσεων ακολουθεί η πρόγνωση και η εκ των προτέρων εκτίµηση των συνεπειών
που θα έχει η εφαρµογή καθενός από τα µέτρα που αυτή προβλέπει. Ακολουθεί η εκτίµηση και
αξιολόγηση σχετικά µε τον βαθµό επίτευξης των στόχων από κάθε µία εναλλακτική λύση. Σκοπός
της εκτίµησης δηλ. είναι, µε κριτήριο το βαθµό επίτευξης των τεθέντων στόχων, τον οποίο
προσφέρει η κάθε µια από τις εναλλακτικές αυτές, να διαµορφωθεί µία εικόνα διαβάθµισης της
σηµασίας τους, µε την οριστική τους κατάταξη σε µία φθίνουσα σειρά σπουδαιότητας. Η τρίτη
φάση (αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων – πρόγνωση - εκτίµηση) ονοµάζεται συνολικά
σχεδιασµός.
Στην τέταρτη φάση προκύπτει αυτόµατα και λογικά η απόφαση, η οποία και συναρτάται άµεσα
πια µε την εφαρµογή εκείνης της λύσης, η οποία εκτιµήθηκε ως η πλέον αξιόλογη και βρίσκεται
στην κορυφή της φθίνουσας σειράς κατάταξης που αναφέρθηκε προηγουµένως.
Κατά την αξιολόγηση των εναλλακτικών λύσεων είναι δυνατόν να καταλήξουµε στο συµπέρασµα,
ότι οι τεθέντες στόχοι δεν µπορούν να πραγµατοποιηθούν σε όλο το ύψος τους και εποµένως
πρέπει να τροποποιηθούν. ∆ιακρίνουµε δηλ. στόχους πριν τον σχεδιασµό (ή στόχους προθέσεις) και στόχους µετά το σχεδιασµό.
Λήψη απόφασης (4η φάση) πρέπει αναγκαστικά να σηµαίνει και απόφαση για την κατάρτιση και
εφαρµογή ενός λεπτοµερούς προγράµµατος δραστηριοτήτων, τις οποίες προβλέπει και
περιλαµβάνει η εναλλακτική που επιλέχθηκε.
8
Η πέµπτη φάση αποτελεί αυτή καθ΄ αυτή την κατάρτιση και οριστικοποίηση του λεπτοµερούς
προγράµµατος. Τούτο σηµαίνει στην πραγµατικότητα εξειδίκευση και οριστικοποίηση του: τι και
σε ποια αλληλουχία, µε ποια µέσα, σε ποιο χρόνο, που και από ποιους θα υλοποιηθεί.
Εφαρµογή του προγράµµατος (6η φάση) σηµαίνει εξασφάλιση των αναγκαίων για την εφαρµογή
του προγράµµατος µέσων, χρήση αυτών και διαδοχική υλοποίηση όλων των προβλεποµένων στο
πρόγραµµα επί µέρους φάσεων και εργασιών.
Εφαρµογή ενός προγράµµατος δεν νοείται, χωρίς ταυτόχρονη και συνεχή παρακολούθηση και
σύγκριση των πραγµατοποιούµενων βαθµιαία αποτελεσµάτων (Κο) µε τα επιδιωκόµενα (Kn)
(σύγκριση της πραγµατικής κατάστασης σε σχέση µε την επιδιωκόµενη (7η φάση, σύγκριση και
έλεγχος).
Ο πιο πάνω έλεγχος, αφ΄ ενός, επιτρέπει την έγκαιρη (και µάλιστα από την έναρξη ήδη της
εφαρµογής του προγράµµατος) διάγνωση ενδεχόµενων προβληµάτων και την έγκαιρη λήψη των
αναγκαίων µέτρων για την άρση των διαπιστωνόµενων προβληµάτων. Η διάγνωση αυτή είναι
ενδεχόµενο να οδηγήσει σε ανακύκλωση και επανάληψη ορισµένων φάσεων του σχ. 2
(ανάδραση, feed back)). Παρέχει, αφ’ ετέρου, ο εν λόγω συνεχής έλεγχος, την ευκαιρία
διάγνωσης σφαλµάτων που ενδεχοµένως διαπράχθηκαν στη φάση του σχεδιασµού, και συνεπώς
και ευκαιρία καλύτερης άσκησης και συµβολής στην βελτίωση της ποιότητας του σχεδιασµού.
Τούτα όµως είναι δυνατά µόνο, εφ’ όσον όχι µόνο
α) εντοπίζονται οι αποκλίσεις µεταξύ των πραγµατοποιούµενων και των επιδιωκόµενων
αποτελεσµάτων, αλλά
β) εντοπίζονται και τα αίτια των αποκλίσεων αυτών και
γ) αναλύονται στη συνέχεια τα αίτια που προκάλεσαν τις αποκλίσεις α προβλήµατα, τις
αποκλίσεις. Η ανάλυση αυτή εξ΄ άλλου αποτελεί την ασφαλή προϋπόθεση για την λήψη
των αποτελεσµατικότερων διορθωτικών µέτρων για την εξάλειψη των αποκλίσεων (της 7ης
φάσης).
Από την πλευρά τώρα του υπεύθυνου για κάθε µια από τις παραπάνω φάσεις φορέα: τους
στόχους θέτει συνήθως ο επιχειρηµατίας η ο εκπρόσωπός του διευθυντής της παραγωγικής
µονάδας. Τον σχεδιασµό κάνει οµάδα εργασίας, που βρίσκεται δίπλα στον επιχειρηµατία ή στον
διευθυντή, την εφαρµογή αναλαµβάνει το προσωπικό της επιχειρήσεως και τον έλεγχο το
λογιστικό τµήµα της.
'Ένα άλλο σηµαντικό στοιχείο στην προκείµενη περίπτωση είναι το γεγονός ότι η δοµή της
αλληλοδιαδοχής των φάσεων αποτελεί µία µακροδοµή, η οποία σε κάθε µία ξεχωριστή φάση
επαναλαµβάνεται υπό µορφή µικροδοµής.
9
Αναζήτηση – σχηµατισµός
Καθορισµός του
προβλήµατος
Σχεδιασµός
Πρόγνωση
Αναζήτηση
Εκτίµηση
Απόφαση
Κατάρτιση
Εφαρµογή
Kν
KΟ
Ανάλυση
αποκλίσεων
Έλεγχος
Σχ. 2: Φάσεις εργασίας για την επίτευξη στόχου
10
Αν παρατηρήσουµε δηλ. τις καθ' έκαστα φάσεις, διαπιστώνουµε µε ορισµένες βέβαια εξαιρέσεις,
ότι επαναλαµβάνεται το εκτεθέν σχήµα 2. Όταν περιγράφει π.χ. κανείς τη φάση της πρόγνωσης
πρέπει κατ’ αρχή να αναρωτηθεί: τι επιδιώκεται µε την πρόγνωση; (στόχος) - ποια προβλήµατα
εµφανίζονται εδώ; (υπάρχουν ήδη προγνώσεις ινστιτούτων η πρέπει να κατασκευασθεί ειδικό
σχετικό µοντέλο πρόγνωσης;). Εν συνεχεία πρέπει να κάνει κανείς εναλλακτικές προγνώσεις, και
να τις αξιολογήσει µε κριτήρια: την πιθανότητα τους να επαληθευθούν, το περιεχόµενο τους σε
πληροφορίες, την εµπειρική τους επιβεβαίωση. Με βάση την αξιολόγηση αυτή πρέπει να επιλέξει
µια από αυτές τις εναλλακτικές αυτές προγνώσεις, ή, εάν οι µεθοδολογίες που αυτές ακολουθούν
το επιτρέπουν, να παράγει µε την βοήθειά τους µία νέα (παράγωγο αυτών) πρόγνωση. Το
παράδειγµα δείχνει ακριβώς πώς η µακροδοµή του σχήµατος 2 επαναλαµβάνεται ως µικροδοµή
σε κάθε φάση.
'Όλο το οικοδόµηµα του σχήµατος 2 για την επίτευξη ενός στόχου στέκεται και πέφτει µαζί µε την
ύπαρξη του στόχου. Χωρίς την ύπαρξη στόχου για επίτευξη δεν µπορούν να διαγνωσθούν
προβλήµατα, δεν µπορούν να αναζητηθούν λύσεις ούτε να εκτιµηθούν - αξιολογηθούν αυτές. Το
ίδιο ισχύει και για την λήψη αποφάσεων, την εφαρµογή και τον έλεγχο.
Θα πρέπει να παρατηρηθεί εδώ επίσης, ότι όλες οι περιγραφείσες φάσεις, πλην των φάσεων του
ελέγχου, της ανάλυσης των αποκλίσεων και της διάγνωσης των προβληµάτων, σχετίζονται µε το
µέλλον. 'Όλες δηλ. οι τεχνικές που χρησιµοποιούνται σε κάθε µια φάση δίνουν αποτελέσµατα
πιθανά, και εποµένως αποτελέσµατα που εµπεριέχουν αβεβαιότητα.
Στόχοι και πυραµίδα στόχων
Κατά την αναζήτηση και την διαµόρφωση των στόχων σχηµατίζεται τελικά ένα σύστηµα στόχων,
ιεραρχηµένων µε τη µορφή πυραµίδας (σχ. 3). Οι στόχοι, που βρίσκονται προς την κορυφή της
πυραµίδας (της ιεραρχίας) είναι οπωσδήποτε σπουδαιότεροι από τους ευρισκόµενους στην βάση
(ανώτεροι στόχοι). Οι στόχοι στην βάση της πυραµίδας αποτελούν ουσιαστικά τα προς εφαρµογή
µέτρα για την επίτευξη των ανώτερων στην ιεραρχία στόχων (κατώτεροι στόχοι).
Μία άλλη διάκριση των στόχων γίνεται µε βάση τον χρονικό ορίζοντα επίτευξής τους ως εξής:
στρατηγικοί µε χρονικό ορίζοντα 5-15 χρόνια
τακτικοί µε χρονικό ορίζοντα 1-5 χρόνια,
βραχυπρόθεσµοι (µέτρα) µε χρονικό ορίζοντα µέχρι 1 χρόνο.
Στην πραγµατικότητα µεταξύ της προηγούµενης διάκρισης και αυτής της πυραµίδας στόχων
υπάρχει η εξής αντιστοιχία:
ανωτέρων ή βασικών
µέσων
κατώτερων
στρατηγικών στόχων
τακτικών στόχων
βραχυπρόθεσµων στόχων
11
Στόχοι
Στόχοι
Στόχοι
(βάσει της θέσης στην
ιεραρχία)
(βάσει της φύσης τους)
(βάσει του χρονικού
ορίζοντα)
Ανώτεροι ή στρατηγικοί
Βιωσιµότητα / µεγέθυνση
της επιχείρησης
µακροπρόθεσµος
Μέσοι ή τακτικοί
Προγράµµατα για
εφαρµογή
µεσοπρόθεσµος
Κατώτεροι ή
βραχυπρόθεσµοι
Κατηγορίες µέτρων για
εκτέλεση στα πλαίσια
εφαρµογής των προγραµµάτων
βραχυπρόθεσµος
Σχ. 3: Το σύστηµα των στόχων µε τη µορφή πυραµίδας
Το σύστηµα των στόχων µπορεί να δηµιουργηθεί είτε ξεκινώντας από την κορυφή της πυραµίδας
(δηλ. από τον ανώτερο στόχο) είτε από την βάση (από τους κατώτερους στόχους). Η διαµόρφωση
των στόχων µπορεί από άποψη διοικητικής ιεραρχίας να γίνει από την διοίκηση της παραγωγικής
µονάδας ή από τον επιχειρηµατία ή σε συνεργασία µε την βάση της παραγωγικής µονάδας. Η
πρώτη περίπτωση αποτελεί τον αυτόνοµο καθορισµό των στόχων από την διεύθυνση της
επιχειρήσεως (διαµόρφωση συγκεντρωτική), ενώ η δεύτερη εκφράζει την τάση των
απασχολουµένων αλλά πολλές φορές και των επιχειρήσεων να λαβαίνουν µέρος στις αποφάσεις
καθορισµού των επιδιωκόµενων από τις επιχειρήσεις στόχων (δηµοκρατική διαµόρφωση στόχων).
Οπωσδήποτε, όπως και στην αρχή ειπώθηκε, κατά τον καθορισµό και τη διάρθρωση του
συστήµατος των στόχων πρέπει να λαµβάνονται υπόψη οι σχετικοί µε αυτούς περιορισµοί που
τίθενται από το περιβάλλον, τόσο το κοινωνικό (νόµοι κλπ.) όσο και το φυσικό.
Τώρα, ποιες είναι οι αξιώσεις από ένα σύστηµα στόχων;
1. Η σωστή επιλογή. ∆ηλ., οι στόχοι από την κορυφή της πυραµίδας µέχρι τη βάση πρέπει να
αποτελούν µια λογική συνέχεια. Επί πλέον πρέπει να υπάρχουν οι επιµέρους σύνδεσµοι της
παραγωγικής µονάδας (όργανα ή τµήµατα αυτής) που να αντιστοιχούν στα διάφορα επίπεδα
12
2.
3.
4.
5.
6.
της ιεραρχικής διάρθρωσης των στόχων και να είναι υπεύθυνα για την επιδίωξη και επίτευξη
των στόχων των αντιστοίχων επιπέδων.
Η σαφήνεια στον καθορισµό τους, ποσοτικά και χρονικά. Οι στόχοι πρέπει να περιγράφονται
σαφώς από άποψη περιεχοµένου, να προσδιορίζονται ποσοτικά και να τοποθετούνται από
άποψη χρονικής τους επίτευξης επίσης σαφώς.
Η πληρότητα του συστήµατος των στόχων, η οποία αφενός µεν οδηγεί στην πληρότητα των
µέτρων που θα εφαρµοσθούν για την επίτευξη των υπερκειµένων στόχων, αφετέρου δε οδηγεί
στην έγκαιρη διάγνωση ύπαρξης σύγκρουσης µεταξύ επί µέρους στόχων, στην διάγνωση δηλ.
προβληµάτων, χωρίς την οποία (διάγνωση) δεν είναι δυνατή η έγκαιρη επίλυσή τους.
Η σωστή αξιολόγηση των στόχων ενός και του αυτού οριζοντίου επιπέδου (µέσω συντελεστών
σταθµίσεως).
Οι στόχοι πρέπει να είναι ρεαλιστικοί και να µην αποτελούν προθέσεις. Πρέπει δηλ. να µπορεί
να σχεδιάζεται και η διάθεση των συγκεκριµένων απαραίτητων για την επίτευξή τους µέσων,
µέσα στον καθορισθέντα χρόνο (προοδευτική - απαγωγική δηµιουργία στόχων).
ο συνυπολογισµός, κατά τον καθορισµό των στόχων, των περιορισµών που τίθενται εκ µέρους
του περιβάλλοντος της παραγωγικής µονάδας σε σχέση µε την υλοποίησή τους.
Για την διάρθρωση του συστήµατος των στόχων ακολουθούνται τα εξής επί µέρους βήµατα:
1. ανεύρεση των δυνατών στόχων
2. ανάλυση του περιεχοµένου του κάθε στόχου και των σχέσεων µεταξύ των δυνατών
στόχων, αξιολόγηση των στόχων. Κριτήρια της αξιολόγησης είναι: η τάξη, οι συντελεστές
στάθµισης (βαρύτητας), ο χρόνος (µεσοπρόθεσµο, βραχυπρόθεσµο), το περιεχόµενο, τα
υπεύθυνα για την επίτευξη των στόχων πρόσωπα και οι θέσεις, το αν οι στόχοι είναι κύριοι
ή δευτερεύοντες
3. συγκεκριµενοποίηση του περιεχοµένου του κάθε στόχου, του ύψους του και του χρόνου
και του χώρου (όπου τούτο είναι απαραίτητο) επίτευξής του
4. έλεγχος της δυνατότητας πραγµατοποίησής του (έλεγχος επάρκειας αναγκαίων µέσων,
ανάλυση ύπαρξης ενδεχόµενων αντίρροπων τάσεων στο σύστηµα των στόχων κλπ).
Αναλυτικότερη περιγραφή των επιµέρους βηµάτων εργασίας για την δηµιουργία ενός στόχου
καθώς και των προβληµάτων που παρουσιάζονται σε κάθε ένα από αυτά, βλέπε στο κεφάλαιο
"τεχνικές επιλογής των στόχων".
13
II. ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΤΩΝ ΣΤΟΧΩΝ
Το σύστηµα των στόχων και η σηµασία του
Τρόποι ανάπτυξης του συστήµατος στόχων
Ιδιότητες του συστήµατος
Η διαδικασία διαµόρφωσης
Μέσα για την επιλογή και τη διατήρηση
14
Η σηµασία και το σύστηµα των στόχων
Η σηµασία των στόχων
Οι στόχοι στη διαχείριση και γενικά στη λειτουργία της δασικής εκµετάλλευσης ασκούν
καθοδηγητικό ρόλο. Αποτελούν τις επιθυµητές καταστάσεις, τα συγκεκριµένα σηµεία
προσανατολισµού όλων των επί µέρους φάσεων της παραγωγικής διαδικασίας, προς τα οποία
γενικά όλες αυτές οι φάσεις και οι προσπάθειες των εργαζοµένων πρέπει να τείνουν. Και τούτο,
παρόλο που η κάθε επί µέρους φάση έχει τον δικό της µερικότερο στόχο.
Ο καθοδηγητικός ρόλος των στόχων στις δασικές εκµεταλλεύσεις σηµαίνει, ότι τυχόν λανθασµένη
επιλογή τους θα οδηγήσει την παραγωγική διαδικασία σε µη σκοπούµενες και ανεπιθύµητες
καταστάσεις. Επειδή δε η δασική εκµετάλλευση, κατ΄ εξοχήν παραγωγική µονάδα συµπλόκων
φυσικών οικοσυστηµάτων, λειτουργεί µε µεγάλους χρόνους παραγωγής, τυχόν σφάλµατα στην
επιλογή των στόχων έχουν ως συνέπεια πολλές από τις ανεπιθύµητες αυτές καταστάσεις να είναι
µη ή πολύ δύσκολα αναστρέψιµες, τόσο για τα (ή κάποια από τα) οικοσυστήµατα αυτά όσο και για
την ίδια τη δασική εκµετάλλευση και το φυσικό περιβάλλον γενικότερα. Γίνεται συνεπώς φανερή η
σηµασία της επιλογής και διαµόρφωσης του σωστού συστήµατος στόχων σε κάθε συγκεκριµένη
δασική εκµετάλλευση και εποµένως και των τεχνικών που µπορούν να εφαρµοστούν για τον
σκοπό αυτό.
Το σύστηµα των στόχων
Οι τεχνικές που έχουν αναπτυχθεί για την επιλογή στόχων δεν αποσκοπούν σε τίποτε άλλο, παρά
στο να βοηθήσουν στην αποκάλυψη, την αναζήτηση, την επιλογή και τον ακριβή προσδιορισµό
των στόχων µε ένα συστηµατικό τρόπο. Επειδή δε κατά κανόνα ειδικά στις δασικές εκµεταλλεύσεις
επιδιώκονται όχι ένας αλλά περισσότεροι ταυτόχρονα στόχοι {"δασοπονία πολλαπλών σκοπών",
“πολυλειτουργική δασοπονία” (Στάµου κ.ά. 1998)}, οι µέθοδοι αυτές ουσιαστικά εξυπηρετούν τη
διαµόρφωση ενός συστήµατος στόχων.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων, το διαµορφούµενο κάθε φορά σύστηµα στόχων
συγκροτείται από στόχους (υποσύνολο) ενός ευρύτερου συνόλου, του οποίου οι στόχοι από τους
οποίους αυτό (το σύνολο) αποτελείται είτε δεν είναι άµεσα όλοι φανεροί είτε δεν χρειάζεται να είναι
όλοι σαφώς προσδιορισµένοι (σχ. 4).
Σχ. 4: Οι στόχοι ως υποσύνολο ενός συνόλου στόχων
15
Κατά κανόνα, οι επί µέρους στόχοι του υποσυνόλου διαµορφώνονται σε ιεραρχικές µεταξύ τους
σχέσεις, δηλ. σχέσεις υπερκείµενου - υποκείµενου και γενικότερα σχέσεις αλληλεξάρτησης, έτσι
ώστε πραγµατικά να αποτελούν ένα σύστηµα. Στο σύστηµα αυτό κάθε δύο τουλάχιστον στόχοι
έχουν ένα υπερκείµενο ή ανώτερο στόχο. 'Ετσι σχηµατίζεται ένα σύστηµα, που στην κορυφή του
έχει τον γενικότερο η ανώτατο στόχο, και στην βάση τους επί µέρους στόχους, στους οποίους
αυτός (διαδοχικά από το ανώτερο προς τα κατώτερα επίπεδα) τελικά αναλύεται (σχ. 5).
Σχ. 5: Ιεραρχική διαµόρφωση στόχων σε σύστηµα
Για παράδειγµα, µια τυπική κρατική δασική εκµετάλλευση ως διαρκή γενικό και ανώτατο στόχο έχει
να συµβάλλει στην βελτίωση της ποιότητας ζωής της κοινωνίας, στο βαθµό φυσικά που η
ποιότητα αυτή εξαρτάται και επηρεάζεται από τη δασοπονική δραστηριότητα. Ο στόχος αυτός
επιδιώκεται να επιτευχθεί µέσα π.χ. από τους επί µέρους στόχους "παραγωγή εµπορεύσιµων
δασικών προϊόντων", "παραγωγή µη εµπορεύσιµων δασικών προϊόντων” και "περιβαλλοντική
προστασία".
Κάθε ένας από τους τρεις αυτούς επί µέρους στόχους µπορεί να αναλυθεί (και αναλύεται) σε
µερικότερους, η επιδίωξη-επίτευξη των οποίων οδηγεί στην επίτευξη του αµέσως υπερκείµενου
στόχου∗. 'Οπως γίνεται φανερό για να αναπτυχθεί ένα σύστηµα στόχων είναι απαραίτητο να
προϋπάρχουν δύο πράγµατα:
1. να είναι γνωστοί τόσο οι γενικότεροι όσο και οι επί µέρους στόχοι στους οποίους αυτοί
αναλύονται και
2. να είναι γνωστές οι µεταξύ των στόχων σχέσεις
Και οι δύο αυτές προϋποθέσεις, όταν εκπληρωθούν, είναι δυνατό να οδηγήσουν στην ανάπτυξη
ενός συστήµατος στόχων. Το σύστηµα αυτό όµως ουσιαστικά δεν θα εκφράζει παρά µόνο τους
στόχους που θα ισχύουν για συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα.
∗
Σχετικά µε το σύστηµα των στόχων της αειφορικής πολυλειτουργικής δασοπονίας για την Ελλάδα
µπορεί να ανατρέξει κανείς στο κείµενο της οµάδας εργασίας “∆ασική Πολιτική” (Στάµου κ.ά.
1998). Χωριστές παλαιότερες απόψεις - αναλύσεις των στόχων της ελληνικής δασοπονίας µπορεί
να βρει κανείς επίσης στις εργασίες της οµάδας µελέτης για τη "Στρατηγική ανάπτυξη της
∆ασοπονίας και της Βιοµηχανίας Ξύλου", (Υπ. Γεωργίας 1985) και στη διδακτορική διατριβή του Σ.
Γκατζογιάννη (1983).
16
Το σύστηµα δηλ. των στόχων κατά κανόνα διαφοροποιείται ή προσαρµόζεται διαχρονικά. Η
διαφοροποίηση µπορεί να αναφέρεται είτε στους περιεχόµενους στο σύστηµα επί µέρους στόχους
ή στο περιεχόµενο των στόχων ή στη διαφοροποίηση της σηµασίας (βαρύτητας) µεταξύ των
στόχων. Τέτοιες π.χ. διαφορές µπορεί να παρατηρήσει κανείς στο σύστηµα των στόχων της
ελληνικής δασοπονίας που ίσχυσε σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και συνακόλουθα και στο
σύστηµα των στόχων των ελληνικών δασικών εκµεταλλεύσεων των χρονικών περιόδων µεταξύ
των ετών 1910 - 1940, 1940 - 1970 και 1970 - 1998. Οι διαφορές τους µπορεί να συνίστανται είτε
µόνο σε γενικούς (ανώτερους) είτε σε επί µέρους στόχους, είτε και στις δύο αυτές κατηγορίες
στόχων.
Η διαχρονική διαφοροποίηση του συστήµατος στόχων των δασικών εκµεταλλεύσεων µπορεί να
προκαλείται είτε από τους διευθυντές τους (επιτελείς), είτε από τους συνεργαζόµενους σ΄ αυτές
συνεργάτες, είτε από την πολιτική ηγεσία (υπό την έννοια ότι αυτή νοµοθετεί και µέσω των νόµων
καθορίζει στόχους), είτε και από όλους αυτούς µαζί. Γενικά, η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται στη
διαφοροποίηση των αναγκών της κοινωνίας διαχρονικά, στην δυνατότητα της κοινωνίας να
παρεµβαίνει στη λειτουργία των δασικών εκµεταλλεύσεων και στην ικανότητα των επιτελών των
δασικών εκµεταλλεύσεων, των εργαζοµένων σ’ αυτές και των πολιτικών να συλλαµβάνουν έγκαιρα
τις εν λόγω µεταβολές.
Κατά την ιεραρχική ανάπτυξη των στόχων ή καλύτερα κατά την ανάπτυξη του "συστήµατος των
στόχων" διαµορφώνεται ουσιαστικά η πυραµίδα, στην κορυφή της οποίας βρίσκονται "ανώτεροι" ή
γενικότεροι στόχοι και στη βάση της "κατώτεροι” ή πιο συγκεκριµένοι και εξειδικευµένοι στόχοι. Οι
ανώτεροι στόχοι συνήθως περιγράφονται µόνο περιφραστικά, ενώ όσο προχωρούµε προς τη
βάση, οι κατώτεροι στόχοι προσδιορίζονται ποσοτικά (σχ. 5). Οι ανώτεροι στόχοι αποτελούν η
εκφράζουν γενικές αξίες, οι µεσαίοι στην πυραµίδα στόχοι εκφράζουν προγράµµατα, που οδηγούν
στην πραγµατοποίηση των ανώτερων στόχων, και οι κατώτεροι στόχοι δεν αποτελούν τίποτε
άλλο, παρά κατηγορίες µέτρων, η εφαρµογή των οποίων οδηγεί στην σταδιακή υλοποίηση των
προγραµµάτων.
Απο την άποψη της χρονικής στιγµής στην οποία τοποθετείται η υλοποίηση των στόχων (µε άλλα
λόγια από την άποψη του "χρονικού ορίζοντα" ή "ορίζοντα σχεδιασµού"), οι στόχοι που
βρίσκονται στο κορυφαίο τµήµα της πυραµίδας είναι οι πιο απόµακροι, αυτοί που βρίσκονται
κατώτερα είναι οι πιο άµεσοι, ενώ οι ευρισκόµενοι στο ενδιάµεσο τµήµα της πυραµίδας στόχοι
προβλέπεται να πραγµατοποιηθούν στα ενδιάµεσα χρονικά διαστήµατα. Ο ακριβής καθορισµός
των χρονικών αυτών διαστηµάτων έχει οδηγήσει στην πράξη στους όρους στρατηγικοί, τακτικοί και
άµεσοι στόχοι (σχ. 6).
17
Στόχοι πραγµατοποιήσιµοι:
σε > 5 χρόνια
ανώτεροι στόχοι
(γενικές αξίες)
σε 1 – 5
µεσαίοι στόχοι
χρόνια
(προγράµµατα)
σε ≤ 1 χρόνου
κατώτεροι
(άµεσοι)
στόχοι (µέτρα)
Σχ. 6: Ιεραρχική διάταξη των στόχων σε πυραµίδα
.
Στη δασοπονία ειδικότερα, λόγω των µεγάλων χρόνων παραγωγής, οι στρατηγικοί στόχοι
επιδιώκονται µε τον στρατηγικό σχεδιασµό που καλύπτει διάστηµα άνω των 20 ετών), οι τακτικοί
µε τον µεσοπρόθεσµο σχεδιασµό (5-20 χρόνια) και οι άµεσοι µε τον βραχυπρόθεσµο ή τους
ετήσιους σχεδιασµούς (1-5 χρόνια).Στους στρατηγικούς η µακροπρόθεσµους στόχους των
δασικών εκµεταλλεύσεων περιλαµβάνονται συνήθως οι στρατηγικές επενδύσεις, η ρύθµιση της
µείξης, η ολοκλήρωση της οδικής διάνοιξης, οι αναγωγές των πρεµνοφυών και διφυών σε
σπερµοφυή δάση κλπ. Στους τακτικούς ή µεσοπρόθεσµους περιλαµβάνονται οι ευρύτερες
οργανωτικές αναδιαρθρώσεις, η επίτευξη του αειφορικού λήµµατος, η εκµηχάνιση των δασικών
εργασιών και γενικά οι στόχοι των δεκαετών και πενταετών προγραµµάτων. Στους άµεσους η
βραχυπρόθεσµους στόχους υπάγονται τα ετήσια µέτρα εργασιών των πενταετών προγραµµάτων,
όπως είναι η καλλιέργεια νεοφυτειών και πυκνοφυτειών, οι ετήσιες αναδασώσεις, οι ετήσιες
εργασίες οδοποιίας κλπ.
Η διαδοχική επίτευξη των ετήσιων στόχων οδηγεί στην επίτευξη των τακτικών και αυτοί µε τη
σειρά τους στην επίτευξη των στρατηγικών στόχων.
Στόχοι της ελληνικής δασοπονίας
Σύµφωνα µε το κείµενο της οµάδας εργασίας που προαναφέρθηκε (Στάµου κ.ά. 1998), η θεώρηση
και η σωστή για τις συνθήκες της χώρας µας αξιολόγηση του πολυλειτουργικού ρόλου (και
ιδιαίτερα του περιβαλλοντικού, αλλά όχι µόνο, ρόλου) των δασών και των δασικών εκτάσεων
προσφέρει τις δυνατότητες άσκησης δασοπονίας µε µακρόπνοες προοπτικές.
Η µεγιστοποίηση του πολυλειτουργικού αυτού ρόλου διαχρονικά και διαπεριφερειακά και η
υπό αυτή την έννοια οργάνωση της αειφορικής διαχείρισης των δασών και δασικών εκτάσεων είναι
ανάγκη να αποτελεί κατά τον νέο αιώνα που έρχεται τον διαρκή και κυρίαρχο στόχο της ∆ασικής
πολιτικής.
18
Η αξιοποίηση του πολυλειτουργικού αυτού ρόλου α) στην ανάπτυξη του ορεινού και ηµιορεινού
χώρου β) στην στήριξη της παραγωγικότητας των δασικών εδαφών και της υδατικής
οικονοµίας της χώρας γ) στην προστασία της οικονοµίας των κατάντη περιοχών και δ) στη
βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων του περιαστικού και αστικού χώρου θα
αποτελούν τους τέσσαρες ισότιµους και συµπληρωµατικούς µεταξύ τους στόχους, παράγωγους
του ανωτέρω κυρίαρχου.
Οι τέσσερες αυτοί παράγωγοι και συµπληρωµατικοί µεταξύ τους στόχοι µπορούν να επιτευχθούν
µέσω εφαρµογής προγραµµάτων τα οποία θα επιδιώκουν τα εξής:
1. Ορθολογική αξιοποίηση του υφιστάµενου στα δάση και τις δασικές εκτάσεις δυναµικού
παραγωγής αγαθών και προϊόντων, τα οποία µπορούν να εξασφαλίσουν αγορά υπό
συµφέροντες όρους, µέσα από διαδικασίες αειφορικής διαχείρισης και πιστοποίησης της
αειφορικής τους προέλευσης. Η συνδυασµένη παραγωγή προϊόντων ξύλου, βοσκήσιµης ύλης,
ρητίνης, καρπών, καλλωπιστικών, αρωµατικών και φαρµακευτικών ειδών και λοιπών αγαθών
του δάσους ή η κυρίαρχη παραγωγή ορισµένων από αυτά, µπορούν και πρέπει να
αποτελέσουν σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση τη βάση 5ετών προγραµµάτων παραγωγής
κατά το δασικό σχεδιασµό. Η δηµιουργία ενός ολοκληρωµένου σχεδίου χρήσεων δασικής
γης σε επίπεδο νοµού αποτελεί ουσιαστικό στήριγµα του σχεδιασµού και της υλοποίησης των
προγραµµάτων.
2. ∆ηµιουργία νέου παραγωγικού δυναµικού µέσω της ένταξης νέων εκτάσεων στο δασικό
παραγωγικό δυναµικό. Με βάση το προηγούµενο ολοκληρωµένο σχέδιο δασικής γης είναι
δυνατό να συνταχθούν προγράµµατα τόσο ένταξης ιδιωτικών µερικώς δασοσκεπών ή γυµνών
δασικών ή ιδιωτικών γεωργικών εκτάσεων που αργούν. Τούτο θα επιτρέψει ουσιαστικά να
προγραµµατιστούν εκτεταµένα έργα αναδασώσεων και αναβάθµισης των περιβαλλοντικών
λειτουργιών των εκτάσεων αυτών. Αλλά και δηµιουργίας και νέου δυναµικού
στις
αναπτυξιακές λειτουργίες τόσο κατά την φάση εκτέλεσης των αναδασωτικών έργων όσο και
µετέπειτα κατά την καλλιέργεια των αναδασώσεων και την ένταξή τους στα προγράµµατα
αξιοποίησης του υφιστάµενου δυναµικού.(βλ. ανωτέρω µε αριθ. 1)
3. Ορθολογική αξιοποίηση του δυναµικού του δασικού και αγροτικού τοπίου για αναψυχή,
για δραστηριότητες ορεινού τουρισµού πάσης φύσεως, και για περιβαλλοντική εκπαίδευση,
µέχρι του ορίου που επιτρέπουν οι περιβαλλοντικές λειτουργίες των δασών και δασικών
εκτάσεων (που συγκροτούν τα δασικά τουλάχιστον τοπία). Ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί µέσα
από προγράµµατα που θα αναφέρονται σε ολόκληρα ορεινά συγκροτήµατα ή εκτεταµένες
ηµιορεινές και πεδινές περιοχές, των οποίων η ανάπτυξη επιδιώκεται αποδεδειγµένα για
λόγους δηµοσίου συµφέροντος. Το πιο πάνω ολοκληρωµένο σχέδιο χρήσεων δασικής γης,
(βλ. ανωτέρω αριθ.1) όχι µόνο δεν θα αποτελεί εµπόδιο αλλά, αντίθετα, θα στηρίξει ουσιαστικά
τέτοια προγράµµατα αναψυχής, ορεινού τουρισµού αλλά και περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, εφ'
όσον αυτά θα αναφέρονται σε ολόκληρα ορεινά συγκροτήµατα.
4. Προστασία των δασών και δασικών εκτάσεων και προαγωγή του ρόλου των δασικών
οικοσυστηµάτων στη υπόθεση διατήρησης και προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος
Η πολλαπλή χρήση των δασών, η αειφορική διαχείριση, η οικονοµικότητα, η κοινωφέλεια και η
διατήρηση της βιοποικιλότητας στο φυσικό περιβάλλον και η ολοκληρωµένη προσέγγιση, είναι ένα
πλέγµα αρχών που µπορεί να εξασφαλίζει αφενός µεν τη διατήρηση των πόρων και των
προσόδων στο διηνεκές και αφετέρου την προστασία των δασικών οικοσυστηµάτων, στα πλαίσια
της υλοποίησης των ανωτέρω προγραµµάτων.
Τρόποι ανάπτυξης του συστήµατος των στόχων
Υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι για την ανάπτυξη ενός συστήµατος στόχων: ο απαγωγικός ή
προοδευτικός και ο επαγωγικός ή ανάδροµος (σχ. 7).
19
α
π
α
γ
ω
γι
κ
ό
ς
ε
π
α
γ
ω
γ
ι
κ
ό
ς
Σχ. 7: Κατευθύνσεις ανάπτυξης του συστήµατος των στόχων
Κατά τον επαγωγικό τρόπο, το σύστηµα αναπτύσσεται προοδευτικά από τους µερικότερους προς
τους γενικότερους στόχους, µέσω του καθορισµού συγκεκριµένων βραχυπρόθεσµα υλοποιήσιµων
µέτρων και µέσω της βαθµιαίας από επίπεδο σε επίπεδο υπαγωγής ανά δύο ή περισσότερων
συµπληρωµατικών µεταξύ τους στόχων (κατώτερου επιπέδου) σε ένα γενικότερο στόχο
(δηµιουργούµενο στο αµέσως ανώτερο επίπεδο).
Κατά τον απαγωγικό τρόπο η ανάπτυξη του συστήµατος γίνεται βήµα µε βήµα µέσα από την
ανάλυση του γενικού στόχου σε λιγότερο γενικούς και καθενός από αυτούς πάλι σε µερικότερους.
Τόσο στην µία όσο και στην άλλη περίπτωση επιλέγονται ρεαλιστικοί δηλ. υλοποιήσιµοι στόχοι.
'Ενα σύστηµα στόχων αναφέρεται στο σύνολο της δασικής εκµετάλλευσης ως οικονοµικής
µονάδας, στα τµήµατα της γεωγραφικής της διάρθρωσης (π.χ. δασονοµείο ή δασικό σύµπλεγµα)
καθώς και στα εσωτερικής διάρθρωσης τµήµατά της (π.χ. Γραφείο θήρας, Γραφείο διαχείρισης,
Γραφείο µελετών). ∆ηλ. τόσο η δασική εκµετάλλευση ως σύνολο όσο και τα επιµέρους τµήµατά
της έχουν το δικό τους συγκεκριµένο σύστηµα στόχων. Και φυσικά οι στόχοι των επιµέρους
τµηµάτων εναρµονίζονται πλήρως µε το σύστηµα στόχων
της δασικής εκµετάλλευσης ή αποτελούν επιµέρους στόχους αυτού.
Στο σηµείο αυτό πρέπει να συζητηθεί και το πρόβληµα αν και κατά πόσο η κάθε δασική
εκµετάλλευση ως οικονοµική µονάδα θέτει αυτόνοµα τους δικούς της στόχους ή όχι. Eδώ πρέπει
να γίνει διάκριση µεταξύ των συστηµάτων οργάνωσης της οικονοµίας και µεταξύ των φορέων
ιδιοκτησίας της δασικής εκµετάλλευσης:
Σε συστήµατα ελεύθερης οικονοµίας η ιδιωτική, η συνεταιριστική και η κοινοτική δασική
εκµετάλλευση µπορεί να θέτει αυτόνοµα τους δικούς της στόχους. Η παραγωγική της όµως
δραστηριότητα πρέπει να ασκείται οπωσδήποτε κάτω από τους περιορισµούς και τους όρους που
θέτουν η γενική και η δασική (ειδική) νοµοθεσία. Στις κρατικές αντίθετα δασικές εκµεταλλεύσεις οι
20
στόχοι ή ένα µέρος αυτών τίθενται κατά κανόνα από το κράτος (κοινοβούλιο-κυβέρνηση) και
ουσιαστικά προέρχονται από την ανάλυση των γενικών αναπτυξιακών και των ειδικών δασικών
αναπτυξιακών στόχων.
Σε συστήµατα κατευθυνόµενης οικονοµίας, η επέµβαση του κράτους στον καθορισµό των
στόχων µπορεί να διαβαθµίζεται από την πολύ µικρή (σχεδόν αυτόνοµος καθορισµός) µέχρι την
πολύ µεγάλη (αποκλειστικά κεντρικός καθορισµός).
Και στα δύο πιο πάνω συστήµατα προϋποτίθεται η ύπαρξη του ενδιαφέροντος για συντονισµένες
προσπάθειες ανάπτυξης στα πλαίσια αποδεκτών στόχων. Στο σύστηµα της ελεύθερης οικονοµίας
όµως, η υλοποίηση των στόχων αυτών στηρίζεται στον λεγόµενο σχεδιασµό από τη βάση, ή
αλλιώς δηµοκρατικό αναπτυξιακό σχεδιασµό, µε ανάληψη ουσιαστικού σχετικού ρόλου από τους
αρµόδιους τοπικούς αναπτυξιακούς φορείς. Φυσικά στις περισσότερες περιπτώσεις λειτουργεί
στην πράξη µία µορφή µικτού συστήµατος.
Όπου επικρατεί ο αυτόνοµος καθορισµός των στόχων, σηµαντικό ρόλο στην διαδικασία
καθορισµού τους παίζει και η κοινή γνώµη, µε τους περιορισµούς που αυτή θέτει. 'Ετσι π.χ. σε ένα
περιαστικό δάσος η πίεση της κοινής γνώµης µπορεί να υποβαθµίσει ή και να µηδενίσει τελείως
τον στόχο της ξυλοπαραγωγής και να τον αντικαταστήσει µε τον αντίστοιχο της αναψυχής ή της
αισθητικής. Και τούτο, ακόµα και αν δεν υπάρχει σχετική νοµοθετική ρύθµιση. Αλλά και η αντίθετη
περίπτωση µπορεί να προκύψει. 'Ενα π.χ. δάσος που πρέπει να ανακηρυχθεί προστατευτικό,
ώστε να εξυπηρετήσει µόνο επιστηµονικούς ή αισθητικούς σκοπούς, µπορεί υπό την πίεση
ενδιαφεροµένων κοινωνικών οµάδων (π.χ. δασικών συνεταιρισµών κλπ. ) να µη ανακηρυχθεί ως
τέτοιο.
Ιδιότητες του συστήµατος στόχων
Ενα σύστηµα στόχων, που θα αποτελεί την κατευθυντήρια γραµµή όλων των δραστηριοτήτων
µιας συγκεκριµένης δασικής εκµετάλλευσης πρέπει να έχει τις ακόλουθες ιδιότητες:
1. Ορθότητα. Οι στόχοι πρέπει να είναι σωστά επιλεγµένοι. ∆ηλαδή κατά την ανάπτυξη του
συστήµατος απαγωγικά (από τον γενικό στόχο) να προκύπτουν οι σωστοί επιµέρους στόχοι και
κατά την επαγωγική ανάπτυξη οι κατώτεροι στόχοι να απαρτίζουν τους σωστούς ανώτερους.
Ορθότητα στόχων σηµαίνει, επίσης, οι επιτετραµµένοι για την υλοποίηση των στόχων αυτών
συνεργάτες, γραφεία, δασονοµεία κλπ. να επιδιώκουν πραγµατικά την υλοποίηση αυτή και να µη
δείχνουν απροθυµία ή διάσταση.
3. Σαφήνεια. Η σαφής περιγραφή κάθε στόχου και ο ακριβής προσδιορισµός αποτελούν
απαραίτητες προϋποθέσεις για την επιδίωξή του και για να αποφεύγονται παρανοήσεις. Ιδιαίτερα,
όσο προχωρούµε από τους κατώτερους προς τους ανώτερους στόχους και από τους άµεσους
προς τους στρατηγικούς η σαφής περιγραφή είναι πολύ πιο αναγκαία γιατί οι τελευταίοι (ανώτεροι,
στρατηγικοί) εκφράζονται κατά κανόνα µε γενικούς όρους που µπορούν να δηµιουργήσουν
προβλήµατα. Τι ακριβώς εννοούµε π.χ. όταν ως ανώτερο στόχο θέτουµε την αναβάθµιση της
ποιότητας ζωής του παραδασόβιου πληθυσµού, ή την ανάπτυξη της ορεινής υπαίθρου, ή και την
ανασυγκρότηση ή την ανόρθωση των υποβαθµισµένων δασών;
Με τη σαφήνεια του στόχου συνδέεται άµεσα και άρρηκτα και το χρονικό διάστηµα µέσα στο οποίο
θα επιδιωχθεί η υλοποίησή του. Π.χ. δεν αρκεί να θέτουµε ως στόχο την αύξηση της βιοµηχανικής
ξυλείας σε βάρος του καυσόξυλου κατά 10%, αλλά πρέπει να καθορίσουµε σαφώς και το µήκος
του χρονικού διαστήµατος, µέσα στο οποίο θα επιτευχθεί αυτό, π.χ. την επόµενη 5ετία. Το ίδιο
21
ισχύει π.χ. για τη διάνοιξη του δάσους (100 Km δασοδρόµων στα επόµενα 8 χρόνια), για την
αναγωγή των πρεµνοφυών δασών (αναγωγή του 30% στα επόµενα 100 χρόνια).
Σαφήνεια σηµαίνει, επιγραµµατικά, την έκφραση του στόχου σε µονοσήµαντα κατανοητούς όρους.
Οι τρεις απαραίτητοι όροι ή τα τρία βασικά στοιχεία που εξασφαλίζουν τη σαφήνεια του στόχου
είναι: α. ο χρόνος επίτευξής του
β. η εφαρµοσιµότητά του και
γ. η µετρησιµότητά του (το ύψος του).
3. Η πληρότητα. Το σύστηµα των στόχων είναι απαραίτητο να χαρακτηρίζεται να χαρακτηρίζεται
από πληρότητα σε όλα τα επίπεδα της πυραµίδας. Τούτο σηµαίνει, ο κάθε υπερκείµενος στόχος
να είναι αναλυµένος σε όλους τους δυνατούς µερικότερους στόχους του έτσι, ώστε σε κάθε
επίπεδο το σύστηµα να µη παρουσιάζει κενές θέσεις. Η ύπαρξη κενών θέσεων εµποδίζει να
διαπιστωθούν αντιθέσεις µεταξύ αντικρουόµενων ενδεχοµένως στόχων εµποδίζει εποµένως τη
διάγνωση προβληµάτων και εποµένως και την ανεύρεση των σχετικών λύσεων. Το σχ. 8 δίνει ένα
πλήρες σύστηµα στόχων για τη βελτίωση της αποδοτικότητας των κεφαλαίων που επενδύονται
στην δασοπονία. Αν κάποιος επιµέρους στόχος σε ένα από τα τρία επίπεδα του συστήµατος
αυτού δεν έχει προβλεφθεί, τότε ο αµέσως ανώτερος στόχος δεν θα επιτευχθεί στον επιθυµητό
βαθµό, ή κατά τη διάρκεια επιδίωξης αυτού θα προκύψουν απρόβλεπτα προβλήµατα αντίθεσης
µεταξύ στόχων.
Το ερώτηµα, µέχρι ποιο σηµείο προς τα κατώτερα επίπεδα πρέπει να φθάνει κανείς κατά την
ανάλυση σε µερικότερους στόχους, δεν µπορεί να απαντηθεί γενικά. Σε κάθε συγκεκριµένη
περίπτωση πρέπει να φθάνει κανείς µέχρι τους επιµέρους στόχους που ταυτίζονται µε
συγκεκριµένα απτά µέτρα. 'Ετσι, π.χ. στο σύστηµα των στόχων ενός πενταετούς σχεδιασµού είναι
απαραίτητο να αναλυθούν και οι επιµέρους ετήσιοι στόχοι, ώστε να προκύψουν τα συγκεκριµένα
µέτρα του ετήσιου σχεδιασµού.
Βελτίωση της αποδοτικότητας
αύξηση των εσόδων
1.
2.
3.
καλύτερη
απασχόληση του
εδαφικού
κεφαλαίου
καλύτερη
απασχόληση του
πάγιου
κεφαλαίου
άριστη
αξιοποίηση του
λήμματος
μείωση των
μείωση του
λειτουργικών
δεσμευόμενου
1.
2.
3.
επιλογή,
εκπαίδευση,
επιμόρφωση
προσωπικού
ελαχιστοποίηση
της παραμονής
του ξύλου στο
υλοτόμιο
προγραμματισμός
της χρηματοδότησης
1.
2.
3.
σωστή μελέτη αξιολόγηση των
επενδύσεων
πλήρης αξιοποίηση
του υπάρχοντος
πάγιου δυναμικού
σωστή κατανομή
εργασιών
αυτεπιστασίας και
ανάθεσης σε τρίτους
22
Σχ. 8: Πληρότητα του συστήµατος στόχων σε κάθε επίπεδο
( η περίπτωση βελτίωσης της αποδοτικότητας)
4. Σωστή ιεράρχηση των στόχων. 'Οταν µιλάµε για ιεράρxηση των στόχων εννοούµε το να
διαβαθµισθούν αυτοί σε µία σειρά πρoτιµήσεως δηλ. να τεθούν προτεραιότητες. Και, φυσικά, η
ιεράρχηση µε αυτή την έννοια αφορά στόχους του αυτού επιπέδoυ. Η ιεράρχηση ή διαβάθµιση
γίνεται µε τη χρήση συντελεστών σταθµίσεως, η απόλυτη τιµή των οποίων δίνει και τον βαθµό
προτίµησης ή βαρύτητας του κάθε στόχου. Σωστή ιεράρχηση σηµαίνει να τεθούν οι
προτεραιότητες σύµφωνα µε την άπoψη αυτού του οργάνoυ (συλλογικού ή ατοµικού), που έχει την
αρµοδιότητα καθορισµού των στόχων.
5. Ρεαλιστικότητα. Οι στόχοι είναι ρεαλιστικοί, όταν τα µέσα που απαιτούνται για την υλοποίησή
τους µπορούν να εξασφαλιστούν. Με αυτή την έννοια στόχοι, που τίθενται πριν τον σχεδιασµό,
είναι δυνατό κατά τη διάρκεια του σχεδιασµού να αποδειχθούν ως µη ρεαλιστικοί, γιατί τα
διαθέσιµα µέσα δεν επαρκούν για την επίτευξή τους. Π.χ. υπάρχει η επιθυµία ή ανάγκη (ως
ετήσιος στόχος) για κατασκευή ενός δασόδροµου µήκους 15 km µε διαθέσιµα κεφάλαια 15
εκατοµµυρίων δραχµών. Η οριστική µελέτη του δρόµου αποδεικνύει ότι τα 15 εκατοµ. δραχµές δεν
επαρκούν για τα 15 αλλά µόνο για τα 1Ο Κm. Απoδεικνύεται δηλ. ότι ο στόχος 15 Κm δεν ήταν
ρεαλιστικός σε σχέση µε τα χρήµατα που είχαµε στη διάθεσή µας. Από αυτή την άποψη οι στόχοι
διακρίνονται σε τέτοιους πριν και µε στόχους µετά τον σχεδιασµό. Με βάση αυτή την άποψη είναι
δυνατό να ξεκινάµε από τα διαθέσιµα µέσα και να εξετάζουµε τι µπορεί µε αυτά να προκύψει
(ανάδροµoς καθορισµός στόχων, στόχοι ρεαλιστικοί). 'Η είναι δυνατό να τίθενται οι στόχοι από την
αρχή (προοδευτικός καθορισµός, στόχοι πριν τον σχεδιασµό, στόχοι ρεαλιστικοί ή όχι) και στη
συνέχεια µετά δηλ. τον σχεδιασµό να γίνονται πλήρως αποδεκτοί ή να απορρίπτονται τελείως ή να
αναθεωρούνται.
6. Εφαρµοσιµότητα. Ορισµένοι στόχοι, και όταν ακόµη έχουν εξασφαλιστεί µε επάρκεια τα
αναγκαία για την υλοποίησή τους µέσα, δεν είναι υλοποιήσιµοι, απλά είτε γιατί δεν επιτρέπεται να
υλοποιηθούν (επειδή παραβιάζουν συγκεκριµένους κανόνες), είτε γιατί τυχόν επιδίωξή τους
αντιστρατεύεται νόµους της φύσης. Η αδυναµία αυτή προέρχεται από συγκεκριµένους
περιορισµούς. Π.χ. όταν τίθεται ως στόχος ο διπλασιασµός του λήµµατος στην περίοδο ισχύος του
διαχειριστικού σχεδίου σε συγκεκριµένο δάσος, του οποίου το πραγµατικό ξυλαπόθεµα είναι
µικρότερο του κανονικού. Ο στόχος αυτός είναι αδύνατο να εφαρµοσθεί, αφού τυχόν επιδίωξή του
θα οδηγούσε σε ρευστοποίηση του ήδη χαµηλού πραγµατικού ξυλαποθέµατος και εποµένως σε
µη τήρηση της αρχής αειφορίας και σε υποβάθµιση του δάσους. Επίσης, µη εφαρµόσιµος
αντικειµενικά στόχος είναι αυτός του διπλασιασµού της ευφυϊας των δασεργατών ή των
δασολόγων µε εκπαίδευση ή επιµόρφωσή τους αντίστοιχα.
23
7. Σταθερότητα. Το σύστηµα των στόχων πρέπει να είναι σταθερό µέσα σε ορισµένα χρονικά και
γεωγραφικά πλαίσια. Αυτό είναι απαραίτητο, για να αποφεύγονται οι συνεχείς αναθεωρήσεις, που
οδηγούν τελικά στην µετατροπή της διαδικασίας του σχεδιασµού σε διαδικασία αυτοσχεδιασµών.
Προϋπόθεση για την σταθερότητα του συστήµατος των στόχων αποτελεί η απουσία της
αντιφατικότητας – της σύγκρουσης µεταξύ αυτών (βλ. σχ. 1).
Η διαδικασία διαµόρφωσης των στόχων
Η αναζήτηση και διαµόρφωση των στόχων αποτελεί µια διαδικασία που ολοκληρώνεται µέσα από
επιµέρους φάσεις (σχ. 9).
1. Η αναζήτηση
Στη φάση αυτή, που περιλαµβάνει µια καθαρά πνευµατική-δηµιoυργική εργασία, αναζητούνται
όλοι οι δυνατοί στόχοι, ανεξάρτητα αν αυτοί είναι ρεαλιστικοί εφαρµόσιµoι, υλοποιήσιµοι , κλπ. Η
ρεαλιστικότητα, εφαρµοσιµότητα, κλπ. Θα εξετασθούν σε επόµενη επιµέρους φάση. Είναι φανερό,
ότι η φάση τούτη αποτελεί ουσιαστικά µία διανoητική αποκλειστικά εργασία , που απoκλειστικό και
µόνο σκoπό έχει να εντοπίσει όλους τους δυνατούς στόχους . Η πληρότητα αυτή εξαρτάται φυσικά
από τις διανοητικές από τη µία πλευρά ικανότητες των ατόµων που παίρνουν µέρος στη φάση
αυτή και από το βαθµό γνώσης του αντικειµένου (του γενικού δηλ. στόχου) .
Τα χαρακτηριστικά στοιχεία-πληροφορίες, που πρέπει να γνωρίζει κανείς, ώστε κατά την
αναζήτηση να επιτύχει µία κάποια πληρότητα, οµαδοποιούνται σε δύο οµάδες: Η µία οµάδα
σχετίζεται µε την οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας και γενικά την oργανωτική διάρθρωση
της δασικής εκµετάλλευσης . Η άλλη οµάδα σχετίζεται µε το ειδικότερο σε κάθε συγκεκριµένη
περίπτωση αντικείµενο δραστηριότητας για το οποίο αναζητούνται οι στόχοι.
αναζήτηση
ανάλυση και
ταξινόμηση
αποσαφήνιση και
συγκεκριμενοποίηση
έλεγχος της
ρεαλιστικότητας
γνωστοποίηση
24
Σχ. 9: Φάσεις διαµόρφωσης των στόχων
1η Οµάδα :
Η δασική εκµετάλλευση λειτουργικά είναι διαρθρωµένη µε τις επιµέρους oργανωτικές µονάδες:
διοίκηση, παραγωγή, διάθεση. Οι απαραίτητες λοιπόν πληροφορίες αναφορικά µε την κάθε
επιµέρους αυτή µονάδα είναι οι εξής:
Τοµέας διoίκησης
1. ∆υναµικoί παράγοντες: Σ'αυτούς περιλαµβάνονται το δυναµικό της διοίκησης σε έµπειρο
διοικητικό πρoσωπικό και σε έµπειρο κατά ειδικότερο αντικείµενο της δασικής εκµετάλλευσης
επιστηµονικό πρoσωπικό. Στη δασική εκµετάλλευση, µε δεδοµένη τη γενική δασολογική
µόρφωση που παρέχεται από όλα τα ΑΕΙ, το έµπειρο κατά αντικείµενο προσωπικό
δηµιουργείται κατά κανόνα από την µακροχρόνια ενασχόληση στην πράξη µε το συγκεκριµένο
αντικείµενο. Μια βελτίωση του παράγοντα αυτού αναµένεται να επιφέρουν οι κατά τα τελευταία
χρόνια αναπρoσαρµογές του προγράµµατος σπoυδών των δασoλόγων και η καθιέρωση των
"κατευθύνσεων εµβάθυνσης" Στους δυναµικούς παράγοντες περιλαµβάνονται επίσης η
ικανότητα της δασικής εκµετάλλευσης να προσαρµόζεται στις µεταβαλλόµενες συνθήκες και ο
όγκος των αναγκαίων κάθε φορά µέτρων αναδιoργάνωσης και προσαρµογής.
2. Χρηµατoδoτικoί παράγοντες: Εδώ εντάσσεται το ύψος των απαιτουµένων κεφαλαίων
χρηµατοδότησης κατά πηγή χρηµατοδότησης και οι δυνατότητες έγκαιρης εξασφάλισης των
κεφαλαίων αυτών.
3. Παράγοντες εφοδιασµού: Στους παράγοντες αυτούς περιλαµβάνονται
ο αριθµός των
προµηθευτών του πάγιου και αναλώσιµoυ υλικού που αναλίσκεται στις δασικές εκµεταλλεύσεις, ο
αριθµός των ατόµων, οµάδων ή επιχειρήσεων (τρίτων) στους οποίους ανατίθεται η εκτέλεση
ορισµένων εργασιών (π.χ. συντήρησης και επισκευών οχηµάτων-µηχανηµάτων κλπ.), η εµπειρία
στις συναλλαγές µε την αγορά εφοδιασµού , τα επίπεδα τιµών και η σταθερότητα στην αγορά αυτή
καθώς και η ικανότητα της δασικής εκµετάλλευσης να πετυχαίνει τον εφοδιασµό της σε έκτακτες
περιστάσεις .
Τοµέας παραγωγής
1. Παράγοντες προσωπικού: ∆υνατότητες επιπλέον αξιοποίησης προσωπικού, συνθήκες εργασίας
στον τόπο εργασίας (καιρικές συνθήκες , συνθήκες σίτισης στο δάσος , κίνδυνος ατυχηµάτων
κλπ.) , συνθήκες και δυνατότητες επιµόρφωσης του επιστηµονικού και µη προσωπικού.
2. Παράγοντες υλικών: Εµπειρία σχετικά µε τα χρησιµοποιούµενα στην εκµετάλλευση υλικά,
δυνατότητες αποθήκευσης και υποκατάστασης αυτών.
25
3. Παράγοντες µηχανηµάτων: Βαθµός απασχόλησης του υπάρχoντoς µηχανικού εξοπλισµού
(µηχανήµατα, οχήµατα, τεχνικές εγκαταστάσεις), κίνδυνοι τεχνικής παλαίωσης των νέων υπό
προµήθεια µηχανηµάτων, δυσκολίες στην µεταφορά τους στους τόπους εργασίας.
4. Λοιποί παράγοντες: Εµπειρία και δυνατότητες εξισορρόπησης διακυµάνσεων στην απασχόληση
και την παραγωγή, γνώση και δυνατότητες αξιοποίησης νέων µεθόδων εργασίας και νέας
τεχνολογίας, δυνατότητες ανάληψης εργασιών υπέρ τρίτων, δυνατότητες αξιοποίησης και
εφαρµογής των αποτελεσµάτων της δασικής έρευνας .
Τοµέας διαθέσεως
Στις πληροφορίες του τοµέα διαθέσεως υπάγονται: οι ποσότητες κατά είδος και κατηγορία
πρoϊόντος που µπορούν να πουληθούν, προβλεπόµενες τιµές πώλησης , υπoψήφιoι αγοραστές
και δυναµικότητα αυτών, δυνατότητες συνεργασίας µεταξύ των υποψηφίων αγοραστών, µέτρα
καλλιέργειας της αγoράς, κίνδυνοι απόσυρσης ή υποκατάστασης κάποιων επιµέρους κατηγοριών
προϊόντων, το σύστηµα και η οργάνωση των πωλήσεων .
2η Οµάδα :
Όπως αναφέρθηκε στα προηγούµενα, η δεύτερη αυτή οµάδα αναφέρεται σε πληροφορίες, οι
οποίες εξειδικεύονται στο αντικείµενο δραστηριότητας ή έργου που πρέπει να εκτελεστεί για την
επίτευξη των στόχων. ∆ιακρίνονται λοιπόν τρεις υποοµάδες πληροφοριών, όπως πιο κάτω:
1. Οικονοµικές πληροφορίες
- συνολική δαπάνη εκτέλεσης του έργου
- δαπάνες λειτουργίας του έργου
-οικονοµικότητα του έργου
2. Πληροφορίες απόδοσης
- συνολική απόδοση του έργου
- επιµέρους αποδόσεις
- ποιοτικά στάνταρ
3. Λοιπές πληροφορίες
- ασφάλεια-εγγύηση
- διάρκεια ζωής
- απλότητα
- διαθεσιµότητα
- δυνατότητα ένταξης στον υφιστάµενo µηχανισµό παραγωγής
26
2. Η ανάλυση και κατάταξη
Οι στόχοι που αναζητήθηκαν και εντοπίστηκαν στην προηγούµενη φάση πρέπει να αναλυθούν
από την άποψη του περιεχοµένου τους, να καθοριστούν οι µεταξύ τους σχέσεις και να
αξιολoγηθούν µε κριτήριο την σπουδαιότητά τους.
Ανάλυση του περιεχοµένου σηµαίνει ακριβέστερο ορισµό του στόχου και ακριβή περιγραφή των
ιδιοτήτων του. Οι ιδιότητες κάθε στόχου, όταν περιγραφούν µε ακρίβεια, οδηγούν έµµεσα στον
εντοπισµό των µέτρων που θα ληφθούν για την επίτευξή του. Παράδειγµα: Ο στόχος
"αριστοποίηση του προγράµµατος παραγωγής" µιας ξυλοπαραγωγού δασικής εκµεταλλεύσεως
σηµαίνει να διαµoρφωθεί το πρόγραµµα έτσι, ώστε να επιτευχθεί το µέγιστο δυνατό κέρδος από
την πώληση των προϊόντων ("ανάλυση περιεχομένου του στόχου") . Με δεδομένες τις τιμές πώλησης
στην αγορά κάθε προϊόντος το άριστο πρόγραµµα παραγωγής που θα διαµορφωθεί (ο στόχος
δηλαδή) πρέπει να έχει τις ακόλουθες ιδιότητες:
1. να απαρτίζεται από προϊόντα που µπορούν να διατεθούν στην αγορά µε το µεγαλύτερο
κατά το δυνατό περιθώριο συνεισφοράς
2. το επιµέρους προϊόν µε το µεγαλύτερο περιθώριο συνεισφοράς να παράγεται στη
µέγιστη δυνατή ποσότητα, το προϊόν µε το αµέσως µικρότερο περιθώριο συνεισφοράς
να παράγεται επίσης στη µέγιστη δυνατή ποσότητα κ.ο.κ.
Είναι προφανές ότι από την περιγραφή των ιδιοτήτων προκύπτουν έµµεσα τα µέτρα που θα
οδηγήσουν στην αριστοποίηση του προγράµµατος. Αυτά στην περίπτωση του προηγουµένου
παραδείγµατος είναι η καταγραφή των τιµών πώλησης, η κοστολόγηση της παραγωγής και ο
υπολογισµός του περιθώριου συνεισφοράς για κάθε προϊόν, η επιλογή των προϊόντων που θα
παραχθούν και η λήψη όλων των αναγκαίων επιµέρους µέτρων για την πραγµατοποίηση της
παραγωγής).
Η διαπίστωση ή ο καθορισµός των σχέσεων µεταξύ των στόχων στηρίζεται είτε στην απλή λογική
είτε στην εµπειρία. Στο πιο πάνω παράδειγµα το κέρδος G είναι ίσο µε
G = Ε – ∆ = Σ mi pi - Σ mi ki - ∆στ
δηλ. µε τη διαφορά έσοδα Ε µείον δαπάνες ∆
όπου:
mi η ποσότητα παραγωγής του προϊόντος i = 1 , 2, 3, . . . . .n, αντίστοιχα
pi η τιµή πώλησης,
ki το µεταβλητό κόστος παραγωγής και
∆στ το σύνολο των σταθερών δαπανών).
Εποµένως, λογικά προκύπτει το συµπέρασµα, ότι ο στόχος "µεγιστοποίηση του κέρδους"
περνάει µέσα από τους στόχους "µεγιστοποίηση εσόδων" και "ελαχιστοποίηση δαπανών",
δηλ. ότι το G είναι υπερκείµενος ή ανώτερος και τα Ε και ∆ υποκείµενοι ή κατώτεροι στόχοι.
Από την εµπειρία αντίστοιχα προκύπτουν ορισµένες σχέσεις µεταξύ των στόχων. Παράδειγµα:
'Οταν επιµέρους στόχοι είναι η οδική διάνοιξη των δασικών συµπλεγµάτων ∆1 (20 Km) και ∆2 (10
Km), ενώ οι διαθέσιµες πιστώσεις δεν επαρκούν και για τους δύο στόχους, είναι φανερό ότι
υπάρχει κάποια ανταγωνιστική σχέση µεταξύ αυτών. Ο ανταγωνισµός αυτός δεν έχει την έννοια
κάποιας απευθείας µεταξύ τους αντίθεσης, αλλά την έννοια του έµµεσου ανταγωνισµού λόγω της
27
διεκδίκησης των ανεπαρκών πιστώσεων. Αύξηση εποµένως των διαθέσιµων πιστώσεων προκαλεί
µείωση µέχρι και µηδενισµό της ανταγωνιστικής σχέσης µεταξύ ορισµένων στόχων. Η εµπειρία
δηλ. που υπάρχει σχετικά µε τις δυνατότητες υλοποίησης των στόχων δίνει την ευχέρεια να
διαπιστωθούν συγκεκριµένες µεταξύ τους σχέσεις.
Γενικά υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες ή τύποι σχέσεων µεταξύ των στόχων, οι τεχνολογικές
και οι ταξινοµικές σχέσεις (Ζangemeister, 1973) .
Στις τεχνολογικές σχέσεις υπάγoνται η ανταγωνιστικότητα, η συµπληρωµατικότητα και η
ουδετερότητα (σχ.10 ) καθώς και η ταυτότητα και η αντινοµία.
Zi
Z6
∆Ζ1
+ΔΖ4
ΔΖ3
-ΔΖ2
Z5
Zj
Σχ. 10: Ανταγωνιστικότητα, συµπληρωµατικότητα και ουδετερότητα µεταξύ στόχων
Ανταγωνιστικοί είναι µεταξύ τους δύο στόχοι Ζ1 και Ζ2, όταν oποιαδήποτε αύξηση κατά ∆Ζ1 της
τιµής του Ζ1 συνεπάγεται ταυτόχρονη µείωση κατά ∆Ζ2 της τιµής του Ζ2. Στο πιο πάνω
παράδειγµα της οδικής διάνοιξης µε διαθέσιµες πιστώσεις 23 εκατοµ. δραχµών και το κόστος
οδικής διάνοιξης ίσο µε 1 για το ∆1 και 0,5 για το ∆2 (σε εκατοµ. δρχ. ανά Km), οποιαδήποτε
28
αύξηση του οδικού δικτύου του ∆1 κατά ∆Ζ1 χιλιόµετρα συνεπάγεται µείωση του οδικού δικτύου
του ∆2 κατά το διπλάσιο (∆2=∆Ζ1:2) .
Συµπληρωµατικότητα µεταξύ δύο στόχων Ζ3 και Ζ4 υπάρχει, όταν οποιαδήποτε αύξηση κατά
∆Ζ3 της τιµής του Ζ3 συνεπάγεται αυτόµατα και την αύξηση κατά ∆Ζ4 της τιµής του Ζ4.
Συµπληρωµατικότητα π.χ. υπάρχει µεταξύ των στόχων κέρδος και τιµή πώλησης ενός δασικού
προϊόντος (µε την προϋπόθεση βέβαια ότι το κόστος παραγωγής παραµένει το ίδιο).
Συµπληρωµατικότητα γενικά παρατηρείται µεταξύ ενός κατώτερου προς τον αµέσως ανώτερό του
επιµέρους στόχο.
Τόσο η ανταγωνιστικότητα όσο και η συµπληρωµατικότητα µεταξύ στόχων µπορεί να είναι είτε
συµµετρική (ή αµφίδροµη), είτε και ασύµµετρη (ή µονόπλευρη). Ισχύουν δηλ. αντίστοιχα οι
σχέσεις:
+ ∆Ζ1 ↔ - ∆Ζ2
(-)
(+)
και + ∆Ζ3 ↔ + ∆Ζ4
(-)
(-)
ή
+ ∆Ζ1 → - ∆Ζ2
(-)
(+)
(αµφίδροµη ή µονόπλευρη
ανταγωνιστικότητα)
ή
+ ∆Ζ3 → + ∆Ζ4
(-)
(-)
(αµφίδροµη ή µονόπλευρη
συµπληρωµατικότητα)
Στην ανταγωνιστικότητα, όµως, κατά κανόνα επικρατεί η σχέση της συµµετρίας, ενώ η ασυµµετρία
επικρατεί κυρίως στις σχέσεις µεταξύ κατώτερου και του αµέσως ανώτερου στόχου του.
Η ουδετερότητα αποτελεί µία οριακή περίπτωση σχέσεων µεταξύ στόχων και χαρακτηρίζεται από
την παντελή έλλειψη κάποιας αλληλεξάρτησης µεταξύ αυτών. Όπως φαίνεται και στο σχ. 10,
οποιαδήποτε αυξοµείωση της τιµής του Ζ5 δεν επηρεάζει την τιµή του Ζ6 (ευθείες παράλληλες
προς τους αντίστοιχους άξονες των συντεταγµένων). Πολλές φορές όµως ουδέτεροι µεταξύ τους
στόχοι µετατρέπονται σε ανταγωνιστικούς. Παράδειγµα: η προηγούµενη περίπτωση της οδικής
διάνοιξης των συµπλεγµάτων ∆1 και ∆2. Επίσης η διεκδίκηση της αυτής δασικής έκτασης, για
σκοπούς αύξησης της ξυλοπαραγωγής, της αναψυχής και της βοσκήσιµης ύλης, µετατρέπει
αυτούς τους φαινοµενικά αδιάφορους µεταξύ τους στόχους σε ανταγωνιστικούς, όταν η έκταση
που θα χρησιµοποιηθεί δεν επαρκεί και για τους τρεις στόχους.
Η ταυτότητα µεταξύ στόχων καθορίζεται κατά κανόνα µε τη διαπίστωση του ταυτόσηµου
περιεχοµένου (π.χ. Ζ1 = Ζ8), ενώ η αντινοµία παρουσιάζεται όταν δύο στόχοι είναι ασυµβίβαστοι
µεταξύ τους και η επιδίωξη του ενός αποκλείει αυτόµατα την ταυτόχρονη επιδίωξη του άλλου
(αµοιβαία αποκλειόµενοι στόχοι).
Η επισήµανση των τεχνολογικών σχέσεων µεταξύ στόχων επιτρέπει τη διάγνωση "συγκρούσεων"
µεταξύ τους, δηλ. προβληµάτων στην επίτευξή τους και εποµένως και την έγκαιρη αναζήτηση των
σχετικών λύσεων.
Οι ταξινοµικές σχέσεις προέρχονται ή διαµορφώνονται κατά βάση από δύο λόγους:
1. από την ανάγκη για ιεραρχική ανάπτυξη των στόχων σε περισσότερα του ενός
επίπεδα ("κατακόρυφες σχέσεις" , σχ. 11) και
29
2. από το γεγονός, ότι σε ένα και το αυτό επίπεδο όλοι οι στόχοι δεν έχουν την ίδια
µεταξύ τους σπουδαιότητα ("οριζόντιες σχέσεις").
Τα κριτήρια που συνήθως εφαρµόζονται για τη διαπίστωση των ταξινοµικών σχέσεων είναι :
1. το κριτήριο του υπερκειµένου - υποκειµένoυ. Ο υποκείµενος στόχος οδηγεί
στην επίτευξη του υπερκείµενου και έτσι ασκεί ένα ρόλο "µέσου προς στόχο",
αφού η επίτευξή του αποτελεί το µέσο (την προϋπόθεση) για να φθάσουµε στον
αµέσως ανώτερο στόχο. Για να αποδειχθεί ότι υφίσταται µία τέτοια σχέση
µεταξύ δύο στόχων, αρκεί να αποδειχθεί ότι υπάρχει µεταξύ τους η ασύµµετρη
(µονόπλευρη) συµπληρωµατικότητα.
2. το επίπεδο μέσα στην οργανωτική διάρθρωση της δασικής εκμετάλλευσης και
γενικότερα της Δασοπονίας, στο οποίο ανήκει η αρμοδιότητα λήψης
αποφάσεως για την επίτευξη του στόχου. Στα πλαίσια π.χ. του συνόλου της
ελληνικής ∆ασοπονίας, µπορούν να διακριθούν οι εξής στόχοι:
εθνικοί δασοπονικοί στόχoι
↓
περιφερειακοί δασοπονικοί στόχοι
↓
στόχοι σε νοµαρχιακό επίπεδο
↓
στόχοι των δασικών εκµεταλλεύσεων
↓
"
των δασικών συµπλεγµάτων
↓
"
των συνεργείων εργασίας
↓
"
των ατοµικών δραστηριοτήτων
'Οπως γίνεται φανερό, µε τη βοήθεια των κριτηρίων 1 και 2 διαπιστώνεται η ενδεχόµενη ύπαρξη
κατακόρυφων σχέσεων µεταξύ των στόχων.
3. ο κοινός υπερκείµενος στόχος. Η διαπίστωση της σχέσης ποιοί υποκείµενοι
στόχοι έχουν τον ίδιο αµέσως ανώτερο στόχο, από τη µια πλευρά επιτρέπει τον
30
έλεγχο της πληρότητας του συστήµατος και από την άλλη αποκλείει το
ενδεχόµενο ο ίδιος επιµέρους στόχος να εµφανιστεί περισσότερες της µιας
φορές στο ίδιο επίπεδο.
4. το περιεχόµενo του στόχου. Ανάλογα µε τον τύπο της δασικής
εκµεταλλεύσεως και τους στόχους της είναι δυνατό σε κάθε οριζόντιο επίπεδο
της πυραµίδας των στόχων της να γίνει οµαδοποίηση αυτών µε κριτήριο το
οµοειδές του περιεχοµένου τους. Στο σύνολο της δασικής εκµεταλλεύσεως ως
οικονοµικής µονάδας ο γενικός ή ο ανώτερος στην κορυφή της πυραµίδας
στόχος της είναι η "ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών", όσο αυτή µπορεί
να εξαρτάται από το δάσος. Μία πιο πέρα συγκεκριµενοποίηση του στόχου
αυτού οδηγεί στον ακριβέστερο προσδιορισµό του περιεχοµένου του ως εξής:
"στόχος της δασικής εκµετάλλευσης είναι η παραγωγή υλικών και µη υλικών
αγαθών και η οικονοµική της ευρωστία για την εξασφάλιση της βιωσιµότητάς
της", που θα της επιτρέπει έτσι στο διηνεκές την ικανοποίηση των ανθρώπινων
αναγκών. Και φυσικά στις ανθρώπινες ανάγκες περιλαµβάνονται τόσο αυτές του
δασοκτήµονα όσο και ιδιαίτερα αυτές της κοινωνίας. 'Ετσι, µε βάση το πιο πάνω
περιεχόµενο, ένα σύστηµα στόχων που θα µπορούσε να διαµορφωθεί –
αναπτυχθεί για µια δασική εκµετάλλευση είναι αυτό του σχ. 11. Φυσικά ο
καθένας από τους στόχους του κατώτερου επιπέδου του σχήµατος αυτού
µπορεί να αναλυθεί σε µερικότερους ακόµα στόχους ή σε οµάδες στόχων µε
βάση πάλι το κριτήριο του οµοειδούς περιεχοµένου. Π.χ. για τα υλικά αγαθά
µπορούν να διακριθούν οµάδες µε περιεχόµενο την ποιότητα του κάθε
προϊόντος, τη βαθµίδα παραγωγής κλπ.
5. Ο χρόνος . Με βάση τον χρόνο οι στόχοι ταξινοµούνται σε βραχυπρόθεσµoυς,
µεσoπρόθεσµους και µακροπρόθεσµους. Είναι φανερό ότι οι µακροπρόθεσµοι στόχοι
ενός συγκεκριµένου έργου ή και µιας ολόκληρης δασικής εκµεταλλεύσεως αλλά και οι
στόχοι του συνόλου της εθνικής δασοπονίας επιτυγχάνoνται τµηµατικά µέσα από την
31
επίτευξη των αντίστοιχων µεσοπρόθεσµων και αυτοί πάλι µέσα από την επίτευξη των
αντίστοιχων βραχυπρόθεσµων στόχων. 'Ετσι, διαχρονικά οι βραχυπρόθεσµοι, προς
τους µεσοπρόθεσµους και οι µεσοπρόθεσµοι προς τους µακροπρόθεσµους στόχους
έχουν µεταξύ τους σχέσεις "µέσου προς στόχο".
Αειφορική ικανοποίηση ανθρώπινων
αναγκών (συμβολή αειφορικά στην
ευημερία)
Αειφορική παραγωγή προϊόντων
παραγωγή
προϊόντων
•
•
•
•
•
•
•
•
υλικών
περιβαλλοντικών υπηρεσι-ών
αγαθών
υπηρεσιών
Ξύλο
Νερό
Βοσκήσι-μη
ύλη
Θήραμα
Ρητίνη
Δένδρα
Χρ/γέννων
Καρποί
Λοιπά
•
•
•
•
•
•
•
Αναψυχή
Αντιδιαβρωτική
προστασία
Αντιπλημμυρική προστασία
Εξυγίανση
περιβάλλοντος
Απασχόλη-ση
Εισόδημα
Απόθεμα γης
αειφορία
βιωσιμότητα
λοιπών υπηρεσιών
•
•
•
•
Έρευνα
Περιβαλλοντική
εκπαίδευση
Επιμόρφωση
Εποπτείαυπηρεσίες
συμβού-λου
•
•
•
•
•
Κάλυψη
δαπανών
Διασφάλιση εσόδων
Επικέρ-δεια
Προστιθέμενη αξία
Παραγωγικότητα
•
•
•
•
Δημιουργία
κανονικών
βιοαποθεμάτ
ων και
αειφορικών
δομών
Εγκατάσταση δπ. ειδών
αειφορικής
διαχείρισης
Κατά χώρο
τάξη
Μεγιστοποί-
32
6. Η σπουδαιότητα. 'Ολοι οι επιµέρους στόχοι ενός συστήµατος που βρίσκονται στο ίδιο
οριζόντιο επίπεδο δεν είναι συνήθως εξίσου σηµαντικοί. ΄Ετσι προκύπτει η ανάγκη
ταξινόµησης των στόχων κατά προτεραιότητα ή κατά φθίνουσα σειρά σηµαντικότητας.
Ιδιαίτερα εµφανής είναι η ανάγκη αυτή όταν οι στόχοι είναι ανταγωνιστικοί µεταξύ τους,
οπότε πρέπει να επισηµανθεί ποιός από αυτούς είναι ο σηµαντικότερος. Η επισήµανση
γίνεται συνήθως µε τη χρήση του σηµείου της ανισότητας), οπότε µεταξύ δύο ή
περισσότερων στόχων διακρίνονται οι πιο σηµαντικοί ή κυρίαρχοι, π.χ. στόχος Α> B>C.
3. Η αποσαφήνιση και συγκεκριµενοποίηση
Μετά την ανάλυση του περιεχοµένου και τον καθορισµό των σχέσεων µεταξύ των στόχων
ακολουθεί η συγκεκριµενοποίησή τους. Οι στόχοι συγκεκριµενοποιούνται όταν:
1. από πλευράς περιεχοµένου προσδιοριστούν µονοσήµαντα
2. προσδιoριστεί η χρονική διάρκεια µέσα στην οποία πρέπει να επιτευχθούν και
3. προσδιοριστούν ποσοτικά .
Χρονικά µη εντοπισµένοι στόχοι εµποδίζουν τον αποτελεσµατικό έλεγχο της παραγωγικής
διαδικασίας, αφού ανά πάσα στιγµή µπορεί να ισχυριστεί κάποιος, ότι ο στόχος, παρά τις όποιες
πρόσκαιρες αποκλίσεις, εξακολουθεί να επιδιώκεται. Οι µεγάλοι χρόνοι παραγωγής στη δασική
εκµετάλλευση συνδέονται αντίστοιχα και µε τους µακροπρόθεσµους στόχους, π.χ. Ρύθµιση της
µείξης κωνοφόρων: πλατύφυλλα από 90:1Ο σε 70:30 ή αποκατάσταση του κανονικού
ξυλαποθέµατος από 80 Μ3/Ηα σε 200 Μ3/Ηα. Για να είναι όµως βέβαιη η επίτευξη του στόχου,
πρέπει στο τέλος κάθε περιόδου ισχύος της διαχειριστικής µελέτης (10ετίας) να επιτυγχάνεται ο
ενδιάµεσος στόχος της δεκαετίας π.χ. µετά 10 χρόνια το ξυλαπόθεµα να είναι από 80 να έχει γίνει
100 Μ3/Ha, την αµέσως επόµενη 11Ο Μ3/Ha κ.ο.κ.
Ο ποσοτικός προσδιορισµός του στόχου επιτρέπει σε κάθε χρονική στιγµή τον υπολογισµό του
βαθµού επίτευξής του και µαζί µε αυτό την διαπίστωση αν η παραγωγική διαδικασία εξελίσσεται
κανονικά. Οι µονάδες µέτρησής του µπορεί να είναι οι κατάλληλες µονάδες µέτρησης είτε των
φυσικών µεγεθών (π.χ. Km, Μ3, χκµ, Ha) είτε των οικονοµικών µεγεθών (π.χ. χιλ. δραχµές), είτε οι
33
ονοµαστικές κλίµακες (ίσο - άνισο), είτε οι τακτικές κλίµακες (µεγαλύτερο-µικρότερο), είτε οι
κλίµακες διαστηµάτων (µεγέθη διαφορών) και οι κλίµακες απόλυτων αριθµητικών (0, 1, 2, 3, . . .).
΄Οπως γίνεται φανερό, πρόβληµα µέτρησης των στόχων του σχ. 11 δεν υπάρχει εκτός µερικών
από αυτούς, όπως π.χ. των οµάδων "κοινωνικές υπηρεσίες" και "λοιπές υπηρεσίες". Σε αυτές τις
περιπτώσεις αναζητούνται ως µέτρα κάποιες παραστάσεις που να µπορούν να µετατραπούν σε
τεχνικές - φυσικές ή οικονοµικές µονάδες µέτρησης, όπως τούτο γίνεται π.χ. για τον στόχο
"αναψυχή" (αριθµός επισκεπτών, αριθµός πανοραµικών σηµείων κλπ.).
4. 'Ελεγχος της δυνατότητας εφαρµογής και υλοποίησης
Οι αποσαφηνισµένοι και συγκεκριµενοποιηµένοι πια στόχοι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας
διαµόρφωσής τους, είναι αναγκαίο να ελεγχθούν κατά πόσο είναι εφαρµόσιµοι και υλοποιήσιµοι. Ο
έλεγχος αυτός συνίσταται στη διαπίστωση:
(α) αν τα µέσα που απαιτούνται για την εφαρµογή των µέτρων επίτευξης των στόχων είναι
επαρκή και διαθέσιµα στον κατάλληλο για την επίτευξη χρόνο
(β) αν η σηµερινή κατάσταση της δασικής εκµεταλλεύσεως ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις
επίτευξης των στόχων (π.χ. αν υπάρχει το απαραίτητο δυναµικό παραγωγής , αν η οργανωτική
της διάρθρωση και η µε αυτή συνυφασµένη κατανοµή αρµοδιοτήτων και ευθυνών είναι η
κατάλληλη κλπ.).
(γ) αν µεταξύ τους οι επιµέρους στόχοι είναι συµβατοί ή αν παρουσιάζονται προβλήµατα
ανταγωνιστικότητας ή συγκρούσεων που εµποδίζουν ενδεχοµένως την επίτευξη µερικών από
αυτούς.
Το στοιχείο (α) µπορεί να απαντηθεί µόνο όταν θα είναι προχωρηµένα και τα υπόλοιπα στάδια του
σχεδιασµού δηλ. όταν είναι ήδη έτοιµα τα συγκεκριµένα αποτελέσµατα του σχεδιασµού.
Επιβεβαιώνεται δηλ. και σε τούτο το σηµείο ότι υπάρχουν στόχοι πριν απ' τον σχεδιασµό (στόχοι προθέσεις) και στόχοι µετά τον σχεδιασµό (αναθεωρηµένοι, ίσως, στόχοι).
Για την απάντηση στο στοιχείο (β) είναι απαραίτητος ένας σχετικός έλεγχος που θα δώσει τελικά
την θετική ή αρνητική απάντηση. Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης είναι απαραίτητες ή
οργανωτικές αναδιαρθρώσεις ή ανακατανοµή αρµοδιοτήτων και ευθυνών.
Ο έλεγχος της συµβατότητας των στόχων [στοιχείο (γ)] γίνεται µε τη βοήθεια της πιο κάτω µήτρας
ελέγχου των σχέσεων µεταξύ των στόχων (σχ.12).
Σχέση µεταξύ των στόχων∗
∗
Στόχος i =
…
Παρατηρήσεις
Στόχος i =…
1
2
3
4
5
..
κ
1
-
α
σ
τ
α
ν
ο
2
σ
-
τ
ν
σ
ο
σ
3
..
..
-
..
..
..
..
4
..
..
..
-
..
..
..
5
..
..
..
..
-
..
..
34
5. Επιλογή και οριστικοποίηση
Με τις φάσεις 1 έως 4, που περιγράφτηκαν στα προηγούµενα, έχει διαµορφωθεί ήδη ένα σύστηµα
στόχων ρεαλιστικών, συγκεκριµένων και υλοποιήσιµων. Αποµένει λοιπόν από τους σαφείς και
υλοποιήσιµους αυτούς στόχους να αποφασισθεί τελικά εάν όλων αυτών θα επιδιωχθεί η
υλοποίηση. Σε περίπτωση δε που στο σύστηµα περιλαµβάνονται και εναλλακτικοί αµοιβαία
αποκλειόµενοι ή ουδέτεροι στόχοι, πρέπει επίσης να αποφασισθεί ποιοί από αυτούς θα
υλοποιηθούν. Με µία τελευταία λέξη και συνοπτικά µπορούµε να διατυπώσουµε τον εξής κανόνα :
"από το σύνολο των εναλλακτικών στόχων του κατώτερου επιπέδου της
πυραµίδας, επιλέγεται εκείνος ο συνδυασµός που οδηγεί στην άριστη
τιµή του ανώτατου στην κoρυφή της πυραµίδας ευρισκόµενoυ στόχoυ,
µε ταυτόχρονη τήρηση όλων των δεδοµένων περιορισµών".
Οι περιορισµοί µπορούν να έχουν τη µορφή επιµέρους στόχων, των οποίων η τιµή κατά την
υλοποίηση δεν πρέπει να υπερβεί ή να γίνει µικρότερη ενός ορίου ή/και τη µορφή άλλων
περιορισµών π.χ. δαπανών, ρευστότητας κλπ. 'Ετσι π.χ., για µία δασική έκταση είναι δυνατό να
καθοριστεί ως ανώτερος στόχος η "µεγιστοποίηση της καθαρής προσόδου Ζ". Στη µεγιστοποίηση
αυτή µπορεί να συµβάλουν οι πρόσοδοι: από ξυλοπαραγωγή Ξ, παραγωγή αναψυχής Α,
παραγωγή νερού Ν, απορρύπανση της ατµόσφαιρας Ατ, παραγωγή αντιδιαβρωτικής (και
αντιπληµµυρικής) προστασίας Π, παραγωγή βοσκήσιµης ύλης Β κλπ. Η συνάρτηση του στόχου
διαµορφώνεται ως εξής :
Ζ ⇒ f (Ξ, Α, Ν, Ατ, Π, Β)
Έτσι πρέπει να επιλεγεί εκείνος ο ποσοτικός συνδυασµός µεταξύ των επί µέρους στόχων
παραγωγής Ξ, Α, Ν, Ατ, Π, Β που θα οδηγήσει στη µέγιστη δυνατή τιµή του Ζ, δηλ. στο
Ζ ⇒ Max.
Φυσικά, αν εκτιµηθεί ότι µερικοί από τους επιµέρους στόχους (π.χ. η παραγωγή νερού ή η
αναψυχή) συµβάλλουν αρνητικά ή πολύ λίγο στην µεγιστοποίηση της καθαρής προσόδου του
δασοκτήµονα, είναι δυνατό ή να εξαιρεθούν ή, στα πλαίσια άσκησης της κοινωνικής δασοπονίας
(ή "πολυλειτουργικής δασοπονίας"), να εξασφαλιστεί κάποια ελάχιστη παραγωγή τους. Στην
περίπτωση αυτή οι προς επιδίωξη στόχοι διαµορφώνονται ως εξής: :
Ζ1 = f (Ξ) ⇒ Max.
Ξ ≥ Ε1
Α ≥ Ε2
Ν ≥ Ε3
Ατ ≥ Ε4
35
Π ≥ Ε5
Β ≥ Ε6
και είναι φανερό ότι οι υπόλοιποι επιµέρους στόχοι, πλην της προσόδου από ξυλοπαραγωγή (Ξ)
λειτουργούν πλέον ως περιορισµοί, στους οποίους µπορούν να προστεθούν οι στόχοι των
ετησίων διαθεσίµων πιστώσεων ∆π, της ρευστότητας Ρ, της αναλογίας µεταξύ των εκτάσεων F1,
F2, F3 των δασοπονικών ειδών 1, 2, 3 . . . ως εξής:
∆π ≤ Ε7
Ρ ≥ Ε8
F1 : F2 : F3 = 20 : 30 : 50
6. Η γνωστοποίηση
Για να καταστεί δυνατή η υλοποίηση των στόχων είναι απαραίτητο να γνωστοποιηθούν αυτοί στις
επιµέρους οργανωτικές διοικητικές µονάδες και στα στελέχη τους. Για να εξασφαλιστούν οι όσο το
δυνατό καλύτερες προϋποθέσεις της υλοποίησης η γνωστοποίηση είναι απαραίτητο να
περιλαµβάνει
1. µία γενική ενηµέρωση και
2. µία ειδική ενηµέρωση µε την έννοια ποιός έχει να επιτύχει τι, µέχρι πότε, που και
µε ποιά διαθέσιµα γι΄ αυτόν µέσα.
Τόσο η γενική όσο και η ειδική ενηµέρωση επιδιώκουν ουσιαστικά να επιτύχουν τη σύµφωνη
γνώµη και την ταυτοποίηση των προθέσεων και προσπαθειών των συνεργατών µε τους επιµέρους
στόχους και µε το σύνολο του προγράµµατος επιδιώξεων της δασικής εκµετάλλευσης ως
παραγωγικής µονάδας.
Είναι φανερό ότι, αν οι συνεργάτες έχουν ήδη συµµετάσχει-συµβάλει στην διαµόρφωση των
στόχων, η ταύτισή τους µε αυτούς είναι πιο εύκολη, πιο γρήγορη και πιο αποτελεσµατική. Γι’ αυτό
και το σύστηµα της συµµετοχής των συνεργατών στη λήψη αποφάσεων ασκεί ιδιαίτερα ευνοϊκό για
την επίτευξη των στόχων ρόλο. Άλλο θέµα βέβαια το αν δυσχεραίνει και σε ποιο βαθµό τη λήψη
αποφάσεων. Στα πλαίσια της κοινωνικής δασοπονίας, όχι µόνο η συµµετοχή των συνεργατών
είναι απαραίτητη αλλά και αυτή των τοπικών κοινωνικών φορέων είναι επιβεβληµένη. Οι τελευταίοι
είναι αυτοί που διαµορφώνουν πολλούς από τους περιορισµούς στην άσκηση της δασοπονίας και
η συµµετοχή τους στη λήψη των αποφάσεων εξασφαλίζει
1. την έγκαιρη γνώση των απόψεών τους
2. την έγκαιρη και ανάλογη τροποποίηση των στόχων και
3. την σωστότερη προετοιµασία και την απρόσκοπτη και χωρίς απρόοπτα λειτουργία της
δασικής εκµεταλλεύσεως κατά το στάδιο υλοποίησης των στόχων.
7. Η επανεξέταση και αναθεώρηση των στόχων
Σε προηγούµενο κεφάλαιο διατυπώθηκε η αξίωση για µια σχετική σταθερότητα του συστήµατος
των στόχων διαχρονικά, επειδή η σταθερότητα αυτή διασφαλίζει από ενδεχόµενους
αυτοσχεδιασµούς κλπ.
36
Η αξίωση αυτή δεν αποτελεί εµπόδιο για οποιαδήποτε επανεξέταση και αναθεώρηση των στόχων
όταν διαπιστωθεί:
1. ότι το σύστηµα των στόχων της δασικής εκµετάλλευσης δεν ανταποκρίνεται πια
στις συγκεκριµένες κοινωνικές, οικονοµικές και γενικότερα περιβαλλοντικές συνθήκες
και
2. ότι παρουσιάζονται έντονες αποκλίσεις µεταξύ των επιδιωκόµενων στόχων
(επιθυµητά µεγέθη) και των πραγµατοποιούµενων (πραγµατικά µεγέθη).
Η αποφυγή της αναθεώρησης δεν πρέπει να αποτελεί αυτοσκοπό για να εξασφαλίζεται η
σταθερότητα. Πολύ περισσότερο αποτελεί (και πρέπει να αποτελεί) συνέπεια της σωστής και
ανταποκρινόµενης στο φυσικό, κοινωνικό και οικονοµικό περιβάλλον επιλογής των στόχων και στο
σωστό σχεδιασµό της υλοποίησής τους.
Με βάση τα ανωτέρω, µεταξύ της διαµόρφωσης των στόχων, του σχεδιασµού των µέτρων, της
υλοποίησης και εφαρµογής αυτών, του ελέγχoυ των αποτελεσµάτων και της διαπίστωσης
ενδεχοµένων αποκλίσεων, της ανάλυσης των αιτίων των αποκλίσεων και της ενδεχόµενης
επανεξέτασης - επαναπροσδιορισµού (και τοποθέτησης νέων ενδεχοµένως ) στόχων, πρέπει να
θεωρείται δεδοµένη µία σπειροειδής επανάληψη που λαβαίνει χώρα σε διαδοχικές χρονικές
περιόδους (σχ .13 ).
Όπως επίσης γίνεται φανερό από τα παραπάνω, η φάση της επανεξέτασης και αναθεώρησης των
στόχων χρονικά δεν ανήκει στην ίδια περίοδο, στην οποία ανήκουν οι προηγούµενες αυτής φάσεις
διαµόρφωσης των στόχων, αλλά στο τέλος κάποιας περιόδου υλοποίησης αυτών. Κατ΄ αυτόν τον
τρόπο η σταθερότητα των στόχων είναι εξασφαλισµένη µόνο κατά περιόδους.
Διαμόρφωση
Διαμόρφωση
Διαμόρφωση
Σχεδιασμός
Σχεδιασμός
Σχεδιασμός
Εφαρμογή μέτρων
Εφαρμογή μέτρων
Εφαρμογή μέτρων
Έλεγχος
Έλεγχος
Έλεγχος
αποτελεσμάτων
αποτελεσμάτων
αποτελεσμάτων
Ανάλυση
Ανάλυση
Ανάλυση
αποκλίσεων
αποκλίσεων
αποκλίσεων
Σχ. 13: Επαναλαµβανόµενη διαδικασία διαµόρφωσης – επιδίωξης – αναθεώρησης των στόχων
37
Ανακεφαλαίωση
Ανακεφαλαιώνοντας όσα παρουσιάστηκαν µέχρι τώρα µπορούν να διατυπωθούν οι
εξής κανόνες για την κατάρτιση του συστήµατος των στόχων (βλ. και Ζangemeister
1973 ) .
1. 'Ολες οι επιµέρους λειτουργικές µονάδες της δασικής εκµεταλλεύσεως ή της
υπηρεσιακής µονάδας εκπροσωπούνται στην οµάδα εργασίας που θα διαµορφώσει
το σύστηµα των στόχων. Όταν είναι απαραίτητο µετέχουν και εξωτερικοί (εκτός της
δασικής εκµετάλλευσης ή της επιχειρησιακής µονάδας) σύµβουλοι ή συνεργάτες.
Τέτοιες λειτουργικές µονάδες σε επίπεδο π.χ. δασικής εκµετάλλευσης είναι η
∆ιεύθυνση της δασικής εκµετάλλευσης, το Γραφείο διαχείρισης και λογιστικού, το
Γραφείο µελετών, το Γραφείο διαθέσεως των προϊόντων κ. λ.π.
2. Η αναζήτηση των στόχων είναι ξεκάθαρα µία πνευµατική - δηµιουργική εργασία.
Εποµένως κατ' αρχήν θα πρέπει µέσα στην oµάδα εργασίας να εξωτερικεύονται όλες
οι ιδέες και οι παραστάσεις σχετικά µε τους στόχους.
3. ΄Ολες οι ιδέες - στόχοι πρέπει να συζητιούνται µε κριτικό πνεύµα και να ελέγχονται
από την άποψη της ρεαλιστικότητάς τους.΄Ολοι οι περιορισµοί οικονοµικοί, τεχνικοί,
νοµικοί, κοινωνικοί, περιβαλλοντικοί - που προβάλλουν για την υλοποίηση των
στόχων πρέπει να λαµβάνονται ιδιαίτερα υπόψη.
4. Οι στόχοι πρέπει να περιγραφούν σε γραπτό κείµενο και µονοσήµαντα. Εκφράσεις
συναισθηµατικές πρέπει να αποφεύγονται. Η περιγραφή του περιεχοµένου κάθε
στόχου πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να αποκλείει κάθε δυνατότητα διαφορετικής (κατά
το δοκούν) ερµηνείας.
5. Η συζήτηση των στόχων διευκολύνεται, όταν καταρτίσει κανείς αρχικά ένα απλό
κατάλογο των στόχων και στη συνέχεια προσπαθήσει να συγκρoτήσει το σύστηµα
των στόχων στην ιεραρχική του δοµή, συµπληρώνoντάς τον παράλληλα.
6. Η συγκεκριµενοποίηση των στόχων γίνεται απλούστερη όταν ακολουθήσει κανείς
την διάταξη "µέσο προς στόχο".
7. Όταν οι στόχοι είναι πολλοί είναι αναπόφευκτο να προκύπτουν συγκρούσεις µεταξύ
επιµέρους στόχων. Οι αµοιβαία αποκλειόµενοι στόχοι πρέπει να αποφεύγονται. Τα
προβλήµατα ανταγωνισµών µεταξύ των στόχων µπορούν να επιλύονται µε τη
βοήθεια των συντελεστών σταθµίσεως.
8. Η συγκρότηση του συστήµατος των στόχων είναι µία συνεχής διαδικασία που
ελέγχεται συνεχώς και µε ανάδροµη πορεία (feed-back) . Κάθε επιµέρους φάση δηλ.
θα πρέπει να διανυθεί πολλές φορές, µέχρι να επιτευχθεί η πληρότητα του
συστήµατος.
9. Οι στόχοι πρέπει να ανταποκρίνονται στις εκάστοτε συνθήκες του κοινωνικο
οικονοµικού περιβάλλοντος. Σωστοί στόχοι του παρελθόντος, µπορεί σήµερα να είναι
οι κατάλληλοι για επιδίωξη.
1Ο. Σε κάθε επιµέρους φάση της διαµόρφωσης συστήµατoς στόχων είναι απαραίτητο
να ελέγχεται η πληρότητα του συστήµατος.
38
ΕΦΑΡΜΟΓΗ
Πιο κάτω δίνεται αναλυτικά το σκεπτικό της ανάπτυξης - διαµόρφωσης του
συστήµατος στόχων κατά τον απαγωγικό τρόπο, για την συγκεκριµένη περίπτωση
του γεγονότος µιας εκτεταµένης φυσικής καταστροφής (εκτεταµένων ανεµορριψιών)
σε συγκεκριµένο δάσος. Η καταστροφή αυτή έχει ως συνέπεια την µετατροπή πολύ
µεγάλων ποσοτήτων ξύλου από ιστάµενο παραγωγικό κεφάλαιο σε κατακείµενες,
άτακτα κατανεµηµένες και υποκείµενες σε υποβάθµιση µεγάλες ποσότητες ξύλου. Ο
ανώτερος στόχος στην περίπτωση αυτή είναι η ελαχιστοποίηση των ζηµιών ως
συνέπειας της φυσικής καταστροφής, και ο στόχος αυτός ακριβώς είναι που
αναλύεται συστηµατικά πιο κάτω.
Στο σχ. 14 δίνεται το τελικό προϊόν που διαµορφώνεται τελικά από την εφαρµογή της
αναλυτικής αυτής διαδικασίας σε µορφή “πυραµίδας”, το οποίο αποτελεί και το
συγκεκριµένο σύστηµα στόχων για την συγκεκριµένη αυτή περίπτωση φυσικής
καταστροφής.
Ανάλογα µπορεί να ενεργήσει κανείς και σε άλλους συγκεκριµένους τύπους φυσικών
καταστροφών. Τέτοιες διαδικασίες ακολουθήθηκαν ή θα µπορούσαν να
ακολουθηθούν, π.χ, στις περιπτώσεις της επείγουσας αντιµετώπισης των συνεπειών
για κάθε µία από τις µεγάλες πυρκαϊές στα δάση της Ρόδου το έτος 1985 (Στάµου και
Λιάκος 1986), στο δάσος της Πεντέλης το έτος 1997, την µεγάλη πυρκαϊά στο δάσος
του Κεδρηνού λόφου της Θεσσαλονίκης το 1997, καθώς επίσης στις περιπτώσεις
εκτεταµένων χιονορριψιών κλπ..
Tρία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά ενός γεγονότος φυσικής καταστροφής
µέσω ανεµορριψιών:
1. Η µαζική, άτακτη, λόγω εξωγενών αιτίων κατάρριψη και συσσώρευση επάνω στο
έδαφος πολύ µεγάλης ποσότητας ξυλώδους όγκου, εµπορεύσιµου και µη.
2. Η βίαια διακοπή της σχεδιασµένης παραγωγικής λειτουργίας του εδάφους σε
πολύ µεγάλη έκταση και
3. Με τη βοήθεια της επιστήµης, η εκτίµηση της νέας κατάστασης η οποία
δηµιουργήθηκε και των προοπτικών που διαµορφώνονται στην περιοχή που
σηµειώθηκε το γεγονός. Η επανεκτίµηση αφορά τον διάλογο που αναπτύσσουν οι
δασολόγοι µε την βιοκοινωνία του δάσους και ειδικότερα την κατεύθυνση προς την
οποία πρέπει να εστιασθεί ο ρυθµιστικός - ενισχυτικός τους ρόλος υπό τις νέες
συνθήκες. Ειδικά στην προκείµενη περίπτωση των εκτεταµένων ανεµορριψιών, ο
νέος αυτός διάλογος πρέπει να καταλήξει στην στον κατάλληλο σχεδιασµό, µε
βάση τον οποίο οι δραστηριότητες που θα αναληφθούν θα κατευθύνουν
σχεδιασµένα την ειδική ανασύνταξη της βιοκοινωνίας που πλήγηκε. Ανασύνταξη
τέτοια, ώστε αυτή να ανακτήσει την περιβαλλοντική και την παραγωγική της
δραστηριότητα, για την παραγωγή δηλαδή αγαθών και υπηρεσιών, που θα
εξυπηρετούν τα µέγιστα τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου.
Τα τρία αυτά χαρακτηριστικά γνωρίσµατα αποκαλύπτουν και τη φύση των
προβληµάτων, τεχνικών και κοινωνικοοικονοµικών (Stamou 1973), τα οποία
συσσωρεύονται και επιζητούν τη λύση τους, µε την εµφάνιση ενός τέτοιου γεγονότος.
39
Οι εκτεταµένες ανεµορριψίες αποτελούν ουσιαστικά τον ένα από τους πέντε τύπους
φυσικών καταστροφών που συνδέονται µε τη ∆ασοπονία. Οι υπόλοιποι τέσσαρες
τύποι είναι: οι εκτεταµένες χιονορριψίες, οι εκτεταµένες χιονολισθήσεις, η εκδήλωση
έντονων χειµαρρικών και πληµµυρικών φαινοµένων και
οι µεγάλες δασικές
πυρκαϊές. (Για τις δασικές πυρκαϊές ως τύπο φυσικής καταστροφής βλ. Στάµου 1997).
∆ιττός είναι ο σκοπός της προκείµενη ανάλυσης:
1. µε την έννοια της "εφαρµογής", να συµβάλει στην κατανόηση του τρόπου
εργασίας, κατά την ανάπτυξη και διαµόρφωση συστήµατος στόχων σε
συγκεκριµένη περίπτωση,
2. µε την ευκαιρία αυτή, να παρουσιάσει µε λεπτοµερή περιγραφή το όλο πρόβληµα
των εκτεταµένων ανεµορριψιών, όπως αυτό προσδιορίζεται από τα πιο πάνω
τρία χαρακτηριστικά, τη συστηµατική του ανάλυση σε επί µέρους προβλήµατα και
την περιγραφή των σχέσεων αλληλεξάρτησης αυτών, την περιγραφή των
ιδιαζόντων όρων αντιµετώπισής τους οι οποίοι τίθενται από τον λόγο αυτό και
τέλος την ανάλυση των γενικών αρχών του σχεδιασµού των µέτρων, η λήψη των
οποίων οδηγεί στην επίλυση του όλου προβλήµατος και την επίτευξη του
τιθέµενου στην περίπτωση των ανεµορριψιών στόχου.
Πριν όµως από την ανάλυση του προβλήµατος, κρίνεται εδώ σκόπιµη η περιγραφή
των
χαρακτηριστικών
του
καιρικού
φαινοµένου
που
προξενεί
εκτεταµένες
ανεµορριψίες και η παράθεση µερικών στοιχείων σχετικά µε τους παράγοντες που
επηρεάζουν την ανθεκτικότητα των δασικών δένδρων και δασοσυστάδων έναντι του
ανέµου.
Τα χαρακτηριστικά του καιρικού φαινοµένου
Οι ανεµορριψίες αποτελούν ουσιαστικά το αποτέλεσµα της συνάντησης δύο
βαροµετρικών χαµηλών. Η γεωγραφική περιοχή της συνάντησης των βαροµετρικών
χαµηλών είναι αυτή στην οποία παρουσιάζεται και η χαµηλότερη ατµοσφαιρική πίεση.
H έντασή του ανέµου σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ασυνήθιστα πολύ µεγάλη, µε
συνέπεια τα δασικά δένδρα και οι δασοσυστάδες να µη έχουν αναπτύξει στηρικτικούς
ιστούς ικανούς να αντισταθούν στις πλευρικές πιέσεις τέτοιων εντάσεων του ανέµου).
Με βάση όσα ισχύουν στην Μετεωρολογία, ταχύτητες ανέµου 11 Μποφόρ
χαρακτηρίζουν ισχυρή έως πολύ ισχυρή καταιγίδα, ενώ τέτοιες 12 Μποφόρ (άνω των
104 χιλιοµέτρων) τυφώνα µεγάλων ερηµώσεων (Geiger 1942). Στις περιπτώσεις
αυτές, οι πλευρικές πιέσεις που αναπτύσσονται πλευρικά στα δασικά δένδρα και τις
δασοσυστάδες και ιδιαίτερα στην κοµοστέγη είναι πολύ µεγάλες.
Η αντοχή των δασικών δένδρων και συστάδων έναντι του ανέµου
40
Γενικά, ο βαθµός αντοχής των δασικών δένδρων και συστάδων έναντι του
ανέµου εξαρτάται από τα κλιµατικά, τα τοπογραφικά και τα εδαφικά χαρακτηριστικά
του τόπου, από τα µορφολογικά χαρακτηριστικά των καθ΄ έκαστα δένδρων των
συστάδων, από την ιστορία των συστάδων (τρόπος ίδρυσης, χειρισµός), από το
δασοπονικό είδος (ριζικό σύστηµα κλπ.), από την εποχή του έτους (φυλλοβόλα,
αειθαλή), από τις καιρικές συνθήκες των προηγουµένων της καταιγίδας ηµερών
(παγετός, χιονόπτωση, βροχή) και, τέλος, από τα χαρακτηριστικά του ανέµου
(διεύθυνση, ταχύτητα, ρυθµός κύµανσης της ταχύτητας του ανέµου, διαφορά ρυθµού
κύµανσης της ταχύτητας του ανέµου και ρυθµού κλυδωνισµού των δένδρων).
∆ένδρα µε συντελεστή πτώσης διαµέτρου µικρότερο του 1 εκ. ανά τρέχον
µέτρο κορµού (πληρόξυλα) θεωρούνται, υπό τις αυτές κατά τα άλλα συνθήκες, γενικά
λιγότερο ανθεκτικά έναντι του ανέµου, ενώ αυτά µε συντελεστή µεγαλύτερο του 1 εκ.
(ελλιπόξυλα) θεωρούνται ανθεκτικότερα. Ο Bruenig (1973) θεωρεί το βαθµό
λεπτοµορφίας (ύψος προς στηθιαία διάµετρο του κορµού) ως ενδεικτικό της
ανθεκτικότητας των µεµονωµένων δένδρων έναντι του ανέµου. ∆ένδρα, µε ύψος 2040πλάσιο της στηθιαίας διαµέτρου τους θεωρούνται ευσταθή. Η ευστάθεια των
δένδρων αυτών µειώνεται τόσο περισσότερο, όσο περισσότερο ο συντελεστής
λεπτοµορφίας αυξάνει. Για τον ίδιο βαθµό λεπτοµορφίας και τις ίδιες κατά τα άλλα
συνθήκες, αποφασιστική σηµασία έχει η δοµή του ξύλου του κορµού (σφάλµατα
κλπ.).
Η ανθεκτικότητα των δασοσυστάδων για ταχύτητες ανέµου µεγαλύτερες των
100 χιλιοµέτρων ανά ώρα παύει να επηρεάζεται σηµαντικά από το δασοπονικό είδος
(Bruenig
1973).
Στην
περίπτωση
αυτή,
προσδιοριστικό
παράγοντα
της
ανθεκτικότητας αποτελεί το ύψος των συστάδων, το οποίο θεωρείται ως κρίσιµο όταν
είναι της τάξεως των 15-20 µέτρων, ανάλογα και µε τα χαρακτηριστικά του σταθµού.
Για την ίδια κατάσταση ριζικού συστήµατος και για τις ίδιες κατά τα άλλα συνθήκες,
αποφασιστική σηµασία για την ανθεκτικότητα των συστάδων έχει η δυνατότητα ή µη
εισόδου του ρεύµατος του ανέµου στο εσωτερικό της κάθε συστάδας. Όσο πιο
δύσκολη είναι η είσοδος του ανέµου στο εσωτερικό τόσο περισσότερο κινδυνεύει η
συστάδα, δεδοµένου ότι τόσο περισσότερο εξαναγκάζεται ο άνεµος σε ανοδική
πορεία, για να υπερπηδήσει την συστάδα. Το γεγονός αυτό δηµιουργεί στην
προσήνεµη πλευρά της συστάδας πυκνότερα στρώµατα αέρα. Αυτά, µε την
υπερπήδηση της συστάδας, έρχονται σε συνάντηση µε τα ρεύµατα του αέρα που
κινούνται ψηλότερα και ως εκ τούτου είναι ταχύτερα, µε αποτέλεσµα την δηµιουργία
στη συνέχεια στην ανώτερη επιφάνεια της κοµοστέγης ρευµάτων καθοδικών µε τη
µορφή στροβίλων, η ένταση και συχνότητα των οποίων, και συνεπώς και οι
προκαλούµενες ζηµιές και καταστροφές, εξαρτώνται από το αεροδυναµικό ή µη της
µορφής της ανώτερης επιφάνειας της κοµοστέγης (Bruenig 1973, Kaiser 1959,
Mitscherlich 1968 και 1973). Έτσι µέτρα, όπως η χλωρή κλάδευση του κατώτρου
41
τµήµατος των κορµών του προσήνεµου προστατευτικού µανδύα και της γειτνιάζουσας
µε αυτόν ζώνης της συστάδας, αυξάνουν την ανθεκτικότητά της απέναντι στον άνεµο.
Αντίθετη επίδραση ασκεί η ύπαρξη υπορόφου, ο προστατευτικός ρόλος του οποίου
έναντι του εδάφους θα µπορούσε σε περίπτωση ανάγκης αποµάκρυνσης να
υποκατασταθεί από ποοτάπητα (Mitscherlich 1968 ). Το είδος των αραιώσεων και ο
χρόνος διενέργειας αυτών, όπως και η απόσταση µεταξύ των κορµών, ασκούν
επίδραση αφ΄ ενός στην δυνατότητα κίνησης του ανέµου µέσα στη συστάδα από
κάτω προς τα πάνω και αντίθετα, αφ΄ ετέρου δε διαµορφώνουν τον βαθµό του
ελλιπόξυλου ή πληρόξυλου των κορµών. Mεγάλοι φυτευτικοί σύνδεσµοι οδηγούν στην
ελλιιπόξυλη µορφή των κορµών, και ως εκ τούτου, θα µπορούσε κάποιος να σκεφθεί
σε ανθεκτικότερες συστάδες. Εν τούτοις, οι µεγάλοι φυτευτικοί σύνδεσµοι επιτρέπουν
την ανάπτυξη κλάδων σχεδόν µέχρι το έδαφος, γεγονός το οποίο εµποδίζει την
κίνηση του ανέµου µέσα στη συστάδα, και συνεπώς στις περιπτώσεις αυτές πρέπει
να διενεργείται κλάδευση. Οι Leibundgut (1966) και Chaudler (1968), για τις περιοχές
εµφάνισης κυκλώνων και προκειµένου να επιτυγχάνεται µεγαλύτερη ανθεκτικότητα
των συστάδων προτείνουν την εφαρµογή δασοκοµικών χειρισµών που οδηγούν στη
δηµιουργία ελλιπόξυλων κορµών (Bruenig 1973). Ακανόνιστη (µη επίπεδη) ανώτερη
επιφάνεια της κοµοστέγης συµβάλλει στη µείωση του αριθµού των δηµιουργούµενων
στροβίλων.
Ο καθορισµός των επιδιωκόµενων στόχων
Ο ξυλώδης όγκος που µε τις ανεµορριψίες ρίχτηκε στο έδαφος πρέπει να αξιοποιηθεί
στον µέγιστο δυνατό βαθµό. Όσο παρατείνεται η παραµονή στο έδαφος τέτοιου
ασυγκόµιστου υλικού, τόσο περισσότερο το ίδιο αυτό
1. υπόκειται σε κίνδυνο ζηµιών από πυρκαγιές, έντοµα και µύκητες,
2. αποτελεί ταυτόχρονα και πηγή κινδύνων ζηµιών από πυρκαγιές, έντοµα και
µύκητες για τις παρακείµενες συστάδες και
3. αποτελεί κώλυµα για την αποκατάσταση της ορθολογικής παραγωγικής
λειτουργίας του καλυπτόµενου από αυτό εδάφους.
Ως συνέπεια των ανωτέρω προκύπτει αυτόµατα η ανάγκη για να περιορισθούν στο
ελάχιστο οι συνέπειες και οι συνακόλουθοι κίνδυνοι ζηµιών από την κατάσταση που
τα δηµιούργησε. ΄Ετσι, προκύπτει λογικά ως γενικός (ανώτερος) στόχος "η
ελαχιστοποίηση των συνεπειών από τις ανεµορριψίες".
Θεωρητικά οι ζηµιές θα ήταν ελάχιστες, αν ήταν δυνατή η άµεση συγκοµιδή του ξύλου
µε τις συνηθισµένες δαπάνες συγκοµιδής και η διάθεση των προϊόντων στην
ξυλαγορά µε τις συνηθισµένες - κανονικές τιµές διάθεσης. Επί πλέον αν ήταν δυνατή
η άµεση αναδάσωση ή η φυσική αναγέννηση των εκτάσεων που έχουν πληγεί. Στη
θεωρητική αυτή περίπτωση η ζηµιά θα ήταν ίση µε τη διαφορά ανάµεσα στην αξία
42
υλοτοµίας των συστάδων στην προβλεπόµενη από το διαχειριστικό σχέδιο ηλικία,
προεξοφληµένης στο χρονικό σηµείο της βίαιης ρίψης αυτών, και της αξίας των
αµέσως µετά την ανεµορριψία συγκοµισθέντων και αµέσως διατεθέντων προϊόντων,
προσαυξηµένη µε το ποσό των δαπανών της αµέσως συντελούµενης αναδάσωσης αναγέννησης (θεωρητικό ελάχιστο). Λόγω όµως
του ότι είναι αδύνατη η άµεση
συγκοµιδή και η άµεση διάθεση των πολύ µεγάλων ποσοτήτων που έχουν ριφθεί στο
έδαφος και λόγω του ότι είναι αδύνατη η άµεση αναδάσωση - φυσική αναγέννηση
πολύ µεγάλων εκτάσεων, οι αναµενόµενες απώλειες θα είναι µεγαλύτερες από αυτές
που εκτιµήθηκαν προηγουµένως, ο δε επιδιωκόµενος γενικός στόχος διαµορφώνεται
σε κατά το δυνατόν “προσέγγιση των συνεπειών από τις ανεµορριψίες στο θεωρητικό
ελάχιστο" που περιγράφτηκε πιο πάνω.
Ξεκινώντας από τον ανωτέρω γενικό (ανώτερο) στόχο ("ελαχιστοποίηση των
συνεπειών από τις ανεµορριψίες") και διατυπώνοντας το ερώτηµα “ποιοι επί µέρους
στόχοι οδηγούν στην επίτευξη του στόχου αυτού”, επιτυγχάνεται η ανάλυσή του
γενικού σε επί µέρους στόχους. Στη συνέχεια, διατυπώνοντας για κάθε ένα από τους
επί µέρους στόχους διαδοχικά το ίδιο ερώτηµα, προκύπτουν οι υποκείµενοι µερικότεροι στόχοι κάθε υπερκείµενου, οι οποίοι και κατατάσσονται σε διάφορα
επίπεδα (σχ. 14). Οι επί µέρους στόχοι του τελευταίου, του κατώτερου, επιπέδου
αποτελούν και τις κατηγορίες - οµάδες των µέτρων των οποίων η εφαρµογή πρέπει
να σχεδιασθεί - οργανωθεί προκειµένου µέσα από την υλοποίησή τους να επιτευχθεί
τελικά στον µέγιστο βαθµό ο κύριος στόχος, όπως αυτός προσδιορίστηκε πιο πάνω.
Η λήψη και η επιτυχής εφαρµογή των µέτρων αυτών οδηγεί βαθµιαία στην επίτευξη
των υπερκειµένων στόχων τους στο αµέσως ανώτερο από τα µέτρα αυτά επίπεδο, η
δε και η επίτευξη των τελευταίων στην επίτευξη των στόχων του αµέσως ανωτέρου
επιπέδου τους κ.ο.κ., µέχρι την επίτευξη του γενικού (ανώτερου) στόχου στο ανώτερο
επίπεδο. Η απάντηση στο ερώτηµα “µέχρι ποιο σηµείο πρέπει να συνεχισθεί η
ανάλυση ή υποδιαίρεση του κυρίου στόχου σε κατώτερους επί µέρους στόχους”
εξαρτάται:
α) από τον κύριο στόχο και πόσο σύνθετη είναι η επίτευξή του,
β) από την φύση των εργασιών που πρέπει κάθε φορά να εκτελεσθούν για να
επιτυγχάνονται οι στόχοι του κάθε επιπέδου,
γ) από το ποσοστό του απαιτουµένου χρόνου για την επίτευξη κάθε
κατώτερου επί µέρους στόχου, σε σύγκριση µε τον συνολικό χρόνο του όλου
έργου και
δ) από το ποσοστό των απαιτούµενων δαπανών για την επίτευξη του επί
µέρους στόχου σε σύγκριση µε τις συνολικές δαπάνες.
43
Σχήµα 14. (απουσιάζει)
44
Γενικά, η ανάλυση - υποδιαίρεση πρέπει να γίνεται µέχρι εκείνο το σηµείο, στο οποίο
οι επί µέρους στόχοι συνεχίζουν να παραµένουν σαφείς και δεν παρουσιάζεται µεταξύ
τους αλληλοεπικάλυψη.
Ο χρόνος εφαρµογής των µέτρων και ο βαθµός επίτευξης των επί µέρους στόχων αφ΄
ενός καθορίζουν και τον βαθµό επίτευξης του κύριου στόχου και αφ' ετέρου
αντικατοπτρίζουν την ποιότητα του σχεδιασµού και της λήψης και εφαρµογής των
µέτρων.
Οι επί µέρους στόχοι του τελευταίου (κατώτερου) επιπέδου παριστούν στόχους πριν
τον σχεδιασµό και είναι ουσιαστικά “επεξηγήσεις των προθέσεων”, του τι δηλαδή
πρέπει να εκτελεσθεί για να επιτευχθεί ο κύριος στόχος " ελαχιστοποίηση των
συνεπειών από τις ανεµορριψίες". Οι προθέσεις αυτές θα συγκεκριµενοποιηθούν µετά
τον σχεδιασµό των αναλυτικών µέτρων και θα εκφρασθούν µε αριθµητικά δεδοµένα,
ήτοι µε το ύψος του όγκου των καθ΄ έκαστα προς εκτέλεση εργασιών, µε το χρονικό
διάστηµα µέσα στο οποίο κάθε εργασία πρέπει να εκτελεσθεί, µε το όγκο κατά
κατηγορία απαιτούµενων µέσων εργασίας (εργάτες, µηχανικά µέσα, εργαλεία, κλπ.),
µε το ύψος των απαιτούµενων, για την εκτέλεση τόσο της κάθε εργασίας όσο και του
συνόλου, δαπανών ("προϋπολογισµός του έργου").
Ο σχεδιασµός της επίτευξης των επιδιωκόµενων στόχων
Η ανάγκη σχεδιασµού
Από το σχ. 14 φαίνεται, ότι οι επί µέρους στόχοι που πρέπει επιτευχθούν είναι οι εξής:
Καταπολέµηση των εντόµων και µυκήτων µε κατάλληλο χειρισµό του κατακείµενου
ξύλου, γρήγορη συγκοµιδή του ξύλου, διάθεση του συγκοµιζόµενου ξύλου, προστασία
και συντήρηση του µη διατιθέµενου ξύλου, οργάνωση της αντιπυρικής προστασίας,
αντιπυρική προστασία των εγκαταστάσεων συντήρησης, άµεση καταπολέµηση των
εντόµων και µυκήτων στις ιστάµενες συστάδες, χειρισµός των υπολειµµάτων
συγκοµιδής, πλευρική προστασία των συστάδων, κατασκευή τεχνικών έργων,
εκτέλεση φυτικών έργων και ταχεία αναδάσωση.
Όπως στα προηγούµενα τονίσθηκε, η δυνατότητα περιορισµού των ζηµιών στο
ελάχιστο εξαρτάται από τη δυνατότητα ταχείας ή µη εκτέλεσης των καθ΄ έκαστα
εργασιών για την επίτευξη των επί µέρους στόχων στους οποίους αναλύθηκε ο
γενικός (ανώτερος) στόχος. Εξαρτάται, δηλαδή από τη δυνατότητα άµεσης ή σε µικρό
χρονικό διάστηµα έναρξης των καθ΄ έκαστα εργασιών και από την τεχνική µε την
οποία θα εκτελεσθούν αυτές, τεχνική η οποία κατά το µέγιστο ποσοστό καθορίζει
45
και τον ρυθµό προόδου κάθε εργασίας, υπό την προϋπόθεση βέβαια ύπαρξης και
διαθεσιµότητας των απαιτούµενων για την εφαρµογή της τεχνικής αυτής µέσων.
Άµεση και ταυτόχρονη έναρξη των εργασιών, για την επίτευξη συγχρόνως όλων των
επί µέρους στόχων, είναι φανερό ότι είναι αδύνατη αφ΄ ενός, αλλά και ασύµφορη µε
την λογική εξέλιξη των εργασιών στο σύνολο αφ΄ ετέρου. Κατόπιν τούτου, είναι
επιβεβληµένη η χρονική κλιµάκωση της επιδίωξης επίτευξης των επί µέρους στόχων
κατά σειρά επείγοντος. Κατά την κλιµάκωση αυτή κατά σειρά επείγοντος, δεν είναι
δυνατόν παρά να προτάσσεται η συγκοµιδή µε την λήψη ταυτόχρονα αντιπυρικών
µέτρων, για την αποφυγή άµεσων περαιτέρω ζηµιών στο κατακείµενο ξύλο και στις
παρακείµενες συστάδες. Για να γίνει αυτό δυνατό, είναι απαραίτητη η απελευθέρωση
προηγουµένως των καλυπτόµενων από το ξύλο και την λοιπή βιοµάζα δασοδρόµων
και αντιπυρικών λωρίδων καθώς και η διάνοιξη ενδεχοµένως νέων δασοδρόµων. Το
επείγον της λήψης των αντιπυρικών µέτρων εξαρτάται βέβαια και από την εποχή του
έτους, καθώς και από το περιεχόµενο υγρασίας (και αντίστοιχα τον βαθµό ξηρότητας)
του κατακείµενου ασυγκόµιστου υλικού και των υπολειµµάτων της συγκοµιδής. Στη
συνέχεια ακολουθεί η καταπολέµηση των εντόµων και µυκήτων χρονικά σε δεύτερη
φάση, λόγω του ότι το κατακείµενο υλικό βρίσκεται σε χλωρή κατάσταση και δεν
υφίσταται άµεσος κίνδυνος. Ο βαθµός αποσόβησης και περιορισµού των ζηµιών από
πυρκαγιές, έντοµα και µύκητες είναι συνάρτηση του ρυθµού συγκοµιδής, διάθεσης
και αποθήκευσης του κατακείµενου ξυλώδους όγκου, της αποµάκρυνσης ή του
θρυµµατισµού των υπολειµµάτων της συγκοµιδής καθώς και της παράλληλης λήψης
εντατικών προληπτικών αντιπυρικών µέτρων (και κατασταλτικών σε περίπτωση
ανάγκης).
Ο ρυθµός της συγκοµιδής όµως, προκειµένου για πολύ µεγάλες και άτακτα
κατακείµενες ποσότητες ξυλώδους όγκου, συνήθως δεν µπορεί να είναι ο επιθυµητός.
Τα απαιτούµενα για την σε σύντοµο χρονικό διάστηµα συγκοµιδή µέσα (εργατικό
δυναµικό και τεχνικά και οικονοµικά µέσα) είναι κατά κανόνα περισσότερα σε
σύγκριση µε τα διαθέσιµα, λόγω ακριβώς της µεγάλης ποσότητας του ξυλώδους
όγκου προς συγκοµιδή. Από την άλλη πλευρά, η άτακτη και επάλληλη διάταξη του
όγκου προς συγκοµιδή θέτει αφ΄ όρια προς τα κάτω στην ποιότητα των µέσων
συγκοµιδής και των που πρέπει να χρησιµοποιηθούν. Απαιτούνται ειδικευµένοι και
ιδιαίτερα εξασκηµένοι δασεργάτες και µεγάλης ισχύος τεςχνικά µέσα. Ο ίδιος όπως
προηγουµένως λόγος θέτει τα προς τα επάνω όρια στην ποσότητα ξύλου που µπορεί
να συγκοµισθεί ανά µονάδα χρόνου.
Η διάθεση του συγκοµιζοµένου ξύλου σε σύντοµο χρόνο στην ξυλαγορά εξαρτάται
από τις ανάγκες αυτής σε διάφορες κατηγορίες προϊόντων ξύλου. Υπερπροσφορά
ποσοτήτων σε συγκεκριµένες κατηγορίες είναι δυνατό να έχει δυσµενείς επιπτώσεις
στην σταθερότητα της ξυλαγοράς (Stamou, N. 1973). Η αποθήκευση του ξύλου, µε
46
σκοπό την διάθεσή του στο µέλλον ανάλογα µε την εξέλιξη της ζήτησης, εξαρτάται
από τις τεχνικές δυνατότητες της διατήρησής του σε χώρους αποθήκευσης ως υγιούς
και από την διαθεσιµότητα των απαιτούµενων για τον σκοπό αυτό µέσων (χηµικών,
εγκαταστάσεων, νερού και χρηµατικών µέσων).
Όπως γίνεται φανερό από τα προηγούµενα, είναι αναγκαίος ένας λεπτοµερής
σχεδιασµός των εργασιών. Την αναγκαιότητα αυτή την επιβάλλουν πιο κάτω λόγοι:
1. Ορισµένα από τα αναγκαία µέτρα που περιγράφτηκαν συµβάλλουν στην επίτευξη
περισσοτέρων του ενός επί µέρους στόχων, επί παραδείγµατι (σχ. 14), το µέτρο
“γρήγορη συγκοµιδή του ξύλου” ή το µέτρο “οργάνωση αντιπυρικής προστασίας”.
Ένας συνδυασµός των µέτρων αυτών είναι συνεπώς απαραίτητος, ώστε αυτά να
υλοποιηθούν
χωρίς
σπατάλες
και
µε
πιστή
εφαρµογή
της
αρχής
της
οικονοµικότητας.
2. Η επιτυχής εφαρµογή κάθε κατηγορίας µέτρων εξαρτάται από τα διαθέσιµα τεχνικά
µέσα (µηχανήµατα, εργαλεία, κλπ.), από το διαθέσιµο ή το δυνάµενο να εξευρεθεί
στον κατάλληλο χρόνο εργατικό δυναµικό, από τα διαθέσιµα ή τα δυνάµενα να
εξευρεθούν οικονοµικά µέσα (από ίδια κεφάλαια, από έσοδα, από πιστώσεις κλπ.)
και από τον χρόνο εξασφάλισης της διαθεσιµότητας των οικονοµικών µέσων. Η
δυνατότητα διάθεσης ή εξεύρεσης των εν λόγω µέσων, για την εφαρµογή µιας
ορισµένης κατηγορίας µέτρων, δεν είναι άµοιρη της πορείας εξέλιξης των µέτρων
άλλων κατηγοριών. Η σε σύντοµο χρονικό διάστηµα αναδάσωση, εκ πρώτης
όψεως είναι άσχετη µε την πορεία της συγκοµιδής και διάθεσης του ξύλου. Εν
τούτοις
α) στις περιπτώσεις που υπάρχει έλλειψη τεχνολογικών µέσων ή ανθρώπινου
δυναµικού, η εξεύρεση και διάθεση µηχανικών µέσων και εργατικού
δυναµικού για αναδάσωση εξαρτάται από το αν έχει εν τω µεταξύ τελειώσει ή
όχι η συγκοµιδή, αφού αυτή χρονικά προηγείται των αναδασώσεων στις
εκτάσεις στις οποίες έχουν σηµειωθεί οι ανεµορριψίες
β) η διάθεση οικονοµικών κεφαλαίων, εφ΄ όσον αυτά δεν µπορούν αλλιώς να
εξευρεθούν, εξαρτάται (ειδικά για την περίπτωση ιδιωτικών δασών) από την
πορεία των εσόδων που προκύπτουν από τη διάθεση στην αγορά του
συγκοµιζόµενου ξύλου
3. Η διάθεση του ξύλου στην αγορά αν γίνει χωρίς σχεδιασµό ενδέχεται λόγω
υπερπροσφοράς ποσοτήτων ξύλου να οδηγήσει σε πτώση των τιµών . Η πτώση
αυτή µπορεί να είναι τόσο µεγάλη, ώστε τα έσοδα από τη διάθεση, όχι µόνον να
καθιστούν προβληµατική τη χρηµατοδότηση του συνόλου των µέτρων της
συγκεκριµένης κατηγορίας, αλλά να µην καλύπτουν, ούτε καν, τις δαπάνες της
συγκοµιδής.
47
4. Ο επιµελής σχεδιασµός επιτρέπει την εκ των προτέρων µελέτη όλων των
επί
µέρους φάσεων των εργασιών που πρόκειται να εκτελεσθούν και καθιστά έτσι
αυτός, σε πολύ πρώιµο στάδιο, δυνατή την πρόβλεψη καταστάσεων, οι οποίες στο
στάδιο της εφαρµογής του σχεδίου θα ήταν δυνατόν να δυσχεράνουν τη διεξαγωγή
ή την εξέλιξη ορισµένων εργασιών. Αυτό καθιστά δυνατή την από πριν ένταξη στο
σχέδιο µέτρων, που παραµερίζουν το ενδεχόµενο εµφάνισης
τέτοιων δυσµενών
καταστάσεων κατά το στάδιο εφαρµογής. Με τον λεπτοµερή και ολοκληρωµένο
από πριν σχεδιασµό, γίνεται δυνατή η από πριν εξεύρεση του "ποια εργασία, από
ποιόν υπεύθυνο και από ποιόν εκτελεστή, σε ποια θέση, σε ποιο χρόνο και µε ποια
µέσα πρέπει να εκτελεστεί" (ποιοτικός, ποσοτικός και χρονικός προγραµµατισµός
των εργασιών και του προσωπικού). Γίνεται επίσης δυνατή και η εξεύρεση των
χρονικών διαστηµάτων πριν, κατά τη διάρκεια, και στο τέλος των οποίων πρέπει
να είναι διαθέσιµα τα αναγκαία για την κάλυψη των δαπανών εκτέλεσης των
εργασιών χρηµατικά κεφάλαια (χρονικός προγραµµατισµός των δαπανών και της
χρηµατοδότησης).
5. Η συνολική µελέτη όλων των ενδεχόµενων καταστάσεων και όλων των
φάσεων
των υπό εκτέλεση εργασιών στο στάδιο του σχεδιασµού, επιτρέπει τη σύνταξη
περισσοτέρων του ενός εναλλακτικών σχεδίων εφαρµογής των µέτρων. Η
σύγκριση µεταξύ των εναλλακτικών αυτών σχεδίων, ως προς την απαιτούµενη
χρονική
διάρκεια
και
τις
πιθανές
δαπάνες
εκτέλεσης,
υποδεικνύει
το
οικονοµικότερο για την εφαρµογή σχέδιο ή το συντοµότερο από άποψη χρόνου,
ανάλογα µε το τιθέµενο κάθε φορά κριτήριο επιλογής (και λήψης απόφασης).
6. Ο εκ των προτέρων σχεδιασµός οδηγεί στην ανάγκη συνεργασίας στελεχών
περισσότερων της µιας ειδικοτήτων, γεγονός το οποίο υπόσχεται την αρτιότερη και
ορθολογικότερη οργάνωση των εργασιών (από άποψη χρονικής εξέλιξης,
δαπανών και αποπεράτωσης µέσα σε τακτό χρονικό διάστηµα) καθώς και την
εξασφάλιση του µεγαλύτερου δυνατού βαθµού επιτυχίας του επιδιωκόµενου
γενικού στόχου ("αποτελεσµατικότητας").
Η ποιότητα του σχεδίου και η δυνατότητα της εφαρµογής του εξαρτάται, βέβαια, από
την ποιότητα και την επάρκεια των διαθέσιµων για την σύνταξή του πληροφοριών,
από την εφαρµοζόµενη τεχνική
σχεδιασµού, από την ικανότητα αυτών που
εφαρµόζουν την συγκεκριµένη τεχνική και από τον επιλεγόµενο τρόπο εκτέλεσης κάθε
µιας συγκεκριµένης εργασίας.
Μετά την διατύπωση του γενικού
(ανώτερου) στόχου και τη διαµόρφωση και
ανάπτυξη του συστήµατος των στόχων, ο σχεδιασµός της επίτευξής τους ακολουθεί
δύο στάδια, αυτό της ανάλυσης και αυτό της σύνθεσης (Schroeder 1970, Stamou
1974).
Η ανάλυση
48
Το στάδιο αυτό περιλαµβάνει:
1. Ανάλυση κάθε µιας οµάδας - κατηγορίας µέτρων (επί µέρους στόχου στο κατώτερο
επίπεδο της πυραµίδας στόχων) του σχήµατος 14 σε επί µέρους συγκεκριµένα
µέτρα και ενέργειες προς εκτέλεση.
2. Καθορισµό της αλληλοδιαδοχής όσων µέτρων και ενεργειών βρίσκονται µεταξύ
τους σε τέτοια σχέση (αλληλοδιαδοχής), καθώς και των ενεργειών που δεν
παρουσιάζουν εξάρτηση µεταξύ τους και εποµένως µπορούν να
εκτελεσθούν
παράλληλα.
3. Υπολογισµό του όγκου κάθε επί µέρους µέτρου και ενέργειας, υπολογισµό της
ποσότητας των απαιτούµενων τεχνικών µέσων και προσωπικού για την εκτέλεσή
τους, καθώς και υπολογισµό του απαιτούµενου χρόνου (διάρκειας εκτέλεσης) για
κάθε µέτρο - ενέργεια.
Για παράδειγµα, για την οµάδα - κατηγορία µέτρων “διάθεση του συγκοµιζόµενου
ξύλου”, οι επί µέρους δραστηριότητες που πρόκειται να εκτελεσθούν, προκειµένου ο
στόχος αυτό να επιτευχθεί, είναι οι εξής:
έρευνα της ξυλαγοράς ως προς τις
ζητούµενες κατηγορίες, ποιότητες και ποσότητες προϊόντων ξύλου, καθορισµός της
µεθόδου διάθεσης, καθορισµός της τιµής διάθεσης (µε απ΄ ευθείας συµφωνία
ενδεχοµένως) και σύνταξη και υπογραφή των συµβολαίων ή προκήρυξη σχετικού
πλειοδοτικού διαγωνισµού, εκτέλεση του διαγωνισµού και κατακύρωσή του, σύνταξη
και υπογραφή των συµβολαίων, και παράδοση και µεταφορά του ξύλου σύµφωνα µε
το αναφερόµενο στο συµβόλαιο χρονοδιάγραµµα καταβολής της αξίας, παράδοσης
και µεταφοράς του. Στη συνέχεια ακολουθεί ο υπολογισµός των µέσων για την
εκτέλεση των εργασιών αυτών και ο απαιτούµενος για αυτή χρόνος.
Η σύνθεση
Στο στάδιο της σύνθεσης προβαίνουµε στα εξής:
1. Με βάση τον χρόνο (διάρκεια) που απαιτείται για την εκτέλεση των µέτρων και
ενεργειών κάθε οµάδας - κατηγορίας του σχ. 14, ο οποίος υπολογίσθηκε στην
φάση της ανάλυσης (βλ. προηγούµενες παραγράφους) υπολογίζεται η συνολική
διάρκεια του έργου και συντάσσεται το χρονοδιάγραµµα εκτέλεσής του.
2. Με βάση τις ποσότητες κατά κατηγορία τεχνικών µέσων και προσωπικού
(συντελεστών της παραγωγής) που υπολογίσθηκαν για κάθε µέτρο - ενέργεια,
σύµφωνα µε τα πιο πάνω, και µε τη βοήθεια των τιµών αµοιβής των συντελεστών
αυτών υπολογίζονται οι απαιτούµενες δαπάνες για κάθε µέτρο - ενέργεια της κάθε
οµάδας - κατηγορίας µέτρων, και οι δαπάνες για το σύνολο των µέτρων ενεργειών της κάθε οµάδας - κατηγορίας. Επάνω στη βάση αυτή υπολογίζονται
στην συνέχεια οι δαπάνες για ολόκληρο το έργο που σχεδιάζεται και πρόκειται να
εκτελεσθεί, προκειµένου να επιτευχθεί ο γενικός ανώτερος στόχος για τον οποίο
έγινε λόγος στην αρχή.
49
3. Γίνεται καθορισµός της καµπύλης εξέλιξης των δαπανών συναρτήσει του χρόνου,
δηλ. της πορείας των δαπανών κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου,
προκειµένου να είναι από πριν γνωστό, τι δαπάνες απαιτούνται στα διάφορα
χρονικά διαστήµατα εκτέλεσης του έργου. Η γνώση αυτή είναι εξαιρετικά πολύτιµη
για τον έγκαιρο προγραµµατισµό των ενεργειών εξασφάλισης των απαιτούµενων
χρηµατικών κεφαλαίων (στον σωστό χρόνο για τον συγκεκριµένο σκοπό) και για
την διασφάλιση έτσι της ρευστότητας της δασικής εκµετάλλευσης.
Βελτίωση του σχεδίου
Το σχέδιο το οποίο συντάχθηκε είναι απαραίτητο πριν την εφαρµογή του να ελεγχθεί
από δύο πλευρές:
α) από την πλευρά του εάν τα απαιτούµενα για την υλοποίησή του µέσα είναι
διαθέσιµα ή όχι και
β) από την πλευρά του εάν το σχέδιο ικανοποιεί τις δεσµεύσεις που υπάρχουν
(προθεσµίες και λοιπές ενδεχόµενες δεσµεύσεις).
Ο έλεγχος αυτός είναι ενδεχόµενο να οδηγήσει στην διαπίστωση ανάγκης για
βελτιώσεις του σχεδίου. Η διαδικασία αυτή (ελέγχου και βελτίωσης) γίνεται µε τα
ακόλουθα βήµατα:
1. Σύγκριση των απαιτούµενων για την εκτέλεση του έργου µέσων (τεχνικών,
προσωπικού, κεφαλαίων) µε αυτά τα οποία είναι διαθέσιµα ή µπορούν να
εξευρεθούν, έλεγχος εάν µε τα διαθέσιµα µέσα µπορεί να τηρηθεί το
χρονοδιάγραµµα
εκτέλεσης
του
έργου
(µε
τήρηση
των
δεσµευτικών
προθεσµιών) τόσο στο σύνολο όσο και κατά τµήµατα αυτού. ∆ιαπίστωση εάν
και για ποια τµήµατα του όλου έργου δεν επαρκούν ενδεχοµένως τα
απαιτούµενα µέσα.
2. Εάν κατά η διαδικασία της προηγούµενης παραγράφου διαπιστωθούν
προβλήµατα, απαιτείται και γίνεται τροποποίηση της κατανοµής των µέσων και
των υπό εκτέλεση εργασιών (στο µέτρο που είναι τούτο δυνατό),
ώστε να
επιτευχθεί η απαραίτητη µείωση της διάρκειας του όλου έργου, ή η µείωση των
δαπανών του. Αυτό µπορεί να επιτευχθεί για παράδειγµα µε αναδιάταξη του
προγραµµατισµού εκτέλεσης εργασιών, δηλαδή µε παράλληλη, εκτέλεση
περισσοτέρων επί µέρους εργασιών, από αυτές βέβαια που δεν παρουσιάζουν
αλληλεξάρτηση µεταξύ τους (βλ. πιο πάνω αλληλοδιαδοχή των µέτρων
ενεργειών). Εάν από τον έλεγχο προκύψει ότι τελικά τα διαθέσιµα τεχνικά µέσα
είναι ανεπαρκή για να τηρηθεί το χρονοδιάγραµµα, τότε είναι αναγκαίο να
οδηγηθούµε :
3. α) στην εξεύρεση άλλων µέσων, για ορισµένες τουλάχιστον εργασίες, παρά τη
δηµιουργία ως εκ τούτου επιπλέον δαπανών,
50
β) για ορισµένες εργασίες για τις οποίες η εκτέλεση απαιτεί χρόνο λιγότερο από
τον διαθέσιµο, στην απόσπαση από αυτές ορισµένων µέσων και στην µετάθεσή
τους σε άλλες εργασίες, οι οποίες αλλιώς δεν µπορούν να αποπερατωθούν
µέσα στις συγκεκριµένες δεσµευτικές προθεσµίες, προκειµένου έτσι να
συντοµευτεί ο χρόνος εκτέλεσής τους,
γ) στην εκτέλεση ορισµένων εργασιών µε χρήση υπερωριακής απασχόλησης
(τεχνικών µέσων ή / προσωπικού), εφ΄ όσον η επιτυγχανόµενη µε αυτόν τον
τρόπο επίσπευση της αποπεράτωσής τους δικαιολογεί τις προκαλούµενες από
την υπερωριακή απασχόληση επί πλέον δαπάνες.
Εφ΄ όσον οι λύσεις α - γ είναι ανεπαρκείς ή µη ικανοποιητικές,
δ) στην κατάλληλη τροποποίηση των προθεσµιών εκτέλεσης ορισµένων
εργασιών µε αποδοχή όλων των συνεπειών, από την τροποποίηση αυτή
ε) στην αναζήτηση άλλων συνδυασµών εκτέλεσης των εργασιών, είτε µε ριζική
και από την αρχή αναθεώρηση του σχεδίου, είτε µε αναζήτηση άλλων µεθόδων
εκτέλεσης των εργασιών, είτε µε συνδυασµό όλων ή µερικών από τις ανωτέρω
λύσεις του προβλήµατος.
Η εφαρµογή των ανωτέρω περιπτώσεων - λύσεων θέτει ουσιαστικά την ανάγκη για
δηµιουργία και σύνταξη περισσοτέρων του ενός εναλλακτικών σχεδίων, µεταξύ των
οποίων πρέπει να επιλεγεί αυτό που τελικά θα εφαρµοσθεί. Η επιλογή αυτή θα γίνει
µε τη βοήθεια συγκεκριµένων και από πριν καθορισµένων κριτηρίων επιλογής. Ένα
τέτοιο κριτήριο θα µπορούσε π.χ. να είναι ο ελάχιστος χρόνος αποπεράτωσης του
συνόλου του έργου, ή η ικανοποίηση όλων των δεσµευτικών προθεσµιών ή το
ελάχιστο των δαπανών υλοποίησης του σχεδίου ή συνδυασµός περισσοτέρων του
ενός κριτηρίων.
Καθορισµός στόχων µετά τον σχεδιασµό
Μετά την επιλογή του σχεδίου που θα εφαρµοσθεί (του αρχικού εφ΄ όσον ο έλεγχος
δεν οδήγησε σε βελτίωση ή αυτού που αξιολογήθηκε ως το καλύτερο µεταξύ των
εναλλακτικών σχεδίων), ακολουθούν:
1. Ο ηµερολογιακός προγραµµατισµός της εκτέλεσης κάθε εργασίας, καθορίζεται
δηλ. µε τη µορφή ηµεροµηνιών το χρονικό διάστηµα µέσα στο οποίο πρέπει να
εκτελεσθεί η κάθε εργασία
2. Τα επιτρεπόµενα όρια απόκλισης των πραγµατικών από τις προγραµµατισµένες
δαπάνες µε τη µορφή ποσοστών απόκλισης, για κάθε µία εργασία που
περιλαµβάνεται στο επιλεγέν σχέδιο καθώς και για το σύνολο του σχεδίου.
3. Ο ορισµός των υπευθύνων στελεχών για την παρακολούθηση της χρονικής
εξέλιξης των εργασιών του συνόλου ή τµηµάτων του έργου, καθώς και των
αντίστοιχων δαπανών.
51
Τα ανωτέρω 1, 2, αποτελούν για τους υπευθύνους του σηµείου 3 και τους στόχους για
την επίτευξη των οποίων αυτοί θα είναι υπεύθυνοι.
Οι τιµές, που αφορούν τόσο τις συγκεκριµένες ηµεροµηνίες όσο και το ύψος των
επιτρεπόµενων δαπανών και των αντίστοιχων αποκλίσεων, πρέπει να θεωρούνται
τιµές προς τις οποίες πρέπει να τείνουν οι προσπάθειες των πιο πάνω υπευθύνων
και όχι ως απαραίτητα και απόλυτα και αυστηρά επιτεύξιµες τιµές (Speidel 1967). Και
αυτό διότι κατά την εκτέλεση των εργασιών εµφανίζονται γεγονότα και καταστάσεις, οι
οποίες είτε είναι αδύνατον να προβλεφθούν είτε οφείλονται σε ανθρώπινα σφάλµατα
κατά το στάδιο του σχεδιασµού. Και τα δύο αυτά αίτια προκαλούν αναβολές ή
καθυστερήσεις, προκαλούν επί πλέον δαπάνες και όχι σπάνια υποχρεώνουν σε
αλλαγές στις προβλεπόµενες να εφαρµοσθούν µεθόδους εκτέλεσης των εργασιών.
Από τα πιο πάνω, διαφαίνεται µε σαφήνεια η ανάγκη για συνεχή βελτίωση του
σχεδίου, µε βάση τις πληροφορίες οι οποίες προκύπτουν κατά τη διάρκεια των
φάσεων της σταδιακής εκτέλεσης – εφαρµογής του. Η σύγκριση ανάµεσα στις τιµές
των προθεσµιών και των δαπανών (τιµές – στόχους των υπευθύνων για την
εφαρµογή) του σχεδίου και των τιµών που πράγµατι προκύπτουν κατά την εφαρµογή
του και η διαπίστωση των ενδεχοµένων αποκλίσεων οδηγεί στη συνέχεια στην
αναζήτηση και τον εντοπισµό των αιτίων που προκάλεσαν τις αποκλίσεις και στον
έλεγχο, εάν και κατά πόσο τα αίτια αυτά και η δράση τους δεν µπορούσαν πράγµατι
να προβλεφθούν κατά το στάδιο του σχεδιασµού. Η αναζήτηση, ο εντοπισµός και η
ανάλυση των αιτίων εξυπηρετούν αφ΄ ενός µεν την απόκτηση πληροφοριών
χρήσιµων για το ανεκτέλεστο ακόµη µέρος του σχεδίου και για την ενδεχόµενη
βελτίωσή του, εξυπηρετούν δηλαδή την ενδεχόµενη αναπροσαρµογή και διόρθωση
των υπολειπόµενων ακόµη για επίτευξη στόχων, αφ΄ ετέρου δε υπηρετούν σταθερά
την απόκτηση νέας ή την βελτίωση της υπάρχουσας εµπειρίας, όσον αφορά τον
σχεδιασµό.
Έτσι γίνεται σαφής η όλη διαδικασία και η αλληλοδιαδοχή των φάσεων: καθορισµού
των στόχων, σύνταξης του σχεδίου για την επίτευξή τους, εφαρµογής - εκτέλεσης και
βελτίωσης του σχεδίου, όπως αυτές παρατίθενται στο σχ. 15.
Η τεχνική εκτέλεσης των εργασιών και οι παράγοντες που την επηρεάζουν
Για την τεχνική εκτέλεσης των εργασιών που θα εφαρµοσθεί, προκειµένου να
επιτευχθούν οι στόχοι του σχ. 14 και λαµβανοµένων υπόψη και όσων περιγράφτηκαν
σε προηγούµενο σηµείο σχετικά µε τα τρία χαρακτηριστικά του φαινοµένου των
ανεµορριψιών, µπορούν να γίνουν οι πιο κάτω γενικής φύσεως παρατηρήσεις:
1. Καταπολέµηση των εντόµων και µυκήτων µε κατάλληλο χειρισµό του
κατακείµενου ασυγκόµιστου ξύλου. Η µεγάλη συνεχής επιφάνεια, επί της
οποίας είναι διάσπαρτος ο ξυλώδης όγκος, οδηγεί ασφαλώς στη σκέψη του
αεροψεκασµού από αεροσκάφος. Εν τούτοις, προσεκτικότερη µελέτη του
52
προβλήµατος (επιτυγχανόµενο αποτέλεσµα / διατιθέµενες δαπάνες) οδηγεί στο
συµπέρασµα, ότι η µέθοδος αυτή δύσκολα θα είναι συµφέρουσα, λόγω του µικρής
αποτελεσµατικότητας την οποία αυτή παρουσιάζει σχετικά µε την διαβροχή του
κατακείµενου υλικού από όλες τις πλευρές του. Πέραν όµως από αυτό,
ουσιαστικοί λόγοι προστασίας του περιβάλλοντος και µη επιβάρυνσής του
πρέπει πάντοτε να δηµιουργούν ενδοιασµούς ως προς τη χρήση χηµικών µέσων
και µάλιστα σε τόσο
εκτεταµένες επιφάνειες. Κατά την εκλογή της µεθόδου
καταπολέµησης, πρωταρχικό βέβαια ρόλο έχει το είδος του υπό καταπολέµηση
εντόµου
και
µύκητα.
Οι
δυσχέρειες
της
χηµικής
καταπολέµησης
που
καταγράφονται εδώ συνηγορούν υπέρ της συγκοµιδής του ξύλου σε σύντοµο
χρονικό διάστηµα και πριν την ξήρανση του κατακείµενου στο έδαφος υλικού.
53
Σχ. 15. Καθορισµός των στόχων, φάσεις σχεδιασµού, εφαρµογή, σύγκρισηανάλυση, διόρθωση (feedback)
Διαμόρφωση των στόχων
Συλλογή
πληροφοριών
Διάγνωση
προβλημάτων
σχεδιασμός
Αναζήτηση
εναλλακτικών λύσεων
Πρόγνωση
καταστάσεων και
γεγονότων
Εκτίμηση των
εναλλακτικών λύσεων
(σχεδίων)
Διόρθωση
Επιλογή του άριστου σχεδίου
Εκτέλεση του άριστου σχεδίου
Στόχοι υπευθύνων
Σύγκριση
Εντοπισμός και ανάλυση
αιτίων αποκλίσεων
Συλλογή και αποθήκευση
νέων πληροφοριών –
αναθεώρηση παλαιών
Πραγματικές
τιμές
54
2. Γρήγορη συγκοµιδή του ξύλου. Για την γρήγορη συγκοµιδή πιέζουν
α) οι δευτερογενείς κίνδυνοι που ελλοχεύουν για το ξύλο αλλά και για τις
γειτονικές συστάδες (δευτερογενείς προσβολές και πυρκαϊές) και
β) η ανάγκη απελευθέρωσης των καλυπτόµενων από την κατακείµενη βιοµάζα
επιφανειών του εδάφους και η αποκατάσταση της παραγωγικής του
λειτουργίας, η οποία διακόπηκε µε την φυσική καταστροφή.
Όρος ευνοϊκός για την γρήγορη συγκοµιδή, είναι οι µεγάλες συνεχείς επιφάνειες
επί των οποίων βρίσκεται το ξύλο. Αυτές διευκολύνουν την χρησιµοποίηση
µεγάλων µηχανικών µέσων συγκοµιδής, µε γενικά µεγάλη απόδοση στη µονάδα
του χρόνου. Όρος δυσµενής για την ταχεία συγκοµιδή µπορεί να είναι το έντονο
ανάγλυφο και οι ισχυρές κλίσεις του εδάφους. Επί πλέον στοιχείο το οποίο θέτει
όρια στο ρυθµό (ταχύτητα) εξέλιξης της συγκοµιδής, είναι η άτακτη και επάλληλη
συσσώρευση του ξύλου και της βιοµάζας γενικότερα, γεγονός το οποίο επιβάλλει
επιπρόσθετα την απασχόληση ειδικευµένων και πολύ εξασκηµένων δασεργατών.
Τα συγκεκριµένα αυτά στοιχεία (µεγάλα µηχανήµατα, έντονο ανάγλυφο, άτακτη και
επάλληλη συσσώρευση της βιοµάζας) δηµιουργούν επίσης σηµαντικούς κινδύνους
ατυχηµάτων κατά τις εργασίες της συγκοµιδής.
Η άτακτη διάταξη του ξύλου θέτει επίσης όρια στην απόδοση των µηχανηµάτων
στην µονάδα του χρόνου, γεγονός το οποίο θα πρέπει πάντοτε να λαµβάνεται
υπόψη στην επιλογή των µηχανηµάτων συγκοµιδής προκειµένου να αποφεύγονται
αφ΄ ενός σπατάλες και αφ΄ ετέρου δυσµενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις στο
έδαφος.
Η δυνατότητα ή µη εξεύρεσης και εξασφάλισης µηχανικών µέσων, εργατικού
δυναµικού και χρηµατικών κεφαλαίων, προσδιορίζει επίσης τον ρυθµό συγκοµιδής.
Η δυνατότητα εξεύρεσης χρηµατικού κεφαλαίου για την κάλυψη των δαπανών της
συγκοµιδής εξαρτάται από την οικονοµική ευρωστία και φερεγγυότητα του
δασοκτήµονα καθώς και από τη δυνατότητα άµεσης διάθεσης ή προπώλησης του
συγκοµιζόµενου ξύλου σε ευνοϊκές τιµές και µε ευνοϊκούς όρους πληρωµής.
Οι όροι, οι οποίοι καθορίζουν συνολικά την τεχνική και µέθοδο συγκοµιδής που θα
εφαρµοσθεί, είναι οι φυσικές συνθήκες, οι οικονοµικές συνθήκες, το εργατικό
δυναµικό και το δυναµικό των µηχανηµάτων, οι τιθέµενοι για την αναδάσωση της
έκτασης όροι καθώς και η απόδοση της τεχνικής στην µονάδα του χρόνου και οι
δαπάνες συγκοµιδής (Platzer 1973).
Η κατάσταση της ξυλαγοράς (ζήτηση, τιµή ξύλου) µπορεί να έχει επίδραση στην
εκλογή της µεθόδου συγκοµιδής, υπό την έννοια ότι ευνοϊκές στην ξυλαγορά
συνθήκες (της ελεύθερης είτε της διαµορφούµενης µε την παρέµβαση του κράτους
- (Stamou 1973) µπορούν να δικαιολογήσουν την εκλογή µεθόδου, η οποία
55
εµφανίζει µεν υψηλό κόστος συγκοµιδής, σε αντιστάθµισµα όµως προσφέρει το
πλεονέκτηµα της ταχείας αποπεράτωσης των συγκοµιστικών εργασιών, πράγµα
που στην περίπτωση των εκτεταµένων ανεµορριψιών ενέχει ιδιαίτερη βαρύτητα,
λόγω ακριβώς των δευτερογενών κινδύνων. Αντίθετα, οι δαπάνες της συγκοµιδής,
εφ΄ όσον αυτές είναι πολύ µεγάλες όπως στην παρούσα περίπτωση, σε
συνδυασµό µε χαµηλές τιµές διάθεσης του ξύλου µπορούν να καταστήσουν τη
συγκοµιδή προβληµατική, ιδίως όταν πρόκειται για ιδιώτες δασοκτήµονες µε µικρή
οικονοµική επιφάνεια.
3.Η διάθεση του συγκοµιζόµενου ξύλου. Υπάρχουν λόγοι οι οποίοι στην
κάθε συγκεκριµένη περίπτωση εκτεταµένων ανεµορριψιών συνηγορούν υπέρ ή
κατά της ταχείας διάθεσης του ξύλου στην αγορά.
Υπέρ της διάθεσης του συγκοµιζόµενου ξύλου συνηγορούν η ενδεχόµενη ύπαρξη
στην αγορά έντονης σχετικής ζήτησης και οι λόγω αυτής ευνοϊκές τιµές, η ανάγκη
εξεύρεσης χρηµατικών κεφαλαίων για την χρηµατοδότηση της συγκοµιδής και των
άλλων εργασιών, η ενδεχόµενη αδυναµία "συντήρησης" του ξύλου (λόγω τεχνικών
δυσκολιών ή στενότητας των διαθέσιµων για τον σκοπό αυτό εγκαταστάσεων ή
λόγω υψηλού κόστους ή λόγω οικονοµικής αδυναµίας του δασοκτήµονα).
Κατά της ταχείας διάθεσης και υπέρ της συντήρησης συνηγορούν
•
οικονοµικοί λόγοι (π.χ. δυσµενής κατάσταση στην αγορά),
•
τεχνικοί λόγοι (ύπαρξη πείρας σχετικής µε την "συντήρηση" και τις δαπάνες
αυτής)
•
λόγοι πολιτικής της δασικής εκµετάλλευσης σχετικά µε τις τιµές διάθεσης των
προϊόντων (η ανάγκη της διατήρησης της σταθερότητας των τιµών στην
ξυλαγορά, η οποία αλλιώς ενδεχοµένως να κλονισθεί λόγω υπερπροσφοράς
και εφ΄ όσον δεν αντιµετωπισθεί η κατάσταση µε άλλα δασοπολιτικά µέτρα)
(Stamou 1973), και τέλος
•
λόγοι κανονικής τροφοδότησης της ξυλοβιοµηχανίας, ιδίως της τοπικής, µε
πρώτη ύλη σε συνδυασµό µε την ανάγκη τήρησης της αρχής της αειφορίας. Η
πρόνοια για την κανονική τροφοδότηση της ξυλοβιοµηχανίας στα επόµενα έτη
έχει ουσιαστική σηµασία. Σε αντίθετη περίπτωση, λόγω της αναγκαστικής
µείωσης των ληµµάτων των εποµένων ετών στην προσβληθείσα από
ανεµορριψίες δασική περιοχή, η τοπική ξυλοβιοµηχανία θα εξαναγκαστεί σε
αναζήτηση της πρώτης ύλης σε αποµακρυσµένες αγορές, µε συνέπεια την
επιβάρυνση µε υπέρογκες δαπάνες µεταφοράς, γεγονός το οποίο, σε
συνδυασµό και µε ενδεχόµενα άλλα γενικής οικονοµικής φύσης γεγονότα,
µπορεί να καταστήσει προβληµατική την συνέχιση της λειτουργίας ορισµένων
τουλάχιστον ξυλοβιοµηχανικών και ξυλοβιοτεχνικών επιχειρήσεων.
56
•
Επίσης, η ανάγκη εξασφάλισης χρηµατοδότησης των δασικών εργασιών των
εποµένων ετών, συνηγορεί υπέρ της "συντήρησης" του ξύλου και της εν
συνεχεία βαθµιαίας διάθεσής του κατά τα επόµενα έτη.
4. "Συντήρηση" του ξύλου. Όσον αφορά την τεχνική της συντήρησης, η επιτυχία
της εξαρτάται
•
από την εφαρµοζόµενη µέθοδο (διατήρηση του ξύλου σε ξηρά κατάσταση,
χηµική διατήρηση, συνδυασµένη διατήρηση, διατήρηση σε υγρή κατάσταση είτε
µε διαβροχή είτε µε αποθήκευση σε υδατοδεξαµενές),
•
από την υπάρχουσα πείρα,
•
από το κόστος "συντήρησης",
•
από την εξέλιξη της κατάστασης στην αγορά του ξύλου και προ παντός
•
από το γεγονός ότι το ξύλο πρέπει να µην είναι προσβεβληµένο κατά την
έναρξη της συντήρησης, ιδίως το διατηρούµενο µε την τεχνική της διαβροχής
(Liese 1973). Το τελευταίο θα πρέπει να λαµβάνεται σοβαρά υπόψη κατά την
οργάνωση
των
εργασιών,
ώστε
ο
παρεµβαλλόµενος
χρόνος
µεταξύ
συγκοµιδής και αποθήκευσης να περιορίζεται στον ελάχιστο δυνατό.
5. Η οργάνωση της αντιπυρικής προστασίας στο δάσος και στις εγκαταστάσεις
συντήρησης θα πρέπει να είναι ιδιαιτέρως επιµελής και αποτελεσµατική, διότι
παραπέρα απώλειες λόγω πυρκαϊών είτε στο δάσος είτε στις εγκαταστάσεις
διατήρησης του ξύλου λαβαίνουν πλέον χαρακτήρα ανεπίτρεπτης ανθρωπογενούς
καταστροφής.
6. Η άµεση καταπολέµηση των εντόµων και µυκήτων στις ιστάµενες συστάδες,
σύµφωνα µε την επιστήµη της Υλωρικής, θα πρέπει να στηρίζεται και σε
παρατηρήσεις της κίνησης των πληθυσµών των εντόµων και των
μυκήτων
στο
κατακείµενο υλικό και πριν τη µετάβασή τους στις ιστάµενες συστάδες.
7. Ο χειρισµός των µη εµπορεύσιµων υπολειµµάτων της συγκοµιδής. Ο
χειρισµός αυτός παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες, λόγω παραµονής στο υλοτόµιο
και κορµοτεµαχίων µεγάλων διαστάσεων. Ο χειρισµός µε ελεγχόµενη φωτιά είναι
πολύ επικίνδυνος, ενώ η χρήση βαρέων µηχανηµάτων θρυµµατισµού εξαρτάται
αφ΄ ενός από το ανάγλυφο της περιοχής και από τις απαιτούµενες δαπάνες και
αφ΄ ετέρου από τις δυσµενείς επιπτώσεις των µηχανηµάτων αυτών στο
περιβάλλον. Η περίπτωση της διάθεσης σε παρακείµενους πληθυσµούς µε
ελεύθερη
συλλογή και χωρίς την καταβολή τιµήµατος είναι δυνατόν να
αντιµετωπισθεί, εφ΄ όσον υπάρχει σχετικό προς τούτο ενδιαφέρον. Εν τούτοις, σε
τόσο εκτεταµένες επιφάνειες οι οποίες στη συνέχεια πρόκειται να αναδασωθούν, η
τελευταία λύση ίσως δεν είναι η πιο αποτελεσµατική.
57
8. Η πλευρική προστασία των συστάδων, η κατασκευή προστατευτικών κατά της
διάβρωσης έργων και η σε σύντοµο χρονικό διάστηµα επανεγκατάσταση της
βλάστησης, κατά τα συνιστώµενα από τους κλάδους της ∆ασοκοµικής και της
Ορεινής υδρονοµικής, λόγω της µεγάλης έκτασης των έργων, προϋποθέτουν
βεβαίως και µεγάλου ύψους χρηµατοδότηση. Εν τούτοις, η ανάγκη εξεύρεσης των
αναγκαίων για τον σκοπό αυτό κεφαλαίων είναι επιτακτική, για την ταχεία
αποκατάσταση της παραγωγικής λειτουργίας του εδάφους, για την αποκατάσταση
του τοπίου και για την αποκατάσταση της διαταραχθείσας βιολογικής – οικολογικής
ισορροπίας. Σε περίπτωση που οι κίνδυνοι της διάβρωσης είναι έντονοι και η
χειµαρρικότητα της συγκεκριµένης περιοχής υψηλή, η καταστροφή ή η σηµαντική
ζηµία άλλων έργων υποδοµής στις κατάντη περιοχές, λόγω των συνεπακόλουθων
χειµαρρικών φαινοµένων, θα πρέπει να θεωρείται βέβαιη. Κατά την εκλογή των
δασοπονικών ειδών των αναδασώσεων, κατά τον σχεδιασµό του είδους των
συστάδων που θα δηµιουργηθούν και του χειρισµού που αυτές θα υφίστανται, θα
πρέπει να µη λησµονούνται ούτε οι αιτίες που προκάλεσαν τις καταστροφές, ούτε η
λήψη των µέτρων που ενδείκνυνται να ληφθούν για την αντιµετώπισή τους σε
περίπτωση επανεµφάνισης.
Προβληµατισµοί
Μετά από καταστροφικά γεγονότα, όπως είναι κατά κανόνα οι εκτεταµένες
ανεµορριψίες, αλλά και κυρίως για την χώρα µας οι δασικές πυρκαϊές, εκόντες ή
άκοντες προβληµατίζονται και πρέπει να προβληµατίζονται οι δασολόγοι και να
επιζητούν:
1. την στοχαστική ανάλυση των αιτίων που τα προκάλεσαν,
2. την αναζήτηση τρόπων αντιµετώπισης παροµοίων γεγονότων για το
µέλλον και
3. την αναζήτηση και εφαρµογή µέτρων που δεν θα επιτρέψουν την
επανεµφάνιση παρόµοιων γεγονότων στα υπάρχοντα και στα µέλλοντα να
δηµιουργηθούν δάση.
Η δηµιουργία και η ανάπτυξη δάσους, κατά τα σηµερινά τουλάχιστον δεδοµένα,
σηµαίνει δηµιουργία και ανάπτυξη πολυλειτουργικού δάσους: δάσους δηλ. µε
ταυτόχρονους στόχους
•
την πλήρη ικανότητα έκφρασης των περιβαλλοντικών λειτουργιών του
(προστασία του εδάφους, των έργων υποδοµής, της ατµόσφαιρας, του
µικροκλίµατος κλπ),
•
τη
δηµιουργία
φυσικού
ποιότητας αναψυχής,
περιβάλλοντος
και
τοπίου
ικανοποιητικής
58
•
τη δηµιουργία αποθεµάτων και
•
τη δηµιουργία πηγής παραγωγής πρώτων υλών και
•
έκφρασης των αναπτυξιακών αλλά και πολιτισµικών λειτουργιών.
Βέβαια, η βαρύτητα καθενός των 5 κρίκων αυτής της κυκλικής αλυσίδας µπορεί να
διαφοροποιείται σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση ανάλογα µε την θέση της περιοχής
σε σχέση µε τα µεγάλα αστικά κέντρα, τις θαλάσσιες ακτές και το γενικό ανάγλυφο
της περιοχής. Και βέβαια η βαρύτητα αυτή ενδέχεται να µεταβάλλεται µε την πάροδο
του χρόνου. Σε οποιαδήποτε όµως κατεύθυνση και αν επέλθει στο µέλλον η µεταβολή
αυτή, ένα είναι βέβαιο, η ανάγκη δηλαδή της δηµιουργίας συστάδων σταθερών από
άποψη
εξωγενών
επιδράσεων.
Η
ανάγκη
αυτή,
σε
συνδυασµό
µε
την
συνειδητοποίηση, ότι η καταστροφή ενός δάσους λόγω εξωγενών παραγόντων
σηµαίνει πολλαπλές απώλειες δηµοσίου ενδιαφέροντος (Wiebecke 1973α), καθορίζει
συν τοις άλλοις κάθε φορά και τις κατευθυντήριες γραµµές δράσης για δηµιουργία επίτευξη δασοσυστάδων κατάλληλης σύνθεσης και σταθερά εξελισσόµενης δοµής
(Bruening 1973).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Anonymus:
Zur
Sturmholzaufarbeitung
und
Wiederaufforstung.
Allgemeine
Forsteitschrift, 1973, H. 28, S. 2 u. 3 US.
Bruening, E.F.: Sturmschaeden als Risikofaktor bei der Holzproduktion in den
wichtigsten Holzerzeugungsgebieten der Erde. Forstarchiv, 1973, H. 7, S. 137-140.
Geiger, R.: Forstliche Standortslehre. 1942, S. 39.
Greke, F.: Forstplanung. Handwoerterbuch der Raumforshung und Raumordnung.
1966.
Kaiser, H.: ie Stroemung an Windschutzstreifen. Bericht Deutsher Wettedienst 53, 7:
1959, S. 1-36.
Koepp, H.: Der Novembersturm und seine Folgen in er DDR. Holzzentralblatt, 1973,
H. 87, S. 1328.
Kremser, W.: Die Sturmkatastrophe vom 13.11.1972 und ihre Folgen fuer die
Forstwirtschaft. Der Forst- und Holzwirt, 173, H. 13, S. 257-262.
Kruhl, H.: der chwere Sturm ueber Nordeutschland am 13. November 1972, beilage
zur Wetterkarte v. 17.11.1972.
Λιάκος Λ. Ν. Σταµου: Μελέτη αποκατάστασης της οικονοµίας και της οικολογικής
ισορροπίας στο νησί της Ρόδου. ΑΤΕ, Αθήνα 1986 .
Liese, W.: Zur Qualitaet von Sturmholz bei laengerer Lagerung. Forstarchiv, 1973, H.
7, S. 149-153.
Mantel, K.: Die Forstwirtschaft unter der Einwirkung der Sturmkatastrophen im Walde
und der Holzmarktlage. Der Forst- und Holzwirt, 1967, H. 12, S. 250.
59
Mitscherlich, G.: Zur Frage der Sturmsicherung der Bestaende. Allgemeine
Forstzeitschrift, 1968, H. 36/37, S. 631-633.
Mitscherlich, G.: Wald und Wind. Allgemeine Forst- und Jagdzeitung, 1973, H. 4, S.
76-81.
Platzer H.B.: Planung und neue Techniken in der Sturmholzaufarbeitung. Forstarchiv,
1973, H. 7, S. 145-149.
Sasse: Ueberblick ueber die Sturmkatastrophe in Niedersachsen, Muenchehof. 1973,
unveroef.
Sasse: Bisherige Erfahrungen und Beobachtungen bei der letzten Sturmkatastrophen
in Niedersachsen. Trier, K.WF-Tagung, 11.5.73.
Schroeder,
H.J.:
Projekt
-
Management.
Eine
Fuehrungskonzeption
fuer
aussergewoehnliche Vorhaben. Wiesbaden, 1970.
Speer, J.: Der Holzmarkt im Wirstschaftsgeschehen des Jahres 1972. Allgemeine
Forstzeitschrift, 1973, H. 29, S. 695-704.
Speidel, G.: Forstliche Betriebswirtschaftslehre, S. 203. Hamburg und Berlin, 1967.
Στάµου, Ν.: Οι δασικές πυρκαϊές ως φυσική καταστροφή. Στο:Βακάκης και
Συνεργάτες « Η αντιµετώµιση των φυσικών καταστροφών στο Αιγαίο». Υπ.
Αιγαίου,1997.
Stamou, N.: Holzangebot - und Holznachfragemodelle beim Sturmholz in
Hochkonjuktur - und Rezessionenzeit. (Unveroeff). Freiburg, 1973.
Stamou, N.: Anwendungsmoeglichkeiten der Netzplantecnk auf die Jahresplanung im
Forstbetrieb. Inaug. Diss. Univ. Freiburg. im Br. 1974
Wiebecke, C.: Volkswirtschaftliche Bedeutung der Sturmkatastrophe 1972 und forst und holzwirtschaftliche Folgerungen. Fostarchiv, 1973, H. 7, S. 140-144.
Wiebecke, C.: Der Nadelschnittholzmarkt im Fruejahr 1973. ZHP - Mitteilungen,
1973, Spartenbericht nr. 1, S. 18.
Wiebecke, C.: Einsatz des Holzerntezuges der Oesterreichischen Bundesforsten im
Harz. Muenchehof. 1973, S. 1-5.
60
III.
ΟΙ
ΜΕΘΟ∆ΟΙ
∆ΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤAΣ
CREAΤΙVΙΤY ΜΕΤΗΟDS)
(KREATIVITAETSTECHNΙΚEN,
Η ανάγκη για νέες λύσεις
∆ηµιουργικότητα είναι η ικανότητα να προσφέρει κανείς νέες ιδέες και λύσεις για την
επίλυση ενός συγκεκριµένου νέου προβλήµατος όσο και για τη βελτίωση
συγκεκριµένων διαδικασιών παραγωγής , καταστάσεων κλπ. , οι οποίες έχουν
µετατραπεί σε καθηµερινή ρουτίνα και θεωρούνται ως δεδοµένες . Παράδειγµα οι
καθηµερινές γραφειοκρατικές διαδικασίες της δηµόσιας διοίκησης .
Η ανάγκη της δηµιουργικότητας προκύπτει από το γεγονός ότι το περιβάλλον ή οι
συνθήκες κάτω από τις οποίες αναπτύχθηκε και εφαρµόστηκε µία λύση ή µία
διαδικασία µεταβάλλεται µε το χρόνο. Συνέπεια τούτου είναι : η λύση ή η διαδικασία
να µη ανταποκρίνεται πλέον στις νέες συνθήκες και εποµένως να µη αποδίδει
ανάλογα, πράγµα που δηµιουργεί την ανάγκη και το πρόβληµα της τροποποίησηςβελτίωσης ή της αντικατάστασής της .
Παράδειγµα-1ο: Οι νέοι τρόποι µεταποίησης του στρόγγυλου ξύλου, η νέα
τεχνολογία γενικά στις ξυλοβιοµηχανίες, δηµιουργούν από καιρό σε καιρό την ανάγκη
για αναθεώρηση των διαστάσεων (κατηγοριών) του στρόγγυλου ξύλου που παράγουν
οι δασικές εκµεταλλεύσεις (βλ. και Παπαδόπουλος 1997) . Το περιβάλλoν, οι
συνθήκες δηλ. της αγοράς του στρόγγυλου ξύλου, µεταβάλλεται και προκύπτει η
ανάγκη για διαµόρφωση-παραγωγή από τις δασικές εκµεταλλεύσεις νέων προϊόντων.
Η ανάγκη αυτή οδηγεί πιο πέρα στην αναζήτηση-ανεύρεση νέων µεθόδων
παραγωγής ή την ανάγκη χρησιµοποίησης νέας τεχνολογίας και στις δασικές
εκµεταλλεύσεις .
Παράδειγµα2ο: Η αξιοποίηση και η αειφορική προστασία των πολλαπλών
λειτουργιών των δασών. στα πλαίσια της διαγενεαλογικής ικανοποίησης των
κονωνικών αναγκών, έχει αυξήσει τον όγκο και έχει µεταβάλει σε πιο σύνθετη τη φύση
της εργασίας των στελεχών των δασικών εκµεταλλεύσεων. Τις τελευταίες δεκαετίες,
στις δασικές εκµεταλλεύσεις αυξήθηκε υπέρµετρα όχι µόνο ο όγκος των εργασιών στο
ύπαιθρο, σε αντίξοες σε µεγάλο µέρος του χρόνου και του χώρου συνθήκες, αλλά
αυξήθηκε και η γραφειοκρατική εργασία. Παράλληλα, η επιδίωξη του περιορισµού του
δηµόσιου τοµέα σε επίπεδο χώρας, όχι µόνο απέκλεισε την πρόσληψη νέων
στελεχών αλλά περιόρισε και την πλήρη αντικατάσταση των αποχωρούντων λόγω
συνταξιοδότησης. Αποτέλεσµα των εξελίξεων αυτών είναι η δηµιουργία σε ολόκληρη
τη ∆ασική υπηρεσία αλλά και στις περιφερειακές δασικές υπηρεσίες και τις κατά
τόπους δασικές εκµεταλλεύσεις µιας ολόκληρης διοικητικής πυραµίδας µε στελέχη
προχωρηµένα στην ηλικία. Με συνέπεια τη δυσχέρανση της ανταπόκρισης των
στελεχών στις απαιτήσεις του σύνθετου προφίλ των θέσεων εργασίας τους, την
ανάλωση από τους προϊσταµένους των εκµεταλλεύσεων πολλού χρόνου για τον
συντονισµό του διοικητικού µηχανισµού και τη µετατόπιση µέρους της προσοχής από
τις άµεσα παραγωγικές στις διοικητικές-γραφειοκρατικές δραστηριότητες . ' Έτσι
προκύπτει η ανάγκη : για αναθεώρηση των µεθόδων διεκπεραίωσης της
61
γραφειοκρατικής εργασίας , για ανακατανοµή αρµοδιοτήτων, για καινούργιο σύστηµα
διοίκησης , για µηχανοργάνωση Για να γίνουν οι αλλαγές χρειάζονται:
• οι γνώσεις ,
• οι νέες ιδέες και
• ο κατάλληλος σχεδιασµός.
Για την αντιµετώπιση της ανάγκης για νέες ιδέες και νέες εναλλακτικές λύσεις
αναπτύχθηκαν οι λεγόµενες "τεχνικές ή µέθοδοι της δηµιουργικότητας".
Χαρακτηριστικά τους γνωρίσµατα είναι ότι:
1. όλες εφαρµόζoυν αρχές και κανόνες κατάλληλους να διεγείρουν το
δηµιουργικό δυναµικό του ανθρώπου, για να το θέσουν στην υπηρεσία
επίλυσης συγκεκριµένων πρoβληµάτων
2. διευκολύνουν την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων σε προβλήµατα
3. υποβοηθούν στην πιο πέρα ανάπτυξη και εξέλιξη υφιστάµενων ιδεών και
4. προσφέρουν ένα σύνολo νέων ιδεών, οι οποίες στη συνέχεια φιλτράρονται
και επιλέγονται µόνο εκείνες που είναι µεν ρεαλιστικές και υλοποιήσιµες, αλλά
ταυτόχρονα οδηγούν και σε βελτιωµένα αποτελέσµατα των παραγωγικών
διαδικασιών.
Προϋποθέσεις της δηµιουργικότητας
Έρευνες, γύρω από τη δηµιουργικότητα του ανθρώπου, έχουν αποδείξει ότι πρόκειται
για ένα πολύπλοκο φαινόµενο. Αποφασιστικό ρόλο για την εµφάνισή του ασκούν
-τα παραγωγικά κίνητρα
- οι ειδικές εµπειρίες και
- οι διορατικές ικανότητες του ατόµου
Οι έρευνες απέδειξαν ότι τα δηµιουργικά άτοµα είναι γενικά άτοµα ευσυνείδητα,
αποδοτικά στην εργασία τους και άτοµα που επιδιώκουν την επιτυχία. Οι ιδιότητες
των δηµιουργικών ατόµων, σύµφωνα µε τις έρευνες , είναι οι εξής :
- η αυθόρµητη ευελιξία
- η ελευθερία από προκαταλήψεις
- η περιέργεια
- η αντιαυταρχική στάση
- η κριτική στάση και δύναµη
- η ανεξαρτησία
- η προθυµία σε νέους δρόµους σκέψης
- το ριψοκίνδυνο
- η ικανότητα µάθησης και η πλατειά γνώση
- το µεγάλο δυναµικό στη διύλιση και επεξεργασία πληρφοριών
- η ευαισθησία σε προβλήµατα (εύκoλη διάγνωση πρoβληµάτων)
62
- το µεγάλο δυναµικό για επίλυση αντιθέσεων
∆εν είναι σίγουρο πώς αποκτώνται οι ιδιότητες αυτές. Είναι όµως κοινή πεποίθηση ότι
άλλες είναι κληρονοµικές και άλλες αποκτώνται µε την άσκηση στην πράξη . Επίσης
ότι εµφανίζονται σε διαφορετικό βαθµό σε κάθε άτοµο, κάτω όµως από συγκεκριµένες
συνθήκες είναι δυνατό να ενεργοποιηθούν και να παρουσιαστούν πιο έντονες , ενώ
κάτω από άλλες όπως π.χ. σε αυταρχικές δοµές (επιχειρήσεων, καθεστώτων) είναι
δυνατό και να εξαφανιστούν τελείως .
Οι δηµιουργικές ικανότητες των ατόµων αναπτύσσονται ευκολότερα και εντονότερα
όχι όταν το άτοµο δρα µόνο του, αλλά όταν λειτουργεί ως ισότιµο µέλος σε
συγκεκριµένη οµάδα (team ) . Και τούτο διότι το άτοµο µεµονωµένα δεν έχει κατά
κανόνα σε υψηλό βαθµό όλες τις πιο πάνω ιδιότητες που αναφέραµε και επειδή στις
οµάδες αυτές (το άτοµο) παρακινείται και ερεθίζεται από τις ελεύθερες και
δηµιουργικές διαδικασίες λειτουργίας της οµάδας .
Κατά τον σχηµατισµό των οµάδων, πρέπει να έχει κανείς υπόψη του ότι σε ορισµένες
φάσεις της ζωής (όπως π.χ. για ηλικία άνω των 40 ετών περίπου) δεν είναι τόσο
εύκολο να πραγµατοποιηθούν τέτοιες δηµιουργικές διαδικασίες . Από την άλλη πάλι
πλευρά δεν µπορούν να διεξάγουν τέτοιες διαδικασίες άτοµα χωρίς σχετική εµπειρία.
∆ιαδικασία εφαρµoγής των µεθόδων δηµιουργικότητας
‘Ολες οι µέθοδοι εφαρµόζουν λίγο ή πoλύ το ίδιο σχήµα δηµιoυργικής διαδικασίας . Η
διαδικασία λαβαίνει χώρα σε διαδοχικές επιµέρους φάσεις (σχ. 15) . Ειδικότερα οι
φάσεις είναι οι εξής:
1 . "Ο προβληµατισµός" . ∆ιαπιστώνεται το πρόβληµα, αναλύεται στη συνέχεια στα
επιµέρους συστατικά του και συγκεντρώνονται όλες οι δυνατές χρήσιµες πληροφορίες
, που είναι αναγκαίες για την κατανόηση του πρoβλήµατoς . ∆ιερευνώνται τα αίτια που
προκάλεσαν το πρόβληµα και η σχετική σηµασία τους καθώς και οι συνέπειες από
την ενδεχόµενη µη επίλυσή του.
2. "Η επώαση". Η φάση αυτή αποτελεί τη νοητική ενασχόληση µε το πρόβληµα.
Περιλαµβάνει την κατά χώρo και χρόνο αποστασιοποίηση από αυτό. ∆ηλ. γίνεται η
συνάντηση των µελών της οµάδας, συζητούν το πρόβληµα για 10 – 25 λεπτά και στη
συνέχεια χωρίζουν και αποστασιοποιούνται από αυτό, ώστε να επεξεργαστεί τούτο
στο υποσυνείδητο του καθενός . Το γεγονός αυτό εξηγεί και το γιατί , πριν από κάθε
τέτoια συνάντηση, θα πρέπει να έχει κανείς προετοιµαστεί κατάλληλα. Η
προετοιµασία αυτή δηµιουργεί µία κατάσταση κυοφορίας της λύσης, πράγµα που
φυσικά προϋποθέτει και µία ψυχοσωµατική χαλάρωση. Στη συνέχεια και για ορισµένο
χρονικό διάστηµα ξεχνάει κανείς τελείως το πρόβληµα (πλήρης αποξένωση).
3 . "Η παραγωγή ιδεών" . Στη φάση αυτή εν είδει εµπνεύσεων ρίχνoνται αυθόρµητα
και απεριόριστα καινούργιες ιδέες, που θα µπορούσαν να αποτελέσουν την απαρχή
για επίλυση του προβλήµατος. Μορφoπoιούνται καινούργια σχήµατα παραγωγικών
διαδικασιών σχετικών µε το συγκεκριµένο πρόβληµα ώστε να ακολου θήσει και η 4η
φάση, δηλ.
63
4. "Η εξάντληση" από άποψη παραγωγής και των τελευταίων δυνατών αυθορµήτων
ιδεών σχετικών µε τα καινούργια σχήµατα.
5 . "Ο έλεγχος των χρήσιµων ιδεών" . 'Ολες οι ιδέες που ρίχτηκαν στις
προηγούµενες δύο φάσεις καταγράφονται και καταχωρούνται σε µία "τράπεζα"
ιδεών, ώστε να είναι προσιτές σε κάθε περίπτωση παρόµοιου προβλήµατος Από
αυτές ανασύρονται όσες είναι ρεαλιστικές και υλοποιήσιµες . Η ανάσυρση αυτή γίνεται
µέσα από επιλογή-συνδυασµό και αξιολόγηση των νέων ιδεών.
6. "Η µεταφορά" . Κάθε µία από τις ιδέες που επιλέχθηκαν και αξιολογήθηκαν ως
ρεαλιστικές και υλοποιήσιµες µεταφέρεται και εφαρµόζεται στο συγκεκριµένο
πρόβληµα και µεταξύ αυτών που επιλύουν το πρόβληµα επιλέγεται τελικά εκείνη που
δίνει το καλύτερο αποτέλεσµα.
Σύνθεση των oµάδων δηµιουργικότητας
Για τη σύνθεση των oµάδων δηµιουργικότητας ισχύουν ορισµένοι γενικοί κανόνες
όπως :
- το άριστο µέγεθος των οµάδων είναι περίπου 4 άτοµα
- η οµάδα συντίθεται από µέλη µε διαφορετικές ειδικές γνώσεις
- ένα µέλος της οµάδας αναλαµβάνει το ρόλο του συντονιστή
Κατά τη διάρκεια της εργασίας της οµάδας χρησιµοποιούνται όλα τα πρόσφορα
οπτικά µέσα (πίνακες, χάρτες, φωτoγραφίες κλπ. ) ώστε να µη χαθεί τίποτε από την
συζήτηση .
Σε προηγούµενο κεφάλαιο αναφέρθηκαν οι πρoϋποθέσεις που πρέπει να υπάρχουν
για να είναι ένα άτοµο δηµιουργικό. Όµως όλα τα δηµιουργικά άτοµα δεν µπορούν και
να συνεργαστούν σε οµάδα δηµιουργικότητας . Για να είναι τούτο δυνατό χρειάζεται
τα άτοµα να έχουν επιπλέον και τις εξής ιδιότητες :
1 . προθυµία για συνεργασία
2 . σταθερότητα απόψεων
3 . συµβιβαστικότητα, δηλ. προθυµία να πείθονται
4. ανεκτικότητα στην κριτική τους από άλλους
5. ειλικρίνεια, δηλ. έλλειψη επιθυµίας για προβολή και για πρoσωπική
εκµετάλλευση των αποτελεσµάτων της οµαδικής εργασίας .
64
Σχ. 15. Οι επί µέρους γενική διαδικασία εφαρµογής των µεθόδων
δηµιουργικότητας.
65
Σύνθεση των oµάδων δηµιουργικότητας
Για τη σύνθεση των oµάδων δηµιουργικότητας ισχύουν ορισµένοι γενικοί κανόνες
όπως :
- το άριστο µέγεθος των οµάδων είναι περίπου 4 άτοµα
- η οµάδα συντίθεται από µέλη µε διαφορετικές ειδικές γνώσεις
- ένα µέλος της οµάδας αναλαµβάνει το ρόλο του συντονιστή
Κατά τη διάρκεια της εργασίας της οµάδας χρησιµοποιούνται όλα τα πρόσφορα
οπτικά µέσα (πίνακες, χάρτες, φωτoγραφίες κλπ. ) ώστε να µη χαθεί τίποτε από την
συζήτηση .
Σε προηγούµενο κεφάλαιο αναφέρθηκαν οι πρoϋποθέσεις που πρέπει να υπάρχουν
για να είναι ένα άτοµο δηµιουργικό. Όµως όλα τα δηµιουργικά άτοµα δεν µπορούν και
να συνεργαστούν σε οµάδα δηµιουργικότητας . Για να είναι τούτο δυνατό χρειάζεται
τα άτοµα να έχουν επιπλέον και τις εξής ιδιότητες :
1 . προθυµία για συνεργασία
2 . σταθερότητα απόψεων
3 . συµβιβαστικότητα, δηλ. προθυµία να πείθονται
4. ανεκτικότητα στην κριτική τους από άλλους
5. ειλικρίνεια, δηλ. έλλειψη επιθυµίας για προβολή και για πρoσωπική
εκµετάλλευση των αποτελεσµάτων της οµαδικής εργασίας .
Κανόνες οµαδικής εργασίας
Πέρα από τις επιµέρους φάσεις που εφαρµόζουν όλες οι µέθοδοι δηµιουργικότητας
και πέρα από τις ιδιότητες που πρέπει να έχουν τα άτοµα-µέλη της οµάδας , για να
είναι η οµάδα όσο το δυνατό πιο απoδοτική είναι απαραίτητο κατά τη λειτουργία της
να τηρούνται οι εξής εµπειρικοί κανόνες (Daenker, F. 1977):
-
τα µέλη της οµάδας αναγνωρίζονται αµοιβαία ως ισότιµα µεταξύ τους
-
οι προσωπικές γνώµες διατυπώνoνται ανοικτά και χωρίς δισταγµούς
-
η σιωπή δεν σηµαίνει και συµφωνία-συγκατάθεση
-
το να ακούει κανείς τον συνοµιλητή του είναι το ίδιο σηµαντικό όπως και το
66
-
να µιλάει
οι αντιθέσεις µεταξύ απόψεων δεν συγκαλύπτονται αλλά αντίθετα
αποκαλύπτονται και συζητιούνται
οι διαφορές απόψεων αποτελούν για τη λειτουργία της οµάδας πηγές
πληροφοριών και όχι ενοχλητικές διαταραχές στη λειτουργία
ασκείται κριτική και όχι επικρίσεις – κατηγορίες
οι επιµέρους αποφάσεις κατά τη συζήτηση , οι επιµέρους συζητήσεις και
τα επιµέρους απoτελέσµατά τους καταγράφονται συνεχώς
σηµαντικές νέες απόψεις και αλλαγές στόχων ανακοινώνονται αµέσως και
συζητιούνται
Όπως είναι φανερό, οι πιο πάνω κανόνες δεν αποσκοπούν πουθενά αλλού παρά στο
να εξασφαλίσουν τις προϋποθέσεις πλήρους απελευθέρωσης του δηµιoυργικού
δυναµικού του κάθε µέλους της οµάδας .
Οι επιµέρους µέθοδοι δηµιουργικότητας
Οι µέθoδοι της δηµιουργικότητας αποτελούν υποοµάδα µιας ευρύτερης οµάδας
µεθόδων, οι οποίες χαρακτηρίζονται µε τον γενικό τίτλο "ευριστικές "µέθοδοι.(heuristic
methοdς, heuristiche Methοden, από το ρήµα ευρίσκω), (σχ. 16).
Οι ευριστικές µέθοδοι αποτελούν ένα σύνολο κανόνων συστηµατικού τρόπου
εργασίας µε τη βοήθεια των οποίων καταβάλλεται η προσπάθεια επίλυσης ενός
συγκεκριµένου προβλήµατος µε ταυτόχρονη τήρηση ορισµένων περιορισµών.
'Ολες οι ευριστικές µέθοδοι έχουν τις εξής δύο ιδιότητες:
1 . δεν εργάζoνται µε κάποιο σταθερό αλγόριθµο και
2. δεν χρησιµοποιούν κάποιο κριτήριο αριστοποίησης (όπως είναι π.χ. οι
µαθηµατικές µέθοδοι αριστοποίησης), δεν εγγυώνται την αριστοποίηση
αλλά αυξάνουν την πιθανότητα να φθάσουµε στο άριστο αποτέλεσµα.
3 . δεν δίνουν το µέτρο της απόκλισης ανάµεσα στη λύση που αυτές δίνουν
και στην άριστη λύση .
Εφαρµόζoνται σε σύνθετα προβλήµατα της πράξης, στα οποία λόγω ακριβώς της
πολυπλοκότητάς τους και για λόγους οικονοµίας δεν είναι δυνατό να εφαρµοσθούν οι
ακριβείς µαθηµατικoί αλγόριθµoι. Σε τέτοια προβλήµατα οι µέθοδοι αυτές µπορούν να
οδηγήσουν σε καλές σχετικά λύσεις οι οποίες στη συνέχεια θα αριστοποιηθούν µε την
εφαρµογή των µεθόδων αριστοποίησης (π.χ. της επιχειρησιακής έρευνας).
Οι ευριστικές µέθοδοι διακρίνονται σε τρεις συνολικά υποοµάδες (σχ. 16):
Η υποοµάδα 1 περιλαµβάνει µεθόδους , οι οποίες παράγουν πληροφορίες, η
υποοµάδα 2 απαρτίζεται από µεθόδους που συστηµατοποιούν υπάρχουσες
πληροφορίες και η oµάδα 3 περιλαµβάνει µεθόδους πρόγνωσης.
67
Σχήµα 16. ∆ιάκριση των ευριστικών µεθόδων και των µεθόδων δηµιουργικότητας
(δεν υπάρχει στο αρχείο πίνακας 16)
68
Α . ΟΙ ΜΕΘΟ∆ΟΙ ∆ΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ
1 . Brainstorming (Καταιγισµός ιδεών)
Μία οµάδα, αποτελούµενη από 6-8 (κατ' άλλους µέχρι και 12) άτοµα συνέρχεται για
20-3Ο λεπτά της ώρας για να συζητήσει τις λύσεις του συγκεκριµένου προβλήµατος,
ανεξάρτητα αν οι λύσεις αυτές φαίνονται εξαρχής ρεαλιστικές ή όχι . Η όλη διαδικασία
χωρίζεται σε τρεις επί µέρους φάσεις : την "προετοιµασία" , την "διεξαγωγή" και
την "αξιoλόγηση των ιδεών'. .
"Πρoετοιµασία"
Περιλαµβάνει τον καθορισµό των µελών της oµάδας, τη γνωστοποίηση του θέµατος πρoβλήµατος και την ενηµέρωσή τους σχετικά µε τους κανόνες που θα
ακολουθηθούν. Ετσι στην επί µέρους αυτή φάση έχουµε:
1 . Σύνθεση της οµάδας τέτοια, που να εξασφαλίζει αλληλοσυµπληρούµενες
ειδικότητες, απόψεις και δηµιουργικές ικανότητες. ∆εν µετέχουν µέλη που
ενδεχοµένως έχουν πρoσωπικά προβλήµατα.
2. Τηλεφωνική γνωστοποίηση της συνεδρίασης και του θέµατος στα µέλη της οµάδας
µία εβδοµάδα πριν.
3 . Επαναληπτική, γραπτή αυτή τη φορά γνωστοποίηση δύο ηµέρες πριν.
4. Τα µέλη που για πρώτη φορά θα λάβουν µέρος σε µία τέτοια συνεδρίαση
ενηµερώνονται λεπτοµερέστερα γραπτά για τη διαδικασία, δηλ. ότι κατά τη
διάρκεια της συνεδρίασης
- επικρατεί πλήρης ισοτιµία µεταξύ των µελών
- η διάρκεια οµιλίας του κάθε µέλους ανέρχεται σε 3Ο δευτερόλεπτα
- απαγορεύονται οι επικρίσεις, η κριτική και οι φράσεις αστεϊσµoύ
- τα µέλη δεν έχουν το δικαίωµα της πνευµατικής ιδιοκτησίας για όσες ιδέες
εκφέρουν στη συνεδρίαση
- είναι επιθυµητή η έκφραση ιδέας συµπληρωµατικής και εξελικτικής της ιδέας
του προλαλήσαντα
- είναι επιθυµητές οι πολλές ανά κάθε µέλος ιδέες (προτίµηση της ποσότητας)
69
5 . Εξασφάλιση πρακτικογράφου και όλων των απαραίτητων παραστατικών και
λοιπών οπτικών µέσων που ενδεχόµενα να χρειαστούν στη διάρκεια της
συνεδρίασης για τη διαρκή καταγραφή των ιδεών (πίνακας τοίχου, προβολέας
διαφανειών, flipcharts ) .
6. Εξασφάλιση άνετης αίθουσας και άνετης ατµόσφαιρας για τη συνεδρίαση .
"∆ιεξαγωγή"
1. Τα µέλη καλούνται να εκφράσουν τις ιδέες τους
2. Ο πρακτικογράφος σηµειώνει επιγραµµατικά σε εµφανή για όλα τα µέλη θέση τις
ιδέες που αυτά διατυπώνουν, χωρίς να συσχετίζει την κάθε ιδέα µε το όνοµα αυτού
που την εξέφρασε
3. Τήρηση του κανόνα 4 της προηγούµενης φάσης από όλα τα µέλη
4. Για να µη µετατραπεί η συνεδρίαση σε παραδοσιακή συνεδρίαση µιας επιτροπής,
είναι απαραίτητη η ύπαρξη ενός συντονιστή που θα συντονίζει την διεξαγωγή.
"Αξιολόγηση"
Η κριτική, η αξιολόγηση και η ταξινόµηση των ιδεών αποτελεί στάδιο µεταγενέστερο
της συνεδρίασης και γίνεται από ειδικούς που δεν µετείχαν στη συνεδρίαση. Η
ταξινόµηση µπορεί να γίνει σε
- ιδέες ακατάλληλες για τη λύση του προβλήµατος
- ιδέες που ίσως να είναι χρήσιµες στο µέλλον
- ιδέες που απαιτούν πιο πέρα επεξεργασία
- ιδέες άµεσης εφαρµογής
Η µέθοδος Brainstοrming υπόσχεται ποσοστό επιτυχίας 3-6 %, που είναι
πολλαπλάσιο του ποσοστού που δίνουν συνήθως οι παραδοσιακές συνεδριάσεις
επιτροπών. 'Εχει το πλεονέκτηµα του ότι δεν προαπαιτούνται ειδικές µε το πρόβληµα
γνώσεις από όλα τα µέλη της οµάδας. Απαιτεί όµως σαφή περιγραφή του
προβλήµατος. Στη δασική πράξη µπορεί να εφαρµοστεί για προβλήµατα που έχουν
σχέση µε την τεχνική της παραγωγής σε οποιαδήποτε επιµέρους φάση της
παραγωγικής διαδικασίας.
Μέθοδος 635
Η µέθοδος ονοµάσθηκε 635 επειδή
η οµάδα απαρτίζεται από 6 µέλη,
κάθε µέλος προτείνει γραπτά 3 ιδέες για τη λύση του προβλήµατος, σε ένα
ειδικό φύλλο χαρτί (φύλλο προτάσεων)
- η πρόταση των λύσεων γίνεται µέσα σε χρονικό διάστηµα 5 λεπτών της
ώρας
Κάθε φύλλο προτάσεων παραδίνεται στη συνέχεια στο γειτονικό µέλος της οµάδας, το
οποίο συνέχεια µε τις προηγούµενες λύσεις προτείνει άλλες ιδέες κ.ο.κ. µέχρις ότου το
κάθε φύλλο προτάσεων συµπληρωθεί και από τα 6 µέλη. 'Ετσι µέσα σε 30 λεπτά της
ώρας προκύπτουν συνολικά 6χ6χ3 = 108 προτάσεις για λύση του προβλήµατος.
Κάθε φύλλο πρέπει να περιέχει 6χ3 = 18 προτάσεις (βλ. υπόδειγµα, Σχ. 17).
-
Πρόβληµα: …………..
70
Φύλλο προτάσεων
Ονοµατεπώνυµo
Προτάσεις
µέλους και ιδιότητα
(α)
(β)
(γ)
Γεώργιος Πεύκος
Σπύρος Ψευδάκακος
Ιωάννης ∆αφνόφυλλος
Σχ. 16: Υπόδειγµα φύλλου προτάσεων (µέθοδος 635)
Μέθοδος 66
Η οµάδα αποτελείται από 6 άτoµα που συζητούν το πρόβληµα και προτείνουν λύσεις.
Η διάρκεια της συζήτησης ανέρχεται σε 6 λεπτά της ώρας.
Μέθοδος Synektik
Α. Σύνθεση της οµάδας
•
•
•
•
Η οµάδα απαρτίζεται από 2 έως 6 άτοµα
Κάθε µέλος της οµάδας έχει από µόνο του φροντίσει να ενηµερωθεί και να
κατανοήσει το πρόβληµα
Ορίζεται συντονιστής των µελών της οµάδας, ειδικά εκπαιδευµένος στη δυναµική
των οµάδων
Τα µέλη της οµάδας είναι εκπαιδευµένα σε τέτοιoυ είδους συνεδριάσεις, οι οποίες
στην προκείµενη µέθοδο διαρκούν 40 έως 80 λεπτά της ώρας .
Β. ∆ιαδικασία εφαρµογής
Η µέθοδος στoχεύει στην ενσυνείδητη αποξένωση από το συγκεκριµένο πρόβληµα,
στην αναζήτηση αναλογιών σε άλλες περιοχές της φύσης , της ζωής και της
οικονοµίας και στην επισήµανση και µεταφορά αυτών στο συγκεκριµένο πρόβληµα
71
υπό µoρφή πιθανών λύσεων. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η ενσυνείδητη
τόνωση και ενίσχυση της διαδικασίας δηµιουργίας νέων ιδεών, η οποία λαβαίνει χώρα
κυρίως στο υποσυνείδητο.
Η µέθοδος Synektik κατά την εφαρµογή της εξελίσσεται λίγο ή πολύ κατά το
ακόλουθο σχήµα των 10 επιµέρους διαδοχικών φάσεων:
1 .Συζήτηση και τοποθέτηση του προβλήµατος
⇓
2. Ακριβέστερος ορισµός του προβλήµατος
⇓
3 ∆ιατύπωση αυθόρµητων ιδεών επίλυσης
⇓
4. Επαναπροσδιορισµός του προβλήµατος
⇓
5. Αναζήτηση άµεσων µε το πρόβληµα αναλογιών στη φύση, στην οικονοµία
κλπ.
⇓
6. Αναζήτηση προσωπικών αναλογιών στη ζωή
⇓
7. Εντοπισµός παραδόξων συµβολικών αναλογιών
⇓
8 . Αναζήτηση και πάλι άµεσων µε το πρόβληµα αναλογιών
⇓
1Ο. Μεταφορά για επίλυση του προβλήµατος
Μετά δηλ. από µια αρχική απoσαφήνιση-συγκεκριµενοποίηση του προβλήµατος
προωθείται αναζήτηση πιθανών αναλογιών και λύσεων σε περιοχές ξένες προς το
πρόβληµα, µέσω µιας βήµα προς βήµα αφαίρεσης και αποξένωσης από αυτό.
Η διαδικασία σε αυτές τις επιµέρους φάσεις δεν είναι αυστηρή, αλλά επιτρέπονται
αναδράσεις µε τη µορφή feed - back, ώστε να επαναπρoσδιορίζεται το πρόβληµα και
η εξασφάλιση κλίµατος τέτοιου, που τα µέλη να µη διστάζουν να αναζητούν αναλογίες
και στις προσωπικές τους ακόµα εµπειρίες ή και στις παραδοξότητες, κάνει τη µέθοδο
αυτή κατάλληλη για επίλυση δύσκολων προβληµάτων. Θέτει όµως υψηλές απαιτήσεις
στις συντονιστικές ικανότητες του ατόµου που θα οριστεί ως συντονιστής .
Παρουσιάζει ποσοστά επιτυχίας στην ανεύρεση κατάλληλων λύσεων άνω του 3Ο %.
Γ. Τυπικές ερωτήσεις του συντονιστή
72
Μετά από την ανάλυση και συζήτηση του προβλήµατος (φάση 1, τοποθέτηση του
προβλήµατος), ο συντονιστής ακολουθεί την διαδικασία που περιγράφτηκε
προηγουµένως . Η διαδικασία αυτή περνάει λίγο ή πολύ µέσα από τις εξής τυπικές
ερωτήσεις του συντονιστή (Σ) προς τα µέλη (Μ ) της οµάδας.
Σ(συντονιστής) : "Το πρόβληµα µας συνίσταται . . . . . . . . " . ( Φάση 2, ορισµός του
προβλήµατος) "Υπάρχει κάποια ιδέα αυτή τη στιγµή ως λύση του προβλήµατος;"
(Φάση 3, διατύπωση ιδεών επίλυσης)
Μ(µέλος) 2 : "Ναι η εξής . . . . . . . . . . . . . . . . " .
Μ3 : "Ναι η εξής . . . . . . . . . . . . . . . . " .
................................
................................
Σ. : "Ας επαναπροσδιορίσουµε το πρόβληµα: Περί τίνος ακριβώς πρόκειται ;
Χρειαζόµαστε ένα τέτοιο ορισµό του προβλήµατος , ο οποίος να επιτρέπει την
ανεύρεση αναλογιών". (Φάση 4, επαναπροσδιορισµός του προβλήµατος )
Μ1 : "Πρόκειται για το πρόβληµα . . . . . . . . . . . . . . " .
.............................................
Σ.: "Πού βρίσκοµε στη φύση και ποιά ανάλογα προβλήµατα"; (φάση 5, αναζήτηση
άµεσων αναλογιών)
Μ1 : "Η περίπτωση χ . . . . "
Μ2: "Η περίπτωση Ψ . . . ."
Μ5: "..................."
Μ6: "..................."
Μ3: "..................."
Μ4: "..................."
Σ. : "Ας πάρουµε την περίπτωση Ψ. Χρειαζόµαστε τώρα αναλογίες από τις
προσωπικές µας εµπειρίες . Υποθέστε ότι εσείς προσωπικά ρυθµίζετετην περίπτωση
Ψ. Πώς αισθάνεστε ως τέτοιος ρυθµιστής" ; (φάση 6, αναζήτηση προσωπικών
αναλογιών)
Μ1: "..................."
Μ3: ".......... κ ......"
!. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
........................
Σ. : "Από τις προηγούµενες απαντήσεις σας ξεχωρίζουν οι όροι . . . . , . . . . . . ,
. . . . . , . . . . κ . . . , . . . . . . . . . Ας επιλέξουµε τον όρο ... . κ. . . Προχωρείστε στην
αναζήτηση και περιγραφή παράδοξων αναλογιών γύρω από τον όρο αυτό" . (Φάση 7,
εντοπισµός παράδοξων συµβολικών αναλογιών)
Μ1: "..................."
73
Μ2 : " . . . . . . . . . τ . . . . . . . . . "
Μ3: "..................."
........................
Σ. : "Ας επιλέξουµε τον όρο . . .κ. . . και ας αναζητήσoυµε και πάλι αναλογίες στον
χώρo όµως της Τεχνικής αυτή τη φορά. Ποιά παραδείγµατα υπάρχουν στον χώρο της
Τεχνικής για τον όρο κ; " . (Φάση 8, αναζήτηση και πάλι αµέσων αναλογιών)
Μ1 : "Το παράδειγµα . . . . . . . . . . . . "
Μ2: " " .....Τ......"
Μ3: " ............
...............................
Σ. : "Αποφασίστε ποιό από τα παραδείγµατα των αναλογιών στην Τεχνική είναι κατά
τη γνώµη σας το καταλληλότερο και περιγράψτε το αναλυτικότερα". (Φάση 9,
ανάλυση πιθανών λύσεων)
Μ : "Το παράδειγµα ...Τ..."
Μ1 : "Τ = . . . . . . . . . . . . . . . . . "
Μ3: “Τ = ...............………..”
... : “.....................”
Σ. "Ξανασκεφτείτε τώρα το πρόβληµα όπως το προσδιορίσαµε. Τι σχέση έχει το
πρόβληµά µας µε το παράδειγµα Τ; " . (Φάση 10, µεταφορά για επίλυση του
προβλήµατος)
Μ1 : " "
Μ2: " "
... : “.....................”
Σ. : Με τις τελευταίες απαντήσεις σας διαθέτουµε πια ορισµένες αφετηρίες για την
επίλυση του προβλήµατος. Για τα υπόλοιπα θα ενδιαφερθούν οι τεχνικοί και στη
συνέχεια οι οικονοµολόγοι που θα προτείνουν και την οικονοµικότερη λύση.
Β. ΜΕΘΟ∆ΟI ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝAΖΗΤΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟPΙΩΝ (ΚΑΙ ΤΩΝ
ΛΥΣΕΩΝ) (ευριστικές µέθοδοι ορισµένου σκοπού)
Όπως αναφέρθηκε στην αρχή του κεφαλαίου τούτου οι ευριστικές µέθοδοι ορισµένου
σκoπού έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό ότι επιδιώκουν την επίλυση ενός
συγκεκριµένου προβλήµατος µέσα από τη συστηµατοποίηση της αναζήτησης των
σχετικών µε το πρόβληµα πληροφοριών. Η συστηµατική αυτή αναζήτηση επιδιώκεται
είτε µε την ανάλυση-υποδιαίρεση του προβλήµατος σε υποπροβλήµατα είτε µε την
74
ανάλυση αυτού σε υποσυστήµατα µε κριτήριο τις επιµέρους λειτουργίες που
δηµιουργούν το πρόβληµα είτε µε συνδυασµό υποπροβληµάτων και λειτουργιών
υποσυστηµάτων.
Τέσσερις είναι οι κυριότερες µέθοδοι συστηµατικής αναζήτησης των πληροφοριών:
1 . η ανάλυση των λειτουργιών
2. η µορφολογική µέθοδος ή "µορφολογία"
3 . η προοδευτική αφαίρεση
4. η βιονική
5 . η attribute listing
1. Η µέθοδος ανάλυσης των λειτουργιών (Funktionanalyse)
Πρόκειται για µέθοδο που επιδιώκει την συστηµατική ανεύρεση όλων των πιθανών
λύσεων για κάθε µία από τις επιµέρους λειτουργίες-υποπροβλήµατα του όλου
προβλήµατος και την πινακοποίηση αυτών σε ένα ορθογώνιο πίνακα. Στον πίνακα
αυτό στην πρώτη κατακόρυφη στήλη καταχωρούνται οι επιµέρους λειτουργίες υποπροβλήµατα, στις δε οριζόντιες γραµµές όλες οι πιθανές λύσεις για κάθε
υποπρόβληµα (σχ. 19 ???). Σύµφωνα µε τη µέθοδο αυτή :
1. προσδιορίζεται και περιγράφεται επακριβώς το πρόβληµα
2. αναλύεται το πρόβληµα στις επιµέρους λειτουργικές του φάσεις, µε τη βοήθεια της
ερώτησης ποιές επιµέρους διαδικασίες απαρτίζoυν το πρόβληµα (στήλη 1η του σχ.
19??? )
3.µετά από µια αποστασιοποίηση από το πρόβληµα, αναζητoύνται και καταγράφονται
όλες οι πιθανές λύσεις για κάθε επιµέρους λειτουργία - υποπρόβληµα µε βάση τις
ιδιότητες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της (οριζόντιες γραµµές του σχ. 19??? )
4. γίνεται µία πρώτη αξιολόγηση των λύσεων και "αποκλείονται - διαγράφoνται" όσες
επί του παρόντος:
α) δεν διαθέτουν τα επιθυµητά χαρακτηριστικά και
β) για τεχνολογικούς λόγους δεν θεωρούνται πρόσφορες
5. εξετάζονται και αξιολογούνται όλες οι υπόλοιπες λύσεις και επιλέγογονται οι
καλύτερες .Η επιλογή των καλυτέρων λύσεων γίνεται και πάλι σταδιακά και µάλιστα
κατ' αρχή σε οριζόντια θεώρηση: επιλέγεται δηλ. η καλύτερη λύση κατ' αρχή για το
πρώτο επιµέρους πρόβληµα (στο πρώτο παράδειγµα του σχ. 17 µεταξύ των λύσεων
1.1, 1.2, 1.3, 1.4, 1.5, 1.6 επιλέγεται η 1.5), στη συνέχεια η καλύτερη λύση για το
δεύτερο επιµέρους πρόβληµα (η 2.6 στο παράδειγµα του σχ. 19??? ) και τέλος η
καλύτερη λύση για το τρίτο επιµέρους πρόβληµα (η 3.1 ) . Ο συνδυασµός των τριών
αυτών (καλύτερων) επιµέρους λύσεων δίνει και τον άριστο συνδυασµό µεταξύ των
όλων των λύσεων που περιλήφθηκαν στον πίνακα. Ο συνδυασµός αυτός:
µεταφέρεται και εφαρµόζεται στην πράξη, επιλύοντας το πρόβληµα.
75
Οι λύσεις που "αποκλείστηκαν - διαγράφτηκαν" επί του παρόντος "αποθηκεύονται",
µε την έννοια ότι επιζητείται η σε µεταγενέστερο στάδιο ρεαλιστικοποίησή τους,
επειδή είναι γεγονός και η µέχρι τώρα εµπειρία έχει αποδείξει, ότι τέτοιες λύσεις
αποτελούν το κλειδί για θεαµατικές µελλοντικές επιτυχίες.
Από τα πιο πάνω γίνεται φανερό ότι σηµαντικό ρόλο στην αναζήτηση-καταγραφή των
πιθανών λύσεων αλλά και στην επιλογή της καλύτερης κάθε φορά, ασκούν :
1. η σωστή υποδιαίρεση του προβλήµατος σε επιµέρους προβλήµατα, δηλ.
στις επιµέρους λειτουργικές διαδικασίες από τις οποίες απαρτίζεται η
διαδικασία η οποία αποτελεί και το πρόβληµα, και
2. η χωρίς δισταγµούς αναζήτηση και καταγραφή όλων των πιθανών και
ανεξάρτητα από τη ρεαλιστικότητά τους λύσεων
Η µέθοδος παρουσιάζει ποσοστά επιτυχίας της τάξης του 10 %.
Σχ. 18 : Παραδείγµατα εφαρµoγής της µεθόδoυ της λειτoυργικής ανάλυσης
Παράδειγµα 1: Επιµέρoυς προβλήµατα, ενδεχόµενες λύσεις και επιθυµητές ιδιότητες
για την “αναδάσωση εκτάσεων µε µεγάλη κλίση”
Στοιχεία
του
προβλήµατος
=
ενδεχόµενες λύσεις(πιθανές και απίθανες)
επιµέρoυς
προβλήµατα
1. Aπoµάκρυνση κoπή
εκκρηκτικά
θαµνώδους
χειρωνακτικά κατά θέσεις (1.2)
βλάστησης
θέσεις (1.1 )
κατά εµπρηστικές
βόµβες
σύστηµα ροµπότ
(1.4)
αυτ
µηχ
κατά θέσεις (1.3)
(1.5
2.∆ιάνοιξη λάκκων εργάτης
+ εργάτης
+ειδικό
σκαπτικά εργαλεία πετρ/κίνητο
(2.1)
µηχάνηµα
(φορητό) (2.2)
εργάτης
+ειδικό σύστηµα ροµπότ
ηλ/κίνητο
(2.4)
µηχάνηµα
(φορητό) (2.3)
αυτ
επί
3.
Τοποθέτηση εργάτης χειρωναφυταρίων
κτικά
ειδικό ροµπότ
εναέρια διανoµή
(3.2)
µε σχoινογερανό τηση
(3.3)
ελικόπτερο
αυτ
επί
εναέρια τoπoθέ-.
µε
76
(3.1)
Σχ. 18α : Παραδείγµατα εφαρµoγής της µεθόδoυ της λειτoυργικής ανάλυσης
Παράδειγµα 2: Επιµέρους προβλήµατα, ενδεχόµενες λύσεις και επιθυµητές ιδιότητες
για την αύξηση της παραγωγικότητας µελιού από (δασικούς) θαµνώνες µε
επιµήκυνση της περιόδου ανθοφορίας
Στοιχεία
του
προβλήµατος
=
επιµέρoυς
προβλήµατα
ενδεχόµενεςλύσεις(πιθανέςκαι απίθανες)
1. Βελτίωση της αντικατάσταση της επιµήκυνση
βλάστησης
βλάστησης
ανθοφoρίας
τεχνητά
(1.1)
2.
Βελτίωση ανανέωση
σµηνών
σµηνών (2.1)
(1.2)
δηµιoυργία
φυλής (2.2)
εµπλουτισµός της δηµιουργία υβριεισα
ειδώ
βλάστησης
µε
δίων
τοπικής
γηγενή
βλάστησης
χλωρίδα (1.3)
(1.5
(1.4)
νέας δηµιoυργία
κλώνων (2.3)
δηµιουργία υβριδίων (2.4)
ρύθ
ανα
παρ
µη
µέλ
(2.5
77
Σχ. 18β : Παραδείγµατα εφαρµoγής της µεθόδoυ της λειτoυργικής ανάλυσης
Παράδειγµα 3: Βελτίωση της επικέρδειας τεχνητής φυτείας ελάτης για παραγωγή
∆ένδρων Χριστουγέννων, εκτάσεως 10 Ha
Στοιχεία
του
προβλήµατος
=
επιµέρoυς
προβλήµατα
ενδεχόµενεςλύσεις(πιθανέςκαι απίθανες)
1 . Μείωση του Ελαχιστοποίηση
κεφαλαίου
απωλειών
ίδρυσης
φυταρίων
Ελαχιστοποίηση
;;;
..;;;
2. Μείωση
λειτουργι-
= ………..;;;
= ………..;;;
= ………..;;;
=…
του = ………..;;;
= ………..;;;
= ………..;;;
= ………..;;;
=…
4.
Αύξηση των = ………..;;;
εσόδων
από
πώληση
= ………..;;;
= ………..;;;
= ………..;;;
=…
των = ………..;;;;
δαπανών
εγκατάστασης
κών κεφαλαίων
3. Μείωση
περίτροπου
χρόνου
78
2. Η µορφολογική µέθοδος (µέθοδος του Zwicky)
Η µέθοδος αυτή τόσο από την άποψη του τρόπου της εφαρµογής της όσο και από την
άποψη των ποσοστών επιτυχίας στην αναζήτηση ρεαλιστικών λύσεων είναι όµοια µε
την προηγούµενη µέθοδο της λειτουργικής ανάλυσης . Η ουσιαστική διαφορά της σε
σχέση µε την προηγούµενη µέθοδο συνίσταται στο ότι αντί για τις επιµέρους
λειτουργίες - διαδικασίες του προβλήµατος για επίλυση (στήλη 1η του πίν. 1 )
καταγράφονται τα συστατικά στοιχεία του προβλήµατος . ' Ετσι σε τούτη τη µέθοδο,
για την ανεύρεση των συστατικών στοιχείων του προβλήµατος η τυπική ερώτηση
είναι: ποιά συστατικά στοιχεία απαρτίζουν το πρόβληµα;
Στην περίπτωση π.χ. του σχ. 19 ??? της προηγούµενης µεθόδου τα στοιχεία αυτά
θα ήταν:
1 . οι εκτάσεις για αναδάσωση
2. το δασοπονικό είδος
3 . τα φυτάρια
Προβλήµατα:
∆ώστε πλήρες παράδειγµα εφαρµογής
α) της µορφολογικής µεθόδου και
β)της µεθόδου λειτουργικής ανάλυσης
χωριστά για κάθε µία από τις πιο κάτω περιπτώσεις:
1. ίδρυση φυτειών παραγωγής δένδρων Χριστουγέννων
2. αξιοποίηση της δασικής θαµνώδους χλωρίδας για καλλωπιστικούς
79
σκοπούς
3. αξιοποίηση της δασικής µελισσοτροφικής χλωρίδας για αύξηση της
παραγωγής µελιού
4. αξιοποίηση της δασικής αρωµατικής και φαρµακευτικής χλωρίδας στην
βιοµηχανία αρωµάτων, καλλυντικών και φαρµακευτικών ειδών
3. Η µέθοδος καταγραφής των ιδιοτήτων (Attribute listing)
Το πρόβληµα αναλύεται - υποδιαιρείται καθέτως στα επιµέρους στοιχεία του και κάθε
στοιχείο σε υποστοιχεία. Κάθε υποστοιχείο περιγράφεται οριζόντια µε βάση τις
χαρακτηριστικές του ιδιότητες . ‘Ετσι τελικά η µέθοδος οδηγεί σε µία διαφοροποίηση
των επιµέρους στοιχείων του προβλήµατος µέσω της περιγραφής των ιδιοτήτων.
Μετά δε τη σχετική και ανάλογη µε τις δύο προηγούµενες µεθόδους πινακοποίηση,
επιδιώκεται ένας επιθυµητός συνδυασµός ιδιοτήτων των επιµέρους στοιχείων.
4. Η µέθοδος Προοδευτική αφαίρεση
Η µέθοδος αποσκοπεί στον εντοπισµό και την κατανόηση των αιτίων ενός
προβλήµατος ώστε τελικά να διατυπωθεί η γενική αρχή που το διέπει . Η διαδικασία
εφαρµογής λαβαίνει χώρα σε επιµέρους διαδοχικά στάδια, όπου το κάθε νέο στάδιο
σε σύγκριση µε το προηγούµενο αποτελεί ένα ακόµη ψηλότερο πεδίο αφαίρεσης. Η
τυπική ερώτηση που διατυπώνεται σε κάθε στάδιο είναι η γενική ερώτηση "σε τί
συνίσταται άραγε το πρόβληµα; "οπότε από τις απαντήσεις που θα δοθούν
διαφαίνονται τα αίτια που το έχουν προκαλέσει, κατανοείται τούτο καλύτερα και
συνοψίζεται η αρχή που το διέπει. Για να ξανατεθεί στη συνέχεια το ερώτηµα "περί
τίνος πρόκειται άραγε;" και να επαναληφθεί η διαδικασία σε ανώτερο επίπεδο
αφαίρεσης.
5. Η Βιονική µέθοδος
Το πρόβληµα κατά τη βιονική µέθοδο αναλύεται σε επιµέρους προβλήµατα, τα οποία
περιγράφονται ένα προς ένα λεπτοµερώς. Στη συνέχεια αναζητούνται σχετικά
πρότυπα και λύσεις για το κάθε ένα υποπρόβληµα στον φυσικό κόσµο (στη φύση) .
Η µέθοδος έχει βρει ήδη εντυπωσιακή εφαρµογή στον τεχνικό τοµέα (αεροναυπηγική,
ναυπηγική, υποβρύχια, κλπ. ).
Στη δασοπονία µπορεί να εφαρµοστεί τόσο για τη λύση τεχνικών προβληµάτων όσο
και τεχνικοοικονοµικών. Στα πλαίσια π.χ. των προσπαθειών για την αξιοποίηση των
θαµνωδών δασικών εκτάσεων µε αυξηµένες κλίσεις θα µπορούσε κανείς να φθάσει
στο σηµείο για ορισµένες γεωγραφικές περιοχές να απoρρίψει πλήρως τόσο την
ξυλοπαραγωγή όσο και τη βόσκηση ως µέσων αξιοποίησης επειδή, λόγω των
µεγάλων κλίσεων, τόσο η συγκοµιδή ξύλου όσο και η βόσκηση είναι είτε αδύνατη είτε
πολύ αντιοικονοµική. Αντί αυτών δε να προχωρήσει στην εφάπαξ εγκατάσταση
µελισσοτροφικών φυτών, οπότε η συγκοµιδή γίνεται αδάπανα και το έδαφος
προστατεύεται πλήρως από τη διάβρωση. 'Η, κατ' αναλογία µε τον τρόπο συγκοµιδής
80
του νέκταρ από τις µέλισσες, να εγκατασταθούν συστάδες ξυλοπαραγωγής και η
υλοτοµία και µετατόπιση-µεταφορά να γίνεται µε εναέριο σύστηµα ελικοπτέρου.
Η µέθοδος αποτελεί στην ουσία εφαρµογή στη φύση της λεγόµενης αναλογικής
µεθόδου ή µεθόδου των αναλογιών∗, µε τη βοήθεια της οποίας ένα γνωστό φαινόµενο
(φυσικό στην περίπτωση της βιονικής♦) µπορεί να χρησιµοποιηθεί για να συναχθούν
συµπεράσµατα για ένα φαινόµενο άγνωστο (το πρόβληµά µας στην περίπτωση της
βιονικής) .
Η διαδικασία εφαρµογής της µεθόδου για αναζήτηση και ανεύρεση της λύσης
σε συγκεκριµένο πρόβληµα συνοψίζεται στις εξής επιµέρους φάσεις :
1. καθορισµός του προβλήµατος
⇓
2 . ανάλυση του προβλήµατος σε υποπροβλήµατα
⇓
3. λειτουργική περιγραφή του κάθε υποπροβλήµατος
⇓
4. αναζήτηση στη φύση προτύπων που παρουσιάζουν λειτουργική αναλογία µε το
υποπρόβληµα
⇓
5. µελέτη του (ων) φυσικού (ων) προτύπου (ων) που παρουσιάζει τη λειτουργική
αναλογία
⇓
6. έλεγχο αν και κατά πόσο οι λύσεις που προκύπτουν από τη φάση 5 µπορούν να
µεταφερθούν και να εφαρµοσθούν για τη λύση του συγκεκριµένου υποπροβλήµατος .
∗
με τον όρο "αναλογία" εννοείται εδώ η από άποψη μορφής ή λειτουργίας ταυτότητα ή
ομοιότητα δύο φαινομένων (διαδικασιών ή συστημάτων)
♦η αναλογική μέθοδος όπως ήδη θα έχει διαπιστώσει ο αναγνώστης χρησιμοποιείται κατά
την εφαρμογή και άλλων μεθόδων δημιουργικότητας (π.χ. μέθοδος Synektik)
81
ΙV. ΠΡΟΓΝΩΣΗ - ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
Ορισµός και είδη προβλέψεων
Οι προβλέψεις ή προγνώσεις αναφέρονται σε µελλοντικές καταστάσεις ή γεγονότα.
"Πρόβλεψη" ή "πρόγνωση" είναι η εκ των προτέρων µαρτυρία ή πληροφορία για
καταστάσεις που πρόκειται να υπάρξουν ή γεγονότα που πρόκειται να συµβούν στο
µέλλον.
Η µελλοντική αυτή εµφάνιση των καταστάσεων ή γεγονότων πιθανόν να
εξαρτάται ή να µην εξαρτάται από την εµφάνιση προηγουµένως κάποιων
άλλων καταστάσεων ή γεγονότων. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για
"πρόβλεψη υπό όρους" ενώ στη δεύτερη για "πρόβλεψη χωρίς περιορισµούς".
Παραδείγµατα
1 . Στον αυριανό πλειοδοτικό διαγωνισµό εκποίησης, η τιµή της στρόγγυλης ξυλείας
µεγάλoυ µήκους και Α' ποιότητας θα φθάσει τις 12000 δρχ/Μ3 ("πρόβλεψη χωρίς
περιορισµούς").
2. Στον αυριανό πλειοδοτικό διαγωνισµό εκποίησης στρόγγυλης ξυλείας µεγάλου
µήκους και Α ' ποιότητας, αν πάρουν µέρος και οι ξυλοβιοµηχανίες
Χ και Ψ, η τιµή της ξυλείας αυτής θα φθάσει τις 140ΟΟ δρχ/Μ3 ("πρόβλεψη υπό
όρους").
Οι χωρίς όρους
επιστηµονικές.
ή
περιορισµούς
προγνώσεις
θεωρούνται
γενικά
ως
µη
Εκτός από τα δύο πιο πάνω είδη προγνώσεων, υπάρχει και ένα τρίτο είδος, οι
προγνώσεις που στηρίζονται σε συγκεκριµένους νόµους. Οι οποίες όµως, αν τις
αναλύσει κανείς περισσότερο, βλέπει ότι υπάγονται στις "προγνώσεις υπό όρους".
82
Παράδειγµα: Εάν στον αυριανό πλειοδοτικό διαγωνισµό στρόγγυλης ξυλείας µεγάλου
µήκους και Α' ποιότητας δεν εµφανισθούν τουλάχιστον δύο πλειοδότες, ο
διαγωνισµός θα επαναληφθεί.
Η πρόβλεψη του παραδείγµατος αυτoύ στηρίζεται σε ρυθµιστική – κανονιστική
διάταξη που έχει ισχύ νόµου, και προβλέπει την επανάληψη του διαγωνισµού. Η δε
πρόβλεψη µε την έννοια του ορισµού που δόθηκε στην αρχή του κεφαλαίου τούτου
έγκειται στην περίπτωση ετούτη, στο να δοθούν εκ των προτέρων πληροφορίες µαρτυρίες για το ενδεχόµενο να µην εµφανιστούν πραγµατικά αύριο δύο τουλάχιστον
πλειοδότες.
Ιδιότητες ή στοιχεία των προβλέψεων
Όπως αναφέρθηκε στην αρχή του κεφαλαίου τούτου, η πρόγνωση είναι µαρτυρία ή
πληροφορία που αναφέρεται στο µέλλον. Οι κυριότερες ιδιότητές της δίνονται
συγκεντρωµένα στο σχ. 20 και είναι συνoπτικά οι εξής:
1. το περιεχόµενο
2. η έκταση ισχύος του περιεχοµένου
3. η βεβαιότητα
4. η ακρίβεια
5. η θεµελίωση και
6. η ποιότητα
Το περιεχόµενο µιας πρόγνωσης απαρτίζεται από τρία βασικά στοιχεία ("διαστάσεις"
της πρόγνωσης): το αντικείµενο, στο οποίο αναφέρεται η πρόγνωση (π. χ. τιµές
προϊόντων ξύλου), τον χρόνο στον οποίο αυτή εκτείνεται και τον χώρo για τον οποίο
αυτή ισχύει. Παράδειγµα: Η τιµή του καυσόξυλου όλων των κρατικών
εκµεταλλεύσεων της χώρας κατά τα επόµενα δύο έτη θα παρουσιάσει πτώση.
Σχ. 19. Ιδιότητες ή στοιχεία της πρόβλεψης µε την ευρεία της έννοια
Τύποι περιγραφής
οριστικός
µερικός
γενικός
αντικείµενο
χρονικό σηµείο
Το περιεχόµενο
χρονική διάρκεια
∆ιαστάσεις κατά
χρόνο
χρονικός
ορίζοντας
βραχυπρόθεσµη
µεσοπρόθεσµη
83
µακροπρόθεσµη
χώρο
Η βεβαιότητα
ποσοτική
Η ακρίβεια
συγκριτική
ποιοτική
Η θεµελίωση
(τεκµηρίωση)
µη θεµελιωµένη
παραδοχή, προφητεία
θεµελιωµένη
υποκειµενική
θεµελίωση
προσδοκία
αντικειµενική
θεµελίωση
προβολή, πρόγνωση
Η ποιότητα
Η έκταση ισχύος του περιεχοµένου της πρόγνωσης πρoσδιορίζεται ανάλογα µε τον
τύπο που χρησιµοποιείται για την περιγραφή των διαστάσεών της ( "τύπος
περιγραφής"). Υπάρχουν τρεις τύποι περιγραφής: ο οριστικός, ο αόριστoς
επιµεριστικός, και ο γενικός, ο κάθε ένας από τους οποίους µπορεί να
χρησιµοποιηθεί για ένα ή περισσότερα από τα τρία στοιχεία του περιεχόµενου της
πρόγνωσης (σχ.19). Για την κατανόηση των τύπων περιγραφής δίνεται πιο κάτω ο
κάθε ένας από αυτούς, µε αντίστοιχα παραδείγµατα και µε αναφορά µόνο σε ένα από
τα τρία στοιχεία του περιεχοµένου της πρόγνωσης, στο αντικείµενο (συγκεκριµένα τα
προϊόντα ξύλου) .
Στον οριστικό τύπο, το περιεχόµενο της πρόγνωσης ισχύει µόνο για ένα ορισµένο
προϊόν ξύλου. Παράδειγµα: Η τιµή του καυσόξυλου προβλέπεται να µειωθεί το
επόµενο έτος.
Στον επιµεριστικό τύπο, το περιεχόµενο της πρόγνωσης εκτείνεται αόριστα σε
κάποιο ή κάποια από τα δυνατά προϊόντα ξύλου. Παράδειγµα :Υπάρχει προϊόν ξύλου
του οποίου οι τιµές θα παρουσιάσουν πτώση κατά το επόµενο έτος (του καυσόξυλου
ή και άλλων ή και όλων των προϊόντων). Τέλος στον γενικό τύπο πρόγνωσης, το
περιεχόµενο αυτής εκτείνεται υποχρεωτικά σε όλα τα δυνατά πρoϊόντα. Παράδειγµα:
Οι τιµές όλων των προϊόντων ξύλου θα παρουσιάσουν πτώση κατά το επόµενο
έτος.
Φυσικά είναι δυνατό να χρησιµοποιηθούν ταυτόχρονα περισσότεροι του ενός τύποι
περιγραφής. Μία πρόγνωση δηλ. µπορεί να είναι κατ' αντικείµενο οριστική, κατά χώρo
γενική και κατά χρόνο µερική. Παράδειγµα: Μέσα στο 2000 θα υπάρξει µία
τουλάχιστον χρονική στιγµή (κατά χρόνο επιµεριστική) κατά την οποία η τιµή του
"καυσόξυλου (κατ' αντικείµενο οριστική) θα παρουσιάσει κάθετη πτώση για όλες τις
δασικές εκµεταλλεύσεις της χώρας (κατά χώρο γενική), σχ. 21 (έντονα χ).
84
Πίν. 20: Συνδυασµοί τύπων περιγραφής και συστατικών στοιχείων του
περιεχοµένου της πρόγνωσης
Τύπος
Συστατικά στοιχεία
Περιγραφής
αντικείµενο
χρόνος
χώρος
1. οριστικός
χ
χ
χ
2. αόριστος - επιµεριστικός
χ
χ
χ
3. γενικός
χ
χ
χ
χ = είναι δυνατός ο συνδυασµός
Ειδικότερα για τη διάσταση του χρόνου οι προβλέψεις αντιµετωπίζονται και από την
άποψη του "χρονικού ορίζοντα αναφοράς" Μία πρόβλεψη µπορεί να είναι
βραχυπρόθεσµη, µεσοπρόθεσµη και µακροπρόθεσµη ανάλογα µε το σε ποιά χρονική
στιγµή της πρόβλεψης αναµένεται να πραγµατοποιηθεί το προβλεπόµενο γεγονός.
Ποια από τις τρεις αυτές προβλέψεις είναι ποιοτικά καλύτερη ή πιο πιθανή για να
επαληθευθεί (ασφαλέστερη), εξαρτάται από το περιεχόµενό της, από τους
παράγοντες που επηρεάζουν τη διαµόρφωση του υπό πρόβλεψη µεγέθους και από
την ανάλυση των παραγόντων αυτών πριν καταλήξουµε στην πρόβλεψη. Είναι πέρα
για πέρα δυνατό µια µακροπρόθεσµη πρόγνωση να είναι ασφαλέστερη από µία
βραχυπρόθεσµη αφού είναι δυνατό το περιεχόµενο της πρώτης να είναι λιγότερο
ακριβές από αυτό της δεύτερης.
Μία πρόγνωση όπως είπαµε και στα προηγούµενα, µπορεί να αναφέρεται σε µία
συγκεκριµένη χρoνική στιγµή ( "η τιµή πώλησης της στρόγγυλης ξυλείας" >2m Α'
ποιότητος την 15.2.2000 θα είναι 7200 δρχ / Μ3") ή σε ένα χρονικό διάστηµα ("η τιµή
του ξύλου από 1.1.2000 έως 15.2.2000 θα είναι 7200 δρχ / Μ3 " ). Ποιά από τις δύο
είναι η ασφαλέστερη εξαρτάται και εδώ από το περιεχόµενο της κάθε µιας και τους
παράγοντες που διαµορφώνουν το υπό πρόβλεψη µέγεθος .
Η βεβαιότητα
Κάθε πρόβλεψη είναι κατά γενικό κανόνα λιγότερο ή περισσότερο επισφαλής (είναι
δηλ. αβέβαιο κατά πόσο πράγµατι θα συµβεί το προβλεπόµενο γεγονός, π. χ. αν θα
επιτευχθεί πράγµατι η τιµή των 14000 δρχ/Μ3 στον αυριανό διαγωνισµό). Αυτό
οφείλεται κυρίως στο γεγονός ή στην ιδιότητα της πρόβλεψης, από το σύνολο των
δυνατών µελλοντικών γεγονότων, (π.χ. τις τιµές µεταξύ 10.001 και 20.000 δρχ/Μ3),
να αποκλείει µερικά από αυτά (στο σχ. 20 όλες οι τιµές αποκλείονται πλην της
προβλεπόµενης των 14000 δpχ/Μ3)
85
Σχ. 21: Τιµές δηµοπρασιών ξύλου ως πιθανά και βέβαια γεγονότα
δρχ/Μ3
10 000
τιµή εκκίνησης
10 001
10 002
12 000
14 000
δυνατή τιµή
“
“
“
“
Προβλεπόµενη
τιµή
δυνατή τιµή
16 000
Είδος
γεγονότος
Βέβαιο
γεγονός
Πιθανά
(µελλοντικά)
γεγονότα
Όσο περισσότερα ενδεχόµενα γεγονότα αποκλείει η πρόβλεψη τόσο πιο ακριβής είναι
αυτή, αλλά ταυτόχρονα και τόσο πιο επισφαλής όπως στην περίπτωση του σχ. 22
(προβλεπόµενη τιµή 14 000 δρχ/Μ3). Αντίθετα όσο λιγότερα ενδεχόµενα γεγονότα
αποκλείει τόσο πιο σίγουρη είναι αλλά και τόσο λιγότερο ακριβής. 'Ετσι, στην
περίπτωση πάλι του σχ. 22, η πρόβλεψη ότι η τιµή θα διαµορφωθεί µεταξύ 12 000 και
16 000 δρχ/Μ3 είναι πιο σίγουρη, αλλά υστερεί από πλευράς ακρίβειας.
Η µικρότερη ή µεγαλύτερη βεβαιότητα µιας πρόβλεψης µετριέται µε τη βοήθεια της
θεωρίας των πιθανοτήτων και εκφράζεται ως πιθανότητα % να επαληθευθεί η
πρόβλεψη (έτσι έχουµε µεθόδους προβλέψεων µε πιθανότητες ή χωρίς
πιθανότητες). Η πιθανότητα, ανάλογα µε την επιστηµονική ή όχι θεµελίωσή της
διακρίνεται σε υποκειµενικά εκτιµώµενη (υποκειµενική ) και σε αντικειµενικά
εκτιµώµενη (αντικειµενική), (σχ. 23).
Σχ. 22: ∆ιάκριση της πιθανότητας επαλήθευσης των πρoβλέψεων
∆ιάκριση
της
πιθανότητας
σε:
υποκειµενική
αντικειµενική
µαθηµατικά υπολογιζόµενη
προσωπική εκτίµηση
θεωρητική
(µαθηµατική στατιστική)
στατιστική
(περιγραφική στατιστική)
επαγωγική
Η ακρίβεια
Ανάλογα µε το περιεχόµενο της πρόγνωσης είναι δυνατό να διακριθεί η ακρίβεια σε
ποιοτική, συγκριτική και ποσοτική.
Στην περίπτωση της ποιοτικής ακρίβειας, το περιεχόµενο της πρόγνωσης είναι
καθαρά περιφραστικό και καθόλου ποσοτικά - αριθµητικά προσδιορισµένο. Π.χ.: στον
αυριανό πλειοδοτικό διαγωνισµό οι τιµές του ξύλου θα διαµoρφωθούν πολύ ψηλά.
Όταν το περιεχόµενο της πρόγνωσης είναι τέτοιο που να δίνει πληροφορίες
συγκριτικά µε άλλες καταστάσεις ή γεγονότα, πρόκειται για συγκριτική ακρίβεια της
πρόγνωσης: Στον αυριανό επαναληπτικό (του προηγούµενου, πριν από 15 ηµέρες)
διαγωνισµό οι τιµές του ξύλου θα διαµορφωθούν χαµηλότερες αυτών του αρχικού
διαγωνισµού (ή κάτω των 14000 δρχ/Μ3).
Η ποσοτική ακρίβεια στην πρόγνωση: το περιεχόµενο είναι ποσοτικά αριθµητικά
καθορισµένο, π.χ. η τιµή θα διαµορφωθεί στις 14000 δρχ / Μ3. Γίνεται σαφές έτσι, ότι
οι προγνώσεις µε ποσοτική ακρίβεια, συγκριτικά µε τις δύο άλλες προηγούµενες
περιπτώσεις ακρίβειας, έχουν και τη µικρότερη πιθανότητα να επαληθευθούν.
86
Η επιστηµoνική θεµελίωση
Ανάλογα µε το αν µία πρόγνωση τεκµηριώνεται ή όχι επιστηµονικά διακρίνεται σε
επιστηµονικά θεµελιωµένη ή µη θεµελιωµένη πρόγνωση .
Η επιστηµονικά µη θεµελιωµένη πρόγνωση δεν στηρίζεται καθόλου σε εµπειρικά
δεδοµένα και εποµένως δεν µπορεί να τεκµηριωθεί Όταν αναφέρεται σε
µακροπρόθεσµη προοπτική αποτελεί τη λεγόµενη προφητεία, ενώ σε όλες τις άλλες
περιπτώσεις αποτελεί υπόθεση ή παραδoχή .
Η επιστηµονικά θεµελιωµένη πρόβλεψη διακρίνεται σε υποκειµενική πρόβλεψη (ή
προσδοκία) και σε αντικειµενική πρόβλεψη (πρόβλεψη υπό στενή έννοια). Η
υποκειµενική πρόβλεψη ή προσδοκία στηρίζεται µόνο στην υποκειµενική εµπειρία και
γι΄αυτό είναι µονόπλευρη και κατανοητή µόνο από τον προβλέποντα και εποµένως
δεν αντέχει σε αντικειµενικό έλεγχο από τρίτους. Από την άποψη της επαλήθευσής
τους µόνο υποκειµενικές πιθανότητες πρoσωπικής εκτίµησης µπορούν να δοθούν
(σχ. 23).
Αντίθετα η αντικειµενικά θεµελιωµένη ή "αντικειµενική πρόβλεψη" ή "πρόβλεψη υπό
στενή έννοια" στηρίζεται σε εµπειρικά ή πειραµατικά δεδοµένα, τα οποία όµως είναι
προσιτά
σε τρίτους, οι οποίοι και µπορούν να τα ελέγξουν. Η κατηγορία αυτή των προβλέψεων
απαρτίζεται κατά κανόνα από µία υπόθεση που αναφέρεται στο µέλλον και από τα
εµπειρικά ή πειραµατικά δεδοµένα στα οποία στηρίζεται. Η υπόθεση µπορεί να είναι
ένας φυσικός νόµoς ή ένα µαθηµατικό µοντέλο, που γίνεται δεκτό ότι θα ισχύσει στο
µέλλον, οπότε έχουµε αντίστοιχα τις λεγόµενες "προγνώσεις" και τις "προβολές”).
Το εµπειρικό υλικό µπορεί να είναι τυχαίες ή συστηµατικές παρατηρήσεις, στατιστικές
απογραφές, τρέχουσες καταγραφές κλπ.. Είναι φανερό ότι η ποιότητα και η ποσότητα
του υλικού αυτού προσδιορίζει και την ποιότητα της πρόβλεψης.
Γίνεται φανερό από τα µέχρι τώρα, ότι η (επιστηµονικά θεµελιωµένη) αντικειµενική
πρόβλεψη απαρτίζεται από το εµπειρικό υλικό (δεδοµένα) που εκτείνεται στο
παρελθόν και από το περιεχόµενο της πρόβλεψης που εκτείνεται στο µέλλον. 'Ετσι
διακρίνονται σχετικά δύο χρονικά διαστήµατα, ο "χρονικός ορίζοντας της
εµπειρίας" (παρελθόν) και ο "χρονικός ορίζοντας της πρόγνωσης" ή του
σχεδιασµού (µέλλον), το άθροισµα δε των δύο αυτών χρονικών διαστηµάτων
αποτελεί την "ολική χρονική διάσταση" της πρόγνωσης (Wild 1974, Ackermaη 1942
κατά Wild 1974). Η θεµελίωση της πρόγνωσης µε τη βοήθεια του εµπειρικού υλικού
δικαιολογείται µόνο εφ’ όσον κάνουµε παραδεκτό, ότι τα αίτια που διαµόρφωσαν
αυτό στο παρελθόν θα εξακολουθούν να δρουν µε τον ίδιο ακριβώς τρόπο και στο
µέλλον, κατά τη διάρκεια δηλ. του χρονικού ορίζοντα της πρόγνωσης ("σταθερότητα
συµπεριφοράς του συστήµατος των αιτίων"). Συνεπώς προγνώσεις µε τη βοήθεια
δεδοµένων του παρελθόντος είναι δυνατές και επιτρεπτές µόνο εφ΄ όσον δεν
υπάρχουν ενδείξεις για µεταβολή της συµπεριφοράς του συστήµατος των αιτίων. Όσο
δε µεγαλύτερη είναι η "ολική χρονική διάσταση" της πρόγνωσης τόσο µικρότερη είναι
η βεβαιότητα για τη σταθερότητα αυτή και εποµένως και τόσο ασθενέστερη η
τεκµηρίωση της πρόγνωσης. Γεγονός, που οδηγεί στο συµπέρασµα ότι όσο πιο νέα
(µικρότερης ηλικίας) είναι τα εµπειρικά δεδοµένα και/ή όσο πιο µικρός είναι ο
ορίζοντας της πρόγνωσης τόσο πιο µεγάλη είναι η πιθανότητα να επαληθευτεί αυτή.
Εφαρµογές αυτού του συµπεράσµατος - κανόνα είναι
1) η ανάπτυξη µεθόδων πρόγνωσης που χρησιµοποιούν εµπειρικά δεδοµένα
µε τη µορφή χρονολογικών σειρών και µε διαφοροποίηση της σηµασίας
87
(διαφορετική στάθµιση) των νεώτερων στοιχείων της σειράς έναντι των
παλαιότερων (βλ. Lewadowski, 198Ο) και
2) η ανάγκη για συστηµατική κατά ορισµένα µικρότερα χρονικά διαστήµατα
αναθεώρηση µιας πρόγνωσης, που ο χρονικός ορίζοντάς της είναι µεγάλος.
Η ποιότητα
Για κάθε πρόγνωση υπάρχουν ορισµένα κριτήρια τα οποία καθορίζουν πόσο "καλή"
είναι τελικά αυτή η πρόγνωση. Χρησιµοποιούνται δηλ. για να προσδιορίσουν την
ποιότητά της. Τα ίδια κριτήρια χρησιµοποιούνται και για την επιλογή της καλύτερης
µεταξύ εναλλακτικών προγνώσεων, όταν π.χ. έχουν γίνει εναλλακτικές προγνώσεις µε
διαφορετικές µεθόδους, σχ. 24.
Σχ. 23: Κριτήρια της ποιότητας της πρόγνωσης
Περιεχόµενο
γενικότητα ισχύος
ακρίβεια
ισχύς υπό όρους
Βεβαιότητα
περιεχόµενο
ποιότητα θεµελίωσης
ποιότητα εµπειρικής θεµελίωσης
88
Η ποιότητα µιας πρόγνωσης επηρεάζεται από παράγοντες, όπως το πιο κάτω
διάγραµµα (η ανοδική κατεύθυνση του βέλους ⇑ υποδηλώνει άνοδο της ποιότητας
και η καθοδική ⇓ πτώση της ποιότητας της πρόγνωσης):
Η ποιότητα της πρόγνωσης επηρεάζεται από:
το πληροφοριακό περιεχόµενο της τον βαθµό βεβαιότητας της πρόγνωσης, ο
πρόγνωσης, το οποίο καθορίζεται οποίος καθορίζεται από:
από:
•
τη γενικότητα της ισχύος (⇑
⇑)
•
•
την ακρίβεια (⇑
⇑)
•
•
την ύπαρξη όρων ισχύος (⇓
⇓)
•
•
το πληροφοριακό περιεχόµενο της
πρόγνωσης (⇓
⇓)
την ποιότητα της εµπειρικής θεµελίωσης
(⇑
⇑). Η ποιότητα της εµπειρικής
θεµελίωσης προσδιορίζεται από:
τον αριθµό των θετικών αποδεικτικών
στοιχείων (⇑
⇑)
το πληροφοριακό της περιεχόµενο (⇑
⇑)
•
την ηλικία (παλαιότητα) της (⇓
⇓)
•
την αυστηρότητα των ελέγχων (⇑
⇑)
•
το δοµικό περιεχόµενο των εµπειρικών
δεδοµένων (⇑
⇑)
Με βάση τα δεδοµένα του πίνακα αυτού µπορούν να διατυπωθούν οι εξής κυριότεροι
κανόνες αξιολόγησης της ποιότητας µιας πρόγνωσης:
1. Το πληροφοριακό περιεχόµενο των προγνώσεων και των αποδεικτικών στοιχείων
αυξάνει όσο περισσότερο αυξάνει η γενικότητα ισχύος του περιεχοµένου των
προγνώσεων, όσο περισσότερο αυξάνει η ακρίβεια της πρόγνωσης και όσο
περισσότερο µειώνονται οι όροι (προϋποθέσεις) ισχύος της.
2. Ο βαθµός βεβαιότητας της πρόγνωσης αυξάνει όσο περισσότερο µειώνεται το
πληροφοριακό της περιεχόµενο και όσο περισσότερο αυξάνει η ποιότητα της
θεµελίωσης.
3. Η ποιότητα της θεµελίωσης αυξάνει όσο µεγαλύτερος είναι ο αριθµός και όσο
µεγαλύτερη είναι η αυστηρότητα των ελέγχων, όσο µεγαλύτερο είναι το
πληροφοριακό περιεχόµενο των ελέγχων, όσο µικρότερη είναι η ηλικία της
θεµελίωσης και όσο πιο δοµικό είναι το περιεχόµενου του εµπειρικού υλικού
(δεδοµένων).
Με τη βοήθεια των κανόνων αυτών, µπορεί κανείς σχετικά εύκολα να απαντήσει στο
ερώτηµα, εάν µια συγκεκριµένη µέθοδος πρόγνωσης (π.χ. ένα µοντέλο
παλινδρόµησης, ένα µοντέλο τάσης ή η µέθοδος Delphi) είναι η καταλληλότερη ή όχι
για µία πρόγνωση.
Οι βασικές παραδοχές σχετικά µε τις προγνώσεις
Σχετικά µε τις προγνώσεις, υπάρχουν πάντοτε δύο βασικές παραδοχές, ανεξάρτητα
από το αν αυτές κατά τη διενέργεια µιας πρόγνωσης οµολογούνται ρητά ή
υπονοούνται:
89
1. ότι το προβλεπόµενο µέγεθος είναι (όπως ήδη αναφέρθηκε σε προηγούµενο
σηµείο) πάντοτε το αποτέλεσµα της λειτουργίας ενός συστήµατος αιτίων
(περισσοτέρων και όχι ενός). Η πολλαπλότητα των αιτίων και η δράση αυτών σε
σχέση µε το προβλεπόµενο µέγεθος δεν είναι γραµµική, αλλά αντίθετα υπάρχουν
και αναδράσεις. Οι πληροφορίες και οι γνώσεις µας για το σύστηµα αυτό των
αιτίων είναι συνήθως λιγοστές. Κατά κανόνα µόνο µερικά από τα αίτια µας είναι
γνωστά και συνεπώς δεν έχουµε σαφή εικόνα για τις σχέσεις αυτών µε τα
υπόλοιπα (άγνωστα) αίτια.
2. ότι το σύστηµα των αιτίων, που λειτούργησε – έδρασε στο παρελθόν, θα συνεχίσει
να δρα και στο µέλλον. Φυσικά έναντι αυτής της παραδοχής είναι ενδεχόµενο
βασικές συνθήκες λειτουργίας του συστήµατος των αιτίων να έχουν αλλάξει. Όλες
οι προγνώσεις όµως βασίζονται στην παραδοχή ότι το σύστηµα των αιτίων δεν
έχει µεταβληθεί σηµαντικά µεταξύ του "χρονικού ορίζοντα της εµπειρίας"
(παρελθόν) και του "χρονικού ορίζοντα της πρόγνωσης".
Βήµατα της διαδικασίας της πρόγνωσης
Η διαδικασία της πρόγνωσης λαβαίνει χώρα σε λιγότερο ή περισσότερο διακριτά
µεταξύ τους διαδοχικά βήµατα:
1. Το πρώτο βασικό βήµα είναι η αποσαφήνιση του αντικειµένου της πρόγνωσης
(ποιο συγκεκριµένο µέγεθος, ποια συγκεκριµένη µεταβλητή θα τεθεί στη
διαδικασία της πρόγνωσης, για ποιο λόγο και µε ποιες αξιώσεις).
2. Το δεύτερο βήµα αφορά την αποσαφήνιση του πλαισίου των δεδοµένων της και
την ανάλυση του συστήµατος των αιτίων.
3. Τρίτο βήµα είναι η διαµόρφωση µια αρχής ή ενός µοντέλου της πρόγνωσης.
4. Το τέταρτο βήµα εστιάζεται στον εντοπισµό µερικών από τους κυριότερους
παράγοντες - µεταβλητές που επηρεάζουν την υπό πρόβλεψη µεταβλητή και στην
αναζήτηση πληροφοριακού υλικού και βιβλιογραφίας που στηρίζει και τεκµηριώνει
τον επηρεασµό αυτό.
5. Η αναζήτηση ενδείξεων και η προεκτίµηση για την σταθερότητα ή την
µεταβλητότητα του συστήµατος των αιτίων στον χρονικό ορίζοντα της πρόγνωσης
αποτελεί το πέµπτο βήµα.
6. Προβληµατισµός για το ενδεχόµενο διεξαγωγής της πρόγνωσης εναλλακτικά µε τη
χρήση ή χωρίς τη χρήση µοντέλων πρόγνωσης.
7. Καθορισµός των προϋποθέσεων υπό τις οποίες θα ισχύει η πρόγνωση.
8. Αξιολόγηση των ενδεχόµενων εναλλακτικών προγνώσεων µε τη βοήθεια
συγκεκριµένων ποιοτικών κριτηρίων.
9. Κα τέλος η επιλογή ύστερα από την αξιολόγηση της καλύτερης ποιοτικά
πρόγνωσης µε τη λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί το ένατο και τελευταίο
βήµα.
Η πιο πάνω διαδικασία σε ορισµένες περιπτώσεις, ιδιαίτερα για πεπειραµένους µε τη
διαδικασία και τη µεθοδολογία των προγνώσεων στελέχη, εµφανίζεται µε λιγότερα
βήµατα. Τούτο είναι στην ουσία το αποτέλεσµα της συγχώνευσης µεταξύ τους
ορισµένων διαδοχικών βηµάτων της ανωτέρω αναλυτικής παρουσίασης. Η διαδικασία
των πιο πάνω βηµάτων αποτελεί ουσιαστικά εφαρµογή, στο αντικείµενο της
πρόγνωσης, της διαδικασίας για την επίτευξη ενός στόχου, όπως αυτή ήδη
αναλύθηκε στην αρχή των προκείµενων πανεπιστηµιακών παραδόσεων (σχ. 2).
Οι µέθοδοι πρόγνωσης
Η µεθοδολογία της πρόγνωσης αρχικά και για µεγάλο χρονικό διάστηµα εστιαζόταν
στις λεγόµενες «στατιστικές – µαθηµατικές» µεθόδους πρόγνωσης. Από τη δεκαετία
το ‘ 70 και µετά όµως διακρίνονται στη βιβλιογραφία τρείς βασικές οµάδες µεθόδων:
90
•
•
•
Οι µέδοδοι διαίσθησης (intuitive methods, Intuitive Verfahren)
Οι ερµηνευτικές µέθοδοι (explorative methods, Explorative
Verfahren) και
Οι µαθηµατικές – στατιστικές µέθοδοι( mathematical – statistical
methods, mathematisch – statistische Verfahren)
Διαίσθησης (Scenario writing, DELPHI)
Μέθοδοι πρόγνωσης
Ερμηνευτικές (Δενδρογράμματα, Μορφολογική,
Ανάλυση παραγόντων, Ανάλυση συστημάτων)
Μαθηματικές - στατιστικές (Μοντέλα τάσης,
εκθετικής εξομάλυνσης, νόμοι οικονομικής
μεγέθυνσης και εξέλιξης, μοντέλα παλινδρόμησης,
οικονομετρικά υποδείγματα, μοντέλα προσομοίωσης)
Σχ. 24: Οι µέθοδοι πρόγνωσης υπό την στενή τους έννοια
(*Για µεθόδους της 1ης οµάδας και από τη 2η οµάδα για Μορφολογική Ανάλυση βλέπε
προηγούµενο κεφάλαιο “Μέθοδοι δηµιουργικότητας” καθώς επίσης για την µέθοδο
Delphi πιο κάτω, για µεθόδους της οµάδας ΙΙ και ΙΙΙ βλέπε κατωτέρω).
Η µέθοδος Delphi (∆ελφών)
Πολλές φορές οι κλασσικές µέθοδοι πρόγνωσης µε ερωτηµατολόγιο µειονεκτούν στην
πρόγνωση των µελλοντικών εξελίξεων λόγω των πολλαπλών αλληλεξαρτήσεων
µεταξύ των παραγόντων που επηρεάζουν - διαµορφώνουν τις εξελίξεις αυτές. Για την
άρση του µειονεκτήµατος αυτού αναπτύχθηκε η µέθοδος Delphi, η οποία επιχειρεί να
λύσει το πρόβληµα µε την ενεργοποίηση της διαίσθησης και της εµπειρίας.
Πρόκειται για µέθοδο πολλαπλής και σε διαδοχικά στάδια συγκέντρωσης των
απόψεων ειδικών και έµπειρων σε συγκεκριµένα θέµατα στελεχών. Οι ειδικοί λόγω
των ειδικών γνώσεων επί του θέµατος αλλά και της πρόσθετης και ευρύτερης
συνήθως µόρφωσής τους µπορούν να δώσουν σχετικά ακριβείς προβλέψεις µε
σχετικά καλή πιθανότητα (να επαληθευθούν οι προβλέψεις αυτές). Οι απόψεις τους
συγκεντρώνονται είτε µε τη βοήθεια προσωπικής συνέντευξης (βάσει
91
ερωτηµατολογίου) είτε µε την αποστoλή ταχυδροµικώς του ερωτηµατολογίου. Μετά
την πρώτη συγκέντρωση και επεξεργασία των ερωτηµατολογίων γνωστοποιούνται
στον καθένα ερωτηθέντα ειδικό οι απόψεις των υπολοίπων (ανώνυµα) και του
υποβάλλεται η παράκληση να επανεξετάσει και ενδεχοµένως να τροποποιήσει την
άποψή του. Η διαδικασία αυτή µπορεί να επαναληφθεί περισσότερες φορές, µέχρις
ότου ενδεχοµένως µε τις τροποποιήσεις και συγκλίσεις των απόψεων καταλήξουµε σε
µία κατά πλειοψηφία άποψη της oµάδας των ειδικών.
Τα βασικότερα προβλήµατα κατά την εφαρµογή της µεθόδου Delphi έγκεινται:
1. στον προσδιορισµό του αριθµού των ειδικών (µέγεθος δείγµατος)
2. στην επιλογή - συγκεκριµενοποίηση των ειδικών (καταλληλότητα,
συνεργασιµότητα)
3. στη διατύπωση των ερωτηµάτων
Η µέθοδος είναι ιδιαίτερα κατάλληλη για πρόβλεψη µελλοντικών φαινοµένων ή
καταστάσεων ή πιθανών γεγονότων για τα οποία γενικά δεν υπάρχει η σχετική
προηγούµενη εµπειρία. Όπως π.χ όταν. πρόκειται να εισαχθεί στην αγορά ένα νέo
προϊόν, οπότε µέσω της µεθόδου επιχειρείται να προβλεφθεί εάν και κατά πόσο θα
γίνει µακροπρόθεσµα αποδεκτό από την αγορά το νέο αυτό προϊόν. Επίσης η
µέθοδος εφαρµόζεται για προϊόντα, τα οποία αναµένεται στο άµεσo µέλλον να µπουν
στη φάση της ωριµότητας του κύκλου ζωής των µέσα στην αγορά, οπότε επιδιώκεται
η πρόγνωση της αντίδρασης της αγoράς στην εισαγωγή νέων µορφών του προϊόντος
αυτού. Γενικά η µέθοδος εφαρµόζεται σε ένα ευρύ φάσµα τοµέων, όπως η αγορά, η
τεχνολογική εξέλιξη, η δηµογραφική εξέλιξη, οι κοινωνικές µεταβολές και εξελίξεις, η
πολιτική κλπ.
Το µέγεθος του δείγµατος.
Το µέγεθος του δείγµατος των ειδικών, όπως είναι φανερό επηρεάζει το σφάλµα και
αντίστροφα την αξιοπιστία των προβλέψεων όπως πειραµατικά απέδειξε ο Dalkey.
Προς τα επάνω, το µέγεθος περιορίζεται από µόνο του, από το γεγονός ότι γενικά οι
ειδικοί σε συγκεκριµένα εξειδικευµένα θέµατα είναι λίγοι. Προς τα κάτω, το ελάχιστο
µέγεθος του δείγµατος δεν µπορεί να είναι µικρότερο του 7, λόγω του ότι πριν και
µετά το µέγεθος αυτό παρουσιάζεται σηµαντική µεταβολή στο µέγεθος του
σφάλµατος.
Η επιλογή των ειδικών
Οι ειδικοί του δείγµατος απαρτίζουν µία κοινωνική οµάδα µε κύριο και βασικό
χαρακτηριστικό, τη γνώση και την εµπειρία γύρω από το συγκεκριµένο θέµα. Οι
ατοµικές απόψεις των µελών της οµάδας oδηγούν τελικά σε µία οµαδική ή συλλογική
άποψη.
Θεωρείται ότι όλα τα µέλη που θα απαρτίσουν την οµάδα των ειδικών κατέχουν κατ'
ελάχιστο όριο την ίδια γνώση (κατέχουν δηλ. ποσοτικά και ποιοτικά τις ίδιες λίγο πολύ
92
πληροφορίες) ενδέχεται όµως, όπως και συµβαίνει κατά κανόνα, να διαφοροποιούνται
αυτοί (ως προς τη γνώση) προς τα επάνω. Συνέπεια τούτου είναι η ύπαρξη διαφορών
στις απόψεις µεταξύ των µελών, χωρίς ταυτόχρονα να µπορεί εκ των προτέρων να
εντοπισθεί ποιά άποψη προσεγγίζει περισσότερο στην αλήθεια. Έτσι δεν είναι γνωστό
σε ποιά άποψη πρέπει κανείς να στηρίξει την λήψη αποφάσεων. Γι’ αυτόν ακριβώς
τον λόγο επιδιώκεται η βήµα προς βήµα διαµόρφωση µιας οµαδικής - συλλογικής
άποψης.
Οι ειδικοί που θα επιλεγούν, παραµένουν µεταξύ τους ανώνυµοι, µε σκοπό:
1. να αποκλειστεί το ενδεχόµενο να επηρεάσει ο ένας τον άλλο κατά τον
σχηµατισµό της ατοµικής του άποψης,
2. να αποκλεισθεί ενδεχόµενη εγωϊστική συµπεριφορά στα µετέπειτα στάδια,
στα οποία το κάθε µέλος θα χρειαστεί να επανεξετάσει και ενδεχοµένως να
τροποποιήσει την άποψή του και
3. να εξασφαλισθεί η ελευθερία στη διατύπωση της ατοµικής άποψης, ιδίως
όταν ορισµένα µέλη βρίσκονται σε διοικητική - ιεραρχική εξάρτηση από
ορισµένα άλλα.
Η επιλογή των ειδικών είναι αποφασιστικής σηµασίας για την ποιότητα των
προβλέψεων και εποµένως και για τη λήψη των αποφάσεων που θα στηριχτούν
σ'αυτές. Ποιοί όµως είναι οι ειδικοί;
Τρεις είναι οι κυριότερες απόψεις για την επιλογή:
Η πρώτη θέλει να επιλέγονται εκείνα τα άτοµα, που σχετικά µε το συγκεκριµένο
πρόβληµα έχουν κάνει στο παρελθόν σωστές παρόµοιες πρoβλέψεις. Με τον τρόπο
βέβαια αυτό αποκλείονται άτοµα τα οποία απλά δεν ρωτήθηκαν σχετικά ή δεν έδωσαν
προβλέψεις στο παρελθόν. Η άποψη αυτή, ως κανόνας για την επιλογή των ειδικών
µάλλον πρέπει να απορριφθεί ή τουλάχιστον δεν πρέπει να είναι η αποφασιστική.
Με βάση τη δεύτερη άποψη, σταθµίζονται τα υποψήφια να συµπεριληφθούν στην
οµάδα άτοµα, µε κριτήρια το αντικείµενο της µέχρι τώρα επαγγελµατικής αλλά και
ευρύτερης δραστηριότητάς τους και την ποιότητα της δραστηριότητας αυτής. Με τη
βοήθεια της στάθµισης αυτής καταλήγει κανείς στο συµπέρασµα, αν το κάθε
συγκεκριµένο άτοµο µπορεί να θεωρηθεί και να αξιοποιηθεί στα πλαίσια της µεθόδου,
ως ειδικός. Η άποψη αυτή οδηγεί πραγµατικά στην επιλογή ατόµων που έχουν
εξασφαλισµένο ένα κατώτερο τoυλάχιστoν όριο γνώσης, σχετικά µε το πρόβληµα,
όπως αναφέρθηκε και στην αρχή. Τίποτε όµως δεν µας εξασφαλίζει και για την
ικανότητα των ατόµων αυτών να κάνουν επιτυχείς προβλέψεις.
Σύµφωνα µε την τρίτη άποψη, ο χαρακτηρισµός ενός ατόµου ως ειδικού επαφίεται
στο ίδιο αυτό άτοµο. ∆ηλ. µε την υποβολή της κάθε ερώτησης για το συγκεκριµένο
πρόβληµα, ερωτάται ταυτόχρονα το άτοµο αν θεωρεί τον εαυτό του και πόσο ειδικό.
Έτσι, από την αρχική οµάδα που έχει προεπιλεγεί, µπορούν να σχηµατισθούν για
κάθε συγκεκριµένη ερώτηση υποοµάδες ειδικών. Κατά τους Dalkey-Brown-Cοchran
όσο περισσότερο ειδικούς θεωρούν τους εαυτούς τους τα άτοµα τόσο λιγότερο
εσφαλµένη είναι η οµαδική-συλλογική άποψη που θα προκύψει τελικά. Πρέπει όµως
εδώ να τονισθεί, ότι όσο µικρότερες γίνονται οι υποοµάδες ειδικών τόσο αρνητικότερα
επηρεάζεται η συλλογική άποψη, λόγω της σµίκρυνσης του µεγέθους του δείγµατος
στην κάθε συγκεκριµένη ερώτηση.
Ποια από τις τρεις ανωτέρω απόψεις θα προτιµήσει κανείς για την επιλογή των
ειδικών δεν µπορεί να απαντηθεί µονοσήµαντα. Στην πράξη επιλέγονται οι ειδικοί και
93
µε τους δύο πρώτους πιο πάνω κανόνες. Στη συνέχεια κατά την υποβoλή των
ερωτήσεων εφαρµόζεται και ο τρίτος κανόνας, οπότε όµως για το µέγεθος της κάθε
υποοµάδας ειδικών πρέπει απαραίτητα να τηρηθεί το ελάχιστο όριο του µεγέθους του
δείγµατος δηλ. ο αριθµός επτά (7).
Επίσης πρέπει να επισηµανθεί εδώ, ότι όσο πιο εξειδικευµένο και πιο συγκεκριµένο
είναι το πρόβληµα τόσο µεγαλύτερη είναι η σηµασία των ειδικών και µε τόσο
µεγαλύτερη φροντίδα πρέπει αυτοί να αναζητηθούν. Και φυσικά, ισχύει και το
αντίστροφο προκειµένου για γενικότερα (µη εξειδικευµένα) προβλήµατα.
Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισµα για την τελική επιλογή ενός ατόµου ως ειδικού είναι
η ανεξαρτησία της σκέψης και η αυτοπεποίθηση, η οποία πρέπει να είναι τόσο ισχυρή
ώστε να ανθίσταται επαρκώς στις ενδεχόµενες πιέσεις και τόσο µικρή ώστε να µη
διστάζει (ο ειδικός) να τροποποιήσει την άποψή του, όταν η ανάγκη για κάτι τέτοιο
είναι τεκµηριωµένη.
Η διαµόρφωση - διατύπωση των ερωτήσεων
Όπως είναι φανερό η ποιότητα µιας απάντησης εξαρτάται σαφώς από την σαφήνεια
της αντίστοιχης ερώτησης, από τη γνώση του ερωτώµενoυ και από τη θέληση αυτού
να απαντήσει σύµφωνα µε τις γνώσεις του. Με την έννοια αυτή, στη δηµιουργία
προβλέψεων και (ειδικότερα για τη συζητούµενη µέθοδο) στη συγκέντρωση σχετικών
πληροφoριών, σηµαντικό ρόλο ασκεί ο τρόπος διατύπωσης των ερωτήσεων προς
τους ειδικούς.
Η διατύπωση των ερωτήσεων αποτελεί ένα από τα τρία στάδια της προετοιµασίας
εφαρµογής της µεθόδου: Εκτός από τον καθορισµό του µεγέθους του δείγµατος και
την επιλογή των ειδικών που θα ερωτηθούν, είναι σκόπιµο το πρόβληµα να συζητηθεί
µε ένα ή δύο ακόµα άτοµα και να ακουστούν - συζητηθούν οι απόψεις τους για το τι
κατά τη γνώµη τους θα έπρεπε να ερωτηθούν οι ειδικοί. Ύστερα από αυτό
διαµορφώνονται οι ερωτήσεις, ως το τρίτο στάδιο της προετοιµασίας∗.
Πριν από την υποβολή των ερωτήσεων στους ειδικούς, είναι σκόπιµη µια ενηµέρωση
τους σχετικά µε τη διαδικασία εφαρµογής της µεθόδου σε περισσότερα του ενός
στάδια και µια συγκεκριµενοποίηση-τοποθέτηση του προβλήµατος, ώστε τούτο να
γίνει καλύτερα κατανοητό.
Η σαφήνεια των ερωτήσεων και η λιγότερο ή περισσότερο αναλυτική
συγκεκριµενοποίηση του προβλήµατος αποτελούν συνάρτηση του πόσο ειδικά µε το
πρόβληµα είναι τα πρόσωπα που θα ερωτηθούν. Σε πολύ ειδικούς περιττεύει ή
αποπροσανατολίζει η αναλυτική ενηµέρωση και αρκεί η σαφήνεια των ερωτήσεων. Ως
προσανατολιστικό στοιχείο - µέτρο για την έκταση της παρουσίασης του προβλήµατος
πριν από την υποβολή των ερωτήσεων µπορεί να δοθεί ο αριθµός των 20 - 25
λέξεων, σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα σχετικών πειραµατισµών∗
Μετά την συγκεκριµενοποίηση - τοποθέτηση του προβλήµατος ακολουθούν οι
ερωτήσεις.
∗
∗
Το στάδιο αυτό µπορεί και να προηγηθεί των δύο προηγουµένων σταδίων
SaΙanski , J . R . et al . 1 971 : The cοnstructiοη of Delphi Event Statements; In: TechnοΙοgicaΙ
Fοrecasting and Social Changes, Vo1. 3.
94
Παραδείγµατα:
1. "Η διάθεση σήµερα (1999) του ξύλου αυτεπιστασίας παραγωγής των κρατικών
δασικών εκµεταλλεύσεων µε δηµοπρασία είναι γραφειοκρατική, δεν ανταποκρίνεται
στις ανάγκες της αγοράς και υποβαθµίζει το υλοτοµηµένο ξύλο:
α) ποιά εξέλιξη βλέπετε ως πιθανότερη για την αντικατάσταση του συστήµατος
αυτού;
β) πόση είναι κατά τη γνώµη σας η πιθανότητα µέχρι το έτος 2005 να έχει
συµβεί η εξέλιξη που προβλέψατε στην προηγούµενη ερώτηση;
γ) µέχρι πότε νοµίζετε ότι θα έχει πραγµατοποιηθεί η εξέλιξη που προβλέψατε
στην ερώτηση (α);
2. "Η πλήρης αξιoποίηση της βιoµάζας των αειφύλλων πλατυφύλλων (Maqui) λόγω
του αναγλύφου και των κλίσεων του εδάφους των περιοχών όπου αυτά φύονται,
εµποδίζεται από το γεγονός ότι είναι αδύνατη επί του παρόντος η εκµηχάνιση της
συγκoµιδής:
α) ποιά εξέλιξη προβλέπετε για τον τρόπο συγκοµιδής στις περιοχές αυτές;
β) ποιά είναι κατά τη γνώµη σας η πιθανότητα να συµβεί η εξέλιξη που
προβλέψατε µέχρι το 2005;
γ) πότε προβλέπετε ότι θα έχει πραγµατοποιηθεί η εξέλιξη που δώσατε
στην ερώτηση (α);"
3. "Η αύξηση του ποσοστού δασoκάλυψης της χώρας από 18 σε 25 % µέσα σε µία
εικοσαετή περίοδο δεν φαίνεται δυνατή, εκτός εάν κάθε χρόνο από τον
ετήσιο προϋπολογισµό του κράτους διατίθεται σταθερά ποσοστό 3 % αυτού
για αναδασώσεις:
α) µέσα σε πόσα χρόνια από σήµερα βλέπετε πιθανή την καθιέρωση του πιο
πάνω ποσοστού;
β) ποιά πιθανότητα βλέπετε, το πιο πάνω ποσοστό να έχει καθιερωθεί µέχρι
το 2010; "
4. Η εφαρµογή του συστήµατος συγκοµιδής και διάθεσης του ξύλου µε βάση το Π.∆.
126/86 αντιµετωπίζει έντονη αρνητική κριτική, µε κύρια επιχειρήµατα την αδυναµία
επιβολής ουσιαστικών κυρώσεων στις περιπτώσεις υπερβάσεων των ληµµάτων, την
αποφυγή συγκοµιδής σε περιπτώσεις µη εξασφάλισης ικανοποιητικού εισοδήµατος
εργασίας και την περιβαλλοντική υποβάθµιση:
α) ποιά εξέλιξη βλέπετε ως πιθανότερη για την αντικατάσταση του συστήµατος
αυτού;
β) πόση είναι κατά τη γνώµη σας η πιθανότητα µέχρι το έτος 2005 να έχει
συµβεί η εξέλιξη που προβλέψατε στην προηγούµενη ερώτηση;
γ) µέχρι πότε νοµίζετε ότι θα έχει πραγµατοποιηθεί η εξέλιξη που προβλέψατε
στην ερώτηση (α);
.
Μία άλλη µορφή ερωτήσεων που επίσης χρησιµοποιείται κατά την εφαρµογή της
µεθόδου Delphi είναι αυτή που ζητάει, µε καθορισµένη πιθανότητα να πρoσδιοριστεί
το έτος κατά το οποίο θα συµβεί η προβλεπόµενη εξέλιξη. Στην περίπτωση αυτή, για
το πιο πάνω παράδειγµα 1 µε την ίδια τοποθέτηση του προβλήµατος, οι ερωτήσεις θα
ήταν:
95
α) ποιά εξέλιξη (κ) βλέπετε ως πιθανότερη για την αντικατάσταση του
συστήµατος αυτού;
β) µε πιθανότητα 25 %, σε ποιό έτος προβλέπετε ότι θα συµβεί η εξέλιξη (κ);
γ) µε πιθανότητα 5Ο %, σε ποιό έτος προβλέπετε ότι θα συµβεί το (κ);
δ) µε πιθανότητα 75 % σε ποιό έτος προβλέπετε ότι θα συµβεί το (κ);
Για κάθε µία ερώτηση είναι δυνατό να δίνεται ένας κατάλογος όλων των δυνατών
απαντήσεων, µεταξύ των οποίων ο ειδικός πρέπει να επιλέξει µία ("κλειστές
ερωτήσεις'). Για παράδειγµα, η ερώτηση (δ) της προηγούµενης περίπτωσης µαζί µε
τον κατάλογο των απαντήσεων θα µπορούσε να διατυπωθεί ως εξής:
(δ) µε πιθανότητα 75 %, σε ποιά πενταετία της περιόδου 1999 –2023 προβλέπετε να
συµβεί το (κ); (υπογραµµίστε τη σωστή κατά τη γνώµη σας απάντηση)
(1999-2003) (2004-2008) (2009-2013) (2014-2018) (2019-2023)
Όπως από τα προηγούµενα γίνεται φανερό, η µέθοδος Delphi απαιτεί για κάθε
συγκεκριµένη ερώτηση µία και µόνη συγκεκριµένη ποσοτική απάντηση.
Σχ. 25: ∆ιαδικασία εφαρµογής της µεθόδου Delphi
Προετοιµασία ερωτήσεων
Π
⇓
Υποβολή των ερωτήσεων και λήψη των απαντήσεων
⇓
Επεξεργασία των απαντήσεων = διαµόρφωση αντιπροσωπευτικής για την
οµάδα άποψης
⇓
Υποβολή των αποτελεσµάτων της επεξεργασίας στους ειδικούς για
επανεξέταση των απόψεών τους
⇑
⇓
Επεξεργασία των νέων απόψεων
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ - ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟ∆ΟΙ
Οι µέθοδοι αυτές έχουν ασκήσει και συνεχίζουν να ασκούν σηµαντικότατο
ρόλο και κατέχουν σηµαντική θέση τόσο στην σχετική επιστηµονική βιβλιογραφία όσο
και στην εφαρµογή τους στην πράξη ως µέθοδοι πρόγνωσης.
96
Tρία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των µεθόδων αυτών:
1. ότι εργάζονται µε τη βοήθεια µοντέλων, διατυπώνουν δηλαδή αρχικά
υποθέσεις ή καλύτερα σχέσεις εξάρτησης
2. ότι σχεδόν πάντα χρησιµοποιούν τυπικά στατιστικά δεδοµένα, δεδοµένα
δηλαδή τα οποία είναι αντικειµενικά ελέγξιµα εκ των υστέρων και για τα
οποία ισχύει η σχέση ότι όσο περισσότερα είναι αυτά τόσο καλύτερη
ποιοτικά είναι η βάση της πρόγνωσης. Τέλος
3. ότι η εφαρµογή της στατιστικής µεθοδολογίας αποτελεί για τις µεθόδους
αυτές το άλφα και το ωµέγα.
1. Τα µοντέλα τάσης
Για την εφαρµογή των µοντέλων τάσης χρησιµοποιούνται δεδοµένα του υπό
πρόγνωση µεγέθους µε τη µορφή χρονολογικών σειρών. Στη συνέχεια παρατηρείται
ο τρόπος εξέλιξης του µεγέθους αυτού στο παρελθόν προκειµένου να προβλεφθεί η
εξέλιξή του στο µέλλον, σχ. 26.
y
χρονικός ορίζοντας εµπειρίας
t
χρονικός ορίζοντας πρόβλεψης
Σχ. 26……………………………
y είναι, το προς πρόγνωση µέγεθος π.χ. ο αριθµός των πυρκαϊών ανά έτος ή ο
αριθµός των απαιτούµενων πυροσβεστικών οχηµάτων κλπ. σε συγκεκριµένη χρονική
στιγµή.
97
Τα µοντέλα τάσης δηλαδή οικοδοµούν µια σχέση µεταξύ του χρόνου t και του
υπό πρόγνωση µεγέθους. Η σχέση αυτή µπορεί να είναι γραµµική της µορφής
y = a + βt
H βασική υπόθεση που υποκρύπτεται πίσω από τα µοντέλα τάσης είναι, ότι,
όπως στο παρελθόν, το υπό πρόγνωση µέγεθος θα συνεχίσει και στο µέλλον να
σηµειώνει µια παρόµοια εξέλιξη. Υποκρύπτεται δηλαδή η υπόθεση της µέσα στον
χρόνο σταθερότητας των αιτίων τα οποία προκάλεσαν στο παρελθόν την
συγκεκριµένη εξέλιξη του υπό πρόγνωση µεγέθους. Γνωρίζουµε δηλαδή ότι στο
παρελθόν ο αριθµός των πυρκαϊών από έτος σε έτος συνεχώς αυξανόταν και
συνεπώς θα συνεχίσει και στο µέλλον να αυξάνει. ∆εν διατυπώνονται στην ενλόγω
µέθοδο συλλογισµοί ή ερωτήµατα για τα αίτια που προκάλεσαν τον συγκεκριµένο
αριθµό πυρκαϊών σε κάθε έτος. Απλά γίνεται η υπόθεση, χωρίς τις περισσότερες
φορές να διατυπώνεται αυτό ρητά, ότι το σύστηµα των αιτίων που διαµόρφωνε ανά
έτος τον αριθµό των πυρκαϊών παραµένει και για το µέλλον σταθερό και συνεπώς θα
προκαλέσει µια παρόµοια µε αυτή του παρελθόντος εξέλιξη. Το µοντέλο τάσης
δηλαδή δεν ασχολείται και δεν συµπεριλαµβάνει µέσα του µέτρα παρέµβασης που
επιφέρουν µεταβολή του συστήµατος των αιτίων π.χ. ενηµερωτική καµπάνια στην
κοινή γνώµη, ή µεταβολή προς το αυστηρότερο της νοµοθεσίας ποινών στους
πρόξενους πυρκαϊών κλπ. Στη βάση τους δηλαδή, τα µοντέλα τάσης δεν κάνουν
τίποτε άλλο παρά να προεκτείνουν τα µεγέθη του παρελθόντος στο µέλλον. Κατά την
εφαρµογή των µοντέλων τάσης δεν µπορούν να δοθούν πιθανότητες (επαλήθευσης
της πρόγνωσης) και τούτο αποτελεί το βασικό τους µειονέκτηµα, αφού ουσιαστικά
µειώνει την αξία της πρόγνωσης (ας θυµηθούµε ότι ένα από τα βασικά
χαρακτηριστικά της ποιότητας της πρόγνωσης είναι ο “βαθµός βεβαιότητας” επαλήθευσής της. Ο µόνος τρόπος διατύπωσης βεβαιότητας επαλήθευσης είναι: “αν
το σύστηµα των αιτίων παραµείνει σταθερό τότε η µελλοντική εξέλιξη του προς
πρόγνωση µεγέθους θα είναι ………κλπ.” Γι΄ αυτό ακριβώς και στην περίπτωση
εφαρµογής εναλλακτικών µεθόδων πρόγνωσης, τα µοντέλα τάσης υστερούν όλων
των
υπολοίπων
µεθόδων,
αφού
σ΄αυτές
υπεισέρχονται
και
αξιοποιούνται
πληροφορίες περισσότερες και διαφορετικής σύνθεσης.
Για την εφαρµογή των µοντέλων τάσης και την πρόγνωση του συγκεκριµένου
µεγέθους, απαιτείται προφανώς προηγουµένως η εκτίµηση του µοντέλου µε την
βοήθεια της στατιστικής µεθοδολογίας (µέθοδος ελαχίστων τετραγώνων), η εκτίµηση
της συνάρτησης της τάσης, και η εν συνεχεία επίλυσή της για την συγκεκριµένη τιµή t.
Τα µοντέλα τάσης τυπικά αποτελούν µοντέλα παλινδρόµησης µε εξαρτηµένη
µεταβλητή την µεταβλητή του υπό πρόγνωση µεγέθους και ανεξάρτητη µεταβλητή τον
χρόνο. Είναι όµως προφανές ότι ο χρόνος δεν αποτελεί αίτιο και συνεπώς ούτε
παράγοντα ερµηνευτικό των τιµών της εξαρτηµένης µεταβλητής.
98
2. Εκθετικά µοντέλα (εκθετικής εξοµάλυνσης)
Η απλούστερη περίπτωση µοντέλου εκθετικής προσαρµογής είναι το µοντέλο
του κινητού µέσου (γνωστού από την “ανάλυση χρονολογικών σειρών”) ή οι
λεγόµενες “αλυσιδωτές µέθοδοι”, όπου έχοντας γνωστά τα µεγέθη π.χ. 10 χρονικών
περιόδων µε ένα συγκεκριµένο τρόπο µπορεί να γίνει η πρόγνωση του µεγέθους της
11ης περιόδου. Στις περιπτώσεις των µεθόδων αυτών είναι δυνατή και η στάθµιση των
µεγεθών των χρονικών περιόδων µε “συντελεστές στάθµισης” (ή "συντελεστές
βαρύτητας”) οι οποίοι αυξάνονται όσο προχωρούµε από τις παλιότερες προς τις πιο
πρόσφατες χρονικές περιόδους. Οι µέθοδοι αυτές έχουν το πλεονέκτηµα ότι από την
παρατήρηση των τιµών της υπό µελέτη µεταβλητής µιας συγκεκριµένης χρονικής
περιόδου του παρελθόντος δίνουν άµεσα την τιµή πρόγνωσης της µεταβλητής για την
αµέσως επόµενη χρονική περίοδο, (χωρίς να χρειάζεται κάθε φορά η επίλυση της
συνάρτησης τάσης, όπως γίνεται στα µοντέλα τάσης).
3. Μοντέλα µεγέθυνσης - εξέλιξης
Πρόκειται για µοντέλα που εκφράζουν συγκεκριµένη µορφή διαχρονικής
εξέλιξης ενός µεγέθους. Είναι δηλαδή µοντέλα που εκφράζουν συγκεκριµένες
διαδικασίες εξέλιξης, οι οποίες διαρθρώνονται κατά κανόνα σε τρεις φάσεις: της
βραδείας ανοδικής εξέλιξης, της εξέλιξης ανοδικά µε επιταχυνόµενο ρυθµό και τέλος
του κορεσµού. Οι διαδικασίες αυτές εξέλιξης παρουσιάζονται σε αρκετούς
οικονοµικούς, κοινωνικούς και τεχνολογικούς τοµείς. Παράδειγµα τέτοιων µοντέλων
είναι το µοντέλο του κύκλου ζωής ενός προϊόντος της αγοράς που εκφράζεται γενικά
από την συνάρτηση
y=
K
ae bt
και από την αντίστοιχη γραφική της παράσταση
y
κ
--------------------
99
t
Σχ. 28: Γραφική παράσταση του µοντέλου εξέλιξης του όγκου
διάθεσης ενός προϊόντος στην αγορά
όπου π.χ. yt ο όγκος των πωλήσεων του προϊόντος την χρονική περίοδο t
e η βάση των νεπερείων λογαρίθµων
α, b σταθερές και
k το όριο (ο όγκος) κορεσµού της αγοράς από το ενλόγω προϊόν
4. Τα µοντέλα παλινδρόµησης
Η βασική διαφορά την οποία έχουν τα µοντέλα παλινδρόµησης σε σχέση µε τα
µέχρι τώρα συζητηθέντα είναι ότι τα πρώτα (τα µοντέλα παλινδρόµησης)
εµπερικλείουν παράγοντες - µεταβλητές που σε αναφορά µε το υπό πρόγνωση
µέγεθος έχουν σχέση αιτίου προς αποτέλεσµα, αποκλείοντας έτσι τον χρόνο ως αίτιο
της διαµόρφωσης του υπό πρόγνωση µεγέθους. Στα µοντέλα παλινδρόµησης,
δηλαδή, τίθεται η πραγµατική διάσταση και η ουσία της διαµόρφωσης του υπό
πρόγνωση µεγέθους υπό την επίδραση συγκεκριµένων παραγόντων (µεταβλητών)
για τους οποίους και καταβάλλεται προσπάθεια
α) να εντοπισθούν αυτοί και
β) να προσεγγισθεί -εκτιµηθεί µε στατιστική µεθοδολογία η πραγµατική
µαθηµατική (ποσοτική) σχέση που συνδέει τους παράγοντες-αίτια µε το
υπό πρόγνωση µέγεθος ως αποτέλεσµα και
γ) να ελεγχθεί εάν τα αίτια - µεταβλητές, όσο και η ποιότητα της σχέσης που
τους συνδέει µε το υπό πρόγνωση µέγεθος υπόκεινται στην
λογική της συµφωνίας µε την οικονοµική θεωρία.
Τίθενται δηλαδή εδώ τα ερωτήµατα:
α) εάν υπάρχει µια τέτοια σχέση αιτίου - αποτελέσµατος µεταξύ παραγόντων
- αιτίων και του υπό πρόγνωση µεγέθους – αποτελέσµατος
β) εάν οι παράγοντες - αίτια µπορούν να παρατηρηθούν και να µετρηθούν
οι τιµές τους
γ) εάν η σχέση µεταξύ αιτίου και αποτελέσµατος µπορεί να βρει την έκφρασή
της στη στατιστική συσχέτιση.
Υπάρχουν διάφοροι τύποι µοντέλων παλινδρόµησης:
1. Μοντέλα απλής παλινδρόµησης: yt = f(xt). To υπό πρόγνωση για την χρονική
περίοδο t µέγεθος yt ως αποτέλεσµα, διαµορφώνεται υπό την επίδραση ενός µόνο
παράγοντα (αιτίου) του x. H υπό εκτίµηση µαθηµατική σχέση µπορεί να συσχετίζει
τις τιµές yt είτε µε τις τιµές της x στις αντίστοιχες χρονικές περιόδους t δηλ. τις τιµές
100
Χt είτε µε τις τιµές της x που παρουσιάζουν συγκεκριµένη χρονική υστέρηση σε
σχέση µε αυτές της y, π.χ. µε τις τιµές xt-1 ή xt-2 κλπ.
2. Μοντέλα
πολλαπλής
παλινδρόµησης:
Το
υπό
πρόγνωση
µέγεθος
y
διαµορφώνεται υπό την συνεπίδραση περισσότερων του ενός παραγόντων
(αιτίων), π.χ. των x και z η δε µαθηµατική σχέση έχει τη γενική µορφή
y = f(x, z, a, b, .......)
Οι µεταβλητές x και z, ως αίτια που διαµορφώνουν τις τιµές της y, ονοµάζονται
ερµηνευτικές µεταβλητές (όπως στην απλή έτσι και εδώ, στην πολλαπλή
παλινδρόµηση).
Σχετικά µε τα µοντέλα παλινδρόµησης µπορεί να ειπεί κανείς ότι από την
στιγµή που αυτά θα εξειδικευθούν, η εκτίµηση της µαθηµατικής σχέσης µεταξύ της
εξαρτηµένης µεταβλητής (υπό πρόγνωση, µεγέθους) και της (ων) ανεξάρτητης (ων)
µεταβλητής (ών) είναι σχετικά απλό πρόβληµα, υπό τον όρο βέβαια ότι είναι
διαθέσιµο το υλικό των δεδοµένων και ότι µπορεί κανείς να έχει πρόσβαση στη χρήση
των στατιστικών πακέτων Η/Υ (SPSS, SAS, S-PLUS κλπ.)
Κατά τα λοιπά υπάρχουν και εδώ ορισµένοι προβληµατισµοί σχετικά µε τις
προϋποθέσεις υπό τις οποίες γίνεται µια πρόγνωση µε την βοήθεια των µοντέλων
παλινδρόµησης. Αν, επί παραδείγµατι, η πρόγνωση γίνεται µε τη βοήθεια του
ερµηνευτικού µοντέλου απλής παλινδρόµησης
Yt = f(xt)
τότε:
η y αποτελεί µια συνάρτηση της x, οπότε:
α) για την µελλοντική χρονική στιγµή t πρέπει να προβλέψουµε την
τιµή της x κατά τον ίδιο όπως στα µοντέλα τάσης τρόπο, πρέπει δηλαδή να
προβλέψουµε κατά εξωγενή τρόπο την µελλοντική εξέλιξη των τιµών της x,
β) να χρησιµοποιήσουµε - αντικαταστήσουµε τις τιµές αυτές στην
ανωτέρω συνάρτηση yt = f(xt) προκειµένου να προβλέψουµε αντίστοιχα τις
τιµές yt,
γ) προϋποθέτοντας βασικά ότι η σχέση µεταξύ y και x εξακολουθεί και
στο µέλλον να λειτουργεί ως σχέση αιτίου - αποτελέσµατος.
Κατ΄αυτόν τον τρόπο επανεµφανίζεται το ίδιο πρόβληµα της προβολής στο
µέλλον όπως στα µοντέλα τάσης, µόνο που εκεί η προβολή αφορά το ίδιο το υπό
πρόγνωση µέγεθος ("εξαρτηµένη µεταβλητή") ενώ εδώ την µεταβλητή - αίτιο
(=ερµηνευτική ή ανεξάρτητη µεταβλητή).
101
Στην περίπτωση του µοντέλου απλής παλινδρόµησης
yt = f (xt-1)
η πρόγνωση στηρίζεται στην τιµή της µεταβλητής x που αντιστοιχεί στην χρονική
περίοδο (t-1) την προηγούµενη σε σύγκριση µε την περίοδο t για την οποία
επιδιώκεται η πρόβλεψη της τιµής της y. Στην περίπτωση δηλαδή αυτή η εµφάνιση
του αποτελέσµατος της δράσης του αιτίου x γίνεται µε καθυστέρηση (µε “χρονική
υστέρηση” time lag) µιας χρονικής περιόδου. Οπότε, για να κάνουµε πρόγνωση της
τιµής της y στην περίοδο t, είναι αρκετό να γνωρίζουµε την τιµή της x την περίοδο t -1.
Αν δηλαδή είµαστε ήδη στην αρχή του έτους 2000, και θέλουµε να προβλέψουµε πώς
θα διαµορφωθεί η τιµή το έτος 2001, αρκεί να γνωρίζουµε πως διαµορφώθηκε η τιµή
της x το έτος 1999, πράγµα που είναι εύκολο. Η πρόβλεψη θα ισχύει φυσικά υπό τον
όρο ότι το σύστηµα αιτίου - αποτελέσµατος εξακολουθεί να ισχύει και να λειτουργεί και
κατά το έτος 2000 και 2001. Έτσι, µε τα µοντέλα χρονικής υστέρησης παρακάµπτεται
το πρόβληµα πρόγνωσης της εξέλιξης των τιµών της ερµηνευτικής µεταβλητής x όταν
η πρόγνωση της y γίνεται µόνο για την περίοδο t (πρόγνωση της yt). Αν όµως
χρειάζεται να γίνουν προγνώσεις της y για της περιόδους t +1 µέχρι t +n (προγνώσεις
δηλαδή των τιµών yt+1, yt+2, yt+3, …..yt+n) τότε είναι απαραίτητο να γίνουν προβλέψεις
ή προβολές της x για τις µελλοντικές χρονικές περιόδους t, t +1,…..t + n-1, οπότε το
πρόβληµα πρόγνωσης της εξέλιξης της µεταβλητής - αιτίου επανέρχεται. Εάν
υπάρχουν ήδη γνωστά τέτοια µοντέλα εξέλιξης της x, τότε το πρόβληµα προφανώς
δεν υπάρχει. Σε κάθε περίπτωση όµως, παραµένει ως ισχύουσα η βασική υπόθεση,
ότι το σύστηµα αιτίου(ων) - αποτελέσµατος συνεχίζει να λειτουργεί και στο µέλλον.
Ένα ερώτηµα το οποίο τίθεται προκειµένου για τα µοντέλα παλινδρόµησης
είναι το αν αυτά επιτρέπουν την διατύπωση πιθανότητας για τον βαθµό ασφάλειας βεβαιότητας επαλήθευσης της πρόγνωσης. Σε πρώτο βαθµό η άµεση απάντηση είναι
αρνητική. Όµως, εάν θεωρήσει κανείς τις τιµές της µεταβλητής x (αίτιο) ως τυχαίες
τιµές (στοχαστική θεώρηση), τότε µπορεί η πρόγνωση να ονοµασθεί "πρόγνωση
εµπιστοσύνης" αφού πλέον είναι δυνατή η εκτίµηση
του σχετικού "διαστήµατος
εµπιστοσύνης", που επιτρέπει την διατύπωση βαθµού βεβαιότητας της πρόγνωσης.
Τούτο αποτελεί σχεδόν κανόνα στην πρόγνωση µε τη µέθοδο των "οικονοµετρικών
µοντέλων" (ή αλλιώς "οικονοµετρικών υποδειγµάτων", βλ. πιο κάτω σχετικά).
Η ποιότητα της πρόγνωσης: Όπως έχει ήδη αναφερθεί η ποιότητα µιας πρόγνωσης
καθορίζεται από συγκεκριµένα στοιχεία (το περιεχόµενο, τον βαθµό βεβαιότητας
επαλήθευσης = πιθανότητα επαλήθευσης, την ποιότητα εµπειρικής θεµελίωσης, κλπ.
βλ. αντίστοιχα γενικά περί πρόγνωσης). Το περιεχόµενο της πρόγνωσης (της
προγνωστικής πληροφορίας), καθώς και ο βαθµός βεβαιότητας επαλήθευσης δεν
επηρεάζονται από µοντέλο παλινδρόµησης. Αυτό το στοιχείο που επηρεάζεται είναι η
ποιότητα της εµπειρικής θεµελίωσης, η οποία προσδιορίζεται από τον αριθµό των
102
πραγµατικών συµβάντων που δίνουν τις σχετικές πραγµατικές µαρτυρίες, δηλ. εδώ
από το πλήθος των εµπειρικών δεδοµένων (το πλήθος των «παρατηρήσεων» του
«χρονικού ορίζοντα εµπειρίας»), επί των οποίων στηρίζεται η εκτίµηση του µοντέλου
παλινδρόµησης.
Π.χ. άλλη είναι η εµπειρική θεµελίωση του µοντέλου µε 20
παρατηρήσεις και άλλη αυτή µε 100 ή µε 10.000 παρατηρήσεις. Επίσης, η ποιότητα
της πρόγνωσης µε µοντέλα παλινδρόµησης επηρεάζεται από την µαθηµατική δοµή
του µοντέλου δηλ. από τον τρόπο που η(οι) ερµηνευτική(ές) µεταβλητή(ές) - αίτιο(α)
δρα(ουν) και επηρεάζει(ουν) την εξαρτηµένη µεταβλητή. Εδώ βέβαια, προκειµένου
για οικονοµικές µεταβλητές υπεισέρχεται η οικονοµική θεωρία, η εξετάζει σε ανώτερο
επίπεδο τις τυπικές αλληλεξαρτήσεις που υφίσταται στην πραγµατικότητα µεταξύ των
συγκεκριµένων µεταβλητών και τις οποίες προσπαθεί κανείς µέσω του µοντέλου
παλινδρόµησης να εκφράσει.
5. Οικονοµετρία και οικονοµετρικά υποδείγµατα
Οικονοµετρία∗ είναι η επιστήµη της µέτρησης και ποσοτικής έκφρασης οικονοµικών
σχέσεων ή αλλιώς µέτρησης και ποσοτικής έκφρασης σχέσεων µεταξύ οικονοµικών
µεταβλητών. Συνδυάζει την Οικονοµική θεωρία, τα Οικονοµικά µαθηµατικά και την
Στατιστική, µε σκοπό να παράγει αριθµητικές τιµές για τις παραµέτρους των σχέσεων
οι οποίες ισχύουν µεταξύ οικονοµικών µεταβλητών.
Το βασικό χαρακτηριστικό των σχέσεων µεταξύ των οικονοµικών µεταβλητών, µε τις
οποίες ασχολείται και τις οποίες προσπαθεί να εκφράσει ποσοτικά η Οικονοµετρία,
είναι το ότι στις σχέσεις αυτές περιέχεται και ένα στοιχείο τυχαιότητας, ένα αστάθµητο
στοιχείο. Ένα τέτοιο στοιχείο δεν περιλαµβάνεται ούτε στις σχέσεις που επιχειρεί να
ερµηνεύσει η Οικονοµική θεωρία, ούτε στις σχέσεις που διατυπώνονται και
εκφράζονται από τα Μαθηµατικά. Για την έκφραση και διερεύνηση των σχέσεων
µεταξύ των οικονοµικών µεταβλητών συµπεριλαµβανοµένου και του στοιχείου αυτού
της τυχαιότητας, έχουν αναπτυχθεί ειδικές τεχνικές οι λεγόµενες «µέθοδοι
οικονοµετρικής έρευνας» ή «οικονοµετρικές µέθοδοι».
Παράδειγµα: Η Οικονοµική θεωρία πρεσβεύει, θεωρεί ως δεδοµένο, ότι η ζήτηση Ζ
ενός αγαθού k (π.χ. του ξύλου ή της δασικής αναψυχής κλπ) καθορίζεται από την τιµή
Pk του αγαθού αυτού, από τις τιµές των ανταγωνιστικών ή υποκατάστατων αυτού
αγαθών Pa, από το εισόδηµα E των καταναλωτών του αγαθού και από τις
προτιµήσεις I των καταναλωτών. Κανένας άλλος παράγοντας δεν υπεισέρχεται στην
σχέση αυτή εξάρτησης της Οικονοµικής θεωρίας. Η σχέση αυτή εκφραζόµενη
µαθηµατικά µε βάση την 1.Οικονοµική θεωρία και µε βάση 2. την Οικονοµετρία,
αποδίδεται αντίστοιχα ως εξής:
1. Ζk = bo + b1Pk + b2Pa + b3E +b4I
∗
Ο όρος ετυµολογείται από τις λέξεις «οικονοµία» και «µέτρο» και έχει µεταφερθεί και
καθιερωθεί στον διεθνή επιστηµονικό χώρο µε την ελληνική του ρίζα («Econometrics”,
«Οeconometrie” κλπ.)
103
2. Ζk = bo + b1Pk + b2Pa + b3E +b4I + u
όπου: bo, b1 ,b2, b3, b4 οι συντελεστές της συνάρτησης ζήτησης και u ο τυχαίος, ο
αστάθµητος παράγοντας.
Η σχέση 1 είναι µία καθαρά “προσδιοριστική” σχέση (“deterministic”), µία σχέση στην
οποία η τιµή της Ζk καθορίζεται - προσδιορίζεται αποκλειστικά από τις τιµές των
µεταβλητών P, I και των παραµέτρων bi . Η σχέση 2 είναι σχέση που περιέχει και τον
τυχαίο, τον αστάθµητο παράγοντα u, είναι µία σχέση «στοχαστική» (“stochastic”)∗* .
Στην εν λόγω σχέση η τιµή της µεταβλητής Ζκ είναι συνάρτηση όχι µόνο των ανωτέρω
µεταβλητών και παραµέτρων αλλά και τυχαίων παραγόντων, αστάθµητων
παραγόντων που οι τιµές τους δεν µπορούν να προβλεφθούν. Η έννοια του u δηλαδή
στην ανωτέρω σχέση 2 είναι , ότι αυτός εκφράζει τον ή τους τυχαίους, τους
αστάθµητους παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν την ζήτηση, την µεταβλητή Ζ.
Ο τρόπος µε τον οποίο στην οικονοµετρική ανάλυση – έρευνα συσχετίζονται η
Οικονοµική θεωρία, τα Μαθηµατικά και η Στατιστική, και έτσι η Οικονοµετρία αποτελεί
την ολοκληρωµένη εφαρµογή αυτών, φαίνεται στο σχ. 29 (τροποποίηση Koutsoyannis
1977): Η Οικονοµική θεωρία δίνει τις αρχικές βασικές σχέσεις, τις βασικές υποθέσεις
που κατά την θεωρία αυτή ισχύουν, σχετικά µε τους παράγοντες (και µάλιστα τους
κυριότερους κατ΄ αυτή παράγοντες) που επηρεάζουν την τιµή της µεταβλητής Ζ και οι
οποίες σχέσεις - υποθέσεις πρόκειται στη συνέχεια να ελεγχθούν µε την βοήθεια των
οικονοµετρικών µεθόδων. Οι σχέσεις αυτές, ως βασική υπόθεση ή ως µοντέλο,
διατυπώνονται στη συνέχεια µαθηµατικά
και ακολούθως επιχειρείται να
επιβεβαιωθούν µε την βοήθεια εµπειρικών δεδοµένων, δεδοµένων από την
πραγµατικότητα. Τούτο σηµαίνει ότι επιχειρείται η επιβεβαίωση της θεωρίας από την
πραγµατικότητα. Εάν αυτή µε τους ελέγχους τελικά επιβεβαιωθεί , τότε γίνεται
αποδεκτή, εάν όχι ή θα απορριφθεί ή θα αναθεωρηθεί µε αναδιατύπωση, οπότε και
πρέπει να επαναληφθεί η διαδικασία της επιβεβαίωσης – απόρριψης ή αναθεώρησης.
Η έννοια των κυριότερων κατά την Οικονοµική θεωρία παραγόντων είναι, ότι ο
ερευνητής έχει το περιθώριο (αλλά και την υποχρέωση, εφ΄ όσον η λογική και τα
δεδοµένα του το υποδεικνύουν) να συµπεριλάβει στο µαθηµατικό του µοντέλο και
άλλες µεταβλητές ως παράγοντες ή να αντικαταστήσει κάποιες µε άλλες. Η έννοια της
στοχαστικής σχέσης µεταξύ των µεταβλητών ή του στοχαστικού µοντέλου υπονοεί, ότι
το µοντέλο στην πραγµατικότητα δεν λειτουργεί µε την µορφή ακριβούς µαθηµατικής
σχέσης αλλά µε την µορφή µιας σχέσης που έχει εκτιµηθεί µε την συγκεκριµένη
οικονοµετρική τεχνική και ισχύει µε συγκεκριµένους περιορισµούς (προϋποθέσεις).
Μέσω αυτών των σχέσεων, η Οικονοµετρία:
•
∗
καθιστά δυνατό τον έλεγχο (και την επιβεβαίωση ή την απόρριψη) µιας
οικονοµικής θεωρίας. Υπό αυτή την έννοια η Οικονονοµετρία θεωρείται ως µία
συνδυασµένη και ολοκληρωµένη εφαρµογή της Οικονοµικής, των
Μαθηµατικών και της Στατιστικής. Αποτελεί, δηλαδή, η Οικονοµετρία ειδικό
τύπο της οικονοµικής ανάλυσης, και οικονοµικής έρευνας, κατά τον οποίο η
οικονοµική θεωρία, διατυπωµένη σε µαθηµατικούς όρους συνδυάζεται µε
εµπειρικές µετρήσεις των οικονοµικών φαινοµένων
* «στοχαστικός» = 1. «που γίνεται µε περίσκεψη, που φανερώνει περίσκεψη, βαθειά σκέψη
και προβληµατισµό» 2. «(στατ.) που έχει σχέση µε τυχαίες µεταβλητές», «στοχαστικό µέγεθος,
που λαµβάνεται τυχαία».
«Προσδιοριστικός = που είναι ικανός κατάλληλος να προσδιορίζει, καθοριστικός» (Λεξικό της
Κοινής Νεοελληνικής, Α.Π.Θ., Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυµα Μανώλη
Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 1258 και 1142).
104
•
•
εξασφαλίζει τη λήψη βελτιωµένων αποφάσεων, οι οποίες στηρίζονται σε
ποσοτικές σχέσεις ελεγµένες από την άποψη της ισχύος τους και
καθιστά δυνατές τις προβλέψεις µελλοντικών εξελίξεων µεγεθών καθώς και
των µεταβολών των µεγεθών αυτών, ανάλογα µε τις αποφάσεις που
εναλλακτικά µπορούν να ληφθούν.
Οικονομική
θεωρία
Μαθηματική διατύπωση (⇒
Μαθηματικό μοντέλο
ή ισχύουσα υπόθεση)
Συγκέντρωση
εμπειρικών δεδομένων
και στατιστικός έλεγχος
του μοντέλου
Αποδοχή της
θεωρίας εφ΄
όσον
επιβεβαιώνεται
από τα δεδομένα
Απόρριψη της
θεωρίας, εφ΄ όσον
δεν
επιβεβαιώνεται
από τα δεδομένα
Αναδιατύπωση
της θεωρίας εφ΄
όσον δεν
επιβεβαιώνεται
από τα δεδομένα
Σχ. 29:Οικονµετρία και Οικονοµική Θεωρία, Μαθηµατικά και
Στατιστική
Τα οικονοµετρικά υποδείγµατα αποτελούν περαιτέρω εξέλιξη των µοντέλων
πολλαπλής παλινδρόµησης. Στα οικονοµετρικά µοντέλα, µέσω ενός συστήµατος
γραµµικών κατά κανόνα εξισώσεων, εκφράζεται µια επίδραση εξάρτησης µεταξύ
διαφόρων µεγεθών. Στο σύστηµα αυτό γίνεται χειρισµός και επεξεργασία διαφόρων
µεταβλητών.
Το εν λόγω σύστηµα εξισώσεων αποτελεί και τον πυρήνα των οικονοµετρικών
υποδειγµάτων. Το όλο οικοδόµηµα στηρίζεται σε µια σειρά συλλογισµών µε τα πιο
κάτω χαρακτηριστικά γνωρίσµατα:
105
1. Έχουµε τα µεγέθη των µεταβλητών x, z χρονικών περιόδων t, t+1, t+2, ….. t+n
και για κάθε µέγεθος το οποίο παρατηρείται µε την έννοια της εξάρτησηςεπίδρασης (a, b, c, ….) υπάρχουν σχέσεις των κατωτέρω περιπτώσεων :
Μεταβλητή
Παράµετρος
Χρονική περίοδος αναφοράς
t
t+1
t+2
t+3
1
2
3
4
-
a
•
•
•
•
x
b
•
•
•
•
z
c
•
•
•
•
w
d
•
•
•
•
……
π.χ. yt+3 = a + b1xt + b2xt+1 + b3xt+2 + c1z t + c2zt+1 + d1wt + d2wt+1 + d4wt+3
2. To ενλόγω σύστηµα επιδράσεων µπορεί κανείς τελικά να το εκφράσει µε τη µορφή
ενός
συστήµατος
εξισώσεων,
όπου
το
µέγεθος
που
εδώ
εµφανίζεται
προσδιορίζεται στην έκφραση των µεταβλητών. ∆ηλαδή κάθε µεταβλητή ανάγεται
σε άλλη µεταβλητή. Το όλο σύστηµα είναι περιοδοποιηµένο. Υπάρχει ένα
σύστηµα
ταυτόχρονων
εξισώσεων
που
περιλαµβάνει
τριών
κατηγοριών
µεταβλητές:
α. εξωγενείς. Οι εξωγενείς µεταβλητές θεωρούνται στα οικονοµετρικά
υποδείγµατα ως δεδοµένες εκ των προτέρων, ως προσδιοριζόµενες
εξωγενώς, δηλαδή ως µη ερµηνευόµενες από το µοντέλο, αλλά ως
ερµηνεύουσες
τις
εξαρτηµένες
µεταβλητές.
Γι΄αυτό
και
ονοµάζονται
ερµηνευτικές µεταβλητές.
β. ενδογενείς. Ενδογενής ονοµάζεται η εξαρτηµένη µεταβλητή της οποίας και
επιχειρείται να γίνει η πρόγνωση της τιµής µε τη βοήθεια των τιµών των
εξωγενών (ερµηνευτικών) µεταβλητών.
γ. ακανόνιστες µεταβλητές. Είναι τελείως τυχαία µεγέθη ή αλλιώς
"διαταρακτικοί όροι", οι οποίοι ερµηνεύουν τις στοχαστικά προσδιοριζόµενες
αποκλίσεις.Το χαρακτηριστικό τούτο της στοχαστικότητας αποτελεί το δεύτερο
χαρακτηριστικό γνώρισµα του συστήµατος.
106
3. Το σύστηµα εξισώσεων περιλαµβάνει µεταβλητές οι τιµές των οποίων
πολλαπλασιάζονται µε συγκεκριµένες σταθερές-συντελεστές, οι οποίοι και
ονοµάζονται "παράµετροι". Ολόκληρη η οµάδα των ενλόγω παραµέτρων
συνιστά την λεγόµενη "δοµή του µοντέλου".
4. Η δοµή πρέπει κατ΄αρχήν να εκτιµηθεί, να εκτιµηθούν δηλαδή οι τιµές των
σταθερών - συντελεστών. Για τον σκοπό αυτό διατυπώνει κανείς µαθηµατικά το
µοντέλο και στη συνέχεια εφαρµόζει τα στατιστικά-εµπειρικά δεδοµένα και εκτιµάει
µε συγκεκριµένη στατιστική µεθοδολογία τις παραµέτρους. Οι εκτιµηθείσες
παράµετροι εκφράζουν την ένταση της σχέσης επίδρασης µεταξύ των καθ΄έκαστα
µεγεθών, και αυτή ακριβώς είναι η έννοια των παραµέτρων. Η εκτίµηση των
παραµέτρων (η δοµή) αποτελεί το κύριο αντικείµενο των οικονοµετρικών
υποδειγµάτων. Η ενλόγω δοµή παίζει στη συνέχεια συγκεκριµένο ρόλο για την
πρόγνωση, επειδή, ακριβώς γίνεται δεκτή η υπόθεση ότι η ενλόγω, µε βάση τα
εµπειρικά δεδοµένα του παρελθόντος εκτιµηθείσα, δοµή συνεχίζει να ισχύει και
στο µέλλον επιτρέποντας έτσι την διενέργεια της πρόγνωσης.
Οι σχέσεις που επεξεργάζονται σε ένα τέτοιο µοντέλο είναι:
α. σχέσεις προσδιοριστικές (definitive), στις οποίες ερµηνεύονται
συγκεκριµένες έννοιες
β. τεχνικές σχέσεις (π.χ. συναρτήσεις παραγωγής)
γ. συναρτήσεις "συµπεριφοράς", οι οποίες δηλαδή ερµηνεύουν τον τρόπο µε
τον οποίο επιδρούν τα µεγέθη, τον τρόπο συµπεριφοράς
δ. θεσµικές σχέσεις, οι οποίες εκφράζουν π.χ. φόρους ή πιστωτικούς
περιορισµούς κλπ.
Στα οικονοµετρικά υποδείγµατα κεντρικό ρόλο παίζουν οι «τεχνικές σχέσεις»
και οι «σχέσεις συµπεριφοράς».
Η εφαρµογή των µοντέλων µε σκοπό την πρόγνωση σηµαίνει ουσιαστικά ότι
µε τη βοήθεια του εµπειρικού υλικού (των παρατηρήσεων δηλαδή του παρελθόντος)
εκτιµάει κάποιος τη δοµή του µοντέλου, δηλαδή τις παραµέτρους του, και στη
συνέχεια µέσω της προβολής ή της πρόγνωσης επεκτείνει στο µέλλον τις τεχνικές
σχέσεις ή τις σχέσεις συµπεριφοράς που αυτές εκφράζουν για το παρελθόν.
Πρέπει επίσης εδώ
να επισηµανθεί ότι
υπάρχουν µεταβλητές που
εµφανίζονται στο µοντέλο µε ή χωρίς χρονική υστέρηση, δηλαδή µεταβλητές που
σχετίζονται µε χρονικές περιόδους προηγούµενες ή ταυτόχρονες της περιόδου για την
οποία γίνεται κάθε φορά πρόγνωση. Παράδειγµα (βλ. τελευταίο προηγούµενο
πίνακα): Βρισκόµαστε στην χρονική περίοδο
t+2
και επιθυµούµε να κάνουµε
107
πρόγνωση στην περίοδο
t+3. Μέσω των παρατηρήσεων του παρελθόντος είναι
γνωστές οι τιµές των µεταβλητών των χρονικών περιόδων t+2, t+1 και t, δηλαδή οι
τιµές των µεταβλητών αυτών είναι εκ των προτέρων γνωστές. Αφενός είναι αυτές
γνωστές ενδογενώς και αφετέρου εξωγενώς. Αν η χρονική περίοδος για την οποία
γίνεται η πρόγνωση είναι ακόµη περισσότερο µεταγενέστερη της περιόδου
t+3
ανακύπτει το πρόβληµα ότι ορισµένες τιµές των εξωγενών µεταβλητών δεν τις
γνωρίζουµε, γι΄αυτό και πρέπει γι΄αυτές να γίνουν προβλέψεις. Στις περιπτώσεις
αυτές, αντικαθιστά κανείς στο µοντέλο τις γνωστές τιµές, για τις άγνωστες τιµές κάνει
προβλέψεις και στη συνέχεια αντικαθιστά στο µοντέλο και τις προβλεφθείσες τιµές και
προβαίνει στην πρόγνωση της τιµής της εξαρτηµένης µεταβλητής για την
συγκεκριµένη χρονική περίοδο (π.χ. την t+4). Γίνεται προφανές ότι η όλη πρόγνωση
στις περιπτώσεις αυτές µετατοπίζεται προς την πρόβλεψη ή τον ορισµό των τιµών
των εξωγενών µεταβλητών.
Εάν το εκτιµητέο µοντέλο πρόκειται να χρησιµοποιηθεί για λήψη αποφάσεων,
τότε ο λήπτης της απόφασης θα ενεργούσε ως εξής λογικά:
1.
Εφαρµόζει εναλλακτικές τιµές των εξωγενών µεταβλητών και προβαίνει
στην πρόγνωση
2.
∆ιαπιστώνει ποιες τιµές δίνει το µοντέλο για την εξαρτηµένη µεταβλητή
στην περίπτωση των εναλλακτικών τιµών και ποιες τιµές δίνει γι΄αυτή στην
περίπτωση της πρόβλεψης αυτών (διατηρώντας το σύστηµα δράσης των
αιτίων σταθερό).
3.
Προβαίνει σε διαπιστώσεις σχετικά µε τα θετικά ή αρνητικά αποτελέσµατα
τα
οποία
προκύπτουν
σε
εξάρτηση
από
εξωγενείς
οριζόµενες
καταστάσεις.
Είναι προφανές ότι σε µια τέτοια κατάσταση λήψης απόφασης, η πρόγνωση
είναι "πρόγνωση µε όρους" δηλ. ισχύει η πρόγνωση υπό τον όρο ότι θα ισχύσουν οι
εναλλακτικές τιµές των εξωγενών µεταβλητών. Και προφανώς γίνονται τόσες
προγνώσεις της εξαρτηµένης µεταβλητής όσες είναι και οι συνδυασµοί των
εναλλακτικών τιµών των εξωγενών µεταβλητών. Οι προγνώσεις αυτές µπορούν είτε
να αξιολογηθούν από τον λήπτη της απόφασης είτε να συντεθούν µέσω πιθανοτήτων
σε µία και µόνη πρόγνωση.
Γίνεται φανερό από τα ανωτέρω, ότι η ποιότητα της πρόγνωσης συναρτάται
άµεσα µε δύο παράγοντες:
α) µε τη σταθερότητα των παραµέτρων και
β) µε την ποιότητα της πρόβλεψης των τιµών των εξωγενών
µεταβλητών. Η σταθερότητα των παραµέτρων µπορεί σήµερα
σχετικά εύκολα και σε επίπεδο επιχείρησης να ελεγχθεί, µέσα από
108
την επανεκτίµηση των παραµέτρων, µιας και οι Η/Υ και τα
στατιστικά πακέτα παρέχουν την δυνατότητα αυτή µε πολύ µικρό
πλέον κόστος.
Ενδιαφέρον επίσης είναι το ερώτηµα εάν και κατά πόσο τα οικονοµετρικά
µοντέλα επιτρέπουν µια βεβαιότητα πρόγνωσης. Εδώ πρέπει να γίνει διάκριση
ανάµεσα στην πρόγνωση σε συγκεκριµένο σηµείο ή και στην πρόγνωση για
συγκεκριµένο διάστηµα.
Γενικά, στα οικονοµετρικά υποδείγµατα λειτουργεί κανείς µε την έννοια, ότι στο
µοντέλο παλινδρόµησης είναι ενσωµατωµένο ένα τυχαίο µέλος, ο "διαταρακτικός
όρος", µια ακανόνιστη µεταβλητή. Στο σύστηµα εξισώσεων, το οποίο έχουµε στις
περιπτώσεις της πολυεπίπεδης πολυµεταβλητής παλινδρόµησης, στις πολλές πια
ακανόνιστες µεταβλητές εκπροσωπεί ένα διάνυσµα ως διαταρακτικός όρος
Εξίσωση
("κατάλοιπα")
κατανοµή
Η κατανοµή των διαταρακτικών όρων υποτίθεται ότι είναι κανονική ή κατά
προσέγγιση κανονική κατανοµή, και τούτο µπορεί να ελεγχθεί µε συγκεκριµένους
στατιστικούς ελέγχους. Με αυτό τον τρόπο είναι δυνατό στη συνέχεια να διατυπωθούν
βαθµοί βεβαιότητας επαλήθευσης της πρόγνωσης µέσα σε ορισµένο διάστηµα. Η
διατύπωση αυτή τότε του βαθµού βεβαιότητας επαλήθευσης της πρόγνωσης µπορεί
να γίνει µε έναν από τους δύο ακόλουθους τρόπους:
•
Επιλέγεται το
συγκεκριµένο διάστηµα τιµών της πρόγνωσης και
διατυπώνεται - υπολογίζεται η πιθανότητα µε την οποία η αληθής τιµή
αναµένεται να βρίσκεται µέσα στο προεπιλεγέν συγκεκριµένο διάστηµα
τιµών πρόγνωσης
•
Επιλέγεται η πιθανότητα και υπολογίζεται το συγκεκριµένο διάστηµα
τιµών πρόγνωσης µέσα στο οποίο µε την συγκεκριµένη πιθανότητα
αναµένεται να προκύψει η αληθής τιµή.
Με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατό να διατυπωθούν οι βαθµοί βεβαιότητας
επαλήθευσης της πρόγνωσης.
Στα
οικονοµετρικά
υποδείγµατα,
όπως
και
στα
µοντέλα
πολλαπλής
παλινδρόµησης, πρέπει πριν την απόφαση για εφαρµογή τους στην πράξη να γίνεται
έλεγχος για το ενδεχόµενο:
α) αυτοσυσχέτισης των διαταρακτικών όρων ("καταλοίπων") και
109
β) συσχέτισης µεταξύ των δύο ή περισσοτέρων εξωγενών µεταβλητών.
Ο έλεγχος αυτός γίνεται µε τη βοήθεια συγκεκριµένων κριτηρίων («έλεγχος
αυτοσυσχέτισης» και “έλεγχος πολυγγραµµικότητας “ αντίστοιχα (Kutsoyannis 1977).
Το κριτήριο Durbin – Watson
Ειδικότερα
για
συµπληρωµατικά
τον
έλεγχο
κριτήρια,
πολυσυγγραµµικότητας
το
κριτήριο
χ2
για
έχουν
την
προταθεί
ύπαρξη
ή
δύο
όχι
πολυσυγγραµµικότητας και το κριτήριο F για τον εντοπισµό της θέσης της
πολυσυγγραµµικότητα.
Το κριτήριο χ2 υπολογίζεται ως εξής:
∗ x 2 = [n − 1 − 16 ( 2k + 5)] ⋅ log e
όπου,
*x2 = η υπολογιζόµενη µε βάση το δείγµα τιµή του x2,
n = µέγεθος του δείγµατος, και
k = ο αριθµός ερµηνευτικών (ανεξάρτητων) µεταβλητών
Η υπολογιζόµενη τιµή του *x2 (µε βάση τις παρατηρήσεις του δείγµατος από τον
ανωτέρω τύπο) συγκρίνεται µε την αντίστοιχη τιµή χ2 της θεωρητικής αυτής
κατανοµής, η οποία λαµβάνεται για συγκεκριµένο επίπεδο σηµαντικότητας α και για
βαθµούς ελευθερίας v = 12 k ( k − 1) .
Κανόνας απόφασης για ύπαρξη πολυσυγγραµµικότητας: Αν η τιµή *x2 είναι
µεγαλύτερη της χ2 (για το συγκεκριµένο επίπεδο σηµαντικότητας και τους
συγκεκριµένους βαθµούς ελευθερίας, Χ2(α,ν)) γίνεται δεκτή η υπόθεση της ύπαρξης
πολυγγραµµικότητας µεταξύ ερµηνευτικών µεταβλητών του µοντέλου. Σε αντίθετη
περίπτωση η υπόθεση της ύπαρξης πολυσυγγραµµικότητας µέσα στο µοντέλο
απορρίπτεται.
Για τον εντοπισµό της θέσης της πολυσυγγραµµικότητας, δηλ. για τον χαρακτηρισµό
συγκεκριµένης ερµηνευτικής µεταβλητής ως πολυσυγγραµµικής σε σχέση µε τις άλλες
ερµηνευτικές µεταβλητές, ακολουθείται η εξής διαδικασία:
α. για κάθε ερµηνευτική µεταβλητή Χj, υπολογίζεται ο
συντελεστής R 2 x j ⋅ x1 x2 ⋅⋅⋅ xk πολλαπλής συσχέτισης αυτής προς τις
υπόλοιπες ερµηνευτικές µεταβλητές
β. υπολογίζεται η τιµή του F* από τον τύπο:
110
F∗ =
( R 2 xj⋅ x1 x2 ⋅⋅⋅ xk ) /(k − 1)
(1 − R 2 xj⋅ x1 x2 ⋅⋅⋅ xk ) /(n − k )
όπου,
n = το µέγεθος του δείγµατος
k = ο αριθµός ερµηνευτικών (ανεξάρτητων) µεταβλητών
R 2 x j ⋅ x1 x2 ⋅⋅⋅ xk = ο συντελεστής πολλαπλής συσχέτισης της
ερµηνευτικής µεταβλητής Χj προς τις µεταβλητές Χ1 Χ2…Χκ.
γ. ∆ιατυπώνεται η υπόθεση της µη πολυσυγγραµµικότητας της
µεταβλητής Χj («µηδενική υπόθεση») η οποία και ελέγχεται
σ΄αυτό το στάδιο:
H0 = R 2 x j ⋅ x1 x2 ⋅⋅⋅ xk = 0 (= δεν εντοπίζεται
δηλ. η
πολυσυγραµµικότητα για την
συγκεκριµένη µεταβλητή Χj)
µε εναλλακτική την H1 = R 2 x j ⋅ x1 x2 ⋅⋅⋅ xk ≠ 0
Η τιµή F* (που υπολογίστηκε µε βάση τα δεδοµένα του δείγµατος) συγκρίνεται µε την
αντίστοιχη τιµή F της θεωρητικής κατανοµής, προκειµένου να αποφασιστεί σε ποια
θέση εµφανίζεται µέσα στο µοντέλο η πολυσυγγραµµικότητα. Η θεωρητική τιµή F
λαµβάνεται για βαθµούς ελευθερίας v1 = (k-1) και v2 =(n-k) και για συγκεκριµένο
επίπεδο σηµαντικότητας α (F(α,ν1,ν2)).
Κανόνας απόφασης εντοπισµού πολυσυγγραµµικότητας:
Eάν
F* > F(α,ν1,ν2),
απορρίπτεται η υπόθεση Η0
και συνάγεται το συµπέρασµα ότι η Χj είναι πολυσυγγραµµική. Σε αντίθετη
περίπτωση η Χj, δεν παρουσιάζει πολυσυγγραµµικότητα.
Κατά ανάλογο τρόπο και µε τη βοήθεια του κριτηρίου t
( t∗ =
( rxjxj⋅ x1 x2 ⋅⋅⋅ xk ) n − k
1 − r 2 xjxj⋅ x1 x2 ⋅⋅⋅ xk
* και t(α,n-k))
111
ελέγχεται εάν η πολυσυγγραµµικότητα της Χj εκδηλώνεται λόγω της
συσχέτισής της µε συγκεκριµένη µεταβλητή π.χ. την Χ1.
Η προγνωστική ικανότητα του µοντέλου
Σχετικά µε την ποιότητα της πρόγνωσης µε τη βοήθεια των οικονοµετρικών
υποδειγµάτων ισχύουν και όσα αναγράφονται στα αντίστοιχα σηµεία των µοντέλων
παλινδρόµησης.
Ειδικότερα, η προγνωστική ικανότητα ενός µοντέλου τεκµηριώνεται µε βάση τις
διαφορές που παρουσιάζονται µεταξύ των τιµών Pi τις οποίες αυτό προβλέπει για την
εξαρτηµένη µεταβλητή και των πραγµατικών τιµών Ai της εξαρτηµένης µεταβλητής.
Όσο µικρότερη είναι η διαφορά αυτή τόσο µεγαλύτερη είναι η ακρίβεια των
προβλέψεων του µοντέλου και τόσο καλύτερη είναι η προβλεπτική ικανότητά του. ∆ύο
είναι οι βασικοί µαθηµατικοί τρόποι µέτρησης της προβλεπτικής ικανότητας, ο
«συντελεστής ανισότητας” του THEIL και το «πηλίκο του Janus”.
Ο συντελεστής ανισότητας βασίζεται στις µεταβολές των τιµών της εξαρτηµένης
µεταβλητής από περίοδο σε περίοδο που παρουσιάζονται από το µοντέλο ή την
παραγµατικότητα και υπολογίζεται από τον τύπο:
όπου:
Pi = η προβλεφθείσα µεταβολή της εξαρτηµένης µεταβλητής
Ai = η πραγµατική µεταβολή της εξαρτηµένης µεταβλητής
Οι τιµές του συντελεστή U είναι:
0≤U≤∞
Εάν Pi = Ai , τότε U = 0, οπότε το µοντέλο προβλέπει µε απόλυτη ακρίβεια,
µια ιδεατή βέβαια κατάσταση.
Eάν Pi = 0, τότε U = 1, τότε το µοντέλο ουσιαστικά δεν προβλέπει τίποτε.
Για τιµές U µεταξύ 0 και 1, θεωρείται ότι το µοντέλο διαυθέτει καλή προβλεπτική
ικανότητα Για τιµές U>1 η προβλεπτική ικανότητα του χαρακτηρίζεται ως µηδαµινή.
Το πηλίκο Janus. Για τον υπολογισµό του πηλίκου του Janus (J 2 ) χρησιµοποιούνται
δύο γνωστές µας από προηγούµενες παραγράφους περίοδοι: ο χρονικός ορίζοντας
της εµπειρίας που περιλαµβάνει τις χρονικές περιόδους 1 έως n, δηλ. τις περιόδους
των εµπειρικών δεδοµένων (του δείγµατος) και ο χρονικός ορίζοντας πρόβλεψης, οι
περίοδοι n+1 έως n+m ( περίοδος που δεν περιλαµβάνεται στο δείγµα). Για τις δύο
αυτές περιόδους υπολογίζονται τα αθροίσµατα των τετραγώνων των διαφορών (Pi -
112
Ai) για τον χρονικό ορίζοντα της πρόγνωσης και (Ai - Pi) για τον χρονικό ορίζοντα
της εµπειρίας και εφαρµόζεται ο τύπος:
n+m
∑(P − A )
i
2
J =
2
/m
2
/n
i
i = n +1
n
∑( A − P )
i
i
i =1
Οι τιµές του πηλίκου είναι:
0≤J≤∞
Όταν η δοµή των αιτίων που λειτούργησαν κατά το παρελθόν (και την οποία φιλοδοξεί
να εκφράσει το µοντέλο) παραµένει η ίδια και στο µέλλον, τότε η τιµή του πηλίκου
προσεγγίζει την µονάδα ( J ≈ 1). Όσο µεγαλύτερη είναι η τιµή του πηλίκου, τόσο
µικρότερη είναι η προβλεπτική ικανότητα του µοντέλου. Τιµές του πηλίκου
µεγαλύτερες της µονάδας υποδεικνύουν υπό ενδεχόµενες µεταβολές στην δοµή του
µοντέλου και συνεπώς µικρή προβεπτική ικανότητα.
5. Μοντέλα προσοµοίωσης (Simulation models)
Tα µοντέλα προσοµοίωσης είναι ουσιαστικά πειραµατικά υποδείγµατα µε τη
βοήθεια των οποίων και επί τη βάσει εναλλακτικών δεδοµένων να ορίζονται
επιδράσεις ανεξαρτήτων και εξαρτώµενων µεταβλητών.
Βασική σκέψη των µοντέλων προσοµοίωσης είναι η απεικόνιση της
πραγµατικότητας µε τη µορφή ενός υποδείγµατος, στο οποίο επιθυµούµε να
φαίνονται και οι σχέσεις επίδρασης και τις οποίες σχέσεις το µοντέλο πρέπει να
εκφράζει ως σύµπλοκο επιδράσεων. Σε ένα τέτοιο µοντέλο προσοµοίωσης, µπορεί
κάποιος να µεταβάλει ορισµένα από τα δεδοµένα (π.χ. παραµέτρους) και να
διαπιστώνει πως µεταβάλλονται τα υπόλοιπα µεγέθη. Πρόκειται δηλαδή εδώ στην
ουσία για την λεγόµενη "ανάλυση ευαισθησίας".
Προσοµοίωση δηλαδή είναι η διενέργεια διαφόρων δυνατών διαδικασιών ή η
προσέγγιση και απεικόνιση διαφόρων δυνατών εκφάνσεων της πραγµατικότητας ή
διαφόρων δυνατών πραγµατικοτήτων, όπου κάποιος µεταβάλλει τα µεγέθη. Το
αποτέλεσµα είναι µαρτυρίες του τύπου: "Τι θα προκύψει εάν συµβεί τούτο". Εάν
µπορεί να διατυπωθεί µια τέτοια µαρτυρία µε τη βοήθεια του µοντέλου τότε
επιλέγονται τα διάφορα δυνατά "εάν" ή προβλέπονται τα διάφορα δυνατά "εάν" και µε
εφαρµογή του µοντέλου προκύπτει το αντίστοιχο αποτέλεσµα. Έτσι µετά την
εφαρµογή του µοντέλου για κάθε "εάν" θα έχει κανείς όλες τις δυνατές απαντήσεις του
τύπου "εάν συµβεί τούτο, τότε θα προκύψει το εξής". Αυτά τα διάφορα δυνατά "εάν"
είναι ουσιαστικά διαφορετικοί δυνατοί συνδυασµοί δεδοµένων. Τα διάφορα "τότε" που
113
προκύπτουν ως αποτέλεσµα δεν είναι τίποτε άλλο παρά αποτελέσµατα που µπορούν
να προκύψουν υπό ένα ή περισσότερους όρους. Εάν τώρα διατυπωθούν όλα τα
δυνατά "εάν" και µε τη βοήθεια του µοντέλου προσοµοίωσης προκύψουν όλα τα
δυνατά "τότε", µπορεί κανείς να εκτιµήσει ποιος συνδυασµός δεδοµένων είναι ο πιο
πιθανός (το πιο πιθανό "εάν", σχ. 29) οπότε έχει αντίστοιχα και το πιο πιθανό "τότε",
γεγονός που µπορεί να στηρίξει και να υποστηρίξει σχετικές αποφάσεις.
Εάν (δεδοµένα)
τότε (αποτέλεσµα
πιθανότητα %. . . . . .
>
.....
.....
.....
>
.....
.....
.....
>
.....
.....
.....
>
.....
.....
.....
>
.....
.....
Σχ. 29: Τρόπος λειτουργίας των µοντέλων προσοµοίωσης, σχηµατικά
.....
µεγαλύτερη πιθανότητα = πιθανότερος συνδυασµός δεδοµένων →
πιθανότερο αποτέλεσµα → λήψη απόφασης
Γιατί όµως µοντέλα προσοµοίωσης; ∆ύο είναι οι βασικοί λόγοι:
α. Αντί για το µοντέλο και τα αρχικά µε τη µορφή δεδοµένων διαµορφωµένα
µεγέθη θα ήταν επίσης δυνατό να διατυπωθούν προγνώσεις σχετικά µε τις
ενδιαφέρουσες καταστάσεις και τη δυνατή µελλοντική πραγµατικότητα τις οποίες θα
µπορούσε κανείς να παρατηρήσει και µε βάση την παρατήρηση αυτή να κάνει τις
επιλογές του. Όµως ευκολότερα και καλύτερα παρατηρεί, κατανοεί και αξιολογεί
κάποιος γνωστά δεδοµένα του παρελθόντος παρά υποτιθέµενες και κατά βάση
άγνωστες καταστάσεις του µέλλοντος. Αυτός είναι ο πρώτος λόγος που καθιστά
αναγκαία τα µοντέλα προσοµοίωσης.
β. Ο δεύτερος λόγος: Κατά την διαµόρφωση του µοντέλου, σχεδόν πάντα ή τις
περισσότερες φορές προκύπτει το συµπέρασµα ότι η µεταβολή µιας σειράς ή µιας
µεγάλης κλάσεως δεδοµένων οδηγεί στα ίδια σε ελάχιστα διαφέροντα µεταξύ τους
αποτελέσµατα, σχ. 31:
.....
114
.....
>
.....
.....
ίδιο ή ελάχιστα διαφέρον αποτέλεσµα
.....
περισσότερες
διαφορετικές
δοµές δεδοµένων
Σχ. 30: ∆ιαφορετικές δοµές δεδοµένων µε το ίδιο αποτέλεσµα
Παρατηρείται δηλαδή ότι το πεδίο το οποίο έχει στη διάθεσή της η πραγµατικότητα
κατά την παραγωγή ενός αποτελέσµατος είναι τόσο µεγάλο ώστε αυτό το αποτέλεσµα
ως κατάσταση είναι η πλέον πιθανή, και έτσι πρέπει να αντιµετωπίζεται αυτή.
Αυτός είναι περίπου και συνοπτικά ο τρόπος µε τον οποίο λειτουργεί ένα
µοντέλο προσοµοίωσης και έτσι περίπου πρέπει να κατανοείται και να ερµηνεύεται η
λειτουργία του. Είναι προφανές ότι λόγω του µεγάλου αριθµού των δυνατών
διαφορετικών συνδυασµών δεδοµένων, οι αναγκαίοι υπολογισµοί δεν µπορούν να
γίνουν παρά µε Η/Υ και κατάλληλα προγράµµατα. Και τούτο δεν είναι πλέον δύσκολο.
Πιο δύσκολη είναι η διάρθρωση των αλληλεξαρτήσεων µέσα στο µοντέλο. Σχετικά µε
το πρόβληµα αυτό µπορούν να ειπωθούν τα εξής: Εάν η λειτουργία της
πραγµατικότητας, δηλαδή οι συνδυασµοί του κάθε "εάν" µε το αντίστοιχό του "τότε"
είναι καλά γνωστή και µπορεί αυτή να διατυπωθεί µονοσήµαντα µε τη βοήθεια των
µαθηµατικών, τότε βρισκόµαστε πολύ κοντά είτε σε ένα µοντέλο παλινδρόµησης είτε
σε ένα οικονοµετρικό µοντέλο.
Σε ένα τέτοιο µοντέλο είναι πάντοτε δυνατό να
προβούµε σε προσοµοιώσεις µεταβάλλοντας τα δεδοµένα και υπολογίζοντας στη
συνέχεια τις συνέπειες της ή των µεταβολών. Προφανώς όµως στην περίπτωση αυτή
δεν πρόκειται για την λειτουργία ενός γνήσιου µοντέλου προσοµοίωσης αλλά
περισσότερο για ανάλυση ευαισθησίας µε τη βοήθεια του οικονοµετρικού µοντέλου ή
του µοντέλου παλινδρόµησης.
Μοντέλα προσοµοίωσης έχουν αναπτυχθεί σε αρκετούς τοµείς, ιδιαίτερα
στους τοµείς της έρευνας, της δυναµικής των πόλεων και της δυναµικής των
επιχειρήσεων. Παρά τις προόδους όµως που έχουν γίνει, λόγω και των
υπολογιστικών δυνατοτήτων που προσφέρουν πλέον οι Η/Υ, εντούτοις υπάρχει
ακόµη ένα αίσθηµα δυσπιστίας απέναντι στα µοντέλα αυτά. Και τούτο γιατί
α)
εκτιµάται ότι οι αλληλεξαρτήσεις της πραγµατικότητας ακόµα και όταν φθάνει κανείς
στον αριθµό των 250 και 500 αλληλοεξαρτώµενων µεταβλητών, εξακολουθούν να
115
είναι λίγες για να απεικονίσουν την λειτουργία της σε ικανοποιητικό βαθµό και β) ότι
οι προγνώσεις που µπορούν να γίνουν µε τη βοήθεια των µοντέλων αυτών δεν
µπορούν να συνοδεύονται και από στατιστικές τουλάχιστον πιθανότητες επαλήθευσής
τους.
Τίθεται βέβαια το γενικό ερώτηµα, ποιά είναι η καταλληλότερη µέθοδος
πρόγνωσης; Σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση ιδίως ψυχολογικοί - υποκειµενικοί
λόγοι, λόγοι εξοικείωσης µε µια ή κάποιες από το σύνολο των µεθόδων πρόγνωσης,
µας ωθούν στην σχετική επιλογή. Κανονικά όµως και εδώ επαναλαµβάνεται η
διαδικασία του σχ. 2 (της επίλυσης ενός συγκεκριµένου προβλήµατος, εδώ δηλ. της
λήψης της απόφασης για την επιλογή καταλληλότερης µεθόδου πρόγνωσης). Και
στην επίλυση του προβλήµατος αυτού και στην επιλογή της καταλληλότερης µεθόδου
σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση, δεν πρέπει να µας διαφεύγουν οι παράγοντες που
επηρεάζουν την ποιότητα της πρόγνωσης βλ. σχετικό κεφάλαιο) και τα σχετικά
κριτήρια που χαρακτηρίζουν την ποιότητα. Μία αξιολόγηση δηλαδή σε κάθε
συγκεκριµένη περίπτωση του υπό πρόγνωση µεγέθους σε σχέση µε
τις
προσφερόµενες εναλλακτικές µεθόδους πρόγνωσης και µια τεκµηρίωση της
απόφασης επιλογής είναι απαραίτητη. Από την άλλη πλευρά πάλι, η µη εξοικείωση µε
τις µεθόδους πρόγνωσης δεν πρέπει να οδηγεί στην ανάπτυξη του συναισθήµατος
της αποστροφής στην εφαρµογή τους. Πολύ περισσότερο η µη εξοικείωση πρέπει να
µας οδηγεί στην αναζήτηση και στη χρήση των γνώσεων των ειδικών. ∆εν είναι
βέβαια σπάνιες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες εφαρµόζει κανείς δύο ή και
περισσότερες
µεθόδους
πρόγνωσης,
προβαίνοντας
έτσι
σε
"εναλλακτικές
προγνώσεις" και δηµιουργώντας ένα αναµενόµενο "πεδίο πρόγνωσης" για το
συγκεκριµένο υπό πρόγνωση µέγεθος.
V. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Oι µέθοδοι αξιολόγησης
Η αξιολόγηση αποτελεί γενικά το τελευταίο βήµα πριν από τη λήψη µιας
απόφασης και αποσκοπεί ακριβώς στο να προετοιµάσει αυτή την απόφαση.
Τι σηµαίνει όµως αξιολόγηση;
Κατ΄αρχήν αξιολογούµε προβλεπόµενες ή εκτιµώµενες ιδιότητες ή χαρακτηριστικά
των εναλλακτικών. Για την αξιολόγηση ακολουθείται µια συγκεκριµένη-τυποποιηµένη
διαδικασία η οποία αποτελεί και τη µέθοδο αξιολόγησης. Στο τέλος αυτής της
116
διαδικασίας θα πρέπει να έχουµε φθάσει σε ένα συγκεκριµένο συµπέρασµα του
τύπου:
“η µέθοδος εκτέλεσης του έργου Χ είναι συµφέρουσα”
ή του τύπου:
“η εναλλακτική Β, µεταξύ όλων των εναλλακτικών µεθόδων εκτέλεσης του έργου Χ,
είναι η πλέον συµφέρουσα (η πιο πλεονεκτική)”.
Το αποτέλεσµα - συµπέρασµα της αξιολόγησης εµπεριέχει αβεβαιότητα, λόγω
ακριβώς του γεγονότος, ότι ασχολούµαστε µε προβλεπόµενες ή εκτιµώµενες ιδιότητες
(χαρακτηριστικά) των εναλλακτικών.
Όταν µιλάµε για αξιολόγηση (περισσοτέρων της µιας εναλλακτικών) δεν εννοούµε
τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από µία ταξινόµηση -κατάταξή τους σε µια
αξιολογική σειρά µε κριτήριο την αποτελεσµατικότητά τους, δηλ. µε κριτήριο το σε
ποίο βαθµό η κάθε µία από αυτές οδηγεί στην επίτευξη του στόχου (ή των στόχων)
που έχει (ουν) τεθεί από πριν. Η αξία δηλ. της κάθε εναλλακτικής εκφράζεται από τον
βαθµό επίτευξης του (ων) στόχου (ων), δηλ. από την αποτελεσµατικότητά της. Αυτή
δε ακριβώς η ταξινόµηση - κατάταξη οδηγεί σχεδόν άµεσα σε µια απόφαση. Γι’ αυτό
και µε τον όρο “αξιολόγηση” υπονοείται πολλές φορές και ο όρος “λήψη απόφασης”,
πράγµα όµως που δεν είναι σωστό.
Οι τεχνικές ή µέθοδοι αξιολόγησης εφαρµόζονται κατά κανόνα όταν υπάρχουν
περισσότερα του ενός αντικείµενα προς αξιολόγηση (εναλλακτικές) και πρέπει να
επιλεγεί ένα από αυτά. Με αυτή την έννοια, µπορούν να αξιολογηθούν π.χ.
εναλλακτικοί τρόποι χειρισµού µιας δασοσυστάδας, ή εναλλακτικές χαράξεις ενός
δασοδρόµου ή εναλλακτικοί τρόποι µετατόπισης του ξύλου προκειµένου να επιλεγεί
εκείνη η εναλλακτική, η εφαρµογή της οποίας οδηγεί περισσότερο στην επίτευξη του
συγκεκριµένου κάθε φορά στόχου. Κατά τον ίδιο τρόπο τα προς αξιολόγηση
αντικείµενα µπορεί να είναι οι εναλλακτικές προγνώσεις εξέλιξης ενός οικονοµικού
µεγέθους (π.χ. της τιµής του ξύλου, των εισαγωγών χάρτου, της κατανάλωσης
καυσόξυλου).
Οι µέθοδοι αξιολόγησης εφαρµόζονται επίσης και στην περίπτωση που το προς
αξιολόγηση αντικείµενο είναι ένα µόνο. Π.χ. ο έλεγχος της οικονοµικότητας εφαρµογής
µιας παραγωγικής διαδικασίας (µετατόπιση π.χ. µε σχοινιογερανό).
Γενικά κατά την αξιολόγηση, ο αξιολογητής βρίσκεται µπροστά σε µια από τις
ανωτέρω δύο καταστάσεις (βλ. και σχ. 31).
αντικείμενα
Ακολούθησε τη διαδικασία (α)* :
117
όχι
Σχ. 31: Οι δύο βασικές καταστάσεις και διαδικασίες της αξιολόγησης
* διαδικασία (α): 1. Εντόπισε και ποσοτικοποίησε τα πλεονεκτήµατα του
προς αξιολόγηση αντικειµένου ως προς την επίτευξη του
στόχου
2. εντόπισε και ποσοτικοποίησε τα µειονεκτήµατα του προς
αξιολόγηση αντικειµένου ως προς την επίτευξη του στόχου
3. σύγκρινε τα πλεονεκτήµατα µε τα µειονεκτήµατα
4. πρότεινε αποδοχή του προς αξιολόγηση αντικειµένου εφ΄ όσον
τα πλεονεκτήµατα υπερτερούν των µειονεκτηµάτων. Σε αντίθετη
περίπτωση πρότεινε την απόρριψή του.
**διαδικασία (β): 1. Εφάρµοσε για κάθε αντικείµενο αξιολόγησης τα στάδια 1
έως και 3 της διαδικασίας α
2. οµαδοποίησε τα προς αξιολόγηση αντικείµενα σε δύο οµάδες: η
πρώτη οµάδα περιλαµβάνει εκείνα τα προς αξιολόγηση
αντικείµενα των οποίων τα µειονεκτήµατα είναι µεγαλύτερα των
πλεονεκτηµάτων. Πρότεινε την απόρριψη όλων των
αντικειµένων (εναλλακτικών) της οµάδας αυτής. Η δεύτερη
οµάδα περιλαµβάνει εκείνα τα προς αξιολόγηση αντικείµενα των
οποίων τα πλεονεκτήµατα υπερτερούν των µειονεκτηµάτων.
3. ταξινόµησε τα προς αξιολόγηση αντικείµενα της δεύτερης οµάδας
σε σειρά φθίνουσας υπεροχής των πλεονεκτηµάτων έναντι των
µειονεκτηµάτων.
4. Πρότεινε την αποδοχή του αντικειµένου (εναλλακτικής) µε την
µεγαλύτερη υπεροχή των πλεονεκτηµάτων έναντι των
µειονεκτηµάτων του (είναι το πρώτο αντικείµενο στη σειρά
φθίνουσας υπεροχής).
Οι δύο αυτές βασικές διαδικασίες αξιολόγησης εφαρµόζονται κυρίως όταν όλα τα
πλεονεκτήµατα και µειονεκτήµατα εκφράζονται µε την ίδια µονάδα µέτρησης π.χ. σε
χρηµατικές µονάδες.
Η διαδικασία της αξιολόγησης λαβαίνει χώρα κάθε φορά µέσα σε µία συγκεκριµένη
κατάσταση την οποία διαµορφώνουν - απαρτίζουν τα εξής επιµέρους στοιχεία (Wild
1974):
118
• o (oι) αξιολογητής (ές)
• τα προς αξιολόγηση αντικείµενα
• το σύστηµα των στόχων που έχουν τεθεί από πριν, είναι γνωστοί από πριν
και οι οποίοι συνδέονται άµεσα µε τα κριτήρια αξιολόγησης
• τα κριτήρια αξιολόγησης
• οι συντελεστές στάθµισης (βαρύτητας) των κριτηρίων αξιολόγησης
• οι κλίµακες των συντελεστών στάθµισης των κριτηρίων αξιολόγησης
• οι τιµές των κριτηρίων αξιολόγησης
• το είδος πληροφόρησης και ο βαθµός πληροφόρησης του (ων)
αξιολογητή (ών).
Είναι προφανές, ότι, έστω και ένα από τα επιµέρους αυτά στοιχεία αν µεταβληθεί,
δηµιουργείται µια νέα κατάσταση, η οποία είναι δυνατό να οδηγήσει σε διαφορετικό
αποτέλεσµα αξιολόγησης.
Η σχέση µεταξύ πρόγνωσης (ή εκτίµησης) των ιδιοτήτων της κάθε εναλλακτικής και
της αξιολόγησης δίνεται πιο κάτω σε συντοµία, προκειµένου για το πρόβληµα
“επιλογή του καταλληλότερου τρόπου αναψυχής διάρκειας ενός Σαββατοκύριακου”
για µια οικογένεια (σχ. 32).
Ο στόχος είναι : ένα όµορφο Σαββατοκύριακο για την οικογένεια. Οπότε προκύπτει το
ερώτηµα: Με ποιό τρόπο µπορεί να επιτευχθεί ο στόχος αυτός; Οι εναλλακτικές Αi οι
οποίες θα αναζητηθούν και οι οποίες προσφέρονται για την επίτευξη του στόχου
εξαρτώνται από τη φαντασία και τη δηµιουργικότητα των µελών της οικογένειας.
Οι προσφερόµενες εναλλακτικές πρέπει να αξιολογηθούν ώστε να διαφανεί ποιά από
όλες υπόσχεται το οµορφότερο για την οικογένεια διήµερο. (Η ίδια βασική διαδικασία
αξιολόγησης ακολουθείται προκειµένου και για οποιοδήποτε άλλο πρόβληµα λήψης
αποφάσεως όπως π.χ. λήψη απόφασης αγοράς ενός εναέριου σχοινιογερανού,
αγοράς ενός επιβατηγού αυτοκινήτου, αγοράς ενός ελκυστήρα µετατόπισης ξύλου
κλπ).
119
Σχ. 32: Αναψυχή διήµερου, κριτήρια και κατάσταση αξιολόγησης
Αναψυχή διημέρου
όφελος
Συντροφι
κό-τητα
κόστος
Χαλάρωση
πνευµ.
καλ/γεια
δαπάνη
απ.
χρόνος
στόχοι
αν. ενέργειας
αξιολογητής
αντικείμενο εκτίμησης: ιδιότητες ως προς
όφελος
συντροφ
ι-κότητα
χαλάρω
ση
κόστος
πνευµ.
καλ/γεια
δαπάνη
απ.
χρόνος
ιδιότητες
αν.ενέργειας
120
Η επιλογή µεταξύ των εναλλακτικών πρέπει να γίνει µε τη βοήθεια ορισµένων
κριτηρίων, τα οποία κατά κανόνα είναι κριτήρια «κόστους» - «οφέλους», όπου ως
«κόστος» εννοούµε την κάθε αρνητική και ως «όφελος» την κάθε θετική επίδραση της
εναλλακτικής Αi σε σχέση βέβαια µε τον στόχο που έχει τεθεί. Οπότε, για κάθε
εναλλακτική Αi του σχ. 32β προκύπτει η ανάγκη ανάλυσης των ιδιοτήτων που
προκαλούν «κόστος» και των ιδιοτήτων που προκαλούν «όφελος» σε σχέση µε το
όµορφο διήµερο. Προκύπτει επίσης το πρόβληµα πρόγνωσης-εκτίµησης του
µεγέθους των επιδράσεων αυτών, αρνητικών και θετικών. Ανάλογα µε τη φύση της
κάθε αρνητικής ή θετικής επίδρασης, είναι δυνατό η πρόγνωση-εκτίµηση του
µεγέθους της επίδρασης αυτής να είναι σχετικά εύκολη, µε τη βοήθεια π.χ. του
κριτηρίου «ο απαιτούµενος να δαπανηθεί χρόνος», «η ποσότητα απαιτούµενων για
την µετακίνηση καυσίµων», ή γενικότερα «το κόστος της µετακίνησης», οπότε η
ποσοτικοποίηση του µεγέθους της επίδρασης σε απόλυτα αριθµητικά µεγέθη είναι
δυνατή (και σχετικά εύκολη). Σε άλλες περιπτώσεις, η πρόγνωση - εκτίµηση του
µεγέθους της επίδρασης και το πρόβληµα της ποσοτικοποίησης είναι δυσκολότερο,
οπότε για τον σκοπό αυτόν καταφεύγουµε στη χρήση σχετικών συγκριτικών µεγεθών
(«µικρό», «µεσαίο», «µεγάλο»). Σε αυτή την διέξοδο καταφεύγουµε όταν το κόστος
και το όφελος που προκαλούν οι ιδιότητες της κάθε εναλλακτικής και µε τα οποία θα
γίνει η αξιολόγηση είναι ειδικής φύσεως όπως π.χ. η απαιτούµενη διανοητική
ενέργεια, ή η προκαλούµενη χαλάρωση, ή η συµβολή στην πνευµατική καλλιέργεια
κλπ.
Οι εναλλακτικές αξιολογούνται (σχ.32β) χωριστά µε την κάθε µία ιδιότητα και
κατατάσσονται βάσει της κάθε ιδιότητας σε σειρά φθίνουσας υπεροχής (οπότε η κάθε
εναλλακτική για κάθε ιδιότητα βαθµολογείται και λαβαίνει το τακτικό αριθµητικό που
εκφράζει τον “αριθµό θέσης” ως εξής : 1 για την υπερέχουσα έναντι όλων των άλλων
εναλλακτικών, 2 για αµέσως την επόµενη, 3, 4, 5 κ.ο.κ µέχρι και την εναλλακτική που
βρίσκεται στην τελευταία θέση της φθίνουσας σειράς υπεροχής. Στη συνέχεια
αξιολογούνται και κατατάσσονται κατά κανόνα χωριστά στο σύνολο των ιδιοτήτων
κόστους και χωριστά στο σύνολο των ιδιοτήτων οφέλους.
Ο ίδιος πιο πάνω τρόπος ακολουθείται προκειµένου για λήψη αποφάσεων σε
πολλούς τοµείς (ιδιωτικό, δηµόσιο, βιοµηχανία , τοµέας υπηρεσιών κλπ.).
Η αξιολόγηση των εναλλακτικών µε βάση το κριτήριο του κόστους είναι εύκολη και η
κατάταξή τους µε βάση το κριτήριο αυτό κατά κανόνα µονοσήµαντη. Αντίθετα,
προκειµένου για την αξιολόγησή τους µε το κριτήριο του οφέλους (π.χ. ως προς την
συντροφικότητα, πνευµατική καλλιέργεια, χαλάρωση κλπ) η αξιολόγηση είναι
δυσκολότερη, διότι πρακτικά είναι αδύνατη η ποσοτικοποίηση, και εποµένως η
ταξινόµηση σε λίγες περιπτώσεις είναι µονοσήµαντη (βλ. σχ.32α, α/α 8).
121
Στόχος: Αναψυχή το Σαββατοκύριακο
Σχ. 32α: Παράδειγµα αξιολόγησης τριών εναλλακτικών αξιοποίησης ενός
διηµέρου
Εναλλακτικές Αi και εκτίµηση:
Κριτήριο
α/α
κ
1
Ιδιότητα
∆απάνη (δρχ.)
ό
Α1
Α2
Α3
Παραµονή στο
σπίτι
παρακολούθηση
εκδηλώσε-ων
στην
Ολυµπία
εκδροµή
στο
περιαστικό δάσος
6.000
35.000
10.000
(1)
(3)
(2)
6
12
14 (3)
(1)
(2)
µέση
µεγάλη
µικρή
(2)
(3)
(1)
(1)`
(3)
(2)
µεσαία
µικρή
µεγάλη
(2)
(3)
(1)
µέση
µικρή
µεγάλη
(2)
(3)
(1)
µικρή
µεγάλη
µέση
(3)
(1)
(2)
(2) (;)
(3) (;)
(1)
σ
τ
2
απαιτούµενος χρόνος (ώρες)
ο
υ
3
Ανάλωση διανοητικής ενέργειας
ς
ο
4
σειρά κατάταξης
5
συντροφικότητα
φ
έ
6
χαλάρωση
λ
ο
7
πνευµατική καλλιέργεια
υ
ς
8
σειρά
κατάταξης
οφέλους (;;)
βάσει
122
Στην περίπτωση της µη µονοσήµαντης κατάταξης, το πρόβληµα λύνεται µε τη
στάθµιση των επιµέρους κριτηρίων µεταξύ τους π.χ. συντροφικότητα 0,4 χαλάρωση
1,2, µόρφωση 0,8. Οπότε τα αθροίσµατα των γινοµένων «συντελεστής
στάθµισης»χ»«τακτικό αριθµητικό θέσης» δίνει για κάθε εναλλακτική ένα νέο τακτικό
αριθµητικό θέσης και µια µονοσήµαντη πλέον κατάταξη αυτών µε βάση το κριτήριο
του οφέλους:
Α1:
2 x 0,4 + 2 x 1,2 + 3 x 0,8 = 5,6
(3)
A2:
3 x 0,4 + 3 x 1,2 + 1 x 0,8 = 5,6
(2)
A3:
1 x 0,4 + 1 x 1,2 + 2 x 0,8 = 3,2
(1).
Όµως, αναφύεται το πρόβληµα της διαφορετικής πια σειράς κατάταξης των
εναλλακτικών η οποία προκύπτει µε βάση κάθε ένα από τα δυο κριτήρια, σχ.33.
Σχ.33: ∆ιαφοροποίηση της κατάταξης κατά κριτήριο
Κριτήριο
Εναλλακτική
Α1
Α2
Α3
κόστους
(1)
(3)
(2)
οφέλους
(3)
(2)
(1)
Το πρόβληµα και εδώ λύνεται µε τη στάθµιση των δύο κριτηρίων (κόστους, οφέλους)
µε συντελεστές στάθµισης (βαρύτητας) που εκφράζουν τη σχετική σηµασία των δύο
κριτηρίων για τον λήπτη της απόφασης, π.χ. το κόστος µε 0,5, το όφελος µε 1,5. Στην
περίπτωση αυτή το άθροισµα των γινοµένων των “αριθµών θέσης” επί τους
συντελεστές στάθµισης των δύο κριτηρίων δίνουν τη νέα σειρά κατάταξης των
εναλλακτικών, όπως δείχνει το σχ. 34.
123
Σχ. 34: Εκτίµηση και αξιολόγηση των εναλλακτικών µε το κριτήριο του κόστους
- οφέλους
Κριτήριο
Eναλλακτικές Αi και εκτίµηση
A1
κόστους
οφέλους
νέα σειρά
κατάταξης
A2
A3
(1) x 0,5 + (3) 1,5 = 3 x 0,5 + 2 x 1,5 = 4,5
5
2 x 0,5 + 1 x 1,5 =
2,5
(3)
(1)
(2)
Aπό τα ανωτέρω γίνεται φανερό, ότι οι στόχοι οι οποίοι κάθε φορά τίθενται, οι
ιδιότητες της κάθε εναλλακτικής σε σχέση µε τους στόχους, το µέγεθος της επίδρασης
των ιδιοτήτων αυτών καθώς και το µέγεθος των συντελεστών στάθµισης επιδρούν
αποφασιστικά στην τελική κατάταξη των εναλλακτικών. Λόγω δε ακριβώς των κατά
πρόγνωση εκτιµήσεων, µπορεί να ειπωθεί ότι δεν υπάρχει µια λύση η οποία να
οδηγεί µε βεβαιότητα στην επίτευξη του (ων) στόχου (ων). Όµως µε τον τρόπο που
περιγράφτηκε προηγουµένως, σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση οι εναλλακτικές
εκφράζονται µε συγκεκριµένους αριθµούς οι οποίοι οδηγούν σε ένα µονοσήµαντο
αποτέλεσµα σειράς υπεροχής των εναλλακτικών µεταξύ τους. Υπάρχουν όµως και
περιπτώσεις που δεν προκύπτει το αποτέλεσµα αυτό και αυτές ακριβώς οι
περιπτώσεις αποτελούν αντικείµενο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος στη µεθοδολογία
εκτιµήσεως-αξιολογήσεως.
Στο παράδειγµα που αναπτύχθηκε στα προηγούµενα είδαµε, ότι η αξιολόγηση έχει ως
κύριο σκοπό την δηµιουργία µιας σειράς υπεροχής των εναλλακτικών, δηλ. των
αντικειµένων αξιολόγησης, σε σχέση µε τον προς επίτευξη στόχο. ∆ηλ. η αξιολόγηση
είναι αναγκαία όταν υπάρχουν περισσότερα του ενός αντικείµενα και όταν πρέπει τα
αντικείµενα αυτά να διακριθούν µεταξύ τους ως προς την επίδρασή τους στον τεθέντα
στόχο. Στην περίπτωση αυτή, η αξιολόγηση έρχεται να δώσει απάντηση στο
ερώτηµα: ποιος είναι ο βαθµός επίδρασης (επίτευξης) κάθε εναλλακτικής στον
τεθέντα εκ των προτέρων στόχο; Και στη συνέχεια, µε τη σύγκριση των εναλλακτικών
(Α1, Α2, Α3) µεταξύ τους η αξιολόγηση θα δώσει το µονοσήµαντο αποτέλεσµα ως
προς το ποιο αντικείµενο (εναλλακτική) µεταξύ όλων παρουσιάζει το µεγαλύτερο
βαθµό επίτευξης στόχου, δηλ. συµβάλλει τα µέγιστα στην επίτευξη των επιµέρους του
γενικού στόχων, τους οποίους µε ένα συγκεκριµένο τρόπο έχουµε σταθµίσει (“η Α3
παρουσιάζει το µεγαλύτερο βαθµό επίτευξης του στόχου”).
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν, στην αξιολόγηση έχουµε δεδοµένο το στόχο αναλυµένο
σε επιµέρους στόχους, δηλ. έχουµε δεδοµένο το σύστηµα των στόχων (σχ. 32α και
32β). Οι επιµέρους στόχοι του κατωτάτου επιπέδου αποτελούν και τα κριτήρια
αξιολόγησης των αντικειµένων αξιολόγησης (εναλλακτικών). Έχουµε επίσης ένα
πρόσωπο, τον αξιολογητή ο οποίος παρατηρεί και αναλύει τα αντικείµενα
124
αξιολόγησης, τα οποία µπορούν να οδηγήσουν στην επίτευξη των στόχων. Κάθε
αντικείµενο αξιολόγησης διαθέτει ορισµένες ιδιότητες οι οποίες σε συγκεκριµένο
βαθµό ικανοποιούν τους επιµέρους στόχους (και µέσω αυτών εποµένως και τον
γενικό). Στην περίπτωση του παραδείγµατός µας η κάθε εναλλακτική προκαλεί
όφελος (συντροφικότητα κλπ.) και κόστος (δαπάνη κλπ.), και αυτά ακριβώς τα
στοιχεία είναι οι ιδιότητές της, οι σχετικές µε τους στόχους µας. ∆ηλ. µέσω των
στόχων κατωτάτου επιπέδου αναζητούνται και αναλύονται οι ιδιότητες του κάθε
αντικειµένου αξιολόγησης και διατυπώνεται το ερώτηµα ποια και πόση είναι η πιθανή*
επίδραση της κάθε ιδιότητας στον αντίστοιχο επιµέρους στόχο. Έτσι προκύπτει η
παράσταση - έκφραση του βαθµού επίτευξης των στόχων για κάθε αντικείµενο
αξιολόγησης.
Αξιολόγηση σηµαίνει την εκτίµηση της αξίας του κάθε αντικειµένου αξιολόγησης
(εναλλακτικής).
Η αξία της εναλλακτικής είναι το µέτρο έκφρασης του πιθανού βαθµού
επίτευξης των στόχων.
Και προφανώς, στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν πρόκειται περί απόλυτης
αξίας αλλά περί σχετικής ως προς τους στόχους, και εξαρτηµένης από τον
αξιολογητή, και µάλιστα αξίας κατά πρόβλεψη (εποµένως πιθανή).
Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι προκειµένου µια αξιολόγηση να είναι αντικειµενική,
δηλ. ο οιοσδήποτε τρίτος να καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσµα (αν αναλάβει την
αξιολόγηση) απαιτούνται εκ των προτέρων
(α) το σύστηµα των στόχων
(β) οι ίδιες εναλλακτικές για αξιολόγηση
(γ) το ίδιο σύστηµα σταθµίσεως µεταξύ των στόχων των
στόχων του ίδιου επιπέδου
(δ) το ίδιο σύστηµα σταθµίσεως µεταξύ των κριτηρίων
αξιολόγησης και
(ε) ο ίδιος βαθµός πληροφόρησης µεταξύ των αξιολογητών
(προκειµένου αυτοί να κάνουν τις ίδιες προβλέψεις των ιδιοτήτων των
εναλλακτικών).
Εποµένως, ο οποιοσδήποτε αξιολογητής δίνει την άποψή του “η εναλλακτική 3 είναι
η καλύτερη”, χωρίς να δίνει ταυτόχρονα το πλήρες σύστηµα των στόχων, τα κριτήρια
αξιολόγησης, το σύστηµα σταθµίσεως και τις ιδιότητες των εναλλακτικών, προφανώς
διατυπώνει µία καθαρά υποκειµενική άποψη -αξιολόγηση.
Τέλος, θα πρέπει να σηµειωθεί εδώ ότι υπάρχει η “εκ των προτέρων αξιολόγηση” και
η “εκ των υστέρων αξιολόγηση”. Για την πρώτη έγινε ήδη λόγος και αφορά όπως ήδη
γνωρίζουµε τον σχεδιασµό (βλ. σχ. 2 κεφ. «Φάσεις εργασίας για την επίτευξη ενός
στόχου». Η «εκ των υστέρων αξιολόγηση» αφορά εναλλακτικές ή καλύτερα σχέδια και
*
πιθανή, µια και πρόκειται περί εκτιµήσεως κατά πρόγνωση (η εναλλακτική πρόκειται
ενδεχοµένως να υλοποιηθεί.
125
προγράµµατα τα οποία έχουν ήδη υλοποιηθεί και αποτελεί ουσιαστικά αποτίµηση του
σχεδίου ή του προγράµµατος που ήδη υλοποιήθηκε.
H διαδικασία της αξιολόγησης
Η διαδικασία της αξιολόγησης, όπως φάνηκε και από το παράδειγµα που
παρουσιάσθηκε στα προηγούµενα, ολοκληρώνεται σε περισσότερα κατά το µάλλον ή
ήττον διακριτά επιµέρους βήµατα:
1. Καθορισµός των στόχων: Το σύστηµα των στόχων πρέπει να αναπτυχθεί και
στη συνέχεια θα πρέπει να αναφερθεί, αν οι επιµέρους στόχοι του αυτού επιπέδου
είναι ισότιµοι µεταξύ τους ή όχι. Στην περίπτωση που δεν είναι ισότιµοι πρέπει οι
στόχοι να σταθµισθούν µεταξύ τους µε τη βοήθεια συντελεστών στάθµισης
(βαρύτητας). Προφανώς γίνεται η στάθµιση και των στόχων του κατωτάτου
επιπέδου, που όπως εδώ είπαµε συµπίπτουν µε τις ιδιότητες - κριτήρια
αξιολόγησης των εναλλακτικών.
2. Εντοπισµός των εναλλακτικών (αντικειµένων αξιολόγησης): Ξεκαθαρίζονται οι
εναλλακτικές, οι οποίες τίθενται υπό συζήτηση προκειµένου να επιτευχθούν οι
στόχοι. Οι εναλλακτικές αυτές πρέπει να είναι αµοιβαίοι αποκλειόµενες µεταξύ
τους.
3. Καθορισµός των κριτηρίων αξιολόγησης: Εντοπίζονται και καθορίζονται οι
σχετικές µε τους στόχους ιδιότητες των εναλλακτικών οι οποίες θα
χρησιµοποιηθούν ως κριτήρια αξιολόγησης, καθώς και τα µέτρα µε τα οποία αυτές
θα εκφρασθούν ποσοτικά. Γενικά οι ιδιότητες διακρίνονται σε: αρνητικές ή
κόστους και θετικές ή οφέλους ή ακόµα γενικότερα σε ιδιότητες πλεονεκτήµατα και ιδιότητες - µειονεκτήµατα.
4. Καθορισµός των κλιµάκων µέτρησης (βαθµολόγησης) των κριτηρίων
αξιολόγησης: Υπάρχουν γενικά τρεις κατηγορίες κλιµάκων (σχ. 35):
καλό
ονοµαστικές (ή ταξινοµικές)
(nominal)
όχι καλό
Α1 καλύτερη της Α2
κλίµακες
συγκριτικές (ή τακτικές)
(ordinal)
A2 καλύτερη της Α3
126
διαστηµάτων (συµπερ/ται και το 0)
ποσοτικές
(cardinal)
αναλογιών (δεν
“
”
“)
Σχ. 35. Κατηγορίες κλιµάκων
Με τη βοήθεια των ονοµαστικών (ταξινοµικών) κλιµάτων είναι δυνατή η δηµιουργία
οµάδων - κατηγοριών όπως “καλός”, “µέτριος”, “κακός” κλπ. µε τις οποίες το κάθε
κριτήριο - ιδιότητα της εναλλακτικής µπορεί να βαθµολογηθεί.
Οι συγκριτικές (τακτικές) κλίµακες επιτρέπουν κατατάξεις σε σειρά υπεροχής και
εποµένως καθιστούν δυνατή την διατύπωση κρίσης για το ποια (από όλες ή ποια
από δύο εναλλακτικές) είναι (η) καλύτερη.
Τέλος στην κλίµακα διαστηµάτων των ποσοτικών κλιµάκων περιλαµβάνεται και το
σηµείο µηδέν [π.χ. η κλίµακα θερµοκρασιών (-30 έως 80 0C), η κλίµακα επίδοσης
των φοιτητών (0 έως 10) κλπ.], ενώ στην κλίµακα αναλογιών το σηµείο µηδέν δεν
περιλαµβάνεται (π.χ. αναλογία ύψους προς διάµετρο
δένδρου, αναλογία
οφέλους/ κόστους = B : C κλπ.).
5. Εφαρµογή των κριτηρίων αξιολόγησης για κάθε µία εναλλακτική και
βαθµολόγηση της κάθε µιας ιδιότητας αυτής: Με τη βοήθεια των κριτηρίων
αξιολόγησης και των κλιµάκων µέτρησης, η κάθε µία ιδιότητα της κάθε
εναλλακτικής βαθµολογείται.
6. Έλεγχος των αποτελεσµάτων εφαρµογής του βήµατος 5 για την
περίπτωση ύπαρξης αντιφάσεων µεταξύ τους.
7. ∆ηµιουργία (σύνθεση) της σειράς φθίνουσας υπεροχής: Για όλες τις
εναλλακτικές και µε βάση όλα τα κριτήρια αξιολόγησης, δηµιουργείται µια σειρά
φθίνουσας υπεροχής. Αρχικά γίνεται κατάταξη των εναλλακτικών επί τη βάσει
καθενός στόχου χωριστά και στη συνέχεια (µε τη βοήθεια της στάθµισης των
στόχων) η σύνθεση αυτών των κατατάξεων σε µία ενιαία σειρά. Ουσιαστικά η
διαδικασία του βήµατος τούτου αποτελεί τη σύνθεση της αξίας της κάθε
εναλλακτικής σε σχέση µε το σύνολο των στόχων, η οποία αξία και επιτρέπει την
τελική σύγκριση µεταξύ των εναλλακτικών και τη δηµιουργία της οριστικής σειράς
φθίνουσας υπεροχής. Είναι προφανές, ότι στην εξαιρετική περίπτωση που οι
εναλλακτικές παρουσιάζουν το ίδιο µεταξύ τους κόστος (ή όφελος) η κατάταξη σε
φθίνουσα σειρά υπεροχής µε µόνο το όφελος ( ή αντίστοιχα µε µόνο το κόστος)
αποτελεί και την οριστική κατάταξη.
Προϋποθέσεις εφαρµογής της διαδικασίας αξιολόγησης
Προκειµένου να εφαρµοσθεί η διαδικασία αξιολόγησης πρέπει να πληρούνται οι πιο
κάτω προϋποθέσεις:
127
• Για όλες τις εναλλακτικές-αντικείµενα αξιολόγησης πρέπει να εφαρµόζονται
οι ίδιοι στόχοι και τα ίδια κριτήρια αξιολόγησης
• Για τις ίδιες ιδιότητες των εναλλακτικών πρέπει να εφαρµόζονται τα ίδια
κριτήρια αξιολόγησης (κριτήρια και κλίµακες)
• Για όλες τις εναλλακτικές και για όλες τις ιδιότητές τους πρέπει να τίθενται
ως βάση ο ίδιος χρονικός ορίζοντας θεώρησης
• Οι εναλλακτικές πρέπει να είναι µεταξύ τους αµοιβαία αποκλειόµενες (οι
εναλλακτικές είναι µεταξύ τους ανά δύο αµοιβαία αποκλειόµενες
εναλλακτικές όταν επιλεγόµενης της µιας για εφαρµογή αποκλείεται
ταυτόχρονα και η επιλογή της άλλης).
Mέθοδοι αξιολόγησης
Οι καθ΄ έκαστα µέθοδοι αξιολόγησης είναι κατά βάση τρεις:
n “
“
η ανάλυση της αξίας χρήσης
n η µέθοδος κόστους-οφέλους (Cost-benefit Analysis CΒΑ)
n η αξιολόγηση µε πολλαπλά κριτήρια
1. Η ανάλυση αξίας χρήσης (Nutzwertanalyse)
Aνάλυση αξίας χρήσης είναι η ανάλυση ενός αριθµού-συνόλου σύνθετων
εναλλακτικών µε σκοπό να ταξινοµηθούν οι επιµέρους εναλλακτικές σε µία σειρά
ταξινόµησης η οποία θα εκφράζει αντίστοιχα τις προτιµήσεις του φορέα λήψης
αποφάσεων σε σχέση µε ένα πολυδιάστατο σύστηµα στόχων. Η απεικόνιση της
διάταξης στην σειρά ταξινόµησης επιτυγχάνεται µέσα από την αξία χρήσης κάθε
εναλλακτικής (Zangemeister 1970).
2. Η ανάλυση κόστους - οφέλους
Η ανάλυση κόστους οφέλους (ΑΚΟ) βρίσκει την εφαρµογή της κυρίως στον
δηµόσιο τοµέα ή στην αξιολόγηση εναλλακτικών από άποψη κοινωνικοοικονοµική ή
αλλιώς αξιολόγηση σε εθνικό επίπεδο.
Ως µέθοδος καταγράφει και αξιολογεί όλες τις επιδράσεις µιας εναλλακτικής ή
ενός έργου δηλ. τόσο τις άµεσες και έµµεσες επιδράσεις, όσο και τις πρωτογενείς και
δευτερογενείς (ή αλλιώς ενδογενείς και εξωγενείς).
128
1. η αρχή της αντιστοιχίας κατά την οποία στο µέγιστο δυνατό επιδιώκεται η
αντιστοίχηση προσφοράς και αντιπροσφοράς.
2. η αρχή της οικονοµικότητας. Σύµφωνα µε την αρχή αυτή κάθε αποτέλεσµα οφείλει
να επιτυγχάνεται µε τις ελάχιστες δυνατές θυσίες ή µε τη διάθεση συγκεκριµένων
µέσων πρέπει να επιτυγχάνεται το µέγιστο δυνατό αποτέλεσµα.
3. η αρχή της µεγιστοποίησης της ευηµερίας του κοινωνικού συνόλου. Για την
µεγιστοποίηση όµως αυτή δεν υπάρχει µια συγκεκριµένη λειτουργική "συνάρτηση
ευηµερίας" για να επιδιωχθεί -επιτευχθεί το µέγιστό της. Έτσι επιδιώκεται ένα
"µερικό άριστο" (paretto optimum) αυτής σύµφωνα µε το οποίο τα υπάρχοντα
µέσα-πόροι κατανέµονται και διατίθενται σε κείνη τη χρήση (εναλλακτική) η οποία
εξασφαλίζει την µέγιστη αξία χρήσης.
4. Η αντισταθµιστική αρχή. Σύµφωνα µε την αρχή αυτή τα µειονεκτήµατα που
προκύπτουν για τον πολίτη µέσω των έργων οφείλουν να αντισταθµίζονται από τα
πλεονεκτήµατα και αντιστρόφως.
Ένα βασικό ερώτηµα το οποίο αναφύεται κατά την εφαρµογή της ΑΚΟ είναι το
πώς µετράει κάποιος το κόστος και το όφελος. Και ως προς µεν το άµεσο κόστος
ενός έργου το πρόβληµα είναι σχετικά απλό: τόσο στην φάση του σχεδιασµού, όσο
και στη φάση της κατασκευής και της λειτουργίας ενός έργου καταγράφει κανείς τις
αναλισκόµενες ποσότητες των συντελεστών της παραγωγής και τις αποτιµά σε τιµές
κόστους. Το πρόβληµα προκύπτει µε την αποτίµηση των µειονεκτηµάτων που
προκαλεί το συγκεκριµένο έργο και γενικότερα το προς αξιολόγηση αντικείµενο πέραν
του άµεσου κόστους, τα οποία και δεν απεικονίζονται - δεν καταγράφονται στις
αναλισκόµενες ποσότητες των συντελεστών της παραγωγής. Ένα τέτοιο µειονέκτηµα
π.χ. είναι το γεγονός ότι µε την κατασκευή (υλοποίηση) του συγκεκριµένου έργου
αποκλείεται η υλοποίηση άλλων έργων και συνεπώς προκύπτει το ερώτηµα αν θα
πρέπει το µειονέκτηµα του διαφεύγοντος από τα έργα αυτά οφέλους να χρεώνεται στο
κόστος του υλοποιούµενου έργου.
Κατά την κλασική ανάλυση κόστους - οφέλους όλα τα µεγέθη εκφράζονται σε
χρηµατικές µονάδες. Κατά την εφαρµογή της επιδιώκεται να καταγραφούν όλες οι
επιδράσεις της κάθε εναλλακτικής ή του κάθε έργου, αρνητικές και θετικές, άµεσες και
έµµεσες ή πρωτογενείς και δευτερογενείς, οι οποίες και θα εκφρασθούν τελικά σε
χρηµατικές µονάδες. Βασικό µειονέκτηµα της ΑΚΟ είναι η υποκρυπτόµενη σε αυτή
υπόθεση ότι τα µέλη όλων των
κοινωνικών – εισοδηµατικών οµάδων που
επηρεάζονται από την εναλλακτική αναγνωρίζουν την ίδια γι΄ αυτούς αξία στην
χρηµατική µονάδα, πράγµα το οποίο δεν είναι αληθές.
129
Τα προφίλ αξιολόγησης
Τα προφίλ αξιολόγησης αποτελούν όχι αυτές καθαυτές µεθόδους αξιολόγησης
αλλά βοηθητικά µέσα για την αξιολόγηση. Τα προφίλ αξιολόγησης κατά την σύνταξή
τους ενσωµατώνουν και κατά την παρατήρησή τους εκφράζουν πληροφορίες της
αξιολόγησης, ιδιαίτερα δε εκφράζουν αλληλεξαρτήσεις µεταξύ των επιµέρους
στοιχείων - κριτηρίων της αξιολόγησης τα οποία χρησιµοποιούν οι καθέκαστα αυτές
µέθοδοι. Αποτελούν ουσιαστικά βοηθητικά µέσα για τη διάγνωση της σχετική θέσης
και συνεπώς και της υπεροχής µεταξύ τους των καθέκαστα εναλλακτικών ΑI, ως προς
τα συγκεκριµένα κριτήρια αξιολόγησης.
Τα προφίλ αξιολόγησης µπορούν να χρησιµοποιούνται τόσο στην αξιολόγηση
εναλλακτικών λύσεων, σχεδίων προγραµµάτων όσο και στην αξιολόγηση µέτρων ή
προϊόντων. Το τελευταίο αφορά ιδιαίτερα τον τοµέα του Μάρκετινγκ. Μπορούν
βεβαίως τα προφίλ να χρησιµοποιηθούν και σε άλλους τοµείς των επιχειρήσεων ή της
δηµόσιας διοίκησης και προσφέρονται ιδιαίτερα για εφαρµογή στις περιπτώσεις των
σύνθετων αξιολογήσεων και πολύπλοκων αποφάσεων.
Υπάρχουν τρεις ιδιαίτερες κατηγορίες προφίλ αξιολόγησης κατ΄ αναλογία προς τις
κλίµακες αξιολόγησης:
• τα ονοµαστικά (ή ταξινοµικά) προφίλ (nominal profileς)
• τα συγκριτικά (ή τακτικά) “
(ordinal
“
)
• τα ποσοτικά προφίλ
(cardinal “ )
Στις επόµενες παραγράφους θα δοθεί ανά ένα παράδειγµα για τις τρεις κατηγορίες
προφίλ.
Έστω επί παραδείγµατι ότι εξετάζεται η εφαρµογή στις δασικές εκµεταλλεύσεις δύο
εναλλακτικών µέτρων Α1 και Α2 τα οποία επιδρούν σε διαφορετικούς τοµείς της
δασικής εκµετάλλευσης: στον τεχνικό τοµέα (π.χ. στην ποσοτική απόδοση), στον
τοµέα της αγοράς (π.χ. παραγωγή νέου προϊόντος για την αγορά), στον τοµέα της
οικονοµικότητας (άποψη οικονοµικότητας), ενδεχοµένως στον κοινωνικό τοµέα
(δηµιουργία νέων ή κατάργηση υφισταµένων θέσεων εργασίας - κοινωνική άποψη)
και επίσης στον τοµέα του περιβάλλοντος.
Το ονοµαστικό προφίλ. Για την κατάρτιση - σύνταξη του ονοµαστικού προφίλ
απαιτούνται δύο βασικά στοιχεία:
α) τα κριτήρια αξιολόγησης του µέτρου και
β) η ονοµαστική κλίµακα βαθµολόγησης του(ων) µέτρου(ων) ή των
εναλλακτικών σε σχέση µε τα κριτήρια αξιολόγησης [οι βαθµοί
αξιολόγησης π.χ. πολύ καλό (πκλ), καλό (κλ), µέτριο (µ), κακό (κκ),
πολύ κακό (πκκ)].
130
Από την άποψη της διαδικασίας, συντάσσεται κατ΄ αρχήν σχήµα ή πίνακας, στην
πρώτη στήλη του οποίου αναγράφονται διαδοχικά το ένα κάτω του άλλου τα κριτήρια
αξιολόγησης και στην πρώτη σειρά η ονοµαστική κλίµακα βαθµολόγησης των
κριτηρίων (σχ. 36). Στη συνέχεια, ένα συγκεκριµένο εναλλακτικό µέτρο (ή εναλλακτικό
σχέδιο ή πρόγραµµα) βαθµολογείται µε τη βοήθεια του σχ. 36 διαδοχικά για κάθε ένα
κριτήριο, µε τη σειρά που τα κριτήρια έχουν αναγραφεί στην πρώτη στήλη του πίνακα
αυτού, µέχρις ότου ολοκληρωθεί το σύνολο των κριτηρίων. Η βαθµολόγηση εδώ
συνίσταται σε σήµανση, επάνω στην ονοµαστική κλίµακα διαβάθµισης και στην
αντίστοιχη για κάθε κριτήριο θέση, µε χαρακτηριστικό σηµείο – σύµβολο (π.χ. • ή ♦ ή
∗). Ακολούθως τα διαδοχικά σηµεία – σύµβολα που προκύπτουν ενώνονται µε
ευθύγραµµα τµήµατα, οπότε προκύπτει µία τεθλασµένη γραµµή. Η τεθλασµένη αυτή
γραµµή (π.χ. η συνεχής γραµµή του σχ. 36) αποτελεί το προφίλ του µέτρου ή της
εναλλακτικής (π.χ. του Α1). Από την πορεία της τεθλασµένης αυτής γραµµής µπορούν
να επισηµανθούν οι βαθµοί επίδρασης του µέτρου στους επιµέρους τοµείς - κριτήρια
της δασικής εκµετάλλευσης.
Στη συνέχεια η διαδικασία επαναλαµβάνεται για κάθε µέτρο ή εναλλακτική µέχρις ότου
προκύψει η αντίστοιχη τεθλασµένη για κάθε ένα από αυτά (µία τελασµένη για κάθε
εναλλακτικό µέτρο, σχέδιο ή πρόγραµµα).
Η σύγκριση των τεθλασµένων γραµµών µεταξύ τους (π.χ. της συνεχούς µε τη
διακεκοµµένη του σχ. 36 δίνει επιµέρους πληροφορίες, σχετικές µε το ως προς ποια
επιµέρους κριτήρια υπερτερεί το κάθε εναλλακτικό µέτρο και ως προς ποιά αυτό
αντίστοιχα υπολείπεται. Π.χ. η γραµµή του προφίλ του εναλλακτικού µέτρου Α2
βρίσκεται ολόκληρη προς τα δεξιά αυτής του Α1 εξαιρουµένου µόνο του κριτηρίου των
περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Έτσι, εφ΄όσον τα κριτήρια αξιολόγησης είναι ισότιµα
µεταξύ τους, το µέτρο Α1 υπερτερεί σαφώς του µέτρου Α1 και είναι δυνατή η διάταξη
των δύο µέτρων στη σειρά φθίνουσας υπεροχής Α1 - Α2.
Εάν οι γραµµές προφίλ δεν τέµνονται µεταξύ τους είναι πάντοτε δυνατή η κατάταξη
των εναλλακτικών σε µια µονοσήµαντη σαφή σειρά υπεροχής και η λήψη της
απόφασης είναι εύκολη.
Από τα ανωτέρω γίνεται φανερό, ότι ένα προφίλ αξιολόγησης δεν έρχεται να
υποκαταστήσει τις αξιολογήσεις αυτές καθαυτές αλλά απλά έρχεται να παραστήσει
γραφικά τα αποτελέσµατα της αξιολόγησης, να δόσει την οπτική εικόνα των
διαφοροποιήσεων των εναλλακτικών ως προς τα κριτήρια αξιολόγησης, να
διευκολύνει τη λήψη της απόφασης και να τέλος να κάνει διαφανή τα κριτήρια µε τα
οποία λαµβάνεται η απόφαση και στα οποία ο λήπτης της απόφασης δίνει βαρύτητα.
Σχ. 36: Παράδειγµα ονοµαστικού προφίλ
Κριτήρια αξιολόγησης
πκλ
1 τεχνική παραγωγικότητα
•
κλ
µ
κκ
•
3 οικονοµικότητα
»
∗
∗
∗
•
4 κοινωνικές επιπτώσεις
πκκ
∗
•
2 τοµέας αγοράς
5 περιβαλλοντικές
βαθµοί αξιολόγησης
∗
•
131
Εναλλακτική Α1
………………
»
Α2
Το συγκριτικό (ή τακτικό) προφίλ (ordinal profile). To συγκριτικό προφίλ έχει κατά
κανόνα τη µορφή του συστήµατος των πολικών συντεταγµένων (σχ. 37). Οι άξονες Κi
των συντεταγµένων παριστούν τα κριτήρια αξιολόγησης, αριθµούνται δε κατά τη φορά
των δεικτών του ωρολογίου. Η συγκεκριµένη εναλλακτική βαθµολογείται για κάθε
κριτήριο επάνω στον αντίστοιχο άξονα και ο βαθµός τον οποίο αυτή παίρνει
σηµειώνεται µε σχετικό σηµείο – σύµβολο επάνω σ΄ αυτόν. Το προφίλ της
εναλλακτικής εµφανίζεται ως τεθλασµένη γραµµή, η οποία προκύπτει από τη σύνδεση
διαδοχικά των σηµείων των αξόνων (ένα σηµείο σε κάθε άξονα, π.χ. από Κ1 µέχρι Κ5
κατά τη διαδοχική σειρά αρίθµησής τους στο σχ. 37). Στη συγκεκριµένη περίπτωση
του σχ. 37, η εναλλακτική Α2 που βρίσκεται εσωτερικότερα (προς την αρχή των
αξόνων) είναι σαφώς υπέρτερη της Α1. Προκύπτει βέβαια το ερώτηµα πόσο
εσωτερικότερα πρέπει να βρίσκεται µια εναλλακτική για να διαφοροποιηθεί σαφώς
από άποψη υπεροχής από µία άλλη εναλλακτική. Η απάντηση στο ερώτηµα αυτό
βρίσκεται ουσιαστικά στον τρόπο αποτύπωσης της εννοούµενης συγκριτικής κλίµακας
επάνω σε κάθε άξονα (βαθµολόγηση του άξονα).
Κ1
Κ8
Κ2
Κ3
Κ7
Κ6
Κ5
Σχ. 37: Σύγκριση εναλλακτικών µε βάση το συγκριτικό
προφίλ πολικών συντεταγµένων .
Κ4
132
Εναλλακτική Α1
--------------------
»
Α2
Ένα άλλο παράδειγµα και συγχρόνως µια άλλη µορφή συγκριτικού (τακτικού) προφίλ
είναι αυτό που προκύπτει από τη συγκριτική ανάλυση της κατάστασης ενός
προϊόντος, η οποία εφαρµόζεται συχνά στον τοµέα του Μάρκετινγκ (σχ. 38).
Μια άλλη ειδική µορφή συγκριτικού (τακτικού) προφίλ αποτελούν επίσης τα µοντέλα
σκορ, τα οποία χρησιµοποιούνται στον τοµέα σχεδιασµού προϊόντων και µάρκετιγκ.
Στην ειδική αυτή µορφή χρησιµοποιείται βοηθητική κλίµακα σχετικής βαθµολόγησης
των κριτηρίων αξιολόγησης (δεν πρόκειται δηλ. για καθ΄εαυτή ποσοτική κλίµακα) :
Στις διαβαθµίσεις του ονοµαστικού προφίλ
πολύ καλό, καλό, µέτριο, κακό, πολύ
κακό, δίνονται σχετικοί βαθµοί (π.χ. µε άριστα το 100):
πολύ καλό
καλό
µέτριο
κακό
πολύ κακό
100 -81
80-61
60-41
40-21
20 - 0
και ταυτόχρονα τα κριτήρια αξιολόγησης j σταθµίζονται µε συντελεστές σταθµίσεως gj
(σχ. 39).
Σχ. 38: Προφίλ αξιολόγησης της θέσης στην αγορά ενός προϊόντος
Χαρακτηριστικά
σύγκρισης =
κριτήρια
αξιολόγησης
Προϊόν της
δασικής
εκµετ/σης (ή
της ξυλοβ/νίας)
Ανταγωνιστικά
προϊόντα
Α
- Τζίρος
- Μερίδιο στην
αγορά
Β
Γ
∆υνατότητες
βελτίωσης και
προτάσεις
133
- Ηλικία
- Μορφή
- Όνοµα
- Πρώτη ύλη
κατασκευής
- Τιµή
- (Συσκευασία)
- Ποιότητα
- Χρόνος εκτέλεσης
παραγγελίας
- Όροι προµήθειας
- ∆ιαφήµιση
- Στήριξη
πωλήσεων
- Πρόσθετες
υπηρεσίες
- Κανάλι διανοµής
- Λειτουργική αξία
- Εικόνα (image)
- Oµάδα στόχων
134
Σχ. 39: Ειδικό συγκριτικό (τακτικό) προφίλ µε κλίµακα σχετικής βαθµολόγησης
συντελεστές
Κριτήρια αξιολόγησης j*
στάθµισης
gj
(ονοµαστική κλίµακα⇒
⇒)
(σχετική ποσοτική
κλίµακα⇒
⇒)
βj gj
Κλίµακα διαβάθµισης βi
ΠΚ
Κ
Μ
Κ
ΠΚ
100-81
80-61
60-41
40-21
0-20
- ∆υνατότητα χρήσης του
υφιστάµενου
συστήµατος
0,3
πωλήσεων
- Σχέση µε την
υφιστάµενη
0,5
γραµµή προϊόντος
- Σχέση µε υφιστάµενα
προϊόντα
Αξία εναλλακτικής =
0,2
= Σ βj gj = ………….
Η κάθε διαβάθµιση (πκλ, κλ κλπ.) είναι προτιµότερο, για διευκόλυνση της
αξιολόγησης, να περιγράφεται σαφώς ώστε να γίνεται εύκολη η βαθµολόγηση του
προϊόντος µε τη βοήθεια του αντίστοιχου κριτηρίου.
*
Τα κριτήρια αξιολόγησης έχουν επιλεγεί εδώ κατάλληλα ώστε να αξιολογηθεί η δυνατότητα
ένταξης ενός νέου προϊόντος σε υφιστάµενο πρόγραµµα παραγωγής. Αναλόγως µπορούν να
επιλεγούν κριτήρια προκειµένου για άλλα ειδικά προβλήµατα π.χ. δυνατότητα παραγωγής
ενός προϊόντος κλπ.
135
Το σχ. 39 συµπληρώνεται για κάθε µία εναλλακτική, έτσι ώστε για κάθε κριτήριο
αξιολόγησης να δίνεται και ένας βαθµός µέσα στα όρια της σχετικής κλίµακας
διαβάθµισης, ο οποίος στη συνέχεια πολλαπλασιάζεται µε τον αντίστοιχο συντελεστή
σταµθµίσεως και το γινόµενο αναγράφεται στην τελευταία στήλη. Οι σταθµισµένοι
βαθµοί της τελευταίας στήλης προστίθενται µεταξύ τους και το αποτέλεσµα της
πρόσθεσης εκφράζει την αξία της εναλλακτικής η οποία έχει τεθεί υπό αξιολόγηση. Η
εναλλακτική µε το µεγαλύτερο µεταξύ όλων άθροισµα Σβjgj είναι και η καλύτερη
µεταξύ όλων.
Το ποσοτικό προφίλ (cardinal profile). To προφίλ τούτο συνίσταται στη
διαµόρφωση µιας γραφικής παράστασης ανάλογης της πυραµίδας ηλικιών, γνωστής
από την επιστήµη της ∆ηµογραφίας. Με τη βοήθεια του συστήµατος των ορθογωνίων
συντεταγµένων σχηµατίζονται τα τεταρτηµόρια 1ο και 4ο (σχ.40), σε κάθε ένα από τα
οποία “χαρτογραφείται” και από µία εναλλακτική (π.χ. στο 1ο τεταρτηµόριο η Α1 και
στο 4ο η Α2. Οι δύο οριζόντιοι ηµιάξονες, µε αρχή το µηδέν στο κέντρο τους,
υποδιαιρούνται σε ποσοστά %. Στον κατακόρυφο άξονα καταχωρούνται σε ίσες
αποστάσεις µεταξύ τους τα κριτήρια αξιολόγησης Κi, για κάθε ένα από τα οποία, κατά
την αξιολόγηση της κάθε εναλλακτική, δίνεται µία τιµή µε τη µορφή ποσοστού από 0 100%, ανάλογα µε το βαθµό ικανοποίησης του κριτηρίου αυτού από τη συγκεκριµένη
εναλλακτική.
Ο βαθµός αυτός παρίσταται γραφικά µε ένα ορθογώνιο
παραλληλόγραµµο. Με αυτό τον τρόπο η συνολική επιφάνεια των ορθογωνίων
παραλληλογράµµων κάθε εναλλακτικής αποτελεί δείκτη της σχετικής αξίας της και
συνεπώς εκφράζει και τη σχετική αξία της. Η εναλλακτική µε τη µεγαλύτερη συνολική
επιφάνεια µεταξύ όλων είναι και η καλύτερη µεταξύ αυτών.
Ο υπολογιζόµενος µε τον ανωτέρω τρόπο δείκτης αξίας της κάθε εναλλακτικής
προϋποθέτει ότι τα εφαρµοζόµενα κριτήρια αξιολόγησης είναι ισότιµα µεταξύ τους.
Εάν η ανωτέρω προϋπόθεση δεν ισχύει και τα κριτήρια έχουν για τον αξιολογητή
διαφορετική µεταξύ τους σηµασία - βαρύτητα, τότε πρέπει να χρησιµοποιηθούν οι
συντελεστές σταθµίσεως gi, οι τιµές των οποίων εκφράζουν και τη σχετική σηµασία
των κριτηρίων. Ο δείκτης αξίας στην περίπτωση αυτή υπολογίζεται για κάθε
εναλλακτική από το άθροισµα των γινοµένων των εµβαδών βi των ορθογωνίων
παραλληλογράµµων επί τον αντίστοιχο συντελεστή στάθµισής τους gi, δηλ. από το
άθροισµα Σβigi.
Εναλλακτική Α2
Κi
Εναλλακτική Α1
Κ5
Κ4
Κ3
Κ2
Κ
136
100
60
80
80
60
40
20
0
20
40
100
Σχ. 40. Ποσοτικό προφίλ για δύο εναλλακτικές
Συγκριτική αξιολόγηση των τριών κατηγοριών προφίλ.
Από την άποψη της ικανότητας έκφρασης της αξίας µιας εναλλακτικής και οι τρεις
κατηγορίες προφίλ που αναπτύχθηκαν στα προηγούµενα θα µπορούσαν να
θεωρηθούν ισοδύναµες µεταξύ τους.
Από την άποψη της έκφρασης της σχετικής µεταξύ των εναλλακτικών αξίας, το µεν
ποσοτικό (cardinal) προφίλ έχει την ικανότητα συγκριτικής παρουσίασης της αξίας
ταυτόχρονα µόνο δύο εναλλακτικών (ή ανά δύο για περισσότερες εναλλακτικές). Το
ονοµαστικό (nominal) και το συγκριτικό ή τακτικό (ordinal) προφίλ έχουν την
ικανότητα ταυτόχρονης συγκριτικής παρουσίασης της αξίας περισσοτέρων των δύο
εναλλακτικών. Όταν όµως οι εναλλακτικές είναι περισσότερες των 4 ή 5 τότε η
συνολική εικόνα του προφίλ επιβαρύνεται και δύσκολα µπορεί να βγει συµπέρασµα,
ιδιαίτερα αν οι τεθλασµένες γραµµές τέµνονται µεταξύ τους. Το πρόβληµα
ελαφρύνεται, βέβαια, αν για τη σύνταξη των προφίλ αυτών χρησιµοποιηθεί Η/Υ, ο
οποίος διαθέτει όπως είναι γνωστό µεγάλη διακριτική ικανότητα για σύνθετες γραφικές
παραστάσεις.
Η δεύτερη ειδική µορφή του τακτικού (συγκριτικού) προφίλ µε την κλίµακα
διαβάθµισης 0 - 100 και τους συντελεστές σταθµίσεως (σχ. 39) προσφέρει ιδιαίτερα
ουσιαστική βοήθεια στη λήψη πολύπλοκων αποφάσεων ή αποφάσεων που
στηρίζονται σε πολλαπλά κριτήρια. Γι’ αυτό και συνιστάται ως ιδιαίτερα χρήσιµη σε
τέτοιες περιπτώσεις. Σε τέτοιες καταστάσεις το προφίλ αξιολόγησης,
προγραµµατιζόµενο και σε Η/Υ, αποτελεί ουσιαστικό βοήθηµα για τον λήπτη της
απόφασης και καθιστά ευχερέστερη αλλά και διαφανή τη λήψη αυτής.
137
VI. ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΛΗΨΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ
Οι αποφάσεις είναι χαρακτηριστικό γνώρισµα της λογικής του ανθρώπου, ιδιαίτερα
µάλιστα του δραστήριου ανθρώπου, ανεξάρτητα αν αναφερόµαστε στην ατοµική ή
στην οικογενειακή του ζωή, ή στην επιχειρηµατική του δραστηριότητα, ή στην
απασχόλησή του στον δηµόσιο τοµέα και ανεξάρτητα από το επίπεδο αρµοδιοτήτων
και ευθύνης, τα οποία αυτός κατέχει στην επιχείρηση ή στη δηµόσια διοίκηση
ειδικότερα. Το ανώτερο ή χαµηλότερο επίπεδο αρµοδιοτήτων και ευθύνης σχετίζεται,
όχι µε την δυνατότητα λήψης αποφάσεων αλλά, µε το µέγεθος των συνεπειών που
έχουν οι συγκεκριµένες αποφάσεις για την επιχείρηση ή τον δηµόσιο τοµέα.
Αποφάσεις παίρνει και ο απλός εργάτης στα πλαίσια της εκτελεστικής εργασίας την
οποία αυτός επιτελεί.
Αλλά τι είναι η λήψη απόφασης;
Λήψη απόφασης είναι εκείνη η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένας αρµόδιος, ένας
υπεύθυνος, ένα άτοµο γενικά, κατά την οποία µπροστά του ανοίγονται διαθέσιµοι
περισσότεροι του ενός εναλλακτικοί δρόµοι ενεργειών ή χειρισµών, µεταξύ των
οποίων αυτός επlτρέπεται ή είναι υποχρεωµένος να επιλέξει
Παραδείγµατα
Παράδειγµα 1o: Ο δασοκόµος αντιµετωπίζει το πρόβληµα της ανυπαρξίας φυσικής
αναγέννησης σε ορισµένες υπέργηρες συστάδες δασικής Πεύκης στην περιοχή
Γρεβενών. Μπροστά του ανοίγονται οι εξής δυνατές ενέργειες
α) υλοτοµία και τεχνητή σπορά
β) υλοτοµία και φύτευση
γ) καλλιέργεια του εδάφους εν αναµονή πληροκαρπίας κλπ.
Ο δασοκόµος πρέπει να αποφασίσει ποιον χειρισµό τελικά θα εφαρµόσει.
Παράδειγµα 2o: Ο δασολόγος που έχει ορισθεί µέλος της επιτροπής πλειοδοτικού
διαγωνισµού ξυλείας στη δασική εκµετάλλευση Χ αντιµετωπίζει το πρόβληµα των
πολύ χαµηλών προσφορών (τιµών) οι οποίες έγιναν από τους υποψήφιους
αγοραστές κατά τη διάρκεια του διαγωνισµού για την πώληση της ξυλείας. Ο
δασολόγος αυτός είναι υποχρεωµένος να αποφασίσει ποια πρόταση θα κάνει στα
υπόλοιπα µέλη της επιτροπής ή τι θα ψηφίσει ώστε να ληφθεί η συλλογική απόφαση
από την επιτροπή. Μπροστά του ανοίγονται οι εξής δυνατότητες:
α) να προτείνει (ή να ψηφίσει) επανάληψη του διαγωνισµού µε κανονική
προθεσµία
β) επανάληψη του διαγωνισµού µε συντετµηµένη προθεσµία γ)
κατακύρωση του διαγωνισµού στον µεγαλύτερο πλειοδότη
δ) ακύρωση του διαγωνισµού και διάθεση της ξυλείας για ικανοποίηση
ατοµικών αναγκών κατοίκων της περιοχής
138
ε) ακύρωση του διαγωνισµού και διάθεση της ξυλείας σε κοινωνικούς
φορείς (Π.χ. στρατό, δηµόσιες υπηρεσίες κλπ.).
Παράδειγµα 3ο: Ο Υφυπουργός ∆ασών και ο Γενικός Γραµµατέας ∆ασών και
Φυσικού Περιβάλλοντος βρίσκονται µπροστά σε κατάσταση διαρκούς έξαρσης του
φαινοµένου των δασικών πυρκαϊών. Μπροστά τους µετά από επανειληµµένες
συσκέψεις και αναλύσεις της κατάστασης διανοίγονται οι εξής δρόµοι:
α) αναδιοργάνωση και βελτίωση του υφιστάµενου συστήµατος
πρόληψης και κατάσβεση ς
β) δηµιουργία νέου δασοπυροσβεστικού σώµατος µε την επωνυµία
"Σώµα πυραετών"
γ) εκχώρηση µερικών υπηρεσιών της δασοπυρόσβεσης στον ιδιωτικό
τοµέα και βελτίωση των υπολοίπων υπηρεσιών στα πλαίσια του
υφιστάµενου συστήµατος
δ) εκχώρηση µερικών υπηρεσιών της δασοπυρόσβεσης στην
Πυροσβεστική υπηρεσία και βελτίωση των υπολοίπων υπηρεσιών στα
πλαίσια του υφιστάµενου συστήµατος
ε) εκχώρηση του συνόλου της δασοπυρόσβεσης στην Πυροσβεστική
υπηρεσία.
Είναι προφανές ότι µία από τις εναλλακτικές αυτές ενέργειες πρέπει τελικά να
αποφασισθεί, προκειµένου να αντιµετωπισθεί το πρόβληµα.
Η συγκεκριµένη κάθε φορά επιλογή µιας ενέργειας µεταξύ των εναλλακτικών (λήψη
απόφασης) καθορίζεται σε γενικές γραµµές από τα προσδοκώµενα αποτελέσµατα
υλοποίησης της απόφασης - επιλογής. Συνεπώς η όλη διαδικασία προετοιµασίας της
λήψης της απόφασης εστιάζεται στη συγκέντρωση των κατάλληλων και επαρκών
πληροφοριών για τις-συνέπειες τη κάθε συγκεκριµένης υποψήφιας επιλογής,
διαδικασία η οποία έχει ήδη εκτελεσθεί στα πλαίσια της αξιολόγησης των
εναλλακτικών.
Οι αποφάσεις λαµβάνονται από τους αρµόδιους κάθε φορά είτε στα πλαίσια
τρεχουσών καθηµερινών διαδικασιών ρουτίνας, είτε στα πλαίσια βελτιώσεων της
παραγωγικής διαδικασίας. είτε στα πλαίσια αύξησης του κύκλου δραστηριοτήτων. Με
εξαίρεση την πρώτη περίmωση; οι υπόλοιπες αποφάσεις λα βαίνοντα ι µόνο ύστερα
από συστηµατική ανάλυση και έντονο προβληµατισµό και µε τη βοήθεια από πριν
καθορισµένων κανόνων λήψης αποφάσεων. Σε διαφορετική περίπτωση η λήψη
της συγκεκριµένης κάθε φορά απόφασης στηρίζεται είτε στη διαίσθηση είτε στην
εµπειρία. ενέχει δε µεγάλη πιθανότητα να χαρακτηρίζεται (ιδιαίτερα στην περίπτωση
της διαίσθησης) από προχειρότητα και αυτοσχεδιασµό. Αποφάσεις που λαβαίνονται
µε τον τρόπο αυτό δεν µπορούν εύκολα να τεκµηριωθούν. Η λήψη των αποφάσεων
προκειµένου αυτές να είναι τεκµηριωµένες και αποτελεσµατικές είναι απαραίτητο να
στηρίζεται µεθοδολογικά. Λήψη αποφάσεων κατά πρόχειρο τρόπο δικαιολογούνται
µόνο κάτω από έντονη πίεση χρόνου και µόνο για ασήµαντα θέµατα και για
προφανούς ορθότητας αποφάσεις.
139
Όπως αναφέρθηκε σε προηγούµενα κεφάλαια, η αξιολόγηση των εναλλακτικών
συνίσταται στην ύπαρξη αντικειµένων αξιολόγησης, τα οποία πρέπει να
αξιολογηθούν µε τη βοήθεια κριτηρίων (κριτήρια αξιολόγησης) . Τα κριτήρια αυτά
σχετίζονται άµεσα µε στόχους και απορρέουν από αυτούς. Η αξιολόγηση αποσκοπεί
στο να κατατάξει τελικά τα αντικείµενα αξιολόγησης σε µια σειρά φθίνουσας
υπεροχής, η οποία µαρτυρεί ότι το ένα αντικείµενο που βρίσκεται στην πρώτη θέση
είναι το καλύτερο όλων της σειράς, σε αναφορά πάντοτε µε τους επιδιωκόµενους
στόχους. Μαρτυρεί δηλ. ότι το αντικείµενο αυτό - εναλλακτική, αν τελικά επιλεγεί για
υλοποίηση και τελικά υλοποιηθεί, αναµένεται να παρουσιάσει τον µεγαλύτερο βαθµό
επίτευξης των τεθέντων και επιδιωκοµένων στόχων. Η αξία εποµένως της κάθε
εναλλακτικής, η οποία προέκυψε ως αποτέλεσµα της αξιολόγησης, µε οποιοδήποτε
τρόπο και αν υπολογίστηκε ή εκφράστηκε η αξία αυτή, αποτελεί ένα σχετικό δείκτη
του αναµενόµενου µέσω των εναλλακτικών βαθµού επίτευξης των στόχων
Σύµφωνα µε τη θεωρία λήψης αποφάσεων, απόφαση είναι η σύγκριση
εναλλακτικών και η επιλογή της καλύτερης µεταξύ αυτών. Από τον ορισµό αυτό θα
µπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι αξιολόγηση και λήψη αποφάσεων ταυτίζονται.
Εν τούτοις αυτή είναι η πρώτη εντύπωση. Υπάρχουν λειτουργίες οι οποίες
λαβαίνουν χώρα κατά τη λήψη των αποφάσεων και οι οποίες δεν
συµπεριλαµβάνονται στη διαδικασία της αξιολόγησης. Υπάρχουν δηλ. διαφορές οι
οποίες καθιστούν διακριτές µεταξύ τους τις δύο διαδικασίες (<<αξιολόγηση» και
«λήψη απόφασης»). Οι διαφορές αυτές είναι οι εξής
1. Λήψη απόφασης σηµαίνει κατ' αρχήν αποδοχή από τον λήπτη της
απόφασης του τρόπου αξιολόγησης των εναλλακτικών και επίσης
αποδοχή της σειράς κατάταξής τους στη σειρά φθίνουσας υπεροχής.
2. Κατά κανόνα αξιολογητής και λήmης της απόφασης είναι δύο διαφορετικά
πρόσωπα, τα οποία πολλές φορές δεν ανήκουν στην δασική
εκµετάλλευση ή στην ίδια επιχείρηση ή στην ίδια υπηρεσία~ .
3. Λήψη απόφασης σηµαίνει ουσιαστικά και απόφαση κατανοµής και
διάθεσης στην επιλεγόµενη εναλλακτική των απαιτούµενων για την
υλοποίησή της πόρων. Οι πόροι ως γνωστόν είναι περιορισµένοι και δε'(
επαρκούν για την ικανοποίηση των αναγκών όλων των τοµέων της
οικονοµίας, αλλά ούτε και όλων των επιµέρους τµηµάτων της δασικής
εκµετάλλευσης ή της επιχείρησης (σχ.41). Μια τέτοια διαδικασία
κατανοµής πόρων δεν έχει προφανώς συµπεριληφθεί στη διαδικασία της
αξιολόγησης.
4. Η διαδικασία της αξιολόγησης δεν ασχολείται επίσης µε το ποιος
αρµόδιος ή ποια αρµόδια υπηρεσία ή τµήµα και σε ποιόν χρόνο πρέπει
να αναλάβουν την ευθύνη της υλοποίησης της εναλλακτικής.
5. Ένα επιπλέον διαφοροποιό στοιχείο µεταξύ αξιολόγησης και λήψης
απόφασης µπορεί να αποτελεί η εκτίµηση του κινδύνου. Ο κίνδυνος, ως
στοιχείο δηµιουργίας απόκλισης µεταξύ των αναµενόµενων και των
πραγµατοποιούµενων
από
την
υλοποίηση
της
εναλλακτικής
αποτελεσµάτων, είναι δυνατό να έχει ήδη ληφθεί υπόψη στη διαδικασία
της αξιολόγησης ως ένα από τα κριτήρια αξιολόγησης και κατάταξης των
εναλλακτικών. Είναι δυνατό επίσης να έχει αυτός αφεθεί για να
συµπεριληφθεί και να συνεκτιµηθεί από
140
τον λήπτη της απόφασης κατά τη διαδικασία λήψης της απόφασης. Η
συνεκτίµηση του κινδύνου είναι ένα θέµα το οποίο στη βιβλιογραφία
συναντάται είτε στην αξιολόγηση των εναλλακτικών είτε στη λήψη
απόφασης.
5.
Έργα για χρηµατοδότηση
Λήπτης
αποφάσεων &
διαθέσιµοι πόροι
•
•
οlπά έργα για
χρη µατοδότηση
•
κατανοµή
πόρων
ι..
Σχ. 41: Λήψη απόφασης σηµαίνει και απόφαση για κατανοµή πόρων
Οι τεχνικές λήψης απόφασης διακρίνονται στις εξής δύο µεγάλες οµάδες:
α) τις λογικές - απλές τεχνικές λήψης αποφάσεων κω '
β) τα µαθηµατικά µοντέλα λήψης αποφάσεων (επιχειρησιακή έρευνα)
ΟΙ µέθοδοι επιχειρησιακής έρευνας θα αποτελέσουν χωριστό κεφάλαιο της
∆ασικής Οικονοµικής 11. Εδώ: θα περιοριστούµε στη σύντοµη παράθεση ανάπτυξη των µεθόδων της δεύτερης οµάδας.
Οι απλές-λογικές τεχνικές λήψης αποφάσεων
Στις απλές - λογικές τεχνικές λήψης αποφάσεων περιλαµβάνονται:
• τα δένδρα λήψης αποφάσεων
•οι πίνακες»» και
.• τα κριτήρια»
»
141
Τα δένδρα λήψης αποφάσεων
Τα δένδρα λήψης αποφάσεων είναι ιδιαίτερα χρήσιµα όταν πρόκειται για αποφάσεις
όχι απλές του τύπου ''ναι - όχι" αλλά όταν πρόκειται για καταστάσεις που
χαρακτηρίζονται από αλληλουχία δυνατών ενεργειών, έτσι ώστε ύστερα από κάθε
µία απόφαση να διανοίγονται δυνατότητες για περισσότερες περαιτέρω αποφάσεις.
Το δένδρο λήψης αποφάσεων παριστά γραφικά τις δυνατές αλληλουχίες
εναλλακτικών αποφάσεων και µε αυτό τον τρόπο συµβάλλει στη λύση του σχετικού
προβλήµατος. ∆εν προσφέρει αυτό το ίδιο την απόφαση, αλλά βοηθάει στην
διασαφήνιση και αποκρυστάλλωση της λογικής δοµής του προβλήµατος λήψης της
απόφασης. Κάθε µία από τις δυνατές αλληλουχίες αποφάσεων ονοµάζεται
"στρατηγική" και τούτο επειδή, συχνά κάθε απόφαση που λαµβάνεται σε µία
συγκεκριµένη χρονική στιγµή αποτελεί πρόκριµα για δυνατές µελλοντικές αποφάσεις
ή µε άλλα λόγια διαµορφώνει ένα πεδίο µελλοντικών εναλλακτικών µέτρων και
αποφάσεων. Τα οποία όµως δεν µπορούν να καθοριστούν εκ των προτέρων ως
οριστικά, αλλά µόνο µετά την υλοποίηση της ληφθείσης απόφασης
Πλεονεκτήµατα του δένδρου λήψης αποφάσεων είναι τα ακόλουθα:
1. Η ικανότητά του να προσφέρει µία πλήρη εποπτική εικόνα των δυνατών
αποφάσεων και µέτρων και συνεπώς µέσω αυτής η ικανότητά του να
συµβάλλει στην σχετική απλοποίηση πολυσύνθετων προ βλ η µάτων.
2. Ο έλεγχος της πληρότητας. Μέσω του δένδρου είναι σχετικά εύκολο να
ελεγχθεί εάν έχουν συµπεριληφθεί σ' αυτό όλες οι δυνατές αποφάσεις.
Σηµασία επίσης έχει το γεγονός ότι µέσω του δένδρόυ' γίνεται φανερό σε
ποια θέση της οργανωτικής δοµής της υπηρεσιακής µονάδας (υπηρεσίας,
επιχείρησης κλπ.) πρέπει να ληφθεί µία απόφαση και σε ποιο επίπεδο
συνεπώς της διοικητικής ιεραρχίας.
3. Η χρονική κλιµάκωση των δυνατών εναλλακτικών αποφάσεων και
εποµένως η αποσαφήνιση των σηµερινών δυνατών ~αl των µελλοντικών
αναγκαίων αποφάσεων.
4. Ο έλεγχος του εάν και κατά πόσο οι αποφάσεις χαρακτηρίζονται από
συνέπεια. ∆ηλ. εάν οι αποφάσεις είναι µεταξύ τους λογικά απαλλαγµένες
αντιφάσεων.
5. Ο συστηµατικός προσδιορισµός των πληροφοριών που είναι αναγκαίες
προκειµένου να ληφθεί µια απόφαση.
6. Η δυνατότητα αποκλεισµού (µη περαιτέρω ανάλυσης) ενός επί µέρους
κλάδου διαδοχικών δυνατών αποφάσεων ο οποίος εκ των προτέρων είναι
οφθαλµοφανώς υποδεέστερος των άλλων επί µέρους εναλλακτικών
κλάδων (σχ.42). Εάν Π.χ. ο συγκεκριµένος κλάδος αποφάσεων 3 είναι
σαφώς υποδεέστερος των υπολοίπων κλάδων 1 και 2 τότε µπορεί αυτός
να αποκλεισθεί από την πιο πέρα ανάλυση.
142
Ι Σχ. 42
7. Η δυνατότητα της αναζήτησης και ανεύρεσης όλων των δυνατών
εναλλακτικών αποφάσεων και συνεπώς του εµπλουτισµού της κατάστασης
λήψης αποφάσεων, µέσω του συστηµατικού τρόπου εργασίας ο οποίος
είναι απαραίτητος για την συγκρότηση του δένδρου.
8.
Η
δυνατότητα
εύκολης
διαπίστωσης
της
ύπαρξης
αλληλοσυγκρουόµενων στόχων.
9. Η ευχέρεια της λήψης αποφάσεων από τον αρµόδιο φορέα ~ λήmη, λόγω
της πλήρους και συστηµατικής ενηµέρωσης την οποία αυτός πολύ
γρήγορα αποκτά µέσω της µελέτης του δένδρου. Λειτουργεί δηλ. εδώ το
δένδρο και ως πηγή ενηµέρωσης και ως µέσο επικοινωνίας µεταξύ του
συντάκτη του δένδρου και του αρµόδιου λήπτη της απόφασης. Η σηµασία
του πλεονεκτήµατος αυτού γίνεται φανερή αν θυµηθεί κανείς τον κανόνα
ότι "η ποιότητα µια απόφασης είναι συνάρτηση της ποιότητας και του
βαθµού πληροφόρησης του λήπτη της απόφασης".
Η συγκρότηση του δένδρου
∆ύο είναι τα δοµικά στοιχεία ενός δένδρου λήψης αποφάσεων: τα σηµεία κόµβοι και τα ευθύγραµµα τµήµατα που συνδέουν τους κόµβους. Τα ευθύγραµµα
τµήµατα εναλλακτικές ενέργειες ή χειρισµούς. Τα σηµεία ανάλογα µε τη άίτιο που τα
δηµιούργησε εκφράζουν είτε αποφάσεις του λήmη αποφάσεων και παριστάνονται
γραφικά µε τη µορφή 0
ή τυχαία γεγονότα ή καταστάσεις του περιβάλλοντος οπότε παριστάνονται µε τη
µορφή 0
Τα τελευταία (Κ) θα µπορούσε να τα χαρακτηρίσει κανείς ως καταστάσεις που
διαµορφώνονται ύστερα από αποφάσεις που λαµβάνονται όχι από τον λήπτη των
αποφάσεων αλλά από το ευpvτερο εξωτερικό περιβάλλον (Π.χ. εκτός της
επιχειρήσεως), και µε την έννοια ιiυτή θα µπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως τυχαία
γεγονότα.
Η ανάπτυξη-συγκρότηση ενός δένδρου λαβαίνει χώρα σε περισσότερα του ενός
επιµέρους βήµατα.
143
Να ξανιδώ την αρίθµηση των σελίδων και σχ/των?????
VII. Η ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
Η λήψη της απόφασης για έφαρµογή συγκεκριµένης εναλλακτικής ή για την εκτέλεση
συγκεκριµένου έργου συνεπάγεται όπως ήδη αναφέρθηκε και απόφαση για την
διάθεση και δέσµευση των αντίστοιχων οικονοµικών πόρων. Πόρων, οι οποίοι είναι
απαραίτητοι για την αµοιβή των συντελεστών της παραγωγής που θα απασχοληθούν
στην υλοποίηση του συγκεκριµένου έργου ή της συγκεκριµένης εναλλακτικής.
Η εφαρµογή στην πράξη, η υλοποίηση της εναλλακτικής ή η εκτέλεση του έργου,
όπως και σε άλλο σηµείο αναφέρθηκε, σηµαίνει αποφάσεις και προγραµµατυισµό για
το:
Τι, κάνει ποιος, µε ποια διαθέσιµα µέσα, πώς, πότε και πού.
Σηµαίνει δηλαδή λεπτοµερή προγραµµατισµό και οργάνωση των επί µέρους
εργασιών και µέσων προκειµένου η υλοποίηση της εναλλακτικής ή του έργου να
αποπερατωθεί σε συγκεκριµένο χρόνο. Η όλη διαδικασία που απαιτείται να
εφαρµοσθεί για τον σκοπό αυτό δεν έιναι τίποτε άλλο, παρά η διαδικασία
οργανωτικής διάρθρωσης µιας επιχείρησης. Όπου ως επιχείρηση εδώ νοείται όχι η
οικονοµική – παραγωγική µονάδα αλλά η συγκεκριµένη εναλλακτκή ή το υπό
εκτέλεση έργο.
Στα επόµενα βήµατ δίνεται η διαδικασία της οργανωτικής διάρθρωσης της
επιχείρησης ή της κατάρτισης του προγράµµατος εργασιών µιάς εναλλακτικής. Η
διαδικασία αυτή περιλαµβάνει δύο συγκεκριµένες µεταξύ τους διακριτές και
διαδοχικές φάσεις, την ανάλυση και σύνθεση)∗
Α. Aνάλυση και σύνθεση
Κατά την διαδικασία που ακολουθείται για να δοθεί το οργανωτικό σχήµα σε µία
επιχείρηση δύο έννοιες παίζουν σηµαντικό ρόλο: η έννοια της ανάλυσης και η έννοια
* Ως επιχείρηση θεωρείται εδώ τόσο μία παρωγική - οικονομική ομάδα όσο και ένα
επί μέρους έργο, π.χ. ένας δασόδρομος, η συγκομιδή, μία τεχνικοοικονομική μελέτη,
ένα σύνολο μέτρων βελτίωσης της παραγωγικότητας κλπ.
144
της σύνθεσης. Ανάλυση και σύνθεση αποτελούν τις δύο κύριες φάσεις της
διαδικασίας, η οποία παρίσταται στο παρακάτω σχήµα 25???4:
Σχ. 25???4: Η διαδικασία ανάλυσης και σύνθεσης σχηµατικά
Το τελικό αντικείµενο της επιχειρήσεως αναλύεται µε την βοήθεια ορισµένων
κριτηρίων σε επί µέρους αντικείµενα ή εργασίες, τα οποία πάλι µε την βοήθεια των
ιδίων ή και άλλων κριτηρίων µπορούν να αναλυθούν περαιτέρω. Τα κριτήρια αυτά
που χρησιµοποιούνται κατά την φάση της αναλύσεως ονοµάζονται αναλυτικά
κριτήρια. Με την χρησιµοποίηση δηλ. n - φορές των αναλυτικών κριτηρίων
προκύπτει µία υποδιαίρεση n - τάξεως του αντικειµένου της επιχειρήσεως. Η
υποδιαίρεση αυτή σε επί µέρους αντικείµενα ή εργασίες ονοµάζεται ανάλυση.
Στην φάση της συνθέσεως ακολουθείται αντίστροφη πορεία. Με βάση ορισµενα
κριτήρια προτεραιότητας, επί µέρους αντικείµενα ή εργασίες από διάφορους τοµείς
συντίθενται σε θέσεις. Μία θέση δηλ. δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα
σύµπλοκο επί µέρους εργασιών ή αντικειµένων τα οποία προέκυψαν κατά την φάση
της ανάλυσης. Σε κάθε µία από τις δηµιουργηθείσες θέσεις πρέπει στη συνέχεια να
κατανεµηθεί προσωπικό, άτoµα δηλ., τα οποία θα καταλάβουν τις θέσεις αυτές, ώστε
κατά την λειτουργία της επιχειρήσεως να εκτελεσθεί - πραγµατοποιηθεί το σύνολο
των επί µέρους εργασιών που έχουν προβλεφθεί για κάθε µία θέση. Κατά την φάση
της συνθέσεως εποµένως, διακρίνονται δύο επί µέρους φάσεις: η δηµιουργία των
θέσεων και η αντιστοιχία των προσώπων που θα τις καταλάβουν.
'Ωστε µπορούµε να ειπούµε, ότι η διαδικασία της οργάνωσης µιάς επιχείρησης
συντίθεται από την ανάλυση και την σύνθεση.
Η υποδιαίρεση των αντικειµένων και εργασιών που γίνεται κατά την ανάλυση δεν έχει
κανένα άλλο σκοπό από τον καταµερισµό της εργασίας. Γι' αυτό και η υποδιαίρεσηανάλυση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, φθάνει µέχρι εκείνη την τάξη (n - τάξη) , η
οποία αντιστοιχεί προς τον επιθυµητό βαθµό καταµερισµού της εργασίας.
Οπως γίνεται φανερό από τα πιο πάνω εκτεθέντα, όταν έχουµε ένα µόνο πρόσωπο
για την εκτέλεση όλων των εργασιών δεν χρειάζεται να κάνουµε ούτε την ανάλυση
ούτε την σύνθεση, αφού καταµερισµός της εργασίας δεν απαιτείται, µια και όλες τις
εργασίες θα τις αναλάβει το ίδιο άτοµο. Γίνεται επίσης φανερό ότι όσο πιο σύνθετο
είναι το αντικείµενο της επιχειρήσεως, τόσο περισότερα ειδικότερα αντικείµενα και
τόσο περοσσότερα διαφορετικής ειδικότητας άτοµα πρέπει να έχουµε, αφού τόσο
145
µεγαλύτερος πρέπει να γίνει ο καταµερισµός της εργασίας και εποµένως τόσο
βαθύτερα πρέπει να προχωρήσουµε κατά την ανάλυση σε επί µέρους αντικείµενα ή
εργασίες.
Ως προς τον καταµερισµό της εργασίας διακρίνοµε τον καταµερισµό κατά το είδος
της εργασίας και τον καταµερισµό κατά ποσότητα εργασίας. Ως παράδειγµα του
καταµερισµού κατά ποσότητα αναφέροµε την περίπτωση, κατά την οποία όλα τα
άτοµα εκτελούν την ίδια ως προς το περιεχόµενo εργασία, µόνο που στο κάθε ένα
από αυτά ανατίθεται η εκτέλεση ορισµένης ποσότητας της εν λόγω εργασίας. π.χ. 10
δακτυλογράφoι εκτελούν την ίδια ακριβώς εργασία (δακτυλογράφηση), ο συνολικός
όγκος της οποίας έχει κατανεµηθεί σ' αυτές, ή συγκοµιδή των 2000 κυβικών µέτρων
ξυλώδους όγκου κατανέµεται µεταξύ 4 δασικών συνεταιρισµών εργασίας.
Στην περίπτωση του καταµερισµού των εργασιών κατά είδος, κατανέµουµε την
εργασία ανάλογα µε το περιεχόµενό της, γεγονός το οποίο οδηγεί στην εξειδίκευση.
Οπότε ο βαθµός καταµερισµού αντικατοπτρίζει τον βαθµό εξειδίκευσης. Ο αριθµός
τώρα των ατόµων τα οποία πρέπει να προσληφθούν ώστε να εκτελεσθεί µία εργασία
καθορίζει και τον βαθµό καταµερισµού της εργασίας.
Ως προς τις θέσεις, οι οποίες δηµιουργούνται κατά την φάση της σύνθεσης,
διακρίνουµε θέσεις οι οποίες θα καταληφθούν από ένα και µόνο άτοµο, πράγµα το
οποίο σηµαίνει ότι το άτοµο αυτό και µόνο θα αναλάβει την εκτέλεση της ή των
εργασιών, που αντιστοιχούν στη θέση αυτή. ∆ιακρίνοµε επί πλέον θέσεις, οι οποίες
θα καταληφθούν από µία οµάδα ατόµων, οι εργασίες δηλ. που αντιστοιχούν σε µία
θέση του είδους αυτού θα εκτελεσθούν από ολόκληρη την οµάδα η οποία θα
στελεχώσει τη θέση. Πράδειγµα:: Η αναδάσωση συνεχούς έκτασης 500 στρεµµάτων
που ανατίθεται σε συνεργείο 10 εργατών, η περιποίηση νεοφυτείας σε συνεχή
έκταση 200 στρεµµάτων κλπ.
Β. Κριτήρια της ανάλυσης και σύνθεσης
Τα κριτήρια µε την βοήθεια των οποίων γίνεται η ανάλυση-υποδιαίρεση του
αντικειµένου µιάς επιχείρησης είναι τα παρακάτω:
1. το είδος της εργασίας. Με το είδος της εργασίας καθορίζεται το περιεχόµενό της,
το είδος της δραστηριότητας. Με το είδος της εργασίας καθορίζεται το "τι ακριβώς
εκτελείται; " π.χ. προµήθεια, παραγωγή, πώληση, γραφή, ανάγνωση κλπ.
2. το αντικείµενο της εργασίας. Αυτό συγκεκριµενοποιεί περισσότερο το είδος της
εργασίας, που αναφέρθηκε προηγουµένως (κριτηριο 1) και αποτελεί την απάντηση
στο ερώτηµα "σε ποιό αντικείµενο αναφέρεται το είδος της εργασίας; " π.χ. στις
146
µοριοσανίδες, στις ινοσανίδες, στο παρκέ ή στις πρώτες ύλες, στις βοηθητικές ύλες ή
στην στρογγύλη ξυλεία, στο καυσόξυλο, στο ξύλο θρυµµατισµού, στην αναδάσωση
συνεχούς έκτασης συγκεκριµένου δασοπονικού είδους ή στην περιποίηση
νεοφυτείας ανάλογα κλπ.
Εάν θα θέλαµε δηλ. να συνδυάσουµε την ερώτηση του κριτηρίου 1 και την ερώτηση
του κριτηρίου 2, θα παίρναµε την ακόλουθη απάντηση:
προµήθεια (το είδος της εργασίας) πρώτων υλών (το αντικείµενο της
εργασίας )
ή παραγωγή ( "
"
"
‘’
) µοριοσανίδων ( "
"
"
‘’
)
ή συγγγραφή ( "
"
"
‘’
) πτυχιακής διατριβής ( "
"
"
)
“
)
“
“
)
ή αναδάσωση έκτασης (“
“
ελάτης
( “
3. Το µέσον εργασίας. Αποτελεί το µέσον µε το οποίο εκτελείται η εργασία π. χ.
συγγραφή πτυχιακής διατριβής µε γραφοµηχανή (ή µε Η/Υ), διάνοιξη των λάκκων
φύτευσης µε περιστρεφόµενο µηχανοκίνητο εργαλείο, σπορά µε µηχανοκίνητο
σπορέα κλπ..
Το περιεχόµενο των τριών παραπάνω κριτηρίων αποτελεί µία ενότητα, η
οποία σχηµατίζει τον τεχνικά προσδιοριζόµενο πυρήνα κάθε δραστηριότητας,
την τεχνική δηλ. µέσω της οποίας µπορεί να επιτευχθεί ωρισµένος σκοπός.
Γενικά ο πυρήνας αυτός αποτελεί τον συνδυασµό του αντικειµένου
εργασίας,του είδους εργασίας και του µέσου εργασίας. Π.χ, όπως και
παραπάνω, γράφουµε πάνω σε χαρτί µε µολύβι:. το γράψιµο αποτελεί το
είδος, το χαρτί το αντικείµενο και το µολύβι
το µέσο εκτελέσεως της εργασίας.
4. Η φάση. Το κριτήριο αυτό σχετίζεται µόνο µε το στάδιο, στο οποίο βρίσκεται
κάποιος που ασχολείται µε τον παραπάνω αναφερθέντα πυρήνα. Και τα στάδια αυτά
είναι τέσσερα: Σχεδιασµός εκτελέσεως της εργασίας, λήψη αποφάσεως για την
εκτέλεση, εκέλεση και έλεγχος της εργασίας.
Τα κριτήρια 1-4 είναι τα κριτήρια της ανάλυσης. Μόνο µε τα 4 αυτά κριτήρια όµως
δεν µπορεί να καθορισθεί πλήρως µία δραστηριότητα, και για να γίνει αυτό πρέπει να
συµπληρωθεί αυτή µε τα ακόλουθα κριτήρια, µε την βοήθεια των οποίων γίνεται η
σύνθεση (κριτήρια σύνθεσης):
147
1. το υποκείµενο: Σχετίζεται µε την αντιστοιχία θέσης, µιας επιµέρους εργασίας ή
ενός συµπλόκου επιµέρους εργασιών (“δηµιουργία θέσεων”) και των υποκειµένων,
των προσώπων δηλ. που στην κάθε θέση θα αναλάβουν την εκτέλεση των εργασιών
της θέσης (κατάληψη της θέσης από προσωπικό). Η σύνθεση συτή, η αντιστοίχιση
δηλ. δηλ. θέσεων
και προσώπων αποτελεί την προσωπική σύνθεση της επιχείρησης (σχετ. ερώτηση
"ποιός εκτελεί την εργασία;" “ποιος εκτελεί τι”).
2. ο χώρος: Η αντιστοιχία των θέσεων (σύµπλοκα επιµέρους εργασιών ή
αντικειµένων) προς τους χώρους, στους οποίους θα εκτελεσθούν οι επιµέρους
εργασίες κάθε θέσεως αποτελεί την κατά χώρο σύνθεση της επιχείρησης (σχετ.
ερώτηση "που εκτελείται η εργασία;").
3. Ο χρόνος: Σχετίζεται µε την ερώτηση "πότε θα εκτελεσθεί η εργασία ή οι
εργασίες”, που προβλέπεται να γίνονται σε κάθε θέση εργασίας; Η αντιστοίχιση των
εργασιών κάθε θέσης προς τον χρόνο αποτελεί την χρονική σύνθεση.
Με την προσωπική σύνθεση έχουµε ως αποτέλεσµα την οργανωτική διάρθρωση
της επιχείρησης, ενώ µε την χρονική και την κατά χώρο σύνθεση έχουµε την
οργάνωση της λειτουργίας της επιχείρησης κατά χώρο και χρόν, σχ. 43.
Οργανωτική διάρθρωση
[Φάση + (είδος, αντικείµενο, µέσο εργασίας )] ⇒
Υποκείµενo = προσωπική σύνθεση
[φάση + (είδος, αντικείµενο, µέσο εργασίας )] ⇒
Χώρος = σύνθεση κατά χώρο
Λειτουργία κατά χώρο και χρόνο
[φάση + (είδος, αντικείµενο, µέσο εργασίας )] ⇒
Χρόνος = σύνθεση κατά χρόνο
Σχ. 43: Εφαρµογή των κριτηρίων ανάλυσης – σύνθεσης και οργάνωση της
λειτουργίας της
επιχείρησης
148
Μέχρι την φάση κατάληψης των θέσεων, την δεύτερη δηλ. επιµέρους φάση της
σύνθεσης, µπορούµε να παρατηρήσουµε τα εξής:
Με την δηµιουργία της (διά της συνθέσεως των επι µέρους εργασιών), η
συγκεκριµένη θέση έχει ήδη αποκτήσει ένα συγκεκριµένο περιεχόµενο. Το
περιεχόµενο αυτό καλείται εικόνα ή φωτoγραφία ή προφίλ της θέσης. Από την
εικόνα αυτή προκύπτει ποιές ακριβώς ικανότητες απαιτούνται από το ή τα πρόσωπα
που θα καταλάβουν την θέση, ώστε να εκτελεσθούν σωστά οι εργασίες που
προβλέπονται σ' αυτή. Προκύπτει δηλ. η εικόνα την οποία πρέπει να σχηµατίζουν τα
προσόντα του υποψηφίου, το προφίλ προσόντων του υποψηφίου για την
κατάληψη αυτής της θέσης. Συγκρίνοντας την εικόνα αυτή µε την εικόνα που
σχηµατίζουν τα πραγµατικά προσόντα του υποψηφίου, αποφαινόµαστε για το
κατάλληλο ή µη του συγκεκριµένου προσώπου, να καταλάβει τη συγκεκριµένη θέση.
Βέβαια δεν πρέπει να µας διαφεύγει το γεγονός, ότι κάθε άτοµο εµπερικλείει µέσα
του ικανότητα µάθησης και προσαρµογής, η οποία πρέπει να συνεκτιµάται σε κάθε
συγκεκριµένη περίπτωση µαζί µε την εικόνα των προσόντων του.
Πέρα από τα 4 κριτήρια της ανάλυσης και τα 3 κριτήρια της σύνθεσης πρέπει να
προστεθεί και το κριτήριο που αφορά γενικότερα την ύπαρξη ή τη δηµιουργία της
επιχειρήσεως, δηλ. το κριτήριο του σκοπού ή στόχου της επιχείρησης. Ουσιαστικά,
όλες οι επιµέρους εργασίες που γίνονται σε µία επιχείρηση, και οι οποίες διακρίνονται
κατά την ανάλυση, προκύπτουν από τον σκοπό της επιχειρήσεως. Η εκτέλεση των
εργασιών αυτών δεν δικαιολογείται παρά µόνο από την επιθυµία για την επίτευξη του
σκοπού. Εκτός από τις εργασίες αυτές που σχετίζονται άµεσα µε την επίτευξη του
σκοπού της επιχειρήσεως, είναι και οι διοικητικές - εργασίες, οι οποίες δεν
σχετίζονται άµεσα µε τον σκοπό, αλλά προκύπτουν ενδογενώς από την ύπαρξη και
εκτέλεση των άµεσα συνδεοµένων µε τον στόχο εργασιών και εξυπηρετούν µόνο την
εκτέλεσή τους. Π.χ. οι εργασίες του τµήµατος προσωπικού µιας επιχειρήσεως είναι η
ανεύρεση και εξέταση της καταλληλότητας του προσωπικού, η πρόσληψη του
καταλλήλου προσωπικού, η πληρωµή και η διοίκησή του. Οι εργασίες αυτές (στην
πραγµατικότητα είναι υπηρεσίες) προκύπτουν επειδή υπάρχουν οι εργασίες
παραγωγή και διάθεση των προϊόντων της επιχειρήσεως, των οποίων την εκτέλεση
έρχονται αυτές να καταστήσουν δυνατή.