ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ _Δ

3ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
Αλοΐζου Δήμητρα, Αθανασοπούλου Χριστίνα, Αρχοντή Μαρία-Ασπασία, Δήμα Ειρήνη,
Ζάμπος Βασίλης, Διαμαντοπούλου Θεοδώρα, Γιαγκίνης Νίκος, Δουλάμη Βασιλική.
Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ Ο ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Δ. Σολωμός, Κ. Καρυωτάκης, Γ. Σεφέρης
Εργασία στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
Τάξη : Α΄Λυκείου
Τμήμα :Α1
Σχολικό Έτος 2011-2012
1
Πίνακας Περιεχομένων :
•
•
•
•
•
•
•
•
•
Περιεχόμενα ………………………………………………………………………2
Πρόλογος……………………………………………………………………………..3
Εισαγωγή………………………………………………………………………………4
Δ. Σολωμός: Ελεύθεροι Πολιορκημένοι…………………………………5
Κ. Καρυωτάκης: Είμαστε Κάτι………………………………………………..9
Γ. Σεφέρης: Μποτίλια στο πέλαγο……………………………………….12
Βιογραφικά ποιητών ………………………………………………………….14
Λογοτεχνικά Ρεύματα………………………………………………………….32
Βιβλιογραφία………………………………………………………………………36
2
Πρόλογος
Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α’ Λυκείου
συντάξαμε μια εργασία με την καθοδήγηση της καθηγήτριας μας, κ. Ελένης
Αντωνίου. Περιέχει πληροφορίες από την προσωπική έρευνα των μαθητών ( μέσω
διαδικτύου και βιβλιογραφίας) και τα δεδομένα του σχολικού βιβλίου για την
παραδοσιακή και τη μοντέρνα ποίηση. Αντικείμενο της εργασίας μας είναι τρία
κείμενα των σπουδαίων ποιητών Δ. Σολωμού, Κ. Καρυωτάκη, Γ. Σεφέρη. Πιο
συγκεκριμένα, ασχοληθήκαμε με τα <<‘Ελεύθεροι Πολιορκημένοι>>, <<Είμαστε
κάτι>> και <<Μποτίλια στο πέλαγο>>. Για την ολοκλήρωση της εργασίας αυτής μας
παραχωρήθηκε το διάστημα τριών μηνών και την ομάδα αποτελούν οι μαθητές
Αλοΐζου Δήμητρα, Αθανασοπούλου Χριστίνα, Αρχοντή Μαρία-Ασπασία, Δήμα
Ειρήνη, Ζάμπος Βασίλης, Διαμαντοπούλου Θεοδώρα, Γιαγκίνης Νίκος και Δουλάμη
Βασιλική. Μέρη της εργασίας διεκπεραιώθηκαν από διαφορετικούς μαθητές, οι
οποίοι μελέτησαν και ανάλυσαν τα κείμενα και συγκέντρωσαν πληροφορίες.
Αποτέλεσμα όλων αυτών αποτελεί η παρούσα εργασία, που η ομάδα ελπίζει να
είναι αντάξιο των προσδοκιών σας. Ευχαριστούμε για τον χρόνο σας.
3
Εισαγωγή
Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η λογοτεχνική ανάλυση των κειμένων που μας
ανατέθηκαν και κατ’ επέκταση ο προσδιορισμός των χαρακτηριστικών της
παραδοσιακής, μεταβατικής και μοντέρνας ποίησης.
Η εργασία διαθέτει πίνακα περιεχομένων, πρόλογο, εισαγωγή και την ανάλυση των
τριών κειμένων, συνοδευόμενα από τα βιογραφικά των ποιητών και στοιχεία για τα
ανάλογα λογοτεχνικά ρεύματα καθώς και βιβλιογραφικά. Η συνεργασία μας ήταν
καρποφόρα και μέσω αυτής επετεύχθη η καλλιέργεια της λογοτεχνικής μας
φιλαναγνωσίας. Ευελπιστούμε να μεταδοθεί και σε εσάς ο ενθουσιασμός μας για
την εργασία.
4
Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ
Έστησ’ ο έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
Και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’γη, σ’ουρανό και κύμα.
Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητο ‘ναι κι άσπρο,
Ακίνητ’ όπου κι αν ιδείς, και κατάσπρ’ ως τον πάτο,
Με μικρόν ίσκιο άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ‘χ’ ευωδίσει τα ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ‘δες˙
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
5
Κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.
Η θεματική του ποιήματος
Στο απόσπασμα αυτό, που έχει τίτλο <<Ο πειρασμός>>, ο ποιητής αναφέρεται
στο ίδιο θέμα που προσέγγισε και στο 2ο απόσπασμα του Β’ Σχεδιάσματος.
Μόνο που εδώ δεν μένει στην περιγραφή κάποιων γεγονότων αλλά προχωρά σε
βάθος <<ζητώντας να αποκτήσει το μυστικό πνεύμα της φύσης και να μπει στα
μυστήριά της>>.
Παρουσιάζει λοιπόν κι εδώ τον Έρωτα να χορεύει με τον Απρίλη, ενώ μια σειρά
από εικόνες παριστάνουν τη φύση στην πιο ωραία στιγμή, την άνοιξη. Τα
κελαηδίσματα των πουλιών, το μεθυστικό άρωμα των λουλουδιών, τα
τρεχούμενα νερά που χύνονται στις κοιλάδες. Όλα αποκαλύπτουν τη δύναμη
της φύσης και της ζωής. Αυτή τη μυστική δύναμη της φύσης θέλοντας να
κατανοήσει ο Σολωμός καταφεύγει στον κόσμο των φυσικών φαινομένων και
ζητά τη βοήθεια του Αλαφροΐσκιωτου. Εκείνος μπορεί κι αντιλαμβάνεται όλα τα
μυστικά της φύσης και αποκαλύπτει πως εκείνη είναι <<σπαρμένη μάγια>>.
Παντού επικρατεί ησυχία και κανένας ήχος δεν την ταράζει. Το φεγγάρι
αντανακλά μέσα στη λίμνη, ενώ μια κοπέλα αναδύεται από το νερό <<ντυμένη
με το φως του>>. Δεν είναι παρά η φύση, η ομορφιά της φύσης
προσωποποιημένη που σαν μια νέα αναδυομένη Αφροδίτη, η νεράιδα των
παραμυθιών, έρχεται με την παρουσία της να τονίσει το νόημα που θέλει να
περάσει ο ποιητής.
Η κοπέλα αυτή, η ασύγκριτη ομορφιά της φύσης, είναι ένας αληθινός πειρασμός
για τους αγωνιστές. Η πείνα και η εξαθλίωση είναι πιο μπορετή, όταν όλα γύρω
είναι σκοτεινά, θλιμμένα. Όταν όμως η φύση αποθεώνει την ομορφιά και τη
ζωή, πως μπορεί η ανθρώπινη ψυχή να αντισταθεί και να την αρνηθεί ; Όμως, η
αυταπάρνηση των αγωνιστών δείχνει ακριβώς το μέγεθος του ηρωισμού τους.
«η Φεγγαροντυμένη του “Πειρασμού” αντιπροσωπεύει μια όραση του κόσμου
που καταξιώνει την επίγεια ζωή. Εκφράζει τη σχέση ισορροπίας ανθρώπουΚόσμου, πηγή ευδαιμονίας και υπαρξιακής πληρότητας. Μ’ αυτό το νόημα
αντιπροσωπεύει πράγματι το συγκλονιστικότερο κάλεσμα της ζωής, γιατί
απλούστατα απογυμνώνει το θάνατο από κάθε έρεισμα που θα μπορούσε να το
δικαιώσει. Προβάλλει μπροστά στα μάτια των πολιορκημένων την επίγεια ζωή
ως το κατεξοχήν πεδίο δικαίωσης και μακαριότητας.»(Καψωμένος)
Προσωποποιημένες
μορφές – σύμβολα ο Έρωτας και ο Απρίλης
Αλαφροΐσκιωτος : μεταφυσικό όν που βλέπει μπροστά καθαρότερα,
6
οραματιστής «ψυχή της λαϊκής παράδοσης που επιστρατεύεται για να προσπελάσει
το απόκρυφο για τα κοινά μάτια μυστήριο της Φύσης» (Καψωμένος)
Καλός :καλός καγαθός, σύμφωνα με το Σολωμό.
Τα σχήματα λόγου : α) η λειτουργία τους μέσα στο ποίημα, β) πόσο το καθένα
από αυτά αναφέρεται σε κάτι συγκεκριμένο και χειροπιαστό.
Στο ποίημα συναντώνται το ακόλουθα σχήματα λόγου:
Προσωποποίηση: «έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη»
Μεταφορά: «τη γλυκιά της ώρα», στ. 17
Παρήχηση: «νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα» του ρ.
Αντίθεση: «χύνονται μες στην άβυσσο – αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητο ‘ναι κι
άσπρο»
Παρομοίωση: «σαν αηδόνια»
Επανάληψη: «νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα»
Α) Τα πλούσια εκφραστικά μέσα και οι εικόνες του ποιήματος του προδίδουν έναν
εξαιρετικά λυρικό τόνο, καθώς διανθίζουν το νόημα του. Δηλαδή, αναδεικνύουν την
ομορφιά της φύσης κατά την περίοδο της άνοιξης, με τη συμμετοχή όλων των
στοιχείων της και υπογραμμίζουν τον τίτλο του, «ο Πειρασμός», διότι προκαλούν
τους πολιορκημένους.
Β) Τα περισσότερα εκφραστικά μέσα χαρακτηρίζουν στο παρόν ποίημα πράγματα
χειροπιαστά, όπως τα νερά, τα πουλιά, τα φυτά, το ζωικό στοιχείο και το φεγγάρι.
Ωστόσο, αρκετά περιγράφουν έννοιες ή πράγματα μη απτά, όπως ο ήλιος, η
Φεγγαροντυμένη, ο Έρωτας και η Άνοιξη.
Η ομορφιά της φύσης στη διαμόρφωση των συναισθημάτων του ανθρώπου.
Πειρασμός, σύμφωνα με το απόσπασμα, είναι οι ομορφιές της ανοιξιάτικης φύσης
οι οποίες προκαλούν τους πολιορκημένους Μεσολογγίτες να προτιμήσουν την
απόλαυση της ζωής και της φύσης θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τον αγώνα για τη
λευτεριά, που μπορεί όμως να οδηγήσει ακόμα και σε θάνατο. Τα στοιχεία της
άνοιξης που παρουσιάζονται στο κείμενο και αποτελούν τη καλή και τη γλυκιά ώρα
της φύσης είναι η σκιά, τα φουντωμένα φυλλώματα των δέντρων, η δροσιά, το
κελάηδημα, τα καθάρια και γλυκά νερά, η πεταλούδα, ο κρίνος, η μέλισσα, ο
ουρανός. Όλα αυτά τα στοιχεία δημιουργούν δίλημμα στις ψυχές των
Μεσολογγιτών, οι οποίες αμφιταλαντεύονται ανάμεσα σε δύο επιλογές, στη μάχη
και στην απόλαυση της ζωής και της φύσης, με αποτέλεσμα να κλονίζονται και να
ξεχνούν το χρέος τους για τον αγώνα ως τον θάνατο (προκειμένου να
ελευθερωθούν).
Λέξεις και φράσεις με εννοιολογική φόρτιση και ζωντανή εικονογραφία.Η
ρεαλιστική τους και η συμβολική τους διάσταση.
7
Στο απόσπασμα του ποιήματος βλέπουμε πως ο Σολωμός χρησιμοποιεί πλήθος από
επίθετα και φράσεις που δημιουργούν ζωντανή ηθογραφία. Αρχικά αποκαλεί τον
Απρίλη ‘ξανθό’ χαρίζοντάς του έτσι την ζωντάνια της άνοιξης, την αναγέννηση του
κόσμου και την αγνότητά του. Ακόμα χαρακτηρίζει το ήχο των πουλιών
λιποθυμισμένο και αυτό γιατί βρισκόμαστε λίγο πριν την έξοδο των Μεσολογγιτών.
Οι άνθρωποι και ολόκληρη η φύση αν και φαίνεται να ξαναγεννιούνται λόγω της
άνοιξης ,στην πραγματικότητα βρίσκονται λίγο πριν τον θάνατο. Στη συνέχεια ο
Σολωμός μιλάει για νερά γλυκά και χαριτωμένα που κυλούν γρήγορα και χύνονται
στη φύση. Και ενώ περιγράφει τόσο γαλήνια και μαγική την πλάση βάζοντας πολύ
ελάχιστα αρνητικά στοιχεία φτάνοντας στους ανθρώπους δείχνει μεγαλύτερη θλίψη
και σκληρότητα. Μιλάει για ανδρογυναίκες που δεν λυγούν μπροστά στην τραγική
κατάστασή τους αλλά πολεμούν μέχρι και την τελευταία στιγμή. Ακόμα και όταν
παρακολουθούν την φωτιά, που όπως τονίζει ο ποιητής την έθρεψαν με μεγάλη
θλίψη γιατί σε αυτήν έκαψαν όλα τους τα υπάρχοντα ούτε εκείνη την ώρα δεν
δείχνουν κανένα σημάδι ψυχικής κατάπτωσης. Τέλος ο ποιητής εξυψώνει ακόμα
περισσότερο τους ήρωες του δηλώνοντας πως είναι έτοιμοι να νικήσουν ή να τα
χάσουν όλα. Χαρακτηριστικά ο τελευταίος στίχος λέει « Εκείθε με τους αδελφούς,
εδώθε με το χάρο»
Ιδέες και συναισθήματα
Οι γυναίκες και οι άντρες του Μεσολογγίου αγωνίζονται για την πατρίδα τους και
τη λευτεριά τους. Σε όλο το διάστημα της πολιορκίας παραμένουν σταθεροί στις
θέσεις τους, δεν υποκύπτουν σε κανένα πειρασμό και υπερασπίζονται την πατρίδα
τους και την αξιοπρέπειά τους.
Στον 1ο στίχο «΄Εστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη» ο ποιητής παρουσιάζει
τους ανθρώπους στην αποχή της άνοιξης, που νιώθουν αγάπη και έρωτα για την
ίδια τη ζωή. Κι όμως σε μια τέτοια εποχή οι Μεσολογγίτες πρέπει να συνεχίσουν τον
πόλεμο και να οδηγηθούν στο θάνατο. Στους παρακάτω στίχους 2-9 ο ποιητής
παρουσιάζει τις ομορφιές της φύσης. Οι αγωνιστές νιώθουν έντονη την ανάγκη να
γευτούν τη ζωή. Η ανοιξιάτικη φύση στον 10ο στίχο «Εξ' αναβρύζει κ η ζωή σε γη, σε
ουρανό, σε κύμα.» γίνεται μεγαλύτερος πειρασμός γι'αυτους όταν τους καλεί να
υποκύψουν στον εχθρό για να κερδίσουν τη ζωή και να ζήσουν τις ομορφιές της.
Στους στίχους 15-21 ο ποιητής μιλά για τον Αλαφροΐσκιωτο που βλέπει τη
φεγγαροντυμένη κόρη και αντανακλούν τη γοητεία και το μυστήριο της ζωής.
Οι πολιορκημένοι σε όλο το ποίημα νιώθουν θαυμασμό για τη ζωή και τη φύση
τώρα που αγγίζουν το θάνατο. Ξέρουν πως είναι μελοθάνατοι και δεν έχουν καμία
ελπίδα να ζήσουν. Όμως δεν υποκύπτουν, αντιστέκονται στον εχθρό και κρατούν
την ψυχή τους ελεύθερη. Φέρονται σαν υπερφυσικά όντα. Έτσι κάθε φορά που
ξεπερνούν τις δοκιμασίες νιώθουν πιο σπουδαίοι και γίνονται πιο αποφασιστικοί να
πεθάνουν λεύτεροι για την πατρίδα τους παρά να ζήσουν σκλαβωμένοι.
Το απόσπασμα προσεγγίζει τα γλωσσικά σχήματα που χρησιμοποιεί συνήθως ο
Σολωμός. Είναι γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο και στην ελληνική γλώσσα. Οι
στίχοι είναι λιτοί χωρίς όμως ομοιοκαταληξία. Ωστόσο είναι έργο με πολλές εικόνες,
μουσικότητα, αρμονικότητα και εκφράζουν αγνά ιδανικά.
8
Κ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ: ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΤΙ
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντιχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούνε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμιση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
9
Θέμα ποιήματος
Το ποίημα από στιχουργική πλευρά, είναι ένα περίτεχνο παρνασσιακό σονέτο
κλασσικής μορφής, με πολύ επιμελημένη ομοιοκαταληξία, ώστε να υπάρχει
μουσικότητα. Οι 14 στίχοι των 4 στροφών Θέμα του ποιήματος είναι ο πόνος και το
αδιέξοδο που νιώθει ο ποιητής, τον οποίο απωθεί η πραγματικότητα και δεν μπορεί
(επειδή δε θέλει) να την εκφράσει με την ποίηση του. Αυτός ο πόνος, η απαισιόδοξη
διάθεση του ποιήματος και κάποια διάθεση σαρκασμού εναρμονίζονται με τον
τίτλο της συλλογής Ελεγεία και σάτιρες. Ως προς την τεχνοτροπία, το ποίημα είναι
σονέτο και ακολουθεί τον παρνασσισμό. Το περιεχόμενο είναι στοχαστικό.
Στιχουργική του ποιήματος
είναι ιαμβικοί ενδεκασύλλαβοι ενώ η ομοιοκαταληξία είναι στις δυο πρώτες
στροφές σταυρωτή και στις δυο άλλες πλεχτή. Ο ποιητής έχει στόχο να μετατρέψει
το ποίημα «σε μία παρωδία σονέτου» και το μετρικό σπάσιμο είναι «ένα
πρωτοποριακό βήμα μετάβασης προς τον ελεύθερο στίχο». Το ποίημα είναι ένα
εξαιρετικό σονέτο που ακολουθεί όλους τους κανόνες του είδους του.
Οι εικόνες του ποιήματος
Παρατηρούμε ότι στο κείμενο παρουσιάζονται πολλές εικόνες που συνθέτουν μια
απαισιοδοξία, μια θλίψη στη διάθεση του ποιητή. Χαρακτηριστικά της πρώτης
αρνητικής εικόνας, της ξεχαρβαλωμένης κιθάρας, είναι οι χορδές οι χαλαρές σαν τις
καδένες, αλλά και οι παράφωνοι ήχοι που ξυπνάει ο άνεμος όταν περνάει μέσα
τους. Στη δεύτερη εικόνα οι απίστευτες αντένες υψώνονται στα χάη και
μεταφέρουν ήχους του χάους, του απείρου. Μέσα από τις δύο αυτές εικόνες
προετοιμάστηκε η έλλειψη ελπίδας, δηλαδή μέσα από την παρομοίωση του
ανθρώπου με ξεχαρβαλωμένες κιθάρες και με απίστευτες αντένες. Η φύσις
μπερδεύεται με τα αισθήματά μας καθώς ο νους μας μένει απομονωμένος στη
χαλαρότητά του, στη μοναξιά του και κλείνεται στο εσωτερικό του. Αυτή η
εσωστρέφεια αφήνει μόνο την ενθύμηση και αυτή με τη σειρά της δημιουργεί πόνο
στο σώμα.
Ο συμβολισμός του ποιήματος
Το ποίημα χαρακτηρίζεται από απαισιοδοξία και οδύνη. Παρατηρούμε ότι η επαφή
με τον εξωτερικό κόσμο έχει διακοπεί. Ο προτελευταίος στίχος αναφέρει: μας
διώχνουνε τα πράγματα. Αυτή η προσωπική θέση του Καρυωτάκη, με τη χρήση του
α’ πληθυντικού προσώπου, γενικεύεται και αφορά όλους τους ανθρώπους της
γενιάς του. Στην κατακλείδα του ποιήματος (: κι η ποίησης είναι το καταφύγιο που
φθονούμε) συνειδητοποιούμε ότι η ποίηση εδώ γίνεται το φθονερό καταφύγιο,
καθώς είναι το μόνο μέσο που τον διευκολύνει να μιλήσει γι’ αυτόν. Φαίνεται,
λοιπόν, καθαρά πως η γενιά του, αλλά και ο ίδιος, είναι απελπισμένη από τα
10
κοινωνικά, προσωπικά προβλήματα ενώ διακατέχεται από μελαγχολία και
απελπισία αποφασίζοντας να σιωπήσει.
Αφύπνιση αισθήσεων στο ποίημα
Στις 3 πρώτες στροφές υπάρχουν εικόνες που αφυπνίζουν τις αισθήσεις του
ακροατή.
Οι χορδές της κιθάρας και το πέρασμα του ανέμου προκαλούν την αίσθηση της
ακοής και της αφής ενώ οι αντένες που αρχικά υψώνονται μα στο τέλος πέφτουν και
σπάνε είναι μια οπτική εικόνα που ξετυλίγεται μπροστά μας και μας δημιουργεί
αίσθημα απαισιοδοξίας και μελαγχολίας.
Εκφραστικοί τρόποι
Ο ποιητής στο 1ο ποίημα χρησιμοποιεί το α΄ πληθυντικό για να δείξει ότι
εκπροσωπεί ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων.
Γενικά σε όλα τα ποιήματα το μέτρο είναι χαλαρό παρότι υπάρχει ομοιοκαταληξία.
Με απλές αλλά συμβολικές λέξεις , τοποθετημένες με κατάλληλο τρόπο , ο
ποιητής καταφέρνει να διοχετεύσει στα ποιήματά του έντονη απαισιοδοξία και
μελαγχολία .Από αυτή την κατάσταση προσπαθεί να ξεφύγει μέσω της ποίησης.
11
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ: ΜΠΟΤΙΛΙΑ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟ
Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι
και παραπάνω
το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει
τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα
κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη
και παραπάνω ακόμη πολλές φορές
το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά
ως τον ορίζοντα ως τον ουρανό που βασιλεύει.
Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,
να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε.
Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη
και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη.
Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα
και το παίξαμε στα ζάρια.
Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.
Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.
Φυγή στο όνειρο και στη φαντασία
Η φυγή στο όνειρο και στη θύμηση αρχίζει στον στίχο 3, όταν ανασύρει από τη
μνήμη του την εικόνα που αντικρίζει. Επίσης ανατρέχει στο όνειρο στη μέση της
δεύτερης στροφής, όπου το μυαλό του πλανάται στην απεραντοσύνη και τη γαλήνη
της θάλασσας, που τον ταξιδεύει.
Οι πνευματικές/φιλοσοφικές/υπαρξιακές αναζητήσεις στο ποίημα. Η θεματική
του ποιήματος.
Ο ποιητής αναζητά τα βάθη στα οποία μπορεί να φτάσει ο νους του ανθρώπου.
Αντιλαμβάνεται την απεραντοσύνη του ουρανού, της γης και της φύσης, σε
αντιπαραβολή με τη μικρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Καταλαβαίνει πως τα
στοιχεία της φύσης τσακίζουν τον άνθρωπο και πως η ζωή είναι κάτι φευγαλέο. Ο
άνθρωπος αναγκάζεται να πορευθεί με ό,τι μπορεί να σώσει και να συνεχίσει τον
αγώνα του στην επίπονη πορεία του.
Στο ποίημα υπάρχει πληθώρα στοιχείων της θάλασσας και της ναυτικής ζωής, σε
συνδυασμό με ειδυλλιακά τοπία και πνευματικές αναζητήσεις.
12
Λέξεις- σύμβολα.
Το ποίημα του Σεφέρη αποτελείται από δύο στροφές. Στην πρώτη γίνεται συνεχείς
χρήση του αριθμού τρία, που αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα στην ποίηση
καθώς τονίζει την ιερότητα του τόπου στον οποίο βρίσκονται οι ήρωες του Σεφέρη.
Ακόμα η δεύτερη στροφή ξεκινά λέγοντας πως οι ναύτες βγαίνουν στην ακτή για να
επισκευάσουν τα σπασμένα κουπιά του πλοίου τελειώνει όμως με την ίδια λέξη
φανερώνοντας ίσως την απογοήτευση των ναυτών. Ο τελευταίος αυτός στίχος
περνάει κάποια απαισιοδοξία και προκαλεί θλίψη στον ακροατή.
Εικόνες του ποιήματος .
Στο ποίημα του Σεφέρη υπάρχει μια ιδιαίτερη ζωντάνια που διαφαίνεται μέσο των
δύο εικόνων που υπάρχουν. Στην πρώτη στροφή η εικόνα είναι καθαρά οπτική
καθώς μας περιγράφεται ένα τοπίο με λίγα καμένα πεύκα, ένα έρημο εκκλησάκι και
ένα μικρό σπίτι. Η εικόνα αυτή του τόπου, που όπως μας λέει ο ποιητής συνεχίζεται
σε όλο το νησί, μας περιγράφει ένα τοπίο άγονο, ερημικό προφανώς πρόκειται για
τον κλασικό κυκλαδίτικο χώρο. Η επόμενη εικόνα είναι αυτή της θάλασσας, που
χαρακτηρίζεται βαθιά και ανεξερεύνητη. Συμβολίζει μάλλον την ψυχή τον ναυτών
του καραβιού οι οποίοι θαλασσοδέρνονται με τα σπασμένα τους κουπιά στα
πελάγη. Όπως και η πρώτη και αυτή η εικόνα του ποιήματος είναι οπτική καθώς
βλέπουμε μέσα στους στίχους την ακτή και το νόμισμα που βρίσκουν οι ναύτες.
Η επίδραση του τοπίου στον άνθρωπο.
Η εικόνα ενός άγονου και ερημικού τόπου χωρίς δέντρα και πολλά σπίτια μοιάζει με
ένα αποκρουστικό χώρο παρ’ όλα αυτά οι ναύτες προτιμούν μα δέσουν το καράβι
τους σε ένα τέτοιο μέρος ίσως γιατί τους προκαλεί ηρεμία και γαλήνη. Όσο
αφιλόξενο και να παρουσιάζεται στους ανθρώπους αυτούς μοιάζει να είναι ο
ιδανικός τόπος για να ξεκουραστούν και να πάρουν δυνάμεις για το κουραστικό
ταξίδι τους. Η θάλασσα από την άλλη φαίνεται να προκαλεί φόβο αλλά και μια
παράξενη περιέργεια, γι’ αυτό τον λόγο οι ναύτες θέλουν να την εξερευνήσουν όσο
και αν αυτή τους ανησυχεί ή τους τρομάζει. Βλέπουμε λοιπόν πως στο ποίημα του
Σεφέρη υπάρχει έντονη επίδραση του τοπίου στον άνθρωπο και αλλά και στην ίδια
του την ψυχολογία.
Συναισθήματα για τον ακροατή-αναγνώστη του ποιήματος.
Καθώς διαβάζουμε το ποίημα του Σεφέρη γεννιούνται πολλά συναισθήματα.
Νιώθουμε μοναξιά και μελαγχολία μέσα σε αυτό το μαυρισμένο ,χωρίς ζωή τοπίο .
Βλέποντας τα μαυρισμένα πεύκα απογοητευόμαστε και νιώθουμε απαισιοδοξία. Η
θέα του θαμμένου σπιτιού μας γεμίζει πίκρα και πόνο. Ακόμα διακατεχόμαστε από
αγωνία για την τύχη των ανθρώπων που αγωνίζονται για μια καλύτερη ζωή, που
όμως την έπαιξαν στα ζάρια. Διαβάζοντας τους στίχους : «Εδώ αράξαμε το καράβι..»
νιώθουμε μια γαλήνη και σιγουριά αλλά κρατάει για λίγο μιας και το ταξίδι θα
συνεχιστεί και περιμένουμε τις νέες περιπέτειες της ζωής.
13
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
∆ιονύσιος Σολωµός
Διονύσιος Σολωμός (1798 - 1857)
Ο Διονύσιος Σολωμός (8 Απριλίου 1798 – 9 Φεβρουαρίου 1857).
.
ήταν Ζακυνθινός Έλληνας ποιητής, περισσότερο γνωστός για τη συγγραφή του
ποιήματος Ύμνος εις την Ελευθερίαν το 1823, οι πρώτες δυο στροφές του οποίου
έγιναν ο ελληνικός εθνικός ύμνος. Κεντρικό πρόσωπο της Επτανησιακής σχολής, ο
Διονύσιος Σολωμός θεωρήθηκε και θεωρείται ο εθνικός ποιητής της Ελλάδας, όχι
μόνον γιατί έγραψε τον Εθνικό Ύμνο, αλλά και γιατί αξιοποίησε την προγενέστερη
ποιητική παράδοση (κρητική λογοτεχνία, Δημοτικό τραγούδι) και ήταν ο πρώτος
που καλλιέργησε συστηματικά τη δημοτική γλώσσα και άνοιξε τον δρόμο για τη
χρησιμοποίησή της στη λογοτεχνία, αλλάζοντας ακόμη περισσότερο τη στάθμη
της[1]. Σύμφωνα με τις απόψεις του δημιουργούσε «από τον ρομαντισμό μαζί με τον
κλασικισμό ένα [...]είδος μιχτό, αλλά νόμιμο[...]»[2][3].
Εκτός από τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, τα σπουδαιότερα έργα του είναι: Ο
Κρητικός, Ελεύθεροι
Πολιορκημένοι, Ο
Πόρφυρας, Η
Γυναίκα
της
Ζάκυνθος, Λάμπρος. Το βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής παραγωγής του είναι
η αποσπασματική μορφή: κανένα από τα ποιήματα που έγραψε μετά τον Ύμνο εις
την Ελευθερίαν δεν είναι ολοκληρωμένο και με ελάχιστες εξαιρέσεις, τίποτα δεν
δημοσιεύτηκε από τον ίδιο. Ο Κώστας Βάρναλης περιέγραψε εύστοχα την
αποσπασματικότητα του σολωμικού έργου με τη φράση «...(Ο Σολωμός) πάντα
τα έγραφε, αλλά ποτές του δεν τα έγραψε».
Βίος
Καταγωγή και παιδικά χρόνια
Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 8 Απριλίου 1798. Γονείς του ήταν ο κόντες Νικόλαος
Σολωμός και η υπηρέτριά του, Αγγελική Νίκλη. Ο πατέρας του καταγόταν από
οικογένεια Κρητικών προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στη Ζάκυνθο το 1670, μετά
την κατάληψη της Κρήτης το 1669 από τους Οθωμανούς. Το οικογενειακό τους
όνομα στα ιταλικά παραδίδεται με διάφορες μορφές: Salamon, Salomon, Solomon,
Salomone. Η καταγωγή της μητέρας του είναι πιθανό να ήταν από την Μάνη.
Ο κόντες Νικόλαος Σολωμός χήρεψε το 1802 από την νόμιμη σύζυγό του, Μαριέττα
Κάκνη, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, τον Ρομπέρτο και την Έλενα. Από το
1796 όμως είχε δεσμό με την υπηρέτριά του, Αγγελική Νίκλη, με την οποία
14
απέκτησε εκτός από τον Διονύσιο άλλον έναν γιο, τον Δημήτριο, μετέπειτα πρόεδρο
της Ιονίου Βουλής, το 1801. Το ζευγάρι παντρεύτηκε μόλις την προπαραμονή του
θανάτου του (27 Φεβρουαρίου 1807) και τα παιδιά τους απέκτησαν τα δικαιώματα
των νόμιμων τέκνων.
Ο ποιητής πέρασε τα παιδικά του χρόνια ως το 1808 στο πατρικό του σπίτι στην
Ζάκυνθο, υπό την επίβλεψη του δασκάλου του, αβά Σάντο Ρόσι, Ιταλού πρόσφυγα.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του ανέλαβε την κηδεμονία του ο κόντες Διονύσιος
Μεσσαλάς, ενώ η μητέρα του παντρεύτηκε στις 15 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς τον
Μανόλη Λεονταράκη. Την επόμενη χρονιά ο Μεσσαλάς έστειλε τον μικρό Διονύσιο
στην Ιταλία για σπουδές, σύμφωνα με την συνήθεια των ευγενών των Επτανήσων,
αλλά ενδεχομένως και λόγω του γάμου της Αγγελικής Νίκλη.
Σπουδές στην Ιταλία
Ο Σολωμός αναχώρησε για την Ιταλία μαζί με τον δάσκαλό του, ο οποίος επέστρεφε
στην πατρίδα του, την Κρεμόνα. Γράφτηκε αρχικά στο Λύκειο της Αγίας Αικατερίνης
στην Βενετία, όμως δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στην αυστηρή πειθαρχία του
σχολείου και γι' αυτό ο Ρόσι τον πήρε μαζί του στην Κρεμόνα, όπου τελείωσε το
Λύκειο το 1815. Τον Νοέμβριο του 1815 γράφτηκε στην Νομική Σχολή του
Πανεπιστημίου της Παβίας, από την οποία αποφοίτησε το 1817. Δεδομένων των
φιλολογικών ενδιαφερόντων του, η άνθηση της ιταλικής λογοτεχνίας δεν τον άφησε
ανεπηρέαστο. Καθώς μάλιστα μιλούσε πλέον θαυμάσια την ιταλική γλώσσα, άρχισε
να γράφει ποιήματα στα ιταλικά. Τα σημαντικότερα από τα πρώτα ιταλικά
ποιήματα που έγραψε εκείνην την περίοδο ήταν το Ode per la prima messa (Ωδή για
την πρώτη λειτουργία) και La distruzione di Gerusalemme ( Η καταστροφή της
Ιερουσαλήμ). Εξάλλου γνωρίστηκε με γνωστά ονόματα της πνευματικής Ιταλίας
(πιθανώς Μαντσόνι, Μόντι κ.ά.) οι οποίοι μάλιστα τον περιέβαλαν με το κλίμα του
γαλλικού διαφωτισμού. Ενσωματώθηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους τους και
τελειοποιούμενος στις ποιητικές κατακτήσεις του, εξελισσόταν σ' έναν καλό ποιητή
της ιταλικής γλώσσας.
Επιστροφή στην Ζάκυνθο
Ο Σολωμός επέστρεψε στην Ζάκυνθο το 1818, μετά το τέλος των σπουδών του.
Στην Ζάκυνθο υπήρχε αξιόλογη πνευματική κίνηση ήδη από τον 18ο αιώνα (δεν
είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλοι οι προσολωμικοί ποιητές προέρχονταν από αυτό το
νησί). Γι' αυτό ο Σολωμός βρήκε έναν κύκλο από ανθρώπους με ενδιαφέρον για
την λογοτεχνία, με τους οποίους γρήγορα ανέπτυξε φιλικές σχέσεις. Οι
15
σημαντικότεροι
από
του Βασιλικού),
ο Γεώργιος
δημοτικιστής,
φίλος
αυτούς
του
ήταν
Τερτσέτης,
Ιωάννη
ο Αντώνιος
Μάτεσης (συγγραφέας
ο Διονύσιος
Βηλαρά)
και
ο
Ταγιαπιέρας (γιατρός,
Νικόλαος
Λούντζης.
Συγκεντρώνονταν συχνά σε φιλικά σπίτια και διασκέδαζαν με αυτοσχέδια
ποιήματα. Συχνά σατίριζαν στα ποιήματά τους έναν Ζακυνθινό γιατρό, τον Ροΐδη (τα
ποιήματα του Σολωμού που σατιρίζουν τον γιατρό είναι Το Ιατροσυμβούλιο, Η
Πρωτοχρονιά και οι Κρεμάλες). Επίσης, αυτοσχεδίαζαν ποιήματα σε δοσμένες
ομοιοκαταληξίες και θέμα. Όπως ήταν φυσικό, ο Σολωμός ξεχώριζε εξ αιτίας του
ποιητικού ταλέντου του. Τα ιταλικά ποιήματα που αυτοσχεδίασε εκείνην την εποχή,
εκδόθηκαν το 1822, με τον τίτλο Rime Improvvisate, η μοναδική ζώντος του
Σολωμού δημοσιευμένη συλλογή. Με την επιστροφή στη Ζάκυνθο ο Σολωμός
εκπληρώνει το ιδανικό του, όπως το αποκαλεί ο Κ.Θ. Δημαράς, και μαζεύει «εθνικά
τραγούδια», δηλαδή δημοτικά τραγούδια από όλα τα μέρη της Ελλάδας σε μια
προσπάθεια ανακάλυψης υλικού που θα γεμίσει το δικό του ποιητικό σχήμα.
Τα πρώτα ελληνικά έργα και η συνάντηση με το Σπυρίδωνα Τρικούπη
Παράλληλα με τα ιταλικά ποιήματα, ο Σολωμός έκανε και τις πρώτες απόπειρες να
γράψει στα Ελληνικά. Αυτό το εγχείρημα ήταν δύσκολο, όχι μόνο επειδή ο ποιητής
δεν γνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα, αφού η παιδεία του ήταν κλασική και
ιταλική, αλλά και επειδή δεν υπήρχαν πολλά αξιόλογα ποιητικά έργα στην δημοτική
γλώσσα, τα οποία θα μπορούσε να αξιοποιήσει ως πρότυπο. Για να διαμορφώσει το
γλωσσικό του όργανο άρχισε να μελετά συστηματικά τα δημοτικά τραγούδια, το
έργο των προσολωμικών ποιητών, δημώδη και κρητική λογοτεχνία, που ήταν τα
καλύτερα ως τότε δείγματα της χρήσης της δημοτικής γλώσσας στη νεοελληνική
λογοτεχνία. Τα ποιήματα που ξεχωρίζουν από τα έργα αυτής της περιόδου είναι
η Ξανθούλα, η Αγνώριστη, Τα δυο αδέρφια και Η τρελή μάνα.
Σημαντική για την στροφή του προς τη συγγραφή στα Ελληνικά θεωρείται η
συνάντησή του το 1822 με τον Σπ. Τρικούπη. Ο Τρικούπης επισκέφθηκε
την Ζάκυνθο το 1822 ως προσκεκλημένος του λόρδου Γκίλφορντ. Η φήμη του
Σολωμού στο νησί ήταν ήδη μεγάλη και ο Τρικούπης θέλησε να τον γνωρίσει. Στη
δεύτερη συνάντησή τους ο Σολωμός τού διάβασε το ιταλικό Ωδή για την πρώτη
λειτουργία και ο Τρικούπης τού είπε «Η ποιητική σας ιδιοφυΐα σας επιφυλάσσει μια
διαλεχτή θέση στον ιταλικό Παρνασσό. Αλλά οι πρώτες θέσεις εκεί είναι πιασμένες.
Ο ελληνικός Παρνασσός δεν έχει ακόμη το Δάντη του». Ο Σολωμός τού εξήγησε ότι
δεν γνώριζε καλά τα ελληνικά και ο Τρικούπης τον βοήθησε στην μελέτη των
16
ποιημάτων του Χριστόπουλου. Ο αριστοκράτης Σολωμός αντίθετα από τον Κάλβο,
ξεκινώντας από την ιταλική παιδεία, «ανακάλυψε τον νέο ελληνισμό σαν μια
δύναμη άγνωστη, θαυμαστή και γονιμοποιό».
Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν και η καθιέρωση του ποιητή
Ο πρώτος σημαντικός σταθμός στην ελληνόγλωσση δημιουργία του Σολωμού ήταν
ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν που ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1823, ποίημα
εμπνευσμένο από την ελληνική επανάσταση του 1821. Το ποίημα δημοσιεύθηκε και
στην Ελλάδα (το 1824 στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι)
και
στην Ευρώπη (1825 στο Παρίσι, σε γαλλική μετάφραση, αργότερα και σε άλλες
γλώσσες) και η φήμη του ποιητή εξαπλώθηκε πέρα από τα στενά όρια του νησιού
του. Σε αυτό το έργο εξ άλλου οφείλεται και η εκτίμηση που απολάμβανε ο
Σολωμός μέχρι τον θάνατό του, αφού τα υπόλοιπα έργα του ήταν γνωστά μόνο στον
στενό κύκλο των θαυμαστών και «μαθητών» του. Με τον Ύμνο εις την
Ελευθερίαν άρχισε μια σημαντική περίοδος για την μετέπειτα διαμόρφωση του
ποιητή: είναι η εποχή στην οποία έχει κατακτήσει πλέον την γλώσσα και προσπαθεί
να δοκιμαστεί σε συνθετότερες μορφές, να διευρύνει τον κύκλο των εμπνεύσεών
του και να εγκαταλείψει την ευκολία του αυτοσχεδιασμού. Καρπός των
αναζητήσεων αυτής της περιόδου ήταν η Ωδή εις το θάνατο του Λόρδου Μπάιρον,
ποίημα που έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον Ύμνο αλλά και πολλές αδυναμίες, Η
Καταστροφή των Ψαρών, ο Διάλογος, που αναφέρεται στην γλώσσα (βλέπε
παρακάτω), η Γυναίκα της Ζάκυνθος.
Η εγκατάσταση στην Κέρκυρα: Τα πρώτα χρόνια
Το 1828, μετά από προστριβές και οικονομικές διαφορές με τον αδελφό του
Δημήτριο για κληρονομικά ζητήματα, ο Σολωμός μετακόμισε στην Κέρκυρα,
σημαντικό πνευματικό κέντρο των Επτανήσων εκείνη την εποχή. Αιτία της
αναχώρησής δεν ήταν όμως μόνο τα οικογενειακά προβλήματα˙ ο Σολωμός
σχεδίαζε ήδη από το 1825 να ταξιδέψει στο νησί. Η Κέρκυρα θα του προσέφερε όχι
μόνο ένα περιβάλλον πνευματικότερο, αλλά και την απομόνωση που ταίριαζε στον
μονήρη και ιδιότροπο χαρακτήρα του και η οποία ήταν απαραίτητη για την μελέτη
και την ενασχόλησή του με την ποίηση, σύμφωνα και με τις υψηλές αντιλήψεις που
είχε για την Τέχνη. Γι’ αυτό και τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Κέρκυρα ήταν τα
πιο ευτυχισμένα χρόνια Την εποχή εκείνη ξεκίνησε την εντατική μελέτη της
γερμανική ρομαντική φιλοσοφία και ποίηση (Hegel. Schlegel, Schiller, Goethe).
Επειδή δεν γνώριζε γερμανικά, τα διάβαζε από ιταλικές μεταφράσεις που
17
εκπονούσε γι’ αυτόν ο φίλος του Νικόλαος Λούντζης. Επίσης συνέχισε να
επεξεργάζεται τα έργα Γυναίκα της Ζάκυνθος και Λάμπρος, που είχε αρχίσει
το 1826.
1833: Η δίκη και τα μεγάλα έργα της ωριμότητας
Την περίοδο 1833-1838, και ενώ οι σχέσεις με τον αδελφό του είχαν
αποκατασταθεί, η ζωή του συνταράχθηκε από μια σειρά δίκες, με τις οποίες ο
ετεροθαλής αδελφός του (από την πλευρά της μητέρας του) Ιωάννης Λεονταράκης
διεκδικούσε τμήμα της πατρικής περιουσίας, με το επιχείρημα ότι ήταν και αυτός
τέκνο του κόντε Νικόλαου Σολωμού, αφού η μητέρα του ήταν έγκυος πριν από το
θάνατό του. Παρόλο που η κατάληξη της περιπέτειας ήταν ευνοϊκή για αυτόν και
τον αδελφό του, η δικαστική διαμάχη οδήγησε σε αποξένωση του Σολωμού από τη
μητέρα του (πληγώθηκε πολύ από τη στάση της, κυρίως επειδή την υπεραγαπούσε)
και στην απόσυρσή του από τη δημοσιότητα.
Παρόλο που η δίκη επηρέασε πολύ τον ψυχισμό του ποιητή, δε στάθηκε ικανή να
αναστείλει την ποιητική του δημιουργία. Το 1833 ξεκίνησε η ωριμότερη περίοδος
της ποιητικής δημιουργίας του Σολωμού, αποτέλεσμα της οποίας ήταν τα
(ανολοκλήρωτα)
ποιήματα Ο
Κρητικός (1833), Ελεύθεροι
Πολιορκημένοι (έως
το 1845), Ο Πόρφυρας (1847), τα οποία αναγνωρίζονται ως τα καλύτερα έργα του.
Παράλληλα σχεδίαζε και άλλα έργα, τα οποία όμως έμειναν είτε στο στάδιο των
σχεδιασμάτων, είτε σε πολύ αποσπασματική μορφή, όπως τα Νικηφόρος
Βρυέννιος, Εις το θάνατο Αιμιλίας Ροδόσταμο, Εις Φραγκίσκα Φραίζερ, Carmen
Seculare.
Ο κύκλος της Κέρκυρας
Στην Κέρκυρα ο Σολωμός βρέθηκε σύντομα στο στο επίκεντρο ενός κύκλου
θαυμαστών και ποιητών, ενός πυρήνα από πνευματικούς ανθρώπους με μεγάλη
μόρφωση, με προοδευτικές και φιλελεύθερες ιδέες, με αισθητική κατάρτιση και με
αυστηρές αξιώσεις για την τέχνη. Τα σημαντικότερα πρόσωπα που με τα οποία
συσχετίστηκε ο ποιητής ήταν ο Νικόλαος Μάντζαρος, ο Ιωάννης και ο Σπυρίδων
Ζαμπέλιος, ο Ερμάννος Λούντζης, ο Nicolo Tommaseo, ο Ανδρέας Μουστοξύδης,
ο Πέτρος Βράιλας Αρμένης, οΙάκωβος Πολυλάς, ο Ιούλιος Τυπάλδος, ο Ανδρέας
Λασκαράτος, ο Γεράσιμος Μαρκοράς.
Οι Πολυλάς, Τυπάλδος και Μαρκοράς ήταν οι «μαθητές» του Σολωμού, οι ποιητές
που συγκροτούν την τον κύκλο των «σολωμικών ποιητών», από τον οποίο αρχίζει η
18
ποιητική άνοδος της ελληνικής ποίησης, πολλές δεκαετίες πριν από την Αθήνα,
όπου ο Κωστής Παλαμάς επιχείρησε μια δεύτερη ποιητική αναγέννηση, ως
«αρχηγός» της Νέας Αθηναϊκής Σχολής.
Τα τελευταία χρόνια
Ο Σολωμός μετά το 1847 άρχισε να ξαναγράφει στα Ιταλικά. Τα έργα της περιόδου
είναι ημιτελή ποιήματα και πεζά σχεδιάσματα και κάποια από αυτά ίσως σχεδίαζε
να μεταφέρει στα Ελληνικά. Το 1851 εμφανίστηκαν και σοβαρά προβλήματα υγείας
και ο χαρακτήρας του έγινε ακόμα πιο ιδιόρρυθμος. Αποκόπηκε από φιλικά του
πρόσωπα, όπως τον Πολυλά (οι σχέσεις τους αποκαταστάθηκαν το 1854) και μετά
και την τρίτη εγκεφαλική συμφόρηση που έπαθε το 1856 δεν έβγαινε πλέον από το
σπίτι. Πέθανε τελικά τον Φεβρουάριο του 1857. Ήταν τόσο γενική και στέρεη η
φήμη του, ώστε όταν μαθεύτηκε ο θάνατός του, όλος ο λαός πένθησε. Το θέατρο
της Κέρκυρας έκλεισε, η Ιόνιος Βουλή σταμάτησε τις εργασίες της και αποφάσισε να
κηρυχθεί πένθος για τον ποιητή. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο το 1865.
Τα κυριότερα έργα
Τα πρώτα ποιήματα του Σολωμού, αυτά της Ζακυνθινής περιόδου, ήταν κυρίως
σύντομα στιχουργήματα στα πρότυπα των ιταλικών ποιημάτων, στο κλίμα
του αρκαδισμού (για παράδειγμα Ο θάνατος του βοσκού, Ευρυκόμη), αλλά και του
πρώιμου ρομαντισμού (Τρελή μάνα). Πρώτος σημαντικός σταθμός είναι ο Ύμνος εις
την Ελευθερίαν (1823), χάρη στον οποίο καθιερώθηκε ως εθνικός ποιητής και
απέκτησε τη φήμη που απολάμβανε ως το θάνατό του. Η δεκαετία 1823-1833 είναι
καθοριστική για την μετέπειτα εξέλιξή του. Τότε ο ποιητής προσπάθησε να
εγκαταλείψει την ευκολία του αυτοσχεδιασμού και άφησε οριστικά τον
νεοκλασικισμό των ποιημάτων Ύμνος εις την Ελευθερίαν, Ωδή στον θάνατο του
Λόρδου Βύρωνα και Εις Μάρκο Μπότσαρη, το μόνο ποίημα που αφιερώνεται σε
αγωνιστή του '21.
Το 1824 συνέθεσε τον Διάλογο για τη γλώσσα. Συμμετέχουν τρία πρόσωπα: ο
ποιητής, ο φίλος (σε πρώτο σχεδίασμα αναφέρεται ότι είναι ο Σπ. Τρικούπης) και ο
σοφολογιότατος, αλλά στο μεγαλύτερο τμήμα συζητούν μόνο ο ποιητής και ο
λόγιος. Ο ποιητής προσπαθεί να αποδείξει ότι η καθαρεύουσα είναι μια τεχνητή
γλώσσα που δεν την έχει ανάγκη ούτε ο λαός ούτε η λογοτεχνία. Υποστηρίζει μια
λογοτεχνική γλώσσα που θα στηρίζεται στη γλώσσα του λαού, αλλά βέβαια θα είναι
επεξεργασμένη από τον ποιητή, με τη χαρακτηριστική φράση:«υποτάξου πρώτα στη
γλώσσα του λαού και αν είσαι αρκετός, κυρίεψέ την». Χρησιμοποιεί τα
19
επιχειρήματα του γαλλικού διαφωτισμού για τη χρήση των εθνικών γλωσσών και με
παραδείγματα από την ιταλική ποίηση προσπαθεί να αποδείξει ότι καμία λέξη από
μόνη της δεν είναι χυδαία, αλλά αποκτά την ιδιαίτερη αξία της μέσα στο ποίημα, σε
συνδυασμό με τις άλλες λέξεις. Στο τέλος του έργου ο ποιητής εγκαταλείπει τα
ορθολογικά επιχειρήματα και εκφράζει τις απόψεις του με πάθος.
Το διάστημα 1824-1826 άρχισε να επεξεργάζεται το ποίημα Λάμπρος, το οποίο δεν
ολοκληρώθηκε. Ο Λάμπρος είναι ένας ακραίος ρομαντικός ήρωας: έχει κάνει σχέση
με μια νεαρή κοπέλα, τη Μαρία, και έχουν αποκτήσει τέσσερα παιδιά χωρίς να
παντρευτούν. Τα παιδιά τους τα έβαλε σε ένα ορφανοτροφείο. Όσον καιρό
πολεμούσε κατά του Αλή Πασά, συναντήθηκε με την κόρη του χωρίς να την
αναγνωρίσει, και έκανε ερωτικό δεσμό μαζί της. Όταν τελικά ανακάλυψε την
αιμομιξία, από κάποια σημάδια που είχε η κόρη, και της το ομολόγησε, η κοπέλα
αυτοκτόνησε. Επιστρέφοντας στο σπίτι του ο Λάμπρος αναγκάστηκε να ομολογήσει
στη Μαρία το έγκλημά του και κατέφυγε σε μια εκκλησία για να βρει γαλήνη. Εκεί
όμως η Θεία Δίκη του έστειλε τα φαντάσματα των τριών αγοριών του που τον
καταδίωξαν. Ο ήρωας, κυνηγημένος, γκρεμίστηκε τελικά από ένα βράχο και η
Μαρία, που είχε ήδη τρελαθεί, έπεσε στη λίμνη ελπίζοντας ότι στον ουρανό θα
έβρισκε επιτέλους τη γαλήνη.
Το 1826 παραδίδει το Η Φαρμακωμένη εκφράζοντας την αγανάκτησή του έναντι
των συμπατριωτών του γιατί καταδίκασαν σε ηθικό θάνατο μια νέα κοπέλα. Στην
περίοδο 1826-1829 επεξεργαζόταν το πεζόμορφο ποίημα Γυναίκα της Ζάκυνθος,
εφιαλτική σάτιρα, που επεκτείνεται στο θέμα του Κακού. Το έργο είναι αφήγηση
ενός ιερομόναχου, του Διονυσίου, και η «Γυναίκα» είναι η χαρακτηριστικότερη
έκφραση του Κακού. Λέγεται ότι αφορμή για τη σύνθεση αυτή ήταν ένα συγγενικό
πρόσωπο του Σολωμού, και για αυτό ο αδερφός του ποιητή δεν επέτρεψε
στον Πολυλά να το εκδώσει. Το 1829 έγραψε το Εις Μοναχήν για την Άννα
Γεωργομίλα, όταν ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα στη μονή Αγίων Θεοδώρων στην
Κέρκυρα.
Το 1833 έγραψε το πρώτο σημαντικό έργο της ωριμότητας, τον Κρητικό, σε στίχο
ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, εμπνευσμένο από την κρητική λογοτεχνία. Αφηγείται
την ιστορία ενός Κρητικού που έφυγε από την Κρήτη μετά την αποτυχημένη
επανάσταση του 1826, το ναυάγιο και την προσπάθειά του να σώσει την
αγαπημένη του από την τρικυμία. Κεντρικό σημείο του ποιήματος είναι η εμφάνιση
ενός οράματος, μιας Φεγγαροντυμένης. Ο αφηγητής της ιστορίας είναι ο ίδιος ο
20
Κρητικός: την αφηγείται χρόνια μετά, όταν ζει μόνος ζητιανεύοντας, με αναδρομές
στο παρελθόν (τη ζωή στην Κρήτη και το ναυάγιο) και προβολές στο μέλλον (τη
Δευτέρα Παρουσία και τη συνάντηση με την αγαπημένη του στον Παράδεισο).
Ο Κρητικός είναι αισθητικά το πιο ολοκληρωμένο ποίημα. Το κεντρικό πρόβλημα
που
απασχολεί
τους
φιλολόγους
είναι
η
ερμηνεία
της
μορφής
της
«Φεγγαροντυμένης».
Κατά τη δεκαετία 1833-1844 επεξεργάστηκε και το Β΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων
Πολιορκημένων,
έργου
που
αναφέρεται
στη
δεύτερη
πολιορκία
του Μεσολογγίου και την ηρωική έξοδο των κατοίκων, σε ομοιοκατάληκτο
δεκαπεντασύλλαβο. Μετά το 1845 άρχισε να το επεξεργάζεται σε άλλη μορφή,
χωρίς ομοιοκαταληξία. Το ποίημα περιγράφει την κατάσταση στο Μεσολόγγι τις
τελευταίες ημέρες της πολιορκίας, όταν είχαν εξαντληθεί τα τρόφιμα και ήταν
βέβαιο ότι η πόλη θα έπεφτε. Για την ερμηνεία του ποιήματος είναι ιδιαίτερα
χρήσιμες οι ιταλικές σημειώσεις του ποιητή, που έχουν προταχθεί στην έκδοση σε
μετάφραση του Πολυλά. Κεντρικό θέμα είναι η δύναμη της θέλησης και η πάλη με
τους πειρασμούς της φύσης, που γεννούν την επιθυμία για ζωή και μπορούν να
αποπροσανατολίσουν τους αγωνιστές.
Το τελευταίο έργο της ωριμότητας είναι ο Πόρφυρας, 1847, εμπνευσμένος από ένα
πραγματικό περιστατικό, όταν ένας καρχαρίας κατασπάραξε έναν Άγγλο στρατιώτη
που κολυμπούσε στο λιμάνι της Κέρκυρας. Ο Πόρφυρας είναι το πιο προβληματικό
ως προς την ερμηνεία έργο, κυρίως λόγω της μορφής στην οποία έχει παραδοθεί.
Αναφέρεται και αυτός στη σχέση φύσης - ανθρώπου και στη διάσταση μεταξύ
σώματος (ύλης) και πνεύματος.
Η αντιμετώπιση του έργου του
Ο Σολωμός είχε εξ αρχής σημαντική θέση στους φιλολογικούς κύκλους της
Ζακύνθου. Μετά και τη δημοσίευση του Ύμνου εις την Ελευθερίαν η φήμη του
επεκτάθηκε και στο ελληνικό κράτος, αν και ο ίδιος δεν ταξίδεψε ποτέ στην
ελεύθερη Ελλάδα. Στο ευρύ κοινό των Επτανήσων και στην Αθήνα ο ποιητής ήταν
γνωστός μόνο για τα ποιήματα που είχε δημοσιεύσει: τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν,
το απόσπασμα «Η δέηση της Μαρίας» από τον Λάμπρο, την Ωδή εις Μοναχήν,
καθώς και τα νεανικά του ποιήματα, πολλά από τα οποία διαδίδονταν προφορικά
και αρκετά από αυτά είχαν μελοποιηθεί. Η άποψη των συγχρόνων του στηριζόταν
επομένως σε αυτά τα έργα, και χάρη σε αυτά τα έργα είχε αποκτήσει τη φήμη που
τον συνόδευσε μέχρι τον θάνατό του. Θαυμασμό για το έργο του Σολωμού
21
εκδήλωναν και οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της Α’ Αθηναϊκής Σχολής,
εκφράζοντας όμως τις αντιρρήσεις τους για τη γλώσσα του. Ο Ιάκωβος Ρίζος
Νερουλός, έγραφε το 1827 στο Cours de la litterature grecque moderne: «τα
ποιήματα του Διονύσιου Σολωμού… έχουν τη σπάνια αξία κάποιου δυνατού και
συναρπαστικού οίστρου, μιας φαντασίας γεμάτης τόλμη και γονιμότητα».
Ο Αλέξανδρος
Σούτσος στο
ποίημα
του Επιστολή
προς
τον
Βασιλέα
Όθωνα χαρακτήρισε τον Σολωμό (αλλά και τον Κάλβο)« μεγάλο ὠδοποιό», που
όμως παραμέλησε τα κάλλη της γλώσσας και παρουσίασε πλούσιες ιδέες «πτωχά
ενδεδυμένες», ενώ ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής στο Esquisses de la literature
frecque moderne έγραφε: «το πνεύμα του τον κάνει να είναι μια από τις
μεγαλύτερες δόξες της Ελλάδας…. Ο Σολωμός έλαμψε σαν το πιο όμορφο πετράδι
του ποιητικού στέμματος της Ελλάδας». Ήδη πριν τον θάνατό του το ποιητικό έργο
του
Σολωμού
είχε
ταυτιστεί
με
την
έννοια
της
πατρίδας:
το 1849 η
εφημερίδα Αιών έγραφε:«αἱ ποιήσεις τοῦ Σολωμοῦ δὲν εἶναι ποιήσεις ἀτόμου, ἀλλὰ
ὁλοκλήρου ἔθνους». Ανάλογες κρίσεις διατυπώθηκαν και μετά το θάνατο του
ποιητή. Το περιοδικό Πανδώρα έγραψε:« ἐκ τῶν ἐξοχωτέρων τῆς Ἑλλάδος, δὸς δ'
εἰπεῖν καὶ τῆς Εὐρώπης αὐτῆς, ποιητῶν, ὁ συγγραφεὺς τοῦ πρὸς τὴν Ἐλευθερίαν
Διθυράμβου ἐκείνου, ὁ ἐκ Ζακύνθου Διονύσιος Σολομός, ἀπέθανεν εἰς ἀκμάζουσαν
ἔτι ἡλικίαν». Οι επικήδειοι των μαθητών του Σολωμού ήταν βεβαίως πιο
ουσιαστικοί και αναφέρονταν και στα ανέκδοτα έργα, πολλά από τα οποία είχαν
ακούσει τον ποιητή να απαγγέλλει. Ο Ιούλιος Τυπάλδος χαρακτήρισε τον Σολωμό
«πρώτο και μέγα θεμελιωτή της νέας μας φιλολογίας» και ο Ιάκωβος Πολυλάς στα
«Προλεγόμενα» των ποιημάτων του Σολωμού το 1859 τον ονόμασε «εθνικό
ποιητή».
Η εικόνα για το έργο του Σολωμού άλλαξε ριζικά μετά την εμφάνιση της
πολυαναμενόμενης έκδοσης, το 1859. Το ημιτελές έργο εξέπληξε δυσάρεστα και
προκάλεσε αμηχανία και οι εφημερίδες που επαινούσαν τον μεγαλύτερο Έλληνα
ποιητή μετά το θάνατό του, δεν έγραψαν τίποτα για την έκδοση των έργων.
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Βαλαωρίτη: το 1857, μετά τον θάνατο του
Σολωμού, έγραφε στον Κωνσταντίνο Ασώπιο ότι «ἐψεύσθησαν αἱ ἐλπίδες τοῦ
ἔθνους» και το 1877 έγραφε στον Ροΐδη: ότι ο Σολωμός άφησε πίσω του «ἕναν μόνο
ὕμνον καὶ ὀλίγας ἀσυναρτήτους στροφάς». Αρνητικές κρίσεις για τα ποιήματα του
Σολωμού διατύπωσε και ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος στο δοκίμιό του «Πόθεν η κοινή
λέξις "τραγούδω";», το 1859.
22
Η πρώτη ουσιαστική επανεκτίμηση του σολωμικού έργου εκτός του επτανησιακού
χώρου έγινε μετά το 1880, κυρίως από το κριτικό έργο του Παλαμά, ο οποίος
αναγνώρισε την ιστορική σημασία του έργου του Σολωμού, εξαιτίας της
δημιουργίας προσωπικής ποιητικής γλώσσας και του γόνιμου συνδυασμού όλων
των στοιχείων της ποιητικής παράδοσης αλλά και των ευρωπαϊκών ποιητικών
ρευμάτων και ιδεών. Στην πραγματικότητα μορφές όπως ο Σολωμός, ο Κάλβος ή ο
Παλαμάς φαίνεται πως βοήθησαν την ελληνική λογοτεχνία να ξεφύγει από τον
χαρακτηρισμό της ελάσσονος ποίησης του 19ου αιώνα και να την εντάξουν στο
ευρύτερο πλαίσιο του ευρωπαϊκού ρομαντισμού.
Σταθμό στη μελέτη του Σολωμικού έργου αποτέλεσε το ιδιοφυές βιβλίο του Κώστα
Βάρναλη "Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική" (1925), σφοδρή πολεμική ενάντια στην
ιδεαλιστική -και άγονη- θεώρησή του από τον Γιάννη Αποστολάκη στο
κακογραμμένο, φλύαρο και πλαδαρό βιβλίο του "Η ποίηση στη ζωή μας" (1923).
Κώστας Καρυωτάκης
Ο Κώστας
Καρυωτάκης (30
Οκτωβρίου 1896 – 21
Έλληνας ποιητής και
πεζογράφος.
Γεννήθηκε
Ιουλίου 1928)
ήταν
στην Τρίπολη στις 30
Οκτωβρίου 1896 και αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα το απόγευμα της 21ης
Ιουλίου 1928. Θεωρείται ως ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής
ποίησης και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες.
Η ποίησή του διδάσκεται σε αρκετά Πανεπιστήμια της Ελλάδας αλλά και του
εξωτερικού. Για το έργο του έχουν γραφεί εκατοντάδες εργασίες και βιβλία,
πραγματοποιήθηκαν σε δεκάδες ειδικά συνέδρια.
Βιογραφία
Παιδική και εφηβική ηλικία
Ήταν δευτερότοκο παιδί του νομομηχανικού Γεώργιου Καρυωτάκη, με καταγωγή
από τη Συκιά Κορινθίας, και της Αικατερίνης Σκάγιαννη από την Τρίπολη. Στο σπίτι
της γεννήθηκε ο ποιητής και εκεί σήμερα στεγάζεται η διοίκηση του εκεί
Πανεπιστημίου. Είχε μία αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, που
παντρεύτηκε το δικηγόρο Παναγιώτη Νικολετόπουλο, και έναν αδελφό μικρότερο,
το Θάνο, που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος.
Λόγω της εργασίας του πατέρα του, η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει
συχνά τόπο διαμονής. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Λευκάδα,
το Αργοστόλι, τη Λάρισα, την Πάτρα, την Καλαμάτα, την Αθήνα (1909-1911) και
τα Χανιά όπου έμειναν ως το 1913 λόγω των συνεχών μεταθέσεων του πατέρα του.
23
Στην εφηβική του ηλικία 1909-1911 βρέθηκε στην Αθήνα και από το 1911-1913 στα
Χανιά. Εκεί ερωτεύτηκε την Άννα Σκορδύλη. Αποφοίτησε το 1913 από το 1ο
Γυμνάσιο Χανίων με βαθμό «λίαν καλώς». Από νεαρή ηλικία, περίπου δεκαέξι ετών,
δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και
σε διαγωνισμό διηγήματος της Διαπλάσεως των παίδων.
Φοιτητής Νομικής στην Αθήνα
Το 1914 ο Κώστας Kαρυωτάκης μετέβη στην Αθήνα για σπουδές στη Νομική Σχολή
και στα τέλη του 1917 απέκτησε το πτυχίο του. Το 1916, φοιτητής στο Β΄ έτος
Νομικής, άρχισε να δημοσιεύει ποιήματά του σε λαϊκά περιοδικά αλλά και σε
εφημερίδες όπως η Ακρόπολη. Το 1917 ο πατέρας του απολύθηκε από το δημόσιο
ως αντιβενιζελικός.
Επαγγελματική καριέρα ως δικηγόρος
Το 1917 ο Καρυωτάκης πήρε το πτυχίο Νομικής με βαθμό "λίαν καλώς". Το 1918
επισκέφθηκε τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη όπου έμεναν. Το 1919
επιστρατεύθηκε αλλά πήρε ολιγόμηνη αναβολή λόγω υγείας. Το ίδιο έτος έλαβε
άδεια δικηγόρου και διορίσθηκε υπουργικός γραμματέας Α’ στη Θεσσαλονίκη,
προφανώς για να είναι κοντά στους γονείς του.
Στις 9 Μαρτίου 1919 έστειλε εξώδικο στο περιοδικό «Νουμάς» γιατί δεν του
δημοσίευσε κριτική – ανακοίνωση για την ποιητική του συλλογή "Ο Πόνος του
Ανθρώπου και των Πραμάτων" .
Εξώδικος Πρόσκληση δικηγόρου Καρυωτάκη (1919)
Το 1923 διορίστηκε στο Υπουργείο Υγιεινής Πρόνοιας και Κοινωνικής Αντιλήψεως,
όπου επέδειξε σημαντικό έργο πρότασης νόμων που αφορούν τη δημόσια υγεία.
Όμως τίποτε δεν υλοποιήθηκε γιατί ξέσπασε η δικτατορία του Πάγκαλου. Το 1926
ταξίδεψε στη Ρουμανία. Το 1927 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Ελεγεία και
Σάτιρες». Το 1928 αποσπάσθηκε στην Πάτρα, αλλά αμέσως έφυγε για ταξίδι στο
Παρίσι και μετά την επιστροφή του μετατέθηκε στη Νομαρχία Πρέβεζας. Για ένα
διάστημα ο Καρυωτάκης επιχείρησε να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου,
ωστόσο η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου
υπαλλήλου. Διορίστηκε υπουργικός γραμματέας Α΄ στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης,
ενώ, μετά την οριστική απαλλαγή του από τον ελληνικό στρατό (παρουσιάσθηκε
μόνο για λίγες μέρες), τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ των
οποίων οι νομαρχίες Σύρου, Άρτας και Αθήνας. Στο τέλος για ν' αποφύγει τις
μεταθέσεις απ' τη μια νομαρχία στην άλλη, μεταπήδησε στο Υπουργείο Πρόνοιας
και μάλιστα στην κεντρική του υπηρεσία, στην Αθήνα. Η πρώτη του ποιητική
24
συλλογή, Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων, δημοσιεύτηκε το 1919. Τον
ίδιο χρόνο εξέδωσε το σατιρικού περιεχομένου περιοδικό Η Γάμπα, του οποίου η
δημοσίευση όμως απαγορεύτηκε μετά από έξι τεύχη κυκλοφορίας. Η δεύτερη
συλλογή του, υπό τον τίτλο Νηπενθή, εκδόθηκε το 1921. Την ίδια περίοδο
συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη (1902-1930). Το Δεκέμβριο του 1927
εκδόθηκε η τελευταία του ποιητική συλλογή με τίτλο Ελεγεία και Σάτιρες.
Η σχέση του με τη Μαρία Πολυδούρη
Η επίσης ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη γνώρισε τον Κώστα Καρυωτάκη το 1920 σε
δημόσια υπηρεσία της Αθήνας όπου αμφότεροι εργάζονταν προσωρινά, και τον
ερωτεύτηκε. Έχει γράψει σε επιστολή της σε κάποια φίλη της το εξής ιστορικό για
τον Καρυωτάκη: «Στο κάτω-κάτω εγώ αγάπησα έναν ποιητή. Δεν αγάπησα έναν
ήρωα. Αν ήθελα ήρωα, θα αγαπούσα τον Ανδρούτσο». Άλλη πληροφορία επίσης
αναφέρει ότι η Μαρία Πολυδούρη τού είχε προτείνει γάμο, αλλά αυτός αρνήθηκε
με τη δικαιολογία ότι «πάσχει από ανίατο αφροδίσιο νόσημα και δεν θέλει να πάρει
στο λαιμό του καμιά γυναίκα». Αυτό, φαίνεται να ευσταθεί πλήρως, δεδομένου ότι
έγραψε και το σχετικό ποίημα «Ωχρά Σπειροχαίτη», που είναι το όνομα του
μικροβίου που προκαλεί τη σύφιλη.
Στην Πρέβεζα
Ο Κώστας Καρυωτάκης έφτασε στην Πρέβεζα με καράβι στις 18 Ιουνίου 1928, μετά
από δυσμενή μετάθεση. Η θέση εργασίας του ήταν στη Νομαρχία Πρεβέζης, στο
Γραφείο Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων, στο κτήριο Πάλιου, της
οδού Σπηλιάδου 10. Ο Καρυωτάκης ως δικηγόρος της Νομαρχίας, είχε στα
καθήκοντά του τη σύνταξη και τον έλεγχο των τίτλων κυριότητας των αγροτεμαχίων
διανομής προς τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας ). Η τότε Νομαρχία Πρέβεζας
στεγαζόταν σε ένα διώροφο μεγάλο «επιβλητικό» κτήριο με κήπο στην οδό
Σπηλιάδου 10, ιδιοκτησίας Πάλιου, που έχει γκρεμισθεί και εκεί ανηγέρθησαν δύο
συνεχόμενες πολυκατοικίες .Το σπίτι που νοίκιασε και έμεινε τις τελευταίες μέρες
της ζωής του το 1928, βρίσκεται στην οδό Δαρδανελίων, στο λεγόμενο Σεϊτάν
Παζάρ.
Οι τελευταίες στιγμές και η αυτοκτονία
Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός, στο Βαθύ Πρέβεζας (1928)
Στο ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού, ο δήμαρχος Πρέβεζας τη διετία 19771978, Ηρακλής Ντούσιας, περιέγραψε ότι, δύο ώρες προ της αυτοκτονίας του, περί
τις 2.30 μ.μ., ο Καρυωτάκης πήγε στο τότε παραλιακό καφενείο «Ο Ουράνιος
25
Κήπος» στη θέση Βρυσούλα, ιδιοκτησίας τότε Νιόνιου Καλλίνικου, όπου παρήγγειλε
και ήπιε μια βυσσινάδα. Ο καφεπώλης παραξενεύτηκε τότε, γιατί ο ποιητής τού
άφησε στο τραπέζι 75 δραχμές πουρμπουάρ, ενώ η τιμή του αναψυκτικού ήταν 5
δρχ. Ζήτησε ένα τσιγάρο να καπνίσει και μια κόλλα χαρτί (τετράδιο) όπου έγραψε
τις τελευταίες σημειώσεις του, οι οποίες βρέθηκαν στην τσέπη του και διασώθηκαν.
Στο τέλος των σημειώσεων αυτών έγραψε μεταξύ των άλλων:«Συνιστώ σε όσους
σκοπεύουν να αυτοκτονήσουν, να αποφύγουν τη μέθοδο του πνιγμού, εάν
γνωρίζουν καλό κολύμπι. Εγώ ταλαιπωρήθηκα στη θάλασσα 10 ώρες και δεν
κατάφερα τίποτα!». Ο γιος του οπλοπώλη Ιωάννη Αναγνωστόπουλου, πολιτικός
μηχανικός ΤΕ, δηλώνει στο ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού ότι «την
προηγουμένη ημέρα τής αυτοκτονίας ο Καρυωτάκης αγόρασε από το κατάστημα του
πατέρα του ένα περίστροφο, με το οποίο επέστρεψε σε λίγες ώρες
διαμαρτυρόμενος ότι είχε βλάβη, ενώ είχε ξεχάσει να βγάλει την ασφάλεια». Αυτό
εξηγήθηκε ως πρόθεσή του να αυτοκτονήσει αυθημερόν.
Το πιστόλι Pieper Bayard με το οποίο αυτοκτόνησε ο Καρυωτάκης
Το περίστροφο αυτό είναι τύπου Pieper Bayard 9mm, παραχωρήθηκε από τους
απογόνους της οικογένειας Καρυωτάκη και εκτίθεται από το 2003 στο «Μουσείο
Μπενάκη» στην Αθήνα (κτίριο Α, Βασ. Σοφίας). Τελικά, στις 21 Ιουλίου 1928, το
απόγευμα 4.30 μ.μ., και σε ηλικία μόλις 32 ετών, ο Κώστας Καρυωτάκης περπάτησε
από το καφενείο «Ουράνιος Κήπος» της Βρυσούλας προς τη θέση Βαθύ της
Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου 400 μέτρων. Ξάπλωσε κάτω από έναν
ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με πιστόλι στην καρδιά. Η τότε χωροφυλακή τράβηξε
φωτογραφία του πτώματος η οποία έχει δημοσιευθεί και τον δείχνει
κουστουμαρισμένο, με ψαθάκι και με το χέρι με το πιστόλι στο στήθος. Στη θέση
αυτή βρίσκεται σήμερα το στρατόπεδο των καυσίμων της 8ης Μεραρχίας Πεζικού
και υπάρχει εκεί αναμνηστική μαρμάρινη επιγραφή που τοποθέτησε η Περιηγητική
Λέσχη Πρέβεζας το 1970. Η πινακίδα γράφει: «Εδώ, στις 21 Ιουλίου 1928, βρήκε τη
γαλήνη με μια σφαίρα στην καρδιά ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης».
Η τελευταία επιστολή
Στην τσέπη του κουστουμιού του πτώματος του Κώστα Καρυωτάκη βρέθηκε
επιστολή που γράφει τα εξής: «Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το
μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή
φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς
τις περισσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου
αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία.
Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το
26
παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα
τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά.
Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν
πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς
ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς
απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές (!!!), είμαι έτοιμος για έναν
ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα
αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να
τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη
Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας» Κ.Γ.Κ. [Υ.Γ.]
Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην
επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα
ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να
καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν
μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου». Κ.Γ.Κ. (Κώστας Γ.
Καρυωτάκης). Ακόμα και σήμερα υπάρχουν απορίες και αντιθέσεις στην ερμηνεία
αυτής της επιστολής.
Λογοτεχνικό έργο
Εκτός από το ποιητικό του έργο, ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ έδωσε και
μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών, όπως του Φρανσουά Βιγιόν.
Ποιήματα
Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων (1919)
Νηπενθή (1921)
Ελεγεία και Σάτιρες (1927)
Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία, Όταν κατέβουμε τη σκάλα...,
Πρέβεζα]
Ανέκδοτα ποιήματα
Μεταφράσεις
27
Γιώργος Σεφέρης
Ο Γιώργος
Σεφέρης (Βουρλά
Σμύρνης 29
Φεβρουαρίου 1900 – Αθήνα 20
Σεπτεμβρίου 1971) είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και εκ
των δύο μοναδικών βραβευμένων με το Νόμπελ Λογοτεχνίας Ελλήνων, μαζί με
τον Οδυσσέα Ελύτη.
Βιογραφία
Το
πραγματικό
του
όνομα
ήταν Γιώργος
Σεφεριάδης.
Γεννήθηκε
στα
Βουρλά της Σμύρνης στις 29 Φεβρουαρίου του 1900 και ήταν ο πρωτότοκος γιος
του Στέλιου και της Δέσπως (το γένος Γ. Τενεκίδη) Σεφεριάδη. Το 1906 αρχίζει η
μαθητική του εκπαίδευση στο Λύκειο Χ. Αρώνη. Το1914, εποχή κατά την οποία
άρχισε να γράφει τους πρώτους στίχους, με το ξέσπασμα του Παγκοσμίου Πολέμου
κατά τη θερινή περίοδο του έτους, η οικογένεια μεταναστεύει στην Ελλάδα. Ο
Γιώργος Σεφέρης ενεγράφη στο Πρότυπο Κλασσικό Γυμνάσιο Αθηνών από το οποίο
αποφοίτησε το 1917. Στις 14 Ιουλίου του ίδιου έτους, η μητέρα του μαζί με τους
δύο γιους και την κόρη της Ιωάννα (μετέπειτα σύζυγο Κ. Τσάτσου) μεταβαίνει
στο Παρίσι, όπου ο πατέρας τους Στέλιος εργάζεται ως δικηγόρος. Ο Γιώργος
Σεφέρης
θα
μείνει
εκεί
μέχρι
το
καλοκαίρι
του1924,
ακολουθώντας
σπουδές λογοτεχνίας και αποκτώντας το πτυχίο της Νομικής, οπότε μεταβαίνει
στο Λονδίνο για την τελειοποίηση των αγγλικών του εν όψει των εξετάσεων στο
Υπoυργείο Εξωτερικών
Το 1925 επιστρέφει στην Αθήνα και το 1927 διορίζεται στο διπλωματικό σώμα ως
ακόλουθος του Υπουργείου Εξωτερικών. Κατά το ίδιο έτος πεθαίνει η μητέρα του
Δέσπω. Τον Ιούλιο του 1928 δημοσιεύει στη Νέα Εστία, επώνυμα ως Γ. Σεφεριάδης
το "Μια
βραδιά
με
τον
Κύριο
Τεστ",
μετάφραση
έργου
του Βαλερί.
Το 1929 συνοδεύει τον Εδουάρδο Εριό σε ταξίδι του στην Ελλάδα. Το Μάιο
του 1931 εκδίδεται με το ψευδώνυμο Γ. Σεφέρης η "Στροφή" και τον ίδιο χρόνο
διορίζεται υποπρόξενος και έπειτα διευθύνων του Ελληνικού Γενικού Προξενείου
του Λονδίνου, όπου θα παραμείνει μέχρι και το 1934.
.
Το Μάιο του 1932 δημοσιεύεται το έργο του Μια νύχτα στην ακρογιαλιά και τον
Οκτώβριο η Στέρνα, αφιερωμένη στο Γιώργο Αποστολίδη. Το 1933, ο πατέρας του,
Στέλιος, εκλέγεται Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών και εγγράφεται ως μέλος
της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1934 ο Γ. Σεφέρης επιστρέφει στην Αθήνα και τον
Ιανουάριο του 1935 αρχίζει η συνεργασία του με τις εκδόσεις Νέα Γράμματα,
28
αναδημοσιεύοντας τη Στέρνα. Το 1936 διορίζεται πρόξενος στη Κορυτσά, όπου θα
παραμείνει μέχρι το 1938. Στις 13 Φεβρουαρίου του 1937 δημοσιεύει στα Νέα
Γράμματα επιστολή του περί της δημοτικής γλώσσας. Το 1938 μετατίθεται στην
Αθήνα ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου
Τύπου και Πληροφοριών.
Το 1941 ο Γιώργος Σεφέρης παντρεύεται με τη Μαρία Ζάννου και στις 22
Απριλίου το ζεύγος ακολουθεί την Ελληνική κυβέρνηση που, μέσω Κρήτης, στις 16
Μαΐου καταφθάνει στην Αίγυπτο και παραμένει στην Αλεξάνδρεια. Τον Αύγουστο, ο
Γιώργος Σεφέρης συνοδεύει την Πριγκίπισσα Διαδόχου Φρειδερίκη και τα δύο της
παιδιά, Σοφία και Κωνσταντίνο, στο Γιοχάνεσμπουργκ και από εκεί στην Πραιτόρια
υπηρετώντας στην εκεί Ελληνική Πρεσβεία μέχρι το 1942. Λόγω της διπλωματικής
ιδιότητάς του, η ζωή του Γιώργου Σεφέρη χαρακτηριζόταν από συνεχείς
μετακινήσεις. Έτσι, ως ακόλουθος κι αργότερα ως πρεσβευτής, υπηρέτησε σε
πολλές ελληνικές πρεσβείες του εξωτερικού, γεγονός το οποίο καθόρισε σημαντικά
το έργο του.
Αν και η παιδεία και εκπαίδευσή του ήταν περισσότερο ευρωπαϊκή παρά ελληνική,
εκείνος όχι μόνο δεν απαρνήθηκε την ελληνική λογοτεχνία, αλλά την καλλιέργησε
σε βάθος με σκοπό να την ανανεώσει. Η ποίησή του επηρεάστηκε από τον Έλιοτ (T.S
Elliot), τον Κλωντέλ, το Βαλερί και τον Πάουντ (Ezra Pound). Το γεγονός όμως που
χάραξε ανεξίτηλα τη σφραγίδα του στη συνείδηση του ποιητή ήταν η εθνική
καταστροφή του 1922 κι ο ξεριζωμός του μικρασιατικού ελληνισμού.
Το 1963 η φήμη του Σεφέρη ξεφεύγει από τα εθνικά όρια και εξαπλώνεται σε
ολόκληρο τον κόσμο. Καρπός της, η βράβευσή του με το Βραβείο Νόμπελ
Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Ακαδημία Επιστημών. Είναι ο πρώτος Έλληνας που
τιμήθηκε με το ανώτερο, παγκοσμίως, βραβείο πνευματικής προσφοράς. Έως
σήμερα, ακολούθησε μόνο ο Οδυσσέας Ελύτης, το 1979. Το 1967 η δικτατορία των
συνταγματαρχών κατέλυσε το σύνταγμα στην Ελλάδα αναστέλλοντας τις ατομικές
ελευθερίες. Ο Σεφέρης εκδηλώθηκε έντονα εναντίον της, τόσο γραπτά, όσο και με
δημόσιες ρητές δηλώσεις του. Στις 28 Μαρτίου 1969 ο Σεφέρης μίλησε για πρώτη
φορά δημόσια εναντίον της Χούντας και γι' αυτό το λόγο του αφαιρέθηκε ο τίτλος
του πρέσβη επί τιμή, καθώς και το δικαίωμα χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971, ο Γιώργος Σεφέρης
πέθανε και η κηδεία του εξελίχθηκε σε σιωπηρή πορεία κατά της δικτατορίας. Μετά
29
το θάνατό του εκδόθηκε το προσωπικό του ημερολόγιο με τίτλο «Μέρες…» καθώς
και το «Πολιτικό» του ημερολόγιο.
Χαρακτηριστικά τnς ποίησης του Γ. Σεφέρη
Περιεχόμενο
α) Είναι μια ποίηση που εμφανίζεται ως απαισιόδοξη, βαρύθυμη και
μελαγχολική, απ' την οποία όμως δεν απουσιάζουν εκλάμψεις αισιοδοξίας
β) Ο λόγος του είναι συμβολικός και υπαινικτικός
γ) Βασικά θέματα του η αρχαία και νεότερη ελληνική παράδοση και η
συνάντησή της με το σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό, η μελαγχολία για τη
μοίρα του ελληνισμού, η νοσταλγία του απόδημου και οι χαμένες πατρίδες.
Εργογραφία
Ποιητικές συλλογές
Στροφή, Εστία, Αθήνα 1931
Πάνω σ'έναν ξένο στίχο,Εστία, Λονδίνο 1931
Η Στέρνα, Εστία, Αθήνα 1932
Μυθιστόρημα, Κασταλία, Αθήνα 1935
Γυμνοπαιδία, Τα Νέα Γράμματα, Αθήνα 1936
Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937), τυπ. Ταρουσοπούλου, Αθήνα
1940
Ημερολόγιο καταστρώματος, Α΄, τυπ. Ταρουσοπούλου, Αθήνα 1940
Ημερολόγιο καταστρώματος, Β΄, Ίκαρος, Αθήνα 1945
Κίχλη, Ίκαρος, Αθήνα 1947
Ημερολόγιο
καταστρώματος,
Γ΄ (με
τον
τίτλο Κύπρον,
οὗ
μ'ἐθέσπισεν), Ίκαρος, Αθήνα 1955
Τρία κρυφά ποιήματα, τυπ. Γαλλικού Ινστιτούτου, Αθήνα 1966
Τετράδιο Γυμνασμάτων, Β΄, Ίκαρος, χ.τ. 1976 (μεταθανάτια έκδοση)
Μυθιστορήματα
Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, Ερμής, Αθήνα 1974 (μεταθανάτια έκδοση)
Δοκίμια
Δοκιμές, τυπ. Γιούλη, Κάιρο 1944
Δοκιμές, Φέξης, Αθήνα 1962
30
Εκλογή από τις Δοκιμές, Γαλαξίας, Αθήνα 1966
Δοκιμές, Ίκαρος, Αθήνα 1992 (μεταθανάτια έκδοση)
Μεταφράσεις
Θ. Σ. Έλιοτ, Η έρημη χώρα και άλλα ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 1949
Θ. Σ. Έλιοτ, Φονικό στην Εκκλησιά, Ίκαρος, Αθήνα 1963
Αντιγραφές, Ίκαρος, Αθήνα 1965
Άσμα Ασμάτων, χ.ε., Αθήνα 1965
Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, Ίκαρος, Αθήνα 1966
31
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ
ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ
Με τον όρο παρνασσισμός αναφερόμαστε στην ποιητική σχολή που
αναπτύχθηκε στη Γαλλία, στα μέσα του 19ου αιώνα και ειδικά στη δεκαετία 1866 1876. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1866 από τους Κατούλ Μαντές
και Ξαβιέ ντε Ρικάρ όταν εξέδωσαν το φιλολογικό περιοδικό Σύγχρονος Παρνασσός
που αποτελούσε αναφορά στο ελληνικό βουνό Παρνασσός και την μυθολογική του
υπόσταση ως κατοικία των Μουσών. Αργότερα o Αλφόνς Λεμέρ εξέδωσε επ΄ αυτού
την ομώνυμη ποιητική ανθολογία του. Ως λογοτεχνικό ρεύμα, ο παρνασσισμός
αποτέλεσε μία αντίδραση στο κίνημα του ρομαντισμού και επανέφερε στην τέχνη
στοιχεία του κλασικισμού, ενώ επηρεάστηκε σημαντικά από το έργο του Θεόφιλου
Γκωτιέ Η τέχνη για την τέχνη. Οι οπαδοί της σχολής αυτής λέγονταν "παρνασσιζιέν"
εκ του γαλλικού όρου "Parnassisiens", στη δε ελληνική Παρνασσιστές, ή
Παρνασσιακοί.
Χαρακτηριστικά του Παρνασσισμού
Οι παρνασσιστές, που ήταν περίπου είκοσι σε αριθμό, επιδίωκαν την πιστότητα, τη
ρεαλιστική αναπαράσταση και την απάθεια, σε αντίθεση με την υπερπροβολή
συναισθημάτων του ρομαντισμού. Χαρακτηριστικό των ποιημάτων τους είναι η
στατικότητα, γι' αυτό και παρομοιάζονται με ζωγραφικούς πίνακες. Η πιστότητα στα
ποιήματα επιτυγχάνεται με τις ακριβείς περιγραφές και την επιμονή στην
αναζήτηση των κατάλληλων λέξεων, ειδικά των επιθέτων. Αντλούσαν την έμπνευσή
τους από σκηνές της καθημερινής, κοινωνικής αλλά και ιστορικής πραγματικότητας.
Στράφηκαν προς την κλασική (ελληνική και ρωμαϊκή) αρχαιότητα αλλά και προς τον
ινδικό πολιτισμό. Ως προς τη μορφή, οι παρνασσιστές επιδίωκαν την απόλυτη
τελειότητα. Επεξεργάζονταν πολύ τους στίχους και πειθαρχούσαν απόλυτα στους
μετρικούς κανόνες. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των ποιημάτων, που
κατά τ' άλλα θεωρούνται ψυχρά.
Κυριότεροι εκπρόσωποι
Ανάμεσα στους εκπροσώπους της σχολής των παρνασσιστών συγκαταλέγονται οι
Λεκόντ Ντελίλ, Πωλ Βερλαίν, Τεοντόρ ντε Μπανβίλ, Κατούλ Μεντές (Catulle
Mendès) και Συλί Προυντόμ. Στην Ελλάδα, επιδράσεις του παρνασσισμού υπάρχουν
σε ποιήματα του Κωστή Παλαμά (στα πρώτα του ποιήματα), του Γρυπάρη, του
Μαλακάση, του Πορφύρα, του Μαβίλη και άλλων.
ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ
Ο Συμβολισμός αποτελεί καλλιτεχνικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου
αιώνα, γαλλικής και βελγικής προέλευσης. Ο όρος προέρχεται από τη λέξη -
32
σύμβολο. Αναπτύχθηκε κυρίως στην ποίηση, ωστόσο συναντάται και στις εικαστικές
τέχνες.
Πρόδρομοι και προέλευση
Ο γαλλικός συμβολισμός γεννήθηκε σε μεγάλο βαθμό ως μια αντίδραση απέναντι
στον Νατουραλισμό και τον Ρεαλισμό, ρεύματα που προηγήθηκαν χρονικά και που
προσπάθησαν να συλλάβουν την πραγματικότητα με πιστό τρόπο. Ο συμβολισμός
από την πλευρά του αντιπαρέβαλε την πνευματικότητα, τη φαντασία και το όνειρο
ως αναπόσπαστο μέρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας.Το κίνημα του συμβολισμού
στη λογοτεχνία έχει τις ρίζες του στα "Άνθη του Κακού" του Κάρολου Μπωντλαίρ.
Τα αισθητικά του χαρακτηριστικά εξελίχθηκαν και αποσαφηνίστηκαν κυρίως από
τους Στεφάν Μαλλαρμέ και Πωλ Βερλαίν κατά την δεκαετία του 1870. Το 1880 μια
σειρά από μανιφέστα των συμβολιστών εμφανίστηκαν δημόσια και ενέπνευσαν
περισσότερους καλλιτέχνες. Ο συμβολισμός στις υπόλοιπες μορφές της τέχνης, θα
λέγαμε πως εμφανίζεται με ελαφρά διαφορετική μορφή, κυρίως ως ένα κίνημα που
αντιπροσωπεύει την πιο σκοτεινή (μεσαιωνικής επίδρασης) πλευρά του
Ρομαντισμού. Σε αντίθεση όμως με τη ρομαντική τέχνη, ήταν λιγότερο
επαναστατικός. Τα έργα του Έντγκαρ Άλαν Πόε θεωρούνται μία από τις
σημαντικότερες επιρροές της συμβολικής τέχνης.
Το κίνημα του συμβολισμού
Οι συμβολιστές πίστευαν πως σκοπός της τέχνης είναι να συλλάβει και να εκφράσει
περισσότερο απόλυτες αλήθειες, τις οποίες μπορεί να προσεγγίσει με έμμεσους
τρόπους. Για αυτό το λόγο, έγραφαν με μεταφορικό τρόπο και χρησιμοποιώντας
εικόνες και αντικείμενα με συμβολική έννοια. Έντονο ήταν και το μεταφυσικό ή
μυστικιστικό στοιχείο. Ο θάνατος, μυθολογικά αλλά και δραματικά στοιχεία ήταν
έντονα στη θεματολογία των συμβολιστών. Σημαντική συνεισφορά στον ιδεολογικό
καθορισμό του κινήματος του συμβολισμού είχε ο ποιητής Πωλ Βερλαίν. Το
μανιφέστο του συμβολισμού εκδόθηκε το 1886 από τον ελληνικής καταγωγής
ποιητή Ζαν Μορεάς. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο συμβολισμός ήταν εχθρικός απέναντι
στις σαφείς διακηρύξεις, τις ρητορείες και τον ψεύτικο συναισθηματισμό, ενώ
στόχος του ήταν "να ντύσει το ιδεατό σε μια αντιληπτή μορφή", μέσω των
συμβόλων. Για τους συμβολιστές, καθημερινά θέματα ή φυσικά τοπία
αντιμετωπίζονται ως επιφανειακές αναπαραστάσεις αρχέγονων και βαθύτερων
ιδανικών. Μπορούμε να πούμε πως οι φιλοσοφικές ιδέες του Σοπενχάουερ
περιέχουν κοινές ανησυχίες με το κίνημα του συμβολισμού. Είναι χαρακτηριστικό
ότι και οι δύο πλευρές πίστευαν στο ρόλο της τέχνης ως ένα καταφύγιο απέναντι
στην σκληρότητα του κόσμου. Με βάση αυτή την επιθυμία ήταν που οι συμβολιστές
δανείστηκαν και θέματα του μυστικισμού.
Συμβολισμός στη λογοτεχνία
Ο συμβολισμός αποτέλεσε κυρίως καλλιτεχνικό ρεύμα στην ποίηση, όπου ήταν και
ευκολότερο να υιοθετηθούν τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά του. Πρόδρομοι των
33
συμβολικών ποιητών αποτελούν οι Μπωντλαίρ, Λωτρεαμόν και Ζεράρ ντε Νερβάλ.
Βασικότεροι ποιητές, εκπρόσωποι του κινήματος του συμβολισμού είναι ο Πώλ
Βερλαίν, ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο Αλμπέρ Ζιρώ και ο Στεφάν Μαλλαρμέ. Στο
μυθιστόρημα, ξεχωρίζει το έργο του Joris-Karl Huysmans, "A rebours" (1884), το
οποίο θεωρείται ότι μιμήθηκε αργότερα ο Όσκαρ Ουάιλντ στο "Πορτρέτο του
Ντόραν Γκρέυ". Σημαντικός και αντιπροσωπευτικός συγγραφέας του συμβολισμού
είναι και ο Πωλ Άνταμ, με κυριότερο ίσως έργο του το "Les Demoiselles Goubert",
γραμμένο σε συνεργασία με τον Μορεάς το 1886.
Επίδραση του συμβολισμού
Ο συμβολισμός είχε μια σημαντική επιρροή σε μεταγενέστερα καλλιτεχνικά
κινήματα και τα ίχνη του είναι εμφανή σε διάφορους νεωτεριστικούς καλλιτέχνες.
Στους ποιητές ή λογοτέχνες που επηρεάστηκαν από τον συμβολισμό
συγκαταλέγονται συχνά οι Πώλ Βαλερύ, Μαρσέλ Προύστ και Γκιγιώμ Απολλιναίρ
(Γαλλία), Τ. Σ. Έλιοτ, Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς και Τζέημς Τζόυς (αγγλόφωνη
λογοτεχνία).
ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Ο Μοντερνισμός, στην γενική του έννοια, είναι η μοντέρνα σκέψη, ο χαρακτήρας και
ακόμα η πρακτική του εφαρμογή. Πιο συγκεκριμένα, ο όρος περιγράφει το
μοντερνιστικό ρεύμα μαζί με τις πολιτιστικές τάσεις και το σύνολο των πολιτιστικών
κινημάτων που εμφανίστηκαν μαζί με συνταρακτικές αλλαγές στην Δυτική κοινωνία
στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.
Ο Μοντερνισμός ήταν μία αντίδραση στις συντηρητικές αξίες του Ρεαλισμού.
Αδιαμφισβήτητα το πιο παραδειγματικό κίνητρο του Μοντερνισμού ήταν η
απόρριψη της παράδοσης και η παρωδία της, παρ' όλα αυτά και η χρήση της υπό
νέες οπτικές γωνίες και ερμηνεύσεις. Ο Μοντερνισμός απέρριπτε την "σιγουριά" της
Αναγέννησης καθώς και την έννοια ενός συμπονετικού, παντοδύναμου Θεού και
επικροτούσε τα αφηρημένα, αντισυμβατικά νέα ήθη, που κατέφθασαν με την
αλλαγή του αιώνα μέσω της συνεχώς εξελισσόμενης τεχνολογίας και των
επιπτώσεων που είχε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος στην ψυχισμό των καλλιτεχνών.
Ο μοντερνισμός βασίστηκε και σε προηγούμενα επαναστατικά κινήματα, μεταξύ των
οποίων ο φιλελευθερισμός και ο κομμουνισμός.
΄Οσον αφορά την ποίηση ο μοντερνισμός εξεγέρθηκε ενάντια στο κάθε τι
παραδοσιακό και εναντιώθηκε στον ορθό λόγο του Διαφωτισμού, καταργώντας
καθιερωμένες αξίες και συμβάσεις.
34
ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Ο υπερρεαλισμός ή σουρρεαλισμός, από τις γαλλικές λέξεις sur (επάνω, επί) και
réalisme (ρεαλισμός, πραγματικότητα) όπου στα ελληνικά θα μπορούσε να
αποδοθεί ως «πάνω ή πέρα από την πραγματικότητα», ήταν ένα κίνημα που
αναπτύχθηκε κυρίως στο χώρο της λογοτεχνίας αλλά εξελίχθηκε σε ένα ευρύτερο
καλλιτεχνικό και πολιτικό ρεύμα. Άνθισε κατά κύριο λόγο στη Γαλλία των αρχών του
20ου αιώνα, κατά την περίοδο μεταξύ του 1ου και 2ου παγκοσμίου πολέμου. Στη
φύση του επαναστατικό κίνημα, ο υπερρεαλισμός επιδίωξε πολλές ριζοσπαστικές
αλλαγές στο χώρο της τέχνης αλλά και της σκέψης γενικότερα, ασκώντας επίδραση
σε μεταγενέστερες γενιές καλλιτεχνών. Τα μέλη του αντέδρασαν σε αυτό που οι
ίδιοι ερμήνευαν ως μία βαθιά κρίση του Δυτικού πολιτισμού, προτείνοντας μία
ευρύτερη αναθεώρηση των αξιών, σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής,
στηριζόμενοι στις ψυχαναλυτικές θεωρίες του Φρόυντ και στα πολιτικά ιδεώδη του
Μαρξισμού. Ως κύριο μέσο έκφρασης, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στις εικαστικές
τέχνες, προέβαλαν τον «αυτοματισμό», επιδιώκοντας τη διερεύνηση του
ασυνειδήτου, την απελευθέρωση της φαντασίας «με την απουσία κάθε ελέγχου από
τη λογική» και διακηρύττοντας τον απόλυτο μη κομφορμισμό.
Οι καλλιτέχνες που διαμόρφωσαν το κίνημα καταγράφηκαν στο πρώτο Μανιφέστο
του υπερρεαλισμού (1924) του Αντρέ Μπρετόν, καθώς και στην πραγματεία Une
Vague de rêves (1924) του Λουί Αραγκόν, ενώ συμμετείχαν ενεργά στα περιοδικά La
Révolution surréaliste και Litterature που εξέδιδε η υπερρεαλιστική ομάδα. Ο
Μπρετόν αναγνωρίζεται ως κεντρική φυσιογνωμία και ένας από τους
σημαντικότερους θεωρητικούς τού κινήματος, ενώ άλλα διακεκριμένα μέλη
υπήρξαν οι ποιητές Πωλ Ελυάρ, Ρενέ Κρεβέλ, Ρομπέρ Ντεσνός, Μπεζαμίν Περέ, Ροζέ
Βιτράκ, όπως και οι καλλιτέχνες Μαξ Ερνεστ, Μαν Ραίη, Ζαν Αρπ, Αντέ Μασόν και
Χουάν Μιρό. Πολλοί από τους πρώιμους υπερρεαλιστές προήλθαν από το
προγενέστερο κίνημα του Ντανταϊσμού.
Ο όρος Σουρρεαλισμός ή Υπερρεαλισμός επινοήθηκε το 1917 από το Γάλλο ποιητή
Γκιγιλωμ Απολλιναίρ, ο οποίος τον χρησιμοποίησε χαρακτηρίζοντας το παράδοξο
θεατρικό έργο του Οι Μαστοί του Τειρεσία, ως «υπερρεαλιστικό δράμα». Κατά τον
Απολλιναίρ, ο όρος αυτός δήλωνε τον αναλογικό τρόπο με τον οποίο μπορεί να
αποδοθεί η πραγματικότητα.. Στο ίδιο το Σουρρεαλιστικό Μανιφέστο που
δημοσιεύτηκε το 1924, ο Μπρετόν έδωσε στη λέξη τον ακόλουθο ορισμό:
Σουρρεαλισμός, (ουσ. αρ. Αυτοματισμός) ψυχικός, καθαρός, με τον οποίο
προτίθεται κανείς να εκφράσει είτε προφορικά είτε γραπτά, είτε με οποιονδήποτε
άλλο τρόπο, την πραγματική λειτουργία της σκέψης. Υπαγόρευση της σκέψης, με
την απουσία κάθε ελέγχου από τη λογική, έξω από κάθε προκατάληψη αισθητική ή
ηθική. Ο σουρεαλισμός στηρίζεται στην πίστη στην ανώτερη πραγματικότητα
ορισμένων τύπων συσχετισμών αγνοημένων ως τώρα, στην παντοδυναμία του
ονείρου. στο αδιάφορο παιχνίδι της σκέψης. Τείνει να καταλύσει όλους τους άλλους
ψυχικούς μηχανισμούς και να υποκατασταθεί στη θέση της στη λύση των
κυριότερων προβλημάτων της ζωής.<
Συχνά ο όρος χρησιμοποιείται με διαφορετικούς τρόπους για να υποδηλώσει κάτι
φανταστικό, αλλόκοτο, παράλογο ή τρελό. Η απλοϊκή αυτή χρήση του όρου είναι
35
ανεπαρκής για την περιγραφή του υπερρεαλιστικού κινήματος, έχει παρόλα αυτά
ενσωματωθεί στην καθομιλουμένη (π.χ. "...ήταν μια εντελώς σουρρεαλιστική
σκηνή!").
Βιβλιογραφία
•
Κ.Θ. Δημαρά , Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας , εκδ. Ίκαρος, 1975
•
Λ. Πολίτης , Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας , εκδ. Μορφωτικού
Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης , Αθήνα, 1978
•
M. Vitti , Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας , εκδ. Οδυσσέας ,
Αθήνα,1978
•
Mario Vitti, Η Γενιά του Τριάντα
•
Γ. Σεφέρης , Δοκιμές , εκδ. Ίκαρος
•
Ερ. Γ. Καψωμένος , Η σχέση ανθρώπου-φύσης στο Σολωμό , Χανιά ,1976
•
Roderick Beaton, Eισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία
•
∆ιαδικτυακές φιλολογικές σελίδες :
•
•
•
•
•
Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού _ Νέα Ελληνική Λογοτεχνία και Πολιτισμός
Νίκος Εγγονόπουλος
Νίκος Καζαντζάκης
Βικιπαίδεια _ Λογοτεχνία
Ποιείν...
36