ΠΕΡΙΛΗΨΗ Ο Μάρκος, φιλόδοξος νεαρός δηµοσιογράφος ενός καναλιού της επαρχίας, βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση· Κατά τη διάρκεια του γυρίσµατος ενός α λα candid camera ντέµο που προορίζεται για µεγάλο αθηναϊκό κανάλι, ένα από τα ανυποψίαστα «θύµατα» του γυρίσµατος, ένας παράξενος νεαρός, ο Ηλίας, παίρνει µαζί του το «δόλωµα», ένα πιστόλι, και εξαφανίζεται. Η απεγνωσµένη αναζήτηση του Ηλία οδηγεί τον Μάρκο στο χωριό της µητέρας του, ένα από τα εγκαταλειµµένα χωριά της Πίνδου. Ο Ηλίας δέχεται να επιστρέψει το πιστόλι µε έναν όρο: να τον βοηθήσει να αποτρέψει µια οµάδα κυνηγών «χαµένων θησαυρών» να ανατινάξει ένα ερειπωµένο σπίτι που συνδέεται µε ένα θρύλο του χωριού. «Εγκλωβισµένος», λοιπόν, στο χωριό ο Μάρκος αρχίζει να συναναστρέφεται µε τους λιγοστούς κατοίκους του⋅ τον Ηλία, τον πατέρα του -επί πληρωµή «φύλακα» του έρηµου χωριού- τον κωφάλαλο αδερφό του Παύλο, την κυρα-∆ήµητρα και τον µπαρµπα-Κώστα, την Τίνα, που ήρθε µε τον αδερφό της Σπύρο από την Αθήνα για να τον βοηθήσει να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά. Στο µικρό διάστηµα που µεσολαβεί γνωρίζει τα µικρά και µεγάλα προβλήµατα τους, µετέχει στις χαρές και τις λύπες τους, «ανακαλύπτει» το σπίτι της γιαγιάς του και το µυστικό της µητέρας του, κοινωνεί τη µνήµη µιας κοινότητας που ψυχορραγεί. Στο τέλος, διαφορετικός πια, αποφασίζει να βοηθήσει τον Ηλία. Γεγονός που θα έχει απρόσµενα αποτελέσµατα για όλους… 1 ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ ΜΑΡΚΟΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: Είκοσι τεσσάρων χρόνων, γιος του Αρχιφύλακα Τάσου Σωτηρίου, µοναχοπαίδι. Τέλειωσε το τµήµα Μ.Μ.Ε της Παντείου. Μετά το στρατιωτικό του, για την απόκτηση εµπειρίας, έπιασε δουλειά στο “T.V Space”, το τηλεοπτικό κανάλι των Τρικάλων. Σε λιγότερο από ενάµιση χρόνο πέρασε µε επιτυχία από όλα τα δηµοσιογραφικά στάδια: ελεύθερο ρεπορτάζ, εκφώνηση κεντρικού δελτίου ειδήσεων, αρχισυνταξία, δική του εκποµπή. Ο Μάρκος πιστεύει υπερβολικά στον εαυτό του, ασφυκτιά στην πόλη που µένει κι ονειρεύεται καριέρα σε µεγάλο αθηναϊκό κανάλι. ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: Η µητέρα του Μάρκου, πενήντα οκτώ ετών. Κατάγεται από ένα µικρό χωριό της Πίνδου, το Παχτούρι, για το οποίο αποφεύγει να µιλήσει και δεν διατηρεί πια κανένα δεσµό. ΗΛΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Είκοσι δύο χρόνων, ο γιος του φύλακα του Παχτουρίου, ενός χωριού της νότιας Πίνδου. Μεγάλωσε σε ένα από τα έρηµα, το χειµώνα, χωριά του Ασπροποτάµου. ∆εν αισθάνεται άνετα ανάµεσα σε κόσµο, είναι λιγοµίλητος και έχει ιδιαίτερη αδυναµία σε ένα πανέξυπνο αρνί, τον Περικλή. Αλλάζει δύσκολα γνώµη, αν κάτι βάλει στο µυαλό του. Φοβάται τη µετακόµιση µε την οικογένειά του στα Τρίκαλα. Υπεύθυνη γι’ αυτό θεωρεί την Οντέτ, µια Αλβανίδα µε την οποία συζεί το τελευταίο διάστηµα ο πατέρας του και που λόγω της εγκυµοσύνης της µετακοµίζουν. Ίνδαλµά του είναι ένας λήσταρχος των αρχών του προηγούµενου αιώνα, ο ξακουστός Φώτης Νάσιος, ο οποίος έδρασε στην περιοχή και σκοτώθηκε, λίγο έξω από το χωριό, από τον ενωµοτάρχη ∆αφέρµο. ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Πενήντα οκτώ χρόνων, πατέρας του Ηλία και ο επί πληρωµή φύλακας του χωριού. Γεννήθηκε και πέρασε τη µέχρι τώρα ζωή του στο Παχτούρι. Πριν από δέκα χρόνια πέθανε η γυναίκα του από καρκίνο. Πριν από µισό χρόνο περίπου, στο χωριό βρέθηκε µια σαραντάχρονη Αλβανίδα, η Οντέτ µε τα δυο αδέρφια της. Όταν αναχώρησαν τα αδέρφια της, η Οντέτ δεν τους ακολούθησε. Σύντοµα έµεινε έγκυος. Το γεγονός αυτό γίνεται αφορµή για να επαναπροσδιορίσει τη ζωή του. ΠΑΥΛΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Πενήντα χρόνων, αδερφός του κυρ-Γιώργου, κωφάλαλος. Με ψυχή δεκάχρονου παιδιού, ζει σε έναν δικό του, ιδιαίτερο κόσµο. ∆εσπόζουσα θέση σ’ αυτόν κατέχει η... ελληνική βασιλική οικογένεια, µιας και τον έχει βαπτίσει –εξ αποστάσεως- ο ίδιος ο βασιλιάς. ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑ: Εβδοµήντα πέντε χρόνων, γυναίκα του ογδονταπεντάχρονου µπαρµπαΚώστα, ο οποίος πάσχει από γεροντική άνοια. Η πρώτη εντύπωση είναι αυτή µιας γυναίκας εριστικής και δύσκολης. Παρόλα αυτά, όσοι την ξέρουν καλύτερα µιλούν για ένα άτοµο καλοπροαίρετο. ΣΠΥΡΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ: Είκοσι «κολληµένος» µε τα χάπια. ετών, ηχολήπτης συναυλιών. Εδώ κι ένα χρόνο ΤΙΝΑ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ: Είκοσι δύο ετών, αδερφή του Σπύρου. Ισχυρίζεται ότι σπουδάζει οικονοµικά σε ένα κολέγιο στο Λονδίνο. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα διαπιστώνει την εξάρτηση από τα ναρκωτικά του µικρού της αδερφού και τον πείθει να πάνε κρυφά από τους γονείς τους στο πατρικό τους σπίτι στην Πίνδο. Εκεί θα προσπαθήσει να τον βοηθήσει να απεξαρτηθεί. 2 1. ΕΞ. ∆ΗΜΟΤΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΤΡΙΚΑΛΩΝ – ΗΜΕΡΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ Α' ΒΙΝΤΕΟΚΑΜΕΡΑΣ: Σε γενικό πλάνο µια γωνιά ενός πάρκου µε παγκάκι. Καθώς πέφτουν οι τίτλοι αρχής βλέπουµε να περνά ένας ηλικιωµένος πάνω σε ένα ποδήλατο «µατρακά», ακολουθεί µια µαµά που σπρώχνει ένα καροτσάκι. Τέλος εµφανίζεται µια ηλικιωµένη γυναίκα σέρνοντας ένα καλάθι για τη λαϊκή. ΜΑΡΚΟΣ (OFF) Έτοιµοι... ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ Β’ ΒΙΝΤΕΟΚΑΜΕΡΑΣ: Κοντινό στο παγκάκι. Πάνω του διακρίνουµε ένα δερµάτινο τσαντάκι. ΜΑΡΚΟΣ (OFF) Γράφουµε! ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ Α΄ ΒΙΝΤΕΟΚΑΜΕΡΑΣ: Η ηλικιωµένη περνά δίπλα από το τσαντάκι χωρίς να το προσέξει. ΒΑΓΓΕΛΗΣ (OFF) Τζίφος πάλι. Θα σκάσουµε εδώ µέσα... Με την Αθήνα τι έγινε; ΜΑΡΚΟΣ (OFF) Τίποτε ακόµα, περιµένω. ΒΑΓΓΕΛΗΣ (OFF) Αν σου πουν ναι, θα πας; ΜΑΡΚΟΣ (OFF) Όχι, θα µείνω εδώ, να γάµους και βαφτίσια! τραβάµε παρέα Εµφανίζεται ένα πενηντάρης κάνοντας τζόκινγκ. ΜΑΡΚΟΣ (OFF) Αυτός δεν είναι ο ∆ήµαρχος; ΒΑΓΓΕΛΗΣ (OFF) Γράφω! Ο πενηντάρης προσπερνά κι αυτός το τσαντάκι. Αµέσως όµως επιστρέφει. Κοιτάζει γύρω του αν τον βλέπει κανείς. Κάθεται στο παγκάκι δήθεν να ξεκουραστεί. Ανοίγει το τσαντάκι και βγάζει από µέσα ένα αντικείµενο τυλιγµένο σε ύφασµα. Το ξετυλίγει και αποκαλύπτεται ένα πιστόλι. Ο δήµαρχος τα έχει χαµένα. Αφήνει το πιστόλι στο παγκάκι και κάνει να φύγει. 3 Ξαναγυρνάει. Το ξαναβάζει γρήγορα στη θέση και φοβισµένος αρχίζει να τρέχει. Ο Μάρκος και ο Βαγγέλης ζητωκραυγάζουν. Στο βάθος περνά ένα απορριµµατοφόρο. ΜΑΡΚΟΣ (OFF) Αυτό ήταν όλα τα λεφτά... ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ Α΄ΒΙΝΤΕΟΚΑΜΕΡΑΣ: µαύρο... αρνί, ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ: Στο πλάνο µπαίνει ένα ΒΑΓΓΕΛΗΣ (OFF) Ωπ, τι έγινε; ΜΑΡΚΟΣ (OFF) Γράφουµε! Ο Περικλής πλησιάζει το τσαντάκι και αρχίζει να το µυρίζει. Εµφανίζεται κι ένας νεαρός, ο ΗΛΙΑΣ κρατώντας µια τυρόπιτα. Φοράει ένα λερωµένο στρατιωτικό τζάκετ και µαύρο σκούφο. ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ Β΄ΒΙΝΤΕΟΚΑΜΕΡΑΣ: Ο Ηλίας κάθεται στο παγκάκι. Τρώει την τυρόπιτα του κοιτώντας τον Περικλή που έχει ρίξει το τσαντάκι στο έδαφος και προσπαθεί να το ανοίξει. ΜΑΡΚΟΣ (OFF) Τι το κοιτάς; Άνοιξέ το! Ο Ηλίας αφού φάει την τυρόπιτα, σκύβει και παίρνει το τσαντάκι. Βγάζει από µέσα το πιστόλι. ∆ίχως να τα χάσει αρχίζει να το περιεργάζεται. Ακούγεται θόρυβος αυτοκινήτου που όλο δυναµώνει. Ξάφνου το οπτικό πεδίο από την κάµερα χάνεται. ΜΑΡΚΟΣ (OFF) Όχι, ρε γαµώτο! ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΛΗΨΗ: Μπροστά από µια χηµική τουαλέτα έχει σταµατήσει το απορριµµατοφόρο. Ένας υπάλληλος του δήµου αδειάζει τους κάδους. Ξάφνου η πόρτα της τουαλέτας ανοίγει και βγαίνει ένας νεαρός, ο ΜΑΡΚΟΣ. Πλησιάζει τον οδηγό. ΜΑΡΚΟΣ Κάνεις λίγο πιο πέρα; Είµαστε από το SPACE TV µέσα στην τουαλέτα και µας κόβεις την θέα. Ο∆ΗΓΟΣ Και δεν µπορείς να περιµένεις δυο λεπτά; Και εµείς µες στα σκατά είµαστε όλη µέρα. 4 Ο οδηγός του απορριµµατοφόρου ανάβει τσιγάρο. υπάλληλοι του ∆ήµου αδειάζουν τους κάδους. ΜΑΡΚΟΣ Έχουµε γύρισµα, ρε φίλε. είµαι, ο δηµοσιογράφος. Ο Πίσω δυο Σωτηρίου Ο∆ΗΓΟΣ Ποιος; ΜΑΡΚΟΣ Ο Μάρκος ο Σωτηρίου, ο δηµοσιογράφος. Ο∆ΗΓΟΣ Όποιος κι αν είσαι, να περιµένεις. ΜΑΡΚΟΣ Είσαι πολύ µαλάκας! Ο∆ΗΓΟΣ (απειλητικά) ∆εν κατάλαβα; Τι είπες;! ∆ΗΜΟΤΙΚΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ Α’ (OFF) Πάµε! Το απορριµµατοφόρο ξεκινά ενώ οι δυο δηµοτικοί υπάλληλοι πηδάνε στο πίσω µέρος του. Περνώντας µπρος από τον Μάρκο αστειεύονται µε το µότο της εκποµπής. ∆ΗΜΟΤΙΚΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ Α’ (µιµείται τον Μάρκο) ∆υστυχώς, πιαστήκατε στον ύπνο! ∆ΗΜΟΤΙΚΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ Β’ Κάντιτ κάµερα, χαµογελάστε... µαλάκες! Οι δυο δηµοτικοί υπάλληλοι γελούν. Καθώς το όχηµα αποµακρύνεται αποκαλύπτεται το παγκάκι. Ο Μάρκος κοκαλώνει στη θέση του. Ο Ηλίας δεν είναι εκεί. Τρέχει και ψάχνει µέσ’ το τσαντάκι. Το πιστόλι λείπει. Κοιτάζει γύρω του. Πουθενά ο Ηλίας. Αρχίζει να τρέχει. 2. ΕΞ. ∆ΡΟΜΟΣ ΜΕ ΑΠΟΘΗΚΕΣ (ΤΡΙΚΑΛΑ) - ΗΜΕΡΑ O Μάρκος τρέχει σ’ ένα δρόµο γεµάτο αποθήκες. 3. ΕΞ. ΣΙ∆ΗΡΟ∆ΡΟΜΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ - ΗΜΕΡΑ 5 O Μάρκος διασχίζει σιδηροδροµικό σταθµό. τις γραµµές του τρένου στον 4. ΕΞ. Ο∆ΟΣ ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ (ΤΡΙΚΑΛΑ) - ΗΜΕΡΑ O Μάρκος ψάχνει στην οδό Ασκληπιού. 5. ΕΞ. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΓΕΦΥΡΑ ΤΡΙΚΑΛΩΝ - ΗΜΕΡΑ O Μάρκος φτάνει στην κεντρική γέφυρα της πόλης. Μάταια, ο Ηλίας έχει εξαφανιστεί. Απελπισµένος, σταµατά να πάρει µια ανάσα. 6. ΕΞ. ∆ΡΟΜΟΣ ΣΕ ΛΑΪΚΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ (ΤΡΙΚΑΛΑ)- ΗΜΕΡΑ Ο Ηλίας πάνω σε µια παλιά jawa και µε τον Περικλή καθισµένο στο καλάθι της διασχίζουν το δρόµο µιας λαϊκής συνοικίας. Πιο πέρα, µια παρέα εφήβων έχουν αράξει τα "παπιά" και χαζεύουν σε µια πλατεία. Μόλις περάσει από µπροστά τους ο Ηλίας αρχίζουν να φωνάζουν και να γιουχάρουν. Ο Ηλίας ανηφορίζει σε ένα στενό. 7. ΕΣ. ΕΞ. ∆ΡΟΜΟΣ ΣΤΑ ΤΡΙΚΑΛΑ (ΒΑΝ T.V. SPACE ΕΝ ΚΙΝΗΣΗ) - ΗΜΕΡΑ Οδηγεί ο κατηφής. ΒΑΓΓΕΛΗΣ, ένας σαραντάρης. ΒΑΓΓΕΛΗΣ Τηλεφώνησες µήπως αστυνοµία; το Ο Μάρκος παρέδωσε δίπλα του στην Ο Μάρκος δεν απαντά. ΒΑΓΓΕΛΗΣ (συν.) Μπορεί να το πάει αργότερα. ΜΑΡΚΟΣ Μακάρι να µην το πάει ποτέ. ΒΑΓΓΕΛΗΣ Γιατί; ΜΑΡΚΟΣ Γιατί το πιστόλι είναι της αστυνοµίας. Το πήρα απ’ τον πατέρα µου. Ο Βαγγέλης παρκάρει απότοµα στην άκρη του δρόµου. Ένα αυτοκίνητο που τους ακολουθεί παραλίγο να πέσει πάνω τους. Τους κορνάρει. ΒΑΓΓΕΛΗΣ 6 Πλάκα µου κάνεις! Ο Μάρκος κοιτάει µπροστά σοβαρός. ΒΑΓΓΕΛΗΣ (συν.) Καλά ρε, δεν είπες θα έφερνες αεροβόλο; ΜΑΡΚΟΣ Σκέφτηκα ότι έτσι θα ήταν πιο αληθινό. Βαγγέλη µέχρι να το βρω µην πεις τίποτα σε κανέναν. ΒΑΓΓΕΛΗΣ Ω, ρε γαµώτο, θα κανάλια... γίνουµε ρεζίλι στα ΜΑΡΚΟΣ Αν µαθευτεί, τη γάµησα. Πάει η δουλειά στην Αθήνα. Άσε τον πατέρα µου, θα πάθει κι άλλο έµφραγµα στο καπάκι... 8. ΕΞ. ∆ΡΟΜΟΣ - ΗΜΕΡΑ Η µηχανή του Ηλία είναι παρκαρισµένη στην άκρη του δρόµου. Κάτω απλώνονται τα Τρίκαλα. Ο Ηλίας προσθέτει λάδια στο ντεπόζιτο, ενώ ο Περικλής δίπλα τρώει ποπ κορν. Εµφανίζεται η παρέα µε τα παπιά που σταµατάει δίπλα τους. Α’ ΝΕΑΡΟΣ Ρε µαλάκες! Το αρνί τρώει ποπ κόρν! Οι υπόλοιποι γελάνε και χειροκροτάνε. Πετάγεται ο “αστείος” της παρέας. Β’ ΝΕΑΡΟΣ Να του πάρω και µια κόκα- κόλα; Πιο πολλά γέλια. Ο Ηλίας τους κοιτάει σοβαρός. Βγαίνει µπροστά ένα νεαρός που δείχνει µεγαλύτερος και φαίνεται να είναι ο αρχηγός της παρέας. Οι υπόλοιποι σοβαρεύουν. Γ’ ΝΕΑΡΟΣ Γιατί δεν φορούσε κράνος το αρνί; Πνιχτά γέλια από τους υπόλοιπους. Ο Ηλίας δεν µιλάει. Γ’ ΝΕΑΡΟΣ Γιατί δεν απαντάς; Μουγκός είσαι, ρε; Το ξέρεις ότι τώρα πρέπει να το συλλάβω το αρνί; 7 Ο νεαρός πηγαίνει προς τον Περικλή και τον παίρνει αγκαλιά. Ο Περικλής βελάζει φοβισµένος. Ο αστείος νεαρός έρχεται και προσπαθεί να φορέσει το κράνος του στον Περικλή. Ο Ηλίας βγάζει το πιστόλι από το µπουφάν του και σηµαδεύει τον αρχηγό στο κεφάλι. Τα γέλια παύουν απότοµα. Γ’ ΝΕΑΡΟΣ Ηρέµησε, φίλε, ηρέµησε. Ορίστε τ’ αφήνω κάτω. Οι πιτσιρικάδες φεύγουν τροµαγµένοι. Ο Περικλής αρχίζει να τρώει ξανά ποπ κορν σαν µην είχε συµβεί τίποτα. Ο Ηλίας κλείνει το καπάκι από τη µηχανή και ετοιµάζεται να φύγει. 9. ΕΣ. ΠΛΑΤΟ Τ.V. SPACE - ΗΜΕΡΑ ΚΟΝΤΙΝΟ µιας ευτραφούς κυρίας της ΤΖΟΑΝΑΣ. ΤΖΟΑΝΝΑ ∆εν βαρεθήκατε φίλες να κόβεται πάντα τις πατάτες στο κλασικό σχήµα; Ο πολυκόφτης µούλτι κάτερ τις κόβει σε 250 διαφορετικά σχήµατα. Βλέπουµε ένα µικρό πλατό. Η Τζοάννα έχει µπροστά της τον πολυκόφτη. Ο Μάρκος µπαίνει µαζί µε τον Βαγγέλη στο πλατό κι αφήνουν τα τριπόδια και τις κάµερες. ΤΖΟΑΝΝΑ (ΣΥΝ.) Παίξτε, αυτοσχεδιάστε, φτιάξτε όµορφα πιάτα, εντυπωσιάστε τους φίλους σας, δώστε ένα διαφορετικό τόνο στο µεσηµεριανό σας τραπέζι. Κοιτάξτε µερικά από τα υπέροχα σχήµατα φίλες µου, κοιτάξτε, τις µαργαρίτες µε τρύπα στη µέση και τις καρδούλες µε ωραία γιρλάντα γύρω-γύρω. Η Τζοάννα βλέπει ότι η κάµερα ζουµάρει πάνω στα πιάτα µε τις πατάτες και στέλνει φιλάκια στον Μάρκο, κάνοντας του σήµα ΟΚ µε τον αντίχειρα. Ο Μάρκος την κοιτάζει απορηµένος. ΤΖΟΑΝΝΑ (συν.) Όποια φίλη παραγγείλει στα επόµενα πέντε λεπτά θα πάρει δωρεάν αυτά τα τέσσερα υπέροχα σουπλά! 10. ΕΣ. ∆ΙΑ∆ΡΟΜΟΣ, ΥΠΟ∆ΟΧΗ Κ’ ΓΡΑΦΕΙΑ Τ.V. SPACE - ΗΜΕΡΑ 8 Ο Μάρκος βγαίνει από το πλατό και προχωρώντας στον διάδροµο φτάνει στην υποδοχή. ∆εν είναι κανείς εκεί. Ο Μάρκος αρχίζει να ανοίγει τις πόρτες από µερικά γραφεία. Κι αυτά άδεια. Σταµατάει µπροστά σε µια πόρτα που γράφει «ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ». 11. ΕΣ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ Τ.V. SPACE - ΗΜΕΡΑ Ο Μάρκος µόλις ανοίγει την πόρτα αντικρίζει όλο το προσωπικό του καναλιού µαζεµένο γύρω από έναν κουστουµαρισµένο σαρανταπεντάρη, τον ∆ΙΕΥΘΥΝΤΗ. Είναι όλοι τους κατηφείς. ∆ΙΕΥΘΥΝΤΗΣ Μάρκο, θ’ αρχίσω απ’ τα δυσάρεστα... Σε χάνουµε, φεύγεις απ’ το κανάλι... Ο Μάρκος τους κοιτάζει φοβισµένος. ∆ΙΕΥΘΥΝΤΗΣ (συν.) Τα ευχάριστα όµως είναι ότι πας Αθήνα! Συµφωνήσαµε σε όλα! Όλοι χειροκροτούν, τον συγχαίρουν. Ανοίγουν σαµπάνια. ∆ΙΕΥΘΥΝΤΗΣ(συν.) (Τσουγκρίζει) Στην υγειά σου αγόρι µου. Σου εύχοµαι να σκίσεις! ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΤV SPACE Να µας δώσεις αύξηση! ∆ΙΕΥΘΥΝΤΗΣ Άµα θέλετε λεφτά να δουλέψετε και εσείς σαν τον Μάρκο, να σας δώσω για µεταγραφή! Οι υπόλοιποι ζητωκραυγάζουν πάλι. Ο Μάρκος δεν φαίνεται να το διασκεδάζει και τόσο. 12. ΕΣ. ΣΟΥΙΤΑ ΜΟΝΤΑΖ T.V SPACE - ΗΜΕΡΑ Ο Μάρκος µπαίνει βιαστικά στο δωµάτιο του µοντάζ. Με γρήγορες κινήσεις βάζει την κασέτα στο µηχάνηµα. Την τρέχει στο σηµείο όπου εµφανίζεται ο Ηλίας. Μπαίνει, πίνοντας ένα γάλα, µια συµπαθητική κοπέλα, η ΡΙΤΑ, η γραµµατέας. Έχω ΜΑΡΚΟΣ δουλειά. 9 ΡΙΤΑ Καλέ, τι µούτρα πηγαίνεις! είναι αυτά; Αθήνα Ο Μάρκος εκνευρισµένος πατάει το play. Είναι τη στιγµή που ο Ηλίας τρώει την τυρόπιτα. ΡΙΤΑ Τυχεράκια!... Πάντως κι εγώ απόφαση. Θα κατέβω Αθήνα… (Προσέχοντας τον Ηλία) ... Καλέ το ούφο! το πήρα Ο Μάρκος γυρνά απότοµα προς το µέρος της. ΡΙΤΑ (ΣΥΝ.) Το ούφο µε το πρόβατο! Σε βρήκε τελικά; ΜΑΡΚΟΣ Που τον ξέρεις; ΡΙΤΑ Ήρθε πρωί- πρωί ζητούσε. στο κανάλι και σε ΜΑΡΚΟΣ Και τι µε ήθελε; ΡΙΤΑ Ξέρω και εγώ; Είναι, λέει, από το χωριό σου. Ο Ηλίας, ο γιος του φύλακα. ΜΑΡΚΟΣ Και δεν τον ρώτησες τι µε ήθελε; ΡΙΤΑ ∆εν έλεγε σου λέω! Γι’ αυτό και εγώ τον ξαπόστειλα! Του είπα ότι είσαι Αθήνα και θα γυρίσεις µετά από µια βδοµάδα! Ο Μάρκος την κοιτάει αποσβολωµένος. ΡΙΤΑ (συν.) Τι, ρε Μάρκο; Εσύ δεν έχεις διώχνω τα ούφο που σε ζητάνε; πει να ΜΑΡΚΟΣ Και τι είπε; Θα ξανάρθει; ΡΙΤΑ 10 Είπε ότι θα ξανακατέβει από το χωριό σε µια βδοµάδα... Ο Μάρκος παίρνει το µπουφάν του και βγαίνει από την σουίτα του µοντάζ. Η εικόνα έχει παγώσει στο πρόσωπο του Ηλία. 13. ΕΞ. ΜΗΧΑΝΗ ΗΛΙΑ - ΑΠΟΓΕΥΜΑ Βρέχει. Ο Ηλίας, πάνω στη µηχανή, κατευθύνεται προς την Πύλη, τη φυσική είσοδο προς τα χωριά της Πίνδου. Στο καλάθι µόνο το κεφάλι του Περικλή προεξέχει από την κουβέρτα µε την οποία είναι τυλιγµένος. 14. ΕΣ. ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΤΡΙΚΑΛΩΝ, ΜΟΝΑ∆Α ΕΜΦΡΑΓΜΑΤΩΝ - ΑΠΟΓΕΥΜΑ Ο Μάρκος στέκεται στο δωµάτιο και κοιτάζει στεναχωρηµένος τον πατέρα του. Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ, ξαπλωµένος σ’ ένα κρεβάτι, κοιµάται. Του παρέχουν οξυγόνο και ορό. ∆είχνει καταπονηµένος. Σε µια καρέκλα λαγοκοιµάται µια γυναίκα γύρω στα εξήντα. Είναι η ΚΥΡΑ-ΠΟΛΥΞΕΝΗ, µητέρα του Μάρκου. Καθώς ανοίγει τα µάτια της βλέπει τον Μάρκο. ΚΥΡΑ-ΠΟΛΥΞΕΝΗ Ο γιατρός είπε πως αν δεν προσέξει, η τρίτη φορά θα είναι και η τελευταία. ∆ε µου λες, τι ήθελες το τηλέφωνο του φύλακα; ΜΑΡΚΟΣ Λέω να ανέβω µέχρι εκεί. ΚΥΡΑ-ΠΟΛΥΞΕΝΗ (έκπληκτη) Γιατί; ΜΑΡΚΟΣ θα κάνω ένα ρεπορτάζ. ΚΥΡΑ-ΠΟΛΥΞΕΝΗ Στο χωριό; Μα... καταρχήν κάνεις ρεπορτάζ. εσύ δεν ΜΑΡΚΟΣ Θα κάνω τώρα. Η κυρα-Πολυξένη σηκώνεται και αρχίζει να φτιάχνει το κρεβάτι του κυρίου Σωτήριου. 11 ΚΥΡΑ-ΠΟΛΥΞΕΝΗ Μα τώρα δεν υπάρχει ψυχή εκεί πάνω. Ο Μάρκος τα χάνει για λίγο. ΜΑΡΚΟΣ Αυτό ακριβώς θα είναι το ρεπορτάζ. Η ερήµωση της υπαίθρου. Θα δω επιτέλους και το χωριό που δεν µε πήγες ποτέ. Οι κινήσεις της Πολυξένης γίνονται νευρικές. ΚΥΡΑ-ΠΟΛΥΞΕΝΗ ∆εν θα πας πουθενά µ’ αυτόν τον χειµώνα! Παγώνει ο δρόµος, τόσα ατυχήµατα γίνονται εκεί πάνω... Ο Μάρκος βγαίνει από τον θάλαµο. 15. ΕΞ. ΕΣ. ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΜΑΡΚΟΥ – ΠΥΛΗ ΤΡΙΚΑΛΩΝ- ΠΡΩΙ Βρέχει. Ο Μάρκος, κατευθύνεται προς την Πύλη, προς τα χωριά της Πίνδου. Καλεί ένα νούµερο από το κινητό του. Ακούγεται «η γραµµή δεν λειτουργεί λόγω τεχνικής βλάβης». 16. ΕΞ. ΕΣ. ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΜΑΡΚΟΥ – ΓΚΡΟΠΑ - ΠΡΩΙ Νότια Πίνδος, το τοπίο άγριο, επιβλητικό. Ο Μάρκος οδηγώντας το αυτοκίνητο του, ένα µικρό τζιπ, περνάει από τη θέση "Γκρόπα", το πιο επικίνδυνο σηµείο για τα χωριά της Πίνδου. Μια πινακίδα προειδοποιεί για συχνές κατολισθήσεις. Προχωρά σιγά, έχει τροµάξει. Από τη µια µεριά ψηλά βράχια, από την άλλη απόκρηµνος γκρεµός. Παίρνει τον καπνό του να στρίψει ένα τσιγάρο. Το σακουλάκι άδειο. Το πετάει βρίζοντας. 17. ΕΞ. ΕΣ. ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΜΑΡΚΟΥ – ∆ΡΟΜΟΣ ΜΕΣΟΧΩΡΑΣ - ΠΡΩΙ ο Μάρκος διασχίζει τη Μεσοχώρα. Στο χωριό ερηµιά. 18. ΕΞ. ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΜΕΣΟΧΩΡΑΣ - ΗΜΕΡΑ Ο δρόµος του φέρνει το Μάρκο δίπλα σε ένα καφενείο. Απ’ έξω είναι παρκαρισµένο ένα τζιπ της αστυνοµίας. Ύστερα από µια στιγµή δισταγµού ο Μάρκος σταµατά. 19. ΕΣ. ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΜΕΣΟΧΩΡΑΣ - ΗΜΕΡΑ ∆υο γέροι Παρακολουθεί αστυνοµικός. παίζουν κοντσίνα δίπλα από µια σόµπα. όρθιος ο ΘΑΝΑΣΗΣ, ένα κοντόχοντρος, εύθυµος Ο ΚΑΦΕΤΖΗΣ, ένα µεσήλικας, τεµαχίζει κρέας 12 πίσω από το ψυγείο. Τα ράφια είναι γεµάτα από κονσέρβες, ζυµαρικά, µέχρι και υφάσµατα. Μπαίνει ο Μάρκος. ΚΑΦΕΤΖΗΣ Καλώς το παλικάρι! ΜΑΡΚΟΣ Μήπως έχεις καπνό; Ξέµεινα. ΚΑΦΕΤΖΗΣ Καπνό; Όχι, αγόρι πράγµατα εδώ πάνω! µ’, που τέτοια ΜΑΡΚΟΣ Καλά, δώσε ό,τι έχεις τότε. Ο Καφετζής του δίνει ένα “Marlboro”. Ο Μάρκος πληρώνει. Ο Θανάσης τους πλησιάζει από πίσω. ΘΑΝΑΣΗΣ Σ’ έπιασα στον ύπνο!... Ο Μάρκος τον κοιτάει ανόρεχτα. ΘΑΝΑΣΗΣ (συν.) Κάντιτ κάµερα, χαµογελάστε! Ο Μάρκος δεν του δίνει σηµασία. Ο Θανάσης αρχίζει να αµφιβάλλει. ΘΑΝΑΣΗΣ (συν.) Εσύ δεν είσαι ο γιος του Σωτηρίου, του Αρχιφύλακα; ΜΑΡΚΟΣ Ναι, εγώ είµαι. ΘΑΝΑΣΗΣ Καλά σε γνώρισα εγώ! ΚΑΦΕΤΖΗΣ Και τι δ’λιά έχεις καταχείµωνο; εσύ ιδώ απάν’ το ΜΑΡΚΟΣ Στο Παχτούρι πάω, να δω τον φύλακα. ΚΑΦΕΤΖΗΣ Έχετε συγγένεια; ΜΑΡΚΟΣ 13 Όχι. Ένα χωριά. ρεπορτάζ κάνω, ΚΑΦΕΤΖΗΣ Πάει κι αυτός, την άλλη µαζεύει για Τρίκαλα. εδώ για βδοµάδα τα τα ΘΑΝΑΣΗΣ Να πάρεις απ’ τον Λεωνίδα συνέντευξη. Να σου πει αυτός ιστορίες! ΚΑΦΕΤΖΗΣ Θα µείνς µέρες; ΜΑΡΚΟΣ (ενοχληµένος απ’ την ετοιµάζεται να φύγει) Όχι, φεύγω σήµερα... Γεια! «ανάκριση» ΘΑΝΑΣΗΣ (στο κατόπι του) Να πεις περαστικά στον πατέρα σου. Απ’ το Θανάση πες του, τον Μπεκάτσα! Ο Μάρκος χαµογελώντας βεβιασµένα βγαίνει από το καφενείο. 20. ΕΞ. ΥΨΩΜΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΧΤΟΥΡΙ - ΜΕΡΑ Ψιλοβρέχει. Σε ένα ύψωµα, κρατώντας µια οµπρέλα, κάθεται αγναντεύοντας το δρόµο ένας πενηντάχρονος κωφάλαλος άντρας. Είναι ο ΠΑΥΛΟΣ, ο θείος του Ηλία. ∆ίπλα του λουφάζει ο Περικλής. Στη θέα του τζιπ του Μάρκου που ανηφορίζει προς το χωριό ο Περικλής, αναπηδά κι αρχίζει να αποµακρύνεται. Ο Παύλος συνεχίζει να αγναντεύει το δρόµο µη δίνοντας καµιά σηµασία στο αυτοκίνητο. 21. ΕΞ. ΡΕΜΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΧΤΟΥΡΙ - ΗΜΕΡΑ Ψιλοβρέχει. Ο Μάρκος σ’ ένα ρέµα κολλά. Μαρσάρει. Ο πίσω τροχός βουλιάζει βαθύτερα. ΜΑΡΚΟΣ Γαµώ την ατυχία µου, γαµώ! Βγαίνοντας από το αυτοκίνητο πέφτει µες στις λάσπες και γίνεται χάλια. Ξεκινά να ρίχνει πέτρες στις ρόδες. 14 Στη στροφή εµφανίζεται ο Ηλίας. Είναι καβάλα σ’ ένα µουλάρι και ο Περικλής τον ακολουθεί. Ο Μάρκος προσπαθεί να σηκώσει µια πέτρα και δεν τον παίρνει είδηση. ΗΛΙΑΣ (ξεπεζεύοντας) Θες βοήθεια; Ο Μάρκος γυρνά προς το µέρος του κρατώντας την πέτρα. ΜΑΡΚΟΣ (έξαλλος) Το γαµηµένο το πιστόλι θέλω πίσω! ΗΛΙΑΣ Ο Μάρκος ο Σωτήριου δεν είσαι; ΜΑΡΚΟΣ (πιο ήρεµα) Το πιστόλι που βρήκες στο πάρκο είναι δικό µου. Είχα γύρισµα, δεν ήµουν Αθήνα. ΗΛΙΑΣ Καλωσήλθες! Το ΄χω πέρα. (Λίγο αργότερα) Ο Παύλος φτάνοντας βλέπει το µουλάρι να είναι ζεµένο µε τριχιές για να τραβήξει το τζιπ. Ο Ηλίας βγάζει µια κραυγή και το χτυπά στα καπούλια. Το µουλάρι ξεκινά να τραβά. Ο Ηλίας σπρώχνει από το πλάι. Ο Παύλος φτάνοντας σπρώχνει από πίσω. Τελικά, το αµάξι ξεκολλά. Ο Παύλος µε άναρθρες κραυγές χαράς µπαίνει στο τζιπ και συστήνεται απλώνοντας το χέρι του σε χαιρετισµό στον Μάρκο που ανταποδίδει αµήχανος. ΗΛΙΑΣ (απ’ το παράθυρο) Ο Παύλος, θείος µου. ∆εν µιλάει. Ο Μάρκος, πριν ξεκινήσει, ρίχνει µια µατιά καθίσµατα. Ο Περικλής τον κοιτάζει σοβαρός. στα πίσω 22. ΕΞ. ΠΛΑΤΕΙΑ ΠΑΧΤΟΥΡΙΟΥ - ΗΜΕΡΑ Το αυτοκίνητο, µε τον Ηλία να ακολουθεί έφιππος, µπαίνουν στο Παχτούρι. 15 Ένας νεαρός ο ΣΠΥΡΟΣ, κρατά ντατ, µικρόφωνο, φορά ακουστικά και ετοιµάζεται να γράψει τον ήχο ενός πουλιού που ακούγεται από τον πλάτανο της πλατείας. ΣΠΥΡΟΣ Ήχος πέρδικας στην πλατεία του χωριού. Ο Ηλίας πεζός, τραβώντας το µουλάρι από το καπίστρι, καθώς πάνε να διασχίσουν την πλατεία µαζί µε τον Μάρκο, κοντοστέκονται. Ο ΣΠΥΡΟΣ, επιτακτικά, τους κάνει νοήµατα να σταµατήσουν και να κάνουν σιωπή. Υπακούει ακόµη και ο Περικλής. Ο Σπύρος κρατά ένα ντατ, µικρόφωνο, φορά ακουστικά και γράφει τον ήχο ενός πουλιού που ακούγεται από τον πλάτανο της πλατείας. Καθώς περιµένουν ο Μάρκος παρατηρεί το χωριό γύρω του: παραθυρόφυλλα µανταλωµένα, αυλές έρηµες, ένα σκυλί τριγυρνά µόνο του. Τα περισσότερα σπίτια, νεόχτιστα, όπου κυριαρχεί το τσιµέντο. 23. ΕΞ. ΚΑΛΝΤΕΡΙΜΙ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΠΑΧΤΟΥΡΙΟΥ - ΗΜΕΡΑ Σ’ ένα καλντερίµι ανηφορίζει µια µαυροφορεµένη γερόντισσα, η ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑ, ζαλικωµένη µε ένα δεµάτι ξύλα για προσάναµµα. 22(συν). ΕΞ. ΠΛΑΤΕΙΑ ΠΑΧΤΟΥΡΙΟΥ - ΗΜΕΡΑ Ο Ηλίας µε τον Μάρκο διασχίζουν την πλατεία. ΣΠΥΡΟΣ Εντάξει! Ο Σπύρος κάνει λίγο πιο πέρα και τεστάρει απορροφηµένος τον ήχο που έγραψε. 24. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΠΑΧΤΟΥΡΙΟΥ - ΗΜΕΡΑ Ο Μάρκος στην άλλη άκρη βλέπει σκαρφαλωµένο πάνω σε µια στέγη από σχιστόλιθο τον ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟ, πατέρα του Ηλία, να “πιάνει σταλαγµατιές”. Ο Παύλος ανεβαίνει και αυτός στη στέγη από µια σκάλα. 25. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΥ - ΗΜΕΡΑ Φτάνουν σε ένα δίπατο, πέτρινο παραδοσιακό σπίτι. Ο Ηλίας δένει το µουλάρι στην αυλή. 26. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΥ – ∆ΩΜΑΤΙΟ ΗΛΙΑ - ΗΜΕΡΑ 16 Ο Ηλίας ανοίγει, διασχίζουν ένα διάδροµο και µπαίνουν σε ένα µικρό δωµάτιο, το δωµάτιο του Ηλία. Ο Ηλίας κλείνει πίσω του την πόρτα. ΗΛΙΑΣ Το “σπίτι του Φώτη” το ξέρεις; ΜΑΡΚΟΣ Πώς να το ξέρω; Πρώτη φορά έρχοµαι. ΗΛΙΑΣ Σε µια βδοµάδα το ανατινάζουν. ΜΑΡΚΟΣ Ωραία, και λοιπόν; ΗΛΙΑΣ Θα βοηθήσεις να τους διώξω; ΜΑΡΚΟΣ Τι να κάνω; ΗΛΙΑΣ ∆υο είναι. Ψάχνουν για λίρες. ΜΑΡΚΟΣ Με δουλεύεις, ρε φίλε; ΗΛΙΑΣ Μπορώ να σε πληρώσω. Ο Ηλίας βγάζει κάτω από το κρεβάτι του ένα ζευγάρι ψηλές πλαστικές µπότες για ψάρεµα. Από τη µια βγάζει ένα µασούρι ευρώ και τα προσφέρει στον έκπληκτο Μάρκο. ΜΑΡΚΟΣ Μπορείς να µου δώσεις το πιστόλι γιατί βιάζοµαι; ΗΛΙΑΣ Θες πιο πολλά; Μπορώ να βρω. ΜΑΡΚΟΣ Ξέχασε το, είπα!... ∆ως το µου, πρέπει να φύγω! Ο Ηλίας γυρνά και χώνει το χέρι του στην άλλη µπότα. Βγάζει το πιστόλι και πάει να του το δώσει. Καθώς ο Μάρκος απλώνει το χέρι του να το πάρει ο Ηλίας το τραβά. ΜΑΡΚΟΣ (συν.) 17 ∆εν θα µου το δώσεις;... Ε; Ο Ηλίας τον κοιτάζει σιωπηλός. ∆είχνει να αµφιταλαντεύεται. ΜΑΡΚΟΣ (συν.) Κοίτα... εντάξει θα σε βοηθήσω. ΗΛΙΑΣ Ψέµατα λες! ΜΑΡΚΟΣ Στο υπόσχοµαι ρε παιδί µου! Θέλεις να κάνω ρεπορτάζ για το χωριό; Για αυτό το σπίτι του Φώτη; Τι θέλεις; Έχω κάµερα στ’ αυτοκίνητο, µπορεί να το παίξουν και στην Αθήνα. Θα µου το δώσεις; ΗΛΙΑΣ (βάζοντας το πιστόλι στη ζώνη του) Πρώτα θα µε βοηθήσεις και µετά θα το πάρεις πίσω... ΜΑΡΚΟΣ Τι; Είσαι µε τα καλά σου, ρε; Ο Μάρκος ρίχνεται πάνω του. Παλεύουν. Ο Ηλίας µε µια βίαιη κίνηση απελευθερώνεται από το κεφαλοκλείδωµα του Μάρκου, τον γυρνάει µε ευκολία πλάτη στο έδαφος και έρχεται από πάνω του. Αυτός δεν µπορεί ούτε καν να κουνηθεί. Αφού τον κρατήσει για λίγο ακίνητο, τον αφήνει γιατί αρχίζουν να ακούγονται βήµατα. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (off) Λία, Λία! Που είστε; Σηκώνονται και οι δυο. Μπαίνει ο κυρ- Γιώργος. Kάνουν ότι δεν συνέβη τίποτε. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ Καλώς τον διάσηµο γιο της Πολυξένης! Τι κάνεις αγόρι µ’; Καλά; ΜΑΡΚΟΣ Καλά... ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ Πάµε απάν’! Ο κυρ-Γιώργος παίρνει τον Μάρκο από την πλάτη και τον βγάζει από το δωµάτιο. Στην πόρτα κοντοστέκεται. 18 ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (επιτακτικά στον Ηλία) Εσύ φέρε καθαρά ρούχα στο παιδί. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΥ – ΗΜΕΡΑ Ανεβαίνουν από το προαύλιο στον πάνω όροφο. Ο Μάρκος ρίχνει µια µατιά πίσω αν έρχεται ο Ηλίας. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΥ - ΤΡΑΠΕΖΑΡΙΑ – ΗΜΕΡΑ Μπαίνουν στο καθιστικό. ΚΥΡ- ΓΙΩΡΓΟΣ (συν.) Πως κι από δω; ΜΑΡΚΟΣ Ένα ρεπορτάζ κάνω... εδώ για το χωριό το χειµώνα... ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ Από µένα ό,τι βοήθεια θέλεις θα την έχεις... Τώρα όµως θα ‘λάξεις και θα κάνεις ένα µπάνιο. Χάλια έγινες. (φωνάζοντας) Άντε, ρε Λία, που είσαι;! Ακούγονται βήµατα. Αντί για τον Ηλία όµως µπαίνει µια έγκυος γυναίκα γύρω στα σαράντα, η ΟΝΤΕΤ κουβαλώντας ένα κιούπι για γάλα. Ο κυρ- Γιώργος φαίνεται να νιώθει αµήχανα. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ Η Οντέτ... η αρραβωνιάρα µ’. Η Οντέτ χαµογελαστή απλώνει το χέρι της στο Μάρκο. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (συν.) ∆εν τα µιλάει καλά τα ελληνικά... ΜΑΡΚΟΣ (στην Οντέτ) Μάρκος. Η Οντέτ κοιτάζει τον κυρ-Γιώργο δείχνοντας µε τα µάτια της το Μάρκο. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (συν.) Μουσαφίρης. Μου-σα-φί-ρης. 19 Η Οντετ βγάζει από την τσέπη της δυο-τρία αυτοσχέδια καρτελάκια και αρχίζει να γράφει. Ο Μάρκος παρακολουθεί απορηµένος. ΟΝΤΕΤ Μου-σα-φί-ρης. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (µε περηφάνια) Στο Αργυρόκαστρο ήταν νηπιαγωγός. ΜΑΡΚΟΣ (Ανήσυχος από την αργοπορία του Ηλία.) Ο Ηλίας; ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ Λια!!!... ΟΝΤΕΤ Ηλίας... έφυγε. ΜΑΡΚΟΣ Τι;;; Ξεκινάει να φύγει. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ Που πας; Άλλαξε πρώτα! ΜΑΡΚΟΣ Που πήγε; Πρέπει να του πω κάτι οπωσδήποτε. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ Για ρώτα αυτή την καρακάξα, την κυρα∆ήµητρα. Κάτι τον ήθελε. Ο Μάρκος φεύγει. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (συν.) (Τον ακολουθεί) Ίσια απάν, θα δεις! Το µόνο σπίτι που καπνίζει! Ο Μάρκος βγαίνει από το σπίτι. Ο κυρ-Γιώργος µε την Οντέτ κοιτάζονται παραξενεµένοι. 27. ΕΞ. ∆ΡΟΜΟΣ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ - ΗΜΕΡΑ Ο Μάρκος κοιτάει τις στέγες των σπιτιών, αλλά καµία... δεν καπνίζει. 20 28. ΕΞ. ΠΡΟΑΥΛΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ + ΠΛΑΤΕΙΑ - ΗΜΕΡΑ Βλαστηµώντας φτάνει στην πλατεία. Στο καρτοτηλέφωνο βλέπει την ΤΙΝΑ, µια συµπαθητική κοπέλα γύρω στα είκοσι, να µιλά στο τηλέφωνο. Πάει προς το µέρος της. Η Τίνα ενοχληµένη του γυρίζει την πλάτη. ΤΙΝΑ (στο τηλέφωνο) Τηλέφωνο θα ΄χω µετά από ένα µήνα. Τα αργούν εδώ στη Αγγλία... Από το µετρό σε παίρνω τώρα. ΜΑΡΚΟΣ Μήπως ξέρεις ποιο είναι το σπίτι µιας ∆ήµητρας; ΤΙΝΑ (Κλείνοντας το ακουστικό µε το χέρι για να µην ακουστεί) Μιλάω, ρώτα κάναν άλλον! Ο Μάρκος εκνευρισµένος αποµακρύνεται. ΤΙΝΑ (συν.) Έχω κλείσει µε την ολυµπιακή. Σε δύο µήνες. Τότε τελειώνει η εξεταστική ρε, µαµά! 29. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑΣ - ΗΜΕΡΑ Μια καµινάδα καπνίζει. Ο Μάρκος διασχίζει την αυλή ενός µικρού σπιτιού. 30. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΤΙΝΑΣ - ΗΜΕΡΑ Καθώς χτυπά βλέπει την Τίνα να µπαίνει στο σπίτι της. 29 (συν). ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑΣ - ΗΜΕΡΑ Ανοίγει η κυρά - ∆ήµητρα. ΜΑΡΚΟΣ Συγγνώµη, µήπως είναι εδώ ο Ηλίας; ∆ΗΜΗΤΡΑ Φτυστός η µακαρίτισσα πανάθεµά σε! η γιαγιά σου, Ο Μάρκος τα χάνει. Η κυρά ∆ήµητρα επιστρέφει στο εσωτερικό του σπιτιού. 21 31. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑΣ – ΚΑΘΙΣΤΙΚΟ - ΗΜΕΡΑ Ξεπερνώντας το σάστισµά του την ακολουθεί. Στο δωµάτιο ένας γέροντας, ο ΜΠΑΡΜΠΑ- ΚΩΣΤΑΣ είναι προσηλωµένος µπροστά στην τηλεόραση που παίζει χωρίς ήχο. ΜΑΡΚΟΣ Καλησπέρα. Η κυρα-∆ήµητρα κρατώντας ένα δίσκο βγαίνει. Ο Μάρκος διστάζει να την ακολουθήσει. ΜΠΑΡΜΠΑ-ΚΩΣΤΑΣ Έχ΄ς ένα τσιγαράκι; Ο Μάρκος βγάζει να του δώσει. ∆ΗΜΗΤΡΑ (OFF) Άµα γυρέψει τσιγάρο µη κάνει! τ’ δινς, δεν Ο Μάρκος βάζει το πακέτο στην τσέπη του. Παρατηρεί στον τοίχο οικογενειακές φωτογραφίες. Ο µπαρµπα-Κώστας µε την κυρα-∆ήµητρα παντρεµένοι, ο γιος τους µε τη γυναίκα του και τα παιδιά τους. Το βλέµµα του στέκεται σε µια παλιά που απεικονίζει τον µπαρµπα-Κώστα νέο, παρέα µε άλλους συντρόφους του στην αντίσταση. 32. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑΣ – ΚΟΥΖΙΝΑ - ΗΜΕΡΑ Στην κουζίνα η κυρα-∆ήµητρα βάζει σ’ ένα πιατάκι λουκούµια. 33. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑΣ – ΚΑΘΙΣΤΙΚΟ - ΗΜΕΡΑ ΜΠΑΡΜΠΑ-ΚΩΣΤΑΣ (off) Τι δ΄λιά έχ’ς ιδώ τέτοιου καιρό; ΜΑΡΚΟΣ Κάνω ένα ρεπορτάζ για το χωριό. ΜΠΑΡΜΠΑ-ΚΩΣΤΑΣ (τον κοιτάζει εξεταστικά) Ψέµατα λες, εσύ για άλλο ήρθες. O Μάρκος τα χάνει. Η κυρά - ∆ήµητρα έρχεται κρατώντας το δίσκο. ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑ Κάτσε να φας ένα λουκούµι, τι στέκεσαι; ΜΑΡΚΟΣ 22 Ευχαριστώ, δεν θέλω. Αφήνει το δίσκο στο τραπέζι και κάθεται στο κρεβάτι. ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑ Ακατάδεχτος σαν τ’ µάνα σ΄. (µένει να τον κοιτά σιωπηλή) Σα δεν ντρέπεσαι. Ένα αγγόνι σ’ είχε! Κι εσύ ούτε στην κηδεία της δεν ήρθες. Αλλά δεν φταις εσύ, αυτή η παλιογκιόσα η µάνα σ’ τα φταίει όλα! ΜΑΡΚΟΣ Η µάνα µου; Γιατί; ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑ Η µακαρίτισσα µε το ΄νοµα τς στα χείλη πέθανε. Η κυρά-∆ήµητρα έχει βουρκώσει. Ο Μάρκος τα ΄χει χαµένα. Μένουν για λίγο σιωπηλοί. ∆ΗΜΗΤΡΑ (συν.) ...Στο σπίτι του Φώτη είναι. Ίσια παν’ από το ρέµα, στο Παλιοχώρι. Ο Μάρκος γυρίζει να φύγει. ∆ΗΜΗΤΡΑ (συν.) ΄Ωσπου να φτάσεις όµως θα σε πάρει η νύχτα και δεν κάνει! 34. ΕΞ. ∆ΡΟΜΟΣ ΚΟΝΤΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ - ΣΟΥΡΟΥΠΟ Ο Μάρκος περνά µπροστά από το νεκροταφείο. 35. ΕΞ. ∆ΑΣΟΣ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΩΤΗ – ΣΟΥΡΟΥΠΟ Φτάνοντας στις παρυφές του δάσους σταµατάει. Τα δέντρα υψώνονται πυκνά, γυµνά από φύλλα, απειλητικά. ∆ιστάζει να προχωρήσει. Γυρίζει πίσω. 36. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΩΤΗ – ΣΟΥΡΟΥΠΟ Ο Ηλίας στέκεται µπροστά από ένα µονόχωρο, µισογκρεµισµένο κτίσµα, σε ένα ξέφωτο στο δάσος. Στα χέρια του κρατά το πιστόλι και σηµαδεύει κάπου µπροστά του. 37. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΥ, ∆ΩΜΑΤΙΟ ΗΛΙΑ - ΒΡΑ∆Υ 23 ΚΟΝΤΙΝΟ µιας µικρής φωτογραφίας που απεικονίζει “το σπίτι του Φώτη”. Ο Μάρκος παρατηρεί τις φωτογραφίες στον τοίχο. Φορά καθαρά ρούχα του Ηλία. Μπροστά από µια ξυλόσοµπα στεγνώνουν τα δικά του. Μια χαµογελαστή γυναίκα γύρω στα πενήντα, µάλλον η µητέρα του Ηλία, ο ίδιος µε τον πατέρα του και τον Παύλο να επιστρέφουν από κυνήγι -έχουν χτυπήσει αγριογούρουνοκαι µια πάλι του ίδιου µπροστά από ένα πάγκο µε ξυλουργικά εργαλεία. Ο Μάρκος ξαφνικά αλλάζει ύφος. Σε έναν τοίχο υπάρχει ένα απόκοµµα εφηµερίδας µε δική του φωτογραφία! Πλησιάζει. Η λεζάντα κάτω γράφει. ΠΑΛΙ «ΜΑΣ ΕΠΙΑΣΕ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ» Η ΚΑΝΤΙΤ ΚΑΜΕΡΑ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΣΩΤΗΡΙΟΥ! Καλοστηµένη φάρσα η εµφάνιση του ληστή Νίκου Παλαιοκώστα στην κεντρική πλατεία. Ο Μάρκος αρχίζει θυµωµένος να ψάχνει το δωµάτιο. Βγάζει και ψάχνει τις µπότες. Τίποτα. Τις πετά εκνευρισµένος. Ψάχνει στα ράφια, σηκώνει αντικείµενα, γυρίζει και σηκώνει το στρώµα του κρεβατιού. Από κάτω βρίσκει ένα παλιό ληστρικό µυθιστόρηµα: “ΦΩΤΗΣ Ο ΑΡΧΙΛΗΣΤΗΣ ΚΑΙ Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΒΑΣΙΛΩ”. Το ξεφυλλίζει. Ανάµεσα στις σελίδες βρίσκει µια φωτογραφία. Απεικονίζει την Τίνα µε ένα αγόρι –τον φίλο της- µε σακίδια εκδροµής στους ώµους. Ποζάρουν δίπλα στον Ηλία ο οποίος κρατά ένα µουλάρι που σέρνει ένα κούτσουρο. Ξεχωρίζει µόνον η Τίνα και ο Ηλίας. Ο φίλος τής Τίνας δεν διακρίνεται, η φωτογραφία από εκείνη την πλευρά είναι σκισµένη. Ξάφνου ανοίγει απότοµα η πόρτα. Είναι ο Παύλος. Κουστουµαρισµένος, ξυρισµένος τον κοιτάζει χαµογελαστός και δείχνει κάτι να θέλει. Ο Μάρκος προσπαθεί να δικαιολογηθεί. Βάζει το βιβλίο στην θέση του. Ο Παύλος τον πιάνει από το χέρι και τον βγάζει από το δωµάτιο σχεδόν µε τη βία. 38. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΥ - ∆ΩΜΑΤΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ - ΒΡΑ∆Υ Μπαίνουν σε ένα µικρό, περιποιηµένο δωµάτιο. Το δωµάτιο του Παύλου. Στο τραπέζι είναι ήδη ακουµπισµένα ένα µπουκάλι τσίπουρο µε δυο ποτηράκια. ΜΑΡΚΟΣ (συν.) Τι θέλεις; Ο Παύλος βάζει τσουγκρίσουν. τσίπουρο στα ποτηράκια. Προτείνει να ΜΑΡΚΟΣ (συν.) (ανόρεχτα) Στην υγειά σου. 24 Τσουγκρίζουν και πίνουν. Ο Μάρκος κάνει να φύγει. ΜΑΡΚΟΣ Άντε, γεια χαρά. Ο Παύλος τον σταµατά. Πάει σβήνει το φως και ανοίγει µια ντουλάπα. Είναι γεµάτη από διάφορα αντικείµενα βαλµένα µε τάξη: µια σφεντόνα, ένα παλιό ψαλίδι, µια πετονιά τυλιγµένη σε κουτί κονσέρβας, η Εθνική Ελλάδος µε το ευρωπαϊκό κύπελλο. Όλα φωτίζονται από δύο µικρούς προβολείς. Αυτό που τραβά την προσοχή σ’ αυτόν τον ιδιότυπο “βωµό” είναι ένα πορτρέτο του βασιλιά Κωνσταντίνου, εν στολή, τονισµένο γύρω-γύρω µε λαµπάκια. Στη βάση του µια κιτρινισµένη κάρτα που γράφει: “Εις τον αγαπητόν µου Παύλο για την γενέθλια ηµέρα του. Ευχές για υγείαν, επιτυχίαν και µακροηµέρευση. Κωνσταντίνος- Βασιλεύς των Ελλήνων. Ο Παύλος προσπαθεί να εξηγήσει στο Μάρκο που έχει µείνει άφωνος. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (OFF) O Βασιλιάς τότε βάφτιζε το παιδί... δωδέκατο 39. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΥ - ΤΡΑΠΕΖΑΡΙΑ – ΒΡΑ∆Υ Στην τραπεζαρία ο κυρ-Γιώργος, ο Μάρκος, η Οντέτ και Παύλος έχουν αποτελειώνουν το φαγητό τους. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (συν.) ... από µακριά, βέβαια, κουράζεται. να ο µην Ο Παύλος χειρονοµώντας κάτι υπενθυµίζει στον κυρ-Γιώργο. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ Όταν τούτος έκλεισε χρόνο έστειλε µια κάρτα. Ε, από του στέλνει κάθε µήνα Απάντηση δεν πήρε τόσα αυτός δεν το βάζει κάτω. περιµένει τον ταχυδρόµο... ο “νονός” του τότε ο Παύλος ένα γράµµα. χρόνια αλλά Κάθε ∆ευτέρα ΜΑΡΚΟΣ Τ’ άλλα δέκα αδέλφια σας, που είναι; Ο κυρ - Γιώργος γνέφει ακουµπισµένη στο πάτωµα. προς την κάµερα που είναι ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ ∆ε θες να τα γράψεις αυτά; 25 Ο Μάρκος παίρνει ανόρεχτα την κάµερα. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ Μιλάω; ΜΑΡΚΟΣ Ναι, πάµε. ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΒΙΝΤΕΟΚΑΜΕΡΑΣ ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ Με ρώτησες που είναι αδέρφια µ’. τα άλλα δέκα Η Οντέτ µαζεύει το τραπέζι. Φεύγει από το δωµάτιο. 40. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΥ - ΚΟΥΖΙΝΑ – ΒΡΑ∆Υ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΛΗΨΗ: Η Οντέτ µπαίνει στην κουζίνα και αφήνει τα πιάτα. Σχεδόν όλα τα αντικείµενα έχουν ετικέτες µε τα ονόµατά τους. Ξεχωρίζει κρεµασµένο το δέρµα ενός λαγού µε την ετικέτα “LAGOS”. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (off) Όπου θες είναι... και στον κάµπο παντρέψαµε τρεις αδερφές και στην Αθήνα είναι και στη Γερµανία. Ο µεγαλύτερος είναι στη Χιλή! Ρεστοράν “Η Ακρόπολις”. Μόνο εµείς µείναµε εδώ. Και βλέπεις την προκοπή µας. 41. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΥ - ΤΡΑΠΕΖΑΡΙΑ – ΒΡΑ∆Υ Η Οντέτ επιστρέφει στην τραπεζαρία. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (συν.) Αυτά. Ο Μάρκος κλείνει την κάµερα. ΜΑΡΚΟΣ Να ρωτήσω κάτι; Ο Ηλίας δεν θα’ρθει; ∆ηµιουργείται αµηχανία. Ο κυρ-Γιώργος λέει µε νοήµατα στον Παύλο να φύγει, έχει να κουβεντιάσει µε το Μάρκο. Ο Παύλος φεύγει, η Οντέτ καταλαβαίνοντας βγαίνει κι αυτή από το δωµάτιο. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (συν.) 26 Από τότε που του είπαµε ότι φεύγουµε για τα Τρίκαλα, λάκισε από δω µέσα. Όλη µέρα κοπροσκυλιάζει στο «σπίτι του Φώτη». Άσε, θα µε φάει το µαράζι µε αυτό το παιδί. Μόνο η µακαρίτισσα η µάνα τ’ τον έκανε καλά. ΜΑΡΚΟΣ Κι αυτός ο Φώτης ποιος ήταν; ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ Ο Φώτης; Ληστής ήταν ο Φώτης. Σ’ εκείνο το σπίτι έφαγε το κεφάλι του το ‘30. Μην πας νύχτα εκεί, δεν κάνει. ΜΑΡΚΟΣ Γιατί; ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ Έτσι, δεν κάνει. Ο Μάρκος ετοιµάζεται να φύγει. Μάρκο, λεφτά. µε ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (συν.) το συµπάθιο, αλλά µου χρωστάτε κάτι Ο Μάρκος τα χάνει. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (συν.) Με το που σε είδα στο χωριό νόµιζα ότι θα µου τα ‘φερνες. ΜΑΡΚΟΣ Ποια λεφτά; ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ Ο κόπος µου για τα µερεµέτια που έκανα στο σπίτι σας. Ο Μάρκος τον κοιτάει απορηµένος. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (συν.) ∆εν σου ‘πε τίποτα η µάνα σου; ΜΑΡΚΟΣ Ποιο σπίτι, δεν υπάρχει σπίτι, ερείπιο µόνο. Αυτό µου ‘χει πει. ένα ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ Τι λες; Έχεις δει σε τι κατάσταση το ΄χω; 27 Ο κυρ - Γιώργος βγάζει από την τσέπη τού µπουφάν του, που είναι κρεµασµένο στην πλάτη της καρέκλα του, µια αρµαθιά κλειδιά. Ξεχωρίζει ένα και τού το δείχνει. 42. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ – ΝΥΧΤΑ Στο σκοτάδι ακούγονται ήχοι της πόρτας καθώς ξεκλειδώνει. Όταν αυτή ανοίγει µε θόρυβο, στο κατώφλι αποκαλύπτονται οι φιγούρες του Μάρκου και του κυρ - Γιώργου. Κρατούν λάµπες θυέλλης. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ Ερείπιο θα ήταν αν δεν έσερνα πλάκες και δεν τ’ αρµολογούσα. τις 43. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ – ΝΥΧΤΑ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΝΟ. Ένα µικρό, παραδοσιακό, φωτίζεται απ’ το φως του φεγγαριού. πέτρινο σπίτι 44. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ – ΝΥΧΤΑ Ο Μάρκος αφού διστάσει για λίγο, δρασκελίζει το κατώφλι. Βγαίνουν σε ένα δωµατιάκι. Τον Μάρκο τον πιάνει βήχας. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (συν.) Μυρίζει µούχλα, τόσο καιρό κλειστό, τι περιµένεις; Καθώς ο χώρος φωτίζεται από τις λάµπες αντικρίζουν ασυνήθιστο θέαµα. Όλα τα πράγµατα τακτοποιηµένα απείραχτα στη θέση τους. Ο Μάρκος µένει άφωνος. Ακριβώς Έστειλα σκούπα. ένα και ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (συν.) όπως τ’ άφησε η µακαρίτισσα. την Οντέτ να το περάσει µια Ο Μάρκος πλησιάζει µια κορνίζα στον τοίχο. Η µητέρα του, η Πολυξένη, νέο κορίτσι. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (συν.) Η µάνα σου. Όλο λέει θε να’ρθει και δεν έρχεται. Για τα λεφτά ντράπηκα που σου ΄πα αλλά τα ΄χω ανάγκη. Στα Τρίκαλα που θα πάµε σκέφτοµαι να ανοίξω ένα ξυλουργείο µε τον Ηλία. (δείχνοντας το τετράδιο) Να, τα ΄χω όλα εδώ γραµµένα, καταλεπτώς. Πόσο τα υλικά και πόσο ο κόπος. 28 45. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑ ΓΙΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ – ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ - Ανοίγει σιγά- σιγά η πόρτα της κρεβατοκάµαρας. Στο άνοιγµά της αποκαλύπτεται ο Μάρκος. Όλα τα πράγµατα καλυµµένα µε σεντόνια να µην σκονίζονται Ένα µεταλλικό κρεβάτι στη θέση του, ο σελτές δεµένος ρολό και τυλιγµένος µε νάιλον. Πάει και κάθεται στο κρεβάτι. Το “δοκιµάζει”, Κοιτάζει γύρω του µην µπορώντας ακόµα να το πιστέψει. 46. ΕΞ. ∆ΡΟΜΟΣ ΚΟΝΤΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ – ΠΡΩΪ Βλέπουµε την Τίνα, ανήσυχη, να ψάχνει τον Σπύρο. ΤΙΝΑ Σπύρο! Σπύρο! Ακουµπά σε ένα δέντρο όπου την παίρνουν τα κλάµατα. Από το βάθος βλέπει τον Μάρκο να έρχεται προς το µέρος της. Κάνει ότι δεν συµβαίνει τίποτα. ΤΙΝΑ Μήπως είδες ένα παιδί µε πράσινο µπουφάν; ΜΑΡΚΟΣ (Καθώς προσπερνάει) Βιάζοµαι. Ρώτα κάναν άλλο. ΤΙΝΑ Συγνώµη! Ο Μάρκος σταµατά και γυρίζει προς το µέρος της. ΤΙΝΑ (συν.) Εντάξει, συγνώµη. Μιλούσα στο τηλέφωνο κι ήταν σηµαντικό. ΜΑΡΚΟΣ ∆εν είδα κανέναν. Ο Μάρκος κάνει να φύγει. ΤΙΝΑ Περίµενε! (Βγάζει ένα σακουλάκι µε καπνό και στρίβει ένα τσιγάρο) Θέλω να σου ζητήσω µια χάρη... ∆εν θέλω να είµαστε µέσα στο βίντεο που τραβάς εγώ και ο αδελφός µου... Πες ότι δεν µας αρέσει η δηµοσιότητα. 29 ΜΑΡΚΟΣ Κανένα πρόβληµα. Θα µου δώσεις στρίψω ένα τσιγάρο; Έχω ξεµείνει. να ΤΙΝΑ (δίνοντας του όλο το σακουλάκι) ∆ικό σου. Εγώ έχω προµήθειες. ΜΑΡΚΟΣ Ευχαριστώ… Από Αθήνα; ΤΙΝΑ Ναι. ΜΑΡΚΟΣ Και τι κάνεις σ’ αυτό το κωλοχώρι; Η Τίνα παίρνει φόρα και εκτελεί µια χορευτική φιγούρα µε φόντο το νεκροταφείο. ΤΙΝΑ Εµένα µ’ αρέσει! ΜΑΡΚΟΣ Χορεύτρια; ΤΙΝΑ Όχι. Σπουδάζω οικονοµικά στο Λονδίνο. ΜΑΡΚΟΣ Αλλά θα προτιµούσες να ήσουν χορεύτρια. ΤΙΝΑ ...Μακάρι να ήταν τόσο απλό. Πάντως αυτόν τον καιρό βοηθάω τον αδερφό µου, τον Σπύρο. Ετοιµάζει ένα cd µε ήχους. (του δίνει το χέρι) Τίνα. ΜΑΡΚΟΣ Μάρκος. ΤΙΝΑ Το ξέρω. (βλέποντας την έκπληξη του) Η κυρα-∆ήµητρα τα νέα του χωριού. Σε ποιο κανάλι δουλεύεις; ΜΑΡΚΟΣ 30 Σε ένα τοπικό. Αλλά από τον άλλο µήνα θα είµαι Αθήνα. Σ’ ένα απ΄ τα µεγάλα. Ελπίζω δηλαδή. Από µακριά αντηχεί ένας πυροβολισµός. ΤΙΝΑ (συν.) Απ’ το σπίτι του Φώτη ακούστηκε… ΜΑΡΚΟΣ Τι;! Ο Μάρκος αρχίζει να τρέχει. Η Τίνα τον ακολουθεί. 47. ΕΞ. ∆ΑΣΟΣ ΕΞΩ ΑΠ’ ΤΟ ΧΩΡΙΟ – ΗΜΕΡΑ Ο Μάρκος τρέχει στο δάσος. Πιο πίσω ακολουθεί η Τίνα. 48. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΩΤΗ – ΗΜΕΡΑ Ο Ηλίας στέκεται σκοπεύοντας µε το πιστόλι τον ουρανό. Ο Σπύρος πίσω του κάνει τις τελευταίες ρυθµίσεις στο ντατ. ΣΠΥΡΟΣ Έτοιµος; Ο Μάρκος φτάνει τρέχοντας στο πλάτωµα. Πίσω του εµφανίζεται και η Τίνα. ΣΠΥΡΟΣ (συν.) Πάµε! Ο Ηλίας µόλις τους βλέπει κρύβει µπουφάν του. αµέσως το πιστόλι στο Η Τίνα σταµατά λαχανιασµένη στην άκρη του πλατώµατος, δεν έχει δυνάµεις να προχωρήσει. ΣΠΥΡΟΣ(συν.) Τι έγινε; (βλέπει τον Μάρκο να πλησιάζει) Μια τελευταία, ρε Ηλία! Που θα ξαναβρώ πιστόλι; (στον Μάρκο που φθάνει) Τι συµβαίνει, ρε φίλε; Ο Μάρκος σταµατά να πάρει ανάσα. ΣΠΥΡΟΣ(συν.) (βλέποντας την Τίνα) Ωχ… 31 Ο Σπύρος πηγαίνει βαριεστηµένα προς το µέρος της. ΜΑΡΚΟΣ Εσύ το γέµισες; ΗΛΙΑΣ Όχι, γεµάτο ήταν. ΜΑΡΚΟΣ Τι; Πω, ρε πούστη! Ο Μάρκος κάθεται πιάνοντας το κεφάλι του από την απελπισία. Ο Σπύρος πλησιάζει την Τίνα. ΤΙΝΑ ∆εν κάναµε µια συµφωνία, ρε γαµώτο µου; ∆εν τα ‘παµε αυτά; Ο Σπύρος δεν απαντά. ΤΙΝΑ (συν.) Γιατί πρέπει να σε ψάχνω συνέχεια; ΣΠΥΡΟΣ Έλα ντε, γιατί; Για πες µου. Κι εγώ την ίδια απορία έχω! ΤΙΝΑ Γιατί δεν θέλω να πεθάνεις. Γι αυτό. ΣΠΥΡΟΣ Εντάξει, ρε Τίνα, µια βόλτα έκανα... ΤΙΝΑ Θα µπορούσες να µου το πεις... Μια βόλτα κι έπεσες πάνω σε ένα πιστόλι. Η Τίνα γυρίζει προς το «σπίτι του Φώτη». Τα βλέµµα της συναντιέται µε αυτό του Ηλία. Αυτός χαµηλώνει ένοχα το κεφάλι. Ο Μάρκος παίρνει τα χέρια τουαπό το κεφάλι και σηκώνεται. ΜΑΡΚΟΣ Ωραία, πες µου τι θες να κάνω και θα το κάνω. ΗΛΙΑΣ Εκεί που κάθεσαι τον σκότωσαν. ΜΑΡΚΟΣ 32 Ποιον; ΗΛΙΑΣ Τον Φώτη. Μπροστά στα µάτια της. ΜΑΡΚΟΣ Ποιανής; ∆εν καταλαβαίνω τίποτα! ΗΛΙΑΣ Της Βασίλως. Η Βασίλω ήταν απ’ το χωριό. Αντάµωνε κρυφά µε το Φώτη σ’ αυτό το σπίτι. Μπροστά στα µάτια της τον σκότωσαν. Ακόµα και τώρα είναι νύχτες που ανταµώνουν. Γι αυτό το ‘χουµε κανόνα εδώ, κανείς δεν έρχεται νύχτα στο σπίτι του Φώτη...δεν κάνει. ΜΑΡΚΟΣ Ανοησίες! Ο Ηλίας τον παίρνει από το χέρι και τον τραβά προς το σπίτι. Του δείχνει µια ζωγραφιά σε λαϊκό µοτίβο σε ένα αγκωνάρι. ΗΛΙΑΣ Αυτό το έφτιαξε ο Φώτης. ΜΑΡΚΟΣ Πες µου τι ακριβώς θες από µένα; ΗΛΙΑΣ Την νύχτα που θα έρθουν αυτοί για τις λίρες… Να κάνεις να φαίνεται σαν να ήρθε ο Φώτης και η Βασίλω. Σα να’ ναι αλήθεια. Εσύ ξέρεις απ΄ αυτά. Ο Μάρκος τον κοιτάζει έκπληκτος. ΜΑΡΚΟΣ Θες να στήσω φάρσα µε φαντάσµατα; Είσαι µε τα καλά σου; ΗΛΙΑΣ Θα φοβηθούν και δεν θα ξανάρθουν. ΜΑΡΚΟΣ (µονολογώντας) ∆εν το πιστεύω... (στον Ηλία) 33 Και γιατί χρειάζεται η φάρσα; Φώναξε την αστυνοµία να ξεµπερδέψεις µια και καλή. ΗΛΙΑΣ Θα φύγουν αυτοί αλλά µετά θα έρθουν άλλοι. Ενώ έτσι δεν θα ξαναπατήσει κανένας. Μετά τι, να φωνάξω την αστυνοµία να πιάσει την αστυνοµία; ΜΑΡΚΟΣ ...Και τι έγινε αν το γκρεµίσουν; Ερείπιο είναι. ΗΛΙΑΣ Το σπίτι πρέπει να µείνει όρθιο. Είναι το σηµάδι που έχει ο Φώτης µε τον απάνω κόσµο. Ο Μάρκος µένει να κοιτάζει «το σπίτι του Φώτη». 49. ΕΞ. ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ – ΠΡΩΪ Η κυρα-∆ήµητρα, στο νεκροταφείο, ανάβει το καντηλάκι ενός τάφου. Κατόπιν βγάζει από την τσάντα της µερικά αποξηραµένα σύκα και τα βάζει σε ένα πιατάκι. Τα ακουµπάει µπροστά από τη φωτογραφία. Κατόπιν πάει σε ένα τάφο λίγο πιο πέρα. Ανάβει το καντηλάκι και βγάζει από την τσάντα της ένα µπουκάλι µαυροδάφνη. Γεµίζει ένα ποτηράκι. Καθώς σηκώνεται βλέπει τον Μάρκο να περνά στο δρόµο µπροστά από το νεκροταφείο γυρίζοντας από «το σπίτι του Φώτη». ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑ (δυνατά στον Μάρκο) Εεε!!! Ο Μάρκος σταµατά. ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑ (συν.) Έλα δω, σε θέλω!!! ΜΑΡΚΟΣ (µονολογώντας) Καρακάξα.. Ο Μάρκος κατευθύνεται προς το νεκροταφείο. Η κυρα ∆ήµητρα πάει γιαγιάς του Μάρκου. και στέκεται δίπλα στον τάφο της 34 ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑ (µονολογώντας θλιµµένα) Ήρθε τ’ αγγόνι’ς, Λένη... Ήρθε τ’ αγγόνι’ς... Καταφτάνει ο Μάρκος γνέφοντας ανόρεχτα σε χαιρετισµό. ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑ Εδώ είναι! Ο Μάρκος πλησιάζει. Κοιτάζει τον τάφο της γιαγιάς του. ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑ (συν.) Η στεναχώρια την έφαγε, µε το “ωχ!” στο στόµα πέρασε στον άλλο κόσµο. Μοναχοπαίδι την είχε. ΜΑΡΚΟΣ Και γιατί µάλωσαν µε τη µάνα µου; ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑ Γιατί η µάνα σου ήθελε να κάνει του κεφαλιού της, γι’ αυτό. Όλοι της έλεγαν ότι την κοροϊδεύει ο γιατρός αυτή εκεί, το δικό της. Ο Μάρκος τα ‘χει χάσει. ΜΑΡΚΟΣ Ποιος γιατρός; ∆ΗΜΗΤΡΑ (αρχίζει να µετανιώνει που µίλησε) Ο γιατρός που είχαµε εδώ, στο χωριό. ΜΑΡΚΟΣ Ωραία και τι έγινε µε το γιατρό; ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑ Να ρωτήσεις την ίδια, εγώ δεν είµαι κουτσοµπόλα! Άκου, γι’ άλλο σε φώναξα. Mε την µακαρίτισσα τη γιαγιά’ς ήµασταν σαν αδερφές. Γι’ αυτό θέλω να µου κάνεις µια εξυπηρέτηση. ΜΑΡΚΟΣ Τι εξυπηρέτηση; ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑ Να πεις στον Γιώργο να µην φύγει. Εσύ βγαίνεις στο γυαλί, εσένα σ’ ακούει. 35 ΜΑΡΚΟΣ Και γιατί να µην φύγει; ∆ΗΜΗΤΡΑ Γιατί είναι φύλακας και οι φύλακες δεν φεύγουν. Ποιος το φεύγει. ΜΑΡΚΟΣ λέει αυτό; Καλά κάνει και ∆ΗΜΗΤΡΑ Και το χωριό; ΜΑΡΚΟΣ Ποιο χωριό; (καθώς φεύγει) Εδώ µέσα έχει περισσότερους. Ο Μάρκος βγαίνει από το νεκροταφείο. ∆ΗΜΗΤΡΑ (χαµηλόφωνα) Αϊ να χαθείς, γάιδαρε... 50. ΕΞ. ΠΡΟΑΥΛΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ – ΗΜΕΡΑ Κοντινό του Ηλία που κοιτάζει προσηλωµένος µπροστά του. Καθώς ακούει βήµατα στρέφει το βλέµµα του. Βλέπει την Τίνα να διασχίζει το προαύλιο της εκκλησίας. Ο Ηλίας την κοιτάζει προσηλωµένος. Φαίνεται ότι του αρέσει. Η Τίνα σταµατά παραξενεµένη βλέποντας στο έδαφος σπυριά από καλαµπόκια. Κατάχαµα απλωµένο ένα κοµµάτι από δίχτυ για ψάρεµα που είναι πιασµένο από δυο βέργες. Στη µέση του διχτιού είναι δεµένο ένα σκοινί που προεκτείνεται. Ακολουθώντας µε το βλέµµα της το σκοινί βλέπει τον Ηλία κρυµµένο στη λότζια της εκκλησίας να κρατά την άλλη άκρη του. Πάει προς το µέρος του. ΤΙΝΑ Να κάτσω µαζί σου; Ο Ηλίας γνέφει καταφατικά. Η Τίνα πάει και κάθεται στο πεζούλι δίπλα του. ΤΙΝΑ (συν.) Πρέπει να κάνω ησυχία; 36 ΗΛΙΑΣ Μίλα αν θες. ΤΙΝΑ Πέρασα απ’ το σπίτι σου, σε έψαχνα ... ΗΛΙΑΣ ∆εν πάω σπίτι, είµαι µαλωµένος µε τον πατέρα µ’. Ακούγεται κελάηδηµα πέρδικας. ΗΛΙΑΣ (συν.) (χαµηλόφωνα) Ήρθε! Η Τίνα σιωπά. Ο Ηλίας αλαφιασµένος αφουγκράζεται. Μια πέρδικα πετά πάνω τους. Ο Ηλίας την παρακολουθεί. ΗΛΙΑΣ (συν.) Έφυγε για να ξανάρθει. ΤΙΝΑ Ξέρεις κάτι; Τόσα καλοκαίρια στο χωριό και δυο-τρεις φορές σ’ έχω δει από κοντά. Ούτε στην πλατεία έρχεσαι ούτε στο γήπεδο. Μόνο νύχτα γυρίζεις στο χωριό. ∆εν πας τους Αθηναίους έτσι; ΗΛΙΑΣ Αυτοί δεν µε πάνε... Αµήχανη σιωπή. ΤΙΝΑ Ηλία, γιατί κουβαλάς πιστόλι; ΗΛΙΑΣ ∆εν είναι δικό µου. ΤΙΝΑ Ποιανού είναι; Ο Ηλίας µένει σιωπηλός. ΤΙΝΑ (συν.) ...∆ε θα µου πεις; Ακούγεται ξανά το κελάηδηµα. Στον ουρανό κάνει πάλι κύκλους η πέρδικα. ΗΛΙΑΣ (µονολογώντας) 37 Ζυγώνει... (στην Τίνα) Φέτος το καλοκαίρι γιατί δεν ήρθες; ΤΙΝΑ Έκανα µια εργασία για τη σχολή... ΗΛΙΑΣ Πάντως, φχαριστώ για τη φωτογραφία. ΤΙΝΑ Ποια φωτογραφία; ΗΛΙΑΣ Που βγάλαµε πέρσι το καλοκαίρι, που µε βρήκες πέρα, στο δάσος. Η Τίνα τα χάνει. ΤΙΝΑ Συγνώµη, το ‘ χα ξεχάσει εντελώς ότι στην έστειλα. Πέρασε ένας χρόνος... (∆είχνει αναστατωµένη) Ηλία, θυµάσαι το παιδί που ήταν µαζί µου όταν βγάλαµε τη φωτογραφία; ΗΛΙΑΣ Ναι... Ο φίλος σου, ο ξένος. ΤΙΝΑ ..Πέθανε. Πριν τέσσερις µήνες. Ο Ηλίας τα χάνει. ΗΛΙΑΣ Πως; ΤΙΝΑ (συν.) Από ναρκωτικά. Σταµάτησε να χτυπά η καρδιά του. Γι’ αυτό δεν ήρθα... Κάθονται και οι δυο σιωπηλοί. ΤΙΝΑ(συν.) ∆εν ξέρω γιατί στο είπα. Οι δικοί µου δεν ξέρουν τίποτα. Κανείς. Ξάφνου η πέρδικα προσγειώνεται στο έδαφος και αρχίζει να τρώει το καλαµπόκι. ΗΛΙΑΣ 38 Να τράβα, εσύ το σκοινί... Η Τίνα πιάνει διστακτικά το σκοινί κοιτώντας την πέρδικα. Ο Ηλίας της αρπάζει το χέρι και τραβά δυνατά το σκοινί. Το δίχτυ ανασηκώνεται και πέφτοντας «καπακώνει» το πουλί. Η Τίνα στρέφεται προς το µέρος του. Έχουν έρθει πολύ κοντά και κοιτούν ο ένας τον άλλο. Ο Ηλίας δείχνει να τα’ χει χαµένα. Η πέρδικα σφαδάζει στο δίχτυ. Εµφανίζεται ο Μάρκος να διασχίζει αποµακρύνεται από κοντά του. το προαύλιο. Η Τίνα Ο Μάρκος βλέποντας την παγιδευµένη πέρδικα κοντοστέκεται. Κατόπιν, αφού τους ρίξει µια µατιά, συνεχίζει αδιάφορος τον δρόµο του. 51. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΥ - ΤΡΑΠΕΖΑΡΙΑ - ΠΡΩΙ Το σαλόνι είναι γεµάτο κούτες. Η Οντέτ αµπαλάρει τα κουζινικά. Η κυρά-∆ήµητρα στέκεται απέναντί της. Επικρατεί ένταση. ∆ΗΜΗΤΡΑ Κάθε πρωί, να ανάβεις λαµπάδα στην Παναγία. Ήρθες σ’ εµάς ξυπόλυτη και βρήκες άνθρωπο, βρήκες νοικοκύρη µε σπίτι και ζωντανά... κάνεις πως δεν ακούς, ε; Σε σένα µιλάω! 52. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΥ - ∆ΩΜΑΤΙΟ ΜΑΡΚΟΥ – ΠΡΩΙ (την ίδια ώρα) Ο Μάρκος µαζεύει σε ένα σακ βουαγιάζ Τακτοποιεί τα καλώδια από την κάµερα του. τα ρούχα του. ∆ΗΜΗΤΡΑ (συν. off) Είσαι αχάριστη. Αντί να λες ευχαριστώ, τον βάζεις να φύγει απ΄ το χωριό. Σα δε ντρέπεσαι! Φτου σου! 53. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΥ - ΤΡΑΠΕΖΑΡΙΑ - ΠΡΩΙ Η Οντέτ προσπαθεί ακολουθεί. να αποµακρυνθεί, αλλά η ∆ήµητρα την ∆ΗΜΗΤΡΑ (συν.) Να βάλεις το µυαλό σου και να σκεφτείς. “∆εν θα πάω πουθενά!” να του πεις. 39 Ακούς αυτό πουθενά!”. που σου λέω; “∆εν θα πάω ΟΝΤΕΤ (στα αλβανικά) Σκάσε! Ανοίγει η πόρτα του δωµατίου. Είναι ο Μάρκος. Κρατάει τα πράγµατα του. Η κυρα-∆ήµητρα στη θέα του τα χάνει. ΜΑΡΚΟΣ Καληµέρα κυρα-∆ήµητρα, τι κάνεις; ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑ Τι να κάνω; ∆ε γλέπς; Φεύγουν και δεν σκέφτονται κανέναν. ΜΑΡΚΟΣ Ο µπαρµπα-Κώστας σε ψάχνει. ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑ Ποιος; ΜΑΡΚΟΣ Ο µπαρµπα-Κώστας. Ήταν έξω στο δρόµο. ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑ Τι;! Η κυρα-∆ήµητρα φεύγει βιαστική. ΟΝΤΕΤ Ευχαριστώ. Τον κοιτάζει ξαφνιασµένη που έχει πάρει τα πράγµατα του. ΟΝΤΕΤ (συν.) (στα Αλβανικά) Που πας; Φεύγεις; ΜΑΡΚΟΣ Θα µείνω λίγες µέρες ακόµα στο σπίτι της γιαγιάς µου. Ευχαριστώ για τη φιλοξενία. 54. ΕΣ. ΜΑΝΤΡΙ - ΗΜΕΡΑ Ο Ηλίας, στο µαντρί, σιγοσφυρίζοντας, βάζει καρπό ταϊστρες. Μπαίνει ο κυρ-Γιώργος. Ο Ηλίας σοβαρεύει. στις ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ Θα ΄ρθεις να βοηθήσεις; Έχουµε τόσα πράγµατα για µάζεµα. 40 Ο Ηλίας αγνοώντας τον, αφήνει τον τενεκέ και ανοίγει τις πόρτες όπου µαντρίζονται τα ζώα. Ο χώρος γεµίζει από γίδια που πεινασµένα ξεχύνονται προς τις ταϊστρες. ∆ηµιουργείται πανδαιµόνιο. Ο κυρΓιώργος βγαίνει από το µαντρί θυµωµένος. 55. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ - ΗΜΕΡΑ (Σύντοµα πλάνα του Μάρκου να ανοίγει το παράθυρο, να σηκώνει ένα άσπρo σεντόνι µε τα οποίο είναι τυλιγµένος ένας µπόγος από σκεπάσµατα, να στρώνει τα κρεβάτια, να ανάβει το τζάκι, να ανοίγει ένα ντουλάπι και να δοκιµάζει το περιεχόµενο από ένα µπουκάλι.) Το σαλόνι είναι ταχτοποιηµένο και το τζάκι αναµµένο. Μάρκος, καθισµένος στον οντά σε µια φλοκάτη στο πάτωµα . Ο Κάποιος χτυπά την πόρτα. Ανοίγει. Είναι η Τίνα. ΜΑΡΚΟΣ Πέρνα... Η Τίνα περνάει στο σαλόνι. Ο Μάρκος της βάζει ένα ποτηράκι τσίπουρο. ΜΑΡΚΟΣ (συν.) Κάτσε. Η Τίνα κάθεται και ο Μάρκος της δίνει το ποτηράκι µε το τσίπουρο. ΜΑΡΚΟΣ (συν.) Τσίπουρο. Της γιαγιάς µου. ΤΙΝΑ Θες να µου πεις για αυτό δε µε φώναξες; το πιστόλι; Γι’ Ο Μάρκος ξαφνιάζεται. ΜΑΡΚΟΣ Ναι... (πίνει µονορούφι το τσίπουρο) Το πιστόλι είναι του πατέρα µου. Είναι µπάτσος. Του το πήρα κρυφά για ένα γύρισµα µε κάντιτ κάµερα. Ο Ηλίας µου το άρπαξε και δεν µου το δίνει πίσω. ΤΙΝΑ Γιατί; 41 ΜΑΡΚΟΣ Θα µου το δώσει µόνο αν τον βοηθήσω να διώξει κάτι τύπους που ψάχνουν για λίρες και θα ανατινάξουν το σπίτι του Φώτη. Η Τίνα τον κοιτάει έκπληκτη. ΤΙΝΑ ∆εν µιλάς σοβαρά! Ο Μάρκος κουνάει το κεφάλι του. Η Τίνα αρχίζει να γελάει. ΤΙΝΑ Ο τύπος είναι φοβερός! ΜΑΡΚΟΣ Μαλάκας είναι! ΤΙΝΑ Απίστευτο! Μα κατάσταση! είναι πολύ αστεία Η Τίνα προσπαθεί να σοβαρευτεί αλλά δεν κρατιέται και ξεσπάει πάλι σε γέλια. Βλέποντας ότι ο Μάρκος δεν γελάει σταµατάει. ΤΙΝΑ (συν.) Σόρι! ΜΑΡΚΟΣ Κοίτα... µπορείς να τον πείσεις να µου δώσει το πιστόλι πίσω; ΤΙΝΑ Εγώ; ΜΑΡΚΟΣ Είναι τρελός για σένα. Θα κάνει ότι του πεις. ΤΙΝΑ ...Κοίτα δεν θέλω να µπλεχτώ σ’ αυτή την ιστορία. Ο Μάρκος βάζει στον εαυτό του και στην Τίνα τσίπουρο. Η Ελένη αρχίζει να κοιτάζει κάποια αντικείµενα στο τραπέζι. ΜΑΡΚΟΣ Το βρίσκεις σωστό αυτό που κάνει; 42 ΤΙΝΑ ∆εν ξέρω. Ο Ηλίας σκέφτεται διαφορετικά από µας. ΗΛΙΑΣ Και αυτό σηµαίνει ότι µπορεί να εκβιάζει τον κόσµο;... Ε; Η Τίνα προσέχει περίτεχνα. ένα παλιό καθρέφτη χειρός διακοσµηµένο ΤΙΝΑ (συν.) (Για να αλλάξει κουβέντα) Ωραίος καθρέφτης… Τον παίρνει στα χέρια της. ΜΑΡΚΟΣ Της γιαγιάς µου. Ο Μάρκος πίνει µια γουλιά και την πλησιάζει. ΤΙΝΑ (Η Τίνα κοιτάζεται στον καθρέφτη) Είχαµε και µεις έναν τέτοιο όταν ήµουν µικρή. Αλλά µου ‘σπάσε. Ο Μάρκος πάει να τη φιλήσει. Η Τίνα τον απωθεί. Εκείνος ξαναπροσπαθεί. ΤΙΝΑ (συν.) Σταµάτα. ΤΙΝΑ (καθώς σηκώνεται) Έχω αφήσει τον αδελφό µου µόνο του. ΜΑΡΚΟΣ Τον γουστάρεις και εσύ,ε... ∆εν είναι ο Μόγλης, ένας ψυχάκιας είναι. Κατάλαβες; Η Τίνα βγαίνει από το δωµάτιο. Ο Μάρκος δείχνει να έχει µετανιώσει. ΜΑΡΚΟΣ (συν.) Περίµενε! Ο Μάρκος κατεβάζει µονορούφι το ποτήρι µε το τσίπουρο. 56. ΕΞ. ∆ΡΟΜΟΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΑΓΙΑΣ ΜΑΡΚΟΥ - ΗΜΕΡΑ 43 Ο Ηλίας που εκείνη την ώρα οδηγεί το κοπάδι µε τα γίδια για βοσκή βλέπει την Τίνα να βγαίνει από το σπίτι του Μάρκου. Η Τίνα, δίχως να τον προσέξει, ανηφορίζει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Ηλίας κοιτάζει συνοφρυωµένος προς το σπίτι του Μάρκου. Εκείνη την ώρα βγαίνει κι ο Μάρκος στην αυλή. Κοιτάζει προς την κατεύθυνση που έφυγε η Τίνα. ∆είχνει ότι κάτι θέλει να της πει. Κάνει να πάει προς το µέρος της. Βλέποντας τον Ηλία αλλάζει γνώµη. Οι δυο άντρες κοιτάζονται. Ο Μάρκος του χαµογελά αυτάρεσκα (δήθεν «δικιά µου είναι η γκόµενα») και µπαίνει στο σπίτι. 57. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΤΙΝΑΣ - ΝΥΧΤΑ Ο Μάρκος στέκεται στο δρόµο και καπνίζοντας κοιτάζει προς το σπίτι της Τίνας. Στα χέρια του κρατά τον καθρέφτη. Τα παράθυρα του σπιτιού είναι φωτισµένα. Ο Μάρκος τραβάει µια βαθιά ρουφηξιά και αποφασίζει να µπει. Πριν φτάσει στην πόρτα κοντοστέκεται. Από µέσα ακούγονται φωνές. ΣΠΥΡΟΣ (off) ∆ως µου το κλειδί να φύγω, είπα! Ακούς; ∆ως µου το κλειδί! Τόσα χρόνια µ’ είχες στο φτύσιµο, τι σ’ έπιασε ξαφνικά κι ασχολείσαι µαζί µου; Ε; 60. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΤΙΝΑΣ – ΝΥΧΤΑ (ΤΗΝ Ι∆ΙΑ ΣΤΙΓΜΗ) Ο Σπύρος µε πυρετώδεις κινήσεις ετοιµάζει τα πράγµατά του να φύγει. ∆είχνει σε άσκηµη κατάσταση. ΤΙΝΑ Ούτε µια βδοµάδα δεν έχουµε εδώ! Και θα γυρίσουµε πίσω; ΣΠΥΡΟΣ Θέλω να φύγω από το γαµω-χωριό, κατάλαβες; Θέλω να φύγω! Τίνα δώσ’ µου ακόµα ένα θα σαλτάρω! 61. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΤΙΝΑΣ - ΝΥΧΤΑ Ο Μάρκος αποφασίζει να φύγει. Ξάφνου παρατηρεί κάποιον να έρχεται. Από την άλλη µεριά του δρόµου εµφανίζεται ο Ηλίας κρατώντας το κασόνι µε την πέρδικα. Κοντοστέκεται ανάβοντας ένα τσιγάρο και κοιτάζοντας προς το σπίτι της Τίνας. 44 Ο Μάρκος κρύβεται σε ένα σωρό από ξύλα στο προαύλιο και παρακολουθεί. Ο Ηλίας, χωρίς να αντιληφθεί τον Μάρκο, µπαίνει στην αυλή της Τίνας και ετοιµάζεται να χτυπήσει. 62. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΤΙΝΑΣ - ΝΥΧΤΑ ΤΙΝΑ ∆εν κάναµε µια συµφωνία; ΣΠΥΡΟΣ ∆εν γίνεται µόνο µε ένα τη µέρα, Τίνα. ∆εν γίνεται σε παρακαλώ! ρε Χτυπάει η πόρτα. Η Τίνα ανοίγει και βλέπει τον Ηλία στο κατώφλι να κρατά στο χέρι του το κασόνι µε την πέρδικα. Της την δίνει. Η Τίνα, έκπληκτη, την παίρνει στα χέρια της. ΤΙΝΑ Ευχαριστώ! Θα σου ΄λεγα να περάσεις αλλά... έχουµε µια συζήτηση µε τον αδελφό µου... Ευχαριστώ πραγµατικά. Η Τίνα κλείνει την πόρτα. Ο Σπύρος σηκώνεται και πάει προς το µέρος της. ΣΠΥΡΟΣ Ηλία!... Γιατί δεν µιλήσω; (φωνάζοντας) Ηλία! µ΄αφήνεις να του Ο Ηλίας κοντοστέκεται καθώς ακούει ότι κάποιος τον φώναξε. Γυρίζει προς την πόρτα. ΤΙΝΑ Σπύρο, κοίτα, µια πέρδικα! ΣΠΥΡΟΣ Στ΄ αρχίδια µου η πέρδικα. Ηλία! Θέλω να µου δώσεις για λίγο το µηχανάκι σου! ΤΙΝΑ Έφυγε, τι φωνάζεις; Ο Ηλίας γυρίζει προς την πόρτα. ΣΠΥΡΟΣ Σήµερα τζαµάρουν Θεσσαλονίκη κι εγώ τα παιδιά στην είµαι στο πουθενά 45 και δεν µπορώ να πω µια κουβέντα! Πως µε παραµύθιασες έτσι και σ’ ακολούθησα εδώ πάνω, ρε πούστη! Θέλω τα κλειδιά να φύγω, καταλαβαίνεις ρε παιδάκι µου; Θέλω τα κλει-διά! Η πέρδικα πηγαινοέρχεται ανήσυχη στο κασόνι. ΤΙΝΑ Σπύρο, ηρέµησε. µια βόλτα; Σπύρο, θες να κάνουµε ΣΠΥΡΟΣ Βαρέθηκα σ’ αυτό το σκατοχωριό γαµώτο, βαρέθηκα! Εσύ κάνεις τις διακοπές σου, εγώ τι κάνω; ΤΙΝΑ Φτιάχνεις το σι-ντι. τελειώσεις εδώ πάνω! Είπες θα το ΣΠΥΡΟΣ Σιγά, ποιος θα ακούσει τις µαλακίες που φτιάχνω; Γιατί, Γιατί; ΤΙΝΑ ρε γαµώτο, τα παρατάς όλα; ΣΠΥΡΟΣ Μιλάς εσύ! Η «δεσποινίς τέλεια» που έχει παρατήσει το κολέγιο δυο χρόνια και ασχολείται µ’ ό,τι της κατέβει! Φαντάζεσαι τι έχει να γίνει όταν το µάθουν στο σπίτι; ΤΙΝΑ Θα τους το πω... ΣΠΥΡΟΣ Τους δουλεύεις! Κατάλαβες; τρως και τα λεφτά! Και τους Η Τίνα του ρίχνει ένα χαστούκι. Ο Σπύρος, εκτός ελέγχου, κατεβάζει τον καθρέφτη του διαδρόµου και ρίχνει µια κλοτσιά στο κασόνι µε την πέρδικα. Η πόρτα ανοίγει και το πουλί βγαίνει. Αρχίζει να πετάει στο δωµάτιο. Η Τίνα προσπαθεί να τον σταµατήσει. Εκείνος “κατεβάζει” τα κάδρα, κλοτσάει ένα τραπεζάκι κι εκσφενδονίζοντας ένα ανθοδοχείο σπάει το τζάµι. 46 ΤΙΝΑ (off) Σταµάτα! 65. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΤΙΝΑΣ - ΝΥΧΤΑ Ο Μάρκος βλέπει από την κρυψώνα του το τζάµι να σπάει. Ο Ηλίας αλαφιασµένος κοιτάζει το σπασµένο παράθυρο. Ξάφνου από το παράθυρο της κουζίνας η πέρδικα βγαίνει χάνεται στη νύχτα. 66. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΤΙΝΑΣ - ΝΥΧΤΑ Η Τίνα κρατά στη χούφτα της ένα χάπι. Ο Σπύρος το παίρνει και το καταπίνει αµέσως. Η Τίνα τον σφίγγει στην αγκαλιά της. Την αγκαλιάζει κι αυτός. Ξάφνου η Τίνα βλέπει µέσα από το τζάµι τη φιγούρα του Ηλία στο κατώφλι. Ανοίγει θυµωµένη την πόρτα. ∆εν σου εδώ; ΤΙΝΑ (συν.) είπα να φύγεις; Τι θέλεις Ο Ηλίας δεν ξέρει τι να πει. ΤΙΝΑ (συν.) Κρυφάκουγες; ∆ίνε του! Η Τίνα βροντάει την πόρτα. 67. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΤΙΝΑΣ - ΝΥΧΤΑ Η Ηλίας αποµακρύνεται λυπηµένος. Στην έξοδο ο Μάρκος καπνίζοντας. τον περιµένει ΜΑΡΚΟΣ Γεια σου Ηλία! Μέσα είναι η Τίνα; Ο Ηλίας εκνευρισµένος τον σπρώχνει και συνεχίζει τον δρόµο του. Ο Μάρκος τον παρακολουθεί «ευχαριστηµένος» να αποµακρύνεται. 68. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΓΙΑΓΙΑΣ ΜΑΡΚΟΥ - ΗΜΕΡΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΒΙΝΤΕΟΚΑΜΕΡΑΣ. Πανοραµικό στον πέτρινο τοίχο ενός σπιτιού. ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΛΗΨΗ: O Μάρκος στέκεται έξω γιαγιάς του. Τραβάει µε την κάµερα. από το σπίτι της ΜΠΑΡΜΠΑ-ΚΩΣΤΑΣ (Off) 47 Έχ’ς ένα τσιγαράκι; O Μάρκος αναπηδά. Γυρίζοντας βλέπει τον µπαρµπα-Κώστα να τον σηµαδεύει µε µια παλιά καραµπίνα! Ο Μάρκος αµφιταλαντεύεται, αλλά καθώς ο µπαρµπα-Κώστας κουνάει απειλητικά το όπλο βγάζει και του δίνει. Ο µπαρπαΚώστας κατεβάζει αµέσως την καραµπίνα. ΜΠΑΡΜΠΑ-ΚΩΣΤΑΣ (συν.) Τσακµάκι; Ο Μάρκος του ανάβει. απολαµβάνει το τσιγάρο. Ο µπαρµπα-Κώστας δείχνει να ΜΠΑΡΜΠΑ-ΚΩΣΤΑΣ (συν.) Τσιµουδιά, σε κανέναν. ΜΑΡΚΟΣ Είναι γεµάτη η καραµπίνα; ΜΠΑΡΜΠΑ-ΚΩΣΤΑΣ Όχι... ∆ε µ’ λες, το πιάνει φωνές; µηχάνηµα σ’ ΜΑΡΚΟΣ Ναι. ΜΠΑΡΜΠΑ-ΚΩΣΤΑΣ Όλα τούτα τα σπίτια τ’νυχτα ρεκάζουν σαν τα λιανοπαίδια. Σ’ παίρνουν τ’ αυτιά. ΜΑΡΚΟΣ (OFF) Kαι το σπίτι της γιαγιάς µου; ΜΠΑΡΜΠΑ-ΚΩΣΤΑΣ Όλα. ΜΑΡΚΟΣ Τι έγινε τότε µε τη µάνα µου και τον γιατρό; Ο µπαρµπα-Κώστας αρχίζει να βήχει δυνατά. Μόλις υποχωρήσει ο βήχας φτύνει στη χούφτα του, σβήνει το τσιγάρο στο σάλιο του και το βάζει στη τσέπη του. ΜΑΡΚΟΣ (συν.) Θα µου πεις; ΜΠΑΡΜΠΑ-ΚΩΣΤΑΣ ∆εν θυµάµαι. 48 Τους διακόπτει η Τίνα που έρχεται τρέχοντας. ∆είχνει αναστατωµένη. ΤΙΝΑ Ο Σπύρος, δεν είναι στο σπίτι. ΜΠΑΡΜΠΑ-ΚΩΣΤΑΣ Ξηµερώµατα ανέβαινε στο µουρλό! Τσιγκόρι το ΤΙΝΑ Όχι, ρε γαµώτο! 69. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΩΤΗ – ΗΜΕΡΑ Καθισµένος κατάχαµα, µε την πλάτη του στον τοίχο ο Ηλίας δείχνει να είναι άσχηµα. Στο έδαφος άδεια µπουκάλια κρασιού και αποτσίγαρα. Φαίνεται άυπνος και έχει προσηλωθεί σε κάτι στο έδαφος. Ο Περικλής βελάζει ανήσυχος. Ο Ηλίας εκνευρισµένος αρπάζει εκσφενδονίζει στον απέναντι τοίχο. ένα µπουκάλι και το ΗΛΙΑΣ Σκάσε! Ο Περικλής λουφάζει σε µια γωνιά. Ο Ηλίας πάει και κάθεται στην απέναντι πλευρά του τοίχου. Σε έξαψη συνεχίζει να κοιτάζει κάτι στο έδαφος. ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΗΛΙΑ Μια µεγάλη πέτρα έχει µετακινηθεί από τη θέση της και δίπλα, µέσα σε µια σακούλα, είναι το πιστόλι. Ο Ηλίας φαίνεται ότι του περνάει η σκέψη να δώσει τέλος στη ζωή του. Ξαφνικά αναπηδά. Κάποιος τον φωνάζει. Βάζει το πιστόλι στη θέση του και τοποθετεί από πάνω την πέτρα. Βλέπει τον Μάρκο µε την Τίνα έξω, στο πλάτωµα, να έρχονται. Πάει και στέκεται µε την πλάτη στον τοίχο. ∆είχνει θυµωµένος. Η Τίνα µε τον Μάρκο καταφθάνουν. ΤΙΝΑ Ηλία, έχει χαθεί ο Σπύρος, θα βοηθήσεις να τον βρούµε;... Συγγνώµη για χτες... που σου µίλησα έτσι. Ηλία, σε παρακαλώ είναι σοβαρό. (την παίρνουν τα κλάµατα) 49 Παιδιά βοηθήστε µε. Αν του συµβεί κάτι, θα τρελαθώ... ∆ική µου ιδέα ήταν να 'ρθούµε στο χωριό. Για να ξεκολλήσει απ’ τα χάπια. Μάλλον θα έχει χάσει τον προσανατολισµό του. Το παθαίνουν αυτοί που “κουµπώνονται”... Κανείς δεν ξέρει ότι είµαστε εδώ. Οι δικοί µου νοµίζουν ότι είµαι Αγγλία. Τα ΄χω κάνει σκατά! Παιδιά βοηθήστε µε. Αν του συµβεί κάτι θα τρελαθώ... Ο Ηλίας αφού αµφιταλαντευτεί για µερικές στιγµές παίρνει µια τριχιά κι ένα ραβδί που είναι ακουµπισµένα στον τοίχο και βγαίνει από το σπίτι. 70. ΕΞ. ∆ΥΤΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΒΟΥΝΟΥ ΤΣΙΓΚΟΡΙ - ΗΜΕΡΑ Η Τίνα µε τον Ηλία και τον Μάρκο προχωρούν σ’ ένα χωµατόδροµο µες στα έλατα. Κρατούν όλοι ραβδιά. Ο Ηλίας έχει περασµένη χιαστή στο σώµα του την τριχιά. Ανεβαίνουν την πλαγιά του βουνού. µικρός καταρράκτη κυλά ορµητικά. Στα δεξιά τους ένας Ένα ρέµα µε ορµητικά νερά τους κόβει το δρόµο. Βρίσκουν ένα βατό σηµείο. Περνά πρώτα ο Ηλίας πηδώντας πάνω σε µεγάλες πέτρες. Ακολουθεί ο Μάρκος και τελευταία η Τίνα. Πριν φτάσει όµως στην άλλη άκρη, η Τίνα γλιστράει και πέφτει στα νερά. Ο Μάρκος γυρίζει και την βοηθάει να βγει. 71. ΕΞ. ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ – ΗΜΕΡΑ Φτάνουν στο µοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, ένα πανέµορφο κτίσµα του 18ου αιώνα µε πλάκες από σχιστόλιθο. Η Τίνα ακολουθεί τελευταία. Τουρτουρίζει από το κρύο και φοράει το µπουφάν του Ηλία. 72. ΕΣ. ΚΕΛΙ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ – ΗΜΕΡΑ Μπαίνει η Τίνα τουρτουρίζοντας στο εσωτερικό ενός πέτρινου κελιού. Μισοσκόταδο, υποβλητική ατµόσφαιρα. Στην είσοδο για λίγο διακρίνουµε τον Μάρκο και τον Ηλία. ΗΛΙΑΣ (ΟΦ) Πάρτο µέσα. Ακούγονται θόρυβοι από µεταλλικό σκεύος που το σέρνουν. Μπαίνει ο Μάρκος σέρνοντας (πλάτη προς την Τίνα) ένα ταψί µε σβηστά κεριά. Η Τίνα πάει κοντά του. Ο Μάρκος αρχίζει να ανάβει τα κεριά. Έρχεται και ο Ηλίας µε µια κουβέρτα. Τη δίνει στην Τίνα και βοηθάει στο άναµµα τον Μάρκο. 50 Η Τίνα αρχίζει να γδύνεται καταλαβαίνουν και βγαίνουν. και τους κοιτά. Αυτοί Στέκονται αµίλητοι στην είσοδο. Πίσω τους η Τίνα βγάζει τα βρεγµένα ρούχα και τυλίγεται µε την κουβέρτα. Το γυµνό κορµί της διαγράφεται λευκό µες στο ηµίφως της µονής. ΗΛΙΑΣ (Στην Τίνα) Να µας περιµένεις εδώ. (στον Μάρκο) Μείνε µαζί της αν κουράστηκες. ΜΑΡΚΟΣ (πειραγµένος) Μια χαρά είµαι. 73. ΕΞ. ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΒΟΥΝΟΥ ΤΣΙΓΚΟΡΙ – ΗΜΕΡΑ Οι κορφές των ανατολικών Τζουµέρκων. Το τοπίο χιονισµένο, επιβλητικό, η ανάβαση όµως δύσκολη. Ο Ηλίας προχωρά µπροστά. Ο Μάρκος ακολουθεί. Ο Μάρκος σηκώνει ένα ζευγάρι κιάλια που έχει κρεµασµένα στο λαιµό του και ψάχνει τον Σπύρο. Είναι κουρασµένος. ΜΑΡΚΟΣ (κατεβάζοντας τα κιάλια) Σταµάτα! Προς τα που πάµε; Ο Ηλίας δείχνει δεξιά του. ΜΑΡΚΟΣ (συν.) Γιατί; ΗΛΙΑΣ Από δω πέρασε. ΜΑΡΚΟΣ ∆εν έχει καµιά λογική αυτό. Ηλία, δεν µπορώ άλλο. Να πάω να φωνάξω βοήθεια; ΗΛΙΑ Άκου... ΜΑΡΚΟΣ Τι; Από την κατεύθυνση που προτείνει ο Ηλίας φτάνει ένα δυνατό σφύριγµα ανέµου. 51 ΗΛΙΑΣ Από κει φυσάει. Προς τα κει πήγε. ΜΑΡΚΟΣ Από παντού φυσάει. Ο Ηλίας θυµωµένος τον πλησιάζει, παίρνει τα κιάλια και κοιτάει προς την κατεύθυνση που προτείνει να πάνε. Του δίνει τα κιάλια και φεύγει γρήγορα. Ο Μάρκος κοιτάζοντας από τα κιάλια βλέπει σε έναν απόκρηµνο γκρεµό, στα ριζά ενός µεγάλου βράχου, τον Σπύρο. Είναι ακουµπισµένος σε µια κόχη και δείχνει να είναι σε ηµιλιπόθυµη κατάσταση. 74. ΕΞ. ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΒΟΥΝΟΥ ΤΣΙΓΚΟΡΙ (ΛΙΓΟ ΠΙΟ ΠΕΡΑ)– ΗΜΕΡΑ Ο Μάρκος φτάνει στην κορφή του βράχου και βλέµµα του τον Σπύρο. ψάχνει µε το Παράλληλα, ο Ηλίας, -που έχει κόψει µε ένα σουγιά ένα κοµµάτι από την τριχιά- το δένει περιµετρικά σε ένα κοτρώνι κάνοντας αυτό που στην γλώσσα των ορειβατών ονοµάζεται «σταθερή ασφάλεια». Ο Μάρκος διακρίνει χαµηλά τα πόδια τού προεξέχουν. Η κατάβαση φαίνεται αρκετά δύσκολη. Σπύρου που Ο Ηλίας, περνά τη µια άκρη της τριχιάς γύρω από τη µέση του φτιάχνοντας ένα αυτοσχέδιο «µποντριέ». Κατόπιν περνάει το σκοινί που είναι δεµένος στην «ασφάλεια». ΜΑΡΚΟΣ (συν.) Είσαι µε τα καλά σου; Θα σκοτωθείτε και οι δυο! ΗΛΙΑΣ Αν τώρα είναι ζωντανός, µέχρι να κατέβουµε για βοήθεια στο χωριό θα έχει πεθάνει απ’ το κρύο.... (δείχνοντας του) Έτσι θα πατάς. Το σκοινί θα το κρατάς τεντωµένο. Με το «άσε!» θα αφήνεις και µε το «Ώπα!» Θα σταµατάς. Ο Μάρκος τον κοιτάζει φοβισµένος. ΗΛΙΑΣ (συν.) Άσε! Ο Μάρκος αφήνει σιγά-σιγά την τριχιά και ο Ηλίας ξεκινά την καταρρίχηση. ΗΛΙΑΣ 52 Ώπα! Ο Μάρκος κρατά την τριχιά µε δυσκολία. Ο Ηλίας κοιτάζει που να πατήσει στον βράχο. ΗΛΙΑΣ (συν.) Άσε! Ο Ηλίας συνεχίζει την κατάβαση. Ο Μάρκος προσπαθεί να κρατήσει γερά. Ο Ηλίας φτάνει στα ριζά του βράχου. ΗΛΙΑΣ (off) Εντάξει! Ο Μάρκος ξεφυσά ανακουφισµένος. Ο Σπύρος είναι καθισµένος και ακουµπά µε την πλάτη του στον βράχο. Στα χέρια του κρατά το ντατ και στους ώµους του έχει περασµένο ένα µικρό σακίδιο. Ο Ηλίας του πιάνει τον σφυγµό. ΗΛΙΑΣ Σπύρο! Ο Σπύρος δεν απαντά. Ο Ηλίας τον τρίβει στο πρόσωπο και στα χέρια. Ο Μάρκος πλησιάζει ανήσυχος στην άκρη του βράχου. ΜΑΡΚΟΣ (δυνατά) Είναι καλά;! Ο Σπύρος δείχνει να συνέρχεται. ΣΠΥΡΟΣ (ξέπνοα) Έλα, ρε... ΗΛΙΑΣ (Στον Μάρκο δυνατά) Ναι! Ο Μάρκος αφήνεται να πέσει ανακουφισµένος στο έδαφος. Ο Ηλίας σηκώνει τον Σπύρο όρθιο. 53 ΣΠΥΡΟΣ (ξέπνοα) Το πόδι µου... Κατέβαινα κι έπεσα. ΗΛΙΑΣ (συν.) θα σε πάρω στην πλάτη µου. Ο Σπύρος δεν µπορεί να σταθεί στα πόδια του. Ο Ηλίας τον σηκώνει και τον ρίχνει διπλωµένο στον ώµο του. Κατόπιν τον δένει από τη µέση πάνω του. ΗΛΙΑΣ Θ’ ανεβούµε πάνω. ∆εν θα κουνιέσαι. Ο Σπύρος δεν απαντά. ΗΛΙΑΣ Ακούς; ΣΠΥΡΟΣ (off) Οκέι... ΗΛΙΑΣ (στον Μάρκο δυνατά) Ανεβαίνουµε, τράβα! Ο Μάρκος σηκώνεται, παίρνει µια βαθιά ανάσα και αρχίζει να τραβά µε όλη του την δύναµη. ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΝΟ: Ο Ηλίας, µε τον Σπύρο στον ώµο του σιγά-σιγά ανεβαίνουν. Κάτω τους χάσκει ο γκρεµός. ΗΛΙΑΣ Ωπα! Ο Μάρκος σταµατά να τραβά. ΗΛΙΑΣ (off) Πάµε! ΜΑΡΚΟΣ (µονολογώντας) Εύκολο το ’χεις; Ο Ηλίας συνεχίζει µε δυσκολία την ανάβαση. Ξάφνου γλιστρά και βρίσκεται να αιωρείται στον αέρα µε τον Σπύρο στην πλάτη του. Ο Μάρκος αµφιταλαντεύεται. Η πέτρα που πατά ξεκολλάει από 54 το βάρος και παρασύρεται προς την άκρη του βράχου. Καταφέρνει όµως να συγκρατηθεί. Έχει ιδρώσει από την προσπάθεια. Ο Ηλίας µε τον Σπύρο αιωρούνται στο κενό. ΜΑΡΚΟΣ Είστε καλά; ΗΛΙΑΣ (off) Nαι! Πρόσεχε να µην αφήσεις το σκοινί! ΜΑΡΚΟΣ Και συ πρόσεχε να µην αφήσεις τον Σπύρο! ΣΠΥΡΟΣ (ξέπνοα) Παιδιά, εγώ λέω να µην αφήσει κανείς τίποτα... Ο Ηλίας καταφέρνει και πιάνεται από την άκρη του βράχου. ΗΛΙΑΣ (στον Μάρκο) Τράβα! Ο Μάρκος τραβά µε δύναµη. Ο Ηλίας αρχίζει να αναρριχάται. Ο Μάρκος βάζει όλες του τις δυνάµεις. Μένουν ακόµη λίγα µέτρα. Ο Ηλίας καταφέρνει και φτάνει στην άκρη του βράχου. Ο Μάρκος πιάνει τον Σπύρο και τον ακουµπά στο έδαφος. Μένουν να κοιτάζονται µε τον Ηλία. Ο Μάρκος χαµογελά στον Ηλία χαρούµενος που τα κατάφεραν. Εκείνος, χωρίς να του ανταποδώσει το χαµόγελο, σηκώνεται και ρίχνει στην πλάτη του το Σπύρο. ΜΑΡΚΟΣ Μπορείς να το πατήσεις; Ο Ηλίας το πατά µε δυσκολία. Παρ’ όλα αυτά, σηκώνει τον Σπύρο για να τον κουβαλήσει στην πλάτη του. ΜΆΡΚΟΣ (συν.) Άσε, θα τον πάρω εγώ. Ο Ηλίας δεν του τον δίνει. ΗΛΙΑΣ 55 ∆εν µπορείς, κι η Τίνα περιµένει. ΜΑΡΚΟΣ (τον παίρνει µε την βία και τον βάζει στην πλάτη του) Την γουστάρεις, ε; ΗΛΙΑΣ ...∆ικιά σου είναι. ΜΑΡΚΟΣ Κοίτα, δεν τρέχει τίποτα µεταξύ µας. ∆ηλαδή προσπάθησα αλλά µ’ έφτυσε. Μάλλον εσένα γουστάρει. Ο Ηλίας µένει να τον κοιτάζει αµήχανος. ΣΠΥΡΟΣ Παιδιά, δεν αφήνετε τις γκόµενες, λέω εγώ; Κρυώνω. 75. ΕΣ. ΚΕΛΙΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ – ΗΜΕΡΑ Η Τίνα φορώντας τα ράσα ζεσταίνεται δίπλα από το ταψί µε τα κεριά. Ξάφνου ακούγεται θόρυβος που µοιάζει µε ποδοβολητό. Κοιτάζει γύρω της φοβισµένη. ∆εν βλέπει τίποτε το ανησυχητικό. Σηκώνεται και βγαίνει από το κελί. ΕΞ. ΠΡΟΑΥΛΙΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ – ΗΜΕΡΑ Η Τίνα βγαίνει στο προαύλιο. Κοιτάζει φοβισµένη γύρω της. Αρχίζει να εξερευνά το χώρο κατευθυνόµενη προς το καθολικό του µοναστηριού. Κοντοστέκεται στις τοιχογραφίες της εισόδου. Ακούγεται πάλι το ποδοβολητό. Η Τίνα γυρίζει ξαφνιασµένη. Αποµακρύνεται από το ναό, προχωρά µπροστά από ένα κατεστραµµένο τοίχο και µπαίνει στον διάδροµο που βρίσκεται το κελί. Φτάνοντας στην είσοδο του κελιού αναφωνεί. ΕΣ. ΚΕΛΙΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ – ΗΜΕΡΑ Μέσα στο κελί, κοντά στο ταψί µε τα κεριά, στέκεται ζαρκάδι. Κοιτάζονται για λίγο. Η Τίνα χαµογελά. ένα 76. ΕΞ. ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΒΟΥΝΟΥ ΤΣΙΓΚΟΡΙ - ΗΜΕΡΑ Ο Μάρκος προχωρά κουβαλώντας Μπροστά πηγαίνει ο Ηλίας. στην πλάτη του τον Σπύρο. Ξάφνου ο Μάρκος σταµατά και κοιτάζει χαµηλά, µες χαράδρα. ∆είχνει να γοητεύεται απ’ αυτό που βλέπει. στη 56 ΜΑΡΚΟΣ (ΟFF) Το χωριό... Το Παχτούρι φαίνεται χαµηλά, πολύ µικρό, φωλιασµένο µες στη χαράδρα. 77. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΥ - ∆ΩΜΑΤΙΟ ΠΑΥΛΟΥ - ΒΡΑ∆Υ Ο Παύλος, σταυροπόδι µπροστά στην ντουλάπα, ξεσκονίζει τα εκθέµατά του. 78. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑΣ – ΚΑΘΙΣΤΙΚΟ- ΝΥΧΤΑ Η κυρά-∆ήµητρα µε τον µπαρµπα-Κώστα βλέπουν τηλεόραση. 79. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΥ - ΒΡΑ∆Υ Η Οντέτ στην κρεβατοκάµαρα στέκεται µπροστά από ένα καθρέφτη. Περιεργάζεται την φουσκωµένη κοιλιά της. Ο κυρΓιώργος ξαπλωµένος στο κρεβάτι την κοιτάζει σκεφτικός. 80. ΕΣ. ΑΧΥΡΩΝΑΣ - ΒΡΑ∆Υ Ο Ηλίας είναι καθισµένος ανάµεσα στις µπάλες από χορτάρι. Έχει µια βελέντζα ριγµένη στους ώµους και κοιτάζει τη φωτογραφία µε την Τίνα και το φίλο της στο δάσος. Γύρω αφηµένα προσωπικά του αντικείµενα, σε µια άκρη η µηχανή µε το καλάθι. 81. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΤΙΝΑΣ - ΒΡΑ∆Υ ΚΟΝΤΙΝΟ ΠΛΑΝΟ. Ένα χέρι πατά το rewind και µετά το play του ντατ. Ακούµε οξύ ήχο ανέµου. Βλέπουµε την Τίνα καθισµένη κατάχαµα δίπλα από τον Σπύρο που κοιµάται. Μπροστά στα πόδια της έχει το ντατ. ΦΩΝΗ ΣΠΥΡΟΥ ΑΠΟ ΝΤΑΤ (τρέµει από το κρύο) Ήχος ανέµου σε βουνό. Χειµώνας... Η Τίνα του χαϊδεύει τρυφερά το µέτωπο. Κατόπιν βγαίνει. 82. ΕΞ. ΠΛΑΤΕΙΑ ΠΑΧΤΟΥΡΙΟΥ – ΒΡΑ∆Υ Η Τίνα στέκεται αναποφάσιστη µπροστά από το καρτοτηλέφωνο. Τελικά δειλιάζει να τηλεφωνήσει και φεύγει. 83. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ – ΒΡΑ∆Υ ΟΝΕΙΡΟ ΜΑΡΚΟΥ: Η φωτιά στο τζάκι είναι χαµηλή. Στο πάτωµα σκόρπιες φωτογραφίες, µικροαντικείµενα. Καθώς η κάµερα 57 κινείται βλέπουµε τον Μάρκο να κοιµάται στον καναπέ. Στα χέρια του κρατά µια φωτογραφία που δείχνει την µάνα του, την κυρα-Πολυξένη, νέα.Καθώς η κάµερα γυρίζει βλέπουµε στην πόρτα να στέκεται µια κοπέλα. Είναι η µάνα του στην ηλικία της φωτογραφίας. Φορά ένα παλτό και κρατά µια βαλίτσα. Αφού ρίξει µια µατιά στο δωµάτιο φεύγει. 84. ΕΞ. ∆ΑΣΟΣ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΩΤΗ – ΠΡΩΪ ΟΝΕΙΡΟ ΜΑΡΚΟΥ: Η νεαρή Πολυξένη, κρατώντας τη βαλίτσα τρέχει ανάµεσα στα δέντρα. Που και που κοιτάζει ανήσυχη πίσω της, σα να φοβάται ότι κάποιος την ακολουθεί. 85. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΩΤΗ - ΠΡΩΙ ΟΝΕΙΡΟ ΜΑΡΚΟΥ: Slow motion. Η Πολυξένη διασχίζει τρέχοντας το ξέφωτο και µπαίνει στο σπίτι. ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΛΗΨΗ: Η Πολυξένη στέκεται πλάτη. Φαίνεται ότι κλαίει. Ξάφνου γυρίζει και κοιτάζει προς την πλευρά της κάµερας. ΤΕΛΟΣ ΟΝΕΙΡΟΥ ΚΟΝΤΙΝΟ του Μάρκου. Στέκεται στο κατώφλι και κοιτάζει µέσα. Είναι σαν να κοιτάζει τη µάνα του. Κατόπιν µπαίνει και αρχίζει να τραβάει µε την βιντεοκάµερα. ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΒΙΝΤΕΟ. Οι τοίχοι του σπιτιού. Το µέρος που καθόταν η µάνα του είναι άδειο. Γίνεται zoom in σε µια πέτρα στο έδαφος. ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΛΗΨΗ. Ο Μάρκος κατεβάζει την κάµερα και µένει να κοιτάζει την πέτρα. Ξάφνου, καταβάλλοντας µεγάλη προσπάθεια, την αναποδογυρίζει. Τίποτε από κάτω. Σηκώνει και τη δεύτερη. Αποκαλύπτεται µια πλαστική σακούλα. Την ανοίγει. Μέσα είναι το πιστόλι! Το βάζει γρήγορα στην τσέπη του. Ψάχνει γύρω του. Παίρνει µια πέτρα, στο ίδιο περίπου µέγεθος µε το πιστόλι, και τη βάζει στην σακούλα. Κατόπιν ξαναβάζει την σακούλα στη θέση της. 86. ΕΞ. ΕΞΩ ΑΠΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΩΤΗ - ΠΡΩΙ Καθώς βγαίνει, ανυποψίαστος. βλέπει στο ξέφωτο ΗΛΙΑΣ Από εκεί που στέκεσαι φορές. τον Ηλία έριξε... να πλησιάζει δυο ΜΑΡΚΟΣ 58 Ποιος; ΗΛΙΑΣ Ο χωροφύλακας. Αυτός που σκότωσε Φώτη... Ο Φώτης, όµως, γιατί ήρθε; τον ΜΑΡΚΟΣ Τι γιατί ήρθε; Να δει τη Βασίλω. ΗΛΙΑΣ Είχε κουµπαριές στο χωριό. Ήξερε ότι εκείνο το βράδυ του ‘χουν στήσει καρτέρι. Κι όταν βγήκαν οι χωροφύλακες, αντί να τους ξεφύγει πήγε κατά πάνω τους. Γιατί; Μένουν για λίγο σιωπηλοί. Ξάφνου αντηχεί ένας δυνατός πυροβολισµός. Τρέχουν και κρύβονται σε µια συστάδα µπροστά τους. Από το δάσος εµφανίζονται τρεις άντρες. Είναι ο Θανάσης και ο καφετζής της Μεσοχώρας. Ένας ψηλός, ο ΧΡΗΣΤΟΣ προχωρά µπροστά. Έχουν µαζί τους καραµπίνες και δείχνουν να έχουν βγει για κυνήγι. ΜΑΡΚΟΣ Αυτοί είναι; ΗΛΙΑΣ Ο µπροστά είναι καινούργιος. Ο Θανάσης σταµατά, στοχεύει στον αέρα και ετοιµάζεται να πυροβολήσει. ΧΡΗΣΤΟΣ Φτάνει! ΘΑΝΑΣΗΣ Για το ξεκάρφωµα, Χρήστο. ΧΡΗΣΤΟΣ Φτάνει, είπα! Ο Χρήστος µπαίνει µέσα στο σπίτι. Ο καφετζής κοιτάζει γύρω του. Ο Μάρκος µε τον Ηλία λουφάζουν. Ο Χρήστος βγαίνει από το σπίτι. ΧΡΗΣΤΟΣ 59 Θέλει µηχάνηµα. ∆εν µπορεί να µπει στα τυφλά δυναµίτης. ΚΑΦΕΤΖΗΣ Και που θα το βρούµε Πρέπει να πάµε Αθήνα. το µηχάνηµα; ΧΡΗΣΤΟΣ Θα το βρω εγώ. Μέχρι την Κυριακή θα το ΄χω φέρει. ΘΑΝΑΣΗΣ (στον καφετζή) Είδες που στ’ λεγα; Ο Μάρκος και ο Ηλίας τους κοιτούν να συνοµιλούν και να αποµακρύνονται προς το δάσος. ΜΑΡΚΟΣ Κι αν έχει στ` αλήθεια λίρες; Μπόµπες πόλεµο. ΗΛΙΑΣ έχει εδώ, παντού, απ΄ τον ΜΑΡΚΟΣ Μέχρι την Κυριακή έχουµε τρεις µέρες. ∆ε µου λες; Τη Βασίλω, ποιος θα την κάνει; Ο Ηλίας τα χάνει. ΜΑΡΚΟΣ (συν.) ∆εν θα συναντηθεί ο Φώτης µε τη Βασίλω; Τι λες για την Τίνα; ΗΛΙΑΣ Όχι αυτή. ΜΑΡΚΟΣ Ε, τότε ποια; Η κυρά- ∆ήµητρα; Ο Ηλίας δεν γελάει µε το αστείο. ΜΑΡΚΟΣ (συν.) Γιατί δεν της το λες; ΗΛΙΑΣ ...Μέσα, κάτω απ’ τη αριστερή είναι το πιστόλι. Τράβα πάρ’ το. πέτρα, 60 Ο Μάρκος τον κοιτάζει σιωπηλός. ΗΛΙΑΣ (συν.) Αυτοί θα ‘χουν και όπλα µαζί. Καλύτερα γύρνα στα Τρίκαλα. Εγώ θα δω τι θα κάνω. Ο Ηλίας κάνει να φύγει. Ο Μάρκος βλέπει την Οντέτ να κατευθύνεται προς το σπίτι του Φώτη. Εκείνη δεν τους έχει δει. ΜΑΡΚΟΣ Έχεις επισκέψεις... Ο Ηλίας γυρίζει. Την βλέπουν να µπαίνει στο σπίτι. Ο Ηλίας πάει προς το µέρος της. ΜΑΡΚΟΣ Ηλία! Ο Ηλίας γυρνάει. ΜΑΡΚΟΣ (συν.) Τίποτα. Ο Ηλίας µπαίνοντας στο σπίτι βλέπει την Οντέτ να κρατά µια τσάντα. Του την προσφέρει. Ο Ηλίας δεν την παίρνει. Η Οντέτ την αφήνει στο πρεβάζι του παραθύρου και φεύγει. Ο Μάρκος, που στέκεται στο ξέφωτο, βλέπει την Οντέτ να βγαίνει από το σπίτι. Λίγα µέτρα πιο πέρα γυρίζει. Ο Ηλίας, στην είσοδο, αδειάζει επιδεικτικά το φαγητό από τα τάπερ στο έδαφος. Κατόπιν τα πετά µε δύναµη προς το µέρος της. Η Οντέτ προσπαθεί να κρύψει την αναστάτωση της. Φεύγοντας κοιτάζει φευγαλέα τον Μάρκο και κατηφορίζει προς το χωριό. Ο Μάρκος µένει σκεφτικός. 88. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΤΙΝΑΣ - ΚΟΥΖΙΝΑ - ΝΥΧΤΑ Στην κουζίνα η κυρα-∆ήµητρα βάζει βεντούζες στον Σπύρο. Η Τίνα κρατά το πιρούνι µε τη φωτιά. 89. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΤΙΝΑΣ – ΝΥΧΤΑ Ο Ηλίας έξω από το δροµάκι περιµένει. Καπνίζει και κοιτάζει το φωτισµένο παράθυρο του σπιτιού της Τίνας. O Ηλίας βλέπει τον πατέρα του να έρχεται. Φεύγει. Στην έξοδο συναντιούνται. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (off) 61 Ονειρεύεσαι πολλά απ’ αυτή την κοπέλα. Ο Ηλίας κοντοστέκεται. ∆εν γυρίζει όµως. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (συν.) Θα φύγει όµως και συ θα αποµείνεις µόνος, αγόρι µ’. Ο Ηλίας αρχίζει να αποµακρύνεται. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (συν.) Γύρνα πίσω, έχω να σου πω. Ο Ηλίας δεν γυρίζει. Ο κυρ - Γιώργος µπαίνει στην αυλή. 90. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΤΙΝΑΣ - ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ, ΣΑΛΟΝΙ – ΝΥΧΤΑ Η Τίνα κρατά την κουλούρα µε το νήµα. Κάποιος χτυπά δυνατά την πόρτα. Η Τίνα σηκώνεται να ανοίξει. Μπαίνει ο κυρ Γιώργος. ∆είχνει να ΄χει τα νεύρα του. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (Στην κυρα-∆ήµητρα) Πάλι τη βρήκες, πρωί-πρωί; ∆ε σου ‘πα να µην την ξαναζυγώσεις; Τι φταίει αυτή; Εγώ θέλω να φύγουµε. ∆ΗΜΗΤΡΑ Την έχεις γκαστρωµένη κι αστεφάνωτη. ∆εν σκέφτεσαι την µακαρίτισσα; Ο κυρ-Γιώργος χαµογελάει. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ Θα την πάρω. ∆ε είπα, θα την πάρω; ∆ΗΜΗΤΡΑ Και που θα βρεις κουµπάρο να σε παντρέψει µε την παστρικιά που µάζεψες δεν ξέρω από που; Ποιος θέλει να γίνει ρεζίλι; 91. ΕΞ. ∆ΡΟΜΑΚΙ ΜΕΣ ΣΤΟ ΠΑΧΤΟΥΡΙ - ΗΜΕΡΑ Σ’ ένα δροµάκι εµφανίζονται ο Μάρκος µε την Οντέτ. Ο Μάρκος την προστατεύει από το ψιλόβροχο µε µια οµπρέλα ενώ η Οντετ τον κρατά αγκαζέ. Φορά ένα απλό φόρεµα, τακούνια και πάνω της έχει ριγµένο ένα µπουφάν. 62 Σε µια στιγµή κοντοστέκονται. Κάτω από ένα υπόστεγο στέκεται ο Ηλίας. Ο Μάρκος κάνει νόηµα στην Οντέτ να περιµένει και πάει προς τον Μάρκο. ΗΛΙΑΣ (ειρωνικά) Καλώς τον κουµπάρο... ΜΑΡΚΟΣ Θα ‘ρθεις; ΗΛΙΑΣ Αν δεν ήταν αυτή φεύγαµε. Η Οντέτ ξέρεις. ΜΑΡΚΟΣ δεν φταίει η σε πουτάνα δεν θα και το τίποτα ΗΛΙΑΣ Εσύ γιατί µπλέκεσαι; Ο Ηλίας κάνει να φύγει. Ο Μάρκος τον σταµατά. ΜΑΡΚΟΣ Είναι χοντρό να λείψεις... Ο Ηλίας τον σπρώχνει θυµωµένος και φεύγει. 92. ΕΞ. ΠΡΟΑΥΛΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ – ΠΡΩΙ Καθώς φτάνουν στο προαύλιο της εκκλησίας τους υποδέχονται χειροκροτήµατα. Περιµένει ο γαµπρός και οι υπόλοιποι πέντε κάτοικοι του χωριού (εκτός του Ηλία). 93. ΕΣ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ – ΠΡΩΙ Ο Μάρκος µέσα στο ναό, αµήχανος, αλλάζει τα στέφανα στους νεόνυµφους. Οι υπόλοιποι (εκτός από τον µπαρµπα-Κώστα) παρακολουθούν. 94. ΕΞ. ΥΨΩΜΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ – ΠΡΩΙ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΝΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ. Αρχίζει να αντηχεί δυνατός ήχος καµπάνας. 95. ΕΣ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ – ΠΡΩΙ Στην εκκλησία το µυστήριο έχει τελειώσει. παρευρισκόµενοι χαιρετάνε τους νεόνυµφους. Ο ήχος καµπάνας τους προκαλεί αµηχανία. Οι της 63 ΠΑΠΑ-ΓΙΑΝΝΗΣ (Εµφανίζεται στην πόρτα του ιερού) Ποιος χτυπάει την καµπάνα; 96. ΕΞ. ΠΡΟΑΥΛΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ – ΠΡΩΙ Καθώς βγαίνουν στο προαύλιο βλέπουν τον µπάρµπα-Κώστα στο καµπαναριό κρεµασµένο απ’ το σκοινί να χτυπά µε όλη του τη δύναµη. Τον κοιτάζουν έκπληκτοι, χωρίς κανείς να πλησιάζει να τον σταµατήσει. 97. ΕΞ. ΠΛΑΤΕΙΑ ΠΑΧΤΟΥΡΙΟΥ - ΗΜΕΡΑ Ο Ηλίας, κρυµµένος πίσω από την βρύση, στην άκρη της πλατείας, κοιτάζει προς το καφενείο. Είναι στεναχωρηµένος. Μαζί του είναι και ο Περικλής. 98. ΕΣ. ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ - ΗΜΕΡΑ Στο κέντρο της αίθουσας είναι στρωµένο ένα τραπέζι. Οι καλεσµένοι τρώνε το φαγητό τους. Μεταξύ αυτών και η Τίνα µε τον Σπύρο. Ο παπα- Γιάννης σηκώνεται για πρόποση. ΠΑΠΑ-ΓΙΑΝΝΗΣ Θέλω να πιω τούτο το ποτήρι στην υγεία και ευτυχία του παιδικού µου φίλου Γιώργου που δεν λέει να το βάλει κάτω και κάνει µια καινούργια αρχή στη ζωή του. Και στους δυο υγεία και ευτυχία! Οι παρευρισκόµενοι πίνουν στην υγεία τους. Ο µπάρµπα- Κώστας µουρµουρίζει δυσαρεστηµένος. ∆ΗΜΗΤΡΑ Τι θες πάλι; Ρεζίλι µ’ έκανες σήµερα. ρεζίλι Ο µπάρµπα-Κώστας σηκώνεται από την καρέκλα του. ∆ΗΜΗΤΡΑ (συν.) Που πας; Θες να αγναντεύεις τα βουνά; Ο Μάρκος τους παρατηρεί που σηκώνονται. 99. ΕΞ. ΠΛΑΤΕΙΑ ΠΑΧΤΟΥΡΙΟΥ - ΗΜΕΡΑ Ο Ηλίας γυρίζει ξαφνιασµένος. Πίσω του είναι η Τίνα που κρατά µια σακούλα. Την ακουµπά σε ένα πεζούλι. Βγάζει µια λαδόκολλα µε ψητό κρέας κι ένα φτηνό κρασί. 64 Η Τίνα γεµίζει τα ποτήρια και του δίνει ένα. Ο Ηλίας δεν το παίρνει. ΗΛΙΑΣ Εγώ γι’ αυτούς τους δυο δεν πίνω. ΤΙΝΑ Ηλία, άσε τα πείσµατα. Αύριο φεύγουν. ΗΛΙΑΣ ...Θα φύγεις κι εσύ; TINA Σκεφτόµουνα να µείνω όλο το χειµώνα. Τώρα όµως… δεν ξέρω, θα δω. ΗΛΙΑΣ Καλύτερα να µείνεις. Ο Ηλίας ευχαριστηµένος απ’ αυτό που άκουσε αρπάζει το ποτήρι του και τσουγκρίζει µε την έκπληκτη Τίνα. Το πίνει µονορούφι. ΤΙΝΑ (συν,) Ηλία, για τη φάρσα... ξανασκέψου το. Θα την πατήσετε, δε θα το πιστέψουν. ΗΛΙΑΣ Θα σκιαχτούν και θα φύγουν… Θες βοηθήσεις; να Η Τίνα µένει να τον κοιτάζει ξαφνιασµένη. 100. ΕΣ. ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ - ΗΜΕΡΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΒΙΝΤΕΟΚΑΜΕΡΑΣ ΜΑΡΚΟΣ (off) Μπαρµπα-Κώστα για τον πιστεύεις; Πως σκοτώθηκε; Φώτη τι ΜΠΑΡΜΠΑ-ΚΩΣΤΑΣ Πήγε να τα βάλει µι τσ’ πόλεις. Μπουρείς να πουλιµίσις τσ’ πόλεις; (δείχνει το χωριό) ∆ε βλέπς; Η Οντέτ αρχίζει να τραγουδά ένα αλβανικό δηµοτικό τραγούδι (ακούγεται off στις επόµενες τρεις σκηνές). Ακούγεται µπουµπουνητό. 65 ΚΟΝΤΙΝΟ στη µπάρµπα Κώστα καθώς κοιτάζει τα βουνά. ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΠΛΑΝΟ των βουνοκορφών. Μαύρα σύννεφα αρχίζουν να πυκνώνουν. 101. ΕΞ. ∆ΡΟΜΑΚΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ - ΗΜΕΡΑ Ο Περικλής δείχνει ανήσυχος. Ο Ηλίας µε την Τίνα το προσέχουν. Ξεσπά µια παρατεταµένη βροντή. Ο Περικλής αρχίζει να αποµακρύνεται. ΗΛΙΑΣ Περικλή! SLOW MOTION: Ο Περικλής κατηφορίζει στο καλντερίµι τρέχοντας µ’ όλη του τη δύναµη. Ακούµε δυνατά την ανάσα του, ενώ ξεσπά κι άλλη βροντή. 102. ΕΞ. ΕΣ. ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ - ΗΜΕΡΑ Ο Περικλής φτάνει στην είσοδο του καφενείου και προσπαθεί, σπρώχνοντας µε το κεφάλι του την πόρτα, να µπει µέσα. ∆εν τα καταφέρνει. Αρχίζει να βρέχει. Ο Περικλής βελάζει ανήσυχα. Ο Μάρκος ενώ στρίβει ένα τσιγάρο προσέχει τον Περικλή. Πάει και του ανοίγει. Αυτός διασχίζει ήσυχα το καφενείο και πάει και λουφάζει στα πόδια του µπάρµπα-Κώστα. (Το τραγούδι της Οντέτ τελειώνει.) Όλοι τους δείχνουν συγκινηµένοι από το τραγούδι. Ο Μάρκος ξανακάθεται δίπλα τον µπάρµπα-Κώστα. Παίρνει το τσιγάρο και του το προσφέρει. Αυτός δεν το παίρνει. ΜΑΡΚΟΣ Μπάρµπα-Κώστα; Κοιµάσαι; Ο µπάρµπα- Κώστας δεν αποκρίνεται. Ο Μάρκος τον σκουντά στον ώµο. Τίποτα, ο µπάρµπα-Κώστας έχει ξεψυχήσει. 103. ΕΞ. ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ - ΠΡΩΙ Ο παπά-Γιάννης τελεί την νεκρώσιµη τελετή. Είναι όλοι µαζεµένοι και κρατούν οµπρέλες. ∆ίπλα από την κυρα-∆ήµητρα στέκεται ένας καλοντυµένος πενηντάχρονος άντρας, ο ΓΙΟΣ της. Ο Μάρκος ρίχνει µια µατιά στον Ηλία που στέκεται παράµερα. ∆ΗΜΗΤΡΑ (µονολογώντας) Τουλάχιστον έφυγε καλά... 66 104. ΕΣ. ΑΠΟΘΗΚΗ ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΥ - ΗΜΕΡΑ Στην αποθήκη του σπιτιού τους, ο κυρ-Γιώργος τακτοποιεί κυψέλες. Τον βοηθά η Οντέτ. Σε µια στιγµή πλησιάζει ένα σαµάρι ακουµπισµένο σε ένα πάγκο. ΟΝΤΕΤ Αυτό; ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ Καπίστρι... Ο κυρ-Γιώργος το παίρνει και το βάζει στο µπαούλο. Η Οντέτ βγάζει ένα καρτελάκι και γράφει. Μετά τον πλησιάζει. ΟΝΤΕΤ Αυτό; ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ Κυψέλη. Η Οντέτ πάει να γράψει, όµως ο κυρ-Γιώργος σηκώνεται, αρπάζει τα καρτελάκια απ΄ τα χέρια και τα πετά. της ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (συν.) Εκεί που πάµε, αυτές οι λέξεις δεν θα σου χρειαστούν. Τι κοιτάς; Για τη χάρη σου γίνονται όλα αυτά! Η Οντέτ εξοργισµένη του ρίχνει ένα χαστούκι. Ο κυρ-Γιώργος µένει αποσβολωµένος. Πάει κάτι να πει, γυρίζει και βγαίνει από την αποθήκη. Η Οντέτ στέκεται ταραγµένη. 105. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΓΙΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ - ΗΜΕΡΑ Ο Μάρκος ξαπλωµένος στο κρεβάτι διαβάζει το βιβλίο “ΦΩΤΗΣ Ο ΑΡΧΙΛΗΣΤΗΣ ΚΑΙ Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΒΑΣΙΛΩ”. Από µακριά ακούγονται φωνές. Σηκώνεται και βγαίνει από το δωµάτιο. 106. ΕΞ. ∆ΡΟΜΟΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΧΥΡΩΝΑ - ΗΜΕΡΑ Ο Μάρκος κατηφορίζει τρέχοντας το καλντερίµι. Μπροστά από τον αχυρώνα βλέπει τον κυρ-Γιώργο. Έχει πιασµένο τον Ηλία από τα µαλλιά και τον δέρνει µε µια βίτσα. Πιο πέρα ο Περικλής βελάζει ανήσυχος. Ο Μάρκος τρέχει και τον πιάνει από τους ώµους. Αυτός συνεχίζει να τον χτυπά. Ο Ηλίας δεν προβάλλει αντίσταση. Ο Μάρκος του πιάνει το χέρι που κρατά την βέργα. Ο Ηλίας µε 67 µια απότοµη κίνηση απελευθερώνεται κι στην ανηφόρα. Τον ακολουθεί ο Περικλής. αρχίζει ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (λαχανιασµένος) ∆εν τ’ αρέσει το ξυλουργείο, παλιοζαγάρι... Τι ψωµί θα φάει εδώ; να τρέχει το Ο Μάρκος πηγαίνει στην κατεύθυνση που έφυγε ο Ηλίας. 107. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΩΤΗ - ΗΜΕΡΑ Ο Ηλίας κάθεται σε µια από τις πέτρες µέσα στα χαλάσµατα και σκαλίζει το έδαφος µε µια βέργα. Έχει µατώσει από τα χτυπήµατα. Πιο πέρα στέκεται ο Περικλής κοιτάζοντάς τον επίµονα, λες και συµπάσχει µαζί του. Μπαίνει µέσα ο Μάρκος. ΗΛΙΑΣ Εγώ δεν φεύγω. Ό,τι και να κάνετε... ΜΑΡΚΟΣ Λες ψέµατα, και στον εαυτό σου και στους άλλους. ∆εν είναι το χωριό που δεν µπορείς να αφήσεις. Την πόλη φοβάσαι. ∆ε θες να δεις τι πραγµατικά γίνεται γύρω σου. Ο Ηλίας δείχνει να ‘χει θυµώσει. ΗΛΙΑΣ Μη µου κάνεις εµένα τον έξυπνο! Εγώ δεν είµαι σαν αυτούς που κάνεις πλάκες! Σήκω φύγε απ’ το χωριό! Ακούς; Ποιος νοµίζεις ότι είσαι; Ένας µαλάκας είσαι που ξεφτιλίζεις ανθρώπους στο δρόµο. ΜΑΡΚΟΣ Έτσι, ε; Και γιατί ήρθες να µε βρεις τότε; ΗΛΙΑΣ Γιατί το σπίτι του Φώτη πρέπει να µείνει όρθιο, γι’ αυτό. Αλλά θα µείνει και χωρίς εσένα! Νοµίζεις ότι όλοι, εκτός από σένα, είναι βλάκες; Εσύ είσαι ο µεγαλύτερος µαλάκας. ∆εν ξέρεις τι σου γίνεται, ούτε µε την ίδια σου τη µάνα! Τι µε κοιτάς, φύγε! Ο Μάρκος πειραγµένος φεύγει µε αργά βήµατα. 108. ΕΞ. ΠΛΑΤΕΙΑ ΠΑΧΤΟΥΡΙΟΥ - ΗΜΕΡΑ 68 Ο Μάρκος βάζει την κάµερα στ’ αµάξι του κοιτάζοντας προς την άλλη πλευρά της πλατείας. Εκεί ο κυρ-Γιώργος και ο Παύλος φορτώνουν πράγµατα από την οικοσκευή στην καρότσα φορτηγού. τα τελευταία ενός µικρού Ο γιος της κυρα-∆ήµητρας την ίδια στιγµή, λίγο παραπέρα φορτώνει τα πράγµατα της µητέρας του. Η Τίνα αποχαιρετά την κυρα-∆ήµητρα και την Οντέτ. Τον Μάρκο πλησιάζει ο Παύλος και του δίνει ένα γράµµα. Ο Μάρκος διαβάζει “Απωστολέας: Παύλος Αναγνώστις- Παχτούρυ. Προς: Βασιλέα Κωνσταντίνω- Αγκλία” ΜΑΡΚΟΣ Θα το στείλω οπωσδήποτε, µην ανησυχείς. 109. ΕΞ. ΥΨΩΜΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΧΤΟΥΡΙ – ΗΜΕΡΑ Ο Παύλος µε τον Ηλία και τον Περικλή στέκονται στο ύψωµα και βλέπουν τα αµάξια να φεύγουν από το χωριό. Το ένα µετά το άλλο. Η καρότσα από το φορτηγάκι µε τα πράγµατα του κυρΓιώργου είναι καλυµµένη µε µια κατακόκκινη βελέντζα. Το αυτοκίνητο του Μάρκου είναι τελευταίο. Ο Παύλος κάνει νοήµατα στον Ηλία. Είναι θυµωµένος που δεν έφυγε. ΗΛΙΑΣ Γιατί έτσι θέλω! Εσύ γιατί δεν έφυγες; Ο Παύλος δείχνει το χωριό, λέει πως έχει δουλειά. ΗΛΙΑΣ (συν.) Ωραία, θα µείνω κι εγώ µαζί σου, θα σε βοηθάω. Ο Παύλος προσπαθεί να τον πείσει. ΗΛΙΑΣ ∆εν πάω πουθενά! Ο Παύλος τον σπρώχνει θυµωµένος και φεύγει. 110. ΕΞ. ∆ΡΟΜΟΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΧΤΟΥΡΙ – ΗΜΕΡΑ Το τζιπ του Μάρκου κολλάει στο ίδιο σηµείο που είχε κολλήσει όταν ήρθε στο χωριό. Προσπαθεί να το ξεκολλήσει χωρίς αποτέλεσµα. 69 Βλέπει στον Περικλή. καθρέφτη του τον Ηλία να πλησιάζει µε τον Ο Ηλίας πηγαίνει πίσω από το αµάξι και αρχίζει να το σπρώχνει. Ο Μάρκος βάζει ξανά πρώτη, και το αµάξι ξεκολλάει. Προχωράει µερικά µέτρα και σταµατάει. Ο Ηλίας πλησιάζει. ∆είχνει να του έχει περάσει ο θυµός. ΗΛΙΑΣ Θες να σου πω για τη µάνα σου; Ο Μάρκος κατανεύει. ΗΛΙΑΣ (συν.) Τότε, όταν την παράτησε ο γιατρός, ήταν γκαστρωµένη. Το παιδί ήθελε να το κρατήσει και µάλωνε συνέχεια µε τη γιαγιά σου και µ’ όλο το χωριό. Μια νύχτα η µάνα σου έφυγε για τα Τρίκαλα, µε τα πόδια. Στο δρόµο γέννησε και το παιδί βγήκε πεθαµένο. Ο Μάρκος µένει για λίγο σιωπηλός. ΗΛΙΑΣ (συν.) Καλό ταξίδι. Ο Ηλίας φεύγει προς το χωριό. Ο Μάρκος βάζει µπρος και ξεκινά. 111. ΕΞ. ΜΕΣΟΧΩΡΑ – ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ – ΗΜΕΡΑ Ο Μάρκος περνάει από το καφενείο της Μεσοχώρας. Ο καφετζής έχει βγει έξω και χαιρετάει τον κυρ-Γιώργο. Ο Μάρκος τον κοιτάζει. 112. ΕΞ. ΕΣ. ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΜΑΡΚΟΥ – ∆ΡΟΜΟΣ ΜΕΣΟΧΩΡΑΣ - ΠΡΩΙ Λίγο πιο κάτω κάνει αναστροφή. 113. ΕΞ. ∆ΡΟΜΟΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΧΤΟΥΡΙ – ΗΜΕΡΑ Ο Μάρκος περνάει µε δύναµη το σηµείο που βούλιαξε δυο φορές και κατευθύνεται προς το χωριό. 114. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΩΤΗ – ΗΜΕΡΑ Ο Ηλίας µπροστά από το σπίτι του Φώτη παίζει µε τον Περικλή. Παίρνει ένα ξύλο και το πετάει µακριά. Ο Περικλής τρέχει να το φέρει. 70 Ο Ηλίας βλέπει παραξενεµένος τον Μάρκο να έρχεται. ΜΑΡΚΟΣ Άκου, θα µε βοηθήσεις να στήσω µια φάρσα σε κάτι τύπους που θέλουν να γκρεµίσουν το σπίτι του Φώτη; Ο Ηλίας τον κοιτάει και του σκάει ένα αχνό χαµόγελο. Το πρώτο χαµόγελο του. Καταφθάνει κι ο Περικλής βαστώντας το ξύλο στο στόµα του, όπως τα σκυλιά. 115. ΕΞ. ΑΝΗΦΟΡΑ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΩΤΗ – ΗΜΕΡΑ Ο Μάρκος οδηγεί µε προσοχή το τζιπ κατηφόρα. Ο Σπύρος τον καθοδηγεί. σε µια κακοτράχαλη Ο Ηλίας, η Τίνα, ο Μάρκος και ο Σπύρος καλύπτουν αυτοκίνητο µε κλαδιά ώστε να φαίνονται µόνο τα φώτα του. το Ο Σπύρος βγάζει δυο παλιά ηχεία έξω από το αυτοκίνητο. ΣΠΥΡΟΣ (στην Τίνα) Γαµώ τις φάσεις! Η Τίνα κοιτάζει τον αδελφό της χαµογελώντας. Της αρέσει που περνάει καλά. 116. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΩΤΗ – ΑΠΟΓΕΥΜΑ Πίσω από τα δέντρα ξεπροβάλλει ο Ηλίας. Φτάνοντας κοντά στο σπίτι σταµατά, βάζει τα χέρια του στο στόµα και φυσώντας βγάζει έναν ήχο από νυχτοπούλι. Αµέσως από το δάσος εµφανίζεται η Τίνα. Τρέχει κοντά του. Μένουν για λίγο να κοιτάζονται σιωπηλοί. Ο Ηλίας δείχνει ιδιαίτερα αµήχανος. ΜΑΡΚΟΣ (ΟFF) (εκνευρισµένος) Πάλι τα ίδια, Ηλία; Μα τι έχεις πάθει; Βλέπουµε τον Μάρκο σε ρόλο “σκηνοθέτη” να στέκεται παράµερα. Στα χέρια του κρατά το βιβλίο “Ο ΛΗΣΤΑΡΧΟΣ ΦΩΤΗΣ ΝΑΣΙΟΣ ΚΑΙ Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΒΑΣΙΛΩ”. ∆ίπλα του στέκεται ο Σπύρος. ΜΑΡΚΟΣ (συν.) Εδώ το λέει καθαρά. (διαβάζει) 71 “Αφού αγκαλιαστούν σφιχτά, τα χείλη τους ενώνονται σε περιπαθή ασπασµό!” ΣΠΥΡΟΣ Τουλάχιστον αγκάλιασέ την! (στον Μάρκο) Έχω µια ιδέα! Εδώ να βγω εγώ. Θα παίξω τον Περικλή, το πρωτοπαλίκαρο του Φώτη! ΜΑΡΚΟΣ Είπαµε, εσύ θα κάνεις τα ειδικά εφέ. (στον Ηλία) Επίσης µην ξεχάσεις να πας προς την αντίθετη κατεύθυνση όπου θα βρίσκονται. Για να τους δώσεις την ευκαιρία να φύγουν... Και να µην φοβάστε ο ένας τον άλλον. Είστε ζευγάρι, Μπόνι και Κλάιντ, Φώτης και Βασίλω! Και να είστε πιο αληθινοί, αλλιώς θα µας καταλάβουν! 117. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΥ - ∆ΩΜΑΤΙΟ ΠΑΥΛΟΥ – ΝΥΧΤΑ Ο Παύλος, σταυροπόδι µπροστά στην ντουλάπα, κρεµάει µε προσοχή ένα καινούριο έκθεµα. Τα κλειδιά του φύλακα από όλα τα σπίτια του χωριού. Ο Περικλής πηγαινοέρχεται ανήσυχος µέσα στο δωµάτιο. 118. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΩΤΗ - ΝΥΧΤΑ Στο σπίτι του Φώτη επικρατεί ησυχία. Μέσα στο τζιπ ο Σπύρος έχει µπροστά υπολογιστή και παίζει πασιέντζες. του έναν φορητό Ο Μάρκος είναι κρυµµένος σε µια συστάδα µικρών κέδρων, δίπλα από το αυτοκίνητο και περιµένει κρατώντας την κάµερα. Βλέπουµε το φως ενός φακού. Θανάσης και ο καφετζής. Εµφανίζονται ο Χρήστος, ο Ο Μάρκος, βλέποντάς τους, παίρνει ένα πετραδάκι και το πετάει προς το παράθυρο του τζιπ. Ο Σπύρος ξαφνιάζεται. Κοιτάζει µπροστά του. Στο βάθος οι τρεις πάνε προς το σπίτι του Φώτη. Ο Χρήστος κρατά ένα ανιχνευτή µετάλλων. Φορά τα ακουστικά και τον βάζει σε λειτουργία. ΚΑΦΕΤΖΗΣ Κοντά στα θεµέλια πήγαινε! 72 Ο Χρήστος χαλάσµατα. συνεχίζει να ψάχνει τον χώρο µπροστά στα ΘΑΝΑΣΗΣ Στα θεµέλια, σου λέει! ΧΡΗΣΤΟΣ Θα πάψετε; Ξέρω τι κάνω. Ο Χρήστος µπροστά στα θεµέλια σταµατά ξαφνιασµένος. ΧΡΗΣΤΟΣ (συν.) Χτυπάει! ΘΑΝΑΣΗΣ Στο ‘λεγα! ∆ε στο ‘λεγα; Ο Θανάσης βγάζει από µια τσάντα µασούρια µε δυναµίτες και αρχίζουν να τα τοποθετούν γωνιακά του σπιτιού. ΘΑΝΑΣΗΣ (συν.) (αστειευόµενος) Να µην ξεχάσουµε να βγάλουµε µερίδιο για τον Φώτη και τη Βασίλω. Ο Μάρκος γυρνά προς το τζιπ και κάνει νόηµα στο Σπύρο να ξεκινήσει. Ο Σπύρος πατά το play στο πρόγραµµα του υπολογιστή. Από τα ηχεία στο δάσος ακούγεται δυνατός άνεµος που τον διαδέχονται ουρλιαχτά λύκου. Ανάβουν οι φάροι του αυτοκινήτου. Μέσα από το δάσος, προς την κατεύθυνση του σπιτιού ένα δυνατό φως ανάβει, αναδύονται καπνοί, η ατµόσφαιρα γίνεται απόκοσµη. Οι τρεις άντρες τα χάνουν. ΧΡΗΣΤΟΣ Τι στο διάολο... Ο Μάρκος µε ένα φυσερό µελισσοκόµου, δηµιουργεί καπνό. Από το βάθος έρχεται ο Ηλίας. Τραβάει από το καπίστρι ένα µουλάρι. Ντυµένος µε τη φουστανέλα και ζωσµένος µε τ’ άρµατα µοιάζει πράγµατι στον αληθινό Φώτη! ΘΑΝΑΣΗΣ Ο Φώτης! 73 Οι άντρες κρύβονται αµέσως στο σπίτι του Φώτη. 119. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΩΤΗ - ΝΥΧΤΑ Ο καφετζής και ο Χρήστος κοιτάνε µε καχυποψία ενώ ο Θανάσης τρέµει από το φόβο του. 120. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΩΤΗ - ΝΥΧΤΑ Ο Ηλίας σταµατά, δένει το µουλάρι από ένα κλαρί, βάζει τα χέρια του στο στόµα και φυσά µιµούµενος τον ήχο από νυχτοπούλι. Μέσα τα δέντρα ξεπροβάλλει η Τίνα που φορά παραδοσιακή φορεσιά. Τρέχει κοντά του. Κοιτάζονται για λίγο. Ο Ηλίας την πλησιάζει και αποφασιστικά την φιλάει. Η Τίνα ανταποκρίνεται αλλά αµέσως µετά αποµακρύνεται στεναχωρηµένη. ΤΙΝΑ ∆εν έχει νόηµα αυτό που Ηλία... αύριο φεύγουµε. κάνουµε... Ο Ηλίας µένει να την κοιτάζει έκπληκτος ΤΙΝΑ (συν.) Τηλεφώνησα στους δικούς µου. Τα είπα όλα. ∆εν γινόταν πια να ζούµε έτσι. ΗΛΙΑΣ Εσύ έλεγες ότι... ΤΙΝΑ (Τον διακόπτει) Ηλία τι να κάνουµε µόνοι µας σ’ ένα έρηµο χωριό; Σε λίγο θα αρχίσουµε να τρώµε ο ένας τον άλλο. Ο Ηλίας την κοιτάζει ταραγµένος. Ο Μάρκος εµφανίζεται στο ανοιχτό παράθυρο απ’ το αµάξι. ΜΑΡΚΟΣ (χαµηλόφωνα) Μα τι λένε τόση ώρα; ΣΠΥΡΟΣ Μάλλον του την έσπασε. αύριο φεύγουµε. Του είπε ότι 74 Ο Μάρκος αποµακρύνεται δυσαρεστηµένος. Η Τίνα πλησιάζει τον Ηλία και τον αγκαλιάζει. ΤΙΝΑ Ηλία, συγνώµη... Η Τίνα αποµακρύνεται. Ο Ηλίας την κοιτάζει που φεύγει. Μετά αντί να φύγει γυρνάει προς το σπίτι. Η Τίνα γυρνάει ξαφνιασµένη. ΤΙΝΑ Που πας; 121. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΩΤΗ - ΝΥΧΤΑ ΘΑΝΑΣΗΣ Ο Φώτης µας πήρε χαµπάρι! ΧΡΗΣΤΟΣ Ποιος Φώτης ρε κουτορνίθι, κάποιοι µας κάνουν πλάκα! ΚΑΦΕΤΖΗΣ Εγώ λέω να φεύγουµε. ΧΡΗΣΤΟΣ ∆ε θα πάµε πουθενά. 122. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΩΤΗ - ΝΥΧΤΑ Ο Ηλίας συνεχίζει να προχωράει προς το µέρος τους. Ο Μάρκος τραβά ανήσυχος. ΜΑΡΚΟΣ Τι κάνει ο µαλάκας; Ο Θανάσης βλέποντας τον Ηλία να κατευθύνεται προς το σπίτι πετάγεται και αρχίζει να τρέχει τροµαγµένος. Μες στο δάσος όµως πέφτει πάνω στην Τίνα που περιµένει. Φοβισµένος αλλάζει κατεύθυνση και βρίσκεται πάλι στο ξέφωτο, πίσω από τον Ηλία. ΗΛΙΑΣ Που πας εσύ; Ο Θανάσης παγώνει στη θέση του. ΘΑΝΑΣΗΣ Πουθενά δεν πάω. 75 Ο Ηλίας τον πλησιάζει. ΗΛΙΑΣ Τι κάνεις εδώ; ΘΑΝΑΣΗΣ Βγήκα µια βόλτα. Για κυνήγι. ΗΛΙΑΣ Τι κυνήγι και µαλακίες; ανατινάξεις το σπίτι µου! Ήρθες να ΘΑΝΑΣΗΣ Όχι, Φώτη! Για κυνήγι ήρθαµε, αλήθεια λέω! ΗΛΙΑΣ Α, ώστε δεν είσαι µόνος σου. Που είναι οι άλλοι; Ο Ηλίας τον αρχίζει στις κλοτσιές. Ο καφετζής προσπαθώντας να µην τον φεύγει από το πίσω µέρος του σπιτιού. καταλάβει ο Χρήστος ΧΡΗΣΤΟΣ (µονολογώντας) Κωλοπαίδια! Ο καφετζής χάνεται µες στην νύχτα. Βγαίνει ο Χρήστος µε προτεταµένο το όπλο. ΧΡΗΣΤΟΣ (συν.) Εδώ είµαστε, ρε Φώτη της κακιάς ώρας! Ο Ηλίας τον κοιτάζει ήρεµος. ΧΡΗΣΤΟΣ (συν.) Και µάλιστα λέω να διαπιστώσω αν είσαι στ’ αλήθεια ο Φώτης µε µια σφαίρα. Τι λες; Ο Ηλίας αρχίζει να περπατάει προς το µέρος του. ΧΡΗΣΤΟΣ(συν.) Ούτε βήµα! Ο Ηλίας δεν υπακούει. ΧΡΗΣΤΟΣ (συν.) 76 (αρχίζει να φοβάται) Είπα ούτε βήµα, ρε µαλακισµένο, θα σου ρίξω! Η Τίνα έντροµη παρακολουθεί από τα δέντρα. Ο Μάρκος, αγχωµένος , βάζει µια καινούρια κασέτα στην κάµερα. ΣΠΥΡΟΣ Τι έχει πάθει, ρε, τρελάθηκε; Ο Ηλίας πλησιάζει κι άλλο. Ο Χρήστος σφίγγει το δάκτυλο στην σκανδάλη. Ο Μάρκος ανοίγει την πόρτα και τρέχει προς το ξέφωτο. ΜΑΡΚΟΣ Σταµατήστε! Σταµατήστε! Κάντιτ κάµερα! Μένουν όλοι αποσβολωµένοι. Ο Χρήστος κατεβάζει το όπλο. ΧΡΗΣΤΟΣ ∆ηλαδή το τραβούσες όλο αυτό; ΜΑΡΚΟΣ (προσπαθώντας να δείχνει άνετος) Βέβαια! Χαµογελάστε, σας πιάσαµε στον ύπνο! ΧΡΗΣΤΟΣ (σηκώνοντας το όπλο) Φέρε εδώ την κασέτα... Φερ’ είπα! την εδώ Ο Μάρκος βγάζει την άγραφη κασέτα από την κάµερα και του τη δίνει. Τότε ο Χρήστος του αστράφτει ένα χαστούκι και µετά ένα δεύτερο. ΧΡΗΣΤΟΣ (συν.) Ήθελες να µε κάνεις κωλόπαιδο; ρεζίλι, ρε Τον αρχίζει στις κλοτσιές. ΗΛΙΑΣ Ασ’τον ήσυχο! Ο Ηλίας πλησιάζει. ΧΡΗΣΤΟΣ 77 Μείνε εκεί που είσαι! Ο Ηλίας συνεχίζει να τον πλησιάζει. Ο Χρήστος φοβισµένος πυροβολεί. Ο Ηλίας γονατίζει. Πιάνει τα πλευρά του. Τα χέρια του γεµίζουν αίµα. Οι υπόλοιποι παγώνουν. Η Τίνα τρέχει στο ξέφωτο. ΧΡΗΣΤΟΣ (συν.) (στην Τίνα) Που πας εσύ;! Η Τίνα σταµατά ακίνητη. ΧΡΗΣΤΟΣ (ΣΥΝ.) (στον Μάρκο, απειλώντας τον µε το όπλο) Γαµώτο! Αν υπάρχουν κι άλλοι που κρύβονται πες τους να βγούνε έξω! ΜΑΡΚΟΣ Ηρέµησε, δεν υπάρχει κανείς. ΧΡΗΣΤΟΣ (στον Ηλία, φοβισµένα) Χτύπησες, ρε;! Ο Σπύρος, στο τζιπ, ψάχνει απεγνωσµένα στα σιντί του. ΣΠΥΡΟΣ Που είσαι ρε γαµώτο! Ο Ηλίας σηκώνεται και αρχίζει πάλι να κατευθύνεται προς τον Χρήστο. ΜΑΡΚΟΣ Ηλία σταµάτα ! Ο Χρήστος γυρνάει την πλάτη του στον Μάρκο και στρέφει το όπλο στον Ηλία. ΧΡΗΣΤΟΣ (συν.) Μείνε εκεί που είσαι! Ο Μάρκος βγάζει από το µπουφάν του το πιστόλι του πατέρα του και τον σηµαδεύει. ΜΑΡΚΟΣ Κατέβασε το όπλο! Ο Χρήστος γυρνάει προς το µέρος του. 78 ΧΡΗΣΤΟΣ Βάλε το πλαστικό πιστόλι στον κώλο σου. Ο Ηλίας επιταχύνει το βήµα του και ο Χρήστος στρέφεται ξανά προς αυτόν. Ο Μάρκος κλείνει τα µάτια και πατάει την σκανδάλη. Ακούγεται το ξερό κλικ του κόκορα. Το όπλο είναι άδειο. Ο Χρήστος γυρνάει προς το µέρος του. Ο Μάρκος κατεβάζει το πιστόλι σοκαρισµένος. ΧΡΗΣΤΟΣ (συν.) Αληθινό είναι, ρε µαλακισµένο; Ξαφνικά ακούγεται από το δάσος ένας πυροβολισµός. Μένουν όλοι στις θέσεις τους. εκκωφαντικός Ο πυροβολισµός τροµάζει περισσότερο τον Χρήστο. ΧΡΗΣΤΟΣ (συν.) Πόσοι είστε, ρε κωλόπαιδα; διάολο! Αϊ στο Γυρίζει και αρχίζει να τρέχει προς το δάσος. Ο Σπύρος µε την Τίνα τρέχουν κοντά τους. Ο Μάρκος σοκαρισµένος έχει µείνει να κοιτάζει το πιστόλι του πατέρα του. Ο Σπύρος πιάνει τον Ηλία από τις µασχάλες και τον πάει προς το αυτοκίνητο. Ο Ηλίας δείχνει ότι δεν έχει κάτι σοβαρό. ΦΩΝΗ ΣΠΥΡΟΥ ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΦΩΝΙΚΗ Ήχος από πιστόλι Ηλία! Τα φώτα σβήνουν και το ξέφωτο του Φώτη σκοτεινιάζει. 123. ΕΣ. ΣΟΥΪΤΑ ΜΟΝΤΑΖ ΣΕ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΚΑΝΑΛΙ – ΗΜΕΡΑ Μέσα από την τζαµαρία ενός ορόφου βλέπουµε την Αθήνα να απλώνεται πανοραµικά. ΜΑΡΚΟΣ (v.o) Άραγε πόσο µεγάλο µπορεί να είναι ένα µικρό χωριό; Πόσο ασφυκτικά γεµάτο µπορεί να είναι ακόµα κι όταν το κατοικούν µια χούφτα άνθρωποι; Είναι αλήθεια ότι στο Παχτούρι, στην Πίνδο, τα σπίτια, κλαίνε τα βράδια; Καθώς η κάµερα κινείται µας αποκαλύπτει τον Μάρκο που 79 µοντάρει το ντοκιµαντέρ που τράβηξε σε έναν υπολογιστή. ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ (full frame): Βλέπουµε πλάνα από το Παχτούρι της δεκαετίας του ’70, γυρισµένα σε super-8. Σ’ ένα ξέφωτο χορεύει ένας παπάς. ΜΑΡΚΟΣ (v.o) Είναι αλήθεια ότι ακόµη και σήµερα εκεί συναντιούνται ο λήσταρχος του περασµένου αιώνα Φώτης Νάσιος µε την πανέµορφη Βασίλω; Την απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήµατα την έχουν οι ίδιοι οι άνθρωποι του χωριού. Άλλωστε οι προσωπικές τους ιστορίες µοιάζουν µε τις ιστορίες των φαντασµάτων τους. 125. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΜΑΡΚΟΥ - ΗΜΕΡΑ (ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ) Η Πολυξένη είναι καθισµένη στο σαλόνι του σπιτιού της. Κάποια στιγµή πίσω της περνά για να βγει στο µπαλκόνι ο πατέρας του Μάρκου. ΜΗΤΕΡΑ ΜΑΡΚΟΥ Τι να πω; Εγώ από το χωριό έφυγα µικρή. Ούτε είκοσι χρόνων δεν ήµουν. Γιατί; Η ζωή στο χωριό ήταν σκληρή για αυτό φεύγαµε. Μερικές φορές και οι άνθρωποι γίνονταν σκληροί. Στην πόλη είναι αλλιώς. Μπορείς να βρεις µια γωνιά και να ησυχάσεις. Η κυρα-Πολυξένη κοιτάζει την φωτογραφία της µε την µητέρα της. Πάει να πει κάτι ακόµα αλλά το µετανιώνει. Είναι συγκινηµένη. 126. ΕΣ. ∆ΩΜΑΤΙΟ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ – ΗΜΕΡΑ (ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ) Η Τίνα µε τον Σπύρο κάθονται στο πάτωµα. ΣΠΥΡΟΣ Όταν ανέβηκα στο Τσιγκόρι να γράψω τον αέρα κι έπεσα... 127. ΕΞ. ΜΑΝΤΡΙ ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΥ – ΗΜΕΡΑ(ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ) ΣΠΥΡΟΣ (v.o) ...εκεί στο βράχο µε πήρε ο ύπνος. Ήρθαν δυο άγγελοι στο όνειρό µου, µε πιάνουν και µε πάνε µέχρι το φεγγάρι. Σοβαρά. Από κεί πάνω, κάνω µια έτσι και βλέπω κάτω το χωριό. Τι να πω γαµώ ήτανε. Αλλά µετά ήρθε 80 ο Ηλιας και µε ξύπνησε. Να σου βάλω να ακούσεις λίγο από το σιντί που έγραψα; Μια σειρά από κουδούνια διαφόρων µεγεθών είναι κρεµασµένα από ένα σκοινί στην αυλή του µαντριού. Ο Ηλίας τα χτυπά ένα-ένα ενώ ο Σπύρος, απορροφηµένος ηχογραφεί µε το ντατ τους ήχους τους. Η Τίνα µέσα στο µαντρί προσπαθεί να αρµέξει µια γίδα. Είναι καθισµένη σε ένα καρεκλάκι και έχει µπροστά της µια κατσίκα. Η γίδα ενοχληµένη πατάει µέσα στην καρδάρα µε το γάλα και αποµακρύνεται. Η Τίνα αναφωνεί φοβισµένη. ΣΠΥΡΟΣ (off) Ησυχία, γράφω! 128. ΕΣ. ΣΠΙΤΙ ΤΙΝΑΣ ΣΤΟ ΠΑΧΤΟΥΡΙ– ΝΥΧΤΑ. (ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ) ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ: Η κυρά - ∆ήµητρα βάζει βεντούζες στον Σπύρο µετά την διάσωσή του. Ακούγονται τα κουδουνάκια της προηγούµενης σκηνής «πάνω» σε χιπ-χοπ ρυθµό. Μαζί µε τα κουδουνάκια ξεχωρίζουν και ήχοι βρύσης, αέρα, ένας λύκος, και µια φράση της κυρά ∆ήµητρας που επαναλαµβάνεται («Άιζουρλό που πήγες εκεί πάνω») 129. ΕΣ. ∆ΩΜΑΤΙΟ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ – ΗΜΕΡΑ (ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ) Η Τίνα δείχνει σκεφτική πριν απαντήσει. ΤΙΝΑ (v.o) Γιατί πήγα στο χωριό… Ο λόγος δεν ήτανε µόνον ο Σπύρος. Βαθιά µέσα µου είχα αποφασίσει να τα παρατήσω όλα και να δοκιµάσω να ζήσω στο χωριό. Πίστευα ότι αυτό θα ήταν η λύση. Όσο περνούσε όµως ο καιρός τόσο έβλεπα ότι αυτό που σκεφτόµουνα δεν έχει νόηµα. Κι αποφάσισα να φύγω. 130. ΕΞ. ΠΛΑΤΕΙΑ ΠΑΧΤΟΥΡΙΟΥ – ΗΜΕΡΑ(ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ) ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ: Ο κυρ – Γιώργης επιβλέπει τα πρόβατά του καθώς ένας άντρας γύρω στα 50, ο ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ τα ανεβάζει στο φορτηγό του. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (v.o) Ονοµάζοµαι Γιώργος Αναγνώστης και είµαι φύλακας στο Παχτούρι για 17 χρόνια. Και µόνιµος κάτοικος για 60 χρόνια. Όλα τα χρόνια ήµαν στην δλιά µ’ τύπος και 81 υπογραµµός. Ας πει κάποιος έστω και µια κουβέντα. Ο κυρ- Γιώργος µε τον Παύλο σπρώχνουν ένα-ένα τα πρόβατα που ανεβαίνουν µέσω µιας σανίδας στην καρότσα. Οι υπόλοιποι παρακολουθούν. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ (v.o, συν) ...Τώρα όµως φεύγω. Φεύγω γιατί η γυναίκα µ’ - που ο Θεός να την έχει καλά που πήρε ένα µεγαλύτερο και χήροείναι γκαστρωµένη. Που θα µεγαλώσει το παιδί; Σ’ αυτή την ερηµιά; Να γίνει σαν τον άλλο µου γιο που ούτε να τον πλησιάσεις δεν µπορείς; Ε; Σας ρωτάω; Καθώς ο κυρ-Γιώργος πιάνει το µουλάρι να το οδηγήσει στην καρότσα, ο αγοραστής τον σταµατά. Αρχίζει να το εξετάζει προσεκτικά στο πρόσωπο, του ανοίγει το στόµα. (Τέλος off κυρ-Γιώργου) ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ Το µπλάρι είναι άρρωστο! ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ ∆εν έχει τίποτα, αφήνιασε. ιδρωµένο είναι, ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ ∆εν το παίρνω. 131. ΕΞ. ΑΥΛΗ ΣΠΙΤΙΟΥ ΚΥΡ-ΓΙΩΡΟΥ – ΗΜΕΡΑ(ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ) Ο κυρ-Γιώργος συνεχίζει on στην κάµερα. Έχει χάσει τα λόγια του από την συγκίνηση. Είναι καθισµένος στην αυλή, ενώ πίσω του, στον τοίχο είναι κρεµασµένη µια κατακόκκινη φλοκωτή. ∆ίπλα του κάθεται καµαρώνοντας ο Παύλος. ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΟΣ ...Ορίστε, τα κλειδιά τα αφήνω στον αδελφό µου τον Παύλο, άξιο άνθρωπο κι ας µην ακούει. Θα φυλάξει αυτός το χωριό τώρα. Ο κυρ- Γιώργος δίνει τα κλειδιά στον Παύλο και τον φιλάει σταυρωτά. Ο Παύλος δείχνει χαρούµενος. 132. ΕΞ. ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ – ΗΜΕΡΑ(ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ) Η κάµερα κάνει ένα πανοραµικό στους τάφους. Μερικοί από αυτούς έχουν τα καντηλάκια αναµµένα. Πάνω σε ένα τάφο 82 κάθεται ο µπαρµπα-Κώστας που µε νοήµατα τον ρωτάει «έχεις κανένα τσιγάρο;» Το ΠΑΝ καταλήγει στην κυρα-∆ήµητρα που πλάτη φροντίζει ένα τάφο. ΜΑΡΚΟΣ ...Κυρα-∆ήµητρα, γιατί δεν ανάβεις όλα τα καντηλάκια; ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑ Γιατί µε τις άλλες είµαι µαλωµένη. Γι’ αυτό... Ακούγεται το γέλιο του Μάρκου. Η κυρα-∆ήµητρα γυρίζει απότοµα. ∆είχνει να έκλαιγε ώρα. Το γέλιο του Μάρκου σταµατά απότοµα. ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑ (συν.) Τώρα πάει, θα φύγουµε... ΜΑΡΚΟΣ (OFF) Γιατί; ΚΥΡΑ-∆ΗΜΗΤΡΑ Μου το ‘χε πει ο γιος µου. Αν φύγει ο Γιώργος ο φύλακας, τελείωσε θα ΄ρθείτε στην Αθήνα. 133. ΕΞ. ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΩΤΗ - ΗΜΕΡΑ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ: Ο Μάρκος µιλάει στην κάµερα µέσα από το σπίτι του Φώτη. ΜΑΡΚΟΣ Αυτό είναι το σπίτι του Φώτη, το µέρος όπου τα βράδια συναντιούνται ο λήσταρχος Φώτης µε την πανέµορφη Βασίλω. Κάποιοι αµφιβάλλουν γι’ αυτό το γεγονός. 134. ΕΣ. ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΜΕΣΟΧΩΡΑΣ – ΗΜΕΡΑ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ. Γύρω από ένα τραπέζι παίζουν χαρτιά ο Χρήστος, ο Καφετζής και ο Θανάσης. Κοιτάνε µε κλεφτές µατιές, θυµωµένα προς την κατεύθυνση της κάµερας. ΚΟΝΤΙΝΟ πλάνο του Καφετζή. ΚΑΦΕΤΖΗΣ Μη µε ρωτάς εµένα, εγώ δεν ξέρω τίποτα. Η κάµερα γυρνά προς τον Χρήστο. 83 ΧΡΗΣΤΟΣ (εκνευρισµένος) ∆εν κόβεις τις... βλακείες, λέω εγώ; Κατόπιν κάνει πανοραµικό στον Θανάση που κοιτάζει σιωπηλός το χαρτί του. ΜΑΡΚΟΣ (V.O) Κάποιοι όµως όχι. ΘΑΝΑΣΗΣ (προς την κάµερα) Εγώ είµαι σίγουρος για τον Φώτη. Εκατό τα εκατό. 135. ΕΞ. ΣΙ∆ΗΡΟ∆ΡΟΜΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ – ΤΡΙΚΑΛΑ ΜΑΡΚΟΣ (V.O) Και κάποιο άλλοι αντιδρούν µε έναν απρόσµενο τρόπο. ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ: Ο Ηλίας κάθεται στο παγκάκι του σταθµού κρατώντας ένα πλαστικό ποτήρι µε ζεστό καφέ. Το µπράτσο του είναι σε επίδεσµο. Πιο πέρα παίζει ο Περικλής. Μέσα από ένα τζάµι φαίνεται ο Μάρκος που τον τραβάει µε την κάµερα. Ο Μάρκος σπρώχνει µία κασέτα mini-DV προς το µέρος του Ηλία. ΜΑΡΚΟΣ (off) Ο Φώτης και η Βασίλω. ∆ικό σου. Ο Ηλίας αφού περιεργαστεί για λίγο την κασέτα την ρίχνει στο ποτήρι του Μάρκου που είναι ακουµπισµένο στο παγκάκι. Η κασέτα βυθίζεται στον αχνιστό καφέ. Ακούγεται ήχος του συρµού που έρχεται. 136. ΕΣ. ΣΟΥΪΤΑ ΜΟΝΤΑΖ ΣΕ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΚΑΝΑΛΙ – ΣΟΥΡΟΥΠΟ Ο Μάρκος στέκεται µπροστά από την τζαµαρία και κοιτάζει σκεφτικός την Αθήνα. Στην οθόνη του υπολογιστή µε το πρόγραµµα photoshop είναι ανοιγµένες δυο φωτογραφίες. Η µια απεικονίζει το βασιλιά Κωνσταντίνο εν στολή και η άλλη τον Παύλο που περιµένει στο ύψωµα του χωριού. Η πόρτα ανοίγει και στη σουίτα µπαίνει ο ΜΑΚΗΣ (γύρω στα 25) ντυµένος κλόουν. Κουβαλάει µια σακούλα µε πλαστικά νεροπίστολα. ΜΑΚΗΣ Έλα, ρε Μάρκο, τι κάνεις τόση ώρα; 84 Ο Μάκης παίρνει ένα νεροπίστολο. ΜΑΚΗΣ (συν.) Γαµώ; Θα τα χαρίζουµε σε παιδάκια στην πλατεία συντάγµατος. ∆οκίµασέ το. Ο Μάκης στέκεται απέναντι. ΜΑΚΗΣ (συν.) Come on! Shoot me! Ο Μάρκος σηκώνει το πιστόλι και τον σηµαδεύει. Πατάει την σκανδάλη αλλά το νερό φεύγει από την ανάποδη µεριά κάνοντας τον µούσκεµα. Ο Μάκης χαχανίζει. Ο Μάρκος χαµογελάει βεβιασµένα. Το πρόσωπό του είναι γεµάτο σταγόνες νερού. 137. ΕΞ. ΥΨΩΜΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΧΤΟΥΡΙ – ΠΡΩΙ Άνοιξη. Το Παχτούρι µες στα λουλούδια. Στο ύψωµα, στην γνωστή του θέση είναι καθισµένος ο Παύλος. Στη στροφή εµφανίζεται ένα τζιπ. Είναι ο ταχυδρόµος. Ο Παύλος κατεβαίνει τρέχοντας τον δρόµο. Ο ταχυδρόµος του δίνει ένα φάκελο και φεύγει. Ο Παύλος τον περιεργάζεται. Παραλήπτης: Παύλος Αναγνώστης - Παχτούρι, Τρίκαλα. Αποστολέας: Βασιλεύς Κωνσταντίνος - Αγγλία. Ο Παύλος µε τρεµάµενα χέρια ανοίγει τον φάκελο και βγάζει από µέσα µια φωτογραφία. Ο Κωνσταντίνος είναι καθισµένος στο σαλόνι του. Υπάρχει όµως µια διαφορά. Σε περίοπτη θέση στο σαλόνι του Κωνσταντίνου υπάρχει η φωτογραφία του Παύλου που περιµένει τον ταχυδρόµο. Πάνω στη φωτογραφία είναι γραµµένο «Αγαπητέ µου Παύλο, δεν σε έχω ξεχάσει καθόλου. Να ‘σαι πάντα καλά. Κ.» Ο Παύλος αρχίζει να τρέχει προς το χωριό. Το χωριό που είναι ο φύλακας και ο µοναδικός του κάτοικος. 85
© Copyright 2024 Paperzz