Κατεβάστε το pdf αρχείο

Κωνσταντινούπολη, 28 Μαίου 1453, Δευτέρα
Η Αγιά Σοφιά ήταν ασφυκτικά γεμάτη εκείνη τη νύχτα.
Ψαλμωδίες αντηχούσαν σε ολόκληρη την Πόλη. Ύμνοι μέσα
στην Εκκλησιά και λιτανείες πάνω στα τείχη. Όλη η Πόλη μια
προσευχή. Όλη η Πόλη μια παράκληση, μια ύστατη
απελπισμένη κραυγή. Στο Θεό. Μόνο που ο Θεός δεν άκουγε.
Την είχε εγκαταλείψει την Πόλη του τη μονάκριβη.
«Χαίρε, Θεού αχωρήτου χώρα. Χαίρε, σεπτού μυστηρίου θύρα»
Στην Εκκλησιά κι ο Ρήγας μου, πάντα με τον καπετάν
Αντρέα στο πλάι του. Τις ύστατες τούτες ώρες, οι δυο τους ήταν
αχώριστοι. Ποιά μοίρα απόκρυφη τους είχε δέσει;
Προσεύχονταν κι αυτοί μόνο που δεν ήταν πια θλιμμένοι, δεν
έσκιαζε φόβος τα μάτια τους κι ο Βασιλιάς έψελνε ολόλαμπρος
λες κι είχε κατέβει το φως το Θείο να τον λούσει. Τον είδε ο
κόσμος έτσι το Βασιλιά κι αναθάρρησε. Και τώρα δεν ήταν πια
σπαρακτική κραυγή η προσευχή, ήτανε ύμνος θεϊκός κι
εκστατικός.
«Χαίρε, των απίστων αμφίβολον άκουσμα. Χαίρε, των πιστών
αναμφίβολον καύχημα»
Αυτή την τελευταία λειτουργία στην Αγιά Σοφιά την
ξέχασε η Ιστορία. Την πρόλαβαν τα γεγονότα. Κι όμως, αυτές
οι ύστατες στιγμές ήταν που έπρεπε να μείνουν παρακαταθήκη
στο χρόνο. Το χρόνο, που τις ώρες εκείνες δεν υπήρχε. Όλα
ήταν ένα, αχώριστα, άχρονα και αδιαίρετα. Ο κόσμος, η Αγιά
Σοφιά, ο Βασιλιάς κι η Δέσποινα, ένα σώμα, μια δέηση, μια
Πόλη σε ιερή έκσταση, μια Πόλη που λίγες ώρες πριν τον
αφανισμό της έφτασε το ύψιστο μεγαλείο της. Όχι, δεν ήταν η
ελπίδα για σωτηρία. Ήταν η πίστη η δυνατή που έκανε εκείνη
τη νύχτα όλη την Εκκλησιά να λάμπει και να βροντά. Κι ο
κόσμος υμνούσε, κι ο Ρήγας μου, λες κι είχε ήδη φύγει, λες κι
είχε ήδη πάρει τη θέση του ανάμεσα στα Χερουβείμ, κι η εικόνα
της Παναγιάς δάκρυσε, λένε. Αυτό που δε λένε είναι πως
δάκρυσε όχι από λύπη, μα από υπερηφάνεια για το μεγαλείο
των πιστών και του λαού της. Και ήτανε τόσο δυνατοί οι ύμνοι
που σκιάχτηκαν οι πολιορκητές, λένε πάλι. Νομίσανε πως
κατεβήκανε οι Αγγέλοι να προστατέψουνε την Πόλη. Και
λουφάξανε οι άθλιοι και σιωπήσαν.
«Χαίρε, αστραπή τας ψυχάς καταλάμπουσα. Χαίρε, ως βροντή
τους εχθρούς καταπλήττουσα»
Δε θυμάμαι πότε τελείωσε η λειτουργία, αν τελείωσε, πότε
ξημέρωσε, πότε προδόθηκε η Βασιλεύουσα, πότε ξεκίνησε ο
χαμός. Αυτό που θυμάμαι είναι ο Βασιλιάς. Όλη τη νύχτα τον
κοιτούσα, ήθελα να γεμίσουνε τα μάτια μου από Αυτόν. Δεν
ήξερα αν θα τον ξαναέβλεπα ποτέ. Τον ξαναείδα όμως. Λίγο
αργότερα, να προσεύχεται μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Με
τον Αντρέα πάντα δίπλα του. Κι εκεί μπροστά… κάτι σαν να
του έδωσε ο ευλογημένος του Αντρέα. Κι ο Κρητικός το
σφιχτόδεσε στον κόρφο του, έτσι μου φάνηκε, σαν ιερό
φυλαχτό. Κι όλη την υπόλοιπη νύχτα είχε τα χέρια μπροστά
στην καρδιά του, σταυρωμένα. Να προστατεύει; Να
προστατεύει τι; Τι ήταν αυτό που πήρε ο καπετάνιος; Κι αυτό
το έμαθα πολύ αργότερα, όταν πια, διωγμένος κι εγώ από τον
τόπο μου, σε έναν άλλο τόπο ευλογημένο, θα έπρεπε να
φυλάξω τα ιερά του μυστικά. Εκεί, την τελευταία νύχτα της
Πόλης, άρχισε η δική μου μοίρα να παίρνει μορφή, το δικό μου
μικρό κομματάκι σ΄αυτό που λέγεται Ιστορία.
«Χαίρε, της ζωής θησαυρέ αδαπάνητε. Χαίρε, Νύμφη
ανύμφευτε.»