Βασίλειος Διγενής Ακρίτας

Ο θρύλος τον Διγενή
Ο πιο γενναίος από τους ακρίτες ήταν ο Βασ ίλειος Διγενής. Ο θρύ λος λέγει πως ο
πατέρας του, που ήταν Άραβας, έγινε χριστιανός και παντρεύτηκε μια Βυζαντινή. Από το
γάμο αυτό γεννήθηκε ο Διγενής, που ξεχώριζε από μικρός:
«ενός χρόνο υ πιάνει σ παθί και δυο χρονών κοντάρι
κι όταν επάτησε τους τρεις κρατιέται παλικάρι».
Αλλά και όταν μεγάλω σε:
«Σπί τι δεν τον εσκέπαζε, σπηλιά δεν τον εχώ ρει
τα όρη εδρασ κέλιζε, βουνών κορφές ε πήδα».
Πάλεψε με άγρια θηρία και με δράκοντε ς, πολέμησε με του ς Σαρακηνού ς, τους
Απελάτε ς και τι ς Αμαζόνες. Κανένας δεν τον νίκησε ποτέ. Στερνός αντίπαλος του ήταν ο
ίδιος ο Χάρος, που τον ζήλεψε, γιατί:
«Στο γλάκιο 1 έπιανε λαγό, στον πήδο πιάνει αγρίμια
την πέρδικα την πλουμιστή ξοπίσω την αφήν ει,
μα ο Χάροντας επέ ρασε κι ήταν μανιασμένος.
-
Για βγάλε, νιε, τα ρού χα σου βγάλε και τ’ άρματα σου,
δέσε τα χέρια σου σταυρό να πάρω την ψυχή σου.
-
Δε βγάνω εγώ τα ρούχα μου μηδέ και τ’ άρματα μου.
Άντρας εσύ άντρας και γω και δυο καλαντριωμένοι
ας πάμε να παλέψουμε στα μαρμαρ ένια αλώνια
να μη ραγίσουν τα βου νά και μη χαλάσει η χώρα.
Κι επήγαν και παλέψανε στα μαρμαρένια αλ ώνια
κι εννιά φορέ ς ο Διγενής βάζει το Χάρο κάτω
και πάνω στις εννιά φορές του Χάρου κακοφάνη
πιάνει το νιο από τα μαλλιά και τόνε γονατίζει».
1
το γ λ άκ ιο : τ ρέ ξιμ ο
Διγενής Ακρίτας
Τρίτη εγεννήθη ο Διγε νής και Τρίτη θα πεθάνει.
Πιάνει καλεί τους φίλ ους του κι όλους τους αντρειωμένους .
νά ’ρθει κι ο Τρεμαντάχειλος, που τρέ μει η γη κι ο κόσ μος.
Κι επήγαν και τον ήβρανε στον κάμπο ξαπλωμένο.
Βογκάει, τρέμουν τα βουνά, βογκάει, τρέμουν οι κάμποι.
-
Σαν τι να σ’ ήβρε, Διγενή, και θέλεις να πεθάνεις;
-
Φίλοι, καλώς ορίσατε, φίλοι κι αγαπημένοι .
συχάσατε, καθίσατε κι εγώ σας αφηγιέμαι.
Της Αραβίν ας τα βουν ά, της Σύρας τα Λαγκάδια,
που κει συνδυό δεν πε ρπατούν, συντρεις δεν κου βαντιάζουν,
παρά πενήντα κι εκατό, και πάλε φόβον έχου ν,
κι εγώ μονάχος πέρασ α, πε ζός κι αρματωμέν ος,
με τετραπίθαμο σ παθί, με τρεις οργιές κοντάρι.
Βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια 1,
νυχτιές χωρίς αστροφε γγιά, νυχτιές χωρίς φε γγάρι.
Και τόσα χρόνια που ’ ζησα δω στον απάνου κόσμο,
κανένα δε φοβήθηκα από του ς αντρειωμένου ς.
Τώρα είδα έναν ξιπόλητο και λαμπροφορεμέ νο,
πόχει του ρήσου 2 τα πλ ουμιά, της αστραπής τα μάτια .
με κράζει να παλέψου με στα μαρμαρένια αλώνια,
κι όποιος νικήσει από τους δυο, να παίρνει την ψυχή του.
Κι επήγαν κι επαλέψανε στα μαρμαρένια αλ ώνια .
κι όθε χτυ πάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει,
κι όθε χτυ πάει ο Χάροντας, το αίμα τράφο 3 κάνει.
(Δημοτικό)
1
2
3
το κ α τ α ρ ά χι : πλ αγ ι ά βο υν ο ύ
ο ρ ήσο ς : άγ ριο αι λο υ ρ ο ει δές
η τ ρ άφο ς : β α θύ α υ λ άκ ι , τ ά φ ρο ς