ΟΤΙΑΣΙΚΑ Α` ΚΛΙΗ ΟΤΙΑΣΙΚΩΝ την πρώτη κλίση ανήκουν

1
ΟΤ΢ΙΑ΢ΣΙΚΑ
Α' ΚΛΙ΢Η ΟΤ΢ΙΑ΢ΣΙΚΩΝ
΢την πρώτη κλίση ανήκουν :




Αρσενικά ασυναίρετα σε -ας και -ης : ὁ ταμίας / ὁ μαθητής
Αρσενικά συνηρημένα σε -ᾛς : ὁ Ἑρμᾛς
Θηλυκά ασυναίρετα σε -α και -η : ἡ χώρα / ἡ τιμή
Θηλυκά συνηρημένα σε -α και -η : ἡ μν᾵ / ἡ συκᾛ
Α΢ΤΝΑΙΡΕΣΑ
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΑΡ΢ΕΝΙΚΟ/ΘΗΛΤΚΟ
Ονομ. ας, ης
α, η
Γεν.
ου, ου
ας/ης, ης
Δοτ.
ᾳ, ᾙ
ᾳ/ᾙ, ᾙ
Αιτ.
αν, ην
αν, ην
Κλητ. α, ᾰ/η
α, η
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΑΡ΢ΕΝΙΚΟ/ΘΗΛΤΚΟ
αι
ων
αις
ας
αι
΢ΤΝΗΡΗΜΕΝΑ
Έχουν τις καταλήξεις των ασυναίρετων(εκτός των σε -ας-αρσενικών).Σονίζονται στη λήγουσα
και σε όλες τις πτώσεις περισπώνται.Εξαίρεση: ὁ βορέας - ὁ βορρ᾵ς.
ΚΑΝΟΝΕ΢
Γενικοί
i.
Η γενική πληθυντικού και στα αρσενικά και στα θηλυκά τονίζεται στη λήγουσα και
παίρνει περισπωμένη. Εξαιρούνται και τονίζονται στην παραλήγουσα τα : αἱ αἱτησίαι —>
αἱτησίων, ὁ χρήστης —> χρήστων
ii.
Η κατάληξη -ας και στα δυο γένη και στους δυο αριθμούς είναι πάντοτε "μακρόχρονη".
π.χ. τοὺς στρατιώτας, τὰς γλώσσας
Κανόνες Αρσενικών
i.
έχουν τη γενική ενικού σε -ου
ii.
έχουν τη κλητική ενικού σε -ᾰ και το α βραχύχρονο, όσα λήγουν σε :

της-αρχης-πώλης-τρίβης-μέτρης-ώνης-λάτρης

τα εθνικά —> π.χ. ὁ Πέρσης —> (ὦ) Πέρσα
ΠΑΡΑΣΗΡΗ΢Η: Σο όνομα "δεσπότης" στην κλητική ενικού ανεβάζει τον τόνο —> (ὦ) δέσποτα.
iii.
΄Εχουν τα δίχρονα φωνήεντα α, ι, υ:

βραχύχρονα όσα λήγουν σε:
-ῠτης ( προερχόμενα απο ρήματα π.χ. λύτης )
-ῐδης (εὐπατρίδης )
-ᾰτης (ἁμαξηλάτης )
2

μακρόχρονα όσα λήγουν σε:
-ῑτης ( τεχνίτης )
-ᾱδης (όσα δηλώνουν καταγωγή: Ἐλεάτης )
-ῡτης (οσα δεν προέρχονται από ρήματα π.χ. πρεσβύτης)
Κανόνες Θηλυκών σε -α:
i.
όταν πριν από το - α υπάρχει φωνήεν ή ρ το - ᾱ λέγεται καθαρό και διατηρείται σ' όλες τις
πτώσεις. Σο - α αυτό είναι μακρόχρονο. Εξαιρούνται και έχουν τo - α βραχύχρονο τα:
o
γαῖα / γραῖα
o
μαῖα / μυῖα / μοῖρα
o
πεῖρα / πρ῵ρα
o
σπεῖρα / σφαῖρα / σφῦρα
o
και τα προπαροξύτονα: π.χ. ἡ εὐγένεια
ii.
όταν πριν από - α υπάρχει σύμφωνο, εκτός του ρ, το - ᾰ λέγεται μη καθαρό, είναι
βραχύχρονο και μετατρέπεται στη γεν. / δοτική ενικού σε - η και το - α.
Παράδειγμα:
o
ἡ θύελλα / τᾛς θυέλλης / τᾜ θυέλλη
o
ἡ γλῶσσα / τᾛς γλώσσης / τᾜ γλώσσᾙ
iii.
στην αιτιατική και την κλητική ενικού το - α είναι ό,τι και στην ονομαστική.
Παράδειγμα:
o
ἡ ἱέρειᾰ —> βραχύ —> άρα: τὴν ἱέρειᾰν / ὦ ἱέρειᾰ
o
ἡ σημαίᾱ —> μακρό —> άρα: τὴν σημαίαν / ὦ σημαία
iv.
στη γενική πληθυντικού τονίζονται στη λήγουσα και παίρνουν περισπωμένη.
Παράδειγμα:
o
τῶν θαλασσῶν
o
τῶν ἐνεργειῶν
o
τῶν σφαιρῶν
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΣΑ Α΢ΤΝΑΙΡΕΣΩΝ ΟΤ΢ΙΑ΢ΣΙΚΩΝ Α΄ ΚΛΙ΢Η΢
α. ΑΡ΢ΕΝΙΚΩΝ
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ταμίας
πολίτης μαθητὴς
ταμίου
πολίτου μαθητοῦ
ταμίᾳ
πολίτᾙ
μαθητᾜ
ταμίαν
πολίτην μαθητὴν
ταμία
πολῖτα
μαθητὰ
᾿Ατρείδης
᾿Ατρείδου
᾿Ατρείδᾙ
᾿Ατρείδην
᾿Ατρείδη
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ονομ. οἱ
ταμίαι
πολῖται μαθηταὶ
Γεν.
τῶν ταμιῶν
πολιτῶν μαθητῶν
Δοτ.
τοῖς ταμίαις πολίταις μαθηταῖς
Αιτ.
τοὺς ταμίας
πολίτας μαθητὰς
Κλητ. (ὦ) ταμίαι
πολῖται μαθηταὶ
᾿Ατρεῖδαι
᾿Ατρειδῶν
᾿Ατρείδαις
᾿Ατρείδας
᾿Ατρεῖδαι
Ονομ.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ
τοῦ
τ῵
τὸν
(ὦ)
3
β. ΘΗΛΤΚΩΝ σε α —> γεν. -ας
Ονομ.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ἡ
τᾛς
τᾜ
τὴν
(ὦ)
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
σημαία γενεὰ
ἐνέργεια
σημαίας γενε᾵ς
ἐνεργείας
σημαίᾳ γενεᾶ
ἐνεργείᾳ
σημαίαν γενεὰν
ἐνέργειαν
σημαία γενεὰ
ἐνέργεια
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ονομ. αἱ
σημαῖαι γενεαὶ ἐνὲργειαι
Γεν.
τῶν σημαιῶν γενεῶν ἐνεργειῶν
Δοτ.
ταῖς σημαὶαις γενεαῖς ἐνεργεὶαις
Αιτ.
τὰς σημαὶας γενεὰς ἐνεργεὶας
Κλητ. (ὦ) σημείαι γενεαὶ ἐνὲργειαι
μοῖρα
μοίρας
μοίρᾳ
μοῖραν
μοῖρα
μοῖραι
μοιρῶν
μοὶραις
μοὶρας
μοῖραι
γ. ΘΗΛΤΚΩΝ σε α —>γεν. -ης, η—>γεν. -ης
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
θύελλα γλῶσσα
θυέλλης γλώσσης
θυέλλᾙ γλώσσᾙ
θύελλαν γλῶσσαν
θύελλα γλῶσσα
Ονομ.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ἡ
τᾛς
τᾜ
τὴν
(ὦ)
νίκη
νίκης
νίκᾙ
νίκην
νίκη
Ονομ.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
αἱ
θύελλαι
γλῶσσαι νῖκαι
τῶν θυελλῶν γλωσσῶν νικῶν
ταῖς θυέλλαις γλώσσαις νίκαις
τὰς
θυέλλας γλώσσας νίκας
(ὦ)
θύελλαι
γλῶσσαι νῖκαι
ψυχὴ
ψυχᾛς
ψυχᾜ
ψυχὴν
ψυχὴ
ψυχαὶ
ψυχῶν
ψυχαῖς
ψυχὰς
ψυχαὶ
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΣΑ ΢ΤΝΗΡΗΜΕΝΩΝ ΟΤ΢ΙΑ΢ΣΙΚΩΝ Α' ΚΛΙ΢Η΢
Ονομ.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ὁ
Ἑρμᾛς
ἡ
ἀμυγδαλᾛ
τοῦ Ἑρμοῦ
τᾛς ἀμυγδαλᾛς
τ῵ Ἑρμᾜ
τᾜ ἀμυγδαλᾜ
τὸν Ἑρμᾛν
τὴν ἀμυγδαλᾛν
(ὦ) Ἑρμᾛ
(ὦ) ἀμυγδαλᾛ
μν᾵
μν᾵ς
μνᾶ
μν᾵ν
μν᾵
Ονομ.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
οἱ
Ἑρμαῖ
αἱ ἀμυγδαλαῖ
τῶν Ἑρμῶν
τῶν ἀμυγδαλῶν
τοῖς Ἑρμαῖς
ταῖς ἀμυγδαλαῖς
τοὺς Ἑρμ᾵ς
τὰς ἀμυγδαλ᾵ς
(ὦ) Ἑρμαῖ
(ὦ) ἀμυγδαλαῖ
μναῖ
μνῶν
μναῖς
μν᾵ς
μναῖ
4
ΠΑΡΑΣΗΡΗ΢Η: Σα συνηρημένα: Ἑρμὲας —> ᾛς και ἀμυγδαλέα -> ᾛ διατηρούν σ' όλες τις
πτώσεις και μετά την συναίρεση τις καταλήξεις των ασυναίρετων. Εξαιρείται το ουσιαστικό
βορὲας που έχει διπλούς τύπους και συνηρημένους και ασυναίρετους. Όταν όμως είναι
συνηρημένο έχει διπλό -ρ-: ὁ βορρ᾵ς, ενώ ασυναίρετο έχει ένα -ρ-: βορέας. Έχει δε μόνο ενικό
αριθμό. Επίσης μόνο ενικό έχει το θηλυκό συνηρημένο: γᾛ.
Β΄ ΚΛΙ΢Η ΟΤ΢ΙΑ΢ΣΙΚΩΝ
Α΢ΤΝΑΙΡΕΣΑ
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Αρσενικά / θηλυκά
Ονομ.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.



ος
ου
ῳ
ον
ε
Ουδέτερ
α
ον
ου
ῳ
ον
ον
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ουδέτε
Αρσενικά / θηλυκά
ρα
Ονομ.
οι
α
Γεν.
ων
ων
Δοτ.
οις
οις
Αιτ.
ους
α
Κλητ.
οι
α
ΚΑΝΟΝΕ΢
Σα δευτερόκλιτα ασυναίρετα ουσιαστικά είναι αρσενικά και θηλυκά σε -ος και έχουν τις
ίδιες καταλήξεις σε ενικό και πληθυντικό αριθμό. ΢χηματίζουν την κλητική ενικού χωρίς
κατάληξη —> π.χ. (ὦ) ἄνθρωπε.
Σα ουδέτερα ασυναίρετα ουσιαστικά έχουν τρεις πτώσεις όμοιες (ον.-αιτ.-κλ.) και στους
δύο αριθμούς. Οι άλλες δύο πτώσεις είναι κοινές με τα αρσενικά και θηλυκά.
Σο -α των ουδετέρων στη β΄ κλίση είναι βραχύχρονο —> π.χ. τὰ δῶρᾰ
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΣΑ
Ονομ.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ὁ
καρπὸς ἡ
νᾛσος
τοῦ καρποῦ τᾛς νήσου
τ῵ καρπ῵
τᾜ νήσῳ
τὸν καρπὸν τὴν νᾛσον
(ὦ) καρπὲ
(ὦ) νᾛσε
Ονομ.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
οἱ
καρποὶ
αἱ
νᾛσοι
τῶν καρπῶν
τῶν νήσων
τοῖς καρποῖς
ταῖς νήσοις
τοὺς καρποὺς
τὰς νήσους
(ὦ) καρποὶ
(ὦ) νᾛσοι
τὸ
τοῦ
τ῵
τὸ
(ὦ)
μνημεῖον
μνημείου
μνημείῳ
μνημεῖον
μνημεῖον
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
(ὦ)
μνημεῖα
μνημείων
μνημείοις
μνημεῖα
μνημεῖα
5
΢ΤΝΗΡΗΜΕΝΑ
Ονομάζονται τα δευτερόκλιτα ουσιαστικά που είχαν άλλο -ο ή -ε πριν το χαρακτήρα -ο- και
συναιρέθηκαν σ'όλες τις πτώσεις π.χ. ὁ πλόος -> πλοῦς, το ὀστέον - ὀστοῦν
Ονομ.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Αρσενικά / θηλυκά Ουδέτερα
ους
ουν
ου
ου
ῳ
ῳ
ουν
ουν
ου
ουν
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Αρσενικά / θηλυκά Ουδέτερα
Ονομ.
οι
α
Γεν.
ων
ων
Δοτ.
οις
οις
Αιτ.
ους
α
Κλητ.
οι
α


ΚΑΝΟΝΕ΢
Οι καταλήξεις των συνηρημένων διαφέρουν απο των ασυναίρετων στην ονομαστική,
αιτιατική και κλητική ενικού. ΢τις πτώσεις αυτές το -ο- και το -ε- συναιρούνται με το
χαρακτήρα -ο- —> σε -ουΣα απλά συνηρημένα παίρνουν στη λήγουσα παντού περισπωμένη. Αν όμως είναι
σύνθετα τονίζονται στην παραλήγουσα διατηρώντας τον τονισμό της ονομαστικής
ενικού —> π.χ. ὁ ἔκπλους —> τοῦ ἔκπλου
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΣΑ
Ονομ.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
Ονομ.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ὁ
περίπλους
ἡ
πρόχους
τοῦ περίπλου
τᾛς πρόχου
τ῵ περίπλῳ
τᾜ πρόχῳ
τὸν περίπλουν
τὴν πρόχουν
(ὦ) περίπλου
(ὦ) πρόχου
οἱ
τῶν
τοῖς
τοὺς
(ὦ)
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
περίπλοι
αἱ
πρόχοι
περίπλων
τῶν πρόχων
περίπλοις
ταῖς πρόχοις
περίπλους
τὰς πρόχους
περίπλοι
(ὦ)
πρόχοι
τὸ
τοῦ
τ῵
τὸ
(ὦ)
ὀστοῦν
ὀστοῦ
ὀστ῵
ὀστοῦν
ὀστοῦν
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
(ὦ)
ὀστ᾵
ὀστῶν
ὀστοῖς
ὀστ᾵
ὀστ᾵
6
ΑΣΣΙΚΗ Β΄ ΚΛΙ΢Η (ΑΣΣΙΚΟΚΛΙΣΑ ΟΤ΢ΙΑ΢ΣΙΚΑ)
Ονομ.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
Ονομ.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Αρσενικά / θηλυκά
ως
ω
ῳ
ων / ω
ως
Ουδέτερα
ων
ω
ῳ
ων
ων
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Αρσενικά / θηλυκά
Ουδέτερα
ῳ
ω
ων
ων
ῳς
ῳς
ως
ω
ῳ
ω
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ονομ.
ἡ
ἅλως
Γεν.
τᾛς
ἅλω
Δοτ.
τᾜ
ἅλῳ
Αιτ.
τὴν ἅλων /ω
Κλητ.
(ὦ) ἅλως
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ονομ.
αἱ
ἅλῳ
Γεν.
τῶν
ἅλων
Δοτ.
ταῖς
ἅλῳς
Αιτ.
τὰς
ἅλως
Κλητ.
(ὦ)
ἅλῳ
ΠΑΡΑΣΗΡΗ΢ΕΙ΢:
i.
ii.
iii.
iv.
v.
H κλητική ενικού είναι όμοια με την ονομαστική.
Tο -ω- υπάρχει σ' όλες τις καταλήξεις.
Yπάρχει -ῳ- όπου στα ασυναίρετα υπάρχουν καταλήξεις : -ῳ και -οι.
O τονισμός των πτώσεων ακολουθεί την ονομαστική.
Όσα τονίζονται στη λήγουσα, οξύνονται (εξαιρούνται : ἡ Κῶς, ὁ ὀρφῶς, ὁ λαγῶς).
7
Γ΄ ΚΛΙ΢Η ΟΤ΢ΙΑ΢ΣΙΚΩΝ
Σα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης διακρίνονται:
α) ως προς την κατάληξη σε:
καταληκτικά και ακατάληκτα
Καταληκτικά λέγονται τα ουσιαστικά που στην ονομαστική ενικού έχουν κατάληξη –ς.
Ακατάληκτα λέγονται τα ουσιαστικά που στην ονομαστική ενικού δεν έχουν κατάληξη.
β) ως προς το θέμα σε:
μονόθεμα και διπλόθεμα
Μονόθεμα λέγονται τα ουσιαστικά που διατηρούν το αρχικό τους θέμα σε όλες τις πτώσεις.
Διπλόθεμα λέγονται τα ουσιαστικά που παρουσιάζουν δυο θέματα κατά την κλίση τους.
γ) ως προς τον χαρακτήρα του θέματος (δηλαδή το τελευταίο γράμμα πρίν την
κατάληξη) σε:
φωνηεντόληκτα – συμφωνόληκτα
Υωνηεντόληκτα λέγονται τα ουσιαστικά που έχουν χαρακτήρα θέματος φωνήεν.
΢υμφωνόληκτα λέγονται τα ουσιαστικά που έχουν χαρακτήρα θέματος σύμφωνο.
΢ημείωση:
Δεν υπάρχουν ενρινόληκτα με χαρακτήρα –μΚΑΣΑΛΗΞΕΙ΢ ΣΩΝ ΟΤ΢ΙΑ΢ΣΙΚΩΝ ΣΗ΢ Γ΄ ΚΛΙ΢Η΢
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΑΡ΢ΕΝΙΚΑ ΚΑΙ ΘΗΛΤΚΑ
ΟΤΔΕΣΕΡΑ
ΑΡ΢ΕΝΙΚΑ ΚΑΙ
ΘΗΛΤΚΑ
-ες
ΟΤΔΕΣΕΡΑ
Ον.
-ς ή -
-
Γεν.
-ος ή -ως
-ος ή -ως
-ων
-ων
Δοτ.
-ι
-ι
-σι(ν)
-σι(ν)
Αιτ.
-α ή -ν
-
-ας ή -ς
-α
Κλητ.
-ς ή -
-
-ες
-α
-α
ΓΕΝΙΚΕ΢ ΠΑΡΑΣΗΡΗ΢ΕΙ΢ ΢ΣΗ Γ ΄ ΚΛΙ΢Η ΟΤ΢ΙΑ΢ΣΙΚΩΝ
1. Αρσενικά και θηλυκά της γ΄ κλίσης ουσιαστικών έχουν τις ίδιες καταλήξεις σε όλες τις
πτώσεις.
2. Σο -ι- και το -α- στη λήγουσα των ονομάτων της γ΄ κλίσης είναι πάντα βραχύχρονα:
π.χ. ἡ γνῶσις, τ῵ ἀγῶνι, τὸ γᾛρας
Επομένως και η κατάληξη -σι της δοτικής πληθυντικού και -ας της αιτιατικής πληθυντικού
είναι βραχύχρονες:
π.χ. ταῖς ἀκτῖσι(ν), τὰς ἀκτῖνας
8
τοῖς παι᾵σι(ν), τοὺς παι᾵νας
τοῖς χειμῶσι(ν), τοὺς χειμῶνας
3. Περισπωμένη παίρνουν:
α) Οι μονοσύλλαβοι τύποι της ονομαστικής, αιτιατικής και κλητικής που έχουν
χαρακτήρα –ι- και -υ-:
π.χ. ὁ κῖς, τὸν κῖν, (ὦ) κῖ
ὁ βοῦς, τὸν βοῦν, (ὦ) βοῦ
β) Η αιτιατική πληθυντικού των ονομάτων σε –υς, όταν τονίζεται στη λήγουσα:
π.χ. τοὺς ἰχθῦς, τὰς κλιτῦς, τὰς πιτῦς
γ) Η ονομαστική, αιτιατική και κλητική των «πῦρ» και «οὖς»:
π.χ. τὸ πῦρ, τὸ πῦρ, ὦ πῦρ
τὸ οὖς, τὸ οὖς, ὦ οὖς
δ) Η ονομαστική και κλητική ενικού του θηλυκού «ἡ γλαῦξ»:
π.χ ἡ γλαῦξ, (ὦ) γλαῦξ
ε) Η κλητική ενικού των ονομάτων σε –ευς:
π.χ. (ὦ) βασιλεῦ, (ὦ) γονεῦ, (ὦ) ἱερεῦ
4. Σα μονοσύλλαβα ουσιαστικά της γ΄κλίσης στη γενική και τη δοτική ενικού και πληθυντικού
τονίζονται στη λήγουσα:
π.χ. ἡ φλόξ, τᾜ φλογί, τῶν φλογῶν, ταῖς φλοξί
Εξαιρούνται και δεν τονίζονται στη λήγουσα:
ὁ θὼς, τῶν θώων
τὸ οὖς, τῶν ὤτων
ὁ παῖς, τῶν παίδων
ὁ Σρὼς, τῶν Σρώων
ἡ δᾲς, τῶν δᾴδων
τὸ φῶς, τῶν φώτων
ΥΩΝΗΕΝΣΟΛΗΚΣΑ
Σα φωνηεντόληκτα λήγουν σε:
-ως, -ωος
-ῡς, -υος
-ις, -εως
-υς, -εως
-υ, -εως
-εὺς, -έως
-αῦς, -αὸς
-ὼ, -οῦς
-οῦς, -οὸς
9
Παραδείγματα:
Καταληκτικά μονόθεμα σε –ως, –οως
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ δμώς
οἱ δμῶες
Γεν.
τοῦ δμωός
τῶν δμωῶν
Δοτ.
τ῵ δμωί
τοῖς δμωσί
Αιτ.
τὸν δμῶα
τοὺς δμῶας
Κλητ.
(ὦ) δμώς
(ὦ) δμῶες
Καταληκτικά μονόθεμα σε –υς, – υος
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ ἰχθύς
οἱ ἰχθύες
Γεν.
τοῦ ἰχθύος
τῶν ἰχθύων
Δοτ.
τ῵ ἰχθύϊ
τοῖς ἰχθύσι
Αιτ.
τὸν ἰχθύν
τοὺς ἰχθῦς
Κλητ.
(ὦ) ἰχθύ
(ὦ) ἰχθύες
Καταληκτικά μονόθεμα σε –εύς, –έως
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ γονεύς
οἱ γονεῖς
Γεν.
τοῦ γονέως
τῶν γονέων
Δοτ.
τ῵ γονεῖ
τοῖς γονεῦσι
Αιτ.
τὸν γονέα
τοὺς γονέας
Κλητ.
(ὦ) γονεῦ
(ὦ) γονεῖς
10
Καταληκτικά μονόθεμα σε –ους, –οός
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ βοῦς
οἱ βόες
Γεν.
τοῦ βοός
τῶν βοῶν
Δοτ.
τ῵ βοΐ
τοῖς βουσί
Αιτ.
τὸν βοῦν
τοὺς βοῦς
Κλητ.
(ὦ) βοῦ
(ὦ) βόες
Καταληκτικά μονόθεμα σε –αῦς, –αός
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ἡ γραῦς
αἱ γρ᾵ες
Γεν.
τᾛς γραὸς
τῶν γραῶν
Δοτ.
τᾜ γραῒ
ταῖς γραυσὶ(ν)
Αιτ.
τὴν γραῦν
τὰς γραῦς
Κλητ.
(ὦ) γραῦ
(ὦ) γρ᾵ες
Καταληκτικά διπλόθεμα αρσενικά και θηλυκά σε– ις, –εως
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ἡ κρίσις
αἱ κρίσεις
Γεν.
τᾛς κρίσεως
τῶν κρίσεων
Δοτ.
τᾜ κρίσει
ταῖς κρίσεσι(ν)
Αιτ.
τὴν κρίσιν
τὰς κρίσεις
Κλητ.
(ὦ) κρίσι
(ὦ) κρίσεις
11
Καταληκτικά διπλόθεμα αρσενικά και θηλυκά σε–υς, –εως
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ πήχυς
οἱ πήχεις
Γεν.
τοῦ πήχεως
τῶν πήχεων
Δοτ.
τ῵ πήχει
τοῖς πήχεσι
Αιτ.
τὸν πᾛχυν
τοὺς πήχεις
Κλητ.
(ὦ) πᾛχυ
(ὦ) πήχεις
Καταληκτικά διπλόθεμα ουδέτερα σε –υ, –εως
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
τό ἄστυ
τά ἄστη
Γεν.
τοῦ ἄστεως
τῶν ἄστεων
Δοτ.
τ῵ ἄστει
τοῖς ἄστεσι(ν)
Αιτ.
τὸ ἄστυ
τὰ ἄστη
Κλητ.
(ὦ) ἄστυ
(ὦ) ἄστη
Ακατάληκτα διπλόθεμα σε –ώ, –οῦς
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ἡ λεχὼ
ἡ πειθὼ
(αἱ λεχοί)
Γεν.
τᾛς λεχοῦς
τᾛς πειθοῦς
(τῶν λεχῶν)
Δοτ.
τᾜ λεχοῖ
τᾜ πειθοῖ
(ταῖς λεχοῖς)
Αιτ.
τὴν λεχὼ
τὴν πειθὼ
(τὰς λεχοὺς)
Κλητ.
(ὦ) λεχοῖ
(ὦ) πειθοῖ
((ὦ) λεχοί)
(Δεν έχει)
12
Παρατηρήσεις στα φωνηεντόληκτα:
1. ΢τα καταληκτικά μονόθεμα σε –υς, – υος:
α) η κλητική ενικού σχηματίζεται χωρίς κατάληξη
π.χ. (ὦ) κλιτύ , στάχυ, πληθύ , ἰχθύ
β) όλοι οι μονοσύλλαβοι τύποι, όταν τονίζονται στη λήγουσα, παίρνουν περισπωμένη
π.χ. ἡ δρῦς , τὴν δρῦν , ὦ δρῦ, τὰς δρῦς
γ) στην αιτιατική πληθυντικού, όταν τονίζονται στη λήγουσα, παίρνουν περισπωμένη
π.χ. τοὺς ἰχθῦς, τὰς κλιτῦς, τὰς ἰσχῦς
δ) η αιτιατική ενικού λήγει σε -ν
π.χ. τὸν ἰχθύν , τὴν κλιτύν
και η αιτιατική πληθυντικού λήγει σε -ς και όχι -ας
π.χ. τοὺς βότρυς, τὰς ὀσφῦς.
2. ΢τα καταληκτικά διπλόθεμα αρσενικά και θηλυκά σε– ις, –εως και στα καταληκτικά
διπλόθεμα αρσενικά και θηλυκά σε–υς, –εως:
α) η γενική ενικού και πληθυντικού τονίζονται στην προπαραλήγουσα
π.χ. τῶν πόλεων, τῶν πελέκεων, τῶν δυνάμεων
β) σχηματίζουν την αιτιατική ενικού σε –ν και την κλητική χωρίς κατάληξη
π.χ. τὴν πρ᾵ξιν, (ὦ) πρ᾵ξι, τὴν φύσιν , (ὦ) φύσι, τὴν βάσιν, (ὦ) βάσι
3. ΢τα καταληκτικά διπλόθεμα αρσενικά και θηλυκά σε–υς, –εως:
α)η κλητική ενικού είναι όμοια με το θέμα χωρίς την κατάληξη
π.χ.(ὦ) βασιλεῦ, γραμματεῦ
β) η αιτιατική πληθυντικού λήγει σε -ας
π.χ. τοὺς βασιλέας, γονέας, γραμματέας
4. Σα ακατάληκτα διπλόθεμα σε –ώ, –οῦς
α) δεν έχουν κανονικά πληθυντικό αριθμό, αν όμως χρειαστεί να τον σχηματίσουν,
κλίνονται κατά την β΄κλίση
π.χ. ἡ λεχώ, αἱ λεχοἰ
β) σχηματίζουν την κλητική ενικού σε –οῖ και τονίζονται αναλογικά με την δοτική
π.χ. τᾜ πειθοῖ, ὦ πειθοῖ
΢ΤΜΥΩΝΟΛΗΚΣΑ
α. Αφωνόληκτα
Σα αφωνόληκτα λήγουν σε:
αρσενικά και θηλυκά
Ουρανικόληκτα
Φειλικόληκτα
Οδοντικόληκτα
-ξ, -κος
-ξ, -γος
-ξ, -χος
-ψ, -πος
-ψ, -βος
-ψ, -φος
-ς, -τος
-ς, -δος
-ς, -θος
-ας, -αντος
-ων, -οντος
ουδέτερα
-α, -ατος
13
Παραδείγματα:
Ουρανικόληκτα καταληκτικά μονόθεμα
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ ὄνυξ
οἱ ὄνυχες
Γεν.
τοῦ ὄνυχος
τῶν ὀνύχων
Δοτ.
τ῵ ὄνυχι
τοῖς ὄνυξι
Αιτ.
τὸν ὄνυχα
τοὺς ὄνυχας
Κλητ.
(ὦ) ὄνυξ
(ὦ) ὄνυχες
Φειλικόληκτα καταληκτικά μονόθεμα
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ λίψ
οἱ λίβες
Γεν.
τοῦ λιβός
τῶν λιβῶν
Δοτ.
τ῵ λιβί
τοῖς λιψί
Αιτ.
τὸν λίβα
τοὺς λίβας
Κλητ.
(ὦ) λίψ
(ὦ) λίβες
Οδοντικόληκτα καταληκτικά μονόθεμα με χαρακτήρα τ, δ, θ
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ τάπης
οἱ τάπητες
Γεν.
τοῦ τάπητος
τῶν ταπήτων
Δοτ.
τ῵ τάπητι
τοῖς τάπησι
Αιτ.
τὸν τάπητα
τοὺς τάπητας
Κλητ.
(ὦ) τάπης
(ὦ) τάπητες
14
Οδοντικόληκτα καταληκτικά μονόθεμα σε –ας, -αντος
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ ἱμάς
οἱ ἱμάντες
Γεν.
τοῦ ἱμάντος
τῶν ἱμάντων
Δοτ.
τ῵ ἱμάντι
τοῖς ἱμ᾵σι
Αιτ.
τὸν ἱμάντα
τοὺς ἱμάντας
Κλητ.
(ὦ) ἱμάς
(ὦ) ἱμάντες
Οδοντικόληκτα καταληκτικά μονόθεμα σε –ους, -οντος
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ ὁδούς
οἱ ὁδόντες
Γεν.
τοῦ ὁδόντος
τῶν ὁδόντων
Δοτ.
τ῵ ὁδόντι
τοῖς ὁδοῦσι
Αιτ.
τὸν ὁδόντα
τοὺς ὁδόντας
Κλητ.
(ὦ) ὁδούς
(ὦ) ὁδόντες
Οδοντικόληκτα ακατάληκτα διπλόθεμα σε –ων, -οντος
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ γέρων
οἱ γέροντες
Γεν.
τοῦ γέροντος
τῶν γερόντων
Δοτ.
τ῵ γέροντι
τοῖς γέρουσι(ν)
Αιτ.
τὸν γέροντα
τοὺς γέροντας
Κλητ.
(ὦ) γέρον
(ὦ) γέροντες
15
Οδοντικόληκτα ουδέτερα ακατάληκτα μονόθεμα σε –α, -ατος
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
τὸ κτᾛμα
τ᾵ κτήματα
Γεν.
τοῦ κτήματος
τῶν κτημάτων
Δοτ.
τ῵ κτήματι
τοῖς κτήμασι
Αιτ.
τὸ κτᾛμα
τὰ κτήματα
Κλητ.
(ὦ) κτᾛμα
(ὦ) κτήματα
Παρατηρήσεις στα αφωνόληκτα:
1. Σα βαρύτονα (δηλαδή τα ουσιαστικά που δεν τονίζονται στη λήγουσα) οδοντικόληκτα σε –ις,
-ιδος / -ιτος / -ιθος σχηματίζουν την αιτιατική σε –ν και την κλητική ενικού όμοια με το θέμα
χωρίς την κατάληξη. Ενδεικτικά :
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ ὄρνις
οἱ ὄρνιθες
Γεν.
τοῦ ὄρνιθος
τῶν ὀρνίθων
Δοτ.
τ῵ ὄρνιθι
τοῖς ὄρνισι
Αιτ.
τὸν ὄρνιν
τοὺς ὄρνιθας
Κλητ.
(ὦ) ὄρνι
(ὦ) ὄρνιθες
2. Σο οξύτονο (δηλαδή το ουσιαστικό που τονίζεται στη λήγουσα) ουσιαστικό «ἡ τυραννίς» και
«τὸ παῖς» σχηματίζουν την κλητική ενικού χωρίς κατάληξη. Έτσι προκύπτει:
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ἡ τυραννίς
αἱ τυραννίδες
Γεν.
τᾛς τυραννίδος
τῶν τυραννίδων
Δοτ.
τᾜ τυραννίδι
ταῖς τυραννίσι
Αιτ.
τὴν τυραννίδα
τὰς τυραννίδας
Κλητ.
(ὦ) τυραννί
(ὦ) τυραννίδες
16
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ παῖς
οἱ παῖδες
Γεν.
τοῦ παιδός
τῶν παίδων
Δοτ.
τ῵ παιδί
τοῖς παισί
Αιτ.
τὸν παῖδα
τοὺς παῖδας
Κλητ.
(ὦ) παῖ
(ὦ) παῖδες
3. Σα οξύτονα σε -ας σχηματίζουν την κλητική ενικού όμοια με το ασθενές θέμα:
π.χ. ὁ γίγας , (ὦ) γίγαν.
4. Σα οδοντικόληκτα βαρύτονα σε -ων, -οντος σχηματίζουν την κλητική ενικού σε –ον, όπως το
ασθενές θέμα, ενώ τα οξύτονα σε –ῶν
π.χ. ὁ γέρων , (ὦ) γέρον
ὁ Ξενοφῶν, (ὦ) Ξενοφῶν
5. Σα μονοσύλλαβα ουσιαστικά στη γενική και τη δοτική του ενικού και πληθυντικού
τονίζονται στη λήγουσα.
Εξαιρούνται στη γενική «ὁ παῖς» και «το φῶς»
π.χ. ἡ φλόξ, τῶν φλογῶν, ταῖς φλοξί
ὁ παῖς, τῶν παίδων, τοῖς παισί
τὸ φῶς, τῶν φώτων
β. Ημιφωνόληκτα
Σα ημιφωνόληκτα λήγουν σε:
αρσενικά και θηλυκά
Ενρινόληκτα
Τγρόληκτα
΢υγκοπτόμενα:
΢ιγμόληκτα
ουδέτερα
-ις, -ῖνος
-αν, -᾵νος
-ην, -ηνος
-ην, -ενος
-ων, -ωνος
-ων, -ονος
-ηρ, -ηρος
-ὴρ, -έρος
-ωρ, -ωρος
-ωρ, -ορος
-αρ, -αρος
-ηρ, -ρος
-ης, -ους
-κλᾛς, -κλέους
-ὼς, -οῦς
-ος, -ους
-ας, -ως
-ας, -ατος
17
Παραδείγματα:
Ενρινόληκτα:
Μονόθεμα καταληκτικά σε -ις, -ῖνος
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ἡ δελφίς
αἱ δελφῖνες
Γεν.
τᾛς δελφῖνος
τῶν δελφίνων
Δοτ.
τᾜ δελφῖνι
ταῖς δελφῖσι
Αιτ.
τὴν δελφῖνα
τὰς δελφῖνας
Κλητ.
(ὦ) δελφίς
(ὦ) δελφῖνες
Μονόθεμα ακατάληκτα σε -αν, -᾵νος
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ παιάν
οἱ παι᾵νες
Γεν.
τοῦ παι᾵νος
τῶν παιάνων
Δοτ.
τ῵ παι᾵νι
τοῖς παι᾵σι
Αιτ.
τὸν παι᾵να
τοὺς παι᾵νας
Κλητ.
(ὦ)παιάν
(ὦ) παι᾵νες
Μονόθεμα ακατάληκτα σε -ην, -ηνος
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ σωλήν
οἱ σωλᾛνες
Γεν.
τοῦ σωλᾛνος
τῶν σωλήνων
Δοτ.
τ῵ σωλᾛνι
τοῖς σωλᾛσι
Αιτ.
τὸν σωλᾛνα
τοὺς σωλᾛνας
Κλητ.
(ὦ) σωλήν
(ὦ) σωλᾛνες
18
Διπλόθεμα ακατάληκτα σε -ην, -ενος
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ αὐχήν
οἱ αὐχένες
Γεν.
τοῦ αὐχένος
τῶν αὐχένων
Δοτ.
τ῵ αὐχένι
τοῖς αὐχέσι
Αιτ.
τὸν αὐχένα
τοὺς αὐχένας
Κλητ.
(ὦ) αὐχήν
(ὦ) αὐχένες
Μονόθεμα ακατάληκτα σε -ων, -ωνος
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ ἀγών
οἱ ἀγῶνες
Γεν.
τοῦ ἀγῶνος
τῶν ἀγώνων
Δοτ.
τ῵ ἀγῶνι
τοῖς ἀγῶσι
Αιτ.
τὸν ἀγῶνα
τοὺς ἀγῶνας
Κλητ.
(ὦ) ἀγών
(ὦ) ἀγῶνες
Διπλόθεμα ακατάληκτα σε -ων, -ονος
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ πνεύμων
οἱ πνεύμονες
Γεν.
τοῦ πνεύμονος
τῶν πνευμόνων
Δοτ.
τ῵ πνεύμονι
τοῖς πνεύμοσι
Αιτ.
τὸν πνεύμονα
τοὺς πνεύμονας
Κλητ.
(ὦ) πνεῦμον
(ὦ) πνεύμονες
19
Παρατηρήσεις
1. Σα φωνήεντα –ι- και –α- εμπρός από τον χαρακτήρα –ν- των μονόθεμων καταληκτικών σε –
ις, -ῖνος και των μονόθεμων ακατάληκτων σε –αν, -᾵νος είναι μακρόχρονα.
2. Σα ενρινόληκτα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης έχουν την κλητική ενικού όμοια με την
ονομαστική, εκτός από τα βαρύτονα διπλόθεμα σε –ων, -ονος που σχηματίζουν κλητική όμοια
με το ασθενές θέμα:
π.χ. ὁ δαίμων, (ὦ) δαῖμον
ὁ τέκτων, (ὦ) τέκτον
Τγρόληκτα:
Μονόθεμα ακατάληκτα σε – ηρ, – ηρος
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ νιπτήρ
οἱ νιπτᾛρες
Γεν.
τοῦ νιπτᾛρος
τῶν νιπτήρων
Δοτ.
τ῵ νιπτᾛρι
τοῖς νιπτᾛρσι
Αιτ.
τὸν νιπτᾛρα
τοὺς νιπτᾛρας
Κλητ.
(ὦ) νιπτήρ
(ὦ) νιπτᾛρες
Διπλόθεμα ακατάληκτα σε - ὴρ, -έρος
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὀ ἀθὴρ
οἱ ἀθέρες
Γεν.
τοῦ ἀθέρος
τῶν ἀθέρων
Δοτ.
τ῵ ἀθέρι
τοῖς ἀθέρσι
Αιτ.
τὸν ἀθέρα
τοὺς ἀθέρας
Κλητ.
(ὦ) ἀθήρ
(ὦ) ἀθέρες
20
Μονόθεμα ακατάληκτα σε –ωρ, –ωρος
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ ἰχώρ
οἱ ἰχῶρες
Γεν.
τοῦ ἰχῶρος
τῶν ἰχώρων
Δοτ.
τ῵ ἰχῶρι
τοῖς ἰχῶρσι
Αιτ.
τὸν ἰχῶρα
τοὺς ἰχῶρας
Κλητ.
(ὦ) ἰχώρ
(ὦ) ἰχῶρες
Διπλόθεμα ακατάληκτα σε –ωρ, -ορος
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ ἐκλέκτωρ
οἱ ἐκλέκτορες
Γεν.
τοῦ ἐκλέκτορος
τῶν ἐκλεκτόρων
Δοτ.
τ῵ ἐκλέκτορι
τοῖς ἐκλέκτορσι
Αιτ.
τὸν ἐκλέκτορα
τοὺς ἐκλέκτορας
Κλητ.
(ὦ) ἐκλέκτορ
(ὦ) ἐκλέκτορες
Μονόθεμα ακατάληκτα ουδέτερα σε –αρ, –αρος
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
τὸ νέκταρ
------------
Γεν.
τοῦ νέκταρος
------------
Δοτ.
τ῵ νέκταρι
------------
Αιτ.
τὸ νέκταρ
------------
Κλητ.
(ὦ) νέκταρ
21
΢υγκοπτόμενα διπλόθεμα ακατάληκτα σε –ηρ, –ερος
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ πατήρ
οἱ πατέρες
Γεν.
τοῦ πατρός
τῶν πατέρων
Δοτ.
τ῵ πατρί
τοῖς πατράσι
Αιτ.
τὸν πατέρα
τοὺς πατέρας
Κλητ.
(ὦ) πάτερ
(ὦ) πατέρες
Παρατηρήσεις
1. Σα υγρόληκτα ουσιαστικά γ΄ κλίσης έχουν την κλητική ενικού όμοια με την ονομαστική
εκτός από τα βαρύτονα διπλόθεμα σε –ωρ, –ορος τα οποία σχηματίζουν κλητική όμοια με το
ασθενές θέμα:
π.χ. ὁ πράκτωρ, (ὦ) πράκτορ
2. Σα συγκοπτόμενα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης «ὁ πατήρ», «ἡ μήτηρ», «ἡ θυγάτηρ», «ἡ γαστήρ»
στη γενική και τη δοτική του ενικού τονίζονται στη λήγουσα ενώ το «ἡ Δημήτηρ» τονίζεται στην
προπαραλήγουσα, σε όλες τις πτώσεις εκτός από την ονομαστική που τονίζεται στην
παραλήγουσα.
3. Σα συγκοπτόμενα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης σχηματίζουν την κλητική ενικού όμοια με το
ασθενές θέμα και τονίζονται στην αρχική συλλαβή. Εξαιρείται το ουσιαστικό «ἡ γαστήρ» που
σχηματίζει την κλητική όμοια με την ονομαστική: ὦ γαστήρ
4. Προσοχή στην κλίση του συγκοπτόμενου ουσιαστικού «ὁ ἀνὴρ» το οποίο στις πλάγιες
πτώσεις του ενικού και σε όλο τον πληθυντικό αναπτύσσει μπροστά από το χαρακτήρα ένα –δ-.
π.χ.
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ ἀνήρ
οἱ ἄνδρες
Γεν.
τοῦ ἀνδρός
τῶν ἄνδρῶν
Δοτ.
τ῵ ἀνδρί
τοῖς ἄνδράσι
Αιτ.
τὸν ἄνδρα
τοὺς ἄνδρας
Κλητ.
(ὦ) ἄνερ
(ὦ) ἄνδρες
22
΢ιγμόληκτα:
Αρσενικά ακατάληκτα σε –ης, –ους
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ Ἀριστοτέλης
οἱ Ἀριστοτέλαι
Γεν.
τοῦ Ἀριστοτέλους
τῶν Ἀριστοτελῶν
Δοτ.
τ῵ Ἀριστοτέλει
τοῖς Ἀριστοτέλαις
Αιτ.
τὸν Ἀριστοτέλη
τοὺς Ἀριστοτέλας
Κλητ.
(ὦ) Ἀριστότελες
(ὦ) Ἀριστοτέλαι
Αρσενικά ακατάληκτα σε –κλᾛς, –κλέους
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ Προκλᾛς
οἱ Προκλεῖς
Γεν.
τοῦ Προκλέους
τῶν Προκλέων
Δοτ.
τ῵ Προκλεῖ
-
Αιτ.
τὸνΠροκλέα
τοὺς Προκλεῖς
Κλητ.
(ὦ) Πρόκλεις
(ὦ) Προκλεῖς
Θηλυκά ακατάληκτα σε -ὼς, –οῦς
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ἡ αἰδώς
Γεν.
τᾛς αἰδοῦς
Δοτ.
τᾜ αἰδοῖ
Αιτ.
τὴν αἰδῶ
Κλητ.
(ὦ) αἰδώς
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
23
Ουδέτερα ακατάληκτα σε –ος, –ους
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
τὸ ἔθνος
τὰ ἔθνη
Γεν.
τοῦ ἔθνους
τῶν ἐθνῶν
Δοτ.
τ῵ ἔθνει
τοῖς ἔθνεσι
Αιτ.
τὸ ἔθνος
τὰ ἔθνη
Κλητ.
(ὦ) ἔθνος
(ὦ) ἔθνη
Ουδέτερα ακατάληκτα σε –ας, -ως
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
τὸ κρέας
τὰ κρέα
Γεν.
τοῦ κρέως
τῶν κρεῶν
Δοτ.
τ῵ κρέα
τοῖς κρέασι
Αιτ.
τὸ κρέας
τὰ κρέα
Κλητ.
(ὦ) κρέα
(ὦ) κρέα
Ουδέτερα ακατάληκτα σε –ας, –ατος
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
τὸ πέρας
τἁ πέρατα
Γεν.
τοῦ πέρατος
τῶν περάτων
Δοτ.
τ῵ πέρατι
τοῖς πέρασι
Αιτ.
τὸ πέρας
τἁ πέρατα
Κλητ.
(ὦ) πέρας
(ὦ) πέρατα
24
Παρατηρήσεις
1. Σα κύρια ονόματα σε –ης, -κλᾛς στην κλητική ενικού ανεβάζουν τον τόνο.
2. Σα ουδέτερα σιγμόληκτα σε -ος σχηματίζουν την ονομαστική, αιτιατική και κλητική
πληθυντικού σε –η. Όσα όμως λήγουν σε –εος σχηματίζουν αυτές τις πτώσεις σε –α.
3. Σα ουσιαστικά «ἡ αἰδὼς» και «ἡ ἠὼς» δεν σχηματίζουν πληθυντικό.
4. Σο ουσιαστικό «τὸ πέρας» κλίνεται κατά τα οδοντικόληκτα σε –α, -ατος όπως «τὸ κτᾛμα»,
εκτός από την ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού που τις σχηματίζει από σιγμόληκτο
θέμα σε –ας, –ως όπως «τὸ κρέας».
5. Σα ουσιαστικά «τὸ γέρας» και «τὸ γᾛρας» κλίνονται όπως «τὸ κρέας».
Προσοχή: «τὸ γᾛρας» δεν έχει πληθυντικό.
6. Σο ουσιαστικό «τὸ κέρας» κλίνεται σύμφωνα με τα σιγμόληκτα («τὸ κρέας») αλλά και
σύμφωνα με τα οδοντικόληκτα («τὸ πέρας»).
7. Σο ουσιαστικό «τὸ τέρας» κλίνεται κατά «τὁ πέρας» και στον πληθυντικό κλίνεται και κατά
«τὸ κρέας».
25
ΑΝΩΜΑΛΑ ΟΤ΢ΙΑ΢ΣΙΚΑ
Σα ουσιαστικά της αρχαίας ελληνικής που δεν κλίνονται ομαλά διακρίνονται σε:
1. Ετερόκλιτα.
2. Μεταπλαστά.
3. Ανώμαλα κατά το γένος.
4. Ιδιόκλιτα.
5. Άκλιτα.
6. Ελλειπτικά.
1. Ετερόκλιτα
Ορισμός:
Ετερόκλιτα ονομάζονται τα ανώμαλα ουσιαστικά τα οποία:
α) σχηματίζονται στον πληθυντικό κατά διαφορετική κλίση.
π.χ.: (ενικ.:) ὁ πρεσβευτής – (πληθ.:) οἱ πρέσβεις.
β) σχηματίζουν μερικές πτώσεις κατά διαφορετική κλίση ή συγχρόνως κατά την ίδια και
κατά διαφορετική κλίση.
π.χ.: (ονομ.) ὁ Οἰδίπους – (γεν.) τοῦ Οἰδίποδος / τοῦ Οἰδίπου.
Σα συνηθέστερα ετερόκλιτα ουσιαστικά είναι τα εξής: ὁ υἱός, ὁ πρεσβευτής, ἡ γυνή, τὸ πῦρ, ὁ
χρὼς (= το δέρμα, η επιδερμίδα), ὁ Ἄρης και κλίνονται κατά τον ακόλουθο τρόπο:
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ υἱὸς
τὸ πῦρ
οἱ υἱοὶ / υἱεῖς
τὰ πυρὰ
Γεν.
τοῦ υἱοῦ / υἱέος
τοῦ πυρὸς
τῶν υἱῶν / υἱέων
τῶν πυρῶν
Δοτ.
τ῵ υἱ῵ / υἱεῖ
τ῵ πυρὶ
τοῖς υἱοῖς / υἱέσι
τοῖς πυροῖς
Αιτ.
τὸν υἱὸν
τὸ πῦρ
τοὺς υἱοὺς / υἱέας / υἱεῖς
τὰ πυρὰ
Κλητ.
(ὦ) υἱὲ
(ὦ) πῦρ
(ὦ) υἱοὶ / υἱεῖς
(ὦ) πυρὰ
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ἡ γυνὴ
ὁ πρεσβευτὴς
αἱ γυναῖκες
οἱ πρέσβεις
Γεν.
τᾛς γυναικὸς
τοῦ πρεσβευτοῦ
τῶν γυναικῶν
τῶν πρέσβεων
Δοτ.
τᾜ γυναικὶ
τ῵ πρεσβευτᾜ
ταῖς γυναιξὶ
τοῖς πρέσβεσι
Αιτ.
τὴν γυναῖκα
τὸν πρεσβευτὴν
τὰς γυναῖκας
τοὺς πρέσβεις
Κλητ.
(ὦ) γύναι
(ὦ) πρεσβευτὰ
(ὦ) γυναῖκες
(ὦ) πρέσβεις
26
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ χρὼς
ὁ Ἄρης
Γεν.
τοῦ χρωτὸς
τοῦ Ἄρεως
Δοτ.
τ῵ χρωτὶ / χρ῵
τ῵ Ἄρει
Αιτ.
τὸν χρῶτα
τὸν Ἄρη / Ἄρην
Κλητ.
(ὦ) -
(ὦ) Ἄρες
Παρατήρηση:
το ουσιαστικό «ὁ χρὼς» και το κύριο όνομα «ὁ Ἄρης» σχηματίζουν μόνο ενικό αριθμό.
2. Μεταπλαστά
Ορισμός:
Μεταπλαστά ονομάζονται τα ανώμαλα ουσιαστικά τα οποία κλίνονται σε όλες τις πτώσεις κατά
μία ορισμένη κλίση αλλά το θέμα τους μεταβάλλεται - μεταπλάσσεται σε ορισμένες πτώσεις.
Σα συνηθέστερα μεταπλαστά ουσιαστικά είναι τα εξής: ἡ ναῦς, ἡ χείρ, ἡ κλείς, ὁ μάρτυς, ὁ, ἡ
κύων, ὁ Ζεύς , τὸ οὖς, τὸ ὕδωρ, τὸ δόρυ, τὸ φρέαρ και κλίνονται κατά τον ακόλουθο τρόπο:
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ἡ ναῦς
ἡ χεὶρ
ἡ κλεὶς
αἱ νᾛες
αἱ χεῖρες
αἱ κλεῖδες
Γεν.
τᾛς νεὼς
τᾛς χειρὸς
τᾛς κλειδὸς
τῶν νεῶν
τῶν χειρῶν
τῶν κλειδῶν
Δοτ.
τᾜ νηὶ
τᾜ χειρὶ
τᾜ κλειδὶ
ταῖς ναυσὶ(ν)
ταῖς χερσὶ(ν)
ταῖς κλεισὶ(ν)
Αιτ.
τὴν ναῦν
τὴν χεῖρα
τὴν κλεῖδα /
κλεῖν
τὰς ναῦς
τὰς χεῖρας
τὰς κλεῖδας /
κλεῖς
(ὦ) χεὶρ
(ὦ) κλεὶς
(ὦ) νᾛες
(ὦ) χεῖρες
(ὦ) κλεῖδες
Κλητ. (ὦ) ναῦ
27
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ μάρτυς
ὁ, ἡ κύων
Γεν.
τοῦ μάρτυρος τοῦ, τᾛς κυνὸς τοῦ Διὸς τῶν μαρτύρων
τῶν κυνῶν
Δοτ.
τ῵ μάρτυρι
τ῵, τᾜ κυνὶ
τ῵ Διὶ
τοῖς μάρτυσι
τοῖς, ταῖς κυσὶ(ν)
Αιτ.
τὸν μάρτυρα
τὸν, τὴν κύνα
τὸν Δία
τοὺς μάρτυρας τοὺς, τὰς κύνας
(ὦ) κύον
(ὦ) Ζεῦ
(ὦ) μάρτυρες
Κλητ. (ὦ) μάρτυς
ὁ Ζεὺς
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
οἱ μάρτυρες
οἱ, αἱ κύνες
(ὦ) κύνες
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
τὸ οὖς
τὸ ὕδωρ
τὸ δόρυ
τὰ ὦτα
τὰ ὕδατα
τὰ δόρατα
Γεν.
τοῦ ὠτὸς
τοῦ ὕδατος
τοῦ δόρατος
τῶν ὤτων
τῶν ὑδάτων
τῶν δοράτων
Δοτ.
τ῵ ὠτὶ
τ῵ ὕδατι
τ῵ δόρατι
τοῖς ὠσὶ(ν) τοῖς ὕδασι(ν)
τοῖς δόρασι(ν)
Αιτ.
τὸ οὖς
τὸ ὕδωρ
τὸ δόρυ
τὰ ὦτα
τὰ ὕδατα
τὰ δόρατα
Κλητ.
(ὦ) οὖς
(ὦ) ὕδωρ
(ὦ) δόρυ
(ὦ) ὦτα
(ὦ) ὕδατα
(ὦ) δόρατα
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
τὸ φρέαρ
τὰ φρέατα
Γεν.
τοῦ φρέατος
τῶν φρεάτων
Δοτ.
τ῵ φρέατι
τοῖς φρέασι(ν)
Αιτ.
τὸ φρέαρ
τὰ φρέατα
Κλητ.
(ὦ) φρέαρ
(ὦ) φρέατα
Παρατήρηση:
το κύριο όνομα «ὁ Ζεὺς» σχηματίζει μόνο ενικό αριθμό
28
3. Ανώμαλα κατά το γένος
Ορισμός:
Ετερογενή ονομάζονται τα ανώμαλα ουσιαστικά που έχουν:
α) στον πληθυντικό αριθμό διαφορετικό γένος από ό,τι στον ενικό.
π.χ.: (ενικ.:) ὁ λύχνος – (πληθ.:) τὰ λύχνα.
β) δύο γένη στον πληθυντικό αριθμό.
π.χ.: (ενικ.:) ὁ σταθμὸς – (πληθ.:) οἱ σταθμοὶ και τὰ σταθμά.
Ετερογενή ουσιαστικά είναι τα παρακάτω, τα οποία σχηματίζουν ενικό και πληθυντικό ως εξής:
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ὁ λύχνος
ὁ σῖτος
ὁ δεσμὸς
ὁ σταθμὸς
τὸ στάδιον
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
τὰ λύχνα
τὰ σῖτα
οἱ δεσμοὶ και τὰ δεσμὰ
οἱ σταθμοὶ και τὰ σταθμὰ
τὰ στάδια και οἱ στάδιοι
Ορισμός:
Διπλογενή ονομάζονται τα ουσιαστικά που έχουν δύο γένη στον ενικό αριθμό.
π.χ.: (ενικ.:) ὁ ζυγὸς και τὸ ζυγὸν – (πληθ.:) τὰ ζυγά.
4. Ιδιόκλιτα
Ορισμός:
Ιδιόκλιτα ονομάζονται τα ανώμαλα ουσιαστικά τα οποία δεν κλίνονται σύμφωνα με μία από τις
τρεις κλίσεις αλλά κλίνονται με ιδιαίτερο τρόπο.
5. Άκλιτα
Ορισμός:
Άκλιτα ονομάζονται τα ανώμαλα ουσιαστικά τα οποία δεν κλίνονται, διατηρούν δηλαδή σε όλες
τις πτώσεις τον ίδιο τύπο.
6. Ελλειπτικά
Ορισμός:
Ελλειπτικά ονομάζονται τα ανώμαλα ουσιαστικά τα οποία είναι εύχρηστα μόνο σε ορισμένες
πτώσεις.
29
ΔΕΤΣΕΡΟΚΛΙΣΑ ΕΠΙΘΕΣΑ
ΓΕΝΙΚΕ΢ ΠΑΡΑΣΗΡΗ΢ΕΙ΢ ΢ΣΑ ΕΠΙΘΕΣΑ
Σα επίθετα της αρχαίας ελληνικής διακρίνονται:
α) ως προς τον αριθμό των γενών σε: τριγενή-διγενή
Σριγενή ειναι τα επίθετα που έχουν τρία γένη (αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο).
Διγενή ειναι τα επίθετα που έχουν δυο μόνο γένη το αρσενικό και το θηλυκό.
β) ως πρός τον αριθμό των καταλήξεων σε: τρικατάληκτα-δικατάληκτα-μονοκατάληκτα
Σρικατάληκτα ειναι τα επίθετα που έχουν τρεις διαφορετικές καταλήξεις, μια για κάθε γένος
(αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο).
Δικατάληκτα ειναι τα επίθετα που έχουν δὐο μόνο καταλήξεις, μια κοινή για το αρσενικό και το
θηλυκό και μια για το ουδέτερο.
Μονοκατάληκτα ειναι τα επίθετα που έχουν μια μόνο κατάληξη για το αρσενικό και το θηλυκό
και ειναι διγενή.
ΓΕΝΙΚΕ΢ ΠΑΡΑΣΗΡΗ΢ΕΙ΢ ΢ΣΑ ΔΕΤΣΕΡΟΚΛΙΣΑ ΕΠΙΘΕΣΑ
1.
Σα επίθετα της β΄ κλίσης είναι δύο ειδών:
α) τριγενή και τρικατάληκτα με καταλήξεις –ος, -η (ή –α), -ον και
β) τριγενή και δικατάληκτα με καταλήξεις –ος (αρσενικό και θηλυκό), -ον (ουδέτερο).
2.
Σο αρσενικό και το ουδέτερο γένος των δευτερόκλιτων επιθέτων κλίνονται όπως
ακριβώς και των ουσιαστικών της β΄ κλίσης στο αντίστοιχο γένος, ενώ η κλίση του
θηλυκού γένους των δευτερόκλιτων τρικατάληκτων επιθέτων είναι ακριβώς η ίδια με
αυτή των ουσιαστικών της α΄ κλίσης.
3.
Σα θηλυκά των δευτερόκλιτων επιθέτων διαφοροποιούνται μόνο στη γενική
πληθυντικού, όπου τονίζονται στην ίδια συλλαβή που τονίζεται και το αρσενικό και όχι
όπως τα θηλυκά ουσιαστικά της α΄ κλίσης, τα οποία τονίζονται πάντα στη λήγουσα και
παίρνουν πάντα περισπωμένη.
30
Καταλήξεις των δευτερόκλιτων επιθέτων
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Αρσενικά
Θηλυκά
-ος
-η -α
-ου
-ης -ας
-ῳ
-ᾙ -᾵
-ον
-ην -αν
-ε
-η -α
Ουδέτερα
-ον
-ου
-ῳ
-ον
-ον
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Αρσενικά Θηλυκά Ουδέτερα
Ον.
-οι
-αι
-α
Γεν.
-ων
-ῶν
-ων
Δοτ.
-οις
-αις
-οις
Αιτ.
-ους
-ας
-α
Κλητ. -οι
-αι
-α
31
Α΢ΤΝΑΙΡΕΣΑ ΔΕΤΣΕΡΟΚΛΙΣΑ ΕΠΙΘΕΣΑ
Παραδείγματα
α) Σρικατάληκτα με τρία γένη
σε –ος, -η, -ον
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ σοφὸς
ἡ σοφὴ
Γεν.
τοῦ σοφοῦ
τᾛς σοφᾛς
Δοτ.
τ῵ σοφ῵
τᾜ σοφᾜ
Αιτ.
τὸν σοφὸν
τὴν σοφὴν
Κλητ. (ὦ) σοφὲ
(ὦ) σοφὴ
τὸ σοφὸν
τοῦ σοφοῦ
τ῵ σοφ῵
τὸ σοφὸν
(ὦ) σοφὸν
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
οἱ σοφοὶ
αἱ σοφαὶ
τὰ σοφὰ
Γεν.
τῶν σοφῶν
τῶν σοφῶν τῶν σοφῶν
Δοτ.
τοῖς σοφοῖς
ταῖς σοφαῖς τοῖς σοφοῖς
Αιτ.
τοὺς σοφοὺς τὰς σοφὰς
τὰ σοφὰ
Κλητ. (ὦ) σοφοὶ
(ὦ) σοφαὶ
(ὦ) σοφὰ
σε –ος, -α, -ον
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ δίκαιος
ἡ δικαία
Γεν.
τοῦ δικαίου
τᾛς δικαίας
Δοτ.
τ῵ δικαίῳ
τᾜ δικαίᾳ
Αιτ.
τὸν δίκαιον
τὴν δικαίαν
Κλητ. (ὦ) δίκαιε
(ὦ) δικαία
τὸ δίκαιον
τοῦ δικαίου
τ῵ δικαίῳ
τὸ δίκαιον
(ὦ) δίκαιον
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
οἱ δίκαιοι
αἱ δίκαιαι
τὰ δίκαια
Γεν.
τῶν δικαίων τῶν δικαίων
τῶν δικαίων
Δοτ.
τοῖς δικαίοις ταῖς δικαίαις
τοῖς δικαίοις
Αιτ.
τοὺς δικαίους τὰς δικαίας
τὰ δίκαια
Κλητ. (ὦ) δίκαιοι
(ὦ) δίκαιαι
(ὦ) δίκαια
ΠΑΡΑΣΗΡΗ΢ΕΙ΢:
Σο θηλυκό των τρικατάληκτων επιθέτων σε -ος:
1. λήγει σε -η, αν πριν από την κατάληξη –ος του αρσενικού υπάρχει σύμφωνο εκτός από το
ρ: ἀγαθός, ἀγαθή - πιστός, πιστή λήγει σε -α, αν πριν από την κατάληξη –ος του
αρσενικού υπάρχει φωνήεν ή ρ: ἅγιος, ἁγία – γενναῖος, γενναία (εκτός ἀπὸ τὸ ὄγδοος,
ὀγδόη).
2. στην ονομαστική, γενική και κλητική του πληθυντικού τονίζεται όπου και όπως τονίζεται
στις ίδιες πτώσεις το αρσενικό: ἡ ἁγία – αἱ ἅγιαι, τῶν ἁγίων, (ὦ) ἅγιαι (όπως οἱ ἅγιοι, τῶν
ἁγίων, (ὦ) ἅγιοι).
32
β) Δικατάληκτα μὲ τρία γένη
σε -ος, -ον
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ὁ, ἡ ἄφθονος
τὸ ἄφθονον
τοῦ, τᾛς ἀφθόνου
τοῦ ἀφθόνου
τ῵, τᾜ ἀφθόνῳ
τ῵ ἀφθόνῳ
τὸν, τὴν ἄφθονον
τὸ ἄφθονον
(ὦ) ἄφθονε
(ὦ) ἄφθονον
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
οἱ, αἱ ἄφθονοι
τὰ ἄφθονα
τῶν ἀφθόνων
τῶν ἀφθόνων
τοῖς, ταῖς ἀφθόνοις
τοῖς ἀφθόνοις
τοὺς, τὰς ἀφθόνους
τὰ ἄφθονα
(ὦ) ἄφθονοι
(ὦ) ἄφθονα
ΠΑΡΑΣΗΡΗ΢ΕΙ΢:
Από τα δευτερόκλιτα επίθετα είναι δικατάληκτα:
1. τα περισσότερα από τα σύνθετα σε -ος: ὁ, ἡ ἄγονος, τὸ ἄγονον - ὁ, ἡ ἀθάνατος, τὸ
ἀθάνατον - ὁ, ἡ ἄκαιρος, τὸ ἄκαιρον - ὁ, ἡ ἄκαρπος, τὸ ἄκαρπον - ὁ, ἡ ἀξιόμαχος, τὸ
ἀξιόμαχον - ὁ, ἡ ἔνδοξος, τὸ ἔνδοξον κ.ά
2. τα απλά επίθετα: αἴθριος, αἰφνίδιος, βάναυσος, βάρβαρος, βάσκανος, βέβηλος, γαμήλιος,
δόκιμος, ἕωλος (=παλιός), ἥμερος, ἤρεμος, ἥσυχος, κίβδηλος, λάβρος, λάλος, χέρσος,
τιθασός (=εξημερωμένος, ήμερος)
3. μερικά επίθετα σε -ος που χρησιμοποιούνται (στο αρσενικό και το θηλυκό) και ως
ουσιαστικά: ὁ, ἡ ἀγωγός, τὸ ἀγωγόν (=αυτός που οδηγεί, που φέρνει) - ὁ, ἡ βοηθός, τὸ
βοηθόν (=αυτός που βοηθεί) - ὁ, ἡ τιμωρός, τὸ τιμωρόν - ὁ, ἡ τύραννος, τὸ τύραννον
4. τα περισσότερα που λήγουν σε: –ειος, -ιος, -ιμος
33
΢ΤΝΗΡΗΜΕΝΑ ΔΕΤΣΕΡΟΚΛΙΣΑ ΕΠΙΘΕΣΑ
Μερικά δευτερόκλιτα επίθετα, που πριν από το χαρακτήρα τους -ο- έχουν άλλο ο ή ε,
συναιρούνται σε όλες τις πτώσεις. Σα επίθετα αυτά λέγονται συνηρημένα δευτερόκλιτα επίθετα.
Από αυτά άλλα είναι τρικατάληκτα (με τρία γένη) και άλλα δικατάληκτα (με τρία γένη).
Παραδείγματα
α) Σρικατάληκτα μὲ τρία γένη
σε – οῦς, -ᾛ , -οῦν
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ὁ (χρυσέος) χρυσοῦς
ἡ (χρυσέα) χρυσᾛ
τοῦ (χρυσέου) χρυσοῦ
τᾛς (χρυσέας) χρυσᾛς
τ῵ (χρυσέῳ) χρυσ῵
τᾜ (χρυσέα) χρυσᾜ
τὸν (χρύσεον) χρυσοῦν
τὴν (χρυσέαν) χρυσᾛν
-
τὸ (χρυσοῦν) χρυσοῦν
τοῦ (χρυσέου) χρυσοῦ
τ῵ (χρυσέῳ) χρυσ῵
τὸ (χρύσεον) χρυσοῦν
-
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
οἱ (χρύσεοι) χρυσοῖ
αἱ (χρύσεαι) χρυσαῖ
τῶν (χρυσέων) χρυσῶν
τῶν (χρυσέων) χρυσῶν
τοῖς (χρυσέοις) χρυσοῖς
ταῖς (χρυσέαις) χρυσαῖς
τοὺς (χρυσέους) χρυσοῦς
τὰς (χρυσέας) χρυσ᾵ς
-
τὰ (χρύσεα) χρυσ᾵
τῶν (χρυσέων) χρυσῶν
τοῖς (χρυσέοις) χρυσοῖς
τὰ (χρύσεα) χρυσ᾵
-
β) Δικατάληκτα μὲ τρία γένη
σε -ους, -ουν
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ὁ, ἡ (εὔνοος) εὔνους
τοῦ, τᾛς (εὐνόου) εὔνου
τ῵, τᾜ (εὐνόῳ) εὔνῳ
τὸν, τὴν (εὔνοον) εὔνουν
-
τὸ (εὔνοον) εὔνουν
τοῦ (εὐνόου) εὔνου
τ῵ (εὐνόῳ) εὔνῳ
τὸ (εὔνοον) εὔνουν
-
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
οἱ, αἱ (εὔνοοι) εὖνοι
τὰ (εὔνοα) εὔνοα
Γεν.
τῶν (εὐνόων) εὔνων
τῶν (εὐνόων) εὔνων
Δοτ.
ταῖς, ταῖς (εὐνόοις) εὔνοις
τοῖς (εὐνόοις) εὔνοις
Αιτ.
τοὺς, τὰς (εὐνόους) εὔνους
τὰ (εὔνοα) εὔνοα
Κλητ.
ΠΑΡΑΣΗΡΗ΢ΕΙ΢:
Σα συνηρημένα δευτερόκλιτα επίθετα:
1. ΢χηματίζονται όπως και τα αντίστοιχα συνηρημένα ουσιαστικά της β΄ και α΄ κλίσης
2. Δεν έχουν κλητική
3. ΢τα τρικατάληκτα συνηρημένα επίθετα σε -οῦς όλες οι πτώσεις και των τριών γενών
τονίζονται στη λήγουσα, ακόμη και όταν δεν τονίζεται κανένα από τα φωνήεντα που
συναιρούνται: (χρύσεος) χρυσοῦς
4. Η κατάληξη -οι στην ονομαστική πληθυντικού είναι βραχύχρονη, παρόλο που
προέρχεται από συναίρεση
5. ΢το τέλος του πληθυντικού των ουδετέρων το -οα μένει ασυναίρετο
34
ΑΣΣΙΚΟΚΛΙΣΑ ΔΕΤΣΕΡΟΚΛΙΣΑ ΕΠΙΘΕΣΑ
Παραδείγματα
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ὁ, ἠ ἵλεως
τὸ ἵλεων
τοῦ, τᾛς ἵλεω
τοῦ ἵλεω
τ῵, τᾜ ἵλεῳ
τ῵ ἵλεῳ
τὸν, τὴν ἵλεων
τὸ ἵλεων
(ὦ) ἵλεως
(ὦ) ἵλεων
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
οἱ, αἱ ἵλεῳ
τὰ ἵλεα
τῶν ἵλεων
τῶν ἵλεων
τοῖς, ταῖς ἵλεῳς
τοῖς ἵλεῳς
τοὺς, τὰς ἵλεως
τὰ ἵλεα
(ὦ) ἵλεῳ
(ὦ) ἵλεα
ΠΑΡΑΣΗΡΗ΢ΕΙ΢:
1. Όλα τα αττικόκλιτα είναι δικατάληκτα εκτός από το επίθετο ὁ πλέως, ἡ πλέα, τὸ
πλέων, τα σύνθετά του όμως σχηματίζονται με δύο καταλήξεις, π.χ. ὁ, ἡ ἔμπλεως, τὸ
ἔμπλεον.
2. ΢την ονομαστική, αιτιατική και κλητική του πληθυντικού του ουδετέρου, έχουν
κατάληξη -α, σύμφωνα με τα ουδέτερα της κοινής β' κλίσης.
35
ΣΡΙΣΟΚΛΙΣΑ ΕΠΙΘΕΣΑ
Σα τριτόκλιτα επίθετα διαιρούνται κατά το χαρακτήρα τους, όπως και τα ουσιαστικά, σε
φωνηεντόληκτα και συμφωνόληκτα.
ΓΕΝΙΚΕ΢ ΠΑΡΑΣΗΡΗ΢ΕΙ΢ ΢ΣΑ ΣΡΙΣΟΚΛΙΣΑ ΕΠΙΘΕΣΑ
΢ε όλα τα τριτόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα το θηλυκό γένος:
* Λήγει σε –α βραχύχρονο:
π.χ. ὁ βαθύς, ἡ βαθεῖα,
ὁ π᾵ς, ἡ π᾵σα,
ὁ ἐκών, ἡ ἐκοῦσα,
ὁ μέλας, ἡ μέλαινα
* ΢τη γενική του πληθυντικού τονίζεται πάντοτε στη λήγουσα:
π.χ. τῶν βαθειῶν, τῶν πασῶν, τῶν ἑκουσῶν, τῶν μελαινῶν
Α. ΥΩΝΗΕΝΣΟΛΗΚΣΑ ΕΠΙΘΕΣΑ ΣΗ΢ Γ΄ ΚΛΙ΢Η΢
Παραδείγματα:
α) Σρικατάληκτα σε -υς, -εια, -υ
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ βαθὺς
Γεν.
τοῦ βαθέος τᾛς βαθείας
Δοτ.
τ῵ βαθεῖ
τᾜ βαθείᾳ
Αιτ.
τὸν βαθὺν
Κλητ. (ὦ) βαθὺ
ἡ βαθεῖα
τὸ βαθὺ
αἱ βαθεῖαι
τὰ βαθέα
τοῦ βαθέος βαθέων
τῶν βαθειῶν
τῶν βαθέων
τ῵ βαθεῖ
βαθέσι
ταῖς βαθείαις τοῖς βαθέσι
τὴν βαθεῖαν τὸ βαθὺ
βαθεῖς
τὰς βαθείας
(ὦ) βαθεῖα
(ὦ) βαθεῖς (ὦ) βαθεῖαι
(ὦ) βαθὺ
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
οἱ βαθεῖς
τὰ βαθέα
(ὦ) βαθέα
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ θᾛλυς
ἡ θήλεια
τὸ θᾛλυ
οἱ θήλεις
Γεν.
τοῦ θήλεος
τᾛς θηλείας
τοῦ θήλεος
τῶν θηλέων τῶν θηλειῶν
Δοτ.
τ῵ θήλει
τᾜ θηλείᾳ
τ῵ θήλει
τοῖς θήλεσι
ταῖς θηλείαις τοῖς θήλεσι
Αιτ.
τὸν θᾛλυν
τὴν θήλειαν
τὸ θᾛλυ
τοὺς θήλεις
τὰς θηλείας
τὰ θήλεα
(ὦ) θήλεια
(ὦ) θᾛλυ
(ὦ) θήλεις
(ὦ) θήλειαι
(ὦ) θήλεα
Κλητ. (ὦ) θᾛλυ
αἱ θήλειαι
τὰ θήλεα
τῶν θηλέων
36
ΠΑΡΑΣΗΡΗ΢ΕΙ΢:
Σα τριτόκλιτα επίθετα σε –υς, -εια, -υ:
1. στο αρσενικό και στο ουδέτερο είναι:
γενικώς οξύτονα: βαθύς, βαρύς, βραδύς, γλυκύς, δασύς, εὐθύς, εὐρύς, ἡδύς, θρασύς, ὀξύς,
παχύς, ταχύς, τραχύς, κ.α,
βαρύτονα είναι μόνο το θᾛλυς, θήλεια, θᾛλυ και το ἥμισυς, ἡμίσεια, ἥμισυ (τοῦ ἡμίσεος, της
ἡμισείας, τοῦ ἠμίσεος)
2. παρουσιάζονται με δυο θέματα:
το ένα σε –υ, από το οποίο σχηματίζονται η ονομαστική, η αιτιατική και η κλητική του ενικού
του αρσενικού και του ουδετέρου, και το άλλο σε –ε, από το οποίο σχηματίζονται όλες οι άλλες
πτώσεις και των τριών γενών.
3. συναιρούν το χαρακτήρα -ε- με το ακόλουθο –ε- ή -ι- σε –ει-,
το ἥμισυς συναιρεί πολλές φορές και το -ε- με το –α στο τέλος του ουδετέρου και σχηματίζει
και δεύτερο τύπο σε –η: τὰ ἡμίσεα και τὰ ἡμίση.
4. την κλητική του ενικού του αρσενικού τη σχηματίζουν χωρίς κατάληξη –ς
π.χ. (ὦ) βαθύ, (ὦ) ταχύ, (ὦ) θᾛλυ, (ὦ) ἥμισυ
5. την αιτιατική του πληθυντικού τη σχηματίζουν όμοια με την ονομαστική
π.χ. τοὺς βαθεῖς, τοὺς ταχεῖς
β) Δικατάληκτα σε -υς, -υ
Κατά την γ΄ κλίση κλίνονται και μερικά σύνθετα δικατάληκτα επίθετα με β΄συνθετικό
ουσιαστικό φωνηεντόληκτο σε –υς, που λήγουν στην ονομαστική το αρσενικό και το θηλυκό σε –
υς και το ουδέτερο σε –υ και σχηματίζουν τη γενική σε -υος ή –εος.
Παραδείγματα
Δικατάληκτα σε -υς, -υ, (γεν.-υος)
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ, ἡ εὔβοτρυς
τὸ εὔβοτρυ
οἱ, αἱ εὐβότρυ-ες
τὰ εὐβότρυ-α
Γεν.
τοῦ, τᾛς εὐβότρυος
τοῦ εὐβότρυος
τῶν εὐβοτρύ-ων
τῶν εὐβοτρύ-ων
Δοτ.
τ῵, τᾜ εὐβότρυϊ
τ῵ εὐβότρυϊ
τοῖς, ταῖς εὐβότρυ-σι τοῖς εὐβότρυ-σι
Αιτ.
τὸν, τὴν εὔβοτρυν
τὸ εὔβοτρυ
τοὺς, τὰς εὐβότρυ-ς
τὰ εὐβότρυ-α
Κλητ.
(ὦ) εὔβοτρυ
(ὦ) εὔβοτρυ
(ὦ) εὐβότρυ-ες
(ὦ) εὐβότρυ-α
37
Δικατάληκτα σε -υς, -υ, (γεν. –εος)
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ, ἡ δίπηχυς
τὸ δίπηχυ
οἱ, αἱ διπήχεις
τὰ διπήχεα και διπήχη
Γεν.
τοῦ, τᾛς διπήχεος
τοῦ διπήχεος
τῶν διπηχέων
τῶν διπηχέων
Δοτ.
τ῵, τᾜ διπήχει
τῶ διπήχει
τοῖς, ταῖς διπήχεσι τοῖς διπήχεσι
Αιτ.
τὸν, τὴν δίπηχυν
τὸ δίπηχυ
τοὺς, τὰς διπήχεις
τὰ διπήχεα και διπήχη
Κλητ.
(ὦ) δίπηχυ
(ὦ) δίπηχυ
(ὦ) διπήχεις
(ὦ) διπήχεα και διπήχη
* Κατά το εὔβοτρυς (= αυτός που έχει αφθονα σταφύλια) κλίνονται: πολύιχθυς, φίλιχθυς,
λεύκοθρυς, σύνοφρυς, ἄδακρυς, πολύδακρυς, φιλόδακρυς κ.α.
* Κατά το δίπηχυς κλίνονται: τρίπηχυς, τετράπηχυς κτλ, διπέλεκυς, τριπέλεκυς κτλ.
B. ΢ΤΜΥΩΝΟΛΗΚΣΑ ΕΠΙΘΕΣΑ ΣΗ΢ Γ΄ ΚΛΙ΢Η΢
Παραδείγματα
Αφωνόληκτα
α) Σρικατάληκτα
σε –ας, -ασα, -αν
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ π᾵ς
ἡ π᾵σα
τὸ π᾵ν
οἱ πάντες
αἱ π᾵σαι
τὰ πάντα
Γεν.
τοῦ παντὸς
τᾛς πάσης
τοῦ παντὸς
τῶν πάντων
τῶν πασῶν
τῶν πάντων
Δοτ.
τ῵ παντὶ
τᾜ πάσᾙ
τ῵ παντὶ
τοῖς π᾵σι
ταῖς πάσαις τοῖς π᾵σι
Αιτ.
τὸν πάντα
τὴν π᾵σαν
τὸ π᾵ν
τοὺς πάντας τὰς πάσας
τὰ πάντα
Κλητ.
(ὦ) π᾵ς
(ὦ) π᾵σα
(ὦ) π᾵ν
(ὦ) πάντες
(ὦ) πάντα
(ὦ) π᾵σαι
38
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ χαρίεις
ἡ χαρίεσσα
τὸ χαρίεν
οἱ χαρίεντες
αἱ χαρίεσσαι
τὰ χαρίεντα
Γεν.
τοῦ χαρίεντος
τᾛς χαριέσσης
τοῦ χαρίεντος
τῶν χαριέντων
τῶν χαριεσσῶν
τῶν χαριέντων
Δοτ.
τ῵ χαρίεντι
τᾜ χαριέσσᾙ
τ῵ χαρίεντι
τοῖς χαρίεσι
ταῖς χαριέσσαις
τοῖς χαρίεσι
Αιτ.
τὸν χαρίεντα
τὴν χαρίεσσαν
τὸ χαρίεν
τοὺς χαρίεντας
τὰς χαριέσσας
τὰ χαρίεντα
(ὦ) χαρίεσσα
(ὦ) χαρίεν
(ὦ) χαρίεντες
(ὦ) χαρίεσσαι
(ὦ) χαρίεντα
Κλητ. (ὦ) χαρίεν
* Κατά το χαρίεις, -εσσα, -εν (= γεμάτος χάρη, χαριτωμένος) κλίνονται επίθετα που σημαίνουν
πλησμονή: ἀστερόεις, ἠνεμόεις, ἀνεμόεις (= αυτός που έχει πολύ άνεμο ή γρήγορος όπως ο
άνεμος), ἰχθυόεις, ὑλήεις (= γεμάτος δράση), φωνήεις (= αυτὀς που έχει φωνή).
σε –ων, -ουσα, -ον
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ ἄκων
Γεν.
τοῦ ἄκοντος τᾛς ἀκούσης
Δοτ.
τ῵ ἄκοντι
τᾜ ἀκούσᾙ
Αιτ.
τὸν ἄκοντα
τὴν ἄκουσαν τὸ ἆκον
τοὺς ἄκοντας τὰς ἀκούσας
τὰ ἄκοντα
(ὦ) ἄκουσα
(ὦ) ἄκοντες
(ὦ) ἄκοντα
Κλητ. (ὦ) ἆκον
ἡ ἄκουσα
τὸ ἆκον
αἱ ἄκουσαι
τὰ ἄκοντα
τοῦ ἄκοντος τῶν ἀκόντων
τῶν ἀκουσῶν
τῶν ἀκόντων
τ῵ ἄκοντι
ταῖς ἀκούσαις τοῖς ἄκουσι
(ὦ) ἆκον
οἱ ἄκοντες
τοῖς ἄκουσι
(ὦ) ἄκουσαι
* Κατά το ἄκων (= μη θέλοντας, ακούσιος) κλίνεται και το ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκὸν (= θέλοντας,
εκούσιος) γεν. ἑκόντ-ος, ἑκούσης, ἑκόντ-ος κτλ.
β) Δικατάληκτα
Μερικά αφωνόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης είναι τριγενή και δικατάληκτα. Αυτά είναι σύνθετα
με β΄ συνθετικό ουσιαστικό τριτόκλιτο αφωνόληκτο (χάρις, ἐλπίς, πούς, ὀδοὺς, κ.α) και κλίνονται
όπως το β΄ συνθετικό τους:
ὁ, ἡ εὔχαρις, τὸ εὔχαρι
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ, ἡ εὔχαρις
τὸ εὔχαρι
οἱ, αἱ εὐχάριτες
τὰ εὐχάριτα
Γεν.
τοῦ, τᾛς εὐχάριτος
τοῦ εὐχάριτος
τῶν εὐχαρίτων
τῶν εὐχαρίτων
Δοτ.
τ῵, τᾜ εὐχάριτι
τ῵ εὐχάριτι
τοῖς, ταῖς εὐχάρισι
τοῖς εὐχάρισι
Αιτ.
τὸν, τὴν εὔχαριν
τὸ εὔχαρι
τοὺς, τὰς εὐχάριτας
τὰ εὐχάριτα
Κλητ.
(ὦ) εὔχαρις
(ὦ) εὔχαρι
(ὦ) εὐχάριτες
(ὦ) εὐχάριτα
39
ὁ, ἡ εὔελπις, το εὔελπι
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ, ἡ εὔελπις
τὸ εὔελπι
οἱ, αἱ εὐέλπιδες
τὰ εὐέλπιδα
Γεν.
τοῦ, τᾛς εὐέλπιδος
τοῦ εὔέλπιδος
τῶν εὐελπίδων
τῶν εὐελπίδων
Δοτ.
τ῵, τᾜ εὐέλπιδι
τ῵ εὐέλπιδι
τοῖς, ταῖς εὐέλπισι
τοῖς εὐέλπισι
Αιτ.
τὸν, τὴν εὔελπιν
τὸ εὔελπι
τοὺς, τὰς εὐέλπιδας
τὰ εὐέλπιδα
Κλητ.
(ὦ) εὔελπις
(ὦ) εὔελπι
(ὦ) εὐέλπιδες
(ὦ) εὐέλπιδα
ὁ, ἡ δίπους, τὸ δίπουν
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ, ἡ δίπους
τὸ δίπουν
οἱ, αἱ δίποδες
τὰ δίποδα
Γεν.
τοῦ, τᾛς δίποδος
τοῦ δίποδος
τῶν διπόδων
τῶν διπόδων
Δοτ.
τ῵, τᾜ δίποδι
τ῵ δίποδι
τοῖς, ταῖς δίποσι
τοῖς δίποσι
Αιτ.
τὸν, τὴν δίποδα (δίπουν) τὸ δίπουν
τοὺς, τὰς δίποδας
τὰ δίποδα
(ὦ) δίποδες
(ὦ) δίποδα
Κλητ. (ὦ) δίπους
(ὦ) δίπου
ὁ, ἡ μονόδους, τὸ μονόδουν
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ, ἡ μονόδους
Γεν.
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
οἱ, αἱ μονόδοντες
τὰ μονόδοντα
τοῦ, τᾛς μονόδοντος τοῦ μονόδοντος
τῶν μονοδόντων
τῶν μονοδόντων
Δοτ.
τ῵, τᾜ μονόδοντι
τ῵ μονόδοντι
τοῖς, ταῖς μονόδουσι
τοῖς μονόδουσι
Αιτ.
τὸν, τὴν μονόδοντα
τὸ μονόδουν
τοὺς, τὰς μονόδοντας τὰ μονόδοντα
(ὦ) μονόδουν
(ὦ) μονόδοντες
Κλητ. (ὦ) μονόδους
τὸ μονόδουν
(ὦ) μονόδοντα
40
* Όμοια κλίνονται και τα: ἄχαρις, ἄπελπις, φέρελπις, ἄπους, μονόπους, τρίπους, κτλ.
γ) Μονοκατάληκτα (με δυο γένη)
Μερικά αφωνόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης, απλά ή σύνθετα, είναι διγενή και μονοκατάληκτα.
Αυτά κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης:
ὁ, ἡ βλάξ
ὁ, ἡ κόλαξ
ὁ, ἡ ἅρπαξ
ὁ, ἡ γαμψῶνυξ
ὁ, ἡ λογάς
ὁ, ἡ μιγάς
ὁ, ἡ φυγάς
ὁ ἡ ἄπαις
ὁ, ἡ πένης
ὁ, ἡ ἡμιθνής
ὁ,ἡ ἀγνὼς
ὁ,ἡ φιλόγελως
τοῦ, τᾛς βλακὸς κτλ.
τοῦ, τᾛς κόλακος κτλ.
τοῦ, τᾛς ἅρπαγος κτλ.
τοῦ, τᾛς γαμψώνυχος κτλ.
τοῦ, τᾛς λογάδος κτλ.
τοῦ, τᾛς μιγάδος κτλ.
τοῦ, τᾛς φυγάδος κτλ.
τοῦ, τᾛς ἄπαιδος κτλ.
τοῦ, τᾛς πένητος κτλ.
τοῦ, τᾛς ἡμιθνᾛτος κτλ.
τοῦ, τᾛς ἀγνῶτος κτλ. (= άγνωστος ή αυτός που αγνοεί),
τοῦ, τᾛς φιλογέλωτος κτλ.
(αλλά και κατά την αττική β΄κλίση: ὁ, ἡ φιλόγελως, γεν.
φιλόγελω, δοτ. φιλόγελω κτλ.)
Ενρικόληκτα - Τγρόληκτα
α) Ενρικόληκτα Σρικατάληκτα
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ μέλας
ἡ μέλαινα
τὸ μέλαν
οἱ μέλανες
αἱ μέλαιναι
τὰ μέλανα
Γεν.
τοῦ μέλανος
τᾛς μελαίνης
τοῦ μέλανος
τῶν μελάνων
τῶν μελαινῶν
τῶν μελάνων
Δοτ.
τ῵ μέλανι
τᾜ μελαίνᾙ
τ῵ μέλανι
τοῖς μέλασι
ταῖς μελαίναις
τοῖς μέλασι
Αιτ.
τὸν μέλανα
τὴν μέλαιναν
τὸ μέλαν
τοὺς μέλανας
τὰς μελαίνας
τὰ μέλανα
(ὦ) μέλαινα
(ὦ) μέλαν
(ὦ) μέλανες
(ὦ) μέλαιναι
(ὦ) μέλανα
Κλητ. (ὦ) μέλαν
* Όμοια κλίνεται και το επίθετο ὁ τάλας, ἡ τάλαινα, το τάλαν ( γεν. τοῦ τάλαν-ος, τᾛς ταλαίνης,
τοῦ τάλαν-ος κτλ.)
41
β) Ενρικόληκτα Δικατάληκτα
σε –ων, –ον, (γεν. –ονος)
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ, ἡ εὐδαίμων
Γεν.
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
οἱ, αἱ εὐδαίμονες
τὰ εὐδαίμονα
τοῦ, τᾛς εὐδαίμονος τοῦ εὐδαίμονος
τῶν εὐδαιμόνων
τῶν εὐδαιμόνων
Δοτ.
τ῵, τᾜ εὐδαίμονι
τ῵ εὐδαίμονι
τοῖς, ταῖς εὐδαίμοσι
τοῖς εὐδαίμοσι
Αιτ.
τὸν, τὴν εὐδαίμονα
τὸ εὔδαιμον
τοὺς, τὰς εὐδαίμονας τὰ εὐδαίμονα
(ὦ) εὔδαιμον
(ὦ) εὐδαίμονες
Κλητ. (ὦ) εὔδαιμον
τὸ εὔδαιμον
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
(ὦ) εὐδαίμονα
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ, ἡ σώφρων
τὸ σῶφρον
οἱ, αἱ σώφρονες
τὰ σώφρονα
Γεν.
τοῦ, τᾛς σώφρονος
τοῦ σώφρονος
τῶν σωφρόνων
τῶν σωφρόνων
Δοτ.
τ῵, τᾜ σώφρονι
τ῵ σώφρονι
τοῖς, ταῖς σώφροσι
τοῖς σώφροσι
Αιτ.
τὸν, τὴν σώφρονα
τὸ σῶφρον
τοὺς, τὰς σώφρονας
τὰ σώφρονα
Κλητ.
(ὦ) σῶφρον
(ὦ) σῶφρον
(ὦ) σώφρονες
(ὦ) σώφρονα
* Όμοια κλίνονται τα επίθετα:
ὁ, ἡ κακοδαίμων
τὸ κακόδαιμον
ὁ, ἡ ἀγνώμων
τὸ ἄγνωμον
ὁ, ἡ εὐσχήμων
τὸ εὔσχημον
ὁ, ἡ μεγαλοπράγμων
τὸ μεγαλόπραγμον
ὁ, ἡ ἐλεήμων
τὸ ἐλεᾛμον
ὁ, ἡ μνήμων
τὸ μνᾛμον
ὁ, ἡ ἄφρων
τὸ ἄφρον
ὁ, ἡ μεγαλόφρων
τὸ μεγαλόφρον κ.α.
42
σε –ην, -εν, (γεν.-ενος)
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ, ἡ ἄρρην
τὸ ἄρρεν
οἱ, αἱ ἄρρενες
τὰ ἄρρενα
Γεν.
τοῦ, τᾛς ἄρρενος
τοῦ ἄρρενος
τῶν ἀρρένων
τῶν ἀρρένων
Δοτ.
τ῵, τᾜ ἄρρενι
τ῵ ἄρρενι
τοῖς, ταῖς ἄρρεσι
τοῖς ἄρρεσι
Αιτ.
τὸν, τὴν ἄρρενα
τὸ ἄρρεν
τοὺς, τὰς ἄρρενας
τὰ ἄρρενα
Κλητ.
(ὦ) ἂρρεν
(ὦ) ἄρρεν
(ὦ) ἄρρενες
(ὦ) ἄρρενα
ΠΑΡΑΣΗΡΗ΢ΕΙ΢:
1. Σα σύνθετα σε –ων, -ον, (γεν. –ονος) στη κλητική του ενικού του αρσενικού και του θηλυκού
και στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού του ουδετέρου ανεβάζουν το τόνο, όχι
όμως πιο πάνω από την τελευταία συλλαβή του α΄ συνθετικού:
π.χ. ὁ, ἡ εὐδαίμων, (ὦ) εὔδαιμον - τὸ εὔδαιμον,
ὁ, ἡ εὔγνώμων, (ὦ) εὔγνωμον - τὸ εὔγνωμον,
ὁ, ἡ μεγαλοπράγμων, (ὦ) μεγαλόπραγμον - τὸ μεγαλόπραγμον
αλλά: μεγαλόφρων, (ὦ) μεγαλόφρον – τὸ μεγαλόφρον
2. Σα δικατάληκτα ενρινόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης έχουν τη κλητική του ενικού όμοια με το
αρχικό θέμα: (ὦ) ἐλεᾛμον, (ὦ) ἄρρεν
γ) Τγρόληκτα Δικατάληκτα
σε –ωρ, -ορ (γεν. –ορος):
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ, ἡ ἀπάτωρ
τὸ ἀπάτορ
οἱ, αἱ ἀπάτορες
τὰ ἀπάτορα
Γεν.
τοῦ, τᾛς ἀπάτορος
τοῦ ἀπάτορος
τῶν ἀπατόρων
τῶν ἀπατόρων
Δοτ.
τ῵, τᾜ ἀπάτορι
τ῵ ἀπάτορι
τοῖς, ταῖς ἀπάτορσι
τοῖς ἀπάτορσι
Αιτ.
τὸν, τὴν ἀπάτορα
τὸ ἀπάτορ
τοὺς, τὰς ἀπάτορας
τὰ ἀπάτορα
Κλητ.
(ὦ) ἀπάτορ
(ὦ) ἀπάτορ
(ὦ) ἀπάτορες
(ὦ) ἀπάτορα
* Όμοια κλίνεται το επίθετο: ὁ, ἡ ἀμήτωρ, τὸ ἀμᾛτορ
ΠΑΡΑΣΗΡΗ΢Η:
Σα δικατάληκτα υγρόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης έχουν τη κλητική του ενικού όμοια με το
αρχικό θέμα: (ὦ) ἀπάτορ
43
δ) Ενρικόληκτα και Τγρόληκτα Μονοκατάληκτα
Μερικά ενρικόληκτα και υγρόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης είναι μονοκατάληκτα με δύο γένη.
Αυτά είναι απλά ή σύνθετα με β΄ συνθετικό τριτόκλιτο ενρινόληκτο ή υγρόληκτο και κλίνονται
όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης.
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ, ἡ μάκαρ
οἱ, αἱ μάκαρες
Γεν.
τοῦ, τᾛς μάκαρος
τῶν μακάρων
Δοτ.
τ῵, τᾜ μάκαρι
τοῖς, ταῖς μάκαρσι
Αιτ.
τὸν, τὴν μάκαρα
τοὺς, τὰς μάκαρας
Κλητ.
(ὦ) μάκαρ
(ὦ) μάκαρες
* Όμοια κλίνονται: ὁ, ἡ ἄχειρ, γεν. ἄχειρ-ος, δοτ. ἄχειρ-ι, αιτ. ἄχειρ-α κτλ,
ὁ, ἡ μακρόχειρ, γεν. μακρόχειρ-ος, δοτ. μακρόχειρ-ι, αιτ. μακρόχειρ-α κτλ,
ὁ, ἡ ὑψαύχην, γεν. ὑψαύχεν-ος, δοτ. ὑψαύχεν-ι, αιτ. ὑψαύχεν-α κτλ.
΢ιγμόληκτα δικατάληκτα
Σα σιγμόληκτα δικατάληκτα επίθετα λήγουν στην ονομαστική του ενικού στο αρσενικό και το
θηλυκό γένος σε -ης και στο ουδέτερο γένος σε -ες.
οξύτονα σιγμόληκτα δικατάληκτα σε -ης, -ης, -ες
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ, ἡ ἀληθὴς
τὸ ἀληθὲς
οἱ, αἱ ἀληθεῖς
τὰ ἀληθᾛ
Γεν.
τοῦ, τᾛς ἀληθοῦς
τοῦ ἀληθοῦς
τῶν ἀληθῶν
τῶν ἀληθῶν
Δοτ.
τ῵, τᾜ ἀληθεῖ
τ῵ ἀληθεῖ
τοῖς, ταῖς ἀληθέσι
τοῖς ἀληθέσι
Αιτ.
τὸν, τὴν ἀληθᾛ
τὸ ἀληθὲς
τοὺς, τὰς ἀληθεῖς
τὰ ἀληθᾛ
Κλητ.
(ὦ) ἀληθὲς
(ὦ) ἀληθὲς
(ὦ) ἀληθεῖς
(ὦ) ἀληθᾛ
* Κατά το ἀληθής κλίνονται πολλά οξύτονα: ἀγενής, ἀκριβής, ἀσεβής, ἀσθενής, ἀμελής,
ἀτυχής, δυστυχής, ἐπιμελής, εὐγενής, εὐσεβής, εὐτυχής, σαφής, ψευδής, κ.α.
44
Βαρύτονα σιγμόληκτα δικατάληκτα σε -ης, -ης, -ες
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ, ἡ πλήρης
τὸ πλᾛρες
οἱ, αἱ πλήρεις
τὰ πλήρη
Γεν.
τοῦ, τᾛς πλήρους
τοῦ πλήρους
τῶν πλήρων
τῶν πλήρων
Δοτ.
τ῵, τᾜ πλήρει
τ῵ πλήρει
τοῖς, ταῖς πλήρεσι
τοῖς πλήρεσι
Αιτ.
τὸν, τὴν πλήρη
τὸ πλᾛρες
τοὺς, τὰς πλήρεις
τὰ πλήρη
Κλητ.
(ὦ) πλᾛρες
(ὦ) πλᾛρες
(ὦ) πλήρεις
(ὦ) πλήρη
* Κατά το πλήρης κλίνονται επίθετα:
1. σε -ήρης: ὁ, ἡ μονήρης, τὸ μονᾛρες, ὁ, ἡ ξιφήρης, τὸ ξιφᾛρες,
2. σε -ώδης: ὁ, ἡ δυσώδης, τὸ δυσῶδες, ὁ, ἡ εὐώδης, τὸ εὐῶδες
3. σε -ώλης: ὁ, ἡ ἐξώλης, τὸ ἐξῶλες (= εντελώς, χαμένος),
ὁ, ἡ προώλης, τὸ προῶλες (= από πριν χαμένος, άξιος να χαθεί πριν από την ώρα του),
ὁ, ἡ πανώλης, τὸ πανῶλες (= εντελώς χαμένος και με ενεργητική σημασία: αυτός που
καταστρέφει τα πάντα) κ.α.
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ὁ, ἡ συνήθης
τὸ σύνηθες
οἱ, αἱ συνήθεις
τὰ συνήθη
Γεν.
τοῦ, τᾛς συνήθους
τοῦ συνήθους
τῶν συνήθων
τῶν συνήθων
Δοτ.
τ῵, τᾜ συνήθει
τ῵ συνήθει
τοῖς, ταῖς συνήθεσι
τοῖς συνήθεσι
Αιτ.
τὸν, τὴν συνήθη
τὸ σύνηθες
τοὺς, τὰς συνήθεις
τὰ συνήθη
Κλητ.
(ὦ) σύνηθες
(ὦ) σύνηθες
(ὦ) συνήθεις
(ὦ) συνήθη
* Κατά το συνήθης κλίνονται επίθετα:
1. σε -ηθης: ὁ, ἡ εὐήθης, τὸ εὔηθες (= αγαθός, απλοϊκός, ανόητος), ὁ, ἡ χρηστοήθης, τὸ
χρηστόηθες κ.α
2. σε -έθης: ὁ, ἡ εὐμεγέθης, τὸ εὐμέγεθες, ὁ, ἡ παμμεγέθης, τὸ παμμέγεθες κ.α,
3. σε -άντης: ὁ, ἡ ἀνάντης, τὸ ἄναντες (= ανηφορικός ),
ὁ, ἡ κατάντης, τὸ κάταντες (= κατηφορικός),
ὁ, ἡ προσάντης, τὸ πρόσαντες (= ανηφορικός, απόκρημνος) κ.α
4. Επίσης τα επίθετα: ὁ, ἡ αὐθάδης, τὸ αὔθαδες, ὁ, ἡ αὐτάρκης, τὸ αὔταρκες κ.α
45
ΠΑΡΑΣΗΡΗ΢ΕΙ΢:
1. Σα σιγμόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης σε -ης, -ες έχουν θέμα σε -εσ-. ΢τα επίθετα αυτά:
α) η ονομαστική του ενικού του αρσενικού και του θηλυκού γένους σχηματίζεται χωρίς
κατάληξη, αλλά το βραχύχρονο φωνήεν -ε- που είναι πριν από το χαρακτήρα εκτείνεται σε -η-.
Όλες οι άλλες πτώσεις και των τριων γενών σχηματίζονται από το θέμα -εσ-, αλλά ο
χαρακτήρας -σ- ανάμεσα στα δυο φωνήεντα αποβάλλεται, και έτσι τα δυο αυτά φωνήεντα
συναιρούνται.
β) η κλητική του ενικού του αρσενικού και του θηλυκού γένους, καθώς και η ονομαστική, η
αιτιατική και η κλητική του ενικού του ουδετέρου γένους είναι ίδιες με το θέμα (χωρίς κατάληξη)
π.χ. (ὦ) ἀληθές, τὸ ἀληθές, τὸ ἀληθές, (ὦ) ἀληθές
2. Σα βαρύτονα σιγμόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης σε -ης, -ες:
α) αν είναι υπερδισύλλαβα ανεβάζουν τον τόνο στην κλητική του ενικού αριθμού του
αρσενικού και του θηλυκού γένους και στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού
αριθμού του ουδετέρου γένους:
π.χ. ὁ, ἡ συνήθης, (ὦ) σύνηθες - τὸ σύνηθες,
ὁ, ἡ αὐθάδης, (ὦ) αὔθαδες - τὸ αὔθαδες
Εξαίρεση αποτελούν όσα λήγουν σε -ώδης, -ώλης, -ήρης και κλίνονται κανονικά:
π.χ. ὁ, ἡ εὐώδης, (ὦ) εὐῶδες, τὸ εὐῶδες,
ὁ, ἡ ἐξώλης, (ὦ) ἐξῶλες, τὸ ἐξῶλες,
ὁ, ἡ ποδήρης, (ὦ) ποδᾛρες, τὸ ποδᾛρες
β) στη γενική του πληθυντικού τονίζονται στην παραλήγουσα αντίθετα με τον κανόνα από
αναλογία προς τη γενική του ενικού:
π.χ. τῶν συνήθων (όπως τοῦ συνήθους),
τῶν πλήρων (όπως τοῦ πλήρους ),
τῶν εὐώδων (όπως τοῦ εὐώδους)
46
ΠΑΡΑΘΕΣΙΚΑ
Σα επίθετα, κλιτοί ονοματικοί τύποι που φανερώνουν την ιδιότητα ή την ποιότητα των
προσδιοριζόμενων από αυτά όρων, σχηματίζουν τους λεγόμενους βαθμούς παράθεσης των
επιθέτων. Ο συγκριτικός και ο υπερθετικός βαθμός ενός επιθέτου ονομάζονται παραθετικά
του επιθέτου.
Οι βαθμοί των επιθέτων είναι τρεις:
Α) θετικός βαθμός, κατά τον οποίο το επίθετο φανερώνει απλώς την ιδιότητα ή την ποιότητα
του προσδιοριζόμενου όρου, χωρίς σύγκριση προς κάποιο άλλο,
π.χ. ὁ δίκαιος ἀνήρ.
Β) συγκριτικός βαθμός, κατά τον οποίο το επίθετο φανερώνει ότι ο προσδιοριζόμενος όρος έχει
μια ιδιότητα ή ποιότητα σε βαθμό ανώτερο συγκριτικά προς έναν άλλο όρο ή και ένα σύνολο,
π.χ. οὖτός ἐστι δικαιότερος ἐκείνου - χρυσὸς κρείσσων πολλῶν χρημάτων.
Γ) υπερθετικός βαθμός, κατά τον οποίο το επίθετο φανερώνει ότι ο προσδιοριζόμενος όρος έχει
μια ιδιότητα ή ποιότητα σε βαθμό ανώτερο από όλα τα άλλα και διακρίνεται σε:
α) σχετικό υπερθετικό, (ο προσδιοριζόμενος όρος έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα στον
μεγαλύτερο βαθμό συγκριτικά προς όλα τα άλλα του ίδιου είδους μαζί),
π.χ. Ἀριστείδης ἦν δικαιότατος πάντων τῶν Ἀθηναίων.
β) απόλυτο υπερθετικό, (ο προσδιοριζόμενος όρος έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα στον
ανώτατο βαθμό, χωρίς να γίνεται σύγκριση προς άλλα),
π.χ. οὖτός ἐστι δικαιότατος.
΢ΦΗΜΑΣΙ΢ΜΟ΢ ΠΑΡΑΘΕΣΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΣΩΝ
Σα παραθετικά των επιθέτων σχηματίζονται είτε μονολεκτικά, είτε περιφραστικά.
Α. ΚΑΝΟΝΙΚΟ΢ ΢ΦΗΜΑΣΙ΢ΜΟ΢ ΜΟΝΟΛΕΚΣΙΚΩΝ ΠΑΡΑΘΕΣΙΚΩΝ
Σα μονολεκτικά παραθετικά των επιθέτων σχηματίζονται κανονικά προσθέτοντας στο θέμα του
θετικού βαθμού του αρσενικού γένους τις παραθετικές καταλήξεις.
Οι πιο συνηθισμένες είναι:
για το συγκριτικό βαθμό: -τερος, -τέρα, -τερον
για τον υπερθετικό βαθμό:-τατος, -τάτη, -τατον
΢χηματίζουν με τις παραπάνω καταλήξεις τα παραθετικά τους τα παρακάτω επίθετα:
α) δευτερόκλιτα, τριγενή και τρικατάληκτα,
π.χ. πτωχός-ή-όν, -πτωχό-τερος, πτωχο-τέρα, πτωχό-τερον- πτωχό-τατος, πτωχο-τάτη, πτωχότατον
β) τριτόκλιτα, τριγενή και τρικατάληκτα ή δικατάληκτα,
π.χ. βαρύς-εῖα-ύ -βαρύ-τερος, βαρυ-τέρα, βαρύ-τερον-βαρύ-τατος, βαρυ-τάτη, βαρύ-τατον
ἀληθής-ής-ές -ἀληθέσ-τερος, ἀληθεσ-τέρα, ἀληθέσ-τερον-ἀληθέσ-τατος, ἀληθεσ-τάτη, ἀληθέστατον
μέλας-αινα-αν -μελάν-τερος, μελαν-τέρα, μελάν-τερον-μελάν-τατος, μελαν-τάτη, μελάν-τατον
χαρίεις-εσσα-εν -χαριέσ-τερος, χαριεσ-τέρα, χαριέσ-τερον-χαριέσ-τατος, χαριεσ-τάτη, χαριέστατον
47
Παρατήρηση:
Σα δευτερόκλιτα επίθετα σχηματίζουν παραθετικά με χαρακτήρα -ο- ή –ω- ως εξής:
ΠΑΡΑΘΕΣΙΚΑ σε -ότερος / -ότατος
1. αν προηγείται συλλαβή φύσει μακρόχρονη,
δηλαδή μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγος:η,
ω,ου, ει, αι
π.χ. ξηρός, ξηρό-τερος, ξηρό-τατος
γενναῖος, γενναιό-τερος, γενναιό-τατος
2. αν προηγείται συλλαβή θέσει μακρόχρονη,
δηλαδή βραχύχρονο φωνήεν και ακολουθούν
δυο ή περισσότερα σύμφωνα ή ένα διπλό -ξ, -ψ
π.χ. θερμός, θερμό-τερος, θερμό-τατος ἔνδοξος,
ἐνδοξό-τερος, ἐνδοξό-τατος
3. όσα έχουν ως δεύτερο συνθετικό τις λέξεις:
θυμός, κῦρος, λύπη, νίκη, τιμή, κίνδυνος, ψυχή
π.χ. ἔγκυρος
4. τα επίθετα: ἀνιαρός, ἰσχυρός, ψιλός, πρᾱος,
λιτός, φλύαρος
ΠΑΡΑΘΕΣΙΚΑ σε -ώτερος / -ώτατος
1. αν προηγείται συλλαβή βραχύχρονη:
π.χ. νέος, νεώ-τερος, νεώ-τατος
σοφός, σοφώ-τερος, σοφώ-τατος
2. όσα λήγουν σε:
-ιος, -ιμος, -ικος, ινος
π.χ. δόκιμος
3. όσα λήγουν σε:
-ακος, -αλος, -αμος, -ανος, -αρος, -ατος,
ΠΡΟ΢ΟΦΗ: εξαιρείται το ἀνιαρός
4. όσα λήγουν σε:
-υρος, - χος,
π.χ. ἥσυχος
Β. ΑΝΑΛΟΓΙΚΟ΢ ΢ΦΗΜΑΣΙ΢ΜΟ΢ ΠΑΡΑΘΕΣΙΚΩΝ
Μερικά παραθετικά επιθέτων διαμορφώνονται αναλογικά πρός τα παραθετικά άλλων επιθέτων
και λήγουν όπως αυτά:
(ἐλαφρός -ἐλαφρύτερος κατά το βαρύτερος, χοντρός -χοντρύτερος κατά το παχύτερος, αντί για
τα κανονικά ἐλαφρότερος, χοντρότερος).
Έτσι διαμορφώνονται οι ακόλουθες αναλογικές παραθετικές καταλήξεις:
α) -έστερος, -έστατος
Σα τριτόκλιτα επίθετα σε -ων, -ον (γεν. –ονος):
σώφρων, -ων, -ον
σωφρον-έσ-τερος,
σωφρον-εσ-τέρα,
σωφρον-έσ-τερον
σωφρον-έσ-τατος,
σωφρον-εσ-τάτη,
σωφρον-έσ-τατον
εὐδαιμον-έσ-τερος, εὐδαιμον-έσ-τατος,
εὐδαιμον-εσ-τέρα,
εὐδαιμον-εσ-τάτη,
εὐδαιμον-έσ-τερον εὐδαιμον-έσ-τατον
καθώς και τα επίθετα ἄκρατος (= αυτός που δεν έχει ανακατευτεί με άλλον, ανόθευτος),
ἄσμενος (= ευχαριστημένος), ἐρρωμένος (= δυνατός) καὶ πένης σχηματίζουν τα παραθετικά τους
κατά τα παραθετικά των σιγμόληκτων επιθέτων σε -ης, -ες (ἀληθής, ἀληθέσ-τερος, ἀληθέστατος)
εὐδαίμων, -ων, -ον
48
ἀκρατ-έσ-τερος,
ἄκρατος, -ος, -ον ἀκρατ-εσ-τέρα,
ἀκρατ-έσ-τερον
ἀσμεν-έσ-τερος (και ἀσμενώ-τερος), ἀσμεν-έσ-τατος (και ἀσμενώ-τατος),
ἀσμεν-εσ-τέρα (και ἀσμενω-τέρα), ἀσμεν-εσ-τάτη (και ἀσμενω-τάτη),
ἀσμεν-έσ-τερον (και ἀσμενώ-τερον) ἀσμεν-έσ-τατον (και ἀσμενώ-τατον)
ἄσμενος,-ος, -ον
ἐρρωμένος,- η,-ον
πένης
ἀκρατ-έσ-τατος (και ἀκρατό-τατος),
ἀκρατ-εσ-τάτη (και ἀκρατο-τάτη),
ἀκρατ-έσ-τατον (και ἀκρατό-τατον)
ἐρρωμεν-έσ-τερος,
ἐρρωμεν-εσ-τέρα,
ἐρρωμεν-έσ-τερον
ἐρρωμεν-έσ-τατος,
ἐρρωμεν-εσ-τάτη,
ἐρρωμεν-έσ-τατον
πεν-έσ-τερος,
πεν-εσ-τέρα,
πεν-έσ-τερον
πεν-έσ-τατος,
πεν-εσ-τάτη,
πεν-έσ-τατον
β) –ούστερος, -ούστατος
Σο επίθετο ἁπλοῦς και τα συνηρημένα επίθετα της β΄ κλίσης με β΄ συνθετικό το όνομα νοῦς
σχηματίζουν τα παραθετικά τους σε -ούστερος, -ούστατος (κατά τά παραθετικά σε -έστερος, έστατος με συναίρεση):
ἁπλοῦς, -ᾛ,οῦν
εὔνους, -η,-ουν
ἁπλ-ούστερος,
ἁπλ-ουστέρα,
ἁπλ-ούστερον
ἁπλ-ούστατος,
ἁπλ-ουστάτη,
ἁπλ-ούστατον
εὐν-ούστερος,
εὐν-ουστέρα,
εὐν-ούστερον
εὐν-ούστατος,
εὐν-ουστάτη,
εὐν-ούστατον
γ) -ίστερος, -ίστατος
Σα μονοκατάληκτα επίθετα ἅρπαξ, βλάξ, λάλος (= φλύαρος), κλέπτης, πλεονέκτης σχηματίζουν
τα παραθετικά τους σε -ίστερος, -ίστατος (κατὰ τὰ παραθετικά του ἄχαρις: ἀχαρίστερος,
ἀχαρίστατος)
ἅρπαξ
βλάξ
λάλος
ἁρπαγ-ίσ-τερος,
ἁρπαγ-ισ-τέρα,
ἁρπαγ-ίσ-τερον
ἁρπαγ-ίσ-τατος,
ἁρπαγ-ισ-τάτη,
ἁρπαγ-ίσ-τατον
βλακ-ίσ-τερος,
βλακ-ισ-τέρα,
βλακ-ίσ-τερον
βλακ-ίσ-τατος,
βλακ-ισ-τάτη,
βλακ-ίσ-τατον
λαλ-ίσ-τερος,
λαλ-ισ-τέρα,
λαλ-ίσ-τερον
λαλ-ίσ-τατος,
λαλ-ισ-τάτη,
λαλ-ίσ-τατον
49
κλέπτης
πλεονέκτης
κλεπτ-ίσ-τερος,
κλεπτ-ισ-τέρα,
κλεπτ-ίσ-τερον
κλεπτ-ίσ-τατος,
κλεπτ-ισ-τάτη,
κλεπτ-ίσ-τατον
πλεονεκτ-ίσ-τερος,
πλεονεκτ-ισ-τέρα,
πλεονεκτ-ίσ-τερον
πλεονεκτ-ίσ-τατος,
πλεονεκτ-ισ-τάτη,
πλεονεκτ-ίσ-τατον
δ) –αίτερος, -αίτατος
Σο επίθετο παλαιὸς σχηματίζει τα παραθετικά του με θέμα το επίρρημα πάλαι σε -αίτερος, -αίτατος:
παλαιός, -η, -ον
παλαί-τερος,
παλαι-τέρα,
παλαί-τερον
παλαί-τατος,
παλαι-τάτη,
παλαί-τατον
Ανάλογα προς αυτό σχηματίστηκαν τα παραθετικά:
γεραιός, -α, -ον
(= γέροντας, σεβαστός)
σχολαῖος, ᾱ, -ον
(= αργός, αργοκίνητος)
γεραί-τερος,
γεραι-τέρα,
γεραί-τερον
γεραί-τατος,
γεραι-τάτη,
γεραί-τατον
σχολαί-τερος,
σχολαι-τέρα,
σχολαί-τερον
σχολαί-τατος,
σχολαι-τάτη,
σχολαί-τατον
Με την κατάληξη -αίτερος, -αίτατος, σχηματίζουν τα παραθετικά τους ορισμένα επίθετα σε -ος:
ἴσος-η-ον
Θετικός
΢υγκριτικός
ἰσ-αί-τερος, -α, -ον
Τπερθετικός
ἰσ-αί-τατος
ὄψιος (= όψιμος)-η-ον
ὀψι-αί-τερος, -α, -ον
ὀψι-αί-τατος
πλησίος-α-ον
πλησι-αί-τερος, -α, -ον
πλησι-αί-τατος, -η, -ον
πρῳ-αί-τερος, -α, -ον
πρῳ-αί-τατος, -η, -ον
εὔδιος-α-ον
εὐδι-αίτερος, -α, -ον
(και εὐδιέσ-τερος, -α, -ον)
εὐδι-αί-τατος , -η, -ον
(και εὐδιέσ-τατος, -η, -ον)
ἥσυχος –η-ον
ἡσυχ-αί-τερος ,-α, -ον
(και ἡσυχώ-τερος, -α, -ον)
ἡσυχ-αί-τατος , -η, -ον
(και ἡσυχώ-τατος, -η, -ον)
ἴδιος-α-ον
ἰδι-αί-τερος, -α, -ον
(και ἰδιώ-τερος, -α, -ον)
ἰδι-αί-τατος, -η, -ον
(και ἰδιώ-τατος, -η, -ον)
φιλ-αί-τερος, -α, -ον
ἤ φίλ-τερος, -α, -ον
(και φιλ-ίων, -ιων, -ιον)
φιλ-αίτατος , -η, -ον
φίλ-τατος, -η, -ον
πρ῵ος (από το πρώιος = πρωινός)
φίλος -η-ον
50
ΑΝΩΜΑΛΑ ΠΑΡΑΘΕΣΙΚΑ
Σα παραθετικά αυτά σχηματίζονται πολλές φορές με διάφορες φθογγικές παθήσεις ή και με
θέμα διαφορετικό από το θέμα του θετικού, γι’ αυτό λέγονται ανώμαλα παραθετικά. Σα
επίθετα αυτά είναι:
Θετικός
αἰσχρός, -α, -ον
΢υγκριτικός
ὁ,ἡ αἰσχίων, τὸ αἴσχιον
Τπερθετικός
αἰσχιστος, -η, -ον
ἐχθρός, -α, -ον
ὁ,ἡ ἐχθίων, τὸ ἔχθιον
(καὶ ὀμαλά: ἐχθρότερος, -α, -ον)
ἔχθιστος, -η, -ον
(καὶ ὀμαλά: ἐχθρό-τατος, -η, -ον)
ἡδύς, -εῖα, -ὺ
ὁ, ἡ ἡδίων, τὸ ἥδιον
ἥδιστος, -η, -ον
καλός, -η, -ον
ὁ, ἡ καλλίων, τὸ κάλλιον
κάλλιστος, -η, -ον
μέγας - μεγάλη - μέγαν
ὁ, ἡ μείζων, τὸ μεῖζον
μέγιστος, -η, -ον
὆ᾴδιος, -α, -ον
ὁ, ἡ ὆ᾴων, τὸ ὆ᾶον
὆ᾶστος, -η, -ον
ταχύς, -εῖα, -ὺ
ὁ, ἡ θάττων, τὸ θ᾵ττον
τάχιστος, -η, -ον
ὁ, ἡ ἀμείνων, τὸ ἄμεινον
ὁ, ἡ βελτίων, τὸ βέλτιον
ὁ, ἡ κρείττων, τὸ κρεῖττον
ὁ, ἡ λῴων, τὸ λ῵ον
ἄριστος, -η, -ον
βέλτιστος, -η, -ον
κράτιστος, -η, -ον
λ῵στος, -η, -ον
κακός, -η, -ον
ὁ, ἡ κακίων, τὸ κάκιον
ὁ, ἡ χείρων, τὸ χεῖρον
κάκιστος, -η, -ον
χείριστος, -η, -ον
μακρός, -α, -ον
μακρότερος, -α, -ον
μακρότατος, -η, -ον
μήκιστος, -η, -ον
μικρότερος, -α, -ον
ὁ, ἡ ἐλάττων, τὸ ἔλαττον
ὁ, ἡ ἥττων, τὸ ἧττον
μικρότατος, -η, -ον
ἐλάχιστος, -η, -ον
ἐπιρρ. ἥκιστα
ὀλίγος, -η, -ον
ὁ, ἡ μείων, τὸ μεῖον
ὀλίγιστος, -η, -ον
πολύς - πολλή - πολύ
ὁ, ἡ πλείων, τὸ πλέον
πλεῖστος, -η, -ον
ἀγαθός, -η, -ον
μικρός, -α, -ον
51
ΚΛΙ΢Η ΣΟΤ ΢ΤΓΚΡΙΣΙΚΟΤ ΒΑΘΜΟΤ ΣΩΝ ΑΝΩΜΑΛΩΝ ΠΑΡΑΘΕΣΙΚΩΝ
Ο συγκριτικός βαθμός των ανωμάλων παραθετικών κλίνεται κατά τα δικατάληκτα επίθετα της
γ΄ κλίσης με τρία γένη και κλίνονται κατά το ακόλουθο παράδειγμα:
π.χ. ὁ,ἡ βελτίων, τὸ βέλτιον
Ενικός αριθμός
ὁ, ἡ βελτίων
Ον.
Γεν. τοῦ,τᾛς βελτίον-ος
Δοτ. τ῵, τᾜ βελτίον-ι
Αιτ. τὸν, τὴν βελτίον-α / βελτίω
Κλητ. ὦ βέλτιον
τὸ βέλτιον
τοῦ βελτίον-ος
τ῵ βελτίον-ι
τὸ βέλτιον
ὦ βέλτιον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ, αἱ βελτίον-ες / βελτίους
τῶν βελτιόν-ων
τοῖς, ταῖς βελτίοσι(ν)
τοὺς, τὰς βελτίον-ας / βελτίους
(ὦ) βελτίον-ες / βελτίους
τὰ βελτίον-α / βελτίω
τῶν βελτιόν-ων
τοῖς βελτίοσι(ν)
τὰ βελτίον-α / βελτίω
(ὦ) βελτίον-α / βελτίω
ΠΕΡΙΥΡΑ΢ΣΙΚΑ ΠΑΡΑΘΕΣΙΚΑ
Σα περιφραστικά παραθετικά σχηματίζονται στην αρχαία ελληνική, στο συγκριτικό βαθμό με το
επίρρημα μ᾵λλον και στον υπερθετικό βαθμό με το επίρρημα μάλιστα εμπρός από το θετικό:
π.χ. ἐπιμελής, μ᾵λλον ἐπιμελής, μάλιστα ἐπιμελής
Όλα τα επίθετα που σχηματίζουν μονολεκτικά παραθετικά μπορούν να σχηματίσουν
παράλληλα και περιφραστικά παραθετικά.
Παρατηρήσεις στα περιφραστικά παραθετικά:
΢χηματίζουν τα παραθετικά τους μόνο περιφραστικά οι μετοχές και μερικά μονοκατάληκτα
επίθετα που χρησιμοποιούνται και ως ουσιαστικά.
 μετοχές:
δυνάμενος – μ᾵λλον δυνάμενος – μάλιστα δυνάμενος
συμφέρων – μ᾵λλον συμφέρων – μάλιστα συμφέρων
ὠφελῶν – μ᾵λλον ὠφελῶν – μάλιστα ὠφελῶν.
 μονοκατάληκτα ἐπίθετα:
εἴρων – μ᾵λλον εἴρων – μάλιστα εἴρων΄ ἔνδακρυς – μ᾵λλον ἔνδακρυς – μάλιστα
ἔνδακρυς.
Έτσι και τα εὔελπις, κόλαξ, ὑβριστής, φιλόγελως κ.ἄ.
ΕΛΛΕΙΠΣΙΚΑ ΠΑΡΑΘΕΣΙΚΑ
Μερικά επίθετα δεν έχουν θετικό βαθμό ή και έναν από τους δύο άλλους βαθμούς. Σα
παραθετικά των επιθέτων αυτών λέγονται ελλειπτικά παραθετικά.
Σα περισσότερα ελλειπτικά παραθετικά παράγονται από επιρρήματα, προθέσεις ή μετοχές:
Θετικός
(ἄνω)
(κάτω)
(πρό)
(ὑπέρ)
ἐπικρατῶν
προτιμώμενος
΢υγκριτικός
ἀνώ-τερος
κατώ-τερος
πρό-τερος
ὑπέρ-τερος
ἐπικρατ-έστερος
προτιμό-τερος
Τπερθετικός
ἀνώ-τατος
κατώ-τατος
πρῶτος
ὑπέρ-τατος
-
52
Παρατήρηση στα παραθετικά των επιθέτων:
Μερικά επίθετα δεν σχηματίζουν παραθετικά, γιατί φανερώνουν ιδιότητα, ποιότητα ή
κατάσταση που δεν παρουσιάζει βαθμούς. Σέτοια επίθετα είναι όσα φανερώνουν:
α) ύλη: π.χ. λίθινος, ἀργυροῦς, γήινος
β) τοπική ή χρονική σχέση: π.χ. χερσαῖος, θαλάσσιος, θερινός, ἡμερήσιος
γ) μέτρο: π.χ. σταδιαῖος, πηχυαῖος
δ) καταγωγή ή συγγένεια: π.χ. πατρ῵ος, μητρικός
ε) μόνιμη κατάσταση: π.χ. θνητός, νεκρός
στ) μερικά σύνθετα με α΄ συνθετικό το στερητικό ἀ-: π.χ. ἀθάνατος, ἄυλος, ἄυπνος, ἄψυχος κ.ἄ.
ζ) μερικά συνθετικά με α΄ συνθετικό το επίθετο π᾵ς ή την πρόθεση ὑπέρ:
π.χ. πάνσοφος, πάντιμος, πάγκαλος , ὑπερμεγέθης, ὑπέρλαμπρος
ΠΑΡΑΘΕΣΙΚΑ ΕΠΙΡΡΗΜΑΣΩΝ
Πολλά επιρρήματα της αρχαίας επιδέχονται σύγκριση και γι΄ αυτό σχηματίζουν παραθετικά.
΢χηματίζουν έτσι παραθετικά στην αρχαία ελληνική:
α) επιρρήματα σε -ως που παράγονται από επίθετα.
Σα επιρρήματα αυτά στον συγκριτικό έχουν τύπο όμοιο με την ενική αιτιατική του ουδετέρου του
συγκριτικού επιθέτου και στον υπερθετικὀ έχουν τύπο όμοιο με την πληθυντική αιτιατική του
ουδετέρου του υπερθετικού επιθέτου:
(δίκαιος), δικαίως, δικαιότερον, δικαιότατα
(σοφός), σοφῶς, σοφώτερον, σοφώτατα
(ἀληθής), ἀληθῶς, ἀληθέστερον, ἀληθέστατα
(σώφρων), σωφρόνως, σωφρονέστερον, σωφρονέστατα
(ἡδύς), ἡδέως, ἥδιον, ἥδιστα
(καλός), καλῶς, κάλλιον, κάλλιστα κ.ἄ.
β) Σα επιρρήματα εὖ (ἀντίστοιχο τοῦ ἐπιθέτου ἀγαθός), ὀλίγον καὶ πολύ:
Θετικός
΢υγκριτικός
Τπερθετικός
ἄμεινον
ἄριστα
εὖ
βέλτιον
βέλτιστα
κρεῖττον
κράτιστα
μεῖον
ὀλίγιστα
ὀλίγον
ἔλαττον
ἧττον
ἐλάχιστα
ἥκιστα
πολύ
πλέον
πλεῖστα ή πλεῖστον
γ) Σο επίρρημα μάλα (= πολύ), ποὺ οἱ τρεὶς βαθμοί του εἶναι:
θετ. μάλα, συγκρ. μ᾵λλον, ὑπερθ. μάλιστα
53
δ) Μερικὰ τοπικά επιρρήματα που παίρνουν παραθετικές καταλήξεις
–τέρω, -τάτω:
Θετικός
ἄνω
ἄπωθεν (= μακριά)
ἐγγύς (= κοντά)
ἔξω
ἔσω (καὶ εἴσω)
κάτω
πόρρω
πέρα
΢υγκριτικός
ἀνωτέρω
ἀπωτέρω
Τπερθετικός
ἀνωτάτω
ἀπωτάτω
ἐγγυτέρω
ἐγγύτερον
ἔγγιον
ἐγγυτάτω
ἐγγύτατα
ἔγγιστα
ἐξωτέρω
ἐσωτέρω
κατωτέρω
πορρωτέρω
περαιτέρω
ἐξωτάτω
ἐσωτάτω
κατωτάτω
πορρωτάτω
-
ε) Μερικά χρονικά επιρρήματα με παραθετικές καταλήξεις
–(αί)τερον, -(αί)τατα:
Θετικός
πάλαι
πρωί
ὀψέ (= ἀργά)
΢υγκριτικός
παλαίτερον
πρωιαίτερον
πρῳαίτερον
ὀψιαίτερον
Τπερθετικός
παλαίτατα
πρωιαίτατα
πρῳαίτατα
ὀψιαίτατα
Παρατήρηση στα παραθετικά των επιρρημάτων:
Και τα παραθετικά των επιρρημάτων, όπως και των επιθέτων, εκφέρονται κάποτε περιφραστικά
με τα μ᾵λλον, μάλιστα και το θετικό.
π.χ. σοφῶς, μ᾵λλον σοφῶς, μάλιστα σοφῶς
ἡδέως, μ᾵λλον ἡδέως, μάλιστα ἡδέως
54
ΑΡΙΘΜΗΣΙΚΑ ΕΠΙΘΕΣΑ
Αριθμητικά λέγονται οι λέξεις που φανερώνουν αριθμούς ή παράγονται από ονόματα αριθμών.
Σα αριθμητικά είναι: επίθετα, ουσιαστικά, επιρρήματα.
Σα αριθμητικά ουσιαστικά σημαίνουν αφηρημένη αριθμητική ποσότητα, είναι όλα θηλυκά και
λήγουν σε -ὰς. Σα περισσότερα σχηματίζονται από το θέμα των απόλυτων αριθμητικών
επιθέτων π.χ. δυ-άς, τρι-ὰς κ.λπ. και κλίνονται όπως τα θηλυκά οδοντικόληκτα της γ’ κλίσης σε
–άς, γεν. –άδος.
Σα αριθμητικά επιρρήματα φανερώνουν πόσες φορές επαναλαμβάνεται κάτι. Σα περισσότερα
σχηματίζονται από το θέμα των απόλυτων αριθμητικών επιθέτων και λήγουν σε –άκις ή –κις
π.χ. πεντάκις, δεκάκις κ.λπ. ΢χηματίζονται ιδιόμορφα τα: ἅπαξ (= για μια μόνο φορά), δὶς (= για
δύο φορές), τρὶς (= για τρεις φορές) και ἐνάκις (= για εννέα φορές).
Σα αριθμητικά επίθετα διακρίνονται σε απόλυτα, τακτικά, χρονικά, πολλαπλασιαστικά και
αναλογικά.
Α. Απόλυτα αριθμητικά
Σα απόλυτα αριθμητικά δηλώνουν απλώς ένα ορισμένο πλήθος όντων: εἷς (ὁπλίτης), μία (ναῦς),
ἕν (ὅπλον).
Σα εἷς - μία - ἕν, τρεῖς - τρία, τέτταρες - τέτταρα, κλίνονται ως εξής:
α. εἷς - μία - ἓν
Ονομαστική
Γενική
Δοτική
Αιτιατική
Ενικός αριθμός
αρσενικό
θηλυκό
εἷς
μία
ἑνὸς
μι᾵ς
ἑνὶ
μιᾶ
ἕνα
μίαν
ουδέτερο
ἓν
ἑνὸς
ἑνὶ
ἓν
β. τρεῖς - τρία
Ονομαστική
Γενική
Δοτική
Αιτιατική
Πληθυντικός αριθμός
αρσενικό και θηλυκό
ουδέτερο
τρεῖς
τρία
τριῶν
τριῶν
τρισὶ(ν)
τρισὶ(ν)
τρεῖς
τρία
γ. τέτταρες - τέτταρα
Ονομαστική
Γενική
Δοτική
Αιτιατική
Πληθυντικός αριθμός
αρσενικό και θηλυκό
ουδέτερο
τέτταρες
τέτταρα
τεττάρων
τεττάρων
τέτταρσι(ν)
τέτταρσι(ν)
τέτταρας
τέτταρα
55
Παρατηρήσεις:
 Σα αριθμητικά από το πέντε μέχρι και το εκατό είναι άκλιτα (π.χ. τῶν τριάκοντα
τυράννων κ.λπ.).
 Από το διακόσιοι, -αι, -α και εξής κλίνονται μόνο στον πληθυντικό αριθμό όπως τα
τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα. Σα απόλυτα αριθμητικά από το διακόσιοι, -αι, -α και
πέρα είναι δυνατό να βρεθούν και στον ενικό αριθμό όταν προσδιορίζουν περιληπτικά
ουσιαστικά:
π.χ. τὴν παρὰ Περδίκκου διακοσίαν ἵππον ἐν Ὀλύνθῳ μένειν.
Β. Σακτικά αριθμητικά
Σα τακτικά αριθμητικά φανερώνουν την τάξη, τη θέση που κατέχει κάτι σε σχέση με μια σειρά
από όμοιά του:
π.χ. Πρῶτος (μήν), Δευτέρα (ἡμέρα) κ.λπ.
 Έως και το 12 είναι μονολεκτικά με κατάληξη -τος, -τη, -τον:
π.χ. πρῶτος, -τη, -τον, εκτός από τα δεύτερος, -τέρα, -τερον, ἕβδομος, -μη, -μον και ὅγδοος,
-όη, -οον κ.λπ.
 Από το 13 εως το 19 είναι περιφραστικά:
π.χ. τέταρτος και δέκατος κ.λπ.
 Από το 20 και πέρα σχηματίζονται με την κατάληξη -στός, -στη, -στον:
π.χ. εἰκοστός, -στή, -στὸν κ.λπ.
Κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα σε ος, -η, -ο .
Γ. Φρονικά
Σα χρονικά αριθμητικά (που δεν τα έχει η νέα ελληνική) φανερώνουν ποια ημέρα συμβαίνει μια
πράξη, από τότε που άρχισε. Αυτά σχηματίζονται από το θέμα των τακτικών και λήγουν σε –
αῖος:
π.χ. (δεύτερος) δευτεραῖος ἀφίκετο (= έφτασε τη δεύτερη μέρα αφότου ξεκίνησε).
Κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα σε -ος, -α, -ον.
Δ. Πολλαπλασιαστικά
Σα πολλαπλασιαστικά αριθμητικά δηλώνουν από πόσα μέρη αποτελείται κάτι. ΢χηματίζονται
από το θέμα των απόλυτων με την προσθήκη της κατάληξης -πλοῦς.
π.χ. (τρί-α) τριπλοῦς, (δέκα) δεκαπλοῦς.
Σα πολλαπλασιαστικά αριθμητικά κλίνονται όπως τα συνηρημένα τρικατάληκτα επίθετα της βʹ
κλίσης σε - οῦς, -ᾛ, -οῦν.
π.χ. (ἁπλόος) ἁπλοῦς, (ἁπλόη) ἁπλᾛ , (ἁπλόον) ἁπλοῦν,
(διπλόος) διπλοῦς, (διπλόη) διπλᾛ, (διπλόον) διπλοῦν κτλ.
Ε. Αναλογικά
Σα αναλογικά αριθμητικά δηλώνουν πόσες φορές είναι μεγαλύτερο ένα ποσό από ένα άλλο του
ίδιου είδους. Σα περισσότερα σχηματίζονται από το θέμα των απόλυτων και λήγουν σε πλάσιος.
π.χ. (δι-ο) διπλάσιος.
Κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα σε -ος, -α, -ον.
56
απόλυτα
1 εἷς, μία, ἓν
2
δύο
3
τρεῖς, τρία
4
τέσσαρες,
τέσσαρα
5
πέντε
6
ἓξ
τακτικά
πρῶτος, πρώτη,
πρῶτον
ΠΙΝΑΚΑ΢ ΣΩΝ ΑΡΙΘΜΗΣΙΚΩΝ
πολλαπλααναλογικά
χρονικά
σιαστικά
ουσιαστικά επιρρήματα
ἁπλοῦς
-
-
διπλοῦς
διπλάσιος
δευτεραῖος δυὰς
δὶς
τριπλοῦς
τριπλάσιος
τριταῖος
τρὶς
τέταρτος, -άρτη, - τετραπλοῦς
αρτον
τετραπλάσιος
τεταρταῖος τετρὰς
τετράκις
πενταπλοῦς
πενταπλάσιος
πεμπταῖος
πεμπὰς
πεντάκις
ἑξαπλοῦς
ἑξαπλάσιος
-
ἑξὰς
ἑξάκις
δεύτερος, -έρα, ερον
τρίτος, -η, -ον
πέμπτος, -η, -ον
ἕκτος, -η,-ον
μονὰς
τριὰς
ἅπαξ
57
ΚΛΙ΢Η ΣΩΝ ΜΕΣΟΦΩΝ
α) Οι μετοχές όλων των χρόνων της Μέσης Υωνής κλίνονται κατά τα δευτερόκλιτα
τρικατάληκτα επίθετα:
λυόμενος, λυομένου, κτλ τιμώμενος, τιμωμένου, κτλ τιθέμενος, τιθεμένου, κτλ
λυομένη, λυομένης, κτλ τιμωμένη, τιμωμένης, κτλ τιθεμένη, τιθεμένης, κτλ
λυόμενον, λυομένου, κτλτιμώμενον, τιμωμένου, κτλτιθέμενον,τιθεμένου, κτλ
Όμοια κλίνονται και οι μετοχές των άλλων χρόνων: λεξόμενος -η -ον, σωθησόμενος -η -ον,
πραξάμενος -η -ον, πεπραγμένος -η -ον, κτλ.
β) Οι μετοχές αρσενικού και ουδετέρου γένους όλων των χρόνων της Ενεργητικής Υωνής και
των Παθητικών Αορίστων κλίνονται κατά την γ΄κλίση:
1. σε -ας, ᾵σα, -αν: (κατά το π᾵ς, π᾵σα, π᾵ν)
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ἱστάς, ἱστ᾵σα, ἱστὰν
ἱστάντος, ἱστάσης, ἱστάντος
ἱστάντι, ἱστάσᾙ, ἱστάντι
ἱστάντα, ἱστάσαν, ἱστάν
ἱστάς, ἱστ᾵σα,ἱστὰν
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
λύσας, λύσασα, λῦσαν
λύσαντος, λυσάσης, λύσαντος
λύσαντι, λυσάσᾙ, λύσαντι
λύσαντα, λύσασαν, λῦσαν
λύσας, λύσασα, λῦσαν
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
λύσαντες, λύσασαι, λύσαντα
ἱστάντες, ἱστ᾵σαι, ἱστάντα
λυσάντων, λυσασῶν, λυσάντων
ἱστάντων, ἱστασῶν, ἱστάντων
λύσασι, λυσάσαις, λύσασι
ἱστ᾵σι, ἱστάσαις, ἱστ᾵σι
λύσαντας, λυσάσας, λύσαντα
ἱστάντας, ἱστάσας, ἱστάντα
λύσαντες, λύσασαι, λύσαντα
ἱστάντες, ἱστ᾵σαι, ἱστάντα
Όμοια κλίνονται οι μετοχές ενεργητικού Αορίστου α΄, άσιγμων Αορίστων των υγρόληκτων
και ενρινόληκτων ρημάτων (ὁ μείνας-ασα-αν, ὁ ἀγγείλας-ασα-αν) και οι μετοχές βάς,
βᾶσα, βάν, δράς, δρᾶσα, δράν, κ.ά.
2. σε -είς, -εῖσα, -έν: (κατά το χαρίεις, χαρίεσσα, χαρίεν)
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
λυθείς, λυθεῖσα, λυθὲν
λυθέντος, λυθείσης, λυθέντος
λυθέντι, λυθείσᾙ, λυθέντι
λυθέντα, λυθεῖσαν, λυθὲν
λυθείς, λυθεῖσα, λυθὲν
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
λυθέντες, λυθεῖσαι, λυθέντα
Γεν.
λυθέντων, λυθεισῶν, λυθέντων
Δοτ.
λυθεῖσι, λυθείσαις, λυθεῖσι
Αιτ.
λυθέντας, λυθείσας, λυθέντα
Κλητ.
λυθέντες, λυθεῖσαι, λυθέντα
58
Όμοια κλίνονται οι μετοχές α΄και β΄ Παθητικού Αορίστου (σωθείς-εῖσα-έν, ἀπαλλαγείςεῖσα -έν), οι μετοχές τιθείς-εῖσα-έν, ἱείς, ἱεῖσα, ἱέν και ῥυείς, ῥυεῖσα, ῥυέν, κ.ά.
3. σε -ούς, -οῦσα, -όν: (κατά το ὁ ὀδούς, τοῦ ὀδόντος) κλίνεται η μετοχή γνοὺς
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
γνούς, γνοῦσα, γνὸν
γνόντος, γνούσης, γνόντος
γνόντι, γνούσᾙ, γνόντι
γνόντα, γνοῦσαν, γνὸν
γνούς, γνοῦσα, γνὸν
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
γνόντες, γνοῦσαι, γνόντα
Γεν.
γνόντων, γνουσῶν, γνόντων
Δοτ.
γνοῦσι, γνούσαις, γνοῦσι
Αιτ.
γνόντας, γνούσας, γνόντα
Κλητ.
γνόντες, γνοῦσαι, γνόντα
Όμοια κλίνονται οι μετοχές ἁλούς, ἁλοῦσα, ἁλόν (μτχ. Αορ. β΄του ρ. ἁλίσκομαι), βιούς,
βιοῦσα, βιόν (μτχ. Αορ. β΄του ρ. ζῶ).
4. σε -ύς, -ῦσα, -ύν: (κατά το ἱμάς, ἱμάντος) κλίνεται η μετοχή δεικνὺς
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
δεικνύς, δεικνῦσα, δεικνὺν
δεικνύντος, δεικνύσης, δεικνύντος
δεικνύντι, δεικνύσᾙ, δεικνύντι
δεικνύντα, δεικνῦσαν, δεικνὺν
δεικνύς, δεικνῦσα, δεικνὺν
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
δεικνύντες, δεικνῦσαι, δεικνύντα
δεικνύντων, δεικνυσῶν, δεικνύντων
δεικνῦσι, δεικνύσαις, δεικνῦσι
δεικνύντας, δεικνύσας, δεικνύντα
δεικνύντες, δεικνῦσαι, δεικνύντα
Όμοια κλίνονται οι μετοχές ἀπολλύς, ἀπολλῡσα, ἀπολλὺν (μτχ. Ενεστώτα του ρ. ἀπόλλυμι),
δύς, δῦσα, δὺν (μτχ. Αορ.β΄του ρ. δύομαι), φύς, φῦσα, φὺν (μτχ. Αορ.β΄του ρ. φύομαι) κ.ά.
5. σε ων, -ουσα, -ον: (κατά το ἄκων, ἄκουσα, ἆκον- ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκὸν) κλίνονται οι μετοχές
λύων και φυγὼν
59
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
λύων, λύουσα, λῦον
λύοντος, λυούσης, λύοντος
λύοντι, λυούσᾙ, λύοντι
λύοντα, λύουσαν, λῦον
λύων, λύουσα, λῦον
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
λύοντες, λύουσαι, λύοντα
Γεν.
λυόντων, λυουσῶν, λυόντων
Δοτ.
λύουσι, λυούσαις, λύουσι
Αιτ.
λύοντας, λυούσας, λύοντα
Κλητ.
λύοντες, λύουσαι, λύοντα
Όμοια κλίνονται οι μετοχές ενεργητικού Ενεστώτα και Μέλλοντα, η μετοχή Ενεστώτα του
ρ. εἰμί και οι μετοχές κάθε ενεργητικού Αορ. β΄.
6. σε -ῶν, -ῶσα, -ῶν: (κατά το Ξενοφῶν, -ῶντος) κλίνεται η μετοχή τιμῶν
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
τιμῶν, τιμῶσα, τιμῶν
τιμῶντος, τιμώσης, τιμῶντος
τιμῶντι, τιμώσᾙ, τιμῶντι
τιμῶντα, τιμῶσαν, τιμῶν
τιμῶν, τιμῶσα, τιμῶν
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
τιμῶντες, τιμῶσαι, τιμῶντα
Γεν.
τιμώντων, τιμωσῶν, τιμώντων
Δοτ.
τιμῶσι, τιμώσαις, τιμῶσι
Αιτ.
τιμῶντας, τιμώσας, τιμῶντα
Κλητ.
τιμῶντες, τιμῶσαι, τιμῶντα
Όμοια κλίνονται οι μετοχές των συνηρημένων ρ. σε –άω.
7. σε -ῶν, -οῦσα, -οῡν: (κατά το πλακοῦς, -οῦντος) κλίνεται η μετοχή δηλῶν
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
δηλῶν, δηλοῦσα, δηλοῦν
δηλοῦντος, δηλούσης, δηλοῦντος
δηλοῦντι, δηλούσᾙ, δηλοῦντι
δηλοῦντα, δηλοῦσαν, δηλοῦν
δηλῶν, δηλοῦσα, δηλοῦν
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
δηλοῦντες, δηλοῦσαι, δηλοῦντα
δηλούντων, δηλουσῶν, δηλούντων
δηλοῦσι, δηλούσαις, δηλοῦσι
δηλοῦντας, δηλούσας, δηλοῦντα
δηλοῦντες, δηλοῦσαι, δηλοῦντα
60
Όμοια κλίνονται οι μετοχές των συνηρημένων ρ. σε -έω, σε -όω, οι μετοχές του ενεργητικού
Μέλλοντα των υγρόληκτων και ενρινόληκτων ρημάτων και των υπερδισύλλαβων σε -ιζω:
μενῶν, ἀγγελῶν, κομιῶν, κ.ά.)
8. σε -ώς, -υῖα, -ός: κλίνεται η μετοχή λελυκώς, λελυκυῖα, λελυκὸς
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
λελυκώς, λελυκυῖα, λελυκὸς
λελυκότος, λελυκυίας, λελυκότος
λελυκότι, λελυκυίᾳ, λελυκότι
λελυκότα, λελυκυῖαν, λελυκὸς
λελυκώς, λελυκυῖα, λελυκὸς
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
λελυκότες, λελυκυῖαι, λελυκότα
Γεν.
λελυκότων, λελυκυιῶν, λελυκότων
Δοτ.
λελυκόσι, λελυκυίαις, λελυκόσι
Αιτ.
λελυκότας, λελυκυίας, λελυκότα
Κλητ.
λελυκότες, λελυκυῖαι, λελυκότα
Όμοια κλίνονται οι μετοχές ενεργητικού Παρακειμένου και η μετοχή εἰδώς, εἰδυῖα, εἰδός.
9. σε -ώς, -ῶσα, -ώς: κλίνεται η μετοχή ἑστώς, ἑστῶσα, ἑστὼς
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ΕΝΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
ἑστώς, ἑστῶσα, ἑστὼς ή ὸς
ἑστῶτος, ἑστώσης, ἑστῶ(ό)τος
ἑστῶτι, ἑστώσᾙ, ἑστῶ(ό)τι
ἑστῶτα, ἑστῶσαν, ἑστὼς ή ὸς
ἑστώς, ἑστῶσα, ἑστὼς ἠ ὸς
ΠΛΗΘΤΝΣΙΚΟ΢ ΑΡΙΘΜΟ΢
Ον.
ἑστῶτες, ἑστῶσαι, ἑστῶτα
Γεν.
ἑστώτων, ἑστωσῶν, ἑστώτων
Δοτ.
ἑστῶσι, ἑστώσαις, ἑστῶσι
Αιτ.
ἑστῶτας, ἑστῶσας, ἑστῶτα
Κλητ.
ἑστῶτας, ἑστῶσας, ἑστῶτα
Όμοια κλίνεται η μετοχή τεθνεώς, τεθνεῶσα, τεθνεὼς (είναι β΄τύπος μετοχής του
παρακειμένου τέθνηκα του ρ. ἀποθνῄσκω).
ΠΑΡΑΣΗΡΗ΢Η:
Η κλητική του ενικού των τριτόκλιτων μετοχών σχηματίζεται όμοια με την ονομαστική: ὦ
λύσας, ὦ λυθείς, ὦ διδούς, ὦ δεικνύς, ὦ λύων, ὦ τιμῶν κ.τ.λ.
61
ΟΙ ΑΝΣΩΝΤΜΙΕ΢
Αντωνυμίες ονομάζονται οι κλιτές λέξεις που χρησιμοποιούνται στο λόγο αντί των ονομάτων
(ουσιαστικών ή επιθέτων).
Σα είδη των αντωνυμιών είναι:
1. προσωπικές,
2. δεικτικές,
3. οριστική ή επαναληπτική,
4. κτητικές
5. αυτοπαθητικές,
6. αλληλοπαθητική,
7. ερωτηματικές,
8. αόριστες,
9. αναφορικές.
1. Προσωπικές αντωνυμίες
Προσωπικές λέγονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν τα τρία πρόσωπα του λόγου.
α) πρόσωπο: ἐγὼ
β) πρόσωπο: σὺ
γ) πρόσωπο: αὐτός, ἐκεῖνος, ὅδε κ.λπ.
Οι προσωπικές αντωνυμίες κλίνονται με τον ακόλουθο τρόπο:
α΄
πρόσωπο
Ονομαστ
ική
Γενική
Δοτική
Αιτιατικ
ή
ἐγὼ
ἐμοῦ,
μου
ἐμοί, μοι
ἐμέ, με
Ενικός αριθμός
β΄
γ΄
πρόσωπο πρόσωπο
Πληθυντικός αριθμός
α΄
β΄
γ΄
πρόσωπο πρόσωπο πρόσωπο
σὺ
-
ἡμεῖς
ὑμεῖς
(σφεῖς)
σοῦ, σου
(οὗ)
ἡμῶν
ὑμῶν
(σφῶν)
σοί, σοι
οἷ, οἱ
ἡμῖν
ὑμῖν
σφίσι(ν)
σέ, σε
(ἓ)
ἡμ᾵ς
ὑμ᾵ς
(σφ᾵ς)
2. Δεικτικές αντωνυμίες
Δεικτικές ονομάζονται οι αντωνυμίες που χρησιμοποιούνται για να δείξουν κάτι αισθητό
ή νοητό. Αυτές είναι οι εξής:
1) οὗτος, αὕτη, τοῦτο,
2) ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο,
3) ὅδε, ἥδε, τόδε (= αυτός εδώ, αυτός δα,ο εξής),
4) τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε ή τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο(ν) (= τέτοιος),
5) τηλικόσδε, τηλικήδε, τηλικόνδε ή τηλικοῦτος, τηλικαύτη, τηλικοῦτο(ν) (=
τόσο μεγάλος),
Η αντωνυμία οὗτος, αὕτη, τοῦτο κλίνεται με τον ακόλουθο τρόπο:
Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός
Ονομαστική
οὗτος
αὕτη
τοῦτο
οὗτοι
αὗται
ταῦτα
Γενική
τούτου
ταύτης
τούτου
τούτων
τούτων
τούτων
62
Δοτική
Αιτιατική
Κλητική
Παρατηρήσεις:
τούτῳ
τοῦτον
(ὦ) οὗτος
ταύτᾙ
ταύτην
(ὦ) αὕτη
τούτῳ
τοῦτο
-
τούτοις
τούτους
-
ταύταις
ταύτας
-
τούτοις
ταῦτα
-
6) Η αντωνυμία οὗτος, αὕτη, τοῦτο είναι η μόνη από τις αντωνυμίες που έχει
κλητική στο αρσενικό και στο θηλυκό του ενικού αριθμού.
7) Σο ουδέτερο στην ονομαστική και αιτιατική δεν έχει ν.
8) Η αντωνυμία ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο κλίνεται ως τρικατάληκτο επίθετο της β’
κλίσης σε -ος, -η, -ον, αλλά χωρίς το τελικό ν στο ουδέτερο.
Η αντωνυμία ὅδε, ἥδε, τόδε κλίνεται με τον ακόλουθο τρόπο:
Ονομαστική
Γενική
Δοτική
Αιτιατική
ὅδε
τοῦδε
τ῵δε
τόνδε
Ενικός αριθμός
ἥδε
τόδε
τᾛσδε
τοῦδε
τᾜδε
τ῵δε
τήνδε
τόδε
Πληθυντικός αριθμός
οἵδε
αἵδε
τάδε
τῶνδε
τῶνδε
τῶνδε
τοῖσδε
ταῖσδε τοῖσδε
τούσδε
τάσδε
τάδε
Παρατηρήση:
Η αντωνυμία ὅδε, ἥδε, τόδε σχηματίστηκε από το άρθρο ὁ, ἡ, τὸ μαζί με το εγκλιτικό
δεικτικό μόριο δὲ στο τέλος του. Κλίνεται όπως το άρθρο και οι άτονοι τύποι του παίρνουν
τον τόνο του μορίου δέ.
3. Οριστική ή επαναληπτική αντωνυμία
Οριστική ή επαναληπτική αντωνυμία είναι η αντωνυμία αὐτός, αὐτή, αὐτό.
Οριστική είναι σε όλες τις πτώσεις, όταν χρησιμεύει για να ορίσει κάτι, να το ξεχωρίσει
από τα άλλα
π.χ.
Μετὰ δὲ ταῦτα γενομένης τῆς ὕστερον στρατείας, ἣν αὐτὸς (=αυτός ο ίδιος όχι άλλος)
Ξέρξης ἤγαγεν.
Επαναληπτική είναι μόνο στις πλάγιες πτώσεις, όταν χρησιμεύει για να επαναλάβει
κάτι για το οποίο έγινε λόγος πρωτύτερα
π.χ.
Κῦρον δὲ μεταπέμπεται ἀπὸ τῆς ἀρχῆς, ἧς αὐτὸν (=δηλ. Κῦρον ) σατράπην ἐποίησε καὶ
στρατηγὸν δὲ αὐτὸν ἀπέδειξε πάντων.
Η αντωνυμία αὐτός, αὐτή, αὐτό κλίνεται σαν τρικατάληκτο επίθετο της βʹ κλίσης σε -ος,
-η, ον, χωρίς όμως το τελικό ν στο ουδέτερο του ενικού: αὐτός, αὐτή, αὐτὸ (γεν. αὐτοῦ,
αὐτᾛς, αὐτοῦ) κ.λπ.
Η αντωνυμία αὐτός, όταν εκφέρεται μαζί με το άρθρο, σημαίνει ταυτότητα (ὁ αὐτὸς = ο
ίδιος)
π.χ.
Σὴν γοῦν Ἀττικὴν ἐκ τοῦ ἐπὶ πλεῖστον διὰ τὸ λεπτόγεων ἀστασίαστον οὖσαν ἄνθρωποι
ᾤκουν οἱ αὐτοὶ αἰεί.(οι ίδιοι πάντοτε)
63
4. Κτητικές αντωνυμίες
Κτητικές ονομάζονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν σε ποιον ανήκει κάτι, δηλαδή
ορίζουν κτήτορα.
΢χηματίζονται από τα θέματα των προσωπικών αντωνυμιών και έχουν αντιστοίχως τρία
πρόσωπα:
Αʹ για ένα κτήτορα
αʹ πρόσωπο: ἐμός, ἐμή, ἐμὸν (= δικός μου, δική μου, δικό μου),
βʹ πρόσωπο: σός, σή, σὸν (= δικός σου, δική σου, δικό σου),
γʹ πρόσωπο: ἑός, ἑή, ἑὸν (= δικός του, δική του, δικό του).
Βʹ για πολλούς κτήτορες
αʹ πρόσωπο: ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον (= δικός μας, δική μας, δικό μας),
βʹ πρόσωπο: ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον (= δικός σας, δική σας, δικό σας),
γʹ πρόσωπο: σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον (= δικός τους, δική τους, δικό τους).
Παρατηρήση:
Οι κτητικές αντωνυμίες κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα επίθετα της βʹ κλίσης σε -ος, -η,
-ον και -ος, -α, -ον. Π.χ. ἐμός, ἐμή, ἐμὸν (όπως σοφός, σοφή, σοφόν) και ἡμέτερος,
ἡμετέρα, ἡμέτερον ( όπως δίκαιος, δικαία, δίκαιον).
5. Αυτοπαθητικές αντωνυμίες
Αυτοπαθητικές ονομάζονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν ότι το ίδιο υποκείμενο
ενεργεί και συγχρόνως παθαίνει.
π.χ. Ἰσοκράτης κάκιστον ἔλεγεν ἄρχοντα εἶναι τὸν ἄρχειν ἑαυτοῦ μὴ δυνάμενον.
π.χ. Σῶν φυγόντων οὐδεὶς ἑαυτοῦ κατηγορεῖ, ἀλλὰ τοῦ στρατηγοῦ καὶ τῶν πλησίον καὶ
πάντων μ᾵λλον.
Παραδείγματα κλίσης:
Γενική
Δοτική
Αιτιατική
αʹ προσώπου
Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός
αρσενικό
θηλυκό
αρσενικό
θηλυκό
ἐμαυτοῦ
ἐμαυτᾛς
ἡμῶν αὐτῶν
ἡμῶν αὐτῶν
ἐμαυτ῵
ἐμαυτᾜ
ἡμῖν αὐτοῖς
ἡμῖν αὐταῖς
ἐμαυτὸν
ἐμαυτὴν
ἡμ᾵ς αὐτοὺς
ἡμ᾵ς αὐτὰς
Γενική
Δοτική
Αιτιατική
βʹ προσώπου
Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός
αρσενικό
θηλυκό
αρσενικό
θηλυκό
σεαυτοῦ
σεαυτᾛς
ὑμῶν αὐτῶν
ὑμῶν αὐτῶν
σεαυτ῵
σεαυτᾜ
ὑμῖν αὐτοῖς
ὑμῖν αὐταῖς
σεαυτὸν
σεαυτὴν
ὑμ᾵ς αὐτοὺς
ὑμ᾵ς αὐτὰς
64
γʹ προσώπου
Ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
Γενική
ἑαυτοῦ
ἑαυτᾛς -
Δοτική
ἑαυτ῵
ἑαυτᾜ
Αιτιατική ἑαυτὸν
-
ἑαυτὴν ἑαυτὸ
Πληθυντικός αριθμός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ἑαυτῶν ή
ἑαυτῶν ή
σφῶν αὐτῶν
σφῶν αὐτῶν
ἑαυτοῖς ή
ἑαυταῖς ή
σφίσιν αὐτοῖς
σφίσιν αὐταῖς
ἑαυτοὺς ή
ἑαυτὰς ή
ἑαυτὰ
σφ᾵ς αὐτοὺς
σφ᾵ς αὐτὰς
Παρατηρήσεις:
1) Οι αυτοπαθητικές αντωνυμίες εξαιτίας της σημασίας τους συνηθίζονται μόνο στις
πλάγιες πτώσεις.
2) Οι τύποι του βʹ και γʹ προσώπου απαντούν και συνηρημένοι: σεαυτοῦ > σαυτοῦ,
σεαυτᾛς > σαυτᾛς κ.λπ.
π.χ. Γνῶθι σαυτὸν(= γνώρισε τον εαυτό σου).
π.χ Κρατεῖ δ’ εἷς τὸν νόμον κεκτημένος αὐτὸς παρ’ αὑτ῵.
6. Αλληλοπαθητική αντωνυμία
Αλληλοπαθητική ονομάζεται η αντωνυμία που φανερώνει ότι δύο ή περισσότερα
πρόσωπα ενεργούν και παθαίνουν αμοιβαία.
π.χ. Ἆρ’ οὐ διδάσκομέν τι ἀλλήλους;
Λόγω του ότι αναφέρεται σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα δεν έχει ενικό αριθμό, έχει
μόνο δυϊκό και πληθυντικό αριθμό. Δε συνηθίζεται στην ονομαστική αλλά μόνο στις
πλάγιες πτώσεις. Έχει τρία γένη και κλίνεται όπως τα τρικατάληκτα επίθετα της βʹ
κλίσης.
Γενική
Δοτική
Αιτιατική
Πληθυντικός αριθμός
αρσενικό
θηλυκό ουδέτερο
ἀλλήλων
ἀλλήλων
ἀλλήλων
ἀλλήλοις
ἀλλήλαις
ἀλλήλοις
ἀλλήλους
ἀλλήλας
ἄλληλα
7. Ερωτηματικές αντωνυμίες
Ερωτηματικές ονομάζονται οι αντωνυμίες που εισάγουν ερωτήσεις και είναι οι εξής:
1)
2)
3)
4)
5)
6)
τίς, τί (= ποιος;),
πότερος, ποτέρα, πότερον (= ποιος από τους δύο;),
πόσος, πόση, πόσον
ποῖος, ποία, ποῖον (= τι λογής, τι είδους;),
πηλίκος, πηλίκη, πηλίκον (= πόσο μεγάλος; ποιας ηλικίας;),
ποδαπός, ποδαπή, ποδαπὸν (= από ποιον τόπο;),
65
7) πόστος, πόστη, πόστον (= τι θέση έχει σε μια αριθμητική σειρά πβ. δεύτερος, τρίτος
κ.λπ.),
8) ποσταῖος, ποσταία, ποσταῖον (= σε πόσες μέρες;- πβ. τριταῖος, τεταρταῖος κ.λ.π).
Όλες οι ερωτηματικές αντωνυμίες είναι τρικατάληκτες και κλίνονται όπως τα
τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα σε -ος, -η, -ον, εκτός από την αντωνυμία τίς, τί που
είναι τριγενής και δικατάληκτη και κλίνεται όπως τα ενρινόληκτα τριτόκλιτα ουσιαστικά
σε -ις (γεν. -ίνος), έτσι:
τίς, τι
Ονομαστική
Γενική
Δοτική
Αιτιατική
Ενικός αριθμός
αρσενικό / θηλυκό
ουδέτερο
τίς
τί
τίνος ή τοῦ
τίνος ή τοῦ
τίνι ή τ῵
τίνι ή τ῵
τίνα
τί
Πληθυντικός αριθμός
αρσενικό / θηλυκόουδέτερο
τίνες
τίνα
τίνων
τίνων
τίσι(ν)
τίσι(ν)
τίνας
τίνα
8. Αόριστες αντωνυμίες
Αόριστες ονομάζονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν κάτι αόριστο, που δεν μπορεί
κανείς ή δε θέλει να το ονομάσει. Οι αόριστες αντωνυμίες είναι οι εξής:
1) τὶς, τὶ (= κάποιος),
2) ὁ δεῖνα, ἡ δεῖνα, τὸ δεῖνα,
3) ἔνιοι, ἔνιαι,ἔνια (= μερικοί).
Η αντωνυμία τὶς, τὶ κλίνεται με τον ακόλουθο τρόπο:
Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός
αρσενικό / θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό / θηλυκό ουδέτερο
Ονομαστική τὶς
τὶ
τινὲς
τινὰ ή ἄττα
Γενική
τινὸς ή του
τινὸς ή του
τινῶν
τινῶν
Δοτική
τινὶ ή τῳ
τινὶ ή τῳ
τισὶ(ν)
τισὶ(ν)
Αιτιατική
τινὰ
τὶ
τινὰς
τινὰ ή ἄττα
Παρατηρήσεις:
1. Η αντωνυμία τίς, τὶ είναι τριγενής και δικατάληκτη, κλίνεται κατά την τρίτη κλίση,
τονίζεται σε όλες τις πτώσεις στη λήγουσα, έχει άτονους τους δεύτερους τύπους στον
ενικό και διπλούς τύπους στην ονομαστική και αιτιατική πληθυντικού του ουδετέρου.
2. Η αντωνυμία δεῖνα δεν έχει εύχρηστο πληθυντικό και κλίνεται ή κατά την τρίτη κλίση
(δεῖνα, δεῖνος, δεῖνι κ.λπ.) ή μένει άκλιτη.
3. Η αντωνυμία ἔνιοι, ἔνιαι, ἔνια απαντά μόνο στον πληθυντικό και κλίνεται σαν
τρικατάληκτο δευτερόκλιτο επίθετο.
΢τις αόριστες αντωνυμίες ανήκουν και μερικά επίθετα που λέγονται επιμεριστικές
αντωνυμίες, οι οποίες ονομάζονται έτσι διότι δηλώνουν επιμερισμό από ένα σύνολο δύο
ή περισσότερων ουσιαστικών. Αυτές είναι οι εξής:
4)
5)
6)
7)
πᾶς, πᾶσα, πᾶν (= καθένας χωρίς καμία εξαίρεση),
ἕκαστος, ἑκάστη, ἕκαστον (= καθένας),
ἄλλος, ἄλλη, ἄλλο,
οὐδείς, οὐδεμία, οὐδὲν – μηδείς, μηδεμία, μηδὲν (= κανείς),
66
8) ἀμφότεροι, ἀμφότεραι, ἀμφότερα (= και οι δύο μαζί),
9) ἑκάτερος, ἑκατέρα, ἑκάτερον (= καθένας από τους δύο),
10) ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον (= άλλος, χρησιμοποιείται όταν έχουμε δύο ουσιαστικά),
11) οὐδέτερος, οὐδετέρα, οὐδέτερον – μηδέτερος, μηδετέρα, μηδέτερον (= ούτε ο
ένας ούτε ο άλλος),
12) ποσός, ποσή, ποσόν (= κάμποσος),
13) ποιός, ποιά, ποιόν (= κάποιας λογής),
14) ἀλλοδαπός, ἀλλοδαπή, ἀλλοδαπὸν (= από άλλο τόπο).
Παράδειγμα κλίσης:
οὐδείς, οὐδεμία, οὐδὲν
Ονομαστική
Γενική
Δοτική
Αιτιατική
Ενικός αριθμός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
οὐδεὶς
οὐδεμία
οὐδὲν
οὐδενὸς
οὐδεμι᾵ς
οὐδενὸς
οὐδενὶ
οὐδεμιᾶ
οὐδενὶ
οὐδένα
οὐδεμίαν
οὐδὲν
Πληθυντικός αριθμός
οὐδένες
οὐδένων
οὐδέσι(ν)
οὐδένας
Παρατηρήσεις:
15) Οι αντωνυμίες οὐδεὶς και μηδεὶς κλίνονται όπως το αριθμητικό εἷς, μία, ἕν, αλλά
στο αρσενικό γένος έχουν και πληθυντικό αριθμό: οὐδένες, μηδένες.
16) Όλες οι επιμεριστικές αντωνυμίες εκτός από το π᾵ς, π᾵σα πάσα, π᾵ν – οὐδείς,
οὐδεμία, οὐδὲν και μηδείς, μηδεμία, μηδέν, κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα
δευτερόκλιτα επίθετα.
17) Η αντωνυμία π᾵ς, π᾵σα, π᾵ν χρησιμεύει και ως επίθετο: π.χ. π᾵σα ἡ πόλις (=
ολόκληρη η πόλη).
9. Αναφορικές αντωνυμίες
Αναφορικές ονομάζονται οι αντωνυμίες με τις οποίες μια πρόταση αναφέρεται σε λέξη
άλλης πρότασης ή σε όλο το περιεχόμενο της πρότασης αυτής.
Οι αναφορικές αντωνυμίες είναι οι εξής:
1) ὅς, ἥ, ὃ (= ο οποίος),
2) ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ (= αυτός ακριβώς που),
3) στις, ἥτις, ὅ,τι (= όποιος),
4) ὁπότερος, ὁποτέρα, ὁπότερον (= όποιος από τους δύο),
5) ὅσος, ὅση, ὅσον,
6) ὁπόσος, ὁπόση, ὁπόσον (= όσος),
7) οἷος, οἷα, οἷον (= τέτοιος),
8) ὁποῖος, ὁποία, ὁποῖον(= όποιας λογής),
9) ἡλίκος, ἡλίκη, ἠλίκον (= όσο μεγάλος),
10) ὁπηλίκος, ὁπηλίκη, ὁπηλίκον (= όσο μεγάλος),
11) ὁποδαπός, ὁποδαπή, ὁποδαπὸν (= από ποιον τόπο, σε πλάγια ερώτηση).
67
Η αντωνυμία ὅστις, ἥτις, ὅ,τι κλίνεται με τον ακόλουθο τρόπο:
Ονομαστική
Γενική
Δοτική
Αιτιατική
Ονομαστική
Γενική
Δοτική
Αιτιατική
Ενικός αριθμός
αρσενικό
θηλυκό
ὅστις
ἥτις
οὗτινος και ὅτου
ἧστινος
ᾧτινι και ὅτῳ
ᾗτινι
ὅντινα
ἥντινα
Πληθυντικός αριθμός
αρσενικό
θηλυκό
οἵτινες
αἵτινες
ὧντινων
ὧντινων
οἷστισι(ν)
αἷστισι(ν)
οὕστινας
ἅστινας
ουδέτερο
ὅ,τι
οὗτινος και ὅτου
ᾧτινι και ὅτῳ
ὅ,τι
ουδέτερο
ἅτινα ή ἅττα
ὧντινων
οἷστισι(ν)
ἅτινα ή ἅττα
Παρατηρήση:
Η αντωνυμία ὅστις, ἥτις, ὅ,τι είναι σύνθετη με αʹ συνθετικό την αναφορική αντωνυμία
ὅς, ἥ, ὃ και βʹ συνθετικό την αόριστη αντωνυμία τὶς, τὶ. Κλίνεται και ως προς τα δύο μέρη
διατηρώντας τον τόνο του αʹ συνθετικού.
Η ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ κλίνεται με τον ακόλουθο τρόπο:
Ονομαστική
Γενική
Δοτική
Αιτιατική
Ονομαστική
Γενική
Δοτική
Αιτιατική
Ενικός αριθμός
αρσενικό
θηλυκό
ὅσπερ
ἥπερ
οὗπερ
ἧσπερ
ᾧπερ
ᾗπερ
ὅνπερ
ἥνπερ
Πληθυντικός αριθμός
αρσενικό
θηλυκό
οἵπερ
αἵπερ
ὧνπερ
ὧνπερ
οἷσπερ
αἷσπερ
οὕσπερ
ἅσπερ
ουδέτερο
ὅπερ
οὗπερ
ᾧπερ
ὅπερ
ουδέτερο
ἅπερ
ὧνπερ
οἷσπερ
ἅπερ
Παρατηρήση:
α) Η αντωνυμία ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ είναι σύνθετη με αʹ συνθετικό την αντωνυμία ὅς, ἥ, ὃ
και βʹ συνθετικό το εγκλιτικό μόριο πὲρ (= ακριβώς). Κλίνεται μόνο ως προς το αʹ
συνθετικό της που κρατά τον αρχικό του τόνο.
68
ΣΟ ΒΟΗΘΗΣΙΚΟ ΡΗΜΑ ΕΙΜΙ
Σο ρήμα εἰμὶ είναι ανώμαλο και οι χρόνοι του στην οριστική είναι:
Ενεστώτας
Παρατατικός
Μέλλοντας
Αόριστος βʹ
Παρακείμενος
Τπερσυντέλικος
εἰμὶ
ἦ και ἦν
ἔσομαι
ἐγενόμην
γέγονα
ἐγεγόνειν
Από αυτούς τους χρόνους για το σχηματισμό των περιφραστικών ρηματικών τύπων
χρησιμοποιούνται ο ενεστώτας, ο παρατατικός και ο μέλλοντας, που κλίνονται:
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Οριστική Τποτακτική Ευκτική
Προστακτική
Απαρέμφατο
εἰμὶ
ὦ
εἴην
εἶ
ᾖς
εἴης
ἴσθι
ἐστὶ(ν)
ᾖ
εἴη
ἔστω
εἶναι
ἐσμὲν
ὦμεν
εἴημεν/ εἶμεν ἐστὲ
ἦτε
εἴητε/ εἶτε
ἔστε
εἰσὶ(ν)
ὦσι(ν)
εἴησαν/ εἶεν
ἔστων/ ὄντων/ ἔστωσαν
Μετοχή
ὢν
οὖσα
ὅν
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική
ἦ/ ἦν
ἦσθα
ἦν
ἦμεν
ἦτε/ ἦστε
ἦσαν
ΜΕΛΛΟΝΣΑ΢
Οριστική
ἔσομαι
ἔσᾙ/ ἔσει
ἔσται
ἐσόμεθα
ἔσεσθε
ἔσονται
Ευκτική
ἐσοίμην
ἔσοιο
ἔσοιτο
ἐσοίμεθα
ἔσοισθε
ἔσοιντο
Απαρέμφατο Μετοχή
ἔσεσθαι
ἐσόμενος
ἐσομένη
ἐσόμενον
69
Οι ιδιαιτερότητες του ρήματος εἰμὶ στον τονισμό
α) Όταν το ρήμα εἰμὶ είναι σύνθετο, ανεβάζει τον τόνο στην οριστική του ενεστώτα, καθώς και
στο βʹ ενικό και βʹ πληθυντικό πρόσωπο της προστακτικής του ίδιου χρόνου.
π.χ.
Οριστική
πάρειμι
πάρει
πάρεστι(ν)
πάρεσμεν
πάρεστε
πάρεισι(ν)
Τποτακτική
παρ῵
παρᾜς
παρᾜ
παρῶμεν
παρᾛτε
παρῶσι
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Ευκτική
παρείην
παρείης
παρείη
παρείημεν/ παρεῖμεν
παρείητε/ παρεῖτε
παρείησαν/παρεῖεν
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Προστακτική
πάρισθι
παρέστω
πάρεστε
παρέστων/ παρόντων/ παρέστωσαν
Οριστική
παρᾛν
παρᾛσθα
παρᾛν
παρᾛμεν
παρᾛτε/παρᾛστε
παρᾛσαν
β) Οι δισύλλαβοι τύποι της οριστικής του ενεστώτα, συνεπώς πλην του εἶ, είναι εγκλιτικοί.
γ) Ο τύπος ἐστὶ(ν) ανεβάζει τον τόνο:
 Όταν σημαίνει «υπάρχει»: π.χ. ἔστι θεός.
 Όταν σημαίνει «είναι δυνατόν» ή «επιτρέπεται»: π.χ. ἔστι λαβεῖν.
 Όταν βρίσκεται στην αρχή της πρότασης: π.χ. Ἔστι δέ τις ἄνθρωπος σοφός.
 Όταν βρίσκεται μετά από τις λέξεις: τουτ’ (τοῦτο), ἀλλ’ (αλλά), εἰ, ὡς, καί, οὐκ, μή:
π.χ. οὐκ ἔστι, τοῦτ’ ἔστι κ.λπ.
 ΢ε φράσεις όπως οι παρακάτω: π.χ. ἔστιν ὃς (κάποιος), ἔστιν ὅτε (κάποτε), ἔστιν ὅπου
(κάπου), ἔστιν ὅπως (κάπως) κ.λπ.
Σα σύνθετα του ρήματος εἰμὶ
Σα σύνθετα του ρήματος εἰμὶ είναι:
ἄπειμι (είμαι μακριά, απουσιάζω),
ἔνεστι (είναι εντός, απροσωπ. είναι δυνατό) και ἐνὸν (μετοχή),
ἔνι (αντί των ἔνεστι και ἔνεισι),
ἔξειμι κυρίως ως απρόσωπο,
ἔξεστι (επιτρέπεται, είναι δυνατό),
ἔπειμι (είμαι επάνω, προΐσταμαι),
μέτειμι (είμαι μεταξύ), κυρίως ως απρόσωπο μέτεστι: μέτεστί μοι τινὸς (μετέχω σε κάτι),
πάρειμι (είμαι παρών, παρευρίσκομαι) και ως απρόσωπο,
πάρεστι (είναι δυνατόν),
περίειμι με γενική (υπερτερώ σε σχέση με κάποιον),
περίειμι με δοτική (ζω μετά από κάποιον, επιζώ),
πρόσειμι (συνυπάρχω, προστίθεμαι),
σύνειμι με δοτική (είμαι μαζί με κάποιον),
συμπάρειμι (συμπαρευρίσκομαι), (μτγν.),
πρόειμι (προϋπάρχω), (μτγν.),
ὑπέρειμι (υπερέχω).
70
ΒΑΡΤΣΟΝΑ ΡΗΜΑΣΑ Α΄ ΢ΤΖΤΓΙΑ΢
ΠΙΝΑΚΑ΢ ΕΝΔΕΙΚΣΙΚΟΤ ΢ΦΗΜΑΣΙ΢ΜΟΤ ΟΛΩΝ ΣΩΝ ΦΡΟΝΩΝ ΣΩΝ ΒΑΡΤΣΟΝΩΝ
ΡΗΜΑΣΩΝ ΣΗ΢ Α΄ ΢ΤΖΤΓΙΑ΢
Ενεστώτας
Οριστική
βουλεύω
βουλεύεις
Ενεργητική φωνή
Τποτακτική
Ευκτική
βουλεύω
βουλεύοιμι
βουλεύᾙς
βουλεύοις
βούλευε
Προστακτική
Παρατατικός
ἐβούλευον
ἐβούλευες
-
-
-
Μέλλοντας
βουλεύσω
βουλεύσεις
-
βουλεύσοιμι
βουλεύσοις
-
Αόριστος
ἐβούλευσα
ἐβούλευσας
βουλεύσω
βουλεύσᾙς
βουλεύσαιμι
βουλεύσαις
βούλευσον
Παρακείμενος
βεβούλευκα
βεβούλευκας
βεβουλευκώς, -υῖα, ὸς ὦ
βεβουλευκώς, -υῖα, ὸς ᾖς
βεβουλευκώς, -υῖα, βεβουλευκώς, -υῖα,
ός εἴην
-ός ἴσθι
βεβουλευκώς, -υῖα, ός εἴης
ἐβεβουλεύκειν
ἐβεβουλεύκεις
-
-
Τπερσυντέλικος
Ενεστώτας
Παρατατικός
Ενεργητική φωνή
Απαρέμφατο
Μετοχή
βουλεύων
βουλεύειν
βουλεύουσα
βουλεῦον
-
Μέλλοντας
βουλεύσειν
Αόριστος
βουλεῦσαι
Παρακείμενος βεβουλευκέναι
Τπερσυντέλικος -
βουλεύσων
βουλεύσουσα
βουλεῦσον
βουλεύσας
βουλεύσασα
βουλεῦσαν
βεβουλευκώς
βεβουλευκυῖα
βεβουλευκός
-
-
71
Παρατήρηση:
Η ευκτική ενεργητικού αορίστου α΄ σχηματίζει και αιολικούς τύπους ως εξής: βουλεύσειας (β΄
ενικό), βουλεύσειε (γ΄ ενικό), βουλεύσειαν (γ΄ πληθυντικό).
Οριστική
βουλεύομαι
βουλεύᾙ (-ει)
Ενεστώτας
Μέση φωνή
Τποτακτική
βουλεύωμαι
βουλεύᾙ
Ευκτική
βουλευοίμην
βουλεύοιο
βουλεύου
Προστακτική
Παρατατικός
ἐβουλευόμην
ἐβουλεύου
-
-
-
Μέλλοντας
βουλεύσομαι
βουλεύσᾙ (-ει)
ἐβουλευσάμην
ἐβουλεύσω
-
βουλευσοίμην
βουλεύσοιο
-
βουλεύσωμαι
βουλεύσᾙ
βουλευσαίμην
βουλεύσαιο
βούλευσαι
Αόριστος
βεβουλευμένος, -η, βεβουλευμένος, -ον ὦ
η,-ον εἴην
βεβούλευσο
βεβουλευμένος, -η, βεβουλευμένος, -η,
-ον ᾖς
-ον εἴης
Παρακείμενος
βεβούλευμαι
βεβούλευσαι
Τπερσυντέλικος
ἐβεβουλεύμην
ἐβεβούλευσο
Μέση φωνή
Απαρέμφατο
Ενεστώτας
βουλεύεσθαι
Παρατατικός
-
Μέλλοντας
βουλεύσεσθαι
Αόριστος
βουλεύσασθαι
Παρακείμενος βεβουλεῦσθαι
Τπερσυντέλικος -
-
Μετοχή
βουλευόμενος
βουλευομένη
βουλευόμενον
βουλευσόμενος
βουλευσομένη
βουλευσόμενον
βουλευσάμενος
βουλευσαμένη
βουλευσάμενον
βεβουλευμένος
βεβουλευμένη
βεβουλευμένον
-
-
-
72
παθητικός
μέλλοντας
παθητικός
αόριστος
Οριστική
βουλευθήσομαι
βουλευθήσᾙ (-ει)
ἐβουλεύθην
ἐβουλεύθης
Παθητική διάθεση
Τποτακτική
Ευκτική
βουλευθησοίμην
βουλευθήσοιο
βουλευθῶ
βουλευθᾜς
Παθητική διάθεση
Απαρέμφατο
παθητικός μέλλοντας
βουλευθήσεσθαι
παθητικός αόριστος
βουλευθᾛναι
βουλευθείην
βουλευθείης
Προστακτική
βουλεύθητι
Μετοχή
βουλευθησόμενος
βουλευθησομένη
βουλευθησόμενον
βουλευθεὶς
βουλευθεῖσα
βουλευθὲν
Παρατήρηση:
΢τους συντελικούς χρόνους ανήκει και ο συντελεσμένος μέλλοντας ο οποίος σχηματίζεται ως
εξής:
Ενεργητική φωνή: μετοχή παρακειμένου και ο μέλλοντας του ρήματος «εἰμί»,
π.χ. λύω →λελυκὼς ἔσομαι.
Μέση φωνή: μονολεκτικά, με αναδιπλασιασμό και την κατάληξη μέλλοντα,
π.χ. λύομαι →λελύσομαι και
περιφραστικά, με τη μετοχή παρακειμένου και το μέλλοντα του ρήματος «εἰμί»,
π.χ. λύομαι →λελυμένος ἔσομαι.
΢χηματίζει τις εγκλίσεις του μέλλοντα, δηλαδή οριστική, ευκτική και τους ρηματικούς τύπος του
απαρεμφάτου και της μετοχής και κλίνεται σαν το μέλλοντα.
Ρήματα που έχουν δόκιμο συντελεσμένο μέλλοντα είναι μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
 αἱροῦμαι →Ἡρήσομαι, Ἡρημένος ἔσομαι
 ἀπαλλάττομαι →ἀπηλλάξομαι, ἀπηλλαγμένος ἔσομαι
 ἀπόλλυμι →ἀπολωλεκὼς ἔσομαι
 διαβάλλομαι →διαβεβλήσομαι, διαβεβλημένος ἔσομαι
 γίγνομαι →γεγονὼς ἔσομαι, γεγενημένος ἔσομαι
 γιγνώσκω →ἐγνωκὼς ἔσομαι
 καλοῦμαι →κεκλήσομαι
 λαμβάνω →εἰληφὼς ἔσομαι
 πείθομαι →πεπεισμένος ἔσομαι
 πράττομαι →πεπράξομαι, πεπραγμένος ἔσομαι
 τιμωρῶ →τετιμωρηκὼς ἔσομαι
1) ΑΤΞΗ΢Η
Οι παρελθοντικοί (ιστορικοί) χρόνοι (παρατατικός, αόριστος και υπερσυντέλικος) έχουν στην
αρχή του θέματος, αύξηση μόνο στην οριστική.
73
Α) ΟΜΑΛΗ ΑΤΞΗ΢Η ΢ΣΑ ΑΠΛΑ ΡΗΜΑΣΑ
Σα απλά ρήματα δέχονται αύξηση είτε συλλαβική είτε χρονική.
α) ΢υλλαβική αύξηση (η προσθήκη ενός ἐ- στην αρχή του θέματος) παίρνουν τα ρήματα που το
θέμα τους αρχίζει από σύμφωνο.
π.χ. ρ. λύ-ω: ἔ-λυον, ἔ-λυσα, ἐ-λελύκειν.
β) Φρονική αύξηση (η έκταση του αρχικού βραχύχρονου φωνήεντος του θέματος στο αντίστοιχο
μακρό) παίρνουν τα ρήματα που το θέμα τους αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο.
Κατά τη χρονική αύξηση γίνονται οι παρακάτω εκτάσεις:
 α σε η: ἀκούω - ἤκουον
 ε σε η: ἐλπίζω - ἤλπιζον
 ο σε ω: ὁρίζω - ὥριζον
 ι (βραχύχρονο) σε ι (μακρόχρονο): ἱκετεύω - ἱκέτευον
 υ (βραχύχρονο) σε υ (μακρόχρονο): ὑβρίζω - ὕβριζον
 αι σε ᾙ: αἰσθάνομαι - Ἠσθανόμην
 ει σε ᾙ: εἰκάζω - ᾔκαζον
 αυ σε ηυ: αὐξάνω – ηὔξανον
 ευ σε ηυ: εὔχομαι – ηὐχόμην
 οι σε ῳ: οἰκτίρω - ᾤκτιρον
Β) ΟΜΑΛΗ ΑΤΞΗ΢Η ΢ΣΑ ΢ΤΝΘΕΣΑ ΡΗΜΑΣΑ

Σα σύνθετα ή παρασύνθετα ρήματα που το α' συνθετικό τους είναι πρόθεση δέχονται
αύξηση εσωτερική, συλλαβική ή χρονική μετά την πρόθεση:
π.χ. ὑπερβάλλω →ὑπερ-έ-βαλλον, ὑπερ-έ-βαλον
συν-άγω →συν-ᾛγον, συν-ήγαγον
ἐγχειρίζω →ἐν-ε-χείριζον, ἐν-ε-χείρισα.

Αν το ρήμα είναι σύνθετο με περισσότερες από μία προθέσεις η αύξηση είναι εσωτερική
μετά την τελευταία πρόθεση:
π.χ. ἀνακαταβάλλω (ἀνα-κατα-βάλλω ) →ἀνακατέβαλλον.

Σα παρασύνθετα ρήματα που το α' συνθετικό τους είναι άλλη λέξη εκτός από πρόθεση
έχουν τη συλλαβική ή χρονική αύξηση στην αρχή, όπως τα απλά:
π.χ. μυθολογῶ: ἐμυθολόγουν, ἐμυθολόγησα
Παρατηρήσεις:
α) τα παρασύνθετα ρήματα με πρώτο συνθετικό το επίρρημα εὖ:

συνήθως δεν παίρνουν αύξηση:
π.χ. εὐδοκιμῶ →εὐδοκίμουν

αλλά το ρήμα εὐεργετῶ απαντάται είτε χωρίς αύξηση, είτε με αύξηση:
π.χ. εὐεργέτουν και εὐηργέτουν, εὐεργέτησα και εὐηργέτησα.
β) τα σύνθετα ρήματα στην οριστική των ιστορικών χρόνων μπορεί να τονίζονται μέχρι την
αύξηση και ποτέ πριν από αυτή:
π.χ. προσέχω →προσεῖχον
κατοικῶ →κατῴκουν
74
ΕΞΑΙΡΕ΢ΕΙ΢:
α.Ορισμένα σύνθετα ρήματα παίρνουν την αύξηση πριν την πρόθεση σαν να ήταν απλά:
π.χ. ἀμφιέννυμι →ἠμφιέννυν
ἐμπεδῶ →ἠμπέδουν
ἐναντιοῦμαι →ἠναντιούμην
ἐπίσταμαι →ἠπιστάμην
β) Ορισμένα σύνθετα ρήματα παίρνουν συγχρόνως δύο αυξήσεις: και εσωτερική αύξηση και
αύξηση πριν την πρόθεση. Μερικά από αυτά τα ρήματα είναι:
ἀμφιγνοῶ →ἠμφεγνόουν, ἠμφεγνόησα
ἀνέχομαι →ἠνειχόμην
ἐπανορθῶ →ἐπηνώρθουν
2) ΑΝΑΔΙΠΛΑ΢ΙΑ΢ΜΟ΢
Α) ΟΜΑΛΟ΢ ΑΝΑΔΙΠΛΑ΢ΙΑ΢ΜΟ΢ ΢ΣΑ ΑΠΛΑ ΡΗΜΑΣΑ
Οι συντελικοί χρόνοι (παρακείμενος, υπερσυντέλικος και συντελεσμένος μέλλοντας) έχουν στην
αρχή του θέματος, αναδιπλασιασμό σε όλες τις εγκλίσεις και στους ονοματικούς τύπους
(απαρέμφατο και μετοχή).
Ο αναδιπλασιασμός είναι τριών ειδών:
α) Επανάληψη του αρχικού συμφώνου του θέματος μαζί με ένα - ε:
π.χ. λύ-ω →λέ-λυ-κα
Σέτοιον αναδιπλασιασμό παίρνουν τα ρήματα που το θέμα τους αρχίζει:
i.
από ένα απλό σύμφωνο (εκτός από το ὆-) και
ii.
από δυο σύμφωνα από τα οποία το πρώτο είναι άφωνο (κ, γ, χ, π, β, φ, τ, δ, θ) και το
δεύτερο υγρό (λ, ρ) ή ένρινο (μ, ν).
π.χ. λύ-ω →λέ-λυ-κα, ἐ-λε-λύ-κειν
πνέ-ω →πέ-πνευ-κα, ἐ-πε-πνεύ-κειν
γράφ-ομαι →γέ-γραμ-μαι, ἐ-γε-γράμ-μην
Όταν το αρχικό σύμφωνο του θέματος είναι δασύπνοο (χ, φ, θ), τρέπεται στη συλλαβή του
αναδιπλασιασμού στο αντίστοιχο ψιλόπνοο (κ, π, τ):
π.χ. χορεύ-ω →κε-χόρευ-κα, ἐ-κε-χορεύ-κειν
φυτεύ-ω →πε-φύτευ-κα, ἐ-πε-φυ-τεύ-κειν
θύ-ω →τέ-θυ-κα, ἐ-τε-θύ-κειν.
β) ΢υλλαβική αύξηση:
π.χ. στρατηγέω-ῶ →ἐ-στρατήγηκα.
Σέτοιον αναδιπλασιασμό παίρνουν τα ρήματα που το θέμα τους αρχίζει από:
i.
σύμφωνο ὆-: ὆ίπτ-ω →ἔ-ρριφ-α, ἐ-ρρίφ-ειν
ii.
ένα διπλό σύμφωνο: ψεύδ-ομαι →ἔ-ψευσ-μαι, ἐ-ψεύσ-μην
iii.
δυο σύμφωνα, χωρίς όμως να είναι το πρώτο άφωνο και το δεύτερο υγρό ή ένρινο: φθείρω →ἔ-φθαρ-κα, ἐ-φθάρ-κειν
iv.
τρία σύμφωνα: στρατεύ-ομαι →ἐ-στράτευ-μαι, ἐ-στρατεύ-μην
75
Εξαίρεση αποτελούν τα ρήματα:
 γιγνώσκω →ἔγνωκα (και όσα έχουν θέμα που αρχίζει από γν-)
 κτῶμαι →κέκτημαι
 μιμνήσκομαι →μέμνημαι (θ. μνη-)
 πίπτω →πέπτωκα (θ. πτω-)
γ) Φρονική αύξηση:
π.χ. ἀδικῶ →ἠδίκηκα
Σέτοιον αναδιπλασιασμό παίρνουν τα ρήματα που το θέμα τους αρχίζει:
από φωνήεν (ή δίφθογγο):
π.χ. ἁθροίζω →ἥθροικα, ἡθροίκειν
οἰκέω-ῶ →ᾤκηκα, Ὠκήκειν
Εξαίρεση αποτελούν μεταξύ άλλων τα ρήματα: ὁρῶ και ἁλίσκομαι, τα οποία παίρνουν
αναδιπλασιασμό ε-, αν και αρχίζουν από φωνήεν: ὁρῶ →ἑόρακα και ἑώρακα
ἁλίσκομαι →ἑάλωκα και (σπάνια) ἥλωκα
Β) ΟΜΑΛΟ΢ ΑΝΑΔΙΠΛΑ΢ΙΑ΢ΜΟ΢ ΢ΣΑ ΢ΤΝΘΕΣΑ ΡΗΜΑΣΑ
Σα σύνθετα ή παρασύνθετα ρήματα έχουν τον αναδιπλασιασμό ως εξής:
α) Σα σύνθετα ρήματα μετά την πρόθεση όπως και την αύξηση
π.χ. ἀπο-γράφω →ἀπο-γέ-γραφα, ἀπ-ε-γε-γράφειν.
β) Σα παρασύνθετα ρήματα στην αρχή
π.χ. μυθολογῶ →με-μυθολόγηκα.
γ) Σα παρασύνθετα ρήματα με πρώτο συνθετικό το επίρρημα ευ απαντούν και χωρίς
αναδιπλασιασμό
π.χ. εὐτυχῶ →εὐτήχηκα και ηὐτύχηκα
εὐεργετῶ →εὐεργέτησα και εὐηργέτησα.
Γ) ΑΣΣΙΚΟ΢ ΑΝΑΔΙΠΛΑ΢ΙΑ΢ΜΟ΢:
Ορισμένα ρήματα που το θέμα τους αρχίζει από α, ε, ή ο παίρνουν αττικό αναδιπλασιασμό
(δηλαδή επανάληψη των δύο πρώτων φθόγγων του θέματος και ταυτόχρονη έκταση του
αρχικού φωνήεντος).
Μεταξύ άλλων αττικό αναδιπλασιασμό παίρνουν τα ρήματα:
 ἄγω →ἀγήοχα, ἠγηόχειν
 ἀκούω →ἀκήκοα, ἠκηκόειν
 ἐγείρω →ἐγρήγορα, ἐγρηγόρειν
 ἐλαύνω →ἐλήλακα, *ἐληλάκειν+
 ἔρχομαι →ἐλήλυθα, ἐληλύθειν και ἐληλυθὼς ἦν
 ὄλλυμι →-ὀλώλεκα, -ὠλωλέκειν
 ὄμνυμι →ὀμώμοκα, ὠμωμόκειν
 ὁρῶ →ἑόρακα και ἑώρακα, ἑωράκειν
 φέρω →ἐνήνοχα, ενηνόχειν
76
Δ) ΢ΦΗΜΑΣΙ΢ΜΟ΢ ΚΑΣΑΛΗΞΕΩΝ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΤ ΚΑΙ ΤΠΕΡ΢ΤΝΣΕΛΙΚΟΤ
ΒΑΡΤΣΟΝΩΝ ΡΗΜΑΣΩΝ
ΥΩΝΗΕΝΣΟΛΗΚΣΑ ΡΗΜΑΣΑ
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΗ ΥΩΝΗ
ΜΕ΢Η ΥΩΝΗ
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟ΢
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟ΢
- κα ( βεβούλευκα)
- μαι (βεβούλευμαι)
ΤΠΕΡ΢ΤΝΣΕΛΙΚΟ΢
ΤΠΕΡ΢ΤΝΣΕΛΙΚΟ΢
- κειν (ἐβεβουλεύκειν)
-μην (ἐβεβουλεύμην)
ΑΥΩΝΟΛΗΚΣΑ ΡΗΜΑΣΑ
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΗ ΥΩΝΗ
ΜΕ΢Η ΥΩΝΗ
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟ΢ ΤΠΕΡ΢ΤΝΣΕΛΙΚΟ΢ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟ΢ ΤΠΕΡ΢ΤΝΣΕΛΙΚΟ΢
ουρανικόληκτα
(κ, γ, χ)
- γμαι
-γμην
- χα (πέπραχα)
- χειν (ἐπεπράχειν)
(και ττ, σσ)
(πέπραγμαι)
(ἐπεπράγμην)
(ρ. πράττω)
χειλικόληκτα
- μμαι
- μμην
(π, β, φ)
- φα (γέγραφα)
- φειν (ἐγεγράφειν)
(γέγραμμαι)
(ἐγεγράμμην)
(ρ. γράφω)
οδοντικόληκτα
(τ, δ, θ)
- κα (πέπεικα)
- κειν (ἐπεπείκειν) - σμαι (πέπεισμαι) - σμην (ἐπεπείσμην)
(ρ. πείθω)
Για την κλίση του παρακειμένου και του υπερσυντελίκου μέσης φωνής των αφωνόληκτων
ρημάτων βλέπε την αντίστοιχη ενότητα της γραμματικής: Ο ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟ΢ ΜΕ΢Η΢ ΥΩΝΗ΢
ΣΩΝ ΕΝΡΙΝΟΛΗΚΣΩΝ ΚΑΙ ΑΥΩΝΟΛΗΚΣΩΝ ΡΗΜΑΣΩΝ
3) Ο ΣΟΝΙ΢ΜΟ΢ ΣΗ΢ ΠΡΟ΢ΣΑΚΣΙΚΗ΢ ΣΩΝ ΢ΤΝΘΕΣΩΝ ΡΗΜΑΣΩΝ
Σα σύνθετα ρήματα τονίζονται ως εξής στο β΄ ενικό προστακτικής όλων των χρόνων:
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Α΄
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟ΢
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΗ ΥΩΝΗ
ο τόνος ανεβαίνει
π.χ. (λῦε) ἀπόλυε
ΜΕ΢Η ΥΩΝΗ
ο τόνος δεν ανεβαίνει
π.χ. (λύου) ἀπολύου
ο τόνος ανεβαίνει
π.χ. (λῦσον) ἀπόλυσον
ο τόνος ανεβαίνει
π.χ. ( λῦσαι) ἀπόλυσαι
Δε μεταβάλλεται ο τονισμός
διότι σχηματίζεται
περιφραστικά:
π.χ. καταβάλλω →
καταβεβληκώς, -υῖα, -ὸς ἴσθι
ο τόνος δεν ανεβαίνει
π.χ. (λέλυσο) άπολέλυσο
Παρατήρηση:
΢τα άλλα πρόσωπα της προστακτικής ο τονισμός διατηρείται όπως και στα απλά ρήματα:
π.χ. -, ἀπόλυε, ἀπολυέτω, -, ἀπολύετε, ἀπολυόντων
77
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΟ΢ ΚΑΙ ΜΕ΢Ο΢ ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Β΄
Πολλά ρήματα σχηματίζουν ενεργητικό και μέσο αόριστο σύμφωνα με τις καταλήξεις του
αντίστοιχου παρατατικού στην οριστική και του αντίστοιχου ενεστώτα στις άλλες εγκλίσεις
καθώς και στο απαρέμφατο και τη μετοχή. Ο αόριστος αυτός ονομάζεται (ενεργητικός ή μέσος)
αόριστος δεύτερος.
Α. Παράδειγμα σχηματισμού ενεργητικού και μέσου αορίστου Β':
α) Ενεργητικός αόριστος β’: ἔπαθον(< ρ. πάσχω).
Οριστική
Τποτακτική
Ευκτική
Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή
ἔ-παθ-ον
πάθ-ω
πάθ-οιμι
ἔ-παθ-ες
πάθ-ᾙς
πάθ-οις
πάθ-ε
παθ-ὼν
ἔ-παθ-ε
πάθ-ᾙ
πάθ-οι
παθ-έτω
παθ-εῖν
παθ-οῦσα
ἐ-πάθ-ομεν
πάθ-ωμεν
πάθ-οιμεν
παθ-ὸν
ἐ-πάθ-ετε
πάθ-ητε
πάθ-οιτε
πάθ-ετε
ἔ-παθ-ον
πάθ-ωσι
πάθ-οιεν
παθ-όντων
β) Μέσος αόριστος β΄: ἐλαβόμην (< ρ. λαμβάνω).
Οριστική
Τποτακτική Ευκτική
Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή
ἐ-λαβ-όμην
λάβ-ωμαι
λαβ-οίμην
ἐ-λάβ-ου
λάβ-ᾙ
λάβ-οιο
λαβ-οῦ
λαβ-όμενος
ἐ-λάβ-ετο
λάβ-ηται
λάβ-οιτο
λαβ-έσθω
λαβ-έσθαι
λαβ-ομένη
ἐ-λαβ-όμεθα λαβ-ώμεθα
λαβ-οίμεθα λαβ-όμενον
ἐ-λάβ-εσθε
λάβ-ησθε
λάβ-οισθε
λάβ-εσθε
ἐ-λάβ-οντο
λάβ-ωνται
λάβ-οιντο
λαβ-έσθων
Β. Κανόνες τονισμού.
α) ΢τον ενεργητικό αόριστο β':
1. Σο απαρέμφατο και η μετοχή στο αρσενικό και ουδέτερο γένος των απλών και των
σύνθετων ρημάτων τονίζονται πάντοτε στη λήγουσα (σε αντίθεση με τους ονοματικούς
τύπους του ενεστώτα). Σο απαρέμφατο παίρνει περισπωμένη και η μετοχή οξεία.
π.χ.: βαλεῖν, εἰπεῖν, καταβαλεῖν, ἀπειπεῖν και βαλών, καταβαλόν, εἰπών, ἀπειπόν.
Αλλά το θηλυκό της μετοχής τονίζεται στην παραλήγουσα και παίρνει περισπωμένη.
π.χ.: βαλοῦσα, εἰποῦσα.
2. Σο β΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του αορίστου β΄ των ρημάτων ἔρχομαι, εὑρίσκω,
λαμβάνω, λέγω και ὁρῶ, όταν είναι απλό, τονίζεται στη λήγουσα:
ἐλθέ, εὑρέ, λαβέ, εἰπέ, ἰδέ.
Όταν όμως είναι σύνθετο, ο τόνος ανεβαίνει.
π.χ.: ἄπελθε, ἄνευρε, παράλαβε, πρόσειπε, πάριδε.
3. Σο β΄ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ρήματος ἔχω (σχές), όταν είναι σύνθετο ανεβάζει
τον τόνο στην τελευταία συλλαβή της πρόθεσης.
π.χ.: μετάσχες, πρόσχες
4. Οι αόριστοι ἔσχον, ἐσχόμην ανεβάζουν τον τόνο στην υποτακτική και ευκτική όταν είναι
σύνθετοι και εφόσον το επιτρέπει η λήγουσα:
σχῶ, σχῆς, σχῆ κ.λπ. →παράσχω, παράσχῃς, παράσχῃ κ.λπ.
σχῶμαι, σχῆ, σχ῅ταικ.λπ. →παράσχωμαι, παράσχῃ, παράσχηται κ.λπ.
σχοίην, σχοίης, σχοίη κ.λπ. →παράσχοιμι, παράσχοις, παράσχοι κ.λπ.
78
β) ΢το μέσο αόριστο β΄:
1. Σο απαρέμφατο του μέσου αορίστου β΄ των απλών και των σύνθετων ρημάτων τονίζεται
πάντα στην παραλήγουσα.
π.χ.: βαλέσθαι, ἐπιλαθέσθαι.
2. Σο β΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής των απλών και σύνθετων ρημάτων τονίζεται
κανονικά στη λήγουσα και περισπάται.
π.χ.: βαλοῦ, αντιλαβοῦ.
Όταν όμως ο τύπος της προστακτικής είναι μονοσύλλαβος και σύνθετος με δισύλλαβη
πρόθεση, ανεβάζει τον τόνο στην παραλήγουσα.
π.χ.: (ρ. ἔχομαι) ἐσχόμην: σχοῦ →παράσχου,
(ρ. ἕπομαι) ἑσπόμην: σποῦ →ἐπίσπου.
3. Όταν ο τύπος της προστακτικής είναι μονοσύλλαβος και σύνθετος με μονοσύλλαβη πρόθεση
διατηρεί τον τόνο στη λήγουσα:
(ρ. ἔχομαι) ἐσχόμην:
σχοῦ →προσχοῦ.
Γ. Πίνακας ενδεικτικού σχηματισμού του αορίστου β΄ ορισμένων εύχρηστων ρημάτων:
ρ. ἄγω
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΟ΢ ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Β΄
Οριστική Τποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο
α΄ εν
β΄ εν
ἤγαγον
ἤγαγες
ἀγάγω
ἀγάγᾙς
ἀγάγοιμι
ἀγάγοις ἄγαγε
ἀγαγεῖν
ΜΕ΢Ο΢ ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Β'
Οριστική Τποτακτική Ευκτική Προστακτική
α΄ εν
β΄ εν
ἠγαγόμην ἀγάγωμαι
ἠγάγου
ἀγάγᾙ
ἀγαγοίμην
ἀγάγοιο ἀγαγοῦ
Απαρέμφατο
ἀγαγέσθαι
Μετοχή
ἀγαγὼν
ἀγαγοῦσα
ἀγαγὸν
Μετοχή
ἀγαγόμενος
ἀγαγομένη
ἀγαγόμενον
ρ. αἱρῶ
Οριστική
α΄ ενεἷλον
β΄ εν εἷλες
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΟ΢ ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Β΄
Τποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο
ἕλω
ἕλᾙς
Οριστική Τποτακτική
α΄ ενεἱλόμην ἕλωμαι
β΄ εν εἵλου
ἕλᾙ
ἕλοιμι
ἕλοις
ἕλε
ἑλεῖν
ΜΕ΢Ο΢ ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Β'
Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο
ἑλοίμην
ἕλοιο
ἑλοῦ
ἑλέσθαι
Μετοχή
ἑλὼν
ἐλοῦσα
ἑλὸν
Μετοχή
ἑλόμενος
ἑλομένη
ἑλόμενον
79
ρ. ἕπομαι
ΜΕ΢Ο΢ ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Β'
Οριστική Τποτακτική Ευκτική
Προστακτική
α΄ενἑσπόμην
β΄εν ἕσπου
(ἐπί)-σπωμαι
(ἐπί)-σπᾙ
(ἐπι)-σποίμην
(ἐπί)-σποιο
(ἐπί)-σπου
Απαρέμφατο
(ἐπι)-σπέσθαι
Μετοχή
(ἐπι)-σπόμενος
(ἐπι)-σπομένη
(ἐπι)-σπόμενον
ρ. ἐρωτάω –ῶ
ΜΕ΢Ο΢ ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Β'
Οριστική Τποτακτική Ευκτική Προστακτική
α΄ενἠρόμην
β΄εν ἤρου
ἔρωμαι
ἔρᾙ
ἐροίμην
ἔροιο
ἐροῦ
Απαρέμφατο
ἐρέσθαι
Μετοχή
ἐρόμενος
ἐρομένη
ερόμενον
Παρατήρηση:
1. Σο ρήμα ἐρωτάω –ῶ έχει μέσο αόριστο β΄ ἠρόμην με ενεργητική σημασία αλλά και
αόριστο α΄ ἠρώτησα.
ρ. ἔχω
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΟ΢ ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Β΄
Οριστική Τποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο
α΄ενικό ἔσχον
β΄ενικό ἔσχες
σχῶ
σχᾜς
σχοίην
σχοίης
σχὲς
σχεῖν
ΜΕ΢Ο΢ ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Β'
Οριστική Τποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο
α΄ενικό ἐσχόμην
β΄ενικό ἔσχου
σχῶμαι
σχᾜ
σχοίμην
σχοῖο
σχοῦ
σχέσθαι
Μετοχή
σχὼν
σχοῦσα
σχὸν
Μετοχή
σχόμενος
σχομένη
σχόμενον
ρ. παρέχω
α΄ενικό
β΄ενικό
α΄ενικό
β΄ενικό
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΟ΢ ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Β΄
Οριστική Τποτακτική Ευκτική
Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή
παρασχὼν
παρέσχον παράσχω
παράσχοιμι παρασχεῖν
παρασχοῦσα
παρέσχες παράσχᾙς
παράσχοις παράσχες
παρασχὸν
ΜΕ΢Ο΢ ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Β'
Οριστική Τποτακτική Ευκτική
Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή
παρασχόμενος
παρεσχόμηνπαράσχωμαι παρασχοίμηνπαρασχέσθαι παρασχομένη
παρέσχου παράσχᾙ
παράσχοιο παράσχου
παρασχόμενον
80
ρ. λέγω
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΟ΢ ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Β΄
Οριστική Τποτακτική Ευκτική Προστακτική
α΄ενικόεἶπον
β΄ενικό εἶπες
εἴπω
εἴπᾙς
εἴποιμι
εἴποις
εἰπὲ
Απαρέμφατο
εἰπεῖν
Μετοχή
εἰπὼν
εἰποῦσα
εἰπὸν
ρ. ὄλλυμαι
ΜΕ΢Ο΢ ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Β΄
Οριστική Τποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο
α΄ενικό ὠλόμην
β΄ενικό ὤλου
ὄλωμαι
ὄλᾙ
ὀλοίμην
ὄλοιο
ὀλοῦ
ὀλέσθαι
Μετοχή
ὀλόμενος
ὀλομένη
ὀλόμενον
ρ. ὁράω -ῶ
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΟ΢ ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Β΄
Οριστική Τποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο
α΄ενικό εἶδον
β΄ενικό εἶδες
ἴδω
ἴδᾙς
ἴδοιμι
ἴδοις
ἰδὲ
ἰδεῖν
ΜΕ΢Ο΢ ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Β'
Οριστική Τποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο
α΄ενικό εἰδόμην
β΄ενικό εἴδου
ἴδωμαι
ἴδᾙ
ἰδοίμην
ἴδοιο
ἰδοῦ
ἰδέσθαι
Μετοχή
ἰδὼν
ἰδοῦσα
ἰδὸν
Μετοχή
ἰδόμενος
ἰδομένη
ἰδόμενον
ρ. ὀφλισκάνω
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΟ΢ ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Β΄
Οριστική Τποτακτική Ευκτική Προστακτική
α΄ενικό
β΄ενικό
ὦφλον
ὦφλες
ὄφλω
ὄφλᾙς
ὄφλοιμι
ὄφλοις
-
Απαρέμφατο
ὀφλεῖν
Μετοχή
ὀφλὼν
ὀφλοῦσα
ὀφλὸν
ρ. φέρω
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΟ΢ ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Β΄
Οριστική Τποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο
α΄ενικό
β΄ενικό
ἤνεγκον
ἤνεγκες
ἐνέγκω
ἐνέγκᾙς
ἐνέγκοιμι ἐνέγκοις ἔνεγκε
ἐνεγκεῖν
Μετοχή
ἐνεγκὼν
ἐνεγκοῦσα
ἐνεγκὸν
81
Δ. Πίνακας των συνηθέστερων ρημάτων της Α΄ συζυγίας με ενεργητικό και μέσο αόριστο β΄:
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Β΄
ἄγω
ἤγαγον
ἄγομαι
ἠγαγόμην
αἱρῶ
εἷλον
αἱροῦμαι
εἱλόμην
αἰσθάνομαι (αποθ.) Ἠσθόμην
ἁμαρτάνω
ἥμαρτον
ἀνέχομαι
ἠνεσχόμην
ἀπαγορεύω
ἀπεῖπον
ἀπόλλυμαι
ἀπωλόμην
ἀφικνοῦμαι (αποθ.) ἀφικόμην
βάλλω
ἔβαλον
βάλλομαι
ἐβαλόμην
ἐγενόμην
γίγνομαι (αποθ.)
εἰμὶ
ἕπομαι (αποθ.)
ἔρχομαι (αποθ.)
ἐρωτάω -ῶ
εὑρίσκω
εὑρίσκομαι
ἔχω
ἔχομαι
(ἀπο)θνᾚσκω
λαγχάνω
λαμβάνω
λαμβάνομαι
ἐγενόμην
ἑσπόμην
ἦλθον
ἠρόμην
εὗρον/ ηὗρον
εὑρόμην/ ηὑρόμην
ἔσχον
ἐσχόμην
(ἀπ)ἔθανον
ἔλαχον
ἔλαβον
ἐλαβόμην
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Β΄
λανθάνω
ἔλαθον
λανθάνομαι
ἐλαθόμην
λέγω
εἶπον
λείπω
ἔλιπον
λείπομαι
ἐλιπόμην
μανθάνω
ἔμαθον
ὄλλυμαι
ὠλόμην
ὁρῶ
εἶδον
ὁρῶμαι
εἰδόμην
ὀφείλω
ὤφελον
ὀφλισκάνω
ὦφλον
πάσχω
ἔπαθον
πείθω
ἔπιθον
πείθομαι
ἐπιθόμην
πίπτω
ἔπεσον
πυνθάνομαι (αποθ.)ἐπυθόμην
τέμνω
ἔτεμον
τέμνομαι
ἐτεμόμην
τίκτω
ἔτεκον
τρέπω
ἔτραπον
τρέπομαι
ἐτραπόμην
τρέχω/ θέω
ἔδραμον
τυγχάνω
ἔτυχον
ὑπισχνοῦμαι
ὑπεσχόμην
φέρω
ἤνεγκον
φεύγω
ἔφυγον
82
Ο ΜΕΛΛΟΝΣΑ΢ ΚΑΙ Ο ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ ΣΩΝ ΕΝΡΙΝΟΛΗΚΣΩΝ ΚΑΙ ΤΓΡΟΛΗΚΣΩΝ
ΡΗΜΑΣΩΝ
Ορισμός
Ενρινόληκτα ονομάζονται τα ρήματα που έχουν χαρακτήρα -μ-, -ν- και υγρόληκτα εκείνα
που έχουν χαρακτήρα λ, ρ
π.χ.: γέμ-ω, μέν-ω, βούλ-ομαι δέρ-ω κ. ά.
Α. ΢χηματισμός ενεργητικού και μέσου Μέλλοντα
Σα ενρινόληκτα και υγρόληκτα ρήματα σχηματίζουν τον ενεργητικό και μέσο μέλλοντα
από το ρηματικό θέμα και τις καταλήξεις -ῶ και -οῦμαι αντίστοιχα. Κλίνονται δηλαδή
σύμφωνα με τα συνηρημένα ρήματα σε –έω.
π.χ.:
ἀμυνῶ, ἀμυνεῖς, ἀμυνεῖ κ.λπ.
ἀμυνοῦμαι, ἀμυνεῖ, ἀμυνεῖται κ.λπ.
Β. ΢χηματισμός ενεργητικού και μέσου Αορίστου
Ο ενεργητικός και μέσος αόριστος α΄ των ενρινόληκτων και υγρόληκτων ρημάτων
σχηματίστηκε αρχικά σε –σα και –σάμην, όπως στα φωνηεντόληκτα. Ο χρονικός χαρακτήρας
-σ- όμως αφομοιώθηκε με το προηγούμενό του ένρινο ή υγρό και έπειτα έγινε απλοποίηση
των δύο όμοιων συμφώνων και αναπληρωτική έκταση (αντέκταση) του προηγούμενου
φωνήεντος δηλαδή τράπηκε το: ᾰ -> η ή ᾱ (αν προηγείται ι, ε, ρ), το ε -> ει, το ῐ -> ῑ, και το ῠ ->
ῡ.
Παραδείγματα
Ενεστώτας
Αρχικός τύπος
Με αφομοίωση
ὑφαίνω (θ. ὑφαν-)
μιαίνω (θ. μιᾰν-)
λεαίνω (θ. λεᾰν-)
μαραίνω (θ. μαρᾰν-)
καθαίρω (θ. καθᾰρ-)
ἀγγέλλω (θ. ἀγγελ-)
κρίνω (θ. κρῐν-)
ἀμύνω (θ. ἀμῠν-)
ὕφαν-σα
ἐμίᾰν-σα
ἐλέᾰν-σα
ἐμάρᾰν-σα
ἐκάθᾰρ-σα
ἤγγελ-σα
ἔκρῐν-σα
ἤμῠν-σα
ὕφαν-να
ἐμίᾰν-να
ἐλέᾰν-να
ἐμάρᾰν-να
ἐκάθᾰρ-ρα
ἤγγελ-λα
ἔκρῐν-να
ἤμῠν-να
Σελικός τύπος (με
απλοποίηση και
αναπληρωτική έκταση)
-> ὕφηνα
-> ἐμίᾱνα
-> ἐλέᾱνα
-> ἐμάρᾱνα
-> ἐκάθηρα
-> ἤγγειλα
-> ἔκρῑνα
-> ἤμῡνα
Έτσι ο ενεργητικός και μέσος αόριστος α΄ των ενρινόληκτων και υγρόληκτων ρημάτων
σχηματίζεται σε όλες τις εγκλίσεις, το απαρέμφατο και τη μετοχή, με το θέμα
μετασχηματισμένο και με τις ίδιες καταλήξεις που έχουν τα φωνηεντόληκτα ρήματα, αλλά
χωρίς το χρονικό χαρακτήρα -σ-.
83
Γ. ΢χετικά με τον τονισμό:
1. ΢τα υγρόληκτα και ενρινόληκτα ρήματα, το δίχρονο φωνήεν του θέματος είναι
μακρόχρονο στον αόριστο λόγω της αναπληρωτικής έκτασης (αντέκτασης).
π.χ.:
ρ. κρίνω (θ. κρῐν-) -> ἔκρῑνα, κρῖναι,
ρ. ἀμύνω (θ. ἀμῠν-) -> ἤμῡνα, ἀμῦναι.
2. Η προστακτική του αορίστου α΄, ενεργητικής και μέσης φωνής, των απλών και
σύνθετων ρημάτων ανεβάζει πάντα τον τόνο όσο το επιτρέπει η λήγουσα.
π.χ.:
ρ. ἀγγέλλω -> ἄγγειλον, ἀγγέλλομαι -> ἄγγειλαι,
ρ. διακρίνω -> διάκρινον, ἀποκρίνομαι -> ἀπόκριναι.
3. Σο απαρέμφατο και η μετοχή όταν είναι σύνθετα δεν ανεβάζουν τον τόνο.
π.χ.:
ρ. κατατείνω -> κατατεῖναι, κατατείνας, κατατείνασα, κατατεῖναν,
ρ. ἀποκλίνω -> ἀποκλῖναι, ἀποκλίνας, ἀποκλίνασα, ἀποκλῖναν.
Δ. ΢χετικά με τον σχηματισμό του ενεστώτα και παρατατικού, ενεργητικής και μέσης φωνής
Σα περισσότερα ενρινόληκτα και υγρόληκτα ρήματα σχηματίζουν το θέμα του ενεστώτα με
την προσθήκη του προσφύματος -j-.
α) ΢ε όσα έχουν χαρακτήρα -λ-, το -j- αφομοιώνεται από αυτό και έτσι τα ρήματα έχουν -λλ-.
θ. βαλ- βάλ-jω > βάλλω
θ. στελ- στελ-jω > στέλλω
Εξαιρούνται και έχουν ένα -λ- (δεν παίρνουν πρόσφυμα -j-) τα:
 βούλομαι - (μέλλ.:) βουλήσομαι
 ἐθέλω – (μέλλ.:) ἐθελήσω
 ἐπιμέλομαι – (μέλλ.:) ἐπιμελήσομαι
 μέλει (απρόσωπο) – (μέλλ.:) μελήσει
 ὀφείλω – (μέλλ.:) ὀφειλήσω
β) ΢ε όσα έχουν χαρακτήρα -ν-, -ρ- και προηγείται το φωνήεν α, τότε το -j- μετατοπίζεται πριν
το -ν- ή το -ρ- και ενώνεται με το προηγούμενο -α- σε δίφθογγο -αι-.
π.χ.:
ὑφαν-jω > ὑφαίνω
καθαρ-jω > καθαίρω
γ) ΢ε όσα έχουν χαρακτήρα -ν-, -ρ- και προηγούνται τα φωνήεντα ε, ῐ, ῠ, τότε το -jαφομοιώνεται προς το χαρακτήρα -ν- ή -ρ-, έπειτα το διπλό -ν- ή -ρ- απλοποιείται και το
προηγούμενο φωνήεν εκτείνεται αναπληρωτικά, δηλ. το -ε- σε -ει-, το -ῐ- σε -ῑ- και το -ῠ- σε -ῡ-.
π.χ.:
κτέν-jω > κτείνω, σπέρ-jω > σπείρω,
κρίν-jω > κρίνω, οἰκτίρ-jω > οἰκτίρω
πλύν-jω > πλύνω, σύρ-jω > σύρω
84
Ε. Πίνακας των συνηθέστερων υγρόληκτων και ενρινόλητων ρημάτων
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
ΜΕΛΛΟΝΣΑ΢
ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢
ἀγγέλλω
ἀγγελῶ
ἤγγειλα
ἀγγέλλομαι ἀγγελοῦμαι
ἠγγειλάμην
αἴρω
ἀρῶ
ἦρα
αἴρομαι
ἀροῦμαι
ἠράμην
ἀμύνω
ἀμυνῶ
ἤμυνα
ἀμύνομαι
ἀμυνοῦμαι
ἠμυνάμην
βάλλω
βαλῶ
ἔβαλον (αόρ.β΄)
βάλλομαι
βαλοῦμαι
ἐβαλόμην (αόρ.β΄)
ἐγείρω
ἐγερῶ
ἤγειρα
καθαίρω
καθαρῶ
ἐκάθηρα
καθαίρομαι καθαροῦμαι
ἐκαθηράμην
κλίνω
κλινῶ
ἔκλινα
κρίνω
κρινῶ
ἔκρινα
κρίνομαι
κρινοῦμαι
ἐκρινάμην
κτείνω
κτενῶ
ἔκτεινα
μαραίνω
μαρανῶ
ἐμάρανα
μένω
μενῶ
ἔμεινα
μιαίνω
μιανῶ
ἐμίανα
νέμω
νεμῶ
ἔνειμα
νέμομαι
νεμοῦμαι
ἐνειμάμην
ὀδύρομαι
ὀδυροῦμαι
ὠδυράμην
σημαίνω
σημανῶ
ἐσήμηνα / ἐσήμανα
σημαίνομαι σημανοῦμαι
ἐσημηνάμην
σπείρω
σπερῶ
ἔσπειρα
σπείρομαι
σπαρήσομαι (παθ. μελ.β΄)ἐσπειράμην
στέλλω
στελῶ
ἔστειλα
στέλλομαι στελοῦμαι
ἐστειλάμην
σφάλλω
σφαλῶ
ἔσφηλα / (ἔσφαλα)
σφάλλομαι σφαλοῦμαι
ἐσφάλην (παθ. Αορ. β΄)
τείνω
τενῶ
ἔτεινα
τείνομαι
τενοῦμαι
ἐτεινάμην
τέμνω
τεμῶ
ἔτεμον (αορ.β΄)
τέμνομαι
τεμοῦμαι
ἐτεμόμην (αόρ.β΄)
ὑγιαίνω
ὑγιανῶ
ὑγίανα
φαίνω
φανῶ
ἔφηνα
φαίνομαι
φανοῦμαι
ἐφηνάμην
φθείρω
φθερῶ
ἔφθείρα
φθείρομαι φθεροῦμαι
ἐφθάρην (παθ.αόρ.β΄)
85
΢Σ. Πίνακες ενδεικτικού σχηματισμού του μέλλοντα και αόριστου των ενρινόληκτων και
υγρόληκτων ρηματων
ρ. νέμω
Οριστική
Τποτακτική
α΄εν νεμῶ
β΄εν νεμεῖς
Τποτακτική
α΄εν νεμοῦμαι
β΄εν νεμᾜ(-εῖ)
-
Οριστική
α΄εν ἔνειμα
β΄εν ἔνειμας
Τποτακτική
νείμω
νείμᾙς
Οριστική
α΄εν ἐνειμάμην
β΄εν ἐνείμω
νεμοῖμι
νεμοῖς
-
Οριστική
ΜΕΛΛΟΝΣΑ΢
Ενεργητική φωνή
Ευκτική
Προστακτική
Τποτακτική
νείμωμαι
νείμᾙ
-
νεμεῖν
Μέση φωνή
Ευκτική
Προστακτική
νεμοίμην
νεμοῖο
-
Απαρέμφατο
νεμεῖσθαι
ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢
Ενεργητική φωνή
Ευκτική
Προστακτική
νείμαιμι
νείμαις/ νείμειας νεῖμον
Απαρέμφατο
νεῖμαι
Μέση φωνή
Ευκτική
Προστακτική
νειμαίμην
νείμαιο
Απαρέμφατο
-
Απαρέμφατο
νείμασθαι
νεῖμαι
Μετοχή
νεμῶν
νεμοῦσα
νεμοῦν
Μετοχή
νεμούμενος
νεμουμένη
νεμούμενον
Μετοχή
νείμας
νείμασα
νεῖμαν
Μετοχή
νειμάμενος
νειμαμένη
νειμάμενον
ρ. κρίνω
α΄εν
β΄εν
α΄εν
β΄εν
α΄εν
β΄εν
Οριστική
Τποτακτική
κρινῶ
κρινεῖς
-
Οριστική
Τποτακτική
κρινοῦμαι
κρινᾜ
-
Οριστική
ἔκρινα
ἔκρινας
Τποτακτική
κρίνω
κρίνᾙς
ΜΕΛΛΟΝΣΑ΢
Ενεργητική φωνή
Ευκτική
Προστακτική
κρινοῖμι
κρινοῖς
-
Μέση φωνή
Ευκτική
Προστακτική
κρινοίμην
κρινοῖο
-
ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢
Ενεργητική φωνή
Ευκτική
Προστακτική
κρίναιμι
κρίναις
κρῖνον
Απαρέμφατο
κρινεῖν
Απαρέμφατο
κρινεῖσθαι
Απαρέμφατο
κρῖναι
Μετοχή
κρινῶν
κρινοῦσα
κρινοῦν
Μετοχή
κρινούμενος
κρινουμένη
κρινούμενον
Μετοχή
κρίνας
κρίνασα
86
κρῖναν
Οριστική
α΄εν
β΄εν
Τποτακτική
ἐκρινάμην κρίνωμαι
ἐκρίνω
κρίνᾙ
Μέση φωνή
Ευκτική
Προστακτική
κριναίμην
κρίναιο
κρῖναι
Απαρέμφατο
κρίνασθαι
Μετοχή
κρινάμενος
κριναμένη
κρινάμενον
ρ. αἴρω
Οριστική
α΄εν
β΄εν
ἀρῶ
ἀρεῖς
Οριστική
α΄εν
β΄εν
α΄εν
β΄εν
α΄εν
β΄εν
ἀροῦμαι
ἀρᾜ (-εῖ)
ΜΕΛΛΟΝΣΑ΢
Ενεργητική φωνή
Τποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο
-
ἀροῖμι
ἀροῖς
-
ἀρεῖν
Μέση φωνή
Τποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο
-
ἀροίμην
ἀροῖο
-
ἀρεῖσθαι
Οριστική
ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢
Ενεργητική φωνή
Τποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο
ἤρα
ἤρας
ἄρω
ἄρᾙς
Οριστική
Μέση φωνή
Τποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο
ἠράμην
ἤρω
ἄρωμαι
ἄρᾙ
ἄραιμι
ἄραις
ἀραίμην
ἄραιο
ἆρον
ἆραι
ἆραι
ἄρασθαι
Μετοχή
ἀρῶν
ἀροῦσα
ἀροῦν
Μετοχή
ἀρούμενος
ἀρουμένη
ἀρούμενον
Μετοχή
ἄρας
ἄρασα
ἆραν
Μετοχή
ἀράμενος
ἀραμένη
ἀράμενον
87
Ο ΜΕΛΛΟΝΣΑ΢ ΣΩΝ ΤΠΕΡΔΙ΢ΤΛΛΑΒΩΝ ΡΗΜΑΣΩΝ ΢Ε -ίζω
Σα υπερδισύλλαβα ρήματα σε –ίζω που έχουν χαρακτήρα -δ- σχηματίζουν τον ενεργητικό
και μέσο μέλλοντα χωρίς το χρονικό χαρακτήρα -σ- και λήγουν σε -ιῶ και -ιοῦμαι στην
ενεργητική και μέση φωνή αντιστοίχως. Ο μέλλοντας αυτός κλίνεται κατά τα συνηρημένα
ρήματα σε –έω.
π.χ.:
ρ. κομίζω (θ. κομιδ-) →μέλλ.: κομιῶ, κομιεῖς, κομιεῖ, κομιοῦμεν, κομιεῖτε, κομιοῦσι(ν).
ρ. ἀγωνίζομαι (θ. ἀγωνιζ-) →μέλλ.: ἀγωνιοῦμαι, ἀγωνιεῖ, ἀγωνιεῖται, ἀγωνιούμεθα,
ἀγωνιεῖσθε, ἀγωνιοῦνται.
Α. Πίνακας ενδεικτικού σχηματισμού των υπερδισύλλαβων ρημάτων σε –ίζω
ρ. οἰκίζω
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΗ ΥΩΝΗ ΜΕΛΛΟΝΣΑ
Οριστική
Ευκτική
Απαρέμφατο
α΄ προσ.
β΄ προσ.
οἰκιῶ
οἰκιεῖς
οἰκιοῖμι, οἰκιοίην
οἰκιεῖν
οἰκιοῖς, οἰκιοίης
ΜΕ΢Η ΥΩΝΗ ΜΕΛΛΟΝΣΑ
Οριστική
Ευκτική Απαρέμφατο
α΄ προσ. οἰκιοῦμαι
β΄ προσ. οἰκιεῖ,-ᾜ
οἰκιοίμην
οἰκιοῖο
οἰκιεῖσθαι
Μετοχή
οἰκιῶν
οἰκιοῦσα
οἰκιοῦν
Μετοχή
οἰκιούμενος
οἰκιουμένη
οἰκιούμενον
ρ. πορίζω (= παρέχω, προμηθεύω)
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΗ ΥΩΝΗ ΜΕΛΛΟΝΣΑ
Οριστική
Ευκτική
Απαρέμφατο
α΄ προσ.
β΄ προσ.
ποριῶ
ποριεῖς
ποριοῖμι, ποριοίην
ποριεῖν
ποριοῖς, ποριοίης
ΜΕ΢Η ΥΩΝΗ ΜΕΛΛΟΝΣΑ
Οριστική
Ευκτική Απαρέμφατο
α΄ προσ. ποριοῦμαι
β΄ προσ. ποριεῖ, -ᾜ
ποριοίμην
ποριοῖο
ποριεῖσθαι
Μετοχή
ποριούμενος
ποριουμένη
ποριούμενον
Μετοχή
ποριῶν
ποριοῦσα
ποριοῦν
88
Παρατηρήσεις:
1. Μόνο τα υπερδισύλλαβα ρήματα σε –ίζω σχηματίζουν συνηρημένο μέλλοντα.
Εξαιρούνται τα:
ἐρίζω →ἐρίσω,
θωρακίζω →θωρακίσω,
καλλωπίζω →καλλωπίσω,
὆απίζω →὆απίσω,
φορτίζω →φορτίσω.
2. Σα δισύλλαβα ρήματα σε –ίζω σχηματίζουν μέλλοντα σε –σω.
π.χ.:
κτίζω →κτίσω,
σχίζω →σχίσω.
Β. Κατάλογος των συνηθέστερων υπερδισύλλαβων ρημάτων σε –ίζω
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
ἀγωνίζομαι
γνωρίζω
δανείζω
δανείζομαι
διαχειρίζω
διαχειρίζομαι
ἐγχειρίζω
ἐθίζω
ἐλπίζω
ἐμποδίζω
καθίζω
κομίζω
κομίζομαι
λογίζομαι
μεταχειρίζομαι
νομίζω
οἰκίζω
ὀργίζω
ὀργίζομαι
ὁρίζω
ὁρίζομαι
πορίζω
πορίζομαι
τειχίζω
τειχίζομαι
ὑβρίζω
ὑβρίζομαι
φροντίζω
ψηφίζω
ΜΕΛΛ
ΟΝΣΑ΢
ἀγωνιοῦμαι
γνωριῶ
δανειῶ
δανειοῦμαι
διαχειριῶ
διαχειριοῦμαι
ἐγχειριῶ
ἐθιῶ
ἐλπιῶ
ἐμποδιῶ
καθιῶ
κομιῶ
κομιοῦμαι
λογιοῦμαι
μεταχειριοῦμαι
νομιῶ
οἰκιῶ
ὀργιῶ
ὀργιοῦμαι
ὁριῶ
ὁριοῦμαι
ποριῶ
ποριοῦμαι
τειχιῶ
τειχιοῦμαι
ὑβριῶ
ὑβριοῦμαι
φροντιῶ
ψηφιῶ
89
ψηφίζομαι
ψηφιοῦμαι
ΠΑΘΗΣΙΚΟ΢ ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Α' ΚΑΙ Β'
Α. ΠΑΘΗΣΙΚΟ΢ ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Α΄
Ο παθητικός αόριστος α΄σχηματίζεται από:
την αύξηση (στην οριστική) + το ρηματικό θέμα + το χρονικό πρόσφυμα -θη- (-θε-) + τις
καταλήξεις.
Ειδικότερα:
Ρήματα με
χαρακτήρα:
φωνήεν
΢χηματίζονται:
αύξηση-θέμα-θη-ν
διατηρούν το χαρακτήρα του
θέματος:
αύξηση-θέμα -θη-ν
 Εξαιρούνται τα ρήματα:
ἀκούομαι, ἕλκομαι, κελεύομαι,
σείομαι
διατηρούν το χαρακτήρα του
ένρινο ή υγρό (μ,
θέματος:
ν, λ, ρ)
αύξηση-θέμα -θη-ν
 Εξαιρούνται τα ρήματα:
κρίνομαι, τείνομαι, τέμνομαι
χειλικό (π, β, φ),
ή -πτ-
τρέπουν το χαρακτήρα π, β, φ, πτ
σε φ:
αύξηση-θέμα-φ-θη-ν
ουρανικό (κ, γ, χ), τρέπουν το χαρακτήρα κ, γ, χ, ττ,
-ττ- , -σσσσ σε χ:
αύξηση-θέμα-χ-θη-ν
Παράδειγμα
ρ. λύομαι →ἐλύθην
ρ. ἱδρύομαι →ἱδρύθην
ρ. ἀκούομαι →ἠκούσθην
ρ. ἕλκομαι →εἱλκύσθην
ρ. κελεύομαι →ἐκελεύσθην
ρ. σείομαι →ἐσείσθην
ρ. ὀξύνομαι →ὠξύνθην
ρ. ἀγγέλλομαι →ἠγγέλθην
ρ. ἐγείρομαι →ἠγέρθην
ρ. κρίνομαι →ἐκρίθην
ρ.τείνομαι →ἐτάθην
ρ.τέμνομαι →ἐτμήθην
ρ. λείπομαι →ἐλείφθην
ρ. ἀμείβομαι →ἀμείφθην
ρ. μέμφομαι →ἐμέφθην
ρ. καλύπτομαι →ἐκαλύφθην
ρ. διδάσκομαι →ἐδιδάχθην
ρ. ἄγομαι →ἤχθην
ρ. ἄρχομαι →ἤρχθην
ρ. πράττομαι →ἐπράχθην
ρ. πείθομαι →ἐπείσθην
τρέπουν το χαρακτήρα τ, δ, θ, ζ σε
οδοντικό (τ, δ, θ),
ρ. ψεύδομαι →ἐψεύσθην
σ:
ή -ζρ. δικάζομαι →ἐδικάσθην
αύξηση-θέμα-σ-θη-ν
90
Παράδειγμα κλίσης: ρ. παιδεύομαι
Οριστική
ἐπαιδεύθην
ἐπαιδεύθης
ἐπαιδεύθη
ἐπαιδεύθημεν
ἐπαιδεύθητε
ἐπαιδεύθησαν
Απαρέμφατο
παιδευθᾛναι
Τποτακτική
παιδευθῶ
παιδευθᾛς
παιδευθᾜ
παιδευθῶμεν
παιδευθᾛτε
παιδευθῶσι(ν)
Ευκτική
παιδευθείην
παιδευθείης
παιδευθείη
παιδευθείημεν / -θεῖμεν
παιδευθείητε / -θεῖτε
παιδευθείησαν /-θεῖεν
Προστακτική
παιδεύθητι
παιδευθήτω
παιδεύθητε
παιδευθέντων / -θήτωσαν
Μετοχή
παιδευθεὶς
παιδευθεῖσα
παιδευθὲν
Παρατηρήσεις:
1. Σο β΄ενικό πρόσωπο της προστακτικής του παθητικού αορίστου α΄ είναι
προπαροξύτονο και έχει κατάληξη –θητι: παιδεύθητι
2. Η υποτακτική του παθητικού αορίστου α΄ περισπάται: π.χ. παιδευθῶ, παιδευθ῅τε
3. ΢το γ΄ πληθυντικό πρόσωπο της προστακτικής, το πρόσφυμα -θη- μπροστά από το
-ντ- της κατάληξης γίνεται -θε-: παιδευθέντων.
Β. ΠΑΘΗΣΙΚΟ΢ ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Β΄
Ορισμένα συμφωνόληκτα ρήματα σχηματίζουν παθητικό αόριστο β΄. Δηλαδή στον
παθητικό αόριστο διατηρούν το σύμφωνο του χαρακτήρα τους χωρίς την προσθήκη του -θ-.
π.χ.:
κόπτομαι →ἐκόπην (αντί ἐκόφθην),
γράφομαι →ἐγράφην (αντί ἐγράφθην),
βλάπτομαι →ἐβλάβην (αντί ἐβλάφθην),
φαίνομαι →ἐφάνην (αντί ἐφάνθην).
Παράδειγμα κλίσης παθητικού αορίστου β΄: ἐτράπην ( ρ. τρέπομαι)
Οριστική
ἐτράπην
ἐτράπης
ἐτράπη
ἐτράπημεν
ἐτράπητε
ἐτράπησαν
Τποτακτική
τραπῶ
τραπᾜς
τραπᾜ
τραπῶμεν
τραπᾛτε
τραπῶσι(ν)
Απαρέμφατο Μετοχή
τραπᾛναι
τραπεὶς
Ευκτική
τραπείην
τραπείης
τραπείη
τραπείημεν / τραπεῖμεν
τραπείητε / τραπεῖτε
τραπείησαν / τραπεῖεν
Προστακτική
τράπηθι
τραπήτω
τράπητε
τραπέντων / τραπήτωσαν
91
τραπεῖσα
τραπὲν
Παρατηρήσεις:
1. Ο παθητικός αόριστος β΄ κλίνεται ακριβώς όπως ο παθητικός αόριστος α΄, αλλά στο β΄
ενικό πρόσωπο της προστακτικής ο παθητικός αόριστος β΄ λήγει σε -θι.
π.χ.:
παθητικός αόριστος α΄
παθητικός αόριστος β΄
(ρ. λύομαι) ἐλύθην →λύθητι,
(ρ. γράφομαι) ἐγράφην →γράφηθι
(ρ. πράττομαι) ἐπράχθην →πράχθητι
(ρ. φαίνομαι) ἐφάνην →φάνηθι
(ρ. ἀπάγομαι) ἀπήχθην →ἀπάχθητι
(ρ. ἀναστρέφομαι) ἀνεστράφην →ἀναστράφηθι
2. Όσα ρήματα έχουν μονοσύλλαβο ρηματικό θέμα με φωνήεν -ε- τρέπουν στον
παθητικό αόριστο β΄ το -ε- σε -α-.
π.χ.:
τρέπομαι (θ. τρεπ-) →ἐτράπην,
κλέπτομαι (θ. κλεπ-) →ἐκλάπην.
Εξαιρούνται:
Σα σύνθετα του ρ. –λέγομαι.
π.χ.: ρ. συλλέγομαι →συνελέγην, ἐκλέγομαι →ἐξελέγην.
3. Όσα ρήματα έχουν μονοσύλλαβο ρηματικό θέμα με φωνήεν -η- τρέπουν στον
παθητικό αόριστο β΄ το -η- σε -α-.
π.χ.:
τήκω (θ. τηκ-) →ἐτάκην ,
ἐκπλήττω (θ. πληγ-) →ἐξεπλάγην.
Εξαιρείται:
Σο ρήμα πλήττομαι όταν είναι απλό.
π.χ.:
πλήττομαι →ἐπλήγην,
αλλά σύνθετο: ἐκπλήττομαι →ἐξεπλάγην.
4. ΢το γ΄ πληθυντικό πρόσωπο της προστακτικής, το χρονικό πρόσφυμα -η- μπροστά από
το -ντ- τρέπεται σε -ε-.
π.χ.:
ρ. τρέπομαι →τραπέντων,
ρ. στρέφομαι →στραφέντων.
Κατάλογος των συνηθέστερων ρημάτων με παθητικό αόριστο β΄:
ΠΑΘΗΣΙΚΟ΢
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Β΄
ἀλλάττομαι
ἠλλάγην
στέλλομαι
βλάπτομαι
ἐβλάβην
στρέφομαι
γράφομαι
ἐγράφην
σφάλλομαι
θάπτομαι
ἐτάφην
τάττομαι
κλέπτομαι
ἐκλάπην
τρέπομαι
κόπτομαι
ἐκόπην
τρέφομαι
συλλέγομαι
συνελέγην
φαίνομαι
πλέκομαι
ἐπλάκην
φθείρομαι
πλήττομαι
ἐπλήγην
φύομαι
(ἐκ)-πλήττομαι (ἐξ)-επλάγην
χαίρομαι
὆ίπτομαι
ἐρρίφην
ἐστάλην
ἐστράφην
ἐσφάλην
ἐτάγην
ἐτράπην
ἐτράφην
ἐφάνην
ἐφθάρην
ἐφύην
ἐχάρην
92
Ο ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟ΢ ΚΑΙ ΤΠΕΡ΢ΤΝΣΕΛΙΚΟ΢ ΜΕ΢Η΢ ΥΩΝΗ΢ ΣΩΝ ΑΥΩΝΟΛΗΚΣΩΝ ΚΑΙ
ΕΝΡΙΝΟΛΗΚΣΩΝ ΡΗΜΑΣΩΝ
Α. Μέσος Παρακείμενος και Τπερσυντέλικος των αφωνόληκτων ρημάτων
Σα αφωνόληκτα ρήματα σχηματίζουν τον παρακείμενο και υπερσυντέλικο της μέσης φωνής
όπως τα φωνηεντόληκτα με τις καταλήξεις -μαι, -σαι, -ται κ.λπ. και –μην, -σο, -το κ.λπ.
αντιστοίχως. Κατά το σχηματισμό των τύπων αυτών όμως συμβαίνουν τα κανονικά πάθη του
χαρακτήρα μπροστά από τις προσωπικές καταλήξεις.
Παραδείγματα:
ρ. δέχομαι (θ. δεχ-), ρ. λείπομαι (θ. λειπ-), δανείζομαι (θ. δανειζ-)
Οριστική
Παρακείμενος
Τπερσυντέλικος
δέδεγμαι
ἐδεδέγμην
δέδεξαι
ἐδέδεξο
δέδεκται
ἐδέδεκτο
δεδέγμεθα
ἐδεδέγμεθα
δέδεχθε
ἐδέδεχθε
δεδεγμένοι εἰσὶ
δεδεγμένοι ἦσαν
λέλειμμαι
ἐλελείμμην
λέλειψαι
ἐλέληψο
λέλειπται
ἐλέλειπτο
λελείμμεθα
ἐλελείμμεθα
λέλειφθε
ἐλέλειφθε
λελειμμένοι εἰσὶ
λελειμμένοι ἦσαν
δεδάνεισμαι
ἐδεδανείσμην
δεδάνεισαι
ἐδεδάνεισο
δεδάνεισται
ἐδεδάνειστο
δεδανείσμεθα
ἐδεδανείσμεθα
δεδάνεισθε
ἐδεδάνεισθε
δεδανεισμένοι εἰσὶ
δεδανεισμένοι ἦσαν
Προστακτική
δέδεξο
δεδέχθω
δέδεχθε
δεδέχθων
λέλειψo
λελείφθω
λέλειφθε
λελείφθων
δεδάνεισο
δεδανείσθω
δεδάνεισθε
δεδανείσθων
Απαρέμφατο
Μετοχή
δεδέχθαι
δεδεγμένος
δεδεγμένη
δεδεγμένον
λελεῖφθαι
λελειμμένος
λελειμμένη
λελειμμένον
δεδανεισμένος
δεδανεῖσθαι δεδανεισμένη
δεδανεισμένον
Παρατηρήσεις:
1. Σο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο της οριστικής παρακειμένου και υπερσυντελίκου μέσης
φωνής των αφωνόληκτων ρημάτων σχηματίζεται περιφραστικά.
π.χ.: δεδεγμένοι εἰσὶ/ δεδεγμένοι ἦσαν, λελειμμένοι εἰσὶ/ λελειμμένοι ἦσαν.
2. Σα ρήματα στρέφομαι, τρέπομαι, τρέφομαι στον παρακείμενο και υπερσυντέλικο
τρέπουν το -ε- του θέματος σε -α-:
π.χ.: στρέφ-ομαι →ἔ-στραμ-μαι, ἐ-στράμ-μην,
τρέπ-ομαι →τέ-τραμ-μαι, ἐ-τε-τράμ-μην,
τρέφ-ομαι →τέ-θραμ-μια, ἐ-τε-θράμ-ην.
93
Β. Μέσος παρακείμενος και υπερσυντέλικος των ενρινόληκτων ρημάτων
Σα ενρινόληκτα ρήματα σχηματίζουν κι αυτά τον παρακείμενο και υπερσυντέλικο της μέσης
φωνής όπως τα φωνηεντόληκτα με τις καταλήξεις -μαι, -σαι, -ται κ.λπ. στον παρακείμενο και –
μην –σο –το κ.λπ. στον υπερσυντέλικο, όμως ο ρηματικός χαρακτήρας ν μπροστά από το μ των
καταλήξεων:
 είτε αφομοιώνεται με αυτό, π.χ.: ρ. ὀξύνομαι, ὤξυν-μαι →ὤξυμμαι, ὠξύμμην,
 είτε τρέπεται σε -σ-, π.χ.: ρ. φαίνομαι, πέ-φαν-μαι →πέφασμαι, ἐπεφάσμην.π.χ.:
ρ. ὀξύνομαι (θ. . ὀξῠν-), ρ. ὑφαίνομαι (θ. ὑφᾰ ν-)
Οριστική
Παρακείμενος Τπερσυντέλικος
ὤξυμ-μαι
ὠξύμ-μην
ὤξυν-σαι
ὤξυν-σο
ὤξυν-ται
ὤξυν-το
ὠξύμ-μεθα
ὠξύμ-μεθα
ὤξυν-θε
ὤξυν-θε
ὠξυμμένοι εἰσὶ
ὠξυμμένοι ἦσαν
ὤξυν-σο
ὠξύν-θω
ὤξυν-θε
ὠξύν-θων
ὕφασ-μαι
ὕφαν-σαι
ὕφαν-ται
ὑφάσ-μεθα
ὕφαν-θε
ὑφασμένοι εἰσὶ
ὕφαν-σο
ὑφάν-θω
ὕφαν -θε
ὑφάν-θων
ὑφάσ-μην
ὕφαν-σο
ὕφαν-το
ὑφάσ-μεθα
ὕφαν-θε
ὑφασ-μένοι ἦσαν
Προστακτική
Απαρέμφατο
Μετοχή
ὠξύν-θαι
ὠξυμ-μένος ὠξυμμένη ὠξυμ-μένον
ὑφάν-θαι
ὑφάσ-μένος ὑφάσμενη ὑφάσ-μένον
Παρατηρήσεις:
1. Σα ρήματα κλίνω, κρίνω και πλύνω σχηματίζουν το μέσο παρακείμενο και
υπερσυντέλικο με αποβολή του χαρακτήρα -ν-:
π.χ.: κλίνω (θ. κλιν-) →κέ-κλι-μαι, ἐ-κε-κλί-μην,
κρίνω (θ. κριν-) →κέ-κρι-μαι, ἐ-κε-κρί-μην,
πλύνω (θ. πλυν-) →πέ-πλυ-μαι, ἐ-πε-πλύ-μην.
2. Σο ρήμα τείνω σχηματίζει το μέσο παρακείμενο και υπερσυντέλικο με αποβολή του
χαρακτήρα -ν- και τροπή του -ε- του θέματος σε -ᾰ-:
π.χ.: τείνω (θ. τεν-) →τέ-τα-μαι, ἐ-τε–τά-μην.
3. Όσα ενρινόληκτα ρήματα έχουν μονοσύλλαβο ρηματικό θέμα με φωνήεν -ε-, τρέπουν
στο μέσο παρακείμενο και υπερσυντέλικο το -ε- σε -ᾰ-:
π.χ.: σπείρω (θ. σπερ-) →ἔ -σπαρ-μαι, ἐ-σπάρ-μην,
στέλλω (θ. στελ-) →ἔ-σταλ-μαι, ἐ-στάλ-μην.
94
Πίνακας συνηθέστερων ενρινόληκτων και αφωνόληκτων ρημάτων:
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
ἄγομαι
ἀλλάσσομαι
ἅπτομαι
αἰσχύνομαι
βλάπτομαι
γράφομαι
δέχομαι
διώκομαι
εὔχομαι
καθαίρομαι
καλύπτομαι
κηρύττομαι
κλίνομαι
κρίνομαι
κρύπτομαι
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟ΢
ἦγμαι
ἤλλαγμαι
ἧμμαι
ᾔσχυμμαι
βέβλαμμαι
γέγραμμαι
δέδεγμαι
δεδίωγμαι
ηὖγμαι
κεκάθαρμαι
κεκάλυμμαι
κεκήρυγμαι
κέκλιμαι
κέκριμαι
κέκρυμμαι
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
λανθάνομαι
λείπομαι
μιαίνομαι
νομίζομαι
ὁρίζομαι
πείθομαι
πράττομαι
πυνθάνομαι
὆ίπτομαι
ταράσσω
τάσσομαι
τρέπομαι
τρέφομαι
φαίνομαι
φυλάσσομαι
ψηφίζομαι
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟ΢
λέλησμαι
λέλειμμαι
μεμίασμαι
νενόμῐσμαι
ὥρῐσμαι
πέπεισμαι
πέπραγμαι
πέπυσμαι
ἔρριμμαι
τετάραγμαι
τέταγμαι
τέτραμμαι
τέθραμμαι
πέφασμαι
πεφύλαγμαι
ἐψήφισμαι
Ενδεικτικά παραδείγματα σχηματισμού του παρακειμένου και υπερσυντελίκου αφωνόληκτων
ρημάτων:
ρ. λαμβάνομαι (θ. λαβ- και ληβ-)
Οριστική
Παρακ.
Τπερσ.
α'εν.εἴλημμαι εἰλήμμην
β'εν. εἴληψαι
εἴληψο
Απαρέμφατο
εἰλᾛφθαι
Τποτακτική
εἰλημμένος, -η, -ον ὦ
εἰλημμένος, -η, -ον ᾖς
Ευκτική
εἰλημμένος, -η, -ο εἴην
εἰλημμένος, -η, -ο εἴης
Προστακτική
εἴληψο
Μετοχή
εἰλημμένος, -η, -ον
ρ. λείπομαι (θ. λειπ-)
Οριστική
Παρακ.
Τπερσ.
α'εν.λέλειμμαι ἐλελείμμην
β'εν. λέλειψαι
ἐλέλειψο
Απαρέμφατο
λελεῖφθαι
Τποτακτική
Ευκτική
λελειμμένος, -η, -ον ὦ λελειμμένος, -η, -ον εἴην
λελειμμένος, -η, -ον ᾖς λελειμμένος, -η, -ον εἴης
Μετοχή
λελειμμένος, -η, -ον
Προστακτική
λέλειψο
95
ρ. πυνθάνομαι (θ. πευθ-, πυθ-) (= ρωτώ, μαθαίνω)
Οριστική
Παρακ.
Τπερσ.
α'εν.πέπυσμαι ἐπεπύσμην
β'εν. πέπυσαι
ἐπέπυσο
Απαρέμφατο
πεπύσθαι
Τποτακτική
Ευκτική
πεπυσμένος, -η, -ον ὦ
πεπυσμένος, -η, -ον ᾖς
πεπυσμένος, -η, -ον εἴην
πεπυσμένος, -η, -ον εἴης
Προστακτική
πέπυσο
Μετοχή
πεπυσμένος, -η, -ον
ρ. ὆ίπτομαι (θ. ὆ίπ-, ὆ίπτ-)
Οριστική
Παρακ.
Τπερσ.
α'εν.ἔρριμμαι (ἐρρίμμην)
β'εν. ἔρριψαι
(ἔρριψο)
Απαρέμφατο
ἐρρῖφθαι
Τποτακτική
ἐρριμμένος, -η, -ον ὦ
ἐρριμμένος, -η, -ον ᾖς
Ευκτική
ἐρριμμένος, -η, -ον εἴην
ἐρριμμένος, -η, -ον εἴης
Προστακτική
ἔρριψο
Μετοχή
ἐρριμμένος, -η, -ον
ρ. στρέφομαι (θ. στρεφ-, στροφ-)
Οριστική
Παρακ.
Τπερσ.
α'εν.ἔστραμμαι ἐστράμμην
β'εν. ἔστραψαι
ἔστραψο
Απαρέμφατο
ἐστράφθαι
Τποτακτική
Ευκτική
ἐστραμμένος, -η, -ον ὦ
ἐστραμμένος, -η, -ον ᾖς
ἐστραμμένος, -η, -ον εἴην
ἐστραμμένος, -η, -ον εἴης
Προστακτική
ἔστραψο
Μετοχή
ἐστραμμένος, -η, -ον
ρ. τάττ(σσ)ομαι (θ. ταττ-,τασσ-)
Οριστική
Παρακ.
Τπερσ.
α'εν.τέταγμαι ἐτετάγμην
β'εν. τέταξαι
ἐτέταξο
Απαρέμφατο
τετάχθαι
Τποτακτική
τεταγμένος, -η, -ον ὦ
τεταγμένος, -η, -ον ᾖς
Μετοχή
τεταγμένος, -η, -ον
Ευκτική
τεταγμένος, -η, -ον εἴην
τεταγμένος, -η, -ον εἴης
Προστακτική
τέταξο
96
ΣΑ ΡΗΜΑΣΑ: πλέω, πνέω, ῥέω, δέομαι
Σα ρήματα σε –έω με μονοσύλλαβο θέμα όπως τα πλέω, πνέω, ῥέω και δέομαι συναιρούνται
μόνο όπου μετά το χαρακτήρα -ε- ακολουθεί άλλο -ε- ή -ει-:
π.χ.: πνέω, πνεῖς, πνεῖ, πνέομεν, πνεῖτε, πνέουσι(ν).
Παραδείγματα κλίσης των ρημάτων ῥέω και δέομαι:
Οριστική
὆έω
὆εῖς
὆εῖ
὆έομεν
὆εῖτε
὆έουσι(ν)
Οριστική
δέομαι
δέᾙ/δέει
δεῖται
δεόμεθα
δεῖσθε
δέονται
Τποτακτική
὆έω
὆έᾙς
὆έᾙ
὆έωμεν
὆έητε
὆έωσι(ν)
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Ευκτική Προστακτική
Απαρέμφατο
὆έοιμι
὆έοις
὆εῖ
὆έοι
὆είτω
὆εῖν
὆έοιμεν
὆έοιτε
὆εῖτε
὆έοιεν
὆εόντων/ ὆είτωσαν
Τποτακτική
δέωμαι
δέᾙ
δέηται
δεώμεθα
δέησθε
δέωνται
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Ευκτική Προστακτική
Απαρέμφατο
δεοίμην
δέοιο
δέου
δέοιτο
δείσθω
δεῖσθαι
δεοίμεθα δέοισθε
δεῖσθε
δέοιντο
δείσθων/ δείσθωσαν
Μετοχή
὆έων
὆έουσα
὆έον
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική
ἔρρεον
ἔρρεις
ἔρρει
ἐρρέομεν
ἐρρεῖτε
ἔρρεον
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Μετοχή
δεόμενος
δεομένη
δεόμενον
Οριστική
ἐδεόμην
ἐδέου
ἐδεῖτο
ἐδεόμεθα
ἐδεῖσθε
ἐδέοντο
Παρατηρήσεις:
1. Σο ρήμα δέομαι δε συναιρείται στο β΄ενικό πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα: δέει.
2. Εκτός από το ρήμα δέω (= έχω έλλειψη ή ανάγκη) υπάρχει και το ρήμα δέω-ῶ (= δένω)
που συναιρείται σε όλους τους τύπους.
π.χ.: δῶ, δεῖς, δεῖ, δοῦμεν κ.λπ.
3. Σα ρήματα σε -έω με μονοσύλλαβο θέμα, όταν είναι σύνθετα ανεβάζουν τον τόνο στο β΄
ενικό πρόσωπο της προστακτικής ενεστώτα της ενεργητικής φωνής.
π.χ.: ρ. πλέω, πλεῖ →ἀπόπλει
ρ. πνέω, πνεῖ →ἔκπνει
ρ. ὆έω, ὆εῖ →ἀπόρρει
Ενδεικτικός σχηματισμός των άλλων χρόνων της οριστικής των ρημάτων πλέω, πνέω, ῥέω,
δέομαι:
Ενεστώτας
Παρατατικός
Μέλλοντας
Παθητ. Μέλλ.
Αόριστος
Παθητ. Αόρ.
Παθητ.Αόρ. β΄
πλέω
ἔπλεον
πλεύσομαι/ πλευσοῦμαι
ἔπλευσα
-
πνέω
ἔπνεον
πνεύσομαι/ πνευσοῦμαι
ἔπνευσα
-
὆έω
δέομαι
ἔρρεον ἐδεόμην
὆υήσομαι δεήσομαι
δεηθήσομαι
ἐδεησάμην
ἐδεήθην
ἐρρύην -
97
Παρακείμενος
Τπερσυντέλικος
πέπλευκα
ἐπεπλεύκειν
πέπνευκα
΢ΤΝΗΡΗΜΕΝΑ ΡΗΜΑΣΑ
ἐρρύηκα δεδέημαι
ἐρρυήκειν-
Ορισμός:
΢υνηρημένα ονομάζονται τα φωνηεντόληκτα ρήματα της πρώτης συζυγίας των οποίων ο
χαρακτήρας -α, -ε, -ο, στον ενεστώτα και στον παρατατικό συναιρείται με το επόμενο φωνήεν ή
δίφθογγο της φαινομενικής κατάληξης. π.χ. τιμά-ω →τιμῶ. Σα ρήματα αυτά ονομάζονται και
περισπώμενα, διότι περισπώνται στο αʹ ενικό πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα. π.χ. δρῶ,
γελῶ, πεινῶ.
Ανάλογα με το χαρακτήρα τους τα συνηρημένα ή περισπώμενα ρήματα χωρίζονται σε τρεις
τάξεις.
 ΢την αʹ τάξη ανήκουν τα ρήματα με χαρακτήρα -α-. π.χ. τιμά-ω →τιμῶ, νικά-ομαι →
νικῶμαι.
 ΢τη βʹ τάξη ανήκουν τα ρήματα με χαρακτήρα -ε-. π.χ. ποιέ-ω →ποιῶ, φοβέ-ομαι →
φοβοῦμαι.
 ΢τη γʹ τάξη ανήκουν τα ρήματα με χαρακτήρα -ο-. π.χ. ἀξιό-ω →ἀξιῶ, δηλό-ομαι →
δηλοῦμαι.
Για τον τονισμό των συνηρημένων έχουμε υπόψη ότι:
1. Η συλλαβή που προκύπτει από τη συναίρεση είναι πάντα μακρόχρονη.
2. Η λήγουσα που προέρχεται από συναίρεση, όταν τονίζεται παίρνει περισπωμένη:
π.χ. ποιέω →ποιῶ.
3. Μία συνηρημένη συλλαβή παίρνει οξεία, αν πριν από τη συναίρεση είχε οξεία η δεύτερη
από τις συλλαβές που συναιρούνται:
π.χ. τιμαέτω →τιμάτω.
4. Όπως τονίζονται τα απλά έτσι τονίζονται και τα σύνθετα σε όλες τις εγκλίσεις:
π.χ. ποιῶ και ἐκποιῶ,
ποίει και ἐκποίει,
σπῶμεν και ἀποσπῶμεν,
ὁρ᾵ν και καθορ᾵ν,
πληροῖσθε και ἀποπληροῖσθε,
δουλῶν και καταδουλῶν.
Εξαίρεση αποτελεί το βʹ ενικό πρόσωπο της προστακτικής ενεστώτα της ενεργητικής
φωνής των ρημάτων σε -έω με μονοσύλλαβο θέμα, όταν είναι σύνθετα: π.χ. πλέε →
πλεῖ αλλά ἔκπλεε →ἔκπλει (βλ. Σα ρήματα πλέω,πνέω,ῥέω,δέομαι).
98
Α. Σα συνηρημένα ρήματα σε - άω
α. Ο σχηματισμός και η κλίση του ενεστώτα και του παρατατικού
΢τα συνηρημένα ρήματα της αʹ τάξης (-άω) στον ενεστώτα και τον παρατατικό γίνονται οι
ακόλουθες συναιρέσεις:
ᾰ + ε, η  ᾱ
ᾰ + ει, ῃ  ᾳ
ᾰ + ο, ω, ου  ω
ᾰ + οι  ῳ
Ενδεικτικά, ο σχηματισμός των ρημάτων αυτών και των ρηματικών τους τύπων έχει ως εξής:
Ρήμα: ἐάω - ἐῶ (= αφήνω,επιτρέπω)
Οριστική
Τποτακτική
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΗ ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Ευκτική
Προστακτική Απαρέμφατο
αʹ εν. ἐῶ
βʹ εν. ἐᾶς
ἐῶ
ἐᾶς
ἐ῵μι (βλ. Παρ1.)
ἐ῵ς
ἔα
ἐ᾵ν (βλ. Παρ2.)
Μετοχή
ἐῶν
ἐῶσα
ἐῶν
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική
αʹ εν. εἴων
βʹ εν. εἴας
Παρατηρήσεις:
1. Οι αττικοί τύποι σχηματίζονται ως δεύτεροι στον ενικό αριθμό και είναι συνηθέστεροι
από τους πρώτους: ἐῴην, ἐῴης, ἐῴη.
2. Σο απαρέμφατο ενεστώτα ενεργητικής φωνής των συνηρημένων ρημάτων σε -άω λήγει
σε -᾵ν (ἐ᾵ν) και όχι σε -ᾶν διότι η αρχική κατάληξη του απαρεμφάτου του ενεστώτα των
βαρύτονων ρημάτων είναι –εν και όχι –ειν( λύε-εν →λύειν).
Ρήμα: ὁράομαι - ὁρῶμαι
Οριστική
Τποτακτική
ΜΕ΢Η ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Ευκτική
Προστακτική
αʹ εν. ὁρῶμαι
βʹ εν. ὁρᾶ
ὁρῶμαι
ὁρᾶ
ὁρῴμην
ὁρ῵ο
ὁρῶ
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική
αʹ εν. ἑωρώμην
βʹ εν. ἑωρῶ
Απαρέμφατο
ὁρ᾵σθαι
Μετοχή
ὁρώμενος
ὁρωμένη
ὁρώμενον
99
Σα ρήματα πεινῶ, διψῶ, ζῶ, χρῶμαι (= μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ) έχουν χαρακτήρα -η- και
όχι -α- (πεινήω – πεινῶ, διψήω – διψῶ, ζήω – ζῶ, χρήομαι – χρῶμαι). ΢τον ενεστώτα και τον
παρατατικό ενεργητικής και μέσης φωνής κλίνονται όπως τα ρήματα σε –άω.
Αλλά, όπου τα ρήματα σε –άω έχουν α και ᾳ, αυτά έχουν η και ῃ αντίστοιχα.
Σα ρήματα πεινῶ, διψῶ, ζῶ σχηματίζουν στον ενικό της ευκτικής ενεστώτα μόνο τους αττικούς
τύπους.
Ενδεικτικά, ο σχηματισμός των ρημάτων σε –ήω και των ρηματικών τους τύπων έχει ως εξής:
Ρήμα: ζήω – ζῶ
Οριστική
Τποτακτική
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΗ ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο
αʹ εν. ζῶ
βʹ εν. ζᾜς
ζῶ
ζᾜς
ζῴην
ζῴης
ζᾛ (ζᾛθι)
ζᾛν
Μετοχή
ζῶν
ζῶσα
ζῶν
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική
αʹ εν. ἔζων
βʹ εν. ἔζης
Παρατήρηση:
Σο ρήμα ζῶ στην προστακτική ενεστώτα σχηματίζει μόνο β΄και γ΄ενικό πρόσωπο: ζᾛ (ζᾛθι),
ζήτω.
Ρήμα: χρήομαι – χρῶμαι (= μεταχειρίζομαι)
Οριστική
ΜΕ΢Η ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Τποτακτική Ευκτική
Προστακτική Απαρέμφατο
αʹ εν. χρῶμαι
βʹ εν.χρᾜ
χρῶμαι
χρᾜ
χρῴμην
χρ῵ο
χρῶ
χρᾛσθαι
Μετοχή
χρώμενος
χρωμένη
χρώμενον
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική
αʹ εν. ἐχρώμην
βʹ εν. ἐχρῶ
β. Ο σχηματισμός και η κλίση των άλλων χρόνων.
Σα συνηρημένα ρήματα σχηματίζουν τους υπόλοιπους χρόνους (δηλαδή εκτός του ενεστώτα και
του παρατατικού) και κλίνονται κανονικά όπως και τα ασυναίρετα βαρύτονα ρήματα της Α΄
συζυγίας .Δηλαδή, με το ρηματικό θέμα, τις φαινομενικές καταλήξεις κάθε χρόνου και την
100
αύξηση ή τον αναδιπλασιασμό για τους ιστορικούς ή τους συντελικούς αντίστοιχα χρόνους.
΢υγκεκριμένα:
1. Σα συνηρημένα σε –άω εκτείνουν στους υπόλοιπους χρόνους κανονικά το
βραχύχρονο χαρακτήρα του θέματος (σε μακρόχρονο) μπροστά από το σύμφωνο των
καταλήξεων, τρέποντας το -ᾰ- σε –η-:
π.χ. ρ. τιμῶ (θ.τιμᾰ-) →τιμήσω, ἐτίμησα, τετίμηκα, ἐτετιμήκειν
και τιμῶμαι →τιμήσομαι, τιμηθήσομαι, ἐτιμησάμην, ἐτιμήθην, τετίμημαι, ἐτετιμήμην.
2. Όμως τα ρήματα τα οποία έχουν ε, ι ή ρ μπροστά από το χαρακτήρα -ᾰ-, εκτείνουν το
χαρακτήρα -ᾰ- σε -ᾱ- (και όχι σε –η-):
π.χ. ρ. ἐῶ →ἐάσω, εἴασα, εἴακα, εἰάκειν
και ἐῶμαι →ἐάσομαι, εἰάθην, εἴαμαι ,εἰάμην και ρηματικό επίθετο ἐατέος
ρ. ἀνιῶ (= λυπώ,δυσαρεστώ) →ἀνιάσω, ἠνίασα, ἠνίακα
και ἀνιῶμαι →ἀνιάσομαι, ἠνίαθην, ἠνίαμαι, ἠνιάμην
ρ. θηρῶ (= κυνηγώ) →θηράσω, ἐθήρασα, τεθήρακα.
και θηρῶμαι →θηράσομαι, θηραθήσομαι, ἐθηρασάμην, ἐθηράθην και ρηματικό επίθετο
θηρατός, θηρατέος.
Ανάλογα σχηματίζουν τους υπόλοιπους χρόνους τα ρήματα: αἰτιῶμαι (= κατηγορώ) και ἰῶμαι (=
θεραπεύω).
Εξαιρούνται μεταξύ άλλων:
i.
Σο ρήμα δρῶ (= ενεργώ) έχει μακρόχρονο χαρακτήρα -ᾱ- και τον διατηρεί σε όλους τους
χρόνους: δράσω, ἔδρασα, δέδρακα και δέδραμαι, ἐδεδράμην. Αλλά παίρνει -σ- μπροστά
από τις καταλήξεις που αρχίζουν από θ και τ:
π.χ. δρῶμαι →ἐδράσθην και ρηματικό επίθετο: δραστέον.
ii.
Σα ρήματα γελῶ και σπῶ (= τραβώ, σπάζω) διατηρούν σε όλους τους χρόνους το
βραχύχρονο χαρακτήρα -ᾰ- και έχουν σ μπροστά από τις καταλήξεις που αρχίζουν από
θ, μ, τ:
π.χ. γελῶμαι →(γελασθήσομαι), ἐγελάσθην, (γεγέλασμαι) και ρηματικό επίθετο: (καταγέλαστος)
σπῶμαι →σπασθήσομαι, ἐσπάσθην, ἔσπασμαι, ἐσπάσμην και ρηματικό επίθετο: (ἀνάσπαστος) .
iii.
το ρήμα ἀκροῶμαι (=ἀκούω, υπακούω) εκτείνει το -ᾰ- σε -ᾱ-, αν και πριν από το ᾰ δεν
υπάρχει ε, ι, ρ:
π.χ. ἀκροῶμαι →ἀκροάσομαι, ἠκροασάμην, (ἠκροάθην), (ἠκρόαμαι).
101
Β. Σα συνηρημένα ρήματα σε -έω
α. Ο σχηματισμός και η κλίση του ενεστώτα και του παρατατικού
΢τα συνηρημένα ρήματα της βʹ τάξης (-έω) στον ενεστώτα και τον παρατατικό γίνονται οι
ακόλουθες συναιρέσεις:
ε + ε  ει
ε + ο  ου
ε + μακρό φωνήεν / δίφθογγος  το ίδιο μακρό φωνήεν / η ίδια δίφθογγος:
ε + ω  ω,
ε + η  η,
ε + ῃ ῃ,
ε + ου  ου,
ε +οι  οι
Ενδεικτικά, ο σχηματισμός των ρημάτων και των ρηματικών τύπων έχει ως εξής:
Ρήμα: οἰκέω - οἰκῶ
Οριστική
αʹ εν. οἰκῶ
βʹ εν. οἰκεῖς
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΗ ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Τποτακτική Ευκτική
Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή
οἰκῶν
οἰκῶ
οἰκοῖμι(βλ. Παρατήρηση) οἰκεῖν
οἰκοῦσα
οἰκᾜς
οἰκοῖς
οἴκει
οἰκοῦν
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική
αʹ εν. ᾤκουν
βʹ εν. ᾤκεις
Παρατήρηση:
Οι αττικοί τύποι είναι συνηθέστεροι από τους πρώτους, όπως και στα συνηρημένα σε -άω:
οἰκοίην, οἰκοίης, οἰκοίη.
Ρήμα: αἱρέομαι – αἱροῦμαι (= εκλέγω, προτιμώ και με παθητική σημασία, εκλέγομαι)
Οριστική
Τποτακτική
ΜΕ΢Η ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Ευκτική
Προστακτική
αʹ εν. αἱροῦμαι
βʹ εν.αἱρεῖ(-ᾜ)
αἱρῶμαι
αἱρᾜ
αἱροίμην
αἱροῖο
αἱροῦ
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική
Απαρέμφατο
αἱρεῖσθαι
Μετοχή
αἱρούμενος
αἱρουμένη
αἱρούμενον
102
αʹ εν. Ἡρούμην
βʹ εν. Ἡροῦ
Παρατηρήσεις:
1. Σα συνηρημένα ρήματα σε -έω με μονοσύλλαβο θέμα (πλέω, πνέω, ῥέω, δέομαι)
συναιρούνται μόνο όπου μετά το χαρακτήρα -ε- ακολουθεί άλλο -ε- ή -ει-:
π.χ. το ρήμα πνέω συναιρείται ως εξής: πνεῖς, πνεῖ, πνεῖτε.
Εξαιρούνται:
α) το βʹ ενικό της οριστικής ενεστώτα του ρήματος δέομαι που παραμένει ασυναίρετο:
δέει/ δέῃ.
β) το ρήμα δέω – δῶ (= δένω), το οποίο συναιρείται σε όλους τους τύπους: δῶ, δεῖς, δεῖ,
δοῦμεν, δεῖτε, δοῦσι (ν).
2. Σα ρήματα σε -έω με μονοσύλλαβο θέμα, όταν είναι σύνθετα, ανεβάζουν τον τόνο
μόνο στο βʹ ενικό πρόσωπο της προστακτικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής.
π.χ. πλεῖ →ἔκπλει, αλλά πλεῖτε →ἐκπλεῖτε.
(Για την κλίση αυτών, βλ. Σα ρήματα πλέω, πνέω, ῥέω, δέομαι)
β. Ο σχηματισμός και η κλίση των άλλων χρόνων
Σα συνηρημένα ρήματα σε –έω για το σχηματισμό των υπόλοιπων χρόνων (δηλαδή εκτός του
ενεστώτα και του παρατατικού) εκτείνουν κανονικά το βραχύχρονο χαρακτήρα του θέματος
(σε μακρόχρονο) μπροστά από το σύμφωνο των καταλήξεων. Σρέπουν συγκεκριμένα το
χαρακτήρα -ε- σε -η-:
π.χ. ρ. ἀγνοῶ (θ. ἀγνοε-) →ἀγνοήσω, ἠγνόησα, ἠγνόηκα.
Παρατηρήσεις:
1. Σα ρήματα αἰνέω -ῶ (= επαινώ), αἱρέω -ῶ (= συλλαμβάνω, κυριεύω), δέω -ῶ (= δένω)
διατηρούν είτε σε όλους είτε σε ορισμένους τύπους το βραχύχρονο χαρακτήρα -ε-, ενώ
σε άλλους τον εκτείνουν σε -η- και δεν παίρνουν -σ- μπροστά από θ, μ, τ:
αἰνῶ →αἰνέσω, αἰνέσομαι, ᾔνεσα, ᾔνεκα,
αἰνοῦμαι →-, αἰνεθήσομαι, Ἠνέθην, ᾔνημαι, Ἠνήμην και ρηματικό επίθετο: αἰνετός,
αἰνετέος
αἱρῶ →αἱρήσω, εἷλον, ᾕρηκα, Ἡρήκειν
αἱροῦμαι →αἱρήσομαι, αἱρεθήσομαι, εἱλόμην, Ἡρέθην, ᾕρημαι, Ἡρήμην και ρηματικό
επίθετο: αἱρετός, αἱρετέος
δῶ →δήσω, ἔδησα, αλλά ρηματικό επίθετο: δετός, δετέος.
2. Σο ρήμα καλέω -ῶ:
α. σχηματίζει μέλλοντα συνηρημένο καλῶ και καλοῦμαι (από το καλέσω και
καλέσομαι),
β. διατηρεί τον χαρακτήρα -ε- στον αόριστο: ἐκάλεσα και έκαλεσάμην,
γ. σχηματίζει παθητικό μέλλοντα και παθητικό αόριστο α΄, παρακείμενο, υπερσυντέλικο
και ρηματικό επίθετο με μετάθεση και έκταση του –α- σε –η- (θ. καλε- →θ. κλη-):
κληθήσομαι, ἐκλήθην, κέκλημαι, ἐκεκλήμην
και ρηματικό επίθετο κλητός, κλητέος .
3. Μεταξύ άλλων, τα ρήματα αἰδέομαι –οῦμαι (= σέβομαι, ντρέπομαι), ἀρκέω –ῶ, τελέω –
ῶ, πλέω και πνέω διατηρούν παντού το βραχύχρονο χαρακτήρα -ε- και έχουν ή παίρνουν
σ μπροστά από θ, μ, τ:
π.χ. αἰδοῦμαι →αἰδέσομαι, (αἰδεσθήσομαι), Ἠδεσάμην, Ἠδέσθην, ᾔδεσμαι, και ρηματικό
επίθετο: αἰδεστός, αἰδεστέος
τελοῦμαι →-, τελεσθήσομαι, ἐτελεσάμην, ἐτελέσθην, τετέλεσμαι, ἐτετελέσμην και
ρηματικό επίθετο: ἀ-τέλεστος, ἐπι-τελεστέος
103
πλέω →πλευσοῦμαι, ἔπλευσα, πέπλευκα, (και πλευσθήσομαι, ἐπλεύσθην) και ρηματικό
επίθετο: πλευστός , πλευστέον.
Γ. Σα συνηρημένα ρήματα σε -όω
α. Ο σχηματισμός και η κλίση του ενεστώτα και του παρατατικού.
΢τα συνηρημένα ρήματα της γʹ τάξης (-όω) στον ενεστώτα και τον παρατατικό γίνονται οι
ακόλουθες συναιρέσεις:
ο + ε, ο, ου  ου
ο + η, ω  ω
ο + ει, οι, ῃ  οι
Ενδεικτικά, ο σχηματισμός των ρημάτων και των ρηματικών τύπων έχει ως εξής:
Ρήμα: βιόω-βιῶ (= ζω)
Οριστική
Τποτακτική
αʹ εν. βιῶ βιῶ
βʹ εν. βιοῖς βιοῖς
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΗ ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο
βιοῖμι
βιοῖς
βίου
βιοῦν
Μετοχή
βιῶν
βιοῦσα
βιοῦν
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική
αʹ εν. ἐβίουν
βʹ εν. ἐβίους
Παρατήρηση:
Οι αττικοί τύποι είναι συνηθέστεροι από τους πρώτους: βιοίην, βιοίης, βιοίη.
Ρήμα: ὁμοιόομαι - ὁμοιοῦμαι (= γίνομαι όμοιος, μοιάζω)
Οριστική
Τποτακτική
ΜΕ΢Η ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Ευκτική
Προστακτική Απαρέμφατο
αʹ εν. ὁμοιοῦμαι
βʹ εν.. ὁμοιοῖ
ὁμοιῶμαι
ὁμοιοῖ
ὁμοιοίμην
ὁμοιοῖο
ὁμοιοῦ
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική
αʹ εν. ὡμοιούμην
βʹ εν. ὡμοιοῦ
ὁμοιοῦσθαι
Μετοχή
ὁμοιούμενος
ὁμοιουμένη
ὁμοιούμενον
104
Παρατήρηση:
1. Σο ρήμα ῥιγῶ (= με πιάνει ρίγος, κρυώνω) έχει χαρακτήρα -ω- (θ: ὆ιγω-) και μετά τη
συναίρεση έχει ω και ῳ όπου τα ρήματα σε –οω έχουν ου και οι αντίστοιχα. Σο ρήμα
λοιπόν στην οριστική ενεστώτα έχει ως εξής: ὆ιγῶ, ὆ιγ῵ς, ὆ιγ῵, ὆ιγῶμεν, ὆ιγῶτε,
὆ιγῶσι(ν) .
2. Σο ρήμα δεν σχηματίζει προστακτική ενώ δόκιμος είναι μόνο ο ενεστώτας.
β. Ο σχηματισμός και η κλίση των άλλων χρόνων.
Σα συνηρημένα ρήματα σε –όω στους υπόλοιπους χρόνους (δηλαδή εκτός του ενεστώτα και του
παρατατικού) εκτείνουν κανονικά το βραχύχρονο χαρακτήρα του θέματος -ο- σε -ωμπροστά από το σύμφωνο των καταλήξεων. Κλίνονται σε αυτούς όπως και τα ασυναίρετα
ρήματα, με την προσθήκη των φαινομενικών καταλήξεων στο ρηματικό θέμα και την αύξηση ή
τον αναδιπλασιασμό, ανάλογα με το χρόνο:
π.χ. ὀρθόω –ῶ →ὀρθώσω, ὤρθωσα, ὤρθωκα
ὀρθοῦμαι →ὀρθώσομαι, ὠρθώθην, ὤρθωμαι
ζημιῶ →ζημιώσω, ἐζημίωσα, ἐζημίωκα, ἐζημιώκειν
ζημιοῦμαι →ζημιώσομαι, ζημιωθήσομαι, ἐζημιώθην, ἐζημίωμαι, ἐζημιώμην.
Παρατήρηση:
Σο ρήμα χόω -ῶ (= σκεπάζω με χώμα) εκτείνει τον χαρακτήρα του θέματος -ο- σε -ω- και παίρνει
-σ- μπροστά από θ, μ, τ και το ρήμα ἀρόω -ῶ (= οργώνω) διατηρεί παντού το βραχύχρονο
χαρακτήρα -ο-
105
ΡΗΜΑΣΑ ΢Ε -μι: ΢υμφωνόληκτα



Σα συμφωνόληκτα ρήματα σε -μι (β΄ συζυγία, λ.χ. ρ. δείκνυμι, μείγνυμι, ὄμνυμι)
διαφέρουν από τα βαρύτονα ρήματα σε –ω της α΄ συζυγίας (λ.χ. ρ. λύω) μόνο στο
σχηματισμό του ενεστώτα και του παρατατικού της ενεργητικής και μέσης φωνής.
Όλα τα συμφωνόληκτα ρήματα σε -μι σχηματίζονται ως εξής:
Θέμα - πρόσφυμα -νυ- κατάληξη -μι,
π.χ. δείκ-νυ-μι
Λήγουν:
α) σε -νυμι (τα αφωνόληκτα, ενρινόληκτα ή υγρόληκτα):
δείκνυμι, εἵργνυμι, μείγνυμι, ὄμνυμι, πτάρνυμι κ.ά.
β) σε -ννυμι (τα σιγμόληκτα):
ἀμφιέννυμι, κεράννυμι, σβέννυμι, σκεδάννυμι κ.ά.
γ) αλλά, ὄλλυμι.
ΠΙΝΑΚΑ΢ ΚΛΙ΢Η΢ ΣΩΝ ΢ΤΜΥΩΝΟΛΗΚΣΩΝ ΡΗΜΑΣΩΝ ΢Ε ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ
Οριστική
δείκνυμι
δείκνυς
δείκνυσι(ν)
δείκνυμεν
δείκνυτε
δεικνύασι(ν)
Οριστική
δείκνυμαι
δείκνυσαι
δείκνυται
δεικνύμεθα
δείκνυσθε
δείκνυνται
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΗ ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Τποτακτική
Ευκτική
Προστακτική
δεικνύω
δεικνύοιμι
δεικνύᾙς
δεικνύοις
δείκνυ
δεικνύᾙ
δεικνύοι
δεικνύτω
δεικνύωμεν
δεικνύοιμεν
δεικνύητε
δεικνύοιτε
δείκνυτε
δεικνύωσι(ν)
δεικνύοιεν
δεικνύντων/δεικνύτωσαν
Απαρέμφατο
Μετοχή
δεικνὺς
δεικνύναι
δεικνῦσα
δεικνὺν
Τποτακτική
δεικνύωμαι
δεικνύᾙ
δεικνύηται
δεικνυώμεθα
δεικνύησθε
δεικνύωνται
ΜΕ΢Η ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Ευκτική
Προστακτική
δεικνυοίμην
δεικνύοιο
δείκνυσο
δεικνύοιτο
δεικνύσθω
δεικνυοίμεθα
δεικνύοισθε
δείκνυσθε
δεικνύοιντο
δεικνύσθων/δεικνύσθωσαν
Απαρέμφατο
Μετοχή
δεικνύμενος
δείκνυσθαι
δεικνυμένη
δεικνύμενον
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική
ἐδείκνυν
ἐδείκνυς
ἐδείκνυ
ἐδείκνυμεν
ἐδείκνυτε
ἐδείκνυσαν
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική
ἐδεικνύμην
ἐδείκνυσο
ἐδείκνυτο
ἐδεικνύμεθα
ἐδείκνυσθε
ἐδείκνυντο
106
Πίνακες ενδεικτικού σχηματισμού και κλίσης ενεστώτα και παρατατικού συμφωνόληκτων
ρημάτων σε -μι:
ρ. ἀπόλλυμι (= καταστρέφω, χάνω)
α΄εν.
β΄εν.
α΄εν.
β΄εν.
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΗ ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Οριστική
Τποτακτική
Ευκτική
Προστακτική
ἀπόλλυμι
ἀπολλύω
ἀπολλύοιμι
ἀπόλλυς
ἀπολλύᾙς
ἀπολλύοις
ἀπόλλυ
Απαρέμφατο
Μετοχή
ἀπολλὺς
ἀπολλύναι
ἀπολλῦσα
ἀπολλὺν
ΜΕ΢Η ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Οριστική
Τποτακτική
Ευκτική
Προστακτική
ἀπόλλυμαι ἀπολλύωμαι
ἀπολλυοίμην
ἀπόλλυσαι ἀπολλύᾙ
ἀπολλύοιο
ἀπόλλυσο
Απαρέμφατο
Μετοχή
ἀπολλύμενος
ἀπόλλυσθαι
ἀπολλυμένη
ἀπολλύμενον
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική
ἀπώλλυν
ἀπώλλυς
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική
ἀπωλλύμην
ἀπώλλυσο
ρ. μείγνυμι (= σμίγω, ανακατεύω)
Οριστική
α΄ εν. μείγνυμι
β΄ εν. μείγνυς
α΄ εν.
β΄ εν.
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΗ ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Τποτακτική
Ευκτική
Προστακτική
Απαρέμφατο
Οριστική
μειγνύω
μειγνύοιμι
μειγνύναι
ἐμείγνυν
μειγνύᾙς
μειγνύοις
μείγνυ
ἐμείγνυς
Μετοχή
μειγνὺς
μειγνῦσα
μειγνὺν
ΜΕ΢Η ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική Τποτακτική
Ευκτική
Προστακτική Απαρέμφατο
Οριστική
μείγνυμαι
μειγνύωμαι
μειγνυοίμην μείγνυσθαι
ἐμειγνύμην
μείγνυσαι
μειγνύᾙ
μειγνύοιο
μείγνυσο
ἐμείγνυσο
Μετοχή
μειγνύμενος
μειγνυμένη
μειγνύμενον
107
ρ. ὄμνυμι (= ορκίζομαι)
α΄ εν.
β΄ εν.
α΄ εν.
β΄ εν.
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΗ ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική Τποτακτική
Ευκτική
Προστακτική Απαρέμφατο
Οριστική
ὄμνυμι
ὀμνύω
ὀμνύοιμι
ὀμνύναι
ὤμνυν
ὄμνυς
ὀμνύᾙς
ὀμνύοις
ὄμνυ
ὤμνυς
Μετοχή
ὀμνὺς
ὀμνῦσα
ὀμνὺν
ΜΕ΢Η ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική Τποτακτική Ευκτική
Προστακτική Απαρέμφατο
Οριστική
ὄμνυμαι
ὀμνύωμαι
ὀμνυοίμην
ὄμνυσθαι
ὠμνύμην
ὄμνυσαι
ὀμνύᾙ
ὀμνύοιο
ὄμνυσο
ὤμνυσο
Μετοχή
ὀμνύμενος
ὀμνυμένη
ὀμνύμενον
ρ. ῥώννυμι (= δυναμώνω)
α΄ εν.
β΄ εν.
α΄ εν.
β΄ εν.
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΗ ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική Τποτακτική Ευκτική
Προστακτική Απαρέμφατο
Οριστική
὆ώννυμι
὆ωννύω
὆ωννύοιμι
὆ωννύναι
ἐρρώννυν
὆ώννυς
὆ωννύᾙς
὆ωννύοις
὆ώννυ
ἐρρώννυς
Μετοχή
὆ωννὺς
὆ωννῦσα
὆ωννὺν
ΜΕ΢Η ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική Τποτακτική
Ευκτική
Προστακτική Απαρέμφατο
Οριστική
὆ώννυμαι
὆ωννύωμαι
὆ωννυοίμην ὆ώννυσθαι
὆ώννυσαι
὆ωννύᾙ
὆ωννύοιο
὆ώννυσο
Μετοχή
὆ωννύμενος
὆ωννυμένη
὆ωννύμενον
108
΢χηματισμός των άλλων χρόνων:
Σα συμφωνόληκτα ρήματα σε -μι σχηματίζουν τους υπόλοιπους χρόνους τους όπως τα
βαρύτονα συμφωνόληκτα ρήματα, ανάλογα με το χαρακτήρα του ρηματικού θέματος, χωρίς το
πρόσφυμα -νυ-,
π.χ.: ρ. δείκνυμι
Ενεργητική Υωνή
Μέλλοντας
δείξω
Αόριστος α΄
ἔδειξα
Παρακείμενος
δέδειχα
Τπερσυντέλικος
Μέση φωνή
Μέλλοντας
δείξομαι
Παθ. Μέλλοντας
δειχθήσομαι
Αόριστος α΄
ἐδειξάμην
Παθ. Αόριστος α΄
ἐδείχθην
Παρακείμενος
δέδειγμαι
Τπερσυντέλικος
ἐδεδείγμην
Κατάλογος των συνηθέστερων συμφωνόληκτων ρημάτων σε -μι:






δείκνυμι - ὄμνυμι,
μείγνυμι - πήγνυμι - ὆ήγνυμι,
εἵργνυμι - ἀνοίγνυμι και ἄρνυμαι (αποθετικό),
ὄλλυμι,
ἀμφιέννυμι - κεράννυμι,
὆ώννυμι - σβέννυμι - σκεδάννυμι.
Κανόνας τονισμού:
Σα συμφωνόληκτα ρήματα σε -μι όταν είναι σύνθετα τονίζονται όπως και απλά.
109
ΡΗΜΑΣΑ ΢Ε -μι: Υωνηεντόληκτα

Σα φωνηεντόληκτα ρήματα σε -μι σχηματίζονται στον ενεστώτα και στον παρατατικό
ως εξής: ενεστωτικός αναδιπλασιασμός - ρηματικό θέμα - κατάληξη -μι / -μαι:
π.χ.:
ρ. δίδωμι < δί-δω-μι (ε.φ.) και δίδομαι < δί-δο-μαι (μ.φ.)
ρ. πίμπρημι < πί-πρη-μι (ε.φ.) και πίμπραμαι < πί-πρα-μαι (μ.φ.)

Σα ρήματα ἵστημι, τίθημι, ἵημι, δίδωμι σχηματίζουν αόριστο β΄ και διαφέρουν στην
κλίση του από τα ρήματα σε -ω.

Κατάλογος συνηθέστερων φωνηεντόληκτων ρημάτων σε -μι:
ἵστημι, τίθημι, ἵημι, δίδωμι
ὀνίνημι, πίμπρημι, πίμπλημι
ἄγαμαι, δύναμαι, ἐπίσταμαι (αποθετικά)
ΠΙΝΑΚΕ΢ ΚΛΙ΢Η΢ ΣΩΝ ΡΗΜΑΣΩΝ: ἵστημι, τίθημι, ἵημι, δίδωμι.
θ. στη-, στα-
ἵστημι
ἵστης
ἵστησι(ν)
ἵσταμεν
ἵστατε
ἱστ᾵σι(ν)
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΗ ΥΩΝΗ
θ. θη-, θεθ. ἡ-, ἑΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Οριστική
τίθημι
ἵημι
τίθης / (τιθεῖς)
ἵης / (ἱεῖς)
τίθησι(ν)
ἵησι(ν)
τίθεμεν
ἵεμεν
τίθετε
ἵετε
τιθέασι(ν)
ἱ᾵σι(ν)
Τποτακτική
ἱῶ
ἱᾜς
ἱᾜ
ἱῶμεν
ἱᾛτε
ἱῶσι(ν)
ἱστῶ
ἱστᾜς
ἱστᾜ
ἱστῶμεν
ἱστᾛτε
ἱστῶσι(ν)
τιθῶ
τιθᾜς
τιθᾜ
τιθῶμεν
τιθᾛτε
τιθῶσι(ν)
ἱσταίην
ἱσταίης
ἱσταίη
ἱσταίημεν / (ἱσταῖμεν)
ἱσταίητε / (ἱσταῖτε)
ἱσταίησαν / (ἱσταῖεν)
Ευκτική
τιθείην
ἱείην
τιθείης
ἱείης
τιθείη
ἱείη
τιθείημεν / (τιθεῖμεν) ἱείημεν / (ἱεῖμεν)
τιθείητε / (τιθεῖτε)
ἱείητε / (ἱεῖτε)
τιθείησαν / (τιθεῖεν) ἱείησαν / (ἱεῖεν)
θ. δω-, δο-
δίδωμι
δίδως
δίδωσι(ν)
δίδομεν
δίδοτε
διδόασι(ν)
διδῶ
διδῷς
διδῷ
διδῶμεν
διδῶτε
διδῶσι(ν)
διδοίην
διδοίης
διδοίη
διδοίημεν / (διδοῖμεν)
διδοίητε / (διδοῖτε)
διδοίησαν / (διδοῖεν)
110
Προστακτική
ἵστη
τίθει
ἵει
δίδου
ἱστάτω
τιθέτω
ἱέτω
διδότω
ἵστατε
τίθετε
ἵετε
δίδοτε
ἱστάντων / (ἱστάτωσαν)τιθέντων / (τιθέτωσαν)ἱέντων / (ἱέτωσαν)διδόντων / (διδότωσαν)
ἱστάναι
ἱστὰς
ἰστ᾵σα
ἱστὰν
ἵστην
ἵστης
ἵστη
ἵσταμεν
ἵστατε
ἵστασαν
τιθέναι
Απαρέμφατο
ἱέναι
τιθεὶς
τιθεῖσα
τιθὲν
Μετοχή
ἱεὶς
ἱεῖσα
ἱὲν
ἐτίθην
ἐτίθεις
ἐτίθει
ἐτίθεμεν
ἐτίθετε
ἐτίθεσαν
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική
ἵην
ἵεις
ἵει
ἵεμεν
ἵετε
ἵεσαν
ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Β΄
θ. στη-, σταθ. θη-, θεθ. ἡ-, ἑΟριστική
ἔστην
ἔθηκα
ἧκα
ἔστης
ἔθηκας
ἧκας
ἔστη
ἔθηκε
ἧκε
ἔστημεν
ἔθεμεν
εἷμεν
ἔστητε
ἔθετε
εἷτε
ἔστησαν
ἔθεσαν
εἷσαν
Τποτακτική
στῶ
θῶ
ὧ
στᾜς
θᾜς
ᾗς
στᾜ
θᾜ
ᾗ
στῶμεν
θῶμεν
ὧμεν
στᾛτε
θᾛτε
ἧτε
στῶσι(ν)
θῶσι(ν)
ὧσι(ν)
Ευκτική
σταίην
θείην
εἵην
σταίης
θείης
εἵης
σταίη
θείη
εἵη
σταίημεν / (σταῖμεν) θείημεν / (θεῖμεν) εἵημεν / (εἷμεν)
σταίητε / (σταῖτε)
θείητε / (θεῖτε)
εἵητε / (εἷτε)
σταίησαν / (σταῖεν) θείησαν / (θεῖεν) εἵησαν / (εἷεν)
διδόναι
διδοὺς
διδοῦσα
διδὸν
ἐδίδουν
ἐδίδους
ἐδίδου
ἐδίδομεν
ἐδίδοτε
ἐδίδοσαν
θ. δω-, δοἔδωκα
ἔδωκας
ἔδωκε
ἔδομεν
ἔδοτε
ἔδοσαν
δῶ
δῷς
δῷ
δῶμεν
δῶτε
δῶσι(ν)
δοίην
δοίης
δοίη
δοίημεν / (δοῖμεν)
δοίητε / (δοῖτε)
δοίησαν / (δοῖεν)
111
Προστακτική
στ῅θι
θὲς
ἓς
δὸς
στήτω
θέτω
ἕτω
δότω
στᾛτε
θέτε
ἕτε
δότε
στάντων / (στήτωσαν)θέντων / (θέτωσαν)ἕντων / (ἕτωσαν)δόντων / (δότωσαν
στᾛναι
στὰς
στ᾵σα
στὰν
θεῖναι
Απαρέμφατο
εἷναι
δοῦναι
θεὶς
θεῖσα
θὲν
Μετοχή
εἳς
εἷσα
ἓν
δοὺς
δοῦσα
δὸν
Παρατήρηση:
Ο αόριστος β΄ ἔστην είναι ενεργητικός με μέση και παθητική σημασία.
θ. στα-
ἵσταμαι
ἵστασαι
ἵσταται
ἱστάμεθα
ἵστασθε
ἵστανται
ΜΕ΢Η ΥΩΝΗ
θ. θεθ. ἑΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Οριστική
τίθεμαι
ἵεμαι
τίθεσαι
ἵεσαι
τίθεται
ἵεται
τιθέμεθα
ἱέμεθα
τίθεσθε
ἵεσθε
τίθενται
ἵενται
ἱστῶμαι
ἱστᾜ
ἱστᾛται
ἱστώμεθα
ἱστᾛσθε
ἱστῶνται
τιθῶμαι
τιθᾜ
τιθᾛται
τιθώμεθα
τιθᾛσθε
τιθῶνται
Τποτακτική
ἱῶμαι
ἱᾜ
ἱᾛται
ἱώμεθα
ἱᾛσθε
ἱῶνται
ἱσταίμην
ἱσταῖο
ἱσταῖτο
ἱσταίμεθα
ἱσταῖσθε
ἱσταῖντο
τιθείμην
τιθεῖο
τιθεῖτο
τιθείμεθα
τιθεῖσθε
τιθεῖντο
Ευκτική
ἱείμην
ἱεῖο
ἱεῖτο
ἱείμεθα
ἱεῖσθε
ἱεῖντο
θ. δο-
δίδομαι
δίδοσαι
δίδοται
διδόμεθα
δίδοσθε
δίδονται
διδῶμαι
διδῷ
διδῶται
διδώμεθα
διδῶσθε
διδῶνται
διδοίμην
διδοῖο
διδοῖτο
διδοίμεθα
διδοῖσθε
διδοῖντο
112
Προστακτική
ἵστασο / (ἵστω)
τίθεσο
ἵεσο
δίδοσο
ἱστάσθω
τιθέσθω
ἱέσθω
διδόσθω
ἵστασθε
τίθεσθε
ἵεσθε
δίδοσθε
ἱστάσθων / (ἱστάσθωσαν)τιθέσθων / (τιθέσθωσαν)ἱέσθων / (ἱέσθωσαν)διδόσθων / (διδόσθωσαν)
ἵστασθαι
ἱστάμενος
ἰσταμένη
ἱστάμενον
ἱστάμην
ἵστασο
ἵστατο
ἱστάμεθα
ἵστασθε
ἵσταντο
τίθεσθαι
τιθέμενος
τιθεμένη
τιθέμενον
ἐτιθέμην
ἐτίθεσο
ἐτίθετο
ἐτιθέμεθα
ἐτίθεσθε
ἐτίθεντο
Απαρέμφατο
ἵεσθαι
Μετοχή
ἱέμενος
ἱεμένη
ἱέμενον
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική
ἱέμην
ἵεσο
ἵετο
ἱέμεθα
ἵεσθε
ἵεντο
ἐθέμην
ἔθου
ἔθετο
ἐθέμεθα
ἔθεσθε
ἔθεντο
ΑΟΡΙ΢ΣΟ΢ Β΄
θ. ἑΟριστική
εἵμην
εἷσο
εἷτο
εἵμεθα
εἷσθε
εἷντο
ἐδόμην
ἔδου
ἔδοτο
ἐδόμεθα
ἔδοσθε
ἔδοντο
θῶμαι
θᾜ
θᾛται
θώμεθα
θᾛσθε
θῶνται
Τποτακτική
ὧμαι
ᾗ
ἧται
ὥμεθα
ἧσθε
ὧνται
δῶμαι
δῷ
δῶται
δώμεθα
δῶσθε
δῶνται
θ. θε-
θ. δο-
δίδοσθαι
διδόμενος
διδομένη
διδόμενον
ἐδιδόμην
ἐδίδοσο
ἐδίδοτο
ἐδιδόμεθα
ἐδίδοσθε
ἐδίδοντο
113
θείμην
θεῖο
θείτο
θείμεθα
θεῖσθε
θεῖντο
Ευκτική
εἵμην
εἷο
εἷτο
εἵμεθα
εἷσθε
εἷντο
δοίμην
δοῖο
δοῖτο
δοίμεθα
δοῖσθε
δοῖντο
Προστακτική
θοῦ
οὗ
δοῦ
θέσθω
ἕσθω
δόσθω
θέσθε
ἕσθε
δόσθε
θέσθων / (θέσθωσαν)ἕσθων / (ἕσθωσαν)δόσθων / (δόσθωσαν)
θέσθαι
Απαρέμφατο
ἕσθαι
δόσθαι
θέμενος
θεμένη
θέμενον
Μετοχή
ἕμενος
ἑμένη
ἕμενον
δόμενος
δομένη
δόμενον
Παρατήρηση:
Οι τύποι της υποτακτικής ενεστώτα ενεργητικής και μέσης φωνής είναι συνηρημένοι.
΢ΦΗΜΑΣΙ΢ΜΟ΢ ΣΩΝ ΑΛΛΩΝ ΦΡΟΝΩΝ
Οι άλλοι χρόνοι των ρημάτων ἵστημι, τίθημι, ἵημι και δίδωμι σχηματίζονται ως εξής:
Μέλλοντας
Αόριστος α΄
Παρακείμενος
Τπερσυντέλικος
Ενεργητική Υωνή
ρ. ἵστημι
ρ. τίθημι
στήσω
θήσω
ἔστησα
στήσας ἔχω
τέθηκα / τέθεικα
στήσας εἶχον
ἐτεθήκειν
ρ. ἵημι
ἥσω
εἷκα
εἵκειν
ρ. δίδωμι
δώσω
δέδωκα
ἐδεδώκειν
Μέλλοντας
Παθ. Μέλλοντας
Αόριστος α΄
Παθ. Αόριστος α΄
Παρακείμενος
Τπερσυντέλικος
Μέση φωνή
στήσομαι
θήσομαι
σταθήσομαι
τεθήσομαι
ἐστησάμην
ἐστάθην
ἐτέθην
ἕστηκα
τέθειμαι / κεῖμαι
ἑστήκειν / εἱστήκειν ἐκείμην
ἥσομαι
ἐθήσομαι
εἵθην
εἷμαι
εἷμην
δώσομαι
δοθήσομαι
ἐδόθην
δέδομαι
ἐδεδόμην
114
Πίνακες ενδεικτικού σχηματισμού και κλίσης σύνθετων φωνηεντόληκτων ρημάτων σε –μι, σε
ενεστώτα και παρατατικό:
ρ. παρίστημι (= παρίσταμαι, βοηθώ)
Οριστική
α΄εν παρίστημι
β΄εν.παρίστης
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΗ ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Τποτακτική
Ευκτική
Προστακτική
Οριστική
παριστῶ
παρισταίην
παρίστην
παριστᾜς
παρισταίης
παρίστη
παρίστης
Απαρέμφατο
παριστάναι
Οριστική
α΄εν παρίσταμαι
β΄εν.παρίστασαι
ΜΕ΢Η ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Τποτακτική
Ευκτική
παριστῶμαι παρισταίμην
παριστᾜ
παρισταῖο
Απαρέμφατο
παρίστασθαι
Μετοχή
παριστὰς
παριστ᾵σα
παριστὰν
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Προστακτική
Οριστική
παριστάμην
παρίστασο
παρίστασο
Μετοχή
παριστάμενος
παρισταμένη
παριστάμενον
ρ. ἀνατίθημι (= αναθέτω, αφιερώνω κ.ά.)
Οριστική
α΄εν ἀνατίθημι
β΄εν. ἀνατίθης /
(ἀνατιθεῖς)
Οριστική
α΄εν ἀνατίθεμαι
β΄εν. ἀνατίθεσαι
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΗ ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Τποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο
ἀνατιθῶ
ἀνατιθείην ἀνατιθέναι
ἀνατιθᾜς
ἀνατιθείης ἀνατίθει
Μετοχή
ἀνατιθεὶς
ἀνατιθεῖσα
ἀνατιθὲν
ΜΕ΢Η ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Τποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο
ἀνατιθῶμαι ἀνατιθείμηνἀνατίθεσθαι
ἀνατιθᾜ
ἀνατιθεῖο ἀνατίθεσο
Μετοχή
ἀνατιθέμενος
ἀνατιθεμένη
ἀνατιθέμενον
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική
ἀνετίθην
ἀνετίθεις
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική
ἀνετιθέμην
ἀνετίθεσο
115
ρ. ἀφίημι (= αφήνω, απολύω, απαλλάσσω κ.ά.)
α΄εν.
β΄ εν.
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΗ ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
ΟριστικήΤποτακτική Ευκτική ΠροστακτικήΑπαρέμφατο
Οριστική
ἀφίημι ἀφιῶ
ἀφιείην ἀφιέναι
ἀφίην
ἀφίης
ἀφιᾜς
ἀφιείης ἀφίει
ἀφίεις
Μετοχή
ἀφιεὶς
ἀφιεῖσα
ἀφιὲν
α΄εν.
β΄εν.
ΜΕ΢Η ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
ΟριστικήΤποτακτική Ευκτική ΠροστακτικήΑπαρέμφατο
Οριστική
ἀφίεμαι ἀφιῶμαι
ἀφιείμηνἀφίεσθαι
ἀφιέμην
ἀφίεσαι ἀφιᾜ
ἀφιεῖο ἀφίεσο
ἀφίεσο
Μετοχή
ἀφιέμενος
ἀφιεμένη
ἀφιέμενον
ρ. παραδίδωμι (= παραδίδω)
Οριστική
α΄εν. παραδίδωμι
β΄εν. παραδίδως
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΗ ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Τποτακτική
Ευκτική
Προστακτική
Οριστική
παραδιδῶ
παραδιδοίην παρεδίδουν
παραδιδ῵ς
παραδιδοίης παραδίδου
παρεδίδους
Απαρέμφατο
παραδιδόναι
Οριστική
α΄εν. παραδίδομαι
β΄εν. παραδίδοσαι
Μετοχή
παραδιδοὺς
παραδιδοῦσα
παραδιδὸν
ΜΕ΢Η ΥΩΝΗ
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Τποτακτική
Ευκτική
Προστακτική
Οριστική
παραδιδῶμαι παραδιδοίμην
παρεδιδόμην
παραδιδ῵
παραδιδοῖο
παραδίδοσο
παρεδίδοσο
Απαρέμφατο
Μετοχή
παραδιδόμενος
παραδίδοσθαι παραδιδομένη
παραδιδόμενον
116
Πίνακες ενδεικτικού σχηματισμού και κλίσης σύνθετων φωνηεντόληκτων ρημάτων σε –μι, στον
αόριστο β΄:
ρ. ἐνδίδωμι (= υποχωρὠ κ.ά.)
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΗ ΥΩΝΗ
Οριστική Τποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή
α΄ εν.ἐνέδωκα
ἐνδῶ
ἐνδοίην ἐνδοὺς
β΄ εν. ἐνέδωκας ἐνδ῵ς
ἐνδοίης ἔνδος
ἐνδοῦναι
ἐνδοῦσα
ἐνδὸν
ΜΕ΢Η ΥΩΝΗ
Οριστική Τποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή
α΄ εν.ἐνεδόμην ἐνδῶμαι
ἐνδοίμην ἐνδόμενος
β΄ εν. ἐνέδου
ἐνδ῵
ἐνδοῖο
ἐνδοῦ
ἐνδόσθαι
ἐνδομένη
ἐνδόμενον
ρ. ἀνίστημι (= στήνω όρθιο, αναστατώνω κ.ά.)
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΗ ΥΩΝΗ
Οριστική Τποτακτική
Ευκτική
Προστακτική
Απαρέμφατο Μετοχή
α΄ εν. ἀνέστην
ἀναστῶ
ἀνασταίην
ἀναστὰς
β΄ εν. ἀνέστης
ἀναστᾜς
ἀνασταίης
ἀνάστηθι
ἀναστᾛναι
ἀναστ᾵σα
ἀναστὰν
Παρατήρηση:
Ο αόριστος β΄ ἀνέστην είναι ενεργητικός με μέση και παθητική σημασία.
ρ. διατίθημι (= διευθετώ, διαθέτω κ.ά. )
α΄ εν.
β΄ εν.
α΄ εν.
β΄ εν.
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΗ ΥΩΝΗ
Οριστική Τποτακτική Ευκτική
Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή
διέθηκα
διαθῶ
διαθείην
διαθεὶς
διέθηκας
διαθᾜς
διαθείης
διάθες
διαθεῖναι
διαθεῖσα
διαθὲν
ΜΕ΢Η ΥΩΝΗ
Οριστική Τποτακτική Ευκτική
Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή
διεθέμην
διαθῶμαι
διαθείμην διαθέμενος
διέθου
διαθᾜ
διαθεῖο
διάθου
διαθέσθαι
διαθεμένη
διαθέμενον
ρ. ἀφίημι (= αφήνω, απολύω, απαλλάσσω κ.ά.)
α΄ εν.
β΄ εν.
α΄ εν.
β΄ εν.
ΕΝΕΡΓΗΣΙΚΗ ΥΩΝΗ
Οριστική Τποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή
ἀφᾛκα
ἀφῶ
ἀφείην
ἀφεὶς
ἀφᾛκας
ἀφᾜς
ἀφείης
ἄφες
ἀφεῖναι
ἀφεῖσα
ἀφὲν
ΜΕ΢Η ΥΩΝΗ
Οριστική Τποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή
ἀφείμην
ἀφῶμαι
ἀφείμην
ἀφέμενος
ἀφεῖσο
ἀφᾜ
ἀφεῖο
ἀφοῦ
ἀφέσθαι
ἀφεμένη
ἀφέμενον
117
Κανόνες τονισμού:
1. Ο ενεστώτας και παρατατικός όταν είναι σύνθετοι τονίζονται όπως και απλοί.
2. ΢την προστακτική του ενεστώτα ενεργητικής και μέσης φωνής, τα ρήματα σε –μι
όταν είναι σύνθετα με πρόθεση τονίζονται όπως και τα απλά.
π.χ.:
ἵστη →παρίστη
ἵστατε →παρίστατε
τίθεσο →ἀνατίθεσο
τίθεσθε →ἀνατίθεσθε.
3. ΢τον αόριστο β΄, τα ρήματα σε –μι όταν είναι σύνθετα με πρόθεση ανεβάζουν τον τόνο
σε β΄ενικό και β΄πληθυντικό πρόσωπο στην προστακτική ενεργητικής και μέσης
φωνής. Ποτέ όμως ο τόνος δεν ξεπερνά την τελευταία συλλαβή της πρόθεσης.
π.χ.:
θὲς →ἀπόθες, ἀπόθετε
θὲς →πρόσθες, πρόσθετε
θοῦ →ἀπόθου, ἀπόθεσθε
δὸς →παράδος, παράδοτε
δὸς →ἔκδος, ἔκδοτε
δοῦ →παράδου, παράδοσθε
ἓς →ἄφες , ἄφετε
4. ΢την προστακτική του αορίστου β΄ μέσης φωνής δεν ανεβάζουν τον τόνο:
o οι τύποι θοῦ, δοῦ όταν είναι σύνθετοι με μονοσύλλαβη πρόθεση
π.χ.:
δοῦ →προσδοῦ, προσδόσθε
θοῦ →ἐνθοῦ, ἐνθέσθε
o ο τύπος οὗ όταν είναι σύνθετος με μονοσύλλαβη πρόθεση ή με δισύλλαβη
πρόθεση που έχει πάθει έκθλιψη:
π.χ.:
οὗ →προσοῦ, προσέσθε
οὗ →ἐφοῦ, ἐφέσθε.
5. Οι ονοματικοί τύποι (απαρέμφατο και μετοχή) του αορίστου β΄ όταν είναι σύνθετοι
τονίζονται όπως και απλοί:
π.χ.:
θεῖναι →ἀναθεῖναι
θεὶς →ἀναθεὶς
118
Η ΚΛΙ΢Η ΣΩΝ ΑΟΡΙ΢ΣΩΝ Β΄: ἔβην, ἔγνων, ἔδραν, ἔφυν, ἐρρύην
Ορισμένα βαρύτονα ρήματα της α΄ συζυγίας (ρήματα σε -ω) σχηματίζουν τον αόριστο β΄ κατά τα
ρήματα σε -μι και κλίνονται όπως ο αόριστος ἔστην.
Παραδείγματα:
ρ. βαίνω (θ.ισχυρό βη-, θ.αδύνατο βα-)
Οριστική
ἔβην
ἔβης
ἔβη
ἔβημεν
ἔβητε
ἔβησαν
Τποτακτική
βῶ
βᾜς
βᾜ
βῶμεν
βᾛτε
βῶσι(ν)
Ευκτική
βαίην
βαίης
βαίη
βαίημεν / βαῖμεν
βαίητε / βαῖτε
βαίησαν / βαῖεν
Προστακτική
βᾛθι
βήτω
βᾛτε
βάντων / βήτωσαν
Απαρέμφατο Μετοχή
βᾛναι
βὰς
β᾵σα
βὰν
ρ. γιγνώσκω (θ. ισχυρό γνω-, θ.αδύνατο γνο-)
Οριστική
ἔγνων
ἔγνως
ἔγνω
ἔγνωμεν
ἔγνωτε
ἔγνωσαν
Τποτακτική
γνῶ
γν῵ς
γν῵
γνῶμεν
γνῶτε
γνῶσι(ν)
Ευκτική
γνοίην
γνοίης
γνοίη
γνοίημεν / γνοῖμεν
γνοίητε / γνοῖτε
γνοίησαν / γνοῖεν
Προστακτική
γνῶθι
γνώτω
γνῶτε
γνόντων / γνώτωσαν
Απαρέμφατο Μετοχή
γνῶναι
γνοὺς
γνοῦσα
γνὸν
ρ. (ἀπο) διδράσκω (θ.ισχυρό δρᾱ-, θ.αδύνατο δρᾰ-)
Οριστική
(ἀπ)έδραν
(ἀπ)έδρας
(ἀπ)έδρα
(ἀπ)έδραμεν
(ἀπ)έδρατε
(ἀπ)έδρασαν
Απαρέμφατο
(ἀπο)δρ᾵ναι
Τποτακτική
(ἀπο)δρῶ
(ἀπο)δρᾶς
(ἀπο)δρᾶ
(ἀπο)δρῶμεν
(ἀπο)δρ᾵τε
(ἀπο)δρῶσι(ν)
Μετοχή
(ἀπο)δρὰς
(ἀπο)δρ᾵σα
(ἀπο)δρὰν
Ευκτική
Προστακτική
(ἀπο)δραίην
(ἀπο)δραίης
(ἀπό)δραθι
(ἀπο)δραίη
(ἀπο)δράτω
(ἀπο)δραίημεν / (ἀπο)δραῖμεν (ἀπο)δραίητε / (ἀπο)δραῖτε
(ἀπό)δρατε
(ἀπο)δραίησαν/ (ἀπο)δραῖεν (ἀπο)δράντων / (ἀπο)δράτωσαν
119
ρ. φύομαι (θ.ισχυρό φῡ-, θ.αδύνατο φῠ-)
Οριστική
Τποτακτική
ἔφυν
ἔφυς
ἔφυ
ἔφυμεν
ἔφυτε
ἔφυν
φύω
φύᾙς
φύᾙ
φύωμεν
φύητε
φύωσι(ν)
Ευκτική (σπάνια
χρησιμοποιείται)
φύοιμι
φύοις
φύοι (φύη / φυίη)
φύοιμεν
φύοιτε
φύοιεν
Προστακτική
Απαρέμφατο
Μετοχή
φῦναι
φὺς
φῦσα
φὺν
-
ρ. ῥέω (θ.ισχυρό ῥυη-, θ.αδύνατο ῥυε-)
Οριστική
Τποτακτική
ἐρρύην
ἐρρύης
ἐρρύη
ἐρρύημεν
ἐρρύητε
ἐρρύησαν
὆υῶ
὆υᾜς
὆υᾜ
὆υῶμεν
὆υᾛτε
὆υῶσι(ν)
Ευκτική (σπάνια
χρησιμοποιείται)
὆υείην
὆υείης
὆υείη
὆υείημεν / ὆υεῖμεν
὆υείητε / ὆υεῖτε
὆υείησαν / ὆υεῖεν
Προστακτική
Απαρέμφατο
Μετοχή
὆υᾛναι
὆υεὶς
὆υεῖσα
὆υὲν
-
Ενδεικτικός σχηματισμός των σύνθετων ρημάτων:
ρ.διαβαίνω
α΄εν.
β΄εν.
Οριστική
διέβην
διέβης
Τποτακτική
διαβῶ
διαβᾜς
Ευκτική
διαβαίην
διαβαίης
Προστακτική
διάβηθι
Απαρέμφατο
διαβᾛναι
Μετοχή
διαβὰς
διαβ᾵σα
διαβὰν
ρ. καταγιγνώσκω
α΄εν.
β΄εν.
ΟριστικήΤποτακτική
κατέγνωνκαταγνῶ
κατέγνως κατααγν῵ς
Ευκτική
καταγνοίην
καταγνοίης
Προστακτική
κατάγνωθι
ΑπαρέμφατοΜετοχή
καταγνοὺς
καταγνῶναι καταγνοῦσα
καταγνὸν
120
Παρατηρήσεις σχετικές με τον τονισμό:
1. Όταν τα ρήματα αυτά είναι σύνθετα, στην προστακτική ενεργητικής και μέσης φωνής,
ανεβάζουν τον τόνο εάν το επιτρέπει η λήγουσα.
π.χ.: ρ. ἀποδιδράσκω →ἀπόδραθι, ἀποδράτω, ἀπόδρατε, ἀποδράντων.
ρ. ἀποβαίνω →ἀπόβηθι, ἀποβήτω, ἀπόβητε, ἀποβάντων.
2. Οι ονοματικοί τύποι όπου τονίζονται απλοί, εκεί τονίζονται και σύνθετοι.
π.χ.: ρ. φύομαι →φῦναι, φὺς
ρ. ἀναφύομαι →ἀναφῦναι, ἀναφὺς
Κατάλογος των ρημάτων που σχηματίζουν αόριστο β΄ κατά τα ρήματα σε -μι:
Ενεστώτας
ἁλίσκομαι
βαίνω
γηράσκω
γιγνώσκω
(ἀπο)διδράσκω
δύομαι
ζήω,-ῶ
὆έω
φθάνω
φύομαι
Αόριστος β΄
ἑάλων / ἥλων
ἔβην
ἐγήραν
ἔγνων
(ἀπ)έδραν
ἔδυν
ἐβίων
ἐρρύην
ἔφθην
ἔφυν
Παρατηρήσεις:
1. Μόνο τα ρήματα βαίνω, γιγνώσκω και διδράσκω σχηματίζουν αόριστο β΄ σε όλες τις
εγκλίσεις.
2. Οι αόριστοι β΄ ἔφθην, ἐρρύην, ἑάλων, ἐβίων και ἔφυν δε σχηματίζουν προστακτική.
3. Ο αόριστος ἔδυν δε σχηματίζει ευκτική.
4. Ο αόριστος ἐγήραν σχηματίζει μόνο οριστική και ονοματικούς τύπους.
121
Η ΚΛΙ΢Η ΣΩΝ ΡΗΜΑΣΩΝ εἶμι, φημί, οἶδα
Σα ρήματα εἶμι, φημὶ και οἶδα κλίνονται εν μέρει σύμφωνα με τα ρήματα σε –μι όμως
παρουσιάζουν διάφορες ανωμαλίες.
Α. Ρήμα εἶμι (θ. ισχυρό εἰ-, θ. αδύνατο ἰ-) (= θα πάω):
Οριστική
εἶμι
εἶ
εἶσι(ν)
ἴμεν
ἴτε
ἴασι(ν)
Τποτακτική
ἴω
ἴᾙς
ἴᾙ
ἴωμεν
ἴητε
ἴωσι(ν)
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Ευκτική
Προστακτική
ἴοιμι/ἰοίην ἴοις/ἰοίης
ἴθι
ἴοι/ἰοίη
ἴτω
ἴοιμεν
ἴοιτε
ἴτε
ἴοιεν
ἰόντων/ἴτωσαν
Απαρέμφατο
ἰέναι
Μετοχή
ἰὼν
ἰοῦσα
ἰὸν
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική
ᾖα/ᾔειν
ᾔεις/ᾔεισθα
ᾔει
ᾖμεν
ᾖτε
ᾖσαν/ᾔεσαν
Παρατηρήσεις:
1. Η οριστική ενεστώτα του εἶμι χρησιμοποιείται ως οριστική μέλλοντα του ρήματος
ἔρχομαι και ο παρατατικός του εἶμι χρησιμοποιείται ως παρατατικός του ρήματος
ἔρχομαι. Σο ρήμα ἔρχομαι αναπληρώνεται στην υποτακτική, ευκτική, προστακτική,
απαρέμφατο και μετοχή ενεστώτα από τους τύπους του εἶμι.
2. Οι αρχικοί χρόνοι του ρήματος ἔρχομαι είναι οι εξής:
Αρχικοί χρόνοι
Ενεστώτας
ἔρχομαι
Παρατατικός
ᾖα/ἤειν
Μέλλοντας
εἶμι
Αόριστος β'
ἦλθον
Παρακείμενος
ἐλήλυθα
Τπερσυντέλικος
ἐληλύθειν
3. Οι σύνθετοι τύποι της οριστικής και προστακτικής ενεστώτα του εἶμι ανεβάζουν τον
τόνο εάν το επιτρέπει η λήγουσα.
π.χ.: εἶμι → πάρειμι, πάρει κ.λπ.
ἴθι → πάριθι, παρίτω κ.λπ.
Β. Ρήμα φημὶ (θ. ισχυρό φη-, θ. αδύνατο φᾰ-) (= λέω, ισχυρίζομαι, συμφωνώ):
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
ΟριστικήΤποτακτική
Ευκτική
Προστακτική
φημὶ
φῶ
φαίην
φὴς/φᾘς φᾜς
φαίης
φάθι
φησὶ(ν) φᾜ
φαίη
φάτω
φαμὲν
φῶμεν
φαίημεν/(φαῖμεν) φατὲ
φᾛτε
φαίητε/(φαῖτε)
φάτε
φασὶ(ν) φῶσι(ν)
φαίησαν/(φαῖεν)
φάντων/φάτωσαν
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Απαρέμφατο
Οριστική
φάναι
ἔφην
Μετοχή
ἔφησθα/ἔφης
ἔφη
φάσκων
ἔφαμεν
φάσκουσα
ἔφατε
φάσκον
ἔφασαν
122
Παρατηρήσεις:
1. Ο παρατατικός καθώς και η υποτακτική, η ευκτική και το απαρέμφατο ενεστώτα του
ρήματος φημί, έχουν σημασία αορίστου.
2.
α. Όταν το ρήμα φημὶ έχει τη σημασία του «λέω», σχηματίζει:
μέλλοντα: λέξω/ἐρῶ
αόριστο α΄: εἶπα
αόριστο β΄: εἶπον
β. Όταν το ρήμα φημὶ έχει τη σημασία του «συμφωνώ» ή «ισχυρίζομαι», σχηματίζει:
μέλλοντα: φήσω
αόριστο α΄: ἔφησα
3. Οι δισύλλαβοι τύποι της οριστικής ενεστώτα του ρήματος φημὶ είναι εγκλιτικοί.
π.χ.
Ἐγὼ δέ φημι πρῶτα μὲν δᾛμον ξύμπαν ὠνομάσθαι, ὀλιγαρχίαν δὲ μέρος.
Σιτρώσκει διὰ τοῦ θώρακος, ὥς φησι Κτησίας ὁ ἰατρός.
Ἡμεῖς δὲ μηδίσαι μὲν αὐτοὺς οὔ φαμεν.
Ἃ δὲ τελευταῖά φατε ἀδικηθᾛναι.
Αὐτὸς δ’ εἰσελθὼν εἶπε τοῖς περὶ Ἀρχίαν ὅτι οὐκ ἄν φασιν εἰσελθεῖν αἱ γυναῖκες.
4. Οι σύνθετοι τύποι της οριστικής και προστακτικής ενεστώτα του φημὶ ανεβάζουν τον
τόνο εάν το επιτρέπει η λήγουσα.
π.χ.: φημὶ → κατάφημι, κατάφης κ.λπ.
φάθι → κατάφαθι, καταφάτω κ.λπ.
5. Οι αρχικοί χρόνοι του ρήματος φημὶ είναι οι εξής:
Αρχικοί χρόνοι
Ενεστώτας
φημὶ
Παρατατικός
ἔφην
Μέλλοντας
φήσω
Αόριστος β'
ἔφησα
Παρακείμενος
-
Τπερσυντέλικος
-
Γ. Σο ρήμα οἶδα (θ. ισχυρό εἰδ-/οἰδ-, θ. αδύνατο ἰδ-) (= γνωρίζω):
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
ΟριστικήΤποτακτική
Ευκτική
Προστακτική
οἶδα
εἰδῶ
εἰδείην
οἶσθα
εἰδᾜς
εἰδείης
ἴσθι
οἶδε
εἰδᾜ
εἰδείη
ἴστω
ἴσμεν
εἰδῶμεν
εἰδείημεν/(εἰδεῖμεν) ἴστε
εἰδᾛτε
εἰδείητε/(εἰδεῖτε)
ἴστε
ἴσασι(ν) εἰδῶσι(ν)
εἰδείησαν/(εἰδεῖεν) ἴστων/ἴστωσαν
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Απαρέμφατο
Οριστική
εἰδέναι
ᾔδειν/ᾔδη
Μετοχή
ᾔδεις/ᾔδησθα
ᾔδει/ᾔδειν
εἰδὼς
ᾔδεμεν/ᾖσμεν
εἰδυῖα
ᾔδετε/ᾖστε
εἰδὸς
ᾔδεσαν/ᾖσαν
123
Παρατηρήσεις:
1. Σο ρήμα οἶδα είναι παρακείμενος β΄ του άχρηστου ρήματος εἴδω και έχει σημασία
ενεστώτα.
2. Ο υπερσυντέλικος ᾔδειν/ᾔδη κ.λπ. έχει σημασία παρατατικού.
3. Οι σύνθετοι τύποι της οριστικής και προστακτικής ενεστώτα του οἶδα ανεβάζουν τον
τόνο εάν το επιτρέπει η λήγουσα.
π.χ.: οἶδα →πρόοιδα, πρόοισθα κ.λπ.
ἴσθι →πρόισθι, προΐστω κ.λπ.
4. Ο αόριστος β΄, ο παρακείμενος και ο υπερσυντέλικος αναπληρώνονται από το ρήμα
γιγνώσκω. Οι αρχικοί χρόνοι λοιπόν του ρήματος οἶδα είναι οι εξής:
Αρχικοί χρόνοι
Ενεστώτας
οἶδα
Παρατατικός
ᾔδειν/ᾔδησθα
Μέλλοντας
εἰδήσω/εἴσομαι
Αόριστος β'
ἔγνων
Παρακείμενος
ἔγνωκα
Τπερσυντέλικος ἐγνώκειν
΢χηματισμός και κλίση των σύνθετων ρημάτων ἄπειμι, ἀπόφημι, σύνοιδα:
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Οριστική Τποτακτική
Ευκτική
Προστακτική
ἄπειμι
ἀπίω
ἀπίοιμι/ἀπιοίην ἄπει
ἀπίᾙς
ἀπίοις/ἀπιοίης
ἄπιθι
ἄπεισι(ν) ἀπίᾙ
ἀπίοι/ἀπιοίη
ἀπίτω
ἄπιμεν
ἀπίωμεν
ἀπίοιμεν
ἄπιτε
ἀπίητε
ἀπίοιτε
ἄπιτε
ἀπίασι(ν) ἀπίωσι(ν)
ἀπίοιεν
ἀπιόντων/ἀπίτωσαν
Οριστική
ἀπόφημι
ἀπόφης/ἀπόφᾙς
ἀπόφησι(ν)
ἀπόφαμεν
ἀπόφατε
ἀπόφασι(ν)
Τποτακτική
ἀποφῶ
ἀποφᾜς
ἀποφᾜ
ἀποφῶμεν
ἀποφᾛτε
ἀποφῶσι(ν)
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Ευκτική
ἀποφαίην
ἀποφαίης
ἀποφαίη
ἀποφαίημεν/(ἀποφαῖμεν)
ἀποφαίητε/(ἀποφαῖτε)
ἀποφαίησαν/(ἀποφαῖεν)
Απαρέμφατο
ἀποφάναι
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Απαρέμφατο
Οριστική
ἀπιέναι
ἀπᾜα/ἀπᾚειν
Μετοχή
ἀπήεις/ἀπᾚεισθα
ἀπᾚει
ἀπιὼν
ἀπᾜμεν
ἀπιοῦσα
ἀπᾜτε
ἀπιὸν
ἀπᾜσαν/ἀπᾚεσαν
Προστακτική
ἀπόφαθι
ἀποφάτω
ἀπόφατε
ἀποφάντων/
ἀποφάτωσαν
Μετοχή
ἀποφάσκων
ἀποφάσκουσα
ἀποφάσκον
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική
ἀπέφην
ἀπέφησθα/ἀπέφης
ἀπέφη
ἀπέφαμεν
ἀπέφατε
ἀπέφασαν
124
Οριστική
σύνοιδα
σύνοισθα
σύνοιδε
σύνισμεν
σύνιστε
συνίσασι(ν)
Τποτακτική
συνειδῶ
συνειδᾜς
συνειδᾜ
συνειδῶμεν
συνειδᾛτε
συνειδῶσι(ν)
ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ΢
Ευκτική
συνειδείην
συνειδείης
συνειδείη
συνειδείημεν/(συνειδεῖμεν)
συνειδείητε/(συνειδεῖτε)
συνειδείησαν/(συνειδεῖεν)
Απαρέμφατο
συνειδέναι
Προστακτική
σύνισθι
συνίστω
σύνιστε
συνίστων/
συνίστωσαν
ΠΑΡΑΣΑΣΙΚΟ΢
Οριστική
συνᾚδειν/συνᾚδη
συνήδεις/συνᾚδησθα
συνᾚδει/συνᾚδειν
συνᾚδεμεν/συνᾜσμεν
συνᾚδετε/συνᾜστε
συνᾚδεσαν/συνᾜσαν
Μετοχή
συνειδὼς
συνειδυῖα
συνειδὸς
ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXOI ΣΤΠΟΙ ΣΩΝ ΡΗΜΑΣΩΝ εἶμι, εἰμί, ἵημι, φημί, οἶδα
Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται προκειμένου να μη γίνει σύγχυση ανάμεσα στους όμοιους ή
ομόηχους τύπους που παρουσιάζουν τα ρήματα εἶμι, εἰμί, ἵημι, φημὶ και οἶδα.
Αυτοί είναι οι εξής:
 β΄ ενικό οριστικής ενεστώτα του ρ. εἰμί: εἶ
β΄ ενικό οριστικής μέλλοντα του ρ. εἶμι: εἶ

β΄ ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρ. εἰμί: ἴσθι
β΄ ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρ. οἶδα: ἴσθι

α΄ ενικό ευκτικής ενεστώτα του ρ. εἰμί: εἴην
α΄ ενικό ευκτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵημι: εἵην

α΄ ενικό παρατατικού του ρ. ἵημι: ἵην
α΄ ενικό παρατατικού του ρ. εἶμι: ᾔειν

β΄ ενικό ευκτικής ενεστώτα του ρ. εἰμί: εἴης
β΄ ενικό ευκτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵημι: εἵης
β΄ ενικό παρατατικού του ρ. ἵημι: ἵεις
β΄ ενικό ευκτικής ενεστώτα/ μέλλοντα του ρ. εἶμι: ἴοις
β΄ ενικό οριστικής ενεστώτα του ρ. ἵημι: ἵης
β΄ ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρ. εἶμι: ἴῃς
β΄ ενικό οριστικής παρατατικού του ρ. εἶμι: ᾔεις

γ΄ ενικό ευκτικής ενεστώτα του ρ. εἰμί: εἴη
γ΄ ενικό ευκτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵημι: εἵη
γ΄ ενικό οριστικής παρατατικού του ρ. εἶμι: ᾔει
γ΄ ενικό ευκτικής ενεστώτα/ μέλλοντα του ρ. εἶμι: ἴοι
γ΄ ενικό παρατατικού του ρ. ἵημι: ἵει
γ΄ ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρ. ἵημι: ἵει
125

απαρέμφατο ενεστώτα του ρ. εἰμί: εἶναι
απαρέμφατο αορίστου β΄ του ρ. ἵημι: εἷναι

α΄ πληθυντικό ευκτικής ενεστώτα του ρ. εἰμί: εἶμεν
α΄ πληθυντικό οριστικής αορίστου β΄ του ρ. ἵημι: εἷμεν
α΄ πληθυντικό ευκτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵημι: εἷμεν
α΄ πληθυντικό παρατατικού του ρ. εἰμί: ἦμεν
α΄ πληθυντικό παρατατικού του ρ. εἶμι: ᾖμεν
α΄ πληθυντικό οριστικής μέλλοντα του ρ. εἶμι: ἴμεν

β΄ πληθυντικό ευκτικής ενεστώτα του ρ. εἰμί: εἶτε
β΄ πληθυντικό οριστικής αορίστου β΄ του ρ. ἵημι: εἷτε
β΄ πληθυντικό ευκτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵημι: εἷτε
β΄ πληθυντικό προστακτικής ενεστώτα του του ρ. εἶμι: ἴτε
β΄ πληθυντικό οριστικής μέλλοντα του ρ. εἶμι: ἴτε
β΄ πληθυντικό οριστικής παρατατικού του ρ. εἰμί: ἦτε
β΄ πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα του ρ. εἰμί: ἦτε
β΄ πληθυντικό οριστικής παρατατικού του ρ. εἶμι: ᾖτε

β΄ πληθυντικό οριστικής παρατατικού του ρ. εἰμί: ἦστε
β΄ πληθυντικό οριστικής παρατατικού του ρ. οἶδα: ᾖστε

γ΄ πληθυντικό οριστικής παρατατικού του ρ. εἰμί: ἦσαν
γ΄ πληθυντικό οριστικής παρατατικού του ρ. οἶδα: ᾖσαν
γ΄ πληθυντικό οριστικής παρατατικού του ρ. εἶμι: ᾖσαν

β΄ πληθυντικό προστακτικής ενεστώτα του ρ. εἰμί: ἔστε
γ΄ ενικό οριστικής μέλλοντα του του ρ. εἰμί: ἔσται

β΄ ενικό οριστικής ενεστώτα του ρ. φημί: φὴς/φῂς
β΄ ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρ. φημί: φῆς
126
Η ΚΛΙ΢Η ΣΩΝ ΡΗΜΑΣΩΝ: ἐπίσταμαι, δύναμαι, μέμνημαι, κεῖμαι, κάθημαι
Ρήμα: ἐπίσταμαι (= γνωρίζω καλά), (θ. ἐπι-στη-, ἐπι-στᾰ-).
Σο ρήμα ἐπίσταμαι κλίνεται στον ενεστώτα και τον παρατατικό κατά το ρήμα ἵστημι - ἵσταμαι.
Ενεστ.
Παρατ.
Μέλλ.
Οριστική
ἐπίσταμαι
ἐπίστασαι
ἐπίσταται
ἐπιστάμεθα
ἐπίστασθε
ἐπίστανται
Τποτακτική
ἐπίστωμαι
ἐπίστᾙ
ἐπίστηται
ἐπιστώμεθα
ἐπίστησθε
ἐπίστωνται
Προστακτική
ἐπίστω / ἐπίστασο
ἐπιστάσθω
ἐπίστασθε
ἐπιστάσθων
ἠπιστάμην
ἠπίστω / ἠπίστασο
ἠπίστατο
ἠπιστάμεθα
ἠπίστασθε
ἠπίσταντο
Ενδεικτικός σχηματισμός των άλλων χρόνων
ἐπιστήσομαι
ἐπιστησοίμην
ἐπιστήσει,- ᾙ
ἐπιστήσοιοv
Παθ.Αόρ.ἠπιστήθην
ἠπιστήθης
ἐπιστηθῶ
ἐπιστηθᾜς
Απαρ.
Ενεστ.
Ευκτική
ἐπισταίμην
ἐπίσταιο
ἐπίσταιτο
ἐπισταίμεθα
ἐπίσταισθε
ἐπίσταιντο
ἐπίστασθαι
ἐπιστηθείην
ἐπιστηθείης
ἐπιστήθητι
Μετοχή
ἐπιστάμενος
ἐπισταμένη
ἐπιστάμενον
Παρατ.
Ενδεικτικός σχηματισμός των άλλων χρόνων
Μέλλ.
ἐπιστήσεσθαι
Παθ.Αόρ.
ἐπιστηθᾛναι
ἐπιστησόμενος
ἐπιστησομένη
ἐπιστησόμενον
ἐπιστηθεὶς
ἐπιστηθεῖσα
ἐπιστηθὲν
127
Παρατηρήσεις:
1. Σο ρήμα ἐπίσταμαι δεν είναι σύνθετο από το ρ. ἵσταμαι (ἐπὶ + ἵσταμαι -> ἐφίσταμαι =
ἐπιστατώ).
2. Ο παρακείμενος και υπερσυντέλικος του ρήματος ἐπίσταμαι αναπληρώνονται από το
ρήμα γιγνώσκω.
Παρακείμενος: ἔγνωκα, Τπερσυντέλικος: ἐγνώκειν.
Ρήμα: δύναμαι, (θ. δυνα-, δυνασ-).
Σο ρήμα δύναμαι κλίνεται επίσης στον ενεστώτα και τον παρατατικό κατά το ρήμα ἵστημι ἵσταμαι.
Ενεστ.
Παρατ.
Μέλλ.
Οριστική
δύναμαι
δύνασαι
δύναται
δυνάμεθα
δύνασθε
δύνανται
Τποτακτική
δύνωμαι
δύνᾙ
δύνηται
δυνώμεθα
δύνησθε
δύνωνται
Ευκτική
δυναίμην
δύναιο
δύναιτο
δυναίμεθα
δύναισθε
δύναιντο
Προστ.
δυνάσθω
δυνάσθωσαν
ἐ(ἠ)δυνάμην
ἐ(ἠ)δύνω ἐ(ἠ)δύνατο
ἐ(ἠ)δυνάμεθα
ἐ(ἠ)δύνασθε
ἐ(ἠ)δύναντο
-
-
-
Ενδεικτικός σχηματισμός των άλλων χρόνων
δυνήσομαι
δυνησοίμην
δυνήσει,- ᾙ
δυνήσοιο
-
Παθ.
Μέλλ.
δυνηθήσομαι
δυνηθήσει,- ᾙ
-
δυνηθησοίμην
δυνηθήσοιο
-
Αόρ.
ἐδυνησάμην
ἐδυνήσω
δυνήσωμαι
δυνήσᾙ
δυνησαίμην
δυνήσαιο
δύνησαι
ἐ(ἠ)δυνήθην
ἐ(ἠ)δυνήθης
δυνηθῶ
δυνηθᾜς
δυνηθείην
δυνηθείης
δυνήθητι
ἐδυνάσθην
ἐδυνάσθης
δυνασθῶ
δυνασθᾜς
δυνασθείην
δυνασθείης
δυνάσθητι
δεδύνημαι
δεδύνησαι
(δεδυνημένος,-η,-ον ὦ)(δεδυνημένος,-η,-ον
εἴην)
Παθ.Αόρ.
Παρακ.
(δεδύνησο)
128
Απαρ.
Ενεστ.
δύνασθαι
Παρατ.
-
Μέλλ.
δυνηθήσεσθαι
Παθ. Μέλλ.δυνηθήσεσθαι
Αόρ.
δυνήσασθαι
δυνηθᾛναι
Παθ.Αόρι.
δυνασθᾛναι
Παρακ.
(δεδυνᾛσθαι)
Μετοχή
δυνάμενος
δυναμένη
δυνάμενον
δυνησόμενος
δυνησομένη
δυνησόμενον
δυνηθησόμενος
δυνηθησομένη
δυνηθησόμενον
δυνησάμενος
δυνησαμένη
δυνησάμενον
δυνηθεὶς
δυνηθεῖσα
δυνηθὲν
δυνασθεὶς
δυνασθεῖσα
δυνασθὲν
(δεδυνημένος, -η, -ον)
Παρατήρηση:
Η προστακτική ενεστώτα του ρήματος δύναμαι σχηματίζει μόνο γ΄ενικό και γ΄πληθυντικό
πρόσωπο: δυνάσθω - δυνάσθωσαν.
Ρήμα: μέμνημαι (= θυμάμαι), (θ. μνη-).
Σο ρ. μέμνημαι είναι παρακείμενος του ρήματος μιμνῄσκομαι με σημασία ενεστώτα.
΢χηματίζεται στην οριστική , προστακτική, απαρέμφατο και μετοχή ομαλά , όπως ο
παρακείμενος των βαρύτονων ρημάτων ( π.χ. λέλυμαι, λέλυσαι κτλ ), αλλά
στην υποτακτική σχηματίζεται:
α) μονολεκτικά με κατάληξη -ῶμαι: μεμνῶμαι, μεμννᾜ, μεμνᾛται κ.λ.π.
β) περιφραστικά, μεμνημένος, -η, -ον ὦ κ.λπ.
στην ευκτική σχηματίζεται:
α) μονολεκτικά με κατάληξη -ῄμην: μεμνᾚμην, μεμνᾜο, μεμνᾜτο κ.λπ
β) περιφραστικά, μεμνημένος, -η, -ον εἴην κ.λπ.
129
Ενδεικτικός σχηματισμός του παρακειμένου μέμνημαι.
Οριστική
μέμνημαι
μέμνησαι
Τποτακτική
μεμνῶμαι
μεμνᾜ
Ευκτική
μεμνᾚμην
μεμνᾜο
και
μεμνημένος,-η,-ον
ὦ
μεμνημένος,-η,-ον
ᾖς
και
μεμνημένος,-η,ον εἴην
μεμνημένος,-η,ον εἴης
Προστακτική Απαρ.
μέμνησο
Μετοχή
μεμνᾛσθαι μεμνημένος, -η, -ον
Ρήμα: κεῖμαι (= κείτομαι, είμαι τοποθετημένος), (θ. κει-).
Σο κεῖμαι είναι ενεστώτας με σημασία παρακειμένου του ρήματος τίθεμαι και έχει παρατατικό
με σημασία υπερσυντελίκου: ἐκείμην
Οι χρόνοι του σχηματίζονται με τον ακόλουθο τρόπο:
Οριστική
κεῖμαι
κεῖσαι
Ενεστ. κεῖται
κείμεθα
κεῖσθε
κεῖνται
Τποτακτική
κείμενος ὦ
κείμενος ᾖς
κέηται
κείμενοι ὦμεν
κέησθε
κέωνται
Ευκτική
κείμενος εἴην
κείμενος εἴης
κέοιτο
κείμενοι εἴημεν
κείμενοι εἴητε
κέοιντο
Προστ.
κεῖσο
κείσθω
κεῖσθε
κείσθων
Απαρ.
Μετοχή
κεῖσθαι
κείμενος
κειμένη
κείμενον
ἐκείμην
Παρατ.ἔκεισο
ἔκειτο
ἐκείμεθα
ἔκεισθε
ἔκειντο
Ενδεικτικός σχηματισμός του μέλλοντα
Οριστική
κείσομαι
Μέλλ.
κείσᾙ
Τποτακτική
-
Ευκτική
(κεισοίμην)
(κείσοιο)
Προστακτική
-
Απαρ.
Μετοχή
(κεισόμενος,
(κείσεσθαι)
-η, ον)
Παρατηρήσεις:
1. Σο ρήμα κεῖμαι όταν είναι σύνθετο ανεβάζει τον τόνο σε όλες τις εγκλίσεις , αλλά όχι
στο απαρέμφατο.
π.χ.:
ρ. διάκειμαι -> διάκεισαι, διάκεισο αλλά διακεῖσθαι,
ρ. σύγκειμαι -> σύγκεινται, σύγκεισθε αλλά συγκεῖσθαι,
ρ. πρόσκειμαι -> πρόσκεισθε, πρόσκεισθε αλλά προσκεῖσθαι.
130
2. ΢υνήθως απαντώνται οι τύποι της οριστικής , προστακτικής , του απαρεμφάτου και
της μετοχής ενεστώτα και ο παρατατικός.
3. Ο μέλλοντας κείσομαι κλίνεται ομαλά.
Ρήμα: κάθημαι (= κάθομαι), (θ. ἡσ-, ἡ-).
Σο ρ. κάθημαι είναι ενεστώτας με σημασία παρακειμένου του ρήματος καθέζομαι και ο
παρατατικός ἐκαθήμην έχει σημασία υπερσυντελίκου.
Οι χρόνοι του σχηματίζονται με τον ακόλουθο τρόπο:
Οριστική
κάθημαι
κάθησαι / κάθᾙ
κάθηται
καθήμεθα
κάθηστε
Ενεστ. κάθηνται
Τποτακτική
(κάθωμαι / καθῶμαι)
(κάθᾙ / καθᾜ)
καθᾛται
καθώμεθα
καθᾛσθε
καθῶνται
Ευκτική
καθᾚμην
(καθᾜο)
(καθᾜτο)
(καθᾚμεθα)
καθᾜσθε
(καθᾜντο)
Προστ.
κάθησο
καθήσθω
(κάθησθε)
(καθήσθων)
και
καθοίμην
καθοῖο
κ.λ.π.
ἐκαθήμην / καθήμην
ἐκάθησο / καθᾛσο
Παρατ.
ἐκάθητο / καθᾛτο
ἐκαθήμεθα
ἐκάθηστε
ἐκάθηντο
Μέλλ.
καθήσομαι
και
καθεδοῦμαι
-
-
-
καθησοίμην
και
καθεδοίμην
-
-
Απαρ.
Ενεστ
καθᾛσθαι
Παρατ.
-
Μετοχή
καθήμενος
καθημένη
καθήμενον
-
καθήσεσθαι
και
καθεδεῖσθαι
καθησόμενος, -η, -ον
και
καθεδούμενος, -η, -ον
Μέλλ.
131
Παρατηρήσεις:
1. Από την υποτακτική και ευκτική απαντώνται συνήθως οι τύποι του πληθυντικού
αριθμού.
2. Από την προστακτική απαντώνται συνήθως οι τύποι του ενικού αριθμού.
3. Οι μέλλοντες καθήσομαι και καθεδοῦμαι σχηματίζονται ομαλά:
 καθήσομαι, κλίνεται όπως ο μέσος μέλλοντας των βαρύτονων ρημάτων και
 καθεδοῦμαι, κλίνεται όπως ο ενεστώτας των συνηρημένων σε -έω στις αντίστοιχες
εγκλίσεις.
ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΣΤΠΟΙ
Κατά την κλίση των ρημάτων παρουσιάζονται ορισμένοι όμοιοι τύποι. Ιδιαίτερη προσοχή
λοιπόν πρέπει να δοθεί στους εξής:
1. Σο γ΄ ενικό πρόσωπο Οριστικής Ενεστώτα Ενεργητικής Υωνής ομοιάζει με
το β΄ ενικό πρόσωπο Οριστικής Ενεστώτα Μέσης Υωνής.
π.χ.:
πράττει (γ΄ ενικ. Οριστ. Ενεστ. Εν. φων.) και
πράττει (β΄ ενικ. Οριστ. Ενεστ. Μέσης φων.).
2. Σο γ΄ ενικό πρόσωπο Τποτακτικής Ενεστώτα Ενεργητικής Υωνής ομοιάζει με
το β΄ ενικό πρόσωπο Οριστικής και Τποτακτικής Ενεστώτα Μέσης Υωνής.
π.χ.:
πράττῃ (γ΄ ενικ. Τποτ. Ενεστ. Εν. φων.)
πράττῃ (β΄ ενικ. Οριστ. Ενεστ. Μέσης φων.)
πράττῃ (β΄ ενικ. Τποτ. Ενεστ. Μέσης φων.).
3. Σο β΄ πληθυντικό πρόσωπο Οριστικής Ενεστώτα Ενεργητικής Υωνής ομοιάζει με
το β΄ πληθυντικό πρόσωπο Προστακτικής Ενεστώτα Ενεργητικής φωνής.
π.χ.:
παιδεύετε (β΄ πληθ. Οριστ. Ενεστ. Εν. φων.)
παιδεύετε (β΄ πληθ. Προστ. Ενεστ. Εν. φων.).
4. Σο β΄ πληθυντικό πρόσωπο Οριστικής Ενεστώτα Μέσης Υωνής ομοιάζει με
το β΄ πληθυντικό πρόσωπο Προστακτικής Ενεστώτα Μέσης Υωνής.
π.χ.:
παιδεύεσθε (β΄ πληθ. Οριστ. Ενεστ. Μέσης φων.)
παιδεύεσθε (β΄ πληθ. Προστ. Ενεστ. Μέσης φων.).
5. Σο β΄ πληθυντικό πρόσωπο Οριστικής Παρακειμένου Μέσης Υωνής ομοιάζει με
το β΄ πληθυντκό πρόσωπο Προστακτικής Παρακειμένου Μέσης Υωνής.
π.χ.:
πεπαίδευσθε (β΄ πληθ. Οριστ. Παρακ. Μέσης φων.)
πεπαίδευσθε (β΄ πληθ. Προστ. Παρακ. Μέσης φων.).
132
6. Σο α΄ ενικό πρόσωπο Οριστικής Ενεστώτα Ενεργητικής Υωνής ομοιάζει με
το α΄ ενικό πρόσωπο Τποτακτικής Ενεστώτα Ενεργητικής Υωνής.
π.χ.:
λύω (α΄ ενικ. Οριστ. Ενεστ. Εν. φων.)
λύω (α΄ ενικ. Τποτ. Ενεστ. Εν. φων.).
7. Σο α΄ ενικό πρόσωπο Οριστικής Μέλλοντα Ενεργητικής Υωνής ομοιάζει με
το α΄ ενικό πρόσωπο Τποτακτικής Αορίστου Ενεργητικής Υωνής.
π.χ.:
τάξω (α΄ ενικ. Οριστ. Μελλ. Εν. φων.)
τάξω (α΄ ενικ. Τποτ. Αορ. Εν. φων.).
8. Σο γ΄ ενικό πρόσωπο Ευκτικής Αορίστου Ενεργητικής Υωνής ομοιάζει με
το β΄ ενικό πρόσωπο Προστακτικής Αορίστου Μέσης Υωνής και με
το απαρέμφατο Αορίστου Ενεργητικής φωνής.
π.χ.:
πράξαι (γ΄ ενικ. Ευκτ. Αορ. Εν. φων.)
πρᾶξαι (β΄ ενικ. Προστ. Αορ. Μέσης φων.)
πρᾶξαι (απαρέμφατο Αορ. Εν. φων.).
9. Σα συνηρημένα ρήματα παρουσιάζουν αρκετούς όμοιους τύπους, ενδεικτικά
αναφέρονται όμοιοι τύποι των ρημάτων σε –όω.
Σο γ΄ ενικό πρόσωπο Οριστικής Ενεστώτα Ενεργητικής Υωνής ομοιάζει με
το γ΄ ενικό πρόσωπο Τποτακτικής Ενεστώτα Ενεργητικής Υωνής και με
το γ΄ ενικό πρόσωπο Ευκτικής Ενεστώτα Ενεργητικής φωνής και με
το β΄ ενικό πρόσωπο Οριστικής Ενεστώτα της Μέσης Υωνής και με
το β΄ ενικό πρόσωπο Τποτακτικής Ενεστώτα Μέσης Υωνής.
π.χ.:
δηλοῖ (= είναι κοινός τύπος όλων των παραπάνω προσώπων).
Ομοιότητες παρατηρούνται ακόμη ανάμεσα σε ρηματικούς και ονοματικούς τύπους.
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στους εξής:
1. Σο γ΄ ενικό πρόσωπο Οριστικής Μέλλοντα Ενεργητικής Υωνής ομοιάζει με τη δοτική
ενικού τριτόκλιτου ουσιαστικού σε –ις.
π.χ.:
λύσει – τᾜ λύσει.
2. Σο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο Οριστικής Ενεστώτα Ενεργητικής Υωνής ομοιάζει με
τη δοτική πληθυντικού της Μετοχής Ενεστώτα Ενεργητικής Υωνής.
π.χ.:
ἄρχουσι(ν) – τοῖς ἄρχουσι(ν)
3. Σο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο Προστακτικής Ενεστώτα και Αορίστου ομοιάζει με
τη γενική πληθυντικού της μετοχής Ενεστώτα και Αορίστου αντίστοιχα.
π.χ.:
γραφόντων – τῶν γραφόντων
γραψάντων – τῶν γραψάντων.
133
ΠΙΝΑΚΑ΢ ΣΩΝ ΢ΤΝΗΘΕ΢ΣΕΡΩΝ ΟΜΟΙΩΝ ΚΑΙ OMOHXΩΝ ΣΤΠΩΝ
ᾕρηκα → παρακείμενος του ρ. αἱρῶ
εἴρηκα → παρακείμενος του ρ. λέγω
ᾕρημαι → παρακείμενος του ρ. αἱροῦμαι
εἴρημαι → παρακείμενος του ρ. λέγομαι
Ἡρήμην → υπερσυντέλικος του ρ. αἱροῦμαι
εἰρήμην → υπερσυντέλικος του ρ. λέγομαι
Ἠρόμην → παρατατικός του ρ. αἴρομαι
ἠρόμην → αόριστος β΄ του ρ. ἐρωτῶ
αἰρόμενος → μετοχή ενεστώτα του ρ. αἴρομαι
ἐρώμενος → μετοχή ενεστώτα του ρ. ἐρῶμαι
ἐρόμενος → μετοχή αορίστου β΄ του ρ. ἐρωτῶ
ᾔτημαι → παρακείμενος του ρ. αἰτοῦμαι
ἥττημαι → παρακείμενος του ρ. ἡττῶμαι
Ἠτήθην → παθητικός αόριστος του ρ. αἰτοῦμαι
ἡττήθην → παθητικός αόριστος του ρ. ἡττῶμαι
εἷμαι → παρακείμενος του ρ. ἵεμαι
οἶμαι → ενεστώτας του ρ. οἴομαι / οἶμαι
ἦρξα → αόριστος του ρ. ἄρχω
εἶρξα → αόριστος του ρ. εἴργω
ἤρχθην → παθητικός αόριστος του ρ. ἄρχομαι
εἴρχθην → παθητικός αόριστος του ρ. εἴργομαι
ἦργμαι → παρακείμενος του ρ. ἄρχομαι
εἶργμαι → παρακείμενος του ρ. εἴργομαι
ἦρχθαι → απαρέμφατο παρακειμένου του ρ. ἄρχομαι
εἶρχθαι → απαρέμφατο παρακειμένου του ρ. εἴργομαι
ἠργμένος → μετοχή παρακειμένου του ρ. ἄρχομαι
εἰργμένος → μετοχή παρακειμένου του ρ. εἴργομαι
ἔβαλον → αόριστος β΄ του ρ. βάλλω
ἔβαλλον → παρατατικός του ρ. βάλλω
ἐβαλόμην → αόριστος β΄ του ρ. βάλλομαι
ἐβαλλόμην → παρατατικός του ρ. βάλλομαι
134
βαλών, -οῦσα, -ὸν → μετοχή αορίστου β΄ του ρ. βάλλω
βαλῶν, -οῦσα, -ὸν → μετοχή μέλλοντα του ρ. βάλλω
δρῶ → ενεστώτας του ρ. δράω-ῶ
(ἀπο)δρῶ → υποτακτική αορίστου β΄ του (ἀπο)διδράσκω
δέδρακα → παρακείμενος του ρ. δρῶ
(ἀπο)δέδρακα → παρακείμενος του ρ. ἀποδιδράσκω
δρ᾵ν → απαρέμφατο ενεστώτα του ρ. δρῶ
(ἀπο)δρὰν → μετοχή ουδετέρου αορίστου β΄, του ρ. (ἀπο)διδράσκω
εἶ → β΄ ενικό οριστικής ενεστώτα του ρ. εἰμὶ
εἶ → β΄ ενικό οριστικής μέλλοντα του ρ. εἶμι
εἰ → υποθετικός σύνδεσμος
ἡ → άρθρο
ἥ → διαζευκτικός σύνδεσμος
ἣ → αναφορική αντωνυμία (ὅς, ἥ, ὃ)
ἦ → α΄ ενικό παρατατικού του ρ. εἰμὶ
ἦ → γ΄ ενικό παρατατικού με σημασία αορίστου του ρ. ἠμὶ (=λέγω).
Σο ρήμα είναι ποιητικό, δόκιμο μόνο στον Πλάτωνα στον παρατατικό: ἦν (=είπα) , ἦ
(=είπε).
ἦ → επίρρημα με σημασία βεβαιωτική (= ασφαλώς, βεβαίως, πράγματι)
ή ερωτηματική (= τι; πώς παρακαλώ;)
ᾖ → γ΄ ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρ. εἰμὶ
ᾗ → β΄ ενικό υποτακτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵεμαι
ᾗ → γ΄ ενικό υποτακτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵημι
ᾗ → επίρρημα που δηλώνει τόπο (= όπου, στο μέρος το οποίο κ.α.) ή τρόπο
π.χ. ᾗ θέμις ἐστὶ (= όπως είναι το ορθό και το δίκαιο)
ᾗ → δοτική ενικού της αναφορικής αντωνυμίας θηλυκού γένους ἣ (ὅς, ἥ, ὃ)
ὦ → α΄ ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρ. εἰμὶ
ὧ → α΄ ενικό υποτακτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵημι
ὦ → κλητικό επιφώνημα
ᾧ → δοτική της αναφορικής αντωνυμίας ὃς (ὅς, ἥ, ὃ)
ἥσομαι → μέλλοντας του ρ. ἵεμαι
εἴσομαι → μέλλοντας του ρ. οἶδα
οἴσομαι → μέλλοντας του ρ. φέρομαι
λέλειμμαι → παρακείμενος του ρ. λείπομαι
λέλυμαι → παρακείμενος του ρ. λύομαι
λήψομαι → μέλλοντας του ρ. λαμβάνω
λείψομαι → μέλλοντας του ρ. λείπομαι
ληφθήσομαι → παθητικός μέλλοντας του ρ. λαμβάνομαι
λειφθήσομαι → παθητικός μέλλοντας του ρ. λείπομαι
135
ἐλήφθην → παθητικός αόριστος του ρ. λαμβάνομαι
ἐλείφθην → παθητικός αόριστος του ρ. λείπομαι
πείσομαι → μέλλοντας του ρ. πάσχω
πείσομαι → μέλλοντας του ρ. πείθομαι
ἐπειθόμην → παρατατικός του ρ. πείθομαι
ἐπιθόμην → αόριστος β΄ του ρ. πείθομαι
ἐπυθόμην → αόριστος β΄ του ρ. πυνθάνομαι
πέπεισμαι → παρακείμενος του ρ. πείθομαι
πέπυσμαι → παρακείμενος του ρ. πυνθάνομαι
τέτροφα → παρακείμενος του ρ. τρέπω
τέτροφα → παρακείμενος του ρ. τρέφω
τέτραμμαι → παρακείμενος του ρ. τρέπομαι
τέθραμμαι → παρακείμενος του ρ. τρέφομαι
φῦναι → απαρέμφατο αορίστου β΄ του ρ. φύομαι
φᾛναι → απαρέμφατο αορίστου α΄ του ρ. φαίνω
χρᾜ → υποτακτική του απρόσωπου ρ. χρὴ
χρᾜ → β΄ ενικό οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα του ρ. χρῶμαι