ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Αριθμός 298/ 2012 ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 298/ 2012
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Πέτρο Σαλίχο, Πρόεδρο Εφετών, Παρασκευή Ψυχογυιού
και Γεώργιο Δημάκη - Εισηγητή, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Καλλιόπη Δερμάτη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Μαρτίου 2012, για να δικάσει την υπόθεση
μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «......................» (πρώην επωνυμία
«..............................»), που εδρεύει στη Λευκωσία, είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα και
εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Κυριακούλα
Καζανά, με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : .................. του ............................., κατοίκου Χαϊδαρίου Αττικής, ο οποίος
εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Ραζέλο, με δήλωση κατ` άρθρο 242
παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 8-9-2009 και
με αριθ. εκθ. καταθ. 8404/ 2009 ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 266/ 2010 απόφαση
του παραπάνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η καθής η ανακοπή και ήδη
εκκαλούσα με την από 3-5-2011 και με αριθ. εκθ. κατάθ. 487/ 2011 έφεση, της οποίας δικάσιμος
ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δηλώσεις ενώπιον του
Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 3-5-2011 και με αριθμ. καταθ. 487/ 2011 έφεση της πρωτοδίκως καθής η
ανακοπή και ήδη εκκαλούσας κατά της 266/ 2010 οριστικής απόφασης του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των
διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (άρθ. 635 επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα,
αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης ούτε παρήλθε τριετία από τη δημοσίευση της
(άρθρα 495 παρ. 1,2,498,511,513 παρ. 1β, 516παρ.1, 517 και 518παρ.1 του ΚΠολΔ). Πρέπει,
επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως
προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Στην από 8-9-2009 ανακοπή του κατά της υπ` αριθμ. 1055/ 2009 Διαταγής Πληρωμής του
Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που υποχρέωσε τον ανακόπτοντα να καταβάλει
στην καθής η ανακοπή το ποσό των 14.158 ΕΥΡΩ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, ο
ανακόπτων εξέθεσε ότι η ως άνω εκδοθείσα Διαταγή Πληρωμής έχει αποβάλλει αυτοδικαίως την
ισχύ της, δεδομένου ότι δεν έχει επιδοθεί σε αυτόν εντός διμήνου από την έκδοση της, ενόψει του
γεγονότος ότι αντίγραφο του Α` πρώτου απογράφου εκτελεστού αυτής επεδόθη στις 30-7-2009
στην πρώην σύζυγο του, η οποία διαμένει στην οδό ............. αριθ. ...... και όχι στην (γνωστή)
κατοικία του, επί της οδού .................. αριθ. .... στο Χαϊδάρι Αττικής.
Με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτή η ανακοπή και ακυρώθηκε, όσον αφορά τον
ανακόπτοντα, η ανωτέρω Διαταγή Πληρωμής και εναντίον της παραπονείται η καθής η ανακοπή
για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση
της και την απόρριψη της ανακοπής.
Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 51 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι, «το πρόσωπο έχει
κατοικία τον τόπο της κυρίας και μόνιμης εγκατάστασης του. Κανένας δεν μπορεί να έχει
συγχρόνως περισσότερες από μια κατοικίες. Για τις υποθέσεις που αναφέρονται στην άσκηση του
επαγγέλματος λογίζεται ως ειδική κατοικία του προσώπου ο τόπος όπου ασκεί το επάγγελμα του»,
κατοικία είναι ο τόπος όπου το πρόσωπο έχει την κύρια και μόνιμη εγκατάσταση του, ο τόπος
δηλαδή που έχει καταστεί, σύμφωνα με τη βούληση του, το σταθερό κέντρο των βιοτικών του εν
γένει σχέσεων και καθίσταται έτσι στοιχείο της εξατομίκευσης του (βλ. Γεωργιάδη - Σταθόπουλου
Α.Κ 1ος τομ. σελ 87), διατηρείται δε αυτή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 52 ΑΚ, ωσότου
αποκτηθεί νέα. Από την ουσιαστικού δικαίου πρώτη των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι η έννοια
της κατοικίας είναι νομική και υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου η κρίση του δικαστηρίου
της ουσίας περί του αν τα γενόμενα από αυτό δεκτά πραγματικά περιστατικά θεμελιώνουν την
σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη έννοια αυτή. Ετσι, είναι απαραίτητο, για να είναι εφικτός ο
αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ως άνω διάταξης του άρθρου 51 ΑΚ, να
αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας τα περιστατικά σύμφωνα με τα οποία
έκρινε τούτο ότι κάποιο πρόσωπο έχει τη συγκεκριμένη κατοικία. Εάν η απόφαση δεν περιέχει
τέτοια περιστατικά και η κρίση για την κατοικία ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης,
υπόκειται περίπτωση έλλειψης νόμιμης βάσης υπό τη μορφή ανεπάρκειας αιτιολογιών, σύμφωνα με
το αρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ (ΑΠ /2009 ΑΠ Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΧΡΙΔ 2010/713, ΕφΑΘ
3903/2009, Δνη 2010, 801). Κατά δε την διάταξη δε του άρθρου 139 § 1 ΚΠολΔ, όποιος ενεργεί
την επίδοση συντάσσει έκθεση, η οποία, εκτός από όσα απαιτεί το άρθρο 117, πρέπει να περιέχει
και α) την παραγγελία για επίδοση, β) σαφή καθορισμό του εγγράφου που επιδόθηκε και των
προσώπων, που αφορά, γ) μνεία της ημέρας και της ώρας της επίδοσης, δ) μνεία του προσώπου,
στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και τον τρόπο, που επιδόθηκε σε περίπτωση απουσίας ή
άρνησης του παραλήπτη ή των προσώπων που ορίζονται στα άρθρα 128 έως 135 και 138. Από το
προαναφερόμενο άρθρο προκύπτει, ότι όποιος ενεργεί την επίδοση συντάσσει έκθεση, η οποία
πρέπει να περιέχει τα προαναφερόμενα σ` αυτό στοιχεία, καθώς και όσα απαιτεί το άρθρο 117 του
ίδιου Κώδικα. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 ΚΠολΔ,
συνάγεται, ότι η έκθεση επίδοσης, που έχει συνταχθεί από τον αρμόδιο καθ` ύλη και κατά τόπο
δικαστικό επιμελητή, συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο περιέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα
βεβαιώνονται σ` αυτό ότι έγιναν από τον δικαστικό επιμελητή, ενώπιον του. Ανταπόδειξη χωρεί,
μόνον εφόσον προσβληθεί το έγγραφο αυτό ως πλαστό. Για τα περιστατικά, αντίθετα, που
περιέχονται στην πιο πάνω έκθεση, αλλά δεν υποπίπτουν από την φύση τους στην άμεση
αντίληψη του δικαστικού επιμελητή και των οποίων την αλήθεια όφειλε να εξετάσει αυτός, η
έκθεση επίδοσης αποτελεί κατά το άρθρο 440 ΚΠολΔ πλήρη απόδειξη, επιτρεπομένης, όμως,
ανταπόδειξης, το βάρος της οποίας φέρει, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ,
εκείνος, που αμφισβητεί την αλήθεια τους (ΑΠ 1916/2005 ΕλΔ 47.482, ΑΠ 415/2005 ΕλΔ 47.1650,
ΑΠ 555/2004 ΕλΔ 47.797, ΑΠ 1679/95 ΕλΔ 39.352, ΑΠ 455/93 ΕλΔ 36.91).
Στη ρύθμιση δε του άρθρου 438 ΚΠολΔ υπάγονται μεταξύ άλλων, ο χρόνος της επιδόσεως, η
προσέλευση του δικαστικού επιμελητή στον τόπο επίδοσης, η απουσία επιδεκτικών επιδόσεως
προσώπων καθώς και η θυροκόλληση του εγγράφου (ΑΠ 1207/86 ΕΕΝ 1987.436, ΕΑ 3590/2001
ΕλΔ 45.222, ΕΑ 1246/90 ΕλΔ 33.887).
Αντιθέτως, η έκθεση επίδοσης δεν είναι το αποκλειστικό αποδεικτικό μέσο για τη βεβαίωση, που
περιέχει, ότι η κατοικία ή το κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο, όπου παραδόθηκε ή
θυροκολλήθηκε το επιδοθέν έγγραφο είναι πράγματι του παραλήπτη (ΑΠ 1679/95 ΕλΔ 39.352,
ΕφΑΘ 427/2009, Δνη 2010/802).
Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθ. 630 Α` εδαφ. α` και β` ΚΠολΔ,
«η διαταγή πληρωμής επιδίδεται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται μέσα σε προθεσμία δύο
μηνών από την έκδοση της. Αν η επίδοση δεν γίνει μέσα στην προθεσμία των δύο μηνών, η
διαταγή πληρωμής παύει να ισχύει. Η προθεσμία αυτή αρχίζει από την επομένη της έκδοσης της
διαταγής πληρωμής και λήγει με τη πάροδο της αντίστοιχης ημέρας του δεύτερου μήνα και
αν δεν υπάρχει τέτοια, την τελευταία ημέρα του μήνα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 144 απρ 1
και 145 παρ 2 Κ.Πολ.Δ. Αν η διαταγή πληρωμής δεν επιδοθεί εγκύρως στον καθ` ου μέσα στην
προαναφερόμενη δίμηνη προθεσμία, αποβάλλει αυτοδικαίως την «ισχύ της. Επομένως δεν
εξαρτάται από την ευδοκίμηση της ανακοπής εναντίον της, που δεν είναι καν απαραίτητο να
ασκηθεί, χωρίς όμως και να αποκλείεται η δυνατότητα της άσκησης της (Κεραμεύς - Κονδύλης κλπ
ΚΠολΔ, τομ·2, σελ. 1177 επ.).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του ανακόπτοντος που εξετάστηκε στο
ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη
πρακτικά συνεδριάσεως, σε συνδυασμό με όλα τα έγγραφα, που νόμιμα προσκομίζουν και
επικαλούνται οι διάδικοι και που λαμβάνονται υπόψη είτε προς πλήρη απόδειξη, είτε προς
συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, και τους εν γένει ισχυρισμούς τους (άρθρο 261 ΚΠολΔ),
αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η καθής η
ανακοπή είναι τραπεζική εταιρία. Αυτή έγινε νόμιμη κομίστρια της υπ` αριθ........................
(μεταχρονολογημένης) επιταγής της τράπεζας «.................», η οποία εκδόθηκε με αναγραφόμενη
ημερομηνία εκδόσεως 10-5-2009, από την .........................., για ποσό 14.158 ΕΥΡΩ, με
οπισθογράφιση. Ακολούθως, η παραπάνω επιταγή μεταβιβάσθηκε από την ως εκδότρια ...............
με οπισθογράφιση στον ανακόπτοντα, ο οποίος την μεταβίβασε περαιτέρω στην ομόρρυθμη
εταιρία με την επωνυμία «.................... & ΣΙΑ Ο.Ε.». Η εταιρία αυτή ακολούθως την μεταβίβασε
στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «.....................». Μετέπειτα, η ως άνω εταιρία τη
μεταβίβασε, με οπισθογράφιση, με τη ρήτρα "αξία λόγω ενεχύρου", στην καθ` ης η ανακοπή. Η ως
άνω επιταγή αν και εμφανίσθηκε από την καθ` ης νόμιμα και εμπρόθεσμα για πληρωμή, στις
11-5-2009, στην πληρώτρια τράπεζα, δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως επαρκούς υπολοίπου στο
σχετικό τραπεζικό λογαριασμό. Για το λόγο δε αυτόν, η καθής η ανακοπή ζήτησε και πέτυχε την
έκδοση της ανακοπτόμενης υπ` αριθμ. 1055/2009 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με αυτήν υποχρεώθηκαν ο ανακόπτων εκδότης και οι
λοιποί οπισθογράφοι να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας σ` αυτή το ποσό των 14158 ΕΥΡΩ,
πλέον δικαστικών και λοιπών εξόδων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι όσον αφορά στον
ανακόπτοντα, η ως άνω Δ/γή Πληρωμής επιδόθηκε, στις 30-7-2009, στην οδό ....... αριθ. ...., στον
Πειραιά. Στην ανωτέρω διεύθυνση, την επιδοθείσα Διαταγή Πληρωμής παρέλαβε, κατ΄ άρθρο 128
ΚΠολΔ, η ....................., πρώην σύζυγος του ανακόπτοντος, η οποία, όπως αποδεικνύεται από το
περιεχόμενο της προσκομιζόμενης και επικαλούμενης από τον ανακόπτοντα υπ` αριθμ. 1925Γ7307-2009 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ευαγ. Γερολύμου,
δήλωσε σύζυγος-σύνοικος του τελευταίου. Από κανένα όμως αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε
ότι ο ανακόπτων διέμενε στη συγκεκριμένη διεύθυνση και χρησιμοποιούσε τη συγκεκριμένη οικία
για διημέρευση ή διανυκτέρευση κατά το χρόνο επίδοσης της ανακοπτόμενης Διαταγής πληρωμής,
έτσι ώστε αυτός να έχει εκεί την κύρια και μόνιμη εγκατάσταση του, να αποτελεί δηλαδή τον τόπο
που έχει καταστεί, σύμφωνα με τη βούληση του, το σταθερό κέντρο των βιοτικών του εν γένει
σχέσεων και να αποτελεί στοιχείο της εξατομίκευσης του Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι ο ανακόπτων
διέμενε κατά τον κρίσιμο χρόνο στην οδό ........... αριθ. ....., στο Χαϊδάρι Αττικής. Κατά το χρόνο δε
της επίδικης επιδόσεως, η .............. δεν ήταν σύζυγος του ανακόπτοντος, αφού ο γάμος τους ήδη
είχε λυθεί με την υπ` αριθμ. 1227/95 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Πειραιώς. Ο ανακόπτων δε τέλεσε, μετά την λύση του γάμου του, νέο γάμο με την ....... Και ο
γάμος του αυτός όμως έχει λυθεί με την υπ` αριθμ. 4250/2002 αμετάκλητη απόφαση του
Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Μάλιστα, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη και
επικαλούμενη από τον ανακόπτοντα υπ αριθ. Ζ-85 8/9/12/1995 δήλωση φόρου γονικής παροχής
ψιλής κυριότητας του ανακόπτοντος προς τα τέκνα του, η οποία υπεβλήθη στη Δ.Ο.Υ. Αιγάλεω και
αφορά στο ακίνητο επί της οδού ......... αριθ. ...., στον Πειραιά (στο οποίο σημειωτέον κατοικούσαν
τα τέκνα του ανακόπτοντος με τη μητέρα τους, σύμφωνα με την προαναφερθείσα φορολογική
δήλωση), ο ανακόπτων δήλωσε ότι κατοικεί στην οδό ............ αριθ. ...... στο Αιγάλεω Αττικής και
όχι στη διεύθυνση στην οποία έγινε η επίδοση και στην οποία κατοικεί, κατόπιν παραχώρησης της
χρήσεως αυτής από τον επικαρπωτή ανακόπτοντα, η πρώην σύζυγος του τελευταίου ..............,
όπως προκύπτει από την ίδια δήλωση φόρου γονικής παροχής ψιλής κυριότητας του
ανακόπτοντος προς τα τέκνα του. Συνεπώς, η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε εντός
της δίμηνης προθεσμίας του άρθρο 630 Α` ΚΠολΔ, πλην όμως η επίδοση δεν έγινε έγκυρα στη
νόμιμη κατοικία του ανακόπτοντος, κατά τα προαναφερθέντα, αφού από τα παραπάνω έγγραφα,
αλλά και την κατάθεση του μάρτυρα του ανακόπτοντος πρωτοδίκως ανταποδεικνύεται ότι η
βεβαίωση της δικαστικής επιμελήτριας στην προαναφερθείσα έκθεση επίδοσης, ότι δηλαδή η
παραλαβούσα πρώην σύζυγος του ανακόπτοντος είναι και σύνοικός του, δεν ανταποκρίνεται στην
πραγματικότητα. Επομένως, ο 1ος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η
ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε έγκαιρα, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος κατ1
ουσίαν. Ακολούθως, και ο 2°ς λόγος της έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η
κρινόμενη ανακοπή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, γιατί ενώ κατατέθηκε στις 11-9-2009
επιδόθηκε σ` αυτήν στις 25-9-2009, ήτοι πέραν της 15νθήμέρου προθεσμίας του άρθ. 632 παρ. 1
ΚΠολΔ, κρίνεται απορριπτέος, ως αβάσιμος, αφενός γιατί, εφόσον η διαταγή πληρωμής δεν
επιδόθηκε έγκυρα στον ανακόπτοντα, η ανωτέρω προθεσμία δεν κινείται (βλ. ΚΠολΔ Κεραμέως
κλπ, τομ. 2ος ,1184, παρ.12), αφετέρου, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη και
επικαλούμενη από την εκκαλούσα υπ` αριθ. 8679Β/15-9-2009 έκθεση επίδοσης του δικαστικού
επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ι. Χονδρονικόλα, η κρινόμενη ανακοπή επιδόθηκε στην καθής
όχι στις 25-9-2009, αλλά στις 15-9-2009, ήτοι εντός του ως άνω 15νθημέρου, αν και δεν ήταν
αναγκαίο, κατά τα ανωτέρω. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση που δέχτηκε την κρινόμενη
ανακοπή ως και κατ` ουσίαν βάσιμη και ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ορθά
εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και η κρινόμενη έφεση,
που δεν έχει άλλους λόγους προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα
του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της
ήττας της (άρθ. 176, 183 και 191 παρ 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή στην ουσία της. Και
Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό
δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 24 Μαΐου 2012 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο
του Δικαστηρίου τούτου στις 12 Ιουνίου 2012, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των
πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ