ΣΠΥΡΟΣ ΜΕΪΜΑΡΗΣ: ΠΟΙΗΜΑΤΑ 2009-2013 Ξανάρχισε Η Διάλυση Ξανάρχισε η Διάλυση. Καιρός ήτανε φαίνεται. Είναι τρομακτικό σας λέω. Εξαφανίστηκαν δια μιας οι ήχοι. Βουβάθηκε η ψυχή, πέτρωσε η καρδιά. Δεν ήταν αστείο, ήταν εφιάλτης. Αγωνίζεσαι να δραπετεύσεις, φωνάζεις βοήθεια. Σκοτεινιασμένος ουρανός. Χωρίς αναμνήσεις, χωρίς προσδοκίες. Το σπίτι εξαφανίστηκε, ο Χώρος μηδενίστηκε. Το ίδιο και ο Χρόνος. Κατήφεια στο πρόσωπο, καρδιά σαν μολύβι, μηδέν στον εγκέφαλο. Αναισθησία εγκαθίσταται αργά αλλά σταθερά στου νου τα αετώματα. Ας ήταν να με συνέπαιρνε η Μουσική. Δεν αντιλαμβάνομαι πολλά. Μένω ακίνητος. Είναι ότι καλύτερο. Θα συνδεθώ ελπίζω κάποια στιγμή με τις οντότητες της Ψυχής μου. Θα ξαναβρεθώ κοντά τους. Να φύγει πρέπει ο Φόβος από μέσα μου. Για να αναπνεύσω καθαρά. Ένας χορός χρειάζεται να με ζώσει. (Η επαφή μου με τη Φύση). Γι’ αυτό κι εγώ γυρίζω πίσω, το επιχειρώ τουλάχιστον. Υπάρχει εκεί μέσα το τραγούδι μου. Δεν πρέπει να το ξεχνώ. Υπάρχουν και ζωγραφιές πολύτιμες, φανταχτερές, ανεξιχνίαστες. Γι’ αυτό χρησιμεύει η Μνήμη στη σύνδεση των στιγμών, των γεγονότων. Πως θα δημιουργήσω τη δική μου τη στιγμή; Περίμενε με αγωνία να περάσει ο καιρός. Παίζω το Πιάνο της Ζωής μου Παίζω το πιάνο της ζωής μου. Είναι κάτι σαν ποταμός που παρασύρει τα πάντα στο διάβα του. Δίπλα μου οι άλλοι κοιμούνται. Τον ήξερες εσύ αυτόν τον ύπνο, τον είχες καταλάβει από παλιά. Δεν άλλαξε τίποτα όλα αυτά τα χρόνια, παρά μόνο προς το χειρότερο. Γι αυτό κι εσύ παίζεις το σκοπό σου χωρίς πίκρα ή τύψεις. Όμως ο ήλιος έλαμψε, το τραγούδι φάνηκε. Τα γύρω βουνά μου γνέφουν, τα χέρια χτυπούν τα πλήκτρα. Όλα Εκείνα που Πέρασαν Όλα εκείνα που πέρασαν, Όλες εκείνες οι περασμένες στιγμές, που τώρα ανασύρω πονεμένα απ’ το βάθος. Οι εικόνες που μου ανοιγοκλείνουν το μάτι στο ξαφνικό άγγιγμα μιας νοσταλγικής μουσικής. Εκείνα τα κενά που εμφανίζονται απ’ το πουθενά. Η καρδιά μου δονείται παράξενα όταν κοιτάζω μέσα. Τόσα χρόνια παίζω αυτό το συναρπαστικό παιχνίδι που με αναζωογονεί και μου προσφέρει ανεκτίμητα δώρα. Πρωί Άνοιξαν οι ουρανοί. Καθισμένος στο άσπρο γραφείο. Εκεί έξω υπάρχει ο κόσμος. Υφίσταμαι. Λέξεις απλώνονται. Ήχοι πλησιάζουν. Υπάρχει κάτι. Αναμνήσεις. Αναφορά. Διπλωμένα πόδια τρυφερά. Μαξιλάρι στην κοιλιά. Κεφάλι στα σύννεφα ψηλά. Η Μουσική πλησιάζει Ανεπαίσθητα από τα βάθη. Κάποιες στάλες ομορφιάς. Στο Παρόν δεν υπάρχει φόβος. Ο Ήλιος τρυπά τα σύννεφα. Εδώ μέσα όμως υπάρχει κάτι άλλο. Τι ανασύρεται από τα βάθη; Πως υπάρχει το κορμί; Δεν θα απαντήσω. Σας ψάχνω και δεν σας ψάχνω. Σας έχω βρει από καιρό, Τα βήματά μου σας ακολουθούν. Είναι κάτι που υπάρχει Και δεν υπάρχει. Είναι κάτι. Μπορεί όμως να μην είναι Ούτε αυτό. Έτσι απλά. Ανακτώντας Ανακτώντας τα απολεσθέντα. Ανακτώντας τις χαμένες εποχές κρυμμένες σε παλιές φωτογραφίες. Στιγμές καθαγιασμένες από πόνο και χαρά. Στιγμές του φωτός, στιγμές των ίσκιων. Στιγμές που αποτελούμε τμήμα τους. Το αεράκι περνά από πάνω μας ανάλαφρο. Η μνήμη ξυπνά και ανασύρει από τη λήθη λησμονημένες εικόνες γεμάτες κάλλος. Ταυτιζόμαστε μαζί τους, χορεύουμε στο ρυθμό τους, κολυμπάμε στο ρεύμα τους. Το μαγικό όχημα έχει πια ξεκινήσει για τα καλά. Χωμένος στα σύννεφα, στον κόσμο τους, οσφραίνομαι τη γη ολόγυρα, καμιά φορά όμως δεν την προσέχω καθόλου γιατί βρίσκομαι αλλού. Δύσκολο να προσέξεις όλα όσα απλώνονται εμπρός σου. Είναι μια πανδαισία, μια ομορφιά. Όλα έχουν τη μουσική, το ρυθμό τους. Ύστερα από Τόσα Χρόνια Ύστερα από τόσα χρόνια, η ίδια θάλασσα, η ίδια ατμόσφαιρα. Και ο παρατηρητής τραυματίας, αλλά με την ψυχή ανοιχτή, το βλέμμα καρφωμένο στον ορίζοντα, στο ροζ δείλι. Και μια κοπέλα καθισμένη σταυροπόδι, γόνατο τρυφερό, πόδι απαλό που καταλήγει σε πολύχρωμο αθλητικό παπούτσι. Όλα αυτά μες τη δροσερή βραδιά που πέφτει αργά στους ώμους μας, ενώ ευγνωμονούμε. Άρχισε να Παιανίζει η Μουσική Άρχισε να παιανίζει η μουσική κι εγώ να λικνίζομαι. Όλα ήταν όμορφα, μα πως έγινε αυτό; Η δύναμη της ψυχής μου το κατόρθωσε. Ο ρυθμός, ο μαγικός ρυθμός με πήρε μαζί του. Οδεύω προς τα εκεί. Αισθήσεις και αναμνήσεις έγιναν ένα. Δεν χρειάζεται να γνωρίζεις τίποτα. Ο ρυθμός είναι το παν. Ο ρυθμός σε παρασύρει. Ο ρυθμός σε διευθύνει. Ο ρυθμός είναι boss. Γυρίζω πίσω εκεί που βρίσκεται η ψυχή μου. Γυρίζω πίσω εκεί που άφησα τη φωνή μου. Γυρίζω πίσω εκεί που έχασα τον εαυτό μου. Γυρίζω εκεί που όλα είναι μαζί ταυτόχρονα. Πέρασε η εποχή των αμφιβολιών, πέρασε η εποχή των ενδοιασμών, των φόβων και των πόνων. Ο ρυθμός μ’ έπιασε για τα καλά. Ξημέρωσε Επιτέλους Ξημέρωσε επιτέλους εκεί πίσω στα βουνά. Το αεράκι εισέρχεται μέσα από το παράθυρο. Δροσιά στους ώμους. Βήματα αργά στην κουζίνα. Ποτήρι κρύο νερό. Όνειρα που αφήνω δυσαρεστημένος. Μακρινές οπτασίες που διαλύονται ενώ κάθομαι με τον εαυτό μου. Χέρια που αφοσιώνονται. Μνήμες που έρχονται. Ηλιόλουστες σκηνές ταξιδεύοντας. Επιστροφή στα οικεία, στα καθημερινά. Επιχειρώντας Επιχειρώντας από το Άγνωστο να βγάλω ψαχνό, ν’ ακούσω τους Ήχους να επωάζονται. Η ψυχή μου διψά για κάτι τέτοιο, πεθαίνει γι’ αυτό. Όσο δύσκολα και αν αισθάνομαι, όσο αδύναμα και λειψά, αυτό δεν μ’ εμποδίζει να αναζητώ, παντοτινά να αναζητώ. Και Είναι Τόσες οι Φορές Και είναι τόσες οι φορές…. και είναι τόσες οι φορές… και είναι τόσες οι φορές που επαναλαμβάνονται τα πράγματα. Τόσες οι φορές που επαναλαμβάνονται τα πράγματα…. επαναλαμβάνονται τα πράγματα… επαναλαμβάνονται τα πράγματα εδώ κάτωείμαστε εδώ, βρισκόμαστε εδώ, ο καθένας στην τρύπα του, χωρίς επιλογήΝομίζει κανείς πως έχει επιλογές αλλά δεν έχει- ή και αν ακόμα έχει, αυτές οδηγούν σε συγκεκριμένα αποτελέσματα, που αυτό-αναιρούνται. Βρισκόμαστε εδώ. Βρίσκομαι εδώ και συγχρόνως όχι εδώ. Βρίσκομαι αλλού, βρίσκομαι σε πολλά αλλού, πολλά αλλού, πολλά αλλού. Ουρανός Ουρανός από πάνω μέσα στο φως. Πιο κάτω εγώ απειροελάχιστος, περπατώ δίπλα στην ανήσυχη θάλασσα. Ξένος ανάμεσα σε ξένα πράγματα. Καφετιά βράχια που υψώνονται ολόγυρα και εικόνες που δεν θυμίζουν τίποτα. Θαύμα θαυμάτων επιτελείται κάθε στιγμή και με συνεπαίρνει και μένα καμιά φορά. Έτσι ξεχνιέμαι και ζω λιγάκι. Γυρίζω Πίσω Γυρίζω πάλι πίσω βλέπετε. Εκεί για μένα υπάρχει ζωή, εκεί μπορώ να αναπνεύσω. Τι άλλο να κάνω; Έχω αφήσει την ψυχή μου εκεί πίσω. Τα χρώματα, τις γεύσεις, την καρδιά. Εδώ υπάρχει μονάχα φόβος, φόβος κι αναστεναγμός. Σου κόβεται η ανάσα. Γιατί άραγε έφτασαν ως εδώ τα πράγματα; Στενοχωριέμαι που τα βλέπω, θλίβομαι που τα θωρώ. Ζω Όλο και πιο Πολύ στο Παρελθόν Ζω όλο και πιο πολύ στο Παρελθόν. Εκεί βρίσκω καταφύγιο. Γυρίζω πίσω για να βρω τους φίλους μου, τους γνωστούς μου, φυσιογνωμίες από το Παρελθόν. Τα χρώματα είναι ασπρόμαυρα, σέπια, καλλιτεχνικής φωτογραφίας. Όλα αυτά τα αντικείμενα που ξεπηδούν μέσα στο όνειρο, αγαπημένα, στολισμένα ιδρώτα και φωσφορίζοντα. Ακούγεται ο ήχος πιάνου από ψηλά, καθώς ανεβαίνω τις ξύλινες καφετιές σκάλες. μυρωδιές από κρεμμύδι και λουκάνικα ξεπηδούν από τις κλειστές παλλαϊκές πόρτες. Κάποιο μαγικό περιβάλλον αναζητώ. Θα έρθει δεν μπορεί. Έτσι ήταν πάντα. Βρίσκομαι με την πλάτη στον τοίχο. Οι λέξεις στέγνωσαν μέσα μου. Μόνο άναρθρους ήχους μπορώ να βγάλω. Δεν διαβάζω πια Ποίηση, τι να διαβάσω; Ο αγαπημένος μου είναι ο Leopardi. Τα ξένα μέρη που γνώρισα, οι εντυπώσεις μέσα μου. Άλλοι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να ταξιδεύουν, όμως εγώ εμβαθύνω όπου κι αν πηγαίνω. Προχωρώντας Προχωρώντας μες την ομίχλη, μέσα στη βροχή, καινούργια πράγματα εμφανίζονται, μερικά από αυτά ανησυχητικά. Έρχονται άνεμοι δυνατοί, κρύο που περονιάζει το κόκαλο. Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να μείνεις στο δωμάτιό σου (όπως έλεγε ο Pascal). Ο φόβος φυλάει τα έρημα, έτσι δεν λένε; Κι εγώ έχω αρκετόν από αυτόν το φόβο. Το κεφάλι μου όμως αναπαύεται ετούτη τη στιγμή. Έχω βλέπετε αρκετές αναμνήσεις από αλέες πλατειές. Μου Αρέσει η Μοναξιά Μου αρέσει πολύ η μοναξιά, αλλά δεν μου αρέσει η αναγκαστική απομόνωση. Εδώ που βρίσκομαι αυτή την εποχή, σ’ αυτό το έρημο τοπίο απομονωμένος. Δεν έχει πουθενά να βγεις να περπατήσεις, να δεις ανθρώπους, μαγαζιά, και φώτα. Έτσι ο νους ξαναγυρίζει στα ίδια και στα ίδια. Θα ψηθώ εδώ μες το ζουμί μου, παρέα με τη Μουσική, ελπίζοντας στην Ανάταση. Φευγαλέο τοπίο από μακριά, δεν θέλω να σε βλέπω. Κλείνω τα μάτια. Κλεισμένος στο δωμάτιο προσπαθώ να ονειρευτώ. Αν όλα πάνε καλά, θα το πετύχω. Και Ήρθε ο Σεισμός Και ήρθε ο σεισμός, ο προσωπικός μου σεισμός. Κανείς δεν θα τον καταλάβει, κανένας δεν τον κατάλαβε ποτέ. Ήταν η Μουσική, η θέασή της, που συνεπήρε την ψυχή μου. Ήταν το πάθος μέσα μου που στέρεψε και πάει. Πάλι τα Ίδια Πάλι τα ίδια, πάλι η καταστροφή, ο χαλασμός, η σχιζοφρένια, η αγωνία, η ανάσα η κομμένη. Απώλεια, διαρκής απώλεια. Γυμνό, φτωχό τοπίο με περιβάλλει. Πονοκέφαλος με στεφανώνει. Βυθίζομαι στην οδύνη. Δεν έχω πουθενά να στηριχτώ. Τα έχασα όλα μέσα σ’ ένα λεπτό. Ο φόβος κυριαρχεί. Όλα βρίσκονται εντός μου. Έχω τόσο νοσταλγήσει την ευτυχία. Οι ανθρώπινες φιγούρες είναι πενιχρές, μίζερες, φτωχές. Μακριά από μένα ας μείνουν. Ποιος μου τις στέλνει άραγε αυτές τις Ερινύες; Ο χορευτής που ήμουν κάποτε, ξεψύχησε. Η αρμονία που λάτρεψα, κατέρρευσε. Ζω πια μέσα στην τρέλα. Τα παραμύθια μου χάθηκαν, τα παιχνίδια μου το ίδιο. Το μάτι μου σταμάτησε να βλέπει, οι πόνοι είναι η μοναδική μου συντροφιά. Θυμήθηκα κάτι. Ήταν μες το νοσοκομείο. Ατελείωτοι διάδρομοι που διέσχιζα, όλες τις ώρες της ημέρας. Διάδρομοι της ψυχής που με συντροφεύετε. Ανοίγουν πόρτες, κλείνουν πόρτες συνέχεια. Αντικρίζω χιλιάδες πράγματα. Ο φόβος, ο φόβος δεν σταματά. Πέρασε ο καιρός, πέρασαν τα χρόνια. Τα τρόλεϊ έφυγαν και πάνε μες το κρύο του χειμώνα. Κι εγώ μόνος στους παγωμένους δρόμους της ζωής ανάμεσα σε ξένα πράγματα. Αφουγκράζομαι κάποιους θωπευτικούς ήχους ευτυχώς μέσα από το εβένινο κουτί του ραδιοφώνου. Τρελά πράγματα. Ήχοι που φθάνουν ως εμέ απ’ τα συρματοπλέγματα της κακοδαιμονίας των ανθρώπων. Βυθισμένος μέσα μου αφουγκράζομαι. Ωραία περπατούσα κάτω απ’ τη βροχή του Χάρλεμ δροσισμένος από τη νέγρικη παρουσία. Σκάβοντας μέσα μου και τι δεν ανακάλυψα! Εδώ που βρίσκομαι, θα πάψω να παραπονιέμαι. Θα αναστηθώ, θα ανασυγκροτηθώ. Καθισμένος στο θρόνο μου. Ο δικός μου καιρός δεν ήλθε, ούτε θα έλθει ποτέ. Κι όμως ακούγονται ξανά οι λατρεμένες μου τρίλιες που ξεφεύγουν από το πιάνο και με αναζωογονούν. Περίπατοι στα πλήκτρα του McCoy Tyner, του Hank Jones ή του Ellis Marsalis. Επανέρχομαι για όσους από σας δεν το ξέρουν. Για όσους από σας είναι ανίδεοι. Οι ρυθμοί γι’ άλλη μια φορά με συνεπαίρνουν μεγαλόπνοα. Τα μοτίβα είναι γνώριμα και συναρπαστικά κι εγώ χορεύω στις μύτες των ποδιών μου. Υπάρχει Φως Υπάρχει φως αληθινό παντού και πάντα. Εμείς μονάχα κρυβόμαστε απ’ αυτό, αποκοπτόμαστε απ’ αυτό. Αυτό στολίζει τις καρδιές μας, το νου μας, αυτό χαροποιεί την Ψυχή μας. Τίποτε άλλο δεν συγκρίνεται μ’ αυτό. Η πνοή του φωτός έρχεται όταν είμαστε δεκτικοί και μας ανανεώνει, μας στηρίζει, μας παρέχει την ευλογία του. Ας ήταν να είμαστε ανοικτοί σ’ αυτό διαρκώς. Αλλά δεν πειράζει, ας μην απογοητευόμαστε, Το φως ποτέ δεν μας εγκαταλείπει. Ας μη ξεχνάμε την ευλογία, τη γαλήνη του Φωτός. Ας μη ξεχνάμε την άφθαστη θαλπωρή του, τη μεγαλειώδη γαλήνη του. Βγάζω το Ποιητικό Ψωμί μου Βγάζω το ποιητικό ψωμί μου με δύσκολο τρόπο. Βυθίζομαι βαθιά μέσα μου και ανοίγω αρτεσιανά πηγάδια. Μετουσιώνω λογιών, λογιών δηλητήρια. Ανοίγω λαγούμια για να τρυπώσω και να αποφύγω τις ανθρώπινες αναθυμιάσεις. Δυσθεώρητα ύψη και απύθμενα βάθη με γνωρίζουν καλά. Λυγμοί και αγκομαχητά, κομμένες ανάσες της νυκτός. Προσευχές που σήμερα θεωρούνται δείγμα διαταραχής. Και όμως σας βεβαιώ ότι προχωρώ στο δρόμο μου. Σας βεβαιώ ότι δεν έχασα Πίστη, ούτε Αγάπη. Πετάω από πάνω σας ετούτη εδώ τη στιγμή. Αργοσέρνω τα βήματα του Χορού μου σε ολόκληρο το Στερέωμα. Υπάρχω. Τραυματίας, τεμαχισμένος, αλλά σαν τον Όσιρη ξαναγεννημένος, απλώνω την ψυχή μου μεσίστια. Ο Χείμαρρος της Μουσικής Ο χείμαρρος της Μουσικής με συνεπήρε. Έφυγαν άπαντα τα βάρη που με συνέθλιβαν. Έμειναν ορισμένοι πόνοι να μου θυμίζουν τα λάθη και την αρρώστια μου. Και να σκεφτεί κανείς πως είμαι κάποιος που λατρεύει την ανόθευτη και άδολη Χαρά. Ένας που η ψυχούλα του πετάει ψηλά στην πρώτη ευκαιρία που της δίνεται. Ένας που ονειρεύεται διαρκώς το Υπέρτατο, το Καθαρό, το Αμόλυντο. Ένας που λατρεύει τα στιλπνά χρώματα της Φύσης, τις θεϊκές μνήμες και τη θαλπωρή των αδελφών ψυχών. Θέλω να Παριστάνω τον Υγιή Θέλω να παριστάνω τον υγιή αλλά όμως δεν είναι αλήθεια. Μιμούμαι τους άλλους ανθρώπους όμως ξέρω βαθιά μέσα μου ότι προσποιούμαι. Δεν είμαι αληθινός, υποκρίνομαι. Όσοι με ξέρουν νομίζουν ότι πραγματικά υπάρχω. Δεν μπορούν να καταλάβουν πως αυτό δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα. Είμαι ένα λάθος της Φύσης. Το άγχος ωθεί τις πράξεις μου, τίποτε άλλο. Καμιά φορά ζω κι εγώ για λίγο φυσιολογικά, μασκέ. Κατόπιν όμως επιστρέφω στο σκοτάδι, στη θαμπάδα της ανυπαρξίας μου. Αν Μη τι Άλλο Αν μη τι άλλο, όλα τα έβλεπα από παλιά. Οι διαπιστώσεις, οι εντυπώσεις, οι εικόνες που είχα για τα πράγματα δεν απείχαν εν τέλει τόσο πολύ από την πραγματικότητα. Για ένα θαύμα επρόκειτο που ατένιζα ακόμα και τις πιο δύσκολες στιγμές μου, όταν βαθιά χωμένος στον εαυτό μου καλλιεργούσα τις αντιλήψεις μου. Εργασία ετών ατέρμονη που ύφαινε τα ακαθόριστα σχέδιά της πάνω στον καμβά της ύπαρξής μου, ωσότου προσδώσει μορφή και ύφος στα βιώματα. Προσπαθώ να Αναστηθώ Προσπαθώ να αναστηθώ με τα γραφτά μου. Προσπαθώ να σωθώ μέσα από αυτά. Μέσα στην Κόλαση που μου έτυχε, μακριά από οτιδήποτε ζωοφόρο, οτιδήποτε άξιο λόγου. Είμαι άχρηστος, απέχω από τη Ζωή, καθηλωμένος στη στρωμνή μου. Τα Πουλιά Κελαηδούν Τα πουλιά κελαηδούν το σούρουπο στην απεραντοσύνη του τοπίου και οι καταπράσινες μύτες των φυτών υψώνονται ως στα ουράνια. Ο πονοκέφαλός μου ξεφωνίζει. Τα μάτια μου έχουν εκραγεί εδώ που βρίσκομαι ανάμεσα σε Παράδεισο & Κόλαση. Όλα ακίνητα, ο ήλιος ξεχύθηκε, το σώμα αναπαύθηκε στην πολυθρόνα. Τύψεις που είσαστε; Σας έχω χάσει. Έχει κουφόβραση, είναι αποπνικτικά. Το χέρι ακουμπάει τρυφερά τη σελίδα. Ο πονοκέφαλος ξεχνιέται. Στη χαμηλή βαθμίδα που βρίσκομαι, πολλά θα δω, πολλά θα ακούσω. Όμως υπάρχουν και οι στάλες οι θεόπεμπτες της στοργής, της ειλικρίνειας, της αγάπης, Mercy, pity, peace are the world’s release. (Wm. Blake). Και ύστερα γίνεται ξεφάντωμα ψυχών σ’ εκείνο το καμίνι που όλοι βρισκόμαστε. Ψυχές ενωθείτε! Εκεί ψηλά βρεθείτε! Το λευκό χαρτί μας υποδέχεται πάναγνο, άμωμο, γυμνό. Ελάτε ας δοξάσουμε! Είναι η ώρα της απολαβής. Δόξα, δόξα… υπάρχουν σημεία, υπάρχουν νύξεις… ενοράσεις. Γυμνός Ξανά Βρέθηκα Γυμνός ξανά βρέθηκα στην άκρη του κόσμου. Από πολύ μακριά έρχονταν ήχοι αγαπημένοι. Ήχοι παλλαϊκοί, ήχοι σύμβουλοι της ψυχής, Ήχοι του θαμπού ουρανού. Η ζεστή φωνή που με ξύπνησε ήταν τόσο γνώριμη, Φωνή ώριμου πουλιού, φωνή που αναμοχλεύει την καρδιά. Συνήλθα Συνήλθα από μεγάλη και επώδυνη περιπέτεια. Η ανάσα μου εξερχόταν με πόνο, με προσπάθεια. Το κεφάλι θαμπό, ως μεθυσμένο. Το στήθος βαρύ, ασήκωτο. Το φως ανέτειλε μέσα μου. Η ησυχία με αναζωογονεί. Τα βουνά, αγνά, θεόρατα υψώνονται κι αυτά μπροστά μου. Στο βάθος, σκαρφαλωμένη στο λόφο, δεσπόζει μια Βιβλική πόλη. Λευκά και γκρίζα σύννεφα ταξιδεύουν. Επιχειρείται η ανασύσταση της πραγματικότητας. Κυπαρίσσια και φοινικόδεντρα ξεπηδούν. Αχ! Από τι Γλυκό Μετάξι Αχ! Από τι γλυκό μετάξι υφαίνεται το όνειρο που εξέρχεται απ’ τον εγκέφαλό μου! Τα φύλλα των φυτών που λικνίζονται με πόνο στο αγιάζι, μοιάζουν με την καρδιά μου που κι αυτή υποφέρει. Ο πόνος χαϊδεύει την καρδιά, όταν κανένας άλλος δεν μπορεί. Ο πόνος από μικρός υπήρξε σύντροφος πιστός. Εξοικειώνεσαι με τον πόνο. Ο άνεμος τρυφερά χαϊδεύει τα φύλλα των φυτών. Το μυαλό μου πάει πίσω στο East Saint Louis, στη Billie Holiday και στη Νέα Υόρκη. Η Νοσταλγία της Ψυχής Η νοσταλγία της ψυχής είναι μονάχα για τον εαυτό της. Επιλέγει ότι της ταιριάζει από τον κόσμο των αισθήσεων και δημιουργεί την ατμόσφαιρα εκείνη που θα την μεταφέρει με αγγελικά πόδια στις προσφιλείς της τοποθεσίες, στα προσφιλή της λημέρια, στις προσφιλείς της φωλιές. Περπατώντας στα σύννεφα της Φαντασίας η ψυχή ταξιδεύει στην Αιωνιότητα, λεύτερη από έννοιες, ταυτισμένη απόλυτα με τον εαυτό της, μες στην Απόλυτη Χαρά και Ευτυχία. Η δόξα της την κάνει να λάμπει απ’ άκρη σε άκρη του Στερεώματος, ενώ υπέρτατοι ήχοι συνοδεύουν την πτήση της. Τώρα επιτέλους μπορεί να πει και να κραυγάσει: “Είμαι ο Εαυτός μου που όμως δεν υπάρχει. Είμαι εγώ που γνώριζα από παλιά, από πολύ παλιά, όπως γνωρίζω τον ήχο του καλοκαιριάτικου τζίτζικα”. Και έτσι κουλουριάζεται ήρεμα γύρω απ’ τον εαυτό της. Ήδη Προχώρησα Πολύ Ήδη προχώρησα πολύ κι ας μη μου φαίνεται. Οι δρόμοι είναι ατελεύτητοι, είναι συνεχείς. Όλα είναι Ρυθμός, είναι Φωνή, είναι Επιβεβαίωση. Από ψηλά προέρχονται, σε δέρνουν, σε καταπιέζουν, σε τιθασεύουν, σε κάνουν να αισθάνεσαι μικρός. Το Άγνωστο είναι το μεγάλο Κεφάλαιο. Οι πολύχρωμες πτυχές της Ζωής, οι εναλλαγές των στοιχείων στο διηνεκές. Η αναζήτηση των λέξεων, η αναζήτηση γενικά. Ο Θόρυβος και η Σιγή. Στρέφω το Νου μου πανταχόθεν, καθισμένος, παλουκωμένος εδώ. Μακριά από όλα και όλους, μαζί με όλα και όλους. Επιχειρώ, αναμένω τη σύνθεση του άσματος. Εκείνο εμπεριέχει τα πάντα. Αποσπάσματα της Φύσης, ενσταντανέ προσώπων, ηχολαλίες, κομμάτια του αθάνατου Charlie Parker. Επιτέλους Επιτέλους αντίκρισα τον εαυτό μου. Είχε πέσει ο ήλιος, είχε σκοτεινιάσει. Οι εικόνες, οι αναμνήσεις έρχονταν καταιγιστικές. Γέμισε ο τόπος από αυτές. Βυθισμένος στο νερό ατένιζα το τοπίο της παιδικής μου ηλικίας. Συνέθετα μαγικές στιγμές κάτω από τα βλέφαρά μου. Υπήρχε άφθονος, απεριόριστος χρόνος. Μια φωτεινή σύνθεση παρουσιαζόταν εμπρός μου. Απλωνόμουν ως την άκρη του ουρανού. Υπήρχε συνέχεια σε όλα τα πράγματα. Κάλυπτα ολόκληρο τον ορίζοντα. Η Δροσιά Η Δροσιά περνά από πάνω μου και πηγαίνει στους γύρω λόφους. Η Μουσική ενσαρκώνει τα αισθήματα της στιγμής. Η φωτισμένη Εικόνα της Φύσης (του Έξω Κόσμου) δεν με απασχολεί και τόσο σήμερα το πρωί. Μόνο με τα φύλλα και τα κλαδιά των φυτών που λικνίζονται με χάρη στον αέρα μπορώ να συνδεθώ. Τι θαύμα αυτές οι εναλλασσόμενες στιγμές της Ζωής μας! Ζωηρά τοπία περνούν αστραπιαία από το Μάτι του Νου. Μορφές συγκινητικές, Μουσικές θεσπέσιες, καθώς το παιδί προσπαθεί απεγνωσμένα να ανακαλύψει το Ρυθμό του. Πατινάροντας πάνω σε αστραφτερά συναισθήματα, κατηφορίζοντας σε ευτυχισμένες κοιλάδες τέρψης, γαλήνης, έκστασης. Ο Θρίαμβος της Κατάφασης, της Αποδοχής, ακροβατώντας στις μύτες των ποδιών του πάνω σε λεπτότατες νότες, σε ύψη δυσθεόρατα, πατώντας με δύναμη τα πλήκτρα, δημιουργώντας εκπληκτικά αποτελέσματα μέσα από φαινομενικά άναρθρες κραυγές. Είναι σαν να ταξιδεύει χωρίς σταμάτημα με το τραίνο της φαντασίας προς τη Χάρη, την απόλυτη επιβεβαίωση απάντων των διαισθήσεών του. “Energy is Eternal Delight” William Blake. Επανέρχεται τότε με απόλυτη ακρίβεια στο σημείο αφετηρίας του, Στη Μαγική αυτή Στιγμή, που όλα ενυπάρχουν μέσα σε ένα Θρίαμβο, σε μια Γιορτή των Αισθήσεων. Από εκεί ξεκίνησα με σεβασμό, με υποταγή στους ανώτερους Ρυθμούς που είχα επισημάνει, που είχα ονειρευτεί. Με μικρά, αργά βήματα έφτασα ως εδώ, μέσα από σκοτεινά τούνελ, υπόγειες γέφυρες, λυγμούς και οδυρμούς, βιωμένους στο απόλυτο κορμί μου, όπου συναντώνται όλα τα στοιχεία της Σύλληψης, της Γέννησης, της Εκφοράς, της Δημιουργίας. Οι πόνοι που με κέντησαν… βοηθούνείναι μια τελετή Μύησης, μια Ιερή Τελετουργία που επαναλαμβάνεται στη ζωή εκείνου που θέλει να εισχωρήσει βαθιά. Οι υψηλές συλλήψεις, οι υψηλές εντάσεις έχουν το τίμημά τους. Η προσωπική περιπέτεια του καθενός είναι ανεκτίμητη, όπως και του καθενός το βάσανο. Το προσωπικό του βάσανο. Ο Οίστρος, το Πάθος, η συγγένεια με τον Πόνο. Ξημέρωσε Επιτέλους Ξημέρωσε επιτέλους. Η μέρα ξαναγύρισε. Στο νοσοκομείο πήραν μπρος τα πράγματα. Το προσωπικό ξεκίνησε τα καθήκοντά του. Πέρα στη Δυτική Ακτή οι μαγικοί ρυθμοί με συνεπήραν. Τα ανθισμένα δέντρα στολίζουν τους δρόμους. Διασχίζω τους ίδιους αυτούς δρόμους ή περιμένω το λεωφορείο καθισμένος στο παγκάκι κάτω από τον ήλιο. Η μέρα ξεκίνησε και για μένα. Το όνειρό μου έγινε πραγματικότητα. Τα βήματά μου ανάλαφρα με ταξιδεύουν εκεί που θέλω. Ο ουρανός με καθοδηγεί. Η αρμονία με συνεπαίρνει. Εικόνες απίστευτης ομορφιάς προβάλλονται. Τα λόγια στεγνώνουν στο λαιμό μου. Είμαι ίδιος με τον ύμνο που εγείρεται στην ψυχή μου. Δεν συναντώ κανέναν στον περίπατό μου. Εισχωρώ στο δάσος, βυθίζομαι στα χρώματα. Μια νέα πραγματικότητα, γνωστή όμως από παλιά κάνει την εμφάνισή της, με απορροφά εντός της. Κράτησα ακοίμητες όλες αυτές τις εμπειρίες. Κράτησα ζωντανές τις αισθήσεις μου τις ανεκτίμητες. Μαζί τους λικνίστηκα στο Άπειρο, προσέγγισα το Κάλλος. Μια φωνή, πολλές φωνές με κάλεσαν κοντά τους. Τυλίχθηκα σφιχτά γύρω από τον εαυτό μου, αγάπησα την ίδια μου την ομορφιά, ακολούθησα το Τραγούδι. Ξημέρωσε, ναι ξημέρωσε αγγέλλουν τα σήμαντρα. Στο βάθος υπάρχει κάτι που με καλεί, που μου υπόσχεται. Το ποτάμι κυλά παράπλευρα, ακολουθώ τη σοφή μελωδία, προσεύχομαι να μην τελειώσει, θέλω επίμονα να συνεχιστεί. Χάνομαι στο ρυθμό, χάνομαι στην έκσταση, ακολουθώ τα ίχνη μου στο χώμα κι επιστρέφω εκεί από όπου ξεκίνησα. Εκείνη η Πρόγευση Όφειλα να συνθέσω ξανά τη ζωή μου. Έπρεπε πάση θυσία. Ίσως αν μου έδινε ο Θεός τη Χάρη. Είχα καταπέσει πολύ. Αναζητούσα συντροφιά σε ένα γαλάζιο σύννεφο. Ο Ήλιος έπαιζε παιχνίδια στη Δύση του. Άρχισα να αγκιστρώνομαι πάνω στα διάφορα αντικείμενα. Ζωάκια τρυφερά στο ράφι, βιβλία πολύχρωμα. Αρχίζω να επικοινωνώ με το χώρο μου. Από εδώ που βρίσκομαι το βλέμμα μου κατάκοπο απλώνεται ως πέρα στο πονεμένο υπνοδωμάτιο. Μες στο μισοσκόταδο αναδύονται, αποκτούν περίγραμμα λογιών, λογιών αντικείμενα, την επαφή των οποίων είχα οδυνηρά απολέσει στον καταιγισμό μιας ακόμα κρίσης. Ο τρόμος βέβαια πάντα καραδοκεί. Κρύβεται στους τοίχους, εισχωρεί από τα παράθυρα, δοκιμάζει τη δόλια την καρδιά μου, δεν αφήνει την ανάσα μου να βρει το ρυθμό της. Από την άλλη, η ψυχή μου είναι έτοιμη να πετάξει στα βάθη του Ορίζοντα, ν’ αγκαλιάσει όσα σύννεφα μπορεί, να φτερουγίσει σαν πουλί προς το Επέκεινα. Της έχουν όμως ψαλιδίσει τα φτερά, την κρατούν εδώ κάτω πισθάγκωνα δεμένη. Α! το τεράστιο σύννεφο κοκκίνισε. Στραμμένος στο βάθος του Ουρανού εκλιπαρώ για Ειρήνη. Όταν γράφω είναι η καλύτερη στιγμή μου. Λευτερώνομαι από τους περιορισμούς, από τα δεσμά μου. Το βάθος σκοτεινιάζει. Είθε να με ρουφήξει μέσα του, στα απύθμενα βάθη του, ώστε ποτέ πια να μην επανέλθω στο οδυνηρό καμίνι, στο σμπαράλιασμα του Νου, στην πολτοποίηση της Καρδιάς. Ποιος είναι εκείνος που ορίζει τις στιγμές, πονηρές και μη και τη σημασία τους; Ο Ουρανός θα μπορούσε να είναι Νερό, θα μπορούσε να είναι Ωκεανός, ή ένα τεράστιο μαύρο Πηγάδι που θα εξαλείψει τα πάντα. Που μέσα του θα χαθούμε παντοτινά. Που όλες οι αδυναμίες και οι μικρότητές μας θα εξαφανιστούν δια παντός, μέσα στη μαύρη του Ύλη. Από μικρός είχα ονειρευτεί αυτό το υπερφυσικό πηγάδι, καταφύγιο για μένα και τους ομοίους μου, μέσα σ’ έναν υπέροχο ανθισμένο κήπο, τον κήπο του Πατέρα μου. Η Λήθη, αυτή η υπέροχη Θεά, θα μας κάνει τη χάρη να μας πάρει κοντά της, στην αγκαλιά της; Παίρνω ήδη μια πρόγευση αυτής της κατάστασης, βυθίζομαι στον Ουρανό, βυθίζομαι στα σύννεφα, με υφαρπάζουν δυνάμεις άγνωστες αλλά και οικείες. Έκσταση Τώρα είναι Σιωπή, είναι καημός, είναι ανάγκες του Σώματος. Θα σας βρω, θα σας απαντήσω. Είναι μια απέραντη φωσφορίζουσα λίμνη που δεν με γνωρίζει. Μια οπτασία που με συνεφέρνει. Ο Φίλος ο καλός παίρνει το λόγο. Το τοπίο πάραυτα ξεκαθαρίζει. Με υπομονή και θάρρος περισσό αρχίζει να διδάσκει. Από μέσα του εξέρχονται εικόνες και νεύματα, επαναλήψεις και στηρίγματα που καθησυχάζουν. Είναι ο δρόμος ο σωστός, ο περιπεπλεγμένος. Μια φωνή στο χάος. Αναμνήσεις θαμπές, όμως ισχυρές. Στο τέλος συναντήθηκαν όλοι όσοι αγαπήθηκαν. Αυτά ήταν τα όνειρά του, πάντα μακριά κοντά του. Στάθηκε ήσυχος και σταθερός στο μέρος. Μια αδυναμία φούντωσε μέσα του. Κανείς δεν τον καταλάβαινε, γι’ αυτό ήτανε σίγουρος. Η επιτυχία των άλλων του ήταν περιττή. Θάμβος, φαντασμαγορία, ηχηρή παρουσία. Όλα ενώθηκαν για μια στιγμή. Μια πανδαισία. Το κεφάλι του έφευγε. Το φως τον διαπερνούσε. Τίποτα, μα τίποτα δεν τον απασχολούσε. Είχε βρει μια πιο μεγάλη ησυχία στο κάτω μέρος. Το πάνω μέρος τον είχε πικρά απογοητεύσει. Είχε διανύσει φοβερές αποστάσεις. Η Σύνθεση Θαυμάζω και απορώ πως συγκροτείται ένα ποίημα, σαν από μόνο του, με μένα μοναχικό παραστάτη. Κάτι σαν μια συντονισμένη κραυγή, σαν παράπονο που όμως συγκεκριμενοποιείται, αποκτά υπόσταση. Είναι μια μαγική, επιστημονική διαδικασία, που ανακαλύπτω κάθε φορά από την αρχή σε αναπάντεχες στιγμές, σε μηδέν χρόνο. Με βοηθούν τα πιο σχετικά και άσχετα πράγματα. Ο κάθε καλλιτέχνης έχει τη δική του μέθοδο, παρόλο που υπάρχουν κοινά στοιχεία σε όλους. Παρατηρώ, βλέπω, μαθαίνω συνεχώς. Υπάρχουν κοινές συντεταγμένες, κοινές αναφορές. Όλα τα καλύπτει το ίδιο πέπλο μυστηρίου, όμως τίποτα σε όλα αυτά δεν είναι πραγματικά μυστηριώδες. Είναι όλα πασιφανή άμα τα δεις, άμα τα χωνέψεις. Χωμένος στη δημιουργία, χαμένος σ’ αυτήν. Το κάθε έργο, η κάθε σύλληψη, η κάθε εκτέλεση, είναι ένα δομικό έργο, μια κατασκευή, ένα σύνολο. Προχωρείς στη δημιουργία του αυτοσχεδιάζοντας, έχοντας ως βάση, ως αφετηρία κάποιο πρότυπο, είδωλο. Η πρώτη εκτέλεση-σύνθεση είναι η πιο σημαντική. Δεν επιτρέπει στο νου να αμφιβάλλει, να διστάσει, να αργοπορήσει, να οπισθοχωρήσει. Είναι η απαρχή, αγνή και καθοριστική, γεμάτη νόημα. Όλα καθορίζονται από τα πιο μικρά, επουσιώδη στοιχεία. Οι στιγμές αυτές είναι δυναμικές, ουσιώδεις, απαραίτητες. Από εκεί και πέρα αφήνεις να σε πάρει η φορά του αέρα κι αυτό δεν είναι μονάχα η έμπνευση αλλά και η στιγμή. Πράγματα άγνωστα μέχρι τότε, αδιόρατα και όμως γνωστά. Πρέπει να βγαίνει βαθιά από μέσα, ειλικρινά και αναγκαία. Πονεμένα ακόμα, για ν’ αρχίσει από μόνο του τη μοναχική του πορεία στον έναστρο ουρανό της Τέχνης. Εσύ επιχειρείς, προσπαθείς χωρίς προσπάθεια να αγγίξεις κάτι από τη μαγική ρόμπα του μεγάλου Καλλιτέχνη. Να ταυτισθείς λίγο μαζί του χωρίς προσποίηση. Να δανειστείς, να υιοθετήσεις λίγο από το θεϊκό υλικό. Υπάρχει άφθονο, υπάρχει πληθώρα αρκεί να είσαι δεκτικός. Παντού θα το βρεις, δεν θα το στερηθείς, αρκεί να ξέρεις. Δεν είναι δικό σου, είναι δανεικό, μην το επιθυμήσεις. Θα βρει τρόπο να εκφρασθεί μέσα από σένα. Είναι μια φυσική, φυσιολογική λειτουργία. Δώστε της χρόνο και χώρο να εκδηλωθεί. Αφήνομαι και με παίρνει, δεν διεκδικώ τίποτα. Βγαίνει, απλώνεται ωσότου ξοδευθεί. Το στόμα στεγνώνει, ακριβώς όπως με το σεξ, το στομάχι σφίγγει, ο οργανισμός ολόκληρος γίνεται κάπως. Είναι μια επώδυνη διαδικασία μερικές φορές, άλλες πάλι είναι τόσο ανώδυνη όσο το να σφυρίζεις ανέμελα. Σε γυρίζει πίσω, σε πηγαίνει μπρος, σε καθηλώνει, ανάβει το κεφάλι, φωτίζεται η καρδιά, πονάει το δόντι. Είσαι βυθισμένος μέσα της ολόκληρος, καταβροχθισμένος. Μέσα τη σιγαλιά, εκεί που βρίσκεσαι, σε συναντά. Όταν πάλι τη χάνεις, μην ταυτισθείς μαζί της, μη την επιθυμήσεις. Θα έρθει πάλι όταν εκείνη αποφασίσει. Στο μεταξύ κάνε κι εσύ ότι έκανες πριν τη γνωρίσεις. Μάζεψε, συνέλεξε όλα τα υλικά, μη περιφρονώντας κανένα. Ακόμα κι εκείνα για τα οποία ντρέπεσαι, ιδιαίτερα αυτά τα τόσο παραπεταμένα, παραπονεμένα και απωθημένα. Πρέπει κι αυτά να βγουν στο φως της μέρας, να φανούν, να αποκατασταθούν, να συμμετάσχουν στο πανηγύρι της ζωής. Ο Όχι Αμελητέος Πόνος [Να διαβαστεί με υπόκρουση τη μουσική μπαλέτου “Les Biches”(1923) του Francis Poulenc (1899-1963)]. Κι όμως ο πόνος ξαναήρθε αποφασιστικός να με διαλύσει. Διαβάζοντας, μελετώντας, προσπαθώντας να απαλλαγώ… προσπαθώντας να ανέβω, να ανορθωθώ, να ισχυροποιήσω, να εγκαθιδρύσω-ξαπλωμένος, αναπαυμένος. Έρχονται σκέψεις πλανόδιες, ενοχλητικές… Με αφαιρούν, με αποπροσανατολίζουν, πετούν προς τα κάτω, στο βάθος. Γυρνώντας πάλι πίσω στο αμάρτημα, στο λάθος, στις τύψεις. Μια εποχή, πολλές εποχές συνεχιζόμενες χωρίς σύνορα. Γονατιστός, μην ακούγοντας φωνές ανθρώπων ούτε συμβουλές. Όταν συμβαίνουν όλα αυτά δεν υπάρχει κανείς πλησίον. Προχωρούν, όλα προχωρούν γοργά ή αργά δεν έχει σημασία. Και οι στιγμές του κρέατος δεν είναι αμελητέα ποιότητα. Γυρίζοντας πίσω, ολοένα γυρίζοντας πίσω για έμφαση. Θα αποκαλυφθεί, θα φανεί η στιγμή εκείνη που θα λάμψει. Υπάρχει σιγή, σιωπή, βουβαμάρα, αφασία, κλειστά μάτια. Τι θρήνος! Η σιωπή των μέσα φωνών με εξοστρακίζει. Αν και έλαβα καινούργια ανέλπιστα δώρα παρόλο που η μύγα εξακολουθεί να περιοδεύει πάνω στην απέραντη στιλπνότητα των τζαμιών-παρόλο που τα μάτια μου έκλεισαν αναπάντεχα, έχω περάσει σε άλλο τοπίο, ένα τοπίο Henri Matisse από όπου ξεγλιστρώ για να εισέλθω σε μια σκηνή Paul Gauguin. Δεν έχει περάσει όμως ακόμη αυτή η σκηνή, δεν έχει ξεκινήσει η άλλη, είναι η ώρα η δύσκολη νομίζω. Ίσως να ήταν η σωστή στιγμή, εκείνη που ονειρευόμουν. Περνούσα από τη μια κακουχία για να εισέλθω στην άλλη. Κανείς δεν το περίμενε, λιγότερο από όλους εγώ. Μια ακινησία που ευτυχώς σε καταλαμβάνει, σε διαφεντεύει. Δεν σε αφήνει να κουνήσεις ρούπι, κανείς δεν ξέρει. Μην το ξεχάσεις, hell no! τόσο πολύ χωμένος που είσαι. Έφυγαν οι άλλοι για ταξίδια που φάνταζαν μυθικά. Όταν κι αυτός ήταν μικρός εκείνα τα ταξίδια ονειρευόταν. Εκείνα τα χρόνια δεν ήσαν γκρίζα όπως έλεγε αλλού. Μάλλον δεν θα τα θυμόταν καλά, δεν θα τα θυμόταν καλά. Εκείνα τα λιβάδια τα είδε, τα εκτίμησε, τα απήλαυσε. Τον τρύπησαν, μπήκαν μέσα του, δημιούργησαν κραδασμούς. Ένας μαγικός κήπος κείτονταν μπροστά του, απαράλλακτος με του ονείρου του-θα ήθελα να καταλάβω. Εκεί μέσα συμπεριλαμβανόταν όλο του το είναι. Αλλιώς ξεκίνησε και αλλιώς τελείωσε. Με όλο του το είναι. Εκείνο το βάζο εκεί πάνω στη βιβλιοθήκη με το ψαλίδι μέσα. Μια όψη αντικειμενικότητας τόσο απαραίτητη, τόσο θεραπευτική. Δίπλα του βιβλία, ενθύμια σύγχυσης, εγωισμού, φιλοδοξίας. Τόσες ιστορίες. Όλα αγαπημένα. Κάποιες ψυχές με κοιτούν από ψηλά έντονα. Ξαναρχίζεις πάντα από την αρχή. Είναι μεγαλειώδης ο κήπος, η θέα που δεν γνώριζες. Κάτι καινούργιο και όμως τόσο γνωστό. Τόσο γνωστό, όπως τότε που έστριβες τη γωνία του δρόμου και το αντίκριζες απέναντί σου. Τόσο μεγάλο και όμως τόσο μικρό εδώ κοντά πλάι σου. Από που έφυγα και που ήρθα; Εισχωρώντας κάπου (στη Μουσική), στους ήχους τους θεϊκούς. Μια εποχή που πέρασε αλλά είναι πάντοτε εδώ μαζί μου. Ενώνονται οι εποχές, φεύγουν, με παίρνουν μακριά. Αυτή η Μουσική είναι απερίγραπτα ωραία, εξαίσια, δυνατή. Κάποιες άλλες ψυχές με κοιτούν, μου γνέφουν, γνωρίζουν. Υφαίνω τον καμβά μου όλο ψυχή και ομορφιά… Η ζωή είναι αυτή που είναι… Χθες ανέπνεα… μέσα στη Φύση… μέσα στα δέντρα… Ανάπνεα τον Εαυτό του Σύμπαντος… αποκατεστημένο… Μακριά από τον κόσμο με τους δαιμονικούς του ήχους. Μακριά από τη σύγχυση, τη συντριβή, τη σχιζοφρένια. Όλα συνενώνονται μες την ωραία νύχτα που αναπνέω, στη διαδρομή που διανύω, τανύζοντας το δοξάρι της Ποίησης. Γνωστές διαδρομές, γνωστές τοποθεσίες, αναφέροντας, μνημονεύοντας τα πρόσωπα της ζωής μας. Χτίζοντας το παράλληλο σύμπαν για να ζήσω μέσα σ’ αυτό. Δύναμη χρειάζομαι άφθονη για μια στιγμή. Ο τόπος που κατέληξα-όχι όπως χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη Οι φαρμακοτρίφτες της συνείδησης-είναι άσχημος, άσχημος. Έχει διαβρωθεί από τις ανθρώπινες συνειδήσεις που υστερούν, ασχημονούν, έχουν ξεπέσει. Ένα ταξίδι δεν μπορεί να βοηθήσει, δεν μπορεί να ανορθώσει τα ερείπια, να αποκαταστήσει την αρρώστια. Ότι κι αν πεις δεν κάνεις τίποτα. Είναι ένα φριχτό πράγμα. Μια πληγή αιμορροούσα. Ένας διαρκής θάνατος χωρίς ανάπαυλα. Μια εφιαλτική νάρκη της συνείδησης των ανθρώπων. Debussy Όλα κάποτε ήσαν. Αλλάζουν οι χρόνοι, οι ρυθμοί. Βοή, κρύο. Μια εποχή, ένας κόσμος. Το ξίφος στην καρδιά. Καρφωμένο το κεφάλι. Προχωρούσε σιγά δίπλα σε λάσπες. Μια αλλαγή. Ένα πουλί πέταξε, ο κόσμος γέμισε. Μια απομάκρυνση οδυνηρή. Μια εισαγωγή σ’ ένα νέο κεφάλαιο. Διαπεραστικά κοιτάζοντας. Έχοντας αποβάλλει από πάνω του όλα εκείνα που τον έκαναν να είναι αυτός που ήταν. Φορώντας νέα, άγνωστα ρούχα και συμπεριφορές. Μια λιποθυμία του ερχόταν. Ήταν η νέα κατάσταση που τον πολιορκούσε. Ήθελε να πετάξει, να τα αφήσει όλα. Δεν μπορούσε όμως, ήταν δέσμιος του εαυτού του. Ένα τραύμα κατάστηθα τον είχε ακινητοποιήσει. Έλεγε πως θα έγερνε εκεί δα και θα τελείωνε. Όμως είχαν άλλα σχέδια για εκείνον. Θερμές παρακλήσεις είχε εκφράσει, είχε εκλιπαρήσει και ακόμα ευτυχής θεωρείτο. Τα μάτια έκλειναν από κούραση. Σκεφτόταν, ονειρευόταν τα πιο απλά, στοιχειώδη πράγματα. Κάτι σοκολατένιους δρόμους με παιδιά. Κάτι άλογα στην εξοχή την ώρα που ερχόταν η καταιγίδα. Τον εαυτό του σε καλύτερες στιγμές. Μια ματιά στο ρολόι που είχε κι αυτή τη σημασία της. Οι αναμνήσεις γέμιζαν ότι απόμεινε από τη ζωή του. Έσπευδε κοντά τους απεγνωσμένα. Όλα γύρω του βρωμούσαν. Μια φορά, δυο φορές, τρεις φορές την έπαθε. Είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά. Που ήταν η κρυψώνα του; Την είχε χάσει. Πως θα εισερχόταν πάλι σ’ εκείνη τη φωλιά; Όλο ευχαριστίες είχε να προσφέρει. Για φταίχτης μονάχα εκείνος. Είχε χάσει την εξωτερική πραγματικότητα, τη Φύση. Του ήταν αδύνατον να συνομιλεί πια με ανθρώπους. Είχε κάνει κάτι προσπάθειες και είχε αποτύχει. Δεν υπήρχε κανένας να τον κρίνει, εξόν απ’ τον εαυτό του. Είχαν παλιώσει όλα τόσο, στη Γαλλία, στην Αμερική μέσα του. Δεν υπήρχε διάθεση για τίποτα ξέρετε. Ήταν όλα τόσο τρομακτικά. Είχαν γίνει έτσι τα τελευταία χρόνια. Έγερνε στο μαξιλάρι, έδιωχνε μακριά τον κόσμο, τις παραστάσεις, έψαχνε να βρει την Ειρήνη, την πολύπαθη Ειρήνη. Κουκουλωνόταν στις κουβέρτες, βούλωνε τα αυτιά του. Ήλπιζε πως σε λίγο θα τον είχαν απαγάγει τα όνειρα. Θα τον μετέφεραν ίσως σε μιαν άλλη Πραγματικότητα. Το λάθος του, το σφάλμα, το αμάρτημά του; Ποιος θα έδινε τις κορυφαίες αυτές απαντήσεις; Ο Μίμης δεν υπάρχει πια για να συνομιλήσουν. Μια παλιά μουσική εισχωρεί από μια χαραμάδα του μυαλού, εισχωρεί και τον καταλαμβάνει, τον θεραπεύει. Ας ήταν να μπορούσε να την ακολουθήσει έως τα πέρατα. Είδες πως έρχονταν οι λέξεις, τα λόγια, οι έννοιες; Είδες πως αφήνεσαι σ’ αυτές να σε πάνε όπου θέλουν; Αν ήταν έτσι το Τέλος δεν θα τον πείραζε καθόλου. Αυτό όμως κανείς δεν το ήξερε. Κάποτε κι αυτός στην άκρη της νύχτας περπατούσε. Τώρα τα μάζεψε όλα και κάθισε εδώ κάτω να κλαίει. Συναντά τις λέξεις τις γνωστές, τις οικείες και αγαπητές. Πότε θα συναντούσε αληθινά τον Πατέρα & τη Μητέρα του; Πιστεύω πως πάνω από όλα ήθελε αληθινά να κλάψει, να θρηνήσει. Να τρέξει και να χωθεί κάτω από το κρεβάτι. Ήταν όμως θείος κι αυτός ο Debussy. Θυμόταν ακόμα τις νυχτερινές του πορείες από και προς τα νοσοκομεία. Σε διαφορετικές γειτονιές, μέσα από μελαγχολικούς, φτωχικούς δρόμους που αγάπησε. Άναψε ξαφνικά το πρώτο φως της νύχτας, χλωμό καντήλι. Έφερνε άγνωστα χαιρετίσματα από κάποιον άλλο, ίσως από μια βασανισμένη αδελφή ψυχή. Μη με αφήσετε μόνο μες το Φόβο και την Αγωνία. Μη μου στερήσετε την Αγάπη, το Έλεος, τη Συγχώρηση. Πάρτε με πίσω μαζί σας ετούτη την ώρα που πέφτει ο Ήλιος. Φοβάμαι πολύ μόνος μου εδώ κάτω στο πυρωμένο καμίνι. Θέλω να αναπαυθώ κοντά σας αγαπημένοι μου. Μη με ξεχνάτε. Γιατί το έξω έγινε τόσο εφιαλτικό; Έχασα τον πρωινό αέρα, έχασα το βραδάκι το γλυκό. Μια ανθρώπινη σπίθα έρχεται να με ζεστάνει από μακριά. Είναι κι αυτή μέσα από τις δονήσεις της Τέχνης. Χαμένος μέσα μου εσωτερικά, αποκλείοντας το ποταπό. Ζώντας ετούτη την εποχή τη φοβερή, γυρεύοντας την Επιστροφή. Ιπτάμενος αντικρίζω πράγματα, πώς να σας τα πω; Πώς να σας τα περιγράψω; Απορώντας, απορώντας και πάλι απορώντας. Απομακρύνονται όλα αυτά από πάνω μου και μ’ αφήνουν, με αφήνουν επιτέλους. Ο ζεστός αέρας της παιδικής ηλικίας θα με ζώσει πάλι, θα με αναστατώσει. Οι μορφές, τα σχήματα ετούτα εδώ κοντά, κάθονται ήσυχα, και δεν μιλούν. Τόσες φορές, τόσες ημέρες χωρίς ομιλία. Έπεσε βροχή, έπεσε νερό, υψώθηκε κάτι μέσα στο κενό. Δημιούργησε κάτι που δεν είχα υποπτευθεί, που κανείς δεν το είχε υποπτευθεί. Συγχώρησέ με και μετά πάρε με. Δεν θα φέρω καθόλου αντίσταση. Ήταν το Φως, ήταν το Σκότος, ήταν το Παρελθόν γεμάτο υπέροχες ψευδαισθήσεις. Ήταν μια μέρα γεμάτη ήχους στοργής, πράους ήχους. Δεν θα εύρισκα εκείνο που ήθελα, είχα κάπως παραιτηθεί. Κατηφόριζα, οδηγιόμουν σε κάποιο σημείο που γνώριζα από πριν. Δειλινό Λέξεις, λέξεις, λόγια, λόγια. Το όνειρο ήτανε χθες. Τώρα ιδού, βρίσκεσαι αντιμέτωπος με την πραγματικότητα. Θα ήθελες ξανά να είχες φύγει, προς τα που δεν ξέρεις. Η νύχτα είναι ωραία θα έλεγες, αν μπορούσες. Είναι εκείνα τα χρόνια τα σαγηνευτικά που νοσταλγείς. Ήσουν μες στο φως, τουλάχιστον έτσι ήθελες να πιστεύεις. Άφηνες ξέπλεκα τα μαλλιά σου, τα λόγια σου σε ομόρφαιναν. Ήταν εκείνη η βραδιά στον Πύργο που είχες ονειρευτεί. Περπατούσε, περπατούσε χαρούμενη που είχε πόδια. Η ατμόσφαιρα ανέδυε κάτι το ξεχωριστά όμορφο. Ήθελε τόσο πολύ να γυρίσει πίσω σ’ αυτά που γνώριζε. Τα πρόσωπα χάθηκαν, δεν ήξερες τι να κάνεις, ήλπιζες. Μακριά, πολύ μακριά βρισκόσουν από την αφετηρία σου. Και όμως είχες γνωρίσει τη δημιουργία θαυμάτων. Τα χρώματα εκείνα που μιλούσαν στην ψυχή σου ήσαν κοντά. Το ταξίδι εκείνο που ονειρευόσουν ήταν κι αυτό κοντά. Καθισμένος έξω στη βεράντα έριχνες το βλέμμα σου μακριά. Και ότι είχες προσευχηθεί το είδες να εμφανίζεται. Τώρα συμβαίνει να πρέπει να σταθείς ακίνητος για λίγο. Έχεις λίγα χρώματα αποθηκευμένα, με αυτά θα περάσεις. Εργάζεσαι καθημερινά στο λατομείο εκείνο που ξέρεις. Δεν είναι Ποίηση, είναι οδηγίες προς ναυτιλλόμενους. Μόνος με τον εαυτό σου κάτω από το φως της λάμπας. Μια μελωδία που έρχεται από μακριά σε συντροφεύει. Οι αναμνήσεις είναι ολόχρυσες, κατάμονες, φλογερές. Στο βάθος είναι τα όργανα που παιανίζουν, που ανθούν. Η ανηφόρα ήταν ψηλή, ήταν μεθυστική, ήταν όλη δική σου. Τώρα ησύχασες, ξαπόστασες, ήπιες το αθάνατο νερό. Ολόγυρα τραγουδούν, υμνούν, σαλπίζουν το μόνο τραγούδι. Η πορεία είναι ανεξάντλητη, αυτό πια το γνωρίζεις. Διείσδυση Και επανήλθες, ναι επανήλθες μαζί με τη Μουσική Και τα λόγια. Μαζί με τις λέξεις. Δεν έχασες τίποτα, όλα ήταν εκεί, τα καλά & τα κακά. Ήρθαν και με βοήθησαν, ήρθαν και με βοήθησαν. Ήταν ένα ελιξίριο. Διέκρινες τη Μουσική, τις λεπτές νότες κρυμμένες. Μετά ήρθαν τα δένδρα, ήρθαν. Βημάτισα αργά προς το μέρος τους κυκλωμένος. Προς το σκοτάδι, τη σιγαλιά όπου δεν διέκρινες ανθρώπους. Τα βήματα δεν ηχούν στο χώμα, είναι καλά. Το βλέμμα ενώνεται με τις κορφές των δένδρων. Ο ουρανός παραμένει εκεί ψηλά. Αναζητώ τον ουρανό μέσα από τα δένδρα. Το σκοτάδι κατέρχεται. Αφήνομαι να με πάει. Πρωινή Δοκιμασία Τόσο ξένος προς το περιβάλλον. Εξετάζοντας τις αποχρώσεις, εξετάζοντας τα πάντα. Τρίβω, χαϊδεύω τα χέρια μου. Τα τετράδια αναπαύονται ήσυχα πάνω στο τραπέζι. Το δωμάτιο είναι φωτισμένο από τον Ήλιο. Τρίβω τα πόδια μου. Κλείνω τα μάτια από την έκσταση. Ακουμπώ τα γυαλιά μου στο γραφείο. Πατάμε πάνω στις λέξεις για να μας πάνε κάπου. Να μας πάνε ίσως πίσω, έξω, στον κήπο. Να εισέλθουμε σε άλλη Πραγματικότητα. Αποσπώντας τις εικόνες που εμφανίζονται στο νου και ευθυγραμμίζονται μέσα μου με ότι συμβαίνει ολόγυρα. Και τα γέρικα χέρια αναπαύονται. Είναι η μέρα των λουλουδιών, η μέρα του Ήλιου. Είναι η μέρα κάποιου αδιόρατου θριάμβου. Ακούγονται ήδη οι ύμνοι χιλιάδων ανθρώπων. Μας έφυγε το βάρος, μας έφυγε η θλίψη. Υπόκωφα φουσκώνει το ρυάκι. Οι φωνές εντείνονται. Κολυμπάμε κι εμείς, παίρνουμε θάρρος. Έχουμε προσδοκίες, έχουμε γαλήνη. Κρύωσαν τα χέρια. Θρίαμβος στο μέσα, θρίαμβος στο έξω, ένα είναι. Αυθόρμητα θες να ευχαριστήσεις κάποιον. Σε μπερδεύουν όμως οι άνθρωποι. Μέσα από τα πιο απλά συμβάντα δημιουργείς καινούργια πράγματα. Οι εικόνες, οι αντιλήψεις. So What Άσε τις λέξεις να έρθουν μόνες τους, με το πάσο τους. Θα βρουν αυτές τον τρόπο να κατασταλάξουν, ν’ αράξουν στη σιγαλιά της μνήμης, όπως στη ρίζα κάποιου δέντρου. Περνώντας από τον ήλιο στη σκιά, σε κάποιο δρομάκι του Παρελθόντος, απεγνωσμένος, εξαντλημένος, αληθινά beat, σέρνω τα βήματά μου προς το σκοπό που μου έλαχε. Ξεπερνώ τα όριά μου, σφυρίζω το τραγούδι μου, αληθινά μόνος, ακολουθώντας εκείνη την πορεία. Στίξη, αντίστιξη, όλα περνούν από μπρος μου. Γνωρίζοντας πως όλα περνούν, όλα ξανάρχονται. Δόνηση Βυθίζω την πέννα μου στο μελάνι του νου. Γυρίζω πίσω, πηγαίνω μπρος, παραμένω εδώ. Δεν παρατηρώ χρώματα ούτε σχήματα. Χαράσσω γραμμές άγνωστες σε λευκό περίγραμμα. Στο χάος κινούμαι, ονειρεύομαι, αφομοιώνομαι. Ίδιος με το τίποτα δεν αναγνωρίζω τίποτα. Τίποτα δεν γράφεται μέσα μου, τίποτα έξω μου. Ανασαίνω κοπιαστικά, προσπαθώ τις πιο απλές κινήσεις. Υπάρχουν ίσως ίχνη μου κάπου στο πουθενά. Αναζητώ εκείνο που έχασα ή που νομίζω πως έχασα. Καταγής κάθομαι, αφουγκράζομαι, επανέρχομαι. Η ηλικία μου είναι ότι δεν μπορώ να συναισθανθώ. Ο χρόνος τρέχει φαινομενικά, όμως μένει ακίνητος. Ίδια πράγματα στα πεζοδρόμια που κυλούν κι εξαφανίζονται. Φωνασκίες από τα διαμερίσματα του Παρελθόντος. Άγνωστες λέξεις που υπεισέρχονται στον Ουρανίσκο. Απογεύματα νοσταλγικά της βραδινής οδού που μας καλεί. Ρίγος στο στήθος, δόνηση στην καρδιά, τρέμουλο στα χείλη. Μια δοξασία παλλαϊκή που όμως έχει σβήσει, έχει περατωθεί. Το πάθος, το μένος έχουν μεταβληθεί σε δοκιμασία συνεχή. Η ανακάλυψη του φωτός μέσα μας έγινε διαδοχικά. Ήταν μια στιγμή μαγική, οδυνηρή, ξαφνική, που έπεσε. Το είχα δει στο νου, το είδα και μπροστά μου. Το άσπρο του νοσοκομείου με απορροφά απόλυτα. Θέλω να γυρίσω πίσω, καλύτερα όμως να μείνω ακίνητος. Χωρίς να κάνω μαγικά κατάφερα να σταθώ ολόιδιος Παρατηρώντας το χρώμα του Ουρανού ν’ αλλάζει. Ήμουν το σημείο αναφοράς όλων αυτών των σκέψεων. Υπήρχε το πριν και το μετά δυστυχώς. Ήθελα να τα αναιρέσω, να τα απαλείψω δια παντός. Όμως δεν γινόταν, ήταν ο Χρόνος που τα όριζε. Έφευγαν οι πνοές από πάνω μου, εύρισκα καταφύγιο. Έπραττα μύρια όσα μου επέτρεπε η φυσιολογία μου. Πηγαινοερχόμουν στον Χρόνος όπως ο καθένας. Ήθελα να σταματήσω, να οραματισθώ, να κοιμηθώ. Φίλοι πολλοί άγνωστοι, αθέατοι, ασύγκριτοι. Όσο μου επέτρεπε η Μοίρα είχα δει και δοκιμάσει. Απογοήτευση το όνομά σου είναι Ζωή. Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια είδα και πόθησα. Τώρα κάθομαι κι αναμετράω. Τα ίδια ρούχα για γιορτές & για καθημερνές. Τον είδα και τον θαύμασα, απόρησα μαζί του. Πέρα απ’ το παράθυρο στο βάθος του ορίζοντα Απλώνεται η θάλασσα της Μνήμης. Όσο δυνατή κι αν είναι η ανάσα δεν είναι απεριόριστη. Με καθορίζει όπως και τις φράσεις που εκφέρονται. Είναι ένα μυστήριο τόσο φανερό που κανείς δεν το ξέρει. Απορώ διαρκώς με τους άλλους και όλο και περισσότερο. Μια καντάτα γνώριμη, συμπαντική με συνοδεύει. Είτε είναι του Bach, είτε είναι της Jazz, Εκεί μέσα ξετυλίγομαι και αναπνέω. Μια λιποθυμία απέχω από τη λύτρωση, τη φώτιση. Μα ποιος είμαι, τι κάνω; Ποιος είναι αυτός; Ο πόνος μου είναι αδερφός. Θα τελειώσω με αυτές τις λέξεις. Ανάπαυλα Από κάπου είχε τρυπώσει το φως, ένα ξέφωτο. Το γράψιμο φαίνεται πως θα συνεχιζόταν. Τα διάφορα σημειωματάρια έκαναν την εμφάνισή τους. Μουσικές λογιών, λογιών έκαναν την εμφάνισή τους. Το κενό υψωνόταν, εμφανιζόταν, αποκαλύπτονταν. Μια, δυο γεγονότα, μια πληγή, δυο πληγές εμφανίζονταν. Θα τους έλεγε ότι είχε να τους πει. Το μάτι πόναγε, το στόμα, το κεφάλι πόναγαν. Ύστερα η μουσική θα ερχόταν. Θα τους τα έλεγε όλα σκεπτόταν, φανταζόταν. Μια φορά, δυο φορές, για πάντα αιώνια. Καθισμένος στον καναπέ ονειρευόταν. Θα ονειρευόταν το ήξερε. Δεν κοντοστεκόταν. Όπως έκοβε τα νύχια του σκεφτόταν κάτω από το φως. Ο ήλιος εισήλθε, δεν οπισθοχώρησε, δεν δίστασε. Φώτισε το μπαλκόνι, εισήλθε στο σαλόνι, κοντοστάθηκε. Άγγιξε την καρδιά μου σιωπηλή όλο το χειμώνα, ακίνητη. Τι άλλο θα ερχόταν κανείς μας δεν ήξερε. Ακόμα κι αυτός, ο τόσο νοσηρός, έπαιρνε κουράγιο, αντιστεκόταν. Χωρίς ρυθμό ζωή δεν υπήρχε, τώρα πια το οραματιζόταν. Ετούτη η βραδιά τόσο μακριά τώρα πια δεν στεκόταν. Αν ήταν έτσι θα μπορούσε να πει, θα μπορούσε να πιστέψει κάθε λογής θαύμα, κάθε εικασία, κάθε ελπίδα. Όμως ακόμα ήταν νωρίς, δεν ήξερε, δεν μπορούσε να ξέρει. Σηκωνόταν κι έπεφτε, σηκωνόταν κι έπεφτε. Αυτή ήταν η κατάσταση. Υπέρβαση Τι κι αν ήρθαν οι άνεμοι από αλλού. Τι κι αν με συνόδεψαν οι τύψεις ως εδώ. Ξαναγυρίζω εκεί. Αναθυμάμαι. Πέρα μακριά ο ήλιος, το παράθυρο. Εγώ ξαπλωμένος. Θα μου άρεσε να λέω ότι προχωρώ προς τον ήλιο, αφήνοντας πίσω μου όλα τα ποιήματα της συμφοράς. Φλογισμένος από την κορφή ως τα νύχια, διψασμένος για τον πραγματικό κόσμο, ξεχασμένος από όλους, πορεύομαι εκεί που ξέρω. Αφήνοντας το νου μου ήσυχο, αφουγκράζομαι τις πηγές, βουτιέμαι στα κρυστάλλινα νερά τους. Από πάνω ο ουρανός με υποδέχεται, με χαιρετά. Ανέρχομαι κι εγώ σιγά-σιγά στο γνωστό εκείνο θόλο. Υφαρπάζομαι από χέρια γνωστά, χέρια τρυφερά & στιβαρά. Τα Ουράνια παίζουν το αγαπημένο Θείο τραγούδι. Λικνίζομαι, αναπαύομαι, ψιθυρίζω τα όμορφα τα λόγια. Επαναλαμβάνω τις θεϊκές φράσεις που ηχούν μέσα μου. Τα λόγια που ηχούν στο κεφάλι μου με γιατρεύουν απ’ όλους τους πόνους, τα βάσανα μιας ζωής, την απώλεια. Γνωρίζω πως βρίσκομαι εκεί που πρέπει, εκεί που αρμόζει. Αγγελικές φωνές με συνοδεύουν σε κάθε μου βήμα. Τα τύμπανα της Πανδαισίας ηχούν, οι στίχοι ακολουθούν. Το τοπίο εμπρός μου απλώνεται μεγαλόπρεπο. Το κορμί μου ανέρχεται ψηλά, μουρμουρίζει κι αυτό. Διαδρομή Πηγαίνω από το ένα στο άλλο. Ολόγυρά μου φωνές πουλιών, θόρυβοι εωσφορικοί, φόβοι εξωπραγματικοί, ιδιόρρυθμες στιγμές που δεν κατορθώνω να δαμάσω. Πέρα στα μεσημεριανά χωράφια ίσως υπάρχει κάποια ελπίδα να αναθαρρέψει η καρδιά μουχωρίς ανθρώπινες φωνές, μονάχα η Φύση. Πέρα εκεί κάτω που ονειρεύτηκα. Ο Χρόνος είναι συνεργάτης μου στη διαχείριση της Πραγματικότητας. Οι άλλοι πεζοί δεν με αφουγκράζονται. Ο φόβος που με καθορίζει γιγαντώνεται. Στα μακρινά δρομάκια γεμάτα τριανταφυλλιές οι κάργιες από πάνω, μικρό παιδί παρασυρμένο από τη δύναμη της Ζωής υφαίνει το νήμα. Τώρα στους αντίποδες, τα ίδια καμιόνια σκοτώνουν τα όνειρα, η φυλή αυτή είναι καταδικασμένη, ίσως κι εγώ μαζί της. Τα βιβλία δεν προσθέτουν τίποτα, μια φορά κι έναν καιρό, μια συνήθεια, μια προσκόλληση, ένα τρέμολο, μια ανησυχία βαθιά μέσα στο ΕίναιΆδειασαν όλα κι έγιναν σαν αχιβάδεςόλο το Παρελθόν ρουφήχτηκε, το σώμα στέγνωσε, μια σειρά από λάθη οδυνηρά τερμάτισε τον Χρόνο. Ξανά από την αρχή. Όπως μεγαλώνουν τα νύχια & τα μαλλιά. Και το κεφάλι πονεμένο διασχίζοντας την Αγίου Μελετίου μεσημέρι καιρό με ιδρώτα. Είχαν αφαιρεθεί όλες εκείνες οι εικόνες στον ύπνο, ολόκληρες περίοδοι. Και τότε άνοιξε μια δίοδος προς τον Θεό μέσα από πόνο, μέσα από λάθη, από μετάνοια. Φέρτε κοντά μου τα αντικείμενα με τα χρώματα & τις μουσικές τους. Ακούμπησε πάνω τους για λίγο και ησύχασε. Τον είχε παρασύρει η Νύχτα του Novalis. Μια παραφροσύνη τον είχε κυριεύσει. Ήξερε, γνώριζε ότι δεν τον συμπαθούσαν, γι’ αυτό ήθελε να εξαφανιστεί δια παντός. Αποκαμωμένος ήθελε να πέσει να κοιμηθεί αλλά μέσα του, στην καρδιά του που είχε ζωηρέψει, ευαισθητοποιηθεί, γίνονταν διάφορες κινήσεις που κανείς δεν καταλάβαινε. Έπρεπε να γείρει πάνω από το Παρελθόν, από αυτό το αρτεσιανό ρεύμα. Έτσι πλούσιο όπως ήταν πολύ του ταίριαζε. Ο θόρυβος ιερός από ανθρώπινες δραστηριότητες ανέβαινε σιγά-σιγά στο κεφάλι του, τον διέλυε σιγά-σιγά, τον έφτιαχνε κάπως διαφορετικό μέσα στην Έρημο. Κοντά του, σιμά του, ήταν το ροζ χέρι που κρατώντας το στυλό έγραφε, σημείωνε. Είχαν όλα περάσει ανεπιστρεπτί. Τι κρίμα! Πως γέμιζε άραγε ο Χρόνος; Πιο μέσα το κρεβάτι όπου κοιμόταν. Και δεν μπορείς να συνέλθεις με τίποτα βλέποντας τους άλλους τόσο πολύ. Αυτό που βλέπω είναι ο πληγωμένος εαυτός, ο κίνδυνος διάλυσης του εαυτού ή ο διαλυμένος ήδη εαυτός. Άσχετος Άσχετος κάτω από τον Ήλιο περπατώντας μια φορά κι έναν καιρό. Οδυνηρές στιγμές. Χαμένος μες στις πληροφορίες. Όλα περνάνε από το στομάχι σου όπως πάντα. Τίποτα δεν αλλάζει. Οι μορφές είναι για κλάματα. Ποιος παίρνει αποφάσεις; Το Απόλυτο Κενό. Βυθισμένος σ’ έναν τοίχο. Χρειάζεται να υπομένεις σε φρικιαστικό βαθμό. Κι αυτή η παράδοση για να έλθει πρέπει να υποφέρεις πολύ. Κλείνουν τα πράγματα και σ’ αφήνουν απέξω και το κεφάλι κοντεύει να σπάσει. Οδυνηρή διαπίστωση. Επιρροές που δεν περνούν. Ξαναγύρισμα. Στυφός λαιμός. Το ασυνήθιστο, το ακανόνιστο. Ποιος ξέρει τι είναι χειρότερο; Η μεγαλύτερη καταδίκη; Αρκετές πια παραστάσεις. Αρκετές δοκιμασίες. Το άσυλο ήταν πολύ καλύτερο. Το Παρελθόν κι αυτό το ίδιο. Φευγιό, φευγιό, φευγιό. Τότε έγραφες, τότε ζούσες, μα πέθαινες, πέθαινες. Τώρα σ’ αυτήν την τρύπα που ήρθες, δεν υπάρχει ανάσα, δεν υπάρχει ψυχή. Είναι το Κενό χωρίς Ψυχή. Είναι ο Φόβος που τρώει τα σωθικά. Είναι οι κραυγές των Κολασμένων. Είναι ο Θάνατος της Στιγμής. Είναι η Δοκιμασία χωρίς Τέλος. Είναι η Απόλυτη Παράνοια. Είναι αυτό που με κυνηγάει. Bernard Dumain Το Πεπρωμένο Έτσι ξαναήρθε το Πεπρωμένο. Έσκυψα να το δεχθώ. Ήταν παράξενο που συνέβη εδώ, που συνέβη τώρα. Τα πράγματα, τα γεγονότα ξεδιπλώνονται. Αυτό που ξέρω δεν το ήξερα πιο πριν. Η ζέστη απλώνεται σ’ ολόκληρο το σπίτι. Ο σκιές εξαφανίστηκαν. Επιφανής ο θόρυβος εξαφανίστηκε κι αυτός. Όλα εκείνα τα σκοτεινά έπιπλα που είχαμε οικειοποιηθεί στις φαντασιώσεις μας. Οι πόνοι που μας συντάρασσαν την Αυγή. Τα κάτω άκρα που μας πόναγαν από την επαφή τους με τις πέτρες, τις κοτρόνες. Το τοπίο απλωνόταν πέρα ως πέρα… Κακοφορμισμένο, κατακερματισμένο εκτείνεται στο Χρόνο. Από κενό σε κενό και απάντηση καμία. Ψέματα! Είχα πλείστες όσες απαντήσεις, πλείστα όσα σημάδια που συνέδεαν τις σκέψεις μου μεταξύ τους. Που δημιουργούσαν μια καινούργια εικόνα, πιο καθαρή από την προηγούμενη. Και υπήρχε ανάπαυλα, συμπόνια, συγχώρεση. Περιδιαβάζοντας τις γειτονιές του Παρελθόντος στο Παρόν χωρίς σύνδεση. Αδιάφορος, κατά τι παρατηρητής. Μόνο μέσω της Τέχνης, της Απεικόνισης μπορούσε να συνδεθεί. Δεν προσπαθούσε καθόλου είναι αλήθεια. Πατώντας στο δεξί του πόδι ένιωθε τη Γη, το βάρος του πάνω της και τον πόνο τουκι έγραφε, έγραφε για να ξεχάσει τα ανομήματά του. Και οι προφητείες του δυστυχώς αληθινές. Επαχθείς. Καρφωμένος κάτω διαπίστωνε, ακολουθώντας τον μίτο της Αριάδνης. Δεν ήξερε που-η αδυναμία έγινε δύναμη και κάλυψε τον κόσμο από άκρη σε άκρη. Είχε βρει, είχε ανακαλύψει κάτι. Είχε επιτέλους συνδεθεί με κάτι και υπήρχε μια λογική σ’ αυτό που τον καθοδηγούσε με το δικό της τρόπο σε εξωτικούς τόπους της Πραγματικότητας. Ακούω Lou Harrison.* Οι ταξιδιώτες έφυγαν γι’ αλλού. Ανακαλύπτω άλλες ομορφιές που μου παρουσιάζονται αυτούσιες, ακέραιες… Με σηκώνει ο αέρας και με πηγαίνει… στη Μαγική Χώρα … των Άλλων… που είχα ονειρευτεί… Είχα αποκρούσει όλες εκείνες τις θεωρήσεις που μου σερβίριζε η εποχή μου. Προχωρώντας πιο μπροστά, ασύγκριτα πιο μπροστά, ερχόμενος πρόσωπο με πρόσωπο αντιμέτωπος με το ξαφνικά και αναπάντεχα ΩραίοΑνακάλυπτα, ανακάλυπτα όλα εκείνα που μου έκρυβαν οι πλεκτάνες της ΠατρίδαςΕρχόμουν σε επαφή… σε ύψιστη θερμή επαφή μ’ εκείνο το παιχνίδι που εθεάθη πίσω από τους λόφους της Ινδονησίας-πίσω απ’ τα φύλλαενώ στο βάθος η τουρκουάζ θάλασσα αντηχεί. Με είχαν αφήσει ανέπαφο και ακέραιο. Οι μνήμες είχαν ανακτήσει το κύρος τους. Ένας ποιητής σαν τον Gregory Corso, αληθινός και ατόφιος, προερχόμενος από απύθμενες τραγωδίες, βάρδος με τη σειρά του, υψώνεται και πέφτει, δίνει όλα όσα είχε να δώσει μεγάλα και τρανά, αυτούσια, πλούσια, δυναμικά, μυστικά, θεόρατα, άγνωστα στους πολλούς. Έχοντας αγκαλιάσει την καταστροφή με πάθος, ύψωσε τη φωνή του έως το τέλος. Τώρα κοιμάται στη θάλασσα που τον εξέθρεψε. Κι εγώ που με πάμπολλες μικρότητες περιβεβλημένος, αναστήθηκα από τις στάχτες μου πολλές φορές, φαντασιαζόμενος εκτυφλωτικά όλο και περισσότεροτραυματίας και αγωνιών. Έχοντας απέναντί μου μια προβολή, μια όψη κατακαημένη, μια θαμπάδα, μια αφιλοτιμία… αναγνωρισμένη. [*Lou Harrison (1917-2003): Αμερικανός συνθέτης, μαθητής του Henry Cowell και του Arnold Schoenberg. Γνωστός κυρίως για την ενσωμάτωση στο έργο του στοιχείων από τη μουσική μη-Δυτικών παραδόσεων κυρίως της Ιάβας.] Η Πρωία Κάτι αναφύεται μες στη Νύχτα. Βοηθούν και οι μηχανικές κινήσεις των πραγμάτων στην απαρχή της ημέρας. Στηρίζουν το δίχτυ της προσδοκώμενης ερμαφρόδιτης ανασύστασης του πεδίου των συγκρούσεων υπό τον ορυμαγδό της Οικουμένης. Μια απαρχή των κραυγών και ιαχών της ημέρας που καθορίζουν τη συνέχεια που μέλλει να λάμψει. Από εκεί που πήγαζα-μέσα στα δένδρα των λέξεων που αραιά ή πυκνά απλώνονταν και με σκέπαζανοι σκαπανείς εκείνοι στους οποίους ανήκα υψώνονταν ως περιστύλια και αφουγκραζόμενοι τη γύρω ραθυμία αποφάσιζαν όπως αντιπροσωπεύσουν εαυτούς στο νέο παιχνίδι που στηνόταν και τους περίμενε. Θα ήσαν μόνοι τους συμπέραινα, οδυνηρά μόνοι αλλά και ευχάριστα στην απαρχή της ημέρας. Οι πόνοι ήσαν μέρος της ζωής τους. Ένας ειδικός πόνος που είχε ανακύψει σε μια καταραμένη προκυμαία, απατηλή και βρίθουσα από ανθρώπινα μειράκια, τον είχε καταβάλλει σημαντικά. Διαρκούσε πολύ όπως όλοι οι μεγάλοι πόνοι οι αναπάντεχοι, οι διακατέχοντες τη ζωή μου προ αμνημονεύτων χρόνων. Και όμως φοβόταν μήπως είχε έλθει η Τελική Κρίση. Αγωνία μεγάλη τον καταλάμβανε. Με Κομμένη την Ανάσα Το φαρμακωμένο φίδι που βγαίνει από το στόμα μου συνεχώς και δημιουργεί όλους αυτούς τους στίχους, όλες αυτές τις λέξεις, τις προτάσεις τις φαρμακωμένες. Αυτό που δεν ξέρω να κάνω μες στο Χωρόχρονο, αυτό το μπέρδεμα του νου μου, αυτή η απελπισία την ώρα που τα πουλιά κελαηδούν και σε τρελαίνουν. Δεν υπάρχει τίποτα να αναζητήσω, να συμβουλευτώ, ξαπλωμένος καθώς είμαι, καθώς δεν ξέρω τι να κάνω. Στο βάθος του χρόνου, στο βάθος της φύσης, στο βάθος των ήχων και της βαριεστιμάρας κι έλλειψης ενδιαφέροντος, πηγαινοέρχομαι μες στα δώματα της λύπης. Όλα το κενό τα καλύπτει, αυτή η έλλειψη ενδιαφέροντος. Αυτή οδηγεί στο κόψιμο της αναπνοής κι αυτό είναι το μόνο ενδιαφέρον αν θέλετε την αλήθεια. Όλα τόσο μπερδεμένα, αφιονισμένα, σταματημένα. Οι καθημερινές εργασίες των ανθρώπων και οι περισπούδαστες σκέψεις των διανοουμένων το μόνο που κάνουν είναι να συσκοτίζουν την αλήθεια. Όλος αυτός ο θόρυβος των πληροφοριών σκοτεινιάζει το νου, ταράζει την καρδιά, αφήνει τον εαυτό αδειανό. Και τότε έρχεται ο πόνος αδυσώπητος και καλύπτει το κενό μεγαλόπρεπα. Αυτό δεν θα μπορούσα να το πω άλλοτε, αν δεν είχα τόσο πολύ βασανιστεί τώρα τελευταία. Αν δεν είχαν φύγει όλα όσα αγαπούσα, όσα λάτρευα. Γυρεύω κάτι να απαλύνει τον πόνο μου μες στη ζούγκλα. Γυρεύω κάτι που θα με πάει μακριά. Τα αφήνω όλα πίσω μου αποφασιστικά, τελεσίδικα. Δεν γέμιζε ο χρόνος με τίποτα σας λέω. Μια αμαξοστοιχία λέξεων παραταγμένων στο διηνεκές. Βυθισμένος κι εγώ εκεί κάτω, εκεί που δεν ήξερα. Κολλημένος στο κάθισμά μου, στη γωνιά μου τη μοναδική. Και όλα τα άλλα ανέφικτα, άσχετα, απροσδόκητα. Δεν τα θέλησα ή μήπως τα επιθύμησα βαθύτατα; Κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν είναι σε θέση να ξέρει. Μια φωνή που έρχεται, που έρχεται και με κυριεύει. Αδυνατώ να ελπίσω, αδυνατώ να δω. Μου κόβεται η αναπνοή με το παραμικρό. Δεν μπορώ να απαρνηθώ φαίνεται κάτι παλιές τρέλες, κάτι αθώα σκιρτήματα του νου, κάτι επαναλήψεις. Η Παράδοση Surgeons must be very careful When they take the knife. Underneath their fine incisions Stirs the culprit, life. Emily Dickinson Μόνο με την παράδοση γίνεται οτιδήποτε, μόνο με την εγκατάλειψη. Αφήνοντας τα τραύματα, τις επαφές, τις μνήμες να καρποφορήσουν στο Διηνεκές. Τρέμοντας στην πολυθρόνα, βλέποντας παλιές σκουρόχρωμες Ελληνικές ταινίες. Καλλιεργώντας μιαν ήρεμη θλίψη, η απογοήτευση άνθισε πάνοπλη. Εγκαταστάθηκε-συσσώρευση υλικών εκεί έξω στην αυλή της εμπειρίας-τη σκοτεινή ετούτηόχι, δεν με συντρίβει όπως νόμιζα όταν δεν ήξερα ο πλούτος τι σημαίνει- Όλο το Άγνωστο Όλο το Άγνωστο, όλο το Απροσδόκητο συσσωρευμένο πάνω μου. Βολευόμαστε όπως μπορούμε. “La Complaisance dans le Malheur.” Προέρχονται διαμάντια μέσα από οδυνηρές συμπιέσεις. Μες στην Παγίδα χωμένος. Έξω φυσάει αέρας. Κλεισμένος μέσα μου. Βελτιώνονται οι ρυθμοί, βελτιώνονται οι λέξεις, οι αρμονίες, το ζητούμενο. Δεν προσπαθώ, ρέει από μόνο του. Έξω από μένα. Αντιμέτωπος με τη λευκή σελίδα. Ξύπνησα. Κατόρθωσα. Μικρές κοφτές φράσεις. Στο τέλος μόνο λέξεις, ρήματα. Ότι θυμάμαι έρχεται πίσω. Γυρίζει πίσω. Με θυμάται. Εκείνο που ήξερες. Το εργόχειρο. Μην το κόβεις. Περιπατητής, δίπλα στα μαγαζιά, ηλιόλουστα, Αναζητάς ή απλά απολαμβάνεις. Ξαναγύρισα αλλά δεν βρήκα τίποτα. Εκείνο το σπίτι που μου άρεσε λιγάκι, που ταίριαζε λίγο πολύ με τη θλίψη μου. Κι εκείνοι οι γεννήτορες οι καταραμένοι, οι καταπιεστικοί, οι στερημένοι, μου στέρησαν και μένα τη ζωή , τη χαρά, την ολοκλήρωση. Τη συνέχεια της Ύπαρξής μου. (Going on Being). Και ξαναζωντάνεψε η καταδίκη. Αναμονή Περιμένω να φανεί κάποιααυγή, χαραυγή, άνοιξη, φθινόπωρο που θα με κάνει ολόκληροΠροχωρώ προς τα εκεί, που όμως μπορεί να μη γίνει και να έλθει ο θάνατός μου. Αγριεμένο τοπίο, μέσα κι έξω, κραυγές, αλαλαγμοί και άσχημες εμφανίσεις. Ελπίζω κάπου νομίζω, παρόλο που πολλά καταρρέουνδεν έχω ξανανιώσει παρόμοια πτώση. Ξένος σε ξένη χώρα, οφείλω στον εαυτό μου που δεν γνωρίζω, να αναστηθώ προτού πεθάνω.
© Copyright 2024 Paperzz