Διαβάστε το πρώτο κεφάλαιο

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται από τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και
ισχύει σήμερα) και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη, η κατά
οποιονδήποτε τρόπο ή οποιοδήποτε μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο)
αντιγραφή, φωτοανατύπωση, και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή
δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό, σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.
Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ή γεγονότα είναι εντελώς συμπτωματική
Αντωνία Μποτονάκη
e-mail: [email protected]
επιμέλεια κειμένου:
Πλάτων Μαλλιάγκας
διορθώσεις κειμένου:
Παναγιώτης Αποστολάτος
ΑΝΤΩΝΙΑ ΜΠΟΤΟΝΑΚΗ
Άσ’ το... κι ας αποθάνει
ή
«Το νεραγδαλλαγμένο»
μυθιστόρημα
σχεδιασμός εξωφύλλου:
Κατερίνα Αντωνάκη
φωτογραφία εξωφύλλου:
Βούλα Παπαϊωάννου, Μύκονος 1935 - 1955
© Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη
© 2011 εκδόσεις ΙΒΙΣΚΟΣ
Ηροδότου 31, 15122 Μαρούσι
τηλ: 210 8021333 - φαξ: 211 0135560
http://www.iviskospublications.gr
e-mail: [email protected]
ISBN 978-960-99929-1-6
εκδόσεις ΙΒΙΣΚΟΣ
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στους ψυχαναλυτές μου,
Σταμάτη Ντώνια και Άγγελο Βουτσά.
Στον Ορφέα μου.
Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη,
τραγούδησε, τραγούδησε…
δε σου μιλώ για περασμένα,
μιλώ για την αγάπη
Γιώργος Σεφέρης
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Θέλω να πω μια ιστορία σ’ έναν άγγελο. Σ’ έναν άγγελο
χωρίς άσπρα φτερά. Φοράει ρούχα απλά και καθημερινά, ξυρίζεται κάθε πρωί, πίνει ζεστό μυρωδάτο καφέ, του
αρέσουν οι πέτρες από τις ακρογιαλιές και τα τριαντάφυλλα, τα καρνάγια όπου έπαιζε όταν ήταν παιδί, και η
βροχή. Το περπάτημά του είναι ταπεινό και προσεκτικό,
σαν μόλις τώρα να ’ναι που το μαθαίνει. Για χρόνια, ήξερα μόνο τον άλλο άγγελο. Αυτόν, που αν γυρίσεις ξαφνικά πίσω σου, εκεί που κάθεσαι ή περπατάς αμέριμνος
και κοιτάξεις πάνω από τον ώμο σου, θα τον δεις να σε
ακολουθεί. Aυτόν, που παραφυλάει τη ζωή σου από την
9
ώρα που γεννιέσαι, με ζήλια και χαιρεκακία και περιμένει τη στιγμή που κουρασμένος θα γείρεις το κεφάλι, θα
λυγίσεις το γόνατο, θα διστάσει το βήμα σου και τότε με
δυο δρασκελιές θα βρεθεί κοντά σου, θα σου κρατήσει το
ιδρωμένο χέρι κι εσύ θα αφεθείς στο αγκάλιασμά του…
Θέλω να πω μια ιστορία σ’ έναν άγγελο.
«Εγώ, εγώ θα σας κρατήσω το μέτωπο», μου είπε.
Ξαπλώνω στο ντιβάνι. Από το παράθυρο που βρίσκεται απέναντί μου, διακρίνω δυο μεγάλα πλατάνια που
ανασαλεύουν πίσω από τις γαλάζιες κουρτίνες. Ακούω
την αναπνοή του, ήσυχη και υπομονετική πίσω μου.
Ακούω τη δική μου, κοφτή και αγωνιώδη. Η φωνή μου
βραχνή, το χέρι μου διστακτικό, αμάθητο, δειλά ξαναμαθαίνει την αλφαβήτα. Ζωγραφίζω ένα ένα τα γράμματα,
σχήματα αρχέγονα, μυστηριακές έλικες, κύκλους, ευθείες
που ζωντανεύουν μία μία, τις μέρες, τους καταφρονεμένους ήρωες, τα χρόνια της ντροπής, εμένα. Την «Κοτρωνιά», την «κόρη του ψεύτη», την «και δε βαφτίζω καλλιά έναν σκύλο», το «άσ’ το κι ας αποθάνει», το «νεραγδαλλαγμένο», το «καημένο το φτωχάκι», το «πουτανάκι, μάς ξεφτίλισε».
Ακουμπώ το μέτωπό μου στην παλάμη του, ακουμπά
την παλάμη του στο μέτωπό μου κι αρχίζω.
10
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
1
Ο ήλιος που δεν είχε φωτίσει τον τόπο εδώ και μέρες,
φανερωνόταν για λίγα λεπτά εκεί, στο βάθος του ουρανού απ’ τη μεριά της ανατολής, πίσω απ’ τα κατάμαυρα σύννεφα που ήταν απλωμένα κατά μήκος του ορίζοντα, κι ύστερα ξαναχανόταν πίσω τους σαν κάποιος που
σε παραφυλάει και το νιώθεις, αλλά δεν προλαβαίνεις να
τον δεις και πας, σπρωγμένος από τη μοίρα που τη λένε
ανυπομονησία, να τον συναντήσεις.
Αν και Μάρτης, τίποτα δεν θύμιζε άνοιξη. Τα δέντρα
κρατούσαν ακόμα τα φύλλα τους τυλιγμένα σφιχτά κοντά στους ρόζους μην τολμώντας να τα ξεδιπλώσουν.
13
Από τις άκρες των κεραμιδιών το πρωί μπορούσες να
δεις τα κρύσταλλα να κρέμονται, κι οι μέρες ένιωθες σαν
να ξημέρωναν παράξενα νωρίς και σ’ έβρισκε το μολυβί
φως ανήμπορο και μουδιασμένο. Ησυχία απλωνόταν εκεί
που άλλες χρονιές σε ξετρέλαιναν τα πουλιά, εκεί που
άλλες χρονιές βούιζαν τα μελίσσια, εκεί που άλλες χρονιές άκουγες τα παραγγέλματα και τα σφυρίγματα στα
ζωντανά. Ησυχία. Μόνο πότε πότε άκουγες την καμπάνα
να χτυπά κι άφηνες τη δουλειά στη μέση να αφουγκραστείς τον αέρα, κοιτώντας ανήσυχα γύρω γύρω. Κι οι γέροι, σαν έμπαιναν στο καφενείο, τραβούσαν ίσια στη γωνιά με το ράδιο, χαμηλώνοντας το κεφάλι στο ύψος του,
να ακούσουν τα νέα απ’ το μέτωπο.
Η Αντιγόνη εκείνο το πρωί ανασήκωσε το μπαμπακένιο στρώμα απ’ το πλάι και προσπάθησε να το σύρει
προς το μέρος της. Να το βγάλει ήθελε στον λιγοστό ήλιο,
να το χτυπήσει, να πάρει αέρα.
Ο τσιφτές1 του αγροφύλακα, που είχε κρύψει ο Αργύρης της κάτω από το στρώμα φεύγοντας βιαστικά για το
μέτωπο, ανάμεσα σε σφιχταγκαλιάσματα, σύρθηκε απ’
το βάρος του στρώματος, σηκώθηκε ο κόκορας, πατήθηκε
η σκανδάλη μπλεγμένη στα σύρματα του σομιέ κι εκπυρσοκρότησε με την κάννη να βλέπει ίσια μπροστά, ολόισια,
τη φουσκωμένη κοιλιά της.
Τη βρήκανε τα σκάγια αριστερά κάτω απ’ τα πλευρά.
«Ωχ, μάνα μου», βόγκηξε και σύρθηκε αργά ως την
πόρτα του οντά παραπατώντας, πιάστηκε απ’ το κοντο1 μονόκανο τουφέκι
14
μηρί –ένα μεγάλο σίδερο καρφωμένο στον τοίχο που στέριωνε τα πορτόφυλλα όταν κλείνανε, να μην ανοίγουνε
απ’ έξω– φωνάζοντας «βοήθεια, μάνα!»
Η γρα, η πεθερά της και μάνα του Αργύρη, κάτω στο
μαγειρειό, καθισμένη στο πυρομάχι δίπλα απ’ τα μεγάλα πήλινα πιθάρια με το λάδι και το κρασί, ανακάτευε το
τσικάλι που ισορροπούσε πάνω σε δυο μεγάλες πέτρες.
Απ’ τον ανηφορά που μπαινοβγαίνανε οι σπουργίτες και
που έχασκε ορθάνοιχτος να ανεβαίνει ο καπνός, άκουσε
τον πυροβολισμό, μα θάρρεψε πως ήταν κυνηγοί που κυνηγούσανε τσίχλες.
Με τη φωνή πετάχτηκε, γλίστρησε το μαύρο τσεμπέρι2
κι έτρεξε στη σκάλα. Δυο δυο ανέβηκε τα σκαλιά. Βρήκε την Αντιγόνη πεσμένη στην άκρη της ταράτσας, βαστώντας με τα δυο της χέρια την πληγή, πλημμυρισμένη στο αίμα.
«Βοήθεια, γείτονες», έσυρε τη φωνή.
Μα λείπανε όλοι στα λιόφυτα3. Το κοντινότερο νοσοκομείο ήταν στα Χανιά, πενήντα τέσσερα χιλιόμετρα μακριά, δυόμισι ώρες με το λεωφορείο που βρώμαγε πετρέλαιο κι έπρεπε για το καλό σου πριν να μπεις να κρατάς
ένα λεμόνι στο ’να χέρι και μια χαρτοσακούλα απ’ αυτές που μοίραζε ο εισπράκτορας για τον εμετό στ’ άλλο,
άσε που πέρναγε δυο φορές την εβδομάδα απ’ το κοντινό κεφαλοχώρι, την Κάντανο, που απείχε δύο χιλιόμετρα
απ’ τα Σκοτιδιανά, εκεί όπου τώρα κειτόταν η Αντιγόνη
2 κεφαλομάντηλο
3 Λιόφυτα /χωράφια με ελαιόδεντρα
15
αιμόφυρτη. Τα Σκοτιδιανά ήταν ένας απ’ τους πολλούς
οικισμούς που γέμιζαν τα γύρω βουνά, όλοι τους με πέντε έξι σπίτια, συνήθως συγγενικά μεταξύ τους. Μπορεί
για την αποφυγή των σκοτωμών. Αψείς4 άνθρωποι, ξεροκέφαλοι, υποταγμένοι στο νόμο του «αντιπεπονθότος»
από την εποχή του Μίνωα. Παράδοση και καμάρι ο γδικιωμός5. Όσο λιγότεροι κι όσο μακρύτερα λοιπόν, τόσο
καλύτερα.
Γιατρός υπήρχε μόνο στην Κάντανο. Στα χέρια του
Θεού λοιπόν η Αντιγόνη, που συνήθως τα ’χει ανοιχτά
όπως θα ’χετε δει και στις τοιχογραφίες των εκκλησιών,
και πώς να τη βαστήξουν;
Η γρα, όπως τη φωνάζανε αργότερα για να θυμίζουνε ο ένας στον άλλο πως γέρασε και κάποιος, την ανασήκωσε απ’ τις μασχάλες και την έσυρε ως το κρεβάτι. Το αίμα έβαψε ακόμα πιο κόκκινο το κοκκινόχωμα
που ήταν τοποθετημένο στο πάτωμα του οντά, ψιλόκοκκο και απαλό σαν ακριβό μετάξι, στιλπνό και καλοπατημένο σαν σπάνιο χαλί.
Ξεκρέμασε τη χλαίνη του συγχωρεμένου τού Αργύρη,
που κρεμόταν εδώ και δυο μήνες από ένα μεγάλο καρφί στην πίσω μεριά της πόρτας, και τη σκέπασε. Ύστερα,
έτρεξε πάλι κάτω, πέταξε το φαΐ που μαγείρευε στις κότες, πήρε νερό απ’ τη λαήνα6 και ξέπλυνε το τσικάλι, έριξε δυο κούτσουρα στο πυρομάχι κι έβαλε νερό να βρά4 οξύθυμοι
5 εκδίκηση
6 πήλινο δοχείο αποθήκευσης νερού
ζει. Γέμισε το μαστραπά κρασί απ’ το πιθάρι κι ανέβηκε
να πλύνει την πληγή.
«Σώπα, κόρη μου, σώπα! Σώπα, και δεν έπαθε πρά7
μα το μωρό σου. Δεν το νιώθεις; Σπαρταρά. Θα γίνεις
καλά. Θα δεις! Σώπα», της έλεγε και χάιδευε τη ματωμένη κοιλιά της. Τεντωμένη σαν τύμπανο η κοιλιά, έτρεμε,
ανατρίχιαζε, συσπόταν και κόμπιαζε, πεταγόταν κατά
τόπους σχηματίζοντας μικρά εξογκώματα απ’ τις αγωνιώδεις προσπάθειες του αγέννητου.
«Καταραμένοι είμαστε. Καταραμένοι ούλοι μας! Θα
μ’ αποθάνετε κι εσείς; Εσείς μου απομείνατε. Αργύρη
μου, παιδάκι μου, πού είσαι;» έλεγε η γρα.
Η Αντιγόνη σφάδαζε απ’ τους πόνους. Πόνους διπλούς. Της τουφεκιάς και της γέννας, που είχε φτάσει
πριν της ώρας της.
Σαν ζεστάθηκε το νερό, η γρα άνοιξε την κασέλα που
βρισκόταν δίπλα απ’ το κρεβάτι κι άρπαξε ένα λινό σεντόνι απ’ τ’ ασπρόρουχα της προίκας της Αντιγόνης, που
’χε φέρει νύφη μαζί της απ’ τα πίσω χωριά και που δεν
είχε προλάβει να χαρεί. Το ’κοψε με τα δόντια της σε
φαρδιές λωρίδες κι ύστερα βουτώντας τις στο κρασί, άρχισε να πλένει την πληγή.
Δέκα το πρωί ήταν κι οι πόνοι της γέννας πλήθαιναν.
Σαν έπλυνε η γρα την πληγή, πρώτα με το ζεστό νερό
κι ύστερα με το κρασί, έδωσε στην Αντιγόνη ένα ποτήρι
πρωτοράκι8 να το πιει, ν’ αντέχει τους πόνους, και βάλ7 τίποτα
8 το πρώτο ρακί που βγαίνει από το καζάνι
16
17
θηκε να την ξεγεννήσει όπως όπως. Στις πέντε τ’ απόγευμα γεννήθηκε ένα αγόρι γερό και δυνατό. Το ’πλυνε,
το φάσκιωσε με ό,τι είχε περισσέψει απ’ το σεντόνι, και
το ’βαλε να κοιμηθεί.
Το σούρουπο, σαν μαζεύτηκε η γειτονιά, στείλανε ένα
δεκαπεντάχρονο μ’ ένα μουλάρι να πάει στην Κάντανο,
να φέρει τον μοναδικό γιατρό.
Σαν έφτασε ύστερα από δυο ώρες, διαπίστωσε πώς το
τραύμα ήταν βαρύ, μα ευτυχώς δεν είχε πειράξει όργανα
απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει, έβγαλε τα σκάγια, έραψε την πληγή, κοίταξε αν είχε βγει το ύστερο, τις καθησύχασε, ήπιε μια ρακή για τα καλορίζικα, πήρε και δυο καρύδια για το δρόμο. «Καλότυχο», ευχήθηκε με προσποιητή ευθυμία κι έφυγε γρήγορα, μην τον προλάβει η νύχτα,
ασέληνη και πώς να γυρίσει;
Εξαντλημένη η Αντιγόνη, αποκοιμήθηκε. Η γρα έκατσε στην άκρη της σκάλας, ξέσφιξε το μαύρο τσεμπέρι
που τύλιγε το κεφάλι της είκοσι εφτά χρόνια, σκούπισε
τον ιδρώτα με την ανάποδη της παλάμης της κι αρχίνισε το μοιρολόι, στην αρχή μουγγό και ρυθμικό, που σιγά
σιγά θέριεψε σαν ποταμός ορμητικός και την παρέσυρε
στα θολά νερά του.
«Έθαψα ’γω κι απ’ αρρωστιά, έθαψα κι από μπάλα,
πέντε ’σαν κι αποθάνασι, ούλα μιτσά9 μεγάλα.
Σαν τον δικό σου τον καημό, άλλον καημό δεν είχα,
9 μικρά
να σε θωρώ να κρέμεσαι, τη μέρα και τη νύχτα.
Πνιγμός, γκρεμνός, του τσιφτελή.
Του τυχερού ’ναι η σφαίρα (ώφου Αργύρη μου!)
μα σένα σού ’τανε γραφτό, να λιώσεις στον αέρα».
Πρώτος ο Γιώργης, ο άντρας της, που την άφησε χήρα
στα είκοσι εφτά της πέφτοντας από τον πλάτανο που
φύτρωνε στις όχθες του πέρα ποταμού, στην παραβολή10 του χωραφιού τους. Εκεί, κουρασμένοι ξαπόσταιναν στον ίσκιο του τις μέρες που ο λίβας φύσαγε ανελέητα, καίγοντας σπαρτά και φουσάτα. Ανέβηκε να καθαρίσει τους κισσούς που είχαν τυλιχτεί γύρω του, ρουφώντας τους χυμούς του και τον στέγνωναν. Σαν ελευθέρωσε και το πιο ψηλό κλαδί, πήρε να κατεβαίνει. Μα είχε
αρχίσει να νυχτώνει, δεν υπολόγισε το πάχος του κλαδιού
που έσπασε από το βάρος του κορμιού του και βρέθηκε
μες στον ποταμό, με το κεφάλι καρφωμένο σε μια μεγάλη πέτρα. Έβαψε το αίμα το νερό ως κάτω, όπως τις μέρες που έβαφαν κόκκινα τα μαλλιά των προβάτων, πλεγμένα σε μεγάλες μπούκλες. Η γρα, που ακόμα τότε ήταν
Ελένη, μπορεί και «Ελένη μου» στα χείλη του, και που
δεν φόραγε το μαύρο το τσεμπέρι, μα είχε τα μαλλιά της
μαύρη σφιχτή κοτσίδα και το κορμί λυγερό, όλη τη νύχτα τον περίμενε και σαν έφεξε η μέρα τράβηξε κατά τ’
αμπέλι. Δεν τον ήβρε κι έσυρε κατά τον ποταμό.
10 γκρεμνώδης άκρη
18
19