Ποιήµατα

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Π. ΓΕΩΡΓΙΑΚΑΚΗΣ
«O tempora! O mores!»
Ποιήµατα
Συγκέντρωση-Καταγραφή Ύλης: Ρούλα Γεωργιακάκη
Τεχνική Επιµέλεια-Μορφολογία: Μαρία-Αλίκη Γεωργιακάκη
Ηλεκτρονική Μορφολογία-Σελιδοποίηση: Σοφία-Μελποµένη Γεωργιακάκη
Καλλιτεχνική Επιµέλεια-∆ιορθώσεις: Γεωργία-Νίκη Γεωργιακάκη
ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ Α.Β.Ε.Ε.
γραφικές τέχνες, χωροσυνθέσεις, διαδίκτυο
Ασκληπιού 80, 114 71 Αθήνα,
Τηλ.: 210-36.24.728, Fax: 210-36.01.679
www.papanikolaou.gr
[email protected]
ISBN 960-91780-1-4
[4]
Το βιβλίο αυτό αφιερώνεται,
στη γυναίκα µου
και στα πέντε παιδιά µου!!!
[5]
Λίγα λόγια για τον Συγγραφέα
& Ποιητή µας …
O
Ευάγγελος Π. Γεωργιακάκης, είναι γόνος µεγάλης ιστορικής οικογένειας της περήφανης και Λεβεντογέννας Κρήτης.
Ο παππούς του Γεώργιος Γεωργιακάκης ή Καπετάν Γιωργιός
υπήρξε Μέγας Επαναστάτης ένας «Τουρκοφάγος» κυριολεκτικά, Γενικός Οπλαρχηγός της Επαρχίας Σελίνου των Χανίων και εκλεγµένος Βουλευτής Κρήτης. Πατέρας του, ήταν,
ο Πέτρος Γεωργιακάκης, ο οποίος υπήρξε η ψυχή και ο νους
της Εθνικής Αντίστασης 1940-1945, παίρνοντας µέρος σε
πολλές µάχες κατά των Γερµανών και οργανώνοντας δικιά
του αντάρτικη οµάδα, από την πρώτη κιόλας στιγµή ,όταν τα
πάντα έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Ο Ευάγγελος Π. Γεωργιακάκης, προτού καλά-καλά να
γνωρίσει τον κόσµο, γεύτηκε όλη την οργή και την βαναυσότητα της βάσκανης και ζηλόφθονης µοίρας του, όταν το
Γενάρη του 1945 από την έκρηξη µιας ναρκοπαγίδας, έχασε
ό,τι πιο ακριβό, ό,τι πιο πολύτιµο, ό,τι πιο σπουδαίο αγαθό, υπάρχει για τον άνθρωπο, την όρασή του και το δεξί
του χέρι. Έτσι πορεύτηκε και πορεύεται µέχρι σήµερα τον
ατέλειωτο Γολγοθά του, κάτω από τις πιο αντίξοες του βίου
περιστάσεις, µετακινώντας ογκόλιθους στο διάβα του και
υπερπηδώντας ανυπέρβλητα εµπόδια σπουδάζοντας και παίρνοντας το πτυχίο της Νοµικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθη[7]
νών. Το 1966 έδωσε εξετάσεις στον Άρειο Πάγο για άδεια
εξασκήσεως επαγγέλµατος όπου ήρθε, πρώτος µεταξύ πεντακοσίων συναδέλφων, καθώς και γράφτηκαν πολλά άρθρα, εκείνη την εποχή, στον ηµερήσιο και περιοδικό ελληνικό και παγκόσµιο τύπο (Time USA: 3 Μαρτίου, 1967 &
17 Μαρτίου 1967 ).
Προκαλεί τον παγκόσµιο θαυµασµό ο Έλληνας δικηγόρος Ευάγγελος Π. Γεωργιακάκης. Είναι ο νικητής της πιο σκληρής κι’ αδυσώπητης µάχης, που µπορεί να συνάψει ο άνθρωπος πάνω σε τούτο τον κόκκο του σύµπαντος πάνω
στον οποίο γεννήθηκε και ζει: «Τη µάχη προς τον εαυτό
του». Μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού όσοι καταφέρανε να βγούνε νικητές σ’ αυτή τη µάχη.
Όλη η ζωή και πορεία του Ευάγγελου Π. Γεωργιακάκη,
επιβεβαιώνει την πιο γνωστή φράση του Νίτσε «Ό,τι δεν
σε σκοτώνει, σε κάνει πιο… δυνατό!». Μια φράση που
αποτελείται από έξι µόνο λέξεις, και που είναι τόσο περιεκτική και τόσο κατάλληλη για να περιγράψει τα «χτυπήµατα»
της µοίρας που δέχτηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του,
και που τελικά, βγήκε ΝΙΚΗΤΗΣ!!!
Από τη νεαρή του ηλικία, ο Ευάγγελος Π. Γεωργιακάκης,
ήταν ένα ατίθασο, αχαλίνωτο και ανήσυχο πνεύµα, άρχισε
τις επαναστάσεις και τις ανατροπές, και το µόνο που κατάφερε ήταν να σπάει συνεχώς τα µούτρα του. Όταν κατάλαβε πως δεν µπορούσε ν’ αλλάξει τον κόσµο, είπε: «…Εντάξει θ’ αλλάξω τον εαυτό µου …», όπου και εκεί, συνέχισε τις
επαναστάσεις του. Τελικά σκέφτεται, προς τον παρόν δηλαδή γιατί πάντα το ψάχνει, πως Επανάσταση είναι να’ χεις τα
µάτια της ψυχής σου ανοιχτά, να επιµένεις, να παλεύεις, να
[8]
εµµένεις στις αξίες σου, ν’ αγαπάς τη ζωή και να φροντίζεις
να µην τη µολύνεις µε το πέρασµά σου.
Η 3η ποιητική του συλλογή «Ο tempora!, O mores!»
κατακλύζεται από ένα χείµαρρο συναισθηµάτων οργής, αγανάκτησης, θυµού για το κατεστηµένο, για την κατάντια της
κοινωνίας µας, τα δεινά του πολέµου, τη διάβρωση των ηθικών µας αξιών, ωστόσο, περιλαµβάνει και µηνύµατα αγάπης, ελπίδας και της αέναης προσπάθειας και σκέψης του ανθρώπου για µια καλύτερη ζωή στηριγµένη σε αρχές, αξιοπρέπεια και ήθος !!!
Κλείνοντας, δανειζόµαστε το παρακάτω απόσπασµα από
το ποίηµα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη: «Ο βράχος και το
κύµα», το οποίο και είναι από τα πολυαγαπηµένα ποιήµατα
του Ευάγγελου Π. Γεωργιακάκη, καθώς συµβολίζει τη µάχη
που δίνει ο κάθε άνθρωπος απέναντι στις σκοτεινές πλευρές
του εαυτού του, που τον ταλαιπωρούν και τον αποδυναµώνουν.
«…» Βράχε, µε λένε Εκδίκηση. Μ' επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ' ανάθρεψαν ο πόνος.
Ήµουνα δάκρυ µια φορά και τώρα κοίταξέ µε,
έγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ µε «…»
«…» Μέριασε βράχε, να διαβώ, πέρασε η γαλήνη,
καταποτήρας είµαι εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
Γίγαντας στέκω εµπρός σου!!! «…»
Α. Βαλαωρίτης…
Ευχόµαστε, η επιτυχηµένη πορεία της ζωής του Ευάγγελου Π. Γεωργιακάκη να αποτελέσει «παράδειγµα προς µίµηση» για όλους εµάς τους νεότερους, και να αποτελεί αστεί[9]
ρευτη δύναµη, για να εµψυχώνει κάθε καρδιά που έχει σκοπό της να φτάσει στην απελευθέρωση !
Σας προτρέπουµε , όλους τους αναγνώστες να ταξιδέψουµε µαζί, στις ενδόµυχες σκέψεις και ανησυχίες του ποιητή,
κάνοντας µια βυθοσκόπηση στην ψυχή του.
Με εκτίµηση,
Η σύζυγός του Ρούλα…
&
Τα πέντε παιδιά του…
Πέτρος, Νίκη-Γεωργία, Εµµανουέλα-Ελένη,
Αλίκη-Μαρία & Σοφία-Μελποµένη
Αθήνα, Ιανουάριος 2012 …
[10]
Αντί Προλόγου
O τίτλος της ποιητικής συλλογής οφείλεται εις την πα-
ροιµιώδη και επιγραµµατική φράση του Κικέρωνος (106 - 43
π.Χ), η οποία περιέχεται σε έναν από τους πολλούς λόγους
που είχε εκφωνήσει ενώπιον της Συγκλήτου στην Αρχαία
Ρώµη, κατά του συνοµώτη Κατιλίνα, µε την οποία ήθελε να
χαρακτηρίσει την κατάπτωση των ηθών και τη διαφθορά της
εποχής του.
Τη φράση αυτή “O tempora! O mores! ” δηλαδή “Ω! καιροί, Ω! ήθη!” χρησιµοποιούµε και σήµερα ακόµη, προκειµένου να εκφράσουµε την οργή και την αγανάκτησή µας, για
την έκλυση των ηθών, την ανηθικότητα της κοινωνίας γενικώς, και της διοικήσεως ειδικότερα.
Ανάλογη είναι και η φράση του Αριστοτέλη «Ο λαβών
δικαίαν αφορµήν οργισθήτω, ο µη οργιζόµενος, ανήθικος
εστί».
Χαρακτηριστική είναι και η παροιµιώδης ελληνική έκφραση «Kόπρος του Αυγείου» η οποία υποδηλώνει µεταφορικώς τις µολυσµατικές εστίες, την πηγή του κακού και τους
όγκους ακαθαρσιών και σκουπιδιών µε τους οποίους είναι
γεµάτες όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες.
Κατά συνέπεια ερωτάται και επερωτάται κι όλος ο κόσµος
διερωτάται: «Που στο διάβολο θα οδηγήσει η κατάσταση
αυτή…;;;»
[11]
Περιεχόµενα
1.
2.
3.
4.
5.
6.
7.
8.
9.
10.
11.
12.
13.
14.
15.
16.
17.
18.
19.
20.
21.
22.
23.
24.
25.
26.
27.
28.
29.
30.
31.
32.
33.
Στον Kαπετανοπέτρο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στον Τσε Γκεβάρα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ο Γενναίος Κουρίτης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ειρήνη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ο ήρωας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Οι Λαοπλάνοι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Νατοϊκοί φονιάδες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Θα’ θελα να’ µουν καµικάζι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Γης µαδιάµ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Πολεµοκάπηλοι Αµερικάνοι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Γιάνκηδες Κλουξοκλανίτες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Αν οι καηµένοι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Μούτζωτα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Το καρακιτσαριό . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Κατάρα στους βρυκόλακες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Εµπρός οι κολασµένοι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Θέλω να αλαλλάξω . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ο λαός φταίει . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Η µαρµάγκα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Σισύφειος Λίθος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Θάττον ή βράδιον . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Κοινωνία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ποιός φταίει; . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Αίσχος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Μαύρη Μαυρίλα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ξεσηκωθείτε ρε . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Σαγέµ – σακαλάµ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τρύπες και . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στραβά κι’ανάποδα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Η φιλία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Αµοιβαιότητα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Μη σταµατήστε . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Το αγλάϊσµα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
[13]
σελ.
15
16
17
18
20
22
23
25
27
29
30
32
33
35
36
37
38
39
40
41
42
43
44
45
46
48
50
51
52
53
54
55
56
34.
35.
36.
37.
38.
39.
40.
41.
42.
43.
44.
45.
46.
47.
48.
49.
50.
51.
52.
53.
54.
55.
56.
57.
58.
59.
60.
61.
62.
63.
64.
65.
66.
67.
68.
69.
Ανάθεµά σε µοναξιά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τα τρία κακά σε τρεις παραλλαγές . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στα µαύρα µάτια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Να’ µουν για σένα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Είσαι αγριολούλουδο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Είσαι ένα στολίδι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Είσαι ο φάρος µου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Σ’ αγαπώ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Θέλω . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Μη µε λησµόνει . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Όλοι µας έχουµε καηµούς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Προσµονή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Σου ζηλεύουν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Χαµογέλα στη ζωή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Η ξανθοµαλλούσα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Απρόσµενη αγάπη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Είσαι και δεν είσαι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Άχαρη ζωή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Άχθος αρούρης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ξυπνήστε ρε! . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Βάσκανη µοίρα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Προσοχή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Η καλόψυχη γυναίκα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Το διαολόκουτο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Θεοί του Ολύµπου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Αγάπα και ξεφάντωνε . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ποίηµα για τη µάνα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Επίγραµµα στον Καπετάν Γιωργιό . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ποίηµα στη γιορτή της Μάνας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Όλα κενά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ένας σου λόγος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Γραφειοκράτες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Η υγεία πάν’ απ’ όλα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στο Μάη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Το νέφος του Καρκίνου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
[14]
57
58
59
60
61
62
63
64
65
66
67
68
69
70
71
72
73
74
76
77
79
80
81
82
83
84
85
87
88
89
90
91
92
93
94
95
Στον Καπετανοπέτρο
O υψηπέτης αετός, ο ΚαπετανοΠέτρος,
ο γιος του καπετάν Γιωργιό και των Λευκών Ορέων,
ο µέγας οραµατιστής, ο αγνός πατριώτης,
ο ακριβογιός της αρετής, ο διαλεχτός της Κρήτης,
έφυγε για το µακρινό κι ατέλειωτο ταξίδι,
χωρίς ελπίδα γυρισµού, χωρίς καµιάν ελπίδα.
Ω! σέµνωµα κι αγλάϊσµα, ω! ξακουστέ, ω! ήλιε,
πού ‘ριχνες το παρήγορο της ανθρωπιάς το φως σου,
και φώτιζες απλόχερα όλη την οικουµένη,
που ‘σουν µεγάλος και τρανός κι αρχοντογεννηµένος,
κι ήσουν καµάρι του χωριού και του Σελίνου όλου,
να ‘τανε µπορεσάµενο, ω! να µπορούσα λέει:
να σού ‘δινα ξανά πνοή και να σε φέρω πίσω,
να γιν’ ο κόσµος πιο καλός, ν’ ανθίσουν τα λουλούδια,
να κελαηδήσουν τα πουλιά και να γεµίσει η πλάση,
αρώµατα και µυρωδιές, από την έλευσή σου.
[15]
Στον Τσε Γκεβάρα
A
θάνατε! ηρωικέ! µεγάλε Τσε Γκεβάρα,
Ερνέστο, Ντελασέρνα,
στα κατακόκκινα φτερά της δόξας σου καβάλα,
σ’ όλον τον κόσµο πέρνα.
Εις την αιωνιότητα τώρα εσύ ανήκεις,
σα φωτοβόλ’ αστέρι,
στέλνοντας µήνυµα λαµπρόν, εις τους λαούς της νίκης
φως λευτεριάς να φέρει.
[16]
Ο Γενναίος Κουρίτης
Aιώνια νάν’ η µνήµη σου, ευγενικέ Κουρίτη,
αθάνατος να’σαι κι εσύ, σαν και τον Ψηλορείτη,
σαν το τρισένδοξο νησί, όπου το λένε Κρήτη,
τον ήλιο τον παντοτινό και τον αποσπερίτη.
Φάρος και φέγγος έγινες, µ’ αυτή σου τη θυσία
και πέρασες στο Πάνθεο και στην αθανασία.
Σαν τον Καψάλη, Σαµουήλ, ∆ιάκο και Λεωνίδα
και τόσους άλλους πού ’πεσαν, για τη γλυκιά πατρίδα.
Εσείς είστ’ οι σταυραετοί, της γης οι αντρειωµένοι,
οι αστραπές κι οι ήρωες οι καταξιωµένοι.
Εσείς είστ’ οι µπροστάρηδες κι εµείς ακολουθούµε
και χάρης της θυσίας σας, υπάρχουµε και ζούµε.
Οι θρυλικές σας οι µορφές, καθώς περνούν τα χρόνια,
η δόξα σας κι η µνήµη σας, θα µένουνε αιώνια...
1. Αφιέρωµα στον Ευάγγελο Γ. Γεωργιακάκη, τον υπέροχο φοιτητή της
Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών, ο οποίος εγκατέλειψε τις
σπουδές του, παίρνοντας µέρος ως Εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέµους, όπου και έπεσεν ηρωικά µαχόµενος υπέρ της φιλτάτης πατρίδος.
[17]
Ειρήνη
A
νθίσανε τα γιασεµιά, τα ρόδα και οι κρίνοι,
κι όλος ο κόσµος χαίρεται όταν υπάρχ’ ειρήνη.
Ω ! των ανθρώπων χαρµονή, όαση στη Σαχάρα,
η ευλογία είσ’ εσύ, κι ο πόλεµος κατάρα.
Ειρήν’ ηλιοπερίχυτη, χαρά όλου του κόσµου,
αγάπης µοσχοβόληµα και ψιφακιά2 και δυόσµου.
Ειρήνη µελιστάλαχτη, ειρήνη ελπιδοφόρα
εσύ µας κάνεις τη ζωή, γλυκιά σαν την οπώρα.
Εσ’ είσ’ η άγια οµορφιά, το φεγγοβόλο τ’ άστρο,
κι έχεις κατοικητήριο, της ανθρωπιάς το κάστρο.
Καταραµένοι ναν’ αυτοί, οι πολεµοκαπήλοι,
που θέλουν να µαράνουνε του Μάη και τ’ Απρίλη,
τα λούλουδα, τις οµορφιές, τις τόσες πρασινάδες.
Αµερικάνοι γιάνκηδες και των λαών φονιάδες,
2. Αγριολούλουδο καταπληκτικό, άσπρο σαν τριαντάφυλλο, µε µεθυστική ευωδιά, το οποίο ανθεί στο Κουστογέρακο Κρήτης.
[18]
Ειρήνη! φως, από το φως και τ’ άγιο το νάµα,
ας ήταν να γινότανε, κάποτε κι ένα θάµα,
να πέσει από τον ουρανό, φωτιά και να τους κάψει,
όλους αυτούς που φέρνουνε, σκοτάδι µεσ’ στη λάµψη.
Τον Μπους, τον Μπλερ και τον Αθνάρ, µαζί µε τον Σηµίτη,
που λέει: δεν θέλω πόλεµο, µα βοηθ’ απ’ την Κρήτη,
το Άκτιο, τον Τύρναβο και απ’ την Ελλάδα όλη,
ρ’ αντρείκελο του κερατά, είν’ τούτο το τριβόλι.
[19]
Ο ήρωας
‘Ε
νας γενναίος σα λιοντάρι, σ’ αυτές τις µάχες πολεµά,
είναι ο Καπετανοπέτρος, που σαν το σίφουνα ορµά.
∆εν τον τροµάζουνε οι σφαίρες, που πέφτουνε σαν τη βροχή,
σ’ αυτόν τον τίµιο αγώνα, είναι ο νους και η ψυχή,
όλων αυτών που πολεµούνε, πάνω στα όρη στα βουνά,
τέτοι’ αντρειοσύνη, τέτοιο θάρρος, αλλού δεν τα ‘δα πουθενά.
Στη µάχη του Κουστογεράκου, πάντα στην πρώτη τη γραµµή,
µάχετ’ αµύνετ’ εµψυχώνει, µε ασυγκράτητην ορµή.
Στη µάχη της Κανδάνου ίδιος, ατρόµητος και φοβερός,
στης Σπίνας το φαράγγι πάλι, τρέµει µπροστά του ο εχθρός.
Στα Φλώρια, µα και στη Χαλέπα, στα ∆ελιανά, στην Παναγιά,
γαζώνει µε το πολυβόλο, και θάνατο παντού σκορπά.
Ήρωα! Καπετανοπέτρο, τρανέ µεγάλ’ αγωνιστή,
ιδεολόγε πατριώτη, ασύγκριτε πολεµιστή.
[20]
Στης δόξας σου τ’ άτι καβάλα, σ’ όλο τον κόσµο θα γυρνάς,
και θα σε ραίνουν µε λουλούδια, οι άνθρωποι όπου περνάς.
Ύστερα θα γενείς αστέρι, εκεί ψηλά στον ουρανό,
να λάµπεις σαν Αποσπερίτης και τον λαµπρόν Αυγερινό.
Το όνοµά σου στους αιώνες, σαν την ηχώ θ’ αντιβοά,
για να θυµίζεις στους ανθρώπους, πώς κατακτιέτ’ η λευτεριά.
[21]
Οι Λαοπλάνοι
Oι Λαοπλάν’ οι θεοµπαίχτες,
τα φίδια, τα φαρµακερά,
οι τσαρλατάνοι και οι ψεύτες,
τα ερπετά τα µιαρά.
Πρέπει να σβήσουν, να χαθούνε,
κι’ ήλιος να µην τους ξαναδεί,
να ντρέπεται κι’ αυτός, που ζούνε,
τέτοια καθάρµατα στη γη.
[22]
Νατοϊκοί Φονιάδες
Θέλω να κράξω, ν’ αλαλάξω,
να ακουστώ ως το Θεό κι’ ακόµη παραπέρα,
σ’ άλλους θεούς του σύµπαντος, σε άλλους γαλαξίες,
θέλω να διαµαρτυρηθώ, να κράξω, να φωνάξω,
µε µια στεντόρεια φωνή,
σ’ όλο τον κόσµο ν’ ακουστεί,
κι’ ολόκληρ’ η γη να σειστεί,
όλοι µαζ’ οι Νατοϊκοί,
τούτοι οι ρεµπεσκέδες,
εκάµανε το φονικό,
το έγκληµα, το φοβερό
εις την Γιουγκοσλαβία.
Και τούτ’ εδώ που κόπτονται, και τώρα µιξοκλαίνε,
παίζουν καλά, πολύ καλά το ρόλο του Πιλάτου
κι’ άλλοι εκεί που σκίζονται για το καλό µας τάχα,
οι άτιµ’ οι υποκριτές, τα βρωµερά σκουλήκια
και άλλοι βερεµιάρηδες, χεσµένοι και βλαµµένοι,
σκορπίσανε το θάνατο, σε τούτα εδώ τα µέρη,
κι’ εµείς τώρα πληρώνουµε εκείνων τα σπασµένα.
Εδώ που ο ήλιος έλαµπε, κι όλοι χαµογελούσαν
και τα λουλούδι‘ανθίζανε, κι όλα µοσχοβολούσαν
µαύρη µαυρίλα πλάκωσ’ απ’ του ΝΑΤΟ τους προστάτες,
µα κάλλιον µην είν’ θεούς, ή τοιούτους θεούς είναι.
[23]
Ο Κλίντον της Αµερικής, κι ο Ζοσπέν της Γαλλίας,
ο Σρέντερ ο Γερµαναράς, κι ο Μπλερ ο Εγγλεζάκος
κι ο Σηµίτης ο Έλληνας, κι ο Πρόντι ο Ιταλιάνο
κι οι Τουρκαλάδες, κι οι ∆ανοί, κι οι Σουηδοί, κι οι Βέλγοι,
κι οι Ολλανδοί, κι οι Καναδοί, κι ο Αθνάρ της Ισπανίας,
όλοι τους είν’ συνένοχοι, στυγνοί εγκληµατίες.
Και το καυτό ερώτηµα, είναι ποιός θα δικάσει,
ποιός θα δικάσει τους αισχρούς και τους ανρθωποφάγους;
Λαοί, ξυπνήστ’αν θέλετε και µην ολιγωρείτε,
ξυπνήστε τώρα που’ ν’ νωρίς, κι’ είναι καιρός ακόµη,
γιατί: θάττον ή βράδιον, θα‘ρθεί και η σειρά σας.
Είναι ντροπή, ντροπή, ντροπή µια δράκα τα γεράκια,
να κάνουνε τόσο κακό, σ’ όλη την Οικουµένη.
Πάρτε τις βόµβες, των τρελλών κι αυτών των ηλιθίων,
τις βόµβες, τις ολέθριες, τις βόµβες τ’ ουρανίου,
και χώστε τις, στον κώλο τους και στα δικά τους σπίτια,
να δούµε τότε τι θα ‘λεν, οι ψεύτες κι οι αγύρτες,
κι οι βαρθακοί και οι σκορπιοί κι οι κλασοπαπαδίτσες,
λεχρίτες, φαύλοι, πούστηδες, ρουφιάνοι, κερατάδες,
βλήµατα, βοθρολύµατα, απόβλητα, ψωφίµια
και θέλετε να’στε ταγοί και να µας κυβερνάτε,
σκατόµουτρα, βρωµόσκυλα, µόµολα και χαϊβάνια.
[24]
Θα ‘θελα να ‘µουν καµικάζι
Κ
αθάρµατα και ρεµπεσκέδες, φίδια του κόσµου και θεριά
που τρώτε, πίνετε, γλεντάτε κι αναβοσβήνετε κεριά,
για τα πενήντα σας παπάρια, κλουξοκλανίτες του Νατό
ξεφτιλισµένοι µασκαράδες, χειρότεροι κι απ’ το σκατό.
Θα ‘θελα να ‘µουν καµικάζι, θα ‘θελα να ‘µουν κεραυνός,
να πέσω κει ανάµεσά τους κι όλα να γίνουνε καπνός,
µαύρο θάνατο να σκορπίσω, σ’ αυτούς που θάνατο σκορπούν,
στο Κόσοβο και στη Σερβία και λένε πως µας «αγαπούν».
Τι θράσος πού ‘χουν τα γουρούνια,
τι θράσος πού ‘χουν τα σκυλιά,
παχύδερµα της κοινωνίας, τι έγινεν η ανθρωπιά;
Όλους πρέπει να τους συλλάβουν κι’ ένα ωραίο πρωινό,
σ’ ένα καράβι να τους βάλουν, και φούντο στον ωκεανό.
Για να ξεµαγαρίσ’ ο κόσµος, απ’ τις µαζόχες τούτες δω,
που ‘ναι κακούργοι και φασίστες, δίχως ντροπή, χωρίς αιδώ.
Το Νάτο το ξευτιλισµένο, παίζ’ ένα ρόλ’ αµαρτωλό
και θα ‘θελα να δω µια µέρα, και το δικό του Βατερλό.
[25]
Σφιγγοφωλιά, των µαφιόζων, των δολοφόνων των λαών
κι αυτό που πιο πολύ ταιριάζει, είναι η φράση του Καµπρόν.
Γι’ αυτό λαοί ξεσηκωθήτε, πάρτε µαχαίρια και σπαθιά
και χώστε τα µεσ’ στην καρδιά του, όσο µπορείτε πιο βαθιά.
Όλα του Νάτο τα γεράκια, σ’ Ευρώπη και σ’ Αµερική,
πρέπει µε αίµα να πληρώσουν, την πράξη την γκαγκστερική.
Για το κακό που ‘χουνε κάµει, εδώ κοντά στη γειτονιά,
που καταστρέφανε τα πάντα, µε λύσσα και µε απονιά.
Θάνατο σ’ όλα τα γεράκια, που µαγαρίζουνε τη γη,
για να υπάρχει φως και ήλιος κι η ροδοδάχτυλη αυγή,
µαζί µε τη γλυκιάν ειρήνη, να οµορφαίνουν τη ζωή
κι οµόνοια να βασιλεύει κι όλοι να χαίροντ’ οι λαοί.
[26]
Γης Μαδιάµ
Όλα για σένα γίνονται, τρισεύγενη γαρδένια,
Ώ! χάδι απαλότατο, που διώχνεις κάθε µ’ έγνοια.
Χρυσάνθεµο και γιασεµί, του ήλιου ηλιαχτίδα,
γίνεσαι φάρος της αυγής, και η χρυσή µ’ ελπίδα.
Παίρν’ από σένα δύναµη, παλικαριά και θάρρος,
και γίνοµ’ ένας δυνατός κι’ ατρόµητος κουρσάρος,
και θέλω να τραβήξω µπρος και πλατωσιές ν’ ανοίξω,
µε το κακό να συγκρουστώ, ν’ αστράψω, να βροντήξω.
Να ταρακουνηθεί η γή, να ΄ρθουν τα πάνω κάτω
και να τα κάµω γης µαδιάµ, στο φονικό ρηγάτο.
Και µέσ’ απ’ τα χαλάσµατα, µέσ’ από τα συντρίµµια ,
κι από την ανυπόφορη και φοβερήν ασκήµια,
καινούριος κόσµος να φανή, νέα ζωή ν’ αρχίση,
χωρίς πολέµους, αίµατα, όχθρητες, πάθη, µίση.
∆ε θέλω πια να χύνεται, το αίµα των αθώων,
τ’ άλικο αίµα των παιδιών, των καµικάζ’ ηρώων.
[27]
Βαρέθηκα τους ισχυρούς, να µάσε κοροϊδεύουν,
κι απ’ το κακό που γίνεται, εκείνοι να θεριεύουν.
Ω! ουρανέ, και πώς µπορείς, να βλέπεις τέτοια χάλια;
Ρίξ’ άγρι’ αστροπέλεκα, να κάψουν τα κεφάλια,
αυτών που θέλουν πόλεµο, τη γη µατοβαµµένη,
και µια για πάντα να χαθούν, από την Οικουµένη,
τα φίδια τα φαρµακερά, τα κολοβά τα µαύρα,
που σαν λυσσάρικα σκυλιά, σαν τα γεράκια, λαύρα,
κατά της ανθρωπότητας, ορµούν και τη µατώνουν
κι ένα µαχαίρι δίκοπο, µεσ’ την καρδιά της χώνουν.
[28]
Πολεµοκάπηλοι Αµερικάνοι
Π
ολεµοκάπηλος ο Μπους και οι Αµερικάνοι,
είναι φονιάδες των λαών, στυγνοί σαν ταµερλάνοι,
πήρε γιαγκίνη ο ντουνιάς ,και κόλασ’ έχει γίνει,
απ’ του πολέµου τις φωτιές, π’ ανάψανε εκείνοι.
Αυτοί για τα πετρέλαια και τα συµφέροντά τους,
σκορπίζουνε το θάνατο σ’ όλη την Οικουµένη.
Γυναίκες κλαίν’ τους άντρες τους, µανάδες τα παιδιά τους,
και µια µαυρίλ’ απέραντη, παντού είν’απλωµένη.
Καθάρµατα Αµερικανοί, κακούργοι και φονιάδες,
όλος ο κόσµος σας µισεί, ρουφιανοκερατάδες,
µε τις πουτάνες πούχετε, Εφ. Μπι. Άϊ και Σ.Ι.Α.
παράγινε κάθε κακό και κάθε προδοσία.
Μ’ αυτές τις ατιµισίες σας και τις δολοπλοκίες,
σκορπίσατε πάνω στη γη, απίστευτες κακίες,
όλοι του κόσµου οι λαοί, φταίνε γι’ αυτό το χάλι,
γιατί τρώνε τις καρπαζιές και σκύβουν το κεφάλι.
Μα πού θα πάει; Κάποτε, ο κόσµος θα ξυπνήσει,
κι’ αυτή τη χώρα του κακού, σκληρά θα τιµωρήσει.
[29]
Γιάνκηδες Κλουξοκλανίτες
Γιάνκηδες αισχροί αλήτες,
άτιµοι κλουξοκλανίτες,
σοδοµίτες και λεχρίτες
ψεύτες, κλέφτες, λωποδύτες.
Πούστηδες Αµερικάνοι,
µασκαράδες τσαρλατάνοι,
είστε των λαών φονιάδες
και δυνάστες κερατάδες.
Τον Εβραίο ποιος τον βάνει,
για να κάνει, ό,τι κάνει;
Ποιος το χέρι του οπλίζει
και τον θάνατο σκορπίζει;
Στη µικρή την Παλαιστίνη
και κουνούπι δεν αφήνει;
Τα ντουφέκια, τα κανόνια
πού τα βρίσκει ρε κωθώνια;
Τα άρµατα, τα πολυβόλα
και τα ‘καµαν µαύρα όλα;
[30]
Ύπουλοι ξεφτιλισµένοι,
από πίσω είστε κρυµµένοι
και θαρρείτε Μακελάροι
πως δεν παίρνουµε χαµπάρι;
∆ολοφόνοι ρεµπεσκέδες,
άναντροι και σκερδελέδες.
Τι σαπίλα! και τι χάλι!
να ‘χατε ένα κεφάλι,
µε ένα δίκοπο µαχαίρι,
να σας το ‘κοβα σαν φτέρη,
να ξεµαγαρίσει η γη µας
και ν’ αλλάξει η ζωή µας.
Όλοι να γενούµε φίλοι
και του Μάη και τ’ Απρίλη
τα πολύχρωµα λουλούδια,
µε ευωδιές και µε τραγούδια,
ο πλανήτης να γεµίσει
και µε φως να πληµµυρίσει.
[31]
Αν οι καηµένοι
Αν οι καηµένοι κι οι φτωχοί, έλειπαν απ’ τον κόσµο
δε θα ‘χατε στον κήπο σας, βασιλικό και δυόσµο.
Αν είµαστε όλοι εµείς, µ’ εσάς τους άλλους ένα
πώς θα περνούσατε µωρέ, τόσο χαριτωµένα;
Της κοινωνίας άθλιοι εµείς δυστυχισµένοι,
για να περνάτ’ εσείς καλά, να ‘στε κι ευτυχισµένοι.
Ρε ρεµπεσκέδες, ρέµπελοι, ρεµάλια βολεµένοι
µεριάστε να περάσουνε, της γης οι κολασµένοι,
που τους εκµεταλλεύεστε, το αίµα τους ρουφάτε
λέγοντας και δεν ντρέπεστε, ότι τους αγαπάτε.
Να βράσω την αγάπη σας, µαζί µε τα καλά σας
σαν το διαµάντ’ είναι σκληρή κι ανάλγητ’ η καρδιά σας.
[32]
Μούτζωτα
Τ
έτοια χυδαία κοινωνία,
άλλη δεν έχω ξαναδεί,
να προστατεύει την πορνεία
και κάθε πούστη κι’ αναιδή,
να σου γυρεύει και τα ρέστα,
για την κατάντεια της αυτή,
ρε άντε µούτζω τα και χέστα,
πού είσ’ ω ! τλάµων αρετή;
Φραγγέλιο κι’ εσύ ν’ αρπάξεις,
σαν το φτωχούλη το Χριστό
κι’ απ’ τον ναό σου να πετάξεις,
κάθε ληστή και µη πιστό.
Ω !κοινωνία, κοινωνία,
µε τη σαπίλ’ αυτή πού πας;
Αχ ! πως µε τρώ’ η αγωνία,
γιατί ποτέ δεν αγαπάς,
τα τίµια κι’ άξια παιδιά σου,
που σε τιµούν και σ’ αγαπούν
και που δοξάζουν τ’ όνοµά σου,
όπου σταθούν κι’ όπου βρεθούν.
[33]
Πέραση έχουν οι λεφτάδες ,
και µόνο τσ’ άτιµους τιµούν
σ’ εκείνους κάνουν τεµενάδες
κι εκείνους πάντα προσκυνούν.
Ωστόσο, καλά µας τα κάνουν
κι εµείς φταίµε για όλ’ αυτά,
τέτοια κορόιδα που µας πιάνουν
και ο Καµπρόν καλά κρατά.
[34]
Το καρακιτσαριό
Όλοι ετούτοι οι λεχρίτες,
όλο το καρακιτσαριό,
οι σοδοµίτες κι οι κοπρίτες,
το άχρηστο κηφηναριό,
όλοι αυτοί που κυβερνούνε,
µε τα µπατσίστικα σκυλιά,
πρέπει να εξαφανιστούνε,
χωρίς κουβέντα κα µιλιά.
Κακό µεγάλο έχουν κάνει,
σ’ αυτό το δύσµοιρο λαό,
οι επιβήτορες κι οι χάνοι,
που ‘χουν το χρήµα για θεό.
[35]
Κατάρα στους βρυκόλακες
Κ
αλή σου νύχτα αγάπη µου, αγάπη καλή νύχτα,
πίκρες, καηµούς και βάσανα και τα φαρµάκια ρίχτα,
στα τάρταρα, στη θάλασσα, σ’ ωκεανό µεγάλο,
κράτησε µόνο τη χαρά, το φως και τίποτ’ άλλο.
Στείλ’ τα όλα στο διάβολο κι ακόµη παραπέρα,
αυτά σκοτώνουν τη ζωή, νύχτα κάνουν τη µέρα.
Σκοτάδι, έρεβος βαθύ, δεν ξέρεις πού πηγαίνεις ;
χάνεσαι, πέφτεις και χτυπάς και δεν καταλαβαίνεις.
Έπιασ’ αντάρα στα βουνά, στους κάµπους κατσιφάρα,
στα χείλια µου µια είν’ η βρισιά, χίλιες φορές κατάαααρα.
Σ’ αυτούς που βρυκολάκιασαν, να µας εκυβερνούνε
και σαν τις βδέλλες, σαν θεριά το αίµα µας ρουφούνε.
Είναι γραικύλοι, σαδιστές, φραγκοφονιάδες, πλάνοι,
κι αφού µας ξεγελάσανε, φέρνονται σαν τυράννοι.
[36]
Εµπρός οι κολασµένοι
Εµπρός του κόσµ’ οι κολασµένοι,
ανήµποροι και πονεµένοι,
εσείς οι εξαθλιωµένοι,
όπου βρισκόσαστε παντού,
εµπρός να κάµετ’ ένα ντου.
Είναι ντροπή, οι αντρειωµένοι,
να ‘σαστε πάντα νικηµένοι
κι’ αυτοί εκεί οι χορτασµένοι,
οι άρπαγες και οι ληστές,
να ‘ναι των πάντων ρυθµιστές.
Εµπρός λοιπόν αδικηµένοι,
άθλιοι και δυστυχισµένοι,
ξυπόλητοι και πεινασµένοι,
γκρεµίστε όλο τον ντουνιά,
που δείχνει τόση απονιά.
Καινούριος κόσµος ν’ ανατείλει,
κρίνα του Μάη και τ’ Απρίλη,
κι’ όλα τα πικραµένα χείλη,
ν’ αρχίσουν να χαµογελούν
κι’ εκείνα να µοσχοβολούν.
[37]
Θέλω ν’ αλαλλάξω
Θέλω να κράξω ν’ ακουστώ,
παν’ απ’ τον έβδοµ’ ουρανό
και πιο ψηλά ακόµη,
πού ‘ναι ο θεόκουφος Θεός,
που δεν ακούει δυστυχώς,
δεν βλέπει ποιοι είν’ οι βρόµοι.
Που σφάζουν συνεχώς παιδιά,
που µου µατώνει την καρδιά,
ετούτ’ η αγριότης,
κι’ αδιαφορούν οι ισχυροί,
ώ! τι κατάντια θλιβερή;
τι σοκ! τι αθλιότης!
Από τον ουρανό φωτιά,
να ρίξει και να κάψ’ αυτιά
κι’ αγύριστα κεφάλια,
π’ ευθύνονται για το κακό,
για το µεγάλο ξεπεσµό,
γι’ αυτά τα µαύρα χάλια.
Ένας λαός, πολλοί λαοί,
αναστενάζουνε µαζί,
βογκούν, πονούν, φωνάζουν,
όµως ετούτες οι φωνές,
που είναι τόσ’ αληθινές,
κανένα δεν πειράζουν.
[38]
Ο λαός φταίει
Θέλω να πω ν’ ακούγεται, σε όλους τους αιώνες,
πως πράµα δεν κερδίζεται, χωρίς σκληρούς αγώνες.
Όλα τα τρώνε τα σκυλιά, τ’ αρπαχτικά γεράκια
και δεν αφήνουν τίποτα, για τα περιστεράκια.
Φταίνε κι’ αυτοί, µα πιο πολύ εµείς θαρρώ πως φταίµε,
εσύ λαέ φταις πιο πολύ, ορθά κοφτά στο λέµε.
Εσύ µωρέ κωλόλαε που πάντα τους ψηφίζεις
κι ύστερα κάνεις το σκληρό κι ουρλιάζεις και γρυλίζεις.
Αφού τα κάµεις θάλασσα, το παίζεις προδοµένος,
αδικηµένος τάχα µου, καηµένος και χεσµένος.
Όχι λοιπόν, κωλόλαε, τώρα θα σε πηδήξω,
δε θα χαϊδέψω σου τ’ αυτιά, αλλά θα στα τραβήξω,
µέχρι να µεγαλώσουνε, γαϊδουρινά να γίνουν,
ίσως να µάθεις, ποιοί είναι αυτοί, που το αίµα σου πίνουν.
[39]
Η µαρµάγκα
΄Ολα στραβά κι’ ανάποδα, στον κόσµ’ αυτό ρε µάγκα
κι’ αν στυλιτέψης το κακό, σε τρώει η µαρµάγκα.
Άστα να παν στο διάβολο, κι ακόµη παραπέρα
παντού σαπίλα και βρωµιά, πανούκλα και χολέρα.
[40]
Σισύφειος Λίθος
΄Ενας λίθος Σισύφειος είναι αυτή η ζήση
κι όλβιος είναι ο θνητός, που δεν θα τον αφήσει,
να φύγει απ’ τα χέρια του, στα τάρταρα να φτάσει
και τότε θα’ ναι δύσκολο, να τον ξανανεβάσει.
Σισύφειες προσπάθειες, Σισύφεια τα πλούτη
µέρα και νύχτα µάχεσαι, µεσ’ τη ζωή ετούτη,
να δεις ένα χαµόγελο, να δεις µια ηλιαχτίδα
και µόνη καίει µέσα σου, κι’ άσβέστ’η ελπίδα,
για µια καλύτερη ζωή, πάντα για κάτι άλλο,
πιο όµορφο, πιο φωτεινό, πιο ωραίο, πιο µεγάλο.
Όµως δεν έρχεται ποτέ, όσα δάκρυα κι’ αν χύνεις,
ώσπου κι εσύ σιγά - σιγά, σαν το καντήλι σβήνεις.
[41]
Θάττον ή βράδιον
Λοιπόν που λέτε φίλτατοι, µε τούτα και µ’ αυτά,
οι πούστηδες και οι φελλοί, µόνο πάνε µπροστά.
Κι’ όλα θάττον ή βράδιον θα γίνουνε φρικτά,
γιατί δεξιά κι’ αριστερά, παντού είναι σκατά.....
[42]
Κοινωνία
Ω
! ουρανοί κι’ αστέρια και φεγγάρι µου,
που λάµπετε στο σύµπαν µ’ αρµονία,
διαµαντοστόλιστο, χρυσό λυχνάρι µου,
δώστ’ απ’ τη λάµψη σας στην κοινωνία.
Μήπως και φέξει, για να δει το χάλι της,
την κόπρο του Αυγείου, τη σαπίλα,
που το ξερό κι’ αγύριστο κεφάλι της,
σκορπά παντού τόσην ανατριχίλα.
Παντού βρωµιά και δυσωδία αφόρητη,
όπου κι’ αν πας πνίγεσαι µέσ’ στην µπόχα,
άχθος αρούρης έγινες κι’ απόρρητη,
πουτάνα κοινωνία και µαζόχα.
[43]
Ποιός φταίει;
Γ
ι’ άλλους αγκάθια η ζωή, νίλες και καταφρόνια
και γι’ άλλους, οι µοσχοβολιές, τ’ αρώµατα, τ’ αηδόνια.
Γι’ άλλους, οι πίκρες κι οι καηµοί, τα βάσανα κι οι πόνοι,
µαύρες κι’ ολόπικρες στιγµές κι οι δίσεχτοι οι χρόνοι.
Γι’ άλλους µαυρίλα πλάκωσε, µαύρη σαν καλιακούδα
κι’ άλλοι το νέκταρ χαίρονται, σαν και την πεταλούδα.
Γι’ άλλους το φως κι η οµορφιά, ήλιος και ηλιαχτίδες
κι’ άλλοι είν’ οι απόκληροι, που ζουν χωρίς ελπίδες.
Ποιος φταίει, ποιος; Για όλα αυτά, κανένα στόµ’ ακόµη,
δεν το ‘πε µήτε θα το πει, για να µ’ αλλάξει γνώµη.
Έτσι θα συνεχίζεται ετούτ’ η ιστορία,
ωσότου γη και ουρανός, ν’ αφανιστούν Μαρία.
[44]
Αίσχος
Ρόδα και τριαντάφυλλα, ία και µενεξέδες,
ποτέ να µην ανθίσετε, µοσχοβολιά γλυκιά,
ποτέ να µην σκορπίσετε, γιατί στους ΟΗΕ∆ΕΣ,
όλ’ οι λαοί στους Γιάνκηδες, βγάλανε τα βρακιά.
Όλ’ οι λαοί κιοτέψανε κι έχασαν τη φωνή τους,
κι είπανε «ναι» στη θέληση των Αµερικανών,
όλοι µαλάκες γίνανε και παίζουν το πουλί τους
κι αλί και τρις αλίµονο, µαύρο και σκοτεινό,
το µέλλον προµηνύεται και θα ‘µαστε όλοι πιόνια,
των Γιάνκηδων, των πούστηδων, των Αγγλοβρετανών
κι ό,τι θέλουν θα κάνουνε, ετούτα τα κωθώνια,
που ‘ναι φίδια φαρµακερά, γεννήµατ’ εχιδνών.
Ντροπή, λαοί ντροπή, ντροπή σ’ όλη την οικουµένη,
να γίνουµ’ αντρείκελα των Αµερικανών.
Χίλιες φορές καλύτερα, νεκροί µα τιµηµένοι,
παρά τσιράκια άβουλα των όποιων σκουληκιών.
[45]
Μαύρη µαυρίλα
Μ
αύρη µαυρίλα πλάκωσε,
σ’ ολόκληρο τον κόσµο,
µαύρη µαυρίλα ασβολερή
σαν την αµουζουδιά
κι’ εµάρανε τα γιασεµιά,
τα ρόδα και το δυόσµο
και νιώθει πόνο αβάσταχτο
κι οργή κάθε καρδιά.
Κάθε ψυχή περήφανη,
κάθε καρδιά µεγάλη,
θλίβεται κι ολοφύρεται,
γι’ αυτή τη συµφορά,
για τούτο το κατάντηµα
γι’ αυτό το µαύρο χάλι,
όπου µας οδηγήσανε
ακόµη µια φορά,
[46]
οι γιάγκηδες, οι ρατσιστές,
οι κουκλουξοκλανίτες,
που σπέρνουνε το θάνατο,
σ’ ολάκερη τη γη,
οι αρχιµακελάρηδες,
οι αγυρτοαλήτες,
πού ‘φεραν έρεβος βαθύ
κι έπνιξε την αυγή.
Ήλιε κι αστέρια κι ουρανοί
και φωτεινή σελήνη
και σεις γλυκόλαλα πουλιά,
µια χάρη σας ζητώ,
µόνο για τη θεσπέσια
κι εξαίσιαν ειρήνη
να ζείτε, να υπάρχετε
και ό,τι είναι αγαπητό.
[47]
Ξεσηκωθείτε ρε
Εις τον, των ∆αναΐδων πύθον,
υδροφορούµεν όλοι εµείς,
όσοι πιστέψαµε στο µύθον,
µιας δίκαιης διανοµής.
Βλάκες, µαλάκες κυβερνούνε
και άσχετοι νοµοθετούν,
που ξέρουν να φορολογούνε
κι’ έχεις δεν έχεις, δε ρωτούν.
Εµπρός της γης οι κολασµένοι
σαν τι φοβάστε εσείς µωρέ,
που είστε οι πιο αδικηµένοι,
ξεσηκωθείτε όλοι ρε.
Πάρτε µαχαίρια και τσεκούρια
και κάντε τα γης µαδιάµ,
µη λυπηθείτε τα γαϊδούρια,
ας ακουστεί και κάνα µπαµ.
[48]
Ας κοκκινίσουνε οι δρόµοι,
µε όσο αίµα θα χυθεί,
τέρµα οι κλέφτες κι αστυνόµοι,
φωτιά, τσεκούρι και σπαθί.
Όλοι στο διάβολο να πάνε,
αφού δε βλέπει κι ο θεός,
εκείνοι να καλοπερνάνε
και ας πεινάει ο λαός.
Φαύλοι λεχρίτες, λωποδύτες,
άρπαγες, άδικοι, µοιχοί,
είναι ντροπή, τούτοι οι αλήτες,
να µας εβγάζουν την ψυχή.
[49]
Σαγέµ-σακαλάµ
Μ
αύρη µαυρίλα ο θάνατος, µαύρη σαν καλιακούδα
και τέτοιο τέλος άραχνο, ποτέ κανείς σοφός,
δε θα ‘δινε για τη ζωή, που ‘ναι µια πεταλούδα,
που χαίρεται την οµορφιά κα τ’ άπλετο το φως.
∆εν έπρεπε ο θάνατος να’ναιι µεσ’ στη ζωή µας,
τόσα και τόσα γίνανε, στραβά µα και σωστά
κι’ αν δηλαδή, το πιο σωστό, που είναι η ύπαρξη µας
γινότανε, δε θα ‘τανε πάλι πιο θαυµαστά;
Στο διάβολο κι ο θάνατος και του θεού η σοφία,
αφού αυτό δεν έγινε, όλα είναι σκατά,
κακά ψυχρά κι ανάποδα, µία σκέτη µαλακία
και σίγουρα το βάραγε, τότε που σκαν’ αυτά.
Τι ήθελε τους ουρανούς, τ’ αστέρια, το φεγγάρι
κι’ ακόµη τόσα βάσανα κι’ αµέτρητα κακά;
Μέγας µαλάκας, σαδιστής θα ‘ταν το παλικάρι,
γι’ αυτό τα καµε µπάχαλο και τραγελαφικά.
[50]
Τρύπες και …
Τρύπες έκανε στο νερό, τότε που µε σοφία,
εσκάρωνε τα έργα του, βαρώντας µαλακία.
Αν ήτανε αυτός σοφός, θα ‘βρισκε κάποιον τρόπον,
για να περνά καλύτερα, το γένος των ανθρώπων.
Θα ‘κανε µια γλυκιά ζωή, όµορφη σαν και τ’ άνθια
κι’ όχι γεµάτη βάσανα, µε τρύβολους κι’ αγκάθια,
γεµάτη αρρώστιες και κακά, πόνο και δυστυχία
και µάταια πασχίζουµε, για λίγην ευτυχία.
Τι τα ‘θελες µωρέ σοφέ, τόσα κακά στην πλάση
και δεν µπορεί το χείλι µας, µια µέρα να γελάσει;
Μας λένε πως µας αγαπάς, γι’ αυτό και µας παιδεύεις,
αλλά σου λέµε ορθά κοφτά, πάψε να κοροϊδεύεις.
Μια τέτοια αγάπη άχρηστη, καλύτερα να λείπει,
παρά να φέρνει δάκρυα, πίκρες, καηµούς και λύπη.
Λέγονται κι’ άλλα ηχηρά, πολλών λογιών βλακείες,
µα όλα τούτα τα σοφά, µοιάζουν µε µαλακίες.
Αµέτρητά ‘ναι τα δεινά, σαν του γιαλού τον άµµον,
που σκόρπισες πάνω στη γή, σοφέ κι αιθεροβάµων.
[51]
Στραβά κι’ ανάποδα
Ο
φλύαρος κι ο σάλιαγγος, έχουν τα ίδια χάλια,
γιατί κι οι δυο όπου διαβούν, αφήνουν πίσω σάλια.
Άνθρωπος που δε νοιάζεται για το συνάνθρωπό του,
είναι γοµάρι κι’ άδικα περνάει τον καιρό του.
Αντί του ύδατος χολή, κι’ όξος αντί του µάννα,
αυτ’ είν’ ή µοίρα των καλών, σαν του γνωστού Τιτάνα.
Αγάπα κι ας µη σ’ αγαπούν, ποτέ κακό µην κάνεις
και εις το σκάκι της ζωής, να παίζεις και ας χάνεις.
Παντού απάτη και βρωµιά, σάπιο κατεστηµένο
κι’ εγώ καλό δεν προσδοκώ, µήτε και περιµένω.
Όλα στραβά κι’ ανάποδα, τουτέστιν άνω κάτω
και η σαπίλα έφτασε, πιο κάτω κι’ απ’ τον µπάτο.
[52]
Η φιλία
Όλα του κόσµου τα καλά κι όλα τα µεγαλεία,
είν’ ένα τίποτα µπροστά, εις την αγνή φιλία.
∆υό σώµατα, µα η ψυχή πρέπει να είναι µία
παντού µαζί µεσ’ στη ζωή, σε κάθε τρικυµία,
σε κάθε πίκρα και χαρά κάθε κακό και λύπη,
ο φίλος δίνει το παρόν και δε σ’ εγκαταλείπει.
Φιλία σαν του ∆άµωνα κι εκείνη του Φιντία
που φτάνει ως τον θάνατο, αν το καλέσ’ η χρεία.
Φίλος καλός, είν’ θησαυρός στον κόσµο σαν υπάρχει,
µα σε καλό, µα σε κακό, µα σ’ ότι και να λάχει.
Αυτός θα τρέξη για να δει, να µάθει τι συµβαίνει
κι ανταµοιβή για ολ’ αυτά, ποτέ δεν περιµένει.
Φίλτερε, φίλε, φίλτατε, φρόντιζε τη φιλία
φίλον φύλα σα φυλαχτό, σ’ αυτή την κοινωνία.
[53]
Αµοιβαιότητα
Μ
πράβο, µπράβο, µπράβο σου,
µ’ έχεις κάµει σκλάβο σου
κι εγώ είµαι σκλάβα σου,
γίνοµαι στο διάβα σου
χαλί για να περνάς,
πάντα χαµογέλα µου
όµορφη κοπέλα µου,
γλύκα µου και τρέλα µου,
µόσχος και κανέλλα µου
εσύ µε κυβερνάς.
Νίκη µου και ήττα µου,
άσπρη µαργαρίτα µου,
στρώσε, στρώσε, στρώσε µου,
δώσε, δώσε, δώσε µου
αυτό που σου ζητώ,
τα γλυκά τα χείλια σου,
τα φιλιά τα χίλια σου,
αχ, αυτή η ζήλια σου
πάρε τα κοχύλια σου
κι αυτό το φυλαχτό.
[54]
Μη σταµατήστε
Της πολυκύµαντης ζωής,
τ’ ακύµαντο λιµάνι εσείς είστε.
Ήλιος της µέρας φωτεινός και ξέφωτο και φάρος
κι’ ολόγεµη σελήνη.
Ω! τη γεµάτη ανθρωπιά, προσπάθεια,
ποτέ µη σταµατήστε,
γιατί είν αυτή που σε καηµούς και πίκρες και σε πόνους,
της γλύκας γεύση δίνει.
[55]
Το αγλάϊσµα
Αγάπη ρόδ’ αµάραντο, εξαίσιος ανθώνας,
που γίνετ’ άνοιξ’ ο χιονιάς κι ο παγερός χειµώνας.
Αγάπη είσαι τ’ ουρανού, το φωτοβόλ’ αστέρι
κι ό,τι καλό κι’ αληθινό, εκείνο θα το φέρει.
Αγάπη µοσχοβόληµα, του ρόδου και του δυόσµου,
εσύ ‘σαι το αγλάϊσµα, του ψεύτη τούτου κόσµου.
Αγάπη µέγας θησαυρός, καρδιά του Τσε Γκεβάρα,
χωρίς εσένα η ζωή, είν’ έρηµη Σαχάρα.
[56]
Ανάθεµά σε µοναξιά
Μ
αύρη, πικρή είν’ η µοναξιά, σκληρή σαν και τ’ ατσάλι,
σου φέρνει βάρος στην ψυχή και ζάλη στο κεφάλι.
Σε κάνει µελαγχολικό και σε γεµίζει πόνο,
µαύρες σου κάνει τις στιγµές κι’ ατέλειωτο το χρόνο.
∆εν ξέρεις τι θα πει χαρά, πώς είναι δε θυµάσαι.
Ανάθεµά σε µοναξιά, καταραµένη να ‘σαι.
Συντρόφισσες αχώριστες η λύπη κι’ η ανία,
πλήξη και θλίψη και καηµοί και άγχος κι’ αγωνία.
∆ίχως χαµόγελο κυλά η ζήση και διαβαίνει,
παρέα µε τη µοναξιά, πικρή και πικραµένη.
Ανάθεµά σε µοναξιά µε τα πολλά φαρµάκια,
λουλούδια δεν ανθίζουνε, δεν κελαηδούν πουλάκια,
µήτε κι’ αστέρια λάµπουνε εις τον δικό σου τόπον
ΑΝΑΘΕΜΑ ΣΕ ΜΟΝΑΞΙΑ σαράκι των ανθρώπων.
[57]
Τα τρία κακά σε τρεις παραλλαγές
Π
υρ και γυνή και θάλασσα,
καταραµένο τρίο.
Το ένα καίει,
το άλλο κλαίει,
το τρίτο είναι φοβερό
κι’ ανήµερο θηρίο.
Πυρ και γυνή και θάλασσα,
τρία κακά µεγάλα,
καλό, να µη σου τύχουνε,
να µη σε πάρ’ η µπάλα,
διότι, αν σου τύχουνε,
σε τρώει η µαρµάγκα,
κι’ άστα να παν στο διάβολο,
ασίκη µου και µάγκα.
Πυρ και γυνή και θάλασσα,
φωτιά, γυναίκα, θάλα,
τα τρία τούτα τα κακά,
είν’ απ’ τα πιο µεγάλα.
[58]
Στα µαύρα µάτια
Μ
άτια µου, µάτια, µάτια µου, των οµατιών µου µάτια,
µαύρα µου µάτια µοιάζετε, µε µέρτα, µαύρ’ άττια.
Μαύρα είναι τα µάτια σου, µαύρα κα τα µαλλιά σου
κι άλλη καµιά δε βρίσκεται, να ‘χει την οµορφιά σου.
Τα µαύρα µάτια τ’ αγαπώ, γιατ’ είναι παθιασµένα
και σε κοιτάζουνε γλυκά και παραπονεµένα.
Τα µαύρα µάτια µπαίνουνε, µεσ’ την καρδιά και σφάζουν,
τότε που σ’ ερωτεύονται και σε γλυκοκοιτάζουν.
[59]
Να ‘µουν για σένα
Κ
αλή νύχτα πριγκίπισσα, αφέντρα και κυρά µου,
µπορεί να φεύγει το κορµί, µα µένει η καρδιά µου.
Τούτ’η στιγµή του χωρισµού, έχει µια πίκρα τόση,
που θα σου λέω, έχε γεια, µέχρι να ξηµερώσει.
Ύπνος στα µάτια σου να ‘ρθει και στην καρδιά σου ειρήνη,
ύπνος κι ειρήνη θα’θελα για σένα να ‘χα γίνει.
Τόσ’ είναι η αγάπη µου κι άλλη τόσ’ η λατρεία,
που θα ‘θελα να ήµουνα για σένα ευτυχία.
Το άρωµα των λουλουδιών, των µελισσών το µέλι,
το φως του ήλιου το λαµπρό κι άλλο να µη σε µέλλει,
παρά µονάχ’ ν’ αγαπάς, έτσι κι εσύ εµένα,
ώ!! χάρµα, χαρµονή, χαρά, να’ µουν εγώ για σένα.
[60]
Είσαι αγριολούλουδο
Είσαι ωραία κι’ όµορφη, λιγνή κι’ άσπρη σαν κρίνος,
ίδια και απαράλλαχτη, όπως είναι κι’ εκείνος.
Είσαι γαλάζιος ουρανός, φεγγάρι, που τον σκίζει,
ο ήλιος ο βιγλάτορας, που λάµπει και φωτίζει.
Είσαι οξυγόνο, άρωµα, φέγγος και ό,τι άλλο
υπάρχει πάνω στον ντουνιά, σπουδαίο και µεγάλο!
Είσαι το πιο δυσεύρετο, το πι’ ακριβό στολίδι
κι ακόµη διαµαντόπετρα, σ’ ωραίο δαχτυλίδι.
Είσαι αγριολούλουδο, κάθε αγνό λουλούδι,
εξαίσιο δοξαστικό, των αηδονιών τραγούδι.
Είσαι όλα τα χρώµατα, στο ουράνιο τόξο,
είσαι το Ευαγγέλιο, όπου κι εγώ θα µνόξω,
να σ’ αγαπώ αληθινά, ως τη στερνή πνοή µου,
γυναίκα, µάνα, αδερφή και γλυκαπαντοχή µου.
[61]
Είσαι ένα στολίδι
Είσ’ αδερφή του φεγγαριού, του ήλιου θυγατέρα,
το όνειρο που χάνεται, µόλις χαράξ’ η µέρα.
Είσαι το τριαντάφύλλο, το ροζ το µυρωµένο,
η ψιφακιά η κάτασπρη, το κρίνο τ’ανθισµένο.
Είσαι τ’ αγριολούλουδο, π’ ανθίζει στο χωράφι,
µπροστά σε σένα, ωχριά του κόσµου το χρυσάφι.
Είσαι η διαµαντόπετρα σ’ όµορφο δαχτυλίδι
µα και το ακριβότερο, πάνω στη γη στολίδι.
Όλα τα ωδικά πουλιά, για σένα κελαηδούνε,
και τα λουλούδια του µπαξέ, για σε µοσχοβολούνε.
Στην παγωνιά της µοναξιάς, στον παγερό χειµώνα,
φαντάζεις σαν ολάνθιστη και κόκκιν’ ανεµώνα.
Όταν γελάς χορεύουνε στον ουρανό τ’ αστέρια
και φτερουγίζουν γύρω σου, χιλιάδες περιστέρια.
Το φωτεινό το γέλιο σου και το χαµόγελό σου,
δίνουν µια λάµψη ξέχωρη, στ’ όµορφο πρόσωπό σου.
[62]
Είσαι ο φάρος µου
Σ’ αγάπησα όσο κανείς
αγάπησες τον κόσµο,
µε µια αγάπη δυνατή,
απέραντη πλατιά.
Γιατί είσαι φάρος τηλαυγής,
στο σκοτεινό µου δρόµο
και η αλήθεια και το φως,
στη πλάνη, στη ψευτιά.
Πλασµένη µε ροδόφυλλα,
του Μάη και τ’ Απρίλη
κι απ’ τη γλυκιά µοσχοβολιά
πλασµένη σου η ψυχή.
Μεσ’ στη Σαχάρα της ζωής,
τα φλογισµένα χείλη,
γίνεσαι πιο ευχάριστη
κι ουράνια βροχή.
Είσαι η γλυκιά παρηγοριά,
η θεία καλοσύνη,
βάλσαµο απαλότατο
στην κάθε µου πληγή,
[63]
που φέρνει ποθεινότατη
του πόνου λησµοσύνη.
Ω! τρυφερότατη ύπαρξη
Ω ! αγάπη ω! στοργή.
[64]
Σ’ αγαπώ
Όλα τα λούλουδα του Μάη,
εµέ προσµένουν να τους πω,
µε χίλια χρώµατα να γράψουν
πάνω στη χλόη σ’ αγαπώ.
Όλα τα κύµατα µαθαίνουν
των τραγουδιών µου το σκοπό
πάνω στη θάλασσα να γράφουν
µε τον αφρό της σ’ αγαπώ.
Άλλαξα τ’ ουρανού την τάξη
και τ’ αστεράκια του σκορπώ,
για σε να γράφουν κάθε βράδυ
εκεί ψηλά το σ’ αγαπώ.
Όλο το σύµπαν θα προστάξω,
σ’ όλο το σύµπαν θα το πω,
µέρα και νύχτα να σου γράφει,
λίαν πολύ πως σ’αγαπώ.
[65]
Θέλω
Θέλω να σ’ έχω δω κοντά µου,
πάντοτε να ‘µαστε µαζί,
για να µη λέω σαν τον Άµλετ
να ζει κανείς ή να µη ζει!
Θέλω να ‘σαι σαν τη σκιά µου,
παντού να µε ακολουθείς
κι αν πάθω τίποτα γλυκιά µου,
δεν θέλω να µου πικραθείς.
Σε κάθε λύπη και χαρά µου,
θέλω να ‘σαι πλάι µου εσύ,
ήλιος, αστέρια και σελήνη
µαζί κι η Πούλια η χρυσή.
Σαν φεύγεις χάνοµαι και σβήνω,
Αχ! δεν υπάρχω κι όµως ζω,
τα πάντ’ ανεβοκατεβαίνουν
σ’ αυτό τον κόσµο τον πεζό.
Ω ! φως, ω! φως των οµατιών µου,
φωτιά των άστρων τ’ ουρανού,
των στοχασµών µου Α και Ω,
πηγή της σκέψης και του νου.
Καράβι θαλασσοδαρµένο,
σ’ απέραντον ωκεανό,
γίνεσαι φάρος της ελπίδας
Βόρειο Σέλας φωτεινό.
[66]
Μη µε λησµόνει
Γεια σου και µη µε λησµονείς
κι όταν θά ‘ρθεις πίσω πάλι,
κράτα µου µιαν ανεµώνη,
για να βάλω στ’ ανθογυάλι.
Να ‘σαι εσύ η ανεµώνη,
να ‘µαι εγώ το ανθογυάλι,
για να µη µ’ αφήνεις µόνη,
σαν το βράχο στ’ ακρογιάλι,
που τόνε χτυπά το κύµα
και τον δέρνουν οι ανέµοι,
αχ Θεέ µου κι είναι κρίµα,
η καρδούλα µου να τρέµει,
από πάθος κι αγωνία
από πίκρα κι από θλίψη,
από φοβερήν ανία
κι από φόβο µη µου λείψει.
Θέλω σαν και τη σκιά µου,
τ’ οξυγόνο π’ ανασαίνω,
να ‘ναι δίπλα µου κοντά µου,
µε λουλούδια να τον ραίνω.
[67]
Όλοι µας έχουµε καηµούς
Ένα Θεό µόνο θα βρεις, στον κόσµο δίχως λάθος,
αλλά δε θά βρεις άνθρωπο, χωρίς καηµό και πάθος.
Όλοι µας έχουµε καηµούς, αλλά µπροστά σε ξένο,
καθείς τους κρύβει κάνοντας, τον ευχαριστηµένο.
Καθένας µέσα του, κρυφά κλαίγεται και βογκάει,
κι άλλον ζηλεύει που κι αυτός, καθώς αυτός πονάει.
Κι όλοι λένε µε δάκρυα, καρδιά µου πονεµένη,
χώρια από µένα γύρω µου, όλοι είν’ ευτυχισµένοι.
Κι όλοι υποφέρουνε φριχτά κι η µόνη προσευχή τους,
είναι ν’ αλλάξει πια ο Θεός την τύχη, τη δική τους.
Κι’ αλλάζει, πάλι δάκρυα, καινούριο νιώθουν πόνο
και βρίσκουν πως δεν άλλαξε τίποτα, παρά µόνο,
το πρόβληµα τους έγινε, χειρότερ’ από πρώτα
και το καράβι της ζωής, πάντα στην ίδια ρότα.
[68]
Προσµονή
Αν σου γεµίζει την καρδιά, η έγνοια κι ο πόνος
κι η συµφορά ορθώνεται, στο διάβα σου µπροστά
µη κλαις, µη κλαις ανώφελα, κι είναι µικρός ο χρόνος
κι’ άδηλα και µυστήρια, της µοίρας τα γραφτά.
Πρόσµενε κι ίσως πιο νωρίς, απ’ ό,τι το προσµένεις,
θα ‘ρθει το γλυκοχάραµα, µιας µέρας φωτεινής
και µέσα στο τρικύµισµα, ζωής ευτυχισµένης,
θα πνίξεις ό,τι σήµερα, σε κάνει να πονείς.
Κι ο ουρανός σου ο µουντός, θε να γεµίσει αστέρια
και το φεγγάρι ολόγιωµο, πάνω του θα κυλά
και θα πετούν χαρούµενα, κάτασπρα περιστέρια
κι ο κόσµος όλος γύρω σου, θα σου χαµογελά.
Πολύχρωµα κι ευωδιαστά, κι’ αµάραντα λουλούδια,
αρώµατα αφειδώλευτα τριγύρω θα σκορπούν
και τα πουλιά µ’ εξαίσια µελωδικά τραγούδια,
θα τέρπουν κι οι σκληρές καρδιές, θα µάθουν ν’ αγαπούν.
Και µέσ’ σε τούτη τη χαρά, σ’ αυτό το πανηγύρι,
βάσανα, πίκρες και καηµοί µε µιας θα ξεχαστούν
κι εσύ σα µέλισ’ άοκνη, µαζεύοντας τη γύρη,
θα κάµεις µέλι και κερί κι όσ’ άλλα χρειαστούν.
[69]
Σου ζηλεύουν
Ζηλεύουνε οι ψηφακιές,
την τόση οµορφιά σου.
Ζηλεύουνε κι οι ασίκηδες
την τρυφερή καρδιά σου.
Ζηλεύει σου και τ’ αργυρό
κι ολόγιωµο φεγγάρι
και θέλει εις τον ουρανό,
µαζί του να σε πάρει.
Χαλί µε ροδοπέταλα
σου στρώνουν να περάσεις.
αρχόντισσα, πριγκίπισσα
κι όταν χαµογελάσεις,
Κι η ροδοδάχτυλη αυγή,
ζηλεύει σου και κείνη,
ζηλεύουν οι γαρυφαλιές,
τα γιασεµιά κι οι κρίνοι.
φεύγουν αστέρια και πουλιά
απ’ τα γλυκά σου χείλη
κι’ ανθούν τα αγριολούλουδα
του Μάη και τ’ Απρίλη.
Όλα της γης τα όµορφα,
τα ρόδα τα ωραία,
µοσχοβολούν στο διάβα σου,
και σου κρατούν παρέα.
Παντού σκορπούν αρώµατα
κι ιριδισµούς γεµίζει,
πάσα η πλάση κι ένα φως,
το νου µου πληµµυρίζει.
[70]
Χαµογέλα στη ζωή
Θαρρείς πως είναι η ζωή
χαρούµενη γιορτή;
Είσαι ελαφρός, µικρόψυχος
αν τέτοια σκέψη έχεις.
Μήτε πως είναι βάσανο
κι’ ατέλειωτα κρατεί;
είσαι δειλός και δεν µπορείς,
τις ατυχίες ν’ αντέχεις.
Γέλα καθώς την Άνοιξη
σιγολιγούν οι κλώνοι,
µε του Βοριά, το φύσηµα
κοντά εις στ’ ακρογιάλι.
∆εκτές ας είναι οι χαρές,
υποφερτοί κι οι πόνοι
και πες, πως είναι όνειρο,
κι’ αυτό πολύ ’ναι πάλι.
[71]
Η ξανθοµαλλούσα
Γ
αλάζια ‘ναι τα µάτια σου, ξανθά ‘ναι τα µαλλιά σου
και καλοσύνης άρωµα, βγαίνει απ’ την καρδιά σου.
Μέσα στο καταχείµωνο, είσαι χρυσ’ ηλιαχτίδα,
στα όνειρα δίνεις φτερά και στις καρδιές ελπίδα.
Πάει ο κουτσοφλέβαρος κι ο Μάρτης µε τα χιόνια
κι ήρθε ο Απρίλης ο ξανθός µ’ αρώµατα κι’ αηδόνια.
Με χίλιες µύριες οµορφιές κι ακόµη άλλες τόσες που
δεν µπορούν να σου της πουν ούτ’ οι πιο λάλες γλώσσες.
Σαν τον Απρίλη είσαι κι εσύ, που ανθείς και λουλουδίζεις
κι απ’ τα χρυσά τα νιάτα σου, φως και ζωή σκορπίζεις.
Με τη νεράιδα τη ξανθιά, µε Άνοιξη µυρωµένη,
µοιάζεις ξανθοµαλλούσα µου, µε ξόµπλια ξοµπλιασµένη.
[72]
Απρόσµενη αγάπη
Όσο γνωρίζεις πιο πολύ, τόσο αγαπάς πιο πλέρια
και τότε η αγάπη σου, φτάνει ψηλά στ’ αστέρια.
Το φεγγαράκι ρώτησε και τ’ άστρα να σου πούνε,
πως κλαίνε τα µατάκια µου, όταν σου θυµηθούνε.
Όταν σε πρωτογνώρισα κι όταν σε πρωτοείδα,
γύρω µου απλώθηκε το φως και στην καρδιά µου ελπίδα.
Ανέλπιστη κι’ απρόσµενη, µε χάδια βελουδένια,
σκόρπισες λάµψη και χαρά κι έδιωξες κάθε έγνοια.
Είναι βαριά κι’ ασήκωτη, βαριά και µολυβένια,
αφόρητ’ ανυπόφορη, του έρωτά σ’ η έγνοια.
[73]
Είσαι και δεν είσαι
Τ
ην τόση καλοσύνη σου, πολλές φορές ξεχάνεις
κι ενώ πλάστηκες µέλισσα, τη σφίγγα παριστάνεις.
Σαν και τη µέλισσα πετάς, στα κρίνα τ’ ανθισµένα,
τις οµορφιές τους χαίρεσαι και λησµονάς εµένα.
∆εν πρέπει να ξελησµονάς, τα κάτω σκαλοπάτια,
γιατί σ’ αυτά πρωτοπατείς και βγαίνεις στα παλάτια.
Μέλισσα είσαι και πετάς, µέσα εις τους µπαξέδες,
στα γιούλια και στα γιασεµιά, στα ρόδα, στους πανσέδες.
Αγάπα και ξεφάντωνε κι ευτυχισµένη ζήσε,
αλλά δεν πρέπει να ξεχνάς, πως είσαι και δεν είσαι.
[74]
Άχαρη ζωή
Ρόδινο, ρόδι της ροδιάς,
ροζέ µαργαριτάρι,
ρόδο της ροδοδάχτυλης αυγής
χρυσό φεγγάρι.
Άστρο της µέρας λαµπερό,
βιγλάτορα σε λένε,
δεν σε θωρούν τα µάτια µου
και µέρα νύχτα κλαίνε.
Είναι βαριά η συµφορά,
βαριά σαν το µολύβι,
έρεβος µαύρο και πυκνό,
όπου τα πάντα κρύβει.
Άχρωµη κι άσχηµη η ζωή,
χωρίς καµιάν ελπίδα,
να σταµατήσει κάποτε
να πάψει η καταιγίδα.
Λουλούδια δίχως οµορφιά
και µυρωδιά και χρώµα,
πουλιά χωρίς κελαϊδισµό,
δίχως φτερά στο σώµα,
[75]
φυτά ξερά, δέντρα νεκρά,
χωρίς πράσινα φύλλα,
τοπίο σεληνιακό, που
φέρν’ ανατριχίλα.
Χάος, άβυσσος, κόλαση
χωρίς να βρίσκεις άκρη,
όπου δεν έχουν τελειωµό,
οι πόνοι και το δάκρυ.
Ανάµεσα σε δυό κακά
τεράστια µεγάλα,
τη σκύλα και τη χάρυβδη
και σε χιλιάδες άλλα.
Η ζήση µας πορεύεται
αργά την πάσα µέρα
κι ο λίθος ο Σισύφειος,
καραδοκεί πιο πέρα.
Όλα τριγύρω µας θρηνούν,
βογκούν κι αναστενάζουν
πέφτουν πάνω µας σαν θεριά
και µας κατασπαράζουν.
[76]
Άχθος Αρούρης
Όλοι γελούν και χαίρονται κι’ όλοι καλήν καρδιά ‘χουν
και µόν’ εγώ δε χαίροµαι κι’ ούτε καλή καρδιά ‘χω.
αφού η τύχ’ η άτιµη κι’ η νεραγδαλαµένη,
η βάσκανη κι’ η φθονερή, ζήλεψε τη χαρά µου,
κι έπιασε και σηµάδεψε, το δύστυχο κορµί µου,
κι’ όπως πετούσα σαν αητός, µού σπασε τις φτερούγες.
Παρά τη στραβωµάρα της, επέτυχε το στόχο,
µ’ έκαµε σαν τη µούρη της, µαύρο και κακοµοίρη.
Άχθος αρούρης µου ‘καµε η πουτάνα τη ζωή µου,
κι’ εχάθ’ ο ήλιος και το φως και τ’ αργυρό φεγγάρι.
Σαν ένας λίβας καυτερός, εµάρανε τα πάντα,
σίφουνας, µάγµα έγινε και φοβερός τυφώνας,
και σκόρπισε στο διάβα της, ερείπια και συντρίµµια.
µια άλλη πλάση αλλόκοτη, άγρια σαν τ’ αγρίµια
και µια λασπένια θάλασσα, γεµάτη µε ψοφίµια
και θλιβερά ναυάγια και ναυαγούς χιλιάδες.
[77]
Ξυπνήστε ρε ...
Εγκλήµατα, ναρκωτικά, µια κοινωνία σάπια
κι οι άνθρωποι σάπιοι και σαθροί, σαπροί σοσιαλίστες,
που προκαλούνε εµετό κα νοιώθεις αηδεία.
Αγύρτες, κλέφτες, άτιµοι, αισχροί και θεοµπαίχτες,
φτηνοί πολιτικάντιδες, αναίσχυντοι και ψεύτες.
Μα φταις κι εσύ µωρέ λαέ, για τούτο µας το χάλι,
για το κακόν µας τον καιρό, φταις πιο πολύ απ’ όλους,
γιατί σε κοροϊδεύουνε, σ’ αρπάζουνε τον ψήφο
κι ύστερα φτου κι απ’ την αρχή και πάλι άντε και δώστου
και δεν τελειώνουµε ποτέ µ’ αυτή την ιστορία.
Ρ’ αντήτε εις το διάβολο κι’ ακόµη παραπέρα,
σκύβαλα κι’ αποκόµµατα, του κόσµου και καθίκια,
όλοι στραβοί, γκαβοί είσαστε, χειρότερ’ απ’ την τύχη
κι’ απ’ τη δικαιοσύνη σας, όπου µας τσαµπουνάτε,
πως είναι ανεξάρτητη, τάχα µου και πως κρίνει,
σωστά και αµερόληπτα και άλλες τέτοιες τρίχες.
[78]
Ρε ουστ, ρε ουστ στο διάβολο, γουρούνια και γαϊδούρια,
γοµάρια γοµωρίτικα, γαϊδουρογεννηµένα,
ρε πώς σας ανεχόµαστε; ιδού η απορία
απάντησε εσύ λαέ, σ’ αυτή την απορία,
γιατί εσ’ είσαι πάντοτε κάθε κακού αιτία
κι’ αυτά που σου σερβίρουνε και λεν οι τσαρλατάνοι
πως τάχα είσαι ο λαός ο χιλιοπροδοµένος,
αδικηµένος, και και.. και… το θύµα κι ο χεσµένος,
είναι αυτά της χαλιµάς, που λέν τα παραµύθια,
είν’ ηρωίνη, όπιο, για να σ’ αποκοιµίζουν.
Αν δεν ξυπνήσεις δύστυχε, καλόν µην περιµένεις
κι αιώνια θα ‘σαι γάιδαρος, κι’ εκείνοι οι καβαλάροι,
κι’ εσύ θα τρώεις τ’ άχερα, κι’ αυτοί το παντεσπάνι.
[79]
Βάσκανη µοίρα
Β
άσκανη και ζηλόφθονη, η µοίρα µου,
πικρό και φθονερό το ριζικό µου.
∆ε θα ‘θελα κανείς να ‘χει την πείρα µου,
ακόµη κι ο πιο άσπονδος εχθρός µου.
Άτεγκτη και σκληρή κι άπον’ η τύχη µου,
γέµισε τη ζωή µου µε συντρίµµια
και συνεχώς κατέβαζε τον πήχη µου,
κι ολούθε φίδια κι όχεντρες και αγρίµια.
Πάλευα µέρα νύχτα µε τον πόνο µου,
µα πουθενά διέξοδος καµία,
κόλαση η ζωή κι ήµουνα µόνος µου,
στη θύελλα αυτή στην τρικυµία.
[80]
Προσοχή
Τ
ον ψήφο σου, τη φτώνη σου και την υπογραφή σου,
πρέπει να σκέφτεσαι καλά, εκεί που θα τα βάλεις,
για να µη θέλει σπασιµο, µετά η κεφαλή σου,
αφού το άχτι σου ποτέ, δε θα µπορείς να βγάλεις.
Σκέψη πολλή χρειάζεται, φίλε γι’ αυτά τα τρία
και πρέπει να προσέχουµε, πρωτού κάµουµε χρήση,
γιατ’ η απροσεξία µας, διδάσκ’ η ιστορία,
ανεπανόρθωτες ζηµιές µπορεί να προξενήσει.
[81]
Η καλόψυχη γυναίκα
Ψυχηκάρα και καλή
και όµορφη γυναίκα,
να της ζητάς ένα φιλί
και να σου δίνη δέκα.
Της ψυχής καλή γυναίκα,
αντί ένα, να’ χες δέκα.
Θα΄ταν όλα πιο καλά
και θα’ταν πιο ωραία,
η ζωή µας να κυλά
µε τη χαρά παρέα.
Της καλής ψυχής γυναίκα,
αντί µία να είχα δέκα.
[82]
Το διαολόκουτο
Απ’ της Πανδώρας το κουτί, τη φοβερή πυξίδα,
η στραβοµάρα θα’πρεπε αιώνια να µένει,
κλεισµεν’ εκεί στο διάολο, αντί για την ελπίδα,
κι όχι να κάνει τη ζωή µαύρη και πικραµένη.
Κι άλλα κακά θα έπρεπε, να µένουν κλεισµένα,
σ΄αυτό το διαολόκουτο, που γέµισαν τον κόσµο,
για να µπορούν οι άνθρωποι, κάπως ευτυχισµένα,
να χαίρονται τη ζήση τους και να µυρίζουν δυόσµο.
[83]
Θεοί του Ολύµπου
Ω
! Θεοί του Ολύµπου και οι άλλοι Θεοί,
ρίξτε και κανά βλέµµα σας, εδώ πάνω στη γη.
Και δείτ’ αυτό τον πανικό κι αυτά τα µαύρα χάλια,
και ρίξετ’ ένα κεραυνό, σ’ εκείνα τα κεφάλια,
που φταίν κι’ευθύνονται γι’αυτά κι άλλα πολλά ακόµα,
και µια για πάντα κλείστε τους ,το γαµηµένο στόµα.
Να δουν και οι κοινοί θνητοί του κόσµου άσπρη µέρα,
δίχως καηµούς και βάσανα και τρόµο και φοβέρα.
[84]
Αγάπα και ξεφάντωνε
Ο
ι πέτρες που είναι άψυχες, δεν ξέρουν να αγαπάνε,
ούτε µπορούν να πίνουνε κρασί, για να µεθάνε.
Κι αν κάποτε δεν µέθυσες, µ’ αγάπη ή µε κρασί,
όπως κι εκείνες, άψυχη, µια πέτρα είσαι κι εσύ.
Αγάπη είναι η ζωή, κι ένα τρελό µεθύσι,
κι αλίµονο σ’ εκείνονε, που θα το λησµονήσει.
∆ίχως αγάπη και κρασί, λυχνάρ’είναι σβησµένο,
ένα λουλούδι άοσµο, χλωµό και µαραµένο.
Ξεφάντωνε λοιπόν κι εσύ, όσο µπορείς και ζήσε,
γιατί αν είσαι σηµερνός, αυριανός δεν είσαι.
[85]
Ας
Χ
αρούµενα Χριστούγεννα, Χριστέ κάµε να γίνει,
στον κόσµο αυτό το µάταιο, αιώνια ειρήνη.
Ο νέος χρόνος πού ‘ρχεται, σε λίγο και προβάλλει,
ας είναι χρόνος όλβιστος και µια χαρά µεγάλη.
Φτάνουν οι πίκρες κι οι καηµοί, τα βάσανα κι οι πόνοι,
που κουβαλούσαν αφειδώς, οι περασµένοι χρόνοι
Ας πάψουνε οι πόλεµοι, και κάθε καπηλεία,
και ας ριζώσει στις καρδιές, αληθινή φιλία.
Ας νιώθει κάθε άνθρωπος, τον άλλον αδερφό του,
και να µη θέλει τ΄ άδικο, µείτε και το κακό του.
Ας γίνει η πλάση φωτεινή κι όµορφη σαν περβόλι,
όπου θα έχουν µερτικό, του κόσµου τούτου όλοι.
Ας είν’ ο ήλιος λαµπερός, ας λάµπει κι η σελήνη,
αλλιώς στάχτη και µπούρµπουλη, η πλάσ’αυτή να γίνει.
Τούτη η γη που έγινε κοιλάδα του κλαυθµώνος,
και δυστυχί ‘αβάσταχτη, µας φέρνει κάθε χρόνος,
[86]
δεν µπορώ, δεν θέλω πια να βλέπω πικραµένους,
µήτε ν’ ακούω βογγητά από τους πονεµένους.
Περίσσεψαν τα δάκρυα, γέµισ΄ ο κόσµος πόνο,
και ΄συ, Θεέ, εκεί ψηλά, απ΄το χρυσό σου θρόνο,
δε βλέπεις τούτο το κακό, που γίνετ’εδώ κάτου,
να ρίξεις µια γλυκιά µατιά στη χώρα του θανάτου;
Μάζεψε όλα τα κακά, γράψε τα σε µια λίστα,
κι ύστερα µεσ ΄ερµητικά, σε µια βαλίτσα κλείστα.
Και πέταχτην στα τάρταρα , στο διάβολο να πάνε,
να φανιστούν και να χαθούν, να µη µας τυραννάνε.
[87]
Ποίηµα για την Μάνα
Χ
ρόνια πολλά ευχόµαστε , µανούλα στη γιορτή σου,
ευτυχισµένη και όµορφη, να είναι η ζωή σου.
Να χαίρεσαι τον άντρα σου, µαζί µε τα παιδιά σου,
θρόνο να στήσει η χαρά , µες τη χρυσή καρδιά σου.
Άλυπη και απίκραντη, η ζήση να διαβαίνει,
µ’ άνθη και ροδοπέταλα , πάντοτε να σε ραίνει.
Ό, τι ποθείς και επιθυµείς, αληθινό να γένει,
µάνα, µανούλα, αδερφή, γυναίκ’ αγαπηµένη.
[88]
Επίγραµµα στον καπετάν Γιωργιό
Γενναίε καπετάν Γιωργιό, πορεύσου στους αιώνες,
αγέρωχος, περήφανος, για τους λαµπρούς σου αγώνες.
∆ιδάσκοντας τους Έλληνες, σαν και το Λεωνίδα,
πως Θερµοπύλες φύλαγες και ΄συ για την πατρίδα.
[89]
Ποίηµα στη γιορτή της Μάνας
Να χαίρεσαι Χρόνια Πολλά , µανούλ’ αγαπηµένη,
να’σαι πάντα χαρούµενη και ποτέ λυπηµένη.
Χρόνια πολλά ευχόµαστε, µανούλα στη γιορτή σου,
υγεία να’ χεις και χαρά, κι ό,τι ποθεί η ψυχή σου.
Μάνα γλυκιά, δυσεύρετη, µανούλ’ ευλογηµένη,
είσαι ο ήλιος της χαράς, σ’ όλη την Οικουµένη.
Σε’σε γλυκιά µανούλα µου, προσφέρω ένα λουλούδι,
πολύχρωµο και ευωδιαστό και ένα γλυκό τραγούδι.
[90]
Όλα κενά
Σ
αν το κενό του άπειρου, όλα κενά τα βρίσκω,
µια κοινωνία ανήθικη, σάπια και βρωµερή,
σα χαλασµένο και άχρηστο και βραχνιασµένο δίσκο
που τον ακούς και οργίζεσαι και ψάχνεις για σφυρί,
για βαριοπούλα, για µπαλτά, να κόψεις τα κεφάλια,
που κλείνουν τις αυτούκλες τους, στου πόνου την κραυγή
κι εκείνα που΄ναι αφορµή κι έχουν αυτά τα χάλια
κι ευθύνονται για τα κακά που γίνονται στη γη.
[91]
Ένας σου λόγος
Ένας σου λόγος θά ’φτανε , ν’αλλάξει αυτός ο κόσµος,
ν’ανθίσουνε τα γιασεµιά και να µυρίσ’ ο δυόσµος.
Να φύγουν όλα τα κακά, στο διάβολο να πάνε
κι η καηµενούλα η ζωή, γλυκιά κι ωραία να’ναι.
Ένας σου λόγος µοναχά, να’ ρθουν τα πάνω –κάτω
γιατί θαρρώ πως φτάσαµε, πιο κάτω κι απ’ τον µπάτο.
Όµως, δεν θέλεις µασκαρά να νιώσουµε ευτυχία,
πόνοι, καηµοί και δάκρυα και µαύρη δυστυχία,
δέρνουν τον κάθε άνθρωπο, που το µυαλό του χάνει
κι ανώφελα ψάχνει να βρει απάνεµο λιµάνι.
Μάζεψε όλα τα δεινά, κλείστα σε µια πυξίδα
και ρίξε τα στα Τάρταρα και χέσε την ελπίδα,
που απόµεινε µεσ’το κουτί, εκείνο µε τα δώρα,
που από περιέργεια , άνοιξε η Πανδώρα.
Είν’ αµέτρητα τα κακά ,σαν του γιαλού τον άµµο,
που σκόρπισε πάνω στη γη, και δεν µπορώ να κάµω,
τίποτα, τίπω, τίποτα, να δω µιαν άσπρη µέρα,
κι όλα πάνε στο διάβολο, κι ακόµα πάρα – πέρα.
[92]
Γραφειοκράτες
Γ
ραφειοκράτες άτιµοι, ρουφιάνοι, κερατάδες
τ’ είναι µωρέ τα χάλια σας, λεχρίτες, µασκαράδες .
Αλήτες, καραγκιόζηδες, σκουλήκια, βολεµένοι
γαµώ τα υπουργεία σας, σκατουλογεννηµένοι .
∆εν ηµπορώ τα χάλια σας, ηλίθιοι και βλάκες,
σκύβαλα κι’ αποκόµµατα, καθάρµατα, µαλάκες.
Έ, ρε! Και να’ χα ένα σπαθί µία βόµβα, µια τορπίλα,
να καταστρέψω µονοµιάς, ετούτη τη σαπίλα.
Και µεσ’ απ΄ την καταστροφή, τη φοβερή τη δίνη
κάτι καινούργιο κι’ όµορφο κι αλλιώτικο να γίνει.
Και σαν φως, σαν όραµα, σαν άλλου κόσµου πλάση,
το πικραµένο χείλι µας, µήπως χαµογελάσει.
[93]
Η υγεία πάν’ απ’ όλα
Υγεία παµβασίλισσα, πάν’ απ’ όλα υγεία,
άλφα και ωµέγα της ζωής, και µόνη ευλογία.
Είσαι ο ήλιος και το φως, ολόγεµη σελήνη,
και τίποτα χωρίς εσέ δεν ηµπορεί να γίνει.
Υγεία ιµερόεσσα, που τους θνητούς γεµίζεις,
µ’ επιθυµίες και όνειρα και τα καλά σκορπίζεις .
Χωρίς εσέν’ ανώφελα όλα στον κόσµο τούτο,
και δε σ’ αποκτά κανείς, µ’ όλο της γης τον πλούτο.
Είσαι ο πλούτος και το βιός, κάθε δηµιουργία,
υγεία τρισµακάρια και πάν’ απ’ όλα υγεία.
Κόρη γλυκιά τ’ Ασκληπιού, σπεύσε να βοηθήσεις,
και σ’ όλους τους ανήµπορους, υγεία να χαρίσεις.
[94]
Στο Μάη
Μ
άης, µήνας των λουλουδιών, µήνας των αρωµάτων,
των µαγεµένων τραγουδιών και των πολλών χρωµάτων.
Μάης µε µάγια και µαγιές, µε µύριες µαργαρίτες,
µε µυρωδιές µεθυστικές, µε µόσχους µε Μαήτες .
Όπου σκορπίζεις απλόχερα τα πλούσια σου δώρα,
κι η πλάση όλη βρίσκεται στην πιο καλή της ώρα.
Χαρούµενα πολλά πουλιά, πετούν παντού στα κλώνια
και τον αέρα σκίζουνε γοργά τα χελιδόνια.
Τ’ αηδόνια γλυκοκελαηδούν µεσ’ στ’ άνθη, στους µπαξέδες,
µενεξεδένια δειλινά και κόκκινοι πανσέδες.
Ω! Μάη µήνα, να’ σουνα, δυο - τρεις φορές το χρόνο
θα’ ταν τόσο όµορφη η ζωή, χωρίς καηµό και πόνο…
[95]
Το Νέφος του Καρκίνου
Π
αίρνει µέτρα το θείο βρέφος,
για να µας σώσει απ’το νέφος,
παίρνουνε µέτρα και τ’ αρχίδια,
που’ναι µία από τα ίδια.
Παίρνουνε µέτρα οι µαλάκες,
και όλους, µας περνούν για βλάκες,
βρε δεν πάτε να πνιγείτε,
αφού πρώτα πηδηθείτε.
Πούστηδες, κολοµπαράδες,
κερατάδες, µασκαράδες,
λαοπλάνοι, ψεύτες, κλέφτες,
άτιµοι και θεοµπαίχτες.
Ξεγελάτε τον κοσµάκη,
για κανένα ψηφαλάκι,
όλοι θέλετε Κεάδα,
να γλυτώσει η Ελλάδα.
Για να ξεβρωµίσει ο τόπος,
δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Όλοι θέλετε κρεµάλα,
και για τούτα και για τ’άλλα.
[96]
Καλαβρέζικα αρχίδια,
κολοβά και µαύρα φίδια,
να σας φάνε, να τα φάτε,
Ουστ!!! Στο διάβολο να πάτε...!!!
[97]