Τεύχος 2013 Άρθρο 2.pdf

ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, 24, 11-23
2013  Ε.Α.Ψ.
Τάση εμφάνισης διατροφικών διαταραχών και ψυχολογικές παράμετροι σε
αθλήτριες γυμναστικής υψηλού επιπέδου: Η σχέση τους με την εικόνα σώματος
και το δείκτη μάζας σώματος των αθλητριών
Καλλιόπη Θεοδωράκου και Ολύβια Δόντη
Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Περίληψη
Σκοπός αυτής της εργασίας ήταν η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της τάσης εμφάνισης
διατροφικών διαταραχών και ψυχολογικών παραμέτρων, εικόνας σώματος και δείκτη μάζας
σώματος σε 30 αθλήτριες ενόργανης και ρυθμικής γυμναστικής, μέλη της εθνικής ομάδας,
ηλικίας 15-21 ετών. Για τη διερεύνηση των διατροφικών στάσεων των αθλητριών
χρησιμοποιήθηκε η κλίμακα Διατροφικών Στάσεων EAT 26, για τη μέτρηση του άγχους
προδιάθεσης και της αυτοεκτίμησης χρησιμοποιήθηκαν οι ελληνικές εκδόσεις των
ερωτηματολογίων Άγχους Κατάστασης-Προδιάθεσης και Αυτοεκτίμησης αντίστοιχα, ενώ για
την ικανοποίηση των αθλητριών από το σώμα τους χρησιμοποιήθηκε η κλίμακα Σωματικής
Κάθεξης και Σωματικής Εικόνας. Τα αποτελέσματα της εργασίας έδειξαν ότι εννέα από τις
30 αθλήτριες είχαν σκορ μεγαλύτερο από 20 στο EAT 26. Η ανάλυση κανονικής συσχέτισης
έδειξε ότι η ηλικία και ο δείκτης μάζας σώματος των αθλητριών συσχετίστηκαν υψηλά με τη
βουλιμία κι ενασχόληση με το φαγητό και τον έλεγχο κατάποσης, ενώ το άγχος προδιάθεσης
και η αυτοεκτίμηση είχαν μέτρια συσχέτιση με την ενασχόληση με δίαιτα. Φαίνεται ότι η
μακρόχρονη προπονητική και αγωνιστική επιβάρυνση επιδρούν διαφορετικά στην εικόνα
σώματος και στην τάση εμφάνισης διατροφικών διαταραχών των αθλητριών.
Λέξεις-κλειδιά: γυμναστική, διατροφικές διαταραχές, εικόνα σώματος
Abstract
The aim of this study was to examine the relationship between the prevalence of eating
disorders, psychological parameters, body image, and body mass index in 30 female
gymnastics athletes (rhythmic and artistic), members of the national team, aged 15-21 years
old. To measure athletes’ eating attitudes, the Eating Attitudes Test-26 (EAT-26) was used
while trait anxiety and self-esteem were measured via the Greek version of the State-Trait
Anxiety Inventory and the Rosenberg Self-Esteem Scale, respectively. Levels of athletes’
body satisfaction were measured using the Body Cathexis Scale and the Body Image Scale.
Nine gymnasts had a total score greater than 20 on the EAT-26. Canonical correlation
analysis revealed that age and body mass index were highly correlated with bulimia and food
preoccupation and oral control while trait anxiety and self-esteem had a moderate correlation
with dieting. It seems that in the context of gymnastics, long-term training and competitive
demands for thinness may differentially affect gymnasts’ body image and eating disturbances.
---------------------------------------Key-words:
gymnastics, eating disorders, body image
Διεύθυνση αλληλογραφίας: Καλλιόπη Θεοδωράκου, ΤΕΦΑΑ Αθηνών, Πεύκων 4, 152 33, Χαλάνδρι
e-mail: [email protected]
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Κ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΥ & Ο. ΔΟΝΤΗ
Οι διατροφικές διαταραχές θεωρούνται σοβαρές ψυχιατρικές διαταραχές
(Steinhausen, 2002), οι οποίες αντιμετωπίζονται δύσκολα και έχουν σημαντική
επίδραση στην υγεία και την απόδοση των αθλητών (Costarelli & Stamou, 2009). Η
Ψυχογενής Ανορεξία και η Ψυχογενής Βουλιμία είναι οι πιο ακραίες εκδηλώσεις
διατροφικών διαταραχών, ωστόσο, κάποιοι παράγοντες, όπως η εμμονή με το φαγητό
ή τη δίαιτα, η έλλειψη ικανοποίησης από την εικόνα του σώματος και η συνεχής
ενασχόληση με το σωματικό βάρος θεωρείται ότι συνδέονται με αποκλίνουσα
διατροφική συμπεριφορά (Michou & Costarelli, 2011). Κυριότερες αιτίες εμφάνισης
διατροφικών διαταραχών θεωρούνται η γενετική προδιάθεση και ιδιαίτεροι
περιβαλλοντικοί παράγοντες κινδύνου (Fairburn & Harrison, 2003).
Είναι γνωστό ότι για τις περισσότερες γυναίκες, η συμμετοχή σε αθλητικές
δραστηριότητες συμβάλλει σε καλύτερη φυσική κατάσταση και σημαντικά οφέλη για
την υγεία, υψηλότερη αυτοεκτίμηση και θετικότερη εικόνα σώματος, σε σχέση με
γυναίκες που δεν αθλούνται (Costarerelli, Demetzi, & Stamou, 2009). Υποστηρίζεται
όμως ότι κάποια χαρακτηριστικά του αγωνιστικού αθλητισμού, όπως ο μεγάλος
όγκος προπόνησης, οι ασυνήθιστες διατροφικές πρακτικές και η μείωση πρόσληψης
τροφής, αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης διατροφικών διαταραχών (Monthuy-Blanc,
Maïano, & Therme, 2010). Σε προγενέστερες έρευνες αναφέρεται ότι η τάση
εμφάνισης διατροφικών διαταραχών σε αθλητές (από διάφορα αθλήματα και επίπεδα
απόδοσης) είναι μόνο ελαφρά υψηλότερη απ’ ότι σε μη αθλητές (Hausenblas &
Carron, 1999). Πρέπει όμως να τονιστεί, ότι σε αθλήματα που έχουν αυστηρά
κριτήρια ελέγχου του σωματικού βάρους -είτε ως προϋπόθεση απόδοσης ή κατάταξης
είτε ως υποκειμενική αξιολόγηση από κριτές, όπως η ενόργανη και η ρυθμική
γυμναστική- εμφανίζονται πολύ υψηλότερα ποσοστά διατροφικών διαταραχών (Cook
& Hausenblas, 2011, Smolak, Murnen, & Ruble, 2000). Στη γνωστή έρευνα των
Sundgot-Borgen και Torstveit (2004), εξετάστηκε η ύπαρξη διατροφικών διαταραχών
μεταξύ Νορβηγών αθλητών και αθλητριών (n=1.620) και μη αθλητών (n=1.696) και
βρέθηκε ότι στις αθλήτριες που ασχολούνταν με «αισθητικά σπορ» -πατινάζ,
καταδύσεις, συγχρονισμένη κολύμβηση, ενόργανη και ρυθμική γυμναστική- η τάση
εμφάνισης διατροφικών διαταραχών ήταν 42%, ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από αυτό
που βρέθηκε σε αθλήτριες αντοχής (24%) και ομαδικών αθλημάτων (16%). Τα
αποτελέσματα αυτά επιβεβαιώθηκαν από πολλές μεταγενέστερες έρευνες (Αnderson,
Petrie, & Neumann, 2012, Greenleaf, Petrie, Carter, & Reel, 2009, Krentz &
Warschburger, 2011). Στην ενόργανη και ρυθμική γυμναστική υπάρχει συνεχής πίεση
από το περιβάλλον (προπονητές, γονείς, κριτές) στις νεαρές αθλήτριες να είναι λεπτές
(Salbach, Klinowski, Pfeiffer,Lehmkuhl, & Korte, 2007) διότι το χαμηλό σωματικό
βάρος σχετίζεται με την ευκινησία των αθλητριών σε μεμονωμένες κινήσεις ή πάνω
σε κάποια όργανα και με την ταχύτητα περιστροφής τους γύρω από διάφορους
άξονες, συνεπώς με την απόδοση (Harris & Greco, 1990, Sample, 2000). Επιπλέον,
το πολύ λεπτό -συχνά εφηβικό- σώμα των αθλητριών ανταποκρίνεται στις
«αισθητικές» απαιτήσεις των αθλημάτων (Τhompson & Sherman, 2010). Ιδιαίτερα
στη ρυθμική γυμναστική φαίνεται ότι υπάρχουν υψηλότεροι δείκτες στην τάση για
λεπτό σώμα και στο ποσοστό εμφάνισης διατροφικών διαταραχών σε σχέση με την
ενόργανη και την ακροβατική γυμναστική (Nordin, Harris, & Cumming, 2003).
Σε μεγάλο αριθμό μελετών επιχειρήθηκε να διερευνηθούν τα ψυχολογικά
χαρακτηριστικά των αθλητριών που είναι πιθανόν να συνδέονται με την εμφάνιση
διατροφικών διαταραχών. Προγενέστερες έρευνες έδειξαν ότι το άγχος, η
αυτοεκτίμηση και η έλλειψη ικανοποίησης από τη σωματική εικόνα επηρεάζουν τη
συχνότητα εμφάνισης διατροφικών διαταραχών (Costarerelli, Demetzi, & Stamou,
2009, Petrie, Greenleaf, Reel, & Carter, 2009, Markey & Vander Wal, 2007).
12
ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΣΕ ΑΘΛΗΤΡΙΕΣ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ
Συγκεκριμένα, η χαμηλή αυτοεκτίμηση φαίνεται να σχετίζεται τόσο με την εμφάνιση
διατροφικών διαταραχών (Biro, Striegel-Moore, Franko, Padgett, & Bean, 2006,
Milligan & Pritchard, 2006) όσο και με τη συνεχή ενασχόληση με δίαιτα και με την
έλλειψη ικανοποίησης από τη σωματική εικόνα, αν και δεν είναι σαφές εάν αποτελεί
αιτία ή αποτέλεσμά τους (Ο’Dea, 2009). H σχέση μεταξύ άγχους και τάσης
εμφάνισης διατροφικών διαταραχών έχει επίσης εξεταστεί (Davey & Chapman, 2009,
Godart, Flament, Lecrubier, & Jeammet, 2000) και σε πολλές έρευνες αναφέρεται η
ύπαρξη συσχέτισης μεταξύ άγχους και διαφόρων συμπτωμάτων διατροφικών
διαταραχών. Ωστόσο, ο ακριβής ρόλος του άγχους στην εμφάνιση διατροφικών
διαταραχών παραμένει υπό διερεύνηση (Davey & Chapman, 2009).
Στο θεωρητικό μοντέλο πρόβλεψης παραγόντων κινδύνου για την εμφάνιση
διατροφικών διαταραχών σε αθλητές, το οποίο πρότειναν οι Petrie και Greenleaf
(2007), η έλλειψη ικανοποίησης από το σώμα εμφανίζεται ως σημαντικός
παράγοντας και ρυθμιστής της σχέσης μεταξύ κοινωνικής πίεσης και εμφάνισης
διατροφικής διαταραχής. Ωστόσο, σε προγενέστερες έρευνες βρέθηκε πως η έλλειψη
ικανοποίησης από τη σωματική εικόνα είναι χαμηλότερη σε αθλητές απ’ ό,τι σε μη
αθλητές (Smolak, Murnen, & Ruble, 2000) και σε αθλητές από «αισθητικά σπορ»
ακόμα χαμηλότερη σε σχέση με αθλητές από άλλα αθλήματα (Torstveit, Rosenvige,
& Sundgot-Borgen, 2008). Ενδιαφέρον, παρουσιάζει η έρευνα των De Βruin,
Oudejans, και Bakker (2007) που εξέτασε τη σχέση ανάμεσα στη διατροφική
συμπεριφορά και την εικόνα σώματος σε αθλήτριες γυμναστικής υψηλού επιπέδου,
τα αποτελέσματα της οποίας έδειξαν ότι η δίαιτα των αθλητριών γυμναστικής
υψηλού επιπέδου δεν σχετιζόταν τόσο με την αρνητική εικόνα σώματος, όσο με την
πίεση της προπόνησης και την πεποίθηση ότι το λεπτό σώμα είναι κρίσιμος
παράγοντας απόδοσης.
Ένας ακόμα παράγοντας, ο οποίος έχει βρεθεί να συνδέεται με την τάση
εκδήλωσης διατροφικών διαταραχών, είναι ο δείκτης μάζας σώματος. Στην έρευνα
των Papadopoulou, Pantoulas, Dalkiranis, Petrinas και Hassapidou (2003) που
εξετάστηκε η τάση εκδήλωσης διατροφικής διαταραχής, ο δείκτης μάζας σώματος
και η ενεργειακή πρόσληψη των αθλητριών, βρέθηκε ότι σε αθλήτριες με χαμηλό
δείκτη μάζας σώματος (16.71±3.1), ποσοστό 15,4% εμφάνισε κίνδυνο να αναπτύξει
διατροφικές διαταραχές και προτάθηκε συμβουλευτική από επαγγελματίες.
Αν και υπάρχουν πολλές έρευνες σχετικά με την τάση εμφάνιση διατροφικών
διαταραχών σε αθλήτριες γυμναστικής υψηλού επιπέδου (Nordin, Harris, &
Cumming, 2003, De Βruin, Oudejans, & Bakker, 2007, Sundgot-Borgen, Torstveit,
2004), χρειάζεται περισσότερη διερεύνηση σχετικά με το ποιοί παράγοντες κινδύνου
σχετίζονται με την υιοθέτηση ανθυγιεινών διατροφικών πρακτικών από τις αθλήτριες.
Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να εξετάσει τη σχέση μεταξύ της τάσης
εμφάνισης διατροφικών διαταραχών και του άγχους προδιάθεσης, της αυτοεκτίμησης,
της εικόνας σώματος και του δείκτη μάζας σώματος σε αθλήτριες ενόργανης
γυμναστικής και ρυθμικής, μόνιμα μέλη εθνικής ομάδας και συμμετέχουσες σε
Παγκόσμια Πρωταθλήματα και Ολυμπιακούς αγώνες. Η κύρια ερευνητική υπόθεση
της εργασίας διαμορφώθηκε ως εξής: η τάση εμφάνισης διατροφικών διαταραχών
των αθλητριών θα σχετίζεται με υψηλότερο άγχος, χαμηλότερη αυτοεκτίμηση και με
χαμηλότερο δείκτη μάζας σώματος. Με βάση τα πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα, η
τάση εμφάνισης διατροφικών διαταραχών σε αθλήτριες ενόργανης και ρυθμικής
γυμναστικής υψηλού επιπέδου αναμένεται να μην σχετίζεται με την εικόνα σώματος.
13
Κ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΥ & Ο. ΔΟΝΤΗ
ΜΕΘΟΔΟΣ
Συμμετέχουσες
Σε αυτήν την εργασία πήραν μέρος τριάντα αθλήτριες ρυθμικής και ενόργανης
γυμναστικής (16 και 14 αθλήτριες αντίστοιχα), μέλη της εθνικής ομάδας, ηλικίας 1521 ετών (17,03±1,45). Οι αθλήτριες ήταν μέλη δύο κέντρων υψηλών επιδόσεων
(Αθήνα-Θεσσαλονίκη) και επτά σωματείων από όλη την Ελλάδα. Είχαν προπονητική
και αγωνιστική εμπειρία από 7 έως 17 έτη (10,70±2,20) κι έκαναν προπόνηση
καθημερινά από 24 έως 80 ώρες την εβδομάδα (36±15,45). Ήταν όλες αθλήτριες
εθνικής ομάδας, είτε σταθερά μέλη της εθνικής ομάδας, συμμετέχουσες σε
Παγκόσμια Πρωταθλήματα και Ολυμπιακούς αγώνες, είτε χαρακτηρισμένες ως
επίλεκτες αθλήτριες κλιμακίου της εθνικής ομάδας. Συμμετείχαν σε διεθνείς και
εθνικούς αγώνες από 4 έως 10 φορές το χρόνο ανάλογα με το διεθνές αγωνιστικό
ημερολόγιο της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Γυμναστικής και το επίσημο ημερολόγιο
της Ελληνικής Ομοσπονδίας Γυμναστικής. Τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των
αθλητριών παρουσιάζονται στον Πίνακα 1.
Eρωτηματολόγια
Διατροφικές Στάσεις. Για τη διερεύνηση των διατροφικών στάσεων των αθλητριών
χρησιμοποιήθηκε η ελληνική προσαρμογή της κλίμακας Διατροφικών Στάσεων EAT26 (Garner & Garfinkel, 1979, Δούκα, 2007). Η κλίμακα αυτή κατασκευάστηκε με
σκοπό την καταγραφή των συμπτωμάτων, συμπεριφορών και σκέψεων που
σχετίζονται με τις διατροφικές διαταραχές. Αποτελείται από 26 ερωτήματα τα οποία
απαρτίζουν τρεις παράγοντες (ενασχόληση με δίαιτα, βουλιμία και ενασχόληση με
φαγητό και έλεγχος κατάποσης). Η διερευνητική παραγοντική ανάλυση (Δούκα, 2007)
επιβεβαίωσε την αρχική δομή του ερωτηματολογίου. Οι τιμές Cronbach-α
κυμάνθηκαν από 0.47 έως 0.81. Ο πρώτος παράγοντας, Ενασχόληση με δίαιτα,
αποτελείται από 13 ερωτήματα, ο δεύτερος παράγοντας, Βουλιμία και ενασχόληση με
φαγητό, αποτελείται από έξι ερωτήματα και ο τελευταίος, Έλεγχος κατάποσης, από 7
ερωτήματα. Η ολική βαθμολογία του EAT-26 προκύπτει αθροίζοντας το σύνολο των
προτάσεων που το απαρτίζουν με ειδικό κλειδί βαθμολόγησης, ενώ η βαθμολογία
κάθε παράγοντα προκύπτει αθροίζοντας τη βαθμολογία των επιμέρους ερωτημάτων
που τον απαρτίζουν. Ολική βαθμολογία σε αυτό το ερωτηματολόγιο μεγαλύτερη ή
ίση του 20 συνεπάγεται μη φυσιολογική διατροφική συμπεριφορά και εμφάνιση
συμπτωμάτων διατροφικών διαταραχών. Ωστόσο το ερωτηματολόγιο δεν
χρησιμοποιείται για τη διάγνωση των διατροφικών διαταραχών, αλλά αποτελεί
αξιόπιστο εργαλείο για τον πρωταρχικό εντοπισμό περιπτώσεων με συμπτώματα μη
ισορροπημένων διατροφικών συνηθειών. Σε μεταγενέστερη επιβεβαιωτική
παραγοντική ανάλυση του ερωτηματολογίου (Douka, Grammatopoulou, Skordilis, &
Koutsouki, 2009) προέκυψε ένα ερωτηματολόγιο αποτελούμενο από 13 ερωτήματα
τα οποία απαρτίζουν τρεις παράγοντες (ενασχόληση με δίαιτα, βουλιμία και
ενασχόληση με φαγητό και σημαντικοί άλλοι).
Άγχος Προδιάθεσης. Για τη μέτρηση του άγχους προδιάθεσης χρησιμοποιήθηκε η
ελληνική έκδοση του ερωτηματολογίου Άγχους Κατάστασης-Προδιάθεσης (State
/Trait Anxiety Inventory; STAI, Spielberger, 1983; Kάκκος, Εκκεκάκης, & Ζέρβας,
1991) και συγκεκριμένα η Κλίμακα Προδιάθεσης. Η κλίμακα Άγχους Προδιάθεσης,
έχει σχεδιαστεί για να μετράει ατομικές διαφορές στον τρόπο που τα άτομα βιώνουν
αγχογόνες καταστάσεις στην καθημερινή τους ζωή. Υψηλές τιμές στην κλίμακα
14
ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΣΕ ΑΘΛΗΤΡΙΕΣ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ
Άγχους Προδιάθεσης εμφανίζουν άτομα επιρρεπή στο να αντιλαμβάνονται και να
ερμηνεύουν τις κοινωνικές καταστάσεις ως περισσότερο απειλητικές. Περιλαμβάνει
20 ερωτήματα τα οποία απαρτίζουν έναν παράγοντα. Η κλίμακα Άγχους
Προδιάθεσης χορηγείται με την οδηγία να απαντηθεί σύμφωνα με το τι ισχύει
"γενικά, συνήθως" στη ζωή του ατόμου. Κάθε ερώτημα συνοδεύεται από μία 4βάθμια
κλίμακα απάντησης και οι απαντήσεις δίνονται με βάση τη "συχνότητα" εμφάνισης
της συμπεριφοράς που περιγράφεται. Η συνολική τιμή της κλίμακας κυμαίνεται από
το 20 έως και το 80. Οι τιμές Cronbach α της κλίμακας προδιάθεσης σε ελληνικό
πληθυσμό κυμαίνονται από .84 έως .86.
Αυτοεκτίμηση. Για τη μέτρηση της αυτοεκτίμησης, χρησιμοποιήθηκε η ελληνική
έκδοση του Ερωτηματολογίου Αυτοεκτίμησης (SES, Self-Esteem Scale; Rosenberg,
1965, Psychountaki, Stavrou & Zervas, 2006). Το ερωτηματολόγιο αυτοεκτίμησης
του Rosenberg (1965) αποτελείται από 10 ερωτήματα τα οποία απαρτίζουν έναν
παράγοντα. Αναφέρεται στην αξιολόγηση που ο εξεταζόμενος κάνει για τον εαυτό
του. Στον ελληνικό πληθυσμό o δείκτης εσωτερικής συνέπειας Cronbach α είναι .82.
Σωματική Κάθεξη. Προκειμένου να διερευνηθεί ο βαθμός ικανοποίησης ή μη
ικανοποίησης που έχει το άτομο για διάφορα μέρη του σώματός του και των
λειτουργιών του, χρησιμοποιήθηκε η Κλίμακα Σωματικής Κάθεξης (Tucker, 1981,
Theodorakis, Doganis, & Bagiatis, 1991). H κλίμακα αποτελείται από 39 ερωτήματα
που απαρτίζουν πολλές διαστάσεις, καθώς οι παραγοντικές αναλύσεις έχουν δείξει
από τρεις μέχρι έξι βασικούς παράγοντες που εξηγούν τη σωματική ικανοποίηση.
Στην παρούσα έρευνα η συνολική ικανοποίηση εκφράστηκε σε ένα παράγοντα που
προέκυψε από το συνολικό άθροισμα των απαντήσεων. Στον ελληνικό πληθυσμό, o
δείκτης εσωτερικής συνέπειας Cronbach α, είναι .90 και .85.
Εικόνα Σώματος. Η Κλίμακα Εικόνας Σώματος (Θεοδωράκης, 1999) έχει σκοπό να
εξετάσει μέσα από σκίτσα το βαθμό ικανοποίησης που νοιώθουν τα άτομα σχετικά με
το σώμα τους. Αποτελείται από 7 διαφορετικά σκίτσα ίδιου ύψους, τα οποία
διαχωρίζονται μεταξύ τους με βάση τον όγκο τους, από πολύ αδύνατα μέχρι πολύ
παχιά. Για τη συμπλήρωση της κλίμακας αυτής κάθε άτομο απάντησε στις ερωτήσεις
με ποιο σώμα νομίζει ότι μοιάζει και με ποιο σώμα θα ήθελε να μοιάζει. Τα άτομα
που ταυτίζουν τον τύπο του σώματος που έχουν αυτή τη στιγμή με τον ιδανικό γι’
αυτούς σωματότυπο κατατάσσονται στα «Σωματικά Ικανοποιημένα», ενώ τα άτομα
που δεν ταυτίζουν το υπάρχον με το ιδανικό σώμα κατατάσσονται στα «Σωματικά
Μη Ικανοποιημένα», ανάλογα με την απόκλιση που έχουν από τον «ιδανικό
σωματότυπο».
Δείκτης Μάζας Σώματος. Ο δείκτης μάζας σώματος (Body Mass Index, BMI)
υπολογίστηκε με βάση τον τύπο: Σωματικό βάρος (kg)/σωματικό ύψος²(m²). To ύψος
και το σωματικό βάρος υπολογίστηκαν στο πλησιέστερο 0.1 cm και 0.1 Κgr.
Χορήγηση Ερωτηματολογίων
Για τις ανήλικες αθλήτριες που συμμετείχαν σε αυτήν την έρευνα ζητήθηκε έγγραφη
γονική συναίνεση, ενώ οι ενήλικες δήλωσαν ότι συμμετέχουν εθελοντικά. Επιπλέον,
δόθηκαν συνοδευτικές επιστολές στους γονείς και στους προπονητές, όπου
αναφέρθηκε η σημασία της συμμετοχής, ο σκοπός της μελέτης, η εμπιστευτικότητα
και η ανωνυμία των αθλητριών. Με την άδεια των προπονητών, οι ερευνητές
15
Κ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΥ & Ο. ΔΟΝΤΗ
επισκέφθηκαν τους χώρους προπόνησης και μοίρασαν τα ερωτηματολόγια. Στις
συμμετέχουσες δόθηκαν: μια υπενθύμιση ότι πρέπει να απαντηθούν όλα τα
ερωτήματα, και μία υπόδειξη ότι δεν υπάρχουν σωστές ή λάθος απαντήσεις.
Στατιστική Ανάλυση
Η στατιστική ανάλυση έγινε με το SPSS για Windows, 20.0 και το επίπεδο
στατιστικής σημαντικότητας ορίστηκε στο .05. Μετά τον προκαταρτικό έλεγχο,
βρέθηκε ότι πληρούνται οι βασικές στατιστικές παραδοχές και ότι οι μεταβλητές
παρουσιάζουν κατά προσέγγιση κανονική κατανομή. Δείκτες περιγραφικής
στατιστικής χρησιμοποιήθηκαν για να υπολογιστούν οι μέσοι όροι και οι τυπικές
αποκλίσεις των εξεταζόμενων μεταβλητών. Ο έλεγχος εσωτερικής συνέπειας των
ερωτηματολογίων υπολογίστηκε με το δείκτη Cronbach α. Για την αρχική διερεύνηση
των συσχετίσεων μεταξύ των εξεταζομένων μεταβλητών χρησιμοποιήθηκε ο
συντελεστής συσχέτισης Pearson r, ενώ για τον έλεγχο της ερευνητικής υπόθεσης
διεξήχθη ανάλυση κανονικής συσχέτισης.
Πίνακας 1. Δημογραφικά χαρακτηριστικά των αθλητριών και απαντήσεις τους στις κλίμακες που
εξετάστηκαν (Ν=30)
Μεταβλητή
Ηλικία
Ύψος (cm)
Βάρος (kg)
Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ)
Προπονητική εμπειρία (σε έτη)
Ώρες προπόνησης/εβδομάδα
Άγχος προδιάθεσης
Αυτοεκτίμηση
EAT-26
Ενασχόληση με δίαιτα
Βουλιμία κι ενασχόληση με το φαγητό
Έλεγχος κατάποσης
Σωματική Κάθεξη
Ιδανική εικόνα σώματος
Πραγματική εικόνα σώματος
Επιθυμητή εικόνα σώματος
Αριθμός αθλητριών που συμμετείχε σε αγώνες
Ολυμπιακοί
Παγκόσμιοι
Πανευρωπαϊκοί
Μεσογειακοί
Πανελλήνιοι
Μέσος όρος
17,03
160
46,32
17,94
10,70
36,10
2,37
3,27
16,13
8,23
3,33
4,57
4,02
2,10
2,26
2,07
Τυπική απόκλιση
1,45
7,42
6,54
2,17
2,25
20,95
0,21
0,22
9,58
6,42
4,31
3,95
0,46
0,75
0,98
0,74
8
19
22
19
30
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Στην παρούσα μελέτη, ο δείκτης Cronbach α για το ερωτηματολόγιο EAT-26 ήταν
.79, .63, και .63, αντίστοιχα για τους τρεις παράγοντες που απαρτίζουν το
ερωτηματολόγιο (ενασχόληση με δίαιτα, βουλιμία κι ενασχόληση με το φαγητό, έλεγχος
κατάποσης) και για το ερωτηματολόγιο Άγχους Προδιάθεσης ήταν .74. Για το
ερωτηματολόγιο Αυτοεκτίμησης και για το ερωτηματολόγιο Σωματικής Κάθεξης ο
δείκτης Cronbach α ήταν αντίστοιχα .71 και .68. Οι μέσοι όροι και οι τυπικές
16
ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΣΕ ΑΘΛΗΤΡΙΕΣ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ
αποκλίσεις των δημογραφικών χαρακτηριστικών των αθλητριών και των απαντήσεών
τους στις κλίμακες που εξετάστηκαν παρουσιάζονται στον Πίνακα 1. Από τα
αποτελέσματα φαίνεται ότι εννέα αθλήτριες είχαν συνολική βαθμολογία υψηλότερη
από 20 στο ερωτηματολόγιο EAT 26 (Πίνακας 2).
Πίνακας 2. Κατηγοριοποίηση του δείγματος σύμφωνα με το σκορ στο EAT-26
Σκορ
<20
˃20
Συχνότητα (άτομα)
21
9
%
70
30
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης συσχέτισης έδειξαν ότι από τους παράγοντες που
απαρτίζουν το ερωτηματολόγιο EAT-26, μόνο ο παράγοντας βουλιμία κι ενασχόληση
με το φαγητό συσχετίστηκε σημαντικά με το άγχος προδιάθεσης, ενώ ο έλεγχος
κατάποσης συσχετίστηκε με το Δείκτη Μάζας Σώματος. Όπως αναμενόταν, η
αυτοεκτίμηση των αθλητριών συσχετίστηκε σημαντικά αρνητικά με το άγχος
προδιάθεσης (Πίνακας 3). Από τα τρία ερωτήματα που εξέταζαν την εικόνα σώματος
(ιδανική, πραγματική και επιθυμητή) βρέθηκε σημαντική συσχέτιση μεταξύ ιδανικής
και πραγματικής εικόνας και μεταξύ ιδανικής και επιθυμητής εικόνας. Επιπλέον, η
πραγματική εικόνα συσχετίστηκε σημαντικά με τη συνολική βαθμολογία της
κλίμακας Σωματικής Κάθεξης και με την ενασχόληση με δίαιτα (Πίνακας 3).
Πίνακας 3. Συσχέτιση μεταξύ των παραγόντων του ερωτηματολογίου EAT-26 (ενασχόληση με δίαιτα,
βουλιμία κι ενασχόληση με το φαγητό, έλεγχος κατάποσης) και των υπό εξέταση μεταβλητών
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
1
2
3
4
5
6
7
8
9
-.530**
.119
.337
.395*
.136
-.193
-.003
.029
-.020
.320
.096
.089
.284
-.043
.144
.182
.091
-.031
-.058
.223
.293
.053
.372*
.020
.283
.166
.142
.193
.439*
.156
-.226
.064
-.011
.052
-.094
-.408*
-.226
-.183
-.190
-.021
.226
.002
.426*
.971**
.355
Σημ. 1. Άγχος προδιάθεσης 2. Αυτοεκτίμηση 3. Σωματική Κάθεξη 4. Ενασχόληση με δίαιτα 5.
Βουλιμία κι ενασχόληση με το φαγητό 6. Έλεγχος κατάποσης 7. Δείκτης μάζας σώματος 8.
Ιδανική εικόνα 9. Πραγματική εικόνα 10. Επιθυμητή εικόνα
** p<0.01, * p<0.05.
Η ανάλυση κανονικής συσχέτισης ανέδειξε στατιστικά σημαντική επίδραση των
ανεξάρτητων μεταβλητών ηλικίας, δείκτη μάζας σώματος, άγχους προδιάθεσης και
αυτοεκτίμησης στην εξαρτημένη μεταβλητή της τάσης εμφάνισης διατροφικών
διαταραχών (Wilk’s λ=0.344, F(12,65)=2,5, p<0,01). Από την ανάλυση κανονικής
συσχέτισης αναδείχθηκαν δύο στατιστικά σημαντικές λύσεις. Η πρώτη κανονική
λύση (rc =.77) έδειξε ότι ο γραμμικός συνδυασμός της ηλικίας των αθλητριών
(r=0.83) και του δείκτη μάζας σώματος (r=0.55) σχετίζεται υψηλά με τους
17
Κ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΥ & Ο. ΔΟΝΤΗ
παράγοντες του ερωτηματολογίου EAT 26, βουλιμία κι ενασχόληση με το φαγητό
(r=.80) κι έλεγχος κατάποσης (r=.76). Επιπλέον, οι φορτίσεις των μεταβλητών ήταν
μεγαλύτερες από .30, που σημαίνει ότι δίνεται η δυνατότητα ερμηνείας των
μεταβλητών ως μέρος της κανονικής κατανομής. Η δεύτερη κανονική λύση (rc=.34)
έδειξε ότι ο γραμμικός συνδυασμός του άγχους προδιάθεσης (r=0.99) και της
αυτοεκτίμησης (r=0.64) παρουσιάζει μικρή συσχέτιση με τον παράγοντα του
ερωτηματολογίου EAT-26, ενασχόληση με δίαιτα (r=0.89) (Σχήμα 1).
Ανεξάρτητες μεταβλητές
(Συμμεταβλητές)
Ηλικία
ΔΜΣ
Άγχος
προδιάθεσης
Αυτοεκτίμηση
r=-0.83
r=-0.55
Κανονικές
μεταβλητές
(Συσχετίσεις)
1η κανονική συσχέτιση
rc=0.77
Ιδιοτιμή=1.46
% κοινής
διασποράς=89.2%
r=0.99
r=0.64
2η κανονική συσχέτιση
rc =0.34
Ιδιοτιμή=0.13
% κοινής
διασποράς=8.0%
Εξαρτημένες
μεταβλητές
(Διατροφικές στάσεις)
r=-0.80
r=0.76
Βουλιμία και
ενασχόληση
με φαγητό
Έλεγχος
κατάποσης
r=0.89
Ενασχόληση
με δίαιτα
Σχήμα 1. Κανονικές φορτίσεις και συντελεστής κανονικής συσχέτισης μεταξύ διατροφικών στάσεων,
ψυχολογικών χαρακτηριστικών, ηλικίας και δείκτη μάζας σώματος.
ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Σκοπός αυτής της εργασίας ήταν να διερευνηθούν γνωστοί παράγοντες κινδύνου
εμφάνισης διατροφικών διαταραχών σε αθλήτριες ενόργανης και ρυθμικής
γυμναστικής υψηλού επιπέδου. Συγκεκριμένα, εξετάστηκε η σχέση μεταξύ της τάσης
εμφάνισης διατροφικών διαταραχών και του άγχος προδιάθεσης, της αυτοεκτίμησης,
της ικανοποίησης από τη σωματική εικόνα και του δείκτης μάζας σώματος σε 30
αθλήτριες της εθνικής ομάδας. Τα αποτελέσματα της εργασίας έδειξαν ότι το 30%
των αθλητριών εμφάνισε διαταραγμένη διατροφική συμπεριφορά, ποσοστό σύμφωνο
με αυτό που έχει αναφερθεί σε προγενέστερες έρευνες σε αθλήτριες «αισθητικών
αθλημάτων» (Δούκα, 2007). Η ηλικία και ο δείκτης μάζας σώματος των αθλητριών
σχετίστηκαν υψηλά με την τάση εμφάνισης διατροφικών διαταραχών των αθλητριών,
ωστόσο, ψυχολογικές παράμετροι, όπως το άγχος προδιάθεσης, η αυτοεκτίμηση και η
έλλειψη ικανοποίησης από τη σωματική εικόνα, δεν παρουσίασαν υψηλή συσχέτιση
με την τάση εμφάνισης διατροφικών διαταραχών.
18
ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΣΕ ΑΘΛΗΤΡΙΕΣ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ
Αυτή η εργασία παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον εύρημα: αν και υπάρχουν πολλές
έρευνες που συνδέουν την ικανοποίηση από το σώμα και τη σωματική εικόνα με την
τάση εμφάνισης διατροφικών διαταραχών (Θεοδωράκης, 1999, Μαυροβουνιώτη,
2009, Milligan & Pritchard, 2006), φαίνεται πως αυτό δεν ισχύει για αθλήτριες
ενόργανης και ρυθμικής γυμναστικής, υψηλού επιπέδου. Τα αποτελέσματα της
εργασίας δείχνουν ότι η πραγματική εικόνα των αθλητριών για το σώμα τους,
συσχετίστηκε με την ιδανική εικόνα και το συνολικό σκορ στην Κλίμακα Σωματικής
Κάθεξης, γεγονός που σημαίνει ότι οι αθλήτριες αυτού του επιπέδου είναι πιθανόν
πιο ευχαριστημένες από τη σωματική τους εικόνα απ’ ότι γενικά αναφέρεται σε
αθλήτριες υψηλού επιπέδου. Όπως αναμενόταν, υψηλή συσχέτιση παρουσίασαν και η
ιδανική με την επιθυμητή εικόνα. Πιθανόν, πρέπει να διερευνηθεί άλλου είδους
έλλειψης ικανοποίησης από τη σωματική εικόνα για αθλήτριες υψηλού επιπέδου, η
οποία να αναφέρεται στο ιδανικό σώμα σε σχέση με το συγκεκριμένο άθλημα (Krentz
& Warschburger, 2011) και όχι μόνο στο ιδανικό με βάση τα κοινωνικά στερεότυπα
(Russell, 2004). Προφανώς, ο τρόπος που αντιλαμβάνονται οι αθλήτριες το σώμα
τους σχετίζεται με τις απαιτήσεις απόδοσης του αγωνίσματός τους. Είναι, επίσης,
πιθανόν οι 7 διαφορετικές σιλουέτες που είναι ζωγραφισμένες στην Κλίμακα Εικόνας
Σώματος να είναι πολύ γενικές για να αποδώσουν ειδικές διαφορές στην ικανοποίηση
των αθλητριών με το σώμα τους, ανάλογα με το άθλημά τους.
Από τα αποτελέσματα της εργασίας φάνηκε ότι η ηλικία και ο δείκτης μάζας
σώματος των αθλητριών σχετίστηκαν υψηλά με τους δύο παράγοντες του
ερωτηματολογίου EAT 26 (βουλιμία κι ενασχόληση με το φαγητό, έλεγχος κατάποσης)
εύρημα σύμφωνο με τα αποτελέσματα των Krentz και Warschburger (2011).
Φαίνεται ότι παρά τις μικρές διαφορές σε ηλικία που εμφανίζουν οι αθλήτριες, η
χρονολογική τους ηλικία και συνεπώς τα χρόνια παραμονής τους στην εθνική ομάδα
με τις αγωνιστικές και προπονητικές απαιτήσεις που αυτό συνεπάγεται και τη
μακρόχρονη πίεση για απόδοση και διατήρηση χαμηλού σωματικού βάρους,
σχετίζονται υψηλά με την τάση εμφάνισης διατροφικών διαταραχών. Πράγματι, με
βάση τη συνολική βαθμολογία τους στο EAT-26, οι εννέα από τις 30 αθλήτριες
παρουσιάζουν σκορ μεγαλύτερο από 20, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη
αναζήτησης επαγγελματικής ψυχολογικής συμβουλευτικής, ιδιαίτερα σε επίπεδο
προετοιμασίας εθνικών ομάδων.
Ο δείκτης μάζας σώματος των αθλητριών κυμάνθηκε σε επίπεδα πιο χαμηλά
από τα θεωρούμενα ως «φυσιολογικά» (19-21) και επιπλέον, πιο χαμηλά και από την
τιμή προγενέστερων ερευνών (17,94 έναντι 18,32) σε αθλήτριες «αισθητικών σπορ»
(Δούκα, 2007). Η γυμναστική ανήκει στα αθλήματα που απαιτούν συγκεκριμένο
σωματότυπο ως προϋπόθεση απόδοσης, συνεπώς οι αθλήτριες δεν επιλέγονται
τυχαία. Σε επίπεδο εθνικής ομάδας παραμένουν οι αθλήτριες με σταθερά
μορφολογικά χαρακτηριστικά, οι οποίες επιπλέον υπόκεινται σε πολυετή προπόνηση
και πολύ αυστηρό έλεγχο του σωματικού βάρους τους. Όπως αναμενόταν, ο δείκτης
μάζας σώματος συσχετίστηκε με τον έλεγχο κατάποσης, δηλαδή, τον αυτοέλεγχο των
αθλητριών στο φαγητό και με τη βουλιμία και ενασχόληση με το φαγητό ως
αδιάψευστος μάρτυρας της συνολικής διατροφικής συμπεριφοράς των αθλητριών.
Το άγχος προδιάθεσης και η αυτοεκτίμηση εμφάνισαν μέτρια συσχέτιση με
τον παράγοντα του ερωτηματολογίου EAT-26, ενασχόληση με δίαιτα. Σε
προγενέστερες έρευνες, το άγχος προδιάθεσης έχει συνδεθεί με την εμφάνιση
διατροφικών διαταραχών (Jansen, 2001). Οι Λαζαράτου και Αναγνωστόπουλος
(2003) αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι η προσωπικότητα των αθλητριών που
εκδηλώνουν διατροφικές διαταραχές αναδεικνύει την ανάγκη τους για διάκριση και
19
Κ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΥ & Ο. ΔΟΝΤΗ
επιτυχία μέσα από υψηλούς και δύσκολους στόχους, διότι είναι συνδεδεμένη με
καταναγκαστικούς μηχανισμούς συμπεριφοράς.
Από την άλλη μεριά, η αυτοεκτίμηση των αθλητριών γυμναστικής θεωρείται
δευτερογενής παράγοντας για την εκδήλωση διατροφικών διαταραχών (Δούκα,
2007). Ο Stice (2002) αναφέρει πως υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις για το αν η
αυτοεκτίμηση είναι παράγοντας κινδύνου για διατροφικές διαταραχές και ότι
χρειάζεται να συνυπάρχουν και άλλοι παράγοντες ώστε να πυροδοτήσουν την
εμφάνιση παθολογικής διαιτητικής συμπεριφοράς. Ωστόσο, σε αρκετές έρευνες
αναφέρεται πως η σωματική ικανοποίηση και η τάση για εμφάνιση διατροφικών
διαταραχών σχετίζεται με την αυτοεκτίμηση, καθώς τα πιο γυμνασμένα άτομα έχουν
πιο θετική στάση απέναντι στο σώμα και τον εαυτό τους (Θεοδωράκης, 1999).
Φαίνεται όμως, πως αυτό αφορά αθλούμενους ή αθλητές μετρίου επιπέδου διότι σε
αθλήτριες υψηλού επιπέδου είναι πιθανό η αυτοεκτίμησή τους να σχετίζεται
περισσότερο με την απόδοσή τους στους αγώνες και λιγότερο με την εικόνα
σώματος.
H έρευνα αυτή έχει ορισμένους περιορισμούς: ο πρώτος περιορισμός είναι
πως τα δεδομένα συλλέχθηκαν με τη χρήση ερωτηματολογίων αυτό-αναφοράς. Αν
και η μέθοδος αυτή αποτελεί την πλέον συνηθισμένη πρακτική στις έρευνες
ψυχολογίας, οι ερευνητές δεν έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν τις απαντήσεις των
συμμετεχόντων. Από την άλλη πλευρά, αυτή η τεχνική συλλογής δεδομένων δεν
φαίνεται να επηρεάζει την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων (Pate, 1993). Ένας ακόμα
περιορισμός είναι ο αριθμός των αθλητριών (N=30). Ωστόσο οι αθλήτριες αυτές
αποτελούν το σύνολο σχεδόν του ελληνικού πληθυσμού αθλητριών ρυθμικής κι
ενόργανης γυμναστικής οι οποίες είναι σταθερά μέλη της εθνικής ομάδας και έχουν
διεθνείς συμμετοχές σε επίσημους αγώνες. Επιπλέον, αποτελεί περιορισμό το ότι η
μέτρηση των σωματομετρικών χαρακτηριστικών έγινε αποκλειστικά με τον
υπολογισμό του δείκτη μάζας σώματος και δεν έγιναν άλλες μετρήσεις (π.χ
λιπομέτρηση). Είναι γνωστό πως αυτός ο δείκτης δεν δίνει πληροφορίες για την άλιπη
σωματική μάζα των αθλητριών.
Με βάση τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας θα ήταν χρήσιμο να γίνουν
μακροπρόθεσμες έρευνες σε αθλήτριες γυμναστικής αυτού του επιπέδου, αλλά
μεγαλύτερου αριθμού για λόγους γενίκευσης, εγκυρότητας των μετρήσεων και
αξιοπιστίας (Δούκα, 2007). Επιπλέον, θα ήταν χρήσιμη σε προπονητές και
αθλητικούς επιστήμονες η καταχώρηση σχετικών μετρήσεων με το EAT 26, σε μια
βάση δεδομένων με στόχο την παρακολούθηση των αθλητριών διαχρονικά και την
έγκαιρη συμβουλευτική παρέμβαση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αnderson, C.M., Petrie, T.A., & Neumann, G.S. (2012). Effects of sport pressures on
female collegiate athletes. Sport, Exercise and Performance, 1, 120-134.
Biro, F.M., Striegel-Moore, R.H., Franko, D.L., Padgett, J., & Bean, J.A. (2006). Selfesteem in adolescent females. Journal of Adolescent Health, 39, 507-510.
Costarelli, V., & Stamou, D. (2009). Emotional intelligence, body image and
disordered eating attitudes in combat sport athletes. Journal of Exercise Science
and Fitness, 7, 104–11.
Cook, B.J, & Hausenblas, H.A. (2011). Eating disorder-specific health-related quality
of life and exercise in college females. Quality of Life Research, 20, 1385-1390.
Davey, G.C.L, & Chapman, L. (2009). Disgust and eating disorder symptomatology
20
ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΣΕ ΑΘΛΗΤΡΙΕΣ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ
in a non-clinical population: The role of trait anxiety and anxiety sensitivity.
Clinical Child Psychology and Psychotherapy 16, 268–75.
De Βruin, A.P., Oudejans, R.D., & Bakker. F.C. (2007). Dieting and body image in
aesthetic sports: A comparison of Dutch female gymnasts and non-aesthetic
sport participants. Psychology of Sport and Exercise, 8, 507-620.
Douka, A., Grammatopoulou, E., Skordilis, E., & Koutsouki, D. (2009). Factor
analysis and cut-off score of the 26-item eating attitudes test in a Greek
sample. Biology of Exercise, 5, 51-68.
Δούκα, Α. (2007). Επίδραση των διαταραχών διατροφής στην υγεία και στην αθλητική
εξέλιξη Ελληνίδων αθλητριών υψηλού επιπέδου: Εφαρμογή της θεωρίας της
σχεδιασμένης συμπεριφοράς. Διδακτορική διατριβή, ΤΕΦΑΑ Πανεπιστημίου
Αθηνών.
Fairburn, C.G., & Harrison, P.J. (2003). Eating disorders. The Lancet, 361, 407-416.
Garner, D.M., & Garfinkel, P.E. (1980). Socio-cultural factors in the development of
anorexia nervosa. Psychological Medicine, 10, 647-656.
Greenleaf, C., Petrie, T.A., Carter, J., & Reel, J.J. (2009). Female collegiate athletes:
Prevalence of eating disorders and disordered eating behaviors. Journal of the
American College of Health 57, 489–95.
Godart, N.T., Flament, M.F., Lecrubier, Y., & Jeammet, P. (2000). Anxiety disorders
in anorexia nervosa and bulimia nervosa: Co-morbidity and chronology of
appearance. European Psychiatry 15, 38–45.
Harris, M. B., & Greco, D. (1990). Weight control and weight concern in competitive
female gymnasts. Journal of Sport and Exercise Psychology, 12, 427-433.
Hausenblas, H. A., & Carron, A. V. (1999). Eating disorder indices and athletes: An
integration. Journal of Sport and Exercise Psychology, 21, 230-258.
Θεοδωράκης, Γ. (1999). Σωματική εικόνα, σωματική κάθεξη και ψυχική υγεία.
Αθλητική Απόδοση και Υγεία, 1, 91-110.
Jansen, A. (2001). Towards effective treatment of eating disorders:nothing is as
practical as a good theory. Behavior Research and Therapy, 39, 1007-1022.
Κάκκος, Β., Εκκεκάκης, Π., & Ζέρβας, Ι. (1991). Ψυχομετρικές αναλογίες της
κλίμακας άγχους προδιάθεσης του ερωτηματολογίου άγχους κατάστασηςπροδιάθεσης (STAI) σε ελληνικό πληθυσμό. Αθλητική Ψυχολογία, 5, 3-34.
Κrentz, E.M., & Warschburger, P. (2011). Sports-related correlates of disordered
eating in aesthetic sports. Psychology of Sport and Exercise, 12, 375-382.
Λαζαράτου, Ε., Αναγνωστόπουλος, Δ. (2003). Ψυχογενής ανορεξία, εφηβεία και
Αθλητισμός. Πρακτικά 7ου Παγκοσμίου Ολυμπιακού Συνεδρίου (IOC). Αθήνα.
Mαυροβουνιώτη, Χ. (2009). Συναισθηματικά χαρακτηριστικά και εικόνα σώματος σε
σχέση με διαταραγμένη διατροφική συμπεριφορά σε δείγμα εφήβων. Πτυχιακή
εργασία, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Οικιακής Οικονομίας και
Οικολογίας.
Markey, M.A., Vander Wal, J.S. (2007). The role of emotional intelligence and
negative affect in bulimic symptomatology. Comprehensive Psychiatry 48, 458–
464.
Michou, M., Costarelli, V. (2011). Disordered eating attitudes in relation to anxiety
levels, self-esteem and body image in female basketball players. Journal of
Exercise Science and Fitness, 9, 109-115.
Milligan, B.A., & Pritchard, M. (2006). The relationship between gender, type of
sport, body dissatisfaction, self-esteem and disordered eating behaviors in
division I athletes. Athletic Insight: The Online Journal of Sport Psychology, 8,
1-15.
21
Κ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΥ & Ο. ΔΟΝΤΗ
Monthuy-Blanc, J., Maïano, C., & Therme, P. (2010). Prevalence of eating disorders
symptoms in nonelite ballet dancers and basketball players: An exploratory and
controlled study among French adolescent girls. Revue Epidemiologique Sante
Publique 58, 415–424.
Nordin, S., Harris, G., & Cumming, J. (2003). Disturbed eating in young, competitive
gymnasts: Differences between three gymnastics disciplines. European Journal
of Sport Science, 3, 1-14.
O’Dea, J.A. (2009). Self-perception score from zero to ten correlates well with
standardized scales of adolescent self esteem, body dissatisfaction, eating
disorders risk, depression, and anxiety. International Journal of Adolescent
Medicine and Health, 21, 509–17.
Pate, R.R. (1993). Physical activity assessment in children and adolescents. Critical
Reviews in Food Science and Nutrition, 33, 321-326.
Papadopoulou, S.K., Pantoulas, E., Dalkiranis, A., Petrinas, S., & Hassapidou, M.
(2003). Nutrition intake of adolescent swimmers. Proceedings of the 7th Preolympic Congress (IOC). Athens.
Petrie, T. A., & Greenleaf, C. A. (2007). Eating disorders in sport: From theory to
research to intervention. In G. Tenenbaum, & R. C. Eklund (Eds.), Handbook of
sport psychology (pp. 352-378). Chichester: Wiley.
Petrie, T. A., Greenleaf, C., Reel, J. J., & Carter, J. E. (2009). An examination of
psychosocial correlates of eating disorders among female collegiate athletes.
Research Quarterly for Exercise and Sport, 80, 621-632.
Psychountaki, M., Stavrou, N.A., & Zervas, Y. (2006). Testing the factor structure
and reliability of the Self-evaluation Scale. Proceedings of 9th European
Conference on Psychological Assessment. Thessaloniki, Greece.
Rosenberg, M. (1965). Society and the adolescent self-image. Princeton: Princeton
University Press.
Russell, K. M. (2004). On versus off the pitch: The transiency of body satisfaction
among female rugby players, cricketers, and netballers. Sex Roles, 51, 561-574.
Salbach, Η., Klinkowski, Ν., Pfeiffer, E., Lehmkuhl, U., & Korte, A. (2007). Body
image and attitudinal aspects of eating disorders in rhythmic gymnastics.
Psychopathology, 40, 388-393.
Sample, I. (2000). Tiny tumblers are stealing the show. New Scientist, 176, 22-55.
Smolak L, Murnen, S.K., & Ruble, A.E. (2000). Female athletes and eating
problems: A meta-analysis. International Journal of Eating Disorders 27, 71–
80.
Steinhausen, H. C. (2002). The outcome of anorexia nervosa in the 20th century.
American Journal of Psychiatry, 159, 1284-1293.
Spielberger, C.D. (1983). Manual for the State-Trait Anxiety Inventory (STAI).
Consulting Psychologists Press, Palo Alto, CA.
Stice, E. (2002). Risk factors for eating pathology: Recent advances and future
directions. In Stiegel-Moor, R. & Smolac, L. (Eds.), Eating disorders:
Innovative directions in research and practice. Washington, D.C.: American
Psychological Association.
Sundgot-Borgen, J., & Torstveit, M.K. (2004). Prevalence of eating disorders in elite
athletes is higher than in the general population. Clinical Journal of Sport
Medicine, 14, 25-32.
Thompson, R. A., & Sherman, R. T. (2010). Eating disorders in sport. New York.
NY: Routledge.
22
ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΣΕ ΑΘΛΗΤΡΙΕΣ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ
Theodorakis, Y., Doganis, G., & Bagiatis, K. (1991). Age differences and structural
validity for the Greek version of the body cathexis scale. Psychological Reports,
68, 43-49.
Torstveit, M. K., Rosenvinge, J. H., & Sundgot-Borgen, J. (2008). Prevalence of
eating disorders and the predictive power of risk models in female elite athletes:
A controlled study. Scandinavian Journal of Medicine and Science in Sports,
18, 108-118.
Tucker, L. A. (1981). Internal structure, factor satisfaction, and reliability of the body
cathexis scale. Perceptual and Motor Skills, 53, 891-896.
23