Ομόρριζα ρημάτων στον Θουκυδίδη

-1ΘΟΥΚΥ∆Ι∆ΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ, 1Ο ΒΙΒΛΙΟ
ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΡΗΜΑΤΩΝ
Ἀγείρω: αγορά, αγύρτησ (= επαίτησ, απατεώνασ), οµήγυρισ, πανήγυρισ, αγερµόσ,
συναγερµόσ, συναγερτικόσ.
Αἴρω: άρδην (= σηκωτά, εξ ολοκλήρου), αρτηρία, µετέωροσ, αιώρα, συνωρίσ (= ζεύ"
γοσ), άορ (= ξίφοσ), άρση, έπαρση, έξαρση, αντάρτησ, αορτή, µίσθαρνοσ.
Αἰσθάνοµαι: αίσθηση, αισθητικόσ, αισθητική, αισθητόσ, αναίσθητοσ, ευαίσθητοσ,
αίσθηµα, αισθητήριο, αισθηµατίασ, ακαλαίσθητοσ, διαισθαντικόσ.
Αἰτῶ: αίτηµα, αίτηση, παραίτηση, απαίτηση, επαίτησ, διαιτητήσ, διαιτητική, επιδι"
αιτησία, (απ", επιδι")αιτητικόσ.
Ἀναγκάζω: αναγκαστέοσ, (εξ)αναγκασµόσ, πειθαναγκασµόσ, αναγκαστικόσ.
Ἀναιρῶ: αίρεση, αναίρεση, διαίρεση, αφαίρεση, καθαίρεση, προαίρεση, διαιρέτησ,
διαιρετέοσ, (δι)αιρετόσ, αιρετικόσ, αρχαιρεσίεσ, αφηρηµάδα.
Ἀναχωρῶ: αναχώρηση, αποχώρηση, προσχώρηση, συγχώρηση, παραχώρηση, ανα"
χωρητήσ, υποχώρηση, υπαναχώρηση, αντιµεταχώρηση, χωρίο, χωρικόσ, χωράφι.
Ἀντανάγω: (απ", εξ", συν", δι", παρ", επ")αγωγή, παραγωγικόσ, παραγωγόσ, (προ",
παιδ")αγωγόσ, αγώγι, αγώγιµοσ, άγηµα, αγέλη, ακτίνα, άµαξα, άξονασ, (αν)άξιοσ,
ισάξιοσ επείσακτοσ, παρείσακτοσ, εισακτέοσ, εισαγωγικόσ, λοχαγόσ, στρατηγόσ,
χορηγόσ, ξεναγόσ, πλοηγόσ, προσαγωγή, προασακτέοσ, παρθεναγωγείο, υδραγω"
γείο, σύναξη, συναξαριστήσ, επαγωγόσ, ανάγωγοσ, καταγώγιο, ευαγώσ, ευαγήσ,
εναγήσ.
Ἀντικαθέζοµαι: έδαφοσ, εδάφιο, (εν", εξ", καθ",)έδρα, έδρανο, εδώλιο.
Ἀντιλέγω: ειρήνη, Ειρηναίοσ, ειρηνικόσ, (θεο", ψυχο", γραφο", γεω", σπηλαιο"), λό"
γοσ, (αντί", διά" έλ", επί", κατά", παρά", πρό", σύλ", υπό", φιλό", ετοιµό")λογοσ, α"
πολογία, λογύδριο, λογικόσ, πολυλογάσ, αναντίλεκτοσ, ρήµα, ρήση, αντίρρηση,
ρήτορασ, ρητορικόσ, ρήτρα, ρητόσ, άρρητοσ, απόρρητοσ, έποσ, καλλιέπεια, ορθοε"
πήσ, λέξη, διάλεξη, (µονο", δια", δυσ")λεκτικόσ, λέξηµα, λεξικό, λογοκλόποσ, ετυµο"
λογικό.
Ἀντιποιῶ: ποίηµα, ποιητήσ, (αντι", απο", εκ", µετα", παρα", περι", προσ") ποίηση,
προσποιητόσ, (α)χειροποίητοσ, θεοποίητοσ, (αντι)ποιητικόσ.
Ἀντιστρατοπεδεύω [< στρατόσ (< στορέννυµι > στρατιά > στρατιώτησ) + πέδον =
γη, έδαφοσ, τόποσ]: στρατοπεδευτικόσ, στρατοπέδευση, στρατόπεδο.
Ἀπαγγέλλω: αγγελία, αγγελιαφόροσ, άγγελµα, διάγγελµα, παράγγελµα, αγγελτή"
ριο, εισαγγελέασ, εξάγγελοσ, (εξ", επ", εισ", παρ")αγγελία, παραγγελιοδόχοσ.
Ἀπαγορεύω: απαγόρευση, αναγόρευση, ρητόσ, άρρητοσ, απόρρητοσ, ανάρρηση,
διαρρήδην (= σαφώσ), (κατ", συν", προσ", ευπροσ")ήγοροσ, δικηγόροσ, αγορητήσ,
ετυµηγόροσ (< ετυµηγορία = απόφαση ορκωτού δικαστηρίου), απαγορευτικόσ.
Ἀπάγω: ∆εσ το ρήµα ἀντατανάγω.
Ἀπέρχοµαι: προσήλυτοσ, προσηλυτισµόσ, (δι", παρ", προ", προσ", συν")έλευση, ε"
λευθερία, ιταµόσ, (αν")εξίτηλοσ, (εισ", εξ")ιτήριο, ισθµόσ, (αµαξ", προσ")ιτόσ, απρό"
σιτοσ.
Ἀποδείκνυµι: αποδεικτικόσ, (από", έν", υπό")δειξη, (παρά", υπό")δειγµα, δείγµα,
(αν", αυτ", δυσ")απόδεικτοσ, δείκτησ.
Ἀποδίδωµι: δώρο, δόση, (ανταπό", αντί", από", διά", έκ", κατά", µετά", παρά")δοση,
προδοσία, (αν")έκδοτοσ, (εκ", µετα")δοτικόσ, παραδοτέοσ, δωσιδικία, (αιµο", ανα"
µετα", κατα", µετα", πληροφοριο", τροφο", φωτο")δότησ, αναµετάδοση, δόσιµο, ά"
δοτοσ.
Ἀποικίζω: οικιστήσ, αποικιστήσ, αποικισµόσ, οικισµόσ, µετοίκιση.
Σοφοκλῆσ Ἀπ. Μητρούσιασ: Σχολικόσ Σύµβουλοσ Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάσ
-2ΘΟΥΚΥ∆Ι∆ΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ, 1Ο ΒΙΒΛΙΟ
Ἀποκρίνω: κριτήσ, κριτικόσ, κρίση, (ανά", από", διά", επί", κατά", πρό", σύγ")κριση,
κριτήριο, πρόκριµα, κρίµα, άκριτοσ, (δυσδιά", έγ", πρό")κριτοσ, προκριµατικόσ,
(αν")ειλικρινήσ.
Ἀποκτείνω: (µητρο", πατρο", ανδρο", παιδο", αυτο")κτόνοσ, (ανθρωπο", ζωο", παι"
δο", αυτο") κτονία.
Ἀποπέµπω: αποδιοποµπαίοσ, (απο", εκ", παρα")ποµπή, ποµπόσ, (προ", ψυχο", νε"
κρο")ποµπόσ.
Ἄρχω: αρχή, αρχαίοσ, αρχείο, αρχικόσ, έπαρχοσ, ναύαρχοσ, ύπαρχοσ, ίππαρχοσ,
ταξίαρχοσ, γυµνασίαρχοσ, άρχων, υπαρκτόσ, άναρχοσ, έναρξη, απαρχή, προκα"
ταρκτικόσ, φεουδάρχησ.
Βιάζω: βιασµόσ, βιαστήσ, αβίαστοσ, απαραβίαστοσ, βίαιοσ, βιαστικόσ, εκβίαση, πα"
ραβίαση.
Βουλεύω (< βουλή + εύω): βουλευτήσ, βουλευτήριο, (προ")βούλευµα, συµβουλευτι"
κόσ, διαβούλευση, βουλευτικόσ,
Βούλοµαι: βούληση, αβούλητο, σύµβουλοσ, συµβούλιο, βουλή, βουλητικόσ, βούλη"
µα, αβούλητοσ, άβουλοσ.
Γίγνοµαι: γενεά, γένοσ, γένεση, γενέτειρα, γενέθλιοσ, νεογνό, γυνή, γόνοσ, γηγενήσ,
πρωτογενήσ, εγγενήσ, ευγενήσ, ενδογενήσ, αγενήσ, ευγενικόσ, συγγενήσ, εγγονόσ.
Γιγνώσκω: γνώµη, συγγνώµη, γνώση, (ανά", από", διά", επί", πρό")γνωση, αγνώ"
µων, άγνωστοσ, γνωστ(ικ)όσ, ασύγγνωστοσ, άγνοια, ανάγνωσµα, αναγνωστικό.
∆έχοµαι: (από", δια". παρα", υπο")δοχή, δεξιόσ, δεξαµενή, απαράδεκτοσ, δοκόσ,
αποδέκτησ, δοχείο, δεκτόσ, (ανά", διά")δοχοσ, δωροδόκοσ, αναδεξιµιόσ.
∆έω: δέηση, ενδεήσ, ένδεια, αδέητοσ.
∆ῶ: δέση, σύνδεση, υπόδεση, δεσµόσ, υπόδηµα, ανυπόδητοσ, άδετοσ, ασύνδετοσ,
δέσµη, δέµα, δεµάτιο, συνδετήρασ, αλληλένδετοσ, δέσιµο, κοµπόδεµα, λαιµοδέτησ,
διάδηµα, δεσµωτήριο, δεσµώτησ, σύνδεσµοσ.
∆ηλῶ: δήλωση, δηλωτικόσ, εκδηλωτικόσ, συνυποδηλωτικόσ, συνυποδήλωση, αδή"
λωτοσ, διαδήλωση, δηλαδή.
∆ιαφθείρω: φθορά, διαφθορά, παραφθορά, αδιάφθοροσ, φθαρτόσ, άφθαρτοσ, δι"
αφθορέασ, ψυχοφθόροσ.
∆ίδωµι: ∆εσ το ρήµα ἀποδίδωµι.
∆ικάζω (< δίκη < δίκαιοσ): δικαστήσ, δικαστήριο, δικάσιµοσ, αδίκαστοσ, διαδικα"
σία, (δια", παρα")δικαστικόσ.
∆οκῶ: δόξα, άδοξοσ, αδόκητοσ, δόγµα, δόκιµοσ, δοκιµή, δοκίµιο, αδοκήτωσ.
Ἐῶ: εατέοσ.
Ἐθέλω: εθελοντήσ, εθελοντικόσ, εθελούσιοσ, θέληση, θέληµα, θεληµατικόσ, αθέλη"
τοσ, άθελα, καλοθελητήσ, θα (< θέλω να).
Εἰµί: παρόν, ον, παροντικόσ, οντολογικόσ, (παρ", περι", εξ", πεµπτ")ουσία, ουσια"
στικόσ, ανούσιοσ, γόνοσ, (από", πρό", επί")γονοσ, εγγονόσ, γεγονόσ, εσθλόσ, όντωσ,
έτυµο, ετυµολογία.
Ἐκδιώκω: (τυχο")διώκτησ, (κατα")διωκτικόσ, (επι", κατα")δίωξη, κυκλοδίωκτοσ,
διωγµόσ.
Ἐµπίµπρηµι: εµπρησµόσ, εµπρηστήσ, εµπρηστικόσ.
Ἐξαρτύω: άρτυµα, εξάρτυση.
Ἐπαίρω: ∆εσ το ρήµα αἴρω.
Σοφοκλῆσ Ἀπ. Μητρούσιασ: Σχολικόσ Σύµβουλοσ Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάσ
-3ΘΟΥΚΥ∆Ι∆ΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ, 1Ο ΒΙΒΛΙΟ
Ἐπαµύνω: άµυνα, αµυντικόσ, Αµύντασ, Αµύνταιο, αµύντωρ, γλωσσαµύντορασ.
Ἐπέρχοµαι: ∆εσ το ρήµα ἀπέρχοµαι.
Ἐπερωτῶ: ερώτηση, επερώτηση, ερώτηµα, ερωτηµατικόσ.
Ἐπικρατῶ (< κράτοσ): ακράτητοσ, (επι", παρα", συγ")κράτηση, κρατητήριο, παρα"
κράτηµα, συγκρατηµένοσ, κρατερόσ.
Ἐπιπλέω: πλοίο, (ανά", από", διά", κατά", παρά", περί")πλουσ, πλεύσιµοσ.
Ἐπισκευάζω (< σκευή < σκεύοσ): επισκευάσιµοσ, (ανα", κατα", ανακατα", δια" επι",
παρα")σκευή, απαράσκευοσ, συσκευασία, επισκευαστήσ, (παρα")σκεύασµα, ασυ"
σκεύαστοσ, συσκευαστήριο, παρασκευαστήριο.
Ἐπιτρέπω: τρόπαιο, τρόποσ, επιτρεπτόσ, ανεπίτρεπτοσ, ντροπή, αδιάντροποσ, ε"
ντροπία, (ανα", επι", µετα", παρεκ", υπο")τροπή, ανατρεπτικόσ, επίτροποσ.
Ἔρχοµαι: ∆εσ το ρήµα ἀπέρχοµαι.
Ἐσγράφω: γραφίδα, (ανα", αντι", απο", δια", εγ", επι", κατα", µετα", παρα", περι",
προ", προεγ", συγ", υπο")γραφή, γράψιµο, γραφιάσ, συγγραφέασ, γραφείο, γραµµή,
γραµµατικόσ, γραµµατική, γραµµικόσ, γράµµα, γραµµατεία, γραµµατέασ, γραπτόσ,
απερίγραπτοσ, υπογραµµόσ, περιγραφικόσ, περίγραµµα, ορθογραφία, (καλλι", ορ"
θο")γράφοσ, (ιχνο", καλλι")γραφία.
Ἐσπλέω: ∆εσ το ρήµα ἐπιπλέω.
Εὑρίσκω: εφευρέτησ, εφεύρεση, ευρηµατικόσ, εύρηµα, δυσεύρετοσ, εύρετρα, ανεύ"
ρεση.
Ἔχω: έξη, µέθεξη, καχεξία, καχεκτικόσ, ευεξία, σχολή, σχολείο, σχέση, κατάσχεση,
σχήµα, σχεδόν, εξήσ, ανακωχή, (αντιπαρ", αντ", απ", εν", εξ", επ", κατ", µετ", παρ",
προσ", προεξ", συν", υπερ")οχή, παροχέασ, κατεχόµενοσ, (έν", έξ", κάτ", µέτ")οχοσ,
σχετικόσ, άσχετοσ, κατασχετήριο, συνεκτικόσ, (κληρ", ραβδ", σκηπτ", αζωτ", αν"
θρακ", βιταµιν")ούχοσ, ασυνεχήσ, ακάθεκτοσ.
Ζεύγνυµι: ζεύγµα, ζευγίτησ, ζεύγοσ, ζυγόσ, ζεύξη, (διά", σύ")ζευξη, διαζευκτικόσ,
υποζύγιο.
Ἥκω: προσηκόντωσ, καθήκον, προσήκοντεσ.
Ἡττ(σσ)ῶµαι: ήττα, ηττηµένοσ, αήττητοσ.
Ἵστηµι: σταθµόσ, ιστόσ, στήµων, (επι")στητόσ, (σύ", παρά", διά", από", ανά")στηµα,
ασταθήσ, σταθερόσ, στατήρασ, στάθµη, (αναντικατ")άστατοσ, αντικαταστατόσ, α"
ντικαταστάσιµοσ, αναστάσιµοσ, επαναστάτησ, επαναστατικόσ, επιστασία, απο"
στασία, αποστάτησ, επιστάτησ, στάση, (ανά", αντί", από", διά", έκ", έν", κατά", µε"
τά", παρά", περί", σύ", υπό")σταση, υποστατικόσ.
Καθέζοµαι: ∆εσ το ρήµα ἀντικαθέζοµαι.
Καθίστηµι: ∆εσ το ρήµα ἵστηµι.
Καταβάλλω: βλήµα, αναβλητικόσ, αναβολέασ, υποβολέασ, διάβολοσ, µεταβλητόσ,
αµετάβλητοσ, βόλοσ, βελόνη, βέλοσ, (αδιά", αµετά", ανυπέρ", από") βλητοσ, αναβλη"
τικόσ, αµφιβολία, αµφίβολοσ, αναµφιβόλωσ, (ανα", απο", δια", εκ", εµ", επι", κατα",
παρα", περι", προ", προσ", συµ", υπερ", υπο", )βολή.
Κατάγω: ∆εσ το ρήµα ἀντανάγω.
Κατακαλῶ: κλήση, κλητήρασ, κλητόσ, παράκλητοσ, έγκληµα, εγκληµατίασ, εγκλη"
µατολογικόσ, έκκλητοσ, εκκλησία, εκκλησιαστικόσ, (έκ", παρά")κληση.
Σοφοκλῆσ Ἀπ. Μητρούσιασ: Σχολικόσ Σύµβουλοσ Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάσ
-4ΘΟΥΚΥ∆Ι∆ΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ, 1Ο ΒΙΒΛΙΟ
Καταλύω: άλυτοσ, λύση, (ανά", από", διά", έκ", κατά", παρά")λυση, λύτρο, διαλύ"
τησ, λυτόσ, (ανα", απο", δια", εκ", κατα", παρα")λυτικόσ, διαλυτόσ, αδιάλυτοσ, απο"
λυτήριο, κατάλυµα, καταλύτησ, λύµα.
Κατατίθηµι: νοµοθέτησ, θεσµόσ, θέµισ, θετόσ, θέµα, ανάθεµα, θεµατικόσ (ευδιά",
αδιά", έν", σύν", επί", εγκά")θετοσ, υπόθετο, θέση, (ανά", αντί", από", διά", έκ", επί",
κατά", µετά", παρά", πρό", προσ", σύν", υπέρ", υπό")θεση, (απο", δια", παρακατα",
προ", προσ", συν", υπο")θήκη, (ανά", επί", σύν")θηµα, συνθηµατικόσ, διαθεµατικόσ.
Κελεύω: κέλευσµα, κελευστήσ, κελευστικόσ.
Κηρύττω(σσ): κήρυγµα, κήρυκασ, ακήρυκτοσ, κήρυξη, (ανα", απο", δια", επανα"
προ", επι", προ")κήρυξη.
Κρατῶ: ∆εσ το ρήµα ἐπικρατῶ.
Κωλύω: κώλυµα, ακωλύτωσ, κωλυόµενοσ.
Λαµβάνω: λάφυρα, αµφιλαφήσ (= κατάφυτοσ, δασύσ), εργολάβοσ, λήµµα, (απο",
παρα", συλ", χειρο")λαβή, επιληψία, επιληπτικόσ, αντιληπτόσ, (εύ", ανυπό", ακατά",
ασύλ", θρησκό")ληπτοσ, (παρα")λήπτησ, λήψη, (ανά", αντί", κατά", µετά", περί",
πρό", προσ", σύλ", υπό")ληψη, συλλήβδην(= όλα µαζί, χωρίσ διακρίσεισ).
Λέγω: ∆εσ το ρήµα ἀντιλέγω.
Λῄζοµαι: ληστήσ, ληστρικόσ, λήσταρχοσ, λησταρχείο, ληστοσυµµορία, ληστοσυµ"
µορίτησ.
Μένω: µόνιµοσ, µόνοσ, µενετόσ, (ανα", δια", εµ", επι", παρα", προσ", υπο")µονή.
Μέτεστι: ∆εσ το ρήµα εἰµί.
Μετέχω: ∆εσ το ρήµα ἔχω.
Ναυµαχῶ(< ναύµαχοσ <ναῦσ + µάχοµαι): ναυµάχηµα, ναυµαχία.
Ναυπηγῶ(< ναυπηγόσ < ναῦσ + πήγνυµι): ναυπηγήσιµοσ, ναυπήγηση, ναυπηγείο.
Νικῶ(< νίκη): ανίκητοσ, νικητήσ, νικητήριοσ, υπερνίκηση, νικήτρια.
Νοµίζω(< νόµοσ < νέµω): νόµισµα.
Ξυµβαίνω: βατήρασ, βακτηρία, βήµα, βαθµόσ, βάθρο, βατόσ, άβατοσ, πρόβατο, βά"
δην, βωµόσ, (ανα", δια", παρα", υπνο")βάτησ, (ανά", από", διά", έκ", κατά", µετά",
παρά", πρόσ", σύµ", υπέρ")βαση.
Ξυµπλέω: ∆εσ το ρήµα ἐπιπλέω.
Ξυµπροπέµπω: ∆εσ το ρήµα ἀποπέµπω.
Ξυναλλάσσω(ττ): εναλλάξ, εναλλακτικόσ, (αντ", συν")άλλαγµα, συναλλαγµατικόσ,
µεταλλάκτησ, ανταλλακτήριο, (απ", αντ", δια", µετ", παρ", συν")αλλαγή.
Ξυνοικίζω: ∆εσ το ρήµα ἀποικίζω.
Παραδίδωµι: ∆εσ το ρήµα ἀποδίδωµι.
Παραλαµβάνω: ∆εσ το ρήµα λαµβάνω.
Παραµελῶ(< παρά + ἀµελήσ < ἀ + µέλει µοι): αµέληµα, αµελήσ, ανάµελοσ, αναµε"
λιά, αµελητέοσ.
Παρασκευάζω: ∆εσ το ρήµα ἐπισκευάζω.
Παρατάττ(σσ)ω: ταγόσ, τακτόσ, τακτικόσ, ταξίδι, ταγάρι, τάξιµο, τάµα, τάγµα, νο"
µοταγήσ, (επί", διά", πρόσ", σύν")ταγµα, προσταγή, συντακτικόσ, τάξη, (από", διά",
έν", επί", κατά", µετά", παρά", πρό", σύν", υπό")ταξη, υποτακτικόσ, παρατακτικόσ,
παραταξιακόσ, συνταγµατικόσ, προστακτικόσ, ενταξιακόσ.
Σοφοκλῆσ Ἀπ. Μητρούσιασ: Σχολικόσ Σύµβουλοσ Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάσ
-5ΘΟΥΚΥ∆Ι∆ΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ, 1Ο ΒΙΒΛΙΟ
Παρέρχοµαι: ∆εσ το ρήµα ἀπέρχοµαι.
Παρέχω: ∆εσ το ρήµα ἔχω.
Παρίστηµι: ∆εσ το ρήµα ἵστηµι.
Πείθω: πειθώ, (δύσ", εύ")πιστοσ, πιθανόσ, πιστόσ(< πιθ"τόσ > πιστεύω), πίστη, αµε"
τάπειστοσ, πεποίθηση, (παρα")πειστικόσ, ευπειθήσ, πείσµα, πειθαρχικόσ, απείθαρ"
χοσ, απίθανοσ, πειθήνιοσ, πειθαρχία, πειστήριο.
Πειρῶ(< πείρα): πείραµα, πειρασµόσ, πεπειραµένοσ, άπειροσ, απειροκαλία, απει"
ρόκαλοσ, πειρατήσ, (απο")πειρατικόσ, απόπειρα.
Πέµπω: ∆εσ το ρήµα ἀποπέµπω.
Περαιῶ[< περαῖοσ < πέρα(ν) > πέρασ]: διεκπεραιωτήσ, (διεκ")περαίωση.
Περίειµι: ∆εσ το ρήµα ἀπέρχοµαι.
Περιορῶ: όραµα, οραµατιστήσ, οραµατισµόσ, (εν")όραση, ορατόσ, αόρατοσ, διορα"
τικόσ, αυτόπτησ, επόπτησ, εποπτικόσ, εποπτεία, όψη, οφθαλµόσ, όµµα, πρόσωπο,
προσωπείο, προσωπικόσ, απρόσωποσ, αυτοπροσώπωσ, ιδέα, ιδεολόγηµα, ιδεολο"
γία, ιδεολογικόσ, ιδεώδεσ, ιδεολόγοσ, ιδεαλισµόσ, ιδεαλιστήσ, ιδεατόσ, ιδεόγραµµα,
ιδεογραφία, ιδεογραφικόσ, ιδεοκράτησ, ιδεοκρατία, ιδεοκρατικόσ, ιδεοληπτικόσ,
ιδεοληψία, είδοσ, είδωλο, ειδύλλιο, κάτοπτρο, (κάτ", πρόσ")οψη, οπή, οπτικόσ, ο"
πτασία, (αν")ύποπτοσ, ειδωλολάτρησ, ειδωλοσκόπιο, ειδοποιόσ, ειδοποίηση.
Περιφρονῶ (< φρήν): φρόνηµα, περιφρόνηση, φρόνιµοσ, φροντίσ(> φροντίζω), πε"
ριφρονητικόσ, περιφρονητήσ, άφρων, παράφρων.
Πιέζω: πίεση, πιεστικόσ, πιεστήριο, καταπιεστήσ, καταπίεση.
Πλέω: ∆εσ το ρήµα ἐπιπλέω.
Πληρῶ(< πλήρησ): αναπληρωτήσ, αναπληρωµατικόσ. (ανα", εκ", συµ")πλήρωση,
(κακο", καλο")πληρωτήσ, απλήρωτοσ, (κακο", καλο")πληρωµένοσ, (συµ)πλήρωµα,
συµπληρωµατικόσ, (απο")πληρωµή.
Ποιῶ: ∆εσ το ρήµα ἀντιποιῶ.
Πολεµῶ(< πόλεµοσ): δυσπολέµητοσ, πολεµικόσ, πολέµιοσ, πολεµίστρα, πολεµιστήσ.
Πολιορκῶ(< πόλισ + ἕρκοσ = φραγµόσ): πολιορκία, δυσπολιόρκητοσ, πολιορκητήσ,
πολιορκητικόσ, απολιόρκητοσ, εκπολιόρκηση.
Πονῶ (< πόνοσ): πονηρόσ, παµπόνηροσ, πονηρία, πόνηµα, καταπόνηση, συµπόνια,
παραπονιάρησ, παράπονο, προπόνηση, προπονητήσ, προπονητικόσ, συµπονετικόσ,
άπονοσ.
Πορεύω(< πόροσ): πορεία, εµπορεύσιµοσ, (εκ", συµ")πόρευση, έµποροσ, εµπορικόσ,
εµπόρευµα, εµπόριο, εµπορία, εµπορευµατικόσ, εµπορικότητα, εµπορεύσιµοσ, ε"
µποροκρατία, εµποροπλοίαρχοσ, εµπορο5πάλληλοσ.
Πρεσβεύω(< πρέσβυσ): πρεσβεία, πρεσβευτήσ, παραπρεσβεία, πρεσβευτικόσ.
Προαγορεύω: ∆εσ το ρήµα ἀπαγορεύω.
Προέρχοµαι: ∆εσ το ρήµα ἀπέρχοµαι.
Προέχω: ∆εσ το ρήµα ἔχω.
Προ?σχω(< σεχ > σχ > σι" σχ" > ἵσχ" < ἴσχ"): ισχυρόσ, (π)ανίσχυροσ, ισχύσ, ισχνόσ,
κάτισχνοσ, ισχυρογνώµων, ισχυρογνωµοσύνη, ισχυροποίηση, ισχυρισµόσ, ίσχαιµοσ
ίσχνανση, ισχναντικόσ, ισχνότητα.
Προκατάρχω: ∆εσ το ρήµα ἄρχω.
Προπέµπω: ∆εσ το ρήµα ἀποπέµπω.
Προσγίγνοµαι: ∆εσ το ρήµα γίγνοµαι.
Προσλαµβάνω: ∆εσ το ρήµα λαµβάνω.
Σοφοκλῆσ Ἀπ. Μητρούσιασ: Σχολικόσ Σύµβουλοσ Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάσ
-6ΘΟΥΚΥ∆Ι∆ΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ, 1Ο ΒΙΒΛΙΟ
Προσοικῶ(< οἶκοσ): οίκηµα, (απ", παρ", συν")οικία, διοικητήσ, διοικητικόσ, διοικη"
τήριο, αδιοίκητοσ, διοίκηση (αδι", ακατ")οίκητοσ, (κατ")οικήσιµοσ, (άπ", έν", έπ",
κάτ", µέτ", πάρ", περί", σύν", συνέν") οικοσ, ενοίκιο, ενοικιαστήσ, ενοικιαζόµενοσ.
Πυνθάνοµαι: Πυθαγόρασ, πύσµα, ανάπυστοσ, πυστόσ, πυσµατικόσ, πύστισ.
Στασιάζω(< στάσισ < ἵστηµι): στάσιµοσ, αντιστασιακόσ, στασιαστήσ, στασιασµόσ,
στασιαστικόσ, αστασίαστοσ.
Στερῶ: (απο")στέρηση, στερητικόσ, στέρηµα, (απο")στέρηµα
Στρατεύω(< στρατόσ < στορέννυµι): στρατιά, στρατιώτησ, εκστρατεία, στράτευµα,
εκστρατευτικόσ, στρατεύσιµοσ, αστράτευτοσ, (επι", συ")στράτευση.
Στρατηγῶ(< στρατηγόσ > στρατόσ + ἄγω): στρατηγείο, στρατηγία, καταστρατήγη"
ση, στρατήγηµα, (αντι", υπο")στρατηγία, (αντι", υπο")στράτηγοσ.
Στρατοπεδεύω: ∆εσ το ρήµα ἀντιστρατοπεδεύω.
Τέµνω: τέµενοσ, (δια", εκ", επι", κατα", περι", προ")τοµή, ταµίασ, τµήση, κατάτµηση,
τοµέασ, (ανα", υλο")τόµοσ, (από", επί", σύν")τοµοσ, (ανα", συν", υλο")τοµία, (ά", ρι"
νό", νεό")τµητοσ.
Τίθηµι: ∆εσ το ρήµα κατατίθηµι.
‘Υπακούω: ακοή, άκουσµα, βαρήκοοσ, ευήκοοσ, υπήκοοσ, (ξ)ακουστόσ, ωτακου"
στήσ, ακουστικό(σ), ακουστ(ικ)ότητα, ακουστά.
Ὑπάρχω: ∆εσ το ρήµα ἄρχω.
Ὑποδέχοµαι: ∆εσ το ρήµα δέχοµαι.
Φέρω: φόροσ, (ασύµ", σύµ", αδιά", διά", κατά", παρά")φοροσ, αµφορέασ, φερέγγυοσ,
πολύφερνοσ, φαρέτρα, φερτόσ, φωριαµόσ, διένεξη, διηνεκήσ, (από", δια", εισ", εκ",
µετα", παρα", περι", προ", προσ", συµ", συµπερι")φορά, φόρα, φορέασ, φοροδιαφυ"
γή, φορολογία, φορολογήσιµοσ, φορολογικόσ, φοροτεχνικόσ, φοροφυγάσ.
Φεύγω: φυγάσ, καταφύγιο, πρόσφυγασ, (απο", δια", κατα", προσ")φυγή, φυγόστρα"
τοσ, φυγόπονοσ, φυγόµαχοσ, φυγοµαχία, φυγόκεντροσ, φυγόδικοσ, φυγοδικία, φυ"
γοπόλεµοσ, φυγοκεντρικόσ, φυγόποινοσ.
Φηµί: φήµη, φωνή, άφατοσ, προφήτησ.
Φθείρω: φθορά, διαφθορά, αδιάφθοροσ, φθαρτόσ, άφθαρτοσ, φθαρµένοσ, φθαρτι"
κόσ, ψυχοφθόροσ.
Φοβῶ(< φόβοσ): φόβητρο, φοβία, (ά", έµ", περί", επί")φοβοσ.
Χαλεπαίνω(< χαλεπόσ): χαλεπότησ, χαλεπῶσ.
Χρῶµαι: χρήµα, χρήση, χρήσιµοσ, χρηστόσ, χρηστότητα, χρέοσ, χρεία, καταχρα"
στήσ, καταχρηστικόσ, χρηµατιστήριο, χρηµατιστηριακόσ, άχρηστοσ, κατάχρηση.
Σοφοκλῆσ Ἀπ. Μητρούσιασ: Σχολικόσ Σύµβουλοσ Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάσ