Τάσος Καφαντάρης | ΤΟ ΒΗΜΑ 29/09/2013 Το Χρονικό του Χόκινγκ Σε πρώτο πρόσωπο, τα συγκλονιστικά 71 χρόνια ενός παιδιού που αναμενόταν να σταματήσει να μετράει τ’ άστρα στα 23 του. Μετά την ιστορία του Σύμπαντος, ο διασημότερος επιστήμονας του κόσμου διηγείται το «μυθιστόρημα» της ζωής του. Μια μέρα πριν από την παγκόσμια κυκλοφορία του βιβλίου, πρόγευση από τη βιογραφία ενός ανθρώπου που πίστευε ότι θα πεθάνει πριν από μισό αιώνα! Είσαι νέος, φοιτητής, ερωτευμένος… η ζωή σού χαμογελάει όλο υποσχέσεις. Κι ύστερα… σου λένε ότι πάσχεις από μια παραλυτική ασθένεια που θα σε στείλει στον τάφο το λιγότερο σε δυο-τρία χρόνια. Λογικά, θα έλεγες ότι είσαι «ο ατυχέστερος των ανθρώπων». Και η ζωή σου θα έσβηνε πρόωρα, απότομα και τραγικά σαν πεφταστέρι του Αυγούστου. Όμως δεν τελείωσε τόσο εφήμερα και άσημα το πέρασμα του Στίβεν Χόκινγκ από τη Γη των ανθρώπων. Αντίθετα, αυτός ο γεννημένος 300 χρόνια μετά τον Γαλιλαίο άγγλος κοσμολόγος συνεχίζει και σήμερα –στα 71 του- να διαγράφει μια μοναδική πορεία. Το πώς κατάφερε το πνεύμα του όχι μόνο να αντέξει το μαρτύριο της φυλακής σε ένα παράλυτο σώμα αλλά και να «ταξιδέψει» εκεί όπου κανείς μετά τον Αϊνστάιν δεν είχε φτάσει, είναι σίγουρα μια μοναδική ιστορία. Μια ιστορία που ο Χόκινγκ αποφάσισε να μας τη διηγηθεί σε μια αυτοβιογραφία που κυκλοφορεί ταυτόχρονα σε όλο τον πλανήτη την Δευτέρα, 30 Σεπτεμβρίου. Αν σας συναρπάζει η εξιχνίαση της προέλευσης, της δομής και των νόμων του Σύμπαντος –η κοσμολογία- τότε σίγουρα τον γνωρίζετε. Αλλά κι αν όχι, πάλι είναι δύσκολο να μην είδατε κάποια στιγμή, σε κάποια οθόνη τηλεόρασης ή σελίδα εφημερίδας, την περίεργη φιγούρα ενός ανθρώπου σε αναπηρικό καροτσάκι που έδινε διαλέξεις μέσω υπολογιστή και τεχνητής φωνής. Ο Στίβεν Χόκινγκ είναι μετά τον Αϊνστάιν ο πιο αναγνωρίσιμος φυσικός του πλανήτη μας, αλλά γιατί; Την απάντηση δίνει περιληπτικά ο ίδιος στον επίλογο της αυτοβιογραφίας του: «Για τους συναδέλφους μου είμαι απλώς ένας ακόμη φυσικός, αλλά για το ευρύ κοινό έγινα πιθανότατα ο πιο γνωστός επιστήμονας του κόσμου. Και αυτό αφενός επειδή οι επιστήμονες, με την εξαίρεση του Αϊνστάιν, δεν είναι γνωστοί όπως τα αστέρια της ροκ, αφετέρου επειδή ταιριάζω στο στερεότυπο της ανάπηρης μεγαλοφυΐας (…) Η πρώιμη εργασία μου έδειξε πως η κλασική γενική σχετικότητα κατέρρεε πάνω σε μοναδικότητες (singularities) κατά τη Μεγάλη Έκρηξη και στις μαύρες τρύπες. Η μεταγενέστερη εργασία μου κατέδειξε πώς μπορεί η κβαντική θεωρία να προβλέψει τι συμβαίνει στην αρχή και στο τέλος του χρόνου (…) Θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχή αν έχω προσθέσει ένα λιθαράκι στην κατανόησή μας για το Σύμπαν». Είναι μια απάντηση σεμνή για κάποιον που «το έργο του σχετικά με την προέλευση και τη δομή του Σύμπαντος έφερε επανάσταση στην επιστημονική κοινότητα» και το εκλαϊκευτικό βιβλίο του «A brief history of time» έμεινε στη λίστα ευπώλητων των «New York Times» 147 εβδομάδες και στην αντίστοιχη λίστα των «Times» του Λονδίνου 237 εβδομάδες, καταρρίπτοντας κάθε ρεκόρ, μεταφράστηκε σε σαράντα γλώσσες και έχει πουλήσει πάνω από 10 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο» (βλ. σελ. 161 & 120 του νυν βιβλίου). Το κυριότερο, η απάντησή του δεν αρκεί για να καλύψει το δέος του μέσου νου στο «πώς τα κατάφερε όλα αυτά;» κάποιος που έμεινε παράλυτος στα 21 του… κάποιος που μετά την εκδήλωση της μη θεραπεύσιμης μυοπάθειάς του «νυμφεύθηκε δύο φορές και έχει τρία όμορφα και ολοκληρωμένα παιδιά» (σελ. 149). Τα ερωτήματα αυτά, και άλλα πολλά δεν μπορούν να απαντηθούν παρά μόνο αν διαβάσει κανείς το σύνολο αυτής της αυτοβιογραφίας, από την αρχή ως το τέλος της. Αρχίζει τη διήγησή του με τον ήσυχο ρυθμό του Βρετανού που έχει αποδεχθεί ότι γεννήθηκε σε χρόνια «κατάρρευσης της αυτοκρατορίας», τον βομβαρδισμένο Γενάρη του 1942. Περιγράφει ήρεμα την οικογένειά του, αλλά από νωρίς αρχίζει να σπιθίζει το κείμενό του με το πηγαίο του χιούμορ: «Στο Χάιγκεϊτ ζούσαν αρκετοί επιστήμονες και ακαδημαϊκοί. Σε κάποια άλλη χώρα θα τους αποκαλούσαν διανοούμενους, αλλά οι Άγγλοι δεν παραδέχθηκαν ποτέ ότι έχουν διανοούμενους» (σελ. 21). Στο δεύτερο κεφάλαιο (Σεντ Άλμπανς), μέσα από την αφήγηση των μαθητικών του χρόνων αναβλύζει –αλλά πάντα χωρίς εμπάθεια- η δυσφορία του για τις ταξικές διακρίσεις που παρέμεναν στο εκπαιδευτικό σύστημα της πρώην αυτοκρατορίας των επτά θαλασσών. Συνεχίζει στα επόμενα δύο κεφάλαια (Οξφόρδη και Κέμπριτζ) την ήρεμη «ζωγραφική στιγμιοτύπων» της δεκαετίας του ’60, μέσα από τα φοιτητικά του χρόνια. Προσφέρει ιδιαίτερα χορταστικές ανέκδοτες καταγραφές (κυρίως για τον νομπελίστα Ρίτσαρντ Φέινμαν) αλλά και τις πρώτες του ερμηνείες για την τότε εξέλιξη της Φυσικής και την προσωπική του εστίαση στην κοσμολογία. Εκεί –στο 4ο κεφάλαιο- προκύπτει και η εκδήλωση της σπάνιας ασθένειάς του και ο πρώτος του μεγάλος έρωτας. Τα αφηγείται απλά, χωρίς μελοδραματικούς τόνους, αλλά με μια αμεσότητα που σε κάνει να πονάς «για κάποιον που ξέρεις». Λέξεις λιτές και προτάσεις σύντομες σου δίνουν τα προμηνύματα της οικογενειακής τραγωδίας που θα ερχόταν: «Μεγάλο λάθος. Μείναμε σε μια φοιτητική εστία γεμάτη με ζευγάρια με φασαριόζικα παιδιά, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη ένταση στη σχέση μας» (σελ. 69) και «Άλλο λάθος κι αυτό. Η αναπηρία μου χειροτέρευε μέρα με τη μέρα κι έτσι δεν μπορούσα να βοηθήσω με το μωρό, οπότε τα ανέλαβε όλα η Τζέιν. Κουράστηκε πολύ» (σελ. 73). Τα επόμενα τέσσερα κεφάλαια (Βαρυτικά Κύματα, Η Μεγάλη Έκρηξη, Μαύρες Τρύπες, Caltech) είναι υπέροχα, πολύτιμα, μοναδικά για όποιον θέλει να καταλάβει το πώς διαμορφώθηκαν όλες οι τωρινές θεωρίες μας για το Σύμπαν. Το ταλέντο εκλαΐκευσης που έχει ο Χόκινγκ αναδύεται ιδιαίτερα σε αυτές τις 32 σελίδες. Σημειώστε ότι τα εξηγεί όλα χρησιμοποιώντας μόνο μία φορά μαθηματικό τύπο – για τον ορισμό της εντροπίας της μαύρης τρύπας. Στο 9ο κεφάλαιο (Γάμος) ξαναστρέφει το περισκόπιο της ζωής του στα όσα «προσωπικά του» συνιστούν απορία μας. Μιλάει με σεβασμό για τις γυναίκες που υπέμεναν το μαρτύριο της αρρώστιας του, περιγράφει το πώς αναπτύχθηκε ο εξοπλισμός που τον υποστήριζε μηχανικά, το πώς κατέληξε να μιλάει μέσω συνθετητή φωνής… το πώς κατέληξε να δεχθεί τη συμβίωση με τον εραστή της γυναίκας του και μελλοντικό επόμενο σύζυγό της… το πώς κι αυτός ερωτεύθηκε και νυμφεύθηκε τη νοσοκόμα του. Στο 10ο κεφάλαιο (Το χρονικό του χρόνου) μιλάει διεξοδικά για το πώς έγραψε το βιβλίο που τον έβαλε σε όλες τις παιδικές βιβλιοθήκες και, στο 11ο (Ταξίδι στον χρόνο) μιλάει ουσιαστικά και κατατοπιστικά για το μέγα ερώτημα που έχουμε όλοι μας: «Μπορούμε να ταξιδέψουμε στον χωροχρόνο, να πάμε στην πέρα γωνιά του Σύμπαντος, ή και… στο παρελθόν;». Επεκτείνει το χωροχρονικό του ταξίδι στο 12ο κεφάλαιο (Φανταστικός Χρόνος) προκειμένου να μας εξοικειώσει με τη θεωρία που έχει πλέον διαμορφώσει για τη σύσταση του Σύμπαντος, για το πώς γεννήθηκε και «τον λόγο που βρισκόμαστε εδώ». Κλείνει την ιστορία του με το επιλογικό κεφάλαιο «Δίχως όρια»: έναν σεμνό και αισιόδοξο αποχαιρετισμό, που μόλις αφήνει να διαφανεί ο καημός για τον ανεκπλήρωτο στόχο του Νομπέλ. Η ανάγνωση αυτού του βιβλίου σε γεμίζει με το ίδιο δέος που προξενεί η ανάγνωση της βιογραφίας του Οπενχάιμερ (από τον ίδιο εκδότη στην Ελλάδα). Είναι το ξετύλιγμα του αμπαλάζ που περιβάλλει έναν μύθο, η διείσδυση στο τι έπλασε την προσωπικότητά του, του πώς έφθασε εκεί όπου έφθασε, του τι έχασε σε αντάλλαγμα των όσων κέρδισε… Σίγουρα ο αναγνώστης κερδίζει πολλά από αυτό το ξετύλιγμα, μαζί με μια αναπότρεπτη κρίση δικής του αυτογνωσίας – του τι έκανε και κάνει για το ίχνος που αφήνει η δική του ζωή. Στην περίπτωση της αυτοβιογραφίας του Χόκινγκ, τα κερδίζει χωρίς να βουτηχτεί στη «θλίψη που θα περίμενε» (λόγω της ανίατης αρρώστιας του και των συνεπειών της), χάρη κυρίως στην κομψότητα του λόγου του συγγραφέα, το σπάνιο ψυχικό του σθένος και το φλεγματικό του βρετανικό χιούμορ. Το μόνο που αφήνει σχεδόν πλήρως απ’ έξω ο Χόκινγκ είναι το θέμα του Θεού. Στο παρελθόν είχε δηλώσει, στην εφημερίδα «Guardian», ότι «δεν υπάρχει παράδεισος ή μετά θάνατον ζωή» και ότι μια τέτοια ιδέα είναι ένα «παραμύθι για τους ανθρώπους που φοβούνται το σκοτάδι». Επίσης, στο πρώτο επεισόδιο της αμερικανικής τηλεοπτικής σειράς «Curiosity» για το Discovery Channel, δήλωνε: «Κανείς δεν δημιούργησε το Σύμπαν και κανείς δεν κατευθύνει τη μοίρα μας. Αυτό με οδηγεί στη βαθιά συνειδητοποίηση ότι πιθανότατα δεν υπάρχει παράδεισος, ούτε μετά θάνατον ζωή. Έχουμε μόνον αυτή τη ζωή για να εκτιμήσουμε το μεγαλειώδες σχέδιο του Σύμπαντος, και γι’ αυτό είμαι εξαιρετικά ευγνώμων». Όμως στην αυτοβιογραφία του προτίμησε μόνο να αναφερθεί σκωπτικά στους βιβλιοκριτικούς τού «A brief history of time» που έγραψαν «αν ο Χόκινγκ έχει δίκιο και αν καταφέρουμε να βρούμε μια πλήρη ενοποιημένη θεωρία, θα γνωρίσουμε στα σίγουρα το πνεύμα του Θεού», σημειώνοντας ότι «παραλίγο να κόψω την τελευταία πρόταση στις διορθώσεις – ότι δηλαδή θα γνωρίζαμε το πνεύμα του Θεού. Αν το είχα κάνει, ίσως δεν θα είχαν πουληθεί ούτε τα μισά αντίτυπα» (σελ. 121). Προσωπικά, ελπίζω η αυτοβιογραφία του να πουλήσει τα διπλάσια αντίτυπα, γιατί μας επέτρεψε να γνωρίσουμε έστω και κάμποσο το πνεύμα του Χόκινγκ. Δεν υπάρχει καλύτερο μάθημα για το ότι «η γνώση είναι δύναμη»… ΥΓ.: Η μετάφραση και η επιμέλεια του βιβλίου στα ελληνικά είναι εξαιρετική. Το μόνο που σημείωσα βρίσκεται στη σελίδα 120, όπου γράφει πως ο επιμελητής (Σημ. των Εκδ. –ο βρετανός επιμελητής) τού «A brief history of time» «άλλαξε τον αρχικό τίτλο του βιβλίου “Μια σύντομη ιστορία του χρόνου” σε “Μια κατατοπιστική ιστορία του χρόνου”». Κατά την άποψή μου, ο δεύτερος θα έπρεπε να αποδοθεί ως «Μια συνοπτική ιστορία του χρόνου». Χιουμοριστικά στιγμιότυπα του βιβλίου «Στην πόρτα του γραφείου μου είχα κολλήσει ένα τεράστιο αυτοκόλλητο που έγραφε ΟΙ ΜΑΥΡΕΣ ΤΡΥΠΕΣ ΔΕΝ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ. Αυτό ενόχλησε τόσο τον διευθυντή του τμήματος ώστε… με μετέφερε υποχρεωτικά σε καλύτερο γραφείο κι έσκισε με τα ίδια του τα χέρια το προσβλητικό σημείωμα». (σελ. 90) «Στο “Caltech” στοιχημάτισα με τον Κιπ Θορν ότι το σύστημα διπλού αστέρα Κύκνος Χ-1 δεν περιείχε μαύρη τρύπα (…) Στα χρόνια που ακολούθησαν εμφανίστηκαν τόσο ισχυρές αποδείξεις (…) ώστε αποδέχτηκα την ήττα μου και έδωσα στον Κιπ μια συνδρομή για το “Penthouse”, προς μεγάλη δυσαρέσκεια της συζύγου του». (σελ. 102) «Δεν νομίζω πως θα κατορθώσουμε ποτέ να ταξιδέψουμε στον χρόνο. Αν υπήρχε τέτοια περίπτωση, θα μας είχαν ήδη κατακλύσει τουρίστες από το μέλλον» και «γι’ αυτό, αν μια όμορφη εξωγήινη σε ιπτάμενο δίσκο σας καλέσει στη χρονομηχανή της, σκεφτείτε το καλά. Θα μπορούσατε να παγιδευτείτε σε μια απ’ αυτές τις επαναλαμβανόμενες ιστορίες πεπερασμένης διάρκειας». (σελ. 139 & 135)
© Copyright 2024 Paperzz