Education Ambassador skills

ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ Ε.Π.Ε.
WP3, R8:
Υποστηρικτικό εκπαιδευτικό
υλικό για την κατάρτιση
εκπαιδευτικών πλοηγών διαμεσολαβητών
Learning Community: Immigrants as Educational Facilitators Pave the
Way for Immigrants to Access Lifelong Learning
LC Ref. 504 367- 2009-LLP-DE-GRUNDTVIG-GMP
Το σχέδιο αυτό χρηματοδοτήθηκε με την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Το παρόν έγγραφο δεσμεύει μόνο τον συντάκτη του και η Επιτροπή δεν ευθύνεται για τυχόν χρήση των πληροφοριών που περιέχονται σε αυτό.
Μιμίκα Παναγιώταρου, Γιάννης Πίμπας
18/6/2012
Πίνακας περιεχομένων
Στόχοι εκπαίδευσης............................................................................................................... 3
1.
Ο εκπαιδευτικός πλοηγός ............................................................................................. 4
Περιεχόμενο εκπαίδευσης ................................................................................................ 4
Τα “πρέπει” του εκπαιδευτικού πλοηγού......................................................................... 5
Μερικές γενικές δεξιότητες, οι οποίες είναι απαραίτητες ............................................... 5
Ειδικές δεξιότητες ............................................................................................................. 6
Στόχος ................................................................................................................................ 6
2.
Εθελοντισμός ................................................................................................................. 6
Οφέλη εθελοντισμού ........................................................................................................ 9
3.
Η διαδικασία της καθοδήγησης .................................................................................. 10
Όρια που πρέπει να τηρούνται στη διαδικασία καθοδήγησης ...................................... 11
4.
Πολιτισμικό πλαίσιο και αυτοεκτίμηση ...................................................................... 12
5.
Δικτύωση ..................................................................................................................... 14
Επιμέρους δραστηριότητες δικτύωσης........................................................................... 14
6.
Κοινωνικές δεξιότητες ................................................................................................. 15
7.
Επικοινωνία ................................................................................................................. 16
α) Χώρο-χρονική .............................................................................................................. 20
β) Κινητική ....................................................................................................................... 22
γ) Παρά-γλωσσική .......................................................................................................... 22
8.
Διά Βίου Μάθηση – Θεωρητικό πλαίσιο .................................................................... 29
Βασικοί στόχοι ................................................................................................................. 29
Διά Βίου Μάθηση & EQF ................................................................................................. 31
Επισκόπηση της έως σήμερα εμπειρίας – Αφορμή για σκέψη .......................................... 35
2
Στόχοι εκπαίδευσης
1) Γνώσεις για:
•
Τρόπους ενδυνάμωσης δεξιοτήτων και προσωπικών ικανοτήτων
2) Δεξιότητες:
•
Προώθηση εκπαιδευτικών ευκαιριών σε μετανάστες
•
Αυτόνομη δραστηριοποίηση
•
Αξιοποίηση των προσφερόμενων εργαλείων προκειμένου να βελτιωθεί η
πρόσβαση των μεταναστών στις τοπικές εκπαιδευτικές ευκαιρίες
3) Ικανότητες:
•
Επιλογής και προσέλκυσης ομάδας στόχου
•
Αναγνώρισης και αξιολόγησης προβλημάτων / δυσκολιών
•
Επίλυσης προβλημάτων
•
Διάγνωσης αναγκών και παροχής υποστήριξης
•
Κινητοποίησης
•
Κριτικής σκέψης
•
Διάδρασης
•
Ηγεσίας ομάδας
•
Δικτύωση με μετανάστες και εκπροσώπους τοπικών φορέων εκπαίδευσης
ενηλίκων
3
1. Ο εκπαιδευτικός πλοηγός
Περιεχόμενο εκπαίδευσης
Γενικές αρμοδιότητες
Απαιτούμενες δεξιότητες
Προσωπικές αξίες και δεξιότητες
Απασχόληση και εθελοντισμός
Η συμμετοχή στο συγκεκριμένο πρόγραμμα και το προφίλ του εκπαιδευτικού
πλοηγού αποτελεί μια εθελοντική διαδικασία, με όλες τις υποχρεώσεις που έχει
ένας εθελοντής. Είναι μια διαδικασία συνεργατική, η οποία χρειάζεται διάρκεια για
να πραγματοποιηθεί, δεν γίνεται στιγμιαία. Χρειάζεται δηλαδή επιμονή, υπομονή
και μέθοδο.
Ο εκπαιδευτικός πλοηγός βοηθά, καθοδηγεί, υποστηρίζει, συμβουλεύει το
μετανάστη σε οτιδήποτε αφορά στην επαγγελματική και κοινωνική του
ενσωμάτωση. Δεν αποτελεί ηγετική μορφή, αφού ο ρόλος του είναι υποστηρικτικός
ως προς τον καθοδηγούμενο και έγκειται στην ανίχνευση των εκπαιδευτικών
αναγκών και όχι στην υποκατάσταση του εκπαιδευτή.
Στόχο, αποτελεί η εύρεση μεταναστών σε τοπικό επίπεδο και η υποστήριξη του σε
προγράμματα Διά Βίου Μάθησης που θα τον βοηθήσουν σε ατομικό, σε κοινωνικό
και σε επαγγελματικό επίπεδο, με αποτέλεσμα την καθολική ενσωμάτωση του στην
κοινωνία.
4
Βοηθά, καθοδηγεί, υποστηρίζει, συμβουλεύει το μετανάστη σε οτιδήποτε
αφορά στην επαγγελματική και κοινωνική του ενσωμάτωση
Δεν έχει ιεραρχία
είναι συνεργατική διαδικασία
Είναι εθελοντική διαδικασία
είναι διαδικασία, η οποία χρειάζεται διάρκεια για να πραγματοποιηθεί, δεν
γίνεται στιγμιαία
Ο ρόλος του είναι υποστηρικτικός ως προς τον καθοδηγούμενο και έγκειται
στην ανίχνευση των εκπαιδευτικών αναγκών και όχι στην υποκατάσταση του
εκπαιδευτή.
Τα “πρέπει” του εκπαιδευτικού πλοηγού
Να δίνει την αίσθηση στον καθοδηγούμενο ότι βρίσκεται πάντα δίπλα του
αλλά ταυτόχρονα να φροντίζει να κρατά τις απαραίτητες αποστάσεις.
Οφείλει να καθοδηγεί και να συμβουλεύει τον καθοδηγούμενο χωρίς να
δείχνει συγκαταβατικός.
Δεν πρέπει να ξεχνά ότι δεν αποτελεί δική του αρμοδιότητα να κατευθύνει
τον καθοδηγούμενο προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση
Αυτό που οφείλει να κάνει είναι να τον συμβουλεύει και να τον εμψυχώνει
Μερικές γενικές δεξιότητες, οι οποίες είναι απαραίτητες
Ικανότητα να βοηθά κάποιον να προσδιορίσει τους στόχους του και να τους
επιτύχει.
Ικανότητα να μοιράζεται με άλλα άτομα τις γνώσεις του.
Ικανότητα να βοηθά κάποιον να προσαρμόζεται.
Ικανότητα ακρόασης χωρίς να ασκεί κριτική.
Ικανότητα ενθάρρυνσης και παρακίνησης
Ικανότητα ανεύρεσης πληροφοριών
Ικανότητα ομαδικής εργασίας.
Διοικητικές ικανότητες.
5
Ειδικές δεξιότητες
Γνώση της ποικιλίας κουλτούρων και ικανότητα κατανόησής τους.
Γνώση των κύριων χαρακτηριστικών της κουλτούρας του καθοδηγούμενου.
Άριστη ικανότητα διαπολιτισμικής επικοινωνίας.
Γνώση ιδρυμάτων, ενώσεων και ανθρώπων που σχετίζονται με θέματα που
αφορούν στους μετανάστες.
Στόχος
Ο κύριος στόχος είναι πάντοτε να βοηθηθούν τα άτομα να αντιμετωπίσουν
τον αποκλεισμό και την περιθωριοποίηση.
στοχεύει στην ενσωμάτωση των μεταναστών τόσο στην αγορά εργασίας όσο
και στην κοινωνική ζωή γενικότερα
2. Εθελοντισμός
Το έτος 2011 ορίζεται «ευρωπαϊκό έτος δραστηριοτήτων εθελοντισμού που
προωθούν την ενεργή συμμετοχή του πολίτη στα κοινά»
Η έννοια του εθελοντισμού δύσκολα μπορεί να οριστεί με αυστηρά κριτήρια και
μάλιστα ο εν λόγω ορισμός συχνά επηρεάζεται από την ιδεολογία και την πρακτική
που υιοθετεί κανείς στο σύνολο της ζωής και της δράσης του1. Τα κυριότερα
χαρακτηριστικά της έννοιας είναι το ότι αποτελεί μια χωρίς αμοιβή και χωρίς
προσμονή επαγγελματικής εξέλιξης δράση σε συλλογικές ενέργειες και κοινωνικούς
χώρους που συνεπάγεται και μια στάση ζωής η οποία εμπεριέχει ιδιαίτερες αξίες,
όπως η αλληλεγγύη, η κοινωνική δικαιοσύνη, η κοινωνική συμμετοχή και η
1
Οδηγός Προσέγγισης Εθελοντών αποτελεί προϊόν της ∆ράσης 14 του Υποέργου ΙΙ του Έργου ΑΛΚΗΣΤΙΣ, το
οποίο υλοποιείται από το «∆ίκτυο για την άρση του κοινωνικού αποκλεισµού των γυναικών», στο πλαίσιο της
Κ.Π. Equal (Νοέµβριος, 2006)
6
φιλανθρωπία. Οι δε εθελοντές με τις δράσεις τους προάγουν θετικές στάσεις και
αντιλήψεις για πληθώρα κοινωνικών ζητημάτων.
Εν ολίγοις, ο όρος «εθελοντισμός» αναφέρεται σε όλες τις μορφές
εθελοντικής δραστηριότητας, τυπικής, άτυπης και με χαρακτήρα επαγγελματικής
κατάρτισης, την οποία ασκεί ένα άτομο με την ελεύθερη θέλησή του, με δική του
επιλογή και προσωπικό του κίνητρο και δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Οι
δραστηριότητες αυτές είναι προς όφελος του μεμονωμένου εθελοντή, των
κοινοτήτων και της κοινωνίας στο σύνολό της.
Η αξία του εθελοντή έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί ο ίδιος μια
προστιθέμενη αξία για την οργάνωση/φορέα, συνεργαζόμενος με το αμειβόμενο
προσωπικό για να δημιουργηθεί ένα έργο που χωρίς αυτόν είναι αδύνατον να
συντελεστεί, φέρνει το προσωπικό και επαγγελματικό του υπόβαθρο στον εκάστοτε
φορέα προσδίδοντας εγκυρότητα, αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του
οργανισμού και της κοινωνίας, συμβάλλει στην ανεύρεση πόρων όντας ο ίδιος
πολύτιμος πόρος, αποτελεί έμμεση μορφή χρηματοδότησης με την μη αμειβόμενη
εργασία που προσφέρει και φέρνει νέες ιδέες αναπτύσσοντας τις δυνατότητες
παραγωγής έργου με καινοτόμες δραστηριότητες2.
Η ελληνική πραγματικότητα δείχνει μια δυστυχώς εικόνα συχνά μη
δομημένη και οργανωμένη ως προς το ζήτημα του εθελοντισμού. Αυτό διαφαίνεται
και από το γεγονός της έλλειψης εξειδικευμένης βιβλιογραφίας. Εντούτοις,
αναφορικά με το ζήτημα της ενεργοποίησης/κινητοποίησης εθελοντών, σύμφωνα
με την εξειδικευμένη βιβλιογραφία, η εν λόγω διεργασία ορίζεται ως εξής:
2
•
Στάδιο 1: Προσέγγιση εθελοντών
•
Στάδιο 2: Γνωριμία με εθελοντές
•
Στάδιο 3: Εκπαίδευση εθελοντών
•
Στάδιο 4: Συνεργασία με εθελοντές
•
Στάδιο 5: Διατήρηση εθελοντών
Βλ. υποσημείωση 6
7
Όσον αφορά στον τρόπο δράσης του φορέα που αναζητά τους εθελοντές
είναι πολύ σημαντικό να καταγραφούν πρώτα οι ανάγκες προς κάλυψη και οι
στόχοι μιας τέτοιας ενέργειας3, το πλαίσιο δράσης και εν συνεχεία να εξευρεθούν οι
κατάλληλοι άνθρωποι (εν προκειμένω οι εκπαιδευτικοί πλοηγοί) οι οποίοι θα είναι
σε θέση να καλύψουν τις εν λόγω ανάγκες και να γίνει εκ των υστέρων το
κατάλληλο «πάντρεμα». Παράλληλα, τα βασικά στοιχεία που επηρεάζουν την
απόφαση ενεργοποίησης ενός εθελοντή είναι:
•
οι λόγοι (κίνητρα4) και οι ανάγκες που φέρνει ο ίδιος
•
η εργασία ή το έργο που είναι να γίνει
•
το προφίλ του Φορέα προσέλκυσης εθελοντών
•
το εργασιακό κλίμα μέσα στον Φορέα/οργάνωση
Η συνολική ικανοποίηση του ατόμου από την ενεργοποίηση του εξαρτάται από
την ικανοποίησή του από επιμέρους παράγοντες αυτής, αλλά και από την αξία που
αποδίδει
το άτομο σε καθέναν από αυτούς τους παράγοντες. Σε αυτήν την
κατεύθυνση είναι σημαντικό να αναγνωρίζεται διαρκώς η προσπάθεια και το έργο
3
Μιας και η διεργασία προσέλκυσης μπορεί να αποβεί μια χρονοβόρα διεργασία. Η
προσέλκυση ουσιαστικά σημαίνει την τοποθέτηση του σωστού ανθρώπου στην σωστή θέση
προκειμένου να φέρει εις πέρας το ανατιθέμενο έργο. Ένα πρόγραμμα εθελοντών είναι
ένας διπλός δρόμος: πρέπει να «παντρέψει» τους σκοπούς της οργάνωσης με τις εκάστοτε
ανάγκες του εθελοντή. Για αυτό λοιπόν είναι σημαντικό να υπάρχουν αυστηρά
οριοθετημένες προδιαγραφές όσον αφορά στον τρόπο και χώρο δράσης των εθελοντών,
είναι σημαντικό λοιπόν να υπάρχει περιγραφή θέσης και έργου για τον εκάστοτε εθελοντή.
4
Τα βασικά κίνητρα των εθελοντών περιλαμβάνουν:
• το να βοηθήσουν άλλους
• το ενδιαφέρον για τη δουλειά ή τη δραστηριότητα
• το να θέλει να μάθει και να κερδίσει εμπειρία
• έχει άπλετο χρόνο να διαθέσει
• είναι αφοσιωμένος σε ένα σκοπό
• ξέρει κάποιον που είναι ήδη εθελοντής
• θρησκευτικοί λόγοι
8
που καταβάλει ο εκάστοτε εθελοντής είτε αυτό γίνεται μέσω «βραβείων5» είτε αυτό
γίνεται μέσω «σημαντικών γεγονότων6». Οι εθελοντές ελκύονται στα προγράμματα
με μια αληθινή αίσθηση ομαδικής προσπάθειας. Έχουν ανάγκη να αισθάνονται
μέλη της ομάδας, ένας ίσος εταίρος στη δουλειά. Αυτό προκύπτει πιο
αποτελεσματικά όταν το προσωπικό και οι εθελοντές καταλαβαίνουν τη σύνδεση
ανάμεσα στις προσπάθειες και την αποστολή του φορέα/οργάνωσης.
Η δημιουργία σχέσης με τον εθελοντή είναι κρίσιμη τόσο κατά την φάση
εκπαίδευσης αλλά και εν συνεχεία όταν θα βρεθεί στο «πεδίο μάχης. Η ανακάλυψη
των κινήτρων του συνεπάγεται την προσπάθεια από την πλευρά του Φορέα
ενεργοποίησης να ικανοποιήσει τα εν λόγω κίνητρα επιλέγοντας τόσο την εργασία
/δράση που του ταιριάζει αλλά και παρέχοντάς του τη δυνατότητα Απαιτείται
ευελιξία και προσαρμογή στις ιδιαιτερότητες κάθε ανθρώπου, καθώς και
αναγνώριση της συνεισφοράς του. Είναι σημαντικό να αναζητηθούν τρόποι/μέσα
με τα οποία μπορούν να επωφεληθούν του έργου οι ίδιοι (π.χ. περαιτέρω
εκπαίδευση, προσόντα για το βιογραφικό τους σημείωμα, επαγγελματική εμπειρία
κ.λπ.). είναι σημαντικό ακόμη και μετά την ολοκλήρωση του έργου το δίκτυο
εθελοντών να παραμείνει ενεργό με την βοήθεια του Φορέα ενεργοποίησης
εθελοντών, ο ίδιος μάλιστα θα πρέπει να σταθεί «ανοιχτός» προς τον εθελοντή και
ενδεχομένως να τον στηρίξει σε ένα επόμενο βήμα του.
Οφέλη εθελοντισμού
Οι δραστηριότητες εθελοντισμού αποτελούν μια πλούσια μη τυπική εμπειρία
μάθησης, επιτρέπουν την απόκτηση επαγγελματικών και κοινωνικών δεξιοτήτων και
ικανοτήτων, συμβάλλουν στην αλληλεγγύη και αποτελούν μια σημαντική μορφή
ενεργού συμμετοχής των πολιτών στα κοινά.
5
μια περιοδική απόδειξη της αναγνώρισης του έργου των εθελοντών, τόσο αν πρόκειται
για ομάδα ανθρώπων που έφεραν σε πέρας μια εργασία ή και εξατομικευμένα
(ευχαριστήρια επιστολή, ομαδικές φωτογραφίες, μικρά δώρα κλπ)
6
Ένα δείπνο, μια ομαδική εκδρομή, μια επίσημη γιορτή «αποφοίτησης»
9
Επίσης έχουν τη δυνατότητα να συμβάλλουν στην προσωπική εξέλιξη και ευτυχία
του ατόμου, καθώς και στην αρμονική ανάπτυξη των ευρωπαϊκών κοινωνιών από
πλευράς αλληλεγγύης, κοινωνικής ένταξης και ευημερίας.
Οι ενέργειες που πραγματοποιούνται από τους εθελοντές όλων των ηλικιών είναι
μεγάλης σημασίας για την ανάπτυξη της δημοκρατίας, – και ιδίως της συμμετοχικής
δημοκρατίας–, μίας από τις αρχές στις οποίες βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά
και για την προαγωγή των ανθρώπινων δικαιωμάτων εντός και εκτός των ορίων της
Ευρωπαϊκής Ένωσης.
O εθελοντισμός και οι εθελοντικές δραστηριότητες δεν πρέπει εντούτοις να
χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο της αμειβόμενης εργασίας
3. Η διαδικασία της καθοδήγησης
μπορεί να ποικίλει από ένα άτομο σε ένα άλλο εξαιτίας των διαφόρων
πολιτισμικών υποβάθρων που διαθέτουν
έχει ιδιαίτερη αξία για το μετανάστη, διότι μέσα από αυτή τη διαδικασία ο
μετανάστης νιώθει ότι μπορεί να μιλήσει σε κάποιον άνθρωπο ο οποίος
θα τον ακούσει πρόθυμα, αλλά και να μοιραστεί το πρόβλημα του μαζί
του. Με αυτό τον τρόπο υποβαθμίζεται το συναίσθημα της μοναξιάς, της
απομόνωσης και πολλές φορές το πολιτισμικό σοκ που υφίσταται ο
μετανάστης. Είναι πολύ σημαντικό για τον τελευταίο, να λαμβάνει
πρακτική καθοδήγηση, όπως για παράδειγμα να μάθει τη διαδικασία που
πρέπει να ακολουθήσει για να υποβάλει μία αίτηση παρακολούθησης
ενός σεμιναρίου ή πρόσληψης σε μία θέση εργασίας.
10
Η διαδικασία της καθοδήγησης μπορεί να περιγραφεί και να οριστεί με
πολλούς τρόπους. Η αποτελεσματική καθοδήγηση είναι μια διαδικασία η
οποία χαρακτηρίζεται ως: εξατομικευμένη, σκόπιμη, οργανωμένη και
αξιολογήσιμη.
Εξατομικευμένη: Κάθε καθοδηγούμενος έχει διαφορετικές ανάγκες, και η
διαδικασία της καθοδήγησης πρέπει να προσαρμόζεται στις ανάγκες αυτές.
Σκόπιμη: Η διαδικασία της καθοδήγησης δεν μπορεί να αποτελεί μία
επιβαλλόμενη σχέση. Το να είναι κάποιος εκπ/κος πλοηγός αποτελεί
εθελούσια επιλογή, όπως επίσης και το να είναι κάποιος καθοδηγούμενος
Οργανωμένη: Η διαδικασία της καθοδήγησης απαιτεί συγκεκριμένες
συνθήκες κάτω από τις οποίες θα λαμβάνει χώρα, ενώ παράλληλα
ακολουθεί συγκεκριμένα στάδια.
Αξιολογήσιμη: Ομοίως με τη διαδικασία της διδασκαλίας, η διαδικασία της
καθοδήγησης καθορίζει κάποιους στόχους και κάποια κριτήρια αξιολόγησης
της επίτευξης αυτών των στόχων.
Όρια που πρέπει να τηρούνται στη διαδικασία καθοδήγησης
Ο εκπ/κος πλοηγός μοιράζεται τις δεξιότητές του και τις γνώσεις του με τον
καθοδηγούμενο, παρέχοντας του πληροφόρηση
Ο εκπ/κος πλοηγός δεν είναι σύμβουλος καριέρας ή οικονομικός και
επαγγελματικός σύμβουλος.
Είναι αδύνατο να γνωρίζει τα πάντα
Βασικό αντικείμενο της δουλειάς του είναι να γνωρίζει τις πηγές
πληροφόρησης και γνώσης και να τις καταδεικνύει στον καθοδηγούμενο.
Ο εκπ/κος πλοηγός πρέπει να είναι καλός ακροατής, έτσι ώστε να ακούει με
προσοχή τα προβλήματα και τις ανάγκες του καθοδηγούμενου, αλλά δεν
είναι φίλος ή συγγενής.
Η καθοδήγηση όμως δεν είναι πανάκεια. Ελλοχεύει αρκετούς κινδύνους,
όπως για παράδειγμα στην περίπτωση που η καθοδήγηση διαρκέσει
11
υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα, υπάρχει ο κίνδυνος να αποτύχει στην
επίτευξη του στόχου που έχει τεθεί. Ο στόχος αυτός είναι η ενθάρρυνση
αυτονόμηση του καθοδηγούμενου και όχι η συνεχής υποστήριξή του.
4. Πολιτισμικό πλαίσιο και αυτοεκτίμηση
Η κουλτούρα κι οι πολιτισμικές παραδόσεις και σκέψη επηρεάζουν τον
τρόπο, με τον οποίο ένα άτομο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του.
Ο διαφορετικός τρόπος αυτοαντίληψης των ατόμων μεταξύ διαφορετικών
πολιτισμών δημιουργεί συχνά προβλήματα αλληλοκατανόησης αλλά και
προβληματικής συμβίωσης μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών.
Η αυτοεκτίμηση ως συστατικό στοιχείο του εαυτού θα πρέπει να λαμβάνεται
υπόψη σε κάθε συμβουλευτική παρέμβαση με άτομα διαφορετικής
κουλτούρας
Η αυτοεκτίμηση θεωρείται ότι αποτελεί ένα συστατικό στοιχείο της
προσωπικότητας, το οποίο επηρεάζει τις διαπροσωπικές σχέσεις, την
καθημερινή διάθεση και την λειτουργικότητα του ατόμου και ορίζεται
συνήθως ως η θετική ή η αρνητική στάση του ατόμου απέναντι στον εαυτό
του.
Για μια αποτελεσματική συμβουλευτική παρέμβαση είναι αναγκαία η γνώση
και
η
κατανόηση
του
αξιολογικού
κώδικα
και
των
αξιών
των
συμβουλευόμενων, αλλά και των συμβούλων.
Η γνώση και η κατανόηση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει τον τρόπο με τον
οποίο τα άτομα αυτά αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους υπό μία ολιστική
διάσταση.
Άτομα διαφορετικής πολιτισμικής καταγωγής ή άτομα με διαφορετική
κουλτούρα από εκείνη της
κυρίαρχης κουλτούρας σε ενδοπολιτισμικό
12
επίπεδο έχουν συχνά μια απαισιόδοξη και καταθλιπτική άποψη του
μέλλοντος
και
είναι
ιδιαίτερα
τρωτά
σε
συναισθήματα
χαμηλής
αυτοεκτίμησης και απογοήτευσης.
Τα προβλήματα, που αντιμετωπίζουν τα άτομα διαφορετικής κουλτούρας
είναι αποτέλεσμα συχνά της επίδρασης του κοινωνικού συστήματος, εντός
του οποίου ζουν.
13
5. Δικτύωση
Περιεχόμενο εκπαίδευσης
Προετοιμασία του δικτύου
Δημιουργία επαφών
Επιτυχής δικτύωση
Χτίσιμο σχέσεων
Δημιουργία Εμπιστοσύνης – αυτοπεποίθησης
Ανάπτυξη δραστηριότητας συνεργασίας
Events Δικτύωσης
Αναγνωρίστε τη σημασία της δικτύωσης
Ο στόχος να γίνει ορατός
Φροντίστε την εικόνα σας
Πάντα να είστε θετικός
Μεταχειριστείτε όλα τα γεγονότα ως δικτύωση
Χτίστε τις σχέσεις σας
Αναπτύξτε τη δυνατότητα της "μικρής συζήτησης "
Αναπτύξτε τις ενεργές δεξιότητες ακούσματος
Σωστή ΟΡΓΑΝΩΣΗ
Επιμέρους δραστηριότητες δικτύωσης
Απαιτείται καθορισμός χρονοδιαγράμματος, όπως:
Τακτικές συναντήσεις με τους υπεύθυνους των εκπ/κων προγραμμάτων.
Τακτικές συναντήσεις με τους υπόλοιπους εκπ/κους πλοηγούς
που
συμμετέχουν στο πρόγραμμα.
Ανάλυση
των ικανοτήτων
του
προγράμματος.
14
σύμφωνα
με
το
αντικείμενο του
Αρχική εκπαίδευση, και εκπαίδευση κατά τη διάρκεια του προγράμματος
6. Κοινωνικές δεξιότητες
Α. Διαπροσωπικές, επικοινωνιακές δεξιότητες
Λεκτική/μη λεκτική επικοινωνία
Ενεργητική ακρόαση
Εκφράζοντας συναισθήματα, δίνω και παίρνω ανατροφοδότηση
B. Δεξιότητες διαπραγμάτευσης – άρνησης
Διαχείριση συγκρούσεων
Δεξιότητες άρνησης
Ανάπτυξη δεξιοτήτων αποφασιστικής στάσης
Γ. Ενσυναίσθηση
Ανάπτυξη δεξιοτήτων ενσυναίσθησης των άλλων
Δ. Συνεργατικότητα
Δεξιότητες
σεβασμού
της
διαφορετικότητας
του
άλλου
(απόψεις,
πολιτισμός, κουλτούρα κλπ)
Αξιολόγηση της ατομικής συνεισφοράς στην ομαδική εργασία
Ε. Δεξιότητες Υποστήριξης
Δεξιότητες επιρροής και στήριξης ατομικών απόψεων και των επιλογών
Δεξιότητες δικτύωσης και κινητοποίησης
15
7. Επικοινωνία
Περιεχόμενο εκπαίδευσης
Raising Awareness
Κατανόηση της δυναμικής της
Αξιοποίηση της γλώσσας του σώματος
Αξιοποίηση εναλλακτικών οπτικών
Κατανόηση προτύπων, συνηθειών και πιστεύω
Ανάπτυξη δεξιοτήτων ενεργητικής ακρόασης
Ανάπτυξη προσωπικής δυναμικής και προσωπικών αξιών
Αξιοποίηση τακτικών θετικής ενίσχυσης
Διαχείριση συγκρούσεων
Ανάπτυξη αυτοπεποίθησης
Ικανότητα αυτοπαρουσίασης
«Η κοινωνία όχι µ όνο συνεχίζει να υπάρχει µε την µ ετάδοση, την επικοινωνία,
αλλά µπορούµε δικαιολογηµένα να πούµε ότι υπάρχει
στην µετάδοση, στην επικοινωνία»
John Dewey
Οι κοινωνικές δεξιότητες είναι οι δεξιότητες εκείνες που αναμένονται να
αξιοποιηθούν προκειμένου οι άνθρωποι να αλληλεπιδράσουν αποτελεσματικά
πετυχαίνοντας τον εκάστοτε στόχο της επικοινωνίας και κατά συνέπεια δεν
μπορούν να μελετηθούν ξέχωρα από την έννοια της επικοινωνίας. Βασίζονται σε
κοινωνικές νόρμες υποδεικνύοντας ποιες στάσεις και συμπεριφορές είναι
αποδεκτές και κατάλληλες σε μια δεδομένη κοινωνική περίσταση.
Οι εν λόγω δεξιότητες μπορούν να χωριστούν σε υπο-κατηγορίες όπως:
δεξιότητες αναγνώρισης και έκφρασης συναισθημάτων, δεξιότητες αλληλεπίδρασης
16
και επικοινωνίας («ακούω», «μοιράζομαι», «ανατροφοδοτώ», «επικοινωνώ μη
λεκτικά»), δεξιότητες αυτοεκτίμησης, διαπροσωπικές δεξιότητες συνεργασίας,
διαχείρισης συγκρούσεων και διεκδίκησης.
Στην παρούσα ενότητα θα δοθεί έμφαση στο ζήτημα των κοινωνικώνεπικοινωνιακών δεξιοτήτων. Κεντρικό σημείο αυτών η γλώσσα όπου η χρήση αυτής
ως «κοινωνική πράξη» αφορά στη γνώση των κοινωνικών κανόνων και στην ορθή
αντίληψη όσων επιδιώκει, επιθυμεί ο ομιλητής καθώς και των επικοινωνιακών
στρατηγικών του, ως «κατάλληλη συμπεριφορά» έχει άμεση σχέση με το πώς αυτή
αξιοποιείται, κρατώντας κατά νου το κοινωνικό-επικοινωνιακό πλαίσιο και ως
«επικοινωνιακή πρόθεση» αναφέρεται στο «γιατί» επικοινωνεί με τους γύρω του,
δηλαδή στο σημαντικό μήνυμα που ο ομιλητής κρίνει ότι έχει να μεταφέρει στον
συνομιλητή του πιστεύοντας ότι θα είναι ενδιαφέρον.
Άρα λοιπόν η αποτελεσματική επικοινωνία ουσιαστικά αποτελεί μια
στοχευμένη πράξη κωδικοποίησης, μεταφοράς και αποκωδικοποίησης ενός
μηνύματος η οποία πράξη λαμβάνει υπόψη της το γενικότερο κοινωνικό πλαίσιο
όπου λαμβάνει χώρα.
Πιο αναλυτικά, η επικοινωνία αποτελεί αναπόσπαστο
κομμάτι της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου και αντιμετωπίζεται σαν μια διεργασία
αλληλόδρασης και πρόκειται για ανταλλαγές γλωσσικών και μη μηνυμάτων (ιδεών,
σκέψεων, εικόνων, χειρονομιών, επιθυμιών, εντολών κλπ) μεταξύ ατόμων και
ομάδων. Σύμφωνα μάλιστα με τον Charles H. Cooley πρόκειται για τον μηχανισμό
εκείνο μέσω του οποίου δημιουργούνται και αναπτύσσονται οι ανθρώπινες
σχέσεις. Ο δε Harrison (1976) σημειώνει πως η επικοινωνία είναι η μεταφορά
πληροφοριών και συναισθημάτων από το ένα άτομο σε ένα άλλο όπου υπάρχει ο
πρωτουργός που στέλνει ένα μήνυμα μέσω κάποιου φορέα σε κάποιον αποδέκτη
προκαλώντας ένα αποτέλεσμα (Πίμπας, 2009).
Ταυτόχρονα, παράλληλα με την κοινωνική συνιστώσα στην έννοια της
επικοινωνίας προσδίδεται και μια πολιτισμική διάσταση από την στιγμή που η
κοινωνική αλληλεπίδραση συντελείται σε ένα πολιτισμικό πλαίσιο. Η κουλτούρα, τα
ήθη, τα έθιμα, η γλώσσα, καθώς και άλλα πολιτισμικά σύμβολα είναι όλα τους στοιχεία
17
που κρίνονται ως επικοινωνήσιμα, έχουν μια ιδεολογική λειτουργία και γίνονται
κατανοητά από μια συγκεκριμένη πολιτισμική ομάδα, φέρνοντας τα μέλη της κοντά και
δίνοντάς τους μια ταυτότητα (Park, 1938, Mead7, 1948, Argyle, 1981, Bourdieu, 1982).
Άλλωστε, ο λόγος των επικοινωνούντων δεν είναι μόνο σημεία προς ανάλυση και
ερμηνεία σε σχέση με την καθεαυτή διεργασία επικοινωνίας αλλά αντίθετα, όπως
υποστηρίζεται από πολλούς θεωρητικούς που δίνουν έμφαση στο πολιτισμικό
περιεχόμενο της επικοινωνίας, δίνονται πληροφορίες και στοιχεία προς αξιολόγηση και
για το «πολιτισμικό κεφάλαιο» τόσο του πομπού όσο και του δέκτη.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον Harold D. Lasswell (1948) το περιεχόμενο της
επικοινωνίας απαντάται μέσα από πέντε βασικά ερωτήματα:
ποιος
λέει τι
από ποιο μέσο
σε ποιον
με τι αποτέλεσμα
Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι σε αυτήν την πεντάδα παίζει επίσης καθοριστικό ρόλο και
το πλαίσιο της επικοινωνίας ή διαφορετικά το περιβάλλον και πρόκειται για διάφορες
ψυχοκοινωνικές συντεταγμένες, όπως αναφέρει ο Χρηστάκης (2000) όπως για
παράδειγμα οι κοινωνικές θέσεις των πρωταγωνιστών της επικοινωνιακής πράξης, οι
7
στο άρθρο της «Some cultural approaches to communication problems» στο The
communication of ideas (συλλογικός τόμος, επιμέλεια: Lyman Bryson) Institute for Religious
and Social Studies, Νέα Υόρκη, 1948 και το οποίο υπάρχει ολόκληρο αποδοσμένο στα
ελληνικά στο «Το Μήνυμα του Μέσου: Η έκρηξη της μαζικής επικοινωνίας» (επιμ. Κ.
Λιβιεράτος & Τ. Φραγκούλης) εκδ. Αλεξάνδρεια, η Mead συγκρίνει την διαφορετική
λειτουργία της επικοινωνίας σε διάφορες πολιτισμικές ομάδες αντιπαραθέτοντας τες με την
λειτουργία της επικοινωνίας στην σημερινή κοινωνία και αναφέρει χαρακτηριστικά «στην
δική μας κοινωνία μπορούμε να διακρίνουμε τις μεθόδους επικοινωνίας που στηρίζονται
καταρχήν στην αφύπνιση των συναισθημάτων και την υποβολή κατευθύνσεων δράσης
μόνο αφού τα μέλη του κοινού κατακλυστούν από συναίσθημα, εκείνες τις μεθόδους που
επιδίδονται στη μετάδοση πληροφοριών ακριβείας οι οποίες θα οδηγήσουν στην
υποδεικνυόμενη δράση και εκείνες τις μεθόδους που επιδίδονται στη μετάδοση
πληροφοριών βάσει των οποίων τα άτομα μπορούν να δράσουν.
18
στάσεις, οι κοινωνικές αναπαραστάσεις, οι αμοιβαίες αντιλήψεις, τα συναισθήματα και
το γενικότερο κλίμα επικοινωνίας.
Εν ολίγοις, η επικοινωνία είναι μια πολυσύνθετη διεργασία η οποία εμπεριέχει
πολλά και διάφορα είδη συμπεριφορών, αφορά στην σχέση μεταξύ του πομπού και
δέκτη αλλά και στην σχέση τους με το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο καθώς και στο ίδιο
το κοινωνικό πλαίσιο8 το οποίο από μόνο του παίζει πρωταρχικό ρόλο. Ταυτόχρονα δε
υπάρχουν δυο σημαντικές συνιστώσες εκτός των άλλων, σημειώνει ο Χρηστάκης
(2000), το ζήτημα της ανάδρασης και της αμοιβαιότητας, όπου στην πρώτη περίπτωση
γίνεται λόγος για μια κυκλική διεργασία μιας και το ερέθισμα από τον πομπό προκαλεί
μια απόκριση στον δέκτη η οποία με την σειρά της γίνεται ερέθισμα για τον πομπό.
Όσον αφορά στην αμοιβαιότητα, είναι μια έννοια που την διαφοροποιεί από την
επιρροή μιας και στην τελευταία περίπτωση οι αντιλήψεις και η συμπεριφορά ενός
κοινωνικού υποκειμένου μεταβάλλονται εξ αιτίας των αντιλήψεων και συμπεριφορών
ενός άλλου κοινωνικού υποκειμένου. Στην περίπτωση της αμοιβαιότητας, η διεργασία
αυτή δεν είναι μονόπλευρη αλλά αντιθέτως υπάρχει μια από κοινού διαφοροποίηση
εξαιτίας των αντιλήψεων και των συμπεριφορών και των δυο πρωταγωνιστών.
Τέλος, αυτό που αξίζει να υπογραμμιστεί είναι το γεγονός ότι οι
επικοινωνούντες δεν εισέρχονται στην επικοινωνιακή διεργασία ιδεολογικά ανενεργοί,
όπως ήδη έχει προταθεί από την ανάλυση, αντίθετα έχουν προσδοκίες, επιθυμίες και
προθέσεις σε σχέση με τον συνομιλητή ή τους συνομιλητές τους είτε από την θέση του
πομπού είτε από την θέση του δέκτη. Πρόκειται για μια διεργασία, υποκειμενική,
επιλεκτική, μεταβλητή ακόμη και απρόβλεπτη, όπως την ορίζει η Παναγιωτοπούλου
(1997).
Όσον αφορά στο ζήτημα της μη λεκτικής επικοινωνίας, αυτή αναφέρεται σε ένα
μεγάλο κομμάτι της επικοινωνιακής πράξης μιας και ένα μεγάλο μέρος της δεν
8
Πρόκειται λοιπόν για ένα πλαίσιο, για ένα κοινωνικό πεδίο γεμάτο σύμβολα και
πρακτικές, ορισμένο από κοινωνικές συμβάσεις και το οποίο κοινωνικό πεδίο παρέχει κάθε
φορά τους κατάλληλους κώδικες επικοινωνίας αλλά και τους κατάλληλους κάθε φορά
κανόνες συμπεριφοράς και όλα αυτά βιώνονται και πραγματώνονται σε μια δυναμική
σχέση μεταξύ πλαισίου και επικοινωνούντων (Χρηστάκης, 2000)
19
μεταφέρεται δια μέσου των λέξεων αλλά αντιθέτως μέσω της σωματικής και κινητικής
δραστηριότητας, μέσω του τόνου φωνής, του ύφους, των εκφράσεων προσώπου, της
βλεμματικής επαφής και αποτελεί στοιχείο διαφοροποίησης από πολιτισμό σε
πολιτισμό. Κάτι ανάλογο παραθέτει και ο Harrison (1976) όταν γράφει πως η μη λεκτική
επικοινωνία είναι η μεταφορά της πληροφορίας και του συναισθήματος που δεν
«εγκλωβίζονται» σε λέξεις και ορίζει τρεις μορφές μη λεκτικής επικοινωνίας: α) την
χώρο-χρονική (proxemic) β) την κινητική (kinesic) γ) παρα-γλωσσική (paralinguistic).
Η γλώσσα του σώματος λοιπόν φαίνεται πως παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο κατά
την μεταφορά ενός μηνύματος μιας και μπορεί να αντικαταστήσει το λεκτικό μήνυμα,
να λειτουργήσει ενισχυτικά, να τονίσει δηλαδή το μήνυμα αλλά ενδέχεται να
λειτουργήσει και αντιθετικά προς τα λεγόμενα καταστρέφοντας συχνά την αξίααξιοπιστία του μηνύματος αλλά και του πομπού. Ιδίως μάλιστα στο πλαίσιο μιας
διαπολιτισμικής επικοινωνιακής πράξης η μη λεκτική συμπεριφορά φαίνεται να παίζει
καθοριστικό ρόλο για την εκάστοτε επιτυχημένη ή μη έκβασή της.
α) Χώρο-χρονική
Όσον αφορά λοιπόν στην πρώτη μορφή επικοινωνίας, στην χωρο-χρονική
πρόκειται για την μεταφορά της πληροφορίας και του συναισθήματος δια μέσου της
χωρική και χρονικής διάταξης της επικοινωνιακής πράξης, της αλληλεπίδρασης. Πιο
αναλυτικά, ο E.D. Hall (1966, στο Σταλίκας, Γιωτσίδη & Μερτίκα, 2007) μελετώντας τις
πολιτισμικές διαφορές έδωσε βαρύτητα στους εξής διαφοροποιητικούς παράγοντες:
τον χρόνο, τον χώρο, το πλαίσιο και την λεκτική και μη λεκτική συμπεριφορά. Όσον
αφορά λοιπόν στην κοινωνική-επικοινωνιακή χρήση του χώρου διέκρινε τρεις μορφές
χωρικής οργάνωσης, την σταθερή (πόλεις, σπίτια κλπ), την ημι-σταθερή (έπιπλα) και
τον άτυπο χώρο ο οποίος είναι αυτός που συνήθως χωρίζει τους συνομιλητές ο οποίος
άτυπος χώρος χωρίζεται σε τέσσερις «αποστάσεις» (Χρηστάκης, 2000):
την οικεία απόσταση (λιγότερο από 45 εκ)
την προσωπική απόσταση (από 40 εκ έως 1,20 εκ)
την κοινωνική απόσταση (από 1,20 εκ έως 3,60 εκ)
την δημόσια απόσταση (πέρα από τα 3,60 εκ)
20
Αναφορικά λοιπόν με το ζήτημα της απόστασης, πρόκειται για μια κοινωνικά
μαθημένη αλλά και πολιτισμικά ορισμένη συνθήκη κατά τον Hall (1966 στο Harrison,
1978) και είναι αποτέλεσμα της ψυχολογικής και κοινωνικής απόστασης μεταξύ των
επικοινωνούντων, είναι δηλαδή αποτέλεσμα της «εκτίμησης» που κάνουν οι
συμμετέχοντες της επικοινωνιακής πράξης αναφορικά με το είδος της σχέσης που
εγκαθιδρύεται (Argyle, 1978). Ταυτόχρονα, η εν λόγω απόσταση εξαρτάται από το
φύλο, την ηλικία, τα φυσικά χαρακτηριστικά των επικοινωνούντων αλλά και από
ζητήματα συμπάθειας και αντιπάθειας καθώς και κοινωνικού στάτους.
Επιπρόσθετα, όσον αφορά στην διάταξη μέσα στον χώρο, παρατηρούνται
επίσης διαφορετικά επικοινωνιακά αποτελέσματα μιας και πρόσωπα που βρίσκονται
πρόσωπο με πρόσωπο κατά την επικοινωνιακή πράξη έχουν περισσότερες λεκτικές
ανταλλαγές, όπως και μια ομάδα φίλων έχει την τάση να επιλέγει πάντα την κυκλική
διάταξη για να συζητήσει (Χρηστάκης, 2000).
Όσον αφορά στο ζήτημα της χρονικής οργάνωσης της επικοινωνιακής πράξης,
αυτός ταξινομείται σε μονοχρονικό και πολυχρονικό χρόνο όπως σημειώνουν οι
Σταλίκας, Γιωτσίδη & Μερτίκα (2007) αναφερόμενοι στο έργο του E.D. Hall.
Αναλυτικότερα, στην πρώτη περίπτωση οι άνθρωποι διαιρούν τον χρόνο σε σχέση με
τις δραστηριότητές τους και δεν εκτελούν πολλά έργα ταυτοχρόνως (όπως συμβαίνει
στην Β. Ευρώπη και στις ΗΠΑ) ενώ αντίθετα στην περίπτωση του πολυχρονικού χρόνου,
τα άτομα έχουν την τάση να κάνουν πολλά πράγματα συγχρόνως (όπως παρατηρείται
σε πολλές μεσογειακές κουλτούρες). Οι πολιτισμικές διαφορές σύμφωνα με την εν
λόγω διαφοροποίηση γίνονται αντιληπτές όταν ορίζεται κάποιο ραντεβού, όταν τίθεται
κάποιο χρονοδιάγραμμα ή όταν δημιουργείται κάποια σχέση.
Για παράδειγμα σε μια βιομηχανική κοινωνία της Δύσης, αναφέρει ο Χρηστάκης
(2000) ο χρόνος αργοπορίας για ένα ραντεβού δεν είναι δυνατόν να ξεπερνά το ένα
τέταρτο ενώ αντίθετα σε μια μεσογειακή κοινωνία η ημίωρη καθυστέρηση μπορεί να
μην αποτελέσει ζήτημα αντιπαράθεσης. Αυτό που απαιτείται σε αυτές τις καταστάσεις
είναι είτε να βρεθούν και να εξεταστούν τα πολιτισμικά σχήματα του «άλλου» είτε να
ξεκινήσει διαδικασία προσαρμογής στο πολιτισμικό σχήμα του «άλλου» ή έστω να
21
αξιοποιηθεί προκειμένου να γίνει η κατάλληλη ερμηνεία της συμπεριφοράς του
«άλλου» (Argyle, 1978).
β) Κινητική
Πρόκειται για την μεταφορά πληροφοριών μέσω της έκφρασης προσώπου και
των χειρονομιών9. Ο εν λόγω τομέας της μη λεκτικής επικοινωνίας παρουσιάζει το
μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους θεωρητικούς και μελετητές της επικοινωνιακής
διεργασίας, υποστηρίζει ο Harrison (1978). Η έκφραση προσώπου αλλάζει ανάλογα με
το εκάστοτε ερέθισμα που παρουσιάζεται και αυτή η μη λεκτική απόκριση ενέχει μια
επικοινωνιακή λειτουργία και κατά συνέπεια αποτελεί τον πλέον κατάλληλο
πληροφοριοδότη για την συναισθηματική κατάσταση των επικοινωνούντων είτε
πρόκειται για χαρά, λύπη, θυμό, φόβο, έκπληξη είτε αηδία και πρόκειται για μια
διεργασία καθολική και που αφορά διάφορες πολιτισμικές ομάδες.
Αυτό που διαφοροποιείται ανάλογα με τον πολιτισμό δεν είναι η μη λεκτική
εκφορά του συναισθήματος αλλά το ερέθισμα καθώς και οι κοινωνικές νόρμες που
καθορίζουν τον τρόπο διαχείρισης και ελέγχου των εκφράσεων προσώπου (Harrison,
1978). Για παράδειγμα οι Γιαπωνέζοι δεν αναμένεται να εκδηλώσουν την λύπη ή
κάποιο άλλο αρνητικό συναίσθημα, αντιθέτως είναι κοινωνικά και πολιτισμικά
μαθημένοι να καλύπτουν τα εν λόγω συναισθήματα με χαμόγελο. Όσον αφορά στην
περίπτωση του ερεθίσματος, στις Δυτικές Κοινωνίες είναι πιθανόν η αιτία της «αηδίας»
να είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη σε κάποιες πολιτισμικές ομάδες της
Ανατολής.
γ) Παρά-γλωσσική
Αναφορικά με την τελευταία αυτή μορφή μη λεκτικής επικοινωνίας, πρόκειται
για την διεργασία μετάδοσης πληροφοριών και συναισθημάτων μέσω του τόνου της
φωνής, της παύσης κατά την ομιλία, τον ρυθμό κλπ και που συνοδεύονται συχνά από
τις ανάλογες εκφράσεις προσώπου. Συχνά αυτά αποτελούν «σημάδια» παραδείγματος
9
σύμφωνα με τον Argyle (1978) η χειρονομία αποτελεί το πιο έντονο διαφοροποιητικό
πολιτισμικά στοιχείο μιας και όπως υποστηρίζει δεν υπάρχουν καθόλου έμφυτες
χειρονομίες
22
χάρη για το πότε είναι η σειρά να μιλήσει κάποιος ή αν πρόκειται για ερωτηματική ή
καταφατική ή και αρνητική δήλωση ή απλά για να υπερ-τονιστεί μια κατάσταση.
Συνοψίζοντας, η επικοινωνία αποτελεί ένα «κοινό μοίρασμα», μια διεργασία
αλληλεπίδρασης και μια πράξη «κοινωνικού συγχρονισμού» μεταξύ ατόμων που
μοιράζονται εναλλακτικά τους ρόλους πομπού και δέκτη κατά την ανταλλαγή
μηνυμάτων – πληροφοριών, αναγκών, ιδεών, αντιλήψεων, συναισθημάτων λεκτικά
και μη λεκτικά. Η επικοινωνία περιλαμβάνει τα εξής στάδια:
•
•
•
•
κωδικοποίηση
μεταφορά (μηνύματος)
αποκωδικοποίηση (εκ μέρους του δέκτη)
παροχή κατάλληλης ανατροφοδότησης.
Σε κάθε περίπτωση επικοινωνίας το ένα μέρος της επικοινωνιακής πράξης
επιδιώκει να επιδράσει με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο στη νοητική κατάσταση του
άλλου μέρους, κατά συνέπεια ενυπάρχει το στοιχείο της πρόθεσης. Για την επίτευξη
του εκάστοτε σκοπού χρειάζεται το μήνυμα να μορφοποιείται κατάλληλα
προκειμένου να καταστεί η επικοινωνία επιτυχής. Ταυτόχρονα, η πιο πολύπλοκη
μορφή επικοινωνίας θεωρείται ότι είναι η λεκτική (η οποία όμως σαφώς ενισχύεται
και εμπλουτίζεται από την μη λεκτική) εφόσον για την σωστή μεταφορά των
μηνυμάτων απαιτούνται αμοιβαίες γνώσεις για τη γλώσσα,
τον κόσμο που
αναπαριστά και η γνώση αυτού του πλαισίου συνιστά την ικανότητα επικοινωνίας
(Πίμπας, 2011).
Μια άλλη σημαντική διάσταση της κοινωνικής επικοινωνίας αποτελούν οι
δεξιότητες προσεκτικής ακρόασης οι οποίες εκτός των άλλων θεωρούνται κεντρικό
ζητούμενο προκειμένου κάποιος να αποκτήσει την «ενσυναίσθηση10», την ικανότητα
10
ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον C. Rogers για πρώτη φορά
αναφερόμενος στην στάση του θεραπευτή απέναντι στον πελάτη του. Η ενσυναίσθηση
(empathy) περιλαμβάνει την ενσυναισθητική ακρόαση και την μετάδοση της
ενσυναίσθησης. Πρόκειται για την ικανότητα του θεραπευτή να αναγνωρίζει και να
κατανοήσει τις εμπειρίες του πελάτη και το νόημα που έχουν για αυτόν οι εν λόγω
23
δηλαδή για βίωση και κατανόησης του κόσμου του άλλου (Ivey, Glucstern, Ivey, 1996).
Αναλυτικότερα, πρόκειται για την ικανότητα εκείνη του να αντιλαμβάνεται κανείς, να
ακούει με ακρίβεια και να αισθάνεται τον εμπειρικό κόσμο του άλλου, να τον κατανοεί
τόσο σε επίπεδο γνωστικό όσο και σε επίπεδο συναισθηματικό. Απαιτεί την ικανότητα
του συμβούλου να ανακόπτει τις σκέψεις και τα συναισθήματά και να εισέρχεται στον
κόσμο ενός άλλου (Ivey & Gluckstern, 1999, Μαλικιώση-Λοϊζου, 2001).
Επιπρόσθετα, ο Yalom (2005) θεωρεί πως η ενσυναίσθηση αποτελεί στοιχείο
θεμελιώδες για την επιτυχία της μιας σχέσης (εργασιακή, διαπραγμάτευσης, φιλική κα)
διότι χωρίς την αίσθηση και κατανόηση του ψυχικού κόσμου του άλλου, συχνά
προκαλείται ιδιαίτερη νοητική σύγχυση και απογοήτευση.
Είναι σημαντικό λοιπόν ο σύμβουλος, ο συντονιστής ενός διαλόγου, ο
διαπραγματευτής να θέτει τα κατάλληλα ερωτήματα για να μπορέσει να αποκτήσει μια
βασική πληροφόρηση για τον πελάτη, τις εμπλεκόμενες πλευρές ενθαρρύνοντάς τους
να μιλήσουν, να παραθέσουν τις απόψεις τους και τις θέσεις τους με τρόπο λειτουργικό
και όχι αναποτελεσματικό.
Ο στόχος της προσεκτικής ακρόασης στο πλαίσιο μιας επικοινωνιακής πράξης
είναι να συμβάλει και να βοηθήσει τους συμμετέχοντες να ξεκαθαρίσουν τα γεγονότα
και τα συναισθήματα που συνοδεύουν τα γεγονότα αυτά οργανώνοντάς τα. Ο ένας και
μοναδικός κανόνας είναι ότι ο συντονιστής, σύμβουλος, διαπραγματευτής μιλά με τους
πελάτες, τις εμπλεκόμενες πλευρές για τους πελάτες, για τις εμπλεκόμενες πλευρές
(Ivey, Glucstern, Ivey, 1996).
Η βασική αλληλουχία προσεκτικής ακρόασης έχει την εξής παρακάτω μορφή και
αποσκοπεί στην κατανόηση του πλαισίου αναφοράς των εμπλεκόμενων:
ανοιχτές ερωτήσεις: (για την απόκτηση μιας βασικής γενικής εικόνας του
ζητήματος/κατάστασης)
εμπειρίες. Επιπρόσθετα, η ικανότητα αυτή συνεπάγεται την αναγνώριση και διαλεύκανση
(και επεξήγηση) στο πλαίσιο ενός διαλόγου το οποίο πραγματοποιείται μέσω κατάλληλων
ερωτήσεων και απαντήσεων προς τον πελάτη, μέσω περιγραφής της συναισθηματικής
πτυχής του λόγου του πελάτη αποφεύγοντας άμεσες ερμηνείες (Ποταμιάνος, 1997)
24
κλειστές ερωτήσεις: (για την συγκέντρωση περισσότερων πληροφοριών και
γεγονότων)
ελάχιστες ενθαρρύνσεις: (για την επιπλέον διευκόλυνση της διεξαγωγής της
επικοινωνιακής πράξης καθώς και για την διευκρίνηση και επεξεργασία
λεπτομερειών)
παράφραση: (για την ανατροφοδότηση τα κύρια σημεία της επικοινωνιακής
πράξης και των αντίστοιχων θεμάτων)
αντανάκλαση συναισθήματος: (για την ανατροφοδότηση των εμπλεκόμενων
τα συναισθήματα που ενυπάρχουν στην δεδομένη κατάσταση/συνθήκη)
περίληψη: (για την οργάνωση της πληθώρας των γεγονότων και των
συναισθημάτων τόσο των εμπλεκόμενων όσο και της ίδιας της συνθήκης)
Αναλυτικότερα, όσον αφορά στις ανοιχτές και κλειστές ερωτήσεις, οι δυο αυτές
κατηγορίες επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες. Οι μεν πρώτες, δίνουν γενικά στοιχεία
για την κατάσταση ενώ οι δεύτερες βοηθούν στην ανίχνευση ειδικών λεπτομερειών της
κατάστασης. Μέσω των πρώτων, οι εμπλεκόμενοι στην επικοινωνιακή πράξη έχουν την
δυνατότητα να εκφραστούν καλύτερα και πιο ανοιχτά ξεκαθαρίζοντας συχνά την
προβληματική της κατάστασης (Μαλικιώση-Λοϊζου, 2001). Είναι βοηθητικές κατά την
έναρξη της αλληλεπίδρασης, στην απόσπαση παραδειγμάτων και στην επικέντρωση της
προσοχής στο συναίσθημα της δεδομένης κατάστασης (Ivey, Glucstern, Ivey, 1996). Οι
ερωτήσεις τύπου «τι» χρησιμοποιούνται προκειμένου να εξιστορηθούν τα γεγονότα και
οι λεπτομέρειες μιας κατάστασης ενώ οι ερωτήσεις τύπου «πώς» αξιοποιούνται για την
ανάλυση της πορείας και της αλληλουχίας των γεγονότων και συναισθημάτων. Τέλος,
οι ερωτήσεις που ξεκινούν με το «θα» αποτελούν ανοιχτή πρόσκληση για συζήτηση και
ενέχουν λιγότερη καθοδήγηση.
Όσον αφορά στις κλειστές ερωτήσεις, αυτές χρησιμοποιούνται όταν ο
συντονιστής της επικοινωνιακής πράξης χρειάζεται ορισμένες διευκρινίσεις (πχ. ποια
είναι τα ενδιαφέροντά σου; Έχεις άλλα αδέρφια; κα). Συχνά όμως μπορούν να
μεταφραστούν από τις εμπλεκόμενες πλευρές ως «έλλειψη ενδιαφέροντος» ενώ επίσης
οι ερωτήσεις τύπου «γιατί» οι οποίες εντάσσονται στην κατηγορία αυτή βάζουν συχνά
τον ερωτώμενο στο στόχαστρο με αποτέλεσμα ο τελευταίος να παίρνει μια αμυντική
στάση (Ivey, Glucstern, Ivey, 1996).
25
Η στοιχειώδης ενθάρρυνση διευκολύνει στην εξέλιξη της συζήτησης ενώ επίσης
συμβάλλει στην εξωτερίκευση των συναισθημάτων «αποδεικνύοντας» έτσι στον
συμμετέχοντα της επικοινωνιακής αλληλεπίδρασης ότι τον ακούν. Ορισμένες μη
λεκτικές ενθαρρύνσεις είναι η οπτική επαφή, το σώμα που κλείνει προς τα εμπρός, η
απουσία νευρικών κινήσεων που διασπούν την προσοχή και οι κατάλληλες χειρονομίες
ενώ παράλληλα, στοιχειώδεις λεκτικές ενθαρρύνσεις είναι οι μικρές φράσεις τύπου «Α!
έτσι;», «Αχά..», η επανάληψη αλλά και η σιωπή μιας και δίδεται έτσι ο κατάλληλος
χρόνος περισυλλογής των συμμετεχόντων στην επικοινωνιακή πράξη.
Από την άλλη πλευρά, η παράφραση δείχνει ότι οι συμμετέχοντες έχουν
ακουστεί με το να αξιοποιεί ο συντονιστής λέξεις-κλειδιά από τα λεγόμενα των
συμμετεχόντων εμπλουτίζοντάς τις με ορισμένες δικές του λέξεις-φράσεις (Ivey &
Gluckstern, 1999). Η παράφραση αποτελεί «απόδειξη» ότι το πρόβλημα έχει
εισακουστεί με προσοχή και έχει κατανοηθεί βοηθώντας έτσι τον συντονιστή να ελέγξει
την ακρίβεια της δικής τους κατανόησης των δρώμενων κατά την επικοινωνιακή
αλληλεπίδραση. Αναλυτικότερα, η παράφραση περιλαμβάνει το όνομα του
συμμετέχοντα (ή τα ονόματά τους)ή της αντωνυμίας «ΕΣΥ» (ή «ΕΣΕΙΣ») καθώς και τις
πιο σημαντικές στιγμές από τον λόγο του συμμετέχοντα αλλά και την συντομευμένη και
σαφή δήλωση του συντονιστή που συλλαμβάνει και αποδίδει το νόημα όσων έχουν
ειπωθεί (Μαλικιώση-Λοϊζου, 2001).
Αναφορικά με την αντανάκλαση των συναισθημάτων, αυτή αναφέρεται στην
παρουσίαση του συναισθηματικού περιεχομένου του λόγου των συμμετεχόντων στο
πλαίσιο μιας επικοινωνίας, ενός διαλόγου, μιας διεργασίας διαπραγμάτευσης,
διαμεσολάβησης κα. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τα μηνύματα μεταφέρουν γνωστικό («τι
λέει») αλλά και συναισθηματικό υλικό («πώς το λέει») εφόσον ο συντονιστής εστιάσει
και αντιδράσει στο δεύτερο κομμάτι του μηνύματος, τότε θεωρείται ότι χρησιμοποιεί
26
την δεξιότητα της αντανάκλασης συναισθήματος11 η οποία συμβάλλει στην
αναγνώριση, διαλεύκανση και έκφραση (και αποφόρτιση) των συναισθημάτων.
Πιο συγκεκριμένα, μια τέτοια δεξιότητα απαιτεί το «ξεδιάλεγμα» και την
διαλεύκανση των συναισθημάτων που συνοδεύουν το γνωστικό περιεχόμενο του
μηνύματος μιας και πολύ συχνά τα περίπλοκα συναισθήματα βρίσκονται κρυμμένα
πίσω από εκφράσεις τύπου «σύγχυση», «διχασμός», «ασάφεια». Σε μια τέτοια
περίπτωση είναι απαραίτητη η παρατήρηση των μηνυμάτων με διπλό νόημα καθώς και
παρατήρηση των «άμεσων & παρόντων» συναισθημάτων προκειμένου να παραθέσει
με σαφήνεια ο συντονιστής και να μπορέσει να τα κατανοήσει ο συμμετέχων στην
επικοινωνιακή πράξη. Να τα κατανοήσει και να δει με ποιο τρόπο παρεμβαίνουν και
εμποδίζουν ενδεχομένως την επίλυση της κατάστασης.
Η διαδικασία της περίληψης από την άλλη πλευρά έχει έναν οργανωτικό
χαρακτήρα και αναφέρεται στην ανακεφαλαίωση και σύμπτυξη της ουσίας των
λεγόμενων και απαιτεί προσεκτική παρακολούθηση των λεκτικών και μη μηνυμάτων
καθώς και επιλογή των κεντρικών σημείων/διαστάσεων του λόγου αλλά και
επανάληψη/επαναδιατύπωση στη συνέχεια με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια
(Ivey, Glucstern, Ivey, 1996).
Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας υπάρχει πάντα ο κίνδυνος της παραποίησης
δηλαδή η ανακριβής περίληψη των όσων έχουν ειπωθεί και συχνά αντιπροσωπεύει τις
αντιλήψεις και στάσεις καθώς και προσωπικές μεροληψίες του συντονιστή. Η
παραποίηση δεν αποσαφηνίζει και δεν βοηθάει στην εξέλιξη της επικοινωνιακής
πράξης καθώς και στο ζητούμενό της, λόγου χάρη μια διαδικασία μεσολάβησης,
διαπραγμάτευσης ή και ενημέρωσης.
Τέλος, είναι σημαντικό να αναφερθεί μια μάλλον «συνθετική» δεξιότητα η
οποία περιλαμβάνει και κυρίως αξιοποιεί κατά κάποιο τρόπο τα προαναφερθέντα η
προκειμένου να συμβάλει στην εξέλιξη και στην αποτελεσματική έκβαση μιας
11
ο κορμός της φράσης σε αυτήν την περίπτωση έχει ως εξής «Μοιάζει σαν να νιώθετε….»
ή «Φαίνεσθε να αισθάνεσθε…..»
27
επικοινωνιακής αλληλεπίδρασης. Γίνεται λόγος για την εστίαση η οποία στρέφεται
στην ανίχνευση των σκέψεων και των συναισθημάτων όσων αλληλεπιδρούν
(Μαλικιώση-Λοϊζου, 2001). Πρόκειται για μια δεξιότητα που συμβάλλει στην αύξηση
της ακρίβειας της παρατήρησης των συμμετεχόντων της αλληλεπίδρασης από την
πλευρά του συντονιστή μιας και δίνει στοιχεία για τα θέματα που θίγουν οι δυο
πλευρές δίνοντας παράλληλα και νύξεις για την συνέχεια του διαλόγου.
Επομένως ο καλός και αποτελεσματικός ακροατής:
σταματά την δική του ομιλία
ακούει ενεργητικά και ρωτά προσπαθώντας να κατανοήσει αυτά που ακούει
επιδιώκει να βρει ενδιαφέρον σε αυτά που ακούει/δεν δείχνει ότι βαριέται
την επικοινωνιακή πράξη
επι-(συγ)κεντρώνεται σε όσα ακούει αποφεύγοντας την διάσπαση προσοχής
δείχνει έμπρακτα ότι ακούει αυτά που λέγονται ανταποκρινόμενος
κατάλληλα
επικεντρώνεται στην ουσία του μηνύματος και όχι στην ενδεχόμενη
αδυναμία έκφρασης του πομπού του μηνύματος
περιμένει για την ολοκλήρωση του της διατύπωσης του μηνύματος πριν
μιλήσει
διακρίνει την βασική θεματολογία
δεν αντιδρά σε «δύσκολα» μηνύματα
Κλείνοντας, διαφαίνεται η σημαντικότητα της απόκτησης των κατάλληλων
δεξιοτήτων προκειμένου κάποιος να αλληλεπιδράσει αποτελεσματικά πετυχαίνοντας
κατά συνέπεια και τον πρωταρχικό στόχο της επικοινωνίας/αλληλεπίδρασης. Σε αυτήν
την στοχευμένη προσπάθεια παίζει σημαντικό ρόλο η γνώση του κοινωνικού πλαισίου,
των εκάστοτε συμβάσεων και νορμών αλλά και η κατάλληλη αξιοποίηση του εργαλείου
επικοινωνίας που είναι η ίδια η γλώσσα.
28
8. Διά Βίου Μάθηση – Θεωρητικό πλαίσιο
Η Δια βίου μάθηση είναι η προσπάθεια σφαιρικής βελτίωσης γνώσεων, δεξιοτήτων,
στάσεων / «κουλτούρας» και ικανοτήτων σε θέματα επιχειρηματικότητας αλλά και
η διεύρυνση της αυτογνωσίας (προσδοκίες, χαρακτηριστικά προσωπικότητας, αξίες,
ικανότητες, κίνητρα εργασίας / ανάδειξη δυνατοτήτων και ελλείψεων), ώστε κάθε
άνθρωπος να είναι σε θέση να λάβει αποφάσεις σχετικά με την επαγγελματική του
ανάπτυξη και να οργανώσει μια εργασιακή στρατηγική για το μέλλον.
Βασικοί στόχοι
H δημιουργία μιας συνεχούς διαδικασίας απόκτησης, συμπλήρωσης, και
βελτίωσης των δεξιοτήτων ενός ατόμου κατά τη διάρκεια της ζωής του, έτσι
ώστε να μπορεί να συμμετάσχει πλήρως, σε μια κοινωνία βασισμένη στη
γνώση.
Η προσφορά στους ανθρώπους ευκαιριών να βελτιώσουν τις βασικές
ικανότητές τους ή να αυξήσουν τις γνώσεις τους, ώστε να έχουν πρόσβαση
σε καλύτερες θέσεις απασχόλησης και να βελτιώσουν το βιοτικό τους
επίπεδο.
Η αντανάκλαση των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων τάσεων, της
αγοράς εργασίας έτσι ώστε να επαναπροσδιορίζονται συνεχώς οι
διαδικασίες, οι υπηρεσίες που προσφέρονται και η πολιτική που τις
αντανακλά.
29
Η εδραίωση της Ευρωπαϊκής περιοχής δια βίου μάθησης, στοχεύει να καταστήσει
όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως ηλικίας, εκπαιδευτικού επιπέδου, προηγούμενης
μόρφωσης κλπ, ικανούς να κινούνται ελεύθερα μεταξύ μαθησιακών πλαισίων,
επαγγελμάτων, περιοχών και χώρων, με βέλτιστη αξιοποίηση των γνώσεων και των
ικανοτήτων τους. Με δεδομένο ότι η δια βίου μάθηση δεν αφορά μόνο την τυπική
μάθηση ή την επαγγελματική κατάρτιση αλλά ενσωματώνει ολόκληρο το φάσμα
της σχολικής, εξωσχολικής καθώς και της άτυπης μάθησης, στους στόχους πρέπει
να περιλαμβάνονται
η προσωπική ολοκλήρωση,
η κοινωνική ένταξη,
η ενεργός συμμετοχή αλλά και
η απασχολησιμότητα
Μια γενικότερη προσέγγιση θα ήταν εκείνη η οποία συνδυάζοντας τις μαθησιακές
ευκαιρίες με τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα των ωφελουμένων ή των εν δυνάμει
ωφελουμένων, θα διευκόλυνε την πρόσβαση, αναπτύσσοντας την προσφορά, ώστε
η μάθηση να καταστεί προσβάσιμη από οποιονδήποτε, οπουδήποτε και
οποτεδήποτε.
Η αύξηση των ευκαιριών μάθησης, η αύξηση των επιπέδων συμμετοχής και η
τόνωση της ζήτησης για μάθηση, οδηγούν τελικά στη δημιουργία μαθησιακής
κουλτούρας, μετατρέποντας τα εργασιακά, κοινωνικά και άλλα περιβάλλοντα σε
μαθησιακά περιβάλλοντα.
Η μάθηση είναι μια δια βίου διαδικασία, η οποία είναι πολύ σημαντική για την
επιτυχή συμμετοχή του ατόμου στην κοινωνική, πολιτιστική, πολιτική και
οικονομική ζωή μιας σύγχρονης κοινωνίας.
Η δια βίου εκμάθηση περιλαμβάνει την ανάπτυξη ενός φάσματος ικανοτήτων και
συμπεριφορών οι οποίες πρέπει να είναι άμεσα παράγωγα των διαδικασιών
εκμάθησης που ακολουθήθηκαν.
30
Διά Βίου Μάθηση & EQF
Στη σύνδεση των προγραμμάτων κατάρτισης με την πιστοποίηση των νέων
δεξιοτήτων
Στην πιλοτική εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Πλαισίου Προσόντων (EQF) και
του Ευρωπαϊκού Συστήματος Μεταφοράς Ακαδημαϊκών Μονάδων (ECVET),
με τη σχεδίαση και ανάπτυξη της οριζόντιας επαγγελματικής λειτουργίας
«Ανάπτυξη Επιχειρηματικότητας ΠΜΕ».
31
Ελληνόγλωσση Βιβλιογραφία
•
Αρχοντάκη, Ζ. & Φιλίππου, ∆. (2003). 205 Βιωµατικές ασκήσεις για εµψύχωση
οµάδων ψυχοθεραπείας, κοινωνικής εργασίας και εκπαίδευσης. Αθήνα:
Καστανιώτης
•
Μαλικιώση-Λοϊζου,
Μ.
(2001).
Η
Συμβουλευτική
Ψυχολογία
στην
Εκπαίδευση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
•
Παληός, Ζ. (2003) Θεωρίες Μάθησης και Μάθηση Ενηλίκων, Κεφ. 2, Τόµος Α.
∆ιδακτικού
υλικού
προγράµµατος
εκπαίδευσης
εκπαιδευτών.
Αθήνα:
Ε.Κ.Ε.Π.Ι.Σ.
•
Παναγιωτοπούλου, Ρ. (1997). Η Επικοινωνία στις Οργανώσεις. Αθήνα: Κριτική
•
Παπαχρήστος, Κ. (2007). Η έµφυλη διάσταση της διαπολιτισµικής συµβουλευτικής–
ανιχνεύοντας τις πτυχές της/του διαπολιτισµικού συµβούλου Πρακτικά του Ελληνικού
Ινστιτούτου Εφαρµοσµένης Παιδαγωγικής και Εκπαίδευσης (ΕΛΛ.Ι.Ε.Π.ΕΚ.), 4ο Πανελλήνιο
Συνέδριο µε θέµα: «Σχολείο Ίσο για Παιδιά Άνισα», Αθήνα, 4‐ 6 Μαΐου 2007.
•
Πίμπας, Ι. (2009). Σημειώσεις Επιμορφωτικού Προγράμματος Διαπολιτισμικής
Διαμεσολάβησης. Εκπαιδευτικές σημειώσεις στο πλαίσιο της δράσης 10 της
Ενέργειας ΙΙ
και των δράσεων δικτύωσης της Ενέργειας ΙΙΙ του Έργου
«Δημιουργία προτύπων για την ανάπτυξη της διαπολιτισμικότητας» της ΚΠ
EQUAL Β’ Κύκλος.
•
Ποταμιάνος, Γ. (1997). Θεωρίες Προσωπικότητας και Κλινική Πρακτική. Αθήνα:
Ελληνικά Γράμματα
•
Σταλίκας, Α., Γιωτσίδη, Β., Μερτίκα, Α.(2007). Πολυπολιτισµός και η Αποδοχή
της
∆ιαφορετικότητας:
Μαληκιώση-Λοϊζου
Παιδιά
(Επιµ.),
της
Συµβουλευτικής
Συµβουλευτική
Ψυχολογίας;
Ψυχολογία:
Στο
Σύγχρονες
Προσεγγίσεις. Αθήνα: Ατραπός
•
Χρηστάκης, Ν. (2000). Ψυχολογία της Επικοινωνίας. Αθήνα: Πάντειο
Πανεπιστήμιο (πανεπιστημιακές σημειώσεις)
32
Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία
•
Argyle, M. (1978). The Psychology of Interpersonal Behavior. Middlesex: Penguin
Books Ltd
•
Bourdieu, P. (1982). Ce que parler veut dire. Στο
Σακαλάκη. Μ. (1994).
Ψυχολογία της Επικοινωνίας: Θεωρητικά ρεύματα και προοπτικές έρευνας.
Αθήνα: Παπαζήση
•
Cooley, C.H. (1909). Η σημασία της επικοινωνίας. Στο Κ. Λιβιεράτος & Τ.
Φραγκούλης (επιμ.), Το μήνυμα του μέσου: η έκρηξη της μαζικής επικοινωνίας.
Αθήνα: Αλεξάνδρεια
•
Fiske, S. (2000). Stereotyping, prejudice and discrimination at the seam between the centuries:
evolution, culture, mind and brain. European Journal of Social Psychology, 30, 299-322
•
Harrison, A. (1976). Individuals and Groups: Understanding social behavior.
Monterey, CA: Brooks/Cole Publications
•
Ivey,A.E., Gluckstern, N.B. & Ivey, M.B. (1996). Συμβουλευτική: Μέθοδος
Πρακτικής Προσέγγισης. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
•
Ivey,A.E., Gluckstern, N.B. (1999). Συμβουλευτική: Βασικές Δεξιότητες
Επιρροής. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
•
Lasswell, H.D. (1948). Η δομή και η λειτουργία της επικοινωνίας στην κοινωνία.
Στο Κ. Λιβιεράτος & Τ. Φραγκούλης (επιμ.), Το μήνυμα του μέσου: η έκρηξη της
μαζικής επικοινωνίας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια
•
Mead, M. (1948). Ορισμένες πολιτισμικές προσεγγίσεις στα προβλήματα
επικοινωνίας. Στο Κ. Λιβιεράτος & Τ. Φραγκούλης (επιμ.), Το μήνυμα του μέσου:
η έκρηξη της μαζικής επικοινωνίας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια
•
Knowles, M. (1998). The Adult Learn. Huston, Texas: Gulf
•
Noye,D.&Piveteau,J.(2000). Πρακτικός Οδηγός του Εκπαιδευτή. Αθήνα:
Μεταίχµιο.
•
Rogers, A. (1999). Η Εκπαίδευση Ενηλίκων. Αθήνα: Μεταίχµιο.
33
•
Sargent, C. & Larchanche, S. (2009). The Construction of ‘‘Cultural Difference’’
and Its Therapeutic Significance in Immigrant Mental Health Services in France.
Cult MED Psychiatry, 33:2–20
•
Satir, V. (1988). Πλάθοντας Ανθρώπους. Αθήνα: Κέδρος
•
Yalom, I. (2005). Θεωρία και Πράξη της Ομαδικής Ψυχοθεραπείας. Αθήνα:
Άγρα
•
Park, R.E. (1938). Σκέψεις για την επικοινωνία και την κουλτούρα. Στο Κ.
Λιβιεράτος & Τ. Φραγκούλης (επιμ.), Το μήνυμα του μέσου: η έκρηξη της
μαζικής επικοινωνίας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια
34
Επισκόπηση της έως σήμερα εμπειρίας – Αφορμή για σκέψη
Όσον αφορά στο παρόν έργο, από την έως σήμερα εφαρμογή του προγράμματος έχουμε
επιτύχει τα εξής αποτελέσματα:
• 12 μετανάστριες συμμετείχαν στις δράσεις κατάρτισης
• από αυτές οι 6 παρέμειναν ενεργές κατά την διάρκεια των πιλοτικών δράσεων
• 2 μετανάστριες ενεργοποίησαν συνεργασίες με τοπικούς παρόχους άτυπης εκπαίδευσης
ενηλίκων, συνδιοργανώνοντας 2 προγράμματα εκπαίδευσης ενηλίκων βρίσκεται σε
εκκρεμότητα υπογραφή μνημονίου μόνιμης συνεργασίας με τους φορείς αυτούς
• 3 μετανάστριες ενεργοποίησαν συνεργασίες με φορείς υποστήριξης ευπαθών κοινωνικών
ομάδων και συμμετείχαν σε εξετάσεις πιστοποίησης των γνώσεών τους στην ελληνική
γλώσσα. Επίσης βρίσκεται σε εκκρεμότητα υπογραφή μνημονίου μόνιμης συνεργασίας με
τον φορέα υποστήριξης
• Προώθησαν μετανάστες σε ευκαιρίες εκπαίδευσης μέσω της υποστήριξης στην υποβολή
δικαιολογητικών συμμετοχής σε δημιουργούμενα τμήματα εκπαίδευσης ενηλίκων.
• Όλες προέβησαν σε δράσεις ενημέρωσης άλλων μεταναστών σχετικά με τις διαδικασίες που
πρέπει να ακολουθούν για την διεκπεραίωση υποθέσεών τους με το Δημόσιο αλλά και τις
ευκαιρίες εκπαίδευσης
Η οικονομική αποζημίωση των εκπαιδευτικών πλοηγών για τις υπηρεσίες που
αναπτύσσουν και την διασύνδεση που προσφέρουν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ικανό
κίνητρο για την συνέχιση και εντατικοποίηση των προσπαθειών τους. Ταυτόχρονα όμως, το
ζητούμενο της χρηματοδότησης των εκπαιδευτικών πλοηγών, δεδομένων των ασταθών
συνθηκών που επικρατούν, θα μπορούσε ρεαλιστικά να χαρακτηριστεί ουτοπικό τουλάχιστον
για το άμεσο μέλλον, εφόσον τόσο οι φορείς εκπαίδευσης ενηλίκων όσο και οι τοπικές –
περιφερειακές κρατικές δομές βρίσκονται σε μεγάλη οικονομική στενότητα. Ενδεχομένως η
αναζήτηση χρηματοδότησης από ευρωπαϊκές πηγές (διακρατικά προγράμματα) θα μπορούσε να
αποτελέσει μία προσωρινή λύση.
Συνεπώς, η κατεύθυνση στην οποία θα πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειες μας είναι
αυτή της ενεργοποίησης και συνεχούς υποστήριξης εθελοντών. Υποστηρικτικά σε αυτή την
κατεύθυνση θα μπορούσε να λειτουργήσει και η ανάληψη πρωτοβουλιών για την προσέλκυσηστρατολόγησης νέων εθελοντών, ούτως ώστε, να διασφαλιστεί στο μέτρο του δυνατού η
συνέχεια αυτής της προσπάθειας.
Η συνέπεια και η σταθερή στόχευση στις αναπτυσσόμενες δράσεις υποστήριξης των
μεταναστών, είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την ενεργοποίηση – συμμετοχή των ίδιων των
μεταναστών στις εφαρμοζόμενες πρακτικές. Είναι συνεπώς σημαντικό να προβλέπουμε τρόπους
ώστε να είμαστε σε θέση να αντιπαρερχόμαστε τις ασυνέχειες και πειραματικές – περιορισμένης
διάρκειας παρεμβάσεις, εφόσον υπάρχει απτό θετικό αποτέλεσμα
35