Παιδαγωγική Επικοινωνία - Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής

Παναγιώτης
Επικοινωνία:
Σταμάτης,
το
θέμα
παράδειγμα
διατριβής:
της
απτικής
«Παιδαγωγική
συμπεριφοράς
στο
Νηπιαγωγείο». (2004)
Περίληψη
Αν
η
επικοινωνία
αποτελεί
το
υπόβαθρο
δημιουργίας
του
πανανθρώπινου
πολιτισμικού γίγνεσθαι γενικότερα, η επικοινωνία που πραγματώνεται στο χώρο της
εκπαίδευσης και μάλιστα στο νηπιαγωγείο αποτελεί την πεμπτουσία της δημιουργίας
σχέσεων αλληλεπίδρασης. Υπό την έννοια αυτή η επικοινωνία χαρακτηρίζεται ως
«παιδαγωγική». Η παιδαγωγική επικοινωνία ως μέρος του ευρύτερου επικοινωνιακού
φάσματος προσλαμβάνει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα όταν πραγματώνεται
με την αξιοποίηση της λεκτικής και ιδίως της μη λεκτικής επικοινωνιακής οδού. Οι
ανθρώπινες δυνατότητες επικοινωνίας με την ανάπτυξη αντίστοιχων μη λεκτικών
επικοινωνιακών συμπεριφορών είναι τόσο πολύμορφες που δημιουργούν έναν
άριστο κώδικα επικοινωνίας, ο οποίος ονομάζεται «γλώσσα του σώματος».
Στην παρούσα διατριβή το ενδιαφέρον μας εστιάζεται ενδεικτικά στην απτική
συμπεριφορά, η οποία αποτελεί μορφή της μη λεκτικής επικοινωνιακής ικανότητας,
τόσο ανεπαίσθητη όσο και σπουδαία καθώς σχετίζεται με την αίσθηση της αφής. Γι’
αυτό, μέλημά μας αποτελεί η πολύπλευρη ανάδειξη της σπουδαιότητας του
παιδαγωγικού αγγίγματος ως δομικού στοιχείου της απτικής συμπεριφοράς στο
νηπιαγωγείο. Ένα τέτοιο εγχείρημα δεν μπορεί παρά να περνάει μέσα από την
θεωρητική θωράκιση της προσέγγισης των επικοινωνιακών διαδικασιών, όπως
περιγράφονται στα πιο αξιόλογα θεωρητικά μοντέλα επικοινωνίας καθώς και στην
αναλυτική παρουσίαση των μορφών πραγμάτωσης της μη λεκτικής επικοινωνίας
στον άνθρωπο. Εξετάζονται, επίσης, οι παράγοντες επίδρασης στην ανάπτυξη των
επικοινωνιακών
δυνατοτήτων
και
διαπροσωπικών
σχέσεων
στο
χώρο
του
νηπιαγωγείου διακρίνοντας δυο κυρίως άξονες: (α) τον ‘άψυχο’, στον οποίο
περιλαμβάνονται οι υλικοτεχνικές υποδομές, το αναλυτικό πρόγραμμα και οι
δραστηριότητες υλοποίησής του και (β) τον ‘έμψυχο’, όπως εκδηλώνεται στην
παιδαγωγική παρουσία των νηπιαγωγών και στις επικοινωνιακές ικανότητες των
νηπίων.
Λαμβανομένης υπόψη της σχετικής ελληνικής και διεθνούς βιβλιογραφίας, η
πρωτότυπη εργασία μας, η οποία εκτιμάται ως θετική συμβολή στις επιστήμες της
αγωγής,
συμπληρώνεται
με
τη
διερεύνηση
της
απτικής
συμπεριφοράς
στο
νηπιαγωγείο, σε δυο επίπεδα: (α) στο επίπεδο αντιλήψεων των μονίμων νηπιαγωγών
για την απτική συμπεριφορά κατά την αλληλεπίδρασή τους με τα νήπια και (β) στο
επίπεδο παρατήρησης της απτικής συμπεριφοράς στην καθημερινή αλληλεπιδραστική
μεταξύ νηπιαγωγών και νηπίων σχέση. Η έρευνα έδειξε ότι παρόλο που οι
νηπιαγωγοί
είναι
υπέρμαχοι
της εκδήλωσης
αμοιβαίων
επαφών
στο
νηπιαγωγείο, κυρίως για παιδαγωγικούς λόγους, εντούτοις, κατά τη διεξαγωγή
δραστηριοτήτων τηρούν αποστάσεις από τα νήπια και εμφανίζονται φειδωλές στην
ανάπτυξη απτικής συμπεριφοράς. Το γεγονός αυτό εκτιμάται ως παιδαγωγικό
έλλειμμα, το οποίο μπορεί να καλυφθεί με την ανάλογη θεωρητική και πρακτική
κατάρτιση των νηπιαγωγών.
Abstract
If the general concept in communication consists of the trestle of human
civilization,
then into educational areas of which communication takes place and especially into
Nursery school consisting of the quintessence interaction relationship creation; by
this meaning communication could be characterized as “pedagogical”. The
pedagogical (or such known as educational) communication as apart from sweeping
communication
spectrum
includes
special
features
which
takes
place
by
development of verbal and especially a non verbal communication way. Human
communicative possibilities by development of non verbal counterpart behaviors
are so multi formed that could create an optimal communication code which is
usually named “body language”.
Indicatively our interesting focus on tactile/haptic behavior which consists of a non
verbal communication dimension, often such insensible as significant too, while it is
related to touch, which is considered to be the mother of all senses. So, our care is
versatile distinction of pedagogical touch significance as a structural element of
tactile/haptic behavior in contact face-to-face interaction of Nursery school area.
This effort through most valuable communication’s models and theories.
More effected factors for communication possibilities and relationship developments
in Nursery school interaction are under our surveillance and are distinct also into
two main keystones: (a) inanimate keystone, whereas this includes all material and
technical school substructures and (b) animate keystone, means the pedagogical
existence of a Nursery school teacher and the communicative potentiality of
preschool nurseries.
Our unconventional study which is considered as a contribution to educational
sciences, as a sequence of Hellenic and international relative bibliography review, is
supposed to be completed by the research of tactile behavior in Nursery school area
into two fact finding levels: (a) incumbent Nursery school teacher perceptional level
for tactile behavior in their own interaction between them and kids and (b)
observational level on tactile behavior in daily classroom interaction between them.
The research concluded that even though Nursery school teachers are defenders of
mutual contact behavioral demonstrations into Nursery school for pedagogical
reasons, they keep distances from toddlers appearing reluctant postures in their
tactile behavior development. This event is estimated to be a pedagogical deficit
which is hoped to be raised by their theoretical and practical university studies or
special seminars.
Ευθυμία Γουργιώτου, θέμα διατριβής: «Η μυθολογία και η θέση της
στο πρόγραμμα του Ελληνικού Νηπιαγωγείου». (2004)
Περίληψη
Η εστίαση της έρευνας σε αυτή την έκθεση εξετάζει τις στάσεις και αναπαραστάσεις
των ελληνίδων νηπιαγωγών για την κλασσική ελληνική μυθολογία ως αντικείμενο
ενασχόλησης των παιδιών της προσχολικής ηλικίας.
Η μελέτη αμφισβητεί την προκατάληψη που επικρατεί στο χώρο της προσχολικής
παιδαγωγικής ως προς την ακαταλληλότητα των μύθων για τα παιδιά του
νηπιαγωγείου. Η εξερεύνηση των στάσεων και των αναπαραστάσεων των ελληνίδων
νηπιαγωγών σε εθνικό επίπεδο καθοδηγεί το περιεχόμενο και τη μορφή αυτής της
μελέτης.
Για τον σκοπό αυτό δημιουργήθηκε και χρησιμοποιήθηκε ερωτηματολόγιο σαν
εργαλείο ελέγχου στάσεων και αναπαραστάσεων και των συσχετίσεων τους με
ειδικούς παράγοντες όπως η γεωγραφική περιοχή, η ηλικία των νηπιαγωγών, το
επίπεδο σπουδών, τα χρόνια προϋπηρεσίας, και άλλα..
Το εργαλείο συμπληρώθηκε από δείγμα 432 νηπιαγωγών σε όλη την επικράτεια.
Τα ευρήματα της έρευνας ανέδειξαν πολύ θετική στάση των νηπιαγωγών απέναντι
στην ελληνική μυθολογία.
Abstract
The focus of research in this report is on attitudes and representations of
Greek preschool teachers concerning classical Greek mythology as an activity
topic for children of preschool age.
The
study
preschool
children.
questions
education
The
the
prejudice
regarding
investigation
of
the
the
which
predominates
unsuitability
attitudes
and
of
in
myths
the
for
representations
field
of
preschool
of
Greek
preschool teachers at national level guides the content and form of this
study.
For this purpose a questionnaire was devised and employed as a monitoring
instrument for attitudes and representations and for their correlations with
special factors like geographical area, age
of
preschool
teachers,
level of
studies, years of previous service, e. t. c.
The findings of the research revealed a very positive attitude on the part of
preschool teachers towards Greek mythology.
Ευστάθιος Στιβακτάκης, θέμα διατριβής: «Ο Διευθυντής του σχολείου
ως φορέας και αντικείμενο αξιολόγησης. Συγκριτική μελέτη των
απόψεων
Διευθυντών Σχολείων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας
Εκπαίδευσης». (2006)
Περίληψη
Η παρούσα διατριβή επεχείρησε να καταγράψει τις απόψεις των δ/ντών σχολείων
αναφορικά με το διπλό τους ρόλο ως αξιολογούμενοι και ως αξιολογητές. Για την
υλοποίηση του σκοπού της έρευνας εκπονήθηκε γραπτό ερωτηματολόγιο το οποίο
χορηγήθηκε στους δ/ντές της Α΄/θμιας & Β΄/θμιας Εκπαίδευσης ολόκληρης της
Κρήτης.
Τα σημαντικότερα συμπεράσματα που προέκυψαν είναι:
1) Ιδιαίτερα
χαμηλός
βαθμός
ενημέρωσής
τους
για
το
θεσμικό
πλαίσιο
αξιολόγησης, τόσο των δ/ντών όσο και των εκπαιδευτικών.
2) Αναγνώριση
της πολυπλοκότητας
του έργου τους,
της
ποικιλίας
των
χαρακτηριστικών που συνθέτουν την εικόνα του αποτελεσματικού δ/ντή αλλά
και των κριτηρίων επιλογής του.
3) Οι δ/ντές προτείνουν επιλογή με θητεία και όχι με μονιμότητα, ενώ δεν
επιθυμούν αξιολόγηση κατά τη διάρκεια της θητείας τους.
4) Ως φορείς επιλογής δ/ντών αναγνωρίζονται ο Προϊστάμενος Γραφείου, ο
Σχολικός Σύμβουλος και ο Σύλλογος διδασκόντων, ενώ «νομιμοποιούν» το
δ/ντή ως φορέα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών.
5) Ισχυρός βαθμός συμφωνίας με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και
αναγνώριση ποικίλων αξιολογικών κριτηρίων.
Τέλος, ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις καταγράφτηκαν από τη συγκριτική θεώρηση των
απόψεων των δ/ντών των δύο βαθμίδων εκπαίδευσης.
Abstract
This dissertation attempted to brobe and assess the views of school principals
regarding their dual role as evaluators and as being evaluated.
For the implementation of this research study a written questionnaire was prepared
and disseminated to principals in the island of Crete of both Primary and Secondary
Education.
The major findings from this study are. The Principals of the study:
1) indicated
a
low
degree
of
awareness
regarding
the
institutional framework for their own evaluation and of teachers.
2) had a fair knowledge regarding the complexity of their work, the variety of
characteristics which compose the roles of the principal as well as the criteria
for their selection.
3) agreed to be selected in a non tenured position but they do not wish to be
evaluated while they are serving as principals.
4) recognized Local office director, the school counselor and the teaching staff
as agents for the selection of principals while they justify the role of the
principal as an agent for the evaluation of teachers.
5) Revealed a strong degree of agreement with teachers’ evaluation and a
recognition of the various evaluation criteria.
Finally, interesting results were recorded from the comparison of the views between
the Primary and Secondary education principals.
Βικτώρια
Κατσιγιάννη,
θέμα
διατριβής:
«Το
φαινόμενο
του
εκφοβισμού στο Δημοτικό Σχολείο». (2006)
Περίληψη
Η παρούσα έρευνα έθεσε ως στόχο να διερευνήσει τις απόψεις των μαθητών/τριών
για το φαινόμενο του εκφοβισμού, έτσι όπως παρουσιάζεται στο δημοτικό σχολείο.
Το δείγμα αποτέλεσαν 791 μαθητές/τριες , 11 και 12 ετών από 14 δημόσια δημοτικά
σχολεία της Αθήνας και του Πειραιά μετά από τυχαία δειγματοληψία. Τα εργαλεία της
έρευνας ήταν το ερωτηματολόγιο του εκφοβισμού του Olweus (1991, 1996) το
οποίο συμπληρώθηκε και μεταφράστηκε στα ελληνικά, η κλίμακα αυτοεκτίμησης του
Rosenberg (1986), η κλίμακα locus of control,
Nowicki-Strickland (1973) και η
κλίμακα Φανερού Άγχους για παιδιά (Manifest Anxiety Scale) του Gittleman.
Μετά από τυχαία επιλογή δύο σχολείων εφαρμόστηκε ένα βραχύχρονο πρόγραμμα
παρέμβασης ελέγχου των συγκρούσεων των Τριλίβα και Chimienti (1998) με
μέτρηση πριν και μετά τόσο για την πειραματική ομάδα όσο και για την ομάδα
ελέγχου.
Τέλος, μελετήθηκαν τρεις ατομικές περιπτώσεις μαθητών, ενός θύτη, ενός θύματος
κι ενός θύτη-θύματος με τη χρήση του ερωτηματολογίου του Achenbach, στο γονέα,
στο δάσκαλο και στον ίδιο το μαθητή.
Τα αποτελέσματα της έρευνας κατέδειξαν υψηλά σχετικά ποσοστά εκφοβισμού και
θυματοποίησης για το δημοτικό σχολείο σε σύγκριση με άλλες έρευνες οι οποίες
έχουν υλοποιηθεί στο παρελθόν στην Ελλάδα. Η λεκτική και η σωματική είναι οι δύο
πιο συχνές μορφές θυματοποίησης και οι ρόλοι των εμπλεκόμενων μαθητών είναι
αυτοί των θυτών, των θυμάτων, των θυτών-θυμάτων, των βοηθών και των
παρατηρητών. Τα θύματα και οι θύτες-θύματα διαθέτουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και
κυριαρχούνται από άγχος και έλλειψη κοινωνικών δεξιοτήτων, ενώ οι θύτες έχουν
σχετικά υψηλά ποσοστά αυτοεκτίμησης αλλά προβλήματα στις διαπροσωπικές τους
σχέσεις.
Μετά την εφαρμογή του τρίμηνου προγράμματος παρέμβασης μειώθηκαν σημαντικά
τα ποσοστά της θυματοποίησης και του εκφοβισμού για την πειραματική ομάδα κι
αυτό αποτέλεσε ενθαρρυντικό στοιχείο για την εφαρμογή τέτοιων προγραμμάτων.
Από το μακροεπίπεδο της τάξης οδηγήθηκε η μελέτη στο μικροεπίπεδο των τριών
ατομικών περιπτώσεων αναλύοντας πτυχές που μας βοηθούν στην καλύτερη
κατανόηση της προσωπικότητάς τους.
Η παρούσα μελέτη αποτελεί το έναυσμα για περαιτέρω έρευνα ενός σύνθετου και
τόσο σημαντικού φαινομένου για την ασφάλεια στο σχολικό περιβάλλον.
Abstract
This thesis aims to examine the views of pupils regarding the phenomenon of
victimisation in the primary school. The sample consisted of 791 pupils, 11 - 12
years old from 14 primary schools of Athens and Pireaus. The sample selection was
based on random sampling.
The research tools that were used for the collection of data consist of a
questionnaire designed by Olweus (1991 and the updated 1996) which was
translated and adapted to the Greek settings; Rosenberg’s Self-esteem Scale; the
locus of control scale; the Children’s Nowicki-Strickland Scale, (1973) and
Gittelman’s Manifest Anxiety Scale for children.
In addition, a short-term intervention program in order to study conflict situations
was attempted in two primary schools. Both schools were randomly selected. This
program has been designed by Τriliva and Chimienti (1973) and includes measures
before and after the implementation of the program for both control and
experimental groups. Moreover, three case studies were implemented which
included three students (a victim, a bully and a victim/ bully), their teachers and
parents. Achenbach’ s questionnaire was used for the collection of data within the
case studies. Τhe statistical analysis revealed considerably high percentages of
threat and victimisation in the primary schools in comparison to previous research
findings in the Greek context. Also, verbal and physical abuse were the most
common types of victimisation. According to the categories of victimisation five
different roles were appeared: bully, victim, bully/victim, assistant and bystander.
Victims and bully/ victims appear to be associated with low self-esteem, anxiety
and they lack social skills. Bullies, on the other hand, have relatively high self-
esteem
but
problems
in
their interpersonal relationships. In addition,
the short-term intervention programme in the two primary schools showed that the
rate of victimisation declined in the experimental team. This important evidence
makes the implementation of such programmes necessary for the primary school.
Moreover, the three case studies helped us to identify different angles of pupils’
personalities.
This study constitutes a starting point for further research on victimisation which is
a very complicated and important phenomenon within the school settings.
Σωτηρία
Μαρτίνου,
θέμα
διατριβής:
«Το
κίνημα
της
Μεταρρυθμιστικής Παιδαγωγικής και η επίδρασή του στο παιδαγωγικό
έργο του Μιχάλη Παπαμαύρου». (2007)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σκοπός της έρευνας είναι να εξετάσει το έργο του Έλληνα παιδαγωγού Μιχ. Παπαμαύρου και να αναδείξει, όσο αυτό είναι δυνατόν, τις επιρροές που δέχθηκε από τη
Γερμανική Μεταρρυθμιστική Παιδαγωγική και το Σχολείο Εργασίας, καθώς και τη
συμβολή του στην εξέλιξη και την ανανέωση της Διδακτικής Μεθοδολογίας σε
θεωρητικό επίπεδο, αλλά και στον εμπλουτισμό της διδακτικής πράξης και της σχολικής ζωής με νέα ερεθίσματα και πρακτικές.
Κύριες ερευνητικές μέθοδοι, της εργασίας είναι: η «ιστορική ερμηνευτική ανάλυση»
και η «ποιοτική ανάλυση περιεχομένου».
Το τελικό συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι ο Μιχ. Παπαμαύρου, επηρεασμένος σε
μεγάλο βαθμό από τις κύριους εκπροσώπους της Μεταρρυθμιστικής Παιδαγωγικής
στη Γερμανία, προσπάθησε να μετατρέψει το «παιδαγωγικό του πιστεύω» σε
καθημερινή σχολική πράξη. Δυστυχώς, οι κοινωνικές συνθήκες της εποχής του δεν
ήταν ακόμη ώριμες να αποδεχτούν τις ιδέες του για ένα δημοκρατικό σχολείο που θα
εμπνεόταν από τα οράματα του Εκπαιδευτικού Δημοτικισμού και θα βρισκόταν σε
στενή σχέση με το άμεσο και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Οι προσπάθειές
του στο Μαράσλειο Διδασκαλείο και στο Διδασκαλείο Λαμίας πολεμήθηκαν. Βρέθηκε
εκτός δημόσιας εκπαίδευσης και εντάχθηκε στην Αριστερά. Όμως, ακόμη και εκτός
δημόσιας εκπαίδευσης εργάστηκε στη φυλακή της Αίγινας, αλλά και μετά τον
Εμφύλιο, ως συγγραφέας σχολικών και παιδαγωγικών έργων, δείχνοντας έμπρακτα
την ακλόνητη πίστη του στη δύναμη της Παιδαγωγικής.
Γεώργιος
Γουρναρόπουλος,
θέμα
διατριβής:
«Η
Συμβολή
Διευθυντή στη Διαμόρφωση του Σχολικού Κλίματος». (2007)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
του
Το
σχολικό
αποτελεί
κλίμα,
έναν
από
σύμφωνα
τους
με
τις έρευνες
βασικούς
των
παράγοντες,
οι
τελευταίων
οποίοι
δεκαετιών,
επηρεάζουν
την
αποτελεσματικότητα των σχολικών οργανισμών. Στη διαμόρφωση του σχολικού
κλίματος σημαντικό ρόλο διαδραματίζει ο διευθυντής της σχολικής μονάδας, αφού
με την καθημερινή συμπεριφορά και δράση του μπορεί να δημιουργήσει ένα
μαθησιακό
περιβάλλον
απερίσπαστα
στα
τέτοιο
διδακτικά
που
τους
οι
εκπαιδευτικοί
καθήκοντα
με
να
δραστηριοποιούνται
αναμενόμενο
το
ποιοτικό
εκπαιδευτικό αποτέλεσμα.
Η παρούσα ερευνητική εργασία επιχείρησε να εξετάσει, μέσα από τις απόψεις των
απλών δασκάλων αλλά και των διευθυντών, το βαθμό στον οποίο οι διευθυντές
συντελούν στη διαμόρφωση του εργασιακού κλίματος στο χώρο των σχολείων της
πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Abstract
The school climate, according to researches of the last decades, constitutes one of
the ba-sic factors which influence the effectiveness of school organisations. In the
development of school climate an important role is played by the headteacher of
the school unit. The head-teacher’s daily behavior and action can create such a
learning environment that the teachers can perform their instructive duties
undistractedly with the expected qualitative educational results. The present
research attempts to examine, through the opinions of schoolteachers as well as
school directors, the degree to which school directors contribute to the development
of climate in the workplace of primary schools.
Εμμανουήλ
Σοφός,
θέμα
διατριβής:
«Μοντέλα
Εκπαίδευσης
Ενηλίκων και Σύγχρονη Ελληνική Εκπαιδευτική Πραγματικότητα».
(2008)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το θεωρητικό υπόβαθρο του πεδίου της Εκπαίδευσης Ενηλίκων αποτελείται διάφορες
προσεγγίσεις (μοντέλα)
που δε συνιστούν όμως ένα πλήρες πλαίσιο που να μας
δίνει τη δυνατότητα να ερμηνεύουμε τις διάφορες εκφάνσεις του φαινόμενου της
εκπαίδευσης ενηλίκων και να προβαίνουμε σε εικασίες γύρω από αυτό. Ο βασικός
σκοπός, λοιπόν, της παρούσας έρευνας είναι να σκιαγραφήσει το προφίλ των
ενήλικων εκπαιδευόμενων και μέσω αυτών των αναγκών τους, οι οποίοι φοιτούν σε
τμήματα της Ν.Ε.Λ.Ε και του δημοσίου Ι.Ε.Κ της νήσου Ρόδου με βάση 5 μοντέλα
εκπαίδευσης ενηλίκων. Η μεθοδολογική προσέγγιση που ακολουθήθηκε ήταν
ποσοτική μολονότι κατά την έναρξη της έρευνας έγινε χρήση ποιοτικών μεθόδων. Η
μελέτη εντάσσεται από θεματική άποψη στο χώρο της εκπαίδευσης ενηλίκων κι από
μεθοδολογική
άποψη
μικρής κλίμακας,
στις
έρευνες επισκόπησης
ή
διερεύνησης
πεδίου
εφόσον έγινε μόνο σε δύο ιδρύματα του νησιού της Ρόδου.
Έλαβαν μέρος 314 άτομα. Τα πιο σημαντικά συμπεράσματα από την ανάλυση των
εμπειρικών μας δεδομένων είναι
ότι: Οι εκπαιδευτικές επιλογές των ενήλικων
εκπαιδευόμενων φανερώνουν υψηλό βαθμό αυτοκαθοδήγησης, ενώ φαίνεται να
παρακινούνται περισσότερο από εξωτερικά κίνητρα. Οι εκπαιδευτικές τους επιλογές
συνδέονται άμεσα με
τις επαγγελματικές τους προσδοκίες. Επιδιώκουν την
απόκτηση επάρκειας στην ειδικότητα που παρακολουθούν για κοινωνικούς και
κυρίως εργασιακούς λόγους. Επίσης είναι αρκετά πιο συνειδητοποιημένοι σχετικά
με τις ικανότητές τους αλλά και τις απαιτήσεις που έχει η ειδικότητα που
παρακολουθούν. Μερικές από τις προτάσεις μας, είναι η αναγκαιότητα άμβλυνσης
των ανισοτήτων σχετικά με την πρόσβαση αλλά
προγραμμάτων
κατάρτισης,
η
δημιουργία
και την παρακολούθηση
έγκυρων
και
αξιόπιστων
δομών
πιστοποίησης, καθώς και η σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Ακόμη
οι οργανισμοί Εκπαίδευσης Ενηλίκων, (τυπικής ή μη- τυπικής) θα πρέπει
να
προσανατολιστούν και να συγκλίνουν σε καινοτόμες παιδαγωγικές προσεγγίσεις και
δημιουργικών περιβαλλόντων μάθησης, ενώ τόσο οι σχεδιαστές προγραμμάτων
εκπαίδευσης ενηλίκων όσο και οι Εκπαιδευτές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους
τον/την εκπαιδευόμενο/η όχι μόνο ως οικονομικό ον αλλά και ως κοινωνικοσυναισθηματική οντότητα.
Abstract
Adult Education theoretical background includes various approaches/models which
albeit their popularity do not constitute an all -inclusive theory able to account for
every aspect of the Adult Education field. The aim of our research is an attempt
to delineate the profile and the needs of
adult students (studying in
state
institutes in the island of Rhodes) according to some of these models. In our small scale research we followed a quantitative approach and participated 314 students
(only at the beginning of the research we used qualitative methods). Some of the
conclusions drawn from our data are that adult students are mainly self directed
and seem to be motivated by external motives. Their educational choices are
directly linked to their professional expectations and pursue proficiency in the area
of their specialisation. They are also aware of the demands the it has on them as
well as of their abilities to cope
with it.
Our suggestions include the need to
promote access to adult education programmes for all
reliable adult education
accreditation systems
people, to create valid and
and set up links
between adult
education and the job market. Moreover adult education institutes/organizations
should employ novel teaching methods and build creative learning environments.
Finally adult educators
and policy makers should regard
adult education
participants not only as economic entities but also as socio-emotional ones.
Σταυρούλα
εκπαίδευση
Κοντάρα-Λυκιαρδοπούλου,
θέμα
στη
τελευταία
Λέσβο
κατά
την
διατριβής:
περίοδο
«Η
της
Οθωμανοκρατίας (1830-1912)». (2008)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η παρούσα διατριβή διεύνησε την εκπαίδευση στη Λέσβο κατά τον τελευταίο αιώνα
της Οθωμανικής κυριαρχίας (1800-1912). Πιο συγκεκριμένα οι άξονες οι προέκυψαν
από τη μελέτη του αρχειακού υλικού και της υπάρχουσας βιβλιογραφίας και
αποτέλεσαν τη βάση για τη μελέτη του θέματος είναι οι εξής: 1) η διερεύνηση των
παιδαγωγικών τάσεων και πρακτικών που υιοθετούνται και αφαρμόζονται στα
σχολεία της Λέσβου, 2) η ανίχνευση των διοικητικών δομών που υποστηρίζουν το
εκπαιδευτικό εγχείρημα και η σχέση τους με την επίσημη οθωμανική εξουσία, 3) η
προσπάθεια συγκρότησης εθνικής ταυτότητας μέσα από τη δημιουργία και επέκταση
υου σχολικού δικτύου και ο ρόλος του ελληνικού κράτους και των συλλόγων, 4) η
εμπλοκή του σχολικού μηχανισμού στις διαδικασίες κοινωνικού επιμερισμού, 5) ο
σημαντικός ρόλος της εκπαίδευσης στη δημιουργία του "πειθαρχημένου ατόμου"
όπως διαφαίνεται μέσα από τους κανονισμούς λειτουργίας των σχολείων, 6) ο ρόλος
των δασκάλων και των μαθητών ως δρώντων κοινωνικών υποκειμένων, 7) ο
"ειδικός" ρόλος που η γυναίκα καλείται να παίξει στο οικογενειακό και ευρύτερο
κοινωνικό πλαίσιο, ο οποίος υπηρετήθηκε μέσα από τα Παρθεναγωγεία, 8) η
λειτουργία των ξένων σχολείων και οι σχέσεις τους με τα σχολεία της αριθμητικά
κυρίαρχης ελληνορθόδοξης κοινότητας. Η εργασία είναι διαρθρωμένη σε δέκα
κεφάλαια:
Στην εισαγωγή παρατίθεται ο σκοπός, τα χρονικά πλαίσια της έρευνας, οι υποθέσεις
εργασίας
και
αναλύεται
το
θεωρητικό
πλαίσιο
και
η
μεθοδολογία
που
χρησιμοποιήθηκε.
Στο 1ο κεφάλαιο παΣτο Α΄κεφάλαιο παρουσιάζεται το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο
οποίο εμφανίζεται το εκπαιδευτικό φαινόμενο και δίνονται πληροφορίες για τη
δημογραφία, την
κοινωνική διαστρωμάτωση και τις ιδεολογικές και πολιτικές
συγκυρίες που σηματοδοτούν την έναρξη, τη διαδρομή και την λήξη μιας περιόδου
με έντονους κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς μετασχηματισμούς.
Στο Β΄κεφάλαιο δίνονται
γενικές πληροφορίες σχετικά με τη δομή του σχολικού
μηχανισμού στην Ελλάδα και τη Λέσβο, ώστε να γίνει δυνατή μια συγκριτική
προσέγγιση της παράλληλης εξέλιξης των δύο εκπαιδευτικών συστημάτων. Ακόμα
γίνεται
μια
ποσοτική
καταγραφή
των σχολείων της Λέσβου, η οποία καλύπτει
ολόκληρη τη χρονική περίοδο που εξετάζουμε.
Στο Γ΄κεφάλαιο επιχειρείται η διαπραγμάτευση της εκπαίδευσης των αγοριών στην
πόλη της Μυτιλήνης, η οποία ως πρωτεύουσα του νησιού είναι η έδρα της διοίκησης
αλλά και του μοναδικού Γυμνασίου που έχει το νησί. Το κεφάλαιο αυτό διαιρείται,
για λόγους καθαρά μεθοδολογικούς, σε τρία υποκεφάλαια που οριοθετούν διακριτές
περιόδους με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Στο Δ΄κεφάλαιο εξετάζεται η εκπαίδευση των κοριτσιών, όπως αυτή παρέχεται από
το Παρθεναγωγείο Μυτιλήνης. Ακόμα γίνεται αναφορά στην εκπαίδευση των
κοριτσιών στην Ελλάδα και διερευνάται η σχέση φιλανθρωπίας και γυναικείου
ρόλου, ένα ζήτημα που χαρακτηρίζει την κοινωνία του 19ου αιώνα, μέσα από τις
πρακτικές που εφαρμόζονται στο Παρθεναγωγείο Μυτιλήνης.
Το Ε΄κεφάλαιο χωρίζεται σε δύο υποκεφάλαια, καθένα από τα οποία αναφέρεται σε
μία από τις δύο εκκλησιαστικές περιφέρειες του νησιού. Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται
προσπάθεια να καταγραφούν όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την εκπαιδευτική
εικόνα έντεκα μεγάλων χωριών της Λέσβου και έχουν να κάνουν με την ανάπτυξη
των σχολείων, τους οικονομικούς πόρους, την εποπτεία και τους φιλεκπαιδευτικούς
συλλόγους.
Στο ΣΤ΄κεφάλαιο προσεγγίζεται το ζήτημα της διοίκησης και εποπτείας των σχολείων
σε τρία επίπεδα. Αρχικά γίνεται αναφορά στις διοκητικές δομές της εκπαίδευσης που
ισχύουν στο Ελληνικό κράτος. Στη συνέχεια περιγράφονται οι όροι κάτω από τους
οποίους το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ως επίσημος φορέας
διοίκησης της ελληνορθόδοξης εθνότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και
ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως, ασκούν τη διοίκηση και
εποπτεία των σχολείων Έπειτα προσεγγίζεται το ζήτημα της διοίκησης των σχολείων
σε επίπεδο κοινότητας και αναλύεται ο ρόλος και η δράση που αναπτύσσει η Εφορεία
των Φιλανθρωπικών και Εκπαιδευτικών Καταστημάτων Μυτιλήνης. Ακόμα αναλύεται
ο ρόλος της Οθωμανικής διοίκησης, ως εκπροσώπου της επίσημης κυβερνητικής
εξουσίας. Ένα ακόμη ζήτημα που εξετάζεται είναι η εξεύρεση των οικονομικών
πόρων που είναι απαραίτητα για να υλοποιηθεί το εκπαιδευτικό εγχείρημα, μια και το
επίσημο κράτος δεν αναλαμβάνει την οικονομική στήριξη των σχολείων. Τέλος
παρουσιάζονται και
σχολιάζονται οι διασωθέντες
κανονισμοί λειτουργίας
της
Λειμωνιάδος σχολής και του Γυμνασίου Μυτιλήνης, προκειμένου να εντοπιστούν τα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού μοντέλου που εφαρμόζεται στα σχολεία
της Λέσβου.
Στο Ζ΄κεφάλαιο γίνεται διαπραγμάτευση των ζητημάτων που έχουν να κάνουν με το
εκπαιδευτικό προσωπικό που υπηρετεί στα σχολεία της Λέσβου. Αφού γίνει αναφορά
στην κατάρτιση των εκπαιδευτικών στην Ελλάδα
και
την
Οθωμανική
Αυτοκρατορία, επιχειρείται μια διερεύνηση του επαγγελματικού, οικονομικού και
κοινωνικού status των δασκάλων της Λέσβου. Ακόμα προσεγγίζεται το θέμα της
συνδικαλιστικής οργάνωσής τους που πρωτοεμφανίζεται τα τελευταία χρόνια της
εξεταζόμενης περιόδου. Τέλος παρουσιάζεται μια άλλη, εξ ίσου σημαντική, πλευρά
των εκπαιδευτικών της Λέσβου, αυτή του συγγραφέα και εκδότη.
Το Η΄κεφάλαιο ασχολείται με τους μαθητές, ένα κοινωνικό υποκείμενο που εν
πολλοίς μένει αόρατο, ειδικά κατά τη διάρκεια της περιόδου που μελετούμε.
Εξετάζονται
οι
μαθητικές
υποχρεώσεις
όπως
αυτές
παρουσιάζονται
στους
διασωθέντες κανονισμούς λειτουργίας και περιγράφονται οι τρόποι επιβολής της
πειθαρχίας. Ακόμα γίνεται προσπάθεια να ακουστεί η φωνή των μαθητών μέσα από
κάποια κείμενα και να εντοπιστούν κάποιες προσπάθειες μαθητικής αντίδρασης στους
μηχανισμούς
εξουσίας.
Τέλος
επιχειρειρείται
μια
καταγραφή
της
κοινωνικής
ταυτότητας των μαθητών, προκειμένου να διαπιστωθεί ο αναπαραγωγικός ρόλος του
σχολείου.
Στο Θ΄κεφάλαιο γίνεται αναφορά στον εθνικό, ενοποιητικό ρόλο του σχολικού
μηχανισμού, ο οποίος φαίνεται να ενισχύεται κατά τις τελευταίες δεκαετίες της
περιόδου που εξετάζουμε. Ρόλο επικουρικό στην παγίωση και ισχυροποίηση της
εθνικής ταυτότητας διαδραματίζουν οι διάφοροι φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι που
ιδρύονται σε πολλές κοινότητες της Λέσβου. Ακόμα αναλύεται ο διαμεσολαβητικός
ρόλος του ελληνικού Υποπροξενείου Μυτιλήνης.
Το Ι΄κεφάλαιο ασχολείται με τα χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης της οθωμανικής
εθνότητας της Λέσβου και γίνεται προσπάθεια να εντοπιστούν τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά της και να αναλυθεί το εκπαιδευτικό μοντέλο που εφαρμόζεται,
πράγμα αρκετά δύσκολο λόγω της έλλειψης αρχειακού υλικού. Ακόμα φωτίζεται η
λειτουργία των δύο γαλλικών σχολείων που ιδρύθηκαν στη Μυτιλήνη στις αρχές του
20ού αιώνα και ερευνώνται οι στάσεις
και αντιλήψεις της ελληνορθόδοξης
κοινότητας απέναντι στην πολιτική των γάλλων ιεραποστόλων.
Τέλος στα συμπεράσματα επιχειρείται μια συνολική αποτίμηση της εκπαίδευσης στη
Λέσβο κατά το 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα, προκειμένου να εντοπιστούν οι
παράγοντες εκείνοι που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του και
καθόρισαν το παρόν και το μέλλον του.
Abstract
This dissertation attempted to scrutinize in a systematic way the development of
the education in the island of Lesvos during the last period of the Turkish rule
(1800-1912). The study and elaboration of the existed archives as well as the
written sources permitted the approach of
this
period.
The
conclusions
the
research has come are given next:
1) During the period we study took place a great development of the
educational net of the Greek orthodox community.
2) The administration and supervising of the schools were exercised by the local
community under the higher command of the patriarchate.
3) The school had been the path though which a strong national identification
was cultivated.
4) The educational systems that had been implemented was firstly the mutually
instructive method and after 1880 the straight instruction.
5) The dominant pedagogy was that of the subjugation and punishment.
6) Classicism and worship of antiquity prevails.
7) The schools of the Moslem community had a slower development.
8) French schools attracted a great number of the higher class of the island and
provoked reactions from the heads of the Greek community.
Μιχαήλ Πολυχρονόπουλος, θέμα διατριβής:
«Παράγοντες ψυχικής
υγείας του Έλληνα Δασκάλου και η σχέση τους με την Επαγγελματική
Εξουθένωση». (2009)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αντικείμενο της παρούσας έρευνας αποτελεί η διερεύνηση των στοιχείων που
σχετίζονται με τη ψυχική υγεία των Ελλήνων Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας
εκπαίδευσης. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 562 εκπαιδευτικοί επί συνόλου 985
εκπαιδευτικών που υπηρετούσαν σε δημόσια δημοτικά σχολεία Γενικής εκπαίδευσης.
Για
τους
σκοπούς
της
έρευνας
χρησιμοποιήθηκαν
τρία
ερωτηματολόγια
(Δημογραφικών στοιχείων, Έπίτευξης Στόχων, Χρήσης Ουσιών) και δέκα κλίμακες
(Κατάθλιψης, Αγχογόνων Γεγονότων, Ψυχοσωματικών συμπτωμάτων, Ασάφειας και
Σύγκρουσης
ρόλων,
Οργανωτικού
κλίματος,
Έκφρασης
Θυμού,
Αξιολόγησης
Κέντρου Ελέγχου Υγείας, Συντροφικότητας, Επαγγελματικής Εξουθένωσης). Σε
πέντε
κλίμακες
εφαρμόστηκε
η
τεχνική
της
παραγοντικής
ανάλυσης,
τα
δημογραφικά δεδομένα διασταυρώθηκαν με όλες τις παραμέτρους ψυχικής υγείας
ενώ έγινε διερεύνηση των σχέσεων των παραμέτρων αυτών με τους παράγοντες της
Επαγγελματικής
Εξουθένωσης.
Η
διερεύνηση
έγινε
με
δύο
μεθόδους:
α)
Πολυπαραγοντική (Πολλαπλή Γραμμική Παλινδρόμηση) και β) Μονοπαραμετρική (ttest, Μονοπαραμετρική Ανάλυση Διακύμανσης, Συντελεστής Συσχέτισης Pearson).
Μια σχέση θεωρήθηκε σημαντική εάν και οι δυο μέθοδοι συμφωνούσαν προς την ίδια
κατεύθυνση. Σε γενικές γραμμές τα ευρήματα της έρευνας, συγκρινόμενα με
ευρήματα προερχόμενα από άλλες χώρες, παρουσιάζουν
εκπαιδευτικούς
να
βιώνουν
σαφώς
χαμηλότερα
τους
επίπεδα
Έλληνες
επαγγελματικής
εξουθένωσης, ενώ τα επίπεδα Κατάθλιψης, Ασάφειας και Σύγκρουσης Ρόλων και
Έκφρασης Θυμού κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα. Σημαντικό ρόλο στις διαπιστώσεις
αυτές φαίνεται να παίζουν ο υψηλός βαθμός Συντροφικότητας που απολαμβάνουν,
καθώς και η Διευθυντική Υποστήριξη με τη Θετική Επαγγελματική Συμπεριφορά
μεταξύ τους που κυμαίνονται σε υψηλά επίπεδα. Τα γεγονότα τα οποία τους
προκάλεσαν το μεγαλύτερο άγχος κατά την προηγούμενη σχολική χρονιά ήταν τα
οικονομικά
προβλήματα
ενώ
τα
συχνότερα
ψυχοσωματικά
συμπτώματα
που
ανέφεραν ήταν η σωματική εξάντληση, οι πονοκέφαλοι, οι αϋπνίες, οι ημικρανίες και
οι μυοσκελετικές
παθήσεις. Όσον αφορά την υγεία τους θεωρούν ότι εξαρτάται
περισσότερο από τους ίδιους και την οικογένειά τους ή άλλους φορείς περίθαλψης
και λιγότερο από την τύχη. Τέλος, εντοπίστηκαν σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των
παραγόντων της Επαγγελματικής Εξουθένωσης και των υπολοίπων
Παραγόντων
Ψυχικής Υγείας της μελέτης.
Abstract
The aim of the present study is to examine the factors that affect Greek primary
school teachers’ mental health by reporting the degree of burnout that they may be
experiencing and investigating the relationship between work and personal stress
and the effects on their personal life and teaching role practice. The sample of the
main research consists of
562 teachers who were appointed at a total of 79
primary schools. The total
number of teachers this study was addressed to was
985 (with a return rate of 57.1%). For the purposes of the present study three
questionnaires (Demographic Characteristics Questionnaire, Aim Achievement
Questionnaire, and Substance Use Questionnaire) and ten scales (Depression CESD Scale, Stressful Events, Scale, Psychosomatic Symptoms Scale, State Trait
Anxiety Inventory, Role Conflict and Role Ambiguity Scale, Health Locus of Control
Scale, Organizational Climate Scale, Maslach Burnout Inventory, Relationships
Scale) were used. The statistical method of Factor Analysis was used for five scales.
Almost all parameters of the study were cross-analysed with the demographic data.
In order to examine the relationship between the parameters of Maslach Burnout
Inventory with other psychological factors of this study, two methods were used: a)
Multifactor: Multiple Linear Regression Technique and b) Uniparametric: T-test One-Way ANOVA, Pearson Correlation Coefficient. In general terms the findings of
the study, compared to findings derived from other countries, present teachers
experiencing clearly lower levels of burnout, while the levels of depression, role
conflict and role ambiguity and anger expression are also low. It appears that in the
particular findings an important role is played
by
the
high
degree
of
companionship experienced by teachers, as well as by managerial support and
teachers’ positive professional attitude whose levels are found to be high. The facts
which caused them the greatest stress were their financial problems, while the
psychosomatic symptoms which were most frequently reported were physical
exhaustion,
headaches,
insomnias,
migraines
and
myosceletic
complaints.
Concerning their health, teachers consider that it depends more on them and their
family or other health authorities and less on luck. Finally, significant statistical
correlations between burnout with the other mental health factors were located..
Ιωάννης Μηνατσής, θέμα διατριβής:
«Η Ιταλική εκπαιδευτική
νομοθεσία στα Δωδεκάνησα την περίοδο 1926-1943». (2009)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η
παρούσα
διατριβή
μελέτησε,
ανέλυσε
και
ανέδειξε
το
περιεχόμενο
των
Εκπαιδευτικών Διαταγμάτων της περιόδου της Ιταλικής Κατοχής στα Δωδεκάνησα.
Πιο συγκεκριμένα η έρευνα επεδίωξε: α.- να συστηματοποιήσει και καταγράψει την
παιδεία
στην
προ
της
Ιταλοκρατίας
περίοδο,
δηλαδή
την
περίοδο
της
Τουρκοκρατίας. β.- την πρώτη περίοδο της Ιταλικής κατοχής (1912-1923). γ.- την
δεύτερη
περίοδο
της
Ιταλικής
κατοχής
(1923-1943).
ανάλυση των βασικών εκπαιδευτικών διαταγμάτων
δ.- την
παρουσίαση
της κατοχικής περιόδου,
και
ήτοι
το με αρ. 1/1.1.1926 του Ιταλού Διοικητή Mario Lago και 149/21.7.1937 του
Ιταλού Διοικητή Cesare Maria De Vecchi.
ε.-
Ελλήνων
εποχής
και
Ιταλών
διανοούμενων
της
παρουσίασε τις κρίσεις - απόψεις
για
την
εκπαιδευτική
Ιταλική
«μεταρρύθμιση» στα Δωδεκάνησα. στ.- συγκριτική προσέγγιση της «μεταρρύθμισης»
με
την εκπαιδευτική
νομοθεσία
στην ελεύθερη
Ελλάδα. ζ.-
Τη
επιρροή
των
διαταγμάτων στα αναγνωστικά του δημοτικού σχολείου.
Η εργασία διαρθρώνεται
ο
Στο 1
σε πέντε (5) κεφάλαια.
κεφάλαιο παρουσιάζεται το ιστορικό εκπαιδευτικό και πολιτικό πλαίσιο της
προ της Ιταλοκρατίας περιόδου (Τουρκοκρατίας), της πρώτης και δεύτερης περιόδου
της Ιταλοκρατίας στα Δωδεκάνησα.
Στο
2ο
κεφάλαιο
παρουσιάζονται
και
αναλύονται
τα
δύο
(2)
βασικά
μεταρρυθμιστικά εκπαιδευτικά διατάγματα, οι κρίσεις - απόψεις διανοουμένων της
εποχής.
Στο
3ο
κεφάλαιο
παρουσιάζονται
και
συγκρίνονται
τα
δύο (2)
Ιταλικά
αναγνωστικά του δημοτικού σχολείου και δύο (2) Ελληνικά αναγνωστικά αντιστοίχων
τάξεων και
εξετάζεται η επιρροή των διαταγμάτων
σ΄ αυτά.
Στο 4ο
Στο
ο
5
Ιταλοί
κεφάλαιο περιλαμβάνονται οι τελικές - συμπερασματικές παρατηρήσεις .
κεφάλαιο
Διοικητές,
παρουσιάζονται
ο
Μητροπολίτης
οι
βασικοί
Ρόδου
πρωταγωνιστές
Απόστολος
και
ο
της
περιόδου.
Πρωτοσύγγελος
Οι
της
Μητρόπολης Ρόδου εκείνης της περιόδου.
Στο ξεχωριστό
παράρτημα,
διαταγμάτων στην ιταλική
υπάρχει
και ελληνική
φωτογραφικό
και
υλικό,
το
κείμενο
των
τα αναγνωστικά (σε αποσπάσματα)
Abstract
This present thesis shows and analyses the content of the Educational Edicts of
the Italian ruling of the Dodecanese. More specifically my research
a) a record the educational
attempted to:
status of the pre Italian period, which means the
period of the Turkish ruling.
b) b. the first phase of the Italian rule (1912-1923)
c) the second phase of the Italian rule (1923-1943)
d) the demonstration and analysis
of the basic educational edicts of all phases,
which are No 1/1/11026 of the Italian Officer Mario Lago and No 149/21-7-1937
of the Italian Officer Cesare Maria de Vecchi.
e) Presented the opinions of the Greek and Italian scholars of the time of the
Italian educational reformation in the Dodecanese .
f) Comparative study of the “reformation”
with the educational
legislation
in
free Greece.
g) The influence of the edicts on the primary school reading books.
The thesis consists of five chapters.
The
first
chapter
political consensus
contains
presentation
of
the
historical
educational
and
of the pre Italian period ( Turkish rule), of the first and the
second periods of the Italian rule of the Dodecanese.
The 2nd chapter presents and analyses
the two basic educational
edicts, which
are the beliefs of the scholars of the period.
The
3rd
chapter
presents
and compares
two
Italian
primary
school
reading
books with two Greek ones and examines the influence of the edicts on all of
them.
The 4th chapter contains
The 5th
the final conclusions.
chapter presents the
basic
Officers, the bishop and prwtosyggelos
The index contains photographic
protagonists of
the
period.
The
Italian
of the Metropolis of Rhodes of that time.
material, the script of the edicts in Greek and
Italian and Fragments of the reading books.
Μαρία Καδιανάκη, θέμα διατριβής:
«Αποτελεσματική Διδασκαλία-
Επικοινωνιακό Πλαίσιο της Σχολικής Τάξης και η Αυτοαξιολόγηση του
Εκπαιδευτικού». (2009)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αντικείμενο αυτής της μελέτης είναι η διερεύνηση των απόψεων των εκπαιδευτικών
σε
ένα
σύνολο
ερωτημάτων,
αναφορικά
με
την
αποτελεσματικότητα
της
διδασκαλίας, το επικοινωνιακό πλαίσιο της σχολικής τάξης και την αυτοαξιολόγηση
του εκπαιδευτικού. Βασικό ερώτημα της προβληματικής της έρευνας είναι: Μπορεί ο
εκπαιδευτικός να βελτιώσει την αποτελεσματικότητά του και να δημιουργήσει ένα
επικοινωνιακό πλαίσιο στην τάξη του μέσα από την αυτοαξιολόγησή του; Η
αναζήτηση της απάντησης αποκτά ιδιαίτερη σημασία, εφόσον ο εκπαιδευτικός κατά
την αυτοαξιολόγησή του πρέπει να έχει συγκεκριμένα κριτήρια αξιολόγησης της
διδασκαλίας του και του επικοινωνιακού κλίματος που ενυπάρχει στην τάξη του. Το
δείγμα αποτελούν 621 εκπαιδευτικοί. Η συλλογή των ερευνητικών δεδομένων έγινε
με γραπτό ερωτηματολόγιο. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ως κυρίαρχο
χαρακτηριστικό του αποτελεσματικού εκπαιδευτικού την καλή επικοινωνία με τους
μαθητές. Ως αναποτελεσματικός χαρακτηρίζεται ο εκπαιδευτικός που έχει έλλειψη
αυτεπίγνωσης
με
αποτέλεσμα
να
είναι
δέσμιος
προκαταλήψεων.
Επίσης,
εκπαιδευτικός σήμερα πρέπει να εστιάζει στα προβλήματα της τάξης του, να
σχεδιάζει την αντιμετώπισή τους και να αξιολογεί τα αποτελέσματα των ενεργειών
του αλλάζοντας συμπεριφορά, αν χρειαστεί. Οι εκπαιδευτικοί συνηγορούν, ότι ο
εκπαιδευτικός σήμερα πρέπει να γίνει ερευνητής της τάξης του και του εαυτού του
και συμφωνούν παράλληλα, ότι, για να επιτευχθεί αυτή η προσαρμοστικότητα του
εκπαιδευτικού, αναγκαίες προϋποθέσεις είναι η ανάπτυξη ισορροπημένων σχέσεων
με τους συναδέλφους τους και η ακαδημαϊκή τους ανάπτυξη. Η αυτοαξιολόγηση
είναι μια επαγγελματική ευθύνη, που εστιάζει στην επαγγελματική ανάπτυξη και
βελτίωση του εκπαιδευτικού.
Abstract
The object of this study is to research teachers’ views in a questionnaire regarding
the effectiveness of teaching, the communicative framework of the school class and
the teacher’s self-assessment. A fundamental question of this research is: Can the
teacher improve his effectiveness and create a communication framework in his
classroom
through
his
self-assessment?
The
search
for
answers
becomes
particularly important, provided that the teacher, in the process of evaluating
himself, has concrete criteria of evaluating his teaching and the communication
climate existing in his classroom. The sample is made up of 621 teachers. A
questionnaire is used as methodological tool. The results have shown that the
dominant characteristic of the effective teacher is the good communication with the
students.
As
ineffective
is
characterized
the
teacher
that
has
lack
self-
consciousness that he is prisoner biases. Τhe teacher today should focus on the
problems of his class, plan their solution and evaluate the results of his actions
changing behaviour, if need be. The teachers advocate, that the teacher today
should become researcher of his class and himself. At the same time they agree,
that, in order for this teacher adaptability to be achieved, prerequisites are the
development of balanced relations with their colleagues as well as academic
development. Τhe self-assessment is a professional responsibility that it focuses in
the professional development and improvement of teacher.
Αλέξανδρος Πεδιαδίτης,
θέμα διατριβής:
«Η Εκπαιδευτική έρευνα
ως αντικείμενο μελέτης και ως πεδίο κοινωνικών αναπαραστάσεων του
επαγγέλματος
των
εκπαιδευτικών
Πρωτοβάθμιας
Εκπαίδευσης».
(2009)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι η εκπαιδευτική έρευνα ως αντικείμενο
μελέτης
και
ως
πεδίο
κοινωνικών
αναπαραστάσεων
του
επαγγέλματος
του
εκπαιδευτικού της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Η καταγραφή των απαντήσεων των
εκπαιδευτικών αποκαλύπτει ως ένα βαθμό τη θέση που έχει η εκπαιδευτική έρευνα
στην πρακτική τους, τη στάση τους απέναντι σε όψεις του επαγγέλματός τους και τη
διάθεσή τους να συμμετέχουν σε εκπαιδευτικές έρευνες.
I. Στο πρώτο μέρος του παρόντος πονήματος, παρατίθενται το θεωρητικό πλαίσιο
της μελέτης που θεμελιώνεται η πραγμάτευση και στο δεύτερο, τα εμπειρικά
δεδομένα της έρευνας.
Πιο
συγκεκριμένα,
στο
πρώτο
κεφάλαιο
παρουσιάζονται
εννοιολογικές
αποσαφηνίσεις των βασικών όρων της έρευνας. Γίνεται εννοιολόγηση των όρων:
κοινωνικές αναπαραστάσεις, επιστημονική έρευνα και εκπαιδευτική έρευνα.
Στο δεύτερο κεφάλαιο περιγράφεται και αναλύεται το μεθοδολογικό πλαίσιο της
επιστημονικής εκπαιδευτικής έρευνας.
Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται ο εκπαιδευτικός και όψεις του επαγγέλματός του.
II. Στο δεύτερο μέρος παρατίθεται η έρευνα. Πιο συγκεκριμένα, στο τέταρτο
κεφάλαιο περιγράφεται η μεθοδολογία της έρευνας και επισημαίνεται η σημασία και
η πρωτοτυπία της έρευνας. Διατυπώνονται οι σκοποί και οι στόχοι της έρευνας, τα
διερευνητικά ερωτήματα και παρουσιάζονται η στρατηγική, τα μέσα συλλογής
δεδομένων, η προέρευνα, η δοκιμαστική χορήγηση ερωτηματολογίου και το τελικό
ερωτηματολόγιο. Περιγράφεται, ακόμη, ο πληθυσμός και το δείγμα της έρευνας, η
διαδικασία χορήγησης των ερωτηματολογίων, καθώς και η μέθοδος στατιστικής
ανάλυσης των ερευνητικών δεδομένων.
Στο πέμπτο κεφάλαιο παρατίθενται αναλυτικά τα περιγραφικά αποτελέσματα της
έρευνας. Στο έκτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα κατά φύλο, στο
έβδομο κατά ειδικότητα, στο όγδοο με βάση τα έτη συνολικής εκπαιδευτικής
υπηρεσίας, στο ένατο με βάση την προγενέστερη συμμετοχή των εκπαιδευτικών σε
εκπαιδευτική έρευνα και στο δέκατο με βάση την ικανοποίηση από το επάγγελμά
τους. Η μελέτη ολοκληρώνεται με την παράθεση των γενικών συμπερασμάτων και
προτάσεων καθώς και των προοπτικών για παραπέρα διερεύνηση του θέματος.
Abstract
This present study focuses on the social representations of social representations of
Elementary school teachers’ profession in Greece. Empirical data reveal the
importance of educational research according to the teachers, their opinion about
research activities, as well as their ideas about the profession of the educator and
their involvement in the research procedures.
In the first part the theoretical framework of the study is presented and in the
second part the empirical data data.
In the first chapter key terms such as social representations, scientific research,
educational research are defined.
In the second chapter, a brief historical review of the educational research in
Greece is presented.
In the third chapter issues related to aspects of teacher profession are discussed.
In the second part, the research goals and hypotheses, methods of gathering data,
as
well
as
the
research
instrument
(questionnaire)
used
are
Characteristics of the sample, data gathering procedures as well the
presented.
statistical
methods used are analysed. In addition, issues related to research methodology
and data analysis are further discussed. More specifically, the fourth chapter
focuses on methodological issues and on issues related to the research project
originality.
In the final chapters, descriptive statistics are presented as well data regarding
analyses in relation to sex, teacher specialization, years of work, former
participation in research projects, and job satisfaction. In the last chapter research
conclusions, educational implications and perspectives for further research are
presented and discussed.
Ιωάννης
έρευνα
Έξαρχος,
ως
θέμα
αντικείμενο
αναπαραστάσεων
του
διατριβής:
μελέτης
και
ως
επαγγέλματος
«Η
Εκπαιδευτική
πεδίο
των
κοινωνικών
εκπαιδευτικών
Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης». (2009)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η παρούσα διατριβή διερεύνησε τις απόψεις των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας
εκπαίδευσης για τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του σχολικού εγχχειριδίου των
Φυσικών Επιστημών, τα κριτήρια και τη διαδικασία επιλογής του.Συγκεκριμένα η
έρευνα συγκέντρωσε τις απόψεις των εκπαιδευτικών για το κείμενο, τη δομή και την
εικονογράφηση του σχολικού εγχειριδίου των Φυσικών Επιστημών καθώς και τα
κριτήρια και τη διαδικασία που προτιμούν για την επιλογή του.Η έρευνα είναι
ποσοτική με ερωτηματολόγια και εμπλουτίζεται με ποιοτικά δεδομένα από τις 55
ημιδομημένες συνεντεύξεις και μια εστιασμένη συνέντευξη εκπαιδευτικών (focus
group).Η έρευνα διεξήχθη σε τυχαίο δείγμα 78 δημόσιων δημοτικών σχολείων του
Νομού Αττικής και 572 ερωτηματολόγια απαντήθηκαν από τα 720 που είχαν
διανεμηθεί.Η εργασία διαρθώνεται σε πέντε κεφάλαια.
Στο πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στην αξία του σχολικού εγχειριδίου, τη "μετάφραση
" του Αναλυτικού Προγράμματος σε σχολικό εγχειρίδιο, το θεωρητικό πλαίσιο καθώς
και τη σπουδαιότητα και τους περιορισμούς της διατριβής.Στο δεύτερο κεφάλαιο
γίνεται μια κριτική επισκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας που αφορά
τις
επιστημολογικές θέσεις της ανάλυσης του σχολικού εγχειριδίου, του κειμένου, της
δομής και της εικονογράφησης. Στο τέλος του κεφαλαίου παρουσιάζονται τα
χαρακτηριστικά γνωρίσματα του σχολικού εγχειριδίου που απορρέουν από την
επισκόπηση των ερευνών. Στο τρίτο κεφάλαιο περιγράφεται η μεθοδολογία, το
δείγμα και τα ερευνητικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν. Στο τέταρτο κεφάλαιο
παρουσιάζεται η στατιστική ανάλυση των δεδομένων του ερωτηματολογίου, η
ανάλυση ευρημάτων των ημιδομημένων συνεντεύξεων καθώς και παρουσιάζονται τα
ευρήματα από την εστιασμένη συνέντευξη εκπαιδευτικών. Στο πέμπτο κεφάλαιο
αναλύονται οι 22 προτάσεις που θα πρέπει να λάβει υπόψη της η Πολιτεία και να
προβεί
στην
αναμόρφωση
του
προγράμματος
σπουδών
των
Παιδαγωγικών
Τμημάτων των ελληνικών πανεπιστημίων, ώστε οι Έλληνες εκπαιδευτικοί να
διδάσκονται
την
ανάλυση
του
σχολικού
εγχειριδίου
και
να
φροντίσει
να
επιμορφωθούν για το ίδιο θέμα οι υπηρετούντες εκπαιδευτικοί.
Abstract
Current
dissertation
examined
Greek
primary
teachers’
aspects
for
and
characteristics of science textbook, as well as the criteria and the procedure of
selecting it. Specifically, the survey collected teachers’ aspects for science text,
science
textbook
structure,
and
the illustrations, as well as the criteria and
the procedure of selecting it.
The survey is quantitative and is enriched with data from 55 in-depth semistructured interviews and a focus group. Seventy eight primary public schools in
prefecture of Attica (Athens) were drawn randomly, and 720 questionnaires were
distributed. Five hundred seventy two were responded to the survey.
The dissertation is organized in to five chapters.
The first chapter includes the worth of the school textbook, the transformation of
curriculum in to school textbook, the theoretical framework that underpins the
study, as well as the significance and the limitations of the study.
The
second
chapter
concludes
epistemological views of science
textbook structure, and the
literature
review
concerning
the
different
textbook analysis, the science text, the science
illustrations. At the
end of the
chapter the
characteristics of science textbook that derived from literature review are
presented.
Third chapter describes the method of the study, the samples and the scientific
instruments used in the study.
In the fourth chapter, questionnaires data were analyzed. In addition, the data from
the in-depth semi-structured interviews were presented and the data from focus
group as well.
Finally, in the fifth chapter, 22 recommendations towards the Greek Ministry of
Education concerning revisiting the studies in the faculties of education in the Greek
Universities in order Greek teachers been taught science textbook analysis, and
urgent needed “in-service” training for Greek primary teachers on the criteria used
to select a science textbook..
Βασίλειος Παπαβασιλείου, θέμα διατριβής: «Διαθεματική προσέγγιση
των ιδιωματικών ονομάτων των φυτών και φυτώνυμων τοπωνυμίων
της Ρόδου με ανάπτυξη και εφαρμογή project για το Περιβάλλον» .
(2009)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η παρούσα διατριβή διερευνά τα ιδιωματικά ονόματα φυτών και τα φυτώνυμα
τοπωνύμια της Ρόδου και καταδεικνύει τη στενή σχέση των κατοίκων του νησιού με
τη φύση. Το υλικό συγκεντρώθηκε τόσο με βιβλιογραφική, όσο και με επιτόπια
έρευνα η οποία πραγματοποιήθηκε σε όλα τα χωριά, καθώς και την πόλη της Ρόδου
με ημι-δομημένες συνεντεύξεις. Στη μελέτη αυτή παρουσιάζονται τα
ιδιωματικά
ονόματα των φυτών και τα φυτώνυμα τοπωνύμια του νησιού και έχει ως σκοπό να
καταδειχθεί η δυνατότητα αξιοποίησης της τοπικής γνώσης στην Περιβαλλοντική
Εκπαίδευση,
ώστε
να
διαμορφωθούν
περιβαλλοντικά
υπεύθυνοι
πολίτες.
Τα
τοπωνύμια συνδέονται με την περιβαλλοντική ηθική και πιο συγκεκριμένα με τη
‘‘βιοπεριοχικότητα’’.
Φυτά
και
φυτώνυμα
τοπωνύμια
συνδέονται
με
την
περιβαλλοντική εκπαίδευση και την Αειφορία, όχι μόνο θεωρητικά, αλλά και
συγκεκριμένο διαθεματικό σχέδιο εργασίας υλοποιείται και αξιολογείται.
Abstract
The present research comprises the dialectic plant names and phytonym toponyms
(place-names derived from plants) grown on the island of Rhodes and it reveals the
close relationship of the island’s residents with nature. The data was collected with
bibliographical research and fieldwork with semi-structured interviews. There is a
connection with environmental ethics
and more precisely “bioregionality”. The
purpose of the research is to show the role of local ecological knowledge in order to
form environmentally responsible citizens. The connection with Environmental
Education and Sustainability is not only in theory, but an interdisciplinary and cross
- thematic work plan is also applied and evaluated.
Δέσποινα Μπελέση, θέμα διατριβής:
«Πολιτισμική ετερότητα και
διαπολιτισμική μάθηση στο σχολείο. Μια πρόταση διαπολιτισμικής
διδακτικής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση». (2010)
Οι πολιτισμικές διαφορές τίθενται στο επίκεντρο ενός ευρύτερου κοινωνικού
προβληματισμού και ενός ειδικού επιστημονικού λόγου που αφορά στόχους και
προϋποθέσεις
αγωγής-εκπαίδευσης,
πολυπολιτισμικότητας.
Οι
δύο
υπό
κύριες
το
και
πρίσμα
της
διαμορφούμενης
αντιπαρατιθέμενες
θεωρητικές
κατευθύνσεις του πολιτισμικού οικουμενισμού και του πολιτισμικού σχετικισμού
προσεγγίζουν με διαφορετικό τρόπο τον πολιτισμό και την πολιτισμική ετερότητα και
επηρεάζουν τη στοχοθεσία του διαπολιτισμικού μοντέλου εκπαίδευσης. Η έννοια της
αναγνώρισης
του
Άλλου
αποτελεί
κεντρική
έννοια
σύγχρονων
φιλοσοφικών
κατευθύνσεων και ζητούμενο της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Ιδιαίτερη έμφαση
στην αναγνώριση δίνει η μετασχηματιστική παιδαγωγική κατεύθυνση, η οποία
εντάσσει στους σκοπούς της τη δημιουργία πλαισίων αναγνώρισης και ενδυνάμωσης
των πολιτισμικά διαφορετικών μαθητών μέσα στην τάξη. Η διαπολιτισμοποίηση του
περιεχομένου των μαθημάτων και η διαπολιτισμικός τρόπος διδασκαλίας τους
θεωρούνται
αναγκαίοι
παράγοντες
για
την
υλοποίηση
των
στόχων
της
διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, αλλά και για την ικανοποίηση των ιδιαίτερων αναγκών
των μεταναστών μαθητών. Υπό το πρίσμα αυτό η διδασκαλία του μαθήματος της
Λογοτεχνίας είναι ανάγκη να πλαισιωθεί από διαπολιτισμικές παιδαγωγικές και
διδακτικές αρχές με κεντρική την αρχή της αναγνώρισης. Η παρούσα ερευνητική
εργασία επιχείρησε τη βιβλιογραφική διερεύνηση του ζητήματος της πολιτισμικής
διαφοράς, στο πλαίσιο που διαμορφώνουν φιλοσοφικές και παιδαγωγικές θεωρίες
χειρισμού της, αλλά και οι ευρύτερες αναζητήσεις νέων αρχών και μεθόδων
διαπολιτισμικής
διδασκαλίας
στο
πολυπολιτισμικό
σχολείο
και
στη
συνέχεια
στράφηκε στη διατύπωση προτάσεων για ένα μοντέλο διαπολιτισμικής διδασκαλίας
του μαθήματος της Λογοτεχνίας στο Γυμνάσιο.
Νικόλαος Ναχόπουλος, θέμα διατριβής:
Δημοτικό Σχολείο:
«Η Τοπική Ιστορία στο
Στάσεις των δασκάλων του Νομού Πιερίας».
(2010)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κάθε τόπος έχει τη δική του ιστορία,
γνωστή ή άγνωστη, «σημαντική» ή
«ασήμαντη», όμοια ή διαφορετική με άλλων τόπων. Η τοπική Ιστορία εξετάζει
άλλοτε τις σπουδαίες στιγμές ενός τόπου και άλλοτε την πορεία του σε βάθος
χρόνου.
Άλλοτε
ασχολείται
με
την
εξέταση
των
πολιτικών,
στρατιωτικών,
διπλωματικών, ιστορικών γεγονότων κατά το παράδειγμα της γενικής Ιστορίας, και
άλλοτε με τη μελέτη της καθημερινής ζωής.
Η ενασχόληση των ανθρώπων με την τοπική Ιστορία δεν είναι κάτι καινούριο για την
δυτική ιστοριογραφία. Προηγήθηκε από την ενασχόλησή τους με την εθνική Ιστορία
και τοποθετείται χρονικά, για τον ευρωπαϊκό χώρο, στα χρόνια της Αναγέννησης. Σε
ό,τι αφορά στην ελληνική τοπική ιστοριογραφία αυτή αρχίζει να εμφανίζεται στα
τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα, πριν ακόμη από την έναρξη της ελληνικής
επανάστασης.
Η
αξιοποίησή
της
τοπικής
Ιστορίας
στην
εκπαιδευτική
διαδικασία
παρέχει
παιδαγωγικά πλεονεκτήματα τα οποία προκύπτουν από την άμεση εμπειρία, το
ρεαλισμό, τη δραστηριότητα και την ατομική εργασία. Η διδασκαλία της ωθεί τους
μαθητές στην ερευνητική εργασία, την ανάληψη πρωτοβουλιών, την ανάπτυξη
συναισθήματος
ευθύνης,
την
εξαγωγή
συμπερασμάτων,
τη
διατύπωση
παρατηρήσεων, ενώ ενισχύει το αίσθημα της ικανοποίησης με τη δημιουργικότητα
που προκύπτει από το νέο αντικείμενο. Επίσης, μέσα από τη διδασκαλία της
επιτυγχάνονται
καλύτερα
αποτελέσματα
σε
ό,τι
αφορά
στην
άσκηση
την
παρατηρητικότητα, την αναζήτηση στοιχείων, την επίσκεψη χώρων, τη διερεύνηση
υποθέσεων αλλά και τη σύνθεση του λόγου.
Η θέση και ο ρόλος του δασκάλου είναι σημαντικοί παράγοντες από τους οποίους
εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η διδασκαλία της τοπικής Ιστορίας στο σχολείο. Οι δικές
του στάσεις απέναντι στο αντικείμενο της
τοπικής Ιστορίας θα συμβάλουν, σε
κάποιο βαθμό, και στη διαμόρφωση των στάσεων
των
μαθητών.
Σκοπός
της
παρούσας έρευνας, η οποία πραγματοποιήθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2006 σε
δασκάλους του Νομού Πιερίας, είναι η διερεύνηση
των στάσεων των δασκάλων
απέναντι στο αντικείμενο της τοπικής Ιστορίας και, κυρίως, της διδασκαλία της στο
Δημοτικό Σχολείο.
Η μελέτη αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος παρατίθεται το θεωρητικό
πλαίσιο το οποίο αποτελείται από έξι κεφάλια, ενώ στο δεύτερο το ερευνητικό,
δηλαδή τα εμπειρικά δεδομένα της έρευνας.
Abstract
Each place has its own history, known or unknown, "significant" or "insignificant",
similar or different to other places. Local history sometimes inquires the great
moments of a place and other times its progress of events over time. Sometimes it
deals with the examination of political, military, diplomatic and historical events
according to the pattern of general history and sometimes with the study of
everyday life.
The engagement of people with local history is not something new to Western
historiography. It preceded their approach of national history and it is placed in
time, as far as the European area is concerned, during the Renaissance. Greek
historiography in particular, begins to appear in the late 18th and early 19th
century, earlier than the beginning of the Greek revolution.
The utilization of local history in the educational process provides pedagogical
benefits which result from direct experience, realism, energy and individual work.
The teaching of it encourages students to do research work, to have initiative, to
develop their sense of responsibility, to draw conclusions, to make remarks, and
the creativity which results from the new object adds a sense of satisfaction. Better
results are also achieved concerning practice, observation, data searching, visiting
sites, investigating cases and synthesis of speech.
Important factors, which the teaching of local history at school largely depends on,
are the position and role of the teacher. Their attitudes towards the subject of local
history will help their students to some extent to shape their own attitudes as well.
The purpose of this survey, which was carried out in the first half of 2006 among
teachers in the prefecture of Pieria, is to examine the attitudes of teachers towards
the subject of local history and especially towards the teaching of it at Primary
School.
The study consists of two parts. The first part sets out the theoretical framework
which consists of six units whereas the second sets out the researching one that is
the empirical data of the research.
Ναπολέων
Βλάσσης, θέμα διατριβής:
«Ανήλικοι Παραβάτες: Η
Περίπτωση της Ρόδου». (2010)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
1. Η στοχοθεσία της έρευνας συνίσταται στη μελέτη του πολυδιάστατου φαινομένου
της παραβατικότητας των ανηλίκων.
2. Για την ολοκλήρωση της έρευνας επιλέχθηκαν ως μέσα συλλογής δεδομένων:
α) Η ημιδομημένη συνέντευξη, β) Το τεστ του Aehenbach, γ) Το προβολικό τεστ
Τ.Α.Τ και
δ) Το αρχειακό υλικό ( πρωτόλειο αρχειακό υλικό των αρχών Ασφαλείας
στη Ρόδο, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1965 έως το έτος 2006).
3. Δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν (30) ανήλικοι παραβάτες (έφηβοι ηλικίας από 13
ετών έως 18 ετών).
4. Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων προέκυψαν τα ακόλουθα συμπεράσματα:
Οι ανήλικοι εμφανίζουν απροσδιόριστο άγχος, δε συνειδητοποιούν την πράξη
τους. - Αποδέχονται την πράξη τους ως ‘λάθος’. - Υποστηρίζουν ότι εκδήλωσαν
παραβατική συμπεριφορά στο πλαίσιο της παρέας. - Αποδίδουν την ευθύνη στην
παρέα φίλων. - Χαρακτηρίζουν τις σχέσεις με την οικογένειά τους ως
συγκρουσιακές. - Εκτιμούν ότι η δομή της οικογένειας τους δεν είναι ικανή να
τους τροποποιήσει
τη
συμπεριφορά.-
σηματοδοτεί προοπτική καθοριστικό
- Εκτιμούν ότι ο ρόλος του σχολείου δε
παράγοντα στη βελτίωση της συμπεριφοράς
τους.
Tα συναισθηματικά προβλήματα (απόσυρση - απομόνωση -άγχος –κατάθλιψη σωματικά ενοχλήματα -κοινωνικά προβλήματα) συγκεντρώνουν το υψηλότερο
ποσοστό με μέσο όρο 28,67, στο τεστ
του Αchenbach και ακολουθούν τα
προβλήματα συμπεριφοράς (επιθετική συμπεριφορά –παράβαση κανόνων), με μέσο
όρο 25,95 και έπονται τα γνωστικά προβλήματα (προβλήματα σκέψης –προβλήματα
προσοχής) με μέσο όρο 14,50. –Στο Τ.Α.Τ. οι βασικές ανάγκες του ήρωα είναι:
αποφυγής φόβου και δυστυχίας, επίθεσης, εξάρτησης
υιοθετεί
παθητική
στάση,
αποστασιοποιείται
και
προστασίας.- Ο ήρωας
έχει
κοινωνικοποιημένη
στάση ως προς την ομάδα του.- Οι γονεϊκές φιγούρες (μητρική και πατρική)
παρουσιάζονται ως αδιάφορες, ανύπαρκτες και αδύναμες.Oι ανήλικοι συμμετέχουν
σε όλο το φάσμα της παραβατικότητας με ποσοστό 8,08% επί του συνόλου της
εγκληματικότητας όλων των ομάδων του πληθυσμού.
Abstract
1. The research target is to study the multidimensional phenomenon of
juvenile delinquency.
2. The following were selected as data collection
instruments
to
complete the study: a) Semi-structured interview b) The Achenbach Young
Adult
Self-Report,
c)
The
T.A.T
projection
test
and
d)Archival
material(longitudinal investigation of archival material of the security
authorities of Rhodes, in the period from 1965 to 2006).
3. The study sample included 30 juvenile offenders (adolescents aged 13 to
18 years).
4. The results analysis revealed the following details: -
Minors present
indeterminate stress; they do no realize their actions. - They accept their
act as “wrong”. - They support that they exhibited the unlawful conduct in
the framework of gang.
family as conflictious.
- They characterize their relationship with their
- They believe that the structure of their family is
not likely to change their
behaviour. - They believe that the role of the
school does not represent a key factor in improving their behaviour.
Emotional problems (withdrawal – isolation – anxiety – depression physical complaints – social problems) are the main factor, with an average
of 28.67
in Achenbach test. These are followed by behavioural problems
(aggressive behaviour - infringement of rules), with an average of 25.95,
and then cognitive problems (thinking problems - attention problems) with
an average of 14.50.
In T.A.T test - The main hero is: indifferent, passive, weak. - His basic
needs are avoidance of fear and misery, aggression, addiction,
protection.
- The hero takes a passive stance, distancing himself; he has a socialized
attitude
towards his group. - The parental figures (mother and father) are
presented as indifferent, non-existent and
weak. The analysis of the longitudinal investigation of archival material
shows that juvenile represent 8.08% of overall crime rates.
Παναγιώτης Κοντάκος, θέμα διατριβής:
«Το Ευρωπαϊκό σύστημα
αξιών στα αναλυτικά προγράμματα και στα σχολικά εγχειρίδια της
Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης». (2010)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η παρούσα διατριβή διερεύνησε αν και κατά πόσο οι ευρωπαϊκές αξίες, όπως αυτές
καταγράφονται στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης και στο Ευρωπαϊκό
Σύνταγμα,
διαπερνούν και υπό ποία μορφή, τα Αναλυτικά Προγράμματα και τα
σχολικά εγχειρίδια της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Για την υλοποίηση του σκοπού
της
έρευνας,
χρησιμοποιήθηκε
η
μέθοδος
της
ανάλυσης
περιεχομένου
και
εξετάστηκαν
τελευταίων
τα
εγχειρίδια
τάξεων
του
της νεοελληνικής
δημοτικού
σχολείου
και
γλώσσας
τα
των
αντίστοιχα
τριών
Αναλυτικά
Προγράμματα.
Τα σημαντικότερα συμπεράσματα που προέκυψαν είναι:
1) Οι
ευρωπαϊκές
αξίες
ανιχνεύτηκαν
σε
ικανοποιητικό
βαθμό
στα
υπό
διερεύνηση βιβλία, αν και παρατηρήθηκε διαφοροποίηση μεταξύ τους, ως προ
τη συχνότητα και τον τρόπο παρουσίας τους.
2) Περισσότερες ήταν οι αναφορές των ευρωπαϊκών αξιών σε πεζό και άσκηση
και λιγότερες σε ποίημα.
3) Περισσότερες ήταν οι αναφορές των ευρωπαϊκών αξιών
με ουδέτερο
περιεχόμενο και λιγότερες με θετικό ή αρνητικό.
4) Ως προς τη μορφή αναφοράς κυριάρχησαν οι έμμεσες αναφορές, χωρίς
ωστόσο και ο αριθμός των άμεσων να είναι μικρός.
5) Υπήρξαν σημαντικές διαφορές ως προς τον αριθμό των αναφορών μεταξύ των
σχολικών τάξεων: στην Τετάρτη τάξη περισσότερες ήταν οι αναφορές στην
ισότητα και στη δημοκρατία, ενώ στην πέμπτη και την έκτη περισσότερες ήταν
οι αναφορές στην αξιοπρέπεια, στην ελευθερία και στη δικαιοσύνη.
Abstract
This
doctorate
recorded
in
investigated
the
Charter
Constitution, penetrate
and
whether
of
in
the
European
Fundamental
what
form
Rights
in
the
values,
and
such
the
curricula
as those
European
and in
the
textbooks of primary education. The method of content analysis was used
for the implementation of the purpose of the research, and the textbooks of
Greek language
of
the
three
last
classes
of
elementary
school
were
examined, as well as, the corresponding curricula.
The
most
significant conclusions were:
1)The European values were traced to a satisfactory extent in the textbooks
that
were
under
examination.
However, a
differentiation
was
observed
between them, as regards the frequency and the way of their presence.
2)The references of the European values were more in a narrative text and
in exercises and fewer in poems.
3)More were the references of the European values with neutral content and
fewer with positive or negative.
4)Concerning
the
form
of
reference,
the
indirect references
dominated,
without however the number of the direct ones to be small.
5)There were significant differences in the number of references between
school classes: there were more references to equality and democracy in
the fourth grade, while
in the
fifth and
sixth
grade
more
were
the
«Φιλοδοξίες
και
references to dignity, freedom and justice.
Κωνσταντίνος
Κλουβάτος,
θέμα
διατριβής:
προσδοκίες μαθητών και γονέων για σπουδές και επαγγέλματα στις
Κυκλάδες. Διαμορφωτικοί τους παράγοντες». (2010)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Με την παρούσα εργασία διερευνώνται οι εκπαιδευτικές και επαγγελματικές
φιλοδοξίες των μαθητών σε σχέση με τις αντίστοιχες προσδοκίες τους και ο τρόπος
που αυτές οι μεταβλητές συνδέονται με τις φιλοδοξίες και προσδοκίες που
εκφράζουν οι γονείς για τους μαθητές. Παράλληλα εξετάζεται ο ρόλος σημαντικών
ατομικών, οικογενειακών και κοινωνικών παραγόντων στη διαμόρφωση των
φιλοδοξιών - προσδοκιών σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, τα νησιά του Ν.
Κυκλάδων.
Ιδιαίτερη
έμφαση
δίνεται
στο
ρόλο
των
εκπαιδευτικών
και
επαγγελματικών δυνατοτήτων και προοπτικών κάθε νησιού και στον τρόπο που οι
μαθητές και οι γονείς τις αντιλαμβάνονται σε σχέση με τις φιλοδοξίες - προσδοκίες
για σπουδές και επάγγελμα. Ερωτηματολόγια χορηγήθηκαν σε τυχαίο δείγμα 1228
μαθητών Γ΄ γυμνασίου, Γ΄ λυκείου και Β΄ κύκλου ΤΕΕ, σε 650 γονείς των μαθητών
και στους υπεύθυνους εκπαιδευτικούς των τμημάτων στα οποία διενεργήθηκε η
έρευνα. Η στατιστική ανάλυση τεκμηριώνει ότι φιλοδοξία και προσδοκία έχουν
σαφώς
διαφορετικό
παράγοντες,
οι
εννοιολογικό
οποίοι,
αλληλεπιδράσεων,
περιεχόμενο
συνυφαίνοντας
διαμορφώνουν
με
ένα
και
ότι
περίπλοκο
ξεχωριστό
τρόπο
υπάρχουν
πλέγμα
τις
πλείστοι
σχέσεων
και
φιλοδοξίες
και
προσδοκίες. Διαπιστώνεται επίσης ότι πέρα από τα ατομικά και οικογενειακά
χαρακτηριστικά, οι εκπαιδευτικές και επαγγελματικές δυνατότητες και προοπτικές
του τόπου κατοικίας και ο τρόπος που οι μαθητές και οι γονείς τις αντιλαμβάνονται
συμβάλλουν στη διαμόρφωση των φιλοδοξιών και προσδοκιών. Προτείνεται η
αξιοποίηση
των
Προσανατολισμό
πορισμάτων
και
στη
της
έρευνας
βελτίωση
των
στο
Σχολικό
εκπαιδευτικών
και
Επαγγελματικό
επαγγελματικών
συνθηκών της συγκεκριμένης περιοχής.
Σωτήριος Λόλακας, θέμα διατριβής: «Σχολική ένταξη αλλοδαπών
μαθητών
-
συγκριτική
μελέτη
στάσεων
επιπολιτισμού
και
αυτoεκτίμησης αλλοδαπών και γηγενών μαθητών». (2011)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στην παρούσα διατριβή επιχειρήθηκε να διερευνηθούν συγκριτικά, μεταξύ Ελλήνων
και μεταναστών μαθητών, η αυτοεκτίμηση, οι σχολικές επιδόσεις, η σχολική άρνηση,
τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις και η
αποδοχή-αναγνώριση
προς
τους
αλλοεθνείς, ώστε να αξιολογηθεί ο βαθμός επιτυχίας της διαδικασίας επιπολιτισμού.
Για την υλοποίηση του σκοπού αυτής
της
έρευνας συμπληρώθηκαν ειδικά
ερωτηματολόγια από 959 μαθητές _ εκ των οποίων οι 726 Έλληνες και οι 233
μετανάστες _ των Ε΄ και Στ΄ τάξεων δημοτικών σχολείων πολλών πόλεων της
Ελλάδας.
Τα σημαντικότερα συμπεράσματα της έρευνας είναι τα ακόλουθα:
1.
Η
αυτοεκτίμηση
των
μεταναστών
μαθητών
παρουσιάζει
σε
στατιστικά
σημαντικό βαθμό υστέρηση από αυτήν των Ελλήνων συμμαθητών τους.
2.
Οι
σχολικές
επιδόσεις
των
μεταναστόπουλων είναι κατά πολύ
χαμηλότερες των Ελλήνων συμμαθητών τους.
3.
Οι
Έλληνες μαθητές εμφανίζουν λιγότερη
σχολική άρνηση, περισσότερες
προκαταλήψεις και μικρότερη αποδοχή προς τους αλλοεθνείς, συγκριτικά με τους
μετανάστες συμμαθητές τους.
Στη βάση αυτών των αποτελεσμάτων μπορεί να εικασθεί ότι η διαδικασία
επιπολιτισμού των μεταναστών μαθητών στη χώρα μας είναι προβληματική και,
επομένως, η ένταξή τους στο κοινωνικό μας περιβάλλον θα έχει χαμηλό βαθμό
επιτυχίας, με πιο πιθανή την υιοθέτηση εκ μέρους τους στάσεων δυσλειτουργικών
όπως αυτές του διαχωρισμού ή και της περιθωριοποίησης.
Abstract
The present dissertation attempted to comparatively explore, between Greek
students
and
immigrant
students,
self-esteem,
school
performance,
school
rejection, stereotypes and prejudice and acceptance-recognition towards foreigners
so that it can be assessed how successful acculturation process can be said to be.
In order for the objectives of this research to be materialized,
special
questionnaires were filled in by 959 students out of which 726 were Greeks and 233
foreigners studying in the 5th and 6th grade of primary school in different cities and
towns around Greece.
The following can be said to be the most important findings of this research.
1.
Immigrant student self-esteem appears to be substantially lacking as
opposed to that enjoyed by their Greek classmates.
2.
Immigrant student performance at school is much lower than that of their
Greek classmates.
3.
Greek students show lower school rejection, more prejudice and lower
acceptance towards foreigners when compared to their immigrant classmates.
On the basis of these findings it can be assumed that immigrant student
acculturation in our country is problematic and therefore their integration in our
country’s social environment will be met with a low degree of success, with the
adoption by them of dysfunctional attitudes like segregation and marginalization
being more probable.
Γεωργία Καρούντζου, θέμα διατριβής: «Διαθεματική διδασκαλία και
πολυπολιτισμικά προγράμματα στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα».
(2011)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι διαφορετικές σημαντικές επιστημονικές αντιλήψεις αναπόφευκτα επιφέρουν
διαφορετικές προσεγγίσεις στους τομείς της παιδείας και της εκπαίδευσης. Το
παραδοσιακό μοντέλο της εκπαίδευσης, έτσι όπως το γνωρίζουμε και το έχουμε
βιώσει δεν μπορεί να ανταποκριθεί ούτε στις ανάγκες μάθησης που έχουν οι
ετερογενείς ομάδες μαθητών ούτε στις κοινωνικές ανάγκες των πολυπολιτισμικών
κοινωνιών. Αποτελεί πλέον ένα αναποτελεσματικό «στενό» τεχνοκρατικό μοντέλο
που παραγνωρίζει τη σημασία των πολιτισμικών αλλαγών στο σχολικό περιβάλλον.
Χρειάζεται ένα μοντέλο εκπαίδευσης με διαφορετική σκοποθεσία, διδασκαλίας, με
διαφορετικές μεθόδους και τρόπους διδασκαλίας. Ένα πρόγραμμα σύμφωνα με το
οποίο στη διαδικασία μάθησης ο μαθητής θα εμπλέκεται στο σύνολο του, γνωστικά,
συναισθηματικά,
κινητικά
όπου
η
μάθηση
θα
γίνεται
με
συσχετισμούς
και
ενοποιήσεις· ένα πρόγραμμα με ιδιαίτερη έμφαση στην οικολογία και στη βιωματική
εμπειρία που θα το χαρακτηρίζει η ανοιχτότητα και ο μετασχηματισμός. Ένα τέτοιο
ολιστικό πρόγραμμα θεωρείται η Διαθεματικότητα και τα Πολυπολιτισμικά
-
Διαπολιτισμικά Προγράμματα.Η παρούσα έρευνα ασχολείται με τη διερεύνηση των
διαπροσωπικών σχέσεων μεταξύ γηγενών και αλλοδαπών μαθητών μέσα στο χώρο
του σχολείου αλλά και έξω από αυτόν, καθώς κάτι τέτοιο θα βοηθούσε στην
καλύτερη κατανόηση της σύγχρονης ελληνικής σχολικής πραγματικότητας και της
ψυχολογίας όλων των μαθητών που φοιτούν στα ελληνικά σχολεία. Επίσης, μέσω
αυτής
της
διερεύνησης
δυσχεραίνουν
την
θα
αποδοχή
αναδειχθούν
των
οι
αλλοδαπών
λόγοι
που
μαθητών
βοηθούν
από
τους
αλλά
και
Έλληνες
συμμαθητές, γεγονός που θα κάνει ευκολότερη την αντιμετώπιση των μαθητών των
μεταναστών στο σχολικό περιβάλλον.
Abstract
Multicultural and interdisciplinary curriculums urge schools to become democratic,
to integrate in their classrooms all students without exclusion and marginalization
in the framework of a culture of awareness, to assist the students through
interdisciplinary, collaborative and revealing methods to cultivate critical thinking,
not only in order to re-adjust in modern society but in order to envision a better
society
and
to
therefore
make
it possible.This research is concerned with
the interpersonal relations between natives pupils and of different nationality within
the school and outside of it as a subject such as this would greatly contribute to the
deeper comprehension of the Modern Greek educational reality as well as the
psychology of students attending Greek schools. Moreover, through this research
the reasons that contribute both positively as well as the reasons leading the
immigrant students’ integration and social acceptance will be highlighted; a fact
that is hoped will make it easier to deal with immigrant students in the school
environment Multicultural and interdisciplinary curriculums urge schools to become
democratic, to integrate in their classrooms all students without exclusion and
marginalization in the framework of a culture of awareness, to assist the students
through interdisciplinary, collaborative and revealing methods to cultivate critical
thinking, not only in order to re-adjust in modern society but in order to envision a
better society and to therefore make it possible.This research is concerned with the
interpersonal relations between natives pupils and of different nationality within the
school and outside of it as a subject such as this would greatly contribute to the
deeper comprehension of the Modern Greek educational reality as well as the
psychology of students attending Greek schools. Moreover, through this research
the reasons that contribute both positively as well as the reasons leading the
immigrant students’ integration and social acceptance will be highlighted; a fact
that is hoped will make it easier to deal with immigrant students in the school
environment.
Σταύρος
Παπαδόπουλος,
Δωδεκάνησα
κατά
την
θέμα
πρώτη
διατριβής:
περίοδο
«Η
της
εκπαίδευση
στα
Ιταλοκρατίας.
Το
παράδειγμα της πόλης της Ρόδου (1912-1920)». (2011)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η παρούσα διατριβή διερεύνησε την πρώτη περίοδο της ιταλοκρατίας 1912-1920 στα
Δωδεκάνησα. Μέσα από πρωτογενή αρχειακή έρευνα επιδιώξαμε να ανλύσουμε την
εκπαιδευτική πολιτική των Ιταλών κατακτητών των νησιών και τους στόχους της,
καθώς και την αντίδραση των τριών εθνοτικών ομάδων που συγκροτούσαν τον
πληθυσμό της πόλης της Ρόδου. Εξετάσαμε την επιδίωξη της μονιμότητας της
κατοχής των νησιών από τους Ιταλούς και την καλλιέργεια εθνικής ταυτότητας και
αλυτρωτισμού
από
τους
Ε΄λληνες,
με
κύριο
φορέα
την
Εκκλησία
και
το
μητροπολίτη. Η διατριβή διαρθρώνεται σε οκτώ κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο
παραθέτουμε το ιστορικό συγκείμενο και την πολιτική -οικονομική και κοινωνική
κατάσταση την περίοδο 1850-1912. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται η
εκπαιδευτική πολιτική των Ιταλών και οι στόχοι
της.
Στο
τρίτο
κεφάλαιο
αναφερόμαστε στο ρόλο που διαδραμάτισε η Εκκλησία και ο μητροπολίτης
Απ΄΄οστολος στην παιδεία. Στο τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι υπόλοιποι
φορείς σ΄τηριξης της ελληνικής παιδείας, ενώ στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζονται
αναλυτικά τα ελληνικά σχολεία την περίοδο αυτή. Το έκτο κεφάλαιο ασχολείται με τα
ξένα σχολεία την περίοδο αυτή στην πόλη της Ρόδου(εβραικά,. μουσουλμανικά και
καθολικά).Το έβδομο κεφάλαιο αναφέρεται στο εκπαιδευτικό προσωπικό (κατάρτιση,
συνδικαλισμός, κοινωνική θέση, κύρος) και τέλος το όγδοο κεφάλαιο αναφέρεται
στους μαθητές των ελληνικών σχολείων.Στο τέλος της διατριβής παραθέτουμε τα
συμπεράσματα και τις απαντήσεις στα ερευνητικά ερωτήματα που είχαμε θέσει.
Abstract
This dissertation has scrutinized the first period of the Italian occupation of the
Dodecanese and has focused on the History of Education. It was our aim to analyse
the educational policy of the Italian conquerors and its goals as well as the reaction
of three national groups the population of the town of Rhodes consisted of. The
intention of the Italians to occupy the island permanently and the cultivated by the
Church and Arch Bishop –were examined.This dissertation is structured into eight
chapters. The first chapter presents the relevant historical text and the political,
financial and social situation at the period (1850-1912).The second chapter
presents the Italian educational policy and its goals. The third chapter refers to the
role played by the Church and the Arch Bishop Apostolos in education. In the fourth
chapter the other support mechanisms of the Greek education are presented, while
the fifth chapter presents the Greek schools during that period in detail. The sixth
chapter is about the foreign schools in the town (Jewish, Muslim, catholic schools)
The seventh chapter refers to the educational staff (training, syndicalism, social
status and prestige). Finally, the eighth chapter is about the students of the Greek
schools. At the end of the dissertation, the conclusions and the answers to the
questionnaires which were part of our survey are presented.
Eιρήνη
Σιώκη,
θέμα
διατριβής:
«Στάσεις
μαθητών/μαθητριών
απέναντι στο Περιβάλλον και τα Περιβαλλοντικά προβλήματα μέσα
από
τη
συμμετοχή
τους
σε
Εκπαίδευσης στο Σχολείο». (2011)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Προγράμματα
Περιβαλλοντικής
Σκοπός
της
παρούσας
διδακτορικής διατριβής
ήταν
η
διερεύνηση
των
στάσεων που απέκτησαν τα παιδιά απέναντι στο περιβάλλον και τα περιβαλλοντικά
προβλήματα
μέσα
από
την
τουλάχιστον
τριετή
ενασχόλησή
τους
με
την
περιβαλλοντική εκπαίδευση (Π.Ε.) στο σχολείο.Στο πλαίσιο αυτής της έρευνας, έγινε
προσπάθεια να διαφανεί η παρουσία ή μη των στάσεων των παιδιών. Διερευνήθηκε
επίσης η εκπαιδευτική διαδικασία μέσω της οποίας εφαρμόστηκε η Π.Ε. στην οποία
συμμετείχαν τα παιδιά, με τέτοιον τρόπο ώστε να αναδυθούν οι αδυναμίες αλλά και
τα θετικά χαρακτηριστικά αυτής της προσέγγισης. Ορίστηκε η μεθοδολογική
προσέγγιση
της
έρευνας.
μεταπαρακολούθηση
και
τριγωνοποίηση.Προσδιορίστηκε
Ως
ερευνητική
μέθοδος
ως
τεχνική
έρευνας
το
πεδίο
της
χρησιμοποιήθηκε
η
αναζήτησης
η
μεθοδολογική
όσον
αφορά
τα
χαρακτηριστικά των προγραμμάτων περιβαλλοντικής εκπαίδευσης (Π.Π.Ε.) στα οποία
συμμετείχαν τα παιδιά και οι εκπαιδευτικοί. Δηλαδή, τα μεθοδολογικά εργαλεία με τα
οποία υλοποιήθηκαν τα Π.Π.Ε., το περιεχόμενό τους και η σχέση μαθητών και
εκπαιδευτικών με αυτά. Επιλέχτηκαν οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί. Επρόκειτο για
53 μαθητές και οκτώ δασκάλους. Στη συνέχεια, διερευνήθηκαν τα ζητήματα που
είχαν τεθεί. Γι αυτό, αναπτύχτηκε μια σειρά ερωτήσεων. Επίσης, δημιουργήθηκαν
δύο ιστορίες με σκοπό να συζητηθούν με τους μαθητές. Οι ιστορίες είχαν ως θέμα
την περιγραφή περιβαλλοντικών προβλημάτων και τις διαφορετικές στάσεις και
συμπεριφορές των πρωταγωνιστών τους. Όλα αυτά, απετέλεσαν το περιεχόμενο των
ημιδομημένων συνεντεύξεων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με τους μαθητές και
τους εκπαιδευτικούς. Συμπερασματικά, οι εκπαιδευτικοί, εφαρμόζουν την Π.Ε. με
πίστη στον ριζοσπαστικό ρόλο της. Παρουσιάζουν δασκαλοκεντρικά χαρακτηριστικά
και μια προσέγγιση κατά βάση ανθρωποκεντρική.Οι μαθητές εμφανίζονται με
ανησυχία και ενδιαφέρον για το περιβάλλον και τα Π.Π. που πολλές φορές
μετασχηματίζεται
Εκδηλώνουν
μια
σε
δράσεις
οικοδιαχείρισης,
ανθρωποκεντρική
οπτική
πειθούς
όπως
και
και
οι
πολιτικής
δάσκαλοί
δράσης.
τους.
Οι
περισσότεροι από αυτούς δείχνουν αισιοδοξία για το μέλλον της γης.Γενικώς,
εκδηλώνουν έντονες θετικές στάσεις προς το περιβάλλον.
Abstract
This thesis aims to explore the attitudes formed by the children vis-a-vis to the
environment
and
the
environmental
problems,
through
the
attendance
of
environmental education programs for at least three years, at school.In the
framework of this research, an effort was made to demonstrate whether the
children had positive attitudes or not towards the environment. The educational
process, through which the EE was implemented and where children participated
was also explored, in a way to demonstrate the weaknesses but also the positive
features
of
this
approach.
The methodology approach of the research
was defined in this direction. The research method used was the follow up or follow
through method, or the ex post facto research. The research technique used was
the methodological triangulation.The scope of research was defined, as regards the
features of the EE programs in which participated the children and the teachers, in
other words all the methodology tools by which the EEP were implemented, their
content and the relation of pupils and teachers to those. The pupils and teachers
were chosen. There were 53 pupils and eight teachers.Then, the above-mentioned
questions were explored. For this reason a series of questions was developed.
Additionally, two stories were created in order to be discussed with the pupils. The
stories were about the description of environmental problems and the different
attitudes and behaviors of their main characters. All this constituted the content of
semi-structured interviews, conducted with the pupils and the teachers.The
teachers apply the EE believing in its radical role. They present teacher-centered
features and a mainly human-centered approach towards the environment. The
pupils seem to express their concern and interest for the environment and the EP.
The former are frequently transformed in domestic management actions, or in
persuasion and political actions. In some cases their pro-environmental attitudes
become weaker with time. Their pro-environmental actions are often singledimensioned and apolitical (basically waste collection). They express a humancentered approach, just like their teachers. Most of them seem optimistic on the
future of the earth.Generally, the children demonstrate positive attitudes and
empathy towards the environment.
Ασημίνα Τσιμπιδάκη, θέμα διατριβής: «Η οικογένεια με ένα παιδί
προσχολικής και σχολικής ηλικίας με ειδικές ανάγκες». (2005)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η παρούσα έρευνα εστιάζεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οικογένειας με ένα
παιδί προσχολικής και σχολικής ηλικίας με ειδικές ανάγκες. Το βασικό ερευνητικό
ερώτημα της μελέτης συνίσταται στο εάν η οικογένεια με ένα παιδί με ειδικές
ανάγκες εμφανίζει ιδιαίτερα πρότυπα αλληλεπίδρασης και δυναμική των σχέσεων σε
σύγκριση με άλλες οικογένειες παιδιών χωρίς ειδικές ανάγκες.
Η
έρευνα
είναι
ποιοτική
με
ποσοτικά
συγκριτικά
στοιχεία.
Συνιστά
μελέτη
περίπτωσης νήσου με δείγμα μόνιμων κατοίκων Ρόδου. Το δείγμα της έρευνας
αποτελούν 60 πυρηνικές οικογένειες
από τις οποίες οι 30 είναι με ένα παιδί με
ειδικές ανάγκες (πειραματική ομάδα) και οι 30 είναι οικογένειες μη συμπτωματικών
παιδιών. Συμμετείχαν συνολικά 234 άτομα (120 γονείς και 114 παιδιά).
Η
έρευνα
βασίστηκε
στην
τριγωνοποίηση
ή
πολύ-μεθοδική
προσέγγιση.
Χρησιμοποιήθηκαν τα ακόλουθα εργαλεία συλλογής δεδομένων: ημι-δομημένη
συνέντευξη, ερωτηματολόγια και κλίμακες, γενεόγραμμα, οικολογικός χάρτης της
οικογένειας και του παιδιού με ειδικές ανάγκες και προβολικές δοκιμασίες.
Τα ευρήματα της μελέτης αναδεικνύουν ότι οι οικογένειες με ένα παιδί με ειδικές
ανάγκες είναι εξίσου λειτουργικές με τις οικογένειες χωρίς τη συνθήκη της ειδικής
ανάγκης, ωστόσο παρουσιάζουν έναν ιδιαίτερο αστερισμό λειτουργίας. Η ανάλυση
των ποσοτικών δεδομένων αναδεικνύει ότι δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική
διαφορά μεταξύ των πατέρων και των μητέρων με παιδί με ειδικές ανάγκες και των
πατέρων και μητέρων υγιών παιδιών ως προς: α) τη λειτουργία της οικογένειας στις
διαστάσεις: συνοχή, προσαρμοστικότητα, τύπο οικογένειας και στο πώς επιθυμούν
την οικογένειά τους στις συγκεκριμένες διαστάσεις, β) το βαθμό ικανοποίησης από
το γάμο, γ) τις στρατηγικές αντιμετώπισης αγχογόνων καταστάσεων, δ) τον αριθμό
ατόμων
που
συνιστούν
την
κοινωνική
υποστήριξη,
καθώς
και
το
βαθμό
ικανοποίησης από την παρεχόμενη κοινωνική υποστήριξη.
To γενικό συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι οι οικογένειες με ένα παιδί προσχολικής
και σχολικής ηλικίας με ειδικές ανάγκες διακρίνονται από μία κοινή δομή η οποία δεν
παρουσιάζει δυσλειτουργία, εντούτοις διακρίνεται από τη δική της ιδιοσυγκρασία,
λειτουργία και κανόνες οργάνωσης.
Abstract
The present survey focuses on the particular characteristics of family with a child in
preschool and school age with special needs. The main research question is
whether the family with a child with special needs presents particular models of
interaction and dynamics of relations compared to other families with children
without special needs. The present study constitutes a quantitative survey with
quantitative comparative elements.
It is a case study of an island with sample of permanent residents of Rhodes. The
survey’s sample consists of 60 nuclear families, 30 of which have a child with
special needs (experimental team), when the rest have no symptomatic children
(control group). The sample consisted of 234 individuals (120 parents and 114
children).
The research is based on the tranquilisation methodical approach. The following
research instruments were used for data collection: semi-structured interview,
questionnaires and scales, genogram, ecomap of family and ecomap of child
with special needs as well as projective tests.
The findings of study propose that the families with a child with special needs are
equally functional with the families without the condition of special need; however
they present a particular constellation of function. The analysis of quantitative data
suggest that there is not statistically significant difference between the fathers and
the mothers with child with special needs and the fathers and mothers of healthy
children as for: a) the operation of family in the following dimensions: cohesion,
adaptability, type of family and in how they wish their family in these particular
dimensions, b) the degree of satisfaction from their marriage, c) the strategies of
confrontation of stressful situations, d) the number of individuals that comprise the
social support, as well as the degree of satisfaction from the provided social
support.
The general conclusion of the survey is that families with a child in preschool and
school age with special needs are distinguished by a common structure which does
not present dysfunction, nevertheless are distinguished by their own temperament,
function and rules of organization
Σέργη Ιωάννα, θέμα διατριβής: «Κείμενα Λαϊκής Παράδοσης και
Σύγχρονης Λογοτεχνίας: Συγκριτική Μελέτη σε Νήπια». (2011)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στην εργασία αυτή διερευνούμε την έννοια της αυτοπραγμάτωσης και την
προαπαιτούμενη έννοια της ανοχής στη ματαίωση στο λαϊκό και στο «έντεχνο»
παραμύθι. Για το σκοπό αυτό επιλέξαμε, μέσα από ένα μεγάλο σώμα παραμυθιών,
τέσσερα παραμύθια, δύο λαϊκά και δύο «έντεχνα». Από αυτά, το ένα λαϊκό και το
ένα «έντεχνο» έχουν ως βασικό θέμα την αυτοπραγμάτωση των ηρώων και τα άλλα
δύο τη ματαίωση. Η έρευνα είναι ποιοτική και σε βάθος και υλοποιήθηκε σε μια
ομάδα 20 νηπίων, ηλικίας 5-6 ετών. Δεδομένου ότι υπάρχει έλλειψη μελετών για το
λαϊκό παραμύθι στις οποίες όμως να συνυπολογίζεται η άποψη των παιδιών, έλλειψη
μελετών για το «έντεχνο» παραμύθι, καθώς και έλλειψη συγκριτικών μελετών για
την αποτελεσματικότητα των δύο ειδών, θεωρούμε ότι η παρούσα εργασία είναι
πρωτότυπη και χρήσιμη για κάθε ενδιαφερόμενο τόσο σε θεωρητικό όσο και σε
επίπεδο παιδαγωγικής πράξης. Η μελέτη συμπεριλαμβάνει, αφενός, μια θεωρητική
και, αφετέρου, μια ερευνητική προσέγγιση. Αρχικά εξετάσαμε την έννοια του
παραμυθιού και στη συνέχεια τις έννοιες της αυτοπραγμάτωσης και της ματαίωσης
σε θεωρητικό επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη τις σημαντικότερες παραμέτρους οι
οποίες τις συναποτελούν, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζονται στο
παραμύθι.Στη
συνέχεια,
η
έρευνα εξελίχθηκε
σε
επίπεδο
παιδαγωγικής
πράξης σε τέσσερις συναντήσεις με τα παιδιά στο χώρο του νηπιαγωγείου με κενό
μεσοδιάστημα περίπου 10 ημερών. Στις συναντήσεις αυτές περιλάβαμε οργανωμένες
δραστηριότητες, με βασικά ερευνητικά εργαλεία το ιχνογράφημα και τη συνέντευξη
και,
τέλος,
προβήκαμε
στη
διαδικασία
της
θεματικής
ανάλυσης
και
της
κατηγοριοποίησης των ιχνογραφημάτων των παιδιών ως προς την έννοια της
αυτοπραγμάτωσης και ως προς την έννοια της ματαίωσης, ενώ συμπεριλάβαμε τη
μεταβλητή φύλο. Συνοπτικά η έρευνα έδειξε ότι το λαϊκό παραμύθι ενεργοποίησε το
μηχανισμό της ταύτισης, με αποτέλεσμα τα παιδιά, ανεξαρτήτως φύλου, να
αναγνωρίσουν την αποτελεσματικότητα του βασικού ήρωα ή της βασικής ηρωίδας
και να οικειοποιηθούν τα χαρακτηριστικά, τις συμπεριφορές και τις στάσεις τους, που
συνοικοδομούν την έννοια της αυτοπραγμάτωσης, τόσο της εγωιστικής όσο και της
αλτρουιστικής.
Επιπρόσθετα,
φάνηκε
ότι
συνέβαλε
στην
καλλιέργεια
της
προσαρμοστικής ικανότητας των παιδιών σε ανατρεπτικές καταστάσεις και τα ώθησε
να
εστιάσουν
στη
δημιουργική
επίλυση
των
προβλημάτων
με
ανοχή
στη
ματαίωση.Το «έντεχνο» παραμύθι ενεργοποίησε μόνο το κίνητρο για εγωιστική
αυτοπραγμάτωση, ενώ σε αρκετά παιδιά προκάλεσε απαισιοδοξία, παλινδρόμηση,
απόσυρση, παθητικότητα και αίσθημα ανεπάρκειας, ενώ συμπαρέσυρε κάποια στην
αναζήτηση της ευκολίας. Όσον αφορά στο τελικό ερώτημα, με το οποίο ζητούσαμε
από τα παιδιά να δηλώσουν την προτίμησή τους σε ένα από τα τέσσερα παραμύθια
που άκουσαν, τα δύο λαϊκά παραμύθια συγκέντρωσαν την προτίμηση από τη
συντριπτική πλειονότητα των παιδιών με σαφή και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση
βασισμένη στην ανοχή στη ματαίωση, στην ικανότητα επίλυσης προβλημάτων, στην
επίτευξη στόχων και στην αυτοπραγμάτωση των ηρώων.
Abstract
In this paper we explore the concept of self-actualization and the prerequisite
concept of tolerance of frustration within the folk and the “literary” (which is written
by an author) fairytale. For this purpose we chose, through a large body of stories,
four fairytales, two folk and two “literary”. The former folk and “literary” ones deal
with self-actualization of the heroes and the latter ones with frustration. The
research is qualitative and in depth and it was implemented in a group of 20
infants, aged 5-6 years. Given the lack of studies on folk tale in which the views of
children are included, the shortage on studies on “literary” fairytale, and a lack of
comparative studies on the effectiveness of the two types, we believe that this
thesis is original and useful to anyone interested in both the theoretical and
operational level of pedagogy.The study includes both a theoretical and a
researching approach. Initially we examined the concept of the story and secondly,
the concepts of self-actualization and frustration at a theoretical level, taking
into account the most important parameters which constitute them, as well as the
way they appear in the fairytale. Then, the research developed at a level of
pedagogical operation in four sessions with the children on the nursery premises
with an interval pause of approximately 10 days. In these sessions we included
organized activities, with the key research tools being sketches and interviews, and
finally we proceeded with the thematic analysis and categorization of the children’s
sketches towards the concept of self-actualization and the concept of frustration,
while we also included the variable of gender. In summary, the survey showed that
the folk tale triggered the mechanism of identification, so children of either sex
recognized the effectiveness of the main hero or heroine and adopted their
characteristics, behaviors and attitudes that construct the concept of, both selfish
and altruistic, self-actualization.The “literary” tale triggered only the incentive for
selfish self-actualization, while in many children caused pessimism, regression,
withdrawal, passivity and a feeling of inadequacy, while dragged some towards
search of convenience.Regarding to the final question, which asked children to
indicate their preference for one of the four stories they heard the two folk tales
draw the preference of the vast majority of children with clear and detailed
justification based on tolerance to frustration, problem solving, goal achievement
and self-actualization of the heroes.
Παπαδομαρκάκης Ιωάννης, θέμα διατριβής:
Αγωγής
και
δημιουργική
επίλυση
«Επιστήμες της
προβλήματος:
Στάσεις
στελεχών Ο.Τ.Α. σχετικά με τη διαχείριση κρίσεων. Συγκριτική
μελέτη».(2013)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η ερευνητική υπόθεση της παρούσας διατριβής αφορά στο ερώτημα του κατά πόσον
τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης στην Ελλάδα αξιοποιούν τη δημιουργική και
κριτική σκέψη τους προκειμένου να διαχειριστούν μία κρίση. Για τη διερεύνηση
αυτού
του
ερωτήματος
διεξήχθησαν
ημιδομημένες
συνεντεύξεις
με
στελέχη
δημόσιας διοίκησης, τόσο της νησιωτικής, όσο και της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Oργανώθηκε βιβλιογραφική έρευνα και καταρτίστηκε θεωρητικό πλαίσιο στη βάση
του οποίου διατυπώθηκαν τα ερωτήματα της συνέντευξης. Το πρώτο κεφάλαιο της
διατριβής εξετάζει το φαινόμενο της δημιουργικότητας και της κριτικής σκέψης. Το
δεύτερο κεφάλαιο ερευνά το φαινόμενο της ηγεσίας, εστιάζοντας στις ποιότητες και
τη λειτουργία του δημιουργικού ηγέτη. Το τρίτο κεφάλαιο αναπτύσσει τις έννοιες της
περιβαλλοντικής διαχείρισης, της αειφόρου ανάπτυξης και της περιβαλλοντικής
εκπαίδευσης.
Το
τέταρτο
κεφάλαιο ασχολείται με τη μελέτη περίπτωσης των
δασικών πυρκαγιών, επιχειρώντας μία ολιστική προσέγγιση του φαινομένου και
παραθέτοντας ένα όσο γίνεται ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο. Το πέμπτο κεφάλαιο
εκθέτει τα μεθοδολογικά εργαλεία της παρούσας διατριβής. Στο έκτο και έβδομο
κεφάλαιο
παρουσιάζονται
τα
αποτελέσματα
της
στατιστικής
επεξεργασίας
παραθέτοντας συγκριτική μελέτη δύο αξόνων: μεταξύ στελεχών και συνεργατών
(κεφ. 6) και μεταξύ ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας (κεφ. 7).Ακολουθεί το
τελευταίο κεφάλαιο με τα συμπεράσματα, όπως προκύπτουν από την ανάλυση
περιεχομένου των ημιδομημένων συνεντεύξεων και στη συνέχεια παρουσιάζονται οι
προτάσεις βελτίωσης του υφιστάμενου πλαισίου και οι προτάσεις για επέκταση της
έρευνας.
Abstract
The hypothesis of the current thesis focuses on the role of creative and critical
thinking within the process of crisis management by public sector executives.
Interviews with public sector executives have been conducted in order to test this
hypothesis. These executives have been sampled in a way that represents insular
and mainland Greece. For supporting the above research frame, literature review
was conducted, and a theoretical frame was conceived from which the semistructure interview potential questions were resulted. The first chapter examines
the phenomenon of creativity and critical thinking. The second chapter studies the
phenomenon of leadership, emphasizing on the creative leader’s qualities and
functions.
The
third
chapter
analyzes
the
concepts
of
environment
and
sustainability and the management of forest fires from public sector executives. The
fourth chapter deals with the case study of forest fires within the frame of crisis
management, attempting a holistic approach and providing a wide theoretical
frame. The sixth and seventh chapters present the results of the statistical editing
of data, presenting the comparative study of two axes: between executives and
assistants (ch. 6) and between continental and insular Greece (ch. 7).The last
chapter presents the results as they accrue from the content analysis on the semistructured interviews, the proposals for improving the current frame and for
expanding the research.
Μάνου Αγγελική, θέμα διατριβής:
«Η αναγνώριση της πολιτισμικής
ετερότητας στο ολοήμερο νηπιαγωγείο: εναλλακτικές προσεγγίσεις
στην ενσωμάτωση των αλλοδαπών μαθητών». (2013)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η διερεύνηση
των
απόψεων
των
εκπαιδευτικών αναφορικά με τη διαπολιτισμική συμβουλευτική στην πρωτοβάθμια
εκπαίδευση και το ρόλο του εκπαιδευτικού στη διαμόρφωση της πολυπολιτισμικής
σχολικής πραγματικότητας. Η έρευνα, που διεξήχθη στο
νομό
Αττικής, σε
εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, μας οδήγησε στα εξής ευρήματα: α)
οι εκπαιδευτικοί αναγνωρίζουν την ανάπτυξη διαπολιτισμικής συνείδησης ως έναν
από τους στόχους της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, β) εκφράζουν τη βεβαιότητα ότι
δεν υπάρχει εξειδικευμένος φορέας συμβουλευτικής διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, γ)
θεωρούν τη συμβουλευτική απαραίτητη δράση της παιδαγωγικής διαδικασίας, για
την άσκηση της οποίας απαιτείται ειδικός σύμβουλος παιδαγωγός, δ) αναγνωρίζουν
τη συνθετότητα του ρόλου τους – καλοί παιδαγωγοί, ουσιαστικοί σύμβουλοι,
επικοινωνιακά
επιδέξιοι,
καταρτισμένοι
σε
όλα
τα
γνωστικά
αντικείμενα,
ε)
παραδέχονται πως οι γνώσεις τους σε θέματα συμβουλευτικής και διαπολιτισμικής
εκπαίδευσης είναι ελλιπείς, στ) κρίνουν αναγκαία την άσκηση της διαπολιτισμικής
συμβουλευτικής στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς εισάγει καινούρια στοιχεία,
θεωρώντας τον εκπαιδευτικό κύριο εκφραστή της. Τέλος, προτείνεται η ενίσχυση
των
επαγγελματικών
συνεχιζόμενης
εφοδίων
εκπαίδευσης
των
σε
εκπαιδευτικών,
θέματα
μέσω
επιμορφώσεων
και
εκπαίδευσης
και
διαπολιτισμικής
συμβουλευτικής, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν επάξια στον πολυδιάστατο
ρόλο τους.
Abstract
The aim of the present thesis is the exploration of both the educators’ views
regarding Intercultural Counseling in Primary Education and the role of the educator
in the multicultural school reality.The survey conducted on educators in Primary
Education in Attica reported the following findings: a) educators recognise the need
for the development of intercultural conscience as one of the aims of Primary
Education, b) they express their certainty that there is no specialized body to deal
with intercultural education counseling, c) they consider both counseling in the
educational process and a specialised educational counselor to be indispensable, d)
they recognise the complexity of their role – good teachers, essential counselors,
skilled communicators, erudite in all fields of knowledge, e) they admitt that their
knowledge regarding counseling and intercultural education is imperfect, f) they
emphasize on the necessity of intercultural counseling in Primary Education in
introducing
new
approaches,
considering
the
educator
as
it’s
main
representative.Finally, it is recommended that educators should be provided with
professional qualifications, through continuous training in Intercultural Education
and Counseling, so that they meet the requirements of their multidimensional role.
Τσακίρης Ιωάννης, θέμα διατριβής:
«Η σχολική αυλή ως χώρος
μάθησης και ο ρόλος της στη διαμόρφωση του περιβαλλοντικά
υπεύθυνου πολίτη». (2013)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο σχεδιασμός, η διαμόρφωση και η οργάνωση του χώρου της σχολικής αυλής ως
τμήματος του ευρύτερου υλικού χώρου, αποτελούν στοιχεία που προσδιορίζουν
αφενός την πολιτισμική της ταυτότητα. Αφετέρου ως χώρος συνάντησης κυρίως
μαθητών
και
αλληλεπίδρασης,
εκπαιδευτικών,
επικοινωνίας
μετατρέπεται
έκφρασης
και
σε
ένα
εν
(δομημένων
δυνάμει
ή
πλαίσιο
ελεύθερων),
δραστηριοτήτων, κατά συνέπεια ένα χώρο που επενδύεται και από ψυχολογικές και
κοινωνικές παραμέτρους, προσδίδοντας στο χώρο αυτό και την κοινωνική του
ταυτότητα. Η σύγχρονη εκπαιδευτική και κοινωνική πραγματικότητα, φαίνεται
μάλλον διστακτική στο να επαναπροσδιορίσει τις δυνατότητες του χώρου αυτού,
πέρα από τη φιλοξενία αθλητικών δραστηριοτήτων. Οι σχολικές αυλές θα μπορούσαν
να είναι πολύτιμα, δυναμικά, ενεργητικά και χρηστικά εποπτικά μέσα του τυπικού,
μη τυπικού και άτυπου προγράμματος σπουδών, αλλά και για τους εκπαιδευτικούς,
ένα πλαίσιο δοκιμαστικών εφαρμογών, νέων επιστημονικών τεχνικών και διδακτικών
μεθόδων.Βασικός σκοπός της βιβλιογραφικής έρευνας της παρούσας εργασίας, είναι
η διερεύνηση της δυνατότητας και αξιοποίησης του χώρου της σχολικής αυλήςς ως
παιδαγωγικού εργαλείου και στη δυνατότητά του να ενσωματωθεί σε μια προοπτική
αγωγής και επικεντρώνεται σε τρία σημεία:
του;
ποια είναι η παιδαγωγική ταυτότητα
ποια είναι η δυνατότητά του να λειτουργήσει ως ένα πλαίσιο αγωγής και
μάθησης (συμπεριλαμβανομένης και της μάθησης για το περιβάλλον και την
αειφορία);
και
προς
αυτήν
την
κατεύθυνση,
ποιες
άτυπες
μορφές
αναδιαμόρφωσης μπορεί να λάβει;Βασικός σκοπός της έρευνας, αποτελεί η
καταγραφή και διερεύνηση των αντιλήψεων των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας
εκπαίδευσης των δημόσιων δημοτικών σχολείων της πόλης της Ρόδου, σε ένα
σύνολο ερωτημάτων που σχετίζονται με την οργάνωση, διαμόρφωση και τη
δυνατότητα της σχολικής αυλής να λειτουργήσει ως χώρος αγωγής και μάθησης
συμπεριλαμβανομένης και της περιβαλλοντικής μάθησης.
Abstract
The design, formation and organization of the school yard, as part of the broader
material space, are all elements that define its cultural identity. As a meeting place
mostly for pupils and teachers, it is turned into a potential frame of interaction,
communication, expression and activities, all of which are elements that give it a
social identity. The modern educational and social reality seems rather reluctant in
redefining the potential of this place. The schoolyards could be valuable, dynamic,
energetic and handy teaching aids of the curriculum, but also a frame for pilot
practice, new scientific techniques and teaching methods.The main idea of the
“Sustainable School yard” is the incorporation of the idea and the values of
sustainability in every aspect of its life, mostly in its ability to support: the
educational process, the connection between the school and the local community,
the strengthening of its environmental frame.Under this perspective the design of
the schoolyard could directly or indirectly offer opportunities to study and support
the local natural, social, cultural and economical systems. The main aim of the
bibliographic research is the investigation of the potentialand the exploitation of the
schoolyard as a pedagogical tool, and its potential to be incorporated in a prospect
of education. It focuses in three points: What is its pedagogical identity? What its
potential is to function as a frame of education and learning and in this direction,
what atypical forms of redefining can it take? Main aim of the research is the
recording and investigation of the notions of the public primary school teachers of
the city of Rhodes in a total of questions relevant to the organization, formation and
potential of the school yard to function as a place of education and learning
including environmental learning.
Παρασκευή Καλλιγά-Γερασίμου, θέμα διατριβής: «Η μυθοπλαστική
αφήγηση του Κοσμά Πολίτη ως παλίμψηστο: Μια αφηγηματολογική
προσέγγιση». (2006)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η διατριβή αυτή αποβλέπει στο να περιγραφεί τόσο το σύστημα που διέπει το
μυθοπλαστικό σύμπαν του Κοσμά Πολίτη, όσο και να αναδειχθεί η ενότητα, η
«ποιητική», η ποιητικότητα και ο διάλογός του με ένα εξωτερικό και κυρίως με το
εσωτερικό του διακείμενο. Είναι χωρισμένη σε τρία μέρη-φάσεις μελέτης:
1. Διερεύνηση του στάτους της αφήγησης και τρόπων αποκάλυψης των αφηγητών
σε κείμενα του Κοσμά Πολίτη, δηλαδή της ποικιλίας και των μεταμορφώσεων της
αφηγηματικής
κατάστασης
σ’
αυτά.
Λεπτομερέστερη
εξέταση
του
Στου
Χατζηφράγκου του Κοσμά Πολίτη, ως αντιπροσωπευτικού των υπολοίπων κειμένων
του, σχετικά με την ιστορία, την αφήγηση και την αφηγηματική πράξη. Το
φαινόμενο της παρουσίας εσωτερικών αφηγητών.
2. Εξέταση του φαινομένου της πολύπτυχης αυτοκειμενικότητας του (ΣΧ), ως
ενδεικτικού της συμμετρικής κατασκευής του μυθιστορήματος, μέσω των πολλαπλών
αντανακλάσεων της ιστορίας σ’ αυτό. Ανάδειξη, με τη βοήθεια διακειμένων, της
θεματικής, της «ποιητικής» και της ποιητικότητας του συγγραφέα.
3.
Ανάλυση
περιπτώσεων υπερκειμενικότητας (παρωδίας) κειμένων
του Κοσμά Πολίτη, σε σχέση με ένα εξωτερικό (γενικό) αλλά και το εσωτερικό του
διακείμενο, αντανακλάσεων του εκφωνήματος στη γραμματική του διάσταση
(κειμένου και «λέξης»), αλλά και της πράξης εκφώνησης. Εξέταση του φαινομένου
της αφηγηματικής μετάληψης στον Κοσμά Πολίτη.
Μέσα από μια τέτοια πορεία ανίχνευσης της εσωτερικής επικοινωνίας, των αναλογιών
και της αντανάκλασης κειμένων του συγγραφέα και των μερών τους, αναδεικνύεται
η αυτοσυνειδησία τους, επιβεβαιώνοντας τη μεθοριακή γραμμή μυθοπλασίαςπραγματικότητας, δηλαδή τις λογοτεχνικές συμβάσεις, και το παιγνίδι του με τις
συμβάσεις του ρεαλιστικού μυθιστορήματος, το οποίο όμως, βασικά, υπηρετεί. Η
ποικιλία, η σύνθεση και οι λειτουργίες της αφηγηματικής κατάστασης και της
πλαισίωσης των κειμένων του Κοσμά Πολίτη, αποκαλύπτεται ως μια πορεία δοκιμών
και
συνδυασμών
μορφών
και
τρόπων,
που
καταλήγουν
στο
πλουραλιστικό
αφηγηματικό σχήμα του μεταπολεμικού του μυθιστορήματος, (ΣΧ).
Ευαγγελία
Μουλά,
θέμα
διατριβής:
αρχαιότητας για την παιδική ηλικία».
«Ο
τραγικός
μύθος
της
(2007)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
H παρούσα διατριβή εξετάζει τις εκφάνσεις και την επίδραση του τραγικού μύθου στο
παιδικό βιβλίο και ανάγνωσμα, στην εκπαίδευση και στο σχολικό θέατρο, την
περίοδο από τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου μέχρι σήμερα (2006). Ο τραγικός
μύθος στο εκάστοτε ιστορικό συγκείμενο απορροφά στοιχεία του κυρίαρχου εθνικού
λόγου και της αντίστοιχης αισθητικής ιδεολογίας, λειτουργώντας ως εργαλείο
εθνικής διαπαιδαγώγησης στην υπηρεσία της Ελληνικότητας . Στο πεδίο του παιδικού
βιβλίου, κατά τις δύο πρώτες περιόδους (1945-1958/1970) , οι διασκευές του
τραγικού μύθου απορροφούν στοιχεία της τρέχουσας πολιτικής επικαιρότητας,
προπαγανδίζοντας υπέρ της κατισχύουσας Εθνικοφροσύνης. Την ύστερη περίοδο
(1970 κ.εξ.) αποφορτίζονται ιδεολογικά και υπογραμμίζουν την καταγωγική σχέση
τους με τα πρωτότυπα και την επιμορφωτική- παρασχολική τους ιδιότητα. Στην
εκπαίδευση ο τραγικός μύθος ενισχύει το μύθο του ελληνικού φυλετικού μεγαλείου
και της αδιάσπαστης ιστορικής συνέχειας της εθνικής μας εαυτότητας. Τα αντίστοιχα
εγχειρίδια υπήρξαν ανεξέλικτα, δασκαλοκεντρικά και στατικά στη δομή τους μέχρι
πρόσφατα (δεκαετία ‘ 90 ), όπου και σημειώνεται βελτίωση ,μέσα από την προβολή
του θεατρικού λόγου και την ενίσχυση της δι- ιστορικής του πρόσληψης. Εκτός από
τη μορφή του αυτοτελούς γνωστικού αντικειμένου , ο τραγικός μύθος αναδύεται σε
ποικίλα άλλα αντικείμενα , στην κατεύθυνση διαμόρφωσης μιας αρραγούς εθνικής
ταυτότητας.
Στο δε σχολικό θέατρο, το αδιαφιλονίκητο κύρος των κειμένων ως
πιστοποιητικών Ελληνικότητας προσδίδει στις
βιωματικής αξίας- παραστάσεις,
-αμφιλεγόμενης
καλλιτεχνικής
ή
γόητρο. Η μακροημέρευση της Ιφιγένειας και της
Αντιγόνης ως γνωστικών αντικειμένων τους εξασφαλίζουν το προβάδισμα στις
επιλογές των μαθητών. Οι παραστάσεις αυξάνονται εντυπωσιακά παράλληλα με την
καθιέρωση του θεσμού των μαθητικών αγώνων. Η μαζική παραγωγή και πρόσληψή
τους αναβιώνει το φαινόμενο του Φεστιβαλισμού. Συμπερασματικά η βαριά
κληρονομιά της παράδοσης , της λόγιας επεξεργασίας της , των κριτικών της
αναγνώσεων και των εκάστοτε εφαρμογών της μετατρέπεται σε παραμορφωτικό
φακό μέσα από τον οποίο
προσλαμβάνουμε τον τραγικό μύθο στερεοτυπικά και
ανελαστικά. Ελάχιστες διαφαινόμενες τάσεις ανανέωσης του τραγικού λόγου μας
επιτρέπουν όμως αισιόδοξες προβλέψεις για τη μελλοντική του αξιοποίηση.
Abstract
The present thesis examines the uses
and the influence of the tragic myth
in
children's culture , from the end of the Second World War up to the present (2006)
and focuses on the fields of : chlidren’s literature, education and school theatre.
The
tragic myth in each historical cultural context absorbs elements of
the
sovereign national politics and the corresponding aesthetic ideology and functions
as a tool for the modulation of national identity, according to the versatile
signification of the ideal of Greekness.
In Children's
Literature of the first
two periods (1945-1958/1958-1970), the
adaptations of the tragic myth assimilate the rigid Nationalism and create an
idealised factitious Greekness . In the later period (1970 and on) the nationalistic
ideology is discharged
and the adaptations underline their provenance from the
original scripts and their para- educational orientation. In
greek education, the
tragic myth inforces the doctrine of greek racial greatness and of the uninterrupted
historical continuity and homogeneity of our national self. The corresponding
handbooks’ structure remained static,
undeveloped and promoted a frontal
teacher- centered instruction up to recently (90ies). Lately we notice a significant
improvement , through
the emergence of the theatrical dimension of the works
and the reinforcement of their inter- historical reception.. Apart from the separate
school subject of dramatic poetry, the tragic myth slips into various other subjects
and aims at the configuration of the greek solid national identity. In the field of
school theatre, the undisputed prestige of the plays as credentials of Greekness,
lends to
the ambiguous
artistic
value of these
performances validity. The
longevity of Ifigenia and Antigoni as school subjects ensure them the precedence
in students’ choices . The performances have increased after the establishment of
the institution of theatrical school competitions .
Their mass production and
perception revive the phenomenon of Festivalism. In conclusion , we claim that
the heavy heritage of our ancestral tradition ,
readings and
its literary
applications are being transubstantiated
treatment,
into a
critical
deforming lens
through which we conceptualize the tragic myth in a clichéd and inflexible way. On
the other hand a few
cases of renewal of the tragic myth allow us
to foster
optimistic anticipations for its future exploitation.
Ιωάννα Καλιακάτσου, θέμα διατριβής: «΄Οψεις της αρχαιότητας στα
βιβλία της παιδικής ηλικίας. Το παράδειγμα του ομηρικού μύθου».
(2007)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
H παρούσα διατριβή εξετάζει διασκευές του ομηρικού μύθου για παιδιά που
εκδόθηκαν στο διάστημα 1876-1970. Η μελέτη φιλοδοξεί να φέρει στην επιφάνεια
βιβλία που λησμονήθηκαν με το πέρασμα του χρόνου, να εντάξει τις συγκεκριμένες
διασκευές του Ομήρου στο ευρύτερο ερευνητικό ενδιαφέρον της γραφής κλασικών
κειμένων για παιδιά και, παράλληλα, με τη βιβλιογραφική καταγραφή των σχολικών
και εξωσχολικών βιβλίων της περιόδου, να συμπληρώσει και να λειτουργήσει
παραπληρωματικά στα ερευνητικά βοηθήματα για το παιδικό βιβλίο.
Η συγκριτική
συλλογιστική, που ακολουθείται επιχειρεί να ανιχνεύσει συγγένειες ή αποκλίσεις των
διασκευών για παιδιά από τα κλασικά προκείμενά τους και προσπαθεί να συνδυάσει
την ιστορικότητα των κειμένων με τα ιδιαίτερα δεδομένα της πρόσληψης του
παιδικού βιβλίου. Παρακολουθώντας την πορεία του ομηρικού μύθου σε κείμενα
διαφορετικών
εποχών,
παρατηρούμε
ότι
οι
παιδαγωγοί-συγγραφείς
απελευθερώνονται σταδιακά από τη δεσμευτικότητα της ομηρικής παράδοσης και
κινούνται δραστικά στο ευρύτερο πλαίσιο του μύθου, προκειμένου να καταστήσουν
αποτελεσματικότερη τη διατύπωση των ιδεών τους. Δομικές και αφηγηματικές
συγγένειες με γνώριμα παιδικά βιβλία εντοπίζονται, ενώ με την προσθήκη
επεισοδίων ή αναφορών σε ανταγωνιστικά του Ομήρου μυθικά σύνολα, οι
συγγραφείς μετατρέπουν το έπος σε μια γραμμική πολύ-επεισοδιακή αφήγηση με
χαλαρή δομή, που διευκολύνει την πρόσβαση του αναγνώστη στον Τρωικό μύθο,
αλλοιώνει
αγαπημένες μορφές του Ομήρου και αποτυπώνει ανάγλυφα τις
διδακτικές και ηθικοπλαστικές προθέσεις του συγγραφέα. Παράλληλα, η αποκάθαρση
των ομηρικών κειμένων από τις ερωτικές νύξεις και τις βίαιες σκηνές, οι
αφηγηματικές παρεμβάσεις και η απλοποίηση του έπους προσαρμόζουν το επικό
κείμενο στα δεδομένα παιδαγωγικής γραφής. Σε ορισμένα βιβλία ο ομηρικός μύθος
παρερμηνεύεται δημιουργικά, παραπέμπει άμεσα σε λογοτεχνικά είδη και στη
γλώσσα τους και
λειτουργεί ως μέσο προβολής των σύγχρονων επιδιώξεων και
αναζητήσεων,
ενώ
η
ιστορική φυσιογνωμία
του
ομηρικού
μύθου
αποτελεί τον αναλλοίωτο πυρήνα που κληροδοτεί η παράδοση στις σύγχρονες
γενιές, τεκμηριώνει το ηρωικό βάθος του έθνους και υποβάλλεται σε ιδεολογική
διαχείριση, για να εδραιωθεί η εθνική ταυτότητα. Η μελέτη των βιβλίων μας έδειξε
ότι ο ομηρικός μύθος, τόσο σε παραγωγικό επίπεδο, όσο και στο στάδιο της
πρόσληψης, αναθεωρείται δραστικά στα παιδικά βιβλία, προκειμένου να διεκδικήσει
την ιστορική και πολιτισμική του αξιοπιστία. Ο ομηρικός μύθος στα παιδικά βιβλία
αποτέλεσε το ιδανικότερο παράδειγμα για
νεαρούς αναγνώστες και ένα συνδετικό
κρίκο, που συνέδεε το παρόν με το παρελθόν και την παράδοση με την πολιτισμική
επικαιρότητα.
Abstract
The present research study focuses on adaptations of the Homeric myth for children
/ readers, attempting to compare the Homeric determinant in children’s books with
their classic antecedents and to highlight how Homeric symbols take the role of
exemplars in children’s books. Our field of reference consists of children's
adaptations published within the period 1876-1970. The cultural reasoning
proposed investigates new elements that were introduced to the traditional
narrative, in order to ascertain what these changes and transformations signified
about society and reader manipulation, while at the same time examining how this
covered up and eroded Homeric tradition continues to constitute a visible presence,
lending something of its spirit to children’s books. The methodological tool utilized
combines a comparative examination of the texts
with their historicity and the
particular conditions of the perception in children's books.
The texts we examine stray away from Homeric myth and formulate a composition
which is similar to a mosaic. Familiar and well-tried narrative forms were adopted
from well-known children’s books that have stood the test of time, subverting the
narrative framework of Homeric poetry; the epics were turned into fragmented
phrases in books of miscellanies, serving the purposes of learning; borrowed scenes
from Ancient Greek texts constituted the reading framework and altered the image
of well-loved Homeric heroes, while excerpts of translations invaded the adaptation,
in order to support linguistic continuity. By enriching the number of scenes,
simplifying the structure of the text and omitting parts, adaptors tailored the text to
measure for their implied reader audience. Adaptors further intervened in the texts
and censored them in order to minimise parasitically those elements of the epic
that may have harmed their vision of correct moral fibre and attempted to shape
life models for their young readers. Finally, rewriting Homeric myth in history
textbooks, these authors use Homer in order to shore up national demands and
expectations.
Homeric myth was the ideal example for young readers, as it melded the substance
of the Ancient Greek world with the explorations of the present.
Κυριακή
Πρεβεδουράκη,
θέμα
διατριβής:
«Σκηνή
και
Εικόνα,
Αρχέτυπο και Παιδαγωγία». (2008)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το αρχέτυπο συμβάλλει στη διαμόρφωση της προσωπικότητας. Η φυσική τάση για
μίμηση
και
παιχνίδι
αξιοποιείται
από
την
παιδαγωγική
λειτουργία
και
τις
αλλεπάλληλες μετα-ερμηνείες των μυθολογικών αφηγήσεων. Έτσι καλλιεργείται η
ομοιότητα της εικόνας με το πρότυπο στη γλυπτική και δομείται η συμβολική
γλώσσα, η οποία χρησιμοποιείται στα έργα τέχνης και τα τελετουργικά δρώμενα,
προκειμένου να αναπτύσσονται οι εκδηλώσεις της «μετ’ επιστήμης» μίμησης. Η
μελέτη
εξετάζει
εικαστικές
και
δραματικές
δημιουργίες,
αρχίζοντας
από
τις
περιγραφές της επικής ποίησης, ηρωικής και διδακτικής, σε συνδυασμό με αρχαϊκές
αγγειογραφικές παραστάσεις. Στη συνέχεια μελετά ορισμένα από τα κλασικά
δράματα, όπως η «Ορέστεια» του Αισχύλου, η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, η
«Άλκηστις» και η «Μήδεια» του Ευριπίδη. Από την τέχνη της μεσαιωνικής περιόδου
προσεγγίζει το ψηφιδωτό, τη φορητή εικόνα και την τοιχογραφία της ύστερης
Βυζαντινής φάσης, αναλύοντας τη θεολογική διάσταση της αρετής. Περαιτέρω
ερευνά τις μεθόδους, που εφαρμόστηκαν ως εργαλείο παρατήρησης και γνώσης
κατά την Αναγέννηση. Εκλαμβάνει το θέατρο του 16ου αιώνα ως δηλωτικό της
αναδυόμενης
συλλογικής
συνείδησης
των
πρώτων
ευρωπαϊκών
εθνών,
της
ελισαβετιανής Αγγλίας, της Καθολικής Ισπανίας και της Γαλλίας του Λουδοβίκου XIV.
Εστιάζει στη διαμόρφωση των προτύπων κατά τον 17ο αιώνα, αντίστοιχα με την
έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης, την εδραίωση της εκβιομηχάνισης, τις ιδέες του
Διαφωτισμού, του Νεοκλασικισμού και του Ρομαντισμού. Τέλος αναλύει δράματα των
Ibsen, Strindberg και Chekhov και επισημαίνει τις μεταβολές στην μετα-ερμηνεία
των αρχέτυπων εντυπώσεων, ανάλογα με κινήματα του μοντερνισμού και τις
πολιτιστικές αξιώσεις των αρχών του 20ου αιώνα.
Abstract
Archetypes contribute in the formation of personality. Pedagogy makes useful the
naturally given orders for mimesis and game, proposing the successive metaexplanations of the mythical narrations. So the similarity between pictures and
prototypes of sculpture is cultivated and the symbolic language is structured, in
order to be used in the artistic works and ritualistic happenings, growing the
expressions of “the mimesis which is joined
with
science”.
This
study
examines pictorial and dramatic creations, beginning from the narratives of the epic
poetry, both heroic and didactic, in combination with pottery paintings of the
archaic era. Moreover, it studies some classic dramas, like Aeschylus’ Oresteia,
Sophocles’ Electra, Euripides’ Alkestis and Medea. From the medieval period it
approaches the arts of the mosaic, the icons which can be carried and the fresco of
the posterior Byzantine phase, analyzing the theological view of virtue. Further, it
researches the methods which had been attended as an instrument of observation
and knowledge during Renascence. It regards the theatre art of 16th century as a
data, which signifies the rising up collective conscious of the first European nations,
Elizabethan England, Catholic Spain and France of Luis XIV. Also, it focuses on the
formation of social prototypes during 17th century, respectively to the explosion of
French Revolution, the consolidation of industrialization, the ideas of translucent,
classical revival and romanticism. Finally, it analyzes dramas of Ibsen, Strindberg
and Chekhov, and signifies the changes in meta-explanations of archetypal
impressions, analogously to the movements of modernism and the cultural orders
of the beginning of 20th century.
Παναγιώτης Μπερεδήμας, θέμα διατριβής:
«Το Εικονογραφημένο
Παιδικό Σχολικό Βιβλίο, σαν αντικείμενο – έργο Τέχνης». (2009)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το βασικό ερώτημα της διατριβής είναι αν ένα σχολικό αλφαβητάριο μπορεί να είναι
και ένα έργο τέχνης ταυτόχρονα. Η έρευνα βασίστηκε σε λεπτομερειακή εξέταση
μεγάλου αριθμού εικονογραφήσεων και ομόχρονων αναφορών. Τα πρώτα έντυπα
ελληνικά αλφαβητάρια είναι γραμμένα στην «Αλεξανδρινή των εβδομήκοντα»
γλώσσα και οι εικονογραφήσεις τους ακολουθούν λαϊκά δυτικότροπα πρότυπα. Η
«καθομιλούμενη» Ελληνική γλώσσα, χρησιμοποιείται, στις αρχές του 19ου αιώνα,
από
Προτεσταντικές
Ιεραποστολές
σαν
όργανο
πολιτιστικής
εισβολής
στο
εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μέσω της αθρόας χορήγησης εικονογραφημένων
αλφαβηταρίων, παιδικών διηγημάτων και άλλων στοιχειωδών σχολικών βιβλίων. Οι
εικονογραφήσεις τους εισάγονται απευθείας από τα
μητροπολιτικά
τυπογραφεία
τους. Μετά την σύγκρουσή τους με το Πατριαρχείο, τα τυπογραφεία τους
παραχωρούνται σε ιδιώτες που συνεχίζουν το έργο τους για πολλά χρόνια. Η
μετεξέλιξη των χειρωνάκτων τυπογράφων του 19ου αιώνα σε εκδότες φέρνει μία
ποσοτική και ποιοτική αύξηση των εντύπων κυρίως εφημερίδων και περιοδικών. Τα
ευρωπαϊκά
εικονογραφικά
πρότυπα
είναι
κοινός
«παραδοσιακολάτρες» δημοτικιστές που αγαπούν την
τόπος
τόσο
για
τους
Γερμανικών προτύπων
ηθογραφία
όσο
και
ανάμεσα
στους αστούς
γαλλόφιλους
«Μαλλιαρούς»
συμβολιστές, των αρχών του αιώνα. Λόγω του ανταγωνισμού των εκδοτών, αυτοί
αναθέτουν τις εικονογραφήσεις των αλφαβηταρίων σε σημαντικούς ζωγράφους που
ακόμα και εικονογραφώντας αλφαβητάρια κινούνται ανάμεσα στο παραπάνω
πολιτισμικό δίπολο που κυριαρχεί στο εικαστικό προσκήνιο στο πρώτο μισό του 20 ου
αιώνα. Η ίδρυση του ΟΕΣΒ κατά την Μεταξική δικτατορία θα σημάνει το τέλος του
ανταγωνισμού που θα εξελιχθεί έτσι σε έναν κατευθυνόμενο μονόλογο.
Abstract
The fundamental question of this thesis is whether a school primer - “alfavitario”
(plural form: alfavitaria)- can also be approached as a work of art. The research
was based on a detailed analysis of many school primers and reports on them. The
first printed Greek “alfavitaria” are written in the "Alexandrini of the evdomikonta"
language and are illustrated according to popular Western stylistic models. The
Greek Vernacular language, is used, at the beginning of the 19th century, by
Protestant Missions as a medium of cultural invasion in the educational system of
the country via the massive distribution of illustrated “alfavitaria”, children's short
stories and other elementary school books to students. Their illustrations, however,
are imported directly by their metropolitan publishers. After their conflict with the
Greek Patriarchate, the printing-houses are granted to private individuals who
continue the work of missionaries for many years. The evolution of the Athenian
19th century typographers, from labourer printers to publishers, causes
a
quantitative and qualitative increase in the shape or form that newspapers and
magazines, mainly, take.
The European illustration models are a common place
both for the "Traditionalist" symbolist followers of Dimotiki who prefer the German
models and, also, the Francophile bourgeois symbolists, followers of "Malliari", at
the beginning of the 20th century. Because of the existing competition, editors
assign the illustrations of “alfavitaria” to important career painters. The artists,
even when illustrating the “alfavitaria”, are influenced by the cultural dipole that
dominates the profile of figurative arts in the first half of the 20th century.
The foundation of “OESB- (ΟΕΣΒ)- Organisation for the publication of School
Books”, in 1937, due the dictatorship of I. Metaxas, will terminate
this
competitiveness in the figurative arts which will gradually develop into a directed
monologue.
Θεοδώρα Τσιγκάνη, θέμα διατριβής: ««Η παιδική λογοτεχνία στην
πρωτοσχολική εκπαίδευση (Πρώτη και Δευτέρα τάξη) ως μέσο της
λογοτεχνικής εξοικείωσης και
της γλωσσικής ανάπτυξης του
παιδιού». (2011)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η παρούσα διατριβή επιχειρεί να διερευνήσει τη λογοτεχνία στην πρωτοσχολική
ηλικία ως μέσο γλωσσικής ανάπτυξης και λογοτεχνικής εξοικείωσης των μαθητών,
μέσα από την αναγνωστική ανταπόκριση και την ανάγνωση της πολυφωνικότητας.
Πρόκειται για συνδυαστική προσέγγιση της θεωρίας της αναγνωστικής ανταπόκρισης
του W. Ιser και της θεωρίας της πολυφωνικότητας και διαλογικότητας του Μ.Μ.
Bakhtin. Πραγματοποιήθηκε εμπειρική, ποιοτική έρευνα με στοιχεία έρευνας δράσης
σε δύο τμήματα της Α΄ και δύο της Β΄ δημοτικού σε τρία Δημοτικά Σχολεία της
Αττικής. Σημαντικότερα πορίσματα: Προέκυψαν τέσσερις κατηγορίες αναγνωστικής
ανταπόκρισης με τις υποκατηγορίες τους, οι οποίες και χαρτογραφούν τη διαδικασία
της αναγνωστικής ανταπόκρισης. Η αυτονομία της λογοτεχνίας στο σχολικό
πρόγραμμα
και
δημιουργικό
γλωσσική
η
ανάγνωση
διάλογο
ανάπτυξη
ολόκληρων
κειμένου-αναγνώστητων μαθητών
και η
παιδικών
βιβλίων
συναναγνώστη.
φιλαναγνωσία.
αναπτύσσει
το
Ενδυναμώνεται
Η
προσέγγιση
η
της
αναγνωστικής ανταπόκρισης και της ανάγνωσης της πολυφωνικότητας αποτελεί
ευέλικτο και λειτουργικό εργαλείο στη διδακτική της λογοτεχνίας.
Abstract
The present thesis explores literature as a means for language development and
familiarisation with literature of pupils in early primary school using the reader
response theory and the reading of polyphony. It is an approach based on a
combination of W. Iser's reader response theory and M.M. Bakhtin's theory of
polyphony and dialogism. We have conducted our research in two primary school
classes of Grade A' and two of Grade B', in three primary schools in Attica, using
experiential
qualitative
research
methods
containing
elements
of
action
research.Major conclusions: There have been four categories of reader response,
each including subcategories, which map the process of reader response. The
autonomy of literature in the school curriculum as well as practicing the reading of
entire children's books develops the creative dialogue among text, reader and coreader. It strengthens student language development and their love for reading
books. Using as a method reader response theory and the reading of polyphony can
become a flexible and operational tool in the teaching of literature.
Nικολούδη
Τριανταφυλλιά,
θέμα
διατριβής:
«Η
συμβολή
των
θεατρικών δραστηριοτήτων στη δημιουργία σχέσεων αναγνώρισης
μεταξύ ελλήνων και αλλοδαπών μαθητών». (2012)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η
παρούσα
διατριβή
διερεύνησε
κατά
πόσο
η
εφαρμογή
των
θεατρικών
δραστηριοτήτων συμβάλλει στη δημιουργία σχέσεων αναγνώρισης μεταξύ ελλήνων
και αλλοδαπών μαθητών σε μία τάξη νηπιαγωγείου. Πιο συγκεκριμένα η έρευνα
επεδίωξε να συγκεντρώσει στοιχεία για : 1) την ύπαρξη στερεοτυπικών αντιλήψεων
και
προκαταλήψεων
στα
παιδιά
της
προσχολικής
ηλικίας,2)
την
ύπαρξη
αλληλεπιδράσεων μεταξύ των ελλήνων και αλλοδαπών μαθητών, 3) τη μορφή της
αλληλεπίδρασης που έχουν,4)τους παράγοντες που επηρεάζουν τις επιλογές τους,5)
την πιθανή αλλαγή στη στάση και στη συμπεριφορά των παιδιών μετά το πέρας των
παρεμβάσεων.Η έρευνα διεξήχθη σε δύο συστεγαζόμενα νηπιαγωγεία, πρωινού
ωραρίου, του κέντρου της Αθήνας, των οποίων το 1/3 των μαθητών τους
αποτελείται από αλλοδαπούς μαθητές. Το ένα τμήμα λειτούργησε ως ομάδα έρευνας
και το άλλο ως ομάδα ελέγχου.Η εργασία διαρθρώνεται σε εννέα κεφάλαια. Στο 1ο
κεφάλαιο
αναφερόμαστε
στα
στερεότυπα
και
στις
προκαταλήψεις,
στην
πολυπολιτισμική τάξη, στις βασικές αρχές και στους στόχους της διαπολιτισμικής
εκπαίδευσης. Στο 2ο κεφάλαιο, αναφερόμαστε στις πρακτικές αναγνώρισης στο
διαπολιτισμικό σχολείο, στην επικοινωνία, στο παιχνίδι, στη δημιουργική μάθηση και
στις θεατρικές δραστηριότητες, των οποίων παρουσιάζουμε τις παιδαγωγικές αρχές
που
τις
διέπουν,
καθώς
και
τη
σχέση
τους
με
τις
υπόλοιπες
πρακτικές
αναγνώρισης.Στο 3ο κεφάλαιο παρουσιάζουμε τη μεθοδολογία της έρευνας και τα
ερευνητικά εργαλεία. Στο 4ο και 5ο κεφάλαιο γίνεται η παρουσίαση των ευρημάτων
και των συμπερασμάτων από την εφαρμογή των ερευνητικών εργαλείων. Στο 6ο
κεφάλαιο περιγράφονται αναλυτικά ανά δραστηριότητα οι 14 παρεμβάσεις-θεατρικά
εργαστήρια με τους επιμέρους και τους γενικούς στόχους τους, καθώς και η
αξιολόγησή τους. Στο 7ο κεφάλαιο καταγράφουμε τα συμπεράσματα από τις
παρεμβάσεις. Στο 8ο κεφάλαιο γίνεται η καταγραφή και η ανάλυση όλων των
συμπερασμάτων, ενώ στο 9οκαι τελευταίο κεφάλαιο, παρουσιάζουμε το τελικό
συμπέρασμα και τις προτάσεις για περαιτέρω έρευνα.Με την έρευνά μας καταλήξαμε
στο συμπέρασμα, ότι οι θεατρικές δραστηριότητες είναι ένας από τους παράγοντες
που συμβάλλουν στη δημιουργία σχέσεων αναγνώρισης μεταξύ ελλήνων και
αλλοδαπών μαθητών.
Abstract
The present research studied the contribution of drama activities to the creation of
interaction’s relations among greek and alien pupils in a preschool class. More
specifically, this study aimed at collecting data concerning: 1)being of stereotypes
and prejustices at the children of 5 years old 2) being of interaction among greek
and alien pupils of this age,3)the way of their interaction,4) the factors which
influent their interaction,5) the probably change
of
children’s
attitude
and
behavior after the interventions- drama workshops. The study took place in two
preschools classes, in the centre of Athens, whose the 1/3 of pupils are alien.This
dissertation is organized in nine chapters. The first chapter is concerned at
stereotypes, prejustices, multicultural classes, basic principles and aims of
intercultural education. The second chapter is referring to recognition’s practices.
The third chapter is concerning at the methodology of research, included the
purpose, the subject and the instruments used. In the fourth and fifth chapter are
presented the data and the conclusions of these instruments. In the sixth chapter
are described the 14 interventions- drama workshops. The seventh chapter
presents the conclusions of the interventions. In the ninth chapter are analyzed all
the conclusions and the collected data of this study and in the ninth chapter is
presented and discussed the final result. According to the final result, drama
activities contribute to the creation of interaction’s relations among greek and alien
pupils.
Μαρούδας Ηλίας, θέμα διατριβής:
«Το Θεατρικό Παιχνίδι
και η
Επίδραση του στις διαμαθητικές σχέσεις στο Δημοτικό Σχολείο».
(2012)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στην παρούσα εργασία επιχειρήθηκε εννοιολογικός προσδιορισμός του θεατρικού
παιχνιδιού, ως μορφή της διά του θεάτρου αγωγής, με τα χαρακτηριστικά του
οργανωμένου, κατευθυνόμενου, διευρυμένου με σκηνική παρουσίαση δρώμενων,
ομαδικού παιχνιδιού δραματικής/θεατρικής έκφρασης. Εξετάστηκε ειδικότερα η
επίδρασή του στις κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των μαθητών/ριών της ΣΤ΄ τάξης του
Δημοτικού Σχολείου, από την προοπτική της αλληλοαποδοχής, όπως και της
ομαδικής συνοχής.Τα μέσα συλλογής των δεδομένων, που χρησιμοποιήθηκαν, ήταν
η ημιδομημένη συνέντευξη και η ημιδομημένη παρατήρηση. Για την επεξεργασία
τους επιλέχθηκε ως ποσοτική προσέγγιση βασικά η κοινωνιομετρία και ως ποιοτική η
ανάλυση περιεχομένου.Η εμπειρική έρευνα συμφωνώντας, σε γενικές γραμμές, από
άποψη ευρημάτων με άλλες αντίστοιχες εντόπισε μέτριο βαθμό επίδρασης του θ.π.
στην προαγωγή της αλληλοαποδοχής και της ομαδικής συνοχής, αλλά και μικρό
βαθμό στην παραμονή, ακόμη και την ανάπτυξη τάσεων απόρριψης ή παραμέλησης.
Abstract
This
thesis
aimed
at
clarifying
the concept of structured, tutored, stage-
extended group operated dramatic play as a way of education through theatre and
drama, as well as examining its effect on 6th grade Elementary School pupils’ peer
relations, from the perspective of acceptance and group cohesion. The data firstly
were collected using both the semi-structured interview and the semi-structured
observation. Then they were analyzed through the use of sociometry as the main
quantitive approach and content analysis as a qualitive approach.The research
findings, being generally in agreement with previous ones, were referred to a
moderate degree of impact of the dramatic play on the advancement of acceptance
among peers as well as on that of group cohesion whereas a small degree of
remaining and development of rejection or neglection tendencies was reported.
Ηλίας
Ευθυμίου,
αξιολόγησης
εκπαίδευσης.
θέμα
διατριβής:
προγραμμάτων
Η
επιμόρφωση
«Μοντέλο
ηλεκτρονικής
των
οικονομοτεχνικής
εξ
αποστάσεως
εκπαιδευτικών
ως
πεδίο
εφαρμογής». (2005)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αντικείμενο της συγκεκριμένης διατριβής είναι η μορφοποίηση ενός μοντέλου
οικονομοτεχνικής αξιολόγησης εκπαιδευτικών προγραμμάτων που να δίνει τη
δυνατότητα προσδιορισμού και ενσωμάτωσης στη διαδικασία αξιολόγησης, των
ποιοτικών , μη-απτών χαρακτηριστικών και επιδράσεων της χρήσης των ΤΠΕ. Για
τη
διαμόρφωση
του
μοντέλου
αξιοποιήθηκαν
συνδυαστικά
(α)
μοντέλα
οικονομικής ανάλυσης και αξιολόγησης έργων ή επενδυτικών προγραμμάτων
στην εκπαίδευση και (β) θεωρητικές αρχές και μέθοδοι «λήψης αποφάσεων» που
αφορούν τη μέτρηση και αξιολόγηση πολλαπλών χαρακτηριστικών και κριτηρίων
απόφασης.
Ως πεδίο εφαρμογής για την παραμετροποίηση του υπόψη μοντέλου, επιλέχθηκε
το σύστημα επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα,
προσδιορίστηκαν παράγοντες μη-απτού κόστους και οφέλους από την χρήση των
ΤΠΕ στην εξ αποστάσεως επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και κατόπιν με έρευνα
πεδίου
σε
δείγμα
εκπαιδευτικών,
επιβεβαιώθηκε
η
εγκυρότητά
τους
και
εκτιμήθηκε συντελεστής στάθμισης που να εκφράζει τη σχετική σημαντικότητά
τους για την επίτευξη του συνολικού αποτελέσματος. Επίσης, μετά από
παραγοντική ανάλυση, μορφοποιήθηκαν γενικότεροι παράγοντες κόστους –
οφέλους για τους οποίους εκτιμήθηκε αντίστοιχος συντελεστής στάθμισης μετά
από έρευνα πεδίου σε δείγμα ειδικών (επιμορφωτές, στελέχη διοίκησης –
οργάνωσης προγραμμάτων, τεχνολόγοι ΤΠΕ στην εκπαίδευση κλπ). Ακόμα,
κατασκευάστηκε σχετικό δέντρο αξίας (ή λήψης
απόφασης)
και
εργαλεία
εξαγωγής σταθμίσεων σε αντίστοιχες περιπτώσεις εφαρμογής του προτεινόμενου
μοντέλου.
Abstract
The techno-economic evaluation of ICT utilization in distance education is
considerably limited by the methods used to measure the intangible costbenefit factors. The typical economic evaluation methods are unable to
appraise the overall cost – benefit or cost – effectiveness tradeoff, because
they tend to ignore the role of these non-quantified elements. This thesis’
focus is on the formulation of a model, which allows for the identification and
the integration into the evaluation process of the above mentioned
qualitative evaluation attributes, measuring their impact on program’s
effectiveness. In developing such a model, the following have been taken
into account conjointly: (i) various economic evaluation and investment
appraisal models and (ii) decision making theories and multi-attribute utility
measurement methods used in multi-goal decision support systems. For a
more specific implementation and customization, teachers’ in-service training
system in Greece has been chosen. By means of a bibliographic review,
various (possibly applicable) intangible cost and benefit factors stemming
from the ICT usage into this field were identified. Based on field research’s
data, these factors were validated and weighting coefficients were estimated
for each of them, reflecting their importance on the overall system’s
effectiveness. Based on these data, a value (decision) tree was formatted
and through another field research on a sample of experts (trainers, program
administrators, ICT experts, etc.), new weighting coefficients were estimated
for these throughout tree’s hierarchy elements.
Νικόλαος
Ράπτης,
θέμα
Μονάδων:
Ψυχολογικές
διατριβής:
και
«Διοίκηση
Κοινωνικές
Εκπαιδευτικών
Παράμετροι
Διοικητικής
Αποτελεσματικότητας». (2006)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Έντονο ενδιαφέρον έχει εστιαστεί τις τελευταίες δεκαετίες πάνω στη βελτίωση και
την αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών μονάδων. Το κύριο βάρος για τη
διατήρηση και την αύξηση της σχολικής βελτίωσης πέφτει στους διευθυντές των
σχολικών μονάδων, πράγμα που με τη σειρά του έχει αναπόφευκτα επεκτείνει τόσο
τους ρόλους όσο και τις ευθύνες τους.
Η
παρούσα
διατριβή
έρχεται
να αναζητήσει
αξιόπιστους
και
έγκυρους
τρόπους μέτρησης της διοικητικής αποτελεσματικότητας των σχολικών μονάδων,
βασισμένη αφενός στα ευρήματα μιας πλειάδας ερευνητών για τη σχέση διοικητικής
αποτελεσματικότητας
με
μια
σειρά
από
προβλεπτούς
παράγοντες
όπως
η
προσωπικότητα, το στυλ ηγεσίας και η επαγγελματική ικανοποίηση και αφοσίωση,
και αφετέρου σε πρωτότυπη εγχώρια έρευνα.
Η έρευνα διεξήχθη
σε πανελλαδική κλίμακα και βασίστηκε σε αυτο-αναφορές
διευθυντών δημοτικών σχολείων. Βασικός σκοπός της έρευνάς μας ήταν να
διερευνηθεί εάν και σε ποιον βαθμό η εκπαιδευτική διοικητική αποτελεσματικότητα
στη χώρα μας σχετίζεται με τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, το στυλ ηγεσίας
που εφαρμόζεται, την επαγγελματική ικανοποίηση, την επαγγελματική αφοσίωση και
μια σειρά άλλους κοινωνικο-δημογραφικούς παράγοντες, όπως έχει επισημανθεί
στην ξένη βιβλιογραφία. Η μέτρηση πραγματοποιήθηκε σε δύο επίπεδα, στο επίπεδο
της πραγματικής διοικητικής αποτελεσματικότητας και στο επίπεδο της ιδεατής
διοικητικής αποτελεσματικότητας.
Η εργασία διαρθρώνεται σε οκτώ κεφάλαια. Στα δύο πρώτα κεφάλαια προβαίνουμε
σε
μία
εννοιολογική
αποτελεσματικότητα»
αποσαφήνιση
και
«εκπαιδευτική
των
όρων
διοικητική
«διοίκηση»,
«διοικητική
αποτελεσματικότητα».
Στη
συνέχεια, στο τρίτο, τέταρτο και πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζουμε πληροφορίες
υποβάθρου αναφορικά με την ηγεσία, την προσωπικότητα και την επαγγελματική
ικανοποίηση
και
αφοσίωση
αντίστοιχα.
Στη
συνέχεια,
στο
έκτο
κεφάλαιο,
παρουσιάζουμε το πλαίσιο της έρευνας και αναφέρουμε τους στόχους, τα εργαλεία
που χρησιμοποιήσαμε, καθώς και την ερευνητική διαδικασία. Συνεχίζουμε την
παρουσίαση
των
ερευνητικών
αποτελεσμάτων
στο
έβδομο
κεφάλαιο
και
καταλήγουμε στο όγδοο κεφάλαιο στη συζήτηση, όπου σχολιάζουμε τα ερευνητικά
δεδομένα μαζί μια σειρά προτάσεων που στόχο έχουν να βοηθήσουν τόσο τη
διαδικασία επιλογής των διευθυντών των σχολικών μονάδων, όσο και την
επιμόρφωση των ήδη υπηρετούντων σε ζητήματα που άπτονται όχι μόνο της
κατάρτισης των στελεχών, αλλά και της ικανότητας ανάληψης ηγετικού ρόλου.
Abstract
In recent decades strong interest has focused on the increase of school
effectiveness. Heads bear the main burden of the multiple actions for the
enhancement of school and its function, a fact that inevitably expands their roles as
well as their responsibilities.
The present paper seeks reliable and valid ways of measuring managerial
effectiveness in schools. The relationship between managerial effectiveness and a
set of predictors such as personality, leadership style and job satisfaction and
commitment are examined.
The empirical research was conducted throughout Greece and was based on self
reports by primary school heads. Our basic aim was to investigate whether and to
what extent managerial effectiveness in education in our country is correlated with
personality traits, the applied leadership style, job satisfaction, job commitment
and a series of socio-demographic factors. The measure was carried out in two
levels, this of actual managerial effectiveness and that of the ideal one.
The study is structured in eight modules. In the first two modules we proceed to a
conceptual clarification of the terms “management”, “managerial effectiveness” and
“educational managerial effectiveness”. Further on, in the third, fourth and fifth
module we present theories and research data from international and Greek
literature concerning leadership, personality and job satisfaction and commitment
respectively. Then in the sixth chapter we present the framework of our empirical
research and we mention the aims and the instruments we have used, as well as
the research procedure we have followed. We continue with the presentation of our
research in the seventh module and conclude with the discussion of the results in
the eighth. Here we comment on the research data and formulate a set of
suggestions aimed at assisting both the process of selecting school heads and the
training of the ones already in service in matters concerning not only the instruction
of managers but their ability to take on a leading role as well.
Αναστάσιος
εκπαίδευσης
Βασιλειάδης,
και
της
θέμα
διατριβής:
κατάρτισης
στην
«Η
συμβολή
της
επιχειρηματικότητα.
Προσδιοριστικοί παράγοντες και διαφορές Φύλου». (2009)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η επιχειρηματικότητα αποτελεί ένα πεδίο το οποίο τα τελευταία χρόνια αναδεικνύεται σε σημαντικό παράγοντα για την ενίσχυση της απασχόλησης και την καταπολέμηση της ανεργίας. Η έρευνα για τους λόγους που οδηγούν ορισμένα άτομα στην
επιχειρηματικότητα είναι συνεχής και πολλοί είναι οι παράγοντες που συμβάλουν
στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και ως τέτοιοι αναφέρονται τα προσωπικά
χαρακτη-ριστικά του ατόμου και χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, αλλά και
παράγοντες που σχετίζονται με το περιβάλλον. Σημαντικό, όμως, τμήμα της διεθνούς
βιβλιογραφίας αφορά στο στάδιο κατά το οποίο διαμορφώνονται οι προθέσεις των
ατόμων για την επιχειρηματικότητα και τους παράγοντες που τις επηρεάζουν. Για το
λόγο
αυτό
έχουν
αναπτυχθεί
θεωρητικά
μοντέλα
τα
οποία
επιχειρούν
να
ερμηνεύσουν τις προθέσεις ε-νός ατόμου για την υιοθέτηση μιας επιχειρηματικής
συμπεριφοράς.
Στόχος
της
πα-ρούσας ερευνητικής
προσπάθειας
είναι
η
διερεύνηση της επίδρασης του γενικού εκ-παιδευτικού επιπέδου, του εκπαιδευτικού
επιπέδου
στην
επιχειρηματικότητα,
και
του
φύ-λου
στη
διαμόρφωση
των
επιχειρηματικών προθέσεων των ατόμων.
Η εμπειρική έρευνα εκπονήθηκε με τη χρήση ποσοτικής μεθόδου σε δείγμα 638
ανέργων, φοιτητών/τριων και εργαζομένων και τα ευρήματα αυτής επιβεβαιώνουν
τη σχέση των επιχειρηματικών προθέσεων με τις κύριες προβλεπτικές μεταβλητές
που είναι η αντιλαμβανόμενη επιθυμία του ατόμου για την ίδρυση μιας επιχείρησης,
ο βαθμός κατά τον οποίο θεωρεί εφικτή την ίδρυση αυτή, οι κοινωνικοί κανόνες και
η αντιλαμβα-νόμενη από το άτομο αυτεπάρκεια. Επιπλέον, η έρευνα ανέδειξε τη
σημασία της εκπαί-δευσης μέσα από την επίδραση του γενικού εκπαιδευτικού
επιπέδου στην αντιλαμβα-νόμενη επιθυμία και στην αντιλαμβανόμενη εφικτότητα.
Προκύπτει, επίσης, ότι οι άνδρες έχουν ισχυρότερες επιχειρηματικές προθέσεις από
τις γυναίκες και προτείνεται η εισαγωγή της μεταβλητής του φύλου ως προβλεπτική
μεταβλητή των επιχειρηματικών προθέσεων. Τέλος, υποστηρίζεται ότι το επίπεδο
εκπαίδευσης και κατάρτισης στην επι-χειρηματικότητα ερμηνεύει σε ένα βαθμό τις
διαφορές στην αντιλαμβανόμενη αυτεπάρ-κεια και την αντιλαμβανόμενη εφικτότητα
του ατόμου. Τα αποτελέσματα του παρόντος πονήματος μπορούν να συμβάλουν
στην επιστημο-νική έρευνα σχετικά με την ανάδειξη της σημασίας του γενικού
επιπέδου εκπαίδευσης αλλά και του επιπέδου εκπαίδευσης και κατάρτισης στην
επιχειρηματικότητα και στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, αλλά μπορούν, επίσης,
να αξιοποιηθούν από την Πολιτεία και από τους εμπλεκόμενους φορείς στη
διαδικασία ενίσχυσης των μικρών επιχει-ρήσεων, στη διαδικασία της εκπαίδευσης,
στη συμβουλευτική και στην ενίσχυση της απασχόλησης, αναγνωρίζοντας και
μειώνοντας τις έμφυλες διαφορές στις επιχειρηματικές τους προθέσεις. Είναι, όμως,
επιβεβλημένη η επαλήθευση των αποτελεσμάτων του παρόντος με νέες ερευνητικές
προσπάθειες οι οποίες θα κατευθυνθούν προς την εξειδίκευση του μοντέλου σε
διαφορετικές
κατηγορίες
πληθυσμού
και σε συγκεκριμένους
επιχειρηματικούς
κλάδους, καθώς και στη διερεύνηση των εκπαιδευτικών μεθόδων και τεχνικών που
μπορούν να συμβάλουν αποτελεσματικότερα στην ενίσχυση των επιχειρηματικών
προθέσεων των ατόμων.
Abstract
Entrepreneurship constitutes a field, which the past few years have been elected as
a significant factor for the enhancement of employment and the fight against
unemployment. The research for the reasons that lead certain individuals to-wards
entrepreneurship is consistent and many variables contribute to this. As such are
reported the personal characteristics of the individual and characteristics of per-
sonality,
but
also
factors
of
the environment.
An
important
part
of
international bibliography, however, deals with the stage in which the intentions of
individuals towards entrepreneurship are shaped and the variables that affect them.
For this reason, many theoretical models have been developed which strive to
predict the intentions of an individual in the adoption of entrepreneurial behavior.
The aim of the present research is the examination of the effect of the level of
education on entrepreneurship, the educational level and gender in the shaping of
entrepreneurial intentions of individuals. The empirical research was conducted with
the use of a quantitative method on a sample of 638 unemployed individuals,
students and employed individuals, which was selected through multistage
sampling.
The findings of the research confirmed the explanatory power of the existing
models and especially the relationship between entrepreneurial intentions and the
main pre-dicted variables (perceived desirability, perceived feasibility, social norms,
perceived self efficacy).
Moreover, the research elected the importance of
education through the effect of the general educational level on the perceived
desirability, perceived feasibility and social norms and on the entrepreneurial
intentions. It results also that men have stronger entrepreneurial intentions than
women and the variable of gender as a forecasting variable of entrepreneurial
intentions is introduced. Further, it is supported that the duration of education and
training of the individual on entrepre-neurship can contribute towards the
enhancement of the feasibility and the self effi-cacy of the individual for
entrepreneurship. The results of the present study can contribute towards scientific
research related to the appointment of the significance of the general educational
level but also the level of education of entrepreneurship and the creation of new
businesses, but they can also be utilized by the State and involved organizations
and authorities in the process of enhancement of small business, the process of
education and training and in consulting and the enhancement of employment,
recognizing, in parallel, the di-versity
of the two (2) genders as to their
entrepreneurial intentions. The verification of the results of the following research
is imperative with new research efforts that can provide direction as to the
specialization of the model in different categories of the population and specific
entrepreneurial sectors as well as the examination of the educational methods and
techniques that can contribute more effectively towards the enhancement of the
entrepreneurial intentions of individuals.
Δέσποινα Χατζηδιάκου, θέμα
διατριβής:
«Γυναίκες
σε
Θέσεις Διοίκησης στην Εκπαίδευση: μια συγκριτική μελέτη της
διαχείρισης συγκρούσεων στην Ελλάδα και τον Καναδά». (2011)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση αφενός του τρόπου με τον οποίο
οι διευθυντές και υποδιευθυντές σχολείων, και των δύο φύλων, από τον Καναδά και
την
Ελλάδα
αντίστοιχα,
αντιλαμβάνονται
και
ταυτόχρονα
διαχειρίζονται
τη
σύγκρουση στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, και αφετέρου του τρόπου αντίδρασής
τους στις διάφορες συγκρουσιακές καταστάσεις. Συγκεκριμένα, η έρευνα μελετά και
εξετάζει έννοιες όπως, το φύλο, η εκπαιδευτική ηγεσία και οι διάφορες μορφές
διαχείρισης των συγκρούσεων, καθώς επίσης και η αποτελεσματικότητα που
επιδεικνύουν οι διευθυντές και υποδιευθυντές στη διαχείριση των συγκρούσεων στο
πλαίσιο της θέσης ευθύνης που κατέχουν. Η σύγκρουση αποτελεί μια αναπόφευκτη,
φυσική εκδήλωση, η οποία είναι παρούσα σε όλες τις σημαίνουσες διαπροσωπικές
σχέσεις και τα κοινωνικά περιβάλλοντα
-Στη συγκεκριμένη έρευνα έλαβαν μέρος συνολικά 200 άτομα, διευθυντές και
διευθύντριες σχολικών μονάδων. Από τα άτομα αυτά, 110 (55 %) ήταν άντρες ενώ
90 (45%) ήταν γυναίκες.
-Οι διευθυντές σε αυτή τη μελέτη προσέγγισαν τη σύγκρουση με διαφορετικούς
τρόπους αλλά γνώριζαν πως ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει έτσι ώστε το σχολείο να
λειτουργήσει αποτελεσματικά.
Abstract
The purpose of this research study is to investigate how male and female school
principals and vice-principals from Canada and Greece understand and manage
conflict in their lives and in the lives of others and in various situations. Specifically,
the research study wants to describe gender, leadership and the different conflict
management styles, as well as the strength of conflict management of principals,
vice-principals and head of departments.
Conflict is an inevitable and naturally occurring event that is present in all
significant relationships and environments. In school environments with diverse
values, beliefs, and attitudes, conflict is bound to occur among and between
students, parents, teachers, and staff.
- In this survey, a total of 200 individuals participated, in a quantitative study; all
school principals, vice-principals and head of departments. From these individuals,
110 (55%) were male and 90 (45%) were female.
Principals need to gain more knowledge about their conflict management
behaviours so that they can model them effectively for their staff and students.
Knowledge
of
steps
of
a
conflict resolution process can be demonstrated
so that the teachers and then students can follow the same steps when needed.
Γεώργιος Βερέμης, θέμα διατριβής: «Οι επιπτώσεις του διαζυγίου
στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών 8-12 ετών». (2011)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το διαζύγιο αποτελεί αναμφισβήτητα ένα ζήτημα που δημιουργεί αρνητικές συνέπειες
στα παιδιά, τόσο στην εξέλιξη του ψυχικού τους κόσμου, όσο και στη διαμόρφωση
της συμπεριφοράς τους.Σκοπός: Σκοπός της παρούσης εργασίας είναι η διερεύνηση
των επιπτώσεων του διαζυγίου στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών 8 – 12
ετών και η σύγκριση των παιδιών των διαζευγμένων οικογενειών με τα παιδιά των
ακέραιων οικογενειών.Μέθοδος: Το δείγμα της παρούσας έρευνας αποτέλεσαν 600
μαθητές και 208 δάσκαλοι. Για την επιλογή του δείγματος προτιμήθηκε η
συνδυαστική μέθοδος της Απλής Τυχαίας Δειγματοληψίας και της Ποσοστιαίας
Δειγματοληψίας.
Για
τη
συλλογή
των
δεδομένων
χρησιμοποιήθηκαν
το
ερωτηματολόγιο Teacher’s Report Form (TRF) του T. Achenbach, το ερωτηματολόγιο
Youth Self Report (YSR) του T. Achenbach, το ερωτηματολόγιο αυτό-περιγραφής
Social Skills Inventory του R. Riggio (1986), το ερωτηματολόγιο αξιολόγησης της
κοινωνικής συμπεριφοράς (School Social Behavior Scale) των μαθητών από τους
δασκάλους τους, του Merrell (1993a), ένα αυτοσχέδιο ερωτηματολόγιο για τα παιδιά
και ένα αυτοσχέδιο ερωτηματολόγιο για τους δασκάλους.Αποτελέσματα: Τα παιδιά
των διαζευγμένων οικογενειών, συγκριτικά με τα παιδιά των ακέραιων οικογενειών,
παρουσιάζουν σε μεγαλύτερο βαθμό άγχος-κατάθλιψη, κοινωνικά προβλήματα,
προβλήματα σκέψης και προσοχής και επιθετική συμπεριφορά. Επίσης παρουσιάζουν
χαμηλή
κοινωνική
εκφραστικότητα
και
συναισθηματική
ευαισθησία
και
ενδιαφέρονται λιγότερο για διαπροσωπικές δεξιότητες και σχολικές δραστηριότητες.
Τέλος τα παιδιά των διαζευγμένων οικογενειών, εμφανίζουν σε μεγαλύτερο βαθμό
από ότι τα παιδιά των ακέραιων οικογενειών εχθρική-ευέξαπτη συμπεριφορά,
αντικοινωνική-επιθετική συμπεριφορά. συμπεριφορά. Συμπεράσματα: Τα παιδιά από
ακέραιες οικογένειες παρουσιάζουν λιγότερα προβλήματα και έχουν καλύτερες
διαπροσωπικές δεξιότητες απ’ ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν σε μονογονικές
οικογένειες. Τα συμπεράσματα αυτά επιβάλλουν την αναγκαιότητα ύπαρξης σχολικού
ψυχολόγου, αλλά και της ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των δασκάλων, για τα
προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά των διαζευγμένων οικογενειών. Επίσης
απαιτείται η εφαρμογή προγραμμάτων, που έχουν σκοπό τη διευκόλυνση της
προσαρμογής των παιδιών στο χωρισμό των γονέων και στη λειτουργία της
οικογένειας μετά το διαζύγιο.
Abstract
Introduction: Divorce is undoubtedly a condition with negative consequences for
children, in respect to both their sentimental world and their conduct. Purpose: This
paper aims to investigate the impact of divorce on the psychological and social
development of children aged 8-12 and to compare children of divorced parents
with those of non-divorced (integral families).Method: 600 students and 208
teachers made up the sample of the present dissertation. The method of simple
random sampling and Quota Sampling was used in selecting the subjects of the
study.The following tools were used:• T. Achenbach’s Teacher’s Report Form (TRF)
and Youth Self Report (YSR) questionnaires • R. Riggio’s (1986) Social Skills
Inventory questionnaire of auto-description , students’ evaluation by their teachers,
questionnaire of social behavior (School Social Behavior Scale)• Merrell’s (1993a)
personal questionnaires, one for children and another for teachers. Results:
Children of divorced parents, compared with children of non-divorced (families),
exhibit more stress-depression, have more social problems, a greater difficulty in
thinking and concentrating and are more aggressive. They are less socially
expressive and emotionally sensitive, while they care less for interpersonal skills
and school activities. Last, children of divorced parents compared to those of nondivorced
are
more
aggressive-irritable
in
their
conduct
and
anti-social-
aggressive.Conclusions: Children of non-divorced parents exhibit fewer problems
and have better interpersonal skills than children of single-parent families. These
conclusions
necessitate
the
presence
of
school
psychologists,
and
teacher
awareness regarding problems of children of divorced parents. It is also imperative
that programs be applied aiming at facilitating child adjustment to the new living
conditions accruing after their parents’ divorce.
Βασιλική Σαρβανάκη, θέμα διατριβής: «Η σχέση των μεταπτυχιακών
σπουδών
με
την
μεταπτυχιακών
αγορά
εργασίας:
προγραμμάτων
Η
μελέτη
των
εκπαιδευτικών
απόφοιτων
πρωτοβάθμιας
εκπαίδευσης». (2012)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η παρούσα έρευνα μελετά την επίδραση των μεταπτυχιακών σπουδών στην
παιδαγωγική, προσωπική, οικονομική, κοινωνική και επαγγελματική ανάπτυξη των
εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η εργασία ξεκινά με το θεωρητικό
πλαίσιο
που
αφορά
στην
επίδραση
της
εκπαίδευσης,
τόσο
με
τη
μορφή
μεταπτυχιακών σπουδών, όσο και με μη τυπικές μορφές, στις συνιστώσες της
συνολικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών, ενώ στη συνέχεια παρουσιάζεται η σχέση
ανάπτυξης και εκπαίδευσης, η σχέση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την αγορά
εργασίας στον ελληνικό και διεθνή χώρο, οι μεταπτυχιακές σπουδές στην εκπαίδευση
των εκπαιδευτικών, καθώς επίσης και η ανάπτυξη του/της εκπαιδευτικού και τα
κίνητρα του για μεταπτυχιακές σπουδές. Έπειτα παρουσιάζονται τα αποτελέσματα
της εμπειρικής έρευνας που αφορούν στη συμβολή των μεταπτυχιακών σπουδών
στην παιδαγωγική, προσωπική, οικονομική, κοινωνική και επαγγελματική ανάπτυξη
των
Ελλήνων
εκπαιδευτικών
πρωτοβάθμιας
εκπαίδευσης.
Τα
ερευνητικά
αποτελέσματα παρουσιάζουν τους/τις εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης να
πιστεύουν ότι οι μεταπτυχιακές σπουδές συνέβαλαν ουσιαστικά στην παιδαγωγική
τους ανάπτυξη, εμπλουτίζοντας τις γνώσεις τους και δίνοντας τους τα απαιτούμενα
εφόδια για να χρησιμοποιήσουν καινοτόμες διδακτικές μεθόδους, να νιώσουν πιο
ασφαλείς με τις γνώσεις τους και να προσεγγίσουν πιο αποτελεσματικά τους/τις
μαθητές/ριες. Ωστόσο, δεν δηλώνουν ιδιαίτερα ικανοποιημένοι ούτε από την
επίδραση των μεταπτυχιακών τους σπουδών στην οικονομική τους εξέλιξη, καθώς
δεν τους εξασφάλισαν καλύτερες οικονομικές απολαβές, αλλά ούτε και από την
επίδραση των μεταπτυχιακών τους σπουδών στην κοινωνική τους εξέλιξη. Όμως,
δηλώνουν αρκετά ικανοποιημένοι από το βαθμό επίδρασης των μεταπτυχιακών τους
σπουδών στην προσωπική τους εξέλιξη, καθώς απέκτησαν μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση
και
αισθάνονται
πιο
ικανοποιημένοι
από
τον
εαυτό
τους,
αλλά
και
στην
επαγγελματική τους εξέλιξη, καθώς δηλώνουν οτι έγιναν πιο παραγωγικοί και
αποδοτικοί
στην
εργασία
τους
μετά
τις
μεταπτυχιακές
τους
σπουδές.
Abstract
This recearch concerns the contribution of postgraduate studies to the teachers’
pedagogical,
personal,
economic,
social
and
professional development.
The
theoretical framework of this dissertation is about: a) how education can affect
teachers' development, b) the relationship between tertiary education and labor
market, c) the postgraduate studies in teachers' education, d) the teacher's holistic
development and e) their motives for obtaining a master degree. Afterwards, are
presented the results of the empirical study regarding the contribution of
postgraduate
studies
to
the
pedagogical,
personal,
social,
economic
and
professional development of Greek teachers. The results revealed that teachers
strongly believe that postgraduate studies helped their pedagogical development by
enriching their knowledge, upgrading their skills for using new teaching methods,
feeling more confident with their knowledge and by approching more effectively
their pupils. However, Greek teachers do not claim to be satisfied either by the
contribution of their postgraduate studies to their economic development, since
they didn't reach better earnings, nor by the contribution of their postgraduate
studies
to
their
social
development. Nevertheless, the participating in the
research sample stated that postgraduate studies contributed much to their
personal development by obtaining self-esteem and being more satisfied with
themselves, whereas they also claimed that postgraduate studies helped much their
professional development, since they became more productive and effective on
their job after obtaining their master degree.
Γεώργιος
Σχοιναράκης,
Πρωτοβάθμια
θέμα
Εκπαίδευση:
διατριβής:
Κοινωνιολογική
«Ανισότητες
διερεύνηση
διαδρομής του μαθητικού πληθυσμού στην περιοχή της
στην
της
Κρήτης».
(2012)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η παρούσα διατριβή "Ανισότητες στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση: Κοινωνιολογική
διερεύνηση της διαδρομής του μαθητικού πληθυσμού στην περιοχή της Κρήτης "
αναφέρεται στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η σύγχρονη κοινωνία που είναι
πολλά και σημαντικά. Μεταξύ των προβλημάτων αυτών ξεχωρίζουν οι κοινωνικές
ανισότητες και ο κοινωνικός αποκλεισμός. Πρόκειται για δύο ζητήματα που
απασχολούν την κοινωνία σε έντονο βαθμό και τα οποία έχουν ανάγκη διευθέτησης
και αντιμετώπισης. Οι ανισότητες, ωστόσο, δεν εντοπίζονται μόνο στην κοινωνία
αλλά και στο εκπαιδευτικό σύστημα. Η εκπαίδευση με το δικό της τρόπο συμβάλλει
στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων. Εξάλλου, όπως χαρακτηριστικά
υποστηρίζεται στην Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, η σχέση κοινωνίας και
εκπαίδευσης είναι αμφίδρομη. Οι άνισες ευκαιρίες στην εκπαίδευση είναι αποτέλεσμα
μιας άνισης κοινωνίας και αντιστρόφως.Στην ελληνική εκπαίδευση, προκειμένου να
μελετηθεί το φαινόμενο της ισότητας των εκπαιδευτικών ευκαιριών, προσφιλές
αντικείμενο αποτελούν τα αποτελέσματα των πανελληνίων εξετάσεων.Σε όλες τις
έρευνες
μελετάται
συνήθως
ο
πληθυσμός
των
υποψηφίων
εκείνων
που
επιτυγχάνουν στις εισαγωγικές εξετάσεις σε σχέση με την κοινωνικο-οικονομική τους
προέλευση και η σχετική βιβλιογραφία είναι αρκετά πλούσια. Αυτό που απουσιάζει
μέχρι σήμερα και είναι στόχος της παρούσας ερευνητικής προσπάθειας, είναι μια
συνθετική μελέτη του μαθητικού πληθυσμού στο σύνολό του.Πέρα της ιδιαίτερης
ερευνητικής σημασίας και του ενδιαφέροντός της, η παρούσα έρευνα κρίνεται
σημαντική και για έναν ακόμη πρόσθετο λόγο. Με τη μεταρρύθμιση του 1978, το
γυμνάσιο από επιλεκτικό σχολείο που ήταν ως τότε, μετατράπηκε σε σχολείο
υποχρεωτικής φοίτησης. Ο μετασχηματισμός όμως αυτός δε συνοδεύτηκε με άλλα
εκπαιδευτικά μέτρα εσωτερικής μεταρρύθμισης που θα άλλαζαν στην ουσία και την
εσωτερική του λειτουργία και θα βοηθούσαν τους μαθητές να παρακολουθήσουν το
πρόγραμμα
του
σχολείου
με
τρόπο επιτυχή.
Η
συνεισφορά
της
έρευνας
συνδέεται επίσης με την κατανόηση των κρίσιμων παραμέτρων που σχετίζονται με τη
βελτίωση και αναβάθμιση της παρεχόμενης δημόσιας εκπαίδευσης και συνακόλουθα
με τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και την αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών
προβλημάτων σε περιφερειακό επίπεδο.Η παρούσα έρευνα αποτελείται από δύο
μέρη. Το πρώτο είναι το θεωρητικό, που βασίζεται στο ιστορικο-ερμηνευτικό
παράδειγμα και την ερμηνευτική μέθοδο και στο οποίο αναλύεται το φαινόμενο της
εκπαιδευτικής διαδικασίας. Το δεύτερο, το εμπειρικο-αναλυτικό, προβαίνει στη
συλλογή των αναγκαίων δεδομένων μέσα από το ίδιο το σχολείο και βασίζεται σε μια
έρευνα αρχείου με ποσοτικά δεδομένα. Η έρευνα εκπονήθηκε σε δείγμα 950
μαθητών που εγγράφηκαν στην Α΄ τάξη των δημοτικών σχολείων της Κρήτης κατά
το σχολικό έτος 1989-1990. Από την έρευνα προέκυψαν χρήσιμα συμπεράσματα
σχετικά με τη διαδρομή του μαθητικού πληθυσμού (επίδοση, εγκατάλειψη, εισαγωγή
σε ΑΕΙ-ΑΤΕΙ ) από την πρωτοβάθμια μέχρι την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην περιοχή
της Κρήτης. Εξίσου σημαντικά ήταν και τα συμπεράσματα που προέκυψαν σχετικά με
τον τρόπο και τον βαθμό επίδρασης του κοινωνικού, οικονομικού και μορφωτικού
περιβάλλοντος
των
οικογενειών
στη
διαδρομή
του
μαθητικού
πληθυσμού.Ταυτόχρονα όμως αναδείχτηκε ο καθοριστικός ρόλος του δημοτικού
σχολείου στη μαθητική διαδρομή. Ο μέσος όρος στο δημοτικό σχολείο καθορίζει σε
μεγάλο ποσοστό, 95% περίπου, τη μετέπειτα εξέλιξη της επίδοσης των μαθητών στο
γυμνάσιο, το λύκειο, την πιθανότητα ή μη εισαγωγής σε κάποιο ΑΕΙ ή ΑΤΕΙ, καθώς
και ποιοι μαθητές θα εγκαταλείψουν το σχολείο .Το στοιχείο αυτό είναι πρωτογενές,
μια και σε καμία έρευνα μέχρι σήμερα δεν έχει επισημανθεί κάτι σχετικό γεγονός που
σίγουρα χρήζει περαιτέρω έρευνας. Η αδυναμία τόσο του γυμνασίου όσο και του
λυκείου να αντισταθμίσει τις αδυναμίες των μαθητών που δέχονται από το δημοτικό,
μας οδηγεί στο να προτείνουμε την εκ βάθρων αλλαγή του περιεχομένου σπουδών
τους.Το σύστημα πρόσβασης είναι άλλος ένας κρίκος μιας συνολικής επιβεβλημένης
μεταρρύθμισης και έχει αποδειχθεί ότι ποτέ δεν μπορέσαμε να λύσουμε το ζήτημα
εστιαζόμενοι μόνο σ' αυτό. Συμπερασματικά η περιστολή της αναπαραγωγής των
κοινωνικών διακρίσεων και ανισοτήτων μέσω μιας ουσιαστικής δωρεάν παιδείας θα
μπορέσει να επιτευχθεί μόνο όταν αναπτυχθούν και λειτουργήσουν οι κατάλληλοι
μηχανισμοί που θα ανατρέψουν το ισχύον καθεστώς, που συντηρεί και αναπαράγει
έναν
ιδιότυπο
ανορθολογισμό,
αφού
εθελοτυφλεί
απέναντι
στα
πραγματικά
προβλήματα για περισσότερη και καλύτερη εκπαίδευση σε όλη την ελληνική
επικράτεια.
Abstract
The
thesis
"Inequalities
in
Primary Education: Sociological investigation of
the route of the student population in Crete " refers to the problems facing modern
society are many and important. Some of these distinguished social inequalities and
social exclusion. Two issues of concern to society in acutely and which need
resolution and response. Inequality, however, lies not only in society and the
education system. Education in its own way contributes to the reproduction of social
inequality. Moreover, such features supported in the Sociology of Education, the
relationship between society and education is bidirectional. Unequal opportunities in
education is the result of an unequal society and vice versa.In Greek education, in
order to study the phenomenon of equal educational opportunities, a favorite
subject of the results of national exams.In all investigations are usually studied the
population of those candidates who pass their exams in relation to socio-economic
background and relevant literature is quite rich. What is lacking so far and is the
target of this research effort, is a synthetic study of the student population as a
whole.Beyond the particular importance of research and interest, this research is
considered significant for another additional reason. The reform of 1978, the
gymnasium of selective school that was until then, became a compulsory school
attendance. The transformation has not yet been accompanied by other measures
of internal educational reform that would change the substance and its internal
organization and help students attend the school program so successful.The
contribution of research is also associated with understanding the critical
parameters related to the improvement and upgrading of the public education and
the subsequent decision-making and addressing educational issues at the regional
level.This survey consists of two parts. The first is theoretical, based on historicalhermeneutic and interpretive instance method and explores the phenomenon of the
educational process. The second, empirical-analytic, shall collect the necessary data
through the same school and is based on a survey file with quantitative data.The
research conducted on a sample of 950 students enrolled in first grade of
elementary school in Crete during the school year 1989-1990.The investigation
found useful conclusions on the path of the student population (performance,
abandonment, admission to Universities and TEI) from primary to tertiary education
in Crete. Equally important were the conclusions reached on the manner and
degree of impact of social, economic and educational environment for families in
the path of the student population.At the same time became the determining role of
primary school the student route. The average primary school determines to a large
percentage, 95%, the subsequent development of student performance in middle
school, high school, the probability or non-admission to any University or TEI, as
well as students who leave school. Item is primary, since no research to date has
identified something relevant, which certainly deserves further investigation.The
inability of both the school and the school to offset the weaknesses of the students
received from the school, leads us to propose a fundamental change in the
curriculum.The access scheme is another link in a comprehensive reform enforced
and has been shown that we never managed to solve the problem just focusing on
it.In conclusion, the reduction of reproduction of social discrimination and inequality
through a substantial free education will be achieved only when development work
and the appropriate mechanisms to overthrow the existing regime, which maintains
and reproduces a peculiar irrationality, blind towards having real problems for more
and better education throughout the Greek territory.
Μαρία
Κουρουτσίδου,
κοινωνικοοικονομικών
θέμα
διατριβής:
χαρακτηριστικών
«Η
στη
Επίδραση
των
διαμόρφωση
των
εκπαιδευτικών επιλογών: Οι απόψεις των εκπαιδευτικών για το
ζήτημα της μαθητικής διαρροής». (2012)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στόχος της παρούσας διατριβής είναι να εξετάσει, να ιεραρχήσει και να αποδώσει
βαρύτητα στους παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν την εκπαιδευτική διαδικασία ειδικά
σε ό,τι αφορά το φαινόμενο της μαθητικής διαρροής των μαθητών/ριών του
Γυμνασίου,
όπως
αποτυπώνονται
στις
απόψεις
των
καθηγητών/ριών
της
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Στο θεωρητικό μέρος γίνεται ανάλυση της επίδρασης
των κοινωνικοοικονομικών παραγόντων στην εκπαιδευτική διαδικασία γενικά και στο
φαινόμενο της μαθητικής διαρροής ειδικότερα. Στο μέρος αυτό, αφού προηγηθεί
ανάλυση των κρίσιμων για την εργασία εννοιών, γίνεται βιβλιογραφική ανασκόπηση
μέσα από την οποία προκύπτει η επίδραση των κοινωνικοοικονομικών παραγόντων
στην εκπαιδευτική διαδικασία, η έκταση της μαθητικής διαρροής και η σχέση αυτού
του φαινομένου με ορισμένους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντεςΗ εμπειρική
διερεύνηση αναπτύσσεται σε τρία στάδια: Στο πρώτο παρουσιάζεται η Διερευνητική
Παραγοντική Ανάλυση (Exploratory Factor Analysis, EFA), με τη βοήθεια ενός
ερευνητικού εργαλείου (ερωτηματολογίου) που διαμορφώθηκε ώστε να καλύπτει
όλους τους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες που στις διάσπαρτες βιβλιογραφικές
έρευνες φαίνεται να έχουν κάποιο ρόλο στο θέμα της μαθητικής διαρροής Στο
δεύτερο στάδιο της εμπειρικής διερεύνησης το μοντέλο ελέγχεται με Επιβεβαιωτική
Παραγοντική Ανάλυση (Confirmatory Factor Analysis, CFΑ). Η ανάλυση επιβεβαιώνει
την ορθότητα/ εγκυρότητα του μοντέλου, οδηγώντας σε χρήσιμα συμπεράσματα για
την ευθύνη της οικογένειας και της κοινωνίας αλλά κυρίως για το ρόλο του ίδιου του
σχολείου
στο
ζήτημα
της
μαθητικής διαρροής. Στο τρίτο στάδιο, διερευνάται
επαγωγικά κατά πόσον στο μοντέλο αυτό τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των
εκπαιδευτικών επηρεάζουν τις απαντήσεις τους. Εξετάζεται η επίδραση παραγόντων
όπως το φύλο, η ειδικότητα, τα χρόνια προϋπηρεσίας, ο τόπος εργασίας και η
περιοχή
κατοικίας
των
εκπαιδευτικών
στις
στάσεις/
απόψεις
τους.
Abstract
The aim of this study is to examine, prioritize and evaluate the factors that
influence the learning process, especially in regard to the phenomenon of high
school students’ dropout, as reflected in the views of teachers of secondary
education.The
theoretical
part
contains
an
analysis
of
the
influence
of
socioeconomic factors in the educational process in general and the phenomenon of
dropout in particular. After an analysis of the critical concepts of the work, this part
is devoted to the literature review which shows the influence of socioeconomic
factors in the educational process, the extent of the dropout and the relationship of
this phenomenon with particular socio-economic factors.The empirical study is
developed in three stages: The first applies an Exploratory Factor Analysis (EFA),
with the help of a research tool (questionnaire) that was constructed in order to
cover all the socio-economic factors, which were found scattered in the literature
research seeming to have some role in the dropout issue. In the second stage of
the empirical research, the model is tested with Confirmatory Factor Analysis (CFA).
The analysis confirms the correctness / validity of the model, leading to conclusions
about the responsibility of the family and society, but mainly on the role of the
school itself to the issue of dropout. The third stage contains an inductive
investigation of the effect on the teachers; attitudes of a series of sociodemographic characteristics, such as gender, profession, years of experience, the
workplace and the residential area of the teachers on their attitudes.
Μαρία Κελαϊδίτου, θέμα διατριβής: «Το Γυναικείο Φύλο στη Διοίκηση
Σχολικών
Μονάδων
Δευτεροβάθμιας
Εκπαίδευσης:
Παράγοντες
διαμόρφωσης φιλοδοξιών». (2012)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η παρούσα διατριβή επιχείρησε να διερευνήσει και να καταγράψει τις στάσεις των
καθηγητριών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που δεν έχουν καταλάβει διευθυντική
θέση σχολείων, αναφορικά με τους παράγοντες που επηρεάζουν τις φιλοδοξίες τους
(επιθυμητές και υλοποιημένες) για τη διεκδίκηση διευθυντικής θέσης σε σχολεία
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε και στους παράγοντες που
επιδρούν στο αίσθημα της διευθυντικής αυτεπάρκειας τους. Για την υλοποίηση του
σκοπού της έρευνας πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις
και
εκπονήθηκε
γραπτό
ερωτηματολόγιο το οποίο χορηγήθηκε σε καθηγήτριες Β΄/θμιας Εκπαίδευσης
πανελλαδικά.Τα
σημαντικότερα
συμπεράσματα
που
προέκυψαν
είναι:1.
Στις
διοικητικές φιλοδοξίες των καθηγητριών επιδρούν το αίσθημα της διευθυντικής
αυτεπάρκειας,
ο
βαθμός
της
εσωτερικής
τους
αξιολόγησης
ή
αλλιώς
η
αυτοπεποίθηση τους ,η υποστήριξη του/της διευθυντή/τριας, η συναδερφική
υποστήριξη, οι στερεοτυπικές τους αντιλήψεις για τη θέση της γυναίκας στη διοίκηση
των σχολείων.2. Το αίσθημα της διευθυντικής τους αυτεπάρκειας στο διευθυντικό
ρόλο διαμορφώνεται από το βαθμό της αυτοπεποίθησής τους, τη θετική υποστήριξη
που δέχονται από το συναδελφικό τους περιβάλλον, από τα θετικά ή τα αρνητικά
στοιχεία της άσκησης του διευθυντικού ρόλου και τις διαμορφωμένες απόψεις τους
για τον τρόπο της γυναικείας σχολικής διοίκησης.3. Οι διοικητικές φιλοδοξίες των
καθηγητριών σχετίζονται με την ειδικότητά τους, τα χρόνια της εκπαιδευτικής και
της πιθανής διοικητικής τους προϋπηρεσίας, την ηλικία τους, την ύπαρξη των
παιδιών, τις σπουδές τους, το γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελλάδας στο οποίο
βρίσκεται το σχολείο που υπηρετούν και τη σχολική βαθμίδα ( γυμνάσιο, λύκειο).
Abstract
This dissertation attempted to probe and record the attitudes of female school
teachers at secondary education , not have worked yet as principals, regarding the
factors that affect their aspirations (desired and enacted) in order to claim a
managerial position in secondary schools. Particular emphasis was given to the
factors that affect their sense of administrative self-efficacy.For the implementation
of this research study interviews were realized and a written questionnaire was
prepared and disseminated to the female teachers of secondary education
nationwide.The major findings from this study are: 1. On administrative ambitions
of teachers affect their sense of administrative self-efficacy, the degree of their core
self evaluation or else their confidence, the support of the school principal, the
collegial support and their stereotypical perceptions of the place of women in school
administration.2. The sense of administrative self-efficacy of female teachers at
secondary education is shaped by the degree of self-confidence, the positive
support that they receive from the collegial environments, the positive or negative
aspects of the female administrative skills and attitudes.3. The administrative
ambitions of female teacher associate with their scientific interests, the total years
of teaching and their potential administrative experience, their age, the existence of
children, their education (postgraduate studies), the geographical region of Greece
in which the school of working is sited and finally the school level ( gymnasium.
Lykio)
Νικόλαος
Ταψής,
εκπαίδευσης:
Η
θέμα
χρήση
διατριβής:
εικονικών
«Εναλλακτικές
κόσμων
στην
μορφές
ηλεκτρονική
μάθηση». (2012)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η παρούσα εργασία είναι συγκριτική μελέτη της μαθησιακής εμπειρίας μεταξύ ενός
τρισδιάστατου
εικονικού
περιβάλλοντος (Second Life)
και ενός
δισδιάστατου
εικονικού περιβάλλοντος (BlackBoard Vista). Η έρευνα προσπάθησε να μελετήσει
τον τρόπο με τον οποίο οι εικονικοί κόσμοι μπορούν να υποστηρίξουν τις διαδικασίες
της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης.Ως έννοια-κλειδί των διαδικτυακών δραστηριοτήτων
σε εικονικά περιβάλλοντα εξετάστηκε η "κοινωνική παρουσία", η οποία συνδέεται με
την έννοια "μέσο επικοινωνίας" (που ήταν η ανεξάρτητη μεταβλητή της τρέχουσας
έρευνας) και τις έννοιες "αλληλεπίδραση", "αντιληπτή μάθηση" και "ικανοποίηση"
(που ήταν εδώ οι εξαρτημένες μεταβλητές). Τα ερευνητικά ερωτήματα αφορούσαν
στην ανίχνευση τυχόν διαφορών των μεταβλητών στα δύο περιβάλλοντα και στην
ερμηνεία των διαφορών αυτών. Ως μέθοδος έρευνας επιλέχτηκε το εκπαιδευτικό
πείραμα. Το δείγμα της έρευνας ήταν η τάξη 2010-11 των φοιτητών/τριών του ΜΠΣ
«Φύλο και Νέα Εκπαιδευτικά και Εργασιακά Περιβάλλοντα στην Κοινωνία της
Πληροφορίας». Οι φοιτητές/ήτριες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: την πειραματική
ομάδα του SL και την ομάδα ελέγχου του Vista. Για τρεις εβδομάδες οι δύο ομάδες
παρακολούθησαν πραγματικές δραστηριότητες στα δύο διαφορετικά περιβάλλοντα. Η
έρευνα υλοποιήθηκε με ποσοτικές και ποιοτικές μεθόδους.Τα αποτελέσματα έδειξαν
ότι οι εικονικοί κόσμοι, ως εργαλεία σύγχρονης επικοινωνίας και προσομοίωσης
περιβάλλοντος, όταν χρησιμοποιούνται σε εξ αποστάσεως προγράμματα σπουδών,
μπορούν να ενισχύσουν την αίσθηση συμπαρουσίας των μελών της τάξης, να
διευκολύνουν την αλληλεπίδραση και να αυξήσουν την ικανοποίηση των φοιτητών
από την εκπαιδευτική διαδικασία. Λόγω του ότι η παρούσα έρευνα δείχνει ότι οι
εικονικοί κόσμοι μπορούν να υποστηρίξουν την εφαρμογή συνεργατικών μοντέλων
μάθησης εξ αποστάσεως, σε επόμενες έρευνες θα πρέπει να μελετηθεί η εφαρμογή
συνεργατικών δραστηριοτήτων σε εικονικούς κόσμους.
Abstract
This dissertation is a comparative study of the learning experience between a threedimensional virtual environment (Second Life) and a two-dimensional virtual
environment (BlackBoard Vista). The research attempted to investigate how virtual
worlds can support the processes of a distance education program.As a key concept
of online activities in virtual environments was considered the "social presence",
which is connected with the concept "medium" (the independent variable of the
current
research)
and
the
concepts "interaction", "perceived learning" and
"satisfaction" (dependent variables of the current research). The research questions
tried to detect differences of the variables in both environments and the
interpretation of these differences.As a research method was used the educational
experiment. The sample was the 2010-11 class of students of the postgraduate
program "Gender and New Educational and Working Environments in the
Information Society". The class was divided in two groups of students: the
experimental group of SL and the control group of Vista. For three weeks the two
groups attended actual educational activities in the two different environments. The
research used quantitative and qualitative methods.The results showed that virtual
worlds as tools of synchronous communication and simulated environment, when
used in distance education programs, can foster the co-presence among the
members of the class, facilitate interaction and increase the students’ satisfaction
from the educational process. As the current research shows that virtual worlds can
support the collaborative models of distance learning, subsequent studies have to
investigate learning scenarios with collaborative activities in virtual worlds.
Παντελής Βουλτσίδης, θέμα διατριβής: «Η Εφαρμογή Αρχών της
Εκπαίδευσης Ενηλίκων και των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και
της Επικοινωνίας στην Επιμόρφωση των Εκπαιδευτικών». (2012)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση του κατά πόσο εφαρμόζονται οι
βασικές αρχές της Εκπαίδευσης Ενηλίκων, και οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και
της Επικοινωνίας
(ΤΠΕ), στα προγράμματα επιμόρφωσης
εκπαιδευτικών που
σχεδιάζονται και υλοποιούνται στη χώρα μας. Με τη βοήθεια της βιβλιογραφικής
ανασκόπησης καταγράφονται οι βασικές αρχές της εκπαίδευσης ενηλίκων σε
συνδυασμό με τις τεχνικές διδασκαλίας οι οποίες συμβάλλουν στην εφαρμογή αυτών
των αρχών στα προγράμματα επιμόρφωσης εκπαιδευτικών. Επίσης μέσα από τη
βιβλιογραφική ανασκόπηση καταγράφονται και ο τρόπος και οι μέθοδοι αξιοποίησης
των (ΤΠΕ) στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Από την όλη επισκόπηση προέκυψε
ότι στη χώρα μας υπάρχει σημαντικό κενό στην έρευνα στον τομέα τούτο, γεγονός
που η παρούσα διατριβή προσδοκά να συμπληρώσει στο βαθμό και στο μέτρο του
δυνατού. Η μεθοδολογία της εμπειρικής έρευνας αφορά κατά ένα μέρος έρευνα
πεδίου,
η
οποία
περιλαμβάνει
ένα
ποιοτικό
μέρος
με
χρήση
πρωτοκόλλου
συνέντευξης που απευθύνθηκε σε 13 στελέχη σχεδιασμού της επιμόρφωσης και κατά
ένα άλλο σε ποσοτική έρευνα με χρήση ειδικά σχεδιασμένου ερωτηματολογίου. Το
ερωτηματολόγιο αυτό απευθύνθηκε σε 403 επιμορφωτές/τριες που συμμετέχουν σε
προγράμματα
επιμόρφωσης
που υλοποιούνται στη χώρα μας Από την
επεξεργασία των δεδομένων διαπιστώθηκε μεγάλο έλλειμμα στην εφαρμογή των
αρχών της εκπαίδευσης ενηλίκων στα προγράμματα επιμόρφωσης εκπαιδευτικών
που
σχεδιάζονται
και
υλοποιούνται
στη
χώρα
μας
Από
την
πλευρά
των
επιμορφωτών/τριών αν κα η συντριπτική πλειονότητά τους χρησιμοποιεί σε μεγάλο
βαθμό τις προβλεπόμενες από τη βιβλιογραφία τεχνικές διδασκαλίας εντούτοις μόνο
ένα πολύ μικρό ποσοστό επιλέγει αυτές τις τεχνικές ανάλογα με τους διδακτικούς
στόχους που έχει θέσει και εφαρμόζει τις προβλεπόμενες από τη βιβλιογραφία
προδιαγραφές
κατά
την
χρήση
αυτών
των
τεχνικών
διδασκαλίας.
Επίσης
διαπιστώθηκε ο ελάχιστος αριθμός προγραμμάτων στα οποία χρησιμοποιούνται
καινοτομίες σχετικές με τη χρήση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και της
Επικοινωνίας, ενώ από την πλευρά των επιμορφωτών/τριών διαπιστώθηκε σημαντικό
έλλειμμα
εξειδικευμένων
γνώσεων
και
δεξιοτήτων
ΤΠΕ
στη
διδασκαλία
Abstract
The aim of the present research is to investigate in what grade are applied the
Basic Principles of Education of Adults and Technologies of Information and
Communication Technology (ICT) in teacher training courses that are designed and
implemented in our country. With the help of the literature review, the basic
principles of adult learning are registered in conjunction with teaching techniques
that contribute to the implementation of these principles in teacher training
courses. Also through the literature review, the way as well as the methods (ICT)
used in teacher training are registered. The whole review demonstrated that in our
country there is a significant gap in research in this field, which this thesis expects
to cover to a certain degree and extent. The methodology of empirical research
concerns some field research, which includes a quality part in which it is used the
interview protocol addressed in 13 experts in planning training programs and
another
part
concerning
a
quantitative
survey
using
a
specially
designed
questionnaire. This questionnaire was sent to 403 trainers involved in training
programs carried out in our country The data processing revealed a significant
deficit in applying the principles of adult learning in teacher training courses that
are designed and implemented in our country. From the perspective of trainers,
although the vast majority of them use vastly the teaching techniques that we find
in literature, however, only a very small percentage chooses these techniques
depending on the setting of the teaching goals and apply the prescribed standards
of the literature on using these teaching techniques. Also it was found that in few
programs
innovations
related
to
the
use
of
Information
Technology
and
Communication are incorporated, while the majority of the trainers was observed
a significant deficit of specialized knowledge and ICT skills in teaching.
Λουκάς Μουστάκας, θέμα διατριβής: «Η διαβίου
Περιβαλλοντική
Εκπαίδευση ως μοχλός αειφόρου ανάπτυξης σε τοπικό επίπεδο. Το
παράδειγμα της Ν. Ρόδου». (2013)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η παρούσα εργασία έχει στόχο τη μελέτη του τρόπου με τον οποίο συνδέεται η δια
βίου εκπαίδευση με την εκπαίδευση για την αειφόρο ανάπτυξη. Συγκεκριμένα αφού
θεμελιώσει θεωρητικά τη συμβολή της δια βίου εκπαίδευσης στην προώθηση της
βιώσιμης ανάπτυξης (α) εξετάζει τους φορείς και θεσμούς της δια βίου εκπαίδευσης
που εξειδικεύονται σε θέματα περιβάλλοντος και αειφορίας (β) διερευνά την
αναγκαιότητα προώθησης της αειφόρου ανάπτυξης μέσω προγραμμάτων δια βίου
εκπαίδευσης και (γ) θεμελιώνει την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων δια βίου
εκπαίδευσης τόσο σε ενήλικες όσο και σε εφήβους. Για την διερεύνηση των
παραπάνω σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν τέσσερις ερευνητικές δράσεις. Η πρώτη
διενεργήθηκε σε πανελλαδικό επίπεδο με στόχο τη συλλογή δεδομένων για την
απεικόνιση της δραστηριότητας όλων των εμπλεκόμενων φορέων, οι οποίοι
δραστηριοποιούνται στην κατεύθυνση της ευαισθητοποίησης και της εκπαίδευσης
του πληθυσμού για ζητήματα, που άπτονται το περιβάλλον. Η δεύτερη συνέβαλε
στον προσδιορισμό των αναγκών των ενηλίκων απέναντι στη δια βίου εκπαίδευση.
Καταβλήθηκε προσπάθεια να προσδιοριστεί το επίπεδο των περιβαλλοντικών
γνώσεων, απόψεων και συνηθειών προκειμένου να εκτιμηθεί η αναγκαιότητα
εφαρμογής τέτοιου είδους προγραμμάτων στον πληθυσμό του νησιού. Η τρίτη και η
τέταρτη
ερευνητική
προσέγγιση
αποσκοπούσε
στην
αποτίμηση
της
αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης σε ενήλικα
άτομα. Σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν δύο προγράμματα, που επικεντρώνονται
στον τρόπο με τον οποίο συνδέονται οι προκρινόμενες παραγωγικές διαδικασίες και
οι καταναλωτικές μας συνήθειες με την περιβαλλοντική κρίση, που μαστίζει στον
πλανήτη τα τελευταία χρόνια. Το πρώτο πρόγραμμα εφαρμόστηκε σε ομάδα νέων,
για να μελετηθεί ο τρόπος, που τα νεαρότερα άτομα συμμετέχουν σε εκπαιδευτικές
διαδικασίες μη τυπικής εκπαίδευσης και το δεύτερο σε ομάδα ενηλίκων με στόχο να
προταθούν διαφοροποιήσεις – βελτιώσεις στον τρόπο σχεδίασης και υλοποίησης των
προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης αυτών των ηλικιακών ομάδων. Τα
προγράμματα αυτά καθώς και όλη η προσπάθεια περιβαλλοντικής επικοινωνίας του
πληθυσμού προτείνεται να σχεδιάζεται και να υλοποιείται από μια νέα καινοτόμο
δημοτική
περιβαλλοντική
δομή.
Abstract
This work aims to study how lifelong learning affects the adoption of the principles
of sustainable development, to what extent this is done with the existing lifelong
learning institutions that are specialized in environmental education and what is the
effectiveness of some of the instruments and approaches that are applied for this
purpose. For meeting these targets, the present work is divided into two main
parts, a theoretical and an empirical. The theoretical part examines the present
state with respect to the basic principles of lifelong learning in general and more
specifically
of
lifelong
learning
about/for
the
environment
and
sustainable
development. The theoretical part results in some “open questions”: At the supply
side, there are institutions that deal with this issue, but the variety of them makes
difficult any general conclusion about their appropriateness. At the demand side,
the need for lifelong learning programs depends on many factors and differs
according to the specific characteristics of each society. The “open questions” have
been transformed into research questions that are investigated empirically in the
second part with three research unities. The first examines the bodies and
institutions of lifelong education that specialize in education for the environment
and
sustainability.
The
second
explores
the
need
to
promote
sustainable
development through lifelong learning programs. The third examines in a
comparative way the effectiveness of specific lifelong learning programs for both
adults and adolescents. The whole work results in a general proposition: There
should be a decentralized institution that will undertake the entire effort for the
promotion of education for the environment and sustainable development.
Γεώργιος
Φεσάκης,
θέμα
διατριβής:
«Εκπαιδευτική
Αξιοποίηση
Υπολογιστικών Περιβαλλόντων Μοντελοποίησης και ειδικότερα των
Σχεσιακών Συστημάτων Διαχείρισης Βάσεων Δεδομένων». (2003)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η εισαγωγή των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στην
εκπαίδευση χρειάζεται να στηριχθεί σε μια ευρύτερη θεώρηση που να επιτρέπει
ελεγχόμενη στοχοθεσία, σχεδιασμό,υλοποίηση και επαναξιολόγηση, προκειμένου να
επιφέρει ικανοποιητικά αποτελέσματα. Προς την κατεύθυνση αυτή η εισαγωγή των
ΤΠΕ στην εκπαίδευση προσεγγίζεται θεωρητικά με σημείο εκκίνησης τα υπολογιστικά
περιβάλλοντα μοντελοποίησης. Η θεώρηση αυτή βασίζεται στην παρατήρηση της
καταλυτικής τους επίδρασης στη βασική επιστημονική δραστηριότητα που είναι η
επίλυση προβλημάτων.
Τα μοντέλα κωδικοποιούν επιστημονική γνώση και εκφράζονται σε γενικευμένα
συστήματα
γραφής
που
ονομάζονται
Συστήματα
Αναπαράστασης
(ΣΑ).
Η
Πληροφορική ενισχύει παραδοσιακά συστήματα αναπαράστασης (όπως η Άλγεβρα)
επεκτείνοντας και βελτιώνοντας την εφαρμοσιμότητα τους, ενώ παράλληλα παρέχει
και νέα δημιουργώντας νέες ευκαιρίες για επίλυση προβλημάτων και επιστημονική
πρόοδο.
Με
αξιοποιούν
τα
υπολογιστικά
τους
περιβάλλοντα
υπολογιστικούς
μοντελοποίησης
πόρους
στην
οι
επίλυση
επιστήμονες
προβλημάτων
χρησιμοποιώντας τα εννοιολογικά πλαίσια των ΣΑ που είναι εγγύτερα στο πρόβλημα
παρά στην αρχιτεκτονική των υπολογιστικών μηχανών. Η επιλογή του συστήματος
αναπαράστασης
επηρεάζει
την
ευκολία
αντιμετώπισης
ενός
προβλήματος
με
αποτέλεσμα η εξοικείωση με ποικιλία συστημάτων αναπαράστασης να αποτελεί
στρατηγικό πλεονέκτημα για ένα λύτη. Η βελτίωση της ικανότητας επίλυσης
προβλημάτων είναι βασικός στόχος των σύγχρονων εκπαιδευτικών συστημάτων,
επομένως οι ΤΠΕ μπορούν να ενσωματωθούν στην εκπαίδευση και με βάση τα
υπολογιστικά
περιβάλλοντα
μοντελοποίησης
στα
πλαίσια
του
στόχου
αυτού.
Επιπρόσθετα, η διαδραστικότητα των υπολογιστικών περιβαλλόντων και η κοινωνική
μορφή της μοντελοποίησης επιτρέπουν το σχεδιασμό μαθησιακών δραστηριοτήτων
σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες μάθησης και τις παιδαγωγικές προσεγγίσεις.
Η διατριβή εστιάζεται στα υπολογιστικά περιβάλλοντα γενικού σκοπού επειδή είναι
ανεξάρτητα συγκεκριμένου επιστημονικού πεδίου και μπορούν να αξιοποιηθούν τόσο
στη μεταφορά γνώσης από πεδίο σε πεδίο όσο και στην επίλυση προβλημάτων
καθημερινής ζωής. Από τα περιβάλλοντα αυτά μελετάται επισταμένα η εκπαιδευτική
αξιοποίηση των Συστημάτων Διαχείρισης Βάσεων Δεδομένων. Η μελέτη αφορά
θέματα από τη Διδακτική του σχεδιασμού και της χρήσης ΒΔ καθώς και τη
δυνατότητα αξιοποίησής τους σε γενικές δραστηριότητες μάθησης στα πλαίσια
διαφόρων διδακτικών αντικειμένων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Η γενική δομή της διατριβής έχει ως εξής: Αρχικά διερευνάται η επιστημονική χρήση
των μοντέλων, τα συστήματα αναπαράστασης και η επίδραση της Πληροφορικής
στην επιστημονική μοντελοποίηση. Κατόπιν καταγράφεται η τρέχουσα κατάσταση
στην εκπαιδευτική έρευνα για την αξιοποίηση της μοντελοποίησης στη μάθηση,
στους ρόλους και τις μορφές των μοντέλων στα προγράμματα σπουδών και στη
σχέση των μαθητών με τα μοντέλα και τη μοντελοποίηση. Η καταγραφή της
υπάρχουσας κατάστασης χρησιμοποιείται για την
τεκμηρίωση της επιλογής της
μοντελοποίησης δεδομένων για μελέτη στα πλαίσια της διατριβής. Κατόπιν η
μοντελοποίηση
καταγράφεται
δεδομένων
επισκόπηση
αναλύεται
σχετικών
επιστημολογικά
εκπαιδευτικών
και
ερευνών.
γνωστικά,
Στη
ενώ
συνέχεια,
διατυπώνονται τα ερευνητικά ερωτήματα, περιγράφεται ο σχεδιασμός της έρευνας
δράσης και παρατίθεται η ανάλυση των ερευνητικών
δεδομένων.
Τέλος
αναφέρονται τα συμπεράσματα και οι προτάσεις της διατριβής για τη βελτίωση της
διδακτικής της μοντελοποίησης δεδομένων και της γενικής εκπαιδευτικής της
αξιοποίησης.
Η έρευνα αφορά στις ιδέες των μαθητών της Βʼ τάξης του Λυκείου και των ΤΕΕ για
τις ΒΔ, τις δυσκολίες στο σχεδιασμό ΒΔ, την αξιολόγηση της προτεινόμενης
διδακτικής
προσέγγισης,
την
ανάλυση
των
δυσκολιών
των
μαθητών
στην
αναπαράσταση των συσχετίσεων κατά τον τυπικό σχεδιασμό σχεσιακών ΒΔ και τα
χαρακτηριστικά της εμπλοκής των μαθητών σε δραστηριότητες μάθησης που
βασίζονται στο σχεδιασμό ΒΔ. Συνοπτικά, τα ερευνητικά δεδομένα υποστηρίζουν την
άποψη ότι οι μαθητές είναι εφικτό και σκόπιμο, με κατάλληλες διδακτικές
προσεγγίσεις, να εξοικειωθούν σε ικανοποιητικό βαθμό με το σχεδιασμό ΒΔ ώστε να
μπορούν να αξιοποιήσουν τους υπολογιστικούς πόρους στην επίλυση προβλημάτων
καθημερινής ζωής καθώς και στα πλαίσια γενικών δραστηριοτήτων μάθησης σε
διάφορα γνωστικά πεδία.
ABSTRACT
In the framework of rapid socioeconomic reform due to the development of
Information and Communication Technology an intensive research and political
interest for the exploitation of ICT in education has been emerged. This interest has
been expressed in practice by a sequence of large scale interventions in the
educational system like the reform of the curriculums, the equipment of schools
with hardware and software, the development of digital telecommunications
networks, teachers training etc. Despite these interventions, educational reality in
the class level has not been reformed in a satisfactory level, in general.
The effective introduction of ICT in education requires the adoption of a wider
theoretical view which allows manageable goal definition and implementation. In
this direction the ICT introduction is theoretically viewed using the computational
modeling environments as a standing point. This consideration has been based on
the observation of the catalytic impact of computational modeling to the basic
scientific activity of problem solving.
Scientific models constitute a compact form of knowledge expressed using
inscription systems that are called Representation Systems (RS). Computer science
empowers
traditional
representation
systems
like
algebra
improving
their
applicability while develops new ones like neural networks providing new
opportunities for problem solving and scientific progress. Using computational
modeling environments scientists exploit computational resources using conceptual
frameworks closer to the problem and the solver than the machine architecture.
The
familiarization
significant
with
advantage
for
a
several representation systems is considered a
problem
solver
because
the
selection
of
the
representation system often determines the problem solving difficulty. Modern
educational systems often define problem solving development as a main goal and
ICT could be exploited in educational systems using computational modeling
environments as a vehicle in the context of problem solving improvement goal. In
addition interactivity of computational modeling environments and the social nature
of modeling process permit the design of general learning activities according to the
modern learning theories and pedagogical approaches in the context of several
knowledge fields.
The thesis focuses on the general purpose computational modeling environments
because their use is more or less independent of specific scientific field and they
can be applied in scientific as well as in every day problems. From the
environments of this kind we choose the Relational Database Management Systems
for systematic study. The study concerns questions about the didactics of databases
design and use and questions about the possibility of databases exploitation in the
context of several teaching subjects in secondary education.
The general structure of the thesis contains: initially the review of the scientific use
of models, the representation systems, and the impact of computer science in
scientific modeling. The current state of the educational research for modeling
exploitation in learning is examined next, as well as the role of models in curriculum
and the representations of students about models. Then specific remarks from the
current state are used in order to document the selection of data modeling for
study in the thesis.
Epistemological and cognitive analysis of data modeling for
database design is following with the review of related research. Then the research
questions are defined, the action research design is described, and the research
results are presented. Finally, the conclusions are formulated and followed by
specific propositions for the improvement of data modeling didactics and its general
educational exploitation.
The research concerns the conceptual representations of 11th grade students about
databases, the difficulties of database design, the evaluation of the specific didactic
approach, the analysis of studentsʼ specific difficulties for the relationships
understanding and
representation during database
formal design, and the
characteristics of studentsʼ involvement in learning activities using database design.
In summary, research results support the conclusion that it is feasible and
purposeful to familiarize students to database use and design in order to be able to
use databases in problem solving, as well as, in general purpose learning activities.
Γεώργιος-Ερρίκος
Κοινοτήτων
Χλαπάνης,
Μάθησης
Επικοινωνιών:
Μελέτη
με
θέμα διατριβής: «Δημιουργία
αξιοποίηση
Περίπτωσης
των
Τεχνολογιών
Υλοποίησης
των
Επιμορφωτικού
Προγράμματος Εκπαιδευτικών για τις Τεχνολογίες της Πληροφορίας
και των Επικοινωνιών στην Εκπαίδευση». (2006)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στη συγκεκριμένη μελέτη επιχειρείται η ανάλυση όλων των παραγόντων και
συνθηκών που θα μπορούσαν να επιδράσουν με οποιονδήποτε τρόπο στη λειτουργία
μιας Ηλεκτρονικής Κοινότητας Μάθησης που χρησιμοποιείται για την επιμόρφωση
εκπαιδευτικών. Αναλύθηκαν τα γεγονότα που συνθέτουν τον κύκλο ζωής της
Κοινότητας Μάθησης Εκπαιδευτικών (ΚΜΕ) που λειτούργησε στο Πανεπιστήμιο
Αιγαίου
με
στόχο
την
επιμόρφωση
εν
ενεργεία
εκπαιδευτικών
του
Νομού
Δωδεκανήσου, σε θέματα χρήσης των ΤΠΕ στην εκπαίδευση.
Στην ΚΜΕ σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε ένα πρότυπο ηλεκτρονικά υποστηριζόμενου
μαθήματος. Το πρότυπο περιλάμβανε μεθόδους διεξαγωγής και οργάνωσης του
μαθήματος, οδηγίες για την εφαρμογή των τεχνουργημάτων, συγκεκριμένη πολιτική
συντονισμού και κανόνες. Στόχος ήταν η επιμόρφωση να υλοποιείται μεν στο
περιβάλλον μιας ΗΚΜ, αλλά να υπάρχουν σαφώς διατυπωμένοι στόχοι και
περιεχόμενο, σαφή κίνητρα και προσανατολισμοί για τους εκπαιδευόμενους. Ο
σχεδιασμός και η υλοποίηση της ΚΜΕ βασίστηκε: (α) στη Θεωρία Δραστηριότητας,
(β) σε ορισμένες παιδαγωγικές αρχές που απορρέουν από θεωρίες μάθησης που
υποστηρίζουν τις ΗΚΜ και (γ) σε αρχές της εκπαίδευσης ενηλίκων.
Πραγματοποιήθηκε έρευνα περίπτωσης, χρησιμοποιήθηκαν ποσοτικές και ποιοτικές
μέθοδοι ανάλυσης, Ανάλυση Πολλαπλών Αντιστοιχιών καθώς και παράμετροι
Ανάλυσης Κοινωνικού Δικτύου που υπολογίζονταν μέσα από την εφαρμογή ειδικών
εργαλείων. Ενδιαφέρον είχε η μελέτη του κατά πόσον η εφαρμογή του προτύπου
διεξαγωγής
αποτελέσματα,
ηλεκτρονικά
κάτι
που
υποστηριζόμενων
επιβεβαιώθηκε.
μαθημάτων
Επιπλέον
επέφερε
εξετάστηκαν
θετικά
θέματα
που
σχετίζονταν με τη δημιουργία και την εξέλιξη της Κοινότητας της Μάθησης.
Εξήχθησαν χρήσιμα συμπεράσματα που αφορούν στα γεγονότα που συνθέτουν τον
κύκλο ζωής μιας ηλεκτρονικής Κοινότητας Μάθησης, όπως η ΚΜΕ, δηλαδή
εντοπίστηκαν παράγοντες που επιδρούν στο σχηματισμό
της, ο ρόλος
της
επικοινωνίας, του συντονισμού, κλπ.
Τέλος, προτείνονται τρόποι αξιοποίησης των αποτελεσμάτων για την περαιτέρω
διερεύνηση ανοιχτών πεδίων της εκπαιδευτικής έρευνας αλλά και για την πρακτική
αξιοποίηση των ηλεκτρονικών Κοινοτήτων Μάθησης και του προτύπου διεξαγωγής
ηλεκτρονικά υποστηριζόμενων μαθημάτων στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών.
Abstract
In the thesis all parameters and conditions influencing the operation of a Learning
Community used for teacher training, are analyzed. The case study that was
analyzed was a Distance Learning Educational program, concerning further training
of in-service primary and secondary education teachers. The program was named
‘School-Teacher’s Learning Community’ (STLC) and concurrently with its function as
an informal Learning Community, it also hosted many different electronically
supported courses implemented in a more formal manner.
Within STLC, the use of a specified course model was pursued, yet tutors
responsible for each course were given substantial independence and the degree of
harmonization with the course model was up to them. The model was specified
according to Adult Collaborative Learning principles and was implemented in a
Learning Community context. Activity Theory and specific pedagogic principles were
used in the design and the implementation of the program.
The research can be described as a case study with interpretations based on
quantitative as well as qualitative data. Multiple Correspondence Analysis as well as
Social Network Analysis methods were also used. During the analysis it was proven
that ‘successful lesson results were directly related to the application of the
specified course model’. Moreover, parameters and conditions that relate to the
creation and evolution of a Learning Community were also established.
Finally, conclusions, benefits and perspectives of Learning Communities such as the
one of the case study are also presented in this dissertation.
Χρήστος Μιτσούλλης, θέμα διατριβής: «Η διδασκαλία των γωνιών σε
μαθητές γυμνασίου (12-13 ετών) με χρήση εκπαιδευτικού υλικού:
πειραματική εφαρμογή». (2009)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σκοπός αυτής της διατριβής ήταν η μελέτη της χρήσης συγκεκριμένου χειροπιαστού
διδακτικού υλικού για την διδασκαλία των εννοιών των γωνιών σε συνήθεις σχολικές
τάξεις, και για παιδιά ηλικίας 12-13 ετών.
• Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται το θεωρητικό πλαίσιο της διατριβής. Αυτό
περιλαμβάνει:
-
μια
φιλοσοφική-επιστημολογική,
ψυχολογική,
κοινωνικο-
πολιτισμική, γλωσσολογική και διδακτική τεκμηρίωση της αναγκαιότητας στήριξης
στην εμπειρία για αποτελεσματική μάθηση, - μια βιβλιογραφική επισκόπηση
θεωρητικών και ερευνητικών άρθρων σχετικών με τη χρήση και το χειρισμό υλικών
αντικειμένων για τη διδασκαλία- μάθηση στην τάξη των μαθηματικών, και τέλος -
μια
ιστορική,
επιστημολογική, φαινομενολογική μελέτη, ανάλυση και
παρουσίαση της εξεταζόμενης γεωμετρικής έννοιας της γωνίας.
• Στο δεύτερο κεφάλαιο περιγράφεται, η ερευνητική μέθοδος του διδακτικού
πειράματος, οι αρχές σχεδιασμού και ο σχεδιασμός του διδακτικού υλικού, η
ανάπτυξη και η διεξαγωγή της πιλοτικής και της κύριας έρευνας. Επίσης,
παρουσιάζεται
η
μέθοδος
προσανατολισμένης
και
προσέγγισης
τα
εργαλεία
για
ανάλυσης
ποιοτική
μιας
έρευνα
επιστημολογικά-
των
μαθηματικών
αλληλεπιδράσεων στη τάξη. Η κύρια έρευνα αφορά σε διδακτικό πείραμα μέσης
διάρκειας (σειρά 9 μαθημάτων) το οποίο διεξήχθη σε συνήθη Α΄ τάξη του 5ου
γυμνασίου Ρόδου.
• Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της έρευνας και η ανάλυση
τους.
•
Στο
τέταρτο
κεφάλαιο
παρουσιάζονται
τα
συμπεράσματα
τόσο
από
τη
βιβλιογραφική έρευνα και μελέτη όσο και από την ανάλυση των ερευνητικών
αποτελεσμάτων και τη συζήτηση τους. Συγκεκριμένα επισημαίνονται, οι δυσκολίες
προσέγγισης των εννοιών των γωνιών, ο ρόλος και η αποτελεσματικότητα των
χειροπιαστών αντικειμένων, καθώς και ο τρόπος, τα όρια και οι περιορισμοί στη
χρήση των συγκεκριμένων χειροπιαστών αντικειμένων, τόσο γενικά όσο και ειδικά
στα πλαίσια της έρευνας της διατριβής.
• Στο πέμπτο κεφάλαιο αναφέρεται η βιβλιογραφία της διατριβής.
• Το έκτο κεφάλαιο περιλαμβάνει τα πέντε(5) παραρτήματα με: - εργαλεία που
χρησιμοποιήθηκαν στην έρευνα, τέτοια όπως, ερωτηματολόγια, δραστηριότητες,
ερωτήσεις, διάφορα διδακτικά υλικά κ.τ.λ., - υλικά με δεδομένα από τις κατασκευές
και τις απαντήσεις των μαθητών, - μια ανάλυση των αντιλήψεων των μαθητών- πριν
το σχεδιασμό και την ανάπτυξη του διδακτικού πειράματος- για τις γωνίες, - μια
ανάλυση των αναλυτικών προγραμμάτων, των οδηγιών προς τους εκπαιδευτικούς
και των βιβλίων όλων των τάξεων (όταν διεξήχθη η μελέτη ίσχυε η προηγούμενη
σειρά βιβλίων) σχετικά με τις έννοιες των γωνιών, και - συγγενείς όροι και έννοιες
του θεωρητικού πλαισίου.
Ευάγγελος Μώκος, θέμα διατριβής: «Διερεύνηση μεταγνωστικών
λειτουργιών
κατά
την
επίλυση
μαθηματικών
προβλημάτων
σε
μαθητές ηλικίας 10-11 ετών». (2012)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η παρούσα διατριβή διερεύνησε τις
μεταγνωστικές λειτουργίες
ελέγχου
και
παρακολούθησης μαθητών ηλικίας 10-11 ετών κατά την επίλυση διαφορετικών
τύπων μαθηματικού προβλήματος.Για την υλοποίηση του σκοπού της έρευνας
πραγματοποιήθηκε έρευνα στην Ε΄ τάξη το σχολικό έτος 2009 – 2010. Για τη
συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της «φωναχτής σκέψης», ενώ
οι λεκτικές αναφορές των μαθητών αναλύθηκαν με το ερωτηματολόγιο MAI των
Schraw and Dennison (1994) και το εργαλείο των Goos and Galbraith (1996). Τα
συμπεράσματα που προέκυψαν είναι:1) Η ανάλυση των αποτελεσμάτων των
ανοιχτού τύπου, των αυθεντικών και των σύνθετων προβλημάτων όταν οι μαθητές
εργάζονται ατομικά, έδειξε ότι οι μαθητές της συγκεκριμένης ηλικίας αναπτύσσουν
αυθόρμητα μεταγνωστικές πράξεις ελέγχου και παρακολούθησης.2) Η ανάλυση των
αποτελεσμάτων
των
ανοιχτού
τύπου,
των
αυθεντικών
και
των
σύνθετων
προβλημάτων όταν οι μαθητές εργάζονται σε μικρές ομάδες, έδειξε ότι οι μαθητές
της συγκεκριμένης ηλικίας αναπτύσσουν αυθόρμητα μεταγνωστικές πράξεις ελέγχου
και παρακολούθησης.Τέλος παρουσιάζεται το πώς αυτή η ικανότητα των μαθητών
μπορεί να αξιοποιηθεί στον εκπαιδευτικό σχεδιασμό για τη διδασκαλία των
μαθηματικών.
Abstract
This dissertation attempted to investigate the spontaneous appearance of the
metacognitive functions of monitoring and control in fifth grade students working
individually and in pairs. For the implementation of this research study the data
were collected by the “think aloud” method and were analyzed by the MAI
questionnaire, developed by Schraw and Dennison (1994) and the tool developed
by Goos and Galbraith (1996). The findings from this study are:1) The analysis of
the results of the open ended, authentic and complex problems indicated that the
students of this age when they work individually they appear spontaneous
metacognitive functions of control and monitoring. 2) The analysis of the results of
the open ended, authentic and complex problems indicated that the students of this
age when they work in small groups of two they appear spontaneous metacognitive
functions of control and monitoring. Finally, this ability of the students to appear
spontaneous metacognitive functions of control and monitoring can be used to the
educational planning of the teaching of mathematics.
Αργυρούλα
Πέτρου,
θέμα
διατριβής:
«Μελέτη
επίδρασης
συνεργατικών τεχνολογικών μαθησιακών δραστηριοτήτων σε ομάδα
μαθητών
εργαλείων
με
κινησιακές
σύγχρονης
και
αναπηρίες:
αξιοποίηση
ασύγχρονης
τεχνολογικών
επικοινωνίας
κατά
τη
Διδασκαλία της Πληροφορικής στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση».
(2012)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η παρούσα διατριβή λαμβάνοντας υπόψη: 1) την Ειδική Αγωγή στην Ελλάδα, 2) τη
γενικότερη τάση σε Ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, 3) τις βασικές αρχές της,
κινείται σε τρεις βασικούς άξονες: μελετά(Α) το υπάρχον αναλυτικό πρόγραμμα για
μαθητές με σωματικές αναπηρίες, (Β) τα εργαλεία τεχνολογίας και επικοινωνίας και
αναζητά μεθόδους μάθησης που θα προάγουν τη μάθηση και την ένταξη. Εστιάζει
στη μελέτη: 1) του υπάρχοντος αναλυτικού προγράμματος για μαθητές με
σωματικές/ πολλαπλές αναπηρίες υπό το πρίσμα της ένταξης στο μάθημα της
Πληροφορικής, 2) εργαλείων τεχνολογίας και επικοινωνίας ως εργαλεία μάθησης,
διδασκαλίας και ένταξης. Μελετά υπάρχοντα περιβάλλοντα μάθησης, καταγράφει τις
απαιτήσεις όλων των εμπλεκόμενων στην Ε.Α.. Αξιολογεί το χρησιμοποιούμενο
περιβάλλον(School+).
παραδοσιακής
μαθησιακής
Μελετάται
μεθόδου
κατάστασης
η
διδασκαλίας,
των
ανάπτυξη
η
σεναρίων
συνεισφορά
μαθητών,
στη
μάθησης
τους
βελτίωση
πέραν
της
βελτίωση
της
αυτοεικόνας
και
στη
της
αυτοεκτίμησης τους, στο «κτίσιμο» κοινωνικών δεσμών. Η εύρεση μεθόδων
αξιολόγησης μέσα από τη διδακτική διαδικασία που ανατροφοδοτούν τους μαθητές
μέσα από τη διαδικασία μάθησης παρέχοντας κίνητρα βελτίωσης, και εφαρμογή
εξατομικευμένων προγραμμάτων (όπου απαιτούνται) χωρίς διαταραχή της ομαλής
λειτουργίας της τάξης ως ομάδα και έγερσης διακρίσεων. Το κείμενο δομείται σε
επτά μέρη, στο πρώτο, γίνεται εισαγωγή στην Ε.Α. (ελληνική πραγματικότητα,
εκπαίδευση Α.Μ.Ε.Α.) απ όπου εγείρονται άμεσα ή έμμεσα κάποιων των ερωτημάτων
που οδήγησαν στη συγγραφή της διατριβής. Στο δεύτερο, παρουσιάζεται το σύνολο
των στοιχείων για τα Α.Μ.Ε.Α(ορολογία, εκπαίδευση για τις κατηγορίες της ομάδας
έρευνας), και τη διδακτική της Πληροφορικής. Στο τρίτο παρουσιάζεται το θεωρητικό
πλαίσιο. Στο τέταρτο αναπτύσσονται τα ερευνητικά ερωτήματα. Στο πέμπτο
παρουσιάζεται η ανάπτυξη τεχνολογικού εργαλείου απαραίτητου για τη βελτίωση
των συνθηκών μάθησης, και οι ανάγκες που οδήγησαν στην ανάπτυξη και μελέτη
του.
Παρουσιάζεται
η
μεθοδολογία
που
ακολουθήθηκε.
Στο
έκτο
μέρος
παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της έρευνας. Στο έβδομο επιχειρείται απάντηση
των ερευνητικών ερωτημάτων, τίθενται περαιτέρω ζητήματα προς μελέτη /έρευνα
όπου
κρίνεται
αναγκαίο,
συζητείται
η
συμβολή
της
διατριβής.
Abstract
This thesis taking into consideration: 1) The Greek reality for special education, 2)
The general trend in European and global level, 3) The basic principles, It is moves
on three fundamental axes: study (A) the existing curriculum for students with
physical disabilities, (B) the tools of technology and communication and learning
and it seeks methods of learning that will promote the learning and integration.It
focus in the study: 1) the existing curriculum for students with physical/ multiple
disabilities in the light of integration for the Informatics courses, 2) tools of
technology and communication as tools of learning, teaching and integration. Study
existing learning environments; record all the requirements of the people who are
involved in special education. It evaluates the used environment (School+) from
the research. The development of learning scenarios beyond the traditional
teaching method, their contribution to the improvement of the learning status of
students, in their improvement of self-image and self-esteem, and in the ‘building’
of social ties is studied. Search methods of evaluation through the teaching process
that feedback students through the learning process and provide motivation for
improvement, and allow the implementation of Individual Education Plan (IEP)
(where they are required) without disturbing the function of the class as a team and
without raising discriminations.
Κρητικός Γεώργιος, θέμα διατριβής: «Αναλογικός αναστοχασμός και
ανάπτυξη
μεταγνωστικών
δεξιοτήτων
μέσα
από
συνεργατικές
δραστηριότητες μοντελοποίησης στη Φυσική». (2013)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στην παρούσα διατριβή μελετήσαμε την επίδραση του αναλογικού αναστοχασμού
στην
ανάπτυξη
μεταγνωστικών
δεξιοτήτων,
στο
πλαίσιο
δραστηριοτήτων
μοντελοποίησης σε τεχνολογικό περιβάλλον συνεργατικής μάθησης. Ως προς τη
μοντελοποίηση, φαίνεται ότι η έλλειψη εξοικείωσης με το λογισμικό και η δυσκολία
του γνωστικού αντικειμένου επιφέρει ανάλογες δυσκολίες στη μοντελοποίηση. Η
συνεργασία των μαθητών είναι αποδοτική για την καλύτερη κατανόηση του
προβλήματος. Αντίθετα, η συνεργασία δε φαίνεται να αποδίδει θετικά στην επιλογή
και τον έλεγχο των τιμών των μεταβλητών και των σταθερών. Επιπλέον, η
συνεργασία με τη φυσική παρουσία των μαθητών εμφανίζεται πιο ουσιαστική και
αποδοτική σε σχέση με τη συνεργασία μέσα από το TeamViewer. Από τη σύγκριση
του αναλογικού αναστοχασμού με τον ιδιο-αναστοχασμό προέκυψαν τα εξής βασικά
συμπεράσματα. Ο αναλογικός αναστοχασμός είναι αποτελεσματικότερος μετά το
πέρας των δραστηριοτήτων (αναστοχασμός μετά τη δράση), ιδιαίτερα για τις
δύσκολες και πρωτόγνωρες έννοιες, ενώ δεν έχει ιδιαίτερη διαφορά από τον ιδιοαναστοχασμό κατά τη διάρκεια των δραστηριοτήτων (αναστοχασμός εν δράσει). Ο
αναλογικός αναστοχασμός ενισχύει τη μεταγνώση των μαθητών, κυρίως όταν
πραγματοποιείται μετά το πέρας των δραστηριοτήτων. Απαραίτητη είναι η κατάλληλη
καθοδήγηση για τη μετάβαση από τον αναλογικό συλλογισμό προς τον αναλογικό
αναστοχασμό, με εργαλεία όπως το ART.
Abstract
In this dissertation, we studied the impact of the analogical reflection on the
development of metacognitive skills in the framework of modelling activities in
technological collaborative learning environment. According to the modelling, it
appears that the lack of familiarity with the software and the difficulty of the
cognitive
domain
brought
the
correspondent
difficulties
in
modeling.
The
collaboration of students is effective for better understanding of the problem. In
contrast, collaboration does not seem positive in the values’ selection and control of
variables and constants. Furthermore, collaboration with the physical presence of
students appears more meaningful and efficient compared with the collaboration
through the TeamViewer. The comparison of the analogical reflection with the selfreflection revealed the following key findings. The analogical reflection is effective
upon the completion of activities (reflection on action), particularly for difficult and
primitive concepts, while there is no significant difference from the self-reflection
during the activities (reflection in action). The analogical reflection enhances
metacognition of students, especially when performed upon the completion of
activities. The appropriate guidance for the transition from analogical reasoning to
analogical reflection, with tools like ART, is needed.