Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα ΑΠΟ ΤΟ ‘ΘΡΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΙΓΝΑΘΙΟ ΣΑΝΤΣΙΟ ΜΕΧΙΑΣ’ Μετάφραση Ν. Γκατσου Σκόρπιο αίμα Σκαλί-σκαλί πάει ο Ιγνάθιο το θάνατό του φορτωμένος γύρευε να’ βρει την αυγή μα πουθενά η αυγή δεν ήταν. Γύρευε τ’ όμορφο κορμί του και βρήκε το χαμένο του αίμα. Στιγμή δεν έκλεισε τα μάτια που είδε τα κέρατα κοντά του, όμως οι τρομερές μανάδες ανασηκώσαν το κεφάλι. Κι από τα βοσκοτόπια πέρα ηρθ’ ένα μυστικό τραγούδι που αγελάρηδες ομίχλης τραγούδαγαν σε ουράνιους ταύρους. Δεν είχε άρχοντα η Σεβίλλια μπροστά του για να παραβγεί ούτε σπαθί σαν το σπαθί του ούτε καρδιά να ν’ τόσο αληθινή. Σαν ποταμός από λιοντάρια η ξακουσμένη του αντρειοσύνη, και σαν σε πέτρα σκαλισμένη η στοχασιά του η μετρημένη. Τώρα για πάντα πια κοιμάται, τώρα τα μούσκλια και τα χόρτα με δάχτυλα που δε λαθεύουν το άνθος ανοίγουν του μυαλού του, και το τραγουδιστό το αίμα κυλάει σε βάλτους και λιβάδια, γλιστράει στο σύγκριο των κεράτων, άψυχο στέκει στην ομίχλη, σε βουβαλιών σκοντάφτει πόδια, σα μια πλατιά, μια λυπημένη, μια σκοτεινή γλώσσα, ώσπου τέλμα να γίνει από αγωνία, πλάι στον Γουαδαλκιβίρ των άστρων. ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ» Η αυγή Η αυγή στη Νέα Υόρκη έχει τέσσερις στήλες βούρκο κι ένα τυφώνα από μαύρα περιστέρια να τσαλαβουτούν στο σάπιο νερό. Η αυγή της Νέας Υόρκης στενάζει από τις τεράστιες σκάλες ζητώντας στις ακραίες εικόνες ζωγραφισμένης αγωνίας. Η αυγή φτάνει και κανείς δεν τη γεύεται, δεν υπάρχει αύριο ούτε έγκυρη ελπίδα. Φόρα τα κέρματα σε παράφορα σμήνη, τρυπούν και καταβροχθίζουν εγκαταλειμμένα παιδιά. Οι πρώτοι που βγαίνουν το νιώθουν στα κόκαλά τους πως δε υπάρχει παράδεισος ούτε μαδημένες αγάπες. Το ξέρουν ότι πηγαίνουν σε βούρκο από αριθμούς και νόμους, σε παιχνίδια δίχως τέχνη, σε ιδρώτες χωρίς καρπό. Αλυσίδες και θόρυβοι θάβουν το φως σε αδιάντροπη πρόσκληση μιας επιστήμης δίχως ρίζες. Στα προάστια υπάρχει ένας νυσταγμένος κόσμος που διστάζει, σαν να ’χει μόλις βγει από αιματηρό ναυάγιο. Από τον πύργο του κτηρίου ΚΡΑΪΣΛΕΡ Μήλα ελαφρώς πληγωμένα Από λεπτά σπαθάκια ασημένια Σύννεφα σκισμένα από κοραλλένιο χέρι Με μύγδαλο από φωτιά στο χέρι Ψάρια από αρσενικό ολόιδιοι καρχαρίες Σαν σταγόνες θρήνου να τυφλώνουν το πλήθος Ρόδα που πληγώνουν Με βελόνες μπηγμένες στου αίματος τις αρτηρίες, Κόσμοι εχθρικοί και έρωτες με κάμπιες σκεπασμένες Θα πέφτουν πάνω σου. Θα πέφτουν στο μεγάλο θόλο Που αλείφει με λάδι των πολεμιστών τις γλώσσες Όταν ο άνδρας κατουράει σε αστραποβόλο περιστέρι Και φτύνει κάρβουνο κοπανισμένο Τριγυρισμένος από χιλιάδες καμπανάκια. Γιατί πια δεν υπάρχει ποιος τον οίνο και τον άρτο να μοιράσει Ούτε ποιος να καλλιεργήσει χόρτα μες στου νεκρού το στόμα Ούτε ποιος να ανοίξει της αναπαύσεως τα λινά Ούτε ποιος να κλάψει για των ελεφάντων τις πληγές. Δεν υπάρχουν παρά μονάχα ένα εκατομμύριο σιδηρουργοί Σφυρηλατώντας αλυσίδες για τα παιδιά που θα ‘ρθουν Δεν υπάρχουν παρά μονάχα ένα εκατομμύριο ξυλουργοί Να φτιάχνουν φέρετρα χωρίς σταυρούς Δεν υπάρχει παρά ένα μονάχα πλήθος ολοφυρμών Που ανοίγουνε τα ρούχα αναμένοντας το βλήμα. Ο περιφρονών το περιστέρι άνδρας θα έπρεπε να μιλήσει Να κραυγάσει γυμνός μες στις κολόνες Και να κάνει μια ένεση για να κολλήσει λέπρα Και να κλάψει τον τόσο τρομερό θρήνο Που να διαλύσει τα δαχτυλίδια του Και τα διαμαντένια του τηλέφωνα. Μα ο λευκοντυμένος άνδρας Αγνοεί του σταχυού το μυστήριο Αγνοεί τον στεναγμό της ετοιμόγεννης Αγνοεί πως ο Χριστός μπορεί νερό ακόμη να δώσει Αγνοεί πως το νόμισμα καίει το φιλί των θαυμάτων Και δίνει το αίμα του προβάτου στο ηλίθιο του φασιανού το ράμφος. Οι δάσκαλοι δείχνουνε στα παιδιά Ένας φως θαυμαστό από το βουνό Αλλά αυτό που φτάνει είναι μια συμβολή από υπονόμους Όπου κραυγάζουν σκοτεινές οι νύμφες της χολέρας Οι δάσκαλοι σημειώνουν μ’ αφοσίωση Τους τεράστιους λιβανισμένους θόλους Αλλά κάτω από τα αγάλματα αγάπη δεν υπάρχει Δεν υπάρχει αγάπη κάτω από τα μάτια του τελειωμένου κρυστάλλου. Η αγάπη βρίσκεται στις σκισμένες από την δίψα σάρκες Στο μικρούλικο καλύβι που παλεύει την πλημμύρα. Η αγάπη βρίσκεται μέσα στους λάκκους Όπου παλεύουνε με τα ερπετά της πείνας, Στην θλιμμένης θάλασσα όπου νανουρίζονται κα κουφάρια γλάρων Στο αιχμηρό φιλί το σκοτεινό κάτω από τα μαξιλάρια Μα ο γέρος με τα διάφανα τα χέρια Θα πει: αγάπη, αγάπη, αγάπη Με τις επευφημίες εκατομμυρίων μελλοθανάτων. Θα πει: αγάπη, αγάπη, αγάπη Με ς στο χρυσοΰφαντο λαμέ που τρέμει από τρυφερότητα Θα πει: ειρήνη, ειρήνη, ειρήνη Μέσα στην λάμψη μαχαιριών και σε πεπόνια από δυναμίτη Θα πει: αγάπη, αγάπη, αγάπη Μέχρι που να γίνουνε τα χείλη του ασημένια. Μέχρι τότε, αχ, μέχρι τότε Οι νέγροι που μαζεύουν τα πτυελοδοχεία Τα αγόρια που τρέμουνε κάτω από τους διευθυντές Οι γυναίκες οι πνιγμένες μές στα ορυκτέλεα Το μέγα πλήθος του σφυριού, του βιολιού ή του σύννεφου Πρέπει να κραυγάζει αν και του τινάζουν τα μυαλά πάνω στον τοίχο Πρέπει να κραυγάζει απέναντι από τους θόλους Πρέπει να κραυγάζει τρελό από την φωτιά Πρέπει να κραυγάζει τρελό από χιόνι Πρέπει να κραυγάζει με το κεφάλι γεμάτο κόπρανα Πρέπει να κραυγάζει με φωνή σπαρακτική Ώστε οι πόλεις να τρέμουν σαν τα κορίτσια Και να γκρεμίσουνε οι φυλακές του λαδιού και της μουσικής Γιατί θέλουμε το καθημερινό ψωμί μας Ανθό του σταριού με διαρκή συγκομιδή τρυφερότητας Γιατί θέλουμε να εκπληρωθεί της γης η θέληση Που δίνει του καρπούς της για όλους. Νύχτα του άγρυπνου έρωτα Νύχτα πάνω από τους δυο μας με πανσέληνο, εγώ βάλθηκα να κλαίω κι εσύ γελούσες, Η καταφρόνια σου ήταν θεός, οι δικές μου παράνομες στιγμές περιστέρια αλυσοδεμένα. Νύχτα κάτω από τους δυο. Οδυνηρό κρύσταλλο, εσύ έκλαιγες από βάθη απόμακρα Ο πόνος μου ήταν σωρός από αγωνίες πάνω στην αδύναμη από άμμο καρδιά σου. Η αυγή μας έσμιξε πάνω στο κρεβάτι τα στόματα βαλμένα πάνω στο παγωμένο συντριβάνι του αίματος που χύνεται αστείρευτο. Κι ο ήλιος μπήκε από το κλειστό μπαλκόνι το κοράλλι της ζωής άπλωσε το κλαδί του πάνω στην σαβανωμένη μου καρδιά. Πληγές της αγάπης Τούτο το φως, φωτιά που κατατρώει, τούτο το σταχτί τοπίο που με τυλίγει, τούτος ο πόνος για μια μονάχα ιδέα, τούτη η αγωνία τ’ ουρανού, του κόσμου, της ώρας. Τούτος ο θρήνος του αίματος που στολίζει δοξάρι χωρίς παλμό, δαυλό φευγαλέο τούτο το βάρος της θάλασσας που με χτυπά τούτος ο σκορπιός στο στήθος κουρνιασμένος. Είναι στεφάνι του έρωτα, προσκέφαλο πληγωμένου όπου δίχως ύπνο ονειρεύομαι την παρουσία σου μέσα στο ερημιά του βουλιαγμένου στήθους. Και μόλο που ψάχνω την καμπύλη της φρόνησης μου προσφέρει η καρδιά σου κοιλάδα απλωμένη με φαρμάκι και πάθος πικρής γνώσης
© Copyright 2024 Paperzz