Κατέβασμα σε PDF

facebook 1
Ο Έλληνας φωτογράφος και συνεργάτης του Υστερόγραφου Σπύρος Στάβερης κάνει
την πρώτη του ατομική έκθεση φωτογραφίας κάτω από τον τίτλο Facebook 1 και μας
χαρίζει μερικές από τις εικόνες του. Η έκθεσή του εγκαινιάστηκε στην γκαλερί Elika.
editorial
ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΞΕΝΟΥ
Έφυγα εκείνο το πρωινό από το στούντιο του, σχεδόν ενοχλημένη. Όχι βέβαια από τον ίδιο, αντιθέτως, ο ίδιος μου έδωσε
ξανά αφορμές και κίνητρα να συνεχίσω να εμπιστεύομαι τις
δημιουργικές μου ανησυχίες, ήταν όμως εκείνη η τελευταία
του παράγραφος που με είχε ενοχλήσει και εξηγώ πως όταν
λέω ενόχληση εννοώ κάτι σαν τσίμπημα, λες και όπως περπατάς ανυποψίαστος πατάς ξαφνικά ένα αγκάθι, ναι, κάπως
έτσι το είχα νιώσει. Μιλούσε με μια αποστασιοποίηση, όπως
κάνει κάποιος που είναι πια σε θέση να γίνεται παρατηρητής
των βιωμάτων του κι αυτό υποθέτω προϋποθέτει να τα ’χεις
πια λυμένα και τα παράπονα και τα απωθημένα σου. Όχι δεν
είχε τέτοια. Γι’ αυτό ίσως και είχε περισσότερη βαρύτητα η
διαπίστωσή του, την οποία μάλιστα δεν είχε καν εκφράσει
σαν βεβαιότητα, περισσότερο σαν ένα ακόμα ερωτηματικό
την είχε θέσει, ένα ερωτηματικό, στο οποίο, ωστόσο δεν
έμοιαζε να ελπίζει πως θα τύχει μιας κάποιας πειστικής
απάντησης. Και εδώ ανοίγω παρένθεση.
Παρένθεση: Αυτές οι μέρες που προηγήθηκαν του αφιερώματος που σήμερα κρατάτε στα χέρια σας είχαν για μας ένα
ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Γιατί μέσα από αυτή τη διαδικασία
των συνεχόμενων συναντήσεων με καλλιτέχνες διαφορετικής γενιάς και ιστορίας και μέσα από το ψάξιμο αρχειακού
φωτογραφικού υλικού και παλιών καταλόγων κάναμε- έστω
και με κίνητρο τη δημοσιογραφική μας ιδιότητα- ένα πήγαινε-έλα στο χρόνο, ένα πήγαινε - έλα στα χρόνια, μέσα στα
οποία προσπαθούσε ο κάθε καλλιτέχνης να δημιουργήσει
την εικαστική του ταυτότητα και την ίδια ώρα, παρατηρούσαμε πόσο το κράτος επένδυε σε αυτή την ταυτότητα για να
προβάλει προς τα έξω τον πολιτισμό του. Μέσα από τις προσωπικές αφηγήσεις των καλλιτεχνών, οι οποίες θελήσαμε να
μην περιορίζονται στην επεξήγηση του έργου που παρουσίασαν στην Μπιενάλε Βενετίας (αυτό άλλωστε θα έχει την
ευκαιρία να το δει ο καθένας από σας στην έκθεση που θα γίνει στο ∆ημοτικό Κέντρο Τεχνών), αλλά να αφορούν περισσότερο στο πώς βίωσαν αυτή την τόσο σημαντική εμπειρία
που τοποθετούσε και τους ίδιους και τη χώρα σε ένα διεθνές
εικαστικό χάρτη, ανιχνεύσαμε και κάποιες διαπιστώσεις που
ίσως κάποτε αξίζει τον κόπο να μετατραπούν σε ερωτηματικά. Και εδώ κλείνω την παρένθεση.
Έφυγα, λοιπόν, εκείνο το πρωινό με μια ενόχληση που μου
προκάλεσε η τελευταία του παράγραφος. Το θέμα δεν είναι
μόνο η συμμετοχή μας σε μια Μπιενάλε Βενετίας, μου είπε.
Το θέμα είναι αν υπάρχει κρατική υποδομή να στηρίξει το
πριν και το μετά μιας τέτοιας συμμετοχής. Αν υπάρχει δηλαδή ένα ουσιαστικό υπόβαθρο που να υποστηρίζει τον πολιτισμό και τον καλλιτέχνη όχι μόνο όσο διαρκεί μια Μπιενάλε, αλλά όσο διαρκεί η πορεία του ίδιου του καλλιτέχνη.
∆εν ξέρω ποια είναι η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα. Εκείνο
ωστόσο που αισθάνομαι είναι πως ίσως η έκθεση «Η Κύπρος
στη Βενετία», η οποία αναμφισβήτητα καταχωρείται σαν ένα
από τα πιο σημαντικά πολιτιστικά γεγονότα, να αποτελεί μια
καλή ευκαιρία για να τεθούν και κάποια ουσιαστικά ερωτήματα, τα οποία δεν αφορούν μόνο στην αναδρομή των εκπροσωπήσεών μας ή στο πώς έζησαν οι καλλιτέχνες τη συμμετοχή τους, αλλά κυρίως στο πώς το κράτος από το 1968
μέχρι σήμερα, συμμετείχε στην ουσιαστική υποστήριξη, ενίσχυση και προώθηση της πολιτιστικής μας ταυτότητας. Πριν
και μετά τις εκάστοτε Μπιενάλε Βενετίας.
Υγ. Ευχαριστούμε τους Γιάννη Τουμαζή, Λούλη Μιχαηλίδου και
Μαρίκα Κούτα για την πολύτιμη βοήθειά τους.
05 ΥΓ.
info
ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΣΚΟΡ∆Η
"ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΛΟΞΑ:ΟΨΕΙΣ ΜΙΑΣ ΕΠΕΤΕΙΟΥ" ΚΕΝΤΡΟ ΕΥΑΓΟΡΑ ΛΑΝΙΤΗ ΛΕΜΕΣΟΣ
Στοιχειώδη Τεχνάσματα. Στην ατομική έκθεση του Σάββα Χριστουδουλίδη παρουσιάζονται έργα, που όπως τα περισσότερα των τελευταίων χρόνων, ανήκουν στην κατηγορία των κατασκευών. Χρηστικά και διακοσμητικά αντικείμενα αλλά και έπιπλα
δοκιμάζουν, με τη συμμετοχή τους στο έργο τέχνης, την κατάργηση της αρχικής τους
ιδιότητας. Αποτελώντας πλέον συνιστώσες του έργου, τα ίδια τα αντικείμενα ορίζουν
και συνάμα οριοθετούν μια νέα εννοιολογική πλατφόρμα που ο επισκέπτης καλείται να
περιδιαβεί. Ο Μίκυ Ανδρώθηκε ή ακόμα το Γεύμα για ∆ύο αποτελούν, μεταξύ άλλων,
έργα που φιλοξενούνται στην έκθεση.
Στην OMIKRON g, από τις 26/11 μέχρι τις 31/12. Ώρες Λειτουργίας ∆ευτέραΠαρασκευή: 10.00-13.00 και 16.00-20.00, Σάββατο: 10.00-14.00. Τηλ. 22678240.
1ο Φεστιβάλ Τζαζ Λεμεσού. Ένα καινούριο φεστιβάλ επιχειρεί να θεσμοθετήσει το
Ριάλτο, κάνοντας αρχή στις 18 Νοεμβρίου. Πρόκειται για το 1ο Φεστιβάλ Jazz Λεμεσού, το οποίο φιλοξενεί σημαντικά ονόματα του χώρου. Το Φεστιβάλ ανοίγει ο Roberto
Fonseca του οποίου η φήμη ξεπέρασε τα κουβανικά σύνορα όταν ο μαέστρος Ruben
Gonzalez τον επέλεξε για πιανίστα της περίφημης ορχήστρας του Ibrahim Ferrer. Το
ταλέντο, το πάθος, το χάρισμά του για μελωδίες και βέβαια οι συνεργασίες του με
τα ιερά τέρατα της κουβανέζικης μουσικής Ibrahim Ferrer και Omara Portuondo τον
καθιέρωσαν ως ένα από τους συναρπαστικότερους πιανίστες τζαζ της εποχής μας. Είσοδος: €25–20.
Ακολουθεί την Παρασκευή 19 Νοεμβρίου ο Hernan Romero, ένας μεγάλος κιθαρίστας
της παγκόσμιας τζαζ που έχει εμποτίσει τις δομές της κλασικής jazz και latin με το
τσιγγάνικο φλαμέγκο, τις μουσικές παραδόσεις της Μέσης Ανατολής και της Μεσογείου. Στενός συνεργάτης του Al Di Meola για πολλά χρόνια, μετουσιώνει το πάθος του
φλαμέγκο σε απόλυτη τζαζ απόλαυση. Είσοδος: €25-20
Το Σάββατο 20 του μήνα εμφανίζεται ο Avishai Cohen. Μπασίστας και συνθέτης ανήκει αναμφίβολα στην ελίτ της παγκόσμιας τζαζ. Εκπρόσωπος μιας άλλης τζαζ πέρα
από την κλασική ή τη σύγχρονη, ο Avishai Cohen με επιρροές από τη Μέση Ανατολή
φτιάχνει μουσικές με κέφι, όραμα, αυθεντικότητα και εξαιρετική δεξιοτεχνία. Είσοδος:
€25–20. Τηλ. 77777745
«Αυτός ο αλήτης ο Κοέλιο... έχει πάρει πολύ κόσμο στον λαιμό του...». Μια κωμωδία
που υπόσχεται γέλιο (το δίδυμο εξάλλου Ρήγα – Αποστόλου το εγγυάται), εμπνευσμένη στο μυθιστόρημα «Ο Αλχημιστής» του Πάολο Κοέλιο αλλά και από ένα πολύ
όμορφο μπουλβάρ του ’80, το “It Had to Be You”. Μια κωμωδία που αναζητά τα όρια
της θέλησης, του πείσματος, του αναπάντεχου και του αλλοπρόσαλλου και καλείται να
απαντήσει πόσο απέχει το ταλέντο από την τρέλα και πόσο κοντά βρίσκεται, άραγε, το
σύμπαν για να βοηθήσει. Η Εβελίνα Παπούλια υποδύεται μια ηθοποιό που διεκδικεί
όλα όσα η ζωή δεν της έφερε μέχρι στιγμής, αποφασίζοντας πως όταν θέλει κάτι θα το
πετύχει γιατί όπως λέει ο Κοέλιο, ολόκληρο το σύμπαν θα γίνει σύμμαχός της. Στην
ΥΓ. 06
1Ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΤΖΑΖ ΛΕΜΕΣΟΥ. 18,19,20/11 ΘΕΑΤΡΟ ΡΙΑΛΤΟ
προσπάθειά της αυτή βρίσκεται σε μια οντισιόν για ένα μιούζικαλ. Και παρόλο που με
την πρώτη ματιά δεν δείχνει να πείθει τον γνωστό σκηνοθέτη (Αλέξανδρος Ρήγας) για
το ταλέντο της, αποφασίζει να τον πείσει μέχρι τελικής πτώσεως…
Το «Αυτός ο αλήτης ο Κοέλιο... έχει πάρει πολύ κόσμο στον λαιμό του...» είναι μια
κωμωδία που μαζί της γελάς, αναρωτιέσαι, ερωτεύεσαι και ελπίζεις.
Προβολή: 11 Νοεμβρίου, στις 18.30 και 21.00 και στις 12 Νοεμβρίου, στις 20.30 στο
Παλλάς Λευκωσίας. Εισιτήρια προς €30. Για περισσότερες πληροφορίες και εισιτήρια
www.dfamous.net και στο τηλέφωνο 70006077.
«Αμφιβολία». Ένα έργο που αν και βραβευμένο έγινε ευρύτερα γνωστό στην κινηματογραφική μεταφορά του, το Doubt (Αμφιβολία) ανεβαίνει από το Θέατρο ∆ιόνυσος. Το
έργο του Αμερικανού συγγραφέα Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ, σκηνοθετεί η νεαρή Μαγδαλένα
Ζήρα. Βραβευμένο με Pulitzer to 2005 και με Tony Award, κέρδισε επίσης το Drama
Desk Award για καλύτερο καινούριο έργο και New York Drama Critic’s Circle για καλύτερο έργο. Απομένει να δούμε αν θα κερδίσει το στοίχημα στο σανίδι του Θέατρου
∆ιόνυσος. Σκηνικά Έλενα Κατσούρη. Παίζουν οι Πατρίτσια Πεττεμερίδου, Χρήστος
Γιάγκου, Χριστίνα Μαρούχου, Παναγιώτα Φοινίρη.
Παραστάσεις κάθε Παρασκευή, Σάββατο 20.30 και Κυριακή 18.30. Εισιτήρια: 15 & 10
ευρώ. Κρατήσεις τηλ. 22818999 & 99621845.
«Missing». To έργο της Νοτιοαφρικανής θεατρικής συγγραφέως Reza De Wet, σε μετάφραση της Κωνσταντίνας Ρίτσου παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο κοινό της Κύπρου.
Είναι το πρώτο έργο της νεοσύστατης ομάδας θεάτρου Αιγαία, που επέλεξε τη Λένια
Σορόκου για πρωταγωνίστριά του. Μαζί της η Νάτια Χαραλάμπους, η Φάνη Πέτσα και
ο ∆ημήτρης Κωσταντινίδης. Το έργο περιέχει στοιχεία δράματος, μαύρης κωμωδίας
αλλά και συμβολισμούς που παραπέμπουν στις ρίζες της αρχαίας τραγωδίας, θίγοντας
όμως παράλληλα και προβλήματα της σύγχρονης κυπριακής κοινωνίας.
Η υπόθεση μεταφέρει το θεατή σ’ ένα χωριό της Ν. Αφρικής του 1930, όπου κάθε
ιερή πανσέληνο του Αυγούστου, εξαφανίζεται μια κοπέλα, με τρόπο μυστηριώδη που
παραπέμπει σε ιερή μυσταγωγία. Οι κάτοικοι θεωρούν ότι ο θύτης είναι ένας αρλεκίνος-μυσταγωγός που καλεί τα θύματά του στην απόλυτη «ελευθερία», μέλος ενός
απαγορευμένου για τις συντηρητικές αξίες των κατοίκων, τσίρκου, ενός παράξενου θιάσου που κάθε χρόνο τέτοια εποχή βρίσκεται στην περιοχή. Με αυτό το φόβο μια μάνα
προσπαθεί να προστατεύσει την κόρη της κρατώντας τη φυλακισμένη στο ερμητικά
κλειστό σπίτι τους.
Η παράσταση θα παρουσιαστεί στο χώρο του θεάτρου Αιγαία, στη Λεωφόρο Αγίων
Ομολογητών 81, στη Λευκωσία.
Παραστάσεις κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 20.30. Εισιτήρια προς €15, προπωλούνται στο χώρο του θεάτρου. Πληροφορίες: 22445757.
ΕΚΘΕΣΗ ΓΡΑΦΙΣΤΙΚΗΣ ΑΦΙΣΑΣ.26-30/11 ΧΩΡΟΣ ΠΑΛΙΟΥ ΞΥ∆Α∆ΙΚΟΥ Λ/ΣΟΣ
EKΘΕΣΗ ΣΑΒΒΑ ΧΡΙΣΤΟ∆ΟΥΛΙ∆Η. ΟΜΙΚRON G
Έκθεση γραφιστικής αφίσας. Τριάντα-δύο επαγγελματίες γραφίστες καλούνται να
παρουσιάσουν μέσα από τη δική τους ματιά αφίσες με θέμα τον κοινωνικό αποκλεισμό και τη φτώχεια, στο πλαίσιο της πρώτης παγκύπριας θεματικής έκθεσης γραφιστικής αφίσας. Στόχος της έκθεσης είναι η ανάδειξη του έργου Κυπριών επαγγελματιών γραφιστών και η καλλιτεχνική δημιουργία στα πλαίσια του ευρωπαϊκού στόχου
κατά της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Επιπρόσθετα, αυτή η έκθεση
προσδοκεί να αποτελέσει βήμα δημιουργίας ενός ευρύτερου δικτύου για νέους Κύπριους γραφίστες. Η ιδέα προέκυψε με την ανακήρυξη του 2010 ως Ευρωπαϊκό Έτος
για την Καταπολέμηση της Φτώχειας και του Κοινωνικού Αποκλεισμού. Η έκθεση,
αφού παρουσιάστηκε μέχρι τις 4 Νοεμβρίου στη Λευκωσία, μεταφέρεται στη Λεμεσό,
στο χώρο του Παλιού Ξυδάδικου από τις 26 μέχρι τις 30 Νοεμβρίου.
∆ιοργανώνεται από την ομάδα Culture in Action σε συνεργασία με το Τμήμα Πολυμέσων και Γραφικών Τεχνών του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου (www.
cultureinaction.org).
«Κοιτάζοντας Λοξά: Όψεις μιας Επετείου»
Επετείου».Το
.Το Κέντρο Ευαγόρα Λανίτη, με αφορμή
την επέτειο των 50 χρόνων από την ίδρυση της Κυπριακής ∆ημοκρατίας, παρουσιάζει την έκθεση «Κοιτάζοντας Λοξά: Όψεις μιας Επετείου» και επιχειρεί μια κριτική
αυτοεξέταση και θεώρηση της πρόσφατης πορείας του τόπου και των ανθρώπων του.
Περιλαμβάνει σύγχρονα έργα Κυπρίων καλλιτεχνών, τα οποία… κοιτάζουν λοξά τους
εαυτούς μας, το πρόσφατο παρελθόν μας, το παρόν μας και ένα κάποιο μέλλον μας.
Τον σχεδιασμό και επιμέλεια της έκθεσης έχει ο Αντώνης ∆ανός, Λέκτορας Ιστορίας
και Θεωρίας της Τέχνης, Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου.
∆ιαρκεί από τις 17 Νοεμβρίου–17 ∆εκεμβρίου 2010, Κέντρο Ευαγόρα Λανίτη, Λεμεσός. Ώρες: 09.00-13.00 & 15.00-22.00
«Το Όνομά μου είναι Rachel Corrie». Μια αληθινή ιστορία, ένα θέατρο ντοκουμέντο
που μιλά για την αδιέξοδη κατάσταση στην Παλαιστίνη. Οι θεατές έρχονται αντιμέτωποι με τη συνταρακτική ιστορία μιας 23-χρονης Αμερικανοεβραίας που βρήκε το
θάρρος να περάσει στην απέναντι όχθη και να δει την άλλη αλήθεια της άλλης πλευράς με τα δικά της μάτια… Την αλήθεια του παλαιστινιακού λαού που εδώ και 60
χρόνια βρίσκεται σε απόγνωση. Το έργο τιμήθηκε με πολλά βραβεία και διακρίσεις
ανά τον κόσμο, ενώ αξιοσημείωτη παραμένει η ακύρωση - για το φόβο πολιτικών
αντιποίνων - προγραμματισμένων παραστάσεων στη Νέα Υόρκη, το Μαϊάμι και το
Τορόντο. Τη σκηνοθεσία υπογράφει η Μάνια Παπαδημητρίου. Παίζουν οι ∆ήμητρα
Σύρου & Μάρω Αγρίτη.
Πέμπτη 11 Νοεμβρίου, Θέατρο Ριάλτο, Λεμεσός. Τηλ. 77777745.
The Bolshoi Don Cossacks. Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Φεστιβάλ Λεμεσού φτάνει στην Κύπρο η παράσταση «The Bolshoi Don Cossacks», μια ομάδα που ιδρύθηκε
ΣΩΜΑ ΞΕΒΑΜΜΕΝΟ ΜΠΛΕ, ΝΕΑ ΣΚΗΝΗ ΘΟΚ
από τον Petja Houdjakov, γνωστό μουσικό και μαέστρο με ειδικότητα στο ακορντεόν.
Πρόκειται για ένα πολυπρόσωπο συγκρότημα με σημαντικούς σολίστ στο τραγούδι και στο χορό το οποίο έχει ήδη αγαπηθεί πολύ στην Ευρώπη ειδικότερα.
Χαρακτηρίζεται από ομοιογένεια των φωνών, τις αντιθέσεις στην ερμηνεία και τη
δημιουργικότητα.
21/11 ∆ημοτικό Θέατρο Λάρνακας (2466579), 22/11 Θέατρο Ριάλτο, Λεμεσός
(77777745), 23/11 Θέατρο Παλλάς (22410181)
Σώμα Ξεβαμμένο Μπλε. Ένα σύγχρονο μιούζικαλ, βασισμένο σε μια ιδέα των Στέργιου
Μαυρίκη και ∆ημήτρη Ζαβρού, οι οποίοι προσεγγίζουν δυναμικά το θέμα της απιστίας στην Πειραματική Σκηνή του ΘΟΚ. Η σκηνοθεσία και η δημιουργική επεξεργασία
ανήκει στον Γιώργο Ροδοσθένους. Ερμηνεύουν οι Σταύρος Λούρας, Αννίτα Σαντοριναίου, Έλενα Ευσταθίου, Ζωή Κυπριανού, Μάρα Κωνσταντίνου, Κατερίνα Λούρα κ.ά.
Θέατρο Αγοράς Αγίου Ανδρέα κάθε Τρίτη & Τετάρτη, Λάρνακα: ∆ημοτικό Θέατρο,
Πέμπτη 25 Νοεμβρίου. Λεμεσός: Θέατρο Ριάλτο, Παρασκευή 26 Νοεμβρίου. Ώρα
έναρξης:20.30. Eίσοδος: € 12 – 6. Πληροφορίες / Εισιτήρια: Κέντρο Πώλησης Εισιτηρίων ΘΟΚ, τηλ. 77772717.
Hen’s Night. Άλλη μια κωμωδία του Νέαρχου Ιωάννου, που αυτή τη φορά καταγράφει
τον… γελοιωδέστατο τρόπο –όπως τον χαρακτηρίζει εύστοχα ο ίδιος- που οι νεοκύπριες γιορτάζουν το γεγονός του γάμου πριν τον γάμο. «Το έργο έχει απαράδεκτες
μέχρι και εξωπραγματικές υπερβολές, ανατροπές, συγκρούσεις χαρακτήρων και πιστεύω αρκετό, μαύρο, χιούμορ, έτσι για να μπορεί να ψυχαγωγεί κιόλας, αφού το θέμα
αυτό καθ’ αυτό, το Hen’s Νight δηλαδή, προκαλεί, σε μένα τουλάχιστον, κατάθλιψη»,
λέει χαρακτηριστικά. Σκηνοθέτης της παράστασης ο Βάσος Αργυρίδης. Πρωταγωνιστούν η Μαρίνα Βρόντη, η Μαρία Θεοχαρίδου, η Μαριλένη Σταύρου, η Φανή Σωκράτους, η Αλεξία Χαραλαμπίδου και ο Γιάννος Αντωνίου.
Παραστάσεις καθημερινά εκτός από ∆ευτέρα και Τρίτη, στις 20.30 και Κυριακές στις
18.30 μέχρι τέλη Νοεμβρίου.
Στη Λευκωσία η παράσταση θα φιλοξενηθεί στο κοσμικό κέντρο Αντωνάκη, στην παλιά Λευκωσία από τη 1η έως και τις 8 ∆εκεμβρίου. Εισιτήρια €15 και €10. Πληροφορίες-κρατήσεις τηλ. 25 877 827, Τεχνοχώρος ΕΘΑΛ.
Αστέρης Γκέκας, «Υποδήματα». Στην γκαλερί Τhe Οffice εντός των τειχών, στη Λευκωσία, παρουσιάζει τα χειροποίητα έργα του ο Αστέρης Γκέκας. Το The Office είναι
εξάλλου ένα στέκι συγκέντρωσης «χειροποίητων» ιδεών. Πρόκειται για μια νέα σειρά από καλαπόδια που φέρει τον τίτλο: «Υποδήματα». Σειρές από καλαπόδια έχει
χαράξει και επιζωγραφίσει και στο παρελθόν από το 1990 και έπειτα, αυτή τη φορά
όμως ο εικαστικός επιτελεί μια ιδιόχειρη άσκηση σε «φυσιογνωμικά» στοιχεία του
μεσογειακού τοπίου.
07 ΥΓ.
info
Οθέλλος, Ουίλιαμ Σαίξπηρ
Ο «Οθέλλος» είναι ο έρωτας κι ο θάνατος, θα πει ο Νίκος Χαραλάμπους, σε μια
σύγχρονη ανάγνωση του έργου που αναφέρεται στον παθιασμένο έρωτα του
Οθέλλου και της ∆υσδαιμόνας, μιας σχέσης που κορυφώνεται στην Κύπρο και
στο ίδιο έδαφος θα καταλήξει στον τάφο. «Το νησί της Αφροδίτης λειτουργεί σαν
απόγειο του απόλυτου έρωτα όπως και του απόλυτου θανάτου. Αυτό εξάλλου
είναι η Κύπρος. Όλα σ’ αυτό το νησί λειτουργούν ακραία κι αυτό ακριβώς είναι
που κάνει το έργο επίκαιρο».
Ένα απ’ τα πιο σκοτεινά έργα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, η ιστορία του Οθέλλου που
θα δολοφονήσει την αγαπημένη του ∆υσδαιμόνα, αποτελεί την εναρκτήρια παραγωγή της κεντρικής σκηνής και εντάσσεται στο πλαίσιο των εορτασμών για τα
50 χρόνια της Κυπριακής ∆ημοκρατίας.
Μια τραγωδία που μιλά για τη ζήλια, τον έρωτα, την ανταγωνιστικότητα και τη
φιλοδοξία, τον κοινωνικό αποκλεισμό αλλά και την παράνοια του έρωτα και της
σεξουαλικότητας που καταθέτει ζητήματα ανθρώπινης συμπεριφοράς και μέσα
από λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις.
«Είναι ένα πολύ δύσκολο έργο στο οποίο όποιος καταπιάνεται μαζί του δεν βγαίνει πάντα αλώβητος αλλά και ούτε μπορεί να έχει χάσει», απαντά ο σκηνοθέτης
όταν τον ρωτώ για τον τρόπο που προσεγγίζει το έργο. «Είναι όπως ένα παιδικό
παιχνίδι που το πιάνεις απ’ τη μια και φεύγει απ’ την άλλη.
Η δυσκολία σ’ αυτό το έργο είναι να μην πέσεις σε μελοδραματισμούς, αλλά να
ΥΓ. 08
παίξεις με την απελευθέρωση της λίμπιντο των γενετησίων ορμών, που κρύβουμε όλοι μας και που μόνο άμα στριμωχτούμε βγαίνουν προς τα έξω. Απελευθερώνονται οι δυνάμεις, οι νόμοι, ο καθωσπρεπισμός, η αίσθηση πως τα πράγματα
θα βρίσκουν λύση με λογικό τρόπο, βγαίνει απίστευτο πάθος, μια ενέργεια που
δεν ελέγχεται. Αυτό είναι το δυναμικό στοιχείο της παράστασης που σίγουρα θα
κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή απ’ την αρχή μέχρι το τέλος.
Με άλλα λόγια είναι μια σύνθετη παράσταση-προσπάθεια, όπου ο λόγος, η μουσική, η κίνηση και οι συμπεριφορές των ηρώων παραπέμπουν σε μια εκτροπή
από τη φυσική πραγματικότητα και καθημερινότητά μας.
Ίσως ο θεατής να δει μια ασυνήθιστη εκδοχή του έργου».
Info:
nfo: Μετάφραση/ Σκηνοθεσία/ ∆ραματουργική Προσαρμογή: Νίκος Χαραλάμπους Σκηνικά- Κοστούμια: Σταύρος Αντωνόπουλος. Μουσική: Μιχάλης Χριστοδουλίδης
Στο ρόλο του Οθέλλου ο Νεοκλής Νεοκλέους και της ∆υσδαιμόνας η Νιόβη Χαραλάμπους.
Παραστάσεις κάθε Σάββατο & Κυριακή στο ∆ημοτικό Θέατρο Λατσιών (τηλ. 77772717).
Λεμεσός: Θέατρο Ριάλτο, Τρίτη 16 & Τετάρτη 17/11 (77777745). Πάφος: Μαρκίδειο Θέατρο, Πέμπτη 18/11 (26932014) Λάρνακα: ∆ημοτικό Θέατρο, Πέμπτη 2/12 (24665795)
Παραλίμνι: Αμφιθέατρο Xenion High School, Παρασκευή 3/12 (εισιτήρια από το ταμείο
το βράδυ της παράστασης).
Ώρα έναρξης: 20.30 με εξαίρεση την παράσταση της Κυριακής που αρχίζει στις 18.30.
ΤΗΣ ΕΛΕΝΑΣ ΠΑΡΠΑ
ΦΩΤΟ: ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ
ΕΛΕΝΗ ΝΙΚΟ∆ΗΜΟΥ
«πάντα ζωγράφιζα σαν επείγουσα ανάγκη»
Για πρώτη φορά εδώ κι αρκετό καιρό, η Ελένη Νικοδήμου άρχισε ξανά να ονειρεύεται πίνακες.
Καθόμαστε στον κήπο. Είναι όμορφη μέρα. Οι τριανταφυλλιές είναι
ανθισμένες και το απόγευμα μοιάζει ανοιξιάτικο κι ας είμαστε αρχές φθινοπώρου. Κάνουμε καφέ κι αυτή ανάβει το ένα τσιγάρο μετά
το άλλο. Τα δάχτυλά της είναι γεμάτα μπογιές, το ίδιο και το φανελάκι που φοράει. Παρά την κούρασή της, είναι χείμαρρος. Συζητάει με πάθος για το καθετί. Μιλάει με τον ίδιο ενθουσιασμό και την
ίδια ένταση είτε το θέμα μας είναι η γυμναστική που ξεκίνησε γιατί
ήθελε να χάσει κιλά, είτε η πολιτική που είναι το αγαπημένο της,
ίσως εξίσου αγαπημένο με τη ζωγραφική, που την κάνει να αναπηδά
στην καρέκλα, ιδιαίτερα αν τύχει και πατήσεις ευαίσθητες χορδές.
Όταν δε η συζήτηση σε κάποια στιγμή έρχεται στο δημοψήφισμα
και στην άποψή της για τις συνομιλίες που γίνονται τώρα, σχεδόν
στέκεται για να εκφράσει τη διαφωνία της. «Όλα αυτά μού χαλάνε
τον μπούσουλα, νιώθω τον κίνδυνο, μου παίρνουν τα μυαλά με τη
σκλαβιά που θέλουν να μας επιβάλουν για λύση». Αυτή φυσικά είναι
η Ελένη Νικοδήμου. Ένας άνθρωπος των άκρων, που δεν φοβάται
να ενδώσει στα πάθη της και να υποστηρίξει μέχρι τέλους αυτά που
πιστεύει. Τώρα βρίσκεται στην τελική ευθεία για την ατομική της έκθεση με θέμα τον φόβο. Της πήρε καιρό, αλλά για πρώτη φορά μετά
από χρόνια άρχισε ξανά να ονειρεύεται πίνακες, να κλείνει τα μάτια
και να ξεπηδάνε μπροστά της χρώματα και εικόνες. Για ένα μεγάλο
διάστημα είχε κλειστεί στον εαυτό της. Άρχισε να αμφιβάλλει για τις
ικανότητές της, να κάνει παράλογες σκέψεις, να πιστεύει ότι ξέχασε
να ζωγραφίζει. «Εγώ πάντα ζωγράφιζα σαν επείγουσα ανάγκη, σαν
την ανάσα που πρέπει να πάρεις για να ζήσεις. Είχα μείνει άναυδη
από μένα την ίδια. Είχα πάψει να πιστεύω στον εαυτό μου, στα έργα,
στα πάντα. ∆εν είχα την ψυχή να δουλέψω. Ήμουν αλλού. Είχα χάσει
τις μισές μου δυνάμεις.
∆εν την αναγνωρίζω με αυτά που περιγράφει. Της το λέω και γελάει
με τη διαπίστωση. «Ούτε κι εγώ αναγνώριζα τον εαυτό μου. Άρχισα
να τον αμφιβάλλω, να τον κοιτάω από απόσταση, να μην τον ορίζω
εν γένει». Σηκώνεται να βάλει κι άλλο καφέ, κι όταν επιστρέφει την
ρωτώ μήπως αυτή είναι φάση που όλοι χρειάζεται να περάσουμε στη
ζωή, εάν αυτό το εσωτερικό ταξίδι, που είναι ζόρικο και δύσκολο,
είναι τελικά αναγκαίο γιατί μας κάνει πιο ώριμους. Συμφωνεί. «∆εν
μπορείς να είσαι πάντα στα πάνω σου. Πρέπει να έχεις κάτι να πεις.
Κι εγώ πιθανώς να μην είχα κάτι να πω. Επιπλέον, υπάρχει ένας χρόνος για όλα. Υπάρχει μια στιγμή που τα πράγματα έρχονται και ταιριάζουν. Μπορεί να ψάχνεις κάτι απεγνωσμένα και να μην σου βγαίνει, παρά μόνο όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, κι όλα τότε κυλάνε
χωρίς εμπόδια. Όμως πρώτα χρειάζεται να κλείσει ο κύκλος. Και να
σου πω τίποτα δεν πάει χαμένο, ακόμα και μια φάση δύσκολη. ∆εν
είμαι σίγουρη όμως εάν αυτό που κέρδισα απ’ όλο αυτό το ζόρι είναι ωριμότητα. Στα σίγουρα δεν είναι κατάθεση όπλων. Απλώς μετά
από μια ηλικία, συνειδητοποιείς ότι είναι ανώφελο να σκορπάσαι
ψάχνοντας το ανέφικτο. Σε κάποια στιγμή, θέλεις μόνον αυτά που
έχουν σημασία στη ζωή - υγεία, τη βαθιά σου αλήθεια και τους πέντε
ανθρώπους που αγαπάς και σ’ αγαπούν. Εκείνα τα όνειρα που είχα
παλιά να τρέχω δεξιά-αριστερά για να δω πού θα πάει με την τέχνη
μου, δεν με αφορούν πια. Κάνω καλή τέχνη. Όποιος θέλει να έρθει
να την δει, ας κοπιάσει».
Στην καινούρια της δουλειά, το θέμα είναι ο φόβος. Όταν κατεβαίνουμε στο ατελιέ της, τα χρώματα ξεσπάνε σε τεράστιους καμβάδες,
τους οποίους δουλεύει το περισσότερο χρόνο στο πάτωμα. Η παλέτα
της είναι η ίδια -ώχρες, τόνοι του γκρίζου και του λευκού - ίσως πιο
σκούρα. Η ιδέα ν’ ασχοληθεί μ’ ένα τέτοιο θέμα, οικείο και δύσκολο
συν τω χρόνω, προέκυψε από δική της ανάγκη. «Φοβάμαι τον εαυτό
μου. Φοβάμαι το φόβο γιατί ο φόβος σε παραλύει, σε καθηλώνει, σε
αλλοιώνει. Για πολλά χρόνια πάθαινα κρίσεις πανικού. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Ότι ζεις το θάνατο, νομίζεις ότι πεθαίνεις. Έχω περάσει
αυτή την εμπειρία άπειρες φορές και για ένα διάστημα συνειδητοποίησα ότι προκειμένου να μην είμαι μόνη μου, ανεχόμουνα ανθρώπους
και καταστάσεις που δεν θα ανεχόμουνα με τίποτα στη ζωή μου. Άρα
ο φόβος σε ευνουχίζει, και ο φόβος είναι μέτρο ελέγχου. Προκειμένου να μην χάσεις τη δουλειά σου, ανέχεσαι τη σεξουαλική παρενόχληση. Για να μην μείνεις μόνος, ανέχεσαι το σύζυγο ή τη σύζυγό σου,
τις ξώφαλτσες χαζοπαρέες και πάει λέγοντας…». Τα συζητά όλ’ αυτά
λες και μιλά στον εαυτό της, ψάχνοντας πού και πού την αντίδρασή
μου στις παραδοχές της. Πώς μπορεί κανείς να ξεπεράσει αυτά που
φοβάται, την ρωτώ.
«Ο μόνος τρόπος πιστεύω είναι να συνδιαλεχτεί απευθείας μαζί τους.
Να ανοίξει ένα διάλογο με τον εαυτό του, να γνωριστεί με το φόβο,
να τον πιάσει απ’ το χέρι και να τον κοιτάξει κατάματα με τα μάτια
ορθάνοιχτα. Εάν βρει το κουράγιο να το κάνει, ουσιαστικά τον εξουδετερώνει. Όχι, τελείως, αλλά σε ανεχτά επίπεδα. Τον μετατρέπει σε
κάτι δημιουργικό». Η ίδια πιστεύει ότι αυτό το στοίχημα το πέτυχε.
«∆εν σημαίνει ότι κερδίζεις πάντα σε αυτή την ιστορία. Φόβοι είναι,
ξανάρχονται, μπορεί σε διαφορετική μορφή. Έχεις ακούσει ποτέ για
το φόβο της ευτυχίας; Όταν όλα πηγαίνουν καλά, όταν βρίσκεσαι σε
μια πολύ καλή στιγμή της ζωής σου, σε κυριεύει αυτό το συναίσθημα της ανησυχίας ότι κάτι θα στραβώσει. Εγώ το έχω νιώσει άπειρες
φορές. Θυμάμαι μια μέρα καθόμουνα σ’ αυτήν ακριβώς τη θέση, ήταν
μια υπέροχη άνοιξη, κοιτούσα τον κήπο με τις τριανταφυλλιές που
ήταν ανθισμένες, και λέω στον εαυτό μου, τελικά τι είναι ευτυχία;
Ευτυχία είναι αυτή η απλή στιγμή αυτή τη στιγμή. Φώναξα και στον
σύζυγό μου να του το πω. Στο επόμενο λεπτό, κατέβηκε στο υπόγειο
να ψάξει κάτι, κι ανακαλύπτει ότι το νερό της βροχής είχε καταστρέψει τα πάντα. Η μαγική στιγμή είχε χαθεί οριστικά». Αναρωτιέμαι στη
δουλειά της πώς μεταφέρει όλες αυτές τις σκέψεις. Πώς εγγράφονται σαν χρώμα, όγκοι και φόρμα; «Η πρόθεσή μου ήταν μέσα απ’
αυτό που κάνω να ενθαρρύνω τους άλλους να έρθουν σε διάλογο
με τον εαυτό τους. Οι φοβίες σπαταλάνε ένα τεράστιο κομμάτι της
ενέργειάς μας. Εάν τις μετατρέψουμε σε κάτι δημιουργικό, τότε αυτό
είναι κέρδος. Βέβαια ένας καλλιτέχνης έχει την τάση να μπαίνει μέσα
στο μαύρο, αλλά εγώ μέσα από το μαύρο θέλω να βγάζω το φως. Για
μένα αυτό είναι ζωγραφική. Το φως. Μέσα από το κακό να δείξω το
καλό. «Όταν ζωγραφίζω βρίσκομαι σ’ έναν ατέρμονο διάλογο με τα
χρώματά μου, με αυτά που έχω στο κεφάλι μου και θέλω να εκφράσω,
και μ’ αυτά που μου λέει ο πίνακας. Του λέω κι αυτός μου απαντά.
Έτσι δουλεύω. ∆εν εκτελώ. ∆εν έχω στο κεφάλι μου ένα προκατασκευασμένο πράγμα. Ο πίνακας, τα χρώματα κι εγώ, τη στιγμή της
ζωγραφικής είμαστε ένα. Κανείς δεν έχει το πάνω χέρι».
Μιλάμε πάνω από δυο ώρες. Ανάβει ακόμα ένα τσιγάρο, αν κι ο καφές έχει τελειώσει. «Ξέρεις τι ανακάλυψα απ’ όλη αυτή την εσωτερική διεργασία;», με ρωτάει. «Ότι κι εγώ κουράζομαι, αλλά είμαι άλλη
πάστα ανθρώπου. Είμαι απ’ τη φύση μου επαναστάτρια, άνθρωπος
της δράσης, της πράξης, του εδώ και τώρα. ∆εν μπορώ να κρύβω
αυτά που σκέφτομαι και αισθάνομαι. Από μικρή στο χωριό μου με
έλεγαν αγρίμι. Το προτιμώ, απ’ το να με θεωρούσαν το καλό κοριτσάκι. Ένας καλλιτέχνης πρέπει να έχει και λίγο το αγρίμι μέσα του διότι
εάν έχει μέσα του μόνο το καλό περιστεράκι δεν πρόκειται να κάνει
τίποτε. Πρέπει να ξέρει ν’ αρπάζει τη ζωή απ’ τα μπούνια». Την αποχαιρετώ στα σκαλιά του σπιτιού της. Θα κατέβει ξανά στο ατελιέ για
να τελειώσει αυτό που ξεκίνησε το πρωί. Έβαλε στόχο για αυτή την
έκθεση να έχει δουλέψει 40 έργα. Υπερβολικός αριθμός, σκέφτομαι,
αλλά αυτή δεν είναι η Ελένη Νικοδήμου;
Info: Η έκθεση της Ελένης Νικοδήμου με τίτλο «∆ιάλεξε το φόβο σου» θα διαρκέσει μέχρι τις 20 Νοεμβρίου. Γκαλερί Γκλόρια, Ζήνωνος Σώζου 3, Λευκωσία, τηλ. 22762605.
∆ευτέρα μέχρι Σάββατο από τις 10.00 – 12.45 και από τις 17.00 μέχρι τις 20.00.
ΥΓ. 10
11 ΥΓ.
το ημερολόγιο του σήφη τρίκαρδου
Επιτέλους, κυρία Ελένη μου, επιτέλους! Πόσος καιρός
πάει απ’ την τελευταία φορά; Ένας χρόνος; ∆ύο; Νόμιζα
πως με ξέχασες. Κατακρίβειαν, νόμιζα πως δεν ήθελες να
μαθαίνεις νέα μου. Ήταν μεγάλη η χαρά μου όταν, η ξαδέρφη μου, η Αγάθη Συκοπετρίτου, μου είπε ότι της είπες
να μου πει να γράψω κείμενο πάλι για το “Υστερόγραφο”.
Είναι το αγαπημένο μου περιοδικό το “Υστερόγραφο”
μετά το “Living etc”. Α, τώρα που το θυμήθηκα. Πάντα
αναρωτιόμουνα τι σημαίνει “Living etc” και μου φαίνεται
πως δεν χρειάζεται να αναρωτιέμαι πια. Ρώτησα προχθές
την Αγάθη να μου πει τι σημαίνει και μου είπε. «Σήφη»
ξεκίνησε η ξαδέρφη μου, «εμάς οι μαμάδες μας είναι απ’
την Κρήτη, σωστά;» «Σωστά», της λέω. «Πώς λέει η μαμά
σου το «έτσι», θυμάσαι; ∆εν τρώει το γιώτα;» «Ναι», της
λέω «λέει έτσ’». «Ε» μου λέει, «κι αυτοί το ίδιο. Λίβινγκ έτσ,
δηλαδή, να ζεις έτσι». «∆ηλαδή, πώς έτσι;» τη ρωτάω εγώ.
«Αχ, ρε Σήφη» μου λέει η Αγάθη, «έτσι όπως ζουν αυτοί
που βγάζουν το περιοδικό, έτσι όπως ζουν αυτοί που είναι μες το περιοδικό, έτσι όπως θα ’θελαν να ζουν αυτοί
που διαβάζουν το περιοδικό. Να σου πω…σε ποια τάξη
πας;». «Τρίτη γυμνασίου» της λέω. «Σας μάθανε την προστακτική;» με ρωτάει. «Μας τη μάθανε» της λέω. «Ε» μου
λέει «κι αυτή προστακτική είναι. “Living etc” που πάει να
πει “ζήσε έτσι”. Κατάλαβες;». «Μμμ…» κουνάω το κεφάλι
μου, «και είναι Κρητικοί αυτοί που βγάζουν το περιοδικό;». «Χαλόουου» μου λέει η Αγάθη. «Και γιατί το γράφουν
στα εγγλέζικα κι όχι στα ελληνικά;» τη ρωτάω εγώ. «Σήφη»
μου λέει αυστηρά, «ζεις στην Κύπρο εδώ και πόσο…εννιά - δέκα χρόνια;» «Έντεκα» τη διορθώνω, «φύγαμε απ΄ τα
Χανιά όταν ήμουν τριών». «Ακόμα χειρότερα» μουρμουρίζει και μετά μου λέει «δεν περίμενα ποτέ τέτοια ερώτηση
από σένα, Σήφη». Έχει δίκιο κυρία Ελένη μου, η Αγάθη;
Πες μου κι εσύ που είσαι μες τα πράγματα. Το “Living etc”,
Κρητικοί το βγάζουνε; Αλήθεια, μας προστάζουνε να ζήσουμε έτσι; Γιατί μας προστάζουνε, κυρία Ελένη;
Λοιπόν, άκου τώρα τι έγινε τις προάλλες στο σπίτι. Ο μπαμπάς ήταν στο καφενείο. Η μαμά μου σιδέρωνε μπροστά
στην τηλεόραση. Εγώ ήμουνα μεταξύ της μαμάς μου και
της τηλεόρασης. Αλλά δεν έβλεπα ούτε τηλεόραση, ούτε
τη μαμά μου. Η τηλεόραση όμως ήταν ανοιχτή και κάποιοι
λέγανε πολλές φορές τη λέξη «περαίωση» αλλά όσες φορές κι αν την είπανε εγώ δεν κατάλαβα τι θέλανε να πούνε.
Τέλος πάντων, η μαμά μου ήταν εντελώς αμίλητη. Εγώ το
καταλάβαινα ότι ήτανε λίγο συφοριασμένη αλλά δεν έλεγα τίποτα. Μόλις γύρισε ο μπαμπάς μου απ’ το καφενείο
η μαμά μου παράτησε το σίδερο, πήρε ένα σοβαρό ύφος
και του είπε «συγγνώμη για την εισβολή». Το θυμάμαι λέξη
προς λέξη επειδή δεν κατάλαβα καθόλου τι εννοούσε η
μαμά μου και καμιά φορά εκείνα που δεν καταλαβαίνουμε
καθόλου είναι εκείνα που θυμόμαστε καλύτερα. Ο μπαμπάς μου της απάντησε αδιάφορα «περασμένα ξεχασμένα» και πήγε να την προσπεράσει και να πάει στο ψυγείο
αλλά η μαμά τον σταμάτησε, τον άρπαξε απ’ τον ώμο και
τον κράτησε ακίνητο. «Όχι, όχι» τσίριξε «όχι περασμένα
ξεχασμένα» και μετά έφερε το στόμα της κοντά στο αυτί
του, χαμήλωσε τη φωνή και του είπε, «είμαστε μια κακιά
κακιά κακιά μητέρα πατρίδα και πρέπει να τιμωρηθούμε
με τον πλέον παραδειγματικό τρόπο». Ο μπαμπάς μου
τότε άλλαξε ύφος, «χμ, ναι» ξερόβηξε, «με τον πλέον παραδειγματικό τρόπο, χμ, ναι, σωστά, τότε αλλάζει το πράγμα, αλλάζει» ψέλλισε κι έφερε ένα γύρο το κεφάλι του. Και
τότε με είδε. «Σήφη!» φώναξε περισσότερο ξαφνιασμένος
ΥΓ. 12
παρά αυστηρός, «τι κάνεις εσύ εδώ; Στο δωμάτιό σου, γρήγορα!» διέταξε, με τη μαμά κρεμασμένη απ’ τ’ αυτί του.
Σκέφτηκα πως μόλις είχα το δεύτερο παράδειγμα προστακτικής μέσα σε λίγες μέρες και όταν θα μας ρωτούσε ο κ.
Σούπασιης τη ∆ευτέρα αν την κατάλαβα την προστακτική
θα του έλεγα ότι την κατάλαβα και την παρακατάλαβα. Σηκώθηκα να πάω στο δωμάτιό μου αλλά πριν φύγω ρώτησα,
«μπαμπά, γιατί σου είπε η μαμά συγγνώμη για την εισβολή;». «Επειδή αυτό είναι το σωστό πράγμα να πεις όταν
εισβάλλεις κάπου», απάντησε ο μπαμπάς μου αλλά μου το
είπε σαν να ήταν αλλού το μυαλό του, σαν να ήθελε να με
ξεφορτωθεί. Έφυγα και πήγα στο δωμάτιό μου και έβαλα
μουσική δυνατά και κάθισα να διαβάσω τα μαθήματά μου
και προσπαθούσα να συγκεντρωθώ αλλά δεν τα κατάφερνα. Ακόμα το σκέφτομαι, αλλά δεν θέλω να ρωτήσω ούτε
τον μπαμπά μου ούτε τη μαμά μου. Μήπως μπορείς να
μου εξηγήσεις εσύ τι εννοούσε η μαμά, κυρία Ελένη μου;
∆εν έχω νέα να σου πω για τη Μαρία. Με αποφεύγει τον
τελευταίο καιρό. ∆εν ξέρω γιατί. Αλλά με αποφεύγει. Ελπίζω την επόμενη φορά που θα σου γράψω να έχει σταματήσει να με αποφεύγει και να μου μιλά και να μου δώσει λίγο
θάρρος για να το πάρω και να της πω να τα ξαναφτιάξουμε.
Ευτυχώς όμως αποφεύγει και τον Σταυρή. Αλλά τον Σταυρή ξέρω γιατί τον αποφεύγει. Τον αποφεύγει επειδή τον
Σταυρή τον αποφεύγει όλος ο κόσμος. Τον Σταυρή, κυρία
Ελένη μου, τον χτύπησε άσχημα η εφηβεία. Άσχημα. Έχει
γεμίσει το πρόσωπό του σπυριά, μεγάλα και κατακόκκινα
με άσπρες μύτες στην άκρη σαν πυρηνικές κεφαλές και
είναι παντού, στο μέτωπο, στα μάγουλα, γύρω απ΄ τα χείλη, στο πιγούνι, στο λαιμό, στο σβέρκο. Έγινε αγνώριστος
ο Σταυρής και το ξέρει και ντρέπεται. Κι εγώ ντρέπομαι
για εκείνον και μέσα μου χαίρομαι και λίγο γιατί είχε πολύ
τουπέ και καιρός ήταν να συνέλθει ο Σταυρής αλλά προσπαθώ να τον ενθαρρύνω και να του λέω πως θα περάσει.
Εκείνος μου λέει ότι μπορεί να περάσει αλλά και να περάσει πάλι θα αφήσει σημάδια για πάντα και εγώ του λέω πως
κι ο Χατζηγιάννης όταν ήταν στην ηλικία του είχε σπυράκια και τώρα δεν φαίνονται σημάδια, και μου λέει ότι παρά
να γίνει σαν τον Χατζηγιάννη καλύτερα να μείνουν σημάδια και εγώ συμφωνώ μαζί του ότι ναι, παρά να γίνει σαν
τον Χατζηγιάννη καλύτερα να μείνουν σημάδια, αλλά τη
Μαρία να τη ξεχάσει και να βολευτεί με κάποια όχι τόσο
ωραία αφού πρώτον η Μαρία είναι δική μου και δεύτερον
αποκλείεται να γυρίσει να τον κοιτάξει τώρα που η μούρη
του έγινε σφηκοφωλιά και ο Σταυρής μου λέει πρώτον να
το ξεχάσω εγώ και δεύτερον ότι τα σπυράκια θα φύγουν
και δεν θα μείνουν σημάδια και ότι εν πάση περιπτώσει
ο Χατζηγιάννης, προς πληροφορία μου και άμα θέλω να
ξέρω, τώρα τα έχει με τη Ζέτα Μακρυπούλια. Εγώ σωπαίνω και σωπαίνει κι εκείνος και καθόμαστε έτσι σιωπηροί
για ένα δυο λεπτά και μετά μιλά και μου λέει πως παρά
να γίνει σαν τον Χατζηγιάννη καλύτερα να μείνουν σπυράκια. Εννοείς σημάδια, τον διορθώνω εγώ, εννοώ σπυράκια,
επαναλαμβάνει και μετά εγώ σηκώνομαι και φεύγω αλλά
από τότε αρχίσαμε να μην τσακωνόμαστε πια για τη Μαρία
και νομίζω τελικά πως μπορούμε εγώ και ο Σταυρής να ξαναγίνουμε καλοί φίλοι. Εσύ, κυρία Ελένη μου; Τι νομίζεις;
Σας ασπάζομαι
Σήφης Τρίκαρδος
Ποταμιού
ΥΓ. 14
ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΣΚΟΡ∆Η
ΦΩΤΟ: ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ
nice to see you
Μια παράσταση που ταξιδεύει με την Εύη ∆ημητρίου στη σκηνή.
Παραγγέλνει καφέ λάτε γιατί της θυμίζει τις μέρες που
πέρασε στη Στοκχόλμη, έτσι όπως συνήθιζε να κάνει στην
πόλη που αποχαιρέτησε, μια μέρα πριν τη συναντήσω. Τη
ρωτώ για την εμπειρία της, χαμογελά ακόμα πιο ζεστά και
μου απαντά ενθουσιασμένη. Έχει μαζέψει εικόνες που τη
μάγεψαν έτσι ώστε να αποφορτιστεί, για να συνεχίσει ξανά
την καθημερινότητά της με πάθος, λέει. Έχει ακόμα ζήσει
σ’ ένα δημιουργικό περιβάλλον αφού συναναστράφηκε με
καλλιτέχνες, ηθοποιούς και εικαστικούς, γεγονός που την
ώθησε να διευρύνει περισσότερο τα όριά της. Μου εξηγεί
πώς το Stoff Stockholm Fringe Festival, στο οποίο συμμετείχε, ήταν το πρώτο που γινόταν στη Σουηδία και πώς επιλέγηκαν ανάμεσα σε 450 συμμετοχές μόνο οι 23. Και πώς η παράσταση Nice to See you, την οποία υπογράφει χορογραφικά,
με τον Γιώργο Σίσαμο να έχει την επιμέλεια των πολυμέσων,
έκανε αίσθηση σ’ αυτό το φεστιβάλ. Το κοινό υποδέχτηκε
θερμά την παράσταση, κατατάσσοντάς την στις καλύτερες.
Μια παράσταση multimedia art performance, όπως η ίδια
την αποκαλεί, με σύγχρονο προβληματισμό που χαρακτηρίζεται από κίνηση και εικόνα η οποία σχολιάζει το πλέον
επίκαιρο θέμα του διαδικτύου και τις επιπτώσεις του στη
ζωή μας. Την ίδια στιγμή η παράσταση προσπαθεί να αναλύσει την ανάγκη του σημερινού ανθρώπου για επικοινωνία
μέσω του Ίντερνετ, το φαινόμενο facebook και την έλλειψη
προσωπικής επαφής, ψάχνοντας να βρει ερωτήματα για το
πόσο αληθινοί είμαστε μέσα από διαδικτυακές επαφές, τον
τρόπο που προβάλλουμε τον εαυτό μας μέσα απ’ αυτές, την
έκθεσή μας σε πιθανούς κινδύνους…
«Είναι μια παράσταση φιλική προς τον θεατή», μου εξηγεί,
«επειδή θεματικά είναι κομμάτι της ζωής μας, αλλά και γιατί
έχει χιούμορ, υποκριτική και χορό. Πέρα απ’ τον απαραίτητο προβληματισμό, το κοινό περνά καλά. ∆εν χρειάζεται να
συγκεντρωθεί γιατί τα συμπεράσματά της γίνονται εύκολα
κατανοητά.
Ναι, μ' αρέσει να καταπιάνομαι με κοινωνικά θέματα, είναι
σημαντικό να απασχολούν την τέχνη σου. Ξέρεις, αντί να
ζεις κάποια πράγματα, πιάνεις τον εαυτό σου να τα παρατηρεί. Αν θες όμως να ’σαι σύγχρονος, αυτό πρέπει να κάνεις,
να ’χεις τις κεραίες σου ανοιχτές», μου λέει η Εύη.
Πρόκειται λοιπόν για μια παράσταση που ανέβηκε τον περασμένο Φεβρουάριο στη Λεμεσό, παρουσιάστηκε μόλις πριν
λίγες μέρες στη Λευκωσία και θα συνεχίσει το ταξίδι της σε
άλλες δύο πόλεις του εξωτερικού. Στο Nairobi Festivals of
Solos and Duets στην Κένυα στις 12 Νοεμβρίου αλλά και το
Φεβρουάριο σε Φεστιβάλ στην Αλεξάνδρεια.
Χορεύτρια και χορογράφος, η Εύη ∆ημητρίου, ανήκει στην
κατηγορία των καλλιτεχνών που έχουν δώσει έντονα το παρών τους όχι μόνο στη σκηνή, αλλά και στην εξέλιξη του
σύγχρονου χορού στην Κύπρο και πιο συγκεκριμένα στη
Λεμεσό με την ίδρυση της Στέγης Σύγχρονου Χορού. Ταυ-
τόχρονα με τις δικές της χορογραφίες και την ομάδα της την
Εν ∆ράση που δημιούργησε μαζί με την Έμιλυ Παπαλοΐζου
έχει συνεργαστεί με τους περισσότερους χορογράφους στην
Κύπρο. Της λέω πως συγκαταλέγεται ανάμεσα στα ονόματα
που έχουν δώσει μεγάλη ώθηση στον σύγχρονο χορό. Μου
απαριθμεί αρκετά άλλα γνωστών και ταλαντούχων χορευτριών που έχουν συμβάλει επίσης. «Είμαστε μια ομάδα που
άρχισε να δουλεύει σκληρά, με επαγγελματισμό με πολύ
λίγα λεφτά. ∆ουλέψαμε με μικρές χορηγίες και βγήκαν καλές παραστάσεις που το κοινό αγκάλιασε. Ένα νέο κοινό, όχι
κατ’ ανάγκην θεατρόφιλο, που είχε ανάγκη από πειραματικές παραστάσεις. ∆εθήκαμε νωρίς και οργανωθήκαμε. Γι’
αυτό και η Στέγη Σύγχρονου Χορού Λεμεσού στεγάζει πια
πολλούς χορευτές και χορογράφους».
Βλέποντάς τη να χορεύει καταλαβαίνω πως δεν έχει άμεσους επηρεασμούς από κλασικό χορό. Με διαψεύδει. Ανήκει
κλασικά στην κατηγορία των χορευτών, που αρχίσανε μπαλέτο στα 4. Μόνο που ύστερα με εκπλήσσει. Κάνει σπουδές στο Land Management στο πανεπιστήμιο του Redding
στο Λονδίνο κι ύστερα δουλεύει σε Λονδίνο και Παρίσι σε
πολυεθνικές εταιρίες σε θέματα urban planning. Ταυτόχρονα ασχολείται με το χορό παρακολουθώντας τάξεις για μη
επαγγελματίες. Μέχρι τη στιγμή που νιώθει πως αυτό που
θέλει να κάνει είναι να χορεύει και τη δέχεται –για μεγάλη
της τύχη- το Lapan Center στο Λονδίνο. Ύστερα με υποτροφία θα ταξιδέψει στο Limon Institute and Dance Space Center
της Νέας Υόρκης και θα βρεθεί στην πόλη-πυρήνα του σύγχρονου χορού. «Εκεί δημιουργήθηκα όχι μόνο τεχνικά αλλά
απέκτησα μια ολοκληρωμένη άποψη για το performance act.
Ήμουν αποφασισμένη να δουλέψω συστηματικά, αφοσιώθηκα στα μαθήματα, τη μελέτη, είχα τη δίψα να γνωρίσω
πράγματα κι ευτυχώς ήμουν σ’ ένα χώρο που είχε πολλά να
μου δώσει».
Τη ρωτώ πώς βλέπει σήμερα τον σύγχρονο χορό, για να μου
απαντήσει πως είναι δύσκολο να δώσει τον ορισμό του. «Εξελίσσεται ακόμη σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που έχει πάρει τα
ηνία από το θέατρο. Για παράδειγμα η παράσταση Nice to see
you, θα μπορούσε άνετα να υπάγεται σε ένα φεστιβάλ πειραματικού θεάτρου. Ο πειραματισμός είναι τουλάχιστον η δική
μου βάση, κάτι που θα μου άρεσε να συνεχίσω σε συνδυασμό
και με άλλες τέχνες», μου λέει κάνοντας ταυτόχρονα αυτοκριτική. «∆εν ξέρω ποια θα είναι τα όριά μου, γιατί τέτοιου
είδους παραστάσεις εξυπακούν συνεργασίες με άλλα άτομα.
∆εν μπορείς να έχεις το κοντρόλ εσύ ως χορογράφος, πρέπει
να δεχτείς την παράσταση ως το αποτέλεσμα μιας δημιουργικής διαδικασίας. Βέβαια, σ’ αυτή την αμφιβολία του αποτελέσματος βρίσκεται το ενδιαφέρον του πειραματισμού».
Και με ποιο τρόπο διαγράφεται η εξελικτική της πορεία;
«∆οκιμάζοντας καινούρια πράγματα. Μόνο έτσι νιώθω πως
εξελίσσομαι ως καλλιτέχνις».
15 ΥΓ.
ΤΗΣ ΜΕΡΟΠΗΣ ΚΟΚΚΙΝΗ
ΣΠΥΡΟΣ ΣΤΑΒΕΡΗΣ
facebook 1
Φωτογράφος. Γεννήθηκε στο Γαλάτσι και μένει στο Παλαιό Φάληρο. Το πατρικό του ήταν μεσοτοιχία μ' ένα τσίρκο και κοιμόταν με τους βρυχηθμούς των λιονταριών.
Γεννήθηκα στο τότε μαιευτήριο της Ακαδημίας. Στο Γαλάτσι των προσφυγικών οικογενειών έζησα τα δύο πρώτα μου χρόνια. Μετά, με πήραν οι γονείς
μου και πήγαμε στο Παρίσι, με ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή, που είχε ζητήσει ο πατέρας μου από έναν γνωστό του Κεφαλλονίτη εφοπλιστή. Πέρασα,
όμως, στο Γαλάτσι και αργότερα στη Λούτσα πολλά χρυσά καλοκαίρια. Μου
έστρωνε η γιαγιά μου να κοιμηθώ, έξω στην αυλή, κάτω από ένα γιασεμί.
Η μητέρα μου ήταν η μόνη από τέσσερις αδελφές, που δεν παντρεύτηκε
με συνοικέσιο. Ο πατέρας της, τρόφιμος στο ορφανοτροφείο της Κωνσταντινούπολης, δούλεψε πολλά χρόνια μαραγκός στην Αμερικανική Βάση. Ο
άλλος μου παππούς, μπάρμαν το επάγγελμα, έβριζε από το πρωί μέχρι το
βράδυ τους «γκάνγκστερ» τους Αμερικανούς. Τους υπεραγαπούσα και τους
δύο, αλλά είναι φανερό ότι την αποστροφή στην αδικία και τη ροπή προς
την αμφισβήτηση τις κληρονόμησα από την κεφαλλονίτικη πλευρά της οικογένειας, μαζί με την αναπόφευκτη κεφαλλονίτικη τρέλα. Παρανομίες, φυλακίσεις, εξορίες, η συφιλιασμένη δημοκρατία της μετεμφυλιακής εποχής
και αργότερα η χούντα δεν άφησαν παρά ελάχιστα χρόνια ελευθερίας στον
θείο μου τον Ηλία και στη θεία μου την Ουρανία. ∆εν έχω ρωτήσει ποτέ τον
πατέρα μου γιατί αποφάσισε να ξενιτευτεί. Ήταν νεαρός αντάρτης στο βουνό
όταν τον έπιασαν όμηρο οι Γερμανοί. Με την απελευθέρωση γύρισε από τη
Γερμανία με λάφυρο μια γερμανική φωτογραφική μηχανή (που του την έκλεψαν λίγο αργότερα σε ένα λεωφορείο στην Αθήνα). Μετά τον Εμφύλιο πήγε
φαντάρος και τότε, στη διάρκεια της θητείας του, γεννήθηκα εγώ.
Στο Παρίσι δεν γνωρίζαμε κανέναν. Μας φιλοξένησε τον πρώτο καιρό μια
Ρωσίδα, η Νατάσα, που μεγάλωνε μόνη της την κόρη της, την Ελένη, που
έγινε ομογάλακτη αδελφή μου. Είναι σύμπτωση που μου αρέσουν τόσο πολύ
οι Ρώσοι συγγραφείς; Ο πατέρας μου βρήκε δουλειά στη Ρενό, τότε που οι
εργάτες πήγαιναν στο εργοστάσιο με τα τσόκαρα. Η μητέρα μου ξανάπιασε
εκεί τη μοδιστρική. Στην Αθήνα είχε δουλέψει στο Εθνικό Θέατρο και είχε
ράψει κοστούμια για τη Βέμπο και την Έλλη Λαμπέτη. Στο Παρίσι είχε μια
μόνιμη πελάτισσα, την «ψηλή», ένα μανεκέν που μεταπουλούσε τα ρούχα
που της έφτιαχνε.
Το πρώτο μας σπίτι στο Παρίσι ήταν και το τελευταίο, ένα σκέτο δωμάτιο
αρχικά, στο οποίο αργότερα προστέθηκε ένα δεύτερο, χωρίς κουζίνα, με
τουαλέτα στον διάδρομο, σε μια πολυκατοικία που υπήρξε στρατώνας του
Ναπολέοντα ΙΙΙ. Εκεί μένουν ακόμη οι γονείς μου (με κάποιες πρόσθετες
και στην αρχή παράνομες, αναγκαίες ανέσεις). Είχε όμως δυο προτερήματα:
βρισκόταν στην καρδιά του Παρισιού και ήταν μεσοτοιχία με το Χειμερινό
Τσίρκο των αδελφών Μπουγκλιόν. Κοιμόμουν με τους βρυχηθμούς των λιονταριών. Πότε-πότε το έσκαγε και καμιά μαϊμού και φώναζαν τους πυροσβέστες να τη μαζέψουν από τη στέγη.
Είχα ένα μόνιμο απωθημένο να γνωρίσω κάποτε από τα μέσα τον κόσμο
του τσίρκου. ∆εν μου βγήκε σε καλό. Ήταν η πιο σκληρή δουλειά που έκανα ποτέ, ως χαμάλης βέβαια. Στο τέλος, με λυπήθηκαν και μου έδωσαν να
κρατάω στις παραστάσεις έναν προβολέα. Χάιδευα μ' αυτόν τις ακροβάτισσες, που δεν μου το ανταπέδωσαν ποτέ, και ήμουν πολύ ευχαριστημένος
που είχα σκεφτεί να σημαδεύω μέσα στην κατασκότεινη αίθουσα το μάτι του
μαύρου πάνθηρα.
∆εν είμαι φωτογράφος του περιθωρίου,
περιθωρίου, πρόκειται για παρεξήγηση. Είμαι
μάλλον ένας φωτογράφος χωρίς ιδιότητες. Φωτογραφίζω την υπερβολή ως
σύμπτωμα περισσότερο, είτε έχει να κάνει με τους κοσμικούς είτε με τους
περιθωριακούς. Βέβαια, δεν πρόκειται για την ίδια υπερβολή. Όταν είσαι
στο περιθώριο, δεν προσποιείσαι ότι ζεις, αλλά ζεις με το ένστικτο. Αυτό το
βρίσκω πολύ πιο έντιμο, πιο κοντά στα ουσιώδη και πάντα θα με συγκινεί η
αξιοπρέπεια της πτώσης.
Οι εικονογραφικές μου επιρροές δεν έχουν να κάνουν με την ιστορία της
φωτογραφίας. Εξάλλου, δεν είχα ποτέ σκεφτεί ότι θα γινόμουν φωτογράφος.
Ήξερα, βέβαια, κάποια ονόματα από την «ανθρωπιστική» σχολή των Γάλλων
φωτογράφων, γι’ αυτό και χάρηκα πολύ όταν ένας φίλος μ' έστειλε να επισκεφτώ στο σπίτι του τον Robert Doisneau, θεωρώντας ότι είχαμε μια κοινή
ματιά. Αλλά ώς εκεί. Νομίζω πως αν κάτι χαρακτηρίζει τις φωτογραφίες μου,
αυτό είναι μια θεώρηση του κόσμου και ένα κινηματογραφικό υπόβαθρο.
∆εν θυμάμαι πολλά από την παιδική μου ηλικία. Μάλλον βιαζόμουν να
μεγαλώσω, να αυτονομηθώ και να ξεχάσω αυτή την περίοδο της ζωής μου,
όπου δίνεται μια υπόσχεση που ποτέ στο μέλλον δεν πρόκειται να τηρηθεί.
Γι’ αυτό και δεν έχω καθόλου καλή μνήμη. Η φωτογραφία μου προσφέρει την
ευκολία της χρονολογικής καταγραφής. Μου προσφέρει κι άλλα πράγματα,
μια εξωστρέφεια που αλλιώς δεν την έχω καθόλου, ένα θάρρος που μπορεί
να θεωρηθεί κάποιες φορές και θράσος και μια οργανική σχέση με τον κόσμο
και την πόλη μου.
Ο πατέρας μου πάσχισε από νωρίς να μου εξασφαλίσει τη σιγουριά και την
ελευθερία των επιλογών μου, αλλά με έναν τρόπο λίγο ανυπόμονο. Στα οκτώ
μου ταξίδευα μόνος μου με τρένο και πλοίο, προσκολλημένος σε έναν Έλληνα που δεν ήξερα, για να πάω μετά τις διακοπές να συναντήσω τους γονείς
μου στο Παρίσι. Έτσι έμαθα και το ποδήλατο ή το μετρό, στα βαθιά κατευθείαν. Είχα πιάσει όμως τον πατέρα μου να κρύβεται πίσω από τις κολόνες του
μετρό για να σιγουρευτεί ότι έπαιρνα τη σωστή κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα
ήταν να θεωρώ πολύ νωρίς τον δρόμο σαν το σπίτι μου, να κάνω μόνος μου
ριψοκίνδυνα ταξίδια, να εξαφανίζομαι στα βουνά της Ελβετίας, όπου η μητέρα μου έβρισκε δουλειά για τον καθαρό αέρα μας. Σ’ αυτά τα βουνά σκότωσαν φέτος ένα λύκο. Ταυτόχρονα, όμως, μπορώ να χαθώ για ώρες, επειδή
ντρέπομαι να ζητήσω οδηγίες για να βρω το δρόμο μου.
Στην ιστορία της ζωής μου, η Αθήνα φαίνεται να έχει νικήσει κατά κράτος
το Παρίσι. Όταν γύρισα εδώ, αισθανόμουν προδομένος από το Παρίσι, την
πόλη που μέχρι τότε μου ανήκε. Κάτι γελοία ψυχολογικά τεστ μου είχαν
κλείσει την πόρτα μιας σχολής φωτογραφίας και μια απόπειρα να κινηματογραφήσω ένα δικό μου σενάριο έμεινε μεταξεταστέα. Στην Αθήνα είναι
(ήταν) σχετικά εύκολο να ξεκινήσεις αυτό που θέλεις, μετά όμως χρειάζεσαι
άλλες αντοχές για να μη σε συνθλίψουν οι κλειστοί ορίζοντες. Ό,τι έκανα εδώ
ήταν απόρροια μιας φτωχής τέχνης. Συμβιβάστηκα με αυτό που μου παρείχε
ο υποτυπώδης εξοπλισμός μου, χωρίς όμως να το κάνω και πανάκεια. Συμβιβάστηκα, επίσης, με την ιδέα ότι ο χώρος μου είναι η φωτογραφία, και όχι
ο κινηματογράφος, κι ας με έχει διαμορφώσει οριστικά η Γαλλική Ταινιοθήκη.
Αφότου κατάλαβα ότι η φωτογραφία έχει τη δική της αυτονομία και δεν είναι
ένα απλό σκαλοπάτι προς κάτι πιο ολοκληρωμένο κι ότι επίσης μου ταιριάζει και πολύ περισσότερο στον χαρακτήρα, απελευθερώθηκα.
Αν τολμώ να πω πως κάτι με χαρακτηρίζει, είναι μια πολύ αισιόδοξη ελαφριά μελαγχολία. Μπορεί και να οφείλεται στα νερά του Σηκουάνα, που πάντοτε τη νύχτα μου φαινόντουσαν τρομαχτικά, γιατί ήταν νύχτα και τότε που
η μητέρα μου, σε μια στιγμή απόγνωσης, στεκόταν στην άκρη μιας γέφυρας,
κρατώντας με από το χέρι. Αισθανόμενος τον κίνδυνο, είχα αντιδράσει και
την είχα τραβήξει, και μόνο όταν της είπα να φύγουμε, την έκανα και συνήλθε. Η φίλη μου η Denise Avenas, Γαλλίδα συγγραφέας και κόρη εργατών
η ίδια, μου είχε πει κάποτε ότι στις εργατικές οικογένειες το πρώτο παιδί,
συνήθως, απορροφά όλη την ενέργεια για μια μετέπειτα ανέλιξη. Το δεύτερο
θυσιάζεται. Επειδή γνώρισα την αδελφή της, ξέρω πως έτσι είναι. Το πείσμα,
τελικά, δεν είναι τίποτα άλλο από αυτήν τη δύναμη της προσδοκίας, που
μεταδίδεται στα παιδιά για μια φυγή μακριά από το πεπρωμένο της τάξης.
Υπάρχει σ' αυτό το σπέρμα της εκδίκησης.
Αυτά που έκανα εδώ στη φωτογραφία δεν θα μπορούσα να τα κάνω αλλού.
Μου χρειάζεται τελικά μια οικειότητα, μια συνενοχή, που μόνο στην Ελλάδα
θα μπορούσα να βρω. Η Αθήνα μου πάει, είχε όταν πρωτοήρθα, και το διατηρεί ακόμη, αυτό τον αντιφατικό χαρακτήρα της παλιομοδίτικης και της σύγχρονης πόλης που μ’ ενθουσιάζει. Είναι σαν να με βοηθά να οικειοποιηθώ,
πάλι μέσω της φωτογραφίας, κομμάτια ολόκληρα από το παρελθόν μου.
Info:Η έκθεση του Σπύρου Στάβερη «Facebook I» εγκαινιάστηκε στις 30/09/10 στην γκαλερί Elika (Ομήρου 27, Αθήνα, 210 3618045).
ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΣΚΟΡ∆Η
ΚΕΤΤΑ ΙΩΑΝΝΙ∆ΟΥ
dear darnkess
Με τα νέα έργα της, η Κέττα Ιωαννίδου δίνει το παρών της στην κυπριακή εικαστική σκηνή, μ’ ένα τραγούδι της PJ Harvey
για τίτλο και αιθέριες εικόνες στον καμβά.
∆εν συναντιόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο. Γνωρίζω την τελευταία της
δουλειά -τα έργα δηλαδή που θα εκθέσει στο ∆ιάτοπο- απ’ το μέιλ, που
της ζητώ να μου στείλει. Κοιτάω τις αιθέριες εικόνες που βρίσκονται σε
κίνηση, τη χρωματική ψυχεδέλεια που τις χαρακτηρίζει, τα ζωγραφικά
εφέ κάποτε σε σκούρα κι άλλοτε σε πιο φωτεινά φόντα και τις κυκλικές
πινελιές που θυμίζουν φυλλώδεις ελιγμούς. «Έχεις ανάγκη να δημιουργήσεις έναν κόσμο, που δεν ονειρεύτηκε ποτέ κανείς κι είναι για σένα
πραγματικός», θα μου πει αργότερα, μιλώντας για τη ζωγραφική της, που
στη συγκεκριμένη περίπτωση το περιεχόμενό της είναι και μια αφορμή,
για να εξερευνήσει η ίδια τη φύση της μπογιάς. Οι μπλεγμένες μορφές
στα έργα της Κέττας Ιωαννίδου κινούνται μέσα σε υδάτινους τόπους,
κατάμαυρες νύχτες και ονειρικές καταστάσεις κάτω απ’ τον τίτλο «Dear
Darkness». Τίτλος δανεισμένος από ένα τραγούδι του τελευταίου άλμπουμ της αγαπημένης της PJ Harvey «White Chalk», που μ’ ενημερώνει
πως έχει απομακρυνθεί από την εναλλακτική ροκ με μια απόκοσμη και
μυστηριώδη διάθεση.
Η έκθεσή της λοιπόν επηρεασμένη απ’ τον φυσικό κόσμο, αλλά και με
ταυτόχρονη διαφυγή απ’ αυτόν, κινείται μεταξύ ρεαλισμού και αφαίρεσης. «Η φύση στη δουλειά μου αναμορφώνεται και αναδημιουργείται.
Μετατρέπεται σε πτυχές Iαπωνικών prints και Ασιατικών scroll paintings.
Θα διακρίνεις μια ζεν αισθητική, που ενώνεται μέσα σε έντονες εκρήξεις
ή συχνά διαλύεται, ξεθωριάζει και εξατμίζεται».
Τη ρωτώ για το σκεπτικό της και τη διαδικασία που ακολουθεί για να μου
απαντήσει πως ξεκινά έχοντας για αφετηρία άπειρες δυνατότητες με σκοπό να φέρει στη ζωή κάτι που δεν υπήρξε ίσως ποτέ, μέσα από την ιδέα
να δημιουργήσει κάτι το ωραίο, χωρίς κατ’ ανάγκην να ’ναι πραγματικό.
Τα έργα της, όπως μου εξηγεί, επιχειρούν να μεταδώσουν την πρόθεση
πραγματοποίησης μιας παραίσθησης, που περιγράφει και μεταφέρει τον
θεατή σε μια άλλη ευχάριστη πραγματικότητα. Με ποιο τρόπο θα ’θελε
να βιώσει τα έργα της ο θεατής; «Νομίζω πως όλοι έχουμε ανάγκη να
ονειρευόμαστε νέους κόσμους κι είναι ωραίο να τους δημιουργείς. Αυτό
θα ήθελα να ζήσουν οι θεατές, την ομορφιά ενός καινούριου κόσμου».
Με παραπέμπει στη φιλοσοφική σκέψη του Εμμανουήλ Καντ σχετικά με
το θαυμάσιο, όπου έννοιες όπως η απεραντοσύνη, η ακατανοησία, ή ο
τρόμος, είτε πραγματικός είτε φανταστικός, καταλήγουν να είναι προσωπικές εμπειρίες παρά συλλογικές πράξεις. «Μ’ αυτό τον τρόπο μπορείς
να οδηγηθείς στη δημιουργία της ομορφιάς. Αυτή ήταν η αρχική ιδέα.
Πέρα απ’ αυτό, το έργο αποκτά δική του ζωή. Σε οδηγεί το ίδιο. Ακολουθείς την προγραμματισμένη διάθεσή σου κι ύστερα αφήνεις τη διαισθητική διάθεση να σ’ οδηγήσει».
Η ζωγραφική ως πορεία μέσα στο χρόνο είναι μια διανοητική, συναισθηματική και πνευματική αναζήτηση, μου απαντά όταν τη ρωτώ για την
εξελικτική πορεία της. Θα ’λεγα πως η λέξη εξέλιξη για την ίδια είναι
συνώνυμο της λέξης ανάγκη, μιας συνεχόμενης ανάγκης για δημιουργία και καταλαβαίνω πως την αντιλαμβάνεται μέσω ενός πηγαίου αυθορμητισμού.
Στα καινούρια της έργα η Κέττα εξελίσσει τη δουλειά της, εισχωρεί περισσότερο σ’ αυτό που η ίδια χαρακτηρίζει ως «έναν κόσμο χωρίς κόσμο»
και αφήνει πίσω της τα πορτρέτα των αμαζόνων που είδαμε στη ∆ιάτοπο
το ’07. Ήταν μια αλλαγή που ήρθε αυτόματα στη δουλειά της, χωρίς να
την έχει επιδιώξει και χωρίς όμως να μπορεί να με διαβεβαιώσει πως οι
φιγούρες των αμαζόνων, που έχουν εκλείψει, δεν θα επανέλθουν μελλοντικά στον καμβά.
Της αναφέρω πως στην περασμένη της δουλειά υπήρχαν επιρροές από
νεοϋρκέζικο ποπ κι αυτή μου μιλά για το χάος της πόλης στην οποία
ζει εδώ και 12 χρόνια. «Τα πάντα κινούνται σε μανιώδεις ρυθμούς, που
αναγκαστικά σ’ επηρεάζουν. ∆εν μπορείς να ξεφύγεις απ’ αυτούς. Γι’
αυτό κι η δουλειά μου είναι μια διαφυγή, μια προσωπική ανάγκη». Είναι
σίγουρο πως η Νέα Υόρκη την επηρεάζει. «Και να θες να τα αποφύγεις,
είναι δύσκολο. Είσαι περικυκλωμένος από τα καλύτερα μουσεία και τις
σπουδαιότερες γκαλερί στον κόσμο. Συναναστρέφεσαι με ανθρώπους
διαφόρων λαών και πολιτισμών, γεγονός που κάνει αυτή την πόλη μοναδική. Κι είναι κάτι που ζεις καθημερινά. Ζεις μια συνεχόμενη εξέλιξη
μέσα απ’ τη σύγχρονη κουλτούρα και τον πειραματισμό κι αυτό είναι
υπέροχο.
Ναι, σίγουρα, τα έργα μου δεν θα ’ταν τα ίδια, αν ζούσα κάπου αλλού…».
Info: η Κέττα Ιωαννίδου εκθέτει τα έργα της μέχρι τις 3 ∆εκεμβρίου στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης ∆ιάτοπος.
19 ΥΓ.
ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΞΕΝΟΥ
ΑΡΙΑΝΝΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
no-body
Για δεύτερη συνεχή χρονιά το φεστιβάλ παραστατικών τεχνών «Nobody» εξακολουθεί να ψάχνει ό,τι
ακόμα δεν έχει ειπωθεί…
Όταν πέρυσι, τέτοια περίπου εποχή, είχαμε συναντηθεί με
την Αριάννα Οικονόμου και τον Παντελή Γεωργίου για να
μου γνωστοποιήσουν τη δημιουργία ενός καινούριου Φεστιβάλ, κανείς από τους τρεις μας δεν υποψιαζόταν την ανταπόκριση και την αποδοχή που αυτό θα είχε στην πορεία,
τόσο από το κοινό, όσο και από τους καλλιτέχνες. Τότε ήταν
απλώς ένα πείραμα, στο οποίο επένδυαν αμφότεροι για να
προκαλέσουν τη δημιουργία μιας καινούριας ιδέα. Σήμερα
αυτή η καινούρια ιδέα έχει αποκτήσει τη δυναμική ενός θεσμού και επανέρχεται για να δώσει ξανά το έναυσμα, ώστε
ένας ακόμα διάλογος μεταξύ του χορού και των υπολοίπων
παρασταστικών τεχνών, να αρχίσει, γράφοντας έτσι μια νέα
σύγχρονη πολιτιστική πρόταση. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με μια χρονολογική σειρά.
Κάτω από τη θεματική No-Body, το Dance Gate Dancehouse,
για πρώτη φορά πέρυσι προσκαλούσε τους καλλιτέχνες
του χορού να συνεργαστούν με καλλιτέχνες άλλων μορφών
παραστατικής τέχνης ώστε να προτείνουν ένα πρωτότυπο
έργο, το οποίο θα παρουσιαζόταν στο νέο αυτό Φεστιβάλ.
Αρχική επιδίωξη των ιδρυτών του Φεστιβάλ, έτσι όπως την
είχε διατυπώσει τότε ο Παντελής Γεωργίου, ήταν η τροφοδότηση μιας συζήτησης γύρω από τη σχέση του χορού με τις
υπόλοιπες τέχνες με στόχο την πρόκληση μιας πειραματικής διάθεσης για μια πιο σύγχρονη καλλιτεχνική ιδέα. Κάτι
δηλαδή που ακόμα δεν έχει ειπωθεί, κάτι φρέσκο, κάτι διαφορετικό. «Ελάτε να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε μαζί
με το σώμα σαν άξονα» ήταν η προτροπή μέσα από τα λόγια
της Αριάννας Οικονόμου και με αυτή τη φράση υπογράμμιζε
τη διαδραστικότητα σαν ζητούμενο υποστηρίζοντας πως «η
τέχνη του χορού γίνεται πιο πλούσια όσο περισσότερο συνομιλεί με τις άλλες τέχνες». Η ειδοποιός διαφορά, λοιπόν, του
συγκεκριμένου Φεστιβάλ κίνησης δεν ήταν ο πειραματισμός
στο χώρο του σύγχρονου χορού -πράγμα το οποίο έτσι κι αλλιώς γίνεται εδώ και καιρό στην Κύπρο- αλλά αυτός ακριβώς
ο διάλογος μεταξύ των διαφορετικών μορφών τέχνης με βασική θεματική το σώμα και την κίνηση. «Η διαφορά έγκειται
στο εξής», επεξηγεί πιο αναλυτικά ο Παντελής Γεωργίου:
«Με το Φεστιβάλ No-body δίνουμε τη δυνατότητα σε όλους
τους καλλιτέχνες, από όπου κι αν προέρχονται να έχουν τη
διεύθυνση και την πρωτοβουλία του έργου που προτείνουν.
Μπορεί δηλαδή σε μια παράσταση, το έργο να το διευθύνει
ένας εικαστικός, σε άλλη ένας χορογράφος ή ένας σκηνοθέτης αρκεί να πληρούνται οι απαιτούμενοι όροι. Και απαιτούμενος όρος είναι ότι στην ομάδα πρέπει να υπάρχει ένας
χορευτής ή ένας χορογράφος και τουλάχιστον δύο άλλοι
καλλιτέχνες, οι οποίοι θα συνεργαστούν ισότιμα. ∆εν πρόκειται για ένα σχήμα και μια πρόταση που τελεί κάτω από
την πρωτοβουλία μόνο χορευτή ή χορογράφου. Ο θεατής,
στο συγκεκριμένο Φεστιβάλ, έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει ένα πρωτότυπο έργο με διαφορετική διευθύνουσα
αντίληψη».
Νοέμβριος 2009, λοιπόν, και η αίθουσα του θέατρου Παλλάς
γεμίζει από κόσμο. Το Φεστιβάλ No-Body ανοίγει τις πόρ-
τες του και από μια ιδέα η οποία εδώ και καιρό αποτελούσε
αντικείμενο επεξεργασίας της Αριάννας και του Παντελή,
μετατρέπεται σε πραγματικότητα. Μέσα από μια δημιουργική διαδικασία διαλόγου και συνεργασίας, 16 ομάδες, παρουσίασαν το έργο τους, όπου το κάθε έργο κουβαλούσε τη δική
του ταυτότητα και προσωπική σφραγίδα, υπογραμμίζοντας
έτσι την πολυμορφία που επικρατεί στο καλλιτεχνικό μας
τοπίο. Η ανάδειξη, άλλωστε, αυτών των στοιχείων, ήταν και
ένας από τους κεντρικούς άξονες και στόχους του Φεστιβάλ.
Μερικοί από τους καλλιτέχνες που συμμετείχαν είχαν μακρόχρονη πείρα στο χώρο της διαδραστικής περφόρμανς,
ενώ άλλοι, ήταν νέοι, ο οποίοι για πρώτη φορά παρουσιάζαν
τη δουλειά τους. «Πραγματικά ήταν μια έκπληξη» μου λέει
σήμερα πια η Αριάννα Οικονόμου, όταν της ζητώ να κάνει
έναν απολογισμό πριν μου μιλήσει για τη φετινή διοργάνωση. «Εκείνο που ήταν πολύ σημαντικό ήταν ότι μέσα από το
No-body είχε παραχθεί νέο έργο. Μέσα από τον πειραματισμό και το διάλογο ανανεώθηκε η φόρμα και μέσα από αυτή
την πλατφόρμα δόθηκε η ευκαιρία σε καλλιτέχνες να δείξουν
τη δουλειά τους. Ήταν όλα πρωτότυπα έργα και αυτό το επαναλαμβάνω για να τονίσω τη σημασία της παραγωγής νέου
έργου, μέσω της οποίας μπορεί κανείς να διακρίνει τα χαρακτηριστικά των σύγχρονων πολιτιστικών μας αναζητήσεων».
Παρότι και η συμμετοχή των καλλιτεχνών (70 στο σύνολο)
καθώς και η ανταπόκριση του κόσμου, αποδείκνυε την ανάγκη ύπαρξης αυτού του Φεστιβάλ, ωστόσο η οικονομική του
ενίσχυση δεν ακολούθησε φέτος την ίδια ανοδική πορεία.
«Περιμέναμε να εκτιμηθεί περισσότερο από το Υπουργείο
Παιδείας και Πολιτισμού αυτή η προσπάθεια» λέει η Αριάννα και αμέσως μετά συμπληρώνει:. «∆εν πτοούμαι, όμως
από τις δυσκολίες. Είμαι ένας άνθρωπος που έχω τεράστιο
πείσμα και όταν πιστεύω σε κάτι οι αντοχές μου είναι πολύ
μεγάλες. Γιατί όταν πιστεύω σε κάτι αυτό με τροφοδοτεί σε
ό,τι αφορά την καλλιτεχνική μου υπόσταση και δημιουργία».
Με λιγότερο budget λοιπόν, το Φεστιβάλ No-Body θα δώσει
ξανά το «παρών» του και θα επιμείνει στην ανάγκη να στεγαστεί κάτω από μια τέτοια κίνηση, η καλλιτεχνική έκφραση και δημιουργία. «Η παραγωγή νέου πρωτότυπου έργου»
επαναλαμβάνει η Αριάννα, «αποσκοπεί στην ανανέωση της
φόρμας, την εμβάθυνση της δημιουργικής διαδικασίας, την
ανάπτυξη του διαλόγου και την καινοτομία. Και ευχή μας
είναι η συνέχεια αυτού του φεστιβάλ χορού, κίνησης και παραστατικών τεχνών να υποστηριχθεί πιο σοβαρά στο μέλλον
ως η πλατφόρμα ανάδειξης και προώθησης ανερχόμενων και
πρωτοεμφανιζόμενων καλλιτεχνών στην Κύπρο με την ελπίδα ότι ίσως κάποια στιγμή βοηθήσει, ώστε να αναπτυχθούν
θεσμοθετημένες δομές οι οποίες να στηρίζουν τις ανάγκες
του σύγχρονου Κύπριου δημιουργού και καλλιτέχνη».
Kάτω από τη θεματική No-body, φέτος θα παρουσιάσουν
τη δουλειά του οι εξής ομάδες: Arttitude, Ekpnoi, Fibre
Perfoming Arts Company, MRA Dance Company, Pascal
Caron with Young Actors Unlimited, Selas Dance Company,
Step Speak Productions, Mitos, X-it Dancetheatre.
Info: Oι παραστάσεις θα γίνουν στο θέατρο Παλλάς, στις 20-21 Νοεμβρίου στις 8.00μ.μ. Παράλληλες εκδηλώσεις όπως διαλέξεις, βίντεο κ.τλ., θα
πραγματοποιηθούν στις ίδιες ημερομηνίες στην Αίθουσα Μελίνας Μερκούρη στις 4.30-6.30 μ.μ. Στις παράλληλες εκδηλώσεις συμμετέχουν οι: Αριάννα
Οικονόμου Echo Arts, Χριστίνα Παπακυριακού, Χριστόδουλος Χριστοδούλου, NOEMA Dance Works Alexandra Waierstall, Σταύρος Καραγιάννης, Στέφανη
Κανά (για πληροφορίες [email protected], www.cyprusdance.com)
21 ΥΓ.
ΥΓ. 22
ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΞΕΝΟΥ
ΑΛΚΙΝΟΟΣ ΙΩΑΝΝΙ∆ΗΣ
σύμφωνος με τον εαυτό του
Ο Αλκίνοος μεγάλωσε. Κι αυτό σημαίνει πως έμαθε καλά ότι το πέταγμα της τέχνης είναι σαν το χαρταετό.
Πετάει μόνο όσο τον κρατάς.
Η μέρα που συναντηθήκαμε ήταν η επομένη των γενέθλιων του. ∆εν
είχα, βέβαια, ιδέα, εκείνος μου το αποκάλυψε, έτσι όπως μιλούσαμε
και λέγαμε τα νέα μας. Μεγαλώσαμε, μου είπε, αμέσως μετά και χαμογέλασε. Κοίταξα ασυναίσθητα τα μαλλιά του που γκριζάρανε, κοίταξα
και τα μάτια του που δεν έχασαν ίχνος από την αθωότητά τους και
διερωτήθηκα τι άραγε να σημαίνει για τον ίδιο αυτό το μεγάλωμα, σε
ποιες ουσιαστικές παραδοχές τον έφερνε και σε ποια ξεκαθαρίσματα. Μήνες τώρα προσπαθούσα να τον συναντήσω, χωρίς αποτέλεσμα.
Έτσι είναι, όμως, ο Αλκίνοος. ∆εν του αρέσει να μιλάει, αν δεν αισθάνεται πως έχει κάτι καινούριο να πει. Προτιμά να κινείται αθόρυβα
μέχρι να αποφασίσει πως ήρθε η στιγμή να μοιραστεί το αποτέλεσμα
των όποιων αναζητήσεών του. Συνέβησαν πολλά στη ζωή του από την
τελευταία φορά που βρεθήκαμε (έξι περίπου χρόνια πριν). Έγινε πατέρας δύο κοριτσιών, έκανε 4-5 μετακομίσεις, έγραψε μουσική για θέατρο και χορό, ετοίμασε την «Νεροποντή» (τον τελευταίο του δίσκο),
έκανε μια τεράστια περιοδεία στο εξωτερικό για συναυλίες, πήγε για
ένα χρονικό διάστημα στην Αγία Πετρούπολη, όπου φοίτησε στο Κονσερβατόριο και τέλος συνέθεσε και παρουσιάσε για πρώτη φορά έργα
του για ορχήστρα και χορωδία.
«Θέλεις να σου δείξω κάποια αποσπάσματα από τη συναυλία στην
Αγία Πετρούπολη;», μου λέει, πριν ακόμα αρχίσουμε τη συνέντευξη.
Μοιάζει ενθουσιασμένος «και βέβαια θέλω», του απαντώ, με πάει σε
ένα άλλο δωμάτιο, όπου εκεί ο πατέρας του μαζί με τον μοντέρ επιλέγουν σκηνές, ξαφνιάζομαι ευχάριστα βλέποντας τις εικόνες και εκείνη τη στιγμή είναι που συνειδητοποιώ πόσο ουσιαστικό είναι αυτό το
βήμα που έχει κάνει. Ο ίδιος, μου ομολογεί αργότερα, πως τα έξι αυτά
χρόνια που πέρασαν ήταν τα πιο δημιουργικά της ζωής του. Και αυτή
η παραδοχή με κάνει να αισθάνομαι πως άξιζε τον κόπο, ο καιρός που
περίμενα για να τον ξανασυναντήσω.
«Είναι ξέρεις μια πολύ σημαντική στιγμή για μένα» μου λέει ενώ κοιτάμε τις εικόνες από τη συναυλία στην Αγία Πετρούπολη.
Σημαντική με ποια έννοια;
Με την έννοια ότι η κλασική μουσική είναι το είδος μουσικής που αγάπησα από παιδί και την αγαπούσα και τη μελετούσα για χρόνια.
Κλασική μουσική άκουγες μικρός;
Η δισκοθήκη στο σπίτι μας αποτελείτο στο μεγαλύτερό της μέρος
από αυτό το είδος, γιατί άρεσε πολύ στον πατέρα μου. Και αργότερα,
στο ωδείο, κλασική μουσική μελετούσα. Aλλά και όταν σταμάτησα το
ωδείο συνέχισα να τη μελετώ από μόνος μου. Πριν από πέντε χρόνια,
πήγα στη Ρωσία, όπου έκανα για κάποιους μήνες μαθήματα σύνθεσης.
Και τώρα αισθάνομαι ότι είναι σημαντική η στιγμή, γιατί αυτές οι μουσικές που έγραψα, κλέβοντας χρόνο και από την τραγουδοποιητική
μου παρουσία και από την προσωπική μου ζωή, παίζονται για πρώτη
φορά στον τόπο μου. Με αυτή την έννοια το λέω, λοιπόν, και όχι γιατί
θεωρώ αυτού του είδους τη μουσική σημαντικότερη από την τραγουδοποιία.
Θα ήταν περίεργο να πίστευες, εσύ ειδικά, κάτι τέτοιο…
Σίγουρα. Ίσα-ίσα που αισθάνομαι ότι το τραγούδι είναι μια ιερή τέχνη,
η οποία υπάρχει ως βασική ανάγκη του ανθρώπου, από την προϊστορία μέχρι σήμερα κι απ’ τη γέννηση ώς το θάνατο. Τα έργα κλασικής
μουσικής, τα γεννά κι αυτά η ίδια ανάγκη. Γι’ αυτό και παίζω και τραγουδώ ο ίδιος στη σκηνή σ’ αυτές τις συναυλίες. ∆εν αποσυνδέω αυτά
τα έργα από την ως τώρα πορεία μου. Και, σίγουρα, δεν πιστεύω σε
καμία περίπτωση πως το τραγούδι είναι «μικρότερη» τέχνη από την
κλασική μουσική.
Τόσα χρόνια όμως παραμέριζες την ανάγκη σου να ασχοληθείς με τη
σύνθεση κλασικής μουσικής;
Όχι, γιατί αυτή η ανάγκη μου ήταν πάντα πρωταγωνίστρια. Σ’ αυτήν
αφιέρωνω τον ίδιο χρόνο και ενέργεια, που αφιερώνω και στα τραγού-
δια ή στις συναυλίες. Ξενυχτώντας πολύ, διαβάζοντας, ακούγοντας,
γράφοντας…
Μόνος σου; Χωρίς δάσκαλο;
Ναι. Θεωρώ τον εαυτό μου αυτοδίδακτο σε αυτή την τέχνη και να σου
πω την αλήθεια, σαν άνθρωπος, μόνο έτσι μπορώ να λειτουργήσω.
Μου είναι πολύ δύσκολο να μπω στο πρόγραμμα το ακαδημαϊκό, δεν
τα κατάφερα ποτέ μου να είμαι σωστός και τακτικός μαθητής ή φοιτητής. Μελετώ όταν νιώθω πως έχω κάτι μέσα μου και θέλω να το βγάλω,
αλλά δεν έχω τα εργαλεία. Πώς να στο εξηγήσω…..Ακούω πράγματα
μέσα μου, αισθάνομαι την παρουσία ήχων…Και στο τραγούδι, με τον
ίδιο τρόπο λειτουργώ. Τα τραγούδια τα γράφω γιατί θέλω να τα ακούσω. ∆εν τα γράφω γιατί θέλω να εκφραστώ ή γιατί έχω έμπνευση. ∆εν
είναι έτσι.
Πώς είναι δηλαδή;
Γράφω ένα τραγούδι γιατί, ενώ θέλω να το ακούσω, δεν υπάρχει. Λειτουργώ σαν ακροατής. Είναι όπως όταν χρειάζεσαι κάτι που δεν υπάρχει και αναγκάζεσαι να το κατασκευάσεις.
Νιώθεις το ίδιο και όταν γράφεις συμφωνική μουσική;
Ναι. Είναι όπως όταν ονειρεύεσαι έναν άνθρωπο που δεν τον έχεις δει
ποτέ και ψάχνεις να τον βρεις στην πραγματικότητα.
Γι’ αυτό πήρες και την απόφαση να πας στη Ρωσία;
Πήρα από νωρίς την απόφαση ότι θα είμαι ημιμαθής (γέλια). Και σου
εξήγησα τους λόγους. Στη Ρωσία, λοιπόν, δεν πήγα για να γίνω ο νέος
Σοστακόβιτς, ούτε γιατί ήλπιζα πως αν μελετήσω σωστά τα επόμενα
τριάντα χρόνια, θα καταφέρω να γίνω ο γέρος-θαύμα, σε αντίθεση με
το παιδί θαύμα που δεν υπήρξα.
Τι αναζητούσες πηγαίνοντας εκεί;
Να κατανοήσω κάποια πράγματα, να εξοικειωθώ με κάποιες λειτουργίες, τεχνικές και καλλιτεχνικές, να λύσω απορίες μου και να δημιουργήσω καινούριες.
Κάπου διάβαζα πως δάσκαλός σου εκεί είναι ένας πολύ σπουδαίος
μουσικός.
Ο Μπορίς Τίσενκο. Πολύ σπουδαίος. Είχα τη μεγάλη τύχη να γνωρίσω
τον Κύπριο συνθέτη Αντρέα Μουστούκη, ο οποίος σπούδασε σε αυτό
τον δάσκαλο και πάντα μου τον ανέφερε. Έτσι αποφάσισα να πάω κοντά του. Επίσης, αγαπούσα πολύ τη Ρωσία. Τη λογοτεχνία της, τη μουσική της, τον πολιτισμό της. Έχω και αδυναμία στον Ντοστογιέφσκι,
οπότε όλα αυτά συνηγόρησαν ώστε να βρεθώ εκεί. Ήταν επίσης μια
ευκαιρία να ζήσω κάπου όπου δεν με ήξερε κανένας.
Κι’ αυτό πρέπει να λειτούργησε πολύ απελευθερωτικά
Ναι, ήθελα να αντιμετωπιστώ σαν κανονικός φοιτητής, όπως οι υπόλοιποι, χωρίς να ξέρει κανείς ότι είμαι επαγγελματίας τραγουδοποιός.
Στην αρχή, μάλιστα, το έκρυβα και από το δάσκαλο και από τους συμφοιτητές μου.
Μέχρι που αποκαλύφθηκες;
Ναι, μια μέρα ένας Kύπριος φίλος, ο συνθέτης Ανδρέας Καμέρης, παλιός μαθητής του, του είπε πως γράφω τραγούδια και αυτός ενθουσιάστηκε. Ήταν, αν θες, και η πρώτη φορά που ένιωσα καλά απέναντι
σε κάποιον σημαντικό κλασικό μουσικό, με το γεγονός ότι ασχολούμαι με το τραγούδι. Οι περισσότεροι κλασικοί μουσικοί στην Ελλάδα,
αντιμετωπίζουν το τραγούδι σαν κατώτερη τέχνη. Στη Ρωσία ωστόσο
αντιμετωπίζεται με σεβασμό.
Τι ήταν το πιο σημαντικό που έζησες μέσα από αυτή την εμπειρία
της Ρωσίας;
Ήμουν για 4 συνεχόμενους μήνες στο Kονσερβατόριο της Αγίας Πετρούπολης, όπου όλοι ασχολούνται φανατικά και αποκλειστικά με τη
μουσική, από το πρωί μέχρι το άλλο πρωί, για χρόνια, χωρίς να τους
ενδιαφέρει τίποτα άλλο. ∆ιαβάζουν, γράφουν, παίζουν, τρώνε, ξεκουράζονται μέσα στο κονσερβατόριο και το βράδυ πηγαίνουν στις φοιτητικές τους εστίες, όπου μένουν τρεις-τρεις σε κάθε δωμάτιο, με πολύ
23 ΥΓ.
στενά κρεβάτια, ένα πιάνο και μια μικρή ντουλάπα.
Τους θαυμάζεις για αυτή την αφοσίωσή τους;
Ναι, σίγουρα. Ρώτησα μια συμφοιτήτρια μου αν δυσκολεύεται που ζει έτσι
και μου απάντησε «Αποφάσισα να γίνω μουσικός, άρα πιθανότατα θα είμαι
φτωχή στη ζωή μου. Αυτή είναι μια καλή προθέρμανση». Και αυτό μου το
έλεγε με χαρά, χωρίς καμιά πικρία.
Έχεις καταλάβει τι είναι αυτό που κάνει κάποιον να είναι τόσο απόλυτα
αφοσιωμένος στην τέχνη του;
Είναι μια βαθιά πίστη στην τέχνη, μια βαθιά πίστη ότι το αντίκρισμα βρίσκεται αλλού και όχι στην υλική ανταμοιβή, ούτε στη δόξα ή στη φήμη. Είναι
μια αίσθηση προορισμού, αισθάνονται ότι «αυτός είναι ο προορισμός μου
και όταν έρθει η ώρα να κλείσω τα μάτια μου καλό θα είναι να έχω κάνει τη
διαδρομή για την οποία ήρθα στη ζωή». Και είναι ξεκάθαρο ότι χρησιμοποιούν τον εαυτό τους για να τροφοδοτήσουν την τέχνη και όχι την τέχνη για να
τροφοδοτήσουν τον εαυτό τους. Εμείς χρησιμοποιούμε την τέχνη και τη βάζουμε αυτή να υπηρετεί τις προσωπικές μας φιλοδοξίες, τις οικονομικές μας
ανάγκες, την ανάγκη μας για εξουσία ή για συναναστροφή με την εξουσία.
Για κείνους όμως, επειδή περάσαν πολλά, είναι μεγάλο δώρο να μπορέσουν,
ήσυχα και ανεμπόδιστα να κάνουν τη διαδρομή τους.
Είναι θέμα βιωμάτων ή μήπως είναι και θέμα παιδείας;
Είναι και θέμα παιδείας. Εκεί η τέχνη είναι παρούσα στην καθημερινότητα
του κάθε ανθρώπου. Η πόλη π.χ είναι γεμάτη από αγάλματα λογοτεχνών,
συνθετών, ποιητών…Κάθε μέρα, την άνοιξη, θα δεις ανθρώπους, οι οποίοι
πριν πάνε στη δουλειά τους, αφήνουν ένα λουλούδι στο άγαλμα του ποιητή ή συνθέτη που αγαπούν. Μόνο αυτή η κίνηση φανερώνει πολλά. Ένα
άλλο δείγμα είναι ότι οι συναυλίες είναι λαϊκές συνευρέσεις. ∆εν έχουν καμία σχέση με τα δικά μας μέγαρα όπου πρέπει να πας καλοντυμένος κτλ.
Έβλεπα καθαρίστριες με τα ρούχα της δουλειάς, οικοδόμους, γιαγιάδες με
τα εγγόνια τους…Εκεί συνειδητοποιείς ότι η τέχνη είναι μέρος της καθημερινότητας τους.
Τους κάνει ωστόσο η τέχνη να ζούνε καλύτερα;
Ναι, γιατί η ζωή εκεί είναι πολύ σκληρή, το κράτος είναι αμείλικτο, η γραφειοκρατία θανατηφόρα, οι αλλαγές πολιτικών καταστάσεων βίαιες. Η τέχνη
δίνει μια αίσθηση συνέχειας, ένα αντίβαρο και μια διέξοδο, αλλά και μιαν
άλλη αξία στην ύπαρξή τους.
Εσένα, τι σου αποκάλυψαν όλα αυτά για τον εαυτό σου;
Πως χρειάζεται να είμαι πιο ουσιαστικός στη διαχείριση του χρόνου μου και
στις αποφάσεις μου. Με βοήθησε πολύ το γεγονός ότι βρισκόμουν σ’ έναν
χώρο, όπου για μήνες κανένας δεν περίμενε τίποτα από μένα, εκτός από του
να γράφω μουσική.
Όταν λες ότι έγινες πιο ουσιαστικός στη διαχείριση του χρόνου σου τι
εννοείς;
∆εν χάνω πια τόσο πολύ χρόνο σε πράγματα εξωμουσικά.
Πριν τον έχανες;
Ναι. Με πολλούς τρόπους και χωρίς να το καταλαβαίνω.
Τώρα δουλεύεις σκληρά;
∆εν θα το έλεγα. Ήμουν από παιδί τεμπέλης. Ο πατέρας μου, όταν ήμουν μικρός, μου έλεγε «Εσύ παιδί μου να βρεις μια πλούσια να παντρευτείς και να
κάθεσαι». Αυτή ήταν η συμβουλή του, γιατί έβλεπε πόσο τεμπέλης ήμουν.
Παρόλα αυτά βρέθηκα να δουλεύω πολύ, περισσότερο απ’ όσους γνωρίζω,
μερόνυχτα ασταμάτητα, χωρίς όμως να νιώθω ότι δουλεύω σκληρά, γιατί
αυτό που κάνω το αγαπώ και γιατί έχω την ευλογία να ζω μέσα σε αυτό και
μέσα από αυτό. Σκληρή είναι η δουλειά που δεν σου αρέσει, που την κάνεις
αναγκαστικά. Εμένα, η μουσική είναι μέσα στη ζωή μου, το στούντιο είναι
μέσα στο σπίτι μου, τα μωρά μου παίζουν μέσα στο στούντιο. Και όταν λείπω, λείπω για τη μουσική. Ο κόπος μού επιστρέφεται, γίνεται ζωή. Η μουσική με τροφοδοτεί καθημερινά. Μου τα δίνει όλα, αλλά τα ζητά και όλα.
Και με αναγκάζει συνεχώς να θέτω ερωτήματα για τη στάση, τη σκέψη, τις
πράξεις, τη συμπεριφορά και τη ζωή μου.
Έχεις απαντημένα αυτά τα ερωτήματα;
∆εν απαντούνται ποτέ αυτά τα ερωτήματα. Υπάρχουν ερωτήσεις που είναι
αρκετό να τις θέσεις και που είναι σημαντικότερες από κάθε απάντηση.
Η κλασική μουσική για σένα πώς ορίζεται;
Είναι η λόγια μουσική, η οποία ξεφεύγει από τη φόρμα του τραγουδιού και
από τη στενή χρονική διάρκεια του. Έχει άλλες ελευθερίες και άλλους περιορισμούς, τους οποίους εσύ διαλέγεις ανάλογα με το τι θέλεις να γράψεις.
∆ιότι, το πέταγμα της τέχνης δεν είναι μόνο η ελευθερία της, αλλά και οι
περιορισμοί που εσύ επιλέγεις να θέσεις. Είναι σαν το χαρταετό, ο οποίος
πετά μόνο όσο τον κρατάς, πρέπει δηλαδή να ’ναι δεμένος για να πετάξει.
Όταν τον αφήσεις, όταν ελευθερωθεί, πέφτει.
ΥΓ. 24
Μ’ αρέσει αυτός ο συμβολισμός σου.
Έτσι είναι. Για μένα δεν υπάρχει σημαντικό και ασήμαντο σε αυτή την ιστορία.
Υπάρχει η ανάγκη να παραχθεί ένα έργο. Το φτιάχνεις λοιπόν, όσο καλύτερα
μπορείς και αυτό είναι αρκετό. Ακούγοντας π.χ παλαιότερους δίσκους μου,
πολλά πράγματα θα τα έκανα αλλιώς σήμερα. Αλλά δεν διορθώνεις ποτέ ένα
παλιό ημερολόγιο επειδή σήμερα σου φαίνεται ελλειπές.
Αρκεί να ξέρεις πως ήταν ειλικρινές;
Ναι. Να νιώθεις πως σε εκπροσωπούσε όταν γινόταν. Και τότε, δεν τίθεται
θέμα πια, ούτε σεμνότητας, ούτε έπαρσης. Ο κόπος, το κόστος, το τίμημα
που κατέβαλες, σε καθαρίζει ως ένα βαθμό και από τον επηρμένο εαυτό
σου, αλλά και από την εικόνα του σεμνού καλλιτέχνη, όπως ονομάζουν μερικούς από μας.
Τι εννοείς σε καθαρίζει;
Εννοώ πως κάνεις τη δουλειά σου με αφοσίωση κι αυτό σου είναι αρκετό,
ακόμα κι αν δεν έχεις ιδέα αν αξίζει ή όχι.
Και η εξαργύρωση η δική σου ποια είναι;
Το να νιώθω καλά με τον εαυτό μου, με το υλικό μου και με τους ανθρώπους
στους οποίους παρουσιάζω αυτό το υλικό, που καταναλώνουν χρόνο και
χρήμα για να το παρακολουθήσουν.
Είναι μεγάλη υπόθεση να καθαρίζεις από τα περιττά και να επικεντρώνεσαι στην ουσία.
∆εν λεω ότι το κατάφερα, από περιττά άλλο τίποτα οι ζωές μας. Λέω ότι
προσπαθώ. Μεγαλώνοντας, αναγκάζομαι να θέσω άλλες προτεραιότητες και
να προσπαθώ ξεκαθαρίσω κάποιες θολές περιοχές.
Νιώθεις ότι χρειάστηκε να αλλάξεις πολλά, μέσα από αυτό το ξεκαθάρισμα;
Όχι, ευτυχώς. Οι βάσεις της ύπαρξής μου μέσα σε αυτό το χώρο εξακολουθούν να ισχύουν και να με βοηθούν.
Το ότι έγινες πατέρας, πώς σε βοήθησε σε αυτή τη διαδικασία;
Έγινα πιο δημιουργικός, παρόλο που μειώθηκε κάπως ο χρόνος που δίνω
στη μουσική. Αυτόν όμως τον λιγότερο χρόνο, ίσως επειδή αισθάνομαι ότι
τον στερώ από την οικογένειά μου, τον συμπυκνώνω και δουλεύω πιο ουσιαστικά.
Θυμάμαι τώρα μια φράση που σου είχε πει κάποτε ο πατέρας σου…Ότι
«επιτυχία είναι να ’σαι σύμφωνος με τον εαυτό σου».
Ξέρεις πότε μου την είπε;
Θέλω πολύ να μάθω.
Όταν έγινε χρυσός στην Ελλάδα ο πρώτος μου δίσκος, με τα τραγούδια του
Νίκου Ζούδιαρη. Στην Κύπρο ήμουν ακόμη άγνωστος. Πήρα λοιπόν μια μέρα
τον πατέρα μου τηλέφωνο από την Αθήνα και του είπα «ξέρεις, έχω μεγάλη
επιτυχία στην Ελλάδα». Εκείνος τότε μου απάντησε «Μπράβο παιδί μου και
να θυμάσαι πως επιτυχία είναι να είσαι σύμφωνος με τον εαυτό σου».
Σε αυτό οφείλεται, λοιπόν, το ότι παρόλο που είχες από νωρίς επιτυχία,
κατάφερες να παραμείνεις σύμφωνος με τον εαυτό σου;
Κοίτα…Υπήρξα πολύ τυχερός γιατί έτυχα ευρείας αποδοχής με το που ξεκίνησα. Κι αυτό μου έδωσε πολλά προβλήματα, αλλά και πολλά δώρα. Μου
δημιούργησε καταρχήν την κατάθλιψη του ανθρώπου που με έπαρση πιστεύει ότι η δουλειά του είναι για τους λίγους, ενώ τελικά αποδεικνύεται ότι
είναι για τους πολλούς.
Έπαθες τέτοια κατάθλιψη;
Ναι, βέβαια. Γιατί μια ζωή άκουγα δίσκους που νόμιζα ότι δεν τους άκουγε
κανείς και ξαφνικά βγάζω ένα δίσκο και τον ακούει όλος ο κόσμος. Ήταν
τραγικό (γέλια). Την ίδια όμως στιγμή, ήταν και δώρο. Μου έμαθε πως δεν
πρέπει να παίρνω πολύ στα σοβαρά τον εαυτό μου. Σκεφτόμουν «Ποιος είσαι; Ένας τραγουδιστής με κοτσίδα που σε βάζει αφίσα η Σούπερ Κατερίνα».
Και αυτό με ανάγκασε να ταπεινωθώ και ν’ ασχοληθώ με τη μελέτη και τα
τραγούδια μου. Όχι για να αποδείξω κάτι, μόνο για την προσωπική μου ησυχία, για την αποθεραπεία μου. Αυτό ήταν μεγάλο δώρο και για τη δουλειά
μου και για την ύπαρξή μου.
Η πρώτη σου επιτυχία, δηλαδή, ηταν ταυτόχρονα και το πρώτο σου χαστούκι;
Ακριβώς. Τη μέρα που θα γινόταν η απονομή του χρυσού δίσκου, είχα κάνει
μια επέμβαση στην πλάτη μου. Όταν το βράδυ πήγα στην απονομή, όλοι
έρχονταν και με χτυπούσαν στην πλάτη για να μου δώσουν συγχαρητήρια
και γω σκεφτόμουν μέσα μου πως η επιτυχία πονάει. (γέλια)
Ήταν ένα καλό σημάδι…∆εν ήξερα, όμως, ότι είχες τέτοιου είδους πνευματικό σνομπισμό…
Ναι, είχα. Νομίζω, όμως, πως μου πέρασε (χαμόγελο)
Άρα σημαίνει πως μεγαλώνεις καλά στα χρόνια.
Καλά-κακά, μεγαλώνω Ελένη μου. Αυτό είναι!
25 ΥΓ.
ΜΠΙΕΝΑΛΕ
ΒΕΝΕΤΙΑΣ
Οι καλλιτέχνες που εκπροσώπησαν την
Κύπρο στην Μπιενάλε Βενετίας, από
το 1968 μέχρι σήμερα, θυμούνται την
εμπειρία τους και μας αφηγούνται το
πώς βίωσαν, ο καθένας με το δικό του
προσωπικό ύφος, τη μεγαλύτερη αυτή
εικαστική έκθεση, στον κόσμο.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ: ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ, ΕΛΕΝΑ ΠΑΡΠΑ, ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΚΟΡ∆Η
η κύπρος στη βενετία (1968-2009)
40 χρόνια συμμετοχής στην Μπιενάλε Εικαστικών Τεχνών Βενετίας
O Γιάννης Τουμαζής και η Λούλη Μιχαηλίδου επιμελητές της έκθεσης «Η Κύπρος στη Βενετία» εξηγούν τη σημασία μιας αναδρομής στις συμμετοχές μας, στην Μπιενάλε Βενετίας.
Η Μπιενάλε Εικαστικών Τεχνών Βενετίας είναι η αρχαιότερη διεθνής εικαστική διοργάνωση. Ιδρύθηκε το 1895 με αρχικό στόχο να
προβάλει την ιταλική τέχνη, αφιερώνοντας ένα μικρό μόνο τμήμα
στη διεθνή καλλιτεχνική παραγωγή. Ο θεσμός των εθνικών εκπροσωπήσεων αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, με διάφορες χώρες να κτίζουν τα εθνικά τους περίπτερα στο Giardini di
Castello (τους δημόσιους κήπους της πόλης), προσδίδοντας στο
γεγονός ολοένα και πιο διεθνή χαρακτήρα. Mε το τέλος του Β΄
Παγκοσμίου Πολέμου, τα καινοτόμα ρεύματα της εποχής και η
αβάντ-γκαρντ βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, ενώ
στην Μπιενάλε αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους μερικοί
από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του μοντερνισμού.
Σήμερα, 40 περίπου χώρες εκθέτουν στους επίσημους χώρους
της Μπιενάλε (Giardini και Arsenale - τα παλιά βενετσιάνικα ναυπηγεία) και πέραν των 50 σε διάφορα άλλα σημεία της πόλης. Η
διοργάνωση προσελκύει σχεδόν μισό εκατομμύριο επισκέπτες
και, παρά το γεγονός ότι στις μέρες μας περισσότερο αντικατοπτρίζει, παρά καθορίζει τη συμπεριφορά της παγκόσμιας καλλιτεχνικής σκηνής, συνεχίζει να αποτελεί μια από τις σημαντικότερες «συναντήσεις» του κόσμου της τέχνης και τη μοναδική
διοργάνωση του είδους που διατηρεί ακόμα το θεσμό των εθνικών
εκπροσωπήσεων. Ως νέο κράτος, η Κύπρος αρχίζει να συμμετέχει
στη διοργάνωση το 1968 με έξι νεαρούς καλλιτέχνες, που εκφράζουν τη διείσδυση των δυτικών ρευμάτων της εποχής στο νησί. Η
μετέπειτα πορεία της Κύπρου στη διοργάνωση θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί ως «νομαδική» (μέχρι το 2005, οι εκθεσιακοί χώροι
εναλλάσσονται διαρκώς), με ιδιαίτερες πρακτικές δυσκολίες και
περιστασιακές απουσίες (η δεύτερη συμμετοχή προκύπτει μόλις
το 1986 και με συνεχή σχεδόν παρουσία έκτοτε).
Η εθνική συμμετοχή της Κύπρου αντικατοπτρίζει μια πορεία
εξέλιξης και ωρίμανσης σε διάφορα επίπεδα και στο βαθμό που
αντανακλά τη μεταβαλλόμενη εικόνα της κυπριακής τέχνης σε
σχέση με το παγκόσμιο καλλιτεχνικό τοπίο, αξίζει, πιστεύουμε,
μια πιο κοντινή ματιά.
Η ιδέα να μεταφέρονται οι εκάστοτε εκθέσεις του κυπριακού
περιπτέρου και στην Κύπρο είχε συζητηθεί και στο παρελθόν.
Η φετινή, όμως, επέτειος εορτασμού των 50 χρόνων Κυπριακής
∆ημοκρατίας αποτέλεσε το ιδανικό πλαίσιο για μια πιο σφαιρική
παρουσίαση, δηλαδή τη διοργάνωση μιας μεγάλης αναδρομικής
έκθεσης, αφιερωμένης στα 40 χρόνια συμμετοχής της Κύπρου
στην Μπιενάλε Εικαστικών Τεχνών Βενετίας, από το 1968 μέχρι
την τελευταία εκπροσώπησή μας, το 2009. Πέρα από τη γνωριμία
του ευρύτερου κυπριακού κοινού με το σημαντικό αυτό θεσμό και
με το έργο των Κυπρίων καλλιτεχνών που έλαβαν μέρος κατά καιρούς, ο στόχος της έκθεσης είναι πιο σύνθετος: να επιχειρήσει για
πρώτη φορά την τοποθέτηση των εθνικών αυτών εκπροσωπήσεων σε μια ιστορική συνέχεια, σε συνάρτηση με την ανάπτυξη της
σύγχρονης τέχνης στην Κύπρο μετά το τέλος της αποικιοκρατίας,
καθώς και σε σχέση με την εξελικτική πορεία του ίδιου του θεσμού της Μπιενάλε. Επιπρόσθετα, να διερευνήσει τις κυρίαρχες
τάσεις και ρεύματα όπως αυτά διαφαίνονται μέσα από τις συμμετοχές της Κύπρου, αλλά και σε αντιπαραβολή με τις εκάστοτε
θεωρητικές/κριτικές συζητήσεις στο διεθνές περιβάλλον και να
αποκαταστήσει «χαμένες» πηγές, συγκεντρώνοντας έναν όγκο
αρχειακού υλικού γύρω από την κυπριακή παρουσία και την ιδιαίτερη προσωπικότητα της διοργάνωσης.
Η έκθεση δεν φιλοδοξεί να αναπαραστήσει πιστά όλες τις συμμετοχές του κυπριακού περιπτέρου, αλλά να μεταφέρει ενδεικτικά και με σεβασμό στην αρχική παρουσίαση την ουσία του έργου
των καλλιτεχνών, επιδιώκοντας να αναδείξει την ιστορικότητα
της κυπριακής παρουσίας μέσα στο θεσμό. Γι’ αυτό τον λόγο δομείται πρωταρχικά πάνω σε ένα χρονολόγιο και μια περιγραφική
αφήγηση που καθοδηγεί το θεατή μέσα από τέσσερις δεκαετίες
συμμετοχής.
Το εκθεσιακό μέρος πλαισιώνεται από το αρχειακό τμήμα, που
αποτελεί ουσιαστικό μέρος της αναδρομικής προσέγγισης. Το
τμήμα αυτό θα παρουσιάζει καταλόγους, κείμενα, φωτογραφίες,
συνεντεύξεις, ντοκιμαντέρ και δημοσιεύσεις, ως και ανέκδοτο
υλικό, που στοχεύουν να προσδώσουν στην περιήγηση περισσότερο ενδιαφέρον και αμεσότητα, καθώς και μια εναλλακτική
θεώρηση της ιστορίας και εμπειρίας της μπιενάλε. Το υλικό προέρχεται από τον Οργανισμό της Μπιενάλε, τα κρατικά κυπριακά
κανάλια, τον κυπριακό και ξένο Τύπο, τα προσωπικά αρχεία των
καλλιτεχνών και επιμελητών και φυσικά το αρχείο των Πολιτιστικών Υπηρεσιών, που είχαν όλα αυτά τα χρόνια και την ευθύνη της
διοργάνωσης της κυπριακής συμμετοχής.
Επιπλέον, μέσα από την έκθεση δημιουργείται ένα δυναμικό πεδίο για ιστορική και θεωρητική έρευνα γύρω από την τέχνη στην
Κύπρο μετά το ’60, για ανασκόπηση της εκτεταμένης φιλολογίας
γύρω από τη δυναμική κέντρου και περιφέρειας, για αποδόμηση των θεσμικών πλαισίων και πολιτικών (τόσο από την πλευρά της Μπιενάλε, όσο και της εθνικής εκπροσώπησης), ως και
για μια κριτική απόδοση των σχετικών ζητημάτων πέρα από την
«επίσημη» εκδοχή. Η ειδική έκδοση που θα κυκλοφορήσει και οι
διάφορες συζητήσεις που προγραμματίζονται σε αυτό το πλαίσιο
θα συμβάλουν ουσιαστικά στην ανάπτυξη αυτής της διαλεκτικής.
Η έκθεση προσεγγίζεται και δομείται πολυμορφικά και πολυεπίπεδα, τόσο από πλευράς παρουσίασης όσο και ανάλυσης. Βαθύτερος στόχος της δεν είναι η καθαυτό ανασύσταση του εικαστικού έργου ή των συνθηκών παρουσίασής του αλλά η αναζήτηση,
η έρευνα και ο προβληματισμός γύρω από το κυπριακό εικαστικό
τοπίο, αντιπαραβάλλοντας την όποια πολιτισμική εσωστρέφεια
με τη δυναμική της διεθνούς σκηνής.
* Ο Γιάννης Τουμαζής από το 1994 είναι διευθυντής του ∆ημοτικού
Κέντρου Τεχνών Λευκωσίας και του Ιδρύματος Πιερίδη, με πολύπλευρη δραστηριότητα που περιλαμβάνει την επιμέλεια εκθέσεων
στην Κύπρο και στο εξωτερικό, την έκδοση βιβλίων, καταλόγων και
κριτικών κειμένων και το μουσειολογικό σχεδιασμό. Από το 2009 διδάσκει, επίσης, στη Σχολή Καλών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του
Πανεπιστημίου Φρέντερικ.
* Η Λούλη Μιχαηλίδου αυτή την περίοδο διεξάγει διδακτορική
έρευνα στο Royal College of Art του Λονδίνου, που συνδέει τη σύγχρονη τέχνη στην Κύπρο με τη μεταποικιοκρατική θεωρία. Από το
1999 εργάζεται ως μορφωτική λειτουργός στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, Πολιτιστικές Υπηρεσίες και από το 2001 είναι
επίτροπος της Κυπριακής Συμμετοχής στην Μπιενάλε Εικαστικών
Τεχνών Βενετίας.
Info: «Η Κύπρος στη Βενετία (1968-2009) » Η έκθεση συνδιοργανώνεται από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, Πολιτιστικές Υπηρεσίες και το Ίδρυμα Πιερίδη και θα
παρουσιαστεί στο ∆ημοτικό Κέντρο Τεχνών Λευκωσίας από τις 3 ∆εκεμβρίου 2010 μέχρι τις 27 Μαρτίου 2011.
H Κύπρος κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή της στην πιο σημαντική διεθνή έκθεση εικαστικών
τεχνών, στην 34η Μπιενάλε Βενετίας. Την πρωτοβουλία και ευθύνη γι’ αυτή την εκπροσώπηση είχε
ο Τόνης Σπητέρης, ένας καταξιωμένος, έμπειρος και με πολλές διασυνδέσεις ιστορικός-κριτικός
τέχνης. Επειδή η Κύπρος δεν είχε -ή συνεχίζει να μην έχει- δικό της περίπτερο ο Σπητέρης ως
κομισάριος-επιμελητής της συμμετοχής της Κύπρου, κατάφερε να διευθετήσει την παρουσία των
Κυπρίων καλλιτεχνών στο ιταλικό περίπτερο, το Giardini. H επιλογή των καλλιτεχνών έγινε από
ειδική επιτροπή με τη συμμετοχή του Σπητέρη, που πιστεύω είχε και τον πιο αποφασιστικό λόγο.
Ενδεικτικό της σημασίας που αποδώσαμε σε αυτή τη συμμετοχή ήταν η απόφασή μας να μεταβούμε
και να παραστούμε στα εγκαίνια της Μπιενάλε. Ήταν όχι μόνο χρήσιμο αλλά πιστεύω και επιβεβλημένο να δούμε τη δουλειά μας σ’ αυτό το πανηγύρι των τεχνών, να αντλήσουμε διδάγματα και να
βγάλουμε συμπεράσματα. Η μόνη απουσία από την ομάδα ήταν αυτή του Αντρέα Χρυσοχού.
Σαλπάραμε όλοι μαζί με το καράβι. Κάποτε φτάσαμε στη Βενετία και έπρεπε να βρούμε κάποιο
χώρο διαμονής στα μέτρα μας. Βλέπετε δεν είχαμε την ευχέρεια για προκρατήσεις. Ο μακαρίτης ο
Σάββα είχε κάνει ατομική έκθεση στο Ινστιτούτο Γκαίτε το Μάη για να πάρει κάποια λεφτά γι’ αυτό
το ταξίδι. Ο Σκοτεινός, βολεύτηκε ως συνήθως, αφού κατάφερε να γνωριστεί με μια κοπελιά πάνω
στο καράβι, η οποία του πρόσφερε φιλοξενία. Ο Ιωακείμ με τη γυναίκα του πήγαν σε κάποιο ξενοδοχείο. Οι υπόλοιποι αναζητήσαμε χώρο σε ένα youth hostel που δεν ήταν και το καλύτερο. Μάλιστα ο
Χριστόφορος, ο οποίος δεν ένιωθε πολύ καλά, μου ζήτησε την επόμενη μέρα να αλλάξουμε διαμονή,
πράγμα που έγινε. Περπατούσε με δυσκολία και τα πόδια του μέσα από τα σάνδαλα που φορούσε
φαινόντουσαν φουσκωμένα. Το είχε παρατηρήσει και ο Σπητέρης και του είπε μάλιστα πως το φούσκωμα ήταν χαρακτηριστικό καρδιακής ανεπάρκειας.
Την ημέρα των εγκαινίων, γύρω στις 22 Ιουνίου, φτάσαμε στην είσοδο της Μπιενάλε όπου βρεθήκαμε αντιμέτωποι με πλήθος νεαρών διαδηλωτών που μας έφρασσαν το δρόμο. Βλέπετε βιώναμε το 1968, το χρόνο των μαζικών φοιτητικών διαδηλώσεων στην Ευρώπη που άφησαν ανεξίτηλη
τη σφραγίδα τους. Τι ήθελαν λοιπόν οι διαμαρτυρόμενοι με πρωτοστάτη τον Έλληνα γλύπτη Τάκη;
Ασφαλώς να καταδικάσουν ή και να κλείσουν την Μπιενάλε που θεωρούσαν θεσμό αστικό και ξεπερασμένο. Πλησιάσαμε τον Τάκη με αισθήματα απογοήτευσης και έκδηλου πόνου και του είπαμε:
«Μια φορά που ήρθαμε και μεις οι Κύπριοι σε αυτήν την Μπιενάλε και θέλετε να την κλείσετε;»…
Φαίνεται τα μέτρα ασφαλείας που είχαν ληφθεί από τις Αρχές, συνεπικουρούμενα -ποιος ξέρει-και
από την επίκλησή μας στον φλογερό διαδηλωτή Τάκη για κατανόηση, δεν άργησαν να φέρουν αποτέλεσμα και η τάξη αποκαταστάθηκε.
Κάναμε τις βόλτες μας σε όλα τα εθνικά περίπτερα με τις σημαντικές εκπροσωπήσεις και τις άρτιες
οργανώσεις. ∆εν ήταν δυνατόν να μην νιώσουμε λιγάκι φτωχοί συγγενείς παρ’ όλο που όλοι μας
παρουσιάσαμε έργο συμβατό με τα σύγχρονα ρεύματα της εποχής. Οι συγκρίσεις αναπόφευκτες
λοιπόν αλλά και πολύ χρήσιμες για νέους ανθρώπους που φιλοδοξούσαν να τιμήσουν τον τόπο και
τον εαυτό του. Στην τέχνη, όπως σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, ο άνθρωπος πρέπει να
στοχεύει ψηλά. Μόνο έτσι προκαλείται η έφεση και επιτυγχάνεται ανοδική πορεία. Με την αντικειμενική και νηφάλια αξιολόγηση όχι μόνο των συναδέλφων σου αλλά και του εαυτού σου. Βέβαια
μας είδαν, έκριναν και αξιολόγησαν και οι άλλοι -οι ξένοι- τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κυρίως
τα εξειδικευμένα έντυπα. Θυμάμαι τον Σπητέρη με πόση χαρά μας ανακοίνωσε πως ένα πολύ γνωστό περιοδικό τέχνης είχε αφιερώσει μια παράγραφο για τη συμμετοχή της Κύπρου. Συμπτωματικά
δίπλα μας στο Giardini, εφιλοξενείτο και η Ρουμανία με ένα γλύπτη, κάποιο Maitee, που η δουλειά
του σε ξύλο είχε αρκετές ομοιότητες με τη δική μου. Αυτό είχε προσεχθεί από το περιοδικό που
υποστήριξε πως η δουλειά μας είχε τις ρίζες της στην καταγωγή μας αλλά και στο μεγάλο Ρουμάνο
γλύπτη Constantin Brancusi.
Οι μέρες μας στη Βενετία ήταν μετρημένες. Αποφασίσαμε με τον Χριστόφορο, για διαφορετικούς
λόγους, να πάρουμε το τρένο για το Λονδίνο. Αυτός θα πήγαινε στο Sheffield όπου βρισκόταν η εγκυμονούσα γυναίκα του και εγώ για να δω μετά από 4 χρόνια απουσίας, φίλους και δασκάλους μου στο
Chelsea School of art. Αυτό το ταξίδι θα μου μείνει αξέχαστο σαν μοναδική περιπέτεια. Ήμασταν αναγκασμένοι για λόγους οικονομίας να κόβουμε δρόμο πεζοί πράγμα που δυσκόλευε πολύ τον Σάββα.
Έπρεπε να κουβαλώ και τις δύο βαλίτσες και να κάνουμε συχνές στάσεις για ξεκούραση. Κάποτε
φθάσαμε στο Λονδίνο και αποχαιρετιστήκαμε με την υπόσχεση να τα πούμε σύντομα στην Κύπρο.
Πράγμα που δυστυχώς δεν συνέβη. Ο Σάββα άφησε την τελευταία του πνοή δίπλα στη γυναίκα του
και την κόρη του στο Sheffield, προτού δει να γεννιέται το δεύτερο του παιδί.
Η Μπιενάλε Βενετίας είχε όμως και συνέχεια. Όταν επιστρέψαμε, οι 4 καλλιτέχνες-εκπαιδευτικοί,
πληροφορηθήκαμε από το Υπουργείο Παιδείας-τότε δεν ήταν ακόμη «και πολιτισμού» πως για τις
μέρες που απουσιάσαμε από τα καθήκοντά μας θα μας αποκόπτετο μισθός. Ας σημειωθεί επίσης
πως κανένα βοήθημα δεν είχαμε από την Πολιτεία για τη συμμετοχή μας, ούτε καν τα ναύλα του
πλοίου που ταξιδέψαμε. Ευτυχώς το Υπουργείο Παιδείας τελικά ακύρωσε την απόφασή του που
ήταν, ούτε λίγο ούτε πολύ μια προσβολή για τα πολιτιστικά δρώμενα εκείνης της εποχής και μια ψυχρολουσία για μας. Η πρώτη συμμετοχή της Κύπρου σ’ αυτή την Μπιενάλε ήταν υψίστης σημασίας.
Το μικρό και νεαρό μας κράτος άρχισε να δίνει το «παρών» του στα διεθνή πολιτιστικά προκαλώντας
σε μας τους Κύπριους αισθήματα περηφάνειας.
Οι Κύπριοι καλλιτέχνες από την άλλη ένιωσαν με τη συμμετοχή τους μια αναβάθμιση κύρους, ευθύνης αλλά και προοπτικής. Ο εμπλουτισμός του βιογραφικού ενός καλλιτέχνη από μια τέτοια συμμετοχή μετρούσε και μετρά τόσο στην Κύπρο αλλά και πολύ περισσότερο εκτός. Και τούτο γιατί η
συμμετοχή ενός Ευρωπαίου καλλιτέχνη, για παράδειγμα, στην Μπιενάλε Βενετίας είναι πολύ πιο
δύσκολη, μέχρι αδύνατη. Στις μεγάλες χώρες υπάρχουν τόσοι καλλιτέχνες όσοι και οδηγοί ταξί…
Ήταν, λοιπόν, μια παρουσία και μια συμμετοχή που απέδωσε καρπούς και αναγνώριση σε όλους του
εμπλεκόμενους.
γιώργος κυριάκου
ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ ΧΡΥΣΟΧΟΥ
Με τα χρόνια έχασα τη μνήμη μου, έρχεται και φεύγει…Γι’
αυτό θα διηγηθώ εκείνα, τα λίγα, που ακόμα θυμάμαι. Τότε
είχε έρθει ο Τόνι Σπητέρης στην Κύπρο, ένας καταξιωμένος
ιστορικός-κριτικός τέχνης ο οποίος είχε ζήσει πολλά χρόνια και στη Γαλλία. Ήταν ο καλύτερος που μπορούσαμε να
έχουμε. Αυτός, λοιπόν, επέλεξε ποιοι καλλιτέχνες θα πήγαιναν στην Μπιενάλε Βενετίας. Εγώ τότε εργαζόμουν στη
Λευκωσία σαν καθηγητής και έγραφα μάλιστα και ένα βιβλίο για το ντιζάιν. Μια μέρα μου ανακοινώθηκε ότι ήμουν
κι εγώ μέσα στους έξι που επιλέγηκαν για να εκπροσωπήσουν την Κύπρο στην Μπιενάλε. Πήγαμε στη Βενετία μετά
από πολλές δυσκολίες και εκείνο το οποίο με είχε κάνει να
θυμώσω πάρα πολύ, ήταν όταν διαπίστωσα πως η Κύπρος
δεν διέθετε δικό της περίπτερο. Τα έργα μας έπρεπε να τα
εκθέσουμε σε ένα χώρο, ο οποίος μας είχε παραχωρηθεί,
μέσα στο ιταλικό περίπτερο. Θύμωσα πολύ. Είπα «βρε παιδιά, μα είναι δυνατόν να μην μπορούμε να εξασφαλίσουμε
έναν, έστω και μικρό, αλλά δικό μας χώρο;. Η Μπιενάλε
είναι κάθε δύο χρόνια, τι θα γίνει λοιπόν, θα έχουμε τους
Ιταλούς κάθε δύο χρονια να μας φιλοξενούν;». Έκανα πόλεμο αλλά ποιος μετρούσε τη γνώμη μου; Νομίζω ότι τώρα
πια έχει κάπως λυθεί το θέμα αυτό, έτσι δεν είναι; Η Μπιενάλε Βενετίας ήταν και είναι σημαντικό εικαστικό γεγονός
γιατί εκεί μαθαίνεις πώς εκφράζονται οι καλλιτέχνες από
όλο τον κόσμο. Στα χρόνια έχω πάει σε διάφορες Μπιενάλε, όχι μόνο της Βενετίας αλλά και του Σάο Πάο και της
Αλεξάνδρειας και πολλές άλλες. Έχει γεμίσει το βιογραφικό
μου με δαύτες. Αναφισβήτητα αξίζει η συμμετοχή μας στις
Μπιενάλε και πρέπει να στηρίζει το κράτος τον καλλιτέχνη
που συμμετέχει. Εκείνο που ωστόσο δεν με βρίσκει σύμφωνο είναι να έχει η κυβέρνηση και τα κόμματα άποψη για
την τέχνη διότι η πραγματικότητα είναι πως κανένα κόμμα,
όπως ούτε και οι σημερινοί κυβερνώντες, δεν έχουν ιδέα
από τέχνη. Κανένας απολύτως και αυτό να το σημειώσεις.
Η Μπιενάλε είναι πάντα ωραία εμπειρία γιατί εκεί βλέπεις
τα ρεύματα της σύγχρονης τέχνης. Εγώ ωστόσο υπάρχει ένα
στοιχείο το οποίο δεν αποδέχομαι και αυτό είναι το στοιχείο του super conception. ∆ηλαδή τραβάς μια γραμμή και
αυτό λέγεται τέχνη. Ωραία, μπορεί να λέγεται τέχνη αλλά
δυστυχώς δεν είναι αρκετό.
στέλιος βότσης
1968
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΣΑΒΒΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΟΤΣΗΣ
ΑΝΤΡΕΑΣ ΧΡΥΣΟΧΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΙΩΑΚΕΙΜ
ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΣΑΒΒΑ
1968
«Εγώ δεν είμαι σπουδασμένος ζωγράφος, είμαι δάσκαλος. Το ’68 δίδασκα στο γυμνάσιο Λευκονίκου και στο λύκειο Λάρνακας. Ζωγραφική
κάναμε μεταξύ μας. Ήμαστε μια μικρή καλλιτεχνική ομάδα, ο Χριστόφορος Σάββα, ο Παντελής Μηχανικός, ο Ιωακείμ Ιωακείμ κι εγώ. Έμενα τότε με τον Χριστόφορο στην Απόλλωνος 44 Β. ∆εν είχαμε λεφτά,
αλλά περνούσαμε καλά. Τρώγαμε σουβλάκια στην πλατεία Σολωμού
και πίναμε κρασάκι στο μπαρ του Χριστόφορου σ’ ένα στενό δρομάκι,
πίσω απ’ τη Ρηγαίνης. Στοίχιζε ένα σελίνι το ποτήρι. Εκεί ερχόταν και
ο Glyn Hughes. Σε μια από τις συζητήσεις μας αποφασίσαμε να νοικιάσουμε ένα μαγαζί, ένα τετράγωνο δωμάτιο με τζαμόπορτα και να κάνουμε έκθεση. Αυτό ήταν το ’61-’62. Η επόμενή μου έκθεση ήταν την
άνοιξη του ’68. Είχαμε ήδη παντρευτεί με τη γυναίκα μου, τη Σούζαν
Κερ κι είχαμε στήσει ένα μικρό εργαστήρι στο Πέλλαπαϊς. Μια μέρα,
περνούσαμε έξω από το Χίλτον με το βολκσβάγκεν μας κι είπαμε να
κρατήσουμε μια αίθουσα. Η έκθεση είχε μεγάλη επιτυχία. Ο Γλαύκος
Κληρίδης, που ήταν τότε πρόεδρος της Βουλής, έκανε τα εγκαίνια κι
είχε έρθει πολύς κόσμος. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Τόνι Σπιτέρης, ο Ελλαδίτης τεχνοκριτικός, ο οποίος βρέθηκε στην Κύπρο για να επιλέξει
τους καλλιτέχνες που θα εκπροσωπούσαν την Κύπρο στην Μπιενάλε Βενετίας με την καθοδήγηση του Παναγιώτη Σέργη. ∆ιάλεξε τρεις
πίνακες, οι οποίοι βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο του Λος Άντζελες στην Καλιφόρνια. Τους είχε αγοράσει το ’71 ο Σόενμπορν, ένας
διεθνώς αναγνωρισμένος καλλιτέχνης -συλλέκτης. Έτυχε να τους δει
στο Λύκειο Ελληνίδων της Αμμοχώστου. Τους είχα κρεμασμένους στο
θεατράκι του σχολείου. Αυτός είχε νοικιάσει ένα γιοτ κι είχε διασχίσει
τη Μεσόγειο μέχρι το λιμάνι της Αμμοχώστου. Θυμάμαι καθόμουν με
τον Σκοτεινό και πίναμε τον πρωινό μας καφέ, όταν ήρθε ο Βασίλακας
να μου πει ότι ένας ζάπλουτος Αμερικανός ενδιαφέρεται ν’ αγοράσει
τους πίνακες. Τους πούλησα για 175 λίρες. Έτσι είχαν τα πράγματα
τότε. Όταν παντρευτήκαμε με τη Σούζαν δεν βγάλαμε πάνω από 2 λίρες. Μας έβαζαν 2 σελίνια για ξημέρωμα. Επομένως δεν πήγαμε πουθενά για μήνα του μέλιτος. Όταν μου είπε ο Σπιτέρης ότι θα φεύγαμε
για Μπιενάλε, πήγα στον Αραούζο, που είχε ταξιδιωτικό πρακτορείο
κι έκλεισα δυο θέσεις με το καράβι που έκανε Κύπρο, Πειραιά, Μπρίντιζι, Βενετία. Μαζί μας τελικά ταξίδεψαν ο Στέλιος Βότσης, ο Χριστόφορος Σάββα κι ο Γιώργος Κυριάκου. Περάσαμε καταπληκτικά. Καθόμασταν στην κουπαστή και συζητούσαμε περί τέχνης. Έτσι κάναμε με
τη Σούζαν πέντε μέρες μήνα του μέλιτος.
Την πρώτη βδομάδα που φτάσαμε Βενετία, έκανε σεισμό. Ήρθε τρέχοντας ο Βότσης. Ρε Κώστα, μου είπε, πάμε να μείνουμε σε κάποιο χαμηλότερο πανδοχείο. Ήμαστε όμως πάμφτωχοι ζωγράφοι. Το υπουργείο
το μόνο που έκανε ήταν να στείλει τους πίνακές μας. Ο εκθεσιακός
χώρος δεν ήταν σπουδαίος. Έπρεπε να βολευτούμε έξι καλλιτέχνες
μέσα σε λίγα τετραγωνικά. Θυμάμαι τη συμμετοχή της Bridget Riley,
η οποία εκπροσωπούσε τη Βρετανία σε ένα τεράστιο χώρο. Θυμάμαι
και μια σπουδαία καλλιτέχνιδα από τη Βραζιλία, τη Μάρθα Μοριζόλ ή
το περίπτερο του Ισραήλ, όπου δυο ζωγράφοι παρουσίασαν από τέσσερις πίνακες. Εμάς, λοιπόν, ποιος να μας πρόσεχε. Ό,τι και να γράφτηκε, ήταν χάρη στο Σπιτέρη. Ο Τόνι καταγόταν από την Κέρκυρα.
Είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι μαζί με τη γυναίκα του και στη Βενετία
είχαν αγοράσει ένα διαμερισματάκι, όπου έμεναν όταν διοργάνωναν
τις εκθέσεις. Εκείνες τις μέρες ήταν και τα γενέθλια του Χριστόφορου.
Πήγαμε να το γιορτάσουμε. Από την πλατεία του Σαν Μάρκο καταλήξαμε απέναντι στο Σαν Μισέλ και φάγαμε σ’ ένα υπόγειο εστιατοράκι
λαζάνια και ήπιαμε κρασί. Την επόμενη έφευγε για Λονδίνο γιατί δεν
ένιωθε καλά. ∆υστυχώς δεν τον ξαναείδαμε. Η ζωή μάς έπαιξε κι αυτό
το παιχνίδι. Ένας από την ομάδα μας, ο πιο έμπειρος κι ο πιο μελετημένος ζωγράφος έχασε ξαφνικά τη ζωή του. Αυτή είναι η μόνη αρνητική ανάμνηση απ’ το ταξίδι στη Βενετία. Η αλήθεια είναι ότι με τη
συμμετοχή μας στην Μπιενάλε αναπτερώθηκε το ηθικό μας κι έκτοτε
η Σούζαν κι εγώ δεν σταματήσαμε να ζωγραφίζουμε».
κώστας ιωακείμ
ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΙΩΑΚΕΙΜ
«Το ’68 ήμουν 31. Είχα μόλις επιστρέψει από τη Νέα
Υόρκη, όπου είχα πάει να σπουδάσω κινηματογράφο. Σπουδές έκανα σχετικά μεγάλος στην ηλικία.
Στα 18 ήμουν ήδη στην ΕΟΚΑ, είχα συλληφθεί από
τους Άγγλους και είχα καταδικαστεί. Αποφυλακίστηκα στα 22 και οι εμπειρίες της ζωής με είχαν
κάνει έναν κάπως περίεργο τύπο. Έφυγα για Αθήνα, πέρασα στη Σχολή Εθνικού Θεάτρου και παράλληλα είχα γραφτεί ως ακροατής στη Σχολή Καλών
Τεχνών. Στη Νέα Υόρκη ζούσα απ’ τη ζωγραφική.
Έμενα στο Greenwich Village και βίωσα όλη εκείνη
την έντονα δημιουργική ατμόσφαιρα. Έβγαινα απ’
το σπίτι και διέσχιζα ένα δρόμο με 20 σινεματέκ δεξιά κι αριστερά. Έμπαινα και έβλεπα 10 φιλμς των 3
λεπτών, πειράματα. Πήγαινα και στο Open Theatre,
όπου με προσκαλούσαν καμιά φορά να παίξω μαζί
τους. Στην Κύπρο, επέστρεψα γιατί ήμουν ιδεαλιστής. Θεωρούσα ότι δεν υπήρχε ωραιότερο πράγμα
απ’ το ν’ αποτελέσω κι εγώ μέρος της προσπάθειας να ορθοποδήσει ο τόπος μου. Η Μπιενάλε Βενετίας ήταν από τότε το σπουδαιότερο εικαστικό
γεγονός στον κόσμο. Την επιλογή για τη συμμετοχή
μας την είχε κάνει ο Τόνι Σπιτέρης. Ήταν ενδιαφέρον άνθρωπος, που ήξερε κόσμο, γιατί έμενε τότε
στη Βενετία με τη γυναίκα του. Καταλήξαμε σε δυο
έργα μου, στο «Λειτουργία Α’» και στο «Άλογα της
Έγκωμης». ∆εν θυμάμαι τον Χρυσοχό, δεν θυμάμαι
τον Βότση. Θυμάμαι τον Γιώργο Κυριάκου και τον
Χριστόφορο Σάββα. Ήταν λίγο πριν πεθάνει και είχε
έναν απαίσιο βήχα το βράδυ.
Για τη δουλειά του είχε ενδιαφερθεί θυμάμαι ο Ιόλας, ο οποίος μας είχε προσκαλέσει στο πάρτι του
σε μια παραδοσιακή έπαυλη. Ήταν άνθρωπος που
του άρεσε να περιστοιχίζεται από διάφορους τύπους
κι απ’ το χώρο της τέχνης κι από τη μόδα. Ήταν σε
κάτι τέτοια πάρτι που γίνονταν και τα διάφορα παζαράκια, οι μεγάλες αγοραπωλησίες της εποχής. Σ’
ένα τέτοιο γεγονός είχα γνωρίσει θυμάμαι και την
Bridget Riley, τη Βρετανίδα ζωγράφο η οποία είχε
πάρει εκείνη τη χρονιά το μεγάλο βραβείο της Βενετίας. Η γνωριμία έγινε μέσω μιας κοπέλας με την
οποία έτυχε να συνδεθώ και γνώριζε πολύ καλά μια
γνωστή ιστορικό τέχνης, που μας έφερε τελικά σ’
επαφή με άλλους καλλιτέχνες. Αυτή ήταν μια απ’
τις πιο ευχάριστες αναμνήσεις που κράτησα απ’ τη
συμμετοχή μας, όπως και το ότι ο διευθυντής του
Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης του Τέλ Αβίβ είχε δείξει ενδιαφέρον ν’ αγοράσει έναν απ’ τους πίνακές
μου. ∆εν τα βρήκαμε όμως στην τιμή και η συμφωνία χάλασε. Κατά τ’ άλλα, δεινοπαθήσαμε αντί να
χαρούμε τη συμμετοχή μας. Ήταν μια εποχή κατά
την οποία επικρατούσε η εντύπωση ότι για να αποδείξουμε ότι υπάρχει ζωγραφική και στην Κύπρο, η
εκπροσώπηση γινόταν από πολλούς καλλιτέχνες.
Βλακώδεις αντιλήψεις, που δούλευαν κατά της σωστής παρουσίασης της δουλειάς μας. Όσο για τον εκθεσιακό χώρο, ήταν μια αχανής αίθουσα χωρισμένη
με πάνελ. Μας είχαν καταχωρήσει στη σαβούρα της
γης, δίπλα από άλλα υπανάπτυκτα κράτη. Κάποιος
έπρεπε να επιμένει για να μας βρει. Και γιατί να το
κάνει, άλλωστε, τη στιγμή που υπήρχαν οι γίγαντες
στα οργανωμένα περίπτερα; Έκτοτε, έχω εκπροσωπήσει την Κύπρο σε εξίσου σημαντικά εικαστικά
γεγονότα, ευτυχώς με καλύτερες συνθήκες για τις
οποίες φυσικά παλέψαμε για να πετύχουμε».
γιώργος σκοτεινός
1986 ΜΑΡΙΑ ΛΟΪΖΙΔΟΥ
Επιδιορθωτικές χειρονομίες, η πορεία μίας βελόνας. Σημεία διήγησης μίας μοναδικής εμπειρίας
Η βελόνα καταθέτει τα σημάδια της με τρόπο ορατό και η αναίρεσή τους
δεν είναι ποτέ κατορθωτή. L. B
Το τηλέφωνο χτύπησε στο εργαστήριο Raoul de Ricci, της Cité des
Arts, στο Παρίσι. Στη γραμμή ήταν η κ. Ελένη Νικήτα, λειτουργός
της Μορφωτικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Παιδείας, η οποία με
ενημέρωσε ότι το τηλεφώνημά μας ήταν σε ανοικτή ακρόαση επιτροπής, που θα αποφάσιζε για την επιλογή του καλλιτέχνη, που θα
αντιπροσώπευε την Κύπρο στην Μπιενάλε Βενετίας. Στη συνέχεια
μου ζήτησε να περιγράψω τη δουλειά που επεξεργαζόμουν εκείνη
την περίοδο.
Σύντομα, μου ανακοινώθηκε ότι θα έπρεπε να ετοιμαστώ για το μεγάλο γεγονός.
Βρισκόμουν με υποτροφία του γαλλικού κράτους, Prix de Paris1981,
της Fondation de France 1982 και του Ιδρύματος Λεβέντη 1982-84,
στη Cité des Arts, στο κέντρο του Παρισιού, με εκθέσεις μεταξύ
άλλων, στο Musée d’ Art Modern de Paris, “Papier” 1982 και στην
Conciergerie de Paris με την έκθεση “Une légèreté monumentale
1986”. Η Μπιενάλε της Βενετίας δεν με τρόμαξε, αλλά με έφερε
σε εγρήγορση απέναντι στον επαναπροσδιορισμό της σημασίας της
δουλειάς που είχε αρχίσει.
«Ο μύθος της Αριάδνης σε τρεις πράξεις», ήταν το θέμα μου. Μια
εγκατάσταση στο χώρο, με βιντεο-προβολές, νέο εικαστικό μέσο
έκφρασης. Οι εύθραυστες επιφάνειες του μεταξωτού χαρτιού επέτρεπαν την κατασκευή ενός Λαβύρινθου 6 τ.μ., αναφορά στο Πάρκο
Σύγχρονης Τέχνης στην τάφρο της Λευκωσίας, 1984. Η φιγούρα της
Αριάδνης, περιγραφή της αγωνίας μιας αναμονής, αποδόθηκε με
μεγάλη αγάπη στο video από τους Μιχάλη Γεωργιάδη και Άντη Ροδίτη, νεοσύστατη ομάδα παραγωγής ταινιών.
Η πρόταση προγραμματιζόταν για μια έκθεση στο χώρο του Γαλλικού Μορφωτικού Κέντρου, για το Μάιο του 1986 όπως και πραγματοποιήθηκε. Ο διευθυντής του Κέντρου Y. Duverger, βοήθησε
με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην πραγματοποίησή της, τόσο
στην Κύπρο, όσο και στη Βενετία και επέτρεψε τον δανεισμό όλης
της ηλεκτρονικής υποδομής που αποτελούσε και το πιο δαπανηρό κομμάτι της παρουσίασης. Το πέρασμα αυτό ήταν καθοριστικό.
Λύσαμε τα προβλήματα της εγκατάστασης, φωτογραφήθηκε για
τον κατάλογο και οι φίλοι που την αγάπησαν βοήθησαν για να είναι
κατορθωτή η παρουσίαση της Κύπρου στην Μπιενάλε Βενετίας.
Η Έφη Στρούζα έγραψε αφιλοκερδώς το κείμενο του καταλόγου,
ο ∆ημητράκης Πιερίδης χορήγησε τον κατάλογο αντί του ποσού
των 250 λιρών, ο Άκης Χαραλάμπους, μέσω του Νίκου Κουρούσιη,
φρόντισε την εξασφάλιση της πώλησης έργων που με το αντίστοιχο ποσό των 450 λιρών αγοράστηκαν οι τηλεοράσεις. Τα έξοδα
της εγκατάστασης και των αναγκών στη Βενετία ήταν δικά μου. Η
Ελένη Νικήτα συνόδευσε μεταφορικά και κυριολεκτικά το φορτίο
και πραγματικά πάλεψε για να αντεπεξέλθουμε στην αποδοχή και
συνέχιση της ένταξης της άπειρης και άγνωστης νήσου, στη διεθνή
σκηνή τέχνης. Η ευθύνη της και η δική μου ήταν μεγάλη.
Στη Βενετία φιλοξενήθηκα στο Βυζαντινό Ινστιτούτο όπου τόσο οι
ερευνητές που διέμεναν εκεί όσο και ο κύριος Μυσσίνης, διευθυντής του Ινστιτούτου, υπήρξαν για μένα μια μεγάλη συντροφιά, την
περίοδο της φοβερά δύσκολης εμπειρίας. Βοηθητική στήριξη είχαμε επίσης από τον Κώστα Καλκώτα, καλλιτέχνη που ζούσε εκεί.
Η εγκατάσταση έγινε στην Arsenal, σε ένα μεγάλο επιβλητικό
χώρο, με ύψος 18 μέτρα και μήκος μερικά χιλιόμετρα. Καταφέραμε να είμαστε έτοιμοι στην ώρα μας, στις 4 το απόγευμα, ημέρα
Παρασκευή, χωρίς δικά μας εγκαίνια, με μεγάλη επισκεψιμότητα
και ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τους Γάλλους θεωρητικούς που με
θεωρούσαν «δικό τους παιδί» και κάποιους συγκινημένους Έλληνες. Θυμάμαι τον Αλέξανδρο Ιόλα και τα επιφωνήματα της Έπης
Πρωτονοτάριου, έπειτα γκαλερίστας μου στην Αθήνα, να μαζεύουν
κόσμο και η προσοχή τους να καθορίζει την εγκατάσταση.
Έμεινα στο χώρο αρκετές μέρες, επισκέφτηκα τις άλλες δουλειές,
τοποθετήθηκα μεταξύ τους, προσπάθησα να καταλάβω τι κατασκεύασα και διαπίστωσα πως η μοναξιά μου έμοιαζε με τη μοναξιά
όλων των άλλων ανθρώπων γύρω μου που βρίσκονταν στο τέλος
του μεγάλου πυρετού που χαρακτηρίζει κάθε εγκαίνια Μπιενάλε.
Σήμερα διαπιστώνω πως η προσέγγιση της πορείας μιας δουλειάς ως καταγραφή, επιχειρεί να αφήσει τα πράγματα καθαρά,
σαφή μέσα στην ανάλυσή τους και εύχεται να αποτυπώνει σωστά
μια συνέχεια. Κατατίθεται σαν τέτοια μόνο μέσα από την πολλαπλή συσχέτιση πραγμάτων με ακρίβεια, όπου το αποτέλεσμα της
χειρονομίας προσφέρει όλες τις δυνατότητες κατανόησης. ∆εν
πρόκειται για μια αφήγηση του παρελθόντος χρόνου, αλλά μια νέα
χειρονομία που ακολουθεί την πορεία της συντομίας του χρόνου
και την αντιλαμβάνεται ως μοναδική. Για την ιστορία της Κύπρου
αυτό το κομμάτι της πολλαπλής αφήγησης των συμμετοχών στις
Μπιενάλε Βενετίας, σε μια περίοδο που η ιστορία μας γενικότερα
συνθλίβεται από τις απόπειρες πολιτικής αφήγησης, που όλος ο
πολιτισμός μας πέρασε ατυχώς μπροστά από τα μάτια μας, τούτες
τις μέρες των εορτασμών των 50χρονων και η τέχνη χρησίμευσε ως
διάκοσμος στις κοσμικές μας εξορμήσεις και φόντο στους πολιτικούς λόγους προέδρων, ίσως μας παρέχει μια μοναδική ευκαιρία,
να αντιληφθούμε καθαρά, τι συνέβη στο διάστημα ενός σύντομου
χρόνου. Και η αφήγηση αυτή αν επιτέλους γίνει αληθινά, να ανανεώσει μια υπόσχεση που η ίδια η ζωή δίνει στον άνθρωπο και είναι
αυτή της τέχνης.
1988
ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΚΡΙΔΗΣ
Ούτε και γω ξέρω γιατί επέβαλα πρόταση να πάω στην
Μπιενάλε. Ήμουν σε μια περίεργη φάση τότε. Έλειπα
πολλά χρόνια από την Κύπρο, ήμουν συγχυσμένος, ένιωθα την ανάγκη, βλακωδώς, να αποδείξω ότι ανήκω εδώ…
Κάπως έτσι. Τελικά με επέλεξαν. Έστειλα το έργο μου, το
οποίο δεν είχα κάνει ειδικά για την Μπιενάλε, ήταν ήδη
μέρος της δουλειάς μου, με τη Μαρία Λοϊζίδου. Εκείνη
βασικά το έστησε εκεί, εγώ δεν παρευρέθηκα καν, ούτε
στα εγκαίνια, ούτε και τους υπόλοιπους μήνες της έκθεσης. Ξέρω ότι σου φαίνεται περίεργο, αλλά έτσι είμαι,
δεν συμπαθώ πολύ τα ταξίδια, δεν μου χαρίζουν καμία
έκπληξη και ούτε επιθυμούσα να ζήσω από κοντά εκείνη
την εμπειρία. Βεβαίως και γνώριζα για τη σημαντικότητα
της Μπιενάλε. Τότε ήταν η μόνη διεθνής έκθεση που γινόταν και ήταν ο μόνος τρόπος να δεις τι είχε να επιδείξει
η μοντέρνα τέχνη. ∆εν υπήρχε καν Ίντερνετ εκείνη την
εποχή, δεν είναι όπως τώρα που ξέρεις ανά πάσα στιγμή τι συμβαίνει στον κόσμο. Στην Μπιενάλε Βενετίας είχαν διακριθεί σπουδαίοι καλλιτέχνες, όπως ο Τζακομέτι
που είχε κερδίσει, νομίζω, το μεγάλο βραβείο ή όπως ο
Μαρίνο Μαρίνι. Όλοι αυτοί οι Ιταλοί…Τώρα δεν είμαι σίγουρος τι γίνεται…Έτσι που λες. Αυτή ήταν η σχέση μου
με την Μπιενάλε όταν εκπροσώπησα την Κύπρο. Ούτε
παρευρέθηκα, ούτε φωτογραφίες έχω. Το μόνο που είχα
-και τώρα πια το έχασα και αυτό- ήταν ένα απόκομμα από
την εφημερίδα Κοριέρα Ντε λα Σέρρα, στην οποία είχαν
γραφτεί θετικά σχόλια για το έργο μου, συγκεκριμένα είχαν γράψει πως είχε πολύ ενδιαφέρον η κυπριακή συμμετοχή.
∆εν διαφωνώ πως έχει ενδιαφέρον να συμμετέχει η Κύπρος στην Μπιενάλε Βενετίας, απλά με προβληματίζει
αν υπάρχει τελικά κάποιο κέρδος για τον καλλιτέχνη. Γίνεται κάτι ή απλά σου μένει ένας κατάλογος (και αν σου
μείνει) και μια χρήση τοπική ότι δηλαδή πήγε ο τάδε ή ο
δείνα στη Βενετία; Ίσως να ακούγομαι λίγο απαισιόδοξος,
ίσως μάλιστα να αδικώ άλλους με αυτά τα ερωτήματα που
θέτω, αλλά η αλήθεια είναι πως πιστεύω ότι δεν υπάρχει
κρατική υποδομή, η οποία να στηρίζει τέτοιες εκπροσωπήσεις. Είναι διαφορετικό να πολεμάς και να τρέχεις για
ένα χρονικό διάστημα και είναι διαφορετικό να χτίζεις
για χρόνια μια υποδομή που να μπορεί να στηρίξει τον
καλλιτέχνη. Όπως εμείς παράγουμε από τα τριάντα μας
χρόνια μέχρι να πεθάνουμε, την ίδια πορεία πρέπει να
ακολουθεί και το κράτος που πραγματικά ενδιαφέρεται
για την τέχνη. Το κράτος βέβαια ουδέποτε βοήθησε την
τέχνη. Έρχεται πάντα εκ των υστέρων. Μπορεί όμως ο
Βαν Κονγκ να πέθανε στην ψάθα, αλλά ήξερε υποσυνείδητα ότι ζούσε σε ένα σύστημα συγκροτημένο, το οποίο
κάποια στιγμή θα έφερνε ένα αποτέλεσμα έστω και μετά
το θάνατό του. Εμείς είμαστε ακόμα στην εποχή του πλιθαριού. Ξέρουμε ότι το πιο πιθανόν είναι τα έργα μας να
«ψοφήσουν» μόνα τους. Είναι πολλές φορές που σκέφτομαι να χαρίσω τα έργα μου για να μην βρεθούν από δω και
από κει. Είναι λίγο σαθρά τα πράγματα, αυτό λέω. Σκέψου μόνο ότι τα έργα των καλλιτεχνών που εκπροσώπησαν την Κύπρο στην Μπιενάλε, άλλα διαλύθηκαν, άλλα
πετάχτηκαν, άλλα τα χάρισαν οι ίδιοι και λίγα αγοράστηκαν από το κράτος. Ακούγομαι θλιμμένος και θυμωμένος
αλλά δεν είμαι. Μια θλίψη κατά βάθος την έχω αλλά την
ξεπερνώ. Η Μπιενάλε Βενετίας θεωρώ ότι αξίζει για κάποιο Κύπριο καλλιτέχνη που θέλει και έχει τις αντοχές να
κάνει καριέρα στο εξωτερικό, ίσως, εκεί, να του ανοιχτούν
κάποιες πόρτες. Εμένα δεν με ενδιέφερε ποτέ η καριέρα
στο εξωτερικό. Παλιά όταν ζούσα στην Αθήνα μου είχε γίνει πρόταση από την γκαλερί Μπερνιέρ -πολύ σπουδαία
γκαλερί- και αρνήθηκα γιατί έπρεπε να αλλάξω ολη μου
τη φυσιολογία για να σκεφτώ ότι θα κυνηγήσω το παγκόσμιο. Κι αυτό μπορείς να το εκλάβεις σαν ένα είδος αναπηρίας αλλά έτσι είναι η ιδιοσυγκρασία μου. Μπορεί, λοιπόν, κάποιος που τον ενδιαφέρει το εξωτερικό να κάνει
χρήση της Μπιενάλε στο βιογραφικό του, δεν αντιλέγω.
Αν το δεις όμως πιο βαθιά, όλη η διαδικασία της εκπροσώπησης κ.τλ. είναι ένα ψέμα. Είναι μια εικόνα. ∆εν είναι
η ουσία. Γιατί όπως σου είπα και πριν δεν υπάρχει κρατική υποδομή να την υποστηρίξει. Και δεν το λέω με παράπονο γιατί αν θέλεις εγώ υπήρξα το αγαπημένο παιδί
του Υπουργείου Πολιτισμού. Η κρατική πινακοθήκη έχει
πολλά έργα δικά μου και ουδέποτε είχα πρόβλημα ότι δεν
με αναγνώρισαν κ.τλ. Άρα δεν είναι το παράπονο του αδικημένου που εκφράζω. Είναι την πραγματικότητα.
1990
ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΟΥΣΙΗΣ
Στα στενά της Βενετίας ο Τζεφ Κουνς περπατάει κρατώντας
αγκαζέ την -τότε- αρραβωνιαστικιά του, τη διάσημη Τσιτσιολίνα και πίσω τους ένα μπουλούκι από δημοσιογράφους, φωτογράφους και κινηματογραφιστές, απαθανατίζει το κάθε τους
βήμα. Ήδη τα έργα του νεαρού καλλιτέχνη έχουν αναστατώσει
την Μπιενάλε εκείνης της χρονιάς, αφού οι μεγάλες digital φωτογραφίες που επέλεξε να παρουσιάσει στην Arsenale, απεικόνιζαν ερωτικές στιγμές του ίδιου με την Τσιτσιολίνα. Όπως και
να ’χει ο Κουνς είναι ο σταρ που χρειάζεται κάθε φορά η Μπιενάλε Βενετίας, για να αποκτήσει το γκλάμουρ που της αρμόζει.
Και αυτή είναι μια από τις πολλές εικόνες που ακόμα κρατάει
στη μνήμη του ο Νίκος Κουρούσιης, όταν περιγράφει σήμερα
τις εμπειρίες του από την συμμετοχή του στην Μπιενάλε Βενετίας του 1990.
«Εμείς τότε, σαν Κύπρος, είχαμε στη διάθεσή μας ένα πολύ
μικρό χώρο στο περίπτερο της Ιταλίας. Σαν χώρος δεν ήταν
άσχημος, ήταν ωστόσο προβληματικός γιατί από κάπου κατάφερναν να μπούνε τα περιστέρια με αποτέλεσμα να αφήνουν
πάνω στο έργο μου τις κουτσουλιές τους. Μην εκπλήσσεσαι.
Τότε ήταν πρωτόγονες καταστάσεις, ειδικά για τους Κύπριους
καλλιτέχνες. Το Υπουργείο σε επέλεγε και από κει και πέρα δεν
υπήρχε καμία άλλη βοήθεια. ∆εν είναι όπως σήμερα όπου έχει
αναβαθμιστεί η εκπροσώπησή μας και το Υπουργείο στηρίζει
οικονομικά τον καλλιτέχνη που συμμετέχει. Τότε θυμάμαι, μόνος μου καθάριζα το χώρο, σκούπιζα τα σκατά των περιστεριών,
μόνος μου εγκατέστησα το έργο με δεκάδες δυσκολίες και τέλος το αποκορύφωμα όταν πήγα μετά από μήνες για να το παραλάβω, είχε κλαπεί ένα μέρος του, η τηλεόραση και το βίντεο.
Επιμελητής δεν υπήρχε, ήταν η Ελένη Νικήτα εκ μέρους του
Υπουργείου, η οποία έκανε τεράστιες προσπάθειες στα χρόνια
για να αναβαθμιστεί η συμμετοχή μας. Μέναμε -θυμάμαι- στο
Κέντρο Βυζαντινών Σπουδών, εκεί μας φιλοξενούσαν, ούτε ξενοδοχείο, ούτε τίποτα, ήμουν εγώ και ο Θεόδουλος Γρηγορίου
ο οποίους συμμετείχε στους νέους καλλιτέχνες στην Arsenale,
και κάποια στιγμή, μάλιστα, είχε έρθει ο συγγραφέας Αντώνης
Σαμαράκης με τη γυναίκα του και λόγω έλλειψης δωματίων μας
έβγαλαν εμάς από τα δικά μας για να τα δώσουν στο ζεύγος.
Μας έβαλαν σε ένα άλλο πιο μικρό δωμάτιο όπου δεν υπήρχαν
κρεβάτια αλλά μόνο στρώματα στο πάτωμα. Τέτοιες συνθήκες
σου λέω. Όταν σε επέλεγαν τότε για να εκπροσωπήσεις την Κύπρο σου έκοβαν το εισητήριο και μετά έπρεπε εσύ να κόψεις
το λαιμό σου για όλα τα υπόλοιπα… Η αρχική μου ιδέα για το
έργο που ήθελα να παρουσιάσω, δεν μπορούσε καν να υλοποιηθεί γιατί δεν μου έδιναν τα χρήματα να το κατασκευάσω. Ποια
ήταν η αρχική ιδέα; Ήθελα να φτιάξω πέντε μεγάλες βάρκες οι
οποίες θα ήταν επενδυμένες με υλικό από τα ιταλικά και κυπριακά έντυπα, θα τις ταξίδευα στο Grand Canal, θα κατέγραφα με βίντεο τη διαδρομή τους μέχρι το Giardini και μέσα στο
χώρο του περιπτέρου θα προέβαλλα το συγκεκριμένο βίντεο.
Μέσα από αυτό το έργο ήθελα να εστιάσω στη σχέση Κύπρου
- Βενετίας και ιδιαίτερα μέσα από το στοιχείο της θάλασσας.
Ήταν μια πρωτοποριακή ιδέα γιατί έβγαζε το έργο έξω από το
χώρο του περιπτέρου και το ταξίδευε σε ολόκληρη την πόλη.
Το Υπουργείο όμως μου είπε ότι δεν διαθέτει χρήματα για να
μπορέσω να υλοποιήσω αυτήν την ιδέα και έτσι αναγκάστηκα
να κάνω συμβιβασμό στην εικαστική μου πρόταση. Βιντεογράφησα, λοιπόν, 12 σημεία της θάλασσας από την Ακτή του Κυβερνήτη στην Κύπρο, σε διαφορετικές ώρες και με διαφορετικό
ήχο και σε ένα από τα 12 έργα που κρέμασα στο τοίχο -και τα
οποία είχαν την εννοιολογική διάσταση μιας Οδύσσειας- είχα
βάλει αυτό το στοιχείο της θάλασσας, με το βίντεο. Το όλο έργο
αφορούσε στην επικοινωνία μεταξύ Κύπρου και Βενετίας μέσα
από τη θάλασσα και τη σχέση μεταξύ των δύο χωρών. Ξέρεις
ότι πολλές βενετσιάνικες λέξεις είναι ίδιες με τις δικές μας;
Ούτε και γω το ήξερα, το συνειδητοποίησα εκεί όταν έστηνα το
έργο και έψαχνα με μανία ένα κατσαβίδι. Ήταν μερικοί Ιταλοί
τεχνικοί πιο δίπλα, πήγα τους ζήτησα κατσαβίδι στα αγγλικά
αλλά δεν καταλάβαιναν τίποτα και όταν αργότερα ήρθε η Ελένη Νικήτα και διαπίστωσε πως ακόμα δεν είχα εγκαταστήσει
το έργο, της είπα «μα δεν μπορώ να βρω με τίποτα κατσαβίδι».
Το άκουσε ένας Ιταλός τεχνικός και ήρθε γεμάτος ενθουσιασμό
φωνάζοντας «κατσαβίδα, κατσαβίδα», και μου έδωσε το εργαλείο. Από κείνη την μέρα χαριτολογώντας έλεγα πως στη Βενετία εγώ θα μιλώ κυπριακά και όλοι θα με καταλαβαίνουν. Η
Βενετία μου αρέσει πάρα πολύ. Έχω πάει 30 φορές μέχρι τώρα,
την νιώθω σαν δεύτερή μου πόλη, είναι το στοιχείο του νερού
που λατρεύω, είναι η ηρεμία της, είναι μαγική…
Εκείνη τη χρονιά, είχε κάνει αίσθηση το έργο του Ανίς Καπούρ,
ο οποίος πήρε και το πρώτο βραβείο ως νέος γλύπτης. Επίσης
το αμερικάνικο περίπτερο με την Τζένη Χόλτζερ ήταν καταπληκτικό. ∆ίπλα στο χώρο όπου βρισκόμουν εγώ ήταν το τουρκικό
περίπτερο, ήταν μάλιστα η πρώτη χρονιά που ελάμβανε μέρος
η Τουρκία στην Μπιενάλε. Η επιμελήτρια της Τουρκίας, είχε
διοργανώσει, θυμάμαι, ένα κοκτέιλ και με κάλεσε και μένα, είχα
ξαφνιαστεί όταν πήγα και είδα πόσο κόσμο μάζεψε. Εγω δεν
είχα κανένα μέσο να προβάλω το έργο μου. Παρότι μου είχαν
πάρει πολλές συνεντεύξεις από γιαπωνέζικα, ισπανικά, ιταλικά και αγγλικά έντυπα, δεν κατάφερα να βρω καμία από αυτές
τις δημοσιεύσεις. Το μόνο περιοδικό που σώθηκε και στο οποίο
υπήρχε αναφορά στην κυπριακή συμμετοχή ήταν το L’arca,
ένα αρχιτεκτονικό περιοδικό, όπου έγραψαν την εξής φράση:
«a great suprice from the Cyprus participation». Το έργο είχε
πολύ καλή ανταπόκριση και στον κόσμο και στον Τύπο, αλλά
όταν δεν υπάρχει ένας επιμελητής, ο οποίος να έχει κάποιες
προσβάσεις και να το προωθήσει δεν υπάρχουν και πολλά που
μπορούν να γίνουν. Ήταν ωστόσο μια πολύ χρήσιμη εμπειρία
για μένα, σε προσωπικό κυρίως επίπεδο. Με βοήθησε να συνειδητοποιήσω ότι το έργο μου μπορεί και στέκει σε μια διεθνή
εικαστική έκθεση και μου έδωσε αυτοπεποίθηση και κίνητρο να
επαναπροσδιορίσω την αξία της καλλιτεχνικής μου έκφρασης.
Κι αυτό όπως καταλαβαίνεις ήταν πολύ σημαντικό. Πέρα από
αυτό όμως τίποτα. Επέστρεψα πίσω και κανείς δεν ασχολήθηκε
ούτε αν πήγε καλά η συμμετοχή, ούτε τι ανταπόκριση είχε. Ένα
μέρος του έργου το αγόρασε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.
Από το υπόλοιπο ένα μέρος, όπως σου είπα, είχε κλαπεί και το
άλλο είχε καταστραφεί από τις κουτσουλιές των περιστεριών.
Έτσι τώρα, στην έκθεση που θα γίνει στο ∆ημοτικό Κέντρο Τεχνών θα παρουσιάσω ένα μέρος της αρχικής μου ιδέας. Γι’ αυτό
και αναχωρώ σε λίγες μέρες για τη Βενετία όπου θα βιντεογραφήσω μια διαδρομή στο Grand Canal, εκείνη που θα έκαναν οι
βάρκες τις οποίες είχα σκοπό να κατασκευάσω.
1990
ΘΕΟΔΟΥΛΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
Έχει να το λέει μέχρι σήμερα. Έτυχε να βρεθεί σε μια παρέα με τον Τζεφ Κουνς,
ένα απόγευμα που πίνανε καφέ στη Βενετία και κάποιος τον ρώτησε για τον
προϋπολογισμό του, «έχω 800 χιλιάδες δολάρια» απάντησε… «Είχα για προϋπολογισμό 800 λίρες…» λέει σήμερα και συνεχίζει: « Ήταν μια περίοδος που η
συμμετοχή σε μια έκθεση δεν εθεωρείτο εθνική υπόθεση. Επικρατούσε η άποψη, πως έκανες προβολή του εαυτού σου και του προϊόντος σου κι αυτό ήταν
αρκετό. Σου χάριζαν τα 15 λεπτά δημοσιότητας… Και τα έζησα! Είχα την τύχη
να εκθέσω στο Arsenale στη Venice Aperto. Όταν άνοιξε ήταν το κέντρο του
κόσμου για ένα τέταρτο της ώρας, μια εμπειρία καταπληκτική. Ήταν η πρώτη
συμμετοχή μου στην Μπιενάλε και εξαιρετικά σημαντική. Η δεύτερη, εφτά
χρόνια αργότερα, ήταν μια ομαδική κυπριακή συμμετοχή. Οι δυο εμπειρίες
έχουν μεγάλη διαφορά για το πώς λειτουργεί να εκπροσωπείς τη χώρα σου και
το πώς λειτουργεί να είσαι μέρος μιας έκθεσης της Μπιενάλε. H συμμετοχή
στο Aperto ήταν πολύ πιο σημαντική και ουσιαστική. Υπήρχε μια φρεσκάδα σ’
αυτή την έκθεση αφού παρουσίαζαν έργα τους καλλιτέχνες κάτω των 35 ετών
μετά από πρόσκληση του διευθυντή της Μπιενάλε. Κι επειδή η γλώσσα της
τέχνης προέρχεται πάντα από νέους ανθρώπους -οι παλαιότεροι την ωριμάζουν- ο κόσμος της τέχνης έστρεψε την προσοχή του εκεί.
H συμμετοχή αυτή στο Aperto λοιπόν, ήταν μια εξαιρετική εμπειρία-ορόσημο
γιατί απ’ εκεί ξεκίνησε η πορεία μου στο διεθνή χώρο. Σημασία δεν έχει να
συμμετέχεις σε μια τέτοια διοργάνωση. Σημασία έχει να υπάρχει συνέχεια.
Το επόμενο βήμα δηλαδή. Αυτό θα όριζα και ως επιτυχία. Γιατί τα πολλά λόγια κι ο ενθουσιασμός που υπάρχει στο χώρο της τέχνης μπορεί να εξαφανιστούν όταν τα φώτα σβήσουν. Για μένα λοιπόν το βήμα αυτό έγινε. Είχα μια
πρόσκληση από το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης της Τουλούζης, το οποίο σε
μια έκταση 1000 τετραγωνικών μέτρων παρουσίασε το έργο της Μπιενάλε. Κι
αυτό ήταν η αρχή…
Θυμάμαι πως έφτασα στη Βενετία 20 μέρες πριν τα εγκαίνια γιατί το έργο
προϋπόθετε χρονοβόρο στήσιμο. Και ήταν η πρώτη φορά που είχα βοηθούς
για να στηθεί το έργο, κάτι που μέχρι τότε έκανα μόνος μου. Είναι βέβαια
παρένθεση το γεγονός αυτό στην περίπτωση της εξέλιξης της δουλειάς, αφού
θυσιάζεις τα πάντα για να κάνεις κάτι όπως το φαντάστηκες κι όπως το ονειρεύτηκες… Το έργο λοιπόν ήταν ένας αρνητικός όγκος η σημασία του οποίου
υπήρχε στην εσωτερική του πλευρά. Στηρίχτηκα στα εσωτερικά στοιχεία του
ανθρώπου τα οποία είναι κρυφά, πολύπλοκα και δυσανάγνωστα.
Οι αντιδράσεις; Πολύ καλές. Τόσο, που ο ημερήσιος Τύπος, μεγάλες εφημερίδες όπως η La Repubblica και η La Stampa είχαν καταγράψει και το δικό μου
έργο.
Τότε είχε μεγάλο ενδιαφέρον ένα και μόνο πάρτι. Αυτό στο Guggenheim. Όταν
διαβάζω γι’ αυτά που γίνονται τώρα γελάω. Τώρα τα πάρτι έχουν γίνει πανηγύρι. Τότε τα πάρτι ήταν πάρτι. Σ’ αυτό λοιπόν οι συλλέκτες έκοβαν κι έραβαν.
Εκεί ψηνόταν όλη η ιστορία της Μπιενάλε. Μόλις τελείωνε έπιανες στον αέρα
τον απόηχό της κι αμέσως μετά υπήρχε μια κινητικότητα για να αγοραστούν
έργα καλλιτεχνών που θεωρούσαν πως θα πάνε καλά. Τώρα γίνονται μικρά
πάρτι που είναι περισσότερο για διασκέδαση. Τελευταίως παρευρέθηκα σ’
ένα απ’ αυτά. Περάσαμε καλά αλλά δεν ήταν επί της ουσίας.
Πίσω σ’ εκείνη τη συμμετοχή λοιπόν, ομολογώ πως έζησα καταπληκτικές
στιγμές αλλά ένιωθα και πολύ μόνος. Ουσιαστικά ήμουν μόνος στα πάντα,
την παραγωγή, την υποστήριξη, το στήσιμο… ∆εν είναι πως έχω την ανάγκη
να έχω κόσμο γύρω μου, αλλά είναι μια στιγμή που θες να μοιραστείς τη χαρά
και δεν έχεις κανένα, αισθάνεσαι πως υπάρχει η στέρηση του τόπου σου. Το
αίσθημα αυτό το κουβαλούσα μέχρι την επιστροφή. Ήταν αρχές Ιουλίου μια
Κυριακή 5 το απόγευμα, όταν προσγειωθήκαμε. Όταν κατέβαινα απ’ τη σκάλα
του αεροπλάνου στη Λάρνακα φυσούσε πολύ ζεστός αέρας, θα ’ταν φαίνεται
καύσωνας. «Καήκανε τα φτερά μου.…» είπα τότε…
Ευτυχώς το κράτος σήμερα στηρίζει τον καλλιτέχνη που επιλέγει να εκπροσωπήσει την Κύπρο. Αν βρισκόταν κι ένας καταλληλότερος χώρος –σε μια πιο
ιδανική τοποθεσία- για την παρουσίαση των έργων θα ’ταν ακόμη καλύτερα».
1993 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΦΗΚΑΣ
Πώς βίωσα αυτήν την εμπειρία; Εδώ παρεμβαίνει ο χρόνος, ένας
ζωντανός καταλύτης 17 χρόνων που αλλοιώνει τα πάντα, όμως
αναλογικά σκεφτόμενος θα πω πως για μένα κάθε εμπειρία παίζει
αναμορφωτικό ρόλο στη διαμόρφωση της σκέψης και των συναισθημάτων που κυβερνούν την εικαστική λειτουργία και πράξη. Σε
τέτοιες διεθνείς εκθέσεις υπάρχει πάντα πληθώρα πολλών καλών
έργων και ο διαλογισμός με τα έργα αυτά σε βοηθά να αναγνωρίσεις τον εαυτό σου. Με κάλεσαν τελευταία στιγμή στην έκθεση
της Μπιενάλε, έτσι δεν είχα καιρό να ετοιμάσω σκεπτικό. Έδειξα
τα έργα που δούλευα τότε. Η σκηνοθεσία του χώρου της έκθεσης
οφείλεται στη Νίκη Λιοδάκη, που είναι εικαστικός και της οποίας
το έργο θαυμάζω πολύ. Τα έργα που δημιούργησα τότε ήταν -όπως
τα ανέγνωσε η Νίκη Λιοδάκη- Ιδεογράμματα που έφεραν την ανάσα και τη γεύση των αποσταγμάτων της μνήμης από την παιδική
μου ηλικία όταν έφυγα από την Κύπρο και δεν επέστρεψα ποτέ.
Το απόσταγμα της πνοής της συμπυκνωμένης αυτής μνήμης της
μικρής μου πατρίδας, οι συγκυρίες το έφεραν να γίνει αντικείμενο
συνδιαλλαγής με την πολυεθνική κοινότητα στην Μπιενάλε Βενετίας. Για είσοδο τοποθετήθηκε το έργο «Λευκός χώρος» όπου
έμπαινε ο θεατής ανάμεσα από μια στήλη κίτρινη και μια γαλάζια,
σύμβολα του φωτός και της απέραντης θάλασσας. Τα έργα τοποθετήθηκαν στους μικρούς χώρους για να δημιουργήσουν την αίσθηση
της ανάμνησης του τόπου που ενέπνευσαν τις πρωταρχικές εμπειρίες. ∆εξιά από την είσοδο το έργο «Τόπος» με τους δύο αυλούς,
σιωπηλούς παραστάτες που ηχούν, αντί νότες, κάθετες παύλες,
στιγμές περαστικές μέσα στο Χρόνο. Απέναντι, πάνω από την
οπτική μου οριζοντιότητα, αναρτήθηκε το έργο «Υδάτινη κάθετος»
με τις υδρορροές που περίμεναν την πολυπόθητη μπόρα, είχαν
για σκιά, ζωγραφισμένη στο διαχωριστικό το γαλάζιο χρώμα του
ουρανού. ∆υο σκαλάκια πιο κάτω έπεφτες μέσα στην υποδεχτική
αγκαλιά του έργου «Homage to Niki» που η παρουσία του γεννιέται μετά από χειρονομίες μου στο χώρο όπου, συναρμολογώντας
συρμάτινες γραμμές, φτιάχνω στα μέτρα μου κύκλους στο κενό,
μαγνητίζοντας τις σκιές στο διπολικό κέντρο. Βγαίνοντας περνάς
ανάμεσα στα έργα «Ενέργεια-8» και «Λάβαρο κενού» που διαπραγματεύονται την αίσθηση της ενέργειας που προκύπτει από την
αλληλουχία υλικής υπόστασης, συμβόλου και κενού.
Τι σήμαινε αυτή η συμμετοχή; Για τον κάθε καλλιτέχνη η συμμετοχή του σημαίνει διαφορετικά. Για μένα ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία να συνεχίσω την ανάγνωση νέων τάσεων της γλώσσας της
τέχνης. Ήταν βέβαια σημαντικό ότι το 75% των επισκεπτών του
περίπτερου μας που εκφραζόντουσαν, έλεγαν με ένα στόμα «ήρεμη, φωτεινή όαση»
Μια Μπιενάλε Βενετίας, μπορεί να προσφέρει τα πάντα και αν έχει
κανείς πίσω του δυνατά μπράτσα, μπορεί να βοηθήσει την επαγγελματική καριέρα του. Μόνο με εξαιρετική και φρέσκια δουλειά,
λίγο ώς πολύ δύσκολο όμως, επαγγελματικά να υπάρξει συνέχεια.
Σε μένα ανοίχτηκαν σημαντικές πόρτες αλλά εγώ τότε δεν διαχειρίστηκα τον εαυτό μου σωστά. Πρέπει κανείς συν τοις άλλοις να
είναι επιθετικός και επικοινωνιακός. Τέτοιες ιδιότητες δεν τις έχω
και δεν λυπάμαι γι’ αυτό. Ήταν ωστόσο ένας σταθμός στην πορεία
μου γιατί είδα τη δουλειά μου με τα μάτια μερικών σχετικών ανθρώπων που αγαπώ και εκτιμώ.
Μια Παρασκευή αρχές Απριλίου του 1997 μου ανακοινώθηκε τηλεφωνικά από τις Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ότι θα συμμετείχα στην
Μπιενάλε της Βενετίας. Από τη στιγμή εκείνη και για αρκετές μέρες τα πόδια μου δεν
πατούσαν στη γη αλλά πετούσα. Η αδρεναλίνη στα ύψη. Σχετικά νέος τότε και αρκετά
φιλόδοξος νόμιζα ότι αυτό ήταν το παν. Μου πήρε μερικά χρόνια για να συνειδητοποιήσω… «τι άξιζαν αυτά, τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες», για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Καβάφη. Και ότι στη ζωή υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα από
αυτήν τη συμμετοχή.
∆ούλευα τότε τη «Φιλοξενία» μου, τη σειρά των έργων που εμπνεύστηκα από τη «Φιλοξενία του Αβραάμ», τη βυζαντινή εικόνα του 14ου αι. που βρίσκεται στο Μουσείο
Μπενάκη στην Αθήνα. Ένα πραγματικό διαμάντι. Με αφετηρία την εικόνα αυτή και τις
μνήμες από το πατρικό μου σπίτι ήθελα να δείξω την έννοια της φιλοξενίας, τη σημασία της και τους συμβολισμούς της χειρονομίας αυτής, της τόσο βαθιά ριζωμένης στον
πολιτισμό μας. ∆ούλεψα μέρα και νύκτα ασταμάτητα και ακούραστα για να ετοιμάσω
τη δουλειά έτσι όπως την ήθελα.
Θυμάμαι σαν σήμερα το ταξίδι μου από το Άμστερνταμ στη Βενετία. Την τεχνική βλάβη
στο αεροπλάνο που μας ανάγκασε να επιστρέψουμε πίσω, τον πανικό, τις φωνές του
κόσμου και την πλήρη αδιαφορία μου για το γεγονός, παρ' όλη τη μεγάλη φοβία που
έχω για τα αεροπορικά ταξίδια. Το μόνο που σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή ήταν ότι θα
έφτανα καθυστερημένα στο ραντεβού που είχα με την Ελένη Νικήτα, την επίτροπο της
Κυπριακής αποστολής, στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου και επαναλάμβανα μέσα μου
«τίποτα δεν θα συμβεί διότι δεν μπορεί ο Θεός να μου κάνει ένα τέτοιο δώρο και να το
πάρει μέσα από τα χέρια μου με αυτόν τον τρόπο».
Η Βενετία πανέμορφη και γεμάτη κόσμο όπως πάντα, αλλά με ένα αναβρασμό διαφορετικό αυτήν τη φορά, τον αναβρασμό της Μπιενάλε. Τα έργα έφθασαν, το στήσιμο
ξεκίνησε, οι φίλοι άρχισαν να καταφθάνουν από παντού και οι ειδήμονες της τέχνης
άρχισαν να συρρέουν για το μεγάλο γεγονός. Ο καλός μου φίλος Hans Hendrikx με βοήθησε και στήσαμε μια αξιοπρεπή έκθεση ανάλογη της τεχνικής υποδομής που είχαμε
την εποχή εκείνη στη διάθεσή μας. Οι αγαπημένες Γκλόρια και Λίνα Κασσιανίδου κυκλοφορούσαν στο χώρο και μας ενεθάρρυναν με τα ενθουσιώδη και θετικά τους σχόλια.
Τα πάρτι και οι προσκλήσεις των διαφόρων αποστόλων έδιναν και έπαιρναν και εμείς
μετά τη δουλειά της ημέρας περιφερόμασταν από το ένα στο άλλο γνωρίζοντας κόσμο
και νέους καλλιτέχνες. Μια ατμόσφαιρα γενικής μέθης και ευεξίας. ∆εν θα ξεχάσω τη
χαρά και την ανακούφισή μας όταν ο κατάλογος της έκθεσης έφτασε επιτέλους έτοιμος
από την Κύπρο την τελευταία στιγμή πριν από τα εγκαίνια.
Τα εγκαίνια του κυπριακού περιπτέρου έγιναν πλουσιοπάροχα με πλήθος κόσμου που
έφαγε και ήπιε απολαμβάνοντας την κυπριακή φιλοξενία. Τα σχόλια θετικά, όλοι ευχαριστημένοι. Η παράσταση τελείωσε και σιγά-σιγά αρχίσαμε να επιστρέφουμε ο καθένας πίσω στη δική του πραγματικότητα, έχοντας ακόμα στα αφτιά μας το μοιρολόι της
Μαρίνας Αμπράμοβιτς για τη χαμένη της πατρίδα, τις χαμένες πατρίδες του κόσμου
όλου, που καθισμένη σε ένα βουνό από ματωμένα κόκαλα έκλεψε την παράσταση και
κέρδισε το μεγάλο βραβείο της Μπιενάλε.
Το αποτέλεσμα αυτής της συμμετοχής για μένα ήταν πολύ θετικό. Το Μουσείο της
Βενεζουέλας αγόρασε 9 έργα μου, μου έγινε πρόταση από την Josine Bokhoven Galerie
στο Άμστερνταμ για έκθεση των έργων της Μπιενάλε και μόνιμη συνεργασία από τότε,
προτάσεις για εκθέσεις σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, συνεργασία με έμπορους τέχνης και γενικά η δημιουργία ενός ενδιαφέροντος για το έργο μου, το οποίο μου επιτρέπει από τότε να ασχολούμαι αποκλειστικά και μόνο με αυτό χωρίς να χρειάζεται να
κάνω κάτι άλλο για να επιβιώσω. Το όνειρο κάθε καλλιτέχνη. Το σημαντικότερο όμως
που πήρα τότε ήταν αυτή η απέραντη αυτοπεποίθηση και η σιγουριά ότι αυτό που
κάνω ίσως να αξίζει κάτι.
Όλα αυτά και άλλα πολλά τα οφείλω φυσικά σε αυτούς που με επέλεξαν και με έστειλαν στη Βενετία τους οποίους και εγώ ευχαριστώ από καρδιάς.
λευτέρης ολύμπιος
1997
ΝΙΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
ΣΑΒΒΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ
ΘΕΟΔΟΥΛΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΟΛΥΜΠΙΟΣ
1999 ΓΛΑΥΚΟΣ ΚΟΥΜΙΔΗΣ
«Είχα φτάσει με τρένο στη Βενετία από την Κολωνία, όπου
ζούσα και ζω ακόμη. Από το Υπουργείο είχαν κανονίσει να
με παραλάβει μια κυρία. ∆εν ήρθε κανείς. Ταξίδευα δεκατρεισήμισι ώρες, διέσχισα τη μισή σχεδόν Ευρώπη και είχα
ομολογουμένως μεγάλη ανυπομονησία να δω τον χώρο
όπου θα έστηνα τα έργα μου, που θα ’πρεπε να είχαν ήδη
φτάσει από την Κύπρο. Έτσι αποφάσισα, το ίδιο κιόλας απόγευμα, να πάω στην άγνωστη για μένα Arsenale, να ψάξω
επιτέλους τον χώρο του περιπτέρου, και να βεβαιωθώ πως
τα έργα ήταν εκεί. Κατάφερα να μπω μέσα χωρίς την απαραίτητη άδεια ή ταυτότητα εισόδου, κι αφού ρώτησα κατά
πού πέφτει η ...«Repubblica di Cipro», με οδήγησαν σ’ ένα
αχανές εργοτάξιο, στην Tese, όπου κάπου στο βάθος διέκρινα τα έργα μου, ατάκτως ερριμμένα. Φανταστείτε, σαράντα
εύθραυστα αντικείμενα από ξύλο, στοιβαγμένα το ένα πάνω
στο άλλο, στο πάτωμα, με δεκάδες βιαστικούς μαστόρους να
πηγαινοέρχονται στα πέριξ για να διαχωρίσουν εγκαίρως τον
τεράστιο εκείνο χώρο σε εθνικά περίπτερα. Εδώ η Αργεντινή, εκεί η Γεωργία, η Μάλτα κ.ο.κ. Μια γυψοσανίδα να τους
ξέφευγε το «Ιώτα δασεία» θα γινόταν σκέτη περισπωμένη.
Ευτυχώς οι ζημιές στα έργα ήταν μικρές. Βρέθηκα όμως άυπνος, και πολύ θυμωμένος, να κουβαλώ για πολλοστή φορά,
ένα προς ένα, τα σαράντα κομμάτια του «Ιώτα δασεία» στο
άχτιστο εμβαδόν όπου σε λίγες μέρες θα στεκόταν το κυπριακό περίπτερο. Ευτυχώς η τοποθεσία του απεδείχθη
βοηθητική, αφού κατά καλή μου τύχη βρέθηκε πάνω στη
διαδρομή που οδηγούσε στους θεαματικούς Κινέζους και σ’
ένα πολυσυζητημένο βίντεο της Περσίδας Shirin Neshat. Σε
ό,τι αφορά τo δικό μου έργο, το μόνο που μπορώ να πω είναι
πως έδεσε με την παλαιότητα του κτιρίου που το φιλοξένησε, την Tese, που αποτελεί μέρος των ιστορικών ναυπηγείων
της Βενετίας. Και να θυμίσω πως οι συνθήκες τη χρονιά που
πήγα, ήταν πολύ διαφορετικές από τις σημερινές. Σήμερα
οι δικοί μας πάνε στη Βενετία συνοδευόμενοι από ακριβοπληρωμένους και διεθνώς αναγνωρισμένους επιμελητές,
βοηθούς επιμελητές και σωρεία άλλων παρατρεχάμενων,
ποικίλων ειδικοτήτων. Από ανθρώπους δηλαδή που ξέρουν
την παγκοσμιοποιημένη πιάτσα εκ των έσω, κι όχι με ρουτινιέρηδες λειτουργούς του δικού μας Υπουργείου Παιδείας
και Πολιτισμού, οι οποίοι καμιά φορά μπορεί να σκαλώσουν
στην Αθήνα και να φτάσουν στη Βενετία αμέριμνοι, με καθυστέρηση μερικών ημερών. Επίσης τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της Κύπρου δείχνουν σήμερα κάποιο ενδιαφέρον
για τη συμμετοχή μας στην Μπιενάλε, αρκετό ώστε οι καλλιτέχνες μας να μπορούν να ενσωματώνουν τις διαφημιστικές δυνατότητες των μίντια στη διαδικασία πρόσληψης του
έργου τους, όπως έγινε προσφάτως μ’ εκείνη την τουρκική
φρεγάτα. Απροπό μίντια. Εδώ μου έρχεται στον νου μια άλλη
υπερβολή. Τη χρονιά εκείνη, το 1999, το ελληνικό Υπουργείο
Πολιτισμού είχε ναυλώσει αεροπλάνο, ειδικά για την περίπτωση, με το οποίο ταξίδεψε στη Βενετία η τότε υπουργός
Πολιτισμού του ΠΑΣΟΚ, συνοδευόμενη από καμιά σαρανταριά προσκεκλημένους δημοσιογράφους, συγγενείς και
φίλους, για να στηρίξουν όλοι μαζί την ελληνική συμμετοχή.
Τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας έχουν όντως βάθος χρόνου. Από την Κύπρο δεν θυμούμαι να συναπάντησα
κανένα δημοσιογράφο. Μόνο την πρέσβειρά μας θυμούμαι,
που ήρθε επί τούτου από τη Ρώμη, και τη φιλενάδα της.
Βέβαια όλα αυτά τα διεκπεραιωτικά δεν έχουν και τόσο
μεγάλη σημασία. Αν τα αναφέρω, είναι γιατί θέλω να υπογραμμίσω τον ερασιτεχνισμό που επικρατούσε τότε. Με
τη Μαρίνα Σχίζα είχαμε ασκήσει δημόσια κριτική σ’ αυτή
την κατάσταση. Με μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο
«Νέον» –το τότε κυριακάτικο ένθετο του Φιλελευθέρου–
υποδείξαμε, κάπως δηκτικά, πως ήταν καιρός να αλλάξει
το σύστημα. Πράγματι, από τη μεθεπόμενη συμμετοχή της
Κύπρου τα πράγματα αλλάζουν. Έκτοτε στην όλη διαδικασία εμπλέκεται εξωϋπηρεσιακός επιμελητής, εισαγωγής
μάλιστα. Προσωπικά πιστεύω πως ούτε αυτό αποτελεί την
καλύτερη μέθοδο. Ενοχλεί το γεγονός πως η επιλογή γίνεται από ανθρώπους... ουρανοκατέβατους, και σίγουρα όχι
εντελώς αδέκαστους, αφού κι αυτούς τους ίδιους τους αλλοδαπούς επιμελητές κάποιοι τους συστήνουν στους ημεδαπούς, κάποιοι τους επιλέγουν, με ανοικτό και πάλιν το ενδεχόμενο του έμμεσου, εκούσιου ή ακούσιου, επηρεασμού.
Θέλω να πω πως δεν έγινε καμιά ουσιαστική μεταρρύθμιση
του συστήματος, κάποιος αξιακός επαναπροσδιορισμός των
πραγμάτων, παρά μόνο καθιερώθηκε μια βολική για όλους
μετάθεση ευθυνών. Η αλλαγή δεν οφείλεται σε κάποιο βαθύτερο προβληματισμό επί της ουσίας του πολιτισμικού μας
γίγνεσθαι. Απλώς αντανακλά τη μεγάλη επιρροή που εν τω
μεταξύ κέρδισαν, κυρίως χάρη στην οικονομική τους δύναμη, κάποιοι εξωθεσμικοί παράγοντες. Αυτό είναι βέβαια
ένα άλλο κεφάλαιο που θα πρέπει κάποτε να το κοιτάξουμε
εκτενέστερα.
Σχετικά με τη δική μου συμμετοχή η εκ των υστέρων πληροφόρηση που είχα, μου επιτρέπει να πιστεύω πως η επιλογή μου, όπως και εκείνες πολλών άλλων συναδέλφων,
έγινε σύμφωνα με το σχετικά αθώο εθιμικό που ίσχυε ώς
τότε στην Κύπρο. Συγκεκριμένα, μου είχε ζητηθεί από το
1997 η δήλωση ενδιαφέροντος για την ομαδική συμμετοχή
στην Μπιενάλε εκείνης της χρονιάς, μαζί με άλλους τρεις
συναδέλφους. ∆εν είχα τότε πολλά πράγματα να δείξω. ∆εν
είχα καν εργαστήριο. Περνούσα μιαν έμμονη συγγραφική
φάση. Εξάλλου ο χρόνος που είχα στη διάθεσή μου, ήταν
ελάχιστος, και φαίνεται πως η πρόχειρη πρόταση που τελικά υπέβαλα, δεν έπεισε. Ψυλλιάστηκα όμως, κι έτσι στο
τέλος της ίδιας χρονιάς, κι αφού έλυσα το πρόβλημα με το
εργαστήριο, παρουσίασα μια έκθεση στην γκαλερί ΑΡΓΩ,
η οποία προφανώς εντυπωσίασε την κ. Ελένη Νικήτα των
Πολιτιστικών Υπηρεσιών. Έτσι, όταν ήρθε η στιγμή ν’ αποφασίσουν ποιος θα εκπροσωπήσει την Κύπρο στην επόμενη Μπιενάλε, με πήρε τηλέφωνο. Αν θυμούμαι καλά, ήταν
Φεβρουάριος ή Μάρτιος του ’99. Συγκράτησα μάλιστα την
παραίνεσή της να μην πω τίποτε σε κανένα μέχρι να εκδοθεί επίσημη ανακοίνωση. Πιθανόν να υπήρχε και τότε το
ενδεχόμενο των έξωθεν παρεμβάσεων. Ίσως και των έσωθεν, αφού μόλις τελευταία έμαθα πως μέσα σ’ εκείνη ακριβώς την περίοδο η αρμόδια επιτροπή στο Υπουργείο είχε
παραιτηθεί.
Αλλά και οι παλαιότερες συμμετοχές της Κύπρου, της Μαρίας Λοϊζίδου, του Νίκου Κουρούσιη, του Άγγελου Μακρίδη, έχω την εντύπωση πως ήταν χαμηλότερων τόνων από
τις τρέχουσες. ∆εν υπήρχαν τότε πολλά λεφτά. Ούτε για
την κατασκευή του έργου ούτε για οδοιπορικά. Προσωπικά, μόλις που με έφτασαν αυτά που πήρα για διαμονή και
σίτιση. ∆εν περίσσεψε τίποτε. Όχι πως περίμενα να βγάλω
κέρδος, αλλά γιατί δεν μπορώ να μην αναφέρω πως τα έργα
που πήγαν ως κρατική συμμετοχή της Κύπρου στη Βενετία έγιναν σε ανύποπτο χρόνο και με έξοδα εξ ολοκλήρου
δικά μου. Αν καλά θυμούμαι, το Υπουργείο αγόρασε εκ των
υστέρων δύο από τα σαράντα κομμάτια του «Ιώτα ∆ασεία»
για 3.000 λίρες, και έδωσε κάτι ψίχουλα για τις ζημιές στην
Tese. Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός πως μού δόθηκε η ευκαιρία συμμετοχής στην Μπιενάλε Βενετίας, ήταν για μένα ένα
είδος κοινωνικής κυρίως αναγνώρισης. Ήταν σαν να πήρα
επιτέλους το πτυχίο μου. Γιατί πρέπει να πω πως εγώ δεν
είμαι απόφοιτος καμιάς Σχολής Καλών Τεχνών. Αρχιτεκτονική σπούδασα, και λίγη ψυχολογία. Στα εικαστικά μπήκα
παραβατικά κι απαίδευτος. Άξιζε όμως τον κόπο».
Το performance που υπολόγιζα να κάνω γυμνός τη μέρα των εγκαινίων είχε
ακυρωθεί αναγκαστικά, αφού έπρεπε να προσαρμόσω το αρχικό σκεπτικό της δουλειάς μου με βάση το χώρο στον οποίο θα παρουσιάζονταν τα
έργα. Ήθελα όμως να κάνω μια εμφάνιση εντυπωσιακή και έλεγα πως είτε
θα πρέπει να φορέσω κάτι εκπληκτικά εκκεντρικό είτε θα παρουσιαστώ
γυμνός στα εγκαίνια. Περπατώντας στα στενά της Βενετίας είδα στη βιτρίνα ενός καταστήματος ένα κοστούμι που είχε ύφασμα μεταλλικό και που
όταν έπεφτε το φως πάνω του έκανε αντανακλάσεις. Αυτό τελικά ήταν και
το κοστούμι που έβαλα. Τα εγκαίνια ήταν θαυμάσια. Όλα εξαιρετικά. Ο
κόσμος, ο τύπος, οι αντιδράσεις… Ακόμα κι ο κατάλογος της έκθεσης εξαντλήθηκε μέσα σε ελάχιστες μέρες. Τόσο πολύ άρεσε.
Η Βενετία μου έδωσε ξανά την αίσθηση πως πρέπει να μάθω να χορεύω,
γιατί έβλεπα τον κόσμο που χόρευε στο δρόμο κι αυτό με παρέσυρε. Γύρισα Κύπρο κι άρχισα μαθήματα χορού. Ήταν ένας χώρος μαγικός αυτή η
πόλη, σε κάθε γωνιά υπήρχαν έργα τέχνης, στις εκκλησίες, στα μουσεία,
παντού. Μου θύμισε πολύ τη δεκαετία του ’30, ένιωσα πως ζούσα σ’ άλλη
εποχή κι αυτό μ’ άρεσε. Όλα αυτά με ενέπνευσαν, μου έδωσαν μια καινούρια ώθηση ως ανθρώπου και ως καλλιτέχνη.
Απ’ τη στιγμή που υπέβαλα αίτηση για συμμετοχή στην Μπιενάλε είχα
αγωνία κι ύστερα όταν πια ήξερα πως θα εκπροσωπούσα την Κύπρο στη
Βενετία άρχισε το τρέξιμο. Να φανταστείς χώρος για να εκτεθούν τα έργα
δεν υπήρχε. Μου είπαν πήγαινε και βρες! Έτσι πήγα με τον Αντρέα Φαρμακά στη Βενετία ψάχνοντας. Βρήκαμε το Spazio Thetis ένα μεσαιωνικό
χώρο που ταίριαζε απόλυτα με τα έργα. Κάναμε κάποιες μετατροπές με
την προσθήκη μεταλλικού πατώματος έτσι ώστε να υπάρχουν αντανακλάσεις, γιατί θέλαμε να μοιάζει με μαυσωλείο, να έχει την αίσθηση ο θεατής
μπαίνοντας πως βλέπει μορφές από το παρελθόν και μορφές σύγχρονες
που ενώνονται με τις δικές του αντανακλάσεις στο πάτωμα. Ήταν ένα μεγάλο πρότζεκτ η δουλειά αυτή, αλλά αναγκάστηκα να τη διαμορφώσω στο
τέλος, αφήνοντας μόνο το οπτικό -το ζωγραφικό δηλαδή μέρος– και το βίντεο. Το έργο κάτω από τον τίτλο Personae ξεπήδησε από τη σειρά Όμηροι
2000 που είχε για έναυσμα τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, φωτογραφίες
νεοσυλλέκτων και το Πάσχα. Το βίντεο που θα προβαλλόταν παράλληλα
με την έκθεση θεωρήθηκε από την επιτροπή στην Μπιενάλε πορνογραφικό και απαγορεύτηκε η προβολή του. Τίτλος του ήταν «Ο Θάνατος του
ερωτικού» και εξερευνούσε πώς το ερωτικό στοιχείο εξελίσσεται μέσα στη
μικρή οθόνη. Υπήρχαν όντως ερωτικές σκηνές αλλά όπως ήταν φτιαγμένες
από αλλεπάλληλες βιντεογραφήσεις, οι εικόνες αποκτούσαν τη δική τους
υπόσταση. Ήταν ένα δραματικό βίντεο, αλλά σίγουρα όχι πορνογραφικό.
Αν και διαμαρτυρηθήκαμε ως Κύπρος δεν μας άκουσε κανείς… Τελικά
προβλήθηκε ένα άλλο βίντεο που είχα ετοιμάσει, το οποίο παρακολουθούσε τη ζωή ενός λουλουδιού για 15 μέρες, απ’ την άνθιση, τη φθορά
και τον θάνατό του. Ήταν βασισμένο στο ίδιο σκεπτικό αλλά σε μια πιο
συμβολική μορφή. Ήταν ανοησία να απαγορεύσουν το βίντεο… το οποίο
όπως με έχουν ενημερώσει θα προβληθεί τώρα στην έκθεση που θα γίνει
στο ∆ημοτικό Κέντρο Τεχνών.
Η Μπιενάλε όμως ήταν ό,τι πιο σημαντικό συνέβη στη ζωή μου. Ήταν τιμή
για μένα να αντιπροσωπεύσω την Κύπρο, όχι μόνο γιατί η συμμετοχή στη
Βενετία είναι ένα ιδιαίτερο γεγονός αλλά και γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή
ήμουν παραγνωρισμένος, αφού ως ζωγράφος του πινέλου σε καμβά, θεωρούμουν ξεπερασμένος.
Η συμμετοχή αυτή με απορρόφησε πολύ, είχα τρελή αγωνία, βρισκόμουν
σε μια επώδυνη κατάσταση άγχους και συνεχούς έντασης. Ως αποτέλεσμα
αυτής δουλειάς είχα παραγνωρίσει μια σχέση που είχα τότε και τελικά το
τίμημα της επιτυχίας ήταν πως η σχέση έφτασε στο τέλος της. Η Βενετία
όμως μου έμαθε πως ό,τι φεύγει καλώς φεύγει για να έρθει στη ζωή κάτι
καινούριο. Κι αυτό δεν ίσχυσε μόνο στην προσωπική μου ζωή αλλά και
στην επαγγελματική. Μετά τη συμμετοχή στην Μπιενάλε λοιπόν ήρθε η
Lia Rumma μια από τις πιο σημαντικές γκαλερίστες στην Ιταλία. Της άρεσε η δουλειά που είδε στην Μπιενάλε και μου ζήτησε να συνεργαστούμε.
Κάναμε λοιπόν μια υπέροχη έκθεση στην γκαλερί της στη Νάπολη. Άλλος
κόσμος, άλλο πράγμα να εκθέτεις τα έργα σου σε μια γκαλερί διεθνούς
φήμης. Μια απίστευτη εμπειρία που συνεχίστηκε και σε μια ομαδική έκθεση στο Μιλάνο. Ύστερα ήρθε και ο διεθνής οίκος δημοπρασιών Bonhams.
Εκεί πουλήθηκε ένα έργο μου για 40.000 ευρώ. Ένιωσα πως δικαιώθηκα.
Πως η επιμονή μου να ζωγραφίζω το λάδι στον καμβά δεν πήγε χαμένη.
Τελικά η ζωή όλο ανοίγματα είναι. Αυτό ακριβώς πιστεύω είναι και το
μάθημα της ψυχής μας, να δημιουργείς και να δέχεσαι τις εκπλήξεις
που έρχονται.
2001 ΑΝΤΡΕΑΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝ
Ο ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΚΟΣ ΚΑΝΑΠΕΣ ΠΟΥ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ ΣΤΗ ΜΠΙΕΝΝΑΛΕ
ΕΙΧΕ ΣΧΕ∆ΙΑΣΤΕΙ ΕΤΣΙ ΩΣΤΕ ΝΑ
ΜΠΟΡΟΥΝ∆ΥΟ ΒΑΡΕΛΙΑ ΝΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΜΕΡΟΣ,
ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
ΝΑ ΕΠΙΠΛΕΕΙ . Ο ΚΑΝΑΠΕΣ, ΠΟΥ
ΣΤΗΝ ΜΠΙΕΝΝΑΛΕ ΕΙΧΕ ΜΕΛΕΤΗΘΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΙΞΕΙ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ
ΦΕΡΕΤΡΟΥ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ,
ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΣΟ
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΚΗ
ΠΕΡΙΟ∆ΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΑ ΚΑΝΑΛΙΑ.
ΤΑ ΑΛΟΥΜΙΝΕΝΙΑ ∆ΟΧΕΙΑ ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΙΝΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΟΠΩΣ
ΤΟ ΑΛΕΥΡΙ, Η ΖΑΧΑΡΗ, ΤΟ ΡΥΖΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΣΥΝΤΕΛΟΥΝ ΣΤΗ
∆ΙΑΤΗΡΗΣΗ ΜΙΑΣ ΚΑΘΑΡΗΣ ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ, ΕΝΩ Ο
ΧΩΡΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΙΧΕ ΕΝΑ ΕΝΣΩΜΑΤΩΜΕΝΟ, ΜΕΤΑΚΙΝΟΥΜΕΝΟ "ΣΥΡΤΑΡΙ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ" ΕΤΣΙ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΤΑ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΑ ΠΟΥ
ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΕΡΓΑΣΙΕΣ, ΝΑ ΠΕΤΑΓΟΝΤΑΙ ΑΜΕΣΩΣ. ΤΑ
ΞΥΛΙΝΑ ΝΤΟΥΛΑΠΙΑ ΗΤΑΝ ΧΡΩΜΑΤΙΣΜΕΝΑ ΜΠΛΕ, ΕΠΕΙ∆Η ΟΙ ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ
ΕΙΧΑΝ ∆ΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙ ΟΤΙ ΟΙ ΜΥΓΕΣ ΑΠΕΦΕΥΓΑΝ ΤΙΣ ΜΠΛΕ ΕΠΙΦΑΝΕΙΕΣ. ΤΟ
ΞΥΛΟ ∆ΡΥΟΣ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΓΙΑ ΤΑ ΚΙΒΩΤΙΑ ΑΛΕΥΡΙΟΥ, ΕΠΕΙ∆Η
ΑΠΩΘΟΥΣΕ ΤΑ ΣΚΟΥΛΗΚΙΑ, ΚΑΙ Η ΟΞΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΕΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΕΣ,
ΕΠΕΙ∆Η Η ΟΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΘΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟ ΛΕΚΙΑΣΜΑ, ΤΑ ΟΞΕΑ ΚΑΙ ΤΥΧΟΝ ΧΑΡΑΓΜΑ ΑΠΟ ΜΑΧΑΙΡΙΑ.
Ο ΚΑΝΑΠΕΣ ΣΕ ∆ΙΑΦΟΡΕΣ ΕΚ∆ΟΧΕΣ ΤΟΥ ΚΑΛΥΠΤΕΙ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΕΝΟΣ ΣΠΙΤΙΟΥ. ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΦΩΤ.
ΦΑΙΝΕΤΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΩΣ ΤΖΑΚΙ, ΕΝΩ ∆ΙΠΛΑ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΣΧΕ∆ΙΑΣΜΟΙ ΓΙΑ ∆ΙΑΦΟΡΕΣ ΑΛΛΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ.
2003 ΝΙΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΠΟ∆ΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΝΑ ΑΝΕΒΑΣΕΙ ΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΚΛΟΥΒΙΟΥ ΤΩΝ ΤΑΛΙΜΠΑΝ ΣΕ
ΥΨΟΣ ΠΟΥ ΑΝΑΛΟΓΟΥΣΕ ΣΤΟ ΥΨΟΣ ΤΗΣ ΚΟΛΩΝΑΣ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ (ΥΠΟ ΚΛΙΜΑΚΑ)
Ο ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΩΝΑΣ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ
ΥΨΟΣ ΜΙΑΣ ΚΟΛΩΝΑΣ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ ΚΑΙ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΕ ∆ΙΑΛΟΓΟ ΜΕ
ΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΤΟΥ ΚΑΜΠΑΝΑΡΙΟΥ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ. ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΜΙΑΣ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΑΝΕΓΕΡΣΗ ΜΝΗΜΕΙΟΥ
ΣΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ (1993).
Η ΞΥΛΙΝΗ ΕΞΕ∆ΡΑ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΣΟ ΓΚΟΥΕΡΙΝΙ, ΜΕ ΤΟ
ΚΙΝΟΥΜΕΝΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΚΑΙ ΤΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ ΠΟΥ Ο∆ΗΓΟΥΣΑΝ ΣΕ ΥΠΟΓΕΙΟ,
ΕΙΧΕ ΜΕΛΕΤΗΘΕΙ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙ ΣΤΟ ΑΝΑΠΤΥΓΜΑ ΤΗΣ ΝΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ∆ΙΑΦΟΡΕΣ ΜΟΡΦΕΣ, ΦΙΛΟΞΕΝΩΝΤΑΣ ∆ΙΑΦΟΡΑ ∆ΡΩΜΕΝΑ ΚΑΙ ∆ΡΑΣΕΙΣ.
Ε∆Ω Η ΕΞΕ∆ΡΑ, ΜΕ ΒΑΡΕΛΙΑ ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΜΕΡΟΣ, ΦΙΛΟΞΕΝΕΙ ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΓΗΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΠΕΡΙΦΡΟΥΡΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΜΙΑ ΣΚΟΠΙΑ, ΠΟΥ ΚΙΝΕΙΤΑΙ ΜΕ
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΑ ΤΗΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ.
η κουζίνα της φρανκφούρτης
Από το Παλάτσο των Ιστανμπούλ στην πλατεία Ελευθερίας
Το Rambling/Rumbling Museum, που παρουσίασα στο Palazzo Querrini Stampalia, στο πλαίσιο της μπιενάλε Βενετίας 2003, δομείται γύρω από την έννοια της αντι-κατοικίας. Αν και οι
λειτουργίες του Μουσείου αναπτύσσονται δημόσια, έχουν ως αφετηρία την κλειστή αμυντική επικράτεια ενός σπιτιού, του σπιτιού μου, μιας κατοικίας της οποίας τα βασικά στοιχεία
που τη συναρθρώνουν, συντελούν ταυτόχρονα αντιφατικά στην αποδόμησή της. Έπιπλα και
οικιακός εξοπλισμός, τοίχοι, πατώματα, τζαμαρίες, ακόμη και κομμάτια της οροφής, εξαρθρώνονται και μεταφέρονται στον εκάστοτε εκθεσιακό χώρο, ορίζοντας ιεροτελεστικά, τη
μόνιμη αφετηρία, το «θεμέλιο λίθο» των γλυπτικών μου εγκαταστάσεων. Η προσφυγιά και η
εμπειρία της απώλειας της πατρογονικής εστίας, αλλά και η άρνηση αντικατάστασής της σηματοδοτούνται εδώ, από έναν ιδιωτικό χώρο που μετατρέπεται σε δημόσια πλατφόρμα δράσεων, ομαδικών δρωμένων, έργων και άλλων κοινωνικοπολιτικών δραστηριοτήτων (Social
Gym). Έτσι, η βαρύγδουπη ιδιότητα του μουσείου, που προσδίδεται στην κατοικία, υπογραμμίζει τον αρχαιοελληνικό χαρακτήρα του μουσείου, δηλαδή έναν εργαστηριακό χώρο
συνεύρεσης και δημιουργίας (προστατευμένο από τις μούσες) και όχι ένα χώρο συλλογής
και έκθεσης έργων τέχνης.
H αλληγορία του σπιτιού και του γκρεμίσματος των τοίχων του συσχετίζεται συχνά με το
γκρέμισμα του τείχους της Κύπρου, συνδέοντας τις έννοιες Home και Homeland και αποτελεί για μένα, το βασικό θεωρητικό πλαίσιο δημιουργίας πολλών εικαστικών εγκαταστάσεων.
Έτσι, τα βαρέλια των οδοφραγμάτων είναι αναπόφευκτα, το βασικό συστατικό των γλυπτικών αυτών χώρων, αλλά και πολλών επιμέρους, αυτόνομων έργων και κατασκευών. Ένα από
τα έργα αυτά είναι και η γλυπτική σύνθεση «Κουζίνα της Φρανκφούρτης», που συνοψίζει
σαν αρχειακό κομμάτι, όλες τις παραμέτρους και τις έννοιες των έργων που παρουσίασα1 στο
Palazzo Querrini Stampalia, ενώ αποτελεί μια συνέχεια των τότε εργασιών.
Κατασκευασμένη από κυπριακό ξύλο, η κουζίνα ακολουθεί την εμβληματική πράξη συνεύρεσης της πρώτης ύλης - του κυπριακού ξύλου - με τα περισσότερα γεφύρια της Βενετίας
από τα οποία κατασκευάστηκαν στην εποχή της Ενετοκρατίας. Οι ξύλινες κατασκευές που
παρουσιάστηκαν στο Palazzo Querrini, όπως το ποδήλατο γύμνασης, ο καναπές-κρησφύγετο
ή η ξύλινη εξέδρα με το κρεβάτι, που είχαν μελετηθεί ώστε να επιπλέουν κατά περίσταση
στα κανάλια (με την προσθήκη βαρελιών), είχαν ως επιπλέον στόχο να υποδηλώσουν αυτή
τη συγγένεια, αλλά και τον καθοριστικό ρόλο της οικογένειας Querrini στην εδραίωση της
Ενετοκρατίας. Η δυναστεία των Querrini και ο ξύλινος στόλος των καραβιών της κυριαρχούσαν σε μια έκταση από την Κύπρο μέχρι τη Βενετία, έχοντας μάλιστα υπό τη διοίκησή τους
αρκετά νησιά του Αιγαίου. Χαρακτηριστικό είναι το ενετικό κάστρο που δεσπόζει στην κορυφή του λόφου της νήσου Αστυπάλαια και είναι γνωστό, ακόμη και σήμερα, ως «Κάστρο των
Γκουερίνι». Αντίστοιχα η οικογένεια απέκτησε, από το δέκατο τρίτο αιώνα, την επωνυμία
Querrini Stampalia, συνδέοντας το όνομα με με την Αστυπάλαια (άστυ + παλαιός), το οποίο
μετατρέπεται κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας σε Querrini Ιstanbulye 2 (απόδοση στα
Τουρκικά της παλαιάς πόλης) στην κυριαρχία της οποίας πέρασε η Αστυπάλαια το 1537…
Ένας Περιστερώνας για την πλατεία Ελευθερίας
... κάποτε, για να πειράξω τους άντρες αρχιτέκτονες με τους οποίους συνεργαζόμουν, τους κάλεσα στο
διαμέρισμά μου για να συζητήσουμε θέματα της δουλειάς και τους μιλούσα ενώ σιδέρωνα τα ρούχα
μου.. (Zaha Hadid )
Είναι πιθανόν οι καθημερινές λειτουργίες, οι κινήσεις και οι πράξεις στον οικείο χώρο του
σπιτιού μας και οι απαραίτητες δουλειές του νοικοκυριού να προκαθορίζονται όχι τόσο από
μας αλλά από το ίδιό μας το σπίτι; Μπορεί ο σχεδιασμός του σπιτιού μας, τα έπιπλα που
το απαρτίζουν, τα αντικείμενα αλλά και τα σκεύη του οικιακού μας εξοπλισμού να παίζουν
έναν καθοριστικό ρόλο, πέρα από τον αρχικό ρόλο εξυπηρέτησης της καθημερινότητάς μας;
Πέρα από τη διάθεση και τα συναισθήματα μας, να επηρεάζουν βαθύτερα τον ψυχισμό, τη
συνείδηση ή ακόμη και την ηθική μας; Είναι πιθανόν, ένα ιδιαίτερα διαμορφωμένο νοικοκυριό να αποτελεί ένα μικρό οχυρό καθημερινής αντίστασης απέναντι στις ισοπεδωτικές
μικροαστικές τάσεις του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου πολιτισμού μας, ένα ιδιότυπο
γυμναστήριο καθημερινής εξάσκησης των μηχανισμών εκείνων που μπορούν να μας κρατούν σε εγρήγορση; Ένας ανατρεπτικός τρόπος ζωής είναι η απαραίτητη συνθήκη για την
επίτευξη ευρύτερων, ριζικών κοινωνικών αλλαγών; Είναι εντέλει η κατοικία η κυψέλη της
επανάστασης;
Σε μια εποχή άκρατου καταναλωτισμού, κομφορμισμού και ευδαιμονίας, πόσο αλλοπρόσαλλος και μακρινός μπορεί να φαντάζει ο τρόπος ζωής των τελευταίων εκείνων αγωνιστών της
πρόσφατης ιστορίας μας, που αντιστάθηκαν ενάντια στην υπερδύναμη της αποικιοκρατίας;
Μπορεί μια παλιά ντουλάπα ή ο ξύλινος πάγκος μιας κουζίνας να έχουν τη δική τους ένδοξη ιστορία, αποτελώντας πρότυπο για έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής; Τα κρησφύγετα των
αγωνιστών της ΕΟΚΑ και ιδιαίτερα εκείνα που συνδέονταν με έπιπλα και οικιακό εξοπλισμό,
όπως το θρυλικό κρησφύγετο του Γρίβα ∆ιγενή είναι πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία ενός
περιστερώνα για την πλατεία Ελευθερίας. H τοποθέτηση των απορρυπαντικών και του πλαστικού κουβά σφουγγαρίσματος στο ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη της κουζίνας είναι κάτι
που συνηθίζεται στα περισσότερα νοικοκυριά. Στην κουζίνα όμως της φωτογραφίας έπαιζαν
έναν παραπλανητικό ρόλο. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί, ότι κάτω από αυτά και το
μετακινούμενο δάπεδο του ντουλαπιού υπήρχε μια ξύλινη ανεμόσκαλα, που οδηγούσε στο
υπόγειο κρησφύγετο του αρχηγού της ΕΟΚΑ.
Οικιακό Οδόφραγμα: Η δημιουργία του περιστερώνα δίνεται ως άσκηση σε μια ομάδα φοιτητών της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, που συνεργάζονται με μια αντίστοιχη ομάδα φοιτητών αρχιτεκτονικής από το Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Το γλυπτικό αποτέλεσμα της εργασίας πρέπει να προκύπτει μέσα από τη γεωμετρική σύνθεση της Κουζίνας
της Φρανκφούρτης, με την εργονομική φιλοσοφία κάτω από την οποία σχεδιάστηκε και τις
έννοιες με τις οποίες συνδέεται.
Η Κουζίνα που αποτελεί σταθμό στην εσωτερική αρχιτεκτονική, αφού πρόκειται για την
πρώτη εντοιχισμένη κουζίνα, σχεδιάστηκε το 1926 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του
’20 είχαν κατασκευαστεί περίπου 10.000 μονάδες. Πραγματοποιήθηκε μετά από μια
ολόκληρη έρευνα, με σκοπό να επιτρέψει την όσο το δυνατόν αποδοτικότερη εργασία.
Έτσι, η γεωμετρική διαρρύθμιση είχε σκοπό να ελαχιστοποιήσει τον αριθμό βημάτων που
απαιτούνταν κατά την εργασία στην κουζίνα. Στην εκδοχή της δικής μου γλυπτικής εγκατάστασης, η κουζίνα παίρνει τη μορφή ενός οδοφράγματος για κάθε σπίτι! Αποτελείται
από μια οικιακή μονάδα κουζίνας, που μπορεί να περιστρέφεται χειροκίνητα γύρω από
μια κολόνα από βαρέλια, που παραπέμπουν σε εκείνα των οδοφραγμάτων . Έτσι, ανάλογα με τη θέση που καθορίζει ο επισκέπτης ή ο ιδιοκτήτης του σπιτιού σπρώχνοντας την
κουζίνα, η σύνθεση μπορεί να ελευθερώνει ή αντίθετα να μπλοκάρει το χώρο. Το έργο
αντλεί από τη μια από τις αυτοσχέδιες λύσεις, που επιστρατεύτηκαν στο κρησφύγετο του
Γρίβα, και από την άλλη, από τη διαμετρικά αντίθετη σχολαστικότητα και τον επαγγελματισμό με τον οποίο μελετήθηκε.
Η πρώτη αυτή απόπειρα εντοιχισμού του βασικού οικιακού εξοπλισμού αποκτά αλληγορικό χαρακτήρα στη γλυπτική εγκατάσταση, που συνδέεται με το τείχος και τα οδοφράγματα, ενώ η σχολαστική έρευνα περί λειτουργικότητας τινάζεται αυτόματα στον αέρα, με
την ανάρτηση της κουζίνας πιο πάνω από το αυτονόητο σημείο τοποθέτησης.
Βασικός στόχος: Εκτός από τις μακέτες και τα σχέδια των φοιτητών για την ανέγερση του
Περιστερώνα, που συνδέει τα περιστέρια, ως σύμβολο της ειρήνης και της ελευθερίας, με το
όνομα της πλατείας, ένας από τους βασικούς στόχους της εργασίας είναι να συγκεντρωθεί
και να διασωθεί το οπτικό υλικό που σχετίζεται με την πλατεία, πριν τη διαμόρφωση της από
τη Zaha Hadid, όπως συναυλίες, διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις και ομιλίες που έχουν σφραγίσει την ιστορία της και ταυτόχρονα την ιστορία της πόλης.
Οι φοιτητές εφοδιάζονται με ένα βασικό βίντεο, το οποίο αρχίζει με την ιστορικότητα της
κουζίνας της Φρανκφούρτης αλλά και τη σύνδεσή της με την ΕΟΚΑ στην παρούσα έκθεση,
ενώ παράλληλα παρουσιάζονται μαυρόασπρα πλάνα με γεγονότα που διαδραματίστηκαν
στην πλατεία την εποχή της αποικιοκρατίας. Στη συνέχεια, το σενάριο επικεντρώνεται στα
βαρέλια της σύνθεσης, τα οποία φαίνεται να προέρχονται από την αποδόμηση οδοφραγμάτων της Πράσινης Γραμμής. Με τη μορφή κινούμενων σχεδίων, η κουζίνα μεταμορφώνεται
σε πανό διαμαρτυρίας και ανασηκώνεται από διαδηλωτές, ενώ παρεμβάλλονται πραγματικά
πλάνα από διάφορες διαδηλώσεις στην πλατεία. Χαρακτηριστική είναι και η σκηνή όπου,
με την τεχνική του 3D, τα δύο βαρέλια και η μονάδα της κουζίνας πολλαπλασιάζονται προς
τα πάνω ακολουθώντας τη λογική των lego, κάνοντας αναφορές σε διάφορες αρχετυπικές
κουζίνες στην ιστορία της αρχιτεκτονικής και του design και δημιουργώντας τελικά έναν
ψηλό πύργο που παραπέμπει στους Καταστασιακούς (Situationist International) και τις Plugin πολιτείες των Archigram. Σταδιακά, ο πύργος αρχίζει να μεταβάλλεται, φτάνοντας στην
αφαιρετική μορφή του περιστερώνα, στον οποίο θα προβλέπεται σε ειδική εσοχή και χώρος
για την ενσωμάτωση ηλεκτρονικής ενημέρωσης του κοινού, σε σχέση με την παλαιότερη
μορφή και ιστορία της πλατείας.
Στο βασικό αυτό βίντεο, που κατευθύνει την ομάδα εργασίας, παρουσιάζονται και οι
πολλαπλές δυνατότητες της κουζίνας, που ουσιαστικά αποτελεί μια αυτόνομη μονάδα
κατοίκησης, αφού εμπεριέχει το βασικό εξοπλισμό μιας στοιχειώδους κατοικίας. Για
παράδειγμα, ένα πτυσσόμενο τραπέζι/κρεβάτι, ένα ψυγείο (ενσωματωμένο στο χώρο
των βαρελιών) ακόμη και ένα ποδήλατο. Παρουσιάζονται επίσης, οι δυνατότητες της
γλυπτικής σύνθεσης να λειτουργεί ως μεταφερόμενο περίπτερο πληροφοριών με αρχειακό υλικό και παράλληλη πρόσβαση του κοινού σε ηλεκτρονική πληροφόρηση. Ένα
ακόμη ιδιαίτερο αξεσουάρ της πλεούμενης κατοικίας-κουζίνας είναι το επικουρικό
βαρκάκι, ένας ξύλινος επιτάφιος που προσαρμόζεται πάνω σε ένα βαρέλι (βλ. εικ. πιο
κάτω). Το βαρκάκι-επιτάφιος είναι και η βάρκα διάσωσης που επιβάλλεται να έχει ένα
πλεούμενο αλλά και η βάρκα που εφοδιάζει την κατοικία με τρόφιμα κλπ. και είναι
χρήσιμη για τις μικροδουλειές και μετακινήσεις στη γύρω περιοχή.....
Τελειώνοντας, το βίντεο παρουσιάζει τη μεταμόρφωση της κουζίνας σε περιστερώνα
στην πλατεία San Marcο, ενώ η εργασία των φοιτητών επικεντρώνεται στη δημιουργία
ενός περιστερώνα για την πλατεία Ελευθερίας. Aσφαλώς, είναι πολύ σημαντικό η τελική μορφή του περιστερώνα που θα παρουσιάσουν, να ακολουθεί και να σέβεται τις
λύσεις διαμόρφωσης και ανάπλασης της πλατείας που έδωσε η Zaha Hadid. Η διαδικασία αυτή δίνει παράλληλα και το κίνητρο στους φοιτητές για μια ευρύτερη έρευνα του
έργου της. Η εξέταση της μακέτας, καθώς και η παρακολούθηση των σχεδίων και της
έρευνας που ακολούθησε η σημαντική αρχιτέκτονας, είναι εξαιρετικής παιδαγωγικής
βαρύτητας, ενώ η καθοδήγηση και η εκτίμηση των αποτελεσμάτων του εργαστηρίου,
τουλάχιστον στο τελικό του στάδιο, από την ίδια την αρχιτέκτονα και το επιτελείο της,
αποτελούν ανεκτίμητη εμπειρία για όλη την ομάδα εργασίας.
1. Συνδέεται τόσο με τη διαδικασία του μεταφερόμενου οίκου ή οικιακού εξοπλισμού και με τα έπιπλα κρύπτες, όσο και με τη διαδικασία αποδόμησης του τείχους της Πράσινης Γραμμής. Από την άλλη, η κουζίνα αναφέρεται έντονα στο μοντερνισμό, όπως
πολλά άλλα έργα στο σύνολο της δουλειάς μου, αφού το μοντέρνο στην Κύπρο συνδέεται με την περίοδο του εβδομήντα και αποτελεί το σκηνικό μέσα στο οποίο εξελίχτηκαν τα γεγονότα του ’74. ∆εν είναι τυχαίο ότι οι αίθουσες στις οποίες εγκαταστάθηκαν τα
έργα της συμμετοχής μου στην Μπιενάλε, είχαν ανακαινισθεί υποδειγματικά από τον Carlo Scarpa, μέντορα του μοντερνισμού στην Ιταλί,α και με έντονες συγγένειες με τις καινοτομίες που εισήγαγε στη μοντέρνα αρχιτεκτονική, ο Mies Van Der Rohe, κεντρική
φιγούρα-αναφορά στη δουλειά που παρουσίασα. 2. Το Ιstanbulye αρχίζει να εμφανίζεται σύμφωνα με μαρτυρίες εγγράφων, που βρίσκονται στη βιβλιοθήκη του Palazzo Querrini, από το 1540 και η ομοιότητα με το όνομα Istanbul δεν πρέπει να θεωρείται
εντελώς τυχαία, καθώς η άμεση αναφορά στο όνομα της τότε οθωμανικής πρωτεύουσας προσέδιδε ακόμη ένα επιπλέον κύρος στη δυναστεία, ενώ από την άλλη κολάκευε τους κατοίκους του μικρού νησιού του Αιγαίου.
«Οι μέρες στη Βενετία είχαν περάσει σαν αστραπή. Είχα αγωνία να
κυλήσουν τα πράγματα ομαλά, να στήσω το έργο, να δω πώς λειτουργεί στο χώρο και δεν πολύ-έδωσα σημασία στα διάφορα που
συνήθως συμβαίνουν στην Μπιενάλε –στα «πηγαδάκια», τις εκδηλώσεις και τα πάρτι με διάσημους καλλιτέχνες, γκαλερίστες και
συλλέκτες. Όχι πως διαφωνώ με αυτή την πιο κοσμική διάσταση
του γεγονότος, απλώς δεν είχα το χρόνο. Εκείνο που μου έμεινε σαν
όμορφη ανάμνηση είναι η Ελευθερία Αρβανιτάκη. Είναι η σύζυγος
του Γιώργου Χατζημιχάλη που εκπροσωπούσε εκείνη τη χρονιά την
Ελλάδα. Μας νοιάστηκε πολύ, χωρίς να έχει καμιά υποχρέωση να το
κάνει. Κουβαλούσε καθημερινά το ταχυδρομείο της κυπριακής αποστολής, γιατί εμείς δεν είχαμε πρόσβαση και στα εγκαίνια έτρεχε να
μου συστήσει κόσμο. Ξέρεις η Βενετία είναι λίγο σαν παραμύθι και
προσωπικά ένιωθα περισσότερο σαν αλεξιπτωτιστής που προσγειώθηκε σ’ αυτή την περίεργη πόλη από άλλο σύμπαν για να δει και
να καταλάβει τα πράγματα απ’ έξω. Ευτυχώς είχα την πολυτέλεια
να το κάνω. ∆εν χρειάστηκε, δηλαδή, να τρέξω πίσω από επιμελητές και παράγοντες για να με γνωρίσουν. Αυτή ήταν δουλειά της
Chus Martinez, η οποία επιμελήθηκε τη συμμετοχή μας και πέραν
από τη θεωρητική της συμβολή είχε αναλάβει την προώθηση του
κυπριακού περιπτέρου. Η Chus είχε την αγωνία να τρέξει τους δημοσιογράφους, να τους πείσει να μας επισκεφτούν, να εξασφαλίσει
ότι θα έχουμε κόσμο στα εγκαίνια. Γι’ αυτό και σ’ όλη αυτή τη συζήτηση για το εάν είναι σωστή η τακτική που ακολουθεί το υπουργείο
να συνεργάζεται με επιμελητή από το εξωτερικό ή όχι, προσωπικά
υποστηρίζω πως είναι εξαιρετικά ωφέλιμη. Είναι σημαντικό το ότι
γίνεται αυτή η σύμπραξη μεταξύ καλλιτέχνη-επιμελητή. Όταν γίνεται σωστά, σημαίνει πως ο καλλιτέχνης μπορεί να συγκεντρωθεί
στο έργο του, χωρίς να αναλώνεται στα διοργανωτικά. Θετικό επίσης θεωρώ το ότι εξασφαλίζεται σε μεγάλο βαθμό η αμεροληψία
του επιμελητή. Η επιλογή καλλιτέχνη που κάνει δεν καθορίζεται
από προσωπικές γνωριμίες, αλλά από τη θεωρητική του κατεύθυνση. Με αυτή την έννοια, η διοργάνωση ανοίγει για οποιονδήποτε κι
όχι μόνον γι’ αυτούς που είναι πιο δικτυωμένοι. ∆εν είναι τυχαίο,
άλλωστε, που ακολούθως της δικής μας συμμετοχής με την Κωνσταντία Σοφοκλέους την επόμενη χρονιά, η δήλωση ενδιαφέροντος
είχε αυξηθεί κατακόρυφα. Οι καλλιτέχνες είχαν συνειδητοποιήσει
ότι οποιοσδήποτε θα μπορούσε να είναι υποψήφιος. Το ότι η Chus
επέλεξε μια νέα εικαστικό, όπως η Κωνσταντία, ήταν μια πολύ καλή
κίνηση. Ανέτρεψε τις εντυπώσεις ως προς τα προσόντα που απαιτούνται για να συμμετέχει κανείς σε μια τέτοια διοργάνωση. Το ίδιο
ισχύει και στη δική μου περίπτωση. ∆εν το περίμενα. Χτύπησε μια
μέρα το τηλέφωνο και μου ανακοίνωσαν ότι ήμουν στην καταληκτική λίστα με τους καλλιτέχνες που θα εκπροσωπούσαν την Κύπρο.
Ήταν έκπληξη για μένα. Ίσως επειδή κατέθεσα την πρότασή μου
τελευταία στιγμή, ίσως επειδή η δουλειά μου -επιτοίχια σχέδιαφωτοτυπίες που εξελίσσονταν στο χώρο- ήταν πολύ διαφορετική
απ’ ό,τι είχε παρουσιαστεί μέχρι εκείνη τη στιγμή στην Μπιενάλε,
που είχε περισσότερο το χαρακτήρα εγκαταστάσεων. Μετά την αρχική μου αντίδραση, ένιωσα τεράστια ευθύνη. Αντιλήφθηκα πως δεν
θα ετοίμαζα κάτι για μια ατομική έκθεση, όπου τα πράγματα λειτουργούν σε διαφορετικό επίπεδο, αλλά για την εκπροσώπηση της
Κύπρου σε ένα σημαντικό εικαστικό γεγονός. Ανασφάλειες, λοιπόν,
είχα πολλές, αλλά ευτυχώς είχα δίπλα μου τη Λούλη Μιχαηλίδου,
η οποία με βοήθησε πολύ, όπως και τη Σαβέλλα Μιχαήλ. Η αγωνία κορυφώθηκε λίγες μέρες πριν τα εγκαίνια. ∆εν θα ξεχάσω μισή
ώρα πριν έρθει η κριτική επιτροπή να δει τη δουλειά είχαν πέσει τα
φώτα! Βγήκα πάνω σε μια καρέκλα και τα κρατούσα μέχρι να έρθει
ο τεχνικός. Αυτά όμως είναι αναποδιές της τελευταίας στιγμής που
προσθέτουν suspense στην όλη εμπειρία, η οποία προσωπικά θεωρώ πως με βοήθησε πολύ. Ήρθε την κατάλληλη στιγμή στην πορεία
μου και μου άνοιξε πόρτες είτε μιλάμε για εκθέσεις στο εξωτερικό
είτε για την εξέλιξη της δουλειάς μου. Όσο για το εάν θα έκανα κάτι
διαφορετικό, είναι ένα ερώτημα το οποίο έθεσα πολλές φορές τον
εαυτό μου. Ενδεχομένως να χειριζόμουν ορισμένα ζητήματα αλλιώς. Αυτή όμως είναι μια απάντηση που δίνω έχοντας ήδη αυτή
την πολύτιμη εμπειρία σαν εφόδιο».
2005
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΙΧΑΗΛ
ΑΠΟ ΤΗΝ ∆ΟΥΛΕΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ
«ALICE'S ADVENTURES IN WONDERLAND»
Η εμπειρία της Μπιενάλε Βενετίας ξεκίνησε από τη
στιγμή που έμαθα ότι είχα επιλεγεί να εκπροσωπήσω
τη χώρα μου σε αυτή τη σημαντική διοργάνωση. Ήταν
μεγάλη τιμή για μένα κι ένιωσα απίστευτη χαρά. Στη
συνέχεια άρχισε στη ζυγαριά να βαραίνει το αίσθημα
της ευθύνης και ξεκίνησα έναν αγώνα να τελειώσω το
έργο μου και να φτάσω στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
∆εν είναι όμως μόνον αυτά που συνιστούν τη «μεγάλη
εμπειρία» της Μπιενάλε Βενετίας. Είναι και η διαδικασία του στησίματος στο χώρο. Είναι και η επίσκεψη
της κριτικής επιτροπής της Μπιενάλε για τα βραβεία
των Εθνικών Περιπτέρων. Είναι και τα εγκαίνια και η
αντίδραση του κόσμου, οι ερμηνείες που δέχτηκε το
έργο και οι κριτικές. Η Le Monde είχε γράψει ότι τα
περίπτερα της Κύπρου και της Λετονίας ήταν απ’ τις
καλύτερες συμμετοχές κι ότι «εκτόπιζαν» τις προτάσεις των μεγάλων χωρών. Υπήρχε θετική ανταπόκριση των δημοσιογράφων και των κριτικών στη δουλειά
μας. Όλα αυτά ήταν πράγματα που κράτησα απ’ τη
συμμετοχή μου, η οποία ήταν για μένα μια φοβερή
εμπειρία. Έμαθα πολλά, όχι μόνο απ’ τη δική μας
παρουσίαση, αλλά και από τις παρουσιάσεις των άλλων χωρών, καθώς και από τη γενικότερη έκθεση στα
Τζιαρντίνι και στο Αρσενάλε. Η ευκαιρία και μόνο να
εκθέτεις ανάμεσα σε τόσους σημαντικούς καλλιτέχνες
για μια περίοδο έξι μηνών και να δεις πώς σκέφτονται
και δουλεύουν άλλοι καλλιτέχνες άλλων χωρών σε
κάνει να αισθάνεσαι κερδισμένος. Το ίδιο ένιωσα και
για τη συνεργασία μου με την Chus Martinez. Πίστεψε σε αυτό που είχα να προτείνω και δημιούργησε τις
κατάλληλες συνθήκες για τη σωστή παρουσίαση της
δουλειάς. Συνεργαστήκαμε ξανά μαζί για την προβολή της ταινίας μου Alice’s Adventures in Wonderland
στο Frankfurter Kunstverein στα πλαίσια της Fine Art
Fair στη Φρανκφούρτη. Σε όποια στιγμή της πορείας σου και να έρθει η πρόταση να συμμετάσχεις σε
ένα τέτοιο σημαντικό εικαστικό γεγονός, μόνο θετικά
μπορεί να σου αφήσει. Όχι μόνο σε σχέση με τη συμμετοχή μου σε εκθέσεις και φεστιβάλ στο εξωτερικό,
αλλά και σε σχέση με την εξέλιξη της δουλειάς μου.
Θεωρώ αυτή την εμπειρία ως μια πολύ γερή αρχή απ’
την οποία απέκτησα αυτοπεποίθηση ως προς τη δουλειά μου. Νιώθεις ότι στέκεσαι καλύτερα στα πόδια
σου. Θέλεις να προχωρήσεις, να εξελίξεις τη δουλειά
σου. Να κάνεις καλύτερα πράγματα. Για μένα λοιπόν,
με την Μπιενάλε Βενετίας άνοιξε ένας μεγάλος δρόμος τον οποίο ακόμα ακολουθώ.
2005
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ
2007
ΧΑΡΙΣ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ
5 Ιουνίου 2007, Τρίτη 7:05 π.μ.
Florian café. Πλατεία San Marco, Βενετία.
ΠΑΝΩ:
VIDEO STILL FROM 'TARAHI V', AS PART OF 'TARAHI IIII, V, VI', THREE-CHANNEL VIDEO
INSTALLATION, 07:36:11 MIN, 2007
ΑΡΙΣΤΕΡΑ:
Είδα ένα παράξενο όνειρο χθες το βράδυ. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και βρήκα τον εαυτό μου να παρασύρεται ψηλά σε μια πόλη,
εν μέρει βυθισμένη κάτω από το νερό. Η πόλη έμοιαζε να εξαφανίζεται σιγά-σιγά στην άβυσσο των νερών της νύχτας και τη σιωπή
χωρίς αντίσταση. Συνειδητοποίησα πως σε κάθε σπίτι και σε κάθε
δωμάτιο υπήρχαν αναμμένα κεριά και με κάθε σπίτι που βυθιζόταν,
τα κεριά έβρισκαν διέξοδο επιπλέοντας έξω απ’ τα παράθυρα, τις
πόρτες, τις καμινάδες και τα κενά για να ενωθούν με το υπόλοιπο
φως που βρισκόταν τριγύρω. Ένα παχύ στρώμα ομίχλης κάλυπτε εν
μέρει το σκηνικό, προσπαθώντας να καταπιεί τα εναπομείναντα κτίρια, όμως η αύξηση της θερμότητας των κεριών είχε δημιουργήσει
ένα προστατευτικό τείχος, επιτρέποντας στο φεγγάρι και τα αστέρια
να ρίχνουν έστω και λίγο φως πάνω στην πόλη. Το νερό ήταν ήρεμο.
Όλα φαίνονταν ήρεμα, μόνο εγώ βρισκόμουν σε διαρκή κίνηση, κάνοντας κύκλους πάνω από τις άδειες πλατείες και τα στενά σοκάκια.
Μου φάνηκε γνωστό το μέρος, αναγνώρισα μια σειρά από δέντρα και
τη γωνιά μιας πλατείας. Ήμουν ψηλά και μπορούσα να δω τη σκιά
μου ενώ περιπλανιόμουν πάνω από τη στρογγυλή κυκλική σκάλα
στη μέση της κεντρικής πλατείας, στους διαδρόμους που κτίστηκαν
με τρόπους που θα μπορούσες εύκολα να χαθείς, τις καμάρες και τις
μικρές ατελείωτες γέφυρες. Αν και ήταν ακόμα σκοτάδι, μπορούσα
να δω μέσα από τους τοίχους των σπιτιών. Ήταν όλα υγρά και εγκαταλειμμένα. Τώρα μόλις έχει φτάσει ο καφές που παρήγγειλα και
βιάζομαι να φύγω. Η Denise θα ’ναι ήδη στο Pavillion και θα με περιμένει. Σήμερα είναι η τελευταία μέρα του στησίματος της έκθεσης.
'UNTITLED #36', PAPER COLLAGE, 26.4 X 17.1CM, 2007
ΚΑΤΩ:
UNTITLED #29', PAPER COLLAGE, 24.9 X 14.9CM, 2007
Τα έργα της Χάρις Επαμεινώνδα παρουσιάστηκαν με τα έργα του Mustafa
Hulusi με επιμελήτρια τέχνης την Denise Robinson.
2007 MUSTAFA HULUSI
H πρόταση για συμμετοχή μου στην Μπιενάλε δεν θα μπορούσε να ’ρθει
σε καλύτερη επαγγελματική στιγμή. Είχα ήδη κάνει την πρώτη ατομική
μου έκθεση σε μια εμπορική γκαλερί του Λονδίνου και το καλύτερο που
εύχεται κάθε καλλιτέχνης μετά το ντεμπούτο του στην εικαστική σκηνή
είναι να παρουσιαστούν τα έργα του σε θεσμικές διοργανώσεις. Και δεν
υπάρχει καλύτερη απ’ αυτή της Μπιενάλε Βενετίας. Το πρώτο βήμα για
τη συμμετοχή μου ήταν το τηλεφώνημα της Denise Robinson, της επιμελήτριας της έκθεσης, που μου ζήτησε να συναντηθούμε, αρκετούς
μήνες μετά την έκθεση που παρουσίασα στο Λονδίνο, για να ακούσει τις
σκέψεις μου αλλά και μια ενδεχόμενη πρόταση που είχα να παρουσιάσω. Από τότε άρχισε ένας διάλογος μαζί της μέχρι τη στιγμή που μου
ανακοινώθηκε επίσημα πια πως θα εκπροσωπούσα την Κύπρο μαζί με
τη Χάρις Επαμεινώνδα.
∆εν γνώριζα την καλλιτεχνική σκηνή της Κύπρου κι έτσι δεν ήμουν
σίγουρος με τι θα συγκρινόμουν, αλλά γνώριζα τη δουλειά της Χάρις.
Πίστευα πως μια διπλή συμμετοχή θα μπορούσε να ’ταν μια δυναμική
πρόταση, κάτι που τελικά αποδείχτηκε.
Για καλλιτέχνες που δύσκολα κατηγοριοποιούνται μέσα απ’ τη δουλειά
τους, το Λονδίνο μπορεί να γίνει ένας πολύ ζόρικος χώρος για να προχωρήσεις πέρα από ένα συγκεκριμένο σημείο και θεωρώ πως είμαι ένας
τέτοιος καλλιτέχνης. Το σύστημα της τέχνης συνεχίζει να προτιμά τους
εύκολους «τύπους» ορισμού κι η έκθεση ήρθε σε μια στιγμή που μου
έδωσε την ευκαιρία να γίνει κατανοητό το πού πάω.
Σκεφτόμουν να παρουσιάσω ένα και μόνο έργο, χωρίς τη ρητή αφήγηση
της προηγούμενης δουλειάς μου σε μορφή ενός φιλμ. Άλλαξα γνώμη
συζητώντας με την Denis η οποία μου έβαλε την ιδέα να παρουσιάσω
μια σειρά από πίνακες. Η μόδα σε τέτοιου είδους εκθέσεις ώς τότε ήταν
να κάνεις δουλειές με διδακτικό νόημα παρουσιάζοντας αρκετές φορές
βαρετά βίντεο με ένα είδος πολιτικής αφήγησης. Αποφάσισα να εναντιωθώ σ’ αυτό. Γι’ αυτό και κατέληξα στο σκεπτικό να παρουσιάσω μια
δουλειά που να κάνει αίσθηση επειδή είναι ευχάριστη, γιατί κι αυτό από
μια έννοια έχει ένα αποτέλεσμα που μπορεί να ενοχλήσει.
Τόσο η Χάρις Επαμεινώνδα που παρουσίασε μια εξαιρετική δουλειά
όσο κι εγώ εκτιμήσαμε ο ένας τη δουλειά του άλλου. Η επιμελήτρια
είχε εντοπίσει ένα κοινό στοιχείο που εμείς αγνοούσαμε, ότι η δουλειά
μας καθοριζόταν από τον τόπο καταγωγής μας. Είχε μια απόσταση η
ίδια από τα πράγματα και πιστεύω ότι αυτό ήταν ουσιώδες για την παρουσίαση της δουλειάς μας. Αυτό είναι και το θετικό στοιχείο επιλογής
ενός επιμελητή εκτός νησιού.
Όταν σκέφτομαι αυτή τη συμμετοχή είμαι σίγουρος πως ο συνδυασμός
των δυο καλλιτεχνών εκείνη τη στιγμή στη Βενετία, ήταν πραγματικά
αξιοπρόσεκτος. Μου έδωσε μεγάλη αυτοπεποίθηση, αλλά και τον τρόπο να στηρίζω τα επιχειρήματά μου σαν καλλιτέχνης, τα οποία κουβαλώ από τότε μαζί μου.
2009
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
Ήταν μια τεράστια εμπειρία. Tο γεγονός και μόνο ότι λαμβάνεις μέρος σε μια τέτοια έκθεση
με τόσο υψηλές προδιαγραφές και απαιτήσεις, σε βάζει σε μια διαδικασία να ξεπεράσεις τα
όρια σου σαν καλλιτέχνης και να μετακινηθείς από κείνο που σου μοιάζει, μέχρι τότε οικείο.
Το έργο που έδειξα εκεί και ο τρόπος με τον οποίο επέλεξα να το δείξω ήταν ένα ρίσκο. ∆εν
πήγα, δηλαδή, εκ του ασφαλούς, πήγα με ένα έργο το οποίο συνειδητά γνώριζα πως θα ήταν
εν εξελίξει ακόμα και λίγες μέρες πριν από τα εγκαίνια. Όταν έφτασα στη Βενετία έπρεπε
να αλλάξω όλο το περίπτερο, να οργανώσω το θέμα με τη βάρκα που θα «ταξίδευε» το φοίνικα στο Μεγάλο Κανάλι, να περιμένω να έρθουν οι φοίνικες από τις γειτονικές πόλεις, να
βρεθούν οι σαράντα διαδηλωτές, να έρθουν οι Ινδοί από την Ινδία, να γίνει το μοντάζ του
βίντεο μέσα σε τρεις μέρες για να είναι έτοιμο στα εγκαίνια…Όλα αυτά εμπεριείχαν μεγάλο
ρίσκο, δεν μπορούσα εκ των προτέρων να είμαι σίγουρος ότι θα γίνονταν όπως ήθελα, ήταν
ένα τολμηρό εγχείρημα πάνω στο οποίο είχα επενδύσει τόσο εγώ όσο και η επιμελήτρια μου
Sophie Duplaix. Το έργο λειτουργούσε σαν ένας ζωντανός οργανισμός. Είχα εντάξει μέσα
σε αυτό ακόμα και την ίδια τη διαδικασία της Μπιενάλε, δηλαδή άδειες που μου δοθήκαν,
απαγορεύσεις που μου επιβληθήκαν, αρνήσεις κ.τλ. και με αυτό τον τρόπο έκανα, αν θέλεις,
και ένα σχόλιο στο ότι είμαστε ναι μεν σε ένα χώρο της τέχνης αλλά ακόμα και εδώ εξακολουθούν να υπάρχουν κανόνες και νόμοι που δεν μπορείς να προσπεράσεις, ώστε να κάνεις
το έργο που έχεις φανταστεί.
Ένα άλλο σημαντικό κομμάτι αυτής της διαδικασίας ήταν και ο σάλος, που είχε προκληθεί
στον κυπριακό Τύπο, πριν ακόμα ανοίξει η Μπιενάλε. Ένας σάλος ο οποίος δημιούργησε
αρκετές αντιφατικές εντυπώσεις με αποτέλεσμα κάποια στιγμή ακόμα και πολιτικοί ή και
κόσμος που δεν τον απασχόλησε ποτέ πριν η εκπροσώπησή μας στην Μπιενάλε, να ασχολείται με το έργο μου. Ακόμα και σήμερα αυτός ο μαύρος Τύπος εξακολουθεί να υπάρχει
μέσα στο ∆ιαδίκτυο σαν ένα ακόμα κομμάτι του όλου έργου. Τότε μου είχε προκαλέσει πολύ
μεγάλο άγχος και είχα αποφασίσει να διαχειριστώ την ιστορία αυτή με απόλυτη σιωπή. Γιατί
στην ουσία ήξερα πολύ καλά μέχρι πού είναι τα όρια μου και μέχρι πού μπορώ να φτάσω σε
σχέση με το πολιτικό μας θέμα. Και δεν τα ξεπέρασα. Μέσα από το έργο μου δεν έθιξα ούτε
την οικονομική πτυχή του εθνικού προβλήματος, ούτε την πολιτική με τη στενή έννοια.
Εγώ έτσι κι αλλιώς για άλλα ήθελα να μιλήσω. Για έναν τόπο που είναι μοιρασμένος και αυτό
δεν αφορά μόνο εμάς αλλά και οποιαδήποτε άλλη χώρα αντιμετωπίζει ή θα αντιμετωπίσει
τέτοιο πρόβλημα.
Μια σημαντική εμπειρία που έζησα λόγω της Μπιενάλε ήταν το ότι μου δόθηκε η ευκαιρία
να συνεργαστώ με τη Sophie Duplaix ως επιμελήτρια, μέχρι τότε δεν είχα ξαναζήσει τέτοια
συνεργασία. Γνώρισα ένα σημαντικό άνθρωπο της τέχνης με τον οποίο επικοινωνήσα απόλυτα. Η συνεργασία μας ήταν άψογη, ήταν ό,τι καλύτερο μου συνέβη και σήμερα πραγματικά την αισθάνομαι ως οικογένειά μου. Επίσης έζησα μια πολύ θετική αντιμετώπιση από
πλευράς του Υπουργείου Πολιτισμού, το οποίο πραγματικά με στήριξε σε όλα τα στάδια,
ακόμα και όταν αυτό που ζητούσα άλλοι το θεωρούσαν τραβηγμένο ή τρελό.
Σε ό,τι αφορά την καλλιτεχνική μου έκφραση, ειλικρινά πιστεύω πως μέχρι σήμερα αυτό
το project παραμένει το πιο αγαπημένο μου. Όσο ήμουν εκεί αισθανόμουν μαγεμένος και
αυτό είναι μια συνθήκη ιδανική για έναν καλλιτέχνη. Είχαν σταματήσει τα πάντα γύρω μου.
∆εν ζούσα τίποτα άλλο εκτός από εκείνο που έκανα και εκείνο που ήμουν εκεί. Εζησα πολύ
έντονα την όλη φάση. Είχα αυτογνωσία αλλά ταυτόχρονα ρίσκαρα χωρίς να φοβηθώ, χωρίς
να σκεφτώ τον εαυτό μου και χωρίς να ακολουθήσω μόδες της τέχνης. ∆εν φόρτωσα τα
πράγματά μου και πήγα εκεί για να στήσω ένα έργο. Είχα μια παρουσία έντονη άσχετα από
το πόσο αποδεκτή ή όχι ήταν. Πραγματοποιούσα κάτι στο οποίο πίστευα απόλυτα. Και το
πραγματοποίησα μέσα σε πολύ λεπτές ισορροπίες. ∆εν ήξερα αν το καράβι θα βυθιζόταν ή
θα αναποδογυριζόταν ο φοίνικας. Ήταν όλα σε μια εξέλιξη. Τίποτα εκ του ασφαλούς.
Είμαι ευχαριστημένος από την ανταπόκριση που είχε το έργο. Γράφτηκαν πολύ καλές κριτικές αλλά για να είμαι ειλικρινής αυτό δεν είναι το πρωταρχικό μου ζητούμενο. Αυτό έχει
να κάνει περισσότερο με το εγώ του καλλιτέχνη, που για μένα στη συγκεκριμένη περίπτωση
δεν ήταν προτεραιότητα. ∆εν πήγαινα, δηλαδή, σε ένα διαγωνισμό Γιουροβίζιον, πήγαινα να
κάνω ένα έργο και το έκανα. Τώρα κατά πόσο με πήρε η Βενετία στο Μομα, όχι δεν με πήρε.
Αλλά έτσι και αλλιώς επικοινωνιακά δεν λειτουργώ με αυτό τον τρόπο. Με ενδιαφέρει να
προχωρώ με τους δικούς μου όρους, δεν θέλω να κάνω εκπτώσεις απλά και μόνο για να φτάσω κάπου. Βρίσκομαι κάπου γιατί κάποιος συνδέεται με μένα και με καταλαβαίνει απόλυτα
ως καλλιτέχνη και ως προσωπικότητα.
Αναμφισβήτητα με ενδυνάμωσε αυτή η εμπειρία. Και νιώθω περήφανος για το έργο μου.
Σκέφτομαι πως ακόμα και όταν θα ’μαι γέρος αυτό το έργο θα έχει νόημα για μένα. Έχει ένα
βάρος, μιλά για ένα θέμα, είναι μέρος της δικής μου ιστορίας, αν υποθέσουμε ότι ο καλλιτέχνης έχει μια δική του ιστορία. Μιλά για τις σχέσεις του κόσμου τόσο απλά και τόσο καίρια,
χωρίς εκείνους όλους τους παράγοντες που θολώνουν την κρίση μας. Στο έργο υπήρχε μια
πολύ καλή διάθεση απέναντι σε ένα πολύ δύσκολο θέμα, μια αρχέγονη διάθεση προσέγγισης
των σχέσεων των ανθρώπων.
συμβαίνει τώρα
ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ Θ. ΜΑΣΟΥΡΑ
Το εξώφυλλο είναι δημιουργία των Λευτέρη Τάπα και Πόλυ Πεσλίκα
Παρασκευή απόγευμα, Κωνσταντινούπολη. Από το
αεροδρόμιο, παίρνουμε λεωφορείο για την πλατεία
Taksim. Εντοπίζουμε στο ξενοδοχείο, ένα παράξενο
μακρόστενο κτίριο τεσσάρων ορόφων, σε ένα στενοσόκακο όπου κάποτε έμεναν Έλληνες. Αφήνουμε τις
βαλίτσες και μετά από εκατό μέτρα βρισκόμαστε στην
τεράστια πλατεία που είναι γεμάτη κόσμο. Για να διασταυρώσεις το δρόμο, στα σημεία όπου δεν υπάρχει
φανάρι, απλά πρέπει να έχεις καλά αντανακλαστικά
και ταυτόχρονα να κάνεις το σταυρό σου.
Κατευθυνόμαστε προς τον πιο μεγάλο πεζόδρομο
της πόλης, την Istiklal Caddesi. Μου είχαν πει ότι
είναι πολυσύχναστη αλλά τίποτε δεν με προετοίμασε για αυτό που έζησα. Σε έναν πλατύ δρόμο, γύρω
στα 2 χλμ., εξαφανιζόμαστε σε ένα τσουνάμι κόσμου.
Σαν διαδήλωση ήταν. Ως τις 11 που κυκλοφορούσαμε το σκηνικό ήταν το ίδιο. Ο δρόμος, φωτισμένος,
τα καταστήματα ανοικτά, κόσμος πολύς και ο αέρας
μύριζε ψημένο κάστανο, από τα αμαξάκια που πωλούσαν κάτι πολύ μικρά κάστανα, τέλεια ευθυγραμμισμένα πάνω στη ζεστή πλάκα. Στους παράδρομους
της Istiklal, πολλά μικρά καφέ, γεμάτα κόσμο, κάθε
ηλικίας. Ένα από αυτά είχε live μουσική, δύο τύπους
με κιθάρα και σαξόφωνο. Ένα άλλο, αρκετά πιο κάτω,
μου θύμισε τα Καλά Καθούμενα. Πολύς κόσμος, να
πίνει μπίρα σε μια μποέμ ατμόσφαιρα. Μου φάνηκε
χαρούμενος λαός.
οκ. Μου λέει «άσε, τώρα παζαρεύω να μας δώσουν
και δωρεάν καπνό. Κάνε πως φεύγεις». Γυρίζω πλάτη,
προσποιούμαι πως δεν μου άρεσε και η τιμή και ξεκινώ να περπατώ. Αμέσως ο πωλητής μας φωνάζει “ok
ok! Forty lira and a packet”.
Έξω στο δρόμο, η περιοχή είναι επίσης γεμάτη καταστήματα. Από πιτζάμες και μύλους πιπεριού μέχρι τις
πιο τέλειες ρέπλικες κινητών τηλεφώνων. Καταλήγουμε σε μια περιοχή, όπου το σκηνικό είναι τελείως
οθωμανικό. Γυναίκες καλυμμένες με μανδίλα, άνδρες
με μουστάκια. Λένε πως αν δεν ζήσεις την κουλτούρα του δρόμου, δεν μαθαίνεις τα μυστικά της πόλης.
Σταματάμε σε ένα μικρομάγαζο μέσα στο δρόμο, με
δύο πολύ χαμηλά τραπεζάκια και επίσης χαμηλές καρέκλες. Παραγγέλνουμε γύρο κοτόπουλο. Ο γύρος,
είχε κομματάκια πιπέρι και ντομάτες μέσα, καθώς
ψηνόταν. Αν υπάρχει κάτι που πραγματικά μου έκανε τεράστια εντύπωση στην Κωνσταντινούπολη είναι
το φαγητό. Μερακλίδικο, υπέροχες γεύσεις. Ο τύπος
παίρνει μια τεράστια τετράγωνη πίτα, τη γεμίζει γύρο,
μας βάζει ντομάτα ξεφλουδισμένη και μας το δίνει.
Παίρνουμε από μέσα ένα γυάλινο δοχείο με κάτι ξιδάτα στρογγυλά πιπεράκια και τα τρώμε με το γύρο.
Την επόμενη μέρα, 10 το πρωί, πάμε προς στη Σουλταναχμέντ, την περιοχή με τα αξιοθέατα και πιο τουριστική από την Μπέϊογλου που μένουμε. Παίρνω
ένα χυμό ρόδι από έναν πωλητή στο δρόμο και στέκομαι στην ουρά για την Αγία Σοφία. Με το που μπαίνω
μέσα, νιώθω το απόλυτο δέος. Ακούγεται κλισέ αλλά
δεν μπορείς να νιώσεις κάτι άλλο εκτός από αυτό. Η
Αγία Σοφία, τεράστια, επιβλητική, έχει μια παράξενη
ενέργεια. Κοίταζω τριγύρω μου, η εκκλησία γεμάτη
κόσμο, τουρίστες και Τούρκους. Πάνω, ένας τεράστιος θόλος με αραβικά γράμματα. ∆εν έχω δει ποτέ
κάτι τόσο μεγαλειώδες. Ναι η ατμόσφαιρα, «μύριζε»
Βυζάντιο.
Βγαίνοντας από την Αγία Σοφία, περνώ απέναντι, διασχίζω έναν κήπο και αντικρίζω μπροστά μου το Μπλε
Τζαμί. Στην είσοδο, ένας τύπος μου δίνει σακούλα,
βάζω μέσα τα παπούτσια μου και μου φοράει ένα
σεντόνι στη μέση. Ο ναός μέσα πανέμορφος. Όλες
οι επιφάνειες μοιάζουν να έχουν ζωγραφιστεί με ένα
πολύ λεπτό πινέλο.
Την επόμενη μέρα, κατεβαίνουμε προς τα κάτω και
κατευθυνόμαστε στο Ortakoy. Παίρνουμε ένα πλοιαράκι, δίπλα από το Τζαμί Ortakoy και κάνουμε βαρκάδα στο Βόσπορο. Στα αριστερά μου η ευρωπαϊκή
πλευρά και στα δεξιά η ασιατική. Περνάμε κάτω από
τη γέφυρα. Κατά μήκος το παλάτι Dolmabahce, τεράστιες πολυτελείς εξοχικές κατοικίες με πισίνα και τα
πιο διάσημα κλαμπ της πόλης, όπως το Reina. Ένιωσα
πως έκανα ταξίδι στο χρόνο.Το τελευταίο απόγευμα,
πάμε στη Spice Market, την αγορά με τα μπαχαρικά
κοντά στη γέφυρα του Γαλατά. Μπαίνοντας μέσα δεν
ήξερα πού να πρωτοκοιτάξω και τι να πρωτοδοκιμάσω. Πολύχρωμες πυραμίδες από μπαχαρικά, παστουρμάδες να κρέμονται από την οροφή, τεράστιοι
κύβοι από τυρί, τουρκικά λουκούμια, κάθε λογής, το
ένα στοιβαγμένο πάνω στο άλλο, σαν lego. Πωλητές
μου φωνάζουν να δοκιμάσω τα προϊόντα τους. Μπαίνω στο κατάστημα με τον πιο τσαχπίνικο εικοσάρη
πωλητή και γεμίζω την τσάντα μου με μπαχάρια κάθε
λογής και τούρκικα λουκούμια. Η βραδιά τελειώνει με
τέλειο ψάρι σε κάτι λαϊκές αγορές, δίπλα στην ψαραγορά, κάτω από τη γέφυρα του Γαλατά. Ολόφρεσκια
τσιπούρα με επτά ευρώ και θεϊκό blue fish με δέκα.
Αν υπάρχει κάτι που ντρέπομαι να κάνω είναι να παζαρεύω. Αυτό επιβάλλεται να κάνεις όμως όταν είσαι
στο Kapalicarsi, δηλαδή στο Μεγάλο Παζάρι. Ευτυχώς ο ένας της παρέας, είναι εξπέρ επί του θέματος.
Μπαίνουμε μέσα από τη μια από τις πολλές εισόδους.
Το παζάρι είναι ένα δαιδαλώδες μέρος, γεμάτο μικρομάγαζα χωρισμένα σε κατηγορίες. Αλλού είναι τα χαλιά, αλλού τα κοσμήματα, αλλού τα κεραμικά και τα
φωτιστικά. Βάζω στο μάτι ένα πορσελάνινο ναργιλέ.
Κάνω νόημα στο φίλο να αρχίζει το παζάρι και κρατώ
απόσταση ασφαλείας. Εκεί που μου φάνηκε νορμάλ η
τιμή –στα μισά της αρχικής- του κάνω νόημα ότι είναι
Υπάρχει ένα αμερικάνικο τραγούδι, της δεκαετίας του
'50 που αρχίζει έτσι: “Istanbul was Constantinople/
Now it's Istanbul, not Constantinople/ Been a long
time gone, Constantinople/ Now it's Turkish delight
on a moonlit night” .Τέσσερις μέρες μετά καθώς είμαι
στο αεροπλάνο της επιστροφής, ακόμα δεν μπορώ να
αποφασίσω αν με εκνευρίζουν αυτοί οι στίχοι ή όχι.
Παρελθόν Vs Παρόν.
Το μόνο όμως για το οποίο είμαι σίγουρη είναι πως
αυτή η πόλη, με τη μυστήρια αύρα, τις αντιθέσεις, τα
χρώματα και τα αρώματά της με τραβάει σαν μαγνήτης. Σαν ένας έρωτας κεραυνοβόλος.
YΓ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2010
ΚΑΘΕ ΜΗΝΑ, ΜΕ ΤΟΝ
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
EK∆ΟΤΗΣ-∆ΙΕΥΘΥΝΤΗΣ
ΝΙΚΟΣ ΠΑΤΤΙΧΗΣ
∆ΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ
ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΡΙΑ
ΕΛΕΝΑ ΠΑΡΠΑ
ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΕΚ∆ΟΣΗΣ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΚΟΡ∆Η
ART DIRECTOR
ΠΟΛΥΣ ΠΕΣΛΙΚΑΣ
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΤΑΠΑΣ
GRAPHIC DESIGNER
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΘΗΛΛΟΣ
ΕΙ∆ΙΚΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΙ
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
∆ΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΤΤΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΗΝΑ
ΣΠΥΡΟΣ ΣΤΑΒΕΡΗΣ
ΠΑΝΟΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ
ΜΟΝΙΜΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΡΙΛΛΙ∆ΗΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΟΥΜΑΖΗΣ
FILEP MOTWARY
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟ∆ΟΥΛΟΥ
ΘΑΝΑΣΗΣ ΦΩΤΙΟΥ
ΙΩΑΝΝΑ ΧΡΙΣΤΟ∆ΟΥΛΟΥ
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΑΡΑΒΑΛΗ
ΤΩΝΙΑ ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ
ΜΑΡΙΑ Θ. ΜΑΣΟΥΡΑ
ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
ΠΙΕΡΗΣ ΠΑΝΑΓΗ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ
ΣΤΕΛΛΑ ΑΝ∆ΡΟΝΙΚΟΥ
∆ΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
ΜΑΡΙΑ ΖΕΡΒΟΥ
ΜΑΡΙΑ ΚΑΠΑΤΑΗ
ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ
∆ΙΑΧΩΡΙΣΜΟΙ ΧΡΩΜΑΤΩΝ
ΚΑΙ ΕΚΤΥΠΩΣΗ
PROTEAS PRESS LTD
Σ’αυτό το τεύχος
συνεργάστηκαν δημιουργικά
Σπύρος Στάβερης
Ελένη Νικοδήμου
Εύη ∆ημητρίου
Κέττα Ιωαννίδου
Αλκίνοος Ιωαννίδης
Αριάνα Οικονόμου
Γιάννης Τουμαζής
Λούλη Μιχαηλίδου
Γιώργος Κυριάκου
Στέλιος Βότσης
Κώστας Ιωακείμ
Γιώργος Σκοτεινός
Μαρία Λοιζίδου
Άγγελος Μακρίδης
Νίκος Κουρούσιης
Θεόδουλος Γρηγορίου
Γιώργος Σφήκας
Νίκος Χαραλαμπίδης
Λευτέρης Ολύμπιος
Γλαύκος Κουμίδης
Αντρέας Κάραγιαν
Παναγιώτης Μιχαήλ
Κωσταντία Σοφοκλέους
Χάρις Επαμεινώνδα
Mustafa Hulusi
Σωκράτης Σωκράτους
Ηλεκτρονική διεύθυνση
ΥΓ. 62
[email protected]