Τοπική διάλεκτος πατήστε εδώ.

ΤΟΠΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
(γ)λαρωνω
α! α! α!
ααα;
αααααααα
Αγάνι
Αγγειό
Αγκιλώθκα
Αθημονιά
ακορμένομαι
Ακουρμένομαι
Αλάνταβος
Αλάργα
Αλαταριά
Αλιμουριάζω
Αλισίβα
αλλομανάω
αλσίβα
Αλύχτισμα
άμνασίεθαβα
Αμούντι (έγινε)
άμπνασόμπ ου διάουλους
Αμπούκα
Αμπούριασε
Αναβερβέρξα
Αναδεχτός - ή
αναμέρα
Αναμέρα
Αναπιάνω
Ανασκλώθκα
αναφανταλιά (μου'ρθε
αναχιτώνω
Ανεβατίζω
αντάρα
Αντράλα ή ντράβαλος ή ντράβαλα
αντράλα, χαρβαλασιό
αντραποδίθκα
απάν - απκάτ - σιακεί - σιαπάν
απδισιά
Απεριλόητος
απήδσα μσουρανίς
απθώνω
Απίστωμα
Από μούρτου
αποκουντριασμένους
Απομόθκα
Αποξούλια
αποσβολώθκα
απόστασα
Απόστασα
Απουκουντριασμένο
Άπουπούι
απστόμσε
απστόμσει
Αργάζω
ησυχαζω
ναι! ναι! ναι!
τι είπατε;
σωστά, ή κατάλαβα
η κορυφή του σιταριού με το καρπό
δοχείο , σκεύος κουζίνας
καρφώθηκα από αγκάθι
σωρός (από θερισμένο στάρι , καλαμποκιά ή ξερό κλαρί)
ακούω με προσοχή
ακούω με προσοχή
απρόσεκτος
μακριά
πέτρα με μεγάλη επιφάνεια που βάζουν αλάτι να τρώνε τα ζώα
πνίγω κάποιον με τα χέρια
στάχτη με νερό για λούσιμο και καθαριότητα
μακελεύω, λιανίζω
απορρυπαντικό του παλιού καιρού φτιαγμένο από στάχτη
γαύγισμα σκύλου ή αλεπούς
άντε που να σε έθαβα
εξαφανίστηκε
άντε που να σου μπει ο διάολος
μάγουλο
γέμισε καπνό
ανατρίχιασα
το βαφτιστήρι
κάνε άκρη
κάνε στην άκρη
ετοιμάζω το προζύμι
έπεσα ανάσκελα
ζαλίστηκα
αγριεύω
ζυμόνω ψωμί σταρένιο
ομίχλη, θολούρα
φασαρία
φασαρία
περδικλώθκα, σκόνταψα
δήλωση κατεύθυνσης
πήδημα
βρωμιάρης
σηκώθηκα στον αέρα
αφήνω κάτι κάπου
μπρούμητα
κατά πάνω
αποχαυνωμένος
έπαθα ασφυξία
απ΄έξω
μου πετάχτηκαν τα μάτια έξω
κουράστηκα
κουράστηκα
χαζό , δεν καταλαβαίνει τίποτα , βρίσκεται στο κόσμο του
( επιφώνημα σχετλιαστικό που δηλώνει έκπληξη )
αναποδογύρισε
αναποδογύρισε
προετοιμάζω
Αρίδα
Αρμάθα
Αρμαθιά
αρπαλίκι
Αρτένομαι
Αρτμή
αστόησα
Αστρέχα
Αυγατάω
αύλακας
Αφανταλιά
Αφάντιασμα
αφσκιά
Άφτο
Αχούλιασμα
Βάβο
Βαΐζω
Βάκισμα
Βακούφικο
βαλάντωσα (στό κλάμα)
Βαρκό
βατσνιά
βέλαξα(απ'τον πόνο)
βερβέριξε το πετσί μου
Βερέμκο
Βετούλι
Βιδούρα
Βιτσέλα
Βολά
Βούγγα
Βούγγος
Βούριαξε(η γουρούνα)
Βουτσώνω
βρούδια
Γαλάρια
γατσούλι
Γαυρίδα
Γεννήματα
γέρεψα
Γηροκόμιο
Γιαννιώτης
Γιατάκι
γίγκει
Γίκος
Γιόμα
Γιουρούκι
γκαβώθκα
Γκανιάζω
Γκέσα
γκεύω
γκλαγκανάω
γκλιορεύω
γκοέρα
Γκορτζιά
γκουστέρα
πόδι , τρυπάνι
πλέξιμο κρεμμυδιών και σκόρδων
η σειρά
η γκλίτσα
δεν νηστεύω
υπόλοιπο από το τυρί (υγρό)
ξέχασα
το περιθώριο της στέγης που προεξέχει
συμπληρώνω , προσθέτω
αυλάκι, ρυάκι
ξάφνιασμα
σκιάχτρο
ασχήμια!
άφησέ το
ηχηρός μακρόσυρτος αναστεναγμός
γιαγιά
γέρνω
χτύπημα
περιουσία της εκκλησίας
έκλαψα πάρα πολύ
τόπος με λίγο νερό
αγκάθια - πουρνάρια
φώναξα δυνατά ή πόνεσα πολύ
ανατρίχιασα
στραβό, δεν είναι ίσιο
κατσίκι που δεν χρόνιασε
ξύλινο δοχείο χωρητικότητας 20 οκάδων
δοχείο
φορά
παιδικό παιχνίδι θορυβώδες
γρήγορα
έντονη επιθυμία της γουρούνας για ζευγάρωμα
θυμώνω
αυτοσχέδιες πισίνες της φύσης στα ποτάμια
αυτή που έχει γάλα
γατάκι
είδος δέντρου
δημητριακά
γιατρεύτηκα, έγινα καλά - έγινα γερός
ηλικιωμένος άνθρωπος που χρειάζεται φροντίδα
ο βόρειος άνεμος
καλύβι
αόριστος του γίνομαι
σορός από χοντρά ρούχα (φλοκάτες κ.ά.)
πριν το μεσημέρι, κολατσιό
ατσούμπαλος , φασαριόζος
τυφλώθηκα
κλαίω γοερά
μαύρη γίδα
βουτάω, μουσκεύω (να γκέψω λίγο ψουμάκ')
καταπίνω με έντονα γλου-γλου
είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, πριν με πάρει ο ύπνος
στην κυριολεξία, το θηλυκό του σταγαλινίου, χρησιμοποιείται ως έκφραση και για τους
αγριοαχλαδιά
μεγάλη πράσινη σαύρα
γκρικι
Γκριντάλι
Γλαβανή
Γνολίθι
Γουμίδια
γούπατο
γουργουλεύω
γούρμασε
Γράδα
γραδώνω
Γράδωσα
Γρέκι
Γρέντζελα
Γρούμπιασα
Γρουμπούλι
γρούσπα
γύκος
Γωνιά
δαμάλι
Δημοσά
Διαλέγω
Διαούρτι
Διάσελο
Διάστρα
Διπλάρκα
Δραγάτσι
δρασκέλατο
Εκειό
Έρμο
Ζα (τα)
Ζάβατος
ζαβλακώθκα
Ζαγάρι
Ζαγκανάω
ζαγκανιέμαι
Ζαγκλαβάνι
ζαλγκόθκα
Ζαλίγκα
Ζαλίγκι
ζαλοκνιέμαι
Ζαράλι
ζάρκο
Ζάφι
ζαφτω
ζβάου
ζγουρ
ζγώνω
Ζέχνω
Ζήβα
Ζητάει (η γίδα)
ζίβα
ζίβα τ'φεξ
Ζιβζέκι
ζλάπ
Ζλάπι ή ζουλάπι
πισινός
ο ψηλός άνθρωπος
το άνοιγμα στη ψευδοροφή
λιθάρι της γωνιάς
είδος μαγειρίτσας
εσοχή
ανακατεύω
ωρίμασε
μπλέξιμο , μονάδα μέτρησης αλκοόλ
στριμώχνω,αγκιστρώνω, σκαλώνω , μπλέκομαι
έμπλεξα , πιάστηκα κάπου χωρίς τη θέλησή μου
τόπος όπου κοιμούνται τα γίδια ή τα πρόβατα
αγριοστάφυλα
καμπούριασα
εξώγκομα
κουφάλα, τρύπα
σωρός από στρώματα
το τζάκι
ταύρος
δρόμος για αυτοκίνητα
καθαρίζω, αποφλοιώνω
γιαούρτι
ραχούλα
εξάρτημα του αργαλειού
δίδυμα
ταγάρι
απήδατο, πηδηξέ το
εκείνο
μοναχό
τα ζώα
δάσος καστανιάς
νύσταξα ή δεν ξέρω που είμαι
κυνηγόσκυλο
κουνάω
κουνιέμαι ρυθμικά
ενοχλητικός
μεταφέρω κάτι στην πλάτη (συνήθως ξύλα)
στη πλάτη
το φόρτωμα που μπαίνει στη πλάτη
ζαλίζομαι, κουνιέμαι
ελλάτωμα σωματικό ή νοητικό
γυμνό, ξεμπλέτσοτο
παράσιτο (κάτι σα σκουλίκι) που δημιουργείται στα ισχνά αρνοκάτσικα
πέφτω
σβήνω
ζυγούρι
πλησιάζω
βρωμάω
σβήσε
επιθυμία του ζώου για ζευγάρωμα
σβήσε
σβήσε το φως
μικροκαμωμένος
το ζώο γενικώς, ατίθασος άνθρωπος
άγριο ζώο ( κυρίως για λύκο )
ζμάχια
Ζμάχια
ζμπάω
ζμπύλ(η)
Ζόδι
Ζούδι
Ζούπα
Ζουχνάω
Ζυματούρα
Ζώστρα
Θειαμένομαι
Θερστής
Θράκα
Θρασίμι
Ίγκλες
Ιδιάζω
Κάηκε (η γίδα)
Κακαράντζες
Καλέσματα
καλιγκότς
καλογιάννος
Καλοπίχερα
καλοσκέρσα
Καλοσκέρσα
Καμούτα
Καναβιά
Κανούτος
Καραούλι
Κάργας
καρδάρα
καρδιλάγγος, καταπιόνας
Καρδιλέγκος
καρκαλοϊόται
καρκαλοϊτό
καρκαμπίλα
Καρκανιδιάζω
καρκαριέμαι
καρκόθκα
Καρκολόϊμα
Καρκώθκα
Καρούτα
Καρόφλα
καρυδώνω
Κασαβέτι
καστραβέτς
Καταγάργαλα
καταϊ
Κατακέφαλο
Καταντιά
Καταχεριάζω
καταψιά
Κατκιά
Κατσαπλιάς
κατσκανάρ
κατσούλα
πράσινο υδρόβιο φυτό του γλυκού νερού.
παράσιτα (κυρίως δένδρων) που ευνοούνται από την υγρασία
βάζω - σπρωχτά
στην πύλη (αρτινός φρουρός στο στρατό)
θυμός
ονομασία για ερπετά ή έντομα
πίεσε
σπρώχνω
είδος φαγητού
λουρί που ζώνουν το άλογο ή το μουλάρι ή το γαϊδούρι
απορώ μαζί σου
ο μήνας Ιούνιος
αναμμένα κάρβουνα
ψοφίμι
ειδικές λουρίδες που μπαίνουν στα πόδια άγριου αλόγου για ημέρωμα
ετοιμάζω το νήμα για τον αργαλειό
δεν αρμέχτηκε έγκαιρα
τα"κακά" της γίδας ,του λαγού
τα προσκλητήρια
κάποιος κουβαλάει κάποιον στην πλάτη του
τό μικρό πουλάκι κι αυτό
εύκολα
πρωτοδοκίμασα
πρωτοδοκίμασα γεύση από τη νέα σοδειά
θεατρινισμός ,νάζι
τριχιά
σταχτής (συνήθως για ζώα)
παρατηρητήριο ,σκοπιά
παλικαράς
μεταλλικός κουβάς για το γάλα
λαιμός(καρδιλαγγονιά δεν υπάρχει)
λάρυγγας
κακαρίζει (η κότα)
ανακοίνωση νέου αυγού από την κότα
ήλιος καυτός
καίγομαι πολύ
γελάω δυνατά
πνίγηκα
κακάρισμα κότας
στραβοκατάπια ,μου στάθηκε κάτι στο λαιμό
ξύλινο δοχείο για τα σταφύλια
τα φύλλα της καρυδιάς
πνίγω (θα τ'καρυδώσω)
πρόβλημα ,στενοχώρια
αγκούρι
κορυφή ,κατακόρυφα
κάτω
καρπαζιά
καλή κατάσταση , ξεπεσμός
χτυπάω με τα χέρια
γουλιά ή μπουκια
στάβλος , καλύβι
ο αδιάφορος
ζωηρός
η κουκούλα,από πανοφώρι
Κατσούλα
Κεφαλάρι
Κεφαλαριά
Κεφτεντές
Κίκαρη
Κιλμπάσια
κιο
Κιό
κλαπατσίγκανα
Κλαπατσίγκανα
κλιορεύομαι
Κλιορεύω
κλιτσινάρ
Κλιτσνάρια
Κλοτσοτύρι
κοδέλα
Κόθρος
κοκονάκι
κοκόσιες
Κολοκούρσμα
κοματσιούλι
Κοντό
κοντοτούρτα
κορδομπούλιασε
Κορφίγκι
κοσά
κοσί
Κοτάω
κοτοπούλι
Κότσαλο
κουκουμέλα
Κουκουμπέλες
Κουκουμπλιώμαι
κουμάσι
Κουμάσι
Κουντράω
κούντρισα
κούρβαλα
κουρδκουγκλιέμαι
κουρδουκλίεμαι
Κουρδουμπούλι
Κουρκουζώητος
Κουρκούλια
Κούσαλο
Κουσάνα
Κουσεύω
Κουσί
Κουσούλτο
Κουτέλι
Κουτιρίτσα
κουτσιούμπλισα
Κούτσκου
κουτσούνα
Κραίνω
Κραμποκούκι
κουκούλα
το ακαλλιέργητο τμήμα μεταξύ δύο χωραφιών
πονοκέφαλος
κομμάτι ξύλο για τεμάχισμα κρέατος
φλυτζάνι του καφέ
έντερα και στομάχι
αφού (κιο δεν έχω φράγκο)
ναι αλλά όμως , μα αφού
όργανα, ορχήστρα
τα μουσικά όργανα ορχήστρας πανηγυριού
κοιμάμαι
κοιμάμαι
αδύνατος
πόδια
παράγωγο ξυνόγαλου
κλειστή στροφή
γωνία , τα ακριανά κομμάτια πίτας ή γλυκού Κοκκόσες καρύδια
οταν κάποιος κάθεται με λυγισμένα τα γόνατα.
καρύδες
κούρεμα προβάτου
μικρό τεμάχιο ψωμιού συνήθως υπόλειμμα
πουκάμισο
σκορπιός (σε μερικά χωριά των Τζουμέρκων)
σβόλιασε
το πρώτο γάλα (χοντρό)
τό δρεπάνι
γρήγορα
τολμώ
κοτόπουλο
το κοτσάνι που μένει όταν ξεσπυριστεί το καλαμπόκι
μανιτάρι
μανιτάρια
πηδάω για να φτάσω κάτι
γουρουνόσπιτο(παλιάνθρωπος)
το σπιτάκι του γουρουνιού
χτυπάω ή σπρώχνω με το κεφάλι
χτύπησα το κεφάλι μου
μπελάδες
κάνω τούμπες
κάνω τούμπες, στριφογυρνάω
σβόλος
αυτός που ζει πολλά χρόνια
μικρές πέτρες
καταβεβλημένος άνθρωπος, γέροντας
γυναικεία κοτσίδα
περιπλανιέμαι
γρήγορα
σχέδιο
σκυλί που τριγυρίζει άσκοπα
μικρή σαύρα σκουρόχρωμη
στραμπούλιξα το δάχτυλο του ποδιού (σχεδόν πάντα το μεγάλο!)
μικρό
μικρό ζυμωτό ψωμί με ζάχαρη ψημένο στα κάρβουνα
φωνάζω
είδος ψωμιού με καλαμποκίσιο αλεύρι
κρεβατίνα
Κρεμάδα
Κρεμαντζουλίστκα
κρένω
κριτσάλσε
Κριτσιανάω
κριτσιανοβόλσε
κριτσίλωσε
Κριτσίλωσε
κρούω
κύκαρη
λαβίδα
Λάγανο
Λαγκιόλι
Λαΐνα
λάιος
Λάκα
Λακάω
λάκσα (πλυθ. λακίσαμαν)
Λαουτιάζω
Λάρωσε
Λατζοκόβω
Λατσούδα
Λειανοφάσλα
Λειάνσα
Λέσιο
Λιάρδα
Λιμασμένο
λιμπά
λιόκια
Λισγάρι
Λιτάρι
Λοβιάζω
Λοιμπά
Λούρα
λούτα
Λτσέκι
Λυκοτίνια
μ΄πρισκάλσι
μαβλάω
μαβλάω
Μακελεύτηκα
Μαλτέζικο
Μανάρι
Μαναφλίκια
μαντζακούπ
μαντρί
Μαξούμι
Μαργώνω
μαρκαλάω
Μαρκάλος
μαρκούτσ
μαρμίτα
Μάσια
Μάσινα
κληματαριά, που χρησιμοποιείται για ίσκιο
ολοκλήρωση εργασίας (απαλλαγή), αρμαθιά καλαμποκιού κρεμασμένη
κρεμάστηκα από τα χέρια
μιλάω
κριτσάνησε ή κάτι τέτοιο
τρίζω
έσπασε με δυνατό θόρυβο
στράβωσε (τόσο που έγινε σχεδόν κόμπος)
στράβωσε
αγγίζω
φλιτζάνι
κουτάλι
βράχνιασμα από δυνατές φωνές ή πολυλογία
ελλάτωμα
πήλινο δοχείο
μαύρος
επίπεδο τμήμα εδάφους
φεύγω γρήγορα
πήρα δρόμο, έφυγα τρέχοντας
λουφάζω
ησύχασε , μη μιλάς
ανυπομονώ
κλαδί από έλατο
φασόλια μικρά ( αμπελοφάσολα)
τεμάχισα
αδύνατο ζώο
φσέκι, μεθώ
το πολύ πεινασμένο
λιόκια
όρχεις
πολύ ψηλό
σχοινί
βρωμίζω
τα λιόκια (όρχεις)
βέργα
Η αχτένιστη,απεριποίητη γυναίκα
μονάδα βάρους (20 οκάδες) κυρίως για δημητριακά
μικρά αρνιά
στραβοκατάπια
προσκαλώ τα ζωντανά ή τα κατοικίδια
φωνάζω (τις κότες ή τα πρόβατα)
χτύπησα πολύ άσχημα
καλή ράτσα αμνοεριφίων
αρνάκι που έχει ιδιαίτερη περιποίηση
κουτσομπολιά
αντρικό γεννητικό όργανο!
στάβλος
μικρό παιδί
κρυώνω
κάνω sex
ζευγάρωμα ζώων
Ξύλο, αντικό όργανο, κάτι που δεν ξέρω πως δουλεύει, τηλεκοντρόλ (φέρ'το μαρκούτσ)
τα λεφτά
μεταλλικό εργαλείο που χρησιμοποιούμε για τη φωτιά στο τζάκι
καλύβα
ματζαφλάρ
ματουϊάλα
Ματσαραγγιά
Ματσάστκα
ματσλάω
Μαυλάω
με σιούρξε
μη μι γκιουιζ
μόσκι
μουλοκάναρο
Μουνούχι
Μουτλάκου
μπαϊλσα
μπαϊλσιά
μπακακάκι
μπακανιάρικο
μπακάνιασα
μπακατσέλη
μπακτσές
Μπάλα
Μπαλατσάρσα
μπαρχάλα
μπασιά
μπασκίνας
Μπαχλατάω
μπεκιώνα
μπελι
Μπερμπεκάω
μπζιάκα
μπζιάκας
μπηχτοκέφαλα
Μπικιόνι
Μπιρμπελόνια
Μπιτ
Μπιχτιά
Μπλαθρί
μπλαθρώνω
μπλαντάμ
Μπλαντζάστκα
μπλετσιανάω
Μπλιόρι
Μπλιτσανάω
μπόκαλο
μπολιάζω
μπομπότα
μπούγλα
Μπούγλα
Μπουρμπουτσέλι
μπουρμπούτσιαλο
Μπουχαρί
Μπουχός
Μπράσκλα
μπραστ
Μπρέτσικος
Μπρίζω
κάτι μακρύ
γυαλιά οράσεως
ξεγέλασμα , εξαπάτηση , κοροϊδία , παραπλάνηση , εμπαιγμός ,
δέχτηκα μεγάλη πίεση
μασάω
καλώ το ζώο να έρθει κοντά μου
ξεπάγιασα
μη με αγγίζεις
μοσχάρι
τό αποτέλεσμα ζευγαρώματος, ανάμεσα σ'ένα στραγαλίνι κι ένα καναρίνι
το τεχνικά στειρωμένο
οπωσδήποτε , χωρίς άλλο , σώνει και καλά
ζαλίστηκα
ζαλάδα
βατραχάκι
τό παιδί,πού εχει πρησμένη κοιλιά
πρήστηκα, από το πολύ νερό, ποτό
μπακακάκι
τό χωράφι μάλλον
μέτωπο , κούτελο ,(μι βάρσει ου ήλιους κατάμπαλα)
παλάβωσα
διχάλα
έχει ρεύμα, φυσάει
χωροφύλακας
πολυλογώ (λέω πολλά χωρίς αξία)
κανάτα
(μόνο την κυριολεξία ) πτυοσκάπανο
ξεδιαλέγω ,ψάχνω γύρω από τα δένδρα για καρπούς πεσμένους
βατράχι - vampire μεγάλου μεγέθους που πίνει αίμα από πρόβατα
αυτός που είναι χοντρούλης
με το κεφάλι κάτω
τσίγκινο ποτήρι
είδος φαγητού (ζυμαρικό)
καθόλου
πολύ απότομη κατηφόρα
χοντρό
σκεπάζω κάτι πρόχειρα, καλύπτω
ό άχαρος, χοντροκομένος άνθρωπος
ανταμώθηκα
πλατσουρίζω ή κάνω μπάνιο σε ρηχά νερά
τράγος από ενός έως δύο ετών
χτυπάω με τα πόδια το νερό
μικρή πέτρα
εμβολιάζω
τό ψωμί από καλαμπόκι
τενεκές
μεταλλικό δοχείο λαδιού
γενικά τα άγνωστα μικρά έντομα
έντομο
(μουχαρί) η καμινάδα εσωτερικά
σκόνη
πολύ μεγάλος βάτραχος
έφυγε γρήγορα
ο ευέξαπτος άνευ λόγου και αιτίας
κλαίω δυνατά
Μπριντζλίνες
μπστούρια
μσαφιραίοι
Μστόβλακος
μτσούνια
μχαρής
Νάμου
Νείλα
νέσπλο
Νικροσκούτ
Νογάω
νομ' ή ναμ'
Νόρλος
Ντάβανος
νταβλαρώθκα
Νταλάκι
νταούλιασε
ντζιομανίκι
ντζιοπάνς
Ντιπ
ντμπάτσαμαν
Ντορβάς
Ντορός
Ντουρλώνω
Ντράβαλος
Ντρόχαλα
Ξαγάρι
Ξάγναντο
Ξάι
Ξαμώνω
ξαποστάζω
Ξεζάρκοτος
Ξεκλέτζωνος
Ξεκλιτσινιάστκα
ξεκλιτσνιάσκει, ξεφιστουκιάσκει
Ξελαμπαδιάζω
ξεμοτόχου
Ξεμουτόχου
Ξεμπριστουριάστκα
ξεμτσουνιάσκαν
Ξεμτσουνιάσκει
ξεντραχτώθκα
Ξεντραχτώθκα
Ξέρακας
ξεσκανταλίσκει
ξεσκλάω
Ξεσκλίστκα
Ξεστρίφτκα
ξεσφυρου
Ξετσαουλιάστκα
Ξετσιώνιασε
ξετσόνιασες
ξίκι να γένει
Ξιμπλέτσοτη
ξιμπλιέτσοτο
το χαλαρό δέρμα το πλαδαρό
πέτρες
επισκέπτες
χαζός
μούρη
καμινάδα
δώσε μου
πανωλεθρία , καταστροφή
μούσμουλο
σάβανο, (μεταφ. ο άχρηστος)
καταλαβαίνω
δώσε μου
ουρά
είδος εντόμου
έπεσα κάτω ή ξάπλωσα απότομα
σαμιαμίδι
μέθησε
γκλίτσα, μαγγούρα
γιδοβοσκός (γκλίτσμαν)
με όλη τη σημασία της λέξεως , στη κυριολεξία
την πατήσαμε
ταγάρι υφαντό
ίχνος
στήνω
φασαρία
χοντρές πέτρες
αμοιβή του μυλωνά από το άλεσμα
ξέφωτο
ένα φορτίο ίσο με το φορτίο ενός φορτηγού ζώου(80 οκάδες)
τεντώνω το χέρι μου για να χτυπήσω κάποιον
ξεκουράζομαι
γυμνός
πολύ ψηλός
άνοιξαν πολύ τα πόδια μου
διαλύθηκε
αποκαλύπτω , δημοσιοποιώ πράξεις κάποιου ενώπιόν του
αποκλειστικά
επίτηδες , αποκλειστικά ,επί τούτου
(μεταφ.)
τράκαραν μετωπικά
χτύπησε πολύ στο πρόσωπο
διαλυθηκα
διαλύθηκα
ξερό δέντρο
απορυθμίστηκε
σκίζω
έσκισα τα ρούχα μου
εξαντλήθηκα
χώνω
μου φύγαν τα σαγόνια απ' το χασμουριτό
αλήτεψε
απέκτησες θάρρος
κομάτια να γίνει
η προκλητικά ντυμένη από τη μέση και πάνω
γυμνό
ξιτσαουλιάστκα
ξιώτε
ο έμμετος,έβγαλα τα συκότια μου
Οβολιός
Οδίζω
Ορσίδα
Ουβάσ(ου)
Ούι
Όχτος
Όψιμο
πααίνω αντικιαστά
Παλιοσπόρια
Παπαδέλες
Παρακαλιά
Παρασάνταλος
Παρασόλησα
παρασόλισα
Πατλιά
πάφλας(πλυθ. παφίλια)
Παχνί
Περδικούλα(μεταφ.)
Περονιάζω
πεταστή
Πέτρα
πετρόβεργο
Πετρόβεργο
πετσί
πθαμή
πιπίτιασα
Πιστρώνομαι
Πλακανίδα
πλακοπάϊδα
πλακόφωνο
Πλαστός
Πλαχούρας
Πλίματα
πλιτσίκι
πλομάτσα
πλουτούμ
Πλόχερο
πομποσιά
Πόντζι
ποστιάζω
πουμπόθκα
πουνιάζομαι
Πούντα
Πουριά
Πουτινός
Πουτσαρίνα
Πουτσαρούλας
πράματα
πρατζαφίλια
πρατίνα
Πρατίνα
Πρατόγαλο
μου έφυγε το στόμα μου έφυγε το σαγόνι
Ξύνεται (Ο Στέφανος ξιώτε στμπλατ γιατί τουν έφαε ντάβανος)
σωρός από πέτρες
μοιάζω με άλλον
κανάλι στη πλαγιά του βουνού από το οποίο μετά από βροχή ή χιόνι παρασύρονται πέτρε
σώπασε ,μη μιλάς ,λάρωσε
Ο λόγος που η Άρτα θεωρείται το μικρό Παρίσι! Συνήθως εκφράζει έκπληξη
φυσικό χωμάτινο αντέρεισμα (ένας μικρός γκρεμός)
άργησε να ωριμάσει
πάω στα τυφλά
είδος φαγητού
καθαρισμένα κάστανα ψημένα ή βρασμένα
αλληλοβοήθεια
ανάπηρος ,γενικά αυτός που έχει άσχημη όψη
φοβήθηκα απότομα ,τρόμαξα
φοβήθηκα, τρελάθηκα
μεγάλο αγκάθι που μπαίνει στα πόδια
τενεκές τσίγκινος (ή μυαλό άστα να πάνε...)
ταΐστρα
ψυχή , (το λέει η περδικούλα του)
διαπερνώ
λαγάνα
το φύλλο της πίτας ή του μπακλαβά
πλάστης για πίτες
το ξύλο για το άνοιγμα φύλλου πίτας ή γλυκού , ο μπλάστρης
επιδερμίδα, δερμα σύνταξη με πετσί (πετσώνω=καλύπτω επιφάνεια αλλα και κάνω sex,
παλάμη
δίψασα πολύ
κάθομαι
επίπεδη πλάκα μεγάλων διαστάσεων
παγίδα για πουλιά με επίπεδη πέτρα
πικάπ
χορτόπιτα με ζύμη καλαμποκάλευρου
αυτός που έχει μεγάλα αυτιά
υπολείματα φαγητού
μούσκεμα
στρώμα
μούσκεμα
χούφτα του ενός χεριού
ασφυξία
ρόφημα για το κρυολόγημα (ζεστό τσίπουρο με ζάχαρη)
βαζω το ένα πάνω στο άλλο
πνίγηκα - δεν μπορώ να πάρω ανάσα
τρώω
κρύωμα
μικρό πέρασμα για ζώα
ο χώρος ανάμεσα στο ταβάνι και τη σκεπή
γεροδεμένη δραστήρια γυναίκα
απαξιωτική προσφώνηση σε άντρα
τά πρόβατα
μικρά τεμάχια -παρελκόμενα-μικρής χρηστικότητας!
προβατίνα
προβατίνα
γάλα προβατίνας
Πρέντζα
Πρίσκαλα
πριτσαλίστκα
πριτσιαλάω
Προγκάω
Πρόπσα
Προστλαΐνω
προφάν
Πρώιμο
πσλά
Πτιά
πτσαρας
πτσάς
Πυρουμάδα
Ρακογυάλι
Ρασεύω
ρεκοβέλαξα
ρέκος
ρεχατιάζω
Ριγανέλα
Ρικουμανάω
ρογγαλιάσκα
ρογγαλιάσκα
Ρογκαλιάστκα
ρόκα
Ρόκα
Ροκιά
ρουπώνω
Ρούσσα
Ρουχνάω
Ρυμουσέλι
Σαγάνι
Σαδέ
Σακοτρύπι
Σαλαγάω
σαλακατές
σαλιβάρι
Σαλιβάρι
Σαούριασε
σαρμανίτσα
Σαρμανίτσα
Σαρώνω
σατλά
σάφαρο
σαφρακιασμένο
Σβάρνα
Σβαρνίστκα
Σβόερας
σβόηρας - κατσκανάρ
Σβουνιά
Σέπωμαι
Σερκό
Σέρπετο
σιάφαρο
Σιαχλασμένο
κλωτσοτύρι
άγρια σύκα
κάηκα
κάνω sex
τρομάζω ένα ζώο για να φύγει
πρόλαβα
βυζαίνω τα μικρά αρνιά
τό καλαμάκι(μέ αυτό πού ρουφάν)
ωρίμασε πριν την ώρα του
ψηλά
στομάχι μικρού αρνιού ή κατσικιού
αγορι (αντίθετο τσουπρα=κοριτσι)
υποτιμητικά ο άνδρας
φέτα καλαμποκίσιου ψωμιού ζεσταμένη στο τζάκι
μικρό γυάλινο ποτηράκι για κέρασμα
τριγυρίζω
κλάμα και ουρλιαχτό στην ίδια κραυγή (στούμπσα το δάχλο=αιτία για ρεκοβέλασμα)
σπαρακτικό κλάμα
ξεκουράζομαι-λαγοκοιμάμαι
είδος τριχιάς
φωνάζω δυνατά, (από το ρέκος) ρεκάζω.
μου μπήκε ακίδα
μου μπήκε ακίδα
τρυπήθηκα από κομμάτι ξύλου
καλαμπόκι
καρπός καλαμποκιάς
φυτό καλαμποκιάς από το καρπό και πάνω
χορταίνω, ρούπωσα=έφαγα
κοκκινόξανθη
ροχαλίζω
έρμο , χωρίς αφέντη - κύριο
τσίγκινο πιάτο , τηγάνι
ειδάλλως
αγκάθι
κατευθήνω το κοπάδι
φασαρία
φερετζές για ζώα(προς αποφυγή δαγκώματος)
ξύλο που τοποθετούσαν στο στόμα του κατσικιού για να μη βυζαίνει
σώπασε , βγάλε το σκασμό
κούνια
κρεβάτι βρέφους (κούνια)
σκουπίζω
χαζά
ασχημος ή άσχημη
tό αδύνατο ή αδύναμο, τό κακόμοιρο
εργαλείο του ζευγολάτη
σύρθηκα
δραστήριος , ανήσυχος
ζωηρός
ακαθαρσία (τα κακά) της αγελάδας
σαπίζω
αρσενικό
σαύρες , σκορπιοί ,γενικά τα πολύποδα
άσχημη γυναίκα
χαλασμένο
σιέρπετο
σιλούντιασα
Σιλπί
Σιμά
σιούγκρα τον
σιουρμανάω
Σκαμνιά
σκανταλάρια
Σκαπετάρσα
σκαφίδα
Σκερεύω
Σκέριο
Σκιάζομαι
σκλέντζα
Σκλέντζα
σκόπι
Σκούπρα
σκρούμπος
σκρούμπος
Σκρούμπος
Σομπολιάζω
Σούμπρα
Σούρλα
Σούτα
σπλιτζάρ
Σπλόνι
Σπρούχνη
σπρούχνη (χόβολη)
Σταλικομένος
Στάλος
Στέρφος-α
Στεφάνι
Στουμπιά
Στουμπίστκα
Συγχαρίκια
Συμπράγκαλα
Συνγκεριάζω
Συντελεύτκα
Συρμή
σφαλαγγούδια
Σφαλαγγούδια
Σφίχτκα
σφουγγάω
Σφούνι
σφρίδα
σφρουτζούλατο
Τάβλα
Ταπίστομα
Ταχειά
Τένγκι
τένες
Τζούφλια
τίγκα
Τλουπώνομαι
Τλώθκα
φίδι (ή άσχημη γυναίκα)
ζαλίστηκα - μπερδεύτηκα
ψαροπαγίδα (κυρίως για πέστροφες )
κοντά
σκουντησέ τον
σφυρίζω δυνατά
μουριά
εξαρτήματα για την παγίδα παραπάνω
ξέφυγα
μεγαλη λεκάνη
Τακτοποιώ, νοικοκυρεύω
νοικοκυριό
φοβάμαι
είδος παιχνίδιου
παιδικό παιχνίδι
ραβδί-μπαστούνι
σκουπίδια
κάηκε εντελώς - καρβουνιάστηκε
κάτι καμμένο
καμένο
ταιριάζω
καρυδόψιχα
η μύτη του γουρουνιού
γίδα χωρίς κέρατα
τό μικρό πουλάκι
είδος χόρτου με φαρμακευτικές ιδιότητες
η στάχτη με αναμμένα κάρβουνα
στάχτη με κάρβουνα
καθηλωμένος
σκιερό μέρος που κάθονται τα πρόβατα το μεσημέρι
στείρος-στείρα
γκρεμός
πέτρα για πετροβόλημα
δέχτηκα μεγάλη πίεση , ματσάστκα
αμοιβή σε κάποιον που φέρνει καλά νέα
αποσκευές
τακτοποιώ
καταστράφηκα πλήρως
κρυολόγημα
αράχνες
αράχνες
έτρεξα
σκουπίζω
το ακροφύσιο η απόλυξη της κάναλης του νερόμυλου
πρωκτός
πέτα το
τραπέζι
μπρούμητα
αύριο
ξύλινη κατασκευή για τη συσκευασία του τριφυλλιού σε δέμα (μπάλα)
αθλητικά παπούτσια
μάτια
γεμάτο όσο δεν παίρνει άλλο
τυλίγομαι με ρούχα-σκεπάσματα
σφίχτηκα
τλώνω (αόριστος τίλωνα)
τον μούτεψα
Τρανός
Τραπέτσι
τράω
Τράω
Τριβαλιάζω
Τριφτάρι
Τσακατόρα
τσακμάκι
Τσακνάκι
Τσακναρίδα
Τσακτσίρα
Τσαλακατιώνται
Τσαλαφούτι
Τσαντίλα
Τσαούλι
τσαρναράει
Τσατμάς
Τσάχαλο
Τσέργα
τσέρλο
Τσέρμιασμα
Τσιακλατάω
τσιακναρίδα
Τσιαμπαλούκια
τσιαούλια
τσικλίσκα
Τσιλόνι
τσιοκανάω
τσιόκος ή τζιόκος
τσιροπούλι
τσίφλια(τα)
Τσοκάνισμα
Τσόκος
Τσόλι
Τσούκνα
Τσουμαλίζω
Τσουμανίκι
Τσουπελάκα
Τσουρέπια
Τυρολόγος
Τφάνι
Ύστερη
Φακιόλες
Φάκλα
Φανέστρα
φαρμακώθκα
Φαρφάλα
Φερνό
Φιλεύω
Φιλί
φκαρ
φκάρι
Φκάρι
γεμίζω ασφυκτικά
τον διέλυσα
μεγάλος
ξινό
κοιτάζω
κοιτώ ,βλέπω
τσακίζω
πέτρα ποταμίσια που τη χρησιμοποιούν για να τρίβουν αλάτι κ.ά.
εργαλείο που προκαλεί θόρυβο για να απομακρυνθούν επιβλαβή ζώα
αναπτήρας(περίπου)
μικρό πολύ λεπτό κλαράκι
αυτή που έχει πολύ λεπτά πόδια
παντελόνι παραδοσιακής στολής
λογομαχούν έντονα
παράγωγο πρόβειου γάλακτος
πανί για το στράγγισμα του τυριού
η κάτω γνάθος
στάζει - τρέχει νερό
διαχωριστικό δωματίου από άχυρο , λάσπη και ξύλα
σκουπίδι
φλοκάτη
ρευστά κόπρανα
μούδιασμα
χτυπάω τα αυγά
πολύ λεπτή γάμπα
μαλλιά
σαγόνι
σκίστηκα
άχρηστο ρούχο
ευνουχίζω
πέος (στο τζιόκο μου=στο που*σο μου, κλάσε μας το τζιόκο)
μικρό πουλί
μάτια
τρόπος στειρώσεως ζώου
…ανδρικό μόριο
χαλί υφαντό από μαλλί τράγου ή γίδας
το κολλημένο φαΐ στη κατσαρόλα
τρώω
μπαστούνι
πράσινη σαύρα
κάλτσες χοντρές πλεκτές
ασκί γεμάτο τυρί
περαστικό ψιλόβροχο ή μπόρα της στιγμής
τελευταία
είδος καλαμποκιού (ποπ-κορν)
πολύ ζέστη
μικρό παράθυρο πάνω στο ήδη υπάρχον (φινιστρίνι)
στεναχωρήθηκα
φουσκάλα στο δέρμα
ανοιχτό
κερνώ
κομμάτι
η φλούδα που μένει από τα ξερά φασόλια, μεταφορικά: άχρηστος άνθρωπος: είσαι φκαρ
θήκη
κέλυφος
Φκαροβύζα
φκιαρ’
Φλάτο
Φλέσερα
Φλιά
Φλιντούρξε
Φλιντράω
φλιτράω
Φόλι
Φόντα
φουρδακλιάζω
Φουρδακλιάσκα
φουρτουλάω
φραστ
φρουτζούλα το
φσέκι
Φταίξος
χάθκαμαν
χαλεύω
Χαλεύω
Χαμοκέρασο
Χαμχούϊας
Χατήλι
Χαύδα
Χειμαδιά
χιζουβόλσια
χλιάρ
Χλιάρι
Χλίβομαι
χλιιμάρα
Χλιμάρες
Χλιμένος
Χνέρι
Χόβολη
Χουϊάζω
Χουχτάω ή χουχουτίζω
χυμονικό
Ψαρί
με μεγάλες θηλές (κυρίως για γίδα)
το φτιάρι
παλαβομάρα
πεσμένα φύλλα από δέντρα του λόγγου
δώρο
πέταξε στον αέρα
πετάω
πετάω
το αυγό που αφήνουμε στη φωλιά της κότας
από τότε
πήρα φωτιά
κάηκα
πετάω
γρήγορη κίνηση
πεταξέ το
Λιάρδα, μεθώ
ο υπαίτιος , αυτός που φταίει
χαθήκαμε
ζητάω
ζητώ
αγριοφράουλα
ηλίθιος ,χαζός
η γωνία που σχηματίζετε από τη σκεπή και τον τοίχο εσωτερικά του σπιτιού
στάση καθήμενης γυναίκας( με ανοικτά τα πόδια).
τόπος που συγκεντρώνονται τα κοπάδια το χειμώνα
χέστηκα!
κουτάλι
κουτάλι
βασανίζομαι
η έντονη μιζέρια
δουλειές
βασανισμένος ,κακομοίρης
ρεζιλίκι
ζεστή στάχτη
φωνάζω δυνατά , μαλώνω
φωνάζω για να διώξω τα άγρια ζώα
καρπούζι
γκριζωπό