Ο σύντροφος Γ. Γεωργιάδης: προδότης και τίμιος αγωνιστής. Σκέψεις

Ο σύντροφος Γ. Γεωργιάδης: προδότης και τίμιος αγωνιστής. Σκέψεις για την λογική
των εσωτερικών εκκαθαρίσεων στον ΔΣΕ με αφορμή την υπόθεση Γεωργιάδη.
της Ιωάννας Παπαθανασίου
Το κείμενό μου1 αυτό παραβιάζει τη χρονική ακολουθία. Ξεκινά από τον Σεπτέμβρη του
1956, δηλαδή 7,5 χρόνια μετά την εκτέλεση του Γεωργιάδη με ένα εκτενές απόσπασμα
από ένα γράμμα/έκθεση/μαρτυρία που απευθύνεται στην Κ.Ε. του ΚΚΕ μέσω της
Κομματικής Επιτροπής της Τασκένδης. Το γράμμα αυτό, άγνωστο –από όσα γνωρίζωμέχρι σήμερα, συνοψίζει την ιστορία της δίκης και αποδίδει τον τρόπο με τον οποίο η
όλη υπόθεση καταγράφηκε από νωρίς στη συλλογική μνήμη των μαχητών του
Δημοκρατικού Στρατού και της Αριστεράς. Η μαρτυρία δεν διαφοροποιείται ουσιαστικά
από τη σειρά των προσωπικών καταθέσεων για την υπόθεση Γεωργιάδη που είδαν το
φώς της δημοσιότητας, σε διάφορα απομνημονεύματα, κυρίως όμως το 1978-79 και το
1986, με τη μορφή επιστολογραφίας προς την εφ. Ελευθεροτυπία και τον
δημοσιογράφο Γ. Μαύρο. Αν και δεν διαφοροποιείται, η συγκεκριμένη μαρτυρία
καθίσταται μοναδική, για δυο λόγους: Αφενός γιατί προηγήθηκε τουλάχιστον κατά μια
εικοσαετία της δημόσιας συζήτησης που διεξάγεται στη μεταπολίτευση για την
συγκεκριμένη υπόθεση, και, αφετέρου γιατί, όπως όλα δείχνουν, συνδέεται στενά με
τις πολιτικές διεργασίες του 1956-57 στο εσωτερικό της Αριστεράς.
«Σύντροφοι: Το 1949 σε ένα χωριό [Τρίγωνο] της Ελεύθερης Ελλάδας στα μέσα του
Φλεβάρη με Μάρτη δεν θυμάμαι ημερομηνία [20-21/2], δικάστηκε σε θάνατο ο
Συνταγματάρχης του ΔΣ σ. Γεωργιάδης, για το λόγο ότι απέτυχε στις επιχειρήσεις κατά
της πόλης της Έδεσσας.
Στη δίκη αυτή ήμουνα αυτόπτης μάρτυς και από το πώς έγινε, το πώς
σκαρώθηκε, και το πώς οργανώθηκε, φανερώνει μια πολύ μεγάλη σκηνοθεσία σε βάρος
του Γεωργιάδη χωρίς να υπάρχουν στοιχεία. Οργανωτής όλης της σκηνοθεσίας αυτής
καθώς και υπεύθυνος για την καταδίκη σε θάνατο του σ. Γεωργιάδη ήτανε ο σ. Γούσιας
αντιστράτηγος τότε του ΔΣΕ και γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ.
Όταν θυμάμαι τη δίκη αυτή, δακρύζω χωρίς να θέλω και αυτό για την ιστορία του
Κόμματός μας αποτελεί μαύρη κηλίδα.
Μέσα σε μια υγρή εκκλησιά του χωριού και η ώρα πέντε συγκεντρώθηκαν 4
δικαστές, 2 μαχητές για την ασφάλεια και τρείς ακροατές μεταξύ των οποίων και γώ. Μ’
αυτόν τον τρόπο άρχισε η δίκη και πρώτος μίλησε ο σ. Γούσιας σαν μάρτυρας. Θυμάμαι
ακριβώς πως με μεγάλο μίσος αποτάνθηκε προς τον κατηγορούμενο αρχίζοντας με τα
εξής ξερά λόγια. Σήμερα εδώ θα τα πληρώσεις όλα. Σε συνέχεια, άρχισε να εξιστορεί ένα
σωρό παλιά πράγματα σε βάρος του Γεωργιάδη [από] τον καιρό που βρίσκονταν μαζί με
τον Γούσια στην Ν. Ελλάδα, πως δήθεν ο Γεωργιάδης συνεργάζονταν με άλλες εχθρικές
οργανώσεις προς εμάς κλπ.
Χαρακτηριστικό επίσης ήτανε πως ενώ ο Γεωργιάδης δικάζονταν για νέα
πράγματα δηλ. για την αποτυχία της Έδεσσας γι’ αυτό δεν τόλμησε να πει ούτε λέξη ο σ.
Γούσιας. Επίσης, χαρακτηριστικό ήτανε πώς, αφού τέλειωσε την ομιλία του [ο Γούσιας],
δεν επέτρεψε καθόλου στον σ. Γεωργιάδη που ζητούσε επανειλημμένα να μιλήσει πάνω
σε όσα είπε ο Γούσιας και [στις] ερωτήσεις που είχε υποβάλει. Έφυγε, και φεύγοντας,
1
Τα τεκμήρια που χρησιμοποιήθηκαν για τη συγγραφή του κειμένου προέρχονται από τον «Φάκελο Γ.
Γεωργιάδη», ο οποίος φυλάσσεται στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) και συγκεκριμένα
στο Αρχείο ΚΚΕ. Η χρήση συγκεκριμένων στοιχείων από τον φάκελο έγινε εφικτή μετά από έγκριση της
αδελφής του Γ. Γεωργιάδη, κας Μαρίας Χριστοδούλου, την οποία ευχαριστώ, επίσης, για την πρόσβαση
στα οικογενειακά αρχειακά και φωτογραφικά τεκμήρια που μου εξασφάλισε.
έδειξε με το δάκτυλο τους δικαστές, λέγοντας ότι αυτοί θα κρίνουν αν αυτά που είπε
είναι όλα σωστά ή όχι.
Αφού συνέχισαν τη δίκη για κάμποσο και μη μπορώντας να αντέξουν το κρύο
μεταφέρθηκαν στις 11 η ώρα περίπου σ’ ένα μικρό δωματιάκι ενός σπιτιού, και κεί εγώ ο
ίδιος κρατούσα ένα γκαζοκάντηλο για να συνεχίσουν.
Σε λίγο δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο που άρχισε με τα εξής λόγια.
Λυπούμαι σ. στρατοδίκες που δικάζετε σήμερα έναν ανώτερο αξιωματικό του ΔΣΕ και
σείς κοιμάστε όλοι σας. Το ίδιο πράγμα διαπίστωσα κι εγώ ο ίδιος και μάλιστα οι δυό, ο
λαϊκός επίτροπος Βύσιος και ο Σαρρής Τ. (Θησέας) δικαστής, αν δεν επενέβαινε ο
πρόεδρος του δικαστηρίου να τους ξυπνήσει, ακόμη ίσως να κοιμώνταν, γιατί τόσο ήτανε
το ενδιαφέρον τους να αποδώσουν σ’ έναν συνάδελφό τους, σ’ έναν συμπολεμιστή τους,
το πραγματικό δίκαιο.
Αφού ο σ. Γεωργιάδης τελείωσε την απολογία του χωρίς να τον προσέχει και να
τον ακούει κανείς στα όσα είπε, του ανακοίνωσαν, στο τέλος, την καταδίκη σε θάνατο
που ήταν φυσικά βγαλμένη εκ των προτέρων και, που σε λίγες μέρες κιόλας, εκτελέστηκε
η ψεύτικη απόφασή τους.
Στο σημείο αυτό ολοκληρώνεται η μαρτυρία, όχι όμως και η έκθεση/επιστολή. Ο σ.
Προκόπης Μπαράκος, που είναι ο συντάκτης της, δάσκαλος, πρώην μαχητής του ΔΣΕ,
εγκατεστημένος στην Τασκένδη, κατέθεσε μόνον όσα είδε, άκουσε και κατάλαβε εκείνο
το βράδυ της 20ής προς την 21η Φεβρουαρίου του 1949, τις λίγες εκείνες ώρες που
διήρκεσε η δίκη του Γεωργιάδη. Αυτά αρκούσαν. Εκπληρώνοντας, όπως σημείωνε, το
«κομματικό του καθήκον», τα έθετε υπόψη της νέας κομματικής ηγεσίας. Στη συνέχεια
του γράμματός του διατύπωνε τις κρίσεις του σχετικά με τη σύνθεση του
στρατοδικείου και ερωτήματα ως προς τις ευθύνες του Γούσια και της απερχόμενης
ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ. Εν τέλει, με την κίνησή του αυτή, εκούσια ή ακούσια,
αυθόρμητα ή/και κατευθυνόμενος πολιτικά –δεν νομίζω ότι αυτό έχει σημασία εν
προκειμένω- ο Μπαράκος έσπασε την κομματική σιωπή για την υπόθεση Γεωργιάδη
και την επανέφερε στην ημερήσια ατζέντα του κόμματος. Συντέλεσε στην υπενθύμιση
του «εγκλήματος» του Γούσια γιατί ως έγκλημα είχε αποτυπωθεί στη συλλογική μνήμη
των πολιτικών προσφύγων-πρώην μαχητών και ταυτόχρονα ενέταξε στον μακρύ
κατάλογο των υποχρεώσεων της μεταζαχαριαδικής κομματικής ηγεσίας, το όνομα ενός
ακόμη «τίμιου αγωνιστή» που έπρεπε να αποκατασταθεί. Με άλλα λόγια, αυτή η
επιστολή/μαρτυρία του Μπαράκου φαίνεται ότι έδωσε έναυσμα που οδήγησε στην
επόμενη φάση: στην αναψηλάφηση της υπόθεσης από το κόμμα μέσω της
συγκρότησης μίας ειδικής επιτροπής στελεχών η οποία ερεύνησε την υπόθεση και
συνέταξε το πόρισμα για την αποκατάσταση του Γιώργου Γεωργιάδη.
Ένα χρόνο μετά, με ημερομηνία 21 Νοεμβρίου 1957, το πόρισμα της επταμελούς
επιτροπής στελεχών απαντούσε θετικά στο υποβόσκον αίτημα του κόσμου της
προσφυγιάς και εναρμόνιζε τη κομματική γραμμή με τη συλλογική μνήμη. Το πόρισμα
πρότεινε ομοφώνως στην ΚΕ την αποκατάσταση του Γεωργιάδη καταλήγοντας στο
συμπέρασμα ότι:
«1. Ο σ. Γεωργιάδης δεν ευθύνεται για την αποτυχία της επιχείρησης της Έδεσσας […] 3.
Η απόφαση για την παραπομπή στο στρατοδικείο του σ. Γεωργιάδη, η καταδίκη του σε
θάνατο και η εκτέλεσή του αποτελεί έγκλημα και πράξη που στρέφονταν ενάντια στο
συμφέρον του αγώνα και του Ελληνικού λαού. […] 5. Ο σ. Γεωργιάδης είναι ένας λαϊκός
αγωνιστής που με την προσωπική του παληκαριά, τις στρατιωτικές του ικανότητες, τη
σεμνότητά του, την πίστη του προς τον αγώνα και το ΚΚΕ αναδείχτηκε σε στρατιωτικό
στέλεχος, σε ταξίαρχο, σε συνταγματάρχη του ΔΣΕ και κάθε προσπάθεια που έγινε απ’
τον Γούσια και το ΓΑ για να αμφισβητήσουν την ιστορία του και τους αγώνες του
αποτελεί συκοφαντία εσκεμμένη και κακόβουλη διαστρέβλωση της πραγματικότητας.»
(Πόρισμα, σ. 29)
Το πόρισμα απέδιδε αντίστοιχα τις ευθύνες κρίνοντας ότι βασικός υπεύθυνος τόσο για
την αποτυχία της επιχείρησης στην Έδεσσα, όσο και για την εκτέλεση του Γεωργιάδη
ήταν ο Γούσιας και σε συνέχεια οι σύντροφοι Βλαντάς και Μπαρτζώτας, ως άμεσοι
συνεργοί του, ο Ζαχαριάδης γιατί «όλα έγιναν κάτω από τη δική του ανοχή», όπως και
οι Γ. Ιωαννίδης ως πρόεδρος της ΠΔΚ και Μ. Πορφυρογένης ως υπουργός δικαιοσύνης
γιατί απέρριψαν αδικαιολόγητα την αίτηση για χάρη του Γεωργιάδη. Ευθύνες
αποδίδονταν επίσης στους τρείς δικαστές Τάκη Γκαστή, Οδυσσέα Σαρρή (Θησέα) και
Γιώργη Σοφιανό, όπως και στον λαϊκό επίτροπο του στρατοδικείου Δημήτρη Βύσιο
«γιατί με την απόφασή τους βοήθησαν τον Γούσια στην επιτυχία του εγκληματικού του
έργου».
Στο νέο πλαίσιο, ο ήδη καθαιρεμένος από την ηγεσία του ΚΚΕ Γιώργος ΒοντίτσιοςΓούσιας έχανε το μόνο που του είχε πλέον απομείνει, την ιδιότητα του απλού μέλους
του ΚΚΕ. Αντίστροφα, από εχθρός του λαού, προδότης και πράκτορας της Ιντέλιτζεντ
Σέρβις ο νεκρός Γιώργος Γεωργιάδης ανακτούσε τη χαμένη του τιμή και το βαθμό του
συνταγματάρχη του πεζικού του ΔΣΕ που του είχε μετά θάνατο αφαιρεθεί. Στο
πέρασμα των χρόνων –αν και αποκατεστημένος- ο Γεωργιάδης θα βυθιζόταν και πάλι
στη σιωπή, ένα ακόμη παράδειγμα της αμήχανης αφωνίας που χαρακτηρίζει συχνά την
πολιτική ιστορία της Αριστεράς, ενώ ο Γούσιας με όλα τα αρνητικά πρόσημα που τον
συνοδεύουν παρέμεινε δραματικά παρών.
Έρχομαι τώρα στο προκείμενο. Αυτή η υπόθεση, για την οποία σήμερα συζητούμε, δεν
είναι απλά αποτέλεσμα της αντιπαλότητας δύο ανδρών σε σχέση κομματικής και
στρατιωτικής ιεραρχίας, ούτε απορρέει μόνο από το μίσος και την εμπάθεια του
ανώτερου ιεραρχικά. Αν και αυτά είναι τα σημεία στα οποία επικεντρώνει η μνήμη των
αγωνιστών, αλλά και το πόρισμα του ΚΚΕ το 1957, η υπόθεση Γεωργιάδη είναι κάτι
περισσότερο. Αποτελεί τυπική περίπτωση εκκαθάρισης στελέχους στον ΔΣΕ που έγινε
ακραία μέσα από την τραγική απόληξή της.
***
Ποιός ήταν κατ’αρχάς ο Γ. Γεωργιάδης; Πρωτότοκος μιας, εκπεσούσης στον
μικροαστισμό, αστικής οικογένειας Ποντίων εγκατεστημένων μετά το διωγμό στην
Αθήνα μέσω Κων/πόλης, ο Γεωργιάδης γεννήθηκε στην Τραπεζούντα το 1916 και
μεγάλωσε σε μια λαϊκή αθηναϊκή συνοικία, στον Άγιο Αρτέμιο, τη λεγόμενη Γούβα.
Πήγε όμως, όπως και τα αδέλφια του σε πολύ καλά σχολεία, τα 3 αγόρια στο Λεόντειο
Λύκειο που στεγάζονταν τότε στην οδό Σίνα και το κορίτσι, η Μαρία, τέταρτο στη σειρά
παιδί, στη Σχολή Χίλλ. Γραμματιζούμενοι για την εποχή τους οι γονείς, αναζητούσαν για
τα παιδιά τους το καλύτερο. Άλλωστε ο πατέρας τους, λογιστής με συστάσεις από την
Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα βρήκε καλή δουλειά. Έγινε στέλεχος στην Τράπεζα
Αθηνών του Ηλιάσκου όπου εργάζονταν και οι δυο μεγαλύτεροι αδελφοί του, ο ένας
μάλιστα ως προσωπάρχης. Οι δυό θείοι ζούσαν μαζί με την οικογένεια. Πολιτικά
συντηρητικοί όλοι, «τους θυμάμαι πάντα φίλους του βασιλιά και του Μεταξά», γράφει
σε αυτοβιογραφικό του σημείωμα ο Γεωργιάδης, το 1947, και συμπληρώνει «έκαναν
πάντα αυτό που τους υπέδειχνε το αφεντικό τους». Στο ίδιο σημείωμα τονίζει την
αντίθεση ανάμεσα στην «αυστηρή και πατριαρχική οικογένεια που επέβαλε την
πειθαρχία» και το «περιβάλλον της γειτονιάς με τους προλετάριους φίλους και παρέες
που συχνά τον έφερναν σε σύγκρουση με το σπίτι».
Αθλητής με μετάλλια στη διελκυστίνδα και στο δρόμο, ο Γεωργιάδης πέρασε στη Σχολή
Ευελπίδων, όπου λόγω ατίθασου χαρακτήρα φορτώθηκε από νωρίς αρκετές
πειθαρχικές ποινές και το χαρακτηρισμό του ανυπάκουου, «στραβόξυλο».
Ανθυπολοχαγός Πεζικού, τοποθετήθηκε, το Μάη του 1938, στον 6ο συνοριακό τομέα
στο Παρανέστι Δράμας και στην κήρυξη του πολέμου –με αίτησή του- βρέθηκε στο
μέτωπο. Για τις εκεί υπηρεσίες του έλαβε «χρυσούν αριστείον ανδρείας». Ο ίδιος
γράφει: «Ο πόλεμος αυτός ενάντια στους φασίστες με προσδιόρισε αρκετά και
σταθεροποίησε τις κοινωνικές μου πεποιθήσεις. Δεν είχα όμως ακόμα σωστό πολιτικό
προσανατολισμό. Η προδοσία, η κατάρρευση, η πείνα στο διάστημα αυτό του 40-41 με
έκαναν να σκέφτομαι περισσότερο και να ερευνώ». Αναζητώντας τρόπους αντίδρασης,
το 41-42, συνεργάζεται με τους Βρετανούς παρακολουθώντας τις κινήσεις των
Γερμανών στην Αθήνα. Αυτό όμως είναι κάτι που δεν σημειώνει στο βιογραφικό του
σημείωμα. Εκείνο που σημειώνει είναι ότι ο ίδιος αρνήθηκε να προσφέρει τις
υπηρεσίες του στο Υπουργείο Άμυνας και προσωπικά στον υπουργό Γ. Μπάκο, με τον
οποίο είχε κάποιο επεισόδιο την εποχή που οι άλλοι αξιωματικοί που έμειναν στην
Αθήνα εργάζονταν για λογαριασμό των Γερμανών. Στο πλαίσιο αυτό αποτάσσεται από
τις τάξεις του στρατού, καταζητείται και φεύγει για το βουνό παίρνοντας επαφή με
αξιωματικούς της ΕΚΚΑ, αλλά και με τον Βερμαίο (Φοίβο Γρηγοριάδη) του ΕΑΜ.
Κατατάσσεται τελικά στο τμήμα του Ψαρρού που σε λίγες ημέρες διαλύεται από τον
Άρη και προσχωρεί στον ΕΛΑΣ μαζί με άλλον ένα έφεδρο αξιωματικό. «Ο Άρης από τη
δεύτερη μέρα στο Μαυρολιθάρι μου εμπιστεύτηκε ομάδα από 14 άντρες με ένα όπλο
και έναν όλμο» γράφει το 1949. Ομαδάρχης στην αρχή και διοικητής του ΙΙΙ/42
Τάγματος στη συνέχεια, ο Γεωργιάδης διακρίθηκε στις μάχες του Αλμυρού, ΒάλτουΤριχωνίδας και στην Ήπειρο στις εκκαθαρίσεις εναντίον του Ζέρβα και στις μάχες της
Ναυπάκτου και της Άμφισσας στην απελευθέρωση. Μετά την απελευθέρωση
παρέμεινε στη Λειβαδειά, ασχολούμενος με τη εκπαίδευση του τμήματός του.
«Μοιριζόμουν τα επερχόμενα γεγονότα» σημειώνει. Στις 4 Δεκεμβρίου του 44 διέλυσε
το Τάγμα Εθνοφρουράς της Θήβας παρά την εντολή του Λευτεριά. Στη συνέχεια, το
τάγμα του στη διάθεση του 36ου Συντάγματος με καπετάνιο τον Διαμαντή, έλαβε μέρος
στη μάχη της Αθήνας στην «ηρωική επιχείρηση» στο σανατόριο της Σωτηρίας. Εκεί
συνελήφθη, διαπομπεύτηκε ως «βούλγαρος αξιωματικός» στο κέντρο της Αθήνας,
κακοποιήθηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Φυγαδεύτηκε
από το Γ’ Αστυνομικό Τμήμα με την αποστολή 600 αγωνιστών στο στρατόπεδο
Χασανίου. Από εκεί βγήκε με ανταλλαγή. Αυτή η ανταλλαγή μαζί με τις επαφές που είχε
με τους Βρετανούς το 41-42 θα βοηθήσουν αργότερα στη στοιχειοθέτηση της
κατηγορίας ως πράκτορα της Ιντέλιτζεντ Σέρβις.
Η στάση του μετά τη Βάρκιζα, εγγράφεται ως η επόμενη «απόκλιση» από την
κομματική ορθοδοξία της εποχής. Μέλος του ΚΚΕ από το 1943, ύστερα από πεντάμηνη
δράση στον ΕΛΑΣ, με πρόταση του πολιτικού του 42ου Συντάγματος, σ. Κόζιακα, ο
Γεωργιάδης αρνείται να αποδεχτεί την υπογραφείσα συμφωνία. «Η παράδοση των
όπλων μου δημιούργησε ξανά την ψυχολογία της Αλβανικής κατάρρευσης. Δεν
μπορούσα να παλέψω και να ανταποκριθώ στις δύσκολες καινούργιες μορφές πάλης»,
σημειώνει αυτοβιογραφούμενος το 1947. Το 1945, ωστόσο, έδειχνε μαχητικότερος.
«Μην σε επηρεάζουν αυτοί που μολύνουν τον αγώνα μας. Ο αγώνας μας είναι δίκαιος
και συνεχίζεται στο βουνό», γράφει σε σημείωμα προς τη μητέρα του, στις αρχές
Απριλίου. Τις ημέρες εκείνες, μαθαίνοντας ότι τον αναζητά ο Βελουχιώτης, ζητά από το
κόμμα να του εξασφαλίσει την επαφή. Ως απάντηση έλαβε φύλλο πορείας από την
ΚΟΠ Στερεάς και με το ψευδώνυμο Γιώργος Μολύβης στάλθηκε στο Κουμάνοβο μαζί με
τον Παλαιολόγο και με το χαρακτηρισμό του «πολιτικά ανώριμου».
Διαπρεπής στις μάχες, με την κομματική ζωή και πειθαρχία δεν φαίνεται να τα πηγαίνει
το ίδιο καλά. Αντιδρώντας στους καταναγκασμούς της στρατοπεδικής κατάστασης,
δέχεται συνεχείς ποινές, δραπετεύει και τελικά μεταφέρεται από τις αρχές στο
Μπούλκες, όπου συναντά κακές παρέες, καπετάνιους σαν τον Περικλή (Χουλιάρα), τον
Χείμαρο και τον Σμόλικα. Έτσι στο Μπούλκες ο Γεωργιάδης «αναβαθμίζεται» γιατί του
προστίθεται ο χαρακτηρισμός του «φραξιονιστή».
Η επιστροφή στη Ρούμελη, στις 25 Νοεμβρίου 1946, μαζί με 35 άλλα στελέχη και η
γοργή ανάπτυξη του ΔΣ, του οποίου ορίζεται στρατιωτικός συντονιστής, οι επιτυχίες
θέτουν για ένα διάστημα στο περιθώριο αποκλίσεις και χαρακτηρισμούς. Τα σύννεφα
εμφανίζονται τον Ιούλιο 1947, έξη μήνες μετά την άφιξη του Γούσια στη Ρούμελη. Η
προσωπική αντιπαλότητα που αρχίζει να εκδηλώνεται τότε, εμπεριέχει στοιχεία
ανταγωνισμού ανάμεσα στους δύο άνδρες σε πολλαπλά επίπεδα και διανθίζεται από
την ανάγκη επικυριαρχίας του πολιτικού στο στρατιωτικό. Το ζήτημα εξωτερικεύεται σε
τηλεγράφημα του Γούσια, στις 16/7, προς τον Μάρκο. Η κατηγορία για φραξιονισμό
που επανέρχεται και η διατύπωση αμφιβολιών για τη στάση του Γεωργιάδη στον κλοιό
του Αρχηγείου στη Παλούτσιβη, αποτελούν τρέχουσες πρακτικές. Είναι, όμως
παράλληλα, το πρώτο βήμα στην κομμουνιστική λογική για να τεθεί ένα στέλεχος ή
ένας μαχητής υπό επιτήρηση ή και υπό δυσμένεια. Η αυτοκριτική του Γεωργιάδη και η
μετακίνησή του από τη Ρούμελη, το Σεπτέμβριο, έδωσε προσωρινά λύση στο ζήτημα.
Αξιωματικός επιχειρήσεων στο Αρχηγείο Κεντρικής Δυτικής Μακεδονίας (το μετέπειτα
Δ.Μ.), πήρε μέρος σε μια σειρά από επιχειρήσεις στο Μέτσοβο, στην αντιμετώπιση με
τον Σοφιανό της χειμερινής εκστρατείας που κατέληξε με τη νίκη στο Νιτρούζι, και
αργότερα με τον Σκοτίδα στον ελιγμό των Πιερίων, όπου συναντάται και πάλι με τον
Γούσια. Σε αναγνώριση των υπηρεσιών του, τοποθετήθηκε διοικητής της 14 ης
Ταξιαρχίας και στις επιχειρήσεις του Γράμμου, το 1948, η ταξιαρχία του αντιμετώπισε
το βάρος δύο μεραρχιών. Όμως στον ελιγμό του Γράμμου, ο Γεωργιάδης
αντικαθίσταται. Για την ηγετική ομάδα του ΚΚΕ είναι ήδη ύποπτος. Στέλνεται στο Βίτσι.
Εκείνη την εποχή, έλαβε μέρος στην αντεπίθεση του Μάλι-Μάδι, ως βοηθός του
Αχιλλέα Παπαϊωάννου. Τοποθετήθηκε ξανά διοικητής της ταξιαρχίας του λίγο πριν την
επιχείρηση του Μπίκοβικ, τον Νοέμβριο. Ένα μήνα αργότερα, στην επιχείρηση της
Έδεσσας, στις 20-22/Δεκεμβρίου, χρεωνόταν με τον χαρακτηρισμό του υπευθύνου για
την αποτυχία της.
***
Η εκκαθάριση του σ. Γεωργιάδη αρχίζει τυπικά, στις 24 Ιανουαρίου 1949, με τη
«διαταγή» του στρατιωτικού διοικητή της Χης Μεραρχίας, Ν. Σκοτίδα, να διενεργήσει
ανάκριση σε βάρος του διοικητή της 14ης Ταξιαρχίας για τη στάση του στη μάχη της
Έδεσσας. Υπογραμμίζω το ότι αρχίζει τυπικά γιατί η απόφαση για τη μετάθεση της
αποτυχίας στον Γεωργιάδη διαφαίνεται ήδη από το τέλος της επιχείρησης. Στις 22
Δεκεμβρίου ο Γούσιας του αφαιρεί τη διοίκηση και τηλεγραφεί στο ΓΑ ότι η μάχη
χάθηκε γιατί «πρόδωσε ο Γεωργιάδης». Λίγες ώρες αργότερα, ο Βλαντάς ζητά να τον
οδηγήσουν δέσμιο στο Γενικό Αρχηγείο. Αν και δεν οδηγήθηκε δέσμιος, μετά από την
παρέμβαση του Χείμαρου και ωριμότερη σκέψη, είναι σαφές ότι η εκκαθάριση είχε
δρομολογηθεί. Ο Γεωργιάδης έμπαινε στο ρόλο εξιλαστήριου θύματος της ηγεσίας για
μια στρατιωτική ήττα, για την οποία του ανήκε μόνο ένα μικρό μερίδιο ευθύνης.
Κατηγορήθηκε για τα προβλήματα στη διάβαση της φάλαγγας των μαχητών μέσα από
το φουσκωμένο ποτάμι του Βόδα, για τροποποίηση του σχεδίου της επιχείρησης που
είχε ως αποτέλεσμα να διαλυθεί η ταξιαρχία του και να έχει σοβαρές απώλειες, όπως
και για την εγκατάλειψη μέσα στην πόλη ενός τμήματος που είχε διεισδύσει και
κινδύνευσε να αιχμαλωτισθεί.
Ο δίμηνος λοιπόν κύκλος που αρχίζει στις 22 Δεκεμβρίου 1948 και ολοκληρώνεται με
την εκτέλεση στις 24 Φεβρουαρίου 1949 εμπεριέχει τα στάδια της «κατασκευής» του
ενόχου, της στοιχειοθέτησης της κατηγορίας και της δίκης τα οποία έπρεπε να τηρούν
όλα τα στοιχεία της νομιμοφάνειας.
Θα μείνω μόνο, στο πρώτο, στην κατασκευή του ενόχου. Μέσα από το σύντομο
βιογραφικό του Γεωργιάδη που προσπάθησα να αποκαταστήσω, προκύπτει ότι για τα
δεδομένα της εποχής, δεν ήταν δύσκολο να επιλεγεί ως ο αποδιοπομπαίος τράγος που
θα σήκωνε το βάρος μιας παραδειγματικής τιμωρίας σε κρίσιμες εποχές, επωμιζόμενος
τα λάθη και τις ανεπάρκειες της στρατιωτικής ηγεσίας. Ο Γεωργιάδης ήταν
διαφορετικός και για το λόγο αυτό θεωρήθηκε «επικίνδυνος», αλλά και -γιατί όχιεύκολο θύμα.
Αστός και σπουδασμένος διαφοροποιείται αυτομάτως από τα περισσότερα στελέχη της
πολιτικής και της στρατιωτικής ηγεσίας του ΔΣΕ. Η χαλαρή «κομματική» του ένταξη, οι
«ελλείψεις» στην πολιτική, όπως αναγνωρίζει και ο ίδιος, τον καθιστούν από νωρίς
ευάλωτο κομματικά. Στην κατεύθυνση αυτή συγκλίνει το ιστορικό της διαδρομής του
μέσα στο ΚΚΕ, οι κατηγορίες για φραξιονισμό κτλ.. Από την άλλη πλευρά, η άριστη
στρατιωτική κατάρτισή του μετρά αμφίρροπα. Ως ειδικός, κατακτά την αναγνώριση
όσων γνωρίζουν την τέχνη του πολέμου, αλλά είναι προφανές ότι θεωρείται
επικίνδυνος από «ακατάρτιστους» και φοβισμένους στρατηγούς και αντιστρατήγους,
όπως ο Γούσιας και ο Βλαντάς. Τέλος, διαθέτει ένα στοιχείο που κατά τη γνώμη μου
έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην όλη υπόθεση. Συνδεδεμένος με την Αριστερά και τους
ανθρώπους της στα χρόνια της Αντίστασης, δυναμικό στοιχείο της αν και
επαγγελματίας στρατιωτικός, ο Γεωργιάδης χρεώνεται στην ομάδα των καπεταναίων
του ΕΛΑΣ, οι οποίοι κυρίως μετά την απομάκρυνση του Βαφειάδη μπαίνουν οριστικά
στο περιθώριο, θεωρούμενοι φορείς ενός «νοσηρού πνεύματος» που δεν συνάδει με
τα δεδομένα του Δημοκρατικού Στρατού. Μέσα στις εύθραυστες ισορροπίες που
δημιουργεί η απομάκρυνση του Βαφειάδη, ο Γεωργιάδης είναι ο πλέον αδύναμος
κρίκος στην αλυσίδα που συνδέει τον κόσμο της αντίστασης με τις νέες
πραγματικότητες στον Γράμμο και στο Βίτσι. Από την άποψη αυτή, η παραδειγματική
τιμωρία του είναι πλήγμα και ταυτόχρονα προειδοποιητική βολή στους παλιούς,
δείγμα της απόλυτης κυριαρχίας του κόμματος επί του στρατού του. Σε όλα αυτά
προστίθεται η προσωπική αντιπαλότητα και η εμπάθεια του Γούσια.
Έτσι, σε μια υπόθεση που ήταν στημένη από την αρχή οι διαδικασίες ολοκληρώθηκαν
ραγδαία. Οι ένορκες εξετάσεις των μαρτύρων άρχισαν στις 25 Ιανουαρίου και
τελείωσαν στις 6 Φεβρουαρίου. Άλλωστε, οι εξεταζόμενοι κλήθηκαν να απαντήσουν
στο ένα και μοναδικό ερώτημα που τους απευθύνονταν. «Τι γνωρίζεις για την αποτυχία
της επιχείρησης της Έδεσσας, τη διάλυση των τμημάτων και ποιούς βαρύνουν οι
παραπάνω πράξεις;»
Στις 31 Ιανουαρίου, είχε ήδη εκδοθεί ένταλμα προφυλάκισης του Γεωργιάδη. Κρατείται
στις Κρανιές, καθώς, όπως έδειχνε η ανάκριση, είχαν συγκεντρωθεί «αρκετά στοιχεία
ενοχής σε βαθμό κακουργήματος». Ακολούθησε το παραπεμπτικό πόρισμα σε δίκη στις
6.2, η παραπεμπτική διαταγή στις 9.2. και η παρωδία της δίκης στο Τρίγωνο, την οποία
περιέγραψε στη δραματική μαρτυρία του ο Προκόπης Μπαράκος τη νύχτα της 20ής
προς 21η Φεβρουαρίου 1949.
Την 24 Φεβρουαρίου, το τελευταίο αίτημα. του Γεωργιάδη προς το κόμμα και τον
γραμματέα του έμενε μετέωρο: «Δεν ζητάω τίποτε άλλο από το κόμμα μου, παρά μόνο
να μου δώσει την τιμή να πέσω πολεμώντας και όχι από τις σφαίρες του εκτελεστικού
αποσπάσματος του ΔΣΕ».