Εδω - Τα Κουκούλια

1
ΧΡΗΣΤΟΥ Ν. ΘΕΟΔΩΡΟΥ
ΤΟ
ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ
ΚΟΥΚΟΥΛΙΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ
ΓΙΑΝΝΙΝΑ 1981
2
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
Ψήλωμα ψυχής ……………………….…
σελ.
4
Πρόλογος ………………………………….
»
5
Θέση - χώρος - περιγραφή του χωρίου
»
8
Ιστορία ………………………………………….. »
8
Γλώσσα.,………………………………………….»
9
Η ζωή του Ραγιά…………………………..
»
12
Ενδυμασία…………………………………
»
14
Οικογένεια …………………………………
»
15
Πατριές Κουκουλιωτών…………………...
»
15
Οικιακά σκεύη ……………………………
»
16
Το εργαστήρι (αργαλειός) …………….
»
16
Γάμος…………………………………..
»
18
Η ζωή του χωριού επί Τουρκοκρατίας .......
»
21
Τα Βακούφια…………………………
»
22
Το Πανηγύρι …………………………..
»
22
Θρησκοληψία ……………………………….
»
24
Ευχολόγιο……………………………..
»
24
Κατάρες – θυμοί……………………………
»
25
Καλικάντζαροι ………………………….
»
26
Ξόρκια ……………………………………….
»
27
Ο λόγος - Συμβόλαιο ………………….
»
28
Λύση διαφορών ………………………………
»
29
Εγκλήματα …………………………….
»
29
Ελονοσία – Ψείρα…………………………….
»
29
Ψυχαγωγία…………………………………
»
30
Το Παραμύθι…………………………….
»
31
Σχολείο………………………………….
»
32
Αποκλεισμός - Πείνα 1916-1917 …………
»
36
Τ' ασημένια χλιάρια ………………….
»
38
1941 – 1945……………………………………
»
39
Σεισμός………………………………….
»
40
3
Μάστορας…………………………………….
»
41
Λασποπαίδι………………………………..
»
42
Μπλαροπαίδι……………………………….
»
43
Εργάτης υλικών……………………
»
43
Βοηθός χτίστη………………………….
»
44
Χτίστης……………………………………..
»
44
Πολιτικοί και Κουκουλιώτες……………
»
46
Μόρφωση………………………………
»
48
Τα Κουκούλια και οι Χαρτοπαίκτες του……..
»
53
Κοινή αγορά…………………………
»
55
Ο Μυλωνάς ………………………………
»
57
Χωροφύλακας – Εξουσία………………….
»
58
Ο καπετάνιος…………………………….
»
58
Το χτες και το σήμερα……………………
»
60
4
ΨΗΛΩΜΑ ΨΥΧΗΣ
Μια αναδρομή στα περασμένα είναι πάντα πολύτιμη γιατί συγκινεί και διδάσκει.
Κάτι που απόλυτα πετυχαίνει ο Χρήστος Θεοδώρου με τα «Κουκούλια» του.
Ο λόγος του απλός και η σκέψη του λαγαρή. Έτσι η ανάμνηση γίνεται μνήμη εθνική.
Για να βρούμε στον πρώτο διασκελισμό τη φορά της επιστροφής. Στον προγονικό
τόπο που γίνεται στις μέρες μας η πιο ανθρώπινη κοινωνία. Με λευτερωμένο το νου
κατανοούμε καλύτερα το συνάνθρωπο και τη μητέρα φύση ευλογούμε για την
απλοχεριά των δώρων της. Κοντά της νοιώθουμε παιδιά της, και αδέλφια όλοι οι
συγχωριανοί. Αυτή είναι η ευχή της ορφανευμένης Ελληνικής επαρχίας.
Η γραφή του Χ. Θεοδώρου γίνεται ο αντίλαλός της. Γι' αυτό όσοι εύθηνοι και
ευαίσθητοι ας την ακούσουν, θα είναι ένα ψήλωμα της ψυχής!. ..
Νίκος Α. Τέντας
5
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Γράφοντας για το χωριό ένας είναι ο σκοπός μου, να γνωρίσουν οι νεώτεροι λίγα
από την ιστορία του, τα σπουδαιότερα ήθη και έθιμα, καθώς τον τρόπο ζωής των
παλιότερων συγχωριανών τους.
Πιστεύω πως κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει κάποια φωνή, όσο αδύνατη και να’ναι.
Μια φωνή για ν' ακουστεί στο νεώτερο, γιατί μεταξύ των γενιών που φεύγουν και
εκείνης που έρχεται υπάρχει μια αντιδικία. Ο ένας από τους δυο διαδίκους παίρνει
αυθαίρετα τη θέση του δικαστή. Κατηγορούμε τους νέους τελείως άδικα - γιατί
κάποιος μικρός αριθμός από αυτούς στρέφεται εναντίον μας, προκλητικά, αδίστακτα
και συχνά βίαια και δεν καταλαβαίνουμε πως αυτό είναι μια πράξη έμπρακτης
διαμαρτυρίας, που θυμίζει την έμπρακτη προπαγάνδα των αναρχικών. Έτσι στις
νεκρές ψυχές του Γκόγκολ ο εγωιστής πατέρας Κίφα Μακίγιεβιτς αγανακτεί, γιατί ο
γιος του, έγινε κτήνος, ενώ ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε γι' αυτόν.
Η κάθε γενιά που φεύγει, παραδίνει σ' εκείνη που έρχεται μια μάζα υλικών αγαθών,
μα συγχρόνως κι ένα συγκρότημα ιδεών και τάσεων, μία εικόνα της ηθικής της
τοποθέτησης απέναντι στην κοινωνία και στον άνθρωπο,
Με βάση τα αγαθά αυτά, υλικά και ψυχικά ή πνευματικά, η νεολαία οικοδομεί τα δικά
της αντίστοιχα.
Τα αγαθά της ζωής δεν μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά έτοιμα σαν ένα χαπάκι
κινίνο. Χρειάζονται άλλα μεν να αναταραχτούν, άλλα δε να μεταπλαστούν, για να
γίνουν αφομοιώσιμα.
Εκείνο που δεν παραδίνει η γενιά που φεύγει στη γενιά που έρχεται, είναι η ιστορία
της, το παρόν γι' αυτή που φεύγει και το χτες για αυτή που έρχεται.
Ο Καθηγητής Φιλοσοφίας Θεοδωρακόπουλος γράφει: «Λαός που δεν έγραψε ιστορία
δεν ξέρει να τη διαβάσει».
Ο Μέγας Αλέξανδρος έλεγε: «Για να συνεχίσεις μία ιστορία πρέπει να την γνωρίζεις».
Εγώ τώρα αυτό κάνω, παραδίνω στο νέο όσα από τα προηγούμενα γνωρίζω, για να
γίνει εκείνος συνεχιστής, και ακόμα τον προσκαλώ να ζήσει στο παραδοσιακό χωριό
του, γιατί εδώ με πείσμα και ευλάβεια κρατιέται η εθνική κληρονομιά, το ανόθευτο
έθιμο, το γνήσιο γιορτάσι με το κλαρίνο και το ντέφι, το δημοτικό τραγούδι και το
τσάμικο, για να απολαύσει τη γνήσια τζουμερκιώτικη λεβεντιά του χωρίου μας. Το
δημοτικό τραγούδι το νοιώθουμε ότι κυλάει μέσα στις φλέβες του κορμιού μας μαζί με
το αίμα μας. Το έχουν συνθέσει άγνωστοι λαϊκοί ποιητές και συγκινεί τώρα τις
κουκουλιώτισες. Γνώρισμα του δημοτικού μας τραγουδιού είναι η στιχουργική του
6
τέχνη και ένα μέτρο παρομοίωσης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, τα δε
βιώματά του είναι τόσο παλιά, όσο και η Ελληνική Ιστορία.
Νέε του χωρίου μου, θέλω να κεντρίσω τη φιλοτιμία σου, για να συντάξεις ύστερα
καλύτερη και πληρέστερη πραγματεία για το χωριό μας. Διαβάζοντας για το χωριό
μας και τα έθιμά του, μπαίνουμε βαθύτερα στην ανθρώπινη ψυχή, που τη συγκινούν
η απλότητα και οι αυθόρμητες εκδηλώσεις του και έτσι γίνεται περισσότερο αγαπητό.
Διαπιστώνουμε επίσης τις ανάγκες και τα απλά μέσα ζωής του χωριού, εκτιμούμε τις
πρακτικές λύσεις του και το προσέχουμε στοργικότερα. Εμείς οι ίδιοι ξεκουραζόμαστε
από τα αστικά άγχη και την κακία με το να πλησιάζουμε ο ένας τον
άλλο
περισσότερο.
Είναι απαραίτητη η λαογραφική εξιστόρηση του χωριού γιατί μελετάται ο παλιότερος
βίος, διασώζονται οι ποικίλες μορφές του και έτσι καλλιεργείται και ενθαρρύνεται η
παραδοσιακή του συνέχεια. Μας φέρνει κοντά στους ανθρώπους της «ευάνδρου»
γης των Κουκουλιωτών, για να μας μεταδώσει τους παλμούς και τις σκέψεις τους και
μας κάνει να τους αγαπήσουμε περισσότερο.
Όλοι εκείνοι που αποτελούν τους μικρούς ιδρυτές της πεζής καθημερινότητας του
χωριού μας επάνω στην απλή σκηνή του χωριάτικου οράματος, παρουσιάζονται στις
λίγες αυτές γραμμές απλά, για να παίζουν το ρόλο τους με τη μικρή ή μεγάλη
προσωπικότητά τους, μέχρις ότου οι ικανότεροι φύγουν για τα αστικά κέντρα και οι
άλλοι κλείσουν ήσυχα τα μάτια τους λιπαίνοντας δυο μέτρα γης στην «Λαγκάδα»
(τοποθεσία του Νεκροταφείου).
Μόνο στα φυσικά φαινόμενα δέχονται όλοι οι σοφοί του κόσμου ότι υπάρχουν νόμοι,
που τα ρυθμίζουν νομοτελειακά. Για την ανθρώπινη ζωή, που δεν είναι μόνον ύλη,
αλλά και πνεύμα και ιδέα και πίστη, πιστεύουμε, ότι δεν τη ρυθμίζουν νόμοι, αλλά οι
ανθρώπινες συνειδήσεις και οι κάθε φορά συγκυρίες και περιστάσεις της ζωής, που
δρούνε αντάμα με κύριο ρυθμιστή τον άνθρωπο - άτομο.
Υπάρχει επομένως ιστορική αλήθεια, αλλά αν δεν μπορέσει κάποιος ν' αναλύσει τις
ανθρώπινες συνειδήσεις και τις περιστάσεις, που συνεργάστηκαν στη διαμόρφωσή
της, τότε δε θα φτάσει ποτέ σ' αυτή.
Αλλά κι ούτε κανένας ιστορικός, κι ο πιο μεγάλος, μπόρεσε ποτέ να φτάσει και να
καταγράψει την ιστορική αλήθεια. Όμως κι αν κάποτε κάποιος το κατόρθωνε (πράγμα
αδύνατο, γατί ο άνθρωπος ποτέ δεν έφτασε, ούτε θα φτάσει στο απόλυτο, στην
αλήθεια, στο τέλειο), δε θα’βρισκε εκείνους που θα την παραδέχονταν.
Με όσα λοιπόν παρακάτω γράφω, για τα χωρίο μου Κουκούλια, έγινα θέλοντας και
μη, από υπέρμετρη αγάπη στη γενέτειρά μου, ένας αναζητητής της αλήθειας.
7
Προσπάθησα, γι' αυτή όσο, μπόρεσα, με μέσα τα βιώματα, τις αφηγήσεις γερόντων
και τη μικρή μου μέχρι τώρα εμπειρία από τη γνώση της Ελληνικής Ιστορίας και της
ανθρώπινης ψυχής. Αν δεν πέτυχα να προσεγγίσω την αλήθεια, όσο έπρεπε κι όσο
θα θέλατε, παρακαλώ οι κρίσεις σας να είναι επιεικείς, γιατί αλλιώς μαζί με μένα θα
δικάσετε κι όσους στη ζωή τους έχουν σκοπό μοναδικό ν' αναζητούν την αλήθεια.
Λοιπόν, ύστερα από τα παραπάνω, καιρός είναι να σας πω, ότι έχω να σας πω, για
το χωριό μου ΚΟΥΚΟΥΛΙΑ Τζουμέρκων.
8
ΘΕΣΗ - ΧΩΡΟΣ - ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Στους πρόποδες των δυτικών Τζουμέρκων βρίσκεται το χαμηλό βουνό της Τζούμας,
που το σχήμα του μοιάζει μ' αυγό. Η Τζούμα τούτη στα ριζώματά της, φιλοξενεί δύο
χωριά, τα Τζουμοχώρια. Νοτιοανατολικά της το Γραικικό και Βορειοδυτικά της τα
Κουκούλια ή Κουκουλίστα.
Ανεπαίσθητα σ' αυτό το βουνό, της Τζούμας σμίγουν ο καθαρός γαλανός ουρανός
και η πράσινη βλάστηση. Οι κάτοικοι των δύο παραπάνω χωριών της Τζούμας
πιστεύουν ότι η όμορφη τούτη σύνθεση είναι δωρεά του Υψίστου.
Στα σπλάχνα της κρύβει πέτρινους όγκους, άλλα στη πρανή της επιφάνεια, δάση και
θαμνώδη καταπράσινη βλάστηση. Βογκάει όμορφα ο αέρας, καθώς μπαινοβγαίνει
ανάμεσά τους. Τα τελευταία μεταπολεμικά χρόνια οι άνθρωποι πάψανε να τα
επισκέπτονται κι έτσι δεν διαταράζουν την ησυχία των άλογων όντων που ζουν σ'
αυτά. Κι εκείνα έχουν τόσο εξοικειωθεί με την ηρεμία, ώστε δεν ξεχωρίζουν τη μέρα
από τη νύχτα. Γι’ αυτό άλλαξαν συνήθειες κι όλα εκεί τη νύχτα κοιμούνται ήσυχα. Της
Τζούμας οι αποχρώσεις αλλάζουν στις ώρες της μέρας. Με την ανατολή του ήλιου και
το σιγανό ανέβασμα του στο θόλο τ' ουρανού, η αρχικά γκρι σκούρα απόχρωσή της
σιγά - σιγά γίνεται ανοιχτή, ξασπρίζει. Κι όταν θα ’ρθει το απόγευμα, γίνεται μενεξεδένια, στη δε ώρα του σούρουπου κατασταλάζει σε κοκκινόμαυρη, όμοια μ' εκείνη του
ξεραμένου ανθρώπινου αίματος.
Τα Κουκούλια έχουν υψόμετρο 700 περίπου μέτρα. Στους πρόποδες της Τζούμας
προς την πλευρά του χωριού μας σέρνει ορμητικά και με θόρυβο τα νερά του ο
Άραχθος. Η φιδίσια κοίτη του, οι άσπρες ξέρες του, τα θολά χειμωνιάτικα νερά του κι
οι βαθύσκιες όχθες του, μαζί με το βουητό των νερών του, συμπληρώνουν τη
γραφικότητα του ορίζοντά του. Ο ζωτικός χώρος του χωρίου φτάνει περίπου τα 5 τ.
χιλ/τρα και το 1971 (χρονιά τελευταίας απογραφής) βρέθηκαν να κατοικούν σ' αυτό
390 άνθρωποι.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
Σύμφωνα με κάποια παράδοση το χωριό Κουκούλια ή Κουκουλίστα το ’χτισαν
στοιχειωμένοι άνθρωποι. Από εκεί που πρώτα ζούσαν, πριν στοιχειώσουν, ο Θεός
τους έδιωξε, με τα τσιμπήματα μεγάλων κουνουπιών. Όσοι γλύτωσαν ήταν οι
στοιχειωμένοι. Έφυγαν και σταμάτησαν εδώ στην Τζούμα κι έχτισαν το χωριό
Κουκούλια.
9
Μία άλλη παράδοση μιλάει σχετικά για τα ερειπωμένα κοντινά Κάστρα του
Κουκουλιού και του Γεροβουνίου:
Ο Πρωτομάστορας του δεύτερου δέχτηκε να παντρέψει την κόρη του με το γιό, του
Πρωτομάστορα του Κάστρου των Κουκουλίων. Ο γαμπρός όμως πριν από το γάμο
μετάνιωσε, κι ο Πρωτομάστορας του Γεροβουνίου, μέσα στην αγανάκτησή του
πέταξε το μαστορικό του σφυρί και γκρέμισε το Κουκουλιώτικο Κάστρο. Ύστερα οι
Κουκουλιώτες, μαθήτευσαν κοντά σ' έμπειρους ξένους οικοδόμους, απ΄όπου έμαθαν
τόσο καλά την οικοδομική τέχνη, ώστε έβγαλαν τους καλύτερους μαστόρους της
πέτρας (πελεκάνους) και ξανάχτισαν σίγουρο το Κάστρο τους.
Κατά μία άλλη εκδοχή το χωριό μας είχε χτιστεί στη θέση, που φέρει σήμερα το
όνομα «Παλιοχώρι». Οι κάτοικοί του ύστερα από μια θανατηφόρα επιδημία
εξαφανίστηκαν.
Κατόρθωσε να γλυτώσει μόνο μία γυναίκα με τα παιδιά της, η οποία κατέφυγε σε μία
σπηλιά που βρίσκεται στην τοποθεσία «Δύο λιθάρια», όπου και απομονώθηκε. Η
σπηλιά αυτή είναι γνωστή σήμερα με το όνομα «Μπιστούρα της Αθάνως».
Ο μακαρίτης δάσκαλος Απόστολος Σταύρου, από τα Γουριανά, έγραψε για ένα
Κάστρο, που ήταν ανάμεσα από τα χωριά Ρωμανό και το δικό του, στον ορεινό όγκο,
που 'χε εσωτερικά του κι Ακρόπολη. Τα χειρόγραφά του δεν είδαν ακόμα το φως.
Ασφαλώς και τούτο είναι παράδοση, αφού στη θέση εκείνη τίποτα δε διακρίνεται
επιφανειακά.
Κατά την παράδοση οι πρώτοι άνθρωποι που έχτισαν τα Κουκούλια ήταν
μελαχρινοί, συγγενής φυλή προς τους Σημίτες, κι ύστερα από 200 χρόνια
έφυγαν. Γύρω στα 1350 ορεινοί Αλβανοί «Γκέγκηδες», με επικεφαλής τους Πέτρο
Λιόση και Μπούνα Σπάτα, παίρνοντας μαζί τους τις οικογένειές τους εγκαταστάθηκαν
στην περιοχή Τζουμέρκων σαν κτηνοτρόφοι. Οι Αλβανοί αυτοί δεν έχουν καμία
σχέση με τους μισθοφόρους Τουρκαλβανούς, που εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη
της Ελλάδος μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως.
Γενικά πρέπει να γίνει παραδεκτό ότι, μετά την κατάκτηση της Αλβανίας από τη
Σερβική αυτοκρατορία, ένα ρεύμα μεταναστευτικό Αλβανών ορεσιβίων με τα ζώα
τους, συναντάτε στον Ηπειρωτικό χώρο.
Όταν έγιναν Καθολικοί, οι ηγεμόνες του Δεσποτάτου της Ηπείρου ύστερα από χρόνια
τους έδιωξαν, επειδή έκαναν επαναστάσεις και επιδρομές σε βάρος τους, για λόγους
θρησκευτικής, κυρίως, αντιδικίας. Ήταν τούτοι Ορθόδοξοι και εκείνοι Καθολικοί.
Φαίνεται όμως ότι κάποτε, λίγο πριν φτάσουν οι Τούρκοι στην Ήπειρο (μεταξύ 1431
και 1449) το χωριό μας Σλαβοκρατήθηκε. Από εκείνους, τ' όνομά του, πήρε Σλαβική
10
κατάληξη (-ίστα), δηλαδή ονομάστηκε Κουκουλίστα. Ύστερα οι Βυζαντινοί ή οι
Δεσποτάδες της Ηπείρου ξανακυριάρχησαν στο χωριό, άλλα το όνομα Κουκουλίστα
παράμεινε στο στόμα του λαού. Δεν άργησαν όμως να φτάσουν οι Τούρκοι και μ'
αυτούς να σταματήσουν οι ανταγωνισμοί για την κυριαρχία και τούτης της
Ηπειρωτικής γωνιάς.
Ύστερα τα Κουκούλια, ως ορεινά, με δάση, νερά και φυσικές οχυρές θέσεις, έγιναν
ενδιαίτημα των Κλεφτών, που αγωνίζονταν κατά της Τουρκικής τυραννίας, και
ζούσαν εδώ λεύτεροι. Κάποτε μάλιστα ήρθαν στο γειτονικό χωριό Γραικικό πολλές
οικογένειες από το Σουλιοτοχώρι Ρωμανό κι έχτισαν ομώνυμο μαχαλά (συνοικία),
που ακόμα φέρει το ίδιο όνομα. Διάβασα κάπου ότι στα 1612 μετά την επανάσταση
του Διονυσίου Σκυλόσοφου στην Ήπειρο, η περιοχή των Τζουμέρκων δοκιμάστηκε
πολύ από τις επιδρομές των Τούρκων. Τι έκαμαν στα Κουκούλια δεν ξέρουμε τίποτε.
Στην Κουκουλίστα, όπως και στις άλλες περιοχές, οι Τούρκοι διατήρησαν την
Κοινότητα με τους λεγόμενους «Άρχοντες», που τους εξέλεγαν οι κάτοικοι κι εκείνοι
τους επικύρωναν την εκλογή. Οι Κοινοτικοί άρχοντες ονομάζονταν και Προύχοντες ή
Προεστοί ή Δημογέροντες, αλλά και Κοτζαμπάσηδες, γιατί συνεργάζονταν με τους
Τούρκους.
Οι Κοινοτικές Αρχές είχαν πλήρη Διοικητική, Εκτελεστική, Δικαστική και Φορολογική
εξουσία. Όλους τους φόρους, που έπρεπε να πάρουν οι Τούρκοι από τα εισοδήματα
των κατοίκων, συγκέντρωναν οι Κοινοτικές Αρχές. Ένα από τα πιο επικερδή τότε
επαγγέλματα ήταν του μυλωνά. Γι’ αυτό ο μυλωνάς πλήρωνε φόρο πέντε τουρκικές
λίρες, ενώ ο γιατρός τρεις.
Όλες οι παραβάσεις, τα παραπτώματα και γενικά οι
μηνύσεις εκδικάζονταν από τους Δημογέροντες, των οποίων ένας ήταν πρόεδρος της
Κοινότητας, που τούρκικα τον έλεγαν «Μουχτάρη»,οι δε άλλοι ήταν Σύμβουλοι και
λέγονταν Τούρκικα «Αγάδες». Η εκδίκαση των διαφορών των κατοίκων γινόταν σε
ανοιχτό χώρο, συνήθως στην πλατεία του χωριού ή στο χαγιάτι της εκκλησιάς.
Για να γίνει κάποιος Μουχτάρης ή Αγάς του χωριού, δεν χρειάζονταν να γνωρίζει
πολλά γράμματα. Αρκούσε μόνο να ήταν οικονομικά ανεξάρτητος και κυρίως να είχε
πολλά κτήματα, ώστε, αν δεν μάζευε τους φόρους, οι Τούρκοι να τους έπαιρναν από
την εκποίηση της περιουσίας του. Φορολογικά προνόμια είχαν ορισμένοι χώροι, που
τους ονόμαζαν Βακούφικους. Μόνο οι χώροι αυτοί δεν πλήρωναν, τη «Δεκάτη» του
Σουλτανικού Ταμείου (Μάλ Σεντούκ).
11
Χαρά θεού στο χωριό μας την Άνοιξη όλα τα σκεπάζει το πράσινο.
ΓΛΩΣΣΑ
Οι έσχατοι Αθαμάνες μιλούσαν την Ελληνική γλώσσα με δική τους προφορά. Μετά
την εισβολή των Δωριέων χρησιμοποίησαν τη Δωρική Διάλεκτο, η οποία, μόλο που
διέφερε από την Αθαμανική, ήταν καταληπτή από τους άλλους Έλληνες. Αφού
πέρασε αρκετός χρόνος, όπως σε όλα τα Ελληνικά διαμερίσματα, έτσι και εδώ, οι
Αθαμάνες τον 4ο π.Χ. αιώνα ταύτισαν τη γλώσσα τους με την κοινή Ελληνική την
Πανελλήνια πλέον λαλουμένη Αττική διάλεκτο. Από τους Βυζαντινούς χρόνους και
μετέπειτα, βαθμηδόν, άρχισε να απλοποιείται για να φτάσουμε σ' αυτή που μιλάμε
και γράφουμε σήμερα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η γλώσσα μας, δέχτηκε ορισμένες επιδράσεις από ξένες
γλώσσες, από την επί πολλούς αιώνες Ρωμαϊκή κατοχή και αργότερα από την
Φραγκοκρατία, την κατά περιόδους Σλαβοκρατία και την Τουρκοκρατία.
Παραθέτω λίγες ξένες λέξεις που ακούγονται και σήμερα ακόμα:
Λατινο-ιταλικές: Πόρτα - αντί θύρα, φλάμπουρο - αντί σημαία,
στράτα - αντί δρόμος.
Τουρκικές: Μαχαλάς - αντί συνοικία, μεράκι - αντί πόθος.
Σλαβικές: Τσομπάνος, βιδούρα, μπούτινα. Χρώματα ζώων:
γκόρμπα, γκέσα, κανούτα, μούργκα κ.ά.
Τοπωνυμίες: Νιζερό, Σκτέλα, Κουκουλίστα κ.α.
Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι κανένας ξενόφωνος ή αλλόφυλος (Σλάβος,
Φράγκος, Αρβανίτης κ.λ.π.) δεν είχε εγκατασταθεί ποτέ μόνιμα στα Κουκούλια.
Αυτό το μαρτυρούν τα τραγούδια, ηρωικά, κοινωνικά, τραπεζιού, χορού κ.α., καθώς
12
τα νανουρίσματα των μικρών παιδιών και τα μοιρολόγια, που είναι σε καθαρή
Ελληνική γλώσσα.
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΡΑΓΙΑ
Την απονομή της δικαιοσύνης είχαν οι Δημογέροντες. Αν μια υπόθεση ήταν πολύ
δύσκολη, τότε δικαζόταν από τον Μητροπολίτη με βάση τις διατάζεις της Νομοθεσίας
του Αρμενόπουλου κι αργότερα του Νομοκανόνα του Έμμ. Μαλαξού. Σε απόλυτη
ανάγκη μόνο, από το Τουρκικό Δικαστήριο (Ινταρέ Μενζηλίσι), που είχε την έδρα του
στην Άρτα. Μετά την απελευθέρωση του 1881 όλες οι μικροδιαφορές και τα
πταίσματα δικάζονταν από το Πταισματοδικείο Τζουμέρκων, που είχε έδρα του την
Άγναντα, στο οποίο χρησιμοποιούνταν, αντί δικηγόρων, δικολάβοι, δηλαδή
εγγράμματοι Έλληνες, που δεν διέθεταν δίπλωμα δικηγόρου.
Οι υπόδουλοι εκείνοι πρόγονοι μας ήταν τολμηροί, αποφασιστικοί,
φιλότιμοι,
μπεσαλήδες και φιλόξενοι.
Στα μαύρα χρόνια της δουλείας τίποτα δεν είχαν δικό τους, ούτε περιουσία, ούτε
εργασία, ούτε και αυτή την τιμή ακόμα.
Οι τακτικοί φόροι στον Τούρκο δυνάστη δεν είχαν όρια. Τους έβαζαν όμως κι
έκτακτους. Πρώτα ήταν το δέκατο 10% και το όμορο (33%) της κάθε σοδιάς και ο
κεφαλικός για κάθε σίγουρο άντρα.
Μετά το 1850 έγινε πετέλ ή νιζάμ, δηλαδή φόρος στρατεύσεως. Τον πλήρωναν τ'
αγόρια, αρχικά όταν έφταναν σε ηλικία 21 χρόνων, δύο μετζίτια το χρόνο, και σιγά,
σιγά το έφτασαν να πληρώνουν απ' τη γέννησή τους κι ύστερα. Γενικά τους έκλεβαν
στο ζύγι και στους λογαριασμούς, κάποτε δε τους έκαναν με το έτσι θέλω
μεγαλύτερους.
Οι φόροι της σοδιάς συγκεντρώνονταν από όλους τους κατοίκους στη θέση
«Κοτσέκι», πάνω από τα σπίτια των Ζαχαραίων και δίπλα από το σπίτι του γιατρού
Τζίμα.
Τις περισσότερες χρονιές, όταν έφτανε ο Γενάρης, οι χωριανοί αγόραζαν, (30)
παράδες την οκά, από το αποθηκευμένο στο «Κοτσέκι», καλαμπόκι, γιατί τελείωνε
το δικό τους.
Υπήρχαν δύο γέροντες από το σόι των Λιτσαίων (Ζαχαραίων) , για το οποίο θα
γράψουμε παρακάτω, που χρησιμοποιούνταν σαν γραμματείς και τους οποίους
ονόμαζαν καλαμαράδες, γιατί είχαν μαζί τους πάντοτε τα καλαμάρια.
13
Αυτά είχαν σχήμα μελανοδοχείου με ένα σωλήνα στο πίσω μέρος τους μήκους (15)
εκατοστά περίπου, όπου έχωναν τα πενόξυλα, τα οποία, αφού βουτούσαν στο
ποτισμένο με μελάνι βαμβάκι του μελανοδοχείου έγραφαν όταν ήθελαν.
Οι δύο αυτοί καλαμαράδες χρησιμοποιούσαν έναν πρωτόερο (κλητήρα) για ότι
ντεσκερέ ήθελαν να ανακοινώσουν ή να στείλουν στις τουρκικές αρχές.
Για να κρύψουν από άρπαγες όσα σοδήματα έμειναν τελικά δικά τους, έσκαβαν μέσα
στο σπίτι και έφτιαχναν κρύπτες και έβαζαν απάνω τους μια γκλαβανή.
Τις κρύπτες αυτές τις ονόμαζαν «μπίμτσες», και οι οποίες σώθηκαν μέχρι τις μέρες
μας σε πολλά παλιά σπίτια.
Η μεγαλύτερη πληγή για το χωριό μας άνοιγε μια φορά κάθε μήνα, όταν πέρναγε η
«κοστάδα», δηλαδή τουρκικό αποσπάσιμα εφίππων αποτελούμενο από (25) άνδρες
με επικεφαλής έναν λοχία, τον Τσαούση.
Το πέρασμα του αποσπάσματος είχε σκοπό να πληροφορηθεί για την τάξη που
επικρατούσε στο χωριό.
Στο πέρασμά του, κανένας νόμος δεν ήταν σε θέση να λειτουργήσει. Τα πάντα ήταν
στη διάθεσή τους. Επειδή ήταν υποχρεωμένοι να τους φιλοξενούν οι χριστιανοί στα
σπίτια τους, τους έλεγαν Σοφαρίδες. Όταν κανένα παιδί έκλαιγε, του έλεγε η μάνα
«σώπα, έρχεται ο Σοφαρής».
Προτού φύγει από το χωριό το απόσπασμα, έπρεπε να του παραθέσουν πλούσιο
τραπέζι, αποτελούμενο από αρνιά, κότες, πίτες, καλό κρασί και ένα καλό φιλοδώρημα (Μπαξίς) στον αρχηγό (Τσαούση).
Αν τυχόν δεν τους φιλοξενούσαν καλά ή δεν έπαιρναν φιλοδώρημα ήταν ικανοί να
κάνουν ζημιές, χύνοντας τα κρασιά από τα βαρέλια ή το αλεύρι από τ' αμπάρια.
Παρακάτω παραθέτω μια γενική εικόνα των τιμών και του ημερομισθίου της
εποχής εκείνης:
Καλαμπόκι ……………………. 10 γρόσια, ένα ταγάρι (20) οκάδες
Γίδινο κρέας …………………… 2 γρόσια η οκά
Πρόβειο κρέας ……………….
2 γρόσια η οκά
Μία γίδα ………………………. 20 γρόσια
Μία προβατίνα ………………... 2 γρόσια
Κρασί…………………………… 1 γρόσι η οκά
Το εργατικό ημερομίσθιο…….
2 γρόσια
Του μάστορα το ημερομίσθιο..
3 γρόσια
Το μεροκάματο των γυναικών.. 30 παράδες
14
Η γυναίκα δεν είχε κανένα δικαίωμα στη ζωή. Ήταν παρακατιανή. Από τα δέκα της
χρόνια πήγαινε στο χωράφι ή στο λόγγο για ξύλα ή στο μύλο. Έμπαινε στον αργαλειό
και γενικά ήταν κλεισμένη μέσα στο σπίτι σαν καλογριά σε μοναστήρι.
Όταν παντρευόταν η κοπέλα έκανε όλες τις δουλειές, στα χωράφια, στα γίδια και στο
σπίτι.
Πολύ λίγοι είχαν ζώα για μεταφορές, Γι' αυτό συνήθως τις μεταφορές έκαναν οι
γυναίκες. Πήγαινε (40) οκάδες καλαμπόκι φορτωμένη στο μύλο, ένα «βάσταμα»,
κλαρί για γίδες, περίπου (60) οκάδες καυσόξυλα, στην κάθε διαδρομή.
Και όμως ήταν η σύζυγος, η μάνα, η νοικοκυρά. Στη γέννα δεν υπήρχαν γιατροί.
Φώναζαν συνήθως κάτι γριές ψευτομαμές (πρακτικές) περιμένοντας απ’ αυτές
ιατρική βοήθεια. Μην σας φανεί παράξενο ότι αυτό συνεχίστηκε και στις μέρες μας.
Αρκεί να σας πω ότι η Βαγγέλινα του Ντουχανιάρη, όταν έμενε πάνω ακριβώς από το
σπίτι του Γιάννη Παπαδιά (εκεί ο Βαγγέλης έκανε το γανωτή), πήγε στην
«Σπαρτιάη» να πάρει νερό και γυρίζοντας, φορτωμένη τη βαρέλα γεμάτη, ένοιωσε
πόνους,
ακούμπησε
σε
μία
πέτρα
κάτω
από
το
σπίτι
του
Αναγνώστη
Παπαδημητρίου, όπου και γέννησε το τρίτο παιδί της, Το έβαλε μέσα στην ποδιά της
και το 'φερε στο σπίτι. Πριν προλάβει, όμως, να ξεφορτώσει τη βαρέλα, τη ρώτησε η
Θανάσαινα του Παπαδιά, η γειτόνισσά της: «Τι καλά μας φέρνεις στην ποδιά;» και
κείνη της είπε: «Γέννησα στο δρόμο και έχω το παιδί μου».
ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ
Ανδρική
Σιγκούνι με μανίκια πίσω ή φουστανέλα, πουκάμισο μακρύ, ανοιχτό μπροστά, για να
φαίνεται το στήθος, κάλτσες μακριές, κάπα καθώς και βρακί. (Όταν φορούσαν κοντό
πουκάμισο, είχε πλατιά μανίκια). Ακόμα τσαρούχια με πολύχρωμη φούντα.
Γυναικεία
Σιγκούνι, σακάκι, φουστάνι, βρακί όχι, πουκάμισο που σκέπαζε την φούστα και ένα
μαντήλι μαύρο με λουλούδια στο κεφάλι, δαχτυλίδια στα χέρια και σκουλαρίκια στ'
αυτιά. Παπούτσια ένα μόνο ζευγάρι, από τότε που γίνονταν νυφάδες. Οι
περισσότερες φορούσαν συνήθως τσαρούχια με κόκκινη φούντα.
Παιδική
Τα παιδιά, μέχρι και την ηλικία των εφτά χρόνων, φορούσαν φουστάνι, όπως και τα
κορίτσια, χωρίς βρακί και παπούτσια.
Αξίζει τον κόπο να σας εξιστορήσω το πάθημα του γράφοντος. Ήμουν έξι χρονών και
στα μαγαζί του μπάρμπα μου, του Μήτσου Παπαδημητρίου, γινόταν μία συζήτηση
15
γύρω από το τηλέφωνο που είχε εγκριθεί να μπει στο χωριό. Συγκεκριμένα έλεγε ο
γιατρός Βασίλης Ζαχαρής: «Μεγάλη δουλειά το τηλέφωνο, ότι θέλεις το έχεις
αμέσως».
Γύρω από αυτή την αμεσότητα του τηλεφώνου, εγώ το πήγα αλλού, στον καημό μου,
που ήταν να αποκτήσω ένα παντελόνι, γιατί φορούσα φουστανάκι. Τότε, αφού
νόμισα ότι ενημερώθηκα γύρα από το θέμα του τηλεφώνου, πήγα στο σπίτι και είπα
στην μακαρίτισσα τώρα μάνα μου: «Μάνα τώρα που θα μπει το τηλέφωνο, να
γράψεις στον πατέρα (που δούλευε μάστορας στο Καρπενήσι), να μου στείλει με το
τηλέφωνο ένα παντελόνι». Τα παρακάτω τ' αφήνω σε σας να τα κρίνετε, γύρω από
την νοημοσύνη των παιδιών των έξι χρόνων της εποχής εκείνης.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Αποτελούνταν πάνω Από 6-7 άτομα και καμιά φορά έφτανε τα δέκα. Κάθε καλοκαίρι
ο αρχηγός της οικογένειας μεριμνούσε να πάρει λίγο πανί, για να βολευτούν τα
παιδιά από εσώρουχα και εφόσον περίσσευε, έφτιαχνε και η μάνα.
Μην σας φανεί παράξενο ότι πολλές φορές, για να πάει κάποιος σε γάμο ή σε
πανηγύρι, δανειζόταν ξένο παντελόνι. Λέγεται
μάλιστα ότι ο δανειστής κάποτε σ’
ένα πανηγύρι φώναζε: «Ορέ συ Μήτρο, μην κάνεις πολλές κολοκαθιές, γιατί θα μου
σχίσεις το παντελόνι». Και ο Μήτρος διέκοψε το χορό, γιατί ντροπιάστηκε και έφυγε.
Στις μέρες μας, ο άκακος, ο καλοκάγαθος, ο γλεντζές, ο αγέραστος Γιάννης
Παπαδιάς, που τον είχε πάρει η φαμίλια σβάρα, δέκα παιδιά, ζούνε τα εννέα, από την
Αθανασία που είναι το Γκεσέμι, ως την Μάχη που είναι το «π'σμάδ'» (έτσι λένε το
τελευταίο παιδί), ζήτησε ένα δανεικό παντελόνι από το μπάρμπα του, Νίκο
Θεοδώρου. Με καμάρι το φόρεσε και σεργιάνισε επιδεικτικά στο μαγαζί του Μήτσου
Παπαδημητρίου. Εκεί τον είδε ο δανειστής του, που πικρόχολα τον κεραύνωσε:
«Νομίζω Γιάννη πως το παντελόνι πέφτει στενό για σένα». Και ο Γιάννης χαμήλωσε
το βλέμμα ίσα στο ποδονάρι και ακολούθησε, σχεδόν γερτός, το δρόμο που πήρε ο
παραπάνω Μήτρος.
ΠΑΤΡΙΕΣ
ΚΟΥΚΟΥΛΙΩΤΩΝ
Πρώτη πατριά, που γνωρίσαμε στα Κουκούλια, είναι το σόι των Λιτσαίων, το
οποίο, με τα λιγοστά του κτήματα και την πολλή δουλειά, έβγαλε ανθρώπους, που
δεν ασχολήθηκαν με τη γη, άλλα με το εμπόριο και τα γράμματα. Γι΄ αυτό και οι
καλαμαράδες επί τουρκοκρατίας ήταν από τα σόι αυτό.
16
Αργότερα
συναντάμε
τις
παρακάτω
πατριές:
Κωσταγιανναίους,
Ντουχανιαραίους, Καραμπαλαίους, Κιτσανταίους και Πολυζαίους.
Απόγονοι των Λιτσαίων πρέπει να είναι οι: Κωσταγιανναίοι,
Ζαχαραίοι
και
Κοκκιναίοι.
Από την πατριά των Ντουχανιαραίων οι: Παπαδαίοι και Μητσαίοι.
Από την πατριά των Καραμπαλαίων ξεπετάχτηκαν οι: Γεωργακαίοι, Τζανελαίοι
και Παπαδημητραίοι.
Από την πατριά των
Κιτσανταίων
οι: Σταυραίοι, Χατζαίοι, Παπαγιανναίοι,
Βλαχαίοι, Θεοδωραίοι και Κοτσιναίοι.
Από την πατριά των Πολυζαίων οι: Κοντουλαίοι (πήραν το επώνυμο αυτό επειδή
κάποιος Πολύζος ήταν πολύ κοντός στο ανάστημα και τον έλεγαν «κοντούλη» στο
παρατσούκλι, αργότερα έγινε και το επώνυμο του).
Συναντάμε ακόμα τα
Κοτκαίων,
συγγενολόια των: Τσουβαλαίων,
Παναίων,
Τζαφεραίων,
Τσαραίων,
Γαβραίων,
Βαρελαίων,
Καραβασιλαίων και Γκαναίων.
Το κάθε σόι φρόντιζε να φτιάξει σπίτι στο δικό του μαχαλά (συνοικία). Έτσι σήμερα
συναντάμε τους μαχαλάδες: Γκανέικα, Τσουβαλέικα, Παπαδέικα, Ζαχαρέικα,
Γαβρέικα, Κιτσαντέικα, Καραμπαλέικα, Πολυζέικα κοκ. Όσες οι πατριές, τόσες και οι
συνοικίες, που και αυτές λιγοστεύουν, καθώς ξεκληρίζονται από τον ξενιτεμό.
Εξακολουθούν όμως να παραμένουν οι ονομασίες, για να
θυμίζουν σε όλους
κάτι που τους περιμένει:
Ένας τόπος με το δικό τους όνομα.
ΟΙΚΙΑΚΑ
ΣΚΕΥΗ
Ένας γάστρος, τα απαραίτητα χαλκώματα, δύο σκαφίδια (συχνά σκαμμένοι κορμοί
δέντρων) , ένα για ζύμωμα και ένα για πλύσιμο, ένα καζάνι, ανάλογα ταλάρια, δύο
ταψιά και χλιάρια (ξύλινα αρχικά κι αργότερα μπρούτζινα)
όσα τα άτομα της
οικογένειας.
ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ (ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ)
Από κανένα σπίτι του χωρίου μας, δεν έλειπε ο αργαλειός, ο οποίος στα παλιά
χρόνια θεωρήθηκε σαν μέσο που αντικατέστησε την χειροτεχνία (πλέξιμο).
Η γυναίκα της παλιάς εποχής, στην ελεύθερη ώρα της, μέσα στο σπίτι είχε για
απασχόληση, το πλέξιμο, το κέντημα και την ύφανση. Από τον αργαλειό της θα
’βγαιναν τα μάλλινα και τα βαμβακερά, που θα στόλιζαν τα κρεβάτια, τους τοίχους και
17
τα έπιπλα. Θα ’βγαινε ακόμα η προίκα του κοριτσιού, η φλοκιαστή βελέντζα, η
μαντανία, η στρώση, το μαξιλάρι, η κουρελού, το σάσμα (από κατσικίσιο μαλλί τραγόμαλλο), τα υφαντά σεντόνια και τόσα άλλα, που με την ομορφιά των χρωμάτων
τους, έδιναν στο κάθε σπιτικό την ψυχική ευφορία και την αξιοπρέπεια. Αξίζει να
σημειωθεί πως και το τραγούδι ακόμα της υφάντρας, ακολουθούσε το ρυθμό των
χτυπημάτων του χτενιού και της αλλαγής των ποδιών, για να περαστεί η σαΐτα από
την μία μεριά στην άλλη.
Πέτα σαΐτα μου γοργή
με το χρυσό μετάξι,
να ’ρθει ο καλός μου την αυγή
να βρει χρυσά ν' αλλάξει.
Τάκου - τάκου ο αργαλειός μου
τάκου κι έρχεται ο καλός μου
τάκου - τάκου στην αυλή μου
ώσπου να’ρθει το πουλί μου.
Χτύπα σαΐτα μου γοργή
Χτύπα χρυσό μου χτένι
κι η ατέλειωτη σαρακοστή
μερόνυχτο να γένει.
Τάκου - τάκου ο αργαλειός μου
τάκου κι έρχεται ο καλός μου
τάκου και σε λίγο φτάνει
για φιλί και για στεφάνι.
Εγώ το υφάδι θα γενώ
κι εκείνος το στημόνι
που να μπλεχτεί με την κλωστή
και πια να μη γλυτώνει.
Τάκου - τάκου ο αργαλειός μου
τάκου κι έρχεται ο καλός μου
18
τάκου - τάκου στην αυλή μου
ώσπου να ’ρθει το πουλί μου.
Μαντήλι από τα δάκρυα
δεν του ’μενε στα ξένα
αρχοντοπούλες τον ζητούν
μ' αυτός πονεί για μένα.
Τάκου - τάκου ο αργαλειός μου
τάκου κι έρχεται ο καλός μου
τάκου και σε λίγο φτάνει
για φιλί και για στεφάνι.
ΓΑΜΟΣ
Η χαρά αυτή του γάμου κρατούσε (8) ολόκληρες μέρες.
Τα συνοικέσια έκαναν οι προξενητάδες.
Ο γαμπρός έβλεπε τη νύφη, όταν ο Νουνός σήκωνε την «τσίπα», με την οποία ήταν
σκεπασμένο το πρόσωπό της.
Τους αρραβώνες έκαναν οι γονείς ή οι στενοί συγγενείς. Ύστερα καμιά επαφή
γαμπρός και νύφη. Σαν ξένοι μέχρι τα στέφανα. Στο γάμο ο γαμπρός ήταν υποχρεωτικό να έχει ένα βλάμη (εξάδελφό του ή φίλο του) συνοδό του.
Την Τετάρτη βράδυ πιάναν τα προζύμια, βάζαν στη μέση απ' το σπίτι το σκαφίδι και
δίπλα ένα τσουβάλι με αλεύρι και μία σίτα. Ο βλάμης έριχνε αλεύρι στη σίτα και τότε
όσα χέρια μπορούσαν να πιάσουν τη σίτα την κουνούσαν (κοσκίναγαν) λέγοντας
ευχές στο γαμπρό: Να ζήσεις και καλά στέφανα.
Μετά, αφού ανάπιαναν τα προζύμια, Το ’ριχναν στο γλέντι όλη τη νύχτα.
Την Παρασκευή ετοίμαζαν τα κλούρια με τα δώρα, τα οποία ο βλάμης του γαμπρού
θα πήγαινε στη νύφη για το κάλεσμα. Όταν έφτανε στην πόρτα της νύφης έριχνε με
κουμπούρα ή το γκρα του, τρία ντουφέκια ή πέντε, όσα ήθελε, αρκεί να ήταν μονά.
Έπειτα γύριζε στο σπίτι του γαμπρού φέροντας τα δώρα που έστελνε στη νύφη.
Μετά ο βλάμης θα πήγαινε και τα κλούρια του Νουνού. Γυρίζοντας στο σπίτι του
γαμπρού αναλάμβανε να σταλούν όλα τα καλέσματα στους συγγενείς και φίλους του
γαμπρού. Το ίδιο έκανε και κάποιος συγγενής της νύφης. Μετά όλοι οι καλεσμένοι,
τόσο του γαμπρού όσο και της νύφης, έπρεπε να στείλουν στο σπίτι των νεόνυμφων
«πρεβέντα» μία μπουγάτσα, μία πίττα και κρέας.
19
Το Σάββατο ο πατέρας του γαμπρού έστελνε ένα δικό του γέροντα στο σπίτι της
νύφης, για να καταγράψει την προίκα, που απαρτιζόταν συνήθως, εκτός από τα
κεντήματα και τα πανικά προικιά της και τα ατομικά ρούχα της νύφης, που θα ήταν
μέσα σ' ένα μπαούλο, απαραιτήτως από σιγκούνια για φόρτωμα, ένα τσαπί, ένα
δρεπάνι, μία τσεκούρα, μία τριχιά πολύχρωμη (νυφιάτικη) για να φέρει το κρύο
νερό από τη βρύση με τη βαρέλα, μερικά χαλκώματα και τον γιούκο με τα
σκεπάσματα.
Το βράδυ του Σαββάτου έρχονταν οι πλησιέστεροι συγγενείς, του γαμπρού,
ετοίμαζαν κλούρες και σφαχτά, έφταναν τότε και τα βιολιά και γινόταν γλέντι, το
λεγόμενο ζιαφέτι, που κρατούσε όλη τη νύχτα.
Την Κυριακή το πρωί ο γαμπρός με (10) περίπου νέους πήγαινε να πάρει το Νουνό.
Όταν γύριζαν στο σπίτι, έβαζαν ένα τραπέζι στη μέση του σπιτιού, όπου ο κουρέας
του χωριού ξυράφιζε το γαμπρό. Τα όργανα παίζαν, οι γυναίκες τραγουδούσαν και
όλοι οι καλεσμένοι ασήμωναν το γαμπρό με γρόσια, λέγοντας την ευχή «Καλά
στέφανα».
Το τραγούδι που λέγαν ήταν σ' όλα τα χωριά το ίδιο «Ξουράφια από τα Γιάννινα και
ακόνια από την Πόλη κ.λ.π.».
Το μεσημέρι έστρωναν τραπέζι, έτρωγαν πάντα με την συνοδεία των οργάνων (βιολί,
κλαρίνο και ντέφι) και μετά το γεύμα ξεκίναγαν για την νύφη, με ντουφεκιές και
τραγούδια.
Όταν έφταναν κοντά στο σπίτι της νύφης τραγουδούσαν το παρακάτω τραγούδι:
Ξύπνα περδικομάτα μου κι ήρθα στο μαχαλά σου
χρυσά πλεξίδια σούφερα να πλέξεις τα μαλλιά σου.
Σαν ήρθες καλωσόρισες και ας έκαμες και κόπο
ήρθες και μας ομόρφηνες τον άσχημο τον τόπο.
Στην αυλή του σπιτιού της νύφης, ο πεθερός «ξεπέζευε» τον γαμπρό, τον φιλούσε
και τον έζωνε με ένα ζωνάρι, ο δε γαμπρός, του φιλούσε το χέρι. Η πεθερά περίμενε
τον γαμπρό στην πόρτα και τον ασπάζονταν. Όταν μπαίνουν μέσα στο σπίτι, ο
βλάμης του γαμπρού φόραγε τα παπούτσια της νύφης και στη συνέχεια γινόταν τα
στέφανα.
Η νύφη συνοδευόμενη από δύο δικούς της έβγαινε από το σπίτι, γύριζε προς το σπίτι
της και προσκύναγε τρεις φορές. Όλοι οι καλεσμένοι τραγουδούσαν το παρακάτω
τραγούδι, που το συνόδευαν οι οργανοπαίκτες:
Σ' αφήνω γεια μανούλα μου
Σ' αφήνω γεια πατέρα μου ….
20
Σας αφήνω γεια αδέλφια μου ….
Σας αφήνω γεια….
Ο γαμπρός έπρεπε να είχε δύο άλογα παραπανίσια, στα οποία φορτώνονταν τα
προικιά. Με τραγούδια και ντουφεκιές φτάναν στο σπίτι του γαμπρού. Εκεί ο πεθερός
ξεπέζευε τη νύφη και ένα μικρό αρσενικό παιδί το περνούσαν τρεις φορές στο σαμάρι
και από την κοιλιά του αλόγου, τα δε όργανα και οι τραγουδιστές έλεγαν το
παρακάτω τραγούδι:
΄Εβγα κυρά και πεθερά για να δεχθείς την πέρδικα
το ξεφτεράκι πούστειλες, την πέρδικα που σούφερε
για δέστε την πως περπατεί, σαν άγγελος με το σπαθί.
Η νύφη προσκυνούσε τρεις φορές και η πεθερά της, έχυνε κρασί με το τσουκάλι, οι
δε συμπέθεροι φώναζαν: «Χύσε πεθερά κρασί μην το λυπάσαι». Οπότε η πεθερά
φιλούσε τη νύφη και όλοι μπαίνανε στο σπίτι, όπου συνεχιζόταν το γλέντι.
Την τάξη του γάμου αναλάμβανε ένας γέροντας, ο ίδιος καθόριζε και την σειρά των
καλεσμένων, που θα χόρευαν.
Όταν τελείωνε η σειρά του χορού των καλεσμένων, έβαζαν στο χορό τα νιόγαμπρα
και ήταν η στιγμή που οι οργανοπαίκτες μάζευαν τα περισσότερα γρόσια, γιατί
κέρναγαν για το χορό αυτό, όλοι οι καλεσμένοι.
Όταν τελείωνε ο χορός των
νιόγαμπρων, ο γέρος που είχε αναλάβει την τάξη του γάμου, σηκωνόταν κρατώντας
ένα γεμάτο ποτήρι κρασί και έλεγε την παρακάτω ευχή:
Ετούτο το ποτηράκι έχει δυο λογιών κρασάκι
και στη κορφή στο ποτηράκι κάθεται ένα πουλάκι
και κελαηδεί και λέει:
Ετούτο το κρασάκι το πίνουμε στην υγεία
και ευτυχία των νεόνυμφων.
Γεια σας και χαρά σας και καλή καρδιά σας
να ζήσουν εκατό χρόνια και να κάνουν προκοπή
ν' ασπρίσουν και να γεράσουν κ.τ,λ.
Σ' αυτό το σημείο εύρισκε καιρό η πεθερά να πάρει την νύφη σε άλλο δωμάτιο, που
της είχε ετοιμάσει τηγανίτες με βούτυρο, ζαχαρωμένες. Η νύφη προσκύναγε τρεις
φορές και καθόταν στο σκαμνί, χωρίς να τρώει από ντροπή.
Κοντά στα ξημερώματα, όταν το γλέντι βρισκόταν στο αποκορύφωμα, λέγαν και τις
ευχές του Νουνού:
Να σου ζήσουν νουνέ,
Όπως κόπιασες με στεφάνια,
21
να κοπιάσεις και με λάδι.
Το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι το πρωί και πριν φύγουν οι καλεσμένοι, έπρεπε να τους
κεράσει η νύφη.
Επειδή αυτό συνεχιζόταν μέχρι τις μέρες μας, θα κάνω μια διακοπή για να αφηγηθώ
μια πραγματικότητα, που έγινε στο πρωινό κέρασμα της νύφης. Είχε γίνει προξενιό
για το γάμο του Νίκου Παπαγιάννη με την Αλεξάνδρα (μακαρίτες και οι δυο τους).
Ο Νίκος τότε ήταν 16 χρονών και η Αλεξάνδρα 19. Όταν τελείωσε ο γάμος, η Αλεξάνδρα πήγε στο διπλανό χαγιάτι να πάρει το δίσκο με τα κεράσματα. Τότε ο γαμπρός,
που από μικρό παιδί ήταν στο βουνό με τα γίδια και φαίνεται πως δεν
παρακολούθησε γάμο, σηκώθηκε, πήγε πίσω από την πόρτα και από τη χαραμάδα
της παρακολουθούσε. Οι καλεσμένοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί πήγε εκεί.
Αλλά αμέσως τους το εξήγησε ο ίδιος, γιατί, μπαίνοντας η νύφη, φώναξε δυνατά ο
γαμπρός «κούκου», με αποτέλεσμα να πέσει ο δίσκος από τα χέρια της Αλεξάνδρας.
Έπαιζε κρυφτούλι ο μακαρίτης. Μετά το κέρασμα της νύφης όλοι αποχωρούσαν,
αλλά ο γαμπρός Δευτέρα και Τρίτη δεν έβλεπε τη νύφη, την Τετάρτη τους καλούσε ο
πατέρας της νύφης για τα «πιστρόφια» όπως τα λέγανε και όλο το βράδυ της
Τετάρτης γλένταγαν στο σπίτι του.
Έτσι συμπληρώνονται οι (8) μέρες του γάμου Τετάρτη σε Τετάρτη, από τα προζύμια
μέχρι τα πιστρόφια.
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ
Γυρίζοντας πάλι στη ζωή του χωριού μας είναι αξιοσημείωτο να πούμε για την
ντροπή μιας οικογένειας. Ντροπή λεγόταν η ατίμωση μιας γυναίκας από Τούρκο,
στην οποία απαγόρευαν να εκκλησιαστεί και να κοινωνήσει. Γ’ αυτό οι γυναίκες,
όπου και αν πήγαιναν για δουλειές, πήγαιναν πολλές μαζί, κοπαδιαστά, από το φόβο
της ντροπής.
Το παρακάτω τραγούδι αυτή την έννοια είχε:
Δεν τόπραξες καλά κυρ' Αναγνώσταινα
τέτοια κόρη πούχες σκύλα
και την έστειλες για ξύλα ……
Φαίνεται ότι η κόρη της κυρά Αναγνώσταινας την είχε πάθει την ντροπή, γιατί πήγε
για ξύλα χωρίς συντροφιά.
Μια και ο λόγος για δουλειές και χωράφια, αξίζει τον κόπο να περιγράψουμε και για
το ξέφραγο αμπέλι.
22
Στον μαχαλά του χωρίου μας «Μεγαμπέλι» ήταν το μεγαλύτερο αμπέλι της
περιοχής Τζουμέρκων. Απ' αυτό πήρε και την ονομασία του. Ένας Χότζας από
τα Γιάννενα μ' έναν Αρμένιο πέρασαν απ' το χωριό μας, για να το γνωρίσουν και
κάποιος Κουκουλιώτης προσφέρθηκε να τους ξεναγήσει. Πήγαν στο Νιζερό και θα
γύριζαν από το Μεγαμπέλι. Πριν όμως φθάσουν, ξελιγώθηκαν της πείνας. Τότε τους
είπε ο Κουκουλιώτης! «Εδώ που πάμε έχω ένα αμπέλι». Και σαν φτάσαν, όπως ήταν
ξέφραγο, μπήκαν μέσα και έτρωγαν με την ψυχή τους. Για κακή τους όμως τύχη
εκείνη τη στιγμή πέρασε ένας δραγάτης αρματωμένος. «Τι κάνετε αυτού;» τους
ρώτησε, «μπροστά στα μάτια μου;» Τους πήρε συνοδεία και τους ανέβασε στο χωριό.
Εκεί τους πήγε στον Αγά λέγοντάς του: «Αφέντη, κλέφτες είναι και οι τρεις». Τότε ο
Αγάς άρχισε να ρωτά; «Τι είσαι συ βρε;». «Ρωμιός είμαι και το αμπέλι είναι δικό μου,
το έχω κληρονομήσει από τον πατέρα μου». «Ποιος σου είπε ότι είναι κτήμα σου; Άλλος το διαφεντεύει το αμπέλι» απαντά ο Αγάς. Τον έδειρε και τον έστειλε στη
φυλακή. Μετά ρώτησε τον Αρμένιο: «Τι είσαι συ βρε;» «Αρμένιος είμαι», του απαντά.
«Εσείς οι Αρμένιοι δεν είστε καλοί άνθρωποι». Τον έστειλε και αυτόν φυλακή. «Εσύ τι
είσαι;» ρώτησε τον Χότζα «Χότζας είμαι, αφέντη και το κοράνι μ΄έστειλε εδώ να
προσευχηθώ μαζί σας». «Τι λες βρε;» του απαντάει ο Αγάς. «Βρήκες το ξέφραγο
αμπέλι και χωρίς να ρωτήσεις μπήκες μέσα;». Και επειδή η μαρτυρία του δραγάτη
ήταν πως και οι τρεις είναι κλέφτες, ακολούθησε και αυτός την τύχη των άλλων δύο.
ΤΑ ΒΑΚΟΥΦΙΑ
Οι Τούρκοι ήθελαν τους ραγιάδες αγράμματους και γ΄αυτό δεν τους επέτρεπαν να
λειτουργούν Σχολεία. Αυτός ήταν ο λόγος που είχαν μετατραπεί τα μοναστήρια σε
σχολεία («κρυφά σχολειά» όπως τα ’λεγαν). Για να βρεθούν όμως οι πόροι
λειτουργίας αυτών των σχολείων, οι κάτοικοι του χωριού γράφαν μερικά κτήματά
τους στο βακούφι. Γι΄ αυτό και βρέθηκαν μεγάλες εκτάσεις γύρω από τα μοναστήρια,
όπως αυτό των Γουργιανών, που λειτουργούσε σαν σχολείο. Κάθε χρόνο και μετά τη
σοδειά τους πλήρωναν για τα δικά τους χωράφια 10% στο βακούφι. Αυτά τα
εισέπραττε ο επίτροπος του Μοναστηριού και αγόραζε τα απαραίτητα για την
λειτουργία του Σχολείου (αλφαβητάρια, πλάκες και κονδύλια) που μοίραζαν στους
μαθητές.
ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ
Το πανηγύρι γινόταν όπως και σήμερα στις 15 Αυγούστου. Κρατούσε δύο μέρες και
είχε παλιότερα εθνικό χαρακτήρα, αργότερα δε, έγινε σωστό νυφοπάζαρο. Εθνικό
23
χαρακτήρα, γιατί από χορό, ο πρώτος έλεγε στο δεύτερο κάποιο επαναστατικό
μήνυμα, το οποίο έφτανε στον τελευταίο, χωρίς να το πάρουν είδηση (χαμπάρι) οι
Τούρκοι, που παρακολουθούσαν το γλέντι. Νυφοπάζαρο, γιατί στην πλατεία, που
γινόταν το πανηγύρι, έβλεπαν τ' αγόρια τα κορίτσια και μέσα στο πρώτο δεκαήμερο,
μετά το πανηγύρι, γινόταν πολλά αρραβωνιάσματα.
Δεκαπενταύγουστος
1957
Το καγγελάρι για το τελείωμα του πανηγυριού σέρνει ο μπάρμπας μου
Δημ.
Παπαδημητρίου, τον κρατάει ο πατέρας μου και ακολουθούν:
Κώστας Τζίμας (Παπανικολάου) Στρατηγός,
Νίκος Παπαδιάς Εμπειροτέχνης,
Χρήστος Ζαχαρής Οδοντίατρος,
Δυο δεν διακρίνονται,
Νίκος Τζαφέρης,
Νίκος Τσάρας και η αφεντιά μου με στολή δεξιά.
Ο χορός στο πανηγύρι γινόταν διπλός (δύο κύκλοι), εξωτερικά οι άνδρες και
εσωτερικά οι γυναίκες. Πολλές φορές, μάλιστα, συνέβαινε να γίνουν και παρεξηγήσεις, γιατί επίδοξοι μνηστήρες επιδίωκαν να συμπέσει η σειρά τους με κάποια
κοπέλα, που ήθελαν να παντρευτούν.
24
Από αριστερά: Κώστας Κοντούλης Εργολάβος Δημ. Έργων,
Κώστας Τζίμας (Παπανικολάου) Στρατηγός,
Γεώργ. Λεβέντης Στρατηγός Δ/τής VIII Μεραρχίας,
Διογένης Γούλας Λοχαγός Πεζικού,
Χρήστος Θεοδώρου Λοχαγός Διαβιβάσεων
(15 - 8 - 1963)
μαζί με τον Λοχαγό Γούλα υπηρετούσα στο επιτελείο Της
VIIIης
Μεραρχίας και σαν συγχωριανοί πήραμε το Στρατηγό μας στο πανηγύρι.
Αυτό γινόταν αντιληπτό και κάποιος συγγενής της κοπέλας άλλαζε τη σειρά
δυναμικά, με αποτέλεσμα τον καυγά. Όσοι δεν χόρευαν, κατά την τοπική ορολογία
«χάζευαν», γι’ αυτό και οι γυναίκες λέγαν: «τι ώρα θα πάμε για χάζι;».
ΘΡΗΣΚΟΛΗΨΙΑ
Οι κάτοικοι του χωριού μας πίστευαν πως τα πάντα ήταν θεϊκά. Όλα γίνονταν με τη
θεία θέληση και δύναμη.
Όταν μια γυναίκα δεν τεκνοποιούσε έλεγαν: Δεν μας έδωσε ο Θεός παιδί. Όταν δεν
έβρεχε, κάτι κακό έχει γίνει και ο Θεός μας τιμωρεί. Γι’ αυτό έκαναν προσευχές και
λιτανείες για να βρέξει. Όταν κάποιος αρρώσταινε φώναζαν τον παπά να τον
διαβάσει. Έκαναν παρακλήσεις και ευχέλαια και ακόμα έταζαν στο βακούφι λάδι,
πολλές φορές έταζαν σφαχτό, μία γίδα, την οποία πήγαιναν το βράδυ και την έδεναν
στην πόρτα της εκκλησίας. Πίστευαν ακόμα ότι τα περισσότερα κακά έρχονταν από
σκέλισμα, μάγια, βάσκανο και μάτιασμα.
Στο
χωριό
μας
πέρναγαν ψευτογιατροί
(κομπογιαννίτες),
χαρτορίχτρες
και
μαντολόγοι. Πολλές φορές έκανε και ο παπάς του χωριού το γιατρό, όταν καλούνταν
25
να λύσει τα μάγια όχι με διάβασμα, άλλα με τα αναμμένα κάρβουνα που ’ριχνε να
σβήσουν μέσα στο ποτήρι με το νερό.
Οι παπάδες τότε δεν έπαιρναν μισθό, όπως σήμερα. Όλοι οι ενορίτες του έδιναν από
ένα ταγάρι καλαμπόκι (20 οκάδες) το χρόνο. Είχε και τα τυχερά του, από βαφτίσια,
γάμους, λειτουργίες, διαβάσματα, κηδείες κ.τ.λ., για τα οποία πληρωνόταν ξέχωρα.
Οι γυναίκες Τετάρτη και Παρασκευή δεν πιάναν ρόκα για γνέσιμο, ούτε έμπαιναν
στον αργαλειό. Οι άνδρες δεν έβγαζαν σανίδια, γιατί πίστευαν ότι θα τα έτρωγε
σαράκι (σκουλήκι).
Αν κανένα παιδί γεννιόταν ανάπηρο, έλεγαν ότι κάποια αμαρτία έκαναν οι γονείς του
και έδωσε οργή ο Θεός για να τους τιμωρήσει.
Πολλά κατάλοιπα από τα παραπάνω βρίσκονται ακόμα και σήμερα ριζωμένα σε
πολλούς κατοίκους.
ΕΥΧΟΛΟΓΙΟ
Αν μια γυναίκα ήταν έγκυος, της ευχόταν:«Καλή λευτεριά».
Αν η γυναίκα ήταν έγκυος για πρώτη φορά: «Μ' έναν γιό».
Αν είχε κι άλλα παιδιά, μόνο αγόρια: «Με μια τσιούπρα (κορίτσι) ».
Αν είχε μόνο κορίτσια: «Μ' έναν γιό».
Σε βαφτίσια στους γονείς «Να σας ζήσει και γαμπρός ή και νύφη».
Σε βαφτίσια στον κουμπάρο: «Πάντα άξιος, όπως κόπιασες με λάδι να κοπιάσεις και
με στέφανα».
Στα αρραβωνιάσματα: «Η ώρα η καλή και καλά στέφανα».
Στα γάμο: «Να ζήσουν και με καλούς απογόνους».
Όταν έκαναν χωράφι, ο περαστικός τους έλεγε: «Καλημέρα, καλώς τα κάνεις». Και
αποτεινόμενος στα βόδια: «φτου να μην βασκαθείτε».
Όταν κάποιος κλάδευε τις περγουλιές του, ο περαστικός
του
έλεγε:
«Καλά
μπερικέτια».
Γλυκόλογα της μάνας στο μικρό παιδί: «Έλα ΄δω μανάρι μου, ζυγούρι μου, θέλεις
τρούτ (νερό); Μήπως θέλεις μέμι (βύζαγμα); Μήπως θέλεις πάπα (ψωμί);
ΚΑΤΑΡΕΣ - ΘΥΜΟΙ
Στις κότες: «Κακή αλεπού να σας γδάρει», «Κακό γεράκι να σας πάρει», «Κακό
καρκαλέτσι να σας πιάσει».
Στα ζώα: «Λυκοσκισμένο, λυκογδαρμένο, κακή παρμάρα να σε πιάσει».
26
Γυναικείος καυγάς: «Μωρή διακονιάρα, μωρή σοκακιάρα, μωρή χτικιάρα, μωρή εσύ
έκανες μπαστί, σκρόφα, ζαγάρα, βρώμα, ρουφιάνα, χολέρα κ.τ.λ.». Αν ο άνδρας της
μιας ήταν ταξιδεμένος: «Κακά μαντάτα να σου ’ρθουν»,
«Μαύρα γράμματα
να
λάβεις».
Βρισιές γυναικών για τους άνδρες, δεν υπήρχαν. Λέγανε μόνο: «Δεν ντρέπεσαι
μωρέ»;
Ανδρικός καυγάς: Συνήθως γινόταν σε γλέντια, σε γάμους και την Πασχαλιά, χωρίς
πολλές βρισιές. Ακολουθούσε το ξυλοφόρτωμα ο ένας στον άλλον και πάντα πάνω
στο τσακίρ κέφι. Στο πανηγύρι μας, 15 Αυγούστου δεν γίνονταν καυγάδες, γιατί το
παρακολουθούσαν και τα γύρω χωριά και πρόσεχαν να μην τους κατηγορήσουν για
γκρινιάρηδες.
Γενι κά:
Υπήρχε από πολύ παλιά και ακόμα σήμερα η παραδοχή, ότι των γερόντων οι ευχές,
οι κατάρες ήταν πιο αποτελεσματικές, ίσως επειδή βρίσκονται πολύ κοντά στο
θάνατο (στο Θεό), ή ακόμα επειδή έχουν πείρα δικαιοσύνης.
Η ευχή του γονιού ή η κατάρα και στις μέρες μας θεωρείται δυνατότερη και για
λόγους συναισθηματικούς.
Κανείς μας βέβαια δεν ξεχνά, πως οι ευχές - κατάρες έχουν τις ρίζες τους στους
αρχαίους Έλληνες π.χ. τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή.
ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ
Όλο το «δωδεκαήμερο», απ' την παραμονή των Χριστουγέννων ως τα Θεοφάνεια,
όταν κατά τη λαϊκή πίστη «τα νερά είναι αβάπτιστα» έρχονται οι Καλικάντζαροι και
πειράζουν τους ανθρώπους, προφανώς γιατί ο Χριστός είναι ακόμα αβάφτιστος.
Οι Καλικάντζαροι είναι ειδικά δαιμόνια, που εμφανίζονται μόνον το «δωδεκαήμερο».
Σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη «έρχονται από τη γη αποκάτω». Όλο το χρόνο πελεκούν
με τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη, αλλά όταν κοντεύουν να το
κόψουν έρχεται ο Χριστός και μονομιάς ξαναγίνεται το δέντρο. Τότε τα δαιμόνια
χιμούν στη γη επάνω και πειράζουν τους ανθρώπους.
Ο λαός φαντάζεται τους Καλικάντζαρους με διάφορες μορφές (μαύρους με
σιδερομπάστουνα, με χέρια μαϊμούς, με τριχωτό σώμα, με κόκκινα μάτια και τραγίσια
πόδια, κουτσούς, στραβούς, μονόματους, μονοπόδαρους κ.α.). Όλες αποκρουστικές
φυσιογνωμίες, απαίσιες, βρώμικες, που προκαλούν φόβο και αηδία.
27
Τους Καλικάντζαρους ο Ν. Πολίτης θεωρεί πλάσματα της νεοελληνικής μυθολογίας
με αφορμή τις μεταμφιέσεις του δωδεκαημέρου, επειδή οι μεταμφιεσμένοι πείραζαν
και ενοχλούσαν τους ανθρώπους.
Με βάση τα σχετικά για τους Καλικάντζαρους στοιχεία, οδηγούμαστε και σε άλλη
ερμηνεία, ότι δηλαδή, τα δαιμόνια αυτά έχουν σχέση με τους νεκρούς, οι οποίοι κατά
τη λαϊκή πίστη μια ορισμένη εποχή, επιστρέφουν για λίγο καιρό μεταξύ των ζώντων
και πειράζουν τους ανθρώπους.
Οι Αρχαίοι Αθηναίοι πίστευαν ότι στη γιορτή των Ανθηστηρίων, όταν ο Άδης ήταν
ανοιχτός, «οι Κήρες», δηλ. οι ψυχές των νεκρών επανέρχονταν στον κόσμο και
ενοχλούσαν τους ανθρώπους.
Για την αντιμετώπιση των Καλικάντζαρων αναφέρονται πάρα
πολλά, μέσα και
τρόποι (λιβάνι, φωτιά, σκόρδα, προσφορές από γλυκά και τηγανίτες, γουρουνίσιο
κατωσάγονο κ.α.).
Οπωσδήποτε ο φόβος και η προκατάληψη των αμόρφωτων προγόνων μας,
γεννούσε τις οπτασίες και τις φαντασίες των δαιμονικών. Όπως ο Ορέστης έβλεπε τις
Ερινύες από τις τύψεις για το φόνο της μητέρας του, έτσι κι οι παππούδες μας με τις
προκαταλήψεις τους, έπλαθαν τα ανύπαρκτα και τους έδιναν ψυχή, από τη δική τους
ψυχή. Έτσι τα δαιμόνια έγιναν γι' αυτούς πάθος και όπως έγραψε ο Ψελλός, «το
πάθος τούτο δαίμων εκείνοις ενομίσθη και ονομάσθη».
ΞΟΡΚΙΑ
Σε εποχές που η επιστημονική αλήθεια δεν είχε ακόμα αποκαλυφθεί ή δεν είχε
διαδοθεί σε όλους τους ανθρώπους, το κακό - φυσικό ή ηθικό - θεωρούνταν έργο
κακοποιών πνευμάτων.
Για την αντιμετώπιση αυτού του κακού, ή μάλλον για την κάθαρση, οι άνθρωποι
χρησιμοποιούσαν τον ξορκισμό, μια πρακτική δηλ. εξαγνισμού πολύ διαδεδομένη
στην αρχαιότητα άλλα και σήμερα μεταξύ πρωτογόνων και αμόρφωτων κυρίως
ανθρώπων.
Για τον ξορκισμό χρησιμοποιούνταν τα ξόρκια, λόγια δηλ. μαγικά, χωρίς καμιά
συνοχή, που όπως πίστευαν, έδιωχναν το κακό και τα πονηρά πνεύματα. Έτσι από
τον Όμηρο ακόμα αναφέρεται ότι με ξόρκια επιδίωξαν να σταματήσουν το αίμα από
την πληγή του Οδυσσέα.
28
Και δεν πιστεύουμε βέβαια ότι οι παλιότεροι στο χωριό μας είχαν διαβάσει Όμηρο,
γνωρίζουμε όμως ότι πάνω από έναν άρρωστο έκαναν ξόρκια για να τον
θεραπεύσουν.
Στο χωριό μας το ξόρκι χρησιμοποιήθηκε ακόμα και για την εξασφάλιση της σοδιάς,
για το κακό του άλλου και για τον ερωτικό δεσμό.
Τα ξόρκια γίνονταν από γυναίκες, τις ξορκίστρες, οι οποίες χρησιμοποιούσαν το λόγο
και μερικές κινήσεις, που θύμιζαν θρησκευτική λατρεία και εκμεταλλεύονταν τη
δεισιδαιμονία των αγαθών.
Η ξορκιστική τέχνη ήταν ένα μεγάλο μυστικό, που ζηλότυπα τα κρατούσαν οι
ξορκίστρες και δεν το μαρτυρούσαν εύκολα.
Να μερικές περιπτώσεις ξορκισμού:
Κάποτε οι συγγενείς ενός αρρώστου κάλεσαν την ξορκίστρα να κάνει τα θεραπευτικά
της ξόρκια. Η ξορκίστρα μπαίνει στο δωμάτιο του άρρωστου, τον βλέπει κατακίτρινο
και αποφαίνεται: «Δαιμονικό μπήκε». Και αρχίζει τα ξόρκια της χαμηλόφωνα.·
«Όπως σκορπά ο ήλιος τις αχτίδες του
η θάλασσα τα κύματά της
κι όπως σκορπάνε οι κότες από το κουτέτσι τους,
έτσι να σκορπίσει κι από τούτον τον άνθρωπο
ο κίτρινος (δηλ. ο ίκτερος).
Να πάει στα όρη στα βουνά
κει που κοκόρια δε λαλούν, αρνάκια δε βελάζουν
άνθρωπος δεν κουβεντιάζει
άλογο δε χλιμιντράει
βόδι δε μουγκρίζει
σκυλί δε γαυγίζει».
Όταν πάλι ο άρρωστος είχε στο μάτι κριθαράκι, την ξορκίστρα θα φώναζαν. Εκείνη
τότε έβαζε νερό σ' ένα ποτήρι, το σταύρωνε τρεις φορές μ' ένα δαχτυλίδι και φυσούσε
τρεις φορές στο μάτι με το κριθαράκι λέγοντας:
«Να πας στη γη την πομπισμένη
που μπορεί και τα υπομένει».
ή «Αμ αμ κριθαράκι
φεύγα να μη σε φάω».
Αν ο άρρωστος είχε θέρμη (πυρετό) , έλεγαν ότι είναι ματιασμένος και φώναζαν την
ξορκίστρα, που ακολουθούσε την παρακάτω θεραπευτική αγωγή: Έβαζε σ' ένα
29
ποτήρι νερό και αφού το σταύρωνε τρεις φορές με το χέρι της, έπαιρνε το ιστορικό με
την εξής ερώτηση:
«Ποιά μάτια είδαν τον άρρωστο προτού αρρωστήσει; π.χ. η Βασιλική, η Αλέξω, η
Γιαννούλα, η Δέσπω, ο μπάρμπα - Γιώργης, ο Μητρός, ο Κίτσος; » (όλοι αυτοί ήταν
εφτά). Μετά η ξορκίστρα έπαιρνε από τη φωτιά εφτά κάρβουνα και τα έριχνε ένα - ένα
στο ποτήρι με το νερό, λέγοντας κάθε φορά κι ένα από τα ονόματα αυτά. Αν το
τέταρτο π.χ. κάρβουνο δε στεκόταν στην επιφάνεια του νερού, αλλά βούλιαζε, η
ξορκίστρα εύρισκε ότι το κακό μάτι προέρχονταν από τη Δέσπω.
Αυτή ήταν, ας πούμε, η διάγνωση και ακολουθούσε η θεραπευτική αγωγή: Ένας
συγγενής του άρρωστου έπαιρνε εντολή από την ξορκίστρα να πάει στη Δέσπω και
να της ζητήσει μια τρίχα απ' τα μαλλιά της. Την τρίχα αυτήν την τοποθετούσαν στο
μαξιλάρι του άρρωστου, περιμένοντας το ξεμάτιασμα και τη θεραπεία.
Το «μάτι» είναι παραδεκτό και σήμερα, λένε μάλιστα ότι το μάτι σπάει πέτρα, για να
δείξουν έτσι τη δύναμή του.
Οι ξορκίστρες καλούνταν και σε πολλές άλλες περιπτώσεις.
Σημαντικές, ή ασήμαντες, όπως εξανθήματα, πονοκέφαλοι, χρυσή, πονόδοντοι,
βασκανία, ζάλη κ.ά. Χρησιμοποιούσαν για κάθε περίπτωση ειδικά λόγια έχοντας ως
βοηθητικά όργανα δαχτυλίδι, κάρβουνα, μαλλιά, αλάτι κ.ά.
Ο ΛΟΓΟΣ - ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ
Η λέξη συμβολαιογράφος ήταν άγνωστη. Για οποιαδήποτε αγοραπωλησία ούτε
συμβόλαια συντάσσονταν, ούτε συμφωνητικά. Υπήρχε μόνο ο λόγος, δηλαδή, η
υπόσχεση. Όταν οι διαπραγματευόμενοι συμφωνούσαν, έδιναν το λόγο τους και
επισφράγιζαν τη συμφωνία τους με μια χειραψία. Ο λόγος δεν είχε τη δύναμη του
συμβολαίου για τις αγοραπωλησίες μόνο, αλλά και για τα δανεικά, που έπαιρνε
κάποιος και όταν λέμε δανεικά, δεν εννοούμε μόνο χρήματα, αλλά και είδη, όπως
καλαμπόκι, σιτάρι, σπόρους, τα οποία επέστρεφαν με την καινούργια σοδειά.
Οι γυναίκες δανείζονταν λάδι, αλεύρι, αλάτι, μαλλί, το χτένι του αργαλειού και
οτιδήποτε άλλο, που είχε σχέση με το αλισβερίσι των γυναικών. Παραθέτω και την
φρασεολογία:
«Ωρ' Μήτραινα, μου δίνεις ένα φλιτζάνι λάδι - μια κούπα αλάτι - δύο λίτρες αλεύρι;».
Η συναλλαγή μεταξύ των ανθρώπων εκτεινόταν και στην εργασία. Ένας πήγαινε και
δούλευε στον άλλον, που βιάζονταν να τελειώσει κάποια δουλειά, και μετά πήγαινε
και αυτός και εργαζόταν όσα μεροκάματα εργάστηκε εκείνος σ' αυτόν.
30
ΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Ο κατακτητής, τους είχε μονοιάσει και δεν υπήρχαν σοβαρά αδικήματα. Ένα απ' όλα
ήταν οι «αγροζημιές». Από κάποια απροσεξία του τσοπάνου, έμπαιναν τα ζώα στα
ξένα χωράφια και έτρωγαν τα σπαρτά. Για την παράβαση αυτή στο χωριό μας δύο
άνθρωποι, που τους έλεγαν «εκτιμητάς», πήγαιναν επί τόπου και εκτιμούσαν την
ζημιά. Η απόφαση των εκτιμητών ήταν σεβαστή απόλυτα και από τις δύο πλευρές.
Το ίδιο γινόταν και όταν τα παιδιά μιας οικογένειας μεγάλωναν και ήθελαν να
χωρίσουν, κάνοντας το καθένα δική του οικογένεια. Φώναζαν τους εκτιμητάς, οι
οποίοι αποτιμούσαν την αξία κάθε χωραφιού, έκαναν το χωρισμό της περιουσίας, σε
ίσα με τους δικαιούχους μέρη και στην συνέχεια τα κλήρωναν. Το αποτέλεσμα της
κληρώσεως ήταν σεβαστό απ' όλους τους δικαιούχους.
ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
Για να πούμε και του στραβού το δίκιο, στο χωριό μας δεν έγιναν εγκλήματα, εκτός
από δύο και αυτά κοντά στις μέρες μας.
ΕΛΟΝΟΣΙΑ - ΨΕΙΡΑ
Τους περισσότερους ανθρώπους τους έπιανε κάθε καλοκαίρι η θέρμη (πυρετός) και
τους έκανε κίτρινους κι άχρηστους για εργασία. Και μόνο τα Χριστούγεννα
συνέρχονταν. Πολλά παιδιά πέθαιναν, το ένα κοντά στο άλλο και τότε άκουγες: «ο
Θεός το 'δωσε, ο Θεός
το πήρε», για παρηγοριά στους γονείς και συγγενείς του.
Μία άλλη μάστιγα ήταν τότε η ψείρα, λόγιο της απλυσιάς και της βρωμιάς που
κυριαρχούσε σε κάθε σπιτικό. Το σαπούνι ήταν είδος πολυτέλειας. Το μπάνιο σ'
ολόκληρο το σώμα ήταν άγνωστο. Μετά τα βαφτίσια, που το μωρό γυμνό έμπαινε
στην κολυμπήθρα, το σώμα του δεν ξανάβλεπε νερό, εκτός από το κεφάλι, τα χέρια
και τα πόδια, που γίνονταν μια φορά τη βδομάδα το πλύσιμό τους, χωρίς πολλές
φορές να υπάρχει σαπούνι «μαύρο», με μόνη την αλισίβα, που γινόταν με βραστό
νερό και στάχτη της γωνιάς. Και τα σκεπάσματα δεν πλένονταν, εκτός και αν
μάζευαν πολλές ψείρες, οπότε τα έβαζαν στο καζάνι και τα ζεμάταγαν, για να
ψοφήσουν οι ψείρες.
Η ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ
Η διασκέδαση των μικρών παιδιών ήταν οι παροιμίες και τα παθήματα που έλεγαν οι
παππούδες. Τα έλεγαν δε με τόση πειστικότητα, που έκαναν σχεδόν όλα τα παιδάκια
31
να φοβούνται το σκοτάδι της νύχτας, γιατί έλεγαν, ότι βγαίνουν οι διάβολοι, τα
φαντάσματα, ο κακός αέρας, το περπάτημα των νεκρών και οι νεράιδες.
Το αναμόχλευμα αυτό με τα κακά πνεύματα γινόταν πιστευτό περισσότερο από την
αδυναμία των νεύρων, από τη φτώχεια και τον υποσιτισμό, από τη φαντασμαγορία
της φύσης τη νύχτα, ίσως, επειδή οι γνώσεις των κατοίκων ήταν πολύ περιορισμένες
και ακόμα γιατί είχε γίνει παράδοση ότι μέσα στη νύχτα κυκλοφορούν ξωτικά,
βρικόλακες και νεράιδες. Κανένας στο χωριό δεν υστερούσε, όλο και κάτι είχε να πει
ότι είδε, άκουσε και έπαθε.
Έλεγαν ακόμη ότι αν κανένας σκοτωθεί πέφτοντας από δέντρο, το αίμα κλαίει τη
νύχτα, ότι στο μέρος εκείνο στήνουν χορό οι νεράιδες και άλλα πολλά.
Επηρεασμένος και εγώ από τις αφηγήσεις αυτές κάποτε γυρίζοντας από την
Άγναντα, που πήγαινα στο Σχολαρχείο, στα «Τσαρτσώνια» άρχισε να σουρουπώνει
και μόλις έφτασα στο «βρωμονέρι», θυμήθηκα ότι λίγο πιο πάνω είχε πέσει από ένα
δέντρο ο Γιώργο - Θύμος (Τσουβάλας) και σκοτώθηκε. Πριν όμως ολοκληρώσω τη
σκέψη μου αυτή, άκουσα ακριβώς στο σημείο εκείνο γλέντια και τραγούδια. Τα ’χασα.
Δεν θυμάμαι ποιο δρομολόγιο ακολούθησα, πάντως βρέθηκα στο Νιζερό, στο σπίτι
του Μήτσου Ντούλα. Του είπα ότι άκουσα τις νεράιδες, που χόρευαν εκεί στο δένδρο,
και τον παρακάλεσα να με πάει στο χωριό. Ο άνθρωπος δέχτηκε και ξεκινήσαμε μαζί
για το χωριό. Όταν φτάσαμε στη «ράχη της Κοτσίνου» που είναι στην κορυφή από
τα «παλιοπλατάνια», άκουσα πάλι τα όργανα οπότε του είπα: «Ακούς; Δεν σου
είπα ψέματα. Οι νεράιδες χορεύουν ακόμα». Αλλά εκείνος, που ήταν καλεσμένος στο
γάμο, που είχε αρχίσει στη Ζγάρα, μου είπε ότι άρχισε ο γάμος και τα όργανα που
άκουγα είναι εκεί.
Ανάφερα το περιστατικό, γιατί και εγώ, αν έμενα στο χωριό και δεν είχε μεσολαβήσει
ο Μήτσο Ντούλας, με πειστικότητα θα διηγούμουν στους νεότερους, ότι άκουσα τις
νεράιδες να γλεντούν με όργανα και να τραγουδούν.
ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Το παραμύθι παλιότερα, σε χώρους όπως το χωριό μας, όπου δεν έφταναν τα
παράγωγα της Λογοτεχνίας αντικαθιστούσε το μυθιστόρημα, που κι αυτό είχε καθαρά
ψυχαγωγικό σκοπό.
Τη σύνθεση και αφήγηση του παραμυθιού την αναλάβαιναν ειδικοί, τεχνίτες του
λόγου, οι παραμυθάδες.
Το παραμύθι είναι φανταστική διήγηση με διδακτικό περιεχόμενο, γι' αυτό και δεν
αναφέρεται σε συγκεκριμένο τόπο ή χρόνο. «Μια φορά κι έναν καιροί είναι η
32
στερεότυπη αρχή του, τα δε πρόσωπά του είναι φανταστικά και αόριστα (μια γυναίκα,
ένας δράκος, ένας αράπης, μία μάγισσα, ένας βασιλιάς κ.λ.π.).
Η πλοκή του παραμυθιού δε γνωρίζει αδυναμίες ούτε μέτριες λύσεις, γιατί
χρησιμοποιεί τη μαγική δύναμη και το θαύμα. Έτσι το παραμύθι δε συμφωνεί με την
κοινή λογική και δεν υπακούει σε κανένα ηθικό κανόνα, μολονότι έχει σχεδόν πάντοτε
ευχάριστο τέλος (συνήθως τελειώνει με τη φράση «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς
καλύτερα».
Το παραμύθι καλλιεργήθηκε απ' τα πολύ παλιά χρόνια στις χώρες της Μ. Ανατολής,
την Ινδία, την Αρχαία Ελλάδα και την Ευρώπη. Τα θέματα του σε γενικές γραμμές
είναι εθνολογικά, μυθολογικά, μαγικά, ονειρικά και εξωηθικά.
Σήμερα η τεχνολογική ανάπτυξη και η αστικοποιημένη ζωή έχουν επιβάλει άλλους
τρόπους ψυχαγωγίας και αμφιβάλλουμε αν κάποια γιαγιά θυμάται κανένα παραμύθι.
Αλλά κι αν ακόμα βρεθεί κανένας παραμυθάς, του λείπει ο τόπος κι ο χρόνος για
αφήγηση, γιατί απ' τη μια μεριά τα «Μίκυ - Μάους» κι απ' την άλλη το γεροντοκούτι, η
τηλεόραση, του αφαιρούν τη δυνατότητα να πει και να ακουστεί το παραμύθι του.
Την ψυχαγωγία του παραμυθιού την αντικατέστησαν σήμερα οι εφημερίδες, η
τηλεόραση και τα λογής - λογής έντυπα, με την παγκόσμια ειδησεογραφία και την
ανάλυση γύρω από δράματα,
εγκλήματα, δυστυχήματα πολιτικά γεγονότα και άλλα.
Το φορητό ραδιόφωνο και το κασετόφωνο έγιναν σήμερα ο απαραίτητος σύντροφος
του ανθρώπου, με αποτέλεσμα κι αν κανένας γέρος θέλει να πει ένα παραμύθι, η
νεολαία να τον αποπαίρνει. Στα παλιά χρόνια, αλλά και στις μέρες μας ακόμα, τα
πολλά και καλά παραμύθια ακούγονταν στα ξεφλουδίσματα. Το κάθε σπίτι, όταν
τελείωνε το μάζεμα του καλαμποκιού, όριζε και τη βραδιά του ξεφλουδίσματος. Σ'
αυτή καλούσαν συγγενείς, φίλους και οπωσδήποτε τους γείτονες.
Το ξεφλούδισμα του καλαμποκιού πολλές φορές τελείωνε
το πρωί
της άλλης
μέρας. Στα ξεφλουδίσματα αυτά κάθε καλεσμένος έλεγε τα παραμύθι του, κάθε φορά
που γινόταν διακοπή του τραγουδιού.
Αξέχαστη θα μείνει μια τέτοια βραδιά του Οκτώβρη του 1943 στο σπίτι του
Γιωργοβαγγέλη (Γεωργίου Καράμπαλη, πατέρα του σημερινού παππά), στην οποία
παραβρέθηκαν οι καλύτεροι παραμυθάδες, όπως ο Δημοσθένης Παπαδημητρίου, ο
Βαγγέλης Ντουχανιάρης, η Παπαγιώργαινα και πολλοί άλλοι.
Σήμερα το παραμύθι μπήκε στο χρονοντούλαπο, χωρίς να ξέρουμε αν θα ’ρθη
εποχή, που ο άνθρωπος θα
το αναζητήσει, σα λογοτεχνικό είδος όμως θα
παραδίνεται στους μεταγενέστερους γραμμένο από τους: Φαίδωνα Κουκουλέ,
33
Αδαμάντιο Αδαμαντίου, Νίκο Πολίτη, Στίλπωνα Κυριακίδη, Γεώργιο Μέγα, Ευαγγελία
Φραγκάκη και πολλούς άλλους.
ΣΧΟΛΕΙΟ
Οι χωριανοί μου λάτρευαν τις θεωρίες και αγνοούσαν την πράξη. Έλεγαν πολλά
λόγια και το θεωρούσαν αυτό ανάγκη τους, όπως το νερό και το οξυγόνο. Μερικοί
μάλιστα είχαν μια παθολογική πολυλογία. Τους άρεσε να φλυαρούν συνέχεια, από τ’
ένα στ' άλλο, τα πιο πολλά άσχετα και αναληθή. Υπόσχονταν, φιλοσοφούσαν,
μπερδεύονταν, γίνονταν πρωθυπουργοί, γιατροί, θεολόγοι, δικαστές, έλυναν
παγκόσμια πολιτικά προβλήματα, πιτσίλιζαν υπολήψεις, κακολογούσαν οικογένειες,
διαλύανε φιλίες και γενικά η γλώσσα τους, μετατρέπονταν σε ηλεκτρονικό εγκέφαλο,
λες και οι αφιλότιμοι τα ’ξεραν όλα.
Το «πιθανό», το «ίσως», το «μπορεί», το «δεν ξέρω» ήταν λέξεις άγνωστες. Ότι
έλεγε η γλώσσα τους τελεσίδικο. Αντίρρηση δεν σήκωναν. Τόλμησε κάποτε ο μακαρίτης Χριστόφορος Παπαδιάς, καθισμένος στο πεζούλι του μαγαζιού του Μήτσου
Παπαδημητρίου, και πήρε την απάντηση: «Αφού δε βλέπεις μπροστά σου είναι
δυνατό να ξέρεις τι σου γίνεται;». Του το είπαν αυτό, γιατί ο μακαρίτης είχε πάθει
ψυχικό τραύμα από τον χαμό του αδελφού του, που εργαζόταν στην Αμερική και γι’
αυτό φορούσε την τραγιάσκα του πολύ χαμηλά, πάνω από τα ματοτσίνορα, για να μη
βλέπονται τα μάτια του από κανένα. Πάντως ο ίδιος, αντί άλλης απαντήσεως, κάθισε
και έγραψε με το ψευδώνυμο «Αρέθας» το παρακάτω ποίημα, το οποίο
αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο ή τους ανθρώπους που τραβούσαν μπροστά για να
επιλύσουν τα θέματα του χωριού, ένα από τα οποία ήταν το Σχολείο, που είχε
καταντήσει
σαν
το
τάμα
του
Ελληνικού
Έθνους,
που
πραγματοποιήσει ο ευσεβέστατος τρόφιμος του Κορυδαλλού:
«Πολιτεία μεγάλων ανδρών
Μίστερ Καράμπαλην, Ιατρόν»
Εσένα σου τα λέω εν πρώτοις
που περνάς για εξοχότης,
πώχεις το Σκολειό πλησίον,
αλλά το νου σου στο χρυσίον
και στον πολύ παρά
και μας κανείς το Χαλίφη.
δεν
πρόλαβε
να
34
Τα λέω όμως στην πεθερά
για να τ' ακούει κι η νύφη.
Για το Σχολειό πολύ γκρινιάζετε
κι όλο σοφές ιδέες κατεβάζετε,
αλλά όπως φαίνεται κανείς γι’ αυτό δεν νοιάζεται
και η συζήτηση που κάνετε τώρα
είναι για να περνάτε την ώρα,
σαν να βρήκατε κάποιο χαζό μαγκούφη
και του παίζετε το κλοτσοσκούφι.
Όλοι εσείς οι αφεντάδες,
χρόνια τώρα κάνετε καυγάδες
και απόφαση καμιά δεν βγαίνει,
που πρέπει το Σκολειό να γένει
και μ' αυτή τη φασαρία
και τας ασκόπους συζητήσεις,
χάθηκε κι ευκαιρία
απ' τον έρανο της Βασιλίσσης,
από κάτι ταπεινά ελατήρια
χάθηκαν ογδόντα εκατομμύρια.
Γιατί άλλοι θέλουνε να γίνει το Σκολειό
εκεί που είναι τώρα το πολιό,
στην αυτή περίπου θέση,
σ' άλλους όμως αυτό δεν αρέσει,
γιατί έχουν μεγάλο μεράκι
να γίνει το Σκολειό στο Βασιλάκι,
για να ’χει θέα καλή και αεράκι.
Άλλοι όμως δεν θέλουν εκεί αλλά στο Παρασπόρι
για να μη φαίνεται το χωριό σκορποχώρι.
Κάποιος με μυαλό πολύ βαρύ
το θέλει στη ράχη του Ζαχαρή,
άλλοι το θέλουνε παρέκει
δηλαδή στο παλιό Κουτσέκι.
Ένας με μια ιδέα πιο χονδρή
το θέλει να γίνει στο Τσουγκρί.
Άλλος πάλι πεντάρα λέει δεν δίνω,
35
ας γίνει και στον Κωνσταντίνο,
που βγαίνουν τα γερά κοτρώνια
κι άλλος λέει να γίνει στ' Αλώνια,
Και ο Μπότας, για να κάνει χάζι,
κάθεται πιο πέρα
και δώστου, σουβλάκια βάζει.
Παιδιά, λέει πρέπει να γίνει στον αέρα
να ’ναι, δηλαδή, πηδαλιοχούμενον
και προς παν μέρος κινούμενον,
ώστε όλοι να ικανοποιηθείτε
και καθίστε τώρα να φωτογραφηθείτε,
ως άξιοι, στην ιστορία να περάσετε,
προτού απ' την υπόθεση αυτή γεράσετε
και ο καθένας ότι θέλει λέει
κι είναι να γελάει κανείς και να κλαίει
γιατί ήρθαν άτυχες ημέρες,
που του χωρίου σεις οι πατέρες
και τα τρανά κεφάλια,
φτάσατε σ' αυτά τα χάλια
να μη μπορείτε ένα μικρό Σκολειό να φκιάσετε
κι άχυρο σε δυο γαϊδάρους να μοιράσετε.
Αλλ΄ έπρεπε η επιτροπή εκείνη
που φέρ' εν προκειμένω την ευθύνη,
ευθύς, την σπάθην να τανύσει
και τον γόρδιον δεσμόν να λύσει.
Αφού όμως το θέμα συζητείται ακόμη
και ζητάτε την δική μου γνώμη,
σπεύδω να σας απαντήσω:
Ως μεγάλη αυθεντία,
θα τοποθετήσω
το Σκολειό, στην πλατεία
και τους λόγους, περιττό να εξηγήσω,
γιατί, όσο το κεφάλι μου να σκίσω,
εσάς δεν πρόκειται να πείσω,
για την αίγλη και το μεγαλείο
36
που θα ’χει στην πλατεία το Σκολείο.
Πάντως, περισσότερα θα ’χει αγαθά και χάρες,
απ' τις δικές σας κουταμάρες.
Που δεν ενδιαφέρεσθε για το Σχολειό σας
γιατί, αλλού πλανάται το μυαλό σας:
Πως να τρικλοποδίσετε τον Δάσκαλό σας
με αστήρικτες μηνύσεις
και κάτι άλλες ανακρίσεις,
για τα βασιλικά της βρύσης.
Κι ένα μπράβο σας ανήκει,
που, ως βάρβαροι κι αγροίκοι,
κάνατε μια τέτοια δίκη,
θίξαντες, Δάσκαλο και Υπαλληλία.
για μια υπόθεση σχεδόν γελοία.
Αλλά αυτή ειν' άλλη ιστορία
που πρέπει να ’χω ευκαιρία,
να σας κάμω, με τα φαρμακερά μου βέλη,
να θέσετε την ουράν υπό τα σκέλη
και να τρέξετε στις ζούγκλες
ή όπου θέλετε άλλου, να κάμητε παρέα, με τους
φίλους σας Ζουλού.
Να σας μάθω εγώ για άνθη και για βρύσες
και για μοντέρνες Μίσες.
Άνθη, βάζα και τα άλλα,
νέα γούστα της Αργύρως,
θα τα κάμω γυάλα,
να γίνω κι εγώ ΄Ηρως.
Γιατί μύλος, σάτυραν αλέθων,
είναι ο ποιητής.
«Αρέθων»
Τα Κουκούλια δεν είχαν ανάγκη από ποιήματα και φραστικά σχήματα, αλλά από
Σχολείο. Ευτυχώς όμως το απέκτησαν.
Έχουμε ένα Σχολείο που το ζηλεύουν και εκείνα των Γυμνασίων.
Ας είναι καλά ο συγχωριανός μας, Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Κωστάκης Ζαχαρής.
37
Από αριστερά: Βασίλειος Καράμπαλης ή Θανασιάς Δάσκαλος
Κώστας Παπανικολάου ή Τζίμας Στρατηγός
Διμιήτριος Ζαχαρής (όρθιος) Δάσκαλος
Μάνθος Γαβούρας
Εμπειροτέχνης
Χρήστος Καράμπαλης ή Κωσταμήτρος Ξυλουργός
Κωνσταντίνος Ζαχαρής Παντοπώλης
Λάμπρος Πολύζος ή Τασιούλας (όρθιος) Μυλωνάς
Νικόλαος Θεοδώρου ή Νικολαφώτος Εργολάβος Δ.Ε.
(πατέρας του γράφοντος)
Νικόλαος Γκατζόγιας ή Κουμπούρας από το Ρωμανό
Και ο μικρός με το ψαθάκι και την ομπρέλα είμαι εγώ.
Για το άλλο παιδί δεν ξέρω.
ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ - ΠΕΙΝΑ (1916-1917)
Η προσπάθεια μας δεν είναι να γράψουμε ιστορία του Ελληνικού Έθνους, αλλά να
παραθέσουμε μερικά γεγονότα, που έγιναν αφορμή να φθάσουμε στον αποκλεισμό
και την πείνα του 1916-1917.
Οι άνθρωποι ποτέ δεν ρωτήθηκαν τι τρώνε, τι πίνουν, πώς κοιμούνται και ούτε αν
θέλουν να χύσουν αίμα.
Στο Σεράγεβο της Σερβίας σκότωσαν τους διαδόχους της Αυστροουγγαρίας. Η
Αυστροουγγαρία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Σερβίας.
Ήταν μια αφορμή για να κλιμακωθεί ο πόλεμος. Η μία κοντά στην άλλη οι μεγάλες
δυνάμεις έκαναν τον Α' παγκόσμιο πόλεμο.
38
Η Ελλάδα παρ’ ότι είχε υπογράψει σύμφωνο φιλίας με τη Σερβία χάρις στο μεγάλο
πολιτικό της εποχής Βενιζέλο τα κατάφερε τον πρώτο χρόνο να μην βρεθεί στο
πολεμικό θέατρο.
Ρωσία-Γαλλία και Αγγλία συμμάχησαν (ΑΝΤΑΝΤ). Στο εχθρικό τους στρατόπεδο
βρίσκονταν: Γερμανία, Αυστροουγγαρία και Ιταλία.
Στους τελευταίους προσχώρησαν αργότερα η Βουλγαρία, η Τουρκία και η Ιαπωνία,
ενώ στην συμμαχία «Αντάντ» η Αμερική και πολλοί άλλοι, τους οποίους επηρέασε η
διακήρυξη των Άγγλων η οποία έλεγε:
«Πολεμούμε για τα δίκαια των Εθνών».
Η Σερβία κράτησε έξω από το Βελιγράδι τους Αυστριακούς 15 μήνες, οπότε δέχθηκε
επίθεση στα νώτα από την Βουλγαρία, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει.
Στις 15 Ιουνίου 1915, ο Βενιζέλος υποχρεωμένος από την συνθήκη του
Βουκουρεστίου, που είχαν υπογράψει όλες οι Βαλκανικές χώρες τον 1913, κήρυξε
γενική επιστράτευση και τάχθηκε με τον μέρος της Σερβίας.
Όταν πήγε στα ανάκτορα για την υπογραφή της παραπάνω αποφάσεως της
Ελληνικής Κυβερνήσεως, ο τότε Βασιλιάς Κων)νος αρνήθηκε την υπογραφή της.
Έτσι η Κυβέρνηση Βενιζέλου έπεσε με αποτέλεσμα να αρχίσει Επάρατος Διχασμός
του Ελληνικού λαού σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, Βασιλικό και Βενιζελικό.
Άλλοι με τους Γερμανούς και άλλοι με τους Άγγλους και με διορισμένη από το παλάτι
Κυβέρνηση Σκουλούδη και Σπυρίδωνος Λάμπρου. Με την Ελλάδα δεν είχε μείνει
κανένας.
Το Μακεδονικό μέτωπο άνοιξε με 500.000 στρατό, αποτελούμενο από Ινδούς,
Σενεγαλέζους, Αφρικανούς, Νεοζηλανδούς και άλλους αποικιακούς στρατούς, με την
ελπίδα να γίνουν μια μέρα ελεύθεροι. Το παλάτι μας με την Κυβέρνηση του, παρ' όλο
που παρουσίασε ουδέτερη πολιτική, στην πραγματικότητα είχε ταχθεί με τους
Γερμανούς.
Η παραπάνω πολιτική του παλατιού φάνηκε ξεκάθαρα, όταν για μια νύχτα παρέδωσε
στους Γερμανούς το οχυρό Ρούπελ μαζί με μια Ελληνική Μεραρχία με όλο τον
οπλισμό της.
Φάνηκε ακόμα η στάση του παλατιού, όταν οι Ιταλοί πραγματοποίησαν τον περίπατό
τους μέσω της Ηπείρου, για να φθάσουν μέχρι το Κρυονέρι, χωρίς καμιά Ελληνική
αντίσταση (παλιό όνειρο της Ιταλίας).
Στο κομμάτιασμα αυτό της Ελληνικής γης από τους Γερμανούς και Ιταλούς, η Αθήνα
(με το παλάτι μας) έμεινε ένας απλός παρατηρητής. Ο Ελληνικός Λαός, που πριν
από λίγα χρόνια είχε απελευθερωθεί από τους Τούρκους, έβλεπε τώρα καινούργιους
39
κατακτητές του. Οι Αγγλογάλλοι μας επέβαλαν «από θαλάσσης αποκλεισμό, ο
οποίος όλο και έσφιγγε, οπότε Γαλλικός Στρατός, με τον Στρατηγό Φουρνιέ,
αποβιβάστηκε στο Φάληρο της Αττικής, με σκοπό την κατάληψη της Αθήνας.
Το παλάτι, με την κυβέρνησή του αντιστάθηκε. Λαός και στρατός πολέμησαν
ενωμένοι με αποτέλεσμα να υποχωρήσουν οι Γάλλοι, όσοι δεν έμειναν στην ξηρά
σφάχτηκαν. Οι σκηνές, που ξετυλίχτηκαν εκεί, έμοιαζαν με την νύχτα του Αγίου
Βαρθολομαίου.
Οι δρόμοι της Αθήνας και του Πειραιά γέμισαν πτώματα Γάλλων στρατιωτών. Μέχρι
τότε η Μεσόγειος ήταν για τα καράβια μας ανοιχτή και μπορούσαμε να έχουμε, έστω
και με δελτία, καλαμπόκι αντί (40) λεπτών την οκά.
Μετά την καταστροφή των Γαλλικών δυνάμεων η Αγγλία και οι σύμμαχοί της, μας
κήρυξαν γενικό αποκλεισμό, τορπιλίζοντας τα καράβια μας με τα υποβρύχιά τους.
Αυτή ήταν η αιτία να φθάσουμε στις 17 Ιουλίου 1916 στον αποκλεισμό και στην
πείνα, που γνώρισαν περισσότερο οι πατεράδες μας και που κράτησε μέχρι τον
Οκτώβριο του 1917.
Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, κατανοούμε τα δεινά της διχόνοιας που
κατατρώγει την σάρκα της Ελλάδος από το 1915, αφού ένα χρόνο αργότερα έγινε το
ανάθεμα που περιγράφεται παραπάνω. Για να σωθεί αυτός ο τόπος πρέπει να
επαναλάβουμε τους καθαρμούς των Αθηναίων έπειτα από το Κυλώνειο άγος, που
τους μόνιασε ενάντια στους Πέρσες.
Το χωριό μας, σαν να μην ήταν αρκετή η πείνα του, που εκφυλίζει και καταστρέφει
την ψυχή, δοκιμάστηκε, στη συνέχεια και από μια επιδημία γρίπης, από την οποία
πέθαναν πολλοί χωρίς γιατρό και φάρμακα. Τότε πέθανε και η αδελφή μου Ευτυχία.
Καθώς μου έλεγε η Βάβω μου Αναγνώσταινα Παπαδημητρίου, όταν σκάλιζε στο
«Βνι» μαζί με την μακαρίτισσα την μάνα μου καλαμπόκι, σε μια στιγμή πήγαν στον
ίσκιο του πουρναριού, που ήταν η σαρμανίτσα με την αδελφή μου, ενός χρόνου τότε
και την βρήκαν νεκρή. Είχε να βυζάξει δύο μέρες, γιατί η μάνα μου δεν είχε γάλα από
τη γρίπη και την πείνα.
Τ’ ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΧΛΙΑΡΙΑ
Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου οι γέροι που κάθονταν στο χωριό,
κουβέντιαζαν μεταξύ τους και έλεγαν. «Όποιος ζήσει από αυτόν τον πόλεμο θα φάει
με ασημένιο χλιάρι». Έτσι έμεινε σαν παροιμία το ασημένιο χλιάρι.
40
Επειδή και ’γώ είμαι βασιλόπληκτος, θέλω να υπογραμμίσω, για την ιστορία και
μόνο, ότι πολλά δεινά στον Ελληνικό λαό φόρτωσε το παλάτι μας, μέχρι που να μας
αδειάσει την γωνιά.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται, μια υπογραφή της αποφάσεως του Α.Σ.Ε.Α. (Ανώτατο
Συμβούλιο Εθνικής Αμύνης) για την αντικατάσταση του Αρχηγού Γ.Ε.Σ. που
προσκόμισε στον Βασιλιά ο τότε Πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, έγινε αφορμή να
πέσει η Κυβέρνησή του και να διορίζονται από το παλάτι Πρωθυπουργοί αποστάτες
με χρονικό ρυθμό αντικαταστάσεως έναν κάθε τετράμηνο.
Φαίνεται ότι ο Κωνσταντίνος Β' είχε διαβάσει καλά την Ιστορία του Κωνσταντίνου Α'.
Ότι έκανε ο Α' στον Βενιζέλο επανέλαβε ο Β' στον Παπανδρέου, για να φθάσουμε
στην γνωστή εκτροπή τής 7ετίας 1967-1974. Επειδή πολλοί από τους νέους δεν
γνωρίζουν λεπτομέρειες, γι’ αυτή την εκτροπή. Φιλοδοξώ σε κάποιο άλλο βιβλίο μου
να γράψω όλη την αλήθεια, όση τουλάχιστον γνωρίζω. Είχα βλέπετε την τύχη ή την
ατυχία να βρεθώ μπλεγμένος σε κάποια από τις σκευωρίες που οργανώθηκαν εκείνη
την εποχή για την ανατροπή της νομίμου Κυβερνήσεως. Όταν στο Βάλτο μαλώνουν
τα βουβάλια, την πληρώνουν τα βατράχια. Είχα και εγώ την τύχη να είμαι ένα από
αυτά τα βατράχια.
1941 - 1945
Για να πούμε και του στραβού το δίκιο, τόσο ο υπεύθυνος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ όσο και ο
ίδιος του ΕΔΕΣ, προφύλαξαν το χωριό μας στον δύσκολο εκείνο καιρό. Εκτός από
ορισμένους ξυλοδαρμούς, λίγες προφυλακίσεις στο Μυρόφυλλο, όπου οδηγήθηκε και
ο πατέρας μου μαζί με άλλους συγχωριανούς, λίγες αρπαγές από τους αντάρτες
κυρίως τροφίμων, και άλλα παρόμοια, εκτελέσεις δεν έγιναν, ενώ στα γύρω χωριά,
όπως στην Μικροσπηλιά, έγιναν πολλά εγκλήματα.
Στο μεγαλύτερο διάστημα τα Κουκούλια ήταν Εαμοκρατούμενο, γι’ αυτό και
ακολούθησε τα οργανωτικό πλαίσιο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Οργανώθηκε στην Πλατεία η δημόσια συζήτηση για την ενημέρωση του σκοπού και
του προγράμματος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Σε μια από αυτές συμμετείχε και ο Μήτσο
Τζανέλης (μακαρίτης τώρα). Σ' αυτήν επρόκειτο να γίνει η εκλογή του Προεδρείου.
Ομιλητής ήταν ο Γεώργιος Σπύρου από τα Γιάννενα, που είπε μεταξύ των άλλων:
«Πρότεινα αγαπητοί Συναγωνιστές, να ψηφιστεί και ο σύντροφος Τίτο επίτιμο μέλος».
Ο Μήτσο Τζανέλης, που άκουσε το όνομα αυτό, ρώτησε: «Τι είναι ο σύντροφος Τίτο;
» Οπότε πήρε την απάντηση: «Πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας». Αλλά και πάλι δεν
κατάλαβε, οπότε ανέλαβε ένας χωριανός μας (δεν γράφω το όνομά του, ζητώ
41
συγνώμη γι’ αυτό) να του εξηγήσει ότι είναι ο Βασιλιάς της Γιουγκοσλαβίας. Αφού
τέλειωσε η συγκέντρωση, μπήκαν στο μαγαζί του Μήτσου Παπαδημητρίου, μόνο οι
χωριανοί. Οι ξένοι έφυγαν και πίνοντας τσιπουράκι ο Μήτσος είπε: «Ορέ τι μας είπαν
στην πλατεία! Θα’ρθει ο Βασιλιάς της Γιουγκοσλαβίας στο χωριό μας για να γίνει
Πρόεδρος. Ε, όχι, αυτό δεν το πιστεύω, μας γεμίζουν ψέματα και περνάν τον εαυτό
τους εξυπνότερο. Ας ξανάρθουν και τους σιάχνω εγώ».
Πέρασε περίπου ένας μήνας και ο Τζανέλης δεν έκανε την εμφάνισή του στην
πλατεία, γιατί ο Γιάννης Παπαγιάννης είχε διαδώσει ότι τα λεχθέντα στο μαγαζί, από
τον Τζανέλη, τα ’μαθε το κόμμα και θα τον περάσει ανταρτοδικείο. Έτσι όταν ο
Τζανέλης πήγε στο «Κουτσομύλι», είπε στον τότε μυλωνά Γιάννη Παπαδιά: «Γιάννη
τα ξέρω όλα, μου τα είπε ο Καραμπούλας, αλλά ένα σου λέω. Πριν με δικάσουν και με
σκοτώσουν, θα σκοτώσω εγώ μερικούς από το χωριό».
Ο ίδιος αργότερα σύρθηκε από τους αντάρτες, όπως το πτώμα του Έκτωρα από τον
'Αχιλλέα, για ένα σακί λούπινα, που είχε πάρει από τις αποθήκες τους.
ΣΕΙΣΜΟΣ
Οι νόμοι της φύσεως δεν ξεπερνιούνται με την πειθώ ή το συναίσθημα, όπως η
αρρώστια δεν φεύγει με ξόρκια άλλα με αντιβιοτικά.
Το χωριό μας αποτελείται από τρεις οικισμούς: Το Κέντρο του χωριού, το
Μεγαμπέλι και την Ανατολή (Νιζερός). Το 1967 έγινε σεισμός και οι κάτοικοι των
δύο τελευταίων οικισμών μετοίκησαν στο Κέντρο.
Εδώ εις τα Κουκούλια
που έλαμπε η πούλια
στις φυλλωσιές και στα νερά
ζούσε ο κόσμος μια χαρά.
Ξάφνου ο τόπος σάλεψε
απ' τους πολλούς σεισμούς
κι έφκιασε γκρεμίσματα,
έφκιασε χαλασμούς.
στο Νεζερό και Μεγαμπέλι
οι κάτοικοι τα μάζεψαν
άλλου να βρουν λημέρι.
42
Οι γεροί θυμούνταν τα παλιά
τα καλά εκείνα χρόνια
και νόμιζαν πώς η ζωή
έτσι θα είναι αιώνια.
Έτσι σήμερα τα Κουκούλια για κάθε ξένο επισκέπτη έχουν να παρουσιάσουν ένα
συγκεντρωμένο χωριό, νεόκτιστα σπίτια, που θα τα ζήλευαν και πολλές εξοχικές
βίλλες, μία ωραία πλατεία και έναν ασφαλτοστρωμένο δρόμο, που διασχίζει το
χωριό μας.
Βλέπεις ακόμα στο πανηγύρι (15 Αυγούστου) να έρχονται από κάθε γωνιά της
Ελλάδος οι χωριανοί μας να γιορτάσουν και να συναντηθούν με τα προσφιλή τους
πρόσωπα. Στους δρόμους και έξω από κάθε σπίτι, που έχει πρόσβαση, βλέπεις κι
ένα αυτοκίνητο. Μη σας φανεί παράξενο το ότι στις 15 Αυγούστου 1980 στα
Κουκούλια στάθμευαν 140 αυτοκίνητα, αριθμός αυτοκινήτων που δεν είχε η Άρτα το
1940.
Στα Κουκούλια, μπορεί να πει κανείς, ότι συναντά την ανθηρότερη οικονομία
Ελληνικού χωριού, με μηδενική παραγωγή και τούτο, χάρις στην εργατικότητα των
Κουκουλιωτών, οι οποίοι ταξιδεύουν και γυρίζοντας δεν φέρνουν μόνον χρήματα
άλλα και τον πολιτισμό.
Στα Κουκούλια δεν θα συναντήσεις την γυναίκα φορτωμένη σήμερα και το σύζυγό
της καβάλα στο μουλάρι.
Στο χωριό μας δεν θα συναντήσεις τον άνδρα στο καφενείο και τη γυναίκα στις
δουλειές, όπως συμβαίνει σε άλλα χωριά. Στο κάθε σπίτι σήμερα στα Κουκούλια
συναντάς τον πολιτισμό του 20ου αιώνα, αν δε, γίνει πραγματικότητα και το όνειρο,
για την απόκτηση του νερού (θείου δώρου), τότε η διαβίωση στα Κουκούλια θα είναι
παραμυθένια, αφού δεν στερείται ηλεκτροδότηση, αυτόματη τηλεφωνία, συγκοινωνία
και άλλα σύγχρονα πολιτιστικά αγαθά.
Αν του σημερινού Προέδρου Τάκη Πολύζου υλοποιηθεί το πρόγραμμα για πύκνωση
του οδικού δικτύου μέσα στο χωριό, πολλοί θα ήθελαν να ’χαν μία καλύβα στα
Κουκούλια.
ΜΑΣΤΟΡΑΣ
Αν ψάξεις με το κερί κανένα σπίτι στα Κουκούλια δεν θα βρεις να μην έχει βγάλει
μάστορα (χτίστη).
Τα Κουκούλια σαν ορεινό χωριό, είναι άγονο και φτωχό. Το επάγγελμα του χτίστη
ανάγκαζε τους Κουκουλιώτες να ταξιδεύονται.
43
Μία παρέα από 8-10 μαστόρους και δύο (2) παιδιά ξεκίναγαν, για να βρουν
δουλειά στο Καρπενήσι, στο Βάλτο, στην Πελοπόννησο, στη Θεσσαλία και σε άλλες
περιοχές.
Στο ξεκίνημά τους έμοιαζαν με τους βλάχους που άφηναν τα βουνά, για τους
κάμπους και με τα χελιδόνια που πήγαιναν σ' άλλους τόπους να ξεχειμωνιάσουν.
Στο ξεκίνημά τους δεν έλειπε το μεταγωγικό τους, στο οποίο φόρτωναν σκεπάσματα
και ρούχα «Μετάξι το λέγαν», τα εργαλεία τους καθώς και τρόφιμα για όσες μέρες θα
’καναν πεζοπορία.
Στα Χάνια, που ήταν στο δρόμο τους, έμεναν τα βράδια, μόνο όταν ο καιρός ήταν
βροχερός, διαφορετικά τους φιλοξενούσε η εξοχή.
Η κάθε παρέα αποτελούνταν από την ίδια οικογένεια: Πατέρας, παιδιά, γαμπροί και
κανένας στενός συγγενής.
Η οικονομία ήταν το γνώρισμα της κάθε παρέας, γιατί έπρεπε πριν έρθει ο χειμώνας,
να γυρίσουν με χρήματα στο χωριό. Για να γίνει η οικονομία, όλη η παρέα έκανε
κοινό συσσίτιο.
Οι πάντες πειθαρχούσαν στον Πρωτομάστορα, που ήταν συνήθως ο πιο ηλικιωμένος
κι ο πιο καλός τεχνίτης. Αυτός έκανε κουμάντο για όλες τις δουλειές και είχε το
προνόμιο να δουλεύει στη σκιά, αφού ήταν ο πελεκητής των αγκουναριών.
Τα σπίτια, οι εκκλησιές, τα γεφύρια και οι αυλόπορτες, που έχτισαν οι μάστοροι των
Κουκουλιών, θα μείνουν σαν παραδοσιακή αρχιτεκτονική, σ΄ όλους τους τόπους που
πέρασαν και δούλεψαν.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ, πως η Αρχαιολογική Υπηρεσία της Εφορίας Βυζαντινών
Αρχαιοτήτων της Αθήνας, στις μέρες μας, Κουκουλιώτη πελεκάνο (τον Αλέξη
Παπαπάνου) βρήκε να αναστυλώσει την Ακρόπολη, του οποίου το χτένι, το καλέμι
και το κοπίδι (εργαλεία πελεκάνου) φτιάχνουν αριστουργήματα, που συναγωνίζονται, τα έργα των πελεκάνων που χρησιμοποίησε ο Φειδίας, όταν έχτισε την
Ακρόπολη.
Για να γίνει κάποιος χτίστης έπρεπε να περάσει από πολλά στάδια. Πρώτα γινόταν
«Λασποπαίδι», μετά «Μπλαροπαίδι», ύστερα εργάτης υλικών. Ακολουθούσε
βοηθός χτιστού, χτίζοντας μόνο απ' το μέσα μέρος του τοίχου και τέλος «χτίστης»,
που μπορούσε να χτίζει και απ' το έξω μέρος.
ΛΑΣΠΟΠΑΙΔΙ
Δύσκολη δουλειά, γιατί εκτός του ότι ήταν κουραστική, το λασποπαίδι ήταν συνήθως
και μικρής ηλικίας. Το εργαλείο του «Λασπιά» ήταν η «κοπάνα». Έτσι έλεγαν ένα
44
ξύλινο δοχείο μεταφοράς της λάσπης. Ανακάτευε τη λάσπη, γιόμιζε την «κοπάνα»,
την φορτωνόταν με αέρα στην πλάτη του και ανεβαίνοντας τις σκαλωσιές, την έφτανε
στους μαστόρους, στο δεύτερο και καμιά φορά στο τρίτο πάτωμα. Όλη αυτή τη
δουλειά την έκανε βιαστικά, να προλαβαίνει τους μαστόρους και να του περισσεύει
και χρόνος. Για να παρακολουθεί το χτίσιμο. Άνοιγε τα μάτια του δεκατέσσερα. Ο
καημός του ήταν κρυφός. Να ξεφύγει γρήγορα απ' αυτή τη δουλειά. Να γίνει κι' αυτός
χτίστης.
ΜΠΛΑΡΟΠΑΙΔΙ
Η δουλειά αυτή χρειάζονταν γεροδεμένο παιδί, για να μπορεί να φορτώνει στα ζώα
τις πέτρες και τον άμμο.
Φόρτωνε στα ζώα τα υλικά, τα συνόδευε στο δρόμο, για να μη «γείρει» κανένα ζώο
και τα ξεφόρτωνε στην οικοδομή. Η δουλειά αυτή άρχιζε το πρωί με το χάραμα και
τελείωνε το βράδυ όταν κρυβόταν ο ήλιος. Όλη μέρα δουλειά και το βράδυ, που όλοι
ξεκουράζονταν, το «Μπλαροπαίδι» έπαιρνε το δρόμο προς τα λιβάδια, για να
βοσκήσει τα ζώα. Στρώμα του, το χώμα και μαξιλάρι κάποια πέτρα. Έπαιρνε για
σκέπασμα ένα «μπλαρότσιολο» κι έτσι ξημέρωνε.
ΕΡΓΑΤΗΣ ΥΛΙΚΩΝ
Για να χτιστεί το σπίτι, η εκκλησία, το γιοφύρι και η μάντρα χρειάζονταν υλικά, πέτρα
και άμμος.
Ο νοικοκύρης έπρεπε να βρει το μέρος απ' όπου θα ’βγαιναν αυτά τα υλικά. Ο
εργάτης αναλάμβανε το βγάλσιμό τους. Χρησιμοποιούσε για εργαλεία την παραμίνα
για τα φουρνέλα, το λοστό και τη βαριά για να βγάλει και να σπάσει την πέτρα, τον
κασμά, το φτυάρι και την κοσκινίστρα για να βγάλει και να κοσκινίσει την άμμο.
Εκτός απ' όλα τούτα, απαραίτητα ήταν και τα εκρηκτικά: Δυναμίτης, καψούλια, μαύρο
μπαρούτι και φυτίλι. Μ' αυτά μπορούσε να πάρει εκδίκηση από τις πέτρες, που όλη
μέρα αντιστέκονταν στη δύναμή του και στο βάρος «της βαριάς».
Το βραδάκι ακούγονταν οι φωνές του μιναδόρου «φουρνέλο - φουρνέλο - φουρνέλο»
και στη συνέχεια τα «μπαμ - μπουμ». Αφού ο κίνδυνος περνούσε, έβγαινε από τον
κρυψώνα του και γύριζε ξανά στη δουλειά του. Ήθελε να καμαρώσει τα
αποτελέσματα του δυναμίτη και του μπαρουτιού. Ένιωθε θριαμβευτής. Έστριβε ένα
τσιγάρο και καθόταν σε μια πέτρα να καπνίσει. Έπαιρνε την εκδίκησή του απ' τις
πέτρες που όλη μέρα τις πότιζε με τον ιδρώτα του. Αναλογιζόταν πόσο μεγαλύτερη
είναι η δύναμη του μυαλού από τη δύναμη των χεριών του. Ήταν η ηθική του
45
ικανοποίηση. Εκείνη την ώρα είχε σταματήσει τη δουλειά του. Το μυαλό του
ευκαιρούσε και του περνούσε η σκέψη: «Θα αργήσει πολύ άραγε να γίνει κι αυτός
χτίστης για να μη παλεύει όλη μέρα με τις πέτρες; » Νόμιζε πως η δουλειά του χτίστη
ήταν πιο εύκολη, πιο ξεκούραστη. Νύχτωνε σχεδόν, όταν έπαιρνε το δρόμο του
γυρισμού για ξεκούραση. Τα ίσκια είχαν πολύ ώρα που κρύφτηκαν στο απέναντι
βουνό.
ΒΟΗΘΟΣ ΧΤΙΣΤΗ
Το χτίσιμο στο εσωτερικό του τοίχου γινόταν συνήθως από τον βοηθό του χτίστη.
Αυτός είχε περάσει όλα τα προηγούμενα στάδια κι έτσι είχε μια κάποια πείρα της
δουλειάς. Φρόντιζε όχι μόνο να χτίζει, ακολουθώντας στην πρόοδο της δουλειάς τον
τεχνίτη που έχτιζε απ' έξω, αλλά και να μη λείπει τίποτα. Σκυφτός πάντα, αμίλητος,
έτοιμος να δεχτεί τις συμβουλές και τις παρατηρήσεις του Μάστορα για την
τοποθέτηση της πέτρας πάντα με «μαξιλάρι», για το γιόμισμα του τοίχου με
πετραδάκια και λάσπη, για τη «φέξη», που έπρεπε ν' αφήνει το «ράμμα».
Αυτός κουβαλούσε το αγκωνάρι στη σκαλωσιά, γιατί ήταν βαρύ και το λασποπαίδι
δεν μπορούσε να το σηκώσει. Θα ’δινε πάντα πρώτα στο μάστορα το τσουκάλι με το
νερό και μετά θα ’πινε αυτός. Ποτέ δεν άφηνε ευκαιρία να πάει χαμένη. Όταν ο
μάστορας έστριβε κανά τσιγάρο, έχτιζε κι αυτός - πάντα δοκιμή - και καμιά πέτρα απ'
έξω. Κι εκεί πάνω στην πράξη, με τις συμβουλές του μάστορα, μάθαινε την τέχνη.
ΧΤΙΣΤΗΣ
Η χτιστική τέχνη παρουσιαζόταν από τον χτίστη του εξωτερικού μέρους του τοίχου.
Φορούσε την ποδιά με την μεγάλη τσέπη, που φιλοξενούσε τα εργαλεία του: «το
πασσέτο», «το αλφάδι», «τη γωνιά» και «το ζύγι» για να μετρά, ν' αλφαδιάζει, να
γωνιάζει τον τοίχο και να ζυγίζει την κατακόρυφη γραμμή. Ακόμα απαραίτητα γι'
αυτόν εργαλεία ήταν «το σφυρί», «το μυστρί», «το σκεπάρι», «το πριόνι», «ο
ματρακάς», μερικά «σουβλιά», ένα κουβάρι σπάγκο κ,α. μικροεργαλεία, που το
φιλοξενούσε μια μουσαμαδένια τσάντα. Έπρεπε να ελέγχει το «βοηθό» του και το
«λασποπαίδι». Να ελέγχει το ζύγι, την αλφαδιά, τα μέτρα του τοίχου, να χωρίζει τις
πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού, συμβουλευόμενος τον αρχιμάστορα. Γενικά
ήταν ο υπεύθυνος για το σωστό χτίσιμο της πλευράς του σπιτιού, που του είχε ορίσει
ο «Αρχιμάστορας».
Οι χτιστάδες και γενικά όσοι ασχολούνταν με τις οικοδομικές εργασίες, στις μεταξύ
τους, συζητήσεις χρησιμοποιούσαν τη δική τους γλώσσα. Τη λέγαν «Μαστορική»
46
και στη δική τους διάλεκτο «Κουδαρίστικη». Η γλώσσα αυτή και σήμερα ακόμα
χρησιμοποιείται από πολλούς μαστόρους του χωριού μας.
Είναι γλώσσα με πλήρες λεξιλόγιο κι έτσι είναι αδύνατο να καταλάβεις τι λένε μεταξύ
τους. Για παράδειγμα αναφέρω μερικές λέξεις:
«Κούδαρος = Μάστορας, Κούφιο = σπίτι, Σφέλης = άνδρας, Σφέλου = γυναίκα,
λαγούλι = αγόρι (παιδί) , αγκίδα = κορίτσι, μανεύω = τρώγω, γκιμεύω = κοιμάμαι,
ξεφλιάζω = μιλώ, μαρτυράω, ξυσέρνομαι ή ξυσέρομαι = έρχομαι, πηγαίνω,
Μιχάλης ή γκουμούτσι = κρέας, φουσκοκοίλια = φασόλια, βαζούρια = αυτιά,
σκρούμπος= καφές, τροχός = κρασί, τροχεύω, = πίνω, μεθώ, απαλούδια = σύκα,
γαζιέλι ή γκαζιέλι = γαϊδούρι, κατσάλι = σκύλος, ματσιόλου = γάτα, μπραβίζω =
φτιάχνω, κατασκευάζω, ραπουτίζω = δουλεύω, ράπου = δουλειά, γκουλιέμος =
προϊστάμενος, σιαλούτα = δραχμή, στρογγύλια = αυγά».
«Να μας μπραβίσει η σφέλου στρογγύλια να μανέψουμε» = να μας φτιάξει η κυρά
αυγά να φάμε. Τσλίζεις κουδαρίστικα; = γνωρίζεις μαστορικά;
Δύσκολη η δουλειά των μαστόρων, αλλά πιο δύσκολο ήταν το χτίσιμο του σπιτιού για
τον ιδιοκτήτη. «Όποιος δεν έχτισε σπίτι και δεν πάντρεψε κοπέλα δεν ξέρει τίποτα»,
έλεγαν οι παλιοί. Και είχαν δίκιο. Αφού και σήμερα ακόμη το σπίτι είναι το μεγαλύτερο
πρόβλημα, που αντιμετωπίζει κάθε οικογενειάρχης.
Θεωρούνταν και ήταν πάντοτε κατόρθωμα το χτίσιμο του σπιτιού στην εποχή εκείνη,
γιατί εκτός από την προσωπική εργασία του ιδιοκτήτη και την ταλαιπωρία όλης της
οικογένειάς του, απαιτούσε και πολλά χρήματα, γιατί όλα γίνονταν από ανθρώπινο
χέρι.
Αν το σπίτι θα το ’χτιζε με ασβέστη, έπρεπε πρώτα να φτιάσει και να κάψει την
ασβεσταριά, για να εξασφαλίσει την ασβέστη, που θα του χρειάζονταν και να βρει το
μέρος, που θα έβγαζε τον άμμο.
Αν θα το ’χτιζε με λάσπη, έπρεπε να συγκεντρώσει το κατάλληλο χώμα και να βρει
άχυρο που θα ’ριχνε στη λάσπη, για να δέσει. Να συγκεντρώσει την πέτρα. Να
υλοτομήσει τα ξύλα, που θα του χρειάζονταν για τη σκεπή, συνήθως εποχή με
γιομάτο φεγγάρι, για να του βγουν γερά και να μην σαρακώνουν. Να τα κουβαλήσει
στην πλάτη του, τις περισσότερες φορές και συνήθως νύχτα, γιατί τα υλοτομούσε
δίχως άδεια. Η εργασία αυτή γινόταν ένα χρόνο πριν το χτίσιμο, για να στεγνώσουν
τα ξύλα. Να σκάψει με σκαπάνι και φτυάρι τα θεμέλια. Να ακολουθήσει το παζάρεμα
και το κλείσιμο της συμφωνίας με τους μαστόρους. Η συμφωνία συνήθως έκλεινε ή
με «αποκοπή» ή με το «μεροκάματο», ανάλογα με την εργασία. Στην περίπτωση
«αποκοπής», έπρεπε να κανονιστεί και το φαγητό, δηλαδή αν ο ιδιοκτήτης κατά το
47
χρόνο της εργασίας θα ταΐζε τους μαστόρους ή δεν θα τους διέθετε φαγητό, θα
εργάζονταν δηλαδή ξίψωμα (χωρίς ψωμί) όπως έλεγαν.
Εκτός από όλες τις προηγούμενες ταλαιπωρίες ο ιδιοκτήτης στο τέλος έπρεπε να
πληρώσει στους μαστόρους ένα σεβαστό ποσό για την εποχή εκείνη.
Πάρα πολλές ήταν πράγματι οι σκοτούρες του ιδιοκτήτη.
Για τους χτιστάδες υπήρχαν δύο σταθμοί στο κάθε σπίτι που έχτιζαν. Ο πρώτος ήταν
το θεμελίωμα του σπιτιού, που γινόταν μεγάλη γιορτή. Ο νοικοκύρης θα ’σφαζε
σφαχτό, για να χυθεί αίμα στα θεμέλια και στην πρώτη πέτρα, για να στεριώσει το
σπίτι. Η συνήθεια αυτή ίσως ήταν απομεινάρι της παράδοσης απ' το γεφύρι της
Άρτας, που ο Πρωτομάστορας για να στεριώσει το γιοφύρι, θυσίασε στα θεμέλια τη
γυναίκα του.
Το έθιμο διατηρείται και σήμερα ακόμη σε πολλά χωριά.
Ακολουθούσε το μεσημέρι γλέντι. Το σφαχτό ψηνόταν και το τραπέζι γιόμιζε
μαστραπάδες με καλό κρασί.
Ο δεύτερος σταθμός ήταν το τελείωμα του σπιτιού. Χαρά και για το νοικοκύρη και για
τους χτιστάδες. Για το νοικοκύρη γιατί έβλεπε το σπιτικό του να τελειώνει και για τους
χτιστάδες, γιατί κόντευε ο χρόνος, που θα ’παιρναν τα χρήματα, που θα ’πεφτε ο
«μαμουνάς», όπως έλεγαν. Εκτός από τα χρήματα ήταν και τα δώρα.
Όταν το σκέπασμα του σπιτιού έφτανε στο τέλος του, συνηθίζονταν, οι υπόλοιπες
οικογένειες του χωριού να στέλνουν δώρα στους χτιστάδες. Κάθε φορά που έφτανε
κάποιο δώρο, όλοι μαζί οι χτίστες χτυπούσαν τα σφυριά τους για σαματά και
συγχρόνως κάποιος απ' αυτούς, που είχε την πιο βροντερή φωνή, άρχιζε τις ευχές,
φωνάζοντας δυνατά για ν' ακούσει όλο το χωριό.
«Καλωσόρισε το δώρο απ’ την οικογένεια... π.χ. του Βαγγέλη Γαβούρα (. . . Αντώνης
ακούει σήμερα στο χωριό). Να ζήσει σαν τα ψηλά βουνά, να χαρεί παιδιά κι αγγόνια
κ.λ.π.
Όσο πιο ακριβό ήταν το δώρο, τόσο περισσότερες ευχές ακούγονταν. Ωραίες
συνήθειες, ανάλογα με την εποχή. Σήμερα όλα άλλαξαν. Τον χτίστη σπάνια τον
ακούς με το παλιό του όνομα. Σήμερα τον ονομάζουμε οικοδόμο. Την πέτρα την
αντικατέστησε το τούβλο. Τη λάσπη και τον άσβεστη, το τσιμέντο. Τα μεταφορικά
ζώα και το «μπλαροπαίδι» το αυτοκίνητο και ο φορτωτής. Την «κοπάνα», το
αναβατόριο. Την πλάκα για τη σκεπή, το σίδηρο και το τσιμέντο ή τα κεραμίδια. Όλα
λοιπόν άλλαξαν. Χάθηκαν και τα έθιμα.
Θεμελιώνουν και τελειώνουν σπίτι, χωρίς να γίνεται καμιά γιορτή. Τότε το χτίσιμο δυο
δωματίων (Στρωτό και Νωντά) μπορούσε να κρατήσει ένα χρόνο, γιατί όπως και
48
παραπάνω ανέφερα όλα γίνονταν με ανθρώπινα χέρια. Σήμερα μια τεράστια
πολυκατοικία είναι δυνατό να θεμελιωθεί και να τελειώσει μέσα σ' ένα καλοκαίρι. Αυτό
κάνουν τα μηχανήματα. Κερδίζουμε χρόνο και χρήματα, άλλα χάνουμε τις
παραδόσεις και την ανθρωπιά μας.
ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΚΟΥΚΟΥΛΙΩΤΕΣ
Απ' ότι γνωρίσαμε στις μέρες μας οι σχέσεις πολιτικών και Κουκουλιωτών έμοιαζε με
το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Προσπάθεια ξεγελάσματος ο ένας στον άλλο, για
να βολέψουν τα συμφέροντά τους. Γενικά από τους πολιτικούς, που πέρασαν ποτέ,
θα πρέπει να σταθούμε σ' έναν, γιατί αξίζει τον κόπο, αφού καθημερινά στη βουλή
έδινε αγώνα για το χώρο που λέγεται Τζουμέρκα.
Αυτός είναι ο Βουλευτής Αθανάσιος Τζών.
Μάλιστα μια μέρα που η Βουλή είχε Νομοθετική εργασία, ο Τζών ζήτησε και έλαβε
τον λόγο και ανεβαίνοντας στο βήμα ζήτησε για πολλοστή φορά έγκριση πιστώσεως
για το δρόμο Άρτας - Τζουμέρκων. Τότε ο Πρόεδρος (Πάγκαλος) του είπε σιγανά, για
να μην ακούσουν οι υπόλοιποι: «Θανάση, να σου δώσω πενήντα χιλιάδες και να μην
μας ξαναενοχλήσεις για το θέμα αυτό».
Ο Θανάσης Τζών σήκωσε την μαγκούρα του και είπε φωναχτά:
«Χάρτινε Στρατηγέ, δεν ήρθα εδώ για να πληρωθώ». Το περιστατικό αυτό είναι
γραμμένο στα Πρακτικά της Βουλής, για όσους θέλουν να το επαληθεύσουν.
Μην σας φανεί παράξενο ότι πριν απ' τις εκλογές οι κομματάρχες, που ήταν
άνθρωποι του Καραπάνου, μοίραζαν πενήντα δραχμές για κάθε ψήφο. Δηλαδή
εξαγόραζαν τις συνειδήσεις, μια και η πολιτική ωριμότητα των κατοίκων του χωριού
μας, είχε πάει περίπατο.
Τόσο για το χωριό μας όσο και για το Γραικικό είχε ξημερώσει μια καλή μέρα,
όταν ο Γιάννης Αγγέλης ως Δ)ντής του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών είχε έτοιμο το Σχέδιο, τα χρήματα και την έγκριση, για να γίνει η καλύτερη Μικροπόλη
από τα δύο χωριά στο Βουνό. Ακόμα και την μεταφορά του νερού στο χώρο αυτό
από τον Σουποτό του Καταρράκτου θα έφερνε. Αλλά, όπως συμβαίνει πάντοτε, ο
άνθρωπος αυτός δεν βρήκε ανταπόκριση τόσο από το χωριό του όσο και από το δικό
μας.
Η διχόνοια, είναι γνώρισμά μας. Δεν ξέρω ποιά κατάρα μας συνοδεύει. Το λέω
αυτό γιατί και πολλοί άλλοι άνθρωποι θέλησαν να φκιάξουν κάτι στα Κουκούλια, αλλά
κάθε φορά που προσπαθούσαν, έβρισκαν τους χωριανούς μας αντιμέτωπους.
49
Τι θα λέγατε αν σας έλεγα, ότι ο μακαρίτης Γιώργος Ζαχαρής, δασικός, είχε
εγκριμένη πίστωση να φτιάξει το πρανές από την γκουρτσιά της Λάμπρου μέχρι τις
Γκουρτσιές, δασύλλιο από τα λίγα, πλην οι χωριανοί είπαν όχι. Και ακόμα δεν θα
ξεχάσω πως εγώ ο ίδιος έφερα στην Πλάκα μηχανήματα, στρατιωτικά αυτοκίνητα,
στρατιώτες, Αξ)κό Πολιτικό Μηχανικό, για να γίνει ο δρόμος Πλάκα - Κουκούλια
και να πάρει την ονομασία «Λεωφόρος VIII Μεραρχίας», επί Στρατηγού - Διοικητού κ.
Λεβέντη, πλην όμως και εδώ οι χωριανοί αρνήθηκαν. Αυτά για την ιστορία, με την
ευχή σεις οι νέοι να μονοιάσετε και να ζητάτε την καλημέρα του κάθε χωριανού και
όχι να επιδιώκετε το αντίθετο.
Με την επιεική σου κρίση όμως δεν θ' αφήσω άγραφτη και την απόφαση του
Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Άρτας. Τέσσερες μήνες φυλακή, και στη συνέχεια, του
Εφετείου Ιωαννίνων 25 μέρες φυλακή, κατηγορούμενος ο ίδιος. Γιατί τάχα αυτή η
ποινή; Μη ρωτάς! σου απαντώ: Γιατί θέλησα οι χωριανοί μου να πετάξουν τον
τρουβά και να ’ρθουν στην πλατεία του χωριού με το αυτοκίνητο. Δεν απολογούμαι
γράφοντας. Θέλω να πω ότι οποιαδήποτε θυσία για το χωριό σου, νέε, να την
προσφέρεις, αξίζει τον κόπο. θα βρεις την συμπαράσταση των συγχωριανών σου,
που ομολογουμένως βρήκα και εγώ.
Όταν άνθρωποι έχουν μπολιαστεί από πολεμική νοοτροπία, στα μάτια τους γυαλίζει
η μοχθηρία.
Αξίζει τον κόπο να μεταφέρω εδώ αυτά που έγραψε ο Μακρυγιάννης για την πατρίδα
του.
«Από όλα αυτά, καημένη πατρίδα, δεν θα σωθούνε τα δεινά σου, ότι σιδερώνουν την
αρετή εκείνοι όπου σε κυβερνούσαν και σε κυβερνούν και τώρα κατατρέχουν το
δίκαιον και την αλήθεια και με ψέματα θέλουν και με σπιούνους να σε λευτερώσουνε
μήτε τώρα είσαι καλά, μήτε διά τα μέλλοντά σου, με τους ανθρώπους, όπου σε
τριγυρίζουν, πολιτικούς, σπιούνους και τοιούτους Αξ)κούς».
Από τον παράδεισο της Εδέμ ήρθε πειρασμός, ο οποίος δεν έχει μόνο πολλά
ποδάρια, έχει και ύπουλο μυαλό. Όταν τον άνθρωπο τον παίρνει και τον σηκώνει ο
διάβολος λέμε πως παλεύει με το φίδι, αν με την μορφή του εμφανίζεται. Τον
άνθρωπο ο Θεός τον έπλασε με αδυναμίες γ΄αυτό κέρδισε την αφθαρσία, την αθανασία και την ασύλληπτη μακαριότητα της παρουσίας του Θεού. Οι παλιότεροι από
μας λέγαν:
«Ο Θεός να βάλει το χέρι του, γιατί αλλιώς θα βρεθούμε μπροστά στον πειρασμό».
50
Ένα από τα χουσούργια του οδοντίατρου Κώστα Ζολώτα ήταν η αναπόληση των
τοποθεσιών που μικρός φύλαγε τις γίδες. Τον βλέπουμε εδώ να ποζάρει στην
τοποθεσία «Σκτέλα» που χρησιμοποιούσε σαν αγνάντιο μικρός για να μην πάει καμιά
γίδα του στον ξένο λόγγο.
ΜΟΡΦΩΣΗ
Τα παλιά χρόνια τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα στον χωριό μας ήταν άγνωστα.
Μορφωμένος ήταν ο δάσκαλος και ο παπάς, κοντά δε σ' αυτούς τους δύο και λίγο ο
εκάστοτε Πρόεδρος. Και έτσι αυτή η τριανδρία αποτελούσε την πυραμίδα των
συγχωριανών μας.
Τα λίγα γράμματα μάθαιναν σε αίθουσα ή αίθουσες όχι σαν τις σημερινές, άλλα στο
διώροφο εκκλησιαστικό κτίριο, που ήταν στον κέντρο της πλατείας. Στο ισόγειό του,
ήταν το μαγαζί, το μικρομπακάλικο με το καφενείο με μπακάλη τον Κώστα Ζαχαρή,
τον πατέρα του σημερινού μπακάλη Χαριλάου Ζαχαρή, αργότερα το Χρήστο
Καράμπαλη, παπά στην Πράμαντα, και στην συνέχεια το Χρήστο Νάσιο, τον αδελφό
του Γιώργου Νάσιου.
Στον πρώτο όροφο ήταν μια αίθουσα 50 τετραγωνικά και δίπλα ένα δωμάτιο 27
τετραγωνικά, στον οποίο έμενε ο Δάσκαλος με την οικογένειά του, στον ίδιο χώρο
εγκαταστάθηκε και το τηλέφωνο του χωριού.
Θα κάνουμε μια παρένθεση στο θέμα μας, για να ξαναπούμε για το πρακτορείο
ειδήσεων του χωριού μας, μια και η είδηση ξεκίνησε από το τηλέφωνο.
Δάσκαλος ήταν ο Κώστας Σωτηρίου από τον Καταρράκτη, όταν μια μέρα σήκωσε το
ακουστικό του τηλεφώνου και μονολογώντας έλεγε:
«Τι λέτε... είναι απίστευτο... δεν είναι δυνατό... κάτι κατάλαβα χτες όταν πέρασε ο
Σταθμάρχης... Και τώρα τι θα γίνει;... Φοβούνται μην το ρίξει;...» Έκλεισε το
τηλέφωνο. Έτσι τελείωσε ο μονόλογος. Η Βάγγιω, η γυναίκα του, που άκουσε τα
παραπάνω, τον ρώτησε: - «Τι σου λέγανε στον τηλέφωνο Κώστα;»
51
Και ο δάσκαλος της είπε:
«Είναι τρομερό. Ο καλόγερος απ' τα Γουριανά είναι γκαστρωμένος».
Και κείνη του απάντησε: - «Καλά κατάλαβα εγώ χτες που ήρθε. Είχε το χέρι του πάνω
στην κοιλιά για να την κρύβει».
Ο καλόγερος ήταν ένας κοιλαράς για τα χρόνια εκείνα, χωρίς προηγούμενο. Είχε δε
και ένα χέρι (κουτσοχέρης) , που συνήθιζε να το βάζει στην κοιλιά του. Και ο
δάσκαλος συνέχισε:
«Βάγγιω, αυτά να μην τα μάθει κανένας, μέχρι να ξεκαθαριστεί η δουλειά από την
Αστυνομία και τους γιατρούς, γιατί είναι πιθανό να το ρίξει, έτσι μου είπαν απ' το
τηλέφωνο».
Η Βάγγιω δεν άργησε, βγήκε από το σχολειό και έτρεξε στην γειτόνισσα που δεν ήταν
άλλη από την Δημοσθέναινα Παπαδημητρίου, την Βάσιω, στην οποία επανέλαβε το
άκρως απόρρητο, που της είχε πει ο άνδρας της. Η Βάσιω δεν έχασε καιρό, κατέβηκε
στην μάνα της Θανάσαινα του Παπαδιά και το νέο πήρε το δρόμο του. Η Θανάσαινα
τόπε στην Λάμπραινα Κακάβα και κείνη στην βρύση του χωριού. Έτσι το νέο «ο
καλόγερος είναι γκαστρωμένος» έφθασε μέσα σ' ένα πρωινό σ' ολόκληρο το χωριά.
Ούτε ο ίδιος ο δάσκαλος που έκανε την φάρσα στην γυναίκα του, δεν περίμενε να
διαδοθεί με τέτοια ταχύτητα.
Αυτή ήταν η γνώση των γυναικών του χωριού γύρω από το θέμα των γεννήσεων.
Μια και σταματήσαμε στο τηλέφωνο για λίγο, αξίζει τον κόπο να περιγράψουμε σε
ποιο σημείο εκτείνονταν και των παιδιών οι γνώσεις γύρω από τα θέματα
επικοινωνίας και μαζικής ενημέρωσης.
Τον ίδιο καιρό ένας μικρός παρακολούθησε μια συζήτηση αντρών στο μαγαζί του
Ζαχαρή. Λέγαν για ραδιόφωνο, πως παράγγειλε να αγοράσει ο γιατρός, Αχιλλέας
Τζίμας, πώς θα το τοποθετήσουν και τι θα ακούν. Ο μικρός ήταν ο Χρήστος Ζαχαρής,
ο μακαρίτης τώρα, «οδοντίατρος» ο οποίος πήγε στη μάνα του Αγλαΐα και της είπε:
«Μάνα ο γιατρός θα φέρει ένα μηχάνημα. Θα βάζει ένα χωνί στη γη και θα ακούει όλο
τον κόσμο. Ακούς μάνα; στα λέω για να μ' αφήνεις να πηγαίνω ν' ακούω».
52
Στο κέντρο του χωρίου μας, οι Βρύσες. Εδώ είναι το πρακτορείο ειδήσεων
Ανάφερα τα παραπάνω, για να κάνεις σύγκριση, εσύ αναγνώστη, των γνώσεων των
σημερινών παιδιών με κείνες των χρόνων μας, για να βρεις ποιό ήταν το υπόβαθρο
για μόρφωση την εποχή εκείνη.
Έβγαζες το Δημοτικό με μια πλάκα, ένα κοντύλι και δύο μόνο τετράδια, ένα για
αντιγραφή του αναγνωστικού και το άλλο για την αριθμητική. Έτσι μπορεί να πει
κανείς ότι όλες οι συνθήκες για γράμματα τον καιρό εκείνο ήταν περιορισμένες. Τα
σχολικά βοηθήματα για τα παιδιά ήταν άγνωστα. Στερούνταν τα σχολεία στοιχειώδη
εποπτικά μέσα, σχολική βιβλιοθήκη, διδακτήριο, γιατί τα υπάρχοντα πολλές φορές
έμοιαζαν με στάβλους, στους οποίους, όπως είπε κάποτε ένας εκλεκτός του λαού
Υπουργός, δεν θα εμπιστευόταν ούτε το μουλάρι του.
Το παιδί της εποχής μας, θύμιζε τρόφιμο γηροκομείου. Θλιμμένο, πεινασμένο,
ξυπόλυτο και γενικά δυστυχισμένο.
Το παιδί έχει ανάγκη από περισσότερη φροντίδα κι από τα λουλούδια που
περιποιούμαστε για να μη μαραθούν.
Χρέος όλων είναι να δίνουν στα παιδιά το γέλιο και την ζωντάνια, γιατί ένα θλιμμένο
παιδί μοιάζει μ' ένα δάσος, που καίγεται.
Ακόμα και σήμερα περιμένουμε από τα δέκα άρθρα της διακηρύξεως των
δικαιωμάτων του παιδιού της Γενικής Συνελεύσεως του Οργανισμού Ηνωμένων
53
Εθνών να βρουν δικαιώματα, προστασία, κοινωνική ασφάλιση, ειδική αγωγή, αγάπη
και κατανόηση, δωρεάν παιδεία και προστασία από φυλετικές - θρησκευτικές, ή
άλλου είδους διακρίσεις.
Την φροντίδα για το μεγάλωμά τους πρέπει να την διακρίνει πνεύμα κατανοήσεως,
ανοχής, φιλίας και αδελφοσύνης. Με τον τρόπο αυτό θα συνειδητοποιήσουν ότι
πρέπει κι αυτά ν' αφιερώσουν όλες τις δυνάμεις και την ευφυΐα τους στην υπηρεσία
των συνανθρώπων τους.
Ήρωας, θα λέγαμε, ύστερα από τις παραπάνω συνθήκες, ήταν ο δάσκαλος. Έξι
τάξεις
με
(120)
παιδιά.
Αρχικά
υπηρέτησε
ο
Βασίλης
Καράμπαλης
ως
υποδιδάσκαλος (είχε βγάλει το Ελληνικό Σχολείο και με το απολυτήριό του έγινε
υποδιδάσκαλος). Τον ακολούθησαν οι
(πτυχιούχοι) Κώστας Σωτηρίου και Μήτσος
Ζαχαρής. Σταματάω σ' αυτούς τους τρεις, που ήταν η πνευματική δροσερή
βρυσούλα, στην οποία είχαν καταφύγει τα διψασμένα για γράμματα παιδιά του χωριού
μας.
Όπως έγραψε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου στο βιβλίο του «Η επιστήμη και η
Κοινωνία», οι φτωχοί κι αμόρφωτοι χωριανοί μας βλέπαν στον Δάσκαλο, το
πρόσωπο, που θα τους βγάλει από όλες τις απορίες, που θα τους δώσει λύσεις σ'
όλα τα προβλήματα, που θα χαρίσει στα παιδιά τους ένα απολυτήριο, σαν εισιτήριο
για το πιο πέρα απ΄ τη δική τους μιζέρια ταξίδι.
Ο δάσκαλος στον χρόνια εκείνα ήταν για το χωριό ο Αριστοτέλης, η αυθεντία σ' όλα
τα ζητήματα. Δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία, καμιά αντίρρηση, καμιά συζήτηση σ΄ ότι
τους έλεγε. Τόπε ο δάσκαλος; Τόπε ο Θεός.
Ας μπούμε και λίγο στην ώρα της διδασκαλίας. Το τετράδιο ήταν είδος πολυτελείας
και πανάκριβο. Ενώ με ένα αυγό έπαιρνες ένα κουτί σπίρτα, για ένα τετράδιο ήθελες
τρία αυγά. Κάθε μαθητής, όπως και παραπάνω είπαμε, είχε δύο τετράδια. Η πλάκα
και το κοντύλι ήταν ο σύντροφος του μαθητή από την Πρώτη τάξη ως την Έκτη. Σ'
αυτή έγραφε και έσβηνε τα πάντα, ο δε δάσκαλος στον μαυροπίνακα. Η
κιμωλία
έγραφε και το λαγοπόδαρο έσβηνε. Έτσι η φροντίδα του Δάσκαλου ήταν να ’χει
κιμωλία και λαγοπόδαρο.
Ο Δάσκαλος έπρεπε να ξεχωρίζει από τους άλλους. Φορούσε παπούτσια χωρίς
πρόκες, κοστούμι, καπέλο - δείγμα σοβαρότητας - κρατούσε ομπρέλα, ας ήταν
Ιούλιος μήνας και είχε καιρό να βρέξει, πολλές φορές ψαθάκι, ακόμα και τον
Νοέμβριο, και ας γινόταν «πλυτάρ» απ' την βροχή. Ο Δάσκαλος είχε και άλλες
υποχρεώσεις στο χωριό. Μια από αυτές ήταν το διάβασμα του γράμματος που
έπαιρνε η γυναίκα από τον ταξιδεμένο άνδρα της. Το διάβασμα γινόταν με είδος.
54
Μέσα στην ποδιά έπρεπε να ’χει αυγά για το δάσκαλο, για να ακούσει από το στόμα
του τι έγραφε ο ταξιδεμένος της.
Άλλη μια παρένθεση, σε παρακαλώ αναγνώστη μου, για να σου διηγηθώ το
διάβασμα ενός γράμματος.
Στον Νιζερό έμενε η οικογένεια του Κώστα Φώτη. Ο ίδιος ασκούσε το επάγγελμα του
λούστρου στην Αθήνα την ημέρα και το βράδυ πήγαινε σε σπίτια πλουσίων για
θελήματα. Έτσι ο Κώστας πλούτισε τις γνώσεις του με ορισμένες καθαρευουσιάνικες
εκφράσεις (ελληνικούρες, όπως τις λέγαν τότε). Μία από αυτές την έγραψε σ' ένα
γράμμα στην γριά Πατσιάλω στο Νιζερό, η οποία, όταν το έλαβε, τόβαλε στην ποδιά
της μαζί με τα αυγά και ξεκίνησε από το Νιζερό για το Δάσκαλο στον χωριό να της το
διαβάσει. Δάσκαλος ήταν ο Κώστας Σωτηρίου. Κάθισε εκείνος στην καρέκλα και
άρχισε να της διαβάζει το γράμμα, κάνοντας ορισμένες διακοπές προκειμένου να της
επεξηγήσει τα γραφόμενα. Σε μια στιγμή, και όταν έφθασε στην φράση «τοσούτω», η
γριά διέκοψε το Δάσκαλο λέγοντάς του:
«Αυτό Δάσκαλε, μη μου το εξηγήσεις. Το κατάλαβα. Λέει για το τραΐ το σιούτο να μην
το πουλήσω».
Τελειώνοντας για το Δάσκαλό μας είμαι υποχρεωμένος να τονίσω, ότι δεν ξέρω πόσα
και τι μας έλειπαν τότε, ξέρω μόνο ότι ήταν πραγματικά ο αναμορφωτής του γένους,
ο συνεχιστής των παραδόσεων και της ιστορίας και μοχθούσε μαζί μας για το καλό
μας.
Θα ήταν παράλειψη αν δεν λέγαμε και λίγα για την άλλη μορφωμένη προσωπικότητα
του χωρίου, τον παπά.
Ξέρουμε όλοι μας μια λαϊκή παροιμία: «Κι αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα
πας». Στο χωριό μας αυτό δεν ίσχυε. Ο παπάς είχε τα πρωτεία και στον μύλο ακόμα
το καλαμπόκι του θα ’μπαινε πρώτο για άλεσμα. Όλοι στην εμφάνισή του
σηκώνονταν να τον χαιρετήσουν με ευλάβεια και σεβασμό. Τα γράμματά του λιγοστά,
πλην όμως κατόρθωνε να φωτίζει με τον δικό του τρόπο το νου και την καρδιά των
συγχωριανών μας. Ήταν ο μόνος που κατείχε τουλάχιστο την θεία αν όχι και την
ανθρώπινη γνώση. Ο λόγος του σεβαστός σε μικρούς και μεγάλους. Η πρώτη θέση
ήταν του παπά. Πρώτος στις χαρές και στις λύπες. Πιστός στην Ευαγγελική ρήση
«Κλαίε μετά κλαιόντων και χαίρε μετά χαιρόντων». Το σπιτικό του ανοιχτό για κάθε
άνθρωπο, θα ’λεγε κανείς ότι ήταν ο απλήρωτος ξενώνας κάθε περαστικού. Είχε
όμως και την διπλοπροσωπία του, για να πούμε και την αλήθεια. Γι΄αυτό πολλές
φορές άκουγες να λένε «Τον παπά, μου παίζεις». Ο μισθός του είχε σχέση με τον
προϋπολογισμό του χωριού και όχι με το Δημόσιο Ταμείο. Κάθε χρόνο η οικογένεια
55
έδινε ένα καντάρι γέννημα. Πέρα από την απολαβή αυτή είχε και τα τυχερά από τους
ενορίτες, «γάμους, κηδείες, βαφτίσια, ευχέλαια, λειτουργίες, διαβάσματα κ.λ.π.». Για
κήρυγμα στην εκκλησία από τον παπά ούτε λόγος, γιατί τα λίγα γραμματάκια του δεν
του επέτρεπαν τέτοια πολυτέλεια.
Προσπαθούσε να ζει χριστιανικά, χωρίς να προκαλεί κανέναν.
Η απλότητα, η αφέλεια και η αγάπη του, ήταν τα κύρια στοιχεία της επιβολής του. Η
μορφή του ήταν ιερή και συμβολική, αληθινός Λευίτης, τα δε μέλη της οικογενείας του
έπρεπε να είναι υποδείγματα καλής συμπεριφοράς.
Την ώρα που έβγαινε ο παπάς στον άμβωνα για να διαβάσει στο ποίμνιό του
εγκυκλίους από τη Μητρόπολη, εύρισκε την ευκαιρία να θίξει και άλλα θέματα, που
τον αφορούσαν, όπως: Καθυστερημένη πληρωμή του δικαιώματός του, για
καλοζυμωμένη λειτουργιά και ακόμα για το λάδι της εκκλησιάς, γιατί πολλές φορές τα
καντήλια, μέναν μόνο με το νεράκι τους. Ευτυχώς στο χωριό μας παρέμεινε ο
σεβασμός προς το ράσο, σαν φλάμπουρο της πατρίδας και της θρησκείας και ακόμα
ευτυχώς γιατί, όταν ακούμε την καμπάνα, τρέχουμε στην εκκλησία, που στα
περισσότερα χωριά και μερικές πόλεις τούτο, δυστυχώς, δεν συμβαίνει.
ΤΑ ΚΟΥΚΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΧΑΡΤΟΠΑΙΚΤΕΣ ΤΟΥ
Όλοι κάπως έτσι ακούσαμε το λαϊκό μύθο:
Η μικροπαντρεμένη παραπονείται στη μάνα, μετά από ένα χρόνο έγγαμης ζωής, με
τούτα τα γεμάτα πικρά λόγια:
«Μάνα μ' έθαψες. Με κακοπάντρεψες. Ο άντρας μου έχει φιλενάδα».
Και εκείνη με χάδια και φιλιά την καθησύχασε:
«Άντε σπίτι σου. Τώρα ο άντρας σου θα γέρνει στην αγκαλιά σου πιο τρυφερός».
Τα ίδια ματακούστηκαν σαν ο άντρας άρχισε να κουτσοπίνει.
Το κακό, όμως τρίτωσε. Και όταν η μάνα πληροφορήθηκε πως ο γαμπρός της έγινε
χαρτοπαίκτης, είπε στη μονάκριβή της, λόγο σπαρακτικό:
«Τώρα είναι που τον έχασες».
Τον παλιό καιρό, δηλαδή πριν από το τελευταίο παγκόσμιο μακελειό, στα Κουκούλια,
όπως και σε όλα τα ορεινά χωριά δεν υπήρχε καμιά καθημερινή διασκέδαση. Όταν
γύριζαν οι άντρες από τα χωράφια, πήγαιναν κατευθείαν στα μπακάλικο, που ήταν το
βασίλειο της τράπουλας. Με σβελτάδα άναβε τα παιχνίδι με έπαθλο για το νικητή
τσίπουρο, λουκούμι και καφέ. Γι΄ αυτό όποιος έμπαινε στο παντοπωλείο, ρωτούσε.
«Τι παίζετε;» Του έλεγαν: «Δεν παίζουμε συμφέρω». Παιχνίδι, λοιπόν, κεφιού,
ξεκούρασης για το μεροκαματιάρη και τον ξωμάχο.
56
Για το «συμφέρω» έπαιζε ο χαρτοπαίκτης. Έτσι ονόμαζαν εκείνον που μερόνυχτα
παράδερνε με πάθος στους ξύλινους πάγκους. Τους παλιούς, λιγδιασμένους
πάγκους με την καινούργια τράπουλα. Ο χαρτοπαίκτης ποτέ δεν δευτερώνει το χαρτί.
Γι’ αυτό στα μονοπώλια πουλιούνται κάθε χρόνο, τέσσερα εκατομμύρια τράπουλες.
Βάλε και αυτές που έρχονται λαθραία. Και δεν είναι λίγες. ..
Εκτός από το παρθένο χαρτί, οι χαρτοπαίκτες διακρίνονται για την πλεονεξία και τον
εύκολο πλουτισμό. Ψυχικά τραυματισμένοι δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς την αγωνία
της τύχης. Χωρίς τράπουλα βολοδέρνονται με όλες τις ιδιότητες του μανιακού.
Α! όλα κι' όλα. Τα Κουκούλια δεν είχαν ποτέ παθιασμένους χαρτοπαίκτες, αν και ’κει
οι πάγκοι είναι στεριωμένοι στα μπακάλικα. Μονάχα στις γιορτές των Χριστουγέννων
έβλεπες το κρυφό και το ανοιχτό «τριανταένα», που το άναβαν, συνήθως,
ανοιχτομάτες χαρτοπαίκτες από τα γύρω χωριά. Έμπαιναν και οι Κουκουλιώτες στο
χορό - για το καλό και το τυχερό της νέας χρονιάς - που βαστούσε τρία μερόνυκτα.
Εκεί αναδείχτηκαν και τα τραπουλικά αστέρια, όπως ο Βασίλης Πάρδαλης και ο
Κώστας Παπαχρήστος. Χωρίς αυτούς γερό χαρτί δεν παιζόταν.
Όταν τα λεφτά χάνονταν, γινόταν δάνειο από κάποιον χαρτοπαίχτη ή τον
παντοπώλη. Το ονόμαζαν, μάλιστα, χρέος τιμής. Επιστρεφόταν με την πρώτη
ευκαιρία. Ήταν το μόνο δάνειο που δεν ήταν αγύριστο. Αντίκα χαρτοπαικτικής
συνέπειας υπήρξε ο Βασίλης Πάρδαλης. Όταν ταξιδευόταν έστελνε στους δανειστές
την πρώτη επιταγή. Μετά έπαιρνε χρήματα η φαμίλια του.
Ο Βασίλης Πάρδαλης ήταν η μοναδική χαρτοπαικτική μορφή στα Κουκούλια. Άξιος
συνεχιστής του είναι σήμερα ο Βασίλης Βαρέλης, γι’ αυτό και του κόλλησαν το
παρατσούκλι «Πάρδαλης». Υπάρχουν όμως, και άλλοι ωραίοι τύποι της τράπουλας,
όπως ο Δάσκαλος Κοντούλης, ο αδερφός του Μήτρος, ο Θανάσης Καράμπαλης ή
Καραμπασιάς, γνωστός πιο πολύ σαν «ανεξάρτητος υποψήφιος βουλευτής» - ακόμα
ένας ρωμιός πού θέλει να σώσει τον τόπο - ο Χρήστος Κακάβας, ο γιατρός
Καράμπαλης, ο Μήτσο Παπαγιάννης ή Μπότας οι οποίοι με εύθυμο και πειραχτικό
τρόπο αναβιώνουν το τριανταένα, για να ακούεται, έτσι, το «πίντζερ» από τα
κέρματα που πέφτουν στο πιατελάκι, για να κερασθούν όλοι οι παρακαθήμενοι,
παίκτες και μη. Κυρίως οι «μη», που είναι και οι περισσότεροι. Οι θεατές, δηλαδή, και
οι κριτές μαζί.
Αυτοί που πάντα επισημαίνουν τα λάθη, και που ποτέ δεν είναι καμένοι, γιατί
απλούστατα δεν παίζουν.
Τώρα και στα Κουκούλια το «Μεγάλο Παιχνίδι» γίνεται στην τηλεόραση, με θεατές
γέρους, γυναίκες, παιδιά. Το «Μικρό» απόμεινε για λίγους άνδρες, πιστούς στις
57
παραξενιές της τύχης. Για λίγους αγνούς πού καταδέχονται πια όχι μονάχα τον
λιγδιασμένο πάγκο άλλα και την. . . μεταχειρισμένη τράπουλα
ΚΟΙΝΗ ΑΓΟΡΑ
Για το χωριό μας ο μπακάλης είναι Κοινή Αγορά. Τι θα ζητήσει η ψυχή σου και δεν θα
το ’βρεις. Από κλωστές, ζαχαρωτά, μέχρι εικόνες, στοιβαγμένα όλα μαζί σε λίγα
σκονισμένα ράφια. Με την ανάποδη του χεριού του σκουπίζει το πρόσωπο του, για
να πλύνει σε λίγο το ποτήρι, που θα σου φέρει νερό με τον καφέ.
Το κλεισμένο μπακάλικο στο χωριό, είναι αυτό που λένε στις πόλεις: «Η αγορά είναι
κλειστή».
Μπακάλη κατσούφη δεν θα βρεις, λες και όλοι τους κόπηκαν στα μπακάλικα μέτρα
από τον ίδιο μάστορα.
Το μπακάλικο είναι το πρακτορείο ειδήσεων για τους νέους, καθώς και κέντρο
καυγάδων και κουτσομπολιού.
Όταν ακούστε την τσαμπούνα του Ταχυδρόμου, στο μπακάλικο τρέξτε όλοι για να
πάρετε τα γράμματα. Ο ξένος, που θα ’ρθει, στο μπακάλικο θα μπει. Εκεί θα τον
καλωσορίσουν οι χωριανοί και θα τον κεράσουν, για ν' αρχίσουν τις ερωτήσεις
βροχή: «πώς από ’δώ; για πού με το καλό;» και ότι άλλο σκεφτούν.
Τρία ως και πέντε ξύλινα τραπέζια, γύρω - γύρω μερικοί ξύλινοι πάγκοι, καθώς και
λίγες ψάθινες καρέκλες αποτελούν τα έπιπλα του μπακάλικου. Πάνω στα τραπέζια η
λερωμένη τράπουλα κάνει τα θαύματά της.
Εδώ στο μπακάλικο, γίνονται και τα γλέντια. Εδώ θα σπαστούν τα ποτήρια, για να
εκδηλωθεί έτσι το τσακίρ - κέφι, για να φανερωθούν, η λεβεντιά, τα λεφτά και
προπάντων τα λίγα μυαλά.
Ο μπακάλης είναι και καφετζής. Με το γεμάτο καφέ με καϊμάκι χοντρό φλιτζάνι, θα
σου τον σερβίρει με την γνωστή πάντα καφολογία, πώς για να γίνει καλός πρέπει το
μπρίκι να μένει άπλυτο.
Είπαμε παραπάνω πως το μπακάλικο είναι κοινή αγορά. Και γιατί να μην είναι, αφού
εδώ θα βρεις και τα φάρμακά σου, ασπιρίνες, κινίνο, ρετσινόλαδο, ακόμα και
βδέλλες.
Σε κάθε καυγά ο μπακάλης είναι ο μεσολαβητής. Συγχρόνως είναι και ο πιστωτής
των συγχωριανών, αφού από το τεφτέρι του δεν λείπουν τα βερεσέδια. Αυτό το
τεφτέρι έχει τόση λογιστική αταξία, που πολλές φορές ο δάσκαλος έλεγε στο μαθητή
«το τετράδιό σου δεν είναι τίποτε άλλο από ένα τεφτέρι του μπακάλη».
58
Συνεχίζοντας για την κοινή αγορά βλέπουμε συνήθως μέσα στο μπακάλικο και το
χασάπικο. Θα παρατηρήσουμε έτσι έξω από το μαγαζί τις κοιλιές και τα αίματα και
λίγο παρέκει το χασαπόσκυλο να παραμονεύει για κάποιο άχρηστο τμήμα των
εντοσθίων του σφαχτού.
Σε κάθε γιορτή όπως του Αγίου Νικολάου ή του Αγίου Χριστόφορου, ο μπακάλης θα
τρέξει στον περίβολο της εκκλησιάς για να στήσει τον μπάγκο του, πάνω στο οποίο
θα δεις τις μπουκάλες με το ούζο, με το τσίπουρο και τα λουκούμια απαραίτητα
καθώς και άλλα μικροπράγματα.
Τα παλιότερα χρόνια σ' αυτές τις εκδηλώσεις δεν έλειπε ο Κώτσιο Βάγγιος με το
πανέρι του γιομάτο χειροποίητα μακρουλά ζαχαρωτά, φκιασμένα από τον ίδιο.
Οι πολιτικές συζητήσεις θα γίνουν στο μπακάλικο. Εδώ θα μιλήσουν οι ψηφοθήρες
και θα κατασταλάξουν οι υποψήφιοι.
Ο μπακάλης δεν ανήκει σε κόμμα. Έτσι τουλάχιστο παρουσιάζεται, γιατί στις πόρτες
και τα παράθυρα του μαγαζιού του, θα δεις κολλημένες φωτογραφίες υποψηφίων
όλων των παρατάξεων. Πολλές φορές ο μπακάλης, με την μεγάλη πείρα του, είναι
έτοιμος να σου αναπτύξει την πολιτική ιστορία και εφόσον συμφωνήσεις μαζί του,
κερνάει και κανένα ποτηράκι.
Ο μπακάλης είναι γνώστης, πολλές φορές, και οικογενειακών μυστικών, αφού είναι
ο μόνος που έρχεται σε επαφή μ' όλες τις γυναικούλες του χωριού, που του
εμπιστεύονται τα μυστικά τους τη στιγμή που ψωνίζουν. Πολλές φορές οι χωριανοί
στον μπακάλη δίνουν τη «βούλα» (σφραγίδα της Κοινότητας). Τον κάνουν Πρόεδρο,
επειδή δεν ταξιδεύει, ακόμα και επίτροπο της εκκλησίας, χωρίς να παραλείπουν να
γίνει ο τηλεφωνητής και ο ταχυδρομικός πράκτορας, αφού σ' αυτόν θ' αφήσει ο
ταχυδρόμος τα γράμματα.
Όλα τα είδη του μπακάλικου έρχονταν παλιότερα με τον αγωγιάτη, πάνω στα
μουλάρια, στα οποία είχαν κρεμασμένες μεγάλες κουδούνες, για να χτυπούν και να
ακούονται σ' όλο το χωριό, σαν κατηφόριζαν από τη «ράχη του Ζαχαρή».
Τώρα τα ίδια πράγματα έρχονται με το αυτοκίνητο, γι’ αυτό χωριανέ μου, αν θέλεις ν'
ακούσεις καμιά κουδούνα από τους παλιούς αγωγιάτες του χωριού σου, δεν έχεις
παρά να πας στο μπακάλικο του Γιώργο Νάσιου (Γεωργίου Καράμπαλη) και θα
εκπληρωθεί η επιθυμία σου.
Αν δεν, είσαι μακριά, οι κουδουνίστικοι ήχοι θα σου ’ρθουν από το τηλέφωνο, αρκεί
να το ζητήσεις.
59
Ανοιχτό το μπακάλικο-ζωή στο χωριό, κλειστό το μπακάλικο - νεκροταφείο στο
χωριό. Γι’ αυτό, μπορεί να πει κανείς, πως το χωριό χωρίς μπακάλικο είναι φαγητό
χωρίς αλάτι.
Ο ΜΥΛΩΝΑΣ
Ποιός να ’ναι άραγε αυτός; θα μας το πει η λαϊκή παροιμία. «Θεωρία επισκόπου και
καρδία μυλωνά». Δεν ξέρω αν τον αδικούμε τον άνθρωπο, πάντως το χέρι του
βάραινε λίγο, όταν επρόκειτο για ξάγιασμα.
Ο
μυλωνάς
ήταν
το
ταμείο
παρακαταθηκών
και
βασάνων,
φλύαρος,
θεοφοβούμενος, φιλόξενος και παντογνώστης. Δεν σήκωνε κουβέντα για τίποτε, ότι
λέγαν στο μύλο, τα συγκρατούσε και μετά τα πούλαγε για δικά του. Τα βράδια, όταν τ’
αλέσματα ήταν πολλά, προσέχοντας την φτερωτή του μύλου, μη βγει χονδρότερο το
άλεσμα, συνέχιζε τα παραμύθια του, τις ιστορίες του, χωρίς να παραλείπει την
τακτοποίηση και κανενός συνοικεσίου.
Ο διαρκής θόρυβος της φτερωτής, των μαντανιών και της νεροτροβιάς κάνουν τ'
αυτιά του μυλωνά να βουίζουν συνέχεια, γι’ αυτό και πολύ γρήγορο χάνουν οι
μυλωνάδες την ακοή τους. Τον βλέπεις ασπρισμένο απ’ τα αλεύρια, χωρίς να έχει
χρησιμοποιήσει ποτέ ασβέστη στο μύλο, λες και είχε προηγούμενα με την
καθαριότητα και την αισθητική.
Απ’ το μυλωνά θα περάσει η φλοκιαστή βελέντζα και η προίκα του κοριτσιού.
Στο μύλο βρίσκουν την ευκαιρία οι γυναικούλες να τα πουν, γιατί αλλιώς είναι
διατεθειμένες, αν συναντηθούν στο δρόμο φορτωμένες, να τα λένε όρθιες επί είκοσι
λεπτά και ας έχουν στην πλάτη τους (40) οκάδες.
Αν η κουβέντα γίνεται μέσα στο μύλο, γίνεται πολύ φωναχτά για να νικάει τον
θόρυβο του μύλου, αν τύχει δε και περάσει κανένας απ’ έξω, τ’ ακούει όλα.
Εκεί στη μοναξιά που ζούσε, είχε και τις περιπέτειές του... τα τυχερά του, όπως λέμε.
Πολλά παλιά τραγούδια χαρακτηρίζουν πόσο.. «επικίνδυνος χώρος» ήταν ο μύλος,
όπως: «Δεν στο 'πα - χαλασιά μου - στο μύλο να μην πας, μη σε... πατήσει η ρόδα και
γίνω εγώ φονιάς,..»
΄Αλλα πάλι χαρακτηρίζουν κατορθώματα ή παθήματα του μυλωνά, όπως: «Πες αυτή
και πες εγώ, μέσ' σν’ αλευροθήκη κι οι δυό...» και «Δεν καθόσουνα στ’ αυγά σου βρέ
Μπιρμπίλω μου. Στάχτη έκανες έμενα και το μύλο μου. ..»
Σαν τελειώσουν δε, αργά το βράδυ τ' αλέσματα και φύγουν οι πελάτες, ο μυλωνάς θα
κλειδώσει τις πόρτες και θα πάρει μαζί του το δελτίο ειδήσεων της ημέρας, θα το πει
60
στη γυναίκα του, για να συνεχιστεί το πρωί το κουτσομπολιό στη βρύση, όπου εκείνη
θα συναντηθεί με τις άλλες γυναίκες του χωριού.
ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ - ΕΞΟΥΣΙΑ
Για κάθε χωριανό μας ο Χωροφύλακας, τα παλιά βέβαια χρόνια, έστεκε πάντα
τιμωρός, άτεγκτος, σκληρός και ως ένα σημείο άσπλαχνος. Στην κάθε στιγμή ο
Κουκουλιώτης ένιωθε ένοχος, αφού στο σελάχι του είχε στουπωμένη την
καπνοσακούλα του με τα ροκόφυλλα «το σώμα του εγκλήματος».
Ο λαθραίος καπνός και το πολυτελές για την εποχή τσιγαρόχαρτο έκανε τον καθένα
να ’χει τ' αυτιά του έτοιμα ν' ακούσει από κάποιον άλλο: «Κρύψε την σακούλα, έρχεται
ο Χωροφύλακας». Ο Χωροφύλακας θα συνόδευε το Νομάρχη και τον Εισπράκτορα.
Με τον Χωροφύλακα θα γινόταν η αναγγελία του πολέμου, για να βαρέσει η
καμπάνα. Με τον ίδιο θ' ανακοινώνονταν οι απαγορευτικές διατάζεις. Χωροφύλακας
ήταν το Κράτος, η εκτελεστική εξουσία, τα πάντα. Ουαί και αλλοίμονο αν ο
Χωροφύλακας έπαιρνε το δρομολόγιο, που θα τον οδηγούσε στο καζάνι, που έβγαζε
τσίπουρο λαθραίο (από κάποιο «κάρφωμα» βέβαια). Γι’ αυτό και την εποχή που θα
’βγαιναν τα τσίπουρα όλες οι προσβάσεις του χωριού μας ήταν πιασμένες από
χωριανούς, για να εντοπίσουν τον ερχομό του Χωροφύλακα, να τρέξουν να
χαλάσουν το καζάνι και να κόψουν το νερό που πήγαινε στον τόπο του εγκλήματος.
Άμεσος βοηθός του Χωροφύλακα ήταν ο Αγροφύλακας.
Αυτός θα τον οδηγούσε στο κατάλυμα, που είχε ορισθεί από τον πρόεδρο για φαγητά
και ύπνο.
Ο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ
Την αρχηγία της εκτελεστικής εξουσίας στο χωριό την είχε ο Καπετάνιος, «ο
Σταθμάρχης».
Για να γίνει κάποιος Καπετάνιος, δεν χρειάζονταν γράμματα, αρκεί να το ’λεγε η
ψυχούλα του, να ’ταν παλικάρι όπως έλεγαν.
Τα παλικάρια διακρίνονταν από τις πράξεις τους, στα αποσπάσματα και από τις
ανδραγαθίες τους.
Γνωρίσματα της ικανότητας ενός ικανού Καπετάνιου ήταν η εφευρετικότητα, η πείρα
και η γνώση της ρούγας, που ήταν το πέρασμα των κλεφτών.
Οι Κουκουλιώτες έβλεπαν με δέος τον Καπετάνιο και του αναγνώριζαν το βάρος της
ευθύνης μια και στα μανίκια του χιτωνίου του κουβάλαγε τρεις σαρδέλες - πλάκα τα
γαλόνια - στη δε δικαιοδοσία του είχε πέντε - έξη και περισσότερα χωριά.
61
Ο
κλέφτης,
ο
ζωοκλέφτης
και
ο
λαθρέμπορας
άκουγαν
Καπετάνιο
και
«λιανοκατουργιόνταν».
Στα πανηγύρια και στις χαρές πρώτος, αλλά και στους τόπους του εγκλήματος, της
κλεψιάς, των καυγάδων και της παρανομίας, πάλι πρώτος. Άλλαζε στράτα ο
χωριανός μας σαν αντίκριζε τον Καπετάνιο, γιατί είχε πάντα μαζί του το σώμα του
καθημερινού εγκλήματος: Την καπνοσακούλα με το τσιγαρόχαρτο. Καπνός και χαρτί
λαθραία και τα δύο.
Η καθαρεύουσα της εποχής εκείνης και τα λιγοστά γράμματα του Καπετάνιου, τον
έκαναν πολλές φορές μούσκεμα, χωρίς να ’χει βρέξει. «Τα ’κανε μούσκεμα» λέγαν οι
παλιοί.
Ένα τέτοιο μούσκεμα έκανε ο Υπενωμοτάρχης Μίχος Ζουλογιάννης, Καπετάνιος του
Λεωνιδίου το 1914, με την αναφορά που έστειλε στο Αρχηγείο Χωρ)κής. Το δε
περιεχόμενό της παρατίθεται αυθεντικά:
«Περίληψι: Περί ταράξεως κοινής ησυχίας περί έξω πετάξεως όπλου παραθύρου,
περί σπρώξεως υποφαινομένου. Με λίγα λόγια περί αντρογυναίκας του κερατά, και
δεν συμμαζεύεται»:
»Ευσεβάστως αναφέρω ο υποφαινόμενος υπενωματάρχης Μίχος Ζουλογιάννης και
οριστικός διοικητής της ενταύθα αστυνομίας Λεωνιδίου και των πέριξ επαρχιών
αυτής, μετατεθείς και αναλάβας καθήκοντα υπηρεσίας και θελήσας επιβάλειν τάξιν
διασαλεφθείσαν κοινή ήσυχίαν, ευπειθώς αναφέρω (εν φύλλο ημικλάστω) συμφώνως
εγκυκλίω προς το τεος Σον αρχηγείον ότι ενδιαφερθείς υπέρ της δημοσίας ησυχίας
και ασφαλείας ήτις παρ' ολίγον δειν να επέλθη ακατάσχετος κατά μέτωπον της τε
υπηρεσίας και μεταβάς την 28 φθίνοντος Σ)βρίου ημέραν Πέμπνην και ώραν 10 μ μ.
της νυκτός προ οφθαλμών προηγουμένας πληροφορίας θορύβου ταράξεως κοινής
ησυχίας Λεωνιδίου και πέριξ επαρχιών δικαιοδοσίας υποφαινομένου μετέβη οικίαν
αγρονόμου
Ξενοφ.
Σκαρπίδη
προς
σύλληψιν
αντρογυναίκας
συζύγου
του
διασκεδαζούσης ταραχοειδώς διά κλίμακα οικίας σύλληψην ενόχου γραμμοφώνου
άδουσα και ανελθών και ικανοποιήσεως εγχωρίου τάξεως ήτις αντισταθείσα κατά
αρχής αφήρεσε όπλον μου πετάξασα έξωθι του παραθύρου οικίας της και επετέθη
χειροδηκήσασα, υποφαινομένου σπρώξεως κάτωθι κλίμακος…..
»Επιστρέψας κατεπείγον άπρακτος στέλω εφσεβάστως εσωκλείστως το παρόν όπλον
μου (όπου διά πετάζεως έσπασε επικροστήρα του αχρηστιυθέντως) προς
αντικατιάστασιν ζητών αποστολήν δυνάμεως προς σύλληψιν σιδηροδεσμίας ενόχου
αντρογυναίκας αγρονόμου Σκαρπίδη (του κερατά και δεν συμμαζεύεται) επιβολήν
ταράζεως κοινής ησυχίας ικανοποιήσεως υπηρεσίας και δημοσίου ενδιαφέροντος.
62
Εν Λεωνιδίω τη 28 Σ)βρίου 1914 ΜΙΧΟΣ ΖΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
('Ιππενοματάρχης)»
Είναι πιστή αντιγραφή, τα λάθη έχουν, όπως είναι γραμμένα.
Τώρα είναι πολύ σπάνια και σχεδόν αδύνατο να βρούμε ενωμοτάρχη να φτιάνει
αναφορές σαν την παραπάνω. Όλοι τους είναι μορφωμένοι, καλοκάγαθοι,
πολιτισμένοι, εξυπηρετικοί και προ πάντων άνθρωποι, που εκτελούν τα καθήκοντά
τους ανθρωπιστικά και ευσυνείδητα. Εξάλλου ο λαθρέμπορας, ο ζωοκλέφτης και ο
κακοπληρωτής του Δημοσίου αποτελούν σήμερα παρελθόν, γι' αυτό και δεν υπάρχει
θέμα Σταθμάρχου για τον Κουκουλιώτη, που πάντα ήταν φιλήσυχος και νομοταγής.
Ο παλιός καπετάνιος μένει μονάχα στις αναμνήσεις και τ' αστεία των γερόντων. Όταν
λείπει καμιά κότα λένε: «Μπας και πέρασε ο Καπετάνιος;».
ΤΟ ΧΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ
Η ζωή σήμερα με την ταχύτητα των μηχανών, τις ευκολίες της, το ανακάτεμα των
Κοινωνικών Τάξεων και τα εύκολα ταξίδια, κάθε μέρα αλλάζει και αφανίζει το χτες. Τα
παιδιά μας πηδούν προς τους αστικούς τρόπους ζωής και τα παρείσακτα ξενικά
έθιμα. Έτσι χάνονται ολοένα και περισσότερο οι παλιοί τρόποι ζωής. Όσοι γράψαν
για τον τόπο τους, δεν αρνούνται στο χωριό τα δικαιώματα της αλλαγής, ούτε ζητούν
από τους νέους να επιστρέψουν στη μιζέρια. Επιθυμούν να ενημερώσουν τον αρνητή
για την παραδοσιακή αξία, για το κέρδος που θα’χει, αν κρατεί στη θύμισή του και το
σεβασμό του. Θα είναι σαν να κρατεί, κοντά στα καινούργια του βολέματα, τη
ζεστασιά της ευλογίας των γονιών, την πείρα των ηλικιωμένων και τη βιοτική
οικειότητα των γενιών που έζησαν στον ίδιο τόπο.
Από τους πολέμους και τις μεγάλες κοινωνικές ανακατατάξεις τίποτα δεν έχει μείνει.
Όλα χάθηκαν με το χρόνο, λες και ήταν αέρας που τα παρέσυρε. Εκείνο που έμεινε
είναι τα γράμματα και μ' αυτά αναπνέουμε.
Όταν λέμε: Τι έχουμε κληρονομιά; Απαντούμε: «Ό,τι άφησαν γραμμένο και
ζωγραφισμένο οι παλιότεροι. Ό,τι έχει μείνει από τη ζωή που φεύγει μέσα από εκεί
που ξέρουμε».
Οι μεγάλες συναλλαγές και οι πράξεις του βίου, οι πράξεις του έρωτα και της
αυτοσυντήρησης, καθώς φαγώνονται απ' το χρόνο, τι γίνονται;
63
Αέρας είναι η ζωή, ένας αέρας που μας παρασέρνει και μένουν τα γραφτά, τα
γλυφτά, τα ζωγραφιστά των αληθινών ανθρώπων που πίστεψαν στον εαυτό τους και
στους άλλους.
Άλλωστε και οι Λατίνοι λέγαν «SCRIPTA ΜΑΝΕΝΤ», τα γραπτά μένουν. Με το μικρά
αυτό πόνημα, φιλοδοξία μου είναι η ένωση νοερά και ψυχολογικά των απανταχού
Κουκουλιωτών. Να σφυρηλατήσουν τα αισθήματά τους με την ευλαβική πατρογονική
τους γη, να αναπτύξουν και να καλλιεργήσουν την αγάπη τους προς την ιδιαίτερή
τους πατρίδα. Έχουμε όλοι, έλεγε ο Παλαμάς, τις μικρές και τις μεγάλες πατρίδες και
για την μικρή πατρίδα πρέπει οι Κουκουλιώτες ν' αποδείξουν ότι δεν υπάρχει
γλυκύτερο και ωραιότερο αγαθό στον άνθρωπο και στην ζωή από τη μάνα τη γη που
τους γέννησε.
Οι καιροί μας χρειάζονται τα περασμένα, για την αντιμετώπιση των εχθρών των
καιρών μας, που είναι η πολιτική αλλοίωση των τρόπων της ζωής μας, από το υγιές
στο μολυσμένο, από το λογικό στο παράλογο, κι από το γαλήνιο στο αγχώδες, που
απειλούν την κοινωνική μας ενότητα. Στην αλλαγή του τρόπου ζωής μας, συντελεί η
μηχανολογική και τεχνοκρατική παρέμβαση στην παραδοσιακή μας πορεία, που
διακόπτει τους δεσμούς με το παρελθόν και ξεστρατίζει τη φυσιολογική μας εξέλιξη
από την εμπειρία του χθες στα ξενόδοτο σύγχρονο.
Κανένας δεν αξιώνει επιστροφή στην πολιτιστική ολιγάρκεια και μιζέρια, αξιώνει όμως
την επιστροφή από τα καυσαέρια στον καθαρό αέρα του χωριού.
Διαβάζουμε πως κατά την παράδοση που υπάγεται στον κύκλο της προγονικής
«αθάνατης φυλής» οι άνθρωποι ήταν αθάνατοι. Χτίζαν τα κάστρα με θεόρατες
πέτρες, που κουβαλούσαν οι γυναίκες στο κεφάλι.
Κάποτε μια γυναίκα κουβαλώντας μια μεγάλη πέτρα. αντάμωσε στον δρόμο
χωριανούς κι ακούμπησε την πέτρα στη γη, για να κουβεντιάσει:
«Τι νέα από το χωριό;» ρώτησε η γυναίκα.
«Πέθαναν», της απάντησαν.
«Πεθαίνουν λοιπόν οι άνθρωποι;» είπε η γυναίκα κι αμέσως έχασε τη δύναμη της.
Και η πέτρα έμεινε από τότε εκεί. Δεν μπόρεσε η γυναίκα να τη σηκώσει. Από τότε οι
άνθρωποι έπαψαν να ’ναι αθάνατοι κι αντρειωμένοι. Δεν ξέρουμε αν τις πέτρες του
χωριού μας τις κουβάλησαν αντρειωμένες γυναίκες ή φανερώθηκαν κατά το πέρασμα
των γεωλογικών αιώνων. Πρέπει να ξέρουμε όμως πως για οποιοδήποτε χτες έχουμε
υποχρέωση, να τ' αφήσουμε σ' αυτούς που έρχονται με την πραγματική του όψη και
μορφή, για να διατηρηθεί έτσι η παράδοση.
64
Εδώ στο χωριό μας με τ' απροσκύνητα βουναλάκια του, κάθε λιθαράκι, εκκλησάκι
(Άγιος Νικόλαος, Αγία Παρασκευή, Άγιος Νεκτάριος) και κάθε λαγκαδάκι έχει την
δικιά του ολότελα ιστορία. Την ιστορία που φτιάχτηκε όχι μόνο από τους ανθρώπους,
αλλά και από αυτό το ίδιο το περιβάλλον. Φροντίδα μας θα πρέπει να είναι η
διάσωση από την εκμηδένιση και τη φθορά του χρόνου ότι μας είναι δυνατό. Πέρα
από το χώρο του χωριού μας υψώνονται αχρωμάτιστα μέγαρα χωρίς ψυχή και
παλμό. Τυλίγουν τον άνθρωπο και την ευαισθησία του στον μπετόν και στο σίδηρο,
κι απομένουν ξέμακρα από το περιβάλλον που μας έθρεψε και μας ανάστησε. Γύρω
μας υπάρχει η φθορά, η πάντα μοιραία, σαν καρκίνωμα, που δεν μπορεί να
σταματήσει με χάπια και ενέσεις, ούτε με τα καινούργια κοινωνικοπολιτικά
συστήματα. Γι΄αυτό ακούμε από μακριά μια φωνή που λέει «Αλλοίμονο σ' όσους
πήραν το δρόμο χωρίς την εμπειρία του χτες για την δίνη του σήμερα». Αν το χτες
μοιάζει με παραμύθι, εμείς οι ίδιοι κάποτε το ζήσαμε. Έτσι όσοι μπορούμε ας το
γράψουμε, γιατί σε λίγο εδώ στο χωριό μας θα είναι άλλοι άνθρωποι, που τίποτε δεν
θα ξέρουν από αλλοτινούς καιρούς, με τις όμορφες μέρες τους.
Δεν πρέπει με τίποτα το άγχος της καθημερινότητας να μας ξεμακραίνει από το
ζωντανό χτες και να πληγώνει την ευαισθησία μας με την αμφισβήτηση της αλήθειας.
Ναι, στη σαρμανίτσα ακούσαμε το πρώτο τραγούδι της ζωής. Το καλαμποκίσιο
αλεύρι μας αντρείωσε.
Η ρόκα μας έντυσε και στο γουδί έγινε το άλεσμα που ψευτοχόρταινε την πείνα.
Εκείνη την ευλογημένη ανέχεια, που μας έδινε φτερά να καλυτερέψουμε τον εαυτό
μας και τον κόσμο, δεν πρέπει να την ξεχνάμε. Γιατί είχαμε γρήγορη την ψυχή και
ανοιχτομάτη τον νου. Ότι σήμερα πασχίζουν να σκλαβώσουν το μπετόν, η
καλοπέραση και η μεγάλη μας μοναξιά.
Χτες και σήμερα. Συγκρίσεις που σε μαστιγώνουν για το τι κέρδισε ο μοναχικός και
δυναμικός άνθρωπος του παρόντος σε βάρος της ψυχής. Της λαϊκής ψυχής.
Ναι είναι το χρέος μας να ξαναγυρνάμε στις προγονικές εστίες. Για να αναστήσουμε
τις μνήμες που στεριώνουν την συντροφικότητα. Για να βρει ξανά η ψυχή μας το
άπλωμα του γαλανού ορίζοντα. Να γίνει ένα με το δύσκολο, άλλα πανανθρώπινο
χτες. Έτσι, ίσως, βρούμε ξανά τον δρόμο της ομορφιάς, σ' ένα μεσοχώρι που κανείς
δεν θα μπορεί να κρύψει τίποτε. Γιατί θα είναι αληθινός σαν το φως. Το λαϊκό φως,
που φλογίζει την ανθρωπιά.
Τελειώνοντας δέχομαι ότι αν τίποτε δεν κατάφερα, δεν πρόκειται να κριθώ, αν όμως
έδωσα κάτι έστω και αρνητικά, άξιος ο μισθός μου.