Ομιλία στη επίσημη έναρξη του 13ου Πανελληνίου Ορθοδοντικού

ΜΕΡΟΠΗΣ Ν. ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
Ομότιμης Καθηγήτριας Παν/μίου Αθηνών
Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΓΙΑΤΡΟΥ ΚΑΙ ΑΣΘΕΝΟΥΣ
( Ομιλία στην επίσημη έναρξη του 13ου Συνεδρίου,
της ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΝΤΙΚΗΣ και ΓΝΑΘΟΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ και ΕΡΕΥΝΑΣ
ΑΘΗΝΑ, 27 Σεπτεμβρίου, 2014 )
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Από την προϊστορική ήδη εποχή, ο άνθρωπος συνέδεε την υγεία του με
αόριστες υπερφυσικές δυνάμεις οι οποίες, αρχικά, ταυτίστηκαν με μαγικές.
Από την εποχή τού χαλκού και μετά, οι δυνάμεις αυτές, ως εξωτερικεύσεις της
θρησκευτικότητας τού ανθρώπου, πήραν την μορφή θεοτήτων υγείας που
επικράτησαν στους αρχαίους πολιτισμούς.
Από τον 6ο, π.Χ. αιώνα και μετά, με την αξεπέραστη συμβολή τού
Ελληνικού πνεύματος, η Ιατρική μεταμορφώθηκε. Καί, από μεταφυσικοεμπειρική τέχνη, έγινε επιστήμη. Κατ’ επέκταση, τούς ιερείς-ιατρούς
διαδέχτηκαν οι καθαυτό ιατροί , οι οποίοι , όμως, διατήρησαν πάντα μιαν …….
ε ι δ ι κ ή και μ ο ν α δ ι κ ή σχέση με τους συνανθρώπους τους. Σχέση, η
οποία διαγράφεται ανάγλυφη, στον στίχο τού Ομήρου που λέει «Ιατρός γαρ,
ανήρ πολλών αντάξιος άλλων». Και, σε στιγμή αληθινής κορύφωσης,
εκφράζεται μέσα στον υπέροχο «Όρκο» του Ιπποκράτη, τον οποίο και σήμερα
δίνουν οι ανά τον κόσμο γιατροί, αναγνωρίζοντας και καθομολογώντας έτσι
την διαχρονική υπόκλιση στις υποθήκες του.
Είναι συνεπώς χρήσιμο, σε μια εποχή ανατριχιαστικής, θα έλεγα,
εμπορευματοποίησης των πάντων, να σταθούμε στην ουσία τής
ιδιαιτερότητας που χαρακτηρίζει την σχέση μεταξύ γιατρού και ασθενούς, για
να μπορέσουμε, στη συνέχεια, να αντιληφθούμε την σημασία των
παραγόντων εκείνων, που συμβάλλουν στην ενδυνάμωση ή στην υποβάθμιση
και τον ευτελισμό αυτής της σχέσεως. Δοθέντος ότι, από αυτήν την σχέση,
εξαρταται το ύψιστο αγαθό του ανθρώπου, η υγεία. Και όταν λέμε «υγεία»,
εννοούμε συνολικά την σωματική, την ψυχική, την πνευματική και την
κοινωνική υγεία.
Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
Ας αναλογιστούμε, λοιπόν, την προσφώνηση που, συχνά, χρησιμοποιεί
ο Έλληνας ασθενής : «Γιατρέ μου!»...
Αυτή η συγκινητική κτητική αντωνυμία, που συνοδεύει την λέξη γιατρέ,
έχει και εκφράζει ουσιαστικές συναισθηματικές προεκτάσεις. Υποδηλώνει,
εμμέσως πλην σαφώς, ότι ο άρρωστος βλέπει, θέλει να βλέπει τον γιατρό,
μέσα από ένα εντελώς διαφορετικό πρίσμα από εκείνο που βλέπει τους
περισσότερους άλλους παράγοντες τής κοινωνικής ζωής, όπως, για
1
παράδειγμα, τον δάσκαλο, τον μηχανικό, τον δικηγόρο, τον διευθυντή μιάς
Τράπεζας, ή τον πιλότο τού αεροπλάνου.
Με την κτητική αυτή αντωνυμία, ο άρρωστος εκφράζει μια έντονη
επιθυμία για ο ι κ ε ι ο π ο ί η σ η και διεκδίκηση , κατ’ αποκλειστικότητα
τού ενδιαφέροντος και της φροντίδας τού γιατρού. Συγχρόνως, εκφράζει και
μιαν αφοπλιστική διάθεση ε ξ α ρ τ ή σ ε ω ς από αυτόν, μέσα από μια
λανθάνουσα ή έκδηλη αίσθηση ανασφάλειας.
Εκφράζει ακόμα την ανομολόγητη ανάγκη του να αντιμετωπιστεί όχι
σαν ξένος, αλλά σαν «δικός», στο ψυχοσωματικό του σύνολο. Σαν
«πρόσωπο» και όχι σαν μια απρόσωπη νοσολογική οντότητα ή, χειρότερα
ακόμα, σαν μια άψυχη μηχανή που έπαθε κάποια βλάβη και χαρακτηρίζεται
από έναν ψυχρό κωδικό αριθμό.
Βαρύνουσα σημασία έχει και το γεγονός ότι , ο άρρωστος πηγαίνει στον
γιατρό έχοντας ήδη παλέψει μυστικά και εναντίον μιάς έμφυτης συστολής ,
αλλά και προσπαθώντας να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι πρέπει να εκτελέσει
αδιαμαρτύρητα και όποιες «διαταγές» θα του δώσει αυτός. Όπως, για
παράδειγμα, «γδύσου, βήξε, μην αναπνέεις, άνοιξε το στόμα σου κ.α.» Τέλος,
φοβάται την πραγματική ή φανταστική ταλαιπωρία που τυχόν τον περιμένει ή
την «ε τ υ μ η γ ο ρ ί α» που θα ακουστεί από το στόμα τού γιατρού.
Όλα αυτά κάνουν τον ανήσυχο, έμφοβο και συχνά πονεμένο ασθενή,
να αισθάνεται ένα υποσυνείδητο δ έ ο ς ανάμικτο με μια συνειδητοποιημένη
«απέχθεια» προς αυτόν τον «ξένο» άνθρωπο, ο οποίος, ξαφνικά, αποκτά
υπερβολικά δικαιώματα, εισβάλλοντας κυριολεκτικά στην προσωπική του ζωή.
Έχει, λοιπόν, ανάγκη να επικοινωνήσει ουσιαστικά μαζί του, μήπως και
καταφέρει να απαλλαγεί από το καρδιοχτύπι που τον βασανίζει.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
Πέρα, όμως, από τις εγγενείς αυτές δυσκολίες, που είναι σύμφυτες μ’
αυτήν την ίδια τη σχέση γιατρού και αρρώστου, οι σύγχρονες συνθήκες ζωής
προσθέτουν κι’ άλλους παράγοντες, που κάνουν ακόμα πιο σύνθετη και
πολύπλοκη την «επιχείρηση» ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ τους.
Στην εποχή της πληθωρικής κοινωνικότητας – που έχει μεταπέσει σε
επιπόλαιη ή εκ σκοπιμότητας κοσμικότητα και καλλιεργείται με δεξιώσεις,
μαζικές διασκεδάσεις, εκδηλώσεις, σωματεία ή και με καταφυγή σε
διαδυκτιακές επαφές κλπ.- οι ανθρώπινες σχέσεις, φαίνεται ότι γίνονται όλο
και δυσκολότερες. Επίσης, η άκριτη απομυθοποίηση θεσμών, αξιών και
συμβόλων, η ψεύτικη και υποκριτική, πολλές φορές, οικειότητα και,
συγχρόνως, μιά γενικευμένη καχυποψία, μιά αμφισβήτηση των πάντων από
τους πάντες – δικαιολογημένη ή από «μόδα» -, ο φθόνος και, κυρίως, η μετά
βουλιμίας επιδίωξη υλικών αγαθών, ως απόδειξη καταξίωσης, πνίγουν ή και
καταργούν αυθόρμητα και ανιδιοτελή συναισθήματα. Αυτά που δίνουν την
διάσταση της ανθρωπιάς στη ζωή μας. Διάσταση που υπήρξε πάντα το
θεμέλιο αλλά και ο ακρογωνιαίος λίθος της ιατρικής επιστήμης, αφού όπως
λέει και πάλι ο Ιπποκράτης στην αποφθεγματική του ρήση:
«Ιατρός φιλάνθρωπος ανήρ εστί».
2
Επί πλέον, η θυελλώδης εισβολή τής τεχνολογίας και τής υπερβολικής
εξειδίκευσης στην σύγχρονη ιατρική πράξη, εκτός από την αδιαμφισβήτητη
πρόοδο που έφερε, είχε και δύο σοβαρές συνέπειες, καθόλου εποικοδομητικές
για τη σχέση μεταξύ γιατρού και αρρώστου. Και εξηγούμαι:
α) Δημιούργησε στον ασθενή και ιδιαιτέρως στον Έλληνα ασθενή, τον
παραπληροφορημένο αλλά και, συχνά, «παντογνώστη», την βεβαιότητα ότι η
ιατρική έγινε παντοδύναμη και μπορεί να αντιμετωπίσει επιτυχώς ό λ α τα
προβλήματα. Άρα, οσάκις δεν επέρχεται ίαση, κατά την εκτίμηση του
ασθενούς ή και των οικείων του, ευθύνονται πάντα οι θεράποντες, και
β) έκανε, στίς περισσότερες περιπτώσεις, την ιατρική α π ρ ό σ ω π η ,
αφού βρισκόμαστε ήδη στην εποχή της εργαστηριακής, κυρίως, διαγνώσεως,
τής τηλεδιαγνώσεως, της τηλεθεραπείας και της τηλε – και ρομποτικής
χειρουργικής. Έτσι, οι γιατροί αποστασιοποιούνται, όλο και περισσότερο, από
τον άρρωστο και επικεντρώνουν την προσοχή τους, σχεδόν αποκλειστικά, στις
εργαστηριακές παραμέτρους του κάθε «περιστατικού».
***
Μ’ αυτήν όμως την τακτική, ο άρρωστος έχασε τον γιατρό «του»,
αλλά και οι γιατροί στερήθηκαν, σε μεγάλο βαθμό, την υπομονετική σχέση
αλλά και την μ α γ ε ί α τής ιατρικής τού «προσώπου», που χαρίζει την
ικανοποίηση της προσφοράς και το μεγαλείο της συμ-πάθειας προς κάθε
συγκεκριμένο άρρωστο.
Ας θυμηθεί ο καθένας μας μια προσωπική του εμπειρία, από νοσηλεία
δική του ή ενός οικείου του, σε κάποιο από τα μεγάλα νοσηλευτικά ιδρύματα
της χώρας μας. Η συμπεριφορά της αποστασιοποιημένης ή και υποτιμητικής
βιασύνης, ακόμα και του νεαρού βοηθού, ή ο ανάγωγος ενικός που
χρησιμοποιείται, παγώνουν τον ασθενή που αποτολμά να του εκφράσει τις
απορίες και την αγωνία του.
Υπάρχουν βεβαίως και οι πολλές , συχνά συγκινητικές, εξαιρέσεις , οι
οποίες , με αξιοθαύμαστη ταύτιση, θυμίζουν τον αληθινό λ ε ι τ ο υ ρ γ ό της
ιατρικής επιστήμης. Αυτόν που έκανε τους ανθρώπους, κάποτε, να τον
θεωρούν πραγματικά «δικό τους άνθρωπο» και να βιώνουν, στην
καθημερινότητά τους, την έννοια τού «μετά τον Θεό, ο γιατρός μας».
Πέρα από μια κοινή παραδοχή του χαρίσματος που έχουν ορισμένοι
άνθρωποι στο να γίνονται αποδεκτοί και συμπαθείς , είτε αυτοί είναι γιατροί ή
οτιδήποτε άλλο, προκύπτει στο σημείο αυτό ένα καιριο ερώτημα:
Να υπάρχουν άραγε «συνταγές» που βοηθούν στην ποιότητα αυτής
τής ζητούμενης επικοινωνίας;
Με δεδομένο ότι, όπως σε κάθε ανθρώπινη σχέση, σημασία έχουν οι
καταθέσεις που γίνονται και από τα δύο μέρη – αν και, στην προκειμένη
περίπτωση, βαρύνει αποφασιστικά η συμβολή τού γιατρού – σύγχρονες
σχετικές έρευνες έχουν καταλήξει σε ορισμένα συμπεράσματα που,
προσπάθησα επιγραμματικά να συνοψίσω ως εξής:
3
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ
Σε ότι αφορά τους α σ θ ε ν ε ί ς , καί προκειμένου να υπάρξει η
ζητούμενη ωφέλιμη επικοινωνία:
α) Απαιτείται να υπάρχει εξ αρχής μια διάθεση να δείξουν εμπιστοσύνη
στον συγκεκριμένο γιατρό. Αν, για κάποιο λόγο, η εμπιστοσύνη αυτή
κλονιστεί, η καλύτερη απόφαση είναι η επιλογή άλλου γιατρού.
β) Εφ’ όσον υπάρχει εμπιστοσύνη στον γιατρό, ο ασθενής τού τα λέει
ό λ α , αλλά και συμμορφώνεται με όλα όσα αυτός του υπαγορεύει, χωρίς
αντιρρήσεις και επιφυλάξεις.
γ) Είναι λάθος να απαιτούμε από τον γιατρό να είναι π ά ν τ α βέβαιος
και ξεκάθαρος στις απαντήσεις του, σχετικά με την διάγνωση και την
πρόγνωση του προβλήματος. Διότι , παρά τις σύγχρονες προόδους, η
διάγνωση παραμένει πάντοτε μία, συχνά, πολύπλοκη και σύνθετη, ερευνητική
διαδικασία, ενώ η θεραπεία, αποτελεί, στην ουσία, ένα πείραμα τού οποίου η
έκβαση εξαρτάται, κάθε φορά, από πολλούς και κάποτε ασαφείς παράγοντες.
Μεταξύ αυτών των παραγόντων συγκαταλέγονται:
-η φυσική και ψυχική προδιάθεση
-η ιδιοσυστασία
-η ψυχική ανταπόκριση
-το κληρονομικό υπόβαθρο
-οι προηγούμενες συνήθειες
-η απόφαση του ασθενούς ν’ αλλάξει τις συνήθειες που τον βλάπτουν.
Ο σεβαστός καθηγητής Γιώργος Δάϊκος, αναφέρει σχετικά με το θέμα
τα εξής: «Η σχέσις αυτή είναι πιό αναγκαία όταν χρειάζεται ο γιατρός να
επηρεάσει τον άρρωστό του στο ν’ αλλάξει τρόπο ζωής. Είναι το
δυσχερέστερο έργο μας. Το να γρά ψωμε φάρμακα είναι πολύ ευκολώτερο, αν
κι εκεί πρέπει να έχωμε την κατάλληλη γνώσι να δώσωμε τα ορθά και να
βεβαιωθούμε πως οι άρρωστοι θα τα παίρνουν. Είναι η compliance για την
οποία πολύς λόγος γίνεται διεθνώς. Η αλματώδης αλλαγή του τρόπου ζωής
έχει πάρει ανθυγιεινές διαστάσειςσε μεγάλη έκτασι. Οι λεγόμενες νόσοι του
πολιτισμού όλο και αυξάνουν. Είναι ανάγκη ο άρρωστος να πάψει να καπνίζει,
(γιατί όχι και να πίνη χωρίς μέτρο), να χάση βάρος, να μην κάνη καθιστική
ζωή ή αγχώδη, να κάνη άσκησι. Έ, τότε αρχίζουν οι δυσκολίες...».
Στό σημείο αυτό, πρέπει να επισημανθεί και ο ρόλος που παίζει το
στενό περιβάλλον τού κάθε ασθενούς.
Όλα αυτά συνιστούν την μοναδικότητα τού κάθε ανθρώπου.
Είναι, επομένως, ανάγκη να παραδεχθεί ο ασθενής ότι, στην ιατρική
πράξη, δυστυχώς ή ευτυχώς, υπάρχει και το γκρίζο χρώμα, από το οποίο
μπορεί αναπάντεχα να προκύψει το μαύρο, όπως και το πιο φωτεινό λευκό.
δ) Ο ασθενής πρέπει να μάθει να ακούει αυτά που λέει ο γιατρός.
Σχετικές έρευνες έχουν καταγράψει ότι, ο μέσος ασθενής, που δεν έχει
ιδιαίτερα νοητικά προβλήματα, «ακούει» και , κυρίως, θυμάται το 60-70% των
όσων του είπε ο γιατρός. Από αυτά, συνήθως αξιολογεί και εμπεδώνει μόνο
όσα υποσυνείδητα ήθελε να ακούσει, υποβαθμίζοντας όλα τα
υπόλοιπα.
ε) Πρέπει , ακόμα, ο ασθενής, ιδιαιτέρως ο έ λ λ η ν α ς, να πηγαίνει
στον γιατρό, έχοντας ξεχάσει τις «ιατρικές» συμβουλές τής καλής γειτόνισσας
4
που είχε τον ίδιο πόνο στην πλάτη. Όπως πρέπει να ξεχάσει και όσα διάβασε
σχετικά , στο εβδομαδιαίο περιοδικό που βρήκε στο κουρείο. Είναι επίσης
αναγκαίο να ξεπεράσει την έμφυτη απέχθεια που προαναφέραμε , όπως αυτά
που τον έχουν ίσως επηρεάσει αρνητικά, από τα πολλά που επαναλαμβάνονται
από άσχετους και ανεύθυνους ανθρώπους σχετικά με τους «ασυνείδητους»
γιατρούς.
Αντιθέτως, ας θυμάται ότι οι γιατροί, είναι μεν εξειδικευμένοι
επιστήμονες, αλλά δεν παύει να είναι άνθρωποι, με διαφορετικούς
χαρακτήρες, διάφορα προσωπικά προβλήματα, διαφορές στα πιστεύω και τις
προτεραιότητές τους , με τις καλές και τις κακές μέρες τους. Ένα είναι πάντως
βέβαιο. Ότι είναι άνθρωποι που ζουν με την αγωνία του α ν θ ρ ώ π ι ν ο υ
λάθους και ότι, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, αγωνίζονται ειλικρινά και
θέλουν, πάνω από όλα, να γίνει κ α λ ά ο άρρωστος που ακούμπησε την
υγεία του στα χέρια τους. Και, τέλος, ας μην ξεχνάει ο ασθενής, όταν
διαπιστώνει αυτόν τον αγώνα, να δείχνει την ηθική του αναγνώριση.
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ
Σε ότι αφορά τους γιατρούς - τους οποίους, ξαναλέω ότι, βαρύνει
αποφασιστικά η ευθύνη για την θεμελίωση μιας καλής επικοινωνίας - οι
απαραίτητες προϋποθέσεις συνοψίζονται στα εξής:
α) Πρέπει να υπάρχει μια συνείδηση σε εγρήγορση, με μια διάθεση
προσφοράς και σεβασμού προς τον συνάνθρωπο, αλλά και προς το
λειτούργημα που υπηρετούν , για το μεγαλείο του οποίου έχουν γραφεί
άπειρα , πολύτιμα κείμενα. Μια συνείδηση καθήκοντος , κι’ ένα φιλότιμο, που
εκφράζει την αγάπη προς την ηθική ικανοποίηση και την άυλη τιμή. Σε
καθημερινή πρακτική, αυτή η συνείδηση είναι που θέτει κάθε φορά το καίριο
ερώτημα «τι θα έκανα ή τι θα ήθελα να γίνει αν αυτός ο άρρωστος ήταν το
παιδί μου, η μάνα μου ή ο αγαπημένος μου άνθρωπος».
β) Πρέπει ο γιατρός να έχει την ικανότητα, αλλά και τη διάθεση να
«ακούει» και να δημιουργεί ένα κλίμα φιλικής γνωριμίας και κάποιας άνεσης
στον ασθενή του, ώστε, με ελεγχόμενη φιλική προσέγγιση και κάποια
ανάλαφρα στοιχεία χιούμορ, να κάνει τις σωστές παρατηρήσεις , ώστε
συλλέγει και να συνθέτει τις αναγκαίες πληροφορίες, για τον άνθρωπο που
έρχεται σ’ αυτόν για βοήθεια. Το διαχρονικό αξίωμα της κλινικής ιατρικής
«Ποτέ μη θεραπεύετε έναν άγνωστο», δεν υπονοεί να γνωρίζουμε μόνο το
όνομα τού αρρώστου.
γ) Η ε ν τ ύ π ω σ η που κάνει ο γιατρός στον ασθενή , έχει
βαρύνουσα σημασία και μπορεί να επηρεάζεται από λεπτομέρειες όπως είναι η
καθαριότητα στην εμφάνιση, ο τόνος της φωνής, κάποιοι άστοχοι μορφασμοί,
άκαιρα σχόλια και χειρονομίες, το αν δείχνει προσεκτικός ή απόμακρος,
αφηρημένος ή βιαστικός.
δ) Να μπορεί ο γιατρός να δίνει πληροφορίες και οδηγίες , σε γλώσσα
απλή και εναρμονισμένη προς τον εκάστοτε ασθενή, με φωνή ήρεμη,
πειστική, αλλά και αποφασιστική συγχρόνως. Σ’ αυτήν την διαδικασία,
υπεισέρχεται και μια εκπαιδευτική παράμετρος , αφού , ο γιατρός, πρέπει να
φροντίζει να γίνεται δάσκαλος και να διαπιστώνει το κατά πόσον, ο ασθενής
ή το περιβάλλον του, κατάλαβαν σωστά τις πληροφορίες και τις οδηγίες του.
5
ε) Είναι αναγκαίος ο απόλυτος έλεγχος του γιατρού στα προσωπικά
προβλήματα που, τυχόν, τον απασχολούν και στις όποιες αδυναμίες του, ώστε
να μπορεί να εμπνέει την απαιτούμενη εκτίμηση και τον αντίστοιχο σεβασμό.
Έτσι μόνο θα γίνουν αποδεκτές από τους ασθενείς , αλλά και από το όποιο
εργασιακό του περιβάλλον, οι «εξουσίες» που απορρέουν και είναι
συνυφασμένες με το λειτούργημα που επιτελεί , χωρίς αυταρχισμούς και
εντάσεις. Η πιο αποτελεσματική, πάντως, σχετική συνταγή είναι το ζωντανό
παράδειγμα ζωής. Αυτό είναι που δημιουργεί την άυλη, αλλά τόσο σημαντική,
περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που συνοδεύει την φήμη τού κάθε ανθρώπου.
στ) Τέλος, πιστεύω ότι είναι όλα αυτά μαζί, συνδυασμένα, όμως, και με
μια ειλικρινή πνευματική α ί τ η σ η για χάρη και επαγρύπνηση της Θείας
Πρόνοιας. Συνδυασμός δύσκολος , αλλά αληθινά ε υ λ ο γ η μ έ ν ο ς.
ΤΕΛΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Πολλά από όσα προαναφέρθηκαν είναι και γνωστά και συνηθισμένα.
Πώς όμως θα μπορούσαν να εφαρμοστούν πιο ουσιαστικά στην καθημερινή
ζωή; Η λύση ανάγεται και πάλι - όπως και για τόσα άλλα – σ’ αυτό που
χαρακτηρίζουμε ως Παιδεία. Μπορεί δε να προέλθει από συστήματα αγωγής
που θα πρέπει, κατά την γνώμη μου, να αρχίσουν να εφαρμόζονται από την
νηπιακή ήδη ηλικία, αν θέλουμε να ελπίζουμε ότι, σε μια εικοσαετία από τώρα,
τα πράγματα θα είναι πιο καλά.
Η αγωγή αυτή θα αποσκοπεί στο να συνειδητοποιήσει από νωρίς, το
κάθε άτομο, την σημασία τού αγαθού που λέγεται υ γ ε ί α, τις προσωπικές
ευθύνες τού καθενός για την προστασία αυτού τού αγαθού, τις υποχρεώσεις
του απέναντι στον συνάνθρωπό του, αλλά και την ανάγκη αναγνώρισης τού
δύσκολου αγώνα που δίνουν καθημερινώς οι άνθρωποι που συμβάλλουν στην
αποκατάσταση και διαφύλαξή του. Διότι έχω την βαθιά πεποίθηση ότι, οι
περισσότεροι Έλληνες γιατροί, μέσα στα Νοσοκομεία ή εκτός, προσφέρουν με
αληθινή ευσυνειδησία τις πολύτιμες υπηρεσίες τους στους ασθενείς τους.
Γι’ αυτούς που θέλουν να ασκήσουν το ιατρικό λειτούργημα, η αγωγή
και πάλι θα τους βοηθήσει να συνειδητοποιήσουν, από νωρίς, τις ιδιαίτερες
απαιτήσεις και ευθύνες, αλλά και την αξεπέραστη σημασία της αποστολής
τους. Είναι, λοιπόν, ανάγκη, μέσα στις Σχολές Επιστημών Υγείας , να
συμπεριληφθούν μαθήματα και δραστηριότητες ανθρωπιστικού περιεχομένου,
που θα καταδείξουν την αξία και το μεγαλείο της προσφοράς στον
συνάνθρωπο. Ίσως έτσι να υπάρχει ελπίδα για τον πραγματικό
προσανατολισμό του γιατρού, από τα υλικά και τα φθαρτά, στα ουσιαστικά
και τα ηθικά, ώστε να μπορεί να αφουγκράζεται την, συχνά, καταπονημένη
φωνή τής συνειδήσεώς του.
Τότε, και η επικοινωνία μεταξύ γιατρού και ασθενούς θα γίνει
πραγματικά ουσιαστική, αφού, τελικώς , η κάθε ιατρική πράξη δεν είναι παρά
«η συνεργασία μιάς εμπιστοσύνης και μιάς συνείδησης».
Μερόπη Ν. Σπυροπούλου
Ομότιμη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών
6