ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ, ΠΑΞΩΝ & ΔΙΑΠΟΝΤΙΩΝ ΝΗΣΩΝ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ, ΠΑΞΩΝ & ΔΙΑΠΟΝΤΙΩΝ ΝΗΣΩΝ
ΚΥΚΛΟΣ ΦΟΙΤΗΤΩΝ, ΝΕΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ & ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ
ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2014-2015
Α’ ΕΞΑΜΗΝΟ: «ΕΡΩΤΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΙ: από τον αρχαιοελληνικό λόγο στο χριστιανικό
Λόγο»
Κείμενα: Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, Πλάτωνος «Φαίδρος», εισαγωγή, αρχαίο κείμενο, νέο κείμενο
με σχόλια, Αθήνα 20139, εκδόσεις ΕΣΤΙΑ
Παναγιώτη Δόϊκου, Πλάτωνος «Φαίδρος», μελέτη, μετάφραση, σχόλια, Θεσαλονίκη 2001, εκδόσεις
ΖΗΤΡΟΣ
Αγίου Αυγουστίνου, Εξομολογήσεις, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, τόμοι
Πρώτος και Δεύτερος, Αθήνα 20013εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
Μάριου Μπέγζου, Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία της Θρησκείας, Αθήνα 2004, εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΗ
2.10.2014: Σχέση, Έρωτας, Ηδονή, Αγάπη (λόγος Λυσία)
9.10.2014: Σχέση, Έρωτας, Ηδονή, Αγάπη 2 (Πρώτος Λόγος Σωκράτη)
16.10.2014: Παλινωδία Σωκράτους – Έρωτος Φύσις 1 (Δαιμόνια και Ποιητική δύναμη)
23.10.2014: Παλινωδία Σωκράτους – Έρωτος Φύσις 2 (Έρως και Ψυχή)
30.10.2014: Παλινωδία Σωκράτους – Έρωτος Φύσις 3 (Ο Έρωτας και το Αγαθό)
6.11.2014: Ο λόγος 1- Διαλεκτική και Ρητορική
13.11.2014: Ο λόγος 2 – Προφορικός και γραπτός λόγος
21.11.2014: Θεός και Άνθρωπος: σχέση ζωής
27.11.2014: Παιδεία, γλώσσα, λογοτεχνία, ήθος
4.12.2014: Η ηδονή του κακού
11.12.2014: Η ιδέα του Θεού- η ελευθερία της βούλησης-το πρόβλημα του κακού
18.12.2014: Το πρόσωπο του Χριστού
8.1.2015: Πάθη και Μετάνοια
15.1.2015: Θεός και Μνήμη
22.1.2015: Ισίδωρου Ζουργού, Σκηνές από το βίο του Ματίας Αλμοσίν
29.1.2015: Νίκου Καζαντζάκη, Ο Φτωχούλης του Θεού
5.2.2015: Γκαίτε, Φάουστ
Α. Λίγα λόγια για το θέμα
Μία πολύ σημαντική διάσταση της ζωής μας έχει να κάνει με την παιδεία. Η παιδεία, η οποία
δεν μπορεί να ιδωθεί μόνο από την πλευρά της γνώσης, των υποδομών, της παραγωγικότητας, της
ένταξης στην αγορά εργασίας. Παιδεία είναι πρωτίστως η σχέση δασκάλου-μαθητή, σε όλες τις
βαθμίδες. Παιδεία είναι να μπορεί ο άνθρωπος να διδαχθεί από εκείνους που αγαπά και που του
προκαλούν το ενδιαφέρον. Παιδεία είναι κάθε σχέση, η οποία έχει νόημα αγάπης, δεν είναι μόνο
λαβείν ούτε λειτουργεί μόνο στην ικανοποίηση της επιθυμίας που γίνεται ανάγκη. Η παιδεία είναι
υπόθεση έρωτα. Και ο έρωτας δεν καλλιεργείται αν δεν περνά και μέσα από τον λόγο. Λόγος δεν είναι
απλώς η συζήτηση για κάτι. Λόγος δεν είναι η υποταγή σε δεδομένα που άλλοι μας επιβάλλουν.
Λόγος είναι ό,τι δίνει ζωή στην ψυχή εμφυτεύοντας την αλήθεια για τα όντα, για τη ζωή, για τον Θεό
και τον άνθρωπο. Λόγος είναι ό,τι οδηγεί προς το νόημα της ζωής. Και αυτό το μοιραζόμαστε οι
άνθρωποι που νιώθουμε την ανάγκη μέσα από τις σχέσεις μας να είμαστε αληθινοί και να αναζητούμε
την Αλήθεια.
Σ’ αυτό το μονοπάτι του λόγου και μάλιστα του Λόγου που «εν αρχή ην και Θεός ην» (Ιωάν.
1,1), της Αλήθειας που νοηματοδοτεί τη ζωή, κάθε σχέση μας, κάθε αγώνα μας, που δίνει όντως
παιδεία και που αφήνει να υπάρχει νόημα και στο θάνατό μας χρειάζεται να εντρυφήσουμε. Ένα ταξίδι
από τον αρχαιοελληνικό λόγο στο χριστιανικό Λόγο θα προσπαθήσουμε να κάνουμε, ξεκινώντας από
τον πλατωνικό Φαίδρο και περνώντας στον Ιερό Αυγουστίνο, την προσωπικότητα εκείνη που
αναζήτησε και βρήκε την Αλήθεια, μολονότι δεν μπόρεσε να την κρατήσει σε όλες της τις διαστάσεις.
Και τα δύο κείμενα μιλούν για την αγωνία της ψυχής να βρει την αλήθεια, η οποία χρειάζεται
προσωπική αναζήτηση και την ίδια στιγμή την εμπιστοσύνη του έρωτα και της αγάπης. Μόνο που το
θέμα είναι ποιον ή ποιους διαλέγουμε να αφήσουμε να μοιραστούν την αλήθεια, τις αλήθειες ή την
Αλήθεια που είναι και ζούνε.
Στην αρχαία Αθήνα ρήτορες, δημαγωγοί και σοφιστές αγωνίζονταν να κερδίσουν την ψυχή των
νέων ανθρώπων. Υπόσχονταν εύκολους δρόμους και εύκολους τρόπους, με δικό τους γνώμονα το
κέρδος ή την ηδονή ή και τα δύο. Ο Πλάτωνας, ακολουθώντας το δάσκαλό του Σωκράτη, διάλεξε το
δρόμο της φιλοσοφίας, το τρίπτυχο Έρωτας-Ψυχή-Λόγος , με σκοπό όχι να εντυπωσιάσει πρόσκαιρα,
αλλά να ανοίξει το δρόμο στους νέους για το Αγαθό, για τις Ιδέες, για το Πνεύμα. Ο Ιερός
Αυγουστίνος βρέθηκε στη δίνη του μανιχαϊσμού. Απόλυτος στην αναζήτηση της Αλήθειας, άφησε τον
εαυτό του να οδηγηθεί στις τέρψεις και την ματαιότητα της ηδονής, χωρίς όμως να νικηθεί, καθώς η
ψυχή του παρέμεινε στην οδό της αναζήτησης. Τον βοήθησε ο δάσκαλός του κατά Θεόν, ο άγιος
Αμβρόσιος Μεδιολάνων, όπως επίσης και η μητέρα του αγία Μόνικα, να βρει το δρόμο. Και
συνάντησε το Θεό, για να σπουδάσει την οδό της μνήμης Του.
Παιδεία αλήθειας, σχέσης, μοιράσματος. Παιδεία Έρωτα και Λόγου χρειαζόμαστε. Αυτή είναι
η οδός της Εκκλησίας. Με στήριγμα και νόημα, προσφέροντα και προσφερόμενο όχι απλώς έναν
Διδάσκαλο, αλλά τον Ίδιο τον Θεάνθρωπο που είναι η όντως Αγάπη, ο όντως Έρωτας. Όχι της
ανάγκης ή της άγονης επιθυμίας, αλλά της χαράς που δίνει η Ίδια η Αγάπη, ήτις ουδέποτε εκπίπτει.
Β. Σχετικά με τον πλατωνικό Φαίδρο
Ο Φαίδρος είναι διάλογος του Πλάτωνα που διαδραματίζεται σε ένα σημείο της όχθης του
Ιλισού, κάτω από ένα πανύψηλο πλατάνι, όπου φέρεται ο Σωκράτης να συζητεί με τον νεαρό μαθητή
του Φαίδρο, σχετικά με τον έρωτα και τη ρητορική, παίρνοντας αφορμή από ένα λόγο που είχε
απαγγείλει λίγο προηγουμένως ο ρήτορας Λυσίας στον Φαίδρο.[1] Γράφτηκε κατά την περίοδο της
ωριμότητας (μέση χρονική περίοδος 386 - 367 π.Χ..[2] Το πρώτο μέρος του διαλόγου είναι
αφιερωμένο στον έρωτα και το δεύτερο στη ρητορική.
Ο Σωκράτης περιγράφει την ψυχή ως μια αθάνατη ουσία η οποία κινείται στον υπερουράνιο
χώρο διαιρεμένη σε τρία μέρη, τα δύο από τα οποία έχουν μορφή αλόγου και το τρίτο μορφή
ηνιόχου, το ένα κακότροπο, που συμβολίζει το αισθησιακό στοιχείο του ανθρώπου και την ευτέλεια
της σάρκας, και το άλλο πνευματικό, που συγγενεύει με τους θεούς και μπορεί να ατενίζει το
υπερουράνιο κάλλος. Το ένα, λοιπόν, από τα δύο άλογα, αυτό που είναι στην καλύτερη θέση, έχει
σώμα στητό και καλοδεμένο, τον αυχένα του ψηλό, τη μύτη του γαμψή, είναι άσπρο, με μαύρα μάτια,
είναι φιλότιμο, συνετό και σεμνό, αγαπάει την αληθινή δόξα, δεν έχει ανάγκη από χτυπήματα, αλλά
καθοδηγείται μόνο με λόγο και το παράγγελμα· το άλλο, πάλι, έχει στραβό σώμα, είναι παχύ,
κακοσχηματισμένο, με χοντρό αυχένα και κοντό λαιμό, πλατυπρόσωπο, μαύρο με μάτια γκριζογάλαζα
και αιματώδη, ρέπει στην ύβρη και τη αλαζονεία, είναι κουφό και έχει τριχωτά αυτιά, και πολύ
δύσκολα υπακούει στα χτυπήματα με το μαστίγιο και στα κεντρίσματα. Όταν λοιπόν ο ηνίοχος δει το
ερωτικό όραμα, και με τι αισθήσεις θερμάνει ολόκληρη τη ψυχή του από αυτή τη θέα και βαθμιαία ο
ίδιος γεμίσει από τα προκλητικά κεντρίσματα του πόθου, το άλογο που είναι υπάκουο στον ηνίοχο,
επειδή και τότε -όπως και πάντα- συγκρατιέται από τη σεμνότητα, ελέγχει τον εαυτό του και δεν πηδά
πάνω στον αγαπημένο· όμως το άλλο άλογο δεν δίνει σημασία ούτε στο μαστίγιο, ούτε στα
κεντρίσματα του ηνιόχου, πετάγεται απότομα και με βία προς τα μπρος και ταλαιπωρώντας με κάθε
τρόπο το σύντροφό του και τον ηνίοχο, τους αναγκάζει να ορμήσουν επάνω στον αγαπημένο και να
θυμηθούν την ομορφιά των ηδονών. Και βέβαια αυτοί στην αρχή αγανακτούν και αντιστέκονται καθώς
νιώθουν να αναγκάζονται να κάνουν φοβερά πράγματα· όμως στο τέλος, όταν δε βρίσκει τέρμα το
κακό άλογο, αφήνονται να συρθούν από το κακό άλογο, υποχωρώντας και συμφωνώντας να κάνουν ό,τι
εκείνο τους διατάζει. Όταν αντικρίζει την όψη αυτή ο ηνίοχος, με τη μνήμη του του γυρίζει πίσω, στην
πρωταρχική φύση της ομορφιάς, και τη βλέπει πάλι να δεσπόζει, συνοδευόμενη από τη σωφροσύνη,
επάνω σ΄ ένα βάθρο αγνότητας. [253c-254b].
Τρεις μύθοι παρεμβάλλονται στη φιλοσοφική συζήτηση του διαλόγου «Φαίδρος» (από το
όνομα του μοναδικού εδώ, συνομιλητή του Σωκράτη). Στον πρώτο μύθο ο Πλάτων αναδιηγείται τον
ποιητικό μύθο της αρπαγής της Ωρείθυιας από τον Βορέα, που έγινε στον τόπο όπου ο Σωκράτης για
πρώτη φορά έξω από τα τείχη της πόλης και όχι στη πολυσύχναστη αγορά της θα διαλεχθεί με τον
Φαίδρο.[3]
Όταν ο Φαίδρος βγήκε με τον Σωκράτη προς τον Ιλισό, εκεί που ήτανε κάποιος βωμός του
Βορέα τον ρωτάει πολύ χαρακτηριστικά: «Για πες μου, Σωκράτη, απ΄ εδώ κάπου δεν λένε, πως άρπαξε
ο Βορέας την Ωρείθυια; Εσύ πιστεύεις, πως είναι αληθινό αυτό τό μυθολόγημα».
- Μα αν δε πίστευα, όπως οι σοφοί, δεν θα έκανα τίποτε το παράλογο· και θα σοφιζόμουνα και
θα έλεγα, πως κάποιο δυνατό φύσημα του Βοριά, την ώρα που εκείνη έπαιζε με την Φαρμακεία, την
έσπρωξε κατά τους βράχους εκεί κοντά, κι αφού πήγε από τέτοιο θάνατο, βγήκε ο λόγος, πως την
άρπαξε ο Βορέας ή από τον Άρειο Πάγο, γιατί κι αυτό λέγεται, πως απ΄ εκεί την πέρα την άρπαξε και
όχι απ΄ εδώ. Εγώ όμως, Φαίδρε, βρίσκω, πως αυτά τα πράγματα έχουνε βέβαια τη χάρη τους, αλλά
χρειάζεται να είναι κανείς πολύ δυνατός σ΄ αυτά και να καταπονείται πολύ και δεν είναι να τον
καλοτυχίζει κανείς, όχι βέβαια γι΄ άλλο τίποτε, παρά γιατί θα είναι αναγκασμένος έπειτα απ΄ αυτό να
αποκαταστήσει με το νουν του και τη μορφή των Ιπποκενταύρων κι έπειτα τη μορφή της Χίμαιρας κι
ύστερα πλακώνουν πλήθος τέτοια, Γοργόνες και Πήγασοι κι άπειρα άλλα ανεξήγητα, τερατόμορφα
όντα με τις αλλοκοτιές τους. Αν λοιπόν δεν δώσει κανείς πίστη σ΄ αυτά και κοιτάξει να συνταιριάζει το
καθένα καταπώς φαίνεται να έγινε, θα χάσει πολύν καιρό, αφού θα έχει να κάμει με τόσο άξεστη σοφία.
Κι εμένα δεν μου μένει καθόλου καιρός γι΄ αυτά.[4]
Για να αναχαιτίσει ο Σωκράτης την επερχόμενη νύστα και αργίαν της διανοίας του συνομιλητή
του, μέσα στην ενοχλητική πια ζέστη του θέρους, του προσφέρει ως «αναψυκτικό» αλλά και ως θεϊκή
επιταγή το μύθο των τζιτζικιών, πείθοντας τον ότι, μιμούμενοι τα τζιτζίκια, επιτελούμε έργο που
βρίσκεται κάτω από την προστασία των μουσών. [259b-259d]. Λένε δηλαδή ότι τα τζιτζίκια ήταν -ένα
καιρό- άνθρωποι, από εκείνους που έζησαν πριν γεννηθούν οι Μούσες· αργότερα όταν γεννήθηκαν οι
Μούσες και ακούστηκε για πρώτη φορά στον κόσμο το τραγούδι, μερικοί από τους παλιοκαιρίσιους
εκείνους τόσο πολύ συνεπάρθηκαν από το αναγάλλιασμα, που βάλθηκαν να τραγουδούν και
αδιαφόρησαν για φαγητό και πιοτό, ώστε πέθαναν χωρίς να το καταλάβουνε ότι σωνότανε η ζωή τους.
Πέθαναν και μετά φάνηκε στο κόσμο η ράτσα των τζιτζικιών - δικό τους βλάστημα - και οι Μούσες
τους δώσανε αυτή τη χάρη: να μην έχουν στη ζωή τους ανάγκη από τροφή, αλλά να τραγουδούν από
τη στιγμή που γεννήθηκαν χωρίς να τρων και να πίνουν ως την ώρα του θανάτου τους· τότε πάνε και
βρίσκουν τις Μούσες και τους φέρνουν τα νέα: ποιος από τους ανθρώπους που ζουν στον κόσμο μας
τις δοξάζει και ποιαν ξεχωριστά από τις εννιά. Με όσα τους τους λένε, η Τερψιχόρη δείχνει
μεγαλύτερη αγάπη σ΄ εκείνους που τη δοξάζουν με το χορό τους, η Ερατώ σ΄ όσους τη δοξάζουν με
τους έρωτές τους και οι υπόλοιπες το ίδιο, ανάλογα με τη λατρεία που στην καθεμιά τους
προσφέρουμε. Τέλος στην πρωτότοκη, την Καλλιόπη, και στην Ουρανία, τη δεύτερη έρχονται και
τους λένε τα ονόματα εκείνων που περνούν τη ζωή τους δοσμένοι στη φιλοσοφία και δοξάζουν τη
μουσική τέχνη, που βρίσκεται κάτω από την ιδιαίτερη προστασία τους· και τότε αυτές, καθώς έχουν να
κάνουν περισσότερο απ΄ τις άλλες Μούσες με στοχασμούς πάνω σ΄ ότι συμβαίνει στα ουράνια, πάνω
στα θεϊκά και τα ανθρώπινα, αφήνουν ν΄ ακουστεί η πιο αρμονική μελωδία.[5]
Η μακρόσυρτη φιλοσοφική συζήτηση του Φαίδρου πλησιάζει προς το τέλος της. Όπως όλες οι
συζητήσεις του Σωκράτη, όχημα της είχε τον προφορικό λόγο, που διακόπηκε μόνο όταν ο Φαίδρος
διάβασε γραμμένο λόγο του Λυσία για τον έρωτα, το περιεχόμενο του οποίου ανέτρεψε ο Σωκράτης.
Μάλιστα έτσι αποδείχθηκε ότι ο προφορικός λόγος είναι αποτελεσματικότερος από τον γραπτό και
προώθησε σημαντικά την έρευνα του θέματος που τους απασχολούσε και ο Σωκράτης αδράχνει την
ευκαιρία να εκθέσει την ανωτερότητα του αυτή επινοώντας ένα μύθο με εξωτική χροιά, μια και η
συζήτηση του Θευθ με τον Θαμού γίνεται στην απόμακρη και σχεδόν μυθική για τους αρχαίους
μυστηριώδη Αρχαία Αίγυπτο.
Έχω ακουστά ότι στα μέρη της Ναύκρατης, στην Αίγυπτο, λατρεύουν ένα πανάρχαιο θεό του
τόπου· κι έχει για ιερό πουλί το γνωστό με το όνομα Ίβις· τον θεό τον ίδιο τον λένε Θευθ. Κατά τα
λεγόμενά τους λοιπόν, αυτός βρήκε πρώτος τους αριθμούς και τον λογαριασμό και την γεωμετρία και
την αστρονομία κι ακόμα τα παιχνίδια με τους πεσσούς και τα ζάρια και τελευταία, αυτό που μας
ενδιαφέρει: το αλφάβητο
Σε ολόκληρη την Αίγυπτο τότε βασίλευε ο Θαμούς και είχε στο θρόνο του στη μεγάλη
πολιτεία της πάνω χώρας, αυτή που οι Έλληνες την ξέρουν ως Θήβα Αιγυπτιακή και τον θεός της ως
Άμμωνα. Πήγε λοιπό ο Θευθ και βρήκε αυτό τον βασιλιά και του έδειξε τις τέχνες του και του είπε ότι
πρέπει να τις κάνουν γνωστές και στους υπόλοιπους Αιγυπτίους. Τότε ο βασιλιάς τον ρώτησε σε τι
μπορεί η καθεμιά τους να σταθεί χρήσιμη· κι ενόσω λοιπόν ο Θευθ τις εξηγούσε μια προς μια, ο
Θαμούς, καθώς άλλα έβρισκε ωραία κι άλλα όχι, έψεγε τα δεύτερα και παίνευα τα πρώτα. Έτσι λένε ο
Θαμούς έλεγε το τι σκεφτόταν για τη καθεμιά τέχνη στο Θευθ, παινέματα και κατηγόριες, κρίσεις ένα
σωρό, που καιρός τώρα να τις αναφέρουμε όλες!
Όταν τέλος η συζήτηση έφθασε στο αλφάβητο, είπε ο Θευθ: «Βασιλιά μου, οι Αιγύπτιοι θα
γίνουν σοφότεροι μαθαίνοντας τα γράμματα και θα γίνουν ικανότεροι στην μνήμη· μνημονικό και
μόρφωση έχουν βρει το φάρμακο τους!». Όμως ο βασιλιάς του είπε: «Θευθ, αξεπέραστε στις
εφευρέσεις· άλλοι είναι ικανοί να γεννήσουν νια τέχνη κι άλλοι να κρίνουν πόση ωφέλεια ή ζημιά φέρνει
η τέχνη αυτή σ΄ όσους θα την χρησιμοποιήσουν. Δες τώρα, είπες κι εσύ, από αγάπη, σαν πατέρας των
γραμμάτων, το αντίθετο αποτέλεσμα από εκείνο που μπορούν να δώσουν. Γιατί αυτή σου η εφεύρεση
θα φέρει χαλάρωμα στο μνημονικό εκείνων που θα τη μάθουν γιατί θα αδιαφορήσουν για την
εξάσκησή του· περνά από το νου σου ότι, με το να βασανίζονται στα γράμματα, το μυαλό τους θα
ανιστορεί τα όσα έμαθε με τη βοήθεια κάποιου που έρχεται από έξω, με ξένα σημάδια κι όχι από μέσα
τους, από τη δύναμη του δικού τους μνημονικού· που πάει να πει ότι το φάρμακο που βρήκε δεν είναι
για το μνημονικό, είναι για την υπόμνηση. Αυτό που με τη βοήθειά σου θα αποχτήσουν οι μαθητές
είναι σοφία για τα μάτια του κόσμου κι όχι η αληθινή· γιατί συσσωρεύοντας μέσα τους γνώσεις πολλές
δίχως να μαθητέψουν σε δασκάλους θα φανταστούν ότι έχουν πολύ μυαλό, ενώ οι περισσότεροί τους
δεν έχουν καθόλου και θα γίνουν ανυπόφοροι στις συζητήσεις, αφού εκεί που περιμέναμε να γίνουν
σοφοί, έγιναν δοκησίσοφοι».[274c-275b].[6]
1. Γιάννης Λάμψας, Λεξικό του Αρχαίου Κόσμου, τόμ. Δ, σελ. 744
2. Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στον Πλάτωνα «Χρονολόγηση πλατωνικών έργων», σ. 98 Πανεπιστημιακές παραδόσεις, 1964
3. [229b-230a].
4. Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, όπ.π. σ. 252
5. Πλάτωνος Μύθοι, μτφ. Ηλίας Σπυρόπουλος, εκδ. Ζήτρος σ. 172, 2003, ISBN 960-7760-91-3
6. Πλάτωνος Μύθοι, μτφ. Ηλίας Σπυρόπουλος, εκδ. Ζήτρος σ. 177, 2003, ISBN 960-7760-91-3
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CE%B1%CE%AF%CE%B4%CF%81%CE%BF%CF%82_%28%CE%B4%CE%B9
%CE%AC%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%82%29
Δ. Για τον Ιερό Αυγουστίνο
Ο Αυγουστίνος Ιππώνος (Aurelius Augustinus Hipponensis[1], 13 Νοεμβρίου 354 - 28
Αυγούστου 430), γνωστός και ως Άγιος Αυγουστίνος[2], ήταν χριστιανός θεολόγος, του οποίου τα
γραπτά είχαν πολύ μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη του Δυτικού Χριστιανισμού και της Δυτικής
φιλοσοφίας. Επίσης, ήταν ένας από τους πολυγραφότερους συγγραφείς της λατινικής πατρολογίας.
Γεννήθηκε στην Ταγάστη της Νουμιδίας της Αφρικής, το σημερινό Σουκ Αράς της Αλγερίας, μικρή
ορεινή επαρχιακή πόλη. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος της Αγίας Μόνικας - όνομα Βερβέρικο - και του
Πατρικίου, Ρωμαίου πολίτη ειδωλολάτρη ως προς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ο πατέρας του
βαφτίστηκε χριστιανός λίγο πριν πεθάνει. Την πρώτη μόρφωσή του την έλαβε στην Ταγκάστα και ήταν
λατινική αποκλειστικά, τα Μάδαυρα και εν συνεχεία σπούδασε ρητορική στην Καρχηδόνα,
ακολουθώντας τις πατρικές επιθυμίες για ρητορικές σπουδές. Όταν πέθανε ο πατέρας του διέκοψε τις
σπουδές του και επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Ένας όμως συντοπίτης του, ο Ρωμανιανός
θέλησε να τον ενισχύσει οικονομικά για να συνεχίσει τις σπουδές του. Σε αυτόν θα αφιερώσει αργότερα
το πρώτο του σύγγραμμα ο Αυγουστίνος.
Ο Ιερός Αυγουστίνος σε μικρή ηλικία ακολούθησε το φιλοσοφικό ρεύμα του Ορτενσίου του
Μάρκου Τύλλιου Κικέρωνος. Εν συνεχεία εντάσσεται στο ρεύμα του Μανιχαϊσμού που ήταν σε
ιδιαίτερη έξαρση τον 4ο αιώνα και παραμένει ακόλουθός του για 7 έτη. Σε ηλικία δεκαέξι ετών
γνωρίζεται και με μία χριστιανή με την οποία ζει εκτός γάμου για δεκαπέντε χρόνια και αποκτά μαζί
της έναν γιο, τον Αδεοδάτο. Θα την εγκαταλείψει μετά από σχετική προτροπή της μητέρας του,
αργότερα στο Μιλάνο επειδή τον εμπόδιζε στην σταδιοδρομία του. Στο ίδιο διάστημα δρα ως
διδάσκαλος της ρητορικής στην Ταγκάστα και την Καρχηδόνα. Το 383 μεταβαίνει στη Ρώμη, οπου
και συνεχίζει το διδακτικό του έργο. Στη Ρώμη και μετά από έντονη εσωτερική αναζήτηση, καθώς
πλέον και η διδασκαλία του Μανιχαϊσμού δεν κάλυπτε τις πνευματικές ανησυχίες και αναζητήσεις του,
θέλγεται από τη διδασκαλία του Αμβροσίου επισκόπου Μεδιολάνων και σε συνδυασμό με την έντονη
ενασχόλησή του με τον Πλάτωνα προσέρχεται στο χριστιανισμό.
Το 387 βαπτίζεται Χριστιανός από τον Αμβρόσιο. Το 391 χειροτονείται ιερέας αφού ήδη από
το 388 έχει επιστρέψει στην Βόρειο Αφρική. Το 395 εκλέγεται επίσκοπος Βασιλικού Ιππώνος (Hippo
Regio), της Νουμιδίας. Εκεί θα ξεχωρίσει για την ποιμαντική του δραστηριότητα αλλά και την έντονη
αντι-αιρετική του δράση. Το τέλος της ζωής του ήλθε στις 28 Αυγούστου 430 κατα την διάρκεια της
πολιορκίας της Ιππώνος από τους Βανδάλους, όταν προσεβλήθη από υψηλό πυρετό.[3]
Η θεολογία του Αυγουστίνου
Η πίστη και ο λόγος συνυπάρχουν με την διαφορά πως η πρώτη προηγείται χρονικά του
δεύτερου. Και η μία προϋποθέτει την άλλη. Η πίστη και ειδικότερα η χριστιανική, αποσκοπεί
ιδιαιτέρως στο να δείξει πως υπάρχουν και πράγματα που δεν είναι ορατά όπως υπάρχουν και τα
ορατά. Η πίστη βασίζεται στην Αγία Γραφή η αυθεντικότητα της οποίας στηρίζεται στην ενέργεια του
Αγίου Πνεύματος. Όσα περιέχονται σε αυτήν είναι προσλήψιμα δια της πίστεως κι όχι μόνο μέσω του
νου. [4]
Στον Θεό δεν διακρίνει ουσία και άκτιστες ενέργειες. Στον νου του αμετάβλητου Θεού
υπάρχουν ιδέες, ο κόσμος των νοερών, και βάσει αυτών εν χρόνω δημιουργούνται τα πράγματα και ο
άνθρωπος , ο Αδάμ. Ένεκα των ουσιοκρατικών αντιλήψεών του υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος
δημιουργήθηκε κατ΄εικόνα όλης της Τριάδος κι όχι μόνο του Υιού, διότι τότε τα τρία πρόσωπα θα
ήταν ανόμοια ως προς την ουσία τους. Ο άνθρωπος προικίζεται με ελεύθερη βούληση και μπορούσε
να μην αμαρτήσει.[5] Ο άνθρωπος είναι σύνθετος, αποτελούμενος από σώμα και ψυχή:η δεύτερη
διαφέρει του πρώτου καθώς είνα άυλη, απλή, νοερή ουσία και αθάνατη. Απορρίπτει την προΰπαρξη της
ψυχής και ισχυρίζεται πως γεννήθηκε μαζί με τη γέννηση του σώματος που την φέρει. Διακρίνεται σε
δύο μέρη: το κατώτερο που είναι η αισθητική ψυχή, και το ανώτερο που είναι η νοητική ψυχή. Στην
αισθητική ψυχή αντιστοιχούν οι γνώσεις δια των αισθήσεων,η ηδονή και η λύπη. Στη νοητική ψυχή
ανήκουν η μνήμη,η νόηση και η βούληση. Από τα τρία αυτά πιο σημαντικό για τον Αυγουστίνο είναι η
βούληση, κυριότερο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ελευθερία.[6] Ο κόσμος παρουσιάζεται στη
σκέψη του Αυγουστίνου, ιεραρχημένος κατά τρόπο πλατωνικό. Ό,τι αγαθότερο και αξιολογότερο
βρίσκεται πιο ψηλά. Κι ο Θεός βρίσκεται στην κορυφή, όπως και το πλατωνικό αγαθό. Σε πιο χαμηλή
θέση βρίσκονται τα φυσικά αντικείμενα, οι ανθρώπινες ψυχές ενδιάμεσα,οι ψυχές των αμαρτωλών
χαμηλότερα από εκείνες των εναρέτων ανθρώπων. Η αξιολογική ιεράρχηση είναι μια ιεραρχία
πραγματικότητας. Όσο πιο χαμηλά βρίσκεται κάτι τόσο πιο κοντά στο μηδέν βρίσκεται χωρίς να είναι
ολοκληρωτικά μηδέν. Υπάρχουν κατά τρόπο μεταβλητό. Η αντίληψη αυτή της αλλαγής και μεταβολής
είναι δάνεια, αριστοτελική. Μια άλλη παράμετρος αυτής της ιεράρχησης είναι και η συνθετότητα των
δημιουργημάτων. Μόνο ο Θεός είναι αμετάβλητος και ασύνθετος.[7]
Με την ιεράρχηση του είναι συνδέεται και η ιεράρχηση του αγαθού: δεν υπάρχει τίποτα
που να μην έχει κάποιο ποσοστό αγαθότητας. Ερχόμενος σε πλήρη διαφωνία με τον μανιχαϊσμό
δεν δέχεται καμία απόλυτη ύπαρξη στο κακό. Επίσης δεν δέχεται και την μίξη καλού και κακού.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για βαθμίδες αγαθότητας. Το κακό συνδέεται με το ιεραρχημένο
σύστημα του Αυγουστίνου και κατά έναν άλλο τρόπο: τα ανώτερα πράγματα πρέπει να άρχουν
των κατώτερων πραγμάτων. Αυτή είναι η τάξη και η δίκαιη κατανομή. Αν ισχύει το αντίστροφο,
δηλαδή τα κατώτερα εξουσιάζουν τα ανώτερα, τότε έχουμε το κακό, δηλαδή μια αντεστραμμένη
ταξινόμηση.[8]
Η ελεύθερη βούληση προϋποθέτει την δυνατότητα επιλογής του καλού και του κακού και
κατανοείται ως έφεση –επιθυμία έντονη(concupiscentia) που μπορεί να στραφεί προς το καλό και προς
το κακό. Η προς το κακό έφεση επιθυμία έγινε η αιτία της πτώσης και συνιστά το προπατορικό
αμάρτημα. Έτσι ο άνθρωπος δεν μπορεί να μην αμαρτήσει είναι μάζα καταδικασμένη και άρα μάζα
απωλείας..[9] Το προπατορικό αμάρτημα διαποτίζει όλο το ανθρώπινο γένος όχι λόγω μίμησης αλλά
κληρονομικότητας επειδή στο είναι του Αδάμ ενυπήρξαμε όλοι ως ένας άνθρωπος. Αν και αγέννητοι
ακόμα είμαστε μέσα στο σπέρμα από το οποίο προήλθαμε. Το σπέρμα ήταν διεφθαρμένο από την
αμαρτία.
Ο Τριαδικός Θεός είναι απλός και άτρεπτος, και είναι απλός επειδή ταυτίζεται το έχειν με το
είναι του. Αντίθετα ο κτιστός κόσμος είναι τρεπτός και σύνθετος και μπορεί να χάσει ό,τι έχει. Υπάρχει
χαώδης διαφορά ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο, κι ο άνθρωπος δεν γνωρίζει επί της ουσίας τον
Θεό. Το χάσμα αυτό όμως δεν είναι και αγεφύρωτο επειδή υπάρχει ένας μεσίτης ο Υιός του Θεού [10]
Ο Τριαδικός θεός είναι συγχρόνως ενότητα και διάκριση των θείων προσώπων. Η ενότητα ξεκινά από
την κοινή θεία ουσία και φύση και επεκτείνεται και στην κοινή θέληση, πράξη ή ενέργεια. Μέχρις εδώ
ο Αυγουστίνος ακολουθεί την σκέψη των Καππαδοκών πατέρων, την οποία γνωρίζει έμμεσα μόνο,
αφού αγνοεί την ελληνική γλώσσα, δια μέσου άλλων θεολόγων που την γνωρίζουν όπως ο Ιλάριος
Πικταβίου και ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων. [11] Ο Αυγουστίνος επιχειρεί να περιγράψει τις ενδοτριαδικές
σχέσεις με εικόνες ειλημμένες από τις λειτουργίες της ανθρώπινης ψυχής: όπως είμαστε ,λέει, μια
αδιαίρετη ενότητα, αλλά αποτελούμαστε από ‘’μνήμη’’, ‘’νου’’ και ‘’θέληση’’ έτσι συμβαίνει και με τα
τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Αποκλίνει από την Καππαδοκική θεολογία κατά το ό,τι δίνει
έμφαση στη ενότητα του τριαδικού Θεού παρά στις υποστατικές διακρίσεις, εκκινώντας από την
‘’φύση’’ ή ‘’ ουσία’’ του Θεού κι όχι από τα ‘’Πρόσωπα’’. Αντίθετα οι Καππαδόκες εκκινούν από τα
‘’Πρόσωπα’’ και στη συνέχεια επιχειρούν κατά το δυνατόν να μιλήσουν για τη θεία φύση. Ο
Αυγουστίνος αναπτύσσει την περί σχέσεων θεολογία του για να απαντήσει στον Αρειανισμό, ο οποίος
θεωρούσε πως στον Θεό δεν υπάρχει συμβεβηκός, δηλαδή αλλαγή ή ποιότητα., κάτι που συνεπαγόταν
πως ο Υιός ήταν ετερούσιος. Ο Αυγουστίνος απαντούσε πως, η μεταξύ του Υιού και του Πατρός σχέση
είναι σχέση ουσίας. Και οι δύο είναι ομοούσιοι. Ένα μειονέκτημα της θεολογίας του ήταν η ανυπαρξία
στην λατινική γλώσσα όρων επαρκών να αποδώσουν της θεολογικές έννοιες. Έτσι για τον όρο
‘’Υπόστασις’’ χρησιμοποιεί τον όρο ‘’Πρόσωπο’’ και αποδίδει στην λατινική τον όρο ‘’Υπόστασις’’ ως
substantia, ο οποίος χρησιμοποιείται για να αποδοθεί η ουσία και το θείο είναι. [12] Ανεξάρτητα από
αυτό ο λόγος που ο Αυγουστίνος δεν αναπτύσσει εκτενώς μία τριαδική θεολογία έχει να κάνει με το
ενδεχόμενο να οδηγηθεί στην παραδοχή τριών θεοτήτων ή μιας τριπλής θεότητας. [13] Η περί των
σχέσεων των τριών προσώπων της θεότητας θεολογία του έχει αριστοτελική φιλοσοφική ρίζα[14]
Λόγω των πλουσιότατων περιγραφών των πνευματικών του καταστάσεων θεωρήθηκε και
θεωρείται μυστικός συγγραφέας. Δεν έγραψε κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο πάνω στον μυστικισμό.
Απουσιάζει μια συστηματική μυστική διδασκαλία. Σπάνια περιγράφει στάδια καθάρσεως και
πνευματικών αναβάσεων, ελάχιστα μιλάει για τρόπους και διαδικασίες ψυχοσωματικής ασκήσεως.
Κατά κύριο λόγο εκθέτει ό,τι αισθάνεται ως μεταστραφείς και εν μετανοία ζων χριστιανός όχι ό,τι
βιώνουν οι μυστικοί θεολόγοι. [15] Αντίθετα ,άλλοι ερευνητές θεωρούν πως ο μυστικός χαρακτήρας της
Αυγουστίνειας σκέψης και προσωπικότητας φαίνεται από τον αποφατικό τρόπο αναφοράς του στο θείο,
από την περιγραφή μυστηριακών εμπειριών στα Απομνημονεύματά του, που δεν είναι οράματα αλλά
«καταληπτές αισθήσεις –λάμψεις πνευματικού φωτός» [16] Ο Χρήστος Νάσιος καταδεικνύει τον
μυστικισμό του Αυγουστίνου στηριζόμενος και στο ότι ο Αυγουστίνος αναφέρεται στα επτά στάδια
ανάβασης της ψυχής. Αυτή ολοκληρώνεται όταν στο έκτο στάδιο συντελεσθεί η ηθική κάθαρση της
ψυχής και τότε, αφού φωτιστεί από το θείο φως, ανεβαίνει στο έβδομο και τελευταίο στάδιο για να
απολαύσει τη θεία Σοφία. [17]Την άνοδο της ψυχής μέχρι την είσοδο της θείας οικίας περιγράφει και
στην ερμηνεία του στον 41ο Ψαλμό. Ωστόσο η ψυχή επειδή είναι ακόμη δεμένη με το σώμα δεν
μπορεί να εισέλθει πλήρως στον οίκο του Θεού [18]
[Αιτίες για τη δυσκολία κατανόησης του Αυγουστίνου
Σύμφωνα με τον πατρολόγο Στυλιανό Παπαδόπουλο είναι οι εξής:
1. Η έκταση και η ποικιλία των θεμάτων του[19]
2. Η προοδευτική αλλά ελλιπής γνώση και αφομοίωση της εκκλησιαστικής παράδοσης
3. Οι αναλύσεις του είναι θεολογικά ασύμβατες με την παράδοση
4. Η αδυναμία παρακολούθησης της προηγμένης θεολογίας της Ανατολικής Εκκλησίας και των
Καππαδοκών
5. Η απουσία ενιαίας δομής στην σκέψη του
6. Η ποικιλία εκφραστικών μέσων λογοτεχνική, εξομολογητική, αυθόρμητη, θεολογική κι άλλοτε
σχολαστικίζουσα φιλοσοφική[20] ]
Ο Αυγουστίνος δεν καταπιάστηκε συστηματικά με τη φιλοσοφία των σχέσεων ΄΄Εκκλησίας΄΄ ΄΄Πολιτείας΄. Οι απόψεις του όμως αποτέλεσαν βασικό στοιχείο της χριστιανικής σκέψης για τις
σχέσεις των δύο θεσμών. Στο έργο του Η Πολιτεία του Θεού, ο άνθρωπος είναι πολίτης δύο πόλεων,
της πόλης όπου γεννήθηκε και της πόλης του Θεού κι αυτό επειδή ο άνθρωπος είναι διφυής,
αποτελούμενος από σώμα και πνεύμα. Οι δύο αυτές κοινωνίες διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τη
φύση, την προέλευση και το σκοπό τους. Έτσι έχουμε το Ουράνιο κράτος του Θεού και το επίγειο
κράτος του Σατανά. Και τα δύο ανάγονται στην εποχή που ακόμα ο άνθρωπος δεν υπήρχε. Η πρώτη
θεμελιώθηκε από τους αγγέλους και η δεύτερη, η επίγεια, από τους αποστάτες και τιμωρημένους
αγγέλους. Η επίγεια πόλη και η πόλη του Θεού δεν έπρεπε να ταυτιστούν με υφιστάμενους
ανθρώπινους θεσμούς: με την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και εξουσία και με την Εκκλησιαστικές δομές
εκείνης της περιόδου.[21] Οι δύο πόλεις δεν ήταν αισθητά χωρισμένες, σε όλη την επίγεια ζωή, αλλά
ανακατεμένες και θα χωρίζονταν μόνο στη Δευτέρα παρουσία. [22] Σύμφωνα με την τάξη πραγμάτων
της εποχής του, το κράτος έπρεπε να είναι ένα χριστιανικό κράτος, να εξυπηρετεί τη χριστιανική
κοινότητα και να συμβάλει στην ανθρώπινη σωτηρία διατηρώντας την αγνότητα της πίστης. [23] Μια
τέτοια άποψη ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με εκείνη των ειδωλολατρών διανοουμένων, όπως του
Κικέρωνα, οι οποίοι ισχυρίζονταν πως σκοπός μιας οργανωμένης κοινοπολιτείας ήταν η απονομή
δικαιοσύνης. Μα αυτό ακριβώς δεν μπορούσε να το κάνει μια ειδωλολατρική κοινότητα, έλεγε ο
Αυγουστίνος. Ένα κράτος είναι δίκαιο μόνο αν είναι χριστιανικό τελικά. [24]
Ο Αυγουστίνος επιχειρεί με το έργο του να απαντήσει στις μομφές των ειδωλολατρών
διανοουμένων κατά των Χριστιανών ότι ο Χριστιανισμός ήταν η κύρια αιτία για τις καταστροφές που
είχαν επιφέρει οι βάρβαροι με τις επιδρομές τους στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Συγκεκριμένα ο
νεοπλατωνιστής Πορφύριος ισχυριζόταν πως η ίδια η ιστορική εμπειρία δεν επιβεβαίωνε την
διακηρυγμένη από τους Χριστιανούς οικουμενική οδό σωτηρίας[25] Ταυτόχρονα όμως και οι Χριστιανοί
είχαν ανάλογες απορίες: πως συμβιβάζεται μια σοφή από το θεό διακυβέρνηση της ιστορίας με αυτές
τις καταστροφές; Ο Αυγουστίνος έρχεται να απαντήσει με το έργο του ‘’Πολιτεία του Θεού’’.
Καταρχήν ισχυρίζεται, πως οι σύγχρονές τους καταστροφές δεν είναι κάτι το εξαιρετικό και
ασυνήθιστο αλλά και στο παρελθόν είχαν συμβεί πιο μεγάλες συμφορές. Επίσης, μέτρο και κριτήριο
της ευημερίας δεν είναι οι υλική ευμάρεια και οι δόξες, οπότε η έκλειψή τους ή η κάμψη τους να
συνιστά κι απόδειξη παρακμής της εποχής τους.
Κλειδί για την σωστή ανάγνωση και ερμηνεία της ιστορίας είναι η παράλληλη ύπαρξη δύο
πολιτειών που διαφέρουν μεταξύ τους ριζικά: πρόκειται για την Ουράνια Πολιτεία του Θεού και την
επίγεια του Σατανά. Η πλειοψηφία των ανθρώπων ανήκει στην δεύτερη, ενώ μια μειονότητα στην
πρώτη. Αυτή η μειονότητα προσωρινά μόνο-ως πάροικοι-ζει στην επίγεια. Αναπόφευκτος προορισμός
της δεύτερης αυτής πολιτείας είναι η καταστροφή και ο θάνατος. Κι αυτό γιατί είναι πλήρης αμαρτιών,
διαφθοράς και ηθικής παρακμής. Οι βάρβαροι εισβολείς δεν είναι κάτι το ασύνηθες, αλλά απότοκο
αυτής του ηθικού κλίματος που επικρατεί σε αυτήν, έρχονται ως τιμωροί. Όσο δε για τους Χριστιανούς
αναγνώστες του έργου του, σε αυτούς απαντούσε, πως οι συμφορές δεν τους αφορούν επειδή δεν
ανήκουν σε αυτήν την Civitas Terenna αλλά στην Civitas Dei. [26] Έτσι ο ιστορικός χρόνος
χαρακτηρίζεται από μια αμφισθένεια.[27]
Είναι πολύ δύσκολο να συνθέσουμε μια συστηματική θεωρία του Αυγουστίνου για την τέχνη
και το ωραίο, επειδή οι αναφορές είναι διάσπαρτες στα έργα του και τα ενδιαφέροντά του
επικεντρώνονταν στην επεξεργασία ενός θεολογικού συστήματος και στην υπεράσπιση της χριστιανικής
διδασκαλίας από τους ειδωλολάτρες λογίους . Ο ίδιος στα απομνημονεύματά του μας πληροφορεί πως
πριν μεταστραφεί στον Χριστιανισμό είχε συντάξει μια πραγματεία με τίτλο ‘’De Pulchro et Apto’’
(Περί του Ωραίου και του ταιριαστού), η οποία όμως χάθηκε. Οι αναφορές του σε αυτή είναι αρκετά
περιορισμένες, πάντως σε αυτήν έκανε διάκριση ανάμεσα σε ό,τι είναι ωραίο καθεαυτό και σε ό,τι είναι
ωραίο επειδή εφαρμόζει σε κάτι άλλο. Ο Αυγουστίνος θεωρεί την ομορφιά ως ιδιότητα ετερογενών
συνόλων: γι αυτήν την ‘’συμφωνία των μερών’’ μιλά στα έργα του ‘’De ordine’’ (Περί τάξεως), ‘’De
musica’’ (Περί μουσικής), ‘’De vera religione’’ (Περί της αληθούς θρησκείας’’). Οι έννοιες της
ενότητας, της ισότητας, της αναλογίας της τάξης και του αριθμού είναι κεντρικές για την αισθητική
θεωρία του Αυγουστίνου. Το ωραίο πηγάζει από την ενότητα, την αναλογία την τάξη. Η ενότητα
ποικίλει ως προς το βαθμό της , αφού όλα τα όντα δεν έχουν τον ίδιο βαθμό ενότητας. Ενοποίηση
έχουμε όταν δεν υπάρχει ανομοιομορφία εσωτερική. Τα σύνθετα πράγματα συνιστούν ολότητες όταν
είναι αρμονικά και σύμμετρα και είναι αρμονικά και σύμμετρα όταν τα μέρη τους ομοιάζουν μεταξύ
τους. Επίσης η ανισότητα ή η ισότητα των πραγμάτων οδηγεί στην αναλογία, το μέτρο, και τον
αριθμό. Ο αριθμός έχει μια θεμελιώδη σημασία για την τάξη, αντίληψη που την πήρε από τον
Πλατωνικό Τίμαιο, όπου αναπτύσσεται η άποψη πως τα αντικείμενα έχουν αριθμητικές ιδιότητες και
βάσει αυτών μετέχουν των ενυπαρχουσών στον Θείο νου Μορφών. Αφού η τάξη οδηγεί στον αριθμό
και στη συνοχή, έχει έλλογο χαρακτήρα. Για να γνωσθεί η τάξη προϋποτίθεται η λογικότητα, όπως και
για την ηδονή που γεννά αυτή η γνώση της τάξης προϋποτίθεται η λογικότητα. Με βάση αυτή την
αρχή, της λογικότητας, διακρίνει τις ηδονές, σε ανώτερες και κατώτερες: οι πρώτες συνδέονται με τις
αισθήσεις που αντιλαμβάνονται την τάξη και είναι η οπτική και η ακουστική και οι δεύτερες που δεν
εντοπίζουν τάξη αλλά ποιότητες όπως η γεύση και η όσφρηση. Η αισθητική εμπειρία στην ανώτατη
μορφή της απολήγει στη θρησκευτική σοφία. Η ωραιότητα δεν είναι κάτι έξωθεν, αφού η ενότητα ως
βάση του ωραίου, είναι και βάση του ‘’Είναι’’, άρα τα πράγματα είναι ωραία στο βαθμό που υπάρχουν
πραγματικά . Η σύλληψη της κρίσης περί του ωραίου προϋποθέτει και κάτι άλλο εκτός από τον βαθμό
μετοχής στο ωραίο, το αν ο κριτής-θεατής κατέχει την έννοια της ιδανικής τάξης και ενότητας η οποία
όμως ποτέ δεν φανερώνεται στον υλικό κόσμο. Η κατοχή αυτής της έννοιας από τον θεατή οφείλεται
σε ‘’θεία φώτιση’’. Στο ωραίο δεν υπάρχει σχετικότητα. Μια θεωρία για το ωραίο όμως δεν μπορεί να
μην θίγει και ζητήματα της φύσεως της τέχνης: απορρίπτει το θέατρο ως κάτι που υποθάλπει την ηθική
χαλαρότητα. Ταυτόχρονα επεξεργάζεται μια πιο συγκροτημένη έννοια του ‘’πλασματικού’’ . Η τέχνη
δεν είναι μίμηση αλλά επινόηση , αφού στηρίζεται σε συνδυασμούς στοιχείων από πολλές πηγές και
στην προσθήκη άλλων δια της φαντασίας. Έτσι το προκύπτον σύνολο δεν είναι προϊόν καμίας
αισθητηριακής αντίληψης. [28]
Για την Καθολική Εκκλησία θεωρείται άγιος και Δάσκαλος της Εκκλησίας, καθώς και ο
προστάτης άγιος του Τάγματος των Αυγουστίνων. Παρά την επίσημη αναγνώρισή του ως αγίου από
την Ορθόδοξη Εκκλησία, πολλοί Ορθόδοξοι αποφεύγουν να τον αποκαλέσουν «Άγιο», καθώς υπήρξε
υπέρμαχος του Παπικού πρωτείου και του filioque. Σύμφωνα ομως με άλλη άποψη η διδασκαλία του
δε θεωρείται εναρμόνιση με το filioque όπως αυτό εμφανίζεται κατα τον 8ο αιώνα, καθότι σύμφωνα με
αυτή το «filioque» το οποίο εισάγει ο Αυγουστίνος δεν εισάγεται για την προαιώνο σχέση και
προέλευση του Υιού με τον παράκλητο αλλά για την σχέση διαδοχής σε ότι αφορά τη Θεία
Οικονομία. Επίσης ονοματίζεται συχνά ως "Ιερός Αυγουστίνος". Ο Αυγουστίνος θεωρείται επίσης
άγιος από την Λουθηρανική και την Αγγλικανική εκκλησία.
Το συγγραφικό έργο του είναι πληθωρικό :έγραψε για να απολογηθεί για την μεταστροφή του
στην Εκκλησία, και να πείσει τον εαυτό του και τους άλλους για την ορθότητα της επιλογής του αυτής.
Για να καταπολεμήσει τους εθνικούς και τους Μανιχαίους που αρχικά τον είχαν προσελκύσει, να
ανατρέψει τους Δονατιστές και τους Πελαγιανούς, να οικοδομήσει τους πιστούς επιλύοντας πρακτικά
προβλήματα ηθικής και πνευματικής ζωής, να αναλύσει και να υποστηρίξει τη δογματική διδασκαλία.
Να αναλύσει τη σχέση της σώζουσας εκκλησίας και του κοσμικού κράτους στην ιστορία και να
ερμηνεύσει την Αγία Γραφή.[29] Τα χαρακτηριστικά του είναι η δημιουργικότητα, η ορμητικότητα, ο
έντονα συναισθηματικός και πολεμικός χαρακτήρας του. Ο λόγος του είναι προσωπικός,
εξομολογητικός, προσευχητικός . Επίσης η απουσία στέρεης δομής, ενώ όχι σπάνια είναι φλύαρος για
να καλύπτει την θεολογική του αδυναμία.[30]
1.
Benet Salway, "What's in a Name? A Survey of Roman Onomastic Practice from c. 700 B.C. to A.D. 700", The Journal of
Roman Studies (Society for the Promotion of Roman Studies) 84: 124–45 (1994)
2.
The American Heritage College Dictionary, σελ. 91, Boston, MA: Houghton Mifflin Company (1997)
3.
Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Εισαγωγή: Ο Αυγουστίνος και οι Εξομολογήσεις, στο: Αγίου Αυγουστίνου, Εξομολογήσεις ,τομ. Α΄,
μτφρ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, εκδ. Πατάκης, Αθήνα, 1999, σελ. 23-42
4.
Κωνσταντίνος Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων, τομ.2, Αθήνα, 2004,σελ.704-705
5.
Στυλιανός Παπαδόπουλος, « Αυγουστίνος Ιππώνος . Ο μέγιστος εκκλησιαστικός πατέρας της Δύσεως», Θεολογία, τομ.79,
τ/χ.2 (Ιούλιος-Δεκέμβριος) 2008, σελ.484
6.
Θεοδόσης Πελεγρίνης, «Αυγουστίνος, Αυρήλιος ιερός», Λεξικό της Φιλοσοφίας, εκδ.Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2005,
σελ.708
7.
Paul Vincent Spade, «Μεσαιωνική φιλοσοφία», στο: Anthony Kenny (επίμ.):Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης: Ιστορία της
Δυτικής Φιλοσοφίας, μτφρ.Δέσποινα Ρισσάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2005, σελ.96
8.
Paul Vincent Spade, «Μεσαιωνική φιλοσοφία», στο: Anthony Kenny (επίμ.):Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης: Ιστορία της
Δυτικής Φιλοσοφίας, μτφρ.Δέσποινα Ρισσάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2005, σελ.96-97
9.
Στυλιανός Παπαδόπουλος, « Αυγουστίνος Ιππώνος . Ο μέγιστος εκκλησιαστικός πατέρας της Δύσεως», Θεολογία, τομ.79,
τ/χ.2 (Ιούλιος-Δεκέμβριος) 2008, σελ.485
10.
Κάρεν Άρμστρονγκ, Η ιστορία του Θεού, μτφρ. Φώτης Τερζάκης, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 2002, σελ.194
11.
Κωνσταντίνος Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων, τομ.2, Αθήνα, 2004,σελ.706-707
12.
13.
14.
15.
16.
17.
18.
19.
20.
21.
22.
23.
24.
25.
26.
27.
28.
29.
30.
Πριν τους Καππαδόκες και στην ελληνική γλώσσα ο όρος ‘’Υπόστασις’’ χρησιμοποιείτο ως αντίστοιχος του όρου ‘’Ουσία’’
Όμως με τους Καππαδόκες ξεκαθαρίζει το ζήτημα καθώς με τον όρο ‘’Υπόστασις’’ αποδίδουν το ‘’ίδιον’’ και με τον όρο ‘’Ουσία’’ το κοινό.
Κωνσταντίνος Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων, τομ.2, Αθήνα, 2004, σελ. 708 και Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Οι ανατολικοί πατέρες του 4ου αιώνα, μτφρ.
Παναγιώτη Πάλλη, εκδ.Π. Πουρναράς, Θεσσ/ίκη, 1991, σελ. 32, 42, « Γενικά μπορεί να λεχθεί ότι ως τα μέσα του τέταρτου αιώνα ‘’ουσία’’ και
‘’υπόστασις’’ μπορούσαν να εναλλάσσονται και ως ιδέες και ως όροι[…]Οπωσδήποτε ,πρέπει να σημειωθεί ότι και οι δύο αυτοί ελληνικοί όροι
μπορούσαν να εκφραστούν στα Λατινικά με μια μόνο λέξη[…] ως substantia » Επίσης, «Ο κλασσικός κόσμος δεν γνώριζε το μυστήριο της
προσωπικής υπάρξεως, και στις κλασικές γλώσσες δεν υπήρχε καμιά λέξη που να δηλώνει με ακρίβεια το επί μέρους (ατομικό) πρόσωπο»
Κωνσταντίνος Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων, τομ.2, Αθήνα, 2004,σελ.708
Κωνσταντίνος Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων, τομ.2, Αθήνα, 2004, σελ.709
Στυλιανός Παπαδόπουλος, « Αυγουστίνος Ιππώνος . Ο μέγιστος εκκλησιαστικός πατέρας της Δύσεως», Θεολογία, τομ.79,
τ/χ.2 (Ιούλιος-Δεκέμβριος) 2008, σελ. 490.
Steven Fanning, Οι μυστικοί της Χριστιανικής παράδοσης, μτφρ. Θεοδώρα Δαρβίρη, εκδ. Ενάλιος, Αθήνα, 2005,σελ.172-176
Στη γνωστή συζήτηση με τη μητέρα του Μόνικα, λίγο πριν πεθάνει εξομολογείται μια εμπειρία μυστικής κοινωνίας με τον Θεό. Δες και Χρήστος
Νάσιος, Ο μυστικισμός του Δυτικού Χριστιανισμού, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2000, σελ.27
Χρήστος Νάσιος, Ο μυστικισμός του Δυτικού Χριστιανισμού, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2000, σελ. 25
αρχιμ. Ειρηναίος Χατζηεφραιμίδης, «Ο Ιερός Αυγουστίνος και οι Ψαλμοί» Επ. Επ.Θεολ. Σχολ. Θεσσ/ίκης τμήμα
Ποιμαντικής Θεολογίας, τομ.3 (1993), σελ.317-353, βλ. επίσης, Χρήστος Νάσιος, Ο μυστικισμός του Δυτικού Χριστιανισμού, εκδ. Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα, 2000, σελ.28
«...ο Αυγουστινιανισμός αφορά ένα εύρος θεμάτων και τάσεων παρά αυστηρές θεωρίες.»Paul Vincent Spade, «Μεσαιωνική
φιλοσοφία», στο: Anthony Kenny (επίμ.):Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης: Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, μτφρ.Δέσποινα Ρισσάκη, εκδ. Νεφέλη,
Αθήνα, 2005, σελ.94
«Η ρητορική εκπαίδευση του Αυγουστίνου εξηγεί την ιδιαιτερότητα της γραφής του», Paul Vincent Spade, «Μεσαιωνική
φιλοσοφία», στο: Anthony Kenny (επίμ.):Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης: Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, μτφρ.Δέσποινα Ρισσάκη, εκδ. Νεφέλη,
Αθήνα, 2005, σελ.94
G. H. Sabine, Ιστορία των πολιτικών θεωριών, μτφρ. Μάνθος Κρίσπης, εκδ. Ατλαντίς, χ.χ., σελ.212
G. H. Sabine, Ιστορία των πολιτικών θεωριών, μτφρ. Μάνθος Κρίσπης, εκδ. Ατλαντίς, χ.χ., σελ.213
G. H. Sabine, Ιστορία των πολιτικών θεωριών, μτφρ. Μάνθος Κρίσπης, εκδ. Ατλαντίς, χ.χ., σελ.215
G. H. Sabine, Ιστορία των πολιτικών θεωριών, μτφρ. Μάνθος Κρίσπης, εκδ. Ατλαντίς, χ.χ.,σελ.215
Ζακ Λε Γκοφ, Ιστορία και μνήμη, μτφρ.Γιάννης Κουμπουρλής, εκδ.Νεφέλη, Αθήνα, 1998, σελ.215
Λυκούργος Αρεταίος, Η φιλοσοφία της ιστορίας και η ιστορία της. Από τον Ησίοδο ως τον Toynbee, εκδ. Διογένης, Αθήνα,
1985, σελ.38-42
Ζακ Λε Γκοφ, όπ.π., σελ.173
Monroe Beardsley, Ιστορία των αισθητικών θεωριών, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, Παύλος Χριστοδουλίδης, εκδ. Νεφέλη,
Αθήνα,1989,σελ.84-91
Στυλιανός Παπαδόπουλος, « Αυγουστίνος Ιππώνος . Ο μέγιστος εκκλησιαστικός πατέρας της Δύσεως», Θεολογία, τομ.79,
τ/χ.2 (Ιούλιος-Δεκέμβριος) 2008,σελ. 462
Στυλιανός Παπαδόπουλος, « Αυγουστίνος Ιππώνος . Ο μέγιστος εκκλησιαστικός πατέρας της Δύσεως», Θεολογία, τομ.79,
τ/χ.2 (Ιούλιος-Δεκέμβριος) 2008,σελ. 496
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%85%CE%B3%CE%BF%CF%85%CF%83%CF%84%CE%AF%CE%BD
%CE%BF%CF%82_%CE%99%CF%80%CF%80%CF%8E%CE%BD%CE%BF%CF%82