αρχομαι, ]ηρχόμην, {αρξομαι-]αρχθήσομαι, ]ηρξάμην

ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ, ΑΝΤΙΓΟΝΗ
ΣΑΣΚΑΛΙΔΟΥ ΣΟΦΙΑ
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΥΧΡΗΣΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ
( Με έντονη γραφή σημειώνονται οι τύποι που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής)
1.
ἄγω (οδηγώ, φέρω), ἦγον, ἄξω, ἤγαγον, ἦχα καί ἀγήοχα, ἤχειν καί ἠγηόχειν
ἄγομαι, ἠγόμην, ἄξομαι, ἀχθήσομαι, ἠγαγόμην, ἤχθην, ἦγμαι, ἤγμην
Ομόρριζα: αγωγή, διαγωγή, αγωγός, αγώνας, αγώγιμος, άγημα, αγέλη, ακτίνα, άμαξα
άξονας, άξιος, παρείσακτος, στρατηγός, ανάγωγος…
2.
ἀκούω, ἤκουον, ἀκούσομαι, ἤκουσα , ἀκήκοα, ἠκηκόειν
ἀκούομαι, ἠκουόμην, ἀκουσθήσομαι, ἠκουσάμην-ἠκούσθην, ἤκουσμαι, ἠκούσμην
Ομόρριζα: ακοή, άκουσμα, υπήκοος, ανήκουστος, ωτακουστής, ακουστικό…
3.
(ἀπο)θνῄσκω (πεθαίνω, φονεύομαι), (ἀπ)έθνῃσκον, (ἀπο)θανοῦμαι, (ἀπ)έθανον,
τέθνηκα, ἐτεθνήκειν
Ομόρριζα : θάνατος, θανατικό, αθάνατος, θνητός, ημιθανής, θνησιγενής, απαθανατίζω…
4.
ἄρχω (εξουσιάζω, κάνω την αρχή), ἦρχον, ἄρξω, ἦρξα, ἦρχα, η{ ρχειν
α{ ρχομαι, ]ηρχόμην, {αρξομαι-]αρχθήσομαι, ]ηρξάμην-{ηρχθην, @ηργμαι, {ηργμην
Ομόρριζα: αρχή, αρχαίος, αρχείο, αρχικός, έπαρχος, ναύαρχος, άρχοντας, υπαρκτός,
έναρξη…
άναρχος,
5.
ἀφικνοῦμαι (φθάνω), ἀφικνούμην, ἀφίξομαι, ἀφικόμην, ἀφ~ιγμαι, ἀφίγμην
Ομόρριζα: άφιξη, προίκα, εφικτός, ανέφικτος
6.
βαίνω (βαδίζω, πηγαίνω), ἔβαινον, βήσομαι, ἔβην, βέβηκα, ἐβεβήκειν
Ομόρριζα: βάση, ανάβαση, βήμα , βάθρο, αποβάθρα…
7.
γίγνομαι (γίγνομαι, συμβαίνω), ἐγιγνόμην, γενήσομαι, γενηθήσομαι, ἐγενόμην,
ἐγενήθην, γεγένημαι- γέγονα, ἐγεγενήμην- ἐγεγόνειν
Ομόρριζα: γενιά, γένος, γένεση, γενέτειρα, γενέθλιος, νεογνό, γόνος, προγονή, γηγενής,
8.
δείκνυμι- δεικνύω(δείχνω,φανερώνω), ἐδείκνυν- ἐδείκνυον, δείξω, ἔδειξα, δέδειχα,
ἐδεδείχειν
δείκνυμαι, ἐδεικνύμην, δείξομαι-δειχθήσομαι, ἐδειξάμην-ἐδείχθην, δέδειγμαι, ἐδεδείγμην
Ομόρριζα : δείγμα,παράδειγμα,υπόδειγμα,ένδειξη,αναπόδεικτος,δείκτης,απόδειξη…
9.
διδάσκω (διδάσκω, πληροφορώ, διαφωτίζω, αποδεικνύω), ε] δίδασκον, διδάξω, ε] δίδαξα,
δεδίδαχα, ε] δεδιδάχειν
μεσ+παθ: διδάσκομαι, ]εδιδασκόμην, διδάξομαι-διδαχθήσομαι, ε] διδαξάμην- ε] διδάχθην,
δεδίδαγμαι, ε] δεδιδάγμην
Ομόρριζα: διδαχή, δίδαγμα, διδάσκαλος, διδακτός –έος..
10. δράω-~ω (πράττω, ενεργώ, κατορθώνω), {εδρων, δράσω, ε{ δρασα, δέδρακα, ε] δεδράκειν
παθ: δρ~ωμαι, ]εδρώμην, παθ.αορ. ]εδράσθην, δέδραμαι, ε] δεδράμην
Ομόρριζα: δράση, δράμα, δραστήριος, δράστης
1
ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ, ΑΝΤΙΓΟΝΗ
ΣΑΣΚΑΛΙΔΟΥ ΣΟΦΙΑ
11. εἰμί, ἦν , ἔσομαι, ἐγενόμην, γέγονα, ἐγεγόνειν
Ομόρριζα : ουσία, όντως, οντότητα, ουσιαστικό, παρών,
12. ἔρχομαι- εἶμι, ᾖα- ᾔειν, εἶμι, ἦλθον, ἐλήλυθα, ἐληλύθειν
Ομόρριζα: ιταμός, ισθμός, ανεξίτηλος, εισιτήριο, εξιτήριο, προσιτός, απρόσιτος
13. ευ[ ρίσκω, (εφευρίσκω,επινοώ), ευ| ρισκον-ηυ| ρισκον, ε[υρήσω, ευ# ρον-η#υρον, ε|υρηκα-ηυ| ρηκα,
ευ[ ρήκειν-η[υρήκειν
ε[υρίσκομαι (μεσ.: πετυχαίνω κάτι, παθ.: με βρίσκει κάποιος), ε[υρισκόμην-ηυ[ ρισκόμην, ευ[ ρήσομαιευ[ ρεθήσομαι, ευ[ ρόμην- ηυ[ ρόμην, ευ[ ρέθην- η[υρέθην, ευ| ρημαι-ηυ| ρημαι, ε[υρήμην- η[υρήμην
Ομόρριζα : εύρημα, ευρηματικός, εφευρέτης, εύρετρα
14. ἔχω, εἶχον, ἕξω - σχήσω, ἔσχον, ἔσχηκα, ἐσχήκειν
ἔχομαι, εἰχόμην, ἕξομαι-σχήσομαι, σχεθήσομαι, ἐσχόμην, ἐσχέθην ἔσχημαι, ἐσχήμην
Ομόρριζα: έξη, ευεξία, καχεξία, εξής, σχεδόν, σχέση, σχήμα, κατοχή, παροχή, ηνίοχος, όχημα…
15. ζήω-ζῶ, ἔζων, βιώσομαι-ζήσομαι, ἐβίων, βεβίωκα, ἐβεβιώκειν
Ομόρριζα :ζωή, βίος, βίωμα, αβίωτος…
16. καλύπτω (σκεπάζω), ε] κάλυπτον, καλύψω, ]εκάλυψα, *κεκάλυφα]
καλύπτομαι, ]εκαλυπτόμην, καλύψομαι-καλυφθήσομαι, ]εκαλυψάμην-]εκαλύφθην, κεκάλυμμαι,
ε] κεκαλύμμην
Ομόρριζα :κάλυμμα, καλύπτρα, κάλυκας, ακάλυπτος, συγκάλυψη
17. κηρύττω (-σσω) (διαλαλώ ως κήρυκας, προσκαλώ, αγγέλλω), ]εκήρυττον /-σσον, κηρύξω,
ε] κήρυξα, κεκήρυχα, ε] κεκηρύχειν
κηρύττομαι /-σσομαι, ε] κηρυττόμην /-σσόμην, κηρύξομαι-κηρυχθήσομαι, ε] κηρυξάμηνε] κηρύχθην, κεκήρυγμαι, ε] κεκηρύγμην
Ομόρριζα : κήρυγμα, κήρυκας, ακήρυκτος,
18. κρύπτω (σκεπάζω, καλύπτω, κρύβω), {εκρυπτον, κρύψω, ε{ κρυψα, *κέκρυφα, ε] κεκρύφειν+
κρύπτομαι, ε] κρυπτόμην, κρύψομαι-κρυφθήσομαι-κρυβήσομαι, ]εκρυψάμην-]εκρύφθην-]εκρύβην,
κέκρυμμαι, ε] κεκρύμμην
Ομόρριζα :κρύπτη, κρύβδην, κρύφα,
19. λαμβάνω(παίρνω, πιάνω), ἐλάμβανον, λήψομαι, ἔλαβον, εἴληφα, εἰλήφειν
λαμβάνομαι, ἐλαμβανόμην, ληφθήσομαι, ἐλαβόμην, ἐλήφθην, εἴλημμαι, εἰλήμμην
Ομόρριζα: -λήψη, λήμμα, ασύλληπτος, επιληπτικός, παραλήπτης, θρησκόληπτος, λαβή,
παραλαβή, χειρολαβή, λάφυρο, λαβίδα, εργολάβος, εργολήπτης…
20. λανθάνω (διαφεύγω την προσοχή), ἐλάνθανον, λήσω, ἔλαθον, λέληθα, ἐλελήθειν
*ἐπι-λανθάνομαι (μόνο σύνθ.:λησμονώ) ἐπελανθανόμην,
ἐπιλήσομαι, ἐπελαθόμην,
ἐπιλέλησμαι, ἐπελελήσμην]
Ομόρριζα: λήθη, λάθρα, λαθραίος, αληθής, αληθεύω, λησμονιά, λάθος, αλάθητος, λήθαργος…
21. λέγω , ἔλεγον, λέξω καί ἐρῶ , ἔλεξα - εἶπα , εἶπον , εἴρηκα, εἰρήκειν
λέγομαι, ἐλεγόμην, λεχθήσομαι-ῥηθήσομαι, ἐλέχθην-ἐρρήθην, εἴρημαι, εἰρήμην
2
ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ, ΑΝΤΙΓΟΝΗ
ΣΑΣΚΑΛΙΔΟΥ ΣΟΦΙΑ
Ομόρριζα: λέξη, λεκτικός, λόγος, λογύδριο, λογικός, ρήμα, ρήση, ρήτορας, αντίρρηση, ρήτρα,
ρητός, απόρρητος, έπος, καλλιέπεια, πολυλογάς…
22. *λέγω Β : συλλέγω, συνέλεγον, συλλέξω, συνέλεξα, συνείλοχα, συνειλόχειν
συλλέγομαι, συνελεγόμην, συλλέξομαι, συλλεχθήσομαι-συλλεγήσομαι, συνελεξάμην,
συνελέχθην-συνελέγην, συνείλεγμαι, συνειλέγμην ]
Ομόρριζα: συλλογή, εκλογή, σύλλογος, κατάλογος, εκλεκτός, επίλεκτος, ανθολογία,
μορφολογία…
23. λείπω (αφήνω), ἔλειπον, λείψω, ἔλιπον, λέλοιπα, ἐλελοίπειν
λείπομαι, ἐλειπόμην, λείψομαι, λειφθήσομαι, ἐλιπόμην, ἐλείφθην, λέλειμμαι, ἐλελείμμην
Ομόρριζα: διάλειμμα, αδιάλειπτος, έλλειμμα, ελλιπής, λοιπός, υπόλοιπο, έλλειψη, έκλειψη,
λείψανο, λειψυδρία…
24. λύω (λύνω, διαλύω, απαλλάσσω, ελευθερώνω) - ομαλός σχηματισμός βλ.Α.Ε.Γ.
Ομόρριζα: -λύσις, κατάλυμα, λυτήρ, διαλύτης, λύτρο, (α)λυτος ….
25. μανθάνω, ἐμάνθανον, μαθήσομαι, ἔμαθον, μεμάθηκα, ἐμεμαθήκειν
Ομόρριζα: μάθηση, μαθητής, αμαθής…
26. οἶδα ( γνωρίζω), ?{ηδειν-?{ηδη, εἴσομαι-εἰδήσω, ἔγνων, ἔγνωκα, ἔγνώκειν
Ομόρριζα: είδηση, ειδήμων, ιστορία…
27. ὁρῶ(-άω ), ἑώρων, ὄψομαι, εἶδον, ἑόρακα-ἑώρακα, ἑωράκειν
ὁρῶμαι, ἑωρώμην, ὀφθήσομαι, εἰδόμην- ὤφθην, ἑόραμαι-ἑώραμαι, ἑωράμην- ὤμμην
Ομόρριζα: όραμα, ορατός, αυτόπτης, επόπτης, είδος, είδωλο, ιδέα, όψη, ύποπτος, κάτοπτρο,
προσόψι, περίοπτος, οπή, όραση
28. πάσχω, ἔπασχον, πείσομαι, ἔπαθον, πέπονθα, ἐπεπόνθειν
Ομόρριζα: πάθημα, πάθος, πένθος, πάθηση, παθητικός, πολύπαθος, νηπενθής(:απαλλαγμένος
πένθους)
29. παύω (κάνω κάποιον να σωπάσει, αποτρέπω, εμποδίζω), ε{ παυον, παύσω {επαυσα, πέπαυκα,
ε] πεπαύκειν
μεσ.+παθ:
παύομαι,
ε] παυόμην, παύσομαι-παυ(σ)θήσομαι, ε] παυσάμην-]επαύ(σ)θην,
πέπαυ(σ)μαι, ε] πεπαύ(σ)μην
Ομόρριζα: (ανα-)παύλα, (ανά-)παυσις, (ακατα-)παυστος
30. πείθω , ἔπειθον, πείσω, ἔπεισα- ἔπιθον, πέπεικα, ἐπεπείκειν
πείθομαι, ἐπειθόμην, πείσομαι, πεισθήσομαι, ἐπιθόμην, ἐπείσθην, πέπεισμαι-πέποιθα,
ἐπεπείσμην-ἐπεποίθειν
Ομόρριζα: πειθώ, πειστικός, πίστη, εύπιστος, δύσπιστος, πιθανός, αμετάπειστος, πεποίθηση
31. πέμπω, ἔπεμπον, πέμψω, ἔπεμψα, πέπομφα, ἐπεπόμφειν
πέμπομαι, ἐπεμπόμην, πέμψομαι, πεμφθήσομαι, ἐπεμψάμην,
ἐπεπέμμην
Ομόρριζα : πομπή, πομπός, προπομπός, πέμψη
3
ἐπέμφθην,
πέπεμμαι,
ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ, ΑΝΤΙΓΟΝΗ
ΣΑΣΚΑΛΙΔΟΥ ΣΟΦΙΑ
32. ποιέω-~ω,(κάνω, δημιουργώ, κατασκευάζω, συνθέτω, παράγω, επινοώ, γράφω), - ομαλός
σχηματισμός βλ.Α.Ε.Γ.
Ομόρριζα: ποίησις, ποίημα, ποιητής, χειροποίητος….
33. σκοπέω-ῶ (παρατηρώ, σκέπτομαι), ἐσκόπουν, σκοπήσω, ἐσκόπησα,
Σκοποῦμαι, ἐσκοπούμην, σκέψομαι, ἐσκεψάμην, [ἐσκοπησάμην, ἐσκέφθην+, ἔσκεμμαι,
ἐσκέμμην
Ομόρριζα: σκέψη, σκοπός, σκοπιά, σκεφτικός, απερίσκεπτος
34. τιμάω-~ω, - ομαλός σχηματισμός βλ.Α.Ε.Γ.
Ομόρριζα: τίμησις, τίμημα, τιμητής, τιμητικός, τιμητός, τιμητέος
35. τυγχάνω (βρίσκω κατά τύχη, συναντώ), ἐτύγχανον, τεύξομαι, ἔτυχον, τετύχηκα- τέτευχα,
ἐτετυχήκειν- ἐτετεύχειν-τετυχηκώς ἦν
Ομόρριζα: τύχη, επίτευξη, επίτευγμα, εντευκτήριο (:χώρος συνάντησης), ευτυχής, ατυχής,
δυστυχής…
36. φαίνω (φανερώνω,καταγγέλλω), ἔφαινον, φανῶ, ἔφηνα, πέφαγκα, ἐπεφάγκειν
φαίνομαι, ἐφαινόμην, φανοῦμαι, φανήσομαι, ἐφηνάμην, ἐφάνθην- ἐφάνην, πέφασμαιπέφηνα(έχω φανεί), ἐπεφάσμην- ἐπεφήνειν
Ομόρριζα: φάση, φάσμα, φανός, φανερός, αφανής, επιφανής, άφαντος, διαφάνεια, συκοφάντης,
φάντασμα
37. φέρω, ἔφερον, οἴσω, ἤνεγκα- ἤνεγκον β΄, ἐνήνοχα, ἐνηνόχειν
φέρομαι, ἐφερόμην, οἴσομαι, οἰσθήσομαι- ἐνεχθήσομαι, ἠνεγκάμην, ἠνεγκόμην, ἠνέχθην,
ἐνήνεγμαι, ἐνηνέγμην
Ομόρριζα: φόρος, φορά, συμφορά, φορέας, φόρτος, πολύφερνη (φερνή=προίκα), φέρετρο,
φαρέτρα, διένεξη, διηνεκής(συνεχής), φωρ(κλέφτης)αυτόφωρο …
38. φημί (λέω, ισχυρίζομαι), ἔφην-ἔφασκον, φήσω, ἔφησα & ἔφην & εἶπον, ε{ιρηκα, εἰρήκειν
Ομόρριζα: -φαση, φήμη, προφήτης, φατός, άφατος
39. φρονέω-~ω (:σκέπτομαι, συλλογίζομαι, νομίζω, αισθάνομαι, έχω φρόνημα),
φρονήσω, ]εφρόνησα, πεφρόνηκα, ε] πεφρονήκειν
παθ: φρονείσθω (εύχρηστο μόνον το γ΄ενικό προστ.ενεστ.)
Ομόρριζα: φρόνησις, φρόνημα, μεγαλόφρων,
ε] φρόνουν,
Ιδιαίτερες ευχαριστίες απευθύνονται στις συναδέλφους φιλολόγους
Στολίδου Όλγα & Μοσχοβίδου Σουζάνα
για τη συνεργασία μας στη σύνταξη του πίνακα και για τη συναίνεσή τους στην ανάρτησή του
4