Μάριος Χάκκας Το Ψαράκι της γυάλας 1. Γραμματολογικά: Το διήγημα Το ψαράκι της γυάλας πρωτοδημοσιεύτηκε το 1971 μαζί με άλλα δύο διηγήματα, Ένα κορίτσι και ο Γιάννης το θεριό μυρμήγκι, στο συλλογικό τόμο Νέα Κείμενα 2. Αργότερα, με δική του επιθυμία, προσαρτήθηκαν (και τα τρία διηγήματα) στο τέλος της συλλογής Τυφεκιοφόρος του εχθρού. Όλα τα κείμενα αυτού του πρώτου βιβλίουπεζογραφίας του Χάκκα τείνουν προς το παραδοσιακό διήγημ α –μορφολογικά τουλάχιστον. Ωστόσο, παρατηρούμε σ’ αυτά κάποιαγνωρίσματα που θα εξελιχθούν στο επόμενο βιβλίο του, «Ο μπιντές». 2. Εξωκειμενικά στοιχεία: Το διήγημα σχετίζεται στενά με την πολιτική και κοινωνική κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα τα μεταπολεμικά χρόνια ως το 1967. Τα κυριότερα περιστατικά και τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα αυτής της περιόδου είναι:- Η Κατοχή και η Αντίσταση.- Η μετακατοχική και κυρίως η μετεμφυλιακή τύχη όσων συμμετείχαν στην Αντίσταση και σε αριστερές οργανώσεις.- Η εκβιομηχάνιση της χώρας και οι κοινωνικές και ηθικές της συνέπειες.Τα Ιουλιανά του 1965, δηλαδή οι αντισυνταγματικές ενέργειες τωνανακτόρων να αποτρέψουν την άνοδο στην εξουσία των κεντροαριστερών δυνάμεων (Ένωση Κέντρου, Γεώργιος Παπανδρέου), που προκάλεσαν μεγάλες διαδηλώσεις και συγκρούσεις με την αστυνομία.- Το πραξικόπημα των συνταγματαρχών της Χούντας (21 Απριλίου ’67). Από τις πρώτες ενέργειές της ήταν οι συλλήψεις και εκτοπίσεις δημοκρατικών πολιτών. 3. Ο τίτλος: Δημιουργεί ακαθόριστες προσδοκίες στον αναγνώστη. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ανάγνωσης παραμένει νοηματικά ανενεργός, εφόσον δε φαίνεται, πριν ολοκληρωθεί η ανάγνωση, να σχετίζεται με τα δρώμενα. Μια πρώτη σύνδεση του τίτλου με τα δρώμενα έχουμε στην πρώτη ενότητα:«Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα… βαρετή», όπου παρουσιάζεται ηενασχόληση του ήρωα με το ψαράκι στη γυάλα ως βαρετή διαδικασία. Μόνο προς το τέλος της ανάγνωσης ο τίτλος αποκτά νοηματική ενάργεια, καθώς το ψαράκι της γυάλας από βαρετή ενασχόληση μετατρέπεται απότον ήρωα σε άλλοθι παραίτησης και αυτοεγκατάλειψης με συνέπεια την οριστικήρήξη με το αγωνιστικό του παρελθόν. 4. Ενότητες: Το διήγημα μπορούμε να το χωρίσουμε σε δύο ενότητες, σύμφωνα και με το τυπογραφικό διάκενο. Ενότητα 1η: «Ο άνθρωπος με τη φρατζόλα υπομάλης… ο ίδιος με μια φρατζόλα στο χέρι». Στην ενότητα αυτή παρουσιάζεται ο ήρωας και το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το πρωί της 21ης Απριλίου 1967. Συνοπτικά οι πληροφορίες που μας δίνονται είναι οι εξής: Στην αρχή γίνεται σύγκρισητης συμπεριφοράς του ήρωα στα δύο κρίσιμα πολιτικά γεγονότα, ταΙουλιανά (1965) και την εγκαθίδρυση (21 Απριλίου 1967), γεγονότα που βάρυναν στην πορεία της δημοκρατικής εξέλιξης της χώρας. Το συμπέρασμα που προκύπτει από τη σύγκριση είναι η σαφής διαφοροποίηση ανάμεσα στο τότε και στο τώρα. Υποχώρηση της αγωνιστικότητας, υποταγή στο φόβο και συμμόρφωσή του προς τη συμπεριφορά όλου του κόσμου. Ανάμεσα στην αφήγηση του τότε και του τώρα παρεμβάλλεται ένα πρώτο – και αρκετά εκτενές – σχόλιο του αφηγητή για την αξία των αντικειμένων, χρηστική και ανταλλακτική. Σ’ αυτές προστίθεται και η παραλλακτική ο νεολογισμός αυτός εκφράζει προφανώς ένα σατιρικό σχόλιο του συγγραφέα κατά της σύγχρονής του ελληνικής «εμπορευματικής» κοινωνίας που δεν έχει ακόμα σταθεροποιήσει τις αξίες της. Ακολουθεί μια αναλυτικότερη παρουσίαση της κατάστασης του ήρωα. Ταξινομώντας τις πληροφορίες επισημαίνουμε: 1 Το παρελθόν του: Η μισή ζωή του πέρασε σε θαλάμους φυλακής και σε τσαντίρια εξορίας (εξορία εμφυλίου και μετά), έπειτα από τόσες στερήσεις, όταν βρέθηκε ξανά ελεύθερος μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε μερικά λεφτουδάκια κι αγόρασε αυτό το σπιτάκι, όπου ζούσε μονάχος. Έτρωγε με βουλιμία και είχε παχύνει. Η τωρινή του σχέση με το παρελθόν: Το χάσμα με το παρελθόν ολοένα και βαθαίνει. Ο ήρωάς μας είναι δεμένος γερά με τούτον τονκόσμο. Πήγαινε βέβαια πότε –πότε στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά (κατά παραγγελία των συντρόφων του και όχι από δική του επιλογή). Μέσα από ένα δεύτερο σχόλιο του αφηγητή – αυτή τη φορά έμμεσο – και με τρόπο όπου η γλώσσα του αφηγητή συμφύρεται με αυτή του ήρωα («Ήταν ωραία ν’ ακούς στους δίσκους … να παίρνει πάλι μπάλα τους δρόμους»), ο ίδιος ο ήρωας παρουσιάζει εξωραϊσμένο το παρελθόν του, μεταπλασμένο σε αναπολήσεις και «αισθητική απόλαυση». Το παρόν του: Εργένης, πιτζάμες, παντόφλες, κάδρα, πικάπ και δίσκοι, σαλονάκι δανέζικο, στρωματέξ, ψυγείο, βεράντα με φερ-φορζέ, χρυσόψαρο στη γυάλα. Ο κόσμος του μικροαστού και μάλιστα της δεκαετίας του ’60. Η ψυχική του διάθεση: βαρεμάρα και κάποια εγκατάλειψη. Με λίγα λόγια, ο ήρωας είναι ένας σχεδόν αλλοτριωμένος άνθρωπος. Ενότητα 2η: «Έκανε ένα μεγάλο κύκλο … έμπαινε στην Καισαριανή». Ο αφηγητής παρακολουθεί τον ήρωα καθώς κινείται σε ένα μεγάλο κύκλο γύρω αλλά μακριά από το κέντρο, μακριά από τα γεγονότα. Η πρώτη σκηνήαυτής της ενότητας εκτυλίσσεται στους δρόμους («Έκανε ένα μεγάλοκύκλο … τελικά τ’ αποφάσισε»). Ο αφηγητής ξαναπιάνει τον ήρωα από το σημείο όπου τον είχε αφήσει στην αρχή του διηγήματος, με τη φρατζόλα υπομάλης, και τον παρακολουθεί στην έξοδό του από τη συνοικία του: Βύρωνας, Δάφνη, Καλλιθέα – συνεχόμενες συνοικίες της Αθήνας, έξω από το κέντρο της. Παρακολουθώντας τις κινήσεις του ήρωα παρακολουθεί ταυτόχρονα και τους διαλογισμούς του. Πάλι εδώ η γλώσσα του αφηγητή συμφύρεται με τη γλώσσα του ήρωα. Ο περίπατος αποτελεί μια καλή άσκηση που προκαλεί αισιόδοξες σκέψεις για την τύχη του νέου καθεστώτος («Μπα, δεν κρατάει για πολύ αυτή η κατάσταση. Όπου να’ ναι θα πέσουν»). Στο σημείο αυτό έχουμε την ενδιάμεση παρεμβολή τουαφηγητή («Τώρα όποιος θα ‘θελε … προπαρασκευή για τέτοιοενδεχόμενο»), ο οποίος θα σχολιάσει την αοριστία και τα κενά τωνδιαλογισμών του ήρωα, που υπαγορεύονται από τη διάθεσή του να μείνει έξω από τον αγώνα. Αυτή την αοριστία και ασυνέπεια την αντιλαμβάνεται και ο ίδιος, αναζητεί όμως άλλοθι. Η απόφαση να παραμείνει έξω από τα γεγονότα δεν έρχεται ανώδυνα. Αισθάνεται κάποια πίκρα που την αποδίδει στα πολλά τσιγάρα. Αυτό γίνεται αφορμή για την επόμενη κίνηση.Η επίσκεψη στης εξαδέλφης για καφέ αποτελεί τη δεύτερη σκηνή τηςενότητας («Τι γίνεται … Για τα γήπεδα τίποτε»). Κυριαρχεί εδώ οδιάλογος. Προστίθεται και δεύτερο πρόσωπο στην αφήγηση: ο άντρας της εξαδέλφης που ακούγοντας τα εμβατήρια από το ραδιόφωνο σκέφτεται πως τα γεγονότα θα έχουν ως συνέπεια τη ματαίωση του ποδοσφαιρικού αγώνα της Κυριακής. Άνθρωπος εντελώς αλλοτριωμένος μοναδική του αξία το γήπεδο. Ο ήρωας συλλαμβάνει τον εαυτό του να βαδίζει στο ρυθμό του εμβατηρίου και να σιγομουρμουρίζει τα λόγια του – η δικτατορία αρχίζει να τον διαποτίζει, του υποβάλλει τους ρυθμούς της. Το ίδιο παρατηρεί και σ’ έναν περαστικό, φορτωμένο ψώνια, που πηγαίνει σπίτι του ν’ ασφαλιστεί,αυτός και τ’ αγαθά του. Ακόμα ένας αλλοτριωμένος μέσα στιςμικροαστικές του αξίες. Αυτά τα δύο πρόσωπα – ο άντρας της εξαδέλφηςκαι ο περαστικός – που σφηνώνονται στη διήγηση δείχνουν πως ηαλλοτρίωση έχει πάρει έκταση. Στην πραγματικότητα τα δύο αυτάπρόσωπα είναι παραπληρώματα του ήρωά μας. Η συνάντηση αυτή στο δρόμο φέρνει νέους διαλογισμούς. Αυτός ο άνθρωπος ο φορτωμένος ψώνια αποδέχεται τη νέα κατάσταση γιατί είναι δεμένος με τις μικροχαρές της ζωής, γεγονός που κινητοποιεί τον ήρωά μας και τον κατευθύνει στην αναζήτηση ενός δεσμού με τη ζωή, ενός προσχήματος: είναι το ψαράκι της γυάλας, που η ζωή του εξαρτάται από τη δική του φροντίδα. Αυτό το πολύ ντελικάτο πρόσχημα νοηματοδοτεί πλέον και τον τίτλο του διηγήματος. 2 Έτσι το δίλημμα που πήγε προς στιγμήν να του φαρμακώσει τα χείλη και να δώσει μια δραματική διάσταση στην περίπτωσή του, εύκολα ξεπεράστηκε. 5. Ο αφηγητής: Στο διήγημα ο αφηγητής είναι ανώνυμος. Υποθετικά τον ταυτίζουμε με το συγγραφέα. Η αφήγηση γίνεται σε γ’ πρόσωπο. Εκτός από τις κινήσεις, ο αφηγητής παρακολουθεί τους διαλογισμούς του ήρωα, φτάνει ως τα μύχια της ψυχής του. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η οπτική γωνία της αφήγησης.Παρόλο που ο αφηγητής είναι αμέτοχος στη δράση (εξωτερικός),συμμετέχει κατά έναν τρόπο (θα λέγαμε συναισθηματικά). Αυτόαποκαλύπτεται στα σημεία που ο ίδιος παίρνει το λόγο για να σχολιάσει –εκτενώς – τα γεγονότα, τις ενέργειες, τις σκέψεις του ήρωά του. Τέτοια σημεία είναι: α) «Σ’ όλους τους ανθρώπους …ο νόμος της παραλλαγής»: Σατιρικό σχόλιο του αφηγητή για τη σύγχρονή του εμπορευματική κοινωνία. Η σάτιρα προκύπτει από την ξαφνική μεταλλαγή του λόγου από περιγραφικό σε – επιτηδευμένα – θεωρητικό (κοινωνιολογικό) με την προσφυγή σε ανάλογη φρασεολογία και ορολογία. Τέτοια σατιρική χροιά αποκτά και ο νεολογισμός παραλλακτική αξία, με τον οποίο αποδίδεται η προηγούμενη περιγραφική φράση «για καμουφλάζ στις κινήσεις του». β) «Ήταν ωραία ν’ ακούς … μπάλα στους δρόμους»: Εδώ το σχόλιο του αφηγητή αφορά στη ζωή του ήρωα και τη σχέση του με το παρελθόν. Αυτή τη φορά διατυπώνεται με τρόπο έμμεσο, μέσα από την προοπτική του ήρωα· τούτο δηλώνει η χρήση του β’ ενικού προσώπου (εσωτερικός μονόλογος), αλλά και η ενσωμάτωση φράσεων του ήρωα: «Ε, πάει, περάσανε όλα. Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία».Αυτό το δεύτερο σχόλιο, όπου συμφύρεται η γλώσσα του σχολιαστή –αφηγητή με τη γλώσσα του ήρωα, μεταφέροντας διαλογισμούς του (καθώς ο ήρωας προσπαθεί να εξωραΐσει το παρελθόν του), έχει πάλι ειρωνικό χαρακτήρα, αλλά τώρα πιο λεπτό σε σχέση με το πρώτο. Εδώ ο αφηγητής «κλείνει το μάτι» - όπως λένε – στον αναγνώστη. γ) «Τώρα όποιος θα ‘θελε… για τέτοιο ενδεχόμενο»: Ο αφηγητής δε μπορεί να αφήσει ασχολίαστη την προηγούμενη φράση του ήρωα: «Μπα, δεν κρατάει για πολύ αυτή η κατάσταση. Όπου να ‘ναι θα πέσουν». Θα ‘λεγε κανείς πως ο αφηγητής διαλέγεται με τον ήρωά του, τον κοντράρει και –για τρίτη φορά – τον ειρωνεύεται για τη σταδιακή απομάκρυνσή του από το ηρωικό παρελθόν και την ενεργό πολιτική δράση. 6. Χώρος δράσης: Στο διήγημα παρακολουθούμε την κυκλική πορεία του ήρωα, πορεία γύρω από το κέντρο της Αθήνας με αφετηρία και τέρμα τη συνοικία όπου κατοικεί ο ήρωας. Η πρώτη και μοναδική ένδειξη βρίσκεται στην τρίτηπαράγραφο της πρώτης ενότητας («Στη συνοικία που έμενε, από ταχαράματα είχαν αρχίσει συλλήψεις…»). Παρατηρούμε ότι η συνοικία, όπως άλλωστε και ο ήρωας, δεν κατονομάζεται. Στη δεύτερη ενότητα ορίζεται οκύκλος περιπλάνησης: Βύρωνας, Δάφνη, Καλλιθέα. Θα λέγαμε πως ηκυκλική κίνηση του ήρωα γύρω από το κέντρο, χωρίς τελικά να μπαίνει σ’ αυτό αποκτά συμβολικό χαρακτήρα ·είναι το πρόβλημα του ήρωα, το δίλημμά του και η αδυναμία του τελικά να κινηθεί προς το κέντρο (της πόλης, των διαδηλώσεων, των γεγονότων). Η πορεία του ήρωα ολοκληρώνεται το σούρουπο με τέρμα τη συνοικία του· μόνο στο τέλος του διηγήματος αναφέρεται το όνομά της (τελευταία λέξη): είναι η Καισαριανή. Αυτή η κυκλική πορεία έξω από την Καισαριανή είναι, στην ουσία, μια μάταιη προσπάθεια, κι ανώδυνη, να ξεφύγει. Τελικά επιστρέφει σ’ αυτήν. ΙΙ. Χαρακτηρισμός: Ο ήρωας είναι ένας συμβιβασμένος άνθρωπος. Ο συμβιβασμός αυτόςγίνεται εμφανής από την αρχή κιόλας του διηγήματος: όπως όλος ο κόσμος τρέχει κι αυτός στο φούρνο να αγοράσει φρατζόλα. Η συμβιβαστική του στάση έχει εκδηλωθεί από τα προηγούμενα γεγονότα (Ιούλιος του ’65),όταν δηλαδή «συμμετείχε» στις συγκεντρώσεις, πάντα στ’ άκρα,κρατώντας για προκάλυμμα ένα καρ πούζι. Επομένως, δεν πήγαινε γιαδράση αλλά για «θεώρηση με τελικό προορισμό το σπίτι του, την 3 ασφάλεια που του παρείχαν τα αγαθά του. Αυτές οι ανέσεις του μικροαστού που απολαμβάνει είναι και η αιτία του συμβιβασμού του και της σταδιακής ρήξης με το αγωνιστικό παρελθόν του. Βέβαια, η εγκατάλειψη της αγωνιστικότητας δημιουργεί στον ήρωα συναισθήματα ανίας, τα οποία απαλύνει είτε συμμετέχοντας στις συγκεντρώσεις, προαγγελτικά όμως και με δική του προαίρεση είτε προστρέχοντας στις μνήμες της περασμένης ηρωικής ζωής, οι οποίες προβάλλουν τώρα εξωραϊσμένες, μέσα από την ασφάλεια του παρόντος. Είναι τόσο βολεμένος στο παρόν που δυσανασχετεί με τα τωρινά γεγονότα που τον βγάζουν από την ησυχία του. Βέβαια, οι δεσμοί με το παρελθόν δεν έχουν κοπεί εντελώς. Ο ήρωας δε βιώνει ανώδυνα αυτή τη συμβιβαστική κατάσταση. Έχει ηθικές αναστολές· συναισθάνεται τις ευθύνες που έχει ως παλιός αγωνιστής και στέλεχος, αμφιταλαντεύεται, νιώθει ενοχές, πίκρα… Ένα κατάλοιπο του παλιού αγωνιστικού εαυτού του βλέπουμε στο σημείο που φεύγει προσπαθώντας να γλιτώσει το γρηγορότερο από της εξαδέλφης τον άντρα κι από τα άσματα του ραδιοφώνου. Ωστόσο, το εμβατήριο που υπαγορεύει το ρυθμό στα βήματά του, τον κάνει να αποκηρύξει τον παράταιρο βηματισμό του, τον ξεχωριστό που ανήκει πια στα ηρωικά χρόνια του παρελθόντος. Με το εμβατήριο αίρονται όλοι οι συνδυασμοί και οι αμφιταλαντεύσεις και παίρνεται η τελική απόφαση με την προσφυγή σ’ ένα ταπεινό πρόσχημα (το ψαράκι της γυάλας). Ο συμβιβασμός του ήρωα γίνεται απόλυτος. 9. Τα άλλα πρόσωπα: Είναι ο άντρας της εξαδέλφης και ο περαστικός με τη τσάντα. Το ήθος του πρώτου διαφαίνεται μέσα από το σύντομο διάλογο που έχει με τον ήρωά μας. Άνθρωπος εντελώς αλλοτριωμένος με αποκλειστικό ενδιαφέρον τοποδόσφαιρο. Η αξιολόγηση του πραξικοπήματος γίνεται με κριτήριο το«απολεσθέν» αγαθό, το γήπεδο. Ο δεύτερος διαγράφεται μέσα από την περιγραφή του βηματισμού του κατά το πρόσταγμα του εμβατηρίου. Το πραξικόπημα δεν απειλεί τη ζωή του, δεν του στερεί το σπίτι του. Και αυτός ο άνθρωπος, ασφαλισμένος μέσα στ’ αγαθά του (τσάντα φίσκα με τρόφιμα,. θα τον περίμενε ίσως μια γυναίκα με τα νυχτικά, ο απέναντι γείτονας για κανένα ουζάκι, ο μπατζανάκης μ΄ έτοιμο στρωμένο το τάβλι),είναι εντελώς αλλοτριωμένος. Τα δύο πρόσωπα λειτουργούνπαραπληρωματικά σε σχέση με τον ήρωά μας. Προσημαίνουν, κατά κάποιοτρόπο, τη δική του –αυτή τη φορά ολοκληρωτική – αλλοτρίωση και δείχνουν πως η διάβρωση από το καθεστώς της δικτατορίας έχει επέλθει σε ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού. 10. Τελική αποτίμηση: «Αν ανακεφαλαιώσουμε τη ζωή του ήρωά μας, την εξέλιξη του,παρατηρούμε μια συνεχή έκπτωση: Αγώνας – φυλακίσεις – εξορίες – βόλεμα μέσα στα μικροαστικά αγαθά, περιφερειακή συμμετοχή στα κρίσιμα πολιτικά γεγονότα, αυτοεγκατάλειψη, υποταγή στο φόβο, συνειδητοποίηση της αδυναμίας του, υποταγή στη δικτατορία (με κάποιο ευτελές άλλοθι) –προσαρμογή σε μια κατάσταση εντελώς ξένη προς το βαθύτερο εαυτό του και τις αξίες του, όπως εκφράστηκε στα νιάτα του. Μ’ άλλα λόγια: η όλη πορεία του είναι πορεία προς την αλλοτρίωση, όπου τον οδηγούν οι μικροαστικές συνθήκες και η παραίτησή του. Και η πορεία του έξω από την Καισαριανή, μια μάταιη προσπάθεια, κι ανώδυνη, να ξεφύγει. Τελικά, επιστρέφει σ’ αυτήν. Τι σημαίνει για τον Χάκκα η Καισαριανή της δεκαετίας του 1960 (κι όχι πια της Κατοχής); Χρησιμοποιώντας τις μαρτυρίες του ίδιου του συγγραφέα διαβάζουμε στο αφήγημα του Τοιχογραφία: «…Κάποτε Καισαριανή, ήσουν ένα αστέρι, έλαμψες για μια στιγμή στο στερέωμα και χάθηκες για πάντα στο χάος της Ιστορίας. Τώρα, γριά τσατσά, τρως σάμαλι και τουλούμπα, μασάς μπατιρόσπορους στα θερινά σινεμά και φτύνεις τα τσόφλια στο σβέρκο ευυπόληπτων καταστηματαρχών, εμπορομανάβηδων, χασάπηδων, εργολάβων, που θέλουν ν’ απαλλαγούν από τη ντροπή σου. Από τη μια μεριά συμφωνώ με το Δήμαρχο που θέλει ν’ αλλάξει την ονομασία σου. Τι δουλειά έχεις πια εσύ μ’ αυτά τ’ ανθρωπάκια, το πνεύμα της ιδιοχτησίας και της αντιπαροχής;» Η ιστορία λοιπόν του ήρωά μας είναι και ιστορία της συνοικίας του. Λίγο –πολύ είναι και η ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Αυτήν αγωνίζεται να εκφράσει ο Μάριος Χάκκας στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του, μαζί με τα αισθήματα ασφυξίας και εξέγερσης που του προκαλεί…» 4 /[Χριστόφορος Μιλιώνης, «Μάριος Χάκκας, Το ψαράκι της γυάλας», Με το Νήμα της Αριάδνης, 1991, Σοκόλη, σσ. 134-135 (ελαφρώς διακευασμένο)] ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ1. Με την αγωνιστικότητά του να εξελίσσεται κατά κατιούσα κλίμακα, ο ήρωας φροντίζει και στις δύο περιπτώσεις να εξασφαλίσει ένα άλλοθι για την παρουσία του στο δρόμο και άρα να μη θεωρηθεί ύποπτος συμμετοχής σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Αν και στο παρελθόν υπήρξε ένας αγωνιστής, πληρώνοντας μάλιστα για τη δράση του αυτή με φυλακίσεις και εξορίες, τώρα πια παραιτημένος και απρόθυμος, έχει υιοθετήσει άλλες αξίες και άλλο τρόπο ζωής, αρκούμενος στις μικροαπολαύσεις της μικροαστικής του ζωής. Ήδη από την πρώτη μέρα της επιβολής της η δικτατορία έχει καταφέρει να διαβρώσει ύπουλα τις συνειδήσεις, τουλάχιστον όσων ήταν από την αρχή πρόθυμοι να συμβιβαστούν με τη νέα κατάσταση και να βαδίσουν στο ρυθμό της. Έτσι, η ανάκρουση των εμβατηρίων και η διόρθωση του βηματισμού δηλώνουν την πρόθεση του ήρωα αλλά και των ομοίων του να μην αντιδράσουν, για να είναι ασφαλείς στο μικρόκοσμο του σπιτιού τους. Μετά την ταλαιπωρία και τις στερήσεις της φυλακής και της εξορίας, ο ήρωας αρχίζει σταδιακά να εντάσσεται «ομαλά» στο κοινωνικόσύστημα, αποκτώντας πρόσβαση σ’ όλα εκείνα τα αγαθά πουσυνθέτ ουν την άνετη ζωή του καταναλωτικού παραδείσου: σπίτι,ψυγείο, ανατομικό στρώμα, έπιπλα, σόμπα, πι κάπ. Η ζωή του έχειαποκτήσει πια άλλους όρους, άλλες αξίες και άλλες εξαρτήσεις, που κάνουν το αγωνιστικό του παρελθόν να φαντάζει μακρινό και ανοίκειο, καθώς το αναλογίζεται εξωραϊσμένο, μεταπλασμένο σε αναπολήσεις και «αισθητική απόλαυση». 4. Το είδος της σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα στον αφηγητή και στον ήρωα μπορεί αρχικά να αναζητηθεί στον τρόπο δήλωσής του ήρωα από τον αφηγητή. Ο ήρωας δεν έχει όνομα. Είναι ο «άνθρωπος με τη φρατζόλα υπομάλης», ο «δικός μας», ο «άνθρωπός μας» ή «αυτός». Κατά μία εκδοχή, η ανωνυμία σημαίνει ότι υπάρχει μια σχέση οικειότητας αφηγητή και ήρωα, χωρίς την απόσταση πουσυνεπάγεται η αναφορά του ονόματος. Προφανώς ο αφηγητήςσυμπαθεί τον ήρωα, τουλάχιστον μπο ρεί να κατανοήσει τηναδυναμία και την απροθυμία του για νέους αγώνες μετά από μια ζωή φυλακίσεων και εξορίας. Ωστόσο, δεν του χαρίζεται. Σατιρίζει την παραλλαγή που εφευρίσκει για να αποφύγει την πιθανή αστυνομική ανάκριση, ειρωνεύεται την παραγγελτική εκπλήρωση των κομματικών του υποχρεώσεων, σαρκάζει τη μικροαστική του άνεση και την επιλογή του να προτάξει τη ζωή του χρυσόψαρου στην πολιτική κρισιμότητα της εποχής, αλλά κατανοεί πως η αλλοτριωτική δύναμη του κοινωνικού συστήματος είναι συχνά ακαταμάχητη. 5
© Copyright 2024 Paperzz