Η επικράτηση του αμερικανικού μοντέλου της FATCA στο νεο

NEAPOLIS UNIVERSITY OF
PAPHOS (NUP)
WORKING PAPERS SERIES
2015/15
TITLE: “Η επικράτηση του αμερικανικού μοντέλου της FATCA
στο νεο-αναδυόμενο διεθνές πλαίσιο κανόνων κατά της
φοροδιαφυγής: Από την υπόθεση UBS στην υπόθεση Credit
Suisse”
AUTHOR: George D. Pavlides
1
Η επικράτηση του αμερικανικού μοντέλου της FATCA στο νεοαναδυόμενο διεθνές πλαίσιο κανόνων κατά της φοροδιαφυγής: Από
την υπόθεση UBS στην υπόθεση Credit Suisse
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΠΑΥΛΙΔΗ, Δικηγόρου, Λέκτορα Νομικής Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου
Περίληψη: Το παρόν άρθρο αποτελεί συνέχεια παλαιότερης μελέτης (ΔΕΕ 10/2010), με θέμα την
επιθετική στρατηγική των αμερικανικών αρχών κατά όσων ελβετικών τραπεζών διευκολύνουν τη
φοροδιαφυγή εύπορων αμερικανών πολιτών. Ο εξωδικαστικός συμβιβασμός της ελβετικής
τράπεζας UBS (Φεβρουάριος 2009), η οποία συμφώνησε να καταβάλει πρόστιμο 780
εκατομμυρίων δολαρίων δεν αποτέλεσε μεμονωμένη επιτυχία των αμερικανικών αρχών. Πρόσφατα
(Μάιος 2014) ακολούθησε ο εξωδικαστικός συμβιβασμός της επίσης ελβετικής τράπεζας Credit
Suisse, ο οποίος προβλέπει καταβολή προς τις αμερικανικές αρχές ακόμη υψηλότερου προστίμου,
ήτοι 2,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Στο μεσοδιάστημα, καταγράφηκαν σημαντικότατες εξελίξεις
σε επίπεδο εθνικής νομοθεσίας (υιοθέτηση της FATCA στις ΗΠΑ), αλλά και σε διεθνές επίπεδο
(υπογραφή Πρωτοκόλλου στη διακρατική Σύμβαση ΗΠΑ/Ελβετίας για θέματα φορολογίας,
υιοθέτηση νέας Πρότυπης Συμφωνίας του ΟΟΣΑ για την αυτόματη ανταλλαγή φορολογικών
πληροφοριών). Αυτές οι εξελίξεις θα επιδιωχθεί να μελετηθούν στο πλαίσιο αυτής της εργασίας.
Summary: This article builds upon an earlier study on the aggressive strategy of the US
authorities against Swiss banks facilitating tax evasion of wealthy US citizens. The deferred
prosecution agreement signed by Swiss bank UBS (February 2009), which agreed to pay a fine of
$780 million, was not an isolated success of the US authorities. Recently (May 2014), Swiss bank
Credit Suisse also entered a deferred prosecution agreement, which provides for payment to the
US authorities of even higher fines ($2.6 billion). In the meantime, major developments were
advanced at national law level (adoption of FATCA in the US) and at international law level
(Protocol to the US/Swiss tax treaty, adoption of a new OECD Model Agreement for the
automatic exchange of tax information). These developments will be examined in detail in the
following sections.
Λέξεις κλειδιά: φοροδιαφυγή, φορολογική απάτη, φορολογική πληροφορία, φορολογική συμφωνία,
αυτόματη ανταλλαγή, τραπεζικό απόρρητο, Ελβετία, Foreign Account Tax Compliance Act,
ΟΟΣΑ.
Key words: tax evasion, tax fraud, tax information, tax treaty, automatic exchange, bank secrecy,
Switzerland, Foreign Account Tax Compliance Act, OECD,
2
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Ο διεθνής χαρακτήρας της σύγχρονης φοροδιαφυγής αναδεικνύει συχνά την ανεπάρκεια
των εθνικών μεθόδων για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Η διεθνής συνεργασία, στη
βάση διμερών ή πολυμερών συμβάσεων, αποτελεί ασφαλώς επείγουσα αναγκαιότητα για
την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος. Πάντως, ορισμένες χώρες, όπως οι
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (στο εξής: ΗΠΑ) έχουν το οικονομικό και πολιτικό
βάρος, που τους επιτρέπει να λειτουργούν μονομερώς και να επιβάλλουν τα πρότυπά
τους στη διεθνή πρακτική. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση που θα μας απασχολήσει
στο πλαίσιο αυτής της μελέτης.
Πράγματι, τα τελευταία χρόνια, οι ΗΠΑ έχουν επεξεργαστεί και εφαρμόσει
σημαντικότατες πρωτοβουλίες κατά της διεθνούς φοροδιαφυγής. Σε εθνικό επίπεδο, οι
αρμόδιες αρχές των ΗΠΑ έχουν υιοθετήσει μια επιθετική στρατηγική κατά αλλοδαπών
χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που διευκολύνουν αμερικανούς φορολογουμένους να
φοροδιαφεύγουν. Η στρατηγική συνίσταται στη διενέργεια ποινικής έρευνας σε βάρος
των εν λόγω χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ως συνεργών σε (κακουργηματική)
φοροδιαφυγή. Η στρατηγική αυτή έχει ήδη παραγάγει σημαντικές επιτυχίες, όπως ο
εξωδικαστικός συμβιβασμός των δύο μεγαλύτερων ελβετικών τραπεζών, της UBS και
της Credit Suisse, με υψηλότατα επιβληθέντα πρόστιμα ύψους 780 εκατομμυρίων και 2,6
δισεκατομμυρίων δολαρίων αντίστοιχα. Σε εθνικό πάντοτε επίπεδο, οι ΗΠΑ έχουν
υιοθετήσει μια εξαιρετικά αμφιλεγόμενη νομοθεσία, την Foreign Account Tax
Compliance Act (στο εξής: FATCA) για να επιβάλουν στα αλλοδαπά χρηματοπιστωτικά
ιδρύματα τη συνεργασία τους για τη διαβίβαση φορολογικών πληροφοριών και την
παρακράτηση φόρων για λογαριασμό των ΗΠΑ. Σε διεθνές επίπεδο, η πολιτική των
ΗΠΑ έχει επιτύχει να διεθνοποιήσει τη μέθοδο της FATCA, μέσω της υιοθέτησης
διεθνών συμβάσεων, σε διμερές και πολυμερές επίπεδο, για την αυτόματη ανταλλαγή
φορολογικών πληροφοριών.
Η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών είναι μια μέθοδος που συνίσταται στη
συστηματική, περιοδική και μαζική διαβίβαση στοιχείων φορολογουμένων από τη χώρα
προέλευσης του εισοδήματος στη χώρα της φορολογικής κατοικίας, για διάφορες
κατηγορίες εισοδήματος ή περιουσιακών στοιχείων (π.χ. μερίσματα, τόκους, δικαιώματα,
μισθούς, συντάξεις, κ.λπ.)1. Οι πληροφορίες αυτές συλλέγονται από τη χώρα προέλευσης
του εισοδήματος, συνήθως μέσω των δηλώσεων που υποβάλλει αυτός που διενεργεί την
πληρωμή. Είναι σαφές ότι η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών επιτρέπει τον έγκαιρο
εντοπισμό περιπτώσεων φοροδιαφυγής, καθώς και την πρόληψη της φοροδιαφυγής μέσω
της εθελοντικής συμμόρφωσης των φορολογουμένων2.Η μέθοδος αυτή αντιμετωπίζει το
πρόβλημα της ασύμμετρης πληροφόρησης κατά τη φορολογία, καθώς δε βασίζεται
αποκλειστικά στη δήλωση του φορολογουμένου, αλλά προσφεύγει σε πληροφορίες που
1
OECD, Automatic Exchange of Financial Account Information, Background Information Brief, May
2014, σ. 7 επ.
2
OECD, A step change in tax transparency: Delivering a standardised, secure and cost effective model of
bilateral automatic exchange for the multilateral context, OECD Report for the Lough Erne G8 Summit,
June 2013, σ. 7.
3
παρέχουν τρίτοι, ιδίως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα3. Η μέθοδος υπόσχεται, τελικά,
αύξηση των φορολογικών εσόδων και εμπέδωση της φορολογικής δικαιοσύνης. Όπως θα
φανεί στις επόμενες ενότητες, η πολιτική πίεση των ΗΠΑ δείχνει να έχει επιτύχει την
εισαγωγή και τη σταδιακή εμπέδωση της FATCA και της αυτόματης ανταλλαγής
φορολογικών πληροφοριών ως το νέο μοντέλο διεθνούς φορολογικής συνεργασίας.
2. Από την υπόθεση UBS στην υπόθεση Credit Suisse
α) Η υπόθεση UBS έχει αποτελέσει αντικείμενο παλαιότερης μελέτης, που φιλοξενήθηκε
στο περιοδικό Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιριών4. Θα αναφερθούν λοιπόν εδώ μόνο όσα
σημεία διευκολύνουν τη σύνδεση και σύγκριση με την πιο πρόσφατη υπόθεση της Credit
Suisse.
Η ελβετική τράπεζα UBS, ένα από τα σημαντικότερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα
παγκοσμίως, αποτελεί ανώνυμη εταιρία κατά το ελβετικό δίκαιο (Aktiengesellschaft,
AG) και διαχειρίζεται σήμερα περιουσιακά στοιχεία ύψους 2,39 τρισεκατομμυρίων
ελβετικών φράγκων. Η UBS δραστηριοποιείται σε πάνω από 50 χώρες και απασχολεί
προσωπικό περίπου 60.000 ατόμων5. Η νομική αντιπαράθεση της τράπεζας με τις
αμερικανικές αρχές ξεκίνησε το 2008, έπειτα από έρευνα του FBI που εστίασε στη
μονάδα private banking της τράπεζας και στο ρόλο της στην υποβοήθηση φοροδιαφυγής.
Σύμφωνα με Έκθεση της αρμόδιας επιτροπής ερευνών της Γερουσίας των ΗΠΑ 6, τα
στελέχη της UBS προσέλκυαν κεφάλαια (περί τα 18 δισεκατομμύρια δολάρια) και
εξασφάλιζαν στους αμερικανούς πελάτες τη δυνατότητα να αποκρύπτουν εισοδήματα
από τις αρμόδιες φορολογικές αρχές. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, Ελβετοί τραπεζίτες
ταξίδευαν σε τακτά διαστήματα στις ΗΠΑ, με έξοδα της UBS, για να προτείνουν λύσεις
σε πελάτες που ενδιαφέρονταν να φοροδιαφύγουν, αλλά και για να διευρύνουν την
πελατειακή βάση (π.χ. μέσω της οργάνωσης εκδηλώσεων για VIPs), ώστε να επιτύχουν
τους στόχους απόδοσης που η τράπεζα έθετε στα στελέχη της. Όπως θα περίμενε κανείς,
τα στελέχη που επισκέπτονταν τις ΗΠΑ διατηρούσαν άκρα μυστικότητα στις επαφές με
τους πελάτες (π.χ. χρήση εγγράφων χωρίς άλλα διακριτικά πέραν κωδικών ονομάτων,
χρήση ηλεκτρονικών αρχείων υψηλής κρυπτογράφησης, ψευδείς δηλώσεις στις
τελωνειακές αρχές των ΗΠΑ κ.λπ.). Η υπόθεση έκλεισε με εξωδικαστικό συμβιβασμό
της UBS7, η οποία δέχτηκε να καταβάλει ως πρόστιμο το ποσό των 780 εκατομμύριων
δολαρίων. Η τράπεζα δέχτηκε επίσης να αποκαλύψει και να διαβιβάσει στις
αμερικανικές φορολογικές αρχές έναν (περιορισμένο αρχικά) αριθμό ονομάτων
3
M. Dizdarevic, The FATCA provisions of the Hire Act: Boldly going where no withholding has gone
before, Fordham Law Review, vol. 79, issue 6, 2011, σ. 2976.
4
Γ. Παυλίδης, Εκβιάζοντας τη συνεργασία των ξένων τραπεζών ενάντια στη φοροδιαφυγή: η υπόθεση
UBS, Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιριών, τεύχος 10, Οκτώβριος 2010, σ. 1033 επ.
5
Διαθέσιμα στοιχεία Δεκεμβρίου 2014. Βλ. σχ. το δικτυακό τόπο της εταιρίας: http://www.ubs.com
6
U.S. Senate, Tax haven banks and U. S. tax compliance, Permanent Subcommittee on Investigations,
Committee on Homeland Security and Governmental Affairs, 17.07.2008, σ. 92 επ.
7
U.S. Department of Justice, UBS enters into deferred prosecution agreement, Press Release, 18.02.2009.
4
αμερικανών πελατών της, διαβίβαση που τελικά εγκρίθηκε από την ελβετική ρυθμιστική
αρχή (Swiss Financial Markets Supervisory Authority, FINMA)8.
β) Η υπόθεση UBS δεν αποτέλεσε μια μεμονωμένη περίπτωση καταστολής, αλλά
ακολουθήθηκε από έρευνα των αμερικανικών αρχών για τις δραστηριότητες και άλλων
ξένων τραπεζών (ιδίως ελβετικών)9, ανάμεσα στις οποίες και η δεύτερη μεγαλύτερη
ελβετική τράπεζα, η Credit Suisse.
Όπως και η UBS,η Credit Suisse έχει εξελιχθεί σε ένα πολύ ισχυρό και συστημικά
σημαντικό διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Η μητρική εταιρία του ομίλου (Credit
Suisse Group AG) είναι ανώνυμη εταιρία κατά το ελβετικό δίκαιο. Η σημαντικότερη
θυγατρική του ομίλου είναι η τράπεζα Credit Suisse AG, επίσης υπό μορφή ανώνυμης
εταιρίας, η οποία μοιράζεται το ίδιο Διοικητικό Συμβούλιο με τη μητρική της. Ο όμιλος
διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία ύψους 1,25 τρισεκατομμυρίων ελβετικών φράγκων
σε παγκόσμια βάση και απασχολεί προσωπικό περίπου 45.000 ατόμων σε περισσότερες
από 50 χώρες10. Η Credit Suisse δραστηριοποιείται στις ΗΠΑ από το έτος 1870.
Το Μάιο του 2014, η Credit Suisse συμβιβάστηκε και αυτή εξωδικαστικά11 με τις αρχές
των ΗΠΑ, παραδεχόμενη την (κακουργηματική) κατηγορία υποβοήθησης φοροδιαφυγής.
Ειδικότερα, παραδέχθηκε ότι σκόπιμα είχε συνδράμει περίπου 22.000 αμερικανούς
πελάτες να αποκρύψουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό, παραβιάζοντας την
αμερικανική φορολογική νομοθεσία. Σύμφωνα με λεπτομερέστατη έρευνα12 που
διεξήγαγε η αρμόδια επιτροπή της Γερουσίας των ΗΠΑ, το συνολικό ποσό που
αποκρύφτηκε από τις αμερικανικές φορολογικές αρχές με τη συνδρομή της Credit Suisse
κυμαίνεται μεταξύ 10 και 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η έκθεση της Γερουσίας
αναφέρει ότι την περίοδο 2001-2008, τα στελέχη της Credit Suisse προσέλκυαν
συστηματικά πελάτες στις ΗΠΑ (ιδίως στο πλαίσιο χορηγίας εκδηλώσεων, αγώνων
γκόλφ, κ.λπ.), τους παρότρυναν να ιδρύουν εξωχώριες εταιρίες-βιτρίνα και είχαν
μυστικές επαφές και συνεννοήσεις με τους πελάτες αυτούς σε αμερικανικό και ελβετικό
έδαφος13. Εκτός από τη φορολογική νομοθεσία, η πολιτική αυτή της Credit Suisse
παραβίαζε ευθέως τη νομοθεσία των ΗΠΑ που προβλέπει περιορισμούς και εποπτεία για
όσα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα διενεργούν εργασίες στις ΗΠΑ. Η πολιτική αυτή
παρέκαμπτε ιδίως την υποχρεωτική διαδικασία εγγραφής και ένταξης στην εποπτεία της
8
FINMA, Enquête de la CFB concernant l’activité transfrontalière de l’UBS SA avec des clients privés aux
USA, Rapport succinct, 18.02.2009. Παρά τις δικαστικές περιπλοκές στο ομοσπονδιακό διοικητικό
δικαστήριο της Ελβετίας, η διαβίβαση των στοιχείων δεν κρίθηκε τελικά παράνομη.
9
Βλ. σχ. U.S. Department of Justice, Offshore Compliance Initiative, διαθέσιμη στο δικτυακό τόπο:
http://www.justice.gov/tax/offshore_compliance_intiative.htm. Για παράδειγμα, τον Ιανουάριο του 2013,
το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα στη Νέα Υόρκη πέτυχε ομολογία ενοχής από μέρους της ελβετικής
τράπεζας Wegelin & Co και πάλι σε υπόθεση διευκόλυνσης φοροδιαφυγής. Η Wegelin & Co δέχτηκε να
καταβάλει πρόστιμο 74 εκατομμυρίων δολαρίων. Βλ. σχ. U. S. Attorney’s Office for the Southern District
of New York, Swiss bank pleads guilty in Manhattan Federal Court to conspiracy to evade taxes, Press
Release, 03.01.2013.
10
Διαθέσιμα στοιχεία Δεκεμβρίου 2014. Βλ. σχ. το δικτυακό τόπο της εταιρίας: https://www.creditsuisse.com/ch/en.html
11
U.S. Department of Justice, Credit Suisse pleads guilty to conspiracy to aid and assist U.S. taxpayers in
filing false returns, Press Release, May 19, 2014.
12
U. S. Senate, Offshore tax evasion: The effort to collect unpaid taxes on billions in hidden offshore
accounts, Permanent Subcommittee on Investigations, Majority and Minority Staff Report, February 2014.
13
U. S. Senate, Offshore Tax Evasion, ο.π., σ. 65 επ.
5
Αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Securities & Exchange Commission, SEC)14.
Στο επίπεδο των κυρώσεων, η ελβετική τράπεζα δέχθηκε να καταβάλει πρόστιμο ύψους
2,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ποσό που περιλαμβάνει πληρωμές προς την εφορία, το
Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ και την Εποπτική Αρχή χρηματοπιστωτικών
υπηρεσιών της Πολιτείας της Νέας Υόρκης.
3. Η διαμάχη υπό την οπτική του εθνικού δικαίου των ΗΠΑ
Έχει σωστά επισημανθεί15 ότι η παραπάνω στρατηγική καταστολής, χωρίς βέβαια να
υποβαθμίζεται η σημασία της, δε θα μπορούσε από μόνη της να επιλύσει το πρόβλημα.
Πράγματι, το πλαίσιο ποινικών και αστικών κυρώσεων για τη φοροδιαφυγή (μη υποβολή
δήλωσης, ανακριβής δήλωση, κ.λπ.), που προβλέπει η αμερικανική φορολογική
νομοθεσία16 χρειάστηκε να συμπληρωθεί με νομικά εργαλεία στο επίπεδο της πρόληψης.
Για να περιορίσουν λοιπόν αποτελεσματικότερα τη χρήση εξωχώριων τραπεζικών
λογαριασμών από αμερικανούς φοροφυγάδες, οι ΗΠΑ υιοθέτησαν αρχικά το πρόγραμμα
Qualified Intermediary και, πιο πρόσφατα, την ομοσπονδιακή νομοθεσία FATCA. Πιο
αναλυτικά:
α) Όπως παλαιότερα η UBS, η Credit Suisse ήταν υποχρεωμένη να δηλώνει στις
φορολογικές αρχές των ΗΠΑ την ύπαρξη λογαριασμών αμερικανών πελατών της, καθώς
και τα μερίσματα και τους τόκους που αυτοί εισέπρατταν. Η σχετική υποχρέωση
απορρέει από το πρόγραμμα Qualified Intermediary (στο εξής: QI), στο οποίο
συμμετείχαν και οι δύο ελβετικές τράπεζες. Το πρόγραμμα QI προβλέπει τη σύναψη
συμφωνιών ανάμεσα στις αμερικανικές φορολογικές αρχές και σε ξένες τράπεζες17.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα άρθρα §1441 επ. του Internal Revenue Code18, οι ξένες
τράπεζες που έχουν υπογράψει συμφωνία τύπου QI υποχρεούνται να καταγράφουν
πληρωμές που διενεργούν αμερικανοί φορολογούμενοι, να υποβάλουν δήλωση στις
αμερικανικές φορολογικές αρχές και να παρακρατούν το φόρο, εάν ο αποδέκτης της
πληρωμής δεν έχει αμερικανικό αριθμό φορολογικού μητρώου (Tax Identification
Number). Η συμφωνία QI μεταξύ της ξένης τράπεζας και των αμερικανικών
φορολογικών αρχών είναι ορισμένης διάρκειας (5ετής) και η ισχύς της εξαρτάται από τη
συνεπή συμμόρφωση, που εξασφαλίζεται μέσω περιοδικών ελέγχων. Πάντως, το
πρόγραμμα δε θεωρείται ιδιαίτερα επιτυχές, κυρίως εξαιτίας των «παραθύρων» στην
εφαρμογή του, όπως λ.χ. επισημαίνει έκθεση του αμερικανικού Government
Accountability Office (GAO)19.
14
Section 15(a)(1) Exchange Act, 15 U.S.C. § 78o(a)(1).
M. Dizdarevic, The FATCA provisions of the Hire Act: Boldly going where no withholding has gone
before, Fordham Law Review, vol. 79, issue 6, 2011, σ. 2967 επ.
16
I.R.C. § 6651, § 7203, κ.λπ.
17
Για τη νομική βάση παρόμοιων συμφωνιών, βλ. Rev. Proc. 2000-12, 2000-4 I.R.B. 387.
18
26 U.S.C. §§1441-1443.
19
Government Accountability Office, Tax Compliance: Qualified Intermediary Program provides some
assurance that taxes on foreign investors are withheld and reported, but can be improved, GAO Report
2007, σ. 21. Ένα κλασσικό παράδειγμα, που αναφέρεται στην έκθεση αυτή αφορά στη σύσταση
αλλοδαπής εταιρίας από αμερικανό πολίτη και το άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού στο όνομα αυτής της
εταιρίας. Το σχετικά απλό αυτό τέχνασμα επέτρεπε στην αλλοδαπή τράπεζα να μη προχωρήσει σε δήλωση
του λογαριασμού στο πλαίσιο του προγράμματος QI.
15
6
β) Το καθεστώς των συμφωνιών QI ενισχύθηκε σημαντικά μέσω της FATCA, που
αποτέλεσε, ωστόσο, αντικείμενο έντονης κριτικής. Η FATCA αποτελεί ομοσπονδιακό
νόμο20 του 2010, που επιβάλλει στους αμερικανούς φορολογουμένους υποχρέωση
δήλωσης των λογαριασμών που διατηρούν σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εκτός της
επικράτειας των ΗΠΑ. Η υποχρέωση δήλωσης υπήρχε και υπό το καθεστώς της Bank
Secrecy Act21, όμως η FATCA επιβάλλει υποχρέωση δήλωσης και στα αλλοδαπά
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αυτά καθίστανται δηλαδή υπόχρεα α) για τη συλλογή των
πληροφοριών σε ετήσια βάση (ονόματα αμερικανών πελατών και άλλες βασικές
πληροφορίες, όπως υπόλοιπο λογαριασμού) και β) για την παρακράτηση και την
απόδοση του φόρου για λογαριασμό της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Η εξωεδαφική εφαρμογή
αποτελεί το πλέον αμφιλεγόμενο στοιχείο της νομοθεσίας, καθώς η FATCA ιδρύει
υποχρεώσεις για αλλοδαπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ανεξάρτητα από τη
δραστηριοποίησή τους στις ΗΠΑ. Σε αντίθεση λοιπόν με το πρόγραμμα QI, οι
υποχρεώσεις ιδρύονται εκ του νόμου και για όλους, όχι πλέον σε εθελοντική βάση. Η
FATCA απειλεί μάλιστα με κυρώσεις όσα αλλοδαπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν
προβαίνουν στην παρακράτηση, επιβάλλοντας φορολογία 30% με παρακράτηση επί των
πληρωμών που τα χρηματοπιστωτικά αυτά ιδρύματα εισπράττουν από επενδύσεις στις
ΗΠΑ (μερίσματα, τόκους, προϊόν πώλησης περιουσιακών στοιχείων, κ.λπ.)22.
Για την εφαρμογή του νόμου θα πρέπει εναλλακτικά α) το αλλοδαπό χρηματοπιστωτικό
ίδρυμα να υπογράψει ειδική συμφωνία με τις φορολογικές αρχές των ΗΠΑ, εάν το
επιτρέπει η νομοθεσία του κράτους, όπου η τράπεζα έχει την έδρα της ή β) η κυβέρνηση
του κράτους, όπου η τράπεζα έχει την έδρα της, να συνάψει με τις ΗΠΑ διακρατική
συμφωνία κατά τα πρότυπα που έχουν επεξεργαστεί και προτείνει το Υπουργείο
Οικονομικών και οι φορολογικές αρχές των ΗΠΑ (Model Intergovernmental Agreement
1 & 2)23. Στο πλαίσιο μιας πολιτικής «μαστιγίου και καρότου» οι αρχές των ΗΠΑ
προσέφεραν ως αντιστάθμισμα την αμοιβαιότητα για όσες χώρες θα υπέγραφαν σχετική
διακρατική συμφωνία, εντασσόμενες στο καθεστώς της FATCA.
Ήδη, πέντε κράτη μέλη του ΟΟΣΑ, μέλη μάλιστα της ΕΕ (Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένο
Βασίλειο, Ισπανία, Ιταλία) υιοθέτησαν από κοινού με τις ΗΠΑ ένα μοντέλο σύμβασης
για την εφαρμογή της FATCA, που προβλέπει α) υποχρέωση των χρηματοπιστωτικών
ιδρυμάτων να δηλώσουν στις τοπικές φορολογικές αρχές τα στοιχεία που απαιτεί η
FATCA β) ανταλλαγή των πληροφοριών αυτών με τις φορολογικές αρχές των ΗΠΑ σε
20
Οι διατάξεις περιέχονται στη νομοθεσία Hiring Incentives to Restore Employment (HIRE) Act, που
δημοσιεύτηκε στις 18 Μαρτίου 2010 (PL111-147), με έναρξη ισχύος κατ’ αρχήν την 1 η Ιανουαρίου 2013.
Τα έσοδα από την εφαρμογή της FATCA προορίζονται για την κάλυψη των δαπανών που συνεπάγεται η
εφαρμογή της HIRE 2010, με απώτερο στόχο την ενίσχυση της απασχόλησης.
21
31 U.S.C. § 5314 (2006), που προβλέπει την υποβολή δήλωσης τραπεζικών λογαριασμών που
διατηρούνται σε ξένες τράπεζες (Report of Foreign Bank and Financial Accounts, FBAR)
22
Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι εάν η παρακράτηση αυτή είναι συμβατή με τις διμερείς συμβάσεις
που οι ΗΠΑ έχουν συνάψει με άλλες χώρες για ζητήματα φορολογίας.
23
Βλ. σχ. Agreement between the Government of the United States of America and the Government of
[FATCA Partner] to Improve International Tax Compliance and to Implement FATCA, Model 1A IGA
Reciprocal, Preexisting TIEA or DTC agreement (Nov. 4, 2013) & Agreement between the Government of
the United States of America and the Government of [FATCA Partner] for Cooperation to Facilitate the
Implementation of FATCA, Model 2 IGA, Preexisting TIEA or DTC agreement (Nov. 4, 2013),
http://www.treasury.gov/resourcecenter/tax-policy/treaties/Pages/FATCA.aspx
7
αυτόματη βάση. Το μοντέλο αυτό επηρέασε το νέο γενικό πρότυπο που θα εφαρμοστεί
και από τον ΟΟΣΑ (βλ. παρακάτω).
4. Η διαμάχη υπό την οπτική του εθνικού δικαίου της Ελβετίας
Το άρθρο 47 του ελβετικού ομοσπονδιακού νόμου περί τραπεζών (Loi sur les banques,
LB24) προστατεύει το τραπεζικό απόρρητο και απειλεί με ποινικές κυρώσεις όποιον
τραπεζίτη αποκαλύπτει πληροφορίες πελατών και συναλλαγών σε τρίτο μέρος χωρίς τη
ρητή συναίνεση του πελάτη. Η ποινική δίωξη για το αδίκημα αυτό ασκείται
αυτεπάγγελτα. Όπως συμβαίνει βέβαια σε πολλές άλλες χώρες, η προστασία δεν είναι
απόλυτη, καθώς προβλέπεται και στην Ελβετία η δυνατότητα άρσης του τραπεζικού
απορρήτου στις περιπτώσεις που ορίζει το άρθρο 47 παρ. 5 LB, π.χ. στα πλαίσια μιας
ποινικής έρευνας.
Στις υποθέσεις διεθνούς φοροδιαφυγής, που καταλήγουν σε αιτήματα διεθνούς
δικαστικής συνδρομής, πρακτικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η νομική διάκριση ανάμεσα σε
φοροδιαφυγή και φορολογική απάτη, που εισάγει το ελβετικό δίκαιο25. Η φοροδιαφυγή,
που ορίζεται ως η υποβολή ανακριβούς φορολογικής δήλωσης, συνιστά απλή διοικητική
παράβαση (διοικητικό πταίσμα), τιμωρούμενη με διοικητικό πρόστιμο26. Ποινικό
αδίκημα είναι μόνο η φορολογική απάτη (πλημμέλημα), η οποία τελείται με την
αλλοίωση εγγράφων ή άλλων στοιχείων με σκοπό την αποφυγή φόρου 27. Στο ελβετικό
λοιπόν δίκαιο, κριτήριο για τη διάκριση φορολογικής απάτης και φοροδιαφυγής είναι η
χρήση δολίων μέσων, ιδίως της παραποίησης εγγράφων. Η διάκριση αυτή εμποδίζει
όμως την παροχή διεθνούς δικαστικής συνδρομής, ειδικότερα τη διαβίβαση τραπεζικών
δεδομένων με σκοπό την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Αυτό έχει να κάνει με τον
όρο του «διττού αξιοποίνου» και τη ρητή διάταξη της ελβετικής νομοθεσίας, η οποία
απαγορεύει την παροχή δικαστικής συνδρομής (με δυνατότητα άρσης του τραπεζικού
απορρήτου), όταν πρόκειται για απλή φοροδιαφυγή (άρθρο 3 παρ. 3 EIMP28).
Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις φορολογικής απάτης, η διαβίβαση πληροφοριών για
τραπεζικά δεδομένα και πελάτες ελβετικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων μπορεί να
προσκρούσει σε εμπόδια. Για παράδειγμα, τον Ιανουάριο του 2014, αίτημα των ΗΠΑ για
διαβίβαση πληροφοριών στη βάση της διμερούς σύμβασης του 1996 με την Ελβετία
απορρίφθηκε κατόπιν δικαστικής προσφυγής πελάτη της τράπεζας ενώπιον του
Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της Ελβετίας29. Το δικαστήριο έκρινε ότι η τράπεζα
δεν υποχρεούται να δώσει τα στοιχεία, καθώς τα κριτήρια της σύμβασης δεν πληρούνταν
και το αίτημα συνιστούσε απόπειρα έρευνας στα τυφλά (“fishing expedition”).
24
Loi fédérale du 8 novembre 1934 sur les banques et les caisses d’épargne, RS 952.0.
Βλ. αντί πολλών: N. Reichen, Evasion, soustraction et fraude fiscales et blanchiment de capitaux,
L’Expert-comptable suisse, vol. 8/02.
26
Άρθρο 175 Loi fédérale sur l’impôt fédéral direct (LIFD), RS 642.11. Βλ. επίσης άρθρο 56 Loi fédérale
sur l’harmonisation des impôts directs des cantons et des communes (LHID), RS 642.14.Βλ.
γενικότεραAdministration fédérale des contributions, Les dispositions pénales en matière d’impôts directs,
Informations Fiscales, 2011, σ. 4.
27
Άρθρο 186 LIFD, άρθρο 59 LHID.
28
Loi fédérale du 20 mars 1981 sur l’entraide internationale en matière pénale (EIMP), RS 351.1.
29
Tribunal Administrative Federal, Julius Baer: IRS request for administrative assistance not sufficient for
the disclosure of client data, Press Release, 1/8/2014.
25
8
5. Το ζήτημα υπό την οπτική του διεθνούς δικαίου
α) Οι διακρατικές συμβάσεις ΗΠΑ/Ελβετίας:
Οι συμβάσεις αμοιβαίας νομικής συνδρομής, όπως αυτές ενσωματώνονται στο δίκαιο
των συμβαλλομένων κρατών, επιτρέπουν στα συμβαλλόμενα μέρη να ανταλλάσσουν
πληροφορίες σε καθορισμένες κατηγορίες υποθέσεων. Συνήθως, οι συμβάσεις αυτές
καλύπτουν τη συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, γεγονός που περιορίζει σε σημαντικό
βαθμό τη χρησιμότητα που μπορεί να έχει η μέθοδος στο πεδίο της φορολογίας. Οι
συμβάσεις για την έκδοση αποτελούν την παλαιότερη μορφή συμβάσεων αμοιβαίας
νομικής συνδρομής. Η σχετική σύμβαση έκδοσης του 1990 μεταξύ ΗΠΑ και Ελβετίας,
όπως τροποποιήθηκε το 1997, περιέχει πάντως μια σημαντική εξαίρεση για την έκδοση
και τη διενέργεια ερευνών που θα οδηγήσουν στην έκδοση. Ειδικότερα, το άρθρο 3 της
σχετικής Συμφωνίας ΗΠΑ-Ελβετίας επιτρέπει στο συμβαλλόμενο κράτος να αρνηθεί το
αίτημα, εφόσον αυτό αφορά στο αδίκημα της απλής φοροδιαφυγής, όχι δηλαδή σε
φορολογική απάτη (για τη σχετική διάκριση στο ελβετικό δίκαιο βλ. παραπάνω).
Εκτός από τις συμβάσεις αυτού του τύπου, υπάρχουν και ειδικές συμβάσεις ανταλλαγής
φορολογικών πληροφοριών ή διατάξεις περί ανταλλαγής πληροφοριών που περιέχονται
σε γενικές συμβάσεις για φορολογικά θέματα. Το θέμα της ανταλλαγής φορολογικών
πληροφοριών μεταξύ ΗΠΑ και Ελβετίας ρυθμίστηκε σε διμερή βάση το 1996, από τη
διακρατική σύμβαση για φορολογικά θέματα και, πιο συγκεκριμένα, από το άρθρο 26.
Το πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής είναι ιδιαίτερα περιορισμένο, καθώς καλύπτει
μόνο ανταλλαγή πληροφοριών για την καταπολέμηση «φορολογικής απάτης και
παρόμοιων αδικημάτων» («tax fraud or the like»), σύμφωνα δηλαδή με τα κριτήρια
διάκρισης του ελβετικού δικαίου.
Το 2009, οι ΗΠΑ και η Ελβετία διαπραγματεύτηκαν ένα πρωτόκολλο για τη σύμβαση
φορολογίας του 1996. Το Πρωτόκολλο διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της ανταλλαγής
πληροφοριών, προκειμένου να καλύψει και ομάδες φορολογουμένων, κατονομαζομένων
ή μη, λ.χ. τους πελάτες μιας συγκεκριμένης τράπεζας που δεν έχουν δηλώσει τους
λογαριασμούς τους στις ΗΠΑ. Για να αποφευχθούν οι έρευνες στα τυφλά, το
πρωτόκολλο προκρίνει το κριτήριο της σχετικότητας (relevance standard)30. Όπως όμως
συμβαίνει συχνά σε διεθνείς συμβάσεις, η διαδικασία κύρωσης καθυστερεί και δεν έχει
ακόμη ολοκληρωθεί (Μάιος 2014). Πάντως, το 2013, η Ελβετία και οι ΗΠΑ συνήψαν
συμφωνία εφαρμογής της FATCA, θέτοντας σε νέα βάση το ζήτημα της ανταλλαγής
φορολογικών πληροφοριών μεταξύ των δύο χωρών31. Η συμφωνία FATCA τέθηκε
μάλιστα ήδη σε ισχύ (Ιούνιος 2014), πολύ ταχύτερα από το Πρωτόκολλο.
β) Εξελίξεις σε πολυμερές επίπεδο:
30
Department of the Treasury, Technical explanation of the Protocol signed at Washington on September
23, 2009 amending the Convention between the United States of America and the Swiss Confederation for
the avoidance of double taxation and the prevention of fiscal evasion with respect to taxes on income.Βλ.
επίσης OECD, Update to Article 26 of the OECD Model Tax Convention and its Commentary, 17.07.2012,
όπου γίνεται αναφορά στην έννοια της «foreseeable relevance».
31
Agreement between the United States of America and Switzerland for Cooperation to Facilitate the
Implementation of FATCA, διαθέσιμη στο δικτυακό τόπο: http://www.treasury.gov/resource-center/taxpolicy/treaties/Documents/FATCA-Agreement-Switzerland-2-14-2013.pdf
9
Ανάμεσα στις σημαντικότερες διεθνείς πολυμερείς πρωτοβουλίες για την καταπολέμηση
της διεθνούς φοροδιαφυγής αξίζει να αναφερθούν οι προσπάθειες στο πλαίσιο των G8
(Group of 8), των G20 (Group of 20) και κυρίως του Οργανισμού για την Οικονομική
Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ). Τα ανακοινωθέντα των G8 και των G20 δεν
αποτελούν τυπικά πηγή διεθνούς δικαίου, έχουν όμως θέσει τις κατευθύνσεις για τις
μελλοντικές εξελίξεις του συμβατικού διεθνούς δικαίου στο πεδίο της καταπολέμησης
της διεθνούς φοροδιαφυγής. Το πιο ενδιαφέρον και πρόσφατο παράδειγμα είναι η πίεση
των G8 και G20 για την υιοθέτηση συμβατικών κανόνων υπό την αιγίδα του ΟΟΣΑ (βλ.
παρακάτω), που θα επιτρέψουν την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σε φορολογικά
θέματα32.
Όσον αφορά στις πρωτοβουλίες του ΟΟΣΑ, ο διεθνής αυτός οργανισμός επεξεργάστηκε
το 2000 μια λίστα μη συνεργαζόμενων δικαιοδοσιών σε θέματα καταπολέμησης της
φοροδιαφυγής, λίστα που έλαβε την τελική της μορφή το 2002. Παρά την κριτική που
έχει ασκηθεί, η λίστα του ΟΟΣΑ αποτελεί επιτυχές παράδειγμα πολυμερούς συνεργασίας
και πίεσης προς τους αποκαλούμενους φορολογικούς παραδείσους. Εκτός από την
πρωτοβουλία αυτή, ο ΟΟΣΑ επεξεργάστηκε και δημοσίευσε τη γνωστή Πρότυπη
Συμφωνία για Ανταλλαγή Φορολογικών Πληροφοριών (2002). Η Σύμβαση αυτή, όπως
έχει επικαιροποιηθεί το 2005 και το 2012, είναι στη διάθεση των κρατών για να την
υπογράψουν σε διμερές ή πολυμερές επίπεδο και περιέχει πρόνοιες και για την
ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών.
Η μεγάλη αλλαγή που επέφερε η επικαιροποίηση του 2012 αφορά α) στη νομική βάση
για μια ευρεία αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών και β) στη διευκρίνιση που δόθηκε33
ότι η αίτηση παροχής πληροφοριών δε χρειάζεται να αφορά μόνο σε ονομαστικά
ταυτοποιημένους φορολογουμένους, αλλά και σε ομάδες φορολογουμένων που δεν
προσδιορίζονται ονομαστικά, όπως λ.χ. οι αμερικανοί κάτοχοι μη δηλωθέντων
λογαριασμών της UBS. Ο ΟΟΣΑ ανέλαβε μάλιστα από τους G20 το έργο της ανάπτυξης
κοινών παγκόσμιων standards για τις αυτόματες ανταλλαγές πληροφοριών, σε νομικό και
τεχνικό επίπεδο, ώστε τα μέλη των G20 να ξεκινήσουν τις ανταλλαγές αυτές μέχρι το
τέλος του 201534.
Προϊόν αυτής της εργασίας είναι η Πρότυπη Συμφωνία για την Αυτόματη Ανταλλαγή
Πληροφοριών (Φεβρουάριος 2014)35,η οποία υιοθετεί το μοντέλο της FATCA και, πιο
συγκεκριμένα, της πρότυπης διακυβερνητικής συμφωνίας FATCA Model 1. Σε αντίθεση
όμως με την αμερικανική νομοθεσία, το πρότυπο του ΟΟΣΑ υιοθετεί μόνο το κριτήριο
της κατοικίας και όχι το κριτήριο της ιθαγένειας, στοιχείο που ανακινεί το πρόβλημα
ορισμού της φορολογικής κατοικίας. Έτσι, πέρα από το να εντοπίζει τους πολίτες ή
32
Βλ.G20 Meeting of Finance Ministers and Central Bank Governors, Washington DC, 19.04.2013, παρ.14
(«We welcome progress made towards automatic exchange of information which is expected to be the
standard and urge all jurisdictions to move towards exchanging information automatically with their treaty
partners, as appropriate»). Βλ. επίσης G8 Lough Erne Communique, 18.06.2013, παρ. 3 («We commit to
establish the automatic exchange of information between tax authorities as the new global standard»).
33
Βλ. OECD, Update to Article 26 of the OECD Model Tax Convention and its Commentary, 17.07.2012,
παρ. 5.1.
34
G20 Leaders’ Declaration, St. Petersburg, 06.09.2013, παρ. 51.
35
OECD, Standard for Automatic Exchange of Financial Account Information: Common Reporting
Standard, February 2014, σ. 12 επ., διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο: http://www.oecd.org/ctp/exchange-oftax-information/automatic-exchange-financial-account-information-common-reporting-standard.pdf
10
κατοίκους των ΗΠΑ, όπως απαιτεί η FATCA, το κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα θα
κληθεί, υπό το καθεστώς του ΟΟΣΑ, να εντοπίσει τη φορολογική κατοικία όλων των
πελατών του.
6. Συμπερασματικές παρατηρήσεις: Η επικράτηση του αμερικανικού μοντέλου στο
αναδυόμενο διεθνές πλαίσιο κανόνων κατά της φοροδιαφυγής
Η διαπίστωση των ΗΠΑ για την αναποτελεσματικότητα των διμερών συμβάσεων
αμοιβαίας νομικής συνδρομής τις οδήγησε να αναζητήσουν και να εκβιάσουν τη
συνεργασία των αλλοδαπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, μέσω των αντικινήτρων της
FATCA. Γενικότερα, οι μονομερείς πρωτοβουλίες των ΗΠΑ κατά της φοροδιαφυγής,
τόσο οι διώξεις και οι κυρώσεις κατά UBS και Credit Suisse, όσο και η υιοθέτηση της
νομοθεσίας FATCA υπήρξαν καταλύτες σημαντικών εξελίξεων στο διεθνές συμβατικό
δίκαιο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν το νέο Πρότυπο του ΟΟΣΑ για την
αυτόματη ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών, καθώς και το πλήθος των διακρατικών
συμβάσεων ένταξης στο καθεστώς της FATCA.
Είναι σαφές ότι η στρατηγική των ΗΠΑ κατά της φοροδιαφυγής εξελίχθηκε τα τελευταία
χρόνια, καθώς το βάρος μετακινήθηκε από την καταστολή στην πρόληψη. Το στοιχείο
πάντως που παραμένει είναι η μονομέρεια36. Η FATCA εισάγει ουσιαστικά ένα τεκμήριο
συνενοχής σε φοροδιαφυγή, με εξωεδαφική μάλιστα επιβολή υποχρεώσεων σε βάρος
αλλοδαπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Η FATCA έχει βέβαια οδηγήσει στη
σύναψη πλήθους συμβάσεων, είτε διακρατικών, είτε μεταξύ των αμερικανικών
φορολογικών αρχών και των αλλοδαπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Εντούτοις, η
συνεργασία αυτή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ως τρίτων στη σχέση κράτουςφορολογουμένου, εξασφαλίστηκε αρχικά υπό την απειλή κυρώσεων, στη συνέχεια δε με
πίεση για ένταξή τους στο καθεστώς αυτόματης ανταλλαγής φορολογικών πληροφοριών.
Το νέο αυτό μοντέλο ανταποκρίνεται σίγουρα στη φιλοσοφία και στρατηγική των ΗΠΑ,
παραγνωρίζει όμως το δικαίωμα κάθε χώρας να χαράσσει τη δική της φορολογική
πολιτική και τη δική της πολιτική ανταλλαγής πληροφοριών37. Όπως και να έχει, η
στρατηγική των ΗΠΑ δείχνει να έχει επιβάλει τη συστράτευση μεγάλου μέρους της
διεθνούς κοινότητας στο νεο-αναδυόμενο διεθνές πλαίσιο κανόνων κατά της
φοροδιαφυγής. Με ένα σημαντικό αριθμό χωρών να προετοιμάζονται να συνάψουν
διμερείς συμβάσεις κατά το Πρότυπο του ΟΟΣΑ εντός του 2014 και του 201538,
υπάρχουν προσδοκίες ότι η εμπέδωση του νέου μοντέλου θα γίνει σταδιακά, αλλά με
γοργό ρυθμό. Ο ΟΟΣΑ αναγνωρίζει βέβαια ότι το Πρότυπο θα εξελίσσεται μέσα στο
χρόνο, διεκδικώντας όμως και τη θέση του μοναδικού προτύπου αυτόματης ανταλλαγής
φορολογικών πληροφοριών, με ενιαία και ομοιόμορφη εφαρμογή39.Από τη μεριά της η
36
Βλ. γενικότερα F. Nuscheler, Multilateralism vs. Unilateralism: Cooperation vs. Hegemony in
Transatlantic Relations, Policy Paper 16 of the Development and Peace Foundation, 2001, σ. 11.
37
R. Gordon, On the use and abuse of standards for law: Global governance and offshore financial centers,
North Carolina Law Review, vol. 88 (2010), σ. 501 επ., 516.
38
Ernst & Young, OECD Common Reporting Standard : A global FATCA-like regime, International Tax
Alert, 18 February 2014.
39
Βλ. OECD Background Information Brief, ο.π., σ. 6 (« The OECD, working with G20 jurisdictions, will
seek to ensure that the standard remains a single standard also over time and that as much as possible it
continues to be interpreted and operated consistently across different jurisdictions »).
11
Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξήγγειλε τη διασύνδεση και τη διαλειτουργικότητα μεταξύ των
συστημάτων ανταλλαγής πληροφοριών της ΕΕ, του αμερικανικού συστήματος FATCA
και του παγκόσμιου Προτύπου του ΟΟΣΑ40.
Επειδή η διαπραγμάτευση και η σύναψη διακρατικών συμφωνιών αποδείχθηκε και στην
περίπτωση της FATCA χρονοβόρα και περίπλοκη διαδικασία, εκφράζονται εύλογες
επιφυλάξεις για τη δυνατότητα ταχείας και ομοιόμορφης εισαγωγής του Προτύπου του
ΟΟΣΑ μέσω της σύναψης ενός πραγματικά τεράστιου όγκου διμερών συμβάσεων.
Εξαιρετικά δυσχερής παρουσιάζεται, επίσης, η ομοιόμορφη εφαρμογή του ορισμού της
φορολογικής κατοικίας και η προσαρμογή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στις νέες
τους υποχρεώσεις για επαλήθευση και διαβίβαση των στοιχείων των πελατών τους.
Τίθεται, τέλος, το ερώτημα εάν θα απομείνουν δίοδοι και καταφύγια για τη διεθνή
φοροδιαφυγή41, δηλαδή δικαιοδοσίες εκτός του παγκόσμιου πλέγματος των συμφωνιών
αυτόματης ανταλλαγής φορολογικών πληροφοριών που οραματίζεται ο ΟΟΣΑ42.
Σε ό,τι μας αφόρα, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα
καλούνται καταρχάς να αξιολογήσουν εάν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της FATCA
και να διασφαλίσουν στη συνέχεια ότι συμμορφώνονται με τη νέα νομοθεσία ως προς
τους πελάτες τους είναι υπήκοοι των ΗΠΑ. Ήδη, πολυάριθμα (139) ελληνικά
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν δηλώσει συμμετοχή στο καθεστώς της FATCA43.
Την 1η Δεκεμβρίου 2014, το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ ανακοίνωσε μάλιστα ότι
η Ελλάδα και οι ΗΠΑ κατέληξαν σε διακυβερνητική συμφωνία κατά το πρότυπο
FATCA Model 144. Σε μια παράλληλη εξέλιξη που ενδιαφέρει τη χώρα μας, η ΕΕ
προχωρά στην αυτόματη ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών, υιοθετώντας μια νέα
Οδηγία45 που τροποποιεί την Οδηγία 2011/16 σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον
τομέα της φορολογίας. Επιπλέον, η ΕΕ και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας G20 έχουν
δεσμευτεί ότι θα ξεκινήσουν να ανταλλάσσουν αυτόματα φορολογικές πληροφορίες
μεταξύ τους, αλλά και με άλλες χώρες, μέχρι το τέλος του 201846. Η Ελλάδα καλείται
λοιπόν να προσαρμοστεί γρήγορα στο νέο-αναδυόμενο διεθνές καθεστώς ανταλλαγής
φορολογικών πληροφοριών, τόσο ως μέλος της ΕΕ, όσο και ως συμμετέχον κράτος στο
σύστημα της FATCA.
40
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Καταπολέμηση της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής, Εισήγηση στο
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 22αςΜαΐου 2013, σ. 9.
41
M. Burke Baker et al., The new world wide web: FATCA inspires a global effort to fight tax evasion,
K&L Gates Policy Insight, 2013, σ. 6.
42
Σε μια τέτοια περίπτωση, το Πρότυπο του ΟΟΣΑ θα μπορούσε ίσως να εξελιχθεί υιοθετώντας
αντικίνητρα / κυρώσεις τύπου FATCA.
43
Το Δεκέμβριο του 2014 στο σχετικό δικτυακό τόπο του IRS απαριθμούνταν 139 χρηματοπιστωτικά
ιδρύματα από Ελλάδα, βλ. http://apps.irs.gov/app/fatcaFfiList/flu.jsf
44
Βλ. σχ. το δικτυακό τόπο του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, http://www.treasury.gov/resourcecenter/tax-policy/treaties/Pages/FATCA-Archive.aspx
45
Η τελευταία σημαντική εξέλιξη στο χρόνο συγγραφής του παρόντος άρθρου ήταν η υιοθέτηση τηςνέας
Οδηγίας από το Συμβούλιο ECOFIN (Δελτίο Τύπου 16644/14 της 9 Δεκεμβρίου 2014).
46
G20 Leaders' Communiqué, Brisbane, November 16, 2014, παρ. 13.
12