Κατέβασμα σε PDF

ΥΓ
U
T
O
P
I
A
ARANDA\LASCH, GROTTO, 2005
PETER EBNER AND FRIENDS, ENJOY THE VIEW, VENICE, 2010
people meet in architecture
«Ο ρόλος της αρχιτεκτονικής είναι να εισηγείται κι
όχι να επιβάλλει». Αυτό είναι το μότο της Kazuyo
Sejima, της Γιαπωνέζας διακεκριμένης αρχιτέκτονος
και επιμελήτριας της φετινής Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας. Αυτή η πιο δημοκρατική προσέγγιση την οδήγησε στο σχεδιασμό μιας ενδιαφέρουσας και πιο ανοιχτής σε ανθρώπους και εισηγήσεις
έκθεση υπό τον τίτλο «People Meet in Architecture».
Στο σκεπτικό της, η Sejima, η οποία μαζί με το συνεργάτη της Ryue Nishizawa βραβεύτηκε φέτος με το
Pritzker, σημειώνει την πρόθεσή της για μια έκθεση
που να ενθαρρύνει την αναθεώρηση του ρόλου της
αρχιτεκτονικής, εξετάζοντας τις δυνατότητές της
να προτείνει νέες αξίες, νέους τρόπους ζωής και μια
καινούρια οπτική για το μέλλον. «Ο 21ος αιώνας μόλις έχει αρχίσει. Σε εξέλιξη βρίσκονται ραγδαίες αλλαγές. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, μπορεί η αρχιτεκτονική
να αποσαφηνίσει καινούριες αξίες και να προτείνει
ένα καινούριο λάιφσταϊλ;», ρωτά για να καταλήξει
πως τέτοιες διοργανώσεις έχουν τη δυνατότητα ν’
αποκαλύψουν την πολυμορφία των αρχιτεκτονικών
προσεγγίσεων ανά την υφήλιο και να προτείνουν
εναλλακτικούς τρόπους ζωής. Η έκθεση, η οποία
καταλαμβάνει τα ιστορικά κτίρια στα Τζιαρντίνι και
Αρσενάλε, περιλαμβάνει 48 συνολικά προτάσεις
απ’ όλο τον κόσμο, οι οποίες δεν ανήκουν μόνο σε
αρχιτέκτονες, αλλά και σε πολιτικούς μηχανικούς
και καλλιτέχνες. «Η αρχιτεκτονική είναι προϊόν
του συνόλου της κοινωνίας», σημειώνει η Sejima, η
οποία είχε την ιδέα ο καθένας που λαμβάνει μέρος
να λειτουργεί και σαν επιμελητής της πρότασής του.
Ο κατάλογος πάντως με τις συμμετοχές υπόσχεται
αν όχι ένα συναρπαστικό, τουλάχιστον ένα ενδιαφέρον, γεμάτο και ενημερωτικό ταξίδι στον σύμπαν της
σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Ε.Π.
Info: H 12η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής άνοιξε για το κοινό στις
29 Αυγούστου και θα διαρκέσει μέχρι τις 21 Νοεμβρίου. Για
περισσότερες πληροφορίες www.labiennale.org
RAUMLABOR, KÜCHENMONUMENT, 2006
H ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ WIM WENDERS ΣΕ ΜΟΡΦΗ ΤΡΙΣ∆ΙΑΣΤΑΤΗΣ ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ IF BUILDINGS COULD TALK …, 2010
LUISA LAMBRI, UNTITLED (MENIL HOUSE, #10), 2002
PEZO VON ELLIRICHSHAUSEN ARCHITECTS, FOSC HOUSE; VENADO, CHILE, 2008
SOU FUJIMOTO ARCHITECTS, PRIMITIVE FUTURE HOUSE, ΓΑΛΛΙΑ, 2010
editorial
ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΞΕΝΟΥ
∆εν ξέρω πώς μου ’ρθε και το θυμήθηκα, μα έτσι όπως ξαπλώναμε απάνω στα βότσαλα και έσκαγε το κύμα αφήνοντας εκείνο
τον ήχο, εκείνο το χαρακτηριστικό ήχο του νερού πάνω στις πέτρες, το θυμήθηκα. «Ήταν ένα σίριαλ γαλλικό», είπα ξεκάρφωτα
κι εσύ με κοίταξες με ύφος απορημένο σηκώνοντας λίγο προς
τα πάνω την άκρη του καπέλου σου, χωρίς να κάνεις σχόλιο,
«ένα σίριαλ γαλλικό» συνέχισα εγώ, «που έβλεπα μικρή ,δηλαδή, πολύ μικρή, σε κείνη την ηλικία από την οποία μένουν συνήθως μόνο ήχοι και μυρωδιές, για κείνη την ηλικία σου μιλάω,
το πρόβαλε η τηλεόραση αργά τη νύχτα ή και αν δεν ήταν αργά
ήταν σίγουρα μετά την ώρα που έπρεπε να έχω ήδη πάει για
ύπνο, μα δεν ήθελα να πάω για ύπνο μόνο και μόνο για να δω
την αρχή, δεν με ένοιαζε η συνέχεια, με ένοιαζε η αρχή και άμα
με μάλωναν οι δικοί μου που ήμουν ακόμα ξύπνια, σηκωνόμουν
από το κρεβάτι στις μύτες των ποδιών μου και κρυφοκοιτούσα
γονατιστή από το διάδρομο την οθόνη, δεν ήθελα, σου λέω, να
χάσω την αρχή». «Πώς ήταν η αρχή;», με ρώτησες αν και δεν
νομίζω πως είχες την περιέργεια να μάθεις, πιο πολύ ήθελες να
καταλάβεις πού θα μας πήγαινε αυτό το ξαφνικό φλασάκι που
είχα πάθει, έτσι όπως ήμαστε αραχτοί στην παραλία με τα βιβλία
μας τσαλακωμένα και τα παγάκια να ’χουν λιώσει από ώρα μέσα
στο φραπέ, όπου δεν μιλούσαμε ιδιαίτερα, σχεδόν καθόλου δεν
μιλούσαμε γι’ αυτό και σου ήρθε ξαφνική αυτή η περιγραφή.
Μάλλον θα έφταιγε και ο Σεντάρης που κάπως με είχε βάλει
στο τριπάκι να σκαλίζω εικόνες στο μυαλό μου από τα παιδικά
μου χρόνια, ήμουν ήδη στη μέση του βιβλίου του «Μια σχεδόν
φυσιολογική οικογένεια» - όταν το τελειώσω θα στο δώσω να
το διαβάσεις, επέμενα κι εσύ κουνούσες καταφατικά το κεφάλι
σου - το διάβαζα που λες και ζήλευα λιγάκι που είχε αυτή τη
μαγκιά να περιγράφει με ένα καυστικό τρόπο τις οικογενειακές
του ιστορίες, κάνοντας βέβαια ρόμπα την οικογένειά του αλλά
ταυτόχρονα αγκαλιάζοντας στον επίλογο το κάθε μέλος της
με μια τρυφερότητα. Οι δικές μου οικογενειακές ιστορίες είναι πολύ πιο καυστικές, σκεφτόμουν και τον αισθανόμουν ήδη
ανταγωνιστή, θα επιδιώξω να τον συναντήσω σκεφτόμουν, να
τον ρωτήσω αν ακόμα του μιλά η μάνα του και ο πατέρας του ή
αν τον έχουν αποκληρώσει και μόλις έκανα αυτή τη σκέψη, πως,
δηλαδή, τον χρειαζόμουν για καθοδήγηση, σταματούσα να τον
βλέπω ανταγωνιστικά, είχα μάλιστα τη φαεινή ιδέα πως όταν θα
γύριζα πίσω θα συγκαλούσα ένα μεσημέρι το σόι σε μια σύναξη, θα ζητούσα από τη μάνα μου να φτιάξει τα αγαπημένα μου
κεφτεδάκια και από τον πατέρα μου να παίξουμε μια παρτίδα
τάβλι, χωρίς να μετρώ με τα δάχτυλά μου πού πρέπει να βάλω
την κάθε πέτρα (πράγμα που τον εκνευρίζει αφόρητα), ίσως
αυτό τους άρεσε και ίσως αυτό να έκανε και το έδαφος πρόσφορο ώστε να μου δώσουν τελικά την έγκριση που επιθυμούσα.
Να γράψω, δηλαδή, ένα βιβλίο βγάζοντας κι εγώ τα οικογενειακά μας στη φόρα, θα ’ναι καλογραμμένο θα τους διαβεβαίωνα,
θα ’χει και χιούμορ, θα γελά ο κόσμος μην ανησυχείτε θα τους
έλεγα, θα σας το αφιερώσω με μια πολύ συγκινητική αφιέρωση
στην πρώτη σελίδα, θα υποσχόμουν και άλλα διάφορα μέχρι να
δω μια θετική αντίδραση στο πρόσωπό τους.
Τέτοια σκεφτόμουν και άλλαζα κάθε τόσο θέση κάτω από την
ομπρέλα, εσύ με κοίταζες και μου ’λεγες, θα βρεις επιτέλους
μια θέση να ησυχάσουμε, μα ήταν και κείνος ο ήχος από τα κύματα που σπάζανε πάνω στα βότσαλα και με ενθουσίαζε και σου
έλεγα «δεν έχει στον κόσμο καλύτερη μουσική, δεν έχει» και
έτσι ξαφνικά μου ήρθε πως αυτή η μουσική ήταν από τότε από
τα παιδικά μου χρόνια με κείνο το σίριαλ το γαλλικό, γι’ αυτό
το σίριαλ σου μιλούσα λοιπόν και άκου τώρα που θέλω να σου
περιγράψω την αρχή.
Ήταν που λες ένα παιδάκι που φορούσε κάτι τεράστιες μαύρες
γαλότσες, είμαι σίγουρη πως ήταν πιο μεγάλες από το νούμερό του, μ’ αυτές τις γαλότσες περπατούσε σε ένα δρόμο που
δεν ήταν άσφαλτος, ούτε και χωματόδρομος, αλλά ένας δρόμος
γεμάτος βότσαλα στενός αλλά μακρύς, δηλαδή νόμιζα πως δεν
είχε τέλος, περπατούσε, λοιπόν, το παιδάκι και πάντα έβρεχε,
όχι απλά μερικές σταγόνες, σου μιλάω για πολλή βροχή και
όπως έπεφτε το νερό πάνω στα βότσαλα, έκανε αυτό τον ίδιο
ήχο που κάνει τώρα το κύμα όταν σπάει-να εδώ-στις πέτρες, και
οι γαλότσες του βούλιαζαν μέσα στο νερό και δυνάμωναν τον
ήχο κι εγώ τον άκουγα και νόμιζα πως δεν υπάρχει πιο ωραία
μουσική - από τότε το νόμιζα το πιστεύεις; - και ονειρευόμουν
πως όταν μεγαλώσω θα έχω κι εγώ τέτοιες γαλότσες μαύρες,
μεγάλες και μ’ αυτές θα γυρνώ τον κόσμο και θα περπατώ πάνω
σε δρόμους με βότσαλα που τα ’χει βρέξει η βροχή ή ο ωκεανός,
δεν με ένοιαζε ποιο από τα δύο, με ένοιαζε μόνο να ’ναι βρεγμένα. «Αυτή, που λες, ήταν η αρχή εκείνου του σίριαλ» είπα
και τέλειωσα την περιγραφή κι εσύ με κοιτούσες με ακόμη πιο
απορημένο ύφος, λες και βρισκόμουν σε κάποια άλλη διάσταση και έπρεπε να με επαναφέρεις. «Αυτό τώρα πώς σου ήρθε;»
δεν άντεξες και ρώτησες, επιβεβαιώνοντάς μου πως ήταν πολύ
δύσκολο να σου μεταφέρω το τι είχε συμβεί εκείνη τη στιγμή,
πως, δηλαδή, λίγο το βιβλίο που διάβαζα, λίγο το κύμα στα βότσαλα, λίγο που είχα την ησυχία μέσα μου κεκτημένο πια δικαίωμα, λίγο που ήμουν ικανή πια να νιώθω χαρά με το τίποτα,
λίγο που μ’ άρεσε να βουτάω το πρωί στη θάλασσα πριν ακόμα
ρίξω γλυκό νερό στο πρόσωπό μου, λίγο από όλα αυτά μαζί και
έτσι ξαφνικά μου ’ρθε μια σύνδεση, σαν ένα αόρατο σχοινί, με
κείνο το παιδί που κάποτε είχα υπάρξει, εκείνο το παιδάκι που
κρυβόταν στο διάδρομο με τις πιτζάμες μόνο και μόνο για να
ακούσει τον ήχο του νερού πάνω στις πέτρες και ονειρευόταν
πως είχε στις χούφτες του βότσαλα σαν φυλακτά από κάθε γωνιά της γης. ∆εν στα περιέγραψα όμως αυτά. Σε κοίταξα γλυκά,
φόρεσα το καπέλο που μου χάρισες «πόσο σου πάει», έκανες
σχόλιο κι εγώ άνοιξα την τσάντα μου, έβγαλα τα αντηλιακά, τα
τοποθέτησα στην άμμο, μετά έβγαλα τσιγάρα, αναπτήρα και
μετά εντόπισα στο κάτω μέρος το σημειωματάριο μου. Ένα δερμάτινο σημειωματάριο με κόλλες στο χρώμα της άμμου, που το
’χα αγοράσει από τη Νέα Υόρκη και από τότε το κουβαλώ πάντα μαζί μου, το έβγαλα, λοιπόν, πήρα και ένα μαύρο στιλό και
σχεδόν σε πρόσταξα να σταματήσεις ό,τι κάνεις, να σηκωθείς
από την πετσέτα, να έρθεις πιο κοντά μου και να μου δώσεις
περισσότερη σημασία. «Τι σκέφτηκες πάλι;» μου είπες με κείνο το ύφος που έχει κανείς όταν σε κακομαθαίνει στα χατίρια,
δεν σου απάντησα, έκοψα ένα κομμάτι χαρτί, στο έδωσα, έκοψα
ένα δεύτερο, το κράτησα, έψαξα και για ένα δεύτερο στιλό, στο
έδωσα και ύστερα κοίταξα πρώτα τη θάλασσα, ύστερα το κύμα,
ύστερα τα βότσαλα και σου είπα πως είναι η ώρα να παίξουμε
ένα παιχνίδι. «Παιχνίδι;» απόρησες. Ναι ένα παιχνίδι. Θα πάρει ο καθένας το χαρτί του, θα βάλουμε την ημερομηνία πάνω-πάνω και ύστερα θα γράψουμε μια-μια τις καινούριες μας
ευχές. Υπάκουσες όπως ένα μικρό παιδάκι, πήρες το χαρτί σου
και άρχισες να γράφεις και για κάποια λεπτά δεν κοιτούσαμε ο
ένας τον άλλο, γράφαμε προτάσεις, τη μια κάτω από την άλλη,
βάζαμε και αριθμούς στο περιθώριο, τα γράμματά μας καθαρά,
ευανάγνωστα και όταν πια γέμισε η σελίδα γύρισες και μου είπες «Ωραία. Και τώρα;».
Τώρα θα φτιάξουμε ο καθένας μια χάρτινη μπαλίτσα και θα τη
ρίξουμε στη θάλασσα και ύστερα θα την πάρει το κύμα και θα
την πάει όπου θέλει και κάποια στιγμή αυτή θα σκάσει σε μια
άλλη ακτή και σκάζοντας θα αφήσει τον ίδιο ήχο, που ό,τι και
να ’χεις ζήσει εσύ, ό,τι και να ’χω ζήσει εγώ, αυτός ο ήχος που
κάνει το νερό όταν χαϊδεύει τα βότσαλα θα ’ναι πάντα ο ίδιος.
Έτσι σου απάντησα και έκλεισα σφικτά στο χέρι μου την μπάλα
με τις ευχές. Ξέροντας πια πως ό,τι και να εύχεσαι εσύ, ό,τι και
να εύχομαι εγώ, θα ’ρθεί η ευχή κάποια μέρα να μας βρει, θα
’ρθεί σαν ήχος που θα μοιάζει με την καλύτερη μουσική, εκείνη
που ακούγαμε από μικροί όταν φορούσαμε τις πιτζάμες μας και
κρυφοκοιτάζαμε από το διάδρομο τα όνειρά μας.
07 ΥΓ.
info
ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΣΚΟΡ∆Η
"ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ" ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΡΙΑΛΤΟ, 28/9
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι βραβευμένες από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου ταινίες μικρού μήκους, που παρουσιάζονται για ένα διήμερο στο ίδρυμα Άρτος
(16 και 17 Σεπτεμβρίου).
Οι ταινίες θα προβληθούν και στο ΤΕΠΑΚ στις 27/9. Είσοδος ελεύθερη.
Με απογοητευτικές κριτικές φτάνει στην Κύπρο η παράσταση που σκηνοθετεί ο Σπύρος Ευαγγελάτος για τα «Κύπρια 10». Παρόλα αυτά δεν παύουν να παρουσιάζουν ενδιαφέρον οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών της Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη και Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη, ο πρώτος ως Οιδίποδας και η δεύτερη ως Ιοκάστη, οι οποίοι
πλαισιώνονται από ένα θίασο 14 ηθοποιών. Στον «Οιδίπους Τύραννο», τη μετάφραση
υπογράφει ο Κ. Χ. Μύρης, τα σκηνικά είναι - κοστούμια από τον Γιώργο Πάτσα, ενώ η
μουσική ανήκει στον Γιάννη Αναστασόπουλο.
Λευκωσία, Σχολή Τυφλών 8/9, Λάρνακα, Παττίχειο 9/9.
Οι Ισραηλίτες Inbal Pinto and Avshalom Pollak με την ομάδα τους φτάνουν στην Κύπρο για μια ξεχωριστή παράσταση σύγχρονου χορού. Εμφανίζονται στο πλαίσιο του
∆ιεθνούς Φεστιβάλ «Κύπρια ’10» και παρουσιάζουν το Rushes. Πρόκειται για μια παράσταση στην οποία οι Pinto και Pollak συνεργάστηκαν με τον Robby Barnett του αμερικανικού Pilobolus Dance Theater. Αναφέρουμε πως πρόσφατα έχουν χορέψει στις
ΗΠΑ, σε καλοκαιρινά φεστιβάλ της Ευρώπης αλλά και στη Σαγκάη στο πλαίσιο των
εκδηλώσεων της EXPO ’10.
Θέατρο Στροβόλου Λευκωσία, Θέατρο Ριάλτο Λεμεσός 3, 4/9.
"ΟΙ∆ΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ", 8/9 ΣΧΟΛΗ ΤΥΦΛΩΝ ΚΑΙ 9/9 ΠΑΤΤΙΧΕΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Οι Midas Touch Productions και οι Lord Chamberlain’s Men παρουσιάζουν στην Κύπρο το τελευταίο ολοκληρωμένο έργο του William Shakespeare, «Την Καταιγίδα» σε μια
παράσταση όπως ο ίδιος ο συγγραφέας έκανε – χωρίς σκηνή ή σκηνικά, χωρίς γυναίκες
ηθοποιούς, με ζωντανή μουσική και με ιδιαίτερη έμφαση στη γλώσσα. Τη σκηνοθεσία
υπογράφει ο Andrew Normington. Ηθοποιοί οι: Μatt Bannister, William Vasey, Craig
Gordon, Kristian Philips, Shaun McKee, Paul Hassall, William Reay.
Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου, Είσοδος: € 18 – € 15
Μια ανατρεπτική παράσταση από τον Μιχάλη Σιγανίδη (απ’ τις σημαντικότερες
μορφές της μουσικής σκηνής της Θεσσαλονίκης) και το συγκρότημα ΦουΜουΣου,
με πρωτότυπες παραγωγές και μουσικά μοτίβα με ποίηση, πρόζα και ηχογραφημένα
αποσπάσματα κάτω απ’ τον τίτλο «Ιατρείο Mικρών Zώων». Ακούγονται μελοποιημένα ποιήματα των Μίλτου Σαχτούρη, Νίκου Α. Ασλάνογλου, Ο Καγιάκ, Ανδρέα
Εμπειρίκου, Λ. Κουκούλα , Πολ Ελιάρ, Σάμουελ Μπέκετ και του ιδίου του Μιχάλη Σιγανίδη. Στην παράσταση συμμετέχουν οι Μιχάλης Σιγανίδης: κοντραμπάσο
κιθάρα φωνή, Αντώνης Ανισέγκος: πιάνο, Κώστας Θεοδώρου: τύμπανα, Θεόδωρος
Ρέλλος: σαξόφωνο, κλαρίνο, Χάρης Λαμπράκης: πλήκτρα, νέι, Γιάννης Παξεβάνης:
φωνή, ηχοληψία, Θύμιος Ατζακάς: ηλεκτρική κιθάρα και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης:
φωνή, blockfloete.
Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου, ώρα 20.30 στο Θέατρο Ριάλτο. Κρατήσεις στο τηλέφωνο 77777745.
Ο πιανίστας Μάριος Τακούσιης και ο μπασίστας Γαβριήλ Καραπατάκης παρουσιάζουν
κομμάτια από τον πρώτο τους ψηφιακό δίσκο με τίτλο «Sympnoia», αλλά και καινούριο υλικό που ερμηνεύουν μαζί με τους Γιώργο Κρασίδη, Στέλιο Ξυδιά και φιλοξενούμενο καλλιτέχνη τον ακορντεονίστα Nenad Bogdanovic. Η ανάπτυξη ενός ιδιόμορφου
είδους τζαζ πιο κοντά στη μεσογειακή κουλτούρα μέσα από αυθεντικές ιδέες και συνθέσεις, είναι στόχος των δυο συνεργατών.
∆ημοτικό Θέατρο Λάρνακας 5/9, Θέατρο Παλλάς Λευκωσία 6/9, Θέατρο Ριάλτο Λεμεσός 7/9.
Ώρα έναρξης: 20.30
Μια εξαιρετική παράσταση που οφείλεται στη συγκλονιστική ερμηνεία-μονόλογο της
Νένας Μεντή, για τη μεγάλη Eλληνίδα λαϊκή στιχουργό Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.
Η παράσταση χάρισε στην πρωταγωνίστρια εκτός από το βραβείο καλύτερης ηθοποιού (Αθηνόραμα 2008) και την απόλυτη αναγνώριση από κοινό και κριτική.
Η Ευτυχία συνομιλεί με τα επτά πρόσωπα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή και
το έργο της στιχουργού: τη Μαρίκα Κοτοπούλη, τον Γιώργο τον άντρα της, τη Μαίρη
την κόρη της, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Μανώλη Χιώτη, τη Ρέα την εγγονή της και τη
Μαριόγκα τη μητέρα της.
Το κείμενο και τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Πέτρος Ζούλιας. Κρατήσεις στο τηλέφωνο
77777745. Την Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Ριάλτο στη Λεμεσό. Είσοδος: € 18 – € 14.
«Eroica» τιτλοφορείται η συναυλία με έργα Μπετόβεν και του Kύπριου συνθέτη σύγχρονης κλασικής μουσικής Τάσου Στυλιανού που ερμηνεύει η Συμφωνική Ορχήστρα
Κύπρου, με μαέστρο τον Σπύρο Πίσυνο. Αναφέρουμε πως το έργο «Οδύσσεια» του
Τάσου Στυλιανού το οποίο συμπεριλαμβάνεται στη συναυλία απέσπασε το 1ο Βραβείο
∆ιαγωνισμού Σύνθεσης του Ιδρύματος Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου για τα 50χρονα
της Κυπριακής ∆ημοκρατίας.
Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου, Θέατρο Ριάλτο Λεμεσός, Πέμπτη 9 ∆ημοτικό Θέατρο Στρόβολος,
Παρασκευή 10 Μαρκίδειο ∆ημοτικό Θέατρο Πάφος. Ώρα 20.30
Με μια διεθνή έκθεση φωτογραφίας, προβολές ντοκιμαντέρ, εκπαιδευτικά προγράμματα, διαλέξεις και σεμινάρια, το Ίδρυμα Ευαγόρα και Κάθλην Λανίτη οργανώνει το ∆εύτερο ∆ιεθνές Φεστιβάλ της Θάλασσας Κύπρου «Ναυτίλος», σε συνεργασία με το ∆ήμο Λεμεσού. Κύρια εκδήλωση του Φεστιβάλ είναι η παρουσίαση της
ιστορικής έκθεσης με τίτλο «Πορτογαλία, Ένα Παράθυρο στον Κόσμο», η οποία θα
έχει ως θέμα τη ναυτική παράδοση της Πορτογαλίας, σε συνεργασία με την πρεσβεία της χώρας.
Κέντρο Ευαγόρα Λανίτη, Λεμεσός,18 Σεπτεμβρίου –15 Νοεμβρίου.
ΥΓ. 08
"RUSHES" ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΧΟΡΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ INBAL PINTO - AVSHALOM POLLAK (ΙΣΡΑΗΛ), 3/9 ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΡΟΒΟΛΟΥ, 4/9 ΡΙΑΛΤΟ.
09 ΥΓ.
ΥΓ. 10
ΤΑΙΝΙΕΣ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΣΤΟ Ι∆ΡΥΜΑ ΑΡΤΟΣ 16 ΚΑΙ 17/9 ΚΑΙ ΣΤΟ ΤΕΠΑΚ 27/9.
"ΕΣΜΕΡΑΛ∆Α" ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΑΛΕΤΟ ΤΟΥ ΚΡΕΜΛΙΝΟΥ, 9/9 ∆ΗΜΟΤΙΚΟ
ΚΗΠΟΘΕΑΤΡΟ ΛΕΜΕΣΟΥ, 10/9 ΣΧΟΛΗ ΤΥΦΛΩΝ
"ΙΑΤΡΕΙΟ ΜΙΚΡΩΝ ΖΩΩΝ" ΘΕΑΤΡΟ ΡΙΑΛΤΟ 16/9
Aπ’ τις σημαντικότερες συνεργασίες του καλοκαιριού, μια συναυλία που θα συγκινήσει με παλιά καλά τραγούδια, με υπέροχους στίχους και μουσικές. Η Ελευθερία
Αρβανιτάκη και η Τάνια Τσανακλίδου σ’ έναν από τους τελευταίους σταθμούς της
περιοδείας τους, τραγουδούν στη Λεμεσό, (Κηποθέατρο στις 12 Σεπτεμβρίου) και
στη Λευκωσία, (Σχολή Τυφλών, στις 13).
Το δεύτερο Country Music Festival, διοργανώνεται απ’ τον Νίκο Γκαραβέλα (που θα
ανοίξει με τη μουσική του τη βραδιά) τo Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου στο Mouttayiaka
Ranch, σε συνεργασία και στήριξη του ∆ήμου Λεμεσού και με τη συμμετοχή του
Niko και του Γιώργου Γάκη & The Troublemakers που θα παίξουν live στη σκηνή.
Τα Country Music Festivals διοργανώνονται εδώ και οκτώ χρόνια στην Αθήνα, όπου
πλέον αποτελούν πολιτιστικό θεσμό για τα ελληνικά πολιτιστικά δρώμενα, ενώ η
πρώτη επιτυχημένη διοργάνωση τον Ιούλιο του 2009 στην Κύπρο αποτέλεσε την
αφορμή για την καθιέρωσή της στην πόλη της Λεμεσού.
Εισιτήρια – Γενικές πληροφορίες : 99 20 15 00, είσοδος 20 ευρώ (ελεύθερη για παιδιά
κάτω των 12).
Λίγες μέρες μετά την εμφάνισή της στην Κωνσταντινούπολη, η Συμφωνική Ορχήστρα Νέων Κύπρου, δίνει δύο συναυλίες στην Κύπρο με το πρόγραμμα «Μουσικό
Συναπάντημα». Το πρόγραμμα, υπό τη μουσική διεύθυνση του μαέστρου Άγι Ιωαννίδη και με σολίστ τη βιολινίστα Βικτώρια Μαυρομουστάκη, τον τσελίστα Πέτρο
Γκοσποντίνοφ και τον πιανίστα Eser Öktem, περιλαμβάνει έργα Μπερλιόζ, Μπετόβεν και Μουσόρσκι.
Εισιτήρια προπωλούνται στα ταμεία των θεάτρων προς €12 και για συνταξιούχους €7.
1 και 2 Σεπτεμβρίου στο ∆ημοτικό Θέατρο Στροβόλου στη Λευκωσία και το ∆ημοτικό
Θέατρο Λάρνακας, αντίστοιχα, στις 20.30.
Ένα από τα σπουδαιότερα μπαλέτα της Ρωσίας, αυτό το Κρεμλίνου, παρουσιάζει
ένα από τα παλαιότερα μπαλέτα του κόσμου την «Εσμεράλδα» με 60 χορευτές και
15 σολίστ επί σκηνής, σε χορογραφία Adrei Petrov.
Το μπαλέτο είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα του Βίκτωρος Ουγκό «Η Παναγία
των Παρισίων». Το Μπαλέτο του Κρεμλίνου φτάνει στην Κύπρο με όλους τους
κορυφαίους χορευτές του, με σκηνικά ειδικά διαμορφωμένα για τις ανάγκες των
ανοικτών θεάτρων, με τα αυθεντικά κοστούμια της παράστασης.
9 Σεπτεμβρίου, ∆ημοτικό Κηποθέατρο Λεμεσού, τηλ. 25878744
10 Σεπτεμβρίου, Αμφιθέατρο Σχολής Τυφλών, τηλ. 77772717
Ένα ανατρεπτικό πρόγραμμα παρουσιάζεται στο Dark Road Ensemble in concert,
αφού οι Αντώνης Παρτζίλης (βιολί) και Πέτρος Γκοσποντίνοφ (βιολοντσέλο), παρουσιάζουν μεταξύ των κλασικών έργων μπαρόκ και έργων 20ού και 21ου αιώνα,
προσωπικές μουσικές αναζητήσεις τους, καθώς και διασκευές από γνωστά τραγούδια της ροκ. Η συναυλία περιλαμβάνει έργα Bach, Prokofiev, Bargilly, Halvorsen,
Vitali και Metallica. Ο τρόπος που συνδυάζονται από τους δυο ερμηνευτές αυτά τα
τόσο απομακρυσμένα το ένα από το άλλο μουσικά έργα, τα κάνει να φαίνονται σαν
κομμάτια ενός ενιαίου έργου, με το μοναδικό ύφος των The Dark Road Ensemble.
Στις 17 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Παλλάς Λευκωσία. Είσοδος 12 ευρώ.
Αξιόλογες εκθέσεις συνεχίζονται μέχρι τέλη του μήνα στους ανακαινισμένους χώρους του Πολιτιστικού Ιδρύματος Τραπέζης Κύπρου (Φανερωμένης 86-90, στην
παλιά Λευκωσία ). Στην αίθουσα περιοδικών εκθέσεων παρουσιάζονται συνοπτικά
σε πινακίδες με κείμενα και εποπτικό υλικό οι δραστηριότητες στον καλλιτεχνικό
και εκδοτικό τομέα και οι πέντε κυπρολογικές συλλογές που διαχειρίζεται το Πολιτιστικό Ίδρυμα.
Η παρουσίαση συνεχίζεται με την έκθεση Χάρτες, Χαρακτικά, Υδατογραφίες και
Φωτογραφίες από τις συλλογές του Πολιτιστικού Ιδρύματος Τραπέζης Κύπρου
(μέχρι 30 Σεπτεμβρίου). Στην έκθεση παρουσιάζονται συλλεκτικά αντίγραφα, που
εξέδωσε το Πολιτιστικό Ίδρυμα και προέρχονται από τη Χαρτογραφική Συλλογή,
τη Συλλογή Χαρακτικών, τη Συλλογή Παλαιών Φωτογραφιών, το Αρχείο Manuel
Baud-Bovy και Αριστέας Τζάνου Baud-Bovy και τη Συλλογή Υδατογραφιών της
Elektra Megaw «Αγριολούλουδα της Κύπρου». Η δεύτερη έκθεση έχει τίτλο «∆ιέσεις και Υφέσεις που πονούν. «Εικόνες και στίχοι» (μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2010).
Η έκθεση περιλαμβάνει φωτογραφίες από τα κατεχόμενα (κυρίως από την οροσειρά Πενταδακτύλου, τις βόρειες ακτές και της Αμμοχώστου) των Γιάννη Κυπρή,
Γιώργου Χατζηπιερή και Νικηφόρου Ορφανού, που συνοδεύονται από στίχους του
Γιάννη Κυπρή.
Ώρες επισκέψεων: 10.00 – 21.00, τηλ. 80000800.
11 ΥΓ.
ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΣΚΟΡ∆Η
μέρες χαρακτικής
Η Ομάδα Χαρακτών Κύπρου θέλησε να φέρει το κοινό πιο κοντά στην τέχνη της με
τις «Μέρες Χαρακτικής 10», που ολοκληρώνονται στις 19 Σεπτεμβρίου
Πρέσες, μεγάλα τραπέζια, αποτυπώματα μελανιών, σημειώσεις, προσχέδια. Στο Πρότυπο
Εργαστήρι Χαρακτικής στην Αγλαντζιά η δημιουργικότητα δεν έχει εγκαταλείψει το χώρο
ούτε μια μέρα: ομαδικές εκθέσεις, εργαστήρια
για παιδιά, ειδικές εκδόσεις και διαλέξεις που
στόχο έχουν την ενίσχυση του ενδιαφέροντος
του φιλότεχνου κοινού για το πρωτότυπο χαρακτικό έργο και την αισθητική του αξία. Τα τελευταία χρόνια οι δραστηριότητες επεκτείνονται με τις Μέρες Χαρακτικής, ενός καινούριου
σχετικά ετήσιου θεσμού που οργανώνει η Ομάδα Χαρακτών Κύπρου με στόχο και πάλι την
προβολή της χαρακτικής τέχνης και του Πρότυπου Εργαστηρίου Χαρακτικής. Εκεί, στην
Πλατεία Ηρώων, λοιπόν, στην παλιά πόλη της
Αλγαντζιάς, επιδιώκουν να διεγείρουν το ενδιαφέρον του κοινού για τη συγκεκριμένη τέχνη
καταστώντας την πιο προσιτή και γνωστή στο
ευρύ κοινό, μέσα από κανάλια επικοινωνίας
μεταξύ καλλιτεχνών και ενδιαφερόμενων με
στόχο μια ουσιαστική επαφή και ενασχόληση
με τη Χαρακτική. Οι Μέρες Χαρακτικής επιδιώκουν ταυτόχρονα τη σύσφιγξη των σχέσεων
και δεσμών της Ομάδας με τους διάφορους
πολιτιστικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς
φορείς του τόπου, έχοντας την επιθυμία να
καθιερωθούν ως ένας ζωντανός καλλιτεχνικός
θεσμός, που θα πραγματοποιείται σε ετήσια
βάση, με μια ποικιλία εκδηλώσεων και δραστηριοτήτων γύρω από τη Χαρακτική και τις διάφορες εκφάνσεις της.
Οι εκδηλώσεις:
Έκθεση: Παρουσίαση εργαστηρίου λιθογραφίας9-17 Σεπτεμβρίου
Μετά το Ολιγοήμερο Εργαστήρι με τη Μαίρη
Σχοινά, επίκουρη καθηγήτρια στο εργαστήριο Χαρακτικής της Ανωτάτης Σχολής Καλών
Τεχνών Αθηνών, που είχε σκοπό τη γνωριμία
των μελών της Ομάδας Χαρακτών με νέες,
εναλλακτικές μορφές λιθογραφίας, οι Μέρες
Χαρακτικής συνεχίζονται με την έκθεση αποτελεσμάτων του εργαστηρίου εναλλακτικής λιθογραφίας με έργα των συμμετεχόντων στους
χώρους του κτιρίου ∆ιοίκησης της Ελληνικής
Τράπεζας, στη Λευκωσία. Εγκαίνια της έκθεσης 9 Σεπτεμβρίου, 19.30.
∆ιάλεξη: Ιστορική λειτουργικότητα της χαρακτικής και νέες τεχνολογίες.
Ανοιχτή διάλεξη με θέμα «Ιστορική λειτουργικότητα της χαρακτικής και νέες τεχνολογίες».
Εισηγητής θα είναι ο ομότιμος Καθηγητής
Ιστορίας Τέχνης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Εμμανουήλ Μαυρομμάτης. Η διάλεξη οργανώνεται σε συνεργασία
με το Πανεπιστήμιο Κύπρου, στα πλαίσια του
Πολιτιστικού Φεστιβάλ του Πανεπιστημίου Κύπρου στις 10 Σεπτεμβρίου, στις 20.30,
στους χώρους του Αρχοντικού Αξιοθέας (περιοχή Χρυσαλινιώτισσας, Παλαιά πόλη της
Λευκωσίας). Aναφέρεται στις σύγχρονες μεθόδους και στο πώς η τεχνολογία έχει επηρεάσει στη χαρακτική.
Open Doors: Το κοινό εργαστήρι
Το Σαββατοκύριακο 18 και 19 Σεπτεμβρίου
2010, μεταξύ 17.00-20.00 θα παρουσιαστούν
στο κοινό οι χώροι του Πρότυπου Εργαστηρίου
Χαρακτικής, ενώ τα μέλη της ομάδας θα εισάγουν τους επισκέπτες στον κόσμο της χαρακτικής και τις δυνατότητές της, ως μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης.
ΥΓ. 26
ΤΗΣ ΕΛΕΝΑΣ ΠΑΡΠΑ
ΦΩΤΟ: ΠΟΛΥΣ ΠΕΣΛΙΚΑΣ
ΜΑΡΙΑ ΑΝ∆ΡΕΟΥ
ένας άλλος κόσμος
Η πρώτη ατομική της έκθεση μετά από οκτώ χρόνια ήταν η αφορμή για ν’ ανοίξουμε την πόρτα του προσωπικού
της κόσμου της Μαρίας Ανδρέου.
Θέλω πρώτα να δω όλους τους πίνακες έναν προς ένα, να ξοδέψω χρόνο μαζί τους, να νιώσω άνετα, αλλά ντρέπομαι. Αισθάνομαι
«εισβολέας». ∆εν είναι κάτι που είπε ή έκανε, αλλά είναι μερικοί
χώροι, που σου προκαλούν αυτή την αμηχανία. Μου προσφέρει
καφέ, αλλά προτιμώ να της πάρω ένα τσιγάρο. Αυτή κάθεται ήδη
στο τραπέζι, απ’ τη μεριά με το καβαλέτο μπροστά και τις λαδομπογιές. Εγώ παίρνω θέση στη μοναδική δεύτερη καρέκλα. «Σπάνια δέχομαι κόσμο στο στούντιο». Το λέει λες και μόλις διάβασε
τη σκέψη μου. «Την τελευταία βδομάδα μόνο ζήτησα από μερικούς να περάσουν, αφού τελείωσα. Είμαι απ’ τους ανθρώπους που
χρειάζονται απομόνωση, όταν δουλεύουν». Όση ώρα μιλά, γυρίζω
και κοιτάω τους πίνακες. Το μάτι μου επιμένει να πέφτει σ’ ένα
συγκεκριμένο. Είναι ένα κομμένο κεφάλι, γυναικείο, τοποθετημένο σ’ ένα μοβ μαξιλαράκι από βελούδο. Τα χρώματα είναι καθαρά,
δουλεμένα φλατ, αλλά σε πολλά στρώματα, κάτι που δίνει βάρος
και όγκο στη φόρμα. Το κεφάλι είναι με τέτοιο τρόπο καμωμένο
που μοιάζει από μάρμαρο, σαν αυτά του ντε Κίρικο. «Θέλω να τ’
ονομάσω “η τιμωρία της Σαλώμης”», μου λέει και γελά. Είναι αινιγματική, πάντως, η εικονογραφία της. Έχει κάτι το ονειρικό, που
σε κάνει να σκέφτεσαι τους ζωγράφους που αγάπησαν οι σουρεαλιστές – όχι μόνο τον ντε Κίρικο, αλλά και τον Μαγκρίτ - όπως
κι αυτή τη νοσταλγία για την ακαδημαϊκή ζωγραφική, την οποία
διαισθάνεσαι στον τρόπο που χειρίζεται τη σύνθεση. ∆εν έχει αυθορμητισμό η γραμμή της και δεν το εννοώ με την κακή έννοια.
Όλα είναι βασισμένα σε μια προϋπάρχουσα δομή πάνω στην οποία
κτίζονται σταδιακά τα στοιχεία – άξονες, κάθετοι, φόρμες, όγκοι,
υφές, χρώματα - για να αποτελέσουν ένα σφιχτοδεμένο σύνολο.
Τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη, έστω κι αν δεν δουλεύει ποτέ με
βάση προσχέδιο, κι έχει σ’ αυτή τη διαδικασία μοναδική πυξίδα το
ένστικτο και το «μάτι» της. «Μερικές φορές σκέφτομαι ότι προσεγγίζω τον καμβά σαν πολιτικός μηχανικός. Θέλω τα πράγματα
να στέκουν, να είναι δομημένα, να μην πέφτουν στο κενό. Κατά τ’
άλλα κάνω χάζι να ζωγραφίζω. Μου αρέσει πολύ η διαδικασία της
ζωγραφικής. Είναι για μένα μαγευτική».
Περίεργο ν’ ακούς το τελευταίο από κάποιον που συνειδητά επέλεξε ν’ απέχει απ’ τα πράγματα για οκτώ χρόνια. Η τελευταία ατομική της Μαρίας Ανδρέου ήταν στην Αργώ το 2002. Σ’ αυτό το διάστημα όμως δεν σταμάτησε ποτέ να ζωγραφίζει. Συνεπής, λες και
είχε να πάει γραφείο ή σε κάποιο ραντεβού, ερχόταν στο στούντιο,
έπαιρνε θέση μπροστά στους καμβάδες και δούλευε. Μπορεί να
μην τραβούσε γραμμή, αλλά της αρκούσε αυτή η διαδικασία του
διαλογισμού μπροστά στη λευκή επιφάνεια. Κάπως έτσι προέκυψε αυτή η καινούρια σειρά. Σταδιακά, χωρίς βιασύνη και χωρίς
πρόθεση να εκθέσει ή να ικανοποιήσει απαιτήσεις άλλων. «Είναι
λάθος να δουλεύεις για ν’ αρέσεις. Αν το κάνεις, την πάτησες. Σε
κάποια στιγμή θα κάνεις συμβιβασμούς», μου λέει και σηκώνεται
να φέρει τον κατάλογο της προηγούμενης δουλειάς της. «∆εν μίλησε στον κόσμο όπως έπρεπε. Έτσι ένιωσα. Έρχονταν και μου
έλεγαν μα τι ωραία που ζωγραφίζεις, τι όμορφα χρώματα που χρησιμοποιείς κι εγώ από μέσα μου έσκαζα. Μα δεν έχουν καταλάβει
τίποτε, αναρωτιόμουν;» Έχει διαφορές, πάντως, η καινούρια δουλειά απ’ την προηγούμενη. Είναι περισσότερο αποφασιστική η
αντιμετώπισή της, πιο σίγουρη. Είναι λες και σ’ αυτό το διάστημα
ωρίμασαν μέσα της τα πράγματα κι έμαθε να τα χειρίζεται πιο ψύχραιμα. Κι αυτό τη στιγμή που από εικονογραφικής και θεματογραφικής άποψης κινείται γύρω απ’ τα ίδια ζητήματα. Υπάρχουν,
δηλαδή, στοιχεία, θέματα, χαρακτήρες που επαναλαμβάνονται
κι είναι ενδιαφέρον να παρακολουθείς αυτό το διάλογο μέσα στο
χρόνο. Κατ’ αρχήν και στις δυο δουλειές είναι έντονο το στοιχείο
της θεατρικότητας. Οι χώροι που δημιουργεί μοιάζουν με σκηνές,
όπου περνούν μπροστά απ’ το θεατή, πάντα σε πρώτο πλάνο, οι
χαρακτήρες της. Φιγούρες, φαλλοί, λουλούδια, πουλιά, ζώα, μοναχικοί και απόμακροι πρωταγωνιστές ενός άλλου κόσμου. Κι όλα
αυτά είναι ζωγραφισμένα σαν ένθετα που αποτυπώνονται σε μια
επιφάνεια, όπου το βάθος και η προοπτική δεν είναι ζήτημα. Η
βασική διαφορά με τον προηγούμενο κύκλο είναι η καθαρότητα
της πρόθεσης. Τα περιττά έχουν φύγει για να απομείνουν, ώριμα πια, τα αναγκαία να μιλούν μέσα από συμβολισμούς και υποβόσκουσες αναφορές. Μια τέτοια αναφορά είναι οι αγνοούμενοι,
θέμα που έχει απασχολήσει για χρόνια τη ζωγράφο. Σ’ έναν από
τους πίνακες πάνω στο παραδοσιακά στολισμένο τραπεζάκι βρίσκεται ένα μικρό κουτί, που μοιάζει με δώρο, αλλά πλαισιωμένο
όπως είναι από μια φωτογραφοθήκη με μια παλιά φωτογραφία,
παραπέμπει στα κουτιά που παραλαμβάνουν οι οικογένειες όταν
πια ο δικός τους άνθρωπος έχει ταυτοποιηθεί στις εκταφές που
διενεργούνται. «∆εν είναι επιβεβλημένο να διαβάσεις τον πίνακα
απ’ αυτή τη σκοπιά. Η πατρίδα, τα σύμβολά της, η θρησκεία πάντα
αποτελούν για μένα εμμονές. Πάνω απ’ όλα όμως μ’ ενδιαφέρει η
πλαστικότητα και η εικαστική πλευρά της δουλειάς. ∆εν θέλω τα
έργα μου να λειτουργούν λες και αρθρογραφώ. ∆ιαφορετικά χειρίζεται το θέμα ο δημοσιογράφος, διαφορετικά ο ηθοποιός που διαβάζει ένα ποίημα και διαφορετικά ο εικαστικός». Τώρα έχουμε σηκωθεί και κοιτάμε τους πίνακες έναν-έναν. Τους έχει τοποθετήσει
ακριβώς με τη σειρά που τους έχει δουλέψει. Κάνουμε στάση στον
τελευταίο. Είναι μια νεκρή φύση μ’ ένα απ’ τα έργα του Άγγελου
Μακρίδη. Είναι η δήλωσή της, σκέφτομαι. Η προσωπική της «μετωπική σύγκρουση», με μπόλικες δόσεις χιούμορ, με τις ανασφάλειες που γεννά η συνύπαρξη δίπλα από ένα μεγάλο όνομα. «Είναι
φοβερό να ζεις μαζί μ’ έναν άνθρωπο με το status του Άγγελου.
Είναι στιγμές που αναρωτιέσαι, μήπως υποσυνείδητα τον αντιγράφεις κι εσύ. Σ’ αυτό το έργο δανείστηκα ένα απ’ τα γλυπτά του
και το ζωγράφισα». Τη ρωτώ τους λόγους. «Για να το κάνω καλύτερο», μου λέει αυτοσαρκαζόμενη και μου δίνει να καταλάβω πως
αυτά δεν έχουν και τόση σημασία για την ίδια. Χρειάζεται μόνο να
νιώθει καθαρή απέναντι σ’ αυτό που κάνει. «∆εν κυνήγησα ποτέ
την καριέρα. Θεωρούσα πάντα ότι το να είσαι καλλιτέχνης είναι
κάτι τόσο προσωπικό, και μοναχικό και δύσκολο που δεν χωράει
τίποτε άλλο». Κάνει μια παύση. Στο στούντιο τώρα δεν ακούγεται
τίποτα, ούτε καν τ’ αυτοκίνητα που περνούν κι έτσι όπως καθόμαστε στη σιωπή μπροστά από ένα άδειο τραπέζι είναι λες και
το δωμάτιο έχει μετατραπεί σε σκηνή και μοιάζουμε κι εμείς σαν
τις φιγούρες των πινάκων της, ακινητοποιημένες μέσα στο χρόνο,
παγιδευμένες σε ένα ονειρικό, σουρεαλιστικό τριπ, όπου τα πάντα
λειτουργούν με συμβολισμούς. Μέχρι φυσικά την επόμενη στιγμή
που η ατμόσφαιρα χαλαρώνει, η Μαρία κάνει να καπνίσει ακόμα
ένα τσιγάρο και η αυλαία πέφτει.
Info: Η έκθεση της Μαρίας Ανδρέου εγκαινιάζεται στις 29 Σεπτεμβρίου, στην «IS NOT A GALLERY» (22343670), και θα διαρκέσει μέχρι τις 13 Οκτωβρίου.
15 ΥΓ.
ΥΓ. 34
ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΞΕΝΟΥ
ΦΩΤΟ: ΠΟΛΥΣ ΠΕΣΛΙΚΑΣ
ΚΩNΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΓΙΑΛΗΣ
high heels
Μα ποιo είναι αυτό το αγόρι που με προκαλεί καλοκαιριάτικα να φορέσω τα δωδεκάποντά μου και να αναμετρηθώ με τις
ισορροπίες μου; Ζητώ άμεσα εξηγήσεις!
«Ακολούθα με» μου λέει με ένα σχεδόν προστακτικό ύφος. Κάνει αφόρητη ζέστη για να προβάλω αντιστάσεις και έτσι υπακούω. Το στιλ του - το
παραδέχομαι -μου τσιγκλάει την περιέργεια. Μοιάζει να διαθέτει τσαμπουκά, τον οποίο υποψιάζομαι πως συντηρεί η πεποίθησή του ότι μπορούμε - αρκεί να το θελήσουμε - να αλλάξουμε τον κόσμο. Ανήσυχος και
ανυπόμονος κι αυτό φαίνεται από τον τρόπο που κάνει χειρονομίες και
που περιεργάζεται την κάθε λεπτομέρεια, πανέτοιμος να επικρίνει ό,τι
θεωρεί απαράδεκτο και να δαχτυλοδείξει ό,τι προσβάλλει την αισθητική
του. Για ένα τέτοιο τσαμπουκά μιλώ, από κείνο που συνορεύει με το θράσος και γι’ αυτό εύκολα μπορεί να παρερμηνευτεί σε πρώιμη ματαιοδοξία. Υποπτεύομαι ωστόσο πως δεν είναι η ματαιοδοξία που προέχει στις
ακλόνητες ακόμα βεβαιότητές του, αλλά μια σχεδόν παιδική αθωότητα
η οποία συνδυασμένη με το ταλέντο και το πάθος του, του επιτρέπει να
φτιάχνει τη δική του πραγματικότητα.
Σταματάμε σε ένα ζαχαροπλαστείο στην παλιά πόλη που κάνει - όπως
μου λέει - υπέροχες μπουγάτσες. Παραγγέλνει μια, επιμένει να δοκιμάσω, αρκούμαι σε μια παγωμένη λεμονάδα. Στο τραπέζι τοποθετεί ένα
κόκκινο σημειωματάριο, τι είναι αυτό; ρωτώ και μου εξηγεί πως πάντα
το κουβαλά μαζί του, έχει μανία με τα σημειωματάρια, εκεί σημειώνει
τις δεκάδες ιδέες που του κατεβαίνουν στο μυαλό και φοβάται μάλιστα
μήπως πεθάνει και δεν προλάβει να τις υλοποιήσει. Βρίσκω τρυφερή την
αγωνία του και τον ρωτώ αν μπορώ να το φυλλομετρήσω, μου γνέφει πως
ναι και κοιτάζω τα σκίτσα του, τις συμπυκνωμένες παραγράφους και τα
σχεδιαγράμματά του και αμέσως μετά του κάνω ερώτηση για την έκθεση που ετοιμάζει για το Σεπτέμβρη. «Έτσι απότομα μπαίνεις στο θέμα;»
απορεί. Γελάμε. Έτσι, έτσι και κείνος αρχίζει να μου εξηγεί πως πάντα
του άρεσαν τα παπούτσια σαν αντικείμενο, φετιχισμός; τον πειράζω, το
αρνείται, όχι δεν είναι αυτό, τι είναι τότε; είναι η αδυναμία του στο καλαίσθητο, στα καλλίγραμμα πόδια ειδικά όταν καταλήγουν σε ένα ζευγάρι
στιλέτα που μοιάζουν πιο πολύ με έργο τέχνης παρά με χρηστικό αντικείμενο. Παπούτσια ξεκίνησε να σχεδιάζει όταν ήταν στην Αμερική εκεί
όπου σπούδασε animation, illustration, film protaction και σενάριο. Όλα
αυτά μαζί; απορώ αλλά για κείνον δεν υφίσταται ιδιαίτερος διαχωρισμός.
«Όταν γράφω σενάρια για ταινίες ή όταν ζωγραφίζω, εκείνο που κάνω
κάθε φορά είναι να δημιουργώ μια μικρή ιστορία, να δημιουργώ καινούριους κόσμους». «Μη με ρωτήσεις τι προτιμώ ή γιατί θέλω να κάνω τέχνη.
∆εν το έχω αναλύσει και δεν ισχύει για μένα αυτό που λένε ότι η τέχνη
με κάνει και ξεφεύγω. ∆εν έχω ανάγκη να ξεφύγω από τίποτα, μια χαρά
μεγάλωσα, μια χαρά περνώ». Είναι πιο πολύ η ανάγκη το να μοιραστεί τις
ιδέες του και τον τρόπο που εκείνος βλέπει τον κόσμο. Αυτό και τίποτα
άλλο. Και ποιος είναι ο δικός σου κόσμος; τον ρωτώ και τον ακούω να
διηγείται τις ιστορίες του.
Για χρόνια πρωταθλητής του τζούντο, μου δείχνει τα σημάδια στα αφτιά
του, τα βλέπεις αυτά; είναι από τις κλωτσιές, μου εξηγεί, το τζούντο τον
πειθάρχησε, του έμαθε πολλά, γι’ αυτό ίσως έχει ακόμα μανία με την ιαπωνέζικη κουλτούρα, τον συναρπάζει, λέει, μου περιγράφει τα χρόνια
των προπονήσεων κι ύστερα αλλάζουμε κεφάλαιο, πετάμε μέχρι την
Αμερική, εκεί όπου αποφάσισε να ψάξει τα ταλέντα του. Από μικρός
ήταν οπτικός τύπος, ό,τι σκεφτόταν το έκανε εικόνα με όλες τις λεπτομέρειές της, χρώματα, σκηνικά, όλα μαζί, έτσι τα είχε στο μυαλό του. Άρχισε να ζωγραφίζει, μετά να γράφει, λάτρευε τον κινηματογράφο, ακόμα
είναι η αδυναμία του, θέλει να γράψει πολλά σενάρια, θέλει να κάνει μια
ταινία μεγάλου μήκους, θέλει να καταφέρει κάποτε να βάλει την Κύπρο
στο χάρτη του παγκόσμιου σινεμά. Τα λέει έτσι, χωρίς αναπνοή, λες και
θέλει να προλάβει το χρόνο, αγωνιά να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα, σου ακούγονται τρελά όλα αυτά, με ρωτά, τίποτα δεν μου φαίνεται
τρελό όταν έχει να κάνει με όνειρα του απαντώ. Κάποια στιγμή, φοιτητής
ακόμη, βλέπει το Σινεμά Παραντίσο, του ’ρχεται τότε μια ιδέα, θέλει λέει
να κάνει τη ζωή του Φίνος σενάριο, αρχίζει να το ψάχνει, κάνει έρευνες,
γράφει συνέχεια, το τελειώνει και παίρνει το ρίσκο να πάει στην Αθήνα
για να βρει μια άκρη. Το σενάριο αρέσει, «το έχω δείξει σε πάρα πολλούς
που ασχολούνται με τον κινηματογράφο», λέει, τα πράγματα όμως σκαλώνουν σε νομικές διαδικασίες, το βάζει λοιπόν στο συρτάρι, απογοητεύεται και επιστρέφει στην Αμερική. «Ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος για
μένα» μου λέει. «Είχα χωρίσει με την κοπέλα μου, ήμουν λιώμα, μπήκα
λοιπόν μέσα σε ένα στούντιο και άρχισα να κάνω μεταξοτυπίες τα σκίτσα
των παπουτσιών. Περνούσα ατέλειωτες ώρες δημιουργώντας και εν τέλει
μου βγήκε σε καλό». Σε ενεργοποίησε ο χωρισμός, τον πειράζω, μα εκείνος παίρνει το σοβαρό του. Είμαι – ξέρεις - πολύ ευαίσθητος, μου λέει λες
και είχα σχηματίσει μια διαφορετική εντύπωση. «Συγκλονίζομαι εύκολα.
Κλαίω με τραγούδια, με ταινίες, κλαίω με τους ζητιάνους στο δρόμο…».
Μου αρέσει η παραδοχή του όπως και το ότι παραδέχεται πως θέλει πολλή δουλειά ακόμη, έχω πολλά θέματα να λύσω, λέει και χαμογελά.
Προς το παρόν χαίρεται που γύρισε πίσω στην Κύπρο. Νιώθει πιο κατασταλαγμένος. Όταν ήταν στο εξωτερικό επένδυε στο κάτι μεγάλο που θα
του συνέβαινε, τώρα πιστεύει πιο πολύ στα baby-steps, βήμα με βήμα και
έτσι προχωρεί.
Πες μου ξανά γι’ αυτή την έκθεση, του λέω συνειδητοποιώντας πως παρασυρθήκαμε σε δεκάδες άλλες κουβέντες. «Έχει να κάνει με την ισορροπία
μεταξύ τέχνης και μόδας», μου εξηγεί και γίνεται ακόμα πιο αναλυτικός.
«Μου αρέσουν τα ωραία πράγματα αλλά δεν είναι για μένα αυτοσκοπός.
Αναγνωρίζω τη δημιουργική τους αξία αλλά από κει και πέρα αναγνωρίζω και το ότι πρέπει να υπάρξει μια ισορροπία για να μη γίνεις θύμα του
υλισμού. Γι’ αυτό στην έκθεση κάνω αναφορά στη Μαρία Αντουανέτα η
οποία υπήρξε βασικά θύμα του υλισμού της. Το θέμα λοιπόν περιστρέφεται γύρω από την ισορροπία μεταξύ τέχνης και απληστίας. Οτιδήποτε
κακό συμβαίνει στον κόσμο, αυτή τη στιγμή, έχει τη ρίζα του στην απληστία» καταλήγει.
Έχει ήδη στο μυαλό του την επόμενη έκθεση που θέλει να κάνει. Θα είναι προσωπογραφίες, μου λέει. Οι ήρωες των παιδικών μου χρόνων, συμπληρώνει. ∆ηλαδή; απορώ και μου αραδιάζει ένα σωρό ονόματα- Σεφέρης, Ελύτης, Μητρόπουλος, Χατζιδάκις, Φίνος, Ωνάσης, Θεοδωράκης,
Γκάλης - διαφορετικά από κείνα που είχα φανταστεί προς στιγμήν πως
θα αποτελούσαν τους ήρωες του, όταν ήταν παιδί. Τι θαυμάζεις σε έναν
άνθρωπο; τον ρωτώ αμέσως μετά «το να παραμένει πιστός στα ιδανικά
του, όποια κι αν είναι αυτά» μου απαντά.
Παραγγέλνω ακόμα μια λεμονάδα, εξακολουθούμε να λέμε διάφορα, το
κόκκινο σημειωματάριο εξακολουθεί να είναι εκεί πάνω στο τραπέζι,
λοιπόν; μου λέει, θα φορέσεις τα ψηλά σου τακούνια και θα ’ρθεις στην
έκθεση; θα το κάνω κι αυτό του απαντώ. Κι ύστερα μου επαναλαμβάνει
πως αν δεν κάνει τις ιδέες που έχει μέσα στο μυαλό του πραγματικότητα
θα σκάσει. «Πώς σου φαίνονται όλα αυτά;» με ρωτά λες και είναι μικρό
παιδί. Είσαι σαν μικρό παιδί, του λέω χαριτολογώντας και στον επίλογο
το παραδέχεται πως παραμένει ακόμα ένα αγόρι που δεν θέλει να μεγαλώσει. «Βλέπω τον εαυτό μου σαν ένα Πήτερ Παν», λέει και έτσι θέλει να
μείνει. Να εκτονώνει τη χαρά του, να ενθουσιάζεται, να ονειρεύεται και
να αφήνει τα πυροτεχνήματα που νιώθει μέσα του να εκρήγνονται στον
αέρα.
Info: Η έκθεση του Κωνσταντίνου Κουγιάλη εγκαινιάζεται στις 16 Σεπτεμβρίου, στην Γκαλερί Αποκάλυψη, κάτω από τον τίτλο «Qu’ils mangent de la brioche». Θα διαρκέσει μέχρι
τις 30 Σεπτεμβρίου.
17 ΥΓ.
ΤΟΥ ΛΕΥΤΕΡΗ ΜΟΥΜΤΖΗ
ο μιχάλης σιγανίδης και οι φουμουσου στην κύπρο
Είναι ο πρωτοπόρος της ελληνικής avant garde. Έχει εκδώσει από το 1987 εφτά προσωπικούς δίσκους, είναι επίσης μπασίστας
με τα γκρουπ Χειμερινοί Κολυμβητές και Primavera en Salonico (της Σαβίνας Γιαννάτου) και περιστασιακά με διάφορα άλλα. Τον
πετυχαίνω στο τηλέφωνο ένα πρωινό του Αυγούστου, εγώ στο Καϊμακλί αυτός στην πόλη του, τη Θεσσαλονίκη, για μια πρώτη (ή
δεύτερη) γνωριμία μουσικού προς μουσικό.
Σε τι φάση σε βρίσκω; Τώρα ετοιμάζομαι για ένα σεμινάριο στον Άγιο Λαυρέντιο, στο Μουσικό Χωριό. Το έκανα και πέρσι και χάρηκα πολύ. Επίσης το
Σάββατο θα παίξουμε με τους ΦΜΣ, το συγκρότημα με το οποίο θα έρθουμε
και στην Κύπρο. Mε βρίσκεις επίσης στην έρημη πόλη η οποία έχει εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους και είναι θαυμάσια!
Πότε άρχισες τη μουσική σου πορεία και πώς; Μίλα μου λίγο για τα early
days. Από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού είχαμε πάει-θυμάμαι-με τη μητέρα μου να αγοράσουμε μια κιθάρα. Στο ταμείο όμως είχε γίνει ένα καταπληκτικό λάθος, όπου εγώ παρέλαβα ένα όργανο το οποίο τελικά ήταν το
μπουζούκι κάποιου άλλου πελάτη, ο οποίος είχε λάβει το δικό μου κιθαράκι. Όταν συνειδητοποιήσαμε το λάθος κάναμε την ανταλλαγή. Αυτό ήταν
όμως και κάπως συμβολικό δηλαδή το ότι δεν υπήρχε τότε αυτή η σχέση
μου με τη λαϊκή μουσική, ήταν κάτι απόμακρο. Η σχέση που ήταν πιο έντονη εκείνες τις μέρες ήταν με τη δυτική ελαφρά μουσική. Σ’ αυτό το κιθαράκι,
λοιπόν, έβγαζα πάνω σε μια χορδή μελωδίες της εποχής και σιγά-σιγά έμαθα να παίζω ακόρντα.
Θα ’θελα πολύ να μάθω ποιες είναι οι επιρροές σου, γιατί αυτό που κάνεις ακούγεται μοναδικό. Προσπαθώ και εγώ να καταλάβω αυτή τη σχέση
μιας τραγουδοποιίας. Βγαίνει π.χ ένα τραγουδάκι στο ύφος τροβαδούρων
που σου αρέσουν… όχι σου αρέσουν, πετάς τη σκούφια σου και θέλεις
να γίνεις κι εσύ τέτοιος. Μιλάμε για συχνότητα ερωτικής επαφής όχι συχνότητα ενδιαφέροντος, ότι δηλαδή μου αρέσει ένα τραγούδι του Μπομπ
Ντίλαν. Θέλω να είμαι ο Μπομπ Ντίλαν! ∆ηλαδή σκέφτομαι ότι έτσι ανάβει μια φωτιά. Μόνο με μια ταυτοποίηση εσωτερικά. Μυθολογικά ανάβει
μια φωτιά. Αλλιώς ούτε με την παιδεία ανάβει αν δεν υπάρχει η φλόγα
αυτή που δίνει ο μύθος.
Τι άκουγες τότε; Άκουγα πολύ Μπητλς και Ντίλαν στα 74-75. Άκουγα
Σαββόπουλο υπερβολικά. Για μένα ήταν μια αποκάλυψη τότε μέσα σε μια
τραγουδοποιία της μαγειρικής της Κυριακής, όπου μυρίζομαι τα φαγητά τα
οποία αργοψήνονται και περιμένει η οικογένεια για να φάει οπότε παίζει
από το ραδιόφωνο εκείνο το θλιβερό μπουζούκι του νέου τότε Νταλάρα.
ΥΓ. 18
Αυτό ο Σαββόπουλος νομίζω ότι το έκανε πάρα πολύ πέρα και για αυτό τον
σέβομαι, για αυτή ακριβώς την αποκάλυψη. Αυτή, λοιπόν, την ερωτική χαρά
που μου έδινε ένα τραγούδι των Μπητλς σαν το Πένυ Λέιν το πώς εμφανίζονταν οι ενορχηστρώσεις κ.τλ, αυτό μπορούσε να με αποκόψει από τον
κόσμο και να μην έχω απολύτως καμιά σχέση με τίποτα, να είμαι συνεχώς
στα ουράνια. Έτσι ένιωθα στην παιδική ηλικία, με τα αντίστοιχα τραύματα
που φέρνει η απομάκρυνση από την πραγματικότητα (γέλια). Αλλά ο Σαββόπουλος επικοινώνησε αυτά τα ακατάληπτα για μας τους νέους εφήβους
τότε αγγλικά που ακούγονταν παράξενα, δηλαδή ήξερες λίγες λέξεις…
δεν ξέρω αν έβγαζες ολόκληρο νόημα απ’ τους στίχους αλλά νομίζω ότι
ο τρόπος που ακούστηκε αυτό το ροκ από τον Σαββόπουλο αργότερα και
από τον Πουλικάκο (για τον οποίο έχω μεγάλο θαυμασμό), ήταν οι χαρές
της εφηβείας.
Το περιβάλλον στο οποίο ζεις σε κάνει να νιώθεις ότι παίρνεις πίσω κάτι
αντάξιο αυτού που δίνεις σαν δημιουργός; Αυτό που με ρωτάς είναι σαν
να ρωτά κάποιος αν αγαπήθηκε απ’ τη μαμά του. Είναι τόσο σπουδαίο αυτό
που λες. Νομίζω ότι για πολλά χρόνια έζησα και έφτιαχνα σε περιβάλλον το
οποίο δεν αποδεχόταν ιδιαίτερα αυτό που έφτιαχνα. Το θεωρούσε κάτι ίσως
παρανοϊκό και τρελό και παράξενο. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, πανηγυρίζω εκείνο που λέει σε ένα στίχο του ο Εγγονόπουλος πως… «∆εν άνθισαν
ματαίως». Όλος αυτός ο κόπος και η μοναξιά δηλαδή, ακόμα και μέσα στους
φίλους δεν πήγε άδικα. Νιώθω πια λες και κερδήθηκε το στοίχημα, δηλαδή
το αν αυτό που σκέφτομαι, είναι μέσα στην εποχή μου και ότι υπάρχουν
πέντε άνθρωποι που μου δίνουν ένα feedback και μπορώ να είμαι ευτυχής.
∆εν νιώθω μια ματαίωση με το παιδικό μου στοίχημα. Το αντίθετο θα έλεγα.
Πέρασα, όμως, μια θητεία σε ένα παράπονο(γέλια)
Τι είναι το tape; Α! Είναι τα όνειρα! Μπορώ να έχω την ευκολία με την οποία
το ασυνείδητο δανείζει πράγματα στα όνειρά μας. Να μπορώ να τα ανασύρω
και να τους δίνω μορφή. Ικανοποιεί μια ανάγκη για να ακούω τις αγαπημένες
φωνές, γιατί έζησα 30 χρόνια με τους γονείς, μεγάλωσα σαν συνταξιούχος.
Μου άρεσε αυτό. ∆εν το εννοώ ότι ήμουν έγκλειστος παρά τη θέλησή μου,
αλλά θέλησα να έχω μαζί αγαπημένες φωνές. Από εκεί ξεκινά. Μετά μπήκε όλη
αυτή η έννοια ενός ψυχοδράματος. Το tape με διευκολύνει να δίνω μια δραματική υπόσταση στη μουσική.
Και τεχνικά; Τεχνικά, έχω ένα μαγνητόφωνο και ηχογραφώ πράγματα και κόβω
κομμάτια της μαγνητοταινίας και μοντάρω σε πρώτη φάση χωρίς κομπιούτερ
τότε και φτιάχνω μια μουσικό-ποιητική αφήγηση με λόγο και ήχο. Είναι ένα
πρωτογενές υλικό για μένα το οποίο μπορώ να χρησιμοποιήσω στη συναυλία
όπου μπορούμε για παράδειγμα να πέφτουμε πάνω στο tape με όλη την ορχήστρα. Έχει μία πληθώρα εκδοχών. Κάτι σαν πλαστελίνη.
Η μουσική σου αντλεί πολλά στοιχεία από την, αν θέλεις, ρηχή καθημερινότητα. Σωστά; Και είναι αυτό κάτι συνειδητό; Ο Κρισναμούρτι έλεγε ότι δεν
υπάρχει βαθιά και ρηχή σκέψη. Η σκέψη είναι ρηχή. Είναι ένας φλοιός. Όλο το
άλλο πράμα είναι η ευρύτερή μας νόηση. Αυτό που λες καρδιά… η πρόσληψη.
Οπότε προφανώς αυτά τα στοιχεία μου είναι πολύ αγαπημένα για να ασχολούμαι μαζί τους. Η καθημερινότητα είναι κάτι που λατρεύτηκε και είναι ένα
υλικό που μου είναι πολύ χρήσιμο. Είμαστε εμείς η καθημερινότητα δεν είναι
τίποτα άλλο.
Τι σε ώθησε να χρησιμοποιήσεις λόγο και δείγματα από ποίηση στη μουσική σου; Ήταν κάτι πολύ φυσικό για μένα. ∆εν μπορώ να το αναλύσω...Είναι
όπως όταν κατουράς. Υπάρχει ένα σύστημα και γίνεται αυτή η λειτουργία.
(παύση) Μπορείς να πεις πως αυτή η αγάπη μου με την ποίηση ξεκίνησε από
έναν πολύ αγαπημένο μου δάσκαλο τον Τάσο Ναούμ, ο οποίος μια μέρα μπήκε μέσα στο μάθημα και άρχισε να διαβάζει το «∆ρόμο» του Εμπειρίκου, ένα
τεράστιο ποίημα το οποίο με άγγιξε…Εκείνο που θυμάμαι καλά ήταν όταν
είχα ακούσει τη φωνή του Σαχτούρη από αυτό το δίσκο ο οποίος είχε κυκλοφορήσει από τη Λύρα και είχα το κοντραμπάσο, ήμουν σε μια περίεργη ψυχική κατάσταση και συνειδητοποίησα ότι μου άρεσε πολύ να παίζω αυτά τα riffs
που έβγαζα στο μπάσο μαζί με τη φωνή. Αυτό ήταν κάτι που με ικανοποιούσε
πολύ και το έφτιαξα σιγά-σιγά, το ηχογράφησα, δεν έκανα κάτι. Απλά έγιναν
οι δομές αλλά τα πρώτα σκίτσα ήταν τόσο αυθόρμητα. Όπως να λες λόγια, να
σου αρέσει η φωνή, να γκρουβάρει ωραία ο λόγος πάνω σε αυτή τη βάση και
το αποτέλεσμα να είναι σαν αποτέλεσμα μιας χημικής ένωσης που παράγει
κάτι άλλο. ∆ηλαδή ενώ βλέπεις τα συστατικά, το αλάτι, το πιπέρι και λοιπά,
το φαγητό βγαίνει κάτι άλλο από αυτό που νομίζεις. (παύση). Μπορείς να
φανταστείς, βέβαια, ποια ήταν η αντίδραση τότε, δηλαδή το πώς φαινόταν
στους άλλους. Στις συναυλίες, μάλιστα, έβγαινα με το Revox, με τις ταινίες,
που είναι πολύ βαρύ δεν υπήρχαν κομπιούτερ και όλα αυτά. Έφερνα το Revox
(το revox είναι ένα μεγάλο παλιό ελβετικό μαγνητόφωνο) λοιπόν, το έστηνα
και ήταν σαν μια παράσταση όπως την «Τελευταία ταινία του Κραπ», αυτό το
έργο του Μπέκετ όπου ο τύπος ανασυνθέτει αναμνήσεις με ένα μαγνητόφωνο σε μια κατάσταση παραφροσύνης.
Τι είναι οι Φίλοι Μίλτου Σαχτούρη και πώς διαφέρει από τα άλλα σχήματά σου; Ποια η σχέση σου με τον ποιητή; Οι Φίλοι Μίλτου Σαχτούρη ονομάστηκαν έτσι από ένα λογοπαίγνιο, από μια διάθεση να σταθώ πιο κοντά του,
να γνωρίσω τον ποιητή. Ταυτόχρονα είναι και Φίλοι Μιχάλη Σιγανίδη. Επίσης
είναι φυσικό-μαθηματική σχολή! Όσον αφορά τα άτομα της μπάντας: υπήρξε
αρχικά το συγκρότημα Μικρός Αδερφός που ήταν o Θοδωρής Ρέλλος και ο
Τάκης Κανέλλος. Μετά κάνανε αυτοί τους Mode Plagal. Εγώ συνέχισα μόνος
μου, μετά κάναμε το συγκρότημα Λαμπράκη το οποίο σιγά-σιγά μετατράπηκε
στο σημερινό σχήμα, το οποίο αποτελούν οι Θοδωρής Ρέλλος στα σαξόφωνα,
ο Κώστας Θεοδώρου που παίζει ντραμς, είναι ο Αλκίνοος Ιωαννίδης ο οποίος
τραγουδά και παίζει φλογέρες και κρουστά και φέρνει την αίγλη του στο συγκρότημα, είναι ο Χάρης Λαμπράκης που παίζει πλήκτρα και νέυ, ο Αντώνης
Ανισέγγος ο οποίος παίζει πιάνο, ο Μιχάλης Σιγανίδης ο οποίος παίζει μπάσο,
κιθάρα και τραγουδά και ο Θύμιος Ατζακάς στην ηλεκτρική κιθάρα που είναι
ένας καινούριος φίλος του γκρουπ.
Με την Κύπρο τι σχέση έχεις; Η Κύπρος μου αρέσει. Μου αρέσει ο κόσμος και
οι φίλοι που έχω εκεί. Μου αρέσει επίσης η γλώσσα και κάπως την πεθυμώ όταν
επιστρέφω πίσω στην Ελλάδα. Μου κάνει κάτι όταν έρχομαι εκεί. Μου βγάζει
κάτι…αρχαίος και μου αρέσει αυτό.
Info: Ο Μιχάλης Σιγανίδης θα εμφανιστεί στο θέατρο Ριάλτο στη Λεμεσό στις 16 Σεπτεμβρίου.
19 ΥΓ.
ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΣΚΟΡ∆Η
ΦΩΤΟ: ∆ΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΤΤΗΣ
ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΗΣ
μουσικές διαδρομές
Η αναδρομή στα 20 χρόνια της δημιουργικής πορείας του Ευαγόρα Καραγιώργη, έχει τον τίτλο «Σαν το ποίημαν του Λιπέρτη» και καταπιάνεται
με τις θεατρικές κυρίως δουλειές του.
Η συναυλία θ’ ανοίξει με το μελοποιημένο «Βούττημαν Ήλιου». Γιατί παραπέμπει στον
τίτλο της -Σαν το ποίημαν του Λιπέρτη - αλλά και γιατί η στιγμή της σύνθεσης του
τραγουδιού αυτού (μελοποίησε άλλα δέκα ποιήματα του Λιπέρτη, φοιτητής ακόμα στη
Νέα Υόρκη) ήταν αυτή με την οποία ο Ευαγόρας Καραγιώργης επέστρεφε ουσιαστικά
στις ρίζες της μουσικής του παράδοσης. Είναι βέβαια και η εξαίρεση στον κανόνα της
συναυλίας που καταπιάνεται περισσότερο με συνθέσεις από την 20χρονη πλούσια θεατρική πορεία του Ευαγόρα Καραγιώργη. ∆εν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος
ο τίτλος και για ένα άλλο λόγο μια που παραπέμπει στο «Όνειρο», το τραγούδι με το
οποίο είχαμε ακούσει για πρώτη φορά τ’ όνομά του, ακούγοντας ταυτόχρονα και το
τραγούδι που κέρδιζε αρχές του ’90 το διαγωνισμό σύνθεσης κυπριακού τραγουδιού και
που θα γινόταν όσο κανένα άλλο γνωστό κι αγαπητό στο χώρο της κυπριακής μουσικής
των τελευταίων χρόνων.
«Σαν το ποίημαν του Λιπέρτη», λοιπόν. Μια συναυλία που προτάθηκε αρχικά στις εκδηλώσεις των 50χρονων της ∆ημοκρατίας για να βρεθεί στο πρόγραμμα των «Κυπρίων».
Μια αναδρομική συναυλία που έχει για αφετηρία την αρχή της καριέρας του Ευαγόρα
Καραγιώργη με την παράλληλη επιστροφή του απ’ τη Νέα Υόρκη. Οι συνθέσεις του
ερμηνεύονται απ’ την Jindrichuv Hradec της Πράγας μια μικρή ορχήστρα 28 μουσικών
γνωστή για το διεθνές ρεπερτόριο που ερμηνεύει.
Ο Ευαγόρας Καραγιώργης είναι απέναντί μου στο γραφείο και όσο μου εξηγεί το σκεπτικό της συναυλίας που θα δούμε Σεπτέμβριο στα «Κύπρια ’10», σκέφτομαι πώς κατάφερε να «δεθεί» με την παραδοσιακή μουσική της Κύπρου ερχόμενος από σπουδές
σύγχρονης κλασικής μουσικής στη Νέα Υόρκη και μ’ αγαπημένους του, μινιμαλιστές
μουσικούς όπως τον Philip Glass. Γιατί αν κάποιος μουσικός υπηρετεί όσο κανείς άλλος
το κυπριακό ιδίωμα, αυτός είναι ο Ευαγόρας Καραγιώργης. «Ήμουν υποχρεωμένος να
μην αφήσω το χώρο μετά το “ Όνειρο”. ∆εν ήθελα να συνεχίσω με σύγχρονες κλασικές
και ηλεκτρονικές δημιουργίες. Η αλήθεια είναι πως η Νέα Υόρκη με είχε εμπνεύσει,
είχα γράψει μια ολοκληρωμένη δουλειά βασισμένος στα ερεθίσματα και τις εμπειρίες
μου απ’ την πόλη αυτή. Της έδωσα τον τίτλο “Κεντήματα” κι είναι απ’ το ’88 στο συρτάρι. Επιστρέφω όμως και κάνω “Τ’ Όνειρον” κι αυτά όλα εξαφανίζονται. ∆εν μπορούσα
να κάνω μινιμαλισμό, ήταν υποχρέωσή μου να συνεχίσω αυτό που είχα αρχίσει».
Για τον Ευαγόρα Καραγιώργη η παραδοσιακή κυπριακή μουσική δεν ήταν άγνωστο είδος. Κάθε άλλο. Υπήρχε ανάμεσά τους μια ουσιαστική σχέση, θεμελιώδης, όπως ο ίδιος
την χαρακτηρίζει. «Μεγάλωσα στην Τσάδα της Πάφου, σε ένα παραδοσιακό σπίτι σε
μια αγροτική οικογένεια. Μέχρι να φτάσω 10 χρόνων χόρευα όλους τους κυπριακούς
χορούς που ο πατέρας μου έπαιζε με το λαούτο του. Η παράδοση είναι στα θεμέλιά
μου, δεν ξεριζώνεται». Μια παράδοση που ρίζωσε στα τραγούδια του και που ίσως «φυλάκισε» τις δημιουργικές του ανησυχίες. Μετά από είκοσι χρόνια λοιπόν είναι έτοιμος
να συγχρονιστεί μ’ ένα άλλο είδος σύνθεσης που θα σηματοδοτήσει την εξελικτική πορεία του. Θέλει να ακολουθήσει άλλες διαδρομές που στην πορεία αυτών των χρόνων
δεν επέλεξε αλλά και να αγγίξει την παράδοση μ’ έναν τρόπο διαφορετικό. Είναι και τα
ερεθίσματα στην Κύπρο που τα τελευταία χρόνια έχουν εκλείψει. «Είναι δύσκολο να
έχεις τις αναφορές, τις αισθήσεις, τα χρώματα που είχαμε πιο πριν….».
Μου εξηγεί πως στην τελευταία του δουλειά που τιτλοφορείται «Σαν έτοιμος από καιρό» κάποια κομμάτια έχουν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα απ’ αυτά που έχουμε συνηθίσει και πως μ’ αυτό το άλμπουμ φαίνονται τα πρώτα σημάδια μιας νέας αρχής.
«Ψάχνω νέα ερεθίσματα για να πάω σε άλλους δρόμους που ακόμα δεν έχω βρει, να
ανανεώσω το γράψιμό μου χωρίς ν’ αποκλείω κάποια στιγμή την επιστροφή μου στο
κυπριακό τραγούδι. Άλλωστε η μουσική είναι μία…».
Λίγες ώρες αργότερα ακούω το «Μονοστινάτι Ι», τον αρ. 9 του καινούριου του άλμπουμ.
Ένα εξαιρετικό κομμάτι για πιάνο που με επιβεβαιώνει πως ο Ευαγόρας Καραγιώργης
βρίσκεται ήδη σε νέα μουσικά μονοπάτια.
Info: ∆ευτέρα 20 Σεπτεμβρίου Ριάλτο Λεμεσός Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου Μαρκίδειο ∆ημοτικό Θέατρο Πάφος
Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου ∆ημοτικό Θέατρο Στροβόλου. Τα έργα του Ευαγόρα Καραγιώργη ερμηνεύει η
Συμφωνική Ορχήστρα «Jindrichuv Hradec» υπό τη διεύθυνση του Σόλωνα Κλαδά, ενώ τα τραγούδια θα
ερμηνεύσουν οι Παυλίνα Κωνσταντοπούλου και Αλέξης Αναστασίου.
21 ΥΓ.
τέσσερις αληθινές ιστορίες
Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Τέσσερις Αληθινές Ιστορίες», ο Γιώργος Τριλλίδης γράφει μια
πέμπτη ειδικά για το «Υστερόγραφο». Επί τη ευκαιρία, (επιχειρήσαμε να) κάνουμε και μια σύντομη
κουβέντα μέσω msn.
Τι μας καθορίζει περισσότερο; Οι επιλογές των επιρροών μας ή οι επιρροές των επιλογών μας;
Κοιτάξτε, αν είναι να αρχίσουμε έτσι ας το αφήσουμε
καλύτερα.
Γιατί; Τι έχει η ερώτηση;
Είναι τεμπέλικη. Και δήθεν. Και προκάτ. Κυρίως, είναι
αφόρητα αυτάρεσκη. Στόχος της είναι να συγκρατήσει ο
αναγνώστης όχι την απάντηση αλλά την ερώτηση.
Καταλαβαίνω τι λέτε, αλλά δεν βρίσκετε ότι αυτός
είναι ένας θεμιτός ή ακόμα και υψηλός, στόχος; Άλλωστε, οι τέχνες δεν μας έμαθαν πως οι ερωτήσεις έχουν
σημασία και όχι οι απαντήσεις;
Λέτε τη μισή αλήθεια. Όχι όλες οι ερωτήσεις. Οι καλές
ερωτήσεις. Οι καίριες ερωτήσεις. Οι ενδιαφέρουσες. Οι
πρωτότυπες. Οι διεισδυτικές. Οι απλές. Να θυμίσω την
απορία του Βιτγκενστάιν όταν τον ενημέρωσαν πως οι
άνθρωποι πίστευαν πως ο ήλιος γύριζε γύρω απ’ τη γη
επειδή αυτό ακριβώς έβλεπαν. «Και τι θα έβλεπαν δηλαδή αν η γη γύριζε γύρω απ’ τον ήλιο;»
Μάλιστα. Και αυτή με τις επιλογές και τις επιρροές
δεν είναι καλή;
Όχι δεν είναι.
Όμφακες εισίν.
Γιατί μου το προσάπτετε αυτό;
Επειδή νομίζουμε πως δεν διαθέτετε ούτε το απαιτούμενο βάθος ούτε την απαραίτητη επινοητικότητα για
να απαντήσετε στην πιο πάνω ερώτηση με ένα τρόπο
που δεν θα σας εκθέτει. Και το γνωρίζετε πολύ καλά
αυτό.
Κάνετε λάθος. ∆εν το γνωρίζω πολύ καλά.
Όπως και να ’χει. Ποια ερώτηση θα θέλατε να απαντήσετε;
Πάντως ούτε αυτή που μόλις μου απευθύνατε.
Ok. Ποιο τραγούδι σφυρίζετε όταν κάνετε ντους;
Μα γιατί θέλετε να μου κάνετε μνημόσυνο με ξένα
κόλλυβα; Άστε τον Προυστ και το ερωτηματολόγιό του
στην ησυχία τους. Επιτρέψτε μου, όμως, να αντιπροτείνω κάτι.
Σας επιτρέπουμε.
Θα μπορούσαμε ενδεχομένως να πατήσουμε στη σοφία
των προηγούμενων αιώνων και να αναχθούμε σε κάτι
ολότελα δικό μας. Αυτό το παιχνιδάκι του 15ετούς Μαρσέλ, θα μπορούσαμε να το διαπλάσουμε, να το διασκευάσουμε, να το παραμορφώσουμε, να το προσαρμόσουμε.
Να το βελτιώσουμε ή να το χαντακώσουμε. Ό,τι κι αν
βγει θα είναι σίγουρα καλύτερο απ’ το να πιπιλάμε εσαεί
σταφιδιασμένες ρώγες.
Αν κάτι δουλεύει γιατί να το αλλάξεις;
Και το ποδήλατο δούλευε. Άραγε δεν έπρεπε να εφευρεθεί η μοτοσικλέτα;
Βρίσκω το παράδειγμα άστοχο.
Κι εγώ το εύρημα. Αλλά κάτι έλεγα προηγουμένως, τι
έλεγα;
Καλή ερώτηση.
Έχετε χιούμορ, βλέπω.
Ναι, έχουμε. Ελάτε.
Έλεγα πως θα μπορούσαμε, με αφετηρία την ερώτηση
του Προυστ, να φτιάξουμε κάτι δικό μας. Ας πούμε, από
αυτή την ερώτηση - «ποιο τραγούδι σφυρίζετε όταν κάνετε ντους;» - ποιο είναι εκείνο το στοιχείο που απομονώνοντάς το, μας δίνει τις περισσότερες πιθανότητες να
φθάσουμε σε μια εξίσου ενδιαφέρουσα ερώτηση;
Χμ. Το ντους.
Έτσι νομίζω κι εγώ. Παίρνουμε τώρα το «ντους» και
επιχειρούμε να φτιάξουμε μια ερώτηση γύρω απ’ αυτό,
προσπαθώντας, αφενός, να διατηρήσουμε το φιλοπαίγμον - και λίγο χαζοβιόλικο, αν μου επιτρέπετε - πνεύμα της πρωτότυπης ερώτησης, χωρίς, αφετέρου, να
παραμελούμε την απώτατη αποστολή της πρωτότυπης
ερώτησης που είναι το λοξό, ελλειπτικό, ίσως ενδεικτικό
αλλά πιθανόν και παραπειστικό, δείγμα ψυχής, ήθους,
ύφους, διάθεσης και νόησης που καλείται να καταθέσει
ο ερωτώμενος. Πάμε;
∆ώστε μας λίγο χρόνο. Να σκεφτούμε.
Με το πάσο σας.
Όταν κάνετε ντους ξεκινάτε το σαπούνισμα από κάτω
προς τα πάνω ή από πάνω προς τα κάτω;
Έξοχη ερώτηση. Αληθινά έξοχη. Μπράβο σας.
Ευχαριστούμε.
Παρακαλώ.
Ωραία…
Ναι…ωραία.
Εμ…Περιμένουμε.
Τι;
Τι τι; Να απαντήσετε στην έξοχη, αληθινά έξοχη ερώτησή μας.
Α, λυπάμαι. ∆εν απαντώ ποτέ σε προσωπικές ερωτήσεις.
Σκασίλα μας. Τέλος πάντων. Στείλε την ιστορία να
τελειώνουμε.
Αληθινές ιστορίες (μέρος V)
Το πρωί της 15ης Ιουλίου 2010, ανήμερα της 36ης επετείου
του πραξικοπήματος, ο 78χρονος πρώην βουλευτής Γιαννάκης
Αγαπίου, πήγε για κολύμπι, κατά την προσφιλή του συνήθεια,
στη θαλάσσια περιοχή του Ναυτικού Ομίλου Λεμεσού. Γύρω
στις 8 π.μ. το σώμα του βρέθηκε να επιπλέει κοντά στην ακτή.
Το ίδιο βράδυ, γύρω στις 8 μ.μ., στα σχετικά ρεπορτάζ των
δελτίων ειδήσεων, δύο πρόσωπα προέβαιναν σε δηλώσεις. Οι
δηλώσεις είχαν γίνει αμέσως μετά το συμβάν, στα τηλεοπτικά
συνεργεία που έσπευσαν στη σκηνή του ατυχήματος.
Η πρώτη ήταν από υπάλληλο του ∆ήμου Λεμεσού, ο οποίος
είπε πως είδε τον άνδρα γύρω στις 7:30 π.μ.. Αφού αντάλλαξαν τις συνηθισμένες καλημέρες, όπως κάθε πρωί, ο Αγαπίου
τον ρώτησε αν οι λουόμενοι αφήνουν πολλά σκουπίδια στην
παραλία. Ο υπάλληλος του απάντησε πως αφήνουν. Ακολούθως, τον είδε να βουτάει στη θάλασσα. Το όνομα του υπαλλήλου ήταν ∆ημήτρης Χάρος.
Η δεύτερη ήταν από ναυαγοσώστη, ο οποίος βρισκόταν στον
Ναυτικό Όμιλο για σεμινάριο μαζί με ομάδα συναδέλφων του
και ήταν ο πρώτος που προσέτρεξε για να δώσει τις πρώτες
βοήθειες. Ήταν, επίσης, ο πρώτος που διαπίστωσε ότι ο
κολυμβητής ήταν νεκρός. «Από την πείρα μου», δήλωσε ο
ναυαγοσώστης, «παρουσίαζε συμπτώματα πνευμονικού οιδήματος». Το όνομα του ναυαγοσώστη ήταν Ανδρέας Ησυχίου.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε σε ημερήσια
εφημερίδα την 16η Ιουλίου 2010, ο εκλιπών, «προγραμμάτιζε μετά το κολύμπι να μεταβεί στο κοιμητήριο του Αγίου
Νικολάου».
H κηδεία τελέστηκε την 17η Ιουλίου 2010. Της νεκρώσιμης
ακολουθίας προέστη ο μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος.
Αυτό ήταν;
Ναι.
Αυτό ήταν όλο;
Ναι. ∆εν σας άρεσε;
Όχι πολύ. Σόρι.
Εντάξει, εντάξει. Οι επιλογές των επιρροών μας.
Info: Το βιβλίο «Τέσσερις αληθινές ιστορίες» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΙΓΑΙΟΝ
ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΣΚΟΡ∆Η
ΦΩΤΟ: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΗΝΑ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΝ∆ΡΕΟΥ
το στοίχημα στον ρουμπελστίλτσκιν
Η ιστορίας της κόρης του μυλωνά που έγνεθε άχυρο και έβγαζε χρυσάφι, ο άπληστος βασιλιάς και ο κόσμος
των ξωτικών. Το παιδικό του ΘΟΚ με τη φιλόδοξη υπογραφή του Βασίλη Ανδρέου.
Μοιράζω τον τίτλο σε τρεις συλλαβές Ρουμπελ–στιλ-τσκιν, για
να μπορέσω να το προφέρω μια κι έξω λίγο πριν συναντηθώ με
τον σκηνοθέτη της παράστασης και τους ηθοποιούς σε μια απ’
τις πρόβες τους στη Νέα Σκηνή του ΘΟΚ. Έχει μόλις τελειώσει
η πρώτη πρόβα με κοστούμια και βρίσκω σκηνοθέτη και ηθοποιούς να κάνουν τα απαραίτητα σχόλια. Ο Βασίλης Ανδρέου
δείχνει ευχαριστημένος απ’ την απόδοσή τους, φαίνεται πως
αυτή η μέρα είναι δημιουργικά ικανοποιητική, τους επαινεί,
σταματά σε κάποιες σκηνές που του άρεσαν περισσότερο και
τονίζει τι ακριβώς θα ήθελε από κάποιες άλλες.
Τους παρακολουθώ να μιλάνε, να συζητάνε αβίαστα και χωρίς
εντάσεις, να αποφασίζουν και να καταλαβαίνονται, βρίσκοντας
λύσεις σε τυχόν προβλήματα που δημιουργεί το σκηνικό, τα κοστούμια, οι ρόλοι. Αυτό το χαλαρό δεν προκύπτει απ’ τη νωχέλεια που σου επιβάλλουν οι 40 Κελσίου, αλλά γιατί η ομάδα έχει
δέσει. Είναι η καλή διάθεση, η θετική ενέργεια κι η χημεία που
τους οδηγεί. Η ομάδα των 8 χαρισματικών, όπως ο σκηνοθέτης
τους αποκαλεί, ηθοποιών, θα μου εξηγήσει λίγο αργότερα πώς
επιλέγηκε μετά από μια δύσκολη ακρόαση 70 ατόμων. «Έχουν
αναπτύξει χιούμορ μεταξύ τους, έχουν βρει ξανά την παιδικότητα και την εφηβεία τους κι όλα αυτά φυσικά συνηγορούν
υπέρ της παράστασης».
Η ιστορία του Ρουμπελστίλτσκιν, λοιπόν, έχει τις ρίζες της στο
19ο αιώνα και τη διηγήθηκαν αρχικά οι παραμυθάδες αδελφοί
Γκριμ, ενώ αργότερα τη διαμόρφωσε ο γνωστός Άγγλος συγγραφέας Μάικ Κένι. Τη μετάφραση της παράτασης στην ελληνική
γλώσσα υπογράφει η Ξένια Καλογεροπούλου. Μιας παράστασης που έφερε τον Βασίλη Ανδρέου απ’ την Αθήνα στην πατρίδα
του, τουλάχιστον για μερικούς μήνες. Το τηλεφώνημα το δέχτηκε τον περασμένο Φεβράρη τότε που ετοιμαζόταν για το ρόλο
του «Κυρά της Θάλασσας» στο Εθνικό Θέατρο και αποδέχτηκε
κάνοντας έτσι ένα διάλειμμα ολόκληρο το καλοκαίρι απ’ τα μεγάλα ρεπερτόρια, τα οποία αρχίζουν ξανά το φθινόπωρο με τις
πρόβες για το «Θάνατο του Νταντόν» του Μπίχνερ, που σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός και ανεβαίνει το χειμώνα στη Στέγη
Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, στην Αθήνα.
Πίσω στο παιδικό λοιπόν. Ένα έργο που θ’ αρέσει πολύ και σε
μικρά παιδιά, αλλά και που θα ικανοποιήσει την εφηβική οξυδέρκεια με την πλοκή του. Μια ιστορία κλασική, ιντρικαδόρικη
δοσμένη με μπόλικο χιούμορ. Ένα πάρτι που δεν θα αφήσει ήσυχο κανένα στην καρέκλα του. «Μια συγκέντρωση ξωτικοπαιδιών
σε μια πλατεία, που προτείνει ταυτόχρονα κι έναν τρόπο στα
παιδιά να περνάνε δημιουργικά την ώρα τους», λέει ο Βασίλης,
ο οποίος δεν ξεχνά την ιδιότητα και την πείρα του δασκάλου
που απέκτησε πριν την απόφασή του να σπουδάσει υποκριτική
υπηρετώντας από τότε το θέατρο. (Όσο προχωρεί η συζήτηση
θα παρατηρήσω την ίδια επιρροή και στην επιλογή του να συνεργαστεί με εκπαιδευτικούς και για το σκηνικό και τη μουσική της παράστασης). Αναλύοντας λοιπόν με έναν παιδαγωγικό
τρόπο την ιδιοσυγκρασία του ξωτικού- πρωταγωνιστή, εξηγεί
πως το κακόβουλο και κακεντρεχές αυτό ξωτικό, ονόματι Ρουμπελστίλτσκιν, παρουσιάζεται στην παράσταση περισσότερο
ως παιχνιδιάρης. «Ένα υπερταλαντούχο παιδί-ξωτικό που δεν
ξέρει τι να κάνει στον ελεύθερό του χρόνο. Είναι η γνωστή εικόνα ενός παιδιού που είναι έτοιμο και για το καλό και για το κακό
από πλεόνασμα ενέργειας. Αυτός λοιπόν αποφασίζει να πειράξει τους υπόλοιπους. Με ποιο τρόπο; Βασίζεται στα ελαττώματά τους και τους φτιάχνει μια ιστορία που την τραβά στα άκρα,
ταράζοντάς τους τη ζωή. Όταν πια πρέπει να τιμωρηθεί, λέει
πως δεν είχε σκοπό να κάνει κακό, ήθελε μόνο να παίξει. Είναι
το παιδί που θέλει σημασία, που έχει ανάγκη την επιβράβευση,
την παρέα των άλλων παιδιών. Είναι αυτά τα παιδιά που κάποτε
ονομάζουμε αναρχικά και άτακτα αλλά που στην ουσία έχουν
ανάγκη από αγάπη και προσοχή. Στόχος μου είναι με το τέλος
της παράστασης να αγαπήσουν πολύ τον Ρουμπελστίλτσκιν τα
παιδιά-θεατές, να τον θέλουν για φίλο τους κι ας τους ταράξει
λίγο τη ζωή».
Τα οκτώ ξωτικά λοιπόν θα πουν αυτή την ιστορία, στο σανίδι το
κάνουν για να περάσει η μέρα τους. Και θα την πουν υποδυόμενοι οι ίδιοι τους ρόλους της. Έχουν για σκηνικό ένα λούνα παρκ,
μια παιδική χαρά με αυτοκινητάκια και μια μικρογραφία παλατιού. Ένα σκηνικό που μοιάζει με κατασκευές παιδιών σε σχολείο («να θέλουν να ανέβουν τα παιδιά απ’ την πλατεία και να το
αγγίξουν, αυτός είναι ο στόχος») και έχει για φόντο ένα γαλάζιο
ουρανό μ’ ένα τεράστιο φεγγάρι. «∆εν θέλαμε ούτε διαφάνειες,
ούτε προτζέκτορες ούτε μινιμαλισμούς. Πήξαμε απ’ το πολύ το
σύγχρονο τελευταίως. Προτίμησα το ξύλο και τις χειροποίητες
κατασκευές», λέει ο σκηνοθέτης που συνεργάστηκε με τις Φάνη
Κωνσταντή και Μαρία Γεωργίου, οι οποίες υπογράφουν το σκηνικό και τα κοστούμια.
Τα ξωτικά λοιπόν μπαίνουν και βγαίνουν στην ιστορία με όρους
θεατρικού παιχνιδιού. «Αυτός είναι και ο στόχος εξάλλου, να
παίξουν την ιστορία την οποία αφηγούνται. Να έχουν αμεσότητα με το κοινό, να ’ναι γρήγοροι οι ρυθμοί, σαν ένα θεότρελο
πανηγύρι, υπό τους ήχους (που επέλεξε ο Γιώργος Βλάμης) της
τζαζ, της funky, της reggae και της ροκ, που συνοδεύονται απ’
τους παιχνδιάρικους στίχους της Ξένιας Καλογεροπούλου».
∆εν θα ’θελε να περάσει απαρατήρητος ο “Ρουμπελστίλτσκιν”.
«Αυτό που διατείνομαι ότι προτείνω, το φρέσκο, το καθαρό, το
τι μπορεί να κάνει γκελ στα παιδιά, αυτό θα ’θελα να υπηρετήσει
κι η παράσταση».
Info: Παραστάσεις 11, 18 & 25 Σεπτεμβρίου, 5.00μ.μ. στο ∆ημοτικό Θέατρο Λατσιών. Από την Κυριακή 3 Οκτωβρίου και κάθε Κυριακή στις 10.30 το πρωί.
ΥΓ. 24
25 ΥΓ.
ΥΓ. 26
ένα ταξίδι 2300 ημερών
Ο Νικόλας Παπαχρυσοστόμου για έξι χρόνια ταξίδευε στις πέντε ηπείρους, με ένα σακίδιο στον ώμο. Σήμερα μοιράζεται
μαζί μας μια από τις ιστορίες που έφερε πίσω μαζί του, από κείνες τις 2300 μέρες που του έμαθαν τον κόσμο.
Ήταν η προσδοκία μιας απόλυτης ελευθερίας κατά τρόπο πρωτόγονο
και πρωτόγνωρο που με ώθησε να κάνω αυτό που έκανα. Και ήταν αρκετή τούτη η ιδέα για να τα παρατήσω όλα, για να ταξιδέψω για χάρη του
ταξιδιού και μόνο, για να κάνω το γύρο του κόσμου - έτσι απλά...
2300 μέρες [για άλλους έξι χρόνια] αργότερα επέστρεψα. Μαζί μου δεν
έφερα τίποτα άλλο από ένα χιλιομπαλωμένο σάκο με ιστορίες: Ασιατικές,
αυστραλιανές, νοτιο-αμερικάνικες, λίγες ευρωπαϊκές και πολλές αφρικανικές. Θα ανοίξω το σάκο μου και θα πάρω μια ιστορία στην τύχη - έχω
τόσο καιρό να σε δω που δεν ξέρω και τι θα σε ενδιαφέρει πια - ελπίζω
όμως ότι ο χρόνος που πέρασε άφησε ανέπαφες τις παλιές φιλίες.
Εγώ θα διαβάζω λοιπόν κι εσύ θα περπατάς και αν θελήσεις κι έχεις την
υπομονή, ίσως ξανακάνουμε το Ταξείδι1 μου από την αρχή, βήμα-βήμα,
ιστορία-ιστορία.
Ξεκίνησα αυτό το οδοιπορικό από τη Λάσα, την πρωτεύουσα του Θιβέτ,
την Πόλη των Θεών. Καθόμουν (καθώς το συνηθίζω) στις σκεπές του
μοναστικού συμπλέγματος Τζόκαγκ, του Οίκου του Βούδα, μέσα σ’ ένα
νεφελώδες αδύναμο πρωινό φως, όταν ένιωσα να διακατέχομαι από αυτή
την επιθυμία του περιπάτου. Η πόλη Σιγάτσε ήταν ο πρώτος σταθμός και
συνεπώς εξυπηρέτησε την εξασφάλιση προμηθειών: βούτυρο από γιακ,
αυτό το συμπαθέστατο μαλλιαρό βοοειδές των Ιμαλαΐων, βαρυψημένο
πυκνό θιβετιανό ψωμί – μπάλεπ, τσάμπα – άλευρο βρώμης που ανακατεύεται με τσάι βουτύρου και για το κρύο, παστό κρέας από γιακ πάντα
- τίποτα το ιδιαίτερο δηλαδή, πράγματα συνήθη για έναν Κύπριο(!).
Ώρες ολόκληρες στέκομαι την επομένη μέρα περιμένοντας κάποιο αυτοκίνητο να περάσει από τον κενό δρόμο έξω από την πόλη Λάτσε και
δεύτερο σταθμό στην πορεία μου. Τα πρώτα χιλιόμετρα της ημέρας θα
τα διανύσω με ένα τρίκυκλο κάρο(!) και μια παρέα χωρικών.
Παρά το ότι με άφησαν μόλις δέκα ίσως χιλιόμετρα έξω από την πόλη της
αναχώρησής μου ποτέ δεν θα ξεχάσω τα χωρατά αυτών των ανθρώπων,
τα γέλια τους, τον αληθή ενθουσιασμό τους κάθε φορά που κατορθώναμε
ή που νομίζαμε ότι κατορθώναμε να συνεννοηθούμε. Εγώ να τους ρωτάω
για τα παράξενα πολύχρωμα ιμάτια και κεφαλοδεσίματά τους δείχνοντας
με το δάκτυλο και προσποιούμενος απίστευτες χειρονομίες κι εκείνοι να
ανταποδίδουν με εξίσου απίστευτη γλώσσα σώματος. Πόσο μακριά μπορεί να σε πάει ο διαπολιτισμικός σεβασμός θα έγραφα στο ημερολόγιο
μου το βράδυ της ίδιας ημέρας ...
Χαιρέτησα τους καροτσιέρηδες και παρέμεινα για κάμποση ώρα να τους
βλέπω να απομακρύνονται βασανιστικά αργά. Αυτή τη φορά στεκόμουν
περιμένοντας σε ένα σημείο καμπής του δρόμου για ώρες. Το φως είναι
πια λιγοστό κι ας μην είναι προχωρημένη ώρα, δυσκολεύομαι. Αρχίζω να
εξετάζω την πιθανότητα να στήσω κατασκήνωση σε λίγη ώρα. ∆εν υπάρχει κανένα κατάλληλο σημείο για το αντίσκηνό μου, παντού καραδοκεί ο
άνεμος. Αυτές τις αδιεξοδικές σκέψεις ήλθε να διακόψει μια μυστηριώδης μικρή παρουσία. «Τάσι Ντελέκ» ακούω και υποσυνείδητα ανταποδίδω τον παραδοσιακό χαιρετισμό: «Ευλογίες και καλή τύχη και σε σένα».
Είναι ένα μικρό παιδί, όχι παραπάνω από 10 χρόνων! Μέσα από το θιβετιανό κενό παρουσιάστηκε ένα μικρό παιδί λοιπόν!
«Έλα να πάμε σπίτι, ξένε κάνει κρύο εδώ» μου φωνάζει και μου δείχνει
πέρα από το κενό. Εγώ βεβαίως δεν κατάλαβα ακριβώς όλα αυτά αλλά
έχοντας τις γλωσσολογικές μου κεραίες τεντωμένες, διέκρινα τα εξής:
« .... σπίτι, ξένε ...... κρύο», λέξεις γνωστές μια και συχνά έψαχνα για σπίτι
(καταφύγιο) ως ξένος μέσα στο ατέρμονο θιβετιανό κρύο! Συμπλήρωσα
τα κενά συνάγοντας το νόημα.
Το βράδυ όλη η οικογένεια είναι πια συγκεντρωμένη γύρω από την εστία,
το φως των λυχναριών δείχνει μόνο αυτά που επιλέγει. Έχουν έρθει και
από το διπλανό σπιτοκαλυβάκι οι γείτονες συγγενείς. Η περιέργεια διαγράφεται στα πρόσωπα:ποιος να ’ναι άραγε ο ξένος;!». Η συζήτηση ξετυλίγεται αργά ενώ το φαγητό σερβίρεται από ένα τσουκάλι πάνω στην
εστία. Είναι θορυβώδεις άνθρωποι και αφήνουν το γέλιο τους να αναμιγνύεται με τα επιφωνήματα των γυναικών κυρίως σε μια συνεχή βάση.
Ζωντανή ατμόσφαιρα υπό το φως το τρεμάμενο.Η κορύφωση στη συζήτηση είναι πια γεγονός: μια πρόταση γάμου! «Φως φανάρι» ήταν βέβαια
αφού η ελεύθερη ανιψούλα είχε έρθει από δίπλα επί τούτου. Ο ∆υτικός
ακόμη θεωρείται κελεπούρι κι ας είναι ξένος κι αδέξιος κι ας μην αξίζει
τέτοιας αναγνώρισης μετά από αυτά που έχει κάνει στο παρελθόν ακόμη
και σε ένα τόσο απόμακρο τόπο όσο το Θιβέτ. Αντικρίζοντας τα βλέμματα απορίας αντιλαμβάνομαι ότι είναι ώρα για να κινήσω τα μεγάλα μέσα
και από το σακίδιο μου ανασύρω το μικρό μαγικό μου λεξικό θιβετιανών
φράσεων. «∆εν εί-μαι πα-ντρε-μέ-νος και δεν μπο-ρώ να πα-ντρε-υτώ
τώ-ρα, λυ-πά-μαι.» Μόνο που δεν με χειροκρότησαν(!) λες και ήταν
ολόκληρη παράσταση θεατρική αυτό που είπα. Στο επίμαχο αυτό σημείο
σήμανε και η ώρα για ύπνο εκείνο το βράδυ, ευτυχώς.Φεύγοντας, ένιωσα
ότι είχα τόσα πολλά να πω στους οικοδεσπότες μου εκείνη τη στιγμή
αλλά μου ήταν αδύνατο ... η γλώσσα, ο χρόνος, η συγκυρία ...
Για άλλη μια φορά η μέρα θα κυλήσει αργά και με κόπο, εν τέλει οπισθοδρομώ προς την πόλη Λάτσε από όπου είχα ξεκινήσει προ διημέρου.
Το συνεχές της κακοτυχίας ραγίζει αναπάντεχα κι εκεί που δεν το περιμένει κανείς.
Το επόμενο πρωί ένα μεγάλο 4x4 περνά και κοντοστέκεται(!), τρέχω
και διαπραγματεύομαι επιτυχώς τη μεταφορά μου μέχρι το Παλαιό Τίνγκρι. Από εκεί εγκαταλείπω την οδική αρτηρία με σκοπό να εισέλθω
στα υψίπεδα των βουνών...Τίποτα δεν μαρτυρεί την ύπαρξη ανθρώπινης
παρέμβασης στον τόπο τούτο που περπατώ. ∆εν προλαβαίνω να ολοκληρώσω τη σκέψη μου όμως και ακούγεται το γρύλισμα μιας μηχανής
που πλησιάζει. Ένα φορτηγό, γεμάτο σανό και σακιά με γεννήματα του
τόπου. Στην καρότσα του διάσπαρτοι χωρικοί νεαροί και μεσήλικες.
Μου κάνουν νεύμα να ανέβω. Αρνούμαι ευγενικά χαμογελώντας, αλλά
καταλαβαίνω από τα συμφραζόμενα ότι μόνο μαζί με τους ντόπιους θα
εξοικονομούσα τα χρήματα του εισιτηρίου εισόδου στο χώρο του εθνικού
πάρκου των Ιμαλαϊων. Πράγματι ο φύλακας ποτέ δεν αντιλήφθηκε ότι
1. Ο όρος “ταξίδι” στην παλαιά καθαρεύουσα γράφεται με “ει”, άρα “ταξείδι”. Αυτή την ορθογραφία επέλεξα για λόγους συναισθηματικούς, προκειμένου να αναφέρομαι συγκεκριμένα
στο δικό μου “Ταξείδι”, διαχωρίζοντάς το από οποιοδήποτε άλλο.
27 ΥΓ.
DO HO SUH, FALLEN STAR 1/5, 2009
ΥΓ. 28
κάτω από το σανό και καμουφλαρισμένος με μια θιβετιανή τραγιάσκα από γούνα
κρυβόταν ένας Κύπριος με όψη Θιβετιανού. Μετά το σημείο ελέγχου και την
επιτυχή κατάληξη της συνωμοσίας μας, μεγάλοι και μικροί αρχίσαμε τα γέλια
και τις επευφημίες για το έξυπνο σχέδιό μας. Ο ξένος «σώθηκε» και επιπλέον
ξεγέλασε τις Αρχές που δεν φημίζονται για την καλή διαχείριση των δημοσίων
εσόδων.
Ξαφνικά η συζήτηση διακόπτεται και κανείς δεν μιλά πια, αντ’ αυτού όλοι κοιτούν προσηλωμένοι τον ορίζοντα. Τους μιμούμαι και τότε καταλαβαίνω προς τι
ο σεβασμός. Πέρα στο βάθος παρόντες είναι όλοι οι Θεοί μου, οι ασπρομάλληδες
γέροντες του Κόσμου μας: Ανατολικά το Όρος Μακάλου (8463 μ.) και δίπλα οι
κορυφές Λότσε (8516 μ.), Έβερεστ (8848 μ.), Νούπτσε (7861 μ.) μεταξύ άλλων
- δυτικότερα το ογκώδες χιονισμένο μασίφ του Όρους Τσο Όγιου (8201 μ.). Καρφώνω το βλέμμα μου πάνω στη λευκή Γερουσία και νιώθω να ανατριχιάζω ολόκληρος. Αυτά είναι τα Ιμαλάια που ονειρεύτηκα μικρός και τώρα βρίσκομαι ανάμεσά τους. Έχω μαρμαρώσει, το θέαμα είναι μεγαλύτερο από την ίδια τη ζωή.
Ήρθε η ώρα να αποβιβαστώ από το φορτηγό.
Βρισκόμουν στο χωριό Τάσι Τζομ, 4560 μ υψόμετρο. Σε ένα μικρό χάνι τρόπον
τινά ξεπέζεψα. Είμαι έτοιμος για έναν εξερευνητικό περίπατο στο χωριό των
φτωχών βοσκών. Τα παιδάκια με πλησιάζουν γιατί η είδηση για την άφιξη του ξένου έχει εξαπλωθεί. Είναι χαριτωμένες φιγούρες μελαχρινές, ντυμένες με ρούχα
τριμμένα με τα ματάκια ελαφρώς επιμήκη, ούτε κινέζικα ούτε μογγολικά. Μου
ζητούν καραμέλες, έτσι όπως τους κακόμαθαν οι περαστικοί φαύλοι και αδαείς
επισκέπτες. Τα γλυκά καταστρέφουν τα δόντια γιατί στα μέρη τούτα η υγιεινή
και η παιδική φροντίδα δεν είναι έννοιες εφαρμόσιμες. Μια χούφτα σπιτάκια
αποτελούν την ακόμη μικρότερη κοινότητα Τσο Τζομ. Είναι ο επόμενος σταθμός
μου. Τη Σπαρτιατική λιτότητα του χώρου δεν μπορεί κανείς εύκολα να περιγράψει. Αποφασίζω να κάνω ένα γύρο εκτός του μικρού συμπλέγματος. Το πρώτο
που μου κάνει εντύπωση είναι οι δόμες με πέτρα στρογγυλή που συγκρατούν το
πολυεπίπεδο έδαφος γύρω από τα σπίτια. Ένα γιακ περήφανο στέκει πλησίον
της δομής και με κοιτά, έχει δεμένη μια κόκκινη διακοσμητική (ίσως και αναγνωριστική) τούφα στο αριστερό του αφτί. Πόσο έντονο είναι αυτό το κόκκινο
σημαδάκι στο σύνολο του άχρωμου τοπίου... ∆εν αντιστέκομαι άλλο, κανείς δεν
είναι παρών για να δει, πατώ τη φωτογραφική μου σκανδάλη και κλέβω αυτή τη
σπάνια στιγμή από το παρόν γιατί θέλω να τη θυμάμαι για πάντα. Την επαύριον
συνεχίζω με τον ίδιο ρυθμό και το συναπάντημα της ημέρας είναι με έναν αγωγιάτη-καροτσιέρη! Ένα κάρο με σανό και το υποζύγιο, ένα στολισμένο γαϊδουράκι. Χαιρετιόμαστε και η χαρά και των δύο έκδηλη! Ποιος ξέρει πόσο καιρό έχει
να μιλήσει σε άνθρωπο κι εκείνος. Όσο για μένα, έχω μιλήσει τόσο ελάχιστα στο
σύνολο αυτών των ημερών ... Ανταλλάσσουμε φιλοφρονήσεις για τις οικογένειές
μας (!!) για τις αφετηρίες μας και τέλος για τους προορισμούς μας. ∆ύο ταξιδιώτες έχουν αυτού του είδους τις έγνοιες, τη νοσταλγία των ανθρώπων που άφησαν
πίσω τους και την έλξη που η πορεία τους ασκεί.
Πριν τον αποχαιρετήσω με ρωτά λακωνικά: «Τσομολάγκμα;»
Κι εγώ απαντώ με δέος: «Τσομολάγκμα».
Η κούραση των ημερών αρχίζει να δείχνει πραγματικά τα δόντια της. Είναι
αλήθεια ότι κανείς δεν ενέκρινε το σχέδιο αυτού του οδοιπορικού με συνολικό
φορτίο πέραν των 20 κιλών και ορθώς! Κάθε τρία ή τέσσερα χιλιόμετρα αναγκάζομαι να κάθομαι. Κάποιες στιγμές νιώθω ότι δεν έχω αρκετό αέρα για να γεμίσω
τους πνεύμονές μου λόγω υψομέτρου. Η στιγμή της απόγνωσης θα μείνει χαραγμένη για πάντα στο μυαλό μου. Η απογοήτευση και ο φόβος με καταλαμβάνουν
και γονατίζω τείνοντας τα χέρια στον ουρανό. ∆εν ξέρω αν κινούμαι προς την
ορθή κατεύθυνση πια και είμαι σίγουρος ότι όπως και να ’χει δεν έχω τη δύναμη
να διερευνήσω κι άλλο ... μια κραυγή άναρθρη και δάκρυα..∆εν ξέρω πόσο έμεινα
έτσι γονατισμένος στο πετρώδες έδαφος με όλο το φορτίο να με βαραίνει. Όταν
ξανασηκώθηκα όμως έσκυψα το κεφάλι και συνέχισα να περπατώ απογοητευμένος ...Όταν κάποια στιγμή έστρεψα τα μάτια προς τον ορίζοντα, αντίκρισα ως διά
μαγείας τον τελευταίο μεγάλο σταθμό της πορείας μου: στο βάθος του δρόμου,
περήφανοι και αγέρωχοι έστεκαν οι ωχροί και λευκοί τοίχοι του υψηλότερου
μοναστηριού στον κόσμο, του Ρονγκπου Γκόμπα, 4900 μ. Σταμάτησα και συγκεντρώθηκα για να βεβαιωθώ ότι δεν έκανα λάθος.
Μία από τις πλέον χαρακτηριστικές στιγμές του εξαετούς Ταξειδιού μου υπήρξε
εκείνη η παύση που έκανα για την αναγνώριση. Πίσω από το μικρό μοναστήρι
συνειδητοποίησα ότι διέκρινα ξεκάθαρα πια την αλάθητη πυραμιδοειδή μορφή
του υψηλότερου όρους στον κόσμο. Το Όρος Έβερεστ κάλυπτε πλέον ολόκληρο
το φόντο του οπτικού μου πεδίου! Ήμουν πια σίγουρος, ο ουρανός ήταν καθάριος και το Όρος, ευκρινές υψωνόταν εμπρός μου. Ο φίλτατος καροτσιέρης
είχε δίκιο δείχνοντάς μου προς τα πού να κινηθώ, το Όρος Τσομολάγκμα (στο
θιβετιανό ιδίωμα), η Θεά Μητέρα του Κόσμου που γέννησε τα πάντα ήταν εκεί
εμπρός μου και η συγκίνησή μου ήταν πλέον άκρατη. Ένας μοναχός παραμέρισε
ένα θιβετιανό μαστίφ που γάβγιζε με λύσσα, ως ο ντόπιος κέρβερος κατά που φάνηκε, για να μπορέσω να μπω στο μοναστικό σύμπλεγμα όπου ή εστία σιγόκαιγε
και υπήρχε χώρος για να καθίσω. Χαμογελώντας μου έφερε να πιω. Το τσάι του
Θιβέτ για μένα παραμένει το πιο καταπραϋντικό τσάι στον κόσμο.Ένιωσα καλύτερα. Αλλά είχα ακόμη ένα τμήμα της πορείας ανεκπλήρωτο. Χωρίς φορτίο μεν
αλλά παρά τις εκκλήσεις του νεαρού μοναχού να κάτσω εκεί που κάθομαι κίνησα
για το ερημητήριο του Θεού του Όρους για άλλη μια φορά. Ήξερα ότι η Κατασκήνωση Βάσης του Έβερεστ, από όπου ξεκινούν οι ορειβατικές αποστολές για την
κορυφή, απείχε δυο ώρες και κάτι από το μοναστήρι. Η χειμωνιάτικη πανσέληνος του ∆εκεμβρίου του 2003 με βρίσκει να περπατώ σε υψόμετρο 5200 μ., πέρα
από την Κατασκήνωση Βάσης του υψηλότερου όρους στον κόσμο. Υπήρξε για
μένα η ομορφότερη πανσέληνος που έζησα μέχρι τώρα. Πριν στρέψω την πλάτη
στο Όρος κατευθύνομαι προς το μεγάλο κερν, τον αναθηματικό σωρό από πέτρες
που οι άνθρωποι των βουνών έστησαν εκεί στην Κατασκήνωση Βάσης από σεβασμό. Εκεί απιθώνω τη δική μου συνεισφορά ανάμεσα σε αυτές των ανθρώπων
που έζησαν αλλά και αυτών που δεν έζησαν για να διηγηθούν επιστρέφοντας
πόσο μεγαλειώδης είναι η φύση του Λευκού Γίγαντα. Κατάκοπος ξεκινώ μες στη
νύκτα το δρόμο της επιστροφής προς το μοναστήρι.
∆εκέμβριος μήνας και το κρύο τσουχτερό κι εγώ κάθομαι στη Σκεπή του Κόσμου, όπως δικαίως καλείται το Θιβέτ και θαυμάζω την ομορφιά του.
∆εκέμβριος μήνας και το κρύο τσουχτερό σε αυτού του είδους αλπικά υψόμετρα
- καθώς κοιμόμουν εκείνο το βράδυ έβλεπα απέναντι, μέσα από το παράθυρο
του μοναστηριού το Όρος των Ορέων σε απόσταση αναπνοής και αναλογιζόμουν
πόσο πολύ καθυστέρησα να ξεκινήσω το Ταξείδι τούτο …
Ιnfo: Για περισσότερες πληροφορίες για το Ταξείδι του Νικόλα Παπαχρυσοστόμου, επικοινωνήστε μαζί του στην ηλεκτρονική διεύθυνση, [email protected].
29 ΥΓ.
ΤΗΣ ΕΛΕΝΑΣ ΠΑΡΠΑ
ΦΩΤΟ: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΗΝΑ
ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ ΕΦΗ ΣΑΒΒΙ∆Η
good education
Οι ιδρυτές του Artstudio Laboratories, με αφορμή τα 25 χρόνια δραστηριότητάς του, αναρωτιούνται τι είναι
αυτό που κάνει ένα δάσκαλο καλό.
Είναι αυτή η πολύ ζωντανή ανάμνηση που έχω. Καθόμαστε όλοι
γύρω από ένα μακρύ ορθογώνιο τραπέζι. Ο Μάριος, η Αννίτα, η
Κέττα, η Μελίτα, η Μαρία, η Γεωργία… ∆εν λείπει κανείς. Είναι
Ιούλιος του 1995, στον Κάτω Πύργο, στο δεύτερο συμπόσιο που
διοργανώνει το Artstudio Laboratories. Έχουμε μαζευτεί, λοιπόν,
σ’ αυτή τη μισοτελειωμένη βεράντα του ξενοδοχείου, η οποία εδώ
και λίγες μέρες μας χρησιμεύει ως ιδανικό αυτοσχέδιο εργαστήρι
κι ακούμε. Σώμα ευθυτενές, μάτια ανοιχτά. Ο Πέτρος και η Έφη
κάθονται ανάμεσά μας. Θέλουν να καταλάβουμε τι σημαίνει να
σκέφτεται κανείς διαφορετικά και πόση συνέπεια και κόπο θέλει
η δημιουργία. Σε λίγους μήνες θ’ ακολουθήσει ο καθένας το δικό
του δρόμο σε πανεπιστήμια στο εξωτερικό και θέλουν να έχουμε
τ’ απαραίτητα εφόδια – από τεχνικής και γνωστικής άποψης. ∆εν
ξέρω τι έμεινε στ’ άλλα παιδιά, αλλά εγώ θυμάμαι ακόμα αυτά τα
ολιγόλεπτα «κηρύγματα» και την προσπάθειά τους να μας μεταφέρουν το πάθος και την αγάπη τους για την τέχνη. Και φυσικά το
πείσμα τους να δημιουργήσουν για την επόμενη γενιά περισσότερες ευκαιρίες. Γι’ αυτό και βρεθήκαμε κατακαλόκαιρα στην «άκρη
του κόσμου» να συζητάμε για τέχνη.
Τι κάνει άραγε ένα δάσκαλο καλό; Το πτυχίο, η εξωστρεφής προσωπικότητα, ο ενθουσιασμός; Πάλι ο μήνας είναι Ιούλιος, αλλά
αυτή τη φορά είμαστε στο κλιματιζόμενο σαλόνι τους 15 χρόνια
μετά. Νιώθω περίεργα που τους κάνω αυτή την ερώτηση, που
κάθομαι απέναντί τους, με το κασετοφωνάκι ανά χείρας, λες και
τους ανακρίνω. Οι ίδιοι αντιμετωπίζουν τα πράγματα διαφορετικά. Έχουν διάθεση για αυτοκριτική. Το στούντιο, το οποίο η Έφη
ξεκίνησε δειλά-δειλά το 1985, για να καταλήξει σήμερα με τη
συμβολή του Πέτρου ένας χώρος εκπαιδευτικός μεν, αλλά πειραματικός και ερευνητικός ταυτόχρονα, κλείνει φέτος 25 χρόνια.
Είναι, δηλαδή, σε φάση που κοιτάνε τα πράγματα αναδρομικά.
«Θέλει πάθος να είσαι καλός δάσκαλος», μου λέει ο Πέτρος και
η Έφη γελά με τον αυθορμητισμό του. «Θέλει κίνητρο, αλλά και
γνώση. Θυμάμαι κάποια περίοδο, σχεδόν κάθε καλοκαίρι, κάναμε
πολλά ταξίδια και βλέπαμε degree shows σε διάφορες σχολές στο
εξωτερικό. Κι αναρωτιόμασταν, γιατί το επίπεδο στην Κύπρο να
είναι στο πάτωμα και στο Λονδίνο ή στο Βερολίνο να είναι στον
ουρανό. Καταλήξαμε ότι εμείς από τη θέση των εκπαιδευτικών
έχουμε μεγάλο μέρος της ευθύνης και θέσαμε το εξής ερώτημα
στους εαυτούς μας: Μπορούμε άραγε να ανεβάσουμε το επίπεδο
της εκπαίδευσης της τέχνης πιο ψηλά απ’ αυτό που ήδη κάναμε
και γνωρίζαμε; ∆εν είχαμε έτοιμη την απάντηση. Με πολύ διάβασμα στην ιστορία της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης, με πολλή προσπάθεια και ταξίδια στο εξωτερικό, όχι μόνο στην Αγγλία,
αλλά και στη Γερμανία και την Ιταλία, καταφέραμε να βελτιώσουμε τις δικές μας ικανότητες και σταδιακά αυτές των παιδιών. Το
αποτέλεσμα ήταν να συστήσουμε ένα πρόγραμμα foundation και
να καταφέρουμε το κάθε παιδί που συμμετείχε να παίρνει θέση
σε πέντε με έξι καλά πανεπιστήμια». Ήθελαν το εργαστήρι τους
να είναι πρωτοποριακό και τα συμπόσια που διοργάνωναν σχεδόν
κάθε χρόνο για ένα διάστημα συμπλήρωναν το στόχο που είχαν
να φέρουν τους μαθητές τους σ’ επαφή με τη δημιουργία σε ένα
ευρύτερο πλαίσιο. Για αυτό πάντα ακολουθούσε έκθεση, αλλά και
έκδοση καταλόγου, με τη συμμετοχή θεωρητικών από την Ελλάδα, όπως η Έμιλυ Τσίγκου, η Έφη Στρούζα, η Κατερίνα Καφοπούλου και η Μαριλένα Καρά.
ΥΓ. 30
Μέσα στα χρόνια, από το Artstudio Laboratories έχει περάσει μεγάλος αριθμός μαθητών. Η πλειοψηφία απ’ αυτούς διαπρέπουν
στο χώρο τους ως καλλιτέχνες, γραφίστες, industrial designers,
σχεδιαστές μόδας, αρχιτέκτονες, όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά και
στο εξωτερικό. Παράδειγμα η Χάρις Επαμεινώνδα που φέτος είχε
ατομική έκθεση στην Tate, η Κέττα Ιωαννίδου που δραστηριοποιείται στη Νέα Υόρκη, ο Χαρίλαος Μελετίου στο Παρίσι και ο Filep
Motwary στην Αθήνα στο χώρο της μόδας ή ο Μενέλαος Φλωρίδης που δουλεύει για την Lego στη ∆ανία. «Για μας αυτό είναι
μεγάλη ικανοποίηση. Το ότι οι κόποι μας δεν πήγαν χαμένοι. Το
ότι μερικά απ’ τα παιδιά που παρακολούθησαν μαθήματα μαζί
μας προχώρησαν επαγγελματικά είτε στην Κύπρο είτε εκτός»,
μου λέει η Έφη όταν τους ζητώ να ξεχωρίσουν τις πιο λαμπρές
στιγμές στην πορεία του στούντιο. «Στο κυπριακό χώρο όμως
εξακολουθούμε να εντοπίζουμε προβλήματα και δυστυχώς είναι
τα ίδια που είχαμε να αντιμετωπίσουμε εμείς ως καλλιτέχνες όταν
πρωτοξεκινούσαμε πριν 20 χρόνια», προσθέτει ο Πέτρος. «Υπάρχει, δηλαδή, ένα χάσμα μεταξύ των καινούριων καλλιτεχνών και
designer σε σχέση με το σύστημα. Ενώ υπάρχουν νεαρά παιδιά με
φρέσκιες ιδέες και καλές προθέσεις, με γερή μόρφωση, το ίδιο το
σύστημα δεν βοηθά. ∆εν υπάρχουν ούτε κρατικοί ούτε ιδιωτικοί
φορείς με όραμα και στόχους να απορροφήσουν και να αξιοποιήσουν το δημιουργικό δυναμικό του τόπου. Κι αυτό είναι ένα διαχρονικό ζήτημα. Στο μόνο κλάδο που βρίσκω ότι έγινε φοβερή
δουλειά είναι αυτός του κινηματογράφου. Εκεί, έγινε αλματώδης
ανάπτυξη. ∆υστυχώς δεν έγινε κάτι ανάλογο στον τομέα των Καλών Τεχνών. Ενώ τα κρατικά κονδύλια υπάρχουν, δεν γίνεται η
σωστή αξιοποίησή τους. Ενώ υπάρχουν δημιουργικοί άνθρωποι,
παραμένουν ανεκμετάλλευτοι. ∆εν έχουμε δραστήριες γκαλερί,
ούτε και σωστή κριτική που να βάζει τα πράγματα στη θέση της. Ο
χώρος καθορίζεται από διάφορες “κλίκες”, όπου όλοι το παίζουν
επιμελητές, καλλιτέχνες και ιστορικοί τέχνης». Η συζήτηση άρχισε να γίνεται έντονη. Είναι και οι δυο απογοητευμένοι απ’ τα πράγματα. Πριν χρόνια, είχαν πάρει την απόφαση να σταματήσουν να
κάνουν τέχνη. «Στο τέλος της μέρας είναι θέμα αξιοπρέπειας και
ηθικής», επιμένει ο Πέτρος. «Είναι μάταιο να κάνεις τέχνη όταν
δεν έχεις ανταπόκριση. Και είναι ψευδαίσθηση να παρουσιάζεσαι
ως διανοούμενος καλλιτέχνης και να είσαι αδιάβαστος. Θα ήταν
ενδιαφέρον να έκανε κάποιος μια έρευνα στις βιβλιοθήκες των
καλλιτεχνών για να δει πόσο λίγο διαβάζουν». Η Έφη πρόσφατα
ένιωσε την ανάγκη να δραστηριοποιηθεί ξανά. Έκανε πέρσι μια
ατομική και συνεχίζει να δουλεύει πάνω σε κάτι καινούριο.
Πριν φύγω, ανεβαίνουμε για λίγα λεπτά στο στούντιο της για να
μου δείξει τα νέα της σχέδια. Μιλάμε για το πόσο ενθουσιασμένη
νιώθει που δουλεύει ξανά, αλλά και για την ενέργεια που χρειάζεται η διδασκαλία. «Έστω κι αν χαίρομαι που επέστρεψα στην
τέχνη, το μόνο κομμάτι που μας γεμίζει και τους δυο είναι το εκπαιδευτικό. Εκεί αισθανόμαστε ότι έχουμε να προσφέρουμε. Να
βοηθήσουμε ορισμένα ταλαντούχα παιδιά που πάντα υπάρχουν
να αποκτήσουν καλύτερες βάσεις και να έχουν περισσότερες
ευκαιρίες». Με το τελευταίο ένιωσα πως έπαιρνα απάντηση στο
ερώτημα με το οποίο αρχίσαμε τη συζήτηση. Ίσως τελικά αυτό
που κάνει ένα δάσκαλο καλό είναι η ανάγκη, η οποία ξεκινά απ’
τον ίδιο, να προσφέρει και να βοηθήσει αυτούς που ψάχνουν να
βρουν το δρόμο τους.
39 ΥΓ.
UTOPIA
18 Κύπριοι καλλιτέχνες φτιάχνουν τη δική τους ουτοπία
Χρόνια πριν σε ένα στούντιο τέχνης, κάπου στη Λευκωσία, μια ομάδα από παιδιά έκαναν τα πρώτα τους πειράματα ζωγραφίζοντας σε
κόλλες χαρτιού ή φτιάχνοντας μικρές κατασκευές, προσπαθώντας να
ανακαλύψουν το ταλέντο τους. ∆εν είχαν ιδέα ακόμα προς τα πού θα
τους έβγαζε αυτή η ανάγκη τους να ασχοληθούν με την τέχνη ούτε
και ποια ταξίδια θα τους χάριζε στην πορεία. Είχαν απλά ενέργεια,
πάθος και περιέργεια να εξερευνήσουν αυτό που λέγεται τέχνη και
να εντοπίσουν τη δική τους θέση σε αυτή την παράξενη και γοητευτική καινούρια χώρα των…θαυμάτων.
Χρόνια μετά, είναι όλοι τους πια καταξιωμένοι καλλιτέχνες, ο καθένας
σε διαφορετικό τομέα, κάποιοι εδώ, άλλοι στο εξωτερικό, όλοι τους
όμως με ένα σημαντικό βιογραφικό. Παρότι ο καθένας έχει πια τραβήξει το δρόμο του υπάρχει ωστόσο κάτι που τους συνδέει ακόμα.
Εκείνο το στούντιο τέχνης, που ονομάζεται Art Studio Laboratories
και βρίσκεται κάπου στη Λευκωσία, κλείνοντας φέτος τα 25 χρόνια
από την ίδρυσή του. Εκεί, όπου σε ένα κομμάτι χαρτί, ζωγράφιζαν
κάποτε τα πρώτα τους όνειρα και ζούσαν στο μυαλό τους τη πρώτη
δική τους ουτοπία.
Χρόνια μετά τους εντοπίζουμε ξανά και τους ζητούμε να γράψουν
ένα υστερόγραφο. Ένα υστερόγραφο για το ποια είναι σήμερα η δική
τους ουτοπία και το δικό τους καλλιτεχνικό στίγμα.
* ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΦΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΤΡΟ ΣΑΒΒΙ∆Η Ι∆ΡΥΤΕΣ ΤΟΥ ART STUDIO LABORATORIES ΓΙΑ ΤΗ
ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ∆ΙΕΚΠΕΡΑΙΩΘΕΙ ΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ.
ΥΓ. 32
πέτρος σαββίδης
εικαστικός
Η έννοια της ουτοπίας εκτείνεται από το μικροεπίπεδο της προσωπικής επιθυμίας -φαντασίωσης έως και
το μεγαεπίπεδο της συλλογικής πράξης. Στη δεύτερη
περίπτωση η εφαρμογή της συλλογικής ουτοπίας, ακόμη και υπό τη μορφή μεμονωμένου προτύπου, είναι η
ίδια ουτοπική και ανεφάρμοστη, αφού η προσέγγιση
του τέλειου, του ορθού, του ηθικού, του δίκαιου και του
όμορφου σε μια πλουραλιστική, πολυπολιτισμική κοινωνία, με πληθώρα ηθικών, προσωπικών, κοινωνικών και
οικονομικών διαφορετικοτήτων, είναι σχεδόν αδύνατη.
Η υιοθέτησή της, μάλλον προϋποθέτει την εφαρμογή
αυταρχικών πολιτικοκοινωνικών μοντέλων ολιγαρχικής
μορφής, τα οποία αναμφίβολα δεν είναι αποδεκτά στις
σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες, όπως άλλωστε απέδειξε και η τελευταία προσπάθεια δημιουργίας της υποτιθέμενης «Aρίας φυλής». Στην πρώτη περίπτωση όμως,
αυτή αποτελεί προσωπική επιλογή, η οποία τις περισσότερες φορές δεν επηρεάζει τρίτους εκτός από τον άμεσα
ενδιαφερόμενο. Χωρίς οποιαδήποτε κριτήρια, ο καθένας
είναι ελεύθερος να δημιουργήσει τη δική του προσωπική φαντασίωση της ουτοπίας του, την οποία άλλωστε ζει
καθημερινά στη μικρο-πραγματικότητα της ζωής του.
Οι εκφάνσεις της – αθώες ή μη, νόμιμες ή παράνομες,
ακίνδυνες ή επικίνδυνες, ηθικές ή ασύδωτες – λαμβάνουν άπειρες μορφές εκδήλωσης. Η απόκτηση εξοχικής
κατοικίας στην παραλία για μια μεσαία οικογένεια και η
απόλαυση της προσωπικής υγείας μετά από ένα κρίσιμο δυστύχημα, δεν αποτελούν ουσιαστικά ισοδύναμες
ουτοπίες με τον εθισμό ενός ατόμου στα ναρκωτικά και
την παντοδυναμία των μελών του υπόκοσμου στην παρανομία; Μήπως τελικά η προοδευτική τάση προς την
ουτοπία να αποτελεί μια επιφανειακή προσπάθεια αποστασιοποίησης από την πραγματικότητα;
37 ΥΓ.
μενέλαος φλωρίδης
computer- product designer
Ο Μενέλαος ζει και εργάζεται στη ∆ανία στην εταιρία LEGO.
Στην προσπάθεια αναζήτησης και εξερεύνησης της εικαστικής μου πρότασης με θέμα «ΟΥΤΟΠΙΑ», ανακάλυψα ότι η πραγματική και αληθινή
ουτοπία είναι προσωπική και μοναδική. Ιπτάμενα αυτοκίνητα, προσωπικά ρομπότ, καθαρή και απεριόριστη ενέργεια είναι συλλογικές επιθυμίες,
δημιουργημένες από την αχόρταγή μας ανάγκη για άμεση και προσωρινή
αλλαγή. Όχι η δική μου ουτοπία.
Ως εκ τούτου, αποφάσισα να υλοποιήσω τη δική μου, καθημερινή ουτοπία. Σε λεπτομέρεια, η εικαστική μου πρόταση αποτελείται από φανταστικούς χαρακτήρες εμπνευσμένους από πραγματικές υπάρξεις τριγύρω μου και τα κρυφά τους όνειρα και επιθυμίες. Αυτές οι υπάρξεις και
τα όνειρά τους (αληθινά ή φανταστικά), διαμορφώνουν καθημερινά τον
τρόπο που σκέφτομαι, αναλύω, κρίνω και αποφασίζω τι είναι καλό, κακό,
σωστό ή λάθος στη δική μου καθημερινή ουτοπία. Έτσι, μπορώ να προοδεύω σαν άνθρωπος και κοινωνικό ζώο, να βλέπω τη ζωή σαν δώρο και
την κάθε μέρα σαν καινούρια ευκαιρία για φανταστικές περιπέτειες.
Κάθε χαρακτήρας παρουσιάζεται έγχρωμος και μαυρόασπρος. Σαν καθένας μας να αποτελείται από πολλά και διάφορα χρώματα. Έτσι, προσπάθησα κατά κάποιο τρόπο να απεικονίσω τη δυαδικότητα του ανθρώπου.
Μερικές φορές είμαι ο καλός πειρατής, που αναζητά με το ιπτάμενό του
καράβι κρυμμένους θησαυρούς σε φανταστικούς και μυστήριους πλανήτες. Άλλες φορές είμαι ο τρομερός Μαυρογένης, που διατάζω όλα τα
κανόνια να τινάξουν στον αέρα το αυτοκίνητο του βλάκα που πάρκαρε
στο πεζοδρόμιο. Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι αυτοπροσωπογραφία.
Στη συνέχεια οι χαρακτήρες απεικονίζουν:
1. Την επιθυμία του κουτσού περιστεριού στο μπαλκόνι μου να ήταν
όμορφο πουλί τροπικού παραδείσου.
2. Την επιθυμία του Λονδρέζου μαθητή που κάθεται απέναντί μου στο
μετρό να γίνει επιτυχημένος επιχειρηματίας.
3. Το όνειρο του συναδέλφου μου του Τιμ να ήταν αστροναύτης.
4. Την επιθυμία του 10χρονου γιου του γείτονά μου να ήταν ο πιο τρομερός και άγριος τίγρης όλου του κόσμου.
5. Το όνειρο του τυχαίου 30άρη που βλέπω να τρέχει στο δρόμο μου κάθε
πρωί, να ήταν ο καλύτερος μαραθωνοδρόμος.
6. Την επιθυμία της συντρόφου μου να είμαστε πάντα μαζί αγαπημένοι.
7. Το όνειρο του τυχαίου έφηβου, στο σταθμό του λεωφορείου να ήταν
πονηρός σαν αλεπού.
8. Τη δική μου επιθυμία να ήμουν καπετάνιος πειρατής!
35 ΥΓ.
ΥΓ. 36
χάρις επαμεινώνδα
εικαστικός
Η Χάρις ζει και εργάζεται στο Βερολίνο, ενώ η δουλειά της ταξιδεύει ανα τον κόσμο με σημαντικότερο σταθμό την Tate Modern στο Λονδίνο.
37 ΥΓ.
ΥΓ. 38
peter eramian
εικαστικός
Ο Peter Eramian εργάζεται στη Fabrica, το κέντρο ερευνών της εταιρίας Bennetton, ενώ παράλληλα κάνει το Phd του στο Λονδίνο.
Είναι ιδρυτής του περιοδικού τέχνης και φιλοσοφίας, Shoppinghour (www.shoppinghour.net) που έχει την έδρα του στο Λονδίνο.
Πιθανώς εδώ να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αυτό που θα ήθελα
να χαρακτηρίσω ως την πεμπτουσία της ουτοπίας (αν είναι δυνατό, φυσικά, να οριοθετηθούν, πρωτίστως, τα νεφελώδη όρια του
όρου αυτού): οι χαρακτήρες από Το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι – ο
μπαμπάς, η μαμά, οι τρεις αδελφές κι ο σκύλος – βγαλμένοι από
τη δίνη του παρελθόντος για να στοιχειώσουν σαν φαντάσματα
που είναι τις εικόνες ενός γεγονότος, που στοιχειώνει τη συγχυσμένη σύγχρονη συνείδηση και τα άβατα βάθη των τηλεοράσεων ανά το παγκόσμιο. Οι ίδιες αυτές πλασματικές απεικονίσεις
τρομάζουν μυστηριωδώς το θεατή για το λόγο ότι είναι μια πολύ
ακριβής προσπάθεια να εκδηλώσει κάποιος την αντιφατικότητα
και αφάνεια που βάναυσα διέπουν αυτό που μάθαμε να αποκαλούμε ουτοπία. Ουτοπία: αυτό, όπως χρησιμοποιεί – δανειζόμενος τα λόγια του Φρανσίσκο ντε Κουεβέντο – κι ο Χόρχε Λουίς
Μπόρχες σαν επιγραφή στη μικρή του ιστορία «Η Ουτοπία Ενός
Κουρασμένου Ανθρώπου», που δεν υπάρχει.
Στις απεικονίσεις του Πήτερ Εραμιάν αναγνωρίζω – ή μάλλον
θα ήθελα να πιστεύω πως αναγνωρίζω – αυτό που περισσότερο
χαρακτηρίζει για μένα τη διηνεκώς φευγαλέα ψυχή της ουτοπίας:
την αινιγματική, μαγευτική – αν και τυραννικά απροσπέλαστη για
το μικρό ανθρώπινο νου – σύγκρουση του παρελθόντος με το παρόν, τον βαμπιρικό πόθο και των δύο να τραφούν με το κορμί του
άλλου. Οι χαρακτήρες από Το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι και οι φωτογραφίες παρμένες την 11η Σεπτεμβρίου πλανώνται και οι δύο,
λοιπόν, στον υποχθόνιο κόσμο του ανυπόστατου και της εικόνας:
το ένα στοιχειώνει το άλλο, το ένα προσπαθώντας, συνάμα, να
αποδείξει στο άλλο – και αντίστροφα – ότι δεν είναι φάντασμα.
ΥΓ. 40
ζωή παπαδοπούλου
εικαστικός
Η Ζωή ζει και εργάζεται στο Λονδίνο και παρουσιάζει τη δουλειά της σε εκθέσεις στην Ευρώπη
Θα μπορούσαν τα σύννεφα να χιονίζουν παγωτό;
Καθώς οι επιστήμονες ανακαλύπτουν ολοένα και περισσότερο
πώς συμπεριφέρονται όλα τα πράγματα στην κλίμακα νάνο,
δηλαδή, στο ένα δισεκατομυριοστό του πραγματικού τους μεγέθους, ποιες θα είναι οι επιπτώσεις σε ό,τι αφορά όλα όσα
βλέπουμε και βιώνουμε; Οι εξελίξεις τρέχουν και έχουν αντίκτυπο στις ζωές όλων μας. Το κατανοούμε, ωστόσο, επαρκώς
αυτό;
Το Cloud Project αναπτύχθηκε με στόχο να ωθήσει το κοινό να
αναλογιστεί με κριτική σκέψη τη σχέση του με τις τεχνολογίες
και συγκεκριμένα τις επιπτώσεις της νανοτεχνολογίας στην
τροποποίηση του καιρού.
Εκ πρώτης όψεως η πτώση χιονιού με γεύση φράουλας από
τον ουρανό μια καλοκαιρινή μέρα αποτελεί μελλοντικό ουτοπικό σενάριο - και θεωρητικά είναι δυνατόν (see illustration).
Αν εξετάσουμε, ωστόσο, τις επιπτώσεις και πιθανές καταχρήσεις αυτών των δυνατοτήτων, παρέχεται ένα δυστοπικό
μέλλον όπου το περιβάλλον μπορεί να υποστεί απροσδόκητες αλλαγές ως αποτέλεσμα αυτών των νέων δυνατοτήτων ή
επιθυμιών.
Το Cloud Project προσελκύει το κοινό χρησιμοποιώντας ένα
τροποποιημένο βαν παγωτού. Το βαν υποδεικνύει μέσα από
μια σειρά πειραμάτων πώς να φτιάχνουμε σύννεφα που χιονίζουν παγωτό. Λειτουργεί ως μια παιχνιδιάρικη «σχεδιαστική
παρέμβαση» η οποία οριοθετεί νέες δυνατότητες. Φιλοξενεί
επίσης επιστήμονες οι οποίοι κάνουν ομιλίες, παρέχοντας στο
κοινό διάφορες απόψεις αναφορικά με το τι μπορεί να επιφυλάσσει το μέλλον.
Το Cloud Project παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2009 στο
Royal College of Art και στη συνέχεια προσέλκυσε κοινό για
την «Εβδομάδα Νάνο» στη Science Gallery. Βίντεο και άλλα
μέρη του πρότζεκτ εκτίθενται επί του παρόντος στην πρόσθια
βιτρίνα του Welcome Trust στο Λονδίνο.
41 ΥΓ.
κέττα ιωαννίδου
εικαστικός
Η Κέττα Ιωαννίδου ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη και συμμετέχει με τη ζωγραφική της σε εκθέσεις σε Ευρώπη και Αμερική
Τοποθετημένα κάπου μεταξύ ρεαλισμού και αφαίρεσης, τα ζωντανά περιβάλλοντα που παρουσιάζονται στα έργα μου συγχωνεύονται με ασαφή περίχωρα,
αλλοιώνονται μέσα σε έντονες εκρήξεις ή συχνά διαλύoνται, ξεθωριάζουν και
εξατμίζονται. Είναι επηρεασμένα από το φυσικό κόσμο ενώ ταυτόχρονα παρέχουν μια διαφυγή από αυτόν. Οι εικόνες περιγράφουν εξιδανικευμένους βιότοπους και τη μετακίνηση και αλληλεπίδραση των μορφών μέσα στον χώρο,
ενώ το περιεχόμενο είναι συχνά μια δικαιολογία για την εξερεύνηση της ίδιας
της φύσης της μπογιάς.
Θέλω να μεταφέρω την εντύπωση ότι πραγματοποιείται μια παραίσθηση
που περιγράφει και μεταφέρει τον θεατή σε μια άλλη ευχάριστη πραγματικότητα. Στρόβιλοι φυλλωμάτων πολλαπλασιάζονται σε φυλλώδη κύματα
τσουνάμι, κινούνται ελικοειδώς, αυξάνονται σαν ηλεκτρικές ίνες και εκτοξεύονται προς όλες τις κατευθύνσεις σαν αστέρια. Πυροτεχνήματα εκρήγνυνται
παγώνοντας το χρόνο ενώ στιγμές ύπαρξης παραμένουν ζωντανές μεταφορές
στην πορεία και στη μνήμη. Τελικά το τι αποκαλύπτεται δεν είναι τόσο ένα
συγκεκριμένο μέρος όσο μια στιγμή ή ένας αστερισμός στιγμών.
Σε ό,τι αφορά τη δική μου προσωπική ουτοπία θα ήθελα να μάθω ποια είναι
για να τη δημιουργήσω…Η τέχνη προσφέρει τα εφόδια για εικασίες, μεταφορές, εικονοποιήσεις που επιτρέπουν τη σύνθεση μιας ουτοπίας. Το να βρει
κάποιος στην τέχνη την ουτοπία είναι μια εντελώς προσωπική υπόθεση.
Αν η ουτοπία είναι ο επίγειος παράδεισος, αποδεσμευμένος, όχι ως ένας τόπος αλλά εκεί όπου ο τόπος διαλύεται, η δημιουργία είναι ίσως ο μόνος τρόπος για να συντηρηθεί.
ΥΓ. 42
ΥΓ. 44
έφη σαββίδη
εικαστικός
Το έργο Κατοικία [2010] ανήκει σε
πρόσφατη σειρά μεγάλων σχεδίων με
μολύβι. Ο χρόνος, από τη μια, ορίζεται σε αυτό ως θαρραλέα βλάστηση
που περιζώνει με αβίαστο και άναρχο τρόπο αρχιτεκτονικά οικήματα
σε περιοχές της βόρειας Κύπρου. Ο
χώρος από την άλλη, σημασιολογείται ως περιοχή της μνήμης. Το έργο
πραγματεύεται, όπως και τα άλλα της
ίδιας σειράς, την ιδέα της ληθοσκέπασης και κατά συνέπεια μιας δευτερογενούς εντύπωσης. Η καλλιτέχνις, με
μια αχνή αλλά αδηφάγο σχεδιαστική
γραφή σχολιάζει την αντιπαλότητα
ανάμεσα σε ένα μνημονικό αντικείμενο [την οικία] και την καλύπτρα
της λήθης [τη βλάστηση]. Η ιδέα της
κατοχής σκιαγραφείται μέσα από το
δυνατότερο ίσως συναίσθημα που θα
μπορούσε να την ορίσει: αυτό μιας
πνιγηρής επικάλυψης. Το οικοδόμημα
ολισθαίνει και αφήνεται στη σφαίρα
του άμορφου και του ανοίκειου. Αφιλόξενη και διωκτική κρυψώνα για τον
άνθρωπο, το κατάλυμα δεν αποτελεί
πλέον τόπο μιας πιθανής κατοίκησης
αλλά ιδέα και πανίσχυρη αιτία αποίκισης. Σηματοδοτεί την παρουσία του
ως ορατό σώσμα ενός αφανισμού . Η
καλλιτέχνις ανάγει το τέχνασμα του
καμουφλάζ σίγουρα όχι σε μέσο παραπλάνησης αλλά σε κλήση περιπλάνησης στη δύσβατη, πυκνόφυτη και
ανήλιαγη πλέον περιοχή της μνήμης.
Σάββας Χριστοδουλίδης-εικαστικός
ΚΑΤΟΙΚΙΑ III 2010, ΣΧΕ∆ΙΟ ΜΕ ΜΟΛΥΒΙ ΣΕ ΧΑΡΤΙ 110 X 92 CM
45 ΥΓ.
έλενα στυλιανού
ιστορικός τέχνης
Η Έλενα Στυλιανού ζει στη Λευκωσία και εργάζεται στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Έχει εργαστεί σε
διάφορα σημαντικά μουσεία όπως το ΜΟΜΑ στη Νέα Υόρκη, έχει παρουσιάσει δουλειά της σε διεθνή επιστημονικά συνέδρια στο εξωτερικό καθώς και εκθέσεις και γράφει σε επιστημονικά περιοδικά
The Name of Your Sickness is Fantasy, 2010
Η εγκατάσταση επιχειρεί να συλλάβει αυτό που φαίνεται να
είναι μια εγγενής ανάγκη του ανθρώπου να ξεφεύγει πάντα σε
εικόνες ή σε ουτοπίες, κόσμους που δεν υπάρχουν. Στοχεύοντας να αντικατοπτρίσει τη σύγχρονη εποχή, η εγκατάσταση
είναι εμπνευσμένη από δύο λογοτεχνικά έργα που προηγούνται κατά πολύ της εποχής τους και στα οποία περιγράφεται
ο αντίκτυπος των νέων τεχνολογιών, ειδικότερα ως μέσο με το
οποίο οι διάφορες κυβερνήσεις πάντοτε ελέγχουν την ανθρώπινη ελευθερία. Το πρώτο είναι το We (1921) από τον Yevgeny
Zamyatin, ένα βιβλίο που περιγράφει μια δυστοπική πόλη στην
οποία η κυβέρνηση, ο ευεργέτης ή ο κυβερνήτης της Πολιτείας, καταφέρνει να ελέγχει τις ανθρώπινες συμπεριφορές μέσω
ΥΓ. 46
της Μηχανής, μιας ηλεκτρικής συσκευής η οποία μειώνει το
σώμα σε «χημικά καθαρό νερό». Το δεύτερο είναι το Brave New
World (1932) του Aldous Huxley. Το έργο του Huxley ειδικά, είναι μια ελεγεία για την εμπειρία της Αμερικής ως κράτος που
προοριζόταν για την ευτυχία των μαζών. Παρόλο όμως που οι
φανταστικές τεχνολογίες του Huxley υπόσχονται αυξημένη ευχαρίστηση με την αποφυγή της πραγματικότητας – ταινίες που
διεγείρουν τις αισθήσεις και soma, ένα παραισθησιογόνο ναρκωτικό που προκαλεί ευφορία – αυτές μειώνουν ταυτόχρονα
την ανθρώπινη ελευθερία. Ένας κόσμος που αναμένει κανείς να
γίνει ευ-τοπικός λόγω έλλειψης πόνου, επιθυμίας ή ανάγκης,
μετατρέπεται σε ένα δυς-τοπικό τοπίο όπου οι άνθρωποι έχουν
χαθεί στην άγνοιά τους.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ © ΤΑΣΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ∆ΗΣ
47 ΥΓ.
ΥΓ. 48
ιωάννα λουκά
σχεδιάστρια
Η υπογραφή της Ιωάννας Λουκά ταξιδεύει σε πόλεις όπως το Παρίσι, Λονδίνο, Τόκιο, Χoνγκ-Κoνγκ, Νέα Υόρκη. Η έδρα της
είναι στη Λευκωσία.
Στη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αιώνα,
πολλοί ταξιδεύουν - μεταξύ αυτών και καλλιτέχνες - σε μακρινά και εξωτικά μέρη πασκίζοντας
να αντιληφθούν τις φυσικές όψεις και τις πνευματικές παραμέτρους των κόσμων που πρωτοβλέπουν. ∆οκιμάζοντας το αίσθημα του ασήμαντου απέναντι σε μια πρωτόγνωρη, απέραντη και
άγρια ομορφιά, οι εν λόγω περιηγητές επικαλούνται καθιερωμένους τρόπους και αρχές της εποχής προκειμένου το άγνωστο ουτοπικό τοπίο του
νέου κόσμου να γίνει κατανοητό και οικείο στα
μάτια κάθε Eυρωπαίου.
Το πρώτο εγχείρημα διαβίβασης και γνωστοποίησης της όψης του νέου κόσμου μέσω τεχνολογίας
γίνεται στο τέλος του 19ου αιώνα. Το 1889, η πρώτη αληθινού χρώματος στερεοσκοπική ολογραφική εικόνα πρόκειται να εκτεθεί στην Exposition
Universelle στο Παρίσι, παράλληλα και δίπλα στο
πρωτότυπο της μηχανής του χρόνου του H.G.
Wells.
Η σχετική εικόνα στεγάζεται σε αυθεντική κατασκευή από ξύλο και γυαλί. Κλειστή αεροστεγώς
και με αδρανές αέριο να την περιβάλλει, η τρισδιάστατη ολογραφική απεικόνιση μπορεί να γίνει ορατή με γυμνό μάτι κάτω από ελεγχόμενες
συνθήκες φωτισμού: σε σκοτεινό, δηλαδή, περιβάλλον, χωρίς φυσικές η άλλες τυχαίες πηγές
φωτισμού.
Η τρισδιάστατη ολογραφική εγκατάσταση μέσα
από την οποία η απεικόνιση θα γεννιόταν, σκοπό είχε να προσφέρει στο θεατή το αίσθημα και
την εμπειρία της εύρεσης του πρωτόγνωρου. Η
ρεαλιστική απεικόνιση του περιβάλλοντος του
νέου κόσμου, όπως ακριβώς την πρωτοαντίκρισε
ο εξερευνητής/ταξιδιώτης θα μπορούσε πλέον να
προβάλει ολοζώντανη στα μάτια του θεατή.
Η φωτογραφία που απεικονίζει τα στάδια ολοκλήρωσης της κατασκευής και στιγμιότυπα των
τελικών δοκιμών της συσκευής αποτελεί το μοναδικό ντοκουμέντο που απέμεινε. Η συσκευή
κάηκε ολοσχερώς λίγο πριν από το άνοιγμα της
έκθεσης στις 6 Μαΐου του 1889. Το πρόβλημα
οφειλόταν στην τεράστια ποσότητα ηλεκτρικού
φορτίου, αναγκαίου για την τροφοδότησή της.
Τη στιγμή, ωστόσο, που η φωτογραφία λήφθηκε
και λίγο πριν εκδηλωθεί η πυρκαγιά που έκαψε
ολοσχερώς τη συσκευή, εμφανίστηκε το είδωλο
μιας λαμπρής και αιθέριας ουτοπικής σκηνής
που ο κόσμος δεν είχε ξαναδεί, ούτε θα ξανάβλεπε όμοια της στο μέλλον.
Το είδωλο δεν έγινε αντιληπτό από κανένα μιας
και οι επιστήμονες όπως και οι εργάτες που
ασχολούνταν με την κατασκευή της συσκευής,
κοίταζαν - την ώρα του συμβάντος - το φακό της
φωτογραφικής μηχανής.
49 ΥΓ.
σοφία ματσούκα
αρχιτέκτονας
Σπουδάζει αρχιτεκτονική στην Αθήνα
ΥΓ. 50
Η ουτοπία είναι η ζωή στη φυσικότητά της, χωρίς τις προσπάθειες του ανθρώπου να της πάει
κόντρα. ∆εν είναι ένας προορισμός, αλλά η κάθε
στιγμή της πορείας, όταν παραδοθεί ο άνθρωπος σε αυτή την αέναη αλλαγή.
Όταν αφεθούμε στον εαυτό μας βιώνουμε την
ουτοπία. Όταν αγαπήσουμε και αγκαλιάσουμε
τα χαρίσματά μας, τα συναισθήματά μας και τα
εκφράζουμε με δημιουργικό τρόπο βιώνουμε
την ουτοπία .
Όταν αγαπούμε τη διαφορετικότητα του άλλου
και αντιληφθούμε πώς πλουτίζει τη ζωή μας βιώνουμε την ουτοπία.
Η ουτοπία εμφανίζεται στη ζωή μας, όταν οι
δομές που εφευρίσκουμε για το κτισμένο πε-
ριβάλλον μας, αναγνωρίζουν και αναδεικνύουν
τα στοιχεία της φύσης και τις υφιστάμενες κατασκευές που τις περιβάλλουν και όταν αυτές
βασίζονται στους νόμους σύμφωνα με τους
οποίους λειτουργεί το Σύμπαν όπως π.χ ο νόμος
του αριθμού ‘φ’ (η χρυσή τομή) και τα fractals.
Ουτοπία είναι η αρμονία της αγάπης και είναι το
ιδανικότερο που μπορούμε να είμαστε.
Προτείνω για το θέμα της Ουτοπίας μια κατασκευή, ένα μουσικό κουτί, σε χρώμα χρυσό, το
οποίο είναι δομημένο με βάση τον αριθμό ‘φ’.
Είναι ένα portal (μια πύλη) προς τη διάσταση
της Ουτοπίας . Θα τοποθετηθεί τυχαία σε δημόσιους χώρους και θα αφεθεί να παίζει για ένα
κούρδισμα.
φίλιππος ζανέττος
αρχιτέκτονας
Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία, στο αρχιτεκτονικό γραφείο Zannettos architects ενώ παράλληλα διδάσκει στο
τμήμα αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου Κύπρου σαν Ειδικός Επιστήμονας.
Η ουτοπία είναι το όραμα για τον τέλειο κόσμο, την τέλεια κοινωνία. Μια κοινωνία εξελιγμένη, η οποία δεν λειτουργεί βασισμένη
στην αναζήτηση ατομικής δύναμης και ελέγχου, στην επιθυμία
για προσωπικό πλούτο, δόξα και εξουσία. Η ουτοπία μιλά για μια
κοινωνία αγάπης, αλληλοκατανόησης και ανιδιοτελούς αλληλοβοήθειας για το κοινό καλό της ανθρωπότητας. ∆ιάφορες θρησκείες
προσπάθησαν να περιγράψουν και να εφαρμόσουν τέτοια μοντέλα, αλλά απέτυχαν στο ότι είτε προσπάθησαν να επιβάλουν με τον
φόβο και την τιμωρία τις ιδέες τους, είτε απέτυχαν να καταλάβουν
την απλή πραγματικότητα ότι ο σημερινός άνθρωπος και η κοινωνία ακόμα δεν έχουν φτάσει στον απαιτούμενο βαθμό εξέλιξης, όχι
για να δεχθούν και να συμφωνήσουν, αλλά για να κατανοήσουν σε
βάθος και να υλοποιήσουν. Τα κίνητρα και τα ιδεώδη βάσει των
οποίων κινείται προς τα “εμπρός” ο άνθρωπος του σήμερα είναι
ακόμα επιεικώς υπανάπτυκτα. Από μια σκοπιά ο κόσμος βρίσκεται
στον “υψηλότερο” βαθμό εξέλιξης που μπορεί να βρεθεί βάσει των
σημερινών του δεδομένων. Οι καλές προθέσεις υπάρχουν. Σαν κοινωνία έχουμε αναγνωρίσει ότι ο κόσμος που έχουμε δημιουργήσει
έχει μειονεκτήματα και λάθη. Για να επέλθει όμως η επιθυμητή αλλαγή και εξέλιξη στην ανθρωπότητα θα πρέπει να καλυφθούν τουλάχιστον όλες οι πρωταρχικές ανάγκες επιβίωσης και το επίπεδο
του μέσου ανθρώπου να γίνει τόσο υψηλό που να επιτρέπει τον
συλλογικό προβληματισμό και οραματισμό για το πώς να επιτευχθεί ένα ουτοπικό αύριο.
51 ΥΓ.
ΥΓ. 52
βίβιαν βαρβάρα πασιαλή
αρχιτέκτονας
Μετά τις σπουδές της στο Νottingham, σήμερα ζει και εργάζεται στη Λευκωσία
15 Ιουλίου 2010. Με αφορμή το project Utopia η Βίβιαν
προβάλλει την κινηματογραφική ταινία Metropolis πάνω
στα ενετικά τείχη της Λευκωσίας, στο οχυρό Κωνστάντζα,
κάτω από το τζαμί Ομεριέ. Στο μικρό της σημείωμα περιγράφει την ιδέα και το σκεπτικό της…
«Η ταινία “Metropolis”, έκανε την εμφάνισή της στη Γερμανία το 1927 και παραμένει μέχρι σήμερα μια από της σημαντικότερες ουτοπικές ταινίες, επιστημονικής φαντασίας
και βωβού κινηματογράφου της εποχής. Στην ταινία, ο σκηνοθέτης Fritz Lang επηρεασμένος από τον εξπρεσιονισμό,
επιτυγχάνει την πραγματοποίηση των ιδεών του για την πιθανή μελλοντική οργάνωση της κοινωνίας. Το «Μetropolis»
εγκαινίασε μια σειρά από ουτοπίες σε μια ταινία όπου προσπάθεια ήταν να επιλυθούν τα προβλήματα της κοινωνίας,
ώστε να επιτευχθεί μια συμφιλίωση και μια εξίσωση των δικαιωμάτων για τα δύο στρώματα, την ελίτ και τους εργαζομένους. Οι απόψεις του κατέληξαν τελικά στη συμφιλίωση
των δύο κατηγοριών κάτω από το σύνθημα «η καρδιά είναι ο
μεσάζων μεταξύ εγκεφάλου και χεριών».
Τα Ενετικά Τείχη της Λευκωσίας έχουν μεταμορφώσει το
αστικό «ύφασμα» της πόλης και παρόλο που έχουν χάσει το
νόημα της αρχικής τους λειτουργίας, περιβάλλουν ένα μοναδικό κομμάτι της πρωτεύουσάς μας. Η ψυχή της πόλης
γίνεται η ιστορία της, το σημάδι στα τείχη ο διακριτικός και
οριστικός χαρακτήρας της, η μνήμη της...
Η περιτειχισμένη πόλη μας είναι η ουτοπική πόλη της αναγέννησης και πρότυπο της στρατιωτικής αρχιτεκτονικής.
Όταν οι Ενετοί ήταν κυρίαρχοι του νησιού από το 1489-1571,
η Λευκωσία ήταν το διοικητικό κέντρο, δεδομένου της ορατής απειλής από τους Οθωμανούς, κατασκεύασαν τείχη που
έχουν τη μορφή ενός αστεριού με έντεκα προμαχώνες. Το
σχέδιο μορφής καρδιών του προμαχώνα ήταν το καταλληλότερο για το νέο πυροβολικό, κάνοντάς το, το ισχυρότερο
αμυντικό όπλο για τους υπερασπιστές. Κατά συνέπεια, η περίοδος είχε ένα φορμαλισμό που βασιζόταν στη γεωμετρία
και την ιδανική προσέγγιση της έννοιας των οχυρωμένων
πόλεων, όπως χρησιμοποιήθηκε από τον Filarete στην έκθεσή του για την ιδανική πόλη Sforzinda.
Ζώντας στη Λευκωσία καθημερινά με την ελπίδα μιας μικρής δικής μας ουτοπίας, ανακαλύπτουμε ξανά τα τείχη,
μέσω μιας προβολής πάνω σε μια υφιστάμενη ουτοπία. Μιας
πόλης ζωντανής, γεμάτης από δυνατότητες που ακόμη δεν
έχουν γίνει αντιληπτές. Ίσως, κάποτε να βρεθεί ο τρόπος,
που θα κάνει την καρδιά της πόλης μας να ξανακτυπήσει και
να αποκτήσει την παλαιά της αίγλη...
Σε ό,τι αφορά τη δική μου προσωπική ουτοπία θα έλεγα
ότι είναι η παντοτινή ευτυχία. Θα ήθελα όλοι να μπορούν
να ζήσουν χωρίς τα «πρέπει» και γίνουν αυτοί που θέλουν
πραγματικά να είναι. Όλοι πρέπει να έχουν σκοπό και όνειρα
για να προχωρούν στη ζωή, έστω και αν αυτό σημαίνει να
ονειρεύονται για κάτι άπιαστο…μια ουτοπία.
53 ΥΓ.
φίλιππος φιλίππου
αγγλικός φιλόλογος
Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία, όπου συνεργάζεται με διάφορα έντυπα.
“Το Ακόμη-να-Έρθει”
Πώς να μιλήσω γι’ αυτό που ακόμη να έρθει: πώς μπορεί κάποιος να το
προσεγγίσει, να τα αγγίξει, να του μιλήσει, να το ρωτήσει γιατί αρνείται να
έρθει; Μα τι είναι αυτό που μια μέρα πρέπει να έρθει; Αυτή η μέρα είναι,
ίσως η μοναδική που δεν ακολουθεί καμία άλλη: είναι αποκλεισμένη απ’
τον ίδιο το χρόνο. Τι είναι αυτό που πάντα παραμένει μια μαρμαρυγή στο
χείλος της φαντασίας; Η καθυστέρηση που τεντώνεται στο σημείο της αιωνιότητας, ενός χρόνου που έχει αδειάσει απ’ τον ίδιο το χρόνο. Πιθανώς
αυτό να είναι το μυστήριο του ακόμη-να-έρθει. ∆εν υπάρχει απεικόνιση
γι’ αυτό, δεν υπάρχουν λόγια για να εξηγήσουν το αίσθημα του απόμακρου
που το διέπει. Το «ακόμη-να-έρθει» είναι όμορφο επειδή δεν του ’χει ακόμη δoθεί μορφή.
II
Όταν μιλάμε για το ακόμη-να-έρθει μιλάμε για έναν άδειο χώρο: κατά
προτίμηση άσπρο, όπως αυτόν όπου ο Νίο εμφανίζεται μυστηριωδώς και
απ’ το κέντρο του οποίου ξεπετάγεται ένα ράφι όπλων μετά το άλλο . Ένα
κέντρο, φυσικά, απουσίας. Ή, πιθανώς, το «ακόμη-να-έρθει» μπορεί να
παρομοιαστεί με την απόκοσμη «Ζώνη» στο Stalker του Αντρέι Ταρκόφσκι, ένας χώρος στερημένος από χώρο, ένας χώρος στοιχειωμένος από την
ίδια του την απουσία, την οργιάζουσα βλάστηση αγριόχορτων και τα περίεργα συμβάντα που παρουσιάζονται με μια ανατριχιαστική απαλότητα
(το πουλί, για παράδειγμα, που πετάει μέσα σ’ ένα ερειπωμένο κτίριο για
να εξαφανιστεί καθώς βρίσκεται στον αέρα ). Τι θα μπορούσε να χαρακτηρίσει καλύτερα το «ακόμη-να-έρθει» απ’ την ίδιά του την απουσία; Είναι
λόγω της παντοτινής απουσίας του που συναρπάζει. Είναι περίεργο το
ότι, αν και μας δίνει την ελευθερία να του δώσουμε όποια ημερομηνία
θελήσει η φαντασία μας, σχεδόν ποτέ δεν του δίδεται χώρος στο χρόνο.
Όπως το χώρο, ο χρόνος, για το «ακόμη-να-έρθει», είναι, πιθανώς, σε συνεχή δημιουργία.
Εντούτοις οι ίδιες οι λέξεις με τις οποίες μιλάμε για το «ακόμη-να-έρθει»
είναι άδειες, τόσο αλλοιωμένες όσο οι λέξεις που προσπάθησε να χρησιμοποιήσει ο Πωλ Σελάν στη μεταγενέστερή του ποίηση . Αν δεν μπορώ
να γράψω για το «ακόμη-να-έρθει», παρ’ όλα αυτά θα γράψω για το ένα
πράγμα που το πλησιάζει περισσότερο. Αυτό είναι η Λευκωσία, κάτω απ’
τον ουρανό της οποίας γεννήθηκα μια σκυλίσια μέρα του 1983.
III
Εκείνο που πλησιάζει περισσότερο την ουτοπία είναι, για μένα, η Λευκωσία. Περπατώντας μέσα στους δρόμους του κέντρου αυτής της αναπάντεχα όμορφης πόλης, γυρεύω να βρω το παρελθόν μου. Όπου κι αν γυρίσω
τα μάτια, βλέπω αναμνήσεις, ένα παιδί να τρέχει μέσα στους δρόμους,
χαμένο μέσα σε χαχανητά και τους μαγευτικούς μύθους της παιδικής ηλικίας. Κάποτε το βλέπω να με κοιτάζει κρυμμένο πίσω απ’ την άκρη ενός
τοίχου, κάποτε πίσω απ’ τον κορμό ενός δέντρου. Όταν τρέχω από πίσω
του, αυτό που προλαβαίνω να δω είναι την αχνή ουρά μιας ανάμνησης,
σαν αυτή που αφήνει ένας μοναχικός και ξεχασμένος κομήτης όταν περνά
πάνω απ’ τον πλανήτη μας μια φορά κάθε χίλια χρόνια.
IV
Πράγματι, πώς μπορεί κάποιος να χαρακτηρίσει την επιθυμία του για το
παρελθόν ως την ουτοπία του; Αυτό που έχουμε μάθει είναι ότι η ουτοπία είναι κάτι που αφορά το μέλλον ή την αναμονή ενός μέλλοντος που
ξέρουμε ότι δεν πρόκειται να έρθει. Αν δεχτούμε ότι υπάρχουν δύο είδη
ουτοπίας – παρελθόντος και μέλλοντος – η ουτοπία του παρελθόντος
μπορεί να χαρακτηριστεί περισσότερο ουτοπική από την ουτοπία του
μέλλοντος. Κι αυτό γιατί το παρελθόν είναι κάτι που έχουμε ήδη βιώσει:
όταν κάποιος έχει ζήσει κάτι και ζητά την επιστροφή εκείνου που έζησε –
ξέροντας, συνάμα, ότι αυτό βυθίζεται, με την πάροδο του χρόνου, ολοένα
ΥΓ. 54
και περισσότερο μέσα στη δίνη του ανυπόστατου – τότε αυτό δεν μπορεί
να χαρακτηριστεί παρά σαν η επιθυμία για κάτι ουτοπικό – η επιστροφή
στο παρελθόν – το οποίο, όμως, ούτε η ψευδαίσθηση του μέλλοντος δεν
μπορεί να υποσχεθεί λόγω της ίδιας της φύσης του πράγματος που επιθυμείται.
V
Ή αλλιώς: όταν έλειπα απ’ την Κύπρο σαν προσωρινός φοιτητής στο Λονδίνο και επέστρεψα – αισίως – στη Λευκωσία, αυτή ήταν ήδη ένας τόπος που δεν ήταν, τρόπος του λέγειν, εκεί. Όντως, επειδή, όταν έλειπα, η
Λευκωσία υπήρχε σαν ένας χώρος που υπήρχε μόνο όταν τον θυμόμουν,
η επιστροφή σ’ αυτήν προκάλεσε ένα συναίσθημα που μπορούσε να δημιουργήσει μόνο σύγχυση: πώς μπορεί κάτι που υπάρχει μόνο όταν το
θυμάσαι να μπορείς να το βιώσεις όταν επιστρέψεις σ’ αυτό; Μπορώ να
χαρακτηρίσω το συναίσθημα με τον εξής τρόπο: είναι σαν να επιστρέφεις
σ’ ένα σπίτι που δεν έχεις δει για καιρό και περιμένοντας ότι πολύ πιθανόν
δεν θα βρεις το σπίτι εκεί όπου βρισκόταν – γιατί, πιθανώς, έχει κατεδαφιστεί ή ερημωθεί, έρμαιο του χρόνου και της φύσης – βρίσκεις ότι το σπίτι
δεν είναι μόνο εκεί – είναι, αν μου επιτραπεί η έκφραση, υπερβολικά εκεί,
υπερβολικά παρών – αλλά είναι και φορτωμένο με τις αναμνήσεις μέσα
στις οποίες του έδινες ζωή όταν έλειπες.
Αυτό που στο τέλος γίνεται αληθινό, αυτό που βιώνεται, δεν είναι τίποτ’
άλλο από την ανάμνησή του: το υπαρκτό είναι δυσκολοχώνευτο – και δυσνόητο, χάριν στη διπλή έννοια της λέξης που εδώ χρησιμοποποιείται –
υπερβολικά τραχύ για να τύχει επεξεργασίας. Έτσι επέστρεψα στη Λευκωσία μονάχα για να συναντήσω τις αναμνήσεις μου.
VI
Το ουτοπικό, το «ακόμη-να-έρθει» όχι σαν η αναμονή ενός μέλλοντος φυλακισμένου στα έσχατα του αδύνατου, αλλά σαν η επιθυμία να ξαναζήσεις
το παρελθόν με τον ίδιο κι απαράλλαχτο τρόπο που το ’χεις ήδη ζήσει: ο
Φρίντριχ Νίτσε μίλησε για την αιώνια επιστροφή, την αιώνια επανάληψη,
μια ιδέα με την οποία προσπάθησε να ωθήσει τους αναγνώστες του – εκείνους τους λίγους που πίστευε πως είχε – να θέλουν να ζήσουν ξανά και
ξανά και ξανά όχι «μια νέα ζωή ή μια καλύτερη ζωή ή μια παρόμοια ζωή»,
αλλά «αυτήν την πανομοιότυπη και ακριβώς ίδια ζωή, στα μεγαλύτερα
πράγματα και στα μικρότερα» . Αυτό δεν μπορεί παρά να είναι, πιθανώς,
το πιο ουτοπικό πάσχισμα που ’χει φανταστεί κανείς.
VII
Τη Λευκωσία, λοιπόν, μπορεί να την αντιληφθεί κάποιος ως τίποτα περισσότερο από ένα τεράστιο πεδίο αναμνήσεων που απλώνεται σ’ ολόκληρη
την πόλη: αυτό μου θυμίζει εκείνη την ιστορία του Χόρχε Λουίς Μπόρχες,
την οποία ο Ζαν Μποντριγιάρ επίσης χρησιμοποίησε για να εξηγήσει ένα
επιχείρημά του. «Όσον Αφορά την Ακρίβεια στην Επιστήμη» : μιλά για
μια Αυτοκρατορία – το όνομά της δεν μας δίδεται – η οποία σχεδίασε ένα
χάρτη τέτοιας λαμπρής λεπτομέρειας και τέτοιου μεγαλειώδους μεγέθους
που ήταν τόσο αληθινός και μεγάλος όσο η ίδια η Αυτοκρατορία. Στο τέλος, η Αυτοκρατορία καταρρέει κι ο χάρτης μένει. Ο Μποντριγιάρ θέλει να
εκφράσει την ιδέα ότι, στο τέλος, είναι ο χάρτης που γίνεται το αληθινό:
με άλλα λόγια, το φάντασμα που κάποτε στοίχειωνε το ζωντανό γίνεται το
ζωντανό όταν το πραγματικό ζωντανό παύει να υπάρχει.
VIII
Πώς να μιλήσω για το «ακόμη-να-έρθει». Πιθανώς, μετά απ’ ό,τι έχει λεχθεί, το «ακόμη-να-έρθει» δεν είναι τίποτ’ άλλο από την ίδια τη μελαγχολία που νιώθουμε γι’ αυτό. Μιλώντας για το ακόμη-να-έρθει έχει να κάνει
με την προσπάθεια να βάλουμε σε λόγια την ίδια μας την ύπαρξη ή πιθανώς, τα πάντα που δεν έχουμε δει – και πιθανώς, ποτέ δεν θα δούμε.
55 ΥΓ.
θεοπίστη στυλιανού λάμπερτ
φωτογράφος-εικαστικός
Η Θεοπίστη είναι λέκτορας στο τμήμα πολυμέσων και γραφικών τεχνών στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Έχει λάβει μέρος σε πολλές εκθέσεις σε Ευρώπη και Αμερική.
Προκειμένου να αποτυπωθεί μια φωτογραφία στο φιλμ ή στον ηλεκτρονικό αισθητήρα μιας φωτογραφικής μηχανής απαιτούνται συνήθως μερικά κλάσματα δευτερολέπτου. Σ’ αυτό το ελάχιστο χρονικό διάστημα ο φωτογράφος -τουρίστας με τα μάτια καρφωμένα
στη φωτογραφική του μηχανή, απουσιάζει από το τοπίο, μεταβιβάζεται σε μια ουτοπία, σε ένα μη-τόπο (ου-τόπος). Ο φωτογραφικός
φακός αποτελεί ένα φίλτρο μεταξύ του φωτογράφου - τουρίστα και του άγνωστου τοπίου. Η επανειλημμένη χρήση της φωτογραφικής
μηχανής θέτει τον τουρίστα στο μεταίχμιο πραγματικών, άμεσων εμπειριών και στατικών, μελλοντικών φωτογραφιών. Με αυτό τον
τρόπο η στιγμή θυσιάζεται για μια μελλοντική ανάμνηση. Τα συγκεκριμένα φωτογραφικά κολάζ πραγματεύονται την έννοια της απουσίας/παρουσίας από το τοπίο κατά τη διάρκεια της λήψης φωτογραφιών.
ΥΓ. 56
λάκης γενεθλής
σκηνογράφος
Ο Λάκης Γενεθλής ζει και εργάζεται στη Λευκωσία. Έχει σκηνογραφήσει
σημαντικές θεατρικές παραστάσεις και έχει κερδίσει πολλά βραβεία.
Η ουτοπία είναι από την ίδια τη φύση της μια ιδέα ανέφικτη. ∆ίνει στον άνθρωπο ψεύτικες
ελπίδες. Νομίζω ότι είμαι αρκετά κυνικός για να επιτρέψω στον εαυτό μου να πιστεύει σε
οποιαδήποτε μορφή ιδεαλισμού ή σε οποιαδήποτε αλλαγή σκέψης στον κόσμο όπως διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή. Πιστεύω ότι η τέχνη είναι από μόνη της ένα είδος ουτοπίας.
Στην ουσία, ο άνθρωπος πάντα προσπαθεί να γεμίσει το κενό στη ζωή του με κάποιου είδους
ουτοπία που ανταποκρίνεται στις δικές του ανάγκες. Οι ζωές μας είναι γεμάτες με αποτυχημένες ουτοπίες. Οι σαμάνοι, οι γκουρού, οι πολιτικοί καθημερινά μας προσφέρουν την ψευδαίσθηση μιας καλύτερης ζωής και ενός καλύτερου κόσμου. Σήμερα είμαστε υπερβολικά κυνικοί
για να εμπιστευτούμε οποιαδήποτε μορφή ιδανικών και ιδεολογιών; Η ιδέα της ουτοπίας που
από την ίδια της τη φύση και κάτω από τις καλύτερες συνθήκες είναι όντως ανέφικτη; Είναι
απλά μια ψεύτικη ελπίδα; Η ιδέα της ουτοπίας υπάρχει μόνο στο μυαλό μας; Ψάχνοντας για
μια ουτοπία αυτό που μένει είναι μια βαθιά αίσθηση απώλειας; Στην ουσία ψάχνουμε να βρούμε απαντήσεις για να γεμίσουμε το κενό. Είναι άραγε η ουτοπία ένα με το κενό;
57 ΥΓ.
μάριος παναγιώτου
γραφίστας
Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία ως διευθυντής
του Inbox Design Consultants
Η δική μου προσωπική ουτοπία είναι το αναφαίρετο
δικαίωμά μου στη φαντασία. Η αναγνώριση του Άλλου
μέσα από την αποκάλυψη της δικής μου φαντασίας. Τι
θα ήθελα να αλλάξει στον τρόπο που σκεφτόμαστε; Ο
χειρισμός της «ελευθερίας». Και στον τρόπο που ζούμε και στον τρόπο που σκεφτόμαστε. Σε μια εποχή που,
εμπορικά τουλάχιστον, όλα φαίνονται να προτείνουν
την ευκολία -μέσω της τεχνολογίας, της αυτοματοποίησης, του «γρήγορου» - ο άνθρωπος φαίνεται να ζει και
να σκέφτεται λιγότερο ελεύθερα από ποτέ. Πιστεύω
πως η τέχνη έχει τη δύναμη να προτείνει και να συνθέτει ουτοπίες, να προκαλεί τον προβληματισμό, να θέτει ερωτήματα. Ανέκαθεν συνέβαινε αυτό. Η υπόλοιπη
δουλειά, η συνέχεια αυτού δηλαδή, μάλλον στηρίζεται
περισσότερο στη σφαίρα της οικονομίας και της πολιτικής. Το «ιδανικό» θα μπορούσε να προκύψει μέσα από
τη συνεργία των τριών.
Η «ιδανική κατάσταση» δεν θα μπορούσε να προκύψει
παρά μόνο αν η κοινωνία παρήγαγε τα «ιδανικά μυαλά»,
πράγμα αδύνατον. Το απόσταγμα της «τελειότητας»
στην εποχή μας θα μπορούσε να ήταν απλά κάποιες αισιόδοξες στιγμές στη ζωή του καθενός. Οπόταν, η αισιοδοξία ως συναίσθημα και ως εφαρμογή σε προσωπικό
επίπεδο πάντα, θα μπορούσε να το επιτρέπει αυτό.
Μια ρομαντική θέση θα ήταν πως η δημιουργία της
προσωπικής ουτοπίας, ο ιδεαλισμός δηλαδή, θα ’ταν ο
τρόπος να κρατιέται κάποιος και να προχωρεί στη ζωή.
Ωστόσο, ο ρεαλισμός της εποχής, το μεταβατικό στάδιο
που διανύουμε, συστήνει μια χαλαρή συντήρηση του
ονείρου. Η ισορροπία μεταξύ των δύο, μας αποκαλύπτει
τη… στιγμή. Οι στιγμές, οι εικόνες, οι λέξεις, έστω κι αν
στερούνται της διάρκειας, θα μπορούσαν στην καθημερινή ζωή να λειτουργήσουν ως μικρές πλατωνικές Ατλαντίδες στην καθημερινότητα του ανθρώπου.
ΤΙΤΛΟΣ: “1434 – 2010”
(ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ “ΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΟΥ
ΑΡΝΟΛΦΙΝΙ” ΤΟΥ JAN VAN EYCK)
59 ΥΓ.
αντώνης αδάμου
γραφίστας
Αφού σπούδασε graphic design στο Central Saint Martins
College, σήμερα ζει και εργάζεται στη Λευκωσία
Πίστη. Μήπως όλα βασίζονται σ’ αυτήν; Πίστη σε μια ιδέα. Πίστη σε
μια κοινωνία, σε μια θρησκεία, σ’ ένα πολίτευμα, σ’ ένα πρόσωπο· στο
υπαρκτό και το ανύπαρκτο. Γιατί πάντα καταλήγουμε σε ΕΝΑ; Ο «μοναδικός» άνθρωπος, που μόνη του έγνοια είναι να δημιουργήσει ομάδα.
Ομάδα που θα τον καταστήσει μοναδικό! Φόβος, ανασφάλεια, αδυναμία να αποδεχτεί τη φύση του. Ματαιοδοξία, φιλοδοξία, εξιδανίκευση
για να υπάρξει μέλλον. Μπορεί, τελικά, να αποτελεί και να αποτελείται;
Να συναρμολογεί, να συναρμολογείται ή να αποσυναρμολογείται; Να
αντανακλά και να αντανακλάται; Να ακούει και να ακούγεται; Να παρακολουθεί και να παρακολουθείται; Να είναι σύνθετος και αυτόνομος;
Υπάρχει ελπίδα; Ίσως, μόνο όταν ΟΛΑ είναι ορατά.
ΥΓ. 60
μαρία χριστίνα παπαλεοντίου
αρχιτέκτονας/σχεδιάστρια κοσμημάτων
Ζει και εργάζεται στο Λονδίνο, στους Allies & Morrison Architects
Αναθεωρημένη η ονείρωξη του πραγματικού,
το μ.D.* pin-up girl, λιάζεται ανάμεσα σε επίπεδα μνήμης και επιθυμίας. Οι συμβουλές
της καταγωγής διαλύονται στον παφλασμό
του βλέμματος, στον επώδυνο ίμερο. Από
την κλειδαρότρυπα του τόπου, το σώμα, ως
προέκταση της υπάρξης, εκπνέει τη δυνατότητα της δυνατότητας. Όποια και να ’ναι
τα νεκρόφιλα σχεδιάσματα του τοπίου, οι
προβεβλημένες διακοσμήσεις του, αντίσταση στο ρεαλισμό, στις κακοτοπιές του υλικού
και τα εφήμερα «πρέπει», παραμένει τούτη
η συνταρακτική περιπέτεια φόβου και τόλμης: o Άνθρωπος.
*Μετά Duchamp. ∆ες Marcel Duchamp, Εtant
Donnes, 1946-66
To εξώφυλλο είναι από το project της
Ζωής Παπαδοπούλου
ΥΓ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2010
ΚΑΘΕ ΜΗΝΑ, ΜΕ ΤΟΝ
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
συμβαίνει τώρα
EK∆ΟΤΗΣ-∆ΙΕΥΘΥΝΤΗΣ
ΝΙΚΟΣ ΠΑΤΤΙΧΗΣ
ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ Θ. ΜΑΣΟΥΡΑ
∆ΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ
ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΡΙΑ
ΕΛΕΝΑ ΠΑΡΠΑ
Dream a little, dream of me ∆εν ξέρω αν το έχεις
προσέξει, αλλά όλα τα χιτάκια του καλοκαιριού, είναι σχεδόν τα ίδια. Ακόμα και η αγαπημένη κατά τα
άλλα, Lady Gaga δεν περνά τις δόξες του Poker Face
και του Bad Romance. Το Alejandro αξίζει μόνο αν
δεις το extreme video clip (που όμως θυμίζει το Like
a Prayer της Madonna). Το Now 76, που βγήκε τέλη
Ιουλίου έχει από Timbaland, Rihanna, Miley Cyrus
μέχρι αυτή την Inna που «παίζει» αυτή την περίοδο.
Μέσα σε όλο αυτό το αδιάφορο το σκηνικό, θυμήθηκα να πάρω ένα cd για το οποίο είχα διαβάσει σε
αθηναϊκό free press, την άνοιξη. Ο βασιλικός τραγουδιστής των Raining Pleasure, έβγαλε καινούριο δίσκο
με τίτλο Vintage. Περιέχει αγαπημένα τραγούδια του,
ερμηνευμένα με το δικό του στιλ. Βάζω το cd στο
αυτοκίνητο ένα βράδυ καθώς βόλταρα στην παλιά
πόλη. Μια διακριτική μελωδία βγαίνει από τα ηχεία
«Stars shining bright above you/ Night breezes seem
to whisper “i love you/ Birds singin” in the sycamore
trees/ Dream a little dream of me». Χαμογελώ ασυναίσθητα. Και τι δεν θα έδινα για ένα αυθόρμητο χορό
στη μέση του δρόμου.
«Πίνοντας ούζα με ΑΥΤΗ τη θέα» Κακό πράγμα
τα νέα «είμαι παντού και πάντοτε δικτυωμένος σαν
χταπόδι» με τα τηλέφωνα. Κάθεσαι μπροστά από
το γραφείο και δουλεύεις ενώ οι άλλοι παίζουν ρακέτες στον Κόννο ή βολτάρουν στα Ματογιάννια.
Ταυτόχρονα, έχεις το facebook ανοικτό, έτσι για να
νιώθεις πως δεν είσαι μόνος και ΤΣΟΥΠ! εμφανίζονται στο wall σου. Φωτογραφίες των φίλων σου, από
εξωτικές παραλίες στην Ασία ή σε ελληνικό νησί. Οι
λεζάντες «χωριάτικη με φέτα και μπίρα» ή «τώρα είμαι εδώ», σε συνδυασμό με τις τέλειες παραλίες στο
background, σου σπάνε τα νεύρα. Ναι ρε φίλε ξέρω
ότι έχεις πάει σε παραλίες με γαλάζια νερά και λευκή
άμμο. Το γράφεις στο facebook status εδώ και μέρες.
Και να που πήγες. Κάτσε κάτω από τον ήλιο, άπλωσε
λάδι, πάρε βιβλίο, βάλε κανά ipod και enjoy. Τι κάθεσαι και μου κάνεις photojournalism; Άσε κάτω τα
μήλα και τα μούρα.
Summer in the city Ανήμερα ∆εκαπεντάγουστου,
παραμονή διακοπών. Η πόλη σχεδόν άδεια. Κάποια
café είναι μισογεμάτα. Μερικοί θα έχουν επιστρέψει
από τις διακοπές τους, άλλοι βρίσκονται στην αναμονή. Περπατούμε στη Λήδρας, παρατηρώντας τους
ξένους που τη βγάζουν στα παγκάκια της πλατείας
και ανεβοκατεβαίνουν τη Ρηγαίνης. Καθώς βολτάραμε, νιώθω να βρέχεται το φουστάνι μου. Γυρίζω
ΥΓ. 62
πίσω. Ένας τύπος, έχει αποφασίσει στις 12 το βράδυ
να ανέβει στον πρώτο όροφο και να πλύνει την πλαστική τέντα του καταστήματός του. Αδιαφορώντας
για εκείνους που περνούν από κάτω, χύνει κουβάδες με νερό και καθαριστικό υγρό. Σαν κατακλυσμός
ένα πράμα. Τον κοιτάω εκνευρισμένη, με κοιτάει με
απλανές βλέμμα. ∆εν βαριέσαι. Αύγουστος.
«Για σου όμορφη αγαπητός φίλος μου...» Αυτά τα
email είναι σαν αστικός μύθος. Όλο και κάποιος θα
βρεθεί σε μια παρέα που θα πει για τον Άχμεντ ή τον
Ομάρ που του έχει στείλει μέιλ, λέγοντάς σου ότι ζει
στην Αφρική, ότι η οικογένειά του περνά δύσκολα,
αυτός θέλει να σπουδάσει και ότι δίνοντάς του λεφτά
θα μπορεί να το κάνει. Συνήθως σου δίνουν και αριθμό λογαριασμού και μια διεύθυνση για να τα στείλεις.
Κάτι φίλοι μάλιστα, έχουν λάβει παρόμοιο μήνυμα
μέσω ταχυδρομείου. Κανονικό γράμμα, χειρόγραφο
το οποίο ήρθε με γραμματόσημο και απ’ όλα, στο
εξοχικό τους στον Πρωταρά. Αυτά τα μέιλ/γράμματα αποστέλλονται σε δύο γλώσσες, στα αγγλικά και
στα χειρότερα ελληνικά που μπορείς να φανταστείς
και που το πιο πιθανόν να έχουν μεταφραστεί στο
babelfish. Πριν από λίγες μέρες έλαβα ένα παρόμοιο
μέιλ από τη Fatima. Το άνοιξα. Έλεγε το εξής:
“Για σου όμορφη αγαπητός φίλος μου. Το όνομά μου είναι
Fatima, ενιαίο νεαρό κορίτσι, ένας καλόβολος, ειλικρινής,
φροντίδα, ευγενικοί, ταπεινοί, αγάπη, ηρεμία και ψάχνουν
για ένα ώριμο άτομο με καλή αίσθηση του χιούμορ και την
αγάπη, θεωρώντας ότι μάλλον ως ένας τρόπος της διασκέδασης, i quit γνωρίζω ότι μπορεί να εκπλαγείτε πώς πήρα
το email σας, ήταν παράλληλα να σερφάρουν στο Ίντερνετ,
στην πραγματικότητα, εγώ το θαύμασαν και τα παράγωγα
ενδιαφέρον να χρησιμοποιήσουν αυτό το μέσο επικοινωνίας με εσάς, θα σας παρακαλούσα να προσπαθήσετε να
επικοινωνήσετε μαζί μου directlty στην παραπάνω ηλεκτρονική διεύθυνση, πίστεψα, μπορούμε να ξεκινήσουμε
από εδώ, έτσι ώστε να μπορεί να γίνει περαιτέρω τη φιλία
μας, συμπεριλαμβανομένης της αποστολής εικόνες μου
απευθείας σε κουτί e-mail σας. Λεπτομέρειες περισσότερα για τον εαυτό μου σε σας στην επόμενη απάντησή
μου σε σας too.hope να ακούσω από σας το συντομότερο.
φιλί, Fatima.
Συμπάθησα τη Φατίμα. Πρώτο δεν μου ζητά λεφτά.
Θέλει απλά να γίνει φίλη μου «περαιτέρω». ∆εύτερον, με αποκαλεί όμορφη, με αίσθηση του χιούμορ
και ώριμη. Πες μου, ποιος φίλος σου θα σου πει όλα
τα πιο πάνω σε μια πρόταση και χωρίς να σου ρίξει
πενήντα σπόντες πριν και μετά. Κανείς.
ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΕΚ∆ΟΣΗΣ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΚΟΡ∆Η
ART DIRECTOR
ΠΟΛΥΣ ΠΕΣΛΙΚΑΣ
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΤΑΠΑΣ
GRAPHIC DESIGNER
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΘΗΛΛΟΣ
ΕΙ∆ΙΚΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΙ
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
∆ΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΤΤΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΗΝΑ
ΣΠΥΡΟΣ ΣΤΑΒΕΡΗΣ
ΠΑΝΟΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ
ΜΟΝΙΜΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΡΙΛΛΙ∆ΗΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΟΥΜΑΖΗΣ
FILEP MOTWARY
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟ∆ΟΥΛΟΥ
ΘΑΝΑΣΗΣ ΦΩΤΙΟΥ
ΙΩΑΝΝΑ ΧΡΙΣΤΟ∆ΟΥΛΟΥ
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΑΡΑΒΑΛΗ
ΤΩΝΙΑ ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ
ΜΑΡΙΑ Θ. ΜΑΣΟΥΡΑ
ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
ΠΙΕΡΗΣ ΠΑΝΑΓΗ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ
ΣΤΕΛΛΑ ΑΝ∆ΡΟΝΙΚΟΥ
∆ΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
ΜΑΡΙΑ ΖΕΡΒΟΥ
ΜΑΡΙΑ ΚΑΠΑΤΑΗ
ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ
∆ΙΑΧΩΡΙΣΜΟΙ ΧΡΩΜΑΤΩΝ
ΚΑΙ ΕΚΤΥΠΩΣΗ
PROTEAS PRESS LTD
Σ’αυτό το τεύχος
συνεργάστηκαν δημιουργικά
Βάσος Αντρέου
Ευαγόρας Καραγιώργης
Μαρία Αντρέου
Νικόλας Παπαχρυσοστόμου
Κωνσταντίνος Κουγιάλης
Έφη Σαββίδη
Πέτρος Σαββίδης
Ιωάννα Λουκά
Αντώνης Αδάμου
Μαρία Παπαλεοντίου
Βίβιαν Πασιαλή
Μάριος Παναγιώτου
Χαρά Επαμεινώνδα
Peter Eramian
Σοφία Ματσούκα
Φίλιππος Ζανέττος
Κέττα Ιωαννίδου
Μενέλαος Φλωρίδης
Έλενα Στυλιανού
Ζωή Παπαδοπούλου
Θεοπίστη Στυλιανού
Λάκης Γενεθλής
Φίλιππος Φιλίππου
Ηλεκτρονική διεύθυνση
[email protected]